Issue 7

70

description

Τεύχος Χριστουγεννιάτικο, εορταστικό, πολύχρωμο και καθώς πρέπει. Ερμού, λαμπιόνια, δεντράκι στο Σύνταγμα, Αγιοβασίληδες, παιδάκια, χιόνια, μελομακάρονα, κουραμπιέδες και δίπλες , μικροί τυμπανιστές και άλλα τέτοια γιορτινά, σας περιμένουν σε ένα τεύχος όλο κέφι και χαρά, κόντρα στο ρεύμα της εποχής.

Transcript of Issue 7

2 / ΚΟΛΑΖ XX

DESIGN ΡΕ /

OH CHRISTMAS KITSCH, OH CHRISTMAS KITSCH

ΜΟΥΣΙΚΗ ΒΙΟΑΜΗΧΑΝΙΑ /

ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΗ “XMAS” ΙΣΤΟΡΙΑ

NEW DAY’S RESOLUTION /

A SNOW DAY FOR LHASA

RAM’S CAMEO /

BAMBI

TETRISM /

HOME-LESS

THE ODD FELLAS /

ΟΙ ODD ΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

ΖΩ ΣΕ ΕΝΑ ΔΡΑΜΑ /

FILMING CHRISTMAS

ΕΚΤΑΚΤΟ ΔΕΛΤΙΟ /

EROS ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ

Η BEE ΚΙ Ο BEE /

ΟΠΟΥ ΜΕΛΙ, ΒΑΛΕ ΑΓΑΠΗ

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ ΣΤΕΛΛΑΣ /

ΝΤΙΝ ΝΤΙΝ ΝΤΑΝ

Η ΠΡΟΖΑ ΤΟΥ ΧΑΡΗ /

JESUS POLITICS

ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΜΗΝΑ /

ΑΗ ΒΑΣΙΛΗΣ

ΖΩ ΣΕ ΕΝΑ ΔΡΑΜΑ /

ΛΕ ΣΚΡΙΠΤ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΕΙΝ /

ΤΟ EXPRESS ΤΟΥ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΟΥ

3 / ΚΟΛΑΖ XX

Εορταστικό Πρόγραμμα. (Με Μπόλντ και Υπογράμμιση παρακαλώ)

Ώρα 5.19. Ξημέρωμα. Χάλια. Κομμάτια από κούραση και ποτό. Δουλειά Σαββατιάτικο; Κομμάτια να γίνει. Λοιπόν, γράφω εντιτόριαλ σένιο, παρόλα αυτά, όπως μόνο εγώ γνωρίζω. Τς, τς, τς. Δεν θέλω σχόλια και κακεντρέχιες.

Τεύχος Χριστουγεννιάτικο, εορταστικό, πολύχρωμο (το καλό που σου θέλω κ. Γραφίστα) και καθώς πρέπει. Εγώ πρότεινα στην ομάδα, μιας και τον Αύγουστο κάναμε τεύχος υπό το μηδέν, μήπως έπρεπε να κάνουμε τα χριστούγεννα, τευχάκι πασχαλιάτικο. Το χέρι όμως που έφαγα από την εταίρα αρχισυντάκτρια, συνιδιοκτήτρια, συνεργάτη και καλή φίλη, Θεία Βάλια, ήταν σαν το χέρι του ημίθεου Θόρ, μαζί με το πανίσχυρο σφυράκι του. Οπότε, δέχτηκα και εγώ οικιοθελώς, να πάμε μαζί με το ρεύμα και τις τάσεις της μοδός και να παίξουμε γιορτινά, στο πνεύμα της γέννησης του Κυρίου.

Ερμού, λαμπιόνια, δεντράκι στο Σύνταγμα ( α ρε Αβραμό με τα ωραία σου,μας έλειψες...), ψώνια (έστω καμιά σοκολάτα από το περίπτερο, γιατί για παραπάνω δεν μας κόβω φέτος), Αγιοβασίληδες, παιδάκια, χιόνια (στο καμπαναριό), μελομακάρονα, κουραμπιέδες και δίπλες (για τους λιχούδηδες αναγνώστες μας), μικροί τυμπανιστές και άλλα τέτοια γιορτινά, σας περιμένουν σε ένα τεύχος όλο κέφι και χαρά, κόντρα στο ρεύμα της εποχής, που μας θέλει κλαψιάρηδες, μίζερους και ψεκασμένους. Καλή απόλαυση, καλές γιορτές, χαμόγελο και αισιοδοξία.

Ά κε αν διτε κανενα ορθωγραφεικό λαθάκη, μιν τρομωκρατιθείτε, οι χαβάνες που έποινα φτένε.

...Φιλία και καλή ανάγνωση.

4 / ΚΟΛΑΖ XX

5 / ΚΟΛΑΖ XX

6 / ΚΟΛΑΖ XX

7 / ΚΟΛΑΖ XX

8 / ΚΟΛΑΖ / DESIGN ΡΕ

Άρθρο / Κέλλυ Δεσύπρη

9 / ΚΟΛΑΖ / DESIGN ΡΕ

Το κορίτσι άνοιξε απότομα τα μάτια, τα ανοιγόκλεισε μια- δυο φορές, μέχρι που εκείνα συνήθισαν το σκοτάδι. Μέσα στο δωμάτιο, η ησυχία είχε απλώσει ένα σεντόνι, από το πάτωμα ως το ταβάνι κι από τοίχο σε τοίχο. Τα έπιπλα διαγράφονταν από κάτω, σκοτεινά και μυστήρια σαν πλάσματα κοιμισμένα σε μαγεμένο δάσος. ‘Εσφιξε μέσα στην παλάμη της το χέρι του λούτρινου φίλου της, για να του δώσει κουράγιο και ξεσκεπάστηκε προσεκτικά, μην την καταλάβει η μαγεία της νύχτας κι εξαφανιστεί.

Τα μάτια του αρκούδου έλαμψαν μέσα στο σκοτάδι, σαν να είχαν ξαφνικά ζωντανέψει και το σκισμένο από την πολυκαιρία, παπιγιόν του, στράβωσε ακόμα πιο πολύ, κρεμασμένο από το λαιμό του. Η άλλοτε πλούσια γούνα του, είχε μπαλώματα με χρωματιστές κλωστές, ενώ το ένα του μάτι πλέον κουνιόταν επικίνδυνα. Ο χρόνος είχε περάσει και για τους δυο τους αλλά τα σημάδια του ήταν μονάχα επιφανειακά.

Πατώντας στις μύτες των ποδιών, το κορίτσι και ο αρκούδος μπήκαν στο ημίφως του σαλονιού. Ένα σιωπηλό πάρτυ γινόταν εκεί, μια έκρηξη χρωμάτων στους τοίχους, ένα σωρό αστέρια που αναβόσβηναν στο ρυθμό μιας αλλοπρόσαλλης μελωδίας. Οι σκιές από τα έπιπλα άλλαζαν με κάθε χτύπο. Τέρατα, πολιτείες, μύθοι γεννιόντουσαν και πέθαιναν κάθε δευτερόλεπτο. Ένα καλειδοσκόπιο χρωμάτων, πράσινο, κόκκινο, μπλέ, κίτρινο, έβαφε τους τοίχους, τα έπιπλα, το χαλί. Μέσα στο χαρούμενο χάος, μικροσκοπικοί πλανήτες σχημάτιζαν ένα νέο σύμπαν πάνω στο δέντρο. Φτιαγμένοι από γυαλί, πλαστικό, χρυσόσκονες και μπογιές, αυτοί οι ευτελείς κόσμοι, είχαν γίνει τώρα τόποι όπου έβρισκαν σπίτι όλων των ειδών οι ιστορίες. Χώρες κόκκινες, χρυσές, με θάλασσες από παγιέτες και βουνά από σιρίτια. Πεδιάδες με σχέδια, άσπρα και μπλε και πράσινα, πλανήτες ημιδιάφανοι, αστέρια πολύχρωμα, γίγαντες και νάνοι, όλα μετέωρα και λουσμένα στο φως των Χριστουγέννων. Καμια ισορροπία δεν υπάρχει στον κόσμο αυτό, καμία σύγχρονη κομψότητα, κανένα σαφές σχέδιο, μόνο κάτι γνώριμο, κάτι οδυνηρά οικείο, σαν να γνωρίζεις με βία μέσα σε μια νύχτα, όλες τις ιστορίες που ειπώθηκαν ποτέ και όσες θα ειπωθούν στο μέλλον. Σαν να γίνεσαι παιδί αλλά και γέρος μαζί.

Το κορίτσι και ο αρκούδος, αφέθηκαν να λουστούν στα χρώματα και τις χορευτικές σκιές, τα μάτια τους θαμπώθηκαν από τις λάμψεις και το πλήθος από τις μπάλες, τις κορδέλες, τις ψεύτικες πέρλες, τα στολίδια. Ήταν τόσα μα τόσα πολλά! Εκεί δίπλα, λίγο πιο έξω από τη χαρούμενη συμφωνία, ένας μικρός Άγιος Βασίλης κουνούσε το κεφάλι του από πλευρά σε πλευρά σαν να τραγουδούσε κάποια κάλαντα, κρατώντας ένα αναμμένο “κερί”. Τα μάτια του κοριτσιού, έψαξαν το σκύλο που κοιμόταν γαλήνια παραπέρα, κάτω από την τραπεζαρία. Κάθε Χριστούγεννα ο Άγιος Βασίλης καταλάμβανε τη θέση του σκύλου δίπλα στο τζάκι κι εκείνος αγριεμένος από τη φαινομενική ζωντάνια του Άγιου, έβρισκε καταφύγιο κάτω από τα έπιπλα. Το κορίτσι έβαλε τον αρκούδο να κάτσει στη μεγάλη κουνιστή πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι και εκείνη κάθησε απέναντι, στον καναπέ με το πλούσιο καρό ριχτάρι. Όταν θα ερχόταν ο αποψινός τους επισκέπτης αποκλείεται να ξέφευγε, τον είχαν ήδη περικυκλώσει. Το πράσινο και κόκκινο σχέδιο στο ριχτάρι έμοιαζε με οφθαλμαπάτη μέσα στα πολύχρωμα φώτα. Η μικρή κάρφωσε τα μάτια της στο τζάκι. Στολισμένο με ψεύτικα κλαδιά και διάφανους πλαστικούς σταλακτίτες πασπαλισμένους με ασημόσκονη, έμοιαζε αυτές τις μέρες έτοιμο να υποδεχτεί κάτι πολύ σπουδαίο στο σκοτεινό του στόμα. “Δε θα κοιμηθώ, δε θα κοιμηθώ, δε θα κοιμηθώ”... Τα φρέσκα μελομακάρονα είχαν γεμίσει το σαλόνι με μια μυρωδιά μπαχαρικών και μελιού. “Τι ωραία που μυρίζουν τα Χριστούγεννα...” σκέφτηκε και τεντώθηκε πάνω στο ζεστό και μαλακό καναπέ. Χωρίς να πάρει τα μάτια της από το τζάκι, άπλωσε το χέρι και άγγιξε με τα ακροδάχτυλά της ένα από τα πήλινα σπιτάκια πάνω στο τραπεζάκι. Η σκεπή του ήταν σκεπασμένη με λευκή χρυσόσκονη ενώ στεκόταν στην άκρη του λιλιπούτειου χωριού που είχε στηθεί για τις γιορτές. Λίγη χρυσόσκονη έμεινε και στα δάχτυλά της. Χωρίς να σκεφτεί πολύ, τα πέρασε στο κόκκαλο της μύτης, κάτω από τα μάτια, στο πηγούνι και φαντάστηκε πως λάμπει σαν χριστουγεννιάτικο ξωτικό που έχει πασπαλιστεί με χιόνι. Τα μάτια της ήταν βαριά αλλά κοιτούσαν ακόμα το τζάκι με επιμονή. Λίγο αργότερα ένα απαλό θρόισμο ακούστηκε από ψηλά στην καμινάδα. Ένα ρεύμα αέρα μπήκε από το τζάκι και το κορίτσι ανατρίχιασε λίγο μέσα στον πολύχρωμο ύπνο του. Ένας σιγανός γδούπος έκανε το σκυλί να αλλάξει πλευρό...Κάτι έγινε. Τόσο απίστευτο και κρυφό που έκανε τα φώτα να σταματήσουν το χορό τους για ένα δευτερόλεπτο, τον Άγιο Βασίλη να πάψει το σιωπηλό τραγούδι και τους σταλακτίτες στο τζάκι να αναδευτούν ελαφρά. Το ριχτάρι είχε τώρα σκεπάσει το κορίτσι -ήταν κρύα νύχτα- και ο αρκούδος είχε φύγει από την πολυθρόνα και βολεύτηκε στον καναπέ, δίπλα της. Μετά από λίγο, τα φώτα ξαναρχίσαν να χορεύουν άναρχα και ο Άγιος Βασίλης ξανάπιασε το τραγούδι...

10 / ΚΟΛΑΖ / ΜΟΥΣΙΚΗ ΒΙΟ-ΑΜΗΧΑΝΙΑ

Άρθρο / Αριστομένης Γεωργιόπουλος

11 / ΚΟΛΑΖ / ΜΟΥΣΙΚΗ ΒΙΟ-ΑΜΗΧΑΝΙΑ

Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και το χιόνι έπεφτε από το απόγευμα, σκεπάζοντας κάθε γωνιά της πόλης και μαζί με αυτή και κάθε γωνιά του εαυτού μας. Εκεί που κρύβονται τα όνειρα και οι πιο αποτρόπαιες σκέψεις μας, μόνο οι νιφάδες του χιονιού άγγιζαν έστω και για λίγο με το άσπρο τους χρώμα τις μαύρες ψυχές μας. Κάπου σε μια από αυτές τις γωνιές, μία παραδοσιακή ελληνική οικογένεια έβγαινε από το φτωχικό της σπίτι στην Εκάλη, για να πραγματοποιήσει τα χριστουγεννιάτικα ψώνια της. Το παγκόσμιο φαινόμενο που ακούει στο όνομα «Κρίση», είχε κάνει την εμφάνιση του και σε αυτή τη γειτονιά του πλανήτη.

Ο μπαμπάς, η μαμά και το καμάρι τους, με χαμόγελα ζωγραφισμένα στα ταλαιπωρημένα από τις κακουχίες πρόσωπα τους, επιβιβάστηκαν στο πενιχρό τους κάμπριο. Παρκαρισμένο το είχαν εδώ και μία μέρα, βλέπεις εκεί που έχει φτάσει η βενζίνη είναι καλύτερα να περπατάς. Άσε που αυτό ήταν το σπορ τους αυτοκίνητο. Το άλλο, για την πόλη, το είχαν στο συνεργείο. “Άτιμη κρίση”, μονολογούσε ο πατέρας. Το καμάρι καθόταν στο πίσω κάθισμα και από τα ακουστικά που είχε στα αφτιά του ακουγόταν σιγανά το «Χριστούγεννα» του Φοίβου Δεληβοριά. “Χριστούγεννα/ Τα πλεϊμομπίλ μου είν’ εξαιτίας μου κουτσά/ Σβησμένα στη σαμπάνια βεγγαλικά/ Ίσως για κάποιους να ‘ναι ακόμα γιορτή/ Μα ποιοι είν’ αυτοί;/ Ζουν σε θερμοκοιτίδες ή σε χωριά;”. Ο Φοίβος (όχι ο γνωστός, ο άλλος), εξισώνει τον Άη Βασίλη με έναν πρώην αριστερών φρονημάτων, πατέρα και συνεχίζει απομυθοποιώντας κάθε πτυχή των γιορτινών ημερών, από τα γλυκά και τα δώρα, μέχρι το Θείο βρέφος.

