ΠΑΝΑΣΤΑΣΗ Σ Μ ....

60
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟΝ ΜΟΡΙΑ. ΠΟΛΙΟΡΚΙΕΣ O Mοριάς στον καιρό της επανάστασης Η Πελοπόννησος ήταν στα 1821 η φυσική, όπως φαινόταν, κοιτίδα της επανάστασης. Ήταν µία µεγάλη, πολυάνθρωπη και πλούσια έκταση. H γεωγραφική µορφολογία της, µε σηµαντικούς ορεινούς όγκους, κοιλάδες και περάσµατα, πολλαπλασίαζε εκτάσεις και αποστάσεις, δυσκόλευε την επιβολή κεντρικού ελέγχου και, στις περισσότερες περιπτώσεις, απαγόρευε στους Oθωµανούς τη χρήση του κυριότερου όπλου τους, του ιππικού. Oι χριστιανοί άρχοντες, οι προύχοντες, οι προεστοί είχαν µακρά εµπει- ρία στην άσκηση της εξουσίας και αρκετά περιθώρια αυτοδιοίκησης µε προνόµια που κρατούσαν ήδη για έναν σχεδόν αιώνα. Λόγω του ρόλου τους στο φορολογικό σύστηµα της αυτοκρατορίας, διέθεταν επιπλέον σηµαντικά υλικά µέσα: αποθήκες, υποζύγια, µύλους, χρήµατα. Διέθεταν ισχυρά ένοπλα σώµατα που µπορούσαν να τα αυξήσουν στρατολογώντας τους ανθρώπους τους, τους χριστιανούς αγρότες. Eπι- πλέον, η περιοχή ήταν η κυριότερη πύλη του ελληνικού χώρου µε τη Δύση. Tο εµπό- ριο της σταφίδας, η γειτνίαση των Eπτανήσων, η παρουσία προξενείων στην Πάτρα αλλά και η προτίµηση των Ευρωπαίων περιηγητών κατέστησαν την Πελοπόννησο το πιο ευρωπαϊκό κοµµάτι του οθωµανικού ελληνικού χώρου (εξαιρουµένης φυσικά της Xίου). H οθωµανική εξουσία στον Mοριά στηριζόταν σε ένα µείγµα συµβιβασµών, τεχνασµά- των, εξαγορών, απειλών και φόβου. Kρατικός µηχανισµός, µε τη σηµερινή έννοια του όρου, δεν υπήρχε, ούτε φυσικά οργανωµένες δυνάµεις ασφαλείας. O στρατός ήταν το άθροισµα των προσωπικών φρουρών των µπέηδων και αγάδων και Aλβανών µισθοφό- ρων, όσων µπορούσε να πληρώσει ο εκάστοτε πασάς. Παρ’ όλα αυτά η περιοχή ήταν η πλέον οχυρή της αυτοκρατορίας. Πλήθος ισχυρών φρουρίων υπήρχαν σε αυτή, στις πόλεις και στα παράλια. Επρόκειτο για κληροδοτήµατα της τελευταίας Εετικής περιόδου, ανάµεσα στο 1684 και 1715. Όµως, αυτά τα επιβλητικά στρατιωτικά έργα δεν αποτελούσαν φόβητρο για τους όποιους εχθρούς της οθωµανικής εξουσίας. Στις περισσότερες περιπτώσεις Τα περισσότερα οχυρά της Πελοποννήσου παρέµειναν καθ’

Transcript of ΠΑΝΑΣΤΑΣΗ Σ Μ ....

  • Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟΝ ΜΟΡΙΑ. ΠΟΛΙΟΡΚΙΕΣ

    O Mοριάς στον καιρό της επανάστασης Η Πελοπόννησος ήταν στα 1821 η φυσική, όπως φαινόταν, κοιτίδα της επανάστασης. Ήταν µία µεγάλη, πολυάνθρωπη και πλούσια έκταση. H γεωγραφική µορφολογία της, µε σηµαντικούς ορεινούς όγκους, κοιλάδες και περάσµατα, πολλαπλασίαζε εκτάσεις και αποστάσεις, δυσκόλευε την επιβολή κεντρικού ελέγχου και, στις περισσότερες περιπτώσεις, απαγόρευε στους Oθωµανούς τη χρήση του κυριότερου όπλου τους, του ιππικού. Oι χριστιανοί άρχοντες, οι προύχοντες, οι προεστοί είχαν µακρά εµπει-ρία στην άσκηση της εξουσίας και αρκετά περιθώρια αυτοδιοίκησης µε προνόµια που κρατούσαν ήδη για έναν σχεδόν αιώνα. Λόγω του ρόλου τους στο φορολογικό σύστηµα της αυτοκρατορίας, διέθεταν επιπλέον σηµαντικά υλικά µέσα: αποθήκες, υποζύγια, µύλους, χρήµατα. Διέθεταν ισχυρά ένοπλα σώµατα που µπορούσαν να τα αυξήσουν στρατολογώντας τους ανθρώπους τους, τους χριστιανούς αγρότες. Eπι-πλέον, η περιοχή ήταν η κυριότερη πύλη του ελληνικού χώρου µε τη Δύση. Tο εµπό-ριο της σταφίδας, η γειτνίαση των Eπτανήσων, η παρουσία προξενείων στην Πάτρα αλλά και η προτίµηση των Ευρωπαίων περιηγητών κατέστησαν την Πελοπόννησο το πιο ευρωπαϊκό κοµµάτι του οθωµανικού ελληνικού χώρου (εξαιρουµένης φυσικά της Xίου).H οθωµανική εξουσία στον Mοριά στηριζόταν σε ένα µείγµα συµβιβασµών, τεχνασµά-των, εξαγορών, απειλών και φόβου. Kρατικός µηχανισµός, µε τη σηµερινή έννοια του όρου, δεν υπήρχε, ούτε φυσικά οργανωµένες δυνάµεις ασφαλείας. O στρατός ήταν το άθροισµα των προσωπικών φρουρών των µπέηδων και αγάδων και Aλβανών µισθοφό-ρων, όσων µπορούσε να πληρώσει ο εκάστοτε πασάς. Παρ’ όλα αυτά η περιοχή ήταν η πλέον οχυρή της αυτοκρατορίας. Πλήθος ισχυρών φρουρίων υπήρχαν σε αυτή, στις πόλεις και στα παράλια. Επρόκειτο για κληροδοτήµατα της τελευταίας Εετικής περιόδου, ανάµεσα στο 1684 και 1715. Όµως, αυτά τα επιβλητικά στρατιωτικά έργα δεν αποτελούσαν φόβητρο για τους όποιους εχθρούς της οθωµανικής εξουσίας. Στις περισσότερες περιπτώσεις

    Τα περισσότερα οχυρά της Πελοποννήσου παρέµειναν καθ’

    http://img.t09_k05_p001_1

  • βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση που τα άφησαν φεύγοντας οι Βενετοί, εκατό χρό-νια νωρίτερα, χωρίς καµία προσθήκη, χωρίς εκσυγχρονισµό, συντήρηση ή πρόσθετες κατασκευές. Μόνο στη νέα πρωτεύουσα, την Τρίπολη, οι Οθωµανοί είχαν χτίσει δικές τους νέες οχυρώσεις, πολύ πιο ταπεινές φυσικά από τις αντίστοιχες του Ναυπλίου, της Μεθώνης ή της Κορώνης. Aπό τα εκατοντάδες κανόνια των φρουρίων –ορειχάλ-κινα τα περισσότερα– λίγα µόνο µπορούσαν να χρησιµοποιηθούν χωρίς κίνδυνο για τους πυροβολητές τους. Oι αποθήκες τους ήταν άδειες, οι δεξαµενές τους ακάθαρτες, φραγµένες και άδειες, τα υδραγωγεία τους αχρηστευµένα. Παρ’ όλα αυτά οι τροµερές τους επάλξεις, έργο των µηχανικών της Γαληνοτάτης Δηµοκρατίας, ήταν απόρθητες από στρατούς που δεν διέθεταν σύγχρονο πυροβολικό και µηχανικό.

    Ο Χουρσίτ πασάςΣτα τέλη του 1820 η Yψηλή Πύλη, διαβλέποντας τους κινδύνους που απειλούσαν τον Mοριά, έστειλε στην περιοχή έναν από τους πλέον άξιους πασάδες της αυτο-κρατορίας. O Xουρσίτ πασάς είχε χρηµατίσει µεγάλος βεζίρης (το αντίστοιχο του πρωθυπουργού στην οθωµανική ιεραρχία της εξουσίας) και είχε αποκτήσει εµπειρίες σε ταραγµένες περιοχές. H άφιξη του Xουρσίτ, που φηµιζόταν για την αγριότητά του, αποτέλεσε την τελευταία επίδειξη δύναµης της οθωµανικής εξουσίας στην περιοχή. Ήρθε µε τα πλούτη, τα χαρέµια και τον στρατό του, σε µια µεγαλοπρεπή ποµπή που σκόρπισε την απογοήτευση στους πολλούς µυηµένους στα επαναστατικά σχέδια της Φιλικής Εταιρείας. Ήταν σαφές ότι η άφιξη του άξιου αυτού αντιπάλου καθιστούσε την εξέγερση τροµερά δύσκολη υπόθεση.O Xουρσίτ όµως δεν πρόλαβε να εγκατασταθεί στη νέα του πρωτεύουσα, την Tριπολι-τσά, και κλήθηκε να αναλάβει νέα καθήκοντα. Στην Ήπειρο ο Aλή πασάς είχε περάσει στην αντεπίθεση, καθώς ο µεγάλος του εχθρός, ο Πασόµπεης, αποδείχθηκε µικρός αντίπαλος για το λιοντάρι της Hπείρου. O Xουρσίτ στάλθηκε να διορθώσει τα πράγ-µατα. Ξεκίνησε από τον Mοριά παίρνοντας µαζί του τα καλύτερα στρατεύµατα. Λίγο αργότερα τον ακολούθησε ο αντικαταστάτης του, ο Kιοσέ Mεχµέτ πασάς. H οθωµανική εξουσία στην Tριπολιτσά έµεινε στα χέρια ενός απλού αγά, του Mεχµέτ Σαλήχ, του οποίου το κύρος και η δύναµη ήταν τελείως δυσανάλογα ως προς το έργο που είχε να επιτελέσει. Oι µυηµένοι του Mοριά ανέπνευσαν και οι πλέον δραστήριοι,

  • όπως ο Παπαφλέσσας, µπορούσαν να σπρώξουν τα πράγµατα επικαλούµενοι τον κίν-δυνο της επιστροφής του τροµερού Xουρσίτ.

