ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΣΥΛΛΟΓΟ* nAYVAiSQ} ΦΙΑΟΑΟΠΚΟΝ … · εΐχε τή...

163
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΣΥΛΛΟΓΟ* nAYVAiSQ} ΦΙΑΟΑΟΠΚΟΝ ΓΚΝΟΛΙΚΦΝ ΚΑΤΑ ΤΝΜΗΜΑΝ <ΚΑΙΑΟΜ<ΚΟΝ Ρ<Μ*ΑΦ* Α<ΥΤ<*Α ΤΟΜΟ* Ι ϊ'. ΑΡ. 2 <ΑΡΝΛΙΟ£-ΙΟΥΝΙΟ* WO ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Κ. ΤΣΑΤΣΟΥ ... Είσήγησις είς τον έορτασμον τής 250ής επετείου άπό τής γεννήσεως τοϋ Ε. Κάντ (Μελέτη) Ι. ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ... Κάντ δ φιλόσοφος τοΟ συγχρόνου πολιτισμού (Μελέτη) Β. ΒΑΛΑΩΡΑ .. Ή ποιότης τοΟ πληθυσμοΟ τής 'Ελλάδος (Μελέτη) Γ. ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΑΤΟΥ ... Σκηνογραφία καί σκηνικά μηχανήματα είς το Άττικόν θέατρον (Μελέτη) Γ. ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΥ ... Στοιχεία τής οίκονομικής, πνευματικής καί ηθικής καταστά σεως στην Κεφαλληνία, ώς συνάγεται άπό τήν έκθεση τοϋ προνοητή Alberto Magno καί τίς αποφάσεις τής Βενετικής Γερουσίας (Μελέτη) Γ. ΚΑΜΠΑΣΗ ... Ίδέαι τίνες περί τής ύποκρΐσεως παθολογικών καταστάσεων (Μελέτη) Α. ΚΑΡΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Το τίμημα τής Δύναμης (Μελέτη) Γ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΑΔΟΥ Μετασχηματιστική περιγραφή ώρίσμένων φωνολογικών νόμων τοϋ γλωσσικοϋ Ιδιώματος τής Ρούμελης (Μελέτη) Γ. Θ. ΖΩΡΑ ...... Ό 'Αλέξανδρος Μαντσόνι καί ol λόγιοι τής Επτανήσου (Μελέτη) Α. ΑΒΡΑΜΕΑ .. Ό «Τζάσις των Μελληγών» (Μελέτη) Γ. ΚΟΝΙΔΑΡΗ ... Ή ελληνική εκκλησία παράγων αναγεννήσεως τοϋ 'Ελληνισμού δια τοΟ αγώνος τοΟ 1821 (Μελέτη) ΒΚ2ΝΟΣ ΤΟΥ ΣΜΥΡΝΑΙΟΥ (μτφ. Ν. Σφυρόερα).. .Επιτάφιος στόν"Αδωνι (Μελέτη) ΧΡΟΝΙΚΑ Γ.Θ.Ζ · · .Τής Συντάξεως (Χρονικόν) Γ.Θ.Ζ · · : · · ν · · · Χρήστος Θεοδωρατος (Σημείωμα) if Όμιλΐαι τοϋ άκαδημαϊκοϋ Ι. Θεοδωρακοπούλου είς Ίταλίαν (Χρονικόν) if ... .Δωρεά υπέρ των Νυκτερινών Σχολών τοϋ Συλλόγου «Παρνασσός» (Χρονικόν) if Συνέδριον επί τή έκατονταετηρίδι άπό τοϋ θανάτου τοϋ Ν. Θωμαζαΐου (Σημείωμα) ^ Ή αξιοποίησης τής ακινήτου περιουσίας τοϋ Φ.Σ. «Παρνασσός» (Χρονικόν) μ.μ. Άπό τήν κίνησιν τοϋ Συλλόγου «Παρνασσός» (Δελτίον αριθ. 20, 'Απρίλιος Ιούνιος 1974) (Χρονικόν) if ; Νέα Δημοσιεύματα (Χρονικόν)

Transcript of ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΣΥΛΛΟΓΟ* nAYVAiSQ} ΦΙΑΟΑΟΠΚΟΝ … · εΐχε τή...

ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΣΥΛΛΟΓΟ* nAYVAiSQ}

ΦΙΑΟΑΟΠΚΟΝ ΓΚΝΟΛΙΚΦΝ ΚΑΤΑ ΤΝΜΗΜΑΝ <ΚΑΙΑΟΜ<ΚΟΝ

Ρ < Μ * Α Φ * Α<ΥΤ<*Α ΤΟΜΟ* Ιϊ'. ΑΡ. 2 <ΑΡΝΛΙΟ£-ΙΟΥΝΙΟ* W O

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Κ. ΤΣΑΤΣΟΥ . . . Είσήγησις είς τον έορτασμον τής 250ής επετείου άπό τής γεννήσεως

τοϋ Ε. Κάντ (Μελέτη) Ι. ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ . . . Κάντ δ φιλόσοφος τοΟ συγχρόνου πολιτισμού (Μελέτη) Β. ΒΑΛΑΩΡΑ . . Ή ποιότης τοΟ πληθυσμοΟ τής 'Ελλάδος (Μελέτη) Γ. ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΑΤΟΥ . . . Σκηνογραφία καί σκηνικά μηχανήματα είς το Άττικόν

θέατρον (Μελέτη) Γ. ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΥ . . . Στοιχεία τής οίκονομικής, πνευματικής καί ηθικής καταστά­

σεως στην Κεφαλληνία, ώς συνάγεται άπό τήν έκθεση τοϋ προνοητή Alberto Magno καί τίς αποφάσεις τής Βενετικής Γερουσίας (Μελέτη)

Γ. ΚΑΜΠΑΣΗ . . . Ίδέαι τίνες περί τής ύποκρΐσεως παθολογικών καταστάσεων (Μελέτη) Α. ΚΑΡΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Το τίμημα τής Δύναμης (Μελέτη) Γ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΑΔΟΥ Μετασχηματιστική περιγραφή ώρίσμένων φωνολογικών

νόμων τοϋ γλωσσικοϋ Ιδιώματος τής Ρούμελης (Μελέτη) Γ. Θ. ΖΩΡΑ . . . . . . Ό 'Αλέξανδρος Μαντσόνι καί ol λόγιοι τής Επτανήσου (Μελέτη) Α. ΑΒΡΑΜΕΑ . . Ό «Τζάσις των Μελληγών» (Μελέτη) Γ. ΚΟΝΙΔΑΡΗ . . . Ή ελληνική εκκλησία παράγων αναγεννήσεως τοϋ 'Ελληνισμού

δια τοΟ αγώνος τοΟ 1821 (Μελέτη) ΒΚ2ΝΟΣ ΤΟΥ ΣΜΥΡΝΑΙΟΥ (μτφ. Ν. Σφυρόερα).. .Επιτάφιος στόν"Αδωνι (Μελέτη)

ΧΡΟΝΙΚΑ Γ.Θ.Ζ · · .Τής Συντάξεως (Χρονικόν) Γ.Θ.Ζ · · : · ·ν · · · Χρήστος Θεοδωρατος (Σημείωμα) if Όμιλΐαι τοϋ άκαδημαϊκοϋ Ι. Θεοδωρακοπούλου είς Ίταλίαν (Χρονικόν) if . . . .Δωρεά υπέρ των Νυκτερινών Σχολών τοϋ Συλλόγου «Παρνασσός» (Χρονικόν) if Συνέδριον επί τή έκατονταετηρίδι άπό τοϋ θανάτου τοϋ Ν. Θωμαζαΐου (Σημείωμα) ^ Ή αξιοποίησης τής ακινήτου περιουσίας τοϋ Φ.Σ. «Παρνασσός» (Χρονικόν) μ.μ. Άπό τήν κίνησιν τοϋ Συλλόγου «Παρνασσός» (Δελτίον αριθ. 20, 'Απρίλιος ­

Ιούνιος 1974) (Χρονικόν) if ; Νέα Δημοσιεύματα (Χρονικόν)

Ρ Α Ρ Κ A f * ♦ * +ΙΛ4Λ4ΓΙΚΦΗ PMOMKOV ΚΑΤΑ THMHHIAH « K 4 I À 4 M 4 W

Ι δ ι ο κ τ ή τ η ς : ΦΙΛΟΛΟΠΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ» Γραφεία : Πλατεία Άγ. Γεωργίου Καρύτση 8 — Αθήναι (Τ.Τ. 124)

Ε π ι τ ρ ο π ή Σ υ ν τ ά ξ ε ω ς : Ι. ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ : Πρόεδρος ΦιλολογικοΟ Συλλόγου Παρνασσός ΣΑΒΒΑΣ ΛΟίΖΙΔΗΣ : Γεν. Γραμματεύς ΦιλολογικοΟ Συλλόγου Παρνασσός ΓΕΩΡΓΙΟΣ θ . ΖΩΡΑΣ : Πρόεδρος ΦιλολογικοΟ τμήματος ΠαρνασσοΟ

Έ κ δ ό τ η ς ­ Α ι ε υ θ υ ν τ ή ς Σ υ ν τ ά ξ ε ω ς : ΓΕΩΡΓΙΟΣ Θ. ΖΩΡΑΣ οδός Πολυτεχνείου 5α, 'Αθήναι (Τ.Τ. 103)

Γραμματεύς Συντάξεως : MAPÏÀ ΜΑΝΤΟΥΒΑΛΟΥ

Π ρ ο ϊ σ τ ά μ ε ν ο ς τ υ π ο γ ρ α φ ε ί ο υ : ΙΟΡΔΑΝΗΣ Δ. ΜΥΡΠΔΗΣ οδός Σεϊζάνη 5, 'Αθήναι

Τιμή τεύχους Δρχ. 60 (Ν. Δ. 346) 1969, αρθρ. 9, παραγρ. 3)

ΕΤΗΣΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗ (συμπεριλαμβανομένων καί τών ταχυδρομικών) : ΈσωτερικοΟ Δρχ. 240 'ΕξωτερικοΟ Δολ. 12

Δια Συλλόγους, Σχολεία, 'Επιχειρήσεις, 'Οργανισμούς Δρχ. 300 Δια Τράπεζας, 'Ανωνύμους 'Εταιρείας, Δήμους καί Κοινότητας Δρχ. 3S0

Εμβάσματα αποστέλλονται έπ* ονόματι τοΟ ΦιλολογικοΟ Συλλόγου «Παρνασσός» Χειρόγραφα δημοσιευόμενα ή μή δεν επιστρέφονται.

ΤΟΜΟΣ I T ' ΑΠΝΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ l » 7 t ANS. 2

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ KANT

'Επί τή ευκαιρία τον εορτασμού των 250 ετών από της γεννήσεως τον 'Εμμανουήλ Κάντ, την 3ην Μαΐον 1974, ο Φιλολογικός Σύλλογος «Παρνασ­

σός», εν συνεργασία μετά της 'Ελληνικής Φιλοσοφικής 'Εταιρείας, ώργάνωσεν εν τή μεγάλη αίθούση τον Σνλλόγον διάλεξιν, καθ' ην μετά ε'ισήγησιν τον προέδρου τής 'Ελληνικής Φιλοσοφικής 'Εταιρείας ακαδημαϊκού κ. Κωνσταν­

τίνου Τσάτσου, ώμίλησεν δ ακαδημαϊκός, καθηγητής Πανεπιστημίου και πρόεδρος τοϋ «Παρνασσού» κ. 'Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος. Κατοηέρω δημο­

σιεύονται τα σχετικά κείμενα.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΤΣΟΥ

Ε Ι Σ Η Γ Η Σ Ι Σ

Ή Ελληνική Φιλοσοφική Εταιρεία δεν μπορούσε να άφήση να παρέλθουν έν σιωπή τα 250 χρόνια άπό τή γέννηση του Έμμάνουελ Κάντ. Ό Κάντ γεννήθηκε στην Καινιξβέργη τής 'Ανατολικής Πρωσσίας τήν 22 'Απριλίου 1724. Με πολλές και ποικίλες επιστημονικές εκδηλώσεις τιμάται φέτος σέ ολόκληρο τον κόσμο ή μνήμη του ανδρός, του οποίου ή κορυφαία θέση στή νεώτερη φιλοσοφία αναγνωρίζεται, όχι μόνο άπό εκείνους πού ασπάζονται τις βασικές αρχές των θεωριών του άλλα και άπό εκείνους πού τις αρνούνται.

Δέν υπήρχε για τήν Ελληνική Φιλοσοφική Εταιρεία καλύτερος τρόπος να άποτίση και αυτή φόρο τιμής στο μεγάλο φιλόσοφο τής Καινιξβέργης, παρά ζητώντας άπό τον Έλληνα φιλόσοφο, τον καθηγητή και ακαδημαϊκό, αλλά και τό βαθύ μελετητή τοϋ Κάντ, ιδρυτικό μέλος τής Εταιρείας μας, 'Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο, σέ μιαν έκτακτη συγκέν­

τρωση τής Εταιρείας μας και μέσα στή φιλόξενη αίθουσα του «Παρ­

νασσού», να εκφώνηση τον προσήκοντα λόγον, πού θα μας επανέφερε 11

— 162 —

κοντά στο έργο του δημιουργού της Κριτικής του Καθαρού και του Πρακτικού Λόγου και της Δύναμης της Κρίσεως.

Ό 'Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, μαθητής του Jaspers και του Rickert, παρέλαβε άπό τον τελευταίο αυτόν μια πολύτιμη σκυτάλη, πού κρατεί ακόμα σήμερα στιβαρά στα χέρια του. Προέρχεται άπό τή γενεά εκείνη, πού ύστερα άπό μια 50χρονη καθίζηση τών φιλοσοφικών ενδιαφερόντων στα μέσα του 19ου αιώνος, ξανάφερε στην επιφάνεια, ανανεωμένο σύμφωνα με τους καιρούς, τό πνεύμα του γερμανικού ιδεαλισμού και είδικώτερα τό πνεύμα της κριτικής φιλοσοφίας πού πρωτάνοιξε τις πύλες στον καθ' αυτό γερμανικόν ιδεαλισμό τοΰ Φίχτε, τοΰ Σέλλιγκ και του Χέγκελ.

Θρεμμένος άπό τό κίνημα αυτό, ό Θεοδωρακόπουλος, στις δεκαετίες πού αφιέρωσε στο φιλοσοφικό στοχασμό, πάσχισε, πηγαίνοντας πιο πέρα άπό τό γερμανικό ιδεαλισμό και τήν κριτική φιλοσοφία του Διαφωτι­

σμού, να σύνδεση με δεσμά βαθύτερα τή νεώτερη ιδεαλιστική σκέψη με τήν αρχαία ελληνική φιλοσοφία και προ παντός με τον Πλάτωνα. Βέβαια ποτέ δεν έλειψε, ούτε άπό τους παλαιοτέρους Γερμανούς ούτε άπό τους νεώτερους, τους δασκάλους τής γενιάς του, αυτή ή αναφορά. "Επρεπε όμως ενα ελληνικό χέρι να τήν καταστήση όργανικώτερη και στερεώτερη, έτσι πού να εμφανίζεται ή ίδεοκρατία, παρ' όλες τις εναλ­

λασσόμενες όψεις της, μια τεράστια ενιαία φωτεινή τροχιά ώς τις δικές μας μέρες.

"Οταν πριν άπό 45 χρόνια γύρισε, φιλοσοφικά πάνοπλος, άπό τήν Εσπερία ό Θεοδωρακόπουλος, αποκλειστικά κυρίαρχο ήταν εδώ στην •Ελλάδα τό γνωστό κίνημα τοΰ ψυχολογισμοΰ, μέ έφέστιο θεό τον W. Wundt. Τότε ό Θεοδωρακόπουλος και μερικοί λίγοι πού είχαν τις ϊδιες καταβολές και συμμερίζονταν τις σκέψεις του, αγωνίσθηκαν να διαπλα­

τύνουν τον φιλοσοφικόν ορίζοντα, να θέσουν νέα προβλήματα, να εισα­

γάγουν νέους φιλοσοφικούς όρους και να βάλουν μιαν έλληνικώτερη σφραγίδα στον φιλοσοφικόν έτασμό, πού άρχισε μέ τους αγώνες τους πλουσιώτερα να άνθοφορή εδώ στή γη όπου πρωτοβλάστησε.

Πηγές όμως θεμελιακές γι' αυτή τήν ανανέωση ήταν ό Πλάτων καί ό Κάντ. Πολλά τότε γράφηκαν γύρω άπό τή φιλοσοφία τοΰ Κάντ, έτσι πού μέ τήν προχειρότητα μέ τήν οποίαν ή κριτική ασκείται στον τόπο μας, να χαρακτηρισθή ό Θεοδωρακόπουλος καί μερικοί άλλοι ώς καθα­

ροί νεοκαντιανοί, ενώ ή θέση τους εΐχε κιόλας διαφοροποιηθή σέ καίρια προβλήματα άπό τις τότε λεγόμενες νεοκαντιανές σχολές, χάρις ακριβώς στή βαθύτερη σύνδεση τους μέ τους αρχαίους καί κυρίως μέ τον Πλάτωνα.

'Αλλά καί αν δέν είναι ό Θεοδωρακόπουλος νεοκαντιανός, στην ορθόδοξη σημασία αυτής τής κακομεταχειρισμένης λέξης, είναι όμως

— 163 —

κατά κάποιο τρόπο καντιανός. Γιατί όλοι όσοι φιλοσόφησαν μετά τον Κάντ, εϊτε το θέλουν εϊτε δεν το θέλουν, είναι καντιανοί, κατά τον ενα ή τον άλλο τρόπο. "Οπως από τον Πλάτωνα και τον 'Αριστοτέλη, έτσι και από τον Κάντ κανείς δεν μπορεί να ξεφύγη. Αυτοί είναι οί μεγάλοι πλοηγοί στη στόχαση του άνθρωπου του Δυτικού Κόσμου. Αυτοί, ακόμα σημέρα μας οδηγούν, σε όποια σχολή και αν άνήκωμε.

'Αλλά ό Θεοδωρακόπουλος είναι κάτι περισσότερο άπο αυτό* είναι ένας αυτόνομος δημιουργικός μελετητής του Κάντ. Συνέζησε μαζί του και πάλαιψε μαζί του. Γιατί μόνο παλεύοντας με τό δάσκαλο φιλοσοφείς. Γι' αυτό είναι και ο πιο κατάλληλος, ό πιο αρμόδιος να μας μιλήση έγκυρα για τον αγέραστο διδάχο της Καινιξβέργης· να μας τον φέρη μέσα στα ρεύματα και στα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου, ώστε να διαπι-

στώσωμε, και μετά δύο αιώνες, τήν ακατάλυτη παρουσία του ανάμεσα μας. Ή Ελληνική Φιλοσοφική Εταιρεία ευχαριστεί τό έξοχο ιδρυτικό

μέλος της για τήν προθυμία του να μας μιλήση σήμερα και δι' έμοϋ τον παρακαλεί να παρέλθη επί τό βήμα.

ΙΩΑΝΝΟΥ Ν. ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ Καθηγητού Πανεπιστημίου ­ 'Ακαδημαϊκού

Προέδρου Φ.Σ. «Παρνασσός»

KANT Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Ό Κάντ είναι ό φιλόσοφος του νεωτέρου πολιτισμού. Μέ τη φιλοσοφία του Κάντ ό νεώτερος Ευρωπαίος άποκτα πλήρη αυτοσυνειδησία του πνεύ­

ματος του και τοΰτο σημαίνει ότι συνειδητοποιεί τόσον τις λογικές και εμπειρικές προϋποθέσεις, όσον καί τα όρια της σκέψεως, της πράξεως και της ποιήσεως. Ό θεωρητικός, ό πρακτικός καί ό ποιητικός νους του 'Αρι­

στοτέλους παρουσιάζεται μέσα στή φιλοσοφία του Κάντ σέ όλες του τις διαστάσεις. Ή αυτοκριτική του πνεύματος είναι ή μεγάλη πρωτοτυπία του φιλοσόφου της Καινικσβέργης. "Ομως όση πρωτοτυπία καί αν παρουσιάζη ή φιλοσοφία του Κάντ δέν πρέπει να τήν αποχώρηση κανείς άπό τα προη­

γούμενα. Ό Κάντ δέν νοείται δίχως τον Wolff καί τον Leibniz, δίχως τον αγγλικό εμπειρισμό οϋτε δίχως τή μαθηματική φυσική επιστήμη του Νεύ­

τωνος­ καί τέλος δέν νοείται δίχως τον Rousseau, τον Καλβινισμό καί τό κίνημα της Θεοσέβειας. ΓΗ εξάρτηση όμως αυτή τοΰ Κάντ άπό τα προηγού­

μενα όχι μόνον δέν μειώνει τήν πρωτοτυπία του, άλλα τήν επιτείνει. Ά π ό τή σκοπιά της αυτοκριτικής του πνεύματος όλα τά προηγούμενα

στοιχεία, εφ' όσον γίνονται δεκτά, μεταβάλλονται σέ απλή οικοδομική ΰλη τοΰ κριτικού συστήματος ή καλύτερα ενορχηστρώνονται μέσα στα τρία μεγάλα συμφωνικά έργα τοΰ Κάντ, δηλαδή στις τρεις κριτικές, τήν κριτική του καθαρού λόγου, τήν κριτική τοΰ πρακτικοΰ λόγου, καί τήν κριτική της δυνάμεως τοΰ κρίνειν. 'Ακόμη καί όποιος γνωρίζει τή διαύγεια των Πλατωνικών διαλόγων καί τήν αιθρία των 'Αριστοτελικών κειμένων μένει κατάπληκτος από τή διανοητική ορατότητα τών τριών κριτικών έργων του Κάντ, παρ' όλην τή βαρύτητα πού έχει ή γλώσσα του. "Αν ό Σωκράτης ήταν υιός ενός λιθοξόου, ό Κάντ ήταν υιός ενός σαγματοποιοΰ. "Εχομεν εδώ ενα κοινό σημείο τοΰ αρχαίου καί τοΰ νεωτέρου πολιτισμού, τό όποιον πι­

στοποιεί τήν ενότητα τοΰ εύρωπαϊκοΰ πνεύματος. Τά δύο κορυφώματα του ευρωπαϊκού πνεύματος, ό διάλογος καί ή κριτική, είναι έργα τέκνων χειρο­

τεχνών. 'Εάν ό Μαρξισμός αγαπούσε τήν αλήθεια θα έπρεπε να σταματήση στο γεγονός αυτό καί ν ' αναθεώρηση τό δόγμα του. "Αλλο κοινό σημείο

— 165 —

μεταξύ Σωκράτους και Κάντ είναι ότι τόσον ό ένας όσον και ό άλλος δέν έδίδασκαν τη φιλοσοφία —αλλά το φιλοσοφείν, δηλαδή και οί δυο θέλουν να βοηθήσουν τον άνθρωπο να φθάση στην αύτενέργητη σκέψη.

Ό Herder, ό όποιος ήταν μαθητής του Κάντ, μας έχει αφήσει μία πολύ­

τιμη μαρτυρία για το δάσκαλο του. «Είχα, λέγει, τήν ευτυχία να γνωρίσω ενα φιλόσοφο, ό όποιος ήταν δάσκαλος μου. Αυτός στα ανθηρά του χρόνια εΐχε τή χαρούμενη διάθεση ενός έφηβου, ή οποία, όπως πιστεύω, τον συνο­

δεύει και στο βαθύ του γήρας. Τό ανοικτό για τή σκέψη οικοδομημένο μέτωπο ήταν ή έδρα άκατάστρεπτης ευθυμίας και χαράς. Ό πιο πλούσιος σε νοήματα λόγος έρρεε άπό τα χείλη του. Ό άστεϊσμός και τό ευφυολόγημα του ήταν πράγματα πρόχειρα —και ή ομιλία του ήταν ή πιο παρορμητική συνδιάλεξη. Μέ τό ϊδιο πνεύμα πού έξήταζε τον Leibniz, τον Wolff, τον Baumgarten, τον Crusius, τον Hume και παρακολουθούσε τους φυσικούς νόμους του Κέπλερ και του Νεύτωνος, έδεχόταν και τα έργα τοΰ Rousseau πού έξεδόθηκαν τήν εποχή εκείνη, τόν «Αιμίλιο» και τήν «Έλοΐζα», καθώς επίσης και κάθε φυσική ανακάλυψη πού του γινόταν γνωστή. "Ολα αυτά τα αξιολογούσε συνάμα και έγύριζε πάντοτε στην απροκατάληπτη γνώση της φύσεως και τήν ηθική αξία τοΰ ανθρώπου. Τίποτε πού άξιζε να τό μάθη κανείς δεν τοΰ ήταν αδιάφορο, καμμία αίρεση, κανένα συμφέρον, καμμία φιλοδοξία ονόματος δέν είχαν γι' αυτόν καμμία γοητεία πού να ερχόταν σ' αντίθεση μέ τή διεύρυνση και τήν αποσαφήνιση της αλήθειας. 'Ανάγκαζε προς τό στοχασμό. Ό δεσποτισμός τοΰ ήταν ξένος. Αυτός ό άνθρωπος τόν όποιον αναφέρω μέ μεγάλη ευγνωμοσύνη καί εκτίμηση ήταν ό Κάντ».

"Οσο όμως έμβαθύνομε στή φιλοσοφία τοΰ Κάντ, τόσο περισσότερο πειθόμεθα ότι ή αυτοκριτική τοΰ πνεύματος δέν ήταν αυτοσκοπός της φιλο­

σοφίας του. Ούτε πάλιν ήταν ό σκοπός της φιλοσοφίας τοΰ Κάντ ή κριτική της γνώσεως — όπως έδίδαξε ό Νεοκαντιανισμός. Ό κύριος στόχος της φιλοσοφίας τοΰ Κάντ είναι ή ηθική καί ή επάνω σ' αυτή στηριζόμενη μεταφυσική. Τό υψηλότερο αίτημα τοΰ άνθρωπου εΐναι νά γνωρίζη ποια είναι ή θέση του μέσα στον κόσμο καί συνάμα νά κατανόηση τί πρέπει νά εΐναι για νά είναι άνθρωπος. Σέ τέσσερα ερωτήματα διατυπώνει ό Κάντ τήν ουσία της φιλοσοφίας του : α) τί μπορώ νά γνωρίζω; β) τί πρέπει νά κάμω γ) τί πρέπει νά ελπίζω καί δ) τί είναι ό άνθρωπος. Τό κυριώτερο ερώτημα είναι τό τελευταίο. Ή κριτική της γνώσεως άλλα καί γενικώς ή αυτοκριτική τοΰ πνεύματος αποτελεί απλή προϋπόθεση, εκκαθαρίζει καί προπαρα­

σκευάζει τό έδαφος καί συνάμα ανοίγει τό δρόμο προς τό νοητό χαρα­

κτήρα τοΰ ανθρώπου καί προς τή μεταφυσική του θέση. Ό Νεοκαντιανι­

σμός έπεσκίασε τή μεταφυσική τοΰ Κάντ για νά φωτίση τήν κριτική του. "Αν ή φιλοσοφία ζητή τό γένος, τό νόμο καί τήν κατηγορία μέσα στις

διάφορες εκδηλώσεις τοΰ πνεύματος, τότε ό σκοπός των τριών βασικών κριτι­

— 166 —

κων έργων του Κάντ εϊναι να άνευρη τα γενικά γνωρίσματα και κριτήρια μέσα στη σκέψη, στη βούληση και στο συναίσθημα του άνθρωπου. Στή σκέψη αντιστοιχεί ή κριτική του καθαρού λόγου, στή βούληση ή κριτική του πρακτικού λόγου και στο συναίσθημα ή κριτική της δυνάμεως του κρίνειν.

Τό βασικό πρόβλημα πού θέλει να λύση ό Κάντ είναι ή δυνατότης της Μεταφυσικής. "Ομως το πρόβλημα τούτο δεν μπορεί να λυθή δίχως τήν κρι­

τική έρευνα της γνωστικής μας ικανότητος. Ή κριτική ακριβής αυτή έρευνα των γνωστικών δυνάμεων του άνθρωπου γίνεται με τήν κριτική του καθαρού λόγου. "Ηδη ό Πλάτων έξήρτησε τήν αξία της φιλοσοφικής σκέψεως άπό τή στερεότητα τής μεθόδου. Ό ϊδιος έφερε εις φώς τή διαλεκτική μέθοδο, ή οποία δεν διαφέρει άπό τήν καθαρά λογική. Τό πρόβλημα τής μεθόδου άπησχόλησε καί τον Κάντ. Ώνόμασε δε ό Κάντ τή μέθοδο του, δηλαδή τον τρόπο του σκέπτεσθαι, transzentental. Transzentental στον τομέα τής γνώσεως του ανθρωπίνου πνεύματος είναι ό,τι δεν εϊναι εμπειρικό και μετα­

φυσικό, δηλαδή ή καθαρά λογική. Ό τεχνικός αυτός όρος του Κάντ, ενώ σημαίνει κάτι πολύ απλό, έγινε αιτία μεγάλων συγχύσεων και παρανοήσεων. Πάντως ή έννοια του transzentental δέν πρέπει να συγχέεται με τήν έννοια του εμφύτου. Οί έμφυτες ιδέες του Descartes δέν έχουν καμμιά σχέση με τό δ,τι ονομάζει ό Κάντ transzentental. Τό transzentental σημαίνει τήν καθαρώς λογική σκοπιά τής γνώσεως, τα καθαρώς λογικά στοιχεία τής γνώσεως, τα οποία ό Κάντ ονομάζει καί a priori. "Οπως ό Πλάτων, έτσι καί ό Κάντ παραδέχεται ότι υπάρχει επιστήμη. Ή γεωμετρία του Εύκλείδου καί ή μαθηματική φυσική επιστήμη του Νεύτωνος, είναι αναμφισβήτητα γνω­

στικά αποκτήματα του πνεύματος. «Ευτυχώς», λέγει ό Κάντ, «ότι, αν καί δέν μπορούμε να δεχθούμε ότι υπάρχει μεταφυσική ώς επιστήμη, μπορούμε μέ βεβαιότητα να ειπούμε, ότι υπάρχει καί εΐναι δεδομένη ώρισμένη συνθε­

τική γνώση, δηλαδή τα καθαρά μαθηματικά καί ή καθαρά φυσική επιστήμη. Γιατί καί οί δύο αυτές επιστήμες περιέχουν προτάσεις, οί όποιες άπό τό ενα μέρος είναι βέβαια αποδεικτικές μόνον μέ τό νοΰ, άπό τό άλλο μέρος αναγνωρίζονται άπό τήν πείρα μέ γενική ομοφωνία καί συγχρόνως θεω­

ρούνται ανεξάρτητες άπό τήν πείρα. "Εχομε λοιπόν μερικώς τουλάχιστον αναμφισβήτητες συνθετικές γνώσεις a priori, καί, δέν πρέπει να ερωτάμε, αν αυτές είναι δυνατές (γιατί είναι πραγματικές), άλλα μόνον, π ώ ς είναι δυνατές, ώστε άπό τήν αρχή τής δυνατότητος τών δεδομένων (γνώσεων) να συναγάγωμε τή δυνατότητα καί τών άλλων». Σύμφωνα μέ αυτά ό Κάντ ανα­

λύει τό βασικό του ερώτημα σέ τέσσερα ειδικά ερωτήματα : α) πώς είναι δυνατά τα καθαρά μαθηματικά, β) πώς εΐναι δυνατή ή καθαρά φυσική επι­

στήμη, γ) πώς εΐναι δυνατή γενικώς ή μεταφυσική, καί δ) πώς εΐναι δυνατή ή μεταφυσική ώς επιστήμη; Ό όρος «καθαρός» δέν σημαίνει τίποτε άλλο παρά ανεξάρτητος άπό κάθε αισθητή εμπειρία.

— 167 —

Τόσον ό Herder όσον και ό Έγελος παρετήρησαν ότι ή όλη κριτική τοΰ Κάντ κινείται μέσα σ' ενα φαϋλο κύκλο, διότι ό νους είναι πού κρίνει και κρίνεται. "Ομως δεν υπάρχει εδώ φαύλος κύκλος, γιατί όνους, ό λόγος συνειδητοποιεί τή δημιουργική του ικανότητα όχι κατά τρόπο αφηρη­

μένο, άλλα κατά τρόπο συγκεκριμένο καί μάλιστα άπό τα ίδια του τα έργα, τα δημιουργήματα του, δηλαδή τα μαθηματικά καί τή φυσική επιστήμη. "Αν όμως δεν ύπάρχη φαύλος κύκλος στή φιλοσοφία τοΰ Κάντ, υπάρχει περιορισμένη σκοπιά. Ό φιλοσοφικός προσανατολισμός τοΰ Κάντ στηρί­

ζεσαι μόνον στα μαθηματικά καί τή μαθηματική φυσική επιστήμη. "Ολες τις άλλες επιστήμες τις παραγνωρίζει. Ό Νεοκαντιανισμός καί ιδίως ή σχολή του Marburg τή μονομέρεια αυτή τοΰ φιλοσοφικού προσανατολισμοΰ τοΰ Κάντ τήν ύψωσε σε δόγμα. "Ετσι παραγνώρισε τή σημασία τών ιστο­

ρικών επιστημών για τό γενικώτερο φιλοσοφικό προσανατολισμό. Δύο είναι οι πηγές της γνώσεως κατά τον Κάντ, «ή αισθητή εποπτεία

καί ή διάνοια». 'Εποπτεία καί έννοιες αποτελούν τα στοιχεία της γνώσεως μας. 'Εποπτεία καί διάνοια αναφέρονται ή μία στην άλλη. Χωρίς εποπτεία δεν θα είχαμε αισθητά αντικείμενα, καί χωρίς διάνοια δεν θα ήταν δυνατόν να σκεφθούμε αντικείμενα. Άπό τήν ένωση τών δύο αυτών ικανοτήτων πηγάζει ή γνώση μας. Καί οί δύο όμως αυτές γνωστικές δυνάμεις έχουν μια εμπειρική καί μια υπερβατική πλευρά. Ή σχέση μεταξύ αυτών τών δύο είναι ότι ή υπερβατική αποτελεί τό θεμέλιο της εμπειρικής. Τό βασικό πρόβλημα της κριτικής του καθαρού λόγου είναι : πώς είναι δυνατές οι συνθετικές κρίσεις a priori; Για να τονίση τή σημασία τοΰ ερωτήματος ό Κάντ διαιρεί τις κρίσεις σε αναλυτικές καί συνθετικές — ονομάζει δέ τή διαίρεση αυτή «κλασσική». Οί αναλυτικές κρίσεις δέν εκφράζουν μέ τό κατηγορούμενο τους τίποτε άλλο παρά αυτό πού περιέχεται στην έννοια τοΰ υποκειμένου. Είναι επεξηγηματικές κρίσεις καί στηρίζονται στην αρχή της αντιφάσεως. Οί συνθετικές κρίσεις είναι εκείνες, όπου τό κατηγορού­

μενο προσθέτει στην έννοια τοΰ υποκειμένου ενα γνώρισμα, τό όποιον δέν περιέχεται εξ αρχής στην έννοια τοΰ υποκειμένου. Κατά τον Κάντ συνθετι­

κές κρίσεις είναι γενικώς οί εμπειρικές, οί μαθηματικές, — καί τοΰτο επειδή τα μαθηματικά κατασκευάζουν τις έννοιες των καί χρειάζεται γι' αυτό ή εμπειρία,—οί κρίσεις της φυσικής επιστήμης καί τέλος οί κρίσεις της μεταφυσικής. Ό Κάντ ζητεί δύο πράγματα άπό τις κρίσεις μας : πρώτον να εύρύνουν τις γνώσεις μας. Γι' αυτό πρέπει να έχουν συνθετικό χαρακτήρα. Καί δεύτερον πρέπει να είναι a priori, δηλαδή να έχουν γενικό κΰρος καί να είναι αναγκαίες.

Καί τώρα εγείρει ό Κάντ τό πανάρχαιο ερώτημα τής φιλοσοφίας : άπό ποΰ κατάγεται ή γενικότης τοΰ κύρους καί ή άναγκαιότης τής γνώσεως μας; Ή πηγή τής γενικότητος καί τής άναγκαιότητος τής γνώσεως είναι

— 168 —

κατά τον Κάντ το a priori, και τοϋτο ακριβώς ζητεί να φέρη εις φως τόσον στην καθαρά μαθηματική και τη φυσική επιστήμη, όσον και στή μεταφυ­

σική. Για να διαφώτιση τήν έννοια του a priori ο Κάντ εισάγει ένα ζεύγος εννοιών, το όποιον κατάγεται άπό τον 'Αριστοτέλη. Τό ζεΰγος αυτό των εννοιών είναι ή έννοια της ύλης και ή έννοια της μορφής. Ό Κάντ είχε ήδη πριν άπό τήν κριτική του καθαρού λόγου διαπιστώσει ότι για να συλ­

λάβωμε και να όρίσωμε τήν πραγματικότητα δεν έξαρκοΰν οι λογικοί νόμοι της σκέψεως. Με τήν αναλυτική δύναμη τοΰ πνεύματος του ό Κάντ είχε ήδη χωρίσει τό λογικό άπό τό εποπτικό στοιχείο της γνώσεως και εΐχε ήδη δια­

πιστώσει, ότι τό εποπτικό αναφέρεται σε ενα έσχατο δεδομένο, τό όποιον δέν επιδέχεται περαιτέρω ανάλυση. Τό έσχατο τοϋτο δεδομένο της εμπει­

ρίας αποτελεί τό όλως διόλου έτερο τοΰ νου. Είναι λογικώς βουβό. Τό ερώτημα λοιπόν πού θέτει τώρα ό Κάντ είναι : Τί αποτελεί ύλη

και τί μορφή μέσα στην περιοχή της αισθητής εποπτείας, δηλαδή στην πε­

ριοχή των αισθήσεων. Ή εποπτεία, έτσι άπαντα ό Κάντ, συντίθεται άπό δύο στοιχεία, άπό τό αίσθημα και άπό τή μορφή της εποπτείας, τήν εποπτική μορφή. Τό αίσθημα, λέγει ό Κάντ, είναι ή επίδραση τοΰ αντικειμένου στην παραστατική μας ικανότητα. Ό Κάντ ομιλεί για «τον ερεθισμό πού δέχονται οί αισθήσεις μας άπό τό πράγμα αυτό καθ' αυτό». «Με τί άλλο θα μπορούσε να άφυπνισθή ή γνωστική μας ικανότης, αν δέν συνέβαινε νά αφυπνίζεται με αντικείμενα, τα όποια αγγίζουν τις αισθήσεις μας και εν μέρει άφ' εαυτού των προκαλούν παραστάσεις, εν μέρει πάλιν θέτουν σε κίνηση τήν ενέργεια της διανοίας». «Ή ί δ ι α ή ε π ί δ ρ α σ η μ α ς ε ί ν α ι ά γ ν ω σ τ η».

Και εδώ όμως δέν πρόκειται για ποιότητα των πραγμάτων, αλλά για καταστάσεις και αλλαγές καταστάσεων τοΰ υποκειμένου. Τούτο σημαίνει ότι αυτό πού γεννάται, πού προκύπτει από τή συνάντηση των αισθήσεων με τον εξωτερικό κόσμο δέν είναι κ α τ ά σ τ α σ ι ς τών πραγμάτων αλλά κ α τ ά σ τ α σ ι ς τού υποκειμένου. Πάντως πέρα άπό αυτή τήν κατάσταση υπάρχει κάτι τό όποιον ουδέποτε συμπίπτει μ' αυτή, αλλά είναι πριν άπό αυτή και εξακολουθεί νά ύπάρχη και έπειτα άπό αυτή και τούτο τό κάτι μέσα στον εξωτερικό κόσμο ό Κάντ τό ώνόμασε «πράγμα καθ' εαυτό». 'Εδώ έχομε τον οντολογικό πραγματισμό τοΰ Κάντ."Ομως τό αντικείμενο της γνώ­

σεως δέν είναι αυτό τό πράγμα «αυτό καθ' εαυτό» άλλα τό σύνολο τών αισθημάτων, αυτό αποτελεί τήν ύλη της γνώσεως, τήν οποία καταγρά­

φομε συνεχώς εις τα δύο κατάστιχα μας, τοΰ χώρου και τοΰ χρόνου. Χώ­

ρος και χρόνος παράλληλα προς τήν πλαστική των ποιότητα, είναι συνάμα και τα σταθερά κατάστιχα τοΰ συνειδέναι, όσον εγγράφεται άπό τό ϊδιο το συνειδέναι κάθε τι πού υπάρχει. Ό,τ ι δέν είναι δυνατόν νά έγγραφη στα μητρώα αυτά τοΰ συνειδέναι δέν υπάρχει. 'Αξίζει εδώ νά διαχωρίσωμε τήν έννοια τοΰ χώρου κατά Κάντ άπό τήν έννοια πού έχουν οί άλλοι γι' αυτόν.

— 169 —

Ό Κάντ προχωρεί ως προς αυτό πέρα από τον Leibniz και πέρα από τον Σπινόζα και τον Νεύτωνα. Ό χώρος δεν είναι sensorium dei, δεν είναι com­

plementum possibilitatis, όπως ήθελε ό Crusius οΰτε είναι πραγματική υλική προϋπόθεση τών πεπερασμένων υπάρξεων, όπως έπίστευε ό Medels­

sohn. Τέλος δεν εϊναι, όπως έδίδαξε ό Σπινόζας, ίδιότης του Θεοΰ, δηλαδή ενός οντος με νου και θέληση. Ό Κάντ για να περίσωση τήν πνευματικό­

τητα της αρχής τοϋ χώρου αρνείται τήν ύλικότητα, τήν υλική πραγματικό­

τητα του. «Έάν δεχθώ τον χώρον ως μία ουσία καθ' εαυτή, τότε ή φιλο­

σοφία τοϋ Σπινόζα είναι αμετάκλητη και αδιάψευστη — δηλαδή τα μέτρα τοϋ κόσμου είναι μέτρα της θεότητος. Ό χώρος εϊναι ή θεότης, αυτός είναι ενιαίος, πανταχοΰ παρών. Δεν εϊναι δυνατόν να νοηθή τίποτε εξω απ" αυτόν. Ό λ α εϊναι μέσα σ' αυτόν». Τήν αρχήν της πνευματικότητος, της ίδανικό­

τητος του χώρου πρέπει να τήν συνειδητοποιή κανείς συνεχώς και ολοένα περισσότερον, αν θέλη κανείς να καταλάβη τον φιλοσοφικό προσανατο­

λισμό τοϋ Κάντ. Ήδη στα 1770, δηλαδή δέκα χρόνια πριν άπό τήν έκδοση της κριτικής

του καθαροΰ λόγου, στή διατριβή του «De mundi sensibilis atque intelligi­

bilis forma et principiis», ό Κάντ έχει ήδη πλήρως αποσαφηνίσει ότι ό χώρος και ό χρόνος είναι μορφές εποπτείας — με τις όποιες βάζομε τάξη στο ασυνάρτητο άφ' έαυτοΰ του υλικό τών αισθήσεων. Ό χώρος και ό χρόνος δεν έχουν αντικειμενική πραγματικότητα, άλλα εϊναι υποκειμενικοί όροι της αισθητής εποπτείας και της εποπτείας εν γένει. Εϊναι a priori, λειτουρ­

γικές μορφές τοϋ συνειδέναι πού εφαρμόζονται αυτομάτως άπό τή συνεί­

δηση σ' ενα a posteriori υλικό και άπό τήν εφαρμογή αυτή προκύπτει ό κόσμος τών φαινομένων. Χωρίς αυτές τις λειτουργικές μορφές της επο­

πτείας δέν υπάρχουν φαινόμενα και δέν νοείται ό πλοϋτος και ή ποικιλία τών φαινομένων τοϋ ύλικοϋ κόσμου — ό όποιος ώς σύνολο μας γοητεύει. Ό χώρος εϊναι ή εποπτική μορφή της εξωτερικής αίσθήσεως, ενώ ό χρόνος εϊναι ή εποπτική μορφή της εσωτερικής αίσθήσεως. Δέν εϊναι δυνατόν να αναπτύξω έδώ τις αποδείξεις πού φέρει ό Κάντ για να δείξη ότι ό χώρος και ό χρόνος εϊναι υποκειμενικά σύνεργα προς δημιουργίαν τόσον τοϋ κόσμου τών αισθήσεων, όσον και της εσωτερικής ακολουθίας της συνει­

δήσεως. Ενδεικτικώς όμως αναφέρω μερικά άπό τήν αποδεικτική επιχειρημα­

τολογία του Κάντ. Ό χώρος, λέγει ό Κάντ, όπως και ό χρόνος, δέν είναι εμπειρική έννοια, ή οποία συνάγεται άπό εξωτερικές εμπειρίες, διότι για ν' άποκτήσωμε τήν εξωτερική εμπειρία, τήν αντίληψη τής πραγματικότη­

τος, π ρ έ π ε ι ή δ η να εχωμε τ ή ν π α ρ ά σ τ α σ η τοϋ χώρου. "Επειτα, προσθέτει, ό Κάντ, ότι, ενώ είναι δυνατόν να νοήσωμε τα πράγματα εξω και χωριστά άπό τό χώρο, ό νους μας δέν εϊναι δυνατόν ποτέ να έλευ­

— 170 —

θερωθή άπο την παράσταση του χώρου. "Ενα άλλο επιχείρημα τοϋ Κάντ για την ΐδανικότητα τοϋ χώρου και τοϋ χρόνου είναι ότι τα μαθηματικά ώς επιστήμη είναι νοητά και δυνατά μόνον, αν ό χώρος και ό χρόνος υπο­

τεθούν ώς οί a p r i o r i ó p o i τ ω ν . Ό χώρος και ό χρόνος κατάγονται άπό μας. Έμεΐς τους προσδίδομε στην πραγματικότητα, τον εξωτερικό και τον εσωτερικό κόσμο τή στιγμή ακριβώς πού τοϋ οίκοδομοΰμε τή χρο­

νική του και χωρική του όψη. "Ενας αντικειμενικός, υλικός χώρος, και ένας αντικειμενικός υλικός χρόνος, είναι για τον Κάντ ανύπαρκτα πράγματα Undinge. Γιατί όμως ό χώρος και ό χρόνος εϊναι οί μοναδικοί λειτουργικοί όροι της εποπτείας μας; Όπως και γιατί τό εϊδος τών λογικών μας κατη­

γοριών είναι όπως είναι, καθώς επίσης και γιατί ό αριθμός τών κατηγοριών είναι δώδεκα, ή συνοπτικώς τέσσαρες; Σ' αυτά τα ερωτήματα ό Κάντ, όπως και εμείς, δεν γνωρίζομε ν' άπαντήσωμε. Έν αντιθέσει προς αυτή τή διδασκαλία τοϋ Κάντ περί της ίδανικότητος τοϋ χώρου και τοϋ χρόνου, πρέπει ν ' άναφέρωμε εδώ ότι για τον Νεύτωνα ό χώρος και ό χρόνος είναι ή μεταφορά εις τον κόσμο της πανταχού παρουσίας και της αίωνιότητος τοϋ Θεοϋ. Γι' αυτό ό χώρος και ό χρόνος άποτελοϋν για τον Νεύτωνα τις δύο « σ τ α θ ε ρ έ ς » τ ο ϋ σ υ σ τ ή μ α τ ο ς τ ο υ .

"Αν όμως ό χώρος και ό χρόνος εϊναι λειτουργικοί τρόποι τών αισθή­

σεων, της εποπτείας, γνώση αληθινή έχει μόνον ή δ ι ά ν ο ι α . Της γνώσεως αυτής ή υ λ η είναι τό σύνολο της εποπτείας και μ ο ρ φ ή είναι τό σύστημα τών λογικών κατηγοριών. Ό Κάντ λέγει, «οί κατηγορίες δέν είναι τίποτε άλλο παρά οί όροι της νοήσεως με τή δυνατότητα της πείρας, όπως ό χώρος και ό χρόνος είναι οί όροι της εποπτείας». "Εχομε λοιπόν δύο είδη μορφών, τις μορφές της εποπτείας, χώρο και χρόνο, και τις μορφές της διανοίας. Διάνοια είναι τό σύστημα τών λογικών μορφών, τών κατηγο­

ριών. Για να εξακρίβωση ποιο είναι τό σύστημα τών κατηγοριών ό Κάντ ακολούθησε τήν παραδεδομένη λογική και ανέλυσε τήν ουσία της κρίσεως. Ή παραδεδομένη λογική έχώριζε τις κρίσεις άπό τέσσαρες διάφορες σκο­

πιές, άπό τή σκοπιά της ποσότητος, της ποιότητος, τοϋ τρόπου καί της σχέσεως. Σέ κάθε σκοπιά άντιστοιχοΰν τ ρ ί α ε ί δ η κ ρ ί σ ε ω ν . "Ωστε έχομε δώδεκα είδη κρίσεων.Επειδή συνεπώς τό κ ά θ ε ε ί δ ο ς κ ρ ί σ ε ω ς προϋποθέτει καί μια ιδιαίτερη λογική μορφή, έτσι π.χ. ή κρίσις πού μιλάει για τό ενα, προϋποθέτει τήν ενότητα. "Επεται ότι τό σύστημα τών κατηγο­

ριών είναι αντίστοιχο με τό σύστημα τών κρίσεων. Οί κατηγορίες λοιπόν είναι ε π ί σ η ς δ ώ δ ε κ α . Ό ό ρ ο ς κ α τ η γ ο ρ ί α ανήκει στον Αρι­

στοτέλη, σημαίνει δέ σ" αυτόν τους γενικούς χαρακτηρισμούς καί τις διά­

φορες φάσεις της εννοίας της ουσίας — ενώ στον Κάντ σημαίνει λειτουργι­

κές καί ρυθμιστικές αρχές τ ο ϋ α ν θ ρ ω π ί ν ο υ π ν ε ύ μ α τ ο ς , τ η ς δ ι α ν ο ί α ς . Οί λειτουργικοί αυτοί τρόποι τοϋ σκέπτεσθαι συνιστοΰν

— 171 —

την όλη ενέργεια της διανοίας, και πηγάζουν άπο την αυτενέργεια της, αποκτούν όμως νόημα μόνον με τήν εφαρμογή τους σ τ ο ν χ ώ ρ ο ν τ η ς α ι σ θ η τ ή ς ε π ο π τ ε ί α ς . 'Από τήν εφαρμογή αυτή προκύπτει όλη μας ή επιστημονική γνώση ή, όπως συχνά λέγει ό Κάντ, κατάγεται ή πείρα μας. Πείρα δεν είναι, όπως για τον εμπειρισμό, κατά τον Κάντ παθητική παραλαβή εντυπώσεων άλλα είναι οργάνωση του ύλικοϋ των αισθήσεων με τίς μορφές του χώρου και τοΰ χρόνου και με τις μορφές της διανοίας, δηλαδή με τίς κατηγορίες. Έξ άλλου διάνοια είναι ή ικανότης να συνδέη κανείς a priori καί να ύποτάσση πλήθος δεδομένων παραστάσεων σ τ η ν ε ν ό τ η τ α τ η ς α ν τ ι λ ή ψ ε ω ς . Τήν ενότητα αυτή τ ή ν ο η τ ι κ ή ό Κάντ τήν ονομάζει συνειδέναι εν γένει, σ υ ν ε ι δ έ ν α ι κ α θ ' ό λ ο ν , καί διακρίνει αυτό άπό τήν εμπειρική συνείδηση. «Τό εμπειρικό συνειδέναι, τό όποιον συνοδεύει διάφορες παραστάσεις, είναι καθ' εαυτό σκόρπιο καί δέν αναφέρεται στην ταυτότητα του υποκειμένου». Γνώση εχω μόνον όταν αναφέρω τα πολλά, τό πλήθος της εποπτείας, τό πλήθος των εποπτικών εικόνων στην ενότητα του συνειδέναι — ή οποία εκφράζεται με τό «σκέπτεσθαι». Τό γεγονός ότι σκέπτομαι, λέγει ό Κάντ, παρακολουθεί ό λ ε ς μ ο υ τ ί ς π α ρ α σ τ ά σ ε ι ς . Οί παραστάσεις έρχονται καί παρέρ­

χονται, τό ότι όμως σκέπτομαι μένει πάντοτε σταθερό καί αποτελεί τήν ενότητα της προσωπικότητός μου. Έξ άλλου τό σύστημα των κατηγοριών είναι καθ' εαυτό κενό άπό εποπτείες, άπό αισθητό περιεχόμενο, ούτε έχει ή διάνοια μόνη της τή δυνατότητα να παράγη εποπτικές εικόνες. Ή διά­

νοια δέν είναι είκονοπλαστική. Τα όρια λοιπόν της διανοίας συμπίπτουν με τήν αυτενέργεια της λογικής της λειτουργίας, ή οποία συνθέτει τα δεδο­

μένα των αισθήσεων καί έτσι προκύπτει ό,τι όνομάζομε γνώση. Ή ανθρωπινή διάνοια διαφέρει άπό τή θεϊκή, άπό τον intellectus

archetypus, άπό τον άρχέτυπον νοΰ. Ή θεϊκή γνώση συνίσταται στή νοη­

τική εποπτεία μέ τήν αμεσότητα της καί πρωταρχική της ενότητα. Για τή γνώση αυτή δέν υπάρχουν όροι τοΰ χώρου καί του χρόνου. 'Ενώ λοιπόν ή διάνοια του άνθρωπου δ έ ν έ χ ε ι δ ι κ ή τ η ς ε π ο π τ ε ί α — εκτός άπό τήν εποπτεία των αισθήσεων — ή θεϊκή διάνοια εΐναι στην πραγμα­

τικότητα όλο εποπτεία, δηλαδή ό Θ ε ό ς τ α θ ε ά ζ ε τ α ι ό λ α μ α ζ ί καί όχι τό ενα έπειτα άπό τό άλλο. Ή εποπτεία καί ή διάνοια σέ μας τους ανθρώπους χωρίζονται καί δημιουργούν εκείνο πού ονομάζει ό Κάντ κόσμο των φαινομένων. Τα φαινόμενα όμως δέν υπάρχουν χωρίς τα συνεργεία των αισθήσεων μας. "Οπως λοιπόν ό θεός είναι ό δημιουργός των πραγμάτων αυτών καθ' έαυτά, έτσι είμαστε εμείς T Ò p r i n c i p i u m o r i ­

g i n a r i u m τ ώ ν φ α ι ν ο μ έ ν ω ν . Γνωρίζομε τα φαινόμενα, επειδή εμείς είμαστε οί δημιουργοί των. Ό Κάντ λέγει : «Τόσα μόνον μπορούμε να κατα­

λάβωμε, όσα μπορούμε σύμφωνα μέ έννοιες να κάμωμε καί να φέρωμε εις

— 172 —

φως». Ή έννοια αυτή της γνώσεως, όπως την αναλύει ό Κάντ, έχει σοβαρές συνέπειες για την ανθρώπινη αυτογνωσία. Και πρώτον ή διάνοια μέ τίς κενές κατηγορίες της δέν είναι δυνατόν να γνωρίση τον εαυτό της, νά γίνη δηλαδή ή ίδια περιεχόμενο της γνώσεως της — διότι γνώση χωρίς εμπειρία δέν υπάρχει. 'Έτσι, λέγει ό Κάντ, δέν γνωρίζω τί είμαι άλλα γνωρίζω μόνον ό τ ι είμαι, ό τ ι υπάρχω — και μάλιστα είμαι, λέγει, ε ν α ε γ ώ π ο ύ φ α ί ν ε τ α ι . Τ ο ϋ τ ο σημαίνει πάλιν ότι δέν έχω κ α μ μ ι ά ν ο η τ ι κ ή α ύ τ ε π ο π τ ε ί α , καμμιά γνώση γ ι α τ ο π ώ ς ε ί μ α ι , μόνον γ ι α τ ό π ώ ς φ α ί ν ο μ α ι σ τ ο ν ε α υ τ ό μ ο υ . Την ενό­

τητα της συνειδήσεως τή γνωρίζομε μόνον επειδή τή χρειαζόμεθα για τή δυνατότητα της επιστημονικής μας γνώσεως και πείρας. Βεβαίως ό Κάντ ομολογεί ότι μέσα εις το «σκέπτομαι», το όποιο παρακολουθεί όλες μου τίς παραστάσεις, συνειδητοποιούμε και τήν ταυτότητα της συνειδήσεως, τοϋ υποκειμένου. «Ή ταυτότης, ή ένότης αυτή του υποκειμένου, ή οποία προηγείται ώς a p r i o r i όλων τών εννοιών της ενώσεως — δέν είναι ή κατηγορία της ένότητος, και τούτο διότι κάθε κατηγορία προϋποθέτει τήν ένωση και τήν ενότητα. Πρέπει λοιπόν τήν ενότητα τοΰ υποκειμένου να τή ζητήσωμε α κ ό μ α υ ψ η λ ό τ ε ρ α , δηλαδή σ' εκείνο πού αποτελεί τή δυνατότητα της διανοίας, σ' εκείνο πού αποτελεί τή βάση τών κατηγοριών. Τούτο είναι τ ό υ π ε ρ β α τ ι κ ό εγώ, τό όποιο είναι και ό νομοθέτης της φύσεως, δηλαδή ή έδρα όλων τών φυσικών νόμων.Έτσι έχομε εδώ ένα διπλα­

σιασμό τοΰ έγώ, έχομε τό εμπειρικό και το υπερβατικό εγώ, έχομε συνάμα μια εμπειρική και μια μεταφυσική ερμηνεία τ η ς ε ν ν ο ί α ς τ ο ΰ έ γ ώ . Μέ τό υπερβατικό έγώ, τό όποιο συμπίπτει και μέ τήν πνευματική του αυτενέργεια και αυτονομία ό άνθρωπος εξέρχεται άπό τον mundus sensibilis, τον αισθη­

τό κόσμο, και γίνεται μέλος τοΰ mundus intelligibilis, τοΰ νοητοΰ κόσμου. "Εδώ έχομε νά παρατηρήσωμε ότι, εφ" όσον ό Κάντ παρακολουθεί

ψυχολογικώς και μεταφυσικώς τήν έννοιαν της ψυχής, ή ψυχή δέν είναι κατ' αυτόν ενα φαινόμενο — άλλα έ ν α υ π ο κ ε ί μ ε ν ο , substratum. Ό Κάντ λέγει ρητώς: (Παράδοση περί μεταφυσικής ­ έκδ. τοΰ Β. Erdmann), «μέσα στο έγώ συλλαμβάνομε τ ή ν ο υ σ ί α τ η ς υ π ά ρ ξ ε ω ς μ α ς , τήν ταυτότητα τοΰ προσώπου». Όπου υπάρχει πρδξις, ενέργεια και δύναμη, έκεϊ υπάρχει και ουσία. Τό έγώ νοείται ώς όν, ώς υπάρχον δίχως μ' αυτό νά συνδέεται μια αυτογνωσία, μια αύτεποπτεία, ή οποία αρμόζει μόνον στο Θεό. Όμως μέ τήν αυτενέργεια τοΰ πνεύματος εκφράζεται κατά τον Κάντ ή βαθύτερη ουσία τοΰ νοΰ. Τό έγώ είναι ένα προσωπικό κέντρο δράσεως. Συνάμα μέ τή συνειδητοποίηση και έσωτερίκευση αυτής της αυτενέργειας τοΰ πνεύματος ό άνθρωπος αγγίζει κατά τον Κάντ τό πράγμα αυτό καθ1 εαυ­

τό, δηλαδή τό καθαρό του είναι. Ό λ α αυτά σημαίνουν ότι έχομε έδώ μία μεταφυσική τοΰ προσώπου.

— 173 —

Άπο όσα είπαμε ως τώρα καταφαίνεται ότι ή γνώση, τ ο γ ε γ ο ν ό ς τ η ς γ ν ώ σ ε ω ς , δεν είναι κατά τον Κάντ απεικόνιση, αποτύπωση οϋτε αφομοίωση μιας δεδομένης πραγματικότητος, οΰτε πάλιν είναι μια αφαίρεση στοιχείων άπο μια δεδομένη πραγματικότητα, άλλα είναι μια τάξη πού θέ­

τομε σ' ενα υλικό, μια διαμόρφωση μιας ύλης, πού μας την προσφέρουν οί αισθήσεις. 'Αντικείμενο της γνώσεως δεν είναι το ον αυτό καθ' εαυτό, άλλα τα μορφώματα εκείνα τα όποια παράγει ή συνθετική δ ι α ν ο η τ ι κ ή μ α ς ι κ α ν ό τ η ς . Τα ϊδια τα πράγματα, α υ τ ά κ α θ ' έ α υ τ ά , δεν τα γνω­

ρίζομε. Ή επέκταση των εννοιών μας, λέγει ό Κάντ, πέρα άπο τήν αισθητή μας εποπτεία, δεν μας βοηθεΐ σ ε τ ί π ο τ ε . «Αντικείμενο της γνώσεως είναι ό κόσμος των φαινομένων — και αυτός εϊναι ό κόσμος τον όποιο οικοδομούμε με τα αισθήματα μας και με τή διάνοια μας». Όπως για τον "Αριστοτέλη, έτσι και για τον Κάντ, αλήθεια και ψεύδος υπάρχει μόνον μέσα στις κρίσεις μας όχι εξω άπ' αυτές.

Ώμίλησαν πολλοί για τήν τραγικότητα της φιλοσοφίας τοΰ Κάντ. "Η ανάλυση της εννοίας της γνώσεως και της εννοίας της επιστημονικής αληθείας — όπως προσπαθήσαμε σύντομα να τήν παρουσιάσωμε εδώ, — έδειξε ότι ό άνθρωπος γνωρίζει άπο τον κόσμον μόνον δ,τι ό ϊδιος εισάγει εις αυτόν και μόνον δ,τι ό ϊδιος κατασκευάζει. Ό ϊδιος ό Κάντ εξέφρασε τό γεγονός τούτο μέ τή φράση του δτι «έχομε τόση επιστήμη, όσα μαθηματικά μπορούμε να βάλωμε μέσα στα πράγματα». Τά μαθηματικά όμως εΐναι δικό μας έργο. Τούτο είναι τό τραγικό.

Ό 'ίδιος ό Κάντ έχαρακτήρισε τή φιλοσοφία του ώς μία ε π α ν ά ­

σ τ α σ η τ ο ΰ τ ρ ό π ο υ τ ο ΰ σ κ έ π τ ε σ θ α ι . Παρωμοίασε μάλιστα τήν επανάσταση αυτή μέ τήν επανάσταση πού έφερε στην αστρονομία τό σύστημα τοΰ Κοπερνίκου. Όπως τό σύστημα τούτο αντέστρεψε τον προσα­

νατολισμό τοΰ πνεύματος και των πραγμάτων της αστρονομίας και άπό γεωκεντρικός πού ήταν ώς τότε έγινε ήλιοκεντρικός, έτσι και ό Κάντ, όπως ό ϊδιος λέγει, αντέστρεψε τον προσανατολισμό στον τομέα της γνώσεως.

"Ως τήν εποχή τοΰ Κάντ ή θεωρία περί γνώσεως έξεκινοΰσε άπό τό αντι­

κείμενο της γνώσεως. Τώρα ό Κάντ ξεκινάει άπό τό υποκείμενο, τοΰ οποίου τά γνωστικά στοιχεία, όπως είδαμε, ανέλυσε — και άπό τήν ανάλυση αυτών των γνωστικών στοιχείων προκύπτει και τό αντικείμενο, τό όποιο είναι ό κόσμος των φαινομένων, ό όποιος προκύπτει άπό τή συμβολήν τών αισθή­

σεων, τών μορφών της εποπτείας, τοΰ χώρου και τοΰ χρόνου. Όσον όμως επαναστατική και αν ήταν ή φιλοσοφία τοΰ Κάντ μέ τή

θεωρία και κριτική της γνώσεως πού έφερε, ό κεντρικός πυρήν της κο­

σμοθεωρίας τοΰ Κάντ δεν εΐναι ή κριτική της γνώσεως. Ή κριτική αυτή ήταν μόνον π ρ ο ε ρ γ α σ ί α , π ρ ο ε τ ο ι μ α σ ί α τοΰ κυρίου έργου. Και

— 174 —

το κύριο έργο δέν ανήκει στη θεωρητική, άλλα στην πρακτική φιλοσοφία, δηλαδή στην ηθική. ' Η θ ι κ ή κ α ι Θ ρ η σ κ ε ί α εΐναι για τον Κάντ βασικά μεγάλα προβλήματα της ζωής. Τέλος τα τρία κριτικά του έργα τα εννοεί ό ϊδιος ώς προεργασία για τή μεταφυσική. Ή τελευταία λέξις της κριτικής του καθαρού λόγου «το δ έ ο ν», το «π ρ έ π ε ι» είναι ή; π ρ ώ τ η λέξις της κριτικής του πρακτικού λόγου. Ό η θ ι κ ό ς ν ό μ ο ς είναι για τον Κάντ τό κέντρον της όλης πνευματικής ζωής τοϋ ανθρώπου,, και συνάμα αυτός συνδέει συναμεταξύ των ό λ α τ α λ ο γ ι κ ά ό ν τ α .

Τα δύο αξιολογικά μέτρα τής ζωής, τό αγαθό και τό κακό, δέν τα δημιουργεί ή ηθική φιλοσοφία άλλα τα ευρίσκει δημιουργημένα, καίί με αυτά α ξ ι ο λ ο γ ε ί τίς πράξεις των ανθρώπων. Μέσα σέ κάθε ανθρώ­

πινη πράξη δύο εϊναι τα σημεία πού πρέπει πάντοτε να τα κρατούμε χωριστώ τό ενα άπό τό άλλο, ή προαίρεση, τό φρόνημα άπό τό όποιο πηγάζει ή] πράξη, και τό αποτέλεσμα, όπου αυτή οδηγεί. Τό αποτέλεσμα δέν εΐνατι δυνατόν να ά ξ ι ο λ ο γ η θ ή η θ ι κ ώ ς , γιατί δέν εξαρτάται μόνον άπό τό φρόνημα, άλλα και άπό πολλούς άλλους παράγοντες. "Ετσι μια ηθικώς αγαθή πράξη αποτυγχάνει ή τελειώνει μέ προσωπική μας ζημία ή ακόμη και μέ τήν καταστροφή μας, όπως βλέπομε να γίνεται τούτο στην τραγωδία.. Δέν εΐναι όμως όλιγώτερον ηθική άπό μια άλλη ηθική πράξη — πού έστέφθη άπό επιτυχία. Ό Μεφιστοφελής λέγει για τον εαυτό του στον Faust ότι είναι ενα μέρος άπό τή δύναμη εκείνη πού θέλει π ά ν τ ο τ ε τό κακό, και πάντοτε κ ά ν ε ι τ ό κ α λ ό . Δηλαδή έχει πάντοτε επιτυχία — καί, αν ήταν να κριθή άπό τήν άποψη τής επιτυχίας, θα ήταν ό Μεφιστοφελής ή αρχή τοϋ καλού. Καί όμως γνωρίζομε ότι ό Μεφιστοφελής είναι ή αρχή τοΰ κακού, ακριβώς διότι ή θέληση, τό φρόνημα του εΐναι κακό. Έτσι άλλωστε τον παρουσιάζει ό Γκαίτε. Ή σκέψη πού αποτελεί τήν προμετωπίδα τής ηθικής φιλοσοφίας τοΰ Κάντ εΐναι «ότι δέν υπάρχει τίποτε μέσα στον κόσμο, ούτε είναι δυνατόν να σκεφθή κανείς τίποτε εξω άπό τον κόσμο, πού θα μπορούσε ανεπιφύλακτα να όνομασθή α γ α θ ό έκτος μόνο άπό μία αγαθή θέληση».

Όλες οί ικανότητες τοΰ άνθρωπου, διάνοια, ευφυΐα, κριτική δύναμη, θάρρος, άποφασιστικότης καί σταθερότης είναι πράγματα καλά καί επιθυ­

μητά. Είναι δυνατόν όμως όλα αυτά να γίνουν καί κακά, αν ή θ έ λ η σ η τοΰ ανθρώπου πού τα έχει, τα χρησιμοποίηση για τό κακό. Τό ϊδιο ισχύει ακόμα καί για τα δώρα τής τύχης, δύναμη, πλοΰτο, τιμές, ακόμα καί ή υγεία, καί για όλη τήν ευδαιμονία. Ό λ α αυτά γεννούν τήν αύθάδεια καί τήν υπερο­

ψία, εφ' όσον δέν υπάρχει μέσα στον άνθρωπο ή καλή θέληση για να τά χαλιναγώγηση καί να τους έπιβάλη τό μέτρο. Άπό αυτή τήν καλή θέληση, στην αγαθή προαίρεση ξεκινάει ό Κάντ για να θεμελίωση τήν ηθική του. Όπως όμως ή κριτική τοΰ καθαροΰ λόγου είναι τό τέρμα μιας διαδρομής

— 175 —

μέσα άπο τη σκέψη προγενεστέρων φιλοσόφων, έτσι και ή κριτική του πρακτικού λόγου προϋποθέτει τα διδάγματα προγενεστέρων και συγχρόνων φιλοσόφων του Κάντ. 'Αναφέρω εδώ ενδεικτικώς μόνον μερικά ονόματα, τα οποία ήσκησαν επίδραση στην προϊστορία της ηθικής φιλοσοφίας του Κάντ. Πρώτος είναι ό Wolff. Έπειτα ακολουθεί ή επίδραση τών "Αγγλων Shaftesbury, Hutcheson και Hume, και τέλος έρχεται ό Rousseau, ό όποιος υπερέβη τους "Αγγλους, άνευρε τα ουσιαστικά σημεία τής ανθρωπινής φύ­

σεως και έζήτησε να όρίση τί πρέπει να είναι ό άνθρωπος, καί άνοιξε το δρόμο προς μια Μεταφυσική του πρακτικού λόγου. Όλες όμως αυτές οί επιδράσεις, όσον σημαντικές και αν ήταν, δεν έδωσαν στον Κάντ εκείνο το όποιο αυτός εισήγαγε στην 'Ηθική φιλοσοφία. Οί αρχές τής 'Ηθικής κατά τον Κάντ δεν κατάγονται άπό τό σ υ ν α ί σ θ η μ α άλλα ά π ό τ ό ν ο υ .

Έτσι μόνον οί ηθικές αρχές μπορεί να έχουν γενικότητα καί αναγκαιό­

τητα. Όλες οί ηθικές έννοιες πρέπει να έχουν τήν έδρα τους καί τήν κατα­

γωγή τους a priori μέσα στο νου. Δέν είναι δυνατόν οί ηθικές αρχές να κατάγωνται άπό τήν εμπειρία, γιατί τότε χάνουν τή γενικότητα καί τήν καθαρότητα τους. Τ ο ν κ ό σ μ ο τ ώ ν α ξ ι ώ ν δέν είναι δυνατόν να τον προσανατολίσουμε προς τον κόσμο τών όντων, τών πραγμάτων. Ή τάξη του πρώτου δέν εξαρτάται άπό τήν τάξη του δευτέρου. Ό άνθρωπος ώς λογικόν όν έχει τήν ικανότητα να μόρφωση τή θέληση του καί να τήν κάμη καλή, αγαθή. Ό προορισμός τοϋ άνθρωπου δέν είναι να γίνη ευτυχής, άλλα να πράξη ό,τι είναι χρέος του. Μόνον, όταν πράττωμε άπό χρέος, έχουν οί πράξεις μας ηθικό περιεχόμενο. Δέν άρκεΐ να πράττωμε σ ύ μ φ ω ν α μέτό χρέος, τό καθήκον, γιατί μπορεί ή συμφωνία αυτή να είναι τυπική μόνον, να γίνεται άπό εγωιστική αιτία, άλλα πρέπει να πράτ­

τωμε άπό χρέος, δηλαδή μέ τή συνείδηση τοϋ χρέους. Συνεπώς όλες οί πράξεις πού γίνονται άπό κάποια κλίση, ή άπό συμπάθεια ή άπό φόβο, δέν έχουν καμμία ηθική αξία.

Τί είναι όμως χρέος; «Χρέος», λέγει ό Κάντ, «είναι ή ά ν α γ κ α ι ό τ η ς τ ή ς π ρ ά ξ ε ω ς ά π ό σ ε β α σ μ ό π ρ ο ς τ ο ν η θ ι κ ό ν ό μ ο » . Καί ποιος είναι αυτός ό ηθικός νόμος; Ό νόμος αυτός λέγει ότι ό καθένας πρέπει να πράττη έτσι, ώστε ν α θ έ λ η , ό κ α ν ώ ν τ ώ ν π ρ ά ξ ε ω ν τ ο υ να πρέπει να γίνη γενικός νόμος. Έχομε έδώ μια φιλοσοφία ή μάλλον θα έλεγα μια μεταφυσική τών ηθών, ή οποία δέν έχει καμμιά ανάμιξη ούτε μέ τή θεολογία, ούτε μέ τήν ανθρωπολογία, ούτε μέ τή φυσική. Ό Κάντ πιστεύει ότι ή έννοια τοϋ χρέους καί τοϋ ήθικοϋ νόμου, όπως αυτή προκύ­

πτει άπό τον καθαρό νου, άσκεΐ ισχυρότερη επίδραση στον άνθρωπο — παρά όλα τα άλλα κίνητρα πού κατάγονται άπό διάφορες πηγές, καί πού δέν υποτάσσονται σέ μια γενική αρχή. Ό Κάντ μέ τον ηθικό νόμο, ό όποιος πηγάζει άπό τό νοϋ, παραμερίζει τόσον τή φιλαυτία καί ευδαιμονία, όσον

— 176 —

καί τον εγωισμό της ηδονής ως μέτρα των πράξεων του άνθρωπου, όπως τα διεκήρυσσαν οί Helvetius καί Lamettrie. Γενικώς κάθε συναισθηματολο­

γία, ακόμα καί εκείνη πού εκφράζει ή νέα Έλοΐζα του Rousseau καί ό Βέρθερος του Γκαίτε, παραμερίζεται άπο τήν ηθική σφαίρα. Ό Κάντ ζητεί τήν κυριαρχία τοΰ ήθους επάνω σε κάθε πάθος.

Κάθε πράγμα μέσα στή φύση κινείται καί ενεργεί σύμφωνα με νόμους. Μόνον τα λογικά όντα είναι δυνατόν να πράξουν σύμφωνα με τήν έννοια, σύμφωνα με τή λογική παράσταση τών νόμων καί τ ο ύ τ ο σ η μ α ί ν ε ι σ ύ μ φ ω ν α με α ρ χ έ ς . Ό ηθικός νόμος προβάλλει απέναντι της βου­

λήσεως ώς προσταγή—καί μάλιστα κατηγορική. Προσταγή όμως υπάρχει καί νοείται μόνον για μια ατελή καί όχι για μια τέλεια ηθική βούληση, γ ι α τ ί μ ι α π λ ή ρ η ς , ολωσδιόλου καλή θέληση πράττει άφ' εαυτής σύμφωνα με τήν έννοια τοΰ άγαθοϋ. «Γι' αυτό δεν υπάρχουν προσταγές οΰτε για τή θεϊκή ούτε για καμμιά ά γ ι α β ο ύ λ η σ η . Έδώ τ ο π ρ έ π ε ι δεν έχει τή θέση του, επειδή ή βούληση άφ' εαυτής ήδη συμφωνεί κατ' ανάγκην με τό νόμο».

Ό νους ώς φορεύς του ήθικου νόμου είναι αυτόνομος. Ή αυτονομία τής ηθικής αποτελεί τον πυρήνα τής ηθικής διδασκαλίας τοΰ Κάντ. Ό ηθικός νόμος δεν έχει καμμιά σχέση με τήν εξωτερική εξουσία ή βία. Ή εξωτερική εξουσία μπορεί να μας έξαναγκάση, δεν μπορεί όμως ποτέ να μεταβάλη τ ό ε σ ω τ ε ρ ι κ ό μ α ς φ ρ ό ν η μ α .

"Οπως ή κριτική τοΰ καθαρού λόγου καί ιδίως ή κριτική τής γνώσεως έτσι καί ή ηθική φιλοσοφία τοΰ Κάντ προεκάλεσε εντόνους καί οξείς φιλοσοφικούς αγώνες. Ό ηθικός νόμος τοΰ Κάντ μέ τήν προστακτική του μορφή έθεωρήθη πολύ τυπικός καί κατεκρίθη από πολλούς. Ελέχθη μάλι­

στα ότι, εφ' όσον ό Κάντ ζητεί μόνον μια συμπεριφορά κατά νόμον, τότε είναι αδιάφορο, αν μ' αυτή πραγματώνωνται οί σκοποί τοΰ Θεοΰ ή τοΰ δια­

βόλου. Τοΰτο βεβαίως δεν είναι Καντιανισμός. Κατ' ούσίαν πίσω άπό τήν ηθική αρχή τοΰ Κάντ υπάρχει ή ηθική τοΰ καθαρού άνθρωπισμοΰ, δηλαδή ή ιδέα τής άνθρωπότητος μέ τό πλήρωμα τών ηθικών άξιων. Ή διατύπωση άλλωστε τής η θ ι κ ή ς π ρ ο σ τ α γ ή ς τ ο ΰ Κ ά ν τ είναι ή εξής : «Πράττε έτσι, ώστε νά μεταχειρίζεσαι πάντοτε τήν ανθρωπότητα τόσον μέσα στο πρόσωπο σου, όσον καί μέσα στο πρόσωπο παντός άλλου ώς σκοπό καί π ο τ έ μ ό ν ο ν ώ ς μ έ σ ο». Άπό τή σκοπιά τής άνθρωπότητος δέν θα ήθελε κανείς νά ίσχύη ώς γενικός νόμος καί γενική συμπεριφορά τό ψεΰδος, ή άπατη, ή ληστεία, ό φόνος, καί τά παρόμοια.

