Post on 08-Jul-2016
description
Η Επαναστατική Στρατηγική
Σήμερα
2015 Εκδόσεις:
Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη
Ντανιέλ Μπενσαΐντ
Ντανιέλ Μπενσαΐντ: επαναστάτης, διανοούμενος, φιλόσοφος, μαρξιστής, ηγετικό στέλεχος της 4ης Διεθνούς. Ο Μπενσαΐντ γεννήθηκε στην Τουλούζ (Γαλλία) το 1946 από την Μαρτ (εργατικής οικογένειας κομμουνάρων και κομμουνιστών) και τον Χαΐντ (φτωχής εβραϊκής οικογένειας από τη Μασκαρά -Αλγερία), και πέθανε στο Παρίσι, το 2010 μετά από μακροχρόνια αρρώστια. Από μαθητής και φοιτητής συμμετέχει στο αντιαποικιακό και διεθνιστικό νεολαιίστικο κίνημα της Γαλλίας, με πρωταγωνιστικό ρόλο στον Μάη '68. Εντάσσεται στο γαλλικό τμήμα της 4ης Διεθνούς, από τη διάσπαση του 1965 (JCR) έως και τη δημιουργία του ΝΡΑ το 2009.
Ταυτόχρονα με την ενεργή του πολιτική δράση στη Γαλλία, αλλά και διεθνώς (από την ηγεσία της 4ης Διεθνούς), διδάσκει φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού (Σεν Ντενί) και παρεμβαίνει στη διανοητική συζήτηση της εποχής του, θεωρητικά και οργανωτικά. Έχει συγγράψει (μόνος ή με άλλους) περίπου 40 βιβλία, κυρίως πολιτικά και φιλοσοφικά, αλλά και παιδαγωγικά. Η κορυφαία του, ίσως, συμβολή στην μαρξιστική σκέψη είναι μια σειρά βιβλίων για την αναντιστοιχία των χρόνων, το τώρα και τη διάρκεια, την πολιτική συμπύκνωση και τους ιστορικούς καθορισμούς. Πέρα από εξαιρετική θεωρητική επεξεργασία, αυτή η συμβολή του αποτελεί και σημαντικό οδηγό κατανόησης των περιοδικοτήτων της ιστορίας για τον προσανατολισμό του επαναστατικού
υποκειμένου.
Η Επαναστατική Στρατηγική
Σήμερα
του Ντανιέλ Μπενσαΐντ
Ντανιέλ Μπενσαΐντ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ • Ερνέστ Μαντέλ, Τα Μαθήματα του Μάη του 1968 • Νίκος Πουλαντζάς, Το Κράτος και η Δυαδική Εξουσία (απόσπασμα
από τη συνέντευξη του Νίκου Πουλαντζά στον Henri Weber «Το Κράτος και η Μετάβαση στο Σοσιαλισμό»)
Τίτλος πρωτοτύπου Bensaïd Daniel (1987). Revolutionary strategy today. IIRE Notebook for
Study and Research, 4
• Mandel Ernest (1971), The Lessons of May 1968. London: IMG
Publications, pp. 1619
• Poulantzas Nikos (1977), The State and Dual Power, extract from
Nikos Poulantzas interviewed by Henri Weber, "The State and the
Transition to Socialism", International, 4 (1), Autumn 1977, pp. 312.
Πρόλογος/Μετάφραση Νίκος Ταμβακλής
Διόρθωση/Επιμέλεια Σούλα Κατσιαμπούρα
Καλλιτεχνική επιμέλεια και εξώφυλλο Ευγενία Βλάχου
Εκδόσεις Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη Ινστιτούτο Πολιτικών και Κοινωνικών Ερευνών Κωλέττη 14α, Αθήνα 2103300755, grafeio@okde.org, www.okde.org
ISBN: 978-618-81796-0-8
Εκτύπωση Τυποστύλ, Γδοντέλης Α. Θεολόγος, Κατσίμπα & Μαντά 6, Αγ. Δημήτριος 2109963301-2
Το βιβλίο τυπώθηκε το Φεβρουάριο του 2015
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
Περιεχόμενα
Πρόλογος 5 Πρόλογος στην αγγλική έκδοση 19
Εισαγωγή 23
I. Η επαναστατική κρίση:η βασική στρατηγική έννοια 31 1. «Ένας διαχρονικός σοσιαλισμός»: Μπέρνσταϊν 33 2. Ορθοδοξία ή παθητικός ριζοσπαστισμός: Κάουτσκυ 35 3. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Πάνεκουκ
σκιαγραφούν το περίγραμμα μιας απάντησης 40 4. Επανάσταση μέσα στην επανάσταση:
ο Λένιν και η επαναστατική κρίση 43
II. Στρατηγικά «μοντέλα» και προοπτικές 55 1. Ανατολή και Δύση 56 2. Δύο υποθέσεις που έγιναν από τον Τρότσκι 58 3. Σχετικά με μια υπόθεση του Αντρέου Νιν (Andreu Nin).. 61
III. Οι μεγάλες στρατηγικές υποθέσεις 65 1. Παρατεταμένος λαϊκός πόλεμος 66 2. Εξεγερσιακή γενική απεργία 71 3. Γιατί εξεγερσιακή; 79
IV. Μια φορά ακόμη. Κράτος και Επανάσταση 84 1. Το μεγάλο σχίσμα 84 2. Η κοινωνική χρησιμότητα της δημοκρατίας 86 3. Νέο κράτος, νέα στρατηγική: ο διαχωρισμός ανάμεσα
στον ρεφορμισμό και την επανάσταση ξεπεράστηκε; 90 4. Η διαμάχη της δεκαετίας του 1960:
επανάσταση στο μεταπολεμικό μπουμ 97
3
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΙΝΤ
4
5. Αυτοδιαχείριση: η νέα στρατηγική αντίληψη; 101
V. Ηγεμονία και ενιαίο μέτωπο 107
VI. Τρία συμπερασματικά σχόλια 117
Χρονολόγιο της Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας 125 Γαλλία: 1960-1986 127 Μερικά γεγονότα των δεκαετιών του 1960 και του 1970 στην Ευρώπη 129
Παράρτημα Α 131 Τα Μαθήματα του Μάη του 1968 (του Ερνέστ Μαντέλ) 133
Παράρτημα Β 139 Το Κράτος και η Δυαδική Εξουσία (του Νίκου Πουλαντζά) 141
Άνθρωποι, οργανώσεις και γεγονότα που αναφέρονται 153
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
Πρόλογος
Η μεγάλη στροφή από την ανάπτυξη στην ύφεση, που έγινε γύρω στις αρχές της δεκαετίας του '70, σημαδεύτηκε από μια ορμητική άνοδο του εργατικού και του νεολαιίστικου κινήματος, που κέρδισαν μια σειρά από κατακτήσεις, και από την επανεμφάνιση των ρευμάτων της επαναστατικής αριστεράς.1 Ο απόηχος σε όλη την Ευρώπη από το γαλλικό Μάη του '68, ο παρατεταμένος ιταλικός «Μάης», το μεγάλο κίνημα στις ΗΠΑ ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, άνοιξαν μια νέα εποχή αναγέννησης για την αριστερά, γνωριμίας και επανασύνδεσης ενός σημαντικού τμήματος της νεολαίας με τις επαναστατικές παραδόσεις, που ο σταλινικός μεσαίωνας είχε σπρώξει βίαια στο περιθώριο για σχεδόν πέντε δεκαετίες.
Στον ονομαζόμενο «δυτικό κόσμο», η πτώση των δικτατορικών καθεστώτων σε Ελλάδα, Πορτογαλία και Ισπανία συνοδεύτηκε από μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις. Ειδικότερα στην Πορτογαλία, μετά την πτώση του καθεστώτος
1. Το μακρύ κύμα ανάπτυξης της καπιταλιστικής οικονομίας που ξεκίνησε με τη λήξη του Β΄ Π.Π. (1940-45), τελείωσε την περίοδο 1970-73 με την ονομαζόμενη «κρίση του πετρελαίου». Αυτό το μεταπολεμικό μακρύ κύμα (ονομάστηκε και μεταπολεμικό «οικονομικό μπουμ») χαρακτηρίσθηκε από την παγκόσμια στρατιωτική ηγεμονία των ΗΠΑ και την κυριαρχία του δολαρίου. Επακολούθησε ένα μακρύ κύμα ύφεσης που διήρκεσε μέχρι την εμφάνιση της σημερινής κρίσης, το 2007/8, με το «σκάσιμο της φούσκας» των περίφημων «επισφαλών στεγαστικών δανείων» στις ΗΠΑ.
5
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
του Σαλαζάρ, το 1974, δημιουργήθηκε μια γνήσια προεπαναστατική κατάσταση, τέτοια, που η Ευρώπη είχε να γνωρίσει από τις αρχές της δεκαετίας του '20 στη Γερμανία και τα μέσα της δεκαετίας του '30 στην Ισπανία. Στη Χιλή, την εκλογική νίκη της Unidad Popular και το σχηματισμό της κυβέρνησης Αλλιέντε ακολούθησε επίσης μια προεπαναστατική κατάσταση, που διακόπηκε βίαια από το αιματηρό πραξικόπημα του Πινοσέτ το 1973. Οι μεγάλες αυτές κοινωνικές συγκρούσεις έφεραν ξανά τη συζήτηση για τη στρατηγική της επαναστατικής αριστεράς στις καπιταλιστικές χώρες στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντος. Όμως, η σταδιακή σταθεροποίηση των αστικών κοινοβουλευτικών καθεστώτων στη νότια Ευρώπη και η κυριαρχία των ρεφορμιστικών κομμάτων μέσα στο εργατικό κίνημα έσπρωξαν τη συζήτηση αυτή και πάλι στο περιθώριο.
Η «Επαναστατική Στρατηγική» του Μπενσαΐντ γράφτηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν ο απόηχος από αυτή την ορμητική άνοδο του εργατικού και του επαναστατικού κινήματος στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής είχε πλέον κοπάσει. Όπως παρατηρεί ο ίδιος στην εισαγωγή του, η συζήτηση για την επαναστατική στρατηγική έμοιαζε ήδη ξεχασμένη, και, ίσως, κάπως «εξωτική». Ωστόσο, ο Μπενσαΐντ πίστευε, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι επαναστάτες μαρξιστές, ότι εκείνη την περίοδο ο καπιταλισμός βρίσκονταν στα πρόθυρα μιας νέας μεγάλης κρίσης, που θα έφερνε, σύντομα, τη συζήτηση για την επαναστατική στρατηγική και πάλι στο προσκήνιο. Έπρεπε, λοιπόν, να πιαστεί ξανά το λεπτό νήμα της ιστορικής συνέχειας της μαρξιστικής σκέψης για την επαναστατική στρατηγική, να αναπτυχθεί και να προσαρμοστεί αυτή στη νέα πολιτική συγκυρία, προκει-
6
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
μένου να προετοιμαστούν έγκαιρα οι μαρξιστές επαναστάτες για τα καθήκοντα της νέας περιόδου, με τις αυξημένες απαιτήσεις που θα ανοίγονταν μπροστά τους.
Βλέποντας τα πράγματα εκείνης της εποχής από τη σημερινή σκοπιά, μπορούμε να δικαιολογήσουμε αυτή την πρόβλεψη του Μπενσαΐντ, που δεν επαληθεύθηκε. Στη διάρκεια της δεκαετίας του '80 το μακρύ κύμα ύφεσης της καπιταλιστικής οικονομίας που είχε ξεκινήσει το 1970-73 βρισκόταν σε εξέλιξη, «με ανοδικούς κύκλους που γίνονταν όλο και ασθενέστεροι και καθοδικούς που γίνονταν όλο και βαθύτεροι». Την εποχή που γράφτηκε το κείμενο είχε ήδη εκδηλωθεί η πρώτη μεγάλη επίθεση στις κατακτήσεις των εργαζομένων και στο ονομαζόμενο μεταπολεμικό «κράτος πρόνοιας», με την εμφάνιση του δόγματος του νεοφιλελευθερισμού του Ρήγκαν και της Θάτσερ. Από την άλλη πλευρά, παρόλη τη σχετική υποχώρηση, οι «τρεις τομείς της παγκόσμιας επανάστασης» (με τον τρόπο τουλάχιστον που τους αντιλαμβανόταν τότε το επαναστατικό μαρξιστικό ρεύμα) παρέμεναν ακόμη, σε γενικές γραμμές, σε μια ανοδική φάση.2
α) Στις χώρες του ανατολικού μπλοκ δε φαίνονταν σημάδια τέτοια, ή τουλάχιστον, σε μια τέτοια έκταση, που να μπορούσαν να προϊδεάσουν για την ολοκληρωτική κατάρρευση του ονομαζόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» και, κυρίως, για τη σαρωτική καπιταλιστική παλινόρθωση που ακολούθησε.
2. Οι «τρεις τομείς της παγκόσμιας επανάστασης· σύμφωνα με τη θεώρηση του επαναστατικού μαρξιστικού ρεύματος, τη δεκαετία του 1980: 1) η αντιγραφειοκρατική πάλη της εργατικής τάξης στα γραφειοκρατικοποιημένα εργατικά κράτη του ανατολικού μπλοκ 2) η αντιιμπεριαλιστική πάλη των λαών του ονομαζόμενου τρίτου κόσμου και 3) η αντικαπιταλιστική πάλη της εργατικής τάξης των καπιταλιστικών μητροπόλεων.
7
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
με την ανοχή ή με την αδράνεια της εργατικής τάξης. Πολύ περισσότερο δεν μπορούσαν να προβλεφθούν οι δραματικές επιπτώσεις αυτής της παλινόρθωσης στο εργατικό κίνημα και στην αριστερά των δυτικών καπιταλιστικών χωρών. Αντίθετα, μάλιστα, τα γεγονότα του '68 στην Τσεχοσλοβακία και ό,τι επακολούθησε, η μαχητική εμφάνιση της εργατικής τάξης κυρίως στην Πολωνία με το κίνημα της Εργατικής Αλληλεγγύης (Solidarność) στις αρχές της δεκαετίας του '80, δημιουργούσαν βάσιμες ελπίδες για την προοπτική μιας πολιτικής ανατροπής της κυρίαρχης γραφειοκρατικής κάστας, που όμως θα διατηρούσε την κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία και το κρατικό μονοπώλιο του εξωτερικού εμπορίου, κάτω από έναν αναγεννημένο εργατικό δημοκρατικό έλεγχο.
β) Το κύρος της παγκόσμιας ηγεμονίας των ΗΠΑ είχε υποστεί ένα βαρύ πλήγμα μετά τη στρατιωτική και πολιτική ήττα στον πόλεμο του Βιετνάμ. Η ανερχόμενη επανάσταση στη Λατινική Αμερική, με αποκορύφωμα τη νίκη των Σαντινίστας στη Νικαράγουα, προμήνυε μια περαιτέρω όξυνση της κρίσης της παγκόσμιας ηγεμονίας των ΗΠΑ.
γ) Στις χώρες της καπιταλιστικής Ευρώπης, τα αριστερά ρεφορμιστικά κόμματα και το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα διατηρούσαν τις δυνάμεις τους και, επιπλέον, σε μια σειρά από σημαντικές χώρες διεκδικούσαν τη συμμετοχή στη διακυβέρνηση, με μεταρρυθμιστικά προγράμματα που στόχευαν στη διεύρυνση των κοινωνικών κατακτήσεων και των δημοκρατικών δικαιωμάτων.
Ο Μπενσαΐντ, λοιπόν, βασιζόμενος στη μακροσκοπική θεώρηση της ιστορίας του καπιταλισμού από τη σκοπιά των μακρών κυμάτων της καπιταλιστικής ανάπτυξης και αναλύοντας την τότε παγκόσμια πολιτική και οικονομική συ-
8
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
γκυρία και το συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων, κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η καπιταλιστική οικονομία εισερχόταν σε μια νέα φάση βαθιάς δομικής κρίσης. Μιας κρίσης που θα ήταν η κατάληξη του υφεσιακού κύματος που ξεκίνησε το 1970-73. Άλλωστε από το σχηματικό διάγραμμα των μακρών κυμάτων μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι όλα τα προηγούμενα μακρά υφεσιακά κύματα της καπιταλιστικής οικονομίας είχαν μια διάρκεια που δεν ξεπερνούσε τα 25 με 30 χρόνια. Όλα συνέτειναν στο να επιβεβαιώσουν ότι μια νέα παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού βρισκόταν προ των πυλών. Επομένως, δικαίως, η συζήτηση για την επαναστατική στρατηγική μέσα στην αριστερά και στο εργατικό κίνημα των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών θα γινόταν σύντομα επίκαιρη και πάλι, όπως ακριβώς είχε συμβεί στη διάρκεια της προηγούμενης κρίσης του 1970-73.
Η πρόβλεψη του Μπενσαΐντ για μια κρίση της καπιταλιστικής οικονομίας στο τέλος της δεκαετίας του 1980 διαψεύσθηκε, όπως και η πρόβλεψη του για την επικείμενη αναβίωση της συζήτησης όσον αφορά την επαναστατική στρατηγική. Τα αναπάντεχα κοσμοϊστορικά γεγονότα της κατάρρευσης των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ήλθαν για να ανατρέψουν αυτές τις προβλέψεις και να δώσουν μια εικοσαετή παράταση ζωής στο υφεσιακό κύμα του καπιταλισμού που ξεκίνησε το 1970-73. Το ξαφνικό άνοιγμα των νέων αγορών και των νέων «επενδυτικών ευκαιριών» στην ανατολική Ευρώπη αποτέλεσε μια σημαντική αναζωογονητική ένεση για την καπιταλιστική οικονομία. Οι διαδοχικές οικονομικές κρίσεις που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της παράτασης σε μια σειρά από καπιταλιστικά κράτη (με σημαντικότερες αυτές της Ιαπωνίας και της Αργεντινής) παρέμειναν εντοπισμένες και δεν πυροδότησαν
9
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
μια γενικευμένη παγκόσμια κρίση. Δηλαδή, μέχρι το ξέσπασμα της σημερινής οικονομικής κρίσης, με το σκάσιμο της φούσκας των «επισφαλών δανείων», το 2007 στις ΗΠΑ, κρίση που μετεξελίχθηκε σε «κρίση χρέους», με επίκεντρο τη Νότια Ευρώπη και αιχμή της την Ελλάδα και που σήμερα εξακολουθεί να συγκλονίζει την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία. Η εργατική τάξη και η αριστερά (αντίθετα με αυτό που είχε συμβεί στην κρίση του 1970-73), αυτή τη φορά, συνάντησαν την κρίση, ενώ βρίσκονταν σε μια κατάσταση γενικής αποδιοργάνωσης και υποχώρησης.
Η εργατική τάξη των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών στη διάρκεια αυτής της εικοσαετούς παράτασης του υφεσιακού μακρού κύματος, και κάτω από την εντεινόμενη νεοφιλελεύθερη επίθεση, γνώρισε μια σειρά από διαδοχικές ήττες και υποχωρήσεις. Το συνδικαλιστικό κίνημα στον ιδιωτικό τομέα αποδυναμώθηκε δραματικά κάτω από τα χτυπήματα της εργοδοσίας και της ανεργίας, καθώς σημαντικοί παραγωγικοί τομείς μεταφέρθηκαν στις χώρες του χαμηλού εργατικού κόστους. Η ρεφορμιστική αριστερά μετατοπίσθηκε ραγδαία προς τα δεξιά, εγκαταλείποντας οριστικά τους «τρίτους δρόμους προς το σοσιαλισμό» και τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, δηλώνοντας πλήρη υποταγή στην αστική τάξη και στα ιδεολογήματα του νεοφιλελευθερισμού. Τα πρώην ισχυρά κομμουνιστικά κόμματα της Νότιας Ευρώπης είτε αποσυντέθηκαν (Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία), είτε αναδιπλώθηκαν μέσα σε ένα σκληρό σεχταριστικό κέλυφος, με αποκλειστική φροντίδα την αυτοσυντήρηση του γραφειοκρατικού τους μηχανισμού (Ελλάδα, Πορτογαλία). Δεν ήταν μόνο η ιδεολογική κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού και η αστική προπαγάνδα που με χιλιάδες τρόπους και με τη χρήση νέων τεχνολογιών και τεχνικών μαζικής
10
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
χειραγώγησης παρουσίαζαν την παγκόσμια επικράτηση της «ελεύθερης αγοράς» και της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας» ως τη μοναδική βιώσιμη κοινωνική κατάσταση και τη φυσική κατάληξη της ανθρώπινης ιστορίας. Ήταν ταυτόχρονα και η ολοκληρωτική κατάρρευση της αντικουλτούρας της εργατικής τάξης, όπως τουλάχιστον αυτή είχε αναπτυχθεί από τα μαζικά σοσιαλδημοκρατικά και κομουνιστικά κόμματα μέσα στα, ευρωπαϊκά κυρίως, καπιταλιστικά κράτη.3
Η αντικουλτούρα αυτή, για ένα σχεδόν αιώνα, παρ' όλους τους περιορισμούς και τις στρεβλώσεις που επέβαλλαν οι ρεφορμιστικές και σταλινικές γραφειοκρατικές ηγεσίες, αποτελούσε ένα ισχυρό ανάχωμα απέναντι στην ιδεολογική κυριαρχία της αστικής τάξης και, κατά κάποιο τρόπο, διατηρούσε ζωντανή την ταξική συνείδηση στην εργατική τάξη και σε μια σημαντική μερίδα των λαϊκών στρωμάτων.
Η επαναστατική αριστερά, στην πλειοψηφία της, γνώρισε κι αυτή συρρίκνωση των οργανώσεων της, μαζική αποστράτευση και ιδεολογική σύγχυση. Η συζήτηση για την επαναστατική στρατηγική μέσα στις γραμμές της σε μεγάλο βαθμό έμοιαζε όχι απλώς «εξωτική», αλλά εντελώς εξω-
3. «Ένα από τα κυριότερα επιτεύγματα του μαζικού εργατικού κινήματος, πρώτα απ' όλα των παραδοσιακών σοσιαλδημοκρατικών και μετά των μαζικών κομμουνιστικών κομμάτων, ήταν να οργανώσουν ένα δίκτυο ιδρυμάτων τα οποία ανοσοποιούσαν ένα σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης απέναντι στην επιρροή της αστικής ιδεολογίας, που μοιραία κυριαρχεί μέσα στην αστική κοινωνία. Ο τύπος και τα σοσιαλιστικά (και αργότερα τα σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά) βιβλία και φυλλάδια έπαιξαν τον κυριότερο ρόλο σχετικά με αυτό. Αλλά, στο ρόλο που έπαιζε ο τύπος πρέπει να προστεθεί ο ρόλος των πολιτιστικών ιδρυμάτων, όπως οι θεατρικές ομάδες, οι χορωδίες, οι μπάντες νέων και ηλικιωμένων, οι αθλητικές ομάδες κλπ. Ανέπτυξαν μέσα στην εργατική τάξη ανάγκες που η αστική κοινωνία είχε καταπνίξει». Βλέπε: Ερνέστ Μαντέλ, «Η σοσιαλδημοκρατία σε απόγνωση». Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, 2008, σελ.22.
11
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
πραγματική, καθώς στον ορίζοντα δεν διαφαινόταν πιθανότητα για μια άμεση αναθέρμανση της ταξικής πάλης, και, πολύ περισσότερο, για τη δημιουργία νέων προεπαναστατικών καταστάσεων. Αντίθετα, η αποπολιτικοποίηση των λαϊκών στρωμάτων και η μαζική ανεργία δημιουργούσαν ήδη το ευνοϊκό υπόστρωμα για την ανάπτυξη του εθνικισμού, της ξενοφοβίας και, τελικά, της ακροδεξιάς.
Στο τέλος της δεκαετίας του '90 σημειώθηκε μια μαζική αντίδραση, ως αντίβαρο στη ζοφερή πολιτική κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού, και αναδύθηκε το, ονομαζόμενο, αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, που έφερε για ένα διάστημα μια νέα ελπίδα για την αναγέννηση των κοινωνικών αντιστάσεων. Το κίνημα αναπτύχθηκε δυναμικά από το Σηάτλ μέχρι τη Γένοβα, καθώς συγκεράστηκαν μέσα στις γραμμές του όλα τα επιμέρους κινήματα αντίστασης (το αντιπολεμικό, το αντιρατσιστικό, το φεμινιστικό, το LGTB, τα κινήματα των μειονοτήτων). Όμως, στη συνέχεια αναδείχθηκαν τα όρια και η ανικανότητα του να δώσει συνολικές πολιτικές απαντήσεις και αξιόπιστη εναλλακτική προοπτική απέναντι στον καπιταλισμό. Όρια που βασικά καθορίζονταν από την γενικότερη υποχώρηση του εργατικού κινήματος, αλλά και από την επιφυλακτικότητα και απογοήτευση που προκαλούσε η εκλογική εκμετάλλευση του κινήματος από ορισμένα ρεφορμιστικά κόμματα και, ειδικότερα, από την αδυναμία των επαναστατικών ρευμάτων να παρέμβουν αποφασιστικά και να το μπολιάσουν με την απαραίτητη επαναστατική στρατηγική. Αντίθετα μάλιστα, αρκετές οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς, διαβάζοντας ανάποδα τις αιτίες που οδήγησαν το κίνημα στη συρρίκνωση, κατέληξαν στο να προσχωρήσουν ή να υποστηρίξουν νέους ρεφορμιστικούς σχηματισμούς που εμφανίστηκαν. Οι σχη-
12
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
ματισμοί αυτοί υιοθέτησαν από το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα το περιτύλιγμα μιας ρηχής αντινεοφιλελεύθερης ρητορείας, που δεν αγγίζει τα θεμέλια του καπιταλισμού, και μια τυπικά δημοκρατική πλουραλιστική λειτουργία με χαλαρές οργανωτικές δομές, που τελικά επιτρέπουν την πλήρη χειραγώγηση από τη ρεφορμιστική γραφειοκρατική ηγεσία. Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό, αλλά όχι το μοναδικό παράδειγμα.
Στην πρώτη περίοδο της οικονομικής κρίσης, από το 2008 μέχρι το 2011, ως αντίδραση στην κυρίαρχη πολιτική της λαϊκής εξαθλίωσης, μια νέα μορφή μαζικών κινητοποιήσεων έκανε την εμφάνιση της. Το «κίνημα των πλατειών» απλώθηκε από τις αραβικές χώρες (αραβική άνοιξη) μέχρι την καρδιά των καπιταλιστικών μητροπόλεων. Ειδικότερα στην Ελλάδα της οξυμένης κρίσης, κατά τη πρώτη διετία 2010/11, αναδύθηκε, εκτός από το «κίνημα των πλατειών», και μια σειρά από «κλασσικότερες» μορφές λαϊκής αυτενέργειας και αυτοοργάνωσης που προσπάθησαν να αντισταθούν στην επιβολή του πρώτου κύματος των αντικοινωνικών μέτρων (λαϊκές συνελεύσεις, συντονισμός πρωτοβάθμιων σωματείων, κίνημα «δεν πληρώνω» κλπ.), αλλά και να αναλάβουν και κάποιες λειτουργίες παροχής κοινωνικών υπηρεσιών, υποκαθιστώντας σε κάποιο βαθμό το κατεδαφιζόμενο «κράτος πρόνοιας» με την κοινωνική αλληλεγγύη (π.χ. κοινωνικά ιατρεία, συλλογικές κουζίνες, τράπεζες υπηρεσιών κλπ.), ή ακόμη αναλαμβάνοντας την προμήθεια και διακίνηση ορισμένων καταναλωτικών αγαθών έξω από την επίσημη αγορά.
Ασφαλώς, η περίοδος 2010/11 στην Ελλάδα δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως προεπαναστατική, ούτε και να συγκριθεί με την ένταση της ταξικής πάλης και το βαθμό της
13
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
λαϊκής αυτοοργάνωσης που παρατηρήθηκε στις αντίστοιχες περιόδους της Χιλής ή της Πορτογαλίας. Οι δομές αυτοοργάνωσης δεν αναπτύχθηκαν τόσο, ώστε να μπορούν θεωρηθούν πρόδρομοι μιας «δυαδικής εξουσίας». Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι την περίοδο αυτή ενυπήρχαν σε εμβρυακή μορφή αρκετά χαρακτηριστικά στοιχεία μιας προεπαναστατικής περιόδου, ενώ η υποχώρησή τους, από την προεκλογική περίοδο της άνοιξης του 2012 και μετά, συνδέεται άμεσα με ένα γενικό κλίμα απογοήτευσης και σχετικής παθητικότητας που επικράτησε, αλλά και με την άνοδο του νεοναζισμού. Η εκλογική άνοδος του ρεφορμισμού, με την παθητική αναμονή του σχηματισμού μιας «κυβέρνησης της αριστεράς» που θα αναλάβει να διορθώσει την κανιβαλική κυβερνητική πολιτική, είχε παραλυτικές επιπτώσεις για τα μαζικά κινήματα.
Ταυτόχρονα, όμως, μέσα στις γραμμές της αντικαπιταλιστικής αριστεράς πυροδοτήθηκε ξανά η ξεχασμένη, εδώ και δεκαετίες, συζήτηση για την επαναστατική στρατηγική. Η άκρη του νήματος πρέπει και πάλι να πιαστεί, και η ανάγκη αυτή τη φορά είναι πολύ πιο επιτακτική από ό,τι στη δεκαετία του '80, όταν γράφτηκε η μπροσούρα του Μπενσαΐντ, σε συνθήκες αναμονής μιας μελλοντικής καπιταλιστικής κρίσης και μιας «κυβέρνησης της αριστεράς». Έννοιες, όπως μεταβατικό πρόγραμμα, επαναστατική κατάσταση, δυαδική εξουσία, οι οποίες αποτελούσαν μέχρι χθες τα αντικείμενα μιας θεωρητικής συζήτησης μέσα σε έναν εξαιρετικά περιορισμένο κύκλο μαρξιστών, αποτελούν σήμερα τον απαραίτητο εξοπλισμό για τους αγωνιστές που θέλουν να παρεμβαίνουν στα κινήματα και, συγχρόνως, να είναι σε θέση να εκτιμούν την αποτελεσματικότητα, να διορθώνουν και να επεξεργάζονται την τακτική τους. Προβληματισμοί,
14
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
όπως ποια πρέπει να είναι η στάση της επαναστατικής αριστεράς απέναντι σε μια «κυβέρνηση της αριστεράς» μέσα στις συνθήκες της σημερινής οξυμένης καπιταλιστικής κρίσης, τι είναι και πώς συγκροτείται το ενιαίο εργατικό μέτωπο, δεν αποτελούν τώρα πια μια «άσκηση επί χάρτου», αλλά κρίσιμα ζητήματα για τη χάραξη της καθημερινής πολιτικής παρέμβασης.
Είναι γεγονός ότι μέχρι σήμερα η πλειοψηφία των αγωνιστών της αντικαπιταλιστικής αριστεράς πήρε ενεργό μέρος στα κινήματα, πολλές φορές με σημαντικές πρωτοβουλίες και πάντοτε στην πρώτη γραμμή. Όμως, οι παρεμβάσεις τους γίνονταν χωρίς έναν κεντρικό σχεδιασμό, χωρίς στόχευση και, το κυριότερο, χωρίς να έχουν οι ίδιοι μια πλήρη συνείδηση της δυνητικής σημασίας αυτών των κινημάτων στα οποία συμμετείχαν. Οι επίμαχες έννοιες του μεταβατικού προγράμματος, της δυαδικής εξουσίας ή του ενιαίου εργατικού μετώπου προσεγγίζονται και ερμηνεύονται από διαφορετικές σκοπιές και ανάλογα με το εκάστοτε ιστορικό-ιδεολογικό υπόβαθρο. Καθώς ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής ριζοσπαστικής αριστεράς έχει τις ρίζες του μέσα στη σταλινική παράδοση, είτε στη μαοϊκή είτε στην ευρωκομμουνιστική εκδοχή της, προσεγγίζει αυτές τις έννοιες με έναν τέτοιο τρόπο, ώστε να τις προσαρμόζει στις ιστορικά παγιωμένες συνολικότερες θεωρήσεις του.
Έτσι, το μεταβατικό πρόγραμμα δεν αποτελεί για αυτούς τη γέφυρα (σύμφωνα με τη γνωστή μεταφορά του Λ. Τρότσκι) της οποίας η μια βάση εδράζεται πάνω στις σημερινές ανάγκες και στο σημερινό επίπεδο συνείδησης των μαζών και της οποίας η επιδομή οδηγεί στο ανέβασμα αυτής της πολιτικής συνείδησης, για να καταλήξει στην κατανόηση της αναγκαιότητας της πάλης για τη σοσιαλιστική λύση. Το
15
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
μεταβατικό πρόγραμμα, συνήθως, συγχέεται με μια συγκεκαλυμμένα ρεφορμιστική πρόταση για το σχηματισμό μιας «αριστερής κυβέρνησης μετάβασης», που θα πυροδοτήσει τις εξελίξεις για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό με μια σειρά ρήξεων που αυτή θα πραγματοποιήσει μέσα στις δομές του αστικού κράτους.
Για πολλούς από αυτούς, η δυαδική εξουσία δεν είναι μια κατάσταση άρρηκτα συνδεδεμένη με την προεπαναστατική κατάσταση και με την ανάδυση των νέων οργάνων της τάξης που διεκδικεί την εξουσία, και που θα πρέπει αδιάκοπα να αντιπαλεύει την παλιά εξουσία για την τελική επικράτηση, χωρίς κανένα περιθώριο συμβιβασμού, ισορροπίας ή μοιράσματος της εξουσίας. Η δυαδική εξουσία για αυτούς συγχέεται με τον «πόλεμο θέσεων» που διεξάγεται διαρκώς μέσα στα αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη (στις συνθήκες ενός σταθερού αστικοδημοκρατικού καθεστώτος) και που, σύμφωνα με την άποψή τους, σταδιακά θα επιβάλει την πολιτική ηγεμονία της εργατικής τάξης μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα.
Τέλος, η σύγχυση σχετικά με τη μετωπική πολιτική δεν είναι μικρότερη, καθώς το ενιαίο εργατικό μέτωπο, αντί για μέτωπο που συγκροτείται από όλα τα κόμματα, τα συνδικάτα και τις οργανώσεις της εργατικής τάξης πάνω σε ένα συγκεκριμένο σχέδιο δράσης, συγχέεται με τις εκλογικές συμμαχίες εργατικών και αστικών κομμάτων που αποβλέπουν στη δημιουργία κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών για το σχηματισμό «κυβερνήσεων της αριστεράς». Δε λείπουν, εξάλλου, οι θιασώτες της σταλινικής πολιτικής των «λαϊκών μετώπων» που δημιουργήθηκαν στην Ευρώπη του μεσοπολέμου. Της πολιτικής, δηλαδή, που επιβλήθηκε στα κομμουνιστικά κόμματα μετά την εγκατάλειψη της καταστρο-
16
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
φικής για m γερμανική εργατική τάξη «τρίτης περιόδου». Με μια επιφανειακή ανάγνωση της ιστορίας, οι θιασώτες αυτής της πολιτικής εντυπωσιάζονται από το εκλογικό μέγεθος που απέκτησαν τα μέτωπα αυτά και από τις προσωρινές μεταρρυθμίσεις που πέτυχαν μέσα στα αστικά καθεστώτα. Δεν μπορούν να διακρίνουν τις καταστρεπτικές συνέπειες που είχε η ταξική συνεργασία στη διαμόρφωση της πολιτικής συνείδησης των εργατικών μαζών. Κατά συνέπεια, δεν μπορούν να αποδώσουν και τις μεγάλες ευθύνες που αναλογούν στην πολιτική αυτή για την ορμητική επέλαση του ναζισμού στην Ευρώπη, πέρα από τα σύνορα της Γερμανίας, και για τις εφιαλτικές συνέπειες στις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων. Αρκετοί, μάλιστα, αναζητούν συγγένειες με το μεγάλο ελληνικό αντιστασιακό μέτωπο της κατοχής, χωρίς όμως να μπορούν να διακρίνουν τη θεμελιώδη διαφορά της εθνικοαπελευθερωτικής φύσης του ΕΑΜ από τα «λαϊκά μέτωπα» που σχηματίσθηκαν μέσα στα αστικά καθεστώτα του μεσοπολέμου. Ακόμη, δεν τολμούν να αποδώσουν με ξεκάθαρο τρόπο τις τεράστιες ευθύνες που φέρει η σταλινική ηγεσία του ΕΑΜ για την πολιτική της ταξικής συνεργασίας αμέσως μετά την απελευθέρωση, πολιτική που οδήγησε στην τραγική κατάληξη της ήττας.
Το κείμενο, λοιπόν, του Μπενσαΐντ για την επαναστατική στρατηγική γίνεται ξανά επίκαιρο, καθώς έρχεται σήμερα να πιάσει το κομμένο νήμα της ξεχασμένης συζήτησης και να προσεγγίσει τις επίμαχες έννοιες από τη σκοπιά του επαναστατικού μαρξισμού.
Νίκος Ταμβακλής
17
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
Πρόλογος στην αγγλική έκδοση
Η διάλεξη δόθηκε στο καλοκαιρινό σχολείο της γαλλικής LCR το 1986. Ο στόχος του εκπαιδευτικού σεμιναρίου ήταν να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο για μια συζήτηση σχετικά με το πώς να προσανατολιστεί η LCR μετά από πέντε χρόνια κυβέρνησης της Αριστεράς στη Γαλλία ( 1981 -1986).
Η πρώτη συνεδρία του σχολείου εξέτασε τους μηχανισμούς, τις συνέπειες και τις προκλήσεις της παρούσας καπιταλιστικής κρίσης. Οι κύριες εκθέσεις αυτής της συνεδρίας δημοσιεύθηκαν στη γαλλική γλώσσα ως La crise - Les crises - L'enjeu από τους C. Verla, M. Dupont, F. Ollivier και A. Taillandier (Paris: La Breche / Collection Racines, 1987). H δεύτερη συνεδρία επικεντρώθηκε σε προβλήματα της συνολικής στρατηγικής, και μια τρίτη συνεδρία εξέτασε την ανάγκη για ένα επαναστατικό κόμμα πρωτοπορίας και τις διάφορες πιθανές διαδρομές για την οικοδόμηση ενός τέτοιου κόμματος στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες. Οι εκθέσεις που δόθηκαν κατά τις δύο τελευταίες συνεδρίες, δημοσιεύθηκαν στη γαλλική γλώσσα ως Stratégie et
Parti, από τον Daniel Bensaid (Paris: La Breche / Collection Racines. 1987).
To παρόν Notebook for Study and Research (number 4) είναι μια ελαφρώς τροποποιημένη έκδοση της διάλεξης που δόθηκε κατά τη δεύτερη συνεδρία.
Αυτό εξηγεί την προσέγγιση που χρησιμοποιείται και
19
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
τους περιορισμούς της παρούσας εργασίας. Κατά πρώτο λόγο, τα παραδείγματα στα οποία βασίσθη
κε η συζήτηση αντλήθηκαν από τη Νότια Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική της δεκαετίας του 1970. Για να επιτύχουμε μια πιο σφαιρική εικόνα θα είναι απαραίτητο να διευρύνουμε το πεδίο του παρόντος προβληματισμού στις χώρες της Βόρειας Ευρώπης, στις οποίες η δομή του εργατικού κινήματος είναι διαφορετική, καθώς κυριαρχείται από εργατικά ή σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Ακόμη γενικότερα, κάποια στιγμή στο μέλλον, μια σύγκριση με διαφορετικές εμπειρίες σε μη ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές χώρες (στη Βόρεια Αμερική και στον Ειρηνικό) θα μπορούσε να δώσει χρήσιμες ιδέες.
Επίσης, η συζήτηση για την πορεία της ταξικής πάλης σε επαναστατικές καταστάσεις βασίσθηκε σε ειδικές «κλασσικές» και πρόσφατες εμπειρίες. Ορισμένες στιγμές έντονης μαζικής πάλης σε άλλες χώρες, αν και δεν γίνονται σε προεπαναστατικές καταστάσεις, μπορούν, επίσης, να προδιαγράψουν κάποιες από τις τάσεις που αναπτύσσονται.
