Iwoyhdjkbadvigvb

52
Σκλήθρες από ιστορία. Ένα καράβι που χτίστηκε μέσα σου από το συμβάν, θέλει τη θάλασσα. Αν είναι εντάξει το σκαρί, θ’ ανέβει η μάνα στο κατάρτι ν’ αγναντεύει τ’ αεροπλάνα. Θα περνάει κι ο πατέρας με το ανεμοπλάνο του. Κι εσύ; Εγώ; Τόσα ρολά σχέδια σκονισμένα στα ράφια με τα εργαλεία. Ένας κόσμος που γινόταν. Μυρμηγκιάζουν τα παραμορφωμένα σου δάχτυλα. Κοιτάς, όχι δε βούλιαξε, αν πάει έτσι καλά, μια μέρα θα σπρώξεις τη βάρκα στο νερό, να εδώ, τη χιλιομπαλωμένη. Θα το ρυμουλκήσεις έξω από το λιμάνι. Προς το παρόν με μακροβούτια κι η Βάρδια στο μυαλό. (2013 ανοίγω τη σελίδα ‘Άνοια –θυμάσαι;’ στο fb.) Μη θυμώνεις, είναι η αρρώστια. Μπορείς να την αντικρίζεις και να της γελάς; ένα γερασμένο πρόσωπο αναζητείται στην οθόνη στο δρόμο βαδίζει ψαχουλευτά μπογιατισμένη αλλόκοτη γριά ο πρώην δάσκαλος στέκει ώρα στα ψιλικά στο εστιατόριο πρώην χειμερινός κολυμβητής μάτια θαμπά πτώσεις κλειδιά χαμένα φωνές πίσω από τοίχους η τρελή η γειτόνισσα κρεμασμένη στο μπαλκόνι ο παππούς στραβοκουμπωμένος η μάνα θα έρθουν τα παιδιά τι ώρα είναι μ’ έχεις ρωτήσει χίλιες φορές παράτα με έλα να κάνουμε μπάνιο να φύγεις

description

hghghgfhfghghgfh

Transcript of Iwoyhdjkbadvigvb

Page 1: Iwoyhdjkbadvigvb

Σκλήθρες από ιστορία.

Ένα καράβι που χτίστηκε μέσα σου από το συμβάν, θέλει τη θάλασσα. Αν είναι εντάξει το σκαρί, θ’ ανέβει η μάνα στο κατάρτι ν’ αγναντεύει τ’ αεροπλάνα. Θα περνάει κι ο πατέρας με το ανεμοπλάνο του. Κι εσύ; Εγώ; Τόσα ρολά σχέδια σκονισμένα στα ράφια με τα εργαλεία. Ένας κόσμος που γινόταν. Μυρμηγκιάζουν τα παραμορφωμένα σου δάχτυλα. Κοιτάς, όχι δε βούλιαξε, αν πάει έτσι καλά, μια μέρα θα σπρώξεις τη βάρκα στο νερό, να εδώ, τη χιλιομπαλωμένη. Θα το ρυμουλκήσεις έξω από το λιμάνι. Προς το παρόν με μακροβούτια κι η Βάρδια στο μυαλό.

(2013 ανοίγω τη σελίδα ‘Άνοια –θυμάσαι;’ στο fb.)

Μη θυμώνεις, είναι η αρρώστια. Μπορείς να την αντικρίζεις και να της γελάς;

ένα γερασμένο πρόσωπο αναζητείται στην οθόνηστο δρόμο βαδίζει ψαχουλευτάμπογιατισμένη αλλόκοτη γριά

ο πρώην δάσκαλος στέκει ώρα στα ψιλικάστο εστιατόριο

πρώην χειμερινός κολυμβητήςμάτια θαμπά

πτώσειςκλειδιά χαμένα

φωνές πίσω από τοίχουςη τρελή

η γειτόνισσα κρεμασμένη στο μπαλκόνιο παππούς στραβοκουμπωμένος

η μάναθα έρθουν τα παιδιά

τι ώρα είναιμ’ έχεις ρωτήσει χίλιες φορές

παράτα μεέλα να κάνουμε μπάνιο

να φύγειςπού να πάωτι να κάνω

Page 2: Iwoyhdjkbadvigvb

δεν αντέχω άλλο…

Δεκέμβρης 2013

Ιστορικό (2004-2010)

Αλλαγές I (2004-8)

Είχε γίνει νευρική, τα έβαζε με τον άντρα της. Το θεωρείς φυσιολογικό, γέρασαν σκέφτεσαι. Τη θυμάμαι να επιμένει ένα μήνα, ότι της πήρε τα γατάκια και τα πέταξε. Όποια γάτα γεννούσε τότε στη γειτονιά, της έφερνε τα μωρά της. Αποκλείεται να τα πέταξε της έλεγα, θα τα πήρε η μάνα τους. Επέμενε σχεδόν με κακία. Έχει πάθει μανία καταδίωξης, σκέφτηκα με κάποια ελαφρότητα. Ο πατέρας ήταν σιωπηλός κι ευέξαπτος άνθρωπος. Χρεωνόταν απ’ όλους ότι τη στενοχωρούσε γιατί ήταν εκείνη ευγενική και ήπια. Μια μέρα που κοντραρίστηκα μαζί της, μην της μιλάς είναι τρελή, μου είπε χαμηλόφωνα. Τον περιφρόνησα μέσα μου γι’ αυτή την πρωτοφανή του ασέβεια. Εκείνος όμως, ζούσε την αλλαγή της. Κι η ίδια μου έλεγε πια με παράπονο στο τηλέφωνο, όλο θυμώνω, ο μπαμπάς είναι καλός, δε μου αντιμιλάει. Γερνάει, σκέφτηκα της λείπουν και οι μαθητές της. Είχε μόλις πάρει σύνταξη. Είχαν μόλις πάει να μείνουν στο εξοχικό. Ο πατέρας αρνήθηκε να ξανακατέβει Αθήνα. Κατέβαινε μόνη της κι επέστρεφε γρήγορα, να μην τον ανησυχήσει. Οι συγγενείς την πείραζαν, δε θα πάθει και τίποτα αν τον αφήσεις και λίγο μόνο. Αλλά αν αργούσε, εκείνος κοιτούσε απ’ την καγκελόπορτα το δρόμο. 

Πέρασαν έτσι τέσσερα χρόνια κι ένιωθα μέσα μου ότι κάποιος από τους δύο θα πάθει κάτι σοβαρό. Τη μάνα περίμενα. Το 2008 πέθανε ο πατέρας, από ανακοπή. Πάει ο μάστορας.

Αλλαγές II(Οκτώβριος 2008)

Page 3: Iwoyhdjkbadvigvb

‘Έφερε χόρτα και του φώναξα που γέμισε χώματα την κουζίνα. Δεν είπε τίποτα, μόνο δε νιώθω πολύ καλά, και πήγε να κάνει μπάνιο. Αργούσε τον φώναξα δεν απαντούσε, πήγα να δω, είχε ξαπλώσει και πέθανε. Να βγω να φωνάξω βοήθεια, κατέβαινα τις μισές σκάλες κι αν ζούσε ακόμη, εγώ φταίω, τον μάλωσα, γιατί δεν πήγε στο γιατρό, τι κρίμα…’Όταν φτάσαμε όλοι, πήγε και ξάπλωσε δίπλα του κουβαράκι, κρατώντας το χέρι του. Πήγα κι εγώ σε λίγο στάθηκα στην πόρτα ήταν οι δυο τους. Κάθισα από την άλλη πλευρά έπιασα το άλλο του χέρι. Το πρόσωπό του ήταν τόσο ήρεμο αλλά κάπως κίτρινο. Μετά γίναν όλα πολύ γρήγορα. Στους ανθρώπους που την συλλυπούνταν έλεγε αυτό το παράπονό της που ήταν πεισματάρης και δεν πήγε στο γιατρό. Έμεινα τότε πέντε μήνες μαζί της. Έτρωγε ελάχιστα, δούλευε ασταμάτητα, περπατούσε πολύ, μιλούσε λίγο. Μια νύχτα, την άκουσα στην κουζίνα, προσπαθούσε να φάει, έκλαιγε πνίγηκε, χρειάστηκε να την αγκαλιάσω και να της πιέζω το στομάχι, πετάχτηκε το παξιμάδι, κάτσαμε αντικριστά στα πλακάκια και κλαίγαμε. Την άνοιξη γύρισα στην Αθήνα, δεν ήθελε να έρθει κι ας είχε το σπίτι της εδώ, κατάλαβα ότι έμενε για τον πατέρα. Για εκείνη τη μέρα μου μίλησε ένα απόγευμα, είχε περάσει ένας χρόνος.

Δύσκολη περίπτωση, είπε ο γιατρός.

Ένας άνθρωπος διεκδικεί να μείνει μόνος με το πένθος του. Έχει ζήσει παράγοντας έργο με σιδερένια πειθαρχία. Λέει στα παιδιά της: εγώ ποτέ δε σου έδωσα συμβουλές. Συνεχίζει να είναι δραστήρια πάση θυσία. Τα παιδιά της επιστρέφουν στη διαχείριση της δικής τους ζωής.Μένει μόνη στον τόπο του πένθους. Βρίσκεται στο τοπίο των ονείρων του άντρα της. Αυτός που ήταν μισό αιώνα δίπλα της λείπει και φταίει εκείνη. Τα παιδιά λείπουν στις δουλειές τους, εγγόνια δεν έχει. Ούτε μαθητές έχει πια. Ούτε φίλους έχει, δουλειά-σπίτι η ζωή της. Θρήσκα δεν είναι. Μόνο τα χέρια της και τα πόδια της, έχει. Γυρνάει εκεί που γεννήθηκε η περηφάνια κι η δύναμή της. Είναι η γιαγιά που είχε άνοια κι όλο έφευγε. Η μάνα που ‘ξενοδούλευε’ κι όλο έλειπε. Ο μεγάλος αδερφός που έτρωγε όλη τη φακή για να γλυτώσουν τα δίδυμα. Ο πατέρας έχει πεθάνει πολύ νωρίτερα. Η μάνα στην ενηλικίωσή τους. Οι φτωχοί πεθαίνουν νέοι. Σ’ αυτή τη διαδρομή, της βάζει τρικλοποδιά η άνοια και τη νικάει. Δεν επιστρέφει ποτέ ολόκληρη.

 (Κάπου στην αρχή των γεγονότων, απ' το ραδιόφωνο σημείωνε σ' ένα χαρτί, το είχα πάρει να της βρω τους στίχους, είναι το 'σβήσε τα μάτια μου', απ' το 'βιβλίο των ωρών', του Ρίλκε, σε μετάφραση Παλαμά)

Page 4: Iwoyhdjkbadvigvb

...

Αλλαγές III2009-2010 (α)(η μάχη)

Άμα έλειψε εκείνος που δεν είχε γιο μείνανε τρεις γυναίκες, μια εδώ, μια εκεί, μια ακόμα πιο μακριά, κι από το τηλέφωνο που δεν αγαπούσαν μιλούσαν πολλές φορές την ημέρα. Πήγαινα να τη δω δυο τρεις φορές την εβδομάδα, πλησιάζοντας πατούσα την κόρνα χαρούμενα απανωτά, όπως χτυπούσα το κουδούνι όταν γυρνούσα από το σχολείο κι άνοιγε χωρίς να ρωτήσει. Καλοκαίρι, μετά τις δέκα το πρωί αν έφτανα, θα ήτανε κάπου έξω να καθαρίζει με χέρια γυμνά ξερόχορτα κι αγκάθια, κάτω απ’ τους ήλιους μια λεπτεπίλεπτη γυναίκα της πόλης. Εμφανιζόταν, μιλούσε από μακριά, έσβηνα τη μηχανή, ήρθες, έλεγε κι ήμασταν ευτυχισμένες, έφτιαχνα καφέ, δέκα λεπτά άντεχε καθιστή. Τα βράδια κοιμόταν στις δέκα, ξυπνούσε τρεις κι έμενε ξαπλωμένη στα σκοτεινά να σκέφτεται μέχρι να ξημερώσει. Να σηκωθεί, ν’ ανοίξει διάπλατα, να κάνει το σπίτι κούκλα, ν’ αστράψει η αυλή, να βγει να περπατήσει με πειθαρχία αθλήτριας. Έπειτα, όσο μίκραινε η μέρα κλεινόταν μέσα, κάθισε πρώτη φορά στη ζωή της μπροστά στην τηλεόραση, ένα σίριαλ ανέλαβε να παρακολουθεί με τάξη. Τότε φάνηκε αφηρημάδα και μελαγχολία, άφησε τέλος την καρέκλα με την ίσια πλάτη, βούλιαζε στην πολυθρόνα και την έπαιρνε ο ύπνος. Σηκωνόταν μετά και στριφογύριζε ως αργά, αρχίσαμε να γεμίζουμε τα ντουλάπια με γλυκά, δεν ήθελε να μαγειρεύει. Τι νόημα έχει, έλεγε, ένας άνθρωπος μόνος.

...

Αλλαγές III2009-2010 (η ήττα)

Ήταν θλιμμένη, σιωπηλή, αδυνάτιζε ολοένα, ήταν λογικό, πάντα υπήρξε σιωπηλή και ποιος τρώει όταν πενθεί… Λογικό να κλαις όταν πεθαίνουν στα χέρια σου νεογέννητα γατάκια και τα θάβεις κάτω από την ελιά. Λογικό, αν το μπορείς στα 75 σου, να πηδάς από τις σκάλες στο μπαλκόνι όποτε σου έκλεισε ο αέρας την εξώπορτα. Λογικό να θυμώνεις με την κόρη σου που νομίζει ότι τα ξέρει όλα κι ούτε είναι εκεί κάθε μέρα να σου λέει τι να κάνεις. Δεν είσαι τάχα άξια ν’ αναλάβεις κι όλες τις ευθύνες που είχε ο άντρας σου; Και τι πειράζει αν η πένσα δεν είναι για κλάδεμα ή μήπως δε δούλεψες μια ζωή για να έχεις δικαίωμα να πλένεις όσες ώρες θέλεις το δρόμο; Στη βόλτα, μετανάστες της πρόσφεραν λαχανικά κι όταν έρχονταν μαμά-έχει-δουλειά έλεγε πάντα ναι -ας ήταν το δικό μου μεράκι ο κήπος. Δεν κατάφερε να μάθει το σούπερ μάρκετ, την έπιανε το κεφάλι της ξεχνούσε τι ήθελε. Ο ταμίας της τράπεζας άρχισε να ρωτά μήπως θέλετε διακόσα ευρώ κι όχι δύο χιλιάδες; Φθινόπωρο το πήραμε απόφαση πλέον, μόνο δεν φανταζόμασταν ότι είχαμε αργήσει. Γυρεύαμε τρόπο να την πάμε στο γιατρό, δε σήκωνε πια μύγα στο σπαθί της, ήρθε εκείνος σπίτι. Δε θα ξεχάσω ποτέ την εικόνα, ένα τρομαγμένο παιδί ζάρωνε να εξαφανιστεί στον καναπέ κι απέτυχε στις εξετάσεις.

(Ο πρώτος που το αντιλήφθηκε ήτανε παθολόγος. Πήγε να της γράψει το φάρμακο

Page 5: Iwoyhdjkbadvigvb

για την πίεση και την παρέπεμψε σε νευρολόγο. Βέβαια δεν της είπε ‘έχεις άνοια κυρά μου’. Κι αργότερα αυτός ο γιατρός είχε τον τρόπο να την ηρεμεί. Λέτε να πάω, το συζήτησε και την ενθαρρύναμε. Η νευρολόγος αποδείχτηκε παλιά της μαθήτρια και διέγνωσε κατάθλιψη λόγω πένθους. Γνωρίζαμε πόσο την αγαπούσαν και τη θαύμαζαν οι μαθητές της. Άλλωστε ο παθολόγος είχε ανοϊκό πατέρα. Κι εμείς κάτι βλέπαμε, όχι βέβαια τα μελλούμενα.)

