Κινηματογράφος -...

35
Κινηματογράφος James Bond 007 By Πράκτoρες

Transcript of Κινηματογράφος -...

Κινηματογράφος

James Bond 007

By Πράκτoρες

Είναι γεγονός ότι, ως χαρακτήρας, ο Τζέιμς Μπoντ υποδηλώνει πολλά και

διαφορετικά πράγματα: για πολλούς είναι πρότυπο «πολεμιστή» των παιδικών τους

–και όχι μόνο χρόνων, ένας ανίκητος υπερ-πράκτορας, για άλλους είναι ένας

κοσμοπολίτης που ξέρει να ζει τη ζωή με απαράμιλλο στιλ και για μερικούς ο μπόντ

είναι το απόλυτο φαλλοκρατικό σύμβολο, ένας αθεράπευτος γυναικάς, που φτάνει

σχεδόν στα όρια του μισογυνισμού και που καταφέρνει να μπλέκει υποδειγματικά τη

δουλειά με τη διασκέδαση– πάντα προς όφελος του.

Πέρα, όμως, από έναν γοητευτικά μυστηριώδη χαρακτήρα, ο Τζέιμς Μπoντ

αποτελεί και έναν από τους πιο δημοφιλείς ήρωες της μεγάλης οθόνης, με

εκατομμύρια θαυμαστές ανά τον κόσμο, με λαμπρούς αστέρες του Χόλυγουντ να

πρωταγωνιστούν στις ταινίες του. Γι’ αυτόν τον λόγο, σας παρουσιάζουμε τα

σημαντικότερα στοιχεία που αφορούν τον κινηματογραφικό 007: τεχνικές

σκηνοθετών, λεπτομέρειες για τους πρωταγωνιστές που τον υποδύθηκαν, για τους

σατανικούς «κακούς», για τα απίστευτα γκάτζετ και αυτοκίνητα, λεπτομέρειες

δηλαδή τις οποίες θα πρέπει να γνωρίζει κάθε θαυμαστής του Τζέιμς Μπoντ.

Όλες οι Ταινίες του Τζέιμς Μποντ

1962: Δόκτωρ Νο (Dr. No) με τον Σον Κόνερι σε σκηνοθεσία Terence Young

1963: Από τη Ρωσία με αγάπη (From Russia with Love) με τον Σον Κόνερι σε

σκηνοθεσία Terence Young

1964: Επιχείρηση Χρυσοδάκτυλος (Goldfinger) με τον Σον Κόνερι σε σκηνοθεσία

Guy Hamilton

1965: Επιχείρηση Κεραυνός (Thunderball) με τον Σον Κόνερι σε σκηνοθεσία

Terence Young

1967: Ζεις μονάχα δυο φορές (You Only Live Twice) με τον Σον Κόνερι σε

σκηνοθεσία Lewis Gilbert

1969: Στην Υπηρεσία της Αυτής Μεγαλειότητος (On Her Majesty's Secret Service)

με τον Τζορτζ Λεϊζενμπι σε σκηνοθεσία Peter Hunt

1971: Τα διαμάντια είναι παντοτινά (Diamonds Are Forever) με τον Σον Κόνερι σε

σκηνοθεσία Guy Hamilton

1973: Ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθάνουν (Live and Let Die) με τον Ρότζερ Μουρ σε σκηνοθεσία Guy Hamilton

1974: Ο Άνθρωπος με το χρυσό πιστόλι (The Man with the Golden Gun) με τον

Ρότζερ Μουρ σε σκηνοθεσία Guy Hamilton

1977: Η Κατάσκοπος που με αγάπησε (The Spy Who Loved Me) με τον Ρότζερ Μουρ

σε σκηνοθεσία Lewis Gilbert

1979: Moonraker με τον Ρότζερ Μουρ σε σκηνοθεσία Lewis Gilbert

1981: Για τα μάτια σου μόνο (For Your Eyes Only) με τον Ρότζερ Μουρ σε

σκηνοθεσία John Glen

1983: Οκτόπουσσι (Octopussy) με τον Ρότζερ Μουρ σε σκηνοθεσία John Glen

1985: Επιχείρηση Κινούμενος Στόχος (A View to a Kill) με τον Ρότζερ Μουρ σε

σκηνοθεσία John Glen

1987: Με το δάκτυλο στη σκανδάλη (The Living Daylights) με τον Τίμοθι Ντάλτον σε σκηνοθεσία John Glen

1989: Προσωπική Εκδίκηση (Licence to Kill) με τον Τίμοθι Ντάλτον σε σκηνοθεσία

John Glen

1995: Επιχείρηση Χρυσά Μάτια (GoldenEye) με τον Πιρς Μπρόσναν σε σκηνοθεσία

Martin Cambell

1997: Το αύριο ποτέ δεν πεθαίνει (Tomorrow never Dies) με τον Πιρς Μπρόσναν σε

σκηνοθεσία Roger Spottiswoode

1999: Ο κόσμος δεν είναι αρκετός (The World is not Enough) με τον Πιρς Μπρόσναν

σε σκηνοθεσία Michael Apted

2002: Πέθανε μια άλλη μέρα (Die Another Day) με τον Πιρς Μπρόσναν σε

σκηνοθεσία Lee Tamahori

2006: Casino Royale με τον Ντάνιελ Κρεγκ σε σκηνοθεσία Martin Cambell

2008: Quantum of Solace με τον Ντάνιελ Κρεγκ σε σκηνοθεσία Marc Forster

2012: Skyfall με τον Ντάνιελ Κρεγκ σε σκηνοθεσία Sam Mendes

Mία Σύντομη Βιογραφία του Ίαν Φλέμινγκ

Ο Ίαν Λάνκαστερ Φλέμινγκ γεννήθηκε το 1908, γιος του Βαλεντίνου Φλέμινγκ και εγγονός

του πλούσιου σκωτσέζου τραπεζίτη Ρόμπερτ. Ο Ίαν Λάνκαστερ Φλέμινγκ μεγάλωσε ως

μέλος μιας σπάνιας κάστας βρετανών, για τους οποίους όλες οι επιλογές είναι ανοιχτές. Τα

προνόμιά του δεν ήταν συνέπεια μόνο

της περιουσίας του παππού του, καθώς

μόνο τα χρήματα δεν εγγυούνται τις

ανοιχτές πόρτες. Ο πατέρας του ήταν

μεγάλος γαιοκτήμονας στο Oxfordshire

και μέλος του Κοινοβουλίου. Όταν

πέθανε στον πόλεμο, ο Ίαν ήταν μόλις 9

ετών. Ο Γουίνστον Τσώρτσιλ έγραψε

τον επικήδειο στους Times. Η μητέρα

του Φλέμινγκ, Έβελιν, κληρονόμησε

την τεράστια περιουσία του

Βαλεντίνου, με την προϋπόθεση όμως

ότι δεν θα ξαναπαντρευόταν, παρά τη

μικρή της ηλικία. Το φάντασμα του

Βαλεντίνου θα στοίχειωνε τη ζωή του

Ίαν με πολλούς τρόπους. Ο πατέρας του

θα παρέμενε πάντοτε ο νεαρός ήρωας,

στον οποίο διδάσκονταν να προσεύχεται

να μοιάσει όταν ήταν μικρός, ένα

φορτίο που όπως αποδείχθηκε, ήταν

βαρύ για τον Ίαν. Ξεκίνησε την

φοιτητική του πορεία στο Πανεπιστήμιο

του Ήτον, αλλά εγκατέλειψε τις

σπουδές του γρήγορα. Την ίδια τύχη

είχε και στη στρατιωτική ακαδημία

Σάντχερστ, εξηγώντας πολλά χρόνια

μετά, ότι οι προοπτικές εκεί δεν ήταν

ελκυστικές, καθώς η συνεχής

μηχανοποίηση του στρατού ”δεν αφήνει

περιθώριο για ήρωες και

προσωπικότητες”. Τελικά, συνέχισε τις σπουδές του στην Ευρώπη, σε μια μικρή αυστριακή

πόλη όπου ουδείς γνώρισε τον ήρωα πολέμου Βαλεντίνο, ούτε τον ακαδημαϊκό Πίτερ (τον

αδελφό του). Ήξεραν μόνο τον Ίαν, τον όμορφο νεαρό από το Ήτον, γνωστό για την έλλειψη

ντροπής του με τις γυναίκες. Παρά το γεγονός ότι στην Αυστρία βρήκε την ταυτότητά του, ο

Ίαν δεν είχε καταλήξει ακόμη ότι θα γίνει συγγραφέας.Μετά την αποτυχία του να μπει στο

διπλωματικό σώμα, ακολούθησε τα βήματα του αδελφού του και

έγινε δημοσιογράφος. Η καριέρα του ως δημοσιογράφος ήταν μικρή, καθώς την εγκατέλειψε

για να εργαστεί ως τραπεζίτης.Η ζωή του εκτός εργασίας έμοιαζε πολύ με τις ελεύθερες ώρες

του μετέπειτα ήρωά του.

Η λατρεία του προς την απλή κομψότητα εντυπωσίαζε τους φίλους του ενώ περνούσε τις

ώρες του με γυναίκες, παιχνίδια μπριτζ, την μεγάλη συλλογή βιβλίων του και μεγάλα πάρτι

που διοργάνωνε στο σπίτι του στην Μπελγκράβια. Έως το 1939, φαίνεται ότι ο Ίαν είχε ήδη

βαρεθεί την τραπεζική. Όταν εργαζόταν στο Reuters, ο Φλέμινγκ είχε κάνει φιλίες στο

Υπουργείο Εξωτερικών, τις οποίες είχε διατηρήσει. Το 1939, ο Φλέμινγκ ανέλαβε ένα

ρεπορτάζ για τους Times, που τον καλούσε να επισκεφθεί τη Σοβιετική Ένωση για μια

εμπορική αποστολή. Φαίνεται πως στην πραγματικότητα, ο Φλέμινγκ, όλο αυτό τον καιρό,

ενεργούσε ως κατάσκοπος για το Foreign Office. Το Μάιο του ίδιου έτους, η σχέση του

Φλέμινγκ με την μυστικές υπηρεσίες επισημοποιήθηκε. Σύντομα ανέβηκε στην ιεραρχία ενώ

έγινε το ”δεξί χέρι” ενός εκ των κορυφαίων βρετανών κατασκόπων, του Τζων Γκόντφρεϊ.