12 / ΚΟΛΑΖ / ΜΟΥΣΙΚΗ ΒΙΟ-ΑΜΗΧΑΝΙΑ

Το καμάρι, κούναγε ρυθμικά το κεφάλι του στο ρυθμό του εν λόγω τραγουδιού, κάνοντας κι αυτό -έστω για τρία λεπτά και πενήντα δευτερόλεπτα, την επανάστασή του. Ταυτόχρονα, από τα ηχεία του αυτοκινήτου, ακουγότανε σε λογικά πλαίσια έντασης (φωνάζει και η γυναίκα) το «Χριστούγεννα» του Φοίβου (του γνωστού) και της Δέσποινας Βανδή. “Βλέπω τον Άη-Βασίλη /Να μου χαμογελάει /Κι η έλλειψη σου/Δυο φορές με πονάει“. Ο πατέρας έβγαλε μια βαριά ανάσα και απηύθυνε το λόγο στο χώρο “Α ρε τι θυμήθηκα τώρα. Χριστούγεννα του 1990 κάτι. Ήμουν στη Μυτιλήνη φαντάρος. Μαυρίλα...Το κονιάκ να σκεφτείτε είχε τόσα τα αστέρια όσα και ο λοχαγός μας. Που ‘πα ρε Καραμήτρο, έτσι τον έλεγαν, με τρία αστέρια; Τέλος πάντων, ανατίθεται σε εμένα και άλλα δύο άτομα να πούμε τα κάλαντα σε έναν ταξίαρχο που θα μας έκανε την τιμή. Να μη μακρηγορώ, πάμε στη δεξίωση, κιθάρες στον ώμο, στολές εξόδου και δε συμμαζεύεται. Χαμός, τίγκα στα αστέρια, στα σπαθιά και στις αστραπές. Αρχίζουμε να παίζουμε τα κάλαντα και όλοι είχαν καραγουστάρει. Αφού τελειώσαμε, μου ζητάει ένας αρχιλοχίας που ήταν στο γκρουπ, να του δώσω την κιθάρα και αρχίζει .να παίζει το άσμα της Βανδή που ακούμε τώρα. Η μια στιγμή αμηχανίας διαδέχτηκε την άλλη μα μόλις τελείωσε το τραγούδι, τα χειροκροτήματα μας πήρανε τα αυτιά...πάντως τιμητική δεν είδαμε.” Αυτά είπε ο πατέρας και συνέχισε την νυσταγμένη του οδήγηση.

Επιτέλους η οικογένεια έφτασε στο σούπερ μάρκετ, από τα μεγάφωνα του οποίου ακουγόταν μία η” Άγια Νύχτα” και μία “Ο Μικρός Τυμπανιστής”. Τώρα κανονικά θα έπρεπε να παραθέσω στίχους από την “Άγια Νύχτα” αλλά αρνούμαι. Καλά ακούσατε, αρνούμαι. Μας έχουν πάρει τα αφτιά τόσα χρόνια, δεν θα μας πάρουν και τα “μάτια”. Ωστόσο, θα αναφέρω μια πολύ ωραία ιστορία για το τραγούδι.

13 / ΚΟΛΑΖ / ΜΟΥΣΙΚΗ ΒΙΟ-ΑΜΗΧΑΝΙΑ

Το εν λόγω τραγούδι, τραγουδήθηκε πρώτη φορά τα Χριστούγεννα του 1818, στην εκκλησία του μικρού χωριού Όμπερντορφ, στην περιοχή του Σάλτσμπουργκ της Αυστρίας. Οι στίχοι είχαν γραφεί δύο χρόνια νωρίτερα, το 1816, από το νεαρό εφημέριο του χωριού. Γιόζεφ Μορ. Μετά την πρώτη εκτέλεση, το τραγούδι ξεχάστηκε. Το 1825 ο τότε εφημέριος της εκκλησίας του Όμπερντορφ, κάλεσε έναν τεχνίτη ονόματι Καρλ Μαουράχερ (Karl Mauracher), για να επισκευάσει το εκκλησιαστικό όργανο του ναού. Αυτός ανακάλυψε στο πίσω μέρος του οργάνου, πεταμένο, ένα αντίγραφο του τραγουδιού. Έδωσε το τραγούδι στην οικογένεια Στράσερ (Strasser) που ζούσε στο Τυρόλο και συνήθιζε να ταξιδεύει σε διάφορες πόλεις της Γερμανίας και να τραγουδάει σε γιορτές. Έτσι η «Άγια Νύχτα» άρχισε να διαδίδεται στις γερμανικές πόλεις και σύντομα έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής. Το 1839, μια άλλη οικογένεια τραγουδιστών από το Τυρόλο, παρουσίασε το τραγούδι στη Νέα Υόρκη, ξεκινώντας τη διάδοση της «Άγιας Νύχτας» στον αγγλόφωνο κόσμο. Στην αγγλική, μεταφράστηκε το 1863 από τον Τζον Φρίμαν το Νεότερο, με μελωδία ελαφρώς διαφορετικής του αυστριακού πρωτοτύπου. Το 1840, εκδόθηκε πρώτη φορά με την ένδειξη «αγνώστου συνθέτη».

Τώρα, όσον αφορά τον “Μικρό Τυμπανιστή” , θεωρώ ότι είναι μια από τις πιο τρυφερές χριστουγεννιάτικες ιστορίες. Ένα αγόρι δεν έχει τίποτε άλλο να δώσει στο Ιησού που γεννιέται μια παγωμένη νύχτα, παρά μόνο την αγάπη του. Παράδειγμα προς μίμηση ο πιτσιρίκος με το τύμπανο, ειδικά στις μέρες μας. Το τύμπανο του μικρού ας μας ακολουθεί για πάντα, δίνοντας ρυθμό στα βήματα μας. Ας επιστρέψουμε όμως στην κατακαημένη μας οικογένεια, η οποία εν τω μεταξύ είχε σηκώσει το μισό σούπερ μάρκετ στη κυριολεξία αλλά και “στο πόδι”. Η μαμά κατέβαζε τα ράφια το ένα μετά το άλλο, ο μπαμπάς κοίταζε τις κοπέλες στα ταμεία και το καμάρι με τη σειρά του, σα χαμένο στο υπερπέραν. Τέλειωσαν λοιπόν με τα ψώνια τους κι αφού γεμίσανε δεκαοχτώ καρότσια πράγματα, φώναξαν και μια μεταφορική να τους βοηθήσει να φορτώσουν το κάμπριο, που πλέον ξεχείλιζε από παντού ευρωστία Όμως, το τελευταίο καροτσάκι, λίγο πριν το αδειάσουν τελείως από τα εναπομείναντα ψώνια, δηλαδή ένα ξεχασμένο κουτάκι σπίρτα, φεύγει από τα χέρια του καμαριού και καθώς ήταν σε κατηφόρα και μάλιστα με πάγο (χιόνιζε όλη τη μέρα βλέπετε) έφυγε γρήγορα από το οπτικό τους πεδίο αφήνοντας όλη την οικογένεια με το στόμα ανοιχτό. Τι κι αν προσπάθησε ο πατέρας να το προλάβει, κάνοντας τριπλό τόλουπ στον πάγο, τι κι αν το καμάρι φώναζε στο καροτσάκι να γυρίσει. Τίποτα, κανένα αποτέλεσμα. Το “καροτσάκι με τα σπίρτα” χάθηκε τη παραμονή των Χριστουγέννων του 2010, υπό τον ήχο του “Let it snow” του Frank Sinatra, που ακουγόταν από τα εξωτερικά ηχεία του σούπερ μάρκετ. “The fire is slowly dying / And, my dear, we’re still goodbying / But as long as you love me so / Let It Snow! Let ιt Snow! Let ιt Snow”.

14 / ΚΟΛΑΖ / NEW DAY’S RESOLUTION

Άρθρο / Ελβίρα Λίγγρη

Οι Αμερικάνοι, οι βετεράνοι του εορτασμού των Χριστουγέννων, έχουν το έθιμο των New Year’s Resolutions, σύμφωνα με το οποίο κάθε Πρωτοχρονιά, αραδιάζουν μια λίστα από καινούρια πράγματα που θέλουν να κάνουν ή να αλλάξουν στην καθημερινότητά τους. Θεωρητικά πάντα. Γιατί η θεωρία απέχει πολύ από την πράξη, όμως αυτό είναι άλλο θέμα (ή μήπως όχι;).

15 / ΚΟΛΑΖ / NEW DAY’S RESOLUTION

16 / ΚΟΛΑΖ / NEW DAY’S RESOLUTION

Μου θυμίζει λίγο, το πώς κάθε Οκτώβριο και Φεβρουάριο λέγαμε “σε αυτό το εξάμηνο θα ξεκινήσω σταθερά διάβασμα από νωρίς” (ναι, σίγουρα!) και φυσικά καταλήγαμε να διαβάζουμε πανικόβλητοι μία εβδομάδα πριν την εξεταστική. Κάπως έτσι μου φαίνονται και τα resolutions. Οι περισσότεροι ξεκινάμε με ενθουσιασμό τις πρώτες εβδομάδες του καινούριου χρόνου, αποφασισμένοι να τηρήσουμε τις “υποσχέσεις” μας και όσο περνούν οι μήνες τις θυμόμαστε όλο και πιο αραιά- όπως το διάβασμα, ώσπου να τις απωθήσουμε εντελώς· και να πάμε για ένα καφέ ρε αδερφέ!

Είναι λογικό. Δεν είναι δυνατό να ζούμε συνέχεια με ακόρεστη όρεξη για ζωή και νέες εμπειρίες. Και η ρουτίνα είναι απαραίτητη για να επιβιώνουμε, ως ένα βαθμό. Ως ποιο όμως...; Περνούν οι Πρωτοχρονιές και καθεμιά τους έρχεται μόνο μία φορά γαμώτο τους, αυτό κάνουν. Μία φορά το 2012, μία φορά το 2013, μία φορά το 2014.

Δεν υπάρχει κάτι πιο τρομακτικό νομίζω.

Η Lhasa de Sela, μια εκπληκτική Αμερικανομεξικανή καλλιτέχνιδα, είχε εκφράσει υπέροχα αυτή την υπαρξιακή αγωνία σε ένα από τα καλύτερα, κατά την άποψή μου, τραγούδια της, το Floricanto: (ελεύθερη μετάφραση από ισπανικά σε αγγλικά)

My heart suffersAnd fills with anger

Only once is one bornOnly once is one oneself

My heart suffersBecause I too will end

I long for lifeAnd march toward death

(Floricanto, La Llorona, 1997)

17 / ΚΟΛΑΖ / NEW DAY’S RESOLUTION

18 / ΚΟΛΑΖ / NEW DAY’S RESOLUTION

19 / ΚΟΛΑΖ / NEW DAY’S RESOLUTION

Η Lhasa πέθανε την Πρωτοχρονιά του 2010, στο Μόντρεαλ, στα 37 της, από καρκίνο.

Είμαι ευγνώμων που θα ζήσω την Πρωτοχρονιά του 2014 κι ας είναι μόνο για μία φορά. Μου δημιουργεί πραγματική ανακούφιση η σκέψη ότι είμαι ακόμα τόσο νέα και έχω τόσες ευκαιρίες να κάνω όλα όσα δεν έχω κάνει, όλα όσα έχω αναβάλει. Όμως μετά σκέφτομαι και τη Lhasa· και εκείνη ήταν νέα.

Οι ευκαιρίες είναι μόνο τυχαίες. Και μπορεί να μην έχουμε τόσες όσες νομίζουμε.

Δεν πιστεύω στα New Year’s Resolutions, μου φαίνεται κάπως αφελές το con-cept. Πιστεύω όμως στην περατότητά μας και την αναβλητικότητα με την οποία την αντιμετωπίζουμε για να αντέχουμε. Πιστεύω ότι ενίοτε χρειαζόμαστε ένα σπρώξιμο για να βουτήξουμε στον οίστρο, να βάλουμε στην καθημερινότητα λίγο περισσότερο resolution και λίγο λιγότερη ρουτίνα.Και πως το χρειαζόμαστε ακόμη περισσότερο, όταν έχουμε την τύχη να ζήσουμε μια πολύχρονη ζωή. Γιατί τελικά, από το να ζήσεις μια μικρή ζωή, μου φαίνεται πολύ πιο τρομακτικό να ζήσεις μια μεγάλη ζωή αβίωτη.

Το φετινό μου New Year’s resolution λοιπόν θα είναι, νομίζω, να κάνω καθημερινά resolutions, να σκέφτομαι λίγο πιο συχνά τη Lhasa, αλλά να πηγαίνω πότε -πότε και για ένα καφέ… ρε αδερφέ!

ΥΓ: Μετά το θάνατο της Lhasa, χιόνισε για τέσσερις ημέρες συνεχόμενα στο Μόντρεαλ. Οι φίλοι της το θεώρησαν σημαδιακό, κάτι σαν το τελευταίο της “μήνυμα” προς αυτούς. Έτσι, ο συνεργάτης και φίλος της Patrick Watson, μαζί με τους Esmerine, της έγραψε το κομμάτι “Snow Day for Lhasa”. Και ναι, είναι ασύλληπτα καταθλιπτικό. Ακούστε το.

20 / ΚΟΛΑΖ XX

21 / ΚΟΛΑΖ XX

22 / ΚΟΛΑΖ / RAM’S CAMEO

Άρθρο / Χαράλαμπος Νικολάου

23 / ΚΟΛΑΖ / RAM’S CAMEO

Rudolph. Το ελαφάκι. Και σοβαρολογώ. Ο μόνος γνωστός με το όνομά του και δικό του τραγούδι, σίγουρα ο αγαπημένος του Santa -καθώς ήταν προσωπική του επιλογή να οδηγεί το έλκηθρο- και σίγουρα ήρωας, γιατί χάρη στο bullying των υπολοίπων αρσενικών για την “κόκκινα φανάρια” μύτη, κατάφερε να γίνει από τα πιο αγαπητά χριστουγεννιάτικα trademarks. Κανονικά είναι τάρανδος αλλά επειδή δεν ενδημεί στην Ελλάδα το συγκεκριμένο είδος, τον κάναμε ελάφι, που είναι περισσότερο συμπαθές και ανήκει στην ευρύτερη οικογένεια των θηλαστικών Cervidae.

Η όλη ιστορία με το ελάφι και τη συμπάθεια που προκαλεί στους ανθρώπους, ξεκινάει από πολύ παλιά. Απεικονίζεται με μεγάλη συχνότητα στις τοιχογραφίες σπηλαίων, ήδη προϊστορικά, κυρίως σε στάση κίνησης, μιας και φημίζεται για την ταχύτητα του. O περίπλοκος σχηματισμός των κεράτων του, εξάπτει τη φαντασία, καθώς ενέχει ένα σκοτεινό ρομαντισμό, σα γυμνό κλαδί που υψώνεται στον ουρανό. Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το γεγονός, πως όταν φτάσει στο επιθυμητό μέγεθος βάση ωριμότητας, πέφτει και φυτρώνει ένα νέο στη θέση του.