Ήδη ό Rousseau είχε φέρει εις φώς μια μεταφυσική τοΰ πρακτικού, ήθικοΰ νοΰ καί συνάμα είχε αποκρούσει τον υλισμό μέ τήν αναφορά καί επίκληση δύο πραγμάτων, τ ή ς σ υ ν ε ι δ ή σ ε ω ς κ α ί τ ή ς η θ ι κ ή ς κ ρ ί σ ε ω ς . Τά δύο αυτά γεγονότα, ή ηθική συνείδηση καί ή ηθική

— 177 —

κρίση δεν παραμερίζονται με καμμιά υλιστική επιχειρηματολογία. Ή μετα­

φυσική ηθική βεβαιότης του Κάντ πηγάζει από τήν ηθική καταβολή του άνθρωπου. Ό ηθικός νόμος δεν εϊναι μόνον ανεξάρτητος άπό τή θεωρητική μεταφυσική, άλλα θεμελιώνει μια νέα μεταφυσική πού έχει τ ή μ ο ρ φ ή τ ω ν π ρ α κ τ ι κ ώ ν , η θ ι κ ώ ν α ι τ η μ ά τ ω ν . Τέτοια αιτήματα για τον Κάντ υπάρχουν τρία : Ή ελευθερία της βουλήσεως, ή αθανασία της ψυχής, και ή ύπαρξη του Θεοϋ. Και τα τρία αυτά ηθικά αιτήματα προκύ­

πτουν ως αναγκαία άπό τήν παρουσία του ηθικού νόμου μέσα μας. Ή τρίτη κριτική του Κάντ, ή κριτική της δυνάμεως του κρίνειν, πού

έγράφη δέκα περίπου χρόνια μετά τήν κριτική του καθαρού λόγου (1790), άπό άλλους έθεωρήθη ώς οπισθοδρόμηση εν συγκρίσει προς τήν κριτική του καθαρού λόγου. Ένώ άπό άλλους πάλιν εκρίθη ώς το κορύφωμα της φιλοσοφικής σκέψεως τοΰ Κάντ. Τούτο δεν είναι υπερβολή, αν σκεφθούμε ότι οι διάδοχοι τοΰ Κάντ, οι όποιοι συγκροτούν και ολοκληρώνουν τον γερμανικό ιδεαλισμό επηρεάσθηκαν περισσότερον άπό τήν τρίτη κριτική. Ή τριχοτόμηση τής κριτικής, τοΰ κριτικού έργου τοΰ Κάντ, ακολουθεί τις τρεις βασικές ικανότητες τής ψυχής, τό διανοεϊσθαι, τό βούλεσθαι και τό συναισθάνεσθαι. Δίπλα στή γνώση, ή οποία ζητεί τήν αλήθεια, και δίπλα στην πράξη, ή οποία ζητεί να πραγματοποίηση τό αγαθό, ϊσταται ή κ ρ ί σ η και εκτίμηση τών πραγμάτων τοΰ κόσμου άπό τήν άποψη τοΰ σ κ ο π ο ΰ, τής σκοπιμότητος. Τό βασικό ερώτημα πού θέτει ή τρίτη κριτική είναι : αν εϊναι δυνατόν να ιδούμε τή φύση σύμφωνα με ενα σκοπό και σύμφωνα μέ ενα νόημα. Στο ερώτημα τούτο έρχεται ν' απάντηση ή δύναμις τοΰ κρίνειν (Urteilskraft), ή οποία συνάμα μεσολαβεί μεταξύ τ ο ΰ ν ο ΰ κ α ι τ ή ς δ ι α ν ο ί α ς . Ό νους, ώς ή ανωτάτη λογική σφαίρα, δίδει τις αρχές, ή διάνοια δίδει τό υλικό, και ή δύναμη τοΰ κρίνειν εφαρμό­

ζει τίς αρχές στα αντικείμενα. Και ή δύναμη τοΰ κρίνειν είναι μία a priori νομοθετική ικανότης, και είναι αισθητική δύναμη τοΰ κρίνειν, όταν κατά τήν αισθητική ανάλυση αναφέρεται στην υποκειμενική σκοπι­

μότητα, και είναι έξ άλλου τελεολογική, όταν γνωματεύη για τήν αντι­

κειμενική σκοπιμότητα. Ό Κάντ εϊναι ό πρώτος στή νεώτερη φιλοσοφία, ό όποιος κ α τ έ ­

δ ε ι ξ ε τήν αυτονομία τής αισθητικής κρίσεως και τής Αισθητικής γενι­

κώς. Ό Κάντ συνέτριψε τή λογοκρατία τοΰ Leibniz και τών οπαδών του, οί όποιοι έθεωροΰσαν τήν εποπτεία ώ ς σ υ γ κ ε χ υ μ έ ν η σ κ έ ψ η και συνεπώς κατέτασσαν τήν αισθητική στή λογική τών κατωτέρων διανοη­

τικών δυνάμεων. Ό Κάντ λέγει, όταν κάνωμε μία αισθητική κρίση καί λέμε για κ ά τ ι ό τ ι ε ϊ ν α ι ώ ρ α ΐ ο ή για κάτι άλλο ότι εϊναι ά σ χ η μ ο , τότε δεν θέλομε να καθορίσωμε τό αντικείμενο τοΰτο γνωστικώς, άλλα έχομε ύπ' όψει μας τα ευχάριστα ή δυσάρεστα συναισθήματα, τα όποια

12

— 178 —

προκαλούνται άπο τήν παράσταση και θέα του αντικειμένου. Ή αισθητική κρίση έχει ενα ολωσδιόλου διάφορο σημείο αναφοράς άπο τη λογική : τήν κρίση πού μας προσφέρει γνώση. Με τήν αισθητική κρίση δ ε ν κ α θ ο ρ ί ζ ε τ α ι μ ι α α ν τ ι κ ε ι μ ε ν ι κ ή κ α τ ά σ τ α σ η π ρ α γ μ ά ­

τ ω ν , άλλα εκφράζεται ή ευαρέσκεια ή δυσαρέσκεια μέσα στο υποκείμενο. Ή αισθητική ευαρέσκεια πού νοιώθομε άπο ενα έργο τέχνης είναι ελεύθερη, άπηλλαγμένη άπο κάθε συμφέρο. «Ευχάριστο», λέγει ό Κάντ, «είναι εκείνο πού αρέσει στις αισθήσεις, στα αισθήματα πού μας δίδουν οί αισθήσεις». Έχει σημασία έδώ να γνωρίζωμε ότι ακόμα και ή ευαρέσκεια μας για το αγαθό, το ηθικό, συνδέεται με σ υ μ φ έ ρ ο κ α τ ά τ ο ν Κ ά ν τ . Ό Κάντ λέγει : «'Αγαθό είναι εκείνο πού αρέσει μέσω του νου και δια της απλής εννοίας του. Όνομάζομε κάτι αγαθό, καλό για κάτι (ωφέλιμο), τό όποιο αρέσει ως μέσο. Ένα άλλο όμως τό όνομάζομε καθ' εαυτό αγαθό, διότι αρέσει άφ' εαυτού του, καθ' εαυτό. Και στα δύο αυτά υπάρχει πάντοτε ή έ ν ν ο ι α τ ο υ σ κ ο π ο ύ , συνεπώς και ή σχέση του νου προς τή θέ­

ληση, άρα δέν υπάρχει μία ευαρέσκεια για τήν ύπαρξη ενός πράγματος ή μιας πράξεως, δηλαδή ενα κάποιο συμφέρο. Κατά τήν αισθητική ευαρέ­

σκεια, ή οποία είναι πάντοτε δίχως συμφέρο σιωπά ή επιθυμία ν ά ε χ ω­

μ έ τό αντικείμενο. Έδώ τό αντικείμενο αρέσει δίχως ν α δ ι α γ ε ί ρ η τ ό έ π ι θ υ μ η τ ι κ ό μας» .

Ό λόγος αυτός της ευαρέσκειας υπάρχει σ τ ή μ ο ρ φ ή τοΰ αντικει­

μένου, ή οποία εμφανίζεται ώς έχουσα μέσα της σκοπό δίχως όμως να κατευθύνεται προς ενα συγκεκριμένο, ώρισμένο σκοπό, διότι τότε ή ευαρέ­

σκεια θα αναφερόταν στην ωφελιμότητα τοΰ αντικειμένου. "Οπως στην κρι­

τική τοϋ καθαρού λόγου και στην κριτική τοΰ πρακτικού λόγου, έ τ σ ι κ α ι σ τ η ν κ ρ ι τ ι κ ή τ η ς δ υ ν ά μ ε ω ς τ ο ΰ κ ρ ί ν ε ι ν ή μ ο ρ ­

φ ή είναι εκείνο πού έχει σημασία για τον Κάντ. Βεβαίως και ή γνώση και ή πράξη και ή ποίηση — δηλαδή όλη ή καλλιτεχνική δημιουργία —δέν έχει μόνον μορφή, άλλα και περιεχόμενο. "Ηδη ô Schiller, ό όποιος τόσον πολύ εδέχθη τήν επίδραση τοΰ Κάντ, τονίζει αυτή τή μονομέρεια της αισθητικής τοΰ Κάντ και λέγει ότι ή ομορφιά είναι μιά : « ζ ω ν τ α ν ή μ ο ρ φ ή». Σημασία έχει περαιτέρω ότι ό Κάντ ζητεί και για τις αισθητικές κρίσεις να έχουν αναγκαιότητα και γενικότητα—γιατί αλλιώς δέν υπάρχει αισθητική. Ή αισθητική κρίση πρέπει να προϋποθέτη όρους, οί όποιοι δέν αλλάζουν άπό άτομο σε άτομο, άλλα να είναι γενικής ανθρωπινής φύσεως. Οί γενικοί αυτοί όροι στην ομορφιά ευρίσκονται μέσα στο αρμονικό παι­

χνίδι μεταξύ φαντασίας και διανοίας, τό όποιο δημιουργεί τήν αισθητική εντύπωση.

Έκτος άπό τ ό ώ ρ α ι ο υπάρχει και τ ό υ π έ ρ ο χ ο . Τό αισθητικό τοΰτο κεφάλαιο, τό υπέροχο, ή τό ύψος, τό επεσήμανε ήδη κατά τήν άρχαιό­

— 179 —

τητα ô Λογγινος, έπειτα οι Γάλλοι κλασσικοί τοΰ 17ου αιώνος και τέλος ο Burke, ό όποιος επέδρασε τόσον στην αισθητική των "Αγγλων, όσον και στην αισθητική τών Γερμανών. Τ ο υ π έ ρ ο χ ο , συμφωνεί κατά τοϋτο με το ώραΐο — ότι αρέσει δι' εαυτό — όχι για άλλο κανένα λόγο, παρά διότι υπάρχει. Το βίωμα του υπέροχου είναι ενα βίωμα τοΰ απείρου. Τόσον το ώραΐο, όσον και το υπέροχο υπάρχουν και μέσα στή φύση και μέσα στην τέχνη. Επειδή όμως ή φυσική ομορφιά, ή ομορφιά ενός φυσικού αντικειμένου, μ α ς ι κ α ν ο π ο ι ε ί , επειδή ανταποκρίνεται σέ μια ιδέα του νου μας, ή ομορφιά τοΰ έργου της τέχνης μας ικανοποιεί διότι έχει γίνει σύμφωνα με μια ιδέα τοϋ νου και ευρίσκεται εν ομοφωνία με τή νομοτέλεια της φύσεως. Ή τέχνη, ή ωραία τέχνη, πρέπει να φαίνεται δτι είναι φύση, αν και υπάρχει μέσα μας συνάμα ζωηρά ή συνείδηση δτι είναι τέχνη.

'Από τό σύστημα τών κατηγοριών τοϋ Κάντ λείπει ή έννοια τοϋ σκοποΰ. Ό παραδεδόμενος πίνακας τών κρίσεων, τον όποιο ό Κάντ ακολούθησε κατά τον ορισμό τών κατηγοριών, δεν περιείχε τήν έννοια τοΰ σκοποΰ. Ό Κάντ κατά τή συνέχιση τοΰ κριτικοΰ του έργου, και μάλιστα τήν εποχή πού έγραφε τήν τρίτη κριτική, διεπίστωσε δτι υπάρχουν τμήματα της ανθρωπινής πείρας, όπου επικρατεί ή έννοια τοϋ σκοποΰ και δίχως αυτή δέν εΐναι δυνατό να τα κατανόηση. Τό ερώτημα λοιπόν πού θέτει τώρα ό Κάντ εΐναι : Ποιοι εΐναι οί όροι για να κρίνωμε, αν ενα τμήμα της πραγματικότητος νοείται μόνον με τήν έννοια τοΰ σκοποΰ; Ή φύση ώς απλός μηχανισμός δέν χρειάζεται τήν έννοια τοΰ σκοποΰ για νά έξηγηθή. "Υπάρχει όμως ό κόσμος τών οργανισμών. Ό κόσμος αυτός εΐναι νοητός μόνον με τήν έννοια τοΰ σκοποΰ. "Ηδη ό 'Αριστοτέλης ώνόμασε τήν αρχή με τήν οποία νοείται ό οργανισμός ε ν τ ε λ έ χ ε ι α . Κάθε οργανισμός κατά τήν ανάπτυξη του μέσω τών διαφόρων σταδίων πού διατρέχει προσεγ­

γίζει ολοένα και περισσότερο τον σκοπό του, τήν τελική του μορφή. Έκτος αύτοΰ μέσα σέ κάθε άρτιο οργανισμό, όλα τα μέλη υπάρχουν, λειτουργούν και νοοΰνται από τή σκοπιά τοΰ όλου. Μέσα σ' αυτά τα δύο νοήματα έγκει­

ται όλη ή τελεολογία τοΰ όργανισμοΰ, φυτικοΰ, ζωϊκοΰ και ανθρωπίνου. Ό σκοπός όμως αυτός, λέγει ό Κάντ, δέν εΐναι κάτι πού περιέχεται μέσα στους οργανισμούς, και εδώ χωρίζεται άπό τον 'Αριστοτέλη, τοΰ οποίου ό ό ρ ο ς για τό σκοπό δηλώνει ότι σκοπός εΐναι μέσα στα πράγματα. Ό σκοπός, λέγει ό Κάντ, δέν εΐναι κάτι τό αντικειμενικό καί δέν ενυπάρ­

χει άλλα εΐναι μια υποκειμενική αρχή, ενα αίτημα της δυνάμεως της κρίσεως, πού τό επιβάλλει ό ν ο υ ς . Βλέπομε δηλαδή τους οργανισμούς έτσι, ώς εάν νά κατέχωνται άπό τό σκοπό.

Και όμως ή έννοια τοΰ σκοποΰ βασίζεται στην ιδέα δτι ή σύμπασα φύση είναι ενα σύστημα σύμφωνα με σκοπούς. Σ' αυτή τήν ιδέα πρέπει νά ύπο­

— 180 —

ταχθή και ό μηχανισμός της φύσεως. Εις το σύνολο της φύσεως, όπου και ό άνθρωπος αποτελεί ενα μέλος, ανήκει και ή ομορφιά της φύσεως. Πάνω άπο το ωφέλιμο υψώνεται το ωραίο, το όποιο με τή θέα του μας εξευγε­

νίζει, και μας κάνει να πιστεύωμε, «ότι ή φύσις άνοιξε τήν σκηνή της γι' αυτόν ακριβώς τον σκοπό — και ότι γι' αυτόν έστολίσθηκε».

Για τή στοχαστική δύναμη τοϋ κρίνειν ό άνθρωπος είναι ό τελευταίος σκοπός της δημιουργίας, όχι όμως άπο τή σκοπιά της ευδαιμονίας του, άλλα από τή σκοπιά της δημιουργίας τοϋ πολιτισμού του.Ό σκοπός της ιστορίας δεν έγκειται στην ευδαιμονία. Τούτο ακριβώς απομακρύνει τον Κάντ άπο τον Rousseau, ό όποιος πιστεύει στην ευδαιμονία. Ό άνθρωπος κατά τον Κάντ, ως ηθικόν δν και ηθική προσωπικότης, είναι ό τελικός σκοπός της δημιουργίας. Χωρίς τον άνθρωπο ή αλυσίδα τών κατωτέρων σκοπών δεν θα ήταν δυνατόν ν α θ ε μ ε λ ι ω θ ή π λ ή ρ ω ς . Τοϋτο γίνεται μέ τον άν­

θρωπο ώς υποκείμενο της ήθικότητος. Γι' αυτό σκοπός της ιστορίας τοϋ άνθρωπου είναι κατά τον Κάντ ή ηθική ελευθερία. "Ως ρυθμιστική ιδέα της ιστορίας είναι ή βασιλεία τοϋ Θεοΰ, μια γενική δημοκρατία μέ νόμους αρετής. Ό Κάντ όμως δεν είναι κανένας ουτοπιστής. Γνωρίζει ότι ό σκοπός αυτός της ιστορίας, της βασιλείας τοϋ Θεοϋ, της δημοκρατίας τών νόμων της αρετής, είναι πολύ μακριά εις το μέλλον.

Ό Κάντ, όπως είπα ήδη εξ αρχής, είναι ό φιλόσοφος τοϋ συγχρόνου πολιτισμού, διότι μέ τα τρία μεγάλα κριτικά του έργα, διεφώτισε πλήρως τα τρία μεγάλα κεφάλαια τοϋ ανθρωπίνου πνεύματος, το κεφάλαιο της γνώσεως, το κεφάλαιο τής πράξεως, καί το κεφάλαιο της τέχνης, ή της ποιητικής γενικώς. Μέ συστηματική καί αδυσώπητη κριτική κατέρριψε πολλά είδωλα καί πολλά παραδεδομένα δόγματα, έκαθάρισε το χώρο τοϋ νοϋ τοϋ ανθρώπου από τή μανιώδη βλάστηση τοϋ δογματικού πνεύ­

ματος μέσα στή φιλοσοφία καί έδημιούργησε πρωτοφανή αιθρία, ή οποία υπήρξε καί ή προϋπόθεση, ώστε το νεώτερο πνεϋμα μέσα στή φιλοσοφία τοϋ Κάντ να φθάση στον υψηλότερο βαθμό αυτογνωσίας καί αυτοσυνει­

δησίας. Έξ άλλου μέ το χωρισμό τής γνώσεως άπο τήν πίστη ό Κάντ διέσωσε τήν αυτονομία καί τής γνωστικής καί τής θρησκευτικής, μεταφυσι­

κής συμπεριφοράς τοϋ άνθρωπου. Τό τραγικό όμως είναι ότι, ό ίδιος, αν καί είναι, όπως λέγει, ερωτευμένος μέ τή Μεταφυσική, δέν κατώρθωσε, δέν έπρόφθασε καλύτερα, καί μετά τήν εκκαθάριση τοϋ πνεύματος άπο τό δογματικό άπόβαρο καί μετά τήν αυτοκριτική τοϋ νοϋ, να δώση μια μεταφυσική. Ό μεταφυσικός του όμως πόθος, διήκει δια μέσου όλων τών συγγραμμάτων καί ιδίως δια μέσου τών τριών μεγάλων κριτικών του έργων.

Έν αντιθέσει προς τήν εποχή τοϋ Κάντ, ή όποια είχε τό προνόμιο ν'απόκτηση μέ τον τιτανικό πράγματι αγώνα τοϋ φιλοσόφου τής Και­

— 181 —

νικσβέργης υψηλό βαθμό αυτοσυνειδησίας και ένότητος του πνεύματος της, ή εποχή μας, παρά τη μεγάλη πρόοδο στις φυσικές επιστήμες, δεν έχει οϋτε αντίστοιχο βαθμό αυτοσυνειδησίας ούτε συνείδηση της ένότητος τοϋ πνεύματος. Ή εποχή μας ζή μέσα σ' ενα σκόρπισμα τοϋ πνεύματος και των δυνάμεων του.

ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Γ. ΒΑΛΑΩΡΑ Καθηγητού Πανεπιστημίου

Η ΠΟΙΟΤΗΣ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Ό ανθρώπινος παράγων. (2)

Είς προηγουμένην μελέτην άνελύσαμεν εν συντομία, τα συμπτώματα της δημογραφικής μας υποτονίας, με κύρια χαρακτηριστικά, την εντονον υπογεννητικότητα καί την διαφαινομένην άνακοπήν αυξήσεως του πλη­

θυσμού τής χώρας, εν συνδυασμώ με τήν ραγδαίαν διόγκωσιν τοϋ πληθυ­

σμού τής Πρωτευούσης. Έτονίσαμεν τότε τήν παρατηρούμενη ν άντίφασιν μεταξύ τής μακροβιότητος τοϋ Έθνους μας και των πάντοτε ολιγάριθμων κατοίκων, άφοϋ μόλις περί το 1920 διεσκελίσαμεν τό δριον των 5 έκατμ. κατοίκων, όσους δηλαδή είχεν ή κλασσική Ελλάς κατά τον 5ον π.Χ. αιώνα.

Ήκολούθησεν έκτοτε μία ταχεία εναλλαγή δημογραφικών εξελίξεων, με τήν ρωμαλαίαν μέχρι του 1940 άνάπτυξιν, τον βαρύτατον τραυματισμόν κατά τήν πολεμικήν περίοδον 1940­ 1949 (όταν έχάσαμεν 850.000 περίπου ψυχάς), το βραχύβιον στάδιον δημογραφικής ώριμάνσεως, κατά τήν πέριξ τοϋ 1960 δεκαετίαν και τέλος, τήν βιολογικήν κόπωσιν και παρακμήν, ή οποία συνεχίζεται επί των ήμερων μας. Ό πληθυσμός τοϋ 1950 (ίσος περίπου με εκείνον τοϋ 1940, άλλα με τήν προσθήκην τής νεο­προσαρτηθείσης Δωδεκανήσου) ηύξήθη από 7,5 έκτρ. εϊς 8,3 έκτρ. κατά τό 1960, αλλά κατά τήν έπομένην δεκαετίαν έκέρδισε μόνον 430.000, έναντι των 750.000 τής προηγουμένης. Σήμερον προσκρούει είς τήν άμετακίνητον άσύμπτωτον των 9 έκτμ., με κίνδυνον να περιπέση είς τήν άρνητικήν φάσιν εντός των προσεχών ολίγων ετών.

Άλλα τί ακριβώς συμβαίνει με τον πληθυσμόν μας καί πώς είναι δυ­

νατόν να τον έπαναφέρωμεν είς τήν κανονικήν πορείαν τής δημογραφικής του εξελίξεως; Αυτό θα έξετάσωμεν σήμερον, με μίαν κατά βάθος άνάλυσιν τών ποσοτικών καί τών ποιοτικών χαρακτήρων, είς τα επί μέρους τμήματα τοϋ πληθυσμού τής χώρας. Τα τμήματα αυτά είναι π ρ ώ τ ο ν , αί έπαρχίαι, τα όρια τών οποίων παρέμειναν σχεδόν αναλλοίωτα άπό τής συστάσεως τής νεωτέρας Ελλάδος καί δ ε ύ τ ε ρ ο ν , ό αστικός ­ αγροτικός πληθυσμός, με διχοτόμον, τό μέγεθος οίκισμοΰ άνω καί κάτω τών 10.000 κατοίκων. Ό χρόνος δεν επαρκεί βεβαίως δια μιαν λεπτομερή εκθεσιν τών ευρημάτων,

— 183 —

αλλ' ή παράθεσις των βασικών ανακατατάξεων αρκεί, ελπίζω, να δώση τήν εικόνα του δημογραφικού μας προβλήματος.

ΠΙΝΑΞ 1 Πληθυσμός Ελλάδος (εις χιλιάδας και %).

'Αστικός [ΑΣΤ.] = πόλεις άνω των 10.000 κατοίκων. 'Αγροτικός [ΑΓΡ.] = ημιαστικός και αγροτικός πληθυσμός.

Ε Τ Λ Τ hi vie

1920 1925 1930 1935 1940 1945 1950 1955 1960 1965 1970 1975*

* Kc

ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ [000]

Σ

5.007,5 5.957,5 6.367,1 6.837.0 7.318,9

— 7.584,2 7.962,6 8.331,0 8.586,2 8.761,4 8.823,2

ιθ' ύπολογισμ

ΑΣΤ.

1.332,0 1.769,4 2.024,7 2.201,5 2.400,6

— 2.754,3 3.123,3 3.534,3 3.987,2 4.555,7 5.134,0

όν.

ΑΓΡ.

3.675,5 4.188,1 4,342.4 4.635,5 4.918,3

— 4.829,9 4.839,3 4.796,7 4.599,0 4.205,7 3.689,2

°Ι ΑΣΤ.

26,6 29,7 31,8 32,2 32,8 —

36,3 39,2 42,4 46,4 52,0 58,2

0

ΑΓΡ.

73,4 70,3 68,2 67,8 67,2

63,7 60,8 57,6 53,6 48,0 41,8

Κατ' αρχάς, ή σύγκρισις του πληθυσμού των 147 επαρχιών του Κράτους κατά τάς δύο τελευταίας άπογραφάς 1961 και 1971, είναι αρκετά διαφωτιστι­

κή επί του προκειμένου. Κατά τήν κρίσιμον αυτήν δεκαετίαν, μόνον δύο έπαρχίαι, ή της 'Αττικής και ή της Θεσσαλονίκης, έκέρδισαν πληθυσμόν, και μάλιστα με το κατακλυσμικόν ποσοστόν 4 % και 5 % κατ' έτος αντι­

στοίχως. Εϊς δώδεκα άλλας, ό πληθυσμός της επαρχιακής πρωτευούσης ηύξήθη ελαφρώς, αλλ' ή υπόλοιπος επαρχία εχασεν εν τω μεταξύ μέρος των κατοίκων της. Αί άλλαι 133 έπαρχίαι του Κράτους (90 % του συνόλου), ευρέθησαν κατά τό 1971, μέ μικρότερον πληθυσμόν από εκείνον τοϋ 1961, εις πολλάς δε μεταξύ αυτών, ή φυγή τών κατοίκων έγένετο μέ τον έξου­

θενωτικόν ρυθμόν 3 % εως 5 % κατ' έτος. 'Αλλά και πολλά αστικά κέντρα τών επαρχιών είχον τήν ιδίαν τύχην. Μεγάλαι και εις καίριας γεωπολιτικός θέσεις κείμεναι έπαρχιακαί πόλεις, όπως ή Καλαμάτα, ή Σπάρτη και τό Αϊγιον εις Πελοπόννησον, τό Μεσολόγγι, ή Πρέβεζα και ό 'Αλμυρός εις τήν Ήπειρωτικήν Ελλάδα, ή Φλώρινα, ή "Εδεσσα, αί Σέρραι, ή Δράμα, ή Ξάνθη και ή Κομοτινή, εις τήν Βόρειον Ελλάδα και όλα τα αστικά κέντρα

— 184 —

του αρχιπελάγους, έχασαν εν τω μεταξύ σημαντικον μέρος των κατοίκων. Κατ' αντίθεσιν προς τον «Γαργαντούαν» της Πρωτευούσης καί της Συμ­

πρωτευούσης, ή ύπαιθρος χώρα άπογυμνοΰται συνεχώς τών κατοίκων της

Σχ. 1. Έξέλιξις τοϋ πληθυσμού της 'Ελλάδος, 1920­1957, έν τφ συνόλω καί εις το αστικον καί αγροτικον τμήμα αύτοΰ.

μέ κίνδυνον, ή επομένη περί το 1980 απογραφή, να εΰρη χωρίς ανθρώπους μεγάλας περιοχάς της ορεινής καί τής νησιωτικής Ελλάδος. 'Εάν εξ άλλου συνεχισθούν αί σημεριναί ροπαί επί ολίγα ακόμη ετη, τρία τέταρτα τών Ελλήνων θα έχουν άπορροφηθή άπό τάς δύο μεγαλουπόλεις μας καί ένας μεταξύ τριών Ελλήνων θα είναι «πρωτευουσιάνος».

— 185 —

ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ

Ό 20ος αιών καί ιδία ή μετά τον τελευταϊον παγκόσμιον πόλεμον περίοδος, θα μείνη πιθανώς εις την ίστορίαν ως ή εποχή του «ούρμπανι­

σμοΰ», της συγκεντρώσεως δηλαδή τών ανθρώπων εις «μεγαλουπόλεις» και «οίκουμενουπόλεις», κατά την σύγχρονον όρολογίαν και τήν άποτελ­

μάτωσιν τών αγροτικών και μικρό ­ αστικών επαρχιακών οικισμών. Ή μετα­

κίνησις αυτή του πληθυσμού, κοινή εις παγκόσμιον κλίμακα, δικαιολογεί­

ται άπό τάς άνάγκας της έκβιομηχανοποιήσεως και τον ταχύν ρυθμόν ανα­

πτυξιακής προόδου. 'Αλλ' όλίγη μέχρι τοϋδε εδόθη σκέψις εις το δίλημμα, èàv πράγματι ή αστυφιλία εξυπηρετεί πάντοτε τήν κοινωνική ν πρόοδον και εύημερίαν της άνθρωπότητος, ή μήπως κλονίζει ενίοτε τα βιολογικά θεμέλια, με κίνδυνον καταρρεύσεως του οίκο ­ συστήματος, εντός του οποίου τό γένος τών ανθρώπων έμαθε να ζή κατά τάς τελευταίας 20.000 γενεάς.

Είς τον μικρόν μας γεωγραφικόν χώρον, ή ροπή προς δημιουργίαν με­

γάλων αστικών κέντρων, έξεδηλώθη κυρίως μετά τήν είσροήν τών Προσφύ­

γων (1922) και έπεταχύνθη σημαντικώς κατά τήν τελευταίαν 15ετίαν. Κατά τον προηγούμενον αιώνα, ή Ελλάς ήτο τυπικώς αγροτική χώρα, με ελά­

χιστα αστικά κέντρα, ό χαρακτήρ τών οποίων — με έξαίρεσιν φυσικά τάς 'Αθήνας — ώμοίαζε με εκείνον του «μεγάλου χωρίου». Αί πόλεις μέ 10.000 καί άνω κατοίκους, άπετέλουν μόλις 15 % του όλου πληθυσμού κατά το 1850, τό ποσοστόν δε τοϋτο άνήλθεν εις 21 % κατά τό 1900 καί εις 25 % ευθύς μετά τήν λήξιν τών Βαλκανικών πολέμων. Τό άρχικόν ποσοστόν (15 %) έδιπλασιάσθη είς 30 % περί τό έτος 1925, ηύξήθη είς 50 % πριν άπό ολίγα ετη, καί προβλέπεται να φθάση τό 75 % περί τό 1880. Μία ενδιαφέ­

ρουσα επί του προκειμένου λεπτομέρεια είναι ότι, αμφότερα τα τμήματα τοΰ Ελληνικού πληθυσμού, ό αγροτικός δηλαδή καί ό αστικός, ηύξάνοντο κατ' δγκον, άλλα μόνον μέχρι τό έτος 1960. Τότε ή αΰξησις τοΰ αγροτικού πληθυσμού έσταμάτησε κατ' αρχάς καί κατόπιν έλαβε τήν κατιοΰσαν, ενώ αντιθέτως, ή αύξησις τοΰ αστικού πληθυσμού έπεταχύνθη σημαντικώς, μέ σημερινόν ρυθμόν ανόδου 3 % κατ' έτος, καί τάσιν διπλασιασμού τοΰ όγκου του, εντός τών προσεχών 23 περίπου ετών.

Ό μηχανισμός της διογκώσεως τών αστικών κέντρων είναι μάλλον απλούς. Ή διαδικασία της εύρυνομένης οικονομίας, ή οποία συντελείται κυρίως είς τάς πόλεις, προσελκύει έργατικόν δυναμικόν άπό τα δημογρα­

φικά πλεονάσματα της υπαίθρου χώρας καί ό πληθυσμός τών πόλεων μεγε­

θύνεται πέραν τών ορίων, τα όποια καθορίζει ή κατ' έτος υπεροχή τών γεν­

νήσεων έναντι τοΰ αριθμού τών θανάτων. Μία δευτέρα αιτία, είναι ή φυγή τών αγροτών άπό τό άπρόσφορον περιβάλλον των καί ή άναζήτησις καλ­

— 186 —

λιτέρων ευκαιριών δι' έργασίαν, την μόρφωσιν των τέκνων των και βιοτικήν άνεσιν εις τάς πόλεις, αί όποΐαι όμως δεν είναι πάντοτε ετοιμαι να δεχθούν και ν' αφομοιώσουν τα κύματα τών νεοερχομένων. Κατ' άτυχη συγκυρίαν, ό πρόσφατος «ούρμπανισμός» της χώρας μας, γίνεται κυρίως υπό τήν πίεσιν της δευτέραν αιτίας, της φυγής δηλαδή άπό μίαν λιμνάζουσαν άγροτικήν οίκονομίαν και όχι άπό τήν ελξιν μιας ζωηρώς αναπτυσσόμενης αστικής κοινωνίας.

Δύο ακόμη βιο ­ ψυχολογικά χαρακτηριστικά τών δύο υπ' όψιν πληθυ­

σμιακών τμημάτων, πρέπει νά θίγουν επί του προκειμένου. Τό πρώτον εϊναι ή ανέκαθεν υψηλότερα γεννητικότης του αγροτικού πληθυσμού, εν σχέσει με έκείνην τών πόλεων. Εις τον άκατέργαστον δείκτην της απλής αναλογίας τών κατ' έτος γεννήσεων επί του συνολικού πληθυσμού, ή γεν­

νητικότης του αγροτικού πληθυσμού της Ελλάδος ήτο κατά 30 % εις 50 % ανωτέρα εκείνης του αστικού πληθυσμού. Μετρούμενη με τον πλέον έξει­

δικευμένον τύπον, ή αγροτική οικογένεια παρήγαγε 4 ­ 5 ζώντα τέκνα, αντί τών δύο ή τριών τέκνων τής αστικής οικογενείας.

Τό δεύτερον χαράκτη ριστικόν αποτελεί ή ανέκαθεν καλλίτερα «ποιό­

της» τών ανθρώπων τής υπαίθρου χώρας. Όλοι σχεδόν οί κατά τον τελευ­

ταΐον αιώνα διαπρέψαντες εις τον τόπον μας πολιτικοί και ίεράρχαι, οί άνθρωποι τής επιστήμης και τών γραμμάτων, οί μεγάλοι τέλος έπιχειρημα­

τίαι και μεγιστάνες του πλούτου, ήσαν προϊόντα τής επαρχίας και του Ελληνικού χωριού. Παρά τήν επί του προκειμένου σιωπήν τής ιστορίας, ή «σιωπηλή αυτή πλειοψηφία» τών αγροτών τής Ελλάδος, με τό ύψηλόν φρόνημα άλλα και τήν λιτοδίαιτον και σκληράν ζωήν, έδωκε τάς νίκας δια τήν άπελευθέρωσιν τών αδελφών επαρχιών και επίσης τήν πνοήν, τήν καρτερίαν και τον μόχθον δια τήν άνάπτυξιν τής Ελλάδος του 20οϋ αιώνος. Τώρα και ιδία κατά τήν τελευταίαν δεκαετίαν, φαίνεται ότι στειρεύουν τα πολύτιμα αυτά βιο ­ ψυχολογικά νάματα, μέ τα οποία έκρατεΐτο όρθιος ό κορμός τής Ελλάδος, κατά τήν μακραίωνα και πολυτάραχον ίστορίαν της.

ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΗ ΩΡΙΜΟΤΗΣ ΚΑΙ ΓΗΡΑΝΣΙΣ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

Όλοι γνωρίζομεν ότι ό δημογραφικώς υγιής και λειτουργικώς ρωμα­

λαΐος πληθυσμός, πρέπει νά περιλαμβάνη επί 100 κατοίκων, 25 % περίπου παιδιά ηλικίας κάτω τών 15 ετών, μέχρι 10 % υπερήλικας, ανθρώπους δη­

λαδή άνω τών 65 ετών και περίπου 65 % ωρίμους ενήλικας (μεταξύ 15 και 64 ετών), άπό τους οποίους αντλεί τα στελέχη του τό έργατικόν δυναμικόν έκαστης χώρας. Μέ τήν σύνθεσιν αυτήν, ή οποία χαρακτηρίζει τους δημο­

γραφικώς ωρίμους πληθυσμούς, ή δ ι ά μ ε σ ο ς η λ ι κ ί α (άνω ή κάτω

— 187 —

της οποίας ευρίσκεται το ήμισυ του πληθυσμού), κυμαίνεται περί το 28ον έτος, και αναλογούν δύο (1,86) περίπου εργαζόμενοι άνθρωποι δι' εκα­

στον συντηρούμενον μέλος της κοινωνίας. "Ανεσις περί τήν άντιμετώπισιν των βιοτικών αναγκών, ηύξημένη παραγωγή και οικονομικά πλεονάσματα, άποταμίευσις και επενδύσεις εις αναπτυξιακά έργα κοινής ωφελείας, είναι τα άμεσα πλεονεκτήματα, τα προκύπτοντα από τήν δημογραφικήν αυτήν ωριμότητα.

Αι δύο άλλαι καταστάσεις είναι πρώτον, ή δ η μ ο γ ρ α φ ι κ ή α ν ώ ­

ρ ι μ ο τ η ς, όταν το ποσοστόν του παιδικού πληθυσμού ανέρχεται εις 40 % και πλέον του συνόλου και δεύτερον, ή δ η μ ο γ ρ α φ ι κ ή γ ή ρ α ν σ ι ς , όταν τό ποσοστόν τών άνω των 65 ετών ανθρώπων πορεύεται άπό 10 % προς 20 % του δλου πληθυσμού. Εις άμφοτέρας τάς περιπτώσεις ή αναλογία του εργατικού δυναμικού σμικρύνεται άπό 65 % εις 55 % ή όλιγώτερον, οπότε ο δείκτης οικονομικής επιβαρύνσεως περιορίζεται εις ενα και κάτι έργαζόμενον προς ενα συντηρούμενον μέλος. Χειρότερα όμως είναι ή δευτέρα περίπτωσις, κατά τήν οποίαν ή διάμεσος ηλικία μετακινείται προς τό 35ον ή τό 40όν έτος και άραιοϋνται επικινδύνως αί ομάδες του πληθυσμού, άπό τάς οποίας εξαρτάται ή βιολογική λειτουργία της αναπαραγωγής. Κατά τό πρώτον άνώριμον στάδιον, ή οικονομική άνάπτυξις είναι σχεδόν αδύνατος, λόγω τοΰ πλήθους τών συντηρουμένων παιδιών, αλλ' υπάρχουν αρκετοί γονείς τής αναπαραγωγικής ηλικίας, ώστε με τάς πολλάς γεννήσεις (και παρά τήν ύψηλήν παιδικήν θνησιμότητα) να διατηρήται έν ζωή ό πληθυσμός, έστω και αν παραμένη εις χρονίαν κατάστασιν ύπαναπτύξεως. Εις τό στάδιον δμως τής δημογραφικής γηράνσεως, χάνεται όχι μόνον ή δυνατότης περαι­

τέρω οικονομικής αναπτύξεως, άλλα και αυτή ακόμη ή προοπτική επιβιώ­

σεως τοΰ πληθυσμού, αφού τα ολίγα εναπομένοντα ζεύγη νεαρών συζύγων, δέν είναι πλέον εις θέσιν να φέρουν εις τον κόσμον αρκετά βρέφη, δια να καλύπτουν τα ύπό τής αυξανομένης θνησιμότητος προκαλούμενα κενά.

ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ Ο ΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΠΑΗΘΥΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ;

Ή πρόσφατος μετά τον τελευταϊον πόλεμον δημογραφική ιστορία τής χώρας μας, χαρακτηρίζεται άπό μίαν ραγδαίαν μετάπτωσιν τοΰ πληθυσμού άπό τήν ανωριμότητα προς τήν ωριμότητα και εκείθεν προς τήν δημογραφι­

κήν γήρανσιν. Τό προπολεμικόν (1935) άνώριμον στάδιον, με 34 % τοΰ πληθυσμού εις τήν παιδικήν ήλικίαν, 60 % περίπου εις τήν ήλικίαν τής αναπαραγωγής και τής εργασίας και μόνον 6 % γέροντας, έδωσε τήν θέσιν του εις μίαν πλέον υγιή και σύμφορον κατανομήν, με 27 %, 66 % και 7 % αντιστοίχως, κατά τό 1955. Αυτό, όπως ελέχθη, απετέλεσε και τό θεμέλιον

— 188 —

δια την έπακολουθήσασαν εντονον άναπτυξιακήν προσπάθειαν της χώρας μας. Δεκαπέντε όμως ετη άργότερον, περί το 1970, τα συμπτώματα της προώρου δημογραφικής γηράνσεως άποτυποϋνται εις τήν άναλογικήν μείω­

σιν τοΰ εργατικού δυναμικού της χώρας και κυρίως, εις τήν αΰξησιν του όγκου του άνω των 65 ετών πληθυσμού.

ΠΙΝΑΞ 2 'Αναλογική καθ' ομάδας ηλικιών σύνθεσις τοΰ πληθυσμού της Ελλάδος,

και κατά τμήματα αύτοΰ.

ΕΤΟΣ

1955 1960 1965 1970 1975*

C

Σ

26,4 26,4 25,2 24,9 24,1

) ­14 ετών

ΑΣΤ.

21,5

ΑΓΡ.

29,5 22,3 29,4 22,1 | 27,9 22,8 27,0 23,2 25,2

ι ! 15

Σ |

66,3 65,5

! 65,3 ! 64,1 1 62,7

• 64 ετών

ΑΣΤ. i ΑΓΡ. ι

72,1 ι 62,9 70,4 62,9 69,1 62,2 68,4 60,1 66,0 ; 58,4

65 +

Σ

! 7,3 ! 8,1 ! 9,5

11,2 i 13,2

ΑΣΤ.

6,4 7,3 8,5 9,6

10,8

ΑΓΡ.

7,6 8,7

10,3 12,9 16,4

* Καθ' ύπολογισμόν.

Ή δυσοίωνος αύτη κάμψις της βιολογικής ρώμης, εμφανίζεται ύπο δραματικήν κάπως μορφήν είς το άγροτικον τμήμα τοϋ πληθυσμού τής χώ­

ρας μας. Έκεΐ οί άνω των 65 ετών υπερήλικες άνήλθον αναλογικώς άπο 7,6 % κατά το 1955 είς 13 % κατά το 1970 και θα υπερβούν το 16 % κατά το 1975. Παραλλήλως, ό πληθυσμός τών ενδιαμέσων ηλικιών 15 εις 64 ετών, συρρικνοϋται από 63 % είς 58 % και άνάλογον μείωσιν υφίσταται και ό κάτω τών 15 ετών παιδικός πληθυσμός. Άλλα το πλέον σοβαρόν στοιχεϊον — πραγματικόν σήμα κινδύνου — ευρίσκεται είς τήν διάβρωσιν του πλη­

θυσμού τών νεαρών γυναικών ηλικίας 20 εως 40 ετών, αί όποϊαι είναι υπεύ­

θυνοι δια 90 % και πλέον τών κατ' έτος γεννήσεων. Αί γυναίκες αύται ήλαττώθησαν άπο 706.000 κατά το 1950 είς μόνον 476.000 κατά το 1972, ήτοι είς ποσοστόν 12 % μόλις τοϋ όλου πληθυσμού. Δια τα ολίγα προσεχή ετη, αί προβολαί τοΰ πληθυσμού δεικνύουν ετι περαιτέρω έλάττωσιν είς κάτω τών 10 % επίπεδα. Ή δραματικότης τής καταστάσεως αναδεικνύεται από τον άκόλουθον απλούν ύπολογισμόν. "Οταν αί εν ενεργεία Μητέρες περιορισθούν εις τόσον χαμηλόν ποσοστόν, χρειάζεται να γεννώνται δέκα περίπου βρέφη κατά οίκογένειαν, απλώς και μόνον δια να κρατηθή ό πλη­

θυσμός είς τό σημερινόν του μέγεθος. Επειδή όμως ό θεσμός τής πολυ­

τεκνίας παρήλθεν ανεπιστρεπτί δια τήν χώραν μας καί, εν όψει τής είς τον άγροτικόν πληθυσμόν επικρατούσης λειψανδρίας (90 άνδρες προς 100 γυ­

ναίκας ηλικίας 20 ­ 40 ετών), ανακύπτει μοιραίως τό συμπέρασμα, ότι ό

— 189 —

αγροτικός μας πληθυσμός — ό προαιώνιος στυλοβάτης και τροφοδότης του Ελληνικού έθνους — βαίνει συντόμως προς κατάρρευσιν.

Σχ. 2. Γεννήσεις ζώντων ((Γ), θάνατοι (Θ) και υπεροχή γεννήσεων (εις χιλιάδας), 1950 ­ 1975, εις άγροτικον και άστικον πληθυσμον της 'Ελλάδος.

Πρωταρχική αιτία της βιολογικής υποτονίας τοϋ αγροτικού πληθυσμού είναι ή μετακίνησις των ανθρώπων προς τάς μεγάλας πόλεις και ιδία προς το κλεινόν "Αστυ και την Θεσσαλονίκην, συνεπικουροϋντος βεβαίως και του εκπατρισμού αυτών προς ξένας χώρας. Εκλεκτική, όπως γνωρίζομεν, είναι ή εσωτερική ή εξωτερική αυτή μετανάστευσις των αγροτών, διότι φεύγουν κατά προτίμησιν οί υγιείς ενήλικες της πρώτης αυτών ώριμότητος, άφίνοντες οπίσω τους ασθενείς, τους γέροντας και ενίοτε τα ανήλικα αυτών τέκνα. Ή άτυπος κατά φΰλον και ήλικίαν σύνθεσις του εναπομένοντος πλη­

θυσμού, προκαλεί φυσικά τήν έλάττωσιν τών γεννήσεων και τήν αϋξησιν τοϋ αριθμού τών θανάτων. Μήπως δμως ή ισχυρά γεννητικότης και ή βιο­

— 190 —

λογική ρώμη των αγροτών, μεταγγίζονται τώρα εις τάς πόλεις, όπου εγκα­

θίστανται δια το ύπόλοιπον του βίου των; 'Ατυχώς, τα υπάρχοντα στοιχεία δεν φαίνεται να υποστηρίζουν αυτήν τήν έκδοχήν.

ΑΓΡΟΤΙΚΟΊ

eni . \οοο

ΚΑΤ.

­V

ο A / V . / V - " .­ \..'

Ζ5

20

15

WD

AvriKDS

Ο ' 'V*x / \ ­ · ν / • Ή . / * - - . . ' * " " s Ο

)%D WO I95D \%Ό W0

Σχ. 3. Γεννήσεις ζώντων και θάνατοι έπί 1000 κατοίκων εις άστικον και άγροτικον πληθυσμον της Ελλάδος. 1950 ­ 1975.

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ

Ό πολιτισμός της άνθρωπότητος έγεννήθη, ώς γνωστόν, πριν άπο πέντε περίπου χιλιετίας, όταν δια πρώτην φοράν οι Σουμέριοι της Μεσοπο­

ταμίας, οί Αιγύπτιοι τών Φαραώ και οι Μινωικοί Κρήτες, συνέπηξαν τάς πρώτας έπί τοϋ πλανήτου μας πόλεις. Ή συλλογική ρώμη και άγχίνοια, κατευθυνόμενη άπό μίαν ΐσχυράν κυβέρνησιν, έφερε συντόμως άγλαούς καρπούς, τα μεγάλα δηλαδή εγγειοβελτιωτικά έργα και τα μεγαλοπρεπή οικοδομήματα, τήν νομοθεσίαν και τον γραπτόν λόγον. Άπό το άλλο μέρος ή πόλις ουδέποτε ύπήρξεν αύτότροφος και αυτοσυντήρητος οργανισμός, άφοϋ τα τρόφιμα και το πόσιμον ΰδωρ, ακόμη και άνθρωποι έπρεπε να δανείζονται άπό τήν περιβάλλουσαν γόνιμον εις όλα άγροτικήν περιφέρειαν. Έπί πλέον, ή πόλις έγέννησε τον θεσμόν της δουλείας και του ώργανωμένου

— 191 —

πολέμου, έξεκόλαψε τα επιδημικά νοσήματα και κατεπίεσε τήν άτομικήν πρωτοβουλίαν, τήν έλευθερίαν και τήν προσωπικότητα των κατοίκων της.

Με το μείγμα αυτό καλών και κακών επιπτώσεων, συνεχίζουν τήν ζωήν των και αί σημεριναί μεγαλουπόλεις. Χωρίς τήν συγκέντρωσιν μεγάλου αριθμού ανθρώπων, ή κρατική όργάνωσις, ή βιομηχανία και ή ορμή προς άναπτυξιακήν πρόοδον, θα ήτο αδύνατον να εκδηλωθούν. Τό άνώτερον βιο­

τικόν έπίπεδον και ή προληπτική ιατρική έμείωσαν τον κίνδυνον άπό τα

ΠΙΝΑΞ 3 Γυναίκες της (κυρίως) αναπαραγωγικής ηλικίας (20 ­ 39 ετών).

Γεννήσεις, θάνατοι και υπεροχή γεννήσεων, εις χιλιάδας και αναλογικώς έπί 1000 κατοίκων.

ΕΤΟΣ

1950 1960 1965 1970 1972

Γυναίκες 20 ­ 39 έτ.

(000)

504,5 633,6 678,2 711,0 726,4

%

18,3 17,9 17,0 15,6 15,2

χιλιάδες

Γεννήσεις

Α Σ Τ Ι ]

43,3 56,5 70,3 78,0 80,6

Θάνατοι

Κ Ο Σ

20,9 24,0 30,6 34,7 37,3

Υπεροχή

22,4 32,5 39,7 43,3 43,3

έπί 1000

Γεννήσεις

17,6 16,0 17,6 17,1 16,8

κατοίκων

Θάνατοι

7,6 6,8 7,7 7,6 7,8

Α Γ Ρ Ο Τ Ι Κ Ο Σ

1950 1960 1965 1970 1972

705,7 ! 740,8 675,1 571,8 ! 475,7

14,6 15,4 14,7 12,4 11,9

107,3 100,7 81,2

Ι 66,9 60,3

71,7 62,7 43,3 26,8 21,8

22,2 21,0 17,7 15,9 15,0

7,4 7,9 8,2 9,5 9,9

επιδημικά νοσήματα, αλλ' ή πόλις ηΰξησε τήν πιθανότητα ατυχήματος, του καρκίνου, των καρδιοπαθειών και του διαβήτου. Ή καταπίεσις της προσωπικότητος, ή τριβή μεταξύ τών κοινωνικών στρωμάτων και αί άπερ­

γίαι συνεχίζονται εις τάς πόλεις, όπως και εις τό παρελθόν, αλλ' όταν επικρατεί ό θεσμός της ισοπολιτείας καί της ευγενούς άμίλλης, τα προκύ­

πτοντα μειονεκτήματα υποσκελίζονται άπό τα επιτεύγματα εις τον τομέα κοινής ωφελείας.

Εις τον Έλληνικόν χώρον, αί "Αθήναι και ή Θεσσαλονίκη αποτελούν τα δύο τρίτα του αστικού πληθυσμού και ή σκιαγράφησις τών προβλημάτων των καλύπτει, νομίζω καί τάς αλλάς πόλεις. Ώ ς πρώτη διαπίστωσις είναι τό

— 192 —

εύρημα ότι, ή κάπως μεγαλύτερα τεκνογονία των αγροτών, δ ε ν μ ε τ ε μ ­

φ υ τ ε ύ ε τ α ι εις την πόλιν, όπου μονιμοποιούν ούτοι την κατοικίαν των. Αί γεννήσεις πληθύνονται βεβαίως εις τάς πόλεις — και έλαττοϋνται ανα­

λόγως εις τον άγροτικόν πληθυσμόν — άλλ' ό επί 1000 κατοίκων δείκτης

Ο-If,

3D

25

2D

, 5 0

VN° ,50

, 50 ■9·

,70 „.ο ο-ο°

<,

10 15 % 6 5 +

Σχ. 4. Ή πορεία προς την γήρανσιν του πληθυσμού της 'Ελλάδος. 1950­ 1975.

γεννητικότητος, παραμένει περίπου σταθερός είς τάς πόλεις (εις τό χαμηλόν έπίπεδον μεταξύ 15 και 16 γεννήσεων έπί 1000 κατοίκων), ένφ εις τήν ΰπαι­

θρον χώραν ήλαττώθη άπό 23 °/00 είς 15 °/00 εντός της τελευταίας 20ετίας. Ή θνησιμότης εξ άλλου ανέρχεται συνεπεία της προοδευτικής γηράνσεως του πληθυσμού, με τελικόν αποτέλεσμα, τήν μείωσιν τής διαφοράς μεταξύ αριθμού γεννήσεων και θανάτων (υπεροχή γεννήσεων), ή οποία εις τον άγροτικόν πληθυσμόν μηδενίζεται όσον οϋπω.

— 193 —

'Αλλ' έκτος της διαβρώσεως της αναπαραγωγικής ικανότητος τών Ελλήνων, ή υπέρμετρος αστυφιλία άλλάσσει τον χαρακτήρα και μειώνει

Σχ. 5. Διάμεσος ηλικία εις τον άστικον και άγροτικον πληθυσμον ­πίς Ελλάδος. 1950 ­ 1975.

την ποιότητα του μέσου Έλληνος. Ό νεοφώτιστος αστός τών 'Αθηνών και τής Θεσσαλονίκης δεν είναι πλέον ή μικρά ή μεγάλη όντότης τής γε­

νέτειρας του, άλλ' ένας άμορφος κόκκος εις την πολυτάραχον και θηριώδη άνθρωποθάλασσαν τοΟ άστεως. Τεράστια προβλήματα βαρύνουν τήν σκέψιν

13

— 194 —

του, τα πλέον επείγοντα των οποίων εϊναι ή άναζήτησις στέγης δια την οίκο­

γένειάν του και κάποιας εργασίας δια την κάλυψιν των καθημερινών εξό­

δων. Ταπεινωτικαί παρακλήσεις και προσφυγή εις πλάγια και όχι πάντοτε ηθικώς παραδεκτά μέσα, πιέζουν τήν προσωπικότητα και κλονίζουν τήν πίστιν του προς εαυτόν και τους συνανθρώπους του. Τελικώς μεταπίπτει εις μίαν έγωστρεφή, δολοπλοκοϋσαν και συνήθως παρασιτικήν οντότητα — τα λύτρα της επιβιώσεως εις τό άνελέητον άστικόν περιβάλλον — και θέτει εις τήν άφάνειαν τήν άλλοτε πραον και υψηλόφρονα προσωπικότητα του.

Ό σ υ ν ω σ τ ι σ μ ό ς (υπερβολική πυκνότης πληθυσμού) αποτελεί ενα επί πλέον παράγοντα δια τήν διάβρωσιν της ποιότητος τών ανθρώπων. Τα πειράματα τών Kessler και Calhoon, είναι αρκετά διαφωτιστικά επί του προκειμένου. Έπειραματίζοντο μέ ποντικούς, ή οικογενειακή ζωή (μονο­

γαμία) και ή κοινωνική συνοχή (συνοίκησις και συνεργασία) τών οποίων ομοιάζουν μέ τάς ίδικάς μας. Εις σειράν κλωβών άνέτρεφον ποντικούς, ό αριθμός τών οποίων ηύξάνετο μέ τήν τεκνογονίαν τών νεωτέρων γενεών. Ή κοινωνική ιεραρχία, ή τάξις και ή ευημερία της κοινωνίας διετηροΰντο σταθεραί, εφ' όσον ό πληθυσμός τών ενηλίκων δέν υπερέβαινε τα 25 άτομα κατά κλωβόν. Πέραν όμως του ορίου τούτου, ή τάξις διεσαλεύετο και ήκο­

λούθει έκτραχηλισμός και αναρχία. Ό αρχηγός έπαυε να έπιτηρή και προστατεύη τήν ομάδα, αί μητέρες έφόνευον και ετρωγον τα νεογνά των, και νεαρά θήλεα εφευγον κρυφά άπό τήν ομάδα, δια να συνευρεθούν μέ ξένους ποντικούς. Μανία έπιθετικότητος κατελάμβανε τους πάντας καί μέσα εις τήν σύγχυσιν, τό χάος καί τήν άναρχίαν, οί θάνατοι ύπερέβαινον τον αριθμόν τών γεννήσεων καί ή κοινότης τελικώς διελύετο.

'Ακριβώς επειδή παρόμοια συμπτώματα εμφανίζονται καί εις τους αν­

θρώπους τών μεγάλων αστικών κέντρων τοΰ κόσμου καί επίσης, εις τήν Πρωτεύουσάν μας καί τήν θεσσαλονίκην, θά έπρεπε προ πολλού να ειχον ληφθή τα κατάλληλα μέτρα δια τήν προοδευτικήν άποσυμφόρησιν τοΰ πληθυσμού των. 'Αντί αυτού όμως ό συνωστισμός καί ό κυκλοφοριακός φόρτος, ή πολεοδομική αναρχία καί ή χαώδης ρυμοτομία, χειροτερεύουν άπό της μιας ημέρας εις τήν άλλην. Ή πόλις ασφυκτιά από τον όγκον τών κινουμένων πεζών καί τροχοφόρων, τα πεζοδρόμια καταλαμβάνονται άπό περίπτερα, ικριώματα οικοδομών καί σταθμεύοντα αυτοκίνητα καί τα τρο­

χαία ατυχήματα — τρεις εως πέντε νεκροί καί εικοσάδες τραυματιών καθ' ή­

μέραν — υπερβαίνουν τό σύνολον τών απωλειών, τάς οποίας ύπέστημεν κατά τους απελευθερωτικούς πολέμους της νεωτέρας Ελλάδος.

Τα γύρω γραφικά βουνά μας «ξεκοιλιάζονται» άπό τα λατομεία, τό πράσινον τοΰ Αυκαβηττοΰ κατατρώγεται άπό νέας οίκοδομάς, ή πλατεία Κλαυθμώνος θά φιλόξενη εκατοντάδας αυτοκινήτων, αντί να γίνη ή υπό­

γειος (κάτω άπό τάς τρεϊς μεγάλας λεωφόρους μας) διάβασις μιας οδικής

— 195 —

αρτηρίας, ή οποία πρέπει κάποτε να σύνδεση τους 'Αμπελοκήπους με το Θησεΐον. Μέ χαράκτηριστικήν επίσης επιπολαιότητα χάνονται πολύτιμοι εύκαιρίαι διανοίξεως των οδών, όταν δίδεται άδεια άνοικοδομήσεως κτι­

ρίων, τα όποια εμποδίζουν ΐταμώς την φυσιολογικήν σύνδεσιν του όδικου μας δικτύου.

«Βαδίζετε δεξιά», έλεγε κάποτε ή αστυνομική διάταξις, άλλ' οί δρόμοι μας σήμερον υπενθυμίζουν άνατολικήν βαρβαρότητα, όταν εις τάς διασταυ­

ρώσεις συγκρούονται, μέ το πράσινο φώς, πυκνά στίφη αντιθέτως επιτιθε­

μένων διαβατών, όταν τό «βαδίζετε δεξιά» θα έδιδε μίαν άπλήν και πολι­

τισμένην λύσιν. Μας ενοχλούσαν κάποτε τα «αποτσίγαρα» των δρόμων, αλλ' άδιαφοροΰμεν δια τάς αηδείς και λίαν επικίνδυνους αποχρέμψεις, μέ τάς οποίας στολίζουν κάθε ήμέραν τους δρόμους μας οί πρωινοί διαβάται. Και άνεχόμεθα, χωρίς διαμαρτυρίαν, τό επί του πεζοδρομίου σκορπισμένον εμπόρευμα τών πλανοδίων πωλητών, τους διαλαλοϋντας τήν άναπηρίαν των έπαίτας ή τους φωνασκούντας λαχειοπώλας, καίτοι όλα αυτά δυσκολεύουν τήν κίνησιν και επαυξάνουν τήν σύγχυσιν και τον συνωστισμόν τών πόλεων. Μικροπράγματα ίσως είναι όλα αυτά, άλλα επιβαρύνουν σημαντικώς τήν συμπτωματολογίαν της βαθείας κρίσεως τών αστικών κέντρων, τα όποια απορροφούν βαθμηδόν (και διαστρέφουν τον παραδοσιακόν χαρακτήρα) τό μεγαλύτερον μέρος του πληθυσμού της χώρας μας.

* * *

Τό σ υ μ π έ ρ α σ μ α τέλος, άπό τήν σύντομον αυτήν σκιαγράφησιν της δημογραφικής μας ποιότητος δεν είναι εύοίωνον δια τό μέλλον της Ελλάδος. Ουδείς αμφιβάλλει ότι τό πολυτιμότερον κεφάλαιον ενός κρά­

τους, δεν είναι οί άψυχοι πλουτοπαραγωγικοί πόροι, άλλ' ό δημογραφικώς υγιής και λειτουργικώς ακμαίος πληθυσμός του. Ή καθ' οιονδήποτε τρόπον φθορά τών βιολογικών του ικανοτήτων ή της πατροπαράδοτου ποιότητος, απειλεί να άχρηστεύσηι τήν μέχρι τούδε συντελεσθεΐσαν πρόοδον εις τον ύλικόν τομέα.

Τα συμπτώματα της δημογραφικής υποτονίας ενεφανίσθησαν άπό δεκαε­

τίας περίπου, άλλα παρά τάς έπανειλημμένας εκκλήσεις δια τήν θέσπισιν μιας Ε θ ν ι κ ή ς Δ η μ ο γ ρ α φ ι κ ή ς Π ο λ ι τ ι κ ή ς , ουδέν τό ούσια­

στικόν έγένετο μέχρι τούδε. Έν τω μεταξύ άπογυμνοΰται ή ύπαιθρος χώρα και καταρρέει ο αγροτικός πληθυσμός μας, ο όποιος δεν εϊναι πλέον εις θέσιν να συμπληρώνει τα εκ τοΰ θανάτου και τής μεταναστεύσεως δημιουρ­

γούμενα κενά. Ό αστικός εξ άλλου πληθυσμός (και ιδίως τα υδροκεφαλικά και άκρως άντι­οικονομικά κέντρα τής Πρωτευούσης και τής Θεσσαλονίκης) παρουσιάζει τα ασφυκτικά εκ τοΰ συνωστισμού φαινόμενα, μέ παρασιτικόν

— 196 —

γιγαντισμον και πολεοδομικήν άναρχίαν, ύπερτροφικήν έγωστρέφειαν και άχαλίνωτον επιθετικότητα, ή συνεργεία των οποίων καταπιέζει την προ­

σωπικότητα και την άναπαραγωγικήν ικανότητα του άνθρωπου. Ύπό τάς συνθήκας αύτας βαίνομεν, φαίνεται, βραδέως άλλ' ασφαλώς προς μίαν σο-

βαράν δημογραφικήν κάμψιν, αί επιπτώσεις της οποίας θα επηρεάσουν δυσμενώς και τους τομείς της οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως. Πώς και υπό ποίαν μορφήν θα εξελίχθη ή χώρα μας κατά τάς ερχομένας δεκαετίας, θα έξαρτηθή από ό,τι ημείς όλοι και τό κράτος, θα ένεργήση εφ' όσον υπάρχει καιρός, δια να ξεπεράσωμεν την σημερινήν σκληράν δοκιμασίαν, με τήν κατά τό δυνατόν μικροτέραν εθνική ν ζημίαν.

ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΑΤΟΥ δ.φ.

ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΣΚΗΝΙΚΑ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΑ ΕΙΣ ΤΟ ΑΤΤΙΚΟΝ ΘΕΑΤΡΟΝ1

Ι. ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΑ

1. Ή σκηνογραφία τών πρώτων δραματικών παραστάσεων

Έκ της Ποιητικής του 'Αριστοτέλους πληροφορούμεθα2 ότι ό Σο­

φοκλής πρώτος εισήγαγε τήν σκηνογραφίαν εις το Άθηναϊκον θέατρον. Πράγματι ή παράστασις τών πρώτων έργων του Αισχύλου δεν χρειάζεται παρά μόνον μίαν άπλουστάτην σκηνικήν διευθέτησιν, πρέπει δε να κατέλ­

θωμεν εις το έτος 458 π.Χ., δτε έδιδάχθη ή Όρέστεια, δια να διαπιστώσωμεν τήν άπαίτησιν μιας έπιμεμελημένης σκηνογραφικής εργασίας. Το βέβαιον είναι ότι το ζήτημα τής σκηνογραφίας δέν άπετέλεσεν άντικείμενον ιδιαι­

τέρας προσοχής υπό τών 'Αθηναίων τής παλαιοτέρας εποχής. Το κύριον μέλημα τών 'Αθηναίων χορηγών ήτο κυρίως ή έκπαίδευσις τών χορευτών,

1. Περί τής σκηνογραφίας και τών σκηνικών μηχανημάτων του Άττικοϋ Θεάτρου υπάρχει εκτενής βιβλιογραφία­ ένταϋθα μνημονεύομεν ενδεικτικώς μερικός αξιόλογους εργασίας, άναφερομένας αμέσως ή εμμέσως εις το περί ου ό λόγος θέμα : Τ. Β. L. Web­

s t e r , Greek Theatre Production, London 1956. R. F 1 i c k i n g e r, The Greek Theater and its Drama, Chicago 1918. A. W. P i c k a r d ­ C a m b r i d g e , The Theatre of Dionysus in Athens, Oxford 1946. J. T. A l l e n , The Greek Theater : Univ. of Calif. Public, in Class. Phil., VII, 1919. N . C . H o u r m o u z i a d e s , Production and Imagina­

tion in Euripides, Athens 1965. P. A r n o t t , Greek Scenic Conventions in the fifth century B.C., Oxford 1962. Μ. Β i e b e r, History of the Greek and Roman Theater, Princeton 1961 (2α εκδ.). T. Β. L. W e b s t e r , Staging and Scenery in the Ancient Greek Theatre, BRL, XLII, 1959 ­ 60. Α. E. H a i g h, The Attic Theatre, Oxford 1907 (3η εκδ.). E. Bet he, Ekkyklema und Thyroma, RhM LXXXIII, 1934. A. D. D r a c h m a n n , The Mechanical Technology of Greek and Roman Antiquity, Copenhagen 1963. G. Li­

b e r t i n i , Il Teatro antico e la sua Evoluzione, Catania 1933. P. E. A r i a s , Il Teatro greco fuori di Atene, Firenze 1934, κ.ά.

2. Ποιητ. 1449 α : «και τό τε τών υποκριτών πλήθος εξ ενός εις όνο πρώτος Αισχύλος ήγαγε, και τα τοϋ χοροϋ ήλάττωσε, και τον λόγον πρωταγωνιστήν παρεσκενασεν, τρεις ôè και σκηνογραφίαν Σοφοκλής».

— 198 —

ή άνεύρεσις των καλυτέρων ηθοποιών και ή έξασφάλισις των απαραιτήτων καλλιτεχνικών ενδυμασιών.

Έξ άλλου το όλον θέμα της σκηνογραφικής διακοσμήσεως είναι προφανώς συνυφασμένον και με τήν καταλληλότητα του όλου σκηνικοϋ συγκροτήματος. Και ή 'Αττική σκηνή ήτο απρόσφορος δια μίαν άρτίαν σκηνογραφίαν. Είδικώτερον κατά τήν έποχήν αυτήν, κατά τήν οποίαν ή σκηνή ήτο ακόμη εις υποτυπώδη κατάστασιν, ήτο αδύνατος ή έμφάνισις αξιόλογου σκηνογραφικού διακόσμου.

Έκ τών διασωθεισών τραγωδιών αί περισσότεραι διαδραματίζονται προ ενός ναοϋ ή ανακτόρου, συνεπώς δυνάμεθα να συμπεράνωμεν ότι ο σκηνογραφικός διάκοσμος ήτο ουχί μόνον απλούς άλλ' ϊσως καί μόνιμος. Πιθανώς προς διαφοροποίησιν της σκηνογραφικής παραστάσεως ενός ναού λ.χ. από ενός ανακτόρου έχρησιμοποίουν ειδικά εξ υφάσματος ή σα­

νίδων πλαίσια ή παραπετάσματα, φέροντα σχετικάς απεικονίσεις. Δεν πρέπει όμως να φαντασθώμεν ότι ελάμβανε χώραν σκηνογραφική αλλαγή ' υπό τήν σημερινήν εννοιαν, κατά τήν διάρκειαν της παραστάσεως του έργου, ούτε ϊσως καί κατά τήν διαδοχήν του ενός έργου από εν άλλο.

Είναι προφανές ότι καί τα τρία δραματικά εϊδη, τα όποια άνεβιβάζοντο επί του 'Αθηναϊκού θεάτρου κατά τάς έορτάς του Διονύσου, δέν απαιτούν παρά μίαν συμβατικήν σκηνογραφίαν έκαστον, ή οποία είχε τυποποιηθή κατά τοιούτον τρόπον, ώστε ήτο εϋκολον νά διευθετήται εντός ελαχίστου χρόνου δια τήν παράστασιν του εκάστοτε δράματος. 'Ασφαλώς αί άναγκαΐαι σκηνογραφικαί άλλαγαί έγίνοντο ενώπιον τών οφθαλμών τών θεατών2, χωρίς νά κινδυνεύουν νά καταντούν προκλήσεις της καλαισθησίας των, διότι ακριβώς εθεωρούντο ήσσονος σημασίας θεατρικαί συμβατικότητες.

"Οσον άφορα εις τάς ζωγραφικάς παραστάσεις επί τών προχείρων παρα­

πετασμάτων ή ξύλινων πλαισίων της προ τών θεατών πλευράς της σκηνής αί απόψεις διίστανται. Τό βέβαιον είναι ότι αί τοιούτου είδους παραστάσεις άπεσκόπουν κυρίως εις τό νά διεγείρουν τήν φαντασίαν τών θεατών μάλλον καί ουχί νά ικανοποιήσουν όπτικάς απαιτήσεις. Παρεμφερείς απεικονίσεις

1. Εΐς τίνα στοιχειώδη άλλαγήν σκηνικού έβοήθουν αί καλούμεναι «περίακτοι», δύο τρίπλευροι ως επί το πλείστον κατασκευαί, στρεφόμενοι περί κεντρικόν άξονα εκα­

τέρωθεν της σκηνής. Έπα τών πλευρών αυτών προσεκολλώντο κατάλληλοι ζωγραφικαί παραστάσεις, αϊτινες δια της στροφής των περιάκτων ένηλλάσσοντο, πρσσδίδουσαι ούτω τήν έντύπωσιν ποιας τίνος αλλαγής σκηνικού. Αί περίακτοι δέν εξετάζονται ενταύθα, ως άποτελοϋσαι όργανικον συμπλήρωμα τής σκηνής. Βλ. P i c k a r d ­ C a m b r i d g e , ενθ' άνωτ.

2. Ή χρησιμοποίησις παραπετασμάτων, ώς μερικοί ύπεστήριξαν (πβ. G. R i z z o , Il Teatro greco di Siracusa, Milano ­ Roma 1923, σσ. 73 κέξ.) φαίνεται μάλλον απίθανος, τουλάχιστον κατά τον 5ον αιώνα.

— 199 —

επί άνευρεθέντων αγγείων της εποχής αυτής μας δίδουν μίαν επαρκή ΐδέαν περί τών εν λόγω παραστάσεων. "Ενας βράχος λ.χ. με θαλάσσιον άφρόν αναπαριστά μίαν ακτή ν, ασπίς ανηρτημένη εις τον κλάδον ένας δένδρου έσυμβόλιζε το πεδίον τής μάχης, στρατιωτική σκηνή ύπεδήλωνεκαταυλισμόν στρατού κλπ.

Είναι πρόδηλον ότι τα πρώτα δράματα του Αισχύλου δεν χρειάζονται σχεδόν καθόλου σκηνογραφικόν διάκοσμον. Εις τάς «Ίκέτιδας» ή ύπόθεσις εκτυλίσσεται εις μίαν ύπαίθριον περιοχήν άπομεμακρυσμένην κάπως άπό τήν πόλιν, πού εις το κέντρον υπάρχει βωμός, πέριξ του οποίου έχουν κατα­

φύγει αί Ίκέτιδες ι. Εις τους «Επτά επί Θήβας», οι ήρωες τής τραγωδίας ευρίσκονται παρά τα τείχη τής πόλεως, πλησίον ενός βωμοϋ 2. Ό «Προ­

μηθεύς Δεσμώτης» φαίνεται προσδεδεμένος επί ενός άπορρώγος βράχου και ή ύπόθεσις τών Περσών εκτυλίσσεται μακράν του βασιλικού ανακτόρου. Εις όλα αυτά τα έργα δέν παρουσιάζεται ανάγκη δια μίαν πολύπλοκον σκηνικήν ή σκηνογραφικήν προετοιμασίαν.

Άργότερον κατά τα μέσα του 5ου αί. με τήν παράστασιν τής Όρεστείας του Αισχύλου προβάλλουν σαφείς σκηνογραφικαί απαιτήσεις. Εις τάς δύο πρώτας τραγωδίας τής τριλογίας αυτής χρειάζεται ή άναπαράστασις τοϋ ανακτόρου τοϋ 'Αγαμέμνονος εις τό "Αργός και εις τήν τρίτην διπλή σκη­

νογραφία. Έν πρώτοις τό ιερόν τοϋ 'Απόλλωνος εις τους Δελφούς και εν συνεχεία ό ναός τής 'Αθηνάς εις τήν όμώνυμον πόλιν της 3. "Ετσι με τήν Όρέστειαν τοϋ Αισχύλου διαβλέπομεν μίαν σημαντικήν πρόοδον εις τήν σκηνογραφικήν τέχνη ν, πράγμα τό όποιον μας κάμνει να συμπεράνωμεν ότι από τά μέσα τοϋ 5ου αιώνος αρχίζουν να παρουσιάζωνται σκηνογραφικαί διακοσμήσεις άξιαι λόγου, ώστε ή συμμετοχή τοϋ σκηνογράφου εις τήν όλην θεατρικήν προετοιμασίαν να θεωρήται απαραίτητος.

2. Ή έξέλιξις τής σκηνογραφίας

Ώ ς εϊδομεν ή διδασκαλία τής Όρεστείας τοϋ Αισχύλου άπήτησεν είδικήν σκηνογραφικήν έργασίαν, πράγμα τό όποιον μας αποκαλύπτει ότι ήδη μεσοϋντος τοϋ 5ου αιώνος ή σκηνογραφία είχε σημαντικήν άνά­

πτυξιν. Αί πρόχειροι και τυπικαί απεικονίσεις παραχωρούν τήν θέσιν των τώρα εις πλέον ρεαλιστικός και ζωντανάς παραστάσεις, αί όποϊαι ύποβοη­

θοΰν τους θεατάς να παρακολουθήσουν άνετώτερον τό έργον και να μετα­

1. Πβ. στίχ. 176­203. 2. Πβ. στίχ. 78­181. 3. Ευμενίδες, στίχ. 35 και 242. Είδικώτερον εις τήν τραγωδίαν αυτήν υφίσταται

ανάγκη και αλλαγής σκηνικού.

— 200 —

φερθούν με την φαντασίαν των εις τον τόπον των διαδραματιζομένων γεγονότων.

Περίφημοι σκηνογράφοι της εποχής εκείνης μνημονεύονται ô Άγά­

θαρχος, ό Πολύγνωτος, ό Δημόκριτος και 'Αναξαγόρας· βραδύτερον δε ό 'Απολλόδωρος ό 'Αθηναίος και Κλεισθένης ό Έρετριεύς. Μάλιστα δια τον Άγάθαρχον αναφέρει ό Ρωμαίος αρχιτέκτων Vitruvius δτι υπήρξε και ό πρώτος είσαγαγών εις το θέατρον την σκηνογραφίαν : «. . .Primum Aga­

tharchus Aeschylo docente scaenam fecit et de eo commentarium reliquit. . .» 1. Ti είδους τώρα σκηνογραφία ήτο εν χρήσει κατά τήν έποχήν αυτήν, δεν δυνάμεθα επακριβώς να γνωρίσωμεν. Ό Vitruvius αναφέρει εν συνεχεία ότι από τον Άγάθαρχον έδιδάχθησαν οι Δημόκριτος καί 'Αναξα­

γόρας τήν τέχνην να δημιουργούν παραστάσεις με βάθος 2, οΰτως ώστε οί σκηνογραφικοί πίνακες άπήτουν άρχιτεκτονικήν γραμμήν, δια να παρου­

σιάσουν τά έπ' αυτών ζωγραφήματα «alia abscedentia, alia prominentia». Κατά πόσον ή πληροφορία του Vitruvius είναι αληθής, είναι δύσκολον

να εξακριβωθή. Τό πιθανώτερον είναι ότι δ Άγάθαρχος ύπήρξεν ό πρώτος αξιόλογος σκηνογράφος, όστις άνεκάλυψε πολλούς σκηνογραφικούς κα­

νόνας, των οποίων επωφελήθησαν οί άλλοι ομότεχνοι του. Δεν δυνάμεθα επίσης να γνωρίσωμεν πολλάς λεπτομέρειας περί τών χρωμάτων, πού έχρη­

σιμοποίουν οί σκηνογράφοι, καθώς καί περί του γενικού χαράκτηρος τών σκηνογραφιών. Ό Vitruvius διακρίνει τρία είδη σκηνογραφίας : τρα­

γικήν, κωμικήν καί σατυρικήν, «scaenarum frontes tragico more aut comico seu satyrico designarent» 3. Συμφώνως προς τήν ακολουθούσαν περιγραφήν του ή σκηνογραφία εις μίαν τραγωδίαν άπετελειτο από κίονες, αετώματα, αγάλματα καί άλλα δείγματα βασιλικής μεγαλοπρέπειας. Είς μίαν κωμφδίαν ή σκηνογραφία ήτο απλουστέρα. Μία ιδιωτική οΐκία με τον έξώ­

στην καί τά παράθυρα, ενώ είς εν σατυρικόν δράμα έχρειάζετο συνήθως ή άναπαράστασις μιας αγροτικής περιοχής με δένδρα, λόφους καί σπήλαια.

Είναι άμφίβολον, αν κατά τήν διάρκειαν του 5ου αιώνος ή σκηνογραφία παρουσιάζη τοιαύτη ν έξέλιξιν, οϊαν προϋποθέτουν αί πληροφορίαι του Vitruvius. Εκείνο το όποιον φαίνεται ώς βέβαιον είναι ότι κατά τον αιώνα αυτόν δεν δίδεται τόσον μεγάλη προσοχή είς τό ζήτημα τής σκηνογραφίας. Αί παραστάσεις άπέβλεπον κυρίως να υποθάλψουν τήν φαντασίαν τών θεα­

τών μάλλον, παρά νά ικανοποιήσουν αίσθητικάς απαιτήσεις των. Κατά άλλα τά σωζόμενα έργα επαληθεύουν ακριβώς τήν περιγραφήν τοΰ Vitru­

vius. Αί περισσότεραι εκ τών διασωθεισών τραγωδιών τοΰ Σοφοκλέους καί

1. De Architectura, VII, praef. § 11. 2. "Ενθ' άνωτ., praef. 3. Ένθ' άνωτ. V, 6.

— 201 —

Εύριπίδου διαδραματίζονται εμπρός άπο ενα ναον ή άνάκτορον 1, συνεπώς τα κύρια στοιχεία της απαιτουμένης παραστάσεως είναι εκείνα πού ανα­

φέρει ô Vitruvius : κίονες, αετώματα κλπ. Το αυτό συμβαίνει και δια τάς κωμωδίας του 'Αριστοφάνους. Αί περισσότεραι εκ τούτων δέν απαιτούν παρά τήν παράστασιν μιας οικίας ή το πολύ δύο, ή μία κατόπιν της άλλης. Όσον άφορα εις τα σατυρικά δράματα, εάν κρίνωμεν άπο τον Κύκλωπα του Εύριπίδου, θά ϊδωμεν ότι ή ύπόθεσίς του λαμβάνει χώραν εϊς μίαν έξο­

χικήν περιοχήν με το σπήλαιον του Πολυφήμου εις το κέντρον, ακριβώς όπως περιγράφεται άπο τον Vitruvius2.

Είναι δύσκολον νά έξακριβωθη ό βαθμός τελειότητος αυτών τών σκη­

νογραφιών, ώς επίσης ό γενικός χαρακτήρ τών παραστάσεων. Σχετικώς με τήν χρησιμοποίησιν χρωμάτων και τήν δημιουργίαν φωτοσκιάσεων, ανα­

φέρεται το όνομα του 'Απολλοδώρου ·\ ενώ περί του Άγαθάρχου υπάρχει μαρτυρία ότι ήδυνήθη νά ζωγραφίση το έσωτερικόν τοϋ αρχοντικού του Άλκιβιάδου4. Πολλάκις βεβαίως εις τα διασωθέντα δραματικά έργα απαν­

τούν φράσεις, αί όποΐαι προϋποθέτουν πλουσίαν σκηνογραφίαν. Π.χ. ή Ελένη εϊς τήν όμώνυμον τραγωδίαν τοϋ Εύριπίδου ανοίγει το έργον με τήν πομπώδη φράσιν : «Νείλου μεν αϊδε καλλιπάρθενοι 'ροαί», οπότε πρέπει νά ύποθέσωμεν ότι δεικνεύει τήν παράστασιν τών όχθων τοϋ Νείλου, και ή Εκάβη εις τήν όμώνυμον πάλιν τραγωδίαν τοϋ ίδίου ποιητοΰ αναφωνεί : «καπνον ôè πόλεως τόνο" νπερθρώσκονθ' ορώ» b, οπότε πρέπει νά ύποτεθή ότι ή σκηνογραφία ένεφάνιζε τους καπνούς της πυρπολουμένης Τροίας. Εις τον «Όρέστην» εξ άλλου πρέπει νά φαντασθώμεν τήν άπεικόνισιν θριγκοϋ και γείσων6, και εις τήν «Ίφιγένειαν εν Ταύροις» «εύστνλων ναών χρνσήρεις θριγκονς» 7. Δέν υπάρχει αμφιβολία ότι όλα ταϋτα ειχον συμβο­

λικώς παρασταθή, όπως επίσης ή θάλασσα, ό ουρανός, ό "Αδης ή ό Τάρταρος.

