ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ...

76
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΘΕΣΜΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΜΕΝΟΥ ΕΘΝΟΥΣ (1822-1825) Η Α’ Εθνοσυνέλευση και η εθνική διοίκηση Οι πολιτικές και οι ιδεολογικές αρχές της Επανάστασης Από τις αρχές Δεκεµβρίου του 1821, παραστάτες (αντιπρόσωποι) από τις επαναστατηµέ- νες περιοχές είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται στην Πιάδα, χωριό κοντά στην Αρχαία Επίδαυρο, µε σκοπό να φτιάξουν σύστηµα, όπως ονόµαζαν τότε την ενιαία πολιτική και πολιτειακή αρχή στην οποία θα στηριζόταν ο αγώνας για την ανεξαρτησία. Στις 20 Δεκεµβρίου, οι αντιπρόσωποι του επαναστατηµένου έθνους συνήλθαν σε Εθνο- συνέλευση, η οποία ανέλαβε να ορίσει το πολίτευµα βάσει του οποίου θα διαµορ- φώνονταν οι εθνικοί πολιτικοί θεσµοί. Η Εθνοσυνέλευση, την 1η Ιανουαρίου 1822, ψήφισε σύνταγµα, το Προσωρινόν Πολίτευµα της Ελλάδος, όπως ονοµάστηκε. Το σύστηµα, για το οποίο έκαναν τόσο λόγο εκείνη την εποχή, στηριζόταν στην ενιαία πολιτική εκπρο- σώπηση, ήταν δηλαδή αντιπροσωπευτικό, και βασιζόταν στη διάκριση των εξουσιών (βουλευτική, εκτελεστική και δικαστική). Βάσει του συντάγµατος, συγκροτήθηκε η ενιαία πολιτική αρχή της επανάστασης, η Προσωρινή Διοίκηση, αποτελούµενη από δύο συλλογικά σώµατα, το βουλευτικό και το εκτελεστικό. Το πρώτο ελληνικό σύνταγµα προέβλεπε το ενιαύσιο της θητείας των εν λόγω σωµάτων. Τι ήταν όµως αυτή η περίφηµη Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, µε τις µεγάλες διακη- ρύξεις της και τα ψηφίσµατά της που έδωσαν πολιτική και πολιτειακή υπόσταση στην Επανάσταση, σύµφωνα µάλιστα µε το πρότυπο των πολιτισµένων εθνών της Ευρώπης; Ήταν η θεσµική αποκρυστάλλωση ενός νέου και νεωτερικού πολιτικού υποκειµένου: του επαναστατηµένου έθνους, που είχε γεννηθεί στο πλαίσιο ανάπτυξης των ιδεών του εθνικισµού και της δηµιουργίας του ελληνικού εθνικού κινήµατος. Με άλλα λόγια, Η πρώτη σελίδα του «Προσωρι- νού Πολιτεύµατος της Ελλάδος»

Transcript of ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ...

  • Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΘΕΣΜΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΜΕΝΟΥ ΕΘΝΟΥΣ (1822-1825)

    Η Α’ Εθνοσυνέλευση και η εθνική διοίκησηΟι πολιτικές και οι ιδεολογικές αρχές της ΕπανάστασηςΑπό τις αρχές Δεκεµβρίου του 1821, παραστάτες (αντιπρόσωποι) από τις επαναστατηµέ-νες περιοχές είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται στην Πιάδα, χωριό κοντά στην Αρχαία Επίδαυρο, µε σκοπό να φτιάξουν σύστηµα, όπως ονόµαζαν τότε την ενιαία πολιτική και πολιτειακή αρχή στην οποία θα στηριζόταν ο αγώνας για την ανεξαρτησία. Στις 20 Δεκεµβρίου, οι αντιπρόσωποι του επαναστατηµένου έθνους συνήλθαν σε Εθνο-συνέλευση, η οποία ανέλαβε να ορίσει το πολίτευµα βάσει του οποίου θα διαµορ-φώνονταν οι εθνικοί πολιτικοί θεσµοί. Η Εθνοσυνέλευση, την 1η Ιανουαρίου 1822, ψήφισε σύνταγµα, το Προσωρινόν Πολίτευµα της Ελλάδος, όπως ονοµάστηκε. Το σύστηµα, για το οποίο έκαναν τόσο λόγο εκείνη την εποχή, στηριζόταν στην ενιαία πολιτική εκπρο-σώπηση, ήταν δηλαδή αντιπροσωπευτικό, και βασιζόταν στη διάκριση των εξουσιών (βουλευτική, εκτελεστική και δικαστική). Βάσει του συντάγµατος, συγκροτήθηκε η ενιαία πολιτική αρχή της επανάστασης, η Προσωρινή Διοίκηση, αποτελούµενη από δύο συλλογικά σώµατα, το βουλευτικό και το εκτελεστικό. Το πρώτο ελληνικό σύνταγµα προέβλεπε το ενιαύσιο της θητείας των εν λόγω σωµάτων. Τι ήταν όµως αυτή η περίφηµη Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, µε τις µεγάλες διακη-ρύξεις της και τα ψηφίσµατά της που έδωσαν πολιτική και πολιτειακή υπόσταση στην Επανάσταση, σύµφωνα µάλιστα µε το πρότυπο των πολιτισµένων εθνών της Ευρώπης; Ήταν η θεσµική αποκρυστάλλωση ενός νέου και νεωτερικού πολιτικού υποκειµένου: του επαναστατηµένου έθνους, που είχε γεννηθεί στο πλαίσιο ανάπτυξης των ιδεών του εθνικισµού και της δηµιουργίας του ελληνικού εθνικού κινήµατος. Με άλλα λόγια,

    Η πρώτη σελίδα του «Προσωρι-νού Πολιτεύµατος της Ελλάδος»

    http://img.t09_k06_p001_1

  • η Εθνοσυνέλευση, όχι µόνο µέσω του συντάγµατος και των ψηφισµάτων, αλλά και µέσω της ίδιας της σύγκλησής της, ενσάρκωνε αυτό το νέο συλλογικό υποκείµενο και, ταυτόχρονα εξήγγειλε τη βούλησή του να αυτοπροσδιορισθεί πολιτικά. Έτσι, ακολου-θώντας ως παράδειγµα τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των Ηνωµένων Πολιτειών της Αµερικής (4 Ιουλίου 1776), το επαναστατηµένο ελληνικό έθνος, «διά των νοµίµων παραστατών του», διακήρυξε στο προοίµιο του συντάγµατος «την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν». Η Εθνοσυνέλευση ολοκλήρωσε τις εργασίες της στις 15 Ιανουαρίου. Την ηµέρα εκείνη προέβη στη Διακήρυξη του Αγώνα της ανεξαρτησίας. Συνέταξε δηλαδή ένα µνη-µειώδες πολιτικό και ιδεολογικό µανιφέστο, το οποίο συµπύκνωνε τις πολιτικές και ιδεολογικές αρχές της Επανάστασης µε αναφορά στις ιδέες του πολιτικού φιλελευ-θερισµού και του τότε αναδυόµενου εθνικισµού. Ο πόλεµος εναντίον των Οθωµανών παρουσιαζόταν ως αγώνας υπέρ της ελευθερίας και εναντίον της σκλαβιάς, ως αγώνας υπε-ράσπισης αναπαλλοτρίωτων φυσικών δικαιωµάτων, όπως ήταν το δικαίωµα των ανθρώπων στη ζωή, την τιµή, την ιδιοκτησία και την ελευθερία, ως αγώνας εντέλει του πολιτισµού εναντίον της βαρβαρότητας. Η έννοια της ελευθερίας αποκτούσε συγκεκριµένο πολιτικό νόηµα και σηµασία στη Διακήρυξη της Εθνοσυνέλευσης: παρέπεµπε στο ιδεώδες της εθνικής ανεξαρτησίας

    Το προοίµιο του Συντάγµατος της Επιδαύρου

    Εν ονόµατι της Αγίας και Αδιαιρέτου Τριάδος«Τό Ελληνικόν Έθνος, τό υπό τήν φρικώδη οθωµανικήν δυναστεία, µή δυνάµενον νά φέρη τόν βαρύτατον καί απαραδειγµάτιστον ζυγόν της τυραννίας καί αποσείσαν αυτόν µέ µεγάλας θυσίας, κηρύττει σήµερον διά των νοµίµων παραστατών του, εις Εθνικήν συνηγµένων Συνέλευσιν, ενώπιον Θεού καί ανθρώπων τήν πολιτικήν αυτού ύπαρξιν καί ανεξαρτησίαν.Εν Επιδαύρω την α´ Ιανουαρίου, έτει αωκβ´ καί α´ της Ανεξαρτησίας».(Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, 1821-1832. Αι Εθνικαί Συνελεύσεις, τ. 3, Αθήνα, Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 1971, σ. 1).

