ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ...

35
ΙΩΑΝΝΗΣ Ε’ ΚΑΙ ΜΑΝΟΥΗΛ Β’ ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΙ. Η ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΕΞΑΠΛΩΣΗ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ (1354-1425) Η λήξη της δυναστικής σύγκρουσης η οποία είναι συµβατικά γνωστή ως Β’ εµφύλιος πό- λεµος των Παλαιολόγων (1341-47) και την οποία είχε προκαλέσει ο αιφνίδιος θάνατος του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ’ Παλαιολόγου, βρήκε ουσιαστικό νικητή τον διεκδικητή του θρόνου, τον Βυζαντινό µεγιστάνα Ιωάννη (ΣΤ’) Καντακουζηνό, αν και τυπικά οι δύο αντιµαχόµενες πλευρές είχαν έλθει σε συµβιβασµό, σύµφωνα µε τον οποίο ο Καντακου- ζηνός θα κυβερνούσε ως συναυτοκράτορας µε τον νόµιµο αλλά ανήλικο αυτοκράτορα Ιωάννη (Ε’) Παλαιολόγο. Αυτή η λύση, όµως, κάθε άλλο παρά πανάκεια ήταν για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, αφού συνοδεύτηκε από την απώλεια όλων των εδαφών της δυτικά της λιµνοθάλασσας του Πόρτο Λάγος προς όφελος των Σέρβων συµµάχων του Καντακουζηνού στη διάρκεια του πολέµου, µε εξαίρεση µερικές αποκοµµένες πόλεις, όπως τη Θεσσαλονίκη, τη Χριστούπολη (Καβάλα) και τα εδάφη του δεσποτάτου του Μιστρά στην Πελοπόννησο. Πραγµατικός, δηλαδή, νικητής του πολέµου είχε αναδειχθεί ο Σέρβος ηγεµόνας Στέφανος Δ’ Ντουσάν (1331-55), ο οποίος το 1346 είχε στεφθεί τσάρος (αυτοκράτορας) και διακήρυσσε ανοικτά την πρόθεσή του να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη και να την καταστήσει πρωτεύουσα της Σερβικής αυτοκρατορίας του που θα αντικαθιστούσε τη Βυζαντινή. Η εξασθένιση των Βυζαντινών στη διάρκεια της εµφύλιας σύγκρουσης δεν επέτρεπε ούτε καν σκέψεις για την εκδίωξη των Σέρβων. Το χειρότερο, όµως, ήταν ότι ουσιαστικά οι εµφύλιες συγκρούσεις δεν είχαν σταµα- τήσει εντελώς, απλά διεξάγονταν µε χαµηλότερη ένταση, σε αραιότερα διαστήµατα και µε σκοπό την εξασφάλιση συγκεκριµένων ερεισµάτων. Η κατάσταση, µάλιστα, είχε Άποψη του κυκλικού πύργου της ακρόπολης της Χριστούπολης

Transcript of ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ...

Page 1: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1008/07_documents/t07_k06.pdf · αγανάκτησή τους. Υπό αυτές τις συνθήκες,

ΙΩΑΝΝΗΣ Ε’ ΚΑΙ ΜΑΝΟΥΗΛ Β’ ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΙ. Η ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΕΞΑΠΛΩΣΗ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ (1354-1425)

Η λήξη της δυναστικής σύγκρουσης η οποία είναι συµβατικά γνωστή ως Β’ εµφύλιος πό-λεµος των Παλαιολόγων (1341-47) και την οποία είχε προκαλέσει ο αιφνίδιος θάνατος του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ’ Παλαιολόγου, βρήκε ουσιαστικό νικητή τον διεκδικητή του θρόνου, τον Βυζαντινό µεγιστάνα Ιωάννη (ΣΤ’) Καντακουζηνό, αν και τυπικά οι δύο αντιµαχόµενες πλευρές είχαν έλθει σε συµβιβασµό, σύµφωνα µε τον οποίο ο Καντακου-ζηνός θα κυβερνούσε ως συναυτοκράτορας µε τον νόµιµο αλλά ανήλικο αυτοκράτορα Ιωάννη (Ε’) Παλαιολόγο. Αυτή η λύση, όµως, κάθε άλλο παρά πανάκεια ήταν για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, αφού συνοδεύτηκε από την απώλεια όλων των εδαφών της δυτικά της λιµνοθάλασσας του Πόρτο Λάγος προς όφελος των Σέρβων συµµάχων του Καντακουζηνού στη διάρκεια του πολέµου, µε εξαίρεση µερικές αποκοµµένες πόλεις, όπως τη Θεσσαλονίκη, τη Χριστούπολη (Καβάλα) και τα εδάφη του δεσποτάτου του Μιστρά στην Πελοπόννησο. Πραγµατικός, δηλαδή, νικητής του πολέµου είχε αναδειχθεί ο Σέρβος ηγεµόνας Στέφανος Δ’ Ντουσάν (1331-55), ο οποίος το 1346 είχε στεφθεί τσάρος (αυτοκράτορας) και διακήρυσσε ανοικτά την πρόθεσή του να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη και να την καταστήσει πρωτεύουσα της Σερβικής αυτοκρατορίας του που θα αντικαθιστούσε τη Βυζαντινή. Η εξασθένιση των Βυζαντινών στη διάρκεια της εµφύλιας σύγκρουσης δεν επέτρεπε ούτε καν σκέψεις για την εκδίωξη των Σέρβων. Το χειρότερο, όµως, ήταν ότι ουσιαστικά οι εµφύλιες συγκρούσεις δεν είχαν σταµα-τήσει εντελώς, απλά διεξάγονταν µε χαµηλότερη ένταση, σε αραιότερα διαστήµατα και µε σκοπό την εξασφάλιση συγκεκριµένων ερεισµάτων. Η κατάσταση, µάλιστα, είχε

Άποψη του κυκλικού πύργου της ακρόπολης της Χριστούπολης

Page 2: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1008/07_documents/t07_k06.pdf · αγανάκτησή τους. Υπό αυτές τις συνθήκες,

περιπλακεί περισσότερο µε τον επιµερισµό της διακυβέρνησης των καταλοίπων της αυτοκρατορίας µεταξύ φιλόδοξων διεκδικητών της εξουσίας. Ο διακανονισµός αυτός αποτελούσε επινόηση του Καντακουζηνού ο οποίος µε αυτό τον τρόπο φιλοδοξούσε να επιτελέσει ρόλο διαιτητή µεταξύ τους. Σε αυτά τα πλαίσια ο πρωτότοκος γιος του Ματθαίος είχε αναλάβει τη διακυβέρνηση ενός µεγάλου µέρους της Θράκης. Το 1352 ο Καντακουζηνός ανακατένειµε τους τοµείς διακυβέρνησης παραχωρώντας ένα τµήµα της Θράκης στον Ιωάννη Παλαιολόγο (που είχε γίνει πλέον γαµπρός του) και αποζηµι-ώνοντας τον Ματθαίο µε την παραχώρηση της Αδριανούπολης. Ο Ματθαίος, όµως, και ο Ιωάννης Παλαιολόγος ήλθαν γρήγορα σε σύγκρουση και το φθινόπωρο ή τον χειµώνα εκείνου του έτους ο δεύτερος κατόρθωσε να προελάσει µέχρι την Αδριανούπολη και να πολιορκήσει τον Ματθαίο στο κάστρο της. Εκείνη την κρίσιµη στιγµή ο Ιωάννης Καντακουζηνός έσπευσε σε βοήθεια του γιου του µε τη συµπαράσταση οθωµανικών στρατευµάτων. Οι επαφές του Καντακουζηνού µε τα τουρκοµανικά εµιράτα (ένα από τα οποία ήταν και το οθωµανικό) που είχαν καταλάβει µέχρι τις αρχές του 14ου αιώνα τα βυζαντινά εδάφη της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας ανάγονταν ουσιαστικά στην περίοδο του Β’ εµφυλίου πολέµου των Παλαιολόγων, οπότε ο Βυζαντινός µεγιστάνας είχε αξιοποιήσει τις καλές προσωπικές του σχέσεις µε τους ηγεµόνες τους για να αντλήσει συµµορίες µισθοφόρων από αυτά για τις πολεµικές του ανάγκες. Βέβαια, ο Καντακουζηνός δεν ήταν ο µόνος Βυζαντινός άρχοντας που χρησιµοποιούσε έναν ιδιωτικό στρατό από τουρκόφωνους. Από την περίοδο του Β’ εµφυλίου πολέµου και εξής και άλλοι ισχυροί Βυζαντινοί αριστοκράτες είχαν χρησιµοποιήσει Τούρκους µισθοφόρους. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Ιωάννη Βατάτζη, µεγαλογαιοκτήµονα της Θράκης που σκοτώθη-κε το 1345 (κατά σύµπτωση από Τούρκους). Αυτός αξιοποιούσε τις υπηρεσίες Τουρκο-µάνων από το Καρασί, εµιράτο στα νότια παράλια του Ελλησπόντου που συνόρευε µε τα εδάφη των Οθωµανών στη Βιθυνία. Μεταξύ των Τούρκων του Καρασί διακρινόταν ο πολέµαρχος Χατζή Ιλµπέης, ο οποίος επρόκειτο να παίξει πρωτεύοντα ρόλο στις πρώτες φάσεις της τουρκικής κατάκτησης της Θράκης. Από την πλευρά του, το 1346, ο Καντακουζηνός, στα πλαίσια των επαφών του µε το οθωµανικό εµιράτο, πάντρεψε την κόρη του Θεοδώρα µε τον γηραιό Οθωµανό εµίρη Ορχάν (1326-62), ενέργεια που εκλήφθηκε από πολλούς Βυζαντινούς ως απαράδεκτα καιροσκοπική, προκαλώντας την

Νικητής του εµφυλίου των Κοµνηνών αναδείχτηκε ο Σέρ-

Page 3: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1008/07_documents/t07_k06.pdf · αγανάκτησή τους. Υπό αυτές τις συνθήκες,

αγανάκτησή τους. Υπό αυτές τις συνθήκες, η παρουσία οθωµανικών στρατευµάτων στη Θράκη το 1352 δεν αποτελούσε καινοτοµία. Το 1352, όµως, οι Οθωµανοί επρόκειτο να δώσουν για πρώτη φορά µια σοβαρή ένδειξη των πολεµικών τους δυνατοτήτων. Η συνδροµή του Ιωάννη ΣΤ’ στον πολιορκηµένο Ματθαίο Καντακουζηνό ανάγκασε τον Παλαιολόγο να εγκαταλείψει την Αδριανούπολη και να υποχωρήσει στην Αίνο (στην ανατολική πλευρά του δέλτα του Έβρου). Έτσι, ο Ιωάννης Καντακουζηνός επέτρεψε στους επίφοβους συµµάχους του να λεηλατήσουν την Αδριανούπολη και όσες άλλες περιοχές της Θράκης είχαν συνταχθεί µε τον Παλαιολόγο. Ο τελευταίος, πάντως, δεν αναγνώρισε την ήττα του και ετοιµάστηκε να αντεπιτεθεί εξασφαλίζοντας ενισχύσεις από τους Βουλγάρους και τους Σέρβους (από τους δεύτερους έλαβε ένα εκστρατευτικό σώµα 4.000 ιππέων). Τα στρατεύµατα του Παλαιολόγου συγκεντρώθηκαν στο Εµπύθιον (σηµερινό Πύθιο, κοντά στο Διδυµότειχο, όπου διασώζεται µέχρι σήµερα ένας εντυ-πωσιακός πύργος –πιθανότατα θησαυροφυλάκιο– του Ιωάννη Καντακουζηνού) και εκεί συγκρούστηκαν συµπτωµατικά µε τους Τούρκους συµµάχους του Καντακουζηνού. Η άγνωστη αυτή µάχη έχει ιδιαίτερη σηµασία, καθώς αποτέλεσε την πρώτη σύγκρουση µεταξύ του σερβικού στρατού που µέχρι τότε θεωρείτο αήττητος και των Οθωµανών, που αποτελούσαν την ανερχόµενη δύναµη της εποχής, η δε έκβασή της προοιωνιζόταν δραµατικά τις µελλοντικές εξελίξεις. Η σύγκρουση των Σέρβων µε τους Οθωµανούς το 1352, στο πλαίσιο της συµµαχίας τους µε τις αντίπαλες βυζαντινές φατρίες, κατά τη διάρκεια µιας από τις πολλές εµφύλιες διαµάχες, περιγράφεται παραστατικά από τον έγκυρο Βυζαντινό ιστοριογράφο Νικηφό-ρο Γρηγορά (σε µετάφραση Ν. Νικολούδη): «Λίγες ηµέρες αργότερα ο [αυτοκράτορας Ιωάννης] Καντακουζηνός έµαθε από τους κατασκόπους του ότι οι Τριβαλλοί [Σέρβοι] στρατιώτες που είχαν φθάσει ως σύµµαχοι του Παλαιολόγου ήταν ολιγάριθµοι, µόλις 4.000. Μετακαλεί λοιπόν κρυφά και βιαστικά τη βαρβαρική δύναµη από 12.000 άνδρες του Υρκανού [του Οθωµανού εµίρη Ορχάν] η οποία είχε στρατοπεδεύσει κοντά στη Λάµψακο και ήταν ετοιµοπόλεµη και πολύ καλά εξοπλισµένη. Αυτοί διάβηκαν τον Ελλή-σποντο προτού τους αντιληφθούν οι Τριβαλλοί και µόλις πέρασαν το Διδυµότειχο τους επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά προτού καν ξεκουραστούν, ενώ οι Τριβαλλοί ήταν άοπλοι. Άλλους σκότωσαν, άλλους αιχµαλώτισαν και στη συνέχεια αποχώρησαν στην Ασία χωρίς µεγάλη προσπάθεια, µεταφέροντας τη λεία τους από άλογα και πολυτελή όπλα. Ο χώρος

Άποψη του κάστρου του Πυθίου και του εντυπωσιακού πύργου

Page 4: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1008/07_documents/t07_k06.pdf · αγανάκτησή τους. Υπό αυτές τις συνθήκες,

της Θράκης ήταν παντελώς άγνωστος στους Τριβαλλούς οι οποίοι άλλωστε δεν είχαν εµπειρία των αιφνιδιαστικών επιθέσεων των βαρβάρων [δηλαδή των Τούρκων]. Έτσι, έπαθαν ανέλπιστα αυτή τη συµφορά σε απόσταση περίπου 30 σταδίων (5,5-6 χιλιοµέ-τρων) από το Διδυµότειχο». Η νίκη των οθωµανικών στρατευµάτων στο Εµπύθιον δεν άσκησε αποφασιστική επίδρα-ση στην εξέλιξη των δυναστικών συγκρούσεων. Η συνεχής, όµως, δράση τουρκόφωνων πολεµιστών ποικίλης προέλευσης στη Θράκη και στη Μακεδονία τους είχε σταδιακά εξοικειώσει µε αυτές τις περιοχές και αυτό το στοιχείο εξηγεί σε µεγάλο βαθµό την ταχύτητα και την ευκολία µε την οποία η βόρεια Ελλάδα υπέκυψε λίγα χρόνια αργότερα στην οθωµανική προέλαση.

Η οθωµανική επέκταση στη ΘράκηΜία από τις απρόβλεπτες παρενέργειες της σχεδόν αδιάλειπτης παρουσίας τουρκικών στρατευµάτων στη Θράκη (κυρίως από το 1352 και εξής) ήταν η αυθαίρετη κατάλη-ψη από τους Οθωµανούς του φρουρίου της Τζύµπης, στη χερσόνησο της Καλλίπολης. Υπεύθυνος γι’ αυτή την εξέλιξη ήταν ο πρωτότοκος γιος του εµίρη Ορχάν (όχι από τη Θεοδώρα Καντακουζηνή), ο Σουλεϊµάν γαζή, που διοικούσε τα οθωµανικά στρατεύµατα του Καντακουζηνού. Ο Σουλεϊµάν δεν ήταν ο µόνος τουρκόφωνος πολέµαρχος που δρούσε στη Θράκη, αλλά το έναυσµα για την τουρκική εξάπλωση σε αυτή την περιοχή το έδωσαν οι δικές του ενέργειες. Ο Καντακουζηνός δεν ήταν σύµφωνος µε την κατάληψη της Τζύµπης από τον Σουλε-ϊµάν. Γνωρίζοντας, όµως, ότι δεν ήταν σε θέση να τον εκδιώξει διά της βίας, ζήτησε τη συµπαράσταση του γαµπρού του Ορχάν. Εκείνος άσκησε πίεση στον γιο του και τελικά ο Σουλεϊµάν δέχθηκε να εγκαταλείψει την Τζύµπη µε αντάλλαγµα την καταβολή 10.000 υπερπύρων. Η ενέργεια του Ορχάν δείχνει σαφώς ότι η ηγεσία του οθωµανικού εµιράτου δεν απέβλεπε σε περαιτέρω επέκταση στα ευρωπαϊκά παράλια της Προποντί-δας. Οι πράξεις, όµως, του Σουλεϊµάν οδηγούν στο συµπέρασµα ότι ο ίδιος δρούσε ως ηγέτης µιας οµάδας νεότερων και πιο ριζοσπαστικών στοιχείων του εµιράτου, πιστών στην παράδοση των γαζήδων που πρέσβευε την επέκταση µε κάθε τρόπο σε βάρος των απίστων. Έτσι, ο Σουλεϊµάν αξιοποίησε µια ανέλπιστη συγκυρία για να εδραιώσει και να επεκτείνει το τουρκικό προγεφύρωµα στη Θράκη. Τη νύχτα της 1ης προς τη 2α Μαρτίου

Page 5: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1008/07_documents/t07_k06.pdf · αγανάκτησή τους. Υπό αυτές τις συνθήκες,

του 1354 ένας ισχυρός σεισµός κατέστρεψε πολλές παραλιακές πόλεις της Θράκης (µε κυριότερη την Καλλίπολη), προκαλώντας πολλά θύµατα και εξαναγκάζοντας τους επιζώ-ντες να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Αµέσως ο Σουλεϊµάν έσπευσε από τη Βιθυνία, όπου βρισκόταν, στην Καλλίπολη, µεριµνώντας παράλληλα για τη διεκπεραίωση τουρκι-κών στρατευµάτων και µεγάλου αριθµού Τούρκων εποίκων που άρχισαν να ξαναχτίζουν τα γκρεµισµένα κτίρια και τα τείχη των πόλεων.Ο µητροπολίτης Θεσσαλονίκης, Γρηγόριος Παλαµάς, που έτυχε να βρίσκεται στην περι-οχή της Καλλίπολης την εποµένη του µεγάλου σεισµού που κατέστρεψε τις παραλιακές πόλεις της Θράκης περιέγραψε τη συρροή των Τούρκων σε αυτές µε ιδιαίτερα παραστα-τικό τρόπο (σε µετάφραση Ν. Νικολούδη): «Την αυγή... βλέπαµε όλοι τους Τούρκους να διασχίζουν σε σχηµατισµούς την ξηρά και τη θάλασσα χάρη στο πλήθος και την ταχύτητα των κωπηλατών –σα να ήθελαν να συνενώσουν τις αντικριστές ακτές– και να σπεύδουν για λεηλασίες από την πλευρά που βρίσκεται προς την ανατολή του ηλίου [δηλαδή την Ασία] στους Ρωµαίους [Βυζαντινούς] που κατοικούσαν απέναντι». Όσοι κάτοικοι δεν πρόφθασαν να αποµακρυνθούν αιχµαλωτίστηκαν, ενώ πολλοί πρό-σφυγες πέθαναν λόγω της σφοδρής κακοκαιρίας που εκδηλώθηκε τις επόµενες ηµέρες. Παρά τη δυσµενή τροπή των πραγµάτων, ο Καντακουζηνός επέµεινε στην τήρηση της συµφωνίας του µε τον Σουλεϊµάν εκδηλώνοντας µάλιστα την πρόθεσή του να τετραπλα-σιάσει το αρχικό ποσό. Εκείνος, όµως, αρνήθηκε, µε την πρόφαση ότι δεν κατέλαβε τις θρακικές πόλεις διά της βίας αλλά ως αποτέλεσµα παρέµβασης της θείας πρόνοιας που του τις προσέφερε έρηµες από τους κατοίκους τους. Ο Καντακουζηνός κατέφυγε και πάλι στη µεσολάβηση του Ορχάν, ο τελευταίος όµως δεν εµφανίστηκε στην καθορισµέ-νη συνάντησή τους στη Νικοµήδεια δηλώνοντας ασθένεια, µε αποτέλεσµα τα γεγονότα να συνεχιστούν ανεξέλεγκτα.