    ΚαχυποψίαΗ αναχώρηση του Χουρσίτ δεν άφησε πίσω γαλήνια ατµόσφαιρα. Η απροσδόκητα, ειδικά µετά τις πρώτες επιτυχίες των σουλτανικών, δυναµική αντίσταση του Αλή πασά δηµιουργούσε υπόνοιες ενάντια στους πάντες. Ο γηραιός αποστάτης είχε ήδη µετα-στρέψει πολλούς από τους οπλαρχηγούς της Ρούµελης, της Ηπείρου και της Αλβα-νίας, γιατί να µην είχε αντίκτυπο η επιρροή του στον Μοριά; Εξάλλου, µε πρόσφατο το προηγούµενο των Σέρβων, οι εκπρόσωποι της Υψηλής Πύλης πάντοτε υποψιάζο-νταν τη δράση πρακτόρων µιας ξένης δύναµης, της Ρωσίας, σε οτιδήποτε πήγαινε στραβά στη βαλκανική τους επικράτεια. Σε τελευταία ανάλυση τα πάντα µπορούσαν να γίνουν πιστευτά σε ένα κράτος που δεν διέθετε µόνιµους κρατικούς µηχανισµούς και όπου οι φήµες εύκολα διαπλέκονταν µε τα γεγονότα. O δυστυχής αγάς, ο Μεχµέτ Σαλήχ, ανέλαβε να εφαρµόσει το σχέδιο πρόληψης των ταραχών στον Mοριά. Σύµφωνα µε τις τακτικές που εφάρµοζε η αυτοκρατορία σε παρόµοιες περιόδους, έπρεπε να αφοπλίσει κατά το δυνατό τους χριστιανούς, να συγκεντρώσει στην Tρίπολη τους σηµαντικούς, πρόκριτους και αρχιερείς, για να τους επιβλέπει, και να οργανώσει τον οθωµανικό στρατό. Tίποτα από αυτά δεν ήταν εύκολο. H πολιορκία των Iωαννίνων απορροφούσε όλους τους ανθρώπινους και οικο-νοµικούς πόρους του Mοριά, καθιστώντας αδύνατη την όποια σοβαρή προετοιµασία. O αφοπλισµός έπρεπε να ξεκινήσει από τους παράνοµους και τους παλαιούς κλέφτες. Σηµαντικοί κλέφτες είχαν δραστηριοποιηθεί εκείνον τον καιρό στον Mοριά ή µάλλον είχαν επαναπατριστεί σε αυτόν: ο Aναγνωσταράς, οι Πετµεζάδες, οι Kουµανιώτες, ενώ στις αρχές Iανουαρίου έφθασε και ο Kολοκοτρώνης στη Mάνη. Τα πράγµατα έµοιαζαν να γυρίζουν πίσω στα 1806, πριν από τον µεγάλο χαλασµό των κλεφτών της Πελοποννήσου. Παρά τα τεχνάσµατα και τις υποσχέσεις, οι τελευ-ταίοι, οι περισσότεροι από τους οποίους, ως µυηµένοι στη Φιλική Εταιρεία, γνώριζαν τις προετοιµασίες του ξεσηκωµού, δεν συνελήφθησαν. Aντίθετα, η εναντίον τους πίεση είχε απροσδόκητα αποτελέσµατα. Oι πολεµιστές αυτοί, σταθερά καχύποπτοι ως προς την εξουσία, παρακολουθούσαν µε ανησυχία τις εξελίξεις φοβούµενοι κάποιον

    Ο Αλή πασάς στα Γιάννενα αποδείχτηκε για άλλη µια φορά

    Η οικογένεια των Πετµεζάδων έδωσε πλήθος πολεµιστών στον

    http://img.t09_k05_p003_1http://img.t09_k05_p003_2

  • σε βάρος τους συµβιβασµό ορισµένων προεστών µε τους Tούρκους. O φόβος αυτός τους έκανε δύσπιστους προς όλες τις κατευθύνσεις και τελικά ανεξέλεγκτους, όπως φάνηκε από τα γεγονότα του Mαρτίου. Tο µόνο σχέδιο που απέµενε στον αγά ήταν η συγκέντρωση των σηµαντικών χριστια-νών προυχόντων –των µελών της Πελοπονησιακής Γερουσίας– στην Tριπολιτσά. H εφαρµογή του κρίθηκε επείγουσα µετά τη συσσώρευση ύποπτων ενδείξεων, όπως η δραστηριοποίηση και η επέκταση των µπαρουτόµυλων των αδελφών Σπηλιωτόπουλων στη Δηµητσάνα. Δεν έλειπαν εξάλλου οι καλοθελητές που έφερναν πραγµατικές ή φα-νταστικές πληροφορίες στην Τρίπολη σχετικά µε την έκταση των προετοιµασιών της Επανάστασης. Μέσα σε αυτό το πλέγµα της καχυποψίας και της διάχυτης ανησυχίας η σύγκληση της Γερουσίας των Προυχόντων από τον διοικητή του Mοριά –τον εκπρό-σωπο του πασά– µπορούσε να θεωρηθεί φυσική και αναµενόµενη κίνηση. Στις τότε όµως συνθήκες, η πρόσκληση έβαλε σε σκέψεις µυηµένους και αµύητους. Παρ’ όλα αυτά πολλοί εκπρόσωποι σηµαντικών χριστιανικών οικογενειών του Μοριά άρχισαν να παρουσιάζονται στην Tριπολιτσά αυξάνοντας την ταραχή και τις υποψίες των κλεφτών και των µυηµένων στα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας. Η πιο ενδεικτική και αποφασιστι-κή πτυχή του όλου θέµατος όµως αφορούσε τη στάση που θα κρατούσαν οι ισχυρές οικογένειες των δύο κρίσιµων, στρατηγικά, περιοχών: της Mάνης και της Aχαΐας.

    Aχαΐα και MάνηΠραγµατικά, οι δύο αυτές επαρχίες, στα αντίθετα άκρα της χερσονήσου, ήταν το κλειδί για τις εξελίξεις. H Πάτρα ήταν το οικονοµικό κέντρο του Mοριά. H εξαγωγή σταφίδας, οι βιοτεχνίες, η σχέση µε τα Eπτάνησα, η ύπαρξη ξένων προξενείων και εµπορικών οίκων της έδιναν εξέχουσα σηµασία. Oι πρόκριτοι της Aχαΐας, ο Παλαιών Πατρών Γερµανός, οι Pούφοι, οι Zαήµηδες των Kαλαβρύτων, ο Λόντος της Bοστίτζας (Aιγίου) ήταν ισχυροί παράγοντες και µυηµένοι στα ανατρεπτικά σχέδια της Φιλικής Eταιρείας. Στην άλλη πλευρά, η δυσπρόσιτη Mάνη παρουσίαζε ανάλογη εικόνα. H διοικητική της εξάρτηση από τον Kαπουδάν πασά (τον ναύαρχο του οθωµανικού στό-λου) της έδινε σηµαντική ελευθερία κινήσεων ως προς τους πασάδες της Tριπολιτσάς. Aυτή η ελευθερία της τη µετέτρεπε όχι µόνο σε καταφύγιο των διωκοµένων και δυσα-ρεστηµένων αλλά και σε σηµαντικό εµπορικό κέντρο, καθώς τα εκεί εµπορεύµατα ξέ-

    Οι περισσότεροι κλέφτες του Μοριά, µυηµένοι στη Φιλική

    http://img.t09_k05_p004_1

  • φευγαν από τον έλεγχο των άπληστων Οθωµανών φοροεισπρακτόρων. Πολυάνθρωπη, όπως και η Aχαΐα, κυβερνιόταν από ισχυρές οικογένειες (σόγια), η πιο ισχυρή από τις οποίες ήταν εκείνη των Mαυροµιχαλαίων. Oι τελευταίοι, µυηµένοι στον ξεσηκωµό, αποφάσισαν να διασκεδάσουν τις τουρκικές καχυποψίες. Aν και δεν ήταν υποχρεωµένοι να στείλουν εκπροσώπους στην Tρίπολη, αποφάσισαν, προφασιζόµενοι ενδιαφέρον για τα συµβαίνοντα, να στείλουν τον γιο του ηγεµόνα Πετρόµπεη Mαυροµιχάλη, τον Aναστάση Mαυροµιχάλη, και έναν συγγενή του. H κίνησή τους ενθάρρυνε και άλλους, αποκοιµίζοντας για λίγο τις τουρκικές υποψίες.Oι της Aχαΐας επέλεξαν άλλον δρόµο. Aποφάσισαν να καθυστερήσουν τη µετάβασή τους και χρησιµοποίησαν κάθε τέχνασµα γι’ αυτό. Tελικά κατέφυγαν στα ορεινά του τόπου τους, περιµένοντας επισήµως µεν τις εγγυήσεις του σουλτάνου, ανεπισήµως δε τις οδηγίες των Φιλικών της Kωνσταντινούπολης ή το τελικό ξεκαθάρισµα για τις πραγµατικές προθέσεις της Ρωσίας – δηλαδή για το µυστήριο της Αόρατης Αρχής. Tα γεγονότα πρόλαβαν τις αναµενόµενες απαντήσεις, επίσηµες και µη.

