Λιθογραφία µε θέµα τον...

165
Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ Τα έντονα πολιτικά συναισθήµατα αποτέλεσαν τα συνήθη θεµέλια για την ανάπτυξη του φασισµού εκεί όπου αναπτύχθηκε. Στην Ελλάδα, από τις αρχές του 20ού αιώνα, τέτοιου είδους πάθη περίσσευαν. Συνήθως συνδέονταν µε τις καταστάσεις που δηµι- ουργούσε ο αλυτρωτικός εθνικισµός. Η ιδεολογία αυτή είχε θέσει την Ελλάδα σε τρο- χιά σύγκρουσης µε ισχυρότερα κράτη, τα αποτελέσµατα της οποίας δεν µπορούσαν παρά να είναι απρόβλεπτα – και άκρως επίφοβα, όπως είχε κιόλας αποδειχτεί το 1897. Μια αποσταθεροποιητική ανασφάλεια κατέλαβε το έθνος ήδη από την έναρξη των πολέµων, αλλά ακόµη περισσότερο µετά την οδυνηρή τους κατάληξη. Καταρχάς, µετά την απόκτηση των Νέων Χωρών, τα σύνορα της Ελλάδας έµειναν στο έλεος των ευµετάβλητων συσχετισµών δύναµης στα Βαλκάνια και στην ανατολική Μεσόγειο. Το κράτος ήταν τώρα µεγαλύτερο, αλλά και πολύ πιο τρωτό, και τελούσε σχεδόν µόνιµα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Ακόµη και όταν δεν βρισκόταν επίσηµα σε πόλεµο, κρίσεις, όπως εκείνη του 1914 µε την Οθωµανική αυτοκρατορία και θερµά επεισόδια όπως η ιταλική κατοχή της Κέρκυρας το 1923, υπογράµµιζαν τους εξωτερικούς κινδύ- νους, γεννώντας φόβους που χρησιµοποιούνταν για να δικαιολογηθεί η περιστολή των δηµοκρατικών δικαιωµάτων. Πρόσθετοι γενεσιουργοί παράγοντες του εθνικού φόβου και µίσους ήταν η τραυµατική µνήµη της οθωµανικής αδικίας και καταπίεσης, και η απειλή της επιστροφής ενός παρόµοιου τύπου εξουσίας. Μετά τον πόλεµο του 1897 ο πολιτικός λόγος εµπλου- τίστηκε µε νέα συγκινησιακά µοτίβα, τα οποία επίσης διευκόλυναν τη διάδοση του φασισµού. Για παράδειγµα, τότε καθιερώνεται η λατρεία των νεκρών ηρώων, η οποία αναβαθµίζεται µε την ανέγερση µνηµείου στο πανεπιστήµιο το 1901, και τρία χρόνια αργότερα τονώνεται ξανά µε τον θάνατο στη Μακεδονία του Παύλου Μελά, που προκά- λεσε σε ορισµένους κύκλους µια καθαρά προδροµική του φασισµού θανατολατρεία. Ο θάνατος στη Μακεδονία του Παύλου Μελά, που προκάλεσε

Transcript of Λιθογραφία µε θέµα τον...

  • Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ

    Τα έντονα πολιτικά συναισθήµατα αποτέλεσαν τα συνήθη θεµέλια για την ανάπτυξη του φασισµού εκεί όπου αναπτύχθηκε. Στην Ελλάδα, από τις αρχές του 20ού αιώνα, τέτοιου είδους πάθη περίσσευαν. Συνήθως συνδέονταν µε τις καταστάσεις που δηµι-ουργούσε ο αλυτρωτικός εθνικισµός. Η ιδεολογία αυτή είχε θέσει την Ελλάδα σε τρο-χιά σύγκρουσης µε ισχυρότερα κράτη, τα αποτελέσµατα της οποίας δεν µπορούσαν παρά να είναι απρόβλεπτα – και άκρως επίφοβα, όπως είχε κιόλας αποδειχτεί το 1897. Μια αποσταθεροποιητική ανασφάλεια κατέλαβε το έθνος ήδη από την έναρξη των πολέµων, αλλά ακόµη περισσότερο µετά την οδυνηρή τους κατάληξη. Καταρχάς, µετά την απόκτηση των Νέων Χωρών, τα σύνορα της Ελλάδας έµειναν στο έλεος των ευµετάβλητων συσχετισµών δύναµης στα Βαλκάνια και στην ανατολική Μεσόγειο. Το κράτος ήταν τώρα µεγαλύτερο, αλλά και πολύ πιο τρωτό, και τελούσε σχεδόν µόνιµα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Ακόµη και όταν δεν βρισκόταν επίσηµα σε πόλεµο, κρίσεις, όπως εκείνη του 1914 µε την Οθωµανική αυτοκρατορία και θερµά επεισόδια όπως η ιταλική κατοχή της Κέρκυρας το 1923, υπογράµµιζαν τους εξωτερικούς κινδύ-νους, γεννώντας φόβους που χρησιµοποιούνταν για να δικαιολογηθεί η περιστολή των δηµοκρατικών δικαιωµάτων. Πρόσθετοι γενεσιουργοί παράγοντες του εθνικού φόβου και µίσους ήταν η τραυµατική µνήµη της οθωµανικής αδικίας και καταπίεσης, και η απειλή της επιστροφής ενός παρόµοιου τύπου εξουσίας. Μετά τον πόλεµο του 1897 ο πολιτικός λόγος εµπλου-τίστηκε µε νέα συγκινησιακά µοτίβα, τα οποία επίσης διευκόλυναν τη διάδοση του φασισµού. Για παράδειγµα, τότε καθιερώνεται η λατρεία των νεκρών ηρώων, η οποία αναβαθµίζεται µε την ανέγερση µνηµείου στο πανεπιστήµιο το 1901, και τρία χρόνια αργότερα τονώνεται ξανά µε τον θάνατο στη Μακεδονία του Παύλου Μελά, που προκά-λεσε σε ορισµένους κύκλους µια καθαρά προδροµική του φασισµού θανατολατρεία.

    Ο θάνατος στη Μακεδονία του Παύλου Μελά, που προκάλεσε

    http://img.t12_k08_p001_1

  • Αλληλένδετη µε τον φόβο και το µίσος ήταν η λατρεία της δύναµης, που εκφραζόταν µε όλο και µεγαλύτερη σαφήνεια στον πολιτικό λόγο –αλλά και στην πράξη– των αστών, παραµερίζοντας την προηγούµενη έµφαση στις δηµοκρατικές αρετές του δια-λόγου και της συνεννόησης όσο και τις θρησκευτικές αναστολές. Από τη δεκαετία του 1880 η κυρίαρχη ιδεολογία είχε απορροφήσει µοτίβα του κοινωνικού δαρβινι-σµού, που έβλεπαν στην παγκόσµια ιστορία έναν «αγώνα για την ύπαρξη» µεταξύ των εθνών. Παραµονές των Βαλκανικών πολέµων, οργανικοί διανοούµενοι του ελληνικού κράτους, όπως ο Ίωνας Δραγούµης, είχαν φτάσει να διακηρύσσουν την κυριαρχία του κοινωνικού δαρβινισµού στις πολιτικές τους αντιλήψεις. Όπως συνέβη και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ο πόλεµος –η «δοκιµασία του πυρός», που προβαλλόταν ως το υπέρτατο ανθρώπινο δράµα, µε τους µαχητές σε ρόλους πρωταγωνιστών και κεντρικό του πυρήνα τον θάνατο– αναγορεύτηκε σε ύπατο κριτήριο του ανδρισµού, που ήταν το αντίθετο του «εκφυλισµού». Δεν άργησε να αρθρωθεί ένας συγκροτηµένος λόγος υπέρ της στρατιωτικής διακυβέρνησης, που αποτύπωνε τη βεβαιότητα πολλών από όσους είχαν πολεµήσει ότι δικαιωµατικά τους ανήκε η διακυβέρνηση της χώρας. Στο δαρβίνειο σύµπαν που φαντασιώνονταν οι εθνικιστές διανοούµενοι και το ακροα-τήριό τους, ο ακατάπαυστος φόβος συνόδευε λογικά την επίγνωση των περιορισµένων δυνατοτήτων της χώρας και του αγεφύρωτου χάσµατος που τις χώριζε από τις επι-ταγές των εθνικών στόχων – στόχων που χαρακτηρίζονταν από τροµακτική ασάφεια. Κανένας πολιτικός ηγέτης ή διανοούµενος δεν είχε επεξεργαστεί κάποια διεξοδική και συνολική πρόταση για τη σωτηρία των «αλύτρωτων αδελφών». Τα σχέδια που πρόβαλ-λαν ήταν αποσπασµατικά, ουτοπικά και ασύµβατα µεταξύ τους – για παράδειγµα, η στρατηγική επιλογή του Βενιζέλου να επιδιώξει τον κατακερµατισµό της Οθωµανικής αυτοκρατορίας συγκρουόταν µε την πολιτική του Δραγούµη και του Σουλιώτη-Νικολα-ΐδη που στηριζόταν στην εδαφική ακεραιότητά της.Ο φόβος τρεφόταν επίσης από την ανασφάλεια. Στην πραγµατικότητα, η έκβαση των αλυτρωτικών σχεδίων εξαρτιόταν από τις µεταβαλλόµενες διαθέσεις των ευρω-παϊκών Δυνάµεων: τα βαλκανικά κράτη µπορούσαν να αρχίζουν πολέµους, αλλά δεν ήταν αρκετά ισχυρά για να τους τελειώσουν. Έστω ότι η χώρα νικούσε τους εθνικούς εχθρούς, ακόµη και τους Οθωµανούς και τους Βούλγαρους. Και µετά, τι; Τα ισχυρά κράτη, που είχαν συµφέροντα στην περιοχή, θα δέχονταν απαθώς την ανατροπή του

    Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και οι ηγέτες των βαλκανικών χωρών

    http://img.t12_k08_p002_1

  • συσχετισµού δυνάµεων; Ήταν σε θέση οι δυνάµεις τρίτης και τέταρτης κατηγορίας να αλλάξουν σύνορα χωρίς την επίνευση των µεγάλων χωρών; Και πώς θα µπορούσαν να εµποδίσουν την ανάµειξη των τελευταίων στα εσωτερικά τους, η οποία αποσταθερο-ποίησε την Ελλάδα συµβάλλοντας καίρια στον Διχασµό; Δεν ήταν περίεργο λοιπόν που, αντιµέτωπος µε τέτοιες αντιξοότητες, ο αλυτρωτικός λόγος εγκατέλειπε τη λογική για να καλλιεργήσει µυστικιστικά και ψευδοεπιστηµονικά επιχειρήµατα, όπως όταν ο πρω-θυπουργός Δηµήτριος Γούναρης οργάνωνε τον λόγο του γύρω από τις πολιτισµικές και κυρίως τις φυλετικές διαστάσεις της «µακραίωνης ιστορίας του ελληνισµού» η οποία, µε συνεργό τη «µυστηριώδη φωνή της Προνοίας», θα οδηγούσε την «ελληνική ψυχή» σε νέες αλυτρωτικές δόξες. Έχουµε εδώ µια έµµεση αναγνώριση της αδυναµίας να προταθεί ένα λογικά συνεκτικό αλυτρωτικό πρόγραµµα – µια φυγή, λοιπόν, προς το παράλογο που παρακινείτο από τους εθνικούς φόβους και δεν βρισκόταν µακριά από τον φασισµό.Ακόµη χειρότερα, στο µέτρο που περιλάµβανε εδαφικούς συµβιβασµούς κάθε σχέδιο επέκτασης συγκρουόταν µε τη θεµελιώδη ιδέα του αλυτρωτισµού, ότι δεν έπρεπε να µείνουν «αλύτρωτοι» πέρα από τα όρια του ελληνικού κράτους. Τι θα απογίνονταν οι Έλληνες που αναπόφευκτα θα έµεναν εκτός συνόρων, όσο µακριά και αν έφθαναν αυτά; Και τι θα γίνονταν οι «εθνικοί εχθροί» που θα βρίσκονταν εντός των τειχών; Η λογική απόληξη των εθνικών σχεδίων, δηλαδή η δηµιουργία εθνικά καθαρών κρατών, δεν ήταν συνάµα και η δηµιουργία ισάριθµων «χαµένων πατρίδων» και αντίπαλων αλυτρωτικών διεκδικήσεων; Και ήταν άραγε η πραγµάτωσή τους εφικτή χωρίς εµπλοκή της χώρας στους διπλωµατικούς υπολογισµούς πολύ ισχυρότερων Δυνάµεων ή χωρίς να απειληθεί σοβαρή βλάβη της κοινοβουλευτικής δηµοκρατίας;Ακολούθησε η ήττα. Η Μικρασιατική καταστροφή ψαλίδισε τις εθνικές βλέψεις, αλλά ένα µέρος του πολιτικού κόσµου, όπως άλλωστε και του λαού, δεν εγκατέλειψε το όνειρο της νέας επέκτασης στα ανατολικά. Ο Πάγκαλος, ο Χατζηκυριάκος και πολλοί άλλοι στρατοκράτες ποτέ δεν συγχώρησαν στον Βενιζέλο την υπογραφή της συνθή-κης της Λωζάννης. Η ιδεολογική κληρονοµιά της ήττας σύντοµα αναπτύχθηκε σε ένα µείγµα λατρειών της βίας και του θανάτου, µισαλλόδοξου και εκδικητικού εθνικισµού, και θεωριών περί «πισώπλατου µαχαιρώµατος» της χώρας από τους Δυτικούς και τους κοµµουνιστές – τους νέους «εχθρούς».

    Λιθογραφία µε θέµα τον θρί-αµβο του ελληνισµού, χάραξη

    http://img.t12_k08_p003_1

  • Ο πολιτικός λόγος που αναπτύχθηκε αυτή την περίοδο διευκόλυνε επίσης τον φασισµό καθώς υπογράµµιζε την κατάρρευση του αισθήµατος πως ολόκληρο το έθνος αποτε-λούσε µια πολιτική κοινότητα. Ωστόσο, αντίθετα απ’ ό,τι συνέβαινε σε άλλες χώρες, εδώ από το έθνος δεν εξοβελιζόταν η Αριστερά, αλλά η αντίπαλη αστική παράταξη. Για παράδειγµα, ήδη πριν από την καταστροφή, η πρωτεύουσα, το ηµιεπίσηµο πρω-θυπουργικό όργανο, διακήρυσσε ως επιστηµονικό συµπέρασµα πως οι βενιζελικοί δεν ανήκαν στο ελληνικό έθνος. «Αντεθνισµός είναι ο Κωνσταντινισµός µετά την εθνικήν µας καταστροφήν», αντέτασσε λίγο αργότερα στη Βουλή ένας επιφανής Φιλελεύθερος. Στο κλίµα της εποχής ούτε οι εκφράσεις αυτές ήταν ακραίες ούτε τα πολιτικά συναι-σθήµατα που τις στήριζαν ασυνήθιστα. Μεταφρασµένες σε πολιτικές προτάσεις τόσο οι µεν όσο και τα δε οδηγούσαν λογικά στην αυταρχική επιβολή του µισού έθνους πάνω στο άλλο µισό. Έτσι βοήθησαν καταλυτικά τη µετατόπιση µερίδων των Φιλελευ-θέρων και της Δεξιάς, επάνω στο συνεχές που εκτείνεται από τον συντηρητισµό έως τον φασισµό, προς την κατεύθυνση του τελευταίου.Την εκδικητικότητα, το µίσος και τον φόβο συµπλήρωνε η φυλετική και πολιτισµική περιφρόνηση των γειτόνων. Αντιτουρκικά ρατσιστικά αισθήµατα ήταν ευρύτατα εξα-πλωµένα στους διανοουµένους, ενώ και οι Βούλγαροι ή γενικά οι Σλάβοι καταγγέλ-λονταν µε νέα έµφαση ως προαιώνιοι εχθροί. Η ιεράρχηση των εθνών σε βαθµούς πολιτισµού –των Ελλήνων λίγο παρακάτω ή παραπάνω από την Ευρώπη και έπειτα των επίφοβων Βουλγάρων και των ισχυρών Ρουµάνων, των Αλβανών και των «συντηρητι-κών» Τούρκων– έγινε κοινός τόπος στην Ελλάδα του πρώιµου 20ού αιώνα.Παραµένει άγνωστο, πάντως, σε ποιον βαθµό αφοµοίωσαν οι «σιωπηλές τάξεις» αυτές τις ρατσιστικές αντιλήψεις και τα πολεµοχαρή πολιτικά συναισθήµατα που κυριαρ-χούσαν στους αστούς και στους διανοούµενους. Το βέβαιο είναι πως οι πόλεµοι της δεκαετίας 1912-1922 έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη διαµόρφωση των στάσεων και αντιλήψεων των λαϊκών µαζών, αλλά η ιστορία τους από τη σκοπιά των απλών ανθρώ-πων δεν έχει ακόµη γραφεί. Ωστόσο γνωρίζουµε πως η καταναγκαστική στράτευση, οι στρατιωτικές ωµότητες και λεηλασίες καθώς και η δηµιουργία κυµάτων άµαχων προ-σφύγων συνέθεταν µια εφιαλτική εµπειρία, την οποία συγκάλυψε ο επίσηµος λόγος. Ο πληθυσµός στα θέατρα των επιχειρήσεων υπέφερε πρωτοφανείς ταλαιπωρίες και διώξεις, συνήθως αλλά όχι πάντοτε από «εθνικούς εχθρούς», ενώ οι στρατευµένοι

    Η Μικρασιατική καταστροφή ψαλίδισε τις εθνικές βλέψεις·

    http://img.t12_k08_p004_1

  • συµµετείχαν, µε την προτροπή ή την ανοχή των ανωτέρων, σε ωµότητες οι οποίες δικαιολογηµένα γεννούσαν υστερικούς φόβους αντιποίνων. Η πραγµατική συµπεριφορά των στρατεύσιµων –για παράδειγµα– δείχνει πως δεν εµφο-ρούνταν από τα εθνικά πάθη στον βαθµό που διαφηµίζει η επίσηµη ιστοριογραφία. Ορισµένοι είχαν πολιτικούς λόγους: ο επιφανής σοσιαλιστής του Βόλου Κώστας Ζάχος αρνήθηκε να καταταγεί στον στρατό· φυλακίστηκε και στάλθηκε στο στρατοδικείο, όπου κινδύνεψε να πληρώσει ακριβά το θάρρος του. Οι πόλεµοι όµως συνάντησαν και στους απλούς ανθρώπους πραγµατικά µεγάλες αντιστάσεις, οι οποίες εκδηλώνονταν κυρίως παθητικά – µε τη µετανάστευση, τη λιποταξία και τον αυτοτραυµατισµό. Σύµ-φωνα µε τα επίσηµα στοιχεία, ήδη στον προηγούµενο πόλεµο, του 1897, οι Αρχές είχαν απαλλάξει νόµιµα λίγο λιγότερους από όσους επιστράτευσαν, αλλά από τους τελευταίους κήρυξαν λιποτάκτες και ανυπότακτους περίπου τον έναν στους τρεις. Το 1912 οι στρατεύσιµοι έφευγαν κατά κύµατα στο εξωτερικό και όσο πλησίαζε η προοπτική της σύρραξης τόσο περισσότερο επέτεινε την αποδηµία: τριάντα χιλιάδες, κυρίως νέοι άνδρες και µεταξύ τους πολλοί κρητικοί, απέπλευσαν από τον Ιούλιο έως τον Σεπτέµβριο µόνο για τις ΗΠΑ· αρχές Σεπτεµβρίου δραπέτευσαν 1.000 µε τη Μακεδονία και άλλοι 1.600 µε τα Θεµιστοκλής και Niger. Μόλις ξέσπασαν όµως οι εχθροπραξίες οι Αρχές τους έκλεισαν τα σύνορα και κατόπιν απαγόρευσαν ολότελα την αποµάκρυνση στρατεύσιµων από τα κατεχόµενα εδάφη. Μετά το 1916 οι ανταρσίες στον στρατό έγιναν συνηθισµένο φαινόµενο και καταστάλθηκαν µε αγριότητα, ενώ οι βίαιες επιστρατεύσεις στη Χαλκιδική και αλλού δηµιούργησαν µόνιµη εχθρότητα εναντίον των Φιλελευθέρων.Ένας άλλος σηµαντικός λόγος για την ταξικά διαφοροποιηµένη πρόσληψη του εθνικού λόγου ήταν πως τα θύµατα των πολέµων ανήκαν κυρίως στα λαϊκά στρώµατα. Ακόµη και ο Βενιζέλος οµολογούσε πως ο στρατολογικός νόµος δηµιουργούσε ανισότητα υπέρ των εύπορων, ενώ ο κοινωνιολόγος Θαλής Κουτούπης κατάγγελλε «τα αίσχη της υγειονοµικής υπηρεσίας [...] τιµολόγιον ετέθη προς εξαίρεσιν». Πολλοί από όσους γράπωνε ο στρατολόγος αυτοτραυµατίζονταν για να αποφύγουν τις ηθικές και σωµατι-κές κακουχίες του πολέµου· κατηγορούσαν ιδίως τους Κερκυραίους πως διακρίνονταν σε αυτό το άθληµα. Άλλοι λιποτακτούσαν και περιφέρονταν στην ύπαιθρο επαιτώντας ή απαιτώντας· ο Κωνσταντίνος τους περιµάζευε εξαπολύοντας αποσπάσµατα και ετοί-