Βραδύτερον ή σκηνογραφία λαμβάνει μεγάλην έξέλιξιν, ιδία κατά τους Ελληνιστικούς και Ρωμαϊκούς χρόνους. Εισάγονται μεγαλοπρεπείς διακο­

σμήσεις με πλουσίαν χρωματικήν ποικιλίαν και πολυτελή άρχιτεκτονικήν έπεξεργασίαν. Θά άπετέλει όμως άναχρονισμόν νά άποδώσωμεν εις τον

1. Σοφοκλέους ('Αντιγόνη, Ηλέκτρα, Τραχίνιαι κλπ.). Εύριπίδου ("Αλκιστις, Μήδεια, Ιππόλυτος, Ηρακλής Μαινόμενος, Ελένη, 'Ορέστης, Βάκχαι, "Ιων κλπ.).

2. De Architectura, V. 6. 3. Δια τοΰτο ούτος έκαλεΐτο «σκηνογράφος» και «σκιαγράφος» 4. Άνδοκίδου IV, § 17. Δημοσθ., κατά Μειδ., § 147. 5. Στίχ. 823. 6. Εύριπ. Όρεστ. στίχ. 1569­70 «. . . ή τωδε θριγκω κράτα σννΟραύσω σέθεν/ρήξας

παλαιά γείσα, τεκτόνων πόνων». 7. Στίχ. 128.

— 202 —

5ον αιώνα τοιαύτην σκηνογραφικήν πολυτέλειαν. Μόνον κατά τους Ελλη­

νιστικούς χρόνους θα πρέπει να άναμείνωμεν μνημειώδεις σκηνογραφικός δημιουργίας. Πράγματι κατά την έποχήν αυτήν άκούομεν περί παραστάσεων ολοκλήρων τοπίων, ποταμών και θαλασσών, γης και ουρανού με πλοϋτον και πολυτέλειαν «. . .πολυτελέσι δαπάναις κατεσκενάζετο ή σκηνή. . . πεποι­

κιλμένη παραττετάσμασι και όθόναις λενκαΐς και μελαίναις. . . εις τύπον θαλάσ­

σης, Ταρτάρον, "Αδον. . . γης και ουρανού. . .» '.

Π. ΣΚΗΝΙΚΑ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΑ

1. Το έκκύκλημα

Έκτος άπό τήν σκηνήν και τήν άνάλογον σκηνογραφίαν δια τήν έκτέ­

λεσιν μιας δραματικής παραστάσεως εις τήν Άρχαίαν Ελλάδα έχρησιμο­

ποιοϋντο και μερικά άλλα μηχανικά μέσα, έκ τών οποίων το πλέον ενδιαφέ­

ρον είναι το γνωστόν έκκύκλημα. "Οσον άφορα εις τό σχήμα και τον τρόπον της λειτουργίας του έκκυκλήματος έχουν διατυπωθή κατά καιρούς διάφοροι απόψεις. Κατά μίαν άρχαίαν μαρτυρίαν τό έκκύκλημα ήτο : «μηχάνημα ξύλινον τροχούς έχον, δπερ περιστρεφόμενον τα δοκονντα ένδον ό)ς εν οικία πράττεσθαι και τοις εξω εδείκννεν» 2. Ώ ς έχει λεχθή, αί παραστάσεις εις τά ελληνικά θέατρα έλάμβανον χώραν εις άνοικτόν θέατρον, συνήθως ενώπιον ναοΰ ή ανακτόρου. Συνεπώς παρίστατο ανάγκη πολλάκις να δειχθή εις τους θεατάς κάποιο συμβάν πού υποτίθεται ότι έλαβε χώραν εις τό έσωτερικόν του ανακτόρου­ βεβαίως τό φυσικώτερον θά ήτο νά άποκαλυφθή εϊς τά όμματα τών θεατών τό έσωτερικόν της σκηνής. 'Αλλά άφ' ενός μέν τό όλον σκηνικόν κατασκεύασμα ήτο άπρόσφορον δια τοιαύτην έπίδειξιν, άφ' έτε­

ρου πολλοί θεαταί λόγω του μεσολαβοϋντος χορού και λόγω του σχήματος του θεάτρου ούδεμίαν θέαν του πράγματος θά είχον.

Δι' όλους αυτούς τους λόγους έπενοήθη τό περίεργον αυτό μηχάνημα, τό όποιον ήδύνατο νά μεταφέρη και νά άποκαλύπτη εις τό κοινόν τήν δήθεν εντός του ανακτόρου έπισυμβάσαν πράξιν προφανώς τό μηχανικόν αυτό μέσον ήτο όλως συμβατικόν και εξυπηρετεί μίαν έπιτακτικήν θεατρική ν ανάγκην. 'Αλλ' οί Έλληνες δεν ένδιεφέροντο και τόσον δια τήν ρεαλιστι­

κήν άποψιν του ζητήματος, εφ' όσον, ώς γνωρίζομεν, τοιαύτα δευτερεύοντα πράγματα ήδύναντο νά συμπληρωθούν μέ τήν φαντασίαν.

Παρ' όλα ταύτα τί ακριβώς ήτο αυτό τό μηχάνημα δέν έχει ακόμη

1. 'Ανωνύμου, Περί κωμωδ., XX. 28 (Diibner) 2. Άριστοφ. Άχαρν., στίχ. 408 (Σχόλια).

— 203 —

διευκρινισθή. Έκ ποικίλων πληροφοριών και ενδείξεων, πού αφορούν εις τήν κατασκευήν και λειτουργίαν του έκκυκλήματος, συμπεραίνομεν ότι αυτό ήτο :

Ι. Έ ν μικρόν ξύλινον τροχοφόρον δάπεδον 1. II. Έ ν ύψηλον βάθρον στηριζόμενον επί δοκών, το όποιον έσύρετο

ή έστρέφετο 2. Κατά πάσαν πιθανότητα ή απλουστέρα μορφή του μηχανήματος αύτοΰ

ήτο μία σχετικώς υψηλή βάσις έφωδιασμένη με τροχούς, έπί της οποίας ήδύναντο να τοποθετήσουν το πτώμα κάποιου φονευθέντος ή να παρουσια­

σθούν μερικοί ηθοποιοί αναλόγως τών απαιτήσεων του έργου. Έξ άλλου προβληματική παραμένει εισέτι ή χρησιμοποίησις τοιούτου

μηχανικού μέσου κατά τήν κλασσικήν έποχήν. Ή λέξις έκκύκλημα δεν άπαντα προγενεστέρως του 2ου αι. π.Χ. και ή μόνη ενδειξις έκ του 5ου αι. εΐναι ή έμφάνισις τών ρηματικών τύπων «εκκνκλεΐν» και «είσκυκλεϊν» εις δύο κωμωδίας του 'Αριστοφάνους. Εις τους «Άχαρνεΐς» ό Δικαιόπολις έχει μεταβή εις τήν οικίαν του Εύριπίδου και ζητεί επιμόνως να λάβη άπό τον Εύριπίδην μερικά ράκη, άπό εκείνα πού έκαμνε τους ήρωας τών τρα­

γωδιών του τόσον αξιοθρήνητους* ό Ευριπίδης όμως «ποιεϊ τραγωδίαν» και δέν έχει καθόλου καιρόν :

Εύρ. αλλ' ον σχολή. Δικ. άλλ' εκκνκλήθητ\ Εύρ. άλλ' αδύνατον. Δικ. άλλ' δμ(ος. Εύρ. αλλ' εκκνκλήσομαι, καταβαίνειν δ' ου σχολή 3. Εις τάς «Θεσμοφοριαζούσας» επίσης παρουσιάζεται ό τραγικός ποιη­

τής Άγάθων επί έκκυκλήματος. Εύρ. Άγάθων εξέρχεται. Μν. και ποϊός εστίν; Εύρ. οντος ονκκνκλονμένος Κ Άφοϋ ό Άγάθων

δανείση τον Εύριπίδην ό,τι χρειάζεται, προστάσσει :

εϊσω τις ως τάχιστα μ είσκνκλησάτω δ.

Ή έφεύρεσις του έκκυκλήματος έχει άποδοθή εις τον Αϊσχύλον μά­

λιστα εάν άνατρέξωμεν εις τάς τραγωδίας του, θα εΰρωμεν μερικός σκηνάς, ή έκτέλεσις τών οποίων ίσως άπήτησε τήν χρήσιν τοΰ μηχανήματος τούτου. Εις τον «'Αγαμέμνονα» λ.χ. και εις τον στίχον 1372 παρουσιάζονται επί του έκκυκλήματος τα πτώματα τοΰ 'Αγαμέμνονος και της Κασσάνδρας, ένώ ή Κλυταιμνήστρα ΐσταται θριαμβευτικώς άνωθεν αυτών. Επίσης εις τάς

1. Εύστ. Ίλ. 976. 15. 2. Πολυδ. IV. 128. 3. Στίχ. 407 ­ 409. 4. Στίχ. 95­96. 5. Στίχ. 265.

— 204 —

«Χοηφόρους» και εις τον στίχον 892 ό 'Ορέστης εμφανίζεται επί έκκυκλή­

ματος έχων προ των ποδών του το πτώμα του Αιγίσθου. Το αυτό επαναλαμ­

βάνεται μετ' ολίγον με το πτώμα της Κλυταιμνήστρας. Εις τάς «Εύμενίδας» έπρεπε να εμφανισθούν έπί του έκκυκλήματος αί Ευμενίδες, ό 'Ορέστης, ό 'Απόλλων και ό Έρμης Χ. Τοϋτο βεβαίως καθίστα την περίπτωσιν πολύ δύσκολον, καθόσον ή μετακίνησις τόσων ατόμων έπί ενός τοιούτου μηχα­

νήματος φαίνεται αρκετά προβληματική. Και εις τάς τραγφδίας του Σοφοκλέους υπάρχουν ευάριθμοι περιπτώ­

σεις εις τάς οποίας είναι πιθανόν ότι εγινεν ή χρήσις έκκυκλήματος. Εις τον «Αϊαντα» έπί παραδείγματος έπρεπε να παρουσιασθή εις τους θεατάς τό έσωτερικόν της σκηνής του ήρωος2. 'Αλλ' έάν και πάλιν ήτο δυνατόν να κινηθούν έπί τοΰ έκκυκλήματος τόσα νεκρά και ζώντα ποίμνια μέ τον Αϊαντα έν μέσω αυτών, φαίνεται άβέβαιον.

'Επίσης εις τήν Άντιγόνην3 τό σώμα της Ευρυδίκης, και εις τήν Ήλέκ­

τραν 4 τό σώμα της Κλυταμνήστρας, είναι πιθανόν, ότι έπεδείχθησαν εις τους θεατάς μέ τήν βοήθειαν του έκκυκλήματος. Έάν τοιούτον μηχάνημα έχρησιμοποιήθη εις τον «Οιδίποδα έπί Κολωνώ» και τον «Φιλοκτήτην», ώςύπεστήριξεν óFrickenhaus 5 δέν δύναται να έξακριβωθή μετά βεβαιότητος.

Πολλοί νεώτεροι μελετηταί τοΰ ζητήματος έχουν επίσης υποδείξει πολλάς περιπτώσεις έκ τών τραγωδιών τοΰ Εύριπίδου, εις τάς οποίας ήτο αναγκαία ή χρησιμοποίησις έκκυκλήματος. Εις τήν τραγωδίαν π.χ. «Ηρα­

κλής Μαινόμενος» άπό τον στίχον 1029 και έξης πρέπει να παρουσιασθούν εις τους θεατάς τα έσφαγμένα τέκνα τοΰ Ηρακλέους, όστις ένεφανίζετο προσδεδεμένος έπί τίνος κίονος :

ϊδεσθε ôè τέκνα προ πατρός άθλια κείμενα δυστάνον ενδοντος νπνον δεινον εκ παίδων φόνου '\

Εις τήν «Έκάβην» παρουσιάζονται έπί τοΰ έκκυκλήματος τα νεκρά τέκνα τοΰ Πολυμνήστορος, τα όποια έχουν φονεύσει ή Εκάβη και αί λοιπαί Τρωαδίτισσαι και έχουν τον ϊδιον τυφλώσει7. Εις τήν «Ήλέκτραν» έπί τοιούτου μηχανήματος έπεδείχθησαν τα σώματα τοΰ Αιγίσθου και της

1. Στίχ. 64 ­179. 2. "Αμα τη είσόδφ της Τεκμήσσης (στίχ. 201). 3. Στίχ. 1293. 4. Στίχ. 1458. 5. Die altgriechische Biihne, Strassburg 1917, σ. 13. 6. Στίχ. 1032­1034. 7. Στίχ. 1049­1052.

— 205 —

Κλυταιμνήστρας ι. Πολλοί επίσης υπεστήριζαν ότι το έκκύκλημα έχρησι­

μοποιήθη εις τον «Ίππόλυτον», δια να μεταφέρη τήν νεκράν Φαίδραν εξω τοϋ ανακτόρου :

αλλ' ήδε τροφός γεραια προ θυρών τήνδε κομίζουσ εξω μελάθρων 2.

και εις τήν Μήδειαν προς έπίδειξιν των ύπ' αυτής φονευθέντων τέκνων 3. "Αλλοι εκ τών νεωτέρων ερευνητών τοϋ αρχαίου Ελληνικού θεάτρου απο­

κλείουν τήν χρήσιν του τοιούτου μηχανικού μέσου κατά τήν κλασσικήν έποχήν, και διατείνονται ότι είναι έφεύρεσις τών Ελληνιστικών χρόνων 4.

2. Ή μηχανή

"Εν άλλο μηχανικόν μέσον, το όποιον έχρησιμοποιήθη πολλάκις κατά τάς δραματικάς παραστάσεις είς τα Ελληνικά θέατρα, ήτο ή «μηχανή». Κατά τον Πολλυδεύκην 5 ήτο εν είδος γερανού : «εκ μετεώρου καταφερό­

μενον εφ' αρπαγή σώματος, ω κέχρηται Ήώς αρπάζουσα το σώμα τοϋ Μέ­

μνονος». Προφανώς του μηχανήματος τούτου έγίνετο χρήσις, δτε παρί­

στατο ανάγκη να εμφανισθούν άφ' ύψηλοϋ θεοί ή άνθρωποι και να δοθή έτσι ή έντύπωσις μιας υπερφυσικής εμφανίσεως ή εξαφανίσεως προσώπων. Τοΰτο έτοποθετεΐτο μάλλον όπισθεν τής σκηνής είς τήν δεξιάν ή άριστεράν γωνίαν της και ήτο κατά τοιούτον τρόπον κατεσκευασμένον, ώστε ήδύνατο να εκθέτη προ τών θεατών τό σώμα τοϋ Θεοΰ ή ήρωος άνηρτημένον φυσικά καταλλήλως υπό τίνος άγκυρίδοςΓ>.

Λεπτομέρειας ως προς τον τρόπον κατά τον όποιον έχρησιμοποίουν τήν μηχανήν δεν γνωρίζομεν αναμφιβόλως θα ήτο κατά στερεόν τρόπον κατεσκευασμένη, εφ" δσον ήδύνατο να παρουσιάζη τα σώματα δύο ή περισ­

σοτέρων ατόμων ταυτοχρόνως. Επίσης θα άπήτει στερεάν τοποθέτησιν, διότι υπήρχε κίνδυνος πτώσεως. Έξ άλλου ή χρησιμοποίησις τοιούτου μηχανήματος κατά τον 5ον αι., είναι συζητήσιμος, διότι ή σκηνή κατά τήν έποχήν αυτήν δεν ήτο και τόσον πρόσφορος δια τήν ασφαλή λειτουρ­

γίαν του. Τό μηχανικόν αυτό μέσον κατά άρχαίαν παράδοσιν έκαλεΐτο και «κρά­

1. Στίχ. 959 και 1172. 2. Στίχ. 170­171. 3. Στίχ. 1313 κέξ. 4. P i c k a r d ­ C a m b r i d g e , ενθ' άνωτ., σσ. 100 κέξ. 5. IV, 130. 6. Ήσυχ. Λεξ. «άγκνρίς, εξ ής άνήπτοντο οι εν ταϊς τραγικαϊς μηχαναΐς επιφαινό­

μενοι».

— 206 —

δη» ι, αν και πολλοί ηθέλησαν να αποδώσουν αυτό το όνομα είς έτερον μηχάνημα, παρεμφερές προς την μηχανήν. "Ισως ή «κράδη» άπετέλει παραλ­

λαγήν της μηχανής και έχρησιμοποιεΐτο κατά το πλείστον είς τας παρα­

στάσεις κωμωδιών. Ή τάσις μερικών δραματογράφων να καταφεύγουν εις τον από μηχανής

θεόν, δια να δίδουν λύσιν είς την πλοκήν τών έργων των, έπεκρίθη ήδη άπο τής αρχαίας εποχής· ό Πλάτων αναφέρει εις τον Κρατύλον 2 ότι «οι τραγωδοϊ δταν τι άπορώσιν, επί τάς μηχανάς καταφενγονσι θεονς αΐροντες» και ό 'Αντιφάνης παρατηρεί3 ότι οί δραματογράφοι «δταν μηδέν δύνανται ειπείν ετι» καταφεύγουν μέ πδσαν εύκολίαν εις την μηχανήν «και τοις θεω­

μένοισιν άποχρώντως έχει». Μερικοί μελετηταί του αρχαίου Ελληνικού θεάτρου έχουν υποδείξει

άρκετάς περιπτώσεις εις τα διασωθέντα δραματικά έργα, εις τάς οποίας έπεβάλλετο ή χρήσις τής μηχανής' εις τον Προμηθέα Δεσμώτην του Αισχύ­

λου λ.χ. ό ωκεανός εμφανίζεται επί πτερωτού ζώου και εξαφανίζεται όμοιο­

τρόπως 4. Εις τάς Εύμενίδας δ ή 'Αθηνά φθάνει εκ Τρωάδος, άφοϋ διάσχιση τάς ατραπούς του ουρανού. Ή Μήδεια G παρουσιάζεται υψωμένη μέ τήν μηχανήν κρατούσαν τα σώματα τών σκοτωμένων τέκνων της. Παρόμοιαι περιπτώσεις απαντούν είς πολλάς άλλας τραγφδίας τοΰ Εύριπίδου, όπως είς τήν «Άνδρομάχην» 7, τον «Ήρακλέα Μαινόμενον» 8, «Ήλέκτραν» 9 κ.ά

Ή μηχανή έχρησιμοποιήθη επίσης και κατά τάς παραστάσεις κωμω­

διών. Είς τάς«Νεφέλας» )0 λ.χ. ό Σωκράτης εμφανίζεται ανηρτημένος εντός κάλαθου μελετών άστρονομίαν είς τους «"Ορνιθας»u ή rIpiç κατέρ­

χεται εκ τοΰ ουρανού και ό Τρυγαΐος είς τήν «Εΐρήνην» 12 ιππεύει ενα . . . κάνθαρον, κ.ά.

3. Το Θεολογεϊον

Έκτος τών περιπτώσεων εκείνων κατά τάς οποίας άπητεΐτο υπερφυσική κάθοδος ή έξαφάνισις θεών ή ηρώων, ύπήρχον και μερικαί άλλαι περι­

1. «ϋύκινος κλάδος». Πολυδ. V. 128. 2. 425 d. 3. Άπόστ. 191. 4. Στίχ. 284 καί 394. 'Επίσης στίχ. 135 και 280 (έμφάνισις τών Ωκεανίδων). 5. Στίχ. 400 κέξ. 6. Στίχ. 1317 κέξ. 7. Στίχ. 1229. 8. Στίχ. 817, 872 και 880. 9. Στίχ. 1235 και 1349.

10. Στίχ. 218. 11. Στίχ. 1199. 12. Στίχ. 154 κέξ.

— 207 —

πτώσεις πού έπρεπε ό εμφανισθείς θεός ή ήρως να παραμείνη επί τι χρονι­

κον διάστημα μετέωρος. Δι' αυτόν τον σκοπόν έχρησιμοποίουν το «Θεολο­

γεΐον». Το Θεολογεΐον κατά πδσαν πιθανότητα ήτο ομοιον περίπου προς το εκκύκλημα και έτοποθετεΐτο εις το όπισθεν μέρος του άνω ορόφου της σκηνής, εις τρόπον ώστε να μη είναι όρατόν υπό των θεατών.

Ύπεστηρίχθη υπό τίνων ερευνητών ότι τό Θεολογεΐον πρέπει να ταυ­

τισθή μέ την άνω όροφήν της σκηνής. Επίσης άλλοι ηθέλησαν να τό συ­

σχετίσουν μέ τήν μηχανήν μάλιστα οι τελευταίοι ι παρεδέχθησαν ότι τό Θεολογεΐον υποκατέστησε τήν μηχανήν, ή οποία έχρησιμοποιήθη αρχικώς και ήτο πρωτόγονος· άλλοι2 υπεστήριζαν τήν εντελώς άντίθετον άποψιν.

Τό βέβαιον είναι ότι περί τήν μορφήν και τήν χρήσιν αυτών τών μη­

χανικών μέσων δεν δυνάμεθα παρά να κάμνωμεν μόνον εικασίας· υπάρχουν πολλαί περιπτώσεις εμφανίσεως θεών κατά τήν έκτύλιξιν τής υποθέσεως πολλών διασωθεισών τραγωδιών άλλ' είναι δύσκολον μετά βεβαιότητος να άποφανθώμεν τί είδους μηχανικόν μέσον έχρησιμοποιήθη δια τήν επί σκηνής παρουσίασίν των. Γενικώς τό όλον ζήτημα, ιδίως όσον άφορα εις τό Θεολογεΐον παρουσιάζεται αρκετά πεπλεγμένον και δυσεπίλυτον.

4. Τά άλλα μηχανικά μέσα

Πλην τών μηχανικών μέσων πού περιεγράφησαν ανωτέρω, αναφέρονται ύπό του Πολυδεύκους και μερικά άλλα, τών οποίων ο χαράκτη ρ παραμένει ακόμη σκοτεινός* έκ τούτων αί «Χαρώνιαι κλίμακες κατά τάς εκ τών εδωλίων καθόδους κείμεναι, τα είδωλα απ αυτών αναπεμπονσιν τα ôè άναπιέσματα, το μεν εστίν εν τη σκηνή ως ποταμον άνελθεΐν ή τοιούτον τι πρόσωπον, το δε περί τους αναβαθμούς, αφ' ων άνέβαινον ερινύες»'0.

Έκ τής περιγραφής αυτής συνάγομεν ότι δια μεν τών «Χαρωνίων κλι­

μάκων» ανήρχοντο επί τής σκηνής τά είδωλα τών νεκρών άπό τό βασίλειον του Πλούτωνος, δια δε τοΰ «Άναπιέσματος» ένεφανίζοντο ύποχθόνιοι θεό­

τητες* εάν αί «Χαρώνιοι κλίμακες» και τό «Άναπίεσμα» έχρησιμοποιήθησαν κατά τήν κλασσικήν έποχήν, τό πράγμα φαίνεται πολύ άπίθανον. Βεβαίως εις τάς τραγωδίας υπάρχουν άρκεταί περιπτώσεις πού αμφότερα τά μέσα ταύτα ήσαν χρήσιμα* δια τό εΐδωλον λ.χ. τοΰ Δαρείου εις τους «Πέρσας»4 του Αισχύλου, όπως και δι' εκείνο τής Κλυταιμνήστρας εις τάς «Εύμενίδας» 5. Ώ ς

1. Πβ. U. v o n W i l a m o w i t z , Ηρακλής, i, σ. 148. 2. Πβ. E. R e i e c h , Theatezr, σσ. 227 κέξ. 3. Πολυδ., IV. 132. 4. Στίχ. 659. 5. Στίχ. 94.

- 208 —

προς το τέλος του «Προμηθέως Δεσμώτου», μερικοί υπεστήριζαν ότι συμ­

φώνως προς την άπειλήν του Έρμου * ό Τιτάν εξαφανίζεται, υπό το έδαφος της σκηνής, ενώπιον των θεατών το πιθανώτερον είναι ότι ό Προμηθεύς παραμένει εις την θέσιν του επί του βράχου, μέχρις ενάρξεως του «Προμη­

θέως Λυομένου». Το «Βροντεΐον» έχρησιμευε δια να προκαλήται θόρυβος όμοιος προς την

βροντή ν στάμναι πλήρεις χαλίκων έκενοΰντο άπο αρκετού ϋψους επί ορει­

χάλκινου ήχοϋντος δοχείου ή σφαιρίδια εκ μολύβδου έρρίπτοντο μαζικώς επί τεταμένου δέρματος2. Το «Κεραυνοσκοπεΐον» ήτο «περίακτος υψηλή» 3

και κατά την ύπόθεσιν του Weismann 4 αύτη εφερεν εις έκάστην τών τριών πλευρών της έζωγραφημένην φωτεινήν φλόγα διαφόρου άποχρώσεως, ούτως ώστε περιστρεφόμενη παρείχε τήν έντύπωσιν της λάμψεως της αστραπής. «Στροφεΐον» ήτο εν είδος περιστρεφόμενου μηχανήματος, δια του οποίου ένεφανίζοντο ως επί τό πλείστον ήρωες εις τον ούρανόν. Το «Ήμικύκλιον» έπαρουσίαζεν αποψιν πόλεως εκ μακρόθεν και το «Ήμιστρόφιον» ήτο μάλλον παρεμφερές προς τό Στροφεΐον.

Πολλαί συζητήσεις έχουν γίνει σχετικώς με τήν ΰπαρξιν ειδικού παρα­

πετάσματος, «αυλαίας», εις τήν σκηνήν τοΰ Ελληνικού θεάτρου. Ό Bethe υπεστήριξε τήν αποψιν 5 ότι τοιούτον παραπέτασμα εισήχθη κατά τα τέλη περίπου τοΰ 5ου αϊ., δτε κατά τήν γνώμη ν του ήρχισαν οί ηθοποιοί να παί­

ζουν επί υψωμένης σκηνικής κατασκευής. Περί χρησιμοποιήσεως τοιαύτης αυλαίας ύπό τών Ελληνικών θεάτρων δεν δυνάμεθα να γνωρίζωμεν, διότι ουδεμία ενδειξις διεσώθη. Εις τα Ρωμαϊκά θέατρα βεβαίως είχε καθιερωθή απ' αρχής* άψευδής μαρτυρία τούτου αποτελεί χωρίον εκ τών «Μεταμορφώ­

σεων» τοΰ Όβιδίου ,;.

1. Στίχ. 1016 κέξ. 2. Πολυδ., IV. 130. 3. Πολυδ., αυτόθι. 4. Seen. Anweis, σσ. 45 κέξ. 5. Prolegomena κλπ., Leip. 1896, σσ. 198 κέξ. 6. III. 3. Πβ. επίσης Όρατ. έπιστ. ii. Ι. 189.

ΓΕΩΡΓΙΟΥ Ν. ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΥ Φιλολόγου

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ, ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΣΤΗΝ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑ,

ΩΣ ΣΥΝΑΓΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΝΟΗΤΗ ALBERTO MAGNO ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΙΚΗΣ ΓΕΡΟΥΣΙΑΣ (1759)

'Αφορμή να σχολιάσω την έκθεση του προνοητή (povveditore) της Κε­

φαλληνίας Alberto Magno 1 προς τη Βενετική Γερουσία (1759), πού έχει εκδώσει χωρίς σχόλια ό Πινιατόρος 2, και να προβώ στην εξαγωγή συμπερα­

σμάτων, μου έδωσε ή ανεύρεση στα Κρατικά 'Αρχεία της Βενετίας (Archivio di Stato di Venezia) περιλήψεως (Sommario) της εκθέσεως3, στο περιθώριο της οποίας υπάρχουν σημαντικές σημειώσεις ενδεικτικές τών μέτρων, πού ή Γαληνότατη δύουσα Δημοκρατία του "Αγίου Μάρκου λάβαινε εκείνη τήν περίοδο απέναντι στην κατάσταση μιας περιοχής σημαντικής στις 'Ανατο­

λικές κτήσεις της. Χαρακτηριστική είναι ή άμεση επέμβαση της Βενετίας μέ το δουκικό

γράμμα, πού στις σημειώσεις του περιθωρίου τής περιλήψεως αναφέρεται

1. Βλ. H o p f C h a r l e s , Chreniques Greco ­ romanes, inédites ou peu connues publieis avec notes et tables généalogiques, Berlin 1873, σ. 402, όπου αναφέρεται ό Alb. Magno ώς προνοητής Κεφαλληνίας μέχρι το 1759, πού τον διαδέχεται ό Pietro Contarmi Q. Alessandro.

2. Βλ. M a r i n o P i g n a t o r e , Memorie Storiche e Critiche dell'isola di Cefa­

lonia dai tempi eroici alla caduta della repubblica Veneta, tomo I, Corfu 1887, pp. 198 ­ 204. Tò πρωτότυπο τής εκθέσεως ένετόπισα στα κρατικά 'Αρχεία τής Βενετίας και έκαμα τή δέουσα παραβολή μέ τήν έκδοση τοϋ Πινιατόρου χωρίς να διαπιστώσω αξιόλογη διαφορά, πού να δικαιολογή τήν επανέκδοση βλ. Archivio di Stato di Venezia, Senato Secreta, Busta 83, χωρίς σελιδαρίθμηση.

3. Βλ. Archivio di Stato di Venezia, Sanato 322, relazioni, Busta 83, ύποφάκελλος πού στο εξώφυλλο του φέρει τήν ένδειξη «1759 3 Dicember Alberto Magno».'Αντίγραφο, χωρίς σελιδαρίθμηση. Οί σημειώσεις τής Γερουσίας στο δεξιό ήμικλάστων σελίδων. 'Από τό έγγραφο εκδίδω τό ανέκδοτο κείμενο τών σημειώσεων τής Γερουσίας περιπτωσιακώς μέσα στή μελέτη μου. Προς διευκόλυνση κατά τις παραπομπές αριθμώ τό έγγραφο l r ­ 3ν.

14

— 210 —

και πού, με χρονολογία 19 Δεκεμβρίου 1759, αποτείνεται προς τον Γενικό προνοητή θαλάσσης (Provveditore generale da Mar), για να λάβη τα δέοντα μέτρα για τήν Κεφαλληνία.

'Αλλά, για να ερμηνεύσουμε τήν ευνοϊκή για τήν Κεφαλληνία αντίδραση της Συγκλήτου στις υποδείξεις του Βενετού Αντιπροσώπου, τήν άμεση επέμβαση με το δουκικο γράμμα της 19 Δεκεμβρίου 1759 (ή έκθεση του Al­

berto Magno έχει χρονολογία 3 Δεκεμβρίου), το ενδιαφέρον της για τή μόρ­

φωση τών κατοίκων του νησιού καί τήν ηθική εξυγίανση, εϊναι ανάγκη να ιδούμε τήν έκθεση καί τις αποφάσεις της Γερουσίας στα πλαίσια μιας εποχής στα μέσα τοΰ IH' αιώνα, πού στή Βενετία, σύμφωνα με τον ιταλό ιστορικό Roberto Cessi, παρίσταται ανάγκη αλλαγής στον τρόπο διοικήσεως όχι μόνο στην περιοχή της 'Αλβανίας καί Δαλματίας, μα πιο πολύ στην περιοχή της 'Ανατολής 1. Είναι ή εποχή πού ή Γαληνότατη προχωρεί προς τή δύση της, αποσύρεται από τον ενεργητικό βίο καί προσπαθεί να κρατηθή μακρυά από τήν υποψία μιας ολοκληρωτικής καταρρεύσεως 2.

Με το άγριο φεουδαρχικό σύστημα διακυβερνήσεως καί τον «έξυπνο» τρόπο φορολογίας, πού χρησιμοποιούσε, εϊχεν οδηγήσει καί τό λαό της Κεφαλληνίας στην οικονομική εξαθλίωση 3 μέ αποτέλεσμα τήν απώλεια τοΰ κύρους, ώς προστάτιδος δυνάμεως, καί τήν ψυχική προετοιμασία τών επτα­

νησίων γενικότερα, ώστε, ύστερα από μερικές δεκαετηρίδες, να δεχθούν τους Γάλλους ώς σωτήρες.

Παθητική στα θέματα «παιδεία» καί «κοινωνική ευταξία» διακόσια ολόκληρα χρόνια καί αποβλέπουσα μόνο στην είσπραξη τών φόρων άπό τήν παραγωγή — άμεσον όφελος — αμείβεται ανάλογα, μέ τήν ανατολή τοΰ τοΰ IH' αιώνα. Τότε μόνο ξυπνούν οί κατά καιρούς προνοητές τών νησιών καί μέ τις καθιερωμένες εκθέσεις τους προς τον Δόγη επισημαίνουν τα αίτια της μειώσεως τών εσόδων καί όμιλοΰν για κοινωνική παραλυσία, έλλειψη μορφώσεως κ.λ.π.

'Αλλά είναι ή εποχή, πού οί επτανήσιοι, επηρεασμένοι άπό τό πνεΰμα τοΰ Ευρωπαϊκού διαφωτισμού, ετοιμάζονται να πρωτοστατήσουν στην έναρξη της περιόδου μιας πνευματικής αναγεννήσεως στην Ελλάδα 4. Στην

1. Βλ. R o b e r t o C e s s i , Storia della Ropubblica di Venezia, voi. secondo, Milano 1968, p. 248.

2. Βλ. Ε ρ μ . Λ ο υ ν τ ζ ή , Περί της πολιτικής καταστάσεως της 'Επτανήσου επί 'Ενετών, 'Αθήναι 1969, σ. 287.

3. Ά ν δ ρ . Ά ν δ ρ ε ά δ ο υ , Περί τής οικονομικής διοικήσεως τής'Επτανήσου επί Βενετοκρατίας, τόμ. 2, 'Αθήναι 1914, σ. 135, δπου γράφει «.. .εν ω κλάδοι τινές ήκμα­

ζον, πενία καί άθλιότης έμάστιζε τον τόπον». 4. Βλ. Δ. Α. Ζ α κ υ θ η ν ο ϋ , Αί ίστορικαί τύχαι τής Επτανήσου, «'Επιστημονική

Έπετηρίς τής Φιλοσοφικής Σχολής τοΰ Πανεπιστημίου 'Αθηνών», τόμ. ΙΕ', 'Αθήναι 1968, σ. 148.

— 211 —

Κεφαλληνία, όπως και στ' άλλα νησιά του 'Ιονίου μέσα σ' αυτήν τήν παρα­

λυσία, πού ανέχθηκε και κληροδοτεί ή Βενετική κατοχή, γεννιέται ό πραγμα­

τικός ζήλος για μάθηση, ώστε να παρουσιασθή πλήθος λογίων 1. Μα εϊναι κιόλας γνωστό πώς οι λόγιοι αυτοί στον σκληρό αγώνα τους για τή στοιχειώ­

δη μόρφωση των νέων, πού διεξάγουν χωρίς οργάνωση και κρατική μέρι­

μνα, βρίσκουν αντιμέτωπη και τήν οργανωμένη προπαγάνδα τής Καθολικής Εκκλησίας 2. Στην Κεφαλληνία ευτυχώς υπήρχαν ελάχιστοι Δυτικοί­ επι­

κρατούσαν οί 'Ορθόδοξοι. Ό Άπ. Βακαλόπουλος τονίζει : «Μάταια οί απεσταλμένοι τής Καθολικής Εκκλησίας, ιδίως οί τρόφιμοι του ελληνικού Κολλεγίου τοΰ "Αγίου 'Αθανασίου, προσπαθούσαν να διασώσουν τό δυτικό δόγμα. Τελικά αφομοιώνονται όλες οι Φράγκικες οικογένειες, οί όποιες κατά τους μακρούς αιώνες τής Φραγκοκρατίας είχαν έγκατασταθή στο νησί. . . » 3 .

Μέσα σ' αυτή τήν «περιρρέουσα» ατμόσφαιρα οί υποδείξεις των προ­

νοητών τού νησιού, στα πλαίσια τοΰ ΓΗ' αιώνα, δεν μπορούν να εννοηθούν σαν εκούσια φροντίδα τής Βενετίας γιά τή μόρφωση των κατοίκων, αλλά σαν επιταγή των καιρών και καθαρή υπαγόρευση τών πραγμάτων.

Τό λαθρεμπόριο, ή φοροδιαφυγή, οί καταπιέσεις τών ισχυρότερων επί τών ασθενέστερων, με τήν έκδηλη αγανάκτηση τών δευτέρων, είναι τό ξέ­

σπασμα διακοσίων χρόνων Βενετικής κατοχής4 με απόλυτη και μοναδική τήν οικονομική εκμετάλλευση5. Και ό Alberto Magno, συνεχιστής τών προ­

κατόχων του στις εκκλήσεις, αναμένει τήν αναβίωση τών περασμένων εποχών με τή μόρφωση τών κατοίκων, αποδίδοντας ολόκληρη τήν άναστά­

1. Μ α τ θ α ί ο υ Κ. Π α ρ α ν ί κ α Σχεδίασμα περί τής έν τώ Έλληνικώ Έθνει καταστάσεως τών γραμμάτων άπο αλώσεως Κωνσταντινουπόλεως (1453 μ.Χ.) μέχρι τών άρχων τής ένεστώσης (ΙΘ) εκατονταετή ρίδος, έν Κωνσταντινουπόλει 1867, σσ. 147 ­148 και Χρ. Σ. Θ ε ο δ ω ρ ά τ ο υ , Ή συμβολή τών Κεφαλλήνων στα Ελληνικά γράμματα, «Ήώς», έτος 5ον, αριθμ. 58 ­ 60, 'Αθήναι 1962 σσ. 85 και έξης.

2. Σέ σχετική μελέτη μου έπί ανεκδότων στοιχείων, πού εχω εγχειρίσει στον διευ­

θυντή του Ελληνικού 'Ινστιτούτου Βενετίας καθηγητή κ. Μ. Ι. Μανούσακα, καταφαίνεται τόσο ό αγώνας αυτός τών καθολικών, όσον και ή στάση τής Βενετίας έναντι αύτοΰ τοϋ θέματος.

3. Ά π. Ε. Β α κ α λ ο π ο ύ λ ο υ , Ιστορία τοϋ Νέου Ελληνισμού, τόμ. Γ', Τουρ­

κοκρατία, Θεσσαλονίκη 1968, σσ. 178 ­179 και Ά μ ί λ κ α Σ. ' Α λ ι β ι ζ ά τ ο υ , Κεφαλ­

ληνιακή Θρησκευτικότης, «Ήώς», έτος 5ον, αριθμ. 58 ­ 60, 'Αθήναι 1962, σ. 29. 4. Χαρακτηριστικά τής αντιδράσεως τών κατοίκων άπό τον ΙΖ' αιώνα είναι τά ανα­

φερόμενα άπό τον τότε προνοητή Andr. Da Mosto : «είναι άνθρωποι ακαταπόνητοι, προκειμένου περί Ιδίων συμφερόντων, άλλα οκνηροί και νωθροί έν ταΐς προς τους πάτρω­

νας και τον ηγεμόνα ύποχρεώσεσιν αυτών, οξυδερκείς, πανούργοι...» βλ. Η. Α. Τσ ι­

τ σ έ λ η, ό.π., τόμ. Β', σ. 419. 5. Ά ν δ ρ. Ά ν δ ρ ε ά δ ο υ , ό.π., τόμ. 2, σσ. 140 ­141.

— 212 —

τωση στην αμάθεια « . . . in estrema compassionevole ignoranza» 1. Και γεννιέται το ερώτημα : δυόμισυ ολόκληρους αιώνες δεν υπήρξαν φωτισμένα στελέχη στη Γαληνότατη Δημοκρατία του "Αγίου Μάρκου, πού να προβλέ­

πουν τα δεινά επακόλουθα αυτής τής άπαιδευσίας τών κατοίκων τών νησιών; "Η μήπως και ή υψηλή αριστοκρατία τής χώρας τών Δόγηδων ακολουθούσε πιστά τα γνωστά συστήματα τών κατακτητών για τήν οικονομική αφαίμαξη τών υπηκόων της; Στην προκειμένη περίπτωση ή έρευνα έχει τον λόγο. Μόνο με τήν δημοσίευση τών εγγράφων τής Βενετοκρατίας στα Επτάνησα θα βρεθή ή ορθή απάντηση.

Σε απόσπασμα τής αναφοράς, πού και ό Ηλίας Τσιτσέλης εκδίδει2, γίνεται φανερή ή λύπη με τήν οποία ό ίδιος ό 'Αντιπρόσωπος τής Γαληνό­

τατης εκθέτει τήν άθλια κατάσταση τής Κεφαλληνίας στα χρόνια, πού υπη­

ρετούσε στο νησί. Με τα λόγια : «Dirò dunque con dolore, macon verità. . .» αρχίζει το κύριο μέρος στην εκθεσή του και θα υπερθεμάτιση στον τόνο τής περιγραφής τών γεγονότων τον προκάτοχο του Cicogna 3. Επιγραμμα­

τικά θα τονίση στις πρώτες κιόλας γραμμές τήν αμάθεια και τήν ασέβεια τών Κεφαλλήνων : «Cefaloniotti non conoscono da molto tempo né disci­

plina, né religione...» 'Αντίθετα, κύρια χαρακτηριστικά τής κοινωνικής καταστάσεως τονίζονται ή άπατη, ή αρπαγή και ή καταπίεση και κρίνονται ώς ανεπαρκή τα μέσα, ώστε ό Βενετός 'Αντιπρόσωπος ν' αντιμετώπιση τα υπάρχοντα δεινά.

Ή μεταφορά τής πρωτεύουσας άπό τό Κάστρο τοϋ Αγίου Γεωργίου στο 'Αργοστόλι4, πού έγινε βάσει τής αποφάσεως τής Συγκλήτου, μέ τό δουκικό γράμμα τής 11 'Ιουνίου 1757 (con Ducali 11 Giugno 1757)5 και πού αυτός ό ϊδιος έπραγματοποίησε επέφερε τους πρώτους καρπούς. Στή μετα­

1. Βλ. M a r i n o P i g n a t o r e , ό.π., σ. 199. 2. Βλ. Η. Α. Τ σ ι τ σ έ λ η , ό.π., τόμ. Β','Αθήναι 1960, σ. 432. 3. Βλ. Η. Α. Τ σ ι τ σ έ λ η , ο.π., τόμ. Β', 'Αθήναι 1960, σσ. 431 ­ 432 και Έ ρ μ.

Λ ο ύ ν τ ζ η, ό. π., σ. 156, όπου χαρακτηρίζει τήν κατάσταση τοϋ νησιού μέ απόσπασμα εκθέσεως τοϋ προνοητή Gicogna : «εΐδον.. . από μακράς ετών περιόδου παραλελυμένον τό Συμβούλιον των πολιτών και πεπαυμένας τάς έκλογάς τών δημοσίων υπαλλήλων, ένε­

κα τών υπερβολικών αξιώσεων τών κομματαρχών, διισχυριζομένων καθ' όλους τους τρό­

πους να διαθέτωσιν αυθαιρέτως τήν τύχην άπάσης τής κοινότητος». 4. Βλ. Ν. Α. Τ ζ ο υ γ α ν ά τ ο υ, Τό 'Αργοστόλι, Μελέτη για τό χρονικό και τήν

τοπωνυμία, «Ήώς», έτος 5ον, αριθμ. 58 ­ 60, 'Αθήναι 1962, σσ. 122 ­123 και Η. Α. Τ σ ι­τ σ έ λ η, ο.π. τόμ. Β', σ. 410, όπου αναφέρει ότι τήν πρώτη αποβάθρα στή παραλία τοϋ 'Αργοστολίου κατεσκεύασε τό 1560 ό προνοητής Al. Balbi.

5. Τό δουκικό γράμμα εξεδόθη άπό τον Δόγη Φρ. Λαουρεδάνο, βλ. σχετικά Η. Α. Τ σ ι τ σ έ λ η , δ. π., τόμ. Β', σ. 432. Οι πρώτες ενέργειες για τή μεταφορά τής πρω­

τεύουσας έγιναν από τον Γεν. Προνοητή Α. Sagredo τό 1715 ­1716, βλ. σχετικά Η. Α. Τ σ ι τ σ έ λ η , ό.π., τόμ. Β', σ. 427.

— 213 —

φορά της πρωτεύουσας οί Βενετοί αντιμετώπισαν ισχυρές αντιδράσεις άπό τους κατοίκους του Κάστρου ι, ανάμεσα στους οποίους, ώς αναφέρει ό 'Ηλίας Τσιτσέλης, πρωτοστάτησε ό πλοίαρχος Ν. Πάνας 2. Παρόλα αυτά το συμ­

φέρον της Βενετίας υπαγόρευε τη μεταφορά και γι' αυτό πραγματοποιήθηκε. Μοναδικό μέλημα των Βενετών ήταν ή είσπραξη τών φόρων μέ κάθε τρόπο άπό τα παραγόμενα προϊόντα. "Επρεπε, λοιπόν, να περιορισθή ή λαθραία εξαγωγή αυτών 3 άπό τό νησί και ιδιαίτερα της σταφίδας 4 και του κρασιού, πού έχουν για τή Βενετία χαρακτήρα μονοπωλιακό και στα όποια έφαρμό­

ζαται ή αρχή της Κυριάρχου (Dominante)5. Στο δεξιό μέρος του φ. 1Γ του εγγράφου της περιλήψεως εκφράζεται ή

απήχηση, πού άπό τό προοίμιο κιόλας είχε ή αναφορά του Alb. Magno, μέ καταγραφή τών ενεργειών της Συγκλήτου στο δουκικό γράμμα της 19 Δε­

κεμβρίου 1759 προς τον Γενικό προνοητή Grimani : «Alcuni essenziali temi della p(rese)nte relazione han commosso la Giusta, la Carità, e la rela­

zione del Senato» (ì. Ό προνοητής Alb. Magno στην αναφορά του θεωρεί υπευθύνους για

τα δεινά πού μαστίζουν τό νησί τους προϊσταμένους τών χωριών. Αυτοί, τονίζει, υποκινούν, βοηθούν και προστατεύουν τους ενόχους (deliquenti) και κατορθώνουν να καλύπτωνται οί ίδιοι επιρρίπτοντας τό πταίσμα στους εκτελεστές 7. Τό γεγονός μας τονίζει τήν ραδιουργία τών ντόπιων παραγόν­

των, οργάνων της Βενετίας στα νησιά8 , σέ βάρος του λαού, πού εργάζεται, πληρώνει φόρους και μαστίζεται συνέχεια στα χρόνια της Βενετοκρατίας 9. 'Αλλαγή τοΰ τόπου διαμονής τών προϊσταμένων τών χωριών θεωρεί άπαραί­

1. Η. Α. Τ σ ι τ σ έ λ η, ο.π., τόμ. Β', σ. 432 2. Η. Α. Τ σ ι τ σ έ λ η, ο.π., τόμ. Β'., σ. 432. 3. Βλ. Α. Ά ν δ ρ ε ά δ ο υ, ο.π., σ. 97, όπου διαφαίνεται «ή μέριμνα περί προστα­

σίας τών δικαιωμάτων της Κυριάρχου, ό φόβος της άλλαχοϋ ή έν Βενετία εξαγωγής τών Επτανησιακών προϊόντων».

4. Ή καλλιέργεια της σταφίδας στά Επτάνησα εμφανίζεται τό πρώτο ήμισυ του IT' αιώνα. βλ. W i l l i a m M i l l e r , Ιστορία της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα (1204 ­ 1566), μετάφραση Σπ. Λάμπρου, τόμ. Β', 'Αθήναι 1909 ­ 1910, σ. 317.

5. Βλ. Ν ι κ. Γ. Μ ο σ χ ο ν α, ό.π., σ. 237, όπου γίνεται φανερό τό ενδιαφέρον τών Βενετών για τό έμπόριον της σταφίδας άπό τά τέλη τοϋ ΙΖ' αιώνα και Α. Ά ν δ ρ ε ά δ ο υ, ό.π., τόμ. Β', σ. 139.

6. Βλ. Archivio di stato di Venezia, Senato 322, relazioni, Busta 83 (Sommario di relazione del Ν. H. Alb. Magno).

7. Βλ. M a r i n o P i g n a t o r e , ό.π., σ. 199. 8. Βλ. Η. Α. Τ σ ι τ σ έ λ η , ό.π., τόμ. Β', σ. 432. 9. Χ ρ. Σ. Θ ε ο δ ω ρ ά τ ο υ, ό.π., σ. 85, Γ ε ρ. Χ. Μ ο σ χ ο π ο ύ λ ο υ , 'Ιστο­

ρία (συνοπτική) τής Κεφαλληνίας,'Αθήναι 1951, σ. 25, Έ ρ μ. Λ ο ύ ν τ ζ η , ό.π., σ· 156 και Γ ε ρ . Μ α υ ρ ο γ ι ά ν ν η , ό.π., τόμ. Α'.'Αθήναι 1889, σ. 38.

— 214 —

τητη ό Alb. Magno. "Ετσι ελπίζει, ότι είναι δυνατό να έπανέλθη ή πειθαρ­

χία και ή υποταγή στους δημόσιους νόμους. Ό Προνοητής θεωρεί την πιο πάνω πρόταση του, τη σχετική μέ τους

προϊσταμένους τών χωριών, σαν προϋπόθεση βασική και στή διακοπή της διαρροής τών κατοίκων της Κεφαλληνίας σε τουρκοκρατούμενες περιοχές. Ή άθλια οικονομική κατάσταση, οί φοβερές ασθένειες, οι σεισμοί καί οι καταπιέσεις τών ανωτέρων τάξεων καταστοϋσαν συνηθισμένο το φαινό­

μενο της φυγής τών Κεφαλλήνων άπό το νησί τους. Ό Ή . Τσιτσέλης χαρα­

κτηριστικά γράφει : «Έλλειψις ασφαλείας και πενία ήνάγκασαν πολλούς να έγκατασταθώσιν εν Κορίνθω, Πάτραις, Γαστούνη, "Αρτη, Μεσολογγίφ και Ξηρομέρω» 1.

Συνεχίζοντας ό Βενετός 'Αντιπρόσωπος τονίζει υπερβολικά τήν έλλειψη της ευσέβειας και πίστεως, πού τήν αποδίδει σήτν αμάθεια και στή σκαν­

δαλώδη κακοήθεια τοϋ ελληνικού κλήρου. Στην Κεφαλληνία επικρατεί κυριολεκτικά παραλυσία, συναλλαγή για τήν επίτευξη εκκλησιαστικών αξιωμάτων, κατάργηση της ιεραρχίας, ακολασία ιερωμένων. Μοναδικός σκοπός εκείνων πού φορούν τό σχήμα τοϋ μοναχού είναι ή οκνηρία, και ό σεβασμός τών κατοίκων προς τα μοναστήρια αρχίζει να έκλείπη 2. Τα μοναστήρια έχουν γίνει άσυλα εγκληματιών, οκνηρών αναξίων καλόγερων : «occupati da persone immeritevoli che ivi trovano. . . asilo. . . »3 .

«Sono molti li conventi greci sparsi per l 'Isola... » i αναφέρει ό Magno

1. Βλ. Η. Α. Τ σ ι τ σ έ λ η, ο.π., τόμ. Β', σσ. 433 ­ 434. Α. Α ν δ ρ ε ά δ ο υ , ο.π., τόμ. Β', 'Αθήναι 1914, σ. 143. Ό πληθυσμός της Κεφαλληνίας τήν περίοδο πού εξετά­

ζουμε καί συγκεκριμένα τό 1760 ήταν 75.000, σχετικά βλ. Κ ω ν. Γ. Μ α χ α ι ρ ά , ό.π., σσ. 144 ­145, σημ. 1, Κ ω ν. Κ α ι ρ ο φ ύ λ α , ο.π. σ. 27. ' Ι ω σ ή φ Π ά ρ τ ς , Κεφαλ­

ληνίας καί'Ιθάκης Γεωγραφική μονογραφία, έξελληνισθεΐσα υπό Λ. Γ. Π α π α ν ­

δρέου, 'Αθήναι 1892, σ. 121 καί Ν ι κ. Γ. Μ ο σ χ ο ν α, ό.π., σ. 231. 2. Βλ. Π. Χ ι ώ τ η, 'Ιστορικά'Απομνημονεύματα Επτανήσου, έν Ζακύνθω 1887,

τόμ. 6, σ. 41. Γ ε ω ρ γ . Ν. Μ ο σ χ ο π ο ύ λ ο υ , Ό Ίωάσαφ Κορνήλιος καί δύο ανέκ­

δοτες επιστολές του (1782), Θησαυρίσματα, περιοδικόν τοϋ Ελληνικού 'Ινστιτούτου Βυ­

ζαντινών και Μεταβυζαντινών σπουδών, τόμ. 7, Βενετία 1970, σσ. 162­163, Εύθ . Γ. Κ ο υ ρ ο ύ κ λ η , Κεφαλληνιακά έγγραφα της Ενετοκρατίας, «Ελληνικά», τόμ. Ε', 'Αθήναι 1932, σ. 104, πού μεταξύ τών άλλων τονίζει ότι «έπεκράτει τότε μακρά τις παρα­

λυσία είς τα θρησκευτικά καί γενικώς τά εκκλησιαστικά πράγματα τής νήσου», Ί ω. Π. Λ ο β έ ρ δ ο υ Κ ω σ τ ή , 'Ιστορία τής Νήσου Κεφαλληνίας, δοκίμιον συγγραφέν Ίτα­

λιστί, έξελληνισθέν υπό Παύλου Κων. Γρατσιάτου, Κεφαλληνία 1888, σ. 165 καί Η. Α. Τ σ ι τ σ έ λ η, ό. π., τόμ. Β'. 'Αθήναι 1960, σσ. 238 ­ 240, όπου περιγράφει τις προσπάθειες του Γεν. προνοητή Ag. Sagredo να διόρθωση τήν κατάσταση τών μοναστηριών μέ τον περίφημο Κανονισμό του καί συνέχεια τοϋ Γεν. προνοητή Α. Friuli κ.ά., πού αγωνίζον­

ται για τον ΐδιο σκοπό, άλλα παρ' όλα αυτά : «ό προς τάς μονάς σεβασμός ήρξατο μειούμενος...»

3. Βλ. M a r i n ο P i g n a t o r e , ό.π., σ. 199. 4. M a r i n o P i g n a t o r e , ό.π., σ. 199.

— 215 —

καί, σύμφωνα με επίσημη κατάσταση, πού αναφέρει το προσωπικό και τα έσοδα όλων των μοναστηριών, πού υπήρχαν το 1805 (20 Ιουνίου) συνάγεται, ότι το σύνολον αυτών στο νησί καί τών «ιδιωτικών τοιούτων ή πατρωνικών (juspatronatiprivati) μη εξαιρουμένων της κυβερνητικής εποπτείας» ήταν 35 ι. "Αν ακόμη λάβουμε υπ' όψη μας καί δύο καθολικά πού καταργήθηκαν την εποχή αυτή ανέρχονται σέ 37 2. Πρέπει όμως να σημειωθή, ότι για πολλούς λόγους συνεχώς έλιγόστευαν 3. Ό αριθμός, λοιπόν, αυτών στο 1759, πού γίνεται ή έκθεση τοΰ Magno θα ήταν πολύ μεγαλύτερος.

Γι' αυτό το σοβαρό πρόβλημα τών μοναστηριών, στο περιθώριο τοΰ εγγράφου της περιλήψεως βλέπουμε τα σχόλια της Βενετικής Συγκλήτου καί τις εντολές πού δίνει στο Γενικό προνοητή Grimani με το δουκικό γράμμα, πού πιο πάνω αναφέραμε. Οί εντολές αυτές εκφράζουν τήν πρόνοια τών Βενετών σχετικά μέ τον ελληνικό κλήρο καί τα μοναστήρια του νησιού. Διαβάζουμε σχετικά : «Degni delle zelanti sue sollecitudini li cenni intorno al clero greco e conventi situati con insomode conseguenze fuori dell'abitato, vi presti li suoi prudenti riflessi, suggerisce il più conveniente» 4.

Σημαντική είναι ή πληροφορία τής εκθέσεως καί εκφράζει τήν πολι­

τική τής Δημοκρατίας τοΰ 'Αγίου Μάρκου στις τελευταίες δεκαετηρίδες στα νησιά5 , ή σχετική μέ τήν αξιοποίηση τών εσόδων τών μοναστηριών, πού τώρα σπαταλώνται αντίθετα μέ τήν επιθυμία τών ευσεβών δωρητών6. Ό Magno προτείνει τα έσοδα τών μοναστηριών να χρησιμοποιηθούν για τήν ίδρυση δημοσίων σχολείων. Καί είναι ή πρώτη φορά πού βλέπουμε Βενετό Αντιπρόσωπο στην Κεφαλληνία να παρουσιάζη τέτοιο ένδιαφέρο για τή μόρφωση τοΰ λαοΰ 7. Μέχρι τότε, όπως καί άπό τήν έκθεση συνάγεται,

1. Η. Α. Τ σ ι τ σ έ λ η, ο.π., τόμ. Β', σσ. 241 ­ 242. 2. Βλ. M a r i n o P i g n a t o r e , ο.π. τόμ. II, Corfu 1889, σ. 33. 3. Βλ. Η. Α. Τ σ ι τ σ έ λ η, ό.π. τόμ. Β', σσ. 240 καί 242. 4. Βλ. Archivio di Stato di Venezia, ο.π. (sommario), φ. l r . 5. R o b e r t o C e s s i , ο.π., σ. 248. 6. Βλ. M a r i n o P i g n a t o r e , ο.π., σ. 200, Η. Α. Τ σ ι τ σ έ λ η, ό.π., τόμ.

Β', σ. 242, πού τονίζει κατά τους χρόνους αυτούς τή στροφή τής προσοχής τής «Κυβερ­

νήσεως» τών Βενετών εις τάς έκτεταμένας γαιοκτησίας τών μονών, τάς διαρπαζομένας καί πληρούσας μόνον σκοπούς ιδιοτέλειας, εκποδών θεμένης τήν κατακραυγήν τών φιλο­

θρήσκων καί τών κληρικών». 7. Παρόμοια πρόταση κάνει στην εκθεσή του προς τήν Βενετική Σύγκλητο τον

Αύγουστο τοΰ 1780 ό 'Ανώτερος προνοητής Λευκάδος Sebastiano Morosini βλ. σχετικά Κ ω ν. Γ. Μ α χ α ι ρ ά , ο.π., σ. 244, όπου άπό τον Sebastiano Morosini προτείνεται ή ίδρυση σχολείων «άτινα θα συνετηροΰντο έκ τών μοναστηριακών κτημάτων». Βλ. καί Η. Α. Τ σ ι τ σ έ λ η, ο.π., τόμ. Β', σ. 240, σημ. 5, όπου αναφέρεται ότι πολύ αργότερα, στα 1805, επιβάλλεται τα μοναστήρια να προσφέρουν άπό τα εισοδήματα τους για τήν παιδεία.

— 216 —

στο νησί αυτό συστηματικά δημόσια σχολεία δεν υπήρχαν, αν εξαιρέσουμε υποτυπώδεις περιπτώσεις χ, πού κι' αυτές περισσότερο αφορούσαν τη μόρ­

φωση των παιδιών των Βενετών υπαλλήλων, σέ αντίθεση βέβαια με την Κέρ­

κυρα, όπου, πλην τών άλλων, από τό 1758 ευδοκιμεί ή Σχολή του Νικη­

φόρου Θεοτόκη, στην οποία μαρτυρεΐται διδασκαλία συστηματική και ση­

μαντικός αριθμός μαθητών2. Ό Alb. Magno ιδιαίτερα περιγράφει τήν κατάσταση στα μοναστήρια

τών καλογριών πού «senza clausura e senza custodia» σκορπισμένα σέ απόμακρα μέρη του νησιού γίνονται κέντρα σκανδάλων και προτείνει να περιορισθούν μόνο μέσα στις τρεις πόλεις, στο Κάστρο, στο 'Αργοστόλι και στο Ληξούρι, όπου υπάρχει άμεση επίβλεψη τών αρμοδίων.

Κατά τήν περίοδο αυτή πλην του Γενικού προνοητή Sagredo, τών προ­

νοητών Gicogna και Magno, καθώς και άλλων κυβερνητικών παραγόντων, ενδιαφέρον επέδειξαν για τή βελτίωση της ηθικής καταστάσεως και αρχιε­

ρείς ως ό Άβράμιος Μελισσηνός (1756)3 και ό Σωφρόνιος Κουτούβαλης (1759) 4.

'Αξίζει να εξάρουμε ιδιαίτερα τή δραστηριότητα, πού επέδειξε ό δεύ­

τερος, και να αιτιολογήσουμε τα δεκατέσσερα άρθρα τοΰ περίφημου θε­

σπίσματός του, γιατί ή ανάρρηση του στον αρχιερατικό θρόνο της Κεφαλ­

ληνίας συμπίπτει με τον χρόνο της εκθέσεως τοΰ Alb. Magno 5. "Αλλο σημείο πού τονίζεται στην έκθεση εϊναι ή παραγωγή τοΰ νησιού,

1. Βλ. Κ. Κ α ι ρ ο φ ύ λ α , δ.π., σ. 271, όπου αναφέρονται τα σχολεία τοΰ φρου­

ρίου του 'Αγίου Γεωργίου καί τοΰ Ληξουρίου, και Γ ε ρ . Π ε ν τ ο γ ά λ ο υ , Κεφαλ­

ληνιακά έγγραφα παροχής στοιχειώδους εκπαιδεύσεως έπί Ενετοκρατίας, «Παρνασός», τόμ. ΙΔ' (2). 1972, σσ. 285 κέ.

2. Κ. Κ α ι ρ ο φ ύ λ α , δ.π., σ. 276. Μ α τ θ α ί ο υ Κ. Π α ρ α ν ί κ α , δ.π., σ. 141, Γ ε ω ρ γ. Θ. Ζ ώ ρ α, Ή Ιστορία καί ή κοινωνική καί πνευματική κατάστασις εν Έπτα­

νήσω από Ενετοκρατίας μέχρι σήμερον, «Ελληνική Δημιουργία», έτος Τ', τόμ. 12, τεύχος 135, 'Αθήναι 1953, σ. 334. Στοιχεία για τή σχολή Ν. Θεοτόκη, περιέχονται σε σχετική μελέτη μου, πού έχω εγχειρίσει στον Διευθυντή τοΰ Έλληνικοΰ 'Ινστιτούτου Βενετίας, καθηγητή κ. Μ. Ι. Μανούσακα.

3. βλ. Η. Α. Τ σ ι τ σ έ λ η , δ.π., τόμ. Β', σσ. 237­239. 4. βλ. Η. Α. Τ σ ι τ σ έ λη , δ.π., τόμ. Β', σ. 240, Π. Χ ι ώ τ η , δ.π., τόμ. 6, σ.

41 και Α. Σ κ ι α δ α ρ έ σ η , Συνοπτική Ιστορία της εκκλησίας της Νήσου Κεφαλλη­

νίας, «Ήώς», έτος 5ον, άρ. 58 ­ 60, 'Αθήναι 1962, σ. 33. 5. Περισσότερα για τή δράση τοΰ Σ. Κουτούβαλη βλ. Τοπικόν Ιστορικόν Άρχεϊον

Κεφαλληνίας, Φακ. 'Αποφάσεις Μητροπολιτών, όπου υπάρχει πλούσια σειρά δικών του έγγραφων. 'Επίσης βλ. Μ. Ι. Μ α ν ο ύ σ α κ α, 'Ανέκδοτα Πατριαρχικά Γράμματα (1547 ­1806), Βενετία 1968, σσ. 94 ­126. Γ. Σ. Π λ ο υ μ ί δ η, Βοΰλλαι Παπών περί τών Ελλήνων 'Ορθοδόξων της Βενετίας, «Θησαυρίσματα», τόμ. 7, Βενετία 1970, σσ. 262 ­ 266 Γ ε ω ρ γ . Ν. Μ ο σ χ ο π ο ύ λ ο υ , δ.π., σ. 151 κ.έ. καί Ι. Β ε λ ο ύ δ ο υ , Ελλήνων. 'Ορθοδόξων αποικία έν Βενετία, 'Ιστορικόν υπόμνημα, εκδ. β' Βενετία 1893, σ. 103.

— 217 —

δ τρόπος βελτιώσεως της οικονομίας της Κεφαλληνίας, πού στα χρόνια αυτά βρίσκεται σέ άθλια κατάσταση και οι κάτοικοι είναι καταδικασμένοι «. . .di patir la fame»1 και τοϋτο γιατί υπήρχε έλλειψη σταριού «penuria di grano». Tò στάρι την εποχή της Βενετοκρατίας στα νησιά ήταν «κυριώ­

τερον της διατροφής μέσον». Διάφοροι όμως λόγοι, πόλεμοι, επιδρομές πειρατών, ή επέκταση της καλλιέργειας τής σταφίδας, ιδιαίτερες συνθήκες τών κατοίκων περιόριζαν τήν παραγωγή του2. Ό Magno τονίζει τήν ανάγκη καλλιέργειας του σταριού και ή Βενετική Σύγκλητος, μέ αφορμή τήν έκ­

θεση του, στο ψήφισμα τής 19 Δεκεμβρίου 1759 (in Pregadi), μνεία του οποίου γίνεται στο περιθώριο του εγγράφου τής περιλήψεως, αναθέτει στους Βενετούς Σοφούς (V. Savi) να φροντίσουν για τήν προώθηση τής παραγωγής του σιταριού. Γράφει ή σχετική σημείωση : «Commette a Vene­

ziani) Savi di versar per promovere la produz(io)ne de grani nell'Isola, pro­

curando che gl'abitanti si pronedessero de grani dello Stato e sugerindo se foss oportuno la spedizione de biscotti» 3. Ταυτόχρονα, σύμφωνα μέ τις σημειώσεις του περιθωρίου τής περιλήψεως, μέ τό δουκικό γράμμα πού απο­

στέλλεται στον Γενικό προνοητή συνιστάται ή επανίδρυση τής Σιταπο­

θήκης : «Si anima a far risorgere il Fontico e Monte di Pietà e si gradisce, che abbia cominciato a versarvi» i. Επειδή ó Alb. Magno στην έκθεση του συνιστούσε τήν επανίδρυση και του ενεχυροδανειστηρίου (Monte di Pietà) για τήν εξυπηρέτηση τών πτωχών, ή Γερουσία μέ τό πιο πάνω κείμενο δίνει τήν δέουσα εντολή στον Γενικό προνοητή, ώστε να τους άπαλλάξη από τήν τοκογλυφία.

Για τήν ανάπτυξη τής καλλιέργειας και τη βελτίωση τής ζωής τών κα­

τοίκων του νησιού ο Alb. Magno, στή συνέχεια τής εκθέσεως του, επιμένει στον περιορισμό τών αγελών μόνο στα δασοτόπια 5, ώστε να παραμείνουν

1. Βλ. M a r i n o P i g n a t o r e , ο.π., σ. 200 και Α. Ά ν δ ρ ε ά δ ο υ, δ.π., τόμ. Β', σ. 135 κ.έ.

2. Έ ρ μ. Λ ο υ τ ζ η , ο.π., σσ. 242 ­ 243, Κ. Γ. Μ α χ α ι ρ α, ο.π., σ. 62 και Η. Α. Τ σ ι τ σ έ λ η , ο.π., τόμ. Β', σ. 411, όπου αναφέρει ότι τό 1576 «ή νήσος παρήγεν το­

σούτον σΐτον, ώστε τό τρίτον τής παραγωγής εστάλη εις τήν φρουράν Κερκύρας προς κατασκευήν διπυρίτου».

3. Βλ. Archivio di Stato di Venezia, ο.π. (Sommario), φ. 2r και Archivio di stato di Venezia, Senato Mar, Registro 225, φ. 1111".

4. Βλ. Archivio di Stato di Venezia Senato 322, Busta 83, relazioni (Sommario), φ. 2Γ και Archivio di stato di Venezia, Senato Mar, Registro 225, φ. 113v.

5. Ή κτηνοτροφία ώς συνάγεται ήταν νομαδική και τα κοπάδια τρέφονταν εις βάρος των δασών και τής χλωρίδος καταστρέφοντας και καλλιεργημένες εκτάσεις. Τό κακό δεν διορθώθηκε ποτέ. 'Ακόμη και σήμερα σχετικά με τήν κτηνοτροφία ή ίδια κα­

τάσταση επικρατεί και «. . . τα κοπάδια καταπατούν τήν ξένην ίδιοκτησίαν», βλ. σχετικά Π α ν α γ ή Σ ο λ ο μ ο ύ , Ή οικονομία τής Κεφαλλωνιδς, «Ήώς», έτος 5ον, αρ. 58 ­ 60, 'Αθήναι 1962, σ. 69 και Α. Ά ν δ ρ ε ά δ ο υ, ο.π., τόμ. Β', σ. 138.

— 218 —

ελεύθεροι οί καλλιεργήσιμοι χώροι για τη φύτευση ελιών ι και μορεών 2. Καθώς συνάγεται από την ϊδια την έκθεση υπήρχαν σχετικοί νόμοι παλιό­

τεροι, πού απαγόρευαν τήν ανάπτυξη τής κτηνοτροφίας μέσα στις καλλιερ­

γημένες περιοχές και επέβαλλαν κυρώσεις στους παραβάτες. Ό Γενικός προνοητής Α. Sagredo 3 φαίνεται, ότι είχε λάβει πρόνοια για τήν υπόθεση των δασοτόπων, τον περιορισμό των αγελών και τήν προστασία τής καλλιέρ­

γειας με σχετικές διαταγές, πού επικυρώθηκαν με δουκικό γράμμα τήν 1 'Απριλίου 1758 4. Μνεία τούτων γίνεται στο περιθώριο του έγγραφου τής περιλήψεως με τό ακόλουθο κείμενο : «Delinguenza cosi intollerabile con­

viene correngerla risolutam(en)te a tenor delle leggi e delle ordinaz(io)ni Gen(era)l Sagredo, le quali furono raffermare con Ducali p(rim)o Ap(ri)le 1758. Ciò sia principale impegno de studi della carica» 5. Καθώς αναφέρεται στην έκθεση του Magno, χάρη στα μέτρα πού ελήφθησαν άπό τον Γεν. προνοητή Sagredo ή παραγωγή τών προϊόντων αυξήθηκε τουλάχιστον κατά ενα τέταρτο περισσότερο. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στην αύξηση τής παραγωγής τής σταφίδας, πού σύμφωνα με τό ψήφισμα τής Γερουσίας (19 Δεκεμβρίου 1759) : «V(eneziani) Savi abbino a cuore di eccitate il magior incremento delle uvepasse» ".

'Αλλά ακόμη νέες εντολές δίνονται με τό δουκικό γράμμα τις 19 Δεκεμ­

βρίου 1759, σαν άμεση ενέργεια τής Βενετικής Γερουσίας, ώς μας πληρο­

φορεί τό κείμενο του περιθωρίου του έγγραφου : «Esamini le term(inazio)ni carpite con falsi suposti per uso de pascoli e per convertirle a invadere e devastare li beni altrui. Queste term(inazio)ni doppo li previ esami saranno della carica assolutam(en)te annuiate, facendone con la dillusione di pro­

clama manifesta questa volontà pub(blic)a. Studii la carica di ravirar e tener fermi li statuiti utili provedimenti per promovere vantaggi a sudditi, all'

1. Βλ. Π α ν α γ ή Σ ο λ ο μ ο ύ , ό.π., σ. 67, όπου γράφει : «Ή ενετική Δημοκρα­

τία επιχορήγησε το φύτεμα τής ελιάς σε σημείο πού βλέπουμε σήμερα ελιές αιωνόβιες φυτρωμένες ακόμη κι επάνω σέ βράχους».

2. Πραγματικά τό έδαφος τής Κεφαλληνίας ευνοεί τήν καλλιέργεια τής μουριάς, βλ. Π α ν α γ ή Σ ο λ ο μ ο ύ , ό.π., σ. 65 : «Ή μουριά ευδοκιμεί θαυμάσια και θά μπο­

ρούσε ν' άναπτυχθή ή σηροτροφία». 3. Η. Α. Τ σ ι τ σ έ λ η, ό.π., τόμ. Β', σ. 427, σημ. 5 και σ. 431. Γιά πρώτη φορά

ό Α. Sagredo υπηρέτησε τό 1715 ­1716, οπότε εισηγήθηκε τή μεταφορά τής πρωτεύουσας στο 'Αργοστόλι. Βλ. Η. Α. Τ σι τ σ έ λ η, ό.π., σ. 427.

4. Βλ. Archivio di Stato di Venezia, Senato Mar, Registro 224, anno 1758 (2 Μαρτίου ­ 24 Απριλίου), φ. 73Γ"ν (παλαιά αρίθμηση), όπου υπάρχει τό σχετικό δουκικό γράμμα.

5. Βλ. Archivio di Stato di Venezia, Senato 332, Busta 83, Relazioni (Somma­

rio), φ. 2 r . 6. Βλ. Archivio di Stato di Venezia, ό.π., (Sommario) φ. 3 r .

— 219 —

Erario e Commercio. Dia notizia dell' esecuz(io)ne» l. Σημαντική λοιπόν υπήρ­

ξε ή ενθάρρυνση των Βενετών, κατά τήν περίοδο αυτή, για τήν καλλιέργεια και τήν αύξηση της παραγωγής. Ειδικά στην Κεφαλληνία τό έδαφος θεω­

ρήθηκε πρόσφορο για τήν καλλιέργεια της ελιάς και τής μουριάς. 'Επίσης σοβαρό πρόβλημα, πού απασχολούσε τους Βενετούς στην Κε­

φαλληνία, ήταν το λαθρεμπόριο. Ή μεταφορά τής πρωτεύουσας στο 'Αργο­

στόλι έθεσε κάποιο περιορισμό, ως αναφέραμε, στή λαθραία εξαγωγή των προϊόντων τουλάχιστον άπό τήν περιοχή, πού ή νέα πρωτεύουσα έδέσποζε. Άλλα σέ πολλά απομεμακρυσμένα μέρη του νησιού συνεχιζόταν παρόλο πού τα βενετικά πλοία διαρκώς παρέπλεαν στις ακτές και κυνηγούσαν τους λαθρέ­

μπορους. Και ό Alb. Magno μας πληροφορεί τον τρόπο, με τον όποιον οί Σλάβοι (Sciavoni) κατόρθωναν νά έμπορεύωνται λαθραία τή σταφίδα (uva­

passa), τήν οποία όφειλαν οί Κεφαλλωνίτες νά εξάγουν μόνο στην Κυρίαρχο Δύναμη (Dominante). Οί Σλάβοι και συγκεκριμένα οί Δαλματοί, πού βρί­

σκονταν στο νησί κατόρθωναν νά τή μεταφέρουν στή Δαλματία και από εκεί με μικρές βάρκες νά τήν οδηγούν στην Τεργέστη, εξω άπό τή Βενετική επικράτεια 2.

Ή Γερουσία, ύστερα άπό τήν έκθεση τοΰ Magno, λαβαίνει νέα μέτρα καταστολής τοΰ λαθρεμπορίου, με τό δουκικό γράμμα στις 19 Δεκεμβρίου 1759 προς τον Γενικό προνοητή θαλάσσης. Και στο περιθώριο τοΰ εγγρά­

φου τής περιλήψεως τής εκθέσεως σημειώνεται άπό τή Γερουσία : «Che applichi a divertire li controbandi e parti colar(men)te li comessi dalli Schiavoni»3.

Στο τέλος τής εκθέσεως του ό Alb. Magno μας αναφέρει πληροφορία, ή οποία τονίζει τήν κορύφωση τών εκβιασμών και τών πιέσεων, πού υπέ­

φεραν οί φτωχοί χωρικοί, οί εργάτες, άφοϋ και αυτή ή υπηρεσία τοΰ Ύγειο­

νομικοΰ (ufficio di Sanità) προσπαθούσε νά απομύζηση τον κόπο τους. Καθώς είναι γνωστό και ώς συνάγεται και από τήν έκθεση τοΰ Magno

κατά τήν εποχή αυτή, όπως και αργότερα, έφευγαν στην περίοδο τοΰ θερι­

σμοΰ οί Κεφαλλωνίτες προς τήν τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, βασικά στην Πελοπόννησο, για νά εργασθούν.

'Αλλ' επειδή τήν 'Οθωμανική Αυτοκρατορία συνήθως έμάστιζε ή πανώ­

λης, οί Βενετοί έλαβαν όλα τα προφυλακτικά μέτρα, ώστε νά αποφεύγουν

1. Βλ. Archivio di Stato di Venezia, ο.π. (Sommario), φ. 2r. 2. Στην Τεργέστη, πού αυτήν τήν εποχή βρισκόταν στην εξουσία τής Αυστρίας,

ανθούσε σημαντική Ελληνική κοινότητα, πού στηριζόταν κυρίως στο εμπόριο. Σήμερα ακόμη διατηρείται ή κοινότητα με άρκετόν αριθμό Ελλήνων. Σχετικά βλ. G i u s e p p e Stefani , Ι Greci a Trieste nel Settecento, Trieste 1960.

3. Βλ. Archivio di Stato di Venezia, ο.π. (Sommario), φ. 3Γ.

— 220 —

την μετάδοση στις κατακτήσεις τους. Μεταξύ των άλλων ή ανάγκη επέβαλλε και την ίδρυση Λοιμοκαθαρτηρίου (Lazaretto) 1.

Οι προερχόμενοι, λοιπόν, άπό τήν τουρκοκρατούμενη Ελλάδα έπρεπε να περάσουν άπό τό Λοιμοκαθαρτήριο, όπου παρέμεναν ορισμένες μέρες και τα έξοδα της έκεΐ παραμονής τους πλήρωναν οί ϊδιοι. Άλλα ό προϊστάμενος του Λοιμοκαθαρτηρίου, παρόλο πού λάβαινε μηνιαίως μισθό 25 Δουκάτων, εξασκούσε κάθε είδους εκβιασμό, ώστε να εκμεταλλεύεται τους φτωχούς εργάτες. Καί ή Γερουσία με τό ψήφισμα (19 Δεκεμβρίου 1759) συνιστά : «Magistrato alla Sanità versi sul controscritto articolo per imporvi la dovuta emenda» 2. Γενικά ή έκθεση του Alberto Magno με τήν άμεση καί ευνοϊκή επέμβαση της βενετικής Συγκλήτου, έφερε σοβαρά αποτελέσματα. Ό Γενικός προνοητής Grimani έλαβε σοβαρά ύπ' όψη του τις υποδείξεις του Magno καί βάσει των διαταγών τής Βενετικής Συγκλήτου περιόδευσε τήν Κεφαλληνία κατά τήν πληροφορία του Ή . Τσιτσέλη 3 «ως έκτακτος απεσταλμένος προς κατεύνασιν τής έκρυθμου καί μακροχρονίου άνωμα­

λωτάτης καταστάσεως, συνέλαβεν τους πρωταιτίους Μ. Μεταξάν και Μ. Άν. Άννινον, οϊτινες καί άπηγχονίσθησαν εν Ένετ ία . . . έμερίμνησε καί περί υγειονομικών μέτρων... έφυτεύθησαν μερίμναις αύτοϋ 22.000 έλαιαι καί 15 χιλ. συκαμινέαι» *.