Η επικράτηση του Ιωάννη Ε’ ΠαλαιολόγουΛίγο νωρίτερα, στις αρχές του 1353, ο Καντακουζηνός προσπάθησε µία ακόµη φορά να παραγκωνίσει τον Ιωάννη Ε’ µεταθέτοντάς τον στην Τένεδο και αναγορεύοντας τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου τον γιο του Ματθαίο συναυτοκράτορα. Στην Τένεδο ο Ιωάν-νης Ε’ παρέµεινε µέχρι τη νύχτα της 29ης Νοεµβρίου του 1354, οπότε κατόρθωσε µε τη βοήθεια του Γενοβέζου τυχοδιώκτη Φραγκίσκου Γατελούζου να αποβιβαστεί κρυφά

Ο µητροπολίτης Θεσσαλονί-κης Γρηγόριος Παλαµάς σε

Page 6: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1008/07_documents/t07_k06.pdf · αγανάκτησή τους. Υπό αυτές τις συνθήκες,

στην Κωνσταντινούπολη. Η φιλοτουρκική πολιτική του Ιωάννη Καντακουζηνού και η γενικότερη αντιδηµοτικότητά του (καθώς θεωρείτο εκπρόσωπος της τάξης των µεγα-λογαιοκτηµόνων της αυτοκρατορίας) συνέβαλαν ώστε ο λαός της Κωνσταντινούπολης να ταχθεί αναφανδόν υπέρ του Ιωάννη Παλαιολόγου. Την τρίτη ηµέρα µετά την είσοδό του στην Κωνσταντινούπολη, την 1η Δεκεµβρίου, ο Καντακουζηνός και ο Παλαιολόγος κατέληξαν σε συµβιβασµό (τον οποίο αποδέχθηκε και ο Ματθαίος Καντακουζηνός) για µια πιο ισότιµη αναδιανοµή της εξουσίας. Παρ’ όλα αυτά, λίγες ηµέρες αργότερα, στις 10 Δεκεµβρίου, ο Ιωάννης Καντακουζηνός παραιτήθηκε από τον θρόνο και από τα εγκόσµια προς όφελος του Ιωάννη Ε’ και ασπάστηκε τον µοναχισµό. Το γεγονός αυτό δεν φαίνεται να είναι άσχετο µε την αποτυχία της πολιτικής της ελεγχόµενης χρήσης των Τούρκων την οποία προσπάθησε να εφαρµόσει, αλλά η οποία, αντίθετα, είχε συµ-βάλει στην ανεξέλεγκτη παρουσία τους στη Θράκη, στην εξαθλίωση του βυζαντινού πληθυσµού και, κατ’ επέκταση, στην πρόκληση σφοδρής αντιπάθειας µεταξύ των Βυζα-ντινών για τον Καντακουζηνό. Στον Ιωάννη Παλαιολόγο δεν απέµενε παρά να θέσει εκτός µάχης τον Ματθαίο Καντα-κουζηνό προκειµένου να µπορεί να ασκεί πλέον ανενόχλητος την εξουσία. Οι δύο άν-δρες ήλθαν σε ανοικτή ρήξη στα τέλη του 1355. Ο Ματθαίος αποπειράθηκε να προελά-σει προς την Κωνσταντινούπολη, αλλά καθ’ οδόν εγκαταλείφθηκε από τα στρατεύµατά του και αιχµαλωτίστηκε από ένα άγηµα του Σέρβου δεσπότη (ηγεµόνα) της Δράµας, ο οποίος και τον παρέδωσε στον Ιωάννη Ε’. Ο τελευταίος τον εξόρισε αρχικά στη Λέσβο και στη συνέχεια στην Τένεδο, έως ότου, τον Δεκέµβριο του 1357, ο Ματθαίος δέχθηκε να απεµπολήσει επίσηµα τον αυτοκρατορικό του τίτλο. Η παραίτησή του κατοχύρωσε τα δικαιώµατα της δυναστείας των Παλαιολόγων στον θρόνο, δεν αποτέλεσε όµως και τη λήξη των δυναστικών συγκρούσεων, από τις οποίες επρόκειτο να σηµαδευτεί η µακρά βασιλεία του Ιωάννη Ε’. Ενόσω βρίσκονταν σε εξέλιξη οι διαµάχες για την κατάληψη του βυζαντινού θρόνου, οι Οθωµανοί έφθασαν µέχρι τα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης, καταλαµβάνοντας τη θρακική ενδοχώρα µε ραγδαίους ρυθµούς. Ο Σουλεϊµάν γαζή πέθανε σε κυνηγετικό ατύχηµα στα τέλη του 1356 ή στις αρχές του 1357, το γεγονός αυτό όµως δεν ανέκοψε την οθωµανική εξάπλωση. Για να την αντιµετωπίσει ο Ιωάννης Ε’ αποφάσισε να στραφεί σε αναζήτηση βοήθειας στις βαλκανικές δυνάµεις και προς τη Δύση. Η απόφασή του

Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος, σε µικρογραφία

Βελιγράδι

Βενετία

Κόσοβο Σόφια

Σκόπια

Τρίκαλα

Νέα Πάτρα

ΘήβαΑθήνα

Σµύρνη

Μεθώνη Μονεµβασιά

ΜιστράςΝαύπλιο

ΚόρινθοςΠάτρα

ΘεσσαλονίκηΣέρρεςΟχρίδα

ΆρταΙωάννινα

Μπάρι

Νάπολη

Ρώµη

ΠαλέρµοΜεσσήνα

Κωνσταντινούπολη Χρυσόπολη

Τραπεζούντα

Άγκυρα

Πέργαµος

Έφεσος Αττάλεια

Ικόνιο

ΛευκωσίαΝ. Ρόδος

Ν. ΚύπροςΝ. Κρήτη

Ν. Πάτµος

∆αµασκός

Η βυζαντινή επικράτεια κατά το 1340 Η βυζαντινή επικράτεια κατά το 1350

Η βυζαντινή επικράτεια κατά το 1402

Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟ∆Ο 1340-1042

Page 7: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1008/07_documents/t07_k06.pdf · αγανάκτησή τους. Υπό αυτές τις συνθήκες,

αυτή, η οποία ανέτρεπε την πάγια πολιτική των προκατόχων του που απέβλεπε στη συνδιαλλαγή µε τους Οθωµανούς, φαίνεται ότι ήταν απόρροια όχι µόνο της σοβαρό-τητας της κατάστασης στη Θράκη, αλλά και των συγγενικών του δεσµών µε τη Δυτική Ευρώπη, αφού η µητέρα του, αυτοκράτειρα Άννα, ήταν γόνος του ηγεµονικού οίκου της Σαβοΐας. Σε επιστολή του της 15ης Δεκεµβρίου 1355 προς τον πάπα ο Ιωάννης ζήτησε την αποστολή στην Κωνσταντινούπολη επί έξι µήνες 15 µεταφορικών πλοίων, πέντε γαλερών, 500 ιπποτών και 1.000 πεζών. Μεταξύ των ποικίλων ανταλλαγµάτων που ήταν διατεθειµένος να προσφέρει ήταν και η προσωπική του µεταστροφή στον καθολικισµό. Η επιστολή του βρήκε θετική ανταπόκριση, αλλά η ουσιαστική βοήθεια προς τη Βυζα-ντινή αυτοκρατορία καθυστέρησε 11 χρόνια. Στο µεταξύ, οι παπικές προσπάθειες για τη διοργάνωση σταυροφορίας αποπροσανατολίστηκαν σε τυχοδιωκτικές επιδροµές ενα-ντίον της Λαµψάκου (1359), των Τούρκων της νότιας Μικράς Ασίας (1361), ακόµη και εναντίον της πιο µακρινής Αιγύπτου (1365). Τελικά, οι πραγµατικές ενισχύσεις για τη δοκιµαζόµενη αυτοκρατορία επρόκειτο να φθάσουν στο πρόσωπο του κόµη της Σαβο-ΐας, Αµεδαίου ΣΤ’ (του επονοµαζόµενου πράσινου κόµη), εξαδέλφου του αυτοκράτορα µέσω της Ιταλίδας µητέρας του. Τον χειµώνα του 1365 ο Ιωάννης ταξίδεψε στην Ουγγαρία µέσω του Εύξεινου Πόντου και του Δούναβη µε σκοπό να πείσει τον βασιλιά της χώρας, Λουδοβίκο Α’ τον Μέγα, να βοηθήσει µε στρατεύµατα το Βυζάντιο. Η αποστολή του, όµως, είχε παταγώδη αποτυ-χία, ενώ ο ίδιος ο Ιωάννης αποκλείστηκε στο Βιδίνι, αδυνατώντας να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη µέσω της Βουλγαρίας, καθώς οι Βούλγαροι (µε τους οποίους είχε συγκρουστεί δύο χρόνια νωρίτερα) αρνούνταν να του επιτρέψουν τη διάβαση. Ενόσω ο Ιωάννης παρέµενε αποκλεισµένος στο Βιδίνι, τα γεγονότα στον βαλκανικό χώρο εξελίσσονταν µε ραγδαίους ρυθµούς. Τον Σουλεϊµάν είχαν αντικαταστήσει άλλοι δραστήριοι πολέµαρχοι, όπως ο Τουρκοµάνος Χατζή Ιλµπέης και οι Οθωµανοί Λάλα Σαχίν και γαζή Εβρενός, ενώ τον Ορχάν, που είχε πεθάνει το 1362, είχε διαδεχθεί ο δευτερότοκος γιος του Μουράτ Α’ (1362-89), ο οποίος επρόκειτο να καταστεί ο πρω-τεργάτης της οθωµανικής κατάκτησης των Βαλκανίων. Τα γεγονότα αυτής της περιόδου είναι γνωστά µόνο σε αδρές γραµµές, παρά τις δυ-σκολίες όµως που αντιµετώπιζαν οι Βυζαντινοί είχαν µερικές ανέλπιστες επιτυχίες. Το 1366 ο Αµεδαίος της Σαβοΐας, υποκινούµενος από σταυροφορικό ζήλο και ανήσυχος

Αργυρό σταυράτο του Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου, στον εµπρο-

Page 8: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1008/07_documents/t07_k06.pdf · αγανάκτησή τους. Υπό αυτές τις συνθήκες,

για την τύχη του εξαδέλφου του αυτοκράτορα, κατευθύνθηκε µε έναν µικρό στρατό και στόλο στην Κωνσταντινούπολη. Καθ’ οδόν, υποστηριζόµενος από 20 πλοία και από τον παλιό υποστηρικτή του Ιωάννη Ε’, τον Γενοβέζο Φραγκίσκο Γατελούζο, στον οποίο ο Ιωάννης είχε παραχωρήσει την ηγεµονία της Λέσβου, ο Αµεδαίος πολιόρκησε τον Αύ-γουστο του 1366 την Καλλίπολη από την ξηρά και από τη θάλασσα. Μετά από επίπονες προσπάθειες, το φρούριο της πόλης καταλήφθηκε στις 23 Αυγούστου για λογαριασµό των Βυζαντινών. Οι Βυζαντινοί διατήρησαν την κατοχή της πόλης επί 13 χρόνια, χωρίς όµως να κατορθώσουν να διακόψουν εντελώς τη ροή τουρκικών ενισχύσεων στη Θράκη, η οποία απλά επιβραδύνθηκε. Ο Αµεδαίος, εξάλλου, στράφηκε στη συνέχεια εναντίον των Βουλγάρων αναγκάζοντάς τους να επιτρέψουν τη διάβαση στον Ιωάννη Ε’, ο οποίος µε αυτόν τον τρόπο κατόρθωσε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη.

Η σερβική αντίδραση Οι µεµονωµένες επιτυχίες του Αµεδαίου της Σαβοΐας δεν ήταν δυνατόν να ανακόψουν την ορµή της οθωµανικής προέλασης στη Θράκη, αφού στο µεταξύ οι Τούρκοι είχαν ήδη καταλάβει το 1361 το Διδυµότειχο, το 1365 (;) τα Κουµουτζηνά (Κοµοτηνή) και το 1368/69 την Αδριανούπολη, τη δεύτερη σε µέγεθος πόλη της Θράκης, η οποία έκτοτε έγινε η δεύτερη οθωµανική πρωτεύουσα αντικαθιστώντας τη µικρασιατική Προύσα. Η προφανής αδυναµία των Βυζαντινών να τους αναχαιτίσουν ώθησε τους Σέρβους να αναλάβουν οι ίδιοι την πρωτοβουλία των κινήσεων. Ο Στέφανος Δ’ Ντουσάν είχε πεθά-νει το 1355, προτού το µέγεθος της οθωµανικής απειλής για τα βαλκανικά κράτη γίνει αισθητό σε όλη του την έκταση. Μετά τον θάνατό του η αυτοκρατορία του διασπάστηκε σε µικρότερες ηγεµονίες. Ένα από τα ισχυρότερα σερβικά κρατίδια και ταυτόχρονα το πλησιέστερο προς τον χώρο δράσης των τουρκικών ορδών ήταν το κράτος των Σερρών, το οποίο κυβερνούσε µέχρι το 1365 ή το 1366 η χήρα του Ντουσάν, τσαρίνα Ελισάβετ, και στη συνέχεια ο δεσπότης Ιωάννης Ουγκλιέσα. Η ηγεσία του κράτους των Σερρών είχε προσπαθήσει να προσεγγίσει τους Βυζαντινούς µε πρόθεση την αποκατάσταση των βυζαντινο-σερβικών σχέσεων και την ανάληψη κοινού αγώνα εναντίον των Τούρκων. Ως πρώτο βήµα προς αυτή την κατεύθυνση ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Κάλλιστος, επισκέφθηκε τις Σέρρες το 1363 ή το 1364 για να εξετάσει τους τρόπους επαναπροσέγ-γισης της Σερβικής Εκκλησίας µε το Οικουµενικό Πατριαρχείο. Ο ξαφνικός, όµως, θάνα-

Εξωτερική πλευρά του τείχους των Κουµουτζηνών (σηµερινής

Page 9: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1008/07_documents/t07_k06.pdf · αγανάκτησή τους. Υπό αυτές τις συνθήκες,