    H γενική φυγή των µουσουλµάνων H ατµόσφαιρα της αµοιβαίας καχυποψίας και εξαπάτησης δεν επρόκειτο να κρατήσει για πολύ. Πλησίαζε εξάλλου η ηµεροµηνία της 25ης Mαρτίου, την οποία οι θερµόαι-µοι Φιλικοί και πολλοί οπλαρχηγοί είχαν ορίσει ως ηµέρα του ξεσηκωµού εξαιτίας του θρησκευτικού και αλληγορικού της χαρακτήρα. Tελικά η ένταση έδωσε τις δικές της λύσεις και τα γεγονότα υποκατέστησαν τον οποιονδήποτε σχεδιασµό. Eίδαµε παρα-πάνω τους λόγους για τους οποίους οι οπλαρχηγοί και οι κλέφτες ανησυχούσαν και αδηµονούσαν. Στις 15 Mαρτίου µερικοί από αυτούς, αφού απέσπασαν την ευχή του γέρου προύχοντα των Kαλαβρύτων, Aσηµάκη Zαΐµη, επιτέθηκαν σε φοροεισπράκτορα της οθωµανικής εξουσίας, χωρίς µάλιστα το διάβηµα να έχει επιτυχία. Mόλις όµως οι µουσουλµάνοι των Kαλαβρύτων πληροφορήθηκαν την επίθεση, ανήσυχοι από τις έρπουσες φήµες και από την άρνηση των χριστιανών προυχόντων της περιοχής να µεταβούν στην Τριπολιτσά, έσπευσαν πανικόβλητοι να κλειστούν σε οχυρούς πύρ-γους. Xωρίς εφόδια, αναγκάστηκαν να παραδοθούν λίγες ηµέρες µετά. Στο µεταξύ, η είδηση της αναταραχής στα Καλάβρυτα αλλά και η γενική αδηµονία των

    Η Πάτρα ήταν το οικονοµικό κέντρο της Πελοποννήσου,

    http://img.t09_k05_p005_1

  • ενόπλων, πολλαπλασίασαν τις επιθέσεις σε γυφτοχαρατσήδες (φοροεισπράκτορες), σπαΐδες, ταχυδρόµους, ταξιδιώτες, χριστιανούς και µουσουλµάνους στη βόρεια Πελο-πόννησο. Oι επιθέσεις και οι φόνοι δεν είχαν τίποτα το εξαιρετικό σε έκταση, στις τότε συνθήκες έντασης όµως λειτούργησαν ως καταλύτης. Στο παραµικρό άκουσµα ταραχών, πραγµατικών ή φανταστικών, οι µουσουλµάνοι έφευγαν προς κάθε κατεύ-θυνση ζητώντας προστασία. Αποτελούσαν µόνο το 10% των κατοίκων της περιοχής και οι περισσότεροι από αυτούς βρίσκονταν ήδη στις πόλεις αφήνοντας λίγους τολ-µηρούς να κατοικούν στην ύπαιθρο, στο µέσο του αλλόθρησκου και εχθρικού περι-βάλλοντος. Η φυγή των µουσουλµάνων της υπαίθρου προς τις πόλεις και τα κάστρα ήταν µία σχεδόν αυτόµατη αντίδραση σε κάθε ένδειξη προβληµάτων. Αυτό έγινε στις αρχές του τρίτου δεκαήµερου του Μαρτίου του 1821. Αυτόν τον καιρό όλοι ήξεραν ή διαισθάνονταν ότι κάτι σπουδαίο ετοιµάζεται ενάντια στην αυτοκρατορία. Mέσα σε αυτό το κλίµα αρκούσαν τα ελάχιστα για να εξαπλωθεί ο φόβος και ο πανικός. Μεµονωµένες οικογένειες αρχικά, χωριά ολόκληρα στη συνέχεια, ανοργάνωτα στην αρχή, οµαδικά και βάση σχεδίου όπου οι αποστάσεις ήταν µεγάλες και υπήρχαν ύπο-πτες περιοχές για να διαβούν, η κίνηση φυγής σε αναζήτηση ασφάλειας συνεπήρε πρακτικά το σύνολο του µουσουλµανικού πληθυσµού του Μοριά, εκείνου που δεν κατοικούσε στα ισχυρά κέντρα της εξουσίας. Iσχυροί µουσουλµανικοί θύλακες, όπως αυτός στην περιοχή του Mιστρά (Mπαρδου-νιώτες), ταγµένος µάλιστα για να ελέγχει τα σύνορα της Mάνης, εκκενώθηκαν, µέσα σε αταξία και πανικό στο άκουσµα µόνο της άφιξης ευρωπαϊκών πλοίων στην παραλία (φήµη της οποίας η εξήγηση αποδίδεται στην παρουσία του πλοίου κάποιου Φραγκιά στην παραλία – το όνοµα παρερµηνεύτηκε και όλοι φαντάστηκαν εξωτερική εισβολή Φράγκων). H φυγή των αξιόµαχων σκόρπισε απελπισία στους λιγότερο µαχητικούς πληθυσµούς. Oι µουσουλµάνοι της Γαστούνης έσπευσαν να κλειστούν στο φρούριο Xλουµούτσι, περιβόητο µεν στον καιρό των ιπποτών και των Φράγκων, άχρηστο δε, σωστή παγίδα, χωρίς νερό και εφόδια, στις κρίσιµες αυτές ηµέρες. Xρειάστηκε η επέµβαση των Aλβανών του Λάλα για να σωθούν οι εκεί κλεισµένοι. Oι Λαλαίοι, ονοµαστοί πολεµιστές στις παρυφές της πεδιάδας της Hλείας, έτρεψαν σε φυγή τους γύρω χριστιανούς και παρέµειναν για πολλούς µήνες ο µοναδικός µουσουλµανικός θύλακας στην ύπαιθρο του Mοριά. Για τους λιγότερο γενναίους ή αριθµητικά υποδεέ-

    Η ισχυρή οικογένεια των Μαυ-ροµιχαλαίων, µυηµένη στον

    http://img.t09_k05_p006_1

  • στερους η φυγή πολύ γρήγορα άρχισε να εξελίσεται σε εφιάλτη. Οι πολιτικές λειτουργίες αυτής της στηριγµένης στην καχυποψία και στον φόβο φυγής ήταν καίριες. Σε µία κατάσταση που µύριζε µπαρούτι ο πανικός των µουσουλµάνων έθεσε σε κίνηση έναν άλλο µηχανισµό. Xριστιανοί γείτονες των φυγάδων, χωρικοί από τα γύρω χωριά, δειλά στην αρχή, πιο τολµηρά στη συνέχεια, άρχισαν να αρπάζουν το αφύλακτο βιος αρχικά, το φυλαγµένο στη συνέχεια. Η λεηλασία των εγκαταλελει-µένων σπιτιών, των οικόσιτων ζώων, των κοπαδιών των µουσουλµάνων εξελίχθηκε αλλού σε επιθέσεις ενάντια στους φεύγοντες, µε σκοπό την αφαίρεση όσων αυτοί έφεραν µαζί τους. Από εκεί έως το να χυθεί αίµα η απόσταση ήταν πολύ µικρή. Ήταν κοινωνία της ανέχειας, για τους πολλούς, η ανθρώπινη εικόνα του Μοριά στα 1821, τό έκτακτο έσοδο ήταν δώρο εξ ουρανού στο οποίο κανείς δεν έστρεφε την πλάτη. Παίρνοντας όµως αυτό που σε άλλους ανήκε, ληστεύοντας όσους έφευγαν, σκοτώνο-ντάς τους για να µην υπάρχουν µάρτυρες και κατηγορίες, σηµατοδοτούσε το διάβα ενός βαθύτατου Ρουβικώνα. Σε µαζική κλίµακα αυτού του είδους η ταραχή ήταν εξέγερση. Η µετατροπή της εξέγερσης αυτής σε επανάσταση βασίστηκε σε γεγονότα που ακολούθησαν στην Αχαΐα, κυρίως στην Πάτρα. Η περιοχή ήταν κοντά στις πρώτες εστίες αναταρραχής· οι Οθωµανοί της Bοστίτζας (Aιγίου) πέρασαν απέναντι στα Σάλωνα, ενώ αυτοί της Πάτρας έσπευσαν να κλειστούν στο φρούριο της πόλης από τις 21 Mαρτίου. Σε αυτές τις δύο περιπτώσεις η κίνηση φυγής προκάλεσε άµεσες παρενέργειες. Οι πρώην γείτονες και συγκάτοικοι των φευ-γόντων µουσουλµάνων αλλά και ναύτες των ιόνιων πλοίων που βρίσκονταν αγκυροβο-ληµένα στην Πάτρα, ρίχτηκαν στη λεηλασία των εγκαταλελειµένων µουσουλµανικών περιουσιών. Mεµονωµένες τουρκικές οικογένειες που έρχονταν από τα περίχωρα για να βρουν καταφύγιο στην πόλη σφαγιάστηκαν στα περάσµατα των επαρχιακών οδών και η γενικευµένη αναρχία που προκλήθηκε, επιτάχυνε τις εξελίξεις. Οι χριστιανοί πρόκριτοι της Αχαΐας είχαν, στην πλειοψηφία τους, αποφύγει µε τέχνα-σµα την προσέλευσή τους στην Τριπολιτσά. Ταυτόχρονα, µυηµένοι οι περισσότεροι στη Φιλική Εταιρεία, προσπαθούσαν να κερδίσουν χρόνο µέχρι να αποκτήσουν πιο καθαρή ιδέα για τις δυνατότητες της περίφηµης Αόρατης Αρχής και τις προθέσεις της Ρωσίας. Τα γεγονότα στην Πάτρα τους αιφνιδίασαν. Στις 22 Mαρτίου διαπίστωσαν ότι η κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο και αποφάσισαν να επέµβουν για να επα-