1. Το πρώτο Lazaretto πού συστάθηκε στην Ευρώπη ήταν τής Βενετίας, ώστε «καί αυτό το όνομα Lazaretto εν κοινή χρήσει παρά τοις άλλοδαποΐς προήλθεν έκ Βενετίας», βλ. σχετικά Έ ρ μ . Λ ο υ ν τ ζ η , ο.π., σσ. 129 ­130. Περί των Lazaretti τής Βενετίας βλ. Μ. Ι. Μ α ν ο ύ σ α κ α , ο.π., σ. 20, όπου αναφέρει, ότι το «Lazaretto Vecchio, το επί τής νησίδος τής Sanda Maria di Nazareth, όπερ, ιδρυθέν τον 13ον αιώνα, θεωρείται τό άρχαιότερον τής Ευρώπης». Στο 'Αργοστόλι το παλαιότερο ιδρύθηκε τό 1705 στή θέση, πού σήμερα καλείται Μαϊστράτο. βλ. Ν. Δ. Τ ζ ο υ γ α ν ά τ ο υ , ο.π., σ. 122 καί Η. Α. Τ σ ι τ σ έ λ η , ό.π., τόμ. Β', σ. 433, όπου αναφέρει ίδρυση Λοιμοκαθαρτηρίου στα Φωκάτα τό 1760.

2. Archivio di Stato, ο.π. (Sommario), φ. 3V. 3. βλ. Η. Α. Τ σ ι τ σ έ λ η , ο.π., τόμ. Β'., σ. 433. 4. βλ. Η. L i d d e l l ­ R . S c o t t, Μέγα Λεξικόν τής Ελληνικής γλώσσης, τόμ.

Δ', 'Αθήναι, σ. 164, σχετικά με τήν Συκαμινέα. Ερμηνεύει αυτή ώς συκάμινο, «σκαμνιά», «μουργιά». Ό καρπός της λέγεται «συκάμινον», «μόρον» κοινώς «μοϋρον». Στο νησί υπάρχουν καί σήμερα μερικά γερασμένα δένδρα του είδους αύτοϋ, κυρίως στην περιοχή τής κατωγής Πάλλης.

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΜΠΑΣΗ Έκτακτου καθηγητού της Χειρουργικής

εν τω Πανεπιστήμιο) 'Αθηνών

ΙΔΕΑΙ ΤΙΝΕΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΥΠΟΚΡΙΣΕΩΣ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ

Α) Έκτασις της ύποκρίσεως ταύτης. Β) 'Ομοιόμορφοι ιατροδικαστικού μορφαί. Γ) Κυριώτεραι κλινικαί απόψεις. Δ) Νοσήματα τα όποια δύναται τις να προσποιηθή. Ε) Προσποίησις της υγείας (Άπόκρυψις νοσημάτων). Συμπεράσματα.

Ό γνωστός καθηγητής του Πανεπιστημίου του Βουένος­'Άϋρες Χοσέ Ίγχεγνιέρος, εις περισπούδαστον πραγματείαν του, διετύπωσε πρωτότυ­

πον όντως θεωρίαν περί τοΰ ρόλου της ύποκρίσεως, τον όποιον αύτη παί­

ζει εις την ζωήν εν μέρει έπ' άγαθώ τών έμβιων όντων. Ό επιστήμων ούτος ομιλεί διεξοδικώς περί βασικών φαινομένων της

ύποκρίσεως εις τον αγώνα της ζωής. Περί της επιλεκτικής βουλητικής και ευμεταβλήτου όμοχρωμίας. Περί της επιλεκτικής βουλητικής μιμήσεως του περιβάλλοντος και της αφομοιώσεως προς αυτό. Περί ενεργητικών και παθητικών βιολογικών υποκρίσεων. Περί αντικειμένων βιολογικών υποκρί­

σεων. Και τέλος περί ομαδικών και ατομικών υποκρίσεων. 'Εξ όλων όμως τών θεμάτων, τα όποια ό Ίγχεγνιέρος πραγματεύεται

είς τήν ανωτέρω μνημονευθεΐσαν συγγραφήν, ίδιαίτερον ενδιαφέρον παρέ­

χει άπό καθαρός ιατρικής απόψεως τό ζήτημα, τό άφορων εις τήν εκτασιν τής ύποκρίσεως, τάς ομοιομόρφους ιατροδικαστικός μορφάς της, τάς κυριωτέρας κλινικάς απόψεις ως και τα νοσήματα, τα όποια δύναται τις ν ' απόκρυψη άπό σκοπού, δηλαδή τήν προσποίησιν τής υγείας.

Προεισαγωγικώς δέον να παρατηρήσωμεν, ότι εκεί όπου υπάρχει ζωή, υφίσταται άναγκαίως άγων υπάρξεως. Ό De Lenan ισχυρίζεται εν προκει­

μένω, φυσικά μετά τίνος περιέργου υπερβολής, ότι και εις αυτόν ακόμη τον άνόργανον κόσμον, π.χ. είς τα ορυκτά, διεξάγεται ό έν λόγω άγων, εννοείται κατά τήν μεταφορικήν εννοιαν, κατά τήν οποίαν αντιλαμβάνεται τών αγώνα τούτον ό Δάρβιν.

— 222 —

Άφίνοντες άνεξέλεγκτον τον πράγματι αυθαίρετο ν ίσχυρισμον τού­

τον του Lenan, γνωστού Γάλλου φυσιοδίφου, περιοριζόμεθα εις το νά έξά­

ρωμεν το γεγονός, ότι ολόκληρος ο οργανικός κόσμος, ό φυτικός και ό ζωικός, διεξάγει δια πολλών και διαφόρων μέσων τον σκληρόν και άμεί­

λικτον αγώνα τούτον. "Ατομα τίνα δύνανται νά σωθούν εκ συμπτώσεως ευμενών περιστάσεων, αλλά κατά γενικόν κανόνα κατάγουν τήν νίκην τα βιολογικώς ίκανώτερα, καθ' όσον επιλογή καλείται ή δια τοΰ αγώνος της υπάρξεως ή της επιδράσεως τεχνικών παραγόντων βελτίωσις των ορ­

γανισμών. Ή έξέλιξις κατωτέρων εις ανωτέρους οργανισμούς γίνεται δια της κληρονομικότητος και της προσαρμογής ως και δια τής επιλογής και του αγώνος τής υπάρξεως.

Ή επιλογή μεταξύ ατόμων του αύτοϋ είδους γίνεται δι' αγώνος άπο­

σκοποϋντος τήν έξασφάλισιν τής τροφής και τήν καταστολήν τής γενε­

τησίου ορμής, καίτοι ή φυσική ιστορία μας παρέχει παραδείγματα συμ­

βιώσεως και αμοιβαίας βοηθείας. Ή επιλογή δε αποσκοπεί, κατά τήν θεωρίαν τής εξελίξεως, τήν δια­

τήρησιν καί τήν αΰξησιν εις παν άτομον ωφελίμων προσαρμογών εν σχέ­

σει προς τάς συνθήκας του ανόργανου ή του οργανικού περιβάλλοντος, υπό τό κράτος τών οποίων διατελεί κατά τάς διαφόρους περιόδους τής ζωής του. Παν οιονδήποτε δν τείνει εκάστοτε νά βελτίωση εαυτό εν συναρ­

μονισμώ προς τάς συνθήκας ταύτας, ή βελτίωσις δε αύτη οδηγεί εις τήν βαθμιαίαν έξέλιξιν τοΰ μεγαλυτέρου αριθμού τών εις τήν ύδρόγειον σφαΐ­

ραν ζώντων οργανισμών. 'Εννοείται ότι αί προς τήν λυσιτελεστέραν προσαρ­

μογήν συνδεόμεναι παραλλαγαί, καίτοι παρά πάντων τών βιολόγων ομο­

φώνως σχεδόν άναγνωριζόμεναι, παρέχουν ούχ ήττον στάδιον πολλών καί διαφόρων συζητήσεων.

Τό προκείμενον θέμα ημών θα υπερέβαινε τα όρια του, εάν έπεχειροΰ­

μεν νά προβώμεν εις τήν κριτικήν μελέτην τών εν λόγω συζητήσεων. Άρκεΐ μόνον ν ' άναφέρωμεν επί τοΰ προκειμένου, ότι αί μάλλον πρωτότυποι καί άξιοι προσοχής συμβολαί εις τό θέμα έγένοντο ύπό τοΰ Lamark, τοΰ Δαρβίνου, τοΰ Koelliker, τοΰ Weismann καί τοΰ γνωστού φιλοσόφου Βούντ.

Μετά τήν βραχεΐαν προεισαγωγήν ταύτην, έρχόμεθα εις τήν άνάπτυ­

ξιν τοΰ κυρίου θέματος μας. Ό μεγαλύτερος αριθμός τών εις τήν προσποίησιν νοσημάτων ανα­

φερομένων σελίδων είναι ό τοΰ Sloker. Ό Ίγχεγνιέρος όμως παρατηρεί σχετικώς, ότι ό επιστήμων ούτος βλέπει τό θέμα τοΰτο δια τοΰ μικροσκο­

πικού τής ιδίας αύτοΰ προκαταλήψεως πρίσματος. Εις τα προσποιητά δη­

λονότι νοσήματα ό Sloker διαβλέπει προβλήματα τών οποίων ή λύσις απόκειται εις τον ΐατρόν, άλλα, παρατηρεί ό Ίγχεγνιέρος, ή γνώμη :οΰ

— 223 —

Sloker δέν είναι ορθή καθ' ολοκληρίαν, δεδομένου, ότι τον ίατρον ενδια­

φέρουν μόνον τα πραγματικά νοσήματα. Τω όντι ό Sloker και άλλοι ειδικοί έχουν υπ' όψιν των μόνον την ία­

τρικήν, παραγνωρίζοντες τήν άνθρωπίνην όψιν τοΰ ζητήματος. Εις προσποιητά τουτέστιν νοσήματα διέκρινον μόνον τό κλινικόν και

ΐατροδικαστικόν γεγονός, παραβλέποντες τον ψυχοκοινωνικόν παράγοντα. Σχετικώς οφείλομεν να παρατηρήσωμεν, ότι σύγχρονοι τίνες συγγρα­

φείς αναφέρουν, ότι ό 'Ιπποκράτης, ό Γαληνός, ο 'Αμβρόσιος Pare και άλλοι ποιούνται ίδιαιτέραν μνείαν της ύποκρίσεως παθολογικών καταστά­

σεων. Τήν εν λόγω υπόκρισιν έμελέτησαν κατά τον 19ον αιώνα ό Belloc, ό Marc, ό Robecourt, ό Settier και ό Gilbert, πολλοί δε εξέχοντες ιατροί έχουν γράψει περί των εν τω στρατώ ειδικών προσποιήσεων. Διότι ε'ις τον στρατόν κατά μεν τήν περίοδον της ειρήνης συμβαίνει ώστε εις πολλά άτομα να γεννάται ή επιθυμία αποφυγής της στρατιωτικής υποχρεώσεως ή λήψεως αναρρωτικών άδειων, εν καιρώ δε πολέμου αναπτύσσεται ευκό­

λως ή εκ του ενστίκτου της ζωής απορρέουσα τάσις προς αποφυγήν τών κακουχιών και κινδύνων (Δ. Κουρέτας). Παρ' ήμΐν υπάρχει, καθώς γνωρί­

ζομεν μία τοιαύτη μονογραφία τοϋ αειμνήστου συναδέλφου Θρασυβούλου Ν. Παναγιωτίδου, υγειονομικού αξιωματικού τοΰ Βασιλικού Ναυτικού ύπό τον τίτλον «Νοσήματα προσποιητά και τρόποι έξελέγξεως αυτών» (εκ τοΰ 'Εθνικού Τυπογραφείου 1914). Τοΰ καθηγητού κ. Δ. Κουρέτα ή «Ύπόκρισις νευρικών και ψυχικών νοσημάτων εν πολέμω» (άνάτυπον 'Ιατρικής Προόδου τ. 1, μηνός 'Ιανουαρίου 1941), ώς και τών στρατιωτικών ιατρών 'Ηλία Δεληγιαννάκη, Χαρ. Παναγοπούλου και Νικ. Κουρέτα, «Ύπόκρισις Ψυχικών Νοσημάτων εν τω στρατώ και διαφοροδιαγνωστικαί δυσχέρειαι» (άνάτυπον 'Ιατρικής 'Επιθεωρήσεως 'Ενόπλων Δυνάμεων, τ. 4, σελ. 815­828, 1970). 'Επίσης ή δημοσίευσις τοΰ Γεωργίου Ίωαννίδου «Ύπόκρισις καί προκληταί νόσοι εν τω στρατώ» ('Ιατρική Πρόοδος, Αύ­

γουστος 1922, άρ. 8, σελ. 155), ώς και ή 'Εργασία τών Δημ. Κεφάλα καί Παν. Πανταζοπούλου «Συμβολή της ναρκο ­ αναλύσεως εις τήν άποκάλυψιν τών ύποκρινομένων κώφωσιν ή βαρυκοΐαν», ήτις άνεκοινώθη εις τήν Έλληνι­

κήν Ω.Ρ.Α. έταιρείαν κατά τήν συνεδρίαν αυτής τής 3ης Νοεμβρίου 1949. "Οχι όμως μόνον εν τω στρατώ, αλλά καί μεταξύ τών πολιτών εν καιρώ

ειρήνης παρατηρείται ύπόκρισις σωματικών νοσημάτων κατά τό πλείστον επί εργατικών ατυχημάτων μετά εφέσεως προς άποζημίωσιν (Δ. Κουρέτας).

Τα δε ψυχικά νοσήματα υποκρίνονται συνήθως στρατιωτικοί καί ΐδιώ­

ται υπόδικοι ή κατάδικοι δι' ευνόητους λόγους. Τό 1940 εδημοσιεύθη περί­

πτωσις ύποκρίσεως ψυχικού νοσήματος ύπό τοΰ όργανωτοΰ τής κλοπής τών 18 εκατομμυρίων τής Τραπέζης τής Ελλάδος.

Κλασσική είναι κατά τον Ίγχεγνιέρον ή πραγματεία τοΰ Boisseau,

— 224 —

αξιόλογοι δε αί σχετικού μελέται τοϋ Duponchel, Devergie, Derblich, Sloker και άλλων επιστημόνων.

Ώ ς εϊπομεν ανωτέρω, ό άνθρωπος ώς και όλα τα λοιπά έμβια όντα αγω­

νίζονται τον αγώνα της υπάρξεως, κατά την διεξαγωγήν δε τοϋ αγώνος τούτου χρησιμοποιούν βίαια ή απατηλά μέσα. Έκτων μάλλον διαδεδομένων μορφών είναι ή υποκρισία, ή οποία λαμβάνει ώρισμένας μορφάς, προσαρ­

μοζόμενος εις τάς διαφόρους συνθήκας του περιβάλλοντος. Τινά τών προς διεξαγωγήν τοϋ αγώνος χρησιμοποιουμένων μέσων είναι άπλα πραγματικά, ήτοι όνυχες, κέρατα, οδόντες, προβοσκίδες, ήλεκτρικαί συσκευαί κ.τ.λ. Είς άλλας περιπτώσεις παρατηρούνται ιδιαίτερα αμυντικά μέσα, ταχείας φυγής (λαγοί), ενεργείας ή τοποθετήσεως συναδούσης προς τάς περιστάσεις περί χημικής αμύνης, ιοβόλων, κνιστικών συσκευών κ.τ.λ.

Βλέπομεν δηλαδή σχετικώς, ότι εις παν είδος, όχι μόνον τα ισχυρότερα, άλλα και τα εύκινητότερα, τα πονηρότερα (αλωπεκές), προσεκτικότερα άτομα έχουν μεγαλυτέραν πιθανότητα να εξέλθουν νικηφόρα εκ τοϋ αγώνος και να μεταβιβάσουν κληρονομικώς εις τους απογόνους τάς ιδίας εαυτών ιδιότητας. Εις τήν δευτέραν περίπτωσιν, δηλαδή τήν της χρησιμοποιήσεως αμυντικών μέσων ή υποκρισία, κατά τήν μεταφορική ν, εννοείται σημασίαν της λέξεως, διαδραμίζει ρόλον σημαντικόν. Προκειμένου περί τής λέξεως «υποκρισία» άναγινώσκομεν είς τα ακαδημαϊκά βιβλία : «Υποκρισία ση­

μαίνει το να παρουσιάζη της δια προσποιήσεως ή μιμήσεως αντικειμένου ή ενεργείας τινός, ήτις δέν υφίσταται πράγματι». "Αλλος ορισμός : «Προσ­

ποΐησις είναι ύπόκρισις, άπατη ή προσπάθεια όπως άντικείμενόν τι φανή διάφορον του αντικειμένου, τό όποιον είναι πράγματι».

Ό Ίγχεχνιέρος θεωρεί τους ορισμούς αυτούς ατελέστατους. Κατ' αυ­

τόν ύπόκρισις υπάρχει, όταν τα εξωτερικά και αισθητά φαινόμενα κά­

μνουν, ώστε άντικείμενόν τι ή ενέργεια να συγχέεται προς τό άντικείμενόν ή τήν ένέργειαν τήν οποίαν υποκρίνεται τις, χωρίς ή πραγματική φύσις τοϋ αντικειμένου ή τής ενεργείας να μεταβάλλεται κατ' ούσίαν. Ό επί τής σκηνής ηθοποιός, παρατηρεί ό επιστήμων ούτος, είναι υποκριτής, υποκρί­

νεται π.χ. ότι φονεύει. 'Εάν έφόνευε πραγματικά θα ήτο μιμητής τοϋ προ­

σώπου, τον ρόλον τοϋ όποιου υποδύεται. Ό μιμούμενος όμως άγαθήν τίνα ή κακήν πρδξιν δέν υποκρίνεται, δέν προσποιείται, άλλα τήν εκτελεί είς τήν πραγματικότητα. Τό παράδειγμα τοΰτο άρκεΐ να δείξη τήν διαφοράν μεταξύ τοϋ πραγματικού είναι τής μιας και τοϋ φαινομενικοΰ είναι τής ετέρας. Έν προκειμένω δέον να παρατηρήσωμεν, ότι ασυνείδητος και ακουσία είναι ή ύπόκρισις τών όλιγώτερον έξειλιγμένων οργανικών όντων, τών φυτών επί παραδείγματι.

Τέλος ύπόκρισις κατά τον Kaplan (1967) είναι ή ευσυνείδητος προσ­

ποίησις νόσου ή άνικανότητος, λέγομεν δε ότι υπάρχει ύπόκρισις, οσάκις

— 225 —

εν άτομον αιτιάται δια μίαν ύποκειμενικήν ή άντικειμενικήν διαταραχήν φανταστικήν, με τον ένσυνείδητον και έκούσιον σκοπον να παραπλάνηση τον έξεταστήν ίατρον (Albert ­ Weil, εις Juillet και Moutin 1969).

Κατά τον ύφηγητήν κ. Ν. Μουτούσην (Ή Ύπόκρισις εν τη Ψυχια­

τρική, 1968), ή ύπόκρισις αποτελεί άνώμαλον άντίδρασιν προσαρμογής έναντι των αντιξοοτήτων του περιβάλλοντος και χρησιμοποιεί παιδικον μηχανισμον αμύνης του ανθρώπου, ήτοι κατά βάσιν το ψευδός.

Γνωστά τυγχάνουν εκ της ιστορίας πλείστα παραδείγματα χρήσεως της υποκρισίας, της πανουργίας και του ψεύδους προς επίτευξιν θεμιτών ή άθεμίτων σκοπών. "Ισως το πλέον προσιτον εις την μνήμην τών Ελλήνων τέχνασμα ψεύδους και ύποκρίσεως αποτελεί ό Δούρειος "Ιππος του 'Οδυσ­

σέως. Όλιγώτερον γνωστόν τυγχάνει ότι ό 'Οδυσσεύς, ως αναφέρεται εις τήν Ίλιάδα, προσεποιήθη τον «τρελλον» δια να μή συμμετάσχη εις τον Τρωϊκόν πόλεμον, σπείρων άλας είς τους αγρούς, ό Παλαμίδης όμως υπο­

πτευθείς τούτον, ερριψε τον μικρόν Τηλέμαχον προ του άροτρου του, με αποτέλεσμα ό 'Οδυσσεύς να σταματήση τήν «παράστασιν», αποκαλυφθεί­

σης της ύποκρίσεως (Μουτούσης). Ό Σόλων δια να έξεγείρη τους 'Αθηναίους έναντι νόμου λίαν βλαπτι­

κού δια τό έθνος, ύπεδύθη τον ψυχοπαθή άνά τάς οδούς, φέρων πΐλον επί της κεφαλής του εν μέση άγορα και προσελκύσας ούτω τήν περιέργειαν τών πολιτών συνήγειρε τούτους, δια τής απαγγελίας ποιήματος, καταλύσας τον νόμον και επιτυχών τήν κήρυξιν του πολέμου προς άνακατάλυψιν τής Σαλαμίνος (Μουτούσης).

Ό Βρούτος, ϊνα άποφύγη τήν δυσπιστίαν του Τουρκουΐνου, ύπεδύετο τον μωρόν, ό δε Κλαύδιος συχνάκις επί δύσκολου καταστάσεως ύπε­

δύετο τον άνοϊκόν. Ό πάπας Σίξτος ό 5ος ύπεδύετο προ τής εκλογής του τον ύπέργηρον και έτοιμοθάνατον, ϊνα έκλεγή ύπό τών καρδιναλίων (Μουτούσης).

Ή λογοτεχνία προσφέρει πλείστα όσα παραδείγματα ύποκρίσεως ψυ­

χικών νοσημάτων, ώς είς τον "Αμλετ του Σαίξπηρ, τον Έρρϊκον τον 4ον του Πιραντέλλο κ.ά. Τέλος συναντάται ύπόκρισις ψυχικών νοσημάτων κατά τάς εμπολέμους καταστάσεις, ώς συνέβη κατά τήν διάρκειαν τής κατο­

χής μέ τον ίατρόν Κώσταν Γιαννατον, όστις δια να άποφύγη τήν ποινήν του θανάτου ύπεδύθη επιτυχώς τον ψυχοπαθή.

Μετά τήν έπιβεβλημένην παρέκβασιν ταύτην έπανερχόμεθα είς τό κύριον θέμα μας.

Είναι γνωστός ό απόλυτος ανταγωνισμός : «ό θάνατος σου ζωή μου εστί». 'Αλλά προς τήν τοιαύτην κτηνώδη αρχήν, αντιτάσσεται ή κοινωνική αλληλεγγύη. Ψυχικώς υφίσταται εις τον έσωτερικόν κόσμον μας ό πυρήν και ή προοδευτική όλοκλήρωσις τών αλτρουιστικών συναισθημάτων τα

15

— 226 —

όποια κατά την δια μέσου τών αιώνων ήθικήν έξέλιξιν της άνθρωπότητος ενισχύουν έντατικώς την άλληλεγγύην κατά τον αγώνα της ζωής άπό του άτομου εις τήν οίκογένειαν, άπό της οικογενείας εις την κοινότητα, άπό της κοινότητος είς το έθνος και άπό το έθνος εις τήν ανθρωπότητα. Κοινω­

νικώς χαρακτηρίζει τήν έξέλιξιν ταύτην ή μόρφωσις τών διαφόρων θεσμών, ό συνδυασμός τών οποίων αποτελεί τήν φιλανθρωπίαν. Αί δύο μορφαί αύται έμελετήθησαν επισταμένως ύπό του Spenser. Έν προκειμένω παρα­

τηρητέον, δτι και είς αυτήν ακόμη τήν ψυχή ν του άγριου και του παιδιού ένοικεΐ τό βασικόν συναίσθημα του οίκτου, τό όποιον χαρακτηρίζει τον άνθρωπον ως ζώον κοινωνικόν. "Αμα ώς έκλειψη τό συναίσθημα τούτο άπό τήν άνθρωπίνην συνείδησιν, ό άνθρωπος μεταβάλλεται εις άγριον θηρίον, είς έγκληματίαν, είς άντικοινωνικόν όν. Τούτο δεικνύει καταφα­

νέστατα ιδίως οι τελευταίοι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι καί αί έπακολουθή­

σασαι επαναστάσεις, απότοκοι μιας πεπλανημένης διεθνούς πολιτικής. Δεδομένου, ότι ό άνθρωπος θεωρείται ώς κοινωνική ομάς, ό μεταξύ τών

ατόμων διεξαγόμενος άγων καθίσταται οπωσδήποτε ανεκτός, λόγω τοΰ συναισθήματος τού οίκτου, ανεξάντλητου πηγής αλτρουισμού. Αί φιλαν­

θρωπικού οργανώσεις έκπηγάζουν εξ αυτού τοΰ συναισθήματος. Διό καί όφείλομεν να παρατηρήσωμεν, ότι υπάρχει ιδιαιτέρα τις μορφή υποκρί­

σεως, προσαρμοζόμενης τελείως είς τό ευπαθές σημεΐον αυτού τούτου τοΰ αγώνος. Ή υποκρισία δηλαδή εκμεταλλεύεται τό συναίσθημα τής κοινωνικής αλληλεγγύης ύπό τήν μορφήν τοΰ εκ τής οδύνης προερχομένου οίκτου, καθορίζοντος τήν προσποίησιν παθολογικών καταστάσεων.

Αί υποκρίσεις αύται παθολογικών καταστάσεων παρέχουν στάδιον εύ­

ρύτατον παρατηρήσεως καί μελέτης, είναι δε λίαν παράδοξον καί λίαν ενδιαφέρον τό γεγονός, ότι καί εις αυτά ακόμη τα ζώα παρατηρούνται περιπτώσεις προσποιήσεως νοσημάτων. Ώς γνωστόν, ή αρχή τοΰ συνασπι­

σμού προς διεξαγωγήν τοΰ περί υπάρξεως αγώνος διαφαίνεται εις τό βασίλειον τών ζώων, έξ αύτοΰ δε γεννάται καί τό συναίσθημα τής αλλη­

λοβοήθειας. Τα κατοικίδια ζώα συχνά προσποιούνται άσθένειαν. Ό Ίγχεγνιέρος

αναφέρει, ότι αυτός ό ίδιος είχε ενα εξυπνότατο σκυλί, τό όποιον συχνά προσεποιείτο τον ασθενή, καθ' όσον, ασθένησαν κάποτε, έλαβε παρά τοΰ κυρίου του γλυκίσματα. Δύο μήνας μετά τήν άποθεραπείαν του αντιληφθείς δίσκον πλήρη γλυκισμάτων εις τήν οίκίαν τοΰ κυρίου του συνεσπειρώθη είς μίαν γωνίαν καί ήρχισε να γαυγίζη καί να ούρλιάζη προσποιούμενος τον ασθενή. Ουδείς, φυσικά, ημπορούσε να ύποπτευθή τον λόγον τής αι­

φνίδιας ασθενείας του. "Εδωσαν καί πάλιν είς αυτό γλυκίσματα, χωρίς όμως νά ασχοληθούν περαιτέρω με τήν ύγείαν του. Μετά πάροδον μακρού χρόνου ό τετράπους υποκριτής έθεραπεύθη εκ τοΰ προσποιητοΰ νοσήματος καί

— 227 —

ήρκεΐτο να γλύφη τον δίσκον τών γλυκισμάτων. Είναι γνωστόν, ότι πολλοί ίπποι μέλλοντες να ζευχθοϋν εις το άροτρον προσποιούνται άσθένειαν, άπαξ όμως ζευχθέντες εις αυτό, αντιλαμβάνονται, ότι δεν έπιασε τό κόλπο τους και εργάζονται χωρίς επεισόδια και χωρίς στασιαστικάς διαθέσεις. Αί πέρδικες του βουνού με τό ερυθρόν ράμφος και αί άγριόπαπιες κινούν κατά την πτήσιν την έτέραν τών πτερύγων των κατά τρόπον, ώστε να φαί­

νωνται πληγωμέναι, τό στρατήγημα δε τοϋτο αποσκοπεί την παραπλάνησιν του εχθρού και την άπομάκρυνσιν αυτού εκ της φωλεας των. Πολλά έντομα, εξ άλλου απειλούμενα παρά του εχθρού προσποιούνται τον νεκρόν. Ποιος δεν έχει παρευρέθη εις τον μεταξύ της γάτας και του ποντικού συναπτό­

μενον αγώνα; Ό δυστυχής ποντικός προσποιείται συχνά τον βαρέως τραυ­

ματισμένον ή και τον νεκρόν, όπως σωθή εν δεδομένη στιγμή δια της φυγής. Τους δια τό θέμα τούτο ενδιαφερομένους παραπέμπομεν είς τα έργα τοΰ Romanes, τοΰ Cumond και του Wallace.

Τό φαινόμενον τής προσποιήσεως τών νοσημάτων δεν είναι νέον, φαίνεται δε ότι ο άνθρωπος εφεύρε τήν εν λόγω μορφήν τής ύποκρίσεως, άμα ώς αντελήφθη, ότι ή πρώτη παραπονετική τοΰ αρρώστου κραυγή συνω­

δεύετο ύπό περιποιήσεων, δια τών οποίων ό πάσχων περιεβάλλετο, απαλλασ­

σόμενος τής υποχρεώσεως να έκτελή ώρισμένα καθήκοντα, πού τοΰ έπέ­

βαλλεν ό άγων τής ζωής. "Οπως και αν εχη τό πράγμα, γεγονός είναι τό ότι εκεί, όπου υπάρχει

συνασπισμός προς διεξαγωγήν τοΰ αγώνος τής υπάρξεως και συναισθήματα αλληλεγγύης μερικά πονηρά άτομα προσποιούνται νοσήματα, δια να εκμε­

ταλλευθούν τα κοινωνικά συναισθήματα ταύτα. Ό Boisseau και ό Dechambre αναφέρουν πολλά παραδείγματα σχετικών

προσποιήσεων νοσημάτων εκ μέρους υψηλών προσώπων, αϊτινες προσποιή­

σεις εσχον βαρυσήμαντους ίστορικάς συνεπείας. Έπαναλαμβάνομεν, ότι ή προσποίησις νόσου είναι άπόκρυψις τής υγείας και τανάπαλιν. Προσποι­

ούμεθα κάποιαν άσθένειαν, όταν αύτη τυγχάνη πλεονεκτικωτέρα τής υγείας, ύποκρινόμεθα δε ότι είμεθα υγιείς, όταν ή νόσος άπό τήν οποίαν τυχόν πάσχομεν, θέτη ημάς είς δυσμενείς συνθήκας, τάς οποίας άναγκαζόμεθα να άποκρύψωμεν.

Ώ ς εκ τούτου ό υφηγητής κ. Μουτούσης, έπεξεργαζόμενος τό θέμα τής ύποκρίσεως εν τη μονογραφία του «Ή Ύπόκρισις έν τή Ψυχιατρική», γράφει σχετικώς : «Ύπόκρισις έν τή 'Ιατρική ή Παθομίμησις καλείται ψυχολογική διεργασία, χαρακτηριζόμενη υπό τής συνειδητής αποφά­

σεως τοΰ ύποκρινομένου, ϊνα μιμηθή παθολογικάς καταστάσεις, διατηρών ταύτας μέχρι τής θετικής ή αρνητικής εκπληρώσεως τοΰ επιδιωκομένου σκοποΰ».

— 228 —

ΙΑΤΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΑΙ ΑΠΟΨΕΙΣ

'Υπό ιατροδικαστικών εποψιν ή προσποίησις νοσημάτων περιλαμβάνει πολλά και ποικίλα φαινόμενα.

Κατά τον Sloker ό πραγματογνωστικός και ό άπλοϋς διαγνωστικός καθορισμός δέον να λαμβάνη υπ' όψιν του τα έξης :

α) Την έξακρίβωσιν, έάν ό δηλών άσθένειαν είναι πράγματι ασθενής ή προσποιείται.

β) Την έξακρίβωσιν, έάν άτομόν τι, ίσχυριζόμενον, ότι είναι υγιές, αποκρύπτει άσθένειαν ή έν γένει πάθησίν τίνα.

γ) Τήν έξακρίβωσιν, έάν ή νόσος δύναται να καταστήση αδύνατον την έξάσκησιν του επαγγέλματος ή τήν συνέχισιν του έργου ή τών ασχολιών του δηλούντος τήν α ή τήν β άσθένειαν προσώπου, και τέλος

δ) Τήν έξακρίβωσιν έάν ή νόσος, ή διαταραχή ή ή πάθησις προεκλήθη ή μη υπό τού άτομου.

Σχετικώς δέον ν' άναφέρωμεν ότι ό ιατροδικαστής, ευρίσκει, πλην της προσποιήσεως φρενικών νόσων (Ποίος δέν ένθυμεϊται εις το παρελθόν τάς άπαντωμένας άνά τάς οδούς έπιληπτικάς κρίσεις, κλασσικάς κρίσεις της υστερίας), προσποιητά τραύματα, προσποιήσεις τραυματικών νευ­

ρώσεων, βιασμού, άνικανότητος, αυτοκτονίας κ.τ.λ. Αι περιπτώσεις όμως αύται έγένοντο αιτία ευρέσεως ιδίων κλινικών κανόνων, δια τών οποίων επιτυγχάνεται σχεδόν πάντοτε ή έξέλεγξις καί αφαιρείται τό προσωπεϊον τών ατόμων εκείνων, πού καταφεύγουν εις τοιούτου είδους απατηλά μέσα.

Έν προκειμένω είναι ανάγκη να έπιδιώξωμεν τήν κατάταξιν της προσ­

ποιήσεως τών νοσημάτων εις τήν κατηγορίαν τών γενικών νόμων, τών διεπόντων τα τοιαύτα φαινόμενα. Πρέπει δηλαδή να καταβάλωμεν προσπά­

θειαν, όπως διακρίνωμεν συνθετικώς τους καθοριστικούς παράγοντας της προσποιήσεως νοσημάτων, δια νά άποδείξωμεν, ότι σκοπός της έν λόγω προσποιήσεως τυγχάνει ή έπίτευξις πλεονεκτικής τίνος καταστάσεως εις τον άγριον αγώνα της ζωής.

Εϊπομεν ανωτέρω, ότι τήν προσποίησιν ασθενείας τινός καθορίζει ό σκοπός της επιτεύξεως ωφελημάτων ή συμφερόντων. Πρέπει όμως νά μή λησμονήσωμεν έν τω σημείω τούτω τό γεγονός, ότι μερικά άτομα προσ­

ποιούνται ένεκα παθολογικών καταστάσεων ή εξ ίσιοσυγκρασίας. Είναι γνωστόν, ότι ή προσποίησις νοσημάτων απαντάται συχνά εις τους νευ­

ροπαθείς, ιδίως δέ εις τους υστερικούς. Μίμησις καί υποβολή παίζουν παρ' αύτοΐς μέγιστον ρόλον. Καί επειδή ό λόγος περί υποβολής, θεωροΰμεν κατάλληλον τήν στιγμήν, καίτοι άπομακρυνόμενοι ολίγον τού κυριωτέρου

— 229 —

θέματος μας, νά εϊπωμεν ολίγα τινά περί υπνωτισμού και υποβολής ύπό καθαρώς ΐατρικήν εποψιν.

Υπνωτισμός καλείται ή διδασκαλία όλων των πηγών, όλων των φαι­

νομένων και όλων των παραγόντων και αιτίων του ΰπνου εξ υποβολής, όθεν υπνωτισμός και υποβολή συνδέονται στενώς προς άλληλα. Υποβολή δύναται να ύπαρξη άνευ ύπνωτιστικής καταστάσεως, αλλ' ουδεμία ΰπνω­

σις υφίσταται άνευ υποβολής. Ύπνωσις είναι ό υποβαλλόμενος ή ύποβλη­

τέος, δηλαδή ό δυνάμενος νά ύποβληθή ύπνος. "Ηδη εγείρεται το ζήτημα : Ή διδασκαλία του υπνωτισμού είναι νέος

επιστημονικός κλάδος ή χρονολογείται άπό μακρού χρόνου; Οί αρχαίοι πεπολιτισμένοι έγνώριζαν τον ύπνωτισμόν;

Ναι μεν ή μεθοδική μελέτη τοΰ υπνωτισμού, ώς μέσου προκαλούντος καταστάσεις συνειδήσεως δια τής επιδράσεως ξένης βουλήσεως μόλις ήρχισε προ μιας έκατονταετηρίδος, άλλ' ό υπνωτισμός, αυτός καθ' εαυτόν, όστις χρονολογείται άπό πολλών αιώνων, διεδραμάτισε τόσον εις τήν ζωήν τών ανθρώπων, όσον και εις τήν ζωήν τών λαών σημαντικώτατον πρόσωπον, ιδίως εις τήν θρησκείαν, τήν δεισιδαιμονίαν, τήν πολιτικήν, τήν ΐατρικήν, τον φανατισμόν και τον έρωτα.

Βάσις δε τών μαγικών ρήσεων, τών εξορκισμών, τών φυλακτών, τών επιδράσεων πολυτίμων λίθων και τών απόκρυφων θεραπευτικών μέσων είναι ή υποβολή. Κατά τον ΰπνον τών αρχαίων Αιγυπτίων ή τών αρχαίων Ελλήνων εντός τών ιερών τόπων και τών Κινέζων επί τών τάφων προεκα­

λουντο οραματισμοί ή όνειρα συνδεόμενα προς τό ίατρικόν μέσον, τό όποιον έδει νά χρησιμοποιηθή, βραδύτερον δε έφυπνωτικαί θεραπευτικαί έπενέργειαι.

Έν προκειμένω δέον νά παρατηρήσωμεν, ότι πολλά θεραπευτικά θαύματα δεν είναι τίποτε άλλο παρά έπενέργειαι τής υποβολής. Τό θαϋμα τής θεραπείας εμφωλεύει συχνά εις τήν άνθρωπίνην ψυχήν και όχι εις μαγικά θεραπευτικά μέσα, τα όποια καταδικάζει και αυτή ακόμη ή 'Εκκλησία.

"Οπως και αν εχη τό πράγμα, ό δι' υποβολής θεραπευόμενος είναι εκτεθειμένος εκάστοτε εις λίαν σοβαρούς κινδύνους, δεδομένου ότι καθαρώς σωματικοί πόνοι, π.χ. άλγη προερχόμενα έκ λανθάνοντος ερεθισμού του τυφλού έντερου, έκ παθήσεων τών οστών, παθήσεων τών πνευμόνων κ.τ.λ. δυνατόν νά θεραπευθούν προσωρινώς έν υπνώσει δι' υποβολής κατά τρόπον, ώστε ό ασθενής άπαταται ώς προς τήν πραγματικήν κατάστασιν τής υγείας του. 'Αλλά, πρέπει εδώ νά τονισθή τό γεγονός, ότι ό πόνος εάν μή πάντοτε, τουλάχιστον εις πλείστας τών περιπτώσεων, είναι σημεΐον κινδύνου προα­

ναγγέλλον ενίοτε σοβαράς τής υγείας διαταραχάς. Όθεν έν περιπτώσει, καθ' ην οί πόνοι καταπαύσουν δι' υποβολής, τό σημεΐον τοϋτο σιωπά, ή

— 230 —

δε ύπομονεύουσα τον οργανισμον πάθησις δυνατόν να εξελίχθη περαιτέρω, καθισταμένη επικίνδυνος.

"Ενα άλλο σοβαρώτατον ζήτημα τίθεται επί τάπητος, εάν δηλαδή δύ­

ναται να υπάρχουν εξ υποβολής εγκλήματα. Εις το σημεΐον αυτό διίστανται αί γνώμαι τών συγγραφέων. Ένώ ô Liégeois θεωρεί τήν ΰπαρξιν αυτήν δυνατήν, δεδομένου ότι ό υπνωτισμένος εϊναι εις τάς χείρας του ύπνωτιστοϋ καθαρον αύτόματον, ό συμπατριώτης αύτοϋ Delboeuf αποκρούει τον ίσχυ­

ρισμον του Liégeois μετά πείσματος. Κατά τον Delboeuf ό υπνωτισμένος διαισθάνεται, δτι το παρ' αυτού διαπραττόμενον έγκλημα δεν είναι πραγμα­

τικόν. Ουδέν σοβαρον εξ υποβολής έγκλημα λέγει ό επιστήμων ούτος, αναφέρεται εις τα χρονικά τών ποινικών δικαστηρίων. Πλην όμως ό Forel αντιτάσσει ευλόγως τα ιδικά του πειράματα, δηλαδή, ύπνωτίσας ούτος βραδέως άνδρα ηλικίας έβδομήκοντα ετών, ενώπιον όμηγύρεως έκ νομομαθών συνισταμένης, ύπέβαλεν εις αυτόν, να όρμήση κατά τίνος παρισταμένου και να πλήξη αυτόν δι' εγχειριδίου. Προσέτι ύπέβαλον εϊς λίαν επιδεκτικόν υποβολής άτομον προκεχωρημένης ηλικίας, να πυροβόληση δια περι­

στρόφου, φέροντος εννοείται άσφαιρα φυσίγγια, κατά τίνος πλησίον αύτοΰ ευρισκομένου προσώπου, όστις και έπεσε κατά γής προσποιηθείς τον βα­

ρέως τραυματισθέντα. Και οί δύο ύπνωτισθέντες ούδεμίαν είχον συναίσθη­

σιν τής πράξεως των, καθ' ην στιγμήν έξετέλουν ταύτην. Ό εν λόγω επι­

στήμων ύπέβαλεν εις ύπνωτισθεΐσαν κυρίαν να κλέψη κάποιο άντικείμενον. Ή ύπνωτισθεΐσα κυρία έπραξε τούτο, άλλα ευθύς δτε συνήλθεν εις έαυ­

τήν, έξεπλάγη μεγάλως και κλαίουσα παρεκάλεσε τον ύπνωτιστήν ν' από­

κρυψη τήν κλοπήν της. Κατά τον ϊδιον τρόπον συμπεριεφέρθη κάποιος ηθοποιός, εις τον όποιον ό Bernheim εΐχεν υποβάλει να κλέψη ενα ώρολό­

γιον. Ή συμπεριφορά πάντων τών είρημένων ατόμων δεν ήτο όμοία προς τήν τών ύποκρινομένων.

"Οθεν τό ανωτέρω τόσον έπίμαχον και ακανθώδες ζήτημα λύεται κατα­

φατικώς μεν ύπό του Liégeois, αρνητικώς δε ύπό του Delboeuf, Hirsch και άλλων. Ό Bernheim θεωρεί δυνατήν τήν εξ υποβολής εγκληματικότητα, άλλα μετά τίνων επιφυλάξεων. Ό Forel φρονεί τό αυτό, άλλ' είναι ακόμη περισσότερον επιφυλακτικός παρά ό Bernheim. Έν προκειμένω παρατη­

ρητέον, ότι οί Γερμανοί νομικοί δεν παραδέχονται τήν εξ υποβολής εγκλη­

ματικότητα, άλλ' οί νομομαθείς ούτοι κρίνουν τα πράγματα βασιζόμενοι επί θεωρητικών αντιλήψεων, άνευ πρακτικής γνώσεως του υπνωτισμού. Ό Bernheim αναφέρει ώς παράδειγμα πραγματικού εγκλήματος εξ υποβολής τήν περίπτωσιν τής Γαβριέλας Bompard, ήτις ύπήρξεν απλούν όργανον εις τάς χείρας τοΰ έραστοΰ της Eyrand, κατορθώσαντος να τήν πείση όπως όδηγήση προς αυτόν τον άτυχη Gouffe, τον όποιον ό εκλεκτός τής καρδίας της κατεκρεούργησε φρικωδώς. 'Αλλ5 έρωτώμεν : ήτο άραγε ή Γαβριέλα

— 231 —

αγνή περιστερά ύποστάσα απλώς την υποβολή ν ενός εκ γενετής έγκλη μα­

τιού, του έραστοϋ της; Ό χ ι ! λέγει ο Λομπρόζος. Ή Γαβριέλα Bompard ήτο κατ' αυτόν, ό γνήσιος εγκληματικός γυναικείος τύπος, και άνευ αυτής ό Eyrand δεν θα έγίνετο δολοφόνος, αλλά θα έμενε μόνον ψεύστης και άπατεών. Ή Γαβριέλα Bompard ήτο κατάμεστος ελαττωμάτων, έψεύδετο διαρκώς και δεν εϊχε εις τον νουν της παρά άνδρας και καλλωπισμόν. Αυτή ή ιδία ελεγεν εις τον πατέρα της : «προτιμώ να σαπίσω στή φυλακή παρά να μπαλώσω ενα πουκάμισο», φράσις ενδεικτική της χαράκτηριζούσης τον εκ γενετής έγκληματίαν φυγοπονίας. Ουδέποτε ηθέλησε να ύπανδρευθή: «δεν παντρεύομαι, έλεγε, εις τον πατέρα της, γιατί ένας άνδρας δεν μου φθά­

νει». "Ωστε βλέπομεν καθαρά, ότι ή Bompard υπήρξε φύσις έγκλη ματι­

κωτέρα παρά ό εραστής της και ότι τό παράδειγμα του Bernheim δεν αντα­

ποκρίνεται διόλου προς τήν πραγματικότητα. Τεραστίαν τέλος ύποβολήν και αύθυποβολήν εξασκεί και ô έρως.

'Υπάρχουν άνδρες και γυναίκες περιβαλλόμεναι, οϋτως ειπείν υπό νέφους ερωτικής υποβολής. Έκεΐ όπου εμφανίζονται ελκύουν τάς καρδίας, όπως ό μαγνίτης έλκει τον σίδηρον. Εις τους φαντασιοκόπους ό ρηθείς έρως προσλαμβάνει περιέργους μορφάς. Γνωστός παρισινός καλλιτέχνης ήγάπησε περιπαθώς τήν Μόνα Λίζα, γνωστόν αριστούργημα του Λεονάρδου ντά Βίντσι!!!

Τελείαν μορφήν αυθυποβολής δεικνύουν αί τοιαϋται έκλεκτικαί ροπαί εϊς άτομα έχοντα παθολογικήν προδιάθεσιν, δυναμένην να έκφυλισθή εις διαστροφήν. Όλαι δε αύται αί ροπαί είναι αδύνατον να εντοπισθούν δια της λογικής και τής κρίσεως.

Μετά τήν νέαν παρέμβασιν ταύτην, ή οποία φρονοϋμεν δεν απομακρύ­

νεται του θέματος μας κατ' ούσίαν, έπανερχόμεθα εις τήν πραγμάτευσιν του κυρίου προβλήματος τοϋ θέματος μας.

Νεαρά κυρία, καίτοι ούδενός έστερεΐτο εν τη συζυγική εστία της αγα­

θού, ήσθάνετο ούχ ήττον τήν όργανικήν ανάγκην να φανή εις τον σύζυγόν της άπιστος, όστις όμως, ζηλότυπος ων τήν περιώρισεν εις τρόπον, ώστε να μή δύναται να ικανοποίηση τάς παθολογικάς ροπάς της. Ή πονηρά όμως οικοδέσποινα προσεποιήθη τότε τήν ύστερικήν, ό δέ σύζυγος βλέπων καθη­

μερινώς ένισχυομένας τάς ύστερικάς προσβολάς της, τής επέτρεψε να προσ­

φυγή εις διαφόρους ιατρούς. Ό Racamier μάλιστα αναφέρει : «Ποιος έναντι ενός υστερικού δεν ήσθάνθη τήν κρυφήν τάσιν να ύπο­

δυθή τον ρόλον τοϋ ιατρού, ωσάν ν' αφυπνίζεται εντός του άνθρωπου ό πρωτόγονος θεραπευτής;» (Racamier C. Hystérie et Theatre, 1952).

'Υπάρχουν και άλλα πάρα πολλά σχετικά παραδείγματα. 'Ανήλικος

— 232 —

κόρη, προσελθοϋσα εις τάς δικαστικάς αρχάς του Bouenos ­ "Αϋρες, επέ­

δειξε τραύματα, τα όποια έδήλωσεν, ότι έλαβε παρά του πατρός της, θελή­

σαντος να ματαίωση δι' αυτήν γάμον εξ έρωτος και να τήν έξαναγκάση να ύπανδρευθη νέον της αρεσκείας του. Ό δικαστής, πεισθείς εις τους λόγους της, άφήρεσεν αμέσως από του σκληρού πατρός τήν πατρικήν έξου­

σίαν και έπέτρεψεν εις τήν νέαν να συζευχθη τον έκλεκτόν της καρδίας της. Μετά πάροδον όμως ολίγου χρόνου έγνώσθη, ότι ό κατηγορηθείς πατήρ ουδέποτε εϊχε προβή εις τοιαύτην βάρβαρον πραξιν, άλλ5 ή πονηρά έρωτο­

κτυπημένη είχε τραυματισθή αφ' εαυτής, τή οδηγήσει τοϋ μνηστήρός της. Έ ν γένει παρατηρείται προσποίησις φυσικών ελαττωμάτων, προσποίη­

σις συμπτωμάτων πυρετού, υπεραιμίας, αορίστων ή έντετοπισμένων πόνων, κεφαλαλγίας κ.τ.λ.

Προσποίησις νευρικών νόσων : ώς επιληψίας, ύστερισμοϋ, ύπνοβασίας, χορείας, τετάνου, παραλύσεως.

Προσποίησις φρενικών νοσημάτων. Προσποίησις διαταραχών της οράσεως : ήτοι βλεφαροπτώσεως, τρα­

χωματικής έπιπεφυκίτιδος, μυδριάσεως, υπερμετρωπίας, μυωπίας, άμβλυω­

πίας, ήμεραλωπίας. Προσποίησις κωφώσεως, βαρυκοΐας. Προσποίησις διαταραχών τοϋ πεπτικού συστήματος. Γαστραλγίας, έν­

τεραλγίας, δυσπεψίας, έμέτων, αίματεμέσεως. Προσποίησις διαταραχών τών αναπνευστικών οργάνων : Όζαίνης, έπι­

στάξεως, βηχός, αίμοπτυσίας, φυματιώσεως, άσθματος, αφωνίας κ.τ.λ. Προσποίησις σκολιώσεων της σπονδυλικής στήλης. Προσποίησις νοσημάτων της ουροδόχου κύστεως. Προσποίησις δερματικών και αφροδισίων νοσημάτων. Προσποίησις προπτώσεως τοϋ όρθοϋ. Προσποίησις αιμορραγίας τών ουροποιητικών οργάνων. Προσποίησις σπασμών, παραλύσεων και παρέσεων. Προσποίησις διαταραχών της αίσθητικότητος ύπεραισθησίας, υπαι­

σθησίας, αναισθησίας, παραισθησίας κ.τ.λ. Είς τα ανωτέρω δέον να προσθέσωμεν και ποικίλα προσποιητικά τραύ­

ματα, έξαιρετικήν έχοντα σημασίαν εις τήν ΐατροδικαστικήν, δέν εϊναι δε σπάνιοι και αύτοτραυματισμοί, αποδιδόμενοι εις τυχαία γεγονότα.

Προς συμπλήρωσιν τής ανωτέρω συνθετικής εικόνος προσποιήσεως παθολογικών καταστάσεων παρατηροΰμεν, ότι ό άνθρωπος, αγωνιζόμενος τον φοβερόν αγώνα τής υπάρξεως, προσποιείται καί αυτόν ακόμη τον θά­

νατον, απόλυτον άρνησιν αυτής ταύτης τής ζωής, δηλαδή αναγγέλλεται ψευδώς, ότι ό Α ή ό Β άπεβίωσεν ή αποκρύπτεται ό θάνατος του προς έπί­

τευξιν πολλών καί διαφόρων σκοπών.

— 233 —

Τέλος έχομεν προσποίησιν της υγείας (άπόκρυψιν νοσημάτων). Ό σκοπός της τοιαύτης άποκρύψεως ερμηνεύεται ευκόλως, εν περι­

πτώσει, καθ' ην ή νόσος είναι μειονεκτικός παράγων κατά τον αγώνα της ζωής, ό ασθενής προσποιείται ύγείαν, μάλιστα δέ, καθόλου παράδοξον, ή εν λόγω προσποίησις είναι και συνηθέστατη. Δεν άναγκαζόμεθα ν ' άπο­

κρύψωμεν έλαφράν ή βαρείαν άδιαθεσίαν δια να ύποδεχθώμεν με τό μειδίαμα εις τά χείλη φίλον τινά ή φίλην μας; Δεν παρευρισκόμεθα συχνά εις εσπερί­

δας άποκρύπτοντες δυνατόν πονοκέφαλον ή εις γεϋμα άποκρύπτοντες δυσπεψίαν ή κοιλιακάς διαταραχάς; Οι ιατροί βλέπουν καθημερινώς ασθε­

νείς αποκρύπτοντας επιτηδείως τάς ασθενείας των. Οί άρρωστοι, επί παρα­

δείγματι, ή κατάστασις τών οποίων επιβάλλει άπομόνωσιν ή περιορισμόν, προσποιούνται συχνά βελτίωσιν τής υγείας των, δια να επανακάμψουν εις τους κόλπους τής οικογενείας των ή δια ν ' αποδοθούν εις την Κοινωνίαν.

Πολλάκις γυναίκες ελευθέρων ηθών αποκρύπτουν μετά τέχνης πολλής τάς νόσους των. Οί εντεταλμένοι τήν έπιθεώρησιν αυτών ιατροί γνωρίζουν κάλλιστα τούτο. 'Επίσης ύγείαν προσποιούνται πολλοί άρρωστοι έπιδιώκον­

τες θέσιν τινά ή άπασχόλησιν απαιτούσαν ακμαίας σωματικάς ή πνευματικάς δυνάμεις. Έν προκειμένω δέον να κάμωμεν μνείαν καί άλλων τινών προσποιή­

σεων οφειλομένων εις τήν έξέλειξιν τών ασφαλιστικών εταιρειών θανάτου. "Ατομα με έλαφράν ήθικήν συνείδησιν ασφαλίζουν γονείς ή συγγενείς έχοντας λίαν επισφαλή ύγείαν. Ό War Manton άπέδειξεν, επί τη βάσει ακριβέστατων στατιστικών, τήν αΰξησιν τών είρημένων προσποιήσεων δια τών ακολούθων δύο δεδομένων : 1) Ή θνησιμότης τών ασφαλιζομένων κατά τά δύο ή τρία πρώτα ετη μετά τήν σύναψιν τοΰ ασφαλιστικού συμβο­

λαίου είναι πολύ μεγαλύτερα παρά κατά τά εξ ή τά επτά μετέπειτα ετη, 2) ώς προς τους διαφόρους τύπους τής ασφαλίσεως ή θνησιμότης είναι αντιστρόφως ανάλογος προς τήν αΰξησιν τών ασφαλίστρων. Αι δια μικρών ασφαλίστρων διενεργούμενοι ασφαλίσεις είναι όλεθριώτεραι τών ασφαλί­

σεων εκείνων, τά ασφάλιστρα τών οποίων σύν τώ χρόνω αυξάνονται. 'Εν­

νοείται, ότι άπό ιατροδικαστικής απόψεως υπάρχει προσποίησις τής υγείας μόνον είς τάς περιπτώσεις έκείνας, κατά τάς οποίας ό προσποιούμενος έχει πλήρη συνείδησιν τής παθήσεως του.

ΓΕΝΙΚΟΝ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

"Οπου υπάρχει ζωή, υφίσταται καί ψυχή. Ζωή άνευ ψυχής είναι αδια­

νόητος. Καί αυτά ακόμη τά φυτά δεν στερούνται ψυχικών ιδιοτήτων, ώς ισχυρίζεται ό Γερμανός φιλόσοφος Fechner τοΰ 18ου αιώνος καί ώς απο­

δεικνύουν δι' εδραίων καί ακαταμάχητων επιχειρημάτων οί σύγχρονοι μας.

— 234 —

Ό Γερμανός βιολόγος Raoul France, ιδίως δε ό περίφημος 'Ινδός βοτανικός Sir Jagadis ChunderBose εις το κλασσικόν έργον του ύπό τον τίτλον «Plant Autographs and their Revalations».

"Οπως δεν γνωρίζομεν κατά βάθος τί είναι ζωή ουδέ υπάρχει έλπίς να μάθωμεν, τήν αντιλαμβανόμεθα μόνον εξ ώρισμένων τινών εκδηλώσεων της και εξωτερικεύσεώς της—ούτω δεν γνωρίζομεν και τί είναι ψυχή, μολονότι όμιλοϋμεν σχεδόν καθημερινώς περί ψυχής καί περί ψυχικού βίου. Λέξεις, λέξεις, λέξεις! αναφωνεί κάπου εις τόν'Αμλέτον του ό Σαίξπηρ. Καί ό Ηράκλειτος : «Έξήτασα λέγει, τον εαυτόν μου . . . τα πέρατα της ψυχής είναι αδύνατον να τα εΰρης, όσον μακράν όδόν καί αν πορευθής, τόσον βαθύς είναι ό λόγος της υπάρξεως της».

Λοιπόν ή ζωή, αγωνιζομένη τον άμείλικτον αγώνα τής υπάρξεως, εφευρίσκει πολλά καί διάφορα μέσα, όπως επικράτηση κατά τήν δεινήν πάλην εναντίον τών εχθρικών προς ταύτην στοιχείων τής φύσεως. "Ενα τών μέσων τούτων εϊναι καί ή ύπόκρισις, ή προσποίησις, εφ' όσον αύτη συμβάλλει εις τήν διατήρησιν τής ζωής κατά τούτον ή εκείνον τον τρόπον.

Ό λόγος δια τον όποιον συμβαίνουν όλα αυτά καλύπτεται κάτω άπό πυκνούς πέπλους, τους οποίους αδυνατεί να ύπεγείρη ό ανθρώπινος νους, ματαίως αγωνιζόμενος να καταστήση προσιτόν το μεγαλειώδες άπρόσιτον καί να διείσδυση είς τον άπόκρυφον καί μυστηριώδη ναόν του 'Αγνώστου.

Ή υστερία όμως κατά τον Ν. Μουτούσην δεν θά παύση ν ' ακόλουθη τον άνθρωπον εις τήν πορείαν του άνά τους αιώνας, καθ' όσον αποτε­

λεί στοιχειώδη καί πρωτόγονον άμυναν τούτου κατά τον διηνεκή άγώνά του προς το περιβάλλον δικαιώνουσα τήν άτταβιστικήν συνέχισιν τής φύσεως του.

Ό ύποκρινόμενος συνειδητώς ή ασυνείδητος, αποδεικνύει άτομον αδυ­

νατούν όπως δι' άλλου τρόπου αντιμετώπιση μίαν κατάστασιν, ήτοι άτομον «εν πτωχεύσει».

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ Κ. ΚΑΡΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ δ.φ.

ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ ΤΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ Το των ανθρώπων γένος, δοκονν πανονργότατον

εΐναι των ζώων, πολνν έχει λόγον ιοϋ φανλότατον νπάρχειν τα μεν γαρ άλλα ζώα ταΐς τον σώματος επιθνμίαις ανταϊς δουλεύοντα δια μόνας ταύτας σφάλ­

λεται, το δε των ανθρώπων γένος και προσδεδοξο­

ποιημένον ονχ ήττον δια την άλογιστίαν ή δια την φνσιν άμαρτάνει.

Πολύβ. 17, 15

Επισημαίνοντας —αντί προλόγου—το γεγονός πώς όλο και πληθαί­

νουν εκείνοι πού θεωρούν τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό ενα λείψανο του παρελθόντος με αρχαιολογικό ϊσως ενδιαφέρον άλλα χωρίς μορφωτική αξία—και κατά συνέπεια ανάξιο σπουδής—­, δεν εχω τήν πρόθεση ούτε να γίνω απολογητής «ενός κόσμου πού πέθανε» ούτε πάλι να έπισείσω στον αναγνώστη τήν θλιβερή πιθανότητα πού μπορεί να κρύβη ή φράση του Jacob Burckhardt : «Δεν υπάρχει φόβος να χάσουμε ποτέ τήν 'Αρχαιότητα, όσο δέν ξαναγινόμαστε βάρβαροι». Θα ήθελα μόνο να στρέψω τήν προσοχή του αναγνώστη σε δύο σημεία : Το πρώτο είναι τό λάθος μας να μήν κατα­

νοούμε δσο πρέπει ή και να αλλοιώνουμε συχνά τήν σημασία ορισμένων λέξεων έτσι, αν κάτι συμβαίνη στις μέρες μας, τό θεωρούμε σύγχρονο αλλά και με τήν σφραγίδα της τελειότητας (π.χ. σύγχρονο σπίτι, σύγχρονα μηχανήματα κλπ.), ενώ, αν προέρχεται άπό τό παρελθόν, τό κρίνουμε άξιο για τον σωρό τών σκουπιδιών του παρελθόντος, παραβλέποντας, μέ τήν γενίκευση πού κάνουμε, τό γεγονός ότι οι παλιές ιδέες δέν είναι αναγκα­

στικά και γερασμένες (ούτε ή ενασχόληση μ' αυτές αποτελεί φυγή άπό τήν πραγματικότητα), όπως άλλωστε δέν έχουν πάντα αξία ιδέες σύγχρονες. Τό δεύτερο σημείο είναι ότι κατά κανόνα κρίνουμε τις ανθρώπινες προσπά­

θειες άπό τα αποτελέσματα τους, ξεχνώντας πώς όλα τα προβλήματα δέν παρουσιάζουν τις ίδιες δυσκολίες και πώς δέν έχει δοθή στον άνθρωπο τό προνόμιο να βρίσκη λύσεις σ' όλα τα προβλήματα (και ιδιαίτερα σ' εκείνα πού έχουν σχέση μέ τήν ανθρώπινη φύση), ούτε πάλι νά επανα­

παύεται σέ λύσεις οριστικές. Μέ βάση αυτές τις αλήθειες, χρέος κάθε πνευματικού άνθρωπου εϊναι

— 236 —

νά παλέψη μέσα στά όρια των δυνατοτήτων του μέ τήν πεποίθηση πώς, και αν δεν δώση λύση οριστική στο πρόβλημα του, οπωσδήποτε θα είναι καλύτερα πληροφορημένος γύρω άπ' αυτό. "Αν πάλι ύπάρχη χάσμα μεγάλο ανάμεσα στο πρόβλημα και στην λύση του, χάσμα πού χρειάζεται άλμα για νά καλυφθή, το άλμα αυτό — ας είμαστε βέβαιοι — θά πρέπη και θα μπόρεση νά γίνη μόνο άπό τήν γνώση και όχι από τήν άγνοια.

Σήμερα, καθώς μιλούμε για φθορά εννοιών και ανθρώπων και για από­

λυτη υπεροχή της μηχανής πάνω στον άνθρωπο, διαπιστώνοντας μέ θλίψη ότι «άπώλετο ανδρός άρετά», ό νους μας εύλογα στρέφεται—πού αλλού; — στον μοναδικό ανθρωποκεντρικό πολιτισμό των προγόνων μας πού τόσο πλατιά και βαθιά μελέτησαν και αγάπησαν τον άνθρωπο, και γι' αυτό πού είναι άλλα και γι' αυτό πού πρέπει και μπορεί νά γίνη. "Αν πάνω από τις ανάγλυφες επιτύμβιες πλάκες του «λιόχαρου Κεραμεικοϋ» μας ατενίζουν μέ ένα πονεμένο άλλα γαλήνιο χαμόγελο, λές και «όλοι τους ζουν και χαί­

ρονται τό φως καί τον αγέρα», κατά τον ποιητή, διδάσκοντας μας πώς θά 'πρεπε ν ' αφήνουμε τον κόσμο αυτόν, τάχα μέ τό λαμπερό τους πνεύμα, πού χρόνια τώρα ζή δημιουργικά στά αρχαία κείμενα, δέν θά μπορούσαν νά μας παρασταθούν στά δύσκολα προβλήματα της ζωής μας;

'Εξιστορώντας τά κερκυραϊκά ό Θουκυδίδης γράφει στο τρίτο βιβλίο της ιστορίας του καί τά παρακάτω ι :

. . . Καί έπεσαν πολλές καί μεγάλες συμφορές στις πόλεις άπό τους εμ­

φύλιους πολέμους, συμφορές πού συμβαίνουν και θα συμβαίνουν πάντοτε, δσο ή ανθρώπινη φύση θά παρα/^ε'ΐ^ ή Ιδια, καί πού μπορεί νά είναι ηπιό­

τερες καί μέ διαφορετική μορφή, ανάλογα μέ τίς αλλαγές των περιστάσεων. Γιατί σέ καιρό ειρήνης καί ευημερίας καί οι πόλεις καί τά άτομα έχουν καλύ­

τερες διαθέσεις, άφοΰ δέν αναγκάζονται νά κάνουν πράγματα πού δέν τά θέλουν. Ό πόλεμος όμως, απομακρύνοντας τήν καθημερινή ευημερία, γίνεται βίαιος δάσκαλος καί εξομοιώνει τίς διαθέσεις των ανθρώπων μέ τις συνθήκες πού τους περιβάλλουν. "Επεσαν λοιπόν σέ εμφύλιους πολέμους οί πόλεις, καί όσες τυχόν καθυστέρησαν, επειδή μάθαιναν τά όσα γίνονταν άλλου προηγουμένως, προσπαθούσαν νά φανούν ανώτερες σέ εφευρετικό­

τητα, τόσο στην πονηριά των ενεργειών τους, όσο καί στους πρωτοφανείς τρόπους τιμωρίας. Καί τήν συνηθισμένη σημασία των λέξεων τήν άλλαξαν με άλλη πού τους συνέφερε. Ή άσυλλόγιστη τόλμη θεωρήθηκε ανδρεία άπό αγάπη για τους συντρόφους, ή προνοητική δισταχτικότητα εύσχημη

1. Θουκ. 3, 82, 2 κ.έ.

— 237 —

δειλία, ή σωφροσύνη πρόσχημα άνανδρίας και ή σύνεση για το κάθε τί θεωρήθηκε πλήρης αδράνεια... Και αν κάπου δίνονταν όρκοι για επικύ­

ρωση συμφωνίας, οί όρκοι ίσχυαν μόνον έφ' όσον κανείς απ' αυτούς πού ορκίστηκαν δεν είχε άπό πουθενά δύναμη. Άλλα με την πρώτη ευκαιρία, εκείνος πού πρώτος αποκτούσε θάρρος, αν έβλεπε τον αντίπαλο του άπρο­

φύλακτο, έπαιρνε εκδίκηση με περισσότερη ευχαρίστηση γιατί εκμεταλλευό­

ταν την πίστη του αντιπάλου του στον όρκο, παρά αν τον τιμωρούσε φανερά* καί αυτό γιατί σκεφτόταν και ότι εξασφαλιζόταν άπό έναν εχθρό, άλλα και ότι θα τον θεωρούσαν έξυπνο άφοΰ επιβλήθηκε στον αντίπαλο του με άπα­

τη. Οί περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν να είναι κακοί και να όνομάζων­

ται επιτήδειοι, παρά να είναι ενάρετοι καί να θεωρούνται ανόητοι* γιατί για τό δεύτερο ντρέπονται ενώ για τό πρώτο περηφανεύονται. Και αιτία για δλα αυτά ή δίψα της εξουσίας την οποία γεννά ή πλεονεξία καί ή φιλοδοξία.

Διαβάζουμε τις παραπάνω γραμμές καί μας κυριεύει θλίψη καί απαισιο­

δοξία. 'Ενώ σκοπός τοΰ άνθρωπου ήταν καί είναι ή αναζήτηση της ευτυχίας καί ενώ ή αγωγή του θα έπρεπε ν ' άποτελή προετοιμασία για μιαν ευτυχι­

σμένη ζωή, ΰστερ' άπό δύο χιλιάδες τόσα χρόνια πείρας, προόδου καί παι­

δείας διαπιστώνουμε πώς τα όσα γράφει ό Θουκυδίδης σκιαγραφούν τό πορτραίτο όχι μόνο τών ανθρώπων της εποχής του αλλά καί της εποχής μας. Καί σήμερα —ίσως περισσότερο παρά ποτέ—ή κοινωνική, οικονομι­

κή καί πολιτική μας ζωή είναι στενά δεμένη με τήν φιλοπρωτία, τήν πλεο­

νεξία καί τήν φιλοδοξία, καί μολονότι οί περισσότεροι άνθρωποι καταδικά­

ζουν τους πολέμους, οί τελευταίοι συνεχίζονται με αμείωτη δύναμη αγριό­

τητας καί καταστροφής αποδείχνοντας έτσι ότι ή ανθρώπινη φύση στο πέρασμα τών αιώνων βασικά παραμένει ή ϊδια. Ποια είναι ή άπάντηαη τού αλαζονικού πολιτισμού μας πού ωστόσο αισθάνεται θριαμβευτής;

«Στο παρελθόν», γράφει ό Άγγλος φιλόσοφος Bertrand RussellJ, «οί άνθρωποι πουλούσαν τον εαυτό τους στον διάβολο για ν' αποκτήσουν μα­

γικές δυνάμεις. Σήμερα αποκτούν αυτές τις δυνάμεις άπό τήν επιστήμη καί βρίσκουν τους εαυτούς τους αναγκασμένους να γίνουν διάβολοι. Δέν υπάρ­

χει ελπίδα για τον κόσμο εκτός εάν σταθή δυνατό να δαμασθή ή δύναμη καί να μπή στην υπηρεσία όχι αυτής ή της άλλης ομάδας φανατικών τυράν­

νων, άλλα στην υπηρεσία όλης της ανθρώπινης ράτσας, τοΰ λευκού καί τοΰ κίτρινου καί τοΰ μαύρου, τοΰ φασίστα καί τοΰ κομμουνιστή καί τοΰ δημο­

κράτη* γιατί ή επιστήμη έχει κάμει τοΰτο αναπόφευκτο, ότι δλοι πρέπει να ζήσουμε ή όλοι πρέπει νά πεθάνουμε».

Είναι γεγονός ότι σήμερα, αντί νά προσκυνούμε μέ δέος τήν φύση, είμαστε σε θέση νά της αποσπούμε ενα ­ ενα τα μυστικά της, καί αυτό μας

1. Ρ ο w e r (6η 'έκδ. 1971), London, σ. 24.

— 238 —

γεμίζει ικανοποίηση και μας βοήθα ν' απωθούμε προς στιγμή τον φόβο για τις επικίνδυνες συχνά γνώσεις μας και την δύναμη τους. Άλλα ô επιστη­

μονικός πολιτισμός αγνόησε τήν ανθρώπινη φύση για να κατάκτηση τον κόσμο της ύλης, με αποτέλεσμα να ελέγχουμε τον φυσικό κόσμο, όχι όμως και τον εαυτό μας. "Ετσι συλλαμβάνουμε με τα τεχνικά μας μέσα ό,τι έχει διαστάσεις και βάρος 1, δεν μπορούμε όμως μ' αυτά να σταθμίσουμε τό μίσος, τήν ματαιοδοξία, τήν φιλοδοξία ή τήν πλεονεξία μας, ούτε είμαστε σε θέση να περιορίσουμε τους φόβους και τις ελπίδες 2 πού φωλιάζουν στην ανθρώ­

πινη ψυχή και φαίνεται πώς παίζουν ρυθμιστικό ρόλο στή ζωή των ανθρώ­

πων. "Ας μήν ξεχνάμε ότι, παρά τήν συμβίωση του σε κοινωνίες, ό άνθρωπος παραμένει σε μεγάλη έκταση άτομο, με τις δικές του ατομικές επιθυμίες, τις όποιες επιδιώκει να έπιβάλη στους άλλους, εφ' όσον θα απόκτηση τήν απαραίτητη γι' αυτό δύναμη. Ήταν τάχα υπερβολικά αισιόδοξος για τό έργο του ό Θουκυδίδης ή βαθύς γνώστης του άνθρωπου, όταν έγραφε ότι αυτό θ' αποτελούσε «κτήμα ες αεί»3;

* * *

Ά ν στραφούμε στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία, τόσο στους συγ­

γραφείς της αρχαϊκής όσο και της κλασικής εποχής, θα διαπιστώσουμε πώς ή γνώμη πού επικρατεί για τήν ανθρώπινη μοίρα δεν είναι και τόσο αι­

σιόδοξη. "Ηδη στον "Ομηρο, καθώς ό 'Αχιλλέας προσπαθεί να παρηγόρηση τον γέροντα Πρίαμο για τήν κακή του μοίρα, θυμάται με πίκρα τα δύο πιθά­

ρια πού κείτονται στο κατώφλι του Δία 4. Πόσο ευπρόσβλητος και φθαρ­

τός είναι ό κόσμος των θνητών φαίνεται επίσης στον Πίνδαρο 5 και ακόμη περισσότερο στον Ηρόδοτο. Ό τελευταίος τονίζει χαρακτηριστικά ότι τό θείον είναι «φθονερον» G καί, όπως σωστά παρατηρεί ό Dodds 7, όλοι οί σοφοί άνδρες του Ηροδότου (Σόλων, Άμασις, Άρτάβανος) γνωρίζουν

1. Βλ. Α. C a r r e l , Ό άνθρωπος, αυτός ό άγνωστος (μετάφρ. Ν. Α. Τζαρτζάνου, 3η εκδ.), σ. 47.

2. Ό Λουκιανός θεωρεί τήν ελπίδα καί τον φόβο σαν τους μεγαλύτερους τυράννους τοϋ ανθρώπου ('Αλέξ. ή Ψευδομ. 8), καί ό Θουκυδίδης πιστεύει ότι ή πραγματική αίτια του Πελοποννησιακού πολέμου ήταν ό φόβος των Σπαρτιατών μπρος στην δύναμη τών 'Αθηναίων (1, 23, 6). Για τήν ελπίδα βλ. επίσης F. W e h r 1 i, Λάθε βιώσας, Leipzig und Berlin 1931, σ. 6 κ.έ. καί Α. Κ. Κ α ρ α δ η μ η τ ρ ί ο υ, Οί χρησμοί τοϋ μαντείου τών Δελφών, Θεσσαλονίκη 1972, σ. 69 κ.έ.

3. Θουκ. 1,22,4. 4. Όμήρ., Ίλ. Ω 525 ­ 533. 5. Νέμ. 11, Πύθ. 3 καί 8, Ίσθ. 3 καί 5. 6. Ήρόδ. 1, 32, 1 καί 3, 40, 2 καί 7, 46, 4. 7. The Greeks and the Irrational, Berkeley and Los Angeles 1964, σ. 29.

— 239 —

πόσο εύκολα αυτό προκαλείται και ερεθίζεται άπό μιαν υπέρμετρη δύναμη και ευτυχία.

Άλλα άπό τον "Ομηρο ώς τα χρόνια του Αισχύλου και τοΰ Ηροδότου, ή αντίληψη για την στάση των θεών απέναντι στους ανθρώπους έχει μετα­

βληθή σημαντικά. Στον "Ομηρο οί θεοί εμφανίζονται περισσότερο δυνατοί παρά δίκαιοι1. 'Αργότερα όμως, στα χρόνια του Πινδάρου, του Αισχύλου και τοϋ Ηροδότου, μολονότι έπιζή ακόμη στο έργο τους ή παλιά πίστη για τον θείο φθόνο, οί θεοί παρουσιάζονται δικαιότεροι και ή τιμωρία πέφτει μόνον επάνω στον ένοχο. Ό Κροίσος 2, ό Ξέρξης 3, ό Κλεομένης i, ό Γλαύ­

κος 5, ό Όροίτης (i έκαμαν σφάλματα, μπήκαν στην περιοχή τής «νβρεως» και γι' αυτό τιμωρήθηκαν.

'Ιδιαίτερα αξιοπρόσεχτη είναι ή άποψη τοΰ Αισχύλου 7 : Διαφωνώντας προς τις μέχρι τότε απόψεις πού ήθελαν να πιστεύουν ότι ό υπέρμετρος πλούτος και ή μεγάλη ευτυχία είναι πού συσσωρεύουν στον κάτοχο τους συμφορές, τονίζει πώς ή αιτία καταστροφής δεν είναι ή ευτυχία καί ό πλού­

τος αυτά καθαυτά, άλλα τα σφάλματα στα όποια πέφτουν με ιδιαίτερη ευκο­

λία οί πλούσιοι καί δυνατοί, εξ αιτίας ακριβώς τοΰ πλούτου και τής δύναμης τους. Τα πλούτη καί ή ευτυχία δεν είναι επικίνδυνα όταν ό κατάτοχός τους μπορή να ενεργή με φρόνηση καί δικαιοσύνη. 'Αλλά φαίνεται πώς ό άνθρω­

πος δεν αντέχει σέ πάρα πολλή ευτυχία. Σαν χόρταση άπό πλοΰτο καί δύνα­

μη, εύκολα φουντώνει άπό αλαζονεία, «νβριν», καί τότε δεν συναισθάνεται τί βρίσκεται μέσα στην σφαίρα τής δύναμης του καί τί εξω άπ" αυτήν 8.

1. Βλ. καί Δ. Ν. Μ α ρ ω ν ί τ η , Ηροδότου Ίστορίαι, τόμ. 1, 'Αθήνα 1964, σ. 110. 2. Ήρόδ. 1,34, 1. 3. Ήρόδ. 8, 109, 3. 4. Ήρόδ. 6, 84, 3. 5. Ήρόδ. 6, 86, 2. 6. Ήρόδ. 3, 126, 1. 7. Άγαμ. 750 κ.έ. 8. Τόσο τα άτομα όσο καί τα κράτη επιδιώκουν τον πλούτο κυρίως για να αποκτή­

σουν περισσότερη δύναμη, γιατί ό πλούτος είναι μια μορφή δύναμης, δπως είναι καί ή πολιτική ή ή στρατιωτική. Μάλιστα είναι δυνατόν ή μία άπ' αυτές να γέννηση τήν άλλη καί αντίστροφα. Ό Λυσίας (Υπέρ άδυν. 16) υποστηρίζει ότι ή νβρις είναι γνώρισμα των πλουσίων, των νέων καί των σωματικά ρωμαλέων, γιατί τα πλούτη, ή ρώμη, ή ομορφιά είναι δυνάμεις. Φυσικά, ανάλογα με τήν χρήση τους οί δυνάμεις αυτές άλλοτε αποτελούν ευλογία καί άλλοτε κατάρα. "Οταν κατά τήν σικελική εκστρατεία οί στρα­

τηγοί των 'Αθηναίων, υπό τήν πίεση των συμμάχων τους, συνθηκολόγησαν καί επέστρε­

ψαν στην 'Αθήνα, οί 'Αθηναίοι πού ήταν στην πόλη τους τιμώρησαν, γιατί τάχα, ένω μπορούσαν να υποτάξουν τήν Σικελία, αποχώρησαν άφοϋ δωροδοκήθηκαν. Τόσο πολύ βασίζονταν στην ευτυχία τους οί 'Αθηναίοι, σχολιάζει ό Θουκυδίδης, ώστε είχαν τήν απαίτηση τίποτε να μήν τους εναντιώνεται, άλλα να φέρουν σέ πέρας καί μέ μεγάλα καί μέ μικρά μέσα καί τα δυνατά καί τα αδύνατα. Καί αιτία γι' αυτό ήταν ή ανέλπιστη έπι­

— 240 —

Οί ελπίδες του δεν γνωρίζουν φραγμούς, οί επιτυχίες του θεωρούνται αφορ­

μή για άλλες μεγαλύτερες επιτυχίες, οί αποτυχίες του πάλι αιτία για αναπλή­

ρωση της ζημιάς, ώστε ούτε ή επιτυχία ούτε ή αποτυχία ν ' άποτελή φραγμό και σύνορο στην τάση του να ταράζεται και να ταράζη ι. "Ετσι όμως γίνεται επικίνδυνος για τον εαυτό του και τους άλλους και ή τύφλωση αυτή του νου του επιφέρει τελικά τήν θεϊκή τιμωρία 2.