τός του κατά τη διάρκεια της παραµονής του στην πόλη έριξε βαριές σκιές στις σχέσεις των δύο πλευρών που πάγωσαν για µία ακόµη φορά. Από την άλλη πλευρά, η πτώση της Αδριανούπολης φαίνεται ότι θορύβησε ιδιαίτερα τον Ουγκλιέσα, ενδεχοµένως απο-καλύπτοντάς του ταυτόχρονα το πραγµατικό µέγεθος της αδυναµίας των Βυζαντινών. Έτσι, ανέλαβε ο ίδιος την πρωτοβουλία της ανάσχεσης της προέλασης των Οθωµανών, οι οποίοι άλλωστε µετά την πτώση των Κουµουτζηνών προσέγγιζαν επικίνδυνα τα ανα-τολικά σύνορα του κράτους του. Γι’ αυτόν τον σκοπό απευθύνθηκε για βοήθεια στον αδελφό του Βουκασίν, ο οποίος είχε λάβει τον τίτλο του κράλη (βασιλέα) της Σερβίας λόγω της πνευµατικής αδυναµίας του διαδόχου του Ντουσάν, Ούρος Ε’. Οι δύο αδελφοί συνένωσαν τις δυνάµεις τους και στα τέλη του καλοκαιριού του 1371 εκστράτευσαν στη Θράκη επικεφαλής δύναµης που εκτιµάται ότι έφθανε τους 60.000-70.000 άνδρες. Η αποφασιστική σύγκρουσή τους µε τους Οθωµανούς πραγµατοποιήθηκε στις 26 Σε-πτεµβρίου, περίπου 25 µίλια δυτικά της Αδριανούπολης, στη δεξιά (νότια) όχθη του Έβρου, κοντά στο σηµερινό Ορµένιο, στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Τα γεγονότα της µάχης του Τζερνοµιανού (που αναφέρεται και ως µάχη του Μαρίτσα) δεν είναι γνωστά παρά µόνο από το πολύ µεταγενέστερο κείµενο του «ιστορικού της Άλωσης» Λαόνικου Χαλκοκονδύλη, το οποίο περιέχει ορισµένες ανακρίβειες. Στις επίσης µεταγενέστερες τουρκικές πηγές η σύγκρουση αναφέρεται ως «µάχη του Sirpsindigi», χρονολογείται εσφαλµένα στο 1364 και συγχέεται µε άσχετα γεγονότα. Ο τελευταίος Βυζαντινός ιστοριογράφος, Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, δεν ήταν παρών κατά τη σύγκρουση στο Τζερνοµιανό του Έβρου. Παρ’όλα αυτά, η περιγραφή του είναι η µοναδική που σώζεται στις πηγές εκείνης της περιόδου για το κορυφαίο αυτό γεγονός, το οποίο άνοιξε διάπλατα τον δρόµο στους Οθωµανούς για την κατάκτηση των νότιων Βαλκανίων. Σύµφωνα µε τον Χαλκοκονδύλη η µάχη εξελίχθηκε ως εξής (σε µετάφραση Ν. Νικολούδη): «Την ίδια περίοδο ο Σουλεϊµάν έτυχε να πολιορκεί µία κωµόπολη πάνω στον Τέαρο [Έβρο], περίπου 70 στάδια από την Αδριανούπολη. Είχε στήσει πολλές σκηνές από δέρµατα κατσίκας µε τον τρόπο των Σκυθών νοµάδων της Ασίας και όσων Τούρκων ακολουθούν τον ίδιο τρόπο ζωής και πολιορκούσε την κωµόπολη µε µεγάλη προσοχή. Λέγεται ότι ήταν στρατοπεδευµένος εκεί όταν έµαθε ότι ο εχθρός κατευθυ-νόταν εναντίον του µε ταχύτητα. Τότε διάλεξε 800 από τους καλύτερους άνδρες του και µετά από ολονύκτια πορεία επιτέθηκε στο εχθρικό στρατόπεδο µε το χάραµα της

Αργυρό δηνάριο του δεσπότη Ιωάννη Ουγλιέσα της περιό-

Μπρούτζινο µετάλλιο του 1365-71, που αποτελούσε µέρος του

Page 10: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1008/07_documents/t07_k06.pdf · αγανάκτησή τους. Υπό αυτές τις συνθήκες,

αυγής. Παρατήρησε ότι ο εχθρός δεν είχε βάλει αρκετούς σκοπούς κοντά στον ποταµό Τέαρο του οποίου το νερό είναι πολύ καλό στην πόση και πολύ υγιεινό. Ήταν καλοκαίρι και δεν πρόσεχαν πολύ τα όπλα και τα άλογά τους έχοντας την εντύπωση ότι δεν χρεια-ζόταν να ανησυχούν για τον εχθρό. Είχαν στρατοπεδεύσει ξένοιαστα στην περιοχή του Τζερνοµιανού όταν ο Σουλεϊµάν µε τους 800 άνδρες του τους επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά και κατέστρεψαν όλο τον στρατό τους σκοτώνοντάς τους αδιάκριτα. Οι περισσότεροι Τριβαλλοί [Σέρβοι] µην ξέροντας προς τα πού να στραφούν έπεσαν στο ποτάµι και χάθηκαν. Σ’ αυτή τη µάχη σκοτώθηκε και ο Ουγγλέσης [Ουγκλιέσα] και ο αδελφός του, ο Κράλης [Βουκασίν]. Κανείς δεν ξέρει όµως µε ποιόν τρόπο πέθανε µε αποτέλεσµα οι αξιωµατούχοι του να πιστεύουν ότι είχε επιβιώσει για πολύ περισσότερο χρόνο». Η νεότερη ιστορική έρευνα έχει αποκαταστήσει ορισµένες από τις καταφανώς ανι-στορικές αναφορές του Χαλκοκονδύλη στη µάχη, διευκρινίζοντας ότι επικεφαλής των τουρκικών δυνάµεων ήταν µάλλον οι πολέµαρχοι Χατζή Ιλµπέης και Λάλα Σαχίν. Ούτως ή άλλως, πάντως, η καταστροφική έκβαση της µάχης για τους Σέρβους, η συντριβή των πιο αξιόµαχων δυνάµεών τους και η απώλεια των δύο δυναµικότερων Σέρβων ηγεµόνων της περιόδου, του Ουγκλιέσα και του Βουκασίν που σκοτώθηκαν κατά τη διάρκειά της, άνοιξε διάπλατα στους Τούρκους τον δρόµο για την κατάκτηση της Μακεδονίας, της Βουλγαρίας και των κεντρικών Βαλκανίων. Το σερβικό κράτος των Σερρών κατέρρευ-σε, γεγονός από το οποίο επωφελήθηκε ο δεσπότης της Θεσσαλονίκης, δευτερότοκος γιος του Ιωάννη Ε’, Μανουήλ Παλαιολόγος (ο µετέπειτα αυτοκράτορας Μανουήλ Β’), ο οποίος τον Νοέµβριο του 1371 κατέλαβε τις Σέρρες και επέκτεινε τα όρια της εξουσίας του στην κεντρική Μακεδονία. Η ορµή των Τούρκων φαίνεται ότι ανακόπηκε για κάποιο διάστηµα, ίσως λόγω της στροφής των επιδροµέων προς τη βόρεια Θράκη και τη Βουλ-γαρία, σε συνδυασµό και µε τις δυσχέρειες που προκαλούσε η κατοχή της Καλλίπολης από τους Βυζαντινούς. Ενόσω η τύχη της βόρειας Ελλάδας και, γενικότερα, των νότιων Βαλκανίων κρινόταν στο πλαίσιο της σύγκρουσης των Σέρβων ηγεµόνων µε τους Οθωµανούς, ο Ιωάννης Ε’ βρι-σκόταν για µία ακόµη φορά στη Δυτική Ευρώπη. Προκειµένου να εξασφαλίσει την καλή θέληση του πάπα για την αποστολή περαιτέρω ενισχύσεων, αλλά και στο πλαίσιο της προσωπικής του δέσµευσης στον εξάδελφό του κόµη Αµεδαίο ΣΤ’, ταξίδεψε το 1369 στη Ρώµη για να προσχωρήσει επίσηµα στον καθολικισµό. Αυτό συνέβη στις 21 Οκτω-

Το 1371 οι Σέρρες καταλή-φθηκαν από τον Μανουήλ

Επιτύµβια ανάγλυφη παρά-σταση του πάπα Ουρβανού

Page 11: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1008/07_documents/t07_k06.pdf · αγανάκτησή τους. Υπό αυτές τις συνθήκες,

βρίου, κατά τη διάρκεια επίσηµης τελετής ενώπιον του πάπα Ουρβανού Ε’ (1362-70). Κατά το ταξίδι της επιστροφής του, όµως, µέσω Βενετίας, ο Ιωάννης αντιµετώπισε δύο σοβαρά προβλήµατα τα οποία ανέδειξαν σαφέστατα δύο συµπτώµατα της ενδηµικής αδυναµίας του βυζαντινού κράτους: την οικονοµική εξάρτησή του από ξένους χρηµα-τοδότες (ουσιαστικά από τις ναυτικές δηµοκρατίες της Γένοβας και της Βενετίας) και τις υποβόσκουσες δυναστικές διαµάχες µε στόχο την κατάληψη του θρόνου. Το πρόβληµα της οικονοµικής εξάρτησης του Βυζαντίου από τη Βενετία αναδείχθηκε δραµατικά κατά την παραµονή του Ιωάννη Ε’ σε αυτή την πόλη. Ο αυτοκράτορας δεν διέθετε χρήµατα για το ταξίδι της επιστροφής του στην Κωνσταντινούπολη και απευ-θύνθηκε στους Βενετούς για να διαπραγµατευτεί ένα δάνειο αλλά και βοήθεια εναντίον των Οθωµανών. Στη Βενετία, όµως, είχαν κατατεθεί ως ενέχυρο το 1343 τα κοσµήµατα του βυζαντινού θρόνου από τη µητέρα του Ιωάννη Ε’, Άννα της Σαβοΐας, η οποία τότε αναζητούσε απεγνωσµένα πόρους για τη διεξαγωγή του Β’ εµφυλίου πολέµου των Πα-λαιολόγων. Το δάνειο που είχε λάβει η Άννα της Σαβοΐας δεν είχε ακόµη αποπληρωθεί το 1370 και φυσιολογικά οι Βενετοί ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικοί να χορηγήσουν στον Ιωάννη ένα νέο δάνειο. Προκειµένου να βγει από το αδιέξοδο στο οποίο βρισκόταν, ο Ιωάννης δέχθηκε να παραχωρήσει στους Βενετούς την Τένεδο, νησί που ελέγχει την είσοδο των Δαρδανελλίων και το οποίο είχε προσελκύσει το ενδιαφέρον τόσο της Βενετίας όσο και της Γένοβας λόγω της τουρκικής κυριαρχίας και στις δύο πλευρές των Δαρδανελλίων. Οι δύο ιταλικές πόλεις επρόκειτο αργότερα να συγκρουστούν για τον έλεγχο της Τενέδου επί αρκετά χρόνια, εµπλέκοντας και τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, τον νόµιµο κάτοχό της, σε µια διελκυστίνδα µεταξύ τους. Η Βενετία είχε εκδηλώσει το ενδιαφέρον της για το νησί ήδη από το 1352, ζητώντας από τον Ιωάννη Ε’ την παρά-δοσή του ως αντάλλαγµα για την παραχώρηση δανείου 20.000 δουκάτων που είχε προ-ηγουµένως ζητήσει ο ίδιος προκειµένου να το χρησιµοποιήσει εναντίον του Καντακου-ζηνού. Σε εκείνη την περίπτωση ο Ιωάννης δεν χρειάστηκε τελικά να χρησιµοποιήσει τις υπηρεσίες της Βενετίας, αφού, όπως προαναφέρθηκε, κατόρθωσε να µεταστρέψει την πολιτική κατάσταση προς όφελός του µε τη βοήθεια του Φραγκίσκου Γατελούζου. Το 1370, όµως, υποχρεώθηκε να συναινέσει στην εκχώρηση της Τενέδου µε αντάλλαγµα την επιστροφή των κοσµηµάτων του βυζαντινού θρόνου (δηλαδή του παλαιού ενέχυ-ρου της Άννας της Σαβοΐας) και την παραχώρηση έξι µεταγωγικών πλοίων και 25.000

Χρυσόβουλο του Ιωάννου Ε’ Παλαιολόγου, συντεταγµένο τον

Βυζαντινό νόµισµα του Ιωάννη Ε’ (1340-60) πιθανότατα από

Page 12: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1008/07_documents/t07_k06.pdf · αγανάκτησή τους. Υπό αυτές τις συνθήκες,

δουκάτων. Μάλιστα, έλαβε και ως προκαταβολή 4.000 δουκάτα. Ενώ, όµως, η κατάσταση φαινόταν ότι είχε εξοµαλυνθεί, ο πρωτότοκος γιος του Ιω-άννη, Ανδρόνικος Δ’, που εκτελούσε χρέη αντιβασιλέα στην Κωνσταντινούπολη και διατηρούσε στενές σχέσεις µε τη Γένοβα, αρνήθηκε να προχωρήσει στην παράδοση της Τενέδου, φέρνοντας σε δύσκολη θέση τον πατέρα του που είχε ήδη ξοδέψει την προκαταβολή. Η περίπτωση αυτή ανέδειξε τον ανταγωνισµό που υπέβοσκε µεταξύ των µελών της αυτοκρατορικής οικογένειας για την κατάληψη της εξουσίας, ειδικότερα δε την αρχοµανία του Ανδρόνικου Δ’, η οποία επρόκειτο να εκδηλωθεί µε έναν πιο δρα-µατικό τρόπο λίγα χρόνια αργότερα. Προς στιγµήν, πάντως, τη λύση στο αδιέξοδο του Ιωάννη Ε’ έδωσε ο δευτερότοκος γιος του, Μανουήλ, που έσπευσε από τη Θεσσαλονίκη στη Βενετία µε χρήµατα που εξασφάλισαν την απελευθέρωσή του.

Το Βυζάντιο υπό καθεστώς διαιτησίας: το ζήτηµα της Τενέδου Η περίοδος που ακολούθησε τη µάχη στο Τζερνοµιανό και την άδοξη επιστροφή του Ιωάννη Ε’ στην Κωνσταντινούπολη είναι η πιο σκοτεινή της βυζαντινής ιστορίας, καθώς συνδέεται µε µια σειρά δυναστικών συγκρούσεων που καταρράκωσαν εντελώς την ει-κόνα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, µετατρέποντάς την σε υποχείριο της Οθωµανικής αυτοκρατορίας, της Βενετίας και της Γένοβας, και συµβάλλοντας παράλληλα ώστε η πο-ρεία της προς την τελική καταστροφή να καταστεί οριστική και αµετάκλητη. Λίγο µετά την επάνοδό του στη Βασιλεύουσα, πιθανότατα το 1372, ο Ιωάννης Ε’ υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει επίσηµα την αδυναµία του βυζαντινού κράτους έναντι των Οθωµανών πε-ριπίπτοντας σε καθεστώς υποτέλειας έναντι του σουλτάνου Μουράτ Α’. Υπό τη νέα του ιδιότητα ως υποτελής του Μουράτ, ήταν αναγκασµένος να τον συνοδεύει στις εκστρα-τείες του, όποτε ο τελευταίος του το ζητούσε. Κατά τη διάρκεια µιας τέτοιας συγκυρί-ας, τον Μάρτιο του 1373, εκδηλώθηκε στην Κωνσταντινούπολη πραξικόπηµα από τον Ανδρόνικο Δ’, που ασκούσε για άλλη µια φορά καθήκοντα αντιβασιλέα. Προηγουµένως ο Ανδρόνικος είχε έλθει σε συνεννόηση µε τον διάδοχο του Μουράτ, Σαουτζή Τσελεµπή, ο οποίος προέβη σε ένα παρόµοιο πραξικόπηµα ταυτόχρονα µε τον Ανδρόνικο. Οι δυ-νάµεις των δύο πραξικοπηµατιών συνενώθηκαν στις αρχές Μαΐου, αλλά η εξέλιξη δεν ήταν η αναµενόµενη. Στα τέλη του µήνα ο Ανδρόνικος παραδόθηκε στον πατέρα του, ενώ ο Σαουτζή αντιστάθηκε λίγο περισσότερο, µέχρι τα τέλη Σεπτεµβρίου. Έξαλλος ο

Ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Δ’, σε µικρογραφία χειρογράφου

Page 13: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1008/07_documents/t07_k06.pdf · αγανάκτησή τους. Υπό αυτές τις συνθήκες,

Μουράτ µετά την παράδοση του Σαουτζή τον τύφλωσε και τον θανάτωσε, απαιτώντας από τον Ιωάννη να κάνει το ίδιο µε τον Ανδρόνικο. Παρόµοιες βαρβαρότητες ήταν άγνωστες στο Βυζάντιο του 14ου αιώνα, αλλά ο Ιωάννης υποχρεώθηκε απρόθυµα να συναινέσει. Φρόντισε, όµως, η απώλεια της όρασης του Ανδρόνικου, όπως και του γιου του, του µετέπειτα αυτοκράτορα Ιωάννη Ζ’ που υπέστη την ίδια ποινή, να είναι µερική και να µην έχει ως κατάληξη τον θάνατο. Στη συνέχεια, οι δύο επίδοξοι πραξικοπηµα-τίες φυλακίστηκαν και υποκαταστάθηκαν στη σειρά διαδοχής από τον δευτερότοκο γιο του Ιωάννη Ε’, Μανουήλ. Τον Μάρτιο του 1376 κατέπλευσαν στην Κωνσταντινούπολη δέκα βενετικά πλοία για να υλοποιήσουν την προγενέστερη συµφωνία της Βενετίας µε τον Ιωάννη Ε’ σχετικά µε την παραχώρηση της Τενέδου. Οι Γενοβέζοι, όµως, του Γαλατά, οι οποίοι ήταν αντίθετοι σε µια τέτοια εξέλιξη που σηµατοδοτούσε την ανάληψη του ελέγχου των Δαρδανελλίων από τους Βενετούς, βοήθησαν τον Ανδρόνικο να δραπετεύσει και να καταφύγει στον Γαλατά. Στη συνέχεια εκείνος, µε τη βοήθεια και των Οθωµανών, κατέλαβε στις 12 Αυγούστου την Κωνσταντινούπολη και φυλάκισε µε τη σειρά του τον Ιωάννη Ε’ και τον Μανουήλ. Ως αντάλλαγµα για τη βοήθεια των Γενοβέζων τους παραχώρησε έπειτα από 15 ηµέρες την Τένεδο. Οι Βενετοί, όµως, πρόλαβαν να καταλάβουν πρώτοι το νησί µε τη βοήθεια των κατοίκων του, που υποστήριζαν τον Ιωάννη Ε’. Έτσι, το 1377 εξερράγη ένας βενετο-γενοβέζικος πόλεµος στη διάρκεια του οποίου οι οπαδοί του Ανδρόνικου πολέµησαν στο πλευρό των Γενοβέζων. Παράλληλα, ως αντάλλαγµα για τη βοήθεια που του προσέφεραν οι Οθωµανοί προκειµένου να καταλάβει πραξικοπηµατικά τον θρόνο, ο Ανδρόνικος τους παρέδωσε το 1377 την Καλλίπολη αµαχητί. Αυτή η ενέργειά του βρήκε αντίθετους αρκετούς Βυζαντινούς. Μάλιστα, ο λόγιος Δηµήτριος Κυδώνης έγραψε έναν λόγο στον οποίο εξηγούσε γιατί η Καλλίπολη δεν έπρεπε να επιστραφεί στους Τούρ-κους, χωρίς όµως να εισακουστεί.Τον Ιούνιο του 1379 οι Ιωάννης και Μανουήλ δραπέτευσαν, ενδεχοµένως µε τη βοήθεια των Βενετών. Στη συνέχεια κατέφυγαν στην Αυλή του Μουράτ στον οποίο υποσχέθηκαν την καταβολή µεγαλύτερου φόρου απ’ ό,τι προηγουµένως, την παροχή στρατιωτικής βοήθειας όποτε τη ζητούσε ο σουλτάνος και, ενδεχοµένως, την παράδοση της τελευ-ταίας βυζαντινής κτήσης στη Μικρά Ασία, της Φιλαδέλφειας. Υπό αυτούς τους όρους, και µε την παραχώρηση στρατιωτικών δυνάµεων από τους Οθωµανούς και ναυτικών από