    Ο άγριος διωγµός των µουσουλ-µάνων στα Καλάβρυτα έφερε

    Οι µουσουλµάνοι της Γαστού-νης επέλεξαν ως καταφύγιό τους

    Ο Φιλικός Ιωάννης Παπαδια-µαντόπουλος υπήρξε από τους

    http://img.t09_k05_p007_1http://img.t09_k05_p007_2http://img.t09_k05_p007_3

  • ναφέρουν την τάξης και µια εξουσία στις ζώνες των ταραχών. Στο κλίµα των ηµερών εξάλλου η απραξία κινδύνευε να αποβεί η πλέον επικίνδυνη των επιλογών ενώ, εκεί που τα πράγµατα είχαν φτάσει, η φυγή προς τα εµπρός άρχισε να γοητεύει πολλούς από αυτούς. Στην Πάτρα έφθασαν λοιπόν, επικεφαλής των ενόπλων τους, οι Παπαδιαµαντόπουλος, Λόντος, Παλαιών Πατρών Γερµανός, Zαήµης, Pούφος και άλλοι λιγότερο σηµαντικοί προεστοί και ιερωµένοι. Oι πρόξενοι των δυνάµεων κατέφυγαν στα πλοία τους και η εξέγερση πήρε απροκάλυπτο –δηλαδή πιο επίσηµο– χαρακτήρα, παύοντας να είναι µία απλή επιχείρηση πλιάτσικου. Σηκώθηκαν σηµαίες (κόκκινες, όπως των Oθωµανών, µε τον σταυρό στη θέση του µισοφέγγαρου), έγιναν δοξολογίες και εκδόθηκε επανα-στατική διακήρυξη. Στην τελευταία γινόταν έκκληση στα χριστιανικά βασίλεια να επέµβουν υπέρ των Eλλήνων: «... εις µνήµην ότι οι ένδοξοι πρόγονοί µας εφάνησάν ποτέ ωφέλιµοι εις την ανθρωπότητα....». Στο µεταξύ, η είδηση για τη φυγή των µουσουλµάνων και τη λεηλασία των περιου-σιών τους συγκέντρωσε πλήθος χριστιανών από τα γύρω χωριά και από τα Iόνια νησιά στην πόλη. Oι κλεισµένοι στο φρούριο Οθωµανοί περιορίστηκαν στον κανονιοβολισµό των αποκάτω, ενώ ταυτόχρονα διαπίστωναν ότι το φρούριο δεν είχε νερό και ότι η τύχη τους ήταν µάλλον δυσοίωνη. Τους έσωσε ένα τυχαίο γεγονός. O Γιουσούφ πασάς της Eύβοιας πήγαινε εκείνες τις ηµέρες από την έδρα του στα Γιάννενα, όταν έµαθε για τα συµβαίνοντα στην Πάτρα. Mε τη συνοδεία του, περίπου 300 οπλοφόρους, πέρασε στο Pίο και από εκεί επιτέθηκε στους χριστιανούς στην Πάτρα. H ανοργανωσιά και το χάος ήταν τόσο µεγάλα που έφθασε αυτή η αδύνατη παρέµβαση για να χαθεί η πόλη. O Γιουσούφ σκόρπισε τους ενόπλους χριστιανούς, απελευθέρωσε τους κλεισµένους στο φρούριο και µε τη συνδροµή τους άρχισε να καταστρέφει, να καίει και να λεηλατεί τις χριστιανικές περιουσίες της πόλης. Πολλοί χριστιανοί σκοτώθηκαν τότε, ενώ η πόλη παρέµεινε στους Οθωµανούς µέχρι το τέλος του επαναστατικού αγώνα. Η αρχή πάντως είχε γίνει. Η ανάληψη από τους προύχο-ντες της Αχαΐας των ευθυνών της πόλης µετέτρεψε την εξέγερση σε επανάσταση. Τώρα άλλες περιοχές θα έπαιρναν τη σκυτάλη. Oι ειδήσεις για τα συµβαίνοντα στην Aχαΐα έφθασαν γρήγορα στη Mάνη. Oι όποιοι

    Οι Ρούφοι υπήρξαν µία από τις σηµαντικότερες οικογέ-

    Ο Γιουσούφ Σελήµ πασάς της Εύβοιας υπήρξε απελευθερω-

    http://img.t09_k05_p008_1http://img.t09_k05_p008_2

  • δισταγµοί ξεπεράστηκαν στο άκουσµά τους και στις 23 Mαρτίου ένοπλοι Mανιάτες µε τον Πετρόµπεη Mαυροµιχάλη επικεφαλής, κατέλαβαν την πόλη της Kαλαµάτας. Oι αιφνιδιασθέντες Oθωµανοί παραδόθηκαν, έγινε δοξολογία και εκδόθηκε επαναστα-τική διακήρυξη. H τελευταία απευθυνόταν στις Αυλές των µοναρχών της Eυρώπης. O Mαυροµιχάλης προσδιοριζόταν ως αρχιστράτηγος των σπαρτιατικών στρατευµάτων. «... Δικαίω τω λόγω η µήτηρ µας Eλλάς, εκ της οποίας και σεις εφωτίσθητε, απαιτεί όσον τάχιστα την φιλάνθρωπον συνδροµήν σας, δια την οποίαν και ηµείς θέλοµεν δείξει εν καιρώ πραγµατικώς την ευγνωµοσύνην µας», έκλεινε το κείµενο της διακή-ρυξης. H ηµεροµηνία που έφερε ήταν η 25η Mαρτίου 1821.

    Η 25η Μαρτίου 1821Στην εξέλιξη των επαναστατικών γεγονότων, η ηµεροµηνία της 25ης Μαρτίου δεν συνδέθηκε µε κανένα εξαιρετικής σηµασίας γεγονός. Tο ξεκίνηµα της επανάστασης έγινε µε τους τρόπους που περιγράψαµε κλιµακωτα και στις 25 του µηνός, στα δύο

    Προκήρυξις του Πετρόµπεη Mαυροµιχάλη

    «Kαλαµάτα, 25 Mαρτίου 1821Προς τας ευρωπαϊκάς αυλάς εκ µέρους του φιλογενούς αρχιστρατήγου των σπαρτιατικών στρατευµάτων Πέτρου Mαυροµιχάλη, και της µεσσηνιακής γερουσίας της εν Kαλαµάτη.O ανυπόφορος ζυγός της οθωµανικής τυραννίας εις το διάστηµα ενός και επέκεινα αιώνος κατήντησεν εις µίαν ακµήν, ώστε να µην µείνη άλλο εις τους δυστυχείς Πελο-ποννησίους Έλληνας ειµή µόνον πνοή, και αυτή δια να ωθή κυρίως τους εγκάρδιους αναστεναγµούς των. Eις τοιαύτην όντες αθλίαν κατάστασιν, στερηµένοι από όλα τα δίκαιά µας, µε µίαν γνώµην οµοφώνως απεφασίσαµεν να λάβωµεν τα άρµατα και να ορµήσωµεν κατά των τυράννων. Πάσα προς αλλήλους φατρία και διχόνοια, καρποί της τυραννίας, απερρίφθησαν εις τον βυθόν της λήθης, και άπαντες πνέοµεν πνοήν ελευ-θερίας. Aι χείρες µας, οπού ήσαν δεδεµέναι µέχρι του νυν από τας σιδηράς αλύσους της βαρβαρικής τυραννίας, ελύθησαν και έλαβον τα όπλα κατά των τυράννων. Oι πόδες µας, οι περιπατούντες εν νυκτί και ηµέρα εις τας αγκαρεύσεις της ασπλαχνίας, τρέχουν

  • εις απόκτησιν των δικαιωµάτων µας. H κεφαλή µας, η κλίνουσα τον αυχένα υπό τον ζυγόν, τον απετείναξε και άλλο δεν φρονεί ειµή την ελευθερίαν. H γλώσσα µας, η αδυ-νατούσα εις το να προφέρη λόγον, εκτός των ανωφελών παρακλήσεων προς εξιλέωσιν των τυράννων, τώρα µεγαλοφώνως φωνάζει και κάµνει να αντηχή το γλυκύτατον όνοµα της ελευθερίας. Eν ενί λόγω απεφασίσαµεν, ή να ελευθερωθώµεν ή να αποθάνωµεν. Διό και παρακαλούµεν την συνδροµήν όλων των εξευγενισµένων ευρωπαϊκών εθνών, ωστε να δυνηθώµεν να φθάσωµεν εις τον ιερόν και δίκαιον σκοπόν µας και να λάβωµεν τα δίκαιά µας και να αναστήσωµεν το τεταλαιπωρηµένον ελληνικόν γένος µας. Δικαίω τω λόγω η µήτηρ µας Eλλάς, εκ της οποίας και σείς εφωτίσθητε, απαιτεί όσον τάχιστα την φιλάνθρωπον συνδροµήν σας, δια την οποίαν και ηµείς θέλοµεν δείξει εν καιρώ πραγµατικώς την ευγνωµοσύνην µας». Eν τω σπαρτιατικώ στρατοπέδω της Kαλαµάτας τη 25 Μαρτίου 1821.Πέτρος Mαυροµιχάλης, ηγεµών και αρχιστράτηγος, και η µεσσηνιακή Γερουσία η εν Kαλαµάτη.

    Πριν σχεδόν µπει ο Απρίλιος του 1821, µέσα σε δύο εβδοµάδες, το σύνολο των Oθω-µανών της χερσονήσου είχε κλειστεί στα κάστρα. Όσοι δεν πρόλαβαν ή όσοι δεν είχαν τη δύναµη να ανοίξουν δρόµο προς αυτά σφαγιάστηκαν από τους γύρω χριστιανούς. Οι περιουσίες τους αρπάχθηκαν. Η φυγή των Tούρκων έθεσε σε κίνηση έναν µηχανισµό που άπλωσε την επανάσταση στις τέσσερεις γωνιές του Mοριά γρηγορότερα και από το πλέον καλοµελετηµένο σχέδιο. Στο άκουσµα του «φεύγουν οι Τούρκοι», πλήθη χωρικών, ένοπλων και µη ρίχθηκαν στις απροστάτευτες περιουσίες, έσπευσαν να αρπάξουν ότι άφηναν πίσω οι φυγάδες. Oι άνθρωποι τότε ήταν φτωχοί, πολλοί ζούσαν στα όρια της επιβίωσης. H αρπαγή, η ευκαιρία πλουτισµού, η αγριότητα που τη συνόδευε ήταν µέσα στους κανόνες της ζωής. Aπό αυτή τη διαδροµή οι χριστιανοί αγρότες του Mοριά, οι µη µυηµένοι, βρέθηκαν στην τροχιά της επανάστασης. Η ίδια δυναµική, από την Αχαΐα ξεκινώντας, φαίνεται πως έβαλε και τους προύχοντες στην ίδια τροχιά. Tο επόµενο βήµα ήταν να µεταπλαστούν όλοι αυτοί σε πολίτες ενός νέου κράτους. O δρόµος όµως προς τον στόχο αυτό ήταν µακρύς ακόµα, γεµάτος αγώνες, θυσίες και αβεβαιότητες.

    Ο Παλαιών Πατρών Γερµανός υψώνει τον σταυρό και ορκίζει

    http://img.t09_k05_p010_1

  • κέντρα της εξέγερσης, την Aχαΐα και τη Mάνη, τα γεγονότα είχαν ήδη πάρει τον δρόµο τους. H επίκληση όµως της ηµεροµηνίας, η συµβολική και τελετουργική της σηµασία, την έφερε στο προσκήνιο από την πρώτη στιγµή. Στη σηµαδιακή αυτή ηµέρα ανήγγειλε ο Θεός την απόφασή του για απελευθέρωση των Eλλήνων, ακριβώς όπως, τον καιρό της Παρθένου Mαρίας, ειχε προαναγγείλει τη γέννηση του Iησού και τη σωτηρία του κόσµου. Tο νόηµα του Ευαγγελισµού ήταν ισχυρό, η θεϊκή εντολή απαραίτητη για ένα τόσο µεγάλο τόλµηµα. ‹Eτσι, η επανάσταση στηρίχθηκε από την πρώτη κιόλας στιγµή σε δύο νοµιµοποιητικούς άξονες: στην κληρονοµιά των αρχαίων Eλλήνων, που η Eυρώπη τόσο θαύµαζε, και στην εντολή της Θείας Πρόνοιας στην οποία ο απλός κόσµος τόσο βαθιά πίστευε.

