ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ? ΣΥΛΛΟΓΟ* ΡΑίΝΑ$$0$ rWKA^O* · ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ?...

163
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ? ΣΥΛΛΟΓΟ* ΡΑίΝΑ$$0$ rWKA^O* ΦΙΛΟΛΟΠΚΟΚ ΓΚΝΟΛΙΚΟΝ ΚΑΤΑ ΤΙ>ΙΜΗΚΙΑΝ <ΚΛΙΛΟΜ<ΝΟΚ ΤΟΜΟ* Ιθ'. ΑΚ 1 < ΙΑΝΟΥ ANOt-ΜΑΝΊΟ* 1»77> ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Κ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ....... Το δλγος από απόψεως ψυχολογίας καί φαινομενολογίας (Μελέτη) Β. ΛΑΖΑΝΑ. .Τιβοόλλοο : Ή τρίτη, ελεγεία τοϋ δευτέρου βιβλίου (Μελέτη) ΚΙ. ΛΑΜΙίΑΣΗ .Νεμέσιος ό Φυσιολόγος 'Επίσκοπος (Μελέτη) Α. MESCHINI - ΡΟΝΤΑΝΙ Cristoforo Kondoleon : Περί 'Αρχής (Μελέτη) Κ. ΖΟΜΠΑΝΑΚΗ -ΓΙΩΤΣΑ.. .Το μεταφραστικό έργο τοϋ Ιακώβου Πολυλά (Μελέτη) ΙΩ. ΑΙΛΙΑΝΟΥ 'Ιστορία τής ναρκώσεως είς τήν χειρουργικήν. Ή τραγική ζωή τον Wells καί Morton (Μελέτη) ΙΩ. ΖΕΓΚΙΝΗ Ό Ζάππας ως αγωνιστής τοϋ 1821 καί εθνικός ευεργέτης (Μελέτη) Ν. ΤΖΟΥΓΑΝΑΤΟΥ. Πρωτοχρονιάτικα Κάλαντα τής Κεφαλονιας (Μελέτη) ΙΩ. ΚΟΡΙΝΘΙΟΥ Φραγκοχιώτικη Πασχαλινή Δοξολογία (Μελέτη) Κ. ΣΤΕΡΠΟΠΟΥΛΟΫ Ή έναρξη τής επαναστάσεως στα Τζουμέρκα το 1821 (Μελέτη) Γ. Θ. ΖΩΡΑ.... ........ Ή Παναγία είς τήν Νεοελληνικήν ποίησιν (Μελέτη) Γ. Θ. ΖΩΡΑ :. Παλαιότεροι επιδράσεις τοϋ Δάντου έπί τής Νεοελληνικής λογοτεχνίας (Μελέτη) ΧΡΟΝΙΚΑ Γ. Θ. Ζ. .... Τής Συντάξεως (Χρονικόν) ^r 'Ελευθέρα Σχολή Φιλοσοφίας «Ό Πλήθων» 'Ιωάννου Ν. Θεοδωρακοπούλου, Μαγούλα Σπάρτης, έτος Γ' 1976 -1977 (Χρονικόν) if Τιμή προς τον κ. Κωνσταντΐνον Άλιβιζατον (Χρονικόν) 'ir · 'Ιόνιος 'Ακαδημία (Χρονικόν) it 'Ελληνική Λαογραφική 'Εταιρεία (Χρονικόν) if Κωνσταντίνος Άρβανιτάκης (Χρονικόν) it Νέον μέλος τής.'Εφορείας τοϋ Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» (Χρονικόν)

Transcript of ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ? ΣΥΛΛΟΓΟ* ΡΑίΝΑ$$0$ rWKA^O* · ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ?...

ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ? ΣΥΛΛΟΓΟ* ΡΑίΝΑ$$0$

rWKA^O* ΦΙΛΟΛΟΠΚΟΚ ΓΚΝΟΛΙΚΟΝ

ΚΑΤΑ ΤΙ>ΙΜΗΚΙΑΝ <ΚΛΙΛΟΜ<ΝΟΚ

ΤΟΜΟ* Ιθ'. ΑΚ 1 < ΙΑΝΟΥ ANOt-ΜΑΝΊΟ* 1»77>

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Κ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ....... Το δλγος από απόψεως ψυχολογίας

καί φαινομενολογίας (Μελέτη) Β. ΛΑΖΑΝΑ. .Τιβοόλλοο : Ή τρίτη, ελεγεία τοϋ δευτέρου βιβλίου (Μελέτη) ΚΙ. ΛΑΜΙίΑΣΗ .Νεμέσιος ό Φυσιολόγος 'Επίσκοπος (Μελέτη) Α. MESCHINI - ΡΟΝΤΑΝΙ Cristoforo Kondoleon : Περί 'Αρχής (Μελέτη) Κ. ΖΟΜΠΑΝΑΚΗ -ΓΙΩΤΣΑ.. .Το μεταφραστικό έργο τοϋ Ιακώβου Πολυλά (Μελέτη) ΙΩ. ΑΙΛΙΑΝΟΥ 'Ιστορία τής ναρκώσεως είς τήν χειρουργικήν.

Ή τραγική ζωή τον Wells καί Morton (Μελέτη) ΙΩ. ΖΕΓΚΙΝΗ Ό Ζάππας ως αγωνιστής τοϋ 1821 καί εθνικός ευεργέτης (Μελέτη) Ν. ΤΖΟΥΓΑΝΑΤΟΥ. Πρωτοχρονιάτικα Κάλαντα τής Κεφαλονιας (Μελέτη) ΙΩ. ΚΟΡΙΝΘΙΟΥ Φραγκοχιώτικη Πασχαλινή Δοξολογία (Μελέτη) Κ. ΣΤΕΡΠΟΠΟΥΛΟΫ Ή έναρξη τής επαναστάσεως στα Τζουμέρκα

το 1821 (Μελέτη) Γ. Θ. ΖΩΡΑ.... . . . . . . . . Ή Παναγία είς τήν Νεοελληνικήν ποίησιν (Μελέτη) Γ. Θ. ΖΩΡΑ : . Παλαιότεροι επιδράσεις τοϋ Δάντου

έπί τής Νεοελληνικής λογοτεχνίας (Μελέτη)

ΧΡΟΝΙΚΑ Γ. Θ. Ζ. . . . . Τής Συντάξεως (Χρονικόν) ^r 'Ελευθέρα Σχολή Φιλοσοφίας «Ό Πλήθων» 'Ιωάννου Ν. Θεοδωρακοπούλου,

Μαγούλα Σπάρτης, έτος Γ' 1976 -1977 (Χρονικόν) if Τιμή προς τον κ. Κωνσταντΐνον Άλιβιζατον (Χρονικόν)

'ir · 'Ιόνιος 'Ακαδημία (Χρονικόν) it 'Ελληνική Λαογραφική 'Εταιρεία (Χρονικόν) if Κωνσταντίνος Άρβανιτάκης (Χρονικόν) it Νέον μέλος τής.'Εφορείας τοϋ Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» (Χρονικόν)

PA Ρ Κ A V * ♦'* . +ΙΛ*Λ*ΠΚΦΗ P<M*AIRW ΚΑΤΑ ΤΜΜΗΗΙΑΗ <KArA*M<H*K

Ι δ ι ο κ τ ή τ η ς : ΦΙΛΟΛΟΠΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ» Γραφεία : Πλατεία Άγ. Γεωργίου Καρότση 8 —­ 'Αθήναι (Τ.Τ. 124)

Ε π ι τ ρ ο π ή Σ υ ν τ ά ξ ε ω ς : Ι. ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ : Πρόεδρος Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός ΣΑΒΒΑΣ ΛΟΪΖΙΔΗΣ : Γεν. Γραμματεύς Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός ΓΕΩΡΓΙΟΣ Θ. ΖΩΡΑΣ : Πρόεδρος Φιλολογικού τμήματος Παρνασσού

Έ κ δ ο τ η ς - Δ ι ε υ θ υ ν τ ή ς Συντάξεως: ΓΕΩΡΓΙΟΣ Θ. ΖΩΡΑΣ οδός Πολυτεχνείου 5α, 'Αθήναι (Τ.Τ. 103) .

Γραμματεύς Σ υ ν τ ά ξ ε ω ς : ΜΑΡΙΑ MANTO ΥΒ ΑΛΟ Υ

Π ρ ο ϊ σ τ ά μ ε ν ο ς τ υ π ο γ ρ α φ ε t ο υ : ΙΟΡΔΑΝΗΣ Δ. ΜΥΡΉΔΗΣ οδός Σεϊζάνη 5,'Αθήναι

Τιμή τεύχους Δρχ. 80 (Ν. Δ. 346/1969, αρθρ. 9, παραγρ.. 3)

ΕΤΗΣΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗ (συμπεριλαμβανομένων καΐ των ταχυδρομικών) : Εσωτερικού" Δρχ. 320 Εξωτερικού Δολλ. 14

Δια Συλλόγους, Σχολεία Δρχ. 350 Δια Τράπεζας, 'Επιχειρήσεις,'Οργανισμούς,'Ανωνύμους 'Εταιρείας,

Δήμους καί Κοινότητας Δρχ. 400

(Συνέχεια περιεχομένων)

if... Γραμματικής 'Αλατζόγλου ­ Θέμελη : Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος. . ■ ■ ­ * Ή πλατωνική καί αριστοτελική μαρτυρία (Χρονικον)

if Τα ελληνικά προεπαναστατικά περιοδικό. Ευρετήρια (Χρονικον) it Tò Δελτίον τής Λαογραφίας (Χρονικον) „ if Αποτελέσματα τοΰ 56ου Καλοκαιρινείου θεατρικού διαγωνισμού (Χρονικον) it...."....'.Προκήρυξις τοΰ 57οΰ Καλοκαιρινείου θεατρικού διαγωνισμού (Χρονικον) μ.μ..... 'Από τήν κίνησιν τοΰ Συλλόγου «Παρνασσός» (Δελτίον αριθμ. 31, 'Ιανουάριος ­

Μάρτιος 1977 (Χρονικον) if Νέα Δημοσιεύματα (Χρονικον)

Εμβάσματα αποστέλλονται έπ* ονόματι τοΰ Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός». Χειρόγραφα δημοσιευόμενα ή μή δεν επιστρέφονται.

'"%

T ^ M ^ * !♦' —1*77

Ρ Α Ρ Κ Α * * Φ * ♦ΙΛ*Λ*ΓΙΚ*Η Ρ<Ν$ΑΙΚ*Η ΚΑΤΑ ΤΝΜΗΗΙΑΗ <ΚΑΙΑ*Μ<Η*Η

Ι δ ι ο κ τ ή τ η ς : ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ» Γραφεία : Πλατεία Άγ. Γεωργίου Καρύτση 8 — 'Αθήναι (Τ.Τ. 124)

' Ε π ι τ ρ ο π ή Σ υ ν τ ά ξ εως : Ι. ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ : Πρόεδρος Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός ΣΑΒΒΑΣ ΛΟΪΖΙΔΗΣ : Γεν. Γραμματεύς Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός ΓΕΩΡΓΙΟΣ Θ. ΖΩΡΑΣ : Πρόεδρος Φιλολογικού τμήματος Παρνασσού

Έ κ δ ό τ η ς ­ Δ ι ε υ θ υ ν τ ή ς Σ υ ν τ ά ξ ε ω ς : ΓΕΩΡΓΙΟΣ Θ. ΖΩΡΑΣ οδός Πολυτεχνείου 5α, 'Αθήναι (Τ.Τ. 103)

Γ ρ α μ μ α τ ε ύ ς Σ υ ν τ ά ξ ε ω ς : ΜΑΡΙΑ MANTOΥΒΑΛΟΥ

Π ρ ο ϊ σ τ ά μ ε ν ο ς

Τιμή τεύχους Δρχ. 80

τ υ π ο γ ρ α φ ε ί ο υ : ΙΟΡΔΑΝΗΣ Δ. ΜΥΡΤΙΔΗΣ οδός Σεϊζάνη 5, Αθήναι

(Ν. Δ. 346/1969, δρθρ. 9, παραγρ. 3)

ΕΤΗΣΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗ (συμπεριλαμβανομένων και τών ταχυδρομικών) : 'Εσωτερικού Δρχ. 320 Εξωτερικού Δολλ. 14

Δια Συλλόγους, Σχολεία Δρχ. 350 Διά Τράπεζας, Επιχειρήσεις, 'Οργανισμούς, 'Ανωνύμους 'Εταιρείας,

Δήμους καΐ Κοινότητας Δρχ. 400

Εμβάσματα αποστέλλονται έπ' ονόματι τοϋ Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός». Χειρόγραφα δημοσιευόμενα ή μή δεν επιστρέφονται.

ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ* ΣΥΛΛΟΓΟ* ΡΛΙ>ΝΑ**0*

ΠΑΙ>ΝΑ**0* ΦΙΑΟΑΟΠΚΟΚ ΓΚΝΟΛΙΚΟΝ

ΚΑΤΑ ΤΝΜΗΜΑΝ <ΚΑΙ£ΟΜ<ΝΟΝ

Ρ < Μ ^ Α ^ * Â<yi<VA Τ Ο Μ Ο Ι ΙΟ'

<Κ Α * Η Κ Α Ι * Τ Υ Ρ $ Γ * Ά Φ < Ι $ Κ l * t A A K * y Μ Υ ^ Τ Ι Α Η

1*77

ΕΦΟΡΕΙΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ» (δια τήν τριετίαν 1975 ­1978)

Πρόεδρος ΙΩΑΝΝΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Αντιπρόεδρος ΓΕΩΡΓΙΟΣ Θ. ΖΩΡΑΣ

» ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ » ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΑΤΑΛΑΣ

Γενικός Γραμματεύς ΣΑΒΒΑΣ ΛΟΪΖΙΔΗΣ Ειδικός Γραμματεύς ΘΩΜΑΣ ΚΑΖΑΜΙΑΣ

» » ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΟΥΡΝΑΡΟΠΟΥΛΟΣ Ταμίας ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗΣ Κοσμήτωρ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΑΛΛΑΣ Έφορος Σχολών ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΒΡΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

» Βιβλιοθήκης ΗΛΙΑΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ » Καταστημάτων ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΙΜΟΣ

Σύμβουλος ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΙΛΙΑΝΟΣ » ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ ­ ΝΟΥΑΡΟΣ » ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΠΑΡΤΣΑΚΟΥΛΙΑΣ » ΠΕΤΡΟΣ ΧΑΡΗΣ

ΚΟΣΜΗΤΕΙΑ ΣΧΟΛΩΝ

Κοσμήτωρ ­ Γραμματεύς : ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΧΑΤΖΗΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Κοσμήτορες : ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΥΓΙΚΟΣ — ΤΙΜΟΛΕΩΝ ΒΟΥΚΥΔΗΣ —

ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΕΩΡΓΑΛΑΣ —ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΠΑΝΝΟΥΛΑΤΟΣ — ΓΕΩΡ­

ΓΙΟΣ ΖΕΥΓΩΛΗΣ — ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ — ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΚΑΝΑ­

ΚΑΡΗΣ — ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΡΑΣ — ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΤΣΑΝΗΣ — ΚΩΝ­

ΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΥΡΙΜΗΣ — ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΑΡΚΕΤΟΣ — ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΑΣ — ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ — ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΠΕΡΟ­

ΠΑΝΝΑΚΗΣ — ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΒΟΡΩΝΟΣ — ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΦΑΣΣΟΣ

P A ^ K A W ^ * TOMO* IO' ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - MASTIO* 1*77 ANOM. 1

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Δ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ Καθηγητού Ψυχιατρικής και Νευρολογίας

ΤΟ ΑΛΓΟΣ ΑΠΟ ΑΠΟΨΕΩΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΛΟΓΊΑς

Μεταξύ των πολλών δεινών τα όποια συνοδεύουν τον άνθρωπον κατά τήν ζωήν του, πρωτεύουσαν θέσιν κατέχουν άφ' ενός ή συζυγία αγωνίας και θλίψεως, αφ' έτερου το άλγος το όποιον συνυπάρχει μετά τών πλεί­

στων σωματικών παθήσεων. Ή λέξις άλγος είναι ώς γνωστόν ταυτόσημος προς τήν λέξιν πόνος,

όστις εν τη κυριολεξία σημαίνει κόπος­μόχθος. Επειδή ό έντονος κόπος επιφέρει αίσθημα άλγους εις τους μυς και τάς αρθρώσεις ό πόνος προσέ­

λαβε ώς φαίνεται και τήν εννοιαν του άλγους. Τό άλγος αν και ουσιαστικώς υπάγεται εις τα αισθήματα, τα όποια

γεννώνται κατόπιν ερεθισμού τών αισθητηρίων οργάνων, εϊναι εν ταύτω και συναίσθημα, διότι ψυχολογικώς και φαινομενολογικώς δεν διαχωρίζε­

ται άπό του έξ αυτού προκαλουμένου δυσάρεστου συναισθήματος. Δια τούτο όμιλούμεν αδιακρίτως περί αισθήματος άλγους και συναισθήματος άλγους. "Ετερον τι είναι τό λεγόμενον ψυχικόν άλγος (ή κατάθλιψις, ή πικρία, τό άγχος, ή λύπη).

Πριν προβώ είς τήν άνάπτυξιν του θέματος θα αναφέρω είσαγωγικώς τον άκόλουθον ίνδικόν μΰθον. Κατά τον έν λόγω μΰθον ό Δημιουργός απεφάσισε κάποτε και έπλασε τους ανθρώπους, οι όποιοι εζων έν πάση ευτυχία. Άλλ ' ή μονοτονία της ευτυχούς ζωής έκούρασεν αυτούς και δια τούτο παρεκάλεσαν τον δημιουργόν δι' άλλαγήν τίνα εις τον τρόπον δια­

βιώσεως. Ό Δημιουργός αποδεχθείς τό αίτημα έδωκεν είς αυτούς τήν γυ­

ναίκα. Οί άνθρωποι ύπεδέχθησαν μετά πολλής χαράς τήν γυναίκα και διήγον ήδέως μετ' αυτής. Άλλα μετά τίνα χρόνον πάλιν βαρυθέντες τήν μονοτονίαν έζήτησαν νέαν άλλαγήν — και ό Πλάστης εδωκεν είς αυτούς τήν έργασίαν, δηλαδή τον κόπον. 'Υπενθυμίζω ενταύθα τήν τοΰ Ησιόδου ρήσιν «Θεοί προπάροιθεν έθηκαν κόπον». Έκ νέου όμως οί άνθρωποι έζή­

τησαν μεταβολήν τίνα και εδόθη εις αυτούς ό πόνος. Τελικώς μετά νέον αίτημα περί αλλαγής εδόθη είς τους ανθρώπους ό θάνατος.

— 6 —

Ό Μϋθος συμβολίζει πολλά και διάφορα. Εκείνο όμως το όποιον ενδιαφέρει ημάς ενταύθα είναι ότι ό πόνος εδόθη έκ καταβολής ώς σύμ­

φυτος ίδιότης του άνθρωπου όστις προώρισται να ζή μετά του άλγους. Το άλγος ώς παθολογική έκδήλωσις δύναται να έξετασθή αφ' ενός

ώς σύμπτωμα, δηλαδή άπό ιατρικής και δή νοσολογικής απόψεως, αφ' έτε­

ρου ώς φαινόμενον, τουτέστιν άπό απόψεως ψυχολογίας και ιδίως φαινο­

μενολογίας. Εις το σύμπτωμα έξετάζομεν τήν αιτιώδη σχέσιν του άλγους προς

τήν βλάβην ή τήν πάθησιν γενικώς. Εις τό φαινόμενον συμφώνως τή φαι­

νομενολογία λαμβάνομεν ύπ' όψιν τον λόγον τής ουσίας αυτού, δηλαδή τήν σημασίαν και τό νόημα τό όποιον εμπεριέχεται εν αύτω και τό όποιον καθορίζεται δια τής λεγομένης αναφοράς1.

Αί εκδηλώσεις του ανθρώπου ενέχουν πάντοτε σημασίαν έφ' όσον εξετάζονται άπό απόψεως φαινομενολογίας.

Δια τό άλγος ώς σύμπτωμα έχει τεθή τό ερώτημα, εάν εκπληροί σκο­

πιμότητα τίνα εν τή οικονομία του οργανισμού. Γνωρίζομεν ότι τα συμ­

πτώματα αποτελούν βιολογικάς αντιδράσεις του οργανισμού επί τω σκοπώ καταπολεμήσεως τής παθήσεως, π.χ. ό πυρετός, ή φλεγμονή, ό βήξ, ή διάρροια κ. O.K. Εις τό άλγος κατ' έξαίρεσιν δεν διαπιστοΰμεν τήν βιολο­

γικήν ταύτην άντίδρασιν τοΰ οργανισμού, δηλαδή τήν χρησιμοποιήσιν αυτού υπό του οργανισμού προς τον ανωτέρω μνημονευθέντα σκοπόν.

Επειδή δμως τα αισθητήρια όργανα και τα εξ αυτών γεννώμενα αίσθήματα, διακανονίζουν ώς γνωστόν τάς σχέσεις τοΰ άτομου τόσον προς τον εξω κόσμον όσον και τον ίδιον εαυτόν2, τό άλγος έχει έν τούτοις άλλου είδους σκοπιμότητα και σημασίαν υπό τήν εννοιαν, ότι αποτελεί προειδοποίησιν δια κακόν τι συμβαίνον έν τω όργανισμ'ω, δτι δηλαδή εΐναι σήμα απειλής και κινδύνου τής υπάρξεως ημών, τόσον ώς προς τήν σωματικήν ακεραιότητα, όσον και τήν ύπόστασιν ημών καθόλου είτε ή απειλή προέρχεται έκ των εξω δι' επιδράσεως βλαπτικού τίνος αιτίου είτε υπάρχει έν αύτω τούτω τω όργανισμω λόγω βλάβης και παθήσεως αυτού. Τοιαύτη σκοπιμότης και σημασία εμπεριέχεται κυρίως εϊς τό σωματικόν

1. Πάσα έκδήλωσις τοΟ άνθρωπου αναφέρεται πάντοτε εις κάτι. Ευρισκόμενοι π.χ. εις συναυλίαν τινά αναφερόμεθα εις τήν μουσικήν, ήτις παίζεται κατ' αυτήν. Όταν είμεθα έν xfj εκκλησία αναφερόμεθα εις τον Θεόν. «Πρόσχωμεν τήν άγίαν "άνα­

φοράν" έν εΙρήνη προσφέρειν», λέγεται κατά τήν τελετήν τής θείας λειτουργίας. 2. Δια τών αισθήσεων ρυθμίζομεν τάς ενεργείας ημών έναντι των αντικειμένων,

των προσώπων κ.O.K. Δια τής αίσθήσεως τοϋ σωματικού άλγους άποφεύγομεν π.χ. καΐον ή κόπτον άντίκείμενον κ.ο.κ. Τό ψυχικόν άλγος ώς συναίσθημα δημιουργίας επίσης καί διακανονίζει έκ παραλλήλου τήν σχέσιν τοϋ άτομου προς τον εξω κόσμον και τον ίδιον εαυτόν π.χ. τον σύνδεσμον προς οικεία πρόσωπα, φίλους κ.O.K.

Ρ" — 7 —

άλγος άλλα και το ψυχικόν. Διότι το άλγος έχει τήν σημασίαν επισημάν­

σεως κινδύνου τινός δια τον όργανισμόν υπάρχουν εις όλα τα σημεία τής επιφανείας του σώματος και του εσωτερικού αύτοΰ αισθητήρια άλγους ώς παρατηρηταί και σκοποί.

Ή προειδοποίησις όμως αϋτη χάνει εις άξίαν εϊτε διότι εις πλείστας περιπτώσεις το άλγος είναι όλως δυσανάλογον προς τον βαθμόν της βλά­

βης ή παθήσεως (μικρά βλάβη αφόρητος πόνος) είτε διότι είς μόλις αίσθη­

τόν πόνον είναι δυνατόν να υποκρύπτεται βαρεία ή ανίατος νόσος ώστε αρχικώς να παροραθή αΰτη, είτε διότι συνοδεύει τήν εξελισσομένην πάθη­

σιν ώστε να ύποφέρη καί δεινοπαθή ό πάσχων οπότε ό πόνος αποτελεί βαρύτατον τίμημα είτε διότι είναι δυνατόν να έξαφανισθή ό πόνος εν φ διατηρείται ή πάθησις και συνεχώς έπιδεινουται είτε τέλος δυνατόν να ύπάρχη άλγος άνευ ουδεμιάς οργανικής βλάβης (νευρωτικόν, ψυχογενές άλ,γος). Πάντως ταύτα μειώνουν κατά τίνα τρόπον τήν άξίαν τοϋ πόνου ώς σήματος απειλής καί κινδύνου. Δια τοΰτο πολλοί θεωρούν τό άλγος ώς πέρα του δέοντος πολυτέλειαν τοϋ ανθρωπίνου οργανισμού, ό δε Hoche νομίζει δτι είναι άσκοπον άταβιστικόν ύπόλοιπον, τό όποιον είναι μεν άναγκαΐον δια τα ζώα, μετεβιβάσθη όμως είς τον άνθρωπον χωρίς να είναι απολύτως άναγκαΐον υφ' δν έκδηλοϋται τρόπον, ώστε ό άνθρωπος να πάσχη καί ύποφέρη εξ αύτοϋ. Πράγματι εις πλείστας περιπτώσεις τό άλγος καί δή τό συνεχές καί εντονον αποτελεί δεύτερον έπιπρόσθετον πάθος εις τό δεινόν της παθήσεως της προκαλούσης αυτό.

Έκ της φυσιολογίας του νευρικού συστήματος καί δή της λειτουργίας των αισθητηρίων οργάνων καί τών αισθήσεων καθόλου γνωρίζομεν δτι σχεδόν όλα τα αισθητήρια όργανα καί τα έξ αυτών αισθήματα εξυπηρε­

τούν τήν γνώσιν του εξω κόσμου καί τοϋ ιδίου έαυτοΰ. Έχουν δηλαδή γνωστικήν ιδιότητα.

Τό άλγος ώς αίσθημα καθ' εαυτό δεν ενέχει τήν ιδιότητα της γνώ­

σεως, δέν διδάσκει περί τών ιδιοτήτων τοϋ εξω κόσμου, ώς π.χ. διδάσκει ή όρασις, ή ακοή. Δέν γνωρίζομεν έξ αύτοΰ τούτου τοϋ πόνου τήν αίτίαν, ήτις προεκάλεσεν αυτόν, τόσον τον εξωγενή πόνον, Ιδίως δέ τόνέσωγενή. 'Ιδίως τό έσωτερικόν άλγος στερείται παντελώς γνωστικής ιδιότητος, διότι άγνοοΰμεν διατί πονοΰμεν π.χ. κατά τήν κοιλιακήν χώραν καί ποία ή αίτια τοϋ πόνου. Δια τοΰτο τό άλγος θεωρείται ώς άνευ περιεχομένου απλή λειτουργία αντιλήψεως μόνον αύτοϋ τούτου τοϋ πόνου καί ουχί τοϋ προκαλοΰ/τος αυτόν.

Ό ώριμος άνθρωπος αποκτά βεβαίως ολίγον κατ' ολίγον γνώσιν ποία είναι περίπου ή αιτία τοϋ έξωτερικώς προκαλουμένου άλγους, άφ' ού όμως διδαχθή δια της πείρας καί βοηθηθή ύπό τών άλλων αισθήσεων π.χ. της οράσεως, της ακοής. Ή πείρα συμπληροί τήν γνώσιν π.χ. ότι κόπτεται τις,

— 8 —

ότι υφίσταται νυγμόν, ότι καίεται. 'Ελλείπει όμως εις έκάστην περίπτωσιν ή σαφής γνώσις τοϋ προκαλέσαντος τον νυγμόν, την κοπήν, την καϋσιν. Έάν π.χ. νυγμός τις προήλθεν έκ δήγματος εντόμου ή βελόνης κ.ο.κ. Οΰτω δυνάμεθα να εΐπωμεν ότι δια του άλγους δεν προσκτάται ή γνώσις τοϋ αντικειμένου, δηλαδή του έναντι ημών κειμένου.

Παρά τήν ελλειψιν της γνωστικής ιδιότητος ήτις παρά πολλών θεω­

ρείται ως μή απόλυτος, τό άλγος αποτελεί έξεργασίαν σημαντικήν εις τήν σχέσιν τοϋ ατόμου μετά τοϋ περιβάλλοντος και τοϋ ΐδίου έαυτοΰ, διότι αν και δέν γνωρίζομεν τό αίτιον καθ' εαυτό λαμβάνομεν γνώσιν ότι κάτι συμ­

βαίνει είς τον όργανισμόν ημών εϊτε έκ τών εξω εϊτε έκ τών εσω. Ούτως ή άλλως ύποδηλοΐ κάτι τό άγνωστον, τό όποιον εξωτερικεύεται δι' αύτοϋ.

'Επειδή ô πόνος στερείται γνωστικής Ιδιότητος και θεραπευτικής σκοπιμότητος θεωρείται ώς άρνητικόν στοιχεΐον της ζωής. 'Αποτελεί ως και ανωτέρω ελέχθη περίσσειαν βιολογικής δραστηριότητος τελολογικώς μή θεμελιωμένην έκτος ϊσως γενικής τίνος ώφελιμότητος δια τήν διατή­

ρησιν τοϋ γένους. Ύπό τήν προϋπόθεσιν ταύτην αποτελεί άπαξίαν. 'Ενι­

σχύεται δ' ή άποψις αυτή και θεμελιοϋται έκ τοϋ λίαν παραδόξου γεγο­

νότος, ότι τό άλγος συνυπάρχει και κατά τήν έπιτέλεσιν καθαρώς φυσιο­

λογικής λειτουργίας, Αυτή είναι ό τοκετός τον όποιον συνοδεύουσιν αί ώδΐνες, αΐτινες άποτελοΰν ϊσως τήν πλέον σφοδράν έκδήλωσιν τοϋ πόνου, τό σμερδαλέον άλγος. Ή σχέσις αυτή τοϋ πόνου, και δή λίαν σφοδροΰ, προς τό γεγονός τής διαιωνίσεως τοϋ είδους είς τα ανώτερα θηλαστικά και τον άνθρωπον είναι λίαν άκατανόητον γεγονός. Ώς γνωστόν ό Θεός κατηράσθη τόν τε άνδρα και τήν γυναίκα μετά τό προπατορικόν αμάρτημα εϊπών δια τήν γυναίκα «Πληθύνων πληθύνω τάς λύπας σου και τον στε­

ναγμόν σου — έν λύπαις τέξη τα τέκνα»1. Γενέσεως Κεφ. Ε', 17. Τό φαινό­

μενον τοϋ συνδυασμοϋ φυσιολογικής λειτουργίας μετά λίαν σφοδροΰ πόνου μέχρις έξουθενώσεως τοϋ έγώ παρέχεται ώς μοναδική έξαίρεσις έν τή φυσιολογία και παθοφυσιολογία τοϋ οργανισμού, μολονότι ή τίκτουσα γυνή λαμβάνει μέρος εις τό δραματικό ν γεγονός τοϋ γίγνεσθαι, τής δη­

μιουργίας δηλαδή εξ ενός δντος ενός άλλου. Σημειωτέον όμως ότι αί ώδΐνες συνοδεύονται υπό υποσυνειδήτου τινός

ηδονής μεταβαλλόμενης εις χαράν μετά τό πέρας τοϋ τοκετοΰ δια τήν άπόκτησιν τέκνου 2. Ό πόνος έν τή περιπτώσει ταύτη προσλαμβάνει μίαν

1. Ή λέξις λύπη σημαίνει και σωματικον πόνον καί το έκ τοϋ σωματικού πόνου δημιουργούμενον 'συναίσθημα άλγους, επίσης καί το ψυχικόν άλγος δια το όποιον κυρίως μεταχειριζόμεθα τήν λέξιν.

2. «Ή γυνή όταν τίκτη λύπην έχει, ότι ήλθεν ή ώρα αυτής. Όταν δέ γέννηση το παιδίον ουκ 'έτι μνημονεύει τί)ς θλίψεως δια τήν χαράν ότι έγεννήθη άνθρωπος είς τον κόσμον». Κατά Ίωάννην. Κεφ. IT', 21.

— 9 —

θετικήν άξίαν λόγω της μελλοντικής ηδονής τής κτήσεως ενός άγαθοϋ. Άλλα πάντως και έν τω προκειμένω ελλείπει ή σκοπιμότης του άλγους, διότι ό πόνος άγγέλλει απλώς ότι δ οργανισμός άλγεΐ χωρίς να διαφαίνη­

ται σχέσις τις μεταξύ του άλγους και τής γεννήσεως ενός άνθρωπου. Λαμβάνοντες υπ' όψιν το γεγονός τής συνυπάρξεως του άλγους μετά

φυσιολογικής τίνος λειτουργίας δυνάμεθα να εϊπωμεν ότι ό πόνος είναι παθολογικόν φαινόμενον άμα και όμαλόν. Συνενώνει δηλαδή έν ταύτω δύο εντελώς αντιθέτους ιδιότητας, όπερ προκαλεί τήν έντύπωσιν τοΰ παραδόξου.

Ελέχθη ανωτέρω ότι τό άλγος ως σήμα αναφέρεται εις τον κίνδυνον δια τήν ύπαρξιν τοϋ άνθρωπου. Το σήμα τούτο υποκινεί αυτόν να ενερ­

γή ση. Κατά τό εξωγενές άλγος, τό όποιον είναι συνήθως άλγος εκ τρώσεως και τραυματισμού και τοΰ οποίου ό άνθρωπος περίπου γνωρίζει τήν αΐτίαν λόγω συμμετοχής τών άλλων αισθήσεων, ενεργεί ούτος και δή αντανα­

κλαστικούς δια να εξουδετέρωση τήν αίτίαν αύτοΰ. Ό άνθρωπος δηλαδή αμύνεται εναντίον τοΰ τοιούτου άλγους.

Τό εσωγενές ή αυτογενές άλγος τό εις αυτόν τούτον τον όργανισμόν εξ ΐδίων γεννώμενον εϊτε εις τήν έπιφάνειαν αύτοΰ είτε εις τήν ένδον χω­

ράν, τό όποιον δύναται να χαρακτηρισθή ως έπισκήπτον δεινόν, αποτελεί βεβαίως σήμα κινδύνου, έν αντιθέσει όμως προς τό εξωγενές ού μόνον στερείται τής γνώσεως τής αιτίας άλλα και αφαιρεί άπό τον άνθρωπον τήν ικανότητα αμύνης. Είς τήν περίπτωσιν τοΰ έσωγενοΰς άλγους υπάρχει απόλυτος κυριαρχία τοΰ άλγους έπί τοΰ άνθρωπου. Ό άνθρωπος παραδί­

δεται εις αυτό άνευ όρων ως θΰμα άνευ ικανότητος αντιστάσεως και αντι­

δράσεως. Ή μόνη δυνατή άντίδρασις είναι ή δυσφορία, ή ανησυχία, οί αναστεναγμοί, αί κραυγαί, ή έπίκλησις βοηθείας. Δια τοΰ έσωγενοΰς και δή τοΰ ίσχυροΰ άλγους ό άνθρωπος κατακερματίζεται, άποδυναμοΰται, έξου­

θενοΰται. Ώ ς βλέπομεν υπάρχει εκ διαμέτρου αντίθετος συμπεριφορά τοΰ άνθρωπου εϊς τό έξωτερικόν και έσωτερικόν άλγος.

Τό άλγος γενικώς, Ιδίως τό αυτογενές, αποτελεί όριακήν κατάστασιν μή ύπερβατήν, καθ' ην ό άνθρωπος ώς ζών οργανισμός δέν δύναται να επιχείρηση τι­ εκτελεί μόνον μίαν «προσπάθειαν αδυναμίας» κατά τήν εκφρασιν τοΰ Bergson. Έ ν τω προκειμένω τό άλγος αναφέρεται είς κάτι τό όποιον όμως δέν άπαντα, είναι μία έπίκλησις τοΰ άχθρώπου πέρα τοΰ ΐδίου έαυτοΰ. Τήν άπάντησιν δέν δίδει ούδ' αυτός ό πόνος. Ούτω ό άνθρω­

πος πάσχει διττώς εκ τοΰ άλγους και τής έπιγνώσεως τής αδυναμίας αντι­

δράσεως και τής υποχρεώσεως να πάσχη. 'Εξετάζοντες έν συνεχεία τα πράγματα ιδίως άπό απόψεως υπαρξιακής

φαινομενολογίας διαπιστοΰμεν και άλλα τινά γνωρίσματα τοΰ άλγους, εκ τών οποίων δυνάμεθα να διδαχθώμεν περί ανθρωπολογικών τίνων θεμάτων

— 10 ­

και να προσδώσωμεν νόημα και σημασίαν εις το άλγος. Τα εν λόγφ γνω­

ρίσματα είναι : Π ρ ώ τ ο ν ότι το άλγος καθίστα εναργές και επαυξάνει το αίσθημα της υπάρξεως, δ ε ύ τ ε ρ ο ν ότι συνδημιουργεΐ τον διαχωρι­

σμόν του εγώ από του σώματος και τ ρ ί τ ο ν ότι συνεπάγεται τον δια­

χωρισμόν του εγώ άπό του σώματος. Ώς προς το πρώτον γνώρισμα διαπιστοϋμεν πράγματι ότι το άλγος

καθίστα πλέον αίσθητήν τήν ΰπαρξιν του άνθρωπου, διότι δια του εκ του άλγους δημιουργούμενου πάθους ό άνθρωπος αισθάνεται και δη λίαν εντό­

νως και έναργώς ότι υπάρχει, ώς πάσχουσα όμως υπαρξις. Πρόκειται βεβαίως περί ήλλοιωμένου τρόπου υπάρξεως καθιστώντος όμως έντονώ­

τερον τό αίσθημα της υπάρξεως καθ' έαυτήν. Ό άνθρωπος δέν έχει άνά πασαν στιγμήν εναργές το αίσθημα της υπάρξεως. Εις ώρισμένας μάλιστα στιγμάς ελλείπει σχεδόν πλήρως, π.χ. κατά τήν εντονον άπασχόλησιν, κατά τήν άνάγνωσιν, κατά τήν άπορρόφησιν ημών εν τω κινηματογραφώ. Έκ παραλλήλου δέν έχει εναργή τον ολότητα του σώματος άλλα συνή­

θως ώρισμένα μέρη αύτοϋ, π.χ. τάς χείρας, τους πόδας, τον κορμόν, τήν κεφαλήν και ταϋτα grosso modo. Ό άνθρωπος αισθάνεται ότι είναι ύλι­

κόν άντικείμενόν τι έχον τάς διαστάσεις του χώρου, επίσης ότι έχει ώρι­

σμένην μορφήν, τήν καλουμένην σχήμα ή εικόνα τοΟ σώματος. Ή εΐκών του σώματος δέν είναι άνά πάσαν στιγμήν εν λεπτομερείαις και ώς προς όλα τά μέρη αυτής σαφής και συνειδητή. Δέν αίσθανόμεθα ώς υπάρχοντα τα ώτα, τήν ρίνα, τους δακτύλους των ποδών. Ευθύς π.χ. ώς άλγήση ô μικρός δάκτυλος του ποδός, αίσθανόμεθα τούτον υπάρχοντα κατά πλήρη συνείδησιν. Δια τού άλγους δηλαδή συνειδητοποιούνται σημεία τοΟ σώ­

ματος συνήθως μή συνειδητά. Μάλιστα δε τονίζεται τόσον ιδιαιτέρως τό άλγοΰν μέρος τού σώματος, ώστε ό άνθρωπος αισθάνεται μόνον τό άλγοΰν μέρος υποχωρούντος τού λοιπού σώματος εις άσυνείδητον κατάστασιν. "Οταν άλγη ή κεφαλή ή ό στόμαχος ύπαρξιακώς είμεθα μόνον άλγοΰσα κεφαλή ή αλγών στόμαχος. Τό άλγοΰν μέρος λαμβάνει διαστάσεις έν τη συνειδήσει και καταλαμβάνει όλον τό περιεχόμενον αυτής ι. Κατά τά λε­

χθέντα τό άλγος ενέχει σημασίαν και νόημα άπό απόψεως υπαρξιακής φαι­

νομενολογίας, διότι αναφέρεται και τονίζει τό αίσθημα της υπάρξεως ημών. Ώ ς προς τήν δια τού άλγους γνώσιν και διαχωρισμόν τού σώματος

ημών άπό τού εξω κόσμου, καταδεικνύεται ότι, όταν συμβαίνη επαφή ή σύγκρουσις τού σώματος ημών προς αντικείμενα τού έξω κόσμου, έτι μάλ­

λον όταν τραυματίζεται ή επιφάνεια τού σώματος τουτέστιν τό δέρμα όπερ

1. Αισθητά γίνονται τά μέρη τοϋ σώματος επίσης όταν ερχωνται εις έπαφήν μετά τοϋ εξω κόσμου. Οί δάκτυλοι των ποδών γίνονται αισθητοί, συνειδητοί, π.χ. δταν στηριχθώμεν έπ' αυτών.

­ 11 —

αποτελεί τα όρια και τα σύνορα του σώματος, ή θίξις και το έκ τραυματι­

σμοϋ άλγος συνεπιφέρουν την σκέψιν, ότι πέρα ημών υπάρχει μία άλλη περιοχή, μία άλλη ξένη πραγματικότης, ήτις εθιξεν ή έτραυμάτισεν ημάς. Έ κ της συγκρούσεως ήτις συνήθως συνοδεύεται υπό άλγους ό άνθρωπος διδάσκεται ότι τα δρια υπέστησαν παραβίασιν διά τίνος υπάρχοντος πέρα αύτοϋ και το όποιον έβλαψε την ύπόστασίν του 1. Έν άλλοις λόγοις ό άνθρωπος διδάσκεται ότι τα σύνορα του σώματος του ευρίσκονται εκεί όπου άλγεΐ. Οΰτω δια του άλγους και της αντιστάσεως του περιβάλλοντος ό άνθρωπος διαχωρίζει τον εαυτόν του ώς σώμα και ως ΰπαρξιν άπό τοϋ εξω κόσμου και διδάσκεται ότι υπάρχει ό εξω κόσμος. "Ηδη το μικρόν παιδίον διδάσκεται διά τοϋ άλγους ότι άλλο τι είναι τό σώμα του και άλλο τι τό άντικείμενον τοϋ εξω κόσμου όπερ προεκάλεσε τό άλγος2.

Κατά τ' ανωτέρω τό άλγος οδηγεί εις τήν συνειδητοποίησιν τοϋ σώ­

ματος ώς ιδίου τινός και ώς πιστεύομεν εις τον σχηματισμόν της εικόνος του σώματος, επίσης εις συνειδητοποίησιν του εξω κόσμου ώς αλλότριου προς εαυτόν.

Ή συνειδητοποίησις τοϋ σώματος είναι ταυτόσημος προς τήν άνά­

πτυξιν της συνειδήσεως αυτής καθ' έαυτήν, ήτις υποκινείται διά τής επι­

δράσεως και αντανακλάσεως των έκ των αισθήσεων ερεθισμάτων. Οΰτω πως διά τοϋ άλγους ή συνείδησις καθ' έαυτήν γίνεται διαυγεστέρα και έγρηγοροΰσα. Ό πόνος ανήκει εις τα αισθήματα τα κατ' εξοχήν διεγεί­

ροντα τήν συνείδησιν και τήν σκέψιν τοϋ ανθρώπου· Ώ ς προς τον διαχωρισμόν τοϋ εγώ ημών άπό τοϋ σώματος ημών (δια­

χωρισμός τοϋ ψυχικοΰ εγώ άπό τοϋ σωματικοϋ έ^ώ) διαπιστοϋμεν επίσης ότι όταν άλγη π.χ. ό οδούς, τό εγώ παύει να εχη τήν όμαλήν σχέσιν προς τον οδόντα. Ό αλγών οδούς είναι αιτία ένοχλήσεως δια τό εγώ, εϊναι κάτι ξένον και μάλιστα έχθρικόν προς αυτό. Θέλομεν να άπαλλαγώμεν άπό τον άλγοΰντα οδόντα, να τον εκβάλωμεν, να τον έκριζώσωμεν. Έν­

θυμοϋμαι ασθενή άλγοΰντα κατά τον πόδα και λέγοντα «να είχα ενα περί­

στροφο να τό τουφεκίσω». Πάντα ταΰτα σημαίνουν φαινομενολογικώς ότι τό άλγοΰν μέλος θεωροϋμεν και μεταχειριζόμεθα ουχί ώς πρότερον ώς ανήκον εις ημάς, άλλ' ώς άντικείμενον ξένον διαταράσσον τήν ύπαρξιακήν γαλήνην ημών. Ή αναφορά δηλαδή τοϋ εγώ προς τό άλγοϋν μέρος είναι διατεταραγμένη και ήλλοιωμένη. 'Υπό τους όρους τούτους δημιουργείται

1. Καί ή απλή θίξις και μή επιθυμητή επαφή είναι δυσάρεστος (ή επαφή ημών ύπ' άλλου τινός έν τω λεωφορείω κατά τον συνωστισμον προκαλεί δυσφορίαν) πολλω μάλλον ή παραβίασις τής επιφανείας τοϋ σώματος δια βλάβης καί τραυματισμού αυτής.

2. 'Επί του ψυχικοΰ πεδίου εχομεν άνάλογόν τι. Είναι ή θίξις, ή τρώσις τής ηθι­

κής ημών υποστάσεως, τοϋ εγωισμού καί τής φιλοτιμίας ημών. Λέγομεν «Με έθιξε» «μέ πλήγωσαν τα λόγια σου».

— 12 ­

διάστασις μεταξύ τοϋ εγώ και του πάσχοντος μέρους τοΰ σώματος. Το εγώ έρχεται εις σύγκρουσιν με το σώμα ημών δια τοϋ πόνου. Ό V. Gebsattel τονίζει ότι δια τοϋ πόνου ού μόνον διαχωρίζεται το ψυχικόν εγώ άπό τοΰ σωματικού (τοϋ σώματος) αλλά και συνεπάγεται επίσης εν άντανακλώμενον ενέργημα, δηλαδή την διάστασιν εγώ και σώματος *.

Και άλλοι ζώντες οργανισμοί μη έχοντες διαμεμορφωμένον εγώ ώς ό άνθρωπος κατά το άλγος διαχωρίζουν επίσης το πάσχον μέλος άπό τοΰ λοιποΰ σώματος. Τοΰτο δεικνύει τουλάχιστον ή συμπεριφορά τοΰ ζώου, π.χ. τοΰ κυνός, όπερ αφήνει τον άλγοΰντα πόδα εις τήν φροντίδα τοΰ κυρίου του.

Κατά τ' ανωτέρω ώς βλέπομεν ό εκάστοτε πόνος ψυχολογικώς και φαινομενολογικώς δημιουργεί ρήγμα εις τήν ϋπαρξιν ημών, το όποιον κλείνει δια να δημιουργηθή άλλοτε εκ νέου. Επίσης δημιουργεί δυσαρμο­

νίαν μεταξύ της υπάρξεως ημών ώς προσώπου και τής σωματικής υπάρ­

ξεως ημών, λαμβανομένου ύπ' όψιν ότι τό σώμα ημών είναι εκείνο δια τοΰ οποίου ύποφέρομεν και καθιστάμεθα δυστυχείς. Τό σώμα ημών δεν είναι απλώς κατ' ιδίαν άντικείμενον, άλλ' ευρίσκεται εις σχέσιν και άναφοράν προς τό εγώ ημών και προς τα παντοειδή αντικείμενα τοΰ εξω κόσμου έμψυχα και άψυχα.

Ό άνθρωπος όταν άλγη δεν δύναται να χρησιμοποίηση ώς πρότερον τόν ίδιον εαυτόν και τα μέλη τοΰ σώματος του και τό σώμα του èv γένει όπως θέλει. «Προς όλα γαρ όσα πράττουσιν οί άνθρωποι χρήσιμον τό σώμα έστιν». Ξενοφ. 'Απομνημονεύματα F 12, 2 ­ 8. Τοΰτο δηλοϊ τήν δια­

κοπήν τής αναφοράς και σχέσεως τοΰ εγώ ημών προς τό ϊδιον σώμα και τα αντικείμενα τοΰ εξω κόσμου. Ούτω δια τοΰ πόνου όστις αποτελεί εμπό­

διον δια τήν απρόσκοπτο ν ζωή ν, διακόπτεται πλήρως ή κατά μέρος ή επαφή μετά τοΰ εξω κόσμου, και ό άνθρωπος μεθίσταται έκτος αΰτοΰ και άπομονοΰται. Ό κόσμος δέν είναι πλέον ιδικός του και οικείος ώς πρό­

τερον και εγγύς αύτοΰ. Αίρεται ούτω ή δυνατότης τής αύτοπραγματοποιή­

σεως και ένεργοποιήσεως τοΰ άνθρωπου ή οποία συνίσταται εις τήν συνεχή έπικοινωνίαν και συναλλαγή ν μετά τοΰ εξω κόσμου. «Νόσος σώματος έμπόδιον» λέγει ό Επίκτητος. Κεφ. IX. Ή τοιαύτη κατάστασις συνιστά ήλλοιωμένον τρόπον υπάρξεως τοΰ άνθρωπου. Γενικώς πάσα νόσος απο­

μακρύνει τόν άνθρωπον άπό τόν κόσμον του. Ό εξω κόσμος μεταβάλλε­

ται εις άπλοϋν περιβάλλον άνευ σχέσεως προς τό εγώ και άνευ δυνατό­

τητος αύτοπραγματοποιήσεως καί δράσεως εν αύτω2.

1. Παρόμοια εϊναι ή περίπτωσίς, όταν μέλος τι τοΰ σώματος, συνήθως το κάτω σκέλος, παρουσιάζει αίμωδίαν. Τότε προς στιγμήν αίσθανόμεθα ότι τοΰτο δέν ανήκει εις το σώμα ημών, είναι ξένον τι προς ημάς έξω τών ορίων τοϋ σώματος ημών.

2. Παράδειγμα έξ άλλης απόψεως είναι ή στέρησίς αέρος δι' ού έπικοινωνοϋμεν

— 13 —

Πόσον ό άνθρωπος συνδέεται μετά τών εξω αντικειμένων αποδεικνύε­

ται και εκ του γεγονότος ότι μεθ' ώρισμένων εξ αυτών συνδεόμεθα τόσον στενώς ώστε αίσθανόμεθα αυτά ώς ανήκοντα εις το εγώ, ώς στοιχεία του εγώ ημών. Μάλιστα τινά τούτων καθίστανται αυτούσια μέλη του σώματος ημών. Τα ενδύματα π.χ. δεν είναι απλώς αντικείμενα, άλλα στοιχεία του σώματος λόγω της άναφορικότητος προς αυτά. Δια τούτο αίσθανόμεθα τα ενδύματα ώς ανήκοντα εις το σώμα ημών και ουχί ώς ξένον τι και λέγο­

μεν τα ενδύματα μου, τα υποδήματα μου Ή έπέκτασις της οίκειοποιήσεως ξένων αντικειμένων εν τη συνειδήσει εξικνείται μέχρι της οικίας, του αγροκτήματος ημών καί κατ' έπέκτασιν περιλαμβάνει και τον χώρον της πατρίδος ].

Ώ ς διαπιστουμεν, ή σημασία του πόνου καθορίζεται αναλόγως της άπηχήσεως και αναφοράς ην έχει προς τον ϊδιον εαυτόν, προς τό σώμα ημών, τον εξω κόσμον καί τήν ζωήν εν γένει.

Ό πόνος πλην τών άλλων αναφέρεται καί εις τον ίδεατόν κόσμον τών ιδεών καί τών πνευματικών άξιων μεταξύ τών οποίων περιλαμβάνεται καί ή ιδέα του Θεού. Καί αυτός ô λαός δια "του πόνου αναφέρεται είς τον Θεόν καί ερωτά διατί να ύπάρχη ό πόνος καί να ύποφέρη ό άνθρω­

πος εξ αύτου. Κατά τ' ανωτέρω τό άλγος ώς άλλως τε καί τό άγχος εμποδίζουν τήν

άπρόσκοπτον συνδιαλλαγήν του άνθρωπου μετά του εξω κόσμου άπό τον όποιον απομακρύνουν αυτόν, επιφέρουν παρεμβολήν είς τήν έλευθερίαν καί άνεξαρτησίαν αύτου καί διαταράσσουν τήν άναφοράν προς τον ϊδιον εαυτόν. Κατ' ούσίαν ό πόνος αποτελεί ύπαρξιακήν ενδειαν. Δύναται δε ό χρόνιος αφόρητος πόνος να όδηγήση είς αύτοκτονίαν. Ό πόνος εϊναι ερώτημα της προσωπικής ζωής ημών, είναι τό πρόβλημα του διαλογιζο­

μένου άνθρωπου, πρόβλημα άνθρωπολογικόν, φιλοσοφικόν, όντολογικόν. Τό άλγος μόνον έξ όλων τών αισθημάτων ώδήγησε τον άνθρωπον πλην τοΰ να θέλη να απαλλαγή αύτοϋ είς τον διαλογισμόν περί του είναι αύτοϋ καί περαιτέρω είς σκέψεις δια τήν αίτίαν υπάρξεως αύτου καί της έκ τούτου δεινοπάθειας εντός της αρμονίας του κόσμου καί του σώματος του. Κατ' αντίθεσιν προς τα συναισθήματα άλγους καί της έξ αυτών κακοπα­

θείας, τα συναισθήματα ηδονής, χαράς, εύχαριστήσεως δέν δημιουργούν πρόβλημα. Ό άνθρωπος αποδέχεται τα συναισθήματα ταύτα ώς κάτι αυτο­

νόητον χωρίς να απασχολούν τον νουν αύτου ώς πρόβλημα. Καί αυτή ή

μετά τοΰ εξω κόσμου καί όστις παρέχει ήμΐν τήν δυνατότητα της ζωής. Ό άνθρωπος αναφέρεται δια τοΰ αέρος είς τον εξω κόσμον.

1. Ύπο τήν αυτήν εννοιαν δεν θέλομεν να θίγουν καί να παραβιασθούν τα σύνορα τής ιδιοκτησίας (κτήματος τίνος) ή τα σύνορα της πατρίδος ημών.

— 14 —

υγεία ημών ώς εύάρεστος ψυχοσωματική κατάστασις δεν ενδιαφέρει ημάς και δεν θέτει πρόβλημα. Όταν δμως άσθενήσωμεν, τότε αρχίζει το ερώ­

τημα, διατί να ύπάρχη ή νόσος και ό πόνος. Πόνος, νόσος και ô συναφής προς αυτά θάνατος ευρίσκονται εις το

αυτό έπίπεδον θεωρήσεως — συνιστούν κατ' αντίθεσιν προς τήν ύγείαν, τήν ήδονήν και τήν χαράν πρόβλημα παντοειδώς έξεταζόμενον. Ερώτημα διατί να ύπάρχη ή ηδονή δέν έθεσε ποτέ ό άνθρωπος. 'Ιδού μία άλλη ψυχολογική διαφορά μεταξύ άλγους και των αντιθέτων τούτου.

Είδικώτερον δια τον πόνον τίθεται τό ερώτημα της αναζητήσεως του στοιχείου εκείνου της πραγματικότητος, όπερ προκαλεί αυτόν. Γνωρίζομεν ότι αυτή αύτη ή φύσις, όταν ύπερβαίνωμεν ώρισμένα δρια, επιφέρει πόνον ώς προειδοποίησιν καί τιμωρίαν, π.χ. όταν ύπερπληρώσωμεν τον στόμα­

χον. Ή ζωή καθ' έαυτήν εϊναι επίσης πηγή κακοπαθείας. Έν τω Ευαγ­

γελία) υπάρχει ή ρήσις «άρκετόν τη ήμερα ή κακία αυτής», όπερ σημαίνει ότι αυτή αύτη ή ζωή αυτή δημιουργεί φόρτον και κόπον καί κατ' άκο­

λουθίαν πόνον. 'Επιπροσθέτως πηγή πόνου είναι ό ίδιος ό άνθρωπος δια τον εαυτόν

του καί οί άνθρωποι δι' αλλήλους. Τί εστίν πόνος καί διατί να ύπάρχη απησχόλησεν άείποτε τον άνθρω­

πον καί αποτελεί εισέτι ερώτημα ιδίως έν τή Θεολογία. Άπάντησις όμως εις το ερώτημα δέν έχει δοθή εισέτι. Ό Pradines ιδιαιτέρως ασχοληθείς περί τον πόνον εκφράζεται περί του άλγους αρνητικώς δια των λόγων : Τό άλγος είναι «un mystère sans analogue dans le monde de la vie». Άλλα νομίζω ότι τό μυστήριον του πόνου εϊναι ελάχιστον έν σχέσει προς τό μυστήριον του όλου κόσμου. Διατί ύπάρχομεν καί διατί υπάρχει δ κόσμος εϊναι εισέτι δια τον άνθρωπον μέγα μυστήριον. Ό δέ Bossuet τονίζων τήν ίδιάζουσαν βαρύτητα τοϋ πόνου καί των δεινών έν τή ζωή λέγει : «les maux de ce monde sont toujours plus reels que les biens». 'Εάν τούτο εϊναι απολύτως ορθόν είναι συζητήσιμον, διότι ή ζωή εϊναι εν συνεχές ρεύμα ευεξίας καί κακουχίας, ηδονής, καί οδύνης, κακοπαθείας καί ευχάριστου διαθέσεως ι. Ό Plessuer λέγει ότι τό άλγος εϊναι δριον βασικής ανθρωπο­

λογικής εκδηλώσεως καί συμπεριφοράς. Κατά δέ τον Heidegger «τό άλγος αποτελεί πρόσοδον (εϊσοδον) εις τό σχέδιον τοϋ εϊναι». Παρά τήν έλλειψιν ικανοποιητικής καί σαφούς απαντήσεως εις τό ερώτημα τοϋ διατί υπάρχει τό άλγος, παραμένει ή υπαρξιακή σημασία αύτοΰ δια τήν ζωήν καί δι' άλλα τινά ενεργήματα τοϋ άνθρωπου.

1. Εις τήν Έρωφίλην τοΟ Χορτάτζη γράφεται «τα γέλια με τα κλάμματα με τήν χαράν ή πίκρα μίαν ώραν έσπαρθήκασι μαζί έγεννηθήκαν. — Γι' αυτό μαζί γυρίζουσι καί τ' ëva τ' άλλο άλλάσσει καί όποιος έγέλα το ταχύ κλαίει προτοΰ βραδυάσει».

— 15 —

Ό πόνος είναι άξιόλογον ύπαρξιακόν στοιχεϊον της ζωής ύπό την εννοιαν ου μόνον του ύπάρχειν άλλα και τοϋ πάσχειν δι' άλλο τι πέρα του πόνου. Ή σημασία αυτή τοϋ πόνου (και èv γένει τοϋ πάσχειν) εϊναι πρόδηλος εις τον άσκητισμόν, όστις ενυπάρχει εις όλας τάς θρησκείας και αναφέρεται εις κάτι πέρα της εγκόσμιου ζωής. Έν τω άσκητισμφ γίνε­

ται προσπάθεια άπομακρύνσεως και έξουδετερώσεως πάντων των ερεθισμά­

των, τα όποια ώς εξωτερικά και εσωτερικά κίνητρα προκαλοΰν πόνον και διαταράσσουν την ϋπαρξιν τοΰ άνθρωπου. Ό ασκητισμός επιζητεί να επιτυχή εκστασιν εκ τής πραγματικότητος, ϊνα έφησυχάζη τό πνεύμα και έγκαταβυθισθή εις τό βίωμα τής ενώσεως μετά τοϋ Θεοΰ.

Δια τής εξουδετερώσεως τοΰ πόνου υπό των μαρτύρων τής χριστια­

νικής πίστεως, οϊτινες υποβαλλόμενοι είς πόνους άπεδέχοντο αυτούς — άνεδείχθησαν ούτοι είς στυλοβάτας και θεμελιωτάς τοϋ Χριστιανισμού. "Ας προσθέσωμεν δ' ότι και ό Χριστός έδοκίμασε τόσον την άγωνίαν τοϋ θανάτου, όσον και τον πόνον τής Σταυρώσεως. 'Ιδιάζουσα συγκυρία ό διδά­

σκαλος τοΰ Χριστιανισμού να εχη αίσθανθή έν έαυτω τα δύο κατ' εξοχήν δεινά τοϋ άνθρωπου, τήν άγωνίαν καί τον πόνον.

Δια τής μεθόδου yoga επιτυγχάνεται τό αυτό παρά των οπαδών τών ανατολικών θρησκειών. Ή έξουδετέρωσις τοΰ πόνου ή ή ανοχή αύτοϋ συντελείται δια τοΰ πλήρους διαχωρισμοΰ μεταξύ έγώ και σώματος, ώστε ό πόνος δεν γίνεται αισθητός ή γίνεται ανεκτός μετ' ηρεμίας και έγκαρτε­

ρήσεως και δι' άναγνωρίσως τής αξίας αύτοϋ χάριν άλλου τινός σκοποΰ, π.χ. ώς δοκιμασία δια κάτι άνώτερον, ώς δικαία τιμωρία κ.τ.τ.

Ό πόνος και ή κακοπάθεια τοΰ ανθρώπου έγένετο αιτία γενέσεως τής θρησκείας τοΰ βουδδισμοΰ. Ό Βούδδας άφ' ου έγνώρισε τον πόνον και τα δεινά έν γένει τής ζωής, μη έχων γνώσιν αυτών προηγουμένως διότι εζη άποκεκλεισμένος είς τα ανάκτορα τοΰ πατρός του, διελογίσθη περί τοϋ πόνου καί τών δεινών, κατέφυγε είς τήν άπομόνωσιν και τήν περισυλλογήν καί ίδρυσε τήν σχετικήν διδασκαλίαν καί θρησκείαν. Ουσιαστικώς ό Βουδδισμός δεν εϊναι θρησκεία υπό τήν συνήθη εννοιαν, άλλα διδασκαλία καί μέθοδος απαλλαγής άπό τών δειλών τής ζωής καί ιδίως τοΰ πόνου. "Ας σημειωθή ότι ή Βουδδιστική θρησκεία θεωρεί τήν ζωήν ώς πάσχειν καί προσπαθεί να εξουδετερώσει τό πάσχειν τοΰτο, ώστε ό άνθρωπος να περιπέση εις τήν κατάστασιν τής nirvana.

Ό άνθρωπος αντιδρά" εις τον πόνον είτε αρνούμενος αυτόν καί δια­

μαρτυρόμενος δια τήν έξ αύτοϋ κακοπάθειαν είτε αποδεχόμενος αυτόν καί έγκαρτερών, θεωρών ότι ό πόνος ούτως ή άλλως ανήκει εις τό είναι τής πραγματικότητος.

Τον πόνον βλέπομεν ώς περιεχόμενον τών αρχαίων τραγωδιών. Οί ήρωες τών αρχαίων τραγφδιών ευρέθησαν πάντοτε αντιμέτωποι τοΰ πόνου

­ 16 —

(σωματικού και ψυχικού) σταλέντος παρά των Θεών και της Μοίρας. Τού­

τον άπεδέχοντο καρτερικώς ή προεκάλουν και εμάχοντο εναντίον αύτου και οϋτω άπεδεικνύοντο ήρωες. "Αλλως τε ό ήρως γενικώς είναι μαχητής του πόνου. "Ηρωες τών αρχαίων τραγωδιών υπήρξαν ο Οιδίπους, ό Ηρακλής, ό Φιλοκτήτης ώς προς το σωματικόν άλγος. Ό 'Ορέστης, ό Αίας, ή Άλκη­

στις, ή 'Ιφιγένεια, ή 'Αντιγόνη ώς προς το ψυχικόν άλγοςΧ. Άλλα και εις τάς έξοντωτικάς μεταξύ τών ανθρώπων σχέσεις ό πόνος

γίνεται πολλάκις αυτοσκοπός όμοϋ μετά τής προσπάθειας τής έξοντώ­

σεως του άλλου. "Ας ύπομνησθή ή χρησιμοποίησις του πόνου κατά τήν τελετήν τής

μυήσεως τών νέων παρά τοις πρωτογόνοις επί τή ένηλικιώσει αυτών. Οί νέοι υποβάλλονται άδιαμαρτυρήτως και καρτερικώς εις αφόρητους πόνους, τους οποίους ανέχονται ϊνα κερδίσουν τό γέρας να περιληφθούν εις τήν χορείαν τών ανδρών. Ύπόλοιπον του πρωτογόνου τούτου εϊναι τό διεθνώς ισχύον εθιμον τών βασάνων εις ά υποβάλλονται οί νεοσύλλεκτοι και οί εισερχόμενοι εις τάς ανωτέρω σχολάς, τα λεγόμενα καψόνια. Εις τους αρχαίους Σπαρτιάτας, επίσης τους Σουλιώτας, έπεβάλλετο ή υποβολή εις πόνους και έδιδάσκετο ή καρτερία έναντι αυτών χάριν τής σκληραγωγίας, ήτις άλλωστε συνιστάται εν παντί. Ύπό τήν προϋπόθεσιν ταύτην ό πόνος θεωρείται ώς συντελών εις τήν διάπλασιν του εγώ και τής προσωπικότητος δια τής διδαχής τής υπομονής, τής ανοχής, τής εγκαρτερήσεως. Έν άλλοις λόγοις χρησιμεύει και ώς παιδαγωγικόν μέσον, ιδίως κατά τήν νεαράν ήλικίαν. Διδάσκομεν το παιδί τό φερέπονον, να ύποφέρη δηλαδή αγογ­

γύστως τον πόνον, να άποδέχηται αυτόν, να μήν κλαίη, όταν πονή εν γένει να συμπεριφέρηται ήρωϊκώς «σαν άνδρας». Είναι επίσης έκδήλωσις καλής συμπεριφοράς να καταπνίγωμεν τον πόνον, να μή μεμψιμοιροϋμεν δια τα παθήματα και να κρατοϋμεν αυτά δι' εαυτούς. Εις ώρισμένους λαούς τονίζεται ιδιαιτέρως ή τοιαύτη συμπεριφορά άπό παιδαγωγικής απόψεως. Βεβαίως να άνέχηταί τις τον πόνον λογίζεται ηρωισμός, άλλα και να μήν αντιδρά εις ΐσχυρόν πόνον δυνατόν να άποτελή παθολογικήν έκδήλωσιν. Πάντως αυτοκυριαρχία τουλάχιστον εις τους ουχί λίαν ισχυρούς πόνους εϊναι δυνατή βάσει αγωγής και καλής συμπεριφοράς.

"Αξιον ιδιαιτέρου τονισμού εϊναι ότι ό πόνος τών άλλων ανθρώπων (άλλα και τών ζώων) δημιουργεί συναισθήματα συμπόνιας και τήν φρον­

τίδα παροχής βοηθείας προς άπάλυνσιν αύτου. Συγχαίρομεν άλλα και κατά πλείονα λόγον συλλυπούμεθα αλλήλους. Διαπιστοϋμεν έν τοις προκειμένοις τήν άναφορικότητα του πόνου ού μόνον εις τό αύτοπάσχειν άλλα και τό

1. Δια το έργον του Έρωφίλην ό Χορτάτζης γράφει «Τα πάθη μου κι' οί πόνοι μου οί περισσοί, τούτη κι' έμενα κάμασι το νοΟ μου να γέννηση τήν τραγωδία».

— 17 —

πάσχειν του πλησίον και του άνθρωπου εν γένει. Τα συναισθήματα τοϋ ανθρώπου δεν μένουν άπομεμονωμένα έν τω άνθρώπφ άλλα αναφέρονται πάντοτε εις κάτι εϊτε τοϋ ιδίου εαυτού, είτε άλλου προσώπου, εϊτε της κοινωνίας έν γένει, ώστε ό άνθρωπος δια τοϋ πόνου βλέπει ουχί αυτόν ταϋτον τον πόνον, άλλα και τον πάσχοντα εαυτόν του και τους πάσχοντας ομοίους του. Ό 'Οδυσσεύς βλέπων τον Αΐαντα έν τη αθλία καταστάσει της ψυχικής του παθήσεως, λέγει ότι εις το πάθημα τοϋ Αΐαντος βλέπει και το ένδεχόμενον ίδικόν του πάθημα. «Έποικτίρω δένιν δύστηνον έμπας, καί περ όντα δυσμενή όθούνεκ' άτη συγκατέζευκται κακή ουδέν το τούτου μάλλον ή τούμόν σκοπών», Σοφοκλ. Αίας 121 ­124. Ό πάσχων φέρει μόνος τον πόνον του, όπως λέγει και ό λαός, άλλ' εκ παραλλήλου ό πόνος είναι και φωνή επικλήσεως προς τους ομοίους εις τήν οποίαν ανταποκρίνονται ούτοι. Ό άνθρωπος ενστικτωδώς είναι άνά πάσαν στιγμήν πρόθυμος καί έτοιμος να συμπαρασταθή είς τον πάσχοντα. Όλοι αυθορμήτως καί ενστι­

κτωδώς προστρέχουν είς όλισθήσαντα καί καταπεσόντα άνθρωπον δια να παράσχουν βοήθειαν. Αί κραυγαί καί οί λυγμοί λόγω πόνου ενστικτωδώς επιφέρουν τήν συμπόνιαν καί παρακινοΰν είς παροχήν βοηθείας. Τό δέ άρχαΐον ρητόν υπενθυμίζει «Μηδενί συμφοράν όνειδίζειν», διότι το αυτό ενδέχεται να συμβή είς πάντα άνθρωπον, διότι «κοινή ή τύχη καί το μέλ­

λον άόρατον». Οί άνθρωποι ώς φορείς καί κοινωνοί τοϋ πόνου άποτελοΰν κοινωνίαν πόνου. Ό εϊς ενδιαφέρεται δια τον πόνον τοϋ άλλου.

Ούτω ό πόνος συνεργάζεται είς τήν οικοδόμησιν τής κοινωνίας. Έ κ τοϋ ιδίου πόνου άφορμώνται τα αισθήματα τής συμπαθείας, τής σύμπνοιας, τής ευαισθησίας, τής αλληλεγγύης, τής φιλαλληλίας καί τών τρόπων παροχής βοηθείας είς τους άλλους. Δεν είναι τόσον ή αγάπη ήτις συνέχει τους ανθρώπους εις κοινωνίαν όσον ή συμπόνοια καί το συμπάσχειν καί ή έπίγνωσις ότι εχομεν ανάγκην συμπαραστάσεως είς στιγμάς κακοπαθείας ημών,

ΕΥπό τάς προϋποθέσεις ταύτας ό πόνος αναφερόμενος εις τόν,συνάν­

θρωπον γίνεται δημιουργός διαπροσωπικών σχέσεων, αποτελεί κίνητρον ευμενούς συμπεριφοράς τών ανθρώπων προς αλλήλους καί λήψεως μέτρων προς καταπολέμησιν αύτοΰ. Πάλαι ποτέ ό μάγος τής φυλής, νΰν δ' ό ιατρός άποτελοΰν τον λυτρωτήν τοϋ πόνου όστις διαταράσσει τήν όμαλήν πορείαν τής ζωής. Δια τοΰτο ιδιάζουσα ή θέσις τών ιατρών έν τή κοινωνία.

Προσφοράν πόνου καί οδύνης διαπιστοΰμεν επίσης είς τήν θυσίαν τών ατόμων χάριν τής όλότητος τών ομοίων του, τουτέστιν τής πατρίδος. Τήν προσφοράν τούτη ν αισθάνεται τό άτομον ουχί ώς καταναγκασμόν άλλ' ώς άποδεκτήν πρόσκλησιν καί αποστολή ν δια τήν διατήρησιν τής πατρίδος, ήτις κείται πέρα τής προσωπικής υπάρξεως τοϋ άτομου καί απο­

τελεί άνώτατον γενικόν αγαθόν. Δια τοΰτο ή είς όλας τάς χώρας ΐδιαι­

2

— 18 —

τέρα τιμή των αναπήρων πολέμου και τών εν πολέμω θανόντων σύμβολο ν της οποίας είναι το μνημεΐον του αγνώστου στρατιώτου. Προφανής είναι έν τω προκειμένω ή συμμετοχή τών ανθρώπων εις τήν ύπαρξιακήν ενδειαν της πατρίδος των. Το αυτό ισχύει δια τήν προσφοράν χάριν ώρισμένης ιδεολογίας ασχέτως περιεχομένου. Ή αύτοπυρπόλησις ώς διαμαρτυρία δια μέσου του πόνου είναι συχνόν φαινόμενον της σημερινής εποχής, ώς δε διαπιστοϋμεν δι' ευγενείς στόχους.

Δια του άλγους ώς και δια τής νόσου γενικώς απαλλάσσεται ώς γνω­

στόν ό άνθρωπος τών υποχρεώσεων προς κάθε τι εις ο είναι ύπόχρεως. 'Αναθέτει δε τον εαυτόν του εις τους άλλους.

Βάσει τών ανωτέρω βλέπομεν ότι δεν είναι μόνον ή νευροφυσιολογία ή διακανονίζουσα τό θέμα του άλγους, άλλα και λόγοι πολιτιστικοί, ιστορικοί, παραδοσιακοί, λατρευτικοί, θρησκευτικοί καθορίζουν επίσης τήν άντίδρασιν, τήν σχέσιν, τήν τοποθέτησιν του άνθρωπου έναντι του άλγους.