    Οι Βούλγαροι ή γενικά οι Σλάβοι καταγγέλλονταν µε νέα έµφαση

    http://img.t12_k08_p005_1

  • µαζε τουφεκισµούς για παραδειγµατισµό. Έως τα τέλη της πολεµικής δεκαετίας, η διαφθορά των στρατολόγων προσέφερε άφθονες ευκαιρίες πλουτισµού.Στο τέλος της πολεµικής δεκαετίας η αντίδραση στη συνέχιση του πολέµου αναφε-ρόταν σταθερά ως ο κυριότερος λόγος της δυσφορίας που είχε εξαπλωθεί παντού, µολονότι επίσηµα συγκαλυπτόταν. Ήδη τον Φεβρουάριο του 1921 είχε σηµειωθεί γενική εξέγερση στον Βόλο, που κατεστάλη µε µαζικές συλλήψεις και µε την κήρυξη στρατιωτικού νόµου. «Οι σοβαρές σοσιαλιστικές ταραχές του Βόλου», παρατηρούσε ο Βρετανός πρεσβευτής, «πήραν µορφή αντιπολεµικών εκδηλώσεων. Οι αρχές αποσι-ώπησαν όσο µπορούσαν αυτό το γεγονός και δεν το ανέφεραν οι εφηµερίδες, αναµ-φίβολα όµως φαίνεται πως η χώρα κουράστηκε από τον πόλεµο». Αντιπολεµικές δια-δηλώσεις ξεσπούσαν ακόµη και σε επαρχιακά κέντρα όπως ήταν το Αγρίνιο, ενώ στη Ζάκυνθο απέτυχε παταγωδώς µια φιλοπολεµική εκδήλωση: «Πέρα από τους βενιζελι-κούς, ασήµαντο πατριωτικό αίσθηµα φαίνεται να υπάρχει στο νησί», ειδοποιούσε ο Βρετανός πρέσβης. «Πιστεύω πως υπάρχει αναµφίβολα σηµαντική δυσθυµία απέναντι στον πόλεµο µεταξύ των κατώτερων τάξεων, την οποία [οι αρχές] συγκαλύπτουν µε οργανωµένες επιδείξεις πατριωτισµού». Όταν οι µοναρχικές κυβερνήσεις υιοθέτησαν την επεκτατική πολιτική που συνδεόταν προηγουµένως µε τον Βενιζέλο, έχασαν τη λαϊκή υποστήριξη. «Ακόµη και στην Κέρκυρα, οχυρό µέχρι τώρα του κωνσταντινισµού, η µεταστροφή της κοινής γνώµης είναι εξαιρετικά έντονη», παρατηρούσε το καλοκαίρι του 1922 ένας ενήµερος Βρετανός διπλωµάτης. Στην Πάτρα ήταν βέβαιο ότι ακόµη και ο ίδιος ο Γούναρης θα έχανε µε µεγάλη διαφορά την έδρα του αν έκανε εκλογές – ένας παράγοντας που σίγουρα συνέβαλε στη φασιστική του στροφή. Ισχυρά αντικυβερνη-τικά αισθήµατα εµφανίστηκαν ακόµη και σε µέρη της Πελοποννήσου που προηγουµέ-νως εξέλεγαν µόνο βασιλικούς βουλευτές.

    Οι πρώτοι θεωρητικοί του ελληνικού φασισµούΟι εγχώριοι ιδεολογικοί πρόδροµοι του φασισµού διαµόρφωσαν τις ιδέες τους, κατά κανόνα σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, στην καµπή του 19ου προς τον 20ό αιώνα. Ανά-µεσά τους ξεχώρισαν δύο λογοτέχνες που συνδέονταν µεταξύ τους: ο Περικλής Γιαννό-πουλος και ο Ίωνας Δραγούµης. Η δηµόσια απήχησή τους ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα –αρκετά πρώιµος για την ανάπτυξη του φασισµού χρόνος– υπήρξε σηµαντική.

    Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α’, για να αντιµετωπίσει το φαινοµένο

    http://img.t12_k08_p006_1

  • Μολονότι τα γραπτά τους δεν οδηγούν απευθείας στην ιδεολογία των µεσοπολεµικών φασιστών, αρκετές γενεαλογίες τα συνδέουν µε αυτήν. Συνολικά, ο Γιαννόπουλος και ο Δραγούµης επηρέασαν τη διαµόρφωση των αντιλή-ψεων ενός ευρύτερου κοινωνικού και διανοητικού χώρου σχετικά µε το έθνος, τη φυλή και το κράτος, µε τρόπους τέτοιους που διευκόλυναν τη στροφή προς τον φασισµό. Οι ιδέες τους δεν ήταν διόλου «αυτόχθονες». Και οι δύο δέχτηκαν σηµαντικές επιρροές από το εξωτερικό, ιδιαίτερα από τις αντιλήψεις της γαλλικής ριζοσπαστικής δεξιάς εκείνης της εποχής, µε τις οποίες ήρθαν άµεσα σε επαφή. Η Δεξιά αυτή έδωσε πρώτη το «αντικοµφορµιστικό, πρωτοποριακό και επαναστατικό» εννοιολογικό πλαίσιο µέσα στο οποίο αναπτύχθηκε ο φασισµός. Εµβληµατικές της µορφές ήταν δύο γνωστοί λογο-τέχνες, ο Σαρλ Μωρράς και ο Μωρίς Μπαρρές, πολιτικά στρατευµένοι και πρωτεργάτες της ακροδεξιάς οργάνωσης Action Française (Γαλλική Δράση). Στην Ελλάδα, ο πρώτος γνωστός διανοούµενος που στις αρχές του 20ού αιώνα παρου-σίασε µια συνολική θεώρηση στηριγµένη στα ίδια µοτίβα ήταν ο Περικλής Γιαννό-πουλος (1870-1910). Γόνος εξέχουσας οικογένειας, µε ανολοκλήρωτες σπουδές στο Παρίσι και στην Αθήνα, ο Γιαννόπουλος βίωσε µια τραυµατική κοινωνική υποβάθµιση µε αποτελέσµατα αποσταθεροποιητικά για τον ψυχισµό του. Η αρχική του εξέγερση κατά των κοινωνικών συµβάσεων τον οδήγησε στον αισθητισµό και σε ένα είδος νιτσε-ϊσµού, απ’ όπου άντλησε υλικά για να συγκροτήσει µια νέα ιδεολογική σύνθεση διατυ-πωµένη µε παραληρηµατικούς όρους. Το 1906 ο Γιαννόπουλος, που έχει ήδη γίνει γνωστός αρθρογραφώντας σε αθηναϊκές εφηµερίδες και επιθεωρήσεις, εκδίδει το δοκίµιο Νέον πνεύµα και τον επόµενο χρόνο τη στοµφώδη Έκκλησιν προς το πανελλήνιον κοινόν. Δεν συνάντησαν τότε ευνοϊκή απή-χηση, παρά τους διθυράµβους που αφιέρωσε ο Ξενόπουλος, αλλά µεταξύ των φίλων και των πρώτων θαυµαστών του συγκαταλέγονταν πρόσωπα που έπαιξαν κεντρικό ρόλο στην ελληνική ιδεολογία. Στον Μεσοπόλεµο τα γραπτά του Γιαννόπουλου προσέφεραν πνευµατική παραµυθία σε αρκετούς συντηρητικούς διανοουµένους, και ακόµη περισ-σότερο χρήσιµα φάνηκαν µετά τον Β’ Παγκόσµιο πόλεµο στη Δεξιά που αναζητούσε απεγνωσµένα διανοητικές δικαιολογήσεις του εθνικισµού. Τότε ο συγγραφέας τους χαιρετίστηκε ως προφήτης που «απέδειξε ότι µόνο ο Εθνικισµός των Ελλήνων είναι σωστός, αφού αποβλέπει στο Πανανθρώπινο καλό».