Ασφαλώς και ως μαγικό ζώο, δε λείπει από ανατολικές και δυτικές μυθολογίες. Είτε ως ιερό ζώο - σύντροφος της δικής μας θεάς Αρτέμιδος, είτε ως κερασφόρα θεότητα των Κελτών ή ως σύμβολο πνεύμα- ελάφι των σαμάνων. Συχνά, το βλέπουμε ως μοτίβο σε ταφικά μνημεία, μιας και με την ταχύτητα του θεωρείται πως βοηθούσε τις ψυχές να περάσουν «απέναντι». Αλλά Χριστούγεννα έχουμε, ας αλλάξω το κλίμα.

Η πρωτοπόρος Georgia O’Keefe, μητέρα του αμερικανικού μοντερνισμού, το 1936, σε ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα έργα της, ύμνησε το ελάφι στον πίνακα της Summer Days, στολίζοντας με λουλούδια τα κέρατα του κρανίου του. Σε μια εξίσου συμπαθητική εκδοχή του ελαφιού, με τα μάτια του Disney αυτή τη φορά, ο Bambi αποτέλεσε με τη σειρά του, γερό fashion trend. Ο ταλαντούχος φωτογράφος Ryan McGinley, διακόσμησε «τα μέσα» του με το συμπαθές μηρυκαστικό, τοποθετώντας το δίπλα στο μοντέλο, σε μια χαριτωμένη παρέμβαση στην ad campaign «Φθινόπωρο- Χειμώνας ‘09», του

οίκου Stella McCartney. Πιθανόν στα πλαίσια ενός καλλιτεχνικού ανοιχτού διαλόγου, κάποιες σεζόν μετά, ο Tisci, ψάχνοντας το νέο must have print μετά τους καρχαρίες και το rotweiller, απάντησε, δίνοντας τη σκυτάλη στον Bambi, ο οποίος τυπωμένος σε sweatshirts, έγινε μανία, με τους απανταχού celebrities ,από fashion editors έως rappers, να λυσσάνε να τα αποκτήσουν.

Την δική του ωδή στο θηλαστικό, παρακολουθήσαμε καθ’ όλη τη διάρκεια της πλούσιας καριέρας του, από τον Alexander McQueen. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, επιστράτευσε τον τρελό καπελά Phlip Tracey, για να δημιουργήσει ένα κερασφόρο headpiece, που συνόδευσε μια δημιουργία της συλλογής του, το «Φθινόπωρο ‘96-’97». Ως κατεξοχήν αυτό - αναφορικός καλλιτέχνης, όταν του δόθηκε η ευκαιρία, στη συλλογή It’s a jungle out there, το «Φθινόπωρο ‘97-’98», ξαναχρησιμοποίησε τα κέρατα, ως φυσική απόληξη των τονισμένων αιχμηρών ώμων ενός δερμάτινου σακακιού, για να τα αποθεώσει σχεδόν δέκα χρόνια μετά, στη συλλογή του Widows of Cullen. Η καλλονή Zimmermann, έκλεισε το show με ένα από τα αριστουργηματικά δαντελένια φορέματά του, φορώντας στο κεφάλι ένα ζευγάρι πανύψηλα λευκά ελαφίσια κέρατα, πάνω στα οποία ήταν έξοχα ντραπαρισμένη μια λευκή δαντέλα που έκανε το ψηλόλιγνο κορίτσι να μοιάζει με νύμφη του κέλτικου δάσους και σαν αιθέριο φάντασμα εποχής.

Αγάπη έδειξε και η ιδιόρρυθμη Γιαπωνέζα καλλιτέχνης, Nagi Noda, μέσω μιας σειράς από headpieces, φτιαγμένα εξ’ ολοκλήρου από τρίχα, που απεικόνιζαν κεφάλια ζώων, κάνοντας αναπόφευκτα το ελάφι ένα από τα πιο εντυπωσιακά της κομμάτια, Gaga’s thing totally. Από την άλλη, οι πιο contemporary σχεδιαστές βλ. Proenza Schouler, Alexander Wang για να αποφύγουν την περιγραφικότητα, έντυσαν τη σεζόν του προηγούμενου χειμώνα, μικρά clutch-es, με το κατάστικτο δέρμα του μικρού ζώου. Για τους λοιπούς λάτρεις του ελαφιού, οι διαδικτυακές αγορές βρίθουν από μικρά μεταλλικά ομοιώματα ελαφοκεφαλών και κεράτων, ώστε να κουβαλάμε κάτι από τη σαμανική μαγεία πάνω μας.

24 / ΚΟΛΑΖ / TETRISM

25 / ΚΟΛΑΖ / TETRISM

Άρθρο / Αγγελική Τζιαφέτα

26 / ΚΟΛΑΖ / TETRISM

Και γιατί να μην τα περιμένω; Ακούω τη λέξη λαμπιόνια οχτώ φορές τη μέρα, must ρετρό χριστουγεννιάτική λέξη, μετά το φλουρί. Μου πήρε χρόνια να ξεπεράσω το κιτς των Χριστουγέννων και την κοσμοσυρροή, που είναι από τα δύο πιο δυσάρεστα πράγματα όλου του χρόνου αλλά δεν ξεχνώ. Δεν ξεχνώ το φαγητό, αυτή την παράνοια τραπεζιών με μαμαδίστικα πυρέξ που ξεχειλίζουν φροντίδα και προδέρμ, το κρασί που ρέει σε εναλλαγή με τον καφέ, το τζάκι. Ω! Θεέ το τζάκι. Μυρίζει ζεστές κουβέρτες, αράγματα και reunion της σκορπισμένης ανά τον κόσμο οικογένειας και παρέας μου. Τις ιεροτελεστίες με τα κορίτσια.

Ο καφές μας ανήμερα τα Χριστούγεννα, μετά τα τραπέζια και το απογευματινό σινεμά. Το ασταμάτητο μουρμουρητό για το τι θα κάνουμε την Πρωτοχρονιά. Jesus Christ SuperStar. Αν έχει τύχει να ερωτευτείτε Χριστούγεννα, υπάρχει ένα έξτρα αφροδιασικό στον αέρα.

Αν εξαιρέσεις τις προσωπικές, παραδοσιακές μου βόλτες, δεν το κουνάω ρούπι από το σπίτι. Στολίζω με μαθηματική ακρίβεια. Έχω σοβαρή αλλεργία σε οποιοδήποτε λαμπατέρ αη-βασίλη, νάνους, στολίδια μπαλκονιού και στους ανθρώπους που λένε δένδρο αντί για δέντρο. Όλη τη χρονιά λένε δέντρο και τα Χριστούγεννα δένδρο. Not cool, man. Αφήνω τα φωτάκια αναμμένα στο δέντρο και το βράδυ και τσακώνομαι με την αδερφή μου κάθε πρωί, γιατί δε θα πάρουμε φωτιά! Αλλά έτσι είναι. Μια παράνοια που ζεις κάθε χρόνο, κάνεις σχεδόν τα ίδια πράγματα και είναι πάντα φοβερά. Love is in the air, λίγο περισσότερο από τις άλλες εποχές.

Από την άλλη, όσο θέλω να κάνει κρύο τα Χριστούγεννα, άλλο τόσο σκέφτομαι πόσο αδυνατεί το σπίτι μου να αντέξει οποιαδήποτε θερμοκρασία κάτω από τους δεκαπέντε βαθμούς κελσίου. Όχι τους μείον. Τους συν δεκαπέντε. Μη φανταστείτε, δε μένω στο βουνό, στο κέντρο της Αθήνας μένω, σε μια πολυκατοικία με αρχαίο καυστήρα σε περίοδο οικονομικής κρίσης. Έχουμε καιρό να περάσουμε χειμώνα χωρίς να κρυσταλλώνω από το κρύο. Και όταν κρυώνω πολύ, θυμώνω.

Και κάνω επίκληση στα Χριστούγεννα, σκέφτομαι το κοριτσάκι με τα σπίρτα. Ότι τουλάχιστον έχω ένα σπίτι, στολισμένο, με λιχουδιές, και δύο ώρες θέρμανση το πρωί και δυο το βράδυ. Το κοριτσάκι με τα σπίρτα, από την

27 / ΚΟΛΑΖ / TETRISM

απελπισία, άρχισε να καίει τα σπίρτα που πούλαγε. Και είχε παραισθήσεις. Το πρώτο σπίρτο, νόμιζε ότι ήταν μια σόμπα, το δεύτερο ένα μεγάλο στολισμένο τραπέζι με φαγητά, ενώ στο τρίτο, είδε τη γιαγιά της. Το άστεγο κοριτσάκι μας άφησε νωρίς και έφυγε μαζί με τη γιαγιά του μακριά από το σκληρό αυτό κόσμο. Μπορεί να είναι τελείως παιδιάστικο αλλά ναι, νιώθω ευγνώμων και ταυτόχρονα προσπαθώ να δεχτώ ότι δεν κατάλαβα ποτέ, σε πιο χρονικό σημείο της ενηλικίωσης μαθαίνεις να αποδέχεσαι χωρίς να σοκάρεσαι που ο διπλανός ζει έτσι. Όταν πετάω την παιδική μου κάπα, τα δεδομένα είναι πολύ σκληρά.

Σύμφωνα με το Κέντρο Υποδοχής και Αλληλεγγύης του Δήμου Αθηναίων- καθώς δεν υπάρχει θεσμοθετημένος όρος στην Ελλάδα, άστεγοι είναι τα άτομα που ζουν στο δρόμο ή σε ξενώνες ύπνου ή μεταναστών ή διαμένουν σε άθλιες συνθήκες στέγασης. Οι άστεγοι στην Αθήνα, υπολογίζονται στις 10.000 και είναι κατά βάση νοητικά ή ψυχικά ανεπαρκείς, εθισμένοι, οικονομικά κατεστραμμένοι, από άπορους γονείς, αποφυλακισμένοι αλλά και νεαρά άτομα που έχουν εγκαταλείψει το σπίτι τους λόγω οικογενειακών προβλημάτων. Σύμφωνα με την Κλίμακα - Πρόγραμμα Στήριξης Αστέγων - και την έρευνα που διεξήγαγε το 2012, οι άστεγοι στην Αθήνα έχουν αυξηθεί και έχει εμφανιστεί μια νέα κατηγορία νεότερων ατόμων, η “νέα γενιά αστέγων”, που έχουν υπάρξει οικονομικά ανεξάρτητοι αλλά πλέον είναι άνεργοι, σε ηλικίες 30-45 ετών και δεν παρουσιάζουν προβλήματα ψυχικής υγείας, εξαρτήσεις ή προβλήματα παραβατικότητας.

Το μεγαλύτερο ποσοστό, δεν έχει καμία επαφή με την οικογένεια του (το 36% των οικογενειών, δε γνωρίζει την κατάσταση του αστέγου). Το 80% είναι άνδρες και από αυτούς, το 60% είναι 40-55 ετών. Το 90% είναι Έλληνες. Ένας στους πέντε, έχει ανώτερο/ανώτατο μορφωτικό επίπεδο και το 47% έχει παιδιά. Φυσικό επακόλουθο είναι ότι το 1/4 έχει κακοποιηθεί, ενώ το 20% των άστεγων γυναικών έχουν κακοποιηθεί και σεξουαλικά. Το 18% έχει αποπειραθεί να αυτοκτονήσει τουλάχιστον μια φορά. Το 75% κάνει όνειρα για το μέλλον.

Αυτά είναι τα δεδομένα. Περίπου. Είναι τα νούμερα. Οι άστεγοι χαρακτηρίστηκαν πολύ πρόσφατα, ως ευάλωτη κοινωνική ομάδα που χρήζει ειδικών μέτρων προστασίας. Ήταν πολύ δύσκολη συνειδητοποίηση φαντάζομαι… Δεν θέλω να είμαι ειρωνική, ούτε «πιάνομαι» από το χριστουγεννιάτικό πνεύμα ευαισθητοποίησης. Απλά βρίσκω αντιφατικό, το κέντρο της Αθήνας να έχει πλήθος εγκαταλελειμμένων κτηρίων και ξενοδοχείων και να μην μπορούμε να εκμεταλλευτούμε ούτε αυτά που είναι ήδη εκεί. Αλλά η γκρίνια για το κράτος πρόνοιας δεν οδηγεί κάπου πλέον. Το σίγουρο είναι ότι πρέπει να εκτιμάμε αυτά που μας έχουν δοθεί. Και αυτό όχι ως ένδειξη υπεροχής και λύπησης αλλά για επαναπροσδιορισμό των δικών μας αξιών και θέσεων.

Το φαινόμενο προφανώς δεν είναι τοπικό. Ξεκινάει από τις favelas της Βραζιλίας, τα slums της Ινδίας, τα shanty towns στην Κένυα, τα υπόγεια τούνελ του Λας Βέγκας, τα χαρτόκουτα στις πλατείες της Μαδρίτης.

Τα Χριστούγεννα τελικά, είναι το σπίτι. Καμία αρχιτεκτονική δε χωράει, αν δεν έχουμε όλοι σπίτι.

28 / ΚΟΛΑΖ XX

29 / ΚΟΛΑΖ XX

30 / ΚΟΛΑΖ / THE ODD FELLAS

Άρθρο / Βάλια Ζαμπάρα

31 / ΚΟΛΑΖ / THE ODD FELLAS

Είναι εποχικοί. Είναι άσχημοι, αδύνατοι, αμφιβόλου φύλου, έχουν μυτερά αυτιά, λίγα αλλά κοφτερά δόντια και σίγουρα γελάνε σαρδόνια. Κάποιοι, τους περιγράφουν πιο «σύνθετους», με πόδια τράγων, δαιμονισμένα κόκκινα μάτια και ιδιόμορφα κερατάκια αλλά εντάξει. Ας μην ξεφεύγουμε στις περιγραφές. Είναι απλώς μικρές, ενοχλητικές παρουσίες, που χώνουν παντού τη μεγάλη τους μύτη. Ζουν στη γη μόνο για δώδεκα μέρες το χρόνο. Είναι οι Κα-λι-κα-τζα-ροι. Όλο το χρόνο κατοικούν κάτω από τη γη και δουλεύουν σκληρά. Είναι χειρώνακτες και για την ακρίβεια, ξυλοκόποι που βράδυ- πρωί, βράδυ- πρωί, που έλεγε κι η Αλίκη (όχι των Θαυμάτων, η άλλη), με τσεκούρια και ενδεχομένως πια, αλυσοπρίονα, κόβουν αργά- πολύ αργά μάλλον- αλλά σταθερά, το τεράστιο δέντρο που στηρίζει τη γη. Μα λίγο πριν την ολοκλήρωση του έργου τους, παρατάνε τα εργαλεία και μέσα από τις τρύπες, τα πηγάδια, τις σωληνώσεις τους αγωγούς, τους βόθρους (οι πιο γενναίοι), ανεβαίνουν στη γη. Είναι πια παραμονή Χριστουγέννων. Ο λόγος βέβαια, που εγκαταλείπουν την κοπή, πριν την κατεδάφιση της γης (που είναι και ο απώτερος στόχος τους, ωχ δε θυμάμαι να ανέφερα πόσο κακά πλάσματα είναι αυτά τα καλικατζαράκια), παραμένει άγνωστος μέχρι και σήμερα. Υποθέτω, ότι μια σημαντική αιτία πάντως, πρέπει να είναι η αβάσταχτη, υπόγεια υγρασία. Πουντιάζουν κι ανεβαίνουν προς τα πάνω, μπας και ζεσταθεί το λιλιπούτειο κοκαλάκι τους.