  • και κυριαρχίας, στο πλαίσιο της οποίας και µόνο θα µπορούσε το έθνος να διασφαλί-σει την υπόστασή του και να καρπωθεί γενικότερα τα αγαθά του πολιτισµού –γι’ αυτό άλλωστε είχε επαναστατήσει. Η Επανάσταση θεµελιωνόταν έτσι σε αδιαπραγµάτευτες πολιτικές και ηθικές αρχές και αξίες, που αντλούσαν από τα ιδεώδη του Διαφωτισµού και των εθνικών κινηµάτων, έρχονταν σε πλήρη αντίθεση και αντιπαράθεση µε την οθωµανική δεσποτεία και καθιστούσαν τον πόλεµο εναντίον της δίκαιο και επιβε-βληµένο. Εξάλλου, η νέα πολιτική γεωγραφία που καθρεφτιζόταν στη συνάρτηση της ελευθερίας µε την εθνική ανεξαρτησία, δηλαδή ο προσανατολισµός προς τη δηµιουρ-γία εθνικών κρατών ως αρχής οργάνωσης των νέων σχέσεων πολιτικής κυριαρχίας που δηµιουργούνταν εκείνη την εποχή, αµφισβητούσε, ταυτόχρονα, µε έµµεσο τρόπο, τη νοµιµότητα των παλαιών καθεστώτων που συγκροτούσαν την Ιερή Συµµαχία. Ο φόβος που κυριαρχούσε µεταξύ των Ελλήνων επαναστατών (εκείνων τουλάχιστον που ήταν σε θέση να κατανοούν την πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη µετά τους Ναπολεόντειους πολέµους), ότι θα κατηγορηθούν για καρµποναρισµό, ήταν η άλλη όψη των εκκλή-σεων προς τους λαούς της Ευρώπης για υποστήριξη της Ελληνικής Επανάστασης. Οι επαναστάτες διακήρυξαν λοιπόν στην Εθνοσυνέλευσή τους τον µέχρις εσχάτων πόλεµο, εκφράζοντας τη βούλησή τους να απαλλαγούν οριστικά, και µε κάθε τίµηµα («Ελευθερία ή Θάνατος»), από τα τυραννικά οθωµανικά δεσµά και να ζήσουν ελεύθε-ροι, όπως ταίριαζε σε όλα τα πολιτισµένα έθνη. Ο πόλεµος δηλαδή τον οποίο είχαν αναλάβει εναντίον των τυράννων τους δεν ήταν µια συνηθισµένη «αποστασία» κάποιων απελπισµένων (ή παρασυρόµενων από τις χριστιανικές δυνάµεις) ραγιάδων, όπως τον κατανοούσαν ή, έστω, ήθελαν να τον παρουσιάζουν οι Οθωµανοί. Η Εθνοσυνέλευση είχε αναγάγει τη σύγκρουση µε τους Οθωµανούς σ’ ένα τέτοιο επίπεδο, όπου καµία διαπραγµάτευση, ενόψει της διευθέτησης της κρίσης και της αποκατάστασης των σχέσεων µεταξύ των δύο πλευρών, δεν θεωρούνταν θεµιτή. Η µόνη λύση ήταν ο µέχρις εσχάτων πόλεµος, ο οποίος, σύµφωνα µε τη διακήρυξη της Εθνοσυνέλευσης, ήταν «εθνικός, πόλεµος ιερός, του οποίου η µόνη αιτία είναι η ανάκτησις των δικαίων της προσωπικής ηµών ελευθερίας, της ιδιοκτησίας, και της τιµής». Σύµφωνα λοιπόν µε τους διακηρυγµένους στόχους της Επανάστασης, καµία δυνατότητα συνύπαρξης ανάµεσα στις δύο πλευρές δεν ήταν πλέον δυνατή, καµία δυνατότητα επιστροφής στο προηγούµενο καθεστώς. Η ίδια η Εθνοσυνέλευση εξέφραζε την έµπρακτη, συνολική

    Σφραγίδα του βουλευτικού σώµατος του 1822.

    http://img.t09_k06_p003_1

  • άρνηση της οθωµανικής νοµιµότητας και κυριαρχίας. Το ιδίωµα στο οποίο διατυπώνονταν οι ιδεολογικές και πολιτικές αρχές και διεκδι-κήσεις της Επανάστασης ήταν, όπως προαναφέρθηκε, το ιδίωµα του Διαφωτισµού,

    Απόσπασµα από τη Διακήρυξη της Εθνικής Συνέλευσης

    «Απόγονοι του σοφού καί φιλανθρώπου έθνους των Ελλήνων, σύγχρονοι των νυν πεφωτισµένων καί ευνοµούµενων λαών της Ευρώπης, καί θεαταί των καλών, τά οποία ούτοι υπό τήν αδιάρηκτον των νόµων αιγίδα απολαµβάνουσιν, ήτο αδύνατον πλέον νά υποφέροµεν µέχρις αναλγησίας καί ευηθείας τήν σκληράν του Οθωµα-νικού κράτους µάστιγα, ήτις ήδη τέσσαρας περίπου αιώνας επάταξε τάς κεφαλάς ηµών, καί αντί του λόγου τήν θέλησιν ως νόµον γνωρίζουσα διώκει καί διέταττε τά πάντα δεσποτικώς καί αυτογνωµόνως. Μετά µακράν δουλειάν ηναγκάσθηµεν τέλος πάντων νά λάβωµεν τά όπλα εις χείρας, καί νά εκδικήσωµεν εαυτούς καί τήν πατρί-δαν ηµών από µίαν τοιαύτην φρικτήν καί ως πρός τήν αρχήν αυτής άδικον τυραν-νίαν, ήτις ουδεµίαν άλλην είχεν όµοιαν, ή κάν δυναµένην οπωσούν νά παραβληθή δυναστείαν. Ο κατά των Τούρκων πόλεµος ηµών µακράν του νά στηρίζεται εις αρχάς τινάς δηµαγωγικάς καί στασιώδεις ή ιδιωφελείς µέρους τινός του σύµπαντος Ελλη-νικού Έθνους σκοπούς, είναι πόλεµος εθνικός, πόλεµος ιερός, του οποίου η µόνη αιτία είναι η ανάκτησις των δικαίων της προσωπικής ηµών ελευθερίας, της ιδιοκτη-σίας και της τιµής, τά οποία, εν ω τήν σήµερον όλοι οι ευνοµούµενοι και γειτονικοί λαοί της Ευρώπης τά χαίρουσιν, από ηµάς µόνον η σκληρά καί απαραδειγµάτιστος των Οθωµανών τυραννία επροσπάθησε µέ βίαν νά αφαιρέση […]. Από τοιαύτας αρχάς των φυσικών δικαίων ορµώµενοι καί θέλοντες νά εξοµοιωθώµεν µέ τούς λοι-πούς συναδέλφους µας Ευρωπαίους Χριστιανούς εκινήσαµεν τόν πόλεµον κατά των Τούρκων, […] αποφασίσαντες ή νά επιτύχωµεν τον σκοπόν µας καί νά διοικηθώµεν µέ νόµους δικαίους, ή νά χαθώµεν εξ ολοκλήρου κρίνοντες ανάξιον νά ζώµεν πλέον ηµείς οι απόγονοι του περικλεούς έθνους των Ελλήνων υπό δουλείαν τοιαύτην ιδίαν µάλλον των αλόγων ζώων παρά των λογικών όντων».(Σπ. Τρικούπης, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», τ. Β΄ Γιοβάνης, Αθήνα 1978, σ. 371-372).

  • της Γαλλικής Επανάστασης, του πολιτικού φιλελευθερισµού και του εθνικισµού, µια γλώσσα δηλαδή την οποία δεν µπορούσαν να κατανοήσουν εύκολα οι Οθωµανοί. Και τούτο, διότι δεν ήταν σε θέση να κατανοήσουν τις µεγάλες κοινωνικοπολιτικές και ιδεολογικές διεργασίες στους κόλπους του ελληνισµού που καθιστούσαν την αποστασία των ραγιάδων τους εθνικό κίνηµα. Στις πολιτικές αποφάσεις της Εθνοσυνέλευσης αποτυπώθηκαν και εκφράστηκαν εµβληµατικά οι µεγάλες κοινωνικοπολιτικές και ιδεολογικές διεργασίες στο πλαίσιο των οποίων είχε γεννηθεί και αναπτυχθεί το ελληνικό εθνικό κίνηµα. Αναφέροµαι στις σηµαντικές δυτικοευρωπαϊκές και παγκόσµιες εξελίξεις, στο επίπεδο των κοινωνικο-οικονοµικών σχέσεων και δοµών, της πολιτικής και των ιδεών: στις µεγάλες κοινω-νικές και πολιτικές επαναστάσεις του 18ου αιώνα (αµερικανική και γαλλική) και στη διάδοση των ιδεών τους· στη διαδικασία της εκκοσµίκευσης και της εγγραµµατοσύνης και της διεύρυνσής τους στη σχηµατιζόµενη ευρωπαϊκή περιφέρεια· στη γενίκευση των εµπορευµατικών σχέσεων και συναλλαγών, στο πλαίσιο των οποίων είχαν ανα-πτυχθεί και άκµαζαν τα κέντρα του παροικιακού ελληνισµού. Πρόκειται για κοινωνι-κοπολιτικές και ιδεολογικές διεργασίες και οσµώσεις που είχαν φέρει σε επαφή τη Βαλκανική χερσόνησο και τις µεσογειακές κτήσεις της Οθωµανικής αυτοκρατορίας µε τον διευρυνόµενο τότε δυτικό κόσµο και τη νεωτερικότητα. Οι επαναστάτες λοιπόν που συναντήθηκαν στην Πιάδα και συµµετείχαν στις εργασίες της Εθνοσυνέλευσης, µέσα από τις οποίες γεννήθηκε το ελληνικό κράτος, µετείχαν, µε τον έναν ή µε τον άλλο τρόπο, του µεγάλου αυτού κοινωνικοπολιτικού και ιδεολο-γικού κινήµατος το οποίο είχε οδηγήσει στον ελληνικό ξεσηκωµό. Ακόµη και όσοι δεν είχαν φυσική παρουσία στην Εθνοσυνέλευση, όπως ο Κοραής, δήλωναν ωστόσο εµφα-τικά την παρουσία τους µε τις ιδέες τους και τη µεγάλη επίδραση που αυτές ασκούσαν στις εργασίες της. Εκ πρώτης όψεως, πάντως, φαινόταν ότι οι άνθρωποι που είχαν συναθροιστεί στην Εθνοσυνέλευση από τα διάφορα µέρη του ελληνισµού είχαν πολύ λίγα πράγµατα κοινά, που να τους ενώνουν. Αντιθέτως, υπήρχαν πολύ περισσότερα που τους χώριζαν και καθιστούσαν δύσκολη, έως αδύνατη τη συνεννόηση ανάµεσά τους. Τι θα µπορούσε να ενώνει άραγε κοτζαµπάσηδες και οπλαρχηγούς, όπως ήταν ο Κανέλλος Δεληγιάννης, ο Πετρόµπεης Μαυροµιχάλης και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, µε φιλελεύθερους λογίους, όπως ήταν ο Βενιαµίν ο Λέσβιος και ο Άνθιµος Γαζής; Τι