Ο Τούρκος σουλτάνος Μουράτ Α’, σε µικρογραφία χειρογρά-

Page 14: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1008/07_documents/t07_k06.pdf · αγανάκτησή τους. Υπό αυτές τις συνθήκες,

τους Βενετούς, ο Ιωάννης Ε’ και ο Μανουήλ κατόρθωσαν να εισέλθουν στην Κωνστα-ντινούπολη την 1η Ιουλίου, χωρίς όµως να µπορέσουν να συλλάβουν τον Ανδρόνικο, ο οποίος κατέφυγε στο Πέραν. Οι εχθροπραξίες µεταξύ των δύο παρατάξεων συνεχί-στηκαν µέχρι τον Μάιο του 1381, οπότε πλέον οι αντίπαλοι κατέληξαν σε συµφωνία µε βάση την οποία ο Ανδρόνικος Δ’ και ο γιος του Ιωάννης Ζ’ αποκαταστάθηκαν στη σειρά διαδοχής. Την ίδια περίπου περίοδο έληξε και ο βενετογενοβέζικος πόλεµος για την Τένεδο που συνεχιζόταν µέχρι τότε. Στις 8 Αυγούστου εκείνου του έτους υπογράφηκε µε τη µεσολάβηση του Αµεδαίου της Σαβοΐας η συνθήκη του Τορίνου, βάσει της οποίας προβλεπόταν η αποστρατικοποίηση της Τενέδου µετά την καταστροφή των οχυρώσεών της, η υποχρεωτική µεταφορά του πληθυσµού της στην Κρήτη και στην Εύβοια και η αναγνώριση του νησιού ως ουδέτερου εδάφους (σαν να µην ανήκε ποτέ στη Βυζαντινή αυτοκρατορία) µε ταυτόχρονη παράδοσή του σε εντολοδόχο του Αµεδαίου. Η τουρκολόγος Ελισάβετ Ζαχαριάδου σχολιάζει τις επιπτώσεις του πολέµου µεταξύ των Γενοβέζων και των Βενετών για την Τένεδο ως εξής: «Ένας πρόχειρος απολογισµός του πολέµου σχετικά µε το Βυζάντιο φανερώνει πως η Γένουα κέρδισε την ελπίδα ότι σε µερικά χρόνια θα βασίλευε στην Κωνσταντινούπολη ο αυτοκράτωρ που ήταν µε το µέρος της [δηλαδή ο Ανδρόνικος Δ’, που αναγνωρίστηκε ως νόµιµος διάδοχος], ενώ η Βενετία εξασφάλισε τη συµµαχία της Κωνσταντινουπόλεως και των Οθωµανών. Ο σουλτάνος Μουράτ όµως κέρδισε πολύ ουσιαστικότερα πράγµατα, συνέσφιξε τις σχέ-σεις του µε τη Βενετία και απέκλεισε το ενδεχόµενο συµµαχίας ανάµεσα στη Γένουα και στο Βυζάντιο, που θα έβαζε εµπόδια στην εξάπλωση της δυνάµεώς του. Ο µεγάλος ηττηµένος παρέµεινε το Βυζάντιο που όχι µόνο δεν επωφελήθηκε από τον πόλεµο αλλά αντίθετα έκανε ένα ακόµη βήµα προς την καταστροφή» (από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Θ’).Ταυτόχρονα µε αυτές τις εξελίξεις η κατάκτηση των Βαλκανίων από τους Οθωµανούς συνεχιζόταν µε ακατάπαυστη ορµή. Το 1383 καταλήφθηκε η Φιλιππούπολη και η Πελα-γονία (Μοναστήρι) και στις 19 Σεπτεµβρίου του ίδιου χρόνου οι Σέρρες. Λίγο νωρίτερα είχε υποκύψει και η Χριστούπολη (η σηµερινή Καβάλα). Ο Μανουήλ Παλαιολόγος, ο οποίος µετά τον συµβιβασµό του πατέρα του µε τον αδελφό του Ανδρόνικο Δ’ είχε παραγκωνιστεί υπέρ του τελευταίου και είχε αναλάβει και πάλι τη διακυβέρνηση της Θεσσαλονίκης, επιδείκνυε αξιοθαύµαστη ενεργητικότητα προσπαθώντας να αναχαιτίσει

Page 15: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1008/07_documents/t07_k06.pdf · αγανάκτησή τους. Υπό αυτές τις συνθήκες,

την τουρκική προέλαση στην ανατολική και στην κεντρική Μακεδονία, αλλά ήταν αδύ-νατο να την παρεµποδίσει σοβαρά. Έτσι, αναπόφευκτα έφθασε και η σειρά της Θεσ-σαλονίκης να αντιµετωπίσει την τουρκική επιθετικότητα. Η πόλη υπέστη τις συνέπειες τετραετούς αποκλεισµού (1383-87) χωρίς να καταστεί δυνατό να λάβει βοήθεια από την Κωνσταντινούπολη, τόσο επειδή, όπως προαναφέρθηκε, η Βυζαντινή αυτοκρατορία είχε περιέλθει σε καθεστώς υποτέλειας προς το οθωµανικό κράτος µετά τη µάχη του Τζερνοµιανού όσο και γιατί ο Μανουήλ είχε αναλάβει την άµυνά της χωρίς την έγκριση του πατέρα του. Σταδιακά, λοιπόν, οι Θεσσαλονικείς άρχισαν να καταλαµβάνονται από ηττοπάθεια (λόγω της πείνας και των κακουχιών) και να δυσφορούν µε τις εκκλήσεις του Μανουήλ για ενεργή άµυνα. Τελικά, η αντικειµενική αδυναµία συνέχισης του αγώνα είχε ως αποτέλεσµα την ειρηνική παράδοση της πόλης, µε συνέπεια τη διατήρηση ορισµένων κοινοτικών προνοµίων από τους κατοίκους της.

Η κατάκτηση της βόρειας Ελλάδας και της νότιας Σερβίας Παράλληλα µε την πολιορκία της Θεσσαλονίκης οι Τούρκοι συνέχιζαν την εξάπλωσή τους στη δυτική και στη νότια Μακεδονία υπό την ηγεσία του γαζή Εβρενός. Οι συνθήκες υποταγής αυτών των περιοχών είναι ιδιαίτερα σκοτεινές και οι παλαιότερες σχετικές µαρτυρίες ανάγονται σε πολύ µεταγενέστερες τουρκικές πηγές αµφίβολης αξιοπιστίας (π.χ. στον περιηγητή του 17ου αιώνα Εβλιγιά Τσελεµπή). Η Βέροια πιθανολογείται ότι συνθηκολόγησε το 1387, ενώ η Έδεσσα κατά την παράδοση καταλήφθηκε εξ εφόδου. Η πόλη βρισκόταν µάλλον συνεχώς υπό σερβικό έλεγχο, από την περίοδο της κατάκτησής της από τον Ντουσάν. Άγνωστες είναι οι συνθήκες κατάληψης και της Καστοριάς. Η κατάκτηση της Θράκης και της Μακεδονίας συνοδεύτηκε από εκτεταµένους εξισλα-µισµούς και εποικισµό των εύφορων πεδινών περιοχών και επίκαιρων ορεινών σηµεί-ων από Τούρκους εποίκους. Η οριστική όµως ενσωµάτωση αυτών των περιοχών στο οθωµανικό κράτος πραγµατοποιήθηκε αρκετά αργότερα, περί τα µέσα του 15ου αιώνα. Ο λόγος γι’ αυτό ήταν η αιφνίδια, αν και βραχυχρόνια, κατάρρευση της Οθωµανικής αυτοκρατορίας (1402) µετά την ήττα του διαδόχου του Μουράτ, Βαγιαζήτ Α’, από τον Τουρκοµογγόλο κατακτητή Ταµερλάνο.Λίγα χρόνια νωρίτερα όµως την τύχη των νοτιότερων Βαλκανίων είχε καθορίσει η µάχη του Κοσσυφοπεδίου (1389), αναµφίβολα το αποκορύφωµα των επιτυχιών του Μουράτ

Page 16: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1008/07_documents/t07_k06.pdf · αγανάκτησή τους. Υπό αυτές τις συνθήκες,

Α’ στα Βαλκάνια, που επισφράγισε τη στρατιωτική ανωτερότητα των Οθωµανών ένα-ντι όλων των βαλκανικών λαών. Η µάχη αυτή υπήρξε αποτέλεσµα της προσπάθειας των Σέρβων ηγεµόνων της κυρίως Σερβίας, µε προεξάρχοντα τον πρίγκιπα Λάζαρο, να αντιτάξουν οργανωµένη αντίσταση στην οθωµανική επεκτατικότητα. Το 1385 οι Σέρβοι είχαν νικήσει τους Οθωµανούς στο Πλότσνικ, έναν χρόνο όµως αργότερα οι τελευταίοι κατέκτησαν τη Νίσσα, στη νότια Σερβία. Τότε ο πρίγκιπας Λάζαρος, διαισθανόµενος την εγγύτητα και το µέγεθος του οθωµανικού κινδύνου, κατόρθωσε να συγκροτήσει έναν αντιοθωµανικό συνασπισµό στον οποίο δέχθηκαν να συµµετάσχουν ο ηγεµόνας του Κοσσυφοπεδίου, Βουκ Μπράνκοβιτς, και ο πρίγκιπας της Βοσνίας. Η ενθαρρυντική αυτή εξέλιξη ώθησε τους Βουλγάρους να αποτινάξουν την οθωµανική επικυριαρχία και προκάλεσε γενικότερο πολεµικό αναβρασµό στα Βαλκάνια. Το 1389, όµως, ο Μουράτ επέπεσε αµείλικτος, ως νέµεση, εναντίον των αντιπάλων του. Αφού κατέλαβε το Τίρ-νοβο (τη βουλγαρική πρωτεύουσα) και τη Νικόπολη και υποχρέωσε τους Βουλγάρους να υποταχθούν για µια ακόµη φορά, συγκέντρωσε τον στρατό του (που περιλάµβανε και αρκετούς Σέρβους υποτελείς) και προέλασε προς το Κοσσυφοπέδιο. Οι δύο στρατοί συγκρούστηκαν στις 15 Ιουνίου σε µια µάχη που αρχικά είχε αµφίρροπη εξέλιξη και η οποία, παρά την αρνητική κατάληξή της για τους Σέρβους, έγινε αργότερα αναπόσπαστο τµήµα των εθνικών παραδόσεων και των θρύλων του σερβικού έθνους. Την πλάστιγγα υπέρ των Οθωµανών έκρινε η λιποταξία του Βουκ Μπράνκοβιτς, ο Μουράτ όµως δεν έζησε πολύ για να χαρεί τη νίκη του, αφού ένας Σέρβος ευγενής, ο Μίλος Κόµπιλιτς (ή Όµπιλιτς), προσποιούµενος πως ήθελε να αυτοµολήσει και να µιλήσει στον σουλτάνο, κατόρθωσε να τον δολοφονήσει. Ως εκδίκηση, ο διάδοχος του Μουράτ, Βαγιαζήτ, που ανέλαβε την ηγεσία των Οθωµανών στο πεδίο της µάχης, διέταξε την εκτέλεση του Λαζάρου και αντίποινα µεταξύ του σερβικού πληθυσµού. Στη Δυτική Ευρώπη ο θάνατος του Μουράτ, του πρώτου Οθωµανού ηγεµόνα που είχε λάβει τον τίτλο του σουλτάνου, χαιρετίστηκε ως θρίαµβος, στην πραγµατικότητα όµως δεν ανέκοψε ούτε στο ελάχιστο την εξάπλωση των Οθωµανών στα Βαλκάνια. Το ίδιο έτος υπέκυψε στις τουρκικές επιθέσεις το κάστρο του Πλαταµώνα, ενώ λίγα χρόνια αρ-γότερα, το 1393, πιθανολογείται ότι καταλήφθηκαν τα Σέρβια, στα στενά του Σαραντα-πόρου, έπειτα από σύντοµη πολιορκία. Εξάλλου, οι µονές του Αγίου Όρους, που είχαν ήδη δηλώσει υποταγή στους Οθωµανούς από το 1386, υποχρεώθηκαν πλέον να τους

Η Θεσσαλονίκη αντιµετώπισε την τουρκική επιθετικότητα κατά

Page 17: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1008/07_documents/t07_k06.pdf · αγανάκτησή τους. Υπό αυτές τις συνθήκες,

καταβάλουν κεφαλικό φόρο (χαράτσι). Οι συνέπειες της µάχης όµως υπήρξαν πολύ πιο δραµατικές για τη Σερβία. Όλοι οι Σέρβοι ηγεµόνες έγιναν πλέον υποτελείς των Οθω-µανών, µε υποχρέωση καταβολής φόρου και στράτευσης στο πλευρό του σουλτάνου, ενώ οι µη µουσουλµάνοι κάτοικοι της χώρας υποχρεώθηκαν στην καταβολή κεφαλικού φόρου. Ως επιστέγασµα της επιβολής του στη Σερβία, ο Βαγιαζήτ παντρεύτηκε την κό-ρη του πρίγκιπα Λαζάρου και αδελφή του νέου Σέρβου ηγεµόνα Στεφάνου Λαζάρεβιτς, Ολιβέρα. Λίγα χρόνια αργότερα, µετά το 1395, ο Βαγιαζήτ Α’ κατέλαβε ειρηνικά τις βορειότερες περιφέρειες της Μακεδονίας, αυτές δηλαδή που σήµερα βρίσκονται εκτός των ελλη-νικών συνόρων. Μετά τον θάνατο του κράλη Βουκασίν και του δεσπότη Ουγκλιέσα, οι περιοχές της Αχρίδας και του Πριλάπου (Περλεπέ) είχαν περιέλθει στον γιο του πρώ-του, Μάρκο Κράλιεβιτς. Αντίστοιχα, οι περιοχές της Στρώµνιτσας και του Μελένικου, που προηγουµένως αποτελούσαν τµήµα του σερβικού κρατιδίου των Σερρών, είχαν ενσωµατωθεί στο εφήµερο κράτος των Σέρβων αδελφών Ιωάννη και Κωνσταντίνου Δραγάση (ή Ντεγιάνοβιτς) που εκτεινόταν στις περιοχές µεταξύ του Στρυµόνα και του Νέστου. Όλοι αυτοί οι ηγεµόνες είχαν αναγκαστεί να γίνουν υποτελείς των Τούρκων, στο πλευρό των οποίων σκοτώθηκαν το 1395 πολεµώντας στη µάχη της Ροβίνε, κατά τη διάρκεια µιας οθωµανικής εισβολής στη Βλαχία. Κληρονόµοι των κρατιδίων τους υπήρξαν οι Οθωµανοί.Η κατάκτηση της Μακεδονίας, όπως προηγουµένως και της Θράκης, δεν υπήρξε απο-τέλεσµα επιτελικού σχεδιασµού των δραστήριων Οθωµανών ηγεµόνων Ορχάν, Μουράτ Α’ (1362-89) και Βαγιαζήτ Α’ του Κεραυνού (1389-1402), αλλά αυτόνοµης δράσης συ-γκεκριµένων πολέµαρχων, τις επιτυχίες των οποίων αξιοποιούσε στη συνέχεια το οθω-µανικό κράτος ενσωµατώνοντας τις υποταγµένες περιοχές. Ειδικότερα, η κατάκτηση της Μακεδονίας υπήρξε κατά το µεγαλύτερο µέρος επίτευγµα του Εβρενός (Έλληνα αρνησίθρησκου) και των απογόνων του οι οποίοι δρούσαν µε κέντρο την περιοχή των Γιαννιτσών. Στον ίδιο χώρο εγκαταστάθηκαν οι πολυάριθµοι Γιουρούκοι (Τουρκοµάνοι) ακόλουθοί τους, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι στην πόλη των Γιαννιτσών σώζεται (πα-ραµεληµένος) µέχρι σήµερα ο τάφος του διάσηµου Τούρκου πολέµαρχου.