Οι καλικάτζαροι χαρακτηρίζονται από έντονη κινητικότητα και αστείρευτη ζαβολιά. Σκαρφαλώνουν στον ώμο σου, χοροπηδάνε στο κρεβάτι και τον καναπέ σου, μετακινούν τα στολίδια στο δέντρο, παίζουν «χιονοπόλεμο» με τους κουραμπιέδες, λερώνοντας το καλό τραπεζομάντιλο και το ακριβό χαλί της μάνας σου και τέλος δε σ΄ αφήνουν να ανάψεις το τζάκι. Ναι αυτοί φταίνε βέβαια! Τι νόμιζες βρε κουτό; Τα νωπά ξύλα που σου πουλάει ο μικροαπατεώνας στο Γέρακα; Καμ οοοον.

Ωστόσο και οι καλικάτζαροι, όπως άλλωστε όλοι οι άνθρωποι ή υπεράνθρωποι ένι γουέι, έχουν τις φοβίες τους. Σκιάζονται τη φωτιά. Μη δουν τζάκι, κερί, αναπτήρα, ψησταριά, εξαφανίζονται. Αυτός είναι και ο βασικότερος λόγος, που ποτέ κανένα σουβλατζίδικο δεν είχε κρούσματα καλικατζάρων. Τυχαίο; Ε, όχι δα. Φοβούνται λοιπόν το φως της μέρας, τη φωτιά, το λιβάνι και τους αριθμούς πάνω από το δύο. Το τελευταίο είναι κομματάκι παράξενο αλλά σύμφωνα με εγκυρότατες επιστημονικές μελέτες, οι καλικάτζαροι έχουν σοβαρές μαθησιακές δυσκολίες. Δεν ξέρουν να μετρούν πέρα από το … δύο. Γνωρίζοντας αυτή την πληροφορία, ο σοφότατος λαός μας, τοποθετούσε έξω από την πόρτα του σπιτιού του, ένα σουρωτήρι, ώστε οι καλικάτζαροι να μπουν στη διαδικασία να μετρήσουν τις τρύπες. Αλλά επειδή με «ένα- δύο», δεν ολοκλήρωναν ποτέ, έβγαινε το φως του ήλιου κι αυτοί, εξαφανιζόλ.

Οι καλικατζαρούληδες, επιστρέφουν στα έγκατα, μετά από σχεδόν δύο (πάλι τυχαίο;) εβδομάδες αταξίας, στις έξι του Γενάρη. Το γιατί, παραμένει άγνωστο, ωστόσο έχουν ειπωθεί διάφορα κατά καιρούς. Ο πιο σοβαρός λόγος, μου φαίνεται πως είναι το γεγονός, ότι η Μανταλένα κατάφερε να τους αρπάξει το σταυρό απ’ τα χέρια, τη μέρα των Θεοφανείων.

ΥΓ: Οι πράξεις τους συνοδεύονται πάντα από το «Last Christmas I gave you my heart». Το θυμάμαι από τότε που το τραγουδούσα, κρατώντας το κέρινο ομοίωμα του Άη Βασίλη για μικρόφωνο, «…this year to sending from ears..» και άλλα τέτοια αλαμπουρνέζικα που νόημα κανένα δεν έβγαζαν. Σαν την ιστορία των καλικάτζαρων, ένα πράμα.

32 / ΚΟΛΑΖ / ΖΩ ΣΕ ΕΝΑ ΔΡΑΜΑ

Άρθρο / Αρστείδης Γεωργίου

33 / ΚΟΛΑΖ / ΖΩ ΣΕ ΕΝΑ ΔΡΑΜΑ

34 / ΚΟΛΑΖ / ΖΩ ΣΕ ΕΝΑ ΔΡΑΜΑ

Χμμμ. Χριστούγεννα aka Tim Burton. Αυτός ο περίεργος τύπος με τα περίεργα μαλλιά και τα περίεργα γυαλιά, μου έχει πάρει τα μυαλά. Σκέφτεσαι ταινίες με αγάπη, έρωτα, χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια, φώτα, βεγγαλικά, γέλια και χαρές και παθιάρικα φιλιά κάτω απο έλατα, με πρωταγωνιστή πάντα τον αγαπητό Hugh Grant. Ο Burton όμως, δεν μασάει από τέτοια. Σκοτεινά, χιονισμένα, μαύρα και άραχλα τοπία και ήρωες βγαλμένοι θαρρείς, από τα άδυτα της κόλασης. Παρόλα αυτά όμως, έχει καταφέρει να τους κάνει τόσο ακαταμάχητα θελκτικούς και αγαπημένους, που ποθείς τόσο να χωθείς στην μαυρίλα τους κι ας είναι Χριστούγεννα.

Ο μικρός Timothy William Burton, γεννήθηκε στο Burbank της California, στις 25 Αυγούστου του 1958. Σπούδασε animation και στη συνέχεια εργάστηκε ως animator στα στούντιο της Disney. Εκεί δεν άντεξε όμως πάνω από ένα χρόνο κι έτσι ξεκίνησε τα προσωπικά του project. Το 1982, έβγαλε το Vin-cent, ένα animation μικρού μήκους, βασισμένο στον ήρωα των παιδικών του χρόνων Vincent Price - ηθοποιός Horror ταινιών της δεκαετίας των 50’s - το οποίο βραβεύτηκε σε διάφορα φεστιβάλ και αποτέλεσε την αρχή για μια λαμπρή καριέρα.

Παραθέτω την φιλμογραφία του:

Frankenweenie (2012)Dark Shadows (2012)

Alice In Wonderland (2010)Sweeney Todd (2007)Corpse Bride (2005)

Charlie And The Chocolate Factory (2005)Big Fish (2003)

Planet Of The Apes (2001)Sleepy Hollow (1999)Mars Attacks (1996)

Ed Wood (1994)The Nightmare Before Christmas (1993)

Batman Returns (1992)Edward Scissorhands (1990)

Batman (1989)Beetle Juice (1988)

Pee-Wee’s Big Adventure (1985)

35 / ΚΟΛΑΖ / ΖΩ ΣΕ ΕΝΑ ΔΡΑΜΑ

Οι ταινίες του διαλεχτές σαν τα καλά μελομακάρονα και η ατμόσφαιρά του καταθλιπτικά χριστουγεννιάτικη.

Αν δεν σας καλύπτει όμως η darkίλα του Burton, τότε μπορείτε να δείτε μερικές από τις ακόλουθες χαρουμενο-χριστουγεννιάτικες ταινίες, που ανεβάζουν την διάθεση, και ανοίγουν την όρεξη για αγκαλιές, καναπέ, κουβέρτα και κουραμπιέ.

Ένα ενδεικτικό προσωπικό Τop 5 :

Home Alone (1990) - All time classic και μακράν το καλύτερο της σειράςE.T (1982) - εναλλακτικά μπορείτε να δοκιμάσετε και τη “Σεξογήινη” / My Stepmother Is An Alien (1988)Love Actually (2003) - αγαπημένος Hugh GrantLord Of The Rings,Trilogy (2001-2003) - πρόκληση για μαραθώνιο Amelie (2001) - αναθεματισμένα καλό soundtrack.

Συν ένα ελληνικό, για την τιμή των όπλων…Φτηνά Τσιγάρα, του Ρένου Χαραλαμπίδη (2000)

Μαμά, άνοιξε τον μπουφέ και φέρε τα φοντάν. Είναι ώρα για χριστουγεννιάτικη ταινία. Καλές γιορτές και καλή θέαση. Μπαίνω κάτω από την κουβέρτα. Γεια χαρά.

36 / ΚΟΛΑΖ XX

37 / ΚΟΛΑΖ XX

38 / ΚΟΛΑΖ XX

Άρθρο / V.

39 / ΚΟΛΑΖ / ΕΚΤΑΚΤΟ ΔΕΛΤΙΟ

“ Έχει περάσει μόλις ένας μήνας από τις επίσημες ανακοινώσεις, σχετικά

με το “Kρουαζιερόπλοιο της Λέσβου”, όπως έγινε παγκοσμίως γνωστό.

Το ναυάγιο στοίχισε την ζωή σε 433 άτομα. Οι συγγενείς των νεκρών που

οι περισσότεροι κατάγονταν από την Σκανδιναβία, ζητούν να ξεκινήσει η

ακροαματική διαδικασία πριν το τέλος του χρόνου. Οι αρχές εγγυούνται,

υπό τις πιέσεις της Eυρωπαϊκής ‘Eνωσης, ότι δεν θα υπάρξει καμία εσκεμμένη

καθυστέρηση... Να περάσουμε τώρα τις αθλητικές ειδήσεις..”

40 / ΚΟΛΑΖ / ΕΚΤΑΚΤΟ ΔΕΛΤΙΟ

Η Μαμά μου ξυπνάει νωρίς. Δεν ξέρει ούτε από Κυριακές, ούτε από αργίες. Σηκώνεται στις 7.30 κάθε πρωί, χωρίς εξαιρέσεις ή τεμπελιάσματα. Μέχρι να πλυθεί και να ετοιμαστεί, θα ανοίξει το ραδιόφωνο, αφήνοντας το να ψιθυρίζει τις ειδήσεις “των και μισή”. Θα δυναμώσει την ένταση μονάχα τη στιγμή που ο εκάστοτε εκφωνητής θα προαναγγείλλει την τελευταία είδηση του δελτίου.Αν θες να έχεις την πιθανότητα να ακούσεις κάτι αισιόδοξο στις ειδήσεις, άκου την τελευταία είδηση πριν τα αθλητικά, συνηθίζει να λέει.

Το σημερινό πρωινό μάλλον δεν το πέτυχε και πολύ αλλά το αχνό χαμόγελο που σχηματίζεται από την ελαφρά κλίση προς τα πάνω των χειλιών της, είναι ούτως ή άλλως πάντα εκεί. Το ραδιόφωνο μετά την ολιγόλεπτη προσπάθεια να λειτουργήσει ως μέσο ανακοίνωσης χαρούμενου μηνύματος, κλείνει. Δίπλα του, βρίσκεται περήφανο το παλιό πικ απ. Η Μαμά μου έτοιμη πια, να εισέλθει στην κουζίνα της, κάνοντας όλες τις γεύσεις να τη σεβαστούν, φορώντας πάντα μονόχρωμα ταιριαστά ρούχα σε τόνους του μπλε ή του κίτρινου, θα διαλέξει προσεκτικά το σάουντρακ τις ημέρας. Δεν έχω μετρήσει πότε τα βινύλια που έχουμε στο ράφι λίγο πιο ‘κει αλλά είμαι σίγουρη ότι θα έφταναν για ένα τρίμηνο, αν κάποιος ήθελε να ακούει ένα κάθε μέρα. Παρόλα αυτά, η Μαμά μου διαλέγει να ακούει μόνο εφτά από αυτά. Κάθε Δευτέρα ας πούμε, ακούει Χαρούλα Αλεξίου, κάθε Τρίτη Elton John και πάει λέγοντας. Όμως τα εβδομαδιαία βινύλια δεν τα φυλάσσει ξεχωριστά από εκείνα που δεν ακούει ποτέ, μόνο κάθε πρωί θα περάσει περίπου πέντε λεπτά κοιτάζοντας ένα -ένα τα εξώφυλλα των δίσκων, ψάχνοντας τον κατάλληλο για την καινούρια μέρα.

- Και μετά θα βάλεις το ξύσμα από το φρέσκο λεμόνι...Αφού στο είχα γράψει! Μα, δε γίνεται χωρίς..Δεν ξέρω..Στην επαρχία είσαι, να βγεις έξω να βρεις μια λεμονιά να κόψεις ένα... Καλύτερα από τα αγοραστά, που είναι και κερωμένα.

Σήμερα είναι Κυριακή και η Κυριακή ανήκει ολοκληρωτικά στον Ερος Ραματσότι.

-Ηρέμησε. Γιατί κλαις τώρα; Περίμενε..Περίμενε..Πιες λίγο νερό.. Ηρέμησε, πάω να χαμηλώσω λίγο τη μουσική, να μιλήσουμε σαν άνθρωποι.

41 / ΚΟΛΑΖ / ΕΚΤΑΚΤΟ ΔΕΛΤΙΟ

Εγώ κοιμάμαι δίπλα στο σαλόνι ή μάλλον καλύτερα, στο σαλόνι. Η διπλή συρόμενη πόρτα που το χωρίζει σε δυο διαφορετικούς χώρους και σύμφωνα με την αρχιτεκτονική της δεκαετίας του εξήντα, ήταν απαραίτητη σε όλα τα σπίτια, χωρίζει και το κρεβάτι μου από τον παλιό βελούδινο μπορντό καναπέ μας, της δεκαετίας του εξήντα και τούτος.

Η κουζίνα της Μαμάς μου είναι στον επάνω όροφο και το πικ απ στο ισόγειο. Οπότε, για να “αποκτήσει” τη μουσική της μέρα, δηλαδή να ακούγεται ο Έρος μέχρι την κουζίνα, η ένταση είναι λίγο παραπάνω από κανονική. Μάλλον στο διαπασών θα τη χαρακτήριζε κάποιος αλλά δε νομίζω να έχει κανείς αυτό το δικαίωμα, εφόσον εγώ που κοιμάμαι σε λιγότερο από δύο μέτρα απόσταση από την πηγή του ήχου, δεν ενοχλούμαι.

Κάθε Κυριακή τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια, με αυτόν το τρόπο ξυπνάω. Θα μπορούσα να πω μια ζωή αλλά είχαμε κάνει ένα διάλειμμα από τραγούδια ερωτικά και μη, όταν πέθανε ο πατέρας μου. Να μην έχει να πει η γειτονιά, μου είχε ψιθυρίσει το επόμενο πρωινό της κηδείας του.Ήρθε στο δωμάτιο μου και έκατσε κοντά στο προσκεφάλι. Είχα μείνει ξύπνια όλη νύχτα. Χωρίς να τη ρωτήσω, είπε μονάχα αυτό κι έφυγε. Πολύ περίεργο που θυμάμαι τη σκηνή τόσο καθαρά, γιατί ήμουν μόλις πέντε.

Ακούω τη Μαμά μου να κατεβαίνει με τις παντοφλίτσες της νούμερο 36, τη μεταλλική σκάλα που ενώνει την κουζίνα με το σαλόνι, σέρνοντας το δεξί της πόδι. Κουτσαίνει. Λίγο μετά το γάμο της έπεσε από την σκάλα. Η ένταση της μουσικής μειώθηκε αισθητά τώρα. Ίσως μείνω στο κρεβάτι λίγο παραπάνω σήμερα, δεν έχω διάβασμα και την τάρτα πρέπει να την παραδώσω στις 12.00. Την ακούω να ανεβαίνει ξανά στην κουζίνα. Δεν ξέρω τι ώρα είναι ακριβώς αλλά ακόμα δε μυρίζω τίποτα να ψήνεται, γιατί όταν η Μαμά μου φτιάχνει τάρτα, μυρίζει όλο το σπίτι. Μέχρι και η πιο κρυφή γωνία του. Το σπίτι αυτό, ήταν το πατρικό της. Η μονή διαφορά με τότε, είναι η σκάλα που παλιότερα ήταν εξωτερική και ένωνε το σπίτι με το πλυσταριό. Μετά το γάμο της με τον μπαμπά μου -με προξενιό, το πλυσταριό έγινε κουζίνα. Δεν πρόλαβαν ποτέ να χτίσουν δικό μου δωμάτιο. Έτσι βολεύτηκα στο σαλόνι, ούτως ή αλλιώς αν εξαιρέσουμε την πρωινή μουσική, δεν υποδεχόμαστε κανέναν εδώ. Η Μαμά μου παρασύρει όλες τις φίλες της, επάνω, στην κουζίνα.