Ώ ς συνεπαγόμενον του πόνου δέον τελικώς να προστεθή ότι ό πόνος άλλοιοΐ τό αίσθημα τοϋ χρόνου υπό τήν εννοιαν ότι δημιουργεί αίσθημα βραδείας χρονικής ροής και ώς έκ τούτου άνίαν ήτις επίσης είναι σύμφυτος τη ανθρωπινή φύσει. Όσον μακροτέρα είναι ή διάρκεια τής ζωής τόσον συχνότερος και εκτεταμένος είναι ό πόνος, και αί έκ τούτου λϋπαι και ή ανία αί όποΐαι θα γεμίζουν τον χρόνον τής ζωής «έπεί πολλά μέν αί μα­

κραί αίμέραι κατέθεντο δή λύπας έγγυτέρω». Σοφοκλής, Οιδίπους επί Κο­

λωνω στίχος 1215. Έκ πάντων τών εκτεθέντων βλέπομεν ότι ό άνθρωπος ώς και τα άλλα

ζώα είναι προγραμματισμένα και προωρισμένα να αίσθάνωνται άλγος. ΤοΟτο όμως δεν είναι άποδεκτόν άπό τον άνθρωπον, όσον και αν ή φιλο­

σοφία, ή ηθική, ή θρησκεία εφευρίσκει τρόπους δικαιολογίας αύτου. Ό άν­

θρωπος παρά πάσαν άπό οιασδήποτε σκοπιάς τυχόν δικαίολογίαν του πόνου τείνει να άποφεύγη τον πόνον καί επιδιώκει τήν άπαλλαγήν άπ' αύτου. Ό πό­

νος κατά τήν άνθρωπίνην άποψιν δέν ώφειλε να υπάρχει διότι αποτελεί μειονέκτημα και κατ' ούσίαν άτέλειαν του οργανισμού του. Ό Pascal λέγει σχετικώς «ή φύσις ενέχει τελειότητας δια να άποδείξη ότι είναι κατεσκευα­

σμένη κατ' εικόνα Θεοϋ — ενέχει όμως καί ελλείψεις δια να άποδείξη ότι είναι μόνον κατ' εικόνα». Ούτω ό πόνος είναι κακόν τό όποιον ή μοίρα έπεδαψίλευσεν εις τον άνθρωπον* καί τό όποιον άπροσδοκήτως πλήττει αυτόν υπό τήν μορφήν παντοίων αιτίων, ιδίως τών νόσων. Έναντι τοϋ

1. «Τών πόνων πωλοΰσι ήμΐν τ' αγαθά οί Θεοί» κατ'άρχαίαν ρήσιν. Κατ'αλλην ρήσιν «τοϋ λυπηροϋ τούτου τον δαίμονα αίτιον εύρήσομεν δντα, φ φύντας ανθρώπους εΐκειν ανάγκη».

— 19 —

πόνου και των νόσων ό άνθρωπος δεν έχει τήν δυνατότητα της υπερβά­

σεως αυτών. Ό Λυσίας εκφράζει τούτο λέγων «ή φύσις ημών ήττων εστί νόσου και Υήρως ό δε δαίμων ό εΐληχώς ή μας απαραίτητος». Έν άλλοις λόγοις τήν νόσον (και τον πόνον) και τό γήρας δεν δυνάμεθα να ύπερβώ­

μεν. Ή φύσις άλλως τε μεταχειρίζεται τάς νόσους δια να καταστρέφη τα δημιουργήματα της, τα όποια υπόκεινται εις τους νόμους τής οργανικής φθοράς και εξαφανίσεως.

Τελευτών τήν μελέτην υπενθυμίζω και πάλιν τον ίνδικόν μΰθον κατά τον όποιον ό πόνος εδόθη εις τον άνθρωπον από τον όποιον τελικώς απαλ­

λάσσεται δι' ετέρου δωρήματος δηλαδή του θανάτου, μετά τον όποιον οί)κ"έστι πόνος.

Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α

1) A u e r s p e r g Α., Schmerz und Schmerhaftigkeit, Springer 1963. 2 ) G e b s a t t e l V., Prolegomena einer medizinischen Anthropologie Verlag, Sprin­

ger 1954. 3) B û r g e r ­ P r i n z , Zur Psychologie des Schmerzens, Nervenarzt 22,1951, 376 ­ 380. 4) B u y t e d t i j k F. J. J., Uber den Schmerz, Huber Bern 1948. 5) B l o y L e o n , Le pèlerin de l'Absolu, Paris 1950. 6) B a a r ­ G e r b e r s h a g e n , Schmerz, Schmerzkrankheit, Taschenbucher ­ Sprin­

ger 1974. 7) J a n z e n R., Schmerzanalyse, Verlag Thieme 1968. 8) M e r l e a u ­ P o n t y , Phânomenologie der Wahruehmung, Verlag de Gruyter, Ber­

lin 1966. 9) P l e s s u e r H., Lachen und Weinen, Franke Bern 1949.

10) Ρ r a d i n é s M., Philosophie de la sensation, Paris 1934. 11) S c h e l l e r M a r x , Die Stellung des Menschen um Kosmos, Verlag Franke 1975. 12) S t r a n s k y E., Psychologie und Psychothérapie des Schmerzens. Archives fur psy­

chiatre und Nervenheilkunde 190, 1953. 13) S u t e r m e i s t e r H., Uber Speranskys Kraukheitslehre, Schweiz. med. Wochen­

schrift 79, 1949.

ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Ι. ΛΑΖΑΝΑ

ΤΙΒΟΥΛΛΟΥ Η ΤΡΙΤΗ ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

Ι. Είχε γράψει 6 Τίβουλλος τις δύο πρώτες ελεγείες, όταν στη Ρώμη γνώρισε μια νέα γυναίκα : την Νέμεση, όπως την ονομάζει. ΤΗταν μια ωραία, υπερήφανη και πολύ προσγειωμένη εταίρα. Του εμπνέει ενα πάθος σφοδρό, θυελλώδες, εντελώς αισθησιακό. 'Από τό πάθος αυτό προέκυψαν οί ελεγείες 3, 4 και 6 του δευτέρου βιβλίου. Με τήν τρίτη παραπονείται στο φίλο του Κορνοϋτο, ότι ή Νέμεση σύρθηκε σε μια εξοχική έπαυλη άπό έναν απελεύθερο νεόπλουτο εραστή.

Π. Ό ποιητής δεν μπορεί να μένει στην πόλη, όταν ξέρει ότι ή φίλη του έχει καταφύγει στην εξοχή, στους αγρούς, με συνοδεία τον Έρωτα και τήν 'Αφροδίτη. Για να τοϋ δοθεί ή δυνατότητα να τήν βλέπει, έστω και άπό μακρυά, δεν θα διστάσει. Θα μεταμορφωθεί κι' αυτός σε αγρότη. Θα γίνει ένας ταπεινός εργάτης της γης, έτοιμος να υπομείνει όλους τους κόπους και τους εξευτελισμούς (1 ­10) ! Τό ϊδιο άλλωστε δεν έκανε και ό 'Απόλλων; Κι' αυτός, μολονότι θεός, εξ αιτίας τοϋ έρωτα, λησμόνησε και τό κάλλος και τήν υπερηφάνεια του και πήγε κι' έγινε βοσκός στους αγρούς τοϋ 'Αδμήτου. Ωραία εποχή τότε ! Ή πρώτη και βασική απα­

σχόληση των θνητών δεν ήταν παρά ό έρωτας (11 ­ 32). Τώρα δεν συμβαίνει τό ϊδιο. Κι' ό ποιητής απευθύνεται σ' έναν ανώνυμο φτωχό και δυστυχή εραστή. Τον καλεί να έλθει και να εγκατασταθεί στην ταπεινή του αγροι­

κία. Θα τον μυήσει στή σκληρή απλότητα της αγροτικής ζωής, όπως έκανε κάποτε ό "Αδμητος με τον 'Απόλλωνα. Θα μάθει να αδιαφορεί για τήν νοοτροπία τών συγχρόνων του, οί όποιοι περιφρονοΰν τήν απλή ζωή τών αγρών κι' έχουν κυριευθεί άπό τό πάθος της απληστίας. Αυτή ή απληστία έφερε τήν έριδα, τή διχόνοια, τα όπλα, τους φόνους, τον θάνατο (33­46). "\Ας μήν επηρεάζεται λοιπόν άπό τό πάθος αυτό. "Ας περιορίζεται στή μέτρια, άλλα τόσο τερπνή ζωή (47­48). Όμως άλλοίμονο! Αυτή ή ειλι­

κρίνεια μπορεί να κάμψει τήν αδιαφορία της Νέμεσης, ή απλότητα αυτή της ζωής μπορεί ποτέ να τήν ικανοποιήσει; Είναι μάταιο να στενάζει

— 21 —

κανείς για τη διαφθορά και τήν έκλυση των ηθών ή διαφθορά παρέσυρε ήδη και τη Νέμεση· επιθυμεί κι' αύτη χλιδή και πλούτη. Προς στιγμήν σκέπτεται ό ποιητής ενα τέτοιο ενδεχόμενο. ""Αν ήταν πλούσιος θα της προσέφερε κι' αυτός πλούσια δώρα, θα τήν έντυνε με λαμπρά φορέματα, θα είχε στή διάθεση της και μια ακολουθία από 'Ινδούς. Άλλα όχι! Δεν θα ήθελε ποτέ, και πλούσιος αν ήταν, έναν έρωτα αυτού του είδους, έναν έρωτα αργυρώνητο. Πάντως αυτή είναι ή πικρή αλήθεια! Ή Νέμεση υπο­

κύπτει στα πλούτη και στή χλιδή. Καί, νά, ό εραστής της δεν είναι άλλος παρά ένας βάρβαρος απελεύθερος, ένας πρώην δούλος, πάμπλουτος όμως (49 ­ 60). Ό ποιητής τον αναθεματίζει, πού κρατάει τή φίλη του μακρυά άπό τήν πόλη, στην εξοχή! Και προχωρεί ακόμη περισσότερο. 'Αναθε­

ματίζει και τήν ϊδια τήν εξοχή! Και ιδού το παράδοξο! Ό ποιητής, με τις προτιμήσεις του προς τή ζωή τών αγρών, ζητεί τώρα άπό τους αγροτικούς θεούς, άπό πείσμα βέβαια, να καταστρέψουν τα θέλγητρα της αγροτικής ζωής. 'Οραματίζεται τήν πρωτόγονη απλότητα. Τήν εποχή, πού δεν καλ­

λιεργούσαν τους αγρούς, πού δεν υπήρχαν οπωροφόρα δέντρα. Τότε πού έτρωγαν οί άνθρωποι βαλανίδια, πού ντύνονταν μέ δέρματα ζώων, πού μοναδικό ποτό ήταν το νερό, τότε πού ό έρωτας ήταν ελεύθερος και δεν είχαν φύλακες οί ωραίες κόρες (61­78). Το τελευταίο δίστιχο είναι μια κραυγή πάθους. "Ας τον φέρουν έκεΐ πού είναι ή φίλη του, ας γίνει δού­

λος της. Είναι έτοιμος να υποστεί κτυπήματα, έτοιμος καί δεσμά ακόμη νά φορέσει !

III. Ό Max Ponschont γράφει : «'Από τήν ανάλυση της ελεγείας προ­

κύπτει ή ενότητα, πού διέπει τό ποιητικό κείμενο. Διαμορφώνεται ενα σύνολο αρμονικό, μέ κίνηση λογική καί φυσική. Υπάρχει ενα θέμα βασικό, ό έρωτας του ποιητή, πού συναντά εμπόδια· πού είναι έτοιμος νά ζήσει κοντά στή φίλη του, νά δεχθεί τό βαρύ καί έπίμοχθο έργο του αγρότη. Αυτό τό θέμα εκτυλίσσεται καθ' όλη τή ροή τής ελεγείας καί συνάπτεται μέ δευτερώτερα θέματα μυθολογικά καί παραδοσιακά. Δέν υπάρχει λοιπόν περίπτωση νά δεχθούμε ότι πρόκειται εδώ για ενα ποίημα ημιτελές, δια­

μορφωμένο άπό διάφορα κείμενα, άσχετα μεταξύ τους. 'Ασφαλώς τα χει­

ρόγραφα, πού παραδίδει ή φιλολογική επιστήμη, είναι αρκετά ελαττωμα­

τικά καί πρέπει νά δεχθούμε πολλά κενά. Παρ' όλα αυτά ή ελεγεία παρου­

σιάζει ακολουθία καί ενότητα ιδεών. Πρόκειται για μια ελεγεία του Τι­

βούλλου, από τις πλέον ερευνημένες άπό τήν πλευρά τών πηγών. Ό Τίβουλλος παρουσιάζεται εδώ κάτω άπό τήν εξάρτηση καί τήν επίδραση τών 'Αλεξανδρινών έλεγειοποιών, πού οί ίδιοι ένεπνέονταν άπό τους αρ­

χαίους 'Αττικούς κωμωδούς. Τό ώραΐο θέμα του Έρωτα, πού μαζί μέ τήν 'Αφροδίτη συνοδεύουν τήν αγαπημένη στην εξοχή για νά διδαχθεί έκεΐ

— 22 —

τα αγροτικά ήθη, το θέμα του 'Απόλλωνα, πού υπηρετεί, ώς βοσκός, τον "Αδμητο, ό άναθεματισμός της εποχής του Σιδήρου, οί θρηνωδίες για τήν απληστία τών γυναικών, οί βλασφημίες εναντίον του νεόπλουτου απελεύ­

θερου, είναι τόποι κοινοί, πού τους εκμεταλλεύθηκαν ήδη οί Έλληνες. Μα 6 Λατίνος ποιητής γνωρίζει να παραμένει πρωτότυπος, δίδει στους κοινούς τύπους μια χροιά άλλοτε βουκολική κι' άλλοτε σατιρική πού δια­

χέονται στο σώμα του ποιήματος. Ή φλόγα του αισθήματος δίδει έναν αέρα αμεσότητας στην ελεγεία. Κραδαίνεται από το χείμαρρο του λυρι­

σμού. Δεν είναι ενα ποίημα ρητορικό, άλλα ενα ποίημα πάθους» (Tibulle, Elegies, Paris 1968, σελ. 94).

Η ΤΡΙΤΗ ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

«Rara meam, Cornute, tenent vilaeque puellam...»

Τώρα τή φίλη μου κρατούν οί αγροί, οί αγροικίες, Κορνοϋτε! καρδιά, έστω από σίδερο, δεν ημπορεί στην πόλη πλέον να μείνει' ίδια, μακρνάθε, στους αγρούς ή Αφροδίτη πήγε κι είναι ή γλώσσα τών γεωργών ή πρώτη που ό "Ερωτας διδάχθη.

5 "Ω, τότε, τήν αγαπημένη νάβλεπα! Θαχα, θαρρώ, κουράγιο να ανακατεύω εγώ τή γης, σαν χωρικός, με τή σκαπάνη κι' άγόγγυστα πίσω απ' το αλέτρι το κυρτό, σκυφτός να οδεύω, ενώ τα στείρα τα ζώα το χώμα Θ* αυλακώνουν, πού τους σπόρους προσμένει να δεχτεί. Καϊ δεν θα γόγγυζα, τήν δψη μου ο ήλιος

10 αν έκαιγε, τάβρά τα χέρια μου αν έφθειρε το αλέτρι. Σωστά ο Απόλλων έπραξε τους ταύρους πού άρχισε να βόσκει — ανώφελα του στάθηκαν και ή πλούσια κόμη κι ή κιθάρα—, άφοϋ τον πόνο του με βότανα δεν μπόρεσε να γιάνει και να δαμάσει άστόχησεν ή γιατρική τον ερωτά του.

15 Συνήθισε λοιπόν ό θεός να βγάζει από τους σταύλους τα γελάδια, το γάλα πώς ναρμέγει τδμαθε, πώς να το πήζει πάλι. Πόσες φορές στον κόρφο του κάποιο μοσχάρι σαν κρατούσε, απ' τήν ντροπή της δεν κοκκίνιζε, δταν τον θώρειε, ή αδελφή του! 1

Πόσες φορές δταν τραγούδαε στα βάθη της κοιλάδας 20 το εράσμιο το άσμα δέν άντίσκοβαν με μουγκρητά οί φοράδες!

Συχνά οί προεστοί για το Μαντείο τών Δελφών κινούσαν κι απογοητευμένο γύριζε απ' τα ναό το πλήθος πάντα.

1. Ή Άρτεμη.

— 23 —

Συχνά υπόφερε ή Λητώ, τα Ιερά της τάλογα ώς εθώρει άτίθασσα να γίνονται — αυτά πού θαύμαζεν ή "Ηρα—.

25 Σ' αυτό το άατόλιστο, το άχαρο κεφάλι, μάταια τώρα την πλούσια κόμη, την αλλοτινή, τον Φοίβου αναζητούσαν. Πούναι ή Δελφική Πυθώ, ή Δήλος1 ποϋναι τώρα Φοίβε; σε δώμα ταπεινόν δ "Ερωτας να μένεις σ' έχει κάνει. Πανέμορφη εποχή! Να υπηρετούν την 'Αφροδίτη τότε

30 στους θεούς δεν έφερνε ντροπή' ίσως να χΑευα^αν ιόν Φοίβο οι άνθρωποι' όμως τή φίλη στο πλευρό σου αν έχεις πάντα, δεν είναι προτιμότερο παρά θεός χωρίς αγάπη νάσαι; Μα συ τον "Ερωτα τον αυστηρό που ακολουθείς, κοντά μου ελα! το ταπεινό μου δώμα μας προσμένει. . .2 του Σιδήρου

35 ό αιώνας δεν υμνεί την Κύπριδα' την απληστία μόνο ύμνεϊ. Αυτή έδωσε στους γεωργούς της έριδας τα δπλα. Τους φόνους έφερε, το αίμα έχυσε αύτη και του θανάτου το βήμα τάχυνε' και τους κινδύνους αύξησε στον πόντο, τον άγριο, θολό, όταν τους γεωργούς απ' τις κοιλάδες πήρε

40 και τους οδήγησε τους δύσμοιρους στα αβέβαια τα πλοία. Ό άπληστος θνητός απέραντες πάντα ζητεί κοιλάδες, οπού σε μυριάδες στρέμματα να βόσκουν βόδια πλήθος. 'Αναζητεί το μάρμαρο. Γι αυτόν στης πολιτείας τους δρόμους με θόρυβο στύλους μαρμάρινους τα βόδια μεταφέρυον.

45 Γι αυτόν το πέλαγος από παντού με φράγματα τειχίζουν3, ώστε ήσυχο το ψάρι στη δεξαμενή να μην φοβάται πλέον τάγριωπά τα κύματα. "Ομως εσύ τα δείπνα ας παρατείνεις με κύπελλα τής Σάμου απλά, Κυμαϊος τροχός* πού έχει τορνεύσει. 'Αλλοίμονο ! τώρα τους πλούσιους προτιμούν τα νέα κοράσια.

50 Χαίρου λοιπόν τα πλούτη μου, άφοϋ το θέλει, ώς λες, ή Κύπρη. Στον πλούτο ας πλέει ή Νέμεση, στην πολιτεία ας τριγυρίζει, τα /^ε'/ζ/ζατα των διαβατών με τα λαμπρά τα δώρα μου ας ελκύει. Λεπτά ας φορεϊ φορέματα, απ' αυτά πού ή κόρη ή Κώα υφαίνει και με ποικίλματα χρυσά γνωρίζει επιδέξια να στολίζει.

1. "Οπως είναι γνωστό ό 'Απόλλων, γυιος του Δία και τής Λητώς, γεννήθηκε στη Δήλο.

2. Έδώ λείπουν μερικοί στίχοι. Ό ποιητής ήθελε να πει : "Ελα να μάθεις άπο μένα να υπηρετείς τήν 'Αφροδίτη και μήν επηρεάζεσαι από το διεφθαρμένο πνεΟμα τοΰ αιώνα αύτοϋ.

3. Θαλάσσιες δεξαμενές. Περιγράφονται άπο τον Varron (De re rust. 3, 17) καί τον Πλίνιο (Hist. Nat. 9, 170).

4. Πρόκειται για δοχεία άπό αργιλλο, πολύ άπλα.

— 24 —

55 "Ας έχει ακολουθία από Ινδούς1, που έχει μαυρίσει ο ήλιος — λαμποκοπάει, σπιθίζει ή όψη τους, το άρμα του ώς σιμώνει —. *Α ς έχει όσα θέλει αυτή ψιμμύθια' της Τύρου ακόμη ας έχει την πορφύρα ή το άλικο της 'Αφρικής το χρώμα. "Ω! Αυτός πού βασιλεύει στην καρδιά της — το ξέρουν δλοι πλέον —

60 είναι ένας απελεύθερος, ένας, ώς χθες, απαίσιος δούλος. Κι ώ συ τη Νέμεση μακρυάθε από την πόλη πού την σέρνεις με θερισμο κακό κι ανάλγητο να πληρωθείς. Θεε Βάκχε, εσύ πού φύτεψες το εϋχυμο τάμπέλι, ας παρατήσεις τους άθλιους τους ληνούς. Πληρώνουμε πολύ ακριβά το νέο

65 κρασί. Δεν θάπρεπε ατιμώρητα ποτέ νά κλείνουν πέρα στην εξοχή τα νέα κοράσια' Είθε το βαλανίδι πάλι τροφή μας να γινεϊ, καθοίς στους πρώτους, τους αρχαίους χρόνους. *Ας είναι το ποτό μας το νερό. 'Ελεύθερος ό έρως ήταν τά χρόνια τότε πού τροφή είχαν οι θνητοί το βαλανίδι,

70 και μ άφθονα σιτάρια οι αγροί δεν ήσανε σπαρμένοι ακόμη. Τόσο γλυκά τους άγγιζε με τή θεία πνοή του 6 "Ερως, ώστε της Κύπρης τή χαρά στή σκιερή νά γεύονται κοιλάδα. Α εν ήσαν τότε φύλακες ούτε και θύρα υπήρχε τότε, τους εραστές απ' τους αντίζηλους για νά τους προστατεύει.

75 Ή Μοίρα άν στέργει, ήθη παλαιά στή χώρα μας και πάλι ελάτε, το σώμα ας το σκεπάζουνε άντϊς χιτώνες τα δερμάτια. ΛΑν τήν κρατούν δεσμώτισσα, άνίσως δεν μπορώ νά βλέπω εκείνη πού αγαπώ, προς τι ή επίσημη πού φέρω εγώ ^Αα/^υόα; "Αν διατάξει αυτή, είμαι έτοιμος αγρούς νά οργώνω ο δόλιος.

80 Πάρτε με σκλ,άβο ! ΛΑς με κτυπούν, δεσμά τά χέρια μου κι' ας έχουν.

1. Πρόκειται για ΑΙΘίοπες δούλους.

Ι. Ν. ΔΑΜΠΑΣΗ

ΝΕΜΕΣΙΟΣ Ο ΦΥΣΙΟΛΟΓΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ

'Επί της εποχής του Θεοσοδίου 1 ήκμασεν ό Νεμέσιος, πρώτος επί­

σκοπος της Έμέσης a μετά τήν οίκοδόμησιν του μεγαλοπρεπούς ναοϋ της πόλεως ταύτης3. Ούτος, κατά τήν Έλληνικήν γραμματείαν, εκ φιλοσόφου έγένετο Χριστιανός και συνέγραψεν άξιόλογον πραγματείαν «Περί φύσεως άνθρωπου». Έν ταύτη ό φιλοσόφων επίσκοπος πραγματεύεται περί τής γενέσεως και τής ουσίας τής ψυχής, περί τής ενώσεως αυτής μετά τοϋ σώματος, περί τής δυνάμεως ταύτης, περί τής ελευθερίας τοϋ άνθρωπου και περί τής θείας προνοίας έν σχέσει προς τό πεπρωμένον. Καίτοι περί τοϋ Νεμεσίου γινώσκομεν ελάχιστα, διότι οί αρχαίοι ουδέν παραδίδουσι περί αύτοΰ, έν τούτοις ή πραγματεία, τήν οποίαν συνέγραψε, κατέχει ύψη­

λήν θέσιν έν τη φιλοσοφία τοϋ Χριστιανισμοϋ4. Έν τη ιστορία των επι­

στημών φέρεται άκμάσας κατά τα τέλη τοϋ Δ' και αρχάς τοϋ Ε' αιώνος και αναγνωρίζεται Χριστιανός φιλόσοφος, κατέχων τον έπισκοπικόν θρό­

νον τής Έμέσης, και συγγράψας τό «Περί φύσεως ανθρώπου» βιβλίον, περιέχον ενδιαφέρουσας απόψεις έπί τής ανθρωπινής φυσιολογίας, και τοσούτον έκτιμηθέν κατά τους μέσους χρόνους, ώστε να μεταφρασθή εις τήν Λατινικήν, κατά τα μέσα τοϋ ΙΑ' αιώνος υπό τοϋ αρχιεπισκόπου τοϋ Σαλέρνου Alphanus Ι υπό τον τίτλον «Prennon fisicon, i.e., stipes natu­

ralium». Οΰτος δεν πρέπει να συγχέηται εις τον βραδύτερον άνελθόντα έπί τοϋ άρχιεπισκοπικοΰ θρόνου τοϋ Σαλέρνου όμώνυμόν του Alphanus II5 .

1. Ό Θεοδόσιος, αποκληθείς Μέγας, έβασίλευσεν άπο τοϋ 379 μέχρι τοϋ 395. (Α. V a s i 1 i e ν, Histoire de l'Empire Byzantin, vol. I, p. 99. Trad. P. Brodin et A. Bour­

guina. Ed. Picard, Paris, 1932). 2. "Εμεσα και Έμεσος, ή έτι δέ "Εμισσα. Πόλις τής Συρίας έν τη Άπαμηνή χώρα

έπί τοϋ Όροντου πόταμου, περίφημος δια τήν ένταΰθα λατρείαν τοϋ Ήλιογαβάλου παρά τοις Φοίνιξι, τανΰν Χόμς. Έμεσηνός, ό κάτοικος. (Ν. Λ ω ρ έ ν τ η ς , Όνομαστικόν, σ. 148. Έκδ. Γκαρπολα και Ματακίδου, Βιέννη, 1837).

3. Κ. S p r e n g e l , Histoire de la Médecine, vol. II, p. 189. Trad. A. Jourdan. Ed. Deterville et Desoer, Paris, 1815.

4. Γ. Μ ι σ τ ρ ι ώ τ η ς , Ελληνική Γραμματολογία, τόμ. Β', σ. 742. 'Αθήναι, 1897.

5. G. S a r t on, Introduction to the History of Science, vol. I, pp. 373, 727. Ed.

— 26 —

Ή μετάφρασις αΰτη, αναγραφομένη και ώς «Premnon physicon», εσχε τοιαύτην άπήχησιν, ώστε να μνημονεύηται εύφήμως υπό των ιστορικών της ιατρικής συγγραφέων1,2, 3. Έάν οί τελευταίοι, παλαιότεροι και νεώ­

τεροι, θεωροϋσι το έργον του Νεμεσίου άξιομνημόνευτον, οί συγχρονοϋν­

τες εις αυτόν πεπαιδευμένοι ίεράρχαι Γρηγόριος ό Ναζιανζηνός και Γρη­

γόριος ό Νύσσης4 δεν παρέλειψαν να όμιλήσωσι περί αύτοϋ 5· τοΰ δευ­

τέρου μάλιστα έκληφθέντος ποτέ ώς συγγράψαντος τοϋτο(!. Το «Περί φύσεως ανθρώπου» σύγγραμμα τοΰ Νεμεσίου αποτελείται

εκ 200 σελίδων και υποδιαιρείται εις 24 κεφάλαια7. Ή εν αύτω φιλοσοφία είναι μείγμα περιπατητικής και εκλεκτικής8, εις τα ϊχνη του Ποσειδωνίου (α' ήμισυ τοΰ Β' μ.Χ. αιώνος) τής Μέσης Στοάς και του νεο ­ Πλατωνικού 'Αμμωνίου Σακκά (α' ήμισυ Γ' μ.Χ. αιώνος), έξελικτικώς διερχόμενη δια τής φιλοσοφίας τής μεταγενεστέρας αρχαιότητος 9. Ούτος περιέλαβεν εν τω έργω του αποσπάσματα εκ των «Συμμείκτων ζητημάτων» τοΰ Πορφυρίου (α' ήμισυ Γ' μ.Χ. αιώνος) άφορώντων εις την ενωσιν τής ψυχής μετά του σώματος, την νοητικήν ιδιότητα ταύτης, τάς απόψεις αύτοϋ μετά του Πλω­

τίνου (μέσα του Γ' μ.Χ. αιώνος) περί ψυχής ανθρώπων και ζφων10. Ώ ς Χριστιανός Πλατωνιστής, ô Νεμέσιος, δέχεται την προΰπαρξιν τής ψυχής, άλλ' απορρίπτει τήν μετεμψύχωσιν, καθ' ην ή ψυχή του άνθρωπου δύναται να διαμορφωθή εις τήν του ζφου11. Ώπως βλέπομεν, οί νεώτεροι κατατάσ­

σουσι τον Νεμέσιον μεταξύ των νεο ­ Πλατωνικών, μή έγκαταλείποντα, δμως, τον έκλεκτισμόν του 12.

Κατά τάς φυσιολογικάς απόψεις του Νεμεσίου, τα συστατικά του

Carnegie Institution of Washington, 1953. Καλλίτερα εκδοσις τοΟ έργου τοΰ Νεμεσίου είναι ή του C. Matthaeus, Halle, 1802. (Αυτόθι, σ. 374).

1. M. L a i g n e l ­ L a v a s t i n e , Histoire Generale de la Médecine, vol. II, p. 31 Ed. Michel, Paris, 1936.

2. F. G a r r i s ο n, History of Medicine, p. 125. Ed. Saunders, Philadelphia, 1929. 3. A. C a s t i g l i o n i , History of Medicine, p. 303. Ed. Knopf, New York, 1947. 4. Β. Σ τ ε φ α ν ί δ η ς, 'Εκκλησιαστική 'Ιστορία, σ. 330. "Εκδ. Παπαδημητρίου,

'Αθήναι, 1959. 5. Μ. L a i g n e l ­ L a v a s t i n e , Idib., vol. I, p. 441. 6. G. Sa r t o n , Ibid., p. 373. 7. M. La i g n e i ­ L a v a s t ine , Ibid. 8. Κ. S p r e n g e l , Ibid. 9. E. Z e l l e r ­ W . N e s t l e , 'Ιστορία τής Ελληνικής Φιλοσοφίας, σσ. 323, 374,

400. Μετάφρ. Χ. Θεοδωρίδη. Έκδ. Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 1942. 10. R. W a l l is , Neo ­ Platonism, pp. 99, 111, 113. Ed. Duckworth, London, 1972. 11. R. W a 11 i s, Ibid., pp. 103, 120. 12. Ό Wallis, αναφερόμενος εις τον Νεμέσιον, παραπέμπει εις τον J. Migne: Pa­

trologia Graeca, XL, pp. 572, 584, 592 και εις το έργον αύτοϋ «Περί φύσεως άνθρωπου», τής εκδόσεως Matthaei, τήν οποίαν ήδη άνεγράψαμεν.

— 27 —

σώματος αντιτίθενται αλλήλων καΐ ή συνδρομή ενδιαμέσων ουσιών είναι απαραίτητος προς έπίτευξιν της συνδέσεως αυτών1" ούτω, διεΐδε τήν ενέρ­

γειαν τών ενζύμων και τών ορμονών. Το λεπτον νοητικον πνεύμα μετα­

φέρει έκ τών αισθητηρίων οργάνων τάς εντυπώσεις εις τήν προσθίαν κοι­

λίαν του εγκεφάλου­ καί, εν προκειμένω, το κέντρον της μνήμης εδράζεται είς τήν μέσην και της διανοίας εις τήν οπισθίαν κοιλίαν2. Ώ ς βλέπομεν, το λεπτομερές πνεύμα δέν εδράζεται εις τήν καρδίαν, όπως ό 'Αριστοτέλης έπρέσβευεν, άλλ' εις τον έγκέφαλον, κατά Νεμέσιον, όπου καί ή προέλευσις τοΰ σπέρματος, ώς τελευταίος επίστευε. Τοϋτο δια τών όπισθεν τών ώτων αγγείων διαχέεται εις όλον το σώμα, ϊνα εν τέλει άθροισθή εις τους όρ­

χεις· δι' αυτό καί ένόμιζεν, ότι ή όπισθεν τών ώτων άφαίμαξις άγει εις στείρωσιν3. Εις τον πνεύμονα, του οποίου γνωρίζει τήν λειτουργίαν, δίδει το όνομα αφρώδης σαρξ 4. Πάντως, διαχωρίζει τα νεϋρα τών τενόντων, άναγνωρίζων εύαισθησίαν τών μεν καί αρνούμενος ταύτην εις τους δέ5. Αί τροφαί άφομοιουνται ύπο τήν ιδιότητα τών στοιχειωδών συστατικών τοΟ σώματος, έν φ τα φάρμακα δέν ανάγονται είς σωματικά στοιχείαG>

καί ενταύθα έπλησίασε κατά βάσιν εις τήν λειτουργίαν της πέψεως. Προ­

χωρεί ακόμη γράφων περί χολής τα αξιοσημείωτα, δτι αΰτη βοηθεΐ εις τήν πέψιν τών τροφών καί είς τήν άποβολήν τών περιττωμάτων δι' αυτό κέκτηται ιδιότητας θρεπτικάς καί ζωτικάς, δίδουσα εις το σώμα θερμότητα καί καθαιρούσα το αίμα7. Επομένως, δέν είναι ό Sylvius de la Boé, ό άνακαλύψας πρώτος τάς είς τήν πέψιν άφορώσας ιδιότητας της χολής, έφ' όσον αί απόψεις αύτοϋ συμπίπτουσιν είς τάς του Νεμεσίου 8. 'Αξίζει να σημειωθή, δτι ό Sylvius de la Boé (1614­1672), Γάλλος ανατόμος καί καθηγητής του Πανεπιστημίου εν Leyden, περιγράψας τήν πλαγίαν σχισμήν του εγκεφάλου, είναι άσχετος προς τον Jacobus Sylvius (1478­1555), περι­

γράψαντα τον έπώνυμον ύδραγωγόν του εγκεφάλου 9. Έάν, λοιπόν, έξαι­

ρέσωμεν τάς απόψεις περί θερμαντικής ιδιότητος επί του σώματος καί καθαρτικής του αίματος τοιαύτης τής χολής, επήρειας 'Αριστοτελικής, τα

1. Ν ε μ έ σ ι ο ς , Περί φύσεως άνθρωπου, Ε', 114 ­118. 2. Ν ε μ έ σ ι ο ς , Ένθ' άνωτ., ΙΓ\ 169. 3. Ν ε μ έ σ ι ο ς , Ένθ' άνωτ., ΚΔ', 210. 4. Ν ε μ έ σ ι ο ς , Ένθ' άνωτ., ΚΔ', 222. 5. Ν ε μ έ σ ι ο ς , Ένθ' άνωτ., ΚΔ', 214. 6. Ν ε μ έ σ ι ο ς , Ένθ' άνωτ., Α', 18. 7. Ν ε μ έ σ ι ο ς , Ένθ' άνωτ., Α', 12. 8. J. F r e i n d, Histoire de la Médecine (Depuis Galien Jusqu'au XVI siècle),

p. 93. Trad. Mr de Β Ed. Vincent, Paris, 1728. 9. H. S k i n n e­r, The Origin of Medical Terms, pp. 393 ­ 394, Ed. Williams & Wil­

kins, Baltimore, 1961.

— 28 —

είς τήν συμμετοχήν της χολής εις τήν πέψιν είναι απολύτως ορθά και τα πρεσβεία της τιμής άνήκουσιν αποκλειστικώς είς τον Νεμέσιον. Έκ του Γαληνού" έχει επηρεασθή γράφων περί ζωτικού πνεύματος τών αρτηριών και φυσικού τών φλεβών, άλλα προχωρεί εις έτέραν, ετι σπουδαιοτέραν άποκάλυψιν περί τής κυκλοφορίας του αίματος. Κατ' αυτόν, ή κίνησις του σφυγμού έχει άφετηρίαν τήν καρδίαν και κυρίως τήν άριστεράν κοιλίαν ή αρτηρία διαστέλλεται μεθ' ορμής, άρμονικώς και ρυθμικώς· «διαστελ­

λομένη μεν ή αρτηρία έκ τών παρακειμένων φλεβών έλκει τή βία τόλεπτόν αίμα, δπερ άναθυμιώμενον τροφή γίνεται τω ζωτικώ πνεύματι, συστελ­

λομένη δε το αΐθαλώδες το εν αυτή κενοί δια παντός τοΰ σώματος και τών άδηλων πόρων»· οΰτως, ή καρδία αποβάλλει παν τό λιγνυώδες κατά τήν εκπνοή ν, δια τοΰ στόμανος και τής ρινός Χ. Ή παράγραφος αύτη περί κυκλοφορίας τοΰ αίματος εδωκεν άφορμήν είς ζωηράς συζητήσεις υπό τών παλαιοτέρων τών μέν θεωρούντων τον Νεμέσιον εύρετήν ταύτης2, τών δέ απλώς επί τα ϊχνη βαδίσαντα3, τών νεωτέρων, πάντως, ομοφώνως παρα­

δεχόμενων, ότι διεϊδε τήν κυκλοφορίαν τοΰ αίματος δια τής φράσεως : ή αρτηρία διαστέλλεται και συστέλλεται μεθ' αρμονίας και κανονικότητος λαμβάνουσα έκ τής καρδίας τήν κίνησιν4, δ. Επομένως, χωρίς ν' άδική­

σωμεν τον Νεμέσιον, δυνάμεθα να θεωρήσωμεν αυτόν ώς τον πρεσβύτερον πρόδρομον τοΰ Harvey,!. Πολύ νεώτεροι τοΰ Νεμεσίου και πρόδρομοι τοΰ τελευταίου φέρονται οί Servetus (1506­1553), Columbus (1516­1559) και Caesalpinus (1529­1603), καίτοι ό Freind εν τή έκτενεΐ συζητήσει επί τοΰ θέματος τούτου αμφισβητεί τήν τοιαύτην ιδιότητα αυτών 7. Έξ αυτών : ό Michael Servetus, έκ Villanueva, παρά τήν Lerida τής Ισπανίας, θεολόγος και άντι­Άραβιστής ιατρός, είς τό έργον του «Christianissimi restitutio» μετά σαφήνειας περιγράφει τήν πνευμονικήν κυκλοφορίαν, καθ' ην τό αίμα εισέρχεται εις τους πνεύμονας δια τής πνευμονικής αρτηρίας και μετά τήν μείξιν μετά τοΰ έν αύτοΐς πνεύματος επανέρχεται είς τήν καρδίαν δια τών

1. Ν ε μ έ σ ι ο ς , Ένθ' άνωτ., ΚΔ', 209. 2. J. F r e i n d , Ibid., pp. 95­99. 3. Κ. S p r e n g e l , Ibid., vol. II, pp. 189­190. 4. M. L a i g n e l ­ L a v a s t i n e , Ibid. 5. M. B a r i et y et C. C o u r y, Histoire de la Médecine, pp. 229­230. Ed·

Fayard, Paris, 1963. 6. Ό W i l l i a m H a r v e y (1578­1657), πτυχιούχος τοΰ Cambridge και είτα

μαθητής του Fabricius έν Παδούη, τοΰ παριγράψαντος τάς βαλβίδας τών φλεβών, είναι ό αναγγείλας τήν τελικήν και μεγάλην άποκάλυψιν τής κυκλοφορίας τοΰ αίματος, δια τοΰ έν ετει 1628 δημοσιευθέντος πονήματος του «Excertatio anatomica de motu cordis et sanguinis». (H. S k i n n e r , Ibid., pp. 203­204).

7. J. F r e i n d , Ibid.

— 29 —

πνευμονικών φλεβών1. Ό Matteo Realdo Colombo, 'Ιταλός ανατόμος καί μαθητής του Vesalius, είς τό σύγγραμμα του «De re anatomica» έδωκε σαφή περιγραφήν της μικρας κυκλοφορίας, της όποιας, πάντως, ή άνα­

κάλυψις οφείλεται εις τον Servetus2. Ό Andrea Cesalpino, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Πίζης καί Ιατρός του πάπα Κλήμεντος Η', είς τό βι­

βλίον του «Peripeteticarum questionimi libri quinque», έπλησίασεν είς τήν άλήθειαν, καίτοι ή εν αύτω πειραματική εργασία δεν είναι πειστική· εν πάση περιπτώσει, ό όρος «capillamento», δια τήν περιγραφήν των τριχοει­

δών απολήξεων αρτηριών καί φλεβών, είναι άξιος μνείας3,4. Έν τοις πρόσθεν εϊδομεν, ότι τό «Περί φύσεως άνθρωπου» έργον του

Νεμεσίου είχε μεταφρασθή υπό του Alphanus Ι κατά τα μέσα του ΙΑ' αιώνος καί έτυχε μεγάλης φήμης. Δεν είναι, λοιπόν, άπορον οί προμνη­

σθέντες μετ' αυτόν πρόδρομοι του Harvey, μηδέ αύτοϋ εξαιρουμένου, να εϊχον μελετήσει τό σύγγραμμα τοϋτο εν μεταφράσει ή καί τό πρωτότυπον, ακόμη, δεδομένου, ότι πάντες υπήρξαν εγκρατείς της κλασικής παιδείας, καί εξ αύτοϋ να ένεπνεύσθησαν τα όσα περί κυκλοφορίας του αίματος έγραψαν.

Περί τών σπουδών του Νεμεσίου ουδέν είναι γνωστόν είς ήμας, εκ της προσιτής βιβλιογραφίας. Έφ' όσον, όμως, έν τη ιστορία τών επιστη­

μών τοποθετείται παρά τον Όρειβάσιον, άκμάσαντα κατά τό β' ήμισυ του Δ' αιώνος, έποχήν έπώνυμον αύτοϋ, καί συγγραφέα τών περίφημων «'Ια­

τρικών συναγωγών», διακούσαντα τών εγκυκλίων μαθημάτων έν Περγάμω καί είτα εν 'Αλεξάνδρεια εκπαιδευθέντα παρά τω έκλεκτώ διδασκάλω της ίερας του Άσκληπιοΰ τέχνης Μάγνω5, θα ήδυνάμεθα να είκάσωμεν, ότι καί ό Νεμέσιος έφοίτησεν είς τήν ιδίαν ΐατρικήν σχολήν, άκμάσασαν άπό της ανατολής τών Ελληνιστικών χρόνων μέχρι τής έν ετει 640 καταλή­

ψεως ύπό τών 'Αράβων τής μεγάλης πόλεως του 'Αλεξάνδρου15. Καί δια τοΰ Όρειβασίου κλείει ό κύκλος τών μυστών τής παλαιάς θρησκείας ια­

τρών εις τήν άλυσον, όμως, τών χριστιανών ιατρών, από Λουκά τοΰ αγα­

πητού καί Ιακώβου τοΰ Άδελφοθέου 7, καί Βασιλείου τοΰ Μεγάλου, έγκαι­

1. Α. C a s t i gì i o n i , Ibid., p. 434. 2. H. S k i n n e r , Ibid., pp. 119­120. 3. L. Μ ο r t ο n, Medical Bibliography, p. 67. Ed. Deutsch, London, 1961. 4. H. S k i n n e r , Ibid., p. 100. 5. Ι. Ν. Λ ά μ π α σ η ς , Ό Όρειβάσιος καί ή Εποχή του. «'Ιατρικά Χρονικά»,

6:2, 1946. 1866. 6. Ι. Ν. Δ ά μ π α σ η ς, Ηρόφιλος καί Ερασίστρατος, οί Κορυφαίοι τής 'Αλεξαν­

δρινής 'Ιατρικής Σχολής. «'Ιατρικά Χρονικά», 8 : 2, 1968. 7. Ι. Ν. Δ ά μ π α σ η ς, Ή 'Ιατρική τής Καινής Διαθήκης. «'Ιατρικά Χρονικά».

5 : 2, 1945.

— 30 —

νιασάντων έποχήν ειρήνης, ελπίδος, αδελφοσύνης καί, εν μια λέξει, φιλαν­

θρωπίας, προστίθενται πολλοί κρίκοι δια της παρουσίας ίκανου αριθμού αρχιερέων ιατρών, εν οίς διακρίνομεν τους Λαοδικείας Θεόδωρον, 'Ρώμης Εύσέβιον, Σιδώνος Ζηνόβιον, Έμέσης Νεμέσιον, περί ού έπραγματεύ­

θημεν1.

1. Ι. Ν. Δ ά μ π α σ η ς , «Εισαγωγή εις τήν Βυζαντινήν Ίατρικήν». «Παρνασσός», 18 : 3, 1976.

ANNA MESCHINI ­ PONTANI δ.φ.

CRISTOFORO KONDOLEON* ΠΕΡΙ ΑΡΧΗΣ

Nella mia monografia su Cristoforo Kondoleon 1 segnalai l'operetta Περί αρχής come presente in un unico codice, l'Harl. 5606. In realtà essa è contenuta, in una redazione lievemente diversa, benché egualmente auto­

grafa, anche nel Vat. Lat. 3583, dov'è seguita da una versione latina, veri­

similmente dello stesso autore 2. In base all'esame dei due mss. è pertanto possibile stabilire un'edizione attendibile del testo greco in questione e uti­

lizzare, eventualmente, la traduzione latina per chiarire i punti poco per­

spicui dell'originale. Per le poche notizie relative all'Harl. 5606 (B), rimando all'op. cit.3.

Il Vat. Lat. 3583 (A) è nel novero dei codici non ancora catalogati ed è re­

gistrato nell'Inventario Florio (Sala Cons. Mss. 324). Il nostro codice si trova nella Biblioteca dalla metà del XVI secolo 4 : esso figura al numero 1241 dell'Inventario Ruano, contenuto nel Vat. Lat. 3969 5; ivi (parte II f. 17) se ne registra la collocazione nella «Bibliotheca parva secreta» e precisamente «in II capsa I plutei», e se ne dà questa descrizione (f. 19v) : «Cristopho. Conteleonis6 de principatu personae dialo. Graece et Latine scriptus

* Ό Χριστόφορος Κοντελέων (ai. ις')· 1. A. M e s c h i n i , Cristoforo Kondoleon, Padova 1973, 30. 2. Cf. Ρ. Ο. K r i s te 11er, Iter Italicum, II, London ­ Leiden 1967, 364. 3. Aggiungo soltanto che in Β due fogli sono stati spostati in occasione della

rilegatura : il f. 16 va dopo il f. 9V; il f. 24 dopo il f. 13v. 4. Fa parte del gruppo dei Vat. Lat. 3553 ­ 4616, di cui J. Β i g η a m i Ο d i e r,

La bibliothèque Vaticane de Sixte IV à Pie IX, Recherches sur l'histoire des collections de manuscrits (Studi e Testi 272), Città del Vaticano 1973, 82, dice : «C'est un mélange de nouvelles acquisitions et de manuscrits de l'ancien fonds».

5. Per il Vat. Lat. 3969 cf. P. P e t i t m e n g i n , Recherches sur l'organisation de la bibliothèque Vaticane à l'epoque des Ranaldi 1547 ­1645, «Mélanges d'Archéologie et d'histoire», 1963, 2, 561 ­628; spec. 566­567.

6. Per le grafie del nome, ef. A. M e s c h i n i , op.cit., 3 n. 2.

— 32 —

ex me. in arme, pavona.» x. Il sillabo della collocazione originaria, che reca la scritta «Christophori Conteleontis dialogus graece et latine scriptus de principa­

tu personae 1241», è stato incollato sul I foglio di guardia in occasione della rilegatura ottocentesca del codice.

I dati codicologici di A sono i seguenti : membr., ff. 55 (1 ­28 v per il testo greco; 29 ­ 55 per la traduzione latina) + tre fogli di guardia all'inizio ( I ­ I I I : alla legatura moderna si deve l'aggiunta di altri due fogli cartacei), mm 217 χ 150; in buono stato di conservazione, è scritto con cura calli­

grafica nella parte latina. Si contano numerose rasure.

Per quanto concerne il problema della priorità fra le due redazioni, l'impressione che si ricava dal primo confronto esterno dei mss. è confer­

mata dal puntuale esame interno. Il testo di B, scritto in maniera molto cor­

siva, con numerose cancellature, aggiunte ο correzioni interlineari e mar­

ginali, si rivela ortograficamente più scorretto di A, nonché stilisticamente più sciatto. Si deve però precisare che la maggior sostenutezza del linguaggio di A non di rado si risolve soltanto in un impaccio espressivo, che conferma lo stento stilistico riscontrabile in genere negli scritti del Kondoleon.

Dal confronto resulta che il testo di A ha come base B, ma, scrivendo, l'autore è intervenuto costantemente cambiando Yordo verborum, talora per correggere una sintassi malcerta (come in 548 ­ 50), e in genere, scegliendo termini preziosi, amplificando il periodo ο più spesso sintetizzandolo, per conferirgli una coloritura più letteraria. Nonostante le intenzioni, tut­

tavia, il testo che resulta è a volte peggiore di quello di Β : per es., 9 : παρα­

βάλλοιτο + acc. di A è errato, mentre la lezione giusta νπερβάλλοιτο (cf. anche la trad. lat. superest) si legge in B; 82­3 : inaudito pare διαρκής + gen. di A, di contro al normale Ικανός + inf. di Β; 98 : παρ' ουδέ πη της γης di A è usato come equivalente dell'omerico ου πη + gen, (cf. // 13, 191); in realtà ουδέ πη compare in Omero soltanto con valore modale ( = in nessun modo); semplice e corretta l'espressione di Β παρ' ούδεν μέρος γης; 221 ­2 : αίγες αϊ τ εν Κρήτη di A presenta un uso fuori luogo del relativo omerico δς τε; esatta è invece la lezione di Β αϊ τ εν Κρήτη αίγες', 271 : πτωχώ άμφοτέροιν di A, da intendersi come gen. ass., è doppiamente erro­

1. Poiché la iunctura «de principatu personae» appare strana, si può supporre che dopo personae siano caduti i nomi dei personaggi del dialogo. Quanto ad «arme (sino) pavona(zzo)», che si riferisce alla legatura del codice, il dott. Michel ini ­ Tocci ritiene che «armesino» sia corruzione di «carmesino» (anche chermisino), un termine indicante il tipo di panno (serico) utilizzato, e non, come in origine, il solo colore cremisi. (Per car­

mesinus, cf. D u C a n g e , Gloss, med. et inf. Lat., ed. 1883, s.v.).

— 33 —

neo, per la svista πτωχώ pro πτωχοϊν e per l'assenza del verbo, espresso invece in Β αμφοτέρων πενήτων υπαρχόντων; 286 : ες δε την προς εκείνων πράξιν αυτά σε βουλόμενον αξουσι è la lez. di A : προς εκείνων, di cui non s'intende il valore sintattico, è sostituito in Β da προς εκείνα, peraltro aggiunto in mg. : ciò vuol dire che nel testo primitivo si trovava ες δε την πράξιν, formulazione più chiara rispetto alle successive; 569 : il testo di A (di lettura non perspicua) appare involuto di contro alla semplice versione di Β ηδονή δέ την αϊσθησιν υπομενόντων (cf. anche la trad. lat. : sed voluptate sentiunt).

Va inoltre notato che a 590-1 la citazione di Eur. Hec. 379 - 81 è più completa in Β che in A (quest'ultimo riporta 379 - 80 ω καλόν πατρός και δεινός, κατά τον Ενριπίδην, χαρακτήρ εσθλών γενέσθαι, mentre il primo aggiunge la parafrasi dell'emistichio finale del v. 380 e del v. 381 κάπί μείζον έρχεται της ευγενείας τοννομα τοϊς αξίοις).

Non sono rari in entrambe le stesure gli errori grammaticali e sintattici : f. 1, 4 επιτερπουσι + acc. : benché nel Thes. I. Gr. si trovi il lemma

επιτερπω, dalle attestazioni dei lessici non resulta un uso attivo di questo verbo.

1, 6 ων άνευ κρατεϊν ούχ οϊόν τέ εστίν επαγγέλλονται è sintatticamente insostenibile (corretto sarebbe stato είναι pro εστίν).

l v , 10 στοχαζόμενος è costruito con l'ace, (cf. anche 387; 653) invece che col gen.

54 Πίσας (trad. lat. Pisas) : il plurale è segnalato dai lessici soltanto nei codd. détériores di alcuni autori latini.

65 sgg. νέους ... και προς τας διαθρνπτομενας ερωμενας προς αλλήλους μειλιχίοις ρήμασι και δωρεών ύποσχέσεσι προς τους άντεραστας άνταμιλλω-

μενους : la sequenza di tre προς rende l'espressione poco perspicua (il lat. semplifica : qui in lascivientes arnicas verborum blanditiis donorumque pollici-

tationibus rivalibus concertar ent). 87 ην . . . προμάθοιμι : nella protasi e nell'apodosi dei periodi ipotetici,

come pure nelle frasi potenziali, la confusione di congiunzioni e particelle e lo scambio di modi verbali sono frequenti nel Kondoleon, come per lo più negli scrittori bizantini e umanistici : cf. anche 96 εΐπερ . . . φαίη; 166 ην ... συνίσταται; 190-1 ην ... εξενροιμεν; 213 εϊπερ αν έγνωσαν; 463-5 ην . . . εκτελέσαις; 537 αν . . . παρέξουσι; 646 αν διατελείς.

187-8 μεμνημαι . . . άπαλλάξαντες : il passaggio dal sing, al plur. avviene per disattenzione,o forse per influenza della lingua parlata. A 298 - 9 τον τάς γραμμάς .. . μεμαθηκότας è una sconcordanza materiale (recte B).

194 υπόσχομαι : verbo inesistente pro ΰπισχνέομαι (ovv.ion. ύπίσχο-

μαί), è forse erronea formazione di presente dall'aor. ύπεσχόμην. 3

— 34 —

196 εκφροντικώς pro εκπεφροντικώς. 231 βιασάμενοι pro βιασθέντες. Analogo scambio nella diatesi a 431

dove ενδύσαιτο sta per ενδύσαι (recte Β ενδύσαι άναίνεταϊ). 242 la sintassi è anacolutica come a 393 (ma cf. Β σοι pro ο*ΰ),

427 sgg. 272 δίάξει pro διάξειν. 336 επαινήται è da ritenere errore grafico per l'indicativo επαινείται:

benché quest'ultimo sia sintatticamente erroneo, va restituito per unifor­

mità col precedente στεργεταιl. 535 il partitivo dopo l'art, (d . . . των πρωτευόντων) non è buon greco. 591­2 ων επιλαθομενου μου : il gen. ass. è erroneo; sarebbe stato cor­

retto ων επελαθόμην. 646 πάντα . . . πραττόμενα è verisimilmente una svista : la sintassi

richiede un gen. assoluto.

Le particolarità lessicali che si riscontrano sono le seguenti : 44 μεσήλικας : l'agg. ha scarsa documentazione (Artem. 1, 31; Poli.;

Hesych. s.v.; Geop. 1. 12, 16). 244 άπιθώ è del linguaggio omerico. 289 αρίσταρχος nei classici appare soltanto riferito a Zeus in Simon.

614 Page e Bacchyl. 13, 58. 665 περιθάλπων in senso metaforico è d'uso bizantino (cf. Thes. I.

Gr. s.v.). Hapax sembrano 226 διεκμοχλεύσειν; 418 άπαράτρωτον; 431 Ζηνίω2.

Anche 660 καρδιοκάρανον (se. θυσίαν) è un hapax, spiegabile col riferi­

mento a 195 e 405 ­ 6, dove si parla rispettivamente di sacrifici di εκα­

τόν κεφαλαι αλωπεκών e πιθήκων εβδομήκοντα καρδίαι. Α 404 θυσίαν di Α sostituisce Yhapax κρανοθνσίαν di Β. Quanto a 573 κνβιστάς, il sost. ha documentazione rarissima e dubbia in età classica3, Tuttavia il suo uso in età bizantina pro κυβιστητήρ trova conferma nel lemma deìVEtym. Magn. 543, 23 s.v. κύβος' παρά το κύπτω κύφω γίνεται κύβος' εξ αύτον κνβιστής και κυβιστητήρ κτλ.

1. Cf. anche la redazione corrispondente di Β ήν δ' ωφελεί και ατέργεται. Altri errori dovuti a omofonia sono τοϊς pro της (300), τω pro το (486).

2. Sembra che l'epiteto ricorra solo nell'espressione Ζήνιον νδωρ in Pap. Mag. 1225. 3. A parte un dubbio κνβιστεοΐ in un'iscrizione vascolare (cf. M. B u l a r d , La

religion domestique dans la colonie italienne de Délos, Paris 1926, 482), il termine si legge nello sch. ad Plat. Symp. 190a Ruhnken 47 (dove però Bekker 375 e Greene leggono κυ­βιστήρ).

— 35 —

Ho corretto lo spirito nelle forme pronominali usate a 134 per la prima persona sing, (αύτω — εμαυτω) e a 255; 396 per la seconda sing {αυτόν = ο'αυτόν, αύτω = σαυτώ) ι.

Si contano sei citazioni da Omero, Esiodo, Teognide, Euripide : le espressioni 68 φαοΌΌφόνους Ιέρακας ( = 0 238); 523­4 πλείους σώοι ηε πε­

φανται (cf. Ε 531); 586 ταϋτα μεν οϋν πάντα κατά μοϊραν, ώς δ Νέστωρ, εειπας2 (cf. Α 286) sono inserite nel discorso senza essere segnalate come imprestiti; per l'ultima citazione, però, la trad. lat. specifica (f. 49v, 10) fut ait Homerus'.

Come s'è detto, nonostante questi tentativi d'impreziosimento linguistico, il livello stilistico dell'operetta lascia alquanto a desiderare. Di ciò sembra essersi reso conto lo stesso Kondoleon: cf. l v , 16­7 άπερ τοϊς μεν προς την του λόγου δεινότητα και τον άττικιόμον αφορώσιν, άτερπεστερ' αν δόξειεν.

Neppure la traduzione latina, che per la sua sostanziale irrilevanza ritengo superfluo pubblicare, è priva di mende. Gli errori ortografici sono frequenti : 30v, 17 lobore; 33v , 16 félicite (pro felicitate)', 40, 14 nehessitavi; 42, 18 civitabus; 44, 1 post pro potest; 50v, 5 diffitionibus; 52, 10 Heuripides. Errori morfologici si registrano, per es., 30v, 9 desperam; 47, 13 inanime (abl.); 48v , 2 moliciaei; 50v, 14 instricamus (?). La sintassi è sbagliata a 37, 4 : quod orator iudicem, iudex, quod ad se attinet, oratore non indiget; 40, 2 si construxit et... severit.

La traduzione latina ricalca fedelmente il testo greco, aggiungendo a volte qualche chiarimento : per es., 29, 11 quod iis auctoribus, ut puto, non immerito evenit permette di capire con precisione a chi si riferisce αύτοϊς di 1, 5­6 όπερ αύτοΐς ουκ άπεικότως, ώς οΐμαι, ξυμβέβηκε; 33, 10 dicebat enim (ut Hesiodus de virtute) : imperium posuere de sudore parandum etc. : nel testo greco non s'avverte che la citazione esiodea è adattata dal Kondoleon* a un contesto diverso dall'originale. Non mancano semplificazioni, come 37v, 15 numquam a me tale quidquam audisti, che tralascia ουδέ εοικέ σε τους φίλους διαβάλλειν (208 ­ 9), immediatamente seguente.

Si nota peraltro la scarsa perspicuità della trad, di Κ 224 ­ 6 : nam duo cum simul veniunt, excogitat alter \ et prius, ut melius, quidque est, nee solus ab ipso | ìunctis firme credit, sibi vel satis uni est (30v, 13); e di Eur. Hec. 379 ­ 80 ο boni patris fili ! gravis profecto et nata facies, ut Euripides ait ex bonis natorum (52, 9).

1. Per questa particolarità, che si riscontra nella poesia attica da Eschilo in poi, nonché nella prosa, cf. K û h n e r ­ G e r t h III, 572 (§455, 7b); S c h w y z e r ­ D e ­b r u n n e r II197.

2. Si noti il monstrum linguistico.

— 36 —

Per la pubblicazione ho scelto il testo di A, del quale ho conservato in genere le irregolarità sintattiche, anche quando queste non compaiono in B, per l'ovvia necessità di non stabilire un testo fittizio. Soltanto in qualche caso, per salvare il senso, ho ritenuto di correggere A valendomi della lezione di B. Nell'apparato le lezioni senza sigla sono ovviamente quelle di A. Ho registrato di regola anche gli errori grafici omettendo le confusioni assai frequenti fra geminate e semplici, ove non avessero incidenza grammatica­

le, e gli errori di spiriti, alcuni dei quali ricorrenti (ιατρός, εστιάω).

Il dialogo si svolge fra due personaggi i cui nomi fittizi ed emblematici, Pitharchides e Physioros, appaiono nelle prime due battute. Physioros è venuto a trovare Pitharchides per trascorrere una giornata piacevole in

„ compagnia sua e degli amici. Ma dall'aria abbattuta egli capisce subito che Pitharchides dev'essere angustiato da qualche preoccupazione ο dolore. Dinanzi alla renitenza dell'amico, Physioros lo esorta calorosamente a spiegargli le cause del suo male : gli ricorda che lo stesso Omero sapeva come due valgano più d'uno solo e gli promette d'adoperarsi per alleviare le sue sofferenze.

Allora Pitharchides parla : i suoi problemi nascono dal potere che pos­

siede (acquistato forse illegalmente, certo fortunosamente) 1. Nessuno glielo insidia con le armi, ma contro di lui s'avventano, nemici ancor più pericolosi, l'ignoranza e l'inesperienza. Un Ateniese, del quale ora non ricorda il nome, incontrato casualmente, gli ha aperto gli occhi sull'insicurezza della sua situazione. Quest'incontro è raccontato coi tempi passati. Bello d'aspetto e ancor più prestante per qualità intellettuali, l'Ateniese giunse per avventura a Pisa, sballottato da venti avversi che lo allontanarono dalla sua rotta verso Atene. Pitharchides, insieme all'amico Giulio, s'imbattè in lui che cercava un alloggio per la notte. Fecero subito conoscenza : il nuovo venuto si pre­

sentò come ospite avito a Giulio, il cui nonno era stato πρόξενος degli Ate­

niesi. Capitarono quindi in casa d'un amico, nei pressi d'un tempio dove si svolgeva una festa annuale. Dopo cena, dato ch'era estate, si recarono a passeggiare in piazza, per assistere allo spettacolo festivo. Dinanzi alla profusione di lusso messa in mostra dai giovani del luogo, Pitharchides fece il μακάριομός del padrone di tutti quei beni, in quanto poteva goderne a piacimento e senza limiti; ma l'ospite innominato dichiarò il suo disaccordo, obiettando che, se i privilegi dei capi si riducessero a ciò, di ben poco conto sarebbero le loro prerogative. E spiegò come la felicità degli άρχοντες non

1. Cf. 37 ου μόνον ύπερ αυτής μύριους πόνους, άλλα και κινδύνους υφιστάμεθα. 16­1 ώβτε με τον την αρχήν είληφέναι προτρέψαντα καταράσθαι.

— 37 —

risiedesse in questo, ma nella padronanza d'una scienza totale, estesa in tutte le direzioni : solo cosi egli riteneva possibile fondare un potere saldo e garantirsi una superiorità spirituale sugli altri, a legittimazione del potere stesso. Pitharchides restò sconcertato e ancor più impaurito. Al presente due soluzioni gli balenano alla mente, ma sia l'una, ritirarsi a vita privata per dichiarata e riconosciuta incompetenza nell'arte del governo, sia l'altra, cominciare l'immane compito d'esaurire tutto lo scibile umano, gli presentano ovviamente problemi e noie. Cosi, nell'incertezza sul da far­

si, si cruccia e si tormenta. Physioros interviene subito in soccorso dell'amico, mettendogli a dispo­

sizione le risorse della sua dialettica e invitandolo a definire razionalmente i termini della questione. Ma prima egli dichiara a Pitharchides il suo disac­

cordo sulle opinioni dell'Ateniese : nessuno potrebbe negare l'importanza del προμαθεΐν per un politico; però un programma che preveda l'acquisi­

zione di tutto lo scibile è soltanto utopistico : basta considerare i limiti tem­

porali della vita umana per capirlo. Per riparare a queste incongruenze, Physioros propone all'amico di ricercare insieme chi sia Γ άρχων e quali siano i suoi compiti : dai resultati dell'indagine Pitharchides dovrà attendersi la soluzione dei suoi problemi.

Physioros pone le domande e svolge le argomentazioni; l'altro ha il solito ruolo del deuteragonista. Comincia la ricerca della scienza del gover­

nare. Poiché è impossibile che essa sia di natura pratica (converrebbe a manovali e meccanici), si stabilisce che la scienza άεΧΥάρχων è la capacità di giudicare del bene e dell'utile. I fondamenti di questa scienza sono indut­

tivi, per cui non si richiede un'applicazione intellettuale preliminare. Quale sia Υ αγαθόν e Υώφελιμον può ricavarsi dall'esempio dei predecessori, ma ancor più dai suggerimenti che ci dà la natura stessa. Infatti, come negli animali, cosi nell'uomo è innato il senso sia di ciò ch'è bene, e quindi da perseguire, sia di ciò ch'è male, e quindi da fuggire. Se cosi formulato, il processo della conoscenza non presenta difficoltà, semplice appare anche l'ineliminabile, necessaria attuazione dell' αγαθόν e dell' ώφέΜμον, guidata dal δίκαιον e dal πόνος. Quest'ultimo dev'essere incessante e il princeps non deve mai demordere dalla continuità del suo impegno. Esso deve esplicarsi nell'imporre direttive, nell'ordinare e sovrintendere al popolo, come fanno anche i re degli animali, eletti a quest'ufficio direttamente dalla natura. Il princeps deve difendersi dall'assalto delle passioni perniciose chiamando in suo soccorso δίκη, πόνος, αιδώς, προμήθεια. Nel quadro della mutabilità della νλη, l'adempimento del proprio dovere, con l'aiuto delle quattro virtù sunnominate, è per Υάρχων la garanzia più efficace e il mezzo più idoneo per raggiungere il bene e l'utile.

— 38 —

Il dialogo termina con l'enunciazione di alcuni precetti di buon governo, che discendono dai presupposti fissati : essi riguardano l'assegnazione dei compiti ai tecnici collaboratori deli'άρχων, la necessità di salvaguardare i principi morali dello Stato, escludendo da esso gl'indegni, e di combattere la corruzione, frenando gl'istinti con la forza cogente della legge; il regolamen­

to dei rapporti del princeps col suo popolo e coi limitrofi ; il dovere di rispon­

dere all'aggressore. Dopo tale disquisizione, Pitharchides non potrà certo negare d'aver appreso l'arte del governo.

L'interesse del Kondoleon per la problematica politica è testimoniato anche da altre tre operette : Περί αίρεσεως αρίστης πολιτείας (in forma dia­

logica), 'Αριστοκρατία e Περί νόμων, cui ho accennato nella mia monografia (pp. 30 ­ 1). Ma il Περί αρχής è certo la più significativa.

L'articolazione del dialogo è piuttosto vivace, nonostante la banalità delle tesi e delle dimostrazioni; efficaci, nella prima parte, il semplice scambio di battute che avvia la disputa fra i due amici (l'uno che insiste, l'altro che si schermisce) e il racconto di Pitharchides, che rievoca in bello stile lo splen­

dore della festa notturna. L'autore cerca di ravvivare anche le parti più aride e dottrinali con esempi tratti dal mondo animale ο dalla vita comune, secondo l'antica tradizione del genere : tuttavia non ha tale vigore intel­

lettuale né tale forza espressiva da sottrarre sempre la trattazione alla noia. Non è possibile ricavare nessun elemento concreto dall'ambientazione

del dialogo : Pitharchides, Physioros, Giulio, il misterioso Ateniese sem­

brano non celare nulla dietro di sé. Neppure la cronologia è chiara : Atene era scaduta ormai da secoli a borgo di pastori, per cui il menzionarla come centro di studi e d'ingegni non corrisponde a nessuna realtà contemporanea, alla quale sembra invece rimandare la narrazione della festa notturna nei pressi di Pisa.

La dedica ad Alessandro de' Medici, primo duca di Firenze l, delimita la data di composizione dell'operetta fra il 1531 e il 6 gennaio 1537 : è tut­

tavia verisimile pensare che il Περί αρχής si situi nel primo periodo del go­

verno assoluto del duca, quando la sua giovanile inesperienza poteva inco­

raggiare e quasi autorizzare la pretesa d'impartirgli utili insegnamenti. Nulla sappiamo dei rapporti fra il Kondoleon e il duca : forse questo, che

1. Su di lui cf. Dizionario biografico degli Italiani s.v. Tranne un antiquato studio di M. R a s t r e l l i , Storia di Alessandro de' Medici, primo duca di Firenze, Firenze 1781, non esiste bibliografia specifica su questo personaggio, per cui bisogna rifarsi alle numerose opere dedicate al suo assassino Lorenzino de'Medici (cf., p. es., L. A. F e r r a i , Lorenzino de' Medici e la società cortigiana del Cinquecento, Milano 1891).

— 39 —

pur non si distingueva per brillio intellettuale, aveva accolto il letterato greco alla sua corte, ο forse il Kondoleon sperava di conciliarsene il favore.

Il titolo del dialogo è tradotto in latino De principatu l. Ciò è sufficiente a escludere una derivazione diretta dalla trattatistica politica classica, in­

teressata ai problemi della πολιτεία e dei πολϊται, ο a regolare i rapporti fra gli άρχοντες ο il βασιλεύς e gli αρχόμενοι, non a dibattere le difficoltà del potere assoluto 2. Tuttavia, reminiscenze di testi classici di varia epoca sono avvertibili nell'operetta : l'esempio platonico è stato presente al Kon­

doleon sia per l'ambientazione delle dispute sia per il metodo maieutico seguito nei confronti di Pitharchides; la questione della scienza dell'άρχων è discussa all'inizio del Politico di Platone 3 e la polemica contro l'ignoranza e la rozzezza di chi governa è condotta nel plutarcheo Προς ηγεμόνα άπαί­

fevror ; Antistene Cinico sosteneva l'importanza del πόνος per il governante4; la necessità che questi domini le passioni è nell'ai/ Nicoclem 8 d'Isocrate, dove si parla anche del valore dell'esempio del capo per i sudditi (9)5. Egualmente topico è il motivo às\Y άρχων ρήτωρ.

Com'è noto, la tradizione della trattatistica politica classica e ellenistica rifiorì a Bisanzio dal VI secolo, temperata con i principi della teologia cri­

stiana : la Scheda regia di Agapito è considerata fra i prototipi degli spe­

cula principisi che proliferarono in Occidente, dall'alto Medioevo al Rina­

scimento, conoscendo, specie in età umanistica, grande fortuna7. In quel

1. Com'è noto, originariamente anche il Principe di Machiavelli s'intitolava De principatu : ciò resulta da una lettera al Vettori del 10 dicembre 1513.

2. Una cursoria rassegna di tali problemi si trova in Th. A. S i n c l a i r , Il pen­

siero politico classico, trad, it., Bari 1961, dov'è possibile anche reperire la bibliografia speciale.

3. Cf. spec. 258 Β sgg. La soluzione additata dal Kondoleon non ha naturalmente nulla a che vedere con quella che scaturisce dalla problematica platonica.

4. Cf. Th. A. S i n c l a i r , op. cit. 189; 329 η. 15. 5. È appena il caso di ricordare l'enorme fortuna avuta da quest'operetta, giusta­

mente considerata come il più conosciuto «speculum principis» dell'età antica. Gli umani­

sti ne fecero gran conto : persino Machiavelli mostra d'averla letta (cf. la dedica del Principe a Lorenzo de' Medici, che ormeggia da presso quella di Isocrate a Nicocle), come dimostrò C. Τ r i a η t a f i 11 i s, Niccolò Machiavelli e gli scrittori greci, Venezia 1875, 22. La prima traduzione latina dell'/li/ Nicoclem, pubblicata all'inizio dell'Institutio principis Christiani, Basileae 1516, si deve a Erasmo.

, 6. Cf. L. Κ. B o r n , The Specula principis of the Carolingian Renaissance, «Re­

vue belge de philologie et d'histoire», 12 (1933); 583 sgg. 7. Una rassegna di questa letteratura, con relativa bibliografia, si trova in F. G i l ­

b e r t , The Humanist Concept of the Prince of Machiavelli, «Journal of Modern History», 1939, 449 ­ 83 (trad. it. in Niccolò Machiavelli e la vita culturale del suo tempo, Bologna, Il Mulino, 1964, 109 ­146). Del genere letterario si occupa anche A. H. G i l b e r t , Ma­

— 40 —

tempo il letterato aveva bisogno d'ingraziarsi i nuovi padroni, nati dall'estin­

zione della democrazia comunale, e per essi scriveva opere a carattere emi­

nentemente pedagogico, mirando più che altro alla formazione morale del signore e suggerendogli schemi di comportamento adeguati alla sua posi­

zione; il motivo religioso, in genere sotteso all'intera trattazione, aveva grande rilievo.

Ora, è certamente facile reperire, in questi scritti, alcuni motivi discussi ο almeno accennati anche dal Kondoleon : per es., che il principio guida del signore sia l'interesse è sostenuto dal Carafa 1; dell'importanza di pro­

curarsi buoni amici ο di combattere gli adulatori, e della necessità di pos­

sedere quattro virtù fondamentali — prudentia, consilium, iustitia, fides — parla, nella Principis διατύπωσις, anche il Platina; la necessità che il princeps si faccia guidare dalla ratio e sia d'esempio ai sudditi è ribadita da Erasmo neWInstitutio principis Christiani e cosi via. Tuttavia, è impossibile stabilire ascendenze dirette, soprattutto a causa del taglio che il nostro dà al suo dialogo.

Assente ogni preoccupazione pedagogica e motivazione religiosa, in­

teresse precipuo è qui la difesa del potere acquisito attraverso un'ammini­

strazione rigidamente autocratica, temperata da un razionalismo che in realtà serve solo l'utile del princeps. Del resto, l'impegno d'attenersi ad una valu­

tazione realistica dei problemi del governare è dichiarato nella polemica introduttiva (ma cf. anche 106 sgg.) contro i massimalisti della perfezione, che, per correre dietro alle loro costruzioni ideali, scrivono con cura opere praticamente inservibili, destinate a restare soltanto nella sfera della let­

teratura. L'allusione al proliferare della trattatistica politica umanistica fa venire in mente, mutatis mutandis, il cap. XV del Principe di Machiavelli.

Nonostante la vanità accademica dello scritto, questa presa di posi­

zione programmatica appare il sintomo d'una sensibilità dell'autore per l'incertezza dei tempi e delle istituzioni, esemplarmente rappresentata pro­

prio dalla figura e dalla sorte del destinatario, Alessandro de' Medici.

chiavelli's Prince and its Forerunners. The Prince as a Typical Book de regimine principum, Durnam (NC) 1938. Particolarmente utile è l'introduzione di L. Κ. Born alla sua edizione dell'erasmiana Institutio principis Christiani, New York 1936 e, dello stesso, l'articolo Erasmus on Political Ethics, «Political Science Quarterly», 43 (1928), 541 sgg. Accenni alla questione, corredati da bibliografia più recente, in D. F r i e k e, Die Franzòsischen Fas­

sungen der Institutio principis Christiani des Erasmus von Rotterdam, Genève­Paris 1967, 20 sgg.