...

Αλλαγές III (γ)Ιανουάριος 2010Η διάγνωση

Πώς ήταν εκείνο το ανέκδοτο, θυμάσαι; Δοκιμάστε λοιπόν να κάνετε ένα διαγνωστικό τεστ. Η απλότητα των ερωτήσεων προκαλεί αμηχανία. Η αδυναμία να απαντήσεις, τρόμο. Μην έχετε άγχος λένε οι γιατροί, βλάπτει σοβαρά την καρδιά. Ο ανθρώπινος κόσμος περιπλέκεται ολοένα. Πού πάει η πραγματικότητα όταν χάνεται το αυτονόητο της λέξης;

...

‘Ξέρετε, έχει πεθάνει ο άντρας μου, νιώθω θλίψη, καταλαβαίνετε, δε θέλω να μιλάω πολύ’. Διπλώθηκα στα δύο, ήθελα να κρυφτώ, ο γιατρός δεν της χαρίστηκε. ‘Καταλαβαίνω, άλλο όμως σας ρώτησα’. Έπρεπε ν’ απαντήσει. Δεν μπορούσε. Αυτό το καταλάβαινε, ότι δε μπορούσε. Άφησε μαλακά το χαρτί στο τραπέζι. Όταν έφευγε ο γιατρός πήγε στο δωμάτιό της. Από το κινητό στο μπαλκόνι του σαλονιού μάθαμε τη διάγνωση. Πήγαμε μέσα, καθόταν στο κρεβάτι, σηκώθηκε, ήξερα το βλέμμα της. Είχα ζήσει το θυμό της τους μήνες που πέρασαν. Τώρα ήταν κι η άλλη κόρη της εδώ για τις γιορτές, –δούλευε στο εξωτερικό. Έφυγα, ένα παράθυρο αφημένο ανοιχτό κι οι δυο της γάτες δε θα είχανε πια φαΐ. Να την κρατήσετε στην Αθήνα, είχε πει ο γιατρός, έπρεπε να τις φέρω. Άφησα την αδερφή μου μόνη να της ανακοινώσει ότι έχει άνοια. Πως πρέπει να παίρνει φάρμακα. Όλη νύχτα έκλαιγε και πνιγόταν, μου είπε μετά....

Ετυμηγορία εκείνο το αργήσατε. Ο άνθρωπος γυμνώνεται απ’ τη ζωή του. Ονομάζεται ασθενής ή φροντιστής. Το γιατρό θα υπακούαμε τα επόμενα χρόνια. Μάλλον εκείνος θα μας άκουγε να περιγράφουμε και να ρωτάμε. Οι εξηγήσεις σε επίπεδο επιστημονικό τόσο περίπλοκες όσο ο ανθρώπινος εγκέφαλος. Διαβάσαμε τότε πολύ χωρίς να βοηθηθούμε. Οι πρακτικές απαντήσεις, ένας οδηγός συμπεριφοράς, ηρεμία κι επίβλεψη. Οι φροντιστές επίσης χρειάζονται υποστήριξη. Είχαμε την αλαζονεία του υγιούς ανθρώπου. Δυο χρόνια μετά, σε άθλια ψυχική κατάσταση, στην καρέκλα ενός οδοντογιατρού συνειδητοποιώ. Μου κάνει τη θεραπεία διηγούμενος πώς ο παππούς άνοιξε το κεφάλι του πατέρα φωνάζοντας αέρααα. Πώς η γιαγιά μάθαινε στα σκαλοπάτια κάθε βράδυ το θάνατο του άντρα της. Δε χρειάζομαι καν αναισθητικό. Υπάρχουν στιγμές που οι φροντιστές γελούν με την καρδιά τους ανταλλάσσοντας ιστορίες. Επιζώντας της ήττας για να είναι χρήσιμοι. (2012)

Page 6: Iwoyhdjkbadvigvb

Don't Worry.stop.Χάπι new year.stop.Τ ρ ο μ α κ τ ι κ ό.stop. (31-12-09)

Τόσο απλά.Ούτε ν' ανοιγοκλείσεις τα μάτια δεν πρόλαβες.Ίσια στο δόξα πατρί την έφαγες.Άναυδη με το θράσος μας.

Απόλυτη ομοφωνία ερήμην σου.Για να σ' έχουμε λίγο ακόμα.Ανάμεσά μας.Περίπου.Ημερωμένη και ασφαλή.

Με κοίταξες τόσο σαφώς στα μάτιαόσο ποτέ-όσο ποτέ πια-δεν το πίστευες ότι σε είχαμε δώσει. Φαίνεται δε σου απάντησαν τα δικά μου. Ο άρτι αφιχθείς δεν ήξερε για την περίφημη ακοή σου. Η μεγάλη σου κόρη την παρέβλεψε. Όσο να συνωμοτήσουν μία στιγμήδιάβασα τα χείλια σου.

Page 7: Iwoyhdjkbadvigvb

Στο επιβεβαίωσα ναι, γιατρός. Από την περιφρόνησή σου-δεν το ήξερα τότε-θα γλίτωναχάρηστην άνοια και τα φάρμακα.Μου γύρισες την πλάτηείχαν προχωρήσει στο σαλόνι σουπήγες, κάθισεςσφιγμένα ευγενώς χείληξένη.Μισοκρύφτηκα στην πόρτα του χωλστη σκιά της βιβλιοθήκηςεκεί που μεγάλωσαξένη.Οι δυο τους κυριαρχούσανπερίμενεςΠάντα υπήρξες σιωπηλή.Σε ξετρύπωσε πάλι ο δάσκαλος πίσω από πλάτεςπρώτη φορά δεν ήξερες μάθημα.Δε χαμήλωσες τα μάτιαμόνο ακούμπησες πίσωπρώτη φορά.Περίμενες να φύγει.Η μεγάλη σου κόρη σε αντιμετώπισε.Έσπασες.Σε κράτησε.Έφυγα-νικημένη είχα έρθει-άδεια.

(Κι όμως μου άρεσε τόσο που είχες σηκώσει παντιέρα στα ήθη σου.)

Φαντάσματα (2009-2014)

Είχα κι εγώ τα δικά μου. Κι ο κόσμος γύρω κι αυτός κατέρρεε. Εκείνο τον καιρό, ειδικά τα πρώτα χρόνια, πόσο έμεινα μαζί της, ένιωθα ότι πρόδινα αλλού. Η ανάγκη της πως έκλεβε απ’ τη ζωή επιθυμίες και βάσανα. Από τις παραλίες έρχονταν νοσταλγικά γραπτά. Το καλοκαίρι στην Ελλάδα είναι βαρύ υπνωτικό. Εγώ στη θάλασσα δεν πήγαινα μη χάσω το λίγο μυαλό που μου έμενε. Έλεγα δυο κουβέντες μ’ ένα άσπρο γάτο στο περβάζι. Ήξερα ότι θα πεθάνει νωρίς γεννημένος ξένος. Ταξίδευα νύχτα σε κίτρινες λεωφόρους. Τα δάχτυλα χωμένα στο στήθος του σκύλου. Είπαν ότι για να με αλαφρώσει αυτός αρρώστησε τόσο βαριά. Τότε άρχισα να κρύβω λόγια παντού και τα έχανα. Τώρα όπου και ν’ ανοίξω ζητούν το χαμένο τους χρόνο. Κι ζωή τρέχει σα να την κυνηγούν χίλιοι διαβόλοι.

Page 8: Iwoyhdjkbadvigvb

Ο συμβολαιογράφος (2009)

Μέσα στο πένθος τους τρέχουν οι άνθρωποι με τη γραφειοκρατία. Είναι απόγευμα, δε θέλει να οδηγήσει μια ώρα με τον ήλιο στα μάτια. Θα πάμε με το δικό μου αλλά δεν είναι απλό, τίποτα δεν είναι απλό πια. Απ’ τον πατέρα που ήταν νευρικός είχε πάρει φόβο, στη θέση του συνοδηγού μούδιαζε το δεξί πόδι της να φρενάρει. Αντιλαμβανόταν εκείνος απ’ του κορμιού το τέντωμα, θα τρυπήσεις τη λαμαρίνα, αστειευόταν θιγμένος. Αν κινδύνεψε ποτέ μαζί του τη ρωτούσε έπειτα και συνέχιζε το ράλλυ. Έμαθα πλέον εγώ για χάρη της ν’ αυξομειώνω ταχύτητα μόνο με το πετάλι του γκαζιού. Αλλιώς την έπιανε το στομάχι της, νευρίαζε, τσακωνόμασταν στριμωγμένες μες την καμπίνα.

Μ’ όλη την αγωνία μου, εκείνο το απόγευμα, φτάσαμε Αθήνα αισίως. Μία στο τρένο θα μπούμε, της είπα, υπογράφεις, πάλι τρένο και πίσω στο σπίτι. Βρήκαμε να καθίσουμε, κατεβήκαμε Ομόνοια, ήτανε σα χαμένη δε σύχναζε δα και ποτέ στο κέντρο. Την παρέσυρα γρήγορα προς τις σκάλες, φαινόταν ακόμα έξω λίγο βαθύ μπλε ουρανός. Προσπεράσαμε τους τεμπέληδες των κυλιόμενων, βγήκαμε Αθηνάς. Ήξερα ότι το σκοτάδι την ανησυχούσε, τα γατιά θα έλεγε σε λίγο, να γυρίσω σπίτι. Ξαφνικά, αντιλήφθηκα ότι μένει πίσω, εκείνη που ίδρωνα συνήθως να προφτάσω. Βιάζομαι, σκέφτηκα, φτάναμε, έκοψα τη φόρα μου και την παρατηρούσα. Πήγαινε όλο και πιο αργά. Θυμήθηκα ότι δεν είχα ούτε ένα μπισκότο μη σωριαστεί, από το θάνατό του κι εδώ δεν έτρωγε. Λίγο πίσω ήταν ένας κουλουράς, μπροστά μέναν είκοσι μέτρα. Τότε την είδα να κάνει κάτι τρομερό. Λες και υπήρχαν αόρατα εμπόδια σε κάθε βήμα σήκωνε το πόδι ψηλά. Μούδιασα σύγκορμη, ήξερα από τον αδερφό της. Τον είχα δει να στρίβει όλο του το κορμί σηκώνοντας το γόνατο, θαρρείς τοιχάκι ένα μάρμαρο μπαλκονόπορτας.

Στο συμβολαιογραφείο συνήλθε, γελαστή αστειευόταν. Όταν βγήκαμε της πήρα ένα κουλούρι, το κρατούσε ακόμα άμα φτάσαμε σπίτι. Έπεσε, κοιμήθηκε με τα ρούχα, όλη νύχτα πήγαινα να δω αν κινείται το στήθος της. Την άλλη μέρα ήταν καλά. Έτσι ταλανιζόμασταν εκείνο το χρόνο όπως η μια απώλεια επιδείνωνε αλλά και συγκάλυπτε την άλλη. Από το πένθος για τον άνθρωπο στο σεβασμό για το πένθος, από τη θλίψη στο θυμό και την ενοχή, από την άγνοια στην άνοια. Το κράτος; Το κράτος αναγνωρίζει υπογραφές ή επιτροπές.

Page 9: Iwoyhdjkbadvigvb

Απογραφή (2010)

Έχω εδώ μία συνταξιούχο με άνοια, φώναζε στα τηλέφωνα η απογραφέας της τράπεζας, δεν είναι ικανή να υπογράψει, να τη στείλω στον ΟΑΕΕ; πού πρέπει να πάει; ... μα δεν έχω τέτοια εγκύκλιο, δώστε μου τον υπεύθυνο... ήρθατε και τελευταία μέρα, ναι σας είπαμε χτες στο τηλέφωνο μέχρι τις δεκαεννιά, σήμερα ήρθε στην τράπεζα η ειδοποίηση ότι λήγει η προθεσμία 15 μέρες νωρίτερα, δεν είναι δικιά μας δικαιοδοσία αυτή, μας τη φόρτωσαν, όχι πώς θα υπογράψετε εσείς, ναι, η κυρία Λ; έχω μία συνταξιούχο με άνοια εδώ... μα πώς θα υπογράψει η κόρη της, θα τρέχουν εμένα μετά, τι θα πει μόνο για ταυτοπροσωπία πρόκειται ναι, τα έχω τα χαρτιά της μπροστά μου, να σημειώσω ότι έχει άνοια... εντάξει... δώστε μου και τη διάγνωση του γιατρού, πρέπει να πάρετε δικαστική απόφαση, παίρνει φάρμακα; το Α; της κάνετε φυσιοθεραπεία; τα ξέρω γιατί έχω κι εγώ τη μητέρα μου με άνοια

Δυστύχημα (Φεβρουάριος 2010)

Στην επιστροφή μπερδεύτηκε σε αδιέξοδα από άδεια οικόπεδα στα ριζά του βουνού άναβε το αυτοκίνητο όπως στριφογυρνούσε 

ώσπου ένας μπάρμπας βρέθηκε με μια μαγκούρα να της δείξει στο τέλος από τσιμεντόλιθους της μάντρας αριστερά απαγορεύεται 

μόνο δέκα μέτρα ψυχή δεν περνάει να η λεωφόρος κι απέναντι το στενό δύο χρόνια από εδώ βγαίνει στην πλάτη των φαναριών

από πουθενά ήρθε και τραντάχτηκε η ψυχή της βγήκαν ένα γύρω απ’ τα μαρμαράδικα έβριζαν θα σκοτώσεις κανέναν κυρά μου....

Page 10: Iwoyhdjkbadvigvb

Δεν τα κατάλαβα όλα στην αρχή όπως επέστρεψε με σφιγμένα δόντια, μόνο πως την τράκαραν κι έφταιγαν. Έπειτα τ’ ασφαλιστικά κοστούμια, ο άνθρωπος ευτυχώς, εκτός από τ’ αυτοκίνητό του δεν είχε ζημιά κι ήταν σεβαστικός. Ότι την πόναγε η πλάτη της, τότε που με χτύπησαν κι οι εξετάσεις τη διέψευδαν, δυο χρόνια πονούσε το μυαλό της. Μόλις είχε κλείσει μήνας από τη διάγνωση όταν εκείνο το μεσημέρι είπε ότι θα κατέβαινε Αθήνα. Μα προ ημερών πήγα κι έκανα τα μπαλκόνια, πατζούρια, ξεσκόνισα, πεντακάθαρο ήταν, δεν την έπεισα. Δεν είχαμε αποφασίσει να την κρατήσουμε φυλακισμένη Αθήνα, είχε γυρίσει στην εξοχή να περπατάει. Δεν είχα τολμήσει ακόμα να της κλέψω τα κλειδιά, τόσα χρόνια πήγαινε έλα στη δουλειά, το αυτοκίνητο μόνο της είχε μείνει. Ούτε να οδηγήσω εγώ κατάφερα να την πείσω, θύμωσε, έφυγε, χάθηκε, τράκαρε, δε χτύπησε κανείς, πάλι τυχεροί ήμασταν.

Φαγώθηκε έπειτα να το φτιάξουμε κι ότι καθυστερούσε η επισκευή της έλεγα.. Είδε κι απόειδε, θα κάνω μόνη μου τη δουλειά μου, πήρε ταξί, δεν βρήκε το συνεργείο, την είχα γελάσει στη διεύθυνση. Γύρισε πίσω άπραγη νικημένη, ρωτούσε ασταμάτητα δεν άντεχα να την κοροϊδεύω άλλο, πήγα και το έφερα. Έκανε καμιά βόλτα να μην πέφτει η μπαταρία, χειμώνας έρημη η παραθαλάσσια κωμόπολη, με την ψυχή στο στόμα μέχρι να γυρίσει. Μια μέρα έβγαλε την κουκούλα, άνοιξε, κάθισε κι έμεινε εκεί, με το αριστερό πόδι έξω, τι να κάνω τώρα; Σάστισα, βάλε και τ’ άλλο πόδι μέσα αστειεύτηκα καταστενοχωρημένη κι έκανα πως είχε χαλάσει το ιμομπιλάιζερ. Άνοιξη τα έχασε τα κλειδιά όπως τα έκρυβε, πρέπει να μας βγάλει το εργοστάσιο καινούργια, την παρηγορούσαμε. Έπειτα σταμάτησε να τα ζητάει μόνο το έπλενε κι αργότερα το χάιδευε, αυτό έλεγε θυμωμένη, το δικό μου. Να μη σκουριάζει άχρηστο και την ταράζει, χάρισμα το δώσαμε, δεν πουλιόταν με τέτοια ημερομηνία κατασκευής ας ήταν σε άριστη κατάσταση. Ούτε στο σπίτι που μεγαλώσαμε ξανασυγύρισε κι έτσι ξεκόπηκε σε όλα της θιγμένη κι η άνοια επέλαυνε. 

