Draft

26
2/2/2012 Παρουσίαση Διδάσκοντες Θ. Γεωργίου Ι. Κουνιάκη Δ. Καλλινίκου Π. Τσούγγου Α. Χιωτέλλης Μ. Χαλκιαδάκη Π. Νικολόπουλος Σ. Χαρμαντάς Παρουσίαση στο πλαίσιο του μαθήματος Σύγχρονες Εξελίξεις στην Πνευματική Ιδιοκτησία και τα Συγγενικά Δικαιώματα του ΠΜΣ Α’ Ιδιωτικού Πνευματική Ιδιοκτησία και Διαδίκτυο

Transcript of Draft

Page 1: Draft

2/2/2012

Παρουσίαση Διδάσκοντες

Θ. Γεωργίου

Ι. Κουνιάκη Δ. Καλλινίκου

Π. Τσούγγου Α. Χιωτέλλης

Μ. Χαλκιαδάκη Π. Νικολόπουλος

Σ. Χαρμαντάς

Παρουσίαση στο πλαίσιο του μαθήματος Σύγχρονες Εξελίξεις στην

Πνευματική Ιδιοκτησία και τα Συγγενικά Δικαιώματα του ΠΜΣ Α’ Ιδιωτικού

Πνευματική Ιδιοκτησία και Διαδίκτυο

Page 2: Draft

2

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΕΚ C-5/08: Infopaq κατά DDF ............................................................................... 3

ΔΕΚ C-467/08: Padawan κατα SGAE ........................................................................ 7

ΔΕΚ C-479/04: Laserdisken κατά Kulturministeriet .................................................. 12

ΔΕΚ C-275/06: Promusicae κατά Telefonica ........................................................... 16

ΔΕΚ C-557/07: LSG GmbH κατά Tele2 GmbH ........................................................ 19

ΔΕΚ C-70/10: Υπόθεση SABAM κατά Scarlet SA ................................................... 21

Άδειες Creative Commons ....................................................................................... 26

Page 3: Draft

3 Πνευματική Ιδιοκτησία και Διαδίκτυο

ΔΕΚ C-5/08: INFOPAQ ΚΑΤΑ DDF

Πραγματικά Περιστατικά

Η εταιρία Infopaq ασκεί δραστηριότητα παρακολουθήσεως και αναλύσεως του

γραπτού Τύπου. Η παρακολούθηση του γραπτού Τύπου συνίσταται στην κατάρτιση

περιλήψεων επιλεγμένων άρθρων του δανικού ημερήσιου Τύπου και διαφόρων περιοδικών.

Τα άρθρα επιλέγονται βάσει θεματικών κριτηρίων που επιλέγουν οι πελάτες της εταιρίας,

ενώ οι περιλήψεις αποστέλλονται στη συνέχεια στους πελάτες με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.

Η DDF είναι η επαγγελματική οργάνωση των δανικών ημερήσιων εφημερίδων και έργο της είναι να παρέχει αρωγή στα μέλη της για όλα τα ζητήματα που άπτονται των δικαιωμάτων του δημιουργού. Το 2005, η DDF πληροφορήθηκε ότι η Infopaq κατάρτιζε αποσπάσματα από άρθρα εφημερίδων χωρίς την έγκριση των κατόχων των δικαιωμάτων δημιουργού και δήλωσε στην Infopaq ότι η πρακτική αυτή δεν είναι σύννομη.

Η Infopaq αμφισβήτησε τον ισχυρισμό ότι χρειάζεται την έγκριση των κατόχων των δικαιωμάτων δημιουργού για την άσκηση της δραστηριότητάς της και άσκησε αγωγή κατά της DDF ενώπιον του Østre Landsret, ζητώντας να αναγνωριστεί ότι δικαιούται να εφαρμόζει τη μέθοδο «ανακτήσεως δεδομένων» χωρίς τη συγκατάθεση της DDF ή των μελών της. Το Østre Landsret απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη και συνεπώς η Infopaq άσκησε αναίρεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου (Højesteret).

Τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβάλλονται στην κρινόμενη υπόθεση μπορούν να

χωριστούν σε τρεις κατηγορίες.

Η πρώτη κατηγορία αφορά την ερμηνεία της έννοιας της «αναπαραγωγής»

σύμφωνα με το άρθρο 2 της οδηγίας 2001/29.

Η δεύτερη κατηγορία αφορά την ερμηνεία της εξαιρέσεως από το δικαίωμα

αναπαραγωγής, την οποία προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας

και η οποία επιτρέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την προσωρινή πράξη

αναπαραγωγής.

Η τρίτη κατηγορία αφορά την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 5, της

οδηγίας, δυνάμει του οποίου οι εξαιρέσεις και οι περιορισμοί του δικαιώματος

αναπαραγωγής εφαρμόζονται μόνο σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις, οι οποίες

δεν αντίκεινται στην κανονική εκμετάλλευση του έργου ή άλλου

προστατευομένου αντικειμένου και δεν θίγουν αδικαιολογήτως τα έννομα

συμφέροντα του δικαιούχου.( κανόνας των 3 σταδίων - 3 steps test- Οι

προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές και συμπεριλήφθηκαν στην οδηγία

λαμβάνοντας ως υπόδειγμα διεθνείς συμβάσεις, και ειδικότερα το άρθρο 9,

παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Βέρνης, το άρθρο 10 της συνθήκης του

Παγκόσμιου Οργανισμού Διανοητικής Ιδιοκτησίας για τα δικαιώματα του

δημιουργού και το άρθρο 13 της Συμφωνίας για τα δικαιώματα πνευματικής

ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου (TRIPS).

Page 4: Draft

4 Μ. Χαλκιαδάκη

Άρθρο 2 Οδηγίας: Δικαίωμα αναπαραγωγής

Τα κράτη μέλη παρέχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν, την άμεση ή έμμεση, προσωρινή ή μόνιμη αναπαραγωγή με οποιοδήποτε μέσο και μορφή, εν όλω ή εν μέρει:

α) στους δημιουργούς, όσον αφορά τα έργα τους,

β) στους καλλιτέχνες ερμηνευτές ή εκτελεστές, όσον αφορά την εγγραφή σε υλικό φορέα των ερμηνειών ή εκτελέσεών τους,

γ) στους παραγωγούς φωνογραφημάτων, όσον αφορά τα φωνογραφήματά τους,

δ) στους παραγωγούς της πρώτης υλικής ενσωμάτωσης ταινιών σε φορέα, όσον αφορά το πρωτότυπο και τα αντίγραφα των ταινιών τους,

ε) στους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, όσον αφορά την υλική ενσωμάτωση των εκπομπών τους, που μεταδίδονται ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, συμπεριλαμβανομένης της καλωδιακής ή δορυφορικής μετάδοσης.

Σχετικά με το εάν εμπίπτουν τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης στην έννοια της αναπαραγωγής του άρθρου 2- εν μέρει αναπαραγωγή- έννοια πνευματικού δημιουργήματος:

Σύμφωνα με την Απόφαση του ΔΕΕ «Πράξη πραγματοποιούμενη κατά τη μέθοδο συλλογής δεδομένων, η οποία συνίσταται σε αποθήκευση σε μνήμη ηλεκτρονικού υπολογιστή αποσπάσματος προστατευόμενου έργου, που αποτελείται από ένδεκα λέξεις καθώς και από εκτύπωση του αποσπάσματος αυτού, δύναται να εμπίπτει στην έννοια της εν μέρει αναπαραγωγής του άρθρου 2 της οδηγίας 2001/29/ΕΚ εάν –γεγονός το οποίο απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει– τα ούτως αναπαραγόμενα στοιχεία αποτελούν την έκφραση της προσωπικής πνευματικής εργασίας του δημιουργού.

Συγκεκριμένα, το δικαίωμα του δημιουργού υπό την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2001/29 δύναται να εφαρμοστεί μόνον όσον αφορά αντικείμενο που είναι πρωτότυπο υπό την έννοια ότι είναι αποτέλεσμα προσωπικής πνευματικής εργασίας του δημιουργού του. Όσον αφορά τα τμήματα ενός έργου, προστατεύονται από το δικαίωμα του δημιουργού εφόσον μετέχουν, καθεαυτά, στην πρωτότυπη δημιουργία όλου του έργου. Επομένως, τα διάφορα τμήματα ενός έργου απολαύουν της προστασίας δυνάμει της διατάξεως αυτής υπό την προϋπόθεση ότι περιλαμβάνουν ορισμένα από τα στοιχεία που αποτελούν την έκφραση της προσωπικής πνευματικής εργασίας του δημιουργού του έργου αυτού. Λαμβανομένης υπόψη της απαιτήσεως ευρείας ερμηνείας του περιεχομένου της προστασίας που παρέχει το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, δεν αποκλείεται ορισμένες μεμονωμένες φράσεις, ή μάλιστα ορισμένα τμήματα φράσεων του οικείου κειμένου, να έχουν τη δυνατότητα να μεταδώσουν στον αναγνώστη την πρωτοτυπία ενός δημοσιεύματος όπως ενός άρθρου του Τύπου, γνωστοποιώντας του ένα στοιχείο το οποίο, καθεαυτό, αποτελεί την έκφραση της προσωπικής πνευματικής δημιουργίας του συντάκτη του άρθρου αυτού. Επομένως, τέτοιες φράσεις ή τέτοια τμήματα φράσεων δύνανται να αποτελέσουν το αντικείμενο της προστασίας του άρθρου 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας».

Αναφορικά με τον ορισμό του δικαιώματος αναπαραγωγής στο ηλεκτρονικό περιβάλλον κρίθηκε κατά τη σύνταξη της Οδηγίας επαρκής ο ορισμός που δίνεται στη Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης. Με βάση αυτόν τον ορισμό (άρθρο 9 παρ.3: «πάσα ηχητική ή οπτική εγγραφή θεωρείται ως αναπαραγωγή») έχει κριθεί ότι αποτελεί αναπαραγωγή η αποθήκευση προστατευόμενων έργων σε ψηφιακή μορφή.

Άρθρο 5: Εξαιρέσεις και περιορισμοί

1. Οι αναφερόμενες στο άρθρο 2 προσωρινές πράξεις αναπαραγωγής, οι οποίες είναι μεταβατικές ή παρεπόμενες και οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο και ουσιώδες τμήμα μιας τεχνολογικής μεθόδου, έχουν δε ως αποκλειστικό σκοπό να επιτρέψουν:

Page 5: Draft

5 Πνευματική Ιδιοκτησία και Διαδίκτυο

α) την εντός δικτύου μετάδοση μεταξύ τρίτων μέσω διαμεσολαβητή (βάσει αυτού δε φέρουν ευθύνη oι internet service providers), ή

β) τη νόμιμη χρήση ενός έργου ή άλλου προστατευομένου αντικειμένου (πχ εκτέλεση ενός προγράμματος στον υπολογιστή που προϋποθέτει την προσωρινή αποθήκευση στη μνήμη RAM) και οι οποίες δεν έχουν καμία ανεξάρτητη οικονομική σημασία, εξαιρούνται από το δικαίωμα αναπαραγωγής που προβλέπεται στο άρθρο 2.

5. Οι εξαιρέσεις και οι περιορισμοί που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2, 3 και 4, εφαρμόζονται μόνο σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις οι οποίες δεν αντίκεινται στην κανονική εκμετάλλευση του έργου ή άλλου προστατευομένου αντικειμένου και δεν θίγουν αδικαιολογήτως τα έννομα συμφέροντα του δικαιούχου.