Στις μυστικές υπηρεσίες, ο Φλέμινγκ βρήκε τον εαυτό του. Εν καιρώ πολέμου με τους Ναζί,

οργάνωσε και επέβλεψε αποστολές σε ολόκληρη την κατεχόμενη Ευρώπη. Στις μυστικές

υπηρεσίες διαπιστώθηκε και το ταλέντο του στη γραφή. Σαν βοηθός του Γκόντφρεϊ, έγραψε

χιλιάδες memo και αναφορές. Το στιλ γραφής του και τα κομψά του επιχειρήματα έκαναν

ευχάριστη την ανάγνωση των απόκρυφων δημοσίων εγγράφων. Εκείνη την περίοδο, ο

Φλέμιγκ συνεργάστηκε και με τον αμερικανό Γουίλιαμ Ντόνοβαν για τη σύσταση και

οργάνωση της OSS, προάγγελο της CIA. Για αυτή του τη δουλειά, ο Φλέμινγκ έλαβε δώρο

ένα ρεβόλβερ, με γραμμένη την αφιέρωση ”Για ειδικές υπηρεσίες”. Εκείνη την περίοδο, σε

ένα ταξίδι του, ο Φλέμινγκ μαγεύτηκε από την Τζαμάικα. Εκεί δεν είχε πόλεμο, παρά μόνο

υπέροχες παραλίες, ωραίες γυναίκες και εξαιρετικό ρούμι. Υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι

θα επέστρεφε, όχι σαν απλός τουρίστας. Αγόρασε γη και έφτιαξε μια μεγαλοπρεπή έπαυλη,

την οποία ονόμασε ”GoldenΕye”. Στην Τζαμάικα, το 1952, ο Φλέμινγκ έγραψε το προσχέδιο

της πρώτης του νουβέλας, του ”Casino Royale”, της πρώτης σε μια σειρά μυθιστορημάτων

που θα άλλαζαν την ποπ λογοτεχνία για πάντα. Τα επόμενα 12 χρόνια της ζωής του ανήκαν

αποκλειστικά στη δημιουργία του χαρακτήρα

James Bond, o οποίος έχει πολλά

αυτοβιογραφικά στοιχεία, αλλά και στη γυναίκα

που αποφάσισε τελικά να παντρευτεί, τη Λαίδη

Ανν Ρόδερμιρ. Όμως η ”γεμάτη” ζωή που

έκανε, με υπερβολές στα ξενύχτια, αλκοόλ και

τσιγάρο, τον αντάμειψαν με μια αδύναμη

καρδιά. Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 η υγεία

του χειροτέρεψε. Το άγχος που τον κυριαρχούσε

σε ολόκληρη τη ζωή του, σε συνδυασμό με το

γάμο και την πρωτοφανή επιτυχία του Bond,

του δημιούργησαν κατάθλιψη, την οποία

καταπολέμησε ρίχνοντας ”λάδι στη φωτιά”.

Συνέχισε να πίνει και να καπνίζει μανιωδώς, έως το θάνατό του τον Αύγουστο του 1964,

στην ηλικία των 56. Ο Ίαν Φλέμινγκ άφησε πίσω του μια κληρονομιά, ως ένας από τους

μεγαλύτερους ποπ συγγραφείς του 20ου αιώνα. Η συμβολή του στην εικόνα που έχουμε για

τους κατασκόπους σήμερα είναι καθοριστική. Ο Φλέμινγκ μεταμόρφωσε τις σκοτεινές

ιστορίες κατασκοπείας σε έναν δικό του, κομψό κόσμο, μέσα από την οπτική του Τζέιμς

Μπόντ, του μυστικού πράκτορα 007. Ο ίδιος ο Φλέμινγκ έλεγε ότι δημιούργησε τον Μπόντ

ως έναν ”ενδιαφέροντα τύπο στον οποίο συμβαίνουν απίστευτα πράγματα”. Του έδωσε το

όνομα Tζέιμς Μπόντ από έναν βρετανό συγγραφέα, επειδή θεωρούσε ότι το όνομα ήταν

ανάλογα βαρετό και προσέφερε ανωνυμία.

Τζέιμς Μποντ

Γιατί ο Ίαν Φλέμινγκ επέλεξε ένα τόσο συνηθισμένο όνομα για έναν τόσο ασυνήθιστο

κατάσκοπο;

Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, την περίοδο που έγραφε το πρώτο μυθιστόρημα, ο

Φλέμινγκ διάβαζε ένα βιβλίο για την ορνιθοσκοπία (παρατήρηση των πουλιών), γραμμένο

από κάποιον Τζέιμς Μποντ, ωστόσο, έχοντας υπ’ όψιν ότι ο Φλέμινγκ ασχολούταν

επισταμένα με την εισαγωγή κρυμμένων νοημάτων πίσω από τους υπόλοιπους χαρακτήρες

των βιβλίων του, δεν υπάρχει σχεδόν καμία αμφιβολία ότι θα πρέπει να υπάρχει ένα

βαθύτερο νόημα και στο όνομα του βασικού χαρακτήρα.

Εάν κάποιος παρακολουθήσει το Επιχείρηση Κεραυνός με πρωταγωνιστή τον Σον Κόνερι θα

διαπιστώσει ότι η ταινία αρχίζει με τον Μποντ να παρίσταται σε μία κηδεία και εκεί, μπροστά

μας, εμφανίζεται η μονογραφία JB (James

Bond).Πρόκειται για μία πολύ χαρακτηριστική τεκτονική

μονογραφία.

Οι ελευθεροτέκτονες ισχυρίζονται ότι κατέχουν τα

μυστικά του ιερού μας παρελθόντος και τα σημαντικότερα

σύμβολά τους είναι οι δίδυμοι κίονες Ιαχείν (Joachim) και

Βοάζ (Boaz),οι οποίοι συχνά δηλώνονται ως JB.Αυτοί οι

δίδυμοι κίονες προέρχονται από το Ναό του Σολομώντα

και αποτελούσαν την πύλη της εισόδου του ίδιου του

Ναού – για να εισέλθει κάποιος στο εσωτερικό

ιερό,έπρεπε να περάσει μέσα από αυτούς. Οι Ιαχείν και

Βοάζ αντιπροσωπεύουν την απόλυτη ισορροπία και την

ισόρροπη κατάσταση στην οποία πρέπει να βρεθεί το

άτομο,προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση στο αληθινά

Θείο.

Στον Τζέιμς Μποντ δόθηκε και ένα άλλο όνομα, όταν

αναγεννήθηκε ή αναστήθηκε στο βιβλίο Ζεις Μονάχα Δύο

Φορές: Τάρο Τοντορόκι, που σημαίνει «πρωτότοκος

κεραυνός» - στα Ιαπωνικά ο κεραυνός συμβολίζεται με

τον δράκο, επομένως ο Τζέιμς Μποντ είναι ο

«πρωτότοκος δράκος».

Κοιτάζοντας την αριθμολογία του ονόματος,

ανακαλύπτουμε ότι ο Τζέιμς Μποντ είναι ιδιαίτερα

ευαίσθητος,προωθεί τη συνεργασία και τη διπλωματία,και

κάνει όλους να αισθάνονται ασφαλείς και

υπολογίσιμοι.Ευέλικτο και παθιασμένο, το όνομα προωθεί

την ικανότητα για προσαρμογή και την επιβίωση ακόμα και στις πιο δύσκολες συνθήκες. Το

όνομα δηλώνει κατανόηση, συμπονετικότητα και οικειότητα,ενώ δείχνει την τάση για

υποστήριξη με τακτική και διακριτική πειθώ, παρά με την επίδειξη δύναμης και την

αντιπαράθεση.

To Όνομα-Τζέιμς Μποντ

Ο βιβλικός Ιάκωβος (Τζέιμς) είναι ο αδελφός του Ιησού και έχει εξισωθεί με τον Θωμά

(Δίδυμος).Ωστόσο, σύμφωνα με την ετυμολογία του, το όνομα Ιάκωβος αποτελεί μία άλλη

μορφή του Ιακώβ,που σημαίνει «υποσκελιστής».Έτσι, αυτός ο δίδυμος υποσκελίζει έναν

άλλο, και αυτός ο «άλλος» είναι ο Ίαν Φλέμινγκ.Με αυτό τον τρόπο,ο Τζέιμς (Ιάκωβος)

αποτελεί τον λογοτεχνικό δίδυμο που συμπληρώνει τον αληθινό Ίαν Φλέμινγκ.

Σύμφωνα με τη Βίβλο,ο Ιακώβ φέρεται να έχει γεννηθεί

κρατώντας τη φτέρνα του αδελφού του,Ησαύ εξασφαλίζοντας

έτσι το δικαίωμά του στη γέννηση. Το όνομα αυτό κρύβει μία

λεπτότητα, η οποία αποκαλύπτεται μόνο όταν κατανοήσει κανείς

το «μανιχαϊστικό» χαρακτηριστικό του Φλέμινγκ (η αποκάλυψη

του δίδυμου πνεύματος) και τις δοξασίες των γνωστικών. Ο ίδιος

θα πρέπει να χαμογέλασε με την ειρωνεία που έκρυβε αυτή η

ετυμολογία, καθώς κι εκείνος είχε γεννηθεί αρπάζοντας

μεταφορικά, τις φτέρνες του μεγαλύτερου αδελφού του (ήταν

μονίμως δεύτερος).

Ωστόσο, δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος για τον Φλέμινγκ

να αποκαλύψει αυτή την ευφυέστατη χρήση των ονομάτων και,

όπως το συνήθιζε, έδωσε «συνηθισμένες» και «απλές» αιτίες για

τη χρήση «βαρετών» ονομάτων στα έργα του. Αν μη τι άλλο, ο

Ίαν Φλέμινγκ ήταν πολύ καλός στο να παίζει παιχνίδια με το

κοινό του.

Από την άλλη,το επίθετο Μποντ (δεσμός)

σημαίνει «δεσμεύω/«δένω».Πρόκειται για μία

μορφή διαθήκης,ο Τζέιμς Μποντ αποτελεί την

καινή διαθήκη ή τον άνθρωπο του φωτός – τον

μανιχαϊστή σωτήρα.Μπορεί κανείς να διακρίνει

μία σχεδόν ανεπαίσθητη ζήλια στο νόημα των λέξεων: ένα είδος διδύμου

στο χαρτί, που ο Ίαν Φλέμινγκ ευχόταν να είναι.Ο μανιχαϊσμός ήταν ένα

ασυμβίβαστο σύστημα δυϊσμού, μία σύγκρουση εταξύ φωτός και σκότους,

Καλού και Κακού.

Ωστόσο, ο δίδυμος αποκαλύπτεται και στα ίδια τα αρχικά του, καθώς πολύ

συχνά τα αρχικά αυτά αναγράφονται σε χαρτοφύλακες, όπλα, αλλά και σε

κάθε συσκευή υπερσύγχρονης τεχνολογίας που χρησιμοποιεί ο Μποντ.