    Ο Περικλής Γιαννόπουλος (1869-1910) που υπήρξε από

    http://img.t12_k08_p007_1

  • Η σκέψη του Γιαννόπουλου γενικά συµπύκνωνε τα πολιτικά συναισθήµατα που αναφέ-ραµε στην αρχή αυτού του κεφαλαίου. Εστιαζόταν στην αισθητική µάλλον παρά στην πολιτική, και άλλωστε δεν ήταν συστηµατική, ούτε καν συγκροτηµένη, και οι παρα-ληρηµατικές της εξάρσεις προκαλούν θυµηδία µάλλον παρά ενδιαφέρον στη δική µας εποχή. Διακρίνουµε σε αυτήν πολλές µέριµνες της ριζοσπαστικής Δεξιάς και µοτίβα που έγιναν αργότερα χαρακτηριστικά του φασισµού: τη λατρεία της νεότητας, την αντίσταση στη νεωτερικότητα που µεταφράζεται σε αντιευρωπαϊσµό, τον ολοκληρω-τικό και παλιγγενετικό εθνικισµό που εκβάλλει στον ιµπεριαλισµό, τον ρατσισµό και τον αντισηµιτισµό, καθώς και κηρύγµατα επανάστασης συνδυασµένα µε καταγγελίες της πολιτικής, του «όχλου» και του χρήµατος. Καθώς ο Γιαννόπουλος δεν ανέπτυξε πολιτική δράση, δεν συνδέεται απευθείας µε τα φασιστικά κινήµατα του Μεσοπολέ-µου. Το αντίθετο ισχύει όµως για τον Ίωνα Δραγούµη, ο οποίος συγκαταλεγόταν στους φίλους και θαυµαστές του.Ο Ίων Δραγούµης (1878-1920) µπορεί από πολλές απόψεις να χαρακτηριστεί ως ο πιο συγκροτηµένος πολιτικός και διανοούµενος του «φασισµού πριν από τον φασισµό» στην Ελλάδα. Από µικρός θαύµαζε τον Μωρίς Μπαρρές, τον οποίο και γνώριζε προσω-πικά – σύντοµα αφοµοίωσε τις ιδέες του κοινωνικού δαρβινισµού και διακρίθηκε στους λογοτεχνικούς κύκλους της πρωτεύουσας ως ικανός αισθητιστής και στρατευµένος δηµοτικιστής. Οι ιδέες του αποτυπώθηκαν στα πολιτικά και λογοτεχνικά του έργα, που κυκλοφόρησαν ευρύτατα εκείνη την εποχή και παραµένουν δηµοφιλή έως σήµερα· επίσης καταγράφονται µε αφοπλιστική σαφήνεια στα ηµερολόγιά του, που δηµοσι-εύτηκαν πιο πρόσφατα. Θα τις εξετάσουµε σε κάποια έκταση, καθώς αντανακλούσαν παραδειγµατικά τις µέριµνες, τα πολιτικά συναισθήµατα και τις διαθέσεις µιας µεγάλης µερίδας συγκαιρινών του διανοουµένων και καλλιτεχνών οι οποίοι δεν µπορούσαν να εκφραστούν εξίσου άρτια. Στο σύνολό τους κάλυπταν αρκετά ολοκληρωµένα τα πολιτικά συναισθήµατα που κατεύθυναν τον ιδεολογικό βηµατισµό των φασιστικών κινηµάτων κατά την πρώτη φάση της διαµόρφωσής τους.Στη ζωή του ο Δραγούµης πλησίαζε µάλλον το µοντέλο του προσανατολισµένου στη δράση αστού διανοουµένου, παρά εκείνο του αποστασιοποιηµένου θεωρητικού. Γόνος µιας από τις επιφανέστερες οικογένειες της χώρας, γρήγορα προωθήθηκε στο διπλω-µατικό σώµα και αξιοποίησε αυτή την επιτυχία για να οργανώσει αντιβουλγαρικά τρο-

    Ο Ίων Δραγούµης (1878-1920), διπλωµάτης, πολιτικός

    Ο Παύλος Γύπαρης (1880-1966), οπλαρχηγός του Μακε-

    http://img.t12_k08_p008_1http://img.t12_k08_p008_2

  • µοκρατικά δίκτυα στη Μακεδονία. Στη διάρκεια του Διχασµού αναδείχθηκε στην ηγε-σία της αντιβενιζελικής παράταξης, εξορίστηκε όταν οι Φιλελεύθεροι ξαναπήραν την εξουσία και τελικά δολοφονήθηκε από αυτούς το 1920, εποχή που ο ίδιος είχε ανα-δειχθεί στην ηγεσία της Ηνωµένης Αντιπολίτευσης. Η γοητευτική του προσωπικότητα, η πολιτική του ακτινοβολία και η ωµή δολοφονία του από τον άλλο «µακεδονοµάχο» Παύλο Γύπαρη (που µάλλον έδρασε µε την έγκριση της ηγεσίας των Φιλελευθέρων) του χάρισαν ένα φωτοστέφανο ηρωισµού και µαρτυρίου που τον έκανε ελκυστικό ακόµη και σε µέρος της Αριστεράς. Όσο διαψεύδει όµως τον ηρωισµό του η συµπεριφορά του στη διάρκεια των Νοεµβριανών, όταν άφησε ανυπεράσπιστους παλιούς στενούς φίλους και φίλες, άλλο τόσο αναιρεί κάθε σχέση του µε τον σοσιαλισµό η εξέταση των ιδεών του, για να µη µιλήσουµε για τις πράξεις του.Νέος, ο Ίωνας Δραγούµης αποδείχθηκε ευαίσθητος δέκτης των πολιτικών συναισθη-µάτων της πρώιµης ριζοσπαστικής Δεξιάς, κυρίως µέσω του Μπαρρές, αλλά όχι µόνο αυτού. Μια άλλη πηγή ήταν ο Νίτσε. Ο Δραγούµης φανταζόταν τον εαυτό του ως νιτσε-ϊκό υπεράνθρωπο, απελευθερωµένο από κάθε ηθικό φραγµό: «θα γεινόµουν ανθρω-ποφάγος αν πεινούσα πολύ. Φθάνει να είξερα τι έκανα όταν θα έτρωγα ανθρώπους. Μπορεί κανείς να κάνη ό,τι θέλη φθάνει να έχη συνείδησι του καµωµένου πράγµατος, των αιτίων, των µέσων, των αποτελεσµάτων». Ο απόλυτος ατοµικισµός του καταρ-γούσε κάθε έννοια ηθικής: «Η διαφορά µεταξύ των κακών και των καλών [πραγµάτων] δεν θα υπήρχε αν δεν υπήρχε κοινωνία, είνε διαφορά χωρίς ουσία, ασήµαντη». Σε αντιδιαστολή µε άλλες τάσεις της ριζοσπαστικής Δεξιάς, όπως ήταν για παράδειγµα ορισµένες που εµφανίστηκαν στη Γαλλία και στην Αυστρία, αλλά θυµίζοντας την αντι-θρησκευτικότητα που συναντούµε στα ιταλικά και γερµανικά υποδείγµατα του φασι-σµού, για τον Δραγούµη ο χριστιανισµός δεν έπαιζε ρόλο υπερβατικού φραγµού. Στην πραγµατικότητα, οι θρησκείες γεννιόνταν και πέθαιναν όπως και οι πολιτισµοί και όλα τα άλλα στη ζωή και στη φύση, εποµένως, δεν έπρεπε να απασχολούν τον ανώτερο άνθρωπο που αναλάµβανε πλέον θεϊκό ρόλο. Παρακολουθώντας πάντως το αντιορθο-λογιστικό πνεύµα του πρώιµου 20ού αιώνα, ο Δραγούµης δεν προχώρησε στην πλήρη ρήξη µε τη θρησκεία: αισθανόταν την ανάγκη της, αλλά την ήθελε φτιαγµένη από τον ίδιο. Βασική παράµετρος της σκέψης του ήταν η λατρεία του εξαιρετικού ατόµου, για χάρη του οποίου υπήρχε ολόκληρη η κοινωνία. Η πορεία των ιδεών του στην

  • πιο καθαρή τους µορφή καταγράφεται στο ηµερολόγιό του: «Μ’ αρέσει να ξέρω τις κοινωνίες, γι’ αυτό τις µελετώ. Είνε το µαγειριό όπου µαγειρεύει τον άνθρωπο. Αλλά προτιµώ τον άνθρωπο, µ’ ενδιαφέρει περισσότερο, προ πάντων όταν είνε καλά µαγει-ρεµµένος. Η κοινωνίαις πρέπει να υπάρχουν µόνον γι’ αυτό, να µαγειρεύουν ανθρώ-πους, δυο, τρεις ή τέσσερεις η κάθε µια. Αυτοί οι λίγοι θέλουν να γίνουν καλλίτεροι γιατί δε συλλογίζονται τη ζωή, πώς να ζήσουν. Ενώ η κοινωνίαις όπως και οι πολλοί, η σαβούρα µόνον αυτό συλλογίζονται, πώς να ζήσουν.[...] Είµαι επαναστατικός, ίσως, στις πράξες µου, αλλά δεν κάνω την επανάσταση θεωρία. Όλοι οι άνθρωποι δεν έχουν τα ίδια δικαιώµατα. Εγώ παίρνω τα δικαιώµατα εκείνα που µ’ αρέσουν, αλλά δε µ’ αρέσει να δίνω τα ίδια αυτά δικαιώµατα και στους άλλους γιατί ξέρω πως όλοι δεν είναι άξιοι να έχουν τα ίδια δικαιώµατα µε µένα. Και ο Χριστός το είπε πως δεν είναι ανάγκη να ρίχνει κανείς τα µαργαριτάρια στα γουρού-νια. Άµα πάρω τα δικαιώµατά µου εγώ, δε µε µέλει πια για τους άλλους αν έχουν ή δεν έχουν δικαιώµατα. Ο καθένας έχει δικαιώµατα τέτοια και τόσα όσα και όποια του αξίζουν. Αν δεν έχει την αξιοσύνη να πάρει περισσότερα ή µεγαλύτερα, θα πει πως και αν τού τα έδινα δε θα ήταν άξιος να τα µεταχειριστεί και θα τον έκαµα ίσως µάλιστα και δυστυχισµένο, και λοιπόν τι ανάγκη να του τα δώσω; Ο καθένας ας παίρνει ό,τι δικαιώµατα µπορεί να µεταχειριστεί, όχι περισσότερα, ούτε µεγαλύτερα. Γι’ αυτό και τις πράξες τις δικές µου τις κάνω µονάχα θεωρίες δικές µου και όχι όλου του κόσµου. Η επανάσταση είναι πράξη δική µου και θεωρία δική µου. Δεν την κάνω θεωρία γενική για να ξεσηκώσω τους ανάξιους ή τους σκλάβους».Δίπλα σε αυτά τα πολιτικά αισθήµατα και αντιλήψεις συναντούµε την ιδέα του ολο-κληρωτικού εθνικισµού, που θέλει όλο το έθνος να δονείται από µια πνοή και να διακατέχεται από ένα κοινό αίσθηµα. Ο Δραγούµης, µάλιστα, αναφέρεται ρητά στη δηµιουργία µιας νέας ανώτερης ράτσας, στην οποία θα άρχει µια νέα αριστοκρατία. Σύµφωνα µε τη θεωρία του, η πτώση της Ελλάδας άρχισε ήδη από την αρχαιότητα και συνεχίστηκε έως τον 19ο αιώνα, µε µόνη τη γλώσσα να θυµίζει πλέον το αρχαίο κλέος. Οι σηµερινοί Έλληνες άξιζαν να είναι µόνο απλά όργανα για την πραγµάτωση των ιδανικών του ολοκληρωτικού εθνικισµού: «Δεν αγαπώ τους νέους Έλληνες εκτός όταν µε θυµίζουν τους άλλους [τους αρχαίους]. Έχουν λείψανα οµοιότητος, έχουν µερικές παραδόσεις, και µερικές συνήθειες, και έχουν τη γλώσσα. [...] Αγαπώ την