Επιπλέον, το ζήτημα των κοινωνικών κινημάτων, όπως το αυτόνομο κίνημα των γυναικών, το κίνημα των μεταναστών εργατών, τα κινήματα ειρήνης και οικολογίας και η σχέση αυτών των κινημάτων με το εργατικό κίνημα αναφέρονται ελάχιστα. Το ζήτημα αξίζει μια ολοκληρωμένη μελέτη από μόνο του και έχει ορισμένες επιπτώσεις στα θέματα που θίγονται σε αυτή τη διάλεξη: το είδος των αιτημάτων που προβάλλονται από αυτά τα κινήματα μέσα στην καπιταλιστική κρίση, η κοινωνική τους βάση, ο ρόλος τους στην ενοποίηση της εργατικής τάξης με τα λαϊκά στρώματα, καθώς επίσης σε περιπτώσεις περισσότερο τυπικών ενιαίων μετώπων, η πιθανή θέση τους στην ανάδυση των δομών της δυαδικής
20
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
21
εξουσίας και της σοσιαλιστικής δημοκρατίας. Το εθνικό ζήτημα που παραμένει ένα εξαιρετικά εκρη
κτικό θέμα, κυρίως στην Ιρλανδία και το Ισπανικό κράτος, βρίσκεται, επίσης, έξω από τα όρια αυτής της συζήτησης.
Τέλος, τα κεφάλαια IV και V, που αφορούν το κράτος και το ενιαίο μέτωπο, χρειάζονται παραπέρα επεξεργασία στο φως των νεώτερων εξελίξεων. Η συζήτηση για τη στρατηγική πρέπει να αναβιώσει και να ενσωματώσει πλήρως τα ζητήματα που εγείρονται από την αποτυχία των εμπειριών των αριστερών κυβερνήσεων και από τη συντριβή των κεϋνσιανών οικονομικών πολιτικών: ποιες είναι οι λύσεις της εργατικής τάξης για την οικονομική κρίση και για την αναδιάρθρωση ολόκληρης της βιομηχανίας; Ποια είναι η στρατηγική σημασία της ιδέας της αυτοδιαχείρισης; Με ποιους όρους θα πρέπει κάποιος να θέτει την προοπτική της επαναστατικής ρήξης; Με ποιον τρόπο η ευρωπαϊκή προοπτική (η ύπαρξη της Κοινής Αγοράς, οι προσδοκίες για στενότερες σχέσεις ανάμεσα στους λαούς της Ανατολικής και της Δυτικής Ευρώπης) επηρεάζουν σήμερα αυτές τις συζητήσεις;
Πολλά από αυτά τα ζητήματα συζητιούνται αυτή την περίοδο και θα πρέπει να είναι το αντικείμενο δημόσιων παρεμβάσεων μέσα στους επόμενους μήνες.
D.B. Ιούλιος 1987
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
Εισαγωγή
Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, η επαναστατική στρατηγική συζητήθηκε εκτενώς. Η σημασία της ήταν προφανής, καθώς αρκετές ευρωπαϊκές χώρες έμοιαζαν να βρίσκονται στα πρόθυρα μιας επαναστατικής κρίσης. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, αντίθετα, το όλο θέμα είχε ξεθωριάσει, τόσο ανάμεσα στην πρωτοπορία όσο και στο ευρύτερο εργατικό κίνημα. Χρειάζεται σήμερα να επιστρέψουμε σε αυτή τη συζήτηση.
Στον απόηχο του Μάη του 1968, πολλοί στην Ευρώπη πίστευαν ότι η σοσιαλιστική επανάσταση ίσως δεν ήταν απολύτως απαραίτητη (ας θυμηθεί κανείς ότι το μεταπολεμικό οικονομικό μπουμ βρισκόταν μόνο στην αρχή της απώλειας της ορμής του), αλλά σίγουρα ήταν δυνατή, ακόμη και εύκολο να επιτευχθεί ως ένας άλλος καλοπροαίρετος Μάης του '68, ο οποίος θα πήγαινε λίγο πιο πέρα από τον πρώτο, χάρη σε μια πιο αναπτυγμένη πρωτοπορία.
Σήμερα όσοι βρίσκονται αντιμέτωποι με τη σοβαρότητα της οικονομικής κρίσης συνειδητοποιούν ότι οι μεγάλης κλίμακας κοινωνικοί σπασμοί προετοιμάζονται να συμβούν όχι μόνο στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, αλλά και εδώ. Η ανάγκη για μια νέα κοινωνία, μια άλλη κοινωνική λογική, παραμένει στην ημερήσια διάταξη. Μπροστά στην απειλή της βαρβαρότητας, η σοσιαλιστική επανάσταση εμφανίζεται περισσότερο αναγκαία από ποτέ. Αλλά πολλοί άνθρω-
23
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
ποι σήμερα αμφιβάλλουν αν είναι εφικτή. Στη Γαλλία, μετά την εμπειρία της Αριστερής Κυβέρνησης, απλώς και μόνο το να υποστηρίζει κανείς την ανάγκη για κοινωνική αλλαγή θεωρείται τολμηρό, το να υποστηρίζει μια ριζική ρήξη και να σκέφτεται για επανάσταση, κυριολεκτικά πορνογραφικό. Αυτό έχει προχωρήσει τόσο πολύ ώστε ακόμη και η μεγάλη Γαλλική Επανάσταση του 1789 απειλείται να μπει στη μαύρη λίστα κατά τον προσεχή εορτασμό της διακοσαετίας. Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορεί κάποιος να οικοδομήσει μια επαναστατική οργάνωση σε μία αναπτυγμένη καπιταλιστική χώρα, εάν δεν έχει την πεποίθηση ότι η επανάσταση είναι δυνατή σε αυτές τις χώρες. Όχι μόνο ότι οι κοινωνικές εκρήξεις που προκαλούνται από το σφυροκόπημα της οικονομικής κρίσης είναι πιθανές ή, ακόμα, και βέβαιες μακροπρόθεσμα, αλλά ότι μια επαναστατική κατάσταση που οδηγεί σε νίκη είναι εφικτή. Πράγματι, χωρίς την πεποίθηση ότι η εργατική τάξη μπορεί να καταλάβει την εξουσία και χωρίς την αποφασιστικότητα να εργαστούμε υπομονετικά προς αυτό το σκοπό, η οπισθοδρόμηση για την οικοδόμηση κάτι διαφορετικού θα είναι αναπόφευκτη. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, αυτό το κάτι άλλο θα είναι μια οργάνωση αντίστασης χρήσιμη για τα καθημερινά προβλήματα. Πιο πιθανό όμως είναι ότι, αποκηρύσσοντας τον τελικό στόχο, θα οδηγηθούμε είτε σε ψευδορεαλιστικές προσαρμογές στην καθημερινή πάλη, είτε σε μια οργάνωση εστιασμένη στο μακρινό μέλλον, που θα προβάλλεται ως ο καλύτερος μαχητής ενάντια στον πιθανό γραφειοκρατικό εκφυλισμό μην έχοντας τίποτα να προτείνει για την παρούσα κατάσταση.
Όταν κάτι τέτοιο αρχίζει να συμβαίνει, είναι αναγκαίο να επαναβεβαιώσουμε τις στρατηγικές κατευθυντήριες γραμ-
24
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
μές στις οποίες κάποιος οικοδομεί μια επαναστατική οργάνωση. Χωρίς αυτό το νήμα της στάθμης, κάθε απόφαση τακτικής θα θρυμματίζει την οργάνωση και θα γίνεται όλο και πιο δύσκολο να πούμε τι είναι αποφασιστικό και τι είναι δευτερεύον.
Η δυσκολία επιτείνεται όταν οι αγώνες βρίσκονται σε μια αμυντική φάση και το χάσμα μεταξύ του maximum προγράμματος (ο σοσιαλισμός στον μακρινό ορίζοντα) και του minimum προγράμματος (η καθημερινή πάλη) θα γίνεται μεγαλύτερο. Οι περίφημες γέφυρες ανάμεσα σε αυτά τα δύο (οι μεταβατικές διεκδικήσεις) γίνονται εύθραυστες πασαρέλες και το κεντρικό μονοπάτι (η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας) διαβρώνεται από την προσωρινή επιδείνωση του συσχετισμού των δυνάμεων. Ενώ έμοιαζε να φαίνεται φυσικό το να εγείρεται το ζήτημα του εργατικού ελέγχου (το 1968 σε διάφορες χώρες της Ευρώπης ή το 1973 στη Γαλλία κατά τη διάρκεια της απεργίας στο εργοστάσιο της Lip), ακούγεται σήμερα μαξιμαλιστικό και μερικές φορές επικίνδυνο.
Τι εννοούμε ακριβώς, όταν μιλάμε για τη σημασία της διαφύλαξης μιας στρατηγικής πυξίδας; Γνωρίζουμε ότι η έννοια της ίδιας της στρατηγικής είναι μεταβλητή. Λοιπόν, τι εννοούμε με τον όρο στρατηγική;
Η οικοδόμηση του σοσιαλισμού, της παγκόσμιας ομοσπονδίας των συμβουλίων, η απονέκρωση του κράτους και των τάξεων, είναι στρατηγική κατά μία έννοια. Αλλά μια στρατηγική μακροπρόθεσμη, πολύ μακροπρόθεσμη.
Για μας στρατηγική είναι ό,τι καθορίζει τη βάση γύρω από την οποία στρατολογούμε, οργανώνουμε και διαπαιδαγωγούμε αγωνιστές και αυτό πρέπει να είναι μια προοπτική για την ανατροπή της αστικής εξουσίας. Η σοσιαλιστική
25
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
επανάσταση αρχίζει με αυτή την πολιτική πράξη. Αυτό φυσικά δεν είναι το μόνο που περιλαμβάνει η σοσι
αλιστική επανάσταση. Η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας εγκαινιάζει, μόνο, μια διαδικασία οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών μετασχηματισμών.
Μεγάλες διαφοροποιήσεις για το πώς θα διεκπεραιωθούν αυτά τα καθήκοντα (με τη διεθνή επέκταση της επανάστασης, με ορισμένες ταξικές συμμαχίες, με μονοκομματικά καθεστώτα ή με εργατική δημοκρατία, για παράδειγμα) μπορεί να έχουν πρακτικές συνέπειες για τον τρόπο με τον οποίο παρεμβαίνουμε στο μαζικό κίνημα και το είδος της εσωκομματικής ζωής που θεσπίζουμε, πολύ πριν να γίνουν συγκεκριμένα αυτά τα καθήκοντα. Για παράδειγμα, υπάρχουν σήμερα οργανώσεις στη Λατινική Αμερική, που δεν συμφωνούν με το σύνολο του προγράμματός μας σε κρίσιμα διεθνή ζητήματα, όμως στην πράξη παρεμβαίνουν σε μια γραμμή διαρκούς επανάστασης μέσα στην ίδια τη χώρα τους, κάτω από την επίδραση της Κουβανικής και της Νικαραγουανής επανάστασης. Δηλαδή, αυτές παλεύουν με συνέπεια όχι μόνο για την εθνική απελευθέρωση, αλλά για την ανατροπή της αστικής εξουσίας και την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού. Αυτές το κάνουν με έναν ορισμένο προσανατολισμό στη μαζική τους δουλειά και με μια ορισμένη πολιτικοστρατιωτική άποψη.
Αν η άποψή μας δεν είναι ποιοτικά διαφορετική, αν δεν έχουμε τίποτα περισσότερο ή καλύτερο να προτείνουμε σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να στοχεύσουμε στο να οικοδομήσουμε μια ενιαία οργάνωση με ένα δημοκρατικό εσωτερικό καθεστώς που να επιτρέπει στις υπόλοιπες διαφορές να συζητηθούν και να ξεπεραστούν κάτω από το φως της κοινής πείρας.
26
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
Το αποφασιστικό κριτήριο είναι η συμφωνία για το πώς θα κατακτηθεί η πολιτική εξουσία.
Στην προλεταριακή επανάσταση, η σαφήνεια για τον δρόμο προς την εξουσία παίζει έναν κεντρικό ρόλο. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την αστική επανάσταση στην οποία η έννοια της στρατηγικής (στην κυριολεξία του όρου) δεν ήταν πολύ σημαντική. Γιατί; Υπάρχουν πολλοί λόγοι (συμπεριλαμβανομένου και του ότι η στρατιωτική σκέψη δεν είχε ακόμη εξελιχθεί σε μεγάλο βαθμό).1 Αλλά ο πιο βασικός λόγος είναι ότι η προλεταριακή επανάσταση αντιπροσωπεύει μια ριζική διαφοροποίηση από την αστική επανάσταση στο γεγονός ότι η ταξική πάλη για χειραφέτηση γίνεται από μια τάξη που κυριαρχείται σε όλα τα επίπεδα.
Κυριαρχείται οικονομικά. Πρέπει φυσικά να πουλά την εργατική της δύναμη. Αλλά αυτή η ίδια η πώληση της εργατικής δύναμης δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο, όπου οι εργάτες χάνουν τον έλεγχο της ίδιας της εργασίας τους, του προϊόντος της εργασίας τους και ακόμα του περιεχομένου της εργασίας τους. Οι μισθοσυντήρητοι ακρωτηριάζονται καθημερινά, φυσικά και ηθικά, από τη σχέση τους με το κεφάλαιο.
Η εργατική τάξη κυριαρχείται επίσης πολιτικά, από το γεγονός ότι η αστική τάξη έχει ιδιοποιηθεί το μηχανισμό της πολιτικής εξουσίας.
Κυριαρχείται επίσης πολιτιστικά, με την έννοια ότι το να γίνει κάποιος προλετάριος σημαίνει ότι χάνει τον έλεγχο των ίδιων των εργαλείων του, της δουλειάς του, του χρόνου του και, ακόμα περισσότερο, υφίσταται ολοκληρωτική αλλοτρίωση σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής.
1. Βλέπε: Earle Ε. Μ. (1943), Makers of Modem Strategy, Princeton NJ: Princeton University Press.
27
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
Πώς μπορεί μια τάξη που κυριαρχείται πλήρως να αναστρέψει την κατάσταση και να διεκδικήσει την πολιτική εξουσία και την ολοκληρωτική αναμόρφωση της κοινωνίας; Αυτή είναι η συγκεκριμένη πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει η προλεταριακή επανάσταση. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής άρχισε να αναπτύσσεται με τις ανταλλαγές των πόρων της φεουδαλικής κοινωνίας. Η αστική τάξη κατέκτησε ισχυρές οικονομικές, πολιτικές και πολιτιστικές θέσεις (όπως τα δικαιώματα πόλης) και είχε χρόνο να δημιουργήσει τους δικούς της «οργανικούς διανοούμενους» πολύ πριν κατακτήσει την πολιτική εξουσία. Η κατάκτηση της εξουσίας ήταν μια πράξη κορύφωσης σε μια ουσιώδη αλλαγή που είχε γίνει στον συνολικό συσχετισμό των δυνάμεων μέσα στην κοινωνία.
Από την άλλη πλευρά, ενώ η καπιταλιστική κοινωνία γεννά τις προϋποθέσεις για τον σοσιαλισμό (αναπτύσσοντας τις παραγωγικές δυνάμεις, συγκεντρώνοντας την παραγωγή κλπ.) και δημιουργεί το νεκροθάφτη της (το σύγχρονο προλεταριάτο), δεν επιτρέπει στο σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής να αναπτυχθεί και να κατακτήσει θέσεις μέσα στους πόρους της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Αυτό είναι το κρίσιμο πρόβλημα. Η μοναδική λύση είναι η αναγνώριση ότι η σοσιαλιστική επανάσταση είναι η πρώτη επανάσταση στην ιστορία που απαιτεί να επιτύχει η επαναστατική τάξη ένα ορισμένο επίπεδο οργάνωσης και συνείδησης του στόχου πριν από την επανάσταση, δηλαδή να αναπτύξει μια γνήσια στρατηγική προοπτική.
Όταν ο Μαρξ και ο Ένγκελς μιλούσαν για τη μετάβαση από την προϊστορία της ανθρωπότητας στην ιστορία, από το βασίλειο της αναγκαιότητας σε αυτό της ελευθερίας, έβαζαν το δάχτυλο επί τον τύπον των ήλων. Για πρώτη φορά η κοι-
28
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
νωντκή απελευθέρωση απαιτούσε μια συνειδητή συλλογική προσπάθεια, από την κατάκτηση της εξουσίας στον έλεγχο της κοινωνικής εξέλιξης μέσα από ένα δημοκρατικό σχεδιασμό.
Η συνείδηση είναι η διέξοδος από το φαύλο κύκλο της προλεταριακής αλλοτρίωσης.
Στην περίπτωση της κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας, αυτό σημαίνει μια στρατηγική προοπτική, τη στράτευση ορισμένων δυνάμεων για το σκοπό αυτό, τον καθορισμό του επαναστατικού κόμματος.
Για άλλη μια φορά, η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας είναι μόνο η αρχή μιας μετάβασης προς την οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική χειραφέτηση. Η καινοτομία αυτού του προβλήματος είναι ο λόγος για τον οποίο η πολιτική της προλεταριακής επανάστασης τόσο συχνά δανείζεται από την ορολογία της στρατιωτικής στρατηγικής. Η ιδέα μιας συνειδητής πάλης για την πολιτική εξουσία αποτελεί το νήμα της στρατηγικής. Γι' αυτό είναι τόσο δύσκολο για μια επαναστατική οργάνωση να οικοδομηθεί, εάν δεν είναι πεισμένη μέχρι τον μυελό των οστών της ότι αυτή η πάλη είναι επείγουσα και ρεαλιστική. Αυτό δε σημαίνει ότι πιστεύουμε πως η επανάσταση θα συμβεί σε δύο, πέντε ή δέκα χρόνια, αλλά ότι ο Τσε Γκεβάρα, του οποίου τον επόμενο χρόνο τιμούμε τα δέκα χρόνια από το θάνατό του, είχε δίκαιο όταν έλεγε «το καθήκον του επαναστάτη είναι να κάνει την επανάσταση».
29
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
I. Η επαναστατική κρίση: η βασική στρατηγική έννοια
Η πιο σαφής αποτύπωση των όρων της κεντρικής στρατηγικής συζήτησης μπορεί να αναζητηθεί στις πολεμικές εντός της Δεύτερης Διεθνούς τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα. Το χρονικό διάστημα από τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο αντιστοιχούσε σε ένα μακρύ κύμα επέκτασης που οδηγείτο με κινητήρια δύναμη τη ναυπήγηση πλοίων και τη βαριά βιομηχανία2 (Βλέπε το διάγραμμα των μακρών κυμάτων της καπιταλιστικής επέκτασης). Οδήγησε σε μια μαζική αύξηση της εργατικής τάξης και των οργανώσεων της, κυρίως στη Γερμανία. Εμφανίστηκαν μαζικές συνδικαλιστικές οργανώσεις. Η σοσιαλδημοκρατία σημείωνε εκλογικές ανόδους. Εξέδιδε αρκετές δεκάδες ημερησίων εφημερίδων και δημιούργησε ένα ισχυρό δίκτυο οργανώσεων και πολιτιστικών λεσχών. Με μια λέξη, έτεινε στο να γίνει αυτό που ονομάζουμε αντι-κοινωνία.
Αυτό ήταν το περιβάλλον μέσα στο οποίο διεξήχθη μια συζήτηση που είναι, κατά κάποιον τρόπο, τυπική των περιόδων της σχετικής ευημερίας και ανάπτυξης της εργατικής
2. Σχετικά με αυτό βλέπε: Verla C. et al. (1987), La crise-Les crises-L'enjeu, Paris: La Breche/Collection Racines.
31
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
τάξης. Καθώς θα παρουσιάζονται τα κύρια επιχειρήματα, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι πρόκειται για μια συζήτηση σχετικά με τον προσανατολισμό μιας ενιαίας σοσιαλδημοκρατίας, που θεωρείτο ως το «μεγάλο και μοναδικό κόμμα» της εργατικής τάξης, η οργανική και απόλυτη έκφραση της. (Βλέπε το χρονολόγιο της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας).
1. «Ένας διαχρονικός σοσιαλισμός»: Μπέρνσταϊν
Από τη φάση αυτή της καπιταλιστικής επέκτασης και της ανάπτυξης των εργατικών οργανώσεων, εμφανίστηκε ένα ρεύμα που έχει μείνει στην ιστορία ως «ρεβιζιονισμός», του οποίου οι βασικές ιδέες ήταν:
Η ιδέα ότι το εργατικό κίνημα είχε ξεκινήσει μια αδιάκοπη και ατελείωτη πρόοδο, οργανωτικά, εκλογικά και πολιτιστικά. Αυτή η αντίληψη της ιστορικής πορείας προς τα εμπρός υποστηριζόταν από μια ιδεολογία που συνέδεε την πρόοδο, την εξέλιξη της ανθρωπότητας και τον τελικό θρίαμβο της επιστήμης και της λογικής. Βασιζόταν δε σε μια επιστημονικίστικη και στενά ντετερμινιστική ερμηνεία του μαρξισμού.3
Το κράτος (σύμφωνα με τη γερμανική σκέψη, στοιχειωμένη από την καθυστέρηση και τις διαιρέσεις της πολιτικής δομής της Γερμανίας, σε σύγκριση με τα άλλα σύγχρονα κράτη) κατανοήθηκε κυρίως ως έκφραση της εθνικής συνείδησης και κουλτούρας. Δεν αντιμετωπιζόταν ως μηχανισμός καταπίεσης
3. Αυτή η επιστημονικίστικη αντίληψη του μαρξισμού είναι παρούσα τόσο στη Δεύτερη Διεθνή, όσο και στην «diamat» (dialectical materialist theory) που κατέστησε ο σταλινισμός κρατική ιδεολογία. Αυτό κατανοήθηκε με εξαιρετικό τρόπο από τον Walter Benjamin στο Theses sur le concept d'Histoire. Πάνω σε αυτό βλέπε επίσης Labica G (1984), Le marxisme- léninisme, Paris: Bruno Huisman.
32
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
που πρέπει να καταστραφεί, αλλά ως επίτευγμα του πολιτισμού που θα πρέπει να εκδημοκρατιστεί και, επομένως, να καταληφθεί και να χρησιμοποιηθεί στο έπακρο για τις πολιτικές του λειτουργίες.
Η οικονομία πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εξελίσσεται χωριστά, σύμφωνα με τους δικούς της νόμους. Ο Έντουαρντ Μπέρνσταϊν προανήγγειλε πολλά χαρακτηριστικά του «σοσιαλισμού της ελεύθερης επιχείρησης» που σήμερα αναπαράγεται στη Γαλλία από τον Μισέλ Ροκάρ: «Δεν υπάρχει φιλελεύθερη ιδέα που να μην είναι ταυτόχρονα και σοσιαλιστική ιδέα...», «ο μικρότερος εργοστασιακός κανονισμός εμπεριέχει περισσότερο σοσιαλισμό από οποιαδήποτε εθνικοποίηση...», «οπουδήποτε το κράτος είναι λιγότερο κερδοφόρο, ο ιδιωτικός τομέας πρέπει να ενθαρρύνεται...»
Σε αυτό το είδος της αντίληψης, η ίδια η έννοια της στρατηγικής δεν είχε καμία θέση.
Δεν υπήρχε σχεδόν καμία αναφορά του στόχου που πρέπει να επιτευχθεί, της ανάγκης να αναληφθούν πρωτοβουλίες, αφού το κίνημα ήταν το παν. Η εικόνα ήταν αυτή μιας «ήρεμης και συλλογικής δύναμης» που τραβούσε με σιγουριά προς τα εμπρός όπως ένας Συγκλητικός στον Ρωμαϊκό δρόμο της ιστορίας. Σύμφωνα με τα λόγια του Angelo Tasca, ήταν ένας «διαχρονικός σοσιαλισμός», χωρίς προθεσμίες, στόχους, ασυνέχειες ή μεταβολές στο ρυθμό. Όμως στη στρατηγική ο χρόνος είναι το ακριβώς αντίθετο μιας ομοιόμορφης, ομοιογενούς και άδειας διάστασης. Αποτελείται από συγκρούσεις, ξαφνικές αλλαγές και στιγμές που πρέπει να αξιοποιηθούν.
Στη διάρκεια του Παγκοσμίου Πολέμου, αυτή η χωρίς αμφιβολίες ρεφορμιστική πτέρυγα της σοσιαλδημοκρατίας δεν ήταν η πλέον σοβινιστική. Μάλλον κατέληξε στο «κέντρο» και συμμάχησε με τον Κάουτσκυ στο ρεύμα που επρόκειτο να δη-
33
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
μιουργήσει το Ανεξάρτητο Σοσιαλιστικό Κόμμα (USPD). Αυτό ήταν λογικό, αφού σύμφωνα με την άποψη της ο πόλεμος ήταν μια ατυχής παρένθεση στο θριαμβευτικό δρόμο της προόδου, που έπρεπε να κλείσει το συντομότερο δυνατό. Οι ρεβιζιονιστές ήταν επομένως πασιφιστές: η σπατάλη ενέργειας που προκαλείται από τον πόλεμο έπρεπε να σταματήσει, και μάλιστα γρήγορα, ώστε τα πράγματα να μπορέσουν να επανέλθουν στην προηγούμενη πορεία τους. Αυτός ο πασιφισμός δεν είχε τίποτε το κοινό με τον διεθνιστικό προσανατολισμό του Λένιν, που δεν οδηγούσε στον πασιφισμό, αλλά στον επαναστατικό ντεφετισμό. Ο στόχος του Λένιν δεν ήταν να κλείσει μια παρένθεση και να γυρίσει την ταξική πάλη σε μια υποτιθέμενη «κανονικότητα», αλλά να δει τον πόλεμο ως ενιαίο και αναπόσπαστο τμήμα της ταξικής πάλης και να τον χρησιμοποιήσει ως εφαλτήριο για μια επαναστατική κατάσταση. Έτσι προκύπτει η ιδέα του μετασχηματισμού του πολέμου σε έναν επαναστατικό εμφύλιο πόλεμο.
Με τον τρόπο αυτό έχουμε δυο αντιτιθέμενες απόψεις για τον κόσμο, την ιστορία, την πάλη για την εξουσία και επομένως (όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο) για το κόμμα.4
4. Βλέπε τη διάλεξη για το επαναστατικό κόμμα που ακολούθησε την παρούσα διάλεξη στο Bensaid D. (1987), Strategie et Parti. Paris: la Breche/Collections Racines.
34
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
2. Ορθοδοξία ή παθητικός ριζοσπαστισμός: Κάουτσκυ
Στη διαμάχη της δεκαετίας του 1900 ο Κάουτσκυ εμφανιζόταν ως ο κορυφαίος εκπρόσωπος της ορθοδοξίας. Ας θυμηθεί κανείς ότι ο Λένιν θεωρούσε τον Κάουτσκυ αυθεντία. Αυτό δεν ήταν (όπως ισχυριζόμαστε μερικές φορές προκειμένου να αποφύγουμε ένα ενοχλητικό ζήτημα) το αποτέλεσμα απροσεξίας ή έλλειψης διορατικότητας. Σε κάθε περίπτωση δεν ήταν κυρίως αυτό. Ο Λένιν υποστήριζε την προσεκτική ανάγνωση (στις μέρες μας, μερικοί θα έλεγαν ανάγνωση για τον εντοπισμό «συμπτωμάτων»). Εντόπιζε αμείλικτα τα πολιτικά ολισθήματα της γλώσσας. Ωστόσο, τα ίδια τα κείμενα του Κάουτσκυ επαινέθηκαν από τον Λένιν, όπως το περίφημο Η πορεία προς στην εξουσία, που περιέχει γιγαντιαία λάθη που ο Λένιν δεν «είδε». Αυτό δεν ήταν ένα λάθος· διάβασε τα κείμενα και συμφωνούσε μαζί τους.
Το περίφημο έργο του Κάουτσκυ, που χαιρέτησε ο Λένιν ως κλασσικό, αναπτύσσει μια ιδέα που ήταν διαδεδομένη μέσα στο σοσιαλιστικό κίνημα της εποχής: «το σοσιαλιστικό κόμμα είναι ένα επαναστατικό κόμμα. Δεν είναι ένα κόμμα που κάνει επαναστάσεις... Γνωρίζουμε ότι ο στόχος μας μπορεί να επιτευχθεί μόνο διαμέσου της επανάστασης, αλλά επίσης γνωρίζουμε ότι δεν είναι στο χέρι μας να κάνουμε μια επανάσταση. Ούτε είναι στο χέρι των αντιπάλων μας να την αποτρέψουν. Επομένως δεν οραματιζόμαστε να προκαλέσουμε ή να προετοιμάσουμε μια επανάσταση. Και, αφού δεν μπορούμε να κάνουμε μια επανάσταση με τη θέλησή μας, δεν μπορούμε να πούμε με κανένα τρόπο πότε και με ποια μορφή θα συμβεί».
Εδώ ο Κάουτσκυ ισχυρίζεται κάτι που είναι κοινός τόπος: ότι η ταξική πάλη έχει τη δική της λογική, ότι οι αγώ-
35
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
νες μπορούν να ξεσπάσουν με απρόβλεπτους τρόπους, ότι δεν μπορούν να προκληθούν με αποφάσεις. Αυτός είναι ο κόκκος της αλήθειας, ο τόσο αγαπητός σε όλους τους ρεφορμιστές γραφειοκράτες. Αλλά προσθέτει και κάτι άλλο ακόμη, πιο αγαπητό σε όλους τους γραφειοκράτες, τόσο του παρελθόντος όσο και του σήμερα: η επανάσταση είναι ένα είδος αντικειμενικού φαινομένου: «επέρχεται», «συμβαίνει». Οι επαναστάσεις όχι μόνο δεν μπορούν να προκληθούν, αλλά δεν μπορούν και να «κατασκευαστούν». Επομένως δεν χρειάζεται να «προετοιμασθούν».
Οι συνέπειες αυτής της προσέγγισης είναι αρκετές (εκτός βέβαια του ότι αυτή η «θεωρία» για την επανάσταση είναι μια βιτρίνα πολιτικών επιλογών που έχουν γίνει προηγουμένως):
α) Στο ζήτημα του κράτους. Ο Κάουτσκυ πιστεύει ότι η επανάσταση περιορίζεται σε «μια μετατόπιση των δυνάμεων στο εσωτερικό του κράτους». Πρόκειται απλώς για «κατάκτηση των δημόσιων αρχών». Η δικτατορία του προλεταριάτου (μια ιδέα που δεν μπορούσε ακόμη να εγκαταλειφθεί λόγω της άμεσης ακόμη συνέχειας με το Μαρξ), είχε υποβιβασθεί σε «μια κυρίαρχη θέση μέσα στο κράτος» και στην «έκφραση της πολιτικής ηγεμονίας του προλεταριάτου». Όταν όλα είχαν ειπωθεί και γίνει, η κατάκτηση της εξουσίας δεν ήταν τίποτα άλλο από μια ανάληψη της λειτουργίας του υφισταμένου κράτους και των θεσμών. Η ιδέα της καταστροφής του κράτους δεν ήταν μόνο απούσα, αλλά αδιανόητη στην αντίληψή του. Ας σημειωθεί, λοιπόν, ότι ο Λένιν διάβασε όλα αυτά και τα ενέκρινε.
β) Σε αντίθεση με τον Μπέρνσταϊν, ο Κάουτσκυ ήταν ένας από τους στοχαστές που εισήγαγε αναλογίες της στρατιωτικής σκέψης μέσα στο εργατικό κίνημα. Χρησιμοποίησε τη
36
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
διάκριση ανάμεσα σε έναν πόλεμο φθοράς και σε έναν πόλεμο εξόντωσης (μια διάκριση που αναβίωσε αργότερα από τον Γκράμσι ως αντιδιαστολή του πολέμου θέσεων και του πολέμου κινήσεων). Το ζήτημα, για τον Κάουτσκυ, ήταν να φθείρει τον εχθρό, να τον αποδυναμώσει, να κατακτήσει θέσεις και να κερδίσει νομιμοποίηση χτυπώντας από μια στάση αυτοάμυνας. Η στρατηγική ήταν παρούσα στη σκέψη του, αλλά το κύριο μέλημά της ήταν να αποφευχθεί οποιαδήποτε πραγματική μάχη σε οποιαδήποτε στιγμή.5
Οπωσδήποτε, η καθοριστική δοκιμή για την αντίληψη αυτή υπήρξε το ζήτημα της γενικής απεργίας που ανέκυψε το 1901-1902 στον απόηχο της βελγικής γενικής απεργίας για την καθολική ψηφοφορία και, πιο άμεσα, με τις ρωσικές μαζικές απεργίες του 1905. Το ξέσπασμα των μαζικών εργατικών απεργιών, χωρίς να έχουν σχεδιασθεί, χωρίς να ελέγχονται, έξω από το πεδίο της κοινοβουλευτικής πάλης, έκανε κατανοητό τον εξωκοινοβουλευτικό δρόμο προς την επανάσταση. Δημιούργησε τις έννοιες της κρίσης, των μεταμορφώσεων των μαζών και των ξαφνικών επιταχύνσεων της ιστορίας. Η εργατική τάξη κινήθηκε και η κερδοσκοπία σταμάτησε. Η μαζική πάλη δημιούργησε μορφές οργάνωσης που εμπεριείχαν ένα τμήμα της απάντησης (απεργιακές επιτροπές, συμβούλια, σοβιέτ) στο ζήτημα της πάλης για την εξουσία.
Οι μαζικές απεργίες στην αρχή του αιώνα έφεραν στην ατζέντα τη συζήτηση για τη στρατηγική, όπως ο Μάης του 1968 στη Γαλλία, ο ιταλικός παρατεταμένος Μάης και η
5. Βλέπε τα άρθρα των von Schlieffen, Moltke and Delbrück στο Ε. Μ
Earle (1943), Makers of Modem Strategy. Αυτό επιτρέπει μια κατανόηση για το είδος της στρατιωτικής σκέψης στην οποία ο Κάουτσκυ θα μπορούσε να αναφέρεται με ευκολία.
I 3 7
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
δίκη του Μπούργκος στην Ισπανία την έφεραν ξανά στην ατζέντα στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Τι αποκαλύπτει λοιπόν το τρομακτικό 1905;
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ κατάλαβε πρώτη -και καλύτερα απ' όλους- ότι αυτά τα γεγονότα αποκάλυπταν την ύπαρξη μιας συσσωρευμένης κοινωνικής ενέργειας που μπορούσε να σαρώσει τη συντηρητική ρουτίνα και αδράνεια του μηχανισμού της σοσιαλδημοκρατίας. Σε αντίθεση με τις συνήθειές του, ο Κάουτσκυ τήρησε μια μεσαία θέση σε αυτή τη διαμάχη. Όταν τέθηκε το ζήτημα, ψήφισε υπέρ του να περιληφθεί η γενική απεργία στο οπλοστάσιο των πιθανών μεθόδων πάλης του κόμματος.
Την ίδια στιγμή όμως εισηγήθηκε μια διάκριση ανάμεσα σε αυτά που ονόμαζε «αναγκαστική» και «επιδεικτική» γενική απεργία. Στις χώρες που στερούνταν δημοκρατικών ελευθεριών, όπως η Ρωσία, η γενική απεργία θα πάρει ένα επιθετικό, «αναγκαστικό» σχήμα για να αποσπάσει νέες κατακτήσεις. Αλλά στις χώρες που υπάρχει η κοινοβουλευτική δημοκρατία και ένας ισχυρός αστικός στρατός, η γενική απεργία θα είναι απλώς η τελική αμυντική κίνηση «επίδειξης» για την υπεράσπιση των δημοκρατικών συσσωρευμένων κατακτήσεων, ενάντια σε κάθε προσπάθεια πραξικοπήματος. Ο Κάουτσκυ σκεφτόταν ότι κάποιοι τομείς της αστικής τάξης μπορεί να έμπαιναν στον πειρασμό να ακυρώσουν τους υφιστάμενους θεσμικούς κανόνες που προδιαγράφονταν καταστροφικοί για αυτούς, επειδή απαιτούσαν υποταγή στην εκλογική βούληση της πλειοψηφίας, μιας προλεταριακής πλειοψηφίας που ήταν ήδη ένα αριθμητικό γεγονός στη γερμανική κοινωνία και με σταθερά αυξανόμενη τη συνείδηση των πραγματικών συμφερόντων της.
Η βασική του ιδέα ήταν οπωσδήποτε ότι το προλεταριάτο
38
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
δεν θα μπορούσε να χάσει στο παιχνίδι της δημοκρατίας. Μόνο στην περίπτωση που η αστική τάξη θα προσπαθούσε να αλλάξει τους κανόνες θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί η γενική απεργία για αυτοάμυνα.
Ο Κάουτσκυ είχε και μια άλλη ανησυχία, μήπως το εγχείρημα των γενικών απεργιών θα μπορούσε να θέσει σε κίνηση τις βαθιές, πιο στοιχειακές και λιγότερο οργανωμένες δυνάμεις της εργατικής τάξης. Στο μυαλό του ο πολιτισμός ήταν η λογική. Η λογική της τάξης ήταν το κόμμα. Οι ανοργάνωτοι και αγράμματοι ήταν πρωτόγονοι. Το κόμμα ήταν, πρώτα από όλα, ο μεγάλος δάσκαλος.
Αυτό είναι μια μάλλον συνεκτική και συστηματική θέση: δεν μπορεί κάποιος να κάνει ή να προετοιμάσει μια επανάσταση· αυτή συμβαίνει, συνίσταται κυρίως στην κατάκτηση της δημόσιας εξουσίας και η στρατηγική της είναι ο πόλεμος φθοράς, στον οποίο η γενική απεργία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μια έσχατη λύση. Ο δρόμος προς την εξουσία είναι ο παλιός καλός δρόμος· πρέπει κάποιος να ταξιδεύει προς την κατεύθυνση της ιστορίας και είναι εγγυημένο ότι θα φτάσει στη Γη της Επαγγελίας.
Εφόσον κάποιος αποφύγει τρομερές προκλήσεις, αποφύγει να απελευθερώσει τα πρωτόγονα ένστικτα των μαζών, αποφύγει να υπερφαλαγγιστεί ή να αναγκασθεί να διαπράξει ο ίδιος απερίσκεπτες κινήσεις, και επιτρέψει στα πράγματα να ακολουθήσουν την πορεία τους, η νίκη θα είναι εξασφαλισμένη με την ομαλή εξέλιξη της ιστορίας.
Το παράδοξο συμπέρασμα της φαινομενικής ορθοδοξίας του Κάουτσκυ δεν ήταν ούτε να προκαλέσει (την τύχη ή τον διάβολο), ούτε να συνεργαστεί. Εναντιώθηκε στην είσοδο του Millerand στην αστική κυβέρνηση της Γαλλίας. Και εδώ επίσης η τυπική λογική ήταν με το μέρος του. Αφού η νίκη
39
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
ήταν αναπόφευκτη, καθώς η εκλογική έκφραση του προλεταριάτου μεγάλωνε, θα ερχόταν σε εύθετο χρόνο, άρα δεν υπήρχε ανάγκη να συμβιβαστεί κάποιος με τα αστικά υπουργικά συμβούλια. Τη μέρα που το προλεταριάτο θα γινόταν πλειοψηφία, θα γινόταν πλειοψηφία από μόνο του, χωρίς συμβιβασμούς ή συμμαχίες.
Αυτό είναι το είδος της αφηρημένης λογικής που μπορούσε να συμβιβάσει τον συνεπή ρεφορμισμό με την τυπική ορθοδοξία.
3. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Πάνεκουκ σκιαγραφούν το περίγραμμα μιας απάντησης
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ αντιλήφθηκε πολύ νωρίς τη σημασία αυτής της διαμάχης, στην πραγματικότητα από το 1898, όταν έγραψε την πολεμική της ενάντια στον Μπέρνσταϊν με το «Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση». Έβλεπε ότι η σοσιαλδημοκρατία κέρδιζε αργά έδαφος και συσσώρευε επιμέρους κατακτήσεις, αλλά επίσης ότι ταυτόχρονα δημιουργούσε μια ισχυρή γραφειοκρατία. Αν και δεν κατονόμασε τα πράγματα με αυτό τον τρόπο, ήταν η καλύτερα προετοιμασμένη για να κατανοήσει τη συνθηκολόγηση του SPD τον Αύγουστο του 1914 και να απαντήσει σε αυτήν με τη μπροσούρα της Η Κρίση της Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας. Ήδη από το γύρισμα του αιώνα αντιλήφθηκε ότι η κομματική πειθαρχία δεν ήταν μόνο έκφραση προλεταριακής αρετής, εργατικής αλληλεγγύης, αλλά, επίσης, η αντανάκλαση της πειθαρχίας των στρατώνων και της διοίκησης ενός αναπτυγμένου κράτους.