Ακόμα, σύμφωνα με τον Φλέμινγκ, ο Τζέιμς Μποντ μορφώθηκε σε σχολείο

Καλβινιστών. Η προτεσταντική αυτή σέκτα, η οποία πήρε το όνομά της από

τον ιδρυτή της Ιωάννη Καλβίνο, δίδασκε ότι η Ανθρωπότητα είχε εκπέσει

και ήταν ηθικά και πνευματικά ανίκανη να ακολουθήσει τον Θεό ή, έστω, να δραπετεύσει

από αυτή της την καταδίκη, εκτός και αν το αποφάσιζε ο Θεός.

Βάσει ατής της θεωρίας, λοιπόν, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί κανείς να κάνει

προκειμένου να πάει στον παράδεισο, όλα εξαρτώνται από το θέλημα του Θεού. Το κάθε

πρέπει να πιστεύει στις Γραφές και να ομολογεί την πίστη του, πριν ο Θεός πάρει την

απόφασή του, ωστόσο ακόμα κι αυτό δεν εγγυάται, σε καμία περίπτωση, τα κλειδιά για τις

Διαμαντένιες Πύλες.

Η κατανόηση των καλβινιστών θεωριών εκ μέρους του Φλέμινγκ είναι ξεκάθαρη και είναι

φανερό το γιατί επέλεξε αυτό το υπόβαθρο για τον Τζέιμς Μποντ: του έδινε το περιθώριο να

είναι υπεράνω ηθικής και, παράλληλα, αφοσιωμένος στο καθήκον του να σώσει τον κόσμο.

Όπως προβλέπει και το καλβινιστικό δόγμα, ο Μποντ είναι σκλάβος και του καθήκοντος που

του ανατέθηκε,γι’ αυτό απεχθάνεται τη νωθρότητα και την τεμπελιά.Ο θάνατος των

αντιπάλων του δεν τον απασχολεί ιδιαίτερα, καθώς αποτελεί επιλογή του ίδιου του Θεού το

ποιος θα πάει στον παράδεισο. Ουσιαστικά, ο Μποντ αποτελούσε τον άνθρωπο του φωτός

του Θεού πάνω στη γη, έχοντας ως αποστολή να σκορπίσει τον θάνατο και να βάλλει σε τάξη

το σκοτάδι.

Από τους έξι ηθοποιούς που έχουν υποδυθεί μέχρι σήμερα τον Τζέιμς Μποντ,ο Σον

Κόνερι θεωρείται από τους εκατομμύρια θαυμαστές του αλλά και από τους κριτικούς ως ο

καλύτερος Μποντ.Φυσικά,πολλοί σπεύδουν να τονίσουν ότι το γεγονός αυτό οφείλεται και

στο ότι ο Κόνερι,είχε το προνόμιο να καθοδηγείται κατά

την διάρκεια των γυρισμάτων από τον Ίαν Φλέμινγκ,ο

οποίος ήθελε να σιγουρευτεί ότι ο κινηματογραφικός

Μποντ θα ήταν το ίδιο αντι-ήρωας με τον λογοτεχνκικό

χαρακτήρα.

Ο ρόλος έδειξε να ταιριάζει γάντι στον 32χρονο Σον

Κόνερι: η επιβλητική του παρουσία,η «σκληρή» ομορφιά

του,ο μαγνητισμός που εξέπεμπε και η ικανότητά του να

δίχνει απόλυτα γοητευτικός και σκληρός την ίδια

στιγμή,μετέτρεψαν τον -άσημο τότε- ηθοποιό σε διεθνή

σταρ.Επιπλέον,ο τρόπος με τον οποίο ο Κόνερι

αντιλήφθηκε και ενσάρκωσε τον Τζέιμς Μποντ αποτέλεσε

και το σημείο αναφοράς για όλους τους πρωταγωνιστές

που ακολούθησαν.

Ωστόσο,η αλήθεια είναι ότι η πρώτη επιλογή του

Φλέμινγκ για τον ρόλο δεν ήταν ο Σον Κόνερι,αλλά ο

Ντέιβιντ Νίβεν.Λέγεται ότι, καθώς ο ντέιβιντ Νίβεν είχε

τσιγγάνικη καταγωγή, ο Φλέμινγκ πίστευε ότι θα

μπορούσε να προδώσει στον Μποντ έναν υπερ-εθνικό

χαρακτήρα.Παρόλα αυτά, η τελική επιλογή του Κόνερι

αποδείχθηκε εξαιρετικά επιτυχημένη.Η αρχική αυτή

επιλογή έκανε πολύ δύσκολο το έργο του Τζορτζ Λέιζενμπι,

ο οποίος κλήθηκε να ενσαρκώσει τον Τζέιμς Μποντ,το

1969,στην ταινία Στην Υπηρεσία της Αυτού Μεγαλειότητος.Ο

28χρονος Λέιζενμπι-πρώην μοντέλο από την Αυστραλία-

επελέγει λόγω της φυσικής ομοιότητάς του με τον

επιτυχημένο προκάτοχό του.Όντας και ο ίδιος άνθρωπος της

δράσης και της υψηλής αδρεναλίνης,ο Λέιζενμπι ζήτησε να

γυρίσει μόνος του τις επικίνδυνες σκηνές της ταινίας,ενώ

φέρεται να παραπονιόταν κάθε φορά που οι υπεύθυνοι

ανέθεταν τις σκηνές σε κασκαντέρ.

Κι ενώ του δώθηκε μια τόσο μεγάλη ευκαιρία, ο Λέιζενμπι

δεν την αξοιοποίησε,επηρεασμένος από διάφορους

«συμβούλους»,οι οποίοι τον διαβεβαίωναν ότι ο 007 ήταν

«τελειωμένος» μετά τον Σον Κόνερι.Έτσι,αποφάσισε να

αποχωρίσει –γεγονός που χαρακτήρισε αργότερα ως την πιο

λανθασμένη κίνηση που έκανε στην καριέρα του.

Μετά από πολύ σύντομη επιστροφή του Σον Κόνερι το

1971,στην ταινία Τα Διαμάντια είναι Παντοτινά,ο επόμενος Τζέιμς Μποντ,ο Ρότζερ Μουρ

απέδειξε ότι ο φοβερός υπερ-κατάσκοπος είχε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά του.

Από την πρώτη κίολας ταινία,το Ζήσε και Άς τους Άλλους να Πεθάνουν (1973),ο Ρότζερ

Μουρ σηματοδότησε με τον στιλ του μια νέα εποχή:πρόσθεσε στον Τζέιμς Μποντ το κλασικό

αγγλικό χιούμορ,έγινε πιο ερωτικός και χρησιμοποίησε πιο εξεζητημένα γκάτζετ στην

αντιμετώπιση των «κακών».

Σύμφωνα με τον παραγωγό Μάικλ Ουίλσον,αυτή η εξέλιξη του χαρακτήρα(μεγαλήτερη

γοητεία και περισσότερο ρομάντζο), που επήλθε μέσω

της φύσης του ίδιου του Ρότζερ Μουρ,ταίριαζε

απόλυτα στη δεκαετία του ’70 και γι’ αυτό είχε

τεράστια απήχηση στο κοινό.Όμως,παρά τη μεγάλη

επιτυχία του Ρότζερ Μουρ,ο οποίος πρωταγωνίστησε

στις περισσότερες –συγριτικά με τους υπόλοιπους

ηθοποιούς- ταινίες ως Τζέιμς Μποντ,εκείνος

αποφάσισε να αποχωρίσει το 1985.

Ο διάδοχος του Μουρ, Τίμοθι Ντάλτον,αν και στην

πράξη υπήρξε ίσως ο λιγότερο επιτυχημένος «Μποντ»,

θεωρείται ως ο πιο πιστός στον λογοτεχνικό χαρακτήρα

που έπλασε ο Φλέμινγκ.Η αλήθεια είναι πως την

ευθήνη για τη χλιαρή απήχηση που είχαν οι δύο ταινίες

του Ντάλτον δεν την φέρει τόσο ο ίδιος ο ηθοποιός,όσο

οι σεναριογράφοι:στην προσπάθειά τους να

«κατεβάσουν» αισθητά τον χιουμοριστικό τόνο που

είχε προσδώσει ο Ρότζερ Μουρ στον Τζέιμς

Μποντ,παρουσίασαν τον «Μποντ» του Ντάλτον ως

έναν σκληρό,με εμφανή έλλειψη του χιούμορ.

Όταν το 1995 εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο Πιρς

Μπρόσναν,πολλοί τον χαρακτήρισαν ως τον καλύτερο

«Τζέιμς Μποντ» μετά τον Σον Κόνερι.Μάλιστα,δεν

ήταν λίγοι εκείνοι που θεώρησαν ότι κατάφερε να

ξεπεράσει και τον ίδιο τον πρώτο διδάξαντα,δίνοντας

το «φιλί της ζωής» στον υπερ-πράκτορα που είχε

αρχίσει να χάνει την λάμψη του.

Ο Μπρόσναν έδωσε μεγαλύτερο βάθος στον

007,οδηγώντας τον σε μια νέα,τεχνολογικά προηγμένη

εποχή.Οι ταινίες απαλλάχθηκαν από το ψυχροπολεμικό

κλίμα,τόλμησαν μέχρι και κάποιον (αυτό)σαρκασμό για

τον ήρωα,τα περιβόητα μαρτίνι αντικαταστάθηκαν από

σφηνάκια βότκας,ενώ το κάθε «κορίτσι του Μποντ»

εμφανιζόταν πλέον,πέρα από σωματικό,και ως

πνευματικό ταίρι του δημοφιλούς ήρωα.

Καταφέρντοντας να «αναστήσει» τον Μποντ μέσα από

ένα μείγμα σκληρότητας,χιούμορ και γοητείας,ο Πίρς

Μπρόσναν ξανάφερε το κοινό στις κινηματογραφικές

αίθουσες.

Ωστόσο,μετά από τέσσερις ταινίες,οι υπεύθυνοι αποφάσισαν

να διακόψουν τη συνεργασία τους με τον ηθοποιό.Η επολογή

του Ντάνιελ Γκρέγκ,ενός ηθοποιού που πρωταγωνιστούσε

κυρίως σε ταινίες δράσης,δίχασε τους κριτικούς και τους ανά

τον κόσμο θαυμαστές του 007-ήταν υπερβολικά μυώδης,βίαιος

και τραχύς,ενώ δεν θύμιζε σε τίποτα τον πνευματώδη

χαρακτηρα που είχε καθιερώσει ο Πιρς Μπρόσναν.

Κι όμως με την προβολή του Casino Royale το 2006,όλα

άλλαξαν.Οι κριτικές ήταν διθυραμβικές.Οι Times έγραψαν

χαρακτηριστικά: «Ο Γκρέγκ μπορεί να συγκριθεί με τους

καλύτερους.Συνδυάζει την αθλητικότητα και το αυτάρεσκο

ποζάρισμα του Σον Κόνερι,με τη συγκλονιστική υποβόσκουσα

ψυχρότητα και σκληράδα του Τίμοθι Ντάλτον».