  • κοινό θα µπορούσε να υπάρχει ανάµεσα στον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον Κοραή, ανάµεσα στην Πίζα ή το Παρίσι και τη Μάνη ή τα Άγραφα; Είναι φανερό ότι επρό-κειτο για διαφορετικούς κόσµους και πολιτισµούς, για ανθρώπινα περιβάλλοντα που αντλούσαν από διαφορετικές κοινωνικές εµπειρίες και πολιτικές παραδόσεις. Υπήρχε ωστόσο κάτι πάρα πολύ σηµαντικό, που ένωνε όλους αυτούς τους τόσο δια-φορετικούς ανθρώπους και κοινωνικούς κόσµους, και έδινε νόηµα στη συνύπαρξή τους στον χώρο της Επανάστασης και της Εθνοσυνέλευσης. Κάτι που τους ένωνε τόσο ισχυρά, ώστε να µην έχει ιδιαίτερη σηµασία το γεγονός ότι οι περισσότεροι δεν γνω-ρίζονταν καν προηγουµένως µεταξύ τους ή ότι προέρχονταν από τόσο διαφορετικά περιβάλλοντα. Όλους αυτούς τους ανθρώπους, που βρίσκονταν στην Επίδαυρο, τους ένωνε η µύησή τους στην Εθνική Ιδέα, δηλαδή η ένταξή τους σε µια µεγάλη συλλογική υπόθεση, την οποία είχαν κληθεί οι ίδιοι να αναλάβουν και η οποία προσέδιδε υπέρ-τατο νόηµα στη ζωή τους: ο Αγώνας για την εθνική ανεξαρτησία. Όπως, βεβαίως, την αντιλαµβανόταν ο καθένας αυτήν την υπόθεση, σύµφωνα µε τους δικούς του πολιτι-κούς και ιδεολογικούς ορίζοντες, σύµφωνα µε τις δικές του µέριµνες και προσδοκίες –αυτό, ωστόσο, λίγη σηµασία είχε τότε. Σηµασία είχε ότι όλοι τους ήταν εκεί, συνα-θροισµένοι: µε τις διαφορές και τις διαφωνίες τους, µε τους φόβους, τους δισταγµούς και τις ανησυχίες τους, µε τις ιδιαίτερες στρατηγικές αποκλεισµού των αντιπάλων και προώθησης προσίδιων πολιτικών σχεδιασµών, αλλά, επίσης, να µοιράζονται τον ίδιο µεγάλο ενθουσιασµό για τη συµµετοχή σ’ αυτήν τη σπουδαία, όπως την θεωρούσαν, υπόθεση, µέσα σ’ ένα κλίµα γενικού αναβρασµού και επαναστατικού πυρετού, που τον είχαν ήδη παροξύνει οι πρώτες µεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες στη Ρούµελη (στο Μακρυνόρος και στα Βασιλικά) και στην Πελοπόννησο (στο Βαλτέτσι και τα Δολιανά και κυρίως στην Τριπολιτσά). Κι αυτήν την τροµερή ιδέα, την επαναστατική Εθνική Ιδέα, η οποία ένωνε και κινητοποιούσε αυτούς τους τόσο διαφορετικούς ανθρώπους, την είχε σφυρηλατήσει τα προηγούµενα χρόνια η Φιλική Εταιρεία, µε τα δίκτυα λειτουρ-γίας και τους µηχανισµούς στρατολόγησης που είχε συστήσει απ’ άκρη σ’ άκρη του ελληνισµού. Η Φιλική Εταιρεία είχε εµβολιάσει στις συλλογικές συνειδήσεις, ή, τουλάχιστον, σε µία πρώτη φάση, στις συνειδήσεις όσων είχαν εµπλακεί στους µηχανισµούς της, την ιδέα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Έτσι είχε σφυρηλατηθεί η νέα συλλογικό-

    Στα τέλη του 18ου αιώνα η σκλαβωµένη Ελλάδα παριστά-

    Η σφραγίδα της Φιλικής Εται-ρείας (Εθνικό Ιστορικό Μου-

    http://img.t09_k06_p006_1http://img.t09_k06_p006_2

  • τητα που διακήρυττε και, ταυτόχρονα, πραγµάτωνε την πολιτική της ύπαρξη και ανεξαρτησία, δηλαδή τον πόλεµο για τη δηµιουργία ανεξάρτητου εθνικού κράτους. Αυτή η συλλογι-κότητα, που αποτυπωνόταν στα πολιτικά και ιδεολογικά κείµενα της Εθνοσυνέλευσης, δεν ήταν φτιαγµένη µόνο µε τα παραδοσιακά υλικά της θρησκείας, της εντοπιότητας και της συγγένειας, που αποτελούσαν, στη µακρά ιστορική διάρκεια, τους θεµελιώ-δεις όρους οργάνωσης της ζωής των Ρωµιών. Η νέα συλλογικότητα, το επαναστα-τηµένο έθνος, ήταν φτιαγµένη πρωτίστως µε ιδέες τις οποίες είχαν γεννήσει τα µεγάλα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα και τα διανοητικά ρεύµατα που σηµάδεψαν τη νεωτερικότητα. Βάσει αυτών των ιδεών είχε ενοποιηθεί ο ελληνισµός που παρίστατο στην Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου ως το πολιτικό υποκείµενο της Επανάστασης και της απελευθέρωσης.

    Οι άνθρωποι της Επανάστασης και οι προκλήσεις της συγκυρίαςΕάν θα µπορούσαµε να µεταφερθούµε µε τη φαντασία µας στην Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, θα αντικρίζαµε όλο αυτό το ετερόκλητο πλήθος των παραστατών και των περί αυτών, που παθιάζονταν, διαφωνούσαν, φιλονικούσαν και φατριάζονταν. Κι όλα αυτά ενόψει της επίτευξης αυτού του κοινού πολιτικού στόχου, του προτάγµατος της εθνικής ανεξαρτησίας –πράγµα αδιανόητο στο παρελθόν, που ακόµη δεν είχαν ανα-πτυχθεί και αποκρυσταλλωθεί οι εθνικές ιδέες. Ανάµεσά τους υπήρχαν λογής τοπικοί άρχοντες των οθωµανικών επαρχιών, της Πελο-ποννήσου κυρίως, οι λεγόµενοι κοτζαµπάσηδες ή προύχοντες ή προεστοί, µαθηµένοι από τους πατεράδες και τους παππούδες τους να κατανέµουν και να εισπράττουν φόρους, να επιβάλλουν την τάξη και να αποδίδουν νοµιµοφροσύνη στον εκάστοτε πασά ως κεφαλές του τόπου· να νιώθουν ότι επωµίζονται την ευθύνη που ταιριάζει σε ανθρώπους που ασκούν ανέκαθεν εξουσίες κι έχουν κατοχυρωµένα προνόµια, αλλά, ταυτόχρονα, να είναι διστακτικοί και ανήσυχοι απέναντι στους ξεσηκωµένους. Κι όµως, οι άνθρωποι αυτοί είχαν ενταχθεί στην Επανάσταση και είχαν µάλιστα πρωτοστατήσει τους προ-ηγούµενους µήνες στην κινητοποίηση των κοινοτήτων, στην οργάνωση των στρα-τοπέδων και στη χρηµατοδότηση και τον συντονισµό των πολεµικών επιχειρήσεων. Η πατροπαράδοτη εξουσία τους επί των χριστιανικών κοινοτήτων και η πρωταγωνι-στική τους παρουσία στην κήρυξη της Επανάστασης θεµελίωναν τη βούλησή τους να

  • διεκδικούν ηγετικούς ρόλους στη νέα συνθήκη και να συνδέουν την εθνική απελευ-θέρωση µε τη διασφάλιση των όρων της κοινωνικής και πολιτικής τους αναπαραγω-γής. Για τον λόγο αυτό, είχαν µεταφέρει στην Εθνοσυνέλευση τη δική τους πολιτική εµπειρία, τη δική τους δηλαδή αντίληψη περί της άσκησης της εξουσίας, όπως αυτή είχε διαµορφωθεί, στη µακρά διάρκεια, από τη συµµετοχή τους στους πολιτικούς και διοικητικούς µηχανισµούς της Οθωµανικής αυτοκρατορίας. Οι πρόσφατες όµως εξελίξεις στις περιοχές που είχε ξεσπάσει και επικρατήσει η επανάσταση είχαν προϊδεάσει όλους αυτούς τους παλιούς άρχοντες ότι τα πράγµατα δεν θα ήταν όπως στο παρελθόν. Η πρωτοκαθεδρία τους δεν ήταν αδιαµφισβήτητη, ενώ οι συγκρούσεις για τον έλεγχο της επαναστατικής εξουσίας δεν αφορούσαν πλέον µόνο τις λιγοστές ισχυρές οικογένειες κοτζαµπάσηδων, όπως συνέβαινε στο οθω-µανικό πλαίσιο, όταν ανταγωνίζονταν για τις σηµαντικές θέσεις πλάι στον πασά. Η Επανάσταση δηµιουργούσε ένα πεδίο ελευθερίας από τους καταναγκασµούς και τις δεσµεύσεις του παρελθόντος. Οι ξεσηκωµένοι και οπλισµένοι αγρότες και κάτοικοι των πόλεων, καθώς ανέτρεπαν το καθεστώς της υποταγής τους στην οθωµανική εξου-σία, δοκίµαζαν και τα όρια τις υποταγής τους στις παλιές κοινοτικές αυθεντίες.Εκτός από τους κοτζαµπάσηδες της Πελοποννήσου, θα αντικρίζαµε στον χώρο της Εθνοσυνέλευσης τους άρχοντες και εµπόρους των νησιών (ιδίως των Σπετσών, των Ψαρών και της Ύδρας), αυτούς τους ευνοηµένους από την πρόσφατη συγκυρία των ευρωπαϊκών στρατιωτικοπολιτικών αποκλεισµών, που τους είχαν στρέψει σε νέες θάλασσες και αγορές, να µεταφέρουν και να ανταλλάσσουν προϊόντα, αλλά και να ανοίγονται στις νέες ιδέες. Αυτοί, λοιπόν, είχαν ενστερνισθεί την εθνικοαπελευ-θερωτική ιδέα και είχαν προσέλθει στην Εθνοσυνέλευση µε πλήρη συνείδηση του πρωταγωνιστικού ρόλου που διαδραµάτιζαν τα πλοία τους στις στρατιωτικές επιχει-ρήσεις (αποκλεισµοί παράκτιων φρουρίων, αντιµετώπιση οθωµανικού στόλου), προ-κειµένου να υλοποιηθεί το επαναστατικό σχέδιο. Οι νοικοκυραίοι, όπως τους έλεγαν, επιζητούσαν την ενιαία πολιτική αρχή, την κρατική οργάνωση και την ισχυρή εκτε-λεστική εξουσία, διότι µόνον έτσι αντιλαµβάνονταν την ένταξη των νησιών και των στόλων τους στην Επανάσταση. Εκτός των άλλων, ήλπιζαν ότι η ενιαία πολιτική αρχή θα µπορούσε να τους διασφαλίσει τα σηµαντικά χρηµατικά ποσά που απαιτούνταν για τη συντήρηση και κίνηση των πλοίων.