Τ’ αυγά και τα πασχάλια (2010)

Θα κοιμηθείς τώρα; ... Κοιμήσου. Κι εσύ; τι θα κάνεις; Α, δε με πειράζει, κοιμήσου εσύ. Μια ωρίτσα μόνο, θα με ξυπνήσεις; Ναι. 

Δεν υπάρχει καλύτερος άνθρωπος για να σε ξυπνάει. Έρχεται στις μύτες των ποδιών και ψιθυρίζει τ’ όνομά σου. Όταν πεις ξύπνησα, ξαναφεύγει στις μύτες. Διάβαζε λίγο, έπινε καφέ, ίσως έραβε κάτι, άλλαζε τη διακόσμηση, μιλούσε με τα γατιά, ανεβοκατέβαινε αθόρυβα, είχα το νου μου στον ύπνο μου. Με ξυπνούσε κι έβγαινε να περπατήσει.

Έτσι περνούσε η άνοιξη ως να πέσει πάνω μας ντάλα το καλοκαίρι. Μες το καταμεσήμερο σε υπερδιέγερση, -έφευγε αυτή την ώρα κάποτε για δουλειά. Ανοίγει -ένα χρόνο μετά κλειδωμένη θρηνεί πού να πάω τι να κάνω. Σαράντα βαθμοί υπό σκιάν, βάλε τουλάχιστον ένα καπέλο ή γυαλιά, μουρμουρίζω. Αν επιμείνω μπορεί να τα πετάξει στο διπλανό κήπο αντί στο κεφάλι μου. Στο διάολο λέει και φεύγει, έξω ψυχή, γυρνάει μετά από δυο ώρες σέρνοντας. Πίνει μισό ποτήρι νερό, κάθεται μισή ώρα και σηκώνεται. Βγαίνει στον κήπο, γύρω γύρω είναι τρία λάστιχα, το νερό τρέχει δυο τρεις τέσσερεις ώρες. Συχνά ανοίγεις τη βρύση μετά και

Page 11: Iwoyhdjkbadvigvb

καταλαβαίνεις ότι το έχει αφήσει ακόμα να τρέχει κάπου. Οι γείτονες αρχίζουν να γκρινιάζουν, λάσπες, λένε, κουνούπια, τους ενοχλεί η άρρωστη. Αμύνεται, μαθαίνει να κρύβει τις ζημιές, Αυτοί, λέει. Το μυαλό καταλαμβάνει πάλι η απελπισία. Ο γιατρός αλλάζει τα φάρμακα.

Συνέβαιναν εκείνη την εποχή, όλο και τρομερότεροι τσακωμοί. Να φύγεις, φώναζε, που με βρίζεις ποια είσαι συ και πως ήταν δικό της το σπίτι. Σε ακούνε οι γείτονες, κορόιδευα την παλιά της έγνοια. Το πρόσωπό της μίας ξένης γεμάτο μίσος και την ειρωνευόμουν σαν κακιασμένο παιδί. Σήκωνε τότε τα χέρια κλεισμένα μπουνιά να χτυπήσει. Δεν ήξερε πώς, ίσα που με ακουμπούσε, δύο φορές της τα έπιασα, μελάνιασαν. Πάντα σκεφτόμουν μετά, όπως έτρεμα κι έτρεχαν μόνα τους δάκρια, τον πατέρα να με κοιτάζει με περιφρόνηση. Έχει ανάγκη ηρεμία, χρειάζεται υπομονή, μου λέγαν. Και πως να μην πηγαίνω άμα δε μπορούσα. Αλλά δεν υπήρχε άλλος.

Μια μέρα, έκρυψα τα κλειδιά, έξαλλη σήκωσε μια απ’ τις μαγκούρες που σκάλιζε ο πατέρας. Όπως την κατέβαζε στο κεφάλι μου, την τράβηξα από τα χέρια της και την έσπασα στα σκαλιά. Την έχω φυλαγμένη όπως κρύβει ο φονιάς το μαχαίρι κι ήταν ο τελευταία φορά. Αυτή η μάνα δεν είχε ποτέ σηκώσει χέρι πάνω μας, έμπαινε στη μέση όταν τσακωνόμασταν με τον πατέρα. Πήρα τότε απόφαση ότι πάει πια και σταμάτησα να την πιέζω. Όσο για τον εαυτό μου, πολύ βαριά το φέρνω. 

Το βουνό (Άνοιξη 2010)

Σαν το σακί με πατάτες την πήγαιναν.. Ο δρόμος όλο στροφές και γκρεμούς κι όλο ανηφόριζε. Πίσω το σπίτι μόνο του, αν ερχόταν θα το έβρισκε κατάκλειστο. Θα τρελαινόταν από την αγωνία του. Και τι δουλειά είχε εκεί που την πήγαιναν, πού την πήγαιναν. Άνοιξε με μιας την πόρτα και κατέβηκε. Το αυτοκίνητο σταμάτησε. Άρχισε να περπατάει προς τα πίσω. Κάποιος έτρεξε και την πρόφτασε. Χαμογελούσε ψεύτικα, παρακαλούσε, απειλούσε, έφευγε, ξαναγύριζε. Τα πόδια της ξέρανε μια χαρά τη δουλειά τους. Πάνω ο ήλιος κάτω η θάλασσα. Ο δρόμος πήγαινε στο σπίτι.

Ο πατέρας αγαπούσε τα βουνά. Άμα έκανε οικογένεια τα 'κοψε –ούτε μηχανή αγόρασε ποτέ. Άμα συνταξιοδοτήθηκαν πήραν ένα εξοχικό, τ’ όνειρό τους. Δίπλα η θάλασσα, πάνω το βουνό. Μια δυο φορές την εβδομάδα ανέβαινε και χωνόταν στις

Page 12: Iwoyhdjkbadvigvb

ρεματιές. Έκοβε ξύλα και τα σκάλιζε μαγκούρες. Ξέθαβε πατάτες από κυκλάμινα. Το αυτοκίνητό του σαραβάλιασε κι η γυναίκα του ανησυχούσε. Πήρε τότε ένα τζιπάκι και κινητό. Έφτιαξε στο πορτ μπαγκάζ μαστόρικα ότι χρειαζόταν από εργαλεία. Η καρδιά του είχε ωστόσο κουραστεί. Κι η γυναίκα του είχε γίνει όλο νεύρα.

Επέστρεφε η μεγάλη αδερφή. Χρόνια στο εξωτερικό, το πήρε απόφαση. Να πάρει κοντά της την έρημη τη μάνα. Ξενοίκιασε το Αθηναϊκό της σπίτι κι έδωσε παραγγελία πώς να φτιαχτεί. Ήτανε πάντα φίνα και καλόγουστη η μάνα. Η μικρή αδερφή θα την πήγαινε να δουν τα χρώματα. Ανάμεσα στα δυο σπίτια ήταν το βουνό του πατέρα. Θα τ’ ανεβαίναν με το τζιπάκι του. Περίμενε χαρούμενη να της κάνουν αναπάντητη στη δουλειά. Στο είπα ότι δε γινόταν, άκουσε την απόγνωση. Προσπάθησε να ηρεμήσεις. Δε βοηθάς έτσι. Δώσε μου να της μιλήσω.

Κατέβηκε όλο το βουνό με τα πόδια. Οι εκδρομείς πέρναγαν σύριζα. Όταν την έχανα από τα μάτια μου στη στροφή, έλυνα χειρόφρενο. Στα ριζά, μιάμιση ώρα μετά, την βρήκε ο αδερφός της. Ήρθες, του είπε, και πως της κακομίλησαν. Έκλεισα τα αλάρμ σαν πεθαμένη. Από το τηλέφωνο του είπα μετά ευχαριστώ κι ήτανε θυμωμένος μαζί μου. Ο πιο γλυκός άνθρωπος του κόσμου. Την πρόσεχε τον επόμενο καιρό. Περνούσε και της έφερνε κουλούρια. Πίναν καφέ και την έβλεπε ν’ αλλάζει. Μετά τη φοβήθηκε, αρρώσταινε κι αυτός. Εν τω μεταξύ το είχα πάρει εγώ απόφαση.

Πρωινό παραμύθι του 10

Νύσταζε αφάνταστα εκείνο το πρωί. Αρχές του Σεπτέμβρη κι είχε πιάσει μια δροσιά ότι χρειαζόταν για να μείνει πίσω το πέτρινο καλοκαίρι. Η αλλαγή του καιρού έμοιαζε με λυτρωτική απόφαση παρμένη από κάποιον άλλον. Το σπίτι ξεκομμένο πια από τη γραμμή των μέσων μαζικής κυκλοφορίας, έστεκε χωρίς απορίες. Στις σκάλες του σιγοτραγουδούσε η μάνα ένα νανούρισμα για γάτες. Δεν έχω παντόφλες, δε έχω φαΐ, μα έχω γατούλες αντί για φιλί. Έξω από την αυλόπορτα, παρέλαυναν οι φυλές της Μέσης Ανατολής.

Page 13: Iwoyhdjkbadvigvb

Μελαχρινά παλικάρια με όμορφα μάτια και ρωτούσαν μαμά-γιαγιά δουλειά έχει κι εκείνη απαντούσε ότι είναι όλα πεντακάθαρα. Δεν πειράζει της λέγαν και της έφερναν δώρα λουλούδια και τσάντες από κείνες που αράδιαζαν στο πλακόστρωτο της παραλίας. Παλιά τους άφηνε να ξεχορταριάσουν τον κήπο και τους κερνούσε καφέ, κουλουράκια και ψωμοτύρι. Έπειτα, τους έδινε πολλά λεφτά κι αυτοί ξανάρχονταν την άλλη μέρα, ή έστελναν τους φίλους τους, μέχρι που τη θυμώσανε. Άρχισε τότε να ταΐζει γατιά για να μην τρώει μόνη. Πηδούσαν αυτά στο λαιμό της και την έσκιζαν. Έβαζε μπεταντίν στις πληγές, το ξεχνούσε κι αναρωτιόταν που πασαλείφτηκε έτσι. Αλλά δεν πέρασε μέρα που να τ’ αφήσει νηστικά. Έτσι φτιάχτηκε μια ποικιλία από γάτες, που άλλη όμοιά της δεν είχε ματαγίνει, τέτοια σε μέγεθος και σε ομορφιά. Κι όλο τους τραγουδούσε το νανούρισμα. Δεν έχω παντόφλες, δεν έχω φαΐ, μα έχω γατούλες αντί για παιδί.

Είμαι πάντα μόνη μου (καλοκαίρι- φθινόπωρο 2010)

Ενισχύσεις (Καλοκαίρι 2010)

(Ένας άνθρωπος μόνος δε γίνεται)

Θα βρω δουλειά στην Ελλάδα, να την πάρω σπίτι μαζί μου, είπε τότε, κι εγώ ότι ίσως δεν είναι καλή ιδέα κι έβαλα το ίσως γιατί είχε πάει η ζωή μου στην άκρη κι είχα κουραστεί πια και δεν τα κατάφερνα. Ήρθε, πήρε λίγο βάρος από πάνω μου, είχε περισσότερη υπομονή, την έπαιρνε Κυριακές στο διαμέρισμα να συνηθίσει αλλά έμενε σα χαμένη, ξένη, φάνηκε ότι ήταν αδύνατον να γίνει έτσι, πάλι σπίτι της έμεινε η μάνα. Αποτόλμησε τότε η μεγάλη της κόρη και τρόμαξα, θαύμασα γιατί ήξερα ότι θύμωνε ξαφνικά και δε μπορούσες να την κάνεις καλά, να την παίρνει να πηγαίνουν για ψάρι τις Κυριακές δίπλα στη θάλασσα. Φορούσε το καινούργιο χαριτωμένο μπλουζάκι που της έφερε, πιο αδύνατη από ποτέ, κομψή και λυγερή, τι όμορφη που είσαι της έλεγε, ανέβαινε το ηθικό της κι έβγαιναν να πάνε περπατώντας. Στην ταβέρνα κάτι καταλάβαιναν και τη φρόντιζαν γιατί ήταν ευγενική και της έφερναν μόλις την έβλεπαν ένα μαξιλάρι για τη σκληρή ψάθινη καρέκλα. Έπινε ένα ποτηράκι κρασί και γελούσε, αστειευόταν με όλους απαλλαγμένη από συστολές, ενάμιση χρόνο σε πένθος και απομόνωση πέταγε εκείνες τις μέρες, γινόταν άλλος άνθρωπος μέχρι που χειμώνιασε.

Page 14: Iwoyhdjkbadvigvb

(Να μην πίνει κρασί, είπε ο γιατρός.)...

Ξέρεις πόσα έχω κάνει από το πρωί, κι άδικα πηγαινοερχόταν, κάποιος έπαιρνε τις σκούπες, κι εκείνη μια μπλούζα από τη ντουλάπα για σφουγγαρόπανο, κουράστηκα και νευρίαζε, ποιος ξέρει πόσες φορές έκανε τη ίδια δουλειά, ξέχασα να καπνίσω, κι ήταν εμφανώς κατάκοπη, αναγκαζόταν να ξαπλώσει το μεσημέρι, έπεφτε σε λήθαργο, έβλεπε τους νεκρούς της αλλά δε φοβόταν, ξυπνούσε και πεταγόταν, δεν είχε ρούχα, κάλτσες, παπούτσια να ντυθεί, κάπου έπρεπε να πάει, κάτι έπρεπε να κάνει, τρέμαν τα χέρια της, δεν είναι κανείς άλλος εδώ, ρωτούσε τη μια κόρη της που θα ήταν η Μαμά, εκείνη που έβαζε όλο πλυντήρια, φορούσε γυαλιά αλλά όχι μες το σπίτι κι όποτε πήγαινε να τη δει έφερνε δώρα μπλουζάκια και φούστες, ημερολόγια και περιοδικά, σε παρακαλώ, μην τα διώξεις κι έντρομη τις έβλεπε να τσακώνονται για τα γατιά αν ήταν μαζί η άλλη που έφτιαχνε τον κήπο, τη λέγαν και Αδερφό κι αν είχε όρεξη θα έμενε τρεις μέρες, αλλά όταν έφευγαν άνοιγε πάλι κρυφά τα παντζούρια να βάλει μέσα τα παιδιά κι όλη την εβδομάδα από το τηλέφωνο, μπέρδευε τα κουτιά με τα φάρμακα, είναι μακριά η Αθήνα, ρωτούσε και πότε είναι πάλι Κυριακή.

Page 15: Iwoyhdjkbadvigvb

(να μην κοιμάται πολύ, είπε ο γιατρός.)

Δεν πάει άλλο (Καλοκαίρι 2010)

Καλοκαίρι είναι πιο εύκολο, προφέραμε το ίδρυμα, της ορφάνιας δισέγγονα. Εκείνη έκρυβε ύμνους, πρόλαβε να μετανοήσει ή την άλλαζε η αρρώστια. Είσαι η χαρά της ζωής μου, τέτοια λόγια δε μου είχε πει ποτέ ως εκείνο το καλοκαίρι πριν δύο χρόνια. Έγινε έρευνα αγοράς, δε φτάνανε τα λεφτά, σπούδασε τις κόρες της. Είχε κάνει οικονομίες, 'να μην πέσει στο ΙΚΑ'. Μου τα πήραν όλα, έλεγε όλο και συχνότερα. Πως κάτι είχε το κεφάλι της –το χτύπαγε με τις γροθιές-, πως δεν ήταν έτσι πριν τα φάρμακα.