- Δεν χρειάζονται οι χρήσεις πανικού, με ακούς; Ωραία χαίρομαι που είσαι καλύτερα... Βανίλια πήρες, σωστά; Δεν θα το νιώσει παιδί μου. Λίγο θα βάλεις... Μια βανίλια είναι αρκετή, γιατί αν δε βάλεις, θα έχει γεύση αβγολέμονο... Το ξέρω ότι έχεις άγχος, σε καταλαβαίνω απόλυτα και το ξέρεις. Τώρα μιλάει στο τηλέφωνο με μια καινούρια φίλη της. Νομίζω ότι αυτά τα πρωινά τηλεφωνήματα και οι τάρτες, την έκαναν να ξεπεράσει τόσο γρήγορα το γεγονός ότι έχασε τον πατέρα μου. Κάθε πρωί σχεδόν, μιλάει και με μια άλλη για συνταγές, τους δίνει συμβουλές για τις τάρτες και για τη ζωή τους. - Πρέπει να είναι όσο πιο κρεμώδης γίνεται... Ε, όσο πάρει. Καινούριος είναι ο φούρνος σου; Όσο μπόι της λείπει, τόσο κοινωνική είναι. Εγώ πήρα από τον μπαμπά μου, είμαι ήδη 1.70. - Δέκα λεπτάκια θα χρειαστεί...Να ανακατεύεις καλά να μη σου κόψει. Δεν τον θυμάμαι όμως καθόλου και η αλήθεια είναι ότι η Μαμά μου δεν αναφέρεται συχνά σε εκείνον. - Ε, τι να εννοώ, όταν σου γράφω να μην ακουμπάει στον πάτο; Ακριβώς...Σε αυτό το σημείο, θα το ρίξεις μέσα. Όχι δεν θα καταλάβει κανείς τίποτα, αν τα κάνεις όλα σύμφωνα με όσα είπαμε. Το δεύτερο χρόνο που έμεινε χωρίς δουλειά, έστησε την μικρή της επιχείρηση με τις τάρτες, στην κουζίνα της φυσικά. Εκείνη της φτιάχνει κατά παραγγελία κι εγώ τις παραδίδω. Τα τηλεφωνήματα για τις συμβουλές, τα παρέχει δωρεάν. - Νοστιμότατη θα είναι η τάρτα σου, θα το δεις. Ώρα να σηκωθώ. Η τάρτα λεμόνι μύρισε μέχρι εδώ. Σήμερα είναι μια καινούργια μέρα, που λέει και η Μαμά μου. “Η ζωή για κάποιους θα συνεχιστεί και για κάποιους άλλους όχι”. Και αυτό το τελευταίο, της Μαμάς μου είναι. - Σε αφήνω, ξυπνάει το παιδί όπου να’ ναι. Καλή τύχη!

Θα παραδωθεί η τάρτα σήμερα;

α. Ναιβ. Όχι

Σε λίγο:

α. Ο Έρος Ραματσότι θα φτάσει στο σπίτι της Μαμάς.β. Θα κοπεί το ηλεκτρικό ρεύμα

Δώστε την απάντησή σας στο | www.kolaz.net

42 / ΚΟΛΑΖ / H BEE KI O BEE

Άρθρο / Βάλια Ζαμπάρα

/ H BEE KI O BEE43 / ΚΟΛΑΖ

44 / ΚΟΛΑΖ / H BEE KI O BEE

Ακολουθεί ένα παραμύθι για μεγάλους. Για αυτούς τους μεγάλους, που αγαπάνε σαν παιδιά.

Όπου μέλι, βάλε αγάπη.

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν δύο μέλισσες, η Βee κι ο Bee. Γνωρίστηκαν σε ένα πάρτυ έκπληξη για τα γενέθλια της «Βασίλισσας». Ανάμεσα στα διάφορα έντομα και ζιζάνια, που ήταν καλεσμένα, εντόπισαν ο ένας τον άλλο στο πλήθος. Αυτόν, τον τράβηξαν τα πόδια της κι αυτήν, ο τρόπος που κινούταν. Γέλασαν πολύ από την πρώτη στιγμή. Τα λιλιπούτεια μάτια τους, πέταξαν σπίθες ενθουσιασμού. Όλα έδειχναν, ότι κάτι ξεκινούσε.

Μέχρι την απαγωγή. Η Bee απήχθη κάποιες μέρες αργότερα, από έναν μπάμπουρα. Για αρκετό καιρό πέρασε μαζί του, τη μη παραγωγική ζωή της. Έμεινε στο κάστρο του απομονωμένη και μακριά από την τροφή της. Το πολύτιμο μέλι. Μια βροχερή μέρα κάποιου Νοέμβρη, δραπέτευσε. Ελεύθερη πια και περιπλανώμενη, κατάφερε να βρει το δρόμο που την οδήγησε πίσω στο μελίσσι της. Και τότε, ήρθε η γιορτή της. Το βράδυ, η Bee δέχτηκε ένα μελένιο τηλεφώνημα. Στην άλλη άκρη της γραμμής, ήταν εκείνος. Ο Bee. Δεν είχε ξεχάσει τη φωνή του, παρά τον πολύ καιρό που είχε να τον ακούσει. Ήταν σα να μην πέρασε μια μέρα.

Την επομένη, συναντήθηκαν στο Αλο-λουλούδι, ένα στέκι που μαζεύονταν όλες οι «εκλεκτές» μέλισσες, για κοκτέιλ από βασιλικό πολτό. Με το που συναντήθηκαν, έδωσαν ένα φιλί. Κι ήταν το ίδιο με εκείνο που έδωσαν τότε. Κάπως έτσι, μια μικρή ιστορία αγάπης ξεκινά. Ο Bee έδειξε στην Bee την κυψέλη τους. Εκεί που θα παρήγαγαν το μέλι τους. Οι μέρες περνούσαν κι οι δυο τους δένονταν όλο και πιο πολύ. Φορώντας το πρωί, αυτή τις Marten’s της κι αυτός τα Tod’s του, έβγαιναν σεργιάνι και συνέλεγαν το νέκταρ τους. Μοιράζονταν τις στιγμές τους, γελούσαν κι αγκαλιάζονταν και φιλιόντουσαν κι έκαναν «τρελίτσες» κι ονειρεύονταν ταξιδάκια στο Κέιπ Τάουν κι αντάλλασσαν λόγια αγάπης. Κάποιος κάποτε, είχε πει στην Bee να μην πιστεύει σε συμπτώσεις. «Όλα για κάποιο λόγο γίνονται. Τα φέρνει έτσι η σοφή ζωή, που έρχονται και φεύγουν μέλισσες από κοντά μας, πάντα για κάποιο λόγο». Κι αυτή το πίστεψε, ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο. Είχε ξαναβρεθεί με τον Bee μετά από τόσα χρόνια. Σίγουρα δεν ήταν τυχαίο.

Καμιά φορά όμως, το πλήρωμα του χρόνου, έρχεται για να διδάξει ότι η τυχαιότητα και η πραγματικότητα, δε συμπορεύονται απαραίτητα. Ο Bee άρχισε να «απουσιάζει» συχνά από την κυψέλη και το μέλι τους λιγόστευε επικίνδυνα. Η Bee προσπάθησε να παράξει περισσότερο. Ο Bee δεν μπόρεσε να τη βοηθήσει. Ο Bee δε θέλησε να τη βοηθήσει. Το μέλι συνέχισε να λιγοστεύει. Η Bee αποφάσισε ότι έπρεπε να επιβιώσουν κι οι δύο. Ο Bee δεν ήξερε τον τρόπο. Η Bee βρήκε ίσως τον πιο επώδυνο. Έφαγε όλο το μέλι, «γέμισε» με δύναμη και σήκωσε μια μεγάλη πέτρα. Την τοποθέτησε στην πόρτα της κυψέλης, σφραγίζοντάς την όσο καλύτερα μπορούσε.

Ο Bee κι η Bee, δεν είναι πια μαζί. «Έκλεισαν» την αγάπη τους με μια πέτρα.Ο Bee κι η Bee αποφάσισαν να μην είναι πια μαζί. Δεν προσπάθησαν αρκετά για το μέλι τους. Τουλάχιστον όμως, δεν γκρέμισαν την κυψέλη τους. Παραμένει εκεί, για να τους θυμίζει ότι κάτι υπήρξε.

45 / ΚΟΛΑΖ / H BEE KI O BEE

Αυτό ήταν ένα παραμύθι μελισσών. Σε κάθε μελίσσι, ζουν περίπου 40.000 «άτομα». Η Bee κι ο Bee ήταν δύο από αυτά, που για λίγο γύρισαν την πλάτη στα υπόλοιπα 39.998. Αλλά όπως έδειξε η ιστορία, δεν αρκέστηκαν στο να πετάνε παρέα.

Δεν ξέρω να γράφω παραμύθια. Ήξερα όμως τις μέλισσες. Ακολουθούν αντί επιλόγου, δύο λόγια από το πιο ουσιαστικό παραμύθι που διάβασα ποτέ. Αυτό του Μικρού Πρίγκιπα. «Δεν έπρεπε να τ’ ακούσω, δεν πρέπει ποτέ να ακούς τα λουλούδια. Πρέπει να τα κοιτάς και να τα μυρίζεις. Το δικό μου λουλούδι έκανε όλο τον πλανήτη μου να μοσχοβολάει αλλά δεν ήξερα να ευχαριστηθώ το άρωμά του. Τότε, δεν μπορούσα να καταλάβω. Έπρεπε να κρίνω από τις πράξεις κι όχι από τα λόγια. Με γέμιζε ευωδία και με φώτιζε. Δεν έπρεπε να σηκωθώ και να φύγω. Έπρεπε να μαντέψω την τρυφερότητα, πίσω από τις μικροπονηριές του. Τα λουλούδια είναι τόσο αντιφατικά. Ήμουν μικρός και δεν ήξερα να αγαπάω».

Μια ιστορία αφιερωμένη στον Τηλέμαχο, τη Γλαύκη και όλους εκείνους που δεν πάλεψαν για την επιλογή τους. Ίσως γιατί δεν ήξεραν πως. Ίσως γιατί δεν ήθελαν. Δεν έχει σημασία._

46 / ΚΟΛΑΖ XX

47 / ΚΟΛΑΖ XX

48 / ΚΟΛΑΖ / ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ ΣΤΕΛΛΑΣ

Άρθρο / Στέλλα Σαμιώτη

49 / ΚΟΛΑΖ / ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ ΣΤΕΛΛΑΣ

Ο Γάκης (απ’το Γιωργάκης), ξύπνησε με μια λαχτάρα αποτυπωμένη στο ροδαλό προσωπάκι του. Είχε πάρει από το προηγούμενο βράδυ το ξυπνητήρι της αδερφής του και το είχε ρυθμίσει να χτυπήσει στις

6.30 ακριβώς. Θα πήγαινε κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, θα άνοιγε το δώρο του κρυφά, θα έριχνε μια ματιά και μετά θα το ξανατύλιγε προσεχτικά για να μην καταλάβει κανείς τίποτα.

Μόλις ξύπνησε, φόρεσε τη ζακέτα του κάτω από τα σκεπάσματα, τις κάλτσες του και πετάχτηκε έξω από το κρεβάτι. Έτρεξε στο μακρύ διάδρομο που ένωνε τα υπνοδωμάτια με το σαλόνι και στη γωνία σκόνταψε στο χαλί που είχε διπλώσει. Σηκώθηκε αδέξια και έκανε «σσσς», πλησιάζοντας το δάχτυλο στα χείλη. Κοίταξε πίσω για να επιβεβαιώσει ότι δεν είχε ξυπνήσει κανείς.

Έφτασε κάτω από το δέντρο και έβαλε τα λαμπάκια στην πρίζα. Αυτά άναψαν για ένα δευτερόλεπτο και έσβησαν κάνοντας ένα δυνατό θόρυβο σαν «μπαμ». Ο μικρός ένιωσε ένα τσίμπημα στο χέρι του και το τράβηξε απότομα μακριά. Τρόμαξε και κατάλαβε ότι είχε κάνει κάποια ζημιά, για την οποία θα έπρεπε να απολογηθεί αργότερα στους γονείς του. Έγλειψε το δάχτυλό του για μερικά δευτερόλεπτα και μετά άρπαξε το πρώτο δώρο που βρήκε μπροστά του- το μεγαλύτερο. Το άνοιξε προσεχτικά για να μην σκίσει το περιτύλιγμα. Το κουτί ήταν άδειο. Γιατί κάποιος να βάλει ψεύτικο δώρο κάτω από ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο; Συνέχισε στο επόμενο αλλά ήταν κι αυτό κενό. Άνοιξε όλες τις κούτες, μα πουθενά δεν βρήκε δώρο. Μια μεγάλη απογοήτευση έκανε τα φρύδια του πιο καμπυλωτά από ποτέ.

Πήγε τρέχοντας στο δωμάτιο της αδερφής του και άνοιξε προσεχτικά την πόρτα. Πλησίασε το κρεβάτι και της ψιθύρισε στο αφτί αργά και καθαρά. «Κέλλη-που- έχουν- κρύψει- η μαμά- και- ο μπαμπάς- τα κανονικά- δώρα;» ενώ παράλληλα με το χέρι του ταρακουνούσε το μπράτσο της. Η Κέλλη ξύπνησε απότομα και τον κοίταξε σαστισμένη για μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να καταλάβει τι γινόταν. Πρόφερε με βραχνή φωνή «Είναι κάτω από το δέντρο. Βγες έξω, τώρα...» κι έπειτα γύρισε πλευρό και ξανακοιμήθηκε.

Ο Γάκης πήγε ξανά μπροστά από το δέντρο και έψαξε ανάμεσα στις κούτες που είχε ήδη ανοίξει. Δεν βρήκε τίποτα. Άνοιξε όλα τα συρτάρια της κουζίνας, της αποθήκης και του μπάνιου. Μπήκε στο δωμάτιο των γονιών του, ακροπατώντας στις μύτες των ποδιών. Άνοιξε την ντουλάπα, τα κομοδίνα και την παπουτσοθήκη. Κανένα ίχνος δώρου. Βγήκε έξω, περπατώντας βαριά, σίγουρος πως οι γονείς του είχαν καταλάβει το σχέδιό του κι είχαν σκοπό να τον τυραννήσουν μέχρι το βράδυ. Χύθηκε πάνω στον καναπέ, ξεφυσώντας. Πήρε το τηλεχειριστήριο και άνοιξε την τηλεόραση.