1. D. C a r a f a , De regis et boni principis officio, Neapoli 1608. 2. B. S a c c i P l a t i n a e Principis διατνπωσις, Francofurti 1608, 1. I, capp. VI

e Vili; 1. II, capp. II­V.

— 41 —

f· 1 Χριατοφόρος Κοντελέων τφ μεγαλοπρεπεΐ καΐ περιφανεϊ ήγεμόνι Άλεξάνδρφ τφ Μεδίκφ χαίρειν.

Πολλοί μεν σοφία και λογιότητι διαπρέψαντες πλείστους περί της αρχής ξννεγράψαντο λόγους' ων τή μεν αναγνώσει πάντες τους άνδρας θαυμάζουσι' δεινοί γαρ τω πείθειν τω τε τοϋ λόγου γλαφυρώ και χαρίεντι δαψιλώς κεχο­

ρηγημένοι, τους άκούοντας επιτέρπουσι' το δε ταντα μαθεϊν τε και πραξαι 5 ουδείς πω των κρατούντων προήρηται, δπερ αυτοϊς ονκ άπεικότως, ως οϊμαι,

ξνμβέβηκε' τω γαρ των επιστημών και εμπειρίας πλήθει, ων άνευ κρατείν ούχ οϊόν τε εστίν επαγγέλλονται, της προς εκείνα φερούσης καταπεπληγμέ­

νος πας τις εκτρέπεται' ουδείς γάρ, ει και τον Νέστορα και Τιθωνον τοις ετεσι 1ν υπερβάλλοντα, ταντα μαθεϊν οϊεται. Έπεϊ δε πάς λόγος εστί μάταιος δ \ μή 10 τετελεσμένος έργω, τον άνθρώπινον στοχαζόμενος β'ιον και την αύτω σύν­

τροφον και πολύτροπον τύχην, καθάπερ οι τών ιατρών παίδες προς τα κατεπεί­

γοντα τών νοσημάτων εκ τών παρόντων την επικουρίαν μηχανώμενοι προσφέ­

ρουσι, της τών προγόνων σου προς το τών "Ελλήνων γένος εύνοιας άναμνη­

σθείς, τα προς την αρχήν συντόμως κατά Λάκωνας ξύμφορά μοι δοκοΰντα 15 και τοϊς πονεϊν αίρουμένοις και νοήσαι και τελέσαι ράδια διαλόγω χρωμένω,

τη ση μεγαλοπρέπεια γέγραφα' άπερ τοις μεν προς τήν τοϋ λόγου δεινότητα και τον άττικισμον άφορώσιν, ατερπέστερ αν δόξειεν, τοις δε πράττειν μάλλον ή λέγειν βουλομένοις ίσως ούκ ευκαταφρόνητα. "Ερρωσο.

1, 7 εϋτιν : είναι debuit 1, 9 ύπερβάλλοιτο Β : παραβάλλοιτο perperam Α

*· 2 Χριστόφορου Κοντελέοντος Περί αρχής. Τα τοϋ διαλόγου πρόσωπα· Φυσίορος ­ Πιθαρχίδης.

Φ. Χαίρε, ΙΤιθαρχίδη. Π. ΚαΙ συ, Φυσίορε. Φ. ,EγόJ μεν και τους ημετέρους, ώσπερ εΐώθασι, παρείναι φίλους ηγού­

μενος, ύμϊν συνδιημερεύσων ελήλνθα, όπως τών προς τήν τών λόγων διηνεκή 5 σπουδήν πόνων τή προς ημάς αυτούς ομιλία άνεσίν τίνα και θυμηδίαν εϋροιμι.

Φοβούμαι δε μή τουναντίον αντί χαράς μοι και άθυμία προσγένηται' τεκμαί­

ρομαι γάρ σε τή πολλή συννοία και τω τον προσώπου σκνθρωπω λίαν λν­

πούμενον. 9 Π. Σοφώς εμαντεύσω μοι, φίλτατε. 2ν Φ. 'Αλλά | φασι τα τών φίλων κοινά' κάμε τοίνυν, εϊπερ ειμί σός, τούτου

μετέχειν ανάγκη. Π. Πλέον με άρα λυπεϊσθαι βούλει. Φ. Πώς γάρ;

- 42 -

Π . Tò γάρ με τοις φίλοις λύπης αίτιον γίγνεσθαι εστίν έμοι λυπηρότε­

15 Qov κάνθ' ενός και δύο προς τούτω λνπήσονται' ήττον άρα μου το δεινον μόνον φέροντος.

Φ. Καλώς εΐρηκας' και τούτου ένεκα, iva μη μάλλον φίλον τον σον ανίας, ερεϊν μέλλεις. 'Εγώ γαρ το μέν σε ύπεραχθόμενον όραν βαρέως φέρω' μη γνούς δ' 'έτι το αίτιον δι" ου σοι τοσαύτη γέγονε λύπη, άλλως τε και τίνα κουφι­

20 σμον εποίσειν τούτου έλπίζων, πολλαπλασίως ή νυν άνιάσομαι. Τί γαρ οϊδας; Εΐπερ φράσοις και σε παύσαιμι της άθυμίας, κάγώ τούτου χάριν ηδονής αν πλήρης γενοίμην ή ου μέμνησαι τα του Όμηρου «σύν τε δύ' ερχομένω και

3 τε προ ό τοΰ ενόησεν δπ{π)ως κέρδος έη~ μοϋνος δ' ει πέρ τε νοήση, αλλά τέ οι βράσσων τε νόος, λεπτή δέ τε μήτις»;

25 Π. Ου της σής αυτή δυνάμεως ή θεραπεία' χρόνου γαρ δεϊται πολλού και πόνου και τίνος τών εύδοκιμωτάτων Άσκληπιαδών.

Φ. Και μην και χρόνια νοσήματα και ταϋτα πολλών ιατρών όσημέραι θεραπευόντων ούχ ήττον πονηρότατα γιγνόμενα, τών άγροίκων τινάς ή βοτά­

νης ή και τίνος άλλου καταπλάσει ή περιάψει ακέσασθαι πολλάκις έώρακα' 30 και θαυμάζειν ου δεϊ' πάντα γαρ τών ανθρώπων, καίπερ άριστος, ουδείς είδέ­

ναΐ δυνήσεται. Λέξον τοίνυν θαρρών τω σαυτοϋ φίλω και τοΰ πάθους, ει μη παντελή την λύσιν ζητοϋντες εύρεϊν δυνηθείημεν, παραμυθοϋντες καν όποσο­

νοϋν, τοϋτο κουφίσωμεν. 34 Π . Το μεν πάθος, ώ φίλε, μέγιστον και την ψυχήν κατεσθίει και ζην 3ν εθέλειν ουκ εά με' \ τί γαρ αρχής αποβολής άλλο μείζον αν γένοιτο; Οΐδας

γαρ ώς ου μόνον υπέρ αυτής μύριους πόνους, άλλα και κινδύνους υφιστάμεθα' εχοντι δέ μοι ταϊν χεροϊν αυτήν άπολέσαι δεινότερον ή τω πολλά παθόντι όπως αυτήν κτήσοιτο και μη κατορθώσαντι.

Φ. Και τις ώμος οϋτω τύραννος και τής δίκης καταφρονών αυτήν άφαι­

40 ρεϊσθαί σε βούλεται; Π. Οϋτε βασιλεύς εστίν ούτε τύραννος αλλ' ή του αρχειν απειρία και

άγνοια. 'Εγώ μεν ούν τών κρατούντων ουκ ολίγους ορώ τους μεν πάτριον την αρχήν εύρηκότας, άλλους δέ τινι και τύχη κτησαμένους, τους μεν νέους, τους δε και μεσήλικας και τινας παρηβηκότας ουτ έπιστήμας ή τέχνας μεμαθη­

45 κότας οϋτε πρότερον άρξαντας' κρατοϋσι δ' όμως οπωσδήποτε, καλώς μέντοι ή γ ε κακώς αγνοώ' τουτι μεν ούν οίδα, οτι τοσούτον ώστε και εάσαι αυτήν |

4 παρά τίνος πέπεισμαι. Φ. Τις δήποτ* άρα τοσαύτην εν γλώττη σειρήνα φέρει και πειθώ, δς

δεσμοίς αρρήκτοις δι ώτων δπη βούλοιτο τους άκούοντας, τον ϊππον ώς 50 ιππεύς τοίς χαλινόις, άγειν δύναται;

22­4 Κ 224­6 22 δυο 27 ώσημέραι 32 παντελή an adverbium παντελεΐ (ci. παγγενεΐ) voluit ? Novit tamen παντελώς (cf. Β)

— 43 —

Π . Σοφός άνήρ εκείνος και λόγιος εκ τε τον οχήματος και τον προσώ­

που καλός τε κάγαθός, ου νϋν τον ονόματος επιλέλησμαν 'Αθήναιον μέντοι αυτόν είναι εφασκεν, δς εκ Σικελίας τον πλουν Άθήναζε ποιούμενος, άντι­

πνεύσαντος Βορέου, τη 'Αφρική κατασυρεις προσεπέλασεν ένθεν ες Πίόας 55 λιβός κατηνέχθη πνοαϊς. Και της νεώς άποβάντι και καταλύματος χρήζοντι,

όπως εκείνη τη ννκτι τον εκ τον μακρόν πλου πόνου διαναπαύσαιτο (πολλας γάρ, ώς έλεγε, νύκτας άγρυπνος διετέλεσεν), εγώ τε και ο ημέτερος εταίρος,

4ν ό καλός 'Ιούλιος, πρώτοι περιτνγχάνο μεν δν μεθ' ημών \ εγγύς τον μεγάλον νεώ τών φίλων παρά τίνα τνχον καταλύοντες αυνηγάγομεν ετήσιος γαρ εν

60 αύτώ πανήγυρις ετελεϊτο και λαον πλήθος άπειρον συνηγείρατο, ην και αυτοί θεασόμενοι άφικόμεθα. εφασκε δ' ετι τω Ίονλίω πατρόθεν ξένος είναι' πάλαι γαρ ό τον 'Ιουλίου πάππος τών Αθηναίων ήν πρόξενος. Δειπνήσαντες ονν πριν ή τον ήλων δϋναι (θέρος γαρ ην ήδη), ες περίπατον εξήλθομεν. Κάγώ τον τοσούτον δια της αγοράς και τον άστεος περιρρέοντα θεασάμενος δχλον,

6) νέονς τε και νέας, το καλόν άνθονντας, εύπαρύφους τε πλείστους και προς τάς διαθρυπτομένας ερωμένας προς αλλήλους μειλιχίοις ρήμαοΊ και δωρεών νποσχέσεσι προς τους άντεραύτας άνταμιλλωμένους, ίππους τ' αγαθούς και κύνας θηρευτικάς και φααοΌφόνους ίέρακας και χρυσον και άργυρον και

S κόαμον πολυτελή, και προς τον ξένον εμβλέ\ψας «ώς ευδαίμων ό τοσούτων 70 — εφην — άρχων μοι δοκεϊ' θεώ μιν τα πάντα πλην αθανασίας είσκω' πάντα

γαρ δσα γ' οράς του νεύματος εκείνου εξήρτηνται και πάντων, ει βούλοιτο, και παίδων και γυναικών και χρημάτων άπολαύειν δύναται». Ύπολαβών δ' εκείνος «ει μεν τούτοις — εφη — συ το εϋδαιμον τών κρατούντων μετρεις, δυσδαίμονας λέγεις αυτούς' ει δε τω σοφία πάντων και αρετή ύπερέχειν,

75 οϋδ' αυτής φημι τής αθανασίας άμοιρους». Πολλά τε γαρ και χαλεπά περί τών μή καλώς άρχειν ε'ιδότων διεξήει ώστε με τον την αρχήν είληφέναι προ­

τρέψαντα καταράσθαι' έλεγε μεν καθ' Ήσίοδον «τής δ' αρχής ιδρώτα θεοί προπάροιθε(ν) εθηκαν αθάνατοι' μακρός δε και όρθιος οίμοςεπ' αυτήν». Ου γαρ

5ν πάντων μόνον τών ανθρωπίνων πράξεων εμπειρότατον δεϊν \ ελεγεν είναι 80 τον άρχοντα, άλλα και γένους και τροφής και φύσεως δεξιάς και πάσης επι­

στήμης και αντής φιλοσοφίας πρακτικής τε και θεωρητικής τα πρωτεία φέρε­

σθαΐ' ων ώς εγώμαί τι μέρος μή τοί γε πάσας ονχ άπας ανθρώπου τον μαθεϊν διαρκής εστί βίος. Ου τοϊς λόγοις (δεινότατος γαρ πείθειν και τω λέγειν πάν­

των ων εγωγε πέπυσμαι ην ύπερήδιστος) τούτοιν θάτερον ποιεϊν αναγκάζομαι' 85 ή πάντα προμαθειν άπερ εκείνος εΐρηκεν ή την αρχήν ετέρω παραχωρήσαι,

ων ούδέτερον αν ελοίμην μεθ' ηδονής' εκάτερον γαρ ες μεγίστην με λύπην ώθεϊ

54 Πίϋαν debuit 55 ληβος 60 σννεγείρατο 61 πατρώθεν 66 δορεών 68 cf. Ο 237­8 ϊρηκι . . . φασσοφόνφ 76 διεξίει 77 cf. Hes. Op. 289 ­ 90 ubi αρετής pro αρχής 85 παραχωρήσαι Β : ­χορήσαι Α

— 44 —

και άπορίαν ην γαρ μη προμάθοιμι, εις μέγιστους κινδύνους και πολλάς όδύ­

νας άγνοών άφίξομαι, πολλών τε καϊ μεγάλων συμφορών έμαυτώ και πολ­

89 λοϊς αίτιος γενήσομαι. Ει δ' εκών αυτής αύθις άπαλλαγήσομαι, ή καθ' ήμέ­

6 ραν τών άπ εκείνης, τιμής δηλονότι | και θεραπείας και βίου λαμπρότητος και πλούτου περιουσίας και τρυφής και ευφροσύνης και εξουσίας και τοϋ παρά πάντων εύδαιμονίζεσθαι, μνήμη τον εμον δύστηνον και λυπηρον βίον θήσεται. Τίνα γοϋν περί τούτου μηχανήν τίνα τε γνώμην εξευρεϊν άπορων, τον λογι­

σμον εκατέρω ίσορρόπως ταλαντεύομαι. 95 Φ. Τους μεν ούν λόγους τοϋ ανδρός και την τοσαύτην πειθώ και χάριν,

ως φής, μήπω και αυτός άκουσας, εϊπερ μεντοι γεννηθήναι αυτόν Άθήνησι και παιδευθήναι φαίη, ουκ άπιστώ' %ολλή γαρ τούτων εκεί τυγχάνει ενπορία, ούχ ότι παρ ουδέ πη της γης μόνον ταϋτ εκεί σπουδάζεται, αλλ* οΐμαι τη τε καθεστηκυία διαίτη και τή τοϋ αέρος ευκρασία τοϋτο τοϊς εκεί μάλλον ξυμ­

100 βεβηκέναι. Και δτι εϊη τοις κρατοϋσι το μη προμαθεϊν επικίνδυνον, ει μη μαί­

6ν νοιτό τις, πάς αν \ δμολογήσειεν το δέ πάντων ων εφης, τεχνών τε καϊ επι­

στημών, ει μη φέροντα τις τά πρωτεία, κρατεϊν ου δύνασθαι, δπερ εφη, ου πείθομαι' ου γάρ ποθ' ενα τοσαϋτα, ως αυτός εφθης ειπών, δυνατόν επίστασθαι. Άλλ' έστω' Ιδέτω πάνθ' άπερ εκείνος διείλεκται' πόσον ο τοιούτος χρόνον άρ­

105 ξεται δς και τάς αισθήσεις τυχόν την τε φρόνησιν υπό γήρως άφαιρεθήσεται; Έοίκασι μεν τοις ζωγράφοις οι τοιαύτα λέγοντες και γράφοντες, οι καρπών δένδρα βρίθοντα και παραδείσους αειθαλείς διαγράφοντες πολύπυρά τε λήϊα καϊ διαφόρων πληθούσας εδεσμάτων τράπεζας, ών ούδενος πλην τής θέας άπο­

109 λαύουσι' δώ τοϊς κρατοΰσιν ουδεμία τών τοιούτων φροντϊς ούδε σπουδή γί­

7 γνεται λόγων το γαρ ανέφικτα διώκειν προς τω πολλά μοχθείν καϊ \ άφρο­

σύνην όφλισκάνειν οϊονται. Άλλ' εκείνοι μεν ίσως την εν τοίς λόγοις δεινό­

τητα τότε χαρίεν και πιθανόν επασκήσαντες, επίδειξιν τούτων μάλλον ποιού­

μενοι ή το ον λέγοντες πλείστα γράφουσιν' οίς ουδείς πω τοϋ κρατεϊν ένεκα τών αρχόντων εχρήσατο. Ήμεϊς δ', ω καλέΠιθαρχίδη, τον άρχοντα, ει βούλοιο,

115 ζητήσωμεν ωπερ ει μέν τι τύχοιμεν ούτε κατά πάντα τούτον μιμήσασθαι δυνήσαιο, ούχ έτέρω την άρχην συγχωρήσεις' ει δ' ούν, τών κινδύνων απαλλα­

γείς αυτήν τε καταλιπών έτέρω, τον άπράγμονα μάλλον και ιδιώτην βίον, ξυμφορώτερον σαυτώ ήγησάμενος, στέρξεις.'Ήν δε μη τύχωμεν, και τοίς φίλοις

119 αύθις το ζητονμενον άνακοινώσομεν, κάκεΐνοι τά τής φύσεως οϋρεά τε και 7ν βήσσας διαδραμόντες τοις εϋρισι τοϋ λόγου \ κυσι τάχα τούτον θηρεύσουσιν

ημάς τε τοϋ πόνου καϊ τής ερεύνης καταπαύσουσι. Π. Και μην ήγοϋ κάγόί δ' εψομαι.

104 διήλεκται 107 βρύθοντα 115 ζητήσωμεν Β (cf. lat. itivestigemus) : ­σο­μεν Α 117 Ιδιότην 119­ 20 cf. Γ 34 al. οϋρεος εν βήασίβς 120 βήσας εϋρισι . . . κυσί : cf. p. es. Soph. Ai. 8 κννος . .. ένρινος

— 45 —

Φ. Άλλα βουλοίμην άττα σε πρότερον ερέσθαι. Π. Λέγε δή θαρρών πάντα γάρ, εΐπερ αν γνοίην, ώς εννονς σοι μαθητής

125 μετ αίδοϋς απολογήσομαι. Φ. rH μην ερας της αρχής; Π. Και μάλα. Φ. Άλλα. το λίαν, ϊαθι, φιλούν τον φιλουμενου χάριν μνρίονς πόνους

εγκαρτερεϊ και αυτόν θανάτου καταφρονεί' πολλοί γάρ, δπως της αυτών 130 εφέσεως απολανσειαν, ουδέ ζωής της Ιδίας εφείσαντο' και σε τοίνυν, εΐπερ,

ώς φής, αυτής τυγχάνεις ερών, και πολλά πονεΐν υπέρ αυτής δει και κινδννεύειν, κατεπειγούσης ανάγκης.

Π. ΕΙ μεν συν επαινώ μοι κρατειν εστί, πάντα πόνον και πάντα κ'ινδυνον 8 υπέρ αυτής νποστήναι βούλομαι' ει δ' δπως αύτώ και τοις εμοϊς \ προσήκουσι

135 δύσκλειαν περιποιησαίμην πονεΐν και κινδυνενειν α'ιροίμην, πώς ουκ άθλιος δόξαιμι πάσι και καταγέλαστος;

Φ. Ει μεν ούν τις και φΰσιν έχων τυγχάνοι δεξιάν και χρόνον ικανον και διδάσκαλον άριστον, και τον μαθεϊν ερά, άρά τίνα τεχνην και ταντην ου τών λεπτότατων και σκοτεινών, άλλ' ηλίου τάς αυτής μεθόδους και τους λόγους

140 λαμπρότερους εχονσαν μαθήσεται; Π. Πώς γαρ ου, ει γε βονλοιτο; Φ. Μάθηση άρα ει τοϊον αυτόν σε και την τεχνην άποφήνωμεν; Π. "Εγωγε. Φ. Σκεψώμεθα τοιγαρονν τις αν ποτ εΐη τον άρχειν επιστήμη' TÌV

145 άρα αυτήν αν τις φαίη γεωργίαν; Π. Ουδαμώς. Φ. Άλλα ναυτιλίαν; Π. Ου γάρ. Φ. Ούτε τινά τών χειρωνακτών τε και βάναυσων;

150 Π. Ον μεν ουν. Φ. Τι δε, αλλά τίνα τών επιστημών; Π. "Ισως" τις δ' αν εϊη ουκ οΐδα. |

8ν Φ. Καλώς και γενναίως προς τάς αποκρίσεις απαντάς. "Ιδωμεν ονν τάς επιστήμας και μάθω μεν τούτων τίνι δεί χρήσθαι τον άρχοντα. Μών περιόδοις

155 αστέρων, ήλιου και σελήνης εκλείψεσι, εποχαις και συνόδοις, άνατολαΐς τε και δύσεσι χρήσεται;

Π. Ουδέν γε τούτων, ώς οϊμαι, προς αρχήν Συμβάλλεται, ναύταις δή μάλλον και γεωργοϊς ϊσως ενια και πάνν τούτων ολίγα χρησιμότερα.

123 ά'ττα ερεσθαι 128 τον φιλουμενον χάριν ex corr. : χάριν τον φιλουμενον bis scripserat 129 αυτών ­.αυτών A ex εαυτών Β correxi 134 αντώ : αύτώ 135 α'ι­

ροίμην debuit 142 άποφήνομεν 149 χειρονάκτων 153 εϊδωμεν

­ 46 ­

Φ. Τών δε πρώτων και συνθέτων τετραγωνιζόντων και προμήκεων άριθ­

160 μούς μαθεϊν ουκ άναγκαϊον τους άρχοντας; Π . Μηχανουργοϊς και τραπεζίταις, εμπόροις τε και παλιγκαπήλοις

ταύτα μάλλον αρμόδια. Φ. 'Αλλά Λύδιον μήν ερεϊς και Φρύγιον, νήτας και παρανήτας ειδέναι

τοίς κρατοϋσι προσήκει; 165 Π. 'Ανάγκη γάρ, εϊπερ αυτούς όρχεϊσθαι δέον.

ρ Φ. 'Ην δ' εκ τεσσάρων στοιχείων | το ούράνιον σώμα συνίσταται, είτε φλοξ δ ήλιος εϊτε κενόν εν τή φύσει, είτε στρογγυλός ε'ίτε τετράγωνος δ διά­

κοσμος ουκ επίστασθαι δει τους άρχοντας; Π . Τοιαύτα λέγων, οιμαι, τοις άρχομενοις άφρων δόξει και μάταιος.

170 Φ. Ποιητής άρα γενόμενος ευδοκιμήσει προς την αρχήν; Π . ΕΙ της αρχής πλάστης και υποκριτής αλλ' ου το δν άρχων είναι βού­

λοιτο' πολλούς γαρ "Ομηρος βασιλείς και πολλάς τοις επεσι δυνάμεις εκόσμη­

σεν, άρχεσθαι δε μάλλον ή άρχειν εαυτόν τω πράγματι την πενίαν άσπασάμενος εδήλωσε.

175 Φ. Άλλα μήν ρήτορα, φαμέν, είναι δεϊ, εϊπερ τοις άρχομενοις ως καλόν υπ εκείνου άρχεσθαι πεϊσαι χρή;

Π . Οΐμαι γάρ. Φ. Βουλοίμην δ' εγωγε κριτήν γενέσθαι τον άρχοντα.

179 Π . Καλώς είρηκας' πλείστοι γαρ τών ρητόρων λέγειν μεν επίστανται, \ 9ν κρίνειν δ' άγνοοϋσι τάληθές τε και μή' δτε ρήτωρ κριτοϋ, ρήτορος δε το καθ'

εαυτόν κριτής οϋποτε δεϊται. Φ. Σοφώς εϊρηκας' κάγώ νικώμενος υπό σοϋ, καίπερ ών φιλότιμος, χαίρω'

κρείττων γαρ εμοΰ μανθάνων αύτοϋ γίγνομαι. Π . 'Αλλ' ε'ι κριτήν τον άρχοντα λέγομεν, και το κρινόμενον ήμϊν εστίν

185 εύρεϊν ανάγκη. Φ. 'Ανάγκη. Π. Τουτί μεν εγώ ποίον αν εϊη μαθεϊν ουκ εχω. Μέμνημαι γαρ αυτόν

πάσης τέχνης δημιουργικής τε και επιστημονικής άπαλλάξαντες, ώστε τίνων καταστήσαι κριτήν απορώ.

190 Φ. Σκεψώμεθα δή τίνων παρά ταϋτα λοιπών αν εϊη κριτής. "Ην γαρ ταϋτ εξεύροιμεν, καί την εκείνου όποια ποτ εσται επιστήμην και εν τίσι καταγίνεται μαθεϊν ήμϊν ελπϊς εσται.

Π . Σον μεν οϋν έργον τοϋθ' δρώ' εγώ γαρ ούτε τήν τοϋ ζητεϊν ούτε τήν 10 του εύρίσκειν μέθοδον επίσταμαι. 'Υπόσχομαι δε τω τοϋ λόγου κα\θηγεμόνι

195 ου γλώττας, αλλ' εκατόν, ην γε τοϋτο τύχωμεν, κεφάλας αλωπεκών. Φ. Θαρρεί' δοκώ γαρ τοϋτ' εκφροντικώς.

195 τούτω 196 εκπεφροντικώς debuit

— 47 —

Π . Ti δή προς Θεών; Φ. Το εαυτόν αγαθόν καί ώφέλιμον. Π . Τον εαυτόν άρα αγαθόν τε και Συμφέροντος κριτην είναι φής τον

200 άρχοντα; Φ. Ναι, καί κρίσιν τον αγαθόν τε και χρησίμου την της αρχής επιστήμην. Π . Και τις εύρεϊν τούτο ποτέ δύναται; Φ. Τις; αυτός καθ' εαυτόν. Π. 'Αλλ' εγώ τουτί μεν αυτός ομολογώ ουκ επίστασθαι.

205 Φ. Τών ζώων μοι λέγε τίνα ήγή φρονιμώτερα. Π. Τους ανθρώπους. Φ. Το άλογον άρα τοϋ λογικού κρεϊττον εϊρηκας. Π . Ουδέποτε τοϊον παρ' εμού ακήκοας ούδε εοικέ σε τους φίλους δια-

βάλλειν. 210 Φ. Και μην αυτός άρτι τοϋθ' ώμολόγηκας' το γαρ σον αγαθόν άγνοεϊν

και ξυμφέρον ταντο δύναται' τα γαρ άλογα πάντα το εαυτών ώφέλιμον γινώ-

10ν σκοντα τα μεν | φεύγει, τα δε προσίεται. Π . Εϊπερ [αν] έγνωσαν, ουκ αν εζεύγνυμεν ούδε τους χαλινούς και τάς

πέδας περιεθέμεθα, μύριους πόνους δουλεύειν ήμίν άναγκάζοντες, ημών Ίσχυ-

215 ρότερα πολύ καί ταχύτερα. Φ. Τιθασευθέντα πρώτον καί το της φύσεως φώς άπολέσαντα τούτο

πάσχουσιν ή ούχ δρας μετά πόσης επιβουλής τε και μηχανής ενια τούτων θηρεύομεν; 'Αλλα και σηπία τη τοϋ μέλανος χύσει εκφεύγει τον κίνδυνον καί περδίκων τέκνα τας βώλους νπτια δια ποδών φέροντα τους όρνιθοθήρας λαν-

220 θάνονσι καί νες νοσοϋντες ποτάμιους καρκίνους ες άποτροπήν τής νόσου θηρεύουσι καί χελώναι τής εχεως γευσάμεναι την όρίγανον εσθίουσι αϊ τ' εν Κρήτη αίγες δικτάμνου βρώσει τάς τών βελών ακίδας εκβάλλουσι και πηλω

11 κατά κροκοδείλου θωρακιζόμενος Ίχνεύμων το δέρμα \ περιπήγνυσιν απλώς δε πάντα χερσαία τε καί θαλάττια το βλαβερον αντοϊς καί ξυμφέρον γνώναι

225 πεφύκασί' δ δε τον ούρανδν καί την γήν, αέρα καί θάλατταν τά τ εν αντοϊς πάντα διεκμοχλεύσειν λόγω καί την αυτών κατανοήσαι φύσιν απαγγελλόμενος, τών αλόγων θηρίων αβέλτερος εσται καί αμαθέστερος; Κάκεϊνα μεν άπαξ τή ξένη καί αλλότρια διαίτη καταγοητευθέντα την ιδίαν φύσιν επαναλαβεϊν ου δύναται' αλλ' ήμεϊς καν τούτω πλεονεκτεΐν εκείνων πεφύκαμεν πολλοί γαρ

230 παιδόθεν ες μέσην ήλικίαν κακώς καί αδίκως βιώσαντες τον σώφρονα βίον αύθις εϊλοντο καί δίκαιον, μή παρά τίνος βιασάμενοι καί γηράσαντες χρηστοί διετέλεσαν καί πλείστους ωφέλησαν ουδέν γαρ τών ήμϊν προσηκόντων ή φύσις άπέκρυψεν καί τοις βουλομένοις καί μή τους πόνους φεύγουσι τοϋ τε ταύτα

214 ίϋχυρώτερα 221 εχεως Β : εχεος A at τ' εν Κρήττ) αίγες Β : αίγες αϊ τ' εν Κρητχι Α 231 βιααάμενοι : βιασθέντες debuit

— 48 —

11ν γνώναι \ καί πραξαι και κτήσασθαι δυνατά πεποίηκεν άλλως γαρ αν ταύτη 235 καί των θηρίων χείρους δημιουργησάση τους ανθρώπους δικαίως μεμφοίμεθα

και των αλόγων αλογώτεροι εϊημέν τε και καλοίμεθα. Π. Προς ταΰτα μεν άντειπεΐν ουκ εχω' τίνα δε μοι και ποία τα μέλλοντα

ξυνοίσειν, ει μη σαφέστερον εροϊς, μαθείν ουκ εχω' μη γνούς δε, ουδέ κρίνειν δύναμαι.

210 Φ. ΎΩ πάντων μοι φίλων ήδιστε Πιθαρχίδη, εϊθε καί ταϋτα πράττων αεί διατελοίς' ως είδώς οίος και πράττειν, ει βούλοιο, μετά μικρόν αυτός ομο­

λογήσεις' συ δε εοικας τοϊς εχουσί τι και χειρϊ κρατοϋσι, τουτί ζητονντες ελαθον, μη τα παρά πόδας άλλα τα πόρρω πη όραν έφιέμενοι.

Π . Ουκ απιθώ' κάμοί γαρ ποτέ συνέβη ταυτό' φορών γαρ το της κεφα­

245 λής περικάλυμμα, τοϋτό που καταλιπεϊν αϋ ενόμιζον και προς την αντοϋ 12 ζήτησιν πορευόμενος της κεφαλής ένεκα | του κνησθήναι τοις δακτύλοις προσ­

ψαύοας ήσθόμην φορών. Και τών εγγύς πολλάκις τοις ακριβώς επιστήναι μη βουλομένοις τα πορρώτερον μάλλον είοΊ γνώριμα' διόπερ τα ετέρου άτερος μάλλον κατενόησε σφάλματα. Και σέ, προς εταιρείου με τοιαϋθ' όρων πάσχοντα,

250 μη άποκρύψας ως οϊόν τ' επανόρθωσον, άντιβολώ. Φ. Ει σέ τις κινδύνου λυτρώσοιτο, άγνοοϋντα διδάξοι και τών εν ηδονή

σοι τίνα και σωτήρια χαρίσοιτο, φιλοϋντ αρά σε τοϋτον και ξύμφορ' αν ποτέ σοι πεποιηκότα ήγήσαιο;

Π. Πώς γαρ ου; 255 Φ · "Ην δέ σου την ύπάρχουσαν ούσίαν και τιμήν ες αυτόν και τους σους

υβρίζων άφαιρήσαιτο μή τι προπαθών υπό σου δεινόν, οϊει σοι φίλον τοϋτον και άπερ πέπονθας ξύμφορα;

Π. "Εχθιστον εγωγε κάκεϊνα ολέθρια. 259 Φ · ΕΙ δέ τινι παρακαταθήκην πιστεύσας ή καί τίνα πωλήσας αύθις αυτά 12ν άποδεδωκώς σοι τυγχάνοι και τοϋ πρα\χθέντος τιμής ουκ έστέρησε, τοϋτον

ήγή δίκαιον και τα προς σε γεγονότα παρ* αυτοϋ γε δίκαια; Π. Και μάλα. Φ. ΛΗν δε τουναντίον ποιήσαιτο; Π . "Λδικον δηλονότι και άδικα.

265 Φ · "Εγνως, ως εοικε, το φίλον και εχθρόν, το σωτήρων σοι και όλέθριον, το δίκαιον και άδικον.

Π . Φαίνεται. Φ. Ει δέ τις προς τα τοϋ χειμώνος φοβούμενος ψύχη ανέμους τε καί ύε­

τούς και τα τοϋ θέρους καύματα πονήσας οΐκίαν ωκοδομήσατο, προς δέ λιμοϋ 270 άποτροπήν γήν μεν έσπειρε, τέχνην δε μαθεϊν εμελέτησεν, ουκ εικός τον μεν

2*2 οι post κρατονσι addere debuit 248 πορρώτερον Β : πορρότερον Α 260 άπο­

δεδοκώς

— 49 —

ώφεληθήναι, τον δε μή πονήααντα μηδέ τέχνην μαθόντα, πτωχώ άμφοτέροιν, χαλεπώς τον εαυτόν διάξειν βίον;

Π. "Ωστε τον μεν μεθ' ηδονής ζην, τον ôè λιμώ κινδυνεύει θανειν. Φ. Το πονεϊν άρα φής ξύμφορον;

275 Π . Ναι. Φ. Το μεν ούν φίλον και εχθρόν, το ξύμφορον και βλάπτον, το δίκαιον

13 και άδικον επισταμένος, τίνι φάθι διδασκάλω | προς το ταντα μαθεϊν κέ­

χρησαι; Π . Ούτε ποτέ προς ταύτα ήπόρησα ούτε τον διδάξαντος με ταντα χρεία

280 μοι εϊη αν. Φ. Όρας δτι το σον αγαθόν και ξύμφορον γνώναι και κρίνειν επισταμένος,

καίπερ μη παρ* ετέρου τυγχάνεις μεμαθηκώς, σαυτον ελάνθανες; Π. Άλλα ταντα μεν εΐδέναι πεφυκώς ομολογώ' πράττειν δ' ουκ επίσταμαι. Φ. Και δικαίως' προς μεν ονν την τον δικαίου και ξυμφέροντος γνώσιν,

285 ώς φής, την φύσιν εκτήσω διδάσκαλον, το σον αγαθόν δηλαδή και ώφέλιμον' ες δε τήν [προς] εκείνων πράξιν αυτά σε βουλόμενον άξουσι' κάί ταϋτα τηρών άριστος κάί της αυτών θεωρίας και πράξεως γενήση διδάσκαλος.

Π. Το δίκαιον άρα και το πονεϊν το τον κρατούντος λέγεις αγαθόν και ξυμφέρον, δτε ταντα κρίνειν και πράττειν είδώς άριστοκράτωρ και άρίσταρχος

290 εσεται. 13ν Φ. Δυοϊν τούτοιν πάντα τάγαθά τοϊς ανθρώποις εκ\πορίζεται~ ô μεν

γαρ πόνος εξευρίσκων γε κτάται' το δε τα πάνω πορισθέντα περισώζει' πονών μέν τις τήν τών πραγμάτων γνώσιν τη πείρα περιποιούμένος εαυτόν σοφότε­

ρος γίγνεται, δικαιοπραγών δε και άριστος. 295 Π. "Ορα μή τών ρηθέντων σοι επιλελησμένος τάναντία ννν έρεϊν δόξης'

ενθυμον γαρ μηδεμίαν τον άρχοντα διδάξας επιστήμην, ννν έαντον τω πόνω σοφώτερον ανθις λέγεις γίγνεσθαι' αμέλει μανθάνοντα λέγων ει δήλος.

Φ. Μών τους τάς γραμμάς και τα άτομα, άτε πρότερον εϊρηται και αυτός τω κρατονντι μή προσήκειν ώμολόγηκας, μεμαθηκότας ήγή με φάναι σοφούς;

300 Καλά μεν και ταντα μετά. δίκης και τής ενύλον πράξεως' άνευ δε τούτων πλείω τους έχοντας εβλαψεν ον γαρ άλλο πλην οίήματος και τύφου οι δίχα τών πρά­

ξεων προς τους λόγους μόνους αποβλέποντες κέκτηνται' σημεϊον δε το τους 14 μέγιστον φρονοϋντας περί τούτων λέγειν ου \ ταύτα δοξάζειν άλλήλοις περί

τών αυτών, άλλα πληρώσαντες κραυγής τον αέρα ει που τύχοιεν περί τούτων 305 διαλεγόμενοι τέλος ες άπορίαν τον προβλήματος απαντάς καθιστάναι και μη­

δέν τι τών μηδ* όλως εσπονδακότων ες ταντα φαίνεσθαι πλέον επίστασθαι. Π. Κάί μην εγωγε τή τής φιλονεικίας έπιτάσει κάί πληγάς άλλήλοις

271 πτωχώ absurdum : genetivum abs. voluit (cf. αμφοτέρων πενήτων υπαρ­χόντων Β) 272 διάξει 298 τους : τον 300 τής Β : τοϊς Α 304 τύχειεν

4

— 50 —

προστρίβεσθαι και τον βαθύν καταβαίνοντας πώγωνα, φιλαργυρίας μεστούς καΐ κολακείας, ένίους αυτών έθεασάμην ώστε με τω προς τούτους μίσει και

310 τους κάλους κάγαθους εν έπιστήμαις και πράξεσι γεγονότας ουκ έπαινεϊν ούδέπω γαρ τίνα των καθ' ημάς γεγονότων σώα φρονοϋντα και δίκαια, τάναν­

τία δε μάλλον ων επαγγέλλονται έώρακα. Φ. Ουκ ορθώς περί τών αγαθών οργιζόμενος τυγχάνεις ανδρών ουδέ

314 φρονείς περί τούτων δίκαια' πολλοί γαρ αυτών και νόμους ταΐς πόλεαι ξυμφό­

14ν ρως είσήνεγκαν και καλώς έ\πολιτεύσαντό τε και έστρατεύσαντο και τοις συνοϋσι πολλήν πειθομένοις την ώφελειαν προσεποιήσαντο. "Αλλ' άναλαβόντες τον λόγον αύθις περί τοϊν δυεΐν τούτοιν, δικαίου φημι και πόνου ώ πρώτον ημάς ή φύσις εδίδαξεν, άπερ τών εν άνθρώποις πάντων αγαθών είσιν αίτια, και τηρούμενα τω κρατονντι εύδόκιμον και δλβιον αυτόν αποδείκνυαιν, εΐπω­

320 μεν. Ό τοίνυν τών εναντίων είδώς, ώς οΐμαι, το έτερον, αναμφιβόλως οΐδε και θάτερον.

Π. Πάνυ μεν οϋν. Φ. ΈπεΙ δε τον πόνον και το δίκαιον αγαθόν, ώς εφαμεν, τω κρατοϋντι

και χρήσιμον και τοις καλοϊς κάγαθοϊς τών ανθρώπων επαινετά και προσή­

325 κοντά, τα τούτοις εναντ/α πώς αν φήσαιμεν; Π. Βλαβερά, ψεκτά, τοις καλοϊς κάγαθοϊς αλλότρια. Φ. Ό δε τα πρώτα τηρών και πράττων και τα τούτοις φεύγων εναντία,

ουκ είκότως άπ' αυτών παρονομααθήόεται; 15 Π. Χρήσιμος δηλονό\τι και επαινετός, εαυτώ και τοις δμοίοις ϊδιός τε

330 και ξύμφωνος. Φ. Ό δε χρήσιμος και επαίνου άξιος και εαυτώ μη μαχόμενος ου σοφός; Π. Σοφότατος. Φ. Τις δ' ό ενάντιος; Π. "Αχρηστος, βλαβερός, μεμπτός, εαυτώ μαχόμενος.

335 Φ · *Ην δε χρήσιμος και παρά τών αρχομένων στέργεται και παρά πάν­

των επαινήται και σοφός, ώς εφαμεν, ου καλώς εκείνον άρχειν αν εϊποις; Π . Κάλλιστα' άλλα την μεν του άρχοντος επιστήμην κρίσιν εφαμεν είναι

κρίσεως θ' ϋλην το εαυτού αγαθόν και ξυμφέρον ταϋτα ôè το δίκαιον και τον πόνον είναι ξυγκατεθέμεθα' τα δέ τοϋ δικαίου τε και πόνου τα μεν ονόματα

340 ϊσμεν, τα δέ πράγματα εν τισι μεν άπλοϊς είδότες γνωρίζομεν, εν ενίοις δέ πεπλεγμένοις και πολυπλόκοις λανθάνουσι' πώς δέ ταϋτα γνώναι και εν τ'ισι τον άρχοντα πονεϊν δεϊ, τοϋτ ακοϋσαι βουλοίμην.

15ν φ . Έψόμεθα τη ημετέρα τροφώ και διδασκάλω φύσει' κάκεί\νη ίσως ήμϊν ελεήσασα και τοϋτο δωρήσοιτο.

320 οΐδε : είδε 328 παρωνομασθήσεται 335 ­ 6 aut ατέργηται aut επαινείται, quamvis erratum, legas 343 έψώμεθα

— 51 —

345 Π . "Αγε δη. Φ. Το μεν ονν δίκαιον και τον πόνον εκείνη ώς της ημετέρας οντά σωτη­

ρίας αίτια προνδιδάξατο και ταύθ' ο πεφυκώς ημϊν λόγος τη α'ισθήσει σνγγε­

νόμενος ετεκνώσατο' και γεγόναοΊν άδελφά τε και δμόχρονα και θάτερον έκάτερον δηλονν πέφυκεν. Άκολουθήσαντες γούν τω δικαίω τις και ποίος αν

350 εϊη τον πόνον δηλώααντι μάθωμεν, κάκεϊνος αύθις τάς τον δικαίου πράξεις τε και κτήσεις πολυσχιδείς και ποικίλας, ως φής, ημϊν επιδείξεται.

Π . Ήγοϋ τοίνυν, κάγώ σοι κατά πόδας εψομαι. Φ. ΕΙ μεν ο γεννήσας σε πατήρ πρότερόν σον γέγονεν, ουκ εικός τον ονρα­

vòv και τον ήλιον και τους λοιπούς αστέρας, την γήν και την θάλατταν, αέρα 355 τε καϊ φυτά, ζώα λογικά τε και άλογα θεάσασθαι και νοήσαί τι και πράξαι

κάί άκοϋσαι και γεύσασθαι πρότερόν εκείνον και δίκαιον; Π. Δίκαιον και τη της φύσεως τάξει άρμόδιον.

16 Φ. Τον άρα πράξαντά | τι πρότερόν και πειρασθέντα, τον μή ειδότος Ολως μηδέ πράξαντος μάλλον είδεναι το πραχθεν πράξειν τε ραον και δίκαιον

360 είναι φήσομεν; Π . 'Ανάγκη. Φ. Τω δικαίω τοίνυν και ο τοϋ άρχοντος πόνος ευρίσκεται' τούτω γάρ,

ώς οράς, άκολονθήσαντες την τον πονεϊν δδον ενραμεν των προτέρων δηλονότι τας πράξεις μιμούμενοι και τα παρά των πολλάκις εϊδότων τε και πραξάντων

365 μανθάνοντες, την τον δίκαιον και ξυμφέροντος ποικίλην γνώσιν ληψόμεθα. Π. "Εοικεν. Φ. Σκεψώμεθα τοίννν τις αν ποτ εϊη ό τον κρατούντος πόνος' διπλούς

μεν εμοιγε δοκεϊ, ό μεν τού σώματος, δ δε της ψυχής. Π. Ζητητέον.

370 Φ · Τίνα σοι δοκεϊ τελειότερα, άπερ ή φύσις ενήργησεν ή ή τέχνη εμηχα­

νήσατο; Π. Ώς εγώμαι, (τα) της φύσεως εστί κρείττονα, εϊγε ταντην ή τέχνη

μιμεϊσθαι βιάζεται. 16ν Φ. Ενρετέος άρ' ημϊν δν ή φύσις άρχειν κατέστησε βασιλεύς \ και τούτον 375 μίμητέον.

Π. "Ορθώς εϊρηκας, αλλ' ίσως αδύνατον. Φ. ΕΙ μεν προς το τών ανθρώπων γένος αφορών τούτο φής, ταύτα κάμε

κινδυνεύεις συναινούντα λαβείν πάντας γαρ ή προς εκαστον τέχνη και πείρα επιτηδείους εργάζεται. Ει δ' εν άπασι ζωοις περιορών αποφάσκεις τον άρχον­

380 τα φύσει και βασιλέα, κάγώ τήν σήν άποφάσκω άπόφασιν. Μέλιτται γαρ και μνρμηκες φύσει βασιλεύουσιν, ους τών άλλων το τού σώματος κάλλος και μέγε­

θος διίστησν αυτούς γούν μιμηθέντες βασιλεύσομεν και τον άρχοντος πόνον,

355 θεάϋασθαι in mg. 358 είδότως 365 ληψώμεθα 370 ενείργηαεν

— 52 —

οίος την φύσιν εστί, καταμάθωμεν ουδείς γαρ αυτών ούτε κριθάς ούτε πύρους ή όλύρας τω στόματι ουδέ κηρία και μέλι τοις ποαϊ αυγκομιζομένος φαίνεται'

385 πάρεστι μέντοι τω δήμω αεί και την της συγκομιδής ποσότητα και ποιότητα, καιρούς και δαπανάς, θαλάμους τε και γόνους, νωθρούς τε και δραστήριους

17 στοχαζόμενος κρίνει | και τοϋ εαυτού εκάτερος λαοϋ όπως καλώς σώζοιτο προμηθεύεται. Ψυχής εστίν άρα δ τον κρατούντος πόνος, ως ή φύσις βούλεται, ες τε κρίσιν και προμήθειαν λογισμώ τον άρχοντα δεϊ πονεϊν. "Ην δε την των

390 ανθρωπίνων πράξεων και ημείς κατανοήσω μεν φύσιν, εν τίσι κρίνειν και προ-

μηθεύεσθαι δεϊ τον άρχοντα γνοίημεν αν. Π. "ΕμοΙ μεν ζητήσαι πάνυ τουτι δύσκολον και νοήσαι δυσχερέστερον

συ δ', ώς ορώ, την φύσιν Ιχνεύων. . . πάντα σοι γίγνεται ράδια. Φ. Έξ ύλης μεν ούν εγωγε και ταύτης συνθέτου εκ τε τών εν αυτή είτε

395 πεφυκότων εϊτ επίκτητων παθών, εϊγε δυνάμεις αύτας καλεϊν βού^, σννε-

στηκ'έναι γ ε οϊομαι' ή ούχ αύτω συνδοκεϊ; Π. Πάνυ μεν ούν. Διό και τα τής τύχης ώς επί το πλείστον εν ταύτη

κρατεΐν ορώ μεν. 'Ρευστή γαρ όράται και τα πολλά φιλεϊ τρέπεσθαι' και ποτέ 399 μεγάλας υπ' ελασσόνων και ταύτας καλώς βεβουλευμένας καθαιρεθήναι δυνά-

17ν μεις | ξυμβέβηκε. Φ. 'Οράς, ώσπερ και αυτός ελεγον, δτι και την φύσιν εϊης δεξιός' à γαρ

αυτός ειπείν εμελλον, συ προφθάσας καλώς εϊρηκας ώστε μετά μικρόν σε μεμα-

θηκότα και την τοϋ άρχοντος τους άλλους επιστήμην ίκανον διδάξαι θεάσομαι και την θυσίαν τω 'Ερμή αποδώσεις.

405 Π. Γένοιτο μοι, θεών κερδίστε' ου γαρ εκείνας μόνον, άλλα και πιθήκων εβδομήκοντα καρδίας προσοίσω σοι.

Φ. Ούτω δή δαψιλώς θεοϊς μεν θύων, άνθρώποις δ' ελευθέρως τοις καλοις κάγαθοϊς και μάλλον δεομένοις πλουσιώτατα χαριζόμένος, αρχικώτερος δόξεις και όσιος. Και την μεν τών ανθρωπίνων έργων τοιαύτην, ώς εϊρηκας, ρευστήν

410 τε και εύμετάβλητον φύσιν οϋσαν σνμμαρτυρώ και την τύχην μεγάλως εν αυτή δυναμένην. Άλλ' ην τις προς τα εκείνης πολύτροπα ρεύματα νήφειν εθέλη

18 και πονεϊν, πλείστα μεν αποκλείσει, πλείστα δε προ\φνλάξεται, και πολλών και μεγάλων αυτόν και τους αύτοϋ κινδύνων λυτρώσεται, καν μικράν τυχόν αρχήν λάβη, μεγίστην ό τοιούτος και εύδαίμον άποφανεϊ. Ει δε τα τής τύχης

415 αυτόν πη καταβαρύναντα σφάλωσιν, ου μεμπταϊος τοϊς εϋ φρονοϋσι φανή-

σεται. Δεϊ τοίνυν λόγω τον άρξαι βουλόμενον μηδένα καιρόν παραλείποντα προθύμως ύπερπονεϊν δν ει μή συνέχει μελέτη γυμναζόμενος τών αισχρών ηδονών άπαράτρωτον ύπαρχοι τηρών, άσθενέστερον εξει καί προς τάς τών ευδόκιμων ανδρών πράξεις δλως άχρηστον. Μή πονών δε το εαυτού αγαθόν

420 και ξυμφέρον επίστασθαι και κρίνειν ου δύναται' ου μή παρόντος, δυστυ-

396 ουκ αντώ 402 προυφθάαας 407 δαψηλώς 413 αυτόν αντοΰ

— 53 —

χής καϊ κακοδαίμων πάς τις γίνεται' αν <5' ύπέσχου προθύμως ύπερπονεϊν. Π. Και πονεϊν και κινδυνεύειν υπέρ αυτής, όταν δέοιτο, βούλομαι. Φ. Τοιγάρτοι τον ήμέτερον διδάσκαλον, τήν φύσιν φημί, ης ουδείς ημάς

18ν κρεΐτ\τον εφίλησε, μιμησάμενος προς τήν αρχήν δεκτικώτερον σαυτον τταρα­

425 σκεύασον. Εκείνη γαρ τοις ξύλοις, ει μή της ύγρότητος και ψυχρότητος αυτά πρότερον εκκενώσαιτο, τήν ξηρότητα και θερμότητα μετεισενεγκοϋσα το τον πυρός είδος παρασχεϊν άναίνεται' τον αυτόν δε τρόπον και τον αρξαι βουλό­

μενον, ει μή το εκλυτον και απραγμον και τω μεν λόγω ψυχρον και ακίνητον, τη δ' άλογία κατακαιόμενον και ατάκτως φερόμενον πρότερον άποπλύνοι τη

430 τον λόγου καθαρά και άκριβει κρίσει, τον της αρχής λαμπρότατον χιτώνα ουκ αν ενδύσαιτο ονδ' εν τη Ζηνίω καθίσαι της ευδαιμονίας σύντροφον καθέδρα βουλήσαιτο' ου γαρ απαθή τον λόγον ήμϊν εδωρήσατο ούδ' άκονιτι των άθλων τοααϋτα χαρίζεται, αλλ' υπ' αλόγων ηδονών όσημέραι πολεμούμενον τοιγα­

ροϋν προ τής αυτών εφόδου τα κατ' εκείνων δπλα σοι παρασκεναστέον. 435 Π. Ταϋτα δε τίνα; 19 φ . Τήν δίκην, τον πόνον, \ τήν αιδώ, τήν προμήθειαν, α μόνη συνήθεια

τε και μελέτη τοις άνθρώποις παραγίνεται' ταϋτα δ' οϋν περιποιησάμενος, τας τών αίαχρών ηδονών, at τον λόγον πολλάκις ανδραποδίζουσαι άργόν, άνενέργητον, τυφλον και παντελώς αχρηστον απεργάζονται, τάς πονηράς

440 ΧΌΧ δουλικάς καταρρήξεις φάλαγγας' ή μεν γαρ δίκη τήν εν εργοις και λόγοις στρατοπεδευομένην φθοράς και μίοΌυς πρόγονον, άδικίαν τροπώοεται' ο δε πόνος τον εσχατόγηρον δκνον και τών δεόντων πολέμιον ες φνγήν άνδραποδώ­

δη γε τρεψεται' τήν δε καταγελαστον και μαινομενην άναίδειαν ή πανέραστος και τής δόξης μήτηρ αιδώς καταπαλαίαει ή τε σοφωτάτη και τών μελλόντων

445 πρόμαντις προμήθεια το τετυφλωμένον και το τής λήθης εκγονον απρονόητον τής εαυτής χώρας άπώσεται. Και ταϋτα σχεδόν τα τοΰ κρατούντος τής επι­

στήμης κεφάλαια. 1?ν Π. Ταϋτα μεν \ οϋν εγωγε και φυλάττειν και πράττειν οίος είναι ομολο­

γώ, και μήν και τετήρηκα και πεπραχα' άρχειν δ' δμως ονπω γ' επίσταμαι. 450 Φ. Ει τήν φύσιν επιμελώς κατόπιν ίχνενων επέβλεπες, εγνως αν αυτός

μή παρ* άλλου μαθών. *ΑλΧ άναλάβωμεν αύθις τήν τών ανθρωπίνων πραγμά­

των φύσιν και σκεψώμεθα εν τίσιν εν εστίν. "Εφαμεν ονν άστατον αυτήν και ρευ­

στήν, δτι και τα γιγνόμενα και εν οις γίγνονται ρευστά είσι και ευμετάβλητα. Ταϋτα δ' εφαμεν ϋλην και δυνάμεις, είτε πάθη χρή ταϋτα λέγειν. Συ δε τίνα

455 νοείς και ποίαν νλην με φάναι; Π. Σωματικήν δηλονότι. Φ. Δυνάμεις δέ;

423 τοιγάρ τι 430 άκριβεΐ Β : ακριβή Α 431 ζηνίω Β : ζηνείω Α 433 ώση­

μέραι 439 αχρηστον Β : αχριστον Α 442 άνδραποδόδη

— 54 —

Π. Τάς άρετας καί κακίας, ξύμφορα και βλαβερά, ϊδια και αλλότρια. Φ. Σωματικήν δέ;

460 Π. Τήν άψνχον, τήν εμψνχον, την αίαθητήν, την άναίσθητον, την λογι­

κήν, την άλογον. Φ. 'Αρχικός όντως, Πιθαρχίδη, φύσει γεγένησαι, την των πραγμάτων

20 νλην ως άριστος οικονόμος κατά τά\ξιν διαιρών ην δε την άρχομένην σοι σκο­

πών ϋλην, την μεν άψνχον ώς οϊόν τ εμψυχον, την δ' εμψυχον αίσθητήν, 465 την δ' αίσθητήν και άλογον λογικήν εκτελέσαις, ου καλλίον' αυτήν και ξνμφο­

ρωτέραν εση πεποιηκώς; Π. Πάνυ μεν οϋν, αλλ' έμοί τοντ αδύνατον. Φ. ΕΙ τήν χέρσον και άψυχον άρωτήν αυτήν καί σπαρτήν άποφανεϊς,

ου τοις φυτοΐς το κατά δύναμιν εμψυχον αν εκτελέσοις; 470 Π. Πάνυ μεν ουν.

Φ. Τήν δ' άναίσθητον καί εμψυχον τοϊς αίσθητοϊς πορίζων; Π. Λϊσθησιν, ώς οϊμαι, προσλάβοιτο' πληθύνονται γαρ τα ζώα τούτοις

τρεφόμενα. Φ. Τους δ' ονόματι μεν λογικούς, πράγματι δ' άλογους παιδεύσας, ου

475 φαίνη τα δυνατά γε πεποιηκώς; Π. "Εοικεν. Φ. Τήν άψνχον αϋ καί άνίσχνρον όχνράν, τήν δ' εμψυχον και άκαρπον,

πολνκαρπον τήν τ αίσθητήν καί αγονον πολύγονον καί τήν λογικήν καί άτε­

20ν χνον καί άνεπιστήμονα καί άγύμναστον καί \ μή φίλην καί ράθνμον καί άπορον 480 καί αναιδή καί άδικον, ταύτην εντεχνον, επιστήμονα, γεγνμνασμενην, φιλό­

πονον, φίλην, εϋπορον, επιμελή, α'ιδήμονα, δικαίαν καί αρετών μετοχον άνα­

δείξας, μών αδύνατα τινι πεποιηκεναι δόξειας; Π. 'Απορώ μεν ει>ταϋ0α οντε καταφήσαι ούτε το παράπαν άποφήσαι

τολμώ' το μεν εκ τών ρηθέντων τεκμαιρόμενος ουκ αδύνατον το δ' ότι, καίπερ 485 τήν τών παραγγελιών τετράδα τηρών ειμί, άνθρωπος δ' όμως επιστήμης

καί τέχνης αμέτοχος το προσήκον έκάστω κρίνειν καί νέμειν ον δύναμαι, τή ποσότητι καί ποιότητι πολλών τε καί διαφόρων όντων.

Φ. Πάνν γε ραστά σοι βουλομένω φανήσεται. Ή ούχ οράς τών οικονό­

μων τους αγαθούς; 'Εκείνων γαρ ενιοι οντε ναυτίλλεσθαι ή στρατεύεσθαι ή 490 γεωργεϊν ή τεκταίνεσθαι ή ο'ικοδομείν ή έμπορεύεσθαι καί τάλλα πάντα ων 21 τα πράγματα κέκτηνται | μεμαθήκασν χρώνται δ' ορθώς δμως άπασι καί

δούλους καί παΐδας ταντα πάντα διδάσκονσι καί τους οϊκονς ενδαίμονας άπο­

δεικνύασι οϋτ επιστήμη ή τέχνη τιν'ι, αλλ' ή τω μή αργούς είναι μηδέ τήν ραστώνην εθέλειν άσπάζεσθαι. Ον γαρ οϊς ζώμεν εν ονρανώ ονδ' εν ψιλή δια­

468 άρρωτήν 472 προόλάβοιτο : àv suppleveris 486 τω 489 ναντίλεσθαι

— 55 —

495 νοία, ώς al γραμμαΐ καί τα άτομα καί τα παρά ποιηταις χίμαιραι και κένταυ­

ροι πλάσματα, τα των ανθρώπων έργα θεωρούνται καί πράττονται, αλλ' εν γη καί ϋλη και το καλόν αυτών καί το δίκαιον ενταύθα ενεργείται και τη αίσθή­

αει φαινόμενα κρίνεται και ταύτα πάντα τη προρρηθείση τετράδι καί πράττε­

αθαι καί γνωσθήναι και κατέχεσθαι και φυλάττεσθαι πέφυκεν. "Α σοι πάντα 500 ράδια γενήσεται, ει την λογικήν κατά την της φύσεως τάξιν και κράσιν διαι­

ρήσας ϋλην και τα παρ' εκείνης συναφθέντα τε και κραθέντα ξυντάξας,προς 21ν το καθ' εκαστον έπιτηδείως έχον καλώς \ γυμνασαμένην, ενεργον καί χρηστήν

σοι παρασκευάσεις. Ου γαρ άπανθ' ομοίως ή φύσις εδημιούργησεν, αλλά τα μεν προς τούτο τα δε προς άλλο οϊκειότερον έχοντα' διό σε ταύτην εξητακότα

505 δει το προς εκαστον μάλλον πεφυκός, ως οΐόν τε στοχασάμενον, ες μείζονα τριχώς μέρη πρώτον διαιρειν έπειτα τοις προς έκαστα ως εκάστω φίλον ύποδιαιροϋντα κατανέμειν αυτά' καί τους μεν πονηρούς τω σώματι καί προς τους πόνους μάλλον ή κινδύνους εγκαρτερούντας δημιουργούς τε καί γεωργούς τα μεθ' ησυχίας πράττειν εσομένους καταναγκάζειν, τους δε τον νουν μεν

510 οξύτερους, την ψυχήν δ' απολέμους καί το σώμα, έργων τε καί λόγων επι­

στήμονας είναι προτρεπειν, τοις δε κινδύνοις εγκαρτερούσι, τοις μεν τον νουν άμβλύτερον εχουσιν όπλα μόνα, τοις δε καί προς το νοήσαι όξεσι καί επιτε­

22 λέσαι ραδίως τα δόξαντα, καί λόγους καί επιστήμας καί διοικήσεις \ πόλεων καί στρατού καί δήμου εγχειρίζειν την έκαστου φύσιν, ως προς τι πέφυκεν

515 τυχούσα, χρησίμως επισκοπούντα καί γυμνάζοντα. Αίσχρον γάρ, ει λόγου μή μετέχων κροκόδειλος τους τών εαυτού σκύμνων θηρευτικούς τε καί μή πεφυ­

κότας διαγινώσκει, τους δε νουν καί λόγον κεκτημένους, οϊς ή πείρα μάλλον εύπόριστος, μή ποιείν ταύτο δύνασθαι. Ούτω γαρ ποιών την μεν φύσιν έξεις συνήγορον, τα δε σώματα προς άπαντα χρησιμώτερα' εύπειθείς δ' αν σοι

520 τών προσταττομένων οι αρχόμενοι εσοιντο, ει την αιδώ κάκείνους καί το δίκαιον καί τον πόνον άσπάζεσθαι, σαυτον ύποθείς παράδειγμα, παιδεύσεις (ήμεν γαρ εν ειρήνη κόσμος αύτοίς καί σωτηρία έσται, ήδ' εν πολέμω καί το ανδρεϊον εύψνχότερον παρέξεται' «αίδουμένων γαρ ανδρών πλείους σώοι

524 ^ε πέφανται»), είδώς δτι τα πάντα δήθεν την αυτών περιποιούμενοι ευνοιαν, 22ν τους κρατούντας μιμεϊσθαι \ είώθασιν οι αρχόμενοι. Άνάρμοστον γαρ το άνό­

μοιον καί διάφορον ην δε σαυτον τοϊον αύτοϊς μή προθής παράδειγμα, τών επιταχθέντων σοι καλώς ουδέν επιτελεσθήσεται' εν οις τω δικαίω χρωμένω ουδείς σοι μή το ίσον λαβών τιμής τε καί ωφελείας μέμψεται, ούδ', ως τών νύν ενιοι, τους έμπροσθεν θήσεις όπισθεν, ουδέ τοϊς αργοις καί καθεύδουσι

530 τα τών κατορθούντων καί σπουδαζόντων εση δωρούμενος.

514 ένεχειρίζειν 517 διαγινώϋκει ex coir. Β : διαγινώϋκειεν Α 522 ήμεν . . . ήδ' 523 cf. Ε 531 αΐδομένων ανδρών πλέονες σόοι ήέ πέφανται 526 προθ^ς Β : προ­

βείς Α 530 κατορθούντων Β : κατορθομάτων Α δορονμενος

— 56 —

Π. Πώς άρα το κατ αξίαν εκάστω γνούς απονέμοιμι, την εκείνων πρα­

ξιν ουκ επισταμένος; Φ. "Ο τίνος, ώς εοικεν, επιστήμων το προσήκον εκάστω εν τή Ιδία επι­

στήμγ], φής, γνώσεται. 535 Π. Γνώσεται, εί μή φαϋλος αλλ' δ των εν αυτή πρωτευόντων εϊη.

Φ. ΛΗν δ' ημείς τους εν εκάστω ζητήσαντες επιτηδεύματι πρωτεύοντας εϋρωμεν, ουκ αν εκείνοι το προσήκον εκάστω αντί σου παρέξουσι;

Π. Άλλα το μεν εκείνους εύρεϊν ϊσως αν τοις ζητοϋσιν ου χαλεπόν 23 ευρεθέντων \ δε, τους τοϋτο μή πράττοντας ορθώς, εί μή βούλοιντο, πάνυ μοι

540 δοκεϊ καταμαθεϊν δυσχερές' πλείστοι γαρ αυτών ένεκα συγγενείας ή φιλίας ή και τίνος άλλης ηδονής λόγων και βουλών κριτάς απείρους και αγράμ­

ματους, θείων και Ιερών μυστηρίων προστάτας, μαστροπούς και κιναίδους και νηπιόφρονας πόλεων και λαοϋ διοικητας βωμολόχους και δημοβόρους προχει­

ρίζονται. 545 Φ. Εϋρωμεν αυτούς πρώτον, ευρεθέντας τε το κατά δύναμιν επανορθώ­

σαι σπουδάσωμεν. Π. Λέγε μήν τήν τής ευρέσεως μέθοδον. Φ. Πάσα τέχνη και πραξις δρον ή ύπογραφήν εϊληχεν έχουσα.ΎΩν γοϋν

εν εκάστη τέχνη τε και πράξει τους λόγους συν τοις εργοις τω τής επιστήμης 550 δρω και υπογραφή μάλλον τών άλλων συνάδοντας ϊδωμεν, εκείνους και μάλλον

επίστασθαι και πρωτεύοντας φήσομεν, άλλως τ ε και τα κρεϊττον υπό του 23ν χείρονος γνωρίζεσθαι πέφυκεν, ους εν εκάστω επιτηδεύματι κριτας \ κατα­

στήσομεν φιλεΐ γαρ πάς τις υπείκειν τω προϋχοντι. Τους δε πρωτεύοντας το πλήθος αϋ κρϊναι τάξομεν πολλοί γαρ τήν ενός ουδέν ήττον, καίπερ χείρονες,

555 άμαρτίαν θηρεύσουσι και μάλλον δ τής δίκης γε φόβος­ επανορθώσωμεν τοιγαροϋν Ινα μήθ' εκόντες μήτ άκοντες άμαρτάνωσι, το δίκαιον, ώς εφημεν, φυλάττειν και πονεΐν εθίσαντες' ών τους εύδοκιμοϋντας αϊ παρά σοϋ τιμαϊ και χάριτες στεφανώσουσι, τους δε φαύλους τα τούτων ενάντια τιμωρήσουσιν.

Π. Άλλ' έπεί τον λόγον απαθή, ώς εφαμεν, ουκ εχομεν, το μή παθεϊν 560 μοι λέγε πώς φεύξομαι.

Φ. Μαθόντες το αίτιον δθεν ή νόσος ες αυτόν είσβάλλειν εϊωθε τή προφυ­

λακτική διαίτη χρησόμεθα. Τήν αϊσθησιν μεν οϋν εγωγε και τήν εγγύς του αγαθού ομοιότητα τήν τοΰ πάθους αϊτίαν είναι τεκμαίρομαι, εξ ης τά τε ηδέα

24 και λυπηρά ώς από μιας τίνος πύλης ήμϊν πάρεισιν α | πολλάκις εί μή τις 565 ακριβώς επιστήσας τυγχάνει, προς εκαστον αίσθημα λανθάνει' δθεν και τα

τοΰ κόλακος τών φίλου ρήματα τε και σχήματα δυσδιάζευκτα και δύσκριτα γίνεται' δεϊ οϋν φυλάττεσθαι εν τε θεάμασι και άκούσμασι, γευστοΐς τε και άφαϊς και δσμαϊς εν αις al τών κολάκων ενέδραι τα θεμέλια καταβάλλουσι και

566 τοΰ ante φίλου desideres

— 57 —

τών μή κρίσει λόγου, ήδονη ôè τών όντων αίσθανομένων ραδίως οι κόλακες 570 τήν φιλίαν είσδύονται, και το τον λόγου πρότερον αυτών ορθόν δν άνδραποδί­

σαντες, τιθεϊσιν αυτούς υποζύγια και τα της Κίρκης μυθευόμενα πάλαι θηρία. Διό πορνοβοσκούς, παρασίτους, γελωτοποιούς, κόλακας, εταίρας καί πόρνους, κυβιατάς τε και βωμολόχους, εΐ ο ιόν τε εστίν, ου μόνον μη προσίεσθαι αλλά

574 και πάσης της σης χώρας εξελάν δέον ώς γαρ ή ερυσίβη τον σϊτον η τε σηπε­

24ν δών τάς σάρκας διαφθείρουσιν, ούτω καί ή των τοιούτων \ ομιλία και συνανα­

στροφή τα των συνόντων ήθη' «εσθλών μεν γαρ απ' έσθλά διδάξεαΐ' ην ôè κακοΐσ(ί) συμμιγής, άπολεΐς καί τον εόντα νόον».

Π. Τους μεν άλλους ους ελεξας, καίπερ δυσχερές, της χώρας απώσασθαι ό' δμως ουκ αδύνατον' το ό' εταίρας καί πόρνους χρήσθαι τη φύσει κωλϋσαι,

580 μή το πράγμα προς αίσχρότερον αφίξηται, επικίνδυνον. Φ. Ώς ταχύ των ρηθέντων επιλέλησαι. Ήμεϊς μεν τήν δίκην καί τήν

αιδώ καί τον πόνον τω τοϋ κρατούντος παραδείγματι, τήν υπ' αυτόν λογικήν ϋλην παιδόθεν και μεθ' ηλικίας τους μεν εθίσαντες, τους ôè και φόβω καταναγ­

κάσαντες επαιδεύσαμεν, τους εν ηλικία πάντας ες γνησίους γάμους προτρέ­

585 ποντες' ούτω γαρ αν μετά σωφροσύνης και δύναμίς σοι προσγένοιτο. Π. Ταύτα μεν ούν πάντα κατά μοϊραν, ώς δ Νέστωρ, εειπας. Βουλής

δε πέρι και φιλίας και της παρ' άλλων έχθρας τε και επιβουλής ουκ εικός προ­

25 νοεΐν τον άρχοντα \ iva των μεν περιγίγνηται, τα ôè περιποιήται; Πολλοί γαρ τοϋ πλείονος δρεγόμενοι τοις άλλοις επιβουλεύουσι.

590 Φ. Ώ καλόν πατρός παί, δεινός, κατά τον Εύριπίδην, χαρακτήρ εσθλών γενέσθαι, σύ τε παρ" εσθλών φύς τα τω κρατοϋντι μάλλον προσήκοντα, ών επιλαθομένου μου, εξεύρουν αυτός εΐρηκας. Ποτέρους των εχθρών ήγή βλα­

βερωτέρους, τους μακράν άπόντας ή τους εγγύς παρόντας; Π. Τους εγγύς μέν ούν το γαρ εγγύς δεινον τοϋ πόρρω βεβαιοτέραν,

595 ώς εικός, τήν βλάβην φυλάττει και πρόχειρον. Φ. Καί τών φίλων άρα τών απόντων οι παρόντες χρησιμώτεροι και το

απ αυτών ήδύ και χρήσιμον πρόχειρον και ει πλείονες πλέον; Π. "Εοικε γάρ. Φ. Τήν τών αρχομένων άρα περιποιητέον φιλίαν ώς και τήν εγγύς από

600 τούτων εχθραν προφυλακτέον. Ουδείς γαρ πλούτος το μή φίλον οίκεϊον φυλά­

γεται καί τούτων τοις αρίστοις, μή μόνον προς ηδονής χάριν, αλλά καί τήν 25ν άπο \ τών λόγων αυτών και συνουσίας εκβησομένην σοι προνόων ώφέλειαν,

φίλοις χρώ' φίλους γάρ ηγούμαι καί επαινέτας ου τους μεθ' ηδονής γελά­

569 τον (?) ante τών όντων i.l. add . A 576 Theogn. 3 5 ­ 6 εϋθλών μεν γάρ άπ έσθλά μαθήαεαι [ν .1 . διδάξεαι]' ην δε κακοΐσιν \ κτλ. 586 Α 286 val δη ταντά γε πάντα, γέρον, κατά μοϊραν εειπες 590 E u r . Hec. 379 ­ 80 δεινός χαρακτήρ κάπίσημος εν βροτοϊς | εσθλών γενέσθαι

— 58 —

σοντας ή παίζοντας τοις φίλοις συνεχόμενους, άλλα και τους βουλαΐς και κατορ­

605 θώμασι ξυνοίσειν μέλλοντας και τοϊς εργοις, αλλ" ου μόνον τοις ρήμασιν τους φίλους έπαινέσαντας.