    Στην τουρκοκρατούµενη Ελλάδα οι τοπικοί άρχοντες των οθωµα-

    Το λιµάνι της Οδησσού (Ελλη-νικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό

    http://img.t09_k06_p008_1http://img.t09_k06_p008_1

  • Θα µπορούσαµε ακόµα να διακρίνουµε στον τόπο της Α’ Εθνοσυνέλευσης και αυτούς που είχαν τον πρώτο λόγο στη σύνταξη των διακηρύξεων, των ψηφισµάτων και του Προσωρινού Πολιτεύµατος: τους εγγράµµατους και λογίους του ελληνισµού, τους καλαµαράδες, όπως τους ονόµαζαν τότε. Επρόκειτο για έναν κύκλο ανθρώπων γύρω από την Πίζα, το Παρίσι, το Λιβόρνο, τη Βιέννη, την Οδησσό και άλλα µεγάλα αστικά κέντρα, αποτελούµενο από διανοουµένους, εµπόρους και σπουδαστές, που στην πλειονότητά τους συνέδεαν την εθνική επαναστατική ιδέα µε τις φιλελεύθερες ιδέες και αρχές πολιτικής οργάνωσης. Ανάµεσά τους υπήρχαν και ορισµένοι που είχαν προηγουµένως εγκαταλείψει ηγετικά πόστα στην οθωµανική διοίκηση, και µαζί µε τη φαναριώτικη παιδεία τους και τα πριγκιπικά τους αξιώµατα περιφέρονταν στους τόπους όπου συνυφαίνονταν οι αρχές του φιλελευθερισµού µε τις εθνικές ιδέες. Διεκδικούσαν κι αυτοί πρωταγωνιστικό ρόλο στον Αγώνα, αφού είχαν πλήρη συνεί-δηση του πόσο απαραίτητοι ήταν στην οργάνωση των νέων πολιτειακών και πολι-τικών θεσµών και στη λειτουργία των µηχανισµών διοίκησης. Ορισµένοι µάλιστα, όπως ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και ο Θεόδωρος Νέγρης, είχαν φροντίσει τους προηγούµενους µήνες να αποκτήσουν πολιτικά ερείσµατα στον τόπο, αφού είχαν προσέλθει στην Εθνοσυνέλευση ως παραστάτες των επαναστατηµένων περιοχών. Το ίδιο και ο Ιωάννης Κωλέττης, που κι αυτός σπούδασε στην Πίζα, ήταν Φιλικός και είχε ηγηθεί της επανάστασης στην περιοχή του (Καλαρρύτες, Συρράκο). Μετά την καταστολή της, προσήλθε στις περιοχές όπου η επανάσταση ήταν ζωντανή και συµ-µετείχε στην Εθνοσυνέλευση ως παραστάτης. Οι άνθρωποι αυτοί, πάντως, πέραν της προσωπικής συµµετοχής τους στην ηγεσία της Επανάστασης, επεδίωκαν πρωτίστως την εµπέδωση πολιτικών θεσµών και αρχών νοµιµότητας που εγγράφονταν στην προοπτική εγκαθίδρυσης ενός σύγχρονου, δυτικού τύπου κράτους.Θα µπορούσαµε επίσης να αντικρίσουµε στην Εθνοσυνέλευση κι αυτούς που δρού-σαν στις παρυφές ή στο περιθώριό της, που απουσίαζαν δηλαδή από την Εθνο-συνέλευση, αλλά πρωταγωνιστούσαν στον πόλεµο. Λογής ανθρώπους των όπλων, τους παλιούς κλέφτες και κάπους της Πελοποννήσου και τους αρµατολούς της Ρού-µελης, µε πλούσια παράδοση ανταρσίας, που ασκούσαν ταυτόχρονα και εξουσίες, υπηρετώντας κατά καιρούς τους κοτζαµπάσηδες (στην Πελοπόννησο) ή την ίδια την οθωµανική εξουσία. Ορισµένοι, που είχαν χάσει στο παρελθόν τα αρµατολίκια και

    Σφραγίδες του Δηµητρίου και Αλεξάνδρου Υψηλάντη (Ιστο-

    http://img.t09_k06_p009_1http://img.t09_k06_p009_2

  • τα καπιλίκια τους, είχαν καταδιωχθεί ως κλέφτες και τελικά είχαν σωθεί µόνο αφού είχαν ξεριζωθεί για καιρό από τον τόπο τους. Είχαν µάθει όµως καλά την τέχνη του πολέµου στα άτακτα στρατιωτικά σώµατα που είχαν φτιαχτεί στα Επτάνησα από τους Ρώσους, τους Άγγλους και τους Γάλλους, στα χρόνια των Ναπολεόντειων πολέµων. Οι άνθρωποι των όπλων, που ήδη πρωτοστατούσαν στον πόλεµο και είχαν αποκτήσει µεγάλη δύναµη στις επαρχίες, αντλούσαν από τον ρόλο τους αυτό το δικαίωµα να έχουν πρωτεύοντα λόγο στα ζητήµατα που αφορούσαν στην οργάνωση του Αγώνα. Ανεξάρτητα πάντως από το πώς ακριβώς αντιλαµβάνονταν αυτόν τον νέο ρόλο τους, πρόβαλαν κι αυτοί στα δίκαια της εθνικής επανάστασης τη δική τους αίσθηση περί δικαίου. Ανάµεσά τους δέσποζαν οι ηγετικές φυσιογνωµίες του Θεόδωρου Κολοκο-τρώνη, στην Πελοπόννησο, και του Οδυσσέα Ανδρούτσου, στην ανατολική Ρούµελη. Γύρω απ’ αυτούς άρχισαν να συγκεντρώνονται και άλλοι οπλαρχηγοί των περιοχών τους, γεγονός που τους έδινε δύναµη πολιτική, καθώς σε καιρό πολέµου ήταν σε θέση να ελέγχουν, σ’ έναν βαθµό, τη διεύθυνση των στρατιωτικών επιχειρήσεων, δηλαδή την ίδια την τύχη της Επανάστασης. Έτσι, η απουσία ή ακόµη και ο αποκλει-σµός τους από την Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου δεν σήµαινε και απουσία τους από τις πολιτικές διεργασίες του επαναστατηµένου έθνους.Υπήρχαν και άλλοι στην Εθνοσυνέλευση. Όσοι ήταν δυσαρεστηµένοι από τις εξελί-ξεις που είχαν οδηγήσει σ’ αυτήν, εξελίξεις που στοιχειοθετούσαν και εξέτρεφαν τους φόβους τους για τον αποκλεισµό τους από τη νέα εξουσία. Άνθρωποι ενταγµέ-νοι, τα προηγούµενα χρόνια, στο καλά οργανωµένο δίκτυο της µυστικής, συνωµοτι-κής Φιλικής Εταιρείας, η οποία πρώτη είχε κινήσει τα νήµατα του Αγώνα: ένθερµοι πατριώτες, άνθρωποι του εµπορίου συνήθως, που είχαν βρεθεί στον στενό πυρήνα της Εταιρείας και είχαν µεταβληθεί σε επαγγελµατίες συνωµότες προπαγανδίζοντας µε φανατισµό τις ιδέες της επανάστασης, της πολιτικής µεταβολής και της κοινωνι-κής ανατροπής. Ανάµεσά τους βρίσκονταν ο Παπαφλέσσας, ο Βάµβας, ο Αναγνωστό-πουλος και ο Αναγνωσταράς, άνθρωποι µε ριζικά διαφορετικές πορείες ζωής, έως τη συνάντησή τους στις διεργασίες του ελληνικού εθνικού κινήµατος, δηλαδή στα δίκτυα της Φιλικής Εταιρείας. Όλοι αυτοί αποτελούσαν το περιβάλλον του πρίγκιπα Δηµή-τριου Υψηλάντη, ενός πρώην αξιωµατικού του ρωσικού στρατού, παθιασµένου και ανυπόµονου να ηγηθεί µιας εξέγερσης στο όνοµα της «πίστης» και της «πατρίδας»,