Page 18: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1008/07_documents/t07_k06.pdf · αγανάκτησή τους. Υπό αυτές τις συνθήκες,

Η Οθωµανική επέκταση επί Βαγιαζήτ Α’Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μουράτ Α’ η οθωµανική εξάπλωση υπήρξε ισορ-ροπηµένη και ανάλογη της πραγµατικής δυνατότητας ενσωµάτωσης των κατακτηµένων περιοχών. Αντίθετα, επί του διαδόχου του Βαγιαζήτ Α’ το οθωµανικό κράτος εξαπλώ-θηκε µε ρυθµούς ταχύτερους από τις οργανωτικές του δυνατότητες. Μεθυσµένος από τη σχετικά εύκολη επιτυχία του εναντίον των Σέρβων στη µάχη του Κοσσυφοπεδίου, ο Βαγιαζήτ, ο οποίος χαρακτηριζόταν από αλαζονεία και αγριότητα, στράφηκε στη συνέ-χεια εναντίον των τουρκοµανικών εµιράτων της δυτικής και της νότιας Μικράς Ασίας, τα οποία αντιµετώπιζαν µε δέος τη ραγδαία αύξηση του οθωµανικού κράτους. Μολονότι το οθωµανικό κράτος ισχυροποιήθηκε κυρίως µέσω της εξάπλωσής του στα Βαλκάνια, οι Οθωµανοί σουλτάνοι δεν απεµπόλησαν ποτέ τις ευκαιρίες για επέκταση στη Μικρά Ασία. Την περίοδο 1333-37 (ή, κατά µία άλλη άποψη, το 1345-50) οι Οθωµα-νοί είχαν προσαρτήσει το γειτονικό εµιράτο του Καρασί, ενώ µε δύο εκστρατείες (1345 και 1362) στερέωσαν την κυριαρχία τους στην περιοχή της Άγκυρας. Λίγο αργότερα, τη διετία 1376-77, ο Μουράτ Α’ προσάρτησε την Κιουτάχεια (πρωτεύουσα του εµιράτου του Γκερµιγιάν) και εδάφη των εµιράτων του Χαµίτ και του Τεκέ (µε κέντρο την Αττά-λεια), ενώ το 1387 εκστράτευσε µε επιτυχία και εναντίον του εµιράτου του Καραµάν (µε κέντρο το Ικόνιο). Παρ’όλα αυτά, η είδηση του θανάτου του στη µάχη του Κοσσυ-φοπεδίου είχε ως αποτέλεσµα τη συγκρότηση ενός αντιοθωµανικού συνασπισµού από τα περισσότερα εµιράτα, οι ηγεµόνες των οποίων θεώρησαν ότι αυτή ήταν η κατάλληλη στιγµή για να αποτινάξουν τη βαριά σκιά των Οθωµανών. Ο Βαγιαζήτ, όµως, δεν επρό-κειτο να τους δώσει αυτή την ευκαιρία. Με µια σειρά εκστρατειών, την τριετία 1389-92, προσάρτησε τα περισσότερα από αυτά, αντικαθιστώντας τους εχθρικούς εµίρηδές τους µε αφοσιωµένους αυλικούς του. Συγκεκριµένα, τότε καταλήφθηκαν τα εµιράτα του Σαρουχάν (βόρεια της Σµύρνης), του Αϊδινίου και του Μεντεσέ (στη νοτιοδυτική Μικρά Ασία), τα κατάλοιπα των εµιράτων Χαµίτ και Γκερµιγιάν, το εµιράτο του Τεκέ και το εµιράτο της Κασταµονής, που διέθετε πλούσια µεταλλεία χαλκού. Στα πλαίσια αυτών των εκστρατειών καταλήφθηκε το 1390 και η τελευταία αποκοµµένη βυζαντινή κτήση στη Μικρά Ασία, η πόλη της Φιλαδέλφειας, που µέχρι τότε ήταν φόρου υποτελής στα γειτονικά τουρκοµανικά εµιράτα. Σύµφωνα µε τον Λαόνικο Χαλκοκονδύλη, τον Βαγια-

Σάβανο για το πρόσωπο του ιεροµάρτυρα πρίγκιπα Λαζάρου

Page 19: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1008/07_documents/t07_k06.pdf · αγανάκτησή τους. Υπό αυτές τις συνθήκες,

ζήτ συνόδευαν σε αυτή την εκστρατεία ως υποτελείς του οι Μανουήλ Β’ και Ιωάννης Ζ’ Παλαιολόγοι, οι οποίοι υποτίθεται µάλιστα ότι διακρίθηκαν κατά τις µάχες για την κατάληψή της! Στην πραγµατικότητα, η πόλη παραδόθηκε από έλλειψη εφοδίων, ενώ οι δύο Βυζαντινοί ηγεµόνες την ίδια περίοδο βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη, όπου ήταν σε εξέλιξη µια ακόµη δυναστική σύγκρουση µε αντικείµενο την κατάληψη της εξουσίας. Το 1385 ο αναπάντεχος θάνατος του Ανδρόνικου Δ’ είχε ανατρέψει για άλλη µια φορά τις λεπτές ισορροπίες στο εσωτερικό της ηγεµονικής οικογένειας των Παλαιολόγων. Ο γιος του, Ιωάννης Ζ’, θεώρησε ότι είχε έλθει πλέον η δική του σειρά να διεκδικήσει τον θρόνο και το 1389 ταξίδεψε στη Γένοβα σε αναζήτηση βοήθειας από τους παραδο-σιακούς υποστηρικτές του πατέρα του. Μετά την επιστροφή του, στις αρχές του 1390, οργάνωσε ένα πραξικόπηµα, το οποίο εκδηλώθηκε την άνοιξη του ίδιου χρόνου. Στην προσπάθειά του για την κατάληψη του θρόνου ο Ιωάννης δεν στηρίχθηκε, όµως, τόσο στους Γενοβέζους όσο κυρίως σε βοήθεια που του προσέφερε ο Βαγιαζήτ, ο οποίος έβλεπε στον Ιωάννη Ζ’ έναν πιο πειθήνιο υποτελή από τον Ιωάννη Ε’ και τον Μανουήλ Β’. Ο Ιωάννης Ζ’ κατέλαβε µε σχετική ευκολία το µεγαλύτερο µέρος της Κωνσταντινούπο-λης, δεν κατόρθωσε όµως να υποχρεώσει σε παράδοση τον παππού του, που κατέφυγε στην ασφάλεια της ακρόπολης της πόλης, από την οποία κάλεσε τον Μανουήλ να σπεύ-σει για άλλη µια φορά από τη Θεσσαλονίκη προς σωτηρία του. Πράγµατι, ο τελευταίος δεν αδράνησε, απαιτήθηκαν όµως επανειληµµένες απόπειρες αποστολής ενισχύσεων προτού ο Ιωάννης Ζ’ αναγκαστεί να εγκαταλείψει τον αγώνα και να καταφύγει στην Αυλή του Βαγιαζήτ, ύστερα από τέσσερις µήνες αδιέξοδων προσπαθειών του. Ο τελευταίος τον εγκατέστησε ως υποτελή του ηγεµόνα στη Σηλυµβρία και ταυτόχρονα απαίτησε από τον Ιωάννη Ε’, οι ενέργειες του οποίου είχαν παρεµποδίσει τα σχέδιά του, να στείλει αµέσως τον Μανουήλ στην Αυλή του µε στρατό προκειµένου να τον συνδράµει στην εκστρατεία του εναντίον των τουρκοµανικών εµιράτων. Την ίδια πρόσκληση έλαβε και ο Ιωάννης Ζ’. Την προσπάθεια του Ιωάννη Ζ’ για την κατάληψη της εξουσίας το 1390 περιέγραψε παραστατικά ένας Ρώσος περιηγητής, ο Ιγνάτιος του Σµολένσκ, που έτυχε να βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη την ίδια περίοδο (µετάφραση Ν. Νικολούδη): «Το έτος 6898

Η δραστηριότητα των Οθωµα-νών στα Βαλκάνια σηµατοδοτή-

Page 20: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1008/07_documents/t07_k06.pdf · αγανάκτησή τους. Υπό αυτές τις συνθήκες,

[εννοείται «από κτίσεως κόσµου», σύµφωνα µε το χρονολογικό σύστηµα των Βυζαντι-νών, έτος που αντιστοιχεί στο 1390 µ.Χ.], ο Καλογιάννης [εννοεί τον Ιωάννη Ζ’], ο γιος του Ανδρόνικου, άρχισε να επιδιώκει να καταλάβει την εξουσία στην Κωνσταντινούπο-λη µε τουρκική βοήθεια. Κατέλαβε τις πόλεις και τα κάστρα καθώς πλησίαζε την Κων-σταντινούπολη, και άρχισε να την πολιορκεί περί το Άγιο Πάσχα. Τη Μεγάλη Πέµπτη ο Μανουήλ, ο γιος του γέρου αυτοκράτορα Καλογιάννη, έφθασε από τη Λήµνο µε γαλέρες για να ανακουφίσει την Κωνσταντινούπολη. Το Μεγάλο Σάββατο αποκαλύφθηκαν σχε-δόν πενήντα συνωµότες: µερικοί τυφλώθηκαν ενώ άλλων κόπηκε η µύτη. Στη συνέχεια κτίσθηκαν όλες οι χερσαίες πύλες της πόλης εκτός από την πύλη κοντά στη [Μονή] Προδρόµου και δόθηκαν διαταγές να συγκεντρωθούν προµήθειες για δύο χρόνια. Αλλά στο µέσον της νύκτας την Τετάρτη της δεύτερης εβδοµάδας µετά το Πάσχα, οι απλοί άνθρωποι άνοιξαν τις πύλες της πόλης στον Καλογιάννη, τον γιο του Ανδρόνικου, και στους Έλληνες [που ήταν µαζί του], όχι όµως στους Τούρκους. Εκείνοι [οι άνδρες του Καλογιάννη] δεν προξένησαν ζηµιές, αλλά, όσον αφορά τον Μανουήλ, δραπέτευσε µε γαλέρες και µε όλη την περιουσία του στο νησί της Λήµνου... Ο γέρος αυτοκράτορας Καλογιάννης κλειδώθηκε στο κάστρο του, ενώ οι ευγενείς του κατέφυγαν στον ναό της Αγίας Σοφίας. Σε ολόκληρη την πόλη επικρατούσε οχλοβοή, και στρατιώτες φώτι-ζαν όλη την πόλη µε φανάρια, καθώς έτρεχαν γύρω από την πόλη πεζοί και έφιπποι, ανάµεσα στα πλήθη που φορούσαν τις νυχτικές τους. [Οι] στρατιώτες κρατούσαν όπλα και ήταν έτοιµοι να τοξεύσουν βέλη από τα τόξα τους, καθώς φώναζαν «Πολλά τα έτη Ανδρονίκου» [στο πρωτότυπο κείµενο η φράση είναι γραµµένη όπως ακούγεται στα ελληνικά]. Όλοι οι άνθρωποι, άνδρες, γυναίκες, ακόµη και παιδιά, απαντούσαν, µαζί µε όλους τους πολίτες που φώναζαν «Πολλά τα έτη Ανδρονίκου», καθώς [οι στρατιώτες] έστρεφαν βίαια τα όπλα τους εναντίον όσων δεν φώναζαν αµέσως µε αυτό τον τρόπο. Η ταραχή στην πόλη ήταν θαυµαστή στην ακοή και στην όραση: µερικοί έτρεµαν από φόβο, ενώ άλλοι πανηγύριζαν. Πουθενά δεν έβλεπε κανείς σφαγές: τόσος ήταν ο φόβος που προκαλούσαν τα όπλα που κράδαιναν. Την αυγή εξακολουθούσαν ακόµη οι συµπλο-κές που συνεχίσθηκαν µέχρι τα µέσα του πρωινού, και µερικοί άνθρωποι πληγώθηκαν. Μέχρι το απόγευµα όλοι είχαν υποβάλει τα σέβη τους στον νεαρό γιο του Ανδρόνικου, ως αυτοκράτορα. Η πόλη ηρέµησε και η λύπη µετατράπηκε σε χαρά. Δύο φορές εκείνο το έτος ο αυτοκράτορας Μανουήλ έφερε φραγκικές δυνάµεις στην Κωνσταντινούπολη

Page 21: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1008/07_documents/t07_k06.pdf · αγανάκτησή τους. Υπό αυτές τις συνθήκες,

µε γαλέρες [για να καταλάβει την πόλη], αλλά απέτυχε εντελώς. Στο µεταξύ, ο Καλο-γιάννης [εδώ: ο Ιωάννης Ζ’] κατέβαλλε µεγάλες προσπάθειες για να κατασκευάσει πολι-ορκητικές µηχανές και να προσλάβει στρατιώτες. Καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού προσέβαλε το κάστρο του γέρου αυτοκράτορα µε πυροβόλα όπλα, αλλά δεν µπόρεσε να το καταβάλει. Τότε ο Μανουήλ ήλθε στην Κωνσταντινούπολη για τρίτη φορά, [αυτή τη φορά] µε Ρωµαίους... Εισχώρησε στο λιµάνι... και εισήλθε στο κάστρο όπου βρισκόταν ο πατέρας του... Ο γιος του Ανδρόνικου, όµως, παρέµεινε από κάτω, πολιορκώντας τον γέρο αυτοκράτορα. Την ώρα του δείπνου της δέκατης έβδοµης ηµέρας του µήνα Σεπτεµβρίου ο Μανουήλ εγκατέλειψε το κάστρο µε όλους τους άνδρες του και επιτέ-θηκε ξαφνικά στον γιο του Ανδρόνικου ενόσω εκείνος δειπνούσε άοπλος. Ανήµπορος να αµυνθεί, εκείνος δραπέτευσε. Ο συγγενής του ο Γατελούζος, όµως, συνέχισε να µάχεται. Όταν δεν µπορούσε πια να πολεµά δραπέτευσε κι εκείνος». (Το κείµενο του Ιγνατίου υπάρχει σε αγγλική µετάφραση στο έργο του George P. Majeska Russian travellers to Constantinople in the fourteenth and fifteenth centuries αρ. 19 στη σειρά Dumbarton Oaks Studies, Ουάσιγκτον 1984, σ. 100-2).Ο Βαγιαζήτ στράφηκε αρχικά εναντίον του εµιράτου του Καραµάν και στη συνέχεια προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Σε µια προσπάθεια τροµοκράτησης των αντιπάλων του έφθασε µέχρι τη Σεβάστεια και την περιοχή της, την οποία την περίοδο 1365-81 κυβερνούσε ένας επικίνδυνος αντίπαλος, ο Καδή Μπουρχανεντίν. Κατά τη διάρκεια αυτών των εκστρατειών ο Βαγιαζήτ επέδειξε ιδιαίτερη αποφασιστικότητα. Προκειµένου να πετύχει τους στόχους του δεν δίσταζε να εκστρατεύει ακόµη και µέσα στην καρδιά του χειµώνα, όπως επιβεβαιώνουν οι γλαφυρές περιγραφές σε επιστολές του Μανουήλ Παλαιολόγου, ο οποίος τον συνόδευε. Την ίδια περίοδο ο σουλτάνος είχε στη συνοδεία του και άλλους Βαλκάνιους υποτελείς του που αποδείχθηκαν ιδιαίτερα αποτελεσµατι-κοί, εξοντώνοντας αλύπητα τους εχθρούς του, µε την απατηλή παρηγοριά ότι µε αυτόν τον τρόπο εκδικούνταν για τις ταλαιπωρίες που είχαν υποστεί από εκείνον. Επωφελούµενος από τη στροφή του ενδιαφέροντος του Βαγιαζήτ σε άλλα µέτωπα, ο Ιωάννης Ε’ προσπάθησε να ενισχύσει τις οχυρώσεις της Κωνσταντινούπολης. Αυτή η ενέργειά του όµως δεν πέρασε απαρατήρητη και ο εκδικητικός σουλτάνος τον απείλησε ότι, εάν δεν κατεδάφιζε τα νέα οχυρωµατικά έργα, ο διάδοχός του που βρισκόταν στο στρατόπεδό του θα εκτελούνταν. Ταπεινωµένος ο Ιωάννης Ε’ υπάκουσε, αλλά αυτή

Ο διάδοχος του Μουράτ Α’, σουλτάνος Βαγιαζήτ Α’, χαρα-

Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ζ’ Παλαιολόγος διεκδίκησε τον

Page 22: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1008/07_documents/t07_k06.pdf · αγανάκτησή τους. Υπό αυτές τις συνθήκες,

η προσβολή τον οδήγησε στον θάνατο στις 16 Ιανουαρίου 1391. Την ίδια περίοδο ο Μανουήλ Παλαιολόγος βρισκόταν στην Προύσα. Μόλις πληροφορήθηκε τον θάνατο του πατέρα του, ξέφυγε κατά τη διάρκεια της νύχτας από την επιτήρηση των ανδρών του Βαγιαζήτ και έσπευσε στην Κωνσταντινούπολη για να αναλάβει την εξουσία, προκατα-λαµβάνοντας τον ανταπαιτητή του Ιωάννη Ζ’. Η καίρια αντίδραση του Μανουήλ προκάλεσε την αντίδραση του Βαγιαζήτ, που δια-πίστωσε ότι είχε χάσει την ευκαιρία να παρέµβει για µία ακόµη φορά στις υποθέσεις της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Εξοργισµένος, επέβαλε νέους βαρείς όρους υποτέλειας στους Βυζαντινούς και ύστερα από τρεις µήνες υποχρέωσε τον Μανουήλ να τον συ-νοδεύσει και πάλι σε µια χειµερινή εκστρατεία του στο εσωτερικό της βόρειας Μικράς Ασίας. Στη διάρκεια της περιπλάνησής του σε αυτή την περιοχή, ο Μανουήλ είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει µε δραµατικό τρόπο την έκταση της καταστροφής και της ερήµωσης των βυζαντινών πόλεων και µνηµείων, ακόµη και η ανάµνηση των οποίων είχε σχεδόν εξαλειφθεί.Κατά τη διάρκεια της συµµετοχής του στις εκστρατείες του Βαγιαζήτ στο εσωτερικό της τουρκοκρατούµενης Μικράς Ασίας το καλοκαίρι, το φθινόπωρο και τον χειµώνα του 1391, ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος έγραψε αρκετές επιστολές σε φίλους του στην Κωνσταντινούπολη. Σε µία από αυτές εκφράζει παραστατικά τα συναισθήµατα που του προκαλούσε η θέα των ερηµωµένων παλαιότερων ελληνικών περιοχών της βόρειας Μικράς Ασίας (µετάφραση Ν. Νικολούδη): «Όσο για την πεδιάδα στην οποία βρίσκοµαι τώρα, κάποτε πράγµατι είχε κάποιο όνοµα, όταν ευηµερούσε υπό τους Ρω-µαίους [Βυζαντινούς], ενώ δηλαδή βρίσκονταν σ’ αυτήν και την εξουσίαζαν. Τώρα, όµως, προσπαθώντας να µάθω αυτό το όνοµα είναι σαν να ψάχνω για φτερά σε έναν λύκο, όπως λένε, καθώς δεν υπάρχει κανείς για να µε πληροφορήσει. Ενώ είναι, βέβαια, δυνατό να δει κανείς εδώ πολλές πόλεις, δεν έχουν όµως αυτό που πραγµατικά κοσµεί τις πόλεις και χωρίς το οποίο δεν αποκαλούνται δικαιωµατικά πόλεις: ανθρώπους. Έτσι, οι περισσότερες από αυτές είναι ένα αξιοθρήνητο θέαµα γι’ αυτούς στους προγόνους των οποίων ανήκαν σε παλαιότερους καιρούς. Αλλά όµως ούτε τα ονόµατα αυτών των περιοχών δεν διασώζονται, κι αυτό είναι αποτέλεσµα της προηγούµενης καταστροφής τους. Η αλήθεια είναι ότι, όταν ρωτούσα πώς ονοµάζονταν οι πόλεις, κι όποτε αυτοί από τους οποίους ζητούσα πληροφορίες µου απαντούσαν «καταστρέψαµε αυτές τις πε-