Π. Λέγεις τοιγαροϋν παρά τους αρχόμενους φίλους μη ποιητέον. Φ. Και πάντας μάλλον ποιητέον, ει δύναιο' το γαρ φίλον σωτήρων, ώσπερ

το εχθρον υπάρχει ολέθριον. ΤΩν παρά πάντας τους μείζον αου δυναμένους 610 θεράπευε. "Εξεις γαρ αυτούς προς μεν τους διαφόρους όοι διαλλακτάς, προς δε

τους επιβουλεύοντας φόβητρα. Π . "Εχθρός δ' αν μήποτε τω και κατ εμού δεινά μηχανωμένω γενοίμην; Φ. 'Εκών μεν ουδέποτε, βιαζόμενος δέ τή κακία άντεπιβούλευε, μάλλον

614 δε προεπιβούλευε' άδικος γαρ αν εΐης μη παντί τρόπω και σθένει κατασβέσας 24 το αυ\το άδικον.Σωτήρας γαρ ανθρώπων και των εχθρών ^^ακας τους άρχον­

τας εγκαθίσταμεν. Π. Το εχθρον άρα του άρχοντα γενέσθαι φής αίτιον; Φ. Ναι. Τις γαρ πλην εχθρού φυλακής άρχοντος ήμϊν χρεία; οΰ μη παρόν­

τος, ούτε νόμων οϋθ' οπλών ήμϊν ην δέον, αλλ' έκαστος αν φύσει το δίκαιον 620 γνούς πράττοι εχθρός μηδενί γενόμενος. Έπεί δε το και τοις άλόγοις τή τών

κακών μακρά συνήθεια, το τής φύσεως φώς άποβάλλειν τό τε φίλον εις εχθρον και το σώζον είς το λυμαινόμενον μεταβάλλειν τών ανθρώπων ενίοις ξυμβέβη­

κεν, ή ταύτα του κωλύσοντος ανάγκη, iva μη καθ' εαυτό το τών ανθρώπων φΰλον άπόληται, τους άρχοντας και τους νόμους τά τε προς φυλακήν προσεξεύ­

625 ρεν όργανα και τούτοις ένεκα τής τοϋ κακού κωλύμης άναγκαζόμεθα χρήσθαι. Διό εν μεν ειρήνη τά πολέμια παρασκευαστέον, εν δε πολέμω τά μετά καλής

26ν δόξης την είρήνην | βεβαιοϋντα κατορθωτέον και τους πόνοις και κινδύνοις ιδίοις την σήν αρχήν προς επίδοσιν άγοντας τιμαΐς και δώροις θεραπευτέον. Βουλευόμενον δε τους προς εκαστον εύδοκιμούντας επιτηδεύματι εις δπερ

630 ανήκει το ζητούμενον, δεϊ σε συμβούλους καλεϊν, τους ηθικούς περί ήθους, τους επιστήμονας περί επιστήμης, τους στρατηγούς περί στρατιάς, ων τάς γνώμας άλλήλαις παραβάλλοντι, προς τε την ϋλην και τάς τών πράξεων δυνά­

μεις άφορώντι σαφέστερόν σοι τάς αυτών άρίστας εΐδέναι ξυμβήσεται. Καν ποτέ τις σου τω τής ύλης ύπερέχη ποσώ, συ δ' αϋ εκείνου ταϊς δυνάμεσι,

635 ξυμβάλλειν αύτω μή δειλιάσης τον κίνδυνον πολλάκις γαρ ολίγοι τους εναν­

τίους άπειροτέρους πλείστους έτρέψαντο' τοϋνεκα ου μόνον τής αυτού, άλλα και πάντων έκαστα γένη και πόλεις και χώρας και επιτηδεύματα, πλουσίους \

27 τε και ανδρείους, εύπορίας τε και απορίας, κράσεις αέρων και τόπων θέσεις, φυτών τε και ζώων γένη, ποταμούς και πελάγη, παλαιών και νέων πράξεις

640 και κατορθώματα καθ' ήμέραν σε παρά τών ειδότων και καθήμενον κάί ίστά­

618 ήμϊν in mg. 622 τών ανθρώπων in mg. 624­άπόλυται 632 τών πράξεων in mg.

— 59 —

μενον καί περιπατοϋντα και Ιππεύοντα και έσθίοντα ερευνάν μη λήγειν χρή και μανθάνειν. Ούτω γαρ ποιών τους μεν εκ τούτων εσομένους προειδώς κιν­

δύνους άποφεύξεις και συμφοράς, την δ' άπ αυτών ώφέλειαν ώς οϊόν τε σαυτώ και τοις άρχομένοις υπάρχεις περιποιησόμενος και εν πάαιν εύδοκιμήσας

645 μετά τον φρονεϊν ορθώς, αύν πολλοίς επαίνοις ζών και Βανών τοίς παοΊν αν διατελείς περιπόθητος. Πάντα τοίννν κατά λόγον πραττόμενα, ή μεν [ή] γη τους καρπούς εύφορωτέρους ενέγκοι, αϊ δ' εμπορίαι τον πλοϋτον αύξήσουσιν, αϊ τ επιστήμαι και τέχναι τελεώτερον προβήσονται και τα πολέμια βεβαιό­

27ν τερά σοι γενήαεται. | Πάντων γονν το καθήκον αύτοϊς επιτελούντων συνε­

650 πιλαμβανομένης τε της φύσεως μετ αίδονς και δίκης εΐκότως καί πάντα ες μεγίατην επίδοσιν αφίξεται.

Π. Ουκ άμφίβολον. Φ. Άλλα τούτον ημείς ου τον ούρανον καί τους αστέρας στοχαζόμενον

ουδέ τους εξ αφαιρέσεως λόγους διανοούμενον, άλλα τα παρά πόδας ανθρώπι­

655 να καί, ώς ειπείν, τω δακτύλω δεικνύμενα τη προρρηθείση τετράδι πράττειν εξεπαιδεύσαμεν. Και συ τοίνυν φυλάξειν αυτήν υποσχόμενος, πάντων, ώς εφη­

μεν, μετά λόγου κατορθωθέντων, ουκ άρχειν μεμαθηκέναι σαφώς αυτός ομο­

λογήσεις; Π. 'Αρνεϊσθαι μήν ου δυνήσομαι.

660 Φ. Άπόδος τοίνυν τω Έρμη τήν καρδιοκάρανον θυσίαν και της λύπης απαλλαγείς τους φίλους εστίασον. 'Εγώ γάρ σε τιμών ες τήν τών σών γενεθλίων ετήσιον ήμέραν εύωχησόμενος πάρειμι.

Π. Πλείστη σοι χάρις, τών φίλων ύπερήδιστε Φυσίορε' και πολυτελώς | 28 αυτός τους φίλους εστιάσω και τω τοϋ λόγου χορηγώ τήν θυσίαν παρέξω καί

665 ers πατρός μάλλον στέρξω περιθάλπων αεί' ου γαρ μόνον με της άμετρου λύπης άπήλλαξας, άλλα μοι και τήν αρχήν ήδη κατ' εμε ταύτην άποβαλόντι πάλιν άνεκτήσω.

Φ. Ταϋτα <5' ετι προς τοίς είρημένοις επισφράγιζα μένος παραγγέλλω σοι' α, το της ύλης αστατον λογιζόμενος, πειρώ φυλάττειν αεί, εν έκάστω

670 και πάσι τών πραττομένων σοι ξνλλαβέσθαι τω παντοδυνάμω Θεώ εϋχεσθαι, μηδενί τι τών επικινδύνων πιστεύειν, εν απασι τήν εμπειρίαν και ασκησιν μέγα δύνασθαι.

646 διατελέσεις Β : διατελοΐς possis (sed. cf. 537) πάντα κτλ. : locutio tiominalis dubia : gen. abs. (cf. 649 πάντων γοϋν το καθήκον αντοϊς επιτελούντων) malueris 662 ενοχησόμενος

Κ. ΖΟΜΠΑΝΑΚΗ ­ ΓΙΩΤΣΑ

ΤΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΙΑΚ. ΠΟΛΥΛΑ

Όταν ή 'Αθήνα βρισκόταν βυθισμένη στη γλωσσική και φιλολογική αναρχία, κάτω άπό τήν πίεση του ρητορισμοϋ και τήν επίδραση του Ραγκα­

βή, Παράσχου και Παπαρρηγόπουλου, τα Επτάνησα αποτελούσαν ενα ξεχωριστό κέντρο. Αιώνες ολόκληρους ελεύθερα, τα νησιά αυτά είχαν επαφή με τον πνευματικό δυτικό πολιτισμό, καλλιεργούσαν τα γράμματα και τις καλές τέχνες ι.

Χωρίς να άνατρέξωμε στην παλαιά ιστορία της Επτανήσου, μπορούμε ν' αναζητήσουμε τήν αιτία της διαφοράς του διανοητικού κόσμου μεταξύ Επτανήσου και της άλλης Ελλάδος, στην κοινωνική υπόσταση και στην πνευματική μόρφωση του Ελληνικού γένους τήν εποχή εκείνη.

Οί αρχές της Επτανησιακής Σχολής, πού τήν εποχή εκείνη ενσάρ­

κωνε ό,τι καλλίτερο είχε ό ελληνικός πνευματικός κόσμος, ήταν αποδοχή της δημοτικής γλώσσας για όλες τις κοινωνικές τάξεις, καλλιέργεια τής γλώσσας όχι μόνο στή λογοτεχνία, άλλα και στην επιστήμη και στή φιλο­

σοφία, συγχρονισμός τοϋ έθνους με τις φιλελεύθερες ιδέες τής Ευρώπης, απομάκρυνση άπό κάθε σχολαστικισμό, και αποκατάσταση και ένωση όλων των υποδούλων τμημάτων τής ελληνικής έθνότητος.

Μια εποχή αναγέννησης γλωσσικής μέ προγράμματα, πού τα έπαλλε τό ιδανικό τής εθνικής ένότητος, ήταν τό κλίμα πού έζησε και ό Ίάκ. Πολυλάς.

Οί Επτανήσιοι έδωσαν καλλιέργεια τής δημοτικής και στις μετα­

φράσεις έργων κλασσικής φιλολογίας ή ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Ή μετάφραση έφερνε καινούριους εκφραστικούς τρόπους, νέες λέξεις, ενα γύμνασμα τοϋ ζωντανού λόγου.

Οί πρόλογοι και οί εισαγωγές στις μεταφράσεις πραγματοποιούσαν

1. Γ ε ω ρ γ ί ο υ Θ. Ζ ώ ρ α , Επτανησιακά Μελετήματα, τόμ. Α' : Εισαγωγή εις τήν Έπτανησιακήν Σχολήν. Οί εκπρόσωποι τής Επτανησιακής Σχολής. Επτανησίων δοκίμια περί γλώσσης, Σπουδαστήριον Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας τοϋ Πανεπιστημίου 'Αθηνών, 'Αθήναι 1960, σ. 12 έπ.

— 61 —

ενα δεύτερο σκοπό μαζί με το γλωσσικό. Ή ερμηνεία ενός μεγάλου έργου έδινε στο κοινό μια πνευματική και αισθητική αγωγή.

Ό δημοτικισμός του Ι. Πολυλά δεν ήταν στατικός, γιατί ανεξάρτητα από τις γλωσσικές του πεποιθήσεις, πίστεψε πώς πριν άπό κάθε πολιτική κάθαρση έπρεπε να προηγηθή μια ριζοσπαστική αναγέννηση στα γράμμα­

τα και στις τέχνες. Διαβάζοντας το «Κριτικαί παρατηρήσεις περί της μετα­

φράσεως τοϋ Άμλέτου του Ι. Πολυλά» τοϋ Καλοσγούρου, διακρίνομε τις γλωσσικές αντιλήψεις, τήν αντίθεση στις γλωσσικές θεωρίες τοϋ Ψυχάρη και τήν ανάπτυξη της γνωστής θεωρίας του Πολυλά, πώς δέν πρέπει να κατεβάσουμε τή γλώσσα στο επίπεδο της λαϊκής γλωσσικής αντιλήψεως, άλλα ν' ανεβάσουμε τή λαϊκή διανόηση στον ομιλούμενο άπό τους μορφω­

μένους γλωσσικό τύπο, κρατώντας ακέραιες τις ρίζες τών λέξεων, όπως μας τις έδωσε ή καθαρεύουσα και δίνοντας τους τή δημοτική μορφή, ρυ­

θμίζοντας ανάλογα τήν κατάληξη στα ονόματα, στην κλίση και στα ρήματα. Ό Ίάκ. Πολυλάς υποδέχτηκε το «Ταξίδι» τοϋ Ψυχάρη μέ τή μετά­

φραση και τή μελέτη του "Αμλετ (1889) και μέ τα τρία διηγήματα του πού δημοσιεύτηκαν στην Εστία και ανήκουν στα πρώτα πεζογραφήματα της δημοτικής.

Μαζί μέ τήν προσφορά αυτή αξιοποιήθηκε άπό το μαθητή του Καλο­

σγοϋρο όλο το μεταφραστικό του έργο. Οί μελέτες τοϋ Καλοσγούρου είναι μαζί μέ το «Ταξίδι» τοϋ Ψυχάρη, τή «Φιλολογική μας γλώσσα» τοϋ Πολυ­

λά και τα «Είδωλα» του Ροΐδη τα τρία μανιφέστα της γλωσσικής μας ανα­

γέννησης ·. Ό Σολωμός είχε δώσει στον Ίάκ. Πολυλά το άνοιγμα στις ξένες φιλο­

λογίες, δπου ό Πολυλάς έψαχνε να βρή πρότυπα. Οί μεταφράσεις άπό τήν ξένη λογοτεχνία είχαν βέβαια αρχίσει άπό τον IH' αιώνα και αυτή «ή τάση, προς τις μεταφράσεις, ή έξαψη της συμβολής τους στο φωτισμό τοϋ γένους μάς είχαν έρθει κι' αυτές σ' ενα ποσοστό άπό τή Δύση : ô IH' αιώνας στή δυτική Ευρώπη είναι ό αιώνας τών μεταφράσεων. Για τήν Ελλάδα αρχίζει στα τέλη τοϋ IH' αιώνα, όταν πατριάρχες και ηγεμόνες, καθώς ό Σαμουήλ Χαντζερής (1764), ό Ν. Καρατζάς (1782), ό Άλέξ. Μαυροκορδάτος (1782), ό Μιχ. Σοΰτσος (1783) καθιερώνουν τή συνήθεια τών μεταφράσεων άπό σύγχρονες γλώσσες» 2.

Ό Ι. Πολυλάς άρχισε χρονολογικά άπό τή μετάφραση της Τρικυμίας του Σαίξπηρ στα 1855 και κατόπιν έδωσε μετάφραση όλης της 'Οδύσσειας σε 4 τεύχη άπό τα 1875 ­ 1881. Στα 1889 έδωσε τή μετάφραση τοϋ "Αμλετ.

1. Γ. Β α λ έ τ α , Πολυλάς "Απαντα, 'Αθήνα 1959, σ. 2. 2. Κ. Δ η μ α ρ ά , 'Επαφές της Νεώτερης Έλλ. Αογοτεχνίας μέ τήν 'Αγγλική,

'Αγγλοελληνική Επιθεώρηση 3 (1947), σ. 20.

— 62 —

Ή μετάφραση της Ίλιάδας δημοσιεύθηκε ενόσω ζούσε ό Πολυλάς αποσπα­

σματικά. 'Ολόκληρη ή μετάφραση δημοσιεύθηκε στα 1923 άπό αντίγραφο του Λ. Μαβίλη. Έχει επίσης δώσει μικρά μεταφράσματα, το «Πολεμιστή­

ριον» άσμα του Τυρταίου («Τεθνάμεναι γαρ καλόν. . .») , το γ' ελεγείο του Α' βιβλίου του Α. Τιβούλλου, το Ελεγείο στα Ερείπια ενός Κάστρου του Φρ. Μάτισσον και δύο αποσπάσματα, το ένα άπό τους Τεχνίτες του Σίλλερ, το άλλο απόσπασμα άπό τον Φάουστ του Γκαίτε.

Χαρακτηριστική εικόνα των αντιλήψεων πού είχε ô Ι. Πολυλάς για τήν ποιητική μετάφραση, έχουμε τις παρατηρήσεις πού προτάσσει ό συγ­

γραφέας στή μετάφραση του γ' ελεγείου του Α' βιβλίου του Τιβούλλου : «(...Βεβαίως αί ποιητικαί μεταφράσεις υποθέτουν αρκετή ν φανταστική ν δύναμιν και ένθουσιασμόν, και μόνον όταν μετέχουν τών υψηλών τούτων Ιδιοτήτων, δέν θεωρούνται πλέον έργα μηχανικά, άλλα καλλιτεχνικά και ικανά να συντελέσουν είς έξημέρωσιν και έξευγενισμον της γλώσσης, και εις μόρφωσιν της καλαισθησίας, κυρίως όταν, εις τήν φιλολογικήν άπορίαν του έθνους, σπανίζουν τα πρωτότυπα δημιουργήματα» *.

Σαν επιστέγασμα της μεταφραστικής του εργασίας ό Πολυλάς έγραψε μια κριτική μελέτη, όπου έδωσε συμπερασματικά όλες του τις απόψεις για τή γλώσσα, τήν ποίηση και τήν τέχνη μέ τον τίτλο «Ή φιλολογική μας γλώσσα». Έδώ, όπως αναφέρει ό Κ. Δημαράς, έχει πολύ ξεμακρύνει άπό τή σολωμική γλωσσική παράδοση. Είναι φανερή μια σύγχυση το νόμιμο της γλώσσας και τον έξαρχαϊσμό της 2.

Οί γλωσσικές αντιλήψεις του Πολυλά βρήκαν έδαφος εφαρμογής στις μεταφράσεις, άλλ' ή επιθυμία του Πολυλά να πλουτίση τή γλώσσα δέν αρκέσθηκε στις αλλαγές του τυπικού τών ρημάτων, λέξεων κ.λ.π., άλλα προχώρησε στην εισαγωγή νέων μέτρων, στην ποίηση και στο δράμα.

"Ισως ή πρωτοτυπία, πού ήταν χαρακτηριστικό τοϋ Ι. Πολυλά και ή πίστη ότι ή δημοτική μας ποίηση χρειαζόταν εκτός άπό τον 15σύλλαβο και άλλους στίχους, πού νά πλουτίσουν τή δημοτική, δημιούργησε τον Πσύλλαβο. "Οταν έδωσε τή μετάφραση του γ' ελεγείου του Τιβούλλου, μεταχειρίστηκε τό νέο αυτό μέτρο σ' ενα πλέγμα στροφών, πού αποτελεί­

ται άπό ένα Πσύλλαβο ιαμβικό και ενα ιαμβικό 15σύλλαβο. Μ' αυτόν τον τρόπο, όπως ό ίδιος ό Πολυλάς έγραφε στον Μαβίλη, σκόπευε ν' άποδώση τον συνδυασμό τοϋ έξαμέτρου μέ τον πεντάμετρο.

Δείγμα άπό τό ελεγείο :

1. Ι. Π ο λ υ λ ά , Ή ποιητική μετάφρασις, Εστία 31 (1891), σ. 148. 2. Κ. Θ. Δ η μ α ρ ά , 'Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, 2η έκδοση,

'Αθήναι, σ. 29. 3. Τ ι β ο ύ λ λ ο υ (μτφρ. Ίακ. Πολυλά) Βιβλίον Α', Εστία 31 (1891), σ. 148.

— 63 —

*Α ς μην αναχωρεί κανείς εάν ό "Ερως ôèv το θέλει, ειδεμή άβουλα θεον πώς κίνησε ας θυμάται.

Ό Μαβίλης όταν πήρε τη χειρόγραφη μετάφραση του ελεγείου, έγρα­

ψε στον Α. Κεφαλληνό σχετικά με το νέο μέτρο. Τη γλώσσα την εύρισκε καλή, άλλα διατηροϋσε επιφύλαξη για το μέτρο Χ.

'Από τα μικρά μεταφράσματα του Ι. Πολυλά ξεχωριστή θέση κρατά το «'Ελεγείο στα ερείπια ενός κάστρου» του Φρ. Μάτισσον.

ΟΙ αγροί ησυχάζουν άφωνοι, κι ο πέπλος της εσπέρας απλώνεται κι απέθανε τον δάσους το τραγούδι.

Της ζωής μας έτσι σβήνονται οι δόξες και τα φώτα. "Ετσι τ ονειροφάντασμα της δύναμης πετάει.

Ό ίδιος ό Πολυλάς στα φιλολογικά γράμματα προς Κάρολον Μάνεσην γράφει από τή Νεάπολη στα 1852... «Τωόντι έχάρηκα όσες φορές έλαβα τήν τύχη να εΰρω έναν φίλο, πού να συναισθάνεται μ' έμέ, τα κάλλη κάποιου αθανάτου πλάσματος. Αυτό μάλιστα μ' επαρακίνησε να σου μεταφράσω το ποιηματάκι πού σου έσωκλείω. Μου φαίνεται ότι φέρει τον τύπον τής τελειότητος και ότι ό Μάθισσον εϊναι τωόντι άξιος ν' ανήκει εις τήν πατρί­

δα του Schiller και του Goethe. Έγνώριζα τ' όνομα και τήν αξία του άπό μίαν κρίσιν του πρώτου, ή οποία τότες έτίμησε τον νέον ποιητήν και τον έσπρωξε εις το καλλίτερο.. . ».

Ή απλότητα του ύφους, ή χάρη, τό ζωντανό αίσθημα πού μ' αυτά ό ποιητής παρασταίνει το έρημο κάστρο και ό λυρισμός μας μεταφέρει στα περασμένα. Ή ευαισθησία τοΰ Πολυλά έπιασε μ' έναν άκρατο ιδεαλιστικό ρωμαντισμό τον Μεσαίωνα και τή σύγκριση δύο εποχών. 'Εκείνο, νομίζω, πού συγκίνησε τόν Ι. Πολυλά εϊναι ό ηρωισμός σε αντιπαράθεση με τή λύπη πού φέρνει ή λήθη, τό πέρασμα τοϋ χρόνου και ή ματαιότητα των πάντων.

Το κάθι τι πού μ έκσταση και με καρδιάς λαχτάρα εδώ στο χώμα αισθάνθηκε ψυχή χαριτωμένη, τα πάντα γένονται άφαντα ως ήλιος φθινοπώρου, οι ακτίνες όταν κρύβονται στη μαύρη άνεμοζάλη.

Ό Μ. Σίγουρος μάλιστα, πού εξέτασε στα 1942 τό αρχείο του Πολυ­

λά στην τοπική βιβλιοθήκη τής Κέρκυρας και βρήκε σε χειρόγραφα δύο ανέκδοτες μεταφράσεις του Πολυλά, εκφράζεται με θαυμασμό για τόν καλο­

ί. Λ. Μ α β ί λ η , Τα "Εργα. Έκδ. «Γραμμάτων» 'Αλεξάνδρεια, 1915, σ. 184.

— 64 —

συνειδητό τρόπο της εργασίας και την καλλιτεχνική υπομονή του Πολυλά στις μεταφράσεις 1.

Τό πολεμιστήριον άσμα τοϋ Τυρταίου (Τεθνάμεναι γαρ καλόν. . . ) μεταφράστηκε άπο τον Πολυλά σε ισάριθμους στίχους με το πρωτότυπο. Οί στίχοι είναι ιαμβικοί 15σύλλαβοι άνομοιοκατάληκτοι.

Δείγμα της μεταφραστικής του εργασίας είναι οί στίχοι :

"Ομορφος εΐν1 δ θάνατος στους μπροστινούς αν πέσει το παλληκάρι το καλό για την γλυκεία πατρίδα.

Για τή γη τούτη πρόθυμα στον πόλεμο ας χυθούμε για τα παιδιά μας άφθονα δίνοντας τή ζωή μας­

Οί στίχοι έχουν πιστότητα στην απόδοση και μάλιστα μεγαλύτερη άπο τή μετάφραση τοϋ Σπ. Τρικούπη. Παλαιότερα τό θούριο τοϋ Τυρταίου είχε μεταφρασθή και άπό τον Άδ. Κοραή.

Ή βαθειά γνώση τής ευρωπαϊκής φιλολογίας τοϋ έδινε τή δυνατότητα να μεταφράζη Σαίξπηρ (Τρικυμία, "Αμλετ) και Όμηρο, και Λατίνους και Γερμανούς ποιητές.

Ή προσπάθεια ή μεταφραστική τοϋ Πολυλά δεν είχε μόνο σκοπό τήν ανύψωση τής πνευματικής και αισθητικής στάθμης τής εποχής, άλλα τή διάπλαση μιας γλώσσας δημοτικής, κατάλληλης όχι μόνο για τήν ποιητική έξαρση, άλλα καί για τήν έκφραση επιστημονικών νοημάτων.

Οί προσπάθειες τοϋ Πολυλά δέν έλυσαν βέβαια τό γλωσσικό ζήτημα, ούτε δημιούργησαν γλώσσα «άσπαστήν παρά πάντων» όπως λέει ό Θ. Βελ­

λιανίτης : «Αί θεωρίαι του όμως αύται δεικνύουν, ότι ό Πολυλάς είχεν εύρυτέρας γλωσσικάς ιδέας τών παλαιοτέρων καί των νεωτέρων γλωσσο­

λόγων μας» 2. Για τον Πολυλά, όπως καί για τον Σολωμό, ή εθνική ιδέα ζοϋσε μέσα στή γλωσσική.

Ή βαθύτερη επιθυμία τοϋ Πολυλά ήταν να πλουτίση τή δημοτική, να τήν πλατύνη με όσα ζωντανά στοιχεία, άπό τον φραστικό πλοΰτο τής μεσαιωνικής κρητικής, εκκλησιαστικής και αρχαίας ελληνικής φιλολο­

γίας είναι άφομοιώσιμα προς τό ζωντανό ιδίωμα. Ζητοϋσε δηλαδή να συ­

μπλήρωση, να πλάση καί να πλουτίση τό «δυνάμει υπάρχον» γλωσσικό στοιχείο (Μ. Σίγουρος)3.

1. Μ. Σ ί γ ο υ ρ ο υ , Δύο ανέκδοτες μεταφράσεις του Ι. Πολυλά, Φιλολογική Πρωτοχρονιά, 6 (1949), σ. 105­106.

2. Θ. Β ε λ λ ι α ν ί τ ο υ , Πολυλάς, Μαρκοράς καί ή Σχολή τής Κερκύρας. "Εκ­

δοση Φιλ. Συλλόγου Παρνασσός 1970. 3. Μ. Σ ί γ ο υ ρ ο υ , 'Αφιέρωμα στον Πολυλά, Ελληνική Δημιουργία 5 (1950),

σ. 897 ­ 898.

— 65 —

Μερικοί βέβαια αρνούνται ν' αναγνωρίσουν λέξεις καινούριες στη δημοτική. Αυτούς πού έχουν τόσο στενή και σφαλερήν αντίληψη ό σοφός Θωμαζέος, πού γνώριζε τέλεια τή νεοελληνική γλώσσα, τους ονόμαζε σχο­

λαστικούς τής δημοτικής (Pedanti de la lingua volgare). Ό Πολυλάς τους συντηρητικούς αυτούς στο γλωσσικό ζήτημα τους

θεωρούσε πραγματικό εμπόδιο για τήν αληθινή πρόοδο τής εθνικής μας φιλολογίας.

Σε μια εποχή πού ό Σολωμός είχε δώσει το σύνθημα τής μεταφραστικής αναβίωσης των αρχαίων, ό Πολυλάς άρχισε τή μετάφραση τών ομηρικών επών.

Είχε αρχίσει τή μελέτη του Όμηρου άπό τήν έκδοση (1808) του Heyne, σε 8 τόμους με σχόλια και Λατινική μετάφραση, όταν είχε πάει στή Νεά­

πολη στα 1852. Το αναφέρει σέ γράμμα στον φίλο του Κάρολο Μάνεσι. Ή μετάφραση του Όμηρου έγινε σέ ισάριθμους με το πρωτότυπο

ιαμβικούς 15σύλλαβους άνομοιοκατάληκτους στίχους μέ τήν κανονική τομή μετά τήν 8η συλλαβή. Γλωσσικά ό Π. χρησιμοποιεί κράμα δημοτικής και καθαρεύουσας και στο λεξιλόγιο και στο τυπικό ή τή σύνταξη.

Στην 'Οδύσσεια έχει περισσότερα στοιχεία τής δημοτικής γλώσσας απ' δτι στην Ίλιάδα. Άπό τή ραψωδία Ζ' τής Ίλιάδος παραθέτομε στίχους :

305 «Θέα θεών, ώ 'Αθηνά, σωσίπολις, αγία, του Διομήδη σύντριψε τήν λόγχην, και αυτόν έμπροσθεν του Σκαιών Πυλών επίστομα κάμε να πέση, κ ευθύς θα λάβης δώδεκα χρονιάρικαις μοσχάραις, αν εύδοκήσης, ώ θεά, να ελεηθης τήν πόλιν

310 τών Τρώων, ταίζ γυναίκαις των και τα μικρά παιδιά των».

Στή μετάφραση τής 'Οδύσσειας τα στοιχεία τής δημοτικής φαίνον­

ται πιο καθαρά. Μερικοί στίχοι άπό τή Ραψωδία Ψ άπό τον γυρισμό του 'Οδυσσέα :

141 Είπε, κα6 κεϊν υπάκουσαν και, άφον λούσθηκαν πρώτα, χιτώναις φόρεσαν αυτοί κ" ενδύθηκαν και ή κόραις. επήρ ό θείος αοιδός τήν βαθουλήν κιθάρα και 'ς τήν καρδιά τους γέννησε γλυκειάν επιθυμία προς τον εξαίσιον χορον και το τερπο τραγούδι.

Τα επίθετα επίσης πού χρησιμοποιεί συχνά ό Πολυλάς, ή Πηνελόπη «φρόνιμη», ή Ευρύκλεια ή «αγαπητή βυζάστρα», ό «πολύγνωμος» 'Οδυσ­

σέας επαναλαμβάνονται συχνά χωρίς καμμιά αλλαγή. Σέ πολλούς στίχους έχει αύξηση στα ρήματα και άλλου τήν καταργεί

εντελώς. δ

— 66 —

Ραψ. Ω 412 Κ' ενώ κείνοι γευμάτιζαν 'ς το δώμα καθισμένοι, 'ς την πόλιν δλην γλήγορα μηνννρα βγήκε ή φήμη κ' έλεγε, θάνατος φρικτός πάς ενρε τους μνηατήραις.

Τα κύρια ονόματα ηρώων και θεών δεν αλλάζουν στη μετάφραση παρ'όλες τις χασμωδίες (Θόαντας, παρ. 499 — Λαόδοκος, Ρ 699 — Θοώτην, Μ 342).

Πολλές φορές συναντά κανείς όμοιους στίχους στο κείμενο, πού ή μετάφραση του Πολυλά είναι διαφορετική. Π.χ. Όδυσσ. δ 613­619 = ο 113­119.

δ 613­619: Κάί απ δαα είναι "ς το σπίτι μου θησαυρισμένα δώρα, πανεύμορφο, πολύτιμο θα σοϋ φιλοδωρήσω. Κρατήρα καλοκάμωτον θέλει σοϋ δώσω, 'π* δλος είναι αργυρός, κ επάνωθε με χρυσωμένα χείλη, ëργov τον "Ηφαίστου"

ο 113 δσ* εχω ο 115 θέ να σον δώσω δπ1...

Γενικά το Ζ της Ίλιάδας θεωρείται ότι έχει μεταφρασθή μέ επιτυχία άπό τον Πολυλά.

Στίχοι από το (Ζ 90 ­ 97 ­ 271 ­ 278) έχουν άποδοθή μέ τρόπο πιστό στη μορφή του αρχαίου κειμένου *.

Ό Πολυλάς προσπάθησε να μείνη πιστός στή μετάφραση των ομηρι­

κών έπων. Στον ΙΘ' αιώνα οί μεταφράσεις του ήταν καλλίτερες. Ό Σπ. Λάμ­

προς έλεγε ότι ό Πολυλάς «έμελέτησε πρώτον τον Όμηρον ως φιλόλογον πριν ή μετάφραση αυτόν ώς ποιητής» 2.

Ό Πολυλάς στα 1855 έδωσε τήν «Τρικυμία» του Σαίξπηρ μεταφρα­

σμένη σέ δημοτική πρόζα μέ πολλά ποιητικά στοιχεία. Στην πρώτη έκδοση τής μετάφρασης της Τρικυμίας δημοσίευσε σαν επίμετρο αισθητική μελέτη, όπου ό Πολυλάς παρακινεί τον αναγνώστη «να έμβαθύνη εις τήν ούσίαν» (όπως γράφει ό ίδιος) « . . . ίσως μαγεμένος ό αναγνώστης άπό τα κάλλη της ιδέας όπου τό ζωογονεί, μου γνωρίσει χάριν ότι τον έκαμα μέτοχον του πολύτιμου θησαυρού...» και παρακάτω «Ή βουλή της θείας Πρόνοιας εκτελείται εις τό δράμα. Ή εκπλήρωση της ηθικής ανάγκης, δηλ. ή λύσις της πλοκής ευρίσκεται είς τα χέρια τοΟ ίδιου αδικημένου άτομου καί τό μέσον επιτυχίας, ή μαγεία».

1. Ι. Θ. Κ α κ ρ ι δ ή , Το θέμα τής διπλής επανάληψης στον "Ομηρο, Ελληνικά 15 (Τιμητικός Σ. Β. Κουγέα Θεσσαλονίκη (1957), σ. 172).

2. Σ π. Λάμπρου , Περί των παρ' ήμϊν έμμετρων μεταφράσεων των ομηρικών έπων, Νέος Έλληνομνήμων 18 (1917­1920), σ. 151­158.

— 67 —

Ή μετάφραση της «Τρικυμίας» ήταν ενα έργο, πού ό Γ. Καλοσγοϋρος βρίσκει δτι αν εϊχε μεταφραστεί σαράντα χρόνια πρίν, το γλωσσικό ζήτη­

μα θα εϊχε μπει στον ϊσιο του δρόμο και δεν θα παρουσιάζονταν ή γλωσσική αναρχία αυτής τής εποχής. Τα έργα εκείνα θα είχανε επιβληθεί και ό λογιω­

τατισμός δέν θα μπορούσε να προβάλει τις δικές του γλωσσικές αξιώσεις 1. Δείγμα άπό τή μετάφραση τής «Τρικυμίας».

Π Ρ Α Ξ Η Ε'

ΣΚΗΝΗ Α' Μπροστά στο σπήλαιο τοϋ Πρόσπερου

Πρόσπ. 'Εσείς, 'ίσκιοι τον βουνού, τον πόταμου, τής στεκάμενης λίμνης, και τον

δάσους, και σεϊς, 'πον άπάνον V τους ααμους μ αγνώριστη ποδοβολή κυνη­

γάτε τον Ποσειδώνα ενώ τραβιέται, και, άμα γύρει οπίσω, τον φεύγετε. ■

ή ό "Αριελ "Οπου ρουφάει το μελίσσι ρουφάω κ εγώ. μονιάζω μέσα 'ς το λούλουδο' αύτον κοίτομαι την ώρα, ποΰ σκούζ η κουκουβά]α. 'Σ τής νυχτερίδας τον ώμο πετώ προς το καλοκαίρι χαρούμενα' χαρούμενος, χαρούμενος μέλλει να ζώ άποκάτου εις τ άνθι πού κρέμετ άπό το κλαδί.

Ό Γ. Καλοσγοϋρος αναφέρει τα Προλεγόμενα τοϋ Πολυλά στην έκδο­

ση τοϋ Σολωμοΰ τα «Ευρισκόμενα», και τήν αισθητική μελέτη, πού προλο­

γίζει τή μετάφραση τής «Τρικυμίας» και υπογραμμίζει, δτι έχουν και τα δύο «σπουδαίαν άξίαν ως πρώται επιτυχείς προσπάθειαι εκφράσεως βαθειών επιστημονικών ιδεών έπί τή βάσει τοϋ γραμματικοΰ τύπου τής δημοτικής γλώσσης» 2.

Ή μετάφραση τοϋ "Αμλετ τοϋ Σαίξπηρ, πού εΐδε το φώς το 1889 θεω­

ρήθηκε ότι ήταν ή πιο σημαντική μεταφραστική προσπάθεια τής εποχής εκείνης.

Ό ίδιος ό Πολυλάς στο προοίμιο τής μετάφρασης τοϋ "Αμλετ παίρνει θέση σαφή στο γλωσσικό ζήτημα καί δικαιολογεί τήν αιτία, για τήν οποία

1. Γ. Κ α λ ο σ γ ο ύ ρ ο υ , Κριτικού παρατηρήσεις περί τής μεταφράσεως τοΰ Άμλέτου τοϋ Ι. Πολυλά, Παρνασσός, 13 (1890).

1. Γ. Κ α λ ο σ γ ο ύ ρ ο υ , Κριτικοί παρατηρήσεις περί τής μεταφράσεως τοϋ Άμλέτου τοϋ Ίακ. Πολυλά, ενθ' άν.

— 68 —

αποφάσισε να μετάφραση έργα κλασσικά ξένων εθνών, πού ήδη είχαν μορ­

φώσει γλώσσα φιλολογική. «Εις τήν Ελλάδα, γράφει, συνέβη ή πνευματική άναγέννησις να προ­

δράμη της κοινωνικής αναπλάσεως και έτσι ή ολιγαρχία τοΟ πνεύματος προσέφυγεν εξανάγκης εις τεχνητήν μέθοδον διαμορφώσεως...». Ή μετά­

φραση του Άμλετ έδωσε τή δυνατότητα και τήν ευκαιρία μάλλον στον Πο­

λυλά να δημιουργήση τον δεκατρισύλλαβο στίχο, πού στο προοίμιο τοΟ "Αμλετ δικαιολογεί τή χρήση του.

Ό δεκαπεντασύλλαβος στίχος για τον Πολυλά κατέχει τήν πρώτη θέση στή νεοελληνική μετρική, άλλ' όπως διαιρείται σε δύο ήμίστιχα τόσο χωριστά, πού υποχρεωτικά υπάρχει παύση στην ογδόη συλλαβή, δεν έχει για ­τον Πολυλά τήν ευκινησία και γοργότητα πού απαιτεί ή δραματική ποίηση.

Ό Πολυλάς χρησιμοποιεί τον δεκατρισύλλαβο στίχο πού, όπως ανα­

φέρει ô ίδιος πάλι στο προοίμιο «έχει το μέγα πλεονέκτημα να επιδέχεται ποικιλίαν ρυθμού τοιαύτην, ώστε δύναται φυσικώς ν' άναβιβασθή εις τήν λυρικωτέραν εντασιν, καθώς και να κατέλθη εις τον τόνον της συνή­

θους ομιλίας, όπως αρμόζει εις τήν φύσιν του νεωτέρου δράματος τοϋ Shakespeare».

Για τον Καλοσγοϋρο ό δεκατρισύλλαβος στίχος, λησμονημένος και αφανής, φανερώθηκε πλούσιος και εκφραστικός, επικός και λυρικός με τομές και τονισμούς γεμάτους κίνηση και ζωή.

Και τότε πνεύμα, ώς λέγουν, δεν τολμά να βγα'ινη

αγαθές είναι οί νύχτες, άστρο ôèv πληγώνει, Νύμφη καμμιά ôèv βλάφτει, στρίγγλα

δεν μαγεύει, τόσο ό καιρός εκείνος είναι ευλογημένος.

Ό δεκατρισύλλαβος τοϋ Ι. Πολυλά είναι κατά βάθος επέκταση τοΰ κλασσικού ένδεκασύλλαβου σε 2 συλλαβές, χωρίς τομή μετά τήν ογδόη συλλαβή και παρουσιάζει πολλές μορφές. "Αλλοτε παίρνει τρεις κυρίως τόνους, στην 4η, 8η, 12η στλλαβή (οπότε γίνεται άρμονικώτερος, και άλλοτε τονίζει τις άρτιες συλλαβές, π.χ.

"Οταν στα βάϋ·η της νυκτός με περιζώνει Των πόθων δλων και παθών αγάλι οι πόνοι1

1. Ν. Π ο λ ί τ η , Δεκατρισύλλαβος, Μεγάλη 'Ελληνική 'Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. Η', σ. 950­951.

— 69 —

Ό δεκατρισύλλαβος στίχος του Πολυλά φάνηκε ασυνήθιστος και τεχνητός και έδωσε αφορμή να γραφτούν γνώμες και κριτική επισκόπηση τοϋ έργου του 1,2.

Ό μόνος πιστός οπαδός και θερμός θαυμαστής τοϋ πολυλαϊκοΰ συστή­

ματος στάθηκε ό Καλοσγοϋρος 3, πού δικαιολογεί τή χρήση του δεκατρι­

σύλλαβου και τον θεωρεί ιδεώδη γιατί μπορεί και εκφράζει τις ψυχικές διαθέσεις και τα σφοδρά πάθη του δράματος. Ό Καλοσγοΰρος θεωρεί δτι όπως ό αρχαίος δραματικός στίχος έτσι και ό δεκατρισύλλαβος μπορεί ν' αλλάζει ρυθμό ανάλογα μέ τό νόημα. Φέρνει σαν παράδειγμα τους στί­

χους τοϋ "Αμλετ δταν προσφωνεί τό Πνεϋμα

Ώ "Αγγελοι τοϋ Ύψίστον, σεις φυλάξετε μας. Μακάριον είσαι πνεύμα, εϊτε κολασμένο πνοαϊς ούράνιαις φέρνεις, εϊτε φλόγαις "Αδου, έχεις ηροαίρεσιν καλψ εϊτε όλεθρίαν, με σχήμα τόσο άξιομίλητον, εφάνης, ώστ' ε/ώ θα σον κρίνω'

Ή μετάφραση τοϋ «"Αμλετ» έγινε άπ' ευθείας4 άπό τήν αγγλική γλώσσα 5.

Ή «Μελέτη εις τον Άμλέτο» πού πρόταξε ό Πολυλάς στή μετάφραση είναι μία άπό τις πιο αξιόλογες κριτικές εργασίες πού γράφτηκαν στή γλώσσα μας 6. Ή ψυχολογική, ιδεολογική και φιλοσοφική ανάλυση τοϋ έργου έγινε μέ τή μεγαλύτερη κριτική διείσδυση στο πνεύμα τοϋ μεγάλου δραματογράφου.

'Ακολουθούν αποσπάσματα κριτικών για τον "Αμλετ τοϋ Σαίξπηρ, τοϋ Coleridge, Schlegel, Goethe, Gervinus, E. W. Sievers, Fr. Horn, W. Minto κ.ά., όπου ό Πολυλάς έχει ανθολογήσει τίς γνώμες τους, όσον άφορα τον χαρακτήρα του "Αμλετ και τή λύση τοϋ δράματος.

Ό Πολυλάς πάντα πίστευε στις ηθικές δυνάμεις, πού στον "Αμλετ νικοϋν τελειωτικά και δικαιώνουν τον μεγάλο νόμο της Νέμεσης, πού κυ­

ριαρχεί στο αρχαίο και στο νεώτερο θέατρο.

1. Γ. Σ π α τ α λ ά , 'Ιάκωβος Πολυλάς, περ. «Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαί­

δειας», αρ. 71 ­ 72 (1 Μαΐου 1927), σ. 5. 2. Α. B o l t z , Shakespeare in Griechenland 1882, σελ. 1­5. 3. Γ. Κ α λ ο σ γ ο ύ ρ ο υ , Κριτικοί παρατηρήσεις περί τής μεταφράσεως τοϋ

Άμλέτου τοϋ Ι. Πολυλά, Παρνασσός 13 (1890). 4. ' Α ν ω ν ύ μ ο υ , Μεταφράσεις Άμλέτου. 'Ακρόπολις 30­9­99. 5. Σ. Κ. Σ. Κρίση Άμλέτου, Εστίας Δελτία άρ. 658, 6­8­89 . 6. Φ. Μ ι χ α λ ό π ο υ λ ο υ , Ίάκ. Πολυλάς, Αγγλοελληνική 'Επιθεώρηση, 2

(1946), 19­22­87­90, σ. 89.

— 70 —

Στο γλωσσικό ό Πολυλάς έδωσε μια τυπική κατεύθυνση, πού ξένισε και ακόμα φαίνεται παράξενη στο άκουσμα της. Το γλωσσικό του ιδίωμα ήταν δημοτική με φανερή τήν επίδραση της καθαρεύουσας, πού κατά τή γνώμη του εϊχε απλώσει αρκετές ρίζες μέσα στην ομιλία του λάου. "Ετσι όσο προχωρούσε άρχισε νά συμβιβάζεται μέ τή μιχτή, πού φάνηκε καθα­

ρώτερα στα 1889 στή μετάφραση του "Αμλετ. Το πεζό είναι σχεδόν καθαρεύουσα και ή μιχτή κυριαρχεί ολικά στους στίχους. Δικαιολογεί ό ίδιος τή μέθοδο του, γιατί νόμιζε μεγαλύτερη απ' όσο ήτανε τήν επίδραση της καθαρεύουσας. Έτσι άλλαξε το τυπικό των ρημάτων της δημοτικής γλώσσας και μεταχειρίσθηκε τους τύπους «έλέγετο», «είμεθα». Προσπά­

θησε νά σμίξη στοιχεία της καθαρεύουσας άπό τή γραμματική της και τό συνταχτικό στή δημοτική, δημιουργώντας μιαν ιδιότυπη γλώσσα, πού μόνο ό Καλοσγοϋρος τήν ασπάσθηκε και ό 'Αντρέας Κεφαλληνός τή χρησιμο­

ποίησε λίγο στις πρώιμες μεταφραστικές του δοκιμές. Ό λ ο ι οί Επτανήσιοι συνεχίσανε τή γλωσσική παράδοση του Σολωμού μέ σκοπό νά δημιουρ­

γήσουνε μία και πανελλήνια γλώσσα άπό τό δημοτικό υλικό. Παρ' όλη ν όμως τήν ιδιότυπη γλωσσική μορφή, πού παρουσιάζει ό

Πολυλάς, αν κρίνωμε τήν προσπάθεια του μέσα στα πλαίσια της εποχής εκείνης και μέ τήν μέτρα της, θα δούμε ότι ή προσπάθεια του Πολυλά ήταν αξιοθαύμαστη. "Ηθελε νά πραγματοποίηση τήν αρχή πού πίστευε ότι ή «ή γλώσσα πρέπει νά είναι δημοτική και λογία, πρέπει νά ύπάρχη ενα ρεύ­

μα αεικίνητο από τό λαό στους λογίους και αντίστροφα». Τή δημοτική γλώσσα τή θεωρούσε κατάλληλη όχι μόνο για τήν ποιη­

τική έξαρση, άλλα και για τήν έκφραση επιστημονικών νοημάτων 1 και κανείς δέν μπορεί ν' αμφισβήτηση τήν αγάπη του Πολυλά για τήν ζωντανή γλώσσα. Στα «Προλεγόμενα» στα Ευρισκόμενα τοΰ Σολωμού είχε ζωντανή ανάμνηση της πνευματικής ομιλίας πού εϊχε μέ τον Σολωμό. "Εδειξε δέ στή νεοελληνική φιλολογία τήν ορθή αντίληψη της Τέχνης και τό δρόμο πού έπρεπε ν' άκολουθήση.

Μέ τό μεταφραστικό του πνεύμα ό Πολυλάς έδωσε ζωντανά δείγματα για τήν εκφραστική δύναμη πού έχει ή δημοτική 2.

1. Ευρισκόμενα Δ. Σολωμού, Προλεγόμενα Πολυλά, Κέρκυρα 1859, σ. 12. 2. Πρβλ. Μ. Μ ε ρ α κ λ ή , Οί λογοτέχνες απέναντι στή δημοτική, Νέα 'Εστία

101 (1977).

ΙΩΑΝΝΟΥ ΑΙΛΙΑΝΟΥ Καθηγητοϋ Πανεπιστημίου

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΑΡΚΩΣΕΩΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗΝ Η ΤΡΑΓΙΚΗ ΖΩΗ ΤΩΝ WELLS ΚΑΙ MORTON

Μετά άπο ëvav περίπατο ­ προσκύνημα στο σπήτι τοΟ μεγάλου ποιη­

τοϋ και φιλέλληνος Victor Hugo στην Πλατεία τών Βοσγίων στο παλιό Παρίσι, έφθασα περίπατων εις την πλατεΐαν τών Η. Π. Α. όπου διέκρινα τήν προτομήν του Horage Wells. Έπλησίασα και έδιάβασα : «'Αμερικανός οδοντίατρος, εφευρέτης της γενικής αναισθησίας».

"Ας φαντασθούμε προς στιγμήν δτι ευρισκόμεθα εις τήν Βοστώνην. Διασχίζουμε τήν νέαν πόλιν και εΐσερχόμεθα εις τήν πάλαιαν, όπου και τό κοιμητήριον. Ύπό τήν σκιάν αιωνόβιων δένδρων ενα έπιβλητικόν μνημεΐον, εις το όποιον θα διάβαση τις τα κατωτέρω :

«Έδώ κείται ό άνακαλύψας τήν γενικήν άναισθησίαν προ αύτου ή χειρουργική ήτο συνώνυμος με τήν άγωνίαν ό άνθρωπος αυτός έξηφάνισε τον πόνον από τήν χειρουργικήν», και παρακάτω : Εις μνήμην του William Thomas Grern Morton οί πολτΐαι της Βοστώνης εύγνωμονοϋντες.

Εις τό έτος 1835. Εις τό ϊδιο κοιμητήριο της Βοστώνης, ένας περίεργος επισκέπτης προχωρεί προς τό μνημεΐον του Morton­ αίφνης καταλαμβάνεται από κρίσιν παραφροσύνης και προσπαθεί να σπάση τήν έπιτάφιον πλάκα και να άποξέση τα γράμματα. Συλλαμβάνεται και εγκλείεται εις τό άσυλον τής πόλεως· ό άνθρωπος αυτός ονομάζεται Jackson, διάσημος χημικός της εποχής του. "Εφθασεν εις τό σημεΐον αυτό τής παραφροσύνης λόγω μίσους και φθόνου προς τον Morton. Δέν ήτο δυνατόν να άνεχθή τάς τιμάς και τήν γενικήν άναγνώρισιν προς τον μεγάλον νεκρόν έπίστευεν δτι αυτός έπρεπε να θεωρήται ό εφευρέτης τής ναρκώσεως, διότι χημικός αυτός εϊχε συμβουλεύσει χωρίς να τό θέλη τον παρατηρητικώτατον και άκαταπόνητον Morton επί του θέματος τής ναρκώσεως.

Και ήδη ας εξακολουθήσωμε τό φανταστικό μας αυτό ταξίδι σε μια μικρή πόλι κοντά στή Βοστώνη, στο Hartford. Εις ενα πάρκο τής πόλεως βλέπομε προτομή του Wells εις τήν οποίαν αναγράφεται δτι αυτός εϊναι ό εφευρέτης τής ναρκώσεως όπως άλλωστε είδαμε και στο Παρίσι.

— 72 —

Τώρα πλέον τί να πιστεύση κανείς : "Οταν γνωρίζωμεν ότι εις το Κα­

πιτώλιον της Atlanta είς την Γεωργίαν τών Η. Π. Α. υπάρχει ή προτομή τοΰ ίατρου Chawford Williamson Long, ό όποιος το 1842, δύο χρόνια προ τοϋ Wells, εϊχε χειρουργήσει ασθενείς είς τους οποίους έκαμε άναισθησίαν δι' αιθέρος.

"Οταν επίσης γνωρίζωμεν ότι ήδη άπό τοϋ 1828 ό ιατρός Henri Hill Hickmann ήγωνίζετο για να έφαρμοσθή ή δια τοϋ αερίου αναισθησία ως επίσης και ή δια τοΰ αιθέρος/

'Ωσαύτως τό 1838 εις τάς 'Αθήνας της Γεωργίας τών Η. Π. Α. ό ιατρός Reese διαπιστώνει ότι ένας μικρός νέγρος, ό όποιος εϊχεν είσπνεύσει αιθέ­

ρα και είχε ναρκωθή, δεν ήσθάνθη τα κτυπήματα τα όποια τοΰ έδωσε για να άνανήψη και ότι και αυτός μέ τή σειρά του σκέφθηκε να έφαρμόση τον αίθέρα.

Όμοίως ό Humphrey Davy τό 1799 είς ήλικίαν 22 ετών αποδεικνύει, ώς αναφέρει ό κ. Στεφανόπουλος πειραματιζόμενος επί ζώων και έπί ανθρώ­

πων, ότι τό ύποξείδιον τοΰ αζώτου έχει άναλγητικήν και άναισθητικήν Ιδιότητα.

'Αλλά όμως ή διαφορά μεταξύ αύτοΰ και τοΰ Morton είναι ότι εκείνος συστηματικά έμελέτησε, ήρεύνησε μέ έπιμονήν και παρατηρητικότητα τήν ύπόθεσιν τής ναρκώσεως, δέν ήρκέσθη να έκφραση μίαν ύπόθεσιν ώς ό Hickman είτε να κάμη μόνον ώρισμένας έφαρμογάς ή σκέψεις ώς οί Wells και Long και ό Reese Davy και άλλοι, άλλ' ήγωνίσθη επί μίαν 20ετίαν μέ συνέπειαν και εργατικότητα για να τελειοποίηση τήν έφεύρεσίν του εις τήν πράξιν.

Ή ιδέα λέγει ό Claude Bernard είναι ό σπόρος, ή πειραματική μέθοδος είναι τό έδαφος, τό όποιον κάνει τον σπόρον να άναδειχθή και να καρποφο­

ρήση. Ό Morton, χωρίς ούδ'έπί στιγμήν να καμφθή επί μίαν είκοσαετίαν, είργάσθη έν μέσω τεραστίων δυσχερειών. Ό μικρός αυτός οδοντίατρος τής Βοστώνης, άπό εμπειρικός τής εποχής εκείνης, γίνεται επιστήμων ερευνητής, Ιδεολόγος γεμάτος έπιθυμίαν και αύτοθυσίαν να υπηρέτηση τον πλησίον του και συνεπώς τήν ανθρωπότητα, καταξιωθείς, δικαίως άλλωστε, τοΰ τίτλου τοΰ μεγάλου ευεργέτου αυτής.

Καί για να άντιληφθή τις ποΰ εύρίσκετο ή χειρουργική τήν προ τής ναρκώσεως έποχήν, θ' αναφέρω τοΰτο καί ποϊαι σκέψεις έπεκράτουν προ τοΰ Morton.

Ό συνάδελφος έν τω Πανεπιστήμια) 'Αθηνών κ. Τούλ εις έργασίαν του αναφέρει ότι ό Velpeau, Γάλλος χειρουργός, κατά τό 1878, ολίγα ετη προ τής άνακαλύψεως τής ναρκώσεως έγραφε καί ύπεστήριζεν ότι «ή έρευνα κατά ποίον τρόπον θα άποφεύγωμεν τον πόνον κατά τάς εγχειρήσεις αποτελεί χίμαιραν, τήν οποίαν δεν δικαιούμεθα να ακόλουθησωμεν». Καί επί τή ευ­

— 73 —

καιρία θα αναφερθώ δι' ελαχίστων εις το θέμα τοΰ πόνου και της χειρουργι­

κής, άπό της εποχής του Όμηρου. Ό Άχιλλεύς διδάσκεται την καταπολέ­

μησιν τοΰ πόνου υπό Χείρωνος τοϋ Κενταύρου. Ό Πάτροκλος έπί τοΰ τραύ­

ματος του Εύπύλου, τραυματισθέντος κατά τήν πολιορκίαν της Τροίας, θέτων καταπραϋντικά φάρμακα.

Οί αρχαίοι Άσύριοι προ της περιτομής έπίεζον τάς καρωτίδας, δια να προκαλέσουν έγκεφαλικήν άναιμίαν, και γενικήν άναισθησίαν. Οί Σΐναι εις τάς χειρουργικός των επεμβάσεις μετέχειρίζοντο τήν ίνδικήν κάναβιν. Ό Πλίνιος αναφέρει ότι οί αρχαίοι "Ελληνες και οί Ρωμαίοι μετεχειρίζοντο τον μανδραγώραν και τον μεμφίτην λίθον.

Κατά τον μεσαίωνα ήτο γνωστός ό ναρκωτικός σπόγγος, τον όποιον έχρησιμοποίουν και οί τότε ασκούντες τήν χειρουργικήν κληρικοί, άλλα κατά τοιούτον βάναυσον τρόπον, ώστε και αυτοί και τα θεία να υφίστανται τρομεράν λεκτικήν μεταχείρησιν ώστε κατ' άπόφασιν τής ιεράς συνόδου τοΰ Wursburg άπηγορεύθη εις τους ιερωμένους να χειρουργούν.

Άλλα έπί τη ευκαιρία διαβάζω περιγραφή ν χειρουργικής επεμβάσεως, ήτις ελαβεν χώραν προ τής άνακαλύψεως τής ναρκώσεως κατά τό 1841 και ήτις έδημοσιεύθη εις τό «New York Herald» : «Νέου τινός επρόκειτο να αποκοπή τό κάτω δεξιόν άκρον, ό ασθενής ήτο ηλικίας 15 χρόνων, λεπτός, ωχρός, ήρεμος μέ πλήρη άπόφασιν να ύποστή τήν τραγικήν έπέμβασιν. Είς καθηγητής θα ήσχολεΐτο μέ τήν άπολίνωσιν τής κνημιαίας και κατόπιν δια πιέσεως θα κατωρθοΰτο να άποφευχθή ή αιμορραγία. 'Εδόθη ολίγος οϊνος είς τον νέον, ό πατέρας του έκράτει τήν κεφαλήν και τό αριστερό χέρι. Εις δεύτερος καθηγητής έκράτει τό χειρουργικό μαχαίρι­ ταχέως καί απο­

φασιστικός έβύθισε τούτο μέχρι τοΰ οστού. Ό νέος ήρχισε κλαίων γοερώς, σπαράσσων ύπό τάς στιβαράς χείρας ιατρών, νοσοκόμων καί τοΰ πατρός του άπό τοΰ οποίου τους οφθαλμούς ετρεχον δάκρυα. Τό θέαμα ήτο φρικτόν, ή σκηνή τρομερά, ό χειρουργός καί πάλι βυθίζει τό μαχαίρι στο τραύμα. Αι τρομερά! κραυγαί άνανεοΰνται. Μερικοί έκ τών παρισταμένων απο­

χωρούν, μή δυνάμενοι να άνθέξουν είς τό τραγικόν τοΰ θεάματος. Τό αίμα ετρεχεν είς τάς χείρας καί τα ενδύματα δλων. Ό πατέρας τοΰ μικρού ήτο ωχρός ώς νεκρός, οί οφθαλμοί τοΰ μικρού μετά φρικώδους αγωνίας παρηκο­

λούθουν τάς κινήσεις τών ιατρών. Καί μετ' ολίγον ταχέως έρρίφθη υπό τήν χειρουργικήν τράπεζαν τό άποκοπέν άκρον τοΰ άτυχους νέου.

Έκ τής ναπολεόντειου δε εκστρατείας εναντίον τής Ρωσίας έχει ιστο­

ρικώς διακριβωθή ότι ό χειρουργός τών στρατιών τοΰ Ναπολέοντος Larrey έξετέλεσε μετά τήν μάχην τοΰ Βοροδίνου παρά τήν Μόσχαν είς διάστημα 24 ωρών 200 ακρωτηριασμούς, φυσικά άνευ ναρκώσεως. Δεν αναφέρεται όμως πόσοι άπέθανον, ή μάλλον πόσοι επέζησαν έκ τών ούτω κρεουργηθέν­

των. Ενταύθα πρέπει να τονίσω ότι ό Dominique Larrey ήτο ό έμπιστος

— 74 —

χειρουργός τοϋ Ναπολέοντος, άνθρωπος μεγάλης αξίας και διορατικότη­

τος, διότι όταν οί άλλοι χειρουργοί άπέρριπτον και την ΐδέαν της ναρκώ­

σεως ό Larrey έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον δι' αυτήν δταν τοϋτο έπροτάθη από τον νέον "Αγγλον ιατρόν Henri Hittman τό 1824 όπως αναφέρει και ό συνάδελφος κ. Λούρος εις το ώραιότατον και άκρως ενδιαφέρον βιβλίον του «Αναδρομές».

Δικαίως θα ήτο δυνατόν λοιπόν να ύποστηριχθή ότι ό Morton είναι ό μέγας ευεργέτης της άνθρωπότητος όστις έδωσε εϊς την ανθρωπότητα το μέγα τοϋτο δώρον : «Cedare dolorem divinares est». Έάν, λοιπόν, το μειώνειν τον πόνον είναι θείον δώρον, τότε τί θα έπρεπε να λεχθή δια την πλήρη εξαφάνισιν αύτοϋ ;

'Αλλ' ας άναφέρωμεν έν ολίγοις τα κατά Wells και Morton. Οί Wells και Morton ήνοιξαν οδοντριατρεΐον κατά το 1843 είς τήν Βοστώνη. Πλην όμως τα πράγματα δεν τους ηυνόησαν καί διέλυσαν τήν έταιρείαν των καί ό μεν Wells έπανήλθεν είς τήν πατρίδα του Hartfort όπου καί ήρχισεν ασκών τήν όδοντριατρικήν, ό δε Morton είργάσθη ώς βοηθός είς το έργαστήριον τοϋ χημικοΰ Jackson, κατόπιν δε έγκατεστάθη ώς οδον­

τίατρος εις τήν Βοστώνην. Ό Wells όλως τυχαίως παρηκολούθησε μίαν ήμέραν τήν παράστασιν

ενός, όστις έπεδείκνυε τήν ιλαρότητα τήν προκαλουμένην άπό τάς είσπνοάς του πρωτοξειδίου τοϋ αζώτου, τοϋ ίλαρυντικοΰ αερίου καλουμένου, τό όποιον ας λεχθή ότι έφευρέθη άπό τον Prisley τό 1776 καί ώνομάσθη πρωτο­

ξείδιον του αζώτου. "Οποιος έπεθύμει αντί ελαχίστου ποσοϋ ήδύνατο να είσπνεύση τοϋτο. Ό χημικός Cooley φίλος τοϋ Wells είσέπνευσε περισσό­

τερον καί επεσεν αναίσθητος εις τό έδαφος. Ό Wells παρηκολούθησε τό πράγμα καί εϊδεν ότι ό Cooley δεν αντελήφθη τό τραΰμα πού εΐχεν εις τήν κνήμην του λόγω της πτώσεως, ώστε καί ό ίδιος να άπορη.

Ό Wells όμως διέβλεψεν αμέσως τήν άξίαν τοϋ άναισθητικοΰ καί έσκέ­

φθη να τό έφαρμόση δια τήν έξαγωγήν οδόντων. Καί πρώτον τό έδοκίμασεν ό ίδιος καί, άφοϋ εϊσέπνευσεν, υπεβλήθη είς τήν άφαίρεσιν ενός οδόντος άνευ ούδενός πόνου. Έσκέφθη κατόπιν αύτοϋ να τό έφαρμόση εις τάς έξα­

γωγάς οδόντων καί αποφασίζει είς τό ίατρεΐον του τήν έπέμβασιν επί ασθε­

νούς, άλλ' ούτος δέν εϊσέπνευσεν αρκετό αναισθητικό, έπόνεσε καί έφυγε έξυβρίζων τον Wells. 'Αργότερα μία άλλη απόπειρα τοϋ Wells είς τό Hart­

fort αυτήν τήν φορά, άπέτυχεν επίσης. 'Απογοητευθείς εξ όλων αυτών τών αποτυχιών εγκαταλείπει τό θέμα

της αναισθησίας, ώς επίσης παύει να άσκη τήν όδοντιατρικήν. 'Ολίγον κατ ολίγον περιπίπτει είς άνοιαν, αρχίζει να μεθύσκεται, ζή ζωήν εκλυτον καί τέλος αυτοκτονεί είς ήλικίαν 77 ετών, κατά τό έτος 1848.

Ό Morton περισσότερον παρατηρητικός έμελέτησε τάς αποτυχίας

— 75 —

τοϋ Wells και συνήγαγεν ώρισμένα συμπεράσματα. Αί άποτυχίαι του Wells του παλαιού συνεργάτου του, τοϋ έγιναν μαθήματα και παραδείγματα προς αποφυγήν. 'Ισχυρός χαράκτη ρ, ακαταπόνητος εις εργατικότητα, με καρτε­

σιανήν σκέψιν, έχων και αυτός τάς ιδίας ώς ό Wells επιθυμίας προς έπιτυ­

χίαν, αρχίζει μίαν σοβαράν άνασκόπησιν καί μελέτην τοϋ όλου θέματος. Πρώτη φροντίς ήτο να μορφωθή μελετών τάς ιδιότητας τών διαφόρων

αναισθητικών. Σπουδάζει χημείαν υπό τήν καθοδήγησιν τοϋ καθηγητού Jackson.

Κατά τήν διάρκειαν τών μελετών του αυτών, ευρίσκει μίαν έργασίαν τοϋ Faraday τό 1818, κατά τήν οποίαν συνέκρινε τάς ιδιότητας του Π. του Α. και τοϋ αιθέρος, πράγμα τό όποιον πολύ τον έβοήθησεν εις τήν άνακάλυψιν της δι' αιθέρος ναρκώσεως. Δια να μελετήση καί να δοκιμάση τα αποτελέ­

σματα της δι' αιθέρος ναρκώσεως εγκαθίσταται εις μίαν μικράν οίκίαν εις τήν εξοχήν, όπου μέσα στην ερημιά καί τήν ησυχία της έξοχης εργάζεται νυχθημερόν καί πειραματίζεται ναρκώνων τον σκύλον του, τις κότες, έντομα, σκώληκας καί μικρά ζώα. Δι' αμφιβολίας τάς οποίας εϊχε, συνεβουλεύθη τον καθηγητήν του Jackson, ό όποιος χωρίς να ξέρη περί τίνος πρόκειται τοϋ έλυσε τάς αμφιβολίας του, ώστε ή δια θειϊκοΰ αιθέρος αναισθησία να μή προκαλη παρενέργειας καί διεγέρσεις. Εργάζεται ύπερανθρώπως, βελ­

τιώνει τήν όσμήν τοϋ αιθέρος καί αποκαλεί τοΰτο «Λήθειον» άπό τήν έλλη­

νικήν λέξιν «Λήθη». Αντικαθιστά τον βάμβακα με τον αιθέρα δια μηχανή­

ματος τό όποιον άπετελεϊτο άπό ενα φιαΜδιον, μίαν μάσκαν καί ενα σωλήνα. Τοιουτοτρόπως δύναται να ρυθμίζη εύχερέστερον τήν είσπνοήν τοϋ αναι­

σθητικού. Καί ούτω τήν 30 Σεπτεμβρίου του 1846 προβαίνει εις τήν έξαγωγήν ενός

οδόντος ενός μουσικοΰ πού έλέγετο Prost. Αυτό τό γεγονός ύπήρξεν ή προς τήν δόξαν αφετηρία τοϋ Morton, άλλα καί τοϋ Rost όπως άλλωστε καί τοϋ 'Ιωσήφ Meister του πρώτου θεραπευθέντος ύπό τοϋ Pasteur.

Ούτω δύναται πλέον εκ τοϋ άσφαλοϋς νά δοκιμάση καί να έφαρμόση τήν έφεύρεσίν του εις χειρουργικός επεμβάσεις. 'Αλλά τό πράγμα δεν ήτο καθόλου ευχερές, διότι, ώς προανέφερα, τόσον ό Velpeau στο Παρίσι όσον καί στή Βοστώνη καί στο Λονδίνο καί στο Βερολίνο κανείς σοβαρός χει­

ρουργός έτόλμα νά διανοηθή χειρουργικήν χωρίς πόνον. 'Αντίθετα οί πάν­

τες έπίστευαν ότι επρόκειτο περί απάτης. Έν τούτοις ό Morton κατώρθωσε νά πείση, με τήν πίστιν πού τον διέκρινε δια τήν έφεύρεσίν του, τον καθη­

γητήν Χειρουργόν John Colliins Warren, διευθυντήν χειρουργόν τοϋ Γενι­

κοΰ Νοσοκομείου της πόλεως της Βοστώνης, νά χειρουργήση δίδοντας νάρκωσιν.

Ή ημερομηνία της 16 'Οκτωβρίου 1846 είναι καί δια τον Morton καί δια τήν ανθρωπότητα σταθμός εις τήν έξέλιξιν της Χειρουργικής. Εις τάς

— 76 —

9 το πρωΐ το άμφιθέατρον του Νοσοκομείου ήτο άσφυκτικώς πλήρες, ή έπέμβασις επρόκειτο να λάβη χώραν είς τάς 10, επρόκειτο δε περί αφαιρέ­

σεως καλοήθους όγκου. Εις τάς 10 ό Morton δεν εΐχεν εμφανισθή* εϊς το άμφιθέατρον ή περιέρ­

γεια και ή εμπιστοσύνη υποχωρούν σιγά ­ σιγά προ της υποψίας ότι δεν θα εμφανισθή ό Morton. Ύποψίαι, ψίθυροι, σχόλια εις βάρος του Mor­

ton. Ό Καθηγητής Warren ανέμενε, ετοιμάζεται δε να άρχίση τήν έπέμβα­

σιν χωρίς τον Morton, ότε με λίγα λεπτά καθυστέρησιν φθάνει ό Morton με τον αχώριστο πλέον μουσικό Rost, ό όποιος έφερε και τήν πρώτη ν συσκευήν ναρκώσεως, τήν οποίαν καθ' όλην τήν νύκτα προετοίμαζεν ό Morton οδηγών τον κατασκευαστήν της.

Ό καθηγητής Warren λέγει : Κύριε Morton, ό ασθενής σας είναι έτοι­

μος, σας περιμένει. Είς τήν ολίγον είρωνικήν αυτήν παρατήρησιν ό Mor­

ton μετ' ολίγα λεπτά άπαντα, όταν πλέον ό ασθενής του είχε ναρκωθή καί άνέπνεε κανονικά : Κύριε καθηγητά, ό ασθενής Σας είναι έτοιμος.

Επεκράτησε νεκρική σιγή είς τό άμφιθέατρον. Μετά δέκα λεπτά ό όγκος εϊχεν άφαιρεθή, ήρκεσαν δε 2 ­ 3 λεπτά δια να άφυπνισθή ό ασθενής, ό όποιος, άφοϋ συνήλθε πλήρως καί ταχέως, έβεβαίωσε τον καθηγητή ν War­

ren ότι ουδέν ήσθάνθη κατά τήν έπέμβασιν, αντιθέτως έβλεπε κανείς τον άνθρωπον αυτόν είς πλήρη εύφορίαν λέγοντα ότι ένόμιζεν ότι κάποιος τον έθώπευε. Τότε κατάπληκτος ό καθηγητής καί ένθουσιών στρέφεται προς τό άμφιθέατρον καί άποτεινόμενος προς τό πλήθος των ιατρών, χειρουργών καί φοιτητών, οΐτινες άσφυκτικώς είχον γεμίσει τό άμφιθέατρον, λέγει : «Κύριοι, δέν πρόκειται περί άπατης. Gentlemen this is not Humbug» οιο­

νεί αποδίδων δικαιοσύνην, διότι άλλοτε με τον όλιγώτερον τυχερόν Wells είπεν ότι τούτο ήτο άστείον.

Ό Morton θριαμβεύει καί γίνεται διάσημος, άφοϋ πλέον σειρά επεμβά­

σεων έγένοντο επιτυχώς. «'Αρχή όμως παιδεύσεως ή τών ονομάτων επίσκε­

ψις», λέγει ό 'Αντισθένης ό Κυνικός. "Ενα μήνα αργότερα, ό έλληνομαθέστατος σοφός, ιατρός, βαθύς μελε­

τητής τών κλασσικών συγγραφέων Olivier Wendal Holmes, γνωστός δια τήν έλληνομάθειάν του ήρωτήθη υπό του Morton πώς θα έπρεπε να λεχθή ή πραξις αυτή. Ό Oliver Wendell Holmes σε άπάντησι στον Morton με πολ­

λή σεμνότητα καί μετριοφροσύνη, δείγμα άψευδές τών μεγάλων ανδρών, τοΰ προτείνει τό όνομα αναισθησία, τό όποιον καί έγινε δεκτόν άπό όλους καί ιδιαιτέρως άπό τους χειρουργούς, άπό της Βοστώνης μέχρι Παρισίων καί άπό τό Λονδΐνον μέχρι της Πετρουπόλεως.

'Ενταύθα πρέπει να άναφερθή ότι ό πρώτος πού έκαμε χρήσιν της λέ­

ξεως αναισθησία ήτο ό Πλάτων, άλλα προφανώς όχι ύπό τήν αυτήν εννοιαν. Τοϋτο αναφέρει ό κ. Λούρος εις τό βιβλίον του «Αναδρομές».

— 77 —

Ή επιτυχία όμως και ό θρίαμβος του Morton επέτεινε τον φθόνον και το μίσος του Jackson. Ζητεί από τον Morton 10 % άπό τάς εισπράξεις και τα δικαιώματα πού είχεν ό Morton εκ της άνακαλύψεως. Έπέτυχεν ώστε να έπηρεάση τα 'Ιατρικά Συνδικάτα και να μή επιτρέπουν εις τους χει­

ρουργούς να χειρουργήσουν εάν δεν έγνώριζον ακριβώς την σύνθεσιν του φαρμάκου.

Προ τών πιέσεων ό Morton υποχωρεί και ομολογεί ότι πρόκειται περί μίγματος αιθέρος. Ό Wells ολίγον προ του θανάτου του διεκδικεί και εκείνος την άνακάλυψιν του Morton αν και είχε παραιτηθή πάσης προσπάθειας μετά τάς αποτυχίας του,γνωστοποιήσας και εγγράφως τάς αμφιβολίας του εις τον Morton.

Την 24 Φεβρουαρίου 1848 αναγνωρίζεται όχι όμως ό Morton, άλλα ό Wells άπό την Βασιλικήν Ίατρικήν Άκαδημίαν τών Παρισίων. Μετά την αύτοκτονίαν του Wells αναλαμβάνει ό Jackson τήν έπίθεσιν. Ή πλη­

γωμένη ματαιοδοξία του τον οδηγεί εις πράξεις ανέντιμους και καταπτή­

στους. 'Αποστέλλει λογαριασμούς είς ασθενείς του Morton, οΐτινες τους είχον εξοφλήσει δια νά δημιουργήση δι'αυτόν φήμην άπατεώνος. Το 1850 κατορθώνει και πείθει τα μέλη τής 'Ακαδημίας τών Επιστημών στο Πα­

ρίσι και προκειμένου να δοθή το βραβείο Menthyon. Ή 'Ακαδημία απε­

φάσισε και το έδωσε και είς τους δύο, κατά το ήμισυ στον Jackson και τον Morton.

Ό Morton δεν το εδέχθη. Μετ' ολίγον τα μέλη της'Ακαδημίας αντε­

λήφθησαν τήν πλάνην των και τήν άδικίαν εις βάρος του Morton και απε­

φάσισαν να του προσφέρουν εις δημοσίαν έπίσημον συνεδρίαν χρυσοϋν μετάλλιον με κλάδους δάφνης περιβάλλοντας τήν προτομήν του.

Ό Morton ικανοποιείται, άλλα ό Jackson μισεί ετι περισσότερον τον Morton. Γράφει λιβέλλους εναντίον του Morton μέχρι σημείου ώστε ό Morton ν' άρχίση να κάμπτεται ψυχικώς προ του άνευ προηγουμένου διω­

γμού του άπό τον Jackson. Γίνεται αγνώριστος σέ τέτοιο βαθμό, ώστε μή έχων χρήματα ηθέλησε να πωλήση το χρυσοΰν μετάλλιον της 'Ακαδημίας, δπου ύπήρχεν ή προτομή του εντός φύλλων δάφνης. Ό αγοραστής του χρυσού μεταλλίου δεν τον άνεγνώρισεν είς τήν φυσιογνωμίαν του, τόσον είχεν καταβληθή. Τέλος, όταν έπείσθη ότι επρόκειτο περί του Morton, του εδωσεν ό άπλοϋς αυτός άνθρωπος χρήματα χωρίς να κράτηση τό χρυ­

σοϋν μετάλλιον. Δίδαγμα ­ ράπισμα τοϋ άπλοϋ αύτοϋ άνθρωπου προς τον επιστήμονα καθηγητήν Jackson, δια να βεβαίωση άλλην μίαν φοράν ότι επιστήμη χωριζόμενη αρετής πανουργία φαίνεται.