Ό Πλάτωνας ;i επισημαίνει ιδιαίτερα τήν τάση πού έχει ό άνθρωπος να ύπερβαίνη τα όρια του απαραίτητου καί να ρίχνεται στην ικανοποίηση μιας υπέρμετρης πλεονεξίας, πολλαπλασιάζοντας έτσι έπ' άπειρον τις ανάγ­

κες του. Το αποτέλεσμα αυτής της νοοτροπίας είναι ή στενότητα των διαθέ­

σιμων αγαθών καί τελικά ή διαρπαγή τους άπό τους άλλους με τήν πονη­

ριά, τήν βία, τον πόλεμο. Ό Ευριπίδης 4 πάλι βρίσκει πώς οί πλούσιοι, μέ τον πόθο τους να αποκτήσουν όλο καί περισσότερα, είναι ανώφελοι στην πολιτεία, ένώ ό Διόδωρος ό Σικελιώτης, τονίζοντας ότι «εμφυτόν εστί τό πλεονεκτεϊν τοις μειζόνων όρεγομένοις καί τάς επιθυμίας εχειν άτερματί­

στους», μνημονεύει τον περί εξοστρακισμού 5 νόμο των Αθηναίων τον όποιον αυτοί καθιέρωσαν όχι για να τιμωρήσουν αδικήματα πού έγιναν, «άλλ' όπως τοις δυναμένοις παρανομείν εξουσία μή γένηται κατά της πα­

τρίδος εξαμαρτείν». Τέλος, κατά τήν γνώμη του Σόλωνα 6, οί δυνατοί είναι πού καταστρέφουν τις πόλεις. Τα παραδείγματα δέν λείπουν :

Στα χρόνια της περσικής εισβολής στην Ελλάδα, οί Έλληνες τρομα­

γμένοι άπό τον κίνδυνο πού τους απειλούσε ζήτησαν τήν βοήθεια του Γέλωνα, τυράννου των Συρακουσών. 'Εκείνος αποκρίθηκε7 πώς διέθετε μια τεράστια δύναμη καί θα μπορούσε να τους βοηθήση, Οπό τον όρον όμως να τον δεχτούν ώς αρχηγό του πολέμου κατά τών Περσών. Οί Σπαρτιά­

τυχία στις περισσότερες επιχειρήσεις τους, πού τους έκανε νά θεωρούν τήν ελπίδα σαν δύναμη (Θουκ. 4, 65, 2).

1. Βλ. καί Πλουτ., Πύρρ. 30. 2. Πρβ. τήν πίστη τών αρχαίων : δλβος ­> κόρος ­> νβρις ­> ατη ­> άγη. 3. Πολιτ. 2, 372ε κ.έ. 4. Ίκέτ. 238 ­ 245. 5. Διόδ. Σικελ. 19, 1, 3. Έδώ θα πρέπη να θυμηθούμε επίσης τήν ίστορία μέ το

δαχτυλίδι τοΰ Πολυκράτη, το όποιο ό πλούσιος τύραννος έριξε στην θάλασσα — όπως τον συμβούλευσε ό "Αμασις —, για νά ελάττωση κάπως τήν υπερβολική του ευτυχία (Ήρόδ. 3, 40, 1 κ.έ.).

6. Έκ νεφέλης πέλεται χιόνος μένος ήδέ χαλάζης, βροντή δ' έκ λαμπρός γίγνεται άστεροπής· ανδρών δ' έκ μεγάλων πόλις δλλυται.

(E. D i e h 1, Anthologia Lyrica Graeca, τόμ. I, Lipsiae, 10. (9)). 7. Ήρόδ. 7, 158,1 κ.έ.

— 241 —

τες υπήρξαν κατηγορηματικοί στην άρνηση τους 1. "Οταν για δεύτερη φορά ό Γέλωνας, υποχωρώντας στην αρχική του απαίτηση, ζήτησε τήν ηγεμονία μόνο της ξηράς, αν προτιμούσαν τήν θαλάσσια οί Σπαρτιάτες, ή μόνο της θάλασσας, αν οί τελευταίοι ήθελαν τήν ηγεμονία της ξηράς, συνάν­

τησε τώρα τήν διπλή άρνηση των Σπαρτιατών και των 'Αθηναίων : Έμεΐς ζητάμε στρατό, όχι αρχηγό, θα πουν οί 'Αθηναίοι2. "Ετσι, μολονότι ή Ελλάδα βρισκόταν «επί ακμής ξνροϋ», ό δυνατός τύραννος αρνήθηκε να βοηθήση καί οί "Ελληνες προτίμησαν να φύγουν άπρακτοι παρά να χάσουν τήν αρχηγία.

* *

«Όσο περισσότερο προβληματίζομαι πάνω στους μεγάλους πολέμους της Ιστορίας», γράφει ό 'Αμερικανός γερουσιαστής Fulbricht3, «τόσο περισσότερο τείνω να δεχθώ τήν άποψη ότι τα αϊτια πού τους αποδίδονται — εδάφη, αγορές, πλουτοπαραγωγικοί πόροι, ή υποστήριξη ή ή διαιώνιση υψηλών άρχων — δεν ήταν καθόλου τα βασικά αίτια πού τους προκάλεσαν, άλλα αίτιες ή προφάσεις για ορισμένες ανεξιχνίαστες ορμές της ανθρώπινης φύσεως. Δεδομένου ότι δέν υπάρχει ξεκαθαρισμένη καί ακριβής γνώση του ποια εΐναι αυτά τα κίνητρα, αναφέρομαι σ' αυτά μέ τον όρο «αλαζονεία της δυνάμεως», εννοώντας τήν ψυχολογική ανάγκη πού φαίνεται να έχουν τα έθνη ν' αποδείξουν ότι εΐναι μεγαλύτερα, καλύτερα ή δυνατότερα άπό άλλα έθνη. Στην αντίληψη αυτή γίνεται σιωπηρά δεκτή ή υπόθεση, ακόμη καί άπό έθνη πού είναι συνήθως φιλειρηνικά, ότι ή βία αποτελεί τήν τελική απόδειξη ανωτερότητας, ότι, όταν ενα έθνος δείχνη ότι έχει ισχυρότερο στρατό, αποδεικνύει ταυτόχρονα ότι έχει καλύτερο λαό, καλύτερους θε­

σμούς, καλύτερες αρχές καί γενικά έναν καλύτερο πολιτισμό» 4. 'Απέναντι σ' αυτήν τήν αναμφισβήτητη πραγματικότητα της άνθρώπι­

1. Ή κε μέγ' οίμώξειε ό Πελοπίδης 'Αγαμέμνων πυθόμενος Σπαρτιήτας τήν ήγε­

μονίην άπαραιρήσθαι ύπο Γέλωνός τε καί Συρηκοσίων (Ήρόδ. 7, 159, ]). 2. Ήρόδ. 7, 161, 1. 3. Ή αλαζονεία της δυνάμεως (μετάφρ. Θ. Παπαμάργαρη), 'Αθήνα 1970, σ. 17. 4. Τήν επικίνδυνη νοοτροπία των δυνατών να θέλουν τα πρωτεία παντοϋ, επειδή

συμβαίνει να έχουν δύναμη καί πλούτο, τήν επισημαίνει καί ό Πλούταρχος: «Ού γαρ πλού­

σιοι μόνον όμοΰ καί λόγιοι καί ισχυροί καί συμποτικοί καί ηδείς είναι καί φίλοι βασιλέων καί πόλεων άρχοντες άξιοΰσιν αλλ' ει μη καί κύνας εξουσι πρωτεύοντας άρετη, καί ίππους καί ορτυγας καί άλεκτρυόνας, άθυμοϋσι. Διονύσιος ό πρεσβύτερος ούκ ήγάπα μέγιστος ων των τότε τυράννων, άλλ' ότι Φιλόξενου τοϋ ποιητοΰ μή βέλτιον ήδε μηδέ περιήν έν τω διαλέγεσθαι Πλάτωνος, όργισθείς καί παροξυνθείς, τον μέν εις τάς λατομίας ένέβαλε, τον δ' άπέδοτο πέμψας εις Αίγιναν» (Πλουτ., Περί εύθυμ. 12).

16

— 242 —

νης φύσης θα ενδιέφερε, νομίζω, να δοϋμε ποια ήταν ή αντίδραση τοϋ κατ' εξοχήν πνευματικού και ήθικοϋ κέντρου των αρχαίων, τοϋ μαντείου των Δελφών :

Οί Αΐγιεΐς της 'Αχαΐας νίκησαν σε ναυμαχία τους Αιτωλούς καί αφιε­

ρώνοντας στο μαντείο ενα πεντηκόντορο πλοίο, λάφυρο της ναυμαχίας, ρώτησαν μέ καμάρι τήν Πυθία «τίνες κρείττους εΐεν τών 'Ελλήνων». Ή απάντηση πού πήραν τους απογοήτευσε :

. . . .ύμεΐς δ' Αίγίεες, ούτε τρίτοι ούτε τέταρτοι, ούτε δυωδέκατοι, ούτ εν λόγω ούτ εν αριθμώ ι.

"Οταν ό Γύγης, βασιλιάς τών Λυδών, ρώτησε το μαντείο αν υπήρχε κανείς θνητός ευτυχέστερος του, ή Πυθία απάντησε ότι τον ξεπερνούσε στην ευτυχία ό Άγλαός. Ό τελευταίος ήταν από τους πιο φτωχούς Άρκά­

δες, ηλικιωμένος πιά, πού ποτέ δεν είχε άπομακρυνθή άπο το χωραφάκι του και ήταν ευχαριστημένος μέ τους καρπούς πού τοϋ απέφερε το μικρό του κτήμα. Ευτυχία του ήταν ή ολιγάρκεια πού είχε2 .

'Απάντηση ίκανή να τον βγάλη άπο τήν πλάνη δόθηκε καί στον 'Ανά­

χαρση, όταν αυτός ρώτησε τό μαντείο αν ήταν κανείς σοφώτερός του. Ή Πυθία αποκρίθηκε πώς σοφώτερός του ήταν ό Μύσωνας, ένας φτωχός γεωργός 3.

Τέλος, ένας πλούσιος άπό τήν Μαγνησία ήλθε στους Δελφούς οδηγών­

τας ολόκληρη εκατόμβη βοδιών τήν οποία αφιέρωσε μέ πολλή μεγαλοπρέ­

πεια στον 'Απόλλωνα, νομίζοντας πώς έτσι θα μποροϋσε να εξαγόραση τήν εύνοια τοϋ θεοϋ. "Υστερα ρώτησε τήν Πυθία ποιος τιμά καλύτερα καί

1. Η. W. P a r k e ­ D . Ε. W. Wo r m e l i , The Delphic Oracle II, Oxford 1956, σ. 1.

2. Βλ. Val. Max. 7, 1,2. Στον ίδιο κύκλο σκέψης ανήκει καί ή περίφημη απάντηση τοϋ Σόλωνα στον βασιλέα τών Λυδών, Κροίσο. (Ήρόδ. 1, 30, 2. κ.έ.). 'Ακόμη, ανάλογο προς τό ζευγάρι Κροίσος ­ Σόλων είναι καί τό ζευγάρι °Ιέρων ­ Σιμωνίδης (Ξενοφ. Ίέρ., 1, 8 κ.έ.) καθώς καί τό Φεραύλας ­ Σάκας (Ξενοφ. Κύρ. Παιδ. 8, 3, 40). Βλ. καί F. W e h r l i , ο. π., σ. 30 κ.έ.

3. Διογ. Λαέρτ. 1, 106. Είναι γνωστή ή ιστορία τοϋ χρυσοΰ τρίποδα ό όποιος μετά τήν ρήση της Πυθίας πώς έπρεπε νά δοθή στον σοφώτερο, πέρασε άπό τα χέρια καί τών 'Επτά Σοφών για ν' άφιερωθή τελικά στον 'Απόλλωνα, τον σοφώτερο άπ' όλους (Διογ. Λαέρτ. 1, 28). 'Εξαίρεση χαρακτηριστική αποτελεί ή απάντηση τοϋ μαντείου γιά τον Σωκράτη, για τον όποιο ό θεός αποφάνθηκε ότι ήταν ό σοφώτερος άπ' όλους. 'Εδώ όμως πρέπει νά παρατηρήσουμε ότι δεν ήταν ό ίδιος ό Σωκράτης πού ρώτησε τήν Πυθία, θέ­

λοντας νά κάμη επίδειξη της σοφίας του, άλλα ό Χαιρεφώντας. Ό Σωκράτης μέ τό «εν οίδα ότι ουδέν οίδα», κατά τοΰτο τουλάχιστον ήταν σοφώτερος άπό τους άλλους : Οί άλλοι δέν ήξεραν ότι δεν ήξεραν, ένώ αυτός ήξερε ότι δέν ήξερε. Ή παραδοχή άγνοιας είναι δείγμα σοφίας. (Πλάτ., Άπολ. Σωκρ. 21 d).

— 243 —

προθυμότερα τον θεό, ποιος εΐναι ό ευσεβέστερος, πιστεύοντας φυσικά πώς θα έπαιρνε αυτός τό πρωτείο. Ή ιέρεια όμως απάντησε πώς ευσεβέστερος ήταν ό Κλέαρχος άπό τό Μεθύδριο της 'Αρκαδίας, ένας απλοϊκός άνθρωπος πού αθόρυβα τιμούσε τον θεό κατά τον προγονικό τρόπο 1.

Δεν αγοράζονται τα πάντα με τό χρήμα και πολύ περισσότερο δεν αγο­

ράζεται ή ευσέβεια. Στην περίπτωση αύτη εκείνο πού βαραίνει είναι ή σιω­

πηλή μετριοφροσύνη και ή ηθική αγνότητα καί όχι ή επίδειξη και τό ποσόν της προσφοράς.

* * *

Μολονότι οι δυνατοί έχουν μεγαλύτερη ευχέρεια άπό τους αδύνατους για να δείξουν μεγαλοψυχία, καί θα περίμενε κανείς άπ' αυτούς, μια καί έχουν μεγαλύτερη φυσική δύναμη, να δείξουν καί μεγαλύτερη ηθική, παρ' όλα αυτά ή κοινωνική ιστορία του άνθρωπου διδάσκει ότι αυτός γνώρισε στην πορεία του άφθονη τήν αδικία με τήν μορφή της πλεονεξίας. Ό δυνατός πάντοτε είχε τήν απαίτηση να παίρνη τήν μερίδα του λέοντα άπό τα αγαθά πού αποκτήθηκαν με τον μόχθο των άλλων, καί άπό τα πανάρχαια χρόνια μέχρι σήμερα δεν υπάρχει κείμενο της λαϊκής λογοτεχνίας στο όποιο να μήν ακούγεται ή πονεμένη κραυγή διαμαρτυρίας των αδυνάτων, πού πάσχουν άπό τήν πλεονεξία των δυνατών, καί στο όποιο να μήν εκφράζεται ή άσίγα­

γαστη δίψα για δικαιοσύνη. Καί γεννιέται τό ερώτημα : Ό δυνατός, είτε είναι άτομο, είτε είναι κράτος, ενεργεί αυθαίρετα καταπατώντας απροκάλυ­

πτα κάθε έννοια δικαίου, ή εμφανίζεται καλυμμένος κάτω άπό ενα μανδύα δικαιοσύνης, έστω καί υποκειμενικής, δικαιολογώντας έτσι τις πράξεις του απέναντι των άλλων καί του έαυτοϋ του;

"Ενα άπό τα θεμελιώδη ηθικά θέματα πού συζητήθηκαν άπό τους σοφι­

στές του 5ου π.Χ. αιώνα, ήταν ή σχέση ανάμεσα στον φυσικό νόμο καί στον νόμο της πόλης, ανάμεσα στο φυσικό δίκαιο καί στο θετό δίκαιο. Οι σοφι­

στές τα ξεχώρισαν μεταξύ τους καί υποστήριξαν ότι ό φυσικός νόμος είναι σύμμαχος του άτομου, ενώ αντίθετα ό νόμος της πόλης είναι τύραννος του άτομου καί βιάζει τήν φύση 2. "Ας παρακολουθήσουμε τις σκέψεις τους :

Ή φύση καί ό νόμος, λένε, είναι αντίθετα μεταξύ τους­ καί για μέν τήν φύση είναι ντροπή να άδικήσαι, για τον νόμο είναι ντροπή να άδικης. 'Αλλά τους νόμους τους έκαμαν οϊ πολλοί καί οι αδύνατοι, για τό συμφέρον τους βέβαια, για νά προστατέψουν τήν αδυναμία τους. "Ομως ή ίδια ή φύση τό

1. Πορφυρ., Περί αποχ. έμψύχ. 2, 16. 2. «Ό δε νόμος τύραννος ων των ανθρώπων πολλά παρά τήν φύσιν βιάζεται».

(Πλάτ. Πρωταγ. 337d).

— 244 —

δηλώνει πώς ό δυνατός πρέπει να εχη περισσότερα άπό τον αδύνατο. "Ετσι κρίνεται δίκαιο ό δυνατός να έξουσιάζη τον αδύνατο και να εχη περισσότερα άπ' αυτόν. "Αλλωστε αυτό τό δίκαιο χρησιμοποιώντας ό Ξέρξης έκαμε εκστρατεία ενάντια στην Ελλάδα, καθώς και ό πατέρας του ενάντια στους Σκύθες. Αυτοί λοιπόν οί δύο ενέργησαν σύμφωνα με την φύση του δικαίου και με το νόμο της φύσης, καί όχι σύμφωνα μέ τον νόμο πού βάζουμε εμείς. Γιατί εμείς παίρνουμε τους καλύτερους καί πιο ρωμαλέους πολίτες, καί άπό την νεανική τους ηλικία εξαπατώντας τους τους υποδουλώνουμε λέγοντας τους πώς δίκαιο καί ωραίο είναι να έχουν τα ϊσα μέ τους άλλους. "Αν όμως κάποιος άπ' αυτούς συμβή να εχη φύση ικανή, γκρεμίζει άπό πάνω του όλα αυτά πού του φορτώσαμε, ξεφεύγει, καί καταπατώντας τους παρά την φύση νόμους μας γίνεται άπό δούλος αφεντικό μας­ καί έτσι λάμπει τό φυσικό δίκαιο Κ

Έξ άλλου οί γονείς καί κηδεμόνες, όταν συμβουλεύουν τους νέους να είναι δίκαιοι, δεν παινεύουν τήν ίδια τήν δικαιοσύνη, αλλά τό καλό όνο­

μα πού θα αποκτήσουν οί νέοι ασκώντας την. Δηλαδή μοναδικός λόγος για κεΐνον πού υπηρετεί τήν δικαιοσύνη δεν είναι ή ίδια ή δικαιοσύνη, άλλα ή επιτυχία στην ζωή 2.

Κανείς δεν είναι δίκαιος επειδή τό θέλει3. Καί αν δίναμε εξουσία στον δίκαιο καί στον άδικο να κάνουν ο,τι θέλουν, γρήγορα θα πιάναμε τον δί­

καιο να παίρνη τον ίδιο δρόμο μέ τον άδικο. 'Αλλά καί στις διάφορες πόλεις οί εκάστοτε άρχοντες κάνουν νόμους πού

να τους συμφέρουν : Στην δημοκρατία δημοκρατικούς, στην τυραννία τυραννικούς, καί στα άλλα πολιτεύματα ανάλογους. Καί άφοϋ τους κάμουν, λένε δτι αυτό είναι τό δίκαιο για τους υπηκόους — δηλαδή τό δικό τους συμ­

φέρον — καί αυτόν πού τό παραβαίνει τον τιμωρούν, γιατί τάχα εΐναι παρά­

νομος καί άδικος. Δίκαιο λοιπόν σ' όλες τις πόλεις είναι «τό της καθεστη­

κυίας αρχής συμφέρον» ι, καί ένας πού σκέφτεται σωστά αναγνωρίζει δτι παντού επικρατεί τό Ίδιο δίκαιο, «τό τοΰ κρείττονος συμφέρον» 5. Άλλωστε

1. Πλάτ., Γοργ. 482ε ­ 484α. 2. Πλάτ. Πολιτ. 2, 362ε. 3. Πλάτ. Πολιτ. 2, 360c. 4. Είναι γνωστή ή ιστορία του Περιάνδρου, ό όποιος έστειλε έναν έμπιστο του στον

τύραννο της Μιλήτου, Θρασύβουλο, για να μάθη πώς ό τελευταίος κρατιόταν καλά στην εξουσία. Ό Θρασύβουλος, κόβοντας μέ τό μπαστούνι του τα καλύτερα καί ψηλότερα στάχυα μέσα σ' ενα σπαρμένο χωράφι, δίδαξε στον Περίανδρο ότι, αν ήθελε καί ό ϊδιος να κρατηθή καλά σαν τύραννος της Κορίνθου, έπρεπε «τους υπέροχους τών αστών φο­

νεύειν». Καί άπό τότε ό Περίανδρος «πάσαν κακότητα έξέφαινε ές τους πολιήτας» (Ήρόδ. 5, 92ζ2).

5. Πλάτ. Πολιτ. 1, 338ε ­ 339α.

— 245 —

αυτό το δίκαιο χρησιμοποιώντας οί μεγάλες πόλεις βαδίζουν ενάντια στις μικρές '.

Οί παραπάνω απόψεις των σοφιστών, αν δεν είναι σωστές, είναι οπωσ­

δήποτε χρήσιμες, γιατί αν δεν απαντούν μέ ορθότητα στο ερώτημα τί πρέπει να κάνουν οί άνθρωποι, δμως δηλώνουν μέ παρρησία τί συνηθίζουν αυτοί να κάνουν, όπως εύκολα μπορούμε να διαπιστώσουμε :

Στο συνέδριο της Σπάρτης, πού έγινε πριν από τον Πελοποννησιακό πόλεμο, οί πρέσβεις των 'Αθηναίων ομολογούν ότι ή αθηναϊκή ηγεμονία οφείλεται σε ελατήρια φόβου, κέρδους και φιλοδοξίας, και προβάλλουν τήν δικαιολογία ότι ανέκαθεν υπήρχε ο νόμος της φύσης σύμφωνα μέ τον όποιο ό αδύνατος πρέπει να υποδουλώνεται στον δυνατό2.

Επίσης ό Συρακούσιος Έρμοκράτης, εχθρός των Αθηναίων, μιλώντας σέ συγκέντρωση τονίζει ότι συγχωρεί τους Αθηναίους για τήν πλεονεξία τους, γιατί είναι στην φύση του άνθρωπου να έξουσιάζη εκείνους πού υπο­

χωρούν 3. Εντύπωση προκαλεί καί ή άποψη του Διοδότου σχετικά μέ τό αν έπρεπε οί 'Αθηναίοι να θανατώσουν ή όχι τους αποστάτες Μυτιληναίους : 'Αποκλείοντας κάθε ανάμειξη της δικαιοσύνης, τήν καταδίκη ή τήν αθώωση των Μυτιληναίων τήν εξαρτά αποκλειστικά καί μόνον άπό τό τί συμφέρει στους 'Αθηναίους. Συμφέρει στους τελευταίους να θανατωθούν οί Μυτιλη­

ναίοι; Θα θανατωθούν, άσχετα αν αδίκησαν ή όχι. Δέν συμφέρει ό θάνατος τους; Θα ζήσουν ι.

Τέλος ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ό περίφημος διάλογος των 'Αθηναίων μέτούς Μηλίους. Οί 'Αθηναίοι ζητούν άπό τους Μηλίους να υπο­

ταχθούν καί οί απόψεις τους εκφράζουν μίαν υπέρμετρη δύναμη πού δέν γνω­

ρίζει χαλινάρι, ούτε θέλει να κάμη διάκριση ανάμεσα σέ δίκαιο καί άδικο : "Οπως ό Διόδοτος, έτσι κΓ αυτοί σαν βάση στην συζήτηση τους μέ τους Μηλίους δέν έχουν τό δίκαιο άλλα τό συμφέρον. Για δίκαιο μπορεί να γίνη λόγος μόνο μεταξύ ϊσων, καί οί 'Αθηναίοι είναι δυνατότεροι5. Τόσο δυνα­

τότεροι, ώστε ούτε τήν φιλία των Μηλίων χρειάζονται ούτε τό μίσος τους φοβούνται. 'Απεναντίας, τό μίσος των Μηλίων αποτελεί μιαν ακόμη από­

δειξη της δύναμης τους. Οί θεοί, πιστεύουν, εΐναι μέ τός μέρος τους καί θα τους ευνοήσουν (αλήθεια, ποιος κατακτητήςtì δέν πίστεψε πώς οί θεοί

1. Πλάτ. Γοργ. 488c. 2. Θουκ. 1, 76, 2. 3. Θουκ. 4, 61, 5. 4. Θουκ. 3, 44, 1. 5. Καί έδώ πρόκειται για μια δικαιοσύνη πού είναι ανάλογη μέ τήν δύναμη των

αντιπάλων (βλ. Δ. Σ. Κ ω ν σ τ α ν τ ο π ο ύ λ ο υ , Διεθνές Δημόσιον Δίκαιον, Θεσσαλο­

νίκη ­ 'Αθήναι, 3η εκδ., σ. 24). 6. Ό Fulbright μας πληροφορεί ότι κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο οί Γερμανοί

— 246 —

θα ευλογήσουν τα όπλα τα δικά του;). "Αλλωστε δεν κάνουν τίποτε το άτο­

πο* απλώς χρησιμοποιούν και αυτοί τον φυσικό νόμο, όπως τον έχουν βρή — έτσι θά ενεργούσε και οποιοσδήποτε άλλος με μια δύναμη σαν τήν δική τους —, νόμο πού τον δέχονται θεοί και άνθρωποι : Ό δυνατός να έξουσιά­

ζη όπου μπορεί. Επομένως οί Μήλιοι έπρεπε να φάνουν λογικοί και να υποκύψουν, αν δεν ήθελαν να καταστραφούν1...

* * *

«Αυτή, πού οί περισσότεροι άνθρωποι ονομάζουν ειρήνη», διακήρυ­

ξε με απαισιοδοξία πριν άπο αιώνες ό Πλάτωνας, «είναι μόνο όνομα. Στην πραγματικότητα υπάρχει πάντα ένας ακήρυκτος πόλεμος ανάμεσα σ' όλες τις πόλεις σύμφωνα με τήν φύση 2. Και ή πείρα πού αποκόμισε ό άνθρωπος στο διάστημα πού πέρασε, δεν αφήνει περιθώρια διαφωνίας. "Εχει πια άπο­

δειχθή πώς ή αγάπη προς τήν ειρήνη δέν μπορεί ν' άποτελέση δύναμη ικα­

νή για τήν παγίωση της στον κόσμο, γιατί υπάρχουν άλλα πού εξ αιτίας τους ή για χάρη τους ό άνθρωπος είναι έτοιμος να θυσιάση τήν ειρήνη. Παλεύοντας ανάμεσα σ' ελπίδες και φόβους πού τον συνέχουν, άπ' τήν μια ελπίζει κι επιθυμεί ν' απόκτηση δ,τι τοϋ λείπει, ενώ παράλληλα δέν θεωρεί εξασφαλισμένα τα όσα έχει παρά αποκτώντας και άλλα. Έτσι όμως, αφήνον­

τας τις ελπίδες του για ν' άσχοληθή με τους φόβους του και αντίστροφα, πέφτει σ' ενα φαύλο κύκλο χωρίς τέλος.

Κάθε νέο απόκτημα είναι ενα ισάριθμο μέσο δύναμης πού αυξάνει τήν πλεονεξία και τήν φιλοδοξία3 και ανοίγει τον δρόμο για κατάχρηση έξου­

στρατιώτες φοροϋσαν ζωστήρες πού στην πόρπη τους είχαν τις λέξεις «μεθ' ημών ό Κύ­

ριος» (βλ. F u 1 b r i g h t, ô. π., σ. 16). 1. Θουκ. 5, 87 κ.έ. 2. «"Ην γαρ καλοϋσιν οί πλείστοι τών ανθρώπων είρήνην, τοϋτ' είναι μόνον όνομα,

τω δ' Εργω πάσαις προς πάσας τάς πόλεις αεί πόλεμο ν ακήρυκτο ν κατά φύσιν είναι» (Πλάτ. Νόμ. 1, 626α).

3. Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα μας δίνει ό Πλούταρχος για τον Πύρρο, τον βασιλιά της Ηπείρου. Καθώς ό τελευταίος ετοιμαζόταν να έκστρατεύση κατά της 'Ιταλίας, τον πλησίασε ό Θεσσαλός ρήτορας Κινέας, πού είχε γίνει φίλος του, καί τον ρώτησε : «"Αν δώση ό θεός καί νικήσουμε, πως θα χρησιμοποιήσουμε τήν νίκη;» «Ρωτάς πράγμα πού φαίνεται, Κινέα. "Αν νικηθούν οί Ρωμαίοι, δέν θά ύπαρξη έκεΐ ούτε ελληνική ούτε βαρβαρική πόλη αξιόμαχη καί έτσι θά πάρουμε όλη τήν Ιταλία». Ό Κινέας σταμά­

τησε για λίγο καί ύστερα ξαναρώτησε : «Καί αν πάρουμε τήν 'Ιταλία, τί θά κάνουμε;» Καί ό Πύρρος· «Δίπλα ή Σικελία, νησί πλούσιο καί πολυάνθρωπο, απλώνει τα χέρια καί είναι εύκολο να ύποταχθή γιατί έπεσε σ' εμφύλιο πόλεμο από τότε πού έλειψε ό Αγαθο­

κλής». «Σωστά λές», είπε ό Κινέας, «άλλα αν πάρουμε καί τήν Σικελία θά λήξη ή εκστρα­

τεία μας;» «"Αν έδώ πάμε καλά, θά στραφούμε σε μεγάλα πράγματα. Γιατί ποιος θά πάρα­

— 247 —

σίας, καθώς ό άνθρωπος προσπαθεί να επεκτείνη ολοένα τα όρια της κυ­

ριαρχίας του επάνω στους άλλους, ώστε να νιώθη περισσότερο ασφαλής 1. Το ιδανικό του βασιλιά ­ φιλόσοφου, πού προτείνει ό Πλάτωνας2, 'ίσως να θεωρήται σήμερα μια ουτοπία, τήν θέση του όμως συχνά την παίρνει ένας δυνατός πού διεκδικεί τό «αλάθητο» καί, έχοντας στα χέρια του μια μεγάλη και ανεξέλεγκτη δύναμη, μεθά άπό αυταρέσκεια. Καί άλλοτε αισθάνεται σάν παντοδύναμος θεός —καί φυσικά όχι θεός της αγάπης—, άλλοτε πάλι εξομοιώνοντας τήν δύναμη του με τήν αρετή καί πιστεύοντας πώς είναι ό εκλεκτός του θεοϋ, αναλαμβάνει τήν «υποχρέωση» να γίνη κοινωνικός άναμορφωτής καί «σωτήρας» των συνανθρώπων του, με τήν βία φυσικά. Γιατί «δέν είναι δυνατόν ό Κύριος να σε διαλέγη για εντολοδόχο Του καί υστέρα να σοϋ άρνήται τό ξίφος μέ τό όποιο θα εκτέλεσης τήν θέληση Του» 3. Ό σκοπός αγιάζει τα μέσα. Ή μέχρι τώρα πορεία του άνθρωπου διδάσκει πώς ή ανθρωπότητα πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος στους επίδοξους «σωτή­

ρες» της, καθώς αυτοί, έχοντες τον οίστρο της «αποστολής» καί κινούμενοι σ' ενα δικό τους πλαίσιο δικαιοσύνης, προσπάθησαν να φέρουν στους συνανθρώπους τους τήν «σωτηρία» μέ τήν βία, χτυπώντας τους καί υποτάσ­

σοντας τους, πάντοτε βέβαια για τό καλό τους. Καί ή ιστορία συνεχίζεται. Καί σήμερα, ενα από τα ιδιαίτερα συμπτώματα της εποχής μας είναι

τοϋσε τήν Λιβύη καί τήν Καρχηδόνα;... "Αν νικήσουμε εκεί, κανείς από τους αλαζο­

νικούς εχθρούς μας δέν θα μας ενόχληση». «Φυσικά», είπε ό Κινέας, «καί μέ μια τέτοια δύναμη θα εξουσιάσουμε καί τήν Μακεδονία καί τήν Ελλάδα. Κι αν τα πετύχουμε όλα αυτά τί θα κάνουμε;» Καί ό Πύρρος γελώντας· «Θα ξαπλώσουμε καί θα γλεντούμε καθη­

μερινά». «Καί γιατί δέν τό κάνουμε από τώρα», ρώτησε ό Κινέας, «άφοϋ μπορούμε, απο­

φεύγοντας κόπους, κινδύνους καί αίματα;». 'Αλλά, παρατηρεί ό Πλούταρχος, «τούτοις τοις λόγοις ήνίασε μάλλον ή μετέθηκε τον Πύρρον ό Κινέας, νοήσαντα μέν δσην άπέ­

λιπεν εύδαιμονίαν, ών δέ ώρέγετο τάς ελπίδας άφεΐναι μή δυνάμενος» (Πλουτ. Πύρρ. 14). 1. Ή ανάγκη για ασφάλεια μπορεί να όδηγήση τον άνθρωπο όχι μόνο στην από­

κτηση δύναμης άλλα καί στην υποταγή. Κατά τον Russell ( P o w e r , ό.π., σ. 13 ­ 14), άλ­

λοι θέλουν άπό τήν φύση τους πάντοτε νά προστάζουν, άλλοι πάντοτε να υποτάσσονται (καί στην υποταγή στο θέλημα του θεοϋ υπάρχει μια τάση για έσχατη ασφάλεια), ένώ ανάμεσα στα δύο αυτά άκρα υπάρχει μια τρίτη κατηγορία ανθρώπων, οί όποιοι σε μερικές περιπτώσεις θέλουν νά προστάζουν, ένώ σέ άλλες νά ύποτάσσωνται σ' έναν αρχηγό. Πρέπει νά παρατηρηθή ότι αυτή ή ποικιλία εύνοεΐ τα σχέδια των φιλόδοξων καί δυνα­

τών, πού φροντίζουν νά φανατίζουν τους οπαδούς τους αποκτώντας έτσι μεγάλη δύναμη. Ό φανατισμός είναι πάντα μια δύναμη καί μάλιστα επικίνδυνη, καί αυτός είναι ό λόγος πού οί εκάστοτε αρχηγοί θέλουν φανατισμένους οπαδούς καί Οχι διαλλακτικούς ή «χλια­

ρούς», όπως τους αποκαλούν. 2. Έάν μή ή οί φιλόσοφοι βασιλεύσωσιν εν ταΐς πόλεσιν ή οί βασιλής τε νΰν λε­

γόμενοι καί δυνάσται φιλοσοφήσωσι γνησίως τε καί ίκανώς, καί τούτο εις ταύτόν συμ­

πέση, δύναμίς τε πολιτική καί φιλοσοφία,... ούκ έστι κακών παύλα (Πλάτ., Πολιτ. 473 e). 3. F u i b r i g h t , δ.π., σ. 15 ­16.

— 248 —

ό ανταγωνισμός και ή λατρεία μας για τα πρωτεία. 'Αρχίζοντας άπο τα μαθητικά θρανία, μεταφέρουμε μόνιμα αυτό το άγχος και στην κοινωνία των μεγάλων με αποτέλεσμα, τόσο στα άτομα όσο και στα κράτη — και ιδιαίτερα στις μεγάλες Δυνάμεις —, να έπικρατή ένας οξύς ανταγωνισμός για τον πλούτο, την δόξα, την δύναμη, ανταγωνισμός πού απειλεί την ϊδια τήν ύπαρξη μας. Θεωρώντας ϊσως την ηθική του μέτρου ώς ηθική της μετριό­

τητας, νιώθουμε δυστυχείς όχι γιατί ή θέση μας στο κοινωνικό σύνολο δεν είναι καλή, άλλα γιατί κάποιος άλλος είναι καλύτερος μας. Και όμως δεν χρειάζεται καί μεγάλη πείρα της ζωής για ν ' αντιληφθούμε ότι ή με κάθε μέσο επιδίωξη της επιτυχίας, τοΰ πλούτου, της δόξας, καί γενικά ή πορεία προς τήν κορυφή καί τήν διάκριση μπορεί να όδηγήση στην δυστυχία των άλλων άλλα καί του εαυτού μας, γιατί ϊσως δεν υπάρχει άνθρωπος πιο τρωτός άπό τον φιλόδοξο 1. Ό δρόμος για τήν ικανοποίηση μιας αχαλίνωτης φιλοδοξίας είναι δύσκολος καί επικίνδυνος, καί είναι περιττή για τον φιλόδοξο ή δικαιολογία ότι ή μοίρα ήταν εναντίον του. Ή μοίρα είναι πάν­

τοτε εναντίον των ανθρώπων πού ζητούν εύνοιες των οποίων ή εκπλήρωση δέν εξαρτάται άπό αυτούς. Είναι καί αυτό μέσα στον κλήρο2 τους καί

1. Ό νους μας ευλόγα στρέφεται στον «θεό μέ τήν ανθρώπινη τύχη», τον Μ. 'Αλέ­

ξανδρο, στο πρόσωπο τοϋ οποίου αποδείχτηκαν πόσα δραστικά δηλητήρια είναι ή φιλο­

δοξία καί ή εξουσία. 'Αγαπώντας τήν δόξα περισσότερο καί άπό τήν ίδια του τήν ζωή (Πλουτ. Άλέξ. 5 καί 15 καί 42), άπό τήν υψηλή όσο καί μοναχική θέση τοϋ μονάρχη, πού τοϋ πρόσφερε ή τρομερή του δύναμη, αναγκάσθηκε να βάψη τα χέρια του στο αίμα τών ανθρώπων πού αγαπούσε, αυτός ό τόσο δυνατός καί πλούσιος σέ εκπληκτικές ιδιό­

τητες οργανισμός πού δέν νικήθηκε άπό κανένα, νικήθηκε όμως άπό τον εαυτό του. 'Ακόμη, σύμφωνα μέ όσα μέχρι τώρα έχουν έκτεθή, φαίνονται κάπως αμφίβολες για τήν ανθρωπό­

τητα οί ωφέλειες πού απορρέουν άπό τό «αίέν άριστεύειν καί ύπείροχον εμμεναι άλλων», πού άλλωστε είναι λόγια πατέρα προς τον γιό του (βλ. Όμηρ. Ίλ. Ζ 208 καί Λ 784), καί δύσκολα θα μπορούσε αυτό ν' άποτελέση σύνθημα για μια καθολική καί ειρηνική συμ­

βίωση τών ανθρώπων. Ή άμιλλα μέσα σέ ορισμένα πλαίσια καί ορισμένους τομείς θα μπορούσε να είναι χρήσιμη, όμως οί άνθρωποι, άν τήν αρχίσουν, ούτε ξέρουν ούτε μπο­

ρούν — καί ίσως πολλοί ούτε θέλουν — να τήν σταματήσουν, έστω καί άν αυτή έκτρα­

χυνθή, γιατί τους προσφέρει τήν γεύση της δύναμης, ικανοποιώντας συγχρόνως τις φιλο­

δοξίες τους. (Πρβ. καί Διόδ. Σικελ. 11, 46 για τον νικητή των Πλαταιών Παυσανία). 2. Στο δέκατο βιβλίο της «Πολιτείας» τοΰ Πλάτωνα, διαβάζουμε τήν διήγηση τοΰ

Ήρός τοΰ 'Αρμενίου, ό όποιος κατέβηκε στον "Αδη. Σύμφωνα μ' αυτήν, μόλις οί ψυχές έφτασαν εκεί κάτω, παρουσιάστηκαν στην Λάχεση, κόρη της 'Ανάγκης, μιαν από τις τρεις Μοίρες, καί ένας προφήτης παίρνοντας άπό τα γόνατα της Λάχεσης κλήρους καί παραδείγματα ανθρώπινης ζωής, ανήγγειλε πώς αυτές θ' άρχιζαν μια νέα ζωή σέ σώματα θνητά. "Ομως τώρα θα διάλεγαν οί ψυχές τήν τύχη τους καί όχι ή τύχη τις ψυχές. Ή ψυχή πού θα κληρωνόταν πρώτη, θα διάλεγε καί τήν ζωή πού θ' ακολουθούσε, καί ή εκλογή της θά ήταν αμετάκλητη. Κάθε μιά θα ήταν υπεύθυνη για τήν εκλογή της· ό θεός θα ήταν ανεύθυνος. Φυσικά υπήρχαν διάφορα παραδείγματα ζωής, όπου τα πλούτη, ή φτώχεια, οί αρρώστιες, ή υγεία ήταν μοιρασμένα. Ή ψυχή λοιπόν πού κληρώθηκε πρώτη όρμησε καί

— 249 —

ό θεός εΐναι αναίτιος. Εΐναι το τίμημα πού προσφέρουν στην δύναμη ι. Είτε μας θλίβει το γεγονός εϊτε δχι, σήμερα ή θρησκεία και ό φόβος

του θεοϋ ρυθμίζουν ολοένα και λιγότερο την ζωή των ανθρώπων, ένω ή δικαιοσύνη, παρεξηγημένη άπό τους φίλους της, πού τήν προβάλλουν δχι γι' αυτήν τήν ίδια άλλα σαν μέσο επιτυχίας στην ζωή (άλλα γιατί τότε να είναι κανείς δίκαιος, άφοϋ κάνοντας αδικίες πετυχαίνει περισσότερο;), και κυνηγημένη άπό τους εχθρούς της, εξαρτάται κυρίως άπό τήν συνείδηση και τήν καθαρή καρδιά του άνθρωπου. 'Ωστόσο,όχι σπάνια, ή συνείδηση αποδείχτηκε ότι λέει διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικούς ανθρώπους, ενώ ή καρδιά του άνθρωπου δείχνει κάθε μέρα και περισσότερο ότι εΐναι καρδιά θηρίου. "Ολα αυτά επιβεβαιώνουν ότι ή ανθρώπινη ψυχή πάσχει άπό μερικές αρρώστιες, ανίατες μέχρι στιγμής και δυστυχώς πολύ μετα­

δοτικές. Πριν άπό μερικά χρόνια, στα 1961, ένας Ισραηλινός έγραψε στον "Αγ­

γλο σοφό και υπέρμαχο της Ειρήνης Bertrand Russell πώς για να διασφα­

λιστή ή παγκόσμια ειρήνη θα έπρεπε να αφοπλισθούν όλα τα κράτη εκτός άπό τό 'Ισραήλ. Τό 'Ισραήλ θα αναλάμβανε να έπιτηρή τήν ειρήνη με βάσεις ατομικών όπλων καί με στρατιωτικές δυνάμεις δικές του. Μια και φαίνεται πώς δεν μπορεί να έπιτευχθή παγκόσμια ειρήνη αν δέν ύπάρχη κάποια δύ­

ναμη πού να τήν έπιτηρή, ό ρόλος αυτός, κατά τήν γνώμη του 'Ισραηλινού, θα έπρεπε να άνατεθή στους Ισραηλινούς πού αποδείχτηκαν φίλοι της ειρήνης.

Ό Russell απάντησε πώς διαφωνούσε ριζικά με τήν αντίληψη ότι ένας ξεχωριστός λαός έχει τον προορισμό να δίνη λύση στα δεινά τών ανθρώ­

πων ή να έπιτηρή τήν συμπεριφορά τους, καί πώς ή ακλόνητη πίστη του

παρασυρμένη από απερισκεψία καί απληστία διάλεξε τήν μεγαλύτερη τυραννίδα, χωρίς ν' άντιληφθή ότι μέσα στην μοίρα της ήταν να καταφάγη ή ψυχή καί τα ϊδια τα παιδιά της, καθώς καί άλλες συμφορές. "Οταν όμως πρόσεξε καλύτερα, άρχισε νά χτυπιέται καί νά κλαίη. Καί δέν κατάκρινε τον εαυτό της για τις συμφορές της, αλλά τήν τύχη καί τους θεούς καί κάθε άλλον έκτος άπό τον εαυτό της. . . (Πλάτ. Πολιτ. 10, 617d κ.έ.).

1. Βλ. Ξενοφ., Ίέρ. 1, 8 κ.έ. όπου ό Ιέρωνας μιλά για τήν ζωή τών τυράννων, οί όποιοι αποτελούν σύμβολα μεγάλης καί ανεξέλεγκτης δύναμης. 'Ακόμη ό Διόδωρος ό Σικελιώτης (14, 2, 2 καί 20, 63, 3) μας πληροφορεί ότι ό τύραννος τών Συρακουσών Διο­

νύσιος ό πρεσβύτερος, αν καί θεωρούνταν άπό τους πιο ευτυχισμένους δυνάστες, Οχι μόνο σ' όλη του τήν ζωή επιβουλευόταν τους πολίτες καί άπό φόβο αναγκαζόταν νά φορή κάτω άπό τον χιτώνα του σιδερένιο θώρακα, άλλα καί τόσο δυσπιστούσε προς όλους, ώστε συνήθως δέν έκοβε τα μαλλιά του καί τα γένια του, για νά μήν άναγκασθή να έκθεση το κεφάλι του στα σιδερένια εργαλεία τοΰ κουρέα. Καί αν ποτέ ήταν αναγκασμένος νά κουρευτή, έκαιγε τις τρίχες, θεωρώντας τήν δυσπιστία μιαν ασφάλεια για τήν τυραννίδα του. Βλ. επίσης Τ ά σ ο υ Β ο υ ρ ν α, Ξενοφώντος Ίέρων (Αθήνα 1973), σ. 7 κ.έ., όπου παραθέτει ό συγγραφέας αρχαίες μαρτυρίες για τους τυράννους καί τήν τυραννία.

— 250 —

ότι μια τέτοια πεποίθηση μπορούσε ν' άποβή ολέθρια για την ανθρωπότητα, τον έκαμε ν ' άντιταχθή μέ πάθος στον ναζισμό άπό τήν εποχή πού ό τελευ­

ταίος πρωτοεμφανίστηκε. 'Ανεξάρτητα άπό τήν αφέλεια του 'Ισραηλινού και τήν μεγάλη διορα­

τικότητα του "Αγγλου σοφοϋ, καί εξω άπό κάθε πολιτική συμπάθεια ή αντι­

πάθεια, το παραπάνω περιστατικό δείχνει κάτι βαθύτερο : 'Επισημαίνει τους κινδύνους πού διατρέχουν τά θύματα όταν αρχίσουν να μιμούνται τις μεθόδους τών θυτών. Θα περίμενε κανείς πώς ένας λαός πού έχει ύποστή τόση αδικία άπό τον ναζισμό — επειδή ό τελευταίος πίστευε ότι ώς εκπρόσω­

πος της πιο εκλεκτής ράτσας μπορούσε να συνέτιση όλους τους λαούς — ποτέ δέν θα έφτανε στο σημείο να θεωρή και ό ϊδιος πώς είναι άξιος για τήν κηδεμονία της ειρήνης και του κόσμου. Ή πραγματικότητα όμως δείχνει πόσο εύκολα προσβάλλονται και τά θύματα άπό τήν αρρώστια τών θυτών.. .

«Γνώθι σαντόν»ι, «Μηδέν άγαν», «Μέτρον άριστον»2, ακούγονται παρήγορα στην αμηχανία μας οι σοφές ρήσεις τοΰ αρχαίου ελληνικού κόσμου, ό όποιος μεταβάλλοντας τον μύθο σέ καθρέφτη τοΰ κόσμου δίδαξε στην ανθρωπότητα τήν τραγωδία, καί, επισημαίνοντας τήν «νβριν», προ­

σπάθησε να καθορίση τά θεμιτά πλαίσια μέσα στα όποια πρέπει να κινήται ό άνθρωπος.

Σαν άνθρωποι έχουμε αδυναμίες καί πρέπει να τις γνωρίσουμε καί να τις θεραπεύσουμε, για νά μπορέσουμε να προστατεύσουμε εμάς από τους εαυτούς μας, πριν φτάσουμε σέ σημείο ώστε ούτε τά ελαττώματα μας νά εΐναι ανεκτά άλλα ούτε καί ή θεραπεία τους δυνατή.

1. Βλ. U. ν. W i l a m o w i t z ­ M o e l l e n d o r f f , Reden und Vortràge, τόμ. 2 (Berlin 1926), σ. 171 ­189.

2. Βλ. J o h a n n a S c h m i d t , (Μέτρον άριστον ­ Mass und Harmonie). Έπι­

στημ. Έπέτ. Φιλοσ. Σχολ. Πανεπιστημίου 'Αθηνών 15 (1964 ­1965), σ. 514 ­ 563.

ΓΕΩΡΓΙΟΥ XP. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΑΔΟΥ Ph. D. τοϋ Πανεπιστημίου

της πολιτείας Indiana των Η.Π.Α.

ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΩΡΙΣΜΕΝΩΝ ΦΩΝΟΛΟΓΙΚΩΝ ΝΟΜΩΝ

ΤΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΙΔΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ

Σ κ ο π ό ς . Βασικός σκοπός του παρόντος άρθρου είναι ή μετασχηματι­

στική περιγραφή ώρισμένων φωνολογικών νόμων του γλωσσικού ιδιώματος της Ρούμελης και ή κατάδειξις ότι οι νόμοι ούτοι οφείλουν να λειτουργούν καθ' ώρισμένην σειράν έν σχέσει προς αλλήλους. Οί νόμοι ούτοι αναφέ­

ρονται εις το φωνηεντικόν σύστημα τοϋ ως άνω ιδιώματος. Πριν ή άρχίσωμεν νά περιγράφωμεν τάς ύφισταμένας φωνηεντικάς

μεταβολάς εις το γλωσσικόν τοΰτο ιδίωμα 1, θα έκθέσωμεν έν συντομία τήν οργάνωσιν και ώρισμένας σχετικάς προς το θέμα μας αρχάς της μετα­

σχηματιστικής θεωρίας, της νεωτάτης και τελειοτέρας γλωσσολογικής θεωρίας, ώς αύτη διετυπώθη και άνεπτύχθη κατά τήν τελευταίαν δεκαετίαν υπό τοϋ ιδρυτού αυτής N o a m C h o m s k y και συνεπληρώθη υπό ονο­

μαστών τής 'Αμερικής κυρίως γλωσσολόγων. Ή μετασχηματιστική Γραμματική 2 οίασδήποτε γλώσσης αποτελείται

έκ τών κάτωθι τριών συνθετικών μερών : 1. Τοϋ σημασιολογικού, 2. τοϋ συντακτικού, και 3. τοϋ φωνολογικού 3 . Τά μέρη ταΰταδέν είναι αυτόνομα

1. Τα διδόμενα εις το άρθρον τοΰτο παραδείγματα προέρχονται εϊτε έκ προσωπικής εμπειρίας, καθ' όσον υπηρέτησα είς περιοχάς τής Ρούμελης, είτε έκ του βιβλίου τοϋ Γ ε ω ρ γ ί ο υ Χ α σ ι α κ ο ϋ , Γλωσσικά μνημεία τής Ρούμελης, 'Αθήναι, 1972.

2. Λέγοντες μετασχηματιστικήν Γραμματικήν έννοϋμεν εν πεπερασμένον σύστημα νόμων, δια τών οποίων γεννώνται και παράγονται απειράριθμοι έν τή γλώσση προτάσεις, αί όποϊαι είναι γραμματικώς όρθαί.

3. Ή εις το παρόν άρθρον αναγραφομένη όργάνωσις τής μετασχηματιστικής Γραμ­

ματικής αποτελεί έλαφράν τροποποίησιν τής υπό τοϋ N o a m C h o m s k y είσηγη­

θείσης εις το έργον του Aspects of the theory of Syntax, The Μ. I. T. Press, Cambridge, Mass., 1965. Κατά τάς Aspects (ώς συνήθως αποκαλείται το κλασσικόν τοϋτο σύγγραμμα), ή μετασχηματιστική Γραμματική γλώσσης τινός συνίσταται έκ τών κάτωθι συνθετικών μερών : 1. Τ ο ϋ σ υ ν τ α κ τ ι κ ο ύ (: Syntactic component), 2. τ ο ϋ σ η μ α σ ι ο ­

— 252 —

και αυτοτελή, αλλ' υπάρχει αναγκαία σύνδεσις μεταξύ τούτων. Τούτο, βεβαίως, έρχεται εις αντίθεσιν προς παλαιοτέρας θεωρίας, συμφώνως προς τάς οποίας τα ώς άνω αναγραφόμενα μέρη είναι αυτόνομα, μη συνδεόμενα προς άλληλα 1.

Έν γενικαΐς γραμμαΐς, δυνάμεθα σχηματικώς να παραστήσωμεν την όργάνωσιν και διάρθρωσιν της Γραμματικής ( : έν ευρύτερα έννοια) ώς ακολούθως :

Σημασιολογικοί απεικονίσεις

Λεξιλογικοί νόμοι

Συντακτικοί νόμοι

Ψ ~~

Επιφανειακοί δομαί

Ψ ~

Φωνολογικοί νόμοι

Ψ ~ ~

Φωνητικαί απεικονίσεις

λ ο γ ι κ ο ύ (: Semantic component), και 3. τ ο ϋ φ ω ν ο λ ο γ ι κ ο ύ (: Phonological component). Tò όλον βάρος της παραγωγής των προτάσεων πίπτει εις το συντακτικον συνθετικον μέρος, ένω τα άλλα δύο μέρη θεωρούνται ερμηνευτικά. Το πρώτον μέρος απο­

τελείται από τήν λεγομένην βάσιν (: Base) και το μ ε τ α σ χ η μ α τ ι σ τ ι κ ο ν σ υ ν­

θετικον μέρος (: Transformational component). Ή β ά σ ι ς αποτελείται άπα το λεγόμενον κ α τ η γ ο ρ ι κ ό ν σ υ ν θ ε τ ι κ ο ν μ έ ρ ο ς (: Categorial component) και το λεξικόν (: Lexicon). Ή ε σ ω τ ε ρ ι κ ή ή β α θ ε ϊ α δ ο μ ή τ η ς π ρ ο τ ά σ ε ω ς (: Deep structure) εισέρχεται εϊς το σημασιολογικον συνθετικον μέρος και λαμβάνει σημασιολο­

γικήν έρμηνείαν, μετατρέπεται δέ ή βαθεϊα αύτη δομή εις τήν έ π ι φ α ν ε ι α κ ή ν ή έ ξ ω τ ε ρ ι κ ή ν δομήν (: surface structure) δια της λειτουργίας των μ ε τ α σ χ η μ α ­

τ ι σ τ ι κ ώ ν ν ό μ ω ν (: Transformational rules). Τέλος, οί νόμοι τοϋ φωνολογικού συνθετικού μέρους προσδίδουν φωνητικήν έρμηνείαν εις τήν έπιφανειακήν δομήν των προτάσεων.

1. Ό N o a m C h o m s k y ειςτό έργον του Current issues in linguistic theory, Mouton and Co., The Hague, 1966 (second printing) γράφει τα έξης έπί τοϋ θέματος τού­

του : «Ferguson argues for what he calls «the autonomy of phonology», that is, the view that phonology is entirely independent of syntax and morphology, and that the biunique­

ness and local determinacy conditions are thus reasonable. Halle's position — and the one that I have advocated here — is the direct contradictory of this, namely, the view

— 253 —

Εις το παρόν άρθρον θα άσχοληθώμεν με το τελευταϊον μέρος του ως άνω γενικού διαγράμματος ι. Κατά την διδασκαλίαν της μετασχηματιστι­

κής Γραμματικής, αί φωνητικαί απεικονίσεις των λέξεων παράγονται έκ των αντιστοίχων επιφανειακών δομών δια τής λειτουργίας των φωνολογικών νόμων. Αί έπιφανειακαί δομαί των λέξεων αποτελούν τάς λεγομένας φωνο­

λογικός 2 τούτων απεικονίσεις, αί όποΐαι είναι γενικαί και διαφέρουν συνήθως των αντιστοίχων φωνητικών απεικονίσεων3.

Κατά την μετασχηματιστική ν θεωρίαν, σκοπός τής φωνολογικής ανα­

λύσεως είναι ό καθορισμός τής φύσεως τών υποκειμένων δομών ( : Under­

lying structures) τών φωνολογικών απεικονίσεων και ή άνεύρεσις τών γε­

νικών άρχων και νόμων, οί όποιοι ρυθμίζουν καί καθορίζουν τάς ύφιστα­

μένας μεταξύ τών δύο τούτων επιπέδων σχέσεις. Μετά το γενικόν τούτο περίγραμμα, ας ελθωμεν να έξετάσωμεν δια

βραχέων τα διαφοροποιητικά στοιχεία 4 τών φθόγγων. Ή μετασχηματι­

στική θεωρία διδάσκει ότι οί φθόγγοι οιασδήποτε γλώσσης (: νεώτερος όρος δια τους φθόγγους είναι φ ω ν ή μ α τ α : Phonemes 5) δεν αποτελούν τα έσχα­

τα όρια γλωσσολογικής αναλύσεως, άλλα δύνανται και ούτοι να αναλυθούν περαιτέρω. Κατά τα τελευταία ετη, έχει έπιτευχθή ή «διάσπασις» τών φω­

νημάτων εις τα λεγόμενα διαφοροποιητικά ή διακριτικά τούτων στοιχεία. Πρέπει να όμολογηθή ότι ή άνάλυσις τών φωνημάτων εις τα διαφοροποιη­

τικά τούτων στοιχεία αποτελεί σημαντικήν πρόοδον είς τον τομέα τής φω­

νολογίας καί τής φωνητικής. Ή πρόοδος, όμως, αύτη ουδόλως ή ελάχιστα είναι γνωστή εις τήν Ελλάδα.

Είναι γνωστόν ότι υπάρχουν απειράριθμοι φωνητικαί διαφοραί είς τήν όμιλίαν τών διαφόρων ανθρώπων μιας ομοιογενούς κοινωνίας. Γε­

that some phonetic processes depend on syntactic and morphological structure so that phonology as a whole cannot be studied, without distortion, in total independence of higher level structure. Let us call this the view that phonology is non­autonomous» (pp. 105 ­ 106).

1 "Ιδέ R o n a l d L a n g a c k e r , Fundamentals of linguistic analysis, Harcout Brace Jovanovich, Inc., New York, 1972.

2. Αί φωνολογικοί απεικονίσεις τών λέξεων τίθενται εντός καθέτων ή πλαγίων γραμμών, ενώ αί φωνητικαί τούτων απεικονίσεις τίθενται εντός αγκυλών.

3. Μεταξύ τών φωνολογικών καί τών φωνητικών απεικονίσεων, ουδέν άλλο έπί­

πεδον αναγνωρίζει ή μετασχηματιστική θεωρία. 4. Ό όρος είς τήν Άγγλικήν είναι distinctive features. 5. Κατά κατιοϋσαν κλίμακα, διακρίνομεν τα έξης βασικά στοιχεία εν τη γλώσση :

π ρ ό τ α σ ι ν (: Sentence), φ ρ ά σ ι ν (: Phrase), φ ω ν ο λ ο γ ι κ ή ν λ έ ξ ι ν (: Pho­

nological word), μόρφημα (: Morpheme), φ ώ ν η μ α (: Phoneme). Περί αυτών διαλαμ­

βάνω είς το ύπο εκδοσιν βιβλίον μου ύπο τον τίτλον Εισαγωγή είς τήν μετασχηματι­

στικήν Γραμματικήν.

— 254 —

νικώς, ή άρθρωσις εκάστου ανθρώπου διαφέρει φωνητικώς από τήν άρθρωσιν των άλλων ανθρώπων. Οΰτω δυνάμεθα, π.χ., να άναγνωρίσωμεν τον φίλον μας, ό όποιος μας φωνάζει όπισθεν της θύρας, αν και δεν τον βλέπωμεν.

Παρά τάς απειραρίθμους ταύτας διαφοράς εις τήν όμιλίαν των ανθρώ­

πων μιας συγκεκριμένης κοινωνίας, υπάρχει δι' έκάστην γλώσσαν περιω­

σμένος αριθμός φωνημάτων 1, τα όποια διαφοροποιούν τάς λέξεις και μετα­

δίδουν τα μηνύματα του ομιλητού εις τον άκροατήν. Τα φωνήματα ταΰτα αντιπροσωπεύουν τήν φωνολογικήν μορφήν έκαστης γλώσσης, ό αριθμός δε τούτων ποικίλλει από γλώσσης εις γλώσσαν.

Κατά ταύτα, ένω ή παραδοσιακή Γραμματική θεωρεί τα φωνήματα ώς μή δυνάμενα περαιτέρω να αναλυθούν, νεώτεραι έπιστημονικαί ερευναι έχουν επιτύχει, με τήν βοήθειαν διαφόρων οργάνων2, τήν άνάλυσιν τούτων εις τα λεγόμενα διαφοροποιητικά τούτων στοιχεία. Έκαστον φώνημα απο­

τελείται από αριθμόν τίνα διαφοροποιητικών στοιχείων, δια των οποίων διακρίνεται από τα άλλα είς τήν γλώσσσαν υπάρχοντα φωνήματα.

Επειδή τό ενδιαφέρον τοϋ παρόντος άρθρου συγκεντροϋται είς τα φωνήεντα τοϋ γλωσσικού ιδιώματος της Ρούμελης, κρίνεται σκόπιμον όπως αφιερωθούν όλίγαι εισαγωγικαί γραμμαί δια τα διαφοροποιητικά στοιχεία των φωνηέντων μόνον. Τα φωνήεντα είναι φωνήματα3, κατά τήν παραγωγήν

1. Δια τα φωνήματα, ó S a n f o r d S c h a n e γράφει τα έξης : «It is well accepted by now that phonemes are not to be discovered in the phonetic representations, that me­

thodological procedures for segmenting and classifying are not rigorous enough to yield the appropriate phonemic representations. Where the classical phonemicists failed was in taking the phonetic representations as the input to their methodological procedures, the output being the phonemic representations. What they attempted to do was derive more abstract representations from less abstract ones. However, it has been correctly demon­

strated within generative phonology that the direction of derivation is the converse, that the phonological rules must derive less abstract representations from more abstract ones». «The phoneme revisited», L a n g u a g e (1971), vol. 47, p. 512.

Καί συνεχίζων τονίζει το έξης : «The phoneme was the offspring of structuralism, the pride and joy of post ­ Bloomfieldian linguistics». (Ibid., p. 520).

2. Ό φ α σ μ α τ ο γ ρ ά φ ο ς (: Spectrograph) είναι εν εκ των χρησιμοποιουμένων οργάνων. Ό γράφων το παρόν άρθρον έχει κάνει πολλά φασματογραφήματα προτάσεων καί μεμονωμένων λέξεων της νέας Ελληνικής γλώσσης είς το Πανεπιστήμιον της πολι­

τείας Indiana των Η.Π.Α., έχει δε γράψει είς τήν Άγγλικήν, δια τάς απαιτήσεις τοϋ σεμιναρίου φωνητικής τοϋ ώς άνω Πανεπιστημίου, ειδικήν μελέτην άναφερομένην είς τα ήμίφωνα τής νέας Ελληνικής.

3. Έκ τής μελέτης καί εξετάσεως των φασματογραφημάτων είναι ευκολον να δια­

κρίνη κανείς τα φωνήεντα άπο τα λοιπά είς τήν γλώσσαν φωνήματα. Οί R o m a n Ja­

k o b s o n , G. F a n t and M o r r i s H a l l e είς το έργον των Preliminaries to speech analysis. The distinctive features and their correlates, The M.I.T. press, Cambridge, Mass.,

— 255 —

και άρθρωσιν τών οποίων, κατ' αντίθεσιν προς τα σύμφωνα, ουδείς φραγμός υπάρχει εις την στοματικήν κοιλότητα. Ταύτα χαρακτηρίζονται θετικώς ως προς το στοιχεΐον [φωνηεντικότης] και αρνητικώς ώς προς το στοιχείον [συμφωνικότης]. "Ολα δηλ. τα φωνήεντα όλων τών γλωσσών του κόσμου

Γ + φων. Ί έχουν βασικώς τα έξης στοιχεία : _ σ υ μ φ

Δια τών δύο τούτων βασικών στοιχείων δυνάμεθα να διαφοροποιήσωμεν τάς έξης γενικάς κατηγορίας φωνημάτων : φ ω ν ή ε ν τ α , σ ύ μ φ ω ν α , υ γ ρ ά και ή μ ί φ ω ν α. Τα σύμφωνα χαρακτηρίζονται δια τών στοιχείων

— φων. Ί Γ + φων. 1 + συμφ.Ι' τ ά ύ γ ρ ά δ ι ά τ ω ν σ τ ο ι Χ ε ί ων + σ υ μ φ ? και τα ήμίφωνα δια

—■ φων. Ί ­συμφ.}

Πώς όμως έπιτυγχάνομεν τήν διαφοροποίησιν τών φωνηέντων προς άλληλα; Συγκεκριμένως, ας ελθωμεν νά έξετάσωμεν τά φωνήεντα του γλωσ­

σικού ιδιώματος της Ρούμελης. Το φωνηεντικόν σύστημα τοΰ ώς άνω ιδιώ­

ματος αποτελείται εκ πέντε φωνηέντων 1, τών α, ι, e, ο, u, τά όποια δυνά­

μεθα νά παραστήσωμεν δια τοϋ ακολούθου τριγώνου :

Δια τά φωνήεντα ταϋτα του γλωσσικού ιδιώματος της Ρούμελης καί, γενικώτερον, της νέας Ελληνικής γλώσσης ό κάτωθι πίναξ είναι λίαν διαφωτιστικός.

1967 (seventh printing), τονίζουν τα έξης : «Vowels are phonemes possessing the vocalic feature and having no consonantal feature. A limited number of combinations of positions of the first three formants are significant for the identification of vowels. Information on the intensity level (other things being equal, vowels are louder than other speech sounds), duration, rise and decay time of the sound furnish supplementary identifying criteria for vowels» (p. 19).

1. Γενικώς, ή νέα Ελληνική γλώσσα χαρακτηρίζεται δια του αύτοΰ αριθμού φω­

νηέντων.

— 256 —

ΦΩΝΗΕΝΤΑ

Ι στοιχείον ' ι Ι ι

βαρύτης

διαχυτότης

Συμπύκνωσις

+

e

α

+ —

+

ο

+ —

U

+ +

Έκ του ανωτέρω πίνακος καθίσταται φανερόν ότι τρία μόνον δια­

φοροποιητικά στοιχεία απαιτούνται δια την διάκρισιν των πέντε τούτων φωνηέντων της νέας Ελληνικής. Δια του στοιχείου [βαρύτης] * διακρί­

νονται τα φωνήεντα εις δύο ομάδας. Εις τήν πρώτην ομάδα ανήκουν τα φωνήεντα ι και e, ενώ εϊς τήν δευτέραν περιλαμβάνονται τα υπόλοιπα. Τα της πρώτης ομάδος χαρακτηρίζονται δια της ανυπαρξίας εις ταϋτα του στοιχείου [βαρύτης], ένω τα της δευτέρας χαρακτηρίζονται θετικώς δια τοϋ στοιχείου τούτου.

Δια τοϋ στοιχείου [διαχυτότης]2 διαφοροποιούνται τρία φωνήεντα, ήτοι τα ι, e και u, τα όποια πλέον είναι σαφώς καθωρισμένα. Έκαστον τών τριών τούτων φωνηέντων εΐναι διακεκριμένον από όλα τα άλλα φωνήεντα, διότι τα στοιχεία ενός έκαστου τούτων εΐναι διάφορα τών στοιχείων τών

1. Δια το διαφοροποιητικον στοιχείον [βαρύτης] και το άντίθετόν του [οξύτης] οί R o m a n J a k o b s o n and M o r r i s H a l l e εις το έργον των Fundamentals of Language, Mouton and Co., The Hague, 1956, γράφουν τα έξης : «Each of the distin­

ctive features involves a choice between two terms of an opposition that displays a specific differential property, diverging from the properties of all other oppositions. Thus grave and acute are opposed to each other in the listener's perception by sound­pitch, as relatively low­pitched and high­pitched; In the physical aspect they are correspondingly opposed by the distribution of energy at the ends of the spectrum and on the motor level by the size and shape of the resonating cavity» (p. 4).

2. Όμοίως, οί R o m a n J a k o l s o n and M o r r i s H a l l e εις το αυτό ώς άνω έργον των δίδουν τήν έξης περιγραφήν δια τα στοιχεία [διαχυτότης] και [συμπύκνωσις]: «Compact / diffuse : acoustically — higher (vs. lower) concentration of energy in a rela­

tively narrow, central region of the spectrum, accompanied by an increase (vs. decrease) of the total amount of energy; Genetically — forward­flanged vs. backward­flanged. The difference lies in the relation between the volume of the resonance chamber in front of the narrowest stricture and behind this stricture. The ratio of the former to the latter is higher for the forward­flanged phonemes (wide vowels...) than for the corresponding backward­flanged phonemes (narrow vowels.. .) (pp. 29­30).

— 257 —

άλλων. Τα α και ο, δμως, δεν έχουν ακόμη διαφοροποιηθή, διότι έχουν τα αυτά μεταξύ των στοιχεία.

Δια να διαφοροποιηθούν τα δύο ταύτα φωνήεντα πρέπει να χρησιμο­

ποιηθώ εν τρίτον διαφοροποιητικον στοιχεΐον. Χρησιμοποιοϋμεν προς τούτο το στοιχεΐον [συμπύκνωσις]. Το φωνήεν α είναι [+ συμπ.], ενώ το ο είναι [— συμπ.]*. Τα άλλα φωνήεντα δεν χρειάζεται να χαρακτηρισθούν δια τοΰ τρίτου τούτου στοιχείου, διότι έχουν ήδη καθορισθή και διαφοροποιηθή δια των δύο πρώτων στοιχείων.

Ή ώς άνω διαφοροποίησις τών φωνηέντων δύναται να παρασταθή και δια τοΰ εξής διαγράμματος :

__ bCLpDt

/ ' τ *ν

Είναι πρόδηλον ότι εάν εις λέξιν τινά το e τής φωνολογικής απεικονί­

σεως μετατρέπεται εις ι εις τήν φωνητικήν άπεικόνισιν, ώς συμβαίνει εις το γλωσσικόν ιδίωμα τής Ρούμελης, τούτο πρέπει να έρμηνευθή ώς μετατροπή ενός μόνον στοιχείου εις το άντίθετόν του 2. Κατ' αυτόν τον τρόπον ό σχε­

τικός φωνολογικός νόμος γράφεται και άναγινώσκεται εύκολώτερα και είναι μαθηματικός ακριβής, διότι περιλαμβάνει καί τονίζει αυτήν ακριβώς τήν έπιφερομένην μετατροπήν.

Εις τό γλωσσικόν ιδίωμα τής Ρούμελης παρατηρείται γενικώς τό φαινό­

μενον ότι τα άτονα φωνήεντα ι και u, όταν δεν προέρχωνται εκ τής μετατρο­

πής τών άτονων φωνηέντων e και ο αντιστοίχως, αποβάλλονται, ανεξαρτή­

τως τοΰ φωνητικού περιβάλλοντος, εις τό όποιον ευρίσκονται, ενώ τα άτονα e καί ο μετατρέπονται εις ι καί u, αντιστοίχως.

1. Είναι φανερον ότι τα διαφοροποιητικά στοιχεία είναι δυαδικά. 2. Τοϋτο συμβαίνει διότι τα ι καί e διαφέρουν εις εν μόνον διαφοροποιητικόν

στοιχεΐον, ένφ όλα τα άλλα στοιχεία τούτων είναι κοινά. 17

— 258 —

Θα έλεγε κανείς ότι εις την φωνητικήν άπεικόνισιν των λέξεων υπάρχουν τρία άτονα φωνήεντα, τά a, i, u, και πέντε τοζινόμενα, τα α', ϊ, u', e', ο'. 'Εάν ύποθέσωμεν ότι τά εις την φωνητικήν άπεικόνισιν των λέξεων υπάρ­

χοντα φωνήεντα αντιπροσωπεύουν τά υφιστάμενα φωνήεντα εις τήν φωνολο­

γικήν τούτων άπεικόνισιν, τότε πρέπει να δεχθώμεν ότι το φωνηεντικόν σύστημα του γλωσσικού ιδιώματος της Ρούμελης στερείται συμμετρίας. Συγκεκριμένως, πρέπει να δεχθώμεν ότι εις τά τονιζόμενα φωνήεντα e' και ο' δεν αντιστοιχούν άτονα φωνήεντα, ενώ το ως άνω ιδίωμα παρουσιά­

ζει άντιστοιχίαν άτονων και τονιζομένων φωνηέντων όσον άφορα εις τά υπόλοιπα τρία φωνήεντα. Ή παρατηρούμενη, όμως, ασυμμετρία του φω­

νηεντικοϋ συστήματος είς τήν φωνητικήν άπεικόνισιν τών λέξεων δέν σημαίνει κατ' ανάγκην ότι υπάρχει ασυμμετρία και είς τήν βαθυτέραν και γενικωτέραν άπεικόνισιν τούτων, δηλ. τήν φωνολογικήν. Ή μή ΰπαρξις τών άτονων φωνηέντων e και ο είς τήν φωνητικήν άπεικόνισιν τών λέξεων πρέπει να άποδοθή εις τήν λειτουργίαν ώρισμένων φωνολογικών νόμων εχόντων ως αποτέλεσμα τήν μετατροπήν τών φωνηέντων τούτων είς τά φωνήεντα i και u, αντιστοίχως.

Πρέπει να τονισθή εδώ ότι ή Γλωσσολογία είναι εμπειρική επιστήμη, οί δε νόμοι αυτής δέν δίδονται a priori. Προς άνεύρεσιν τών είς τό ως άνω ιδίωμα λειτουργούντων νόμων πρέπει να έξετάσωμεν τά γλωσσικά data του ιδιώματος τούτου ι. Δέν χρειάζεται, βεβαίως, να άνεύρωμεν και να παραθέσωμεν όλα τά υπάρχοντα είς τό γλωσσικόν τοϋτο ιδίωμα παραδείγματα προς διατύπωσιν τών σχετικών φωνολογικών νόμων. 'Εκείνο τό όποιον πρωτίστως απαιτείται είναι 1) σαφής και ακριβής διατύπωσις τών σχετικών νόμων, οί όποιοι πρέπει να είναι γενικοί και να ισχύουν όχι μόνον δι' εν μικρόν ή μεγαλύτερον c o r p u s λέξεων, άλλα και δια παν c o r p u s λέξεων της αυτής διαλέκτου, και 2) άνεύρεσις της διαδοχικής σει­

ράς 2, καθ' ην έκαστος τών νόμων τούτων λειτουργεί εν σχέσει προς αλλήλους.

"Ας ελθωμεν τώρα να έξετάσωμεν ολίγα παραδείγματα έκ του γλο)σσικοϋ ιδιώματος της Ρούμελης.

1. Γλωσσολογικός, αί λέξεις γράφονται φωνητικώς συμφώνως προς τάς : The principles of the international phonetic association, Department of Phonetics, University College, London, 1949.

2. Οί ποικίλοι έν τη γλώσση νόμοι λειτουργούν όχι μόνον γραμμικως, άλλα και κυκλικώς. Ό N o a m C h o m s k y γράφει τα έξης : «Recent work gives strong support to the belief that ordering relations among phonological processes are quite strict; And, furthermore, it provides evidence that the ordering is not strictly linear, but is in part cyclic». Current issues in linquistic theory, Mouton and co., The Hague, 1966 (second printing), p. 71.

— 259 —

1 sitari | |akoni| |liyaki| | yrafis | | nisaf i |

[star], [akón], [lyâk], [yrâfs], [nsâf],

Iskilii Ipsijcil | ksiôi | | meli | |kala0i|

[skli] [psxi] [ksiô] [mél] [kalâG]

Εις τα ανωτέρω παραδείγματα παρατηροϋμεν ότι το άτονον φωνήεν ι αποβάλλεταιχ εις όλα τα περιβάλλοντα, ενώ το τονιζόμενον ι ούδεμίαν μεταβολήν υφίσταται2. Μέ βάσιν τα διαφοροποιητικά στοιχεία τών φθόγγων, ή αποβολή του άτονου φωνήεντος ι δύναται να γραφή ώς έξης :

+ φων. — συμφ. + διαχ. — βαρ. — τόνος

Γενικώς, οί φωνολογικοί νόμοι είναι του τύπου Α ­> Β / Χ — Υ, §νθα το βέλος δηλοΐ τήν έπιφερομένην μετατροπήν, ή κάθετος ή πλαγία γραμμή άναγινώσκεται «εις το περιβάλλον», και τα Χ καί Υ αντιπροσωπεύουν το άριστερόν καί δεξιόν, αντιστοίχως, περιβάλλον του υφισταμένου τήν μετατροπήν Α, ή θέσις του οποίου δηλοϋται δια τής παύλας.

Ό ανωτέρω δοθείς νόμος (1) στερείται περιβάλλοντος. Δυνάμεθα, όμως, εις τον νόμον τούτον να δώσωμεν τοιαύτην μορφήν, ώστε να μή διαφέρη του ώς άνω γενικού τύπου τών φωνολογικών νόμων. Τούτο δύναται να γίνη δια τής δημιουργίας τεχνητού περιβάλλοντος, το όποιον επιτυγχάνεται δια τής μεταφοράς τοΰ στοιχείου [— τόνος], ευρισκομένου εις το άριστερόν μέρος τοΰ νόμου (1), εις τήν θέσιν τής παύλας τοΰ ώς άνω γενικού τύπου τών φωνολογικών νόμων. Συνεπώς, ό νόμος (1) δύναται, άνευ ουδεμιάς δια­

φοράς, να γραφή ώς (2) :

+ φων. — συμφ. + διαχ. ­ βαρ.

Ψ / ­— τόνος

1. Το ν είναι το άσθενέστερον όλων τών φωνηέντων. Συνεπώς, ή μετατροπή e ­> ι, τήν οποίαν θα περιγράψωμεν κατωτέρω, δύναται να χαρακτηρισθη ώς εν στάδιον εξασθε­νήσεως τοΰ e.

2. Ai λέξεις δεν φέρουν τόνον εις τήν φωνολογικήν τούτων άπεικόνισιν. Ό τόνος προστίθεται είς τήν φωνητικήν άπεικόνισιν τών λέξεων δια σχετικού φωνολογικού νόμου.

— 260 —

Ό νόμος ούτος δύναται να άναγνωσθή ώ έξης : Τα φωνήεντα τα έχοντα τα στοιχεία [+ διαχυτύτης] και [— βαρύτης] αποβάλλονται εις όλας τάς θέσεις, όταν είναι άτονα1.

"Οχι μόνον το άτονον φωνήεν ι, αλλά και το άτονον φωνήεν u απο­

βάλλεται εις τό γλωσσικόν ιδίωμα τής Ρούμελης, ανεξαρτήτως του περι­

βάλλοντος, εις τό όποιον ευρίσκεται. "Ας λάβωμεν ολίγα παραδείγματα :

miliari | kutos | zulapi | skuti | tulumi |

[mlâr], [któs], [zlâp], [skti], [tlum],

| kufala | | kutavi | | akusa | Ipuljul | kufu |

[kfâla] [ktâv] [âksa] [Plju] [kfu]

Έ κ των ανωτέρω παραδειγμάτων καθίσταται φανερόν ότι τό άτονον φωνήεν u αποβάλλεται εϊς όλα τα περιβάλλοντα, ένω τό τονιζόμενον ύ ούδεμίαν μεταβολήν υφίσταται. Ό σχετικός δια τήν άποβολήν του άτονου u φωνολογικός νόμος δύναται να γραφή ως εξής :

3. + φων. — συμφ + διαχ. + βαρ· J

->j> — τόνος

Ό νόμος ούτος δύναται να άναγνωσθή ώς εξής : Τα φωνήεντα τα έχοντα τα στοιχεία [+ διαχυτότης] και [+ βαρύτης] αποβάλλονται, όταν είναι άτονα, εις όλα τα περιβάλλοντα 2.