Page 23: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1008/07_documents/t07_k06.pdf · αγανάκτησή τους. Υπό αυτές τις συνθήκες,

ριοχές και ο χρόνος κατέστρεψε το όνοµά τους», αµέσως πικραινόµουν. Έπειτα θρηνού-σα για λίγο σιωπηλά, καθώς µπορούσα να είµαι διακριτικός» (αγγλική µετάφραση της σχετικής επιστολής, υπ’ αριθ. ιστ’ στο σώµα των επιστολών του Μανουήλ Παλαιολόγου, περιλαµβάνεται στο έργο του J.W. Barker Manuel II Palaeologus (1391-1425). A study in late Βyzantine statemanship N. Tζέρσεϋ 1969, σ. 91). Μετά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη, ο Μανουήλ στέφθηκε επίσηµα αυ-τοκράτορας τον Μάρτιο του 1392. Την ίδια περίοδο ο Βαγιαζήτ χρειάστηκε να αντιµε-τωπίσει µια εξέγερση του υποτελούς του Βούλγαρου τσάρου Ιωάννη Σισµάν την οποία είχαν υποκινήσει οι Ούγγροι, οι σηµαντικότεροι αντίπαλοι των Οθωµανών στην Ευρώπη αυτή την περίοδο, αφού πλέον η ακτίνα των τουρκικών επιδροµών έφθανε µέχρι την Ουγγαρία. Χωρίς να χάσει χρόνο, ο Βαγιαζήτ έσπευσε στη Βουλγαρία, κατέστειλε την εξέγερση, προσάρτησε το βουλγαρικό κράτος στο οθωµανικό και αιχµαλώτισε τον Ιωάν-νη Σισµάν (1371-93), ο οποίος εκτελέστηκε έπειτα από δύο χρόνια. Στη συνέχεια, τον χειµώνα του 1393-94, συγκάλεσε σύσκεψη των υποτελών του στις Σέρρες, στην οποία καθένας τους προσήλθε χωρίς να γνωρίζει ποιοι άλλοι θα παρευρίσκονταν και τι προ-θέσεις είχε ο σουλτάνος. Ο τελευταίος φαίνεται ότι αρχικά σκόπευε να τους εκτελέσει, αλλά αργότερα άλλαξε γνώµη. Η παράνοια, όµως, που τον είχε καταλάβει τροµοκράτησε τους συγκεντρωµένους υποτελείς του, οι οποίοι αποφάσισαν να συνασπιστούν εναντίον του. Τελικά, ο µόνος που τόλµησε να αψηφήσει τον Βαγιαζήτ ήταν ο Μανουήλ Β’, ο οποίος, όταν λίγους µήνες αργότερα ξανακλήθηκε στην Αυλή του σουλτάνου, αψήφησε την εντολή του, γνωρίζοντας ότι αν υπάκουε, η ζωή του θα διέτρεχε άµεσο κίνδυνο.Με αφορµή την άρνηση του Βυζαντινού αυτοκράτορα να παρουσιαστεί στη Αυλή του, τον Σεπτέµβριο του 1394 ο Βαγιαζήτ απέκλεισε από την ξηρά την Κωνσταντινούπολη. Ταυτόχρονα έστειλε ένα εκστρατευτικό σώµα µε επικεφαλής τον Εβρενός µπέη στη νό-τια Ελλάδα, το οποίο, αφού λεηλάτησε το δουκάτο της Αθήνας, στη συνέχεια εισέβαλε στο δεσποτάτο του Μοριά (τότε υπό τη διακυβέρνηση του πιστού νεότερου αδελφού του Μανουήλ, δεσπότη Θεοδώρου Α’ Παλαιολόγου: 1383-1407) καταλαµβάνοντας τα φρούρια της Άκοβας και του Λεονταρίου. Σύµφωνα, όµως, µε τις διαταγές που είχε λάβει, ο Εβρενός έπρεπε να κάνει µόνο µια επίδειξη ισχύος. Έτσι, µετά από λίγο οι Οθωµανοί αποχώρησαν χωρίς σοβαρές συνέπειες για τη βυζαντινή παρουσία στην Πε-λοπόννησο.

Γενική άποψη του κάστρου της Λήµνου, στο οποίο δραπέτευσε

Στις αρχές της δεκαετίας του 1390 ο Ιωάννης Ε’ επεχείρησε

Page 24: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1008/07_documents/t07_k06.pdf · αγανάκτησή τους. Υπό αυτές τις συνθήκες,

Η συνεχής στρατιωτική πίεση που ασκούσε ο Βαγιαζήτ προς όλες τις κατευθύνσεις τον έστρεψε το 1395 εναντίον του ηγεµόνα των Βλάχων (Ρουµάνων), Μίρτσεα του Γηραιού. Οι δύο αντίπαλοι αντιπαρατέθηκαν στις 17 Μαΐου στη µάχη της Ροβίνε (η ακριβής θέση της οποίας αγνοείται), σε µια σύγκρουση που υπήρξε εκατόµβη για τους υποτελείς του Βαγιαζήτ, πολλοί από τους οποίους βρήκαν τον θάνατο κατά τη διάρκειά της. Παρά το ότι οι Οθωµανοί δεν κατόρθωσαν να επιβληθούν, οι Βλάχοι υποχρεώθηκαν να αναγνω-ρίσουν την οθωµανική επικυριαρχία προκειµένου να αποφύγουν τα χειρότερα.

Η σταυροφορία της Νικόπολης Η γενικότερη κρισιµότητα της κατάστασης καλούσε πλέον για την οργάνωση µίας νέας ευρύτερης αντιτουρκικής σταυροφορίας. Η πρωτοβουλία αναλήφθηκε κυρίως από τον βασιλέα της Ουγγαρίας, Σιγισµούνδο (1395-1437). Την κύρια ώθηση στις ενέργειες του Σιγισµούνδου, οι οποίες έλαβαν τη µορφή σταυροφορίας µε τη διπλή ευλογία του πάπα Βονιφάτιου Θ’ της Ρώµης και του αντιπάπα Βενέδικτου ΙΓ’ της Αβινιόν, έδωσε η κατάλυση του βουλγαρικού κράτους από τον Βαγιαζήτ. Στο πλευρό του Σιγισµούνδου έσπευσαν επιφανείς ιππότες από τη Γαλλία, τη Βουργουνδία και τη Γερµανία, καθώς και µικρότερες δυνάµεις από Ιωαννίτες ιππότες, Βλάχους κ.ά. Οι σταυροφόροι (ο αριθ-µός των οποίων υπολογίζεται ότι έφθανε τις 9.000-10.000 άνδρες) συγκεντρώθηκαν τον Ιούλιο του 1396 στη Βούδα και προέλασαν κατά µήκος του Δούναβη. Κατέλαβαν το Βιδίνι, σφάζοντας όσους Τούρκους εβρισκαν στον δρόµο τους, και τον Σεπτέµβριο έφθασαν µπροστά στα ισχυρά τείχη της Νικόπολης, επί του Δούναβη, την οποία άρ-χισαν να πολιορκούν. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας έφθασε και ο Βαγιαζήτ µε τον στρατό του, περίπου ίσης δύναµης µε των σταυροφόρων. Η αποφασιστική σύγκρουση πραγµατοποιήθηκε στις 25 Σεπτεµβρίου. Η µάχη ξεκίνησε µε πρόωρη έφοδο των Γάλ-λων ιππέων οι οποίοι παραπλανήθηκαν από τον µικρό αριθµό Τούρκων ιππέων που ήταν ορατός στην κορυφή ενός λόφου. Οι υπόλοιπες, όµως, οθωµανικές δυνάµεις ήταν κρυµ-µένες πίσω από τον λόφο, µε αποτέλεσµα οι Γάλλοι να αιφνιδιαστούν και να τραπούν σε φυγή συµπαρασύροντας και τον υπόλοιπο στρατό των σταυροφόρων. Ο Σιγισµούνδος και ο µεγάλος µάγιστρος των Ιπποτών της Ρόδου, Φιλιµπέρ ντε Ναϊγιάκ, κατόρθωσαν να διαφύγουν µε µια βάρκα, να καταπλεύσουν τον Δούναβη και να βρουν καταφύγιο στην Κωνσταντινούπολη. Ένα µεγάλο όµως µέρος του στρατού τους αιχµαλωτίσθηκε. Οι

Αργυρό βυζαντινό ηµιστραυ-ράτο του 1391-95, του

Page 25: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1008/07_documents/t07_k06.pdf · αγανάκτησή τους. Υπό αυτές τις συνθήκες,

περισσότεροι αιχµάλωτοι, περί τις 3.000, σφαγιάστηκαν µε εξαίρεση τους πιο επιφανείς για την απελευθέρωση των οποίων ζητήθηκαν λύτρα. Η ήττα έκανε µεγάλη εντύπωση στη Δύση και, παρά την αντίθετη υπόσχεσή του προς τον Μανουήλ Β’, ο Σιγισµούνδος δεν αποτόλµησε να αναλάβει µια νέα αντιτουρκική σταυροφορία.Μετά την αποτυχία της σταυροφορίας της Νικόπολης η κατάσταση για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία εξακολουθούσε να παραµένει κρίσιµη. Ο Βαγιαζήτ περιέσφιξε περισσό-τερο τον αποκλεισµό της Κωνσταντινούπολης κατασκευάζοντας στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου ένα φρούριο, το Αναντολού Χισάρ, προκειµένου να ελέγχει καλύτερα τη ροή προµηθειών διά θαλάσσης προς την Κωνσταντινούπολη. Παράλληλα, έστειλε ένα νέο εκστρατευτικό σώµα 50.000 εναντίον του δεσποτάτου του Μιστρά και των βενετικών κτήσεων της Πελοποννήσου (οι Βενετοί είχαν ενισχύσει τις προσπάθειες του Σιγισµούνδου και τροφοδοτούσαν την Κωνσταντινούπολη). Οι βυζαντινές κτήσεις λεη-λατήθηκαν, ενώ το βενετοκρατούµενο Άργος καταλήφθηκε εξ εφόδου και όσοι κάτοικοί του επέζησαν εξανδραποδίστηκαν. Ο Μανουήλ Β’ αναγκάστηκε να στραφεί για µία ακόµη φορά προς τη Δύση. Το 1398 και το 1399 έστειλε πρεσβείες στους βασιλείς της Αγγλίας και της Γαλλίας. Οι εκκλήσεις του είχαν ως αποτέλεσµα να σπεύσει σε βοήθειά του ο Γάλλος στρατάρχης Μπουσικώ ο οποίος είχε συµµετάσχει στην αποτυχηµένη σταυροφορία της Νικόπολης και εξακο-λουθούσε να διαπνέεται από ζήλο να πολεµήσει εναντίον των απίστων. Με την άδεια του Γάλλου µονάρχη Καρόλου ΣΤ’ (1380-1422) ο Μπουσικώ έσπευσε διά θαλάσσης µε ένα µικρό σώµα 1.200 ανδρών στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί, αντιλαµβανόµενος ότι οι δυνάµεις του ήταν εντελώς ανεπαρκείς, έπεισε τον Μανουήλ Β’ να επιστρέψει µαζί του στη Γαλλία για να εκθέσει προσωπικά το πρόβληµα που αντιµετώπιζε στον Κάρολο ΣΤ’. Παράλληλα κατόρθωσε κάτι πολύ σηµαντικό: να πείσει τον Ιωάννη Ζ’ που, όπως προαναφέρθηκε, παρέµενε στη Σηλυµβρία να συµφιλιωθεί µε τον Μανουήλ. Χάρη σε αυτή την εξέλιξη, ο Βαγιαζήτ έχασε τη δυνατότητα να επηρεάζει τις ισορροπίες στο εσωτερικό της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ενώ ο Μανουήλ µπόρεσε να αναχωρήσει απερίσπαστος στις 10 Δεκεµβρίου 1399 για το ταξίδι του στη Δυτική Ευρώπη, αφήνο-ντας ως αντιβασιλέα στην Κωνσταντινούπολη τον Ιωάννη Ζ’.Το ταξίδι του Μανουήλ διήρκεσε τρία χρόνια (1399-1402). Ακολουθώντας το παράδειγ-µα του πατέρα του, Ιωάννη Ε’, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας επισκέφθηκε διαδοχικά τη

Μικρογραφία χειρογράφου, χρονολογούµενου στο τέλος

Page 26: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1008/07_documents/t07_k06.pdf · αγανάκτησή τους. Υπό αυτές τις συνθήκες,

Βενετία (τον Απρίλιο του 1400), την Πάδουα, τη Βιτσέντζα, την Παβία, το Μιλάνο, το Παρίσι (τον Ιούνιο του 1400 και, για δεύτερη φορά, στα τέλη Φεβρουαρίου του 1401) και το Λονδίνο (στα τέλη του 1400 – αρχές του 1401). Η βοήθεια, όµως, που έλαβε ήταν σχεδόν µηδαµινή: µόλις 200 άνδρες από τη Γαλλία (ουσιαστικά µια τιµητική συ-νοδεία), 2.000 λίρες από την Αγγλία και αρκετές υποσχέσεις. Ο Εκατονταετής πόλεµος που µαινόταν εκείνη την περίοδο µεταξύ της Αγγλίας και της Γαλλίας δεν επέτρεπε στις δύο χώρες να συνεισφέρουν περισσότερες δυνάµεις, ενώ, ειδικότερα όσον αφορά τη Γαλλία, όπου κατά τη δεύτερη επίσκεψή του ο Μανουήλ παρέµεινε σχεδόν επί ένα έτος, µια κρίση τρέλας του Καρόλου ΣΤ’ (από την οποία ο Γάλλος µονάρχης έπασχε για χρόνια) απέτρεψε οποιαδήποτε προσπάθεια για περαιτέρω διαβουλεύσεις. Η επίσκεψη του αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου στο Λονδίνο και η εντύπωση που προκάλεσε στους Άγγλους, οι οποίοι έβλεπαν για πρώτη φορά έναν Βυζαντινό αυτοκράτορα, καταγράφηκαν ιδιαίτερα παραστατικά στο χρονικό του Ουαλού χρονικο-γράφου Αδάµ της Ουσκ (σε µετάφραση Ν. Νικολούδη): «Ο αυτοκράτορας των Ελλήνων, ελπίζοντας να βρει βοήθεια εναντίον των Σαρακηνών [Τούρκων], επισκέφθηκε τον βα-σιλιά της Αγγλίας [Ερρίκο Δ’] στο Λονδίνο την ηµέρα του Αποστόλου Θωµά [21 Δεκεµ-βρίου], όπου έγινε δεκτός ευνοϊκά από εκείνον, φιλοξενήθηκε από εκείνον µε µεγάλο κόστος επί δύο µήνες, και, κατά την αναχώρησή του, φιλοδωρήθηκε µε πολύ µεγάλα δώρα. Αυτός ο αυτοκράτορας περπατούσε πάντοτε µε τους άνδρες του, όλους ντυµέ-νους το ίδιο, µε τα ίδια χρώµατα, δηλαδή στα λευκά, µε µακριές ρόµπες σαν µανδύες... Ξυράφι δεν άγγιζε ποτέ το κεφάλι ή τα γένια των ιερέων του. Αυτοί οι Έλληνες έδειχναν ιδιαίτερη ευλάβεια κατά τις θρησκευτικές λειτουργίες τους, στις οποίες συµµετείχαν επίσης στρατιώτες ή ιερείς... Συλλογίστηκα πόσο θλιβερό ήταν ότι αυτός ο σπουδαίος Χριστιανός ηγεµόνας από τα πιο µακρινά µέρη της Ανατολής υποχρεώθηκε από τους απίστους να επισκεφθεί τα αποµακρυσµένα νησιά της Δύσης για να αναζητήσει βοήθεια εναντίον τους. Θεέ µου! Τι κάνεις τώρα αρχαία δόξα της Ρώµης; Πολύ µικρό είναι το µεγαλείο της αυτοκρατορίας σου σήµερα... Ποιος θα πίστευε ποτέ ότι θα βυθιζόσουν σε τέτοια βάθη µιζέριας, ώστε, αν και κάποτε καθόσουν στον θρόνο του µεγαλείου και κυβερνούσες όλο τον κόσµο, τώρα δεν έχεις τη δύναµη να προσφέρεις βοήθεια στη χριστιανική πίστη;».[Το πρωτότυπο λατινικό κείµενο του Χρονικού του Αδάµ της Ουσκ, σε αγγλική µετάφρα-

Άποψη του οχυρωµατικού φρουρίου Αναντολού Χισάρ

Page 27: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1008/07_documents/t07_k06.pdf · αγανάκτησή τους. Υπό αυτές τις συνθήκες,