Σχετικά με το εάν εμπίπτουν τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά στις

εξαιρέσεις της παραγράφου 5 παρ 1 της Οδηγίας-και παράγραφος 5 (τεστ 3 σταδίων):

Σύμφωνα με την Απόφαση του ΔΕΕ «μια πράξη δύναται να χαρακτηριστεί ως «μεταβατική», υπό την έννοια της δεύτερης προϋποθέσεως της διατάξεως αυτής, μόνον αν η διάρκεια ζωής της περιορίζεται σε αυτό που απαιτείται για την ορθή λειτουργία της οικείας τεχνολογικής μεθόδου, δεδομένου ότι η μέθοδος αυτή πρέπει να είναι αυτοματοποιημένη ούτως ώστε η πράξη αυτή να εξαλείφεται αυτομάτως, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, μόλις ολοκληρωθεί η λειτουργία της με σκοπό την υλοποίηση της μεθόδου αυτής. Εντούτοις, με την τελευταία αυτή πράξη αναπαραγωγής της επίδικης διαδικασίας συλλογής δεδομένων, πραγματοποιείται αναπαραγωγή εκτός του τομέα της πληροφορικής, με την εκτύπωση αρχείων που περιλαμβάνουν τα αποτελούμενα από ένδεκα λέξεις αποσπάσματα και έτσι αναπαράγει τα αποσπάσματα αυτά σε χαρτί. Ωστόσο, άπαξ η αναπαραγωγή εκτυπωθεί, εξαφανίζεται μόνον αφού καταστραφεί η έντυπη μορφή της. Περαιτέρω, εφόσον με τη μέθοδο συλλογής δεδομένων δεν δύναται, προφανώς, να καταστραφεί η έντυπη μορφή της αναπαραγωγής, η εξάλειψή της εξαρτάται μόνον από τη βούληση του χρήστη της μεθόδου αυτής και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ο χρήστης επιθυμεί να απαλλαγεί της αναπαραγωγής αυτής, γεγονός που συνεπάγεται ότι υφίσταται ο κίνδυνος η εν λόγω αναπαραγωγή να διατηρηθεί για μεγάλη χρονική περίοδο αναλόγως των αναγκών του χρήστη. Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι η τελευταία πράξη της μεθόδου συλλογής δεδομένων, κατά τη διάρκεια της οποίας εκτυπώνονται τα αποτελούμενα από ένδεκα λέξεις αποσπάσματα, δεν αποτελεί μεταβατική πράξη υπό την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29».

Να σημειώσουμε εδώ ότι σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις 55 και 56 της Απόφασης οι προϋποθέσεις του άρθρου 5 παρ 1. είναι σωρευτικές, καθώς επίσης ότι σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΔΕΕ το άρθρο 5 της Οδηγίας, ως διάταξη που εισάγει εξαίρεση οφείλεται να ερμηνευθεί συσταλτικά (η θέση αυτή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου έρχεται σε αντίθεση με μερίδα της θεωρίας που προτάσσει την διασταλτική ερμηνεία των εξαιρέσεων ώστε να καλυφθούν νομικά νέές ψηφιακές χρήσεις, οι οποίες δεν καταλαμβάνονται από τις εξαιρέσεις- «Διακήρυξη για μια ισορροπημένη ερμηνεία του ελέγχου των τριών βημάτων» - ζήτημα παρουσίαζεται σε αυτό το σημείο σχετικά με το κατά πόσο είναι δυνατή η διασταλτική ερμηνεία εξαιρέσεων στην έννομη τάξη μας

Παρατηρήσεις από τις αιτιολογικές σκέψεις της Οδηγίας και τις προτάσεις του Εισαγγελέα στην συγκεκριμένη Υπόθεση:

οι ισχύοντες κανόνες σχετικά με το δικαίωμα του δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα θα πρέπει να προσαρμοστούν και να συμπληρωθούν ώστε να ανταποκρίνονται δεόντως στην οικονομική πραγματικότητα, όπως η εμφάνιση νέων μορφών εκμετάλλευσης. Το δικαίωμα αναπαραγωγής αντιπροσωπεύει την ουσία του δικαιώματος του δημιουργού διότι αφορά το αποκλειστικό δικαίωμα του δημιουργού να επιτρέπει ή να απαγορεύει την αναπαραγωγή του έργου του, επίσης η κατάλληλη προστασία του δικαιώματος του δημιουργού να είναι αρκετά ευέλικτη ώστε να μην παρεμποδίζει την ανάπτυξη ή την ομαλή λειτουργία των νέων τεχνολογιών

Page 6: Draft

6 Μ. Χαλκιαδάκη

Το άρθρο 2 δεν διακρίνει ανάμεσα σε αναλογική και ψηφιακή αναπραγωγή. Είναι, όμως, δεκτό ότι στην έννοια της αναπαραγωγής υπάγεται και η ψηφιακή αναπαραγωγή, η οποία διακρίνεται στο ψηφιακό περιβάλλον σε «μόνιμη» (πχ. Scanning, απόθηξευση σε cd, dvd, σκληρό δίσκο, download) και «προσωρινή» (link, αποθήκευση στη μνήμη RAM).- Η φευγαλέα ψηφιακή αναπραγωγή αποτελεί τη βάση λειτουργίας των υπολογιστικών συστημάτων.

Από το γράμμα της διατάξεως προκύπτει συνεπώς ότι αναπαραγωγή των έργων δεν επιτρέπεται χωρίς την έγκριση του δημιουργού, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για αναπαραγωγή του όλου ή μέρους του έργου. Εντούτοις, το άρθρο 2 της οδηγίας 2001/29 δεν δίνει τον ορισμό της έννοιας της αναπαραγωγής, ούτε προσδιορίζει πότε και υπό ποιες προϋποθέσεις πρόκειται για «μερική αναπαραγωγή». Ως «μερική αναπαραγωγή» μπορεί να οριστεί ως η καταγραφή μέρους μόνον του έργου σε συγκεκριμένο μέσο μεταφοράς πληροφοριών. Κριτήρια για «μερική αναπαραγωγή»:

Α) θα πρέπει να διαπιστωθεί αν η μερική αναπαραγωγή είναι

πραγματικά πανομοιότυπη με τμήμα του πρωτότυπου έργου (στοιχείο της ταυτοποιήσεως). Στην περίπτωση μερικής αναπαραγωγής άρθρου εφημερίδας, αυτό σημαίνει συγκεκριμένα ότι πρέπει να διαπιστωθεί αν η αναπαραγωγή περιέχει τις ίδιες ακριβώς λέξεις με το άρθρο της εφημερίδας και αν οι λέξεις αυτές παρουσιάζονται με την ίδια σειρά.

Β) θα πρέπει να διαπιστωθεί αν είναι δυνατόν να αναγνωριστεί, βάσει της μερικής αναπαραγωγής, το περιεχόμενο του έργου και να διαπιστωθεί με βεβαιότητα ότι πρόκειται για μερική αναπαραγωγή του συγκεκριμένου έργου (στοιχείο της αναγνωρίσεως). Εν γένει,η ύπαρξη μερικής αναπαραγωγής πρέπει να διαπιστώνεται περιπτωσιολογικώς.

η εξαίρεση του άρθρου 5 παρ .1 θα πρέπει να καλύπτει τις πράξεις που καθιστούν δυνατή την αναζήτηση (browsing) καθώς και την αποθήκευση σε κρυφή μνήμη (caching), συμπεριλαμβανομένων εκείνων που καθιστούν δυνατή την αποτελεσματική λειτουργία των συστημάτων μετάδοσης, εφόσον ο διαμεσολαβητής δεν τροποποιεί τις πληροφορίες και δεν παρεμποδίζει τη νόμιμη χρήση της τεχνολογίας, όμως η εξαίρεση του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 δεν αφορά μόνον τις προσωρινές πράξεις αναπαραγωγής που πραγματοποιούνται στο διαδίκτυο, αλλά, αντιθέτως, όλες τις πράξεις αναπαραγωγής που πληρούν τις γενικές προϋποθέσεις του άρθρου, επίσης συνιστά την μόνη εξαίρεση της οδηγίας με υποχρεωτικό χαρακτήρα (mandatory exception).

η εκτύπωση σε χαρτί πρέπει να θεωρηθεί μόνιμη αναπαραγωγή. Η μόνιμη αναπαραγωγή, ασφαλώς, δεν σημαίνει χρονικά απεριόριστη διάρκεια, γιατί η αναπαραγωγή μπορεί να καταστραφεί, αλλά ο χρήστης της αναπαραγωγής αποφασίζει μόνος του πότε θα την καταστρέψει. Οι μεταβατικές πράξεις αναπαραγωγής είναι προσωρινές πράξεις αναπαραγωγής με εξαιρετικά μικρή χρονική διάρκεια, οι οποίες είναι εφήμερες και παύουν να υπάρχουν μετά την υλοποίησή τους (η διαφορα ανάμεσα στη μεταβατική και την προσωρινή πράξη ανάγεται στη διάρκειά τους, καθώς θεωρείται πως η μεταβατική πράξη έχει ακόμα μικρότερη διάρκεια από την προσωρινή)

Άρθρο 5 παρ β’: η χρήση θεωρείται νόμιμη εφόσον επιτρέπεται από τον δικαιούχο ή δεν περιορίζεται από το νόμο, η νόμιμη χρήση έργου κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 καλύπτει κάθε μορφή χρήσεως του έργου για την οποία δεν απαιτείται η έγκριση του δικαιούχου ή η οποία έχει εγκριθεί ρητώς από τον δικαιούχο

οι εξαιρέσεις και οι περιορισμοί του άρθρου 5, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2001/29 απαριθμούνται εξαντλητικά, πράγμα που σημαίνει ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να θεσπίσουν στην εθνική τους νομοθεσία άλλες εξαιρέσεις και περιορισμούς εκτός από αυτούς τους οποίους προβλέπει η οδηγία.

Η συγκεκριμένη απόφαση, αν και σχετικά πρόσφατη, έχει ήδη επηρεάσει τη

νομολογία των κρατών μελών με χαρακτηριστικό παράδειγμα την απόφαση του High

Page 7: Draft

7 Πνευματική Ιδιοκτησία και Διαδίκτυο

Court της Αγγλίας (Newspaper Licensing Agency LTD v Meltwater Holding BV (2010), η οποία έκρινε ότι ακόμε και η επικεφαλίδα ή ο τίτλος δημοσιεύματος προστατεύονται ως πνευματικό δημιούργημα και η αναπαραγωγή τους σε ιστοσελίδα που ασχολείται με τη συλλογή ειδησεογραφίας προσβάλλει το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας του δημιουργού.

ΔΕΚ C-467/08: PADAWAN ΚΑΤΑ SGAE

Άρθρο 5 της Οδηγίας: Εξαιρέσεις και περιορισμοί

2. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν εξαιρέσεις ή περιορισμούς από το

δικαίωμα αναπαραγωγής που προβλέπεται στο άρθρο 2 στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(........)β) αναπαραγωγές σε οποιοδήποτε μέσο που πραγματοποιούνται από φυσικό

πρόσωπο για ιδιωτική χρήση και για μη άμεσους ή έμμεσους εμπορικούς σκοπούς, υπό τον

όρο ότι οι δικαιούχοι λαμβάνουν δίκαιη αποζημίωση που συνεκτιμά την εφαρμογή ή όχι των

τεχνολογικών μέτρων του άρθρου 6 στο συγκεκριμένο έργο ή άλλο υλικό.

Πραγματικά Περιστατικά

Η Sociedad General de Autores y Editores de España (SGAE) ενάγουσα της κύριας

δίκης, ισπανικός οργανισμός συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας,

αξιώνει από την επιχείρηση Padawan να της καταβάλει κατ’ αποκοπήν αποζημίωση για

ιδιωτική αντιγραφή για τα μέσα αποθήκευσης (CD-R, CD-RW, DVD-R και τις συσκευές MP3

) που διέθεσε στο εμπόριο εντός ενός ακριβώς καθορισμένου χρονικού διαστήματος.

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα το δικαστήριο ερωτά αν ο όρος «δίκαιη

αποζημίωση» του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29

συνεπάγεται εναρμόνιση και αν αποτελεί κοινοτικό όρο ο οποίος πρέπει να

ερμηνεύεται αυτοτελώς στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου

Το ΔΕΕ αποφάσισε ότι η «δίκαιη αποζημίωση» κατά την έννοια του άρθρου 5,

παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ είναι αυτοτελής έννοια του δικαίου

(πρώτη αρχή που διαφαίνεται στην απόφαση) της Ένωσης, η οποία πρέπει να

ερμηνεύεται κατά τρόπο ενιαίο σε όλα τα κράτη μέλη που έχουν εισαγάγει εξαίρεση ιδιωτικής

αντιγραφής, ανεξαρτήτως της ευχέρειας που τους παρέχεται να καθορίζουν, εντός των ορίων

που επιβάλλονται από το δίκαιο της Ένωσης και ιδίως από την ως άνω οδηγία, τη μορφή, τις

λεπτομέρειες χρηματοδοτήσεως και εισπράξεως και το ύψος της ως άνω δίκαιης

αποζημιώσεως. (ίδια θέση είχε πάρει το Δικαστήριο στην υπόθεση C-245/00 αναφορικά με

την «εύλογη αμοιβή» του άρθρου 8 της οδηγίας 92/100 σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης,

δανεισμού και ορισμένα συγγενικά δικαιώματα) Τα κράτη- μέλη έχουν διακριτική ευχέρεια να

εισάγουν ή όχι τη ρύθμιση αυτή στην έννομη τάξη τους. Εάν, όμως, προβλέψουν τέτοια

εξαίρεση θα πρέπει παράλληλα να προβλέψουν την καταβολή της «δίκαιης αποζημίωσης».

Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το δικαστήριο ζητεί να πληροφορηθεί αν

τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εξασφαλίσουν ισορροπία μεταξύ των κατόχων

δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και των υποχρεούμενων αμέσως ή

εμμέσως σε καταβολή της αποζημιώσεως. Σε περίπτωση καταφατικής

απαντήσεως, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν η απαιτούμενη δίκαιη αποζημίωση

αντλεί τη νομιμοποίησή της από τον μετριασμό της ζημίας των δικαιούχων.

Page 8: Draft

8 Μ. Χαλκιαδάκη

Σύμφωνα με το ΔΕΕ το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄έχει την έννοια ότι η

«δέουσα ισορροπία» που πρέπει να εξασφαλισθεί μεταξύ των ενδιαφερομένων σημαίνει ότι

η δίκαιη αποζημίωση υπολογίζεται υποχρεωτικά επί τη βάσει του κριτηρίου της

ζημίας που προξενείται στους δημιουργούς των προστατευόμενων έργων εξαιτίας της

εισαγωγής της εξαιρέσεως της ιδιωτικής αντιγραφής (δεύτερη άρχή). Είναι σύμφωνο με τις

απαιτήσεις της ως άνω «δέουσας ισορροπίας» το να προβλεφθεί ότι τα πρόσωπα τα οποία

προβαίνουν σε διάθεση εξοπλισμού, συσκευών καθώς και υποθεμάτων ψηφιακής

αναπαραγωγής και τα οποία κατά συνέπεια διαθέτουν από νομικής ή πραγματικής απόψεως

τον ως άνω εξοπλισμό σε ιδιώτες χρήστες ή παρέχουν σε αυτούς υπηρεσία αναπαραγωγής

είναι υπόχρεοι για τη χρηματοδότηση της δίκαιης αποζημιώσεως, εφόσον τα πρόσωπα

αυτά έχουν τη δυνατότητα να μετακυλίσουν την πραγματική επιβάρυνση από την ως

άνω χρηματοδότηση στους ιδιώτες χρήστες. Από την απόφαση συνάγεται ότι απλώς και

μόνο η ικανότητα του ως άνω εξοπλισμού ή των ως άνω συσκευών να παράγουν αντίγραφα

αρκεί για να δικαιολογήσει την επιβολή του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής, υπό την

προϋπόθεση ότι ο εν λόγω εξοπλισμός ή συσκευές έχουν διατεθεί στα φυσικά πρόσωπα

υπό την ιδιότητά τους ως ιδιωτών χρηστών.

Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από το γράμμα της τριακοστής πέμπτης αιτιολογικής

σκέψεως της οδηγίας 2001/29. Πράγματι, στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη αναφέρεται, ως

πολύτιμο κριτήριο για τον καθορισμό του ύψους της δίκαιης αποζημιώσεως, όχι απλώς η

«ζημία» καθαυτή, αλλά η «πιθανή» ζημία. Ο «πιθανός» χαρακτήρας της ζημίας που

προξενείται στον δημιουργό του προστατευόμενου έργου έγκειται στην εκπλήρωση της

αναγκαίας προϋποθέσεως που είναι η διάθεση σε φυσικό πρόσωπο εξοπλισμού ή

συσκευών που παρέχουν τη δυνατότητα παραγωγής αντιγράφων, χωρίς να πρέπει

υποχρεωτικά να επακολουθήσει πράγματι παραγωγή ιδιωτικών αντιγράφων. (Τρίτη αρχή

της απόφασης- βλ. Και Απόφαση C-306/05 SGAE, η οποία έλαβε υπ’οψιν απλώς τη

δυνατότητα του τελικού χρήστη να παρακολουθήσει τα μεταδιδόμενα έργακαι όχι την

πραγματική εντέλει πρόσβαση των πελατών).

Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί να πληροφορηθεί

αν πρέπει αναγκαστικά να υφίσταται σύνδεσμος μεταξύ του τέλους το οποίο

σκοπεί στη χρηματοδότηση της δίκαιης αποζημιώσεως και της εικαζόμενης

χρήσεως των προαναφερθέντων συσκευών και μέσων αποθήκευσης- επίσης αν

η προβλεπόμενη στο σύστημα κράτους-μέλους άνευ διακρίσεων είσπραξη του

τέλους, ειδικότερα από τις επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες,

συμβιβάζεται με την έννοια της «δίκαιης αποζημιώσεως».

Σύμφωνα με το Δικαστήριο το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας

2001/29 έχει την έννοια ότι είναι απαραίτητος ο σύνδεσμος μεταξύ της επιβολής του τέλους

που προορίζεται να χρηματοδοτήσει τη δίκαιη αποζημίωση στον εξοπλισμό, στις συσκευές

καθώς και στα υποθέματα ψηφιακής αναπαραγωγής και της τεκμαιρόμενης χρήσεως τούτων

για ιδιωτική αναπαραγωγή. Συνεπώς, δεν είναι σύμφωνη προς την οδηγία 2001/29 η άνευ

διακρίσεως επιβολή του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής, ιδίως σε εξοπλισμό, συσκευές καθώς

και υποθέματα ψηφιακής αναπαραγωγής που δεν διατίθενται σε ιδιώτες χρήστες και

προδήλως προορίζονται για χρήσεις άλλες από την παραγωγή αντιγράφων για ιδιωτική

χρήση (τέταρτη αρχή).

Παρατήρηση:

Η χρήση του όρου «δίκαιη αποζημίωση» είναι αποτέλεσμα συμβιβασμού ανάμεσα στα

κράτη που εφαρμόζουν το σύστημα καταβολής εύλογης αμοιβής σε περίπτωση ιδιωτικής

αντιγραφής και σε εκείνα που δεν αναγνωρίζουν το δικαίωμα αυτό (π.χ. Αγγλία, Ιρλανδία). Η

δίκαιη αποζημίωση δίνει τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να προβλέψουν ίσως κάποια άλλη

μορφή αποζημίωσης που να συνδέεται με τη ζημία που υφίστανται οι δικαιούχοι.

Page 9: Draft

9 Πνευματική Ιδιοκτησία και Διαδίκτυο

Για το άρθρο 18 του Ν.2121/93, όπως έχει τροποποιηθεί:

Προβλέπει, εναρμονισμένο με την Κοινοτική Οδηγία, την καταβολή εύλογης

αποζημίωσης στους δημιουργούς και σε ορισμένους δικαιούχους συγγενικών

δικαιωμάτων λόγω ιδιωτικής χρήσης. Δεν έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 4

παρ.1 του Σ., περί οικονομικής ελευθερίας, καθώς ρυθμίζει κατά τρόπο γενικό

και αντικειμενικό την υποχρέωση καταβολής αμοιβής για τα μέλη των

Οργανισμών Συλλογικής Διαχείρισης.

Η έννοια του χρήστη προσδιορίζεται αρνητικά και δεν συμπεριλαμβάνει τους

λεγόμενους “μεγάλους χρήστες”, δηλαδή τους οργανισμούς, τις εταιρίες ή

διάφόρες υπηρεσίες, οι οποίοι οφέιλουν να έχουν πάρει άδεια.

Η αναπαραγωγή για ιδιωτική χρήση αφορά τα έργα που έχουν νομίμως

δημοσιευθεί, δε νοείται, λοιπόν, αναπραγωγή από παράνομο αντίτυπο ή από

παράνομο δικτυακό τόπο, ιστοσελίδα.

Οφειλέτης με βαση το νόμο δεν είναι ο χρήστης αλλά ο εισαγωγέας ή ο

παραγωγός, στην παραγματικότηα όμως , το κόστος μετακυλίεται από τον

εισαγωγέα στο χρήστη, καθώς αγοράζει τα προϊόντα βεβαρημένα με την εύλογη

αποζημίωση (σκέψη που προκύπτει και από το σκεπτικό της Απόφασης του

ΔΕΕ).

Η είσπραξη γίνεται από τους Ο.Σ.Δ.

Στο πεδίο ρύθμισης του 18 εμπίπτουν και τα μέσα που παρέχουν τη δυνατότητα

ψηφιακής αναπαραγωγής, η απαρίθμηση μάλιστα των οποίων είναι ενδεικτική,

όπως προκύπτει από τη διατύπωση της διάταξης (...Οπως...)

Συμπεριλαμβάνονται, λοιπόν, με διασταλτική ερμηνεία βασισμένη στο σκοπό της

διάταξης και οι εξωτερικές κάρτες μνήμης, οι εξωετρικόι οδηγοί αποθήκευσης

(usb) και οι εξωτερικοί φορητοί σκληροί δίσκοι. Σε αντίθεση η γενική απαρίθμηση

των τεχνικών μέσων είναι περιοριστική.

Πρίν τις τροποποιήσεις η αμοιβή υπολογιζόταν και επί της αξίας των

ηλεκτρονικών υπολογιστών.

Άρθρο 18: Αναπαραγωγή για ιδιωτική χρήση του Ν.2121/93

1. Με την επιφύλαξη των επόμενων παραγράφων επιτρέπεται, χωρίς την άδεια του δημιουργού και χωρίς αμοιβή, η αναπαραγωγή ενός έργου, που έχει νομίμως δημοσιευθεί εφόσον η αναπαραγωγή γίνεται για ιδιωτική χρήση εκείνου που την κάνει. Δεν αποτελεί ιδιωτική χρήση η χρήση στο πλαίσιο μιας επιχείρησης ή μιας υπηρεσίας ή ενός οργανισμού.

2. Η ελευθερία της αναπαραγωγής για ιδιωτική χρήση δεν ισχύει όταν με την αναπαραγωγή εμποδίζεται η κανονική εκμετάλλευση του έργου ή βλάπτονται τα νόμιμα συμφέροντα των δημιουργών και ιδίως: α) όταν αναπαράγεται αρχιτεκτονικό έργο σε μορφή κτιρίου ή άλλης παρεμφερούς κατασκευής, β) όταν αναπαράγεται, με τεχνικά μέσα, έργο των εικαστικών τεχνών, που κυκλοφορεί σε περιορισμένο αριθμό ή η γραφική παράσταση μουσικού έργου.

3. Εάν για την ελεύθερη αναπαραγωγή του έργου χρησιμοποιούνται τεχνικά μέσα, όπως συσκευές εγγραφής ήχου ή εικόνας ή ήχου και εικόνας, συσκευές ή εξαρτήματα μη ενσωματωμένα στην κύρια μονάδα ηλεκτρονικών υπολογιστών που λειτουργούν σε συνάρτηση με αυτούς και χρησιμοποιούνται για την ψηφιακή αντιγραφή ή για την ψηφιακή μετεγγραφή από ή προς αναλογικά μέσα, μαγνητικές ταινίες ή άλλοι υλικοί φορείς πρόσφοροι για την αναπαραγωγή ήχου ή εικόνας ή ήχου και εικόνας, συμπεριλαμβανομένων των υλικών φορέων ψηφιακής αντιγραφής - όπως CD-ROM, CD-R, φορητοί οπτικοί μαγνητικοί δίσκοι χωρητικότητας άνω των 100 εκατομμυρίων ψηφίων (άνω των 100 Mbytes), αποθηκευτικά μέσα/δισκέτες κάτω των 100 εκατομμυρίων ψηφίων (κάτω των 100 Mbytes) - φωτοτυπικά μηχανήματα, χαρτί κατάλληλο για φωτοτυπίες, οφείλεται εύλογη αμοιβή στο δημιουργό του έργου και σε δικαιούχους συγγενικών δικαιωμάτων. Η αμοιβή ορίζεται σε 6% της αξίας των συσκευών εγγραφής ήχου ή εικόνας ή ήχου και εικόνας, συμπεριλαμβανομένων και των συσκευών ή