Πρέπει να παρατηρηθή ότι οι νόμοι (2) και (3) παρουσιάζουν μεγάλην ομοιότητα, διαφέροντες μόνον ώς προς τό στοιχείον [βαρύτης] τοϋ προ του βέλους μέρους τούτων. Συνεπώς, δύνανται ούτοι να συγχωνευθούν 3 και να γράφουν εϊς ενα νόμον ώς έξης :

1. Μόνον τό φωνήεν ι έχει τα ώς άνω αναγραφόμενα στοιχεία. Περί τής δυνατό­

τητος γραφής φωνολογικών νόμων ώς ό ανωτέρω, ίδέ R o b e r t H a r m s , Introduction to phonological theory, Prentice ­ Hall, Inc., Englewood Cliffs, New Jersey, 1968, p. 43 και άλλαχοϋ, καί N o a m C h o m s k y and M o r r i s H a l l e , The sound pattern of English, Harper and Row, New York, 1968, p. 238 και άλλαχοϋ.

2. Μόνον τό φωνήεν u έχει τα ώς άνω αναγραφόμενα στοιχεία. 3. Έχει παρατηρηθή ότι προ τής εμφανίσεως τής μετασχηματιστικής κυρίως

Γραμματικής οί Γραμματικοί έθεώρουν καί άνέγραφον δύο ή περισσοτέρους συγγενείς νόμους ώς διαφορετικούς, ένω εις τήν ούσίαν επρόκειτο περί περιπτώσεων ενός καί τοϋ αύτοϋ γενικού νόμου. Κατ' αυτόν τον τρόπον, παρείχετο, εσφαλμένως, ή έντύπωσις ότι ή Γραμματική περιλαμβάνει μέγαν αριθμόν νόμων.

ί ! — 261 —

4 + φων. — συμφ. + διαχ.

Ό νόμος (4), ώς εκφράζων αμφότερους τους (2) και (3), είναι γενι­

κότερος ενός έκαστου τούτων και ασφαλώς προτιμότερος. Ούτος δύναται να άναγνωσθή ώς έξης : Τα φωνήεντα τα έχοντα τό στοιχεΐον [+ διαχυτότης] αποβάλλονται, όταν είναι άτονα, εις όλα τα περιβάλλοντα.

'Αξίζει να σημειωθή ότι απαιτούνται όλιγώτερα διαφοροποιητικά στοι­

χεία προς έκφρασιν και διατύπωσιν τοΰ (4) παρά προς εκφρασιν του (2) ή του (3). Συγκεκριμένως, το στοιχεΐον [βαρύτης], το όποιον είναι άπαραί­

τητον δια την ακριβή διατύπωσιν τοΰ (2) και του (3), δεν δηλοΰται εις τον (4). Τούτο δεικνύει το μέτρον τής έπιτυγχανομένης γενικότητος * δια τής συγχωνεύσεως δύο ή περισσοτέρων νόμων εις ενα. Δια τής εκφράσεως των δύο ώς άνω νόμων εις ενα τονίζομεν ότι ούτοι είναι μερικά φαινόμενα μιας και τής αυτής γενικωτέρας φωνολογικής λειτουργίας. Γενικώς, επιδιώκεται ή συγχώνευσις δύο ή περισσοτέρων φωνολογικών νόμων εις ενα, όταν ούτοι έχουν παρομοίαν λειτουργίαν.

Ελέχθη ανωτέρω ότι τό άτονον φωνήεν i αποβάλλεται εις όλα τα περι­

βάλλοντα. Εις τήν φωνητικήν, όμως, άπεικόνισιν τών λέξεων του γλωσσικού ιδιώματος τής Ρούμελης, εύρίσκομεν άτονα i, τα όποια δέν αποβάλλονται. Ό γλωσσολόγος οφείλει να έρμηνεύση τήν μη ύπαγωγήν τών άτονων τούτων i εις τον γενικόν νόμον (4). Προσεκτική έξέτασις τών γλωσσικών δεδομένων του ώς άνω ιδιώματος δύναται να δώση άπάντησιν εις τό πρόβλημα τούτο. "Ας λάβωμεν ολίγα παραδείγματα :

ίθε1ε| εχείε | ίδε| p8rast8| ρεδΐ|

[ίθίΐΐ], [éxiti], [ίδι], [pirasti], [ρΐδί],

| ist8ra| | εχοπιε | | sirn^ra | | εfεra | | tebesiri |

[istira] [έχιππί] [simira] [éfira] [tibisir]

Έκ τών ανωτέρω παραδειγμάτων καθίσταται φανερόν ότι τό άτονον i τής φωνητικής απεικονίσεως, τό όποιον προέρχεται έκ του άτονου φωνήεν­

τος ε, δέν αποβάλλεται. Συνεπώς, τό άτονον i τής φωνητικής απεικονίσεως τών λέξεων δέν προέρχεται εξ αρχικού i, άλλ' εξ αρχικού ε, τό όποιον μετα­

1. Έπ' αύτοϋ, οί N o a m C h o m s k y and M o r r i s H a l l e εις το έργον των The sound pattern of English, γράφουν τά έξης : «The number of symbols in a rule is inversely related to the degree of linguistically significant generalizations achieved in the rule» (p. 335).

0 / J — τόνος

— 262 —

τρεπόμενον εις i ούδεμίαν υφίσταται περαιτέρω μεταβολήν. Ή μετατροπή του άτονου φωνήεντος e εις το ατονον i δύναται, κατά τα μέχρι τούδε λε­

χθέντα, να γραφή ώς έξης :

+ φων. — συμφ. — βαρ. — διαχ. — συμπ.

Ό νόμος ούτος δύναται νά άναγνωσθή ώς εξής : Τα φωνήεντα τα έχοντα τα στοιχεία Χ [— βαρύτης], [— διαχυτότης] και [— συμπύκνωσις], όταν είναι άτονα, λαμβάνουν το στοιχεΐον [+ διαχυτότης]2.

Είναι χαράκτη ριστικόν ότι κατά τήν μετατροπή ν του άτονου φωνήεντος e εις το ατονον i μεταβάλλεται εν μόνον διαφοροποιητικόν στοιχεΐον, το στοιχεΐον [διαχυτότης], το όποιον ακριβώς διαφοροποιεί τά δύο ταύτα εμπρόσθια λεγόμενα φωνήεντα. Επομένως, ή μετατροπή αΰτη πρέπει νά έρμηνευθή ώς αλλαγή ενός μόνον στοιχείου είς το άντίθετόν του. 'Αξί­

ζει νά τονισθή ότι ή ώς άνω μετατροπή δεν λαμβάνει χώραν, όταν το e τονίζεται.

Είς το γλωσσικόν ιδίωμα της Ρούμελης, όχι μόνον το ατονον e μετατρέ­

πεται εις i, αλλά και το ατονον ο μετατρέπεται είς u. Αυτός εϊναι ό λόγος? δια τον όποιον εύρίσκομεν εις τήν φωνητικήν άπεικόνισιν των λέξεων άτονα u, τά όποια δεν αποβάλλονται. "Ας λάβωμεν ολίγα παραδείγματα :

| nK^ar i | | ζΐγοηο | | poli | |Λοχο8| | votanizo | | soOikame |

[musxâr], [ζγόηιι], [pulì], [ftuxós], [vutanizu], [suOikami],

|kosmos| | ipnos | | fotao| | likos | | petalo | |noris|

[kózmus]3

[ipnus] [futau] [likus] [pétalu] [nuris]

Έκ τών παραδειγμάτων τούτων καθίσταται οφθαλμοφανές ότι το ατο­

νον φωνήεν ο εις τήν φωνολογικήν άπεικόνισιν μετατρέπεται εις u είς τήν φωνητικήν άπεικόνισιν, μή ύφιστάμενον ούδεμίαν περαιτέρω μετατροπήν4.

1. Μόνον το φωνήεν e έχει τά ώς άνω αναγραφόμενα διαφοροποιητικα στοιχεία. 2. Μετατρέπονται δηλαδή είς ι. 3. Το άηχον σύμφωνον |s| εύρισκόμενον προ τοΰ ήχηροΰ |mj γίνεται φωνητικώς

[ζ], δηλαδή άφομοιοΰται με τό ακολουθούν σύμφωνον ώς προς το στοιχεΐον [ήχηρότης]. 4. Το τονιζόμενον φωνήεν ό ούδεμίαν μεταβολήν υφίσταται.

[+ διαχ.] / | _ τόνος]

263 —

Ή μετατροπή αύτη δύναται να δηλωθή δια του ακολούθου φωνολογικού νόμου :

+ φων. — συμφ. + βαρ. — διαχ. — συμπ.

[ + διαχ.] / Ι _ τόνοςJ

Ό νόμος ούτος δύναται να άναγνωσθή ώς έξης : Τα φωνήεντα τα έχοντα τα στοιχεία χ [+ βαρύτης], [— διαχυτότης] και [— συμπύκνωσις], δταν είναι άτονα, λαμβάνουν το στοιχεΐον [+ διαχυτότης]2.

'Αξίζει να παρατηρηθή ότι οι νόμοι (5) και (6) έχουν όλα τα στοιχεία τούτων κοινά έκτος του στοιχείου [βαρύτης]. Επομένως, εϊναι δυνατόν ούτοι να συγχωνευθούν εις ενα γενικόν νόμον.

Ό γενικός ούτος νόμος ό προερχόμενος έκ της συγχωνεύσεως τών (5) και (6) δύναται να γραφή ώς ακολούθως :

+ φων. — συμφ. — διαχ. — συμπ.

[ + διαχ.] / Ι _ χόνοςΙ

Ό ανωτέρω νόμος δύναται να άναγνωσθη ώς έξης : Τα φωνήεντα τα έχοντα τα στοιχεία3 [— διαχυτότης] και [— συμπύκνωσις], όταν εϊναι άτονα, λαμβάνουν το στοιχεΐον [+ διαχυτότης]4. Ό νόμος (7), ώς εκφράζων αμφό­

τερους 5 τους (5) και (6), εϊναι γενικώτερος ενός έκαστου τούτων και συνε­

πώς προτιμότερος. Κατά ταύτα, κατελήξαμεν εϊς δύο γενικούς νόμους, τους (4) και (7).

Οι δύο ούτοι νόμοι πρέπει να λειτουργούν καθ' ώρισμένην σειράνG εν σχέσει προς αλλήλους προκειμένου να έχωμεν ορθά αποτελέσματα. Εϊδομεν

1. Μόνον το φωνήεν ο έχει τα ώς άνω αναγραφόμενα διαφοροποιητικά στοιχεία. 2. Μετατρέπονται δηλαδή είς u. 3. Φωνήεντα έχοντα τα ώς άνω αναγραφόμενα στοιχεία είναι τά e και ο. 4. Μετατρέπονται δηλαδή εις ι ή u. 5. 'Αξίζει να σημειωθή ότι προς διατύπωσιν τοϋ (7) απαιτούνται όλιγώτερα διαφο­

ροποιητικά στοιχεία παρά προς διατύπωσιν τοΰ (5) ή τοϋ (6) κεχωρισμένως. 6. Εις τήν μετασχηματιστικήν Γραμματικήν, λέγοντες ότι οί νόμοι λειτουργούν

καθ' ώρισμένην σειράν, δέν έννοοϋμεν ότι ό εκάστοτε ομιλών διατρέχει τους νόμους τούτους κατά χρονικήν άκολουθίαν. Οί γραμματικοί νόμοι λειτουργούν καθ' ώρισμένην τάξιν έν λογική έννοια, ουχί έν χρονική έννοια.

— 264 —

προηγουμένως ότι ό νόμος της αποβολής τών άτονων φωνηέντων i και u είς το γλωσσικόν ιδίωμα της Ρούμελης δεν λαμβάνει υπ' δψιν τήν μετα­

τροπήν των άτονων φωνηέντων e και ο είς i και u, αντιστοίχως. Συνεπώς, ό νόμος της αποβολής τών φωνηέντων τούτων πρέπει να προηγήται του νόμου του μετατρέποντος τα άτονα e και ο είς i και u, αντιστοίχως. Έάν συνέβαινε το άντίθετον, εάν δηλ. οί ώς άνω νόμοι έλειτούργουν κατ' άντί­

στροφον σειράν, τότε θα έπρεπε όλα τα άτονα i και u, εϊτε ταϋτα προήρχοντο εξ αρχικών i και u εϊτε ήσαν προϊόντα τής μετατροπής τών άτονων φωνηέν­

των e και ο, να άπεβάλλοντο. Τοιούτον τι, όμως, δεν συμβαίνει. Δυνάμεθα λοιπόν νά προσδιορίσωμεν ακριβώς τήν σειράν λειτουργίας τών δύο τούτων βασικών και γενικών νόμων, ή οποία είναι ή έξης :

1. 'Αποβολή τών άτονων φωνηέντων i και u, και 2. Μετατροπή τών άτονων φωνηέντων e και ο είς i και u, αντιστοίχως. Κατ' αυτόν τον τρόπον, δικαιολογούνται γλωσσολογικώς τά εξής :

1) Ή είς τήν φωνητική ν άπεικόνισιν διατήρησις τών άτονων i και u τών προερχομένων εκ τών άτονων φωνηέντων e και ο, αντιστοίχως, και 2) ή μή έμφάνισις τών άτονων e και ο είς τήν φωνητικήν άπεικόνισιν τών λέξεων του γλωσσικού τούτου ιδιώματος τής Ρούμελης.

Τό γεγονός ότι οί ώς άνω νόμοι χρησιμοποιούν υποχρεωτικώς το στοι­

χεΐον [τόνος] είναι άξιον ιδιαιτέρας προσοχής. Εϊπομεν ότι δια τήν λειτουρ­

γίαν τών φωνολογικών τούτων νόμων τά υφιστάμενα τήν μετατροπή ν φω­

νήεντα πρέπει νά χαρακτηρίζωνται αρνητικώς ώς προς τό στοιχεΐον τούτο. Τούτο σημαίνει δτι έχει προηγηθή ή λειτουργία ενός άλλου πολύπλοκου φωνολογικού νόμου ρυθμίζοντος τά του τόνου τών λέξεων ί. Συνεπώς, όσοι­

δήποτε νόμοι και αν παρεμβάλλωνται μεταξύ του νόμου του καθορίζοντος τά του τόνου τών λέξεων και τών (4) και (7), είναι εμφανές ότι ό τονικός ούτος νόμος πρέπει, κατ' ανάγκην, νά προηγήται τών νόμων τούτων. "Ας λάβωμεν τρεις μόνον λέξεις δια νά καταδείξωμεν τήν σειράν, κατά τήν οποίαν έκαστος τών νόμων τούτων λειτουργεί εν σχέσει προς αλλήλους :

Υποκείμενη δομή : mulari ζίγοηο votanizo Καθορισμός του τόνου : mulari ζΐγόηο votanizo Νόμος (4) : mlâr ζγόηο — Νόμος (7) : — ζγόηιι vutanizu

Έκ τών ανωτέρω παραδειγμάτων είναι φανερόν ότι προς λειτουργίαν τών (4) και (7) είναι άπαραίτητον νά καθορισθή προηγουμένως ό τόνος τών

1. Είς το παρόν άρθρον, δεν θα προσπαθήσωμεν να δώσωμεν τον μαθηματικόν τύπον τοϋ πολύπλοκου τούτου φωνολογικού νόμου.

— 265 —

λέξεων. Έάν δεν καθορισθή προηγουμένως ό τόνος των λέξεων, τότε ή λειτουργία των (4) και (7) δεν είναι δυνατή.

Ελέχθη ανωτέρω ότι τό άτονον φωνήεν i αποβάλλεται εις τήν φωνητικήν άπεικόνισιν των λέξεων. Εις τό γλωσσικόν ιδίωμα τής Ρούμελης υπάρχουν λέξεις, αί όποΐαι δίδουν τήν έντύπωσιν ότι τοϋτο δεν αποβάλλεται. Εις τήν πραγματικότητα, όμως, δεν πρόκειται περί του άτονου φωνήεντος i, άλλα περί του ήμιφώνου φθόγγου j , ό όποιος δεν αποβάλλεται ι. Κατά ταΰτα, λέ­

ξεις ώς κ ο υ τ α λ ι ά , χ ι ο ν ά κ ι , σ κ ι ά ζ ε σ α ι , π ι ά ν ε ι , δ ο υ ­

λ ε ι ά , χ ω ρ ι ό , φ υ τ ε ι ά , τ σ ι ο ύ π α , κ α ρ δ ι ά , λ ι α ν ί ζ ω , κ.ά., προφέρονται και γράφονται φωνητικώς ώς έξης, αντιστοίχως : [ktaljâ], [XJunaK], [skjazisi], [pjan], [ôlja], [xurjó], [ftja], [tsjupa], [Karôja], [ljanizu], κ.ά.

Πρέπει έδω νά τονισθή ότι ό ήμίφωνος φθόγγος j ευρίσκεται πάντοτε εις τό άμεσον περιβάλλον φωνήεντος, συνήθως τονιζομένου, δύναται δε νά προέρχεται εϊτε εκ του τονιζομένου φωνήεντος ί, τό όποιον, μετά τήν μετα­

τόπισιν του τόνου του, μετετράπη εις j (π.χ. καΓδία ­> Karôja) εϊτε εκ του άτονου ι, τό όποιον, δια τής εις ώρισμένα περιβάλλοντα αποβολής ώρισμέ­

νων συμφώνων, εύρεθέν εις άμεσον γειτνίασιν με άλλα φωνήεντα, μετε­

τράπη είς j (π.χ. vasanizis ­> vasanijs)2. "Ας ΐδωμεν πώς λειτουργούν οι νόμοι είς τήν λέξιν [vasanijs] :

Υποκείμενη δομή : vasanizis Καθορισμός τοΰ τόνου : vasanizis 'Αποβολή του z : : vasaniis Μετατροπή του ι είς j : vasanijs 'Αποβολή τοΰ άτονου ι : —

Ό νόμος τής αποβολής τοΰ άτονου ι είς τό ανωτέρω παράδειγμα δεν λειτουργεί, διότι τό ι έχειήδη μετατραπή είς j , τό όποιον δεν αποβάλλεται3.

1. Τονίζομεν κατωτέρω ότι ό ήμίφωνος φθόγγος j ευρίσκεται είς­τό άμεσον περι­

βάλλον φωνήεντος, συνήθως τονιζομένου, δύναται δέ να προέρχεται εκ του φωνήεντος ί. 'Ενίοτε το ι εύρισκόμενον είς τό άμεσον περιβάλλον φωνήεντος, ιδία άτονου, διατηρεί τον φωνηεντικον αύτοϋ χαρακτήρα. Γενικώς, είς τήν νέαν Έλληνικήν γλωσσαν δύναται τις να άνευρη ζεύγη λέξεων διαφοροποιούμενων δια τής προφοράς τοΰ ι ώς φωνήεντος εις τήν μίαν λέξιν και ώς ήμιφώνου φθόγγου είς τήν άλλη ν. Χαράκτη ριστικόν παράδειγμα τούτου είναι τό έξης ζεύγος λέξεων : Ν ά β ι α σ τ ή ς [viastis] = νά πιεσθής και ν ά β ι α σ τ ή ς [vjastis] = νά σπεύσης.

2. Είς το παρόν άρθρον, δέν θά προσπαθήσωμεν νά δώσωμεν τον μαθηματικόν τύπον τής αποβολής τοΰ συμφώνου ζ.

3. Παρατηρητέον ότι δια τής λειτουργίας τοϋ νόμου του μετατρέποντος τό άτονον ι είς j καταστρέφεται ή άπεικόνισις, εις τήν οποίαν θά έλειτούργει ό νόμος τής αποβολής τοϋ άτονου ι. Εις τό παρόν άρθρον, δέν θά προσπαθήσωμεν νά δώσωμεν τον μαθηματικόν τύπον τής μετατροπής τοΰ ι είς j .

— 266 —

Πριν ή κλείσωμεν το παρόν άρθρον μας, πρέπει να τονίσωμεν ότι δια της αποβολής τών άτονων φωνηέντων ι και u εις το γλωσσικον ιδίωμα της Ρούμελης δημιουργούνται δυσκόλως προφερόμενα συμφωνικά συμπλέ­

γματα. Τοϋτο, βεβαίως, έρχεται είς αντίθεσιν προς τήν τάσιν διασπάσεως των δυσκόλως προφερομένων συμφωνικών συμπλεγμάτων, ή οποία παρατη­

ρείται είς άλλα νεοελληνικά ιδιώματα 1. Σ υ μ π έ ρ α σ μ α . Είς το παρόν άρθρον ήσχολήθημεν κυρίως μέ τήν

μετασχηματιστικήν περιγραφήν και άνάλυσιν δύο γενικών φωνολογικών νόμων του γλωσσικού ιδιώματος τής Ρούμελης, τον νόμον τής αποβολής τών άτονων φωνηέντων ι και u και τον νόμον τής μετατροπής τών άτονων φωνηέντων e και ο είς ι και u, αντιστοίχως. Ωσαύτως, άνευρέθη και καθω­

ρίσθη ή σειρά, καθ' ην έκαστος τών νόμων τούτων λειτουργεί εν σχέσει προς αλλήλους και κατεδείχθησαν αί συνέπειαι εκ τής τοιαύτης λειτουργίας τών νόμων. Επίσης, ώρισμέναι βασικαί μεθοδολογικά! άρχαί τής μετασχη­

ματιστικής Γραμματικής, κριθεΐσαι απαραίτητοι προς κατανόησιν τής έπι­

χειρηθείσης αναλύσεως, εξετέθησαν έν συντομία 2. 'Αναγνωρίζεται, βεβαίως, ότι δέν είναι δυνατόν να εξετασθούν λεπτο­

μερώς τα ποικίλα φωνολογικά ­ φωνητικά θέματα του γλωσσικού ιδιώματος τής Ρούμελης είς τα πλαίσια ενός και μόνον άρθρου. Θα χρειασθούν και άλλα άρθρα δια να συμπληρωθή ή εις το παρόν άρθρον άρξαμένη προσπά­

θεια. Έν κατακλείδι, πρέπει ιδιαιτέρως να τονισθή ότι ή νέα Ελληνική γλώσσα παρέχει άφθονον γλωσσικόν ύλικόν και προσφέρεται κάλλιστα δια γλωσσολογικός έρευνας. Χρειαζόμεθα, όμως, ανθρώπους ζωηρώς ενδια­

φερομένους δια τήν έπιστήμην και τήν έρευναν και προ πάντων ανθρώπους μέ εύρύν νουν και πολλήν άγάπην δια τήν νέαν Έλληνικήν γλώσσαν.

1. Είς τήν περιοχήν τών Καλαβρύτων τής Πελοποννήσου και είς πολλάς αλλάς περιοχάς υπάρχει μία τάσις έπενθέσεως τοϋ φωνήεντος ι μεταξύ τών συμφώνων ώρισμένων συμφωνικών συμπλεγμάτων τών διαφόρων λέξεων. "Εχω ακούσει άπο απλοϊκούς χωρι­

κούς μας να λέγουν τάς κάτωθι λέξεις : Ά ρ ι θ ι μ ώ, ά ρ ι θ ι μ ό ς , ά ρ ι θ ι μ η τ ή ς , ά ρ ι θ ι μ η τ ι κ ή , β α θ ι μ ο λ ο γ ώ , β α θ ι μ ο λ ο γ ί α , β α θ ι μ ο φ ό ρ ο ς , β α θ ι ­

μ ό ς , σ τ α θ ι μ ό ς , σ τ α θ ι μ ά , σ τ α θ ι μ ά ρ χ η ς , κ α π ι ν ό ς , κ α π ι ν ί ζ ω , κ α π ι ν ι σ τ ό ς , κ.ά.

2. Το παρόν άρθρον, αποτελούν τμήμα εύρυτέρας μελέτης, ουδόλως αναφέρεται είς τήν επί του θέματος τούτου έλληνικήν βιβλιογραφίαν, ήτις και πλούσια είναι και έν πολλοίς ενδιαφέρουσα, καθ' όσον τα ανωτέρω περιγραφέντα φαινόμενα παρουσιάζονται είς τα βόρεια νεοελληνικά ιδιώματα. Αί κατά καιρούς έκφρασθεΐσαι απόψεις έπί τών φαινομένων τούτων θά μας απασχολήσουν είς άλλο άρθρον. Εις το παρόν άρθρον περιορι­

ζόμεθα κυρίως εις τήν παρουσίασιν μιας νέας επιστημονικής μεθόδου γλωσσολογικής αναλύσεως τών φωνολογικών φαινομένων, ήτις δέν αρκείται μόνον εις τήν περιγραφήν τών διαφόρων φαινομένων τής γλώσσης, αλλά προσπαθεί και να έρμηνεύση ταύτα.

— 267 —

Ξ Ε Ν Η Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α

A n d e r s o n , S t e p h e n , West Scandinavian vowel systems and the ordering of phono­

logical rules, Indiana University Linguistics Club, Bloomington, 1971. B a c h , E m m o n , and R o b e r t H a r m s (eds.), Universals in linguistic theory,

Holt, Rinehart and Winston, New York, 1968. C h a f e , W a l l a c e , «The ordering of phonological rules», International Journal of

American Linguistics, vol. 34, 1968, pp. 115­136. C h o m s k y , N o a m , Aspects of the theory of Syntax, M.I.T. Press, Cambridge,

1965. C h o m s k y , N o a m , Current issues in linguistic theory, Mouton, The Hague, 1966

(second printing). C h o m s k y , N o a m , «Some general properties of phonological rules», Language,

vol. 43, 1967, pp. 102­128. C h o m s k y , N o a m , Topics in the theory of generative grammar, Mouton, The Hague,

1969 (second printing). C h o m s k y , N o a m , and M o r r i s H a l l e , «Some controversial questions in

phonological theory», Journal of Linguistics, vol. 1, 1965, pp. 97­138. C h o m s k y , N o a m , and M o r r i s H a l l e , The sound pattern of English, Harper

and Row, New York, 1968. F o d o r , J. Α., and J. J. K a t z , The structure of Language : Readings in the Philo­

sophy of Language, Prentice ­ Hall, Englewood Cliffs, New Jersey, 1964. F u d g e , E. C. «The nature of phonological primes», Journal of Linguistics, vol. 3,

1967, pp. 1 ­ 36. H a l l e , M o r r i s , «Phonology in a generative grammar», Word, vol. 18, 1962, pp.

54 ­ 72. H a r m s , R o b e r t , Introduction to phonological theory, Prentice ­ Hall, Englewood

Cliffs, New Jersey, 1968. H a r m s , R o b e r t , «The measurement of phonological theory», Language, vol. 42,

1966, pp. 602­611. H a r r i s , J. W. Spanish phonology, Ph. D. dissertation, M.I.T., 1967. Η ο e k e 11, C. F. A manual of phonology (International Journal of American Linguis­

tics, Memoir 11), Waverly Press, Baltimore, 1955. H o c k e t t , C F . «Sound change», Language, vol. 41, 1965, pp. 185­204. H o u s e h o l d e r , F r e d , «Some recent claims in phonological theory», Journal of

Linguistics, vol. 1, 1965, pp. 13­34. J a k o b s o n , R o m a n , and M o r r i s H a l l e , Fundamentals of Language, Mouton,

The Hague, 1956. J a k o b s o n , R., G. F a η t, and M. H a l l e , Preliminaries to speech analysis:

The distinctive features and their correlates, M.I.T. Press, Cambridge, Mass., 1963.

K i n g , R o b e r t , Historical linguistics and generative grammar, Prentice ­ Hall, Engle­

wood Cliffs, New Jersey, 1969. Ki p a r sky , P a u l , Phonological change, M.I.T. doctoral dissertation, Cambridge,

1965. K i p a r s k y , P a u l , «Sonorant clusters in Greek», Language, vol. 43, 1967, pp.

619­635.

— 268 —

L a d e f o g e d , P e t e r , Elements of acoustic phonetics, The University of Chicago Press, Chicago, 1962.

L e h i s t e , l i s e (éd.), Readings in acoustic phonetics, The Μ.I.T. Press, Cambridge, Mass., 1967.

M c C a w l e y , J a m e s , «Sapir's phonological representation», International Journal of American Linguistics, vol. 33, 1967, pp. 106­111.

N e w t o n , Β. E. «Ordering paradoxes in phonology», Journal of Linguistics, vol. 7, 1971, pp. 31­53.

N e w t o n , B. E. «Los of |r | in a modern Greek dialect», Language, vol. 48, 1972, pp. 566 ­ 572.

P o s t a l , P a u l , Aspects of phonological theory, Harper and Row, New York, 1968. S a p o r i a, Sol , «Ordered rules, dialect differences, and historical processes», Lan­

guage, vol. 41, 1965, pp. 218­224. S c h a n e , S a n f o r d , French phonology and morphology, Μ.I.T. Press, Cambridge,

1968. S t a n l e y , R. «Redundancy rules in Phonology», Language, vol. 43, 1967, pp.

393­436. T r u b e t z k o y , N. Grundziige der Phonologie, Vandenhoeck und Ruprecht, Gòttingen,

1958. Τ si a ρ e r a, M a r i a , «Palatalization in Gretan and Cypriot Greek», papers in Lin­

guistics, vol. 1, 1969, pp. 593­597. V e n n e m a n n , T h e o , «The phonology of Gothic vowels», Language, vol. 47, 1971,

pp. 90­132.

ΓΕΩΡΓΙΟΥ Θ. ΖΩΡΑ Καθηγητού Πανεπιστημίου

Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΑΝΤΣΟΝΙ ΚΑΙ ΟΙ ΛΟΓΙΟΙ ΤΗΣ ΕΠΤΑΝΗΣΟΥ

Ό Αλέξανδρος Μαντσόνι ύπήρξεν εκ των σημαντικωτέρων ποιητών και λογογράφων της 'Ιταλίας του παρελθόντος αιώνος, κατέλαβε δε αναμ­

φιβόλως την πρώτην θέσιν εις τήν πεζογραφίαν της πατρίδος του δια του καταστάντος διεθνώς περίφημου μυθιστορήματος του «Οί μελλόνυμφοι» (Promessi Sposi)

Έκ μητρός εγγονός του Καίσαρος Βεκκαρία, έγεννήθη τω 1785, μετά πολυτάραχον δε βίον, πλήρη δόξης, άλλα και θλίψεων, άπέθανεν ένενηκον­

τούτης περίπου τήν ήλικίαν τω 1873. 'Από νεαρωτάτης ηλικίας έπεδόθη εις τήν μελέτην τών κλασσικών, οϊτινες απετέλεσαν δι' αυτόν προσφιλή ένασχόλησιν καθ' όλην τήν ζωήν του. 'Από του 1805 μέχρι τοϋ 1810 παρέ­

μεινεν εις Παρισίους, ένθα έγνώρισε πολλούς λογίους ξένους, μεταξύ τών οποίων και τον μετέπειτα έκδότην τών ελληνικών δημοτικών τραγουδιών μας Κλαύδιον Φωριέλ. Μετ'αύτοϋ διετήρησε πάντοτε στενήν φιλίαν, ϊσως, μάλιστα, εις τοΰτον και εις τό έργον του οφείλει τήν πρώτην γνωριμίαν με τήν δημοτικήν ποίησιν και τήν δημοτικήν γλώσσάν μας, περί της οποίας γίνεται λόγος κατωτέρω, εν επιστολή τοϋ Τυπάλδου.

Τω 1812 έγραψε τήν συλλογή ν «θρησκευτικοί ύμνοι» (Inni sacri), οϊ­

τινες ήσκησαν μεγάλην έπίδρασιν εις πολλούς ποιητάς της εποχής, περι­

λαμβανομένου και τοϋ έθνικοϋ ποιητοΰ μας. Έν συνεχεία έδημοσίευσε πολλά ποιητικά και πεζά έργα, ποικίλου περιεχομένου, σπουδαιότερον τών οποίων θεωρείται τό αριστούργημα του «Οί μελλόνυμφοι», έργον τό όποιον μετεφράσθη και είς τήν έλληνικήν τό πρώτον ύπό τοϋ Στεφάνου Μαρτζώκη.

Ό Μαντσόνι, όστις ανεδείχθη αρχηγός τοϋ ΐταλικοΰ ρομαντισμού, δικαίως έτιμήθη και άνεγνωρίσθη ώς ή κυριαρχοΰσα πνευματική μορφή τοϋ ΙΘ' αιώνος έν τη πατρίδι του. Ή έπίδρασις αύτοϋ και επί τους

— 270 —

κυριωτέρους Επτανησίους λογοτέχνας της εποχής του είναι καταφανής, μάλιστα δε επί τον Σολωμόν, τον Μαρκοραν και τον Τυπάλδον.

Προς τον Μαντσόνι ηύτύχησαν να έλθουν εις άμεσον ή εμμεσον επι­

κοινωνίαν διακεκριμένοι λόγιοι τής Επτανήσου, τινές τών οποίων εΐχον τήν εύκαιρίαν να τον γνωρίσουν και προσωπικώς. Περί των σχέσεων τών κυριωτέρων εξ αυτών, και δή και τοϋ Μουστοξύδου, του Γεωργίου Μαρ­

κορδ, τοϋ Σολωμού και τοϋ Τυλπάδου ', παρέχομεν κατωτέρω συντόμους πληροφορίας 2.

* * *

'Αμοιβαία έκτίμησις, άλλα και στενή προσωπική φιλία, συνέδεε τον Μαντσόνι προς τον γνωστόν Κερκυραΐον λόγιον και διακεκριμένον φιλό­

λογον Άνδρέαν Μουστοξύδην (1785 ­ 1860)3. Ώ ς γνωστόν, ό τελευταίος ούτος έσπούδασεν εν τω Πανεπιστήμια» τής

Παβίας νομικά, το δέ 1805 άνεκηρύχθη διδάκτωρ τής επιστήμης τοϋ δι­

καίου. Έν συνεχεία παρέμεινεν επί πολλά ετη εν Ιταλία, και δή και εν Μιλάνω, επιδιδόμενος εις επιστημονικός ασχολίας και δημοσιεύων μελετάς ίστορικοΰ και φιλολογικοΰ περιεχομένου. Έν τη πόλει ταύτη ευρισκόμενος έσχετίσθη μετά τών πνευματικών κύκλων τής εποχής και μετά επιφανών λογίων και ανθρώπων τών γραμμάτων. 'Ιδιαιτέρως, εϊχε τήν εύκαιρίαν να γνωρίση τον διάσημον ήδη Ίταλόν συγγραφέα Άλέξανδρον Μαντσόνι και να συνάψη μετ' αύτοΰ στενούς οικογενειακούς δεσμούς, οϊτινες διετη­

ρήθησαν και βραδύτερον επί μακρόν. Ό 'Ιταλός μυθιστορηματογράφος έξετίμα βαθύτατα τον Έλληνα επιστήμονα, δια τον όποιον ελεγεν ότι : «Pareva allora un miracolo».

Ό Μουστοξύδης έπεσκέπτετο συχνάκις τον Μαντσόνι εις τήν κατοι­

κίαν του, ένθα έγνώρισε και τήν σεβασμίαν μητέρα του, τήν Donna Giulia, κόρην τοϋ Cesare Beccaria.

Εις μίαν τοιαύτην έπίσκεψιν συνήντησε και τον Φωριέλ. Ό Μουστο­

ξύδης, ενώπιον φιλικοϋ φιλολογικού κύκλου, άπήγγειλε δημοτικόν ποίημα, τό όποιον ήρεσεν εις τον παρευρισκόμενον Γάλλο ν φιλόλογον, όστις

1. Ειδήσεις περί των σχέσεων προς άλλους Επτανησίους ώς και εύρύτεραι περί τών αναφερομένων πληροφορίαι θα περιληφθούν έν μεταγενέστερα ειδική μελέτη.

2. Έκτος τών Επτανησίων, προς τον Μαντσόνι, αμέσως ή εμμέσως, ήλθον είς έπα­

φήν και άλλοι διαπρεπείς "Ελληνες λόγιοι, έν οίς και ό Κοραής· βλ. Μ. Θ. Λ ά σ κ α ρ η, Κοραής και Μαντζώνης, Νέα Εστία, 15 'Απριλίου, 1933, σελ. 407­409.

3. Περί τοϋ Άνδρ. Μουστοξύδου βλ. Ε ύ α γ γ . Μ α ν ή , 'Ανδρέας Μουστοξύδης (1785 ­1860). Ό επιστήμων, ό πολιτικός, ό εθνικός αγωνιστής, έν 'Αθήναις 1960.

4. Ε ύ α γ γ . Μ α ν ή , 'Ανδρέας Μουστοξύδης, ενθ' άν., σελ. 9

— 271 —

παρεκάλεσε να τον βοηθήση εις την συλλογήν και την μετάφρασιν των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών 1.

Περί της γνωριμίας, μεταξύ του Μουστοξύδου και του Μαντσόνι ίκα­

νάς πληροφορίας παρέχει ο Θωμαζαΐος εις το άρθρον του «Andrea Musto­

xidi» 2, σημαντικά δε στοιχεία περιέχονται και εις την μεταξύ των δύο αν­

δρών άνταλλαγεϊσαν άλληλογραφίαν3. Εις ταύτην δυνάμεθα τώρα να προσθέσωμεν καί τίνα άλλα στοιχεία,

περιλαμβανόμενα εις την μεταξύ Μουστοξύδου και Θωμαζαίου τελευταίως γενομένην γνωστήν άλληλογραφίαν 4.

Εις έπιστολήν του, άνευ ημερομηνίας, γραφεΐσαν όμως κατά πασαν πιθανότητα τό 1827, ό Μουστοξύδης πληροφορεί τον Δαλματόν φιλέλληνα ότι μετέβη επί τίνα χρόνον εις Μιλάνον και ότι εϊχε την εύκαιρίαν να έπι­

σκεφθή τον Μαντσόνι, μετά του οποίου ώμίλησε δια μακρών περί αύτοϋ. Τό σχετικόν απόσπασμα της επιστολής έχει εν μεταφράσει ώς ακολούθως:

. . . Μετέβην επί τίνα χρόνον εις το Μιλάνον και έκαμα σύντομον ταξί­

διον μέχρι τον Copreno επί της όδον προς Como, ha επισκεφθώ τον φίλον μας Μαντσόνι. 'Ωμιλήσαμεν δια μακρών καί δια Σας κατά τάς ολίγας εκείνας ώρας, άφιερωθείσας εξ ολοκλήρου εις την φιλίαν, ή δε κυρία 'Ιουλία Σας εν­

θυμεϊται μετ Ιδιαιτέρας στοργής5.

Της στενής φιλίας μεταξύ Μαντσόνι καί Μουστοξύδου μαρτυρίαν απο­

τελεί καί τό γεγονός, ότι ό 'Ιταλός συγγραφεύς προσέφερε, κατά την διάρ­

κειαν επισκέψεως τοΰ Κερκυραίου λογίου, ανέκδοτα τίνα ποιήματα του, εις ενδειξιν τών προς αυτόν εγκαρδίων αισθημάτων του. Τα ποιήματα ταύ­

τα ό Μουστοξύδης διετήρησεν ώς πολύτιμον κειμήλιον. Βραδύτερον, δτε τό 1829 ό Θωμαζαίος ήσχολεΐτο με τό έργον τοΰ

Μαντσόνι, γνωρίζων τήν ΰπαρξιν τών εϊς χείρας του Μουστοξύδου ποιη­

μάτων, άπηυθύνθη προς αυτόν καί δι' επιστολής του — μή άνευρεθεί­

1. Ε ύ α γ γ . Μ α ν ή , 'Ανδρέας Μουστοξύδης, ενθ' αν., σελ. 28. 2. Ν. Τ ο m m a s e ο, Andrea Mustoxidi, Archivio storico italiano, tom. XII, parte

li, 1860, σελ. 39. 3. Carteggio di Al. Manzoni, a cura di G. Sforza e G. Gallavresi, I. Milano, 1912. 4. Γ. Θ. Ζ ώ ρ α , Επτανησιακά Μελετήματα, τόμ. Γ', 'Αθήναι 1966, σελ. 287 έπ. 5. Γ. Θ. Ζ ώ ρ α , Επτανησιακά Μελετήματα, τόμ. Γ', ενθ' αν., σελ. 302. Τό κεί­

μενον τοϋ ΐταλικοϋ πρωτοτύπου έχει ώς ακολούθως :

Sono stato qualche tempo a Milano, ed ho fatto una corsa insino a Copreno nella strada di Como, per visitare il nostro Manzoni. S'è parlato anche molto di lei in quelle pochissime ore tutte consacrate all'amicizia, e Donna Giulia la rammenta con singolare affezione.

— 272 —

σης : — τον παρεκάλει να του παραχώρηση αυτά. 'Αλλ' ό Μουστοξύδης ήρνήθη μετά πολλής μεν ευγενείας, άλλα σταθερώς. Πράγματι εις άπάντησίν του εκ Βενετίας, υπό ήμερομηνίαν 28ης Φεβρουαρίου 1829, ό Μουστοξύδης παρατηρεί ότι, προκειμένου περί συγγραφέως ευρισκομένου ακόμη εν ζωή, θα άπετέλει πράξιν άνοίκειον να παραδώση προς δημοσίευσιν άνευ τής άδειας εκείνου, τα ποιήματα, τα όποια του εΐχεν έμπιστευθή προσωπικώς. Τοσούτω δε μάλλον, καθόσον πρόκειται περί παλαιοτέρων έργων, ευρισκο­

μένων εις πλήρη αντίθεσιν προς τάς νέας ιδέας του συγγράψαντος ποιητοϋ, υποδεικνύει όμως άλλα ποιήματα του Μαντσόνι, τα όποια θα ήτο δυνατόν να περιληφθούν εις τήν προετοιμαζομένην εκδοσιν.

Τό σχετικόν απόσπασμα τής επιστολής έχει εν μεταφράσει ώς έξης 2 :

Πολύτιμε φίλε και Κύριε, Είναι ανάγκη να επικαλεσθώ αυτήν ταύτην την ευγενή και λεπτήν ψυ­

χήν Σας 3, ίνα δώση τήν άπάντησίν εις το όλιγόλογον γράμμα Σας τής 14ης τρέχοντος' διότι πώς θα ήδννάμην εγώ, προκειμένου περί συγγραφέως ζών­

τος, να Σας παραδώσω τους ανέκδοτους στίχους τοϋ Μαντσόνι, άνευ τής συγκαταθέσεως τοϋ Ιδίου 4 ; Σημειώσατε δέ δτι ταϋτα είναι τέσσαρα επι­

γράμματα, το σονέττον Se pien d'alto disdegno e in me securo, και εν άλλο Poi che Giulio e i suoi figli ebbero sede. Δεδομένου δτι τώρα ή θρησκεία, ή μοναξιά και ai οικιακοί άρεταί, ώς και ή εμπειρία τής ζωής διήγειραν αί­

φνης εις τήν ψυχήν τοϋ φίλου μας αισθήματα πλέον μετριοπαθή και πλέον αυστηρά, δεν φρονείτε, δτι θα εταράσσετο ούτος, βλέπων δημοσιευόμενα και παρακολουθοϋντα ες άεΐ τήν φήμην του ποιήματα, τα οποία ή ομιλούν περί έρωτος ή θίγουν με λέξεις ήκιστα άγνάς ανθρώπους, οϊτινες δεν ζουν πλέον, και έξοχους άνδρας και φίλους του, ή αποκαλούν τύραννον και άνάξιον τής ιτα­

λικής πατρίδος τον Ναπολέοντα, ή χαρακτηρίζουν, με τήν συνήθη γελοίαν ύπεροψίαν τών Ιταλών, ώς βαρβάρους τους Γάλλους ; Νομίζω δτι, δημο­

σιεύοντες ταϋτα, θα δειχθώμεν αμφότεροι ένοχοι προδοθείσης φιλίας και ύβρι­

σθείσης τιμιότητος5.

1. Ώς προκύπτει έκ τής απαντήσεως τοϋ Μουστοξύδου, ή επιστολή τοϋ Θωμα­ζαίου εστάλη τήν 14ην Φεβρουαρίου 1829.

2. Γ. Θ. Ζώρα, Επτανησιακά Μελετήματα, τόμ. Γ', ενθ' αν., 305­306. 3. Ό Μουστοξύδης με μεγάλην λεπτότητα αρνείται να παραδώση τα εις χείρας

του χειρόγραφα τοϋ Μαντσόνι, τα όποια ό τελευταίος τοϋ είχε προσφέρει κατά τίνα έπίσκεψιν.

4. 'Ορθώς ό Μουστοξύδης παρατηρεί, δτι δέν έπετρέπετο να συνεργήση εις τήν δημοσίευσιν ποιημάτων, τά όποια φιλικώς τοϋ είχε προσφέρει ό Μαντσόνι, τινά τών οποίων δέν ήσαν πλέον σύμφωνα προς τάς νεωτέρας πεποιθήσεις αύτοϋ.

5. Είναι γνωστόν, δτι ό Μαντσόνι, μέ τήν πάροδον τοϋ χρόνου, άπαρνούμενος

— 273 —

Ή μεταξύ των δύο ανδρών φιλία συνεχίσθη έπί πολλά ετη, συνοδευο­

μένη πάντοτε άπο άμοιβαίαν έκτίμησιν και άγάπην.

* * *

Προς τον Μαντσόνι — χωρίς όμως να έχη γνωρίσει αυτόν και προσω­

πικώς — βαθεΐαν έκτίμησιν ήσθάνετο ό πατήρ του ποιητοϋ Γερασίμου Μαρ­

κορά, ô Γεώργιος Μαρκοράς (1793 ­ 1878), ανώτερος δικαστικός, όστις ήσχολεΐτο επίσης με τα γράμματα και την ποίησιν, έδημοσίευσε μάλιστα και στίχους πατριωτικού κατ' εξοχήν και πολιτικού περιεχομένου '.

Ώς άνθρωπον των γραμμάτων, τον συνεκίνουν ιδιαιτέρως τα υψηλά ιδανικά της Πίστεως και της Πατρίδος, ώς και αί υγιείς άρχαί τοΰ μεγάλου 'Ιταλού συγγραφέως, τοΰ οποίου έθαύμαζε το ύφος και την ήθικήν άξίαν. Διό, ευθύς ώς έπληροφορήθη τον θάνατον του, έσπευσε να άποστείλη έπι­

στολήν προς τον Θωμαζαΐον, εκφράζων τήν λύπην του δια τήν μεγάλην άπώλειαν, ταυτοχρόνως δε επισυνάπτει και τό κείμενον 2 ποιήματος του, εις ίταλικήν γλώσσαν, τό όποιον εγραψεν επί τή ευκαιρία, ϊνα διαδήλωση τον άμέριστον θαυμασμόν καί άφοσίωσίν του προς τό έκλεκτόν τέκνον της 'Ιταλίας. Καί ενώ ζητεί επιεική περί αυτού κρίσιν, άφίνει να έννοηθή ότι θα ήτο ευτυχής να τό ϊδη δημοσιευόμενον εις ίταλικόν περιοδικόν.

παλαιοτέρας κατευθύνσεις, έξειλίχθη εις αυστηρώς θρησκευτικον συγγραφέα, αφωσιωμέ­

νον εις τήν θρησκείαν καί τήν αύστηραν ήθικήν. Το κείμενον έν τφ ίταλικφ πρωτοτύπφ έχει ώς έξης :

Venezia 28 Feb(braio) 1829 Preg(iatissimo) mio Signore ed Amico!

Bisogna che io invochi lo stesso Suo animo delicato e gentile a formare risposta alla Sua letterina del 14 corrente, perchè come potrei io, trattandosi di autore vivente farle avere i versi inediti del Manzoni senza il consenso di lui? E noti che questi sono quattro epigrammi, il sonetto Se pien d'alto disdegno e in me securo, e l'altro Poi che Giulio e i suoi figli ebbero sede. Ora poiché la religione e la solitudine e le virtù dome­

stiche e l'esperienza hanno destato nell'animo del nostro amico sentimenti ad un tratto più miti e più severi, non si turberebbe egli al veder fatte pubbliche e durevoli colla sua fama quelle poesie che ο parlano d'amore ο pungono con parole men caste uomini che più non vivono ed illustri ed amici suoi, ο chiamano tiranno e indegno della patria italiana Napoleone ο qualificano, colla sola ridicola iattanza degl'Italiani, per barbari i Francesi? Mi pare che pubblicandogli saremmo entrambi colpevoli di lesa amicizia e di lesa onestà. . .

1. Περί του Γ. Μαρκορα βλ. προχείρως Γ. Θ. Ζ ώ ρ α, Επτανησιακά Μελετήματα, τόμ. Γ', ένθ' άν., σελ. 47 έπ.

2. Ό 'Αλέξανδρος Μαντσόνι απεβίωσε τήν 22αν Μαΐου 1873, ή δέ επιστολή τοϋ Γεωργίου Μαρκορα φέρει ήμερομηνίαν της 17ης 'Ιουλίου τοϋ αύτοϋ έτους, επομένως ό ποιητής έγραψε τήν φδήν του ολίγον μετά τον θάνατον τοΰ Ίταλοϋ συγγραφέως.

18

— 274 —

Tò κείμενον της επιστολής έν μεταφράσει έχει ώς εξής :

Κέρκυρα, 17 'Ιουλίου 187­3 'Αξιότιμε και ελλόγιμε Κύριε,

Ό θάνατος τον Μαντσόνι, εις τα έργα τον όποιον, εις εμέ, ταπεινον και κεκμηκότα γέροντα στιχοπλόκον, εφαίνετο, εν τω μέσω της αυξούσης πληθύος ασεβών διδασκαλιών, ιδιαιτέρως αξιοθαύμαστος ή σννδνασμένη σώφρων λα­

τρεία της Πίστεως και της Πατρίδος, με παρώθησε να αναπτύξω την ίδέαν μου ταύτην εις ολίγους στίχους, από τονς όποίονς δεν δύναται τις να αρνηθη την άρετήν της συντομίας. Σας παρακαλώ να θελήσητε να τους δεχθήτε μετά της συνήθονς εις 'Υμάς επιεικούς ενμενείας, είσθε δε ελεύθερος να χρησιμο­

ποιήσητε τούτους ώς καλύτερον κρίνετε. Άναγινώσκων το άρθρον, το όποιον εδημοσιεύσατε, ονχι προ πολλού εις το «Archivio Italiano» περί τον επιφα­

νούς μεταστάντος, ησθάνθην ικανοποίησιν (διότι εγώ τον εΐχον αποκαλέσει «ενγενή σοφόν»), άναγινώσκων ότι «ο Βιργίλιος διέπλασε την σκέψιν εκείνον νεανικήν. . .ι».

'Ιδού και το άποσταλέν κείμενον του ποιήματος τοϋ Μαρκορδ :

In morte di Alessandro Manzoni Rien ne trouble sa fin; c'est le soir d'un beau jour.

(La Fontaine) Ei fu; la sera placida

d'un giorno immacolato parve di Lui Γ immagine, quando il fatai commiato, sul passo inremeabile, il ciel d'Italia udì.

1. Ή επιστολή έδημοσιεύθη το πρώτον έν Γ. Θ. Ζ ώ ρ α , Επτανησιακά Μελετή­

ματα, τόμ. Γ', ενθ' αν., σελ. 59 έπ. Παραθέτομεν το είς ίταλικήν πρωτότυπον :

Corfu, 17 Luglio 1873 Onorevole ed egregio mio Signore,

La morte di Manzoni, nei di cui scritti a me povero e decrepito versificatore sembrava particolarmente ammirabile fra la voga crescente d'empie dottrine il savio culto accoppiato della Fede e della Patria, mi ha mosso a svolgere questa mia idea in pochi versi, a'quali non si può negare il merito d'esser pochi. La prego a volerli acco­

gliere colla solita sua tollerante benevolenza, libero a Lei di farne quell'uso che meglio crede. Leggendo l'articolo, che Ella ha fatto inserire, non ha molto, nell'Archivio Italiano, su l'esimio Trapassato, mi fu di conforto (avendolo io detto «Savio gentil») il notare che Virgilio formò la mente di lui giovinetta.

— 275 —

Per lunga età, la Patria «del son suo ferro cinta» vide lottar, ma suddita «o vincitrice ο vinta», e sacro αΙΓ Una e Libera voto in suo core offrì.

Savio gentil, all'anime si volse intiepidite e del servaggio assiduo Vaspre catene ordite nell'adorna parabola non timido colpì.

E, stretto alfine orrevole la magica parola s'udì ne' casi mescere d'Adelchi e Garmagnola, quasi presagio all'opere de' cinque eccelsi dì.

Sciolse (serbato a' posteri grave un giudizio e puro) dell'«Uom fatale» al tumulo quel carme imperituro, ora d'alloro insolito religion s'ornò.

Già di profane laudi scevra la musa pia, inni dettava angelici al nome di Maria, e al Divin Figlio e all'Alito, che i primi eletti armò.

Cosi di Fé, di Patria al padiglion ripara : schivo a congiunto imperio di scettro e di tiara, al gran Pastore, a Cesare quel che dovea rendè.

— 276 —

Or su queir Urna unanimi Itale e stranie genti, china la fronte, ammirano, del doppio Amor portenti, in dolce nodo stringersi di Patria emblemi e Fé.

Corfu, Luglio 1873 Giorgio Marcoran 1.

Ό Θωμαζαΐος, μόλις έλαβε το εις τον Μαντσόνι άφιερωμένον ποίημα του όγδοηκονταετους Κερκυραίου ποιητοΰ, έφρόντισε να το δημοσίευση εις Ίταλίαν, προτάσσων έπαινετικόν πρόλογον. Ό Μαρκοράς, πληροφορη­

θείς τοϋτο, έσπευσε δια της κατωτέρω επιστολής να έκφραση την ευγνωμο­

σύνη ν του και δια την δημοσίευσιν των στίχων και δια τους κολακευτικούς λόγους του προλόγου. Προσθέτει, μάλιστα, ότι ή δημοσίευσις εκείνη τον ενεθάρρυνε να εκδώση εις αυτοτελές τεύχος τό ποίημα, του οποίου αποστέλ­

λει αντίτυπα τίνα, ϊνα ό Θωμαζαιος διάθεση εις γνωστούς του, ώς και εις τον Ίούλιον Τυπάλδον, αν ούτος εύρίσκετο ακόμη εις Φλωρεντίαν.

Ή επιστολή εν μεταφράσει έχει ώς εξής :

Έλλόγιμε Κύριε, Δια τον άρθρον, το όποιον ενηρεστήθητε να προτάξητε εις την δημοσιευ­

ανν των στίχων μον εις τον θάνατον τον Μαντσόνι, επλέξατε δι αυτούς τον πλέον νψηλον και εγκάρδιον επαινον. Αποδέχομαι άνενδοιάστως τον δεύτε­

ρον χαρακτηρισμόν και, ώς προς το πρώτον, τον αισθάνομαι ήδη ενδόμυχους· όσον άφορα <5' εις το γεγονός αντο καθ' εαυτό, ή σννείδησις πιέζει τον έγοη­

σμόν, και με υποχρεώνει να αναγνωρίσω ίσχυραν μεν τ ψ επιθυμίαν, πτωχον όμως το δώρον. Και Σεις εδείχθητε λίαν σνγκαταβατικος προς τον όγδοηκον­

τούτην Δικαστικόν, δστις έγκαταλείψας τον Ζυγόν, ηθέλησε και πάλιν να δοκιμάση την Λύραν. Ή ενθάρρννσίς Σας βεβαίως με ενεψύχωσεν, ώστε να εκτνπώσω ενταύθα την 'Ωδήν μον, της όποιας Σας αποστέλλω αντίτυπα τίνα με την παράκλησιν να τα δεχθήτε μετά της σννήθονς καλωσύνης 'Υμών και να προσψέρητε εν εξ αυτών εις τον ήμέτερον Ίούλιον (Τνπάλδον), αν ούτος επακόλουθη να διαμένη είς την Φλωρεντίαν'2.

1. Βλ. Γ. Θ. Ζώ ρ α, Επτανησιακά Μελετήματα, τόμ. Γ', ενθ' αν., σελ. 68 έπ. 2. Γ. Θ. Ζ ώ ρ α, Επτανησιακά Μελετήματα, τόμ. Γ', ενθ' όν., σελ. 61 ­ 62. Το κεί­

μενο ν της επιστολής έν τω ΐταλικω πρωτοτυπώ έχει ώς ακολούθως : Corfu, 31 Luglio '73

Egregio mio Signore, NeWarticolo, che Vi piacque premettere alla stampa de' miei versi in morte di

Manzoni, ne tesseste le lodi sommamente piene e cordiali. Accetto, senza titubare,

I

— 277 —

Την προς τον Μαντσόνι έκτίμησιν και θαυμασμον ό Γεώργιος Μαρκο­

ρας μετέδωσε και προς τον υίόν του Γεράσιμον, τον ποιητήν του «Όρκου».

* * *

Καίτοι ουδεμία υπάρχει αμφιβολία περί της επιδράσεως, την οποίαν ό Μαντσόνι ήσκησεν επί τον έθνικόν ποιητήν μας Σολωμόν, άμφίβολον εί­

ναι εν τούτοις, αν οι δύο άνδρες έγνωρίσθησαν ποτέ και προσωπικώς. Είναι γνωστόν ότι, κατά τήν δεκαετή παραμονήν του εις Ίταλίαν δια

σπουδάς, ιδία δέ κατά τήν περίοδον της πανεπιστημιακής φοιτήσεως, οτε συστηματικώτερον είχεν έπιδοθή εις φιλολογικός ενασχολήσεις, ô Σολω­

μός έμελέτησε παλαιοτέρους και συγχρόνους 'Ιταλούς συγγραφείς και εΐσήλθεν εις τους λογοτεχνικούς κύκλους τής χώρας, ήτις τον έφιλοξένει. Έγνώρισε τότε και συνεδέθη δια φιλίας με διαπρεπείς λογίους τής εποχής, ώς τον Μόντι, τον Τόρτι, τον Μοντάνι κ.α. Περί του Μαντσόνι δμως ου­

δεμία υπάρχει ασφαλής μαρτυρία. Έκ τών παλαιοτέρων βιογράφων του ποιητοΰ ουδείς βέβαιοι άμεσον

έπαφήν του Σολωμού και του Μαντσόνι, έκ δέ τών νεωτέρων οί πλείστοι είναι επίσης διστακτικοί να παραδεχθούν οιανδήποτε προσωπικήν σχέσιν.

Ό ασφαλέστερος βιογράφος του Σολωμού, ό Πολυλάς, μας πληροφορεί σχετικώς τα έξης : «Ευρισκόμενος (ό ποιητής) εις το Μιλάνο, έγνώρισε τον Μόντη και τον έβλεπε συχνά. . . Στενώτερην σχέσιν έλαβε ό Σολωμός μέ άλλους δύο 'Ιταλούς φιλολόγους, οί όποιοι τον άνταγάπησαν καλύτερα παρά ό Μόντης. Ό ένας ήταν ό 'Ιωάννης Τόρτης, μαθητής τοΰ άγαθοϋ Παρίνη, υπέρμαχος τής σχολής, ή οποία εναντίον εις τήν γνώμη και εις το παράδειγμα τοΰ Μόντη, έξόριζεν από τήν νέαν ποίηση τήν παλαιά Μυθολογία. Ό άλλος, 'Ιωσήφ Μοντάνης, Κρεμωνιάτης, νους κριτικότατος, εχθρός τής ξερής σχολαστικότητος, θρεμμένος άπό φιλοσοφικές μελέτες, εΐχε κατ' αρχάς άσπασθή τήν ποίηση, άλλα αίσθανόμενος ότι έκινδύνευε να παρεννοήση τή διάθεση του πνεύματος του, εγκαίρως έδόθηκε όλος εις τήν κριτική και εις αυτήν ευδοκίμησε» ι. Περί προσωπικής γνωριμίας μέ

il secondo carattere, e, quanto al primo, lo sento sì nell'animo ; nel fatto poi, la coscien­

za preme l'amor proprio, e mi costringe a riconoscere ricco il desio, ma povero il dono. E Voi foste troppo indulgente verso l'ottuagenario Magistrato, che, deposta la bilancia, volle pur ritentare la cetra. Il Vostro incoraggiamento mi La tuttavia ani­

mato a dare, tra noi, alle stampe la mia Ode, e ve ne invio alcune copie, pregandovi a gradirle colla Vostra consueta bontà, ed a farne parte al nostro Giulio, ov'egli con­

tinui a dimorare in Firenze. 1. Ίακ. Π ο λ υ λ ά , Προλεγόμενα εις τήν εκδοσιν «Διονυσίου Σολωμού, Τα Ευ­

ρισκόμενα», Έν Κέρκυρα 1859, σελ. η'.

— 278 —

τον Μαντσόνι ούδεμίαν κάμνει νύξιν ό Πολυλάς. Επίσης ούδεμίαν σχετι­

κήν εϊδησιν παρέχει ό Καλοσγοϋρος. Έκ των λοιπών βιογράφων, ϊνα, περιορισθώμεν μόνον είς τους κυριω­

τέρους, άναφέρομεν τους κατωτέρω : Ό G. Regaldi, κατά συμπέρασμα μάλλον ή άμεσον μαρτυρίαν, φρονεί

ότι κατά τήν παραμονήν του εν 'Ιταλία, ό Σολωμός θα έγνώρισεν επισή­

μους 'Ιταλούς διανοουμένους, μεταξύ τών οποίων τον Μόντι, τον Τζιορντά­

νι και τον Μαντσόνι, προς τον όποιον ήσθάνετο βαθεΐαν έκτίμησιν και θαυμασμόν ι.

Και ό Giovanni Canna, ό γνωστός καθηγητής τοϋ Πανεπιστημίου της Παβίας, είς τον έναρκτήριον περί του εθνικού μας ποιητοϋ λόγον του, ανα­

φερόμενος επίσης είς τήν παραμονήν του εν 'Ιταλία, εικάζει ότι ό Σολωμός θα έγνώρισεν εις τό Μιλάνον τον Μαντσόνι δια τοϋ 'Ανδρέου Μου­

στοξύδου, Έλληνος λογίου, ό όποιος διέπρεπε τήν έποχήν έκείνην είς τήν Ίταλίαν2. Ούτε όμως ô Regaldi ούτε ό Canna παρέχουν μαρτυρίαν τινά.

Έπιφυλακτικώτερος ό 'Ιταλός θαυμαστής τοϋ ποιητοϋ, ό ιερωμένος P. Ciuti, γράφει : «Εις Ίταλίαν (ό Σολωμός) έγνώρισε τους διαπρεπέστε­

ρους λογοτέχνας της εποχής, ως τον Βικέντιον Μόντι, τον Ίωάννην Τόρτι, τον 'Ιωσήφ Μοντάνι, ϊσως δε και τον Άλέξανδρον Μαντσόνι» 3.

Ό G. Canale ουδέν αναφέρει περί Μαντσόνι : «Διαρκούσης της εν 'Ιταλία διαμονής του, ό Σολωμός συνεσχετίσθη μετά τών διαπρεπέστερων φιλολόγων τής 'Ιταλίας Παρίνι, Φώσκολου, Πιδεμόντι και Μόντι... Ό Σολωμός συνεσχετίσθη προς τούτοις και μετά τοϋ αρίστου φιλολόγου 'Ιωάννη Τόρτι, μαθητοΰ τοϋ Παρίνι και τοϋ 'Ιωσήφ Μοντάνι, ούτινος ό κριτικώτατος και φιλοσοφικώτατος νους διετή ρησεν άμόλυντον τήν ψυ­

χήν του, και ουδέποτε μετεχειρίσθη, ως τίνες τών συγχρόνων, τήν πολυμά­

θειάν του ώς όργανον άνανδρου δουλείας ή χαμερποΰς κολακείας» 4.

1. G. R e g a l d i , L'Oriente. Memorie delle Isole Ionie. Corfu. Il conte Dionigi Solomòs, Genova 1853, σελ. 7 έπ.

2. G. C a n n a , Dionisio Solomòs. Uno studente dell'Università di Pavia negli anni 1815­ 1818, Pavia 1896, σελ. 15. Περί τών είς τον Σολωμον αναφερομένων μελετών τοΰ Canna, βλ. Γ. Θ. Ζ ώ ρ α, Επτανησιακά Μελετήματα, τόμ. Α', 'Αθήναι 1960, σελ. 168 έπ.

3. Ρ. C i u t i , Il poeta nazionate della Grecia moderna Dionisio Solomòs, Civita­

vechia 1908, σελ. 10. Παραθέτομεν το ΐταλικον πρωτότυπον : In Italia conobbe i migliori letterati d'allora, come Vincenzo Monti, Giovanni

Torti, Giuseppe Montani, e forse anche Alessandro Manzoni

4. G. C a n a l e (Γ. Κανάλε), Διονύσιος Σολωμός, Μέντωρ (Σμύρνης), 1872, σελ. 238 έπ. ( = Γύρω στο Σολωμό, Νεοελληνικά 3, έκδ. Στοχαστή, τόμ. Β', 'Αθήνα 1927, σελ. 179 ­180).

— 279 —

'Από τους "Ελληνας βιογράφους ο Σπ. Δε ­ Βιάζης γράφει : «Έν 'Ιτα­

λία ό Σολωμός άκράδαντον συνέδεσε φιλίαν μετά του Monti, Torti, Maffei, Montani, Giordani και άλλων περιφανών ανδρών» *, χωρίς να άναφέρη τον Μαντσόνι, ειμή μόνον κατωτέρω, ϊνα τονίση την έπίδρασιν, την οποίαν ούτος ήσκησεν επί τό έργον τοΰ Σολωμού. Και ενώ ταϋτα υποστηρίζει εις τα «Προλεγόμενα» του πρώτου μέρους της εκδόσεως του του 1880, πε­

ριλαμβάνοντος τα ελληνικά έργα του ποιητοΰ, εϊς τήν «Είσαγωγήν» του δευτέρου μέρους, περιλαμβάνοντος τα ιταλικά έργα, ό Δε­Βιάζης φαίνεται ύποστηρίζων τήν άμεσον έπαφήν μεταξύ τοΰ Έλληνος ποιητοϋ και του 'Ιτα­

λού συγγραφέως. Γράφει : « Ό Σολωμός ήτο οικείος (era famigliare) τοΰ Μόντη, τοΰ Τζιορντάνη, τοΰ Μαντσόνη, τοΰ Τόρτη, τοΰ Μαφφέϊ, τοΰ Θω­

μαζαίου, τοΰ Κόστα και άλλων διαπρεπών Ιταλών» 2, χωρίς όμως και να καθορίζη τήν εννοιαν της λέξεως «οικείος» ή να προσθετή νέον τι στοιχεΐον. Έτέραν σχετικήν πληροφορίαν τοΰ Δέ­Βιάζη μνημονεύει κατωτέρω ό Καιροφύλας 3.

Ό Λεωνίδας Ζώης επαναλαμβάνει τά αυτά περίπου : «Έν Ιταλία, και δή έν Μιλάνω, ό Σολωμός στενάς συνέδεσε σχέσεις προς τον Βικέντιον Μόν­

την, Ίω. Τόρτην, 'Ιωσήφ Μοντάνην, Π. Ίορδάνην και άλλους περιφανείς» ι. Περί Μαντσόνι ουδεμία γίνεται νύξις.

Ό Κ. Παλαμάς παραδέχεται πνευματική ν μόνον έπαφήν μεταξύ τών δύο ανδρών : «"Αγνωστον αν έπλεξε γνωριμία στο Μιλάνο με τον άλλο με­

γάλο ποιητή, με τον Μαντσόνι, τον αρχηγό τοΰ Ίταλικοΰ ρωμαντισμοΰ* ξεύρομε μόνο πώς ό Κερκυραίος 'Ανδρέας Μουστοξύδης, πού τότε στο Μιλάνο βρίσκονταν, οικείος ήτανε τοΰ ενός και τοΰ άλλου. Τό μόνο βέβαιον είναι ό ξεχωριστός πάντα σεβασμός τοΰ Σολωμού προς τον Μαντσόνι, κ' ή ανταπόκριση της Μούσας τοΰ δευτέρου μέ τά καλλιτεχνικά ιδανικά τοΰ πρώτου* τουλάχιστο μ' εκείνα πού τον έσυγκινούσανε σέ μια ώρισμένη περίοδο της ποιητικής εργασίας του» 5.

Ό Ν. Τωμαδάκης αναγνωρίζει επίσης τήν πνευματικήν έπίδρασιν τοΰ Μαντσόνι : «Τέλος — γράφει — ή θρησκευτικότης ή οποία έπεκράτει εϊς τήν λογοτεχνίαν και αυτήν τήν ποίησιν τοΰ Alessandro Manzoni (1785 ­

1. Σπ. Δ έ ­ Β ι ά ζ η , Προλεγόμενα εις τήν εκδοσιν "Απαντα Διονυσίου Σολωμού, εκδιδόμενα υπό Σ. Ραφτάνη, Έν Ζακύνθω 1880, σελ. ις'.

2. S p i r i d i o n e D e B i a s i , Prefazione εις τήν εκδοσιν "Απαντα Διονυσίου Σολωμού, εκδιδόμενα ύπό Σ. Ραφτάνη, ενθ' άν., Μέρος Β', σελ. 286.

3. Βλ. κατωτέρω σχετικήν μνείαν υπό τοϋ Κ. Καιροφύλα. 4. Λ. Χ. Ζ ώ η , Διονύσιος Σολωμός, Πανηγυρικόν τεϋχος επί τη έκατονταετηρίδι

από της γεννήσεως τοϋ εθνικού ποιητοΰ Διονυσίου Σολωμού, Έν 'Αθήναις 1902, σελ. 55 5. Κ. Π α λ α μ ά , Πρόλογος εις τήν εκδοσιν Διονυσίου Σολωμού, "Απαντα τα

ευρισκόμενα, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Έν 'Αθήναις 1901, σελ. ι'.

— 280 —

1873), όλ' αυτά αναγόμενα εις ο,τι ό ποιητής έγνώριζε περί του συγχρόνου του υποδούλου Ελληνισμού, έλάμβανον άλλην έννοιαν και κατηύθυναν τάς αντιλήψεις του προς αλλάς τρίβους» 1. Μόνον δε έν υποσημειώσει προσθέτει : «Ότι ο Σολωμός "συνεδέετο δια φιλίας" με τόν Μαντσόνη, πληροφορεί ήδη τό 1822 τόν Φώσκολο ό Λ. Στράνη, "Sonetti improvvi­

sati", Πρόλογος» 2. Ό Λ. Πολίτης διατυπώνει αμφιβολίας περί της άμεσου γνωριμίας :

«"Αν — γράφει — ό Σολωμός είχε έρθει στην 'Ιταλία σ' επαφή με τόν Μαντσόνι, και με ποιόν τρόπο, δεν είναι βεβαιωμένο, γεγονός όμως είναι — καί παρατηρήθηκε πολλές φορές — πώς τα νεανικά του αυτά ποιήματα έχουν φανερή τήν επίδραση του Μαντσόνι, πού εϊχε δημοσιέψει στα 1815 τους "Θρησκευτικούς Ύμνους" του»3.

Έν αντιθέσει προς τάς ανωτέρω ειδήσεις, υπήρξαν τινές, οϊτινες — έπαναλαμβάνοντες τάς αύτάς πληροφορίας — υπεστήριζαν ώς πιθανωτάτην ή μάλλον βεβαίαν τήν μεταξύ Σολωμού καί Μαντσόνι γνωριμίαν. Πάντες έχουν ώς βάσιν πληροφορίαν, μνημονευομένη ν εις σημειώσεις του Δέ­

Βιάζη, ai όποΐαι όμως δέν είναι άμεσοι, έχουν δέ τόν χαρακτήρα ανεκδότου μάλλον ή σοβαράς μαρτυρίας.

Τήν πληροφορίαν ταύτην έδημοσίευσε πρώτος ό Κ. Καιροφύλας : «Τήν αρχή του περασμένου αιώνα — γράφει — 4 στην 'Ιταλία γινότουν μία εξαιρετική πνευματική αναγέννηση, μέ πρωτεργάτη τόν Ζακυνθινό Ούγο Φώσκολο. Ό νεαρός φοιτητής, μέ τό φανταχτερό τίτλο του Κ ό ν τ ε καί τή φυσική εξυπνάδα του, συστημένος άπό τόν 'Ανδρέα Μουστοξύδη, σοφό Έλληνα λόγιο πού ζοϋσε καί διακρινότουν τότε στο Μιλάνο, γνωρίστηκε μέ διαλεχτούς 'Ιταλούς λόγιους, τό Μόντη, τό Μαντζόνη, τό Μοντάνη κι άλλους καθηγητές του . . . Ή επίδραση των δύο μεγάλων 'Ιταλών ποιητών Μαντζόνη καί Μόντη στο έργο τοϋ Σολωμού είναι μεγάλη. Ό αδελφός του ποιητή Δημήτριος διηγήθηκε στο λόγιο Δεβιάζη, κατά ανέκδοτες σημειώ­

σεις του πού βρίσκονται στα χέρια μου 5, ότι μόλις ό Μαντζόνη τύπωσε τους περίφημους "Ιερούς Ύμνους" του, ό Σολωμός, φοιτητής ακόμη, έν­

1. Ν. Τ ω μ α δ ά κ η , Διονύσιος Σολωμός, Βασική Βιβλιοθήκη, αριθ. 15, 'Αθήναι 1954, σελ. λ'.

2. Ν. Τ ω μ α δ ά κ η , Διονύσιος Σολωμός, ενθ' av., σελ. λ', σημ. 5. 3. Λ. Π ο λ ί τ η, Γύρω στο Σολωμό (Μελέτες καί άρθρα), 'Αθήναι 1958, σελ. 69. 4. Κ. Κ α ι ρ ο φ ύ λ α , Σολωμού Ποιήματα, εκδ. Συλλόγου προς διάδοσιν ωφε­

λίμων βιβλίων, Έν 'Αθήναις, ά.χ. σελ. 12 έπ. 5. Ό Καιροφύλας περιωρίσθη να δημοσίευση απόσπασμα μόνον έκ των σημειώ­

σεων τοϋ Δέ ­ Βιάζη. Τό πλήρες κείμενον έδημοσιεύθη βραδύτερον ύπό Ν τ. Κ ο ν ό μ ο υ , 'Ανέκδοτες πληροφορίες τοϋ Δέ ­ Βιάζη για τό Σολωμό, Επτανησιακά Φύλλα, περίοδ. Γ', αριθ. φύλλου 5, Δεκέμβριος 1957. σελ. 93­97.

— 281 —

θουσιάστηκε διαβάζοντας τους κι αυτοσχεδίασε 3­4 ιταλικά σονέττα του στην Παναγία κι άρχισε να γράφη το μεγάλο ιταλικό του ποίημα " Ή καταστροφή της Ιερουσαλήμ", ενα έπος για τα Πάθη του Χρίστου, πού έτύπωσα στον τόμο μου : 'Ανέκδοτα έργα του Σολωμού» 1.

Ό 'Ιταλός ποιητής και φίλος τοΰ Σολωμού 'Ιωσήφ Ρεγκάλδη εξηγεί τό θαυμασμό τοΰ Σολωμού για τον Μαντσόνι, γράφοντας ότι «τόσο ό ένας δσο κι ό άλλος για βάση της υπάρξεως των είχαν τή θρησκεία και τήν πα­

τρίδα κι αυτά τα δύο έψαλλαν στους τίχους των». — Σχετικά με τήν φιλία του με τον Μαντζόνη ό Δεβιάζης γράφει : «Μίαν ήμέραν ό ποιητής Γεώργ. Μαρκορας συζητούσε με τον Μάντζαρον και οί δύο εξυμνούσαν τους "Μελ­

λονύμφους" τοΰ Μαντζόνη. "Επειτα ό λόγος ήλθε εις άλλο φιλολογικόν έργον τοΰ Μαντζόνη, όταν ό Μάντζαρος σηκώνεται, βγάζει άπό τήν βιβλιο­

θήκην του εν βιβλίον και λέγει : 'Ιδού ή πρώτη εκδοσις τοΰ δράματος "Adelchi"2. "Οταν ό Μαντζόνη τό έτύπωσε τό 1822, έστειλε αυτό τό άντίτυ­

πον εις τον Σολωμόν, εις τήν Ζάκυνθον "δια δείγμα εκτιμήσεως", όπως λέγει ή άφιέρωσις. Ό Μαντζόνη τον έγνώρισε όταν ήτο φοιτητής. Μάλι­

στα μίαν ήμέραν τοΰ έδιάβασε μίαν ίταλικήν Ώ δ ή ν του με τον τίτλον "Per messa novella", ή οποία έκαμε τόσην έντύπωσιν εις τον Μαντζόνη ώστε τρις επανέλαβε : "Μπράβο, Έλληνα μου σπουδαστή" (Bravo, il mio Greco studente!). Ό Μαρκορας μέ μεγάλη ν συγκίνησιν επήρε εις τα χέ­

ρια του τό πολύτιμον βιβλίον, ενώ ό Μάντζαρος έξηκολούθησε : Μίαν φοράν πού ό Σολωμός ήτο αδιάθετος και επήγα να τον επισκεφθώ και τοΰ κάμω συντροφιάν, τον εύρήκα εις τό γραφεΐον του, πάντοτε, φορτωμένο χαρτιά. Μόλις μέ είδε, ρίχνει ενα βλέμμα εις τό ρολόγι του και αναφωνεί : "Είναι δύο ώρες πού βρίσκομαι εις αυτή τή θέσι! Τα αυτοσχέδια ποιήματα έχουν αξία, όταν μένουν όπως τα γέννησε ή στιγμιαία φαντασία — τ' άλλα όμως έχουν ανάγκη από ψαλίδι, χτένι και λίμα !". "Επειτα επήρε τό έργο αυτό τοΰ Μαντζόνη και έπρόσθεσε : Αυτό τό βιβλίο είναι άπό τα πολυτι­

μότερα κειμήλια πού εχω. . . Σοΰ τό χαρίζω, γιατί θα είναι και για σένα πολύτιμο» 3.

'Αλλ' ή ανωτέρω μαρτυρία τοΰ Δέ­Βιάζη, οφειλομένη εις παλαιοτέραν πρόχειρον συζήτησιν μετά τοΰ Μαντζάρου και στερούμενη οιασδήποτε αμέ­

σου επιβεβαιώσεως, δέν αποτελεί ασφαλή άπόδειξιν. 'Εν πρώτοις ή εκ μέ­

ρους τοΰ Μαντσόνι αποστολή τοΰ δράματος «Adelchi» οφείλεται ουχί εις πάλαιαν προσωπικήν γνωριμίαν τοΰ συγγραφέως μετά τοΰ νεαροΰ φοιτητοΰ

1. Βλ. Κ. Κ α ι ρ ο φ ύ λ α , Σολωμού, 'Ανέκδοτα έργα, 'Αθήναι 1927, σελ. 282 έπ. 2. Al. M a n z o n i , Adelchi, Milano 1822. 3. Tò ανωτέρω απόσπασμα έδημοσιεύθη και εν Κ. Κ α ι ρ ο φ ύ λ α , Ό άγνωστος

Σολωμός, 'Αθήναι 1927, σελ. 148 έπ.