Ως εκ τούτου, κατανόησε ότι το να εμπλακούν νέα τμήματα της τάξης στην πάλη δεν αποτελούσε κίνδυνο αλλά μια πηγή αναγέννησης του κινήματος. Σύμφωνα με τα λόγια της
40
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
«το 1905 ανοίγει μια νέα εποχή στην ιστορία του εργατικού κινήματος». Το έβλεπε ως ένα ρήγμα, ως την ανάδυση ενός ποιοτικά νέου στοιχείου, «την εκδήλωση της προλεταριακής πάλης για την επανάσταση». Η γενική απεργία δεν μπορούσε επομένως να υπαχθεί ολοκληρωτικά στην αντίληψη της νόμιμης αυτοάμυνας.
Αντιπροσώπευε ένα ξέσπασμα που έκανε την επαναστατική στρατηγική κατανοητή.
Θα πρέπει εδώ επίσης να σημειώσουμε ότι ο Λένιν υποστήριξε τον Κάουτσκυ ενάντια στη Ρόζα Λούξεμπουργκ για την περίπτωση της Γερμανίας. Υπάρχει μια λογική σύνδεση ανάμεσα σε αυτή την πρακτική στάση και την αποδοχή των θέσεων του Δρόμου προς την Εξουσία, που δείχνει ακριβώς πόσο μακριά είχε πάει η σκέψη του την παραμονή του πολέμου. Ο ίδιος ακόμη επικύρωνε τη διάκριση ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, τόσο αγαπητή στον Κάουτσκυ, και επομένως τη διάκριση ανάμεσα στις «ρωσικές» γενικές απεργίες και τις «δυτικές» γενικές απεργίες. Αυτό εξηγεί γιατί η κατάρρευση της 4ης Αυγούστου του 1914 του προκάλεσε τέτοια έκπληξη και γιατί αποφάσισε ουσιαστικά να αναπροσαρμόσει τις απόψεις του.6
Στη διαμάχη αυτή για τη γενική απεργία, τότε, η Λούξεμπουργκ ξεκίνησε να θεμελιώνει την απάντηση για το ζήτημα της στρατηγικής: κάτω από ποιες συνθήκες μπορούσε το
6. Η επιφύλαξη του Λένιν απέναντι στη Ρόζα Λούξεμπουργκ πιθανόν να προέρχεται εν μέρει από τις διαφωνίες τους στο ζήτημα της συσσώρευσης του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού. Οι θέσεις της Λούξεμπουργκ μοιάζουν να υπονοούν την αντικειμενικίστικη προοπτική μιας κατάρρευσης του συστήματος, όταν ο ιμπεριαλισμός προσεγγίσει το απόλυτο όριο της ανάπτυξής του, δηλαδή, όταν ο τελευταίος χωρικός της τελευταίας αποικιακής χώρας θα έχει ενσωματωθεί στις μισθωτές σχέσεις εργασίας.
41
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
προλεταριάτο να ξεφύγει από τον ζουρλομανδύα της καταπίεσης και της αλλοτρίωσης; Τι έλειπε ακόμη από την απάντηση της; Είχε κατανοήσει πολύ καλά ότι η απελευθέρωση της ενέργειας των μαζών θα επέτρεπε μια ριζική και απότομη μεταβολή στο συσχετισμό των δυνάμεων και θα έθετε τα ζητήματα με νέους όρους. Αλλά δεν είχε αντιληφθεί τη σχέση αυτής της μαζικής πάλης με την καταστροφή του αστικού κράτους. Και δεν επέλεξε να εστιάσει την πολεμική της ενάντια στον Κάουτσκυ σε αυτό το σημείο. Για να είμαστε ακριβείς, δεν συνέδεε την ιδέα της γενικής απεργίας με την ιδέα της δυαδικής εξουσίας.
Αυτός που προκάλεσε ένα πραγματικό σκάνδαλο στη συζήτηση του 1912 ήταν ο Πάνεκουκ, όταν ξεφούρνισε ότι το ζήτημα με το κράτος δεν ήταν να κατακτήσουμε δημόσιες εξουσίες (πρώτα το υπουργείο παιδείας, μετά το υπουργείο μεταφορών κοκ), αλλά να το καταστρέψουμε καθαρά και ξάστερα.
Αυτή η ιδέα είναι σήμερα οικεία. Αλλά το 1913, ειπωμένη με τόσο χοντροκομμένο τρόπο, δεν ήταν προφανής για όλους και ειδικότερα για την πατρίδα του Μπίσμαρκ και του Λασάλ, του Φίχτε και του Χέγκελ. Δεν μπορεί να είναι τυχαίο το γεγονός ότι απαιτήθηκε ένας Ολλανδός για να αναστηθεί ο Μαρξ σε αυτό το θέμα. Ο Κάουτσκυ εξοργίστηκε, αποκάλεσε την πρόταση ένα πραγματικό σκάνδαλο, ένα ξέσπασμα πρωτόγονου αναρχισμού. Ο Πάνεκουκ απάντησε ότι όχι ο ίδιος, αλλά ο Μαρξ, είχε εφεύρει αυτή την τερατώδη ιδέα.
42
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
4. Επανάσταση μέσα στην επανάσταση: Ο Λένιν και η επαναστατική κρίση
Σκεπτόμενος πάνω σε αυτή τη διαμάχη, ο Λένιν κατανόησε και όρισε κάτι που παραμένει ζωτικής σημασίας για μας. Ενέκρινε οπωσδήποτε την ιδέα της καταστροφής του αστικού κράτους. Όμως αυτό το κράτος δεν μπορούσε να καταστραφεί κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Το να μένει κανείς απλώς σε ένα τέτοιο διαχρονικό κάλεσμα ισοδυναμούσε με τη δικαιολόγηση του υπεραριστερού βολονταρισμού: εάν το ζήτημα της εξουσίας τίθεται διαρκώς, τότε η απόφαση για τη μετακίνηση από τη συσσώρευση των συνδικαλιστικών και κοινοβουλευτικών δυνάμεων στη συσσώρευση στρατιωτικών δυνάμεων θα εξαρτάται αποκλειστικά από την πολιτική βούληση του κόμματος. Είναι μόνο ζήτημα κήρυξης πολέμου ενάντια στο κράτος.
Όλα αυτά μοιάζουν ζήτημα κοινής λογικής. Όμως υπάρχουν πολλά παραδείγματα στο εγγύτερο ή απώτερο παρελθόν, στην Ευρώπη, όπως και στη Λατινική Αμερική, όπου αυτή η κοινή λογική απουσιάζει.
Στην Αργεντινή το Επαναστατικό Εργατικό Κόμμα (PRT), που το Ένατο Παγκόσμιο Συνέδριο το 1969 αναγνώρισε ως τμήμα της Τέταρτης Διεθνούς, κήρυξε από μόνο του κατάσταση πολέμου ενάντια στο κράτος της Αργεντινής. Η ηγεσία του περιλάμβανε έμπειρους επαναστάτες μαρξιστές αγωνιστές. Μερικά από τα μέλη του είχαν βιώσει το Μάη του '68 στη Γαλλία και την ίδρυση της Κομμουνιστικής Λίγκας, στην οποία η έννοια της επαναστατικής κρίσης είχε συζητηθεί εξαντλητικά. Αυτή ήταν το αλφάβητο της στρατηγικής, και όμως ξεχάστηκε. Θα εξετάσουμε τη λογική της θέσης τους αργότερα, λαμβάνοντας υπ' όψη ότι αυτοί ήταν επαναστάτες μαχητές που θέλησαν να είναι οι πράξεις τους
43
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
σύμφωνες με τα λόγια τους και υπέστησαν τις συνέπειες. Παρά τα λάθη τους, αξίζουν τον σεβασμό μας.
Ο Λένιν αντιλαμβανόταν τον κίνδυνο αυτού του είδους της μετατόπισης από τον κοινοβουλευτισμό στον αριστερισμό. Υπήρχε ίσως μια λογική στον Πάνεκουκ, ο οποίος έγινε ένας από τους θεωρητικούς του κομμουνισμού των συμβουλίων τα πρώτα χρόνια της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ο Πάνεκουκ εξηγούσε ότι η εργατική τάξη είχε μια παιδική ηλικία, μια εφηβεία και μια ενηλικίωση με μια εντελώς εξελικτική άποψη. Μια ιδιαίτερη μορφή οργάνωσης αντιστοιχούσε σε κάθε μια από αυτές τις ηλικίες: τα κόμματα της Πρώτης Διεθνούς στα χρόνια του σχηματισμού της, τα συνδικάτα με τις μαζικές εμπειρίες στην εφηβεία της και στην ενηλικίωση της, τα συμβούλια, που η λειτουργία τους ήταν τόσο οικονομική όσο και πολιτική, μια σύνθεση και μια υπέρβαση των παλιών κομμάτων και των συνδικάτων. Αυτό ήταν ανεξάρτητο από τους κύκλους της ταξικής πάλης. Μια παρόμοια αντίληψη διαμορφώθηκε στην ευρωπαϊκή άκρα αριστερά τη δεκαετία του 1970.
Ήταν ο Λένιν που ανέπτυξε με πιο ξεκάθαρο τρόπο την ιδέα της «επαναστατικής κρίσης», το κλειδί στη στρατηγική. Υπάρχουν συγκεκριμένες και σχετικά εξαιρετικές περιστάσεις στις οποίες το κράτος γίνεται ευάλωτο και φθαρτό. Δεν εμφανίζονται από το πουθενά. Η ταξική πάλη έχει το δικό της ρυθμό, διαλείμματα και ασυνέχειες που θα πρέπει να κατανοηθούν με τους όρους της κρίσης.
Θα επανέλθουμε σε αυτήν την ιδέα ξανά, όταν θα συζητούμε για το κόμμα και το ρόλο του. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ κατανόησε τη δυναμική της γενικής απεργίας, αλλά απέτυχε να την ενσωματώσει σε μια συνολική προοπτική για την καταστροφή του κράτους, την ανάδυση της δυαδικής
44
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
εξουσίας και m δημιουργία ενός επαναστατικού καθεστώτος. Οι αποφάσεις της για τον τρόπο της διεξαγωγής της πάλης μέσα στη γερμανική σοσιαλδημοκρατία και για το κατά πόσο αυτή έφθανε ή όχι στα τελικά οργανωτικά συμπεράσματα ήταν πιθανόν συνδεδεμένες με αυτή την προσέγγιση.
Οι αντιλήψεις του Λένιν υπέστησαν ένα άλμα προς μια συστηματική συνοχή κάτω από το κτύπημα του Αυγούστου του 1914. Τα επόμενα δύο χρόνια αρκετά ζητήματα αναδύθηκαν μέσα στη σκέψη του:
- Η πραγματοποίηση της κατάρρευσης της Δεύτερης Διεθνούς και η ερμηνεία των αιτίων της (εργατική αριστοκρατία και γραφειοκρατία),
- Μια παραπέρα επεξεργασία της φύσης του ιμπεριαλισμού (Ιμπεριαλισμός, το Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού),
- Και το πιο σημαντικό, μια στροφή στο ζήτημα της συνέχειας, που αντανακλούσε μια βαθιά ρήξη με την αντίληψη του Κάουτσκυ, όπως διατυπωνόταν στο Δρόμο προς την Εξουσία. Δεν πρέπει κάποιος να ξεγελαστεί από τη διδακτική απεικόνιση του Οκτώβρη, του φιλμ που δείχνει τον Λένιν να γράφει πυρετωδώς το Κράτος και Επανάσταση κατά τη διάρκεια της εξορίας του στη Φινλανδία μετά από τις ημέρες του Ιούλη, σαν να ήταν το γέννημα μιας ιδιοφυΐας. Η αλήθεια είναι ότι αυτό το απολύτως κλασσικό έργο βασίζεται σε ένα συστηματικό ξαναδιάβασμα των γραπτών του Μαρξ πάνω στο ζήτημα, και δεν είναι ένας αυτοσχεδιασμός. Ήταν το τελικό αποτέλεσμα μιας διετούς συζήτησης, στην οποία αρχικά ο Λένιν υπερασπίστηκε την κλασσική θέση του Κάουτσκυ ενάντια στο Μπουχάριν. Ο Λένιν άλλαξε ριζικά τη δική του θέση στη διάρκεια της αντίκρουσης του αριστερισμού του Μπουχάριν για το κράτος. Αυτό δεν συνεπάγεται ότι ήταν ρεφορμιστής πριν από το 1914, αλλά ότι το
45
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει νωρίτερα στο πλαίσιο της πάλης ενάντια στην τσαρική αυτοκρατορία ήταν διαφορετικό. Αυτό εξηγεί και την αμφισημία των διατυπώσεων του για τη «δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς» που εξέφραζε μια βαθύτερη αμφισημία για το ζήτημα του κράτους. Παρεμπιπτόντως, πρόσφατες συζητήσεις που προσπάθησαν να ασχοληθούν με το ζήτημα αυτό, στη βάση αποσπασμάτων και ανεξάρτητα από την εξέλιξη της σκέψης του Λένιν, ήταν κατά κάποιο τρόπο αναχρονιστικές· στην πραγματικότητα η πρώιμη άποψή του για το θέμα ήταν ανολοκλήρωτη (το να ισχυριζόμαστε κάτι διαφορετικό αποτελεί πρόκληση στον στοιχειώδη υλισμό) και εξελίχθηκε καθώς ο ίδιος προσπαθούσε να αδράξει την κίνηση της ιστορίας.7
- Όπως είναι συνηθισμένο σε τέτοιες κρίσιμες καταστάσεις, η μεταστροφή του είχε και μια μεθοδολογική πτυχή συνδεδεμένη με τη συγγραφή των «Φιλοσοφικών Τετραδίων» του, βασισμένη στη μελέτη της Λογικής του Χέγκελ. Ο Μαρξ είχε μια ανάλογη στιγμή, όταν έγραφε τα Grundrisse στα 1857-58. Όμως αυτό είναι μια άλλη ιστορία.8
Επομένως στα 1915 ο Λένιν σκιαγράφησε και συστηματοποίησε την έννοια της «επαναστατικής κρίσης» στο κείμενό του Η Κατάρρευση της Δεύτερης Διεθνούς. Η ιδέα αυτή
7. Ένα ενδιαφέρον άρθρο από την Marian Sawer ανιχνεύει τη γέννηση του Κράτους και Επανάσταση με βάση την αλληλογραφία του Λένιν. Ο Λένιν αρχικά προσχώρησε στην πολεμική προκειμένου να αντικρουστεί αυτό που αποκαλούσε σχεδόν-αναρχικές θέσεις του Μπουχάριν και υπερασπίσθηκε τον Κάουτσκυ. Αλλαζε δραστικά τις δικές του θέσεις, καθώς ξαναδιάβασε τα έργα του Μαρξ. Βλέπε Sawer Μ. (1972), "The Genesis of State and Revolution". Socialist Register, London: Merlin 8. Βλέπε Löwy M. ( 1970), De la grande logique de Hegel de la gare de Finlande a Petrograd, L'Homme et la Société, 15
46
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
θα παραμείνει στο προσκήνιο όλο το 1917. Επανεμφανίζεται μετά την επανάσταση και ειδικότερα στον Αριστερισμό, την Παιδική Αρρώστια του Κομμουνισμού. Είναι η ιδέα που δίνει τη δυνατότητα να κατανοηθεί πώς μια τάξη που κυριαρχείται ολοκληρωτικά, όπως το προλεταριάτο, μπορεί να καταλάβει την εξουσία.
Η περιγραφή της επαναστατικής κρίσης όπως εμφανίζεται στην Κατάρρευση της Δεύτερης Διεθνούς μας είναι γνωστή: όταν οι εξουσιαστές δεν μπορούν πλέον..., όταν οι εξουσιαζόμενοι δεν θέλουν πλέον..., όταν τα ενδιάμεσα στρώματα διστάζουν, και πάει λέγοντας... Οι τρεις πτυχές πρέπει να θεωρηθούν μαζί. Οι τρεις αυτές πτυχές πρέπει να εξεταστούν από κοινού. Δεν είναι αρκετό για τους εξουσιαζόμενους να μην αντέχουν πλέον, να εκραγούν και να εξεγερθούν οι εξουσιαστές πρέπει επίσης να μην είναι ικανοί να κυβερνήσουν. Με άλλα λόγια η επαναστατική κρίση δε βρίσκεται εγγενώς σε κάθε οικονομική πάλη ή ακόμη σε κάθε μαζική απεργία για άμεσα αιτήματα. Περιλαμβάνει μια κρίση της δομής της εξουσίας με μια πολιτική διάσταση από την αρχή.
Επιπλέον οι απόψεις του Λένιν για τη φύση της πολιτικής, του κόμματος και της πολιτικής δράσης ήταν αρκετά νεωτερικές συγκρινόμενες με αυτές της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας. Έτσι γι' αυτόν η επαναστατική κρίση ήταν:
- Μια γενικευμένη κρίση των κοινωνικών σχέσεων. - Μια εθνική κρίση (η διατύπωση εμφανίζεται πολλές
φορές): το κράτος ως σύστημα εξουσίας κλονίζεται. Αν λάβει κανείς υπόψη το συνολικό σχήμα των μακρών κυμάτων της οικονομίας το 19ο και τον 20ο αιώνα, θα δει ότι σε κάθε μεγάλη μεταστροφή της τάσης υπάρχει μια αυθεντική κρίση του κρατικού συστήματος των κεντρικών καπιταλιστικών
47
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
κρατών, μερικές φορές ακόμη και μετακίνηση του ιμπεριαλιστικού επίκεντρου: με το 1848 ήλθε η επέκταση του επαναστατικού κύματος σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο, με το 1870, ο Γαλλο-Πρωσικός πόλεμος και η Παρισινή Κομμούνα. Με το 1914, ο ευρωπαϊκός πόλεμος, η ρωσική επανάσταση, η ανάδυση της ηγεμονίας των ΗΠΑ και ο μετασχηματισμός ολόκληρου του κρατικού συστήματος της κεντρικής Ευρώπης, με το 1937, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και ο νέος μετασχηματισμός της κεντρικής Ευρώπης με τη διχοτόμηση της Γερμανίας. (Βλέπε το διάγραμμα των μακρών κυμάτων). Χωρίς να είναι μηχανιστικό, θα πρέπει να σημειωθεί ότι κάθε σημαντική στροφή προκάλεσε μια ριζική αναμόρφωση του κρατικού συστήματος στην Ευρώπη.
Τι κάνει αυτή την έννοια της «εθνικής κρίσης» προστιθέμενη σε αυτή της «επαναστατικής κρίσης» να είναι τόσο σημαντική;
Η ιδέα της δυαδικής εξουσίας εκφράζει τη σύγκρουση δύο ασυμβίβαστων εξουσιών. Η αστική εξουσία πρέπει να καταστραφεί, αλλά τί πρέπει να μπει στη θέση της; Εδώ είναι που η εθνική κρίση μπαίνει στο παιχνίδι. Η δυαδική εξουσία δεν είναι αρχικά ένα πρόβλημα συνείδησης. Με άλλα λόγια οι εργάτες δεν θα αρχίσουν συνειδητά να χτίζουν το δικό τους κράτος, επειδή τους έχουμε πείσει ότι το άλλο είναι κακό και θα πρέπει να απαλλαγούμε από αυτό. Το κόμμα της πρωτοπορίας ίσως να το γνωρίζει. Όμως δεν είναι έτσι που οι μάζες βλέπουν το πρόβλημα.
Στην πράξη η δυαδική εξουσία (που προϋποθέτει ότι πλατιές μάζες κινητοποιούνται) είναι δυνατή, μόνο, εάν αναδυθούν νέα όργανα που εκπληρώνουν μερικές λειτουργίες καλύτερα ή με διαφορετικούς τρόπους από τον παλιό
48
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
κρατικό μηχανισμό που υποφέρει από παράλυση ή αποδιάρθρωση. Μερικές ζωτικές λειτουργίες του κράτους πρέπει να καταρρεύσουν πριν να αναδυθούν τα νέα όργανα, που δεν είναι απλώς πιο δημοκρατικά, αλλά ικανά να αναλάβουν την ευθύνη αυτών των κοινωνικά απαραίτητων εργασιών που δεν εκτελούνται.
Αυτή ήταν η περίπτωση σε κάθε γνήσια επαναστατική κατάσταση. Οι εργασίες που πρέπει να εκτελεστούν μπορεί να είναι πολύ διαφορετικές. Στη Χιλή ήταν το ζήτημα της προμήθειας τροφίμων, στην Πορτογαλία η λειτουργία των εργοστασίων που εγκαταλείφθηκαν από αντιδραστικούς ιδιοκτήτες. Το σημείο εκκίνησης και οι μορφές οργάνωσης είναι απρόβλεπτες: τοπικές επιτροπές, επιτροπές στις γειτονιές ή στους χώρους εργασίας, παλιές συνδικαλιστικές δομές μετασχηματισμένες από τη μαζική δράση.9 Δεν υπάρχουν κανόνες ή πρότυπα από την άποψη αυτή.
Ο Λένιν περιέγραψε τα τρία χαρακτηριστικά μιας επαναστατικής κρίσης. Όμως είναι απαραίτητο ένα τέταρτο, για να οδηγηθεί η κρίση στη νίκη: μια προοπτική που πραγματώνεται από μια συνειδητή δύναμη. Μια επαναστατική κρίση μπορεί να ξεσπάσει και να καταλήξει σε ήττα. Μόνο μια συνειδητή παρέμβαση μπορεί να εξασφαλίσει ένα θετικό αποτέλεσμα. Το κόμμα δεν είναι απλώς ένας δάσκαλος ή μια αντανάκλαση των διαφόρων κοινωνικών κινημάτων. Δεν είναι απλώς ένα όχημα ιδεών. Είναι ο κεντρικός κορμός στη στρατηγική διάταξη της προλεταριακής επανάστασης.
Πράγματι, από τη στιγμή που μιλάμε για στρατηγική θα
9. Βλέπε τη μελέτη για την προέλευση των Σοβιέτ: Anweiler Ο. (1974), The Soviets: The Russian Workers. Peasants and Soldiers Councils-1905-1921. New York: Pantheon Books.
49
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
πρέπει να πούμε για απόφαση και πρωτοβουλία και επομένως για σχέδιο, οχυρωμένες θέσεις και συσχετισμό δυνάμεων. Η εκπαίδευση αποτελεί μέρος όλων αυτών, αλλά μόνο ως μία διάσταση της κομματικής δραστηριότητας. Η στρατηγική σημαίνει επίσης μάχες και οι μάχες είναι στιγμές στις οποίες ο χρόνος μετράει δύο και τρεις φορές περισσότερο, καθώς το αποτέλεσμα εξαρτάται από την ικανότητα των μαχητών να παίρνουν αποφάσεις. Οπωσδήποτε σε μια κοινωνική επανάσταση οι μάζες βρίσκονται σε κίνηση. Επομένως δε μιλάμε για τους χειρισμούς ενός επιτελείου. Το κόμμα δεν αποφασίζει μόνο του ούτε αυθαίρετα. Αλλά, ενώ η επανάσταση είναι πρώτα απ' όλα ένα ζήτημα των τάξεων, η τύχη της αποφασίζεται τελικά σε στρατιωτικό επίπεδο, από την πράξη της εξέγερσης. Η Οκτωβριανή επανάσταση απέδειξε αυτό: η επανάσταση είναι μια πράξη η οποία αποφασίζεται ταχύτατα και στην οποία μετράει η κάθε μέρα, και η κάθε ώρα.
Θα πρέπει επομένως να οικοδομηθεί εκ των προτέρων κάτι που να επιτρέπει να λαμβάνονται αποφάσεις με τη μεγαλύτερη δυνατή αξιοπιστία. Η εξέγερση του Οκτώβρη αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα. Η επιλογή της στιγμής βασίσθηκε στην εκτίμηση της πολιτικής νομιμοποίησης της δράσης ολόκληρου του μαζικού κινήματος, όχι μόνο της εξέλιξης του συσχετισμού των δυνάμεων στο συνέδριο των σοβιέτ, αλλά επίσης στη συνολική τάση των εξελίξεων στα συνδικάτα, τα δημοτικά συμβούλια και τις στρατιωτικές μονάδες από τον Ιούλιο μέχρι τον Οκτώβριο. Όλα αυτά αναλύθηκαν και είναι γνωστά με κάθε λεπτομέρεια, αλλά παρέμενε ακόμη το να κατανοήσει κανείς τη στρατηγική στιγμή, την ευκαιρία που θα μπορούσε να ανατρέψει την ισορροπία και που ίσως ποτέ δεν θα επαναληφθεί. Όλα τα
50
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
σημειώματα και τα τηλεγραφήματα από τον Λένιν προς την Κεντρική Επιτροπή την παραμονή του Οκτώβρη εκφράζουν την αγωνία γι' αυτήν την κατανόηση.
Τη στιγμή εκείνη, αυτό που δίνει στο κόμμα τη δυνατότητα να αποφασίζει και να δρα, δεν είναι μόνο η συσσώρευση δυνάμεων και η μορφωτική δουλειά, αλλά η ισχύς των δεσμών του με το μαζικό κίνημα, το πολιτικό και ηθικό κύρος που έχει κερδίσει πέρα από τα ίδια του τα μέλη· είναι αυτό που δημιουργεί την κατανόηση και την προθυμία για να ακολουθήσουν τις αποφάσεις του.
Για να καταλήξουμε, ας σημειωθεί ότι η προσέγγιση του Λένιν δεν ήταν αριστερίστικη και διέφερε ριζικά από τη θεωρία της επίθεσης που έγινε του συρμού στην Κομμουνιστική Διεθνή λίγο μετά την ίδρυση της. Οι υποστηρικτές αυτής της θεωρίας πίστευαν ότι ο κόσμος είχε μπει οριστικά στην εποχή κατά την οποία η επανάσταση ήταν μόνιμα στην ημερήσια διάταξη με την πιο άμεση έννοια. Τα επιχειρήματά τους δεν βασίζονταν πλέον σε κύκλους, προχωρήματα και υποχωρήσεις. Τελικά περιόριζαν όλη τη στρατηγική στην επίθεση με οργανωτικό, πολιτικό και, ακόμα, στρατιωτικό σχέδιο. Αυτό είναι που αναδύθηκε από τη δράση του Μαρτίου του 1921 στη Γερμανία έως την εξέγερση του Reval (σήμερα Tallin της Εσθονίας).10
Βλέπει κανείς ότι μια επαναστατική στρατηγική επικεντρωμένη στην ιδέα μιας εθνικής κρίσης συνεπάγεται μια αντίληψη για το κόμμα ριζικά αντίθετη από αυτήν του Κάουτσκυ: το βασικό του αντικείμενο είναι να προετοιμάσει την επανάσταση. Δεν μπορεί κανείς να αποφασίσει το ξεκίνημα και την πορεία μιας επανάστασης, αλλά για να την προσα-
10. Neuberg Α. (1970), Trie armed insurrection. London: NLB.
51
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
νατολίσει και να καθορίσει τo αποτέλεσμά της πρέπει να την προετοιμάσει. Σε αυτήν την προοπτική δρα πάντοτε το κόμμα. Δημιουργεί. Δρα πολιτικά και κοινωνικά. Δεν είναι μια απλή και καθαρή καταγραφή της οργανικής δύναμης και της ωριμότητας της ταξικής συνείδησης. Παίρνει πρωτοβουλίες, προσπαθεί να κωδικοποιήσει συσχετισμούς δυνάμεων, κάνει τις απαραίτητες συμμαχίες.
Βρίσκεται μέσα στο χώρο της πολιτικής. Οι πολιτικές του περιλαμβάνουν τη σταθερή υπεράσπιση της ανεξαρτησίας της εργατικής τάξης και θέτουν το πρόβλημα σχετικά με το ποιες συμμαχίες μπορούν να βοηθήσουν στην αλλαγή της κατάστασης. Θα επανέλθουμε στο σημείο αυτό.
Στο οργανωτικό και πολιτικό επίπεδο, το ζήτημα ήταν να αντικατασταθούν τα παρωχημένα εργαλεία, τα συνδεδεμένα με την προεπαναστατική εποχή του εργατικού κινήματος, με τα εργαλεία της νέας επαναστατικής εποχής, συνδυάζοντας μια πολιτική και συνδικαλιστική διάσταση - τα συμβούλια. Παραλλαγές αυτής της άποψης έγιναν αποδεκτές από την Ολλανδική Αριστερά (Gorter και Πάνεκουκ), τον Μπορντίγκα και το γερμανικό KAPD.
Αυτό δεν είναι ένα καθαρά ιστορικό ζήτημα που περιορίστηκε στον πυρετώδη ενθουσιασμό της δεκαετίας του 1920. Ανάλογα επιχειρήματα εμφανίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Στην Ιταλία, στο όνομα μιας επικείμενης επαναστατικής κρίσης, πολλοί αντιπαρέθεσαν αυτό που θεωρούσαν ως σοβιετική ροπή των συμβουλίων των εργαζομένων που δημιουργήθηκαν στο κύμα του 1969-70 στην προοπτική της «εγγραφής» τους μέσα στα συνδικάτα. Είναι αλήθεια ότι στα 1972-75 οι διάφορες συνδικαλιστικές ηγεσίες προσπάθησαν να θεσμοθετήσουν αυτά τα συμβούλια μέσα στη δομή των ίδιων των συνδικάτων. Όμως, καθώς
52
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
δεν υπήρξε άμεση επαναστατική λύση, αυτή η ενσωμάτωση σήμαινε επίσης τη διείσδυση και μαζικοποίηση των συνδικάτων μέσα στους χώρους δουλειάς στη βάση οργάνων που γεννήθηκαν μέσα στην πάλη, σταθερά συνδεδεμένα με τους αγωνιστές της βάσης. Εδώ βρίσκεται η πηγή της μεγάλης ελαστικότητας που επιδείχθηκε από το ιταλικό εργατικό κίνημα στην πάλη για την υπεράσπιση της κινητής κλίμακας των μισθών το 1984.
Θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει ένα παρόμοιο λάθος στην Ισπανία. Στην εισαγωγή της ανθολογίας του για τον εργατικό έλεγχο, ο Ερνέστ Μαντέλ εμμένει με έμφαση στην άποψη ότι οι εργατικές επιτροπές, όργανα πάλης που γεννήθηκαν στην παρανομία έξω από κάθε θεσμικό έλεγχο, θα μπορούσαν να μετασχηματισθούν γρήγορα, καθώς θα έπεφτε η δικτατορία, στη ραχοκοκαλιά ενός συστήματος δυαδικής εξουσίας. Αυτό ήταν πραγματικά μια δυνατότητα.
Όμως η κατάσταση μετά το θάνατο του Φράνκο δεν εξελίχθηκε σε μια επαναστατική κρίση - κατά ένα μεγάλο μέρος χάρη στον ρόλο των παραδοσιακών εργατικών κομμάτων - αλλά προς μια «δημοκρατική» θεσμοθέτηση (που απέτυχε να αποδιαρθρώσει τον κατασταλτικό μηχανισμό της δικτατορίας). Το ζήτημα τότε δεν ήταν πλέον ο μετασχηματισμός των εργατικών επιτροπών σε όργανα σοβιετικού τύπου, αλλά το χτίσιμο ενός ισχυρού, ενιαίου και δημοκρατικού συνδικαλιστικού κινήματος. Στην περίπτωση αυτή, ήμασταν σε θέση να προσαρμόσουμε τα πυρά μας με σωστό τρόπο.
Το θέμα εμπεριέχει πάντοτε ένα ζήτημα πολιτικής απόφασης. Το αντίθετο συνέβη στη Χιλή. Το χειμώνα του 1973, υπήρξε μια έντονη συζήτηση για το ρόλο των εργοστασιακών «cordones», που αναδύθηκαν για να προβάλουν αντίσταση στις απόπειρες πραξικοπημάτων τον Οκτώβριο του
53
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
1972 και τον Ιούνιο του 1973. Αυτά τα «cordones» ήταν βασικά επιτροπές σε γεωγραφική βάση για το συντονισμό των εργοστασιακών σωματείων στα προάστια των μεγάλων πόλεων. Θα μπορούσαν είτε να διευρυνθούν αρχίζοντας να συγκεντρώνουν τις άλλες μορφές της λαϊκής κινητοποίησης και να αναλαμβάνουν τα καθήκοντα της αυτοάμυνας, είτε να πάρουν άλλο δρόμο, προς μια απλή μεταρρύθμιση των συνδικαλιστικών δομών. Η πρώτη επιλογή ήταν, πιθανώς, η σωστή. Το Κομμουνιστικό Κόμμα έδωσε σκληρή μάχη για τη δεύτερη. To MIR το αποδέχθηκε (θα δούμε το γιατί αργότερα). Και εδώ επίσης η καρδιά του ζητήματος ήταν η εκτίμηση της πολιτικής κατάστασης και των προθεσμιών.
54
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
II. Στρατηγικά «μοντέλα» και προοπτικές
Το ζήτημα δεν είναι να φανταστούμε και να στοιχηματίσουμε σε κάποιο σενάριο ή να προφητεύσουμε ότι μια επαναστατική κρίση στις σύγχρονες αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες θα πάρει τη μια ή την άλλη μορφή. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να βγάλουμε τα γενικά συμπεράσματα από τις υπάρχουσες εμπειρίες είτε είναι νίκες είτε είναι ήττες. Αυτό σημαίνει να αποσπάσουμε ό,τι είναι καθολικό από τις μεγάλες δοκιμασίες των χρόνων του μεσοπολέμου (Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Λαϊκά Μέτωπα), την περίοδο της αντιναζιστικής αντίστασης και της απελευθέρωσης (Γαλλία, Ιταλία, Ελλάδα) και την μεταπολεμική περίοδο (Μάης '68, Ιταλικός παρατεταμένος Μάης, Ισπανία, Πορτογαλία, Βρετανικές απεργίες...) (Βλέπε το χρονολόγιο της ευρωπαϊκής ταξικής πάλης των δεκαετιών του 1960 και 1970).
Πέρα από αυτό, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να προσπαθήσουμε να περιγράψουμε το σχήμα των μελλοντικών κρίσεων και να υποδείξουμε μερικά συμπεράσματα. Λίγοι θα τολμούσαν να προβλέψουν τις πραγματικές μορφές που θα πάρει η κρίση στα σύγχρονα αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη. Η εμπειρία αυτή βρίσκεται, ακόμα, μπροστά μας. Εν πάση περιπτώσει, ούτε καν οι Μπολσεβίκοι είχαν ένα λεπτομερές σενάριο, πέρα από μερικές κατευθυντήριες γραμμές, πριν να συσσωρεύσουν τις δικές τους εμπειρίες.
I 5 5
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
1. Ανατολή και Δύση
Πρώτα μερικά λόγια για την παλιά συζήτηση που εμφανίστηκε στα γραπτά του Κάουτσκυ ως αντίθεση ανάμεσα στη Ρωσία και την Ευρώπη και στον Γκράμσι ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση. Η αντιδιαστολή ανάμεσα στα αρχαϊκά κράτη, με ισχυρά αυταρχικά και προκαπιταλιστικά χαρακτηριστικά και τα σύγχρονα κράτη, με τα δημοκρατικά δικαιώματα και την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, έχει μια αρχαία καταγωγή.
Όταν ιδρύθηκε η Κομμουνιστική Διεθνής, γρήγορα αναπτύχθηκε μια συζήτηση σχετικά με την δυνατότητα εφαρμογής της Ρωσικής επανάστασης: ήταν το προϊόν των ιδιαιτεροτήτων της Ανατολής ή ένα «μοντέλο» καθολικής εφαρμογής; Στον Αποστάτη Κάουτσκυ, όπως και στην Παιδική Αρρώστια, ο Λένιν τόνισε τα παγκόσμια χαρακτηριστικά και τα μαθήματα της πρώτης νικηφόρας προλεταριακής επανάστασης. Όμως ήταν προσεκτικός να μην την κάνει ένα μοντέλο.
Τι θα μπορούσε ένα τέτοιο μοντέλο να ενσαρκώσει; Την αλληλουχία από τον Φεβρουάριο στον Οκτώβριο του 1917; Όμως μπορεί να εξηγήσει κάποιος τη μορφή της κρίσης του 1917 χωρίς το 1905 και τα σοβιέτ, χωρίς τις μετέπειτα στρατιωτικές εμπειρίες (συμπεριλαμβανομένου του ανταρτοπόλεμου στα Ουράλια) και τον Παγκόσμιο Πόλεμο;
Ταυτόχρονα πολύ νωρίς, ο Ράντεκ, ο Πάουλ Λέβι και ο Γκράμσι, αντιμέτωποι με νέες εμπειρίες μέσα στη Διεθνή, προσπάθησαν να προσδιορίσουν την ιδιαιτερότητα της σοσιαλιστικής επανάστασης σε μια κοινωνία και σε ένα κράτος περισσότερο αναπτυγμένο από την προεπαναστατική Ρωσία. Αναζήτησαν μια στρατηγική που θα μπορούσε να εφαρμοσθεί σε ένα σύνθετο, διακλαδισμένο και πανταχού
56
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
παρόν κράτος, σε αντίθεση με ένα κράτος με λίγη νομιμοποίηση, του οποίου η κατασταλτική λειτουργία ήταν πρόδηλη.
Το πρόβλημα δεν ήταν απλώς η ύπαρξη της καθολικής ψηφοφορίας και το κοινοβουλευτικό σύστημα. Το σύστημα αυτό μπορεί να υπάρξει μόνο όταν το κράτος αντλεί επιπλέον νομιμότητα από την παροχή συγκεκριμένων υπηρεσιών στην κοινωνία. Αυτός ο ρόλος υπήρχε ήδη, όταν γίνονταν αυτές οι πρώτες συζητήσεις στην Κομιντέρν. Αναπτύχθηκε πολύ περισσότερο κατά τη διάρκεια του μεταπολεμικού μπουμ και του μισού αιώνα κράτους πρόνοιας, με παρεμβάσεις στους τομείς της πίστης, της υγείας, της παιδείας, του πολεοδομικού σχεδιασμού κλπ.
Στη συζήτηση της δεκαετίας του 1920, η αντίθεση της Ανατολής με τη Δύση εστιαζόταν στη φύση του ίδιου του κράτους: ένα σκληροπυρηνικό συγκρότημα ενόπλων ανδρών στο ρόλο του χωροφύλακα και νυχτοφύλακα ή ένα περισσότερο διαρθρωμένο δίκτυο που αναπτύσσεται σε ευρύτερες λειτουργίες. Τα δύο μοντέλα περιέχουν διαφορετική δοσολογία εξαναγκασμού και συναίνεσης. Η συζήτηση συνοψίζεται με επιδέξιο τρόπο στο άρθρο του Πέρυ Άντερσον για τον Γκράμσι.11 Ο Ερνέστ Μαντέλ στη συνέντευξη του στην Critique Communiste του 1977 για την επαναστατική στρατηγική στη Δυτική Ευρώπη, εντοπίζει και τονίζει άλλη μια διαφορά: τους διαφορετικούς τύπους των εργατικών κινημάτων, με το «δυτικό» να είναι περισσότερο μαζικό, συ-
11. Βλέπε: Anderson Ρ. (1976), "The Antinomies of Gramsci", New Left Review. 100, Nov. 1976 - Jan. 1977. Μεταφρασμένο στα ελληνικά: Άντερσον Π. (1985), Οι Αντινομίες του Αντόνιο Γκράμσι. μια μπροσούρα της Μαρξιστικής Συσπείρωσης, Αθήνα
57
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
γκεντρωμένο και ειδικευμένο.12 Μακροπρόθεσμα αυτό σημαίνει περισσότερο ευνοϊκές συνθήκες για πάλη. Ο Λένιν και ο Τρότσκι εξέφρασαν μια ανάλογη άποψη, όταν είπαν ότι η εξουσία είναι δυσκολότερο να καταληφθεί στη «Δύση» από ό,τι στην «Ανατολή», αλλά ευκολότερο να κρατηθεί.
Τελικά είτε το δούμε από την πλευρά του κράτους είτε του εργατικού κινήματος, το πρόβλημα είναι βασικά το ίδιο: το ισχυρότερο κράτος και η πιο αναπτυγμένη εργατική τάξη είναι δύο όψεις της ίδιας κατάστασης. Είναι αλληλοσυνδεδεμένες.
Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί κάποιος να φανταστεί μια επαναστατική, εθνική κρίση χωρίς προηγουμένως η εργατική τάξη να έχει ανακοινώσει, μέσα από τις δράσεις της και τις μορφές οργάνωσης, ότι είναι υποψήφια για το ρόλο του αναδιοργανωτή και διαχειριστή ολόκληρης της κοινωνίας. Αυτό είναι το ζήτημα που έθεσε η έννοια της ηγεμονίας του Γκράμσι. Η δράση της εργατικής τάξης πρέπει να κάνει ρητή την επιδίωξη της να επιλύσει όλα τα ζωτικά προβλήματα της κοινωνίας. Η προϋπόθεση γι' αυτό είναι, βεβαίως, ότι παλεύει για τα αιτήματα της και υπερασπίζεται τα δικαιώματα της. Όμως αυτό δεν είναι αρκετό.
2. Δύο υποθέσεις που έγιναν από τον Τρότσκι
Στα κείμενα του της δεκαετίας του 1930 για τη Γερμανία, ο Τρότσκι παρουσίασε δύο υποθέσεις για τις επαναστατικές κρίσεις στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Να σημειώσουμε ότι αυτός ο σταθερός υπερασπιστής της παγκόσμι-
12. Αγγλική μετάφραση είναι διαθέσιμη: Mandel Ε. (1979), Revolutionary Marxism Today. London: ΝLB. To κείμενο έχει μεταφρασθεί στα ελληνικά και πρόκειται να εκδοθεί από την Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη.
58
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
ας σημασίας των Μαθημάτων του Οκτώβρη δεν θεώρησε τη Ρωσική Επανάσταση το μοναδικό δυνατό μοντέλο. Από τη μια μεριά είδε τη δυνατότητα μιας ξαφνικής κατάρρευσης του εθνικού κράτους που ακολουθείται από την εμφάνιση ενός πολιτικού κενού διψασμένου για κάποιο νέο περιεχόμενο. Από την άλλη μεριά, τη δυνατότητα για μια πιο αργή, μακρόχρονη κρίση, με αυξανόμενα επίπεδα. Έτσι στη Γερμανία η κρίση διήρκεσε από το 1918 μέχρι το 1923, στην Ισπανία (αν και για να μιλήσουμε καθαρά δεν ήταν την εποχή εκείνη μια αναπτυγμένη καπιταλιστική χώρα), από το 1931 μέχρι το 1937 ή το 1939.
Στην τελευταία περίπτωση, υπήρξε μια συσσώρευση κριτικών εμπειριών και μια ωρίμανση των επαναστατικών δυνάμεων στη διάρκεια της κρίσης, πριν από το ξέσπασμα μιας ανοιχτής επαναστατικής κρίσης και μιας δυαδικής εξουσίας. Έτσι ο εργατικός έλεγχος, αντίθετα με αυτό που ισχυρίζονταν εκείνη την εποχή οι σταλινικοί, προκειμένου να εξηγήσουν τη γενική απροθυμία τους να προβάλουν μεταβατικά αιτήματα, δεν περιοριζόταν σε καθαρές καταστάσεις δυαδικής εξουσίας. Επί μέρους εμπειρίες εργατικού ελέγχου μπορούν να αναπτυχθούν πριν από τέτοιες καταστάσεις, τοπικά, μέσα σε συνθήκες σύγκρουσης και ανισορροπίας. Να το πούμε διαφορετικά, η εξουσία των εργοδοτών μπορεί να αμφισβητηθεί στους χώρους δουλειάς μερικές φορές, πριν να αμφισβητηθεί σε μεγάλη κλίμακα η πολιτική εξουσία της αστικής τάξης.
Η δυνατότητα μιας τέτοιας παρατεταμένης κρίσης (αντίθετης της κρίσης του τύπου της κατάρρευσης) οδήγησε μερικούς από τους συμμετέχοντες στη συζήτηση της Κομιντέρν να εξετάσουν τη δυνατότητα μιας εργατικής κυβέρνησης που θα μπορούσε τουλάχιστον κατά ένα μέρος να υπάρξει
59
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
μέσα στο πλαίσιο των θεσμών του αστικού κράτους. Πράγματι, μια τέτοια κρίση μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς όλοι οι κλάδοι του σύγχρονου, σύνθετου, διακλαδισμένου κράτους να καταρρεύσουν ξαφνικά και ομοιογενώς, σε όλη την επικράτεια. Το κράτος μπορεί να ταρακουνηθεί χαλαρά από επαναλαμβανόμενα χτυπήματα μιας διαρκούς κοινωνικής και οικονομικής κρίσης, στην οποία το εργατικό κίνημα μπορεί να αρχίσει να παρουσιάζει τις λύσεις του και την πρόταση του για την ηγεσία του έθνους.
Πιο γενικά, η τελευταία προοπτική κάνει την προσέγγιση του ενιαίου μετώπου και των μεταβατικών αιτημάτων ιδιαίτερα σημαντική. Αναδρομικά μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι αυτή η προσέγγιση ήταν μια καθαρή και αμετάβλητη κληρονομιά των πρώτων χρόνων της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Μάλλον, όμως, το αντίθετο ισχύει· οι συζητήσεις και το πρόγραμμα της Κομιντέρν ανάμεσα στο τέταρτο και το έκτο συνέδριο, οι αντι-εισηγήσεις του Μπουχάριν και του Thalheimer γι' αυτό το ζήτημα, δείχνουν ότι η θεωρία της κατάρρευσης κυριάρχησε εκείνη την εποχή. Εξ αυτού και η πλατιά διαδεδομένη παρανόηση του ενιαίου μετώπου και του μεταβατικού προγράμματος.13
13. Σχετικά με αυτό βλέπε: Raggioneri Ε. (1977), «Le programme de l'internationale Communiste», Cahiers d'Histoire de l'Institut Maurice Thorez, 22. Βλέπε επίσης Frank P. (1979), Histoire de l'Internationale communiste, Paris, και Marramao G. (1981), Critica del capitalismo e ideologías de la crisis en los anos 20 y 30, Mexico: Pasado y Présente.
60
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
3. Σχετικά με μια υπόθεση του Αντρέου Νιν (Andreu Nin)
Οι ιδέες δεν καθορίζουν την πορεία της συγκεκριμένης πολιτικής. Πολλά άλλα πράγματα έρχονται να παίξουν ρόλο: ταξικές πιέσεις, ο συσχετισμός των δυνάμεων, οι περιστάσεις. Όμως, μια υπόθεση εργασίας είναι ένας τρόπος διαπαιδαγώγησης και προετοιμασίας· αυτό σημαίνει ότι ορισμένες επιλογές είναι πιο εύκολες και πιο κοντά στην πραγματικότητα από άλλες. Έτσι, στο όνομα των δομικών διαφορών ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, ο Αντρέου Νιν που γνώριζε από πρώτο χέρι τη Ρώσικη Επανάσταση (υπηρέτησε ως ηγέτης στην Κόκκινη Διεθνή των Εργατικών Συνδικάτων και έγραψε μια καλή μικρή μπροσούρα για τα σοβιέτ),14 έλεγε στους οπαδούς του αυτά: να είστε προσεκτικοί, η Ισπανία είναι πολιτικά και κοινωνικά περισσότερο αναπτυγμένη από τη Ρωσία· αυτό που έκανε δυνατή την ανάδειξη των σοβιέτ ως μια ενιαία και μαζική μορφή αυτοοργάνωσης στη Ρωσία, ήταν η αδυναμία των παράνομων πολιτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων και του συνολικού εργατικού κινήματος. Στην Ισπανία ήδη υπάρχει ένα σύνθετο οργανωμένο εργατικό κίνημα με αρκετά κόμματα (PSOE, PCE, FAI, POUM...) και αρκετά συνδικάτα (UGT, CNT...). Όταν η εργατική τάξη είναι ήδη οργανωμένη τόσο μαζικά είναι δύσκολο να δούμε πώς νέες μορφές (σοβιέτ ή συμβούλια) μπορούν να αναδειχθούν με μεγαλύτερο βαθμό ενότητας και οργανωτικού ριζώματος από τις υπάρχουσες οργανώσεις. Το συμπέρασμά του: η μορφή με την οποία η εργατική τάξη μπορεί να ανακοινώσει την υποψηφιότητά της για
14. Μια ελαφρώς συντομευμένη εκδοχή της μπροσούρας του Νιν δημοσιεύθηκε στο Παρίσι: Cahiers de la Taupe στα 1977.
61
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
εξουσία είναι μια συσπείρωση, ή ένα καρτέλ, των υφιστάμενων οργανώσεων, που διατυπώθηκε μετά ης Εργατικές Συμμαχίες (UHP) που εμφανίστηκαν στην Αστούρια το 1934.
Επειδή οι ιδέες δεν κινούν την ιστορία είναι σημαντική η προετοιμασία της πρωτοπορίας για τα καθήκοντα της. Ο Νιν προσέγγισε την επερχόμενη επαναστατική κατάσταση με αυτές τις ιδέες. Όταν ξέσπασε το πραξικόπημα και σχηματίσθηκε η κυβέρνηση της περιφέρειας της Καταλονίας το Σεπτέμβριο του 1936, το POUM συμμετείχε (με τον ίδιο τον Νιν, ως υπουργό Δικαιοσύνης). Αφού το μεγαλύτερο τμήμα των εργατικών κομμάτων και των μαζικών οργανώσεων αντιπροσωπευόταν στην κυβέρνηση αυτή, ήταν απολύτως λογικό για τον Νιν να πιστεύει ότι το πρόβλημα της εξουσίας είχε με τον τρόπο αυτό επιλυθεί.
Οπωσδήποτε στην περίπτωση αυτή υπήρχε ακόμη η περίφημη «σκιά» της αστικής τάξης, με την εθνικιστική Καταλανική Αριστερά. Όμως ο Τρότσκι, για την περίπτωση της Καταλονίας, ποτέ δεν έθεσε αυτό ως κεντρικό πρακτικό ζήτημα και, σε κάθε περίπτωση, η κατάσταση χαρακτηριζόταν περισσότερο από την ύπαρξη του εθνικού ζητήματος. Από την άλλη μεριά, αν κάποιος πίστευε ότι η κυβέρνηση της Περιφέρειας αντιπροσώπευε τη μορφή της επαναστατικής εξουσίας που είχε ήδη επιτευχθεί, θα έπρεπε να την αντιπαραθέσει στα συμβούλια της πολιτοφυλακής και τις μορφές αυτοοργάνωσης που γεννήθηκαν έξω από τη κρατική δομή στην εξέγερση του Ιουλίου του 1936. Η τελευταία πρέπει να θεωρηθεί ένα είδος «αναρχο-λαϊκίστικου» κατάλοιπου (το επίθετο χρησιμοποιήθηκε από τον Μάριο Σοάρες, κάπου σαράντα χρόνια αργότερα).
Υπάρχει μια λογική σε όλα αυτά. To POUM μπήκε στην κυβέρνηση και υποστήριξε τη διάλυση των οργάνων της αυτοοργάνωσης, ειδικότερα της συντονιστικής τους επιτροπής, που ήταν ακριβώς αυτό που τους επέτρεπε να αποτελούν μια εναλ-
62
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
λακτική εξουσία. Αυτό είναι ένα γενικό πρόβλημα. Σε κάθε επαναστατική
κρίση οι επαναστάτες πρέπει να αναζητούν την καλύτερη μορφή της μαζικής οργάνωσης: αυτή που εκφράζει τον συσχετισμό των δυνάμεων με τον πιο άμεσο και ξεκάθαρο τρόπο, που επιτρέπει να αλλάζουν εύκολα οι σχέσεις ανάμεσα στις μάζες και στις παραδοσιακές τους οργανώσεις και επιτρέπει στις μάζες να έλθουν σε ρήξη με την παλιά ηγεσία τους με τις μικρότερες διασπαστικές συνέπειες του μαζικού κινήματος. Με άλλα λόγια ένα πλαίσιο, όπου οι ενωτικές επιδιώξεις έχουν το μεγαλύτερο δυνατό βάρος, και όπου η ριζοσπαστικοποίηση στη βάση, που σε τέτοιες συνθήκες αναπτύσσεται πολύ ταχύτερα απ' ότι στους μηχανισμούς, μπορεί να αντανακλάται πιο πιστά.
Περίπου ένα χρόνο αργότερα, τον Μάιο του 1937, οι αγωνιστές του POUM και πολλοί αναρχικοί οδηγήθηκαν σε σύγκρουση με τους σταλινικούς και άλλους στη μάχη της Βαρκελώνης. Όμως τη στιγμή εκείνη δεν υπήρχε πλέον ένα ενωτικό χωνευτήρι που θα μπορούσε να αντιπαραθέσει στην πολιτική των ηγεσιών του ΚΚ και του FAI τη δική του μεγαλύτερη νομιμότητα, αυτή των ενωτικών οργάνων και του κύρους που κερδίζεται στην πάλη, επειδή το εν δυνάμει χωνευτήρι είχε σπάσει οχτώ μήνες νωρίτερα.
Για μια φορά ακόμη κανένα σχήμα δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη συγκεκριμένη ανάλυση της κατάστασης. Η επιτροπή ελέγχου του εργοστασίου Lip το 1974 δεν ήταν ο πρόδρομος μιας πλατιάς διαδικασίας μαζικής αυτοοργάνωσης. Η δυαδική εξουσία προϋποθέτει ότι τα ενωτικά σχήματα αυτοοργάνωσης έχουν μεγαλύτερη νομιμότητα από τα κόμματα και τα ρεύματα που υπάρχουν μέσα σε αυτά. Το ενιαίο μέτωπο μπορεί να είναι ένας σημαντικός μοχλός για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος. Όμως ο μοχλός δεν πρέπει να συγχέεται με το στόχο. Ο στόχος
63
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
είναι να υποβοηθήσουμε τη γέννηση μιας εξουσίας, της οποίας η νομιμότητα θα υπονομεύσει αυτή των κρατικών θεσμών που πρέπει να καταστραφούν. Στην περίπτωση της Καταλονίας η ιστορία είναι συγκεκριμένη. Αυτό που συνέβη δεν ήταν απλώς μια αντιπαράθεση της περιφερειακής κυβέρνησης με το κεντρικό συμβούλιο της πολιτοφυλακής, αλλά ακόμα μια προσπάθεια να παλινορθωθούν οι δημοτικοί θεσμοί απέναντι στα όργανα της εξέγερσης και να επιστραφούν στα πρώτα τα προνόμια που είχαν χάσει από τα τελευταία.
64
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
III. Οι μεγάλες στρατηγικές υποθέσεις
Οι κυριότερες επαναστατικές εμπειρίες, είτε νίκες είτε ήττες, δείχνουν δυο δυνατά στρατηγικά σχήματα:
- Αυτό της εξεγερσιακής γενικής απεργίας που αντιστοιχεί σε έναν ορισμένο τύπο σύγκρουσης ανάμεσα στο αστικό κράτος και το εργατικό κίνημα: την κλυδωνιζόμενη από τις συγκρούσεις συνύπαρξη των ανταγωνιστικών κοινωνικών δυνάμεων και θεσμών, κυρίως σε ένα αστικό περιβάλλον. Αυτό συνεπάγεται ότι το ζήτημα θα διευθετηθεί γρήγορα: ένα εξασθενημένο αλλά όχι αποδιαρθρωμένο αστικό κράτος δεν μπορεί να συνυπάρξει για μεγάλο χρονικό διάστημα με μια εν τη γενέσει της επαναστατική εξουσία, χωρίς ένας από τους δυο να νικήσει. Έτσι, η ικανότητα και των δύο πλευρών να πάρουν πρωτοβουλίες είναι αποφασιστική. Αυτό περιγράφεται με διαφορετικούς τρόπους από τη πορεία των επαναστάσεων της Γερμανίας και της Ρωσίας.
- Η άλλη υπόθεση είναι της μακροχρόνιας εδαφικής δυαδικής εξουσίας που ξεκινάει από απελευθερωμένες ζώνες. Παραλλαγές αυτού του σχήματος εμφανίστηκαν στην Κίνα, τη Γιουγκοσλαβία, το Βιετνάμ. Οι λόγοι για τη στρατηγική αυτή εκτέθηκαν από τον Μάο, ήδη από το 1926, στο άρθρο του «Γιατί η Κόκκινη Πολιτική Εξουσία Μπορεί να Υπάρξει στη Κίνα;»: κυρίως γιατί είναι ένα αδύναμο, και με κακή συγκεντροποίηση, αστικό κράτος, με τεράστιες γεωγραφικές εκτάσεις και ένα οξύ πρόβλημα διανομής γης.15 Εξ αυτού
15. Βλέπε: Zedong Μ., «Why Is It That Red Political Power Can Exist in China?», Selected Works, τόμος I, Πεκίνο.
65
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
προκύπτει η ιδέα των απελευθερωμένων ζωνών με τον τακτικό στρατό να μη μπορεί να τις ανακαταλάβει χωρίς να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια.
1. Παρατεταμένος λαϊκός πόλεμος
Αυτές οι απελευθερωμένες ζώνες υπήρχαν στις αρχές της δεκαετίας του 1930 στην κεντρική Κίνα και, μετά το 1937, γύρω από τη Δημοκρατία του Γιανάν. Αποτελούνταν από μικρά κρατίδια, με την, εν τη γενέσει της, αυτοδύναμη, αυτοδιοικούμενη οικονομία. Ολόκληρος ο πληθυσμός τους ήταν πολύ μεγαλύτερος από αυτόν της σημερινής Νικαράγουας.16
Αυτή η εμπειρία ήταν πιθανώς η πιο ξεκάθαρη. Αλλά εάν εξετάσει κανείς την Κίνα, τη Γιουγκοσλαβία ή το Βιετνάμ, θα βρει ένα κοινό χαρακτηριστικό πέρα από τις προφανείς διαφορές: δηλαδή, ότι η αποφασιστική φάση της επαναστατικής διαδικασίας συνδυάστηκε με μια εθνικοαπελευθερωτική πάλη. Αυτό είναι βασικό: η κοινωνική επανάσταση συμπίπτει με ένα γνήσια απελευθερωτικό αγώνα - ενάντια στην Ιαπωνική κατοχή στην Κίνα, τη Γερμανική στη Γιουγκοσλαβία, τη Γαλλική και, στη συνέχεια, την Αμερικανική στο Βιετνάμ.
Αυτή η στρατηγική διάσταση έχει σημαντικές επιπτώσεις: ένα διαφορετικό είδος υποστήριξης από τον πληθυσμό, δυνατότητες συμμαχιών, στρατιωτική πάλη ενάντια στον ξένο εχθρό. Αυτές οι παρατηρήσεις είναι κοινότοπες, δεν ήταν.
16. Βλέπε: Rousset Ρ. (1987). The Chinese Revolution-Part I: The Second Chinese Revolution and the Shaping of the Maoist Outlook, Part II: The Maoist Project Tested in the Struggle for Power. Paris: Notebooks for Study and Research, 2 and 3.
66
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
όμως, πλήρως κατανοητές από το Αργεντίνικο PRT στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ή από το μέτωπο των Σαντινίστας, τουλάχιστον μέχρι το 1974.
Το Αργεντίνικο PRT είχε επεξεργασθεί μια εσφαλμένη αλλά συνεκτική στρατηγική που δεν περιλάμβανε μόνο «ένοπλη πάλη». Η ένοπλη πάλη είναι μια γενικότητα. Η στρατηγική του PRT στόχευε στο να δημιουργήσει μια κατάσταση εδαφικής δυαδικής εξουσίας στη χώρα, να εγκαθιδρύσει απελευθερωμένες ζώνες, ειδικότερα στη περιοχή του Τακουμάν στο Βορρά. Γι' αυτό χρειαζόταν ένα στρατό. Εξ αυτού και η απόφαση του πέμπτου συνεδρίου (Ιανουάριος 1970) να δημιουργήσει τον Λαϊκό Επαναστατικό Στρατό (ERP). Το επόμενο βήμα ήταν να επιτύχει αναγνώριση ως μια εμπόλεμη δύναμη από διεθνείς οργανισμούς. Εξ αυτού και η προσπάθεια να συλλάβει αιχμαλώτους πολέμου. Οι απελευθερωμένες ζώνες έπρεπε να προστατεύονται από τις επιθέσεις του τακτικού στρατού. Εξ αυτού και οι μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις ενάντια σε στρατώνες για να αποκτήσουν βαρύ οπλισμό, αντιαεροπορικά όπλα και πάει λέγοντας.
Όλα αυτά προφανώς καθόρισαν τον τρόπο που οικοδομήθηκε η οργάνωση. Έκαναν παρεμβάσεις στα εργοστάσια για να στρατολογήσουν εργάτες. Αλλά οι αγωνιστές τους στα εργοστάσια, αφού βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση, ήταν κυρίως κεκαλυμμένοι στρατιώτες. Οι δραστηριότητές τους στους χώρους δουλειάς περιορίζονταν από τους ίδιους για να αποφύγουν τον εντοπισμό τους ως αγκιτάτορες ή ως συνδικαλιστές.
Η ιδέα που υπόβοσκε ήταν ότι κάθε επανάσταση σε μια εξαρτημένη χώρα, ακόμη και σε μια χώρα αναπτυγμένη όπως η Αργεντινή, αναπόφευκτα θα έχει να αντιμετωπίσει
67
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
μια άμεση επέμβαση του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ. Ας θυμηθεί κανείς ότι το ναυτικό των ΗΠΑ είχε κάνει απόβαση στη Δημοκρατία του Αγίου Δομίνικου πρόσφατα, μόλις το 1965. Έτσι, ο αγώνας σχεδιάστηκε τόσο ως κοινωνική επανάσταση, όσο και ως απελευθερωτικός αγώνας. Ξεκίνησε ευθύς εξ αρχής σαν απελευθερωτικός αγώνας εξαιτίας του γεγονότος ότι το PRT ήταν πεπεισμένο ότι θα υπήρχε μια ξένη επέμβαση στο μέλλον.
Αυτή η αντίληψη ήταν ευρέως διαδεδομένη ανάμεσα στις επαναστατικές οργανώσεις της Λατινικής Αμερικής εκείνης της περιόδου. Εάν διαβάσει κανείς κείμενα των Σαντινίστας εκείνης της περιόδου, θα δει ότι αυτή η άποψη επικρατούσε επίσης στη Νικαράγουα στην αρχή.1 7 Μετά την αποτυχία των πρώτων εμπειριών του αντάρτικου από το 1962 μέχρι το 1967, το FSLN υποστήριζε βασικά τη γραμμή για έναν παρατεταμένο επαναστατικό πόλεμο εμπνευσμένο περισσότερο από το μοντέλο του Βιετνάμ, παρά από τους φοκιστές. Γιατί; Επειδή υπήρχε μια παλιά παράδοση στρατιωτικής επέμβασης των ΗΠΑ στη Νικαράγουα.
Έτσι, κοινωνική επανάσταση και εθνική απελευθέρωση ήταν στενά συνυφασμένες στον τρόπο σκέψης εκείνης της περιόδου: η τελική νίκη θα απαιτούσε την ήττα και των δυο· τόσο της δικτατορίας όσο και του εισβολέα. Αυτή είναι η προέλευση της γραμμής του παρατεταμένου πολέμου.
Το 1974, όμως, εμφανίσθηκε μια μεγάλη συζήτηση και ένας επαναπροσανατολισμός που ξεκίνησε, όπως φαίνεται, από τον Carlos Fonseca. Είναι ένα πράγμα το να μάχεσαι
17. Ο Jaime Wheelock έκανε μια ωραία περίληψη όλων αυτών στο βιβλίο του Pisani Los Muchachos. Για περισσότερες λεπτομέρειες βλέπε τη συλλογή La revolution nicaraguayenne parles textes, δημοσιευμένη από την La Breche, Paris.
68
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
έναν εχθρό ή έναν στρατό κατοχής που έχει φυσική παρουσία και πολύ διαφορετικό το να οργανώνεσαι ενάντια σε έναν εχθρό ο οποίος, όσο και αν είναι πιθανή μια ξένη επέμβαση, είναι ακόμη εικονικός. Η στρατηγική επομένως διορθώθηκε:
- ο σημερινός εχθρός ήταν η δικτατορία και έπρεπε να προετοιμαστεί μια συγκρουσιακή εξέγερση που θα βάλει τέλος στην τυραννία·
- οπωσδήποτε, για να ηττηθεί η ιμπεριαλιστική επέμβαση, ήταν απαραίτητη μια κοινωνική επανάσταση και αυτή θα είχε επιτυχία μόνο μετά από έναν παρατεταμένο πόλεμο.
Αυτό που ήταν λοιπόν άμεσα στην ημερήσια διάταξη (για τα δύο από τα τρία ρεύματα του FSLN) ήταν η εξεγερσιακή ανατροπή της δικτατορίας. Μόνο αργότερα θα άρχιζε ο πόλεμος ενάντια στην ξένη επέμβαση. Αυτή η διόρθωση είχε πολλές πρακτικές συνέπειες. Για την αποκαλούμενη προλεταριακή τάση, μια εξεγερσιακή προοπτική σήμαινε την απόδοση μεγαλύτερης σημασίας στη δραστηριότητα στα αστικά κέντρα και στη μαζική δουλειά σε διάφορους κοινωνικούς τομείς και συνδικάτα. Για την τάση "tercerista", πραγματική προετοιμασία για μαζική εξέγερση σήμαινε την ανάληψη στρατιωτικών πρωτοβουλιών, για να υπονομευθεί η συνοχή των εχθρικών δυνάμεων, και πολιτικών πρωτοβουλιών, ειδικότερα στο πεδίο των συμμαχιών, για να προκληθεί διάσπαση, να αδυνατίσει η αστική αντιπολίτευση και να της αφαιρεθεί η πρωτοβουλία.
Αυτό ήταν το περιβάλλον στο οποίο αποφασίσθηκε να συσταθεί η «Ομάδα των Δώδεκα» και να καθορισθεί η συγκεκριμένη λειτουργία της.
Το παράδοξο - στην πραγματικότητα μόνο επιφανειακά - ήταν ότι τα ρεύματα που επέμεναν στην προοπτική ότι ο
69
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
παρατεταμένος πόλεμος θα κερδίσει τη νίκη με μια τελική απεγνωσμένη προσπάθεια, ήταν τα πιο δύσπιστα στο ζήτημα των συμμαχιών. Η προοπτική της τελικής εκμηδένισης του αντιπάλου έκανε αυτό το ζήτημα σχετικά δευτερεύον. Αντίθετα, αυτοί που έλπιζαν σε μια γρήγορη λύση ήταν αναγκασμένοι να προσπαθήσουν να πάρουν περισσότερες πρωτοβουλίες στο πεδίο της πολιτικής. Οι ίδιες γραμμές εμφανίστηκαν και στις συζητήσεις μέσα στις οργανώσεις του Σαλβαδόρ.
Όλα αυτά μπορεί να μοιάζουν σχετικά απόμακρα και εξωτικά. Το σημαντικό συμπέρασμα είναι απλώς ότι, όταν μια επαναστατική οργάνωση παίρνει στα σοβαρά τη στρατηγική υπόθεση που έχει υιοθετήσει, οι συνέπειες δεν αφορούν μόνο την τελική στιγμή. Αφορούν όλες τις πτυχές της οικοδόμησης του κόμματος και της καθημερινής δραστηριότητας.
Ας μην ξεχνάμε ότι στη δεκαετία του 1970, όσο παράξενο και παιδαριώδες μπορεί να μας φαίνεται σήμερα, μερικές οργανώσεις της Δυτικής Ευρώπης υιοθέτησαν ιδέες δανεισμένες από τις στρατηγικές του παρατεταμένου πολέμου. Μια οργάνωση όπως η Lotta Continua στην Ιταλία, με αρκετές χιλιάδες μέλη και καθημερινή εφημερίδα, έκανε μια υπόθεση εργασίας που συνέβαλε στην τελική της διάσπαση το 1976-77· αυτός δεν ήταν ασφαλώς ο μοναδικός λόγος. Το συνέδριό της, τον Ιανουάριο του 1976, υιοθέτησε τη θέση ότι υπάρχει μια κατάσταση «παρατεταμένης επαναστατικής κρίσης» με ανοιχτές και παρατεταμένες συγκρούσεις με το αστικό κράτος. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι ήταν αποδεκτό το να ψηφίζουν για μια δημοκρατική ή αριστερή κυβέρνηση (χωρίς παραπέρα επιφυλάξεις) ως το μικρότερο κακό, ενώ το κυρίως πρόβλημα ήταν να επεκτείνουν το χώρο της
70
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
αυτόνομης δράσης από την εργατική τάξη, να οικοδομήσουν τη ραχοκοκαλιά της προλεταριακής εξουσίας και να εμπλακούν σε επιμέρους εμπειρίες βίαιης αναμέτρησης.
Δεν ήταν τυχαίο ότι ένας από τους παράγοντες που πυροδότησαν την κρίση της Lotta Continua - μαζί με τη μεταβολή της συγκυρίας το 1976 και τις εκρηκτικές επιπτώσεις του ζητήματος της γυναικείας απελευθέρωσης σε μια πολύ ιεραρχική οργάνωση - ήταν η αυξανόμενη αυτονομία της αμυντικής φρουράς. Η επίσημη πολιτική γραμμή ενθάρρυνε διαφορετικούς τομείς να αποκτήσουν μια ξεχωριστή δυναμική και να την τραβήξουν στη λογική της κατάληξη. Πέραν του ότι ήταν λάθος για τη συγκεκριμένη πραγματική κατάσταση, η στρατηγική υπόθεση της «παρατεταμένης επαναστατικής κρίσης» καλούσε για μια συγκέντρωση στρατιωτικών δυνάμεων.18
2. Εξεγερσιακή γενική απεργία
Εάν η στρατηγική αυτή υπόθεση υιοθετηθεί ως κατευθυντήριος άξονας, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι μια γενική απεργία ή μια εξέγερση ή και τα δύο θα συμβούν, πριν από την κατάληψη της εξουσίας. Η ιστορία πάντοτε είναι πιο πλούσια από τις υποθέσεις.
Έχουμε ήδη υποδείξει ότι η άνευ προηγουμένου μαζική γενική απεργία του Μάη του '68 έφερε ξανά στην ημερήσια διάταξη τη δυνατότητα μιας επαναστατικής κρίσης στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, καθώς πλησίαζε το τέλος μιας εποχής ευημερίας και σταθερότητας. Υπάρχει μια σα-
18. Σχετικά με τη στρατηγική της Lotta Continua, βλέπε: Bensaid D., «Les avatars d'un certain réalisme: a propos d'un congres de Lotta Continua», Quatrième Internationale. 20-21, άνοιξη 1975.
71
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
φής διαφορά στους όρους της στρατηγικής συζήτησης στη Δυτική Ευρώπη, πριν και μετά το Μάη του '68. Αυτή η συζήτηση διαχύθηκε πέρα από τις οργανώσεις της άκρας αριστεράς: γινόταν ζωηρά στα συνδικάτα (τη CGIL στην Ιταλία, τις Εργατικές Επιτροπές στην Ισπανία, τη CFDT στη Γαλλία) και σε κάποια έκταση μέσα στα παραδοσιακά κόμματα (ευρωκομμουνιστικά, αριστερά του Εργατικού Κόμματος...).
Η συζήτηση βασιζόταν σε πραγματικά και σημαντικά γεγονότα: στη γενική απεργία στη Γαλλία, στο απεργιακό κύμα του 1969-70 στην Ιταλία, στην απεργία των Βρετανών ανθρακωρύχων που ανέτρεψε τη συντηρητική κυβέρνηση το 1974, στο απεργιακό κύμα ενάντια στις δίκες του Burgos και σε μια σειρά από γενικές απεργίες, ειδικότερα στη χώρα των Βάσκων στην Ισπανία.
Αυτά ασφαλώς κορυφώθηκαν με την επαναστατική εμπειρία στην Πορτογαλία το 1974-75. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να διαλυθεί μια διαδεδομένη λανθασμένη εντύπωση: ενώ το κίνημα του Μαΐου-Ιουνίου του 1968 με τα δέκα εκατομμύρια απεργούς ήταν απαράμιλλο, το επίπεδο των αγώνων ανάμεσα στο 1969 και το 1976 ήταν πολύ υψηλότερο στην Ιταλία, τη Βρετανία και την Ισπανία από ό,τι στη Γαλλία.
Θα πρέπει να πάρουμε αυτή τη πραγματικότητα που εκφράζεται με μια ποιοτική αλλαγή στο συσχετισμό των δυνάμεων προς όφελος της εργατικής τάξης ως το σημείο της εκκίνησης μας. Πώς λοιπόν μια υπόθεση στρατηγικής, αυτή της εξεγερσιακής γενικής απεργίας, λειτουργεί σε αυτή τη συγκυρία;
Θα εξετάσουμε σύντομα τρία παραδείγματα. Τη Χιλή, τη Γαλλία και την Ισπανία. Οπωσδήποτε η Χιλή την περίοδο 1970-73 δεν ήταν μια αναπτυγμένη, αλλά μια εξαρτημένη
72
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
καπιταλιστική χώρα, είναι, όμως, σχετική για αρκετούς λόγους: η δομή του εργατικού της κινήματος (ισχυρό Κομμουνιστικό και Σοσιαλιστικό κόμμα και σημαντικές επαναστατικές οργανώσεις) και το γεγονός ότι η εμπειρία της Χιλής είχε μεγάλο αντίκτυπο στη στρατηγική σκέψη στην Ευρώπη στα μέσα της δεκαετίας του 1970 (ο Μπερλινγκουέρ επιχειρηματολογούσε για την ανάγκη ενός «ιστορικού συμβιβασμού» και μερικοί ακροαριστεροί κύκλοι συμπέραναν ότι οι μικρές ανεξάρτητες επαναστατικές οργανώσεις ήταν ανίσχυρες· όλα αυτά πάνω στη βάση του απολογισμού της Χιλής).
Στην περίπτωση της Χιλής κάτω από τη κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου (1970-73), οι πρακτικές συνέπειες μιας στρατηγικής υπόθεσης για μια επαναστατική οργάνωση είναι ξεκάθαρες. Με λίγα λόγια πριν από την εκλογική νίκη της UP, το MIR εργαζόταν στην προοπτική του παρατεταμένου λαϊκού πολέμου με απελευθερωμένες ζώνες στην ύπαιθρο και στα βουνά. Έβλεπε τη νίκη του Αλλιέντε στις εκλογές ως μια παρένθεση, ένα ιντερλούδιο που θα χρησιμοποιούνταν για να συγκεντρώσουν νέα στήριξη, βάσεις και δυνάμεις. Η υπονοούμενη εκτίμηση ήταν ότι η εμπειρία πιθανώς θα τελείωνε με μια μερική, αλλά περιορισμένη ήττα, που θα είχε ένα αποτέλεσμα ξεκαθαρίσματος, σαρώνοντας τις αυταπάτες για ένα ρεφορμιστικό δρόμο και βάζοντας πιο σοβαρές εργασίες στην ημερήσια διάταξη.
Οι συνέπειες αυτής της προσέγγισης ήταν εμφανείς σε αρκετά επίπεδα.
α) Στα 1972 και 1973 το MIR απέφυγε να διεξάγει συστηματική προπαγάνδα και αγκιτάτσια για να κάνει γενική απεργία τη σχεδόν ενστικτώδη και αυθόρμητη απάντηση των μαζών σε κάθε αντιδραστική επίθεση. Όταν ένα αντί-
73
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
δραστικό πραξικόπημα είχε αρχίσει να διαφαίνεται (όπως το πραξικόπημα Kapp στη Γερμανία το 1920, οι διάφορες απόπειρες στη Χιλή το 1972-73 και στην Πορτογαλία το 1974-75), το να κάνεις πρόβες μαζικών δράσεων μπορεί να είναι αποφασιστικό για να προετοιμασθούν οι εργάτες να αντεπιτεθούν με μια γενική απεργία. Η ιδέα μιας γενικής απεργίας υπονοεί περισσότερα από μια απλή παράλυση της παραγωγής. Όταν έγινε το πραξικόπημα του Πινοσέτ, ο Αλλιέντε, αν και πολιορκημένος στο προεδρικό μέγαρο, μπορούσε ακόμη να χρησιμοποιεί το ραδιόφωνο, όμως οι τελευταίες οδηγίες του παρότρυναν τους εργάτες να παραμείνουν στους χώρους εργασίας τους και να μην κινηθούν. Απέφυγε να καθορίσει οποιοδήποτε άλλο μέσο αντίστασης. Πράγματι η γενική απεργία μπορούσε να νοηθεί ως έκκληση για δράση, όχι απλώς ως απλή αναγνώριση μιας υπάρχουσας κατάστασης, και επομένως απαιτούσε το σχηματισμό μιας συγκεντροποίησης της πάλης.
β) Η προοπτική του MIR δεν προσέφερε ένα κίνητρο για να συστηματοποιηθούν τα εμβρυακά στοιχεία της δυαδικής εξουσίας στη κατεύθυνση μιας γενικής εξέγερσης. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους για τη θέση του στη συζήτηση για τη λειτουργία των βιομηχανικών cordones. Αντί να υποστηρίζει ότι τα όριά τους πρέπει να επεκταθούν για να γίνουν η εστία μιας εναλλακτικής λαϊκής εξουσίας (όπως υποστήριζαν μερικά τμήματα αριστερών σοσιαλιστών), δέχθηκε να τα περιορίζει σε ένα συνδικαλιστικό ρόλο, πιστεύοντας ότι τα καθήκοντα της στρατιωτικής προετοιμασίας ανήκουν ξεκάθαρα στο κόμμα, δηλαδή στο ίδιο.19
19. Βλέπε τη συλλογή κείμενων: Najman Μ. (1974), Le Chili est proche, Paris: Maspero.
74
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
γ) Σε μια γενική απεργία και προοπτική μαζικής αυτοάμυνας, το ζήτημα του εξοπλισμού του λαού, ακόμη και στην πιο στοιχειώδη μορφή (απεργιακές φρουρές), έπρεπε να συνδέεται οργανικά με το μαζικό κίνημα. Ο στόχος έπρεπε να είναι να γίνει οτιδήποτε μπορεί να συσσωρεύσει αυτού του είδους εμπειρίες στα συνδικάτα και τις γειτονιές. Αντί γι' αυτό, κάθε φορά που υπήρχε συναγερμός ή φήμη για πραξικόπημα, το MIR έδινε προτεραιότητα στο δικό του κομματικό επιχειρησιακό σύστημα, καλώντας τους αγωνιστές του «στα οδοφράγματα» και οργανώνοντας τις δικές του περιπολίες.
δ) Αν το προκείμενο είναι να προετοιμαστείς για μια μετωπική σύγκρουση, η δουλειά μέσα στο στρατό πρέπει να επιδιώκει να τον διασπάσει, οργανώνοντας μαζικά τους στρατιώτες στο πλευρό του εργατικού κινήματος στη βάση υλικών και δημοκρατικών αιτημάτων. Αντίστροφα, αν η προοπτική είναι μια περιορισμένη ήττα, που θα είναι μόνο ένα από τα πολλά σκαμπανεβάσματα, η κύρια εστία είναι συνωμοτική, δουλειά διείσδυσης και συλλογής πληροφοριών, όχι άμεση δράση, αλλά προετοιμασία για τις μελλοντικές μάχες.