Πήγε στην κουζίνα να βάλει δημητριακά σ’ένα μπολ, όταν ένα έκτακτο δελτίο ειδήσεων διέκοψε τα κινούμενα σχέδια που έβλεπε. Ένας κύριος με χοντρά γυαλιά και χριστουγεννιάτικο σκουφί στο κεφάλι, πολύ σοβαρός και μετρημένος δήλωσε με βουρκωμένα μάτια «Απαγορεύτηκε η ισχύς των χριστουγεννιάτικων διακοπών και των προγραμματισμένων εορτασμών, σύμφωνα με νομοσχέδιο που ψηφίστηκε στη Βουλή από την κυβέρνηση τα μεσάνυχτα, κάτω από πλήρη μυστικότητα». Το μπολ έπεσε από τα χέρια του Γάκη κι έσπασε σε αμέτρητα κομμάτια. Τίναξε τις ρουντολφοπαντόφλες του για να φύγουν τα κομμάτια του γυαλιού και έτρεξε έντρομος μπροστά στην τηλεόραση. Ο δημοσιογράφος είχε δακρύσει καθώς απαριθμούσε τα μέτρα της απαγόρευσης. «Τα σχολεία σήμερα θα λειτουργήσουν κανονικά καθώς και όλες τις υπόλοιπες μέρες.» Ο Γάκης πήρε μια βαθιά ανάσα και έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ο παρουσιαστής συνέχισε «Οι πλατείες θα κατεβάσουν τα στολίδια. Τα μαγαζιά θα απομακρύνουν όλα τα παιχνίδια με χριστουγεννιάτικες αναφορές. Οι ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί δεν θα προβάλλουν χριστουγεννιάτικες ταινίες και δεν θα αναπαράγουν γιορτινά τραγούδια. Η κυβέρνηση επιθυμεί οι προσεχείς ημέρες να κυλήσουν ομαλά, χωρίς εορτασμούς.» Ο Γάκης κοιτούσε εμβρόντητος την τηλεόραση, χωρίς να ακούει καθώς ο παρουσιαστής συνέχισε να μιλάει.

Χωρίς να ξέρει γιατί, άνοιξε τα παντζούρια και βγήκε στο μπαλκόνι. Μόνο αυτός είχε ακούσει όλα αυτά τα φρικτά πράγματα; Αντιλήφθηκε ομιλίες να έρχονται από μακριά. Κρεμάστηκε στα κάγκελα και είδε στρατιώτες να κατεβάζουν τα στολίδια που κρέμονταν από τους στύλους της ΔΕΗ. «Μηηη» φώναξε αλλά δε βγήκε φωνή. Ο λαιμός του είχε στεγνώσει. Εκείνη τη στιγμή τον διέκοψε ένα μακρόσυρτο «Ψιτ!!!» και έψαξε να βρει από που ερχόταν. «Εδώ» ένα χέρι του έκανε νόημα από το παράθυρο της απέναντι πολυκατοικίας. Ήταν ο Μάρκος, ο φίλος του. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Γάκης, κουνώντας πανικόβλητος τα χέρια. Ο Μάρκος τού έκανε σήμα να συναντηθούν στην πιλοτή της πολυκατοικίας του.

Ο Γάκης άρπαξε το παλτό του μπαμπά του, που του έφτανε λίγο πιο κάτω από τα γόνατα και έτρεξε προς τις σκάλες με τις πιτζάμες και τις παντόφλες. Όταν βγήκε στο δρόμο είδε τους στρατιώτες να κρεμούν στη θέση των στολιδιών κάτι παλιά γκρι μεγάφωνα. Κρύφτηκε πίσω από ένα αυτοκίνητο.

50 / ΚΟΛΑΖ / ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ ΣΤΕΛΛΑΣ

Βρήκε την ευκαιρία να περάσει τρέχοντας απέναντι, όταν ένας στρατιώτης μπερδεύτηκε στα καλώδια και τις γιρλάντες και παραλίγο να ρίξει την τεράστια σκάλα που στηριζόταν πάνω στον στύλο. Εκεί τον περίμενε ο Μάρκος ντυμένος στα μαύρα, ενώ στο κεφάλι του φορούσε έναν σκούφο του Άγιου Βασίλη.

«Βγάλτο! Δεν κάνει!» είπε ο Γάκης. «Είδες τι έκαναν στον παρουσιαστή;» τον ρώτησε ο Μάρκος με επαναστατική χροιά. «Όχι!» απάντησε ο Γάκης «Μόλις έφυγες από το μπαλκόνι, μπήκαν στο στούντιο αστυνομικοί και τον συνέλαβαν επειδή φορούσε το σκούφο. Αυτός φώναζε να τον αφήσουν ελεύθερο και μετά άρχισε να τραγουδάει κλαίγοντας, το μικρό τυμπανιστή... Μετά η οθόνη μαύρισε και μπήκαν διαφημίσεις». Ο Γάκης κατάπιε τον κόμπο που είχε ανέβει στο λαιμό του. «Και τώρα δηλαδή θα πάμε σχολείο κανονικά; Και δεν θα πάρουμε δώρα; Ούτε θα κόψουμε βασιλόπιτα;» Ο Μάρκος τον κοίταξε εκστασιασμένος «ΌΧΙ βέβαια. Θα πάμε να πούμε τα κάλαντα!!!», του είπε. «Τρελάθηκες; Απαγορεύεται!» αντέτεινε ο Γάκης.

Ο Μάρκος χαμογέλασε και άρχισε να τραγουδάει δυνατά «Τρίγωνα, κάλαντα, μες τη γειτονιά...». Ο Γάκης του έκλεισε το στόμα αλλά ο Μάρκος το δάγκωσε. Τράβηξε το χέρι του «...ήρθαν τα Χριστούγεννα κι η Πρωτοχρονιά, ΈΪΪΪΪ...» Η ηχώ που έκανε το «έϊ» κράτησε μερικά δευτερόλεπτα παραπάνω απ’ όσο μπορούσε η λογική να εξηγήσει . Ο Γάκης είδε εκείνη τη στιγμή τους στρατιώτες που κατέβαζαν τα στολίδια, να πλησιάζουν προς το μέρος τους. Άρπαξε αστραπιαία το σκούφο του Μάρκου από το κεφάλι του και τον έκρυψε μέσα στο τεράστιο παλτό του πατέρα του. Η καρδιά του κόντευε να σπάσει από τον τρόμο, όταν άκουσε μια αυστηρή φωνή να λέει επιτακτικά «ΈΪΪΪ εσείς εκεί. Γυρίστε στο σπίτι σας αμέσως! Απαγορεύεται τα παιδιά να κυκλοφορούν μόνα τους... Έχετε σχολείο! Εμπρός! Έϊ...».

«ΈΪ- ΈΪ. ΓΑΚΗ!» Ο Γάκης άνοιξε τα μάτια του και είδε την Κέλλη έντρομη πάνω από το κεφάλι του. «Είσαι καλά; Αν δεν μπορείς να μιλήσεις κούνα το κεφάλι σου». Ο Γάκης γούρλωσε τα μάτια του και άρχισε να βήχει. «Σε χτύπησε το ρεύμα, όταν πήγες ν’ ανάψεις τα λαμπάκια του δέντρου. Έγινε ένα τεράστιο μπαμ. Μίλα μου σε παρακαλώ...» Η Κέλλη άρχισε να κλαίει. «Η μαμά κι ο μπαμπάς θα με σκοτώσουν! ΛΕΓΕ! Είσαι καλά;» Ο Γάκης άκουσε ποδοβολητά από το δωμάτιο και τον μπαμπά του να φωνάζει έξαλλος. Δεν καταλάβαινε τι. Από το βάθος άκουσε την τηλεόραση να παίζει χριστουγεννιάτικα τραγούδια. «Καλά είμαι...» ψέλλισε κι έκλεισε τα μάτια του χαμογελώντας.

51 / ΚΟΛΑΖ / ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ ΣΤΕΛΛΑΣ

52 / ΚΟΛΑΖ / Η ΠΡΟΖΑ ΤΟΥ ΧΑΡΗ

Άρθρο / Χάρης Φρανσίς

53 / ΚΟΛΑΖ / Η ΠΡΟΖΑ ΤΟΥ ΧΑΡΗ

Πριν από δύο χιλιετίες περίπου, ήρθε στον κόσμο μια προσωπικότητα που έμελλε να αναδειχθεί σε έναν από τους πιο επιτυχημένους επιχειρηματίες στην ανθρώπινη ιστορία. Ξεκίνησε με το κλασικό

στόρι, δουλεύοντας στο ξυλουργείο του πατέρα του, ως βοηθός μαραγκού και σήμερα είναι ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα brand names ανά την υφήλιο.

Μη βιαστείς, αναγνώστη, να εξάγεις τα συμπεράσματά σου. Άσε την ιστορία να εξελιχθεί. Αυτό το νεαρό αγόρι λοιπόν, γεννήθηκε πριν από δύο περίπου χιλιάδες χρόνια στην επαρχία, σε ένα μικρό χωριό της Βηθλεέμ (ποτέ δεν μπόρεσα να βρω στο χάρτη που είναι αυτό το μέρος) και τη νύχτα της γέννησής του, τον συντρόφευε ουρανόθεν, ένα υπέρλαμπρο αστέρι. Όπως άλλωστε, θα έπρεπε αντίστοιχα άστρα να συνοδεύουν όλες τις μεγάλες προσωπικότητες αυτού του πλανήτη (τον πλανητάρχη, τον πρωθυπουργό μας, τις τηλεοπτικές περσόνες, την Βίκυ Παγιατάκη βρε αδερφέ).

Γεννήθηκε υπό φτωχικές συνθήκες, χωρίς τα λούσα των σύγχρονων μαιευτικών ιδρυμάτων, μέσα στην αφάνεια και χωρίς καμιά κάμερα να καταγράψει το γεγονός. Βέβαια, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, απ’ ότι ακουγόταν, εκείνη την εποχή η Βηθλεέμ ήταν πολύ καθωσπρέπει περιοχή για να γεννήσει κανείς το παιδί του, κάτι σαν το αντίστοιχο «ΜΗΤΕΡΑ» στο Μαρούσι και μάλιστα χωρίς υπέρογκες χρεώσεις εξόδων αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα. Προφανώς είχε πολλούς αχυρώνες ζεστούς η περιοχή και βόλευε πολλές οικογένειες να μπορέσουν να φέρουν στον κόσμο τα βλαστάρια τους, χωρίς να αναλάβουν έκτακτα έξοδα που θα τους έβαζαν σε περιπέτειες (και τότε μνημόνια είχαν αλλά με άλλους όρους). Γεννήθηκε λοιπόν στη Βηθλεέμ το αγόρι και αμέσως μετά πήγε στον τόπο καταγωγής του, τη Ναζαρέτ, άρον άρον καθώς ένας από τους cult παράφρονες ρωμαίους ηγεμόνες της επαρχίας της Ιουδαίας, ονόματι Ηρώδης, πάνω στην πλήξη του έβαλε στοίχημα ότι αν έχανε στην επόμενη παρτίδα σκάκι που θα έπαιζε με τον ευνούχο σύντροφό του, θα διέταζε τη σφαγή όλων των πρωτότοκων νηπίων (έτσι την έβρισκαν τότε οι ανώτατοι άρχοντες του απαράμιλλου ρωμαϊκού πολιτισμού). Στη Ναζαρέτ, ο πατέρας του έπρεπε να ανοίξει το μαγαζί για να μαζέψει πάλι πελατεία και να μπορεί να επιβιώσει η οικογένεια. Το μαγαζί δεν ήταν κάτι το εντυπωσιακό, π.χ. μαγαζί γωνία που λέμε κλπ. Ένα απλό ξυλουργείο ήταν, από αυτά που οι υπάλληλοι που δουλεύουν μέσα πνίγονται στη σκόνη και τα πριονίδια. Ήταν όμως τίμια δουλειά, από αυτές που τις κάνει κανείς, για να κυκλοφορεί με καθαρό κούτελο στην κοινωνία, ασχέτως αν τα περιθώρια κέρδους είναι μικρά, ο τζίρος μεταβαλλόμενος και η πελατεία περιορισμένη (στο τέλος δηλαδή σε λένε και κορόιδο).

Όπως καταλαβαίνεις όμως αναγνώστη μου, οι αψιμαχίες μεταξύ του νεαρού αγοριού που πλέον άκουγε στο όνομα Jesus και του πατέρα του ήταν έντονες.

Πότε θα έρθεις στο μαγαζί να βοηθήσεις που έχω κοψομεσιαστεί;Πρέπει σιγά σιγά να αρχίσεις να μαθαίνεις κι εσύ τη δουλειά,

θα πάρεις το μαγαζί μια μέρα…Άσε με ρε πατέρα. Εγώ δε θέλω να ασχοληθώ με το μαγαζί. Σιγά μη φάω τη ζωή μου στο ξυλουργείο και τη σκόνη. Εγώ, πατέρα, είμαι για μεγάλα

πράγματα. Θέλω να μπω στο σταρ σύστεμ.Εσύ δεν είσαι ικανός να μπεις ούτε σε λεωφορείο (συγχωρέστε μου τον

αναχρονισμό – συγγραφική αδεία)… Ποιο σταρ σύστεμ;

54 / ΚΟΛΑΖ / Η ΠΡΟΖΑ ΤΟΥ ΧΑΡΗ

Κι οι μέρες κυλούσαν κάπως έτσι για το φιλόδοξο νεαρό από τη Ναζαρέτ, που πάλευε με τον εαυτό του και την κοινωνία, για να αποτραβηχτεί από το περιορισμένο και χωρίς μέλλον περιβάλλον του επαρχιωτόπουλου και να ενταχθεί στο διεθνές jet set. Με ποιο τρόπο όμως θα το κατόρθωνε αυτό; Η ζωή μας διδάσκει ότι όλοι οι άνθρωποι έχουμε την ίδια επιθυμία για δόξα και αναγνώριση αλλά δεν έχουμε όμως την ίδια ευφυΐα, ούτε μεταχειριζόμαστε τα ίδια μέσα για να το πετύχουμε αυτό. Στο μυαλό του νεαρού Jesus στριφογύριζαν διάφορα και περίεργα πράγματα γύρω από το πώς θα κατορθώσει να γίνει μια αναγνωρισμένη προσωπικότητα, ένα pop icon που λένε και στο Αμέρικα.

Σκέφτηκε λοιπόν, πως ένας σίγουρος τρόπος για να κάνεις μια καλή αρχή στην πορεία σου ως την κορυφή, είναι να δημιουργήσεις μια μικρή ομάδα από δέκα έως δώδεκα άτομα, των οποίων θα ηγηθείς, πείθοντας τους να σε ακολουθήσουν για μια συγκεκριμένη ιδεολογία, κάτι σαν τα σύγχρονα σε εμάς κόμματα. Ποια θα μπορούσε να είναι όμως αυτή η ιδεολογία; Μια αξία; Ένας θεσμός; Ένα προϊόν; Δεν είχε ανακαλυφθεί ακόμη τότε η επιστήμη του μάρκετινγκ και των business politics και όπως φαντάζεσαι, φίλε αναγνώστη, ο νεαρός Jesus προβληματιζόταν ιδιαίτερα. Μήπως έπρεπε να σχηματίσει μια μουσική μπάντα; Αλλά πάλι ποιος ήξερε εκείνη την εποχή από ροκ ή ηλεκτρονική μουσική; «Ρε γαμώτο… δύσκολο πράγμα η επιτυχία…. Θέλει αρετήν και τόλμην»… Τι προϊόν είναι αυτό που θα πουλούσε σαν τρελό, θα είχε εξασφαλισμένα κέρδη και ανεξάντλητη δόξα; Η Coca-Cola!! Μπα, αυτή θα ανακαλυφθεί χρόνια αργότερα… Η ασπιρίνη!! Ούτε… πολύ μπανάλ. Τι να ‘ναι αυτό που ενεργοποιεί την ανθρώπινη δράση, οπλίζει με θέληση το νου και ενώνει τον κόσμο; Εύρηκα! «Θα φτιάξω μια θρησκεία»… Και μάλιστα θα πρέπει να βρω και ένα τσιτάτο όνομα για να είναι εύκολα ανακλητό στη μνήμη των ατόμων. Έτσι κι αλλιώς, μέχρι τότε η αγορά έπασχε από προσφορά θρησκειών. Υπήρχε μεγάλη ζήτηση για θρησκείες και πολλά κενά στα αγοραστικά μερίδια που κάποιος έπρεπε να καλύψει.