— 282 —

ποιητοΰ, αλλά, κατά πασαν πιθανότητα, εις το γεγονός ότι προς τον Μαν­

τσόνι θα εϊχεν άποσταλή υπό του Σολωμού ή του Στράνη άντίτυπον της πρό τίνος εκδοθείσης συλλογής «Rime improvvisate» *, ό δε 'Ιταλός μυθι­

στορηματογράφος ηθέλησε να άνταποδώση την φιλοφροσύνην άνταποστέλ­

λων μέ την σειράν του άντίτυπον του επίσης προσφάτως εκδοθέντος έργου του «Adelchi», μέ τυπικήν και συνήθη άφιέρωσιν. Όσον άφορα εις τον επαινον του Μαντσόνι έχει χαρακτήρα μάλλον ανεκδότου, δημιουργηθέντος εκ τών υστέρων, δεδομένου ότι ουδεμία υπάρχει άλλη και δή και άμεσος μαρτυρία.

Βραδύτερον, εκτός του Καιροφύλα, τον Δε ­ Βιάζην ακολουθεί και ό Σίγουρος : « Ό Μόντη — γράφει —, ό Μαντζόνη, ό Σύλβιο Πέλλικο, ό Τόρτη, ό Μοντάνη, πού γνώρισαν στο Μιλάνο τον νέον "Ελληνα σπουδα­

στή (τον Σολωμό), ένοιωθαν τήν αξία του, τον εκτιμούσαν σαν αληθινό ποιητή και σαν απόγονο ενός λαοϋ, πού έδωσε στ' αρχαία χρόνια τά μεγα­

λύτερα αριστουργήματα και συζητούσαν μαζί του σαν να ήταν ϊσος μέ αυ­

τούς» 2. Και ή γνώμη αύτη του Σίγουρου ουδέν νέον στοιχεΐον προσθέτει. Έκτος του δτι ούδεμίαν αναφέρει μαρτυρίαν περί τής γνωριμίας τών δύο ποιητών, τά γραφόμενα ότι άνθρωποι, ώς ό Μαντσόνι και ό Πέλλικο, εις ώριμον ήδη ήλικίαν και απολαύοντες διεθνούς πλέον φήμης, έθεώρουν τον νεαρόν φοιτητήν, όστις ουδέν εϊχεν ακόμη δημοσιεύσει, ώς «ϊσον μέ αυ­

τούς» είναι μάλλον αφελή. Κατά ταύτα —ϊνα περιορισθώμεν εις τους άξιολογωτέρους εκ τών βιο­

γράφων του Σολωμού—οί σοβαρώτεροι και άμεσώτεροι συνεργάται αυ­

τού ουδέν περί προσωπικής γνωριμίας μετά του Μαντσόνι αναφέρουν, άλλοι τινές περιορίζονται απλώς κατ' είκασίαν να συμπεράνουν δτι, εφ' όσον ό Σολωμός εύρίσκετο επί μακρόν εις Μιλάνον, ήτο πιθανώτατον νά έγνώρισε τον Ίταλόν συγγραφέα καί, τέλος, ό Δέ ­ Βιάζης, εις τον όποιον βασίζονται ό Καιροφύλας και ό Σίγουρος, αναφέρει άνέκδοτον περί άμεσου γνωριμίας Σολωμού καί Μαντσόνι. Άλλ' , ώς ελέχθη, ή άφήγησις τοΰ Δέ ­ Βιάζη δέν αποτελεί ασφαλή πηγήν.

'Επί τή βάσει τών κατεχομένων στοιχείων, πρέπει, επομένως, νά συμ­

περάνωμεν ότι ό Σολωμός κατά τήν παραμονήν του εις Ίταλίαν, άλλα καί μετά τήν έπιστροφήν του εις Ζάκυνθον, ήσθάνετο όλως ιδιαιτέραν έκτίμη­

σιν καί θαυμασμόν προς τον Μαντσόνι καί το έργο του — τοΰ οποίου υπέ­

στη καί τήν έπίδρασιν —, είναι όμως λίαν άμφίβολον καί πρέπει μάλλον νά άποκλεισθή ή άμεσος καί προσωπική γνωριμία αυτών, δεδομένου ότι

1. D i o n i s i o c o n t e s a l a m on, Rime improvvisate, Corfu 1822. 2. Μ. Σ ί γ ο υ ρ ο υ , Προλεγόμενα εις «Διονυσίου Σολωμού, "Απαντα ποιήματα

καί πεζά», εκδ. ΟΕΣΒ, έν 'Αθήναις, 1957, σελ. 19. Βλ. καί σελ. 21, σημ. 2.

— 283 —

τοιούτον γεγονός δυσκόλως θα ήγνοεΐτο ύπο του Πολυλά και των άλλων φίλων του εθνικού ποιητοϋ μας ι.

*

'Αμέσους και ακριβεστέρας πληροφορίας εχομεν όσον αφορά εις τον Ίούλιον Τυπάλδον (1814­ 1883) \

Είναι γνωστόν, ότι ό ποιητής της «Φυγής» και του «Πλάσματος τής φαντασίας» εΐχεν ανέκαθεν στενοτάτας σχέσεις με τήν Ίταλίαν καί τα ιτα­

λικά γράμματα. Ίταλίς λογία καί ποιήτρια ήτο ή μήτηρ αύτοϋ Τερέζα Ριγ­

κέττι, καταγόμενη εκ Βερώνης καί γνωστή δια τήν εύρεΐαν μόρφωσίν της. Εις αυτήν ό ποιητής οφείλει κατά μέγα μέρος τήν ποιητικήν φλέβα του καί τον έρωτα προς τα γράμματα.

'Ιταλός πρόσφυξ, ό Κόστα, υπήρξε καθηγητής τοϋ ποιητοϋ, κατά τήν νεανικήν ήλικίαν του, εις Ίταλίαν δε μετέβη, συνοδευόμενος το πρώτον υπό τής μητρός του, ϊνα φοίτηση εις το Λύκειον τής Βερώνης καί, κατόπιν ϊνα σπουδάση τήν νομικήν έπιστήμην εις τά Πανεπιστήμια τής Παβίας, τής Φλωρεντίας καί τής Πίζης.

Ή τ ο φυσικόν να έπιδοθή ό Τυπάλδος άπό τής εποχής εκείνης εις τήν μελέτην τής ιταλικής λογοτεχνίας καί να απόκτηση πλήρη κυριότητα τής ιταλικής, τήν οποίαν έχρησιμοποίησεν εις διάφορα έργα του καί εκ τής όποιας μετέφρασε κατά καιρούς ικανά έργα, ιδία δέ μέγα μέρος τής «Έλευ­

θερωθείσης Ιερουσαλήμ» τοϋ Τορκουάτου Τάσσο καί αποσπάσματα τοϋ Θωμαζαίου.

'Εκτός των εκτενέστερων διαμονών του εϊς Ίταλίαν, περί των οποίων εγένετο λόγος ανωτέρω, ό Τυπάλδος επεχείρησε καί σύντομα ταξίδια εις τήν χώραν ταύτην. 'Ακριβώς δέ κατά τήν διάρκειαν ενός τοιούτου ταξιδιού εϊχε τήν εύκαιρίαν να γνωρίση εκ τοϋ πλησίον τον Άλέξανδρον Μαντσόνι καί να συζήτηση μετ' αύτοϋ επί ποικίλων φιλολογικών ζητημάτων.

Τον Μαντσόνι ό Τυπάλδος έγνώριζεν ήδη εκ φήμης καί εκ τών έργων του άπό τής πρώτης παραμονής αύτοϋ εις Ίταλίαν, ότε ήτο ακόμη νεαρός σπουδαστής. Βραδύτερον δέ — ώς ό Ίδιος αναφέρει — ήσχολήθη έκτενέ­

στερον περί αύτοϋ, κατά τήν περίοδον τής μακράς παραμονής τοϋ θο^μα­

ζαίου εις Κέρκυραν 3. Πράγματι κατά τάς πολύωρους συζητήσεις των, ότε

1. Περί τών σχέσεων μεταξύ Σολωμού καί Μαντσόνι ώς καί τής επιδράσεως τοϋ δευτέρου επί τοϋ πρώτου πληροφορίαι θα περιληφθούν εν ευρύτερα μελέτη ύπο τον τίτλον «Ό Μαντσόνι καί ή Ελλάς».

2. Περί του 'Ιουλίου Τυπάλδου γενικώς βλ. Γ. Θ. Ζ ώ ρ α, Επτανησιακά Μελετή­ματα, τόμ. Α', ενθ' άν., σελ. 159 έπ. καί τήν εκεί μνημονευομένην βιβλιογραφίαν.

3. Γ. Θ. Ζ ώ ρ α, Επτανησιακά Μελετήματα, τόμ. Γ', ενθ' άν., σελ. 378 έπ.

— 284 —

ό Τυπάλδος προσεπάθει να καταστήση ολιγώτερον έπίπονον το βάρος της εξορίας του Φιλέλληνος φίλου του, οί δύο άνδρες άντήλλασσον γνώμας και κρίσεις επί των κυριωτέρων εκπροσώπων των γραμμάτων της Ελλάδος και της 'Ιταλίας, ό δε Μαντσόνι ήτο έπόμενον να άποτελή συχνάκις το άν­

τικείμενον παρομοίων συζητήσεων, τοσούτφ μάλλον καθόσον ό Θωμα­

ζαΐος ήτο ένθερμος θαυμαστής του μεγάλου τούτου Ίταλοϋ μυθιστορημα­

τογράφου του παρελθόντος αιώνος. Προσωπικώς ό Τυπάλδος έγνώρισε το πρώτον τον συγγραφέα τών

«Μελλονύμφων» μόλις το θέρος του 1860, οτε εΐχεν έπισκεφθή τήν Βόρειον Ίταλίαν. Το πληροφορούμεθα επακριβώς εξ άγνωστου μέχρι πρό τίνος επιστολής του ποιητοϋ, σταλείσης, ύπο ήμερομηνίαν 11ης 'Ιουλίου 1860, προς τον Θωμαζαΐον και σωζόμενης εν τη 'Εθνική Βιβλιοθήκη της Φλωρεντίας 1.

Δι' αυτής ό Τυπάλδος αναγγέλλει εις τον φίλον του τήν άπό τίνος άφι­

ξίν του εις Ίταλίαν και τον πληροφορεί ότι πρό ολίγων ημερών είχε τήν εύ­

τυχίαν να γνωρίση και εκ του πλησίον τον διάσημον συγγραφέα, χάρις εις τήν ευγενή μεσολάβησιν του Ίταλοΰ καθηγητού Russari, προσθέτει, μάλι­

στα, ότι, αντιθέτως προς τάς συνήθειας του, ό Μαντσόνι, όστις κατά κα­

νόνα ήτο ©λιγόλογος και επιφυλακτικός οσάκις έδέχετο επισκέψεις νέων προσώπων, έπέδειξεν ίδιαιτέραν ποθυμίαν να συνομιλήση δια μακρών μετά τοΰ ποιητοϋ επί ποικίλων φιλολογικών ζητημάτων.

Κατά τήν διάρκειαν της συναντήσεως ή συζήτησις εστράφη καί περί τό γλωσσικόν ζήτημα της Ελλάδος, ό δέ Μαντσόνι δεν έδίστασε να έκφρα­

ση κατηγορηματικώς τήν προτίμησίν του δια τήν χρήσιν εις τήνλογοτεχνίαν της ζώσης δημοτικής, της οποίας έπλεξε και τό έγκώμιον. Προφανώς ό 'Ιταλός λόγιος εκρινεν έχων υπ' όψιν του τήν δημοτικήν κυρίως ποίησιν, τήν οποίαν ήτο τότε εις θέσιν να μελετήση καί εκτίμηση χάρις εις τάς εκ­

δόσεις καί μεταφράσεις του Φωριέλ καί τοΰ Θωμαζαίου. Ή γνώμη τοϋ Μαντσόνι ένέπλησε τον Τυπάλδον χαράς καί ικανοποιή­

σεως, ένεκα του κύρους τοϋ συνομιλητοϋ, εις δοθεΐσαν δέ εύκαιρίαν επανέ­

λαβε καί πάλιν ταύτην, μετά παρέλευσιν ικανών ετών, ώς θέλει λεχθή κατωτέρω.

Τό κείμενον της επιστολής έχει εν μεταφράσει ώς ακολούθως :

Μίλάνον, 11 Ιουλίου 1860 Προσφιλέστατε κ. Θο)μαζαΐε,

Ευρίσκομαι εις Ίταλίαν πλέον τοϋ μηνός καί αισθάνομαι τήν ανάγκην να Σας αποστείλω εγκάρδιον χαιρετισμόν. Τήν παρελθοϋσαν Παρασκενην

1. Γ. Θ. Ζώ ρ α, Επτανησιακά Μελετήματα, ενθ' αν., τόμ. Γ', σελ. 378 έπ.

— 285 —

είχον την εύτνχίαν να με παρουσιάσουν είς τον αξιότιμον Μανταόνν μετέβην προς επίσκεψιν είς την επαυλίν του 1, μετά τοϋ καθηγητού Russari2. Ώμι­

λήσαμεν περί 'Υμών τοϋ εϊπον δε δτι παρ 'Υμών εμαθον να τον γνωρίζω καλύτερον, δτε εις Κέρκυραν ώμιλεϊτε συχνάκις περί αύτοϋ μετά τοιούτον σεβασμού και τοιαύτης αγάπης, ώστε ήσθανόμην πάντοτε συγκίνησιν δεν δνναμαι να μη Σας επαναλάβω τους λόγους του : «r0 Θωμαζαϊος», εϊπεν, «είναι πραγματική μεγαλοφυία, έχει δε και μεγάλην καρδίαν — αν δέ επε­

τρέπετο ή εκφρασις πολλήν — και πολλήν». Ώμιλήσαμεν περί της δημο­

τικής ελληνικής γλώσσης. Εϊπεν : «*Αν ήμην "Ελλην θα ήγωνιζόμην υπέρ τής γλώσσης τοϋ λαοϋ». Και προσέθεσεν : «"Ας δοκιμάσουν οι λόγιοι τής 'Ελλάδος να μεταφράσουν είς άρχαίαν ελληνικήν δλα όσα έχουν γραφή είς την όμιλουμένην και θα βεβαιωθοϋν πόσον είναι άστοχος ή προσπάθεια τοϊν». Λόγοι αυτοί, οΐτινες και μόνοι, νομίζω, θα ήρκουν δια να λύσουν το ζήτημα. r Ω μίλησε πολύ και επί μακρόν, πράγμα το όποιον με εξέπληξε, διότι μοϋ είχε λεχθή ότι δεν εκφράζεται μετ ευκολίας παρουσία ξένων προσώπων3.

Μετά τίνα ετη ô Τυπάλδος επανήλθεν επί τοϋ θέματος. "Οτε ό εκ των αρχηγών τοϋ άθηναϊκοΰ ρομαντισμού 'Αλέξανδρος Ραγκαβής έδημοσίευσε γαλλιστί δίτομον ίστορίαν τής νεοελληνικής λογοτεχνίας, υπό τον τίτλον «Histoire de la littérature de la Grèce moderne» ', ό γνωστός Επτανήσιος

1. Ό Μαντσόνι διέμενεν είς έπαυλιν, κειμένην πλησίον τοϋ Μιλάνου, ένθα τον είχεν έπισκεφθή επανειλημμένως και ό Μουστοξύδης.

2. Ό Russari , καθηγητής εν Μιλάνω, συνεδέετο φιλικώς μετά του Μαντσόνι. 3. Γ. Θ. Ζ ώ ρ α , Επτανησιακά Μελετήματα, τόμ. Γ', ενθ' αν. σελ. 379. Το ίτα­

λικόν πρωτότυπον τής επιστολής έχει ώς έξης :

Milano 11 Luglio 1860 Carissimo Signor Tommaseo

Sono da più che un mese in Italia, e sento il bisogno d'inviarLe un saluto di cuore. Venerdì scorso ebbi la fortuna di essere presentato all'illustre Manzoni; fui a trovarlo nella sua cilla, unitamente al Prof. Russari. Si parlò di Lei — gli dissi che da Lei appresi a conoscerlo più intimamente, quand'Ella a Corfu parlava si di sovente di lui con tanta devozione e tanto affetto, ch'io mi sentiva sempre commosso ; e non posso non ripeterLe le sue parole : Il Tommaseo, disse, è un vero ingegno e poi ha un gran cuore; e­se si potesse dir troppo­anche troppo. Si parlò della lingua popolare greca, disse : Se fossi Greco lotterei a favore della lingua del popolo — e soggiunse—. Si provino un po'i dotti della Grecia a tradurre in greco antico tutto ciò che fu scritto nella lingua parlata, e si faranno certi dell'assurdità del loro tentativo; parole queste che sole basterebbero, io credo, a sciogliere la questione. Egli parlò molto ed a lungo, ciocché mi reco sorpresa poiché m'era stato detto che non è facile a parlare in presenza a. persone straniere.

4. A. R a n g a b è s, Histoire littéraire de la Grèce moderne, Paris 1877.

— 286 —

κριτικός και ιστοριοδίφης Σπυρίδων Δε ­ Βιάζης έγραψε προς τον έν Φλω­

ρεντία εύρισκόμενον τότε Ίούλιον Τυπάλδον, ερωτών τήν περί του έργου τούτου γνώμην του. Ό Τυπάλδος απήντησε δια της άπό 14/26 'Ιουλίου 1880 εκτενέστατης επιστολής — αποτελούσης μάλλον σύντομον δοκίμιον —, άνασκευάζων τάς περί τής νεωτέρας λογοτεχνίας μας παραδόξους δοξασίας του Ραγκαβή *.

"Οσον άφορα είδικώτερον εις το γλωσσικον ζήτημα, ό Τυπάλδος, μεταξύ τών λοιπών επιχειρημάτων υπέρ τής δημοτικής αναφέρει σχετικήν συζήτη­

σιν μετά του Μαντσόνι, διεξαχθεΐσαν, ως γράφει, «ήμέραν τινά». Πρόκειται, προφανώς, περί τής μνημονευθείσης κατά το έτος 1860 συναντήσεως, δε­

δομένου ότι ουδεμία υπάρχει πληροφορία νεωτέρας προσωπικής επαφής τών δύο ανδρών. Σύν τοις άλλλοις, ό Τυπάλδος υπογραμμίζει το γεγονός ότι ή πραγματική γλώσσα ευρίσκεται εις τα χείλη του λαοΰ και ότι, ώς τον διεβεβαίωσεν ό Μαντσόνι, προκειμένου ούτος να άπαλλάξη τό γνωστόν μυθιστόρημα του «Οι μελλόνυμφοι» (Promessi sposi) παντός απηρχαιωμέ­

νου τυχόν γλωσσικού ή γραμματικού τύπου, προσέφυγεν είς τήν συνδρομήν τής εκ Τοσκάνης υπηρέτριας του, φρονών ότι αύτη διετήρει άλώβητον τό γλωσσικό ν αίσθημα.

Τό σχετικόν απόσπασμα τής ιταλιστί γραφείσης επιστολής τοΰ Τυ­

πάλδου έχει ώς ακολούθως, κατά τήν υπό τοΰ Δε ­ Βιάζη δημοσιευθεΐσαν μετάφρασιν :

Ό Μαντζόνης ομιλών μοι ήμέραν τινά περί τής νεοελληνικής γλώσσης — και περί ταύτης τής σπουδαίας συνομιλίας θα σας γράψω άλλοτε—μοϋ εΐπεν ότι, επειδή μόνον ζωνταναί γλώσσαι είναι εκεΐναι, που εξέρχονται από τα στόματα τών ζωντανών ανθρώπων, και ολαι αϊ άλλαι είναι νεκραί, δι' αυτό αυτός όπως καθαριστή τους «Μελλονύμφους» άπό οιανδήποτε λέξιν άπηρχαιω­

μένην ή μη καθαρώς τοσκανικήν, εφερεν εις το Μιλάνον μίαν ύπηρέτριαν εκ Τοσκάνης και αντη νπήρξεν ή αληθής διδάσκαλος του, και δεν προσέτρεξεν είς λεξικά, διότι αυτά, δταν δεν είναι συχνά ξαναενδυναμωμένα με τήν ζωντανήν γλώσσαν, ομοιάζουν με νεκροφυλακεϊα 2.

Τής προς τον Μαντσόνι εκτιμήσεως και αγάπης τοΰ ποιητοΰ υπάρχουν και άλλαι μαρτυρίαι, μεταξύ δέ τούτων καί σημείωμα, τό όποιον ό Τυπάλ­

δος, ότε εζη εις Φλωρεντίαν, απηύθυνε προς τον θωμαζαΐον. Πληροφο­

1. Βλ. Σ π . Δ έ ­ Β ι ά ζ η , 'Ανέκδοτος φιλολογική επιστολή τοϋ 'Ιουλίου Τυπάλ­δου, Παναθήναια, τόμ. KB', 1911, σελ. 236 έπ.

2. Σπ. Δ έ ­ Β ι ά ζ η , 'Ανέκδοτος φιλολογική επιστολή τοΰ 'Ιουλίου Τυπάλδου, ενθ' αν., σελ. 242 έπ.

— 287 —

ρηθείς την υπό του τελευταίου δημοσίευσιν μελέτης περί τοϋ μεγάλου μυθιστορηματογράφου, τον παρακαλεί να του άποστείλη εν άντίτυπον : «"Αν έχετε — τοϋ γράφει — διαθέσιμον άντίτυπον τοϋ άρθρου σας περί του Μαντσόνι, σας παρακαλώ πολύ να μου το προσφέρετε» '.

1. Γ. Θ. Ζ ώ ρ α, Επτανησιακά Μελετήματα, τόμ. Γ', ενθ' άν., σελ. 492 ­ 493.

ΑΝΝΑΣ ΑΒΡΑΜΕΑ

Ο «ΤΖΑΣΙΣ ΤΩΝ ΜΕΛΗΓΓΩΝ» Νέα άνάγνωσις επιγραφών εξ Οιτύλου.

Αϊ βυζαντιναί έπιγραφαί τοϋ ναοϋ του "Αγίου Γεωργίου τών Στεφα­

νοπουλιάνων, εις το Οϊτυλον, την λακωνικήν κωμόπολιν της δυτικής Μάνης, παρουσιάζουν μέγα ενδιαφέρον δια τον ιστορικόν.

Μία τών επιγραφών τούτων εϊναι ή περίφημος περί τών Μεληγγών, γενομένη εύρύτερον γνωστή χάρις εις τήν άξιόλογον έργασίαν τής καθηγή­

τριας εις τήν Σορβόννην Hélène Ahrweiler ­ Glykatzi : Une inscription méconnue sur les Mélingues du Taygète 1, ή οποία ανέσυρε τήν έπιγραφήν εκ τής αφάνειας εις τήν οποίαν τήν εΐχον καταδικάσει αί παλαιαί εκδόσεις τών Le Bas ­ Waddington 2 και Kirchhoff3 . Ή κακή σελιδοποίησις , ή εσφαλ­

μένη μεταγραφή, ή ελλειψις πάσης πληροφορίας και περιγραφής περί τής θέσεως και τοϋ είδους τής επιγραφής εις τάς εκδόσεις τών τελευταίων τούτων έδυσχέραινον τήν κατανόησιν τής αξίας της.

Ή Ahrweiler, έχουσα ως μοναδικήν πηγήν το πανομοιότυπον τών Le Bas ­ Waddington, έτήρησεν επιφυλάξεις ως προς τήν άκρίβειαν αύτοϋ και έτόνισε τήν ανάγκην τής έπί τόπου μελέτης και τοϋ ελέγχου τοϋ κειμέ­

1. Έν Bulletin de Correspondance Hellénique, τόμ. 86 (1962), σελ. 1­10 (εις το έξης: Ahrweiler, BCH).

2. Le B a s ­ W a d d i n g t o n , Voyage archéologique en Grèce et en Asie Mi­

neure en 1843 ­1845, Inscriptions : τόμ. II, αριθ. 279, σελ. 57. Εις το έργον τούτο δίδε­

ται μόνον το πανομοιότυπον. 3. Corpus Inscriptionum Graecarum (εις τό έξης : CIG), τόμ. IV, έκδ. Α. Kirchhoff,

αριθ. 8767, σελ. 353 ­ 354. Εις τήν εκδοσιν ταύτην αναδημοσιεύεται το πανομοιότυπον Le Bas­Waddington. 'Εσφαλμένως ό F r . C u m o n t , Les inscriptions chrétiennes de l'Asie Mineure, Mélanges d'Archéologie et d'Histoire de l'École de Rome,τόμ. 15 (1895), αριθ. 133, σελ. 245 ­ 299, έθεώρησεν ότι ή επιγραφή προέρχεται έκ τής Ίεραπόλεως τής Φρυγίας. Τό λάθος τοϋ Cumont ήκολούθησεν ό Judeich, αν και έγνώριζε τήν όρθήν προ­

έλευσιν αυτής : C. H u m a n , C. C i c h ο r i u s, W. J u d e i c h , F. W i n t e r, Altert­

tiimer von Hierapolis, Berlin 1898. (Έπιγραφαί : εκδ. W. J u d e i c h , αριθ. 23, σελ. 76). Ό W. R a m s a y , The cities and bishoprics of Phrygia, τόμ. II, Oxford 1897, αριθ. 417, σελ. 552, τονίζει μεν το λάθος τοϋ Cumont, αλλ' όμως κατατάσσει τήν έπιγραφήν είς τον κατάλογον τών επιγραφικών μνημείων τής Φρυγίας. Περί πάντων τούτων πρβλ, A h r w e i l e r , ένθ' άνωτ., σελ. 1, σημ. 2­3 και σελ. 2, σημ. 1.

— 289 —

νου. Την ακριβή θέσιν του μαρμάρου, επί του οποίου είναι χαραγμένη, άνεκοίνωσε τελευταίως ό καθηγητής Ν. Δρανδάκης, δημοσιεύσας και φωτο­

γραφίας 1, δεν παρέσχεν δμως νέαν μεταγραφήν και άνάγνωσιν τοΰ κειμένου. Ή επί μαρμάρου εγχάρακτος τετράστιχος επιγραφή, ή άναφέρουσα

Είκ. 1. Ό ναός Αγίου Γεωργίου Στεφανοπουλιάνων.

τούς Μεληγγονς, έχει τοποθετηθή ανεστραμμένη ώς ποδιά του ανακουφι­

στικού τόξου τής νοτίας θύρας, έξωτερικώς του ναοΰ τοΰ 'Αγίου Γεωργίου 2. Ό μονοκάμαρος ναός 3 είναι έκτισμένος επί κατωφεροΰς βράχου, εις θέσιν φέρουσαν τοπικώς τήν όνομασίαν Τνλιγοί, έναντι τής κεντρικής πλατείας του Οιτύλου. Ό Δρανδάκης, στηριζόμενος εις τήν άνάστροφον τοποθέτη­

σιν του μαρμάρου, μαρτυρούσαν μεταγενεστέραν χρήσιν, όρθως συμπεραί­

νει ότι ό υπάρχων ναός προέρχεται εκ νεωτέρας επισκευής άλλου παλαιο­

τέρου (βλ. εϊκ. 1).

1. Ν. Β. Δ ρ α ν δ ά κ η , Χριστιανικοί έπιγραφαί Λακωνικής, 'Αρχαιολογική Έφημερίς (εις το έξης ΑΕ) 1967, σελ. 139, σημ. 3­6, πίν. 16β, 17β­γ.

2. ΈπΙ τοΰ τύμπανου τοΰ ανακουφιστικού τόξου υπάρχει μεταγενέστερα τοιχο­γραφία τοΰ 'Αγίου Γεωργίου εφίππου.

3. Λεπτομέρειας περί τής μορφής, των διαστάσεων και των τοιχογραφιών τοΰ ναοΰ βλ. εις το προμνημονευθέν άρθρον τοΰ Ν. Δρανδάκη, σελ. 138­139, σημ. 1­3.

19

— 290 —

Δια να υποστηρίξωμεν την άποψιν ταύτη ν έχομεν και άλλην έμμεσον ενδειξιν : εις τάς παλαιάς εκδόσεις των Le Bas ­ Waddington και Kirch­

hoff πλην της περί τών Μεληγγών δημοσιεύεται μία ακόμη βυζαντινή επι­

γραφή εξ Οιτύλου (Le Bas ­ Waddington : αριθ. 280, Kirchhoff, CIG, τόμ. IV : αριθ. 9297), της οποίας ή θέσις ήτο μέχρι σήμερον άγνωστος, διότι ουδέν περί τούτου άνέφερον οι έκδόται.

Είκ. 2. Έπιγραφαί Ι και II.

Τήν έπιγραφήν ταύτην εΐδομεν κατά το παρελθόν θέρος, οτε έπεσκέ­

φθημεν τον τόπον, και δημοσιεύομεν τό σωζόμενον τμήμα αυτής. Έχαράχθη επί τής άνω επιφανείας του αύτοϋ μαρμάρου, ως είναι

σήμερον τοποθετημένον, επί τοϋ οποίου έχαράχθη και ή περί τών Μεληγ­

γών. Το παραδιδόμενον υπό τών Le Bas ­ Waddington καί Kirchhoff πανο­

μοιότυπον εϊναι πληρέστερον τοϋ άναγινωσκομένου σήμερον, διότι το επί τής ενεπίγραφου ταύτης πλευράς τοϋ μαρμάρου στηριζόμενον άνακουφι­

στικόν τόξον καλύπτει εκατέρωθεν δύο σημαντικά τμήματα αυτής. Έκ τών εκτιθεμένων δυνάμεθα να συμπεράνωμεν ότι ή νεωτέρα, περί ής ανωτέρω, επισκευή τοϋ ναοΰ έγένετο μετά το έτος 1829/1830, δτε ελήφθη τό πανο­

μοιότυπον Le Bas ­ Waddington ι.

1. Tò πανομοιότυπον προέρχεται πιθανώτατα έκ τής «Επιστημονικής 'Απο­

στολής τοϋ Μορέως», ώς συνάγεται έκ τοϋ προλόγου τοϋ Le Bas, έν Le Β a s ­ S.

— 291 —

Εγχάρακτος επιγραφή επί μαρμάρου έχοντος σχήμα ορθογωνίου παραλληλεπιπέδου, έφθαρμένου κατά τήν μίαν των μικρών πλευρών του, διαστάσεων 103 εκ. Χ 11 έκ. Χ 9,2 εκ., και αποτελούντος σήμερον ποδιάν ανακουφιστικού τόξου της νοτίας θύρας του ναοϋ. Αι βάσεις του τόξου στη­

ρίζονται επί τής ενεπίγραφου επιφανείας μήκους 103 έκ. και πλάτους 11 έκ. 'Αριστερά έχει καλυφθή επιφάνεια 30 έκ. εις μήκος και 8 έκ. εις πλάτος, δεξιά δε 30 έκ. εις μήκος και 7 έκ. εις πλάτος. Το ένεπίγραφον άκάλυπτον τμήμα έχει μήκος 43 έκ. και αποτελείται έκ τεσσάρων στίχων. Το υψος τών γραμμάτων είναι 15 χιλ. Ρωγμή επί τών γραμμάτων : στ. 1 : Υ, στ. 2 :0, στ. 3 : Ν, στ. 4 : C. Στερείται του πλαισίου του σημειουμένου ύπό τών Le Bas ­Waddigton και Kirchhoff.

Ε κ δ ό σ ε ι ς : L e B a s ­ W a d d i n g t o n , Voyage archéologique, τόμ. II, αριθ. 280, σελ. 57 (πανομοιότυπον). Α. K i r c h h o f f , έν CIG, τόμ. IV, αριθ. 9297 (άναδημοσίευσις πανομοιότυπου Le Bas ­ Waddington ­ μετα­

γραφή ­ σχόλια). Τό πανομοιότυπον Le Bas Waddington έχει ως έξης :

+ A e Y T i T O Y c i o r X o Y C O Y N i K o A o Y i e p e o c k A i T H C Y B i f c c <?κ

À Y T K A H C K A i e e o & O Y A O Y M u ^ N A X O Y M V C T H T H K V P I é

ΤΟΝ π>ω κώ> Μ ο ι θ e Χ Τ ω Ν π λ T É Ρ ω Ν κ λ ι λ Λ e λ φ ω κ

Δ £ ν τ É T H C c A A B O V P O n o V A A c f

Τό άναγινωσκόμενον σήμερον τμήμα τής επιγραφής έχει ώς έξης :

oycAo ?s O Y c o y Ν ΐ κ θ λ Ο Υ \ 6 ? β ο θ ^ K A i e e C A O V A O V W D M A X O Y r t Y C T H 1 T M C C A ^ g O Y P O i l O y A2>.C ι - ^ Μ ε τ α γ ρ α φ ή Κ i r e h h ο f f : στ. 1 : του δούλου σου Νικο[λά]ου,

στ. 2 : Κάλης, αντί τοΰ όρθοΰ Καλής. Τό βαπτιστικόν Καλή είναι σύνηθες εις τήν Μάνην, βλ. έπιγραφήν έκδοθεΐσαν ύπό R. Η. D a w k i n s , έν The Annual of the British School at Athens, τόμ. 15 (1908­1909), σελ. 184. Περί τοΰ ονόματος : Δ. Β α γ ι α κ ά κ ο υ : Βυζαντινά ονόματα και επώνυ­

μα έκ Μάνης, Πελοποννησιακά, τόμ. 3 ­ 4 (1958­1959), σελ. 203­204. Ή μνεία τοΰ ονόματος τής Σλαβονροπονλας είναι ενδιαφέρουσα' πρόκειται

R e i n a c h, Voyage archéologique en Grèce et en Asie Mineure. Monuments, Paris 1888, σελ. Χ κέ. Πρβλ. A h r w e i 1 e r, ενθ' άνωτ., σελ. 2, σημ. 2.

— 292 —

πιθανώτατα περί προσώπου συγγενούς του Σλαβούρι, μνημονευομένου εις τήν περί των Μεληγγών έπιγραφήν.

Κατά τον Kirchhoff, ή επιγραφή εϊναι επιτάφιος και ανάγεται εις τους μεταγενεστέρους βυζαντινούς χρόνους, Έν τούτοις ή μορφή και το ύψος των γραμμάτων, ή επιμελέστατη χάραξις αυτών, κυρίως δε ή χρησιμοποίη­

σις της εύρυτέρας επιφανείας του μαρμάρου μας οδηγούν εις το συμπέρασμα, ότι αϋτη έχαράχθη προ του 1331/1332, ότε έχαράχθη ή περί των Μεληγ­

γών (βλ. κατωτέρω). Ή παράλληλος κάτω επιφάνεια είναι ακατέργαστος και έφθαρμένη, τούτο δε σημαίνει ότι αύτη ήτο πάντοτε αθέατος και ουδέ­

ποτε έχρησιμοποιήθη. Διερωτώμεθα πώς είναι δυνατόν ό χαράξας τήν περί των Μεληγγών έπιγραφήν, αν εΰρισκεν άχάρακτον τήν εύρυτέραν έπιφά­

Είκ. 3. Επιγραφή II. Ή περί των Μελψ/γώι·.

νειαν, να μή έχρησιμοποίει ταύτην δια να χαράξη το έκτενέστερον κείμενόν του, εφ' όσον είχε πρόβλημα χώρου, ώς θα ϊδωμεν κατωτέρω.

Φαίνεται όμως ότι δέν πρόκειται περί επιταφίου, άλλα περί αφιερωτικής επιγραφής, διότι αύτη διαιρείται εις δύο μέρη, έκ των οποίων το μεν πρώτον άφορα εις ζώντα κατά τήν χάραξιν πρόσωπα, τό δέ δεύτερον εις προκοι­

μηθέντα. Τούτο θα άπεδεικνύετο αν, αντί τοϋ ΔΕΥΤΕ, άνεγινώσκομεν ΔΕΥ[ ]CIC, όπερ χρησιμοποιείται είς άφιερωτήρια υπό ζώντων προσώπω/, μολονότι τό γράμμα Οτής επομένης λέξεως TOYC παρέχει ένδοιασμόν. βά επρεπεν ίσως ν' άναγνώσωμεν AEY[C]IC ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ COY, μεταφέ­

ροντες τό περισσεΰον C είς τό κενόν της λέξεως AEY[C]IC. Άλλα και (ti διαστάσεις τοΰ μαρμάρου μαρτυρούν ότι δέν πρόκειται περί έπιταφίοχ

Εγχάρακτος τετράστιχος επιγραφή επί επιφανείας τοΰ αυτού ώς άνχ> μαρμάρου, διαστάσεων 103 έκ. Χ 9,2 (βλ. εικ. 3).

Τό μήκος της επιγραφής είναι : 90,7 έκ., τό δέ ΰψος των γραμμάτων : στ. 1: 15 χιλ., στ. 2: 13 χιλ., στ. 3: 12 χιλ., στ. 4: 11 χιλ. Τα γράμματα δηλαδή

— 293 ­

βαίνουν προοδευτικώς σμικρυνόμενα κατά στίχον και τοΰτο οφείλεται εις την ελλειψιν χώρου εν σχέσει προς τήν εκτασιν του κειμένου. Το μεταξύ 3 καί 4 στίχου διάστημα είναι πολύ μικρόν. Το κάτω μέρος τών γραμμάτων του στίχου 4 έχει ύποστή φθοράν και δεν διακρίνονται ταύτα ευχερώς. Τό σημειούμενον εις το πανομοιότυπον Le Bas ­ Waddington καί Kirchhoff πλαίσιον δεν υφίσταται. ΔΓ αυτού προφανώς ηθέλησαν να δείξουν το σχήμα τοΰ μαρμάρου. Δύο λοξαί ρωγμαί επί τοΰ μαρμάρου βαίνουν επί τών γραμ­

μάτων : στ. 1:1, στ. 2: Ν,Τ,Ι, στ. 3: Α,Ν, στ. 4: Ο,Α,Ι. Μικρά τμήματα έχουν θραυσθή. Επίχρισμα άσβεστου καλύπτει τα δύο άκρα.

Ε κ δ ό σ ε ι ς : Le B a s ­ W a d d i n g t o n , Voyage archéologique, τόμ. II, αριθ. 279, σελ. 57 (πανομοιότυπον). Α. K i r c h h o f f , CIG, τόμ. IV, αριθ. 8767, σελ. 353 ­ 354 (άναδημοσίευσις πανομοιότυπου Le Bas ­ Waddington καί μεταγραφή) = W. J u d e i c h, Altertumer von Hierapolis, αριθ. 23, σελ. 76. H é l è n e A h r w e i l e r ­ G l y k a t z i , Une inscription méconnue sur les Mélingues du Taygète, BCH, τόμ. 86 (1962), σελ. 1 ­ 10 (ανα­

δημοσίευση πανομοιότυπου Le Bas ­ Waddington ­ μεταγραφή ­ σχόλια). Β ι β λ ι ο γ ρ α φ ί α : F r . C u m o n t , Les inscriptions chrétiennes de l'Asie Mineure, Mélanges d'Archéologie et d'Histoire de l'École de Rome, τόμ. 15 (1895), αριθ. 133, σελ. 275, 295. W. R a m s a y , The cities and bisho­

prics of Phrygia, τόμ. II, Oxford 1897, αριθ. 417, σελ. 552. Ν. Δ ρ α ν δ ά κ η , Χριστιανικαί έπιγραφαί Αακωνικής, ΑΕ 1967, σελ. 139, πίν. 16β­17βγ.

Τό πανομοιότυπον καθ' ημάς έχει ως έξης :

T^­f6TH iJUJ Η + ene IB AC lAei Α<̂ΛΜ ΧΡΟΝΙΚΌ γτογ y or οΥΜ/χΆΜΛΓοΥπΛλλιολοΓοΥ Kb.l9élU)TÀTOYC€yÀCTOYTÎAciTu)fgfr|€AHrru'NKVPKiJNCTAWTNOYTOYcnAMI+KAIKVPA2kPirKATOYÎ ?\ftg ΟΥ PI κ λ l a s s Η e+*( n e Γ t u j p r i e CKtn f­τ OYCCYCTHCoHTA(\A\I.»1)AKÀiUyc&h4TAToiJee/ON _ovi 14ort M\/C0HTl· K' TOYÛOVAOVCOVCWM l ^ 0 r ,°*­1 ^ " V T i v K o n u H K< irHccyM6l£\CAVrov'É­^6i'«J H CAMHK/+­

1. Β(οί) + "Ετη ,ςωμ + Έπεί βασιλείας 'Ανδρόνικου τοΰ υ[ί]οΰ [Κυρ]ο0 Μιχαήλ τοΰ Παλαιολόγου

2. τυλ(ον) καί θειωτάτου σευαστοΰ τζάσι τών Μεληγγών κύρ Κωνσταντί­

νου τοΰ Σπανί + Καί κύρ Λαριγκα τοΰ Σ­

3. λαβούρι καί "Αννης. + "Αγιε Γεώργιε σκέπε τους συστή­

σοντα(ς) καί άνακαινύσαντα(ς) τον θεΐόν σου ναόν. 4. Μύσθητη κ[αί] τοΰ δούλου σου Σαβατιανο[ΰ] νομ[οι]κοΰ τοΰ

Κοπωγί κ[α]ί της συμβίας αύτοΰ Έλεύνης. 'Αμήν +

Άνάγνωθι, στ. 1 : ετει, επί* στ. 3 : συστήσαντας, άνακαινίσαντας· στ. 4 : μνήσθητι, νομικού.

Στ. 1 : Ά ν δ ρ ο ν ί κ ο υ, Le Bas ­ Wadd. : Άνδρωνίκου. Κ υ ρ [ο ΰ], ως ύπολογίζομεν εκ τοΰ κενοΰ διαστήματος. Σήμερον δεν φαίνονται παρά

§y

— 294 —

μόνον τα δύο τελευταία γράμματα : ΟΥ. Le Bas ­ Wadd : κ(υρί)ου. Ή Ahrweiler (σελ. 5, σημ. 3) αναφέρει ότι ή χρήσις του Κύριος αντί τοϋ κυρ είναι σπανία.

Στ. 2 : θ ε ι ω τ ά τ ο υ . Ή σύνδεσις πάντων των αναφερομένων προ­

σώπων εις την έπιγραφήν δια τοϋ καί, γενικώς δέ ή σύνταξις τοϋ κειμένου μας υποχρεώνουν να δεχθώμεν ότι το έπίθετον θειωτάτου δεν αναφέρεται είς τον αυτοκράτορα, ώς θα ήτο το ορθόν, άλλα εις τον σεβαστον τζάσιν των Μεληγγών. Τοΰτο είναι άδόκιμον, μόνον δέ είς άγνοιαν και ύπερβο­

λικόν ζηλον όπως έξαρθή ή προσωπικότης του επιτόπιου αρχηγού δύνα­

ται να άποδοθή. Τ ζ ά σ ι, Le Bas ­ Wadd. : Τέλει. Μ ε λ η γ γ ώ ν , μετα­

γραφή Ahrweiler : Μελήγγων. Προετιμήσαμεν τον περισπώμενον εις την λήγουσαν τύπον ώς συχνότερον παραδιδόμενον είς τάς πηγάς : Κ ω ν ­

σ τ α ν τ ί ν ο υ τ ο ϋ Π ο ρ φ υ ρ ο γ έ ν ν η τ ο υ , Προς τον ίδιον υίόν 'Ρωμανόν (εκδ. Moravcsik ­ Jenkins) : Μηλιγγοϊ (5015), Μηλιγγών (5028). Β ί ο ς Ν ί κ ω ν ο ς τ ο ϋ Μ ε τ α ν ο ε ί τ ε (εκδ. Σπ. Λάμπρου, Νέος Έλληνομνήμων, τόμ. 5 (1907), σελ. 303) : Μιληγγονς. Χ ρ ο ν ι κ ό ν τ ο ϋ Μ ο ρ έ ω ς (εκδ. Π. Καλονάρου), στ. 2993 : Μελιγών. Πρβλ. D. J. G e o r g a c a s , The mediaeval names Melingi and Ezeritae of Slavic groups in the Peloponnesus, Byzantinische Zeitschrift, τόμ. 43 (1950), σελ. 301 ­ 327. Σ π α ν i + , Le Bas ­ Wadd. : Μετά τό όνομα Σπανί, δεν σημειοϋ­

ται ό σταυρός, υπάρχει μόνον κενόν διάστημα. Στ. 3 : Σ λ α β ο ύ ρ ι, Le Bas ­ Wadd : Λαβούρι. Σ υ σ τ ή σ α ν τ α ,

Le Bas ­ Wadd. : ευ στήσοντα. Σ υ σ τ ή σ α ν τ α (ς) κ α ι α ν α κ α ί ν ι ­

σ α ν τ α (ς) : "Εκτισαν εκ βάθρων και άνεκαίνισαν, τοϋτο είναι ένδεχό­

μενον, τα αυτά δηλαδή πρόσωπα να έκτισαν παλαιότερον τον ναόν καί κατά τό 1331/1332 να τον άνεκαίνισαν. Γνωστόν όμως είναι ότι τό άνακαινίσαντες δια της τυπικής επαναλήψεως καί συχνής χρήσεως δεν έχει πάντοτε τήν άρχι­

κήν του σημασίαν, άλλα σημαίνει απλώς ότι έκτισαν τον ναόν. Τοϋτο άπαν­

τώμεν καί είς έπιγραφήν τοϋ αύτοϋ αιώνος είς τον ναόν τοϋ 'Αγίου Γεωργίου τοϋ χωρίου Γαρύπα Κυδωνιάς Κρήτης, βλ. Στ. Ξ α ν θ ο υ δ ί δ ο υ, Χρι­

στιανικαί έπιγραφαί Κρήτης, 'Αθήναι 1903, σελ. 101 ­ 102 : «Άνεκαινί­

ατι και εκτίστη εκ βάθρων». "Αρα ενδέχεται να είναι πιθανόν καί τό άντίθε­

τον, ώς δυνάμεθα νά είκάσωμεν εκ του σκέπε, τό όποιον λέγεται επί ζώντων. Στ. 4 : Σ α β α τ ι α ν ο [ ΰ ] ν ο μ ι κ ο ϋ τ ο ϋ Κ ο π ω γ ί , Le Bas ­

Wadd. : Κατά τον νόμον σου τοϋ Κοπωγί. Τοϋ δευτέρου Ο της λέξεως νομοικον διακρίνεται μόνον τό άνω μέρος. Έ λ ε ύ ν η ς : προφανώς Ελένης. τλ

Τό μονογραμματικόν σημειον BY πιστεύομεν ότι πρέπει νά έρμηνευθή ώς βραχυγραφία τοϋ τοπωνυμίου Β(οί)τυλ(ος) ή Β(οί)τυλ(ον). Ό Βοίτυλος είναι ό διαλεκτικός τύπος τοϋ Οΐτυλος, είς τον όποιον διεσώθη τό δίγαμμα

— 295 —

(F) τής λακωνικής διαλέκτου, απαντών εις τάς πηγάς ήδη άπο του Α' π.Χ. αιώνος και διασωθείς μέχρι σήμερον κατά διαφόρους γραφάς 1.

Ί ο έτος 6840 άπο κτίσεως κόσμου ισοδυναμεί προς το 1331/1332, επί της βασιλείας Ανδρόνικου Γ' τοϋ Παλαιολόγου (1328­1341), υίοϋ Μιχαήλ του Θ' (1282­1320).

Ή επιγραφή χωρίζεται εις τρία μέρη : Εις το πρώτον αναφέρεται ώς έτος άνακαινίσεως τοϋ ναοϋ τοϋ 'Αγίου Γεωργίου το έτος 1331/2 επί της βασιλείας τοϋ αύτοκράτορος 'Ανδρόνικου του Γ' και της αρχής τοϋ τζάσι τών Μεληγγών Κωνσταντίνου τοϋ Σπανί. Εις τό δεύτερον αναφέρονται τα ονόματα τών δαπανησάντων δια τήν άνακαίνισιν τοϋ ναοϋ, τοϋ Λαριγκά τοϋ Σλαβούρι και τής συζύγου αύτοΰ Άννης. Άλλα ή δια του και σύνδεσις τοϋ ονόματος τοϋ Ααριγκα τοϋ Σλαβούρι μετά τοϋ Κωνσταντίνου τοϋ Σπανί μας οδηγεί εις τό ερώτημα μήπως και ό Σπανίς περιλαμβάνεται μετα­

ξύ τών ανακαινιστών. Εις τό τρίτον γίνεται έπίκλησις εις τον Άγιον Γεώρ­

γιον, όπως φυλάττη τους ίδρυτάς και άνακαινιστάς τοϋ ναοϋ. 'Ακολουθεί δε έπίκλησις εις τον αυτόν Άγιον περί τοϋ Σαβατιανοΰ νομικοϋ τοϋ Κοπωγί και τής συζύγου του Ελένης.

Δύο είναι τα πλέον ενδιαφέροντα στοιχεία εκ τής νέας αναγνώσεως τής επιγραφής. Ή μνεία τοϋ σεβαστού τζάσι τών Μεληγγών και ή τοϋ Σαβατιανοΰ νομικού τοϋ Κοπωγί.

Ή προσωπογραφία τοϋ Κωνσταντίνου Σπανί, γνωστοΰ και έξ άλλων πηγών, έσκιαγραφήθη λεπτομερώς και συνεκεντρώθησαν τα γνωστά περί αύτοϋ και τής οικογενείας Σπανός ή Σπανίς ­ής στοιχεία 2.

1. Ό Στράβων (VIII. 4. 4) αναφέρει : «. . . Οϊτνλος εστί, καλείται δε υπό τίνων Βοί­

τυλος», ό δέ Πτολεμαίος (III. 16. 22) δίδει τον τύπον : «τα Βίτυλα». Εις επίγραμμα υπέρ τοϋ αύτοκράτορος Γορδιανοΰ άναγινώσκομεν : «ή πόλις Βειτυλέων» (Inscriptiones Grae­

cae, τόμ. VI, αριθ. 1294, σελ. 240). Εις νεωτέρας πηγάς εύρίσκομεν το τοπωνύμιον κατά διαφόρους γραφάς : ό 'Ισίδωρος Κιέβου (εκδ. W. Regel, Analecta Byzantinorussica, St. Petersbourg 1891, σελ. 65) αναφέρει τον «Βιτνλα'ιων λιμένα», και οί ελληνικοί πορτολά­

νοι (εκδ. Α. Delatte, Paris ­ Liège 1947, σελ. 57, 3, 62, 9, 215, 1) τους τύπους : «Βίτουλο», «Βίτυλος». Περί Οιτύλου ­ Βοιτύλου βλ. J. G. F r a z e r, Pausanias's Description of Greece, τόμ. Ill, London 1913, σελ. 399 ­ 400. "Αρθρον τοϋ F. B o i t e , εν Real Ency­

clopàdie, τόμ. XVII2 (1937), στ. 2301 ­ 2302. Δ. Β α γ ι α κ ά κ ο υ , 'Αρχαία και μεσαιωνι­

κά τοπωνύμια έκ Μάνης (Συμβολή πρώτη), Ελληνικά, τόμ. 15 (1957), σελ. 210­211. 2. A h r w e i l e r , ενθ'άνωτ., σελ. 6­8 , ένθα και ή προγενεστέρα βιβλιογραφία.

Ύπενθυμίζομεν ότι εις βενετικόν εγγραφον τοϋ 1278 αναφέρεται ό «Michali Spano ca­

pitaneus in Arduuista» ( = Tafel ­ Thomas, Urkunden zur àlteren Handels ­ und Staats­

geschichte derRepublik Venedig, τόμ. Ili, Βιέννη 1857, αριθ. 370, σελ. 233).'Ολίγον βρα­

δύτερον κατά τό έτος 1296, ώς αναφέρεται εις τό Livre de la Conqueste de la princée d'Amorée (εκδ. J. Longnon, Paris 1911, §823), ό πρΐγκιψ Florent συνεφώνησε μετά τοϋ

— 296 —

Εις τήν δυσπρόσιτον περιοχήν των Μεληγγών επετέθησαν οί στρατιώ­

ται του εμίρη του Άϊδινίου Umûr κατά τήν άνοιξιν του 1335. Ό καθηγητής P. Lemerle ύπεστήριξεν ι ότι ή αναφερομένη ύπο τοΰ Enveri χώρα τον Ispen 2 ήτο ή περιοχή ή διοικούμενη ύπο του Κωνσταντίνου τοΰ Σπανί. Κατά τήν διήγησιν του τουρκικού έπους, ό Umûr, άφοϋ διήλθε τον Μαλέαν και το Ταίναρον, είσήλθεν εις τον Μεσσηνιακον κόλπον και προσεπάθησε να άποβιβασθή εις τήν άνατολικήν άκτήν. Ό Σπανίς, ειδοποιηθείς, επιτηρεί τήν άκτήν, αλλά ô Umûr καταλαμβάνει δύο κάστρα, τα ονόματα των οποίων δεν αναφέρονται. Μετ' ολίγον οί στρατιώται τοΰ Umûr επιβιβάζονται των πλοίων και αποχωρούν.

Εις τον χρόνον της επιθέσεως των Τούρκων (ϊσως και της καταλήψεως τοΰ Οιτύλου;) αναφέρεται κατά πασαν πιθανότητα εγχάρακτος χρονολογία εντός τοΰ ναοΰ τοΰ 'Αγίου Γεωργίου. Αύτη απεκαλύφθη επί στενής οριζον­

τίου ταινίας κοσμήτου έντειχισμένου ώς άνώφλιον, επί της θύρας της Προθέσεως τοΰ κτιστοΰ τέμπλου, έχει δε ώς εξής :

| "Ετη , ςΏΜΓ

Πρόκειται δηλαδή περί τοΰ 6843 = 1334/1335 3. Πλην τής υποθέσεως ότι ή ανωτέρω εγχάρακτος χρονολογία αναφέρεται εις τα προμνημονευθέντα γεγονότα, είναι δυνατόν επίσης να ύποθέσωμεν ότι αύτη έχαράχθη εις τήν εδραν τοΰ Κωνσταντίνου Σπανί, τό Οϊτυλον (βλ. είκ. 4).

Ό Κωνσταντίνος Σπανίς είναι γνωστός και εκ τής γραπτής επιγραφής τοΰ έτους 1337/1338 τοΰ ναοΰ τοΰ 'Αγίου Νικολάου εις τήν θέσιν Καμπι­

νάρι, μεταξύ Πλάτσας και Νομιτσί, βορείως τοΰ Οιτύλου. Εις τήν ύπό τοΰ Σ. Κουγέα4 δημοσιευθεΐσαν ταύτην έπιγραφήν αναφέρεται ώς ανακαινι­

στής τοΰ ναοΰ «ό πανενγενέστατος πανσεβαστος τζαονσιος δρόγγον Μελιγ­

γών Κωνσταντΐ[νος. . .] δ Σπανής». Έκ τής νέας αναγνώσεως τής επιγραφής τοΰ 1331/1332 δεν υπάρχει νομίζομεν πλέον αμφιβολία, ότι ό τύπος τζάσις

«Spany un puissant homme des Eslavons, qui estoit sires de la Gisterne et des autres chastiaux entour».

1. P a u l L e m e r l e , L'Émirat d'Aydin. Byzance et l'Occident. Recherches sur la «Geste d'Urnûr Pacha», Paris 1957, σελ. 102­105.

2. Le Destân d'Urnûr Pacha (Dustûrnâme­1 Enverî). Έκδ. κειμένου, μετάφρασις, σχόλια ύπο Irène Mélikoff­Sayar, Paris 1954, στ. 885­930.

3. Ή επιγραφή απεκαλύφθη και έδημοσιεύθη ύπο Ν. Δ ρ α ν δ ά κ η , ενθ' ανωτ., σελ. 138 ­139, σημ. 1­2 (βλ. φωτογραφίαν σελ. 293). Ώς διεπιστώσαμεν μετά τον πρό­

χειρον καθαρισμον του άσβεστου ουδέν αναγράφεται πλην τής χρονολογίας. 4. Σ. Κ ο υ γ έ α , Περί των Μελιγκών του Ταϋγέτου, έξ αφορμής ανεκδότου βυζαν­

τινής επιγραφής έκ Λακωνίας, Πραγματεΐαι τής 'Ακαδημίας 'Αθηνών, τόμ. 15, αριθ. 3 1950, σελ. 1 ­ 34.

— 297 —

είναι ό αυτός και ό τζαονσιος ι, εφ' όσον το αυτό πρόσωπον εις μεν τήν μίαν έπιγραφήν (του 1331/2) αποκαλείται τζάσις, εις δέ τήν άλλην (του 1337/8) τζαονσιος. Τοιουτοτρόπως αποδεικνύεται ορθή ή ύπόθεσις του καθη­

γητού Δ. Ζακυθηνοϋ, ό όποιος πρώτος ύπώπτευσεν ότι ό εις τάς δυτικάς πηγάς απαντών τύπος Zassi ­ Zassy πρέπει να θεωρηθή ως άλλος τύπος του

ΕΙκ. 4. Ή επί της θύρας της Προθέσεως τοϋ ναοϋ εγχάρακτος επιγραφή.

τζαονσιος.Ζ. Βάσει λοιπόν της αντιστοιχίας τζάσις = τζαονσιος, πιστεύο­

μεν ότι ό τύπος Zassi ­ Zassy, αποδιδόμενος εις πρόσωπα εκ της περιοχής της Μάνης δρώντα ώς πειράται, πρέπει να έρμηνευθή ώς τό αξίωμα, τό όποιον ταύτα φέρουν3. Κατά τήν 8ην Μαρτίου τοϋ έτους 1334, ώς πληροφορού­

1. Περί τοϋ τζαουσίου εις τας πηγας βλ. εν G y. Μ ο r a ν c s i k, Byzantinotur­

cica2, τόμ. II, Berlin 1958, σελ. 308 ­ 309 και R. G u i 11 a n d, Recherches sur les Insti­

tutions byzantines, τόμ. I, Berlin ­ Amsterdam 1967, σελ. 569 ­ 600, σημ. εν σελ. 604 ­ 606. 2. D. Z a k y t h i n o s , Le Despotat grec de Morée. Vie et Institutions, τόμ. II,

Athènes 1953, σελ. 216. 3. Οί αναφερόμενοι υπό τοϋ Livre de la Conqueste, «Foty» και «Jacque le Chasy

de la Colovrate» (§ 664, 669), έδωκαν άφορμήν εις διαφορετικός ερμηνείας. Οϋτω ό Κ. Hoph (Geschichte Griechenlands τόμ. Α', σελ. 344 τους αποκαλεί Zassi και αποδίδει εις τό όνομα σλαβικήν προέλευσιν Βλ. και P. L e m e r 1 e, ενθ' άνωτ., σελ. 94, σημ. 5. Ίσως οί "Ελληνες ούτοι άρχοντες των Καλαβρύτων να φέρουν τό όνομα Chasy ώς οίκογενειακόν

— 298 —

μέθα έξ έγγραφου της Βενετικής Γερουσίας, οι καστελλάνοι της Κορώνης και Μεθώνης διεμαρτυρήθησαν δια τας συνεχείς ληστρικός έπιδρομας ενός Ζ assi '. Κατά το αυτό επίσης έτος (την 13η ν Μαΐου) αί βενετικαί άρχαί εξουσιοδοτούν τους καστελλάνους, όπως έλθουν εις συνεννοήσεις μετά του Zassi, dominus, Janize 2. Πρόκειται δηλαδή περί του επί κεφαλής του χωρίου Γιαννιτσά (σήμερον Έλαιοχώριον) τής επαρχίας Καλαμών, πλησίον του κόλπου τής Κορώνης, δπου το σλαβικόν στοιχεϊον ήτο πολυ­

πληθές 3. Άλλα και εις εγγραφον τοϋ 1408 αναφέρεται ό Megazassi, domi­

nus Janice 4 και τοϋτο έρμηνεύομεν ώς Μέγαν τζάαιν εφ' όσον εις έλληνικήν πηγήν του αύτοϋ αιώνος εκ τοϋ κωδικός Vat. gr. 1831 άναγινώσκομεν τους στίχους :

εκεί δπου άπόκλεισεν τον τόπον και τα κάστρα μεγάλου Τζάσι τοϋ Μωρέως, εκείνου τοϋ 'Ελιαβούρκου 5.

Πρόκειται περί τής Λακωνικής οικογενείας τών Έλιαβούρκων, ό οίκος των οποίων — Λαβούλκων ή Λιαβούρκων — σώζεται ακόμη ώς πάτρια εις τήν Γιάννιτσαν (\

Εις τήν μνημονευθεΐσαν έπιγραφήν ό Κωνσταντίνος Σπανίς φέρει τον τίτλον του σεβαστού, τίτλον άποδιδόμενον εις τους αρχηγούς ξένων εθνικών ομάδων εγκατεστημένων εντός τής αυτοκρατορίας και άφομοιωθέντων μετά τών γηγενών. Ή άπόδοσις τοϋ τίτλου δηλοϊ ταυτοχρόνως τήν έξάρτησιν τών

προερχόμενον έκ τοϋ τζαούσιος, κατά τον Ζακυθηνόν, ενθ' άνωτ. Ό Α. Β ο n, La Morée Franque. Recherches historiques, topographiques et archéologiques sur la Principauté d'Achaïe, Paris 1969, σελ. 169, σημ. 1, υποθέτει ότι το όνομα Chasy είναι το έλληνικον Χάοης, βλ. και σελ. 506, σημ. 1.

1. F. Τ h i r i e t, Régestes des Délibérations du Sénat de Venise concernant la Romanie, τόμ. Ι, αριθ. 45.

2. Τ h i r i et, Régestes, ενθ' άνωτ., τόμ. Π, αριθ. 50. Ό P. L e m e r 1 e, ενθ' άνωτ., σελ. 94, σημ. 4­5 , έθεώρησε τον Zassi τοϋ έγγραφου ώς ανήκοντα εις Πελοποννησιακήν οίκογένειαν και υπενθυμίζει τους Zassi ( = Chasy) τών Καλαβρύτων.

3. Όί Σλάβοι τής Γιαννίτσης προφανώς οι Μεληγγοί, κατέλαβον τό 1293 τό κά­

στρον τής Καλαμάτας : Z a k y t h i n o s , Le Despotat grec de Morée, τόμ. Ι, σελ. 62, 206» τόμ. Π, σελ. 27, 216. L e m e r 1 e, ενθ' άνωτ., σελ. 94, σημ. 4.

4. Έκδ. C. S at h as , Documents inédits relatifs a l'histoire de la Grèce au M. Age, τόμ. II, Paris 1881, σελ. 217. Τ h i r i e t, Régestes, ενθ' άνωτ., τόμ. II, αριθ. 1332, σελ. 82.

5. Εξεδόθη υπό G. S c h i r ò, Manuele II Paleologo incorona Carlo Tocco despota di Gianina, Byzantion, τόμ. 29 ­ 30 (1959 ­ 60), σελ. 209 ­ 230, κείμενον : σελ. 229, στ. 1997 ­1998, σχόλια έν σελ. 219.

6. Περί τών Έλιαβούρκων βλ. Σ π . Λ ά μ π ρ ο υ , Λακεδαιμόνιοι Βιβλιογράφοι, Νέος Έλληνομνήνων, τόμ. 4 (1907), σελ. 350. Βλ. και Α. Β ο n, La Morée Franque, ενθ' άνωτ., σελ. 168, σημ. 1.

— 299 —

αρχηγών τούτων έκ της αυτοκρατορικής αρχής και το ίδιαίτερον διοικητι­

κον καθεστώς του οποίου άπελάμβανον. Ό τίτλος ούτος δηλοϊ το λειτούρ­

γημα μόνον όταν αναφέρεται εν συνδυασμω μετά προσδιοριστικού εθνικής ομάδος. Το έκ τής επιγραφής παράδειγμα είναι ϊσως ή καλύτερα άπόδειξις της απόψεως ταύτης ι. Ό Κωνσταντίνος Σπανίς, δια τής νέας αναγνώσεως τιτλοφορείται σεβαστός τζάσις των Μεληγγών. Φέρει δηλαδή τίτλον δει­

κνύοντα συγχρόνως το αξίωμα και την πολιτικήν και στρατιωτικήν δικαιο­

δοσίαν. Σεβαστοί τζαονσιοι, δηλαδή στρατιωτικοί αρχηγοί, εΐναι πολλοί γνωστοί έκ τής Λακωνίας κατά την έποχήν ταύτην 2. Άλλ ' ό Κωνσταντί­

νος Σπανίς τιτλοφορείται σεβαστός τζάσις των Μεληγγών, τής ιδιαιτέρας δηλαδή εθνικής ομάδος.

Ό όρος Μεληγγοί ενταύθα δέν αναφέρεται αορίστως ώς όνομα σλαβι­

κής φυλής, δέν έχει δηλαδή γενικήν έθνολογικήν έννοιαν ώς εις τα χωρία Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου 3, ούτε τοπωνυμικήν ώς εις την έπι­

γραφήν του 'Αγίου Νικολάου του Καμπινάρι (τζαονσιος τον δρόγγον των Μελιγγών) και είς τό Χρονικόν του Μορέως (ό δρόγγος ή ό ζυγός των Με­

λιγκών4). Οί Μεληγγοί εμφανίζονται ενταύθα ώς ιδιαιτέρα εθνική ομάς ύπό τον ίδιον αυτών άρχηγόν. Ή μνεία τοΰ αύτοκράτορος Ανδρόνικου τοϋ Γ' είς τήν αρχήν τής επιγραφής αποδεικνύει τήν ύποταγήν των είς τήν βυζαντινήν Αύτοκρατορίαν.

Οί Μεληγγοί τοΰ Ταϋγέτου, έπιδείξαντες συχνά πνεύμα ανεξαρτη­

σίας και ανυπακοής κατά τής βυζαντινής εξουσίας, οί αλλόκοτοι βάρβαροι, ώς τους άπεκάλει ό Ευθύμιος Μαλακής5, άπετέλουν έπί Παλαιολόγων ύποτεταγμένην είς τον αυτοκράτορα ομάδα.

Οί αναφερόμενοι είς τήν έπιγραφήν — προφανώς πλούσιοι και σημαί­

νοντες — φέρουν ελληνικά βαπτιστικά ονόματα, τα πατρωνυμικά των όμως ενθυμίζουν τήν σλαβικήν των καταγωγήν. Ό Λαριγκάς τοΰ Σλαβούρι εΐχεν ϊσως πρόγονον τήν Σλαβουροπούλαν τής πρώτης επιγραφής. Ό Σαβατια­

νός 6, ό όποιος φέρει τό σλαβικόν πατρωνύμιον Κοπωγίς, έχει τον τίτλον

1. Τά ανωτέρω ύπεστήριξεν ή H é l è n e A h r w e i l e r , Le sebaste, chef de groupes ethniques, Polychronion (Festschrift fur F. Dòlger), Munchen 1966, σελ. 34­ 38. ( = Études sur les structures administratives et sociales de Byzance, Variorium Reprints, London 1971, αριθ. XIV).

2. Βλ. άνωτ., σελ. 297, σημ. 1. 3. Προς τον ίδιον υίον Ρωμανόν, εκδ. Moravcsik ­ Jenkins, κεφ. 50, σελ. 232­

235. Βλ. και τόμον II. Commentary, σελ. 182­187. 4. Σ. Κ ο υ γ έ α, ενθ' άνωτ., σελ. 11 κέ. 5. Έκδ. Α. Π α π α δ ο π ο ύ λ ο υ ­ Κ ε ρ α μ έ ω ς , Noctes Petropolitanae, St. Pe­

tersburg 1913, σελ. 145. Πρβλ. A h r w e i l e r , BCH, τόμ. 86 (1962), σελ. 6, σημ. 1. 6. Tò όνομα Σαβατιανος υπενθυμίζει πρόσωπον αναφερόμενον είς βενετικον εγγρα­

φον τοϋ έτους 1278: T a f e l ­ T h o m a s , Urkunden, ëW άνωτ., τόμ. Ill, σελ. 235:

— 300 —

του νομικού, τίτλον ύποδηλοϋντα προφανώς τον σνμβολαιογράφον ή τον πνευματικόν, τον εξομολογητήν, δστις χειρίζεται και εφαρμόζει τον νομο­

κάνονα 1. Είναι δε και ό τίτλος ούτος μία ακόμη άπόδειξις της εντάξεως των Μεληγγών εις τα πλαίσια της βυζαντινής κοινωνίας. Άλλα και τα ονόματα των θα εξελληνισθούν μετ' ολίγον και ή μετά του ελληνικού πλη­

θυσμού άφομοίωσις θα συντελεσθή πλήρως2.

«Item suprascripto Michaele Psimari, derabato, dum esset ad Vitulum, ubi erat... caricata de sale et de zarris, per Savatam et alios homines ipsius contrate. . . yper­

pera VI», Πρόκειται δηλαδή περί αποζημιώσεως (εξ ύπερπύρων) έπικυρωθείσης εις τον Μιχαήλ Ψιμάριν λεηλατηθέντα όταν εύρίσκετο εις τό Οϊτυλον, άπό τον Σαβατδν καί τους άνδρας αύτοϋ. Έξ άλλου, εις εγγραφον του δευτέρου ήμίσεος του ΙΔ' αι., ανα­

φέρεται ό «Sabbatiano Prothoromaci» : Documents sur le régime des terres dans la Principauté de Morée au XIVe siècle, εκδ. J. Longon ­ P. Topping, Paris 1969, αριθ. IV, σελ. 99.

1. Σ. Κ ο υ γ έ α, Βυζαντινή επιγραφή τοϋ Λογκανίκου, Ελληνικά, τόμ. 5 (1932), σελ. 252. Εις την κτιτορικήν έπιγραφήν τοϋ ναοΰ τοϋ 'Αγίου Γεωργίου τοϋ Λονγκανίκου τοϋ έτους 1375/6 αναγράφεται : «δια σννεργείας. . . παπά Βασιλείου ίερέος καί νομικού τοϋ Κονρτέση...». Πρβλ. καί Ά ν. ' Ο ρ λ ά ν δ ο υ , Βυζαντινά Μνημεία των κλιτύων τοϋ Ταϋγέτου, Έπετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, τόμ. 14 (1938), σελ. 479 ­ 480.

2. Ό τύπος τών ονομάτων Σπανίς, Σλαβούρις, Κοπωγίς θα έξελληνισθή καί θα μεταβληθή εις Σπανός ­ Ισπανός, Άβούρης, Κομπής, κατά τήν A h r w e i 1 e r, ενθ' άνωτ., σελ. 8 ­10.

ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΚΟΝΙΔΑΡΗ Καθηγητού Πανεπιστημίου

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΠΑΡΑΓΩΝ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

ΔΙΑ ΤΟΥ ΑΓΩΝΟΣ ΤΟΥ 1821

Ό ήρεμος και αντικειμενικός μελετητής της ιστορίας τοϋ νεωτέρου Ελληνισμού εν τή σχέσει αύτοϋ προς τήν Χριστιανικήν ορθόδοξον εκκλη­

σίαν, οφείλει ιδιαιτέρως να έπιστήση τήν προσοχήν του επί ενός βασι­

κού θέματος, πολλάκις παραμεληθέντος ύπο τών ερευνητών, ήτοι της ένό­

τητος, συντηρήσεως και αναγεννήσεως τοΰ Ελληνικού έθνους δια της θρησκείας του.

Το θέμα, τριπλούν αλλ' ένιαΐον ιστορικώς, αποτελεί προϋπόθεσιν άμα και παράγοντα της Ελληνικής ιστορίας καθόλου, διότι πράγματι ό Χριστιανισμός, δν έκήρυξεν ό Θειος Παϋλος, ό Πρώτος μετά τον "Ενα, άπετέλεσεν εϊς τήν ώραν τής πτώσεως του, μετά τήν καταστροφήν της Κορίνθου (146 π.Χ.) και τήν όριστικήν ύποδούλωσιν εις τους Ρωμαίους, τήν ίσχυράν πνευματικήν και ήθικήν δύναμιν, δι' ης ήνώθη ό Ελληνισμός όσον ποτέ άλλοτε εις τήν ίστορίαν του. Ό θρησκευτικός χαράκτη ρ και ή δύναμις και τό βάθος τοΰ Χριστιανισμού προσέδωκαν εις τήν ενότητα, τοϋ πρότερον διηρημένου Ελληνισμού, βάθος και διά τοϋτο διάρκειαν.

Ή αποδοχή καί οίκείωσις και άνάπτυξις τοϋ Χριστιανισμού, από τον έγκαταλείψαντα τον μϋθον καί τους έφεστίους τοπικούς θεούς ­ είδωλα, Έλληνισμόν, υπήρξε μέγα γεγονός διά τήν ίστορίαν τοΰ Χριστιανισμού καί τοΰ Ελληνικού έθνους. Μέγα είναι τό κεφάλαιον αυτών τών σχέσεων εις τήν ίστορίαν τοΰ Χριστιανισμοΰ, αλλά τοΰτο δεν δύναται να μας απα­

σχόληση σήμερον. Θα περιορισθώμεν, λοιπόν, εϊς καίρια τίνα σημεία τοΰ μεγάλου θέματος ένότης ­ συντήρησις καί άναγέννησις τοΰ Ελληνι­

κού" έθνους δια τής Χριστιανικής Θρησκείας, ή οποία όμως ενεφανίσθη ώς παράγων τής ιστορίας, ώς 'Εκκλησία, ώς ή θρησκεία καί ή εκκλησία, ώς οικουμενική πνευματική καί ηθική δύναμις.

Ή ένότης τοΰ Έλληνισμοΰ διά τοΰ Χριστιανισμοΰ ώς 'Εκκλησίας, είναι τό μέγα γεγονός και επίτευγμα, τό όποιον συνετελέσθη διά τών έργων

— 302 —

του Παύλου, τοΰ μεγίστου των 'Αποστόλων τών Εθνών και τοΰ Ελληνι­

σμού. Αί κατακερματισθεΐσαι δυνάμεις τών Ελλήνων δια πρώτην φοράν εν τη ιστορία, μετά τήν πρόσκαιρον τοϋ 'Αλεξάνδρου τοϋ Μεγάλου ενωσιν, ήνώθησαν σταθερώς άπό τών βορείων συνόρων τοΰ Ελληνισμού της Μα­

κεδονίας και της Θράκης μέχρι της Κρήτης. Το δίκτυον τών Μητροπό­

λεων και τών 'Επισκοπών ήνώθη περί τον Μητροπολίτην της Θεσσαλονί­

κης και εξαρχον τοΰ Ελληνικού Ίλλυρικοΰ με δεύτερον κέντρον τήν Κόρινθον ώς πρωτεύουσαν της Παλαιάς Ελλάδος.

Αί καταστροφαί της Ελλάδος δεν άφησαν στοιχεία άπό τήν συνοδι­

κήν διοίκησιν τών άποτελουσών ένιαίαν Έκκλησίαν, υπό τήν έποπτείαν τοΰ Ρώμης, Ελληνικών εκκλησιών τουτέστιν τών Μητροπόλεων : Θεσ­

σαλονίκης, της Σκόδρας εν Β. 'Αλβανία, της Θεσσαλίας, με μητρόπολιν τήν Λάρισαν, της Παλαιάς Ελλάδος, ήτοι 'Αχαΐας με εδραν τήν Κόρινθον, της Π. 'Ηπείρου με κέντρον τήν Νικόπολιν και της Ν. Ηπείρου με κέντρον το Δυρράχιον, καί της Κρήτης με πρωτεύουσαν τήν Γορτύνην.

Ή ένότης πίστεως και διοικήσεως τών δύο μεγάλων κέντρων τών 'Αποστολικών εκκλησιών της Ελλάδος απετέλεσε το πρώτον μέγα γεγονός καί προϋπόθεσιν δια τήν έπιβίωσιν τοΰ Έλληνισμοΰ.

Δεν θα καταγίνω περισσότερον περί τήν εκθεσιν τοΰ σημείου τούτου, διότι είναι πλέον φανερόν, ότι ό Ελληνισμός δια τοΰ Χριστιανισμού καί της 'Εκκλησίας τοΰ έδημιούργησεν αρραγή θεμέλια δια τήν συντήρησιν καί έπιβίωσιν αύτοΰ εντός τοΰ ευρύτατου χώρου της 'Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

'Αλλ' εις τό σημείον τοΰτο θεωρώ πρέπον, βλέπων εις τό βάθος τών ιστο­

ρικών γεγονότων τάς κινούσας τήν ιστορική ν διαδικασίαν τών μεταβολών δυνάμεις, να σημειώσω, ότι εϊς τό μέγα γεγονός τής ενάρξεως καί στερεώ­

σεως τής βαθυτέρας ένότητος τοΰ εύρωπαϊκοΰ Έλληνισμοΰ, προσχωρή­

σαντος καί συμφιλιωθέντος καί με τον Χριστιανισμόν, προσετέθη εν δεύτε­

ρον, μεγαλύτερον εις βαρύτητα δι' αυτόν γεγονός, άπότοκον τής στροφής, ην έσήμανεν ή μεγαλοφυής πολιτική τοΰ Μεγάλου Κωνσταντίνου, κατα­

στήσαντος τήν Χριστιανικήν θρησκείαν έπιτρεπομένην (religio licita) καί εύνοήσαντος αυτόν έν συνεχεία, ώστε να καταστή οριστικώς επίσημος θρησκεία καί 'Εκκλησία τοΰ Κράτους, επί Μ. Θεοδοσίου (380­381). Πρόκειται περί τής ιδρύσεως νέας, εξ αρχής Χριστιανικής καί Ελληνικής, πρωτευούσης τής Οικουμενικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, τής Νέας Ρώμης, τής όνομασθείσης, ορθώς καί δικαίως, Κωνσταντινουπόλεως, τής βασι­

λίδος τών Πόλεων. Εις τό τρίπτυχον εις τό όποιον έστηρίχθη ή Βυζαντινή αυτοκρατορία, δια τοΰ Μεγάλου Κωνσταντίνου : Χριστιανισμός, Ελληνι­

σμός καί Ρωμαϊκόν Δίκαιον καί διοίκησις, ή ζωτική δύναμις, ή καιρία πνευματική καί ηθική, δια τήν ζωήν τής αυτοκρατορίας, ή Χριστιανική

— 303 —

Εκκλησία εύρίσκετο εις χείρας του έν νέα ακμή ανατολικού Ελληνι­

σμού. Ή Χριστιανική και ή ελληνική πρωτεύουσα της έλληνο ­ ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ής ή καρδία επαλλεν ισχυρώς εν τη μεγάλη του Χρίστου Εκκλησία επέζησε, δια της άγωνιστικότητος υπέρ της πίστεως και της πατρίδος, των έτερων μεγάλων κέντρων του Ελληνισμού της 'Ανατολής, τής 'Αντιοχείας, των 'Ιεροσολύμων και τής Αλεξανδρείας καί έστηρίχθη, με τήν πάροδον των αιώνων, εις τήν πηγήν καί το κέντρον του αρχαίου Ελληνικού κόσμου, τον Εύρωπαϊκόν Έλληνισμόν, μέ κέντρον δεύτερον τήν Βυζαντινήν καί Έλληνικήν Θεσσαλονίκην, ής ό μητροπολίτης ήτο έν τοις πράγμασι ό αρχιεπίσκοπος πάσης Ελλάδος.

Ή δευτέρα πόλις του Χριστιανικού καί Ευρωπαϊκού Ελληνισμού ή Θεσσαλονίκη, περιβαλλόμενη άπό το δίκτυον μητροπολιτών ­ αρχιεπισκό­

πων ­ επισκόπων καί τον μέγαν αριθμόν των Μοναστηριών, των καταφι­

γίων τούτων τών Χριστιανών 'Ελλήνων τών δυσχερών βυζαντινών χρόνων ένεκα τών πολλών επιδρομών, αποτελεί έρεισμα μέγα δια τήν ενότητα, κατά τους χρόνους τών επιδρομών προερχομένων άπό 'Ανατολών, Βορρά καί Δύσεως. Εΰχημοι καρποί τής ένότητος ταύτης υπήρξαν όχι μόνον ή συντή­

ρησις του Ελληνισμού, άλλα καί ή ακμή ή καλλιτεχνική, ή πνευματική, βραδέως δε καί ή ηθική ρώμη, ήτις έκράτησε τους πατέρας μας ώστε ν' άντιστοϋν κατά τών βαρβάρων.