    Σύµφωνα µε τη θεωρία του Ίωνα Δραγούµη, η πτώση της

    http://img.t12_k08_p010_1

  • Ελλάδα δηλαδή πρώτα τη χώρα, έπειτα τους αρχαίους της κατοίκους. Πρώτα τη χώρα, έπειτα τα έργα των αρχαίων κατοίκων της». Στην πραγµατικότητα, ο σωστός ρόλος του ελληνικού λαού ήταν αυτό που η Αριστερά ονόµαζε «κρέας για τα κανόνια»: «Και οι πόλεµοι είνε καµµιά φορά αναγκαίοι και όχι µόνον δεν εµποδίζουν την πρόοδο αλλά και συντελούν εις αυτήν, και εποµένως ωφελούν. Άλλως τε τα αδύνατα στοιχεία και του έθνους ειδικώς και γενικώς της ανθρωπότητος πρέπει αναγκαίως να εξαφανίζω-νται, να υποκύπτουν στα δυνατά. Το αδύνατο έθνος, η αδύνατη µερίς της κοινωνίας και χωρίς πόλεµο θα υποκύψη, θα χαθή, αλλ’ αν ο πόλεµος συντελή εις το να χαθούν πιο γρήγορα δεν είνε κακός».Έχουµε εδώ λοιπόν µια εύγλωττη παρουσίαση της κεντρικής ιδέας του κοινωνικού δαρ-βινισµού, που έχει άλλωστε προταθεί και ως πεµπτουσία του ίδιου του φασισµού. Ο πόλεµος, όπως υποστήριζαν και οι φασίστες, δεν χρειαζόταν να έχει άλλο στόχο εκτός από τον εαυτό του. Σύµφωνα µε τον Δραγούµη, «ο πόλεµος είναι εξυγιαντικός. Κάνει καλά ανθρώπους αρρώστους, γι’ αυτό µου αρέσει εµένα. [...] Έτσι λοιπόν είναι και ο πόλεµος, όπως για κείνον που παίζει για να παίξει, για κείνον που κυνηγά για να κυνη-γήσει. Πολεµά κανείς για να πολεµήσει, επειδή τού αρέσει ο πόλεµος, επειδή είναι πολεµικός, επειδή δεν είναι κουρασµένος, επειδή βαρυέται την ειρήνη και την ησυχία και τη µούχλα. Πολεµά κανείς για να νικήσει, και είναι αδιάφορο αν το λάφυρο του πολέµου θα είναι ένα κοµµατάκι γης ή µια ωραία γυναίκα. Ό,τι και να ’ναι το λάφυρο, το χαίρεται έπειτα, αφού νικήσει, µα αυτό είναι άλλο ζήτηµα». Εποµένως ο σοσιαλισµός, που ήθελε να προστατεύσει τους αδύνατους, δεν αντιµετώ-πιζε το πραγµατικό πρόβληµα, δηλαδή την κοινωνική παρακµή, αλλά απλώς ψιµυθίωνε τη γερασµένη κοινωνία: «οι σοσιαλισταί και πολιτικολόγοι και ο όχλος όλος που θέλει ν’ αλλάξη τα πάντα για να γείνη πιο ευτυχής, νέος χωρίς κόµην πόσο µ’ ενθυµίζει εκεί-νους που για να γείνουν νέοι βάφουν τα µαλλιά τους. Το βάψιµο ίσως γελά µερικούς, αλλά δεν εµποδίζει το ξαναµώραµα ούτε το γενικόν ξετέντωµα του σώµατος». Αιτία των κοινωνικών δεινών δεν είναι λοιπόν η εκµετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, αλλά η γήρανση του κοινωνικού οργανισµού. Στη σκέψη, ίσως και στα συναισθήµατα, του Δραγούµη υπήρξε εξέλιξη. Έπειτα από τέσσερα χρόνια πανευρωπαϊκού πολέµου, και την εµπειρία αρκετών προσωπικών ηττών, τον βλέπουµε να εκφράζεται απαξιωτικά για τον πόλεµο και τον ιµπεριαλισµό,

    Σύµφωνα µε τον Δραγούµη, «ο πόλεµος είναι εξυγιαντικός,

    http://img.t12_k08_p011_1

  • και κάπως πιο φιλικά για τους λαούς που «συλλογίζονται και το ψωµί τους». Ωστόσο, ως σοσιαλισµό εξακολουθεί να αντιλαµβάνεται όχι την κατάργηση της εκµετάλλευ-σης, αλλά την απλή βελτίωση των συνθηκών ζωής των εργατών, βελτίωση την οποία ο ίδιος, αντίθετα από τους σοσιαλιστές, δεν συνδέει µε καµία συλλογικότητα. Στην πραγµατικότητα, ο ατοµικισµός και ο εθνικισµός έµειναν µέχρι τέλους τα βασικά άρθρα πίστης του. Πολλά θα µπορούσαν να γραφούν για τη σκέψη του Δραγούµη, αλλά αυτό που µας ενδιαφέρει είναι ότι όλα τα στοιχεία της δείχνουν καθαρά στην κατεύθυνση του φασι-σµού και όχι του σοσιαλισµού. Αν ο Ίδας επιβίωνε στον Μεσοπόλεµο, ενδεχοµένως θα έδινε, µε τη συγγραφική του ευχέρεια και την πολιτική του ευστροφία, εκείνο τον αξιόλογο ιδεολόγο και ηγέτη που αναζητούσε χωρίς να τον βρίσκει ο ελληνικός φασισµός. Μετά τη δολοφονία του έγινε σύµβολο του αντιβενιζελισµού, ο οποίος καλλιέργησε συστηµατικά τη µνήµη και τις ιδέες του. Μια παρενέργεια αυτής της προβολής των τελευταίων ήταν ότι κατέληξαν να γίνουν αντιπαθείς σε ένα µέρος της αντίπαλης βενιζελικής παράταξης, και εποµένως σε µια σηµαντική µερίδα αστών και µικροαστών, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέµου. Ωστόσο ο Δραγού-µης έδωσε την πρώτη –στην πραγµατικότητα, τη µόνη– ολοκληρωµένη θεωρητική και πρακτική πολιτική πρόταση στην κατεύθυνση του φασισµού, που διατυπώθηκε έως τη δεκαετία του 1930.

    1921-1922: Η πολιτική της πυγµήςΗ εκλογική αποτυχία των Φιλελευθέρων τον Νοέµβριο του 1920, η οποία οδήγησε στην κρίση και σχεδόν στη διάλυση του κόµµατός τους, έδειξε πόσο δρόµο είχαν ακόµα να διανύσουν οι πολιτικοί συνασπισµοί της χώρας πριν αποφασίσουν ολοκληρω-τικές λύσεις. Καθώς ο πόλεµος και τα αδιέξοδά του συνεχίζονταν όµως, οι διάδοχοί τους, οι συντηρητικές δυνάµεις που τους διαδέχτηκαν στην κυβέρνηση, µε επικεφαλής τον Δηµήτριο Γούναρη, κινήθηκαν µε αποφασιστικότητα, η οποία έδειχνε πως ήταν ώριµες να πειραµατιστούν ευρύτερα µε τις πρακτικές του φασισµού: τη µαζική κινητο-ποίηση, την έξοδο από τον κοινοβουλευτισµό, την οικοδόµηση ενός αυταρχικού κρά-τους και τον επεκτατικό ιµπεριαλισµό. Χρησιµοποίησαν την περιορισµένη εντολή που τους δόθηκε για να προχωρήσουν αµέσως στην αποκατάσταση του Κωνσταντίνου στον

  • θρόνο (µε ένα προκλητικά νόθο δηµοψήφισµα) και, ξεχνώντας τις προεκλογικές υπο-σχέσεις τους για αποστράτευση και αγνοώντας όλες τις προειδοποιήσεις των έµπειρων στρατιωτικών, επέκτειναν την εκστρατεία στη Μικρά Ασία. Επιλογή που εξηγείται αν δεχτούµε ως κατευθυντήρια λογική αυτής της κυβέρνησης τον πόλεµο εναντίον των εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών, αλλά η οποία ήταν παράλογη µε δεδοµένους τους συσχετισµούς δυνάµεων που διαπίστωναν οι πιο απροκατάληπτοι παρατηρητές.Στην Ελλάδα οι µοναρχικοί, αν και κατέλαβαν την εξουσία µε νόµιµο τρόπο, οργάνω-σαν αµέσως µετά ισχυρούς παρακρατικούς µηχανισµούς στηριγµένους στη µαζική κινη-τοποίηση και δροµολόγησαν µια λευκή τροµοκρατία, κυρίως εναντίον των βενιζελικών, αλλά και των αριστερών. Πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξαν αξιωµατικοί που είχαν διωχθεί από τους Φιλελεύθερους και τώρα επέστρεψαν σε νευραλγικές θέσεις του στρατού. Σχηµάτισαν µια µυστική στρατιωτική οργάνωση µε επικεφαλής τον Μεταξά και τον Δούσµανη, ανταγωνιστές που όµως ενώθηκαν γι’ αυτή την περίσταση και συνεργάζο-νταν επίσης µε άλλους πολιτικούς της ριζοσπαστικής Δεξιάς, όπως ήταν ο Στράτος, ο Μερκούρης και ο Λεβίδης. Σε αυτή την κατεύθυνση προχώρησαν στη δηµιουργία ενός µαζικού κινήµατος, των Πολιτικών Συλλόγων, οι οποίοι χρησιµοποίησαν τους δεσµούς που είχαν αναπτυχθεί προηγουµένως µεταξύ των Επιστράτων, οπλίστηκαν από το Γενικό Επιτελείο και χρη-µατοδοτούνταν από κρατικά κονδύλια. Τον έλεγχό τους ανέλαβε ο στρατηγός Κωνστα-ντινόπουλος, στρατιωτικός διοικητής της Αθήνας. Η οργάνωση αυτών των συλλόγων βαθµιαία επεκτάθηκε στα επαρχιακά κέντρα, και ιδιαίτερη έµφαση δόθηκε στην ικανο-ποίηση των µικροαστικής προέλευσης µελών τους. Για παράδειγµα, ο Λαϊκός Πολιτικός Σύλλογος Βόλου µέσα σε µερικούς µήνες συσπείρωσε τους ισχυρούς αντιβενιζελικούς και απέσπασε τον έλεγχο του κρατικού µηχανισµού στην πόλη και στα περίχωρα, διορί-ζοντας και απολύοντας κατά βούλησιν δηµόσιους υπαλλήλους. Ωστόσο η αποτελεσµα-τικότητά τους συνήθως µειωνόταν εξαιτίας του ανταγωνισµού διαφορετικών πολιτικών οµάδων στους κόλπους τους, και ιδίως των συγκρούσεων µεταξύ των οπαδών του Μεταξά και εκείνων του Δούσµανη.Χωρίς καθυστέρηση έγιναν βήµατα προς τη δηµιουργία ενός αστυνοµικού κράτους. Αρχικά συστάθηκε η παραστρατιωτική Βασιλική Φάλαγγα και οργανώθηκε µια επίφοβη µυστική αστυνοµία. Προετοιµάζοντας µαζικές διώξεις, τα στελέχη της συγκέντρωσαν