Και παρά τις αρχικές αντιδράσεις,το Casino Royale έκανε τον

Ντάνιελ Γκέγκ τον πρώτο προταγωνιστή που προτάθηκε για

BAFTA(τα αντίστοιχα βρετανικά βραβεία των «Όσκαρ»)για την

ερμηνεία του ως Τζέιμς Μποντ.Επίσης,το 2006, οι παραγωγοί

της ταινίας Μάικλ Γουίλσον και Μπάρμπαρα Μπρόκολι,

ανακοίνωσαν την παραγωγή την 22ης ταινίας Τζέιμς Μποντ. Το

Quantum of Solace έκανε πρεμιέρα στις 7 Νοεμβρίου του 2008.

Το περιοδικό Forbes, ανακοίνωσε πως ο Γκρεγκ έχει υπογράψει

για άλλες τέσσερις ταινίες.

Mετά από τέσσερα χρόνια απουσίας του Τζέιμς Μποντ έρχεται το Skyfall η 23η ταινία η

οποία και ανέβασε τον καλλιτεχνικό πήχη της σειράς… στα ουράνια. Η πρεμιέρα του Skyfall

πραγματοποιήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 2012 στο Λονδίνο ώστε να συμπέσει με την 50η

επέτειο της σειράς ταινιών Τζέιμς Μποντ, η οποία ξεκίνησε το 1962 με την ταινία Τζέιμς

Μποντ, Πράκτωρ 007: Εναντίον Δόκτωρ Νο (Dr. No). Απέσπασε διθυραμβικά σχόλια από

τους κριτικούς, με αρκετούς να κάνουν λόγο για την καλύτερη ταινία της σειράς,ενώ και

εισπρακτικά αποδείχτηκε άκρως επιτυχημένη καθώς έγινε η 14η ταινία στην ιστορία του

κινηματογράφου και η πρώτη της σειράς που ξεπερνά το 1 δισεκατομμύριο δολάρια

παγκοσμίως.

Σκηνοθέτες/Τεχνικές του Τζέιμς Μποντ

Terence Young

O Terence Young ήταν ο πρώτος σκηνοθέτης του James Bond.Στην αρχή της

καριέρας του σκηνοθέτησε αρκετές ταινίες, έτσι ήταν προφανής επιλογή του

παραγωγού Albert R. Broccoli για την σκηνοθεσία των ταινιών James

Bond.Σκηνοθέτησε τις δυο πρώτες ταινίες ‘Dr. No’ και το ‘From Russia With

Love’.Με μια μικρή μεσολάβηση του Guy Hamilton για το ‘Goldfinger’,ο Terence

επιστρέφει και σκηνοθετει την Τρίτη και τελευταία ταινία του Bond, ‘Thunderball’. O

Terence Young ταυτιζόταν συχνά με τον James Bond,καθώς ο ίδιος είχε πολλά

παρόμοια χαρακτηριστηκά.Αυτός θα φορούσε κουστούμια και θα τα άλλαζε

τουλάχιστον 3 φορές την ημέρα. O Terence ήταν ένα σημαντικό άτομο στο ξεκίνημα

του Bond,επειδή μετέδιδε ένα γλυκό και εκλεπτυσμένο στυλ στην παραγωγή,

επηρέαζε επίσης θετικά και τον Sean Connery.

Guy Hamilton

Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο,ο Χάμιλτον συνεργάστηκε στενά με τον

σκηνοθέτη Carol Reed,όπου εργάστηκε για το ‘Τhe Fallen Idol’ και το ‘The Third

Man’.Ο Reed γνωρίστηκε με τον Χάμιλτον

και το 1952 έκανε το σκηνοθετικό του

ντεμπούτο στο ‘The Ringer’.Συνεχίζει να

σκηνοθετεί ταινίες χαμηλού

budget(προηπολογισμού) σε όλη τη

δεκαετία του 1950,όταν ειδοποιήθηκε από

τους παραγωγούς Albert R. Brocoli και

Harry Saltman,οι οποίοι του ζήτησαν να

σκηνοθετήσει την πρώτη ταινία του James

Bond με τίτλο ‘Dr. No’.O Χάμιλτον

απέρριψε την προσφορά.

Κατά τη διάρκεια της προ-παραγωγής(pre-

production) του Goldfinger,ο Terence

Young ο οποίος σκηνοθέτησε τελικά το ‘Dr.

No’ και το ‘From Russia With

Love’,επέλεξε την ταινία ‘Τhe Amorous

Adventures of Moll Flanders’ αντ' αυτού,

μετά από μια οικονομική διαφωνία,στην οποία ο Broccoli και ο Saltzman του

αρνήθηκαν ποσοστά από τα κέρδη της ταινίας,με αποτέλεσμα να στραφούν ξανά

στον Χάμιλτον ώστε να σκηνοθετήσει αυτός.Αυτή τη φορά συμφώνησε και θεώρησε

αναγκαίο να κάνει τον Bond λιγότερο ‘superman’ κάνοντας του κακοποιούς να

φαίνονται πιο ισχυροί.

Μετά τον Peter Hunt δεν ήταν διαθέσιμος για το ‘Diamonds Are Forever’,ο Χάμιλτον

επιστρέφει όταν οι παραγωγοί θέλησαν να ξαναδημιουργήσουν τις εμπορικά

επιτυχημένες πτυχές του ‘Goldfinger’.

Όταν ο Sean Connery παραιτήθηκε από το ρόλο του James Bond,ο Χάμιλτον

κατευθύνθηκε στον νεότερο Roger Moore για τις δυο πρώτες του εξορμήσεις ‘Live

and Let Die’ και το ‘The Man with the Golden Gun’.

Lewis Gilbert

Το 1960 ο Lewis Gilbert αρνήθηκε να σκηνοθετήσει την ταινία ‘You Only Live Twice’, αλλά

μετά από την συζήτηση με τον παραγωγό Albert R. Broccoli ο οποίος του είπε «Δεν μπορείς

να παρατήσεις αυτή τη δουλειά.Είναι το μεγαλύτερο κοινό του κόσμου». Ο Peter R. Hunt, ο

οποίος επιμελήθηκε τις πρώτες πέντε ταινίες του Μποντ, πίστευε ότι ο Gilbert είχε

υπογράψει συμβόλαιο για άλλες εργασίες.Μετά την επιτυχία της ταινίας ‘You Only Live

Twice’ ο Gilbert επέστρεψε στην Paramount Pictures, όπου και σκηνοθέτησε την άσχημα

αποδεκτή Αμερικανική παραγωγή του Harold Robbins' The Adventurers.

Στα μισά της δεκαετίας του 70’ η ταινία ‘ The Spy Who Loved Me’ κόπηκε,παλεύοντας να

αποκτήσει έναν σκηνοθέτη.Μετά τον Guy Hamilton που «άφησε» την παραγωγή για να

σκηνοθετήσει το Superman, η EON Productions γύρισε στον Lewis Gilbert,που δέχτηκε την

προσφορά. Κατά τη διάρκεια της παραγωγής, ο Gilbert αποφάσισε να φέρει τον

σεναριογράφο Christopher Wood,τον οποίο γνώριζε ότι ήταν μεγάλος φαν του Μποντ.Ο

Gilbert αποφάσισε επίσης να διορθώσει ό,τι ένιωθε ότι στις προηγούμενες ταινίες με τον

Roger Moore γινόταν λάθος,όπως το ότι τον έκαναν να μοιάζει σαν τον Σον Κόνερι.Μετά την

επιτυχία της ταινίας ‘The Spy Who Loved Me’,ο Gilbert επέστρεψε για να σκηνοθετήσει την

ταινία ‘Moonraker’ η οπία αν και άκρως επιτυχημένη, επικρίθηκε για την βαριά παρολογία

της.

Peter R. Hunt

Στη δεκαετία του 1960,ο Hunt υπογράφει ως μοντέρ στην ταινία του James Bond ‘Dr.

No’,η οποία αποδείχτηκε μια τεράστια επιτυχία και το 1963,επιμελήθηκε το ‘From

Russia With Love’ και το ‘Goldfinger’.Σε αυτές τις τρείς ταινίες,ο Hunt ανέπτυξε μια

τεχνική επεξεργασίας,στην οποία χρησιμοποιεί τη γρήγορη κοπή, επιτρέποντας

εναλλαγές της κάμερας κατά τη διάρκεια της δράσης και εισάγει παρεμβολές λευκών

σελίδων και άλλων στοιχείων. Μετά την επιμέλεια του ‘Thunderball’,ο Hunt

προωθείτε ως δεύτερος σκηνοθέτης της τανίας ‘You Only Live Twice’.Όταν η

παραγωγή της τανίας ‘On Her Majesty's Secret Service’ ήταν σε εξέλιξη ο Albert R.

Broccoli και ο Harry Saltzman επέλεξαν τον Hunt ως σκηνοθέτη επειδή

εντυπωσιάστηκαν με τις ικανότητες του και την αίσθηση του στυλ που είχε θέσει

στην σειρά.Το ‘On Her Majesty's Secret Service’ ήταν η τελευταία ταινία στην οποία

ο Hunt εργάστηκε.

John Glenn

Οι ταινίες του Glenn περιλαμβάνουν ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο,σαν

ξαφνιασμένο πουλί που κάνει τον ηθοποιό να πετάξει,είναι εξαιρετικά εμφανές και

στις 5 του James Bond ταινίες.

Ως συντάκτης του Moonraker,ο Glenn,ήταν υπεύθυνος για τη δημιουργία του

μονταρισμένου τεχνάσματος το οποίο το κάνει να φαίνεται σαν ένα πουλί στην

πλατεία του Αγ. Μάρκου στην Βενετία, δεν μπορεί να πιστέψει στα μάτια του όταν η

γόνδολα του Bond μετατρέπεται σε hovercraft.

Επιπλέον, όλα τα χαρακτηριστικά του

Glenn Bond που πεθαίνει πέφτοντας από

ψηλά,είναι μια σειρά που συνήθως

συνοδεύεται με το ίδιο εφέ ήχου.O Glenn

συχνά ξαναχρησιμοποιούσε ηθοποιούς στις

ταινίες του. Στην αυτοβιογραφία του

δηλώνει ότι ήθελε τον Timothy Dalton στο

Christopher Columbus: The Discovery

αλλά ο Dalton έφυγε από το πρόγραμμα

πριν αρχίσει τα γυρίσματα. Ο Glenn μένει

έκπληκτος στο τέλος των γυρισμάτων του

Licence to Kill όταν ο Dalton δεν ήθελε να

ξαναεμφανηστεί στις ταινίες του.