Βάλαμε την ψυχρή μας λογική δυο άνθρωποι ν’ αποφασίζουν για έναν τρίτο. Προληπτικά το ερευνήσαμε, κρυφά, δεν ανεχόταν μύγα στο σπαθί της. Θέσαμε όρο να μην τη βλάψει εξορία. Να μην τσακίσει από την αλλαγή και για τη δική μας ψυχική υγεία. Ήταν οικονομικά απρόσιτη η σωστή φροντίδα κι άλλωστε όχι ακόμα απαραίτητη. Πάλι θα έμενε σπίτι της κινδυνεύοντας από τον εαυτό της. 

Άγνωστο δεν είναι σχεδόν τίποτα αλλά ούτε και πραγματικό όσο να το ζήσεις. Που ο παππούς πάλι στον πόλεμο, εκτός από αστείο είναι και ράμματα στο κεφάλι του «εχθρού». «Πάει, τα ΄χασε τα συλλοϊκά της» άλλο σημαίνει, αν πρέπει εσύ να τα υποκαταστήσεις κι άλλο πάει, χάθηκε. Πώς θα αντέξεις και πόσο θα βοηθήσεις, μία πραγματικότητα που δημιουργείς με απώλειες. Το γονιό που εκφυλλίζεται να τον πεις μωρό δε γίνεται, λείπει η χάρη και το μέλλον. Λείπει ο ίδιος ο γονιός, όσο λογικό να το πεις, άλλο η λύπη. Παλεύεις τον ίδιο σου το φόβο και την άρνηση. Από τον ανοϊκό άνθρωπο επιβιώνει συχνά καιρό ένα σώμα που καταλήγει κατάκοιτο. Σταδιακά ο εγκέφαλος χάνει τον έλεγχο των λειτουργιών κι από κάποια επιπλοκή θα αποβιώσει. Αναρωτιόμαστε εξ αποστάσεως, τι νόημα έχει τέτοια ζωή. Ποια γήρανση και ποια ‘αποχώρηση’ είναι αξιοπρεπέστερη. Αν βρεθείς εκεί παίρνεις απόφαση πώς θα φροντίσεις. Ισορροπώντας σεβασμούς κι ελευθερίες σε κινούμενη άμμο. Σε εικοσιτετράωρη βάση και μακροπρόθεσμα είναι αναπόφευκτα ψυχοφθόρο. Μη

Page 16: Iwoyhdjkbadvigvb

συγγενείς κι επαγγελματίες έδειξαν κούραση πάνω στο χρόνο. Ο κυνισμός είναι μια κάποια προσωρινή λύση αν μπορεί κανείς να τον διαχειριστεί.

Το στοιχειωμένο σπίτι (χειμώνας 2010)

Τι είναι πραγματικότητα;

Η γαρδένια πίνει χλωρίνη μαζί με το μπουγαρίνι. Τα παπούτσια κηδεύονται στα κλαδιά των δέντρων γιατί πεθαίνουν μονά.

Στο χείμαρρο από την ταράτσα λούζει το σπίτι τη σκάλα της καρδιάς του με αφρόλουτρο.

Στα ράφια του ψυγείου δροσίζεται το ματάκι του καφέ.Ο μάγος ξέχασε την καμήλα του κι έχει μπανταρισμένο το κεφάλι στο πόδι της

Μέσα στο τζάκι ζει εξόριστος ο γυάλινος βασιλιάς μ’ ένα πιόνι.Ο άσπρος γάτος κατοικεί πάνω στον πάγκο της άσπρης κουζίνας.

Το μαχαίρι είναι δροσερό για το μάγουλο.Κάθε βιβλίο έχει το σκαλί του κι όσα έχουν εικόνες τον καναπέ.

Απ’ το ντουλάπι με τα ασπρόρουχα κάνει επιθέσεις αυτοκτονίας η καλή πιατέλα.Μόνο ο κόκκινος μαρκαδόρος γλίτωσε από τους κλέφτες των καλλυντικών.

Το τηλέφωνο χωράει ακριβώς σ’ ένα ποτήρι νερό.Ελαιόλαδο και τα πιάτα δεν τρίζουν πια.

Πέτα το αναμμένο τσιγάρο από το παράθυρο.Λείπει ένα από τα μικρά παιδιά.

Καλημέρα σας. Η μαμά;

Πρέπει να βρείτε μία γυναίκα. (Χειμώνας 2010-11)

Δεν ήθελε, δεν είναι και πρωτάκουστο δα. Δύσκολα παραδεχόμαστε την ανεπάρκειά μας. Πόσο μάλλον οι γέροι άνθρωποι. Εκεί που η κοινωνία τους ονομάζει άχρηστους. Πόσο μάλλον όταν έχουν περάσει τη ζωή τους δουλεύοντας. Έλα παππού μου να σου δείξω τ’ αμπελοχώραφά σου λένε. Αλλά ο παππούς ίσως έχει μάθει να τον φροντίζει η γυναίκα του, της νοικοκυράς όλα περνούν από το χέρι της, σπίτι και οικογένεια. Εδώ ένα πέσιμο, ένα σπάσιμο κι η ανημπόρια τις σκοτώνει. Το σπίτι είναι το τελευταίο τους οχυρό, αν πατηθεί πάει τέλειωσε η ζωή τους. Στριφογυρνάνε έπειτα κακομιλούν και σπρώχνουν, εσύ δεν ξέρεις. Βάλε τώρα με το νου σου, εσύ που μπορείς, και την ανοϊκή διαταραχή. ...

Και τι άνθρωπο να βρούμε δηλαδή για τόσες υπόλοιπες ώρες που όλο μόνη της ήταν να περιμένει κάποιος να ‘ρθει ν’ ακουστεί μια κουβέντα άλλη από εκείνο το βουητό στο κεφάλι που πονάει αναπάντητο, τι άνθρωπος να βρεθεί να τον δεχτεί να της μαγειρεύει ένα πιάτο φαί να δώσει νόημα στο ρολόι πρωί απόγευμα και νέος να είναι αφού με νέους όλη της τη ζωή λίγη ομορφιά γέλιο χαρά ν’ αποκτήσει απ’ το ρόλο της πάλι αν έμεινε κάτι ευγένεια και σεβασμός, τι άνθρωπος να βρεθεί που να διώξει το φόβο να μην του θυμώνει, τι άνθρωπο πρέπει να ψάξουμε και πού να ξέρεις αν καλά θα της φερθεί ένας ξένος επί πληρωμή που ίσως είναι πιο εύκολο σωστά απέναντι

Page 17: Iwoyhdjkbadvigvb

στην αρρώστια της να σταθεί;...

Μια μέρα ήρθε μια κοπέλα να γνωριστούν καλύτερα. Την ήξερε χρόνια απ’ τη γειτονιά και τη συμπαθούσε. Αν πήγαιναν όλα καλά θα της έκανε λίγο παρέα θα καθάριζε κι ένα φαί. Θα της έδινε και τα φάρμακα που τα μπέρδευε στα κουτιά τους. Μαγείρεψε μακαρόνια με κιμά, ήρθε κι η μεγάλη κόρη και κάθισαν να φάνε. Τότε πηδήξαν πάνω στο τραπέζι τα γατιά. Η κόρη έβαλε τις φωνές να τα διώξει, η μάνα έβαλε τις φωνές να τα προστατέψει, το κορίτσι κατατρόμαξε αλλά ξανάρθε, είχε ανάγκη τη δουλειά.

Σάββατο, 22 Ιανουαρίου 2011

Γυρνώντας από το γιατρόμε τη συνταγή για τα φάρμακακάθισα σιωπηλήαπέναντί σουνα μη βλέπω την τηλεόραση.Σε κρυφοκοιτούσα.Διαυγέστατα απολογήθηκεςόταν τέλειωσε το σίριαλκαι χωρίς να σε ρωτήσω γιατί δεν ήρθες μαζί μου.Καταλαβαίνει ο κόσμος και δε θέλω.Τι καταλαβαίνει ο κόσμος.Ότι είμαι λειψή.

Του Αγίου Αντωνίου, τ’ όνομα του πατέρα σου, είχες κλείσει τα 76 σου χρόνια. Πρώτη φορά στη ζωή σου καθόσουν να δεις τηλεόραση. Από αμηχανία, με πειθαρχία. Δάμασες τον καιρό δουλεύοντας ασταμάτητα, θα τον είχες κέρδος τώρα αλλά η ζωή σε γέλασε. Έμελλε να τον κοιτάμε εμείς να σε πιλατεύει σε δίνες. (σημ. 2014)

Τότε χάθηκε (Φεβρουάριος 2011)

Αυτουνού του κοριτσιού, της Μ το όνομα δε μπόρεσε να το μάθει. Την ακολουθούσε κατά πόδας ειδικά στην κουζίνα, δεν ξέρεις εσύ, της έλεγε. Σύντομα την περίμενε με αγωνία. Ερχόταν στις 9 το πρωί για τις δουλειές κι έπειτα απόγευμα για παρέα. Είχε δυο παιδιά, το κοριτσάκι μόνο πέντε χρονών. Όση εμπειρία της έλειπε της Μ, τόσο είχε χάρισμα. Με το γέλιο, με το αστείο την έπαιρνε, ευρηματική, σεβαστική, υπομονετική, συνεπής. Όποιος έχει ζήσει ανοϊκό άνθρωπο ξέρει πόσο είναι δύσκολο. ‘Πώς φοβόμουν ότι θα με χτυπήσει’, μου λέει σήμερα. Κι εγώ της λέω πως της χρωστώ ευγνωμοσύνη.

Page 18: Iwoyhdjkbadvigvb

Ένα πρωί πήγε και δεν τη βρήκε. Βγήκε έξω μες την τρομάρα της να ψάχνει. Ρώτησε τους μαστόρους, προς τα πάνω πήγε, της είπαν.

Η κωμόπολη έχει σύνορα, ενώνεται με την πρωτεύουσα με λεωφόρους ταχείας κυκλοφορίας με βουνά με κάμπους, από την άλλη η θάλασσα, δύσκολα ξεφεύγεις.

Περνούσε τις νύχτες περιμένοντας να ξημερώσει. Την έπαιρνε για λίγο ο ύπνος όταν χάραζε. Εκείνη τη μέρα ξύπνησε θα ήταν αργά, πετάχτηκε από το κρεβάτι κι έτρεξε έξω. Ο δρόμος κατηφόριζε ελαφρά τρακόσα μέτρα μέχρι τη θάλασσα. Γκρι μολυβί του Νοέμβρη και πήγε αριστερά προς τη βόλτα. Ο βοριάς που την ανάγκασε να γυρίσει την έσπρωξε ως το λιμανάκι. Δεν υπήρχε ψυχή να ρωτήσει, πήγαινε ερχόταν πήγαινε ερχόταν. Κάποτε φάνηκε μία γυναίκα, τι κάνεις εδώ με τις πιτζάμες, έβαλε γνώριμα τις φωνές. Ντράπηκε αλλά δε μπορούσε να μιλήσει. Την ακολούθησε μέχρι το σπίτι. Την έντυσαν ζεστά κι ήταν πολύ ήσυχη.

Κόντεψε τότε η Μ να παρατήσει τη δουλειά. Έμεινε.

Γειτονιά

Την άκουσα να μιλάει με κάποιον και βγήκα, ήταν ο παρακάτω που τσακωνόταν με τον πατέρα παλιά κι απελπιζόταν η μάνα. Έφερνε τ’ αυτοκίνητό του στη σκιά στο διπλανό χωράφι, κάτω απ’ τη βουκαμβίλια που έγερνε στις δυο τεράστιες ελιές. Την είχε στριμώξει τώρα κι απειλούσε με μήνυση γιατί λιμνάζαν τα νερά στα λάστιχα της μπεμβέ. Δεν μιλούσε εκείνη πια σωστά, πάλευε με κάτι από την παλιά της ευγένεια και το νέο θυμό. Σας παρακαλώ, του είπα, δεν καταλαβαίνετε αφήστε την ήσυχη, άρχισε να ωρύεται, ξέρεις ποιος είμαι εγώ. Μαύρισαν τα μάτια μου, μπήκα πήρα το κινητό, εγώ θα σας κάνω μήνυση, εξαφανίστηκε βρίζοντας χυδαία, δεν ξανάρθε. Μόνο μια μέρα πριόνισε τη βουκαμβίλια σύριζα στο φράχτη.

Λίγο καιρό μετά, ήρθε να ξεκαλοκαιριάσει ο φίλος του, ο άλλος γείτονας με το καγιέν, ο μεγαλογιατρός που τον θαύμαζε η μάνα μου κι εκνευριζόμουν. Κομψός και ροδαλός με κάτασπρα μαλλιά, τι κάνει η μητέρα σας; Παλεύουμε με την πίεση 9-5, τόλμησα μήπως και κάτι μου προτείνει. Κατάλαβα, είπε και το έδειξε, λύγισε τα γόνατα, άπλωσε μπροστά τα χέρια να τρεμουλιάζουν, κρέμασε έξω τη γλώσσα κι έγειρε το κεφάλι μπροστά δεξιά. 

Απέναντι η γυναίκα, σας παρακαλώ έρχομαι κι όλο μαζεύω σκουπίδια. Δε μαγείρευε πια η μάνα, έψαχνε στα ντουλάπια και το ψυγείο που τα γεμίζαμε γλυκίσματα, πέταγε τις συσκευασίες από το παράθυρο. Εκείνη που όταν πρωτοαρρώστησε ξεχορτάριαζε και σκούπιζε μέχρι κάτω όλους τους δρόμους της γειτονιάς. Ντρεπόμουνα τη γειτόνισσα, δεν πειράζει, μου χαμογέλασε λυπημένα, καταλαβαίνω.

Κατά τ’ άλλα, στη γειτονιά έχει παιδάκια, όλο έρχονται να τα δει που κάνουν ποδήλατο. Κοίτα το κοίτα, την πιάνει αγωνία, -τόσα χρόνια όλο μες τα αίματα που ερχόμουν κοίτα μαμά, πήγαινε να το πλύνεις μου έλεγε. Οι γονείς των παιδιών τη σέβονται, έχουν κι αυτοί γονείς.

Page 19: Iwoyhdjkbadvigvb

(Τα φάρμακα για την άνοια ρίχνουν την πίεση. Η ζέστη ακόμα περισσότερο. )

Κουζίνα. Aπαγορεύεται η είσοδος. (Καλοκαίρι 2011)

Ο τζίτζικας

μέσα στο λευκό σου σπίτι.μέσα στο λευκό δωμάτιο.στο λευκό κομοδίνο.

σ' ένα σκληρό κουτί.γκρι μολυβίμε τέσσερα γράμματαDiorεκείνος, μάναο άντραςο αδελφόςη κόρη σου.

...