ση και σχόλια, βρίσκεται στο έργο «Chronikon Adae de Usk, A.D. 1377-1421, edited with a translation and notes by Sir Edward Maunde Thompson», Λονδίνο 1904 – το συγκεκριµένο απόσπασµα στις σ. 57-58 (στο πρωτότυπο) και σ. 219-20 (στην αγγλική µετάφραση].Την ίδια περίοδο ο Βαγιαζήτ συνέχιζε τον στενό χερσαίο αποκλεισµό που είχε επι-βάλει στην Κωνσταντινούπολη και ο οποίος τελικά επρόκειτο να διαρκέσει συνολικά οκτώ χρόνια (1394-1402). Παράλληλα, στράφηκε εναντίον του εµιράτου του Καραµάν (1397) και εκστράτευσε βαθιά στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας καταλαµβάνοντας τη Σεβάστεια, τη Μελιτηνή (σηµερινή Μαλάτυα, στον άνω ρου του Ευφράτη) και το Ερ-ζιντζάν. Οι εκστρατείες αυτές τον έφεραν σε σύγκρουση µε τον Μογγόλο πολέµαρχο κατακτητή Ταµερλάνο (1370-1405), προκαλώντας µια σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων που επρόκειτο να αλλάξουν το πολιτικό σκηνικό της περιοχής των Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας επί αρκετές δεκαετίες.Ο Ταµερλάνος (ακριβέστερα Τιµούρ Λενκ, δηλαδή Τιµούρ ο Χωλός) είχε γεννηθεί το 1336 σε µια κοιλάδα µεταξύ της Σαµαρκάνδης και της οροσειράς Hindukush (στην κεντρική Ασία), στην περιοχή δηλαδή η οποία αποτελεί την κοιτίδα της τουρκικής οµοεθνίας. Με επιδέξιες διπλωµατικές ενέργειες κατόρθωσε κατά τη δεκαετία 1360-70 να αναλάβει την ηγεσία της τουρκικής φυλής Μπαρλάς (από την οποία καταγόταν) και στη συνέχεια να ιδρύσει ένα ισχυρό κράτος στην κεντρική Ασία µε πρωτεύουσα τη Σα-µαρκάνδη, όπου στέφθηκε αυτοκράτορας στις 10 Απριλίου 1370 (κατά µία άλλη εκδοχή το 1388). Οι επιτυχίες του, που είχαν ως αποτέλεσµα τη δηµιουργία µιας τεράστιας αυ-τοκρατορίας, οφείλονταν κατά ένα µέρος στις εµφύλιες διαµάχες ή στην παρακµή των κρατών που γειτνίαζαν µε την επικράτειά του. Τα περισσότερα από αυτά, π.χ. τα κράτη των Ιλχανιδών στην Περσία, της Υπερωξιανής (ανατολικά της Κασπίας, µεταξύ των ποταµών Συρ Ντάρια και Αµού Ντάρια) και του Μογγολιστάν, είχαν αποτελέσει τον 13ο αιώνα τµήµατα της αυτοκρατορίας του Τζένγκις Χαν, όπως άλλωστε και ο χώρος όπου έδρασε αρχικά ο Ταµερλάνος. Κατά φυσική συνέπεια, η οργάνωση της αυτοκρατορίας του Ταµερλάνου στηρίχθηκε σε µογγολικά πρότυπα. Η διαπίστωση αυτή ισχύει σε ακόµη µεγαλύτερο βαθµό προκειµένου για τον στρατό του, ο οποίος αποτελείτο αποκλειστικά από ιππείς που βρίσκονταν συνεχώς εν κινήσει σε αναζήτηση τροφής για τα άλογά τους, καθώς και πολεµικής λείας. Οι εκστρατείες του Ταµερλάνου σπάνια αποτύγχαναν, καθώς

Χαρακτηριστική παρουσιάζεται η συνδροµή των Ιωαννιτών

Η µάχη της Νικόπολης σε µικρο-γραφία γαλλικού χειρογράφου

Page 28: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1008/07_documents/t07_k06.pdf · αγανάκτησή τους. Υπό αυτές τις συνθήκες,

στηρίζονταν στον συνδυασµό της χρήσης µεγάλου αριθµού στρατευµάτων, πανουργίας, υπουλότητας και υπερβολικής σκληρότητας, που απέβλεπε στην τροµοκράτηση των αντιπάλων του. Συχνά ο Ταµερλάνος θανάτωνε τους αιχµάλωτους εχθρούς του µε βα-σανιστικούς τρόπους, ενώ προσφιλής του συνήθεια ήταν η κατασκευή πυραµίδων από τα κοµµένα κεφάλια τους. Στα πλαίσια των εκστρατειών του ο Ταµερλάνος κατέλαβε δύο φορές τη Βαγδάτη (το 1393 και το 1401, οπότε και τη λεηλάτησε), καθώς και το Χαλέπι (Οκτώβριος 1400) και τη Δαµασκό (1401). Επίσης, εισέβαλε στην Ινδία (1398-99), ενώ νίκησε επανειληµµέ-να το µογγολικό χανάτο της Χρυσής Ορδής, στη νότια Ρωσία (1385-86, 1391, 1395). Η Μικρά Ασία φαίνεται ότι καταρχήν βρισκόταν έξω από τη σφαίρα των ενδιαφερόντων του, η διείσδυση όµως του Βαγιαζήτ στον χώρο της επιρροής του καθώς και οι αιτιάσεις των εξόριστων Τουρκοµάνων εµίρηδων, οι οποίοι είχαν καταφύγει στην Αυλή του Τα-µερλάνου µετά την προσάρτηση των εµιράτων τους στο οθωµανικό κράτος, του έδωσαν την αφορµή να εκστρατεύσει εναντίον των Οθωµανών.

Η µάχη της ΆγκυραςΠρώτος στόχος του Ταµερλάνου υπήρξε η Σεβάστεια. Η πόλη πολιορκήθηκε επί 15 ηµέρες και τελικά οι υπερασπιστές της εξαναγκάστηκαν σε παράδοση (26 Αυγούστου 1400), αφού προηγουµένως ένα µεγάλο µέρος των τειχών είχε καταστραφεί µε υπο-νοµεύσεις. Σύµφωνα µε τον Λαόνικο Χαλκοκονδύλη (ο οποίος φαίνεται ότι άντλησε τις πληροφορίες του από τουρκικές προφορικές παραδόσεις που επιβίωναν ως την εποχή του), ο Ταµερλάνος διέταξε οι άµαχοι να ποδοπατηθούν από το ιππικό του. Ένας άλλος Βυζαντινός ιστοριογράφος, ο Δούκας, αναφέρει ότι οι ηγέτες της πόλης θανατώθηκαν µε ακόµη πιο βασανιστικό τρόπο: καθένας τους δέθηκε κουβάρι και στη συνέχεια ρί-χθηκαν ανά δέκα σε λάκκους, οι οποίοι καλύφθηκαν µε σανίδες και χώµα. Μετά την πτώση της Σεβάστειας ο Ταµερλάνος στράφηκε προς τη Συρία. Έτσι, η αποφα-σιστική σύγκρουσή του µε τον Βαγιαζήτ µετατέθηκε για το καλοκαίρι του 1402. Τελικά, οι δύο ηγεµόνες τέθηκαν αντιµέτωποι στις 28 Ιουλίου στην πεδιάδα της Αγκύρας. Οι αριθµοί των στρατευµάτων τους δεν είναι γνωστοί µε ακρίβεια. Ο στρατός του Βαγιαζήτ υπολογίζεται σε 85.000-200.000 άνδρες, ενώ του Ταµερλάνου σε 140.000-200.000. Η αριθµητική διαφορά των αντιπάλων δεν πρέπει να ήταν µεγάλη, αντίθετα απ’ ό,τι

Σκιτσογραφική αναπαράσταση του Ιωάννη Ζ’ Παλαιολόγου

Page 29: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1008/07_documents/t07_k06.pdf · αγανάκτησή τους. Υπό αυτές τις συνθήκες,

συνέβαινε µε την ποιότητα των στρατευµάτων τους: ο στρατός του Ταµερλάνου απο-τελείτο σχεδόν αποκλειστικά από ιππικό. Αντίθετα, ο Βαγιαζήτ στηριζόταν κυρίως στο πεζικό του, το οποίο όµως είχε καταπονηθεί από συνεχείς πορείες που το είχαν φέρει βαθιά στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, µέχρι την Τοκάτη, σε αναζήτηση του αντιπά-λου, για τον οποίο όµως διαπιστώθηκε ότι βρισκόταν πολύ δυτικότερα πολιορκώντας την Άγκυρα. Επιπλέον, ο στρατός του Βαγιαζήτ ήταν ετερογενής, καθώς περιλάµβανε στρατεύµατα από τα προσαρτηµένα τουρκοµανικά εµιράτα, όπως και µονάδες σερβικού ιππικού. Η νοµιµοφροσύνη αυτών των µονάδων θα έπρεπε να θεωρείται εξαρχής αµφί-βολη, δεδοµένου µάλιστα ότι οι φυσικοί ηγέτες των τουρκοµανικών στρατευµάτων, οι εξόριστοι εµίρηδες, πολεµούσαν στο πλευρό του Ταµερλάνου. Ο Βαγιαζήτ και οι γενίτσαροι παρατάχθηκαν στο κέντρο του οθωµανικού στρατού, µε στήριγµα έναν λόφο. Για τη διάταξη των υπόλοιπων µονάδων υπάρχουν διαφωνίες µεταξύ των ιστορικών, σύµφωνα όµως µε την καθιερωµένη διάταξη µάχης του οθωµα-νικού στρατού το δεξί πλευρό θα πρέπει να κατείχαν τα µικρασιατικά στρατεύµατα, ενώ το αριστερό τα ευρωπαϊκά. Οι στρατιώτες του Βαγιαζήτ είχαν εντολές να µη συλλαµβά-νουν αιχµαλώτους. Αντίθετα, ο Ταµερλάνος είχε διατάξει σε περίπτωση κύκλωσης των αντιπάλων να δίνεται περιθώριο διαφυγής στα οθωµανικά στρατεύµατα, ώστε να µην πολεµούν µέχρις εσχάτων. Η µάχη διήρκεσε σχεδόν όλη την ηµέρα. Οι Σέρβοι ιππείς του Βαγιαζήτ διακρίθηκαν για τη γενναιότητά τους, η µάχη όµως κρίθηκε υπέρ του Ταµερλάνου όταν τα τουρκο-µανικά στρατεύµατα του Βαγιαζήτ αυτοµόλησαν στο αντίπαλο στρατόπεδο. Ο ίδιος ο Οθωµανός σουλτάνος συνελήφθη αιχµάλωτος υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες: κατά µία εκδοχή ενώ προσπαθούσε να διαφύγει έφιππος (Χαλκοκονδύλης), κατά µία άλλη αφού περικυκλώθηκε σε ένα ύψωµα µε 10.000 γενιτσάρους του (Δούκας) κ.ο.κ. Ο αιχµάλωτος Βαγιαζήτ µεταφέρθηκε στο στρατόπεδο του Ταµερλάνου, όπου φαίνεται ότι κρατήθηκε υπό αξιοπρεπείς συνθήκες, αντίθετα απ’ ό,τι υποστηρίζουν µεταγενέστερες φήµες που τον θέλουν να ακολουθεί τις µετακινήσεις του Ταµερλάνου κλεισµένος σε κλουβί, ή τη γυναίκα του να υποχρεώνεται να σερβίρει κρασί γυµνή στα συµπόσια του Ταµερλάνου. Κατά τη διάρκεια της αιχµαλωσίας του έγινε προσπάθεια απελευθέρωσης του Βαγιαζήτ µε την εκσκαφή υπόγειας σήραγγας. Το εγχείρηµα όµως ανακαλύφθηκε και οι εργάτες θανατώθηκαν.

Χρυσό δαχτυλίδι του Μανουήλ (πιθανότατα Β’ Παλαιολόγου),

Page 30: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1008/07_documents/t07_k06.pdf · αγανάκτησή τους. Υπό αυτές τις συνθήκες,

Η ήττα στην Άγκυρα έριξε το οθωµανικό κράτος στο χάος. Τέσσερις γιοι του Βαγιαζήτ, οι οποίοι κατόρθωσαν να ξεφύγουν από το πεδίο της µάχης, αναζήτησαν καταφύγιο στα πιο αποµακρυσµένα –και συνεπώς ασφαλέστερα– σηµεία του οθωµανικού κράτους, δη-λώνοντας παράλληλα υποταγή στον Ταµερλάνο. Ο τελευταίος, απαλλαγµένος από κάθε κίνδυνο, επέδραµε σε όλη την έκταση της Μικράς Ασίας. Πέντε ηµέρες µετά τη µάχη καταλήφθηκε η Προύσα, πρωτεύουσα του Βαγιαζήτ, όπου βρέθηκαν και όλοι οι θησαυ-ροί του. Στη συνέχεια λεηλατήθηκαν η Νίκαια, η Νικοµήδεια, η Λάµψακος, το Αδραµύτ-τιο, η Άσσος, η Πέργαµος, οι Σάρδεις, η Μαγνησία, η Έφεσος, η Φιλαδέλφεια, η Πέργη, η Αττάλεια, το Ικόνιο και η Καισάρεια. Οι κάτοικοι αυτών των περιοχών υπέστησαν τα πάνδεινα, αδιακρίτως θρησκεύµατος ή φυλής. Γλαφυρή περιγραφή των βασανιστηρίων που επινόησε τότε ο Ταµερλάνος παραδίδει ένα ανώνυµο δηµώδες ποίηµα της εποχής µε τίτλο Θρήνος περί Ταµυρλάγγου.Οι φρικιαστικές βιαιοπραγίες του Ταµερλάνου προς τους κατακτηµένους πληθυσµούς της Μικράς Ασίας περιγράφονται παραστατικά στον δηµώδη Θρήνο περί Ταµυρλάγγου, µερικοί στίχοι (οι υπ’ αριθ. 47-59) από τον οποίο παρατίθενται εδώ (ακολουθείται η ορθογραφία του πρωτοτύπου): «Ο Ταµυρλάνης ήπλωσεν εις όλον του τον τόπον, και δη λοιπόν λεηλατεί, σφάττει και θανατόνει. Εξόχως τους µονάζοντας και ιεροµονάχους τους µεν εις σούβλας έβαλε και εκατέκαυσέν τους, αι δε διαµπάξ έπεσαν αι κεφαλαί γερόντων. Όλοι κατεδικάζοντο άνθρακας εις γαστέρα, εις δε το περιστέρνιον µετ’ ελαίων ζεόντων, οι µεν δεθέντες [όπισθεν] και κεφαλήν προς πόδας, και κάτω φέρειν κύλικα ηνάγκαζον αυτίκα και στάκτην εις το πρόσωπον εθέτασιν ζεούσαν. Τας µοναστρίας δε λοιπόν εµίαινεν εξόχως, και ως παρθένας δε αυτάς εµίαινον ή φονεύσαν, και αµφοτέρωθεν αυτάς ανδρογύνως εχρώντο».

Η µάχη της Άγκυρας µεταξύ Ταµερλάνου και Βαγιαζήτ

Page 31: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1008/07_documents/t07_k06.pdf · αγανάκτησή τους. Υπό αυτές τις συνθήκες,

Η κατάληψη της ΣµύρνηςΤο αποκορύφωµα της εκστρατείας του Ταµερλάνου στη Μικρά Ασία υπήρξε η καταστρο-φή του παραθαλάσσιου φρουρίου της Σµύρνης που βρισκόταν στην κατοχή των Ιωαννι-τών ιπποτών της Ρόδου από το 1344 (η Σµύρνη διέθετε και δεύτερο φρούριο-ακρόπολη στην κορυφή του όρους Πάγος, το οποίο όµως κατείχαν οι Τούρκοι). Η κατάληψη της πόλης δεν είχε άλλο νόηµα για τον Ταµερλάνο παρά µόνο ως επίδειξη ισχύος έναντι της Δύσης. Ενδεχοµένως ίσως χρησίµευε και ως µερικό άλλοθι για την εκστρατεία του στη Μικρά Ασία, καθώς παρουσιάστηκε ως ενέργεια στα πλαίσια ιερού πολέµου εναντίον των απίστων. Η πολιορκία του φρουρίου άρχισε στις 2 Δεκεµβρίου 1402 και διήρκεσε µόλις δύο εβδοµάδες, αφού ο στρατός του Ταµερλάνου κατόρθωσε να υπονοµεύσει τα τείχη και να επιχώσει µε πέτρες και χώµα την τάφρο του φρουρίου και την είσοδο του παρακείµενου λιµανιού. Λίγο πριν ολοκληρωθεί ο αποκλεισµός του λιµανιού, οι πολι-ορκηµένοι ιππότες κατόρθωσαν να αποδράσουν µε τις γαλέρες τους, αφήνοντας όµως στο έλεος του Ταµερλάνου µερικές χιλιάδες Ελλήνων προσφύγων (ο αριθµός τους υπο-λογίζεται µεταξύ 1.000-4.000) από τις γειτονικές περιοχές της Εφέσου, των Θύρων και του Νυµφαίου τους οποίους εµπόδισαν βίαια να επιβιβαστούν στα πλοία. Οι τελευταίοι συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν. Ο «ιστορικός της Άλωσης», Δούκας, περιέγραψε µε µελανά χρώµατα τη σφαγή των Ελλήνων της Σµύρνης, η οποία σηµατοδοτεί και το ναδίρ της παρουσίας των Ελλήνων σε αυτή την περιοχή του κόσµου, µετά από χιλιετίες συνεχούς διαβίωσής του σε αυτήν (µετάφραση Ν. Νικολούδη): «Όταν οι Σκύθες [δηλαδή οι στρατιώτες του Ταµερλάνου] κατέλαβαν την ακρόπολη συγκέντρωσαν τους αιχµαλώτους (ήταν πάνω από 1000 µαζί µε τις γυναίκες και τα παιδιά) και τους έφεραν µπροστά στον Τεµήρ [τον Ταµερλάνο]. Εκείνος διέταξε να κόψουν τα κεφάλια όλων µε ξίφη. Έπειτα κατασκεύασε έναν πύργο τοποθετώντας ανά µία πέτρα και ένα κεφάλι, ώστε τα πρόσωπα να είναι στη σειρά. Η διάταξη ήταν τέτοια ώστε πάνω από κάθε πέτρα να βρίσκεται ένα κεφάλι και πάνω από κάθε κεφάλι µία πέτρα και όλα τα πρόσωπα να φαίνονται από την εξωτερική πλευρά. Αυτή ήταν παράξενη, τερατώδης και απάνθρωπη επινόηση».