    Η επανάσταση αναζητά τον στρατό τηςΠρος το παρόν ξεκινούσε ο επαναστατικός πόλεµος και το πιο επείγον ήταν να µετα-πλαστούν οι χωρικοί σε πολεµιστές. Oύτε αυτό ήταν εύκολο. Οι άνθρωποι του Μοριά, χριστιανοί και µουσουλµάνοι, δεν είχαν εµπειρίες ένοπλων αγώνων. Ο τελευταίος αληθινός πόλεµος εκεί είχε γίνει στα 1770, πενήντα χρόνια νωρίτερα, και οι τελευ-ταίες µεγάλες ταραχές, ο χαλασµός των κλεφτών, στα 1806. Και στη µία και στην άλλη περίπτωση, πέρα από την απόσταση στον χρόνο, πολλοί λίγοι ήταν εκείνοι που ουσιαστικά πήραν µέρος στις όποιες συγκρούσεις. Η σχέση λοιπόν των ανθρώπων µε τα όπλα και τον πόλεµο περιοριζόταν στα στοιχειώδη, σε όσα δηλαδή χρειάζεται να ξέρει κανείς ζώντας σε µία παραδοσιακή κοινωνία όπου η προάσπιση της περιουσίας και της τιµής (η απόσταση ανάµεσα στα δύο ήταν µικρή) περιλάµβανε ενίοτε τη σύγκρουση και τον θάνατο. Οι πρώτες προσπάθειες συγκρότησης στρατιωτικών σωµάτων ξεκίνησαν από τον νότο και είχαν ως πρώτη αφετηρία τη Μάνη –όπου οι µπέηδες, µε επικεφαλής τους Μαυ-ροµιχαλαίους, διέθεταν αξιόλογους ιδιωτικούς στρατούς– µε φορείς τους ανθρώπους των όπλων –παλιούς κλέφτες ή µισθοφόρους των Επτανήσων– που συγκεντρώθηκαν εκεί στις παραµονές της επανάστασης. Ο Κολοκοτρώνης ήταν το κεντρικό πρόσωπο ανάµεσα στους τελευταίους. Μετά την Καλαµάτα, ο τελευταίος µαζί µε άλλους παρά-γοντες, επικεφαλής των ενόπλων που τους είχαν παραχωρήσει οι Μαυροµιχαλαίοι, προχώρησαν προς το εσωτερικό µε δύο στόχους: την εκδίωξη των Οθωµανών προς τα

    Αναπαράσταση της πανηγυ-ρικής δοξολογίας της 23ης

    http://img.t09_k05_p011_1

  • φρούρια, µε τρόπο ώστε να µείνει στον έλεγχο των επαναστατών η ύπαιθρος χώρα, και τη στρατολόγηση εκείνων που θα αποτελούσαν τα ένοπλα σώµατα της επανά-στασης. Ο πρώτος στόχος ήταν εύκολος – το ίδιο ακριβώς σκέφτονταν να κάνουν και οι µουσουλµάνοι του Μοριά. Ο δεύτερος θα αποδεικνυόταν εξαιρετικά πολύπλοκη υπόθεση. Η τελετουργία επιστρατεύθηκε για να τον υπηρετήσει: Η εντυπωσιακή σκηνοθεσία και ο ορυµαγδός που συνόδευε την ποµπή των Αποστό-λων της επανάστασης –µερικοί χτυπούσαν τύµπανα, όλοι ούρλιαζαν ή έψελναν ή τραγουδούσαν, ενώ οι Μανιάτες σπαταλούσαν τα πολύτιµα πυροµαχικά τους πυροβο-λώντας συνεχώς στον αέρα– δεν ήταν δυνατόν να περάσουν απαρατήρητα. Οι ιερείς έσπευδαν να ευλογήσουν, να δοξολογήσουν και να δεηθούν στον Ύψιστο περίπου

    Προτοµή του Θεόδωρου Κολο-κοτρώνη, κεντρικού προσώπου

    «...ο δε Kολοκοτρώνης µε 300 Mανιάτας, τους οποίους επήρεν από τον Mούρτσινον και από τον Π. Mαυροµιχάλην, ο Aναγνωσταράς, ο Aρχιµανδρίτης Φλέσσας και ο Π. Kεφάλας, εξεστράτευσαν την 24η Mαρτίου δια τα Mεσόγεια της Πελοποννήσου δια να γενικεύσουν την επανάστασιν, και κατά το χωρίον Σκάλα εις τον δρόµο έµαθον, ότι οι Tούρκοι του Φαναρίου Xαζαίοι, Mουτριζάνοι, Zουρτσάνοι υπέρ τας 4.000 ψυχαί προ-ετοιµάζοντο να υπάγουν εις την Tριπολιτσάν. Eχωρίσθη τότε από τον Aρχιµανδρίτην Φλέσσα και από τους λοιπούς, οι οποίοι ετράβηξαν δια την Aρκαδίαν δια να γενικεύσουν και εις εκείνα τα µέρη την επανάστασιν και εκείνος ετράβηξε κατά το Λεοντάρι και την Kαρύταιναν.Kαθώς έβλεπαν οι Έλληνες τας σηµαίας και τους στρατιώτας εσήµαιναν των εκκλησιών τα σήµαντρα, και οι µεν ιερείς έβγαιναν ενδεδυµένοι τα ιερά άµφια και µε το Eυαγγέ-λιον εις τας χείρας, οι δε χριστιανοί, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, επαρακαλούσαν τον Θεόν να τους ενδυναµώση. O Aρχιµανδρίτης µάλιστα εφορούσε µίαν περικεφαλαίαν, και διά τούτο τον εκύτταζαν µε πολλήν περιέργειαν οι άνθρωποι και τον εδέχοντο µε µεγάλην υποδοχήν. Eίχε δε και σηµαιοφόρον ένα καλόγηρον θεώρατον, παπά Tούρταν ονοµαζόµενον, ο οποίος εκράτει έναν µεγάλον σταυρόν υψηλά εις τα χέρια και επήγαινε πάντοτε µπροστά εις το στράτευµα. O κόσµος εγίνετο τοίχος και έκαµναν τον σταυρόν των καθώς επέρνα ο καλόγηρος µε τον σταυρόν...» (Xρυσανθόπουλος Φώτιος-Φωτάκος, «Aποµνηµονεύµατα περί της ελληνικής επαναστάσεως του 1821», Aθήναι, 1899, σ. 83).

    http://img.t09_k05_p012_1

  • σαν να βρισκόταν η Μεσσηνία στο κατώφλι της Δευτέρας Παρουσίας. Όλος αυτός ο ενθουσιασµός, σε συνδυασµό µε την είδηση ότι ο Κολοκοτρώνης και οι συν αυτώ σπεύδουν να προλάβουν τους Οθωµανούς που έφευγαν τροµοκρατηµένοι, διόγκω-σαν τον αριθµό των ακολουθούντων – άλλοι έρχονταν από περιέργεια και άλλοι από ελπίδα να ωφεληθούν. Στις 29 Μαρτίου, 6.000 ένοπλοι ή άοπλοι συγκεντρώθηκαν γύρω από τους πρόσφυγες µουσουλµάνους που είχαν καταφύγει στην Καρύταινα. Ήταν ο πρώτος στρατός της Ελληνικής Επανάστασης.Ο στρατός αυτός είχε άδοξο τέλος. Οι πρώτες αψιµαχίες κατάφεραν µεν να διασπεί-ρουν τον πανικό στα γυναικόπαιδα των προσφυγικών λιτανειών και να πνίξουν πολλά από αυτά στα εκεί ποτάµια (στον Ρουφιά), εξάντλησαν όµως τα λιγοστά πυροµαχικά

    Να µάθουν να φοβούνται

    «O δε Kανέλλος Δηληγιάννης, φεύγων και αυτός εκ Kαρυταίνης ως και οι λοιποί, µετέβη εις την πατρίδα του, τα Λαγκάδια, και ηύρεν όλον το χωρίον έρηµον, και αυτήν του την οικογένειαν φυγούσαν κατά την επαρχίαν των Kαλαβρύτων. Έδραµεν δε κατόπιν αυτής πεζός και ανυπόδητος, την επρόφτασεν εις το Σωποτόν, και την συνώδευσεν εις Mέγα Σπήλαιον. Eκεί µαθών ότι οι επαρχιώταί του απελπισθέντες απεφάσισαν να προσκυνήσωσιν, απέστειλεν εις πρόληψιν του κακού τον αδελφόν του Δηµητράκην εις Λαγκάδια µεθ’ όσων ηδυνήθη να συλλέξη στρατιωτών. Φθάσας εκεί ούτος ηύρε τους εντοπίους Tούρκους συνηθροισµένους όλους αόπλους εν τη αγορά, διότι την ηµέραν της επαναστάσεως τους αφήρεσαν τα όπλα οι περί τον Kανέλλον, και τους επεδίκλωσαν, αλλά δεν τους εφυλάκισαν. Hύρε δε σύν αυτοίς και πολλούς χωρικούς Xριστιανούς ετοίµους, επί τη προτροπή των Tούρκων, να προσφέρωσι, δια πρεσβείας προς τους εν Tριπολιτσά, την υποταγήν του λαού. O Δηµητράκης και οι σύν αυτώ, διότι πολλοί των διεσκορπισµένων συνεπαρχιωτών του τον ηκολούθησαν καθ’ οδόν, περιεκύκλωσαν τους εν τη αγορά Tούρκους, τους ετου-φέκισαν και τους εφόνευσαν όλους, αναγκάσαντες τους συνεπαρχιώτας των να γένωσι και αυτοί συµµέτοχοι του φόνου, ώστε νά µή τολµήσωσι πλέον και προσκυνήσωσι φοβούµε-νοι την αγανάκτησιν και εκδίκησιν των τουρκικών Aρχών.....» (Σ. Τρικούπης, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως»).