Άπησχολημένος με τάς διαφόρους φροντίδας δια τήν οίκονομικήν του κάλυψιν εκ της εφευρέσεως του ό Morton και ευρεθείς προ μεγίστων δυ­

σχερειών, εγκαταλείπει τήν όδοντιατρικήν, δια τήν άναγνώρισιν τών δι­

— 78 —

καιωμάτων του, και οΰτω ολίγον κατ' ολίγον καταστρέφεται οικονομικώς. Ό Jackson πάντοτε λυσσώδης αντίπαλος του εϊναι πανταχού παρών. Πτωχός πλέον αλλά αγωνιστής ό Morton προκαλεί την συμπάθειαν

των ιατρών του Νοσοκομείου, δπου το πρώτον έχειρούργησε και με επικε­

φαλής τον καθηγητή ν Warren του προσφέρονται 1.000 δολλάρια δια να ζήση αυτός και ή οικογένεια του. Επισήμως εγκρίνεται από το Κογκρέσο να του δοθούν 100.000 άπο το Ταμείο ν του Στράτου καί τοϋ Ναυτικού, λόγω της χρησιμοποιήσεως της μεθόδου του από τα δύο αυτά σώματα.

Άλλα και εδώ πάλιν ό Jackson κατορθώνει να ματαίωση τήν δωρεάν. Ό Jackson θριαμβεύει εις όλας τάς εκδηλώσεις κατά του Morton έκτος μιας : Δεν τοϋ αναγνωρίζεται ή άνακάλυψις της ναρκώσεως. Γράφει άρθρα, δημοσιεύει λιβέλλους εναντίον τοϋ Morton εις εφημερίδας της Νέας Υόρ­

κης λέγων ότι δέν είχεν ούτος καμμίαν άνάμιξιν εις τήν άνακάλυψιν της αναισθησίας. Ό Morton δηλαδή ήτο τελείως άσχετος προς αυτήν. Μετά τήν άνάγνωσιν τοϋ συκοφαντικού λιβέλλου εναντίον του αναχωρεί αμέσως είς Νέαν Ύόρκην, δια να συνάντηση τον διευθυντήν της εφημερίδος καί να απάντηση εις τον Jackson. Άλλα αί ταλαιπωρίαι αύται τον έκούρασαν τόσον, ώστε μετ' ολίγας ημέρας υπέστη καρδιακήν προσβολήν καί απέθανε, αγωνιζόμενος δια το δίκαιον του, τήν 15 'Ιουλίου τοϋ έτους 1868.

Είναι τό δεύτερον θϋμα αυτής της περιέργου μοίρας, δια της οποίας επλήρωσαν με τήν ζωή ν των εκείνοι πού έδωσαν ζωή ν καί εύτυχίαν είς εκατομμύρια συνανθρώπους των.

Ή αυτή τύχη ανέμενε καί τον Long, όστις άργότερον άπέθνησκεν εκ καρδιακής προσβολής τήν στιγμήν πού έδιδε νάρκωσιν. "Οσον άφορφ εις τον Jackson, ούτος άπέθανεν είς ήλικίαν 75 ετών τό 1880.

Τελειώνοντας, πρέπει να όμολογήσωμεν ότι ό Morton, ό αξιοθαύμαστος αυτός άνθρωπος, ύπήρξεν ό πρωτεργάτης τής εφευρέσεως της ναρκώσεως. Ούτος, πολύ πριν άπό τον Claude Bernard, αντελήφθη τήν ανάγκην τής πειραματικής έρεύνης, τοϋ πειράματος, για να βεβαίωση καί δια να βεβαιωθή δια μίαν ύπόθεσιν, δια μίαν σκέψιν. Ύπεχρεώθη όλη του τή ζωή να άγω­

νισθή σκληρόν αγώνα εναντίον ενός ασυνειδήτου άνθρωπου, τοϋ Jackson, καί ευρέθη μόνος αυτός έναντι πολλών ανθρώπων, οϊτινες τον κατεδίωξαν.

Ό Morton πολύ υπέφερε, διότι πολλά προσέφερε καί γι' αυτό στους κατόπιν ανθρώπους υπήρξε πολύ συμπαθής. Διότι δέν είναι αληθές ότι οι μεγάλοι άνδρες αποθνήσκουν δύο φοράς, μίαν φοράν σαν άνθρωποι καί μίαν σαν μεγάλοι εύεργέται τής ανθρωπότητας. Αποθνήσκουν απλώς λυ­

πημένοι, πλημμυρισμένοι άπό πικρίαν. Είς τον ούτως άδικηθέντα καί περιφρονηθέντα εύεργέτην τής άνθρωπό­

τητος ήγέρθησαν μνημεία μετά θάνατον, διαδηλοΰντα τό μέγεθος τής ευερ­

γεσίας, ην παρέσχεν εις τήν ανθρωπότητα, ενώ όρθότερον θα ήτο, αν έπί

— 79 —

των μνημείων αυτών έστηλιτεύετο το μέγεθος της άγνωμοσύνης και της κακίας, ήτις του έπεδείχθη.

Τέλος πρέπει να λεχθή ότι ή οδοντιατρική, ακόμη και εις τα πρώτα αυτής βήματα, ώς επιστήμη, είχε τήν υψίστη ν τιμήν να πραγματοποίηση δια δύο λειτουργών αυτής τήν άνακάλυψιν τής ναρκώσεως, τοϋ μεγίστου αύτοΟ δώρου εις τήν ανθρωπότητα.

ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΡ. ΖΕΓΚΙΝΗ Εισαγγελέως Έφετων

Ο ΖΑΠΠΑΣ ΩΣ ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟΣ ΕΥΕΡΓΕΤΗΣ

Ό Ευάγγελος Ζάππας έγεννήθη έν Λαμπόβω της επαρχίας Τεπελενίου τής Β. Ηπείρου το 1800. Ό πατήρ του, ονόματι Βασίλειος, ήτο έμπορος. Είς ήλικίαν 17 ετών κατετάγη εις τον στρατόν του Ά λ ή πασά και παρέμει­

νεν ώς φρουρός είς το χωρίον Μάζια μέχρι του είκοστοΰ έτους. "Οταν εμα­

θεν ότι οί υπό τον Μάρκον Μπότσαρην Σουλιώται εΐχον άποσπασθή" άπό τών Σουλτανικών στρατευμάτων και εϊχον συμμαχήσει μετά του Άλή πασά, έσπευσε να ένωθή μετά τοϋ σώματος του Μάρκου Μπότσαρη, τοϋ οποίου έγινε μετ' ολίγον πρωτοπαλλήκαρον. Μετέσχε της υπό τοϋ Μαυροκορδά­

του άποφασισθείσης εκστρατείας προς λύσιν της πολιορκίας τοϋ Σουλίου. Μετά την παράδοσιν του Σουλίου μετέβη μετ' άλλων Σουλιωτών εις Μεσο­

λόγγιον. Μετά δέ τον θάνατον του Μάρκου Μπότσαρη έτάχθη υπό τον άδελφόν εκείνου Κώσταν, τον Νικ. Ζέρβαν και Πανουργιαν. Το 1824 προή­

χθη εις ταξίαρχον. "Ελαβε μέρος είς πολλάς μάχας. Ή άνάμιξίς του είς τον αγώνα έγένετο γνωστή εις τους Τούρκους, οί όποιοι συνέλαβον τήν γραίαν μητέρα του και τήν ώδήγησαν σιδηροδέσμιον εις 'Ιωάννινα, ακολούθως δέ τήν έρριψαν εις ύπόγειον φυλακήν της έν τη λίμνη 'Ιωαννίνων νήσου επί δύο ετη. Προσέτι οί Τούρκοι έδήμευσαν και τό ήμισυ τής πατρικής του περιουσίας. Μετά τήν λήξιν τής επαναστάσεως μετέβη είς Βέρροιαν τής Μακεδονίας, ίνα έπιδοθή εις εμπορικός και γεωργικάς επιχειρήσεις. Δέν ήδύνατο δμως να ζήση με τους Τούρκους καί τό 1871 άνεχώρησε δια Βουκου­

ρέστιον. 'Εκεί ήσκει τό επάγγελμα του εμπειρικού ίατροΰ. Έκ τοϋ μακροΰ στρατιωτικού βίου του άπέκτησεν ΐατρικάς τινας καί δή χειρουργικός γνώ­

σεις.'Ακολούθως έξεμίσθωσε κατ' αρχάς μεν μοναστηριακά κτήματα, κατόπιν δέ καί άλλα ιδιωτικά τοιαύτα, τα όποια έξεμεταλλεύετο. Ούτω άπέκτησεν αρκετά χρήματα με τα όποια ήγόρασε καί ιδικά του κτήματα, έχων ώς βοη­

θόν τον έξάδελφόν του Κωνσταντίνο ν Ζάππαν. Μεταξύ τών κτημάτων τού­

των ήτο καί τό περιώνυμον Μπροστένι ή Βρεσθένιον, όπως ό ίδιος τό εξελ­

λήνισε βραδύτερον. Είς τό κτήμα τοϋτο ίδρυσε καί μεγάλους υδρόμυλους. Μετά τίνα ετη εγινεν εις τών μεγαλυτέρων γαιοκτημόνων τής Ρουμανίας.

— 81 —

Tò 1856 άνήγγειλεν ô Ευάγγελος Ζάππας εις τον τότε ύπουργόν τών Εξωτερικών Άλ. Ραγκαβήν, ότι διαθέτει 400 μετοχάς της ατμοπλοϊκής εταιρείας, ϊνα εκ του μερίσματος αύτοϋ γίνωνται περιοδικώς εν 'Αθήναις εκθέσεις βιομηχανικών και γεωργικών προϊόντων τής Ελλάδος. Τήν διεύ­

θυνσιν τών εκθέσεων τούτων άνέθεσεν εις μίαν έπιτροπήν, τήν λεγομένην «Έπιτροπήν τών 'Ολυμπίων». Ώνομάσθη δε ούτω, διότι εν συνδυασμώ προς τάς περιοδικός αύτάς εκθέσεις είχεν υπ' όψιν του και τήν άναβίωσιν τών 'Ολυμπιακών αγώνων. Συγχρόνως εϊχε στείλει εις τον Ραγκαβήν και τα σχέδια του καταστήματος τών 'Ολυμπίων μετά του σταδίου αύτοϋ, το όποιον είχε κατά νουν να άνεγείρη. Ό Ευάγγελος Ζάππας μέχρι του 1863 διετήρη­

σεν ακμαίας τάς σωματικάς και πνευματικός του δυνάμεις. Κατόπιν όμως υπέστη πνευματική ν διατάραξιν. Τήν 19 'Ιουνίου 1865 απέθανε και ένετα­

φιάσθη εις τό κτήμα του Μπροστένι. Μετά τέσσαρα ετη έγένετο ή άνακο­

μιδή τών οστών του και συμφώνως προς τήν τελευταίαν του έπιθυμίαν ή μεν κεφαλή του ετάφη έν 'Αθήναις εις τήν αύλήν του Ζαππείου, τα δε οστά του εις τήν αύλήν του έν Λαμπόβω σχολείου. Πριν καταληφθή υπό τής νόσου είχε συντάξει ΐδιόχειρον διαθήκην, τής οποίας τήν διάσωσιν και έκτέλεσιν ένεπιστεύετο εις τον έξάδελφόν του Κωνσταντϊνον Ζάππαν. Ή ακίνητος περιουσία του, αποτελούμενη κατά τό πλείστον εκ τών έν Ρουμανία αγροτικών κτημάτων του, έκληροδοτεΐτο μετά τον θάνατον του εξαδέλφου του είς τήν έπιτροπήν τών 'Ολυμπίων. Ό εκτελεστής τής διαθήκης υπε­

χρεοϋτο να άνεγείρη έκ τών εισοδημάτων τοϋ κληροδοτήματος τό κατάστημα τών 'Ολυμπίων μετά τοϋ σταδίου του. Πράγματι ούτος ίδρυσε τό σημερινον Ζάππειον μέγαρον, τό όποιον χρησιμοποιείται ως έκθεσις γεωργικών, βιο­

μηχανικών και καλλιτεχνικών προϊόντων.

6

ΝΙΚΟΛΑΟΥ Δ. ΤΖΟΥΓΑΝΑΤΟΥ

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

Τα λαϊκά έθιμα με τή γραφικότητα και τήν ποικιλία τους δημιουργοϋν ëva εντελώς ιδιόρρυθμο και ειδυλλιακό κοινωνικό κλίμα. Σήμερα όμως, πού ή ανάπτυξη τών μέσων επικοινωνίας έχει διασπάσει τους κλειστούς κοινωνικούς χώρους, οί γραφικές εκείνες εκδηλώσεις έχουν ύποστή ανε­

πανόρθωτη φθορά. Μέσα στα κοινωνικά περιβάλλοντα τών καιρών μας, και μάλιστα στην τύρβη τών πολυάνθρωπων αστικών κέντρων, ή επιβίωση τών εθιμικών εκείνων παραδόσεων είναι δύσκολη. Πολλά άπό τα έθιμα έχουν πάρει διαφορετική μορφή, ενώ άλλα κινδυνεύουν να καταντήσουν κενός τύπος, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο.

Ά π ό τα γραφικώτερα έθιμα είναι οί εκδηλώσεις στις γιορτές του Δω­

δεκαήμερου, τα Χριστούγεννα, τα Φώτα κι ανάμεσα τους τήν Πρωτοχρονιά. Οί μεγάλες αυτές γιορτές, πού περιμένει ό κόσμος με ιδιαίτερη χαρά, είναι συνδεδεμένες μέ τα πιο ώραΐα λαϊκά έθιμα. Ά π ' αυτά τό πιο χαρακτηριστικό είναι τα Κάλαντα 1.

Τα Κάλαντα είναι τραγούδια θρησκευτικά μέ ιδιαίτερο θέλγητρο, γιατί συνδέονται μέ τήν οικογενειακή χαρά και μάλιστα τή χαρά τών παι­

διών. Πρόκειται για τραγούδια, πού, έκτος άπό τό θρησκευτικό της εορτα­

στικό περιεχόμενο, έχουν επίσης και εγκωμιαστικό και εύχετικό προορισμό. Κατά τό καθιερωμένο έθιμο τα τραγουδούσαν τή νύχτα τής παραμονής παρέες μικρών παιδιών μέ συνοδεία τοΟ τρίγωνου ή και παρέες μεγάλων τραγουδιστών μέ μουσικά όργανα.

Στην πιο συνηθισμένη τους μορφή, έκτος άπό τό εισαγωγικό — χαιρε­

τιστήριο μέρος, έχουν και τό ιστορικό — πραγματικό και τελειώνουν μέ τό επαινετικό και εύχετικό μέρος. Οί τραγουδιστές μαζί μέ τα «παινέματα»

1. Κατά τους ειδικούς ή καταγωγή τών Καλάντων πρέπει ν' άναζητηθή σέ προχρι­

στιανικά πρωτοχρονιάτικα έθιμα. Και ή ονομασία «Κάλανδα» έχει τήν αρχή της στο λατινικό Calendae (ένν. dies), πού σημαίνει τήν πρωτοχρονιά στο ρωμαϊκό ημερολόγιο (βλ. καί Φ α ί δ ω ν ο ς Κ ο υ κ ο υ λ έ , «Βυζαντινών βίος και πολιτισμός», τόμ. Β', έν 'Αθήναις 1940, σελ. 13 ­19). Για τις γιορτές τοΟ Δωδεκαήμερου στην Κεφαλονιά βλ. καί τή μελέτη τοϋ καθηγητή Δ η μ . Σ. Δ ο υ κ ά τ ο υ στο «Επτανησιακό Ημερολό­

γιο» του 1961, 'Αθήναι, σελ. 133­145.

— 83 —

και τις ευχές επικαλούνται και τη γενναιοδωρία του αφέντη για ενα καλό «μποναμά».

Τήν αρχή τους έχουν στους βυζαντινούς χρόνους, άλλα κατά τόπους, ανάλογα με τήν τοπική ιδιομορφία, έχουν ύποστή ποικίλες παραλλαγές. 'Από τα πιο παλιά άγιοβασιλιάτικα δημοτικά τραγούδια της Κεφαλο­

νιας είναι αυτό, πού έχει άποθησαυρισθή στή «Συλλογή» του Γερμανού φιλολόγου Arnold Passow \ όπου είναι χαρακτηρισμένο κεφαλονίτικο. Είναι φανερό πώς είναι παρμένο, με μικρές ασήμαντες παραλλαγές,άπό τή συλλογή του γνωστού στα Επτάνησα Δαλματοϊταλοϋ Niccolò Tommaseo2.

Ή συλλογή του Θωμαζέου έχει επτανησιακό και ιδιαίτερα κεφαλονί­

τικο ενδιαφέρον, γιατί, όπως αποδεικνύεται άπό τήν αλληλογραφία τους 3, ό Μαζαράκης 4 φρόντισε για τήν καταγραφή των δημοτικών τραγουδιών της Κεφαλονιάς. Σέ μια επιστολή του (25 Σεπτεμβρίου 1841) ό Μαζαράκης υπόσχεται στο Θωμαζέο ότι θα φροντίση να τοϋ αποσταλούν γρήγορα «τα Κεφαλληνία τραγφδια, τα όποια, ως μέ γράφει ό αύτάδελφός μου, μας στέλλονται μέ τον άναγνώστην5 της εκκλησίας». Σέ υστερόγραφο

1. Ό Passow (Πάσσωφ, 1829 ­1880) έκτος άπό τις άλλες εργασίες του έχει εκδώσει και συλλογή δημοτικών τραγουδιών μέ τον τίτλο «Popularia Carmina Greaciae Recen­

tioris» ή, όπως το μετέφρασε ό ίδιος, «Τραγούδια Ρωμαίικα» (Λειψία, 1860). Στή σελ. 218 δημοσιεύεται « Ό Άγιος Βασίλης» μέ τήν ένδειξη «Κεφαλληνία».

2. Ό Tommaseo (Θωμαζέος ή Θωμαζαΐος, 1802­1874) έζησε κυρίως στή Βενετία, όπου γνωρίστηκε μέ Έλληνες λόγιους και μάλιστα μέ τον Κεφαλονίτη λόγιο και ιερω­

μένο Άνθιμο Μαζαράκη, πού τον βοήθησε στην εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας. Κίνητρο «για ν' άποφασίση ν' άσχοληθή μέ τα ελληνικά λαϊκά δημιουργήματα» ήταν το παράδειγμα τοϋ Γάλλου φιλολόγου Φωριέλ (Κλαύδιου Fauriel, 1772­1844), πού τον είχε γνωρίσει στο Παρίσι. Ή συλλογή του Φωριέλ («Chants populaires de la Grèce mo­

derne. . . par C. Fauriel. A Paris, I ­ II, 1824 ­1825), ή επαφή του μέ το Μαζαράκη και το ταξίδι του στην Κέρκυρα το 1849 τον έκαμαν να άσχοληθή μέ τή συλλογή και τήν έκ­

δοση δημοτικών τραγουδιών και άπό άλλες χώρες και άπό τήν Ελλάδα (Canti popolari... Βενετία 1842). Τα ελληνικά τραγούδια βρίσκονται στον Γ' τόμο και σέ μερικά υπάρχουν σχόλια και μετάφραση στα Ιταλικά (βλ. σχετικά και Έ μ μ . Κ ρ ι α ρ α, « Ό Tommaseo, τα δημοτικά τραγούδια και τα νέα μας γράμματα», 'Αθήναι, 1960).

3. Βλ. σχετικά στο περιοδικό «Παρνασσός» (τόμ. Ε', 1963), όπου δημοσιεύεται ή αλληλογραφία άπό τον καθηγητή Γ ε ώ ρ γ ι ο Θ. Ζ ώ ρ α , («Άνθιμος Μαζαράκης και Νικ. Θωμαζαίος»).

4. Ό Άνθιμος Μαζαράκης (1800­1868) γεννήθηκε στό Ληξούρι και σπούδασε στή Μεγάλη τοΟ Γένους Σχολή. 'Υπηρέτησε στο Ληξούρι σαν δημοδιδάσκαλος και εφημέριος κι έπειτα δίδαξε στο Φλαγγινιανό Φροντιστήριο τήςΒενετίας. Το 1866 χειρο­

τονήθηκε μητροπολίτης Σελευκείας. Περισσότερα για τό βίο και τα έργα του βλ. στα «Κεφαλληνιακά Σύμμικτα» ' Η λ ί α Τ σ ι τ σ έ λ η , τόμ. Α', σελ. 363 κ.έ.

5. Οί «αναγνώστες» ήταν ενα είδος δοκίμων ιερωμένων «έχοντες τήν διακονίαν τοϋ άναγιγνώσκειν έν τώ ναώ τάς θείας γραφάς προς κοινήν άκρόασιν». Φορούσαν ράσο καί ειδικού τύπου καλυμμαύχι.

— 84 —

άλλης επιστολής (21 'Οκτωβρίου 1850) υποσημειώνει : «Λάβετε τα εσώ­

κλειστα τραγωδία». Δεν πρέπει επίσης να παραλειφθή ότι ό Θωμαζέος κατά τή διαμονή του

στην Κέρκυρα, όπου και παντρεύτηκε, δημιούργησε φιλικές σχέσεις με πολλές προσωπικότητες των γραμμάτων και μέ τον εθνικό μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό. Κατά τήν έκφραση του Κωστή Παλαμά ό Θωμαζέος «έγινε φίλος των Ελλήνων και του Σολωμού» ι.

Στα κάλαντα τής Συλλογής του ό Passow σημειώνει (βλ. και ύποσημ. 2) πώς το τραγούδι του εϊναι παρμένο άπό τή Συλλογή του Θωμαζέου (σελ. 276 ­ 277). "Αλλωστε δέν υπάρχει αμφιβολία, πώς «ό Passow έφτιαξε τή συλ­

λογή του άπό τραγούδια δημοσιευμένα σ' άλλες συλλογές.. . , ένώ οί γραφές των άλλων παραλλαγών μπαίνουν άπό κάτω σέ σημείωση», καθώς παρατη­

ρεί ό φιλόλογος και κριτικός Γιάννης 'Αποστολάκης 2. Τό βιβλίο του βέ­

βαια είναι πολύτιμο, άλλα δέν πρόκειται για «κριτική έκδοση», όπως και του Fauriel, ό όποιος, χωρίς να έπισκεφθή τήν Ελλάδα, έκαμε τή συλλογή του «μέ κείμενα αλλαγμένα ή, καλύτερα, φτιασμένα άπό τις διάφορες παραλ­

λαγές πού είχε». Τα κείμενα μέχρι να φτάσουν στο τυπογραφείο πέρασαν άπό πολλές χειρουργικές και αισθητικές επεμβάσεις, όπως ήταν συνηθι­

σμένο άλλωστε τήν εποχή εκείνη μέχρι τής στιγμής, που ό καθηγητής και θεμελιωτής τής ελληνικής Λαογραφίας Νικ. Γ. Πολίτης συστηματο­

ποίησε τή μέθοδο τής επιστημονικής έρευνας. Τό τραγούδι, και μάλιστα στο επαινετικό του μέρος, φαίνεται έπεί­

σακτο στην Κεφαλονιά. Και τό περιεχόμενο και ή γλώσσα του είναι σχεδόν ξένα προς τή γλωσσική πραγματικότητα και τή ζωή του νησιού. Για τοϋτο μπορεί να καθοδηγηθή κανείς στο συμπέρασμα, πώς τό κείμενο θα είχε είσαχθή στην Κεφαλονιά είτε μέ προφορική διάδοση είτε κατά τον τρόπο πού διαδόθηκαν κι έπεκράτησαν τα λόγια «Κάλαντα τής Φυλλάδας» 3.

1. Βλ. σχετικά Δ ι ο ν υ σ ί ο υ Σ ο λ ω μ ο ύ , «"Απαντα μετά προλόγου υπό Κω­

στή Παλαμά» (εκδοσις 'Ελευθερουδάκη, 'Αθήναι 1921, σελ. κζ'). 2. Βλ. Γ ι ά ν ν η Μ. ' Α π ο σ τ ο λ ά κ η , «Τά Δημοτικά Τραγούδια», Μέρος Α'.

Οί Συλλογές (1929, σελ. 133 και ή επόμενη παραπομπή σελ. 10). 3. Τέτοιες φυλλάδες και στην εποχή μας ακόμα κυκλοφορούσαν κατά τον τύπο

πού κυκλοφορούν σήμερα οί βίοι των 'Αγίων. Τα παιδιά, πού «τα έλεγαν», αποστήθιζαν τα κείμενα, όπως εκείνο τό πιο γνωστό :

Πάλιν άκούσατ' άρχοντες, πάλιν να σας ειπούμε ότι και αΰριον εστίν ανάγκη να χαρούμε και νά πανηγυρίζωμεν περιοτομήν Κυρίου και έορτήν τοΰ μάκαρος Μεγάλου Βασιλείου. Κάμνω λοιπόν αρχήν καλήν επαίνους να συνθέσω, τον "Αγιον Βασίλειον δια να επαινέσω...

— 85 —

Ένοδ τα λόγια αυτά στιχουργήματα κυκλοφορούσαν στα αστικά μά­

λιστα κέντρα, στα χωριά υπήρχαν κάλαντα δημοτικά, πού «τα έλεγαν» με ενα είδος μουσικής απαγγελίας, όπως περίπου τα τραγούδια του Λαζά­

ρου και των Παθών. "Ισως να φανή παράξενο, πώς στα Επτάνησα, πού έπί τόσους αιώνες

έζησαν κάτου άπό δυτική κυριαρχία κυκλοφορούσαν δημοτικά τραγούδια με προέλευση άπό τήν ηπειρωτική Ελλάδα. Δεν πρέπει όμως να ξεχνούμε ότι, παρά τή δυτική επίδραση, στα Επτάνησα διατηρήθηκε σχεδόν αμό­

λυντη ή ελληνικότητα και ή εθνική παράδοση. Οί δυτικές επιδράσεις περιο­

ρίσθηκαν κυρίως στο στενό κύκλο του άρχοντολογίου. Τό καταπληκτι­

κότερο μάλιστα είναι πώς, όσοι ξένοι εγκαταστάθηκαν στα νησιά κατά τήν περίοδο της ξενοκρατίας, μέ τον καιρό αφομοιώθηκαν και στην εθνι­

κότητα και στο δόγμα. Έξ άλλου τα Επτάνησα δέν έμειναν απομονωμένα άπό τον υπόλοιπο

ελλαδικό κόσμο. 'Ιδιαίτερα οί Κεφαλονίτες ναυτικοί και έμποροι δέν έπαψαν να διασχίζουν τις θάλασσες και να ευδοκιμούν στην 'Ανατολή και τή Δύση. Άλλα και τό αντίθετο επίσης παρατηρήθηκε. Πολλές φορές άπό τους πολέμους και τους διωγμούς εγκαταστάθηκαν στα Επτάνησα πρόσφυγες άπό τήν "Ηπειρο, τή Ρούμελη, τό Μοριά, τήν Κρήτη και τήν 'Αλβανία ακόμα. Όταν κατά τήν Ελληνική 'Επανάσταση έμεινε ό λόρδος Βύρων στην Κεφαλονιά, πριν άποβιβασθή στο Μεσολόγγι, εϋρηκε εκεί πολλούς Σουλιώτες πρόσφυγες, άπό τους οποίους συγκρότησε στρατιω­

τικό σώμα άπό 40 μισθωτούς και τους έστειλε μέ ναυλωμένο καράβι στο Μεσολόγγι *.

Δέν πρέπει λοιπόν νά φαίνεται παράξενο, πώς τα ελλαδικά τραγούδια, τα έθιμα κι οί άλλου είδους επιδράσεις πέρασαν στα Επτάνησα. Στην επτανησιακή μάλιστα ποίηση είναι φανερή ή επίδραση τών δημοτικών τραγουδιών. Καθώς παρατήρησε ό καθηγητής Γ. Θ. Ζώρας : «'Από της εποχής του Σολωμού ή δημοτική ποίησις εύρε εις τήν Έπτάνησον θαυ­

μαστάς όλους τους ασχολούμενους μέ τα γράμματα και τήν ποίησιν, οί όποιοι σχεδόν ομοφώνως εκθειάζουν τήν άξίαν και τήν τεχνικήν της, με­

ρικοί δέ φροντίζουν νά συγκεντρώσουν τάς πρώτας ίδιωτικάς συλλογάς» 2.

1. Βλ. σχετικά και Ν ί κ ο λ. Δ. Τ ζ ο υ γ α ν ά τ ο υ , «Ή ζωή και τα έργα του λόρδου Βύρωνος στην Κεφαλονιά», περιοδ. «Παρνασσός, τόμ. IT', αριθ. 4, σελ. 541.

2. Βλ. Γ. Θ. Ζω ρ α, «Ή Επτάνησος και ή άνάπτυξις τής λογοτεχνίας αυτής», περιοδ. «Νέα Εστία», Χριστούγεννα 1964 (αφιέρωμα εις τήν Έπτάνησον), σελ. 18. Στο ίδιο τεύχος και Δημ. Σ. Δ ο υ κ ά τ ο υ , «'Επτανήσιοι λαογράφοι πριν άπό τήν "Ενω­

ση», σελ. 197­209. 'Εκεί παραθέτει ενα τέτοιο τραγούδι «τής Άνωής της Παλικής» (χωρίς αμφιβολία άπό το χωριό Δαμουλιανάτα). 'Από τήν αντιπαραβολή τοΰ τραγου­

διού αύτοϋ μέ εκείνο τής 'Αγίας Θέκλης, πού ακολουθεί στα τέλος εύκολα βγαίνει

— 86 —

Τα κάλαντα πού έχουν καταγραφή άπο τον Passo w έχουν τήν προέλευση από τήν επαρχία Πάλης, δπου και οι πληροφοριοδότες του Θωμαζέου. Εκεί και σήμερα ακόμα επιζούν μέ διάφορες παραλλαγές. "Αλλωστε κι ό ίδιος ό Μαζαράκης ομολογεί δτι «διώρθωνε τα ποιήματα ουχί εις το περιεχόμενον, διότι δεν ύπήρχεν ανάγκη, άλλα μόνον είς τους τόνους και τήν γραφήν» ι.

Προλογίζοντας το τραγούδι ό Θωμαζέος σημειώνει πώς έτσι τραγου­

διούνται τα κάλαντα στην Κεφαλονιά και είναι αξιόλογα. Ή αρχή του, παρατηρεί, είναι πιο παλιά άπό τό υπόλοιπο· αυτό το συμπέρασμα βγαίνει άπό το ύφος, άλλα καί άπό τήν έλλειψη ομοιοκαταληξίας. «Δεν ομιλώ», προσθέτει2, «δια τους δύο προσθέτους στίχους» και εννοεί τήν αρχή του τραγουδιού. Διακρίνει στο τραγούδι δύο μέρη μέ ξεχωριστά χαρακτηριστικά* στο πρώτο πλέκεται ή «μυθοποίηση» του 'Αγίου Βασίλη, ενώ τό δεύτερο είναι καθαρά «επαινετικό». Παραδέχεται τό πρώτο μέρος για πιο παλιό και δτι τό δεύτερο συγκολλήθηκε στο πρώτο, άφοϋ έπαθε όσες μεταβολές καί προσθήκες σημειώνονται. «Τό νόημα του», γράφει, «είναι απλό. Ό "Αγιος προσωποποιεί τό ιδεώδες της παιδείας, τόσο προσφιλέστατο στα Επτάνησα» 3.

Κατά τό Θωμαζέο ό τόσο φημισμένος για τήν παιδεία του "Αγιος θα ήταν ένας καλός οιωνός για τήν προκοπή τών νέων στα γράμματα. Μέ τήν εικόνα στο χέρι καί τό χαρτί συμβολίζει τήν αγαθότητα, τήν υπομονή καί τή γνώση* τό κρίθινο ψωμί είναι ή κρυφή ελπίδα για τό καλύτερο, τό δε χλωρό κλαρί μέσα στην καρδιά του χειμώνα είναι τό σύμβολο της ελπίδας για τό αύριο* τέλος τό πράσινο χρώμα είναι χαρακτηριστικό τής προσδοκίας, τής ταπεινοσύνης καί τής χαράς τής ζωής. Μέ τήν προσθήκη

το συμπέρασμα, πώς το τραγούδι τοϋ Μαζαράκη καί επομένως τοΟ Passow έκεΐ κάπου δχει καταγραφή.

1. Βλ. το περιοδ. «Παρνασσός», ο.π., σελ. 161. 2. Σε μετάφραση άπό τον Tommaseo. 3. Σε άλλους τόπους ό "Αγιος Βασίλης συμβολίζει κάποιο άλλο ιδανικό. Έτσι,

αντί νά κρατάη ό "Αγιος χαρτί καί καλαμάρι, παριστάνεται σαν ζευγολάτης, πού διακρί­

νεται για τήν προκοπή του. Νά μερικοί χαρακτηριστικοί στίχοι άπό τα πρωτοχρονιά­

τικα κάλαντα τής Σορωνής, χωριού τής Ρόδου :

— Πές μας, νά ζής Βασίλειε, τί σπέρνεις τήν ήμερα; — Σπέρνω σιτάρι δώδεκα, κριθάρι δέκα πέντε

τάη (=ταγή, βρώμη) καί ρώβη δεκαχτώ κι άπό νωρίς στο στάβλο!

Στο περιοδικό «'Ελεύθερα Γράμματα» (αριθ. 58, 1 'Ιανουαρίου 1947, σελ. 5) δημο­

σιεύονται κάλαντα άπό τα Χανιά τής Κρήτης, πού παρουσιάζουν επίσης τον "Αγιο Βασίλη σαν ζευγολάτη.

­ 87 ­

της πέρδικας καί τοϋ περιστεριού ή ειδυλλιακή είκόνα του τραγουδιοϋ φτάνει σε ΰψος.

Στην κάπως ασκητική είκόνα του 'Αγίου προστέθηκε, ϊσως αργότερα, καί ό χαριτωμένος πειρασμός τής γυναικείας ομορφιάς, πού μπορεί να παρασύρη τό νου προς τον έρωτα!

'Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της στιχουργίας του δεύτερου μέρους είναι ή ομοιοκαταληξία καί τό παραγεμισμένο καί βαρύ ύφος, πού δημιουργούν οί αυθαίρετες μεταβολές καί προσθήκες. Ό ίδιος ό Θωμαζέος σημειώνει πώς ορισμένοι στίχοι (όπως οί 14 καί 20) θεωρούνται κι άπό τον ίδιο τό Μαζαράκη παρέμβλητοι. Με τις αλλοιώσεις αυτές τό κείμενο γίνεται άντι­

ποιητικό καί ανούσιο καί, για να μεταχειρισθώ μια έκφραση τοΰ Νικ. Πολίτη, «δέν έγκατοπτρίζει πιστώς καί τελείως τον βίον καί τα ήθη, τα συναισθήματα καί τήν διανόησιν» τοΰ λαού τής Κεφαλονιας.

Τό κείμενο γίνεται πιο ποιητικό κι ευγενικό στο μέρος, πού αναφέ­

ρεται στα «παινέματα» τής κυράς, στους μοσκαναθρεμμένους γιους καί στις πρωτοχρονιάτικες ευχές.

Καί τώρα ακολουθεί τό τραγούδι χωρίς καμμιά επέμβαση ή τροπο­

λογία. Μόνο σ' ελάχιστα σημεία προσπάθησα ν' αποφύγω τή χασμωδία καί ν' αποκαταστήσω τήν εύφωνία καί τό μέτρο.

Ο Α Γ Ι Ο Σ Β Α Σ Ι Λ Η Σ (Τ. 276 c.f.r. Εύλ. 64)

ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑ

Σήμερ' έχοΰμ' αποκοπή Χ κι αύριο αρχή τοΰ χρόνου, αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή τοΰ Γεναρίου κι άγιος Βασίλης έρχεται άπό τήν Καισαρεία, βασταίνει είκόνα καί σταυρό, χαρτί καί καλαμάρι

5 βασταίνει κρίθινο ψωμί καί μια χεριά χορτάρια. — Βασίλη, ποΰθεν έρχεσαι; Βασίλη, ποΰ πηγαίνεις; — Ά π ' τό σχολειό μου έρχομαι, στή μάνα μου πηγαίνω. — Βασίλη, αν ξέρης γράμματα, πές μας τ' αλφαβητάρι.

1. «Αποκοπή» λέγεται στην Κεφαλονιά ή τελευταία μέρα τοϋ χρόνου. Τήν ήμερα εκείνη όλοι εύχονται : «Καλή σου αποκοπή», δηλ. να φύγη (να αποκοπή) με το καλό ό παλιός χρόνος. Ό στίχος αυτός συνήθως δέν λέγεται. Ό στίχος 2 έχει διάφορες παραλ­

λαγές (βλ. καί «Παγκεφαλληνιακόν Ήμερολόγιον» 1938, σελ. 141). Ό στίχος 4 άπαντα καί : «βαστά κοντύλι καί χαρτί» ή «βαστάει πέννα καί χαρτί». Ό στίχος 7 συνηθέστερα λέγεται «Άπό το σπίτι μου έρχομαι καί στο σκολειό μου πάω».

Και το ραβδί τ' απίθωσε να πή τ' αλφαβητάρι· 10 και το ραβδί πούτον ξηρόν \ χλωρούς βλαστούς πετάει

κι απάνω στους χλωρούς βλαστούς περδίκια καρκαριόνται2

κι όχι περδίκια μοναχά, μονέ και περιστέρια.

Μ' αν είναι μέ τον ορισμό στ' αρχοντικό να μπούμε3, * επαίνους και τις χάρες σας τώρα να δι(η)γηθοΰμε.

15 Σ'αυτό το σπίτι ποΰρταμε πέτρα να μη ραγίση κι ό νοικοκύρης του σπιτιού χρόνους πολλούς να ζήση. 'Αφέντη, αφέντη, όλάφεντε, αφέντη φημισμένε, στην ξενητιά και τη Φραγκιά, στον κόσμο ξακουσμένε, αφέντη μ' ρήγα να σέ δ(ι)ώ ή μπάιλο στην Πόλη

20 * και βασιλιά στον τόπο σου να σέ τιμήσουν όλοι. Πολλά είπαμε τ' αφέντη μας· ας πούμε της κυράς μας. Κυρά χρυσή και λυγερή, κυρά χαριτωμένη, μέ φρονιμάδες κι εύμορφιές έσύ 'σαι στολισμένη. Κυρά μου, όταν βούλεσαι στην εκκλησιά να 'πάγης,

25 να προσκύνησης τό(ν) Θεό(ν), την προσευχή να κάνης, βάνεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθι και του κοράκου τό φτερό(ν) βάνεις γαϊτανοφρύδι. Έσέ, κυρά μου, σοΰπρεπε βασίλισσα να γίνης, να κάθεσαι στο θρόνο σου ταΐς εύμορφιαΐς να κρίνης.

30 Κυρά μέ τους πολλούς υιούς τους μοσκαναθρεμμένους στην προκοπή και στα καλά καλοσυνηθισμένους, πού λούζεις τους, χτενίζεις τους και στό σχολειό τους στέλνεις, να μάθουν χάριν κι αρχοντιές, πολλά τους παραγγέρνεις.

1. Στο στίχο 10 είναι φανερή ή ξενική προέλευση του τραγουδιού. 2. Το ρ. συνηθέστερα άπαντα στην Κεφαλονιά «καρκαρίζω» ή «καρκολογιέμαι».

Ό στίχος άπαντα και «περδίκια κελαηδούσαν» ή άλλο παραπλήσιο. 3. 'Από το στίχο 13 αρχίζει το επαινετικό μέρος. Οί στίχοι 13­14 είναι ενα είδος

εισαγωγής. Τέτοιος πρέπει να θεωρηθή και ό στίχος 21 για τα παινέματα της κυράς. Στους στίχους 13­20 έχουν γίνει διορθώσεις και προσθήκες άπο το Μαζαράκη, καθώς σημειώ­

νει ό Θωμαζέος. "Οσα αναφέρονται έδώ δεν προσιδιάζουν στην κεφαλονίτικη ζωή. Σέ πραγματικώτερο περιβάλλον θα βρεθούμε, αν παραλληλίσουμε μέ τα αντίστοιχα τρα­

γούδια τής «Συλλογής δημωδών ασμάτων τής Ηπείρου» ύπο Π. Ά. ρ α β α ν τ ι ν ο C (έν 'Αθήναις, 1880, σελ. 121). Ό Άραβαντινος έχει κεφαλονίτικη τήν καταγωγή και παραπέμπει στο Φωριέλ και τον Τομαζέο. Λεπτομέρειες για τή ζωή και το έργο του βλ. στα «Κεφαλληνιακά Σύμμικτα» του ' Η λ ί α Τ σ ι τ σ έ λ η , τόμ. Α', σελ. 27. Στο στίχο 19 ή λ. «μπάϊλος»» είναι τίτλος κυρίως των προξένων τής Βενετίας στην Κωνσταντινού­

πολη. Ό στίχ. 20 θεωρείται πρόσθετος.

— 89 —

Κι εκεί τους δέρνει ό δάσκαλος κι εκεί τους μαγχλαβίζειι

35 με τρία κλαδιά βασιλικού πάντα τους φοβερίζει2.

Χιλιά καλονυχτίζουμε τ' αφέντη μας το σπίτι3, μέ τήν υγειά, με τη χαρά, ποτέ να μήν του λείπη. "Ανοιξε το πουγγάκι σου τ' άργυροχρυσωμένο κι άπλωσε το χεράκι σου το μοσκοβολισμένο

40 κι αν εϊν' ασήμι, ρίψε το, αφέντη, να το ιδούμε κι αν εχης και γλυκό κρασί, στείλε το να το πιούμε *.

"Ετσι μδς παρέδωσε τον κεφαλονίτικο Άη ­ Βασίλη ό Passow. Σε παρένθεση του κάτου άπο τήν επικεφαλίδα έχει σημειώσει : c.f.r. ^ c o n ­

fronta), δηλ. παράβαλε μέ τα τραγούδια του T(ommaseo), σελ. 276 καί­

Εύλ. (= Εύλαμπίου), σελ. 64. Ή έκδοση αυτή του Εύλαμπίου 5, προς τήν οποία μας παραπέμπει, είναι μία άπο τίς καταπληκτικώτερες σέ πολυτέ­

λεια. "Εχει τυπωθή το βιβλίο στή ρωσική πρωτεύουσα και περιλαμβά­

1. Ό στίχος 30 συνηθέστερα άπαντα «κυρά μέ τους πολλούς σου γιους». Το ρ. μαγκλαβίζω (ό Passow γράφει «μαγχλαβίζω») δέν είναι εύχρηστο στην Κεφαλονιά. Ό Passow το μεταφράζει μέ το λατινικό : torquere, extorquere ( = βασανίζω). Tò ρ. παρά­

γεται άπα το μεσαιωνικό «μαγκλάβιον». Στην Κεφαλονιά (Πύλαρο) λένε «μαγκλαβίζω τίς ελιές», δηλ. τίς χτυπάω μέ τη «μαγκλάρα», για να πέσουν.

2. Μετά το στίχο 35 πρέπει να ύπάρχη κάποιο κενό. Φαίνεται πώς το αυστηρό ήθος του ιερωμένου Μαζαράκη δέν επέτρεψε τήν αναγραφή των στίχων, πού παρουσιά­

ζουν το δάσκαλο να φοβερίζη τα παιδιά, γιατί ό νους τους δέν ήταν στα γράμματα, άλλα στίς μαυρομάτες (βλ. τα επόμενα τραγούδια).

3. Ό στίχος σωστότερα : «Χίλια κολονυχτίσματα στ' αφέντη μας το σπίτι». Ό στίχ. 20 προδίδει κωνσταντινουπολίτικη προέλευση. Το ΐδιο και στο στίχο 40, όπου εϊναι γραμμένο «νάν τό διοϋμε», όπως και στο στίχο 19 «νά σέ διώ».

4. Στο τέλος των σχολίων του ό Passow γράφει σέ λατινική γλώσσα, πώς οί τραγου­

διστές, όταν οί αφεντάδες ήταν απρόθυμοι στα φιλοδωρήματα ή τσιγγούνηδες, δέν έδί­

σταζαν νά χρησιμοποιούν ακόμα και στίχους υβριστικούς. Σάν παράδειγμα παραθέτει τους στίχους :

Άπό χρόνους σας πολλούς κι ëva τάσι ποντικούς κι ενα κόσκινον βολβούς Μέ τόνα χέρι ζύμωνε, μέ τ' άλλο ξεί τον κώλον!

Σέ ανάλογες περιπτώσεις και οί σύγχρονοι τραγουδιστές χρησιμοποιούν στίχους μέ περιεχόμενο παραπλήσιο ή και χειρότερο.

5. Τό βιβλίο είναι αφιερωμένο στο βασιλέα των 'Ελλήνων Γεώργιο Β'. Τιτλο­

φορείται : « Ό 'Αμάραντος, ήτοι τα ρόδα της άναγεννηθείσης Ελλάδος». Τά ΐδια και σέ ρωσική γλώσσα μέ τήν προσθήκη : «Τό βιβλίον τούτο έστεφανώθη άπό τήν έν Πετρουπόλει αύτοκρατορικήν Άκαδημίαν τών επιστημών».

— 90 —

νει 24 δημοτικά τραγούδια κάθε λογής, «διαφόρων κλάσεων», όπως ση­

μειώνεται. Το «Τραγούδι του νέου έτους» έχει μόνο 12 στίχους και παραλείπει

το εύχετικό μέρος. Το παραθέτουμε διατηρώντας την ορθογραφία :

"Αν ήναι με τό θέλημα τα κάλαντα να πούμε.— 'Αρχή μηνιά κι αρχή χρονιά κι αρχή καλός σας χρόνος. "Αγιος Βασίλης έρχεται, Γενάρης ξημερώνει "Αγιος Βασίλης έρχεται από τήν Καισαρεία,

5 βαστά κονδύλι και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι. — «Βασίλη, πόθεν έρχεσαι και πόθεν μας κοπιάζεις;» — Ά π ό τό σπήτι μ' έρχομαι και 'ς τό σχολειό μου πάγω. — «Βασίλη, ξέρεις γράμματα; Πές μας τ' αλφαβητάρι».

Και 'ς τό ραβδί τ' άκούμβησε να πή τ' αλφαβητάρι· 10 χλωρό δεν ήταν τό ραβδί, χλωρούς βλαστούς έβγαλε,

κι απάνω 'ς τους χλωρούς βλαστούς περδίκια κελαειδοϋσε, όχι πέρδικα μοναχά, μόνε και περιστέρια.

Ά π ό τήν αντιπαραβολή των τραγουδιών βγαίνει τό συμπέρασμα, πώς τό φερόμενο σαν κεφαλονίτικο τραγούδι είναι πανελλήνιο και φτάνει μά­

λιστα ώς τον εξω Ελληνισμό. Τό αντίστοιχο τραγούδι τής συλλογής του Άραβαντινου μας δείχνει ίσως τό δρόμο, άπό τον όποιο έφτασε στην Κέφαλο νιά.

Πότε ακριβώς διαδόθηκε στο νησί δεν είναι εύκολο να έξακριβωθή. Πάντως σαν βοηθητικά στοιχεία πρέπει να θεωρηθούν : 1) Τό ότι ό Άρα­

βαντινός είχε καταγράψει στην Πάργα, άπ' όπου και τα γνωστά εκείνα κάλαντα τής φυλλάδας. 2) Τό ότι ή επικοινωνία τής Επτανήσου με τήν Πάργα, πού ήταν εξάρτημα τής Επτανήσου, δεν έπαψε μέχρι τό 1817, όταν πουλήθηκε άπό τους "Αγγλους. 3) Τό ότι ή οικογένεια Άραβαντινου έχει κεφαλονίτικη τήν καταγωγή και 4) Τό ότι κατά καιρούς πρόσφυγες 'Ηπειρώτες είχαν καταφύγει στα Επτάνησα.

"Οτι τέτοια πρωτοχρονιάτικα τραγούδια κυκλοφορούσαν κατά τήν εποχή εκείνη στα Επτάνησα μας τό αποδεικνύει κι ενα άλλο πρωτοχρο­

νιάτικο τραγούδι, πού είχε ύπ' όψη του ό Άραβαντινός, καθώς ό ϊδιος τό σημειώνει. Πρόκειται για τα λευκαδίτικα κάλαντα, πού δημοσιεύθηκαν άπό τό Ί . Σταματέλλο ι με τήν πληροφορία, ότι «τό φσμα τούτο ψάλλουσιν

1. Τα κάλαντα τοϋ Ί . Ν. Σταματέλλου μαζί με άλλο λευκαδίτικο λαογραφικό υλικό έχουν δημοσιευθή άπό τον «έν Κωνοταντινουπόλει Έλληνικον Φιλολογικον Σύλλογον» («σύγγραμμα περιοδικον» τόμ. Η', έν Κωνσταντινουπόλει 1874, σελ. 401) καί με τήν έπι­

— 91 —

οί Λευκάδιοι κατά την πρώτην του έτους περιφερόμενοι εις τάς αγυιάς της πόλεως.. .». Προσθέτει ακόμη ότι «το άσμα τοϋτο κατά τους προγε­

νεστέρους χρόνους είσήρχοντο αδοντες και εις τάς οικίας των συγγενών και φίλων. Ή άπλότης του ΰφους του και τών ιδεών του μαρτυρουσι την μεγάλην αύτοϋ αρχαιότητα, ην και οί γέροντες μας έπιβεβαιοϋσιν». Άλλα μήπως δεν διαδόθηκαν επίσης και τα κρητικά τραγούδια, όταν είχαν καταφύγει στην Κέφαλο νια πρόσφυγες; Ό «Έρωτόκριτος» μάλι­

στα είχε τέτοια διάδοση, ώστε όχι μόνον οί αγράμματες γρηοϋλες τον ήξεραν, άλλα κατάντησε να διαδοθή το όνομα καί σαν βαφτιστικό στο νησί !

Για την παλαιότητα τών καλάντων, πού επικράτησε να τα τραγου­

δούν «κατ' εθος» στις επίσημες χριστιανικές γιορτές μας πληροφορεί ό βυζαντινός λόγιος του 12ου αιώνα 'Ιωάννης Τζέτζης ι μέ τους στί­

χους του :

και τή Χριστού γεννήσει δε καί Φώτων τη ήμερα όπόσοι περιτρέχουσι τάς θύρας προσαιτοΰντες μετά φδών καί επωδών ή λόγους εγκωμίων καί δήθεν εν προφάσεσι ψευδέσιν, εύαφόρμοις...

'Από τήν εποχή λοιπόν εκείνη, καθώς γράφει ό καθηγητής Φ. Κου­

κούλες, «τα καλανδικά άσματα, τα όποια περιεϊχον καί στίχους σχετιζο­

μένους καί μέ τον σχολικόν βίον καί τήν άπειλήν της ύπό του διδασκάλου μαστιγώσεως, πολλάκις έτελείωνον μέ αϊτησιν τών καλανδιστών να τους δώσωσιν αί οίκοδέσποιναι χρήματα, ώά, όρνιθας κ.τ.τ.» 2.

Τα καλανδικά τραγούδια, όπως καί τα σχετικά έθιμα, αποδεικνύεται ότι είχαν τήν αρχή από τα παλιά χρόνια, πήραν συγκεκριμένη μορφή μέ τήν επικράτηση τοϋ Χριστιανισμού, διαδόθηκαν καί προσαρμόσθηκαν στους διάφορους τόπους σύμφωνα μέ τον ιδιαίτερο τρόπο ζωής.

Στην Κεφαλονιά ιδιαίτερα, επειδή είναι τέτοια ή φυσική διαμόρφωση, ώστε να ξεχωρίζουν οί κάτοικοι τών διαφόρων περιοχών όχι μόνο άπό τον τόνο της φωνής καί τήν προφορά, άλλα καί άπό τα ιδιαίτερα χαρακτη­

ριστικά της προσωπικότητας, οί παραλλαγές τών καλανδικών τραγουδιών,

γραφή «Ζωντα μνημεία». Ό Σταματέλλος δημοσίευσε τους εφτά πρώτους στίχους. Για τον 'Ιωάννη Σταματέλλο βλ. καί Δημ . Σ. Λ ο υ κ ά τ ο υ , «'Επτανήσιοι λαογράφοι πριν άπό τήν Ένωση», περιοδ. «Νέα Εστία» (Χριστούγεννα 1964, σελ. 201).

1. Βλ. Φ α ί δ ω ν ο ς Κ ο υ κ ο υ λ έ , «Βυζαντινών βίος καί πολιτισμός», τόμ. Α', II, σελ. 14. Έν 'Αθήναις 1948.

2. Βλ. το περιοδ. «Δημιουργία», τόμ. Β', τεϋχ. 21, σελ. 534.

— 92 —

δπως και τα έθιμα, παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία τόσο στην άρια όσο και στο περιεχόμενο '.

Παρά τις αναμφισβήτητες δυσχέρειες θα προσπαθήσω να παρουσιάσω τα σύγχρονα πρωτοχρονιάτικα δημοτικά κάλαντα όπως έχουν διασωθή άπό τήν προφορική παράδοση στην πιο επικρατέστερη μορφή τους. Δεν διατηρούνται βέβαια στον τύπο, πού μας παρέδωσε ό Θωμαζέος και ό Pas­

sow, άλλα πλησιάζουν περισσότερο με τα κάλαντα, πού έχει καταγράψει ό Άραβαντινός, χωρίς όμως αυτό να σημαίνη πώς δέν αποτύπωσε στή μορφή τους τή σφραγίδα του ό χρόνος και οι μεταβολές, πού είναι μοιραίο να παρουσιάζωνται στην κοινωνική ζωή.

'Ιδού τώρα ή επικρατέστερη παράδοση 2. Στην υποσημείωση κατα­

γράφονται και οί διάφορες παραλλαγές, πού απαντούν στίς διάφορες περιοχές.

'Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή του Γεναρίου αύριο ξημερώνεται τ' 'Αγίου Βασιλείου. "Αης Βασίλης έρχεται άπό τήν Καισαρεία βαστάει πέννα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι.

5 Τό καλαμάρι έγραφε και τό χαρτί μιλούσε : — Βασίλη, ποϋθεν έρχεσαι και ποϋθε κατεβαίνεις; — Άπό τό σπίτι μου έρχομαι και στο σκολειό μου πάω. — Κάτσε να φδς, κάτσε να πιής, κάτσε να τραγουδήσης 3. — 'Εγώ γράμματα μάθαινα, τραγούδια δέν ήξέρω!

10—Μα σαν ήξέρεις γράμματα, πές μας τ'άρφαβητάρι. Και τό ραβδί του ακούμπησε να πή τ' άρφαβητάρι. Ξερό ήταν τό ραβδάκι του, χλωρούς βλαστούς έπέτα κι άπάνου στους χλωρούς βλαστούς περδίκια καρκαριόνταν i

κι όχι περδίκια μοναχά, άλλα και περιστέρια. 15 Τα περιστέρια πέταξαν και στις βρυσούλες πάνε,

1. Βλ. σχετικά και Δημ . Σ. Λ ο υ κ ά τ ο υ , «Κεφαλονίτικα γνωμικά» ('Αθήναι 1952).

2. Ή καταγραφή οφείλεται σέ προσωπική μου κυρίως φροντίδα. Περίληψη της εργασίας είχε δημοσιευθή στο περιοδικό «Ήχο) του Ιονίου» (Νοέμβριος ­ Δεκέμβριος 1948, σελ. 17 ­ 19 και 'Ιανουάριος ­ Φεβρουάριος 1949, σελ. 17 ­ 20).

3. Οί δύο πρώτοι στίχοι απαντούν σέ ποικιλία παραλλαγών με ιδιαίτερο χαρακτη­

ριστικό την ομοιοκαταληξία. Μετά τον 8ο στίχο ακολουθεί σέ μερικές περιοχές καί ό στίχος : «Κάτσε τον πόνο σου να πής, να μας καλοκαρδίσης». Ό στίχος 10 άπαντα επίσης καί : «Πές μας τήν Άρφαβήτα». Στο Πυργί λένε : «πές μας ένα τροπάρι».

4. Ό στίχος άπαντα καί σέ διάφορες παραλλαγές (βλ. ύποσ. 17) καθώς επίσης καί : «καρκαλόγαν» ή «αηδόνια κελαηδούσαν».

— 93 —

παίρνουν νερό στη μύτη τους και χιόνι στα φτερά τους ι, ραντίζουν τον αφέντη τους, ραντίζουν την κυρά τους.

Κυρά μέ τους πολλούς σου γιους τους μοσκαναθρεμμένους, νίβε τους και χτένιζε τους καί στο σκολειό στερνέ τους.

20 Έκεΐ τους δέρνει ό δάσκαλος, εκεί τους μαγκλαβίζει μέ δύο κλωνιά βασιλικό, μέ πέντε άξάρια μόσκο 2.

— Μωρές καί πουν' τα γράμματα, μωρές καί πουν' ό νους σας; — Τα γράμματα είναι στο χαρτί κι ό νους μας στο κοντύλι3

κι ô λογισμός μας πέταξε πέρα στις μαυρομάτες, 25 Πέρα στις γαϊτανόφρυδες καί τις ξανθομαλλοϋσες,

(όποχουν τα ξανθά μαλλιά σαράντα πέντε πήχες!)

1. Ή παραλλαγή αύτη ανήκει σέ κάλαντα της Σκάλας καί είναι πλησιέστερη στη γραπτή παράδοση. Στην Πύλαρο λένε επίσης :

παίρνουν νερό στα νύχια τους, σαπούνι στα φτερά τους καί λούζουν τον αφέντη τους καί λούζουν την κυρά τους καί λούζουν τον αφέντη τους τον πολυχρονεμένο.

Στο Ρίφι, χωριό της Άνωής, λέγεται : πίνουν νερό καί λούζονται, ραντίζουν τα φτερά τους ραντίζουν τον αφέντη τους, ραντίζουν την κυρά τους.

Στή Σάμη : παίρνουν νερό ραντίζονται, ραντίζουν καί τη βάγια καί παίρνει ή βάγια το κερί καί φέγγει άπάνου ­ κάτου καί φέγγει στα καντήλια του του πολυχρονεμένου.

Άπα τον επόμενο στίχο 18 αρχίζει το επαινετικό μέρος. Ό τραγουδιστής μαζί μέ τα «παινέματα» ύπογραμίζει καί τήν αξία της παιδείας, άλλα καί τήν επίδραση του έρωτα στις νεανικές ψυχές.

2. Ή λ. «άξάρια» είναι παραφθορά τοΰ «άσσάρια» (λατιν. as), μονάδα μετρήσεως καί χάλκινο ρωμαϊκό νόμισμα. Ό «μόσκος» (μόσχος) είναι ζωτική αρωματική ουσία, πού εκκρίνεται άπό «τον μόσχον τον μοσχοφόρον..., μικρόν ζωον, τοΰ οποίου τό συνα­

γόμενον αίμα περί τον όμφαλόν δεσμεύοντες άποκόπτουσι­ τούτο γάρ έστι τό μέρος ευώ­

δες, τουτέστιν ό παρ' ημών λεγόμενος μόσχος». Ό στίχος λέγεται επίσης (Πύλαρος) : «μέ δυο κλωνιά βασιλικό, μέ πέντε ματζουράνες».

Καί στο Πυργί : «μέ τρία κλωνιά βασιλικό, μέ πέντε δράμια μόσκο». 'Απαντα επίσης καί : «Τους δέρνει κι ή δασκάλισσα μέ μια χρυσή βεργούλα»!

3. Σ' άλλη παραλλαγή (Παλική ­ Σκάλα) : «κι ό νους μας στην αγάπη» ή «κι ό νους μας σ' τσί κοπέλλες» Οί στίχοι 25 κ.ε. σέ σκαλισιάνικη παραλλαγή :

πέρα στις γαϊτανόφρυδες καί τις ξανθομαλλοΰσες, όποχουν τα ξανθά μαλλιά σαράντα πέντε πήχες. Στους ουρανούς τα πλέκουνε, στους κάμπους τα χτενίζουν καί στον αφρό τής θάλασσας πλεξούδες τα χωρίζουν.

— 94 —

Σ' αυτό το σπίτι ποΰρταμε πέτρα να μή ραΐση κι ό νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήση. Να ζήση χρόνια εκατό και να τα διαπεράση

30 κι άπό τα εκατό κι έκεΐ ν' άσπρίση, να γεράση. Σ' αυτό τό σπίτι ποΰρταμε τό μαρμαροχτισμένο ογλήγορα να μπάσουμε γαμπρό καμαρωμένο 1. Έκοίταξα στον ουρανό κι είδα 'ένα δυο λαμπάδες και με τό καλονύχτισμα καλές σας έορτάδες 2.

35 Και πάλι ματακοίταξα κι είδα σταυρό στή μέση κι άπ' όλα τα ονόματα (π.χ. Γεράσιμος) μ' αρέσει. Και πάλε ματακοίταξα κι είδα 'ένα δυο στεφάνια και μέ τό καλονύχτισμα καλά σας Θεοφάνια. Του (π.χ. Δημητράκη) τοϋπρεπε πιτσούνι και ξιφτέρι

40 και μια πεννούλα ολόχρυση στο δεξιό του χέρι3.

"Ανοιξε τό πουγγάκι σου τό χρυσοκεντημένο κι άπλωσε τό χεράκι σου τό μοσκοβολισμένο·

1. 'Από το στίχο 27 αρχίζει το «εύχετικό» μέρος, πού κατά περιοχές παρουσιάζει ενδιαφέρουσα ποικιλία. Χαρακτηριστικό του ή ομοιοκαταληξία, πού φανερώνει μετα­

γενέστερη προσθήκη. Πολλές φορές ό τραγουδιστής εκδηλώνεται μέ άκακη χιουμορι­

στική διάθεση, όπως π.χ. ή παραλλαγή (Διγαλέτο ­ Πυργί) στο στίχο 30 : «Χίλια βρακο­

ποκάμισα να ζήση να χαλάση». 'Αντί για τους στίχους 31­32 όπου υπάρχουν υποψήφιοι γαμπροί μπαίνουν οί στίχοι :

Σε τούτη τήν ψηλόσκαλα τή μαρμαροχτισμένη ογλήγορα να μπάσουμε νύφη καμαρωμένη.

2. Σέ μερικές περιπτώσεις οί τραγουδιστές αυτοσχεδίαζαν ευτράπελους στίχους, δπως π.χ.

Και πάλι ματακοίταξα κι είδα 'να­δυο σαΐτες και μέ το καλονύχτισμα καλές σας τηγανίτες!

"Ας σημειωθή πώς «τηγανίτες» λένε στην Κεφαλονιά τις λουκουμάδες. 3. 'Εδώ λέγεται ό,τι ταιριάζει στο επάγγελμα ή τις επιθυμίες του νοικοκύρη, π.χ.

ενα ξουράφι, ενα ψαλίδι, ένα παιδάκι σερνικό κ.ά.τ. Έχουν διασωθή και μερικοί στίχοι πού εκφράζουν τήν επικράτηση του κεφαλονίτικου στοιχείου στο εμπόριο και τήν ναυ­

τιλία. Ή θέση τους είναι μετά τό στίχο 40.

Και πάλε του ματάπρεπε καράβι ν' άρματώση και στην Κωνσταντινούπολη δια νυχτός να σώση, οπού περνάει ό λόγος του σ' όλους τους αφεντάδες, σέ ίερεΐς κι αρχιερείς καί σέ πατριαρχάδες!

Ήταν πολύ συνηθισμένο επίσης να έπινοή ό τραγουδιστής περιγελαστικούς στί­

χους ή στίχους αναφερόμενους σέ επίκαιρα γεγονότα.

— 95 —

κι &ν εχη ασήμι δό(ς) μας το, κι αν εχη και λογάρι, κι αν εχη και χρυσαφικό, κανείς να μην τό πάρη.

45 Δώστε κι εμάς τον κόπο μας δ,τι είναι ορισμός σας και ό αφέντης ό Χριστός (ή: ό"Αγιος Βασίλειος) να είναι βοηθός σας ι.

Θα ήταν παράλειψη, άν δεν αναφέραμε και μερικά άλλα καλανδικά τραγούδια, πού κυκλοφόρησαν κατά καιρούς, με κάποιες διαφορές άπό τον καθιερωμένο τύπο. Παλαιότερα π.χ. λεγόταν στή Σκάλα ό «Παλιός "Αη ­Βασίλης» μέ χαρακτηριστικά τό ανατολίτικο χρώμα και την παπαδίστικη έκφραση. Δεν είναι απίθανο να οφείλεται ή εισαγωγή του σέ κάποια φυλλάδα.

'Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή του Γεναρίου και μέ τα ξημερώματα τ' 'Αγίου Βασιλείου.

1. Οί τελευταίοι στίχοι (41 κ.ε.) αποτελούν «τον κατά παράδοσιν» επίλογο, πού δέν επέζησε όμως, γιατί, όπως είναι γραμμένος, ανταποκρίνεται σέ πραγματικότητα άσχετη μέ την κεφαλονίτικη. Ή μεσαιωνική λέξη «λογάρι» σημαίνει το μετρητό χρήμα ή τους θησαυρούς γενικώτερα. Χαριτωμένη παρωδία είναι τό λεγόμενο στή Σάμη :

φλωριά κι αν εχης, δώοε μας· φλωριά μή μας στέρησης κι αν έχης μισό σώβρακο..., χρόνια πολλά να ζήσης!

Πιό απαιτητικοί είναι οί τραγουδιστές της Θηνιάς! Δώστε μας βασιλόπιττα, δώστε μας και τό γάλο, δώστε μας και τον μποναμά κι εμείς δέν θέλουμ' άλλο! "Ο,τι είναι νόμος δώσετε κι άλλου θέ να τα ποϋμε κι οί όμορφες της γειτονιάς όλες μας καρτερούνε!

Τα ϊδια καί στο Ληξούρι (βλ. Π. Δ ε λ λ α π ό ρ τ α ν στο περιοδ. «'Ιόνιος Ήχώ», 'Ιανουάριος ­ Φεβρουάριος 1973, σελ. 10).

Δώσε μας τό χριστόψωμο, δώσε μας καί τό γάλο δώσε μας καί τον μποναμά κι έμεΐς δέν θέλουμ' άλλο!

Στα Κάλαντα τής Σκάλας υπάρχουν στίχοι μέ ιδιαίτερο συμβολισμό. ΤΑνοιξε τό πουγγάκι σου τό χρυσοκεντημένο, οπού σοΰ τό κεντούσανε τρία άπάρθενα κορίτσια, τδνα κεντούσε τον Χριστό, τ' άλλο τον 'Ιορδάνη, τό τρίτο τό καλύτερο κέντα τον "Αη Γιάννη, καί δώστε μας τον κόπο μας ο,τι είναι ορισμός σας.. .

Στή σύγχρονη εποχή χρησιμοποιούν στίχους άντιποιητικοΰς καί ανούσιους, πού δέν υπήρχαν παλαιότερα.

Έσφάξαμε τόν κόκκορα, μας έμεινε ή κότα, δώστε μας καί τον κόπο μας να πάμε σ' άλλη πόρτα!

— 96 —

Σήμερα θέλησε ό Χριστός περιτομή να λάβη, να ξαγοράση τις ψυχές, πού έκλεινε ό "Αδης.

5 Μα έτσι κι οί προπάτορες, οι φτονεροί 'Ιουδαίοι το έχουνε και το κρατούν και θέλουνε να λένε L, πώς επαρέβη ή εντολή κι άλλα πολλά να λένε. "Ας εχη δόξα ή Τριάς, Πατήρ, Υιός και Πνεύμα, όπου μδς εξαγόρασε με τ' "Αγιο το αίμα.

10 Βασίλειος ό γρήγορος και ό θερμός προστάτης στην Παναγία δέεται — μεγάλο τ'όνομα της! —

— Σε Σέ, Παρθένα, δέομαι, σε Σε και τον Υίόν Σου και με τα ρήματα έμου ζητώ τον ορισμό Σου. Και εΐμ' άφεντοδοϋλος Σου εκ της Καππαδοκίας

15 Βασίλειος άρχιερεύς όλης της Καισαρείας. (ακολουθεί τό εύχετικό μέρος)

'Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζουν τα κάλαντα, πού τραγουδούσαν στο Πυργί (Κατάρραχο). "Εχουν ιδιαίτερα τοπικό χρώμα, γιατί τα περι­

στέρια σηκώνουν στα νύχια τους χώμα, για να θεμελιωθή τό Κάστρο. Είναι φανερό, πώς τό τραγούδι είναι επηρεασμένο από τους θρύλους για τό γει­

τονικό Κάστρο της Ώριας 2.

'Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή του Γεναρίου αύριο ξημερώνεται τ' 'Αγίου Βασιλείου. "Αης Βασίλης έρχεται άπό τήν Καισαρεία, βαστάει πέννα και χαρτί, σταυρό και καλαμάρι.

5 Σκολίτης τον απάντησε κάτου στο σταυροδρόμι : — Βασίλη, ποΰθεν έρχεσαι και ποϋθε κατεβαίνεις; — Άπό τό σπίτι μου έρχομαι και στο σκολειό μου πάω. — Βασίλη, αν ξέρης γράμματα, πές μας τ' άρφαβητάρι.

Ξερό ήταν τό ραβδάκι του, χλωρούς βλαστούς έπέτα 10 κι άπάνου στους χλωρούς βλαστούς περδίκια καρκαριώνται,

κι όχι περδίκια μοναχά παρά και περιστέρια. Τα περιστέρια φύγανε και στην αυλή μου πάνε* αν εχω στάρι, τρώγουνε, κεχρί, μου τό μαζώνουν, τό χώμα της αύλούλας μου στα νύχια τους σηκώνουν.

1. Πρόκειται για το ιουδαϊκό έθιμο της περιτομής. Ή χριστιανική Εκκλησία, μολονότι τό κατάργησε, έν τούτοις γιορτάζει «τήν περιτομήν του Κυρίου»!

2. Για το Κάστρο της Ώριας, όπου και μέρος των τειχών των Πρόννων, αρχαίας πόλεως της Κεφαλονιάς, βλ. τή «Γεωγραφία τοϋ Νομοϋ Κεφαλληνίας» ύπό ' Α ν τ ω ν ί ο υ Μ η λ ι α ρ ά κ η ΓΑθήνησιν 1890, σελ. 180).

— 97 —

15 Tò χώμα μου χρειάζεται κάστρο να θεμελιώσω, και όχι κάστρο μοναχά παρά καί δυο ξωχώρια. Έτήραξα τον ουρανό κι εΐδα τον 'Ιορδάνη.

'— Ποιος είναι πού γεννήθηκε και ποιος δέν θα πεθάνη; — Καί πάλε ματακοίταξα καί είδα δυο λαμπάδες.

20 Καλά σας ξημερώματα, καλές σας έορτάδες! Κάμποσα ξεροτήγανα καί λίγα πορτογάλια καί μια μισόμποτσα1 ρακί να πιουν τα παλληκάρια!

Τα κάλαντα αυτά παρουσιάζουν μοναδική απλότητα, ομορφιά καί πρωτοτυπία. "Ισως είναι ή πιο γραφική παραλλαγή κεφαλονίτικων καλαν­

δικών τραγουδιών της Πρωτοχρονιάς. Τελειώνουμε μ' ενα πρωτοχρονιάτικο τραγούδι, πού είναι ιδιόρρυθμη

παραλλαγή των καλάντων της Άνωής καί προέρχεται άπο τό χωριό Άγια Θέκλη της Παλικής (παραλείπονται οι πρώτοι στερεότυποι στίχοι).

Τα περιστέρια πέτονται καί πάνε σ' τσί βρυσούλες, βρυσούλες πετροπήγαδες κι αυλές μαρμαρωμένες. Φέρνουν νερό στα νύχια τους καί χιόνι στα φτερά τους καί λούζουν τον αφέντη τους καί λούζουν τήν κυρά τους!

— Κυρά με τσού πολλούς σου γιους, τσού μοσκαναθρεμμένους, πού τσόντυσες καί τσδπλυνες καί στο σκολειό τσού στέρνεις. Έκεϊ τσού δέρνει ό δάσκαλος κι εκεί τσού μαϊνέρνει2

με δυο κλωνιά βασιλικό, με πέντε ωσάν3 τό μόσκο! — Μωρές καί πουν' τα γράμματα, μωρέ καί πουν' ό νους σας; — Τα γράμματα είναι στο χαρτί κι ό νους μας σ' τσί κοπέλλες

κι ό λογισμός μας έφτασε κάτου σ' τσί μαυρομάτες.

1. 'Από το στίχο 17 αρχίζει το εύχετικο μέρος. Οι τραγουδιστές γυρεύουν για αμοι­

βή τους το καθιερωμένο «τραταμέντο» για τους νυχτερινούς «κανταδόρους» τής πρωτο­

χρονιάς. Ή «μπότσα» (άπό το βενετσιάνικο bozza) είναι μέτρο χωρητικότητος υγρών ισοδύναμο προς 2,5 περίπου κιλά. Στην Κεφαλονιά «μπότσα» επίσης λένε καί τήν μποτί­

λια. Ή μισόμποτσα λοιπόν πρέπει να σημαίνει τή μικρή μποτίλια. 2. Τό ρ. «μαϊνέρνω» αντί τοϋ «μαϊνάρω» (άπα το Ιβαλικό mainare) = καθησυχάζω,

γαληνεύω. 3. Ό τραγουδιστής, αγνοώντας προφανώς τή σημασία της λ. «άσσάρια», παρεξή­

γησε τό νόημα καί αποτέλεσμα τής παρανόησης είναι ή γραφή «ωσάν», πού δέν δίνει νόημα. Τό ίδιο συμβαίνει καί στον επόμενο στίχο, όπου ή λέξη «λογάρι» αντικαταστά­

θηκε άπο τό «δυάρι» ( = δίλεφτο). Τό «τριώβολο» ήταν παλιό ασημένιο νόμισμα, πού είχε αξία μισής δραχμής. Οί παρανοήσεις οφείλονται στο γεγονός, ότι το τραγούδι προέρ­

χεται άπό τή βυζαντινή περιοχή καί έχει ακατανόητους για τήν Κεφαλονιά όρους. 7

— 98 —

— Πάρε σύ, βάγια, το κερί κι ανέβα και κατέβα και φέξε στ' άρχοντάκι μας ν' άνοιξη την κασέλλα κι αν εΐν' ασήμι, πάρτε το, κι αν είναι και δυάρι, κι αν είναι και τριώβολο, κανείς να μην το πάρη! Έκοίταξα στον ουρανό κι είδα 'να δυο λαμπάδες και με το καλησπέρισμα καλές σας έορτάδες....