9 Αυγούστου. Τι ώρα είναι. Φοράς ρολόι. Πάμε θα νυχτώσει. Έχασες το φως σου μάνα? Ή το φως σ' εγκατέλειψε? Πρώτα θα γίνει μεσημέρι. Θα φάμε, θα ξεκουραστούμε λίγο. Α εγώ δεν κοιμάμαι. Καλά, ίσιωσε λίγο την πλάτη σου. Μετά θες να πάμε βόλτα? Ναι, πάμε? Όχι τώρα, δε συμφωνήσαμε μία με πέντε όχι στον ήλιο? Καλά κάνε ότι θες. Έκατσε έξω στα σκαλιά. Είναι και τόσο αδύνατη. Πονάνε τα κοκαλάκια στα μάρμαρα. Παναγιά μου έρχεται μέσα. Τραβάει την καρέκλα. Ανοίγει το συρτάρι. Ψάχνει να φάει. Αν φάει πάλι θα

Page 20: Iwoyhdjkbadvigvb

ξαναβγεί έξω. Έκρυψα το φαΐ. Η ώρα είναι τρεις και μισή. Έλα να... Όοοχι, εγώ δεν. Δεν είναι κανείς άλλος εδώ; Όχι ρε μαμά, δεν είναι κανείς άλλος εδώ, μόνο εγώ, μία ψυχρή ξένη. Κι η άλλη; Είναι στη δουλειά, δεν υπάρχει άλλος μάνα, εμείς είμαστε. Η γιαγιά; αν ζούσε η γιαγιά σου θα ήτανε δεινόσαυρος, γελάς; Κι αυτός εκείνος? Ποιος -κάτι βίαιο παλεύω. Δεν είναι κανείς άλλος? Εμείς είμαστε μαμά, ποιον ψάχνεις, ποιον ζητάς; Να ένας άντρας… Αυτό δεν το είχα δει να 'ρχεται.

...

15 Σεπτέμβρη

Πεινάει. Όταν είναι μόνη τρώει γλυκά, σακούλες ολόκληρες φέρνει η αδερφή μου. Γλυκά δε φάγαμε ποτέ σπίτι μας αλλά τώρα δε γίνεται αλλιώς κι εγώ σταμάτησα να αντιδρώ. Ανοίγει τα ντουλάπια όλο κάτι βρίσκει και κάνει το τραπέζι σε γατιά.

Είμαι καλή μαγείρισσα, από παιδί στα πόδια της να βλέπω. Το φαγητό είναι σχεδόν έτοιμο, φασολάκια φρέσκα που μας αρέσουν, καλοκαιρινά, ξελιγώθηκε από τη μυρωδιά, απλώνει το χέρι, μη! θα καείς! Έβαλα το δικό μου μπροστά, κρατούσα τσιγάρο, κάηκε. Με κοίταξε παράξενα, προσπάθησε πάλι, έκανα στην άκρη, έβαλε το χέρι μες την κατσαρόλα, το άρπαξα και το τράβηξα, θα καείς σου λέω, δεν καταλαβαίνεις. Προσπάθησε να με χτυπήσει φτύνοντας τρεις λέξεις, α στο διάολο, έπιασα και το άλλο της χέρι από τον καρπό, τα δάχτυλά μου έκλειναν μέγγενη περίσσευε χώρος να μη μελανιάσει. Μάνιασε, δεν ήξερε να βρίζει, την ανάγκασα πίσω πίσω έξω απ’ την κουζίνα, γύρισε κι έφυγε κι άρχισα σιγά σιγά να τρέμω, όλο και πιο πολύ, ολόκληρο το σώμα μου συντονισμένο, κάτι ανέβαινε προς το κεφάλι, θα πετάγονταν τα μάτια μου έξω ίσως κι άρχισαν να βγάζουν ποτάμια δάκρυα, γι’ αυτό κλαίμε φαίνεται, από την καρδιά.  

Αργότερα, πολύ αργότερα, μετρώντας κι εμένα μαζί μ’ εκείνη, θα καταλάβαινα ότι ανεβαίνει η πίεση του αίματος. Κρυβόμουν τότε να μη με δει, εκείνη μετά έδειχνε μαλακωμένη αλλά δεν κοιταζόμασταν, την έβλεπα με την άκρη του ματιού ότι με παρακολουθούσε δε μπορούσα όμως να ξεσφίξω τους μύες του προσώπου και θα ήτανε το χαμόγελο γκριμάτσα, μάνα μου ήταν, το παραμικρό καταλάβαινε. Απέφευγα τα μάτια της μέχρι το βράδυ, την ώρα που έφευγα, στο αυτοκίνητο παρέλυα, έκλαιγα μια στάλα στο πρώτο φανάρι κι άφηνα τη λεωφόρο να με γυρίσει σπίτι, να καταρρεύσω, να κατηγορηθώ ότι δε γίνεται έτσι, ότι της κάνω κακό, ότι ένα κακομαθημένο είμαι και δε μπορώ να διαχειριστώ τα νεύρα μου. Ούτε έφταναν οι μέρες μέχρι να ξαναπάω, να αθωωθώ να της χαμογελάσω.

Page 21: Iwoyhdjkbadvigvb

Πώς να σε κρατήσω (15-9-11)

Κάθε μέρα δε θυμάσαι κι από κάτι. Κάθε μέρα επιτίθεσαι σε κάτι από το εγώ σου. Κι εγώ σ’ ακολουθώ… Κάθε μέρα λες, εγώ; ποτέ! Και κρατιέται αυτό το εγώ με όλο του το σώμα απ' την αντίδραση, η δράση εμείς, οι άλλοι, όλοι εχθροί. Μου κλέβεις το ρόλο μάνα. Ποιος είναι εδώ, ρωτάς με άδεια μάτια. Η γιαγιά, που είναι; Έλα πάμε να τη βρούμε. Με τραβάς απ' το χέρι σαν παιδί, βασιλιάς ετοιμοθάνατος. Η γιαγιά είναι στη δουλειά. Κι η μαμά? όλοι είναι καλά. Ο Ε τα καταφέρνει? Τη δική του άνοια τη θυμάσαι άραγε; Όπως μπορεί, ε, μεγαλώνουμε κι όλοι. Αλλά δε μασάμε, δε μασάμε. Είμαστε θηρία κι όλους θα τους φάμε. Πάμε. Το χέρι σου σφίγγει το δικό μου σα νεογέννητο στο δάχτυλο. Μ' αγαπάς, δε σε ρωτάω. Πιο πολύ από κάθε τι άλλο. Αλήθεια σου λέω. Μ’ ευχαριστείς. Όταν το ξεχάσεις κι αυτό ξέρω τώρα πως θα μείνει το χάδι. Μένει μόνο να μάθω να χαϊδεύω. Γιατί μ' έμαθες μάνα να είμαι σκληρή. Κι έτσι σε κράτησα ως τώρα κάνοντας πως είμαι εχθρός. Κι αντιδρούσες και στεκόσουν. Πια έγινες άγριο θηρίο. Άγριο θηρίο κι εγώ από το γάλα σου ακόμα δεμένη. Κι ούτε υπάρχει πια αυτό το γάλα. Δεν υπάρχεις πια μάνα. Κι όλο τη ζητάς. Πασχίζω στα όρια του εδώ και του αλλού. Κι όλο χάνω όπως πάει ο χρόνος ανάποδα. Εκεί που ψάχνεις δεν υπήρχα ακόμα, πώς να βρεθώ πριν από σένα να σε μεγαλώνω να μου μικραίνεις; Πώς να σε κρατήσω χωρίς να σχιστεί στα δύο ο κόσμος?

Οι Γυναίκες (2011)

Κι ωστόσο πάλι έπρεπε να ψάξουμε να βρούμε άνθρωπο να μένει ‘μέσα’. Η Μ είχε την οικογένειά της κι εμείς δουλειά στην πόλη. Η μάνα μας ήταν μόνη της ξύπνια τις νύχτες και

Page 22: Iwoyhdjkbadvigvb

κινδύνευε να χαθεί. Όχι μόνο γιατί μπορούσε ν’ ανοίξει την πόρτα και να βγει. Όλες εκείνες οι αγωνιώδεις ώρες σιωπής επιτάχυναν την εξέλιξη της αρρώστιας.

Αρχίσαμε από το καλοκαίρι του 11 να συναντάμε τις Γυναίκες. Από στόμα σε στόμα βρίσκονταν κι ήταν όλες μετανάστριες. Μάθαμε αργότερα ότι υπάρχουν γραφεία που αναλαμβάνουν τη ‘διακίνησή’ τους. Έρχονται από τη χώρα τους κατευθείαν εκεί κι ώσπου να βρουν δουλειά κοιμούνται με 5 ευρώ τη νύχτα δέκα δέκα σ’ ένα δωμάτιο.

Η αδερφή μου έχει κρατήσει σημειώσεις από εκείνες τις γνωριμίες. Ήταν μία διαδικασία πρωτόγνωρη που δυσκολεύομαι να περιγράψω. Όχι γιατί γινόταν πίσω απ’ την πλάτη του νόμου εφόσον δεν υπήρχε άλλη δυνατότητα. Κυρίως γιατί μιλούσαμε με ανθρώπους ξεριζωμένους από τον τόπο τους και στραπατσαρισμένους απ’ τη ζωή.

Ήταν ακριβώς η χρονική στιγμή που ο ρατσισμός γέννημα της οικονομικής κρίσης, ξέσπαγε γύρω σαν κακοφορμισμένη πληγή. Κι οι πιο απλοί άνθρωποι άνοιγαν το στόμα τους και δεν ήξεραν τι μίσος έβγαζαν. Αλλά κι οι ίδιοι οι μετανάστες χωρισμένοι σε γκέτο ήταν συχνά πονηροί από τις κακουχίες, ανταγωνιστικοί μεταξύ τους, ξενοφοβικοί.

Εν ολίγοις, ζητούσαμε, καλοζωισμένες εμείς, κάποιον ανάμεσα σε αυτούς τους ταλαιπωρημένους ανθρώπους ν’ αναλάβει τη μάνα μας. Παρηγοριόμουν ότι προσφέραμε καλές συνθήκες διαβίωσης κι ως εργοδότες θα ήμασταν έντιμες και καλότροπες. Κάπως έτσι προσπαθούσα να ησυχάσω την ανησυχία μου και την αίσθηση της κοινωνικής αδικίας.

Σημειώσεις από ‘συνεντεύξεις’.

... Έχει δουλέψει νοσοκόμα στην Αλβανία. Πολλά χρόνια στην Ελλάδα σε σπίτια με ηλικιωμένους. Στην Αθήνα χρόνια η αδερφή της και η κόρη της παντρεμένη με δύο παιδιά. Ο άντρας της ζει στην Αλβανία. Ελληνικά έτσι κι έτσι. 45 χρονών. Καθαρίζει τη γιαγιά τρεις φορές τη μέρα κι εκείνη τη φιλάει. Αντικαθιστά την κανονική γυναίκα που έχει πάει Μολδαβία για τον Αύγουστο. Θέλει να είναι κοντά στην κόρη της.

... Δουλεύει στην κυρία Τάδε που έχει χειροτερέψει πολύ, γι’ αυτό άρχισε να ψάχνει για δουλειά αλλά όχι για άμεσα. Είναι 51 ετών, έχει κόρη, εγγονή και μαμά στη Βουλγαρία. Η ξαδέρφη της μένει εδώ κοντά. Δε μιλάει καλά αλλά έχει μόνο πέντε μήνες στην Ελλάδα. Άνετη, με χιούμορ, δυναμική, καθαρή. Δεν πίνει, οδηγεί, της αρέσουν τα γατιά. Χρειάζεται να πάει Βουλγαρία 10-20 μέρες να ανανεώσει τα χαρτιά της και να φτιάξει τα δόντια της. Θέλει να δουλέψει δέκα χρόνια ακόμα εδώ και να πάρει σύνταξη.

... Έφυγε από τη Μολδαβία λόγω άσχημου χωρισμού με τον άντρα της. Ζούσε Ρωσία με το γιο της, 17 χρονών. Έχει ξανάρθει Ελλάδα κι έχει δουλέψει με ηλικιωμένους. Είναι μαζεμένη, ταλαιπωρημένη ή καλομαθημένη, έδειξε να την προβληματίζει η άνοια. Δεν έχει

Page 23: Iwoyhdjkbadvigvb

χαρτιά, θέλει μόνο δύο μέρες ρεπό το μήνα και τις άλλες δύο να τις πληρώνεται. Της αρέσει να κεντάει, να βλέπει τηλεόραση και να διαβάζει.

... Πατέρας Ρώσος, μάνα Ουκρανή σύζυγος Βούλγαρος αλλά ζούσαν Ρωσία. Τώρα θέλει να ζήσει στη Βουλγαρία. Θέλει μόνο ένα ρεπό το μήνα και να πληρώνεται τα υπόλοιπα. Έντονα μακιγιαρισμένη, καθαρή και τακτική στην εμφάνιση. Έφυγε από το ξενοδοχείο που δούλευε στο νησί γιατί ήταν πολύ βρωμικα.

... Με πολύ θερμές συστάσεις, ήσυχη, συνεπής, υπομονετική. Ο γιος της είναι εδώ παντρεμένος. 60 χρονών, βαριά και δυσκίνητη. Ελληνικά όχι καλά, εφτά χρόνια στην Ελλάδα.

Από όλους αυτούς τους ανθρώπους άλλοι δε θέλησαν τη συνεργασία κι άλλοτε δεν ταίριαξε ο χρόνος.

Φθινόπωρο συμφωνήσαμε να δοκιμάσουμε με την Κ, ένα γλυκό παχουλό νέο κορίτσι από τη Γεωργία. Την είχαμε συναντήσει για καφέ μαζί με τη μητέρα μας και φάνηκε μια αμοιβαία συμπάθεια. Στην πατρίδα της είχε δουλέψει δέκα χρόνια με παιδιά. Μόνο που δε μιλούσε σχεδόν καθόλου Ελληνικά, αλλά ήμασταν όλοι σε ανάγκη. Τη δεύτερη μέρα μας πήρε τηλέφωνο κλαίγοντας ασταμάτητα, μάζεψε τα πράγματά της κι έφυγε. Η μάνα μας είχε βγει μες το μεσημέρι, προσπάθησε να την ακολουθήσει, έτρεχε δεν την προλάβαινε, την έπιανε να τη γυρίσει πίσω, κι εκείνη την έσπρωχνε, την έδιωχνε, την έβριζε και τη χτύπησε. Η Μ συμπλήρωσε αργότερα τις λεπτομέρειες: Δεν είχε τον τρόπο, της έλεγα μη μιλάς, κάνε υπομονή. Πέταγε η Α νερό με κουβάδες μες το σπίτι κι έβαζε η Κ τις φωνές, τι είναι αυτά που κάνεις. Εγώ ποτέ δε μίλησα, ποτέ δεν της πήγα κόντρα, μόνο πήγαινα από πίσω κρυφά και σφουγγάριζα. Και με το κινητό μιλούσε συνέχεια μπροστά της και την αγρίευε, αλλά δεν το καταλάβαινε.

Αποθαρρυνθήκαμε τότε, αλλά συνεχίσαμε να ρωτάμε παντού. Σε όλη αυτή τη διαδικασία φάνηκε πόσο συχνά είναι τα περιστατικά ανοϊκών διαταραχών. Δεν ξέρω πραγματικά αν

Page 24: Iwoyhdjkbadvigvb

ρώτησα άνθρωπο που να μη είχε παρόμοια περίπτωση στην οικογένεια. Ή τουλάχιστον στο άμεσο περιβάλλον. Και στη μεγάλη πλειοψηφία τους είχαν για φροντιστές τις Γυναίκες.

Σημ. Με την αύξηση της ανεργίας και την εκμηδένιση των συντάξεων να καθιστά απαγορευτική ακόμα και αυτή τη φροντίδα για τους ηλικιωμένους, πολλές από τις Γυναίκες εγκαταλείπουν πλέον την Ελλάδα αν δε θέλουν να στραφούν στην περιστασιακή πορνεία. Όσο για τους ηλικιωμένους φαίνεται να συντηρούν συχνά με τις πενιχρές τους συντάξεις νεότερα μέλη της οικογένειας ώστε μπαίνει πια η ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη σε δεύτερη μοίρα. Με τους νέους Έλληνες να μεταναστεύουν όλο και περισσότερο αναζητώντας εργασία στο εξωτερικό, μεσήλικες και ηλικιωμένοι καλούνται να αλληλοστηριχθούν σε μια διαδικασία περιθωριοποίησης.