    Απεικόνιση του Μεγάλου Σπη-λαίου, από το βιβλίο του William

    http://img.t09_k05_p013_1

  • των µάχιµων Μανιατών, η πλειοψηφία των οποίων αποχώρησε από τη µάχη. Οι 6.000 που απέµειναν αποδείχθηκε ότι δεν αποτελούσαν τον στρατό που η επανάσταση επι-θυµούσε. Μόλις έφθασε η φήµη για την άφιξη ενός οθωµανικού αποσπάσµατος από την Τριπολιτσά, το επιβλητικό σε αριθµούς σώµα διαλύθηκε και τα µέλη ετράπησαν προς κάθε κατεύθυνση χωρίς κανείς και τίποτα να µπορεί να τους συγκρατήσει. Ο Kολοκοτρώνης απέµεινε µε λίγους πιστούς να τριγυρνά στα όρη: «... Tόσον δε παρά-λογος τρόµος κατέλαβε τους Έλληνας εξ αιτίας της εξόδου ταύτης των εχθρών, ώστε 17 µόνοι ένοπλοι Tούρκοι συνώδευσαν κατ’ εκείνας τας ηµέρας εις Tριπολιτσάν 200 τροφοφόρα ζώα δια δυσβάτων και επιφόβων οδών από τόπου απέχοντος εξ ώρας µηδένα ένοπλον απαντήσαντες Έλληνα». Ο Κανέλος Δεληγιάννης, από τους πιο σηµαντικούς προύχοντες της περιοχής που συνενώθηκε µε τον Κολοκοτρώνη στην Καρύταινα, έφυγε από το σηµείο της άδοξης σύγκρουσης για να γυρίσει στα Λαγκάδια, την πρωτεύουσα της µικρής του επικρά-τειας. Εκεί τον περίµεναν περιπέτειες. Η είδηση της εξόδου των Οθωµανών από την Τριπολιτσά είχε προκαλέσει τέτοιον τρόµο που όλοι ήταν έτοιµοι να προσκυνήσουν. Για τους προύχοντες που είχαν διαβεί τον Ρουβικώνα της εξέγερσης, µια τέτοια εξέ-λιξη ήταν αδιανόητη. Έπρεπε λοιπόν να µάθουν τους ανθρώπους τους να φοβούνται, να µισούν, να σκοτώνουν, να πολεµούν.Ο Κολοκοτρώνης και οι συνοδοί του που στράφηκαν προς την Τριπολιτσά µε την ιδέα να περιορίσουν τους εκεί Οθωµανούς αντιµετώπισαν το ίδιο πρόβληµα. Με επίµο-νες προσπάθειες, σκορπώντας γύρω ενθουσιασµό και επικλήσεις υπέρ πίστεως και σωτηρίας, πολλοί πρόκριτοι (Π. Ζαφειρόπουλος, Κ. Μαυροµιχάλης κλπ.), αρχιερείς (Θεοδώρητος Βρεσθένης) ή οπλαρχηγοί στρατολόγησαν λίγες χιλιάδες ενόπλους κυρίως από τα ορεινά. Οχυρώθηκαν στα Βέρβενα –έχτισαν µάλιστα και πύργους για περισσότερη αυτοπεποίθηση–, στην Πιάνα, στη Βλαχοκερασιά. Παρ’ όλα αυτά, µε την εµφάνιση κάποιου οθωµανικού σώµατος οι νεόκοποι στρατιώτες διασκορπίζονταν αφήνοντας µόνους τους αρχηγούς τους. Προφανώς, για να γίνει πόλεµος χρειαζόταν κάτι περισσότερο.Tο ξεκίνηµα της επανάστασης αποδείχθηκε πολύ σύντοµα ότι δεν ήταν παρά το πρώτο βήµα σε µια µεγάλη πορεία. Σηµαντικά προβλήµατα αναδείχθηκαν µετά τον πρώτο ενθουσιασµό. H επανάσταση ήταν πόλεµος, σύγκρουση ζωής και θανάτου, την οποία

    Σε πολλά χωριά της Πελοπον-νήσου, όπως στην Καρύταινα,

    Ανάγλυφη λεπτοµέρεια από το βάθρο του έφιππου ανδριάντα

    http://img.t09_k05_p014_1http://img.t09_k05_p014_2

  • θα κέρδιζε αυτός που θα κατάφερνε να επικρατήσει στα πεδία των µαχών. Xρειαζόταν λοιπόν στρατός και να µάθουν οι Έλληνες να πολεµούν, να κρατούν τις θέσεις τους στις δύσκολες στιγµές, να στέκονται στο πλευρό των αρχηγών και να ακολουθούν τις εντολές τους, κάτι που δεν ήταν καθόλου εύκολο. H τότε κοινωνία όχι µόνο δεν είχε ζήσει σε συνθήκες γενικού πολέµου, αλλά δεν είχε µάθει επίσης να λειτουργεί στα πλαίσια οργανωµένου κράτους.Οι πρώτες συγκρούσεις µε τον εχθρό είχαν απογοητευτικά αποτελέσµατα. Στην Kαρύ-ταινα, στην Πιάνα, στη Bλαχοκερασιά, γύρω από τον Λάλα, οι µε κόπο στρατολο-γηµένοι χωρικοί έφευγαν µόνο στο άκουσµα ότι έρχονται Tούρκοι. O κίνδυνος του συµβιβασµού, του προσκυνήµατος, άρχισε να γίνεται ορατός. Xρειάστηκαν άµεσα και σκληρά µέτρα για να περιοριστεί το κακό. Oι αιχµάλωτοι Tούρκοι, κυρίως άµαχοι, άρχισαν να θανατώνονται µεθοδικά, για να κοπούν οι γέφυρες συνεννόησης. Eπισηµοποιήθηκε έτσι µια πρακτική, η τελική κατά-ληξη της οποίας ήταν η σχεδόν ολοκληρωτική εξόντωση των µουσουλµάνων στις επα-ναστατηµένες περιοχές. Eπιστρατεύθηκε ακόµα ο φόβος του Θεού. Mε επικεφαλής τον Eπίσκοπο του Έλους, Άνθιµο, πολλοί ιεράρχες επιστράτευσαν τις πλέον φρικτές απειλές ενάντια σε εκείνους που δείλιαζαν. Για ένα διάστηµα το δικαίωµα στη Θεία Kοινωνία είχαν µόνο εκείνοι που αποδεδειγµένα είχαν βάψει τα χέρια τους µε το αίµα του Tούρκου. Tο ανάθεµα δε περίµενε εκείνους που προσκυνούσαν ή παρακολουθού-σαν αµέτοχοι τα γεγονότα.

    Μαθαίνοντας τον πόλεµο Με τον έναν ή µε τον άλλο τρόπο οι στρατιώτες µαζεύονταν. Εκείνο που χρειαζόταν µετά ήταν να µάθουν να πολεµούν µε πρώτο και κύριο µάθηµα το να κρατούν τις θέσεις τους την ώρα της µάχης. O Πετρόµπεης Mαυροµιχάλης διορίστηκε αρχιστράτη-γος του Mοριά, έτσι ώστε να αναλάβουν οι Mανιάτες, ως οι πλέον εµπειροπόλεµοι, τη στελέχωση και την οργάνωση των επαναστατικών δυνάµεων – την εκπαίδευσή τους. Με τη συνδροµή τους εγκαινιάστηκε µία νέα τακτική, κατ’ αποµίµηση των τακτικών των Αλβανών µισθοφόρων ή των αρµατολών της Στερεάς Eλλάδας. Aπέναντι στους Oθωµανούς, άριστους ιππείς και ανίκητους στον ανοικτό χώρο, οι Έλληνες έµαθαν να κλείνονται σε πέτρινα σπίτια, να χτίζουν πόρτες και παράθυρα και να ανοίγουν

  • Η «κατασκευή» των πολεµιστών

    Διά της βίας «...Eξ αιτίας των δεινών τούτων περιστάσεων συνήλθαν κατά πρόσκλησιν του Kολο-κοτρώνη και του Kανέλλου Δηληγιάννη, ευρισκοµένων τότε εν Mαρµάρι, διάφοροι οπλαρχηγοί εις Πάπαρι ... και κοινής σκέψεως γενοµένης, συνωµολόγησαν ότι δύσκολος ήτον η στρατολογία και ότι δυσκολωτέρα η µη λιποταξία των στρατολογουµένων. Eις διόρθωσιν δε του κακού ανηγόρευσαν όλοι οµογνωµόνως τον εν Kαλαµάτα διατρίβοντα Πετρόµπεην αρχιστράτηγον της Πελοποννήσου και τον παρακάλεσαν να συνάξη όσους ηδύνατο Mανιάτας, υποσχόµενοι αυτοίς τροφάς και µισθούς και να συναναβή και αυτός κατ’ εκείνα τα µέρη, ώστε να βιάσωσι τους χωρικούς δια των Mανιατών να οπλοφορή-σωσι, να εκστρατεύσωσι και να διατηρήσωσι τας θέσεις των...».

    Διά της ενοχής «.... O δε της ξηράς Έλλην, είχε ερριζωµένον τον φόβον εις την καρδίαν του, του Tούρ-κου, όν διέδωσε ο πατήρ αυτού, ο πάπους και ο προπάπους του. Δια να τον πείσουν όθεν οι νοήµονες ν’ αδράξη τα όπλα, µύρια ψεύδη έπρεπε να του επιπορεύσουν: πότε µέν του έλεγον, ιδού οσονούπω πλάκωσαν στρατοί από την Eυρώπην, πότε δε από την Pωσσίαν ή άλλον µέρος. Kαι όταν εφαίνοντο παραπλέοντα πλοία εµπορικά εις την θάλασσαν, του έλεγον: ιδού, τα βλέπεις; Εδώ έρχονται, µας φέρνουν στρατόν, πολεµο-φόδια, τροφάς κ.λ.π. Όταν δε αιµατώθησαν και ήρχισαν οποσούν να ενθαρρύνονται του έλεγον: Iδού, ο Yψηλάντης διαβάς τον Δούναβιν πλησιάζει εις την Kωνσταντινούπολιν και ηµείς εισέτι εις την Λάρισσαν δεν εφθάσαµεν...Kαι άλλα τοιαύτα. Δια να δοκιµάσω ένα πεφοβισµένον χωρικόν, έθεσα έµπροσθέν του φονευµένον Tούρκον και του είπον να τον κτυπήση µε την µάχαιραν. Aλλ’ αυτός τρέ-µων, δεν ετόλµησε.Πολλάκις, οι κινούντες τα όπλα σωµατάρχαι, έθετον έµπροσθεν των χωρικών αιχµαλώ-τους δεδεµένους Tούρκους, δια να συνηθίζουν να φονεύουν αυτούς, δια να εξαλειφθή ο ερριζωµένος φόβος των. Tοιαύτας δυσκολίας και ανυπολογίστους κόπους εδοκίµασαν οι διευθύνοντες τον Aγώνα, µέχρις ότου αποκατασταθώσι οι Έλληνες µάχιµοι». (Αποσπάσµατα από το «Aπάνθισµα του ιστορικού αγώνος των Eλλήνων», του Kάρπου Παπαδόπουλου· γράφτηκε στο Mεσολόγγι το 1858).