Michael Apted

Ο Michael Apted ήταν ίσως ένας από τους πιο

απίθανους σκηνοθέτες που προσλήφθηκε για

να κουμαντάρει την παραγωγή του 007. Ποτέ δεν ήταν γνωστός ως σκηνοθέτης της δράσης-

περιπέτειας.Ο ίδιος σε συνέντευξη του έχει δηλώσει: «Έχοντας κατά νου ότι μεγάλωσα στο

Ηνωμένο Βασίλειο, και στη σημαντικότερη κοινωνική επανάσταση της ζωής μου όπου ήταν

ο μεταβαλλόμενος ρόλος των γυναικών στην κοινωνία, ο σκηνοθέτης εξηγεί ότι προσπάθησε

να αποφύγει την κοινοτοπία. Για μια στιγμή ο Apted δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι αυτό

ήταν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που προσέλκυσε τους παραγωγούς Barbara Broccoli και

Michael G. Wilson σε αυτόν.

«Όταν με ρώτησαν αν ήθελα να σκηνοθετήσω την ταινία "The World Is Not Enough",σκέφτηκα

ότι μου έκαναν πλάκα,γιατί να θέλουν εμένα να το κάνω;Αλλά μετά κατάλαβα ότι δεν ήταν

κάποια μεγάλη επιφοίτηση που είχαν,το μόνο που ήθελαν να προσθέσουν περισσότερες

γυναίκες στις ταινίες του Μποντ.»

Αν και η εμπειρία του στη δράση ήταν περιορισμένη όπως παραδέχτηκε στο παρελθόν

βασίστηκε στις συμβουλές και στη καθοδήγηση του δεύτερου σκηνοθέτη και συντονιστή

κασκαντέρ.Ο Apted είχε να δώσει πολλά προνόμια στον Μποντ.

Martin Campbell ‘Casino Royal’

Ο Martin Campbell ξεκινά την ταινία του με μια ασπρόμαυρη εικόνα, που περνά

άμεσα στον θεατή το μήνυμα του παλαιού.

Η εναρκτήρια σκηνή, επίσης, που ο Bond παίρνει τον τίτλο του 00, δεν αφήνει

περιθώρια στο κοινό να θεωρήσει ότι η συγκεκριμένη ταινία ακολουθεί τις

προηγούμενες, παρά κάνει σαφές το γεγονός ότι είναι ένας πρόλογος όλων των

ταινιών που έχουν, μέχρι στιγμής, προβληθεί.Ο χαρακτήρας του Bond αρχίζει να

διαγράφεται και να παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά με τον Bond των επόμενων

ταινιών, που έχουν προηγηθεί χρονικά, αλλά σίγουρα δεν μπορεί να ταυτιστεί,

τουλάχιστον όχι μέχρι να τελειώσει η ταινία, με τον Bond που έχουμε ήδη γνωρίσει.

Στη συγκεκριμένη ταινία, αυτό που ενδιαφέρει είναι ο τρόπος με τον οποίο

διαμορφώθηκε ο χαρακτήρας του πράκτορα 007 κι όχι τόσο η σύλληψη του κακού κι

η απόδοση δικαιοσύνης.

Ο 6ος '007' βρίσκεται στα χέρια του Daniel Craig, η επιλογή του οποίου

δημιούργησε αρκετές αντιδράσεις σε φανατικούς φίλους του δημοφιλούς πράκτορα.

Το «Casino Royale» όμως από τη πρώτη στιγμή δείχνει αποφασισμένο να τζογάρει

πολλά για να κερδίσει την παρτίδα. Μη σας ξεγελάει η αρχική σκηνή σε

ασπρόμαυρο πλάνο... είναι πέρα ως πέρα παραπλανητική, μία σωστή μπλόφα! Το

λιτό, elegant cool ύφος του Bond τελειώνει όταν πέφτει νεκρός ο εχθρός. Αυτό

ήταν! Εδώ κάπου μπορείτε να (απο)χαιρετήσετε τον παλιό James και να

υποδεχθείτε έναν ήρωα άκρως ενδιαφέροντα και σαφώς προσαρμοσμένο στη νέα

εποχή. Ο ψυχροπολεμικός φλεγματικός Βρετανός εξελίσσεται σημαντικά και

εκπλήσσει.

Οι τίτλοι αρχής είναι καλόγουστοι και ευρηματικοί λειτουργώντας ως μία

διακριτική εισαγωγή για ό,τι πρόκειται να επακολουθήσει. Με τον Martin Campbell

να σκηνοθετεί με σχέδιο και ένταση - βασισμένος σε ένα συγκροτημένο σενάριο -

το ρίσκο του διαφορετικού '007' φαίνεται να στηρίζεται περισσότερο σε

μαθηματικές βεβαιότητες παρά στη θεά τύχη. Ο νέος Bond είναι ανθρώπινος, κάθε

άλλο παρά αψεγάδιαστος, δεν έχει σχέση εξάρτησης με τα gudjets, εξακολουθεί να

διαθέτει στυλ, γοητεία χωρίς να του είναι όμως και δύσκολο να τα ξεχάσει όλα με

συνοπτικές διαδικασίες. Το μπλαζέ υφάκι που δε σπάει ποτέ απλώς ξεχάστε το. Το

μαρτίνι, αν έχει νεύρα, μπορεί να συνοδευτεί από ένα ξερό 'I don't give a damn!'.

Αλλά το πλέον εντυπωσιακό είναι πως ο 'νεογέννητος' James μπορεί να αγαπά ως

θνητός και όχι σαν το απόλυτο ερωτικό εγχειρίδιο για καταξιωμένους Δον Ζουάν.

Η τάση για αληθοφάνεια στο «Casino Royale» κάθε άλλο παρά υποθάλπει τη

δράση, τη πλοκή ή το ενδιαφέρον. Οι χαρακτήρες, σε συνάρτηση πάντα με τις

απαιτήσεις μίας περιπέτειας, έχουν παραδόξως εξέχοντα ρόλο. Τα υπερ-όπλα που

είναι ικανά να αφανίσουν όλο το σύμπαν και οι 'κακοί' που διαθέτουν σχεδόν

υπερφυσικές δυνάμεις δεν έχουν θέση εδώ. Τα πάντα είναι πιο γήινα.

Ο νέος Bond μπορεί να διαφέρει από τους προκατόχους του και να μην τρέφει την

επιστημονική φαντασία - γεγονός που μπορεί να αποτελεί μειονέκτημα για κάποιους

- στην εποχή όμως των πολλών και διαφόρων ημίαιμων υπερπρακτόρων ο

πρωτοπόρος οφείλει να διαφέρει και να καταδεικνύει τη διαφορά που του πρέπει

από τους υπόλοιπους.

Marc Forster ‘Quantum of Solace’(Από συνέντευξη)

Όταν σκηνοθετείς μια ταινία Μποντ, καλείσαι να κινηθείς μέσα σε ένα συγκεκριμένο

πλαίσιο. Είναι πολλά τα στοιχεία του 007 που δεν μπορείς να αγνοήσεις: ο Μποντ, τα

κορίτσια, τα αυτοκίνητα, η ιστορία και τα εκατομμύρια των οπαδών της. Μου άρεσε

που έπρεπε να βρω ένα δημιουργικό τρόπο για να διηγηθώ την ιστορία μέσα στο

συγκεκριμένο πλαίσιο και αυτή ακριβώς η πρόκληση ήταν που με κέρδισε.Πιστεύω

ότι οι πρώτες ταινίες του Μποντ τη δεκαετία του '60 ήταν μπροστά από την εποχή

τους, και από εκεί άντλησα την έμπνευσή μου: αισθάνθηκα ότι υπήρχε χώρος να

δημιουργήσουμε ένα νέο στυλ για τις ταινίες Μποντ.Σε ψυχολογικό επίπεδο, ο

Ντάνιελ Κρεγκ δημιούργησε έναν ρεαλιστικό Μποντ. Δεν είναι πια ένας

απρόσβλητος ήρωας, έχει αδυναμίες. Είναι ευάλωτος και η συναισθηματική του

πολυπλοκότητα τον κάνει ανθρώπινο.

Το σημαντικό στη δράση είναι να διηγείται μια ιστορία: η δράση για τη δράση δεν

έχει κανένα ενδιαφέρον και δεν συνεισφέρει σε τίποτα.

Οι εξωτικές τοποθεσίες είναι σήμα κατατεθέν των ταινιών Τζέιμς Μποντ, όμως

σήμερα είναι δύσκολο να βρεις τέτοιες μέρη γιατί τα στάνταρντ έχουν ανέβει και ο

κόσμος έχει γίνει μικρότερος. Επιπλέον χρειαζόμασταν τοπία που θα αντανακλούσαν

την ψυχολογική κατάσταση του Μποντ. Έτσι ένας από τους λόγους που επέλεξα την

έρημο ήταν γιατί αντιπροσωπεύει τη μοναξιά, δηλαδή την κατάσταση του

Μποντ.Κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, ο κινηματογράφος παρουσίαζε

ξεκάθαρα το καλό και το κακό. Σήμερα όμως ο διαχωρισμός δεν είναι ξεκάθαρος.

Δεν ξέρουμε πια ποιοι είναι οι κακοί, ο Μποντ μπορεί να έχει επίσης στοιχεία

κακού.Το κεντρικό θέμα του 'Quantum of Solace' είναι η εμπιστοσύνη. Και η

εμπιστοσύνη έχει διάφορες αποχρώσεις. Ποιον εμπιστευόμαστε πραγματικά? Τον

εαυτό μας? Τους άλλους? Όλοι έχουμε ζήτημα με την εμπιστοσύνη, γιατί όλοι σε

κάποια στιγμή της ζωής μας έχουμε προδοθεί.

Sam Mendes ‘Skyfall’

Ο Σαμ Μέντες σκοτώνει και ταυτόχρονα δίνει το φιλί της ζωής στο μύθο του Τζέιμς Μποντ

με την 23η και ίσως καλύτερη ταινία της σειράς.Η φιλοσοφία που ακολουθεί ο Mendes είναι

από τη μία πλευρά ο σεβασμός στην παράδοση του ήρωα και στις προηγούμενες ταινίες, και

από την άλλη η αποκάλυψη μιας πλευράς του James Bond που απέχει πολύ από την ηρωϊκή,

αψεγάδιαστη και ατσαλάκωτη προσωπικότητά του. Μάλιστα, δε διστάζει να τον παρουσιάσει

απολύτως ανίκανο για δράση, ανήμπορο ακόμη και να σημαδέψει σωστά το στόχο του και σε

φυσική κατάσταση που διόλου του επιτρέπει να υπηρετήσει την πατρίδα και το Στέμμα –

ούτε καν στοιχειωδώς!