Αυτά τα τέσσερα ζητήματα δείχνουν καθαρά πώς μια στρατηγική επιλογή αντανακλάται στην πράξη. Συνολικά η στρατηγική του MIR σήμαινε να προετοιμάζεται για υποθετικά μελλοντικά καθήκοντα σε βάρος των σημερινών καθηκόντων. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους (προφανώς όχι ο μοναδικός, αφού το MIR είχε μόνο μια πολύ περιορισμένη επιρροή) που οι εργατικές απεργίες και η άοπλη αντίσταση στερούνταν συγκεντροποίησης και προοπτικής. Ως αποτέλεσμα, το στρατιωτικό πραξικόπημα νίκησε σχετικά εύκολα (συγκρινόμενο με άλλες ανάλογες ιστορικές εμπειρίες) ένα
75
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
μαζικό κίνημα που ήταν ακόμα ισχυρό. Η επαναστατική θέληση και ειλικρίνεια του MIR δεν αμφισβητούνται. Αλλά, επειδή η προοπτική του ήταν λανθασμένη, όταν ήλθε η δοκιμασία, όχι μόνο παράλυσε εν μέρει, αλλά, επίσης, βρέθηκε και απροετοίμαστο για το είδος της ήττας και τις νέες συνθήκες της πάλης που εμφανίσθηκαν.20
Έχουμε αναφέρει ότι μια στρατηγική προοπτική γενικής απεργίας περιλαμβάνει περισσότερα από μια απλή γενίκευση των απεργιών. Θέτει ένα διπλό ζήτημα νομιμοποίησης και συγκεντροποίησης: την κοινωνική νομιμοποίηση της ηγεσίας της, καθώς αντιπαραβάλλεται με τους παλιούς θεσμούς και τη συγκεντροποίηση των δυνάμεων που κινητοποιούνται. Ακόμη και ένα ισχυρό κοινωνικό κίνημα μπορεί να ηττηθεί ξαφνικά εάν η κοινωνική κορυφή εξακολουθεί να διατηρεί αδιαμφισβήτητη νομιμότητα και κάποιες λιγοστές πιστές και αποφασισμένες δυνάμεις με τις οποίες να πάρει την πρωτοβουλία. Η αστική τάξη αναγνωρίζει πλήρως, από την εμπειρία του παρελθόντος, την αξία των ειδικών σωμάτων που της επιτρέπουν να επανακτήσει την πρωτοβουλία σε κρίσιμες καταστάσεις. Ήδη, από το 1919 στη Γερμανία, οργάνωσε τα περιβόητα Freikorps για να γεμίσει το χάσμα που άφησε η αποσύνθεση του τακτικού στρατού. Στην Πορτογαλία οι κομάντος Amadora, που αριθμούσαν μόνο μερικές εκατοντάδες αποφασισμένους στρατιώτες, επέτρεψαν στην αστική τάξη να κερδίσει μια αποφασιστική (μολονότι περισσότερο πολιτική παρά στρατιωτική) νίκη στις 25 Νοεμβρίου 1975.
Η πραγματική λειτουργία της γενικής απεργίας μπορεί
20. Αυτό γίνεται απόλυτα σαφές στο βιβλίο της Castillo C. (1980), Un jour d'octobre a Santiago, Paris: Stock.
76
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
να περιγραφεί με την περίπτωση του Μάη του '68 στη Γαλλία. Κατά περίεργο, με την πρώτη ματιά, τρόπο τα γαλλικά συνδικάτα ποτέ δεν κάλεσαν αυτή τη γενική απεργία. Απλώς επεσήμαναν ότι η απεργία είχε γενικευθεί. Αφού η απεργία είχε γενικευθεί, γιατί θα έπρεπε να καλέσουν για μια γενική απεργία; Παρόλα αυτά, αυτό θα έκανε μια διαφορά και μάλιστα μεγάλη. Εάν η CGT, ή η CFDT, ή ένα ενιαίο συνδικαλιστικό μέτωπο είχε εκδώσει το κάλεσμα για γενική απεργία:
α) Θα μπορούσαν να καθορίσουν μια ενιαία εθνική πλατφόρμα για την απεργία ώστε να μην μπορεί να σταματήσει ένα εργοστάσιο τη στιγμή που ξεκινά ένα άλλο. Ο στόχος της απεργίας θα συγκεντροποιείτο ώστε όλοι να παλεύουν γι αυτόν. Η παραίτηση του Ντε Γκολ μπορούσε να έχει τεθεί ως προϋπόθεση για διαπραγματεύσεις. Πράγματι, από τη στιγμή που συγκεντροποιείται, η γενική απεργία γίνεται πολιτική. Παύει να είναι ένα άθροισμα απεργιών για οικονομικά αιτήματα.
β) Θα αναγκάζονταν να καθορίσουν στη βάση ποιων κατακτήσεων θα μπορούσε να σταματήσει η γενική απεργία, παρά να την αφήσουν να εκφυλίζεται στη βάση τοπικών διαπραγματεύσεων και μόνο.
γ) Τελικά η συγκεντροποίηση της απεργίας θέτει το ερώτημα: ποιος ηγείται; είναι οι υπάρχουσες κανονικές ηγεσίες, μια εκλεγμένη κεντρική απεργιακή επιτροπή ή ένας συνδυασμός και των δύο;
Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι να κάνουμε τη γενική απεργία φετίχ ή εργαλείο, αλλά μια προσέγγιση με πολλές στρατηγικές επιπτώσεις. Στην Ισπανία το σύνθημα για επαναστατική γενική απεργία ενάντια στη δικτατορία ήταν η κύρια γραμμή των συντρόφων της LCR ανάμεσα στο 1974 με το
77
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
1976. Εκ των υστέρων, ίσως να μοιάζει συζητήσιμο, όμως νομίζω ότι ήταν σωστό. Το λάθος βρισκόταν αλλού: κυρίως στην πρόγνωση ότι η πτώση του Φρανκισμού θα σήμαινε το άμεσο άνοιγμα μιας επαναστατικής κρίσης. Αυτό το στοίχημα βασιζόταν σε μια γενικότερη ανάλυση για την επικείμενη εκρηκτική κατάσταση σε ηπειρωτική κλίμακα. Όμως, το πρακτικό πρόβλημα του προσανατολισμού συνίστατο στη δημιουργία συνθηκών ανατροπής της δικτατορίας, περισσότερο ευνοϊκών για το εργατικό κίνημα, ανεξάρτητα από ποια μπορεί να είναι η μετέπειτα εξέλιξη της κατάστασης.
Ποια ήταν η πιο επιθυμητή έκβαση; Αυτό που πράγματι συνέβη, δηλαδή ο αργός θάνατος της δικτατορίας και μια ελεγχόμενη διαδικασία μετάβασης που παλινόρθωσε τη δημοκρατία κάτω από την αιγίδα της παλινορθωμένης μοναρχίας, χωρίς να πειραχθεί ούτε μια τρίχα του καταπιεστικού μηχανισμού; Ή αυτό που ήταν πράγματι απολύτως πραγματοποιήσιμο, δηλαδή η ανατροπή της δικτατορίας με μαζική δράση; Αυτό δεν ήταν μια αφηρημένη ιδέα. Όταν υπάρχουν οι μαζικές κινητοποιήσεις ενάντια στις δίκες του Burgos, οι συχνές τοπικές απεργίες και η μεγαλύτερη απεργιακή αναταραχή στην Ευρώπη το πρώτο εξάμηνο του 1976 (μετά το Μάη του '68), ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι πραγματικά πιθανό.
Το γεγονός ότι τα πράγματα δεν ακολούθησαν αυτό τον δρόμο δεν σημαίνει ότι η γραμμή στο ζήτημα αυτό ήταν λαθεμένη. Τα πραγματικά λάθη που έγιναν δεν απορρέουν με ένα μηχανικό τρόπο από την πάλη για μια επαναστατική γενική απεργία που θα έδινε τη δυνατότητα στο εργατικό κίνημα να διαπραγματευθεί στη μετα-Φράνκο εποχή από ισχυρότερη θέση.
Από την άλλη πλευρά η λαθεμένη πρόγνωση είχε μερί-
78
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
κές συνέπειες, ειδικότερα αν κάποιος προσπαθούσε να συναγάγει μια πρακτική γραμμή από αυτή. Αν θεωρεί κανείς ότι μια επαναστατική κρίση είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα συμβεί στο άμεσο μέλλον (ένα πράγμα είναι να παλεύεις για να γίνει μια γενική απεργία, ένα άλλο να πιστεύεις ότι θα συμβεί πραγματικά και θα οδηγήσει σε μια επαναστατική κρίση), τότε δίνεις λιγότερη έμφαση στα δημοκρατικά και τα εθνικά αιτήματα ή ακόμη τα θεωρείς σαν μια εκτροπή από την προετοιμασία για την πάλη για εξουσία στη χώρα, συνολικά.
3. Γιατί εξεγερσιακή;
Σε μια ανοιχτή επαναστατική κρίση η ιδέα της γενικής απεργίας είναι στενά συνδεδεμένη με αυτή της εξέγερσης. Αυτό δεν αληθεύει στην καθημερινή δράση που περιλαμβάνει μια πανεθνική απεργία, αλλά σε κρίσιμες καταστάσεις. Δεν μιλάμε επομένως για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε συχνά. Αλλά σε ακραίες καταστάσεις είναι δύσκολο να έχεις το ένα χωρίς το άλλο.
Ένας από τους λόγους που απέτυχε η γενική απεργία στο Ελ Σαλβαδόρ τον Ιανουάριο του 1981 είναι ότι, όταν υπάρχει μια κατάσταση που έχει ήδη εξελιχθεί στο σημείο της ανοιχτής σύγκρουσης, οι εργάτες διστάζουν να πάρουν τα ρίσκα για μια γενική πολιτική απεργία χωρίς την εγγύηση ότι θα είναι ικανοί να προστατευθούν απέναντι στην καταστολή.
Και αντίστροφα, μια εξέγερση χωρίς μια γενική απεργία (ή γενικότερα μαζική κινητοποίηση) θα προκαλέσει σε αναμέτρηση το κράτος από μια πολύ δυσμενή θέση.
Από αυτή την άποψη οι διάφοροι απολογισμοί της εξέ-
79
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
γερσης του Αμβούργου τον Οκτώβρη του 1923 είναι παθητικοί και αρκετά εύγλωττοι.21 Για τρεις ημέρες οι ακτιβιστές του κόμματος μάχονταν στους δρόμους και στις γειτονιές, ενώ οι περισσότεροι εργάτες συνέχιζαν να πηγαίνουν στη δουλειά. Παρά το γεγονός ότι αισθάνονταν την αλληλεγγύη πέρα από τις γραμμές τους, ήταν το κόμμα που έδινε τη μάχη.
Το ίδιο συνέβη στη διάρκεια της εξέγερσης του Schutzbund στη Βιέννη το 1934. Το 1927 η Αυστριακή Σοσιαλδημοκρατία άφησε να περάσει η ευκαιρία για μια γενική απεργία και για να πάρει την πρωτοβουλία απέναντι σε μια, αδύναμη ακόμη, άκρα δεξιά. Σύμφωνα με τον απολογισμό του Ernst Fischer, όλα ήταν έτοιμα, αλλά η ηγεσία εγκατέλειψε τα γραφεία μέσα από ένα μυστικό πέρασμα, ενώ οι εργάτες του ηλεκτρισμού κρατούσαν την κεντρική είσοδο για να αρχίσουν τις συγκρούσεις.22 Εν τω μεταξύ η οπλισμένη εργατική πολιτοφυλακή ήταν απασχολημένη με τις κανονικές κυριακάτικες ασχολίες της. Αντίθετα, το 1934, σε μια τελευταία προσπάθεια να σωθεί, το Schutzbund έδωσε μάχη, όμως έμοιαζε με ψάρι έξω από το νερό. Δεν έγινε γενική απεργία. Όταν αποσυνδέονται τα δύο μαγικά συστατικά, τότε εξασφαλίζεται η ήττα.
Αυτό το, εν μέρει, αναπόφευκτο χάσμα ανάμεσα στο μαζικό κίνημα και στις στρατιωτικές προετοιμασίες είναι ένα
21. Για την εξέγερση του Αμβούργου βλέπε: Valtin J. (1941), Ouf of the Night. New York: Alliance Book. Neuberg A. (1970). The armed insurrection. London: NLB., και τις αναμνήσεις του συντρόφου μας George Junglas στα γαλλικά στην Quatrième Internationale και στο βι
βλίο του στα γερμανικά. 22. Για τα γεγονότα του 1927 στη Βιέννη βλέπε: Fischer Ε. (1974). Le grand reve socialiste. Paris: Denoël και την παρουσίαση της Yvon Bourdet στο Otto Bauer et la revolution.
80
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
κρίσιμο πρόβλημα. Ας δούμε τι είπε η Κλάρα Τσέτκιν το 1924 στο πέμπτο συνέδριο της Κομιντέρν, σχετικά με τις αδυναμίες και τα λάθη που έγιναν στη διάρκεια της προετοιμασίας του γερμανικού Οκτώβρη (1923):
«Βλέπω τις αιτίες της ήττας του Οκτώβρη σε μια σειρά γεγονότων που καλούν για αυστηρή κριτική της προηγούμενης στάσης του κόμματος. Η κατοχή του Ρουρ έκανε την κατάσταση επαναστατική. Το κόμμα έπρεπε να πάρει την ηγεσία των επαναστατικών δυνάμεων που αναδύονταν, για να τις οδηγήσει στην πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας. Όμως δεν κατόρθωσε να κατανοήσει την κατάσταση τη στιγμή που έπρεπε. Έπρεπε να είχε δράσει στο κοινοβούλιο, στα δημοτικά συμβούλια, στις συγκεντρώσεις, στις διαδηλώσεις, στα εργοστασιακά συμβούλια. Έπρεπε να είχε αναθέσει στα εργοστασιακά συμβούλια έναν πολιτικό ρόλο και να τα κάνει τη βάση για μαζική δράση, όπως είχε γίνει μερικά χρόνια νωρίτερα. Όταν η ηγεσία κατάλαβε το λάθος της, άρχισε να οργανώνει πυρετωδώς τον εξοπλισμό του κόμματος. Όμως ο πραγματικός εξοπλισμός πρέπει να πηγαίνει χέρι με χέρι με τη συνείδηση της ανάγκης για ένοπλη πάλη. Ο παράγοντας του ηθικού πρέπει να αντισταθμίζει την ανεπάρκεια των όπλων. Στη διάρκεια της πάλης το προλεταριάτο θα συνειδητοποιήσει την ανάγκη για καλύτερο εξοπλισμό προκειμένου να νικήσει τον εχθρό. Το κόμμα έκανε πολύ λίγα πράγματα, για να εξηγήσει αυτό το πράγμα. Δε συνέδεσε την πολιτική και τη δράση του με τις μάζες. Γι' αυτό το λόγο, η κυβέρνηση της Σαξονίας ήταν ένα τρομερό λάθος. Μια εργατική κυβέρνηση έχει νόημα μόνο αν αποτελεί το επιστέγασμα ενός μαζικού κινήματος που βασίζεται στα όργανα του προλεταριάτου, έξω από το κοινοβούλιο, δηλαδή στα εργοστασιακά συμβούλια, στις εργατικές συ-
81
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΛΙΝΤ
νελεύσεις, στις ένοπλες δυνάμεις της εργατικής τάξης. Αντί γι' αυτό η ιδέα ήταν ότι η εργατική κυβέρνηση θα είναι το σημείο εκκίνησης για ένα μαζικό κίνημα και τον εξοπλισμό του προλεταριάτου. Με αυτό τον τρόπο έγινε ένας αριθμός από λάθη στην εφαρμογή της τακτικής του ενιαίου μετώπου. Το αποτέλεσμα ήταν: ο λαός ούτε κινητοποιήθηκε ούτε εξοπλίσθηκε. Ειπώθηκε εδώ ότι η τακτική υποχώρηση του κόμματος δεν αντιστοιχούσε στις επαναστατικές προσδοκίες των μαζών και του κόμματος. Αυτό δεν είναι σωστό. Οι μάζες δεν ήταν προετοιμασμένες. Το κόμμα δεν βρήκε τον τρόπο να αξιοποιήσει την επαναστατική διάθεση. Ακόμη και η εξέγερση του Αμβούργου αποδεικνύει αυτό που είπα. Ο θαυμασμός μου για τους εκατοντάδες ήρωες που έδωσαν τη μάχη στο Αμβούργο δεν μπορεί να με αποτρέψει από το να παρατηρήσω ότι ούτε τα άλλα μέλη του κόμματος ούτε το υπόλοιπο προλεταριάτο του Αμβούργου επιβεβαίωσαν την αλληλεγγύη τους. Υπήρχαν ακόμη 14000 κομμουνιστές στο Αμβούργο».23
Στην περίπτωση αυτή, αφού το κόμμα αποφάσισε την εξέγερση, κράτησε την ανάσα του, όπως ήταν, κράτησε σε επιφυλακή και απέσυρε τους καλύτερους μαχητές του για να προετοιμασθούν για την αποφασιστική ημέρα, έβαλε φρένο στην αυθόρμητη δυναμική της ανερχόμενης πάλης για να μην χάσει την πρωτοβουλία και οργάνωσε ξεχωριστά την πολιτοφυλακή του χωρίς καμιά οργανική σύνδεση με τις μαζικές οργανώσεις.
Όλες αυτές οι εμπειρίες και τα μαθήματα τους είναι μέ
23. Η ομιλία της Κλάρα Τσέτκιν στο Πέμπτο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς μεταφράσθηκε από την ισπανική έκδοση που δημοσιεύθηκε από τις εκδόσεις Pasado y Présente.
82
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
ρος της κληρονομιάς μας. Προφανώς από τότε πάρα πολλά έχουν αλλάξει σε σχέση με τις μορφές του κράτους, τους στρατιωτικούς μηχανισμούς και το βάρος των διεθνών παραγόντων. Οι κρίσεις του μέλλοντος θα φέρουν καινούρια φαινόμενα. Αλλά για να αποφύγουμε να ξεκινήσουμε το ταξίδι χωρίς μια πυξίδα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι όλη η σκέψη για την επαναστατική στρατηγική πρέπει να αρχίζει όχι με εικασίες για το μέλλον, αλλά από την υπάρχουσα εμπειρία, ακόμη και εάν αυτό σημαίνει διόρθωση, τροποποίηση και εμπλουτισμό στη διάρκεια της πορείας. Είναι δεδομένο ότι ο συσχετισμός ανάμεσα στο νήμα αυτό της στρατηγικής και στα καθημερινά μας καθήκοντα είναι στη δική μας περίπτωση πολύ λεπτός, ωστόσο υπάρχει. Το γεγονός είναι ότι το να ακολουθούμε αποφασιστικά μια επαναστατική προοπτική απαιτεί να καθιερώσουμε κάποια σύνδεση ανάμεσα στον τελικό στόχο και το κίνημα, ακόμη και αν οι διαμεσολαβήσεις ανάμεσα στα δύο είναι πολλές και πολύπλοκες. Η σύνδεση αυτή είναι που καθορίζει το κοινό πλαίσιο μιας επαναστατικής οργάνωσης και πρέπει να επιτρέπει το ξεπέρασμα των αναπόφευκτων διαφορών πάνω στα ζητήματα της τακτικής.
Θα επιστρέψουμε τώρα σε δύο διαφορετικά ζητήματα που είναι στενά συνδεδεμένα με αυτές τις συζητήσεις για την επαναστατική στρατηγική. Το πρώτο είναι το ζήτημα του κράτους, το κύριο επιχείρημα που χρησιμοποιείται από αυτούς που πιστεύουν στους μετασχηματισμούς του σύγχρονου κράτους και έχουν ρίξει τις προηγούμενες επαναστατικές εμπειρίες σε μια σκοτεινή προϊστορία χωρίς χρησιμότητα για το σήμερα. Το δεύτερο είναι αυτό του ενιαίου μετώπου, το θεμέλιο λίθο των στρατηγικών και τακτικών ζητημάτων που αντιμετωπίζουμε διαρκώς.
83
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
IV. Μια φορά ακόμη, Κράτος και Επανάσταση
Για τον Μαρξ και τον Λένιν, η έννοια της δικτατορίας του προλεταριάτου είχε μια στρατηγική λειτουργία. Τα Κομμουνιστικά Κόμματα προσπάθησαν να αποκρύψουν αυτή την άποψη, όταν απέσυραν τη δικτατορία του προλεταριάτου από το πρόγραμμα τους. Η αλήθεια είναι ότι δεν άλλαξαν απλώς ένα όνομα, αλλά θεωρητικοποίησαν την εγκατάλειψη της προοπτικής της καταστροφής του «πραγματικά υπάρχοντος» αστικού κράτους. Επικύρωσαν τη ρεφορμιστική πολιτική που είχαν διεξάγει στην πράξη από πολύ καιρό.
1. Το μεγάλο σχίσμα
Αυτή ακριβώς υπήρξε η κύρια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη Δεύτερη και την Τρίτη Διεθνή - η ιδέα της δικτατορίας του προλεταριάτου όπως εφαρμόστηκε στην πράξη από τη Ρωσική Επανάσταση. Οι πολεμικές ανάμεσα στον Λένιν και τον Κάουτσκυ, ανάμεσα στους Μπολσεβίκους και τους Αυστρομαρξιστές, τα ντοκουμέντα των δύο πρώτων συνεδρίων της Κομιντέρν, είναι απολύτως σαφή στο σημείο αυτό. Η Ρωσική Επανάσταση άνοιξε την εποχή της πρακτικής σημασίας της σοσιαλιστικής επανάστασης. Επομένως, υπήρχε ένα κρίσιμο ερώτημα για το οποίο η σαφήνεια ήταν ουσιώδης· αυτό του κράτους και της δικτατορίας του προλεταριάτου.
Όλα τα μεγάλα σχίσματα του εργατικού κινήματος, στην
84
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
Tours, στο Halle, στο Livorno και στο έκτακτο συνέδριο του PSOE, περιστράφηκαν τελικά γύρω από αυτό. Προκειμένου να αφαιρέσει την παραμικρή αμφιβολία γύρω από αυτό, ο Λένιν διεξήγε μια σκληρή μάχη ενάντια στην ιδέα της μικτής ή συνδυασμένης δημοκρατίας που προέβαλαν οι αριστεροί Αυστρομαρξιστές, όπως ο Max Adler. Ωστόσο, συγκρινόμενοι με τους σημερινούς αριστερούς σοσιαλδημοκράτες, οι άνθρωποι αυτοί ήταν αετοί αναθρεμμένοι με τον κλασσικό μαρξισμό.
Είχαν αναπτύξει μια σειρά επιχειρημάτων που σήμερα οι πιο εκλεπτυσμένοι ευρωκομμουνιστές μας ξανασερβίρουν σε μια άνοστη ξαναζεσταμένη έκδοση. Αυτό που συνιστούσαν για τα «σύγχρονα» κράτη, που ήταν πολύ πιο σύνθετα από την τσαρική απολυταρχία, ήταν ένας συνδυασμός άμεσης δημοκρατίας (σοβιέτ, συμβούλια, κλπ.) και κοινοβουλευτικών μορφών. Πέρα από την αφηρημένη συζήτηση γύρω από το πόσο από το ένα και πόσο από το άλλο, το πραγματικό πρακτικό ζήτημα είναι ποιο θα γίνει κυρίαρχο. Εδώ είναι που εμφανίζονται οι διαδικαστικές ενστάσεις: ένα σύστημα βασισμένο σε μια πυραμίδα άμεσης δημοκρατίας (τοπικά, περιφερειακά και εθνικά συμβούλια) μπορεί μόνο να συναθροίζει επί μέρους και συντεχνιακές απόψεις που ακυρώνουν η μια την άλλη και δεν παράγουν μια πραγματική σύνθεση της γενικής βούλησης. Θα προκύψει είτε το χάος είτε ένας μέτριος συμβιβασμός και μια γραφειοκρατία θα καπελώσει αυτό το αναποτελεσματικό σύστημα. Ο Ροκάρ πρότεινε μια παρόμοια φόρμουλα: κοινοβούλιο + αυτοδιαχείριση. Αυτοδιαχείριση για τις λεπτομέρειες, κοινοβούλιο για τα σπουδαία. Στο τέλος αυτό που μετράει είναι το κοινοβούλιο: η παρθένα δημοκρατία αποδεικνύεται unisex.
Για το θέμα αυτό, σχετικά με τις «ανατολικές χώρες», ο
85
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
Λένιν δεν μάσησε τα λόγια του, όταν είπε ότι η ουσία του θέματος δεν ήταν το ιδανικό μοντέλο της δημοκρατίας, αλλά η αντικατάσταση ενός ταξικού κράτους με ένα άλλο. Όταν αυτό επιτευχθεί, όλα τα είδη των σύνθετων προβλημάτων μπορούν να προκύψουν, όπως για παράδειγμα στην Πολωνία το ζήτημα των δύο κοινοβουλίων ή στη Νικαράγουα το ζήτημα των σχέσεων ανάμεσα στα κρατικά συμβούλια που αντιπροσωπεύουν κοινωνικές οργανώσεις και την εθνική συνέλευση. Όμως και στις δύο περιπτώσεις η σπονδυλική στήλη του αστικού κράτους είχε ήδη καταστραφεί.
Στη συνέντευξη που ήδη αναφέραμε στο Revolutionary Marxism Today, ο Μαντέλ υποστήριξε ότι στις χώρες με μεγάλη κοινοβουλευτική παράδοση, οι δομές της εθνικής αντιπροσώπευσης στο μοντέλο της εθνοσυνέλευσης θα μπορούσαν να επιβιώσουν με περιορισμένες αρμοδιότητες. Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει κανόνας για το προλεταριακό κράτος. Μπορεί κανείς να φανταστεί οτιδήποτε και ακόμη τότε να αναδυθούν πράγματα που δεν έχει κανένας φανταστεί. Υπάρχει, όμως, μια προϋπόθεση που θα πρέπει να πληρούται σε όλες τις περιπτώσεις: η καταστροφή του παλιού μηχανισμού που οικοδομήθηκε από την αστική τάξη για τους δικούς της σκοπούς.
2. Η κοινωνική χρησιμότητα της δημοκρατίας
Οι συζητήσεις της δεκαετίας του 1970 σχετικά με την «άμεση» δημοκρατία σε αντίθεση με την «αντιπροσωπευτική» ίσως να πρόσθεσαν περισσότερη σύγχυση παρά αποσαφήνιση πάνω στο ζήτημα αυτό. Εμείς οι ίδιοι δεν αποφύγαμε πάντοτε την παγίδα. Μια από τις κυριότερες ενστάσεις για την άμεση δημοκρατία ήταν ότι λειτουργεί με την αρχή των δεσμευτικών εντολών και αυτό το σύστημα μπορεί να
86
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
παράγει μόνο ένα άθροισμα επιμέρους απόψεων και να παραλύει τις γνήσιες επιλογές για μείζονος σημασίας ζητήματα. Όμως πουθενά, ούτε ακόμη και στο Κράτος και Επανάσταση, δεν έχει διατυπωθεί ότι η σοβιετικού τύπου δημοκρατία πρέπει να λειτουργεί στη βάση των δεσμευτικών εντολών.
Οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι υπόκεινται σε ανάκληση. Αυτό σημαίνει αυξημένο έλεγχο των εκλεκτόρων πάνω στους εκλεγμένους. Όμως, το δικαίωμα της ανάκλησης δεν σημαίνει δεσμευτικές εντολές. Οι συνελεύσεις των αντιπροσώπων έχουν εξουσιοδότηση διαβούλευσης και λήψης αποφάσεων. Οι αντιπρόσωποι ευθύνονται στη συνέχεια για τις θέσεις που πήραν, αφού άκουσαν μια πραγματική συζήτηση. Μπορεί να αποκηρυχτούν. Όμως δεν είναι απλώς οι φορείς δεσμευτικών εντολών.
Επιπρόσθετα, το να φανταζόμαστε μια «πυραμίδα» συμβουλίων ως μια απλή στοίβα τοπικών, περιφερειακών και εθνικών δομών είναι μια υπεραπλούστευση. Τα ενδιάμεσα επίπεδα μπορεί να είναι περιφερειακές δομές με πραγματικές αρμοδιότητες, όπως το δικαίωμα της ένστασης ή ακόμα και της αρνησικυρίας στις αποφάσεις των ανωτέρων οργάνων (για παράδειγμα στην περίπτωση των εθνοτήτων)· μπορούν να βασίζονται σε αντιπροσώπους των κοινωνικών κινημάτων (γυναίκες, μετανάστες, ενοικιαστές, γονείς κλπ.), όχι μόνο σε αντιπροσώπους των χώρων δουλειάς, αν και οι τελευταίοι αποτελούν τη ραχοκοκαλιά.
Όποιο και αν είναι το σύστημα, υπάρχει κάποια μορφή εξουσιοδότησης και εκπροσώπησης. Όμως αυτό που θα συντριβεί αποφασιστικά είναι ο διαχωρισμός των πολιτικών δικαιωμάτων του καθενός από την κοινωνική του ύπαρξη. Η σοσιαλιστική δημοκρατία είναι μια άμεση έκφραση των
87
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
«συνεταιρισμένων παραγωγών»· είναι ριζωμένη απευθείας στην παραγωγή και, επομένως, ξεπερνάει το σχίσμα ανάμεσα στο πρόσωπο και στον πολίτη στη ζωή των εργαζομένων. Αυτή είναι η βασική ιδέα. Από τη στιγμή που αυτό γίνει αποδεκτό, όλες οι υποθέσεις είναι δυνατές.
Η τρίτη διευκρίνιση αφορά όλα όσα συνδέονται με την αναγνώριση του πολιτικού πλουραλισμού ως δικαίωμα. Αυτό δεν είναι μια παραχώρηση στις περιβάλλουσες φιλελεύθερες πιέσεις, αλλά το βασικό μάθημα της σοβιετικής εμπειρίας και της πάλης ενάντια στον σταλινισμό. Αυτό το δικαίωμα πηγάζει από το γεγονός ότι η ίδια η εργατική τάξη δεν είναι ομοιογενής ή μονολιθική για μεγάλο χρονικό διάστημα στην περίοδο της μετάβασης. Τόσο για κοινωνικούς (επιβιώσεις του καταμερισμού της εργασίας και των «αστικών» κανόνων της διανομής) όσο και για διεθνείς λόγους. Αυτό σημαίνει ότι η αναγνώριση των δημοκρατικών δικαιωμάτων μέσα στο κόμμα (συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος να σχηματίζονται τάσεις) δεν μπορεί να διαχωριστεί από το δικαίωμα της αποχώρησης, δηλαδή του σχηματισμού ενός ξεχωριστού κόμματος. Κάθε κόμμα που απαγορεύει τον πλουραλισμό θα καταλήξει με την απαγόρευση των τάσεων μέσα στις ίδιες τις γραμμές του.
Αυτό, στην πραγματικότητα, είναι επίσης ένα ζήτημα αποτελεσματικότητας. Εάν τα τοπικά και τα εθνικά συμβούλια των αντιπροσώπων πρόκειται να πάρουν θέση για σημαντικές κοινωνικές επιλογές και μεγάλα διεθνή προβλήματα, αυτές οι επιλογές πρέπει να είναι το προϊόν επιμέρους συνθέσεων που έχουν ήδη όλες συμπαρατεθεί και διαδοθεί από κόμματα, τα ρεύματα μέσα στα κόμματα και κοινωνικές οργανώσεις. Αυτή είναι η βάση για μια γόνιμη αλληλεπίδραση ανάμεσα στο γενικό και το επιμέρους.
88
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
Η εμπειρία του σταλινισμού και των εργατικών κρατών μας έχουν υποχρεώσει να είμαστε πιο ακριβείς στα ζητήματα αυτά. Όμως η κοινωνική και οικονομική χρησιμότητα της δημοκρατίας δεν είναι μια πρόσφατη ανακάλυψη. Ο Λένιν υπήρξε πολύ σαφής στο Κράτος και Επανάσταση. Επαίνεσε τον Ένγκελς που απέφυγε την παγίδα στην οποία είχαν πέσει άλλοι μαρξιστές στο ζήτημα της δημοκρατίας. Οι τελευταίοι ισχυρίζονταν με σκεπτικισμό ότι, αφού ο καπιταλισμός έκανε το δικαίωμα των εθνοτήτων μη ρεαλιστικό, ο σοσιαλισμός θα το καταστήσει περιττό.
«Αυτό το, υποτιθέμενα, διασκεδαστικό, αλλά στην πραγματικότητα λαθεμένο επιχείρημα μπορεί να εφαρμοστεί σε όλους τους δημοκρατικούς θεσμούς, αφού ένας συνεπής με αυστηρότητα δημοκρατισμός δεν μπορεί να επιτευχθεί κάτω από το καθεστώς του καπιταλισμού, και κάτω από το σοσιαλιστικό καθεστώς κάθε δημοκρατία τελικά θα εκλείψει... το να αναπτύσσουμε τη δημοκρατία στο μέγιστο βαθμό, το να βρίσκουμε τις καλύτερες μορφές για την ανάπτυξη αυτή, το να τις βάζουμε στη δοκιμασία της πράξης, αυτό είναι ένα από τα ουσιώδη καθήκοντα της πάλης για την κοινωνική επανάσταση. Κανένα είδος δημοκρατισμού δεν μπορεί από μόνο του να παράξει σοσιαλισμό· αλλά στην πραγματική ζωή, ο δημοκρατισμός δεν θα βρεθεί ποτέ διαχωρισμένος· θα βρεθεί ως τμήμα ενός συνόλου, θα ασκεί επίσης μια επίδραση στην οικονομία της οποίας θα κινητοποιεί το μετασχηματισμό...».24
Η σοσιαλιστική δημοκρατία επομένως δεν θα καταστήσει την πολιτική δημοκρατία «περιττή». Θα της δώσει ένα
24. Lénine. Euvres, τόμος 25. σ. 489.
89
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
διαφορετικό περιεχόμενο. Ο Λένιν προέβλεψε το τέλος της πολιτικής δημοκρατίας ως το τέλος της κρατικής μορφής που απαιτεί ακόμη την υποταγή της μειοψηφίας στην πλειοψηφία.
3. Νέο κράτος, νέα στρατηγική: ο διαχωρισμός ανάμεσα στον ρεφορμισμό και την επανάσταση ξεπεράστηκε; Οι συζητήσεις αυτές για το κράτος επανέκαμψαν τη δε
καετία του 1970. Αυτό ήταν λογικό, αφού η σκέψη για την επαναστατική στρατηγική αναβίωσε, το κράτος έγινε ξανά το κρίσιμο σημείο. Μερικοί, όπως ο Norberto Bobbio στην Ιταλία και ο Rosanvallon στη Γαλλία προσπάθησαν να επικαιροποιήσουν την απολογία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ως τη μοναδική απάντηση στην «ολοκληρωτική» δυναμική των εμπειριών της άμεσης δημοκρατίας. Άλλοι, όπως ο Ingrao στην Ιταλία και ο Πουλαντζάς στη Γαλλία, προώθησαν διαφορετικά επιχειρήματα βασισμένα στην ιστορία. (Βλέπε Παράρτημα Β).
Τι υποστηρίζουν αυτοί; Ότι στις μέρες της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κομιντέρν), η ιδέα των δύο ξεκάθαρα καθορισμένων εξουσιών που εμπλέκονταν σε μια διαπάλη ζωής και θανάτου μέσα σε μια κατάσταση δυαδικής εξουσίας αντιστοιχούσε στην πραγματικότητα. Αυτό δεν ισχύει πλέον. Παλαιότερα, υπήρχε ένα ουσιαστικά καταπιεστικό αστικό κράτος, που μπορούσε σαφώς να προσδιορισθεί ως αντίπαλος, και το εργατικό κίνημα, που βρισκόταν απέξω, που στρατοπέδευε, θα μπορούσε να πει κανείς, έξω από τις πύλες της πόλης. Αυτό το προλεταριάτο είχε σχηματισθεί πρόσφατα προερχόμενο από την ύπαιθρο, και είχε μαντρωθεί σε περιφερειακά προάστια χωρίς προστασία ή πόρους άλ
90
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
λους από την ταξική αλληλεγγύη, χωρίς ελεύθερο χρόνο ή κουλτούρα εκτός από τις δικές του δραστηριότητες. Επομένως, ένα προλεταριάτο με μικρό βαθμό ενσωμάτωσης στο κράτος και ένα μεγάλο βαθμό αυτονομίας. Η ιδέα της δυαδικής εξουσίας ήταν η λογική προέκταση αυτού του είδους της αντι-κοινωνίας που έδινε από μόνη της μια πολιτική έκφραση στους καιρούς της κρίσης.
Όμως, στο εξής. θα υπάρξει σύνθετη αλληλοδιείσδυση μάλλον παρά εξωτερικότητα του κράτους και της εργατικής τάξης ή, πιο σωστά, η πανταχού παρουσία του κράτους σε όλους τους τομείς της κοινωνικής δραστηριότητας.
Ο Πουλαντζάς για παράδειγμα, οδηγήθηκε από αυτό στο συμπέρασμα ότι η έμφαση θα πρέπει τώρα να δοθεί στη διείσδυση στον εσωτερικό μηχανισμό του κράτους διεξάγοντας πολιτική δουλειά μέσα στους θεσμούς αυτούς. Αυτό αποτελεί ένα άλλο μπερδεμένο ζήτημα στο οποίο συχνά οι τακτικές συγχέονται με τη στρατηγική. Εμείς δεν κάνουμε την ανάγκη φιλοτιμία ούτε ισχυριζόμαστε ότι η ολοκληρωτική εξωτερικότητα από τους θεσμούς είναι ένα ζήτημα αρχής.
Καθώς μεγαλώνει μια επαναστατική οργάνωση, θα εκλεγεί σε δημοτικά συμβούλια και κοινοβούλια. Μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτούς τους θεσμούς ως φόρουμ για προπαγάνδα. Αυτή είναι η παραδοσιακή φόρμουλα. Οι ομιλίες και η προπαγάνδα στα φόρουμ αυτά μπορεί να είναι αποτελεσματικές, εάν υποστηρίζονται από πράξη. Οι εκλεγμένοι σε επίσημες θέσεις μπορούν να κάνουν καλή δουλειά σε αυτά τα φόρουμ μέσα στο πλαίσιο της εντολής τους. Έχουμε αποκτήσει μια μικρή σχετική εμπειρία (στο Περού, το Μεξικό και τώρα στη Βραζιλία).
Θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι όλοι οι θεσμοί δεν
91
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο. Ο καθένας έχει μια διαφορετική σχέση με τον κεντρικό κρατικό μηχανισμό. Δεν είμαστε από θέση αρχής ενάντια στο να συμμετέχουμε σε επιτροπές εργασιακών χώρων (τις γαλλικές comités d'entreprise, των
οποίων τις εκλογές οργανώνει το υπουργείο εργασίας) και πανεπιστημιακών συμβουλίων. Μπορούμε να αποφασίσουμε να μποϋκοτάρουμε ένα συγκεκριμένο θεσμό όταν αυτός αντιτίθεται ευθέως στην αυτοοργάνωση και αργότερα να αποφασίσουμε να συμμετέχουμε σε αυτόν, επειδή η κατάσταση έχει αλλάξει.
Το σημαντικό είναι να καθοδηγούνται όλες αυτές οι αποφάσεις από τη θέληση να ισχυροποιηθεί η αυτονομία του κοινωνικού κινήματος από το κράτος και να διατηρηθούν η δημοκρατία και η διαφάνεια· το κοινωνικό κίνημα πρέπει να έχει το δικαίωμα να γνωρίζει και να ελέγχει τι συμβαίνει, παρά το απόρρητο και τους όρκους εχεμύθειας που περιβάλλουν τα προνόμια του κράτους.
Η επιδείνωση της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης είχε ένα διπλό αποτέλεσμα. Από τη μια μεριά η διαρκής ρητορεία για την ανάγκη περιορισμού του κράτους και τα νεοφιλελεύθερα μέτρα που παίρνονται (ιδιωτικοποιήσεις) τείνουν να αποκαλύψουν πλήρως τον σκληρό πυρήνα του κράτους, την αστυνομική και στρατιωτική του όψη. Έτσι, οι προσπάθειες του Ρήγκαν να περικόψει τις κρατικές δαπάνες άφηναν το στρατιωτικό προϋπολογισμό να υψώνεται όπως ένας ουρανοξύστης στο μέσον της ερήμου. Από την άλλη πλευρά αυτή η νεοφιλελεύθερη τάση αναδεικνύει την ανάγκη να ξανακερδίσει το εργατικό κίνημα την κοινωνική του αυτονομία από το κράτος σε πολλούς διαφορετικούς τομείς.