Κατέγραψα έδώ μια ποικιλία παραλλαγών άπο πρωτοχρονιάτικα κά­

λαντα της Κεφαλονιας, δσα μπόρεσα να συγκεντρώσω. Ή αρχή της πρέπει ν' άναζητηθή κυρίως στο κέντρο τοϋ βυζαντινού κόσμου1 άπό κει διαδόθηκαν στον ελληνικό χώρο, όπου και προσαρμόσθηκαν στις τοπικές ιδιομορφίες. 'Ιδιαίτερα στα Επτάνησα έχουν ύποστή δυτικές επιδράσεις. Σήμερα, έπειτα άπό τις ριζικές μεταβολές της σύγχρονης κοινωνίας, ή επιβίωση τών παρα­

δοσιακών στοιχείων είναι προβληματική. Για τήν Κεφαλονιά ιδιαίτερα ή εθιμική παράδοση κινδυνεύει ν' άφα­

νιστή έπειτα άπό το μεγάλο σεισμό του 1953 και τή διασπορά. Τα χωριά, πού αποτελούν κυρίως τήν κιβωτό τών παραδόσεων, έχουν σχεδόν ερημώ­

σει και δέν υπάρχει διαδοχή στην κληρονομιά τών παραδόσεων. Πολλά τραγούδια τών περασμένων γενεών έφυγαν άπό τό στόμα, για να σταματή­

σουν κάπως στή μνήμη και να καταλήξουν στο μουσειακό χώρο τών βι­

βλίων. Είναι ό μοιραίος και αναπόφευκτος δρόμος, πού χαράζουν κάθε φορά οί συνθήκες της ζωής, όταν μάλιστα συγκλονιστικά γεγονότα κόβουν τό νήμα της συνέχειας. "Ενας πρόσθετος λόγος για τή διακοπή τής συνέ­

χειας στην Κεφαλονιά είναι ή ασυναρτησία στή μετασεισμική ανοικοδό­

μηση, πού έχει εξαφανίσει ό,τι θα μπορούσε να δημιουργήση βιώματα και να σύνδεση τα νέα μέ τα παλιά.

ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥ δ.φ.

ΦΡΑΓΚΟΧΙΩΤΙΚΗ ΠΑΣΧΑΛΙΝΗ ΔΟΞΟΛΟΓΙΑ

Είναι ή δεύτερη φορά πού ασχολούμαι με τα φραγκοχιώτικα άπο τις στήλες τοϋ «Παρνασσού». Σε προηγούμενο άρθρο μου είχα παρουσιάσει 'ένα χειρόγραφο φαργκοχιώτικο κείμενο του 'Ιωάννη Χαρικκιόπουλου από τήν Τήνο 1. Το χειρόγραφο αυτό απετέλεσε και το θέμα τής διατριβής μου τής Φιλολογικής του Πανεπιστημίου Ρώμης, πού πρόκειται να δημο­

σιευθεί μελλοντικά, Θέμα τής μελέτης μου αύτη τή φορά είναι ή φραγκοχιώτικη δοξολο­

γία πού βρίσκεται μέσα στο χειρόγραφο του Χαρικκιόπουλου2. Ή δοξολογία είναι γνωστή από δύο παραλλαγές : μία τής Κωνσταν­

τινούπολης και μία τής Θεσσαλονίκης. Πρότυπο τών τριών παραλλαγών εϊναι μια λατινική δοξολογία τής πασχαλινής ακολουθίας τών καθολικών :

Ο Filii et Filiae Rex Cœlestis, rex gloriae Morte surrexit hodie,

Alleluja Et mane prima sabbati Ad hostium monumenti,... κλπ.

Οί παραλλαγές τής Κωνσταντινούπολης3 και τής Θεσσαλονίκης4

έχουν δώδεκα στροφές, όπως ακριβώς και το λατινικό τους πρότυπο. Δια­

φοροποιούνται όμως άπό τον λατινικό ύμνο στο περιεχόμενο, γιατί ή με­

τάφραση είναι αρκετά ελεύθερη. 'Αντίθετα, ή δοξολογία τού Χαρικκιό­

πουλου έχει 115 στροφές. Οί τρεις παραλλαγές έχουν μόνο τήν πρώτη στροφή κοινή, εκτός άπό μια αλλαγή, στή σειρά τών λέξεων, στον τρίτο στίχο τής πρώτης πάντα στροφής τής δοξολογίας τοΟ Χαρικκιόπουλου.

1. Βλ. «Παρνασσός», τ. ΙΖ' αρ. 4 (1975), σ. 562. 2. Ή δοξολογία βρίσκεται στή σελ. 24 τοϋ χειρογράφου. 3. Βλ. H i l d e b e r t Ch. d e Z a r a , Traditions populaires de la Semaine Sainte

à Constantinople, Istanbul 1933. 4. Βλ. Acoluthia tis Meghalis Evdhomadhos, para tu F r a n t z i s c u C a r a ­

p e l l i , En Venetia 1816. Το Φραγκοχιώτικο αυτό το βρήκα στην ιδιωτική συλλογή Φραγκοχιώτικων βιβλίων τοϋ Εύγ. Δαλέζιου.

— 100 —

Ή «Δοξολογία δια το Πάσχα» του Χαρικκιόπουλου παρουσιάζει δύο ενδιαφέροντα στοιχεία :

α) έχει τον μεγαλύτερο αριθμό στροφών σε σχέση με τις δύο άλλες φραγκοχιώτικες παραλλαγές·

β) το περιεχόμενο της πλαταίνει αισθητά σε τέτοιο βαθμό πού ό μετα­

φραστής μπορεί να θεωρηθεί διασκευαστής και κατ' επέκταση δημιουργός. Ή δοξολογία, όπως μας τήν παρουσιάζει ό Χαρικκιόπουλος, είναι

ανέκδοτη. Δέν είναι όμως δημιούργημα ατομικής ποιητικής έμπνευσης. Κάποιος, οπωσδήποτε ιερωμένος, διασκεύασε ποιητικά τα ευαγγελικά εδά­

φια, πού αναφέρονται στην ανάσταση του Χρίστου, πολλές φορές μάλιστα ακολουθώντας κατά λέξη τήν ευαγγελική εξιστόρηση, χωρίς να κάνει καμ­

μιά σχεδόν επεξεργασία του κειμένου και τής γλωσσικής μορφής. Καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ή δοξολογία του Χαρικκιόπουλου

είναι μια ποιητική παράφραση τής ευαγγελικής εξιστόρησης τών, γύρω από τήν ανάσταση του Χριστού, γεγονότων.

Ή δοξολογία, στή μορφή πού μας τήν παρέχει ό Χαρικκιόπουλος, κατάγεται σαν λογοτεχνικό είδος άπό το λατινικό «λειτουργικό δράμα». Τό λειτουργικό δράμα είναι θεατρικό δημιούργημα τοΰ Μεσαίωνα πού βασικά παίρνει τα θεματά του μέσα άπό τό ευαγγέλιο ι. Χρονικά ξεκινά μέσα άπό τή λατινική θρησκευτική τελετουργία γύρω στον 9ο αι. και γρήγορα μεταδίδεται σ' δλη τήν καθολική δυτική Ευρώπη. Τό θεατρικό αυτό είδος τό δημιούργησε ή λατινική εκκλησία για να φέρει πιο κοντά στις λαϊκές μάζες τό μήνυμα του πάθους του Χριστού.

'Αρχικά οί αναπαραστάσεις του πάθους πραγματοποιούνταν μέσα στις εκκλησίες. 'Αργότερα δμως ανέβηκαν στή σκηνή, αποκτώντας έτσι μια πιο λαϊκή απόχρωση.

Γενεσιουργό στοιχείο του λειτουργικού δράματος ήταν ό ύμνος τών βενεδικτινών μοναχών, «Quern quaeritis» πού βασίζεται πάνω στα ευαγγε­

λικά εδάφια, όπως π.χ. Λουκ. 24, 5 «τι ζητείτε τόν. . .», Ματθ. 28, 5 «οϊδα γαρ ότι. . . ζητείτε» και Ίωάν. 20, 15 «τίνα ζητείς». Πάνω σ' αυτή τήν ερώτηση — «τίνα ζητείς» — αναπτύσσεται ό ύμνος τών βενεδικτινών και διαδοχικά τό λειτουργικό δράμα μέ τήν πρόσθεση διαλογικών και αφη­

γηματικών στοιχείων2. Πράγματι και στή δοξολογία τοΰ Χαρικκιόπουλου συναντάμε τό γενε­

σιουργό αυτό στοιχείο στή στρ. 23 :

1. Βλ. E z i o F r a n c e s c h i n i , Teatro latino medievale. 2. Tò λειτουργικό δράμα δέν εϊχε καμμια σχέση μέ τήν τραγωδία, στην κλασ­

σική της τουλάχιστον μορφή. Ό μόνος της δεσμός μέ τήν τραγωδία ήταν ή τραγι­

κότητα τών καταστάσεων.

— 101 —

Tin erotà lisùs evthis dhia ti lipite ke thrini ipému Una si zitis.

Αυτό το ipému lina si zitis αποτελεί τον κινητήριο μοχλό της δοξο­

λογίας. Ή δοξολογία ξετυλίγεται και αναπτύσσεται έχοντας πάντα σαν σημείο αναφοράς της ευαγγελική αφήγηση.

Τα αφηγηματικά και διαλογικά κομμάτια της αποδείχνουν ξεκάθαρα τήν «έμμεση» καταγωγή της άπό το λειτουργικό δράμα.

Το λειτουργικό δράμα σιγά­σιγά εξελίχθηκε και απέκτησε μια σχε­

τική λαϊκή απόχρωση* αυτό συνετέλεσε στην πλατύτερη διάδοση του. Έτσι π.χ. στην 'Αγγλία διαδόθηκε με τήν ονομασία Miracleplays ή Pageant, στή Γερμανία Geistliche Schanspiele, στή Γαλλία Mystère, στην Ισπανία Auto Sacramental και στην 'Ιταλία Sacre Rappresentazioni. Στο δεύτερο αυτό στάδιο το λειτουργικό δράμα ανεβάζεται στή σκηνή. Ή θεατρική τέχνη λευτερώνεται άπο τή θρησκεία στο τέλος του 15ου αί.,μέ τήν επικράτηση τοϋ ουμανισμού. Για ν' αποδείξω τή στενή συγγένεια της δοξολογίας με το λειτουργικό δράμα, αντιπαραθέτω δειγματοληπτικά για σύγκριση μερικές στροφές της δοξολογίας μέ στροφές άπο διάφορες Rappresentazioni sacre :

Dhoxologhia dhia to Paska Rapppesentazioni Sacre 25. An ton esicoses esi Se tu Vhai tolto, ο uomo dimil tosto

pu evales tu leghi avti deh, non mi far stentar se Vhai furato, dhia na ton paro apeki. che io me V torrò con Vanimo beato

Se tu me dici dove Vhai reposto l. 60. Avtos elpizamen imìs Nò Speravan che fusse redentore

pos in ο mellon Litrotis che gient d'Israel facesse franca2, tu Israil epi tis ghis.

ei.Tis chrias iton alithos Or non sapete voi per le Soritture avtà na pathi ο Christos e pé Profeti che bisogno era stin dhoxandun'anevi avtos. che Jesù Cristo per le creature

patisse pena e pò la morte fera? Figura mostrato ciascuna vera e, poi per morte, in gloria esser tornato3.

1. Πρόκειται για τήν Rappresentazione sacra «Festum Resurrectionis» τοϋ P i e t r o d a l Z o c a l o (προύχοντας τής Fradaia γύρω στο 1456). Βλ. στ. 46 καΐ έπ.

2. Ή στροφή αυτή προέρχεται από το θεατρικό έργο «Apparizione in Emmaus e agli Apostoli» κάποιου άγνωστου συγγραφέα από τήν Σιέννα. Είναι μια Lauda drammatica σέ μετρική σύνθεση μπαλλάντας, μοναδική στο είδος της. Είναι τοΰ 14ου ή­ 15 ου αι. Βλ. στ. 45 και έπ.

3. Βλ. ε.ά., στ. 45 και έπ.

— 102 —

lì. Espéra pleon eghine Che da nò parta ο faccia altro camino, idhù i mera éclise tu non ti partirai, del dì ci è poco tu ipasi ke emine. e già el sole al vespar corre al chino,

el di divrina ornai presso al loco ;*

Πάνω κάτω τήν εποχή πού γράφτηκε το έργο τοΟ Pietro dal Zocolo γράφτηκε και ή Rappresentazione sacra του Φέο Μπελκάρι, ό «'Αβραάμ καί Ισαάκ» (1449). Ή θυσία τοϋ 'Ισαάκ ήταν ενα άλλο θέμα πού εκμεταλλεύ­

θηκε πολύ ή λατινική εκκλησία* ήταν, μπορώ να πώ, ένας άπο τους πιο βάρβαρους βιβλικούς μύθους, πού είχε καθιερωθεί, σαν θεατρικό θέαμα στις μεσαιωνικές εκκλησίες, άπο τήν καθολική εκκλησία για δικό της διάφορο. Ήταν ένας τρόπος για να καλλιεργήσουν το φόβο του Θεού στους πιστούς των. 'Αντίθετα στον ευαγγελικό μύθο τοϋ πάθους τοΟ Χρι­

στού, ό 'Ιησούς διαλέγει ελεύθερα μια θυσία, όπως ακριβώς συνέβαινε καί στους τραγικούς ήρωες της κλασσικής εποχής. Το θύμα είναι ό ϊδιος ό εαυτός του καί όχι ενα αθώο παιδί (όπως ό Ισαάκ). Το λειτουργικό δράμα επεκράτησε τό Μεσαίωνα γιατί εϊχε θέματα προπαγανδιστικά, χρήσιμα στον κλήρο.

Συγκρίνοντας τα κείμενα πού άντιπαράθεσα πιο πάνω παρατηρούμε ότι: — ή θεματολογία είναι ή ίδια* — ή γλώσσα στις «ιερές αναπαραστάσεις» είναι λαϊκή, καί συνήθως

αντιπροσωπεύει τήν τοσκάνικη διάλεκτο τής εποχής· — ή γλώσσα τής δοξολογίας είναι ασταθής καί γλωσσικά ανομοιό­

μορφη· — οί «ιερές αναπαραστάσεις» ήταν θεατρικά έργα πού ανέβαιναν στή

σκηνή από ηθοποιούς καί είχαν εξελιχθεί με βάση τό λατινικό λειτουρ­

γικό δράμα2,

— ή δοξολογία του Χαρικκιόπουλου δεν είναι θεατρικό έργο παρά τό γεγονός ότι δεν λείπουν θεατρικά στοιχεία.

Πάνω στην ακολουθία τής αναστάσεως καί είδικά πάνω στή Dhoxo­

loghia dhia to Paska βρήκα μια πολύτιμη προσωπική μαρτυρία τοϋ Hil­

1. Βλ. ε.ά., στ. 129 καί έπ. 2. Το λειτουργικό δράμα ήταν γραμμένο στή λατινική γλώσσα, ένώ ή γλώσσα

τών «ίερών αναπαραστάσεων» ήταν ή volgare. Να τί λέει ό ιταλός μελετητής D'Anco­

na στο έργο του «Origini del teatro italiano», Roma 1966 για τή «γένεση» καί το «ανέβασμα» τοϋ λειτουργικοΟ δράματος : «Si raccozzavano insieme quei drani di sacri testi, che riferivansi alla religiosa ricorrenza, mescolandovi qualche canto, poi si distri­

buivano de parti fra i vari sacerdoti. Quae là per la chiesa erano raffigurati i luoghi e gli oggetti necessari all'esplicamento storico dell'azione : e così ne uscivan fuori un dialogo alterno ed uno spettacolo, che veramente costituiscono un embrione di dramma».

— 103 —

debert Ch. de Zara, πού είχε ζήσει σε φραγκοχιώτικο περιβάλλον ι. Τήν αντιγράφω όπως τήν διάβασα : «A Constantinople on appelle couramment cet hymne l'Alliluja de l'évocation hébraïque qui le précède et qui se réqète après chaque strophe. Chacune de ces strophes, l'Alliluja compris, est successivement chantée en solo par un des anciens membres de la chorale, ou par quelque amateur notoire qui, pour la circonstance, est venu pour prêter son concours. Puis l'Alliluja est repris en chœur. Ce mot est répété trois fois en un tutti assieme polyphonique, cependant que le grand jeu des orgnes se répercute en fortissimo, comme pour mieux traduire l'explosion de l'allégresse générale dans l'âme populaire».

Ή παράδοση θέλει τήν καταγωγή της δοξολογίας, στην φραγκοχιώ­

τικη μορφή της, και τήν πρωτοεμφάνισή της στην περιοχή τής Σμύρνης, άπ' όπου τήν παίρνουν οί χιώτες και τήν μεταδίνουν στ' άλλα καθολικά ελληνικά κέντρα.

Στή συνέχεια δίνω μερικά παραδείγματα τής συχνά κατά λέξη αντι­

γραφής τής ευαγγελικής αφήγησης άπο τον «δημιουργό» και μεταφραστή τής δοξολογίας :

στρ. 5 : Stori Tafon eplisiase ton lithon apekilise aparì avtù ecathise.

Ματθ. 28, 2 άπεκύλισεν τον λίθον και εκάθητο επά­

νω αυτόν .

στρ. 6 : Tin opsin echi fο vérin eclambusa os astrapin fori stolin os chion lev chin.

Ματθ. 28, 3 καί το ένδυμα αντον λενκον ώς χιών.

στρ. 15 : Sindonia vlepi cataghis to dhe Sudarion kefalis tetilighmenon he choris.

Ίωάν. 20, 6 κ' 7 το σουδάριον δ ήν επί της κεφαλής αυτόν, ου . . . άλλα χωρίς εντετνλιγ­

μένον . . .

στρ. 20 : Angélus dhio theorì tin erotun na tus ipi dhiati lipite, ke poni.

Ίωάν. 20, 12 και θεωρεί δύο άγγέλονς.

1. Βλ. H i l d e b e r t Ch. de Z a r a , Traditions populaires de la Semaine Sainte à Constantinople, Istanbul 1933.

— 104 —

στρ. 21 : Ec Tdfu opu ethavsan ton Kirionmu arpaxan dhen idha pa ton evalan.

. στρ. 32: Angelus dhio vlépusi ke apHon fóvon tremusi stin ghin ta matia clinusi.

στρ. 55 : Cleopas tu leghi evihis si monon Choran parikis ke ta ghenumena aghnois.

στρ. 58 : Profitis andras in avtos en lógho k'èrgho thavmastos Theos in martis ke laós.

στρ. 65 : K'etuti utos ivrasi cathos ecines ipasi alVavton dhen idhasi.

Ίωάν. 20, 13 καί ουκ οΐδα που εθηκαν αυτόν.

Λουκ. 24, 5 εμφόβων ôè γενομένων αυτών και κλι­

νουαών τα πρόσωπα είς την γήν . . .

Λουκ. 24, 18 Κλεόπας εϊπεν προς αυτόν συ μόνος παροικείς 'Ιερουσαλήμ και ουκ εγνως τα γενόμενα . . .

Λουκ. 24, 19 άνήρ προφήτης δυνατός εν έργω και λόγω . . .

Λουκ. 24, 24 και εύρον ούτως καθώς καί ai γυναϊ­

κεν είπον, αυτόν δε ουκ είδον . . .

Κ. Δ. ΣΤΕΡΠΟΠΟΥΛΟΥ

Η ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΣΤΑ ΤΖΟΥΜΕΡΚΑ ΤΟ 1821

Ό τρόπος και ή ημερομηνία πού κηρύχθηκε το 1821 ή επανάσταση στα Τζουμέρκα έχει άντικρυσθή με δύο βάσεις, την παράδοση και την άμε­

ση σύνδεση με όμοια γεγονότα γειτονικών περιοχών. Σε παραλλαγές της πρώτης παρατηρείται και παρεμβολή στοιχείων της δεύτερης μέ αποτέ­

λεσμα νά προκύπτη τρίτη, μικτή. Σχετική αιτία είναι ή απουσία ειδικής έρευνας των μαρτυριών πού απαντούν σέ γράμματα, έγγραφα και κείμενα συγγραφέων, Ελλήνων και ξένων, συγχρόνων του γεγονότος ή μεταγενε­

στέρων, άλλα στηριγμένων σέ προφορικές αφηγήσεις προσώπων αμέσου χρονικού συνδέσμου μέ αυτό. Στην πλήρωση του κενοϋ τούτου αποβλέπει ή παρούσα εργασία, συνεξετάζοντας και τα δυο ζητήματα πού συνδέονται στενά μεταξύ των.

Στή ρύθμιση τούτων τον κύριο λόγο είχαν οί οπλαρχηγοί της περιο­

χής, καθώς ανάλογα συνέβη σέ όλες τις τοπικές εξεγέρσεις, συστατικά μέλη του όλου αγώνα του 1821. 'Ημπορούσαν ασφαλώς νά δράσουν και άλλοι οπλαρχηγοί, διότι δέν ήταν στεγανά διαμερίσματα οί περιοχές, αλλά κα­

τόπιν σχετικών συνεννοήσεων. Ούτω, έκτος άπό τήν πρώτη περίπτωση, και στή δεύτερη δέν έπαυαν οί τοπικοί οπλαρχηγοί ή άλλα πρόσωπα πού είχαν τήν διαχείρηση τών κοινών νά αποτελούν βασικό παράγοντα. Στα Τζουμέρκα ήταν οί πρώτοι.

1. Oi οπλαρχηγοί

Το 1812 αρματολός της περιοχής έγινε ό Δημήτριος Κουτελίδης, διά­

δοχος του πατέρα του, διατηρήθηκε δε και κατά τό πρώτο έτος της επανα­

στάσεως, ενώ κατά τό δεύτερο τήν παρέλαβε ό νεώτερος του αδελφός Ιωάν­

νης 1. Βασικά δεν ημπορεί νά γίνεται λόγος περί αρματολικιών μετά τήν

1. Π. Ά ρ α β α ν τ ι ν ο ΰ, Συλλογή δημωδών ασμάτων της 'Ηπείρου, εν 'Αθήναις 1880, σ. 97.

— 106 —

έναρξη της επαναστάσεως, όπως επί τουρκοκρατίας, ώς προς την λει­

τουργία των. Ήδύνατο είναι καπετάνιος ένας, ό προηγούμενος, όπως και να μήν είναι ό ίδιος μόνον. Ή δεύτερη περίπτωση έχει εφαρμογή στα Τζουμέρκα.

Ώς προς τους Κουτελιδαίους οί μαρτυρίες διχάζονται. Κατά δύο άπό αυτές οπλαρχηγός το 1821 ήταν ό Γιαννάκης 1. 'Αναγράφεται μεταξύ τών τριών οπλαρχηγών του Άσπροποτάμου, μέ τους οποίους πήγε τις παραμο­

νές του αγώνα να συνεννοηθή ό οπλαρχηγός Κώστας Βελής και άπο σύγ­

χρονο συγγραφέα μνημονεύεται ώς «καπετάνιος εις τα Τσουμέρκα» 2, ένώ σέ τέσσαρες άλλες γίνεται λόγος περί του πρώτου. Μαζί μέ τους καπετα­

ναίους Βαρνακιώτη, Γώγο, "Ισκο και Λάμπρο Σουλιώτη αναγράφεται ό Μητρός Κουτελίδας σέ γράμμα πού έστειλαν σ' αυτούς άπο το Ζαπάντι τήν 24ην 'Ιουνίου 1821 οί οπλαρχηγοί Πάνος Γαλάνης, 'Αλέξης Βλαχό­

πουλος, Δημήτριος Μακρής και άλλοι, σχετικά μέ τήν αδυναμία των να στείλουν δυνάμεις και πολεμικό υλικό, διότι επέμεναν οί Τούρκοι σέ άμυ­

να, ενα δε γράμμα πού έστειλε ό Ήβος Ρήγας τήν επομένη άπό το Μεσο­

λόγγι αναγράφει ομοίως μεταξύ άλλων αποδεκτών, Βαρνακιώτη, Μπακό­

λα, "Ισκον, Θεοδ. Γρίβα, Κωνστ. Ράγκον, και τον Μήτρο Κουτελίδα3. Ό ϊδιος πρέπει να νοείται, όταν αναφέρεται ότι ό "Ισκος, ό Γώγος και ό Κουτελίδας, στους οποίους είχε άνατεθή ή φύλαξη τοϋ Μακρινόρους, πλη­

ροφόρησαν τους άλλους οπλαρχηγούς περί επικείμενης απειλής αύτου 4, ή δέ χειρόγραφη «Έφημερίς Αίτωλική», στο ύπ' άρ. 1 τής 10ης Αυγού­

στου 1821 φύλλο της ιστορεί ότι στην Πλάκα οί "Ελληνες, ήτοι ό «περι­

βόητος» Μάρκος Μπότζαρης μέ 200 άνδρες, ό «καπετάν» Μήτρος Κουτε­

λίδας και ό Σουλεϊμάν Μέτος, πολέμησαν «ανδρείως» 5. Ένώ άπό τις μαρτυρίες αυτές συμπεραίνεται ότι το προβάδισμα στην

1. Τοΰτο δέχεται ό Σ π. Ά σ δ ρ α χ ά ς στην έκδοση τών απομνημονευμάτων τοϋ Μακρυγιάννη, 1957, σ. 33.

2. Βλ. αντιστοίχως [Ά ν ω ν ύ μ ο υ], Σύντομος βιογραφία τοΰ έξ Ευρυτανίας τών 'Αγράφων οπλαρχηγού Κώνστα Βελή, σ. 2 καΐ Γ. Γα ζ ή, Λεξικον τής επαναστάσεως τών Ελλήνων, περιέχον σύντομον ίστορίαν τών ένδοξων ανδρών του αγώνος, πόλεων, εθνών, χωρίων και παντοδαπών συμβεβηκότων, έν Μεσολογγίω 1842, σ. 72.

3. Ν. Φ υ γ ε ν τ ζ ί δ ο υ , 'Ανέκδοτοι αυτόγραφοι έπιστολαί τών επισημότερων 'Ελ­

λήνων οπλαρχηγών και διάφορα προς αυτούς έγραφα τής διοικήσεως μεθ' ιστορικών ση­

μειώσεων, έν 'Αλεξάνδρεια 1893, σ. 73­4 και 75­7. 4. Δ. Γρ. Κ α μ π ο ύ ρ ο γ λ ο υ , Θεόδωρος Γρίβας. Βιογραφικόν σχεδίασμα έπί

τή βάσει ανεκδότων έγγραφων και σημειωμάτων, έν 'Αθήναις 1896, σ. 18. 5. Νέος Έλληνομνήμων, τ. 1, 1904, σ. 458. Πρβλ. Κ. Α. Σ τ ε ρ γ ι ο π ο ύ λ ο υ ,

Τζουμερκιώτικα και Άρτινά νέα, 'Ιωάννινα, ετ. 1932, τ. 1, σ. 3. Κ. Ά θ. Δ ι α μ α ν τ ή , Σκουφάς, ετ. 3 (1957), σ. 375. Αϊ κ. Κ ο υ μ α ρ ι α ν ο ύ , Ό τύπος στον αγώνα 1821 ­1827,'Αθήνα, τ. 1, 1971, σ. 8.

— 107 —

όπλαρχηγία έχει ό μεγαλύτερος αδελφός, ή πληροφορία τοϋ Μακρυγιάν­

νη δίδει στο θέμα διαφορετικές διαστάσεις. Μεταξύ των πολλών οπλαρχη­

γών πού συγκεντρώθηκαν στα περίχωρα της "Αρτας τον Νοέμβριο 1821, αναφέρονται έκτος άλλων ώς προερχόμενοι άπό τό «δώθε μέρος Γραμμε­

νίτζας», ήτοι προς το μέρος τών Τζουμέρκων, ό Τζερακλής, ό Καραϊσκά­

κης, οί Κουτελίδαι και άλλοι '. Έκτος τοϋ ότι δεν διαφαίνεται αν οί δύο είχαν μαζί ενα σώμα αγωνιστών και ύπό ποία ηγετική θέση ή ό καθένας διέθετε το ιδικό του, προβάλλουν δύο ζητήματα. Οί άνδρες του σώματος Καραϊσκάκη πρέπει να ήταν και άπό τα Τζουμέρκα, δπως διαφαίνεται άπό τήν σχετική με τήν έκεϊ έναρξη της επαναστάσεως μαρτυρία τοϋ Δ. Αίνιάνος 2. Το άλλο σχετίζεται μέ τον Τζερακλή πού, καταγόμενος άπό τα Πιστιανά, είχε ιδικό του τμήμα στην πολιορκία τής "Αρτας κατά τήν πληροφορία του Μακρυγιάννη, ενώ κατ' άλλες περιλάμβανε στή δικαιο­

δοσία του και τήν Μπρένιστα, έκαμε δέ ανεξάρτητη ενέργεια στην περιοχή στις αρχές τής επαναστάσεως 3. Ούτω στα Τζουμέρκα ήταν περισσότεροι τοϋ ενός οπλαρχηγοί, ημπορούσαν δέ οί κάτοικοι των να εντάσσονται στο τμήμα τούτου ή τοϋ άλλου και όχι σπάνια ενός τρίτου, όχι Τζουμερκιώτη. Έπί πλέον οί Κουτελίδαι και ό Γώγος Μπακόλας συνεργάζονται διαρκώς, δπως αποδεικνύεται άπό τήν συνέχεια τής ίστορήσεως.

2. Ή στάση τών οπλαρχηγών

Πρόβλημα για τους οπλαρχηγούς ήταν ποία θέση έπρεπε νά πάρουν στον πόλεμο μεταξύ σουλτάνου και Άλή πού είχε αρχίσει άπό τα μέσα τοϋ 1820. Τό Σούλι είχε ήδη χαράξει γραμμή, εχθρική κατ' εκείνου και φιλική προς τον δεύτερον, άλλα στην άλλη "Ηπειρο και στην Αιτωλοακαρνανία δέν κυριαρχοΰσε μόνον δισταγμός, άλλα και διαφορά ώς προς τον τελικό στόχο τών επιχειρήσεων, τήν ελευθέρωση ή μή τοϋ Άλή 4. Ύπό τό κρά­

τος τοιούτου πνεύματος τελούσαν και όσοι διοικούσαν τα Τζουμέρκα. Συνέπεια τούτου είναι ότι σέ όλα τα περί τής επαναστάσεως έργα, ελληνικά και ξένα, όχι σπάνια και σέ άλλων κατηγοριών κείμενα, μέ τήν κίνηση

1. Στρατηγού Μ α κ ρ υ γ ι ά ν ν η , 'Απομνημονεύματα, έπιμ. Γιάννη Βλαχογιάννη, εκδ. β', 'Αθήναι, τ. 1, 1947, σ. 135.

2. Δ. Α ί ν ι ά ν ο ς , Ό Καραϊσκάκης ή τοϋ Καραϊσκάκη βιογραφία και λεπτομε­

ρής εκθεσις τής τελευταίας εκστρατείας αύτοϋ υπέρ τών 'Αθηνών, έν Χαλκίδι 1834, σ. 4 ­ 5 .

3. Βλ. αντίστοιχα Κ. Α. Δ ι α μ ά ν τ η, Σκουφάς, ετ. 2. 1956, σ. 278 και Γ. Γ α ζ ή, ενθ' όν., σ. 72.

4. Περί τούτου βλ. Κ. Δ. Σ τ ε ρ γ ι ο π ο ύ λ ο υ , 'Ηπειρωτική Εστία, τ. 25, 1976, σ. 515 εξ.

— 108 —

στη Δυτική Στερεά Ελλάδα συνδέεται ή αντίστοιχη στην "Ηπειρο και φυ­

σικά οί επαναστατικές εκδηλώσεις των Τζουμέρκων θεωροΟνται προέκταση των αίτωλοακαρνανικών.

Χωρίς τοιαύτη σύνδεση, σέ αναφορά πληρεξουσίων της 'Ηπείρου «προς την 'Εθνική ν τρίτη ν συνέλευσιν» της 13ης 'Απριλίου 1823, ανα­

φέρεται ότι, ενώ οί Σουλιώτες και κάτοικοι άπο τα βόρεια και τα δυτικά των 'Ιωαννίνων επαναστάτησαν τον Δεκέμβριο 1820, μιμήθηκαν το παρά­

δειγμα των «ή "Αρτα, τα Τζουμέρκα, οί Καλαρίται, τα Κατζανοχώρια, το Ραδοβίσι και μετά ταύτα ή Γότιστα» ι. 'Ασφαλώς αποκλείεται να επαναστά­

τησαν τότε τα Τζουμέρκα, φαίνεται δε ότι δέν έγινε τούτο ούτε κατά το πρώτο τρίμηνο τοΰ 1821. 'Εντός αυτού πρέπει νά τοποθετηθή τό γεγονός ότι ό Μάρκος, αποβλέποντας στην αποκοπή της επικοινωνίας τοΰ σουλτα­

νικού στρατού με τήν "Αρτα, κατέλαβε τό χάνι τών Πέντε πηγαδιών, διότι άπό τήν θέση αυτή μπορούσε να συντρέξη τους ανδρείους κλέφτες τοΰ όρους Τζουμέρκα, όπως και πράγματι έγινε, άφοΰ μερικοί άπό αυτούς αργοπό­

ρησαν νά τον συναντήσουν 2, αλλ' ή μαρτυρία αυτή δέν δύναται νά ασφά­

λιση τήν άποψη ότι επαναστάτησε τότε ή περιοχή. 'Αόριστη άπό χρονο­

λογική επίσης άποψη είναι και ή πληροφορία ότι ή επαρχία Τζουμέρκων, «τόπος οχυρός και βουνώδης», εξεγέρθηκε «εις τάς αρχάς της επαναστά­

σεως και έστρατοπέδευσεν ό Τσερακλής άνωθεν τών Βλαχερνών της "Αρ­

της», άλλα τούτο δέν ήδύνατο νά διαρκέση πολύ, γι' αυτό και ό Κουτελί­

δας, «καπετάνιος εις τα Τσιουμέρκα», θέλοντας και μή, «δια τήν σωτηρίαν τοΰ λαοΰ εκείνου», νά είναι πάντοτε με τους Τούρκους, «πάντοτε» πάλι «συνέτρεχε μυστικώς τό έθνος» όσο μπορούσε 3.

'Ιδιαίτερα διδακτική ώς προς τό χρονολογικό θέμα είναι ή μαρτυρία ότι ό Γώγος Μπακόλας και ό Κουτελίδας, «οί Άρτινοί δέν έπρόφθασαν εις βοήθειαν» τοΰ σουλτανικού Χασάν πάσα, όταν ούτος, πολεμώντας κατά τών Σουλιωτών στην περιφέρεια της Λάμαρης, υπέστη αντεπίθεση μέ τόσο πολλές απώλειες, ώστε λίγο έλειψε νά αίχμαλωτισθή και ό ίδιος 4. Ή ένέρ­

1. Ά. Σ. Μ ά μ ο υ κ α, Τά κατά τήν άναγέννησιν τής 'Ελλάδος 1821 ­ 1832. Ήτοι συλλογή τών περί τήν άναγεννωμένην Ελλάδα συνταχθέντων πολιτευμάτων, νόμων και δλλων επισήμων πράξεων, άπό τοΰ 1821 μέχρι τέλους του 1832, τ. 5, έν Πειραιεί 1839, σ. 76­7. Πρβλ. 'Αρχεία της 'Ελληνικής Παλιγγενεσίας 1821 ­1832. Αί Έθνικαί Συνε­

λεύσεις, τ. 3, 1971, σ. 238 (εκδ. της Βιβλιοθήκης της Βουλής τών Ελλήνων). Κ. Ά θ. Δ ι α μ α ν τ ή , 'Ηπειρωτική'Εστία, τ. 2, 1953, σ. 916 και τ. 20, 1971, σ. 624. Δ. Κόκ­

κ ι ν ο υ , Ή ελληνική επανάσταση, 'Αθήναι, τ. 10, 1959, σ. 25. 2. E u g. Ye m e n i z, La Grèce moderne, Paris 1862, σ. 69. 3. Γ. Γ α ζ ή , ενθ' άν., σ. 72. 4. Ά θ. Ψ α λ ί δ α , 'Ιστορία τής πολιορκίας τών 'Ιωαννίνων (1820­1822) έπιμ.

Άγγ. Παπακώστα, Ό Νέος Κουβαράς, τ. 2, 1962, σ. 74.

— 109 —

γεια αύτη τών δύο οπλαρχηγών τοποθετούμενη μεταξύ της 19ης και της 28ης Μαρτίου, μαρτυρεί ότι ακόμη τότε ήταν ούτοι με τό μέρος τοϋ σουλ­

τάνου και ότι αργότερα έκαμαν μεταβολή της τακτικής των. 'Απήχηση της μεταστροφής αυτής άπαντα στή «Φυλλάδα του Ά λ ή ­

πασα», καθώς επιγράφεται στιχουργική σύνθεση πού διηγείται τήν δράση του. Μεταξύ των περιοχών πού αναφέρεται ότι άλλαξαν τήν φιλικήν των στάση εναντία του σουλτάνου είναι και ή των Τζουμέρκων. Κατά τους σχετικούς στίχους:

εγύρισαν με λόγον τους Λακκιώτες και Σουλιώτες, εγύρισαν κι η κλεφτουργιά Τζουμερκο κι 'Αγραφιώτες κι αρχίσανε με μια καρδιά όλοι για να βαρούνε, τρογύρου γύρου το ορδί να το χτυπούνε 1.

Τό ερώτημα είναι πότε καί πώς έγινε ή μεταστροφή αυτή. Της σχετικής παραδόσεως δημοσιεύθηκαν τρεις παραλλαγές. Κατά

τήν μία οί «καπεταναίοι τών Τζουμέρκων και Ραδοβιζίων Κουτελιδαΐοι, Γώγος Μπακόλας, Μάρκος Μπότσαρης, Γ. Καραϊσκάκης καί άλλοι συγ­

κεντρώθηκαν στο μοναστήρι "Αγιος Γεώργιος τοϋ Βουργαρελίου» καί κήρυξαν τήν επανάσταση «Τζουμέρκων καί Ραδοβιζίων» 2, άλλα προσφέ­

ρεται ανακριβής, άφοϋ, έκτος άπό τό σχετικό μέ τήν ουσία του θέματος τμήμα της, χαρακτηρίζονται πολλοί οί καπεταναίοι τών δύο περιοχών. Κατά τήν δεύτερη, διαφορετική σέ μερικά σημεία, συγκεντρώθηκαν ίσως τον 'Ιούλιο 1821 στο ϊδιο μοναστήρι οί οπλαρχηγοί Τζουμέρκων καί Ρα­

δοβιζίων Γιαννάκης καί Μήτρος Κουτελίδας, Γώγος Μπακόλας καί Γεώρ­

γιος Καραϊσκάκης, οί άπό τό Ξηρόμερο Ράγκος, Κουτσονίκας, "Ισκος, ό σουλιώτης Μάρκος Μπότσαρης καί 200 άνδρες, οπότε κήρυξαν τήν επα­

νάσταση υψώνοντας τήν σημαία υπό τις ευλογίες τοϋ ηγούμενου της μονής Χριστόφορου3. 'Ακόμη εκτενέστερη καί περισσότερο ανάμικτη μέ στοιχεία μαρτυριών ή απόψεων πού δέν αναγράφονται, άλλ' υπονοούνται, προσφέ­

ρεται ή τρίτη παραλλαγή. Στίς αρχές τοϋ 1821 έγινε συγκέντρωση τών οπλαρχηγών της δυτικής 'Ελλάδος στή Λευκάδα καί στον καθένα δόθηκε μία περιοχή για τήν οργάνωση εξεγέρσεως. Βλέποντας ό Καραϊσκάκης απροθυμία στην επαρχία της Βόνιτσας πού τοϋ είχε άνατεθή, τρέπεται προς τά Τζουμέρκα. Μέ τον θείο του Γώγο Μπακόλα πού βρήκε στή Σκουλη­

1. Ém. Le g rand , Complainte d'Ali de Tébélen, pacha de Janina, poème histo­rique, Paris 1886, σ. 24, οτ. 207­10.

2. Χ ρ. Β. Γ κ ί ζ α , Σκουφάς, ετ. 1, 1955, τ. 3, σ. 9. 3. Γρ. Χ. Νάκου, Ή ιστορία της "Αρτας από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι τών

κα^ ημάς, "Αρτα 1969, σ. 89­90.

— 110 —

καριά μετέβησαν στη Χόσεψη για συνεννόηση με τους αδελφούς Κουτε­

λιδαίους. Άφοΰ συμφώνησαν να εξεγείρουν τους κατοίκους, ό Καραϊσκά­

κης πήγε ώς τα χωριά Πράμαντα και Μελισσουργούς. 'Εχθρικά τμήματα δεν υπήρχαν, διότι, όταν άρχισε ή πολιορκία του Ά λ ή άπό τις δυνάμεις τοΰ Χουρσίτ, οι Τούρκοι ενώθηκαν με τους σουλτανικούς, οί δε 'Αλβανοί έσπευσαν να βοηθήσουν τον ιδικό τους αρχηγό. Τήν ηρεμία διαδέχεται ή εξέγερση, αποτέλεσμα τής εμφανίσεως τοΰ Καραϊσκάκη, πού, επιστρέ­

φοντας, ακολουθείται άπό τον μελισσουργιώτη Άτζακή, τον πραμαντιώ­

τη Τραγουδάρα και άλλους, ενώ στο μεταξύ δική τους ομάδα είχαν συγκρο­

τήσει οί Κουτελιδαΐοι. Με τήν επιστροφή του Καραϊσκάκη, μεταβαίνουν στο Βουργαρέλι, όπου είχαν καταφθάσει όσοι οπλαρχηγοί καί άνδρες ανα­

φέρονται στην προηγουμένη παραλλαγή ονομαστικά και αριθμητικά. Τήν 15η Μαΐου, στο μοναστήρι τοΰ ϊδιου χωρίου καί υπό τις ευλογίες τοΰ ηγούμενου υψώνουν τήν σημαία τής επαναστάσεως. Κατόπιν μεταβαίνουν στο Μακρυνόρος καί αποκρούουν τις δυνάμεις τοΰ 'Ισμαήλ πάσα σε διαδο­

χικές μάχες, στή Λαγκάδα, τό 'Αφτί, τό Κομπότι καί τό Πέτα άπό τήν 28η Μαΐου εως τήν 18η 'Ιουνίου1.

Διαφορετικά όμως παρουσιάζουν τα πράγματα ειδικές μαρτυρίες πού αναφέρονται σέ γεγονότα τής περιόδου μετά τό τέλος Μαρτίου. Κατά μία ô Χουρσίτ «έκραξε τους προεστούς άπό διάφορες δυνατές περιοχές», πού χαρακτηρίζονται «βιλαέτια», καθώς καί άπό μικρότερες τους Καλαρίτες, τό Σιράκο, τα "Αγραφα καί τό Μέτσοβο, έκαμε δε δύο αποστολές, τήν μία 1000 στρατιώτες στο Μέτσοβο, για να τό «φυλάγουν ώς κλειδί», καί τήν άλλη διαφόρων μπέηδων στις επικράτειες τών καπεταναίων, για τήν οποία διατυπώνεται ή πρόβλεψη ότι «θα προξενήση ταραχές κατά τόπους». Ή ακριβής ημερομηνία πού έγιναν οί ενέργειες αυτές είναι αδύνατη, άλλ' ασφαλώς βρίσκεται εντός τοΰ 'Απριλίου, άφοΰ ιστορούνται πριν άπό τήν κατάληψη τοΰ Νησιού τών 'Ιωαννίνων, χρονολογούμενη τήν τελευταίαν ήμέραν τοΰ μηνός 3. 'Εκείνο πού δέν δύναται να έξακριβωθή είναι κατά πόσον τα μέτρα τοΰ Χουρσίτ περιλαμβάνουν καί τα Τζουμέρκα, ένώ ή συ­

σχέτιση των είναι βέβαιη, όπως αποδεικνύουν μαρτυρίες περί συμβάντων κατά τον έπόμενον μήνα.

1. Δημ. Φ. Κ α ρ α τ ζ έ ν η , Χρονικά Πραμάντων, 6τ. 1, τεϋχ. 2, 1973, σ. 2. 2. Ά θ. Ψ α λ ί δ α , ενθ' αν., σ. 78. 3. Βλ. σχετικά Ά θ. Ψ α λ ί δ α , ενθ' αν., σ. 78 καί ενθύμηση «1821 '.Απριλίου

30 Σάββατο πουρνο έπήοαν το νησί» (Χ ρ. Ί . Σ ο ύ λ η, 'Ηπειρωτικά Χρονικά, τ. 9,1934, σ. 113).

— I l l —

3. Τα γεγονότα του Μαΐου

Το πρώτο ανάγεται στις αρχές αύτοϋ. Οί καπεταναίοι Γώγος Μπακό­

λας και Γιάννης Κουτελίδας «άπο την Σκουληκαριά, χωριό τοΰ Τζομέρκου, έσήκωσαν κεφάλι στα Τζουμέρικα οί λύκοι, δια να βοηθήσουν τον μέγαν λύκον Ά λ ή πασαν τον άποστάτην», όπως «οί κακότροποι Σουλιώτες» πού «με το κεφάλι τους οί αχρείοι τον βοηθούν τον παλιό φθορέα τοϋ πιστού ραγιά τοΰ βασιλέως μας», άφοΰ δέ «ακούστηκε» ή ενέργεια αύτη τών δύο οπλαρχηγών, ό Χουρσίτ στέλλει στις 4 Μαΐου «στράτευμα στα Τζουμέρκα, για να καταπραΰνη τήν ταραχή ν» '. 'Ασχέτως μέ άλλα στοιχεία της, όπως ή υπαγωγή της Σκουληκαριας στα Τζουμέρκα, πού δύναται να έρμηνευθή, άλλα δεν βρίσκεται στα πλαίσια της εργασίας, ή μαρτυρία έχει σημασία, διότι προέρχεται από πηγή εξαιρετικά προσεκτική στον ήμερομηνιακο προσδιορισμό τών συμβάντων.

Έκτος τούτου ή σημαντικότητα της μαρτυρίας επιβεβαιώνεται και άπο το γεγονός, μαρτυρούμενο επίσης άπο τήν ϊδια πηγή, ότι ό Χουρσίτ μετά τήν εκδήλωση της «ταραχής» στα Τζουμέρκα παίρνει πάλι προφυλα­

κτικά μέτρα σ' ευρύτερο χώρο, τοποθετούμενα λίγο ύστερα άπο τήν 8η Μαΐου. Τό ενα είναι ότι ζήτησε «άπο Καλαρρύτες και Συράκον και άλλα χωριά ομήρους, τους οποίους φυλάττει εις τό νησί», τό δέ άλλο, πού συν­

δέεται μέ τό πρώτο, είναι ότι στέλλει «στράτευμα αρκετό σ' αυτά τα μέρη, δια να προφύλαξη άπο κανένα πλάκωμα αποστατών, οπού υποπτεύεται, καθώς εις τό Μέτζοβον» 2. 'Q.C προς τό δεύτερο πρόκειται περί ενισχύσεως της φρουράς πού υπήρχε στις δύο κωμοπόλεΐΓ άπο τό προηγούμενο έτος, αφότου άρχισε ή πολιορκία τοΰ Ά λ ή , μέ σκοπό να διατηρείται ή επικοινω­

νία 'Ιωαννίνων ­ Θεσσαλίας ελεύθερη. Ένώ ή λήψη τών δύο προφυλακτικών μέτρων τοΰ Χουρσίτ είναι απο­

τέλεσμα της «ταραχής» τών Τζουμέρκων, δυο άλλες μαρτυρίες ασχολούν­

ται μέ ισάριθμα περιστατικά. Ή μία, κατά τήν οποία οί Γκαβοστεργαΐοι, «σύμφωνοι» μέ τον Κώστα Βελή, τον Στουρνάρη, τους «Καλαρίτας, Τζιο­

μερκιώτας, Γραμμενοχωρίτας, μετά τους Σουλιώτας, περί τον Μάϊον, ύψωσαν τάς σημαίας είς «Άγραφα» 3, είναι ήμερομηνιακά αόριστη. Κατά

1. Ά θ. Ψ α λ ί δ α , ενθ' αν., σ. 79. 2. Ά θ. Ψ α λ ί δ α, εν$' άνωτ., σ. 80. Περί της ομηρίας βλ. και Νέος Έλληνομνή­

μων, τ. 17, 1923, σ. 66 και Σ π . Π . Ά ρ α β α ν τ ι ν ο ϋ , 'Ιστορία Άλή πασά τοϋ Τε­

πελενλή, συγγραφεΐσα έπί τη βάσει ανεκδότου έργου τοΰ Γΐσναγιώτου Άραβαντινοϋ, έν Αθήναις 1895, σ. 589.

3. Ν. Κ α σ ο μ ο ύ λ η , Ενθυμήματα ιστορικά της επαναστάσεως τών Ελλήνων 1821­1833, εκδ. Γιάννη Βλαχογιάννη, Αθήναι, τ. 1. 1939, σ. 100. Ό Β λ α χ ο γ ι ά ν ­

ν η ς διόρθωσε σε «Καταρυτιώτας» τήν γραφή τοϋ χειρογράφου «Καταρίτας».

— 112 —

την άλλη, ô Καραϊσκάκης, φεύγοντας από τα Γιάννινα, πήγε στη Βόνιτσα, άλλ', επειδή εκεί δέν κρίθηκε ακόμη εύλογο να έπαναστατήση ή περιοχή, «μετέβη εις Τσομέρκα και συνεννοηθείς με τον Κουτελίδαν έκαμε πρώτος επαναστάσεως κίνημα», κατά των Τούρκων «καθ' ην εποχή ν» ό 'Οδυσσεύς 'Ανδρούτσος κτύπησε κοντά στή μονή Τατάρνας τούρκους ταχυδρό­

μους. Τούτο κατά τον ίδιο άπομνημονευματογράφο ­ αγωνιστή έδωσε το παράδειγμα για γενικώτερη εξέγερση, άφοϋ μερικοί κατέλαβαν τήν θέση του Μακρυνόρους, άλλοι κτύπησαν τήν Βόνιτσα, ό δε Καραϊσκάκης μετέ­

σχε σέ όσες συγκρούσεις έγιναν στο Μακρυνόρος και σε μία, παρά το Κομ­

πότι, τραυματίσθηκε *. Ή χρονολόγηση της ενέργειας του Καραϊσκάκη στα Τζουμέρκα, για τήν οποία δέν υφίστανται άλλα στοιχεία, δύναται να συσχετισθή με τήν επίθεση του 'Ανδρούτσου, άλλ' όχι κατά τρόπο ακρι­

βώς καθοριστικό, διότι δέν παραδίδεται σχετική ημερομηνία, ενώ γίνεται λόγος εκτενής μέ τις άλλες πλευρές του γεγονότος 2. Όμως ή 8η Μαΐου, ακριβής ημερομηνία της μάχης στή Γραβιά, στην οποία πρωταγωνιστής ήταν ô 'Ανδρούτσος, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πριν άπό αυτή έκαμε τήν επίθεση κατά της χρηματαποστολής στην Τατάρνα, συγχρονιζομένη μέ τήν εκδήλωση του Καραϊσκάκη στα Τζουμέρκα.

Στο τέλος 'Απριλίου ή στις αρχές Μαΐου ανάγεται μαρτυρία για τήν όπλαρχηγία των Τζουμέρκων. Ό Πουλής είχε κάποια φήμη, της οποίας φορέας είναι ô Όλλανδός πρόξενος στην 'Αθήνα Origone κατά τήν εποχή αυτή, παρεμβάλλοντας στο ημερολόγιο του, ειδικά στο τέλος της άφηγή­

σεως των γεγονότων μέχρι της 5ης Μαΐου, πίνακα ονομάτων «des capitains Grecs les plus marquants de la Romélie», στον όποιο υπ' άρ. 11 αναγράφε­

ται ό «capitano Sulis [di] Tzumerka» 3. Πρόκειται ασφαλώς περί του Πουλή πού γράφηκε Sulis άπό τον πρόξενο κατά παραδρομή. Ή μαρτυρία επικυ­

ρώνει τήν άποψη, ότι ό αρχηγός τών σουλτανικών στρατευμάτων ανέθεσε στον Πουλή τήν όπλαρχηγία τών Τζουμέρκων4. Ή πράξη αυτή δύναται να τοποθετηθή εντός του 'Απριλίου, πάντως μετά τήν προσφορά συνδρομής πού έσπευσαν να κάμουν στον σουλτανικό Χασάν πάσα τό δεύτερο δεκα­

πενθήμερο του Μαρτίου ό Μπακόλας και ό Κουτελίδας. Ή άνοδος του Πουλή στο αρματολίκι τών Τζουμέρκων μέ αποτέλεσμα να μνημονευθή

1. Δ. Α ί ν ι ά ν , ενθ' άν., σ. 4­5 . 2. Ούτω Τ ά κ η Λ ά π π α , 'Οδυσσέας 'Ανδρούτσος, 'Αθήνα 1961, σ. 62. Π. Ί .

Β α σ ι λ ε ί ο υ , Το μοναστήρι της Τατάρνας Ευρυτανίας, 'Αθήναι 1970, σ. 52, 74 και 170. 3. Γ. Θ. Ζ ώ ρ α , Παρνασσός, περ. Β', τ. 14, 1972, σ. 638. Για τις παλαιότερες

σχέσεις του Πουλή μέ τα Τζουμέρκα, βλ. Κ. Α. Σ τ ε ρ γ ι ο π ο ύ λ ο υ , Σκουφάς, τ. 5, 1976, σ. 20 έξ.

4. Π. Ά ρ α β α ν τ ι ν ο ϋ, Συλλογή δημωδών ασμάτων τής 'Ηπείρου, έν 'Αθήναις 1880, σ. 97.

— 113 —

στον πίνακα σημαντικών καπεταναίων του προξένου, ασχέτως αν δέν είχε ουσιαστική δύναμη στην περιοχή, συνδέεται μέ τήν αλλαγή της στάσεως των δύο οπλαρχηγών σ' εχθρική έναντι του Χουρσίτ πριν άπο τήν αποστο­

λή στρατεύματος στην περιοχή στις 4 Μαΐου.

4. Τα Τζουμέρκα τον 'Ιούνιο

Έκτος της μαρτυρούμενης ακόμη συμμετοχής τζουμερκιωτικών σω­

μάτων σε γεγονότα τών τελευταίων ήμερων του Μαΐου στην περιφέρεια Μακρυνόρους ­ Κομποτίου ­ "Αρτας ', ή παρουσία τών Τζουμέρκων στην επανάσταση εξακολουθεί και τον 'Ιούνιο, άλλ' ό χαρακτηρισμός της δεν αποδεικνύεται ακριβής.

Σε υπόμνημα τών «πληρεξουσίων» της "Αρτας Μακρυγιάννη και Γεωρ­

γίου Κ. Μόστρα, της 5ης Αυγούστου 1829, προς τον 'Ιωάννη Καποδίστρια, αναφέρεται ότι, ενώ τα χωριά της Λάμαρης, «άπεστάτησαν» μαζί μέ τους Σουλιώτες, «πριν άρχίση ακόμη ή έπανάστασις εις τήν Πελοπόννησον», οι περιοχές «Τζουμέρκα, Ραδοβίσδιον, και τα χωρία», πού κείνται στο «άνατολικοβόρειον» μέρος, «συναπεστάτησαν» μέ τήν Αιτωλοακαρνανία κι έβάσταξαν τήν θέσιν του Μακρυνόρους», στήνοντας «αιωνίου δόξης τρόπαια» στο 'Αφτί, στον Σταυρό, στην Πλάκα, στο Πέτα, στο Κομπότι και στην "Αρτα 2.

'Ενώ το έγγραφο τούτο συνδέει τήν επανάσταση τών Τζουμέρκων μέ δυο περιοχές, τήν Αιτωλοακαρνανία και τις κωμοπόλεις Καλαρίτες ­ Σι­

ρόκο, δύο ξένοι συγγραφείς τήν συσχετίζουν μόνον μέ τήν δεύτερη. Ό πρώτος, εκδίδοντας ιστορία της επαναστάσεως του 21 τρία χρόνια μετά τήν εναρξή της, αφηγείται ότι, άφοϋ οί άκαρνανες επαναστάτες κατέλαβον τα τουρκικά φρούρια Πλαγιά και Τεκέ, ένθαρρυμμένοι άπό τις επιτυχίες αυτές οί καπεταναίοι Τσκος και Αεπενιώτης άφησαν τήν φροντίδα του αποκλεισμού της "Αρτας στον Βαρνακιώτη και αυτοί προχώρησαν προς τό όρος Τζουμέρκα πού νότια στέφει τό λεκανοπέδιο τών 'Ιωαννίνων, δτι ή Άθαμανία και τα πιο απόκρημνα μέρη της άνω κοιλάδος του 'Αχελώου επαναστάτησαν και τέλος δτι, όταν οί επαναστάτες ύψωσαν τήν σημαία του σταυρού «επάνω στο όρος "Αγναντα», τό ψηλότερο σημείο τη.: Άθα­

μανίας, ό λαός τών Καλαριτών εισήγαγε στην κωμόπολη του 200 έπαναστά­

1. Στρατηγοΰ Μ α κ ρ υ γ ι ά ν ν η , 'Απομνημονεύματα, έν 'Αθήναις 1907, σ. 27 και Ι. Θ ε ο φ α ν ί δ ο υ , Ιστορικόν άρχεΐον, τ. 1, Ή πολιορκία τοΰ Μεσολογγίου, σ. 15. Κατά τον Μακρυγιάννη ό Ν. Π α π α ν ι κ ο λ ά ο υ , Σκουφάς, ετ. 7, 1962, σ. 33.

2. Κ. Α. Δ ι α μ ά ν τ η, 'Ηπειρωτική 'Εστία, τ. 20, 1917, σ. 626 ­ 627. 8

— 114 —

τες, οπότε έγινε ή εξέγερση αυτής και του Σιράκου 1. Κατά τον δεύτερο, στις αρχές 'Ιουνίου οί Αίτωλοακαρνάνες έδιωξαν τους Τούρκους άπο το Μεσολόγγι και το Βραχώρι, ό Χουρσίτ, απασχολημένος με τον πόλεμο κατά του Άλή πάσα, δέν ημπορούσε να έμποδίση την επέκταση της επαναστά­

σεως στα όρη, πού αναπτυσσόταν άπο τους εντόπιους και τους Σουλιώτες αρχηγούς, ό Τσόγκας πολιόρκησε την Βόνιτσα, ό δε Καραϊσκάκης και ό Γώγος υπερασπίσθηκαν την οχυρή θέση του Μακρυνόρους εναντίον άλβα­

νικοϋ σώματος πού απειλούσε να είσβάλη από τήν "Αρτα, ό Γιαννάκης Ράγ­

κος πέτυχε τό ίδιο παρά το 'Αφτί και τέλος εκδηλώθηκε ή επανάσταση τών Καλαριτών και του Σιράκου 2. "Αν και ή μαρτυρία αυτή δέν αναφέρει τα Τζουμέρκα ή οπλαρχηγούς αυτών, δέν παύει να σχετίζεται μέ το θέμα, διό­

τι μνημονεύει μάχες, όπου, καθώς είναι βέβαιο άπο άλλες πηγές, μετέσχον κι εκείνοι.

Μέ τήν εξέγερση τών δύο κωμοπόλεων συνδέει τήν επανάσταση τών Τζουμέρκων ό καλαριτιώτης 'Απόστολος Παπαγεωργίου, αυτόπτης μάρ­

τυρας εκείνης. Κατ' επιστολή του πού έγραψε το 1865, μέ τήν μετάβαση τοϋ Γιαννάκη Ράγκου στους Καλαρίτες εκδηλώθηκε ή εξέγερση της κω­

μοπόλεως αυτής και τοϋ Σιράκου, άφοϋ προηγουμένακ ούτος, φεύγοντας άπο τήν ιδιαίτερη πατρίδα του μέ 30 άνδρες, πήγε και «έπαναστάτησεν τα Τζουμέρνικα», παίρνοντας άπό κάθε χωριό «οπού έπαναστατοϋσεν» 10 οπλοφόρους κοντά του μέ αποτέλεσμα να συγκροτηθή τό σώμα του άπό 80 στο σύνολο 3.

Τον κύκλο τών μαρτυριών τούτων συμπληρώνει μία ομάδα άλλων πού αναφέρονται στο σχέδιο επιχειρήσεων τοϋ 'Ιουνίου στην "Ηπειρο μέ σκοπό τήν ταυτόχρονη επίθεση κατά τών δυνάμεων του Χουρσίτ άπό τέσσαρες τοποθεσίες. Μεταξύ τούτων συγκαταριθμεΐται και ή τών Κατσα­

νοχωρίων, συγκεκριμένα ή της Πλάκας, σύνορο αύτου μέ τα Τζουμέρκα και θέση ­ κλειδί, όπου έπρεπε να είναι τοποθετημένοι οί οπλαρχηγοί Γώ­

γος Μπόκαλας και Κουτελίδας 4. Ή εκτέλεση τοϋ σχεδίου τούτου έπρό­

1. F. C. Η. L. Ρ ο u q u e ν i 11 e, Histoire de la régénération de Ια Grèce, Compre­

nant le precis des événements depuis 1940 jusqu'en 1824, à Paris, τ. 2,1824, σ. 560 ­ 561. 2. A. F r . P r o k b s c h ­ O s t e n , Geschihte des Abfalls der Griechen von tiir­

kischen Reiche im Jahre 1821 und der Grundung des Rellenischen, Kònigreiches, Wien, τ. 1, 1867, σ. 54. Για τό «Αυτί», όπου νίκησε ό Ράγκας, σημειώνει ό Ν. Κ α σ ο μ ο ύ ­

λ η ς , ενθ' αν., τ. 1, 1939, σ. 101 δτι ανήκει στα Τζουμέρκα, πράγμα πού δέν είναι ακριβές.

3. Νέος Έλληνομνήμων, τ. 17, 1923, σ. 66. Πρβλ. Σ π. Π. Ά ρ α β α ν τ ι ν ο 0, Ενθ' αν., σ. 589.

4. F. C. Η. L. P o u q u e v i l l e , ένθ' άν., τ. 3, 1824, σ. 122. Παλαιών Πατρών Γ ε ρ μ α ν ό ϋ, Υπομνήματα περί τής επαναστάσεως τών 'Ελλήνων από τοΟ 1820 μέχρι

— 115 —

κειτο να άρχίση μεταξύ 23ης και 28ης 'Ιουνίου σύμφωνα μέ την σχετική ποικιλία τών διαφόρων μαρτυριών, άλλα την τελευταία στιγμή ματαιώθηκε για να περιορισθή σε μία μόνον τοποθεσία, μέ αρχικό αποτέλεσμα τήν ελευθέρωση τών κο)μοπόλεων Σιράκου και Καλαριτών μέ τελικό δε τήν καταστροφή των Χ.

* * *

Ένώ ούτω κλείει ό κύκλος τών σχετικών μέ τον χρόνο και τον τρόπο πού άρχισε ή επανάσταση στα Τζουμέρκα πληροφοριών, άφοΰ άπό τον 'Ιούλιο καί ύστερα, όπου αναφέρονται, γίνεται λόγος περί συμμετοχής των σέ διάφορες μάχες εντός ή εκτός της περιοχής των, μία θεώρηση γενική δύναται να όδηγήση σέ ακριβή συμπεράσματα.

'Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει τό μεταξύ τής 19ης και τής 28ης Μαρτίου διάστημα, στο όποιο, καθώς συνάγεται άπό τήν μαρτυρία του *ΑΘ. Ψαλίδα, πρέπει να τοποθετηθή ή επιδίωξη παροχής συνδρομής άπό τους οπλαρχηγούς Μπακόλα καί Κουτελίδα στο σουλτανικό στράτευμα τοϋ Χασάν πάσα, όταν τούτο πολεμούσε κατά τών Σουλιωτών. ΤΗταν ή εποχή ακόμη πού οί οπλαρχηγοί τής βορειοδυτικής Ελλάδος, αίτωλοα­

καρνανικής καί ηπειρωτικής, πλην τών Σουλιωτών, δέν είχαν πάρει θέση κατά του σουλτάνου. Περί τής μεταστροφής τών Τζουμερκιωτών κάμνουν λόγο τρεις μαρτυρίες πού, καταχωρισμένες, όπως και ή προηγούμενη, στο τρίτο τμήμα τής εργασίας, τήν τοποθετούν στον Μάϊο. Κατά τήν μνεία τού Κασομούλη, οί Γκαβοστεργαϊοι, σύμφωνοι καί μέ τους Τζουμερκιώτες, ύψωσαν «περί τον Μάϊον» τήν σημαία στα "Αγραφα, πράγμα πού είναι αό­

ριστο. Κατά τήν άλλη, πιο εντοπισμένη, ό Καραϊσκάκης πήγε στα Τζου­

μέρκα καί μετά συνεννόηση μέ τον Κουτελίδα «έκαμε πρώτος επαναστά­

σεως κίνημα» κατά τοϋ σουλτάνου «καθ' ην έποχήν» ό 'Ανδρούτσος κτύ­

πησε τούρκους ταχυδρόμους, επειδή δέ ή 8η Μαΐου συμπίπτει μέ τήν μάχη τής Γραβιάς, πρέπει πριν άπό αυτή να συνέβησαν τα δυο περιστατικά, στην Τατάρνα καί στα Τζουμέρκα. Περισσότερο ακόμη καθοριστικός είναι ό

τοϋ 1823, έν 'Αθήναις 1837, σ. 49. Π. Ά ρ α β α ν τ ι ν ο ΰ , Χρονογραφία τής Ηπείρου κλπ., έν 'Αθήναις, τ. 1, 1856, σ. 348. Ί . Φ ι λ ή μ ο ν ο ς , Δοκίμιον ιστορικόν περί τής ελληνικής επαναστάσεως, 'Αθήναι, τ. 3, 1860, σ. 349. Ί . Α α μ π ρ ί δ ο υ , 'Ηπειρωτικά μελετήματα, τ. 5, Μαλακασιακά, μέρος 2ον, Μέτσοβον καί Σιράκον, έν Αθήναις 1888, σ. 65­66. Κ. Κ ρ υ σ τ ά λ λ η , Έβδομος 1891, φύλλ. 28, σ. 7 καί Σ π. Ά ρ α β α ν ­

τ ι ν ο ΰ , 'Ιστορία Άλή πασά κλπ., σ. 318. 1. Περί τοϋ σχεδίου βλ. ειδικά Κ. Δ. Σ τ ε ρ γ ι ο π ο ύ λ ο υ , 'Ηπειρωτική 'Εστία,

τ. 25, 1976, σ. 305 έξ. καί 513 έξ.

— 116 —

Ψαλίδας, ίστορώντας ότι ô Χουρσίτ αποστέλλει την 4η Μαΐου στράτευμα στην περιοχή, «για να καταπραΰνη τήν ταραχήν». Ποια δμως ακριβώς ημέρα έγινε αύτη δέν δύναται να προσδιορισθή. Πρέπει να είναι μία άπο τις τελευταίες του 'Απριλίου ή άπο τις δυο πρώτες του Μαΐου.

Κατά λογική προέκταση τοϋ στοιχειοθετημένου αυτού συμπεράσμα­

τος δέν απηχούν τήν πραγματικότητα όλες οί μαρτυρίες πού αναφέρουν άμεσα ή έμμεσα διαφορετικές ερμηνείες για τήν έναρξη της επαναστάσεως ή τήν συσχετίζουν με όμοιες εκδηλώσεις σέ δύο γειτονικές περιοχές, μία τήν Αιτωλοακαρνανία και τήν άλλη τών κωμοπόλεων Σιράκου και Καλα­

ριτών Χ. Το ακριβές νόημα των είναι ότι τα Τζουμέρκα μετέσχον σέ διά­

φορες μάχες ή εκστρατείες και όχι ότι κατ' αυτές άρχισαν να επαναστατούν, να συνεπαναστατοΰν μέ τήν πρώτη ή μέ τήν δεύτερη περιοχή ή να υποκι­

νούνται άπο άλλους οπλαρχηγούς σέ ημερομηνίες μεταγενέστερες της 4ης Μαΐου. 'Ενώ τούτο ισχύει για όλες, αμφιβολία δύναται να προβληθή για τό υπόμνημα πού καταχωρίσθηκε αποσπασματικά στο τελευταίο τμήμα της εργασίας, ώς γραμμένο άπο τους πληρεξουσίους της Άρτας Μακρυγιάννη και Γ. Κ. Μόστρα, γνώστες τών επαναστατικών εκδηλώσεων στην "Ηπει­

ρο. Στην έλλειψη ακριβούς κατά πάντα ίστορήσεως πού το διακρίνει δίδει σχετική αποκατάσταση τό ίδιο, αναγράφοντας «τα αιωνίου δόξης τρόπαια» στο 'Αφτί τοΰ Βάλτου, στον Σταυρό τών Θεοδωριάνων, στην Πλάκα, στο Κομπότι και στην Άρτα, ήτοι όλες τις εντός τοΰ 1821 σπουδαιότερες μά­

χες πού έγιναν μέ τήν συνεργασία Αΐτωλοακαρνάνων και 'Ηπειρωτών μετά τήν κήρυξη τής επαναστάσεως στην Πελοπόννησο. Έκτος τούτου ή χρο­

νική διαφορά μεταξύ τών εξεγέρσεων στα Τζουμέρκα και τήν Αιτωλοα­

καρνανία είναι μικρή, ή δέ επαναστατική εκδήλωση εκείνων ημπορούσε να παραλειφθή, διότι γινόταν ιστορία τών γεγονότων λεπτομερειακή. 'Αν­

τιθέτως, ό διαχωρισμός τής περιοχής Λάμαρης πού είχε συνεπαναστατήσει μέ τους Σουλιώτες πολύ πριν άπό τον Μάρτιο τοϋ 1821, έπρεπε κατά τό υπόμνημα να τονισθή μόνον, διότι άπό τότε παρουσιάζεται θέμα προβα­

1. 'Ημερομηνίες ενάρξεως επαναστατικών εκδηλώσεων στην Αιτωλοακαρνανία ορίζονται ή 20ή Μεσολογγίου στο Μεσολόγγι, ή 21 στο Αιτωλικό, ή 25η στο Ξηρό­

μερο, ένώ έγιναν τήν 26η μέ 27η συγκέντρωση τών δυνάμεων έξω άπό το Βραχώρι καί τήν επομένη επίθεση κατ' αύτοϋ, κατά δέ τό πρώτο δεκαπενθήμερο τοϋ 'Ιουνίου οί πρώτες μάχες στον Βάλτο (βλ. Σ π. Τ ρ ι κ ο ύ π η , 'Ιστορία τής ελληνικής επανα­

στάσεως, έν Λονδίνω, τ. 1, 1853, σ. 300 έξ. Ί . Φι λ ή μ ο ν ό ς, ενθ' άν., τ. 3, 1860, σ. 331 έξ. καί Δ. Κ ο κ κ ί ν ο υ, Ή ελληνική έπανάστασις, έκδ. γ', 'Αθήναι, τ. 2, 1957, σ. 307 έξ.). Ή επανάσταση τών κωμοπόλεων Σιράκου καί Καλαριτών κηρύχθηκε τήν 1η 'Ιουλίου (Νέος Έλληνομνήμων, τ. 17, 1923, ο. 66. Πρβλ. Σ π. Π. Ά ρ α β α ν τ ι­νοΟ, ενθ' άν.,σ. 589).

— 117 —

δίσματος αύτοϋ ή τοϋ άλλου διαμερίσματος ώς προς την ημερομηνία ενάρ­

ξεως του αγώνα, άλλα και διότι έξυπηρετεΐτο ειδικός σκοπός μέ την παρο­

χή στοιχείων σ' εποχή πού συζητοΰνταν τα δρια τοϋ ελληνικού κράτους. "Επρεπε να μήν παραγκωνισθή το δίκαιο ηπειρωτικών περιοχών, ενώ είχαν αρχίσει τήν επανάσταση πολύ πριν άπό τις άλλες.