Παρ’ όλα αυτά, όμως, τον βάζει σε ένα παιχνίδι γάτας και ποντικιού με την αινιγματική

φιγούρα ενός κακού που είναι οπαδός της άποψης ότι η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που

τρώγεται κρύο. Στο παιχνίδι μπαίνει και το αφεντικό του James Bond, η Μ, κάτι σαν μητρική

φιγούρα γι' αυτόν. Αποτελεί το μήλον της έριδος, η πραγματική πρωταγωνίστρια αυτής της

ταινίας, οι αμαρτίες της οποίας από το παρελθόν, της χτυπάνε την πόρτα επιτακτικά και αυτή

τη φορά είναι αδύνατον να τις αγνοήσει.Η ταινία ξεκινάει με ένα ανελέητο κυνηγητό στην

Κωνσταντινούπολη, μια εκπληκτική εισαγωγή περιπέτειας που κόβει την ανάσα και δίνει τη

θέση της στους πιο γοτθικούς και σκοτεινούς τίτλους αρχής που είχε ποτέ ταινία James Bond.

Ο ίδιος ο Φλέμινγκ θεωρούσε ότι ένας ήρωας είναι τόσο ενδιαφέρον όσο οι αντίπαλοι που

καλείται να αντιμετωπίσει και ότι η νίκη του Καλού είναι πιο ουσιαστική,όταν ο πρεσβευτής

του Κακού είναι ισχυρότερος.

Και παρόλο που σε κάθε ταινία αποτυγχάνουν να εξοντώσουν τον Βρετανό υπερ-

πράκτορα,πολλοί από τους «κακούς» στις ιστορίες του Μποντ συγκαταλέγονται στις πιο

σατανικές φιγούρες του σύγχρονου κινηματογράφου.Οι «κακοί» με τους οποίους έρχεται

αντιμέτωπος ο Τζέιμς Μποντ είναι συνήθως δισεκατομμυριούχοι,μεγαλοεπιχειρηματίες,

λαθρέμποροι,διεφθαρμένοι πολιτικοί και επιστήμονες.Όλοι μεγαλομανείς και,συχνά,

ψυχοπαθείς.Και κυρίως: όλοι διαθέτουν και τους πόρους, και τους συμμάχους, και την

τεχνολογία για να πετύχουν τον στόχο τους.

Σύμφωνα με τους Times του Λονδίνου,ο πιο «κακός» από τους αντιπάλους του Τζέιμς

Μποντ είναι ο Ερνστ Σταύρο Μπλόφελντ – ένας χαρακτήρας που εμφανίζεται σε έξι ταινίες

(Από τη Ρωσία με Αγάπη, Επιχείρηση Κεραυνός, Ζεις Μονάχα Δυο Φορές, Στην Υπηρεσία της

Αυτού Μεγαλειότητος, Τα Διαμάντια Είναι Παντοτινά και Για τα Μάτια σου Μόνο)και τον

οποίο έχουν υποδυθεί διάφροι ηθοποιοί,μεταξύ των οποίων ο Ντόναλντ Πλίζενς, ο Τέλι

Σαβάλας και ο Τσαρλς Γκρέι.

Ιδρυτής και αρχηγός της εγκληματικής οργάνωσης άνωσης SPECTRE, o Mπλόφελντ

αποδεικνύεται ο πιο επίμονος εχθρός του Μποντ και πραγματικός χαμαιλέων,αλλάζοντας

μονίμως πρόσωπο και ιδιότητες.Σήμα κατατεθέν του είναι η περσική άσπρη γάτα που έχει

μαζί του στις περισσότερες σκηνές.Μολονότι στις ταινίες του Μποντ δεν δίνονται

πληροφορίες για το βιογραφικό του Μπλόφελντ,ο Φλέμινγκ αναφέρει στο βιβίο του

Επιχείρηση Κεραυνος ότι γεννήθηκε στις 28 Μαίου του 1908 (ημερομηνία γέννησης του ίδιου

του Φλέμινγκ),από πατέρα Πολωνό και μητέρα Ελληνίδα!

Οι Times αποδεικνύουν ως δεύτερο πιο σατανικό αντίπαλο του Μποντ τον Ώρικ

τον Χρυσοδάκτυλο,από την ομώνυμη ταινία του 1964. Λέγεται ότι ο Φλέμινγκ ονόμασε έτσι

τον χαρακτήρα από τον αρχιτέκτονα Έρνο Γκολντφινγκερ,το σπίτι του οποίου βρισκόταν

δίπλα σε εκείνο του Φλέμινγκ στο Χάμπστεντ.

Στην ταινία Τζέιμς Μποντ εναντίον Χρυσοδάκτυλου ,τον

Χρυσοδάκτυλο υποδύθηκε ο Γκερτ Φρέμπε, με την

φωνή όμως του Μάικλ Κόλινς.Μάλιστα, εξαιτίας του

Φρέμπε η συγκεκριμένη ταινία απαγορεύτηκε στο

Ισραή,όταν έγινε γνωστό ότι ο ηθοποιός ήταν μέλος των

Ναζί τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο…

Το 2003, το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου

κατέταξε τον Ώρικ τον Χρυσοδάκτυλο στην 49η θέση

της λίστας με τους πιο επιτυχημένους «κακούς» τα

τελευτία 100 χρόνια του κινηματογράφου.

Στην Τρίτη θέση των κακών αντιπάλων του Μποντ,οι

Times κατατάσσουν τον Όντζομπ, τον σωματοφύλακα

του Χρυσοδάκτυλου, τον οποίο υποδύθηκε στην ταινία ο αργυρός Ολυμπιονίκης της άρσης

βαρών,Χάρολντ Σακάτα.Παρά το γεγονός ότι υπερτερούσε σε σωματικά προσόντα - ως

σωματοφύλακας – σε σχέση με τον Τζέιμς Μποντ,αποδείχτηκε πολύ «λίγος» μπροστά στα

τεχνάσματα του πανούργου 007 και πέθανε από ηλεκτροπληξία στα υπόγεια του Φορτ Νοξ.

Τις ψηλές θέσεις στη λίστα των Times με τους καλύτερους «κακούς» στις ταινίες του Μποντ

συμπληρώνουν οι:

Δρ. Τζούλιους Νο: ο πρώτος διδάξας. Τον «τρελό» πυρηνικό επιστήμονα με τα

μεταλλικά χέρια και το ναπολεόντειο σύνδρομο,υποδύθηκε ο ηθοποιός του θεάτρου

Τζόζεφ Γουάιζμαν.

Φρανσίσκο Σκαραμάνγκα: ο «άνθρωπος με το χρυσό πιστόλι».Τον διαβολικό

πληρωμένο δολοφόνο και πράκτορα της Κα Γκε Μπ υποδύθηκε ο Κρίστοφερ Λι –

ένας ηθοποιός με προϋπηρεσία στις ταινίες τρόμου, που συνέδεσε το όνομά του με

τον Δράκουλα. Ο Λι ήταν ξάδερφος του Ίαν Φλέμινγκ και λέγεται ότι υπήρξε η

πρώτη επιλογή του συγγραφέα για να υποδυθεί τον χαρακτήρα του Δρ. Νο.

Οι φήμες λένε ότι,λίγο πριν γράψει το βιβλίο Ο Άνθρωπος με το Χρυσό Πιστόλι, ο

Φλέμινγκ ζήτησε από έναν Έλληνα που λεγόταν Πέτρος Σκαραμαγκάς και τον οποίο

είχε γνωρίσει στην Ύδρα την άδεια να χρησιμοποιήσει το όνομά του στο νέο του

βιβλίο.Ωστόσο, κάποια δημοσιεύματα θέλουν τον «κακό» Σκαραμάνγκα να παίρνει

το όνομά του από ένανς συμφοιτητή του Φλέμινγκ στο Ίτον, τον Τζορτζ Αμπρόουζ

Σκαραμάνγκ, με τον οποίο έιχε ανταγωνιστική σχέση.Λέγεται, μάλιστ ότι ο Πέτρος

Σκαραμαγκα΄ς ήταν μακρινός συγγενής του περιβόητου συμφοιτητή

Ο Φρανσίσκο Σκαραμάνγκα συμπεριλήφθηκε στην λίστα των 11 κορυφαίων

κινηματογραφικών εκτελεστών με το καλύτερο στιλ.

Ο «Σαγόνιας»: ο μόνος μπράβος που εμφανίζεται σε δύο ταινίες του Μποντ ( Η

Κατάσκοπος που με Αγάπησε και Επιχείρηση Μουνρέικερ).Το εντυπωσιακό

παρουσιαστικό του ηθοποιού Ρίτσαρντ Κίελ που τον υποδύθηκε (με ύψος 2,30!), σε

συνδυασμό με την ατσάλινη οδοντοστοιχία που έφερε ο χαρακτήρας, υπήρξαν

καθοριστικά για τη δημιουργία μιας τρομακτικής φιγούρας, σχεδόν καρτουνίστικης,

που ξεστόμισε μόνο μια ατάκα κατά την διάρκεια και των δύο ταινίων!

Επιπλέον,ένας από τους πιο

αξιομνημόνευτους «κακούς» είναι για

πολλούς και ο Εμίλιο Λάργκο,ο Νο 2 της

άργκο,ο Νο 2 της SPECTRE, ο οποίος

εμφανίζεται στο Επιχείρηση Κεραυνός :

λάτρης της πολυτέλειας, αλαζόνας,

ανελέητος με απολυταρχικές τάσεις και

χωρίς ίχνος ηθικής, ο Λάργκο υπήρξε ένας

από τους σκληρότερους αντιπάλους του

Μποντ.

Στην πρώτη ταινία του 1965,τον Εμίλιο

Λάργκο υποδύθηκε ο ηθοποιός Αντόλφο

Τσέλι.Στο ριμέικ του 1983 (Ποτέ μην Πεις

Ποτέ), ο «κακός» εμφανιζόταν ως

«Μαξιμίλιαν Λάργκο» και τον υποδύθηκε ο

Αυστριακός ηθοποιός Κλάους Μαρία

Μπραντάουερ, ο οπποίος θεωρείται ότι απογείως τον ρόλο, προσθέτοντάς του βάθος και

δίνοντας ένα πραγματικό ρεσιτάλ διαστροφής.