Page 10: Draft

10 Μ. Χαλκιαδάκη

εξαρτημάτων μη ενσωματωμένων στην κύρια μονάδα του ηλεκτρονικού υπολογιστή (εκτός από σαρωτές), των μαγνητικών ταινιών ή άλλων υλικών φορέων πρόσφορων για την αναπαραγωγή ήχου ή εικόνας ή ήχου και εικόνας καθώς και των υλικών φορέων ψηφιακής αντιγραφής - εκτός από τα αποθηκευτικά μέσα/δισκέτες κάτω των 100 εκατομμυρίων ψηφίων (κάτω των 100 Mbytes) - και σε 4% της αξίας των φωτοτυπικών συσκευών, των σαρωτών, του χαρτιού κατάλληλου για φωτοτυπίες και των αποθηκευτικών μέσων (δισκέτες) χωρητικότητας κάτω των 100 εκατομμυρίων ψηφίων (κάτω των 100Mbytes). Σε κάθε περίπτωση ο υπολογισμός γίνεται κατά την εισαγωγή ή τη διάθεση από το εργοστάσιο. Η αμοιβή καταβάλλεται από τους εισαγωγείς ή από τους παραγωγούς των αντικειμένων αυτών και σημειώνεται στο τιμολόγιο, εισπράττεται δε από οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης που λειτουργούν με έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού και καλύπτουν εν όλω ή εν μέρει την ενδιαφερόμενη κατηγορία των δικαιούχων. Η αμοιβή που εισπράττεται από την εισαγωγή ή την παραγωγή φωτοτυπικών μηχανημάτων, χαρτιού κατάλληλου για φωτοτυπίες, αποθηκευτικών μέσων (δισκετών) κάτω των των 100 εκατομμυρίων ψηφίων, και σαρωτών (4%) κατανέμεται εξ ημισείας μεταξύ των πνευματικών δημιουργών και των εκδοτών εντύπων. Η αμοιβή που εισπράττεται από την εισαγωγή ή την παραγωγή των συσκευών εγγραφής και υλικών φορέων ήχου ή εικόνας ή ήχου και εικόνας, των συσκευών και εξαρτημάτων μη ενσωματωμένων στην κύρια μονάδα ηλεκτρονικών υπολογιστών (6%), καθώς και των υλικών φορέων ψηφιακής αντιγραφής εκτός από τα αποθηκευτικά μέσα (δισκέτες) άνω των 100 εκατομμυρίων ψηφίων, κατανέμεται κατά 55% στους πνευματικούς δημιουργούς, 25% στους ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες και 20% στους παραγωγούς γραμμένων μαγνητικών ταινιών ή άλλων γραμμένων υλικών φορέων ήχου ή εικόνας ή ήχου και εικόνας.

4. Κάθε οργανισμός συλλογικής διαχείρισης έχει το δικαίωμα να ζητήσει οποτεδήποτε από οποιονδήποτε οφειλέτη, κοινοποιώντας του σχετική γραπτή πρόσκληση, να δηλώσει εγγράφως και υπευθύνως κατά το N.1599/1986 προς τον Οργανισμό Πνευματικής Ιδιοκτησίας: α) τη συνολική αξία των συσκευών εγγραφής ήχου ή εικόνας ή ήχου και εικόνας, υλικών φορέων ήχου ή εικόνας ή ήχου και εικόνας, φωτοτυπικών μηχανημάτων, χαρτιού κατάλληλου για φωτοτυπίες, ηλεκτρονικών υπολογιστών ή άλλων τεχνικών μέσων τα οποία χρησιμοποιούνται για την αναπαραγωγή έργου κατά τα ανωτέρω και τα οποία κατά περίπτωση εισήγαγε ή διέθεσε και β) ότι αυτή είναι πράγματι η συνολική αξία χωρίς καμία απόκρυψη. Μέσα σε ένα (1) μήνα από την κοινοποίηση της σχετικής πρόσκλησης ο οφειλέτης υποχρεούται να υποβάλει στον Οργανισμό Πνευματικής Ιδιοκτησίας την ως άνω υπεύθυνη δήλωση υπογραμμένη από τον ίδιο, όταν πρόκειται για ατομική επιχείρηση, ή από τον κατά το Καταστατικό εκπρόσωπό του, όταν πρόκειται για εταιρεία.

5. Οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης δεν δικαιούνται να ζητήσουν από τον ίδιο οφειλέτη την υποβολή νέας υπεύθυνης δήλωσης πριν παρέλθουν έξι (6) τουλάχιστον μήνες από την υποβολή της αμέσως προηγούμενης.

6. Αν ο οφειλέτης δεν συμμορφωθεί με την υποχρέωση υποβολής της υπεύθυνης δήλωσης που αναφέρεται παραπάνω, το μονομελές πρωτοδικείο, δικάζον κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, διατάσσει την άμεση εκ μέρους του κληθέντος υποβολή της υπεύθυνης δήλωσης με την απειλή, σε κάθε περίπτωση μη συμμόρφωσής του, χρηματικής ποινής υπέρ του αιτούντος οργανισμού συλλογικής διαχείρισης ενός (1.000.000) μέχρι δέκα (10.000.000) εκατομμυρίων δραχμών.

7. Αν ο οφειλέτης, μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από τη δημοσίευση της παραπάνω απόφασης, δεν συμμορφωθεί με την υποχρέωση υποβολής της υπεύθυνης δήλωσης, αίρεται ως προς αυτόν, ανεξάρτητα από κάθε άλλη κύρωση, ο χρονικός περιορισμός των έξι (6) μηνών, κατά τα ανωτέρω, και οποιοσδήποτε οργανισμός συλλογικής διαχείρισης δικαιούται να ζητήσει από αυτόν υποβολή υπεύθυνης δήλωσης κάθε μήνα. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται ως προς κάθε μία υπεύθυνη δήλωση οι διατάξεις της αμέσως προηγούμενης παραγράφου.

8. Κάθε οργανισμός συλλογικής διαχείρισης, με δικές του δαπάνες, δικαιούται να ζητήσει τον έλεγχο της ακρίβειας του περιεχομένου οποιασδήποτε υπεύθυνης δήλωσης από έναν ορκωτό ελεγκτή που ορίζεται από τον Οργανισμό Πνευματικής Ιδιοκτησίας. Σε περίπτωση άρνησης του οφειλέτη να δεχθεί τον ανωτέρω έλεγχο, η διενέργειά του διατάσσεται από το μονομελές πρωτοδικείο, σύμφωνα με όσα ορίζονται παραπάνω. Η εκάστοτε έκθεση του ορκωτού ελεγκτή κατατίθεται στον Οργανισμό Πνευματικής Ιδιοκτησίας και αντίγραφο αυτής δικαιούται να λάβει κάθε οργανισμός συλλογικής διαχείρισης. Η διενέργεια νέου ελέγχου κατ' αίτηση άλλων οργανισμών συλλογικής διαχείρισης για την ίδια δήλωση αποκλείεται.

9. Τα δικαιώματα των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους έχουν κατ΄ αλλήλων και όλες οι επιχειρήσεις που εισάγουν ή παράγουν ή διαθέτουν ή πωλούν τεχνικά μέσα και υλικούς φορείς που υπόκεινται στην αμοιβή του παρόντος άρθρου. Στην περίπτωση διενέργειας ελέγχου από ορκωτό ελεγκτή, η σχετική δαπάνη βαρύνει την επιχείρηση που ζήτησε τη διενέργειά του.

10. Σε περίπτωση κατά την οποία για την καταβολή της εύλογης αμοιβής επιλέγεται ο εισαγωγέας, είτε πρόκειται για εισαγωγή, είτε για ενδοκοινοτική απόκτηση των αναφερόμενων στην

Page 11: Draft

11 Πνευματική Ιδιοκτησία και Διαδίκτυο

παράγραφο 3 του άρθρου 18 Ν.2121/1993 υλικών φορέων ήχου ή εικόνας ή ήχου και εικόνας ή άλλων τεχνικών μέσων, η αμοιβή υπολογίζεται επί της αξίας που αναγράφεται στο τιμολόγιο του ξένου οίκου, η δε προβλεπόμενη από το παρόν άρθρο σημείωση επί του τιμολογίου γίνεται επί του τιμολογίου διάθεσης των εν λόγω υλικών φορέων και τεχνικών μέσων και αναφέρει απλώς ότι στην τιμή διάθεσης περιλαμβάνεται και η υπολογισθείσα επί της ανωτέρω αξίας αμοιβή της παραγράφου 3 του άρθρου 18 του Ν.2121/1993. Η αμοιβή καθίσταται απαιτητή τρεις (3) μήνες από την εισαγωγή.

11. Όταν στην ίδια κατηγορία ή υποκατηγορία δικαιούχων υπάρχουν περισσότεροι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης και η συμφωνία για την μεταξύ τους κατανομή του ποσοστού της εύλογης αμοιβής δεν έχει επιτευχθεί μέχρι την 1 Απριλίου εκάστου έτους, η κατανομή των ποσοστών της εύλογης αυτής αμοιβής στους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης της κάθε κατηγορίας ή υποκατηγορίας δικαιούχων, ο τρόπος είσπραξης και καταβολής, καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια καθορίζεται με απόφαση του Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας (ΟΠΙ). Η απόφαση του ΟΠΙ διαμορφώνεται σύμφωνα με τις απόψεις των ενδιαφερομένων οργανισμών συλλογικής διαχείρισης, την καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και τις ακολουθούμενες πρακτικές σε διεθνές και κοινοτικό επίπεδο. Οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης που δεν συμφωνούν με την απόφαση του ΟΠΙ, μπορούν να ζητήσουν από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών δικάζον κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων να καθορίσει άλλη κατανομή, οι οφειλέτες όμως υποχρεούνται να καταβάλουν στους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης την εύλογη αμοιβή με βάση την απόφαση του ΟΠΙ. Η καταβολή αυτή συνεπάγεται την εξόφληση και την ελευθέρωσή τους.

Page 12: Draft

12 Σ. Χαρμαντάς

ΔΕΚ C-479/04: LASERDISKEN ΚΑΤΑ KULTURMINISTERIET

Εισαγωγικά

Η οδηγία 2001/29 αναγνωρίζει στους δημιουργούς, όσον αφορά το πρωτότυπο ή

αντίγραφα των έργων τους, το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν τη

διανομή στο κοινό με οποιαδήποτε μορφή μέσω πώλησης ή άλλο τρόπο (άρθ. 4§1).

Εναρμονίζεται επίσης σε κοινοτικό επίπεδο το θέμα της ανάλωσης και προβλέπεται ότι το

δικαίωμα διανομής του πρωτοτύπου ή αντιγράφων ενός έργου εντός Κοινότητας αναλώνεται

μόνο εάν η πρώτη πώληση ή η κατ’ άλλο τρόπο πρώτη μεταβίβαση κυριότητας εντός

Κοινότητας πραγματοποιείται από το δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του (άρθ. 4§2).

Πραγματικό και προδικαστικά ερωτήματα

Laserdisken εμπορική εταιρία στη Δανία η οποία εισάγει και πωλεί αντίγραφα

κινηματογραφικών έργων σε ιδιώτες

Kulturminitreriet Υπουργείο Πολιτισμού της Δανίας

lov nr. 1051/17-12-2002 νόμος που τροποποιεί τον ως τότε ισχύοντα δανικό

νόμο περί του δικαιώματος του δημιουργού (ophavsretslov) ενσωματώνοντας στο

εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 4 παρ. 1 και 2 της οδηγίας 2001/29

συνέπεια νομοθετικής τροποποίησης η Laserdisken διαπιστώνει σημαντική

ύφεση των δραστηριοτήτων της και υποστηρίζει ότι οι νέες διατάξεις του άρθρου

19 του δανικού νόμου πλήττουν αισθητά τις εισαγωγές και πωλήσεις DVD που

κυκλοφορούν νομίμως στην αγορά χωρών εκτός Ενιαίου Οικονομικού Χώρου

δίκη και προδικαστικά ερωτήματα η Laserdisken άσκησε, στις 19/2/2003,

προσφυγή ενώπιον του Østre Landsret (Περιφερειακού Δικαστηρίου της

ανατολικής Δανίας) κατά του Kulturministeriet (Υπουργείου Πολιτισμού), με την

οποία ζήτησε να κηρυχθεί ανεφάρμοστο το άρθρο 19 του νόμου για το δικαίωμα

του δημιουργού, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 της οδηγίας

2001/29.