Ή επαναστατική εκδήλωση τών Τζουμέρκων, καθώς συνάγεται άπό τήν αφήγηση τοϋ Ά θ . Ψαλίδα, συνδέεται ειδικά μέ τις διαδοχικές κινήσεις τών σουλτανικών στρατευμάτων και μέ προφυλακτικά μέτρα πού έλαβε ό Χουρσίτ κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο τοϋ 'Απριλίου στα ανατολικά και τα νότια τών 'Ιωαννίνων, στο τμήμα της οροσειράς τοϋ Πίνδου άπό το Μέτσοβο έως και τις κωμοπόλεις Σιράκο και Καλαρίτες, γεγονότα πού αναφέρονται στο τέλος τοϋ δευτέρου τμήματος της εργασίας. Ούτω δέν εί­

ναι ακριβής ό σύνδεσμος της μέ τήν εξέγερση αυτών τήν 1η 'Ιουλίου. Ώ ς προς τήν δεύτερη πτυχή τοϋ θέματος, τον τρόπο πού έγινε ή έναρ­

ξη, προβάλλουν ερωτήματα για όλες τις απόψεις της. Πρώτον αν κηρύχθη­

κε ή επανάσταση μέ τελετή εκκλησιαστική και ποΰ. Κατά τήν παράδοση έγινε στή μονή τοϋ 'Αγίου Γεωργίου τοϋ Βουργαρελίου, οπότε ηγούμενος ήταν ό Χριστόφορος, αλλά σχετική μαρτυρία δέν υφίσταται. Κατά τήν γνω­

στή και μοναδική τοϋ Pouqueville ό λαός τών Καλαριτών εισήγαγε στην κωμόπολη του 200 επαναστάτες, δταν είδε ότι «επάνω στο βουνό Άγναντα» υψώθηκε ή σημαία τοϋ σταυροϋ. Και αν τοϋτο θεωρηθή σχήμα λόγου, δέν δύναται να ύπάρχη αμφιβολία για τήν οργάνωση θρησκευτικής τελετής, διότι χωρίς τοιαύτη εκδήλωση δέν γινόταν καμμία εξέγερση, εφόσον μά­

λιστα υπήρχαν οί σχετικές δυνατότητες, καθώς συνέβαινε στα Τζουμέρκα. Ώ ς προς τον τόπο δέν νοείται στή φράση τοϋ Pouqueville ή κωμόπολη Άγναντα, άλλα γενικά τό βουνό. Ή παράδοση επίσης αναφέρει πολλούς ηγέτες τής ενάρξεως, ένώ δυο μαρτυρίες περιορίζονται σέ πολύ ολίγους, αλλά διαφέρουν μεταξύ των, κυρίως στα πρόσωπα και τον αριθμό των. Κατά τον Αίνιανα ό Καραϊσκάκης μόνον, κατόπιν συνεννοήσεως μέ τον Κουτελίδα, «έκαμε πρώτος επαναστάσεως κίνημα», κατά δε τον Ψαλίδα ό Γώγος Μπακόλας και ό Γιάννης Κουτελίδας «έσήκωσαν κεφάλι». Τό μόνο πού δύναται σχετικά νά βεβαιωθή είναι ότι κατά τήν επανάσταση παρατη­

ρείται αδιάκοπη συνεργασία Κουτελιδαίων και Μπακόλα, δέν αποκλείε­

ται δε ό Αΐνιάν νά ανέγραψε μόνον τον Κουτελίδα, διότι αυτός ήταν ό οπλαρχηγός τής περιοχής ή ό σπουδαιότερος, και μέ αυτόν έπρεπε ό Καραϊ­

σκάκης νά συνεννοηθή. Ό αριθμός τών 200 επαναστατών, πού κατά πα­

ραλλαγή τής παραδόσεως συγκεντρώθηκαν κατά τήν τελετή τής ενάρξεως, φαίνεται νά προέρχεται άπό τον Pouqueville, δταν ίστορή δτι ό λαός τών Καλαριτών εισήγαγε στην κωμόπολη 200 για τήν εξέγερση του. Οί φρά­

— 118 —

σεις τέλος του Δ. Αίνιάνος ότι ό Καραϊσκάκης έκαμε «επαναστάσεως κί­

νημα» και του Άθ. Ψαλίδα δτι ô Μπακόλας καί ό Κουτελίδας «έσήκωσαν κεφάλι δια να βοηθήσουν» τον Άλή σέ συνδυασμό μέ την άμεση αποστολή στρατεύματος στην περιοχή από τον Χουρσίτ, γιά να «καταπραϋνη τήν ταραχή ν», αναφέροντας στον χαρακτήρα του γεγονότος πού δεν ήταν άλ­

λος παρά επαναστατική εκδήλωση.

ΓΕΩΡΓΙΟΥ Θ. ΖΩΡΑ Καθηγητοϋ Πανεπιστημίου

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΠΟΙΗΣΙΝ

Ή Παναγία 1, ή μήτηρ του Θεανθρώπου, σύμβολον άγιωσύνης και άγνότητος, άλλα ταυτοχρόνως και μητρικής αγάπης και πόνου άπετέλε­

σεν είς δλας τάς εποχάς θέμα ιδιαιτέρως προσφιλές εις τους ποιητάς, άπό τφν πρώτων χριστιανικών χρόνων μέχρι της εποχής μας, και είς την όρθόδοξον Άνατολήν και είς την καθολικήν Δύσιν.

Είς τήν φιλολογίαν αυτήν τήν πρώτην θέσιν κατέχει αναμφιβόλως ή βυζαντινή ύμνογραφία. Ουδέποτε άλλοτε ή μορφή τής Θεοτόκου εύρε τόσον ύψηλόν, τόσον λυρικόν και τόσον έμπνευσμένον άπό βαθυτάτην πίστιν υμνον :

Χαίρε, δι' ή ς ή χαρά εκλάμψει, Χαίρε, δι ης ή άρα εκλείψει. . . Χαίρε, νψος δυβανάβατον άνθρωπίνοις λογισμοϊς, Χαϊρε, βάθος δνσθεώρητον και αγγέλων όφθαλμοϊζ· · .

θα ψάλουν προς τήν Θεομήτορα οί άπελευθερωθέντες έκ τοϋ εχθρι­

κού κινδύνου Βυζαντινοί, ό δέ νεώτερος Πίνδαρος τής εκκλησιαστικής ποιήσεως, Ρωμανός ô Μελωδός, θα ύμνηση κατά τον συγκινητικώτερον τρόπον τον πόνον τής δυστυχούς Μητρός, ήτις βλέπει άγόμενον είς τον βωμόν τοϋ μαρτυρίου και τής θυσίας το ίδιον αυτής τέκνον :

Τον ίδιον άρνα ή αμνάς θεωρούσα προς σφαγήν ελκόμενον ήκολονθει Μαρία τρυχομένη μεθ' έτερων γυναικών.

1. Βλ. καί Γ. Θ. Ζώρα, Ή Παναγία καί ή συλλογή «"Ανθη Ευλάβειας»,'Ελλη­νική Δημιουργία, 15 Αυγούστου 1949.

— 120 ­

Και είς τάς έπομένας έποχάς, ή ελληνική μοϋσα δεν έπαυσε να άφιερώνη εις την Θεοτόκον ωραιότατους στίχους πλήρεις αγάπης, θαυμασμού και ίκεσίας, πολλά δε ποιήματα εγράφησαν είς δόξαν της Παρθένου είτε κατ' άπομίμησιν τών «Χαιρετισμών», είτε και δλως πρωτότυπα.

* * *

Μεταξύ τών ποιημάτων τούτων ιδιαιτέρας μνείας είναι άξια τα στι­

χουργήματα τα περιεχόμενα εις μίαν ίδιόρρυθμον συλλογήν, γνωστήν υπό τον τίτλον «"Α ν θ η ε υ λ ά β ε ι α ς » 1 , όφειλομένην είς τους τροφί­

μους τους γνωστού Φλαγγινικοϋ ίεροδιδασκαλείου, το όποιον είχεν ίδρυθή είς Ένετίαν με κληροδότημα του Θωμά Φλαγγίνου και του οποίου ή λει­

τουργία ήρχισεν άπό τοΰ έτους 1664. Είς την συλλογήν ταύτην, τής οποίας ό τίτλος είναι «"Ανθη ευλάβειας,

εκχυθέντα είς τήν πανένδοξον μετάστασιν της Θεομήτορος Μαρίας παρά τίνων τοΰ Φλαγγινιανοΰ Έλληνομουσείου τροφίμων τε και σπουδαίων, επιστασία καί επανορθώσει τοΰ πολυμαθεστάτου αυτής ίεροδιδασκάλου ' Ι ω ά ν ν ο υ Π α τ ο ύ σ α τοΰ εξ 'Αθηνών Γυμνασιάρχου τοΰ ρηθέντος φρον­

τιστή ρίου καί πανευλαβώς άφιερωθέντα τω Πανιερωτάτω Σοφωτάτφ Κω Κω Μελετίφ Τυπάλδω Μητροπολίτη Φιλαδέλφειας Υπερτιμώ καί Έξάρχω πάσης Λυδίας καί τών εν ταΐς κλειναΐς Ένετίαις Ελλήνων αξιοπρεπέστατα) προέδρω— Ένετίησιν αψη'» (1708), δημοσιεύονται πεζογραφήματα και ποιήματα αφιερωμένα, κατά τό πλείστον, εις τήν Παναγίαν.

Πρόκειται περί έργων, αν όχι εξαιρετικής σημασίας πάντως αξιόλο­

γων, ΐδία όσον άφορφ είς τήν πρωτοτυπίαν καί τον χρόνον συνθέσεως αύ­

τών,περί τών οποίων ό Δημαράς γράφει τα έξης : «Πολλή τέχνη, άλλα καί πραγματική ποιητική έμπνευση επεξεργάζονται τα ποιήματα αυτά, πού άποτελοΰν τήν πρώτη μεγάλη επίτευξη ύστερα άπό τα χρόνια της Κρήτης. Είναι πραγματικά άνθη με όλο τό άρωμα τους, με τή γοητεία τών ποικίλων χρωμάτων τους* άλλ' άνθη φυτεμένα μέσα σ' ενα θερμοκήπιο : αν σμίγουν μέ τα περασμένα, όμως δέν δημιουργούν προηγούμενο. Ή εμφάνιση τους έχει κάτι τεχνητό, πού φανερώνεται όχι μόνο στην κατασκευή τους, άλλα καί στο γεγονός ότι έμειναν χωρίς συνέχεια»2.

'Ιδού εν δεκατετράστιχον της συλλογής, τό όποιον οφείλεται είς τον

1. Περί τής συλλογής βλ. "Ανθη Εύλαβείας είς τήν μετάστασιν τής Θεομήτορος Μαρίας. Άνατύπωσις άπό τήν έκδοσιν τοϋ Φλαγγινιανοΰ Έλληνομουσείου Βενετίας ,αψη'. Πρόλογος Γ. Βλαχογιάννη. 'Επιμέλεια, σημειώσεις κτλ. 'Αγγέλου Ν. Παπακώ­

στα. Μετάφρ. από ιταλικά Θ. Νόβα. 'Αθήναι 1950. 2. Κ. Δ η μ α ρ ά , Ιστορία τής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. 6, 'Αθήνα 1975,

σελ. 119.

­ 121 ­

Ά ν τ ώ ν ι ο ν Σ τ ρ α τ η γ ό ν, λόγιον καταγόμενον μεν εκ Κρήτης, γεννηθέντα δε εις Κέρκυραν, και έχει τον τίτλον : «"Οτι ό θάνατος της Θεομήτορος έστάθη ή θεϊκή αγάπη» :

Είχε λάμψ' ή αυγή, εις τήν οποίαν ώρισεν ο Θεός ν' άποσηκώσγ) στ άστρα από τον κόΰμον την Μαρίαν, κι ως Κυράν τον παντός να στεφάνωση.

'Απείκασεν ευθύς νενσιν την θείαν ο έρωτας, γοργά δθεν να σώση χρυσόπτερος πετά στην Παναγίαν, και θάνατον γλνκνν αυτής να δώση.

Τότ ευλαβής, βέλος χρνσον τεντώνει κ εκείνην την καρδίαν την άναμμένην με φλόγες θεϊκές γλυκά πληγώνει. ΛΑν ή κόρη νεαρά έτζ άπομένη τούτο τον νουν της ας μη θολώνη γιατί πόθον θανή δεν υπερβαίνει.

'Ιδού και δεύτερον δεκατετράστιχον εκ της ιδίας συλλογής, το οποίον εγραψεν ό εκ Κεφαλληνίας ιεροδιάκονος Φ ρ α γ κ ί σ κ ο ς Κ ο λ ο υ μ ­

π ή ς, φέρει δε τον τίτλον : «Εις τήν μετάστασιν τής Πανάγνου» :

Σαν είς άρμα λαμπρόν, στα χρυσωμένα των αγγέλων φτερά, έπέτα ή θεία Μητέρα τοϋ Θεοϋ, εις τήν οποία ήταν όλα τα κάλλη μαζωμένα.

Τοϋτα βλέπονΰ' ή γη με πικραμένα μάτια με στεναγμούς, είπε : «Μαρία πού μ άφίνεις εδώ στην ερημιά; ή πώς να ζήσω 'γώ χωρίς εσένα;»

Είναι πολεμικός νόμος να σέρνη πίσω τον ό νικητής τους νικημένους όταν θριαμβικήν δόξα λαβαίνη.

Κ* εμε και τους υιούς μου νποκειμένονς έκαμες, Μαρία' λοιπόν τνχαίνει να μας σύρης αντοϋ γλνκά δεμένονς1.

1. Βλ. Γ. Θ. Ζώρ α, Ή Παναγία καί ή συλλογή «"Ανθη Ευλάβειας», ενθ' άν.

— 122 —

Και ή δημοτική μούσα έχει επίσης αφιερώσει ποιήματα είς τήν Πα­

ναγίαν. Έκτος από το γνωστόν εκείνο το άναφερόμενον εις τήν Άγίαν Σο­

φίαν, εις το όποιον ό λαϊκός ποιητής συνεχίζων τήν παράδοσιν βλέπει τήν άπελευθέρωσιν του έθνους συνδεομένην με το πρόσωπον της Θεοτόκου, προστάτιδος της Κωνσταντινουπόλεως :

Ή Δέσποινα Χαράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες σώπασε κυρά Δέσποινα, και μή πολυδακρύζεις πάλι με χρόνουζ, με καιρούς, πάλι δικά μας είναι,

και άλλα δημοτικά ποιήματα έχουν ως κεντρικόν πρόσωπον τήν Πανα­

γίαν, όπως είναι διάφορα καθαρώς θρησκευτικού περιεχομένου, άλλα αναφερόμενα εις θρησκευτικός έορτάς κλπ. 'Ιδιαιτέρως αξίζει να άνα­

φέρωμεν εδώ δημώδες ποίημα, φέρον τον τίτλον : «Το μοιρολόγι τής Παναγίας» :

Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα, σήμερ' άγγελοι, αρχάγγελοι, όλοι μαυροφορούνε, σήμερα δλοι Θλίβονται κάί τα βουνά λυπούνται, σήμερα πάνε κ" έρχονται στης Παναγιάς τήν πόρτα. Ή Παναγιά ή Δέσποινα καθόταν στο θρονί της, τήν προσευχή της έκανε για το μονογενή της. 'Ακούει βροντές, ακούει αστραπές και ταραχές μεγάλες, προβάλλει, από τή θύρα της va δη στη γειτονιά της. Βλέπει τον ουρανό θαμπό και τ' άστρα βουρκωμένα ακούει φωνή, ακούει λαλιά απ αρχαγγέλου στόμα : «Σώσε, κερά μου Παναγιά, τούτηνε δα τήν ώρα και τον Ύγιο επιάσανε και στο σταυρό τον πάνε». Ή Παναγιά σαν τάκουσε, έπεσε και λιγώθη, και, σαν τήν συνεφέρανε, τοϋτο το λόγο λέει: «"Οσοι πονάτε το Χριστό, δλοι κοντά μου ελάτε». Ή Μάρθα, ή Μαγδαληνή κάί τον Λαζάρου ή μάννα, του "Ιακώβου ή αδελφή, κ οι τέσσερες αντάμα, επήραν το στρατί ­ στρατί, στρατί το μονοπάτι. Τηράν ζερβά, τηράν δεξιά, κανένα δε γνωρίζουν, τηράν και πιο δεξιώτερα, θωρούν τον "AT­Γιάννη. «"Αι μου Γιάννη, Πρόδρομε και βαπτιστή τοΰ γιου μου, μήν είδες μου το τέκνο μου και σε το δάσκαλο σου;»

­ «Ποιος έχει χείλη να στο πή καρδιά να μολογήση, ποιος έχει χειροπάλαμα για να σου τόνε δείξη ;» «"Εχεις και χείλη να το πής, καρδιά να μολογήσης,

— 123 —

έχεις κάί χειροπάλαμα, για νά μου τόνε δείξης». «Θωρείς εκείνον τον γυμνό, τον παραπονεμένο, όπου φορεί στην κεφαλή άγκάθινο στεφάνι; 'Εκείνος είναι ό γιόκας σου κ εμε διδάσκαλος μου». Ή Παναγιά, σαν τάκουσε, τούτον τον λόγο λέει : «Που 'ναι γκρεμνος να γκρεμιστώ, γιαλός να πάω να πέσω ;» Κανένας δεν της μίλησε να την παρηγόρηση' μόν ο Χριστός της μίλησε απ' τον σταυρόν επάνω : «Κάμε, μαννούλα, υπομονή και διάφορο δέν έχεις. Στρώσε τραπέζι θλιβερό να φάνε οι θλιμμένοι και, το μεγάλο Σάββατο, κάθου να μ' άπαντέχης. Τήν Κυριακίτσα το πουρνο θα πουν Χριστός Ανέστη».

Ί ο αυτό περιεχόμενον το άναφερόμενον εις τήν θλΐψιν της Πανα­

γίας δια τήν άπώλειαν του υίοϋ της, άπαντα επίσης και εις τα διάφορα τοπικά δημοτικά τραγούδια, μέ μικράς ή σημαντικάς παραλλαγάς εις τάς λεπτομέρειας. Ένα από τα χαράκτηριστικώτερα αυτά ποιήματα είναι το φέρον τον τίτλον : «Της Παναγίας το κλάμα», όπως κυκλοφορεί εις τήν Κάλυμνον :

Κάτω στα 'Ιεροσόλυμα και τοϋ Χρίστου τον τάφον, ή Παναγιά εκάθητο μόνη και μοναχή της, τήν προσευχή της έκανε για το μονογενή της. 'Κούει βροντές, 'κούει στραπές κάί αντάρες μεγάλες' άγια βώδια σφάζουσιν ή πρόβατα συζεύγουν ; Κάνει νά δη τήν πόρτα της νά δή τή γειτονιά της. Θωρεί πάνω, θωρεϊ κάτω, θωρεί, ψυχή δέν βλέπει' θωρεϊ τον ούρανον θαμβον και τ άστρα βουρκωμένα το φεγγαράκι τ άγλαμπρον στο αίμα βουτηγμένον. Κάί πάλι κι άνατήρησε θωρεί τον "Αϊ­Γιάννη, θωρεϊ τον και κατέβαινε κλαμένον και δαρμένον, κ' εκράτει μεσ' τή χείρα του μανδήλι ματωμένον κ' εκράτει και στην άλλη του μαλλιά της κεφαλής του. Κ' ή Παναγιά τον έρωτα κ' ή Παναγιά τοϋ λέγει : "Αϊ μου Γιάννη ­Πρόδρομε και βαπτιστά τοϋ γιου μου, δεν είδες το παιδάκι μου κάί τον μονογενή μου;

— Δεν έχω στόμα νά σου πώ, χείλη νά σοΰ μιλήσω και σιδερένια σωτικά νά σοϋ το μολογήσω Θωρείς το κείνο το βουνό, το υψηλό, το μέγα ποϋχει τήν μαύρην γή κορφή, τον ουρανό πατέρα ; Έκεϊ τον έχουν οι 'βριοι εξόγκωνα δεμένον

— 124 —

σαν κλέπτη τον έπιάσανε cfàv πόρνο τον κρατονσι σαν να χωρίζη αντρόγυνο εκεί τον τυραννονσι. Βγάζουν το χρυσοσκούφιον και βάζουν του άγκαθένιο. Βγάζουν το χρυσοζώναρον καί βάζουν του τον βάτον. Ή Παναγιά σαν άκουσε λιποθυμιά της ήλθε. Σταμνιά νερό την 'πηρετοϋν τρία καννιά τον μόσχον και εξη το ροδόσταμον ώστε πού νά συμφέρη. Κ' ή Παναγιά συνέφερε κι αυτόν τον λόγον εΐπεν :

—"Ας ελθ' ή Μάρθα, ή Μαρία και του Λαζάρου ή μάννα και του Προδρόμου ή αδελφή καί ή άλλη ή Άλισάβη, καί πάμε νά τον πάρουμεν προτοΰ μας τον σταυρώσουν καί πριν τοϋ βάλουν τα καρφιά και μας τον θανατώσουν. Στρατί, στρατί, το πιάσανε, στρατί το μονοπάτι, καί το στρατί τους έβγαλε σ ενα μικρό βρυσάκι, κ έδίψασεν ή Παναγιά 'σκϋψεν νά πιή λιγάκι. 'Κούει χαλκιά κ εχάλκευε,*χαλκιά με τά παιδιά του, χαλκιά με τή γυναίκα του καί με τή φαμιλιά του.

— Μωρή μωρέ άτσίγγανε, ήντανε αυτά που κάνεις ; —'Βριοί μοΰ παραγγείλασι περόνια νά τους κάμω.

"Εκείνοι μούπαν τέσσερα κ' εγώ τους κάμω πέντε, τά δυο στα δυό του γόνατα, τά δυο στα δυό του χέρια καί τ' άλλο το φαρμακερό νά μπήξουν στην καρδιά του νά τρέξη αίμα καί νερό νά λιγωθή ή ψυχή του.

— Μωρή μωρέ άτσίγγανε, ψωμί νά μήν χόρτασης, ουδέ την τραχηλίτσα σου ποτέ νά μήν άλλάξης: μωρή μωρέ άτσίγγανε, δείξε μου τον υΐόν μου. Για δείξε μου τον γιόκα μου καί τον μονογενή μου.

— Θωρείς εκείνο το βουνό το υψηλό, το μέγα, ποϋχει τήν μαύρη γήν κορφή τον ουρανό πατέρα ; Έκεϊ τον έχουνε οι 'βριοί εξόγκωνον δεμένον. 7Ωρες ή Παναγιά 'κλαιεν, ώρες χαί μοιρολογά στρατί, στρατί το πιάσανε, στρατί το μονοπάτι' το μονοπάτ τους εβγαλεν εις τον ληστον τήν πόρταν, βρίσκει τήν πόρτα σφαλιστή καί τά κλειδιά παρ/ζενα, τά έρημα παράθυρα σφιχτά μανταλωμένα, κ έδεσε τά χεράκια της τήν πόρτα παρεκάλεΐ :

—"Ανοιξε πόρτα του 'βριοϋ καί πόρτα τοϋ Πιλάτου ! Κ' ή πόρτα απ' το φόβο της άνοιξε μοναχή της. Μπαίνει πάνω ή Παναγιά καθίζει στο κρεββάτι.

— Παρακαλώ σε Μωϋσή, δείξε μου τον υίόν μου.

— 125 —

— Θωρείς τον κείνον τον χλωμόν, κεϊνον τον κιτρινιάρην ; 'Εκείνος εϊν' δ γιόκας σον και ό μονογενής σον. Ή Παναγιά σαν τ άκονσε λιποθνμιά της ήλθε :

— Φέρτε μαχαίρι να σφαγώ κρημνον για να κρημνίσω κ ενα ποτάμι θάλασσα για να ψυχομαχήσω. Χριστός άπολογήτηκεν δπον 'ταν στανρωμένος.

— Μάννα μον, σαν πνιγης εσύ, πνίγονται κι άλλες μάννες' άμε μάννα στο σπίτι μας και στο αρχοντικό μας και πίνε άδολο κρασί κι αφράτο παξιμάδι, να φαν μαννάδες με παιδιά, παιδιά δίχως μαννάδες και τα καλά τ άντρόγννα με τους καλούς των άνδρες Μάννα το μέγα Σάββατο πού παίζουν οι καμπάνες τότε και συ μαννοΰλα μου θά 'δής χάρες μεγάλες.

Τα πολυάριθμα ποιήματα των νεωτέρων ποιητών μας, τα όποια αναφέ­

ρονται είς την Παναγίαν, δυνάμεθα να διακρίνωμεν, μέ την σειράν των, είς διαφόρους κατηγορίας, ήτοι τα αποτελούντα προσευχάς, τα συνδεόμενα μέ πατριωτικά θέματα, τα καθαρώς λυρικά κλπ.

Εις τήν πρώτην κατηγορίαν, δηλ. τάς προσευχάς, ανήκουν διάφορα ποιήματα, είτε αυτοτελή είτε τμήματα μεγαλυτέρων στιχουργημάτων, μερικά δέ έχουν καθαρώς σχολικόν χαρακτήρα και χρησιμεύουν ως προσευχή εις τα σχολεία ή διαφόρους αλλάς ανάλογους περιπτώσεις.

Τοιούτον ποίημα είναι του Κ ώ σ τ α Π α σ α γ ι ά ν ν η μέ τ ίτλον : «Το παιδί στην Παναγία» :

Ψυχούλα αθώα γονατιστή σον στέλνω όλόθερμη μια προσενχή.

Γλυκεία μητέρα Θεοϋ, Σε κράζω ελπίδα άνέσπερη και Σε δοξάζω.

Παρθένα θεία, σεμνή κι αγνή, δέξου τη δέηση μον τήν ταπεινή.

Παρθένα θεία, σεμνή κι αγνή,

— 126 —

δόξα Σου, δόξα Σου Παντοτεινή !. . .

'Ανάλογος προς αυτήν είναι και άλλη προσευχή μέ τον τίτλον : «Στή Μητέρα του Θεού», όπου ο ποιητής παρακαλεί τήν Θεοτόκον όπως βοηθή­

ση και άνοιξη έλπιδοφόρον θύραν εις τον δυστυχή, εις τον αίχμάλωτον, εις τον ναυαγόν, εις τήν χήραν και εις τον ασθενή και προσφέρη εις τον κόσμον όλον τήν γαλήνην και τήν χαράν :

Παρθένα, στήριγμα γλυκό, μητέρα τοΰ Θεού μας ποϋσαι για μας παρηγοριά στο στρώμα και στο νου μας, όπου κρατάς στή σκέπη σου το αρφανό, τή χήρα κι ανοίγεις για το δύστυχο ελπιδοφόρο θύρα.

Βασίλισσα τοΰ Ουρανού, πούσαι για μας γαλήνη κι αστέρι πού λαμποκοπάς, χωρίς ποτέ να σβήνη, δροσιά και ανακούφιση στ3 αρρώστου το κλινάρι πού χύνεις μύρα κ ευωδιές μ' δλη τήν άγια χάρι.

Στο σκλαβωμένο χάρισε ελεύθερη πατρ/όα, στο ναυαγό πού δέρνεται, του γλυτωμοϋ σανίδα. Στή χήρα τήν παρηγοριά, στον άρρωστο υγεία και στα παιδιά τήν προκοπή, γλυκεία μου Παναγία.

Στείλε, Μητέρα τοΰ Θεού, στον κόσμο τή γαλήνη κι οδήγα κάθε άσπλαγχνο στην ελεημοσύνη. Τέλος αξίωσε κ εμάς, οπού σε προσκυνούμε, πολίτες τίμιοι, κάλοι στον κόσμο να γίνουμε.

Περισσότερον γνωστή και σημαντικωτέρα είναι «Ή προσευχή προς τήν Παναγίαν» του ' Α ν δ ρ έ ο υ Μ α ρ τ ζ ώ κ η , μία προσευχή ή οποία έγαλούχησε τήν έλληνικήν νεολαίαν επί σειράν ετών και υπάρχει εις πλεί­

στας όσας συλλογάς νεοελληνικών αναγνωσμάτων :

Γλυκό τοΰ κόσμου στήριγμα αθάνατη Μαρία, 'Εσύ π' ακούς τή δέησι πού υψώνουν τα παιδία, άκου κ' εμάς πού υψώνουμε 'ς εσε τήν προσευχή μας πού μέσ' αφ' τήν ψυχή μας βγαίνει για σε θερμά.

"Εχε, Κυρά, 'ς τή σκέπη σου τήν πικραμένη χήρα

— 127 —

'ς τον πεινασμένον άνοιγε εύσπλαγχνική τή θύρα, δόσε τον σκλάβου, Δέσποινα, ελεύθερη Πατρίδα, τον ναύτη την ελπίδα, πού πλέει *ς την ξενητειά.

Ευλόγησε τα ονείρατα τον βρέφονς που κοιμάται, οδήγησε τα βήματα της κόρης που φοβάται' στείλε δροσιά κι άνάπαυσι 'ς τον αρρώστου το κλινάρι, εχε 'ς τή θεία σου χάρι τα μαϋρα τα φτωχά.

Τή μάνα παρηγόρησε, πώχει παιδί 'ς τα ξένα, και χύσε μίαν αχτίνα σου εις τον τυφλό, Παρθένα' κράτα το γάλα αμίαντο τοΰ βρέφους που βυζαίνει, στρέψε 'ς την οικουμένη το βλέμμα εύσπλαχνικό.

Στείλε, σεμνή βασίλισσα, 'ς το πλάσμα σου γαλήνη, χύσε 'ς τα στήθη τ' άκαρδα αγάπη, ελεημοσύνη' χάρισε το χαμόγελο 'ς τα μαραμένα χείλη, κάμε να γίνουν φίλοι ο εχθρός με τον εχθρό.

7" ανδρόγυνο πού εχώρισε, 'Εσύ, Κυρά, ενωσέ το, διώξε μακρυα την έχθρα του και πάλι ευλόγησε το' ανάπαυσε τα κόκκαλα πού κλεϊ βαθειά το χώμα, και ζέστανε το στρώμα της μάνας, τον παιδιού.

— 128 —

Λέξου 'ς τα ουράνια στήθη σου τ ' ανήλικα, Παρθένα, που παραιτούν τη μάνα τους για νάλθουνε σε Σένα' το χέρι 'κείνο αντάμειψε που τ° ορφανό χορταίνει, που το κορμί θερμαίνει, τοϋ μαύρου τοΰ γυμνοΰ.

Ευλόγησε τα δάκρυα, καλή μας Παναγία, όπου με σπλάχνος χύνονται εμπρός 'ς τη δυστυχία συχώρεσε και φώτισε εκείνον πού 'πλανήθη, και χύσε του 'ς τα στήθη την Πίστη την γλυκεία!

Λυπήσου την "Ελλάδα μας, την άτυχη Πατρίδα, πάλι 'ς τον κόσμο δείξε τη με σκήπτρο και χλαμύδα! κάμε να σφίξη ελεύθερα μέσ τ ή θερμή αγκαλιά της τα /^ανρα τα παιδιά της, πού κλαίνε 'ς τη σκλαβιά!. . .

ΚαΙ αξίωσε τα τέκνα σου, που σε παρακαλούνε, με της Λαμπρής το φόρεμα τήν "Ηπειρο να ιδούνε! να πλέξουν τήν εικόνα σου μ ελεύθερα λουλούδια, κ ελεύθερα τραγούδια να ψάλουνε γλυκά!. . .

Εξετάζοντες τήν σχετικήν ποιητικήν παραγωγήν τών νεοελλήνων ποιητών, άρχίζομεν μέ τους εκπροσώπους της Επτανησιακής σχολής.

Ώ ς γνωστόν, βαθύτερον θρησκευτικον αίσθημα διακρίνει τους περισ­

σοτέρους εξ αυτών, τα δέ έργα των χαρακτηρίζει θερμή χριστιανική πί­

στις. Και είναι μέν αληθές ότι οί πλείστοι τών Επτανησίων ποιητών δέν έχουν αφιερώσει ειδικά ποιήματα εις θρησκευτικά καθαρώς θέματα, όπωσ­

— 129 —

δήποτε όμως διάχυτος εϊναι εις την ποιητικήν των έμπνευσιν το χριστια­

νικό ν αίσθημα. Ό Δ ι ο ν ύ σ ι ο ς Σ ο λ ω μ ό ς εις τήν έλληνικήν παραγωγήν του

δέν έχει καθαρώς θρησκευτικά ποιήματα, έχει όμως γράψει πολλά κατά τήν νεανικήν του ήλικίαν εις ίταλικήν γλώσσαν κατ' άπομίμησιν προτύπων του Monti, Manzoni κ.ά. Είναι άπο τα ποιήματα εκείνα τα όποια ανήκουν εις τα στιχουργήματα με ύποχρεωτικήν όμοιοκαταληξίαν και σπαταλούν κατά κανόνα ποιητικά νεανικά γυμνάσματα. 'Από τα θρησκευτικά του αυτά ποιήματα (τοιαύτα αναφέρονται εις τήν πρώτην λειτουργίαν, εις τον θάνατον του δικαίου, εις τήν κόλασιν, εις τήν δευτέραν παρουσίαν), τα περισσότερα έχουν ώς θέμα τήν Θεοτόκον, ως εις τήν Μαρίαν, ο Ευαγγε­

λισμός, ή Άνάληψις της Παναγίας, ή Σύλληψις της Παναγίας κλπ. 'Ιδού τό κείμενον εν μεταφράσει ενός τών δεκατετράστιχων αυτών με

τίτλον : «Ή Άνάληψις της Παναγίας» :

~Ηταν ή ώρα πού τ' ανθρώπινο μάτι να παλέψη ôèv ημπορεί με τον ύπνο κ οι αισθήσεις το κράζουν, όταν άκουσα φωνή, που συντροφευμένη άπο λύρας ήχο :

—'Έλα, Γυναίκα, έλεγε, ελα απ* το Λίβανο!

—"Ελα! τον ουρανό ολόκληρο να ξαναλέη άκουσα σε ήχο πού οι στίχοι μου ôèv έχουν δύναμη να εκφράσουν. Κ' οι δρόμοι δλοι εγέμιζαν απ' τον αιθέρα τοϋ ζωηρού φωτός και τοϋ μοσχοβολισμένου λιβανιοϋ.

"Οταν ξαφνικά παρουσιάσθη ένας ήλιος ανάμεσα στους αγγέλους και ψηλά έσπρωχνε, κινώντας τα μπράτσα, πού ή αγάπη τών αιωνίων ομορφιών τοϋ έγγιζε.

"Αχ! γιατί χάθηκε το όνειρο κι αυτές οι ασθενικές μου οι αισθήσεις με σεβασμό ανάμεσα στους Ουράνιους ; Είμαι κάτω, μέσ' το παράπτωμα και τήν άστατη αρετή 1.

Και ό ' Α ρ ι σ τ ο τ έ λ η ς Β α λ α ω ρ ί τ η ς έχει αφιερώσει ποιή­

ματα εις τήν Παναγίαν έκτων οποίων τό σημαντικώτερον είναι τό φέρον τον τίτλον «25 Μαρτίου : Ευαγγελισμός ­ Ελληνισμός» εις τό όποιον τό θρησκευτικόν αίσθημα ένοϋται και συγχέεται μέ τον θερμόν πατριωτισμόν του μεγάλου εκείνου Επτανησίου ποιητοΰ. Εις τό ποίημα του αυτό, ό Βα­

λαωρίτης βλέπει εις τήν αυτήν ήμέραν, τήν 25η Μαρτίου, να συνδέωνται αφ' ενός μέν ή μεγάλη ήμερα τοΟ Ευαγγελισμού της Θεοτόκου καί έπο­

ι. Κ. Και ρ ο φύλα, Ό άγνωστος Σολωμός, 'Αθήνα 1927. 9

— 130 —

μένως της απελευθερώσεως του ανθρωπίνου γένους καί άφ'έτερου ή ελ­

ληνική έπανάστασις, δηλ. ή άπελευθέρωσις του Έλληνικοϋ έθνους. Το ποίημα αυτό είναι επίσης άπο τα πλέον γνωστά καί συγκινητικά

αναγνώσματα και συνεκίνησεν έπί σειράν ετών την έλληνικήν νεολαίαν :

Με μιας ανοίγει ό ουρανός, τα σύγνεφα μεριάζουν, οι κόσμοι εμείνανε βουβοί, παράλυτοι, κυττάζουν. Μια φλόγ* αστράφτει. . . ακούονται ψαλμοί καί μελωδία. . . Πετάει εν άστρο.. . σταματά εμπρός εις τή Μαρία. . . «Χαίρε της λέγει, αειπάρθενε, ευλογημένη, χαίρε! Ό Κύριος μου είναι με σέ. Χαίρε, Μαρία, χαίρε!.. .» Έπέρασαν χρόνοι πολλοί. . . Μια μέρα σαν εκείνη αστράφτει πάλαι ô ουρανός. . . Στην έρμη της την κλίνη λησμονημένη, όλόρφανη, χλωμή κι απελπισμένη, μια κόρη πάντα τήκεται, στενάζει, άλυσωμένη. Τα σίδερα είναι άτάραγα, σκοτάδι ολόγυρα της. Ή καταφρόνια, ή δυστυχία σέπουν τα κόκκαλά της. Τρέμει με μιας ή φυλακή και διάπλατη η θυρίδα φέγγει κι άφίνει και περνά εν άστρο, μιαν αχτίδα. Ό "Αγγελος εστάθηκε, διπλώνει τα φτερά του. . . «Ξύπνα, ταράζου, μη φοβοΰ, χαίρε. Παρθένε, χαίρε. Ό Κύριος μου είναι με σέ, 'Ελλάς ανάστα, χαίρε». Οι τοίχοι ευθύς σωριάζονται. Ή μαύρ' ή πεθαμένη νοιώθει τα πόδια φτερωτά. Στή μέση της δεμένη χτυπάει ή σπάθα φοβερή. Το κάθε πάτημα της ανοίγει μνήμ αχόρταγο. Ρωτά για τα παιδιά της. . . Κάνεις δεν άποκρένεται. .. Βγαίνει, πετά στα όρη. . . Αυώνουν τα χιόνια δθε διαβη, δθε περάση ή Κόρη. «Ξυπνάτε, εσείς πού κοίτεστε, ξυπνάτε, όσοι κοιμάστε, το θάνατο δσοι εγεύτητε, τώρα ζωή χορτάστε». Οι χρόνοι φεύγουνε, πετούν και πάντα εκείνη ή μέρα είναι γραμμένο εκεϊ ψηλά να λάμπη στον αιθέρα μ' όλα τα κάλλη τ' ουρανού. Στολίζεται δλη ή φύση με χίλια μύρια λούλουδα για να τήν χαιρετίση. Γιορτάστε την, γιορτάστε την! Καθείς ας μεταλάβη από τή χάρη του Θεοϋ. Καί σεϊς, καί σεις οι σκλάβοι, δσοι τή δάφνη στην καρδιά να φέρετε φοβάστε, άφωρισμένοι νάστε!

Τής Επτανησιακής επίσης σχολής άλλος εκπρόσωπος, ό ' Α ν δ ρ έ α ς Μ α ρ τ ζ ώ κ η ς , άφιέρωσεν εις τήν Παναγίαν τό «Stabat Mater», όπου

— 131 —

μας παρουσιάζει τον άμαρτωλον άνθρωπον, ô όποιος πλησιάζων τήν πο­

νεμένην Μητέρα, εκφράζει τήν άφοσίωσίν του προς τον δι' αυτόν θυσια­

σθέντα υίόν της και ικετεύει αυτήν όπως τον άξιώση να έξαγνισθή καΐ αυτός δια τοϋ πόνου και καταστή άξιος της ουρανίου δόξης :

Σιμά 'ς τον άδικο Σταυρό, τον αιματοβαμμένο, ήταν πεσμένη κ έκλαιγε ή Παναγιά με πόνο. Και της εσπάραζ' ή ψυχή νά βλέπη κρεμασμένο, ωσάν κακούργο και φονιά, το τέκνο της το μόνο!

Πόσα μαχαίρια κοφτερά της 'σφάζαν τήν καρδιά τήν ώρα 'κείνη τή φριχτή, όπου 'χε ξεψυχήσει! Ποιος εβαστοϋσε νά θωρή σε τέτοια απελπισία τή θεία μητέρα τον Χρίστου και νά μήν λαχταρίση ;

Για μένα, τον αμαρτωλό, είδες, γλυκεία Κυρά μου ; νά μαρτυρεύουν 'ς το Σταυρό τ αγαπητό Παιδί σου! Κάμε νά σφάξη δ πόνος σου κ εμένα τήν καρδιά μου, κι άξίωσέ με νά θρηνώ, νά κλαίω κ εγώ μαζί σον.

Λέξου, Παρθένα μου, κ έμε 'ς το Ξύλο του άποκάτου, νά χύνωνται τά δάκρυα μου με τ άγια δάκρυα σου! Δός μου τή χάρι, νά αισθανθώ κ εγώ τά μαρτύρια του, και νά στενάζω, νά πονώ, θωρώντας τά δικά σου!

Κάμε κ εγώ νά ματωθώ εις τον σταυρόν επάνω ν' αρέσω 'ς το παιδάκι σου, νά μοιάσω τοϋ Χριστού μου. Κάμε κ εγώ σ αγκαθερό στεφάνι νά πεθάνω, ναυρώ τον ϊδιο θάνατο πού εδώκαν τοϋ Θεού μου!

Κι όταν 'ς τήν Κρίσι τή στερνή 'ç το μνήμα μου 'γροικήσω το φοβερό το κάλεσμα, τή φοβερή φωνή του, κάμε, Παρθένα μου, κ' έγυί τον "Αδη νά νικήσω, κ' εκεί 'ς τή δόξα τ ' ουρανού νά χαίρωμαι μαζί του!

Ό Κ ώ σ τ α ς Π α σ α γ ι ά ν ν η ς , άλλος της Επτανησιακής σχο­

λής εκπρόσωπος, είς το ποίημα του φέρον τον τίτλον : « Ό θρήνος τής Μητέρας» μας δίδει είς πονεμένους και συγκινητικούς στίχους τον θρήνον τής Θεοτόκου εμπρός εις τον Σταυρόν. Είναι έμπνευσμένον άπό τον άρι­

στουργηματικόν έπιτάφιον θρήνον «ώ γλυκύ μου εαρ, γλυκύτατόν μου τέκνο ν κλπ.» :

ΎΩ άνοιξη γλυκεία μου, γλυκύτατο παιδί μου,

— 132 —

που εχάθη ή ομορφιά σου ;. .. πώς εσβυσε, ακριβέ μου, ή όλόγλνκη ή ματιά σου, το θειο σου χαμογέλιο κι δ τρυφερός σου ο λόγος στην άμοιρη μαννούλα ;. . .

"Ετσι λοιπόν σε χάνω, γλυκέ μου, από τον κόσμο, που επάσχισες να σώσης από την αμαρτία; "Ετσι άξαφνα σε χάνω χωρίς καμμιάν αξία ;. . .

Ήΐμέ! και πώς θα ζήσω, γλυκέ μου κι ακριβέ μου ; Ήιμέ! και πώς θα ζήσω χωρίς εσε στον κόσμο, χωρίς τα δυό σου μάτια, χωρίς το θεϊο σου γέλιο, τον τρυφερό σου λόγο στην άμοιρη μαννούλα ;. . .

Και άπο τους ρωμαντικούς ποιητάς οί περισσότεροι έχουν αφιερώσει ποιήματα εϊς την Παναγίαν.

'Ιδιαιτέρως πρέπει μεταξύ αυτών να γίνη μνεία τοϋ Η λ ί ο υ Τ α ν­

τ α λ ί δ ο υ, ό οποίος εις την συλλογήν του «Ώδαί θρησκευτικοί και εκκλησιαστικοί», έχει αφιερώσει διάφορα ποιήματα εις τήν Παναγίαν το «Είς τα εΐσόδια της Θεοτόκου», «Εις τον Εύαγγελισμόν της Θεοτόκου», «Εϊς τήν κοίμησιν της ύπεραγίας Θεοτόκου» κλπ.

'Επίσης και ό Π α ν α γ ι ώ τ η ς Σ ο ύ τ σ ο ς και άλλοι ρωμαντι­

κοί έγραψαν ποιήματα είς τήν Θεομήτορα σχετικά με θέματα καθαρώς θρησκευτικά, πατριωτικά ή λυρικά.

'Αλλ' εκείνος εκ τών ρωμαντικών ποιητών, ό όποιος τρέφει ίδιαιτέραν άγάπην προς τήν Παναγίαν και ό οποίος άφιέρωσεν εις αυτήν πολλά ποιή­

ματα του, είναι ό Ά χ ι λ λ ε ύ ς Π α ρ ά σ χ ο ς . Ό αρχηγός ούτος της ρωμαντικής σχολής είς τό ποίημα του είς τήν

«Εύαγγελίστριαν ­ 25ην Μαρτίου» δοξάζει τήν Παρθένον διότι αν κατά τήν ήμέραν έκείνην έδώρησεν εις όλον τον κόσμον τήν αύραν της ζωής, είς τήν Ελλάδα έδώρησε ταυτοχρόνως δύο χαρές : τήν Βηθλεέμ και τήν Άγίαν Λαύραν, τον Σταυρόν καί τήν Σημαίαν είς τό ποίημα του «Προς

— 133 —

τήν Παναγίαν» παρακαλεί τήν Παρθένον όπως μεσολάβηση εμπρός είς το άγιο παιδί της και του παράσχη τήν γαλήνην της ψυχής, και τέλος, είς το γνωστότατον ποίημα του «Προ της Παναγίας» είς τόνον λυρικον γεματον είλικρίνειαν και πίστιν ικετεύει τήν βασίλισσαν των ουρανών» δπως σώση τήν ασθενή φίλη ν του, τήν αγαπημένη ν του Μαρίαν :

Στην ερημή σον έρχομαι και πάλιν εκκλησία, αγαπημένη Παναγιά, χλωμή μου Παναγία. *Ηλθα τον πόνο να σον ειπώ πού εχω στην καρδιά μον δεν εχω άλλον από σε, το ξεύρεις Δέσποινα μον. . . Μάννα τον κόσμον! πρόφθασε, ή χάρι σου ας με ράνη, μ' άρρώστησ' ή Μαρία μον κοντεύει να πεθάνη :

Βασίλισσα των ουρανών, λευκή τον κόσμον σκέπη, μονάχα τώρα ή χρνσή εικόνα σον με βλέπει. . . "Οχι' δεν ήλθε σήμερα σαν άλλοτε μ' εμένα ν' άνάψη τα καντήλια σον και κρέμοννται σβνσμένα. Ποιος θα σον φέρνη, Δέσποινα, στην ερημιά λιβάνι, άνίσως ή Μαρία μον, άνίσως άποθάνη;

"Οχι δεν πήγα σε γιατρούς, γλνκειά μον Παναγία, ήλθα σε Σένα να το εϊπώ, να γιάνης τήν Μαρία! "Αχ! σ εξορκίζω στή ματιά τον τέκνον σον τήν πρώτη, στο πρώτο τον χαμόγελο, στή σκεπτική τον νειότη, σ ορκίζω στο βαρύ στανρο στ' άκάνθινο στεφάνι, νά γιάνης τή Μαρία μον, γιατί θα μου πεθάνη.

"Αχ! κάμε μοντηνε καλά, καλή μον Παναγία, λαμπάδα στην εικόνα σον ν' ανάβω τήν άγια, μεγάλη σαν το σώμα της, λενκή σαν τήν ψνχή της, εμπρός σον ν' άκτινοβολή, καθώς οι οφθαλμοί της! "Αχ! κάμε μούτηνε καλά, ή χάρις σον ας τή γιάνη, δέν θέλω ή Μαρία μον, δεν θέλω νά πεθάνη.

Ναι' αν σον έφερα ποτέ λονλούδια μνρωμένα, αν εχω τήν εικόνα σον κ εγώ λιβανισμένα, αν στον Παιδιού σον έκλαψα τά πάθη Παναγία, κ έχετε ενα όνομα μαζί με τήν Μαρία, δός μον, αχ, δός μον της ζωής το δροσερό βοτάνι, νά δώσω της Μαρίας μου μήν τύχη και πεθάνη!

Και είς τους ποιητας των 'Αθηνών οί οποίοι ακολουθούν τους ρωμαν­

— 134 —

τικούς, το θέμα τής Παναγίας εξακολουθεί να είναι ενα άπο τά πλέον συνήθη και αγαπητά.

Ό Παπαδιαμάντης, ό Προβελέγγιος, ό Δροσίνης, ό Πολέμης, ô Παλα­

μάς, ό Βιζυηνός, ό Πορφύρας και άλλοι αφιερώνουν ποιήματα εις τήν Μη­

τέρα του Θεοΰ, περιγράφοντες τον πόνον της δια τήν άπώλειαν τοϋ υίοΰ της ή ζητοϋντες παρ' Αυτής βοήθειαν και παρηγορίαν.

Ό ' Α λ έ ξ α ν δ ρ ο ς Π α π α δ ι α μ ά ν τ η ς , ό εκλεκτός αυτός πε­

ζογράφος της Σκιάθου, γεμάτος θρησκευτικήν πίστιν και χριστιανικήν αγάπη ν γράφει το ποίημα «Εις τήν Παναγίστα στο Πυργί», όπου εμπνευ­

σμένος άπο τον ψαλμόν τοϋ Δαυίδ ζητεί άπο τήν Παναγίαν τήν γαλήνην καί τήν άνεσιν τοϋ πραγματικού πιστοΰ :

Χαίρετ' ό 'Ιωακείμ κ' ή "Αννα πού γέννησαν χαριτωμένη κόρη στην Παναγίτσα στο Πυργί! Χαίρεται όΤ η έρημη ακρογιαλιά κι 6 βράχος κι ό γκρεμνος αντίκρυ τοϋ πελάγους, πού το χτυπούν άγρια τα κύματα χαίρεται απ* τήν Έκκλησίτσα, πού μοσχοβολά πάνω οτή ράχη.

Χαίρεται τ' άγριο δέντρο, πού γέρνει το μισό απάνω στον βράχο, το μισό στον γκρεμνό. χαίρετ* ο βοσκός πού φυσά τον αυλό του, χαίρετ' ή γίδα του, πού τρέχει στα βράχια, χαίρεται το ερίφιο, πού πηδά χαρμόσυνα.

Κ' ή πλάση όλη άναγαλιάζει και το φθινόπωρο ξανανιώνει ή γης σα σεμνή κόρη πού περίμενε χρόνια τον άρραβωνιαστικό της απ* τα ξένα καί τέλος τον απόλαψε πριν είναι πολύ αργά' και σαν τή στείρα γραία πού γέννησε Θεόπαιδο κ' εύφράνθη στα γεράματα της!

Δώσ' μου κ' εμένα άνεση, Παναγιά μου, πριν ν' απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.

Ό ' Ι ω ά ν ν η ς Π ο λ έ μ η ς εις τό ποίημα του «Στο δρόμο τοϋ θανάτου», μας περιγράφει τάς τελευταίας στιγμάς τοϋ άνθρωπου, ό όποιος εγκαταλείπων τήν μετρημένην αυτήν ζωήν της γης βαδίζει προς τήν άμέ­

τρητον ζωήν των ουρανών καί ενώ ετοιμάζεται δια τό μεγάλο ταξίδι βλέπει

— 135 —

από την μίαν πλευράν τον κακόν κόσμον νά ούρλιάζη άπό το βάρος τής αμαρτίας και της κακίας και άπό τήν άλλην πλευράν τήν μητέρα του να κλαίη και τότε τήν ξάστερη ματιά του θολώνει δάκρυ πικρό :

Όλόσκυφτ' ανεβαίνοντας το δρόμο τον θανάτου για μια στιγμή εσταμάτησεν Εκείνος, δχι από το βάρος τον Στανροΰ τον. Γήινος θρήνος σαν δειλός διαβάτης έκρουσε τ' αυτιά τον γεμάτα ουράνιους νμνους. Τι τον δένει με τή ζωή της γης τη μετρημένη ; Σε αμέτρητη ζωή πηγαίνει τώρα.

Για μια στιγμή εσταμάτησε κ' έστριψε πέρα τήν δψι τον ουρανόχντη. Μια μαυροφόρα, σαν ίσκιος, σαν δικός του ίσκιος, ή Μητέρα, θρηνολογονσε. 'Ολόγυρα χιλιάδες χίλιοι, θαρρώντας πώς ή Νέμεσι τονς είχε στείλει, λνσσομανοϋσαν κι ούρλιαζαν, σαν σκύλοι στο διάβα άνεμοδρόμου καβαλλάρη.

"Ολη ή κακία της γης τον είχε σννεπάρει σαν χείμαρρος πλημμύρας. Τι τον δένει με τήν ζωή της γης ; Γιατί ανεβαίνει στα μάτια του, θολώνοντας τήν ξάστερη ματιά του, δάκρυ κρυφό, σαν να ποθή στην ώρα τοϋ θανάτου, τή ζωή, πού αφίνει, τή στερνή του ημέρα; Οϋρλιαζεν ό κόσμος, έκλαιγε ή Μητέρα.

Είς ενα μικρό του στιχούργημα «Το εικονοστάσι» ό Γ ε ώ ρ γ ι ο ς Δ ρ ο σ ί ν η ς βλέπει ενα περιστέρι κυνηγημένο άπό γεράκι νά ζητή κατα­

φύγιον είς το εικονοστάσι της Παναγίας και τότε τοϋ φαίνεται ότι ή δψις τής Θεοτόκου προσέλαβε χαρούμενον τόνον διότι εφερεν είς τήν μνήμην της το άλλο εκείνο περιστέρι τό όποιον της εϊχε φέρει το πρώτον θεϊκόν μήνυμα είς τήν Ναζαρέτ, τήν ήμέραν του Ευαγγελισμού :

Κυνηγημένο από το ye^a^a φτερούγισε να ξαποστάση το περιστέρι το χιονόφτερο στης Παναγιάς το εικονοστάσι.

Της Παναγιάς ή όψη ρόδισε : θυμάται ëv' άλλο περιστέρι,

— 136 —

πού τον Θεοϋ το πρώτο μήνυμα ατή Ναζαρέτ της είχε φέρει.

Ό Π ε τ ι μ ε ζ ά ς Λ α ύ ρ α ς είςτο ποίημα του «Ικέτης Σου» προσ­

φεύγει εις τήν έκκλησούλα του βουνού και έρημος και ορφανός ζητεί να εΰρη βοήθειαν και στήριγμα και εκεί πραγματικός, ανάμεσα εις τα άγιο­

κέρια και τον λιβανωτόν, αισθάνεται να παρασύρεται εις άλλους κόσμους και ένφ ô εσπερινός γλυκά σημαίνει ακούει τήν φωνήν της Θεοτόκου, ή οποία τον βεβαιώνει ότι είναι πάντοτε παρούσα πρόθυμος να συνδράμη τους προσφεύγοντας εις αυτήν :

'Ικέτης σον έτρεξα, έκκλησούλα τον βουνού, με τον βαθύν αντίλαλο τον εσπερινού, κ είμαι ορφανός. Και ζήτησα να βρω άντιστύλι, στ ασημοκαντηλιοϋ το φως πού μοϋχες στείλει μακρνά καθώς παράδερνα στην ερημιά, τον κάμπου πετροκαλαμιά.

Κι ήρθα. Άγιοκέρια λάμπανε : λιβανωτός, καπνός με πήρε στην αγκάλη τον παντός. Κ* είμαι ορφανός. Μα δ εσπερινός γλυκά σημαίνει, κι άκονσα μια φωνή, μυστηριακή να βγαίνη :

—'Εδώ εΐμ' εγώ Ι των ουρανών ή Πλατντέρα, για δλονς Μητέρα.

Ό Β ά ρ ν α λ η ς έχει επίσης γράψει πολλούς στίχους αφιερωμένους εις τήν Παναγίαν, εις τήν γνωστήν συλλογήν του «Το Φώς πού καίει». Εις το ποίημα του «Οι πόνοι της Παναγίας», περιγράφει τον σπαραγμόν της καρδιάς της μητέρας ή οποία βλέπει τον υίόν της να θυσιάζεται δια τους ανθρώπους, οί όποιοι, άδικοι και κακοί δεν κατορθώνουν να διακρί­

νουν το θεϊκόν Του φώς, άλλα καταδιώκουν και κακοποιούν τον Σωτήρα των. Είναι ή κραυγή τοΰ πόνου της Παναγίας, ή οποία βλέπει πόσον μα­

κράν του υίοϋ της ευρίσκονται οί άνθρωποι, πάντοτε έτοιμοι να καταφερ­

θούν και πάλιν εναντίον του και να τον σταυρώσουν και πάλιν επί του Σταύρου :

Πον να σε κρύψω, γιόκα μου, να μή σε φτάνουν οι κακοί; Σε ποιο νησί του ώκεανοϋ, σε ποια κορφήν ερημική; Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ' άδικο φωνάζεις. Ξαίρω πώς θάχεις τήν καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή, που με τα βρόχια της οργής ταχιά θε να σπαράζεις.

Συ θάχεις μάτια γαλανά, θάχεις κορμάκι τρυφερό, θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,

— 137 ­

από το πρώτο ξάφνισμα της ξυπνημένης νιότης. Δεν είσαι συ για μαχητές, δεν είσαι σν για το σταυρό. 'Εσύ νοικοκερόπουλο, δχι σκλάβος ή προδότης,

Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα ννχτοπατώ, να σκύβω, την ανάσα σον ν' άκώ, πουλάκι μου ζεστό, να σοϋ τοιμάζω στη φωλιά γάλα και χαμομήλι κ' υστέρα άπ το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ, πού θα πηγαίνεις στο σκολειο με πλάκα και κοντύλι. . .

Κι αν κάποτε τα φρένα σου μ' αλήθεια φώς της αστραπής, χτυπήσει ό Κύρης τ' ουρανού, παιδάκι μου να μη την πεις, θεριά οι άνθρωποι, δεν μπορούν το φώς να το σηκώσουν. Δεν ειν' αλήθεια πιο χρυσή, σαν την αλήθεια της σιωπής. Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.

Συγκινητικον είναι και το ποίημα του Μ ι χ α ή λ ' Α ρ γ υ ρ ο π ο ύ ­

λ ο υ «Στην εικόνα της Παναγίας», δπου ό ποιητής εις το πρόσωπον της Παρθένου βλέπει τήν πατρίδα, το παρελθόν και τό μέλλον, τό σπιτάκι του και τους δικούς του, οί όποιοι σμίγουν μαζί του είς τα ξένα δια της 'Αγίας Εικόνος :

Σκόρπα στην καμαρούλα μου και στην 'ψυχή μου αίώνια τήν άγια ευχή, πού σκόρπισε κ 'Εκείνος πριν Σε στε'ιλη. Φέρνε τη δόξα τοϋ ναού, κι απ' τά παλιά τά χρόνια, κι άπλωνε γύρω μου το φώς άπ' τ άσβυστο καντήλι.

Έσ είσαι. Σύ ή πατρίδα μου και Σν τά περασμένα, τά τώρα, τά μελλούμενα, ο κόσμος δσο ζώ. Με τ' ορφανό σπιτάκι μου με σμίγεις Σν στα ξένα, κ' ειν' οι δικοί μον πλάι Σον και πλάι μον μαζί.

Δννάμωνέ μον στέρεα τήν πίστη μον, άγια Εικόνα, καϊ δείχνε μου τήν πατρική και τιμημένη στράτα. Γενοϋ τοϋ νοϋ μου ο λογισμός, τον πόθον μον ή κορώνα, και πύργωνε μον τήν καρδιά και θέριενε τά νιάτα.

Είς τό ποίημα του «Μπρος στην Παναγία» ό Ά π. Μ α μ μ έ λ η ς παρακαλεί με ταπείνωσιν τήν Θεομήτορα να δεχθη κι' αυτόν «"Αθλιον διαβάτην» γεμδτον πίστιν και πόνον εις τον ναόν της και να τον άφήση εμπρός είς τήν Εικόνα της να σιγοσβήση :

Τον Λντρωτή Μητέρα, ώ Παναγία, το αφταχτο, θειο φώς πού συμβολίζεις

— 138 —

κυρίαρχη, ύπερκόσμια, πού γνωρίζεις τή μυστική μου τρίσβαθη λατρεία

στο πάνσεπτό Σου Έγώ' Συ, πού τα θεια φωτοστάλαχτα οράματα σκορπίζεις στους τρισκότεινους κόσμους κι αργυρίζεις των δυστυχών, σα στοργική οπτασία,

τις άφεγγες αύγές, δέξου και μένα του σκοταδιού τον άθλιο διαβάτη, φέρνοντας μια ψυχή πόνο γεμάτη

ως πίστη, με αγριολούλουδα άγνισμένα τα δάκρυα μου κι άσε με σκυμένος να σιγοσβύσω μπρος Σου. . . εξαϋλω μένος!

Ό " Α γ γ ε λ ο ς Σ ι κ ε λ ι α ν ό ς είς την «Παρηγορήτισσαν», απευ­

θύνεται προς τήν Παρθένα μάννα, την προστάτριαν και ασπίδα του στρατοϋ από τήν οποίαν ζητεί τήν έπέμβασιν και τήν μεσολάβησίν της προς προστα­

σίαν του Ελληνικού στρατοϋ, δια να κατορθώση άφοϋ νικήση τον έχθρον και κάθε έμπόδιον να είσέλθη εκεί όπου λατρεύεται ό αληθινός Θεός :

Παρθένα μάννα, τοϋ στρατοϋ σου ασπίδα των πρώιμων μυγδαλιών θα ρέψ' ή ελπίδα, στους βωμούς της 'Ηπείρου, όπου φλογίζουν ; Παρθένα μάννα, εσώθη το φεγγάρι, πού φώταε τή μεγάλη σου τή χάρη κ' οι αρματωμένοι τους ναούς φροντίζουν.

Σε ρημοκκλήσια, όπου μια φλόγα τρέμει τοϋ χλωμοϋ καντηλιοϋ σου καί οι άνεμοι κ ή βροχή παραδέρνουν νάν τή σβύσουν κ οι λαβωμένοι, βογγοϋν για τα χάδια, τα δροσοπάροχά σου, στα σκοτάδια, μεταλαβή τους πριν να ξεψυχήσουν.

Κυρά, πού δρόσο έριχναν τα μαλλιά σου, να κοιμηθη ή σκλαβιά στην αγκαλιά σου, όπου μπροστά σου όση είναι δάφνη στέκει κι όσο λιβάνι για τα γόνατα σου κι απ τήν παρηγορήτραν ομορφιά σου παίρνει όση χάρη έχει τό τουφέκι.

Πού τα βαθειά Γιαννιώτικα περβόλια μοσκοβολάν για τή δική σου ανάσα,

— 139 —

πού τάμα σου εχρυσώνανε τα βόλια κ ή έρμη πολιτεία σου ετάχτη πάσα σα νύφη και σα χήρα, όπου τη δόλια, μοίρα της σκέπει σε καλόγριας ράσα, άπλωσ' τα χέρια στο χαμό κι ας γύρει ή χάρη σου, καθώς σε πανηγύρι, Παντάνασσα, κι ας βρη το μονοπάτι, πέρα απ το δρόμο, με κορμιά στρωμένο, που περιμένει το συγυρισμένο, για να σε πάει, στα Γιάννινα, άσπρον άτι!

Παρθένα μάννα, το πικρό ποτήρι ώς την στερνή τδπιαμε στάλα' δρόμε εκεί, που τα ϊδια σπλάχνα σου ξεσκίζουν. "Ανοιξ* το δρόμο, ακοίμητη, να πάμε οπού τουφέκι και λιβανιστήρι. Οι αρματωμένοι τους ναούς φροντίζουν! Στο ναό σου, όλος να μπη δ στρατός σου, κάμε!

Με πατριωτικον χαρακτήρα και αναφερόμενος εις τον τελευταΐον πόλεμον άφιέρωσεν ποίημα είς την Παναγίαν και ό Λ έ ω ν Κ ο υ κ ο ύ ­

λ α ς με τίτλον «Τη ύπερμάχω στρατηγώ», όπου ίκετεύει τήν Θεοτόκον δπως έπέμβη και πάλιν, ίνα αφ' ενός μεν τιμωρήση τον βάρβαρον έχθρον όστις άρχεται να διατάραξη τήν είρήνην τοϋ λαοΰ και να καταστρέψη δ,τι πολυτιμότερον και άγιώτερον έχει, και αφ5 ετέρου να όδηγήση τους γενναίους είς τον δρόμον τής αρετής δια να γράψουν ενα νέο Μαραθώνα :

Πανάχραντη μητέρα τοϋ Θεανθρώπου, που να ευλογεί το χέρι σου έχει μάθει κ ευλόγησε ώς και χους ανίερους οπού τοϋ γιου σου e)9aAav στέφανο άπ' αγκάθι,

Ρήγισσα τ ούρανοϋ, που εΐταν ειρήνης κ' εϊταν αγάπης δ ευαγγελισμός Σου, στέρξε άλλη μια φορά δδηγος να γίνεις και τήν αρματωσιά της μάχης ζώσου.

Βάρβαροι σηκωθήκανε και πάλι το άσπιλο σκήνωμα Σου να μολέψουν, σαν τοϋ Χοσρόη τα στίφη ήρθανε κι άλλοι το τίμιο ξύλο, Δέσποινα, να κλέψουν.

Για νάναι πιά δ ζευγάς δίχως χωράφι, κι δ ναύτης στους γιαλούς χωρίς πυξίδα,

— 140 —

κι άδειοι va μείνουν οι ακριβοί μας τάφοι καί ή Λευτεριά στη γη χωρίς πατρίδα.

Με τή ρομφαία στο χέρι το αλαφρό Σου, πού πιο πολύ του στέκει το άγιο κρίνο, μες στην καπνιά της μάχης φανερώσου και κάνε την ιαχή τοϋ οχτροϋ μας θρήνο.

Στρατολάτισσα υπέρμαχη, τα λίγα παιδιά μας, τα γενναία και τ' άντροφόνα, στης αρετής το δρόμο πάντα οδήγα, το νέο μας να γράψουν Μαραθώνα.

Τελειώνομεν με ενα ποίημα του πολύκλαυστου Β ε ρ ί τ η, ô όποιος εις το «Ελλήνων Ύμνος» χαρισμένο εις τους ηρωικούς πολεμιστάς μας, ευχαριστεί την όδηγήτριαν δια την νίκην, τήν οποίαν εδωσεν εις τα Ελλη­

νικά όπλα καί, βεβαιώνων Αυτήν δτι ή Ελληνική ψυχή εις οιανδήποτε καταιγίδα και αντιξοότητα υψώνεται προς Αυτήν, τήν παρακαλεί να ευρί­

σκεται πάντοτε πλησίον εις τήν μητέρα Ελλάδα στεφανουσα αυτήν με τον στέφανον της αμάραντου δόξης :

Μέσ στοϋ πολέμου τον καπνό καί τήν άνεμοζάλη, θερμό ή ψυχή μας, Δέσποινα, τραγούδι θα σοϋ ψάλη. Δ6ς να το πάρη ανάλαφρα στα μϋρα της ή αϋρα και να το φέρη ώς τ' άχραντα παρθενικά σου αυτιά, κι από τα στήθια μας αυτά που τάχει άτσαλωμένα τής μάχης ή φωτιά, και πού τα θέριεψε με μιας τοϋ δίκιου αγώνα ή λαύρα, δέξου ή φωνή μας να ύψωθή, Παρθένε, προς 'Εσένα.

Χαϊρε τοϋ θείου μας Λυτρωτή Μητέρα ευλογημένη, πού με το φώς Του το λαμπρό κι αγνό ώδηγημένοι, κηρύξαμε τ αθάνατα, τρανά κι ώραϊα μηνύματα μέσ στους λαούς πού δέρνονταν στης απιστίας τα κύματα.

Σ' ευχαριστούμε ολόψυχα, γλυκεία παρηγοριά μας, και δύναμι τοϋ Γένους μας, κ ελπίδα και χαρά, πού ώς είδες τα δρνια κι άπλωσαν τα μαύρα τους φτερά και χύμηξαν μ' άγριους κρωγμούς τής μαύρης ώρας γένες, στο αί//α νά πνίξουν τήν τιμή καί τήν ελευθέρια μας, εσύ Μητέρα, πού ποτέ δεν έμεινες μακρυά μας, χίλιες δυνάμεις μέσα μας ανάστησες κρυμμένες.

— 141 —

Με το γλυκό σου τ δράμα χυθήκαμε στή μάχη, ανίκητη, άπροσμάχητη, πανίσχυρη Κυρά, και μας εχάρισες εσύ τετράδιπλα φτερά, για να διαβαίνουμε γοργοί· κι ούτε κορφή, ούτε ράχη, κι ούτε άγρια, χιονοσκέπαστα, πανύψηλα βουνά, δέ μπόρεσαν μηδέ στιγμή να κόψουν τήν ορμή μας. Ή Χάρι σου, 'Οδηγήτρα μας, στα βάθη μας περνά, και χύνει φλόγα στην ψυχή κι ατσάλι στο κορμί μας.

Με το γλυκό σου τ δράμα, Παντάνασσα αναστήσαμε των Περσομάχων τις ψυχές και των Άβαρομάχων, τις δάφνες των Θερμοπυλών, τα κλέη των Νικηφόρων, του Βυζαντίου τήν πίστη. Καί τή στιγμή πού ακράτητοι για τον αγώνα ώρμήσαμε, και με λαχτάρα εψάλαμε τον ύμνο «τη Ύπερμάχω», μαζύ μας έσμιξαν σεπτών φωνές αυτοκρατόρων, ποϋχαν εσένα πρόμαχο κ είχαν εσένα ρύστη.

Με το γλυκό σου τ ' δράμα, Παντάνασσα χαρίσαμε στή δοξασμένη μας φυλή μιαν άλλην "Αγια ^Ιαΰρα, και της σκλαβιάς τα σύννεφα τα σκοτεινά και μαύρα, πού σέρνονταν βαρεία στή γη κ έθόλωναν τ αστέρια, εμείς δαυλον ανάβοντας, Παρθένε, τά σκορπίσαμε, δαυλό θυσίας και λυτρωμού. Καί σφίγγοντας τά χέρια δ,τι άκριβον απόμεινε κι άμόλυντον στή γη, πετάμε προς τού Ιδανικού τά φωτεινά λημέρια, πού κάποια λάμψη απόκοσμη τά πορφυροχρυσώνει, για νά χαρούμε πρώτοι εμείς τήν άγια χαραυγή της Πίστης και της λευτεριάς πού γλυκοξημερώνει.

ΎΩ χαίρε, χαίρε, αθάνατη Παρθένα και Μητέρα! Μέσ* στού πολέμου τήν οργή καί μέσ στην καταιγίδα, σε σένα υψώνεται ή ψυχή κι ο νους μας νύχτα ­ μέρα. ΎΩ θεία τού Γένους καί γλυκεία παρηγοριά κ ελπίδα, για τήν άπάντεχη χαρά, για τήν τιμή τήν τόση, για τήν ουράνια δύναμη πού 'Εσύ μάς έχεις δώσει, δσο θά ζή ή 'Ελλάδα μας, Μητέρα τρισμεγάλη, τή δόξα Σου θά ψάλληΐ ■

Θα ήδύνατο να πρόσθεση κανείς πολλά άλλα ποιήματα. Ό Παλαμάς, ό Πορφύρας, ό Παπαντωνίου, ό Προβελέγγιος, ό Μαλακάσης , ό Δελής , ό 'Αργυρόπουλος, ό Ζερβός, ό Σπεράντζας, ό Δούρας, ό Πετρίδης, ό Μαμ­

— 142 —

μέλης, ό Μοσχονάς, ό Στρατήγης, ô Άθάνας κ.ά. έχουν γράψει στίχους μέ θέμα τήν Παναγίαν. "Οπως ό Ελληνικός λαός και ή Ελληνική ψυχή, τοιουτοτρόπως και οί Έλληνες ποιηταί εις κάθε βαθύ αίσθημα, εις κάθε σημαντικήν περίστασιν της ζωής των στρέφονται προς τήν Παναγίαν, εις ώραν πόνου ή χαράς, θλίψεως ή ευτυχίας και άπ5 Αυτήν ζητούν παρηγορίαν ή δύναμιν, προστασίαν και σκέπη ν δι5 αυτούς ώς άτομα, δια τήν αγαπητή ν πατρίδα, δια τήν ανθρωπότητα δλην1.

1. Το παρόν άρθρον αποτελεί απόσπασμα άπο εύρυτέραν Συλλογήν νεοελληνι­κών ποιημάτων αναφερομένων είς τήν Παναγίαν.

ΓΕΩΡΓΙΟΥ Θ. ΖΩΡΑ Καθηγητοΰ Πανεπιστημίου

ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΑΙ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΑΝΤΟΥ ΕΠΙ ΤΗΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΝ

(Στοιχεία δι' εύρυτέραν ερευναν)

Είναι γνωστόν ότι ή èv γένει έπίδρασις τής Ιταλικής έπί την νεοελ­

ληνικήν λογοτεχνίαν υπήρξε ν εις παλαιοτέραν έποχήν ευρύτατη, οφειλο­

μένη αφ' ενός μεν εις τήν ένεκα τών σταυροφοριών και τών άλλων επαφών στενοτέραν πνευματικήν έπικοινωνίαν μεταξύ τών δύο λαών, άφ' έτερου δε εις τήν έπί μακρόν διατηρηθεΐσαν, ιδία εις τάς νήσους, ένετικήν κυριαρχίαν.

Ή δ η κατά τους τελευταίους βυζαντινούς χρόνους ή έπίδρασις αύτη διαπιστούται εις τινας μυθιστορίας αΐτινες, κατά προσφάτους έρευνας, φαί­

νεται ότι εϊχον ώς πρότυπα ιταλικά κείμενα ή ΐταλικάς μεταφράσεις πα­

λαιογαλλικών έργων. Ή ιταλική έπίδρασις έκδηλοΰται εύρύτερον κατά τους μετά τήν άλωσιν χρόνους εις τάς ένετοκρατουμένας νήσους τοΰ Αιγαίου, τήν Ρόδον, τήν Κύπρον και τήν Κρήτην, τα κυριώτερα έργα τών οποίων ανάγονται εις πρότυπα τών γνωστότερων 'Ιταλών συγγραφέων τής εποχής, ώς του Πετράρχου, του Τάσσου, του Άριόστου, τοΰ Grotto, τοΰ Giraldi, τοϋ Sannazzaro ή και άλλων ασημότερων, τα ονόματα τών οποίων παραμένουν ακόμη άγνωστα καί, ίσως, έχουν δια παντός άπολεσθή.

Μεταξύ τών 'Ιταλών συγγραφέων, οΐτινες εις παλαιοτέρους χρόνους ήσκησαν ση μαντική ν έπίδρασιν έπί τους Έλληνας ποιητάς, συγκαταλέγε­

ται καί ό Δάντης, τοΰ οποίου ή Θεία Κωμωδία εΐχεν εύρυτάτην καί βαθεΐαν άπήχησιν εις όλόκληρον τήν Εύρώπην. Καίτοι δέ, ώς ήτο φυσικόν, ό Δάντης δεν εύρεν αμέσως μιμητάς του όλου έργου του, όμως δεν έλειψαν πολλοί συγγραφείς, οΐτινες ή ελαβον παρ' αύτου τήν γενικωτέραν εμπνευ­

σιν, ή έμιμήθησαν πιστώς χαρακτηριστικός μόνον εικόνας καί στίχους τοϋ έργου.