    Ο Ιωάννης Κωλέττης σε λιθο-γραφία του P. Simonau (Εθνικό

    http://img.t09_k06_p010_1

  • όπως τις αντιλαµβανόταν αυτές τις έννοιες στο πλαίσιο της φαναριώτικης ιδεολογίας του και της φωτισµένης απολυταρχίας. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, που µετείχαν µε τον έναν ή µε τον άλλον τρόπο στην Εθνο-συνέλευση και πρωτοστατούσαν στην Επανάσταση, είχαν ενταχθεί µε κόστος και αυταπάρνηση στην εθνική υπόθεση. Συναρτούσαν λοιπόν τα «δίκαια του έθνους» µε τις προσωπικές αξιώσεις και διεκδικήσεις τους. Αυτό είναι λογικό και θεµιτό, καθώς, συµµετέχοντας στην Επανάσταση, έρχονταν ταυτόχρονα αντιµέτωποι µε το µέλλον τους, το οποίο θα έπρεπε οι ίδιοι να συνοικοδοµήσουν. Με τα υλικά βέβαια που έφερνε ο καθένας µαζί του, αλλά, κυρίως, µε εκείνα που θα έφτιαχναν όλοι από κοινού· µε τα πράγµατα που τους ένωναν, αλλά και µε όσα τους χώριζαν. Όλοι αυτοί που είχαν σηκώσει τα όπλα κατά των Οθωµανών και πολεµούσαν στον τόπο τους ή σε περιοχές που ποτέ άλλοτε δεν είχαν βρεθεί, οι άνθρωποι που συµµετείχαν στην Επανάσταση και είχαν συναθροιστεί στην Επίδαυρο, ήταν εκεί προκειµένου να φτιάξουν µαζί ένα κοινό µέλλον και έχοντας πλήρη συνείδηση των σηµαντικών προκλήσεων που ανοίγονταν µπροστά τους, της µεγάλης πολιτικής µεταβολής που συντελούνταν στις µέρες τους χάρη στη δική τους απόφαση και συµµετοχή. Αυτό ακριβώς όµως ήταν η εθνική Επανάσταση: ένα πεδίο ρηξικέλευθων και και-νοτόµων συλλογικών αξιώσεων και διεκδικήσεων, µε τις οποίες συνυφαίνονταν τα επιµέρους συµφέροντα, οι βλέψεις, οι προσδοκίες και οι στρατηγικές των ανθρώπων που είχαν αναλάβει να φέρουν εις πέρας το επαναστατικό εγχείρηµα. Παραδείγ-µατος χάριν, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, που είχε αναλάβει την Προεδρία της Εθνοσυνέλευσης, είχε διαφορετική αντίληψη από τους οπλαρχηγούς ή τους άρχοντες του τόπου για το πώς θα πραγµατωνόταν πολιτικά το εθνικοαπελευθερωτικό σχέδιο ή για το πώς θα υπηρετούνταν καλύτερα τα «δίκαια του έθνους». Και η Επανάσταση έδειχνε από την αρχή της ότι θα ήταν ζήτηµα συσχετισµού δυνάµεων ο τρόπος µε τον οποίο θα διαµορφώνονταν οι προσανατολισµοί της και οι νέες σχέσεις πολιτικής κυριαρχίας.Σε κάθε περίπτωση, το µέλλον που καλούνταν να συνοικοδοµήσουν οι άνθρωποι που διεκδικούσαν ηγετικούς ρόλους στην Επανάσταση ήταν εν πολλοίς άγνωστο όσο και δυσοίωνο –αν βέβαια αντικρίσουµε την ιστορία εν τω γίγνεσθαι, όπου η αβεβαιότητα για την έκβαση του πολέµου δοκίµαζε την προσήλωση στον στόχο της

    Πιστόλι διακοσµηµένο µε αµυ-γδαλόσχηµα κοράλλια και ασήµι

    http://img.t09_k06_p011_1

  • ανεξαρτησίας, και όχι µε την εκ των υστέρων γνώση τού πώς τελικά εξελίχθηκαν τα πράγµατα και οδηγήθηκαν στην τελική επιτυχία έπειτα από χρόνια προσπαθειών και πολέµου. Έτσι, από τη στιγµή που ξεσηκώθηκαν οι επαρχίες στην Πελοπόννησο, τη Ρούµελη και τα νησιά, ακόµη κι εκεί όπου ο ξεσηκωµός ήταν αδύναµος και είχε αντι-µετωπισθεί εύκολα από τις οθωµανικές αρχές, οι εξελίξεις ήταν σε µεγάλο βαθµό ακαθόριστες και απρόβλεπτες: µεγάλη κοινωνική και γεωγραφική κινητικότητα, δια-τάραξη των παλιών ισορροπιών και αµφισβήτηση των παλιών ιεραρχιών, δηµιουργία νέων ηγετικών ρόλων. Η Επανάσταση, στον βαθµό που οι άνθρωποι εντάσσονταν σ’ αυτήν και υπηρετούσαν τις ιδέες της, προοιωνιζόταν µεγάλες αλλαγές στις συνθήκες οργάνωσης της ζωής τους.Για πολλούς, οι αλλαγές που προκαλούσε η Επανάσταση ήδη από τον πρώτο χρόνο της είχαν θεωρηθεί πέρα και έξω από τις αρχικές προσδοκίες τους, ακόµη και ενά-ντιες προς τα συµφέροντά τους. Πολλοί απ’ όσους είχαν εξεγερθεί, είχαν έλθει πολύ γρήγορα αντιµέτωποι µε καταστάσεις που αφορούσαν πρωτίστως τους ίδιους τους όρους της κοινωνικής τους αναπαραγωγής. Οι κοτζαµπάσηδες της Πελοποννήσου, λόγου χάριν, ανεξαρτήτως του πώς αντιλαµβάνονταν τον ρόλο τους στην Επανά-σταση, ανεξαρτήτως των όποιων ανησυχιών και των δισταγµών τους, από τη στιγµή που ενεπλάκησαν σ’ αυτήν την υπόθεση, συµµετείχαν στην ανατροπή ενός κοινω-νικοπολιτικού συστήµατος, του οθωµανικού, στο οποίο στήριζαν και τη δική τους εξουσία σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο. Οι έµπειροι κοτζαµπάσηδες συνειδη-τοποίησαν γρήγορα ότι τα πράγµατα άλλαζαν, και στο εξής δεν θα ήταν όπως στο παρελθόν, όταν είδαν αίφνης τους οπλαρχηγούς να διεκδικούν στις επαρχίες προσό-δους που οι ίδιοι για χρόνια νέµονταν και να στρατολογούν ανθρώπους που επίσης για χρόνια θεωρούσαν δικούς τους. Ή, πάλι, όταν είδαν τον πρίγκιπα Υψηλάντη, µε τους αλαζονικούς, όπως τους χαρακτήριζαν, τρόπους του απέναντί τους, να θέλει να συγκεντρώσει όλη την εξουσία του τόπου τους στα χέρια του –σαν να µην υπήρχαν θεσµοί στην Πελοπόννησο και πολιτικές ηγεσίες ικανές να αναλάβουν το βάρος του Αγώνα, τον οποίο, σε τελική ανάλυση, αυτοί οι ίδιοι πρώτοι είχαν ξεκινήσει. Μ’ αυτές τις µέριµνες και τις ανησυχίες είχαν προσέλθει και πολιτεύονταν στην Εθνο-συνέλευση οι κοτζαµπάσηδες, αλλά και µε την αποφασιστικότητα να µην επιτρέψουν µετασχηµατισµούς πέραν όσων οι ίδιοι θα ενέκριναν.

    Έγχρωµη γαλλική λιθογραφία εµπνευσµένη από την Ελληνική

    http://img.t09_k06_p012_1

  • Αλλά και γενικότερα, η Επανάσταση, ο πόλεµος, η αποχώρηση των Οθωµανών ή το κλείσιµό τους στα κάστρα, η έντονη κινητικότητα, η ιδεολογική όσµωση από το συνταίριασµα τόσο ετερόκλητων ανθρώπων και αξιώσεων, οι νέοι πολιτικοί και πολιτειακοί θεσµοί και τα σύµβολά τους, όλα τούτα ήταν, για τους περισσότερους, πρωτόγνωρες εµπειρίες και αποτελούσαν µεγάλη πρόκληση για τη ζωή τους. Η Επα-νάσταση άνοιγε καινούργιες προοπτικές και έθετε ζητήµατα που έβαζαν σε δοκι-µασία τα παραδεδεγµένα, είτε αυτά ήταν θεσµοί και σχέσεις εξουσίας, είτε ήταν σχέδια, αντιλήψεις και βεβαιότητες που είχαν οι άνθρωποι για τον εαυτό τους και τη θέση τους µέσα στον κόσµο. Σε µεγάλο βαθµό, τα αρχικά σχέδια µε τα οποία είχαν ενταχθεί στην Επανάσταση αναγκάστηκαν ή βρέθηκαν να τα αλλάζουν –και από ένα σηµείο κι έπειτα δεν µπορούσαν να κάνουν διαφορετικά. Άλλαζαν εξάλλου και οι ίδιοι, καθώς αναλάµβαναν να διαχειρισθούν νέους πολιτικούς ρόλους. Αυτό γινόταν µέσα από τη συνάντησή τους στο πεδίο των πολιτικών διεκδικήσεων, µέσα από τους ανταγωνισµούς και τις συγκρούσεις που παρήγαγε η ίδια η συµµετοχή τους στη δια-δικασία πολιτικής θεµελίωσης του επαναστατηµένου έθνους. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η λογική και η δυναµική της επανάστασης, οι δυνατό-τητες και οι προκλήσεις της πολιτικής συγκυρίας, συνιστούν (ιστορικά και, συνεπώς, αναλυτικά και ερµηνευτικά) διαφορετικής τάξης ζήτηµα από το ζήτηµα της λογικής των ανθρώπων, των προσδοκιών και των επιδιώξεων µε τις οποίες είχε επενδύσει ο καθένας τη συµµετοχή του στον Αγώνα.