Το Østre Landsret αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο ΔΕΚ τα

δύο ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

1) Είναι το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/29 ανίσχυρο;

2) Εμποδίζει το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/29 ένα κράτος μέλος να

διατηρεί στη νομοθεσία του κανόνα περί διεθνούς αναλώσεως;»

Νομικά ζητήματα

Το άρθρο 4 παρ. 2 της οδηγίας 2001/29 αντιβαίνει στο κοινοτικό δίκαιο και πιο

συγκεκριμένα παραβιάζει τις διεθνείς συμφωνίες που συνήψε η Κοινότητα, τους

κανόνες της Συνθήκης περί εφαρμογής πολιτικής ανταγωνισμού, την αρχή της

αναλογικότητας, την ελευθερία εκφράσεως, την αρχή της ισότητας, και τα άρθρα

151 και 153 ΕΚ, και ως εκ τούτου είναι ανίσχυρο;

Το άρθρο 4 παρ. 2 της οδηγίας 2001/29 αποκλείει εθνικούς κανόνες

προβλέποντες ότι το δικαίωμα διανομής του πρωτοτύπου ή αντιγράφων ενός

Page 13: Draft

13 Πνευματική Ιδιοκτησία και Διαδίκτυο

έργου αναλώνεται σε περίπτωση πρώτης πωλήσεως ή κατ’ άλλον τρόπο

μεταβιβάσεως της κυριότητας του έργου εκτός της Κοινότητας από τον δικαιούχο

ή με τη συναίνεσή του;

Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

Επιχείρημα Laserdisken το άρθρο 4 παρ. 2 της οδηγίας καταλείπει στα κράτη

μέλη την ευχέρεια να θεσπίσουν ή να διατηρήσουν σε ισχύ, στην αντίστοιχη

εθνική τους νομοθεσία, κανόνα περί αναλώσεως για έργα που τίθενται σε

κυκλοφορία όχι μόνον εντός της Κοινότητας αλλά και σε τρίτες χώρες

Επιχείρημα Επιτροπής ΕΚ το άρθρο 4 παρ. 2 της οδηγίας απαγορεύει την εκ

μέρους κράτους μέλους διατήρηση στη νομοθεσία του ενός τέτοιου κανόνα περί

αναλώσεως

Σκέψεις ΔΕΚ:

Κατά την εικοστή όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/29, η προστασία του

δικαιώματος του δημιουργού κατ’ εφαρμογή της οδηγίας αυτής καλύπτει το

αποκλειστικό δικαίωμα ελέγχου της διανομής έργων που ενσωματώνονται σε

υλικό φορέα. Η πρώτη πώληση του πρωτοτύπου ή αντιγράφων του έργου εντός

της Κοινότητας, από τον δικαιούχο ή με τη συναίνεσή του, συνεπάγεται ανάλωση

του δικαιώματος ελέγχου της μεταπωλήσεώς του εντός της Κοινότητας. Κατά την

εν λόγω αιτιολογική σκέψη, το δικαίωμα αυτό δεν πρέπει να αναλώνεται με την

πώληση του πρωτοτύπου ή των αντιγράφων του έργου εκτός Κοινότητας από

τον δικαιούχο ή με τη συναίνεσή του.

Από τη σαφή διατύπωση του άρθρου 4 παρ. 2 της οδηγίας 2001/29, σε

συνδυασμό με την εικοστή όγδοη αιτιολογική της σκέψη, προκύπτει ότι η εν λόγω

διάταξη δεν καταλείπει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να προβλέπουν κανόνα περί

αναλώσεως διάφορο του κανόνα περί αναλώσεως εντός της Κοινότητας.

Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από το άρθρο 5 της οδηγίας 2001/29, το

οποίο επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέπουν εξαιρέσεις ή περιορισμούς του

δικαιώματος αναπαραγωγής, του δικαιώματος παρουσιάσεως έργων στο κοινό,

του δικαιώματος διαθέσεως στο κοινό άλλων προστατευόμενων αντικειμένων και

του δικαιώματος διανομής. Πράγματι, από καμία διάταξη του άρθρου αυτού δεν

προκύπτει ότι οι επιτρεπόμενοι περιορισμοί ή εξαιρέσεις μπορούν να αφορούν

τον κανόνα περί αναλώσεως του άρθρου 4 παρ. 2 της οδηγίας 2001/29 και,

συνεπώς, να επιτρέπουν στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από τον κανόνα αυτό.

Η ανωτέρω ερμηνεία είναι, εξάλλου, η μόνη που συνάδει πλήρως με τον σκοπό

της οδηγίας, ο οποίος, κατά την πρώτη αιτιολογική της σκέψη, έγκειται στην

εξασφάλιση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς. Συναφώς, πρέπει να

επισημανθεί ότι μια κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας κάποια κράτη μέλη θα

μπορούσαν να προβλέπουν τη διεθνή ανάλωση του δικαιώματος διανομής, ενώ

άλλα μόνον την κοινοτική ανάλωσή του, θα έθετε αναπόφευκτα εμπόδια στην

ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και στην ελεύθερη παροχή των

υπηρεσιών.

Απόφαση ΔΕΚ Κατόπιν των ανωτέρω, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει

να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/29 πρέπει να

ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποκλείει εθνικούς κανόνες προβλέποντες την ανάλωση του

δικαιώματος διανομής του πρωτοτύπου ή των αντιγράφων έργου που τίθεται σε κυκλοφορία

εκτός της Κοινότητας από τον δικαιούχο ή με τη συναίνεσή του.

Page 14: Draft

14 Σ. Χαρμαντάς

Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

Επιχείρημα Laserdisken η οδηγία 2001/29 και ιδίως το άρθρο 4 παρ. 2 της

οδηγίας αντιβαίνουν στο κοινοτικό δίκαιο και πιο συγκεκριμένα παραβιάζουν τις

διεθνείς συμφωνίες που συνήψε η Κοινότητα, τους κανόνες της Συνθήκης περί

εφαρμογής πολιτικής ανταγωνισμού, την αρχή της αναλογικότητας, την ελευθερία

εκφράσεως, την αρχή της ισότητας, και τα άρθρα 151 και 153 ΕΚ

Επιχείρημα Κοινοβουλίου, Συμβουλίου, Επιτροπής κανένας από τους

προβαλλόμενους λόγους ακυρότητας δεν μπορεί να γίνει δεκτός

Σκέψεις ΔΕΚ:

Η οδηγία 2001/29 και το άρθρο 4 αυτής δεν αντιβαίνουν ούτε στις διατάξεις της

Συμφωνίας περί ιδρύσεως ΟΟΣΑ καθώς οι τελευταίες δεν έχουν ως αντικείμενο

τη ρύθμιση του ζητήματος της αναλώσεως του δικαιώματος διανομής ούτε στις

διατάξεις της Συνθήκης WIPO για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας του

δημιουργού καθώς η εν λόγω συνθήκη δεν θίγει την ευχέρεια των

συμβαλλομένων να καθορίζουν τους όρους υπό τους οποίους επέρχεται η εν

λόγω ανάλωση μετά την πρώτη πώληση. Η συνθήκη WIPO επιτρέπει, επομένως,

στην Κοινότητα να επεκτείνει την εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών και ως

προς τον κανόνα περί αναλώσεως.

Η οδηγία 2001/29 και το άρθρο 4 αυτής δεν παραβιάζουν κανόνες της Συνθήκης

ΕΚ περί εφαρμογής πολιτικής ανταγωνισμού καθώς αφενός η εναρμόνιση που

συντελείται με την εν λόγω οδηγία σκοπεί στην εξασφάλιση ανόθευτου

ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς και αφετέρου ο κοινοτικός νομοθέτης

δεν είχε καμία υποχρέωση από καμία διάταξη της Συνθήκης ΕΚ κατά την έκδοση

της οδηγίας 2001/29 να λάβει υπόψη την αρχή του ελεύθερου ανταγωνισμού σε

παγκόσμιο επίπεδο.

Η οδηγία 2001/29 και το άρθρο 4 αυτής δεν παραβιάζουν την αρχή της

αναλογικότητας καθώς από την εξέταση των σκοπών της οδηγίας [διατήρηση και

προαγωγή της δημιουργικότητας (αιτ.σκ.9), ανάλογη αμοιβή για τη χρήση των

έργων και ικανοποιητική απόδοση των σχετικών επενδύσεων (αιτ.σκ.10),

εξασφάλιση αναγκαίων πόρων και διασφάλιση αυτονομίας και αξιοπρέπειας των

δημιουργών και των ερμηνευτών (αιτ.σκ.11)] και της ρύθμισης που αυτή

επιβάλλει προκύπτει ότι η επιλογή του κοινοτικού νομοθέτη να προκρίνει τον

κανόνα περί αναλώσεως εντός της Κοινότητας δεν συνιστά μέτρο δυσανάλογο,

δυνάμενο να επηρεάσει το κύρος της διατάξεως αυτής.

Η οδηγία 2001/29 και το άρθρο 4 αυτής δεν αντιβαίνουν στην ελευθερία της

έκφρασης (άρθρο 10 ΕΣΔΑ) αφού αφενός ο δικαιούχος είναι σε θέση να ασκήσει

έλεγχο επί της πρώτης διαθέσεως στην αγορά του αγαθού που καλύπτεται από

το εν λόγω δικαίωμα και αφετέρου ακόμα κι αν γίνει δεκτός ο περιορισμός της

ελευθερίας λήψεως πληροφοριών, οι ελευθερίες που κατοχυρώνονται με το

άρθρο 10 της ΕΣΔΑ μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ορισμένων

περιορισμών δικαιολογούμενων από λόγους γενικού συμφέροντος, εφόσον οι

παρεκκλίσεις αυτές προβλέπονται από τον νόμο.

Η οδηγία 2001/29 και το άρθρο 4 αυτής δεν παραβιάζουν την αρχή της ισότητας

διότι εν προκειμένω ο παραγωγός και ο κάτοχος αδείας που είναι εγκατεστημένοι

σε τρίτη χώρα δεν βρίσκονται σε κατάσταση όμοια ή παρόμοια με αυτήν του

παραγωγού και του κατόχου αδείας που είναι εγκατεστημένοι στην Κοινότητα και

συνεπώς δε δύνανται να αντιμετωπιστούν με όμοιο τρόπο.

Page 15: Draft

15 Πνευματική Ιδιοκτησία και Διαδίκτυο

Η οδηγία 2001/29 και το άρθρο 4 αυτής δεν παραβιάζουν τα άρθρα 151 και 153

ΕΚ καθώς όπως προκύπτει και από τις αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας τα

κοινοτικά όργανα έλαβαν δεόντως υπόψιν κατά την επεξεργασία και έκδοση της

οδηγίας 2001/29, τις σχετικές με τον πολιτισμό των κρατών μελών παραμέτρους

καθώς και το δικαίωμα στην εκπαίδευση, το οποίο πρέπει να συνεκτιμά ο

κοινοτικός νομοθέτης στο πλαίσιο της δράσεώς του.

Απόφαση ΔΕΚ Από την εξέταση του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος δεν

προέκυψε κανένα στοιχείο δυνάμενο να θίξει την ισχύ του άρθρου 4, παράγραφος 2, της

οδηγίας 2001/29/ΕΚ.

Page 16: Draft

16 Ι. Κουνιάκη

ΔΕΚ C-275/06: PROMUSICAE ΚΑΤΑ TELEFONICA

Θέματα

Ισόρροπη προστασία προσωπικών δεδομένων και δικαιωμάτων πνευματικής

ιδιοκτησίας στην κοινωνία της πληροφορίας

Υποχρεώσεις των παρεχόντων υπηρεσίες

Διατήρηση και γνωστοποίηση ορισμένων δεδομένων κίνησης – υποχρέωση

γνωστοποίησης – όρια

Προστασία απορρήτου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών – συμβατότητα με την

προστασία του δικαιώματος του δημιουργού

Δικαίωμα αποτελεσματικής προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας

Περίληψη

Το ΔΕΚ κλήθηκε να εξετάσει αν συνάδει με το κοινοτικό δίκαιο το να περιορίζεται

η υποχρέωση διάθεσης δεδομένων κίνησης μόνο στις περιπτώσεις έρευνας

διεξαγωγής ποινικής δίωξης ή άλλων παρεμφερών διαδικασιών και να εξαιρούνται

από την υποχρέωση αυτή οι αστικές δίκες. Στην απόφασή του αυτή, το ΔΕΚ έκρινε κατ’

αρχάς ότι τα κράτη μέλη δεν είναι υποχρεωμένα να προβαίνουν σε άρση του

απορρήτου των δεδομένων αυτών στο πλαίσιο αστικής δίκης προς όφελος της

προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων, καθώς δεν υφίσταται σχετική υποχρέωση

στις εφαρμοζόμενες κοινοτικές οδηγίες για την προστασία της διανοητικής ιδιοκτησίας.