Ακόμα κι αν ήξερα πως ουρλιάζουν (17-12-11)

Θέλω να ουρλιάξω. Παντού άνθρωποι. Δέντρα ζούδια ζούμπερα. Παιδιά και γέροι. Να με γυρίσω ταινία. Να δω πώς με καταπίνει πώς με ξερνάει μετά το ίδιο μου το δίκαιο. Να ζητώ ομοιότητες με το νεκρό να γλυτώσω του ζωντανού την κατάντια. Μια αξιοπρεπής ήττα. Τίποτα. Δε με ξεγελώ

Να δούμε αν ποτέ θα βρεις το κουράγιο να μας πεις τι συνέβη όταν λες ναι ντυμένη όχι, τι γελάς;

Είπε είπε είπεπήγε ήρθε

σάρκασε κάγχασε ούρλιαξεπνιγμένη στο ίδιο της το δίκιο

κι ούτε την ενοχή της δεν έπειθεούτε καν είχε μάθει πώς γραφόταν η αρρώστιαέτσι που μπλεκόταν με τ' όνομα με της μάνας

Page 25: Iwoyhdjkbadvigvb

Έσπασε τότε ο χρόνος Θρύψαλα γίναν οι άνθρωποι

Αλλάξαν τα πρόσωπακι αντί για εγκεφαλικό

έπαθε τρία και τρία έξη δάκρυαενθυμούμενη πως έπιασε τη ζώνη του πατέραΜια μέρα που δεν πρόλαβε η μάνα να παρέμβει

Εκεί μπερδεύτηκεποιος είναι το θύμαποιος είναι ο ένοχος

πουτάνα η ζωήτη γάμησεςτι πού πότε τράβα μέτρατο αυτονόητο

Ποιανού είναι το σπίτικαι ποιος αποφασίζει

έρχεται η ώρανα προδοθείς

και να προδώσειςΕίσαι τρελή

Κι εσύ

Εν τω μεταξύο καιρός περνούσε

ανενόχλητοςάλλος πούστης αυτόςκι άκρη δε βρισκόταν

απ' τα μικρά να πνίγεσαιστημένο παιχνίδι 

...

Το μακαρόνι κείτεται στο πάτωμα. Το γατί το μύρισε κι έφυγε. Ο άνθρωπος παρατάει το φαΐ του και το ακολουθεί. Πατάει το μακαρόνι κι αυτό ουρλιάζει. Το πάτωμα γεμίζει ίχνη απ’ το φόνο. Οι άσπροι τοίχοι κινούνται απειλητικά. Εδώ έλα, εδώ έλα, λέει ο άνθρωπος στο γατί. Αυτό το σκάει απ’ την τρύπα στη σίτα. Ποιος με δίκασε δεσμοφύλακα;

Παράτησε το φαί της και σηκώνεται -να φύγω!- σπρώχνει καρέκλες τραπέζια χοροπηδάνε ψίχουλα και ποτήρια ανακατεύεται η τομάτα με το λάδι αλλά ποιος νοιάζεται να βουτήξει ψωμί του στο πάτωμα η μισή της μερίδα μακαρόνια το γατί έφαγε κρεμ καραμελέ εκείνη δε βλέπει παρά έξω το φως του καύσωνα και το γατί που ξεφεύγει μην τα πατήσεις δεν έχει νόημα να πω σκύβω δεν προλαβαίνω να τα μαζέψω ίσως αν έπιανα τη γάμπα της κλωτσιά θα έτρωγα ή εκείνη τούμπα δε βλέπει

Page 26: Iwoyhdjkbadvigvb

απ’ τη μανία της τη σφήνα πάνω αριστερά που έβαλα και δεν ανοίγει η πόρτα πάει από την άλλη ούτε κι αυτή θ’ ανοίξει αφήνει παντού ίχνη σόλας από βελάκια μακαρονιού με ήχο κλιατς ενάντια σε ολόκληρη τη ζωή της αλλά ποιος μ’ έβαλε εμένα επιστάτη του νοικοκυριού λες κι είχε ποτέ νόημα να μπορείς να φας στο πάτωμα από την καθαριότητα άλλωστε στέγνωσε ήδη το μακαρόνι κι από έξοδο σε έξοδο πάει και κολλάει τώρα η σόλα της τσακ τσακ και η κάθε μπετούγια τρεις θέσεις κρακ κρακ κρακ που θα τιναχτεί ο εγκέφαλός μου στον αέρα όπως δε μπορώ να φύγω αφήνοντάς τη μόνη με τα μαχαίρια στα συρτάρια τις πρίζες στους τοίχους κι όλη αυτή την τεχνολογία -τώρα που είπα μαχαίρι να βρω να μαζέψω εκείνο που καθάριζα τα φασολάκια πριν δώσει μια στη σακούλα και σκορπίσουν ολούθε όταν τη ρώτησα αν θα βοηθήσει να τα καθαρίσουμε μήπως και γέμιζε με κάτι το κενό που την κατάπινε.

Η αγάπη στον υπόνομο I (7-11-11)

Σήμεραάνοιξες το ψυγείο

και πήρες τρεις ελιέςμία για την κάθε γάτα

και για γλυκό τους έβγαλεςκρέμα καραμελέ

Έπειταπήρες το χυμό

από φραγκοσταφύλιτον άπλωσες στο πάτωμαγια τα κακά της νύχτας

και την πετσέτα των χεριώννα σφουγγαρίσεις

Μετάεθύμωσες για τα καλάπου κόλλαγε το πόδι

το βήμα σου εμποδίζονταςνα φύγετε όλοι μα όλοι

Page 27: Iwoyhdjkbadvigvb

να με κατηγορούνε άδικαμονολογούσες κρίμα

Τέλοςέμεινες μόνη σου

εκεί κι αναρωτιόσουν τώρα που είναι ο μπαμπάς

που είν' η μαμάκαι τι είναι αυτά

δεν είναι πράγματα σοβαράόλοι εκεί κι εγώ εδώ μόνη

Μάννα (4-12-11)

Μάνα σήμερα θ' αφεθώΜάνα να με νικήσειότι νυστάζω μάνα μουλείπουν οι ώρες του ύπνουλείπεις εσύλείπει ο πατέραςλείπει εραστήςλείπει η απόφασηή εγώ ή οι άλλοιπίσω να μείνουνκι ας γκρεμιστούνή να σηκώνω τα πάθη τουςδειλιάζοντας ν' αποσχιστών' ανοίξω διάπλατα ουρλιαχτόάγριου θηρίου κλάμα απειλήςΆνθρωποι φυλαχτείτε

Page 28: Iwoyhdjkbadvigvb

έχω μεγάλα δόντιανα κόβω από τις σάρκες σαςνα επιζώΜια απόφαση μάναΝα κόψω την αγάπητη μέγιστη απάτηπου χει τα δίχτυα απλωμένα στο μυαλό να σπαρταράει το δε μπορώχρέος ιδανικού δικαίουτρεφόμενο απ' το είδος τουαντί να φάει τον εχθρόΓιατί πονάω μάναμε πονάωαπό μικρή δοκίμαζατοίχους με το κεφάλιενώ ήταν δίπλα πόρτεςΜάνα, μου έμεινε το χούικαι χτίζω τοίχουςαπό ήθουςνα προστατεύσω τους άλλουςμε κλείνω μέσακι η πλάκα μάνα είναιπως οι άλλοι πλέον αγνοούνπως υπάρχωκι εγώ, ακόμα,τους θυμάμαι ως φαντάσματαένας στρατός φαντάσματαεκτείνεται όπου υπάρχει ήλιοςμε αρχηγό εσέναΜέσα από τις σκιές μου μάνασυνεχίζω εκείνο τον παράξενο χορόκαι προσπαθώ, προσπαθώ μάνα,να βρω κουράγιονα χορέψω τυφλήτο χορό του πολέμου στο φωςΚι όπως έμαθα ντρέπομαι μάναΌτι αν βγωΘα σε εκθρονίσωΚι από ντροπή μάνα, νυστάζωστο ξύπνημα ίσωςστο επόμενο ξύπνημα ίσωςΚαληνύχτα μάνα 

Κυριακή, 4-12-11

Ν (2012)

Page 29: Iwoyhdjkbadvigvb

Τον Ιανουάριο, μία γειτόνισσα μου μίλησε για τη Ν. Τριάντα χρονών, είχε τρεις μήνες στην Ελλάδα, η μάνα της κρατούσε χρόνια μια γιαγιά που ήταν ενθουσιασμένη μαζί της. Καλό κορίτσι, ευγενικό, πρόθυμο, είπε και μου έδωσε τον αριθμό τηλεφώνου της μάνας. Συναντήθηκαν μία φορά με την αδερφή μου κι έπειτα τις πήγα εγώ να γνωρίσουν τη δική μας μάνα. 

Ήταν ένα γελαστό, ψηλό, δυνατό κορίτσι, φορούσε μπουφάν από δερματίνη με όλα τα μεταλλικά στοιχεία της μόδας. Ήταν σιωπηλή και ντροπαλή, σε όλη τη διαδρομή μιλούσε ακατάσχετα η μάνα της. Εμείς οι Γεωργιανές είμαστε οι καλύτερες γι’ αυτή τη δουλειά. Έχουμε μάθει στην πατρίδα να έχουμε υπομονή, να δουλεύουμε και να τρώμε ξύλο. Θα μπορώ να έρχομαι κι εγώ να τη βλέπω, ρώτησε κι είπα βεβαίως. Ανησυχούσε ότι η άλλη κοπέλα θα θέλει να διώξει τη Ν. Όσο για τη δική μου ανησυχία πως θέλει συνέχεια να περπατάει η μάνα μου κι αυτό είναι εξαντλητικό, με άφησε άφωνη δηλώνοντας πως όταν πιάσει κρεβάτι θα είναι πιο εύκολο.

Ένα χρόνο που έμεινε η Ν, ερχόταν μαζί μου να τη δει για να μην κατεβαίνει εκείνη Αθήνα στα ρεπό της, μόνο αυτήν την κόρη έχω, τ’ άλλα μου παιδιά πέθαναν. Και να της λέμε να γυρνάει νωρίς από τα ρεπό, δεν ήθελε να μένει έξω νύχτα, φοβόταν. Μα είναι ολόκληρη γυναίκα απορούσα τότε, φοβάμαι, φοβάμαι, φοβάμαι, έλεγε. Τι να ξέρω κι εγώ.

Τον πρώτο καιρό η Α με τη Ν ήταν αχώριστες. Τόσο που λυπόμουν τη διακριτική Μ η οποία συνέχιζε να έρχεται μέχρι να συνηθίσουν. Η Ν ήταν δυναμική, ζωηρή, γέμιζε το χώρο, δε βαριόταν τις δουλειές κι ήταν η μόνη που μπορούσε ν’ ακολουθήσει το γρήγορο βήμα της Α στις ατέλειωτες βόλτες. Ήταν σε ομάδα μπάσκετ στη Μόσχα, μου είπε μια μέρα και πηδούσε τα σκαλιά τρία τρία μες το σπίτι. Η Α τρόμαζε αλλά και σα να προσπαθούσε να κερδίσει την εύνοιά της. Σε λίγο καιρό, ήταν στα χέρια της παιχνίδι, τα γατιά, το σπίτι κι όλοι εμείς, το βασίλειό της. 

Τον ελεύθερο χρόνο της ψώνιζε έξαλλα ρούχα και παπούτσια δωδεκάποντα της μόδας παρόλο το ύψος της. Με το φβ περνούσε όλο και περισσότερο χρόνο. Όταν καλοκαίριασε πια, ερχόταν η μάνα της και πήγαιναν για μπάνιο. Προσπαθούσε να την αποφύγει, να την ξεγελάσει για να βγει μόνη της κι ένα βράδυ τα κατάφερε. Τη χάσαμε για ώρες, δεν απαντούσε στα τηλέφωνα, είχε πάει σ’ ένα κλαμπ Γεωργιανών στη Βουλιαγμένη. Γύρισε σα βρεγμένη γάτα και μαζεύτηκε κάπως για λίγο.

Page 30: Iwoyhdjkbadvigvb

Από το φθινόπωρο άρχισε να γίνεται όλο και πιο νευρική. Λίγο λίγο είχε αποκαλυφθεί, αν και οι ιστορίες της άλλαζαν συνεχώς, ένα προφίλ που τουλάχιστον με προβλημάτιζε. Την είχαν παντρέψει δεκάξι χρονών στο χωριό στην Γεωργία, με κάποιον πολύ μεγαλύτερό της που τη ζήλευε αρρωστημένα. Έμεινε έγκυος αλλά αυτός δεν πίστευε ότι είναι δικό του, την κυνήγησε πήδηξε από μια μάντρα κι έχασε το μωρό. Απειλούσε μετά να τη σκοτώσει, ο πατέρας της τον μαχαίρωσε και κατέληξε στη φυλακή. Η μάνα της τη φυγάδευσε στη Ρωσία, όπου μπήκε στην ομάδα βόλεϊ και γνώρισε τη μεγάλη ζωή. Γούνες, κλαμπ, ακριβά αυτοκίνητα, μαφιόζοι, την ξαναβρήκε ο άντρας της κι έτσι την έφερε η μάνα της κοντά της στην Ελλάδα.

Στο μεταξύ ο αλκοολικός πατέρας της στη φυλακή έμαθε την πρέζα, ήταν ο καημός της και του έστελνε λεφτά και ρούχα. Στο φβ μας έδειχνε τ’ αγόρια που διάλεγε και μιλούσε, το πολύ μέχρι είκοσι χρονών, της άρεσαν μικροί, μιλούσε πιο εύκολα μαζί τους. Πάντα από τη Γεωργία ή τη Ρωσία, πανέμορφα μελαχρινά αγόρια σε ημίγυμνες πόζες μοντέλων. Περνούσε όλο και περισσότερο χρόνο ξαπλωμένη στο κρεβάτι να τους μιλά, ερωτευόταν, έκλαιγε, έκανε τρομερές δίαιτες, κατάπινε γεωργιανά μαντζούνια, ήταν κακόκεφη και νευρική, έβαζε τις φωνές, είχε πονοκεφάλους, κάποιες λιγοθυμίες λόγω υπότασης. Ήθελε να παντρευτεί, έλεγε, να κάνει οικογένεια, παιδιά, ήθελε λεφτά σπίτια, να ζήσει. Από δίπλα η Α όλο και πιο νευρική κι εκείνη, την αποτρέλαινε και κορόιδευε μιμούμενη τα λίγα λόγια και τις κινήσεις των χεριών της. 

Ανησυχούσα όλο και πιο πολύ, τι άνθρωπο διαλέξαμε να προσέχει τη μάνα μας, είχα εφιάλτες. Και βέβαια η Μ δεν έφυγε ποτέ, έγινε δικλείδα ασφαλείας, κρατούσε το σπίτι να μην διαλυθεί μέσα σ’ εκείνον τον πανικό. Μια μέρα, είδα τη Ν να σηκώνει ένα γατάκι που λάτρευε, ψηλά πάνω από το κεφάλι της και να το σκάει με δύναμη στα πλακάκια. Από εκείνη τη στιγμή ήμουν σίγουρη πια, αλλά η αδερφή μου παρουσία της οποίας δεν κουνιόταν μύγα, μου έλεγε ότι είχα γίνει εμπαθής. Υποθέτω ότι της ήταν αδιανόητο ν’ αρχίσουμε πάλι να ψάχνουμε. 

Ένα μεσημέρι ξέχασε την πόρτα ξεκλείδωτη και της έφυγε. Άργησε να το αντιληφθεί γιατί ήταν στο δωμάτιό της κι έτσι αποδείχτηκε ότι την άφηνε μόνη της. Βγήκε να την ψάξει, δεν την έβρισκε, μετά από μια ώρα πήρε τη μάνα της, η μάνα της πήρε τη Μ, της ζήτησε να μη μας ειδοποιήσει, βγήκε κι εκείνη να ψάχνει κι ο άντρας της. Με πήραν τελικά τηλέφωνο, πήρα το 100. Υποθέτω ότι έφυγε κι ανέβηκε πάλι προς το βουνό να έρθει Αθήνα. Σταμάτησε και ρώτησε ένα περιπολικό έξω από το αστυνομικό τμήμα, αν ξέρουν πού να πάει. Μου έσουραν τα εξ αμάξης που έκανα τρεις ώρες να την αναζητήσω και τι να πω βέβαια. Τρεις ώρες καθόταν εκεί και περίμενε Παναγιά. Δεν είπα στα κορίτσια παρά ότι ήταν απαράδεκτο που δε με ειδοποίησαν, αλλά ήξερα πια ότι δεν είχαμε τον έλεγχο. 