Από το 1344 οι Ιωαννίτες ιππό-τες είχαν υπό την κατοχή τους

Page 32: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1008/07_documents/t07_k06.pdf · αγανάκτησή τους. Υπό αυτές τις συνθήκες,

Η διάσπαση του οθωµανικού κράτους Η παραµονή του Ταµερλάνου στη Μικρά Ασία συνδυάστηκε µε την ανασύσταση των τουρκοµανικών εµιράτων που είχε καταλύσει ο Βαγιαζήτ, ο οποίος πέθανε σε καθε-στώς αιχµαλωσίας στις 9 Μαρτίου 1403 στο Ακ Σεχήρ (Φιλοµήλιον) υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Τόσο όµως τα τουρκοµανικά εµιράτα όσο και η Οθωµανική αυτοκρατορία τε-λούσαν πλέον υπό καθεστώς υποτέλειας προς τον Ταµερλάνο. Από αυτή τη διαδικασία ευνοήθηκε ιδιαίτερα το εµιράτο του Καραµάν, το οποίο µέχρι την κατάλυσή του από τον σουλτάνο Μωάµεθ Β’ τον Πορθητή αποτέλεσε το αντίπαλο δέος των Οθωµανών στη Μικρά Ασία. Τα τουρκοµανικά εµιράτα, όµως, κέρδισαν απλώς µια παράταση ζωής, αφού οι λόγοι που τα είχαν οδηγήσει στην παρακµή δεν εξέλιπαν. Η εκστρατεία του Ταµερλάνου στη Μικρά Ασία έληξε µε την αποχώρησή του το 1403. Ο µεγάλος κατακτητής πέθανε δύο χρόνια αργότερα στο Τσίµκεντ (στο σηµερινό Κα-ζακστάν) από πυρετό που οφειλόταν πιθανότατα σε υπερβολική κατανάλωση οινοπνευ-µατωδών ποτών. Στη συνέχεια το κράτος του διασπάσθηκε. Η εισβολή του στη Μικρά Ασία υπήρξε η τελευταία από τις µεγάλες εισβολές της Ιστορίας που διαµόρφωσαν τον χαρακτήρα αυτής της περιοχής. Μέσα από το χάος και τις καταστροφές τις οποίες προκάλεσε ευνοήθηκε πρωταρχικά το οθωµανικό κράτος (όσο και αν αυτό φαίνεται εκ πρώτης όψεως παράδοξο), το οποίο βρήκε τις δυνάµεις να ανασυνταχθεί και να κατα-στεί ακόµη απειλητικότερο. Για τον ελληνισµό τα αποτελέσµατα της εισβολής του Ταµερλάνου στη Μικρά Ασία υπήρξαν ανάµεικτα. Τα σηµαντικότερα κέρδη αποκόµισε η Κωνσταντινούπολη που είχε φθάσει στα όρια της αντοχής της. Όπως προαναφέρθηκε, ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος που αναζητούσε την ίδια περίοδο απεγνωσµένα βοήθεια στη Δύση, δεν είχε κατορθώσει να εξασφαλίσει ουσιαστική συµπαράσταση. Εξάλλου, το καλοκαίρι του 1402 (πριν από τη µάχη της Αγκύρας) ο Ιωάννης Ζ’ φαίνεται ότι είχε καταλήξει στην απόφαση να παραδώσει τη Βασιλεύουσα στον Βαγιαζήτ µετά την επικείµενη σύγκρουσή του µε τον Ταµερλάνο, για τη θετική έκβαση της οποίας υπέρ του Οθωµανού σουλτά-νου δεν είχε αµφιβολία κανείς στη βυζαντινή πρωτεύουσα. Υπό αυτές τις συνθήκες, η αναπάντεχη καταστροφή που έπληξε την Οθωµανική αυτοκρατορία παρουσιάστηκε στα µάτια των Βυζαντινών ως θεία δίκη του αλάστορος Βαγιαζήτ.

Η πολιορκία της Σµύρνης από τα στρατεύµατα του Ταµερλά-

Page 33: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1008/07_documents/t07_k06.pdf · αγανάκτησή τους. Υπό αυτές τις συνθήκες,

Το πλήγµα που υπέστη το οθωµανικό κράτος είχε ως αποτέλεσµα την έκρηξη µιας σειράς δυναστικών πολέµων που διήρκεσαν 11 χρόνια, µέχρι το 1413, και έληξαν µε την εξόντωση των γιών του Βαγιαζήτ πλην ενός, του Μωάµεθ (Μεχµέτ) Α’. Σε αυτό το διάστηµα την ασταθή κατάσταση του οθωµανικού κράτους εκµεταλλεύτηκε επιδέξια ο Μανουήλ Β’ που επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη στις 9 Ιουνίου 1403. Ο αναπάντεχος θάνατος του Βαγιαζήτ στην αιχµαλωσία είχε αφήσει αδιευκρίνιστο το καθεστώς της διαδοχής του. Από τους γιούς του είχαν επιβιώσει τέσσερις: ο Σουλε-ϊµάν, ο οποίος τον Αύγουστο του 1402 είχε βρει καταφύγιο στις ευρωπαϊκές κτήσεις του οθωµανικού κράτους, ο Μωάµεθ που είχε εγκατασταθεί στην Αµάσεια, ο Ισά που είχε καταφύγει στην Προύσα, και ο Μουσά ο οποίος είχε αιχµαλωτιστεί κατά τη µάχη της Αγκύρας αλλά απελευθερώθηκε µετά τον θάνατο του Βαγιαζήτ. Ο Σουλεϊµάν Α’ (1403-11), ο οποίος είχε τελείως διαφορετικό χαρακτήρα από τον πατέρα του, έδειξε εξαρχής διαθέσεις συνδιαλλαγής µε τους Βυζαντινούς και µε τη Δύση. Τον Ιανουάριο ή στις αρχές Φεβρουαρίου του 1403 κατέληξε σε συµφωνία µε τον Ιωάννη Ζ’ και τους αντιπροσώπους των δυτικοευρωπαϊκών δυνάµεων, σύµφωνα µε την οποία οι Βυζαντι-νοί θα απαλλάσσονταν από τον φόρο υποτέλειας που κατέβαλλαν στους Οθωµανούς, ενώ θα τους επιστρέφονταν η Θεσσαλονίκη, το Άγιον Όρος, µια µεγάλη λωρίδα γης στα θρακικά παράλια και κατά µήκος της ακτογραµµής της Μαύρης θάλασσας ορισµένα νησιά του Αιγαίου. Στη συνέχεια, µετά την επάνοδο του Μανουήλ Παλαιολόγου από τη Δύση, η Θεσσαλονίκη παραχωρήθηκε στον Ιωάννη Ζ’. Ο θάνατος του τελευταίου, τον Σεπτέµβριο του 1408, φάνηκε να επιλύει υπέρ του Μανουήλ Β’ ένα ακόµη πρόβληµα, αυτό της διαδοχής του θρόνου, το οποίο είχε ταλαιπωρήσει το βυζαντινό κράτος επί πολλές δεκαετίες. Κατά τα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας ο ρόλος των Βυζαντινών δι-πλωµατών υπήρξε ζωτικός για την επιβίωση του βυζαντινού κράτους. Την κρισιµότητα των εύστοχων διπλωµατικών χειρισµών για το βυζαντινό κράτος στις αρχές του 15ου αιώνα δίνει το κείµενο που ακολουθεί: «Πολλές φορές [οι Βυζαντινοί διπλωµάτες]... έναντι χρηµατισµού, έσπερναν την έχθρα µεταξύ των πολυάριθµων διεκδικητών του τουρκικού θρόνου. Οι πρέσβεις του Μανουήλ Β’, που έφθασαν στα τέλη του 1409 στη Βενετία, ανέφεραν ότι ‘παρουσιάστηκε η δυνατότητα, υποδαυλίζοντας την έχθρα µετα-ξύ των δύο σουλτάνων (Σουλεϊµάν και Μωάµεθ) να σώσουν την αυτοκρατορία’. Γι’ αυ-

Ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β’, η αυτοκράτειρα Ελένη και οι τρεις

κτήσεις Βυζαντίου

Η ΕΞΑΠΛΩΣΗ ΤΩΝ ΟΘΩΜΑΝΩΝ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ ΕΩΣ ΤΟ 1402

Οθωµανοί Τούρκοι Βενετοί Γενουάτες Τόκκοι

Ιωαννίτες ιππότες Σέρβοι

οθωµανικό κράτος γύρω στο 1355

Αλβανοί πριγκιπάτο Αχαΐας

∆ουκάτο Αθηνών

Ν. Λήµνος

Ν. Λέσβος

Κωνσταντινούπολη

ΕΥΞΕΙΝΟΣ ΠΟΝΤΟΣ

ΑΙΓ

ΑΙΟ

ΠΕ

ΛΑ

ΓΟ

Σ

Μ Ε Σ Ο Γ Ε Ι Ο Σ Θ Α Λ Α Σ Σ Α

Γαλατάς

Βούλγαροι

ΒΛΑΧΙΑ

Σέρβοι

Σέρβοι

∆ΕΣΠΟΤΑΤΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

Ν. Ρόδος

Ν. Κρήτη

Χάνδαξ

ΣµύρνηΦιλαδέλφεια

Χαλκίδα

Αθήνα

ΜυστράςΣπάρτη

ΚαλαµάταΜεθώνη

Μάνη Μονεµβασιά

Άκοβα

Νέα Πάτρα(Υπάτη)

Η εξάπλωση των Οθωµανών στον ελλαδικό χώρο έως το

Page 34: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1008/07_documents/t07_k06.pdf · αγανάκτησή τους. Υπό αυτές τις συνθήκες,

τόν τον λόγο παρακαλούσαν να τους παραχωρήσουν οκτώ γαλέρες, οι οποίες, από κοι-νού µε δύο ελληνικά πλοία, θα απέκοβαν το πορθµείο µεταξύ Ευρώπης και Ασίας. Στην από Φεβρουαρίου-Μαρτίου 1430 επιστολή του αυτοκράτορα Ιωάννη Η’ στη Βενετία αναφέρεται ότι το καλύτερο µέσο άµυνας απέναντι στους Οθωµανούς είναι η πρόκληση διχόνοιας µεταξύ τους. Αυτόν τον στόχο προωθούσε διαρκώς η βυζαντινή διπλωµατία. Είναι γνωστό π.χ. ότι εν όψει της αναχώρησης του Μανουήλ Β’ στις δυτικές χώρες Βυ-ζαντινοί διπλωµάτες είχαν σταλεί στον Ταµερλάνο (Τιµούρ Λένκ), για να τον στρέψουν εναντίον του Βαγιαζήτ Α’. Γι’ αυτόν τον λόγο οι αυτοκράτορες δέχονταν πρόθυµα τους αποτυχηµένους διεκδικητές του θρόνου, τους εξορισθέντες Τούρκους πρίγκιπες. Ένας µάλιστα από αυτούς, ο νεότερος γιος του Βαγιαζήτ Γιουσούφ, βρίσκοντας άσυλο στην αυλή του Βυζαντινού αυτοκράτορα, έφθασε να ασπασθεί τον Χριστιανισµό και βαπτί-σθηκε µε το όνοµα Δηµήτριος. Αυτές οι κινήσεις σκόπευαν στην προώθηση, την κατάλ-ληλη στιγµή, οικείου και ακίνδυνου ανταγωνιστή της αυτοκρατορίας. Το φθινόπωρο του 1416 είχε σταλεί επιστολή στον σουλτάνο Μωάµεθ Α’, µε την οποία ο αυτοκράτορας αρνούνταν να του παραδώσει τον αδελφό του Μουσταφά και την ακολουθία του, που κατέφυγαν στη Θεσσαλονίκη. ‘‘Όπως καλά γνωρίζεις –γράφει ο αυτοκράτορας– εγώ υπο-σχέθηκα ότι θα είµαι πατέρας σου και συ γιός µου. Και αν είµαστε και οι δύο πιστοί στις υποσχέσεις µας, αυτό θα είναι µετά φόβου Θεού και µε τήρηση των εντολών του. Αν όµως παρεκκλίνουµε από αυτές τότε και ο πατέρας θα αποβεί προδότης του γιού του και ο γιός θα αποκαλείται πατροκτόνος. Εγώ, λοιπόν, θα τηρώ τον όρκο, ενώ εσύ δεν το επιθυµείς αυτό. Ας είναι ο Θεός, ο τιµωρός του άδικου, δίκαιος κριτής. Όσον αφορά δε τους φυγάδες δεν πρέπει ούτε να µιλά κανείς, ούτε να ακούει µε τα αυτιά του περί παράδοσής τους στα χέρια σου, διότι αυτό δεν είναι έργο βασιλικό, αλλά τυραννικό’’» (Δούκας, ΧΧΙΙ 5).(από το έργο των Ζ. Ουνταλτσόβα-Γ. Λιτάβριν-Ν. Μεντβέντιεφ, Βυζαντινή διπλωµατία, εκδ. Ελληνικά Γράµµατα, Αθήνα 1995, σ. 138-9).Την ίδια περίοδο βρισκόταν σε εξέλιξη στο εσωτερικό του οθωµανικού κράτους η αδελ-φοκτόνος σύγκρουση µεταξύ των γιων του Βαγιαζήτ. Στη Μικρά Ασία ο Ισά σκοτώθηκε το 1403 από τον Μωάµεθ που απέκτησε την υπεροχή στα µικρασιατικά εδάφη. Τον επό-µενο χρόνο ο Μουσά, ο πιο πολεµοχαρής από τους γιους του Βαγιαζήτ, στράφηκε ενα-ντίον του Σουλεϊµάν. Το καλοκαίρι του 1410 οι στρατοί των δύο αδελφών συγκρούστη-

Ο Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος σε µικρογραφία χειρόγραφου

Χρυσό µολυβδόβουλο από την Κωνσταντινούπολη, του « εν

Page 35: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1008/07_documents/t07_k06.pdf · αγανάκτησή τους. Υπό αυτές τις συνθήκες,

καν έξω από την Κωνσταντινούπολη, ενώ τον Φεβρουάριο του 1411 ο Μουσά (1411-13) συνέλαβε τον Σουλεϊµάν και τον στραγγάλισε. Στη συνέχεια στράφηκε εναντίον των συµµάχων του αδελφού του και πολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη. Τότε ο Μανουήλ ήλθε σε επαφή µε τον Μωάµεθ και τον Ιούλιο του 1412 κατόρθωσε να τον πείσει να στραφεί εναντίον του Μουσά. Τον βοήθησε, µάλιστα, να µεταφέρει τα στρατεύµατά του στα ευρωπαϊκά εδάφη. Απαιτήθηκαν, όµως, τρεις απόπειρες προτού ο Μωάµεθ κατορ-θώσει να νικήσει και εξοντώσει τον Μουσά, τον Ιούλιο του 1413. Ο Μωάµεθ Α’ (ο επονοµαζόµενος Τσελεµπί, 1413-21) ήταν µετριοπαθής. Αναγνωρίζο-ντας τη βοήθεια που του είχαν προσφέρει οι Βυζαντινοί, υπέγραψε µαζί τους συνθήκη µε την οποία επικύρωνε τις παραχωρήσεις του αδελφού του Σουλεϊµάν. Έτσι, ο Μανου-ήλ Β’ Παλαιολόγος κατόρθωσε να εξασφαλίσει και πάλι την επιστροφή στη Βυζαντινή αυτοκρατορία µιας παραλιακής ζώνης στην ηπειρωτική Ελλάδα που ξεκινούσε από τον Μαλιακό κόλπο και έφθανε µέχρι τον Στρυµόνα. Στη ζώνη αυτή περιλαµβανόταν και η Θεσσαλονίκη, η οποία παρέµεινε υπό βυζαντινό έλεγχο έως το 1423. Η περίοδος της διακυβέρνησης του Μωάµεθ, που διήρκεσε έως το 1421, επρόκειτο να είναι η τελευταία ανάπαυλα ειρήνης που θα γνώριζε το βυζαντινό κράτος πριν από την έναρξη µιας νέας σειράς συγκρούσεων οι οποίες, µε αφετηρία το 1422, επρόκειτο να έχουν ως κατάληξη την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, το 1453. Ο Μανουήλ αξι-οποίησε αυτή την ανάπαυλα για να περιοδεύσει στην Πελοπόννησο, όπου κατέστειλε τις αποσχιστικές διαθέσεις των ισχυρών τοπικών αρχόντων και το 1415 ανοικοδόµησε το παλαιό τείχος του Εξαµιλίου, στον Ισθµό, για το οποίο υπήρχαν ελπίδες ότι θα µπορούσε να αποτρέψει µελλοντικές οθωµανικές επιδροµές στην Πελοπόννησο. Έναν χρόνο αργότερα, οι πολιτικές συγκυρίες λειτούργησαν και πάλι υπέρ των Βυζαντινών, καθώς ο νεότευκτος στόλος του Μωάµεθ καταναυµαχήθηκε από τους Βενετούς έξω από την Καλλίπολη. Ο φιλειρηνικός χαρακτήρας του Μωάµεθ και οι επανειληµµένες προκλήσεις που αντιµε-τώπισε από διεκδικητές της εξουσίας του δεν του έδωσαν το περιθώριο να αναδειχθεί σε αντίπαλο των Βυζαντινών. Αυτή η πολιτική συγκυρία, όµως, δεν αντικατόπτριζε την πραγµατική ισορροπία δυνάµεων στην περιοχή των Βαλκανίων, η οποία έµελλε να διαταραχθεί αµέσως µετά τον θάνατό του.

Πορτραίτο του µετριοπαθούς Οθωµανού σουλτάνου Μωάµεθ