  • πολεµίστρες. H έλλειψη πυροβολικού και κυρίως πυροβολητών έκανε αυτό το είδος του οχυρώµατος, το ταµπούρι, άπαρτο. Εκτός από την τακτική αποτελεσµατικότητα του µέτρου, εκείνο που εξασφάλιζε ήταν το πρακτικώς ζητούµενο: οι ένοπλοι αγρό-τες που φιλοδοξούσαν να γίνουν στρατιώτες, θαµένοι πρακτικά στα ταµπούρια τους, µάθαιναν να κρατούν τις γραµµές τους θέλοντας και µη – δεν µπορούσαν να διαφύ-γουν δηλαδή από το µέρος που τους έταξαν οι πολέµαρχοι. Με αυτόν τον τρόπο, σιγά-σιγά οι Έλληνες έµαθαν να αντιµετωπίζουν τον εχθρό τους. Ο πόλεµος µπορούσε λοιπόν να αρχίσει.Το επόµενο ζήτηµα ήταν τα πεδία της αναµέτρησης. Η γενική φυγή των µουσουλµά-νων είχε στην ουσία αφήσει στα χέρια των χριστιανών σχεδόν ολόκληρο το έδαφος του Μοριά, µε την εξαίρεση των φρουρίων ή των οχυρωµένων πόλεων, όπου είχαν καταφύγει οι φυγάδες και όπου βρίσκονταν –αλλού ισχυρά, αλλού συµβολικά– τα όπλα της οθωµανικής εξουσίας, οι λίγοι µισθοφόροι Αλβανοί των φρουρών και οι δυναµικότεροι των Οθωµανών κατοίκων. Ήταν σαφές ότι στις προσβάσεις αυτών των κάστρων θα γινόταν ο πόλεµος. Η επανάσταση δεν θα µπορούσε να στεριώσει χωρίς να µπει στις πόλεις, οι οποίες σε αντίθετη περίπτωση θα µεταβάλονταν σε αφετηρίες µιας µεθοδικής ανακατάληψης των όσων εγκαταλείφθηκαν. Έξω από τα τείχη λοιπόν, στον Aκροκόρινθο, στο Nαύπλιο, στη Mονεµβασιά, στη Mεθώνη, στο Nεόκαστρο και στην Tριπολιτσά, συγκεντρώθηκαν οπλοφόροι αρχικά, χωρικοί από τα γύρω µέρη στη συνέχεια. Πέρα από τις στρατολογικές προσπάθειες των Μανιατών, οι λόγοι που οδηγούσαν

    Oχύρωση της πόλης

    «Tο τείχος της είχε δεκατεσσάρων ποδών ύψος, πάχος δε εξ προς τα κάτω και τριών προς τα άνω (δύο ως ένα µέτρα), περιφέρειαν δε δύο µιλίων. Προς δε την δυτικήν άκραν επί θέσεως υψηλοτέρας έσωθεν του τείχους έκειτο η µεγάλη λεγοµένη Tάπια, φαινοµένη ως ακρόπολις. Πυργωτόν ήτο γύρωθεν το τείχος, είχε διπλάς πολεµίστρας επιτηδείας εις τουφεκοπόλεµον και 30 κανόνια εξ ών ολίγα εύχρηστα» (Σπυρίδων Τρι-κούπης, «Iστορία … », 1861, τόµος B’, σ. 62-63).

    Η µάχη του Λάλα, όπως απο-τυπώθηκε από τον Αλέξανδρο

    http://img.t09_k05_p017_1

  • πολλούς χριστιανούς έξω από τα κάστρα ήταν πολλαπλοί και σύνθετοι. Τους έφερνε εκεί η δίψα για εκδίκηση, η ανησυχία για τους συγγενείς, χριστιανούς τους οποίους οι µουσουλµάνοι κρατούσαν οµήρους µέσα στα τείχη, αλλά κυρίως η προσδοκία λεηλα-σίας και πλουτισµού σε βάρος των πολιορκηµένων. Φήµες διέσχιζαν τότε τον Mοριά για τους θησαυρούς που πάσχιζαν να γλιτώσουν οι Tούρκοι. Οι γύρω από τα οχυρά χώροι γίνονταν έτσι ασυναίσθητα ένας τόπος συνάντησης, ένα κέντρο στρατολογίας και εκπαίδευσης και, ταυτόχρονα, ένα οικονοµικό κέντρο, ένα διαρκές παζάρι που εξυπηρετούσε τόσο τη συντήρηση των συγκεντρωµένων όσο και τη διάθεση των µέχρι τότε λαφύρων, τις ανταλλαγές κάθε είδους. H κοινωνία δεν κατασκεύαζε εκεί µόνο τους επαναστατικούς στρατούς της. Mάθαινε να ζει σε οικονοµία πολέµου, έκτακτης ανάγκης, προετοίµαζε δηλαδή τα δύσκολα πολεµικά χρόνια που θα ακολου-θούσαν. Δεν ήταν λίγοι αυτοί οι χώροι. Δεκαέξι πολιορκίες ξεκίνησαν στη διάρκεια του Απριλίου στον Μοριά του 1821. Μερικές, όπως η Καλαµάτα και τα Καλάβρυτα, ήταν σύντοµες. Άλλες όµως εξελίχθηκαν σε πραγµατικά µέτωπα πολέµου και για πολλούς µήνες λειτουργούσαν όπως είδαµε παραπάνω: η Kορώνη και η Mεθώνη, που τελικά δεν έπεσαν παρά στο τέλος του επαναστατικού αγώνα, το Nεόκαστρο, ο Λάλας, το Xλουµούτσι της Γαστούνης για λίγο καιρό, η Πάτρα µε το κοντινό Ρίο που επίσης δεν αλώθηκαν ποτέ από τους επαναστάτες, η Κόρινθος, το Ναύπλιο, η Μονεµβασιά και φυσικά η Τριπολιτσά όπου έγινε η αποφασιστική αναµέτρηση. Οι πολιορκίες αυτών των κάστρων συγκρότησαν τελικά τον επαστατικό στρατό και γέννησαν τις λειτουργίες του νέου κράτους. Ας παρακολουθήσουµε την εξέλιξη των βασικότερων από αυτές.

    Οι πολιορκίες

    Μπροστά στην ΤριπολιτσάH Tριπολιτσά ήταν το διοικητικό κέντρο ολόκληρης της οθωµανικής Πελοποννήσου και η σηµασία της άλωσής της ισοδυναµούσε µε την κατάληψη της πρωτεύουσας του εχθρού. Kατείχε επιπλέον στρατηγική θέση στη χερσόνησο, καθώς, τοποθετηµένη στο κέντρο της, επέτρεπε τη διαδοχική προσβολή των αντιπάλων, σε οποιοδήποτε σηµείο της περιφέρειας, είχε δηλαδή το πλεονέκτηµα των εσωτερικών γραµµών. H µορφή του προτειχείσµατος που την περιέβαλλε –κατασκευασµένο µετά τον πόλεµο

    Η πολιορκία της Τριπολιτσάς, όπως αποτυπώθηκε από τον

    http://img.t09_k05_p018_1

  • του 1770– και η πρόβλεψη για την ύπαρξη πέντε πυλών σε αυτό, καθεµία στρεφό-µενη προς την αντίστοιχη επαρχία του Mοριά (Πόρτα του Aναπλιού, Πόρτα των Kαλα-βρύτων, Πόρτα της Kαρύταινας, Πόρτα του Λεονταριού, Πόρτα του Mισθρά, Πόρτα του Σεραγιού), συµβόλιζε αυτή τη στρατηγική θέση.

    Πολυαρχία µέσα στην πόληMετά την αναχώρηση του Xουρσίτ το κενό εξουσίας που δηµιουργήθηκε ανέλαβε πρωτίστως να καλύψει ο Kαϊµακάµης, ο πολιτικός διοικητής της πόλης. H εξουσία του, στη σκιά του ισχυρού πασά, πολύ απείχε από το να είναι απόλυτη, ακόµα και πριν από το ξεκίνηµα της πολιορκίας. Η εξέλιξη των γεγονότων την περιόρισε ακόµα περισσότερο. H προγραµµατισµένη πρώτα συνέλευση όλων των σηµαντικών του Mοριά, χριστιανών και µουσουλµάνων, συγκέντρωσε στην πόλη, στις παραµονές της επανάστασης, πολλούς σηµαντικούς παράγοντες του Mοριά. O Mουσταφά µπέης από την Πάτρα, ο Aναπλιώτης από το Nαύπλιο, ο Δεφτερδάρης ή Kιαµήλ µπέης της Kορίν-θου και ο Σιέχ-Nετσήπ εφέντης ήταν ανάµεσα στους σηµαντικούς και οπωσδήποτε η γνώµη τους είχε ιδιαίτερο βάρος σε αυτές τις δύσκολες καταστάσεις – βάρος τουλά-χιστον ισάξιο της γνώµης του Καϊµακάµη. H µαζική είσοδος προσφύγων από τις γύρω περιοχές στην πόλη, µε την έναρξη των ταραχών, δηµιούργησε πρόσθετα κέντρα εξουσίας καθώς η καθεµία από τις κοινότητες που έσπευσαν να κλειστούν στα τείχη είχε τους δικούς της προύχοντες και ενδιαφερόταν πρωτίστως για τη δική της σωτη-ρία. Tο κενό που δηµιούργησε η πολυαρχία ανέδειξε και την εξουσία του χαρεµιού, της πρώτης, για την ακρίβεια, γυναίκας του Xουρσίτ πασά.H άφιξη του Kεχαγιά µπέη µε τους Aλβανούς µισθοφόρους –τις ενισχύσεις που έστειλε ο Χουρσίτ από τα Γιάννενα– περιέπλεξε αντί να ξεκαθαρίσει τα πράγµατα. Στην ουσία προσέθεσε ένα ακόµα κέντρο εξουσίας, στρατιωτικό κυρίως, που πολύ απείχε όµως από το να είναι καθοριστικό στον τοµέα του. O αριθµός των ενόπλων υπό την άµεση διοίκηση του Kεχαγιά µπέη δεν ήταν ιδιαίτερα σηµαντικός –συγκριτικά µε το σύνολο των κλεισµένων στην πόλη ενόπλων– ενώ ο ίδιος δεν έφερε µαζί του καµία ιδιαίτερη σύσταση ή διαταγή του Xουρσίτ που να του αναθέτει την ευθύνη της πόλης. Στην αρχή της πολιορκίας στην πόλη ήταν κλεισµένοι 30.000 άνθρωποι, οι κάτοικοί της –ανάµεσά τους Εβραίοι και αρκετοί χριστιανοί–, οι πρόσφυγες και τα ένοπλα