Τήν πνευματικήν άκμήν του Ελληνισμού τής 'Ανατολής μέ κέντρα τήν Άντιόχειαν, Άλεξάνδρειαν, τήν Κωνσταντινούπολιν καί τήν Θεσσα­

λονίκην διεδέχθη, λοιπόν, άφ' ότου μάλιστα ύπέκυψεν ό 'Ανατολικός Ελλη­

νισμός εις τους "Αραβας καί είτα τους Τούρκους, ή καλλιτεχνική καί πνευ­

ματική ακμή από του 9ου καί 10ου αιώνος τής Κωνσταντινουπόλεως καί τής Θεσσαλονίκης καί τών άλλων δυτικών κέντρων. Ταύτης είχε προηγηθή ή δια τών γεγονότων τής εποχής τής Εικονομαχίας επελθούσα συνένωσις τών 'Εκκλησιών τής ευρωπαϊκής Ελλάδος, υπαγόμενης ατυχώς είς τήν ξένην προς τό φιλελεύθερον Έλληνικόν καί Χριστιανικόν πνεύμα Ρωμαιοκα­

θολικήν δύσιν, καίτοι φυλετικώς καί πολιτιστικώς άνήκεν είς τήν Άνατολήν καί πολιτικώς άπό του 395 είς τήν Άνατολικήν ρωμαϊκήν αύτοκρατορίαν. Ή υπό τον Άρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης καί τον Οίκουμενικόν πατριάρχην υπαγωγή (733 ­ 1821 ­ 1850), έδημιούργησε νέας αφετηρίας ακμής τών Ελλήνων Θεσσαλονικέων κατά τήν Βυζαντινήν περίοδον.

Ή πολιτική, πολιτιστική καί θρησκευτική ­ εκκλησιαστική ένότη^ς τής Αυτοκρατορίας, ή συντελεσθείσα μετά τό 732 ­ 733 δια τής νέας δυναστείας τών Ίσαύρων, περιελάμβανε, παρά τάς διακοπάς επιδρομών, τήν Άνατολήν μέχρι τής Συρίας καί του Καυκάσου (Μεσοποταμίαν — Όροπέδιον 'Αρμε­

νίας, Δούναβιν) τήν Ν. Ίταλίαν — τήν Μεγάλην Ελλάδα.

— 304 —

Ό οικουμενικός πατριάρχης, ήτο ή ορατή κεφαλή της Χριστιανικής αυτοκρατορίας, ιστάμενος παραπλεύρως εις τον αυτοκράτορα. Έάν έλέ­

γομεν, ότι ή Χριστιανική ρωμαϊκή αυτοκρατορία άνήκεν εις το Έλληνι­

κον έθνος δέν θα ήμεθα μακράν της πραγματικότητος. Αύτη ή Αυτοκρατο­

ρία, κατά την εναρξιν της νέας πνευματικής και καλλιτεχνικής ακμής τής έπί τής Δυναστείας των Μακεδόνων, έχει δύο μεγάλα κέντρα μετά τήν Κωνσταντινούπολιν, τήν Θεσσαλονίκη ν και το "Αγιον "Ορος, ή ακτινοβο­

λία των οποίων εις όλόκληρον τήν Εύρωπαϊκήν Άνατολήν, έξεδηλώθη όχι μόνον εις τήν άκμήν τής τέχνης αλλά εις τήν ίεραποστολήν μεταξύ των Σλάβων, συντελεσθεΐσαν δια πλήθους μοναχών και κληρικών και μά­

λιστα τών μεγάλων Ελλήνων ιεραποστόλων Κυρίλλου και Μεθοδίου. Τοιουτοτρόπως βλέπομεν ενα καρπόν τής όλης ένότητος τοΰ Χριστιανικού Ελληνισμού.

Το θαύμα τής μεταβολής τής 'Ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας εις ελληνικήν, το συντελεσθέν δια τής ελληνικής 'Εκκλησίας, ή οποία υπήρξε το στήριγμα και ή βάσις τής πνευματικής ακμής αυτής, απέδιδε τους καρπούς του.

Ή συντήρησις, στηριχθείσα εις τάς πολιτικάς προϋποθέσεις ας έδη­

μιούργησε ό Μέγας Κωνσταντίνος, ό Μέγας Θεοδόσιος, ό μέγας αληθώς 'Ιουστινιανός και ό 'Ηράκλειος, οί Τσαυροι και ή δυναστεία τών Μακεδό­

νων, έστηρίχθη εις τήν δύναμιν τοΰ άνανεωθέντος δια τοΰ Χριστιανισμού τών Μεγάλων Πατέρων και διδασκάλων και μοναχών Ελληνισμού και τής 'Ορθοδοξίας. Σημειώνω ιδιαιτέρως εν παραμόνιμον στοιχεΐον τοΰ ευ­

ρωπαϊκού Ελληνισμού και τής ένότητος αυτού : τήν Όρθοδοξίαν τής ευ­

ρωπαϊκής Χριστιανικής Ελλάδος, διότι ενταύθα δέν ευρον σπουδαϊον έρεισμα εις τον πληθυσμόν αί αιρέσεις, αϊτινες ύπενόμευσαν τήν Χριστια­

νικήν αύτοκρατορίαν εις τάς άνατολικάς επαρχίας τής Συρίας, τής Παλαι­

στίνης καί τής Αιγύπτου. Αί αιρέσεις έστηρίχθησαν είς τήν άντίδρασιν τών ιθαγενών τών ανωτέρω περιοχών, αϊτινες κατά τον ζ' αιώνα περιήλθον τελικώς εις τους "Αραβας (640 μ.Χ. περίπου).

Δέν είναι τοΰ παρόντος να εξάρω τήν σπουδαιότητα καί βαρύτητα τής Βυζαντινής καθολικής ορθοδοξίας τοΰ Ελληνισμού, διά τε τον Χριστια­

νισμόν καί τον εύρωπαϊκόν πολιτισμόν, άλλα περιορίζομαι εις τρεις μόνον παρατηρήσεις :

α) "Οτι δι' αυτής διετηρήθη το Χριστιανικόν καί Έλληνικόν Βυζάντιον έπί χίλια έτη καί άνεχαίτισε τους βαρβάρους άπό 'Ανατολών, Δυσμών και Βορρά. Ή διάσωσις, καί έπιβίωσις, καί πνευματική καί καλλιτεχνική ακμή, νέα ακμή τοΰ Ελληνισμού με βάθος καί διάρκειαν (αιώνες γ' ­ ς­'), είναι το αποτέλεσμα τής υίοθετήσεως ύπό τοΰ οίκουμενικοΰ ελληνισμού τής οικουμενικής θρησκείας τοΰ Χριστού δηλ., διά τής 'Αντιοχείας καί

— 305 —

του Παύλου συντελεσθείσης της φιλοσοφούσης Ελληνικής Θεολογίας των Πατέρων διδασκάλων και των επτά Οικουμενικών Συνόδων.

β) Ή οικουμενική ακτινοβολία του Χριστιανικού ελληνισμού προηγή­

θη τής νέας επιδράσεως τοϋ αρχαίου ελληνικού πνεύματος, δια τής εν τή Δύσει 'Αναγεννήσεως, ή οποία ύπήρξεν εν μέρει προϊόν τής προηγου­

μένης, διότι χριστιανοί Έλληνες, έρασταί τών αρχαίων ελληνικών γραμά­

των ενίσχυσαν, διηύρυναν και συνέβαλον εις τήν θεμελίωσιν τοϋ νέου ανθρωπισμού είς τήν Δύσιν.

γ) Ή σημασία τής Εκκλησίας δια τήν ενότητα, συντήρησιν και διά­

σωσιν τοϋ Ελληνισμού και τήν ικανότητα να άνθίζη έπί χίλια πλέον ετη είς το εύρωπαϊκόν αύτοΰ κέντρον, τήν Ελλάδα, καί τήν Χριστιανικήν όρθό­

δοξον Έκκλησίαν αύτου και κατά τους χρόνους, καθ' οΰς τελικώς υπέ­

κυψεν, ύπό τα πλήγματα τής Δύσεως κατά τήν Δ' Σταυροφορίαν (1204), από τήν οποίαν ουδέποτε ήδυνήθη πράγματι ό Ελληνισμός να συνέλθη, είναι πλέον ή προφανής. Φυλετική ένότης, γλώσσα και πνευματική και ηθική ζωή, παράδοσις καί άρεταί τών Ελλήνων διεσώθησαν και διετηρή­

θησαν καί ενισχύθηκαν εν τω αγώνα κατά τών απίστων εν τή 'Εκκλησία καί δια τής Εκκλησίας. Ουδεμία σκιά, άφορώσα εις τάς αδυναμίας τών προσώπων, εϊναι δυνατόν να αμαύρωση ή να έπιτρέψη τήν λησμοσύνην τοϋ μεγάλου συντελεστού τής ένότητος, συντηρήσεως καί εν ακμή, έπί εκα­

τονταετηρίδας, διατηρήσεως καί επιβιώσεως τοϋ Ελληνικού έθνους. Καί όταν υπό τα πλήγματα τής Δύσεως καί τών ιδίων ελαττωμάτων

τής φυλής και τών αγόνων εσωτερικών διενέξεων τών Ελλήνων, επεσεν, τώ 1453, ή Πόλις, ό Ελληνισμός διετηρήθη εντός τής κιβωτού τής πίστεως και τής Πατρίδος: τής Μεγάλης τοϋ Χρίστου'Εκκλησίας. Ταύτης ό ηγέ­

της, ό Έλλην Οικουμενικός Πατριάρχης, αναγνωρισθείς υπό τής 'Οθω­

μανικής αυτοκρατορίας, δι' άχτναμέ (συνθήκης) ή βερατίου (εκτελεστικού διατάγματος), ώς μιλλέτ μπασή, «τ.ε. αρχηγός ­ εθνάρχης», τών Ρωμαίων, (ήτοι τών τέως υπηκόων τής 'Ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας), απέ­

βη ή ορατή καί πλήρης ελπίδων κεφαλή τών υποδούλων λαών τής 'Ανα­

τολής, όχι μόνον τών Ελλήνων. Τα προνόμια, τα δοθέντα είς τους Πατριάρ­

χας καί τους αρχιερείς υπήρξαν παράγων σπουδαίος δια τήν έπιβίωσιν τοϋ Έλληνισμοΰ.

Τό Έλληνικόν έθνος δεν ευρέθη επί 400 ετη, άκέφαλον, ούτε είς το κέντρον ούτε εις τήν έπαρχίαν. Ή εσωτερική αυτονομία, όχι μόνον είς τό θρησκευτικόν τομέα, άλλα καί είς τό οίκογενειακόν δίκαιον καί τό έκπαιδευτικόν, έξησφαλίζετο όχι πάντοτε, βεβαίως, άπό τήν αύθαιρεσίαν τών σουλτάνων ή τών τοπικών άρχων, άλλ' εΐχεν ερείσματα σημαντικά, τα έξης :

α) Τον μέγαν Έθνάρχην Οίκουμενικόν Πατριάρχην, με κΰρος πανορθό­

20

— 306 —

δοξον και πανχριστιανικον και πέραν των ορίων της 'Οθωμανικής Αυτο­

κρατορίας εκτεινόμενον. Μόλις το 1589 ό οικουμενικός πατριάρχης έδωκε το αύτοκέφαλον εις την Ρωσικήν Έκκλησίαν (άναγνώρισις 1593), Ή Σερ­

βική Εκκλησία άπέκτησεν αύτονομίαν το 1831 και το αύτοκέφαλον δια τόμων: ή Ρουμανική τό 1880, ή Ελληνική τό 1850, ή Βουλγαρική τό 1945 (αυθαίρετος άνακήρυξις και σχίσμα 1870). Ή 'Αλβανία τό 1937

β) Τους αρχιερείς ώς οίονεί μικρούς έθνάρχας εις τάς μακράν του κέντρου ελληνικός κοινότητας. Ούτοι επικεφαλής των προυχόντων και με τήν ένίσχυσιν του κλήρου και τών μοναχών άπετέλουν κράτος εν κράτει.

Τό δίκτυον των μητροπόλεων και αρχιεπισκοπών, μετά τών επισκοπών, άπετέλουν δια τον Έλληνικόν έθνος τον πλέον ζωτικόν δεσμόν τοϋ παρόν­

τος προς τό παρελθόν χιλίων πεντακοσίων ετών. Ή αυτοκρατορία του Ελ­

ληνικού έθνους επεσεν πολιτικώς, άλλ' έπέζησεν θρησκευτικώς και πολιτι­

στικούς δια της 'Εκκλησίας. Ούτως ή δύναμις, ή μεταμορφώσασα τήν Άνα­

τολικήν ρωμαϊκήν αύτοκρατορίαν εις Έλληνικήν τ.ε. ή Ελληνική Εκκλη­

σία, όχι μόνον, ώς εθνική άλλα και ώς ύπερεθνικόν πνευματικόν μέγεθος εν τή ιστορία, έσωσε τό Έλληνικόν έθνος εις έκκλησιαστικήν ­ έθνικήν ώς και πολιτιστικήν οντότητα και ενότητα.

"Οπως κατά τους χρόνους της μεγάλης μας αυτοκρατορίας τα βλέμ­

ματα τών Χριστιανών Ελλήνων ήσαν έστραμμένα προς τήν βασιλεύουσαν, ούτω και κατά τήν Τουρκοκρατίαν, προσφυώς χαρακτηριζόμενη ν εν τή τέχνη καί τή ιστορία ώς Μεταβυζαντινήν, ένεκα τής πτώσεως άλλα και ίσχυρας κληρονομιάς τοϋ Βυζαντίου εν παντί τα βλέμματα τών υποδού­

λων ήσαν έστραμμένα προς τήν Μητέρα μεγάλην του Χριστού Έκκλησίαν και τόν έθνάρχην ­ Οίκουμενικόν Πατριάρχην.

Εις τό άξιομνημόνευτον τούτο γεγονός πρέπει να προστεθή, ότι ό Έλλην Οικουμενικός Πατριάρχης ήτο και πατήρ όλων τών Χριστιανών 'Ορθοδόξων τής 'Οθωμανικής αυτοκρατορίας καί ό σωτήρ αυτών.

Είναι μέγα τό κεφάλαιον τής ιστορίας τοΰ οικουμενικού Πατριαρχείου, ώς κέντρου εθνικού καί υπερεθνικού. "Ομως πρέπει να λεχθή τούτο μόνον ενταύθα, ότι ουδεμία Εκκλησία, ώς εκείνη ή τής Κωνσταντινουπόλεως, διέσωσεν έν ταΐς περιπετείαις τών χρόνων καί δια τοΰ μαρτυρίου καί τής ευστροφίας ό,τι πολύτιμον εΐχεν ό Ελληνικός κόσμος, άπό τήν αρχαιότητα καί τήν Βυζαντινήν αύτοκρατορίαν. Ή έκπλήρωσις τής τριπλής αποστολής τής 'Ορθοδόξου Εκκλησίας έν τή 'Οθωμανική αυτοκρατορία : α) τής λαϊ­

κής καί εθνικής, εξ ης άναγεννήθη κατά τους αιώνας ΙΟον ­ 13ον ή εθνική συνείδησις τών Ελλήνων ισχυρώς, β) τής πανορθοδόξου καί γ) τής οικου­

μενικής, ήτο έργον δυσχερέστατον, συντελεσθέν δια τής ευστροφίας υών Οικουμενικών Πατριαρχών, τής αυτοθυσίας ώς καί τής διαφυλάξεως τής Παιδείας.

— 307 —

Ή διάσωσις ενός έθνους, εν τω μέσω μισαλλόδοξου φανατισμού παρά τα προνόμια άπήτει ύπεύθυνον ήγεσίαν. Ή παράδοσις και ή παιδεία, άπή­

τουν την ύπεύθυνον ήγεσίαν, την μεριμνώσαν διαρκώς δια την ζωήν και την έν Παιδεία και νουθεσία Κυρίου μόρφωσιν των νέων και δια της αναπτύξεως τών παραδόσεων προς διάσωσιν, έν συνοχή του λαοϋ. Άπή­

τει πολλάκις αύτοθυσίαν τών επισκόπων, του κλήρου, του λαοϋ. 'Αποτελεί λοιπόν, εντός της ιστορίας του Ελληνικού έθνους, μέγα

κεφάλαιον ή ζωή και ή δρασις της Εκκλησίας. Και προσφοραί αυτής δια τών μαρτύρων : πατριαρχών, ιεραρχών, λοιπών κληρικών και λαϊκών, τών νεομαρτύρων, κατά τα τετρακόσια ετη της δουλείας, ήσαν ανυπο­

λόγιστοι (πρβλ. Σ. Παπαδοπούλου : Οί Νεομάρτυρες 1974). Οί "Ελληνες από τήν επαύριον της αλώσεως ήρχισαν τάς επαναστά­

σεις κατά τών τυράννων και ό κλήρος και ό λαός έδωκαν πλήθος φωτιστών. Άρκεΐ ν ' αναφέρω έναν μάρτυρα ώς τον Κοσμ&ν τον Αίτωλόν (1779). Μεγά­

λος είναι ό αριθμός τών μαρτύρων. Ούτοι μετέσχον τής προπαρασκευής και τής ενάρξεως του αγώνος του 1821.

θ ά με άπέλιπεν ό χρόνος διηγούμενον μόνον τα ονόματα τών πατριαρ­

χών, επισκόπων και λοιπών κληρικών και τών νεομαρτύρων, προερχομένων άπό δλας τάς τάξεις του πληθυσμού, οί όποιοι προτηγωνίσθησαν, έμαρτύ­

ρησαν ή άπέθανον εις φύλακας εις τάς Έλλη νικάς επαναστάσεις μέχρι και τής μεγάλης 'Επαναστάσεως, ην επιμελώς παρεσκεύασεν ή Φιλική Εταιρεία, ης μέλη ήσαν πολλοί κληρικοί μέχρι του Παπαφλέσσα και τών Παλαιών Πατρών Γερμανού, του κηρύξαντος τήν Έπανάστασιν. Χωρίς τήν Έκκλησίαν είναι αδιανόητος ή ένότης, ή διατήρησις και ή άναγέννησις του Ελληνικού έθνους.

Ό άγων δια τήν ελευθερίαν και «του Χριστού τήν πίστιν τήν άγίαν», ώς διεφυλάχθη έν τή Όρθοδόξω Εκκλησία τών παλαιών και νέων μαρτύ­

ρων, εΐναι ιστορικώς αδιανόητος άνευ αυτής. Ουδείς επιτρέπεται να λησμονή, ότι ή 'Εκκλησία, ή Ελληνική και 'Ορθόδοξος, διεφύλαξε τα πολύτιμα ταύτα και τήν ίσχυράν έθνικήν συνείδησιν και παιδείαν τών Ελλήνων και εις τους θεσμούς του γένους, ιδία εις τήν τοπικήν αύτο­

νομίαν. Ταύτα πάντα έθέρμαναν εις τους ναούς και νάρθηκας τών 'Εκ­

κλησιών τήν ψυχήν και τήν καρδίαν όλων τών Ελλήνων και ενέπνευσαν τήν πίστιν είς τήν έθνικήν άνάστασιν και άναγέννησιν τοΰ Ελληνικού έθνους, ή οποία συνετελέσθη με πρώτιστον παράγοντα τήν Όρθόδοξον αυτού Έκκλησίαν.

Σημ. Το παρόν κείμενον απετέλεσε τό βασικόν ομιλίας εις το Λύκειον τών Ελληνίδων τήν 25 Μαρτίου 1974.

Βιβλιογραφίαν πλουσίαν βλ. είς τήν υπό έκτύπωσιν άνακοίνωσιν

— 308 —

(γερμανιστί) εις το Β' Διεθνές Συνέδριον Μελετών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης (Μάιος 1970) φέρει τον τίτλον : «Die Privilegien der Ostkirche im Osmanischen Reich und die Erfuhlung der dreifachen Aufgabe des Ôkumenischen Patriarchats (vôlkisch ­ nationalen Panorthodoxen und Ôku­

menischen)». Άνακοίνωσις 2 Μαΐου 1970. Προσθετέον : Ί.'Αναστασίου : Σχεδίασμα περί τών Νεομαρτύρων, εν Επιστημονική Έπετηρίδι Θεολογι­

κής Σχολής Θεσσαλονίκης 1971.

:{<§»: · · ·

ΒΙΩΝΟΣ ΤΟΥ ΣΜΥΡΝΑΙΟΥ

ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΣΤΟΝ ΑΔΩΝΙ

Κλαίω τον "Αδωνι, «ό "Αδωνις χάθηκε πια ό ά)ραΐος!». «Χάθηκε ο ωραίος "Αδωνις», κλαιν κι οι "Ερωτες μαζί μου.

Στα πορφυρά στρωσίδια του, Κύπρη, πια μην πλαγιάζεις' σήκω, δόλια, στα πένθιμα ντύσου, τά στήθη χτύπα,

5 και πες το σ όλους, «6 "Αδωνις χάθηκε πια ό ωραίος Ι»

Κλαίω τον "Αδωνι και κλαιν και οι "Ερωτες μαζί μου.

Ό ωραίος κείτεται "Αδωνις ατά δρη πληγωμένος από άσπρο δόντι στ" άσπρο του πόδι, και πονεϊ ή Κνπρη που σιγοσβήνει του ή πνοή' το αίμα του τρέχει μαϋρο

10 στ5 άσπρο χιονάτο του κορμί, ή ματιά του σκοτεινιάζει, μαραίνονται στα χείλη του τά ρόδα, και μαζί τους σβήνει και το φιλί που πια δεν ξαναπαίρνει ή Κύπρη. Μά το φιλί του, κι άν δε ζει, το λαχταράει εκείνη, δεν ξέρει δμως ποιος τον φιλεΐ δ "Αδωνις πού πεθαίνει.

15 Κλαίω τον "Αδωνι και κλαιν και οι "Εραπτες μαζί μου.

Βαρεία πληγή, πολύ βαρεία έχει ό "Αδωνις στο πόδι, μά πιο μεγάλη στην καρδιά πληγή έχει κι ή Κυθέρεια. Τ' αγαπημένα του σκυλιά τριγύρω του αλυχτούνε, και τον θρηνούνε του βουνού οι Νεράιδες' κι ή 'Αφροδίτη

20 με τά πλεξίδια της λυτά πλανιέται μες στα δάση μαυροντυμένη, ξέζωστη, ξυπόλητη, κι οι βάτοι στο διάβα την ξεσχίζουνε και τ άγιο το αίμα πίνουν κι εκείνη πού στριγκολαλεΐ δάση άσωστα διαβαίνει κι ανακαλεί το ταίρι της και το παιδί φωνάζει.

25 Στή μέση της τ' ολόμαυρο πέπλο της κυματίζει, ματώνει με τά χέρια της τα στήθια, κι οι χιονάτοι μαστοί, πού χάρηκε ό "Αδωνις, εϊν' αιματοβαμμένοι.

«Όϊμένα σου, Κυθέρεια!» κλαιν και οι "Ερωτες μαζί της.

— 310 —

Τ' όμορφο έχασε ταίρι της κι εχάθη κι ή ομορφιά της. 30 Ή Κύπρη είχε όμορφη θωριά σαν ό "Αδωνις εζονσε,

μά με τον "Αδωνι κι αυτή σβήστηκε «'Οϊμέ σον, Κνπρη:» βοννά και δάση δλα θρηνούν και λεν, «"Αδωνι, όϊμένα!» Της Αφροδίτης τον καημό και τά ποτάμια κλαίνε, κλαιν κι οι πήγες τον "Αδωνι και στα ορη άναδακρύζονν,

35 και τ άνθια από τή λύπη τονς μαραίνονται κι εκείνα' κλαίνε δλ' οι λόγγοι κι οι δρνμοι πικρά για την Κνθέρεια.

«'Οϊμέ, Κνθέρεια! ο "Αδωνις χάθηκε πια ο ωραίος!»

Κι ή 'Ηχώ αντιλάλησε : «Ό Άδωνις χάθηκε πια ό ωραίος!» 'Οϊμέ, ποιος τον πικρό έρωτα δεν έκλαψε της Κύπρης;

40 Σαν εΐδε κι ένιωσε πληγή ο "Αδωνις βαρεία νά 'χει, κι εΐδε το κόκκινο αίμα τον στο πόδι τον πηγμένο, τά χέρια άπλωσε κι έκραξε γοερά : «Άδωνι μον, στάσον, στάσον, στερνή φορά, "Αδωνι, να σε σφιχταγκαλιάσω, δόλιε, και με τά χείλη μον τά χείλη σον νά κλείσω.

45 Σήκω για λίγο, ώ "Αδωνι, και στερνοφίλησέ με, κι δσο κρατάει 'ένα φιλί, φίλα με τόσο μόνο, ώσπον ή ψνχή σον νά διαβεί στο στόμα μον, κι ή πνοή σον νά τρέξει εντός μον, τή γλνκειά μαγεία σον νά ρονφήξω και νά πιω δλο τον έρωτα' το φιλί αντο θά τό 'χω

50 θύμηση σαν τον "Αδωνι τον ϊδιο, άφον μον φεύγεις, δόλιε, πιά εσύ. Φεύγεις και πάς μακριά, "Αδωνι, στο κρύο και τ άχαρο τον 'Αχέροντα βασίλειο' κι εγώ ή δόλια θά ζήσο), γιατ είμαι θεά, και δεν μπορώ μαζί σον νά 'ρθω κι εγώ.

Το ταίρι μον πάρε το, Περσεφόνη, 55 γιατ εισ' εσύ πιο δννατή σε τοντο κι από μένα,

κι δ,τ ι στον κόσμο είν' όμορφο, δικό σον είναι στο τέλος. Ό πόνος μον είν αβάσταγος κι άμοιρη πιά απομένω, και για τον "Αδωνι θρηνώ πού πέθανε και σβήνω. Πεθαίνεις, πολνπόθητε, χήρα μ' αφήνεις, σβήνει

60 σαν όνειρο ή αγάπη μον και πάνε κι οι "Ερωτες μον χάθηκαν και της ζώνης μον τά μάγια. Τά κννήγια τί τά 'θελες, άπόκοτε; Γιατί με τέτοια κάλλη μανία σον μπήκε το θεριό νά πας και νά παλαίψεις;» "Ετσι έκλαιγε και κλαίγανε και οι "Ερωτες μαζί της.

65 «'Οϊμέ, Κνθέρεια: Ό "Αδωνις χάθηκε πιά ό ωραίος!»

— 311 —

"Οσο αίμα χύνει δ "Αδωνις, τόσα ή Παφία όάκρνα, κι δλα στο χώμα πέφτουνε καί γίνονται λουλούδια' άπ το αίμα ρόδο φύτρωσε, απ' τά δάκρυα ανεμώνη.

Κλαίοί τον "Αδωνι, «δ "Αδωνις χάθηκε πια δ ωραίος!»

70 Μέσα στους λόγγους μη θρηνείς το ταίρι σου πιά, Κύπρη, δεν πάν για στρώμα τοϋ "Αδωνι τα κίτρινα τα φύλλα. Και πεθαμένος δ "Αδωνις στην κλίνη σου ας πλαγιάζει, γιατ είν ωραίος και νεκρός, ώραϊος νεκρός κοιμάται. Στα μαλακά στρωσίδια σου βάλε τον όπως πρώτα

75 πλάγιαζε πλάι σου τις νυχτιές κι ύπνο ιερό ποθούσε' στρώσε κλινάρι ολόχρυσο, το δόλιο "Αδωνι βάλε, και μ* δλα εσύ τα στέφανα και τ ' άνθη στόλισε τον, κι δπως εκείνος πέθανε, τ' άνθη δλα νά πεθάνουν. Και ράνε τον μ' αρώματα και μύρα της Συρίας'

80 πάει τ άρωμα σου δ "Αδωνις, τ ' αρώματα δΧ ας πάνε.

Ό τρυφερός τώρα "Αδωνις σε πορφυρά στρωσίδια πλαγιάζει' γύροί οι "Ερωτες κλαίνε κι αναστενάζουν, και τά μαλλιά τους κόψανε γι αυτόν, καί πλάι του βαλαν άλλος τά βέλη, άλλος φτερό, τόξο άλλος καί φαρέτρα'

85 το πέδιλο ένας τοϋ έλυσε και σε χρυσή λεκάνη φέρνουν νερό και την πληγή πλένει άλλος, κι άλλος κάνει πιο πέρα για τον "Αδωνι με τά φτερά του αγέρα.

Κι δλοι θρηνούνε οι "Εραπτες : «Οϊμένα σου, Κυθέρεια!»

Στη θύρα τις λαμπάδες του δ Ύμέναιος έσβησε δλες 90 καί το στεφάνι σκόρπισε τοϋ γάμου, κι ούτε λέει

τοϋ γάμου το τραγούδι: «Υμην, Ύμέναιε,» μά «δϊμένα, όϊμένα!» κι αντί «Ύμέναιο» τον "Αδωνι πιά κλαίει. Κι οι Χάρες τοϋ Κινύρα κλαιν το γιο κι αύτες καί λένε μ' άλαλητά : «"Αχ, δ "Αδωνις χάθηκε πιά δ ωραίος!

95 'Οϊμέ!» καί πιο στριγκά γι αυτόν παρά τον Παίωνα σκούζουν. Κι οι Μοίρες τον ανακαλούν κι «"Αδωνι, "Αδωνι!» κράζουν και τον μυρολογοϋν κι αυτές, μά εκείνος δεν ακούει, δχι πώς δε θά το ήθελε, μά ή κόρη δεν αφήνει.

Πάψε, Κυθέρεια, σήμερα το κλάμα και τους θρήνους, 100 κι άλλη χρονιά πάλι γι' αυτόν θά κλάψεις, θά δακρύσεις.

Μετάφραση ΝΙΚΟΥ ΣΦΥΡΟΕΡΑ

Χ ρ ο ν ι κ ά

ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΣ Έπ ευκαιρία τοϋ εορτασμού τής 250ής επετείου από της γεννήσεως τον Γερμανού

φιλοσόφου 'Εμμανουήλ Κάντ (22 'Απριλίου 1724) ώργανώθη ειδική τελετή εις τήν μεγά­

λην αϊθονσαν τοϋ ((Παρνασσού». Μετά είσήγησιν του προέδρου της 'Ελληνικής Φιλοσοφικής 'Εταιρείας, ακαδημαϊκού κ. Κωνσταντίνου Τσάτσου, ώμίλησεν ό πρόεδρος τον «Παρνασ­

σού» ακαδημαϊκός κ. 'Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, άναπτύξας το θέμα <(Κάντ ό φιλόσοφος τοϋ συγχρόνου πολιτισμού». Τα κείμενα των δύο ομιλιών καταχωρίζονται εις το μετά χεί­

ρας τεύχος. Έν αύτώ δημοσιεύονται επίσης μελέται των καθηγητών τοϋ Πανεπιστημίου Β. Βα­

λαώρα επί τοϋ επικαίρου θέματος τής ποιότητος τοϋ πληθυσμοϋ τής 'Ελλάδος και γενικώτε­

ρον τοϋ δημογραφικού προβλήματος τής χώρας, Γ. Θ. Ζώρα περί των σχέσεων τοϋ μεγάλου Ίταλοϋ συγγραφέως 'Αλεξάνδρου Μαντσόνι, τοϋ οποίου κατά το παρελθόν έτος συνέπεσεν ή έκατονταετηρις από τοϋ θανάτου, και διαφόρων λογίων τής 'Επτανήσου, Γ. Κονιδάρη περί τής 'Ελληνικής εκκλησίας ως παράγοντος αναγεννήσεως τοϋ ελληνισμού δια τοϋ αγώ­

νος τοϋ 1821, Γ. Καμπάση περί τοϋ θέματος τής ύποκρίσεως παθολογικών καταστάσεων και τών ποικίλων εκδηλώσεων αυτής, τών φιλολόγων Γ. Μαρκαντωνάτον περί τής σκηνογρα­

φίας και τών σκηνικών μηχανημάτων εις το Άττικον θέατρον, Γ. Μοσχοπούλου περί τής οικονομικής, πνευματικής και ηθικής καταστάσεως στην Κεφαλληνία, ώς συνάγεται άπα τήν έκθεση τοϋ προνοητή Alberto Magno και τΙς αποφάσεις τής Βενετικής Γερουσίας, Ά. Άβραμέα περί επιγραφής τών Μεληγγών, Α. Καραδημητρίου περί τοϋ τιμήματος τής Δύναμης, τοϋ Γ. Σακελλαριάδη περί τής μετασχηματιστικής περιγραφής ώρισμένων φω­

νολογικών νόμων τοϋ γλωσσικού Ιδιώματος τής Ρούμελης. Καταχωρίζονται επίσης το χρονικό τής συντάξεως υπό Γ.Θ.Ζ. και σημειώματα περί

τών ομιλιών τοϋ ακαδημαϊκού Ί. Θεοδωρακοπούλου εις Ίταλίαν, περί τοϋ έν Βενετία επί τή έκατονταετηρίδι άπο τοϋ θανάτου τοϋ Ν. Θωμαζαίου συνεδρίου, περί τοϋ αποβιώσαν­

τος Κοσμήτορος ­ Γραμματέως τών Νυκτερινών Σχολών τοϋ ((Παρνασσού» Χρήστου Θεο­

δωράτου, περί τής αξιοποιήσεως τής ακινήτου περιουσίας τοϋ Συλλόγου και τής θεμελιώσεως τών νέων πολυκατοικιών και, τέλος, το νπ' αριθ. 20 Δελτίον τής πνευματικής κινήσεως τοϋ ((Παρνασσού» κατά τήν τριμηνίαν 'Απρίλιος ­ 'Ιούνιος 1974 υπό μ.μ.

Γ. Θ. Ζ.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΘΕΟΔΩΡΑΤΟΣ

Βαρεία και δυσαναπλήρωτος απώλεια έπληξε τον Φιλολογικον Σύλλογον «Παρνασ­

σός», ιδία δε τάς Νυκτερινάς Σχολάς αύτοϋ, δια τοϋ όλως αδόκητου και άκαιρου θανάτου τοϋ παλαιοΰ μέλους τοϋ Συλλόγου και Κοσμήτορος ­ Γραμματέως τών Σχολών Χρήστου Θεοδωράτου.

Καταγόμενος εκ Κεφαλληνίας — προς τήν οποίαν μέχρι τελευταίας πνοής είχε πάν­

τοτε έστραμμένην τήνσκέψινκαί τήνάγάπην του —, έσπούδασε Φιλολογίαν εις τόΠανε­

πιστήμιον 'Αθηνών, αναδειχθείς λίαν ενωρίς δόκιμος ερευνητής καί μελετητής, ιδιαιτέρως τής ιστορίας τής γενέτειρας νήσου. Είσελθών νεαρώτατος εις τον έκπαιδευτικόν κλάδον, άφιέρωσεν εις τήν διδασκαλίαν δλην τήν ζωήν, τήν δραστηριότητα καί τήν άγάπην του.

— 313 —

Ή διδασκαλία δέν άπετέλει δι' αυτόν επάγγελμα, άλλα βίωμα και άποστολήν. Διεξήλθεν επιτυχώς όλας τάς βαθμίδας της εκπαιδεύσεως, χάρις δέ εις τάς άρετάς και τήν άξίαν του έφθασε μέχρι τοϋ ανωτάτου βαθμού της εκπαιδευτικής ιεραρχίας, ήτοι του εκπαιδευτικού συμβούλου.

Άλλοι θα ομιλήσουν περί τοϋ όλου έργου ώς διδασκάλου καίώς συγγραφέως. Εις το βραχύ τοϋτο σημείωμα θέλομεν νά ύπογραμμίσωμεν μόνον τήν συμβολήν του εις τό έργον τοϋ Συλλόγου μας.

'Αποσυρθείς τής δημοσίας υπηρεσίας, ό Θεοδωρατος δέν εγκατέλειψε τήν παιδείαν, αντιθέτως, μάλιστα, έπεδόθη μετά ζήλου εις τήν μελέτην των ποικίλων και πολύπλοκων προβλημάτων τοϋ έλληνικοϋ σχολείου. Παραλλήλως απεδέχθη ασμένως τήν γενομένην προς αυτόν πρόσκλησιν όπως μετάσχη τής Κοσμητείας των Νυκτερινών Σχολών τοϋ «Παρνασσοΰ», εις ταύτην δε παρέμεινεν έπί έξαετίαν περίπου, κατ' αρχάς ώς μέλος, έν συνεχεία δέ ώς Κοσμήτωρ ­ Γραμματεύς. Κατάτά ετη ταϋτα είργάσθη μετ' ένθουσιασμοΰ, συνέβαλε δέ τά μέγιστα εις τήν όργάνωσιν τής διευρύνσεως και επιτυχίας τοϋ εκπαιδευ­

τικού προγράμματος τοϋ Συλλόγου. 'Ακαταπόνητος και ενθουσιώδης, εκτός τοϋ καθαρώς διοικητικού έργου του, ήτο πρόθυμος, χάρις είς τήν μακράν του πεΐραν, νά προσφέρη και προς τό διδακτικόν προσωπικόν πολύτιμους υποδείξεις και προς τους μαθητάς σοφάς υποθήκας και νουθεσίας.

'Εκλεκτός και ευφράδης ρήτωρ επανειλημμένως ώμίλησε προς τους μαθητάς των Σχολών άλλα και άπό τοϋ βήματος τοϋ «Παρνασσοΰ» επί ποικίλων θεμάτων, ιδία έπ' ευ­

καιρία εθνικών και θρησκευτικών επετείων.'Αλησμόνητος θα μείνη ή τελευταία έμφάνισίς του άπό τοϋ βήματος τοϋ Συλλόγου, ότε, κατ' όμόφωνον άπόφασιν τής 'Εφορείας, έξεφώ­

νησε τον πανηγυρικόν έπί τη συμπληρώσει εκατονταετήρίδος άπό τής ιδρύσεως τών Σχο­

λών, ύπογραμμίσας τήν κοινωνικήν και έκπαιδευτικήν σημασίαν τής κατά τον παρελθόντα αιώνα δωρεάν λειτουργίας τών Νυκτερινών Σχολών τοϋ «Παρνασσοΰ» και διαγράψας τό νέον έκπαιδευτικόν πρόγραμμα αύτοϋ δια τό μέλλον.

Βασικά δια τήν μελέτην τής ιστορίας τής γενέτειρας παραμένουν τά κατά καιρούς δημοσιευθέντα έργα, δια τά όποια και έτυχε βραβεύσεως ύπό τής 'Ακαδημίας 'Αθηνών. Τό κύκνειον φσμα αντιπροσωπεύει μελέτη του ύπό τον τίτλον «Βιογραφία 'Ηλία Ζερβοϋ Ίακωβάτου συντεθεΐσα παρ' αύτοϋ τοϋ ιδίου», ύπό εκδοσιν εις τήν σειράν «'Επιστημονικοί διατριβαί» τοϋ Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός», μέ έπιμέλειαν, προλεγόμενα και σημειώσεις τοϋ συγγραφέως. Τήν διόρθωσιν τοϋ τελευταίου τυπογραφικού ό Θεοδωράτος είχε παραδώσει είς τό τυπογραφεΐον τήν πρωΐαν τής ημέρας τοϋ θανάτου του, ή δέ εκδοσις είδε τό φώς ολίγας ημέρας ύστερον. Μικροτέρας μελετάς είχε δημοσιεύσει κατά καιρούς και είς τό περιοδικόν «Παρνασσός».

Ό Θεοδωρατος ύπήρξεν είς τήν ζωήν του υπόδειγμα αρετής, έργατικότητος, ευγε­

νείας ψυχής, καλωσύνης και κυρίως ευσυνείδητου διδασκάλου. Ή ελληνική επιστήμη και ή ελληνική παιδεία είς τό πρόσωπον αύτοϋ έχασαν ενα σοβαρόν και τίμιον έργάτην, ό Φιλολογικός Σύλλογος «Παρνασσός» και αί Νυκτερινοί Σχολαί αύτοϋ έστερήθησαν όμως και ενός τών πολυτιμότερων και ένθουσιωδεστέρων συνεργατών.

"Αμα τώ άγγέλματι τοϋ θανάτου, ή 'Εφορεία τοϋ Φ.Σ. «Παρνασσός» και ή Κοσμητεία τών Νυκτερινών Σχολών αύτοϋ, συνελθοϋσαι είς έκτακτους συνεδρίας, είς ενδειξιν ελαχί­

στου φόρου τιμής προς τον αποβιώσαντα, έξέδωκαν σχετικά ψηφίσματα. Ή Κοσμητεία τών Νυκτερινών Σχολών, τάς οποίας τόσον ήγάπησε και υπέρ τής

αναπτύξεως τών οποίων τοσούτους κατέβαλε κόπους και προσπάθειας, θά οργάνωση άμα τή ένάρξει τοϋ νέου σχολικοΰ έτους, φιλολογικόν μνημόσυνον είς μνήμην τοϋ εκλιπόντος Κοσμήτορος ­ Γραμματέως αυτής.

Γ.Θ.Ζ.

— 314 —

ΟΜΙΛΙΑΙ ΤΟΥ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ Ι. ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΕΙΣ ΙΤΑΛΙΑΝ

Ό πρόεδρος του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός», ακαδημαϊκός κ. Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος — εκλεγείς τελευταίως ξένος εταίρος της εν Παλέρμο) 'Ακαδημίας Γραμμάτων, Τεχνών και Επιστήμων — εκλήθη ύπό των Πανεπιστημίων Ρώμης, Παλέρμου και άλλων όπως κατά τό προσεχές έτος κάμει σειράν διαλέξεων μέ θέματα εκ της αρχαίας καί μεσαιωνικής ελληνικής Φιλολογίας.

ΣΥΝΕΔΡΙΟΝ ΕΠΙ ΤΗ ΕΚΑΤΟΝΤΑΕΤΗΡΙΔΙ ΑΠΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ Ν. ΘΩΜΑΖΑΙΟΥ

'Επί τη έπετείω τής συμπληρώσεως εκατονταετίας από τοϋ θανάτου του μεγάλου Ίταλοΰ συγγραφέως καί ένθερμου Φιλέλληνος Νικολάου Θωμαζαίου συνήλθεν εις Βενετίαν Διεθνές έπιστημονικόν συνέδριον από 30 Μαΐου μέχρι 1 'Ιουνίου 1974.

Την πρωτοβουλίαν τής συγκλήσεως εΐχον αναλάβει άπό κοινοΰ αί κάτωθι οργανώ­

σεις : Fondazione Giorgio Cini, Commissione Nazionale per la pubblicazione delle opere del Tommaseo, Istituto Veneto di Scienze Lettere ed Arti, Associazione Internazionale per gli Studi di Lingua e Letteratura Italiana, Ateneo Veneto, Istituto per la Storia del Risorgimento Italiano, Università di Padova, Università di Venezia.

Tò Συνέδριον έτέλει ύπό την αιγίδα τοϋ Προέδρου τής 'Ιταλικής Δημοκρατίας, την δέ έπίτιμον όργανωτικήν έπιτροπήν άπετέλουν οί : πρόεδρος τής Γερουσίας, πρόεδρος τής Βουλής, πρόεδρος τοϋ Συνταγματικού δικαστηρίου, Πρωθυπουργός, υπουργός 'Εξω­

τερικών, υπουργός Δημοσίας εκπαιδεύσεως, πρόεδρος τής 'Ακαδημίας, υφυπουργός παρά τώ πρωθυπουργώ, καρδινάλιος ­ πατριάρχης Βενετίας, πρόεδρος περιοχής Βενετίας, δήμαρχος Βενετίας, πρόεδρος νομαρχιακού συμβουλίου Βενετίας. Πρόεδρος τής εκτελε­

στικής επιτροπής ήτο ό καθηγητής Vittore Brasca. Ai έργασίαι τοϋ Συνεδρίου διεξήχθη­

σαν εναλλάξ εις τήν εδραν τής Fondazione Cini, εις τό Ateneo Veneto καί εις τό Πανε­

πιστήμιον τής Παδούης. Οί σύνεδροι, τών οποίων ή συμμετοχή έγένετο κατόπιν αποκλειστικής προσκλή­

σεως τής οργανωτικής επιτροπής, προήρχοντο κυρίως από τα κράτη προς τά όποια εΐχεν έλθει εις άμεσους ή έμμεσους σχέσεις ό Θωμαζαϊος, ιδία δέ, έκτος τής 'Ιταλίας, έξ Ελλά­

δος, Γιουγκοσλαβίας, Γαλλίας, Ουγγαρίας, 'Αμερικής. Αί γενόμεναι ανακοινώσεις καί συζητήσεις έπί προκαθορισθέντων θεμάτων, άφεώ­

ρων κατ' εξοχήν ε'ις τό ποιητικόν καί πεζογραφικόν έργον τοϋ Θωμαζαίου, τάς πολιτικάς, κοινωνικός καί θρησκευτικός ιδέας αυτού, τήν έν γένει πολιτικήν καί έθνικήν δράσιν του, τήν εκδοσιν τών έργων τοϋ πολυγραφωτάτου συγγραφέως, τάς σχέσεις τοΰ Θωμα­

ζαίου μέ τήν Ελλάδα, Σερβίαν, Γαλλίαν κλπ. Έξ Ελλάδος εκλήθη να μετάσχη τοΰ Συνεδρίου ό καθηγητής Γ.Θ.Ζώρας, όστις

ώμίλησεν επί τοΰ θέματος «Ό Θωμαζαΐος καί ή Ελλάς». Περί τής εκδόσεως τής συλλο­

γής ελληνικής δημοτικής ποιήσεως ώμίλησεν ό καθηγητής F. Μ. Pontani. Ό κ. Ζώρας εκλήθη νά έπιμεληθή τήν εκδοσιν τών εις έλληνικήν ή άφορώντων εις τήν Ελλάδα έργων τοϋ Θωμαζαίου εις τήν έθνικήν εκδοσιν τών έργων τοΰ συγγραφέως.

— 315 —

ΔΩΡΕΑ ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΝΥΚΤΕΡΙΝΩΝ ΣΧΟΛΩΝ ΤΟΥ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ»

Εις μνήμην τοΰ αποβιώσαντος συζύγου αυτής άρχιτέκτονος Σωτηρίου Μαγιάση, ή σύζυγος αύτοϋ Έλλη Σ. Μαγιάση προσέφερε προς τον Φιλολογικον Σύλλογον «Παρ­

νασσός» δωρεάν εκ δραχμών πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) εις ένίσχυσιν τών Νυκτε­

ρινών Σχολών αΰτοΰ δι'εργαζομένους νέους, αΐτινες κατά το παρελθόν έτος συνεπλή­

ρωσαν έκατονταετίαν συνεχούς καί καρποφόρου λειτουργίας. Ή 'Εφορεία τοΰ Συλλόγου, έκτιμώσα την γεναιόφρονα ταύτην χειρονομίαν, ήτις

αποτελεί συνέχειαν παραλλήλων συγκινητικών εκδηλώσεων προς ύποστήριξιν πολυ­

τίμου κοινωφελούς αποστολής, κατά τήν συνεδρίαν τής 27ης Ιουνίου 1974, μετά σχετι­

κήν είσήγησιν τοΰ προέδρου κ. Ιωάννου Θεοδωρακοπούλου, έξάραντος τήν ήθικήν καί ύλικήν σημασίαν τής δωρεάς άπεφάσισεν όυοφώνως : α) να γίνη αποδεκτή ή γενομένη δωρεά έκ δρχ. πεντακοσίων χιλιάδων εις μνήμην τοϋ αειμνήστου Σωτηρίου Μαγιάση, υποβαλλομένης σχετικής εισηγήσεως προς τήν Γενικήν Συνέλευσιν τών μελών τοϋ Συλ­

λόγου, β) να σταλώσι ευχαριστήρια γράμματα προς τήν δωρήτριαν καν "Ελλην Μα­

γιάση, γ) να άναγραφώσι χρυσοϊς γράμμασι τα ονόματα Σωτηοίου καί Έλλης Μαγιάση εις τον εν τη είσόδω τοϋ Συλλόγου είδικόν πίνακα ευεργετών, δ) να καθιερωθή βραβεΐον εις μνήμην Σωτηρίου Μαγιάση εις διακρινόμενον εις τα θετικά μαθήματα μαθητού τών Νυκτερινών Σχολών, ε) να περιληφθή ή δωρήτρια εις τον πίνακα τών Φίλων τοΰ «Παρ­

νασσοΰ» καί αποστέλλονται εις αυτήν το περιοδικόν καί άλλαι εκδόσεις τοϋ Συλλόγου. •

Η ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΕ ΤΗΣ ΑΚΙΝΗΤΟΥ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ Φ. Σ. «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ» (Θεμελίωσις νέων πολυκατοικιών)

Ή Εφορεία τοϋ «Παρνασσού», κατόπιν τής ομοφώνου εγκρίσεως υπό τής Γενικής συνελεύσεως τοΰ Συλλόγου, συνεχίζει μεθοδικώς τό πρόγραμμα τής αξιοποιήσεως τής ακινήτου περιουσίας τοΰ «Παρνασσοΰ» δια τής άνοικοδομήσεως τών πεπαλαιωμένων κτηρίων, προερχομένων έκ διαφόρων δωρεών καί κληροδοτημάτων.

Κατά τό παρελθόν έτος συνεπληρώθη ή άνέγερσις τής έπί τών οδών Ζωοδόχου Πηγής καί Τσιμισκή πολυκατοικίας, άνοικοδομηθείσης έπί οικοπέδου τής παλαιάς διω­

ρόφου οικίας περιελθούσης εις τήν ίδιοκτησίαν τοΰ «Παρνασσοΰ» έκ κληρονομιάς Κλ. Ποτιτσοπούλου.

"Ηδη ήρχισεν ή άνοικοδόμησις δύο έτερων ακινήτων, προερχομένων έκ τής κληρο­

νομιάς Γεωργίου Πολίτου, ήτοι μιας μονορόφου οικοδομής έπί τής γωνίας τών οδών Έμμ. Μπενάκη καί Γαμβέτα καί ετέρας διωρόφου έπί τών οδών Καψάλη ­ Ηροδότου καί Ν. Δούκα.

Ή τελετή τής θεμελιώσεως τών δύο νέων πολυκατοικιών έγένετο εις διαδοχικός τελετάς τήν 24ην Μαΐου 1974, παρουσία τής Εφορείας καί μελών τοΰ «Παρνασσοΰ». Μετά τάς θρησκευτικός τελετάς, ό πρόεδρος τοΰ Φιλολογικοΰ Συλλόγου «Παρνασσός», ακαδη­

μαϊκός κ. Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος έθεσε τον θεμέλιον λίθον αμφοτέρων τών ΰπό άνέ­

γερσιν νέων πολυκατοικιών. Έν συνεχεία εις σχετικήν προσφώνησίν του, έτόνισεν ότι ή άξιοποίησις τών ακινήτων τοϋ Συλλόγου, ήτις θα συνεχισθή μεθοδικώς καί εις τό μέλλον, αποτελεί αφ' ενός όφειλομένην έκδήλωσιν ευγνωμοσύνης προς τους εύεργέτας καί ένθερ­

μους ύποστηρικτάς τοΰ έργου αύτοΰ και αφ' έτερου άναγκαΐον μέτρον προς έπαύξησιν

— 316 —

τών πόρων τοϋ «Παρνασσού», 'ίνα δύναται ούτος να έκπληρώνη πληρέστερον τήν έθνωφελή και κοινωφελή άποστολήν του, ήτις εύρύνεται συνεχώς, τυγχάνει δε και τής γενικής αναγνωρίσεως και εκτιμήσεως.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΙΝ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ» (Δελτίον αριθ. 20, 'Απρίλιος ­'Ιούνιος 1974)

ΝΕΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ Φ.Σ. «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ». — Συνεχίζουσα τήν πνευματικήν και πολιτιστικήν δραστηριότητα τοϋ Φ.Σ. «Παρνασσός» ή Εφορεία, εντός των υπό τοΰ προϋ­

πολογισμού προβλεπομένων πιστώσεων, προέβη τελευταίως είς τήν εκδοσιν των κατωτέρω δημοσιευμάτων εις τήν σειράν «ΈπιστημονικαΙ διατριβαί» :

S é v é r i e n S a l a v i l l e και Ε υ γ ε ν ί ο υ Δ α λ λ ε ζ ί ο υ , Καραμανλίδικα. Τό δημοσίευμα εκ σελ. 350, αποτελεί τον τρίτον τόμον τοΰ κλασσικού έργου, περιλαμ­

βάνοντος χρονολογικώς τήν βιβλιογραφίαν των εις καραμανλικήν γλωσσαν εκδοθέντων κειμένων από τής εποχής τής αλώσεως μέχρι των ήμερων μας. Τό έργον έχει βραβευθή ύπό τής 'Ακαδημίας 'Αθηνών.

Χ ρ ί σ τ ο υ Ο ε ο δ ω ρ ά τ ο υ , Βιογραφία 'Ηλία Ζερβού Ίακωβάτου συντεθεϊσα παρ' αυτού τοΰ ιδίου. Ό τόμος εκ σελ. 175 περιέχει τήν αύτοβιογραφίαν τοΰ γνωστού Κεφαλλήνος 'Ηλία Ζερβού Ίακωβάτου, συνοδεύεται δέ υπό εκτενούς εισαγωγής καί δια­

φωτιστικών σημειώσεων τοΰ συγγραφέως, ό όποιος δια τάς περί Ζερβού μελετάς του έχει βραβευθή υπό τής 'Ακαδημίας 'Αθηνών.

ΣΥΝΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ.— Συνεχίζουσα τήν προσπάθειαν προς στενο­

τέραν γνωριμίαν καί έπικοινωνίαν τών μελών, ή 'Εφορεία τοΰ Φιλολογικοΰ Συλλόγου «Παρνασσός» ώργάνωσε καί εφέτος εν τη έδρα τοΰ Συλλόγου φιλικήν συγκέντρωσιν τό εσπέρας τοΰ Μεγάλου Σαββάτου, 13 'Απριλίου έ.έ. Μετά τήν άπό κοινοΰ παρακολούθησιν τής τελετής τής 'Αναστάσεως έν τή πλατεία τοΰ 'Αγίου Γεωργίου Καρύτση, διενεμήθησαν εις τους παρευρεθέντας κόκκινα αυγά καί τσουρέκια.

ΕΚΘΕΣΙΣ ΒΥΡΩΝΟΣ.— Τό Φιλολογικόν καί Άρχαιολογικόν Τμήμα τοΰ Συλ­

λόγου «Παρνασσός», επί τή συμπληρώσει 150 ετών άπό τοΰ θανάτου τοΰ Λόρδου Βύρω­

νος, ώργάνωσεν εις τήν αΐθουσαν τής Πινακοθήκης τοΰ Συλλόγου άπό 19ης 'Απριλίου μέχρι τής 11ης Μαΐου 1974 εκθεσιν σπανίων χαρακτικών καί βιβλίων, αναφερομένων εις τήν ζωήν καί τό έργον αύτοΰ, έν συνεργασία μετά τής Γκαλερί τών Βιβλιόφιλων.

ΣΥΓΚΛΗΣΙΣ ΓΕΝ. ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΩΣ.— Τήν 30ήν 'Απριλίου έ.έ. συνήλθεν ή Γεν. Συνέλευσις τών μελών τοΰ Φ.Σ. «Παρνασσός» δια τήν συζήτησιν καί λήψιν σχετικών αποφάσεων έπί τών έξης θεμάτων : 1) Έγκρισις αποφάσεως 'Εφορείας περί διακανονι­

σμοΰ τής προκυψάσης μετά τοΰ έργολήπτου διαφοράς, ένεκα απρόοπτου αλλαγής τών συνθηκών άνοικοδομήσεως ακινήτου όδοΰ Ζωοδόχου Πηγής, 2) Έγκρισις πορίσματος διαγωνισμού δι' άνέγερσιν τμήματος τών ακινήτων όδοΰ Καψάλη καί όδοΰ Μπενάκη.

ΕΚΔΟΣΙΣ ΜΑΘΗΤΩΝ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ.— ΟιμαθηταίΓυμνασίου ένεκαινίασανεφέτος τό πρώτον τήν πολυγραφημένην εκδοσιν ετησίου λευκώματος, περιλαμβάνοντος διαφό­

— 317 —

ρους συντόμους μελετάς, πεζογραφήματα, ποιήματα, εντυπώσεις, εκθέσεις, ανέκδοτα και γελοιογραφίας, πάντα έργα αποκλειστικώς αυτών τών ιδίων. Ή εκδοσις έσημείωσεν έπιτυχίαν, μελετάται δέ ή από τοϋ προσεχούς έτους συστηματικότερα όργάνωσις αυτής.

ΥΠΟΤΡΟΦΙΑ Γ. ΠΟΛΙΤΗ. —Τήν 30ήν Μαΐου 1974 διεξήχθη εν Σπάρτη διαγωνι­

σμός προς άνάδειξιν υποτρόφου ανωτάτης πανεπιστημιακής σχολής εις βάρος τοϋ κλει­

ροδοτήματος Γ. Πολίτου. Τα αποτελέσματα τοϋ διαγωνισμού υπεβλήθησαν προς έγκρισιν εις τό Ύπουργεϊον Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.

ΔΩΡΕΑΙ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗΝ «ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ».— Κατά τους τελευ­

ταίους μήνας προσέφεραν έργα των προς έμπλουτισμόν τής Πινακοθήκης τοϋ «Παρνασ­

σοΰ» οί κ.κ. Κυριάκος Κάσσης και Χαράλαμπος Κορωναϊος.

ΑΙ ΝΥΚΤΕΡΙΝΑΙ ΣΧΟΛΑΙ «ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ». — Εγκριθείσης τής σχετικής αιτή­

σεως, από τοϋ προσεχούς έτους θα λειτουργήση και πέμπτη τάξις τοϋ Νυκτερινού Γυμνα­

σίου «Παρνασσού». Έν τώ μεταξύ έτερματίσθη το τρέχον σχολικόν έτος, διενεργη­

θεισών τών σχετικών εξετάσεων, μέ ικανοποιητικά αποτελέσματα. Ώς και κατά τά προηγούμενα ετη και κατά το τρέχον θα άπονεμηθοΰν βραβεία εις τους διακριθέντος εις έπίδοσιν και ήθος μαθητάς και μαθήτριας. Έγένοντο ήδη σχετικαί προτάσεις ύπό τών διδασκόντων κατά τάξεις καθηγητών. Ή απονομή θά γίνη έν έπισήμω τελετή, άμα τή ένάρξει τοϋ νέου σχολικού έτους.

ΤΕΥΧΟΣ ΕΚΑΤΟΝΤΑΕΤΗΡ1ΔΟΣ ΝΥΚΤΕΡΙΝΩΝ ΣΧΟΑΩΝ «ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ».— Εξεδόθη τεϋχος εκ σελ. 166 άφιερωμένον εις τήν κατά τό παρελθόν έτος έορτασθεΐσαν έπέτειον τής έκατοντετηρίδος τής λειτουργίας τών Νυκτερινών Σχολών τοϋ Συλλόγου. Δημοσιεύονται τά πρακτικά τοϋ εορτασμού, αί γενόμεναι επί τή ευκαιρία όμιλίαι, ώς και παλαιότερα άρθρα άφορώντα εις τήν ΐδρυσιν τών Σχολών και τών εισηγητών τής ιδρύ­

σεως αυτών.

ΔΙΑΛΕΞΕΙΣ ΑΠΡΙΛΙΟΥ ­ ΜΑΪΟΥ 1974 ΤΟΥ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΥ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙ­

ΚΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ.— Κατά τό χρονικόν διάστημα 'Απριλίου ­ Μαΐου 1974 έγένοντο αί ακόλουθοι διαλέξεις, πρωτοβουλία τοϋ Φιλολογικού και 'Αρχαιολογικού Τμήματος τοΰ «Παρνασσού» :

1η διάλεξις, τήν 2αν 'Απριλίου : 'Ομιλητής όκ. Σ ώ τ ο ς Β α σ ι λ ε ι ά δ η ς , συνθέτης­

συγγραφεύς, μέ θέμα : «Καμίλ Σαίν ­ Σάνς» (2α ομιλία τοΰ Γ' κύκλου «Οί Μεγάλοι Μουσουργοί»).

2α διάλεξις, τήν 5ην 'Απριλίου : 'Ομιλητής ό Ά ρ χ ι μ. Τ ι μ ό θ ε ο ς Τ ρ ι β ι ζ ά ς , θεολόγος, μέ θέμα : «'Ιερά Παράδοσις και 'Εκκλησία εις τήν Όρθόδοξον Θεο­

λογία ν». 3η διάλεξις, τήν 19ην 'Απριλίου : 'Ομιλητής ό κ . Δημ . Λ α ζ ο γ ι ώ ρ γ ο ς ­ Έ λ λ η ­

ν ι κ ό ς, μέ θέμα «"Ενα ποιητικό πνεύμα στην Άναγεννωμένη Ελλάδα», και ή κ. Μαρία Κεσίση, μέ θέμα : «'Επτά ποιητικά έργα τοΰ Βύρωνος» (επί τή συμπλη­

ρώσει 150 ετών άπό τοΰ θανάτου τοΰ Λόρδου Βύρωνος). 4η διάλεξις, τήν 26ην 'Απριλίου : 'Ομιλητής ό κ. Ζ α χ α ρ ί α ς Β λ υ σ ί δ η ς , καθη­

γητής Πανεπιστημίου, μέ θέμα : «Φιλοσοφική θεώρησις τής δημιουργίας τοϋ αν­

θρώπου».

— 318 —

5η διάλεξις, τήν 3ην Μαΐου : 'Ομιλητής ό κ. ' Ι ω ά ν ν η ς Θ ε ο δ ω ρ α κ ό π ο υ λ ο ς , ακαδημαϊκός και πρόεδρος τοϋ Φ. Σ. «Παρνασσός», μέ θέμα : «Ό Κάντ ώς φιλό­

σοφος τοϋ συγχρόνου πολιτισμού» (επί τη συμπληρώσει 250 ετών από της γεννή­

σεως τοϋ Έμμ. Κάντ). 6η διάλεξις, τήν 7ην Μαΐου : 'Ομιλητής ό κ. ' Ι ω ά ν ν η ς Χ α ν ι ώ τ η ς , μέ θέμα :

«Οί μεγάλοι πνευματικοί ήγέται και εύεργέται τοϋ Έθνους». 7η διάλεξις, τήν ΙΟην Μαΐου: 'Ομιλητής ό κ. ' Α ν δ ρ έ α ς Τ σ ο ύ ρ α ς , μέ θέμα:

«Ό λυρικός τοϋ Παρνασσού Φοίβος Δέλφης». 8η διάλεξις, τήν 14ην Μαΐου : 'Ομιλητής ό κ. Σ π ύ ρ ο ς Χ α ρ ο κ ό π ο ς , καθηγητής

τοϋ Πανεπιστημίου, μέ θέμα : «Τό παιδί στην Τέχνη». 9η διάλεξις, τήν 21ην Μαΐου: 'Ομιλητής ό κ. Δ η μ ή τ ρ ι ο ς Κ ο υ ρ έ τ α ς , καθη­

γητής τοϋ Πανεπιστημίου, μέ θέμα : «Ψυχαναλυτική ερμηνεία της αρχαίας τρα­

γωδίας». 10η διάλεξις, τήν 24ην Μαΐου : 'Ομιλητής ό κ. ' Η λ ί α ς Δ ε σ π ο τ ό π ο υ λ ο ς , μέ

θέμα : «Ή 'Ολυμπιακή κίνησις και ή άναβίωσις της 'Ολυμπίας». 11η διάλεξις, τήν 28ην Μαΐου: 'Ομιλητής όκ . Μ ι χ α ή λ Π ε τ ρ ο π ο υ λ έ α ς , υπο­

στράτηγος έ.ά., μέ θέμα : «Ό 'Ελληνισμός και ή έπίδρασίς του».

ΔΙΑΛΕΞΕΙΣ ΑΠΡΙΛΙΟΥ ­ ΜΑΪΟΥ 1974 ΤΟΥ ΦΥΣΙΟΓΝΩΣΤΙΚΟΥ ΤΜΗΜΑ­

ΤΟΣ.— Κατά τό χρονικόν διάστημα 'Απριλίου ­ Μαΐου 1974 έγένοντο αί ακόλουθοι διαλέξεις, πρωτοβουλία τοϋ Φυσιογνωστικοΰ Τμήματος τοϋ «Παρνασσοΰ» έν συνεργα­

σία μετά της Ελληνικής 'Εταιρείας 'Ιστορίας της 'Ιατρικής :

1η διάλεξις, τήν 29ην 'Απριλίου : Όμιληταί οί κ.κ. Χ ά ρ η ς Τ ο ύ λ , μέ θέμα : « Ό θάνατος τοϋ Σωκράτους», Γ ε ρ . Η. Π ε ν τ ό γ α λ ο ς , μέ θέμα: «Αί παλαιότεραι πληροφορίαι δια τήν ίατρικήν και νοσοκομειακήν περίθαλψιν έν Κεφαλληνία βάσει ανεκδότων πηγών», Γ. Κ. Π ο υ ρ ν α ρ ό π ο υ λ ο ς , μέ θέμα : «Αί έπιδημίαι κατά τον Αγώνα».

2α διάλεξις, τήν 27ην Μαΐου : Όμιληταί οί κ. κ. Δι ο ν ύ σ ι ο ς Α ύ ρ η λ ι ώ ν η ς, μέ θέμα : «Ή αιτία τοϋ θανάτου τοϋ Μεγάλου Αλεξάνδρου», Κ ω ν σ τ . Μ π ά λ λ α ς , μέ θέμα : «Περίπτωσις έγκληματικοΰ ηγεμονικού γένους», Γ. Κ. Π ο υ ρ ν α ρ ό ­

π ο υ λ ο ς , μέ θέμα : «Ή 'Ιατροδικαστική κατά τον Αγώνα».

ΜΟΥΣΙΚΑΙ ΕΣΠΕΡΙΔΕΣ.— Εις τά πλαίσια τών καλλιτεχνικών και κοινωνικών εκδηλώσεων τοϋ Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» δια τά μέλη και τάς οικογενείας αυτών, ώργανώθησαν αί κάτωθι μουσικαί εσπερίδες :

17 Μαΐου 1974 : Συναυλία της 'Ορχήστρας 'Εγχόρδων της Καλλιτεχνικής 'Εταιρείας 'Επιστημόνων, ύπό τήν διεύθυνσιν τοϋ αρχιμουσικού κ. 'Αλέκου 'Αθανασιάδη.

31 Μαΐου 1974 : Μουσική βραδυά μέ σκηνάς από όπερες κατά μουσικήν και σκηνικήν διδασκαλίαν της Κας Ναυσικάς Βουτυρά ­ Κυριακοπούλου, Καθηγήτριας τοϋ 'Ωδείου Όρφείου 'Αθηνών.

ΔΩΡΕΑΙ ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΝΥΚΤΕΡΙΝΩΝ ΣΧΟΛΩΝ. — Κατά τό χρονικόν διάστημα 'Απριλίου ­'Ιουνίου 1974 έγένοντο αί κάτωθι δωρεαί υπέρ τών Νυκτερινών Σχολών τοϋ «Παρνασσοΰ».

κ. και κας Χρ. Δημακοπούλου εις μνήμην Χριστίνας Καϊμάκη δρχ. 500, κας Καίτης Βουρλούμη εις μνήμην Τασώς Βουρλούμη δρχ. 1.000, κ. καί κας Κ. Μπακόλα εις μνήμην

— 319 —

Τασώς Βουρλούμη δρχ. 1.000, κας Βέττης Καλή εις μνήμην τοϋ συζύγου της Τάσου Καλή δρχ. 1.000, κ. καί κας Π. Οικονόμου ­ Γκούρα εις μνήμην Κύρου Κύρου δρχ. 1.000, κ. Χαραλ. Λινάρδου εις μνήμην Κύρου Κύρου δρχ. 1.000, κ. Ίω. Μαγκλαροπούλου εις μνήμην Άλεξ. 'Αναστασοπούλου δρχ. 1.000, κ. Ίω. Θεοδωρακοπούλου εις μνήμην 'Αλίκης Γιαν­

νόπουλου δρχ. 1.000, κ. Μιχ. Μελά εις μνήμην Κύρου Κύρου δρχ. 500, κ. καί κας Κωνστ. Μπακόλα εις μνήμην Μαρίας Μαρκεζίνη δρχ. 1.000, κ. Έπαμ. Βρανοπούλου εις μνήμην των γονέων του 'Ανδρέου καί Μαρίας δρχ. 4.000, κ. Π. Λυκούδη εις μνήμην Θεμιστο­

κλέους Θεμιστοκλέους δρχ. 500, κας Έλβ. Μιχαηλίδου εις μνήμην τοϋ συζύγου της Δώρου Μιχαηλίδη δρχ. 500.

ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ Φ.Σ. «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ» ΕΙΣ «Α.Π.Ε.Λ.Ε.». —Κατόπιν σχετικού έγ­

γραφου της Β' 'Ανωτέρας Έκπαιδ. περιφερείας τοΰ Υπουργείου 'Εθνικής Παιδείας καί Θρησκευμάτων, ή 'Εφορεία τοΰ Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» ύπέδειξεν ώς έκπρό­

σωπον τοϋ Συλλόγου προς συμμετοχήν εις τήν Άνωτέραν Περιφερειακήν Έπιτροπήν Λαϊκής 'Επιμορφώσεως (Α.Π.Ε.Α.Ε.) τον έκ των μελών αυτής κ. Χρήστον Σολομωνίδην.

μ. μ.

ΝΕΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ Ε λ λ η ν ι κ ά , τόμ. 26ος, Θεσσαλονίκη 1973. Μ α θ η τ ώ ν Γ υ μ ν α σ ί ο υ «Παρνασσού», 'Αναμνηστικό τεΰχος για τήν Εκατονταε­

τηρίδα των Σχολών μας. 'Αθήνα 1974. ' Ι ω ά ν ν ο υ Π ρ ο μ π ο ν α, Ή μυκηναϊκή εορτή «Θρονοελκτήρια, καί ή έπιβίωσις

αυτών εις τους ιστορικούς χρόνους, εν 'Αθήναις 1974. Τ ά κ η Δ ό ξ α , Στή χώρα τοΰ Αυγεία (μυθιστόρημα), 'Αθήνα 1973. Π. Σ ι ν ό π ο υ λ ο υ , Ρωμανοϋ τοΰ Μελωδού: Κοντάκια Α' (μορφ.), 'Αθήναι 1974. ' Α ν δ ρ έ α Φ υ λ α κ τ ό ΰ, Σολωμικοί απόηχοι στο «"Αξιον Εστί» τοΰ 'Οδυσσέα 'Ελύ­

τη, Λευκωσία 1974. Τ ά σ ο υ Κ ό ρ φ η , Ρώμος Φιλύρας, 'Αθήνα 1974. Γ ι ώ ρ γ ο υ Κ α ρ α π ά ν ο υ , Δώρα τής αγάπης (ποιήματα) έκδ. 2α, 'Αθήνα 1974. ' Ι ω ά ν ν ο υ Π α π α β α σ ι λ ε ί ο υ , Ό Κωστής Παλαμάς καί ή "Αρτα, 'Αθήναι 1973. Σ τ ρ α τ ή Δ ο ύ κ α , Ένώτια, 'Αθήνα 1974 Νέα Εστία, Τζώρτζ Νοέλ Γκόρντον Μπάϋ­

ρον ('Αφιέρωμα έπί τη 150ή έπετείω τοϋ θανάτου του), 'Αθήνα 1974. ' Α δ α μ α ν τ ί ο υ Ά ν ε σ τ ί δ η , Ελληνικής Δημιουργίας Εύρετήριον, Βιβλιογραφικός

κύκλος «Λυκείου ή Αθηνά» 'Εκπαιδευτηρίων Γ. Ζηοίδη, 'Αθήναι 1974. Ν ί κ ο λ. Π α ν . Π α π α δ ο π ο ύ λ ο υ , Κατακαημένου Μοριά Σελίδες τοΰ 1821, τόμ.

Α', 'Αθήναι 1974. Σ τ ε φ ά ν ο υ Ι. Μ α κ ρ υ μ ί χ α λ ο υ , Sir Edward Fitzgerald Law. "Ενας λησμονη­

μένος Βρεττανός Φιλέλλην, 'Αθήναι 1974. ' Ι ω ά ν ν ο υ Σ. Ά λ εξ ά κ η, Ό Νομός 'Ηρακλείου καί ό Στρατός του, Ήράκλειον

1973. Θ ό δ ω ρ ο υ Μ έ μ ο υ Π ο λ ί τ η , Ή Συμβολή τής Αιτωλοακαρνανίας στην Επανά­

σταση τοΰ 1821, Μεσολόγγι 1974. Κ ω ν σ τ . Ι. Κ ο ύ ρ ν ι α , Ή άτομικότης τών μαθητών καί ή διάγνωσις αυτής,'Αθήναι. Ξ ά ν θ ο υ Λ υ σ ι ώ τ η , Fragments (Ποιήματα), Κύπρος 1973. Ξ ά ν θ ο υ Λ υ σ ι ώ τ η , Άσφόδελοι (Ποιήματα), Κύπρος 1974. Γ ι ώ ρ γ η Χ α λ α τ σ δ , Ή Νεοελληνική Ράτσα (Δοκίμιο), 'Αθήναι 1974.

— 320 —

Η λ ί α Χ ά λ η , Ή Κοινωνία των νεκρών (Ποιήματα), 'Αθήναι 1974. Φ ώ φ η ς Κ. Κ υ ρ ι ά κ ο υ , Ή κόρη τοϋ γερο - Δήμα (Ποιήματα), 'Αθήναι 1974. Σ τ έ λ ι ο υ Κ ά σ τ α ν ο υ Μ ε δ ί κ ο υ , Αί βάσεις τής αριστοκρατίας τοϋ πνεύματος,

'Αθήναι 1974. Π ε ρ ι κ λ έ ο υ ς ' Α ν τ ω ν ί ο υ Χ α τ ζ ή , Νήσος Σαλαμίς, 'Αθήναι 1974. Σ ι μ ο ύ Μ ε ν ά ρ δ ο υ , Λόγοι περί Byron,'Αθήναι. Δελτίον'Αναγνωστικής Εταιρίας

Κερκύρας, 1973. Κρητικά Χρονικά, τόμος ΚΕ' 1973. Λ ε ά ν δ ρ ο υ Τ σ ι μ έ ν η , Λόγια τής "Ιριδας (Ποιήματα), 'Αθήναι 1974. Ζ ά χ ο υ Σ α μ ο λ α δ ά , Ή κλασσική μας 'Αλήθεια, Θεσσαλονίκη 1974. ' Ι ω ά ν ν ο υ Μ. Χ α ρ ί τ ο υ , Έδεσσα, 'Αθήναι 1974. Μ ε ρ ό π η ς Ο ι κ ο ν ό μ ο υ , Ό Τζών Κήτς και ή Ελλάδα (Μελέτη), 'Αθήναι 1974. Μ ε ρ ό π η ς Ο ι κ ο ν ό μ ο υ , Λόρδος Τζώρτζ Γκόρντον Μπάϋρον, 'Αθήναι 1974. Μ ε ρ ό π η ς Ο ι κ ο ν ό μ ο υ , Ήχοι και 'Αντίλαλοι (Ποιήματα), 'Αθήναι. Είς τιμήν

Σταύρου Πλακίδου, 'Αθήναι 1974. F e r d i n a n d o Lo C a s c i o , La forma letteraria della vita di Apollonio Tianeo,

Palermo 1974. G e o r g i o s F a t o u r o s , Die Briefe des Michael Gabras I, Wien 1973. G e o r g i o s F a t o u r o s , Die Briefe des Michael Gabras II, Wien 1973.

ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ» ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ : ΓΕΩΡΓΙΟΣ θ. ΖΩΡΑΣ

Α\ «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ»

Φιλολογικον περιοδικον κατά τριμηνίαν έκδιδόμενον Έκαστος τόμος σελ. 650. — Ετησία συνδρομή : δρχ. 240.

Β'. ΣΕΙΡΑ ΔΙΑΛΕΞΕΩΝ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΩΝ

Έ ξ ε δ ό θ η σ α ν : 1. Κωστή Παλαμά, 'Ανδρέας Κάλβος, Αθήναι 1969. 2. Κωστή Παλαμά, Ιούλιος Τυπάλδος, Αθήναι 1970. 3. Γ. Τ σ ο κ ο π ο ύ λ ο υ , ΟΙ αδελφοί Σούτσοι καΐ ή πολιτική ποίησις έπί 'Οθωνος,

•Αθήναι 1970. 4. θ. Β ε λ λ ι α ν ί τ ο υ , Πολυλ&ς, Μαρκορας καί ή Σχολή τής Κερκύρας, 'Αθήναι

1970. 5. Ι ω ά ν ν ο υ Ζερβό0 , 'Ανδρέας Λασκαρατος, Αθήναι 1970. 6. Δ ι ο ν υ σ ί ο υ Στεφάνου , Γεώργιος Τερτσέτης, 'Αθήναι 1971 7. Α ρ ι σ τ ο τ έ λ ο υ ς Κ ο υ ρ τ ί δ ο υ, Ή έξέλιξις τοΟ διηγήματος καί μυθιστορή­

ματος μέχρι τής επαναστάσεως καί 6 'Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής ως διηγη­ματογράφος, 'Αθήναι 1972.

8. Α ρ ί σ τ ο υ Καμπάνη, Καλλιγάς καί Ζαμπέλιος, Αθήναι 1972. 9. Κ. Παλαμά, Βιζυηνός καί Κρυστάλλης, Αθήναι 1973.

Έκαστον τεΟχος δρχ. 20.

Γ. ΣΕΙΡΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΏΝ ΔΙΑΤΡΙΒΩΝ

1. Μ. Μαντουβάλου , Τα έν 'Ελλάδι πολιτικά γεγονότα τοΟ 1862 καί τά εν τώ «Παρνασσώ» κατάλοιπα τοΟ Δ. Βούλγαρη, 'Αθήναι 1971, σελ. 196. Δρχ. 100.

2. Ά ρ. Σ τ ε ρ γ έ λ λ η, Τα δημοσιεύματα τών 'Ελλήνων σπουδαστών τοΟ Πανεπιστη­μίου τής Πάδοβας τον 17ον καί 18ον αίώνα, Αθήναι 1970, σελ. 266. Δρχ. 100.

3. Έπα μ. Β ρ α ν ο π ο ύ λ ο υ , 'Ελληνιστική Χαλκίς. Συμβολή είς τήν ίστορίαν τών ελληνιστικών χρόνων τής Χαλκίδος, 'Αθήναι 1972, σελ. 80. Δρχ. 100.

4. Ε ύ γ. Δ α λ λ ε ζ ί ο υ , Καραμανλίδικα, 'Αναλυτική βιβλιογραφία τουρκόφωνων έργων τυπωθέντων μέ ελληνικά στοιχεία, Γ", 1866 ­1900. Έργον βραβευθέν ύπο τής Ακα­δημίας Αθηνών, Αθήναι 1973, σελ. 350. Δρχ. 200.

5. Έ π α μ. Β ρ α ν ο π ο ύ λ ο υ, Ή κατά τών Ρωμαίων εκστρατεία τοϋ Άντιόχου τού Γ' είς τήν Ελλάδα, 'Αθήναι 1974, σελ. 110. Δρχ. 100.

6. Χρίστου Θεοδωράτρυ, Βιογραφία 'Ηλία Ζερβού Τακωβάτου συντεθεΐσα παρ' αύτοΟ τοϋ ίδίου, 'Αθήναι 1974, σελ. κς' + 154. Δρχ. 150.