Παράλληλα, όμως διατύπωσε την κρίση ότι εναπόκειται στα ίδια τα κράτη μέλη με

νομοθετικές σταθμίσεις, κατά τη μεταφορά και ενσωμάτωση του κοινοτικού δικαίου στα

εθνικά τους δίκαια και πάντα υπό το πρίσμα των προβλεπόμενων από το κοινοτικό

δίκαιο δυνατοτήτων, να επιτύχουν την πρακτική εναρμόνιση των αντικρουόμενων

δικαιωμάτων, λαμβάνοντας υπόψη τις επιταγές της αρχής της αναλογικότητας.

Διάδικοι & πραγματικά περιστατικά

Η Promusicae (ένωση μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, στην οποία μετέχουν

παραγωγοί και εκδότες μουσικών και οπτικοακουστικών έργων) ζήτησε να υποχρεωθεί η

Telefonica (εμπορική εταιρεία παροχής υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο) να

αποκαλύψει τη ταυτότητα και την διεύθυνση ορισμένων ατόμων, στα οποία η τελευταία

παρείχε υπηρεσία πρόσβασης στο διαδίκτυο και των οποίων η διεύθυνση «IP» και η

ημερομηνία και ώρα σύνδεσης ήταν γνωστές. Κατά την Promusicae, τα άτομα αυτά

χρησιμοποιούσαν το πρόγραμμα ανταλλαγής αρχείων (το λεγόμενο «peer to peer» ή

«P2P» ή «filesharing») με την ονομασία KaZaA και επέτρεπαν την πρόσβαση στον

κοινόχρηστο κατάλογο αρχείων του Η/Υ τους, σε φωνογραφήματα των οποίων τα

περιουσιακά δικαιώματα εκμετάλλευσης ανήκαν σε μέλη της Promusicae. H Promusicae,

ισχυριζόμενη ότι οι χρήστες αυτοί του KaZaA προβαίνουν σε αθέμιτο ανταγωνισμό και

προσβάλλουν τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, ζήτησε τα στοιχεία τους προκειμένου

να κινήσει αστικές δίκες κατ’ αυτών.

Το ισπανικό δικαστήριο δέχτηκε την αίτηση αυτή της Promusicae, αλλά η Telefonica

άσκησε ανακοπή, ισχυριζόμενη ότι σύμφωνα με την ισπανική νομοθεσία που μετέφερε τις

Page 17: Draft

17 Πνευματική Ιδιοκτησία και Διαδίκτυο

οδηγίες (α) 2000/31/ΕΚ “οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο”, (β) 2001/29/ΕΚ “εναρμόνιση

ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων” και (γ)

2004/48/ΕΚ “επιβολή δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας”, η γνωστοποίηση των δεδομένων

που ζητά η Promusicae επιτρέπεται μόνο στα πλαίσια ποινικής έρευνας ή με σκοπό την

προστασία της δημόσιας ασφάλειας και της εθνικής άμυνας και όχι στο πλαίσιο αστικής

δίκης.

Η Promusicae με τη σειρά της υποστήριξε ότι οι ανωτέρω 3 οδηγίες δεν επιτρέπουν

στα κράτη μέλη να περιορίζουν την υποχρέωση γνωστοποίησης των οικείων δεδομένων μόνο

για τους ανωτέρω σκοπούς. Υπό τις συνθήκες αυτές, το εθνικό δικαστήριο ανέστειλε τη

διαδικασία και υπέβαλε στο ΔΕΚ το παρακάτω προδικαστικό ερώτημα:

Προδικαστικό ερώτημα

«Επιτρέπεται, κατά το κοινοτικό δίκαιο (κατά τις ανωτέρω 3 οδηγίες και άρθρα 17 και

47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ), στα κράτη μέλη να περιορίζουν μόνο στις

περιπτώσεις ποινικής έρευνας ή για λόγους δημόσιας ασφάλειας ή εθνικής άμυνας και

ως εκ τούτου να αποκλείουν, σε περίπτωση πολιτικών δικών, την υποχρέωση των φορέων

εκμετάλλευσης δικτύων (...) να διατηρούν και να διαθέτουν δεδομένα σύνδεσης και κίνησης

τα οποία δημιουργούνται από τις επικοινωνίες που δημιουργούνται κατά την παροχή της

υπηρεσίας;»

Ή με άλλα λόγια, μήπως ένας τέτοιος αποκλεισμός προσβάλει το δικαίωμα της

(διανοητικής) ιδιοκτησίας και το θεμελιώδες δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας;

Απάντηση ΔΕΚ

Κατ’ αρχήν, το ΔΕΚ επεσήμανε ότι μολονότι το εθνικό δικαστήριο αναφέρθηκε

αποκλειστικά στην ερμηνεία των ανωτέρω 3 οδηγιών και του Χάρτη, το ΔΕΚ μπορεί ωστόσο

για την εκδίκαση μιας υπόθεσης, να χρησιμοποιήσει και άλλα στοιχεία ερμηνείας του

κοινοτικού δικαίου.

Επομένως, θα ελέγξει και τις Οδηγίες

(α) 2002/58 “επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και προστασία ιδιωτικής

ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών” και

(β) 1995/46 “προστασία προσωπικών δεδομένων”.

Στη συνέχεια, το ΔΕΚ προσέγγισε το ζήτημα σε 3 στάδια:

[Α]. Αναφορικά με την Οδηγία 2002/58

«Απαγορεύει η εν λόγω Οδηγία στα κράτη μέλη να προβλέπουν την υποχρέωση

αποκάλυψης στον δημιουργό εκείνων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, με βάση τα

οποία ο τελευταίος θα κινήσει αστική δίκη για την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων

του;»

ΟΧΙ.

Η εν λόγω Οδηγία δεν αποκλείει τη δυνατότητα των κρατών μελών να προβλέπουν την

υποχρέωση γνωστοποίησης στο πλαίσιο αστικής δίκης, πλην όμως, δεν μπορούν να

Page 18: Draft

18 Ι. Κουνιάκη

ερμηνευτούν υπό την έννοια ότι υποχρεώνουν τα κράτη μέλη να προβλέπουν την

υποχρέωση αυτή (νομική βάση άρθρο 15, το οποίο παραπέμπει στο άρθρο 13 της Οδηγίας).

[Β]. Αναφορικά με τις 3 Οδηγίες 2000/31, 2001/29 και 2004/48

«Επιβάλλουν οι ανωτέρω 3 Οδηγίες στα κράτη μέλη να προβλέπουν νομοθετικά μια

τέτοια υποχρέωση γνωστοποίησης στα πλαίσια αστικής δίκης;»

ΟΧΙ.

Επιπρόσθετα, αναφορικά με τη Συμφωνία για τα Δικαιώματα Πνευματικής Ιδιοκτησίας

στον Τομέα του Εμπορίου (TRIPS - Agreement on Trade Related Aspects of Intellectual

Property Rights), την εφαρμογή της οποίας επικαλέστηκε επίσης η Promusicae, το ΔΕΚ

επεσήμανε ότι μολονότι η ανωτέρω συμφωνία επιβάλλει την αποτελεσματική προστασία της

πνευματικής ιδιοκτησίας, ωστόσο, δεν περιέχει διατάξεις θεσπίζουσες υποχρέωση των

κρατών μελών να προβλέπουν την υποχρέωση γνωστοποίησης δεδομένων προσωπικού

χαρακτήρα στο πλαίσιο αστικής δίκης.

[Γ]. Άλλοι κανόνες του κοινοτικού δικαίου

«Μήπως άλλοι κανόνες του κοινοτικού δικαίου προτείνουν διαφορετική ερμηνεία των

τριών Οδηγιών και ως εκ τούτου το κοινοτικό δίκαιο επιβάλλει μια τέτοια υποχρέωση

γνωστοποίησης στα πλαίσια αστικής δίκης;»

Το Δικαστήριο δεν απάντησε με σαφήνεια καταφατικά ή αρνητικά, αλλά υιοθέτησε μια

προσέγγιση στάθμισης θεμελιωδών δικαιωμάτων και αρχών.

Διαπίστωσε ότι η Κοινοτική έννομη τάξη αναγνωρίζει τρία θεμελιώδη δικαιώματα –

αρχές:

(α) δικαίωμα στην ιδιοκτησία

(β) δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας

(γ) δικαίωμα στην προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ιδιωτικής

ζωής.

Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, ο δημιουργός είναι

δικαιούχος τόσο του (α) όσο και του (β), ενώ τρίτο πρόσωπο το οποίο αποκτά παρανόμως

πρόσβαση στο έργο και προβαίνει σε περαιτέρω εκμετάλλευσή του, είναι δικαιούχος του (γ).

Ερώτημα: «Πώς εξισορροπεί το κοινοτικό δίκαιο τα αλληλοσυγκρουόμενα δικαιώματα;

Ποιο δικαίωμα υπερτερεί σε περίπτωση σύγκρουσης;»

Την απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν την έδωσε το ΔΕΚ ευθέως, απλά συνέταξε

κατευθυντήριες γραμμές που θα πρέπει να ακολουθήσουν οι εθνικοί νομοθέτες και

εφαρμοστές του δικαίου προκειμένου να εξισορροπήσουν τα αλληλοσυγκρουόμενα

δικαιώματα αυτά. Οι εν λόγω Οδηγίες παρέχουν απλώς τα πλαίσια μέσα στα οποία πρέπει να

κινηθεί κατ’ αρχήν η νομοθετική εξουσία, ενώ ακολούθως, αφότου θεσπιστούν αυτά τα εθνικά

μέτρα - νομοθετήματα, ο εφαρμοστής του δικαίου οφείλει όχι μόνο να βασίζεται στις διατάξεις

του παράγωγου Κοινοτικού Δικαίου, αλλά και να υιοθετεί τέτοια ερμηνεία που να μην έρχεται

σε σύγκρουση με την αρχή της αναλογικότητας, ως θεμελιώδους αρχής του Κοινοτικού

Δικαίου.

«Ωστόσο, το κοινοτικό δίκαιο επιτάσσει όπως τα κράτη μέλη, κατά τη μεταφορά των

οδηγιών αυτών στο εσωτερικό δίκαιο, μεριμνούν ώστε να βασίζονται σε ερμηνεία αυτών που

Page 19: Draft

19 Πνευματική Ιδιοκτησία και Διαδίκτυο

καθιστά δυνατή τη διασφάλιση της ορθής ισορροπίας μεταξύ των διαφόρων θεμελιωδών

δικαιωμάτων που προστατεύει η κοινοτική έννομη τάξη. Περαιτέρω, κατά την εφαρμογή των

μέτρων μεταφοράς των εν λόγω οδηγιών στο εσωτερικό δίκαιο, οι αρχές και τα δικαστήρια των

κρατών μελών οφείλουν όχι μόνο να ερμηνεύουν το εθνικό τους δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο

προς τις ίδιες αυτές οδηγίες, αλλά και να μη βασίζονται σε ερμηνεία αυτών που θα μπορούσε

να έλθει σε σύγκρουση με τα εν λόγω θεμελιώδη δικαιώματα ή με τις λοιπές γενικές αρχές του

κοινοτικού δικαίου, όπως η αρχή της αναλογικότητας».

Σχόλια

Πολύ σημαντική απόφαση, καθώς κρίθηκε για πρώτη φορά νομολογιακά το

ζήτημα της στάθμισης της προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και

προστασίας δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας.

Έλλειψη σαφών, ειδικών και συγκεκριμένων νομοθετικών επιλογών σε κοινοτικό

και εθνικό επίπεδο.

Το ΔΕΚ επιβεβαίωσε ότι η έννοια των «προσωπικών δεδομένων» καλύπτει και τα

«δεδομένα κίνησης», εν προκείμενω τις διευθύνσεις IP (= δεδομένα που

υποβάλλονται σε επεξεργασία για τους σκοπούς της διαβίβασης μιας

επικοινωνίας σε δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή της χρέωσής τους).

ΔΕΚ C-557/07: LSG GMBH ΚΑΤΑ TELE2 GMBH

Διάδικοι & πραγματικά περιστατικά

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της LSG-Gesellschaft

zur Wahrnehmung von Leistungsschutzrechten GmbH (LSG) και της Tele2

Telecommunication GmbH (Tele2) όσον αφορά την άρνηση της δεύτερης να γνωστοποιήσει

τα ονόματα και τις διευθύνσεις των προσώπων στα οποία παρέχει πρόσβαση στο Διαδίκτυο.