    Σατιρικό φύλλο που σχετίζεται µε την εκλογική αποτυχία του

    http://img.t12_k08_p013_1http://img.t12_k08_p013_1

  • τις διευθύνσεις των βενιζελικών της Αθήνας και προσπάθησαν να καταγράψουν όλους όσοι απείχαν από το δηµοψήφισµα για την επαναφορά του Κωνσταντίνου. Επίσης, οργάνωσαν λεηλασίες που είχαν αλληλένδετα πολιτικά και οικονοµικά κίνητρα: κατη-γορούσαν κάποιον Φιλελεύθερο ότι έκρυβε όπλα στο κατάστηµά του, και κατόπιν το ερευνούσε η αστυνοµία µε συνοδεία πλήθους παρακρατικών που το λεηλατούσαν. Στην Ελλάδα του 1921-1922 η πρακτική αυτή δεν συνάντησε την ίδια αποδοχή που συνάντησε στην Ιταλία και τελικά δεν πέτυχε τον στόχο της, δηλαδή τη διατήρηση της κυβέρνησης. Οι λόγοι ήταν αρκετοί. Ενώ οι Ιταλοί φασίστες την ίδια εποχή είχαν βάλει στο στόχαστρο την Αριστερά, οι Έλληνες µοναρχικοί εξαρχής καταδίωξαν την αντί-παλη αστική παράταξη, προκαλώντας αντιδράσεις στους κόλπους της αστικής τάξης. Μία άλλη σηµαντική διαφορά από την Ιταλία ήταν ότι εδώ η ένταση της πολεµικής προσπάθειας αφενός απαιτούσε να µην ανοίξουν νέα εσωτερικά µέτωπα και αφετέρου επαγόταν σοβαρά τεχνικά προβλήµατα για το φασιστικό πείραµα. Πρώτα πρώτα, ο κύριος όγκος του στρατού βρισκόταν στη Μικρά Ασία και συµπαθούσε τους βενιζελι-κούς, ενώ το κοµµάτι του που είχε µείνει στη χώρα δύσκολα θα µπορούσε να επιβάλει ένα αυταρχικό κράτος. Επιπλέον, σε περίοδο οικονοµικής κρίσης που εγκυµονούσε κινδύνους µεγάλων ανατροπών, η χρήση µαζικής βίας ήταν πολύ πιο ριψοκίνδυνη και λιγότερο ελέγξιµη. Επίσης, έλειπε ο φόβος της στρατιωτικά ηττηµένης αλλά πολιτικά ισχυρής Αριστεράς, ο οποίος στην Ιταλία και σε άλλες περιοχές έπεισε τους αστούς να ενωθούν πίσω από τον ισχυρό ηγέτη και να στηρίξουν µέχρι τέλους το φασιστικό πρόγραµµα. Τέλος, ο µόνος πολιτικός παράγοντας που διέθετε ισχύ και κύρος για να καθοδηγήσει ένα τέτοιο εγχείρηµα, ο Κωνσταντίνος, ήταν ήδη πολύ άρρωστος για να αναλάβει ενεργό ρόλο. Οι υποτελείς του –Δούσµανης, Μεταξάς, Κωνσταντινόπουλος– δεν µπορούσαν να συντονιστούν και αντίθετα συγκρούονταν διαρκώς µεταξύ τους.Η ανάσχεση –ουσιαστικά ήττα– του ελληνικού στρατού στον Σαγγάριο, το καλοκαίρι του 1921, είχε αντιφατικά αποτελέσµατα: στο εξής η κυβέρνηση ήθελε να εντείνει την τροµοκρατία γιατί δεν έβλεπε άλλον τρόπο για να κρατήσει την εξουσία, αλλά φοβόταν τις πολωτικές συνέπειες µιας τέτοιας κίνησης όσο και την αντίδραση των Συµµάχων, από τους οποίους περίµενε βοήθεια εναντίον του Κεµάλ. Τα αδιέξοδα στα οποία οδηγούσαν οι παλινδροµήσεις της έγιναν ορατά το φθινόπωρο. Τον Σεπτέµ-βριο ετοιµάστηκε µια επανάληψη των Νοεµβριανών εναντίον των Φιλελευθέρων, αλλά

    Ο πολιτικός Νικόλαος Στράτος (1872-1922), (Βουλή των Ελλή-

    Ο ναύαρχος Σοφοκλής Δούσµα-νης (1868-1952) σε ελαιογρα-

    http://img.t12_k08_p014_1http://img.t12_k08_p014_2

  • µαταιώθηκε: αποδείχθηκε αδύνατο να συντονιστεί η δράση των Πολιτικών Συλλόγων, που σπαράσσονταν από εσωτερικές συγκρούσεις και το ηθικό τους κατέρρεε. Πολλά µέλη τους στράφηκαν προς τον αντιπολιτευόµενο Μεταξά και εναντίον της κυβέρνη-σης, αναγκάζοντάς την να φέρει στην Αθήνα αξιόπιστους οπαδούς της από τις επαρ-χίες. Ο Γούναρης δήλωνε πλέον ανίκανος να συγκρατήσει τους πραιτωριανούς του, και στις αρχές Οκτωβρίου έφυγε για το εξωτερικό, ελπίζοντας να βρει υποστήριξη από τις ευρωπαϊκές Δυνάµεις και πόρους για να παρατείνει την επιστράτευση.Τον χειµώνα του 1921 προς το 1922, και ενώ ο πρωθυπουργός έλειπε συνεχώς στο εξωτερικό, εν µέρει ελπίζοντας απεγνωσµένα να εξασφαλίσει βοήθεια και εν µέρει απλώς για να κερδίσει χρόνο, το κυβερνητικό συγκρότηµα, ανήµπορο να διαλέξει ανά-µεσα στην προσπάθεια καταστροφής των βενιζελικών και τον συµβιβασµό µαζί τους, διαρκώς παρουσίαζε νέες ρωγµές. Ο Μεταξάς ετοιµαζόταν να διεκδικήσει την εξουσία φτιάχνοντας δικό του κοινοβουλευτικό κόµµα. Μαζικό έρεισµα βρήκε στον νεοπαγή Πανελλήνιο Πολιτικό Σύνδεσµο, µια οργάνωση στηµένη στα πρότυπα των Eπιστράτων και των Ιταλών σκουαντρίστι, η οποία ζητούσε να αποµακρυνθούν ως απαράδεκτα µετριοπαθείς όλοι σχεδόν οι υπουργοί, διακήρυσσε έναν ακραίο εθνικισµό και στρε-φόταν ενάντια στις τέως Προστάτιδες Δυνάµεις. Ο Μεταξάς περίµενε να επιστρέψει ο Γούναρης από το εξωτερικό για να του επιτεθεί και απειλούσε δηµόσια ότι θα τον έστελνε στην γκιλοτίνα.Οι Φιλελεύθεροι ετοιµάζονταν πλέον να αντιµετωπίσουν σφαγές και οι απειλές δολο-φονίας που εκτοξεύονταν εναντίον του αρχηγού τους, Δαγκλή, και άλλων γίνονταν ακόµη πιο επίφοβες ενόψει της αναµενόµενης διπλωµατικής αποτυχίας του πρωθυ-πουργού. Στις 8 Δεκεµβρίου η απόπειρα δολοφονίας του αντιβασιλικού ναυάρχου Κου-ντουριώτη έδωσε το έναυσµα για νέο κύµα διώξεων και τροµοκρατίας. Στον στρατό ο Κωνσταντινόπουλος πίεζε για νέες εκκαθαρίσεις, αλλά ο Θεοτόκης τις εµπόδιζε. Η ανάγκη της κυβέρνησης να επιβληθεί στο εσωτερικό συγκρουόταν µε την ανάγκη της να συσπειρώσει τον στρατό και το έθνος για να κερδίσει τον πόλεµο στη Μικρά Ασία. Οι Πολιτικοί Σύλλογοι, δίνοντας προτεραιότητα στην εσωτερική νίκη, ζητούσαν επίµονα να αποµακρύνουν οριστικά και τους τελευταίους βενιζελικούς από τον κρα-τικό µηχανισµό. Η φυγή προς τα εµπρός ήταν ριψοκίνδυνη, αλλά οι κυβερνώντες δεν διέκριναν εναλλακτικές λύσεις. Ακολουθώντας τη λογική του φασισµού επέλεξαν την