    Η Επανάσταση ως πεδίο παραγωγής πολιτικής Στο πεδίο της Επανάστασης, και ειδικότερα της Α’ Εθνοσυνέλευσης για την οποία κάνουµε λόγο, συνέκλιναν παραδοσιακές µορφές κοινωνικής οργάνωσης, νεωτερικά πολιτικά σχέδια και ριζοσπαστικά για την εποχή προτάγµατα και ιδεολογίες. Έτσι, οι επαναστάτες, αφού ορκίστηκαν «ενώπιον θεού και ανθρώπων» εχθροί των τυράννων τους, κλήθηκαν να πραγµατώσουν το ιδανικό της ανεξαρτησίας. Κλήθηκαν, δηλαδή, ταυτόχρονα µε τον πόλεµο, να οργανώσουν θεσµούς, να αναδείξουν ηγεσία, να ανα-λάβουν και να κατανείµουν ευθύνες, ρόλους και αρµοδιότητες. Υπ’ αυτήν την έννοια, η Επανάσταση, στον βαθµό που διευρυνόταν και εδραιωνόταν ο πόλεµος, συνιστούσε µια ενοποιητική πολιτική διαδικασία, εκφραστής και οργανωτής της οποίας φερόταν

  • η εθνική (προσωρινή) διοίκηση, που για πρώτη φορά αναδείχθηκε µέσα από τις εργα-σίες της Εθνοσυνέλευσης. Έτσι λοιπόν, παρά τους όποιους κατακερµατισµούς και τις ιδιαιτερότητες των επαναστατηµένων περιοχών, τα όποια κληροδοτήµατα και τις αδράνειες της µακράς διάρκειας, τις όποιες διαφορές στις τάξεις των επαναστατών, τα χρόνια εκείνα παρήχθη και θεσπίστηκε, για πρώτη φορά, ο νόµος του Έθνους και ο τόπος της εθνικής διοίκησης. Οι νέες αυτές ιδεολογικοπολιτικές και οργανωτικές αρχές επρόκειτο να είναι έκτοτε το πλαίσιο αναφοράς όλων των επαναστατών. Βάσει αυτών των αρχών επρόκειτο έκτοτε να προσανατολίσουν τη δράση τους, να αξιώσουν τη συµµετοχή τους στην άσκηση της εξουσίας, να καταστρώσουν και να νοµιµοποιή-σουν πολιτικά σχέδια, να συστήσουν µέτωπα, να προβούν σε συµµαχίες και αποκλει-σµούς, ακόµη και σε εξοντώσεις αντιπάλων. Αυτό ήταν όµως και το ριζικά νέο στοιχείο που έφερνε η εθνική επανάσταση. Διότι η εθνική διοίκηση, οι νέες συλλογικές και προσωπικές διαδροµές και διεκδικήσεις, οι νέες ιδεολογικές και πολιτικές αρχές βάσει των οποίων καλούνταν οι άνθρωποι της εποχής να υλοποιήσουν το σχέδιο της πολιτικής αυτονοµίας, δεν προέκυψαν αίφνης, αφ’ εαυτών, µε την αποχώρηση των Οθωµανών, ούτε ανήκαν στην πολιτική εµπειρία των περιοχών που είχαν επαναστατήσει. Όλα τούτα τα νέα πράγµατα τα παρήγαγε η ίδια η Επανάσταση: µε τα υλικά του παρελθόντος, µε αντιστάσεις, αδράνειες και αναπροσαρµογές, κρατώντας κάποτε τις µέγιστες ισορροπίες, παρήχθησαν εν τούτοις καινοτοµίες το Εικοσιένα. Βεβαίως, οι άνθρωποι της εποχής, µιλώντας τη γλώσσα του έθνους και του νόµου του έθνους, σε µεγάλο βαθµό αναβάπτιζαν έτσι µε νέες ονο-µασίες σχέσεις, αξίες και αρχές νοµιµοφροσύνης του κληρονοµηµένου κόσµου τους, όπως ήταν η συγγένεια, η εντοπιότητα, οι τοπικές ιεραρχίες, οι αµοιβαιότητες των κοινοτικών δοµών και σχέσεων εξουσίας. Ωστόσο, το πλαίσιο αναφοράς της δράσης των ανθρώπων είχε ήδη αρχίσει να αλλάζει. Καθώς λοιπόν επένδυαν τις προσδοκίες τους στα προστάγµατα της πολιτικής συγκυρίας, βρίσκονταν, µέσω ακριβώς των διεκ-δικήσεων και των αντιθέσεων που αυτές συνεχώς τροφοδοτούσαν, να παράγουν εν τέλει νέες σχέσεις, αξίες και αρχές πολιτικής νοµιµοφροσύνης. Πρωτόγνωρες ήταν και οι διαδικασίες µέσα στις οποίες διαµορφώνονταν οι νέες πολιτικές σχέσεις και οι αρχές νοµιµοφροσύνης. Οι άνθρωποι που είχαν κληθεί να εκπροσωπήσουν το επαναστατηµένο έθνος στην Επίδαυρο και να φτιάξουν τους πολι-

    Ο Παλαιών Πατρών Γερµανός ορκίζει τους επαναστάτες και

    http://img.t09_k06_p014_1

  • τικούς και πολιτειακούς θεσµούς του δεν ήταν εκλεγµένοι «άµεσα από τον λαό», δεν ακολούθησαν δηλαδή τα σύγχρονα κριτήρια πολιτικής εκπροσώπησης, την αρχή της «λαϊκής κυριαρχίας». Οι παραστάτες του έθνους ήταν εκλεγµένοι από τις περιφερει-ακές Γερουσίες, που ήδη είχαν συσταθεί και λειτουργούσαν στην Πελοπόννησο και τη δυτική και ανατολική Ρούµελη, ή από τις κατά τόπους συνελεύσεις στα νησιά. Η εκλογή τους δηλαδή είχε να κάνει µε συσχετισµούς δύναµης ανάµεσα στις κατά τόπους ηγετικές οµάδες. Με άλλα λόγια, η εκλογή τους ήταν προϊόν φατριασµών. Αλλά και εκείνοι που είχαν αποκλειστεί από την Εθνοσυνέλευση και παρουσιάζονταν έτσι δυσαρεστηµένοι, το ίδιο φατριαστικά είχαν πολιτευτεί και εξακολουθούσαν να πολιτεύονται. Διεκδικούσαν δηλαδή και αυτοί τη συµµετοχή τους στα νέα πολιτικά αξιώµατα, προσπαθώντας να συγκροτήσουν συµµαχίες και να διαµορφώσουν συσχε-τισµούς δύναµης σε βάρος των τοπικών αντιπάλων τους. Έτσι, οι οκτώ παραστάτες της δυτικής Ρούµελης ελέγχονταν από τον Αλέξανδρο Μαυ-ροκορδάτο και την τοπική Γερουσία, οι είκοσι επτά της ανατολικής Ρούµελης είχαν οριστεί από την άλλη τοπική Γερουσία, τον Άρειο Πάγο, στον οποίο πρωτοστατούσε ο Θεόδωρος Νέγρης, στενός συνεργάτης του Μαυροκορδάτου. Όλοι αυτοί, µαζί µε τους περισσότερους παραστάτες των νησιών (δεκατρείς από την Ύδρα, τις Σπέτσες και τα Ψαρά και ένας από την Κάσο) και τους δέκα αντιπροσώπους της Πελοποννήσου, είχαν ψαλιδίσει τα σχέδια του Δηµήτριου Υψηλάντη και των Φιλικών που τον ακολουθούσαν να αναλάβει αυτός την ηγεσία του Αγώνα ως «Πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου» της Αρχής της Φιλικής Εταιρείας, δηλαδή του αδελφού του, Αλέξανδρου Υψηλάντη. Η πολιτική συµµαχία ανάµεσα στη συντριπτική πλειονότητα των παραστατών, προ-κειµένου να εξουδετερωθεί ο Δ. Υψηλάντης, εκφράστηκε µε την υπερψήφιση του Αλ. Μαυροκορδάτου στη θέση του προέδρου της Εθνοσυνέλευσης. Επικαλούνταν και αυτός καταγωγή από ισχυρή φαναριώτικη οικογένεια, φρόντιζε να τον αποκαλούν πρίγκιπα και, γενικά, εµφάνιζε τον εαυτό του ως αντίπαλο δέος στον Υψηλάντη. Οι συστατικές του επιστολές από τον Ιγνάτιο Ουγγροβλαχίας, µε τον οποίο διατηρού-σαν στενές σχέσεις αρκετοί Μοραΐτες, όπως ο Παλαιών Πατρών Γερµανός, αλλά και η σύγκρουση των κοτζαµπάσηδων µε τον Υψηλάντη, βοήθησαν τον Μαυροκορδάτο να εκλεγεί πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης –και από τη θέση αυτή να διαδραµατίσει καθοριστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις και ιδίως στη συνταγµατική θεµελίωση της

    Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος (1791-1865) (Εθνικό Ιστορικό

    http://img.t09_k06_p015_1

  • Ελληνικής Επανάστασης. Ας µην θεωρήσουµε ότι αυτοί που υιοθέτησαν και ψήφισαν τις συνταγµατικές αρχές στην Επίδαυρο ήταν όλοι φορείς και θιασώτες του συνταγµατισµού. Για τους πολλούς ήταν άγνωστη αυτή η νέα νοµική γλώσσα, ακατανόητες οι πολιτικές και ιδεολογικές σηµασίες της. Μάλιστα, οι περισσότεροι δεν είχαν καν επίγνωση των µεγάλων αλλα-γών που συνεπάγονταν για τη ζωή τους οι νέοι θεσµοί και οι νόµοι τους οποίους ενέκριναν και πλέον καλούνταν να υπηρετήσουν. Αυτή ακριβώς όµως ήταν η ανα-τροπή που έφερνε η επανάσταση στη ζωή και στις συνειδήσεις των ανθρώπων, καθώς καλούνταν να ενταχθούν σε νέους πολιτικούς ρόλους, να µάθουν να υπηρετούν µια νέα πολιτική νοµιµότητα, θα αποτελούσε έκτοτε το κριτήριο αξιολόγησης και αποτί-µησης της πολιτικής τους συµπεριφοράς.Υπ’ αυτήν την έννοια, η µεγάλη σηµασία του γεγονότος ότι το σύνταγµα παρέπεµπε στη Διακήρυξη των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, της Γαλλικής Επανάστασης, δεν µπορεί να αποτιµηθεί στις ιστορικές της διαστάσεις µε τον αφοριστικό ισχυρισµό ότι οι περισσότεροι από τους παραστάτες (και γενικότερα η ηγεσία της Επανάστασης) δεν είχαν συνείδηση του τί σήµαιναν αυτές οι αρχές –και ότι δεν επρόκειτο να τις υιοθετήσουν και να τις εφαρµόσουν στις ρυθµίσεις της πολιτικής ζωής. Και τούτο, διότι ο εν λόγω ισχυρισµός δεν µας επιτρέπει να αποτιµήσουµε την οικουµενικότητα του Εικοσιένα. Το γεγονός δηλαδή ότι η Ελληνική Επανάσταση εγγράφεται στα µεγάλα κοινωνικοπολιτικά κινήµατα και ιδεολογικά ρεύµατα της νεωτερικότητας. Αυτή είναι η ιστορική σηµασία της υιοθέτησης των αρχών της Αµερικανικής και της Γαλλικής Επανάστασης, των αρχών του πολιτικού φιλελευθερισµού και του εθνικισµού, µε ανα-φορά στις οποίες γεννήθηκε και οργανώθηκε το ελληνικό εθνικό κίνηµα.Για να επανέλθουµε όµως στο ζήτηµα των φατριασµών και των αποκλεισµών, µέσω των οποίων το έθνος θεµελίωνε στην Επίδαυρο την ανεξαρτησία του και αποκτούσε πολιτική και πολιτειακή υπόσταση, θα ήθελα να επισηµάνω τα εξής: Οι άνθρωποι που είχαν ενταχθεί στην εθνική υπόθεση και διεκδικούσαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην Επανάσταση, συναρτώντας τα «δίκαια του έθνους» µε τις προσωπικές αξιώσεις και διεκδικήσεις τους, είχαν δει τα σηµάδια της πολιτικής µεταβολής και της κοινωνικής ανατροπής από τις πρώτες στιγµές της Επανάστασης, πολύ πριν την Α’ Εθνοσυνέ-λευση, η οποία ήταν ακριβώς, όπως προαναφέρθηκε, το προϊόν και η έκφραση πολι-