Απόφαση ΔΕΚ

Το κοινοτικό δίκαιο, και ιδίως το άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/48,

σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, σε συνδυασμό

με το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, σχετικά με την

επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της

ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την

προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες), δεν απαγορεύει

στα κράτη μέλη να προβλέπουν υποχρέωση γνωστοποίησης σε τρίτους

ιδιώτες προσωπικών δεδομένων κινήσεως προκειμένου αυτοί να

ασκήσουν ενώπιον των αστικών δικαστηρίων αγωγές κατά προσβολών του

δικαιώματος του δημιουργού.

Ωστόσο, το κοινοτικό δίκαιο απαιτεί, κατά τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των

οδηγιών 2000/31, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας

της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά

(«οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο»), 2001/29, για την εναρμόνιση ορισμένων

πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην

Page 20: Draft

20 Ι. Κουνιάκη

κοινωνία της πληροφορίας, 2002/58 και 2004/48, τα κράτη μέλη να μεριμνούν

ώστε να βασίζονται σε ερμηνεία των εν λόγω οδηγιών που καθιστά δυνατή τη

διασφάλιση της ορθής ισορροπίας μεταξύ των διαφόρων θεμελιωδών

δικαιωμάτων που προστατεύει η κοινοτική έννομη τάξη. Περαιτέρω, κατά την

εφαρμογή των μέτρων μεταφοράς των οδηγιών αυτών στο εσωτερικό δίκαιο, οι

αρχές και τα δικαστήρια των κρατών μελών οφείλουν όχι μόνο να ερμηνεύουν το

εθνικό τους δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο προς τις οδηγίες, αλλά και να μεριμνούν

ώστε να μη βασίζονται σε ερμηνεία τους που θα μπορούσε να έλθει σε

σύγκρουση με τα εν λόγω θεμελιώδη δικαιώματα ή με τις λοιπές γενικές αρχές

του κοινοτικού δικαίου, όπως η αρχή της αναλογικότητας.

Ο φορέας παροχής πρόσβασης, που παρέχει στους χρήστες μόνον πρόσβαση

στο Διαδίκτυο χωρίς να προσφέρει άλλες υπηρεσίες, όπως, ιδίως, το ηλεκτρονικό

ταχυδρομείο, η τηλεφόρτωση ή η υπηρεσία ανταλλαγής αρχείων, ούτε ασκεί

κάποιου είδους νομικό ή πραγματικό έλεγχο επί της υπηρεσίας που χρησιμοποιεί

ο χρήστης, πρέπει να θεωρηθεί ως «διαμεσολαβητής», κατά την έννοια του

άρθρου 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/29, για την εναρμόνιση ορισμένων

πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην

κοινωνία της πληροφορίας.

Συγκεκριμένα, δυνάμει του εν λόγω άρθρου, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι

δικαιούχοι να μπορούν να ζητούν τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατά των

διαμεσολαβητών οι υπηρεσίες των οποίων χρησιμοποιούνται από τρίτον για την

προσβολή δικαιώματος του δημιουργού ή συγγενικού δικαιώματος. Πάντως,

φορέας παροχής πρόσβασης στο Διαδίκτυο, ο οποίος επιτρέπει στον πελάτη

μόνον την πρόσβαση στο Διαδίκτυο, έστω και αν δεν προσφέρει άλλες υπηρεσίες

ούτε ασκεί νομικό ή πραγματικό έλεγχο επί της χρησιμοποιηθείσας υπηρεσίας,

παρέχει υπηρεσία δυνάμενη να χρησιμοποιηθεί από τρίτον για την προσβολή του

δικαιώματος του δημιουργού ή συγγενικού δικαιώματος, στον βαθμό που παρέχει

στον χρήστη τη σύνδεση που θα του επιτρέψει να προσβάλει τα εν λόγω

δικαιώματα.

Κατά τα λοιπά, οι δικαιούχοι θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα υποβολής

αίτησης ασφαλιστικών μέτρων κατά του διαμεσολαβητή ο οποίος διαβιβάζει

στο δίκτυο την εκ μέρους τρίτου πράξη προσβολής του προστατευόμενου έργου

ή άλλου προστατευόμενου αντικειμένου. Πάντως, δεν αμφισβητείται ότι ο φορέας

παροχής πρόσβασης, παρέχοντας την πρόσβαση στο Διαδίκτυο, επιτρέπει τη

διαβίβαση της πράξης προσβολής του δικαιώματος που διαπράττει συνδρομητής

με τρίτον.

Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται και από τον σκοπό της οδηγίας 2001/29 η οποία,

όπως προκύπτει από το άρθρο της 1, παράγραφος 1, στοχεύει να εξασφαλίσει

την αποτελεσματική νομική προστασία του δικαιώματος του δημιουργού και

των συγγενικών δικαιωμάτων στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς. Συναφώς, αν

αποκλειστεί από την έννοια του «διαμεσολαβητή» του άρθρου 8, παράγραφος 3,

της οδηγίας αυτής, φορέας παροχής πρόσβασης, που είναι ο μοναδικός κάτοχος

των στοιχείων για τον εντοπισμό χρηστών που προσβάλλουν τα δικαιώματα αυτά,

θα μειώσει ουσιαστικά την προστασία που επιδιώκει η εν λόγω οδηγία.

Page 21: Draft

21 Πνευματική Ιδιοκτησία και Διαδίκτυο

ΔΕΚ C-70/10: ΥΠΟΘΕΣΗ SABAM ΚΑΤΑ SCARLET SA

Εισαγωγική και εννοιολογική προσέγγιση

Η υπό κρίση υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να εξετάσει το ζήτημα

των προσβολών του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων που

συντελούνται μέσω του διαδικτύου λόγω παράνομης τηλεφόρτωσης προστατευόμενων

έργων, φαινόμενο κοινώς γνωστό ως «πειρατεία» μουσικών, κινηματογραφικών,

ραδιοτηλεοπτικών ή ακόμη και λογοτεχνικών έργων, και να ασχοληθεί με τις προσπάθειες

των δικαιούχων των εν λόγω δικαιωμάτων ή των δικαιοδόχων για την καταπολέμηση αυτού

του φαινομένου το οποίο εμφανίζει διαστάσεις παγκόσμιας λαίλαπας.

Η πειρατεία - όρος που εκφράζει στην καθομιλουμένη την έννοια της προσβολής των

δικαιωμάτων της πνευματικής ιδιοκτησίας - αναφέρεται στη μη εξουσιοδοτημένη ή

παράνομη χρήση έργων που προστατεύονται από το νόμο περί πνευματικής ιδιοκτησίας,

κατά τρόπο που παραβιάζει τα αποκλειστικά δικαιώματα του δημιουργού ή του δικαιούχου,

όπως το δικαίωμα της αναπαραγωγής, και της διανομής του έργου στο κοινό.

Στη χώρα μας η πειρατεία έχει λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Σύμφωνα με πρόσφατη

στατιστική έρευνα που δημοσίευση η ΙFPI η χώρα μας βρίσκεται πλέον στη λίστα των χωρών

άμεσης προτεραιότητας, όσον αφορά την πειρατεία μαζί με χώρες, όπως η Κίνα, η Ουκρανία,

η Βουλγαρία, και η Τσεχία. Η Ενωση Διεθνών Πνευματικών Δικαιωμάτων (Ιnternational

Intellectual Property Alliance-IIPA) που εδρεύει στις ΗΠΑ και εκπροσωπεί μεγάλο αριθμό

βιομηχανιών προϊόντων πνευματικής ιδιοκτησίας πρότεινε στην αμερικανική κυβέρνηση να

συμπεριληφθεί η Ελλάδα στη λίστα 301 των «υπό εποπτεία» χωρών, λόγω των επιπέδων

πειρατείας στη χώρα μας. Η πειρατεία αποτελεί τη βασική αιτία των προβλημάτων των

ελληνικών δισκογραφικών εταιρειών, αλλά και κατ΄επέκταση των καταστημάτων που πωλούν

μουσική και όχι μόνο. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι το 1998 τα σημεία πώλησης

μουσικής σε ολόκληρη την Ελλάδα έφθαναν τα 2.500 και σήμερα πανελλαδικά δεν ξεπερνούν

τα 250.

Η πειρατεία πραγματοποιείται προτίστως μέσω της ανταλλαγη ς αρχείων στο

Διαδίκτυο χάρη κυρίως στη χρήση της τεχνολογίας peer-to-peer (πρόκειται για προγράμματα

όπως το itTorrent, το e ule, το Kazaa και το Limewire). Με τη νέα γενιά λογισμικού peer-to-

peer , οι διάφοροι υπολογιστές του δικτύου συνδέονται άμεσα μεταξύ τους καθ’ όλη τη

διάρκεια της διαδικασίας της ανταλλαγής, χωρίς τη διαμεσολάβηση κάποιου κεντρικού

υπολογιστή.

Το «κατέβασμα» ενός προστατευόμενου έργου από το Διαδίκτυο εντάσσεται στην

ευρεία έννοια του δικαιώματος αναπαραγωγής. Πρόκειται για αναπαραγωγή του έργου στο

σκληρό δίσκο του υπολογιστή του χρήστη του δικτύου, η οποία στα δίκτυα peer-to-peer

Page 22: Draft

22 Π. Τσούγγου

συνοδεύεται από την ταυτόχρονη διάθεση του έργου σε έναν απροσδιόριστο αριθμό

χρηστών, καθώς η φιλοσοφία των δικτύων - - είναι ότι κάθε έργο που

λαμβάνεται από το χρήστη πρέπει να προσφέρεται για ανταλλαγή στο δίκτυο.

Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία για την πνευματική ιδιοκτησία τόσο σε εθνικό

όσο και σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο στο πλαίσιο των Συνθηκών του Παγκόσμιου

Οργανισμού για τη Διανοητική Ιδιοκτησία (WIP ) του 1996, η χωρίς άδεια θέση ενός έργου

στη δια θεση άλλων χρηστών, μέσω ενός δικτύου peer-to-peer αποτελεί προσβολή του

αποκλειστικού δικαιώματος του δημιουργού να επιτρέπει ή να απαγορεύει την ψηφιακή

διάχυση του έργου του, ενώ και η εμφα νιση στην οθο νη του υπολογιστή του χρήστη ή το

«κατε βασμα» (downloading) του αρχείου από ένα τέτοιο δίκτυο αποτελούν αναπαραγωγές,

για τις οποίες χρειάζεται η άδεια του δημιουργού ή τυχόν άλλου δικαιούχου.

Παράθεση των κύριων σημείων της Απόφασης C-70/10

Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου είχε ως αφετηρία τη δικαστική διαμάχη

μεταξύ της εταιρίας Scarlet Extended S.A., η οποία είναι Φορέας Παροχής Υπηρεσιών

Πρόσβασης στο Διαδίκτυο («ΦΠΠΔ»), και της βέλγικης εταιρείας SABAM, η οποία

εκπροσωπεί δημιουργούς, συνθέτες και παραγωγούς μουσικών έργων και συναινεί στην εκ

μέρους τρίτων χρήση των προστατευόμενων έργων τους.

Ειδικότερα, η Εταιρία SABAM απέδειξε ότι κατά το έτος 2004 όσοι χρήστες διαδικτύου

ήταν συνδρομητές της εταιρείας Scarlet Extended S.A. αποκτούσαν πρόσβαση μέσω

προγράμματος ανταλλαγής αρχείων («peer-to-peer»), σε έργα που περιλαμβάνονταν στον

κατάλογο της εταιρείας SABAM, χωρίς άδεια και χωρίς να καταβάλουν σχετικό αντίτιμο. Η

υπόθεση εισήχθη στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο των Βρυξελλών, το οποίο απεφάνθη ότι η

εταιρία Scarlet όφειλε να άρει τις προσβολές των δικαιωμάτων των δημιουργών με την

εγκατάσταση ενός συστήματος φίλτρου, το οποίο θα καθιστούσε αδύνατη κάθε μορφής

αποστολή ή παραλαβή εκ μέρους των πελατών της ηλεκτρονικών αρχείων που

περιελάμβαναν μουσικό έργο από τον κατάλογο της εταιρίας SABAM.