Για παράδειγμα, μέχρι τότε επικρατούσαν οι πολυθεϊστικές θρησκείες (δωδεκάθεα, παγανισμός, ειδωλολατρία, όργια, διονυσιακές τελετές). Έπρεπε επομένως, να ανακαλυφθεί ένα νέο, καινοτόμο και χρηστικό προϊόν που θα βοηθούσε το χρήστη να ικανοποιεί το αίσθημα της πίστης του, χωρίς να ανακατεύεται με πολλούς νοματαίους (που να ασχολείσαι τώρα με το ποιον θα πρωτολατρέψεις, το Δία, την Ήρα, την Αρτέμιδα, τον Όσιρι και τον Τουτάτι). Σκέφτηκε λοιπόν, ο νεαρός Jesus: «Τέρμα, ως εδώ και μη παρέκει, ο κόσμος διψά για θρησκεία με ένα Θεό, να ξέρει ανά πάσα στιγμή που θα μπορεί να απευθυνθεί, ποιος είναι ο υπεύθυνος (ακριβώς όπως και με τις δημόσιες υπηρεσίες δηλαδή).

Όλα καλά μέχρι εδώ. Τι όνομα θα έδινε όμως ο φέρελπις νεαρός Jesus, σε αυτή τη θρησκεία; Όλα τα μεγάλα προϊόντα συνδέονται με ένα αντίστοιχης αξίας brand, που καθιερώνεται στη συνείδηση του κόσμου. Συγκέντρωσε μια ομάδα από δώδεκα στελέχη (μαθητές τους αποκαλούσε), κάτι σαν τα σημερινά ΔΣ και αφού τους έπεισε για την καινοτομία της ιδέας του, ξεκίνησαν να δουλεύουν πάνω στο όνομα. Όλοι συμφώνησαν ότι το όνομα έπρεπε να παραπέμπει στην αρχηγική προσωπικότητα του προέδρου τους Jesus (όπως λέμε κάποιες φορές στην πολιτική, «αρχηγικά κόμματα» και ο νοών νοείτω) και να αποπνέει δέος. Ο Jesus λοιπόν, σκέφτηκε το εξής: «Αφού πήρα το χρίσμα του αρχηγού για να προωθήσουμε τη νέα θρησκεία και με αναγνωρίζουν τουλάχιστον προς το παρόν οι υπόλοιποι δώδεκα σύντροφοι, τότε θα λάβω το επαγγελματικό όνομα Χριστός και θα ονοματίσω τη νέα θρησκεία, από αυτή μου την ιδιότητα». Οποία έμπνευσις! Και χριστιανισμός εγένετο… Τώρα, η ιδρυτική ομάδα, με πρωτοστάτη τον νεαρό Ναζωραίο, έπρεπε να καθορίσει τα βασικά συστατικά του προϊόντος, την ιδεολογική γραμμή (κάτι σου θυμίζει αυτό). Το γενικό πλαίσιο, περιελάμβανε κάποιες βασικές αρχές επιβίωσης του ανθρώπινου είδους: «αγαπάτε αλλήλους», «όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι», «μην κάνεις στους άλλους αυτό που δε θες οι άλλοι να κάνουν

55 / ΚΟΛΑΖ / Η ΠΡΟΖΑ ΤΟΥ ΧΑΡΗ

σε εσένα», «άκου τη δίψα σου» (ωχ, με συγχωρείς αυτό είναι από άλλη διαφημιστική εκστρατεία). Έκλεισε με αυτό τον τρόπο και ο σχεδιασμός του προϊόντος. Το ζήτημα όμως τώρα, ήταν άλλο. Με ποιο τρόπο θα προωθούσαν το νέο εγχείρημα; Ζητήματα promotion, δηλαδή. Αποφάσισε λοιπόν τότε το ΔΣ, ότι θα έπρεπε να γίνει μια door-to-door προσέγγιση στο θέμα. Ξεχύθηκαν έτσι στις τέσσερις γωνιές της τότε Ιουδαίας, για να κηρύξουν την έναρξη του νέου ρεύματος. Αρχικά, ο κόσμος αντιμετώπισε το νέο προϊόν με σκεπτικισμό, παρά το γεγονός ότι ο Jesus υπερέβαλλε εαυτόν σε πολλές από τις καμπάνιες του, με μια σειρά από ανεξήγητα θαύματα με τα οποία ο κόσμος ενθουσιαζόταν (όπως πάντα άλλωστε απαιτούν οι συνθήκες, όταν το κοινό ζητά κάτι το εξωπραγματικό προκειμένου να στρέψει την προσοχή του). Έπειτα, υπήρχε και ο ανταγωνισμός από τις ήδη υπάρχουσες θρησκείες και από την υπέρτατη όλων θρησκεία, την πολιτική, καθώς ο ήρωας της ιστορίας μας προσπαθούσε να κερδίσει τα μερίδια αγοράς τους. Έτσι ξεκίνησε ένας ανελέητος πόλεμος με εκατέρωθεν αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις, όπως αρμόζει πάντα άλλωστε σε όλα τα σημαντικά γεγονότα της ιστορίας. Το κυνήγι ήταν αδυσώπητο αλλά ο πρωταγωνιστής μας είχε πίστη στις ικανότητες του και πίστευε ότι μακροπρόθεσμα θα καθιερωνόταν στη συνείδηση του κόσμου και θα πραγματοποιούσε και το παιδικό του όνειρο, διαψεύδοντας τα όσα πίστευε ο πατήρ του μέχρι τότε για εκείνον (υπενθυμίζω την μεταξύ τους κόντρα στην αρχή της ιστορίας). Σιγά και σταδιακά, άρχισε να αποκτά ρεύμα και λαϊκό έρεισμα (ένα πράγμα σαν την επονομαζόμενη Αλλαγή του ’81, στη γλυκιά μας την πατρίδα). Το κατεστημένο της εποχής όμως, βλέποντας τα κέρδη του να συρρικνώνονται, αποφάσισε να μην κάτσει με σταυρωμένα τα χέρια. Εν μια νυκτί, πέρασε νομοσχέδιο στη Βουλή… Ωχ συγγνώμη, άλλο είναι το θέμα του άρθρου μου… Εν μια νυκτί, αποφάσισε να θέσει εκτός νόμου τον Jesus, την εταιρεία και το προϊόν του, προφασιζόμενη ότι είναι επικίνδυνος για την αγορά και τελοσπάντων για τα τσανάκια τους, που θα λέγαμε και στην καθομιλουμένη. Η δίωξη των ενόχων μόλις άρχιζε…

Οι διώκτες, άρχισαν να σαμποτάρουν τις συγκεντρώσεις των πελατών-υποστηρικτών του νέου ρεύματος, τους στοχοποίησαν, τους κατηγόρησαν και τους απέκλεισαν κοινωνικά. Στο τελικό στάδιο της δίωξης, συνελήφθη και ο αρχι-εμπνευστής του όλου κινήματος και σε μια δίκη παρωδία, όπου ο ανώτατος ρωμαίος δικαστής προτίμησε να πλύνει τα χέρια του και να αράξει, παρά να ασχοληθεί με το θέμα, καταδικάστηκε εις θάνατον. Φυσικά, όλα αυτά είχαν προβλεφθεί στο αρχικό σχέδιο του Jesus καθώς εκείνος πάντα πίστευε (και η ιστορία τον δικαιώνει), ότι δε θα γινόταν ποτέ ο star που επιθυμούσε αν δεν πέρναγε πρώτα από την πρόωρη φυσική διαδικασία του θανάτου, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι αστέρες, καλλιτέχνες, μουσικοί, ηθοποιοί κλπ κλπ., στο μάταιο τούτο κόσμο. Έτσι λοιπόν, όταν ήρθε ο καιρός της εκτέλεσης, ο πρωταγωνιστής μας την υποδέχτηκε θερμά, αν και ήταν νεαρός ακόμα, γνωρίζοντας ότι θα έμπαινε πλέον στο πάνθεον των αστέρων του κόσμου, με περισσότερα από ένα εκατομμύριο likes στο Facebook (πάλι ξέφυγα από το θέμα).

Μετά την εκτέλεση, τα πράγματα πήραν εκρηκτική τροπή. Ο κόσμος άρχισε να ζητά επίμονα το ιδεολογικό ρεύμα που του παρείχε ο χριστιανισμός, μόνο και μόνο σαν αντίδραση στο καταπιεστικό κατεστημένο, καθώς κήρυσσε έννοιες όπως η κοινοκτημοσύνη, η ισότητα και η ειρήνη, πράγματα ανήκουστα για την καθεστηκυία τάξη της τότε καπιταλιστικής φεουδαρχίας (μάλλον κάποιος πρόλαβε τον κο Μαρξ). Οι άρχοντες της εποχής, βλέποντας ότι η νέα ιδεολογία ξεκίνησε να επικρατεί, αποφάσισαν να την υιοθετήσουν στα δικά τους μέτρα και το κατάφεραν, αφήνοντας τον κόσμο να χάψει το παραμύθι ότι εκείνος με τη θέλησή του επέβαλε το νέο του πιστεύω. Έτσι, το νέο προϊόν επεκτάθηκε σε διάφορες αναδυόμενες αγορές, ιδρύθηκαν θυγατρικές ανά τον κόσμο (καθολική/ορθόδοξη εκκλησία, τράπεζα Βατικανού κλπ.) και πλέον μπορούμε, φίλε αναγνώστη, να μιλάμε για ένα καθιερωμένο εμπορικό εγχείρημα, με εκατομμύρια καταναλωτές και πολλά πολλά δις τζίρο ετησίως (το μοναστήρι να ‘ν’ καλά, που λέει κι ο σοφός λαός μας).

Τι μένει για το τέλος; Ο μικρός Jesus τελικά διέψευσε τον πατέρα του, δεν έμεινε στο ξυλουργείο, θέλησε να γίνει ο πιο αναγνωρίσιμος άνθρωπος στον κόσμο και το κατόρθωσε. Ηθικό δίδαγμα; Κάθε φορά που έρχονται Χριστούγεννα να θυμάσαι ότι όλοι είμαστε πλασμένοι για την κορυφή αλλά λίγοι φτάνουν πάνω. Οι περισσότεροι κάπου στην πορεία «κολλάνε». Κάπου...

56 / ΚΟΛΑΖ XX

57 / ΚΟΛΑΖ XX

58 / ΚΟΛΑΖ / ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΜΗΝΑ

59 / ΚΟΛΑΖ / ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΜΗΝΑ

Άρθρο / Βάλια Ζαμπάρα

60 / ΚΟΛΑΖ / ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΜΗΝΑ

Μέχρι πριν κάποια χρόνια, ήμουν αδύνατος. Μελαχρινός, με τα γενάκια μου, εκ Καππαδοκίας φερμένος. Ήμουν οικονομικά ευκατάστατος και φορούσα πλουμιστούς χιτώνες. Το χειμώνα και καμιά προβιά, για να αντιμετωπίζω το κρύο. Τότε δεν είχα μυωπία, ούτε περιπλανιόμουν από χώρα σε χώρα, ούτε χρειαζόταν να βρίσκομαι σε δισεκατομμύρια σπίτια ανά την υφήλιο, ταυτοχρόνως. Τότε, ήταν αλλιώς.

Ζούσα στην Καισαρεία, μια όμορφη πόλη της Κεντρικής Ανατολίας. Αποφάσισα να αφιερώσω τη ζωή μου στη φιλανθρωπία. Να βοηθάω δηλαδή μεγάλους και παιδιά, άντρες και γυναίκες, όλους ανεξαιρέτως που είχαν την ανάγκη μου. Τους κατατρεγμένους, τους φτωχούς, τους πεινασμένους. Και τα κατάφερα. Παρακίνησα όσο περισσότερο κόσμο μπορούσα σε αυτή την προσπάθεια προσφοράς, με αποτέλεσμα εν τέλει, να θεωρηθώ ο Δημιουργός της οργανωμένης φιλανθρωπίας. Όχι ότι ευλογώ τα γένια μου αλλά ήταν όντως κατόρθωμα. Ειδικά, αν αναλογιστεί κανείς την εγωιστική μας φύση, που δεν κοιτάζει κανείς πέρα από τον κ… του. Ξέρω ότι δεν είναι κουβέντες αυτές για άγιο άνθρωπο αλλά… Αλλά. Τέλος πάντων, νιώθω περήφανος γι’ αυτό το έργο. Και τότε, ξέρεις ε; Δεν υπήρχε η φοροαπαλλαγή, αν φιλανθρωπούσες. Απλώς το λέω, για να καταλάβεις το μέγεθος της επιτυχίας. Ε, και μετά ήρθε το έτος 379. Πέθανα την πρώτη του Γενάρη, του νέου έτους. Όπως κατάλαβες, μπήκε «δεξιά» η χρονιά για όσους με αγαπούσαν. Πέρασα όμως στην αιωνιότητα. Μαγκιά μου!

Τώρα βέβαια το πώς πέρασα, είναι άλλο θέμα. Αναλογίσου λίγο πως με περιέγραψα και κοίτα γύρω σου, στο στολισμένο σπίτι σου, τι αποκαλείς «Αη Βασίλη». Κατάλαβες. Με προσάρμοσαν οι καιροί. Με κάνανε λίγο πιο ευγενική φυσιογνωμία, πιο γλυκούλη, πιο αφρατούλη, πιο κοκκινούλη, πιο εμπορικούλη, πιο διαφορετικούλη γενικώς. Ε μα σκέψου το αντικειμενικά δηλαδή. Ίδιο πράγμα είναι να βλέπεις έναν ξερακιανό τύπο σαν κι εμένα να πίνει την Cola του; Εμ, δεν είναι. Ο άλλος μου εαυτός, σε πείθει ότι θα το ρευτεί το μπέργκερ του. Εγώ τι να ρευτώ; Τα χόρτα και τη φάβα; Στην αρχή πειράχθηκα λίγο που έπρεπε να είμαι κάπως «αλλιώς», για να είμαι αγαπητός. Αλλά τελικά ξέρεις τι κατάλαβα ότι έχει σημασία; Το γεγονός πως κατάφεραν να με κάνουν σύμβολο ελπίδας. Παγκοσμίως. Και αυτό το «παγκοσμίως» δε δηλώνει κάποιου είδους ματαιοδοξία. Πραγματικά το χαίρομαι.

Βέβαια, το κακό τώρα είναι ότι κάποιοι με καταχράστηκαν. Έγινα ο φιλάνθρωπος και όσων δε με έχουν ανάγκη. Έγινα και ο φιλάνθρωπος εκείνων που έχουν ένα ζεστό σπίτι να μείνουν και όσων έχουν τα χρήματα να προσφέρουν τα δώρα σε αυτούς που αγαπάνε. Έγινα ο τύπος που περιέργως πως, χωράει να μπει απ’ τις καμινάδες κι ας γίνεται μ…. καπέλο, που μπαίνει από παράθυρα, που ταλαιπωρεί τα άμοιρα ελάφια και τους αεικίνητους ταράνδους, που έχει αφιλοκερδώς στη δούλεψή του τα ξωτικά με τα μυτερά αυτιά τους, μπας και καταφέρουμε όλοι μαζί να διανείμουμε τα δισεκατομμύρια δώρα, στην ώρα τους και ακέραια. Εγώ ήθελα απλώς να προσφέρω ελπίδα.