    Η πίσω όψη της χειρόγραφης επαναστατικής προκήρυξης του

    http://img.t09_k06_p016_1

  • τικών συσχετισµών δύναµης. Ήδη από τις πρώτες εβδοµάδες της Επανάστασης είχαν συσταθεί στην Πελοπόννησο διοικητικά µορφώµατα: αρχικά οι τοπικές εφορείες, τα κονσολάτα και τα διευθυντήρια και στη συνέχεια η Πελοποννησιακή Γερουσία και οι εφορείες της στις επαρχίες, η συγκρό-τηση των οποίων ακολουθούσε τις ανταγωνιστικές πολιτικές διαδροµές παλαιότερων αλλά και νεοσυσταθέντων προυχοντικών δικτύων. Η Πελοποννησιακή Γερουσία, που είχε συσταθεί στη Μονή των Καλτεζών στις 26 Μαΐου 1821, δηλαδή µετά τις σηµαντι-κές νίκες στο Βαλτέτσι και τα Δολιανά, δεν είχε στην αρχή καθολική αναγνώριση και αποδοχή, ακόµη και στα περιβάλλοντα των κοτζαµπάσηδων. Μάλιστα, αποκλήθηκε αυτοχειροτόνητος και αυτόκλητος από κοτζαµπάσηδες που δεν είχαν κληθεί ή δεν είχαν δεχτεί να συµµετάσχουν στη σύστασή της. Ήταν καρυτινοµεσσηνιακό κατασκεύασµα και όχι αντιπροσωπευτικό σώµα της Πελοποννήσου, έλεγαν όσοι δεν είχαν παρασταθεί· την είχαν φτιάξει, δηλαδή, οι περί τους Δεληγιανναίους και οι περί τους Μαυροµι-χαλαίους. Πράγµατι, από τη συνέλευση των Καλτεζών απείχαν ή είχαν αποκλειστεί οι ισχυροί κοτζαµπάσηδες της Αχαΐας, των Καλαβρύτων, της Κορίνθου, της Γαστούνης και του Αιγίου, και πρωτίστως οι Αντρέηδες, ο Ζαΐµης και ο Λόντος, ο Παλαιών Πατρών Γερ-µανός, οι Νοταράδες, ο Σισίνης. Συµµετείχαν όµως στη σύσταση της Γερουσίας των Καλτεζών άλλοι κοτζαµπάσηδες από αυτές τις περιοχές, όπως ο Σωτήρης Χαραλάµπης από τα Καλάβρυτα, ο Αθ. Κανακάρης από την Πάτρα, που βρίσκονταν σε τοπική αντιπαλότητα µε τον Ζαΐµη, τον Λόντο και τον Γερµανό και διατηρούσαν στενές συµ-µαχικές σχέσεις µε τους Δεληγιανναίους. Οι αντιπαλότητες όλων αυτών έρχονταν από το παρελθόν, από τις φατρίες της οθωµανικής περιόδου, από τις αντιπαραθέσεις των κοτζαµπάσηδων για τον προσεταιρισµό του πασά και τον επιµερισµό του πλούτου και της κοινωνικοπολιτικής δύναµης ανάµεσά τους, από τις συγκρούσεις των προη-γούµενων δεκαετιών, που στις ακραίες τους εκδοχές είχαν οδηγήσει στις εκτελέσεις του Ανδρουτσάκη Ζαΐµη, το 1792 (αδελφός του γηραιού Ασηµάκη Ζαΐµη και θείος του Ανδρέα Ζαΐµη), του Σωτηράκη Λόντου, το 1813 (πατέρας του Ανδρέα Λόντου), και του Ιωάννη Δεληγιάννη, το 1816 (πατέρας των Δεληγιανναίων).Υπό τις συνθήκες αυτές δηµιουργήθηκε η πρώτη περιφερειακή πολιτική αρχή, η οποία επείχε θέση ανώτατης εξουσίας στην επαναστατηµένη Πελοπόννησο. Οι παρά-

    Προκήρυξη του Πέτρου Μαυ-ροµιχάλη, αρχιστρατήγου των

    http://img.t09_k06_p017_1

  • γοντες που τη συνέστησαν και κυριάρχησαν σ’ αυτήν, ακολούθησαν τις υφιστάµενες συµµαχίες και ενεργοποίησαν τα οικεία προυχοντικά δίκτυα προκειµένου να φτιάξουν εφορείες και να εκλέξουν εφόρους. Μοίρασαν δηλαδή σε ανθρώπους δικούς τους, δικαι-οδοσίες, τίτλους και αξιώµατα, αποκλείοντας από αυτά άλλους, που δεν ήταν δικοί τους. Οι Δεληγιανναίοι, από τα Λαγκάδια, µεγάλη προυχοντική οικογένεια, είχαν πρω-τοστατήσει στη σύσταση της Γερουσίας, διότι είχαν να αντιµετωπίσουν µια µεγάλη πρόκληση στον τόπο τους. Την ισχυροποίηση των οπλαρχηγών, κυρίως του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, που αποκτούσε ολοένα και µεγαλύτερη επιρροή στην επαρχία τους, ιδίως µετά τις νίκες στο Βαλτέτσι και τα Δολιανά. Οι Μαυροµιχαλαίοι, πάλι, είχαν πρωτοστατήσει στη σύσταση της Γερουσίας, διότι φοβούνταν ότι θα αυξηθεί η επιρ-ροή των τοπικών ανταγωνιστών τους, της οικογένειας Τρουπάκη (Μούρτζινος), που ήταν σύµµαχοι του Κολοκοτρώνη. Ακόµη, συµµετείχαν στις διεργασίες της συνέλευ-σης των Καλτεζών γιατί ήλπιζαν ότι η συγκρότηση ενιαίας διοικητικής αρχής στην Πελοπόννησο θα εξυπηρετούσε καλύτερα την τακτική µισθοδοσία των Μανιατών, που διαφορετικά δυστροπούσαν και δεν µετείχαν σε στρατιωτικές επιχειρήσεις έξω από τον τόπο τους. Στη βάση των προυχοντικών φατριασµών βρίσκονταν λοιπόν πολυποίκιλοι ανταγωνισµοί, που αντλούσαν από το οθωµανικό παρελθόν, αλλά ήταν επικαιροποιηµένοι στην Επανάσταση, καθώς προσδιορίζονταν πλέον από τα νέα δια-κυβεύµατα που αναδείκνυε η πολιτική συγκυρία. Ωστόσο, µερικές εβδοµάδες από τη σύσταση της Γερουσίας στις Καλτεζές παρουσι-άστηκαν νέες προκλήσεις για τους Πελοποννήσιους κοτζαµπάσηδες. Όταν έφτασε ο Δηµήτριος Υψηλάντης στην Πελοπόννησο, στις 19 Ιουνίου 1821, στην αρχή τουλά-χιστον ήταν περιβεβληµένος µε µεγάλο κύρος. Το όνοµά του, η σύνδεσή του µε τη Μυστική Αρχή, οι τίτλοι του, όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που τον συνόδευαν, ασκούσαν µεγάλη επίδραση στους πληθυσµούς και τις ηγεσίες τους, οι οποίες δεν αµφισβη-τούσαν την πρωτοκαθεδρία του, αλλά και δεν ήταν διατεθειµένες να µην διαπραγµα-τευθούν τα όρια της εξουσιαστικής του παρουσίας στον τόπο τους. Οι Φιλικοί, πάλι, που τον περιέβαλαν, µε τις ανατρεπτικές τους ιδέες, του προσέδιδαν δύναµη. Η παρουσία του Υψηλάντη στην Πελοπόννησο συµβόλιζε τη µεγάλη αλλαγή που έφερνε η Επανάσταση. Ακόµη και οι Οθωµανοί, που ήταν κλεισµένοι στα οχυρά, αυτόν ανα-γνώριζαν ως την κεφαλή των ραγιάδων τους, και αυτόν ή κάποιον δικό του εκπρόσωπο