Στη συνέχεια, η εταιρία Scarlet προσέφυγε στο Εφετείο των Βρυξελλών με το

επιχείρημα ότι η απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου των Βρυξελλών δεν συμβαδίζει

με το ευρωπαϊκό δίκαιο και συγκεκριμένα τις διατάξεις: α. της Oδηγίας για το Hλεκτρονικό

Eμπόριο 2000/31/EK για το λόγο ότι επιβάλλεται de facto στον ΦΠΠΔ μια γενική υποχρέωση

επιτήρησης του συνόλου των επικοινωνιών που πραγματοποιούνται εντός του δικτύου του

και β. της προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και του απορρήτου των

επικοινωνιών, καθώς η λειτουργία της ανιχνεύσεως συνεπάγεται την επεξεργασία των

διευθύνσεων IP, οι οποίες αποτελούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

Page 23: Draft

23 Πνευματική Ιδιοκτησία και Διαδίκτυο

Σε αυτό το πλαίσιο, το Εφετείο των Βρυξελλών υπέβαλε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο

προδικαστικό ερώτημα ως προς το εάν το Δίκαιο της Ένωσης παρέχει στα εθνικά δικαστήρια

τη δυνατότητα να υποχρεώνει ΦΠΠΔ να εγκαθιστά για το σύνολο της πελατείας του, με δικά

του αποκλειστικώς έξοδα, για απεριόριστο χρονικό διάστημα, και αποκλειστικά για

προληπτικούς λόγους, σύστημα φίλτρου προκειμένου να παρακολουθεί το σύνολο των

ηλεκτρονικών επικοινωνιών με απώτερο στόχο την ταυτοποίηση των χρηστών που διακινούν

μέσω διαδικτύου ηλεκτρονικά αρχεία που περιλαμβάνουν μουσικά, κινηματογραφικά ή

ραδιοτηλεοπτικά έργα χωρίς άδεια και, στη συνέχεια, να παρεμποδίσει τη μεταφορά των

αρχείων αυτών. Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, το Εφετείο

διερωτάται αν επιβάλλει το Δίκαιο της Ένωσης στο εθνικό δικαστήριο, την υποχρέωση κατά

την επιβολή τέτοιων μέτρων, να εφαρμόζει την αρχή της αναλογικότητας όταν αποφαίνεται

επί της αποτελεσματικότητας και επί του αποτρεπτικού αποτελέσματος των ζητούμενων

αυτών μέτρων.

Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο καλείται κυρίως να προβεί σε ερμηνεία των

οδηγιών 2001/29/ΕΚ (10) και 2004/48/ΕΚ (11), σχετικά με την προστασία της πνευματικής

ιδιοκτησίας, των οδηγιών 95/46/ΕΚ (12) και 2002/58/ΕΚ (13), σχετικά με την προστασία

δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της οδηγίας 2000/31/ΕΚ (14) περί ηλεκτρονικού

εμπορίου.

Το Δικαστήριο, στο αιτιολογικό της απόφασής του, υπενθυμίζει κατ’αρχάς ότι α)

σύμφωνα με την οδηγία 2000/29 οι δικαιούχοι δικαιωµάτων πνευµατικής ιδιοκτησίας δύνανται

να ζητούν τη λήψη ασφαλιστικών µέτρων κατά ενδιάµεσων φορέων παροχής υπηρεσιών,

όπως οι φορείς παροχής πρόσβασης στο διαδίκτυο, οι υπηρεσίες των οποίων

χρησιµοποιούνται από τρίτους για την προσβολή των εν λόγω δικαιωµάτων, β) οι κανόνες για

την έκδοση της σχετικής διαταγής απορρέουν από το εθνικό δίκαιο. Εντούτοις, αυτοί οι εθνικοί

κανόνες πρέπει να είναι σύµφωνοι µε τους περιορισµούς που απορρέουν από το δίκαιο της

Ένωσης και ιδίως µε την απαγόρευση που προβλέπει η οδηγία για το ηλεκτρονικό εµπόριο

κατά την οποία οι εθνικές αρχές δεν πρέπει να λαµβάνουν µέτρα δυνάµει των οποίων ο

φορέας παροχής προσβάσεως στο διαδίκτυο θα υποχρεωνόταν σε γενική επιτήρηση

των πληροφοριών που διακινούνται µέσω του δικτύου του.

Συναφώς, το ∆ικαστήριο διαπιστώνει ότι η εκδοθείσα από το Πρωτοβάθμιο βελγικό

Δικαστήριο, διαταγή, υποχρεώνει τη Sca l σε ενεργό επιτήρηση του συνόλου των

δεδοµένων που αφορούν το σύνολο των πελατών της προκειµένου να αποτραπεί

ενδεχόµενη προσβολή δικαιωµάτων πνευµατικής ιδιοκτησίας. Και αυτό, γιατί για να

εφαρμοστεί το σύστημα χρήσης φίλτρου, ο ΦΠΠΔ θα πρέπει να:

εντοπίζει όλα τα αρχεία που διακινούνται από το σύνολο των πελατών του

εντοπίζει ποια αρχεία συνιστούν έργα επί των οποίων οι δικαιούχοι δικαιωμάτων

πνευματικής ιδιοκτησίας διατείνονται ότι κατέχουν δικαιώματα

καθορίζει ποια αρχεία αποτελούν αντικείμενο παράνομης συναλλαγής, και να

Page 24: Draft

24 Π. Τσούγγου

αποκλείει την ανταλλαγή των αρχείων που ο ίδιος έχει χαρακτηρίσει ως

παράνομα.

Εποµένως, συνεχίζει το ΔΕΚ, η εν λόγω διαταγή του Α’βάθμιου Δικαστηρίου,

επιβάλλει την ενεργό παρακολούθηση του συνόλου των επικοινωνιών μέσω διαδικτύου που

πραγματοποιούνται στο δίκτυο του εμπλεκόμενου ΦΠΠΔ. Η υποχρέωση γενικής

επιτηρήσεως όμως αυτή, δεν είναι συµβατή µε την οδηγία για το ηλεκτρονικό εµπόριο (το

άρθρο 15 της οδηγίας 2000/31).

Στη συνέχεια, έκρινε το ΔΕΚ ότι προκειμένου να εκτιμηθεί εάν η εν λόγω διαταγή είναι

σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης, πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη οι απαιτήσεις που

απορρέουν από την υποχρέωση προστασίας άλλων ενδεχομένως θιγόμενων

θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Επ’αυτού έκρινε ότι ναι μεν η προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας

κατοχυρώνεται σαφώς στο άρθρο 17, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών

Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης). εντούτοις, από κανένα σημείο της

διατάξεως αυτής ούτε και από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι τα δικαιώματα

αυτά είναι απαραβίαστα και ότι πρέπει να χαίρουν απόλυτης προστασίας. Αντίθετα, όπως

προέκυψε και από την απόφαση C-275/06, Promusicae, η προστασία του θεμελιώδους

δικαιώματος της πνευματικής ιδιοκτησίας, πρέπει να αποτελεί αντικείμενο σταθμίσεως

με την προστασία άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων. Με το σκεπτικό αυτό, το Δικαστήριο

δέχτηκε από τη μία μεριά, ότι η εκδοθείσα διαταγή συνιστά κατάφωρη παραβίαση της

επιχειρηµατικής ελευθερίας της Scarlet καθόσον την υποχρεώνει να θέσει σε λειτουργία ένα

σύστηµα πληροφορικής που είναι περίπλοκο, δαπανηρό και θα λειτουργεί σε µόνιµη βάση µε

δικά της αποκλειστικώς έξοδα. Από την άλλη, υπογράμμισε ότι, η σχετική διαταγή δεν θα έχει

συνέπειες µόνο για τη Scarlet, αφού το σύστηµα χρήσεως φίλτρου ενδέχεται να θίγει επίσης

τα θεµελιώδη δικαιώµατα των πελατών της και, ειδικότερα, το δικαίωµά τους στην

προστασία δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα καθώς και την ελευθερία τους να

λαµβάνουν και να µεταδίδουν πληροφορίες, δικαιώµατα τα οποία κατοχυρώνονται στον

Χάρτη Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τέλος, η εκδοθείσα διαταγή θίγει

ενδεχοµένως την ελευθερία πληροφορήσεως, καθόσον στο πλαίσιο του επίµαχου

συστήµατος ενδέχεται να µην µπορεί να γίνεται επαρκής διάκριση µεταξύ παράνοµου και

νόµιµου περιεχοµένου, µε συνέπεια η λειτουργία του συστήµατος να καταλήγει στον

αποκλεισµό επικοινωνιών µε νόµιµο περιεχόµενο.

Κατά συνέπεια, το ∆ικαστήριο διαπίστωσε ότι, εκδίδοντας τη διαταγή µε την οποία η

Scarlet υποχρεώθηκε να θέσει σε λειτουργία το ως άνω σύστηµα χρήσεως φίλτρου, το εθνικό

δικαστήριο δεν τήρησε την υποχρέωση να διασφαλίσει την εναρµόνιση του δικαιώµατος

πνευµατικής ιδιοκτησίας, αφενός, µε την επιχειρηµατική ελευθερία, το δικαίωµα στην

προστασία δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα και την ελευθερία λήψεως και

µεταδόσεως πληροφοριών, αφετέρου.

Page 25: Draft

25 Πνευματική Ιδιοκτησία και Διαδίκτυο

Συμπερασματικά, το ∆ικαστήριο έκρινε ότι το δίκαιο της Ένωσης είναι αντίθετο προς

την επιβολή υποχρεώσεως σε φορέα παροχής προσβάσεως στο διαδίκτυο να θέσει σε

λειτουργία σύστηµα χρήσεως φίλτρου για το σύνολο των επικοινωνιών µέσω διαδικτύου, οι

οποίες πραγµατοποιούνται µε χρήση των υπηρεσιών του, όσον αφορά το σύνολο αδιακρίτως

της πελατείας του, για προληπτική χρήση, µε δικά του αποκλειστικώς έξοδα και για

απεριόριστο χρονικό διάστηµα.

Επίλογος

Είναι προφανές ότι ο πόλεμος ανάμεσα στους υπερασπιστές της πνευματικής

ιδιοκτησίας και τους θιασώτες της ελευθερίας του Διαδικτύου καλά κρατεί. Νομοσχέδια που

έχουν ως στόχο την καταπολέμηση της πειρατείας (όπως το αμερικάνικο SOPA που έχει ήδη

ξεσηκώσει αντιδράσεις από μεγάλες εταιρίες όπως τη Google, τη Wikipedia, το Facebook και

το Twitter), είναι σίγουρο ότι τουλάχιστον σύμφωνα με τα σημερινά τεχνολογικά δεδομένα,

παρουσιάζονται προβληματικά και δεν επιτυγχάνουν το σκοπό τους παρά μόνο αν

οδηγήσουν σε ένα σύστημα ελέγχου και λογοκρισίας στο Διαδίκτυο, στην άρση της

ανωνυμίας των χρηστών του ‘Ιντερνετ, στην κατάργηση της ελεύθερης έκφρασης γνώμης στο

Διαδίκτυο και στην υπονόμευση της δυναμικής και του καινοτόμου χαρακτήρα του Διαδικτύου.

Page 26: Draft

26 Θ. Γεωργίου

ΆΔΕΙΕΣ CREATIVE COMMONS

Περίληψη

Οι άδειες Creative Commons, αποτελούν προδιατυπωμένα, τυποποιημένα και

εκλαϊκευμένα νομικά κείμενα που επιτρέπουν στον δημιουργό να παραχωρήσει μέρος των

δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας που διαθέτει με σκοπό την διάδοση του έργου του στο

ευρύ κοινό. Η έκδοση και διαχείριση τους γίνεται από το αμερικανικό Ίδρυμα Creative

Commons και σήμερα βρίσκονται στην τρίτη έκδοση ενώ παράλληλα έχουν μεταφερθεί στις

έννομες τάξεις περισσοτέρων από 50 χωρών, μεταξύ των οποίων το σύνολο σχεδόν του

ανεπτυγμένου κόσμου. Στην Ελλάδα, οι άδειες Creative Commons εισήχθησαν το 2007 και

την ευθύνη της ελληνικής έκδοσης έχει η ΕΛ/ΛΑΚ.

Οι άδειες βασίζονται στο εκάστοτε υπάρχον νομικό πλαίσιο Πνευματικής Ιδιοκτησίας,

προσπαθώντας να πετύχουν την μεγαλύτερη δυνατή συμβατότητα με όλες τις διαφορετικές

εθνικές έννομες τάξεις. Εντούτοις, η νομική επεξεργασία τους βρίσκεται ακόμα σε πρώιμο

στάδιο, με διάφορα ζητήματα να ανακύπτουν και να αντιμετωπίζονται προϊόντος του χρόνου.

Στην Ελλάδα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν ο επακριβής νομικός χαρακτηρισμός τους,

η συμβατότητα μεταξύ αδειών, ο ρόλος του Ιδρύματος και οι απαλλακτικές ρήτρες που

περιέχουν.

Περισσότερα στο g .gl/Tl4uL