    Ο στρατιωτικός και πολιτικός Παναγιώτης Δαγκλής (1853-

    http://img.t12_k08_p015_1

  • πυγµή, τόσο στην εσωτερική πολιτική όσο και στη Μικρά Ασία.Στα τέλη Δεκεµβρίου, όταν ο Γούναρης ειδοποίησε από το εξωτερικό πως πήγαιναν άσχηµα οι διαπραγµατεύσεις µε τους Συµµάχους, οι µετριοπαθείς πρότειναν να παραι-τηθεί η κυβέρνηση ώστε να διευκολυνθεί ένας εσωτερικός συµβιβασµός, αλλά αγνο-ήθηκαν. Αντίθετα, το Υπουργικό Συµβούλιο, σε επίσηµη συνεδρίασή του, επεξεργά-στηκε ένα σχέδιο επιβολής φασιστικού καθεστώτος που στηριζόταν στην εκκαθάριση του στρατού από τους βενιζελικούς αξιωµατικούς και στην αξιοποίηση των πολιτικών συλλόγων για τη συστηµατική άσκηση βίας, ώστε να τροµοκρατήσουν όσους βενιζε-λικούς απέµεναν στη χώρα. Κάποιοι υπουργοί πρότειναν να χαλκεύσουν τη φήµη πως κινδύνευε να δολοφονηθεί ο βασιλιάς και έπειτα να βγουν οι ίδιοι στους δρόµους «επι-κεφαλής του λαού, και να σκοτώσουν και να ρίξουνε στη φυλακή τους βενιζελικούς». Όταν ο Γεώργιος Βοζίκης, άλλος ένας τέως ακραίος που τώρα έµοιαζε µετριοπαθής, αντέταξε πως κάτι τέτοιο θα µπορούσε να στραφεί εις βάρος τους, το ξανασκέφτηκαν και αποφάσισαν αντί γι’ αυτό να δολοφονήσουν επιλεκτικά διάφορους εξέχοντες βενι-ζελικούς. Την οργάνωση των εκτελέσεων ανέλαβαν ο διοικητής της Φρουράς Αθηνών Τσόντος Βάρδας και ο στρατηγός Kωνσταντινόπουλος, και πράγµατι προχώρησαν στη δολοφονική απόπειρα εναντίον του Κουντουριώτη. Ωστόσο ο Δαγκλής, ο Μαρής και άλλοι ειδοποιήθηκαν έγκαιρα να κρυφτούν, ενώ τελικά το σχέδιο µαταιώθηκε έπειτα από πιέσεις ξένων κυβερνήσεων και αυτοπροσώπως του λόρδου Κέρζον. Η κυβέρνηση δεν διέθετε εναλλακτικά σχέδια για να επιβιώσει, και όταν µαταιώθηκε η σφαγή µε την οποία έλπιζε να επιβληθεί δυναµικά, έχασε την πρωτοβουλία των κινή-σεων. Τελικά έχασε κάθε συνοχή, δηµιουργώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις οι οποίες ενίσχυσαν συγχρόνως τις διαλυτικές τάσεις του αντίπαλου στρατοπέδου και την άνοδο µέσα σε αυτό των Δηµοκρατικών. Καθώς τα σχέδια της κυβέρνησης ναυάγησαν ενώ της αντιπολίτευσης δεν µπορούσαν καν να σχηµατιστούν, στις αρχές του 1922 η χώρα βρέθηκε σε πολιτικό κενό – από αυτά που έδωσαν συχνά ευκαιρίες στον φασισµό. Ο κυβερνητικός συνασπισµός αποτελείτο από χρεωκοπηµένα κοµµατίδια που συγκρατού-σαν τις αντιζηλίες τους µόνο από µίσος για τον κοινό εχθρό. Ανάµεσα στον Γούναρη και τις φασιστικές οµάδες είχε αναπτυχθεί µια συµβιωτική σχέση, όπου κάθε πλευρά είχε γίνει απαραίτητη για την επιβίωση της άλλης: όπως το έθεσε ένας βενιζελικός, «η χώρα διευθύνεται από κακοποιούς µη λογαριάζοντας διόλου τον κ. Γούναρην αλλά

  • και µη δυναµένους να υπάρξωσιν άνευ αυτού. [...] Oι πολιτικοί σύλλογοι τόν θέλουν διότι ελέω της αβουλίας του διευθύνουν τα υπουργεία. H δε οργάνωσις των τροµο-κρατικών δολοφονιών τόν θεωρεί απαραίτητον δια τον ίδιον λόγον. Ποία τα πρόσωπα τα αποτελούντα την οργάνωσιν ταύτην; Aι φήµαι επίµονοι και οµοιόµορφοι αναφέρουν τον Πρίγκηπαν Nικόλαον τους αξιωµατικούς Kωνσταντινόπουλον και Tσόντον αλλά και τον κ. Tόµπρον». Η κινητοποίηση των αντιβενιζελικών φασιστών τελικά ανέτρεψε τα σχέδια συµβιβα-σµού µε τους βενιζελικούς. Η τακτική τους ήταν να εντείνουν την τροµοκρατία ενάντια στους µετριοπαθείς Φιλελευθέρους. Εξασφάλισαν τελικά την κάλυψη και του Γούναρη, καθώς ούτε και αυτός δεν ήθελε να αφήσει την εξουσία. Μόλις επέστρεψε στην Αθήνα, στις 21 Φεβρουαρίου, έριξε αποφασιστικά το βάρος του υπέρ της φασιστικής λύσης. Την ίδια ηµέρα οι οπαδοί του δολοφόνησαν τον µετριοπαθή εκδότη του Ελευθέρου Τύπου, Ανδρέα Καβαφάκη. Η ολοένα εντονότερη τροµοκρατία, που ήταν γνωστό πως κατευθυνόταν από την κυβέρνηση και την Αυλή, έκαµψε τον κορµό των φιλελεύθερων στελεχών. Ο φόνος του Καβαφάκη όµως, λειτουργώντας όπως θα λειτουργούσε στην Ιταλία δύο χρόνια αργότερα η δολοφονία του Ματτεότι, έστρεψε εναντίον της κυβέρ-νησης τους συντηρητικούς αντιβενιζελικούς που αντιτάσσονταν στον φασισµό.Η Πρωτεύουσα, το επίσηµο όργανο του Γούναρη µε σηµαντική κυκλοφορία αυτή την εποχή, ζήτησε από τους οπαδούς της παράταξης να πανικοβάλουν τον εσωτερικό εχθρό χρησιµοποιώντας συστηµατικά βία, σύµφωνα µε το πρότυπο του ιταλικού φασι-σµού. Καθώς είχαν την κυβέρνηση στα χέρια τους, διέθεταν µεγαλύτερη ευχέρεια κινήσεων από τον Μουσολίνι, που τότε εξακολουθούσε να αγωνίζεται για την κατά-ληψη της κυβέρνησης. Η τροµοκρατία τους µπορούσε λοιπόν να είναι όχι µόνο εξω-θεσµική, αλλά και θεσµική. Τα µέσα που πρότεινε αυτή την εποχή η εφηµερίδα του Καµπάνη, αναπαράγοντας κατά κόρον το αλαζονικό και βίαιο ύφος που την ίδια εποχή είχε ωφελήσει τον ιταλικό φασισµό, ήταν οι πολιτικές δολοφονίες, η καταστροφή του αντίπαλου Τύπου, η πάταξη της σοσιαλιστικής Αριστεράς και η τροµοκράτηση κάθε αντικυβερνητικού στοιχείου µε αόριστες απειλές. Στη συνέχεια η αρθρογραφία της ακολούθησε µια τυπική φασιστική δυναµική, σηµατοδοτώντας πως η κυβέρνηση Γού-ναρη είχε αποφασίσει να σταθεροποιηθεί στην εξουσία µε τη χρήση µαζικής βίας.Οι τροµοκρατικές προτροπές της Πρωτεύουσας επίσης εντάθηκαν τον Φεβρουάριο του

    Ο Δηµήτριος Γούναρης (1867-1922), πολιτικός που πρωταγωνί-

    Ο Ανδρέας Καβαφάκης (1870-1922), δηµοσιογράφος και

    http://img.t12_k08_p017_1http://img.t12_k08_p017_2

  • 1922, µόλις επέστρεψε ο Γούναρης από το Λονδίνο, δείχνοντας έτσι πως απηχούσαν και τις δικές του πολιτικές επιλογές. Δεν ήταν τυχαίο ότι τότε άρχισαν να επαινού-νται στις στήλες της και οι Ιταλοί φασίστες. Στην αρθρογραφία της Πρωτεύουσας η λατρεία της βίας διαπλεκόταν µε αρκετά άλλα χαρακτηριστικά µοτίβα των φασιστικών κινηµάτων, και πρώτα πρώτα µε την αντιπλουτοκρατική ρητορεία. Η ρητορεία αυτή σηµατοδοτούσε µια συστηµατική προσπάθεια προσεταιρισµού των µικροαστών. Άλλα ιδεολογικά µοτίβα της φασιστικής Δεξιάς, που αξιοποιούσε το συγκρότηµα των Λαϊ-κών, ήταν ο αποκλειστικός εθνικισµός και ένας ρατσισµός εµπλουτισµένος µε έµφυλα στερεότυπα. Θα ήταν µάταιο να αναζητούσαµε φιλοσοφική ή πολιτική συνοχή στις επιλογές της Πρωτεύουσας και γενικά των οπαδών του Γούναρη. Η επιχειρηµατολογία τους χαρα-κτηριζόταν από αλλεπάλληλες όσο και βραχύβιες µεταστροφές σε αναζήτηση νέων πολιτικών πλεονεκτηµάτων, οι οποίες θύµιζαν έντονα τις αγωνιώδεις παλινωδίες του Μουσολίνι την ίδια εποχή – και ανακαλούν γενικότερα την ευκολία µε την οποία ο φασισµός µεταβάλλει πολιτικές και ιδεολογικές θέσεις. Από τον Φεβρουάριο έως τον Ιούλιο του 1922 έχουµε την πιο συστηµατική προσπά-θεια να υλοποιηθεί, από την παράταξη του πρωθυπουργού, η φασιστική πρόταση, µε τη συµµετοχή τόσο του κρατικού µηχανισµού όσο και των µαζικών οργανώσεων. Στο διάστηµα αυτό πλήττεται η ελευθεροτυπία, µε τους τρόπους που περιγράψαµε παρα-πάνω, παραµερίζεται το κοινοβούλιο, κυριαρχεί το αστυνοµικό κράτος και συλλαµ-βάνονται οι ηγεσίες των Δηµοκρατικών και της Αριστεράς, οι οποίες και µένουν στη φυλακή έως την κατάρρευση του καθεστώτος. Από την άλλη πλευρά κινητοποιούνται οι Πολιτικοί Σύλλογοι. Στην εκλογική περιφέρεια του πρωθυπουργού, την Πάτρα, ήδη από τον Φεβρουάριο κινητοποιείται ο Λαϊκός Πολιτικός Σύλλογος εναντίον των σιδη-ροδροµικών απεργών, παρόµοια µε τα ιταλικά φασιστικά αποσπάσµατα. Οι «φασίστες» του Καµπάνη σύντοµα οργανώνουν και τη συστηµατική χρήση πολιτικής βίας, εξαπο-λύοντας µαγγουροφόρους στα γραφεία των Φιλελευθέρων και στους σιδηροδροµικούς σταθµούς, ενώ εκτοξεύουν σταθερά απειλές δολοφονίας εναντίον όσων τάσσονται υπέρ των Δηµοκρατικών. Την περίοδο αυτή λοιπόν η βία ανάγεται σε βασική µέθοδο αντιµετώπισης των κάθε λογής προβληµάτων. Στρέφεται τόσο εναντίον των Φιλελευθέρων, των Δηµοκρατι-