Έπειτα από λίγο καιρό, είδα τη μάνα μου με μαυρισμένο μάτι κι όλο το μάγουλο από κάτω. Πήγε να σηκωθεί κι έπεσε με τα μούτρα στα πλακάκια είπε η Ν, κάτι το οποίο δεν ήταν καθόλου πιθανό. Τελικά έδωσε από μόνη της την αφορμή όταν έφερε ένα δεκαεξάχρονο Ρώσο και τον κοίμισε στο σπίτι. Μάλιστα το παιδί αυτό μόλις είχε βγει από τη φυλακή, ίσως γιατί δεν είχε χαρτιά. Αυτό, η Μ αναγκάστηκε να μας το πει. Μέχρι το επόμενο ρεπό της, είχε αποδειχτεί και έγκυος, οπότε στείλαμε τα πράγματά της στη μάνα της με τρεις μήνες αποζημίωση. Η οποία πήρε τηλέφωνο να με ρωτήσει

Page 31: Iwoyhdjkbadvigvb

αν θα την κρατήσουμε στη δουλειά ή να ρίξει το παιδί. Ήξερε πού ποντάριζε αλλά της απάντησα ότι η μητέρα μου είναι πολύ άρρωστη και πως η κόρη της έπρεπε να βρει άλλου είδους δουλειά.

Έτσι έφυγε η Ν. Έμεινε ακριβώς έναν χρόνο.

Συνάντησα φέτος τη μάνα της κι έμαθα ότι δεν κράτησε το μωρό, αμέσως μετά πέθανε ο πατέρας της κι έφυγε στη Γεωργία. Έμεινε τρεις μήνες, γνώρισε κι ερωτεύτηκε έναν εικοσάχρονο, γυρίσαν μαζί στην Ελλάδα. Παντρεύτηκαν τώρα, τι να κάνουμε αφού της αρέσουν μικροί, ψάχνει για δουλειά, θέλουν να κάνουν παιδί, έχει πάρει κι ένα γατάκι. Αν μπορούν να έρθουν να δουν την Α, με ρώτησε κι είπα βεβαίως, είναι ήρεμη τώρα και γελαστή. 

Σ’ αγαπάω του έσκουξε σηκώνοντας το γατάκι με τα δυο χρυσαφένια χέρια της ψηλά πάνω απ’ το ευτυχισμένο της πρόσωπο κι έπειτα το έσφιξε στον κόρφο της σκληρίζοντας. Ούρλιαξε το γατί τρελαμένο απ’ το φόβο του και τη νύχιασε. Ούρλιαξε κι αυτή με τρομερή φωνή, το σήκωσε αυτή τη φορά όσο έφταναν τα χέρια της και το πέταξε από κει με όλη της τη δύναμη στα πλακάκια. Δεν την κοίταξα μετά κι ούτε κουνήθηκα μόνο πάλεψα με την τρέλα να την πετάξω κάτω από το μπαλκόνι και δεν είπα τίποτα. Το δικό μου παιδί δεν πέθανε μες την κοιλιά μου, δε με παντρέψαν ανήλικη μ’ ένα μέθυσο, ούτε με φυγάδευσε η μαφία. Δεν μπήκε ο πατέρας μου φυλακή ούτε του έστελνα παντελόνια και λεφτά για πρέζα. Δε με υποχρέωσε η μάνα μου κι η φτώχεια στα 30 να φυλάω μια ανοϊκή γριά σε γειτονιά νεόπλουτων με σπορ αμάξια. Δεν έμαθα σαν άγριο ζώο να σημαδεύω τα μέρη μου καταστρέφοντας ότι δεν υπέκυπτε στις φαντασιώσεις μου. Το μόνο που μπορούσα ήταν να φοβάμαι απέραντα μη σηκώσει μια μέρα και τη μάνα στον αέρα να τη σκάσει κάτω σα γατί.  (2013)

...

Όσο για την Α,

 Σίγουρα τότε ήταν που σταμάτησε να χαϊδεύει τα γατιά. Ίσως φανώ άδικη και ήταν απλά αποτέλεσμα της άνοιας. Είχε λατρεία στα γατιά από πιτσιρίκι, τότε στην αυλή

Page 32: Iwoyhdjkbadvigvb

τους, όλοι τ' αγαπούσαν. Σύμφωνα με το γιατρό σ' εκείνα τα παιδικά χρόνια γυρνάει ο ανοϊκός ξεχνώντας το πρόσφατο παρελθόν. Άλλωστε όλο τη μάνα και τη γιαγιά της ζητούσε. Είμαι σχεδόν σίγουρη ότι τα εγκατέλειψε από φόβο της Ν, όλο παρακαλούσε να μην τα πειράξει. Αλλιώς πώς τα ξέχασε εκείνη που ήταν ικανή να κοιμάται όλη νύχτα σε μια ακρούλα του κρεβατιού για να μην τα ενοχλήσει. Κάπως έτσι δεν της έφερναν πια οι γάτες τα μωρά τους, έτσι χάθηκε και η γάτα της, η Ζιζού. Και θα μου πεις τώρα, εδώ χανόταν η ίδια, η γάτα σ' ένοιαξε; Αλλά αυτό θα το σκεφτείς αν δεν είχες ποτέ γάτα ή σκύλο. Από το Ζινεντίν Ζιντάν την είχε ονομάσει. Κάποιος την είχε αφήσει μωρό μες τ' αυτοκίνητο του πατέρα μου, καλοκαίρι του 2004 έξω απ' το φούρνο. Παράξενο γατί, αγκαλιές πολλές δεν ήθελε αλλά δε φοβόταν και κανέναν. Μα δεν περνούσε άνθρωπος από τη γειτονιά και να μην τρέξει να του μιλήσει. Πώς χάθηκε δε μπορώ να φανταστώ γιατί δε μπορούσες και να την πιάσεις. Ακόμα νομίζω ότι θα εμφανιστεί να μπει μες τ' αυτοκίνητο όταν πηγαίνω. Αλλά έρχεται μόνο η κόρη της, το Ζουζούνι που το φώναζε ο πατέρας μου, μια άγρια φουντωτή μαυρόγατα με πράσινα μάτια που εκείνη τη χρονιά ερχόταν μια δυο φορές την εβδομάδα μόνο να φάει σαν κλέφτης κι εξαφανιζόταν.

Απώλεια (Ιανουάριος 12)

(κάθε χτες γεννιέται ένας άνθρωπος και σήμερα θέλει να γεννηθεί ένας άλλος.) 

Με πάθος χωμένη στο μαύρο της στόμα χορταίνω. Χρονοτριβώ με λαγνεία μωρού στο παράλογο.

-Μαμά...-Που είναι η μαμά μου?

Page 33: Iwoyhdjkbadvigvb

-Βρε μαμά...-Μη με ξαναπείς μαμά… με αποκληρώνει-Αννούλα... σαρκάζω-Κωστάκη... με βαφτίζει αδερφό αλλά δε μπορώ να σκεφτώ παρά πως μου κλέβει το φύλο-Φεύγω... την απειλώ -Ποιος άλλος είναι εδώ, ρωτάει με άδεια μάτια-… Θυμώνω, Θε μου πώς θυμώνω 

Ιανουάριος 2012

Έρχεται αυτός και μου λέει τι να κάνω, της είπε.

... θέλει λίγη υπομονή, κι εγώ στεναχωριέμαι με πιάνουν τα κλάματα σκέφτομαι και τη δική μου μαμά εκείνη βέβαια μόνο 20 πίεση έχει, έλα, θέλει λιγάκι υπομονή, βέβαια κάποτε θα σπάσεις και ξύλο να 'σαι, αλλά θέλει λίγη υπομονή, δεν καταλαβαίνει, έλα, σταμάτα, ηρέμησε, τρέμεις, μην κάνεις έτσι θα πάθεις τίποτα, πάω εγώ να να δω τι κάνει, εσύ μην έρχεσαι. Έχει ξαπλώσει, ήρεμη είναι, σα να συνήλθε τώρα που ξέσπασε, σε κάθε σπίτι συμβαίνουν αυτά, μη νομίζεις πως δε σε νοιάζονται, αλλά εκείνη έζησε τη ζωή της εσύ θ' αρρωστήσεις έτσι, μη σε νοιάζει για μένα εγώ αντέχω, να μην ανεβαίνεις, να κάθεσαι κάτω και να μην ακούς, να κλείνεις τ' αυτιά σου, εμένα είναι η δουλειά μου. Σε παρακαλώ μη στεναχωριέσαι έλα να σε κάνω μια αγκαλίτσα, κι εγώ σπίτι με τα παιδιά φωνάζω, έλα σε παρακαλώ, άμα κρυώσει θα βάλει κουβέρτα, δε βλέπεις, όταν κρυώνει πάει και βρίσκει κάτι και φοράει, θα ξυπνήσει και θα σκεπαστεί, αλλά με την πίεση δεν ξέρεις τι μπορεί να κάνει, μη μας φύγει μην πηδηχτεί από το μπαλκόνι, ναι το ξέρω πως είναι λάθος έτσι να γελάσουμε λίγο, έλα, δεν κάνει, θ' αρρωστήσεις κι εσύ και τότε...

(Δυο χρόνια μετά, μου λέει η Μ πόσο τη φοβόταν, ‘να! μου πήγαινε’. Κι άλλη στιγμή, 'πώς άλλαξες έτσι εσύ, έγινες καλή.')

Page 34: Iwoyhdjkbadvigvb

Εχθρές (7-2-12)

12.31 μ.μ.

Κάτω ρε μάνα οι άνθρωποι διαδηλώνουν κι εγώ εδώ, παλεύω από το πρωί με τις δουλειές, με τα 'όχι' σου και τα 'πού να πάω' σου, κι αφού επιμένεις να βγεις να περπατήσεις με το μακό στο καταχείμωνο, τι να πρωτοκάνω, ανά δέκα λεπτά να εφευρίσκω κάτι να σε απασχολώ, πήγαινε πια, τέρμα οι τσακωμοί, θα σε φέρει πίσω το κρύο και τότε θα είναι πράγματι ώρα κι έτοιμο το φαΐ που χίλιες φορές με ρώτησες αν θα φάμε για να συμπληρώσεις εγώ δεν πεινάω, ε λοιπόν πήγαινε και γυρνώντας θα φας με όρεξη κι ίσως ξαπλώσεις να μη στριφογυρνάς όταν χρειάζομαι μια ώρα ξεκούρασης τώρα που δεν ξέρεις τι είναι το σεντόνι κι άντε χάσου τρελή μου λες, τι κρίμα ρε μάνα...

Κλεμμένες κάλτσες (20-3-12)

Ήσουν σήμερα τόσο παρανοϊκή που ψάχνοντας το συρτάρι σου μια κάλτσα για να σου παίξει εκείνο το ευεργετικό κορίτσι κουκλοθέατρο κι ευρισκόμενη μπροστά σε μια πανδαισία από χρωματιστές ρίγες που σου αγοράζει η μεγάλη σου κόρη -ενώ εγώ φοράω τις γκρίζες που απέμειναν απ' τον μπαμπά- τις έχωσα στην τσέπη του παντελονιού μου κι έπειτα κρυφά στου μπουφάν. Ναι σ’ έκλεψα, έκλεψα τις όμορφες κάλτσες σου μαμά κι είμαι πολύ χαρούμενη, είναι μια αστεία χαρά γιατί κάπως πρέπει να πληρωθώ όταν σου έρχονται στα χείλη φτυσιές και σε νικούν αφού ούτε το είχες διανοηθεί ποτέ κι έτσι βρίζεις σαν παιδί του δημοτικού κι ούτε να χτυπήσεις μπορείς να βγει το νεύρο που σε διαλύει μόνο στριφογυρνάς γύρω μου και πνίγεσαι χωρίς να μπορώ παρά ν' αφεθώ ν' αρρωστήσω από το δηλητήριο για να αποκτήσει πάλι ο κόσμος σου κάτι από υπόσταση...Το δώρο μου είναι μάνα αυτές οι καλτσούλες οι ριγέ, τόσο χαριτωμένες και τόσο κοριτσίστικες όπως δεν υπήρξα ποτέ παρά λίγο πριν συμφιλιωθώ με την απώλεια και τη στέρηση μ' ένα παράξενο σκίσιμο απ' τον κόσμο που με ξερνάει στον κόσμο γυμνή σα μωρό με πολυφορεμένο δέρμα αύριο σαν τότε που δε θυμάσαι πως με γέννησες ούτε πως ήμουν άσκημη πολύ στην αρχή. Χρόνια πολλά μάνα, σαράντα πέντε για την ακρίβεια σ' ένα κόσμο που ζήταγε στολίδια σου έκλεψα τις κάλτσες σου, να έχω κι εγώ τρία χρόνια τώρα στο πένθος σου κάτι χρωματιστό δώρο από σένα τέλειο καθώς όλα γύρω γκρεμίζονται έως κι η πατρίδα μα το αγνοείς γιατί είσαι από το θάνατο του πατέρα τρία χρόνια στο κενό εκτός ελέγχου κι εγώ απομονωμένη απ’ όλους μαζί σου τρελή. Σήμερα παραμονή που θα γεννηθώ χωρίς τη θέλησή σου φορώντας ένα κλεμμένο ζευγάρι χαρούμενες κάλτσες σε μια διπλή ζωή να προσπαθώ ν' ανασαίνω μακριά και κοντά σου και ν' αγαπώ ότι έγινε ξένο σαν αγιόκλημα κρυφά που φύτεψα έξω απ' τη μάντρα σας από ένα παρακλάδι του γείτονα με ασφάλτου ρίζες κι άργησε αχ πώς άργησε να φουντώσει καλοκαίρι έφηβης νύχτας άγγιχτο ως πραγματικό...Όμως να ξέρεις μάνα κι αν υπάρχουν πολλοί που δε θα ήθελα να γιορτάσω μαζί τους αυτά τα γενέθλια κι όχι που δεν τους αγαπώ, εσύ δεν είσαι ένας από αυτούς ίσως γιατί πια μένεις σε αγώνα για επιβίωση χωρίς εαυτούς, γιατί βλέπεις μάνα ποτέ δε μου ταίριαζαν εαυτοί που έθετες κι αν δεν είναι το ρόδο και τ' αγκάθι είναι σίγουρα που η αφετηρία δε μπορεί να είναι στόχος αν δε θες να γυρίζει ο κόσμος όλο γύρω απ’ τα ίδια, μα ήσουν αλήθεια εντυπωσιακή πάντα στην εργατικότητα κι ας σε άφησε πια το μυαλό σου άνεργη ...

Page 35: Iwoyhdjkbadvigvb

Αργά μάνα, δεν είναι παρά για τα ρολόγια, -ας ξέχασες εσύ να βάζεις κάθε πρωί εκείνο το δικό σου με το άσπρο λουράκι- χρόνια πολλά.

Σημείωμα (21-4-12)

Μαμά,αύριο το πρωί θα τρακάρω βγαίνοντας από το γκαράζ, μην ανησυχείς, δε θα χτυπήσω αλλά δε θα μπορέσω να έρθω να σε δω...

...