Δε μιλάμε εδώ για εναλλακτικά εστιατόρια και εργαστή
92
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
ρια επισκευών, αλλά για ένα συνολικό πρόβλημα. Αυτή τη στιγμή ο συσχετισμός των δυνάμεων κάνει δύσκολο να σκεφτόμαστε την πρακτική σημασία του εργατικού ελέγχου και των μεταβατικών αιτημάτων. Επιπλέον τα αιτήματα αυτά δεν αποτελούν μια ξεκάθαρη κληρονομιά της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Δεν είναι το maximum πρόγραμμα, αλλά μια γέφυρα ανάμεσα στα άμεσα αιτήματα και στο ζήτημα της εξουσίας. Αυτό που έχουμε είναι ανολοκλήρωτο. Στις Συζητήσεις για το Μεταβατικό Πρόγραμμα, ο Τρότσκι δήλωσε ότι είχε ασχοληθεί μόνο με την αρχή ενός μεταβατικού προγράμματος· οι αναπτύξεις για το ζήτημα του εξοπλισμού του λαού και των πολιτοφυλακών εξακολουθούν να λείπουν. Αυτό δεν είναι καθόλου ασήμαντο.
Επομένως, υφίσταται ο κίνδυνος του ότι στον σημερινό δυσμενή συσχετισμό δυνάμεων, θα μπορούσαμε να ολισθήσουμε εκτός πορείας και να προβάλουμε ξεχωριστά το minimum πρόγραμμα μας (σταθερή υπεράσπιση των άμεσων αιτημάτων μας) από τη γενική προπαγάνδα μας για τη σοσιαλιστική δημοκρατία. Όταν συμβαίνει αυτό, το χάσμα μεταξύ των δύο τείνει να πληρωθεί απλώς και μόνο με ένα αντανακλαστικό που έχει εμφυτευθεί από το μισό αιώνα του κράτους πρόνοιας: εξουσιοδότηση του κράτους, «ας πληρώσει το κράτος, ας βρει τη λύση το κράτος κλπ.»
Έχει αναπτυχθεί ένα είδος κρατικιστικής κουλτούρας που βρίσκεται στον αντίποδα αυτού που υποστήριζε ο Μαρξ. Συχνά ακούμε συζητήσεις πως τα εργατικά κόμματα δεν αντιπροσωπεύουν πλέον τους εργάτες, έχουν υποβαθμιστεί σε εκλογικούς μηχανισμούς και άλλα σχετικά με την κρίση του συνδικαλισμού. Η κρίση αυτή εκφράζει, τουλάχιστον εν μέρει, την απώλεια περιεχομένου αυτών των οργανώσεων, τη μεταφορά κάποιων από τις βασικές λειτουργίες τους.
93
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
και. ως εκ τούτου, της νομιμότητας τους στο κράτος. Όμως μια εθνική επαναστατική κρίση με μαζική αυτο
οργάνωση, εργατικό έλεγχο και αυτοδιαχείριση, δεν θα προκύψει από το πουθενά, χωρίς προηγούμενες εμπειρίες. Πριν μπορέσει να συμβεί αυτό, το εργατικό κίνημα πρέπει να επανακτήσει ένα μέρος αυτής της νομιμοποίησης, να αναλάβει μερικές από τις καθημερινές λειτουργίες ξανά και να διεκδικήσει το δικό του κοινωνικό και ηθικό κύρος σε αντιπαράθεση με αυτό του κράτους. Το ίδιο το επαναστατικό κόμμα δεν μπορεί να είναι απλώς το κόμμα της γενικής απεργίας και της εξέγερσης.
Υπάρχει βέβαια ένας κίνδυνος να ξεπέσει στην κοινωνική εργασία, τη διδασκαλία της αντιμετώπισης των ελλείψεων, τη φιλανθρωπία. Αλλά, όποιος προσβλέπει σοβαρά στην ηγεσία του έθνους για να ξεπεράσει μια βαθιά κοινωνική κρίση, δεν μπορεί να αποφύγει αυτή τη δοκιμασία. Στις φτωχές γειτονιές της Βραζιλίας και του Μεξικού κάποιος μπορεί να απαιτεί το κράτος να προμηθεύει τρεχούμενο νερό, πιστώσεις για ιατρικά κέντρα, εκπαίδευση για εργασία κλπ. Ταυτόχρονα όμως, όταν τα λαϊκά κινήματα αναλάβουν αυτά τα καθήκοντα κερδίζουν πολιτικό και ηθικό κύρος. Αυτό είναι ένα από τα μυστικά για την υποστήριξη που δέχονται οι χριστιανικές κοινότητες βάσης στη Βραζιλία.
Αναγνωρίζουμε ότι είμαστε στην Ευρώπη. Η κατάσταση είναι διαφορετική. Όμως, καθώς η κρίση θα βαθαίνει, παρόμοια προβλήματα θα προκύπτουν σε σχέση με την οργάνωση των ανέργων, της νεολαίας, των γυναικείων κέντρων. Καθώς η φτώχεια επιστρέφει, η κοινωνική αλληλεγγύη είτε θα χειραγωγείται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης με επιχειρήσεις του τύπου των γαλλικών «εστιατορίων της αγά-
94
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
πης», είτε θα αναληφθεί από το εργατικό κίνημα. Αυτό δεν είναι μια καινούργια ιδέα. Όταν ιδρύθηκαν τα
γαλλικά Bourses du Travail (κέντρα ανταλλαγής εργασίας στην πόλη) δεν ήταν ακριβώς πραγματικά κέντρα ανταλλαγών γι' αυτούς που αναζητούσαν εργασία, αλλά ήταν επιπλέον κέντρα εκπαίδευσης και μόρφωσης, με άλλα λόγια. Σπίτια του Λαού.2 5 Εμείς θέλουμε να αναβιώσουμε αυτήν την ιδέα: θα πρέπει το κίνημα των φαντάρων, οι σύλλογοι των γυναικών, οι επιτροπές των μεταναστών να έχουν τη θέση τους στα γραφεία των συνδικάτων.
Το συνδικαλιστικό κίνημα έχει χάσει κατά πολύ την αρχική του διάσταση ως ένα κοινωνικό κίνημα και τελματώνεται από τη μια μεριά στα παράπονα στους χώρους δουλειάς και, από την άλλη, στην υψηλού επιπέδου διαχείριση και συμμετοχή στη διοίκηση. Αυτό αποτελεί τη σκόπιμη πολιτική της γραφειοκρατικής ηγεσίας. Αλλά ήταν επίσης το αποτέλεσμα της εξέλιξης των διαδικασιών των διαπραγματεύσεων από τη μεγάλη ύφεση της δεκαετίας του 1930. Αυτή η κατάσταση δεν είναι μη αναστρέψιμη.
Το ζήτημα του συστήματος της κοινωνικής ασφάλισης και του πώς θα το υπερασπισθούμε είναι συνδεδεμένο με αυτό το θέμα: θα πρέπει οι γενικές εργατικές ενώσεις αλληλοβοήθειας να διευθύνονται από τους εργατικούς αντιπροσώπους χωρίς τη συμμετοχή των εκπροσώπων της διοίκησης στα διοικητικά συμβούλια, ή θα πρέπει να υπάρχει ένα παρακρατικό σύστημα προστασίας υποκείμενο στις αποφάσεις για τον εθνικό προϋπολογισμό; Η δική μας απάντηση είναι ότι το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης αντιπροσωπεύ-
25. Βλέπε: Pelloutier F. (1971), Histoire des Bourses du Travail Paris: Éditions des Archives Contemporaines
95
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
ει μια ένωση αλληλοβοήθειας των εργατών, έναν κοινωνικό τρόπο να υπερασπίσουν τους έμμεσους μισθούς τους· ότι ενσαρκώνει τις κατακτήσεις τους στον τομέα του δικαιώματος στην υγεία· ότι, επομένως, δεν μπορεί να εξαρτάται από τη φορολογία και είναι ασύμβατο με την ενσωμάτωση στον κρατικό προϋπολογισμό ως αντικείμενο που υπόκειται στην ψήφο των κοινοβουλίων, για να αποφασίσουν πόσο θα πρέπει να ξοδέψουν για την υγεία αυτό το χρόνο.
Έχουμε την ίδια θέση και για την εκπαίδευση. Είμαστε αντίθετοι στην ιδιωτικοποίηση των σχολείων και στο να βασίζουμε την εκπαίδευση στα κριτήρια και τις απαιτήσεις των ιδιωτικών συμφερόντων. Υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα για δημόσια εκπαίδευση προσβάσιμη σε όλους, που θα καταλήγει σε ένα δίπλωμα, το οποίο θα ισχύει πανεθνικά, επειδή αυτό είναι ένα δημοκρατικό δικαίωμα που ενισχύει την ικανότητα των εργαζομένων να διαπραγματεύονται συλλογικά την πώληση της εργατικής τους δύναμης. 'Ομως είμαστε επίσης αντίθετοι στο να είναι το αστικό κράτος ο εκπαιδευτής. Το εργατικό κίνημα μπορεί να αμφισβητήσει το πλήρες μονοπώλιο στο περιεχόμενο της εκπαίδευσης και να απαιτήσει δημόσια κονδύλια για να κάνει τα δικά του μαθήματα. Εν πάση περιπτώσει, στην Κριτική στο Πρόγραμμα της Γκότα, ο Μαρξ συνιστούσε, αντίθετα με αυτό που υποστήριζαν οι Λασαλικοί, να μη δείχνουμε καμιά εμπιστοσύνη στο κράτος στον τομέα αυτό. Πιο γενικά υποστήριζε ότι θα πρέπει να εξουσιοδοτείται με όσο το δυνατόν λιγότερες κοινωνικές λειτουργίες.
Ο Μαρξ δεν προωθούσε αυτή την προσέγγιση σε κάποια ελευθεριακή ή αντικρατική φάση. Παρέμεινε με σταθερότητα σε αυτή, γιατί προέκυπτε από στρατηγικές θεωρήσεις στο ζήτημα του κράτους.
96
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
4. Η διαμάχη της δεκαετίας του 1960: επανάσταση στο μεταπολεμικό μπουμ
Ο καλύτερος τρόπος για να εξετάσουμε τους όρους αυτής της συζήτησης, όπως τίθεται σήμερα, είναι να πιάσουμε τα νήματα της συζήτησης από την αρχή της δεκαετίας του 1960. Αυτή ήταν μια περίοδος που οι άνθρωποι αισθάνονταν ότι το εργατικό κίνημα άρχισε να κινητοποιείται και πάλι (όπως αποδεικνυόταν από τη γενική απεργία του Βελγίου το 1960-61, τις απεργίες στην Ιταλία το 1963, την απεργία των ανθρακωρύχων στη Γαλλία), αλλά ο Μάης του '68 δεν είχε ακόμη βάλει στην ατζέντα κεντρικές αναμετρήσεις με το κράτος. Αυτή ήταν η εποχή των διαμαχών για τον Νεοκαπιταλισμό και τις Εργατικές Στρατηγικές (για να χρησιμοποιήσουμε τον τίτλο του περίφημου βιβλίου του Gorz) και για τις «ανπκαπιταλιστικές δομικές μεταρρυθμίσεις», ένα θέμα που ανέπτυξε σε άρθρα του ο Μαντέλ.26 (Βλέπε Παράρτημα Α)
Μερικοί από αυτούς που συμμετείχαν σε αυτή τη συζήτηση, από το Ιταλικό ΚΚ, το Γαλλικό PSU και το Ιταλικό PSIUP, ισχυρίσθηκαν σωστά ότι οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Ότι το νέο προλεταριάτο, με μεγάλα τμήματα μορφωμένων και ειδικευμένων εργαζομένων με «λευκά κολάρα», μπορεί να
26. Βλέπε: Gorz Α. (1967), Strategy for Labor. Boston: Beacon Press, και Gorz Α. (1973), Socialism and Revolution. New York: Anchor Books. Για τις απόψεις του Ερνέστ Μαντέλ βλέπε τα άρθρα του για τα προβλήματα του εργατικού κινήματος στο Les Temps Modernes. 1964, «Τα Μαθήματα του Μάη του '68» στο Les Temps Modernes και τη συνέντευξη του στην Critique Communiste που αναπαράχθηκε στο Revolutionary Marxism Today.
97
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
οικοδομήσει σταδιακά θέσεις εξουσίας μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία, όπως περίπου η αστική τάξη μέσα στη φεουδαρχική κοινωνία. Ο Lucien Goldmann είχε διατυπώσει αυτή την αναλογία με σαφήνεια σε ένα από τα άρθρα του.27
Ο Andre Gorz απάντησε στο Le Socialisme Difficile (1967), ότι «δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει μια σταδιακή, ανεπαίσθητη μετάβαση από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό... Αυτό που μπορεί και πρέπει να είναι προοδευτικό και σταδιακό σε μια σοσιαλιστική στρατηγική, είναι η προπαρασκευαστική φάση που θέτει σε κίνηση τη διαδικασία που οδηγεί στο κατώφλι της κρίσης και της «τελικής αναμέτρησης». Αφού δεν υπάρχει μια καταστροφική κρίση για το σύστημα, το κεντρικό πρόβλημα μετατίθεται στις συνθήκες που χρειάζονται για να προετοιμαστεί η κατάκτηση της εξουσίας, «η ανάγκη να δημιουργηθούν οι αντικειμε-
27. Goldmann G. (1970), «Socialisme et humanisme». Marxisme et Sciences Humaines, Paris: Gallimard, 1970: "Σης δυτικές καπιταλιστικές κοινωνίες, το μόνο ρεαλιστικό σοσιαλιστικό πρόγραμμα που έχει μια πιθανότητα επιτυχίας, είναι σήμερα ένα πρόγραμμα «δομικών μεταρρυθμίσεων», που θα κάνει μια αδυσώπητη ανάλυση της κατάστασης, την οποία μόλις σκιαγραφήσαμε και θα προσπαθεί να πείσει τους εργάτες ότι είναι προς το συμφέρον τους να απαιτήσουν πρώτα το δικαίωμα του ελέγχου και μετά το δικαίωμα της διοίκησης των εταιριών τους. Αυτά τα δικαιώματα είναι τα μοναδικά που μπορούν να εγγυηθούν, εκτός από περισσότερο ή λιγότερο ουσιαστικά οικονομικά πλεονεκτήματα, την αποτελεσματική συμμετοχή και αρμοδιότητα στις μεγάλες αποφάσεις της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής και τη δυνατότητα να συμμετάσχουν στην ανάπτυξη μιας γνήσια ουμανιστικής κουλτούρας. Οδηγηθήκαμε έτσι σε μια αντίληψη του δρόμου για τον σοσιαλισμό παρόμοια με αυτή που ακολούθησε η αστική τάξη στη φεουδαρχική κοινωνία . ένα δρόμο με σταδιακούς και ειρηνικούς (αν και μαστιζόμενους από συγκρούσεις) οικονομικούς μετασχηματισμούς που θα προηγούνται μιας πιθανής πολιτικής επανάστασης, η οποία άλλωστε θα έχει πλέον καταστεί αναπόφευκτη (βλέπε την περίπτωση της ανόδου στην εξουσία της αστικής τάξης στη Γερμανία το 19ο αιώνα) (σελ. 2 9 8 - 2 9 9 ) .
98
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
νικές και υποκειμενικές συνθήκες, να προετοιμασθούν τα κοινωνικά και πολιτικά οχυρά, από τα οποία θα γίνει δυνατή η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη».
Ο Gorz προσπάθησε να στηρίξει τα επιχειρήματα του προτείνοντας «εργατικές και λαϊκές εξουσίες», με «τη δημιουργία κέντρων κοινωνικής διαχείρισης και άμεσης δημοκρατίας (στις μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις και τους παραγωγικούς συνεταιρισμούς)», με την κατάκτηση «θέσεων ισχύος στα αντιπροσωπευτικά σώματα» και με «την προώθηση προϊόντων και υπηρεσιών που αποκρίνονται στις συλλογικές ανάγκες έξω από την αγορά». Είκοσι χρόνια αργότερα, διαβάζοντας κανείς αυτά έχει την εντύπωση ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται αυτούσια.
Ή μήπως είναι πραγματικά έτσι; Ο Gorz έδωσε έμφαση στην κυριαρχούμενη από συγκρούσεις φύση αυτών των μορφών και προειδοποίησε για τους κινδύνους της θεσμοποίησης και ενσωμάτωσης. Ο κατευθυντήριος άξονας του ήταν η αυτονομία του εργατικού κινήματος. Αναζήτησε το δρόμο για μια μεταβατική προσέγγιση που θα είναι ξεκάθαρα διακριτή από μια απλή ρεφορμιστική πολιτική: «Ας υποθέσουμε ότι ένας συνασπισμός λαϊκού μετώπου έρχεται στην εξουσία, αποκλείοντας όμως, με βάση τους ίδιους τους όρους της συμφωνίας, τις πραγματικές μεταρρυθμιστικές πράξεις που πηγαίνουν πέρα από τα όρια αυτού του προγράμματος. Η τύχη αυτού του συνασπισμού και της κυβέρνησης θα είναι φανερή ευθύς εξ αρχής. Η πεμπτουσία ενός minimum προγράμματος είναι ότι, αντίθετα με ένα μεταβατικό πρόγραμμα ή μια στρατηγική μεταρρυθμίσεων, απαγορεύει στις σοσιαλιστικές δυνάμεις (με την ποινή της παραβίασης του συμφώνου) να επωφεληθούν από τη
99
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
δυναμική διαδικασία που ενεργοποιείται από τις αρχικές μεταρρυθμίσεις ή ακόμη και απλώς να εξαπολύσουν μια αντεπίθεση ενάντια στην καπιταλιστική επίθεση».
Ο Μαντέλ ξεκίνησε από παρόμοιες υποθέσεις: το γεγονός ότι ούτε ένας πυρηνικός πόλεμος ούτε μια «καταστροφική» κρίση του τύπου του 1929 είναι πιθανά τα επόμενα δέκα χρόνια («Une stratégie socialiste pour l'Europe
occidentale». Revue Internationale du Socialisme, 1964).
Υπογράμμισε, όμως, την πραγματικότητα της ταξικής πάλης σε μια περίοδο σχετικής ευημερίας και προσπάθησε να δικαιολογήσει μια σοσιαλιστική στρατηγική σε μια τέτοια περίοδο:
«Εδώ είναι που ερχόμαστε στην πραγματική διαφορά ανάμεσα στις αντικειμενικές συνθήκες που γνωρίζουμε σήμερα και αυτές της δεκαετίας του 1930, για παράδειγμα. Όταν, ούτε η πείνα, ούτε η φτώχεια οδηγούν ακαταμάχητα τους εργάτες προς την αντικαπιταλιστική δράση, αυτή η δράση δεν μπορεί να είναι πλέον το αυτόματο αποτέλεσμα της καθημερινής τους εμπειρίας. Αυτή θα προκύψει μέσα από την ανύψωση της συνείδησης που προκαλείται από τις δράσεις του εργατικού κινήματος».
Επομένως, το να προετοιμάζουμε αυτό που ονομάζεται υποκειμενικός παράγοντας είναι η αποφασιστική προτεραιότητα, όπως ήταν για τον Gorz. Αυτό αποτελούσε το πλαίσιο μέσα στο οποίο υιοθετήθηκαν οι αντικαπιταλιστικές δομικές μεταρρυθμίσεις: «Η στρατηγική των δομικών μεταρρυθμίσεων που ξεκίνησε από την αριστερά του βελγικού εργατικού κινήματος, και υιοθετείται σταδιακά από τα αριστερά εργατικά κινήματα σε όλες τις ευρωπαϊκές καπιταλιστικές χώρες, αποβλέπει κυρίως στο να φέρει μια ενοποίηση ανάμεσα στις άμεσες επιδιώξεις των μαζών και
100
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
τους στόχους της πάλης που αντικειμενικά αμφισβητούν την ίδια την ύπαρξη του καπιταλιστικού καθεστώτος». Δεν έρχεται σε αντίθεση, όπως διευκρινίζει ο Μαντέλ, με τα οικεία αιτήματα για τους μισθούς και το χρόνο εργασίας. Αυτό που προσπαθεί να αποτρέψει είναι η αποσύνδεση ανάμεσα σε αυτά τα άμεσα αιτήματα και την αφηρημένη προπαγάνδα για τις αρετές του σοσιαλισμού και την ανάγκη για μια δικτατορία του προλεταριάτου. Αυτό σημαίνει ότι το εργατικό κίνημα πρέπει να συνδυάσει την καθημερινή πάλη για άμεσους στόχους με τη μάχη για μεταβατικούς στόχους. Αυτός είναι ο τρόπος να τεθούν τα ζητήματα των εθνικοποιήσεων, της ιεραρχικής δομής στους χώρους εργασίας, της κατάργησης του εμπορικού απορρήτου και του εργατικού ελέγχου που δεν δεσμεύεται από καμιά αυταπάτη ως προς τη δυνατότητα θεσμοποίησης...»
5. Αυτοδιαχείριση: η νέα στρατηγική αντίληψη;
Αν κάποιος θυμάται αυτή τη συζήτηση, θα μπορούσε να πει ότι οι μετά το '68 συζητήσεις για την αυτοδιαχείριση ήταν σε μεγάλο βαθμό μια αναβίωση αυτής της προηγούμενης συζήτησης. Η αυτοδιαχείριση έγινε ευρέως αποδεκτή στο εργατικό κίνημα μετά το 1968. Το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα ισχυρίσθηκε ότι αποτελεί δική του αντίληψη στο συνέδριο του στο Epinay το 1972 και ξεκαθάρισε πώς την αντιλαμβάνεται σε δεκαπέντε θέσεις που ψηφίσθηκαν το 1975.
Το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα την εισήγαγε στα ντοκουμέντα του το 1977, στο 22ο συνέδριο, την ίδια στιγμή που εγκατέλειψε τη δικτατορία του προλεταριάτου και επέλεξε τη διχαστική πορεία που διέσπασε την Ένωση της Αριστεράς. (Βλέπε το χρονολόγιο της Γαλλίας στις δεκαετίες του 1960 και 1970).
I 1 0 1
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
Εμείς αρχίσαμε να κάνουμε ρητή αναφορά στα κείμενα στο συνέδριο μας του 1974, που σημαδεύτηκε από τον αγώνα των εργατών της Lip.
Αυτή η σύντομη και ελλιπής απαρίθμηση (αφού αφήνει απέξω το PSU και τη CFDT) επαρκεί για να δείξει ότι η αναφορά στον αυτοδιαχειριζόμενο σοσιαλισμό από μόνη της δεν είναι ένα επαρκές κριτήριο για να διευκρινιστούν οι αντιμαχόμενες κατευθύνσεις και στρατηγικές.
Εκφράζει μια ισχυρή δημοκρατική και αντιγραφειοκρατική επιδίωξη. Η ανανέωση της εργατικής τάξης και ο σχηματισμός μέσα σε αυτήν νέων στρωμάτων εξειδικευμένων εργαζομένων έχει, χωρίς αμφιβολία, συμβάλει στην εμφάνιση αυτής της επιδίωξης. Πιθανόν να πηγάζει από την επιθυμία να γεφυρώσουν το διευρυνόμενο χάσμα ανάμεσα στην πολιτική δημοκρατία και την κοινωνική δημοκρατία, στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες.
Το περιεχόμενο της αυτοδιαχείρισης, όμως, είναι, στην καλύτερη περίπτωση διατυπωμένο με ασάφεια από τα ρεύματα που ταυτίζονται με αυτό. Είναι ένα μοντέλο για τη δημοκρατική διαχείριση της μελλοντικής κοινωνίας που βασίζεται σε κυρίαρχες επιτροπές και συνεταιρισμούς στους χώρους δουλειάς, σε τοπική και περιφερειακή βάση, στο πλαίσιο μιας δημοκρατικά σχεδιασμένης οικονομίας, δηλαδή μετά την ανατροπή της αστικής εξουσίας; Ή πρόκειται για έναν δημοκρατικό τρόπο οργάνωσης της πάλης, έναν τρόπο να εκπαιδευτούν οι μάζες στην άμεση δημοκρατία στη πράξη, συμπεριλαμβανομένων εμπειριών μέσα στους υπάρχοντες θεσμούς; Ή πρόκειται για μια στρατηγική προσέγγιση για την πάλη ενάντια στο αστικό κράτος και την κοινωνία;
Θα έπρεπε να δίνει έμφαση στην εξοικείωση των μαζών
102
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
με ανώτερες μορφές δημοκρατίας μέσα από αγώνες στους οποίους οι εργάτες βάζουν συγκεκριμένα την υποψηφιότητα τους να ηγηθούν ολόκληρης της κοινωνίας, χωρίς να αρνείται ότι θα εμφανιστεί ένα επαναστατικό ρήγμα, μια ρήξη, την αναγκαιότητα της οποίας αναγνώριζε ο Gorz; Ή πρόκειται για μια εκσυγχρονισμένη προσέγγιση της θεωρίας των σταδίων που βασίζεται σε μια προοδευτική διείσδυση και εσωτερική υπονόμευση του κράτους και των οικονομικών μηχανισμών;
Έχει σχεδιασθεί για να συστηματοποιήσει με τη χρήση ενός καινοτόμου όρου πραγματικές εμπειρίες αυτοοργάνωσης και εργατικού ελέγχου της παραγωγής και λαϊκού ελέγχου στην πολεοδόμηση και το περιβάλλον; Ή έχει σχεδιασθεί για να επεκτείνει τον πειραματισμό με κοινωνικές, συνεταιριστικές και συλλογικές προσπάθειες προκειμένου να αντισταθμιστούν οι ανεπάρκειες του καπιταλισμού σε κρίση;
Βάζει το ζήτημα ότι το εργατικό και λαϊκό κίνημα πρέπει να ξανακερδίσει την αυτονομία του από την κρατική ελεημοσύνη και κηδεμονία; Ή βάζει το ζήτημα να διορθώσει τις ελλείψεις του κράτους στον τομέα της πολεοδόμησης, της τοπικής ανάπτυξης και της κοινωνικής προστασίας;
Αυτές οι διαφορετικές και, μακροπρόθεσμα, αντιφατικές προσεγγίσεις αλληλοεπικαλύπτονται σε πολλά επιχειρήματα. Συχνά είναι δύσκολο να ξεδιαλύνουμε την προσπάθεια να δημιουργηθεί προλεταριακή ηγεμονία, που σύμφωνα με τον Γκράμσι όχι μόνο δεν αποκλείει, αλλά προετοιμάζει την επαναστατική αναμέτρηση, από την πιο ανούσια ρεφορμιστική προσέγγιση. Ενώ το βασικό κριτήριο παραμένει η ανάγκη να ενισχυθεί η ανεξαρτησία και η δημοκρατική οργάνωση του μαζικού κινήματος, αυτό δεν πρέπει να κατα-
103
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
νοηθεί ως ένας ολοκληρωτικός αποκλεισμός της δουλειάς μέσα στους υφιστάμενους θεσμούς και στα εγχειρήματα διαχείρισης, περιλαμβανομένης της ανάληψης μερικής ευθύνης, όταν ο συσχετισμός δυνάμεων το επιτρέπει.
Παρόλα αυτά θα πρέπει να δώσουμε έμφαση σε δυο σημεία:
- Η γενίκευση των εμπορευματικών σχέσεων (σε μια κλίμακα ασύγκριτα μεγαλύτερη από την προπολεμική περίοδο) έχει μειώσει το χώρο για πειραματισμούς διαχείρισης μέσα στα πλαίσια του συστήματος.
- Η διεθνής διάσταση της κρίσης έχει μειώσει τον χώρο για επιμέρους αντισχέδια σε επιχειρήσεις ή βιομηχανίες (για παράδειγμα στη βιομηχανία της χαλυβουργίας ή των ναυπηγείων). Η πάλη του εργοστασίου ρολογιών της Lip ήταν παραδειγματική, αλλά μπορούν αντισχέδια σε έναν τομέα να απαντήσουν σε καταστροφές, όπως αυτές στη χαλυβουργία και στα ναυπηγεία, αποφεύγοντας ταυτόχρονα την παγίδα του αμυντικού προστατευτισμού της εθνικής παραγωγής; Ο άλλος κίνδυνος είναι να επιτραπεί μια διάβρωση των κατακτήσεων που έχουν επιτευχθεί στην απασχόληση και στις συνθήκες εργασίας στο όνομα της ρεαλιστικής διαχείρισης.
Καμιά από τις ιδέες αυτές δεν έχει μια εγγενή στρατηγική αξία. Το περιεχόμενο τους καθορίζεται από το ρόλο τους στις συγκεκριμένες πολιτικές καταστάσεις. Η ιδέα της αυτοδιαχείρισης μολύνεται από τις αμφιβολίες αυτών που ταυτίζονται μαζί της. Για τον Edmond Maire, ο σκοπός της είναι κυρίως να επεκτείνει την πολιτική δημοκρατία στις βιομηχανικές σχέσεις. Για τον Michel Rocard, ο στόχος είναι να αυτοδιαχειρισθεί ένα μικρό κομμάτι ουτοπίας, σε τοπική βάση, ενώ θα αφήνει τις πιο σοβαρές υποθέσεις στο παλιό.
104
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
28. Delaunay J.C. (1987). "Le grand soir de l'autogestion". Revue "M". Paris. June 1987.
105
καλό κοινοβούλιο και στην προεδρία. Ενώ η ιδέα της αυτοδιαχείρισης περιέχει μια θετική έμ
φαση στην αυτονομία, τη μαζική δημοκρατία, τον έλεγχο και την αποδέσμευση από το παντοδύναμο κράτος, δεν λέει τίποτε για το κράτος, τις λειτουργίες του, τη δυαδική εξουσία και την επαναστατική αναμέτρηση. Όταν ο Anicet le Pors μιλούσε για «εθνική αυτοδιαχείριση», συσκότιζε το πρόβλημα των σχέσεων μεταξύ του κράτους και των τοπικών επιπέδων. Ωστόσο, άγγιζε με τα δάχτυλα του τη συνολική φύση των σχέσεων της εξουσίας. Παρομοίως, όταν ο Jean-Claude Delaunay ειρωνευόταν σχετικά με την «αποφασιστική ημέρα της αυτοδιαχείρισης», εντόπιζε ένα πραγματικό πρόβλημα, δεν είχε, όμως, την απάντηση.28
Οι συζητήσεις στο σημείο αυτό πρέπει να συνεχισθούν. Μόνο νέες εμπειρίες μπορούν να βοηθήσουν να μετακινηθούν οι διαφορετικές θέσεις. Καθένας που αναφέρεται στα σοβαρά σε μια σοσιαλιστική προοπτική αυτοδιαχείρισης θα πρέπει να ξεκινά με μια ανεπιφύλακτη δέσμευση να συμμετέχει σε όλες τις εμπειρίες αυτοδιαχείρισης, όπως οι κυρίαρχες γενικές συνελεύσεις, η εκλογή ενωτικών απεργιακών επιτροπών και επιτροπών αγώνα όταν ξεσπούν αγώνες, η εκλογή εντεταλμένων και ανακλητών αντιπροσώπων. Στη βάση αυτών των δοκιμασιών, οι διάφοροι υποστηρικτές της αυτοδιαχείρισης θα πρέπει να μπορέσουν να βρουν μια κοινή γλώσσα.
Στο βαθμό που μας αφορά, το εργατικό κίνημα θα πρέπει να επωφεληθεί από αυτές τις κινητοποιήσεις για να παρεισφρήσει παντού, σε όλους τους κλειστούς θεσμούς και
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
τις φυλασσόμενες περιοχές, στους τομείς της υγείας και της εκπαίδευσης, του στρατού και των πολιτικών υπηρεσιών, παντού όπου υπάρχει διοικητικό ή κρατικό απόρρητο.
Αυτή η προσέγγιση είναι δύσκολο να εφαρμοσθεί σε μια αμυντική συγκυρία. Όταν κανείς δεν έχει έναν ευνοϊκό συσχετισμό δυνάμεων, αναλαμβάνει τον κίνδυνο να κάνει εποικοδομητικές αντιπροτάσεις, χαμηλώνοντας, επομένως, τις βλέψεις του και περιορίζοντας την πάλη. Ο Sorel κατανόησε ότι οι μεγάλες νομοθετικές ουτοπίες αποτελούν το συντομότερο δρόμο για τον ρεφορμισμό, επειδή αυτές οι αφηρημένες κατασκευές μπορούν να πωληθούν λιανικά, σε μικρά κομμάτια, ενώ η επαναστατική κινητοποίηση και η γενική απεργία έχει μια συνολική εστίαση συσπειρώνοντας τους πάντες και συγκεντροποιώντας την πάλη.
Αντιστρόφως, μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει τη δικαιολογία ότι ο συσχετισμός δύναμης είναι συγκυριακά δυσμενής, για να αυτοπεριοριστεί σε πάλη για άμεσα, αυθόρμητα αιτήματα και να σιωπήσει για μεταβατικά αιτήματα ακόμη και στην προπαγάνδα του. Στην προπαγάνδα δίνεται συχνά ελάχιστη σημασία με την αιτιολογία ότι είναι μια ιδεολογική πολυτέλεια. Ωστόσο, στους κλασσικούς, κατείχε μια εντελώς σημαντική θέση, δίπλα στην αγκιτάτσια, όχι κατώτερη από αυτήν.
Για να ολοκληρώσουμε αυτό το θέμα, θα πρέπει να προσθέσουμε ότι η αλληλοδιείσδυση της πρωτοπορίας με την κοινωνία τέμνει και τους δύο δρόμους. Από τη μια μεριά βοηθά την πρωτοπορία να γίνει πιο σύνθετη και νομιμοποιημένη και, από την άλλη, την καθιστά πιο ευάλωτη.
106
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
V. Ηγεμονία και ενιαίο μέτωπο
Ο καπιταλισμός δεν δημιουργεί με έναν αυτόματο τρόπο μια ενιαία εργατική τάξη. Αντίθετα γεννάει διαιρέσεις και ανταγωνισμούς, ειδικά σε καιρούς κρίσης. Επομένως το να ενοποιηθεί η εργατική τάξη κοινωνικά και πολιτικά είναι ένας μόνιμος στρατηγικός στόχος.
Σχετικά με αυτό, η προσέγγιση του ενιαίου μετώπου, που σκοπεύει να ενοποιήσει την εργατική τάξη μέσα από την ενωτική δράση των συνδικάτων και των κομμάτων, έχει μια στρατηγική διάσταση. Πράγματι, δεν υπάρχει τρόπος να ενοποιηθεί η τάξη, αν κάποιος παρακάμψει ή αγνοήσει τα κόμματα με τα οποία ταυτίζονται πλατιά ρεύματα εργατών.
Το ενιαίο μέτωπο μπορεί να εμφανίζεται κάτω από στοιχειώδεις μορφές, όπως μεμονωμένες και ad hoc ενωτικές δράσεις, ή η συνύπαρξη διαφόρων πολιτικών ρευμάτων σε ένα συνδικάτο, ή κάτω από «ανώτερες μορφές», όπως μορφές αυτοοργάνωσης (απεργιακές επιτροπές, συμβούλια, σοβιέτ).
Τα προβλήματα με το ενιαίο μέτωπο δεν προκύπτουν από τη γενική προοπτική του και τον προσδιορισμό του, αλλά από τις εφαρμογές του στην πράξη, που πάντοτε περιλαμβάνουν μια εκτίμηση για το συσχετισμό των δυνάμεων.
1) Η ενότητα έχει αναμφισβήτητα προτερήματα. Όταν η διαίρεση μαίνεται, μπορεί να γίνει, περισσότερο από ένα απλό μέσον για τον τελικό σκοπό, ο κύριος στόχος που πρέπει να επιτευχθεί. Αυτό ήταν πραγματικότητα στις αρχές της
107
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
δεκαετίας του 1930, όταν η τρίτη περίοδος της Κομιντέρν και η θεωρία του σοσιαλφασισμού αφόπλισαν το εργατικό κίνημα απέναντι στην άνοδο του ναζισμού. Ήταν πραγματικότητα στη Γαλλία από το 1977 μέχρι το 1981, όταν η ενότητα ήταν πρώτη προϋπόθεση για να ηττηθεί η δεξιά και να πέσει ο Ζισκάρ.
Όμως, μακροπρόθεσμα και γενικά, η ενότητα δεν έχει εγγενή αξία ανεξάρτητα από τους στόχους της και το περιεχόμενο. Η ενότητα είναι ενότητα για κάτι, για δράση, για στόχους. Έτσι, όταν η ενότητα υλοποιήθηκε το 1935 με τη μορφή του λαϊκού μετώπου και ενός συμφώνου μεταξύ της σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής ηγεσίας, ή όταν επανεμφανίστηκε το 1981 με τη μορφή της συμφωνίας για την κοινή κυβέρνηση, ήταν στην πραγματικότητα μια γραφειοκρατική ενότητα ενάντια στην κινητοποίηση και τη δημοκρατία του μαζικού κινήματος. Σε τέτοιες περιστάσεις, το κρίσιμο ζήτημα γίνεται «η γονιμοποίηση του ενιαίου μετώπου με ένα επαναστατικό περιεχόμενο».
Αυτό είναι το ζήτημα, όταν ο πραγματικός συσχετισμός των δυνάμεων γίνεται αποφασιστικός: πώς τοποθετείται κάποιος μέσα στο ενιαίο μέτωπο ή, ακόμη καλύτερα, πώς χτίζει το είδος του συσχετισμού των δυνάμεων που επιτρέπει στους επαναστάτες να παίξουν έναν δραστικό, πλήρως μάχιμο ρόλο σε μια ενωτική δυναμική, παρά να προσαρμόζονται απ' έξω στην ενότητα των γραφειοκρατικών μηχανισμών;
Με το ερώτημα αυτό εισερχόμαστε στο πεδίο της τακτικής. Το ζήτημα δεν είναι πλέον μόνο να ζητάμε ενότητα, αλλά να την επιβάλλουμε στην πραγματικότητα. Αρκετά υπομόχλια μπορούν να βοηθήσουν να επιτύχουμε αυτό το σκοπό: επιμέρους ενότητα, σε τοπική ή περιφερειακή βάση, με ακτιβιστές ή τμήματα των μαζικών οργανώσεων, των οποίων η ηγεσία απορρίπτει την ενότητα, πρωτοβουλίες σημαντικών τμημάτων μιας συνδικαλιστικής αντιπολίτευσης με το δικό της όνομα, μια
108
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
σύγκλιση επαναστατικών δυνάμεων, κλπ. Έτσι, στο Ισπανικό κράτος η αντινατοϊκή εκστρατεία ξεκίνησε από μειοψηφικές οργανώσεις, όπως η LCR και το MC, αλλά, καθώς η κινητοποίηση μεγάλωνε με επιτυχία, το Κομμουνιστικό Κόμμα ενώθηκε με αυτή.
2) Υπάρχει ένας άλλος, πιο θεμελιώδης λόγος για τον οποίο το ενιαίο μέτωπο είναι πάντοτε μια τακτική, δηλαδή το ότι οι ρεφορμιστικές οργανώσεις δεν είναι ρεφορμιστικές επειδή είναι συγχυσμένες, ασυνεπείς ή στερούνται θέλησης. Η πραγματικότητα είναι ότι εκφράζουν αποκρυσταλλωμένες υλικές και κοινωνικές θέσεις και, αντιμέτωπες με τη μαζική πίεση, δεν θα κάνουν παραχωρήσεις, αλλά θα συμπαραταχθούν με την αντεπανάσταση: αυτό που έκανε η γερμανική σοσιαλδημοκρατία το 1918 αποτελεί το πιο περιβόητο παράδειγμα.
Έτσι οι ρεφορμιστικές ηγεσίες μπορούν να είναι από άποψη τακτικής πολιτικοί σύμμαχοι, όταν το ζήτημα είναι η ενότητα της τάξης. Αλλά με όρους στρατηγικής παραμένουν ισχυροί αντίπαλοι.
Το ενιαίο μέτωπο είναι σχεδιασμένο για να δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες ώστε όσο το δυνατόν ευρύτερες μάζες να αποσπώνται από αυτές τις ηγεσίες στην πιο ευνοϊκή βάση, όταν πλησιάζει μια κρίσιμη στιγμή.
Έτσι, τον Μάιο του 1937 στη Βαρκελώνη και τον Σεπτέμβριο του 1975 στην Πορτογαλία το να πιστεύει κάποιος ότι μπορεί να σύρει το Κομμουνιστικό Κόμμα είτε θέλει είτε δε θέλει σε μια επαναστατική δυναμική ήταν μια επικίνδυνη αυταπάτη. Το πραγματικό πρόβλημα είναι να υπάρχει το είδος των ενωτικών οργάνων μέσα στις οποίες τα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος μπορούν να έρθουν σε ρήξη με το κόμμα τους στη διάρκεια της αντιπαράθεσης.
3) Θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η εκτεταμένη
109
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
συζήτηση μας σχετικά με την κυβερνητική μας φόρμουλα έχει μικρή σχέση με το ζήτημα των εργατικών κυβερνήσεων, όπως ετίθετο στα πρώτα συνέδρια της Κομιντέρν. Τότε είχε τεθεί σε μια αναπτυσσόμενη επαναστατική κατάσταση. Πολλοί σημαντικοί άνθρωποι συμμετείχαν στη συζήτηση αυτή, ακόμη και αργότερα στο πέμπτο συνέδριο, το 1924. Μερικοί κατέληξαν να διαφθαρούν για τα καλά, ωστόσο εμείς δεν πιστεύουμε στο πεπρωμένο.
Το πέμπτο συνέδριο ήταν αυτό στο οποίο ξεκίνησε η γραφειοκρατικοποίηση της Κομιντέρν στο όνομα της Μπολσεβικοποίησης. Όμως, η επαναστατική παράδοση ήταν ακόμη πολύ ζωντανή. Έτσι έχουμε να κάνουμε με την αφρόκρεμα του επαναστατικού κινήματος που συνδιαλεγόταν μεταξύ τους, ίσως για τελευταία φορά. Στην ημερήσια διάταξη ήταν ένα θέμα για τα μαθήματα της ήττας του Οκτώβρη του 1923 στη Γερμανία και της τσεχοσλοβακικής εμπειρίας.
Στην εισήγηση του Ζηνόβιεφ, ο Μπορντίγκα ύψωσε τους τόνους ορίζοντας την εργατική κυβέρνηση ως ένα απλό ψευδώνυμο της δικτατορίας του προλεταριάτου. Ο Ράντεκ απάντησε ότι, αν είναι ένα απλό ψευδώνυμο, τότε ως τέτοιο θα είναι άχρηστο και γελοίο, αφού θα είναι σαν να λέμε: το όνομα μου είναι Joe Blow, αλλά οι άνθρωποι στην πραγματικότητα με φωνάζουν Jones.
Επομένως, μιλώντας καθαρά, δεν πρόκειται για τη δικτατορία του προλεταριάτου, αλλά για ένα κοινοβουλευτικό ξεκίνημα της επανάστασης, ενώ οι θεσμοί του παλιού κρατικού μηχανισμού δεν έχουν ακόμη καταστραφεί.
Αυτοί μιλούσαν συγκεκριμένα. Η συζήτηση αφορούσε την κυβέρνηση Zeigner που σχηματίσθηκε από το Κομμουνιστικό και το Σοσιαλιστικό Κόμμα στη Σαξονία το 1923. Στην περίπτωση αυτή η νομιμότητα του κράτους είχε πραγματικά κλονισθεί.
110
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
Το ΚΚ αποφάσισε να μπει στην κυβέρνηση. Ζήτησε να δοθεί το υπουργείο εσωτερικών στον Brandler. Οι σοσιαλδημοκράτες σύμμαχοί του, παρά το γεγονός ότι ήταν της αριστερής πτέρυγας, παρέμεναν ρεφορμιστές και αρνήθηκαν. Παρ' όλα αυτά, παρέμενε η ελπίδα ότι, αντιμέτωπη με μια επίθεση από τον ομοσπονδιακό στρατό, αυτή η κυβέρνηση, όπως ήταν τότε, θα μπορούσε να καλέσει τις μάζες σε μια γενική απεργία και να τις εξοπλίσει. Όμως, όταν η κυβέρνηση αρνήθηκε, δεν υπήρχε πραγματική δυαδική εξουσία, δεν υπήρχε μια εναλλακτική αρχή, με την οποία κάποιος θα μπορούσε να εγκαλέσει την κυβέρνηση για την αποφυγή των ευθυνών της και, με την υποστήριξη των σοσιαλιστών, να κερδίσει ξανά την πρωτοβουλία των κινήσεων.
Στο φως αυτής της εμπειρίας ο Μπορντίγκα υποστήριξε ότι η ίδια η έννοια της εργατικής κυβέρνησης αποτελεί μια «κηδεία τρίτης κατηγορίας», αφού μόνο σύγχυση μπορεί να δημιουργήσει. Αυτό ήταν σύμφωνο με τη γενική αριστερίστικη τοποθέτησή του, που απέρριπτε κάθε είδος μεταβατικού αιτήματος.
Το πραγματικό πρόβλημα πιθανώς να βρίσκεται αλλού.
αυτή η κυβέρνηση θα μπορούσε να γίνει ένα εργαλείο. Αλλά η μόνη εγγύηση που θα έκανε αποδεκτή από τους κομμουνιστές τη συμμετοχή τους, θα ήταν η ύπαρξη ενός σώματος αυτοοργάνωσης, ανεξάρτητου από τους επίσημους θεσμούς, προικισμένου με μια μεγαλύτερη νομιμότητα από αυτούς και ικανού να αντιπροσωπεύει τις διαθέσεις των μαζών. Από στρατηγική άποψη, αυτό ήταν το κλειδί της κατάστασης. Η εμπειρία μιας εργατικής κυβέρνησης θα μπορούσε να επιχειρηθεί μέσα σε αυτό το πλαίσιο.
Όμως, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αυτά έχουν πολύ λίγο να κάνουν με τις συνηθισμένες μας συζητήσεις γύρω από τις κυβερνήσεις σοσιαλιστών/κομμουνιστών στη σημερινή Γαλ-
111
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
λία. Αυτό που σήμερα μας απασχολεί είναι ένα ενωτικό σύνθημα τακτικής, που προβάλλεται ανάλογα με τη συγκυρία, αλλά που στερείται οποιουδήποτε ρόλου ως μεταβατικό αίτημα στο πλαίσιο μιας αναπτυσσόμενης επαναστατικής κατάστασης.
Η συζήτηση για τη στρατηγική, που αναβίωσε η ευρωπαϊκή αριστερά και η άκρα αριστερά, μετά το Μάη του '68, εξέπνευσε. Η σκληρή πραγματικότητα της κρίσης ανέτρεψε βάναυσα τις ουτοπίες για έναν ήρεμο μετασχηματισμό εν μέσω ευημερίας. Η εμπειρία των αριστερών κυβερνήσεων κατέδειξε τα όρια αυτών που σέβονται τους νόμους της αγοράς, τη διεθνή πίεση και τους κρατικούς θεσμούς, που επιβάλλονται στις απόπειρες για κοινωνική αλλαγή. Οι διάφορες ρεφορμιστικές επιλογές έχουν ξεμείνει από ιδεολογικό καύσιμο.
Η στρατηγική σκέψη θα ξαναρχίσει μόνο στη βάση νέων κινητοποιήσεων. Στη Γαλλία η Ενιαία Αριστερά και το Κοινό Πρόγραμμα για την κυβέρνηση, παρά τους καυγάδες και τις επανασυμφιλιώσεις του ΚΚ και ΣΚ, έγιναν ο στρατηγικός ορίζοντας μιας πλειοψηφίας των εργατών για σχεδόν δεκαπέντε χρόνια. Τώρα η θηλιά της μακράς διεθνούς οικονομικής ύφεσης γίνεται πιο σφιχτή. Οι εργοδότες επιτίθενται στις θέσεις εργασίας, στους μισθούς, στην κοινωνική ασφάλιση και στα δημοκρατικά δικαιώματα με μεγαλύτερη ενεργητικότητα. Το να απαντάμε σε κάθε χτύπημα, να διατηρούμε κάθε κατάκτηση και δικαίωμα, να αντιστεκόμαστε πόντο με πόντο, αποτελεί τώρα ένα επείγον καθημερινό ζήτημα.
Για να αποκτήσει, όμως, τη μεγαλύτερη δυνατή αποφασιστικότητα και αποτελεσματικότητα μια τέτοια αντίσταση θα πρέπει να έχει την προοπτική να ανατρέψει το σημερινό συσχετισμό των δυνάμεων και να εξαπολύσει μια νικηφόρα αντεπίθεση. Διαφορετικά, η μοναδική επιλογή είναι να αποδεχθεί είτε την περιοδική εναλλαγή μιας ευγενικά φιλελεύθε-
112
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
ρης αριστεράς και μιας επιθετικά φιλελεύθερης δεξιάς, είτε μια επιστροφή της κυβέρνησης της Ενιαίας Αριστεράς και την αναπόφευκτη επακόλουθη απογοήτευση.
Αυτή η εμπειρία είναι πολύ πρόσφατη και η ζημιά ακόμα πολύ προφανής. Αυτοί που πίστευαν στην Ενιαία Αριστερά και αυτοί που ποτέ δεν πίστεψαν μπορούν να συμφωνήσουν τουλάχιστον ότι δεν πρόκειται να παγιδευτούν σε αυτήν ξανά.
Σε κάθε περίπτωση η ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος είχε απορρίψει την ιδέα της ενότητας της αριστεράς για μεγάλο χρονικό διάστημα. Έστρωνε το έδαφος ώστε μια κεντροαριστερή πλειοψηφία να εγκατασταθεί μεσοπρόθεσμα. Αυτό θα ήταν το τελικό στάδιο της προοπτικής που καθορίστηκε από τον Φρανσουά Μιττεράν το 1969 με το βιβλίο του Ma pan de vente.
Στο μεταξύ, το κόμμα διέκοψε όλες τις συζητήσεις για «αυτοδιαχείριση», «ταξικά μέτωπα», «ρήξεις με τον καπιταλισμό», «ελάχιστο επίπεδο εθνικοποιήσεων που απαιτείται για αποτελεσματικό σχεδιασμό» και άλλες έννοιες, όπως «προτεραιότητα στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης»... Με μια λέξη, όλες οι εν δυνάμει ενοχλητικές ιδέες και δεσμεύσεις για μια νέα κοινωνία αποκλείσθηκαν. Δεν γινόταν, πλέον, μνεία στην ανάγκη να «αλλάξουμε τη ζωή», παρά μόνο μερικές φορές υποστηρίζονταν δειλά η τολμηρή προοπτική μιας «καλυτέρευσης της ζωής». Το πρόγραμμα κατέπεσε στο επίπεδο μηδέν.
Από την άλλη μεριά το Κομμουνιστικό Κόμμα αναδιπλώθηκε γύρω από το μηχανισμό του. Μπήκε σε μια περίοδο χειμερίας νάρκης χωρίς άλλη φιλοδοξία παρά να καταγγέλλει το κακούργημα του Σοσιαλιστικού Κόμματος και τη «δεξιά μετατόπιση ολόκληρης της κοινωνίας». Αφού όλα τριγύρω γλιστρούσαν προς τα δεξιά, οι εκλογικές απώλειες παρουσιάζονταν ως μια θαρραλέα άσκηση ασκητισμού. Η άρνησή του να
113
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
επιλέξει ανάμεσα σε «δύο δεξιές παρατάξεις» σήμαινε ότι η τόσο διακηρυγμένη από τη μεριά του «ανασύνταξη της πλειοψηφίας του λαού» συρρικνωνόταν σε μια ενάρετη μοναξιά. Σε δογματικό επίπεδο, η εγκατάλειψη της δικτατορίας του προλεταριάτου ήταν λιγότερο μια απόρριψη των απεχθών μορφών των γραφειοκρατικών κρατών και περισσότερο μια επιβεβαίωση παραίτησης από κάθε επαναστατική προοπτική. Μετά την εμπειρία του στην κυβέρνηση, από το 1981 ως το 1984, η προοπτική μιας «προωθημένης δημοκρατίας» αποκλείσθηκε. Ό,τι απομένει, πλέον, είναι μια ατελείωτη και άσκοπη πρόσδεση στο μηχανισμό του.
Το ερώτημα, λοιπόν, παραμένει αναπάντητο: πώς μπορεί να δημιουργηθεί η κοινωνική και πολιτική εκείνη δύναμη που θα μετασχηματίσει ριζικά την κοινωνία; Πρέπει να είναι μια κοινωνική πλειοψηφία ή μια εκλογική πλειοψηφία; Ποιο είναι το περίγραμμά της;
Αυτό δημιουργεί την ανάγκη για έναν ειλικρινή και σοβαρό απολογισμό της Ενιαίας Αριστεράς. Η αποτυχία της φωτίζει όχι τόσο πολύ την έλλειψη θέλησης ή ικανότητας, όσο τις ανεπάρκειες μιας πολιτικής προοπτικής.
Πρώτα απ' όλα, το Κοινό Πρόγραμμα δεν εκφράζει μια γνήσια προοπτική σοσιαλιστικού μετασχηματισμού που θα αναληφθεί από μια μαζική κινητοποίηση. Γεννήθηκε ως απάντηση των ρεφορμιστικών ηγεσιών στην κινητοποίηση του Μάη του 1968, σε μια προσπάθεια να διοχετεύσουν την ενέργεια σε ένα αυστηρά εκλογικό επίπεδο. Ενώ το Κομμουνιστικό και το Σοσιαλιστικό κόμμα αναφέρουν στα κείμενα τους την ανάγκη για «αλλαγή» και για «ρήξη», δεν κάνουν τίποτε για να ενισχύσουν την ενωτική δυναμική της κομματικής βάσης, να ριζώσουν αυτές τις επιταγές στις κινητοποιήσεις. Η συζήτηση σχετικά με τον αριθμό των εταιρειών που το Κοινό Πρόγραμμα θα έπρεπε να
114
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
σχεδιάζει να εθνικοποιήσει, που χρησίμευσε ως πρόσχημα για τη διάσπαση του 1977, ξεχωρίζει σαν όμορφο παράδειγμα των διαμαχών των αρχηγείων πίσω από τη πλάτη αυτών που είναι οι πλέον ενδιαφερόμενοι για το θέμα. Με όμοιο τρόπο έγινε ό,τι ήταν δυνατόν για να πεισθεί το κοινωνικό κίνημα να κρατήσει την ανάσα του, από τη μια καλά προβαρισμένη ημέρα διαμαρτυρίας στην επόμενη, από τις περιφερειακές εκλογές σης δημοτικές εκλογές, σε αναμονή της μεγάλης αποφασιστικής ημέρας των εθνικών εκλογών.
Όμως, αυτό το κατεσταλμένο πάθος χρειαζόταν για να αντισταθούν στη δολιοφθορά των εργοδοτών και στον εκβιασμό των «διεθνών πιέσεων» που προέκυψαν μετά τη νίκη της 10ης Μαΐου του 1981, αν υποθέσουμε ότι υπήρχε η θέληση να το πράξουν. Υπήρχε ανάγκη να πάρουν ενεργητικά μέτρα που θα βελτίωναν πραγματικά την κατάσταση της απασχόλησης. Μια κυβέρνηση, που θα έχει απλώς αρχίσει να αντιστρέφει την τάση της ανεργίας στη Γαλλία, θα έχει κερδίσει το πολιτικό και ηθικό κύρος μέσα στους εργάτες και την κοινή γνώμη της Γαλλίας, ώστε να αντιμετωπίσει πολλές προκλήσεις.
Όμως, ούτε το ΚΚ ούτε το ΣΚ είχαν προετοιμάσει το έδαφος γι' αυτό. Για παράδειγμα, το 1981, ένα γνήσια επαναστατικό κόμμα, που θα είχε διεξαγάγει μια μάχη για την ενότητα με συνέπεια, δεν θα έκρινε αναγκαίο να διαπραγματεύεται παραχωρήσεις, προτού συμφωνήσει να υποστηρίξει χωρίς όρους την υποψηφιότητα που θα μπορούσε να νικήσει τη δεξιά στο δεύτερο γύρο των εκλογών και, αργότερα, να δεχθεί να συμμετάσχει στην κυβέρνηση σχεδόν χωρίς όρους, θα είχε δώσει μια ώθηση σε όλες τις κινητοποιήσεις, υποστηρίζοντας τα μέτρα της κυβέρνησης που υπηρετούσαν τα συμφέροντα των εργατών, θα στεκόταν στην πρώτη γραμμή της μάχης ενάντια στις μανούβρες της δεξιάς, αλλά χωρίς να παραιτηθεί από την
115
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
ανεξαρτησία του και την ελευθερία της δράσης. Αυτό που έλειπε ήταν ένα γνήσιο ενοποιητικό τσιμέντο ανά
μεσα στις κομματικές βάσεις, με τη μορφή των ενιαίων επιτροπών κινητοποιήσεων στους χώρους δουλειάς και στις γειτονιές. Τέτοιες επιτροπές θα είχαν επιτρέψει στον πραγματικό ταξικό συσχετισμό δυνάμεων να επηρεάσει το αποτέλεσμα κατευθείαν και θα είχαν κάνει δυνατό για τη λαϊκή επαγρύπνηση να ελέγχει και, αν είναι απαραίτητο, να ανακαλεί τους εκλεγμένους αντιπροσώπους. Εάν αυτοί οι αντιπρόσωποι είχαν υποχρεωθεί να λογοδοτούν μπροστά σε μια τέτοια δύναμη, το μικροπρεπές παιχνίδι της «αμαχητί ενότητας» ή «μάχης χωρίς ενότητα» θα ήταν πολύ πιο δύσκολο να ανασυρθεί. Οι ψεύτικοι καυγάδες για τον αριθμό των εθνικοποιήσεων στο Κοινό Πρόγραμμα θα μπορούσαν να είχαν περιορισθεί στην πραγματική σημασία τους και να διακανονίζονταν φανερά από αυτούς τους οποίους αφορούσαν.
Τέλος αυτό που έλειπε ήταν ένας πλήρως ενωτικός και αποφασιστικά επαναστατικός πόλος. Ένας τέτοιος πόλος θα έπρεπε να είναι ικανός να προωθήσει την ενότητα με ισχυρό τρόπο και να μπολιάσει αυτή την ενότητα με ένα επαναστατικό περιεχόμενο. Εμείς πιστεύουμε ότι ένα τέτοιο ρεύμα δεν μπορεί να προκύψει μόνο από τις γραμμές του Σοσιαλιστικού Κόμματος ή από ένα αναγεννημένο Κομμουνιστικό Κόμμα. Το κλειδί θα είναι τα ζητήματα και οι δυνάμεις που θα προκύψουν από τις εμπειρίες και τους αγώνες. Αυτά θα αναδείξουν τα εν δυνάμει στοιχεία για ένα νέο επαναστατικό κόμμα.
116
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
VI. Τρία συμπερασματικά σχόλια
1 ) Έχοντας κατά νου τις παλιές παγίδες που έστηναν οι δαίμονες της άκρας αριστεράς, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η οικοδόμηση μιας επαναστατικής οργάνωσης σημαίνει εμμονή στην πάλη για την εξουσία. Όχι με μια στενή και αυστηρά πολιτική έννοια ή με την ψυχολογική έννοια της επιθυμίας για εξουσία, αλλά επειδή είναι το κλειδί για την κοινωνική χειραφέτηση. Ατυχώς, αυτή δεν είναι η κυρίαρχη παράδοση μέσα στις γραμμές μας. Για ιστορικούς λόγους που εύκολα κατανοούνται, έχουμε σημαδευτεί από μια υπερβολική απέχθεια για την εξουσία. Συχνά αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας ως μια οργάνωση πρόληψης για την αντιγραφειοκρατική πάλη περισσότερο παρά ως μια οργάνωση για την πάλη για τη κατάκτηση της εξουσίας. Όμως το τελευταίο είναι το πρωταρχικό πρόβλημα. Το να ασχοληθούμε με αυτό σοβαρά απαιτεί τη νοοτροπία της πολιτικής πλειοψηφίας (όχι με την εκλογική έννοια). Μια νοοτροπία που δεν θα διαφοροποιεί, αλλά θα συνενώνει. Υπάρχει μια ψυχολογία «μειονότητας» που έχει πλεονεκτήματα, αλλά μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο. Ο Λένιν είχε καταφανώς εμμονή με την πάλη για την εξουσία. Αυτό ήταν που τον οδήγησε να εστιάσει σε οργανωτικά και τακτικά ζητήματα και τον κατέστησε ανώτερο από πολλές απόψεις. Με ένα κόμμα που έχει οικοδομηθεί σε γερά θεμέλια είναι δυνατόν να διορθωθούν τακτικά λάθη και, ακόμη περισσότερο,
117
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
βασικοί λαθεμένοι προσανατολισμοί. Το κόμμα είναι η διαμεσολάβηση ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη. Χωρίς ένα κόμμα τίποτε δεν μπορεί να αποδειχθεί ή να διορθωθεί. Με δεδομένο το μέγεθος μας και τη χρονική κλίμακα που έχουμε μπροστά μας, το να βάζουμε το ζήτημα της εξουσίας ίσως να μοιάζει λίγο γελοίο και μπορεί να ανοίξει την πόρτα σε διάφορους κίνδυνους και μεγαλομανίες. Όμως είναι μια βασική ανάγκη νοοτροπίας: παίρνουμε τον εαυτό μας στα σοβαρά ώστε να μας παίρνουν στα σοβαρά και οι άλλοι, αισθανόμαστε υπεύθυνοι ενώ παραμένουμε μικροί.
2) Το ζήτημα του κράτους στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες βρίσκεται συχνά στον πυρήνα των σημερινών συζητήσεων για την επαναστατική στρατηγική. Το ζήτημα δεν είναι νέο. Ήταν ήδη η εστία των συζητήσεων στην ευρωπαϊκή «Νέα Αριστερά», τη δεκαετία του 1960, και στη διαμάχη με τους ευρωκομμουνιστικούς κύκλους της δεκαετίας του 1970. Στα κείμενα του Ερνέστ Μαντέλ, για παράδειγμα, πάντοτε αναγνωρίζεται η ύπαρξη ενός κράτους πολύ πιο σύνθετου και διακλαδισμένου από αυτό των αρχών του αιώνα, αλλά ο Μαντέλ αυτό το αντιπαράβαλλε με μια συνέπεια της καπιταλιστικής ανάπτυξης: την ύπαρξη μιας υψηλά εξειδικευμένης και συγκεντροποιημένης εργατικής τάξης με τέτοια οργανική ισχύ που θα μπορούσε να διευθετήσει το ζήτημα του κράτους στη μετάβαση με το μικρότερο κόστος. Η επανάσταση που προέβλεπε στα κείμενά του, τη δεκαετία του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970, χαρακτηριζόταν από αυτό που μπορούμε να ονομάζουμε «υπερωρίμανση» των υποκειμενικών και αντικειμενικών συνθηκών. Η κοινωνική και πολιτιστική ισχύς του προλεταριάτου δημιούργησε τις προϋποθέσεις για μια αλλαγή στο συσχετισμό ανάμεσα στα ρεφορμιστικά και τα επαναστατικά ρεύματα,
118
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
μέσα στο εργατικό κίνημα, λιγότερο απαιτητική. Όσο περισσότερο η τάξη ανέπτυσσε την αυθόρμητη ικανότητα αυτοοργάνωσης, ελέγχου και διαχείρισης, τόσο λιγότερα θα είχε το επαναστατικό κόμμα να διεκπεραιώσει και τόσο μεγαλύτερη θα ήταν η πιθανότητα οι προτάσεις και οι πρωτοβουλίες, όταν γίνονταν την κατάλληλη στιγμή, ακόμη και από μια μικρή μειοψηφία, να αντιστοιχούν στις προσδοκίες των μαζών. Αυτή η αντίληψη (που παρουσιάζεται εδώ σε μια υπεραπλουστευμένη εκδοχή) έχει ένα αναμφισβήτητο στοιχείο αλήθειας, αλλά τείνει να υποβαθμίσει την πολυπλοκότητα της επαναστατικής στρατηγικής στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες.
3) Πίσω από όλα αυτά βρίσκεται ένα πρόβλημα περιοδολόγησης. Έχουμε συζητήσει την οικονομική κρίση, τις κοινωνικές της συνέπειες, το κόμμα της πρωτοπορίας, τη γενική στρατηγική γραμμή της πορείας. 29 όμως, όλα αυτά τα ζητήματα θα πρέπει να τοποθετηθούν σε πραγματικό χρόνο.
Τι θα συμβεί μετά από το μακρύ κύμα ανάπτυξης που διανύσαμε από τον Πόλεμο μέχρι το 1967/73; Το προηγούμενο συγκρίσιμο κύμα ανάπτυξης, που άρχισε το 1893/1895 με τον σύγχρονο ιμπεριαλισμό, τελείωσε με μια γενικευμένη πολιτική έκρηξη, με τον Πόλεμο και τη Ρωσική Επανάσταση. Μετά ήρθε η μακρά ύφεση, σημαδεύτηκε από το κραχ του 1929 και τη γενικευμένη κρίση του 1930 και τελείωσε με το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Όμως γιατί αυτό που συνέβη στο τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου στο
29. Αυτά τα προβλήματα ήταν το αντικείμενο των τριών συνεδριών του καλοκαιρινού σχολείου της LCR το 1986. Οι άλλες δύο είναι διαθέσιμες στα γαλλικά: La crise-les crises-l'enjeu και Strategie et Parti. La Breche, collection Racines.
119
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
εργατικό κίνημα των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, κάτω από την επίδραση της Ρωσικής Επανάστασης, δεν επαναλήφθηκε το 1945;
Η πρόγνωση του Τρότσκι, όταν ιδρύθηκε η Τέταρτη Διεθνής, ήταν ότι το φαινόμενο θα επαναλαμβανόταν ή ότι το εργατικό κίνημα θα συνέχιζε ό,τι είχε αφήσει σε εκκρεμότητα: την πτώση του σταλινισμού στην ΕΣΣΔ και την αναγέννηση της γερμανικής επανάστασης. Πολλά πράγματα ωστόσο συνέβησαν: η πραγματική επέκταση της επανάστασης στην Κίνα, τη Γιουγκοσλαβία, το Βιετνάμ..., η κραυγαλέα προδοσία του επαναστατικού δυναμικού στην Ελλάδα, την Ιταλία, τη Γαλλία... όλα αυτά, όμως, απλώς ζητούν απάντηση στο ερώτημα: γιατί αυτές οι χονδροειδείς προδοσίες στις μέρες της απελευθέρωσης δεν προκάλεσαν τα ίδια μαζικά σχίσματα στη μάζα των σοσιαλδημοκρατικών και σταλινικών κομμάτων, όπως αυτά που προκλήθηκαν στη γερμανική σοσιαλδημοκρατία το 1918;
Το ερώτημα δεν είναι γιατί προδόθηκε αυτό το δυναμικό, αλλά γιατί οι μάζες δεν αντέδρασαν διαφορετικά σε αυτές τις προδοσίες.
Ο Μαντέλ προτείνει μια ιστορική απάντηση στο βιβλίο του La Longue Marche de la Revolution. Στην περίπτωση του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου η επαναστατική διαδικασία του 1917-1923 ήταν μια απευθείας επέκταση της φάσης συσσώρευσης των κοινωνικών, συνδικαλιστικών και κοινοβουλευτικών δυνάμεων που μόνο για λίγο διακόπηκε από την προδοσία του Αυγούστου του 1914 και του επακόλουθου αποπροσανατολισμού. Το εργατικό κίνημα αναδιοργανώθηκε πολύ σύντομα, ήδη από το 1915 ή 1916 στα προπύργια της μεταλλουργίας, με την εμφάνιση των shop stewards στη Βρετανία, των trusted men στη Γερμανία, των
120
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
συμβουλίων στην Ιταλία κλπ. Σε αντίθεση, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ήλθε μετά από μια συσσώρευση ηττών (Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, σταλινοποίηση...), που υπονόμευσε την κοινωνική συνοχή και την αυτοπεποίθηση του εργατικού κινήματος.
Το Στάλινγκραντ υπήρξε οπωσδήποτε μια ιστορική νίκη πάνω στο ναζισμό, στην οποία μπορούμε ακόμη να ανιχνεύσουμε τη δυναμική της Ρωσικής Επανάστασης. Όμως, επίσης, αντιπροσωπεύει την ολοκλήρωση του εθνικού γραφειοκρατικού κράτους (σχετικά με αυτό βλέπε το Vie et Destin, του Vassili Grossmann): η στρατιωτική νίκη εδραίωσε το σοβιετικό κράτος και κατά τον ίδιο τρόπο την εγχώρια και διεθνή νομιμοποίηση της γραφειοκρατικής ηγεσίας του.
Άλλωστε, ενώ η επαναστατική δυναμική της απελευθέρωσης θυσιάστηκε στο βωμό της Γιάλτας, οι διεθνείς παράγοντες οδήγησαν στη δημιουργία μιας ασταθούς ισορροπίας στους ταξικούς συσχετισμούς σε κάθε χώρα, η οποία βασιζόταν στο φόβο της αστικής τάξης για μια επέκταση της επανάστασης. Στις περισσότερες χώρες οι συνακόλουθες σχέσεις ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο έφεραν το σημάδι του συμβιβασμού: αυτό που μερικοί ονόμαζαν «Φορντιστικό συμβιβασμό» ήταν επίσης το τίμημα που πλήρωναν οι άρχουσες τάξεις για το φόβο τους. Αφότου τέθηκε σε εφαρμογή, αυτή η διαπραγματεύσιμη σχέση έφερε, μέσα στη συγκυρία της οικονομικής επέκτασης, πραγματική βελτίωση των συνθηκών ζωής του προλεταριάτου. Ως αποτέλεσμα, γινόταν απλουστευτικό το να βλέπεις τις σχέσεις ανάμεσα στις προσδοκίες των μαζών και την πολιτική των ρεφορμιστικών μηχανισμών ως μια μόνιμη και ανοιχτή σύγκρουση. Αντίθετα, σε μερικούς τομείς, υπήρχε μια αντιστοιχία ανάμεσα σε αυτά τα δύο, ακόμη και αν η τάση
121
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
προς τη σύγκρουση παρέμενε και μπορούσαν να συμβούν ξαφνικές εκρήξεις, όπως ο Μάης του '68 στη Γαλλία και ο υφέρπων Μάης στην Ιταλία.
Η αντιστροφή του μακρού επεκτατικού κύματος σημαδεύτηκε από ένα μεγάλο τραύμα ανάμεσα στα 1968 και 1976, σχεδόν όπως σε όλα τα προηγούμενα σημεία αναστροφής των μακρών κυμάτων (1814-15, 1848, 1867-73, 1914-23, 1940-45): απεργιακά κύματα στην Ευρώπη (Γαλλία, Ιταλία, Βρετανία), πτώση των δικτατοριών στην Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ισπανία, νίκη της Βιετναμέζικης επανάστασης. Όμως δεν υπήρξε ένα κοινωνικό τραύμα τόσο αποφασιστικό ώστε να ανατρέψει την ισορροπία των εθνικών κρατών και το πολιτικό τοπίο που εγκαταστάθηκε μετά τον Πόλεμο. Ωστόσο, μια καθαρή επαναστατική κρίση πρέπει να είναι, επίσης, μια εθνική κρίση. Το αποκορύφωμα είναι ότι δεν υπήρξε ούτε τραυματική αντίδραση: η αστική τάξη ξαναγύρισε στην επίθεση και το προλεταριάτο στην άμυνα, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, αλλά χωρίς να έχει υποστεί πολιτικές και κοινωνικές ήττες συγκρίσιμες με αυτές της δεκαετίας του 1930.
Επομένως, το ζήτημα είναι να χρησιμοποιηθεί αυτή η σειρά των εμπειριών για να διατηρηθεί ο συσχετισμός των δυνάμεων, να αφομοιωθούν τα μαθήματα και να συνεχισθεί η συσσώρευση δυνάμεων.
Μια επαναστατική κρίση είναι μια κρίση ενός συστήματος κυριαρχίας που δεν μπορεί πλέον να λειτουργήσει. Η εργατική τάξη τότε παρουσιάζει την υποψηφιότητά της για την εξουσία επιλύνοντας τα δικά της προβλήματα και αυτά του συνολικού εθνικού κράτους. Υπάρχει σοβαρός λόγος να πιστεύουμε ότι, όταν μια τέτοια κρίση ξεκινήσει αναγκαστικά σε μια χώρα, θα έχει κάποια σχέση με το ζήτημα της
122
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
Ευρώπης από την αρχή. Το βάθος της κρίσης και ο υψηλός βαθμός διεθνοποίη
σης της παραγωγής, αναγκαστικά, θα θέσουν σε δοκιμασία το κρατικό σύστημα που δημιουργήθηκε στο τέλος του Πολέμου.
123
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
Χρονολόγιο της Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας
1864: Ίδρυση της Algemeine Deutscher Arbeiter Verein, προγόνου του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD).
Δεκαετία 1890: Γρήγορη ανάπτυξη του SPD και των συνδικάτων.
1899-1902: Αντιπαράθεση με το ρεβιζιονισμό που ξεκίνησε από τον Έντουαρντ Μπέρνσταϊν.
1912: Πολεμική του Κάουτσκυ με τον Πάνεκουκ. Αύγουστος 1914: To SPD ψηφίζει υπέρ των πολεμικών πι
στώσεων στο Ράιχσταγκ. 1915: Ίδρυση της Gruppe Internationale. 1917: Ίδρυση του USPD, αριστερού σχίσματος του SPD 1918:Ίδρυση του KPD από τον Spartakusbund και άλλους·
συγκρούσεις στο Κίελο, το Βερολίνο και άλλες πόλεις· ανατροπή του Κάιζερ· το SPD στηρίζει τη δημιουργία της δημοκρατίας της Βαϊμάρης και των Freikorps.
1919: Η ηγεσία του SPD καταστέλλει την Spartakusbund. 1919-1923: Τα εργοστασιακά συμβούλια εξακολουθούν να
υπάρχουν, περιορίζονται, όμως, όλο και περισσότερο στις εσωτερικές λειτουργίες των εργοστασίων.
1920: Απόπειρα πραξικοπήματος του στρατηγού Kapp αποτράπηκε από τη γενική απεργία· συγχώνευση του KPD και της πλειοψηφίας του USPD.
1921: «Πορεία του Μαρτίου», εξέγερση επικεντρωμένη
125
στην Leuna (κοντά στο Halle). 1923: Γαλλικά στρατεύματα εισβάλλουν στο Ρουρ· ο πλη
θωρισμός εκτοξεύεται· η αριστερή πτέρυγα του SPD σχηματίζει περιφερειακή κυβέρνηση στη Σαξονία, κάτω από τον Zeigner, με την υποστήριξη του KPD.
Οκτώβριος 1923: Εξέγερση του KPD στο Αμβούργο.
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
Γαλλία: 1960-1986
1958: Ο Ντε Γκολ παίρνει την εξουσία με πραξικόπημα. 1962: Η Αλγερία κερδίζει την ανεξαρτησία της από τη Γαλ
λία. 1963: Η απεργία των ανθρακωρύχων προαναγγέλλει την
αναβίωση των απεργιών. 1968: Διαδήλωση Πρωτομαγιάς- 1-12 Μαΐου, φοιτητικές
κινητοποιήσεις- 13 Μαΐου, κάλεσμα συνδικάτων για ημερήσια πανεθνική απεργία ενάντια στην καταστολή-14 Μαΐου, η απεργία συνεχίζεται και εξαπλώνεται σε 10 εκατομμύρια εργάτες· 30 Μαΐου, ο Ντε Γκολ εγκαταλείπει το Παρίσι και επισκέπτεται τα γαλλικά στρατεύματα στη Γερμανία- 4 Ιούνη, η γενική απεργία αρχίζει να κάμπτεται· 23 Ιούνη, ο Ντε Γκολ κερδίζει τις εκλογές.
1968-74: Υψηλό επίπεδο απεργιών και ισχυροποίηση των εργατικών συνδικάτων.
1969: Ίδρυση της Κομμουνιστικής Λίγκας, που αργότερα εξελίχθηκε στην LCR.
1971: Το συνέδριο του ΣΚ στο Epinay χαράζει την πορεία για την εκλογική νίκη της ενωμένης Αριστεράς- ο Μιτεράν προσχωρεί στο ΣΚ.
1972: Ενιαία Αριστερά: συμφωνία ανάμεσα στο ΚΚ και στο ΣΚ γύρω από το Κοινό Πρόγραμμα, που προβλέπει σταδιακή μετάβαση στο σοσιαλισμό μέσα από εθνικοποιήσεις.
127
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
1973: Οι εργάτες της ωρολογοποιίας Lip αναλαμβάνουν τη λειτουργία εργοστασίου τους.
1977: 22ο συνέδριο του ΚΚΓ: εγκαταλείπει επίσημα τη δικτατορία του προλεταριάτου, προσυπογράφει την αυτοδιαχείριση και προτείνει την τροποποίηση του Κοινού Προγράμματος με την προσθήκη περισσοτέρων εθνικοποιήσεων.
1977-1981: Διάσπαση της αριστεράς. 1981: 10 Μαΐου, ο Μιττεράν εκλέγεται πρόεδρος· 24 Μαΐ
ου, ΣΚ και ΚΚ συμφωνούν να κυβερνήσουν από κοινού. 1981-84: Το ΚΚΓ έχει τέσσερις υπουργούς στην κυβέρνηση
συνεργασίας ΣΚ-ΚΚ με επικεφαλής τον Μορουά. 1984: Το ΚΚΓ εγκαταλείπει την κυβέρνηση στο ΣΚ. 1986: Τα κόμματα της δεξιάς κερδίζουν τις εκλογές στο
εθνικό κοινοβούλιο· σχηματίζεται η κυβέρνηση Σιράκ.
128
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
Μερικά γεγονότα των δεκαετιών του 1960 και του 1970 στην Ευρώπη
1960-61: Χειμωνιάτικη γενική απεργία στη Βαλλονία του Βελγίου.
1963: Ιταλικές απεργίες ενάντια στη «σκληρή» Χριστιανοδημοκρατική κυβέρνηση Ταμπρόνι.
1968: Γενική απεργία στη Γαλλία. 1968-1969: «Παρατεταμένος Μάης» στην Ιταλία. 1970: Διαδηλώσεις διαμαρτυρίας για τις δίκες των Βά
σκων αγωνιστών στο Μπούργκος, Ισπανία. 1971: Ματωμένη Κυριακή στη Βόρεια Ιρλανδία. 1974: Πτώση της ελληνικής δικτατορίας των συνταγμα
ταρχών πτώση της δικτατορίας στην Πορτογαλία· εμφάνιση των «επιτροπών»· η απεργία των Βρετανών ανθρακωρύχων φέρνει την πτώση της κυβέρνησης των Τόρηδων του Χηθ.
1973-75: Τοπικές γενικές απεργίες στην Ισπανία. 1974-75: Απόπειρες πραξικοπήματος από το στρατηγό
Σπινόλα κλπ. στην Πορτογαλία. 1975: Σεπτέμβριος, οι κομάντος των στρατώνων της
Amadora συλλαμβάνουν επαναστάτες αριστερούς στρατιωτικούς στην Πορτογαλία· το Ιταλικό ΚΚ προτείνει τον «ιστορικό συμβιβασμό» με τους Χριστιανοδημοκράτες.
1976: Το απεργιακό κύμα του πρώτου εξαμήνου στην Ισπανία φτάνει σε ένα επίπεδο χωρίς προηγούμενο· ο Σοάρες νομιμοποιεί τα κόμματα και αναγγέλλει εκλογές στην
129
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
Ισπανία· συνέδριο των ευρωκομμουνιστικών κομμάτων στο Ανατολικό Βερολίνο.
1974-79: Κυβέρνηση των εργατικών του Κάλαχαν στη Βρετανία.
1969-1982: Κυβερνήσεις SPD του Μπραντ και στη συνέχεια του Σμιτ (1974) στη Γερμανία.
1976-1977: Σοσιαλιστική κυβέρνηση του Σοάρες στην Πορτογαλία.
1981- 1986: Κυβέρνηση της αριστεράς στη Γαλλία. 1981: Ο Παπανδρέου σχηματίζει την κυβέρνηση του
ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα. 1983: Σχηματισμός της κυβέρνησης Γκονζάλες στην
Ισπανία.
130
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
Παράρτημα Α
131
Τα Μαθήματα του Μάη του 1968 του Ερνέστ Μαντέλ
Απόσπασμα από το: Ernest Mandel The Lessons of May 1968, London: IMG Publications. 1971 (31 pp), pp. 16-19
Η ένσταση που διατυπώνεται συχνά στη στρατηγική των αντικαπιταλιστικών δομικών μεταρρυθμίσεων, στη στρατηγική του μεταβατικού προγράμματος, την οποία εγώ υποστηρίζω, είναι ότι είναι αποτελεσματική μόνο όταν εφαρμόζεται από τις ίδιες τις μεγάλες οργανώσεις της εργατικής τάξης, τόσο τις βιομηχανικές όσο και τις πολιτικές. Χωρίς το προστατευτικό ανάχωμα που μόνο αυτές οι οργανώσεις είναι ικανές να ανυψώσουν απέναντι στη μόνιμη διείσδυση της αστικής και μικροαστικής ιδεολογίας μέσα στην εργατική τάξη, η τελευταία, σύμφωνα με αυτή την άποψη, είναι προς το παρόν καταδικασμένη να αυτοπεριορίζεται σε αγώνες που έχουν άμεσα οικονομικά αιτήματα. Η εμπειρία του Μάη του 1968 ακύρωσε ολοκληρωτικά αυτή την πεσιμιστική διάγνωση.