  • κών, των απείθαρχων εργατών και της Αριστεράς στο εσωτερικό όσο και εναντίον των Τούρκων εθνικιστών στη Μικρά Ασία. Ασκείται, σύµφωνα µε το φασιστικό πρότυπο, απροκάλυπτα και κοµπαστικά – δεν µένει κρυφό άλλωστε ότι οι φασίστες διαθέτουν την κάλυψη της κυβέρνησης. Όταν διαµαρτύρονται οι Φιλελεύθεροι για τους ξυλοδαρ-µούς, ο υπουργός Εσωτερικών Νικόλαος Στράτος καλύπτει απερίφραστα τους δράστες ζητώντας οι αντιπολιτευόµενοι «να αποφεύγωσιν ενεργείας αίτινες είνε δυνατόν να εκθέτωσιν αυτούς εις τας υπονοίας της Κοινωνίας». Η κορύφωση και λίγο αργότερα η κατάρρευση της φασιστικής προσπάθειας του Γού-ναρη και των οπαδών του ήρθαν το καλοκαίρι του 1922. Στα τέλη Ιουνίου ο εκδότης της Πρωτεύουσας διαπίστωνε, αποσαφηνίζοντας συνάµα τις πηγές των νέων ιδεών του, ότι «δια να σταµατήση η αντιδραστική προπαγάνδα πρέπει να ιδρυθούν Τάγµατα Ελλήνων Φασιστών». Από εκεί και πέρα, τα κύρια άρθρα του επαναλάµβαναν µονότονα «Εµπρός οι φασίστι!», και τους καλούσαν να κινητοποιηθούν εν ονόµατι της Ελλάδας και της κοινής σωτηρίας. Τον Ιούλιο δηµοσίευσε µια σειρά άρθρων που επαινούσαν ειδικά τους Ιταλούς φασίστες – εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα όταν οι τελευταίοι κατέλα-βαν την Κρεµόνα και επέβαλαν εκεί την εξουσία τους. Αυτές οι ψηλαφητές αναζητή-σεις δεν περιορίζονταν στην ελίτ της Πρωτεύουσας· τα ίδια άρθρα ανατύπωναν αµέσως επαρχιακές γουναρικές εφηµερίδες, λόγου χάρη ο Κήρυξ του Βόλου. Καθώς δεν υπήρχε εµφανής απειλή εναντίον του κοινωνικού συστήµατος, ο φασισµός παρουσιάστηκε ως µια µορφή άµυνας του πολιτικού καθεστώτος. Οι φασίστες δεν αποσκοπούσαν τόσο στην πάταξη της Αριστεράς όσο στη σωτηρία του µονάρχη, ο οποίος άλλωστε διαφηµιζόταν (χωρίς ποτέ να υπάρξει άµεση ή έµµεση διάψευση) πως αποτελούσε και τον ιθύνοντα νου της όλης προσπάθειας. Αν το ένα σκέλος της κυβερνητικής πολιτικής ήταν η κινητοποίηση των µικροαστών στους Πολιτικούς Συλ-λόγους, το άλλο γινόταν τώρα ο παροπλισµός των κοινοβουλευτικών θεσµών. Στο ίδιο πλαίσιο εγγραφόταν η αυταρχική χρήση του κρατικού µηχανισµού, που έδειχνε στην κατεύθυνση του αστυνοµικού κράτους. Τα αποτελέσµατα της µαζικής βίας που ασκούσαν ενθάρρυναν τους φασίστες και τους έπεισαν να δοκιµάσουν να αναβαθµίσουν τη δηµόσια παρουσία τους. Έτσι αναγγέλ-θηκε για την Κυριακή 10 Ιουλίου του 1922 το πρώτο κεντρικό τους συλλαλητήριο, «η µεγάλη συγκέντρωσις των πολιτικών οργανώσεων του Πειραιώς εις το εκεί Δηµοτικόν

    Ο Αρίστος Καµπάνης (1833-1956) σε ελαιογραφία (Εταιρεία

    Το Δηµοτικό Θέατρο στον Πει-ραιά (Ιστορικό Αρχείο Δήµου

    http://img.t12_k08_p019_1http://img.t12_k08_p019_2

  • Θέατρον προκειµένου να λάβουν αυταί αποφάσεις δια την περιφρούρησιν της απειλου-µένης εσωτερικής τάξεως». Ο σκοπός ήταν οι οργανώσεις αυτές να συµπήξουν έναν «ενιαίον σύλλογον φασιστικής δράσεως συγκροτούσαι τους πρώτους ιερούς λόχους», δηλαδή οργανωµένα φασιστικά αποσπάσµατα, στο πρότυπο των σκουαντρίστι, τα οποία η Πρωτεύουσα ζητούσε από τον προηγούµενο µήνα. Για να µην αφήσει αµφιβολίες για όσα προετοίµαζαν οι οπαδοί του, ο Καµπάνης διατυµπάνιζε στην Πρωτεύουσα πως την ίδια εκείνη ηµέρα ο βενιζελισµός θα πλήρωνε για την τριετή τυραννία του. Τελικά όµως το σχέδιο δεν είχε την αναµενόµενη επιτυχία. Αντίθετα, την ίδια εκείνη ηµέρα φάνηκαν τα όριά του και εγκαταλείφθηκε. Στο Δηµοτικό Θέατρο παρουσιάστηκαν οι Πολιτικοί Σύλλογοι του Πειραιά, η Φάλαγξ, καθώς και εκπρόσωποι των βενιζελοπαθών του 1917-1920· συµµετείχαν επίσης ο Kαµπάνης και ο Γεώργιος Bλάχος της Kαθηµερι-νής. Ωστόσο δεν υπήρξε ανταπόκριση των στρατιωτικών ούτε των αστυνοµικών αρχών, µε αποτέλεσµα να καταρρακωθούν οι ελπίδες πως θα µπορούσε να στηθεί ένα µαζικό φασιστικό κίνηµα. Το όλο θέαµα πρέπει να ήταν τόσο θλιβερό ώστε η Πρωτεύουσα δεν έγραψε ούτε λέξη γι’ αυτό στα επόµενα φύλλα της. Ένας βασικός λόγος που απέτυχε αυτή η προσπάθεια συστηµατοποίησης και αναβάθµι-σης της φασιστικής πρακτικής ήταν ότι την κρίσιµη στιγµή δεν εξασφάλισε την ενεργό συµπαράσταση του κράτους, την οποία χρειαζόταν σε αυτό το στάδιο η φασιστική βία για να πετύχει τους σκοπούς της. Υπαίτιος γι’ αυτό θεωρήθηκε ο Μεταξάς, ο οποίος υπονόµευε τον Γούναρη για να προωθήσει το δικό του πρόγραµµα δυναµικής επιβολής. Υπήρχαν όµως και λόγοι πιο σηµαντικοί, οι οποίοι ανάγονταν στον ευρύτερο συσχετισµό δυνάµεων που επικρατούσε πλέον στους κόλπους της κοινωνίας. Η 10η Ιουλίου προκά-λεσε τη διαπίστωση ότι τώρα πλέον, όποτε οι γουναρικοί Πολιτικοί Σύλλογοι οργάνωναν συγκεντρώσεις, «αντί για τις αναµενόµενες επιδείξεις δύναµης απλώς φανέρωναν την αδυναµία τους, προκαλώντας τον δηµόσιο περίγελο». Ήδη ο φόβος είχε περάσει και στο µοναρχικό στρατόπεδο, κρατώντας µακριά από τους κυβερνητικούς φασίστες ακρι-βώς εκείνα τα στοιχεία τα οποία οι ίδιοι έλπιζαν να εντυπωσιάσουν µε τη δύναµή τους και να προσελκύσουν. Η κατάρρευση του µικρασιατικού µετώπου και το κίνηµα του Πλαστήρα έδωσαν άδοξο τέλος στην πρώτη προσπάθεια του ελληνικού φασισµού να εδραιωθεί στην εξουσία. Ωστόσο οι ιδέες του φασισµού διατήρησαν την αίγλη τους και συνέχισαν να εξαπλώ-

    Ο Γεώργιος Βλάχος (1886-1951), δηµοσιογράφος και

    http://img.t12_k08_p020_1

  • νονται µεταξύ αστών και µικροαστών. Χαρακτηριστικό της ιδεολογικής τους επιβολής ήταν ότι ενώ η κυβέρνηση Γούναρη συγκέντρωσε πολλές κατηγορίες εναντίον της, άλλες βάσιµες και άλλες αβάσιµες, σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέµου δεν φαίνεται ποτέ να της απευθύνθηκε η πιο απλή και περιεκτική κατηγορία από όλες, ότι δηλαδή αναδείχτηκε στην πρώτη φασιστικών αντιλήψεων κυβέρνηση της Ελλάδας.

    Το Εθνικό Δηµοκρατικό Κόµµα Το Εθνικό Δηµοκρατικό Κόµµ