    Ο µητροπολίτης και Φιλικός Παλαιών Πατρών Γερµανός

    http://img.t09_k06_p018_1

  • ζητούσαν για να διαπραγµατευθούν την παράδοσή τους. Ακόµη περισσότερη δύναµη προσέδωσε στον πρίγκιπα η (πρόσκαιρη, όπως πολύ γρήγορα αποδείχτηκε) συµµαχία του µε τους ανερχόµενους τότε Μοραΐτες οπλαρχηγούς, ιδίως µε τους περί τον Θ. Κολοκοτρώνη. Μετά µάλιστα την κατάληψη της Τριπολιτσάς, ο Υψηλάντης, από τη µια, ο Κολοκοτρώνης και οι οπλαρχηγοί, από την άλλη, φάνταζαν ως η µέγιστη απειλή για τους σηµαντικότερους κοτζαµπάσηδες στην Πελοπόννησο. Οι δύο αυτοί ηγέτες που αναδείκνυε η Επανάσταση, ο Κολοκοτρώνης και ο Υψηλά-ντης, είχαν διαρρήξει τις ήδη διαταραγµένες πολιτικές ισορροπίες στην Πελοπόν-νησο. Έτσι ισχυροί όπως παρουσιάζονταν, είχαν πάρει µε το µέρος τους ένα µέρος των τοπικών ηγεσιών σε πολλές επαρχίες (λογής οπλαρχηγούς και αρκετούς προε-στούς), αποσπώντας τους έτσι από τα δίκτυα επιρροής των ισχυρών κοτζαµπάσηδων. Ο Κολοκοτρώνης και ο Υψηλάντης, µε την παρουσία και δράση τους, διασπούσαν τα προυχοντικά δίκτυα, καθώς παρουσιάζονταν αυτοί ως οι νέοι στρατηλάτες και, άρα, προστάτες των επαρχιών και των ηγεσιών τους στις συνθήκες του πολέµου. Από την άλλη, η παρουσία του Υψηλάντη και του Κολοκοτρώνη ως εναλλακτικών κέντρων εξουσίας, µε ολοένα και αυξανόµενη επιρροή στις επαναστατηµένες επαρχίες της Πελοποννήσου, οδήγησε σε άµβλυνση την αντιπαλότητα ανάµεσα στις ανταγωνιστι-κές φατρίες των κοτζαµπάσηδων, των Αχαιών και των Καρυτηνοµεσσηνίων. Ο Ζαΐµης, ο Λόντος, οι Δεληγιανναίοι ξεπέρασαν τις διαφορές τους και άρχισαν να συσπειρώ-νονται για να αντιµετωπίσουν τον κίνδυνο του να απολέσουν τα πατροπαράδοτα δικαιώµατά τους στον τόπο. Το σχέδιο του πρίγκιπα Υψηλάντη απέβλεπε ουσιαστικά στη συγκέντρωση όλης της εξουσίας (στρατιωτικής και πολιτικής) στα χέρια του. Λίγες ηµέρες µετά την άφιξή του στην Πελοπόννησο, δηλαδή το τελευταίο δεκαήµερο του Ιουνίου, πρότεινε στους κοτζαµπάσηδες έναν «Γενικόν Οργανισµόν της Πελοποννήσου». Με τον Οργανισµόν του ήθελε να καταργήσει τη Γερουσία των Καλτεζών, που άλλωστε ήταν αµφισβητούµενη και από αρκετούς σηµαντικούς Πελοποννησίους (τους Αχαιούς και τους περί τον Κολο-κοτρώνη οπλαρχηγούς), και στη θέση της να εγκαθιδρύσει ένα νέο πολιτικό σώµα, θεµελιωµένο στο σύστηµα των εφορειών, τη Βουλή. Εκείνο όµως που περισσότερο απ’ όλα ζητούσε, ήταν να του παραχωρηθεί ο τίτλος του αρχιστρατήγου, συνοδευ-όµενος από την αποκλειστική αρµοδιότητα οργάνωσης του στρατού και διεύθυνσης

    Μέλη οικογενειών που πρωτο-στάτησαν στον ξεσηκωµό των

    http://img.t09_k06_p019_1

  • των πολεµικών επιχειρήσεων. Η Βουλή, στην οποία ο ίδιος θα ήταν πρόεδρος, µε δικαίωµα διπλής ψήφου σε περίπτωση ισοψηφίας, θα ασχολούνταν µόνο µε τα πολιτικά ζητήµατα και όχι µε τα στρατιωτικά. Ο Υψηλάντης διεκδικούσε την εξουσία στην επανα-στατηµένη Πελοπόννησο αντλώντας ουσιαστικά τη νοµιµότητά του από το γεγονός ότι παρουσιαζόταν ως πληρεξούσιος της Υπέρτατης Αρχής. Ως αρχιστράτηγος, ήθελε να αποφασίζει αποκλειστικά αυτός, περιστοιχισµένος από αξιωµατούχους που ο ίδιος θα όριζε, για τα ζητήµατα του πολέµου, για ζητήµατα δηλαδή που ουσιαστικά αφο-ρούσαν συνολικά την επανάσταση στην Πελοπόννησο. Σε συνθήκες πολέµου, η θέση του αρχιστρατήγου ήταν θέση κατεξοχήν πολιτική: ο Υψηλάντης και οι άνθρωποί του, από τη θέση αυτή, θα διοικούσαν τον τόπο. Ή, µε άλλα λόγια, ο πρίγκιπας θα ήταν ο διοικητής της Πελοποννήσου, έως την άφιξη του αδελφού του Αλέξανδρου, καθώς ακόµη δεν είχε γίνει γνωστή η κατάληξη των προσπαθειών του στις Ηγεµονίες. Στο σχέδιο των κοτζαµπάσηδων (Οργανισµός και Γνώµη του Λαού της Πελοποννήσου) προβλεπό-ταν η διατήρηση της Γερουσίας, µε την προσθήκη του Υψηλάντη ως προέδρου και µε διαδικασίες παρόµοιες µε εκείνες που πρότεινε ο πρίγκιπας. Στο σχέδιό τους ωστόσο υπήρχε µια σηµαντική διαφορά, η οποία αφορούσε στις αρµοδιότητες της Γερουσίας/Βουλής. Στο όργανο αυτό προβλεπόταν κοτζαµπάσηδες και Υψηλάντης «συµφώνως να σκέπτωνται, να διοικώσι και µε ψήφους να αποφασίζωσι τα τε πολιτικά και τα στρατιωτικά». Και, µάλιστα, µε τρόπον ώστε «µήτε η γερουσία να ενεργή τι χωρίς την συγκατάθεσιν του πρίγκηπος, µήτε ο πρίγκηψ χωρίς την συγκατάθεσιν της Γερουσίας» (Σπ. Σπηλιάκος, 100, 1961).Είναι φανερό ότι οι κοτζαµπάσηδες, και οι Καρυτινοµεσσήνιοι και οι Αχαιοί, δεν είχαν καµία διάθεση να παραχωρήσουν την απόλυτη στρατιωτική εξουσία (τη διοίκηση δηλαδή) στον Υψηλάντη και «στους πέντε εξ άλλους τυχοδιώκτας απελπισµένους» που είχε φέρει µαζί του, όπως αποκαλούσε την ακολουθία του ο Κανέλλος Δεληγιάννης (Κ. Δεληγιάννης, τ. Α’, 258, 1957). Οι κοτζαµπάσηδες δεν ήταν διατεθειµένοι να «υπο-κύψουν τον αυχένα ως Τσαράνοι της Μολδοβλαχίας, να ονοµάσουν έναν Φαναριώτη σε αυθέντην του τόπου», όπως έλεγαν τότε (Κ. Δεληγιάννης, τ. Α’, 258, 1957). Ποιο ήταν το σχέδιο που του αντιπρότειναν; Τη Γερουσία των κοτζαµπάσηδων, µε νέα µορφή και σύνθεση βεβαίως, τέτοια που να συµπεριλαµβάνει όλους τους άρχοντες του τόπου, και τους µικρούς και τους µεγάλους, ως ένα γενικό συντονιστικό όργανο

    Προσωπογραφία του Δηµή-τριου Υψηλάντη (1793-1832)

    http://img.t09_k06_p020_1

  • του Αγώνα, µε τα προυχοντικά δίκτυα να έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν τους συσχετισµούς δύναµης στο εσωτερικό της, αλλά και στις κατά τόπους εφορείες, και µε τον τίτλο του Προέδρου και του Αρχιστρατήγου να απονέµεται στον πρίγκιπα, χωρίς όµως και την αποκλειστική και, άρα, κυριαρχική αρµοδιότητα να αποφασίζει για την οργάνωση και τη διεξαγωγή του πολέµου. Οι κοτζαµπάσηδες αντιπρότειναν δηλαδή στον Υψηλάντη ένα δοκιµασµένο µοντέλο διοίκησης, που αντλούσε από την πολιτική εµπειρία τους, και το οποίο θα µπορούσε κάλλιστα να λειτουργήσει στις συνθήκες της επανάστασης. Σε κάθε περίπτωση πάντως, φαίνεται ότι µπροστά στη νέα κατάσταση που είχε δηµιουργηθεί µε την άφιξη του Υψηλάντη και την ανάδειξη των οπλαρχηγών, οι παλιοί (ενδοπρουχοντικοί) φατριασµοί έδιναν τη θέση τους σε νέους φατριασµούς, καθώς τα µέτωπα της πολιτικής διαµάχης αναδιατάσσονταν και διευρύνονταν. Στα τέλη Ιουνίου του 1821, στα Βέρβαινα στην αρχή και κατόπιν στη Ζαράκοβα, οι κοτζαµπάσηδες και ο Υψηλάντης δεν κατόρθωσαν να έλθουν σε συµφωνία. Ακόµη και ένα τροποποιηµένο από το αρχικό σχέδιο Γερουσίας που οι πρώτοι του υπέβαλαν, χωρίς όµως και πάλι να του εκχωρούν απόλυτες στρατιωτικές εξουσίες, αυτός δεν το δέχτηκε και η κατάσταση παρέµεινε συγκεχυµένη ενόψει της πτώσης της Τριπολιτσάς, που τελικά έγινε στα τέλη Σεπτεµβρίου. Στις αρχές Οκτωβρίου του 1821, και ενόψει της επικείµενης Εθνοσυνέλευσης, ο Υψηλάντης έστειλε στις επαρχίες προκηρύξεις και τις καλούσε να στείλουν εκπροσώπους στην Τρίπολη, µέχρι το τέλος του µήνα, για να φτιαχτούν εφορείες και να οριστούν παραστάτες για την Εθνική Βουλή, όπως είχε ήδη συµβεί στις άλλες ε