Κοίτα, -διστάζει απ’ το τηλέφωνο η Μ στα κακά μαντάτα- έχει βγάλει κάτι σπυράκια. Πόσες φορές το λεπτό μπορείς να πεις μην ξύνεσαι; Αλλά και το μωρό το βουτάς και το πας στο γιατρό. Επιμένω ότι είναι ψυχολογικό αλλά δε λύνεται το θέμα. Η δερματολόγος είπε μοιάζει με τσίμπημα. Να διώξουμε τα γατιά λένε, μα τα γατιά είναι φίλοι της. Τα γατιά τ’ αδέσποτα, τα χόρτα που πάει και χώνεται να καθαρίσει το χωράφι, κουνούπια, ψύλλοι, κάτι την τρώει. Στρεπτόκοκκος, κορτιζόνες, αντιβιώσεις, σπρέι, μέχρι που της ψέκασε η αδερφή μου το στρώμα με εντομοκτόνο κι έγινα θηρίο. Πουά η καημένη η μάνα για ένα χρόνο σχεδόν κι έπειτα πάλι για λίγο. Βάλε με το νου σου έναν ανοϊκό νευρικό να τρελαίνεται κι από τη φαγούρα. Εδώ πλένεις τα πιάτα κι ώσπου να ξεβγάλεις το χέρι να ξυστείς κοντεύεις μετά να ξεκολλήσεις τη μύτη σου. Πέρασε κι αυτό. Δε συμφωνήσαμε ποτέ οι γύρω για την αιτία.

Καταστολή (18-4-12)

Σήμερα καταστείλαμε τη μάνα. Σήμερα καταστείλαμε τη μάνα... Σήμερα

Page 36: Iwoyhdjkbadvigvb

καταστείλαμε τη μάνα. Ο καιρός είναι τρελός. Μπαίνω να κάνω μπάνιο. Σήμερα καταστείλαμε τη μάνα. Τα τσίπουρα που ήπια το μεσημέρι δε με κατέστειλαν. Σήμερα καταστείλαμε τη μάνα. Το καυτό νερό στο πρόσωπο είναι φίλος με τους λυγμούς. Δεν αντέχω τίποτα από τα δύο. Δεν είναι ώρα. Σήμερα καταστείλαμε τη μάνα. Η αδερφή λέει μήπως υπερβάλαμε στο γιατρό. Η αδερφή ντρέπεται τους άλλους. Σαν τη μάνα παλιά. Εγώ δεν έχω λόγο να ντραπώ τους άλλους. Δεν τους βλέπω πια αρκετά συχνά. Κουβαλάω την αρρώστια της. Σήμερα την καταστείλαμε τη μάνα. Η αδερφή έχει αναστολές. Δεν θέλω να της μιλήσω. Σήμερα καταστείλαμε τη μάνα. Έτρεχε στους δρόμους. Χτυπούσε τα κουδούνια και ρωτούσε. Κάποιος είχε σκοτώσει τα παιδιά. Σήμερα καταστείλαμε τη μάνα. Θα κάνω αυτό που θέλω εγώ έλεγε. Έπειτα έκλαιγε και χτυπούσε το κεφάλι της με τις γροθιές της. Δεν ήταν σωστά τα πράματα. Κάποιοι είχαν έρθει και της τα πήραν όλα. Η μαμά της δεν ερχόταν ποτέ να τη δει. Πάνω ήταν ξένοι και κάτω στο υπόγειο κανείς. Κάτω στο υπόγειο δεν ήταν ο πατέρας. Η μάνα είχε καταφέρει να ξεχάσει. Που τον μάλωσε και πήγε και πέθανε. Η μάνα έμεινε στη σκάλες. Ούτε πάνω ούτε κάτω. Σκάλες σκάλες σκάλες. Άριστη φυσική κατάσταση. Κορμί λαμπάδα. Το γατί δε φοράει παπούτσια. Ησύχασε όλα είναι καλά. Όλοι είμαστε καλά. Πρέπει να ψεύδεσαι στους ανοϊκούς. Η αδερφή τρέχει από πίσω της. Θέλεις τίποτα μανούλα μου? Εκείνα τα πράματα να φτιάξω. Ποιος είναι κάτω? Σήμερα καταστείλαμε τη μάνα. Δεν θα τρέχει τις νύχτες στους δρόμους. Δεν θα με ξαναχτυπήσει με χέρια που δεν ξέρουν πως. Δεν θα με ξαναδαγκώσει όταν της τα πιάνω. Δε θα ξαναμελανιάσουν. Δεν θα ξαναπετάξει το φαί απ' το παράθυρο. Θα είναι ήρεμη. Δύσκολη περίπτωση είπε ο γιατρός. Η αδερφή καταπίνει κόμπους. Ακούω τη φωνή της μάνας. Εγώ ποτέ δε σου είπα τι να κάνεις. Περιμένω. Να σταματήσω να ζω για τη μάνα. Σήμερα δε θα πενθήσω. Τρεις μέρες δοκιμή είπε ο γιατρός. Να δούμε πώς θα πάει. Δηλαδή τι να προσέξουμε; Να μην κοιμάται πολύ. Δεν θ' αποβλακωθεί? Οι φροντιστές των ανοϊκών γελούν σα να κλαίνε. Όχι δεν θα αποβλακωθεί, αλλά δε γίνεται κι αλλιώς. Σήμερα καταστείλαμε τη μάνα. Δεν άρθρωνε καλά την αγωνία. Να δούμε. Σήμερα καταστείλαμε τη μάνα. Δεν έχει να δούμε τίποτα. Τέσσερις άνθρωποι πάνω της. Τέσσερις κι όλοι εχθροί. Το χειμώνα γελούσε και χόρευε. Όταν σκοτείνιαζε κοιμόταν. Τη νύχτα γύρευε να το σκάσει. Το καλοκαίρι λέγαμε. Δεν πρόφτασε. Σήμερα καταστείλαμε τη μάνα. Ήθελε ν' ανέβει το βουνό. Με τα πόδια. Πριν από δύο χρόνια το κατέβηκε. Με τα πόδια. Θα σε γράψω στο μαραθώνιο. Καμάρωνε, εγώ δεν κοιμάμαι ποτέ. Ήταν αλήθεια. Πέντε ώρες το πολύ. Τις υπόλοιπες δούλευε. Σήμερα καταστείλαμε τη μάνα. Δε λυπάμαι ακόμα. Δε γίνεται να λυπάμαι. Άρρωστες. Είμαστε άρρωστες. Σήμερα καταστείλαμε τη μάνα. Της κλέβουμε τη ζωή. Δεν ξέρει τι να την κάνει. Λίγη λίγη την παίρνουμε εμείς. Δεν ξέρουμε τι να την κάνουμε. Σήμερα καταστείλαμε τη μάνα. Εμείς μπορούμε να κατασταλούμε μόνες μας. Αλλιώς είμαστε επικίνδυνες.

18-4-12, 10.25 μ.μ.

Ένα χρόνο μετά, το ενάμισι χάπι έγινε μισό. Πίεση 9-5. Άλλωστε δε θυμόταν πια να θυμώνει.Τι θα είχε γίνει αν δεν είχε ληφθεί εκείνη η απόφαση, κανείς δεν ξέρει.

Αρχή και μέση του 12.

Page 37: Iwoyhdjkbadvigvb

Θα διαλύσει το μυαλό μου μαζί με τις μπετούγιες των παραθύρων. Είμαστε οι δυο μας αλλά θ’ αποτολμήσω μια βόλτα. Βγαίνουμε στον κεντρικό δρόμο, σχεδόν τρέχει κόντρα στον παγωμένο βοριά. Το ξέρω ότι δε θα θέλει να γυρίσουμε. Μετά από μια ώρα την ξεγελώ να στρίψουμε. Με τραβάει προς ένα παρκιν ή ένα κάθετο στενό. Έχει μια παράλογη δύναμη το λεπτό της σώμα. Τώρα που γράφω με πιάνει κρίση πανικού. Το στενό οδηγεί στη θάλασσα, έχει βρέξει πολύ, παντού νερά. Αλλά θα αρνιόταν να πάρουμε τον ίδιο δρόμο πίσω. Είναι πάλι θυμωμένη, έχει αφήσει το χέρι μου και μουρμουρίζει. Μπροστά μας λίμνη, την πιάνω αγκαζέ να περάσουμε από τη άκρη. Έχει χώματα λάσπες και φύλλα, αρνείται. Επιστρέφει στη μέση του δρόμου. Απέναντι έρχεται ένα αυτοκίνητο, πάει κατά πάνω του, τα νερά μέχρι τον αστράγαλο. Είναι τουλάχιστον τρία τέταρτα μέχρι το σπίτι. Περπατάμε σε απόσταση. Τη λυπάται η ψυχή μου, λυπάμαι και τον εαυτό μου. Όταν φτάνουμε της ζεσταίνω τα πόδια. Με κοιτάει με ευγνωμοσύνη. Είσαι καλή εσύ, λέει.

Άρχισα πια να το παίρνω απόφαση (20-4-12)

Έξω το φως κι η άνοιξηΔε βλέπειςΔεν ακούςΔε μυρίζειςΔεν αγγίζειςΣτιγμιαία μόνο γεύεσαιΑπ' το μυαλό σου ξεχύνεται μια μαύρη τρύπαΜέσα στα μάτια σου ορφάνιαΜε καταπίνειΚαταπίνει τον κόσμοΟ κόσμος αμύνεταιΣε ξερνάει από σίριαλ τηλεόρασης γραφική τρελήΠού να πας μάνα;Όσο πίσω κι αν πας Πώς να μπεις στην κοιλιά της μάνας σου;Μόνο ο θάνατος λοιπόν;Κατάρα. Κατάρα στην επιστήμη. Κατάρα.Θα είχες πεθάνει τώραΠου να παςΕντάξει, λες κι από πείσμα στήνεσαιΘα πάω εγώΕσύ να είσαι καλά κι όλα πάντα καλά να τα βλέπειςΘα πάω εγώ να φροντίσωΜα γύρω σου τ' ορκίζομαι, είναι παράδεισοςΓια δες! Δε βλέπεις? -δεν έχει πόδια, πού να πάει?Ποιος να σε βοηθήσει μάνα;

...

Page 38: Iwoyhdjkbadvigvb

Χρονοδίνη. 

Πάει χάθηκες. Σε μιαν απέραντη σκοτεινιά. Άνεργη του κόσμου ετούτου. Έμεινε εδώ ένα σώμα γαϊδουράκι. Αλλά τα γαϊδουράκια χαμογελάνε, εσύ όχι. Κι εγώ, η κόρη σου, δεν υπάρχω. Χαμένη στον κόσμο σου και σ' ενοχλώ. Σε τραβάω από το μανίκι σαν ορφανό. Κι εσύ έχεις δουλειά, καθήκον. Να μη χαθεί το παιδί, μην το σκοτώσουν. Σάμπως να έχεις δίκιο τελικά. Όλοι γύρω φαντάσματα σε ξένες πραγματικότητες τριγυρνούν. Δεν είναι εδώ το παιδί σου. Δεν είναι εδώ η μάνα σου. Άσε με, ξεγαντζώσου από πάνω μου, έχω δουλειά. Έλα μετά. Θα συναντηθούμε εδώ στο σταυροδρόμι. Θα μιλήσουμε ψεύτικα λόγια ευγενείας για λίγο. Έπειτα ο καθένας στη δουλειά του. Σύμφωνοι? Σύμφωνοι.

Πασχίζοντας (20-5-12)

Να είμαι η κόρη μιας ανύπαρκτης μάναςΝ' αντέχω τις ενοχέςΝα μην είμαι εκείνηΝα μην υποφέρω που δε μ' αγαπά πια

Ν' αντέχω να γράφω αυτές τις λέξειςΒάζοντας σε τάξηΌτι  αύριο θ' ανατραπείΑπό ένα άδειο βλέμμα

Να θυμάσαι και να μη σε θυμούνταιΝ' αγαπάς χωρίς ν' αγαπιέσαιΣαν πως το είπε εκείνος Κανείς δε θα επιστρέψειΑν δεν καταλάβεις πως δεν τον αφορά η αγάπη σουΚανείς δεν επιστρέφειΚαθένας αλλού πάειΚι αλλού ονειρεύεται

24ωρο (24-5-12)

Ξυπνώ πριν το ξυπνητήρι. Μόλις χάραξε η μια απ' τις δυο μέρες της μάνας. Πίνω καφέ με ίντερνετ και τη δροσιά του Μάη. Αν δεν είχε τόσα σύννεφα θα έπεφτε η ανατολή πάνω στο γραφείο. Έχω χρόνο πριν φύγω να ηρεμήσω απ' τον ύπνο.

Βρίσκω τη μάνα ν' απλώνει προσεκτικά μια πετσέτα. Εδώ είσαι, μου λέει. Σαστισμένη ακουμπώ την τσάντα στη γωνιά. Θα τη φιλήσω μετά. Άλλωστε πήγε κιόλας στο δωμάτιό της. Φτιάχνω δεύτερο καφέ.

Page 39: Iwoyhdjkbadvigvb

Θέλεις να πάμε βόλτα? Όοοχι, κάνει κρύο. Της φέρνω ηλιόσπορους. Κάθομαι και την κοιτάω. Φτιάχνει βουναλάκια και τα πετάει κάτω από το μπαλκόνι. Όταν τελειώνουν της δίνω τα κεράσια που της  πήρα απ’ τη λαϊκή.

Περιμένω να περάσει το σύννεφο. Πάμε στο φούρνο να πάρουμε ψωμί? Μα δεν έχω τίποτα να βάλω. Της διαλέγω ένα μπουφάν. Περπατάει με τα χέρια βαριά στα πλευρά. Που είναι αυτό που πάμε?

Στην επιστροφή τρώει χαρούμενη κουλούρι. Μαγειρεύω σαν τρελή. Τρώει με όρεξη. Έχει κάνει λίγο κοιλίτσα. Αν βαρύνει χαθήκαμε. Να κάνουμε και λίγο δίαιτα, αποτολμάω. Τι να κάνεις; Άραγε αστειεύεται;.

Στις έξι πάει πια και ξαπλώνει. Εναλλάξ καθόμαστε δίπλα της. Στις εφτά συνδυαζόμαστε και την κάνουμε να γελάσει. Θα κατουρηθώ, λέει το παλιό της αστείο. Τα καταφέραμε, μου ψιθυρίζει η κοπέλα.

Κουράστηκε πια φανερά. Το άλλο κορίτσι θα την κάνει μπάνιο. Οχτώ, ώρα να φεύγουμε. Στον καθρέφτη ένα μαύρο πρόσωπο. Προσπαθώ να του γελάσω. Φταίνε τα ρούχα. Φταίει που είμαι 46 χρονών.

Στην επιστροφή χτυπάω ένα γατί. Ίσως με 120 χλμ. την ώρα να μην πρόλαβε να σκοτωθεί. Στον καθρέφτη δε βλέπω αίμα. Σπίτι ο τυφλός μου άρρωστος σκύλος πέφτει από τη σκάλα. Πρέπει να του φτιάξω εγκαίρως ένα κιβούρι.

Ξαναβγαίνω για τσιγάρα. Αύριο πρέπει να κλείσω εκκρεμότητες. Φοβάμαι ότι πάλι θα το αναβάλω. Γύρω ουρλιάζουν φασίστες. Οι παλιές αγάπες τραβάνε το δρόμο τους. Εγώ θα μείνω εδώ, με χρειάζονται. 

Εξοχή (30-7-12)

2.34' π.μ.

Γύρω είναι θεοσκότεινα. Εκατό μέτρα απέναντι χριστουγεννιάτικα φωτάκια. Στο βάθος ένα κίτρινο κομμάτι λεωφόρου. Από την άλλη μαντεύω τη θάλασσα. Το φεγγάρι έπεσε πίσω από το βουνό. Κάτι μέσα μου σαν από κάποτε λαχταράει και το σωπαίνω. Ανοίγω πάλι το λάπτοπ -ζουμ άουτ από δορυφόρο.

(Μου λένε, χρειάζεσαι βοήθεια. Δεν ξέρω να ζητάω βοήθεια ούτε υπάρχει χρόνος.)