    Πορτραίτο του Κυριακούλη Μαυροµιχάλη, ο οποίος έστησε

    http://img.t09_k05_p019_1

  • σώµατα που προάσπιζαν την οθωµανική εξουσία, ίσως συνολικά 10.000 ένοπλοι. Από τους τελευταίους περισσότεροι των τριών χιλιάδων ήταν Αλβανοί µισθοφόροι, µερικοί ήταν Ασιάτες, ενώ η πλειοψηφία ήταν στρατολογηµένοι ντόπιοι µουσουλµά-νοι. Ο µεγάλος αριθµός των πολιορκηµένων όξυνε το ζήτηµα των αποθεµάτων. Δεν ήταν µόνο η από όλους τους συγγραφείς ιστορούµενη «απρονοησία των Τούρκων» η αιτία για την ένδεια των αποθηκών του στρατιωτικού και διοικητικού κέντρου της οθωµανικής εξουσίας. Η εποχή κατά την οποία ξέσπασε η επανάσταση –αρχές της άνοιξης– ήταν µία δύσκολη από πλευράς αγροτικών πλεονασµάτων εποχή. Επιπλέον ο πόλεµος εναντίον του Αλή πασά είχε απορροφήσει όλα τα τυχόν πλεονά-σµατα για τη συντήρηση του στρατοπέδου των Ιωαννίνων και των στρατευµάτων που κατευθύνονταν εκεί. Πολύ λίγα πράγµατα περίσσευαν για να δηµιουργηθούν παράλ-ληλα αποθέµατα και στις πόλεις του Μοριά. Σε τελευταία ανάλυση η οποιαδήποτε απόφαση τοπικού αξιωµατούχου για την εκτροπή πόρων από τα της εκστρατείας κατά του αποστάτη, πριν από το ξέσπασµα της επανάστασης, µπορούσε κάλλιστα να είναι παρεξηγήσιµη κίνηση.

    Τα στρατόπεδα της πολιορκίαςTη διεύθυνση της εκστρατείας εναντίον της Tριπολιτσάς ανέλαβε ο Θεόδωρος Kολο-κοτρώνης, όχι µόνο επειδή ήταν ο βασικός οπαδός του προς την πόλη αυτή προσα-νατολισµού των ελληνικών προσπαθειών, αλλά και επειδή οι ισχυροί παράγοντες του Μοριά, οι Δεληγιανναίοι και οι Μαυροµιχαλαίοι, που τον στήριζαν, επιθυµούσαν το ίδιο. Oι προύχοντες αυτοί ήταν φυσικό να προσδοκούν ότι η εγκατάστασή τους στην Tριπολιτσά θα τους καθιστούσε άµεσους διαδόχους της οθωµανικής εξουσίας. Εξάλ-λου, η στρατηγική θέση της πόλης είχε γίνει γενικότερα αποδεκτή, πενήντα χρόνια νωρίτερα, στη διάρκεια των Oρλοφικών, η έκβαση των οποίων κρίθηκε στα πέριξ της Tριπολιτσάς. Για τον πολύ κόσµο, ο προσανατολισµός προς την πόλη της µεγάλης πλειοψηφίας των µουσουλµάνων κατοίκων του Mοριά που εγκατέλειψαν πανικόβλητοι τις εστίες τους αρκούσε για να τους κινήσει το ενδιαφέρον. Η πρώτη επιδίωξη του Kολοκοτρώνη ήταν η δηµιουργία ενός πολιορκητικού στρατο-πέδου τόσο ισχυρού αριθµητικά που θα καθήλωνε τους Oθωµανούς µέσα στο περι-τείχισµα της πόλης, θα εµπόδιζε τον ελεύθερο εφοδιασµό τους αλλά και θα τους

    Ο Πετρόµπεης Μαυροµιχάλης, αναλαµβάνοντας την αρχιστρα-

    http://img.t09_k05_p020_1

  • απέτρεπε από τυχόν εκστρατείες συνδροµής των αλλού πολιορκούµενων οµοθρήσκων τους. Η άλλη άποψη ήθελε την ανάπτυξη στρατοπέδων σε κάθε πρόσβαση της πόλης, κίνηση η οποία κατά τη γνώµη του Κολοκοτρώνη θα άφηνε έκθετες τις διασπασµένες ελληνικές δυνάµεις σε τυχόν συγκεντρωτικές επιθέσεις των Οθωµανών. Στις αρχές Απριλίου έγινε προσπάθεια οργάνωσης ενιαίου στρατοπέδου στην Πιάνα, όπου θα κατευθύνονταν οι ένοπλοι και όπου µε το καλό ή µε το άγριο θα στρατο-λογούνταν οι χριστιανοί αγρότες. Για τον σκοπό αυτό ο Κολοκοτρώνης και οι συνερ-γάτες του συγκέντρωσαν τους επιφανέστερους των ενόπλων και προσπάθησαν να τους εµπνεύσουν κάποιο είδος οργανωτικού πνεύµατος, προτείνοντας στοιχειώδεις οργανωτικές δοµές. Δεν είχε όµως παρά ελάχιστα να προσφέρει σε αντάλλαγµα της πειθαρχίας που ζητούσε. Η µόνη ανταµοιβή και διαβεβαίωση που έδωσε ήταν βεβαι-ώσεις και διπλώµατα καθώς και επιβλητικά σχέδια. Ανακοίνωσε, λόγου χάρη, την απόφασή του να δηµιουργήσει Iερό Λόχο και σώµα αξιωµατικών. Πριν η συνάντηση τελειώσει, µία άκαιρη έξοδος των Οθωµανών από την Τριπολιτσά διέλυσε τους εκεί παρισταµένους και τις κολοκοτρωνέικες προσδοκίες. Στη συνέχεια ο Κολοκοτρώνης επένδυσε στο σηµείο συνάντησης των ενόπλων στα Βέρβενα, στις πλαγιές του Πάρνωνα, στα νοτιοανατολικά της πόλης. H θέση, οχυρή από τη φύση, ενισχύθηκε µε την ανέγερση τεσσάρων πύργων. Ούτε εκεί όµως πέτυχε την αναγκαία πειθαρχία. Πολλοί οπλαρχηγοί –µεταξύ τους ο Κυριακούλης Μαυρο-µιχάλης– θέλοντας να εκβιάσουν τα αποτελέσµατα έστησαν νέο στρατόπεδο στη Βλαχοκερασιά µαζί µε πεντακόσιους ανυπόµονους πολεµιστές. Οι Οθωµανοί περίµε-ναν την ηµέρα του Πάσχα (10 Απριλίου) και τότε αιφνιδίασαν τους τολµηρούς που, παρά την επισφαλή τους θέση, γιόρταζαν µε σφαχτά και σούβλες. Ο εορτασµός δεν τελείωσε και τα σφαχτά τα έφαγαν οι µουσουλµάνοι. Επιπλέον, ο γηραιός αρµατολός Nικολόπουλος και πολλοί άλλοι σκοτώθηκαν και τα κεφάλια τους κόπηκαν για να επιδειχθούν, εν θριάµβω, στην Tριπολιτσά. Tα έγγραφα που έπεσαν στα χέρια των Tούρκων αποτέλεσαν γι’ αυτούς πολύτιµη πηγή πληροφοριών ως προς την έκταση των γεγονότων που λάµβαναν χώρα γύρω τους. H παρουσία του µπέη της Mάνης και των ενόπλων του στο στρατόπεδο της επανάστασης έδωσε το µέτρο της σοβαρότητας των πραγµάτων. H διαπίστωση ότι οι πολιορκητές έπασχαν από έλλειψη όπλων και πυροµαχικών, ελάχιστη παρηγοριά προσέφερε σε αυτές τις συνθήκες.

    Ο Ηλίας Μαυροµιχάλης υπήρξε ένας από τους επιφανέστερους

    Ο Αναγνωσταράς στη µάχη του Βαλτετσίου τον Μάιο του 1821,

    http://img.t09_k05_p021_1http://img.t09_k05_p021_2

  • Στρατιωτικός νόµοςΗ διάλυση του στρατοπέδου στη Βλαχοκερασιά ήρθε να προστεθεί σε µία σειρά παρόµοιων περιστατικών που βάραιναν τις προοπτικές της επανάστασης σε αυτές τις πρώτες εβδοµάδες. Τα ελληνικά σώµατα αποδεικνύονταν ανίκανα να αντιπαρατα-χθούν σε οθωµανικά σώµατα, τα οποία, σε τελευταία ανάλυση, αποτελούνταν ακόµη από ένοπλους πολίτες που τα γεγονότα είχαν µετατρέψει σε πολεµιστές. H προοπτική αντιµετώπισης πιο πολεµικών σωµάτων έµοιαζε µακρινή. Oι κακές ειδήσεις εξάλλου συσσωρεύονταν. Στις 6 Aπριλίου είχε διαλυθεί η πολιορκία των Πατρών, ενώ την ηµέρα του Πάσχα την ίδια τύχη είχε και η αντίστοιχη του Nαυπλίου. Σε άλλες περι-πτώσεις, στο Νεόκαστρο ή στη Μεθώνη, υπήρξε µία πρόσκαιρη έστω ανατροπή των πολιορκητών. Η δε άφιξη κάποιων οθωµανικών ενισχύσεων αναµενόταν από ηµέρα σε ηµέρα. Η συγκρότηση λοιπόν ενός σταθερού και ισχυρού στρατοπέδου γύρω από την Tριπολιτσά πρόβαλε ως επιτακτική ανάγκη. Στο Πάπαρι, στις 12 Aπριλίου, σύσκεψη των σηµαντικών παραγόντων που βρίσκονταν στο στρατόπεδο των Βερβένων αποφάσισε µία σειρά πρωτοβουλιών. Ο Πετρόµπεης, ο Πέτρος Mαυροµιχάλης, κλήθηκε από την Kαλαµάτα όπου βρισκόταν για να ανα-λάβει την αρχιστρατηγία του στρατοπέδου στα Bέρβενα. H θέση αυτή, στην οποία υποκλήθηκαν οι υπόλοιποι προύχοντες του Mοριά, θα εξασφάλιζε, όπως υπολόγιζαν, το σηµαντικό στρατιωτικό δυναµικό της Mάνης. Όλοι µάλιστα συµφώνησαν να ενι-

    «Eυτυχώς συνεφώνησαν επί τη διατάξει ταύτη του Kολοκοτρώνου ο τε Hλίας και Kυρι-ακούλης και µετ’ αυτούς οι λοιποί πάντες, και ο