Εις τήν πρώτην κατηγορίαν ανήκουν ποιήματα, έχοντα ώς θέμα τήν μετάβασιν είς τον "Αδην καί τήν περιγραφήν τοΰ Κάτω κόσμου. Ai σχε­

τικαί αντιλήψεις είς τάς λεπτομέρειας είναι βεβαίως διάφοροι τών περιγρα­

φών τοΰ Δάντου, èv τούτοις ή καθόλου εμπνευσις καί ώρισμέναι εικόνες

— 144 —

φαίνεται ότι δεν είναι ξέναι προς το δαντικον πρότυπον. ΤοιαΟτα έργα είναι τα στιχουργήματα ô «Άπόκοπος» του Μπεργαδή, ή «Ρίμα θρηνητική εις τον πικρον και άκόρεστον "Αδην» τοΰ Πικατόρου, ώς και άλλα συγ­

γενή ποιήματα, τινά των οποίων παραμένουν ανέκδοτα. Γράφει σχετικώς ό Γ. Μέγας : «"Οπως πολλοί παρετήρησαν, τα ποιή­

ματα αυτά περί τοϋ Κάτω κόσμου έχουν σχέσιν προς τα όμοια ιταλικά. Ό Άπόκοπος μάλιστα, κατά τον καθηγητήν Pernot, αν έξαιρέσωμεν τήν είσαγωγήν του, ή οποία, όπως και ή αρχή της Ρίμας τοΰ Πικατόρου, έχει ληφθή άπό τον βίον Βαρλαάμ και Ίάσαφ και ανάγεται εις ινδικήν τίνα παραβολήν, δεικνύει άρκετήν ομοιότητα με το πέμπτον άσμα τοΰ Καθαρ­

τηρίου του Δάντε»1. Μεταξύ τών έργων τούτων ιδιαίτερος λόγος πρέπει να γίνη περί ανεκ­

δότου κρητικού ποιήματος σωζόμενου εν τω περιφήμω Νανιανω κώδικι CL XI. cod. IX. (φ. 223r­336v) της Μαρκιανής βιβλιοθήκης και αναφε­

ρομένου επίσης εις τήν μετάβασιν εις τόν Κάτω κόσμον. Το εν λόγω ποίημα, γραφέν προ τοΰ 1635 και συγκείμενον εκ 5.000 στίχων περίπου, είναι γνωστόν κατά μικρόν μόνον τμήμα, εκδοθέν εν ετει 1930 υπό του Γ. Μέγα2. Τό έργον, γεγραμμένον με λατινικούς χαρακτήρας—ώς και τα άλλα κείμενα τοΰ αύτοΰ κωδικός — φέρει τόν τίτλο ν «Παλαιά και Νέα Διαθήκη, ποίημα ομορφότατο και πολλά ώφέλιμον εις τους Χριστιανούς, καμωμένο εις μόδο διάλογο, οπού κάνει ό Χάρος μέ τόν Άνθρωπο», περι­

γράφει δέ δια μακρών τήν μετάβασιν τοΰ άνθρωπου εις τον άλλον κόσμον (τόν όποιον όπως και ό Δάντης διαιρεί εις τρεις κύκλους) και τήν έπικοι­

νωνίαν μέ τους νεκρούς, μετά τών οποίων ό άνθρωπος συζητεί περί ποι­

κίλων θεμάτων. Έκ τών δημοσιευθέντων ολίγων στίχων τοΰ ποιήματος, προκύπτει

σαφώς ότι ή εν γένει διάρθρωσις τοΰ έργου και αί κατ' ίδίαν περιγραφαί και εικόνες πλησιάζουν αυτό περισσότερον άπό τα άλλα ανάλογα στιχουρ­

γήματα προς τήν Θείαν Κωμωδίαν. Ούτως εις έπίδρασιν τοΰ Δάντου οφείλεται αναμφιβόλως ή περιγραφή

του Limbo, εν τω όποίω ό άνθρωπος άντικρύζει μυριάδας καταδικασμένων. Ό άνθρωπος — κατά τήν περιγραφήν τοΰ Μέγα—ζητεί να μάθη ποιοι είναι και ποια ή αμαρτία των, και τοΰ αποκρίνεται ενα παιδάκι άβάφτιστο, όλο πικρία καί παράπονο για τις μάννες, πού τ' άφήκαν άβάφτιστα3. Ού­

1. Γ. Μ έ γ α , Άνέκδοτον κρητικον ποίημα περί τοϋ Κάτω κόσμου, Ήμερολό­

γιον της Μεγάλης Ελλάδος, σελ. 519. 2. Γ. Μ έ γ α , Άνέκδοτον κρητικον ποίημα περί τοΰ Κάτω κόσμου, ενθ' άν.,

σελ. 509­521. 3. Γ. Μ έ γ α , Άνέκδοτον κρητικον ποίημα περί τοϋ Κάτω κόσμου, ενθ' άν.,

σελ. 512.

— 145 —

δεμία υπάρχει αμφιβολία, δτι ό ποιητής ακολουθεί εις το ση μείον τοϋτο τήν παράλληλον περιγραφήν του Δάντου, όστις ομιλεί περί της καταστά­

σεως, εις τήν οποίαν ευρίσκονται όσοι δεν ήξιώθησαν να λάβουν το χρι­

στιανικόν βάπτισμα (Inferno, IV, 31 έπ.) *. Κατά τήν διάρκειαν της επισκέψεως εις τα θλιβερά μέρη τοΟ Κάτω

κόσμου 6 άνθρωπος αισθάνεται βαθύτατον πόνον και άποτροπιασμόν. «Τώρα — γράφει ό Μέγας 2 — ό άνθρωπος δεν υποφέρει πλέον να βλέπη τα μαρτύρια των αμαρτωλών καταλαμβάνεται από λιγοψυχία και παρακαλεί τον Χάρο να τον βγάλη άπό τους τόπους τών νεκρών». Και πράγματι εξέρχονται «'ς το φώς της ημέρας»3. Ή περιγραφή αΰτη ενθυμίζει επίσης παραλλήλους εικόνας τοϋ Δάντου, όστις πολλάκις εκφράζει τήν λιγο­

ψυχίαν καί τον πόνον του δι' όσα είδε και ήκουσεν εις τον "Αδην4, τήν δε έπίσκεψίν του εις τήν Κόλασιν τελειώνει μέ τον στίχον (Inferno, XXXIV, 130) :

E quindi uscimmo à riveder le stelle

Τέλος στίχοι τινές του ποιήματος δεν είναι ειμή απλή κατά λέ£ιν μετάφρασις παραλλήλων χωρίων έκ τοϋ £ργου τοϋ Δάντου. Οϋτως— ϊνα περιορισθώμεν εις εν και μόνον χαράκτηριστικόν παράδειγιια— ότε ό άν­

θρωπος καί ό συνοδεύων αυτόν Χάρος φθάνουν προ της εισόδου της Κο­

λάσεως, άντικρύζουν εις τό άνώφλιον της πύλης τής εισόδου τήν αυτήν έπιγραφήν, ήτις άπαντφ καί έν τή Θεία Κωμωδία καί ήτις έν τώ έλληνικώ στιχουργήματι καταλήγει μέ τους στίχους :

άψητε την απαντοχή δαοι τη μιιόοτα μπήτε, όλπίδα μπλώ μην έχετε έκ τη κόλαση να βγητε,

οΐτινες άποτελοϋν πιστήν μετάφρασιν του στίχου τοϋ Δάντου (Inferno, ΠΙ, 9) :

lasciate ogni speranza, voi ch'entrate

Ανάλογοι παρατηρήσεις δύνανται να επαναληφθούν καί δι' άλλα έργα μέ θέμα τήν μετάβασιν εις τον Κάτω κόσμον, εις τα όποια άπαντοΰν

1. Ώς γνωστόν ό Λάντης περιλαμβάνει το Limbro εις το πρώτον μέρος τής Κολάσεως (Inferno, IV, 1 έπ.) ένφ ό άγνωστος "Έλλην ποιητής θεωρεί τοϋτο ώς ενα τών τριών βασικών κύκλων, εις τους οποίους διαιρείται το 'Υπερπέραν.

2. Γ. Μέγα, Άνέκδοτον κρητίκον ποίημα περί τοϋ Κάτω κόσμου, ενθ' αν., σελ. 513.

3. Γ. Μέγα, Άνέκδοτον κρητίκον ποίημα περί τοϋ Κάτω κόσμου, ενθ' αν., σελ. 513.

4. Ό Δάντης εκφράζει επανειλημμένως τήν λίγοψυχίαν του δι' όσα θλιβερά είδεν έν τη" Κολάσει. Βλ. Ιδιαιτέρως Inferno, III, 136, Χ, 125 έπ.

10

— 146 —

εικόνες και χωρία συγγενή προς παραλλήλους περιγραφάς της Θείας Κωμωδίας.

Έπίδρασις τοϋ Δάντου άπαντα και εις τάς «όνειρογραφίας», είδος ποιητικόν, προσφιλές εις πολλούς συγγραφείς τών παλαιοτέρων χρόνων.

Τοιαύτη έπίδρασις παρατηρείται εις τον Μαρίνο ν Φαλιέρον, μέτριον στιχουργον πέντε ποιητικών έργων, μεταξύ τών οποίων το Έρωτικον ένύπνιον και ή Ιστορία και ονειρον ι. 'Αμφότερα τα ποιήματα ταύτα είναι συγγενή κατά το περιεχόμενον και περιγράφουν έρωτικάς περιπέτειας του συγγραφέως καθ' υπνον διαδραματιζομένας. Ό Φαλιέρος, αντί να κατέλθη ώς οί πλείστοι τών στιχουργών τής εποχής, εις τα σκοτεινά δώματα του "Αδου προτίμα να άνέλθη εις τα φωτεινά βασίλεια τοΟ έρωτος.

Δύσκολον να καθορίσωμεν, αν ό Φαλιέρος έλαβε τήν εμπνευσιν τών όνειρογραφιών του εκ τοΟ Δάντου, βέβαιον όμως είναι ότι ικανοί στίχοι τών ποιημάτων του έχουν τήν καταγωγήν εκ τής Θείας Κωμωδίας.

Οΰτως ό στίχος 108 τοΟ Έρωτικοϋ ενυπνίου :

κι αν ήσουν φρόνιμος ποτέ, τώρα το θέλει δείξει,

όστις επαναλαμβάνεται σχεδόν αύτολεξεί εν τω στίχω 378 τής Ιστορίας και ονείρου :

κι αν ήτον φρόνιμος ποτέ, τώρα το θέλει δείξει,

πρέπει να συσχετίσθή, ώς εΐχεν ήδη παρατηρήσει και ό Σμίττ2, προς τον Δάντην, Inferno, II, 9 :

qui si parrà la tua nobilitate.

Πλείονα παραδείγματα δαντικής επιδράσεως απαντούν εν τή 'Ιστορία καί ονείρφ, μεταξύ τών οποίων άναφέρομεν τα κάτωθι : στίχ. 236 :

τι έχεις... κ' εδείλιαοες κ' εχάθης ;

καί στίχ. Inferno, Χ, 125 :

perchè sei tu si smarrito'?

1. Περί τοϋ Φαλιέρου γενικώτερον βλ. Γ. Θ. Ζ ώ ρ α , Ό ποιητής Μαρίνος Φα­

λιέρος, Κρητικά Χρονικά, Β', 1940, σελ. 7 έπ. ΤοΟ α ό τ ο υ , Μαρίνου Φαλιέρου, 'Ιστορία καί ονειρον (κατά τον Βατίκανον Έλληνικόν κώδικα 1563), Σπουδαστήριον Βυζαντινής καί Νεοελληνικής Φιλολογίας τοΟ Πανεπιστημίου'Αθηνών, 'Αθήναι 1961, σελ. 41 έπ.

2. J. S c h m i t t , Ποίημα ανέκδοτο τοϋ Μαρίνου Φαλιέρη, Δελτίον τής Ιστορι­

κής καί 'Εθνολογικής Εταιρείας τής 'Ελλάδος, Δ', 1892, σελ. 307.

— 147 —

στίχ. 242 : αυτό εναι ήλιος. . . ϊδιο κατά το βλέμμα

και στίχ. Inferno, II, 55 :

lucevan li occhi suoi più che la stella. στίχ. 278:

κ' εγώ 'ς την ώραν με πικριαν επεαα κ εζαλίστη,

και στίχ. Inferno, III, 136:

e caddi come Vuom che Η sonno piglia.

Συγγένεια υπάρχει επίσης μεταξύ των στίχ. 227 έπ. της 'Ιστορίας καΐ ονείρου και τών στίχ. Paradiso, Ι, 43 έπ., αναμφιβόλως δε και άλλους στίχους παραλλήλους δύναται να άποδείξη περαιτέρω έρευνα.

Και είς άλλα ποιήματα, ούδεμίαν σχέσιν προς τάς όνειρογραφίας και την μετάβασιν είς τον Κάτω κόσμον έχοντα, άπαντα δαντική έπίδρασις, ώς είς το σημαντικότερον έργον της κρητικής σχολής τοϋ Που αιώνος, τον Έρωτόκριτον. Είναι γνωστόν ότι ώς πρότυπον του έπικολυρικοΰ τού­

του ποιήματος έχρησίμευσε το γαλλικον μυθιστόρημα Paris et Vienne, πιθανώς εν ιταλική μεταφράσει. "Ομως πλην τοΟ έργου τούτου, ό Κορνά­

ρος, ώς απέδειξε μακρά έρευνα σοβαρών μελετητών, έγνώριζε και άλλους συγγραφείς τής εποχής, ίδια 'Ιταλούς, παρά τών οποίων και εδανείσθη ώρισμένας εικόνας ή στίχους. Μεταξύ τών συγγραφέων τούτων συγκατα­

λέγεται, κατά τον Κ. Θεοτόκην 1, και ό Δάντης. Πράγματι ό ερευνητής ο$τος ευρίσκει καταφανή συγγένειαν μεταξύ τοϋ διστίχου Α', 19­20 τοϋ Έρωτοκρίτου :

ταΐ περαζόμενους καιρούς, ττον ol "Ελληνες ώρίζα, κι όπου δεν είχ ή πίστι ντως θεμέλιο μηδέ ρίζα,

και τής Θείας Κωμωδίας Inferno, 1, 71 ­72 :

e vissi a Roma sotto il buono Augusto al tempo degli dei falsi e bugiardi.

'Ακόμη και είς έργα εξ ολοκλήρου διάφορα κατά το περιεχόμενον, άπαντοϋν στίχοι καταγόμενοι ίσως άπο τήν Θείαν Κωμωδίαν, οϊτινες εΐχον πλέον καταντήσει κοινοί τόποι.

Ούτως οί στίχοι τής γνωστής κωμωδίας τοϋ Μάρκου Φώσκολου, τοϋ

1. Βλ. προχείρως εν Στ. Ξ α ν θ ο υ δ ί δ ο υ , Βιτζέντζου Κορνάρου : Έρωτόκρι· τος, Έν Ήρακλείφ Κρήτης 1915, σελ. CV­CVI.

— 148 —

Φορτουνάτου, γραφείσης περί τα τελευταία ετη τοΟ τούρκο ­ κρητικοϋ πο­

λέμου, èv οΐς φέρονται διαλεγόμενοι ό Φορτουνατος καί ό Δάσκαλος (πρδξις Α', σκηνή Γ'} στίχ. 426­429) :

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Eamus amantissime et dulcis mi scolara.

ΦΟΡΤΟΥΝΑΤΟΣ Ή αφεντιά σου ας πηαίνγ] ομπρός, κ* εγώ σε σεγκουιτάρω,

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Procede ποϋρι εσύ από με, καί ξενρεις πώς τυχαίνει πάντα άποπίσω δ δάσκαλος τον μαθητή να πηαίνγ},

κατά πασαν πιθανότητα άποτελοϋν παρωδίαν (με πονηρον ύπονοούμενον) τοΟ κάτωθι στίχου τοΟ Δάντου, Inferno, IV, 15, είς τον όποιον ό Βιργίλιος, απευθυνόμενος προς τον Δάντην, λέγει :

io sarò primo, e tu sarai secondo.

Περαιτέρω έρευνα θέλει αποδείξει εύρυτέραν έπίδρασιν τοϋ δαντικοΟ έργου έπί τήν παλαιοτέραν έλληνικήν λογοτεχνίαν.

Χ ρ ο ν ι κ ά

ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΣ Το περιοδικον «Παρνασσός» δια τοϋ μετά χείρας τεύχους πρώτον τον irovç 1977,

εΙσέρχεται εις το δέκατον ενατον έτος από της εκδόσεως τον, κατά την δεντέραν περίοδον. Ή πορεία θα συνεχισθή με το αυτό πρόγραμμα και την επιθνμίαν εύρυτέρας και άρτιωτέρας πάντοτε εμφανίσεως αυτού, στηριζομένης επί της συμπαραστάσεως και της συνεργασίας παλαιοτέρων και νεωτέρων φίλων.

Εις το τεύχος τούτο δημοσιεύονται μελέται των καθηγητών τον Πανεπιστημίου κ.κ. Κωνσταντίνον Κωνσταντινίδου περί τον άλγους από απόψεως ψυχολογίας και φαινομενολο­

γίας, 'Ιωάννου ΑΙλιανοϋ περί της Ιστορίας της ναρκώσεως είς την χειρονργικήν, Γεωργίον Θ. Ζώρα περί της περιγραφής της Παναγίας είς την νεοελληνικήν ποίησιν, των φιλολόγων Anna Mesehini­Pontani (συζύγου του Filippo Μ. Fontani καθηγητού της Νεοελληνι­

κής Φιλολογίας τον Πανεπιστημίου Padova και ξένον μέλους τής 'Ακαδημίας Αθηνών), Κωνσταντίνου Στεργιοπούλου περί νέων πληροφοριών άφορωσών εις τήν εναρξιν τής Επα­

ναστάσεως είς Τζουμέρκα το 1821, Νικολάου Τζουγανάτου περί τών Πρωτοχρονιάτικων καλάντων τής Κεφαλονιάς (λαογραφική μελέτη), δ.φ. Ιωάννου Κορινθίου περί μιας Φραγκοχιώτικης Πασχαλινής δοξολογίας (ανέκδοτος άνακοίνωσις), Βασιλείου Λαζανά περί μεταφράσεως τής τρίτης ελεγείας τοϋ δευτέρου βιβλίου του Τιβούλλον, Κ. Ζομπανάκη ­

Γιώτσα περί τοϋ μεταφραστικού έργου τοϋ 'Ιακώβου Πολυλά, τών ιστοριοδιφών, κ.κ. 'Ιωάννου Ζεγκίνη είσαγγελέως 'Εφετών περί τοϋ Ευαγγέλου Ζάππα ώς εθνικού ευεργέτου και άγωνιστοϋ τοϋ 1821, 'Ιωάννου Δάμπαση, δρ. Ιατρού περί Νεμεσίου τοϋ Φυσιολόγον 'Επισκόπου.

Καταχωρίζονται επίσης σημείωμα τής Συντάξεως τοϋ περιοδικού ώς και περί τής 'Ελευθέρας Σχολής Φιλοσοφίας «Ό Πληθών» 'Ιωάννου Ν. Θεοδωρακοπούλου èv Μαγούλα Σπάρτης κατά το Σχολικόν έτος Γ' (1976 ­ 1977), περί τής 'Ιονίου 'Ακαδημίας, περί τής 'Ελληνικής Λαογραφικής 'Εταιρείας, περί τών τιμών τοϋ έκ τών αντιπροέδρων τοϋ Φιλο­

λογικού Συλλόγου «Παρνασσός» κ. Κωνσταντίνου 'Αλιβιζάτου, περί νέου μέλους τής 'Εφορείας τοϋ Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός», περί τών ελληνικών προεπαναστατι­

κών περιοδικών (ενρετήριον τοϋ περιοδ. «'Ερμής ό Λόγιος»), περί τοϋ Δελτίου Λαογρα­

φίας (τόμ. 30ός), περί τής εκδόσεως τής διδακτορικής διατριβής τής Γραμματικής Άλα­

τζόγλου ­ Θέμελη, αναφερομένης είς το θέμα «Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος. Ή πλατωνική και ή αριστοτελική μαρτυρία», περί τών αποτελεσμάτων τοϋ 56ον Καλοκαιρι­

νείου Θεατρικού Διαγωνισμού ώς και τής Προκηρύξεως τοϋ 57ου Καλοκαιρινείου Θεώ­

τρικού Διαγωνισμού, μ.μ. περί τής κινήσεως τοϋ Συλλόγου «Παρνασσός» (Δελτίον αριθμ. 31, 'Ιανουάριος ­ Μάρτιος 1977) και κατάλογος νέων δημοσιευμάτων και τέλος καταχω­

ρίζεται το ψήφισμα τής 'Εφορείας τοϋ «Παρνασσού» επί τω θανάτω τοϋ εκ τών μελών της Κωνσταντίνον Άρβανιτάκη.

Γ. Θ. Ζ.

— 150 —

ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΣΧΟΛΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ «Ο ΠΛΗΘΩΝ» ΙΩΑΝΝΟΥ Ν. ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΕΝ ΜΑΓΟΥΛΑ ΣΠΑΡΤΗΣ

ΕΤΟΣ Γ­1976­1977

'Από 20 εως 30 'Ιανουαρίου 1977 ό Πρόεδρος τοϋ «Παρνασσού» Καθηγητής και 'Ακαδημαϊκός κ. 'Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος παρέδωκεν εις την έλευθέραν Σχολήν Φι­

λοσοφίας «Ό Πλήθων» δέκα μαθήματα αναφερόμενα εις τήν Φιλοσοφίαν της Τέχνης. Το πρώτον από τα δέκα αυτά μαθήματα, όπως και μέ τα πρώτα μαθήματα των προη­

γουμένων σειρών ήσχολήθη μέ τήν παρουσίαν του Πλήθωνος εις τήν Ίταλίαν κατά τήν περίφημον σύνοδον της Φερράρας και της Φλωρεντίας. Ό ομιλητής παρουσίασεν είς τό πρώτον τοϋτο μάθημα τήν προσωπικότητα τοϋ μεγάλου Έλληνος Φιλοσόφου και τήν κατα­

πληκτικήν έπίδρασιν πού ήσκησεν ή παρουσία του εις τήν Ίταλίαν. Ό Πλήθων έθαυ­

μάσθη άπό τους 'Ιταλούς καί έθεωρήθη ώς ένας ξαναγεννημένος αρχαίος Έλληνας, και μάλιστα ώς ό Πλάτων.

Μέ τα εννέα υπόλοιπα μαθήματα ό καθηγητής Θεοδωρακόπουλος ανέπτυξε τήν φιλοσοφικήν του θεωρίαν περί Τέχνης γενικώς καί είδικώς τών είκαστικών τεχνών. Το χαράκτηριστικον γνώρισμα τής Τέχνης είναι ότι ή Τέχνη δέν αντιγράφει τήν φυσικήν πραγματικότητα, άλλα δημιουργεί ενα νέον κόσμον μορφών, πού έχουν ώς πηγήν τήν καλ­

λιτεχνικήν φαντασίαν. Τό έργον τής Τέχνης θεωρείται κατά τήν έρμηνείαν πού δίδει ό καθηγητής Θεοδωρακόπουλος ώς αγώνισμα ελευθερίας τοϋ άνθρωπου καί ώς σταθμός αύτοσεινηδησίας τοϋ πνεύματος. Ή Τέχνη δέν γνωρίζει κανένα άλλον σκοπόν παρά τό αβίαστο φανέρωμα τής ομορφιάς τής ζωής τοϋ άνθρωπου καί δι' αυτό ή Τέχνη δέν είναι δυνατόν να υπηρέτη ποτέ άλλους σκοπούς, οπότε χάνει τήν έλευθερίαν της. Ή Τέχνη έχει τον σκοπόν της μέσα της και ποτέ εξω άπό τον εαυτόν της.

"Οπως πάντοτε, έτσι και ή σειρά αυτή τών μαθημάτων τής 'Ελευθέρας Σχολής Φι­

λοσοφίας «Ό Πλήθων» εϊχε πυκνότατον άκροατήριον άποτελούμενον άπό μαθητάς Γυ­

μνασίων, καθηγητάς, παντός είδους επιστήμονας, άλλα καί άπό ανθρώπους τοϋ άπλοΰ λαοΰ καί άπό καθηγητάς Πανεπιστημίου καί 'Ακαδημαϊκούς.

Τα μαθήματα έμαγνητοφώνησε συνεργεϊον τής ΕΡΤ και τα αναμεταδίδει κάθε Πα­

ρασκευήν 8 έως 9 τό βράδυ είς τό τρίτον πρόγραμμα. •

ΤΙΜΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ κ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΝ ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΝ

Ό έκ τών αντιπροέδρων τοϋ Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» κ. Κωνσταντί­

νος 'Αλιβιζάτος άνεκηρύχθη βουλευτής 'Επικρατείας τής Ε.Δ.Η.Κ. 'Εξ άλλου, προς τιμήν τοϋ κ. Κ. 'Αλιβιζάτου εξεδόθη Τόμος, ό όποιος έπεδόθη εις

Αυτόν εις τήν Μεγάλην Αϊθουσαν Τελετών τοϋ Πανεπιστημίου 'Αθηνών. Κατά τήν Τελετήν τής επιδόσεως, μετ' είσήγησιν τοϋ Πρυτάνεως κ. Νικολάου Ματσανιώτου καί προσφώνησιν τοϋ Κοσμήτορος τής 'Ιατρικής Σχολής, ώμίλησεν ό ιατρός δρ. Νικόλαος Δρόσος δια τό έργον τοϋ τιμωμένου, άντεφώνησε δε ό τιμώμενος μέ θέμα : «Χειρουρ­

γική Εμπειρία». •

— 151 —

ΙΟΝΙΟΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑ

Δια τήν τετραετίαν 1977 ­1980, ή ολομέλεια προέβη εις την έκλογήν των κατωτέρω τακτικών Εταίρων ώς μελών τοϋ Δ. Σ. του 'Ιδρύματος τής 'Ιονίου 'Ακαδημίας Κέντρου Έρεύνης καί Διεθνούς 'Επικοινωνίας :

Πρόεδρος 'Αντιπρόεδρος

» Γεν. Γραμματεύς Ταμίας Σύμβουλοι

: Κάρολος Άρλιώτης : 'Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος : Διονύσιος Ζακυθηνός : Κωνσταντίνος Δαφνής : Δημήτριος Λουκάτος : Γεώργιος Θ. Ζώρας

Δ. Καρβελλάς Γρηγόριος Κασιμάτης Αίνος Πολίτης

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

Κατά τάς γενομένας είς τήν Έλληνικήν Λαογραφικήν Έταιρείαν αρχαιρεσίας εξε­

λέγησαν οί κάτωθι : Πρόεδρος : Γεώργιος Θ. Ζώρας 'Αντιπρόεδρος : Σπυρίδων Περιστέρης

» : Μενέλαος Τουρτόγλου Γεν. Γραμματεύς : Πέτρος Γλέζος Ειδ. Γραμματεύς : Μιχαήλ Μερακλής Ταμίας : Στέφανος "Ημελλος Σύμβουλοι : Λέανδρος Βρανούσης, Πόπη Ζώρα, 'Αλέξανδρος

Καρανικόλας, 'Αντώνιος Κατσουρός, Μαρία Μιράσγεζη, Δημήτριος Πετρόπουλος.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗΣ

Τήν 28ην Μαρτίου απεβίωσεν ό αείμνηστος Κωνσταντίνος Άρβανιτάκης, πρώην υποδιευθυντής τής 'Αγροτικής Τραπέζης τής 'Ελλάδος, Ταμίας τής 'Εφορείας καί έπί σειράν ετών παλαιόν μέλος τοϋ Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός».

"Αμα τη αγγελία τοϋ θανάτου, ή 'Εφορεία τοϋ «Παρνασσού» έξέδωκε το κατω­

τέρω ψήφισμα : Ψ Η Φ Ι Σ Μ Α

Σήμερον, 28ην Μαρτίου 1977, ή 'Εφορεία τοϋ Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασ­

σός» συνελθοϋσα εκτάκτως έν τω κεντρικώ καταστήματι, έπί τω θλιβερφ άγγέλματι τοϋ θανάτου τοϋ πρώην ύποδιευθυντοϋ τής Α.Τ.Ε.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗ

έπί σειράν ετών μέλους τής 'Εφορείας καί Ταμίου, άκούσασα τοΰ Προέδρου, όστις

— 152 —

εξήρε τάς προς τόν Σύλλογον υπηρεσίας του ώς και το δια τον «Παρνασσόν» έπι­

δειχθέν αοκνον ενδιαφέρον τοΰ μεταστάντος :

Ψη φ ί ζ ε ι : 1. Να παρακολούθηση τήν κηδείαν τοϋ εκλιπόντος ή 'Εφορεία τοΟ Συλλόγου. 2. Να χαιρετίση τόν νεκρόν εκπρόσωπος τής 'Εφορείας τοΟ Συλλόγου. 3. Να διατεθη τό ποσόν 10.000 δρχ. υπέρ των νυκτερινών Σχολών τοϋ «Παρ­

νασσοΰ». Ό Πρόεδρος Ό Γεν. Γραμματεύς

ΙΩ. ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΣΑΒΒΑΣ ΛΟΪΖΙΔΗΣ Τα λοιπά μέλη τής Εφορείας

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Θ. ΖΩΡΑΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΑΤΑΛΑΣ, ΘΩΜΑΣ ΚΑΖΑΜΙΑΣ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΟΥΡΝΑΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΑΛΛΑΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΒΡΑΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΗΛΙΑΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΔΟΣ, ΑΝ­

ΔΡΕΑΣ ΛΑΙΜΟΣ, ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΙΛΙΑΝΟΣ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ ­ ΝΟΥΑΡΟΣ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΠΑΡΤΣΑΚΟΥΛΙΑΣ, ΠΕΤΡΟΣ ΧΑΡΗΣ.

*

ΝΕΟΝ ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΕΦΟΡΕΙΑΣ ΤΟΥ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ»

Μετά τόν θάνατον τοΰ αειμνήστου Κωνσταντίνου Άρβανιτάκη, Ταμίου τής 'Εφο­

ρείας τοΟ Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός», συμφώνως προς τάς διατάξεις τοΟ άρθρου 18 τοϋ κανονισμού τοϋ Συλλόγου, άνέλαβεν ό έκ των αναπληρωματικών μελών σύμβουλος τής 'Εφορείας κ. Κωνσταντίνος Πλαπούτας, ταξίαρχος έ.ά. πολιτικός μη­

χανικός. •

ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ ­ ΕΥΡΕΤΗΡΙΑ

'Εξεδόθη τό Εύρετήριον τοΰ γνωστοΰ σημαντικωτάτου περιοδικού «'Ερμής ό Λό­

γιος» (1811­1821) υπό τοϋ Κέντρου Νεοελληνικών 'Ερευνών και είς τήν σειράν τών Ελληνικών προεπαναστατικών περιοδικών. Τό Εύρετήριον συνέταξεν ό γνωστός φιλό­

λογος κ. Έμμ. Φραγκίσκος. Είς προλογικόν σημείωμα τονίζεται ή σημασία τοΰ νέου αύτοΰ Ευρετηρίου ώς

και ή άναγκαιότης να όλοκληρωθή ή σειρά τών ευρετηρίων τών προεπαναστατικών περιοδικών : «Ένα πολύ σημαντικό εργαλείο τής νεοελληνικής επιστήμης, τής επι­

στήμης τών νεοελληνικών πραγμάτων, ή ευρετηρίαση τοΰ περιοδικοΰ «'Ερμής ό Λό­

γιος», προσφέρεται στην έρευνα, με τόν τόμο τόν όποιο εχω τήν χαρά να παρουσιάσω σήμερα έδώ. Δέν μποροΰμε να λέμε ακόμη δτι έτελειώσαμε, ούτε στον μικρότατον αυτόν τομέα τών βασικά προεπαναστατικών περιοδικών, όπου έχουμε ξεχωρίσει τήν ομάδα τής οποίας μέρος αποτελεί ό «Λόγιος 'Ερμής». Σ' αυτή τήν ομάδα ανήκουν και ό «'Ελληνικός και Φιλολογικός Τηλέγραφος»· μας λείπει τό σχετικό ευρετήριο και εύχομαι ή ανάγκη αυτή, να καλυφθεί σε χρόνο όχι πολύ μακρό. Τότε, αν εύτυ­

χύσω να ιδώ και αύτοΰ τήν έκδοση, θα εχω να επισημάνω τήν υπηρεσία τήν οποία παρέχουν σέ τέτοιες, καί σέ παρόμοιες, περιπτώσεις οί σειρές. 'Αλλά ό «Λόγιος Ερμής, ακόμη καί άν τό ευρετήριο του κριθεί ώς αυτόνομο, είναι αρκετά σπουδαίος ώστε να θεωρήσουμε σταθμό γιά τήν παιδεία μας τήν έκδοση αυτήν. Πραγματικά δέν νομίζω ότι μπορεί να παραβληθεί ή ακτινοβολία τοΰ περιοδικοΰ τούτου στα προεπα­

\

— 153 —

ναστατικά χρόνια μέ κανενός άπο τα άλλα αντίστοιχα δημοσιεύματα τής εποχής του, ούτε, συνεπώς, ή συμβολή του στην διαμόρφωση τοΰ νέου έλληνισμοΰ· αυτά, ανεξαρ­

τήτως άπο τον μικρό αριθμό των συνδρομητών του». •

ΤΟ ΔΕΛΤΙΟΝ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑΣ

Εξεδόθη ό τελευταίος τόμος τοΟ περιοδικού «Λαογραφία», Δελτίου τής Ελλη­

νικής Λαογραφικής Εταιρείας. Ό τόμος άφιεροϋται είς τον άείμνηστον Γ. Μέγαν Προέδρον τής 'Ελληνικής

Λαογραφικής 'Εταιρείας και Δ'ντήν τοϋ περιοδικοϋ. 'Αποτελείται άπο 470 σελίδες και περιέχει σειράν ποικίλων μελετών καθώς και τα πεπραγμένα τής 'Εταιρείας κατά το 1975­1976.

• ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΑΤΖΟΓΛΟΥ ­ ΘΕΜΕΛΗ

«ΠΑΝΤΩΝ ΧΡΗΜΑΤΩΝ ΜΕΤΡΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟΣ» Η ΠΛΑΤΩΝΙΚΗ ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

Στη σειρά τών «επιστημονικών διατριβών» τοϋ «Παρνασσού» τυπώθηκε ή μελέτη τής Γραμματικής Άλατζόγλου ­ Θέμελη : «Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος». Ή πλατωνική και ή αριστοτελική μαρτυρία. Είναι διδακτορική διατριβή· στόχος της είναι να άναλύση κείμενα τοΰ Πλάτωνα και 'Αριστοτέλη πού αναφέρονται στή φράση τοϋ Πρωταγόρα : «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος, τών μέν όντων ώς εστί, τών δ' ούκ όντων ώς ούκ 6στι», και να κατάληξη σέ μια ερμηνεία τής φράσης βασισμένη σ' αυτά.

Κατ' αρχήν γίνεται προσπάθεια νά προσδιορισθή το νόημα τών προβληματικών λέξεων άνθρωπος, χρήματα, ώς : εξετάζονται οί απόψεις τοϋ Πλάτωνα και 'Αριστοτέλη, οί σχετικές μέ το νόημα τών λέξεων. Έπειτα επιχειρείται μια γενικώτερη θεώρηση τοΰ νοήματος τής φράσης άπό τή σκοπιά τών δύο κορυφαίων φιλοσόφων. Τό πρώτο συμπέ­

ρασμα είναι ότι ό Πλάτων δέν γνωρίζει μια γραπτή ερμηνεία τοϋ Πρωταγόρα αναφερο­

μένη στή φράση, άρα ή ερμηνεία πού προτείνει είναι καθαρά δική του δημιουργία. Μετά άπό συστηματική ανάλυση τών σχετικών πλατωνικών χωρίων αποδεικνύεται δτι ό Πλά­

των ερμηνεύει τή φράση ώς μήνυμα υποκειμενισμού ή σχετικότητας και αίσθησιοκρατίας. 'Επειδή όμως, δπως φάνηκε, ό Πλάτων δέν στηρίζεται σέ γραπτή πρωταγορική ερμη­

νεία, είναι αμφίβολο άν οί δύο αυτές «θέσεις» ανταποκρίνονται στο πνεϋμα τοϋ Πρω­

ταγόρα· ίσως καμμία ή μόνον ή μία νά είναι πρωταγορική. Μέ τήν ανάλυση τών αριστο­

τελικών χωρίων, πού ακολουθεί, φαίνεται καθαρά ότι ό 'Αριστοτέλης συμφωνεί μέ τον Πλάτωνα στην ερμηνεία τών έπί μέρους δρων (άνθρωπος, χρήματα, ώς) τής φράσης, ακόμα στο δτι αυτή περιέχει αναμφισβήτητα υποκειμενισμό και σχετικότητα, δέν κάνει όμως πουθενά λόγο για αίσθησιοκρατία. Έτσι ενισχύεται ή άποψη, πού ήδη άπό τήν ανάλυση τών πλατωνικών χωρίων επεκράτησε, δτι ό Πρωταγόρας μέ τή φράση του αυτή θεμελιώνει θεωρητικά τον υποκειμενισμό καί τή σχετικότητα αλλά δχι τήν αίσθησιο­

κρατία· το τελευταίο αυτό αποτελεί και τό γενικό συμπέρασμα τής μελέτης.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΟΥ 56ου ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΕΙΟΥ ΘΕΑΤΡΙΚΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

Τήν 20ήν Μαρτίου 1977 έν δημοσία συγκεντρώσει εις τον Φιλολογικόν Σύλλογον «Παρνασσός» έγινεν ή άνακοίνωσις τών αποτελεσμάτων τοΰ 56ου Καλοκαιρινείου Θεα­

— 154 —

τρικοϋ Διαγωνισμού του έτους 1976. Είς τον διαγωνισμον ελαβον μέρος 11 υποψήφιοι με έργα ποικίλου περιεχομένου : τραγωδίας, κοινωνικά καί ιστορικά δράματα, κωμωδίας κλπ. Μετά την άνάγνωσιν της εισηγητικής εκθέσεως, ή επιτροπή αποτελούμενη έκ τών κ.κ. Γ. Ζώρα, καθηγητού Πανεπιστημίου, προέδρου, Τατιάνας Σταύρου και Ν. Σημηριώ­

τη, λογοτεχνών, μελών, προέβη είς τήν άποσφράγισιν τών φακέλλων τών περιεχόντων τα ονόματα τών βραβευθέντων δια τα κάτωθι έργα :

1 ) Α' Βραβεϊον (30.000 δρχ.) : Κ ώ σ τ α ς Ά σ η μ α κ ό π ο υ λ ο ς : «Ατυχία στην ατυχία».

2) Α' Έπαινος : Ξ ε ν ο φ ώ ν Σ τ έ ρ γ ι ο υ : «Το πικρό ποτάμι». 3) Β' Έπαινος : Σ τ ά σ α ­ Σ τ ρ ο ύ τ ζ α ­ Μ α ρ γ α ρ ί τ η : «Μια θέση στον

Παράδεισο».

ΕΙΣΗΓΗΣΙΣ 56ου ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΕΙΟΥ ΘΕΑΤΡΙΚΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ (Ν. Σημηριώτης)

Φαίνεται ότι ή τεχνοκρατική εποχή μας όλο καί περισσότερο επηρεάζει τή φυσιο­

λογική λειτουργία τοϋ εγκεφάλου. 'Από τα δύο του ημισφαίρια, τό αριστερό βρίσκεται σέ ύπερλειτουργία, για ν' ανταποκριθεί στις έπισωρευόμενες τεχνικές κ' επιστημονικές εμπειρίες πού μας τριγυρίζουν, ένώ τό δεξιό μένει σχεδόν ανεκμετάλλευτο, με συνέπεια τή φθίνουσα καλλιτεχνική καί πνευματική δημιουργικότητα τοϋ άνθρωπου. "Αλλοτε, ανάμεσα στα πολυάριθμα θεατρικά έργα πού υποβάλλονταν για βράβευση στον Καλοκαι­

ρίνειο διαγωνισμό, τα περισσότερα ήταν αξιόλογα, καί μερικά εξαίρετα. Φέτος πολύ λίγα έργα υποβλήθηκαν, καί τα περισσότερα ήταν ανεύθυνα κατασκευάσματα. Σ' εν' άπ' αυτά, πού ή υπόθεση ξετυλίγεται σέ κάποιο χωριό, είχα τήν ύπονονή να μετρήσω ότι ή λέξη «μωρέ», «ορέ» ή «βρε», χρησιμοποιείται 140 φορές!..

'Ωστόσο υπήρχαν — ευτυχώς — καί καλά έργα. Τό «Μια θέση στον Παράδεισο», μ' όλο πού ή υπόθεση του έχει άπό καιρό γίνει κοινός τύπος, καί συγχρόνως δέν προσαρ­

μόζεται πια στή νοοτροπία τοϋ καιροϋ μας, είναι όμως γραμμένο μέ πολλή ανθρωπιά, τα πρόσωπα είναι σωστά τοποθετημένα, ή ψυχολογία τών χαρακτήρων γνήσια κι αληθινή. "Αν μάλιστα έλειπε μια σχεδόν περιττή σκηνή στή Β' πράξη, ή ενότητα τοϋ έργου θα κέρδιζε σημαντικά.

'Ακόμα καλύτερο είναι «Τό πικρό ποτάμι», πού σαν λογοτέχνημα αποτελεί μιαν εξαίρετη ποιητική σύνθεση. Ό συγγραφέας έχει αξιόλογο ποιητικό ταλέντο καί ό στίχος του είναι τεχνικά άψογος. 'Υπάρχει αρκετή πρωτοτυπία, ευαισθησία καί συγκίνηση. "Ισως τό μόνο λάθος του είναι ή χρησιμοποίηση τοϋ στίχου σ' ολόκληρο τό έργο, πράγμα ευχάριστο γιά τον αναγνώστη αλλά κουραστικό για τον θεατή, πού δέν είναι δυνατό να διατηρεί τήν ποιητική εξαρσή του γιά 2 1/2

ωΡεζ· Τό ανέβασμα τοϋ έργου αύτοΰ στή σκηνή θα είναι προβληματικό, ένώ ή έκδοση του σέ βιβλίο θα είχε ίσως σημαντική επιτυχία.

Τέλος, ή κωμωδία «'Ατυχία στην ατυχία» έχει όλα τα προσόντα ενός εξαίρετου θεα­

τρικού έργου. Ή ιδέα είναι πολύ πρωτότυπη, δοσμένη σ' έναν εύθυμο τόνο καί μέ θαυμά­

σια άρχιτεκτονημένη δομή. Ή δράση είναι γοργή, ή ψυχολογία τών τύπων άψογη, ή εξέλιξη φυσική κι αυθόρμητη. Περιέχει έξυπνες καταστάσεις, ωραία ευρήματα, απρόο­

πτο τέλος, ευαισθησία καί συγκίνηση μαζί μέ γνήσιο χιοΰμορ. Έτσι ή επιτροπή τοϋ διαγωνισμού έκρινε γιά βράβευση τήν Κωμωδία «'Ατυχία

στην ατυχία», μέ ψευδώνυμο τοϋ συγγραφέα Έντουάρντο ντε Φίλιππο. Δόθηκαν επίσης δυο έπαινοι, ό πρώτος στο «Πικρό ποτάμι» μέ ψευδώνυμο 'Αλκαίος, κι ό δεύτερος στο «Μια θέση στον παράδεισο» μέ ψευδώνυμο Εύα.

— 155 —

Κι ακόμα, ή 'Επιτροπή ευχαριστεί όσους ελαβον μέρος στον 56ο Καλοκαιρίνειο Διαγωνισμό, κ' ελπίζει ό 57ος να μας δώσει πολλά και καλά θεατρικά έργα, ώστε να μας κάνει πιο δύσκολη τήν ψήφο της εκλογής.

ΠΡΟΚΗΡΥΞΙΣ ΤΟΥ 57ου ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΕΙΟΥ ΘΕΑΤΡΙΚΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

'Υπό του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» προεκηρύχθη ό 57ος Καλοκαιρί­

νειος Θεατρικός Διαγωνισμός δια τό έτος 1977. Εις τον διαγωνισμόν γίνονται δεκτά μόνον θεατρικά έργα (δράματα και κωμωδίαι) ανέκδοτα, άνευ περιορισμού τίνος όσον άφοροι είς τό περιεχόμενον και τήν γλώσσαν. Τά έργα πρέπει νά υποβληθούν δακτυ­

λογραφημένα είς διπλοΰν και νά συνοδεύωνται υπό ψευδωνύμου. Προθεσμία υποβο­

λής είς τήν Γραμματείαν τοΰ Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» μέχρι της 30ής 'Ιουνίου 1977.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΙΝ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ» (Δελτίον αριθμ. 31, 'Ιανουάριος ­ Μάρτιος 1977)

ΕΟΡΤΗ ΚΟΠΗΣ ΠΙΤΤΑΣ. — Τήν 18ην 'Ιανουαρίου έγένετο μέ μεγάλην έπιτυχίαν είς τήν αΐθουσαν τελετών τοϋ Συλλόγου ή εορτή της κοπής τής βασιλόπιττας κατά τό καθιερωμένον έλληνικόν εθιμον.

ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ 25ης ΜΑΡΤΙΟΥ. — Τήν 24ην Μαρτίου 1977 έγένετο είς τήν αίθου­

σαν τελετών τοϋ Συλλόγου ό εορτασμός τής 'Εθνικής 'Επετείου τής 25ης Μαρτίου. Τον πανηγυρικόν τής ημέρας έξεφώνησεν ό ομότιμος καθηγητής τοϋ Πανεπιστγμίου 'Αθηνών κ. 'Εμμανουήλ Πρωτοψάλτης, μέ θέμα : «Έπισκόπησις τοΰ 'Αγώνος τής Ελευθερίας».

ΕΙΣΔΟΧΗ ΝΕΩΝ ΜΕΛΩΝ. —Τήν 9ην Φεβρουαρίου 1977, έγένετο ή τελετή εισ­

δοχής τών κατά τήν συνεδρίαν τής 18ης Δεκεμβρίου 1976 εκλεγέντων νέων μελών τοϋ Συλλόγου «Παρνασσός». Τους προσελθόντας έχαιρέτισεν εκ μέρους τής Εφορείας ό 'Αντιπρόεδρος κ. Κ. 'Αλιβιζάτος, άφοΰ ανέπτυξε δια βραχέων τους σκοπούς τοϋ Συλλό­

γου, έζήτησε τήν ένεργόν συμμετοχήν είς τήν èv γένει δρδσιν τοΰ «Παρνασσοϋ». Έν συνεχεία έπέδωκεν είς εκαστον νέον μέλος τό δίπλωμα εκλογής και τό σήμα τοΰ Συλλόγου.

ΔΩΡΕΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗΝ «ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ». — Τον παρελθόντα μήνα Ίανουάριον 1977 έδώρησαν έργα των προς έμπλουτισμόν τής Πινακοθήκης τοϋ «Παρνασσού» οι ζωγράφοι κ.κ. 'Εμμανουήλ Δραγώγιας, ύπό τον τίτλον «Τοπίον» και Παναγιώτης Σουρτζίνος, υπό τον τίτλον «'Αφιέρωμα στον Παρνασσόν».

ΔΙΑΘΗΚΗ ΓΕΡ. ΛΙΒΑΘΙΝΟΠΟΥΛΟΥ. — "Υπό τής 'Εφορείας τοΰ «Παρνασσοϋ» άνεκοινώθη ότι άνευρέθη είς τό χρηματοκιβώτιον τοΰ Συλλόγου ή διαθήκη τοΰ εκ τών μελών αύτοΰ αποβιώσαντος αειμνήστου Γερασ. Λιβαθινοπούλου. 'Απεφασίσθη ομοφώνως και εδόθη εντολή είς τον κ. Νομικό ν Σύμβουλον, όπως προβή είς τάς αναγ­

καίας ενεργείας δια τήν δημοσίευσιν αυτής παρά τοϋ Πρωτοδικείου 'Αθηνών.

— 156 —

ΔΙΑΛΕΞΕΙΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ ­ ΜΑΡΤΙΟΥ 1977 ΤΟΥ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΥ ΚΑΙ ΑΡ­

ΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ. — Κατά το χρονικον διάστημα 'Ιανουαρίου ­ Μαρτίου 1977 έγένοντο αί ακόλουθοι διαλέξεις, πρωτοβουλία τοϋ ΦιλολογικοΟ καΐ "Αρχαιολο­

γικού Τμήματος τοΟ «Παρνασσού».

1η, την 21ην 'Ιανουαρίου : Όμιλητής ό Γλωσσολόγος ­ Ιστορικός κ. " Α θ α ν ά σ ι ο ς Ν. Λ ο ύ β α ρ ι ς, μέ θέμα : «Έλληνες Πρωτοπόροι είς τήν Πέμπτην "Ηπειρον (Αύστραλίαν)».

2α, τήν 25ην 'Ιανουαρίου : Όμιλητής ό λογοτέχνης κ. Π ά ν ο ς Π α π α ρ ρ η γ ό ­

π ο υ λ ο ς, μέ θέμα : «Ό ποιητής Νικόλαος Πετιμεζας ­ Λαύρας, ή ζωή καΐ το έργο του». Ποιήματα τοϋ τιμωμένου άπέδωσεν ό ηθοποιός καί ποιητής Γιώργος Μετσόλης.

3η, τήν 28ην 'Ιανουαρίου : Ή 1η ομιλία τοϋ Ç" κύκλου «Οί Μεγάλοι Μουσουργοί» μετ' εκτελέσεως έργων των».

4η, τήν Ιην Φεβρουαρίου : Όμιλητής ό Εντεταλμένος 'Υφηγητής τοϋ Πανεπιστημίου 'Αθηνών κ. Β α γ γ έ λ η ς Σ κ ο υ β α ρ δ ς , μέ θέμα : «Ζωσιμάς έσφιγμενίτης, ό Θεσσαλομνήμων Καλόγερος».

5η, τήν 8ην Φεβρουαρίου: Όμιληταί οί κ.κ. Ε μ μ α ν ο υ ή λ Π ρ ω τ ο ψ ά λ τ η ς και ' Ι ω ά ν ν η ς Δ ρ ο ύ λ ι α ς , μέ θέμα : «Το έργον, ή Κοινωνική δράσις καί ή συμβολή είς τα γράμματα τοΰ Χρίστου Σολομωνίδη». 'Αποσπάσματα άπό το 6ργο του άπήγγειλαν οί ηθοποιοί : κα Μιράντα Μυράτ καΐ κ. Γεώργιος Μετσόλης.

6η, τήν 15ην Φεβρουαρίου : Όμιλητής ό 'Αντιπρόεδρος τοΰ Συνδέσμου των άπανταχοΟ Λακώνων, κ. Κ υ ρ ι ά κ ο ς Β. Ρ ο ζ ά κ η ς , μέ θέμα : «Χίλων ό Λακεδαιμόνιος κι' έμεΐς».

7η, τήν 18ην Φεβρουαρίου : Όμιληταί οί κ.κ. Χ ρ . Γ ι α ν ο υ λ ό π ο υ λ ο ς καί Ε ύ ά γ γ. Ρ ό ζ ο ς , μέ θέμα : «Γύρω άπό το Μργο τοϋ Φοίβου Δελφή». 'Απήγγει­

λεν ή κ. 'Αθηνά Κασσαβέτη. 8η, τήν 22αν Φεβρουαρίου : Όμιληταί ό Πρόεδρος τής 'Ακαδημίας 'Αθηνών κ. Πέ­

τ ρ ο ς Χ ά ρ η ς , μέ θέμα : «'Επιστροφή στον Ξενόπουλο» καί ό συγγραφεύς κ. Τ ά σ ο ς ' Α θ α ν α σ ι ά δ η ς , μέ θέμα : «Ό Ξενόπουλος». 'Αποσπάσματα άπό το δργον τοϋ Ξενόπουλου ανέγνωσαν οί πρωταγωνισταί τοΰ θεάτρου Γιάννης 'Αργύ­

ρης, Άγγελος 'Αντωνόπουλος καί Σαπφώ Ζεμπέλη. 9η, τήν 25ην Φεβρουαρίου : Όμιλητής ό Στρατηγός, πρώην Διευθυντής ΟΤΕ κ. Μ ι­

χ α ή λ Π ε τ ρ ο π ο υ λ έ α ς , μέ θέμα : «Ή πορεία τοΰ 'Ελληνισμού καί ή έπί­

δρασίς του». 10η, τήν Ιην Μαρτίου: 'Ομιλήτρια ή συγγραφεύς κα Γ ι ο ύ λ ι α Μ α ρ κ ά κ η , με

θέμα : «Ό ρόλος τών αρχαίων μυστηρίων καί ή αθανασία τής ψυχής : Αίγυπτιακά, Μινωικά, 'Ελευσίνια».

11η, τήν 22αν Μαρτίου : Όμιλητής ό κ . Σ ώ τ ο ς Β α σ ι λ ε ι ά δ η ς , συνθέτης ­ συγ­

γραφεύς, δια τον Μπετόβεν έν συνδυασμφ μετ' εκτελέσεως έργων του, έπ' ευκαιρία συμπληρώσεως 150ετίας άπό τοϋ θανάτου του (Μάρτιος 1827­Μάρτιος 1977). Έκτελεσταί Μπετοβενικών έργων : ή ύψίφωνος κ. Ί λ ε ά ν α Κ ω ν σ τ α ν τ ί ­

ν ο υ , ό βιολινίστας κ. Σ ο φ ο κ λ ή ς Π ο λ ί τ η ς τής ΚΟΑ καί τής ΕΛΣ, ό μαέστρος ­ πιανίστας κ. Δ η μ ή τ ρ η ς Μ ι χ α η λ ί δ η ς .

12η, τήν 29ην Μαρτίου: 'Ομιλήτρια ή Βυζαντινολόγος δ. Μ α ρ ί α Σ. Θ ε ο χ ά ρ η , μέ θέμα : «Ή ελληνική κοινότητα τοϋ Λιβόρνου (16ος αϊ. ­1940). Ήκολούθησε προβολή διαφανειών.

— 157 —

ΔΙΑΛΕΞΕΙΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ ­ ΜΑΡΤΙΟΥ 1977 ΤΟΥ ΦΥΣΙΟΓΝΩΣΤΙΚΟΥ ΤΜΗ­

ΜΑΤΟΣ.— Κατά το χρονικόν διάστημα 'Ιανουαρίου ­ Μαρτίου 1977 έγένοντο αί ακό­

λουθοι διαλέξεις, πρωτοβουλία τοΟ Φυσιογνωστικοϋ Τμήματος τοΟ «Παρνασσοϋ».

1η, τήν 31ην 'Ιανουαρίου : Όμιληταί : οί κ.κ. Γ. Κ. Π ο υ ρ ν α ρ ό π ο υ λ ο ς , με θέμα : «Παρουσίασις βιβλίων», Ν. Κ. Λ ο ϋ ρ ο ς, μέ θέμα : «Ό Delacroix ήταν γυιος τοΟ Talleyrand;», Ν. Κ. Λ ο ϋ ρ ο ς, μέ θέμα : «Ένας Πάπας Ιατρός», Χ ά ρ η ς Ί α κ. Τ ο ύ λ, μέ θέμα : «Τα θαύματα τών 'Αγίων 'Αναργύρων Κοσμά και Δα­

μιανού». 2α, τήν 28ην Φεβρουαρίου : Όμιληταί οί κ.κ. Γ. Κ. Π ο υ ρ ν α ρ ό π ο υ λ ο ς μέ θέμα :

«Παρουσίασις βιβλίων», Ί ω. A t λ ι α ν ό ς, μέ θέμα : «Evans ό οδοντίατρος τοϋ Ναπολέοντος τοϋ Γ'», Κ. Γ. Π ο υ ρ ν α ρ ό π ο υ λ ο ς , μέ θέμα : «Ή 'Ιατρική είς το Κοράνιο ν».

3η, τήν 28ην Μαρτίου : Όμιληταί οί κ.κ. Γ. Κ. Π ο υ ρ ν α ρ ό π ο υ λ ο ς , μέ θέμα : «Παρουσίασις βιβλίων», Γ ε ρ ά σ . Η. Π ε ν τ ό γ α λ ο ς ­ Ν ι κ . Χ. Ρ α ζ ή ς, μέ θέμα : «Νεώτερα στοιχεία για τήν πανώλη στην Κεφαλονιά το 1760», Χ ρ. Σ π. Μ π α ρ τ σ ό κ α ς , μέ θέμα : «Τό Έλληνικόν Νοσοκομεϊον Βενετίας ­Περίοδος Α'».

ΜΟΥΣΙΚΑΙ ΕΣΠΕΡΙΔΕΣ. — Είς τα πλαίσια τών Καλλιτεχνικών και Κοινωνικών εκδηλώσεων τοϋ Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» δια τα μέλη και τάς οίκογενείας αυτών, ώργανώθησαν, έπιμελεία τοϋ Φιλολογικού και 'Αρχαιολογικού Τμήματος, αί κά­

τωθι μουσικαί εσπερίδες :

4 'Ιανουαρίου : Συναυλία τραγουδιού τοΰ ύψιφώνου Δ η μ ή τ ρ η Ν ι κ ο λ α ΐ δ η και τής μεσοφώνου Λ ί ν α ς Τ έ ν τ ζ ε ρ η . Είς το πιάνο ό αρχιμουσικός Δημήτρης Μιχαηλίδης.

11 Φεβρουαρίου : Ρεσιτάλ τραγουδιού τής σοπράνο Θ ω μ α ΐ δ ο ς Ά σ λ ά ν ο γ λ ο υ . Είς τό πιάνο ή κ. Μαρίνα Κουτούβαλη.

4 Μαρτίου : Συναυλία 'Ορχήστρας Έγχορδων τής Καλλιτεχνικής Εταιρίας Επιστη­

μόνων, ύπο τήν διεύθυνσιν τοΰ αρχιμουσικού κ. ' Α λ έ κ ο υ ' Α θ α ν α σ ι ά δ η . 8Μαρτίου : Ρεσιτάλ πιάνου τής κας Μ υ ρ τ ώ ς Μ α υ ρ ί κ ο υ .

11 Μαρτίου : Συναυλία τής 'Ορχήστρας 'Εγχόρδων τής Μουσικής Εταιρίας 'Επιστη­

μόνων. Διευθυντής 'Ορχήστρας : Σ τ έ λ ι ο ς Κ α φ α ν τ ά ρ η ς . 18 Μαρτίου : Συναυλία τής Μαντολινάτας «Kansai» υπό τήν διεύθυνσιν τοΟ Μαέστρου

Μ α σ α κ ά ζ ο υ Κ α β α γ κ ο ύ τ σ ι .

ΝΥΚΤΕΡΙΝΑΙ ΣΧΟΛΑΙ. — 'Υπό τοΰ 'Υπουργείου Εθνικής Παιδείας έχορηγήθη άδεια περί ίδρύσεως Φροντιστηρίου 'Αγγλικής Γλώσσης έπί ονόματι τοΰ Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» δια τής ύπ' αριθ. 1/10­1­77 πράξεως τοΰ Έποπτικοϋ Συμβου­

λίου τής 'Ιδιωτικής Εκπαιδεύσεως, γνωστοποιηθείσης δια τοΰ ύπ' αριθ. πρωτ. 305/27­

1 ­ 77 έγγραφου τής Β' Γεν. 'Επιθεωρήσεως Μ. Ε. 'Αθηνών. Τήν 29ην 'Ιανουαρίου 1977 έγένετο μετά επιτυχίας είς τάς Νυκτερινός Σχολάς ή

σχετική τελετή έπί τή εορτή τών Τριών 'Ιεραρχών. ΕΙς τάς Νυκτερινάς Σχολάς «Παρνασσοϋ» συνεχίζεται ή λειτουργία τοΰ Φρον­

τιστηρίου Ξένων γλωσσών, δωρεάν όπως και το Νυκτερινον Γυμνάσιον. Είς το Νυ­

κτερινον Φροντιστήριον Ξένων γλωσσών φοιτοϋν νέοι μή διαθέτοντες οικονομικά μέσα και κάτοχοι απολυτηρίου Δημοτικοΰ Σχολείου.

— 158 —

ΔΩΡΕΑΙ ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΝΥΚΤΕΡΙΝΩΝ ΣΧΟΛΩΝ. — Κατά το χρονικον διάστημα 'Ιανουαρίου ­ Μαρτίου 1977 έγένοντο αί κάτωθι δωρεαί υπέρ τών Νυκτερινών Σχολών του «Παρνασσού».

Ηθικής και Πνευματικής 'Αναπλάσεως δρχ. 24.000, εις μνήμην "Ινας Μαριδάκη, ό κ. καί κα Κ. Μπακόλλα δρχ. 2.000, κ. 'Ιωάννου Αιλιανού εις μνήμην Μαρίας Άθανασιά­

δου ­ Νόβα δρχ. 1.000, κας Ε. Μιχαηλίδη εις μνήμην Δώρου Μιχαηλίδη, δρχ. 1.000, κ. Βογιατζάκη εις μνήμην του πατρός του Παναγ. Βογιατζάκη, δρχ. 3.000, κ. και κας Κωνστ. Δογάνη είς μνήμην "Ινας Μαριδάκη δρχ. 1.000, κας Μαρίας Βοροπούλη εις μνήμην Ευαγ­

γέλου Βοροπούλη δρχ. 2.000, κ. και κας Ευσταθίου Μαργέτη είς μνήμην Ρόζας Λυκούδη δρχ. 1.000, 'Ανωνύμου 'Ασφαλιστικής Εταιρείας, Λαϊκή, δρχ. 2.000, κ. Βησ. Σκαλαίου είς μνήμην Σοφίας Σκαλαίου ­ Καζάζη δρχ. 2.000, κ. και κας Δημητρ. Κούσιου είς μνήμην Σοφίας Σκαλαίου ­ Καζάζη δρχ. 1.000, κ. καί κας Πάνου Ροζάκη εις μνήμην Χρήστου Βασιλείου Κ. Ροζάκη δρχ. 1.000, κ. καί κας Παναγ. Κανελλοπούλου εις μνήμην Ρενάτε Νικ. Γερουλάνου δρχ. 2.000, κας Μαίρης Παλαιοδημοπούλου είς μνήμην Παναγ. Βεΐκου δρχ. 2.000, κ. καί κας 'Ανδρέου Αύγερινοπούλου είς μνήμην Φιλοποίμενος Μπαλοδήμου, δρχ. 1.000, κ. και κας 'Ιωάννου Δάμπαση είς μνήμην Ευανθίας Καραδόντη, δρχ. 2.000, κας Ρεβέκας Πολυμέρου εϊς μνήμην 'Οδυσσέως Τσαγγαρίδη δρχ. 500, κας Μαίρης Βλη­

σίδου είς μνήμην Θρασυβούλου καί Ευδοκίας Βλησίδου δρχ. 1.000. μ·μ.

­ 159 —

ΝΕΑ Δ Η Μ Ο Σ Ι Ε Υ Μ Α Τ Α A g o s t i n o P e r t u s i , La caduta di Costantinopoli. Le testimonianze dei contem­

poranei, Lorenzo Valla, Milano, voi. 1­2, 1976. I v a n D u j ò e v Cronaca di Monemasia. Introduzione testo critico, traduzione e note.

Istituto Siciliano di Studi Bizantini e Neoellenici, Palermo 1976. Θεμ. Ά θ α ν α σ ι ά δ η ­ Ν ό β α , Διοίκησις καί λογοτεχνία, 'Αθήνα 1977. Β α γ γ έ λ η Σ κ ο υ β α ρ ά , Τα Νεοελληνικά Γράμματα. Σύντομο διάγραμμμα ιστορίας

της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας, τόμ. Α', 'Αθήνα 1976. Γ ε ω ρ γ ί ο υ Θ. Ζ ώ ρ α , Επτανησιακά μελετήματα, τόμ. Ε' 'Ιστορικά καί φιλολο­

γικά κείμενα. Βιβλιοθήκη Βυζαντινής καί Νεοελληνικής Φιλολογίας, αριθμ. 51, 'Αθήναι 1976.

Γ ε ω ρ γ ί ο υ Θ. Ζ ώ ρ α , Ή Κυπριακή φιλολογία κατά τήν περίοδον της Φραγκο­

κρατίας. Κείμενα και Μελέται Νεοελληνικής Φιλολογίας, αριθμ. 110. 'Αθήναι 1976. A n n a M e s c h i n i , Cristoforo Kondoleon, Περί 'Αρχής, Κείμενα και Μελέται

Νεοελληνικής Φιλολογίας αριθμ. 111. 'Αθήναι 1977. C o n s t a n t i n o N i c a s , Fortuna della Gerusatemme Liberata in Grecia, Palermo

1976. Σ ό λ ω ν ο ς Μ α κ ρ ή , Ό διηγηματογράφος Πέτρος Χάρης, 'Αθήνα 1976. Λ ί ν ο υ Μ π ε ν ά κ η , Μιχαήλ Ψελοΰ, Περί των 'Ιδεών, ας ό Πλάτων λέγει. Εισαγωγή,

κριτική έκδοση καί νεοελληνική μετάφραση. Φιλοσοφία, 'Αθήναι 1976. Ν ί κ ο υ Μ π α λ ά σ κ α , Ή φυσική τής Ποίησης. Δογματική διακήρυξη τής μεταποίη­

σης, 'Αθήνα 1977. Ν ί κ ο υ Ρ ο ζ ά κ η , Στοχασμοί για τή ποίηση Γιάννη Ρίτσου, 'Αθήνα 1976. " Α ν ν η ς Χ α τ ζ η α ν τ ω ν ί ο υ , Στον κύκλο τής αναμονής, 'Αθήνα 1977. Δ η μ ή τ ρ η Γ α β α λ ά , Δήλος,'Αθήνα 1976. E l p i s M i t r o p o u l o u , Libation Icenes with Oinochuote in volive reliefs, Athens

1975. E l p i s M i t r o p o u l o u , Aphradife auf der Ziege, Athens 1975. Η ρ ώ ς Γ ε ω ρ γ ι ά δ η ­ Λ α μ π ί ρ η , Ταξίδια μέ το Σάντα Μπάρμπαρα, 'Αθήνα 1977. ' Α ν τ ώ ν η Δ ε κ α β ά λ λ ε , 'Αρμοί, Καράβια, Λύτρα, 'Αθήνα 1976. Χ ρ ή σ τ ου Κ α τ σ ι γ ι ά ν ν η , Τα επιτρεπόμενα Β', 'Αθήνα 1977. Σ. Π έ τ ρ ο υ Β λ ά σ σ η , 'Ολόγιομη παρουσία, 'Αθήνα 1977. ' Α ν α γ ν ω σ τ ι κ ή ' Ε τ α ι ρ ί α Κ ε ρ κ ύ ρ α ς , Έκτακτο Δελτίο για το έτος Καπο­

δίστρια, 1975­1976, Κέρκυρα 1976. Π ά ν ο υ Ν τ ο ύ λ η , Ό μηχανικός Μιχαήλ Πέτρου Κόκκινης καί τα τείχη τοϋ Μεσο­

λογγίου. Ή συμβολή του εις τήν άμυναν τής πόλεως 1823 ­1826, 'Αθήνα 1976. Κ ώ σ τ α Μ ί σ σ ι ο υ , Τα Μυτιληνιά, Αιγάλεω 1977. Γ ι ά ν ν η Μ α ν ι α τ έ α , Γνώση ('Από τα εφηβικά μου ποιήματα), 'Αθήνα 1976. Ξ έ ν ο φ. Ζ ο λ ώ τ α , Κατανάλωσις επενδύσεις καί νομισματική ισορροπία. Τράπεζα

τής 'Ελλάδος. Άρχείον Μελετών καί 'Ομιλιών, 'Αθήναι 1977. ' Α ν δ ρ έ α Θ ω μ ά , Τα ποιήματα τοϋ Κωνσταντίνου Τσάτσου, Λευκωσία 1977. ' Α ν δ ρ έ α Θ ω μ ά , Μικρή θαλασσινή πολιτεία, Β', Λευκωσία 1976. Ξ ά ν θ ο υ Λ υ σ ι ώ τ η , Ψηφίδες σε ραγισμένο μάρμαρο, Κύπρος 1977. Ν ι κ ή τ α Σ α κ ε λ λ α ρ ί δ η , Ταξίδι. Προσκύνημα, 'Αθήναι 1976. Κ ώ σ τ α Σ α κ ε λ λ α ρ ί δ η , Νισυριακά παραμύθια, 'Αθήναι 1976. Β α σ ί λ η Β ε ζ υ ρ ό γ λ ο υ , Μύθοι, ιστορίες πλάκες, διαλογισμοί, 'Αθήναι 1976.

— 160 —

Ν ι σ υ ρ ι α κ ά , "Εκδοσις Εταιρίας Μισυριακών Μελετών, 'Αθήναι 1976. Γ ε ρ . Κ α σ ό λ α , Ταξιδεύοντας μέ το θάνατο, 'Αθήνα 1973. Γ ε ρ . Κ α σ ό λ α , Χαμένοι δρόμοι, 'Αθήνα 1972. Γ ι ά ν ν η Κ α μ α ρ ι ν ά κ η , Μακρινό ταξίδι, 'Αθήνα 1976. Γ ι ά ν ν η Κ α μ α ρ ι ν ά κ η , Ή θαυμαστή τριανταφυλλιά, 'Αθήνα. Έ μ μ. Φ ρ α γ κ ί σ κ ο υ , Τα 'Ελληνικά προεπαναστατικά περιοδικά ­ Ευρετήρια : Β'

Ερμής ό Λόγιος 1811­1821. Κέντρον Νεοελληνικών 'Ερευνών Ε.Ι.Ε., 'Αθήνα 1976.

Ά π. Σ α χ ί ν η , Κριτικές παρατηρήσεις στή «Θυσία τοϋ Αβραάμ» τοθ Κορνάρου, Θεσσαλονίκη 1973.

Ά π. Σ α χ ί ν η , Δύο κριτικοί τής γενιάς τοϋ 1880 (Άνάτυπον), Θεσσαλονίκη 1975. Μ. M i r a s y e z i s , Traits et thèmes communs et particuliers dans la poésie populaire «

grecque et roumaine, Thessaloniki 1975. Γ. Μ υ λ ω ν ά , Οίκονομικά καί κοινωνικά προβλήματα. Μελέται καΐ άρθρα, 'Αθήναι

1977. Ν ι κ . Φ ρ α γ κ ι ν έ α , Μαρτυρίες τής Λακωνίας, 'Αθήνα 1977. Τ ά σ ο υ Κ ό ρ φ η , 'Εργόχειρα, 'Αθήνα 1977.

*

\ y

ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ» ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ : ΓΕΩΡΠΟΣ Θ. ΖΩΡΑΣ

Α'.«ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ» Φιλολογικον περιοδικόν κατά τριμηνίαν έκδιδόμενον

Έκαστος τόμος σελ. 650. —­ 'Ετησία συνδρομή : δρχ. 320.

Β'. ΣΕΙΡΑ ΔΙΑΛΕΞΕΩΝ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΩΝ

Έ ξ ε δ ό θ η σ α ν : 1. Κωστή Παλαμά, 'Ανδρέας Κάλβος,'Αθήναι 1969. 2. Κωστή Παλαμά, Ιούλιος Τυπάλδος, Αθήναι 1970. 3. Γ. Τ σ ο κ ο π ο ύ λ ο υ , ΟΙ αδελφοί Σούτσοι καΐ ή πολιτική ποίησις έπί'Οθωνος,

•Αθήναι 1970. 4. θ. Β 8 λ λ ι α ν { τ ο υ, Πολυλάς, ΜαρκορΟς καΐ ή Σχολή τής Κερκύρας, 'Αθήναι

1970. 5. Ι ω ά ν ν ο υ Ζερβού, 'Ανδρέας Λασκαρατος,'Αθήναι 1970. 6. Δ ι ο ν υ σ ί ο υ Στεφάνου , Γεώργιος Τερτσέτης, "Αθήναι 1971 7. ' Α ρ ι σ τ ο τ έ λ ο υ ς Κ ο υ ρ τ ί δ ο υ, Ή έξέλιξις τοΟ διηγήματος καΐ μυθιστορή­

ματος μέχρι τής επαναστάσεως καΐ δ 'Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής ως διηγη­ματογράφος, Αθήναι 1972.

8. Ά ρ ί σ τ ο υ Κ α μ π ά ν η, Καλλιγάς καΐ Ζαμπέλιος, Αθήναι 1972. 9. Κ. Παλαμά, Βιζυηνός καί Κρυστάλλης, Αθήναι 1973.

10. Α. Μ ά τ ε σ η, Ό Σολωμός καί ή Ζάκυνθος, 'Αθήναι 1976. Έκαστον τεύχος δρχ. 20.

Γ. ΣΕΙΡΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΔΙΑΤΡΙΒΩΝ 1. Μ. Μαντουβάλου , Τα έν 'Ελλάδι πολιτικά γεγονότα τοΟ 1862 καί τα έν τφ

«Παρνασσφ» κατάλοιπα τοΟ Δ. Βούλγαρη,'Αθήναι 1971, σελ. 196. Δρχ. 100. 2. Ά ρ. Σ τ ε ρ γ έ λ λ η, Τά δημοσιεύματα των 'Ελλήνων σπουδαστών τοϋ Πανεπιστη­

μίου τής Πάδοβας τόν 17ον καί 18ον αίωνα, "Αθήναι 1970, σελ. 266. Δρχ. 100. 3. Έπα μ. Β ρ α ν ο π ο ύ λ ο υ , Ελληνιστική Χαλκίς. Συμβολή είς τήν Ιστορίαν των

ελληνιστικών χρόνων τής Χαλκίδος, Αθήναι 1972, σελ. 80. Δρχ. 100. 4. Ε 6 γ. Δ α λ λ ε ζ to υ, Καραμανλίδικα, Αναλυτική βιβλιογραφία τουρκόφωνων Εργων

τυπωθέντων με ελληνικά στοιχεία, Γ*, 1866 ­1900. Έργον βραβευθέν ύπό τής Άκα* δημίας "Αθηνών, 'Αθήναι 1973, σελ. 350. Δρχ. 200.

5. Έπα μ. Β ρ α ν ο π ο ύ λ ο υ , Ή κατά των Ρωμαίων εκστρατεία τοΟ Άντιόχου τοΟ Γ'είς τήν Ελλάδα, "Αθήναι 1974, σελ. 110. Δρχ. 100,

6. Χρίστου Θ ε ο δ ω ρ ά τ ο υ, Βιογραφία 'Ηλία Ζερβού Ίακωβάτου συντεθεΐσα παρ' αύτοΟ τοϋ Ιδίου, Αθήναι 1974, σελ. κς'­j­ 154. Δρχ. 150.

7. Δεσμός, Αφιέρωμα στον Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλο, 'Αθήναι 1975, σελ. 554. Δρχ. 350. 8. Γ ρ α μ μ α τ ι κ ή ς Ά λ α τ ζ ό γ λ ο υ ­ Θ έ μ ε λ η , Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρω­

πος. *Η πλατωνική καί ή αριστοτελική μαρτυρία, "Αθήνα 1976, σελ. 102. Δρχ. 100.