Υπολογίσιμοι αντίπαλοι που καθήλωσαν το κοινό υπήρξαν και οι Χιούγκο Ντραξ

(Επιχείρηση Μουνρέικερ), Μαξ Ζόριν (Επιχείρηση Κινούμενος Στόχος),Φραντζ Σάντσεζ

(Προσωπική Εκδίκηση), Έλιοτ Κάρβερ (Το Αύριο Ποτέ δεν Πεθαίνει) Λε Σιρφ (Casino

Royale) και Χαβιέ Μπαρδέμ (Skyfall)

Ο Τζέιμς Μποντ υπήρξε ο πρώτος ήρωας της εποχής της τεχνολογίας.Δεν είναι τυχαίο,

άλλωστς,το ότι οι ταινίες και τα βιβλία του 007 στάθηκαν πολλές φορές προφητικά ως προς

την τεχνολογία που παρουσίαζαν – από την πιο εξειδηκευμένη έως την πιο απλή: στον κόσμο

του Τζέιμς Μποντ,μια κάμερα μπορεί να είναι και μαγνητόφωνο,ένα κινητό τηλέφωνο μπορεί

να οδηγεί ένα αυτοκίνητο,ένα τσιγάρο μπορεί να σκοτώσει τον αντίπαλο μέσα σε

δευτερόλεπτα.Γι’αυτό και τα υπερσύχρονα αυτοκίνητα και γκάτζετ του Κιου που περνούν

από τα χέρια του δεν αποτελούν τίποτε άλλο,παρά απλά μέσα για να εκτελέσει με επιτυχία

την αποστολή του.

Τα Αυτοκίνητα

Ο υπερ-πράκτορας της Μ16 έχει οδηγήσει

πιθανότατα τα περισσότερα και πιο εντυπωσιακά

αυτοκίνητα από οποιονδήποτε άλλο χαρακτήρα του

κινηματογράφου – πάντα με αξεπέραστο στιλ.Τα

αλεξίσφαιρα τζάμια,οι εκτινασσόμενες θέσεις,οι

ηλεκτρονικοί υπολογιστές και οι ρουκέτες που ο

Κιου εγκαθιστούσε στα αυτοκίνητα έκαναν τις

βόλτες του 007 ακόμα πιο ενδιαφέρουσες.

Πρεμιέρα στην εντυπωσιακή λίστα των «τροψών»

έκανε το 1962 το γαλάζιο Sunbean Alpine-V, το

οποίο ο Μποντ οδηγεί με ιλλιγγιώδη ταχύτητα κατά

τη διάρκεια μιας καταδίωξης στα βουνά από τους

μπράβους του Δρ.Νο.

Ωστόσο, το σήμα κατατεθέν του υπήρξε η

εντυπωσιακή Aston Martin DB5,στην ταινία του

1963 Τζέιμς Μποντ εναντίον Χρυσοδάκτυλου.

Εφοδιασμένο με αλεξίσφαιρα τζάμια,

εκτινασσόμενο κάθισμα , πυροβόλα στα φτερά και

εκτοξευτήρες λαδιού και καπνού, το συγκεκριμένο

αυτοκίνητο ολοκληρώνει τον χαρακτήρα του 007.

Η συγκεκριμένη μάρκα συνδέθηκε άρρηκτα με

τον Τζέιμς Μποντ,καθώς τα αυτοκίνητα της

οδήγησε και σε επόμενες ταινίες:Επιχείρηση

Κεραυνός (Αston Martin DB5),Στην Υπηρεσία της

Αυτού Μεγαλειότητος (Αston Martin DBS),Με το

Δάκτυλο στην Σκανδάλη (Aston Martin V8 Vantage

Volante),Επιχείρηση Χρυσά Μάτια (Αston Martin DB5),Πέθανε Μια Άλλη Μέρα (Αston

Martin V12 Vanquish),Casino royale (Αston Martin V12, Αston Martin DB5),Quantum of

Solace (Αston Martin DBS V12) και Skyfalla (Aston Martin DB5).

Kατά την περίοδο των γυρισμάτων του Quantum of Solace , έκανε τον γύρο του κόσμου η

είδηση ότι η Αston Martin έκανε βουτία στη λίμνη

Γκάρντα της Ιταλίας,όταν ο ελληνικής καταγωγής

κασκαντέρ που την οδηγούσε έχασε τον έλεχγο λόγω της

δυνατής βροχής και των επικίνδυνων στροφών που είχε η

περιοχή.Ανάμεσα στα γρήγορα αυτοκίνητα που οδήγησε

περισσότερες από μία φορές ο 007 περιλαμβάνονται και

τα:

Lotus: Στην ταινία Η Κατάσκοπος που με Αγάπησε, ο

Ρότζερ Μουρ οδηγεί μια Lotus Esprit S1, η οποία

διαθέτει ενσωματωμένους πυραύλους εδάφους-

αέρος,τορπίλες και ένα υπερ-εξελιγμένο σύστημα

επικοινωνίας.Παρόλ’ αυτά, η πιο εντυπωσιακή ιδιότητα

του ήταν η ικανότητα μετατροπής του σε υποβρύχιο.Η

δεύτερη ταινία,στην οποία ο Μποντ εμφανίστηκε να

οδηγεί μία Lotus Esprit,Turbo αυτή τη φορά, ήταν το Για

τα Μάτια σου Μόνο.

Ford: Η μάρκα αυτή εμφανίστηκε σε πολλές ταινίες του 007,συνήθως όμως ως το

αυτοκίνητο των «κακών» και των συνεργατών τους.Ο ίδιος ο Τζέιμς Μποντ το οδήγησε στις

ταινίες: Τα Διαμάντια Είναι Παντοτινά (Ford Galaxie 500 sedan), Επιχείρηση Κινούμενος

Στόχος (Ford LTD), Προσωπική Εκδίκηση (Lincoln Mark VII LSC), Πέθανε Μια Άλλη Μέρα

(Ford Fairlane) και Casino Royale (Ford Monteo).

BMW: Το γερμανικής κατασκευής αυτοκίνητο εμφανίζεται στις νεότερες ταινίες του Μποντ,

με τον Πιρς Μπρόσναν στο τιμόνι.Στην ταινία Επιχείρηση Χρυσά Μάτια,ο Μποντ οδηγεί μια

BMW Z3,η οποία διαθέτει ένα εξελιγμένο σύστημα GPS,ενώ στο Το Αύριο Ποτέ δεν

Πεθαίνει οδηγεί μια BMW 750iL.Τέλος στην ταινία Πέθανε Μια Άλλη Μέρα,ο Μποντ

εμφανίζεται να οδηγεί μία BMW Z8.

Μεταξύ άλλων,αυτοκίνητα που έχουν παρελάσει στις ταινίες του Μποντ έχοντας ως οδηγούς

άλλος χαρακτήρες, είναι η Rolls Royce, η Bentley,η Jaguar,η Maserati,η Alfa Romeo Toyota

και η Μercedes-Benz.

Ρολόγια…

Βέσπερ Λίντ: Ξέρεις τώρα…τύποι σαν εσένα με ωραίο χαμόγελο και ακριβά ρολόγια…Rolex;

Μποντ:Omega!(CasinoRoyale,2006)

Πέρα από ένα αξεσουάρ ενισχυτικό του στιλ και της κλάσης

του Τζέιμς Μποντ, τα ρολόγια αποτέλεσαν κατά καιρούς και

πολύ αποτελεσματικά γκάτζετ, που έδιναν σωτήριες λύσεις

στις δύσκολες στιγμές των αποστολών.

Από τότε που ο Σον Κόνερι έδωσε ζωή στον πράκτορα 007,

τα Rolex τον συνοδεύουν σε περισσότερες

από τις μισές του περιπέτειες. Σχεδιασμένο με

τη βοήθεια κορυφαίων δυτών, βάσει των

προδιαγραφών που απαιτούνταν για τα

θαλάσσια σπορ, το Rolex Submariner

φορέθηκε από τον Σον Κόνερι, τον Τζορτζ

Λέιζενμπι, τον Ρότζερ Μουρ και τον Τίμοθι

Ντάλτον. Ωστόσο, ο Ρότζερ Μουρ ήταν ο

μόνος ηθοποιός πrου, πέρα από το Rolex,

φόρεσε σε πέντε ταινίες του ένα ρολόι Seiko.

Όταν ο Πιρς Μπρόσναν είχε αναλάβει πλέον τον ρόλο του Μποντ, έκανε την εμφάνισή του

στη μεγάλη οθόνη το Omega Seamaster.

Στο Casino Royale, ο Ντάνιελ Κρεγκ εμφανίζεται να φοράει το Omega Seamaster

Professional, σημαίνοντας έτσι την έναρξη της εκστρατείας προώθησης του νέου μοντέλου

της Omega.

Στο σύνολο 23 ταινιών, ο Τζέιμς Μποντ φόρεσε σε 11 από αυτές Rolex, σε 5 Seiko και σε

άλλες 6 Omega.

Πέρα, όμως, από τις διαφημιστικές σκοπιμότητες που τα ρολόγια που φόρεσε ο 007 δεν ήταν

πάντα «απλά ρολόγια». Στην ταινία Ζήσε και Άσε τους Άλλους να Πεθάνουν, ο Κιου

εφοδιάζει τον Μποντ με ένα ηλεκτρομαγνητικό Rolex, το οποίο είναι ικανό να εκτρέψει μέχρι

και την πορεία μιας σφαίρας, ενώ διαθέτει και ηλεκτρονικό πριόνι, με το οποίο ο Μποντ

κόβει τα δεσμά του και ξεφεύγει από τους «κακούς».

Για παράδειγμα, στην ταινία Επιχείρηση Οκταπούσι, ο Κιου κατασκευάζει ένα ρολόι LCD,

εφοδιασμένο με οθόνη υγρών κρυστάλλων και με δείκτη εικόνας. Ο Μποντ το χρησιμοποιεί

για να δραπετεύσει από το παλάτι του «κακού» Καμάλ Καν.

Το ρολόι του Μποντ στο Το Αύριο Ποτέ δεν Πεθαίνει λειτουργεί και ως πυροκροτητής εξ

αποστάσεως, ενώ στο Επιχείρηση Χρυσά Μάτια το ρολόι του έχει τη δυνατότητα να κόψει

μεταλλικές επιφάνειες με ακτίνες λέιζερ. Αργότερα, ο 007 χρησιμοποιεί το ίδιο ρολόι για να

οπλίσει και να εφοπλίσει μαγνητικές νάρκες.

Τα «μαγικά δώρα» του Κιου

Ο εξοπλισμός με τον οποίο ο «μάγος» Κιου προμηθεύει τον Μποντ υπήρξε σχετικά

περιορισμένος στα βιβλία σε σχέση με τις κινηματογραφικές τους μεταφορές. Παρόλο που

ακόμα και στις πρώτες ταινίες του 007 είναι αξιοπρόσεκτη η περιορισμένη χρήση υπερ-

προηγμένων συσκευών, δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να αντιληφθούν οι παραγωγοί τη

δύναμή τους πάνω στο κοινό. Ως αποτέλεσμα, από την ταινία Τζέιμς Μποντ Χρυσοδάκτυλου

(1964) και εξής, τα γκάτζετ άρχισαν να γίνονται περισσότερα και πιο εξωτικά, καθιστώντας

πλέον δεδομένη σε κάθε ταινία τη σκηνή όπου ο Κιου τα παρουσιάζει και εξηγεί τη χρήση

τους στον Μποντ.