Ελπίδα στα παιδιά και στους μεγάλους που δεν έχουν σπίτι, που πεθαίνουν της πείνας, που πονάνε, που είναι άρρωστοι, που βρίσκονται σε χώρες εμπόλεμες, που δε βλέπουν φως στο τούνελ, αν και υπάρχει. Εγώ ήθελα απλώς να μπορώ να δείχνω το δρόμο της αλλαγής, το φωτεινό άστρο σε όσους τυφλώθηκαν από τη μιζέρια. Και αλλαγή δε σημαίνει λεφτά και Βarbies και κοσμήματα και ωραία αυτοκίνητα. Αλλαγή σημαίνει αγάπη, καλά μου παιδιά. Αγάπη πρώτα για τον εαυτό μας και μετά για τους άλλους.

Φέτος, αφήστε με λίγο να ξεκουραστώ. Στείλτε τα γράμματά σας μόνο όσοι με έχετε πραγματικά ανάγκη. Οι υπόλοιποι, γράψτε στον εαυτό σας. Πιστέψτε με, ίσως έτσι πραγματοποιηθούν περισσότερες από μία, επιθυμίες σας.

Χο χο χο! Mέρι Κρίστμας!

61 / ΚΟΛΑΖ / ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΜΗΝΑ

62 / ΚΟΛΑΖ / ΖΩ ΣΕ ΕΝΑ ΔΡΑΜΑ

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΣΠΙΤΙ ΣΥΝΤΑΚΤΗ - ΝΥΧΤΑ

Το ημερολόγιο δείχνει 24 Δεκέμβρη. Είναι παραμονή Χριστουγέννων. Το τζάκι καίει και ο ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ, ξαπλωμένος στον καναπέ, κάνει μαραθώνιο Τim Burton και ρουφάει τις ταινίες, τη μια πίσω από την άλλη. Αφού έχει ξεπετάξει γρήγορα την δεκαετία του ‘80, βρίσκεται στο 1990 και βλέπει τον αγαπημένο Johnny Depp να παριστάνει τον Ψαλιδοχέρη, Edward. Εκεί λοιπόν που ο Έντυ κάνει τα μαγικά του και κουρεύει τους κήπους με τα ψαλιδόχερά του, ξάφνου, χτυπάει το καμπανάκι του ρολογιού, το οποίο δείχνει 12 ακριβώς. Ακούγεται ένα δυνατός θόρυβος στη σκεπή. Ο ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ αναστατώνεται. Πατάει το Pause στην ταινία και πετάγεται από τον καναπέ. Οι θόρυβοι συνεχίζονται και μοιάζουν να έρχονται από την καμινάδα. Ζυγώνει στην φωτιά. Ακούγεται μια δυνατή, βαριά φωνή από πάνω…

ΦΩΝΗΈεει!!! Σβήσε τη φωτιά βρε άσχετε! Θα μας

σκοτώσεις.

ΣΥΝΤΑΚΤΗΣΘεέ μου! Ποιος είσαι και τι θες απο μένα;;;

ΦΩΝΗΠοιος Θεός αγόρι μου; Εγώ είμαι ο Αη Βασίλης.

Ο Θεός δεν έχει την όρεξή σουνα ασχολείται με σένα.

Έχει και άλλες δουλειές να κάνει.

ΣΥΝΤΑΚΤΗΣΠοιος; Δεν είμαστε καλά...Δεν τα χάβω εγώ αυτά.

Φωνάζω την αστυνομία.

ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣΠας καλά παιδάκι μου;

Σβήσε την φωτιά να κατέβω κι έχω και δώρα να σου δώσω.

ΣΥΝΤΑΚΤΗΣΦεύγεις τώρα, ή φωνάζω την αστυνομία…

Βασικά φωνάζω αστυνομία τώρα!

ΑΓ. ΒΑΣΙΛΗΣΚάνε ό,τι θες. Εγώ κατεβαίνω!

ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΣΠΙΤΙ ΣΥΝΤΑΚΤΗ,ΚΕΡΑΜΙΔΙΑ - ΝΥΧΤΑ

Ένας στρουμπουλός γεράκος με την κλασική φορεσιά του Αη Βασίλη, στέκεται στο φουγάρο δίπλα. Παίρνει έναν κουβά που είναι γεμάτος με νερό και τον αδειάζει μέσα.

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΣΠΙΤΙ ΣΥΝΤΑΚΤΗ - ΝΥΧΤΑ

Ο ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ είναι στο τηλέφωνο και συνομιλεί με την αστυνομία. Ξαφνικά το νερό που πέφτει από την καμινάδα, σβήνει τη φωτιά και απλώνεται στο χαλί.

ΣΥΝΤΑΚΤΗΣΕΕΕΕ!!!!Τι έκανες εκεί;;; Θα τα καταστρέψεις όλα.

Όχι, όχι σε σας κύριέ μου.Μόλις ο κλέφτης που σας έλεγα, έριξε νερό από

την καμινάδα. Ελάτε γρήγορα σας λεω. Κλείνει το τηλέφωνο. Ακούγεται ένας δυνατός θόρυβος και μια κραυγή από την καμινάδα.

ΑΓ. ΒΑΣΙΛΗΣΑνάθεμά σε αγόρι μου. Δεν κάνει να βρίζω

κιόλας...Θου Κύριε…

ΣΥΝΤΑΚΤΗΣΧαχαχα… Τι έπαθες αλήτη και φωνάζεις;

ΑΓ. ΒΑΣΙΛΗΣ Τι να πάθω; Κόλλησα. Μα ποσο στενές τις φτιάχνουν

τις καμινάδεςπλέον;

ΣΥΝΤΑΚΤΗΣΔεν είναι οι καμινάδες στενές. Εσύ είσαι χοντρός.

Χαχαχα!

ΑΓ. ΒΑΣΙΛΗΣΆσε τα γέλια και κοίτα να με ξεσφηνώσεις.

Άσε την αστυνομία και πάρε την πυροσβεστική.

ΣΥΝΤΑΚΤΗΣΜόνο και μόνο επειδή είναι οι μέρες τέτοιες, θα

σε βοηθήσω αληταρά.Ο ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ παίρνει την πυροσβεστική στο τηλέφωνο

ΣΥΝΤΑΚΤΗΣΝαι καλησπέρα. Ένας χοντρός κλέφτης ντυμένος Αγ.

Βασίλης,έχει κολλήσει στην καμινάδα μου…

Όχι, όχι δεν είναι ο κανονικός...Τι; Τι λέτε κύριέ μου; Θα τρελαθούμε τελείως;

Και καταρχήν αν ήταν ο κανονικός και πούμε ότι το τρώμε το παραμύθι,

θα ερχόταν παραμονή Πρωτοχρονιάς.

Ο ΑΓ.ΒΑΣΙΛΗΣ πετάγεται, μέσα από την καμινάδα.

ΑΓ. ΒΑΣΙΛΗΣΒρε μπουμπούνα. Είμαι αμερικάνος. Ο ορίτζιναλ. Ο

κόκκινος. Ο κόκα κόλας.Ξέρουν οι άνθρωποι, με έχουν ξαναβγάλει απο

καμινάδες.

ΣΥΝΤΑΚΤΗΣΤι λέτε τώρα; Τέλος πάντων ελάτε απο δώ και

βλέπουμε.

63 / ΚΟΛΑΖ / ΖΩ ΣΕ ΕΝΑ ΔΡΑΜΑ

Περνάει λίγη ώρα και χτυπάει το κουδούνι. Ο ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ ανοίγει και είναι οι πυροσβέστες. Βάζουν τις σκάλες τους, παίρνουν τα εργαλεία τους και ύστερα από μια μεγάλη επιχείρηση διάσωσης απεγκλωβίζουν τον γεράκο.

ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΣΑγιε Βασίλη μου είσαι καλά; Έχεις κανα δώρο για

τα παιδιά μου να δώσω; Ήταν καλά φέτος.

ΑΓ. ΒΑΣΙΛΗΣΚάτσε να δω.

(Ανοίγει τον μεγάλο καφέ σάκο του και βγάζει ένα μεγάλο κουτί)

Ορίστε. Είναι ένα playstation 4 και ένα iPhone για σένα.

ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΣΕυχαριστώ πολύ. Σε περιμένουμε του χρόνου.

Γεια χαρά και καλά Χριστούγεννα.

ΣΥΝΤΑΚΤΗΣΡε θα τρελαθούμε τελείως. Ποιος είσαι άνθρωπέ

μου;

ΑΓ. ΒΑΣΙΛΗΣΠάλι τα ίδια θα λέμε. Ο Σάντα. Εδώ και κάποια χρόνια, έρχομαι εγώ στη χώρα σας. Ο δικός σας

έχει ένα πρόβλημα με την μέση του και τον αντικαθιστώ.

ΣΥΝΤΑΚΤΗΣΚι γω γιατί δε σε έχω ξαναδεί.

ΑΓ. ΒΑΣΙΛΗΣΜάλλον δεν ήσουν πολύ καλό παιδί τα τελευταία

χρόνια. Γυναίκες, ποτά, ξενύχτια…

ΣΥΝΤΑΚΤΗΣΔηλαδή φέτος που ήμουν εντάξει θα έχω και ‘γω

δώρο.

ΑΓ. ΒΑΣΙΛΗΣΈλα πάρε.

Ανοίγει το σάκο του και βγάζει ένα μικρό κουτάκι. Το δίνει στο Συντάκτη.

ΑΓ. ΒΑΣΙΛΗΣΗ ώρα η καλή! Επιτέλους νοικοκυρεύτηκες.

Ελπίζω να σε βλέπω συχνά πλέον. Καλές γιορτές και καλά χριστούγεννα.

64 / ΚΟΛΑΖ / ΦΩΤΟ-ΓΡΑΦΕΙΝ

Ούτε φέτος. Του ‘χανε βάλει βάρδιες και τις δυο παραμονές. Προηγούνταν, λέει, οι οικογενειάρχες. Δεν το καταλάβαινε. Οι γιορτές σε τιμωρούσαν που δεν είχες γυναίκα και κουτσούβελα. Λες κι είχες φυτρώσει άνευ αδείας, τούτες τις μέρες έμοιαζε να σ’ είχε βαφτίσει «μονάχο» ο παπάς. Φίλοι και γονείς δεν μετράγανε στο παιχνίδι. Κι ότι κι αν έλεγες, ακολουθούσε το άλλο ακατανίκητο επιχείρημα: «Μικρός είσαι, έχεις χρόνια μπροστά σου!». Και νέος και μόνος. Όσο πήγαινε, γινόταν και καλύτερο.

Μισογεμάτο με άλλους αδικημένους, επείγοντα περιστατικά και μερικούς πραγματικά μόνους - όχι σαν κι αυτόν - ήταν το δρομολόγιο. Χιόνι στις ράγες στο Μπράλο, τους είχε καθυστερήσει. Εκεί που θα ‘φτανε τσίμα-τσίμα, τώρα θα τον έπιανε η αλλαγή στο δρόμο. Πέταξε από μια βιαστική ευχή στους συναδέλφους κι εξαφανίστηκε. Βγαίνοντας στο Σύνταγμα, αποφάσισε να μην τρέξει. Αφού δεν θα προλάβαινε τα σταυρωτά φιλιά στην αλλαγή, τα έδινε κι αργότερα. Δε χάθηκε κι ο κόσμος. Τουλάχιστον, δεν θα ‘τρεχε.

Έκατσε σ’ ένα παγκάκι απέναντι απ’ το Δέντρο κι άναψε τσιγάρο. Δεν είχε καπνίσει στο τέλος της βάρδιας. Το καρουζέλ και τα σπιτάκια που ‘χε στήσει ο Δήμος, ήταν ολοφώτιστα. Κλειστά. Αλλά φωτεινά. Κοιτούσε επίμονα το αλογάκι που στεκόταν μπροστά του, ζωσμένο με αλυσίδες για τη νύχτα. Κατάματα. Σα να τον κοιτούσε. Το φανταζόταν να κόβει από την αγέλη, να κατεβαίνει από το βάθρο του και να περιδιαβαίνει την πλατεία. Ν’ ανεβαίνει τα σκαλιά προς τη Βουλή, χοροπηδώντας. Τους λίγους οδηγούς να σαστίζουν, καθώς πέρναγε την Αμαλίας. Να τρέχει πάνω-κάτω μπροστά στον Άγνωστο και τους Ευζώνους να φωνάζουν μπροστά στο αξιοπερίεργο, χωρίς μάρτυρες για τη μία φορά που έσπασαν την ακινησία και τη βουβαμάρα τους. Το φρουρό να προσπαθεί να εξηγήσει στην Αστυνομία ότι δεν είναι φαρσέρ – μόνος κι αυτός – που διασκεδάζει τη μοναξιά του λίγο πριν την αλλαγή.

Τη στιγμή που το ευγενές χρωματιστό τετράποδο διέφευγε προς τον Εθνικό Κήπο, μουσική στα μεγάφωνα τον έβγαλε απ’ τις σκέψεις του. Βαλς. Βαλς; Έσβησε το τσιγάρο και πλησίασε στο παγοδρόμιο, περνώντας δίπλα από το, κατά ένα αλογάκι λιγότερο, καρουζέλ.

Είχαν κι οι δύο κάτασπρα μαλλιά. Εκείνης πρέπει να ‘ταν μακριά, κάτω απ’ τον αρχοντικό κότσο. Κι εκείνου φαίνονταν πλούσια, κάτω απ’ την τραγιάσκα. Κρατούσε στητά και ευγενικά το ρυτιδιασμένο χέρι της στο ροζιασμένο δικό του. Με το άλλο, τύλιγε τη μέση της, όπως ήξερε για χρόνια να κάνει· να τη στηρίζει, να την οδηγεί. Κι εκείνη ακουμπούσε στον ώμο του, όπως ήξερε για χρόνια να κάνει· να στηρίζεται πάνω του, να αφήνεται. Γλιστρούσαν στο ρυθμό, κι ήταν λες κι άφηναν στον πάγο τα σημάδια μιας ζωής ολόκληρης.

Ευθείες και ζιγκ-ζαγκ, στροφές στις χαρές και παύσεις στα προβλήματα, γράφονταν κάτω απ’ τα πόδια τους. Στην κορυφή της μουσικής, ο παρτενέρ της ζωής της σταμάτησε, έσκυψε και τη φίλησε απαλά κι εκείνη, εύθραυστη, του χαμογέλασε.

Από τον δρόμο ακούγονταν κόρνες και φωνές. Από κάπου ακούγονταν ευχές. Κι εκείνος χαμογέλασε. Χαιρέτησε μ’ ένα νεύμα το ζευγάρι και συνέχισε τον δρόμο του, περνώντας πάλι από το καρουζέλ. Το αλογάκι είχε επιστρέψει. «Δεν θα ήθελε να αλλάξει χρόνο μακριά από την αγέλη», σκέφτηκε.

Καρέ (τυχαία συλληφθέντα), Νίκη ΜάρκουKείμενο, Βάσω Χατζηπέτρου

65 / ΚΟΛΑΖ XX

66 / ΚΟΛΑΖ XX

67 / ΚΟΛΑΖ XX

68 / ΚΟΛΑΖ XX

69 / ΚΟΛΑΖ XX