Ωστόσο λέγεται ότι, κάποια στιγμή, η παραγωγή των ταινιών έφτασε στο άλλο άκρο, με

αποκορύφωμα την ταινία Επιχείρηση Μουνρέικερ, όπου τα ίδια τα γκάτζετ είχαν πλέον

μετατραπεί σε πρωταγωνιστή, προκαλώντας την αντίδραση των θαυμαστών του 007. Από

τότε, έγινε εμφανής προσπάθεια να κρατηθεί μια ισορροπία.

Παρόλα αυτά, σε κάθε ταινία, οι κατασκευές

του Κιου – κραυγαλέες ή μη – ξεπερνούν

κάθε φαντασία: ραδιενεργά χάπια

ανίχνευσης, αναπτήρες φλογοβόλα,

μανικετόκουμπα που περιέχουν δηλητήριο,

στιλό που εκτοξεύουν δηλητηριώδη βέλη ή

αποτελούν μίνι βόμβες, τσιπάκια εντοπισμού

που εμφυτεύονται στο δέρμα κ.λπ.

Ειδικότερα, από τα καλύτερα γκάτζετ που

χρησιμοποίησε ποτέ ο Τζέιμς Μποντ

θεωρείται η περιβόητη βαλίτσα διπλωμάτη

στην ταινία Από τη Ρωσία με Αγάπη – το

πρώτο πραγματικό γκάτζετ σε ταινία του

007.Η βαλίτσα αυτή ήταν οτιδήποτε άλλο

παρά αποθηκευτική,ενώ σε περίπτωση που έπεφτε σε λάθος χέρια και άνοιγε με μη

ενδεδειγμένο τρόπο,μετατρεπόταν αυτόματα σε βόμβα.Αίσθηση προκάλεσε και το μίνι

αεριωθούμενο που κτασκεύσε ο Κιου στο Επιχείρηση Κεραυνός ,το οποίο μπορούσε να

φορεθεί στην πλάτη και να πετάξει για 4 λεπτά σε ύψος 200 μέτρων,εξασφαλίζοντας στον

Μποντ έναν εύκολο τρόπο διαφυγής αν τα έβρισκε σκούρα.

Σε εντελώς διαφορετικό επίπεδο, τα

τεχνητά δακτυλικά αποτυπώματα

βοηθούν τον Μποντ να κερδίσει την

εμπιστοσύνη της Τίφανι Κέις, στην

ταινία Τα Διαμάντια Είναι Παντοτινά.

Εφαρμόζοντας στον δείκτη του μία

ειδικά κατασκευασμένη μεμβράνη, ο

Μποντ αφήνει σε ένα ποτήρι ένα

ψεύτικο δακτυλικό αποτύπωμα,

γνωρίζοντας ότι η πανέξυπνη Τίφανη θα

το ανέλυε για διαπιστώσει την ταυτότητά

του.

Και ενώ στο Επιχείρηση Οκταπούσι

αποδεικνύεται σωτήρια για τον Μποντ

μία πένα Montblanc,η οποία αντί για

μελάνι περιέχει μείγμα υδροχλωρικού

και νιτρικού οξέος και με την οποία

κόβει τα σίδερα στο παλάτι του Καμάλ

Καν,στην ταινία Ο Κόσμος δεν Είναι

Αρκετός ο 007 χρησιμοποιεί ένα ζευγάρι

γυαλιά με ακτίνες Χ για να ελέγξει,εάν

οι θαμώνες στο καζίνο του Βαλεντίν

Ζουκόφσκι φέρουν όπλα.Και φυσικά, από την ταινία Επιχείρηση Μουνρέικερ όπου τα γκάτζετ

έιχαν την τιμητική τους,αξιομνημόνευτο είναι το φορητό (δεμένο στον καρπό) όπλο που

χρησιμοποιούσε συμπιεσμένο αέριο για να εκτοξεύει δηλητηριώδη βέλη με κυάνιο.

Βότκα-Μαρτίνι

Κτυπημένο,Όχι Ανακατεμένο

Η συγκεκριμένη ατάκα είναι ίσως η δεύτερη πιο διάσημη φράση,μετά το περίφημο «My name

is Bond,James Bond!»,και δίνει την περιγραφή του πώς προτιμά το ποτό του.Η φράση

πρωτοεμφανίστηκε το 1965 στο βιβλίο Τα

Διαμάντια Είναι Παντοτινά,αν και ο ίδιος ο

λογοτεχνικός Μποντ παρουσιάζεται να τη λέει στο

βιβλίο Τζέιμς Μποντ εναντίον Δόκτορος Νο του

1958.

Ο πρώτος κινηματογραφικός Μποντ που τη

χρησιμοποίησε ήταν ο Σον Κόνερι το 1964,στην

ταινία Τζέιμς Μποντ εναντίον Χρυσοδάκτυλου.

Παρόλα αυτά,ο πρώτος κινηματογραφικός

χαρακτήρας που πρόφερε τις λέξεις αυτές ήταν ο

«κακός» Δρ. Νο στην ομώνυμη τανία του

1962,προσφέροντας εκείνος το ποτό στον

Μποντ.Από τότε,ο Τζέιμς Μποντ εμφανίστηκε σε

πολλές ταινίες να ζητά το μαρτίνι του δίνοντας τη

συγκεκριμένη οδηγία. Αξιοπρόσεκτες εξαιρέσεις

ήταν,αφ’ενός, η ταινία Ζείς Μονάχα Δυο Φορές

όπου το μαρτίνι προσφέρεται στον Μποντ

«ανακατεμένο,όχι κτυπημένο» («stirred,not

shaken») και αφ’ ετέρου, το Casino Royale ,όπου η

απάντηση του Μποντ στην ερώτηση πώς προτιμά

το ποτό του είναι: «Σου φαίνεται ότι δίνω δεκάρα;» («Does it look like I give a damn?»).

Ένας από τους βιογράφους του Ίαν Φλέμινγκ,ο Άντριου Λίσετ,υποστήριξε ότι ο Φλέμινγκ

ήταν εκείνος που έπινε το μαρτίνι «κτυπημένο, όχι ανακατεμένο»,καθώς πίστευε ότι το

ανακάτεμα αλλοίωνε τη γευση του.Πρόσθεσε,όμως,ότι ο Φλέμινγκ προτιμούσε τζιν και

βερμούτ για το μαρτίνι του,αντί για τα βότακ που προτιμούσε ο Μποντ.

Η Μουσική και τα Τραγούδια των Ταινιών

Η μουσική των ταινιών του Τζέιμς Μποντ είναι ίσως από τις πιο αναγνωρίσιμες στον

παγκόσμιο κινηματογράφο,γι’ αυτό και έχει λειτουργήσει πολλές φορές ως πρότυπο για

άλλες κατασκοπευτικές τανίες δράσης.Στις περισσότερες ταινίες του πράκτορα 007

(11συνολικά),το σάουντρακ έχει συνθέσει ο

Τζον Μπέρι – αν και στην πρώτη ταινία,

Τζέιμς Μποντ εναντίον Δόκτορος Νο,τη

μουσική έγραψε ο Μόντι Νόρμαν.Κι ενώ

κατά καιρούς,υπήρξαν κάποιες εξαιρέσεις

στην ανάληψη της σύνθεσης της μουσικής

των ταινίων (π.χ Μάικλ Κέιμαν στο

Προσωπική Εκδίκηση, Μπιλ Κόντι στο Για

τα Μάτια σου Μόνο κ.λπ.),σε όλες τις ταινίες

που γυρίστηκαν από το 1997 έως και το

2008 η μουσική ανήκει στον Ντέιβιντ

Άρνολντ.

Με την πάροδο των χρόνων,πολλοί σταρ της

εκάστοτε εποχής κλήθηκαν να ερμηνεύσουν

τα τραγούδια των τίτλων – άλλες φορές με

μεγάλη επιτυχία και άλλες με μάλλον απογοητευικά αποτελέσματα.Ένα από τα διασημότερα

τραγούδια του Τζέιμς Μποντ είναι αναμφισβήτητα το Diamonds Are Forever, που ερμήνευσε

η Σίρλεϊ Μπάσεϊ το 1971.Η ίδια τραγουδίστρια ερμήνευσε και τα τραγούδια

Goldfinger(1964) και Moonraker (1979),με το τελευταίο να θεωρέιται ως ένα από τα

χειρότερα τραγούδια της σειράς.

Άλλα τραγούδια του Τζέιμς Μποντ που γνώρισαν επιτυχία

ήταν το Thunderball (1965) με τον «μεγάλο» Τομ

Τζόουνς,το For your Eyes Only (1981) με τη Σίνα Ίστον,το

GoldenEye (1995) με την αειθαλή Τίνα Τέρνερ,το The

World is Not Enough (1999) με τους Garbage,αλλά και το

Die Another Day (2002) με την Μαντόνα.

Μεταξύ άλλων,τραγούδια του Τζέιμς Μποντ έχουν

ερμηνεύσει οι: Νάνσι Σινάντρα (You Only Live Twice –

1967),Λούις Άρμστρονγκ (We Have All The Time in the

World – 1969),Πολ Μακ Κάρτνεϊ και Wings (Live and Let

Die – 1973),Duran Duran (A View to A Kill – 1985) και Α-

ha (The Living Daylights – 1987).

Στην ταινία Quantum of Solace (2008),το τραγούδι των

τίτλων κλήθηκαν να ερμηνεύσουν η δημοφιλής

Αμερικανίδα τραγουδίστρια Αλίσια Κιζ και ο Τζακ Ουάιτ.

Τέλος έχουμε τo τραγούδι Skyfall που ερμηνεύει η

Αντέλ για την ομώνυμη και 23η ταινία του Τζέιμς

Μποντ που ηχογραφήθηκε από 77μελή ορχήστρα

στα διάσημα στούντιο Abbey Road στο Λονδίνο, ενώ

οι επιρροές από παλαιότερα τραγούδια όπως το

Diamonds are for Ever της Shirley Bassey είναι

εμφανείς.

Η ίδια η Αντέλ έχει δηλώσει «Όλη η διαδικασία ήταν

πολύ ανάλαφρη και συναρπαστική. Θα χτενίζω τα

μαλλιά μου όταν θα είμαι 60 και θα λέω «ήμουν κι εγώ

ένα από τα κορίτσια του Τζέιμς Μποντ».

Είχε προταθεί για πέντε Όσκαρ και κέρδισε δύο, αυτά του καλύτερου τραγουδιού («Skyfall»

- Adele) και του ηχητικού μοντάζ. Επίσης βραβεύτηκε με τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερου

Τραγουδιού.

~·~

Ό,τι χρειάζεσαι όλο κι όλο για μια ταινία, είναι ένα όπλο

κι ένα κορίτσι.

Jean-Luc Godard,γ. 1930,Γάλλος σκηνοθέτης