Οπωσδήποτε, η ύπαρξη μαζικών συνδικάτων και κομμάτων μη ενσωματωμένων στο καπιταλιστικό καθεστώς, καθώς διαπαιδαγωγούν αδιάκοπα τους εργάτες σε ένα πνεύμα περιφρόνησης και συνολικής αμφισβήτησης αυτού του καθεστώτος, μπορούν να αποτελέσουν ένα ισχυρό ατού στην επιτάχυνση της ωρίμανσης της επαναστατικής ταξικής συνείδησης ανάμεσα στους εργάτες. Αυτό μπορεί να είναι
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
αλήθεια, ακόμη και εάν αυτά τα συνδικάτα και τα κόμματα δεν είναι τα κατάλληλα εργαλεία για την κατάκτηση της εξουσίας. Όμως, η εμπειρία του Μάη του 1968 απέδειξε ότι στην απουσία μιας μαζικής επαναστατικής πρωτοπορίας, το προλεταριάτο καταλήγει να παράξει το ίδιο αυτή την ταξική συνείδηση, επειδή έχει ανατραφεί με όλη την πρακτική εμπειρία των αντιθέσεων του νεοκαπιταλισμού, την οποία οι εργάτες συσσωρεύουν καθημερινά στη διάρκεια πολλών ετών.
Ο Λένιν συνήθιζε να λέει ότι το αυθόρμητο είναι η εμβρυακή μορφή της οργάνωσης. Η εμπειρία του Μάη του 1968 επιτρέπει να επαληθευτεί η σημερινή σημασία αυτής της παρατήρησης με δυο τρόπους. Ο αυθορμητισμός της εργατικής τάξης δεν είναι ποτέ ένας καθαρός αυθορμητισμός. Η ζύμωση ανάμεσα στους εργάτες που διεξάγεται από ομάδες της πρωτοπορίας - μερικές φορές από ένα μόνο έμπειρο επαναστάτη ακτιβιστή - είναι ένας λειτουργικός παράγοντας: η επιμονή και η υπομονή του ανταμείβονται ακριβοδίκαια σε τέτοιες στιγμές, όταν ο κοινωνικός πυρετός φτάνει στον παροξυσμό του. Ο αυθορμητισμός της εργατικής τάξης οδήγησε στην οργάνωση μιας πλατιάς πρωτοπορίας, καθώς στο διάστημα λίγων εβδομάδων χιλιάδες εργάτες κατανόησαν τη δυνατότητα μιας σοσιαλιστικής επανάστασης στη Γαλλία. Κατανόησαν ότι πρέπει να οργανωθούν για το σκοπό αυτό και ύφαναν, με χιλιάδες νήματα, δεσμούς με τους φοιτητές, με τους διανοούμενους, με πρωτοποριακές επαναστατικές ομάδες, οι οποίες λίγο λίγο έδωσαν σχήμα στο μελλοντικό μαζικό επαναστατικό κόμμα του γαλλικού προλεταριάτου, και του οποίου η JCR ήδη φαίνεται να είναι ο πιο συμπαγής και ο πιο δυναμικός πυρήνας.
Δεν είμαι ένας αφελής θαυμαστής του καθαρού και
134
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
απλού αυθορμητισμού της εργατικής τάξης. Ακόμα και αν ο τελευταίος αποκτά ένα νέο κύρος απέναντι στο συντηρητισμό των γραφειοκρατικών μηχανισμών, εμφανίζει προφανή όρια όταν έρχεται αντιμέτωπος με τον κρατικό μηχανισμό και με έναν καταπιεστικό μηχανισμό με υψηλή εξειδίκευση και συγκεντροποίηση. Πουθενά μέχρι τώρα η εργατική τάξη δεν έχει ανατρέψει αυθόρμητα το καπιταλιστικό καθεστώς και το αστικό κράτος σε εθνικό επίπεδο, και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ποτέ δεν θα επιτύχει αυτό το στόχο με αυτό τον τρόπο. Ακόμα και να επεκταθούν τα όργανα της δυαδικής εξουσίας σε μια ολόκληρη χώρα στο μέγεθος της Γαλλίας, είναι, αν όχι αδύνατο, τουλάχιστο πάρα πολύ δύσκολο, απουσία μιας πρωτοπορίας ήδη επαρκώς εμφυτευμένης στα εργοστάσια, να είναι ικανή να γενικεύσει γρήγορα τις πρωτοβουλίες που παίρνουν οι εργάτες σε μερικές πιλοτικές επιχειρήσεις.
Επιπλέον, δεν υπάρχει όφελος να υπερβάλλουμε την κλίμακα της αυθόρμητης πρωτοβουλίας των εργατικών μαζών το Μάη του 1968. Αυτή η πρωτοβουλία μπορεί να ήταν δυνατή παντού, όμως έγινε πραγματικότητα σε έναν περιορισμένο αριθμό περιπτώσεων, είτε στο επίπεδο των αποφάσεων για κατάληψη εργοστασίων, είτε στις παραπάνω αναφερόμενες πρωτοβουλίες για την εγκαθίδρυση μιας δυαδικής εξουσίας. Οι φοιτητές, όταν βρίσκονταν σε δράση, ξέφευγαν από όλες τις προσπάθειες να τους καθοδηγήσουν σε μια ρεφορμιστική κατεύθυνση. Η πλειοψηφία των εργατών, από την άλλη πλευρά, για μια φορά ακόμη επέτρεψε να την καθοδηγήσουν στην κατεύθυνση αυτή. Αυτό δεν θα πρέπει να καταλογισθεί εναντίον της. Η ευθύνη βρίσκεται στην πόρτα των γραφειοκρατικών μηχανισμών, που αγωνίζονταν για χρόνια να απαλύνουν κάθε κριτικό πνεύμα
135
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
ανάμεσά τους, κάθε διαμαρτυρία της αντιπολίτευσης στη ρεφορμιστική ή νεορεφορμιστική γραμμή, κάθε κατάλοιπο εργατικής δημοκρατίας. Η νίκη του Ντε Γκολ στις εκλογές του Ιουνίου του 1968 είναι το τίμημα που πλήρωσε το εργατικό κίνημα για το γεγονός ότι δεν είχε ακόμη αντιστρέψει αυτές τις σχέσεις ανάμεσα στην πρωτοπορία και στις μάζες μέσα στο γαλλικό προλεταριάτο.
Όμως, αν ο Μάης του 1968 απέδειξε για μια ακόμη φορά την απουσία μιας επαρκούς επαναστατικής ηγεσίας και τις αναπότρεπτες συνέπειες στην επιτυχία της επαναστατικής εξέγερσης που απορρέουν από αυτό το γεγονός, η εμπειρία αυτή μας επέτρεψε να δούμε - για πρώτη φορά στη Δύση εδώ και τριάντα χρόνια - τις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος και τους δρόμους που οδηγούν στην επίλυσή του. Αυτό που έλειπε το Μάη του 1968, εάν ήταν να γίνει μια πρώτη αποφασιστική ώθηση προς τη δυαδική εξουσία, εάν η Γαλλία (με όλες τις απαραίτητες επιφυλάξεις) επρόκειτο να γνωρίσει το δικό της Φεβρουάριο του 1917, ήταν μια επαναστατική οργάνωση τόσο μαζική στα εργοστάσια όσο ήταν και στα πανεπιστήμια. Εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή και σε αυτά τα συγκεκριμένα σημεία, μικροί πυρήνες διακεκριμένων εργατών, οπλισμένων με σωστό πολιτικό πρόγραμμα και ανάλυση και ικανών να το κατανοήσουν οι ίδιοι, θα ήταν αρκετοί για να αποτρέψουν τη διάσπαση των απεργιών, να επιβάλουν μαζικές καταλήψεις και τη δημοκρατική εκλογή απεργιακών επιτροπών στα κυριότερα εργοστάσια της χώρας. Βέβαια, αυτό δεν θα ήταν μια εξέγερση ή μια κατάληψη της εξουσίας. Αλλά μια αποφασιστική σελίδα στην ιστορία της Γαλλίας και της Ευρώπης θα είχε ήδη γυρίσει. Όλοι όσοι πιστεύουν ότι ο σοσιαλισμός είναι δυνατός και απαραίτητος θα πρέπει να δράσουν έτσι, ώστε
136
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
αυτή η σελίδα να γυρίσει την επόμενη φορά.
Συμμετοχή, Αυτοδιάθεση και Εργατικός Έλεγχος
Για την κατάκτηση της εξουσίας θα πρέπει να υπάρξει μια επαναστατική πρωτοπορία που θα έχει ήδη πείσει την πλειοψηφία των εργατών και των υπαλλήλων ότι είναι αδύνατο να φτάσουμε στο σοσιαλισμό με τον κοινοβουλευτικό δρόμο, και η οποία θα είναι ήδη ικανή να κινητοποιήσει την πλειοψηφία του προλεταριάτου κάτω από τη σημαία της. Εάν το ΚΚΓ ήταν ένα επαναστατικό κόμμα, δηλαδή εάν είχε εκπαιδεύσει τους εργάτες στο πνεύμα αυτό, ακόμα και σε περιόδους κατά τις οποίες η επανάσταση δεν ήταν στην ημερήσια διάταξη, ακόμα και, όπως το έθετε ο Λένιν, σε αντεπαναστατικές φάσεις, τότε, θεωρητικά, μια τέτοια κατάκτηση της εξουσίας θα ήταν δυνατή το Μάη του 1968. Όμως, τότε πολλά πράγματα θα ήταν τουλάχιστον πολύ διαφορετικά από την πραγματικότητα του Μάη του 1968.
Καθώς το ΚΚΓ δεν είναι ένα επαναστατικό κόμμα, και καθώς καμιά από τις ομάδες της πρωτοπορίας δεν είχε ακόμη στη διάθεση της ένα επαρκές ακροατήριο στην εργατική τάξη, ο Μάης του 1968 δεν μπορούσε να καταλήξει σε μια κατάληψη της εξουσίας. Όμως, μια γενική απεργία συνοδευόμενη από καταλήψεις εργοστασίων θα μπορούσε και θα έπρεπε να καταλήξει στην κατάκτηση δομικών αντικαπιταλιστικών μεταρρυθμίσεων, στην πραγματοποίηση μεταβατικών αιτημάτων, δηλαδή στη δημιουργία μιας δυαδικής εξουσίας. Μιας εμπειρικής εξουσίας των μαζών αντίθετης στη νόμιμη εξουσία του Κεφαλαίου. Για να πραγματοποιηθεί μια τέτοια δυαδική εξουσία, ένα μαζικό επαναστατικό κόμμα δεν είναι απολύτως αναγκαίο· αυτό που
137
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
είναι απαραίτητο είναι μια ισχυρή αυθόρμητη ώθηση από τους εργάτες, διεγειρόμενη, εμπλουτιζόμενη και, εν μέρει, συντονιζόμενη από μια οργανωμένη επαναστατική πρωτοπορία, που είναι ακόμη πολύ αδύναμη για να διεκδικήσει άμεσα την ηγεσία του εργατικού κινήματος από τις παραδοσιακές οργανώσεις, αλλά ήδη αρκετά δυνατή για να τις υπερφαλαγγίσει στην πράξη.
138
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
Παράρτημα Β
139
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
Το Κράτος και η Δυαδική Εξουσία του Νίκου Πουλαντζά
Απόσπασμα από τη συνέντευξη του Νίκου Πουλαντζά στον Henri Weber: «Το Κράτος και η Μετάβαση στο Σοσιαλισμό», International, Vol. 4, Ν° 1, Autumn 1977, pp. 3-12
Ν.Π.: Σε κάθε περίπτωση αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι μέσα στην Τρίτη Διεθνή θεωρώ ότι υπήρχε μια τάση να βλέπουν το κράτος ως εργαλείο που μπορούσε να χειρίζεται κατά τη βούληση της η αστική τάξη. Ακόμη και αν αναγνώριζαν ότι υπήρχαν κάποιες αντιθέσεις μέσα σε αυτό, παρέμενε πάντοτε η άποψη ότι δεν μπορούσε να διεξαχθεί μια καθαρή επαναστατική πάλη στην καρδιά του κράτους στη βάση αυτών των αντιθέσεων.
Τώρα, από την άλλη πλευρά, έχουμε τη θέση της ιταλικής ηγεσίας, που περιγράφεται στο τελευταίο άρθρο του Luciano Gruppi στις Dialectiques, για την αντιφατική φύση του κράτους. Αυτό είναι ολοκληρωτικά διαφορετικό από αυτό που εγώ λέω. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία της αντιφατικής φύσης του κράτους, που επίσης έχει γίνει αποδεκτή από το Γαλλικό ΚΚ, ένα τμήμα του κράτους αντιστοιχεί στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και, ως αποτέλεσμα, ενσωματώνει ουδέτερες ή ακόμη και θετικές λειτουργίες του κράτους, επειδή αντιστοιχεί στην κοινωνικοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων. Με άλλα λόγια, υπάρχουν δύο κράτη: ένα «καλό» κράτος, που τελικά αντιστοιχεί στην
141
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
ανάπτυξη των λαϊκών δυνάμεων μέσα στο ίδιο το κράτος, και ένα «κακό» κράτος. Σήμερα το «κακό» κράτος κυριαρχεί πάνω στο «καλό» κράτος. Το υπερκράτος των μονοπωλίων, που είναι η κακή πλευρά, πρέπει να καταστραφεί, αλλά το κομμάτι του κράτους που αντιστοιχεί στην κοινωνικοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων και του λαϊκού ξεσηκωμού πρέπει να διατηρηθεί.
Αυτή είναι μια ολοκληρωτικά λαθεμένη αντίληψη. Συμφωνώ μαζί σου: ολόκληρο το σημερινό κράτος και όλοι οι μηχανισμοί του (κοινωνική ασφάλεια, υγεία, παιδεία, διοίκηση κλπ.) αντιστοιχούν από την ίδια τη δομή τους στην εξουσία της αστικής τάξης. Δεν πιστεύω ότι οι μάζες μπορούν να κρατήσουν θέσεις αυτόνομης εξουσίας (ακόμη και κάποιες δευτερεύουσες) μέσα στο καπιταλιστικό κράτος· δρουν ως μέσα αντίστασης και στοιχεία διάβρωσης, τονίζοντας τις εσωτερικές αντιφάσεις του κράτους.
Αυτό μας επιτρέπει να ξεφύγουμε από το ψευτοδίλημμα στο οποίο είμαστε τώρα κολλημένοι: είτε να βλέπουμε το κράτος ως μονολιθικό μπλοκ (εδώ είμαι σχηματικός), και έτσι να θεωρούμε την εσωτερική πάλη ως εντελώς δευτερεύον πρόβλημα - με κύριο, αν όχι αποκλειστικό, αντικείμενο το καθήκον να συγκεντροποιήσουμε τη λαϊκή εξουσία, την κατασκευή του αντι-κράτους που θα αντικαταστήσει το καπιταλιστικό κράτος· είτε, αλλιώς, να βλέπουμε το κράτος αντιφατικό και, επομένως, να θεωρούμε ότι η ουσιαστική πάλη πρέπει να επικεντρωθεί μέσα στο κράτος, μέσα στους θεσμούς - πέφτοντας έτσι στην κλασσική σοσιαλδημοκρατική αντίληψη για μια πάλη που περιορίζεται μέσα στους κρατικούς μηχανισμούς.
Εγώ, αντίθετα, πιστεύω ότι είναι απαραίτητο να αναπτυχθεί ένας συντονισμός ανάμεσά τους:
142
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
- από τη μια πλευρά, μια πάλη μέσα στο κράτος. Όχι με την έννοια απλώς μιας πάλης εγκλωβισμένης στα φυσικά όρια του κράτους, αλλά μιας πάλης που να βρίσκεται η ίδια στο στρατηγικό έδαφος που ορίζεται από το κράτος. Με άλλα λόγια, μια πάλη της οποίας ο στόχος δεν είναι να αντικαταστήσει το αστικό κράτος με το εργατικό κράτος μέσα από μια σειρά μεταρρυθμίσεων σχεδιασμένων να καταλάβουν τον ένα αστικό κρατικό μηχανισμό μετά τον άλλο και έτσι να κατακτήσουν την εξουσία, αλλά μια πάλη η οποία να είναι, αν θέλετε, μια πάλη αντίστασης, μια πάλη σχεδιασμένη να οξύνει τις εσωτερικές αντιφάσεις του κράτους, να πραγματοποιήσει ένα βαθύ μετασχηματισμό του κράτους.
- από την άλλη πλευρά, μια παράλληλη πάλη, μια πάλη έξω από τους θεσμούς και τους μηχανισμούς, που αναδεικνύει μια ολόκληρη σειρά εργαλείων, μέσων συντονισμού, οργάνων λαϊκής εξουσίας στη βάση, δομών άμεσης δημοκρατίας στη βάση. Αυτή η μορφή πάλης δεν προσπαθεί να συγκεντροποιήσει έναν τύπο δυαδικής εξουσίας απέναντι στο κράτος, αλλά θα πρέπει να συνδέεται με την πρώτη πάλη.
Νομίζω ότι πρέπει να πάμε πέρα από την κλασσική στρατηγική της δυαδικής εξουσίας, χωρίς να πέσουμε στην παγίδα της στρατηγικής του ιταλικού ΚΚ, που είναι σε τελευταία ανάλυση μια στρατηγική η οποία εντοπίζεται αποκλειστικά στα φυσικά όρια του κράτους.
Το κράτος και η δυαδική εξουσία
H.W. : Ας επικεντρωθούμε σε αυτή την όψη του ζητήματος, και μετά ίσως μπορούμε να επιστρέψουμε στο κράτος από μία παράκαμψη. Είμαι πεπεισμένος ότι πρέπει να δώσουμε έναν αγώνα μέσα στους θεσμούς, να παίξουμε, όσο
143
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
είναι δυνατόν, με τις εσωτερικές αντιφάσεις του κράτους και ότι, στην παρούσα συγκυρία, κάθε μάχη για τον εκδημοκρατισμό των θεσμών και του κράτους είναι μια αποφασιστική μάχη. Επίσης, μια τέτοια πάλη μέσα στους θεσμούς πρέπει να συνδέεται με την πάλη απέξω για να αναπτυχθούν οι μηχανισμοί του λαϊκού ελέγχου και να επεκταθεί η άμεση δημοκρατία. Όμως, φαίνεται ότι αυτό που λείπει από την τοποθέτησή σου, το μελανό της σημείο, είναι ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε αυτές τις εξωτερικές λαϊκές επιτροπές (στα εργοστάσια, στις γειτονιές κλπ.) και στον κρατικό μηχανισμό, ο οποίος, οποιαδήποτε πάλη και αν διεξάγεται στο εσωτερικό του, δεν πρόκειται να υποστεί καμιά αλλαγή ως προς τη φύση του ως αποτέλεσμα. Επομένως, η στιγμή της αλήθειας αναγκαστικά φθάνει όταν θα έχεις μια αναμέτρηση δυνάμεων με τον μηχανισμό. Και αυτός ο κρατικός μηχανισμός, όσο και αν έχει εκδημοκρατιστεί, όσο και αν έχει αδυνατίσει από τη δράση του εργατικού κινήματος μέσα στους θεσμούς του, θα παραμείνει παρόλα αυτά, όπως μπορούμε να δούμε στην Ιταλία σήμερα, στην ουσία ένα εργαλείο της κυριαρχίας της αστικής τάξης πάνω στις λαϊκές μάζες.
Αυτή η αναμέτρηση δυνάμεων μου φαίνεται αναπόφευκτη, και η απόδειξη οποιασδήποτε στρατηγικής είναι η σοβαρότητα με την οποία αυτή η στιγμή της αλήθειας μπαίνει στο λογαριασμό. Αυτοί που λένε περίπου, όπως το λες και εσύ: υπάρχουν αγώνες, τόσο μέσα, όσο και έξω από τους θεσμούς, και είναι απαραίτητο να συντονισθούν αυτά τα δύο και αυτό είναι όλο, στην πραγματικότητα δεν παίρνουν υπόψη τους την αναμέτρηση δυνάμεων, αυτή την αποφασιστική αντιπαράθεση. Η σιωπή αυτή μιλά από μόνη της. Ισοδυναμεί με το να θεωρούμε ότι ο συντονισμός της δράσης έξω και μέσα στους θεσμούς μπορεί, μέσα από μια μακριά,
144
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
145
σταδιακή διαδικασία, να μεταβάλει τελικά τη φύση του κράτους και της κοινωνίας χωρίς μια αναμέτρηση δυνάμεων.
Ξέρεις, αυτό που με ανησυχεί από την παρουσίασή σου, είναι ότι μοιάζει σαν μια δονκιχωτική επίθεση σε ανεμόμυλους, δηλαδή ενάντια σε ανθρώπους που θέλουν να ξανακάνουν την Οκτωβριανή Επανάσταση, όταν αυτό δεν είναι με κανένα τρόπο η περίπτωση της σημερινής άκρας αριστεράς. Δεν θεωρούμε ότι το κράτος είναι ένας μονόλιθος που πρέπει να αντιμετωπισθεί και να κατακερματιστεί αποκλειστικά απέξω. Είμαστε απόλυτα πεπεισμένοι για την ανάγκη ενός «πολέμου θέσεων», και γνωρίζουμε ότι στη Δύση θα υπάρξει μια ολόκληρη περίοδος προετοιμασίας, κατάκτησης της ηγεμονίας, κλπ. Όμως, η βασική διαχωριστική γραμμή, όπου θα πρέπει να πάρεις μια θέση, είναι ότι μερικοί άνθρωποι βλέπουν αυτό τον πόλεμο θέσεων να αποτελεί από μόνος του το μετασχηματισμό της καπιταλιστικής κοινωνίας και του καπιταλιστικού κράτους σε μια σοσιαλιστική κοινωνία και ένα εργατικό κράτος. Ενώ για μας αυτό είναι μόνο το σημείο εκκίνησης για τη δημιουργία των προϋποθέσεων για την αναμέτρηση δυνάμεων που μας φαίνεται αναπόφευκτη σε οποιεσδήποτε περιστάσεις. Το να αγνοείς αυτή την αναμέτρηση δυνάμεων ισοδυναμεί με το να επιλέγεις μια στρατηγική έναντι μιας άλλης.
Ν.Π. : Ωραία, τώρα φτάσαμε κάπου. Συμφωνώ μαζί σου σχετικά με το ζήτημα της ρήξης, την αναμέτρηση δυνάμεων. Όμως, θεωρώ ακόμα ότι η επανάληψη μιας επαναστατικής κρίσης που οδηγεί σε μια κατάσταση δυαδικής εξουσίας είναι εξαιρετικά απίθανη στη Δύση. Οπωσδήποτε, στο ζήτημα της ρήξης, αυτή η αναμέτρηση για την οποία μίλησες μπορεί να λάβει χώρα ανάμεσα στο κράτος και σε μια ολοκληρωτικά εξωτερική δύναμη των συγκεντροποιημένων ορ-
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
γανώσεων της λαϊκής εξουσίας στη βάση. Αυτό είναι το πρόβλημα. Συμφωνώ με την αναγκαιότητα μιας τομής. Όμως, τελικά, δεν είναι ξεκάθαρο ότι μια πραγματικά επαναστατική αναμέτρηση δυνάμεων μπορεί να υπάρξει μόνο αν λάβει χώρα ανάμεσα στο ίδιο το κράτος και δυνάμεις εντελώς έξω από αυτό (ή που χαρακτηρίζονται ως τέτοιες), δηλαδή το κίνημα, τα όργανα λαϊκής εξουσίας, συγκεντροποιημένα στη βάση ως εναλλακτική εξουσία.
Μπορώ να σου δώσω μερικά πολύ απλά παραδείγματα. Για παράδειγμα, ας δούμε τι συνέβη στην Πορτογαλία. Εσύ λες ότι κανένας δεν θέλει να επαναληφθεί ο Οκτώβρης κλπ., αλλά, όταν διαβάζω τι γράφει σήμερα ο Μπενσαΐντ στο βιβλίο του για την Πορτογαλία...
H.W.: La Revolution en marche... Ν.Π.: Όμως, είναι ακριβώς η αντίληψη που αντιμάχο
μαι. Σύμφωνα με αυτόν, το κρίσιμο πρόβλημα στην Πορτογαλία ήταν ότι οι επαναστάτες δεν επέτυχαν να συγκεντροποιήσουν όλη την εμπειρία της λαϊκής εξουσίας στη βάση κλπ., να εγκαθιδρύσουν δυαδική εξουσία, μια εναλλακτική συγκεντροποιημένη εξουσία, η οποία ως τέτοια θα πρέπει να αντιπαρατεθεί με το κράτος. Αυτή πρέπει να είναι η αναπόφευκτη αντιπαράθεση, η ρήξη. Εγώ πιστεύω ότι θα γίνει μια ρήξη, αλλά δεν είναι ξεκάθαρο για μένα ότι θα γίνει απαραίτητα ανάμεσα στο κράτος en bloc και σε ό,τι βρίσκεται έξω από αυτό, τις δομές της λαϊκής εξουσίας στη βάση.
Μπορεί να λάβει χώρα, για παράδειγμα, ακριβώς μέσα στον κρατικό μηχανισμό, ανάμεσα σε ένα τμήμα των ενόπλων δυνάμεων που είναι εξολοκλήρου στην υπηρεσία της αστικής τάξης και σε ένα άλλο τμήμα του τακτικού στρατού που, υποστηριζόμενο επίσης από τη λαϊκή εξουσία στη βάση, από τους αγώνες των συνδικαλισμένων στρατιωτών ή
146
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
από επιτροπές στρατιωτών, μπορεί να έρθει σε ρήξη με τον παραδοσιακό του ρόλο και να περάσει (ένα ολόκληρο τμήμα του κρατικού στρατού) στο πλευρό του λαού. Αυτή είναι η περίπτωση των γεγονότων της Πορτογαλίας: δεν υπήρξε σύγκρουση ανάμεσα σε πολιτοφυλακές από τη μια πλευρά και τον αστικό στρατό από την άλλη. Εάν αυτό το σχήμα δεν λειτούργησε στην Πορτογαλία, δεν είναι επειδή οι επαναστάτες απέτυχαν να συστήσουν μια παράλληλη λαϊκή πολιτοφυλακή που θα είχε ολοκληρωτικά αντικαταστήσει τον κρατικό μηχανισμό σε μια δεδομένη στιγμή, αλλά για μια ολόκληρη σειρά από άλλους λόγους...
Όταν μιλώ για συντονισμό της εσωτερικής πάλης με την εξωτερική, δεν σημαίνει καθόλου ότι απαραίτητα αποφεύγω να μιλώ για τη ρήξη. Αλλά σημαίνει ότι αναγνωρίζω πως η επαναστατική τομή δεν συμβαίνει αναπότρεπτα στη μορφή μιας συγκεντροποίησης του αντι-κράτους που συγκρούεται με το κράτος en bloc. Μπορεί να διαπεράσει το κράτος, και νομίζω ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος που θα συμβεί, επί του παρόντος. Θα υπάρξει μια ρήξη, θα υπάρξει μια στιγμή αποφασιστικής αντιπαράθεσης, αλλά αυτή θα διαπεράσει το κράτος. Τα όργανα της λαϊκής εξουσίας στη βάση, οι δομές της άμεσης δημοκρατίας, θα είναι τα στοιχεία που θα επιφέρουν μια διαφοροποίηση μέσα στον κρατικό μηχανισμό, μια πόλωση ενός μεγάλου τμήματος αυτού του μηχανισμού προς το λαϊκό κίνημα. Αυτό το τμήμα, σε συμμαχία με το κίνημα, θα αντιμετωπίσει την αντίδραση (αντεπαναστατικούς τομείς του κρατικού μηχανισμού που στηρίζονται από τις άρχουσες τάξεις).
Βασικά, θεωρώ ότι, επί του παρόντος, δεν μπορούμε να επαναλάβουμε την Οκτωβριανή Επανάσταση σε οποιαδήποτε μορφή. Θεωρώ ότι η βάση της Οκτωβριανής Επα-
147
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
νάστασης δεν ήταν μόνο η αντιπαράθεση που ανέδειξε ο Γκράμσι ανάμεσα σε έναν πόλεμο κινήσεων και έναν πόλεμο θέσεων. Θεωρώ ότι ο Γκράμσι επίσης διατηρεί βασικά το σχήμα και το μοντέλο της Οκτωβριανής Επανάστασης...
H.W.: Απολύτως! Ν.Π.: Τι εννοεί ο Γκράμσι με τον πόλεμο θέσεων; Ο
πόλεμος θέσεων είναι να περικυκλώσουμε το ισχυρό κάστρο του κράτους απέξω, με τις δομές της λαϊκής εξουσίας. Όμως, στο τέλος είναι πάντοτε η ίδια ιστορία. Πρόκειται για ένα ισχυρό κάστρο, σωστά; Επομένως είτε εξαπολύεις μια επίθεση σε αυτό (πόλεμος κινήσεων) είτε το πολιορκείς (πόλεμος θέσεων). Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει στο έργο του Γκράμσι η αντίληψη ότι μια πραγματική επαναστατική ρήξη, συνδεδεμένη με μια εσωτερική πάλη, μπορεί να συμβεί σε αυτό ή στο άλλο σημείο του κρατικού μηχανισμού. Δεν υφίσταται στον Γκράμσι. Όμως, εγώ ο ίδιος βρίσκω δύσκολο να πιστέψω ότι μια κλασσική κατάσταση δυαδικής εξουσίας μπορεί να συμβεί ξανά στην Ευρώπη, κυρίως λόγω της ανάπτυξης του κράτους, της εξουσίας του, της ενσωμάτωσής του μέσα στην κοινωνική ζωή, μέσα σε όλους τους τομείς κλπ. Αυτή η ανάπτυξη και η εξουσία, η πολύ δυνατή όταν συγκρούεται με μια κατάσταση δυαδικής εξουσίας, είναι επίσης ταυτόχρονα και πολύ αδύναμη: γιατί τώρα η εναλλακτική εξουσία, αν θέλεις, μπορεί με κάποιο τρόπο να εμφανισθεί επίσης μέσα στο κράτος. Οι ρήξεις μπορούν να συμβούν από μέσα από το κράτος και αυτό είναι η αδυναμία του.
H.W.: Η δυσκολία είναι να καταλάβουμε για ποιες ρήξεις μιλάμε. Ποια είναι η φύση τους, η έκταση τους; Οπωσδήποτε μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι ρήγματα αυτού του είδους μέσα στους κρατικούς θεσμούς περιλαμβάνουν
148
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
θέσεις που μπορεί να έχουν κατακτηθεί πριν ή κατά τη διάρκεια της κρίσης, αλλά είναι σχετικά δευτερεύουσες θέσεις. Η πεμπτουσία του κρατικού μηχανισμού, όπου η πραγματικότητα της εξουσίας είναι πραγματικά συγκεντρωμένη, δεν περνά στην πλευρά της επανάστασης. Και εάν νομίζεις ότι ένα μαζικό επαναστατικό κίνημα μπορεί να πολώσει κρίσιμους τομείς του κρατικού μηχανισμού - μπορεί να πολώσει, για παράδειγμα, την πλειοψηφία της κάστας των αξιωματικών - τότε αυτό συνεπάγεται ότι θεωρείς πως το κράτος είναι δυνητικά ουδέτερο. Ως συνέπεια, έχεις ασαφή αντίληψη για τον ταξικό χαρακτήρα αυτού του μηχανισμού και του ηγετικού του προσωπικού.
Ακόμα, θεωρώ ότι το καλύτερο παράδειγμα που έχουμε είναι αυτό της Ιταλίας. Εδώ η ανάπτυξη του μαζικού κινήματος, στα εργοστάσια και παντού, έχει δημιουργήσει ένα δημοκρατικό κίνημα μέσα στην αστυνομία, τη δικαιοσύνη, την αστυνομική διοίκηση (σε όλους τους κρατικούς μηχανισμούς), αλλά αυτά τα κινήματα επηρεάζουν μόνο την περιφέρεια, τα άκρα αυτών των μηχανισμών, και όχι τον πυρήνα τους.
Επομένως, αβίαστα αναγνωρίζω ότι μια από τις ουσιαστικές λειτουργίες του λαϊκού κινήματος και μιας επαναστατικής στρατηγικής είναι το να αποδιαρθρώσει τον κρατικό μηχανισμό και να τον σπρώξει στην κρίση, να τον παραλύσει, να τον στρέψει όσο είναι δυνατόν ενάντια στην αστική κοινωνία. Αυτό είναι σχετικά εύκολο στα σχολεία, σε μερικές κυβερνητικές υπηρεσίες κλπ., των οποίων ο ταξικός χαρακτήρας είναι περισσότερο ενδιάμεσος. Γίνεται πολύ πιο δύσκολο όταν πηγαίνεις σε μηχανισμούς άμεσης συνάφειας, όπως η αστυνομία, ο στρατός, η δικαιοσύνη, οι υψηλές βαθμίδες της δημόσιας διοίκησης, ή ακόμη και τα
149
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
μέσα μαζικής ενημέρωσης, η τηλεόραση και ο τύπος - αν και είναι δυνατό, και έχουμε αυτό το στόχο. Όμως, δεν πρέπει να έχουμε αυταπάτες στο πού μπορούμε να φθάσουμε από αυτή την άποψη. Δεν θα υπάρξει ένα κάθετο σχίσμα στη μέση, από τη κορυφή μέχρι τη βάση. Δεν θα εγκαταστήσουμε δυαδική εξουσία μέσα στο κράτος, κατακτώντας τη μισή κρατική εξουσία από την κορυφή μέχρι τη βάση και κερδίζοντας έναν-έναν, από τους μισούς υπουργούς μέχρι τους μισούς διευθυντές των ταχυδρομείων, στην πλευρά του λαϊκού κινήματος! Θα κάνουμε επιθέσεις, αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με τη συνεχιζόμενη ύπαρξη του κρατικού μηχανισμού, του κράτους ως οργάνου κυριαρχίας και επιτελείου της αντεπανάστασης. Επομένως, προκύπτει η ανάγκη να λογαριαστούμε μια για πάντα.
Αν παραμένω πεπεισμένος για την αλήθεια της αντίληψης της δυαδικής εξουσίας, σαφώς με διαφορετικές μορφές από αυτές της τσαρικής Ρωσίας, και προφανώς συνδεδεμένες με την αυξανόμενη κρίση του κρατικού μηχανισμού, είναι επειδή είμαι πεπεισμένος ότι ο πυρήνας του κρατικού μηχανισμού θα πολωθεί προς τα δεξιά. Μπορούμε να το δούμε στην Ιταλία, το είδαμε στη Χιλή και στην Πορτογαλία και μπορούμε να το δούμε παντού, όπου η άρχουσα τάξη απειλείται και όπου τα όργανα της κυριαρχίας της, ως συνέπεια, αποβάλλουν τα φιλελεύθερα και δημοκρατικά φτιασίδια τους για να αποκαλύψουν τον ρόλο τους πλήρως απογυμνωμένο.
Άμεση δημοκρατία και αντιπροσωπευτική δημοκρατία
Ν.Π.: Έχεις δίκιο σε πολλά σημεία, αλλά νομίζω ότι σε κάθε περίπτωση είμαστε αντιμέτωποι με ένα ιστορικό ρί
150
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
σκο. Η νέα στρατηγική που πρέπει να αφομοιωθεί στη συγκεκριμένη κατάσταση στη Δύση, όπου η ανάλυσή μου με παρακινεί να συμπεράνω ότι δεν μπορεί να υπάρξει μια κατάσταση δυαδικής εξουσίας, εμπεριέχει το ρίσκο, το προφανές ρίσκο - και ο καθένας είναι ενήμερος γι' αυτό - ότι η μεγάλη πλειοψηφία του κατασταλτικού κρατικού μηχανισμού θα πολωθεί προς τα δεξιά, και επομένως θα συντρίψει το λαϊκό κίνημα.
Έχω πει ήδη ότι νομίζω πως πρέπει, πρώτα απ' όλα, να έχουμε στο μυαλό μας ότι αυτό είναι μια μακρόχρονη διαδικασία. Πρέπει να καταλάβουμε τις συνέπειες αυτού. Μιλάμε για τη ρήξη, όμως δεν είναι ξεκάθαρο ότι θα υπάρξει μια μοναδική, μεγάλη ρήξη. Από την άλλη πλευρά, είναι επίσης φανερό ότι κινδυνεύεις να πέσεις σε μια σταδιακή θεώρηση, αν μιλάς για μια σειρά από ρήξεις. Παρόλα αυτά, αν μιλάμε για μια μακρόχρονη διαδικασία, θα πρέπει να συμβιβαστούμε με το γεγονός ότι αυτό μπορεί να σημαίνει μόνο μια σειρά από ρήξεις, είτε τις ονομάζουμε διαδοχικές, είτε όχι. Αυτό που έχει για μένα σημασία είναι η ιδέα μιας «μακράς διαδικασίας». Τι μπορεί κανείς να εννοεί με μια «μακρά διαδικασία», αν μιλάει ταυτόχρονα για ρήξη;
H.W.: Σημαίνει, για παράδειγμα, αυτό που είδαμε στην Ιταλία. Από το 1962 και, πολύ απότομα, από το 1968, μια σχετικά μακρά διαδικασία εκτυλίσσεται. Ήδη μετράει δέκα ή δεκαπέντε χρόνια ενός ανερχόμενου λαϊκού κινήματος, μιας διάβρωσης της αστικής ηγεμονίας, που είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη μορφών άμεσης δημοκρατίας στη βάση και μιας αυξανόμενης κρίσης του κρατικού μηχανισμού, και εγκαινίασε μια εντονότερη κρίση και, πράγματι, μια αναμέτρηση δύναμης...
Ν.Π.: Ναι, αλλά διήρκεσε. Η διαδικασία διαφοροποιεί-
151
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
ται παρόλα αυτά, επειδή έχουμε δει επίσης τι συνέβη στην Πορτογαλία. Στη συνέχεια, η πιθανότερη υπόθεση πάνω στην οποία πρέπει να δουλέψει κανείς στη Γαλλία είναι το Κοινό Πρόγραμμα. Με άλλα λόγια, το ενδεχόμενο η αριστερά θα αναλάβει την εξουσία, ή μάλλον την κυβέρνηση, συνοδευόμενη από μια πελώρια κινητοποίηση των λαϊκών μαζών. Γιατί, είτε δεν θα συμβεί λαϊκή κινητοποίηση, περίπτωση στην οποία το καλύτερο που θα έχουμε θα είναι μια σοσιαλδημοκρατική εμπειρία· είτε θα συμβεί μια μαζική κινητοποίηση των λαϊκών μαζών, η οποία θα συμπίπτει με μια αριστερή κυβέρνηση, πράγμα το οποίο συνεπάγεται ήδη έναν αριθμό από σημαντικές αλλαγές στην κορυφή του κρατικού μηχανισμού: με άλλα λόγια, η αριστερά, καταλαμβάνοντας την κορυφή του κράτους, θα οδηγηθεί (είτε το θέλει, είτε όχι) στο να αναλάβει τον εκδημοκρατισμό του κράτους, επίσης από τα πάνω. Στην Ιταλία, το ΚΚ βρέθηκε το ίδιο στον προθάλαμο της εξουσίας και, ταυτόχρονα, στερείτο ακόμη και των ελαχίστων μέσων να κινητοποιήσει τις μάζες ή να μεταβάλει τη δομή των κρατικών μηχανισμών που μια αριστερή κυβέρνηση στη Γαλλία θα διέθετε. Εδώ βρίσκεται το πρώτο σας πρόβλημα.
152
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
Άνθρωποι, οργανώσεις και γεγονότα που αναφέρονται
Adler Max (1873-1937): Αυστριακός κοινωνιολόγος, ιδεολόγος του Αυστρομαρξισμού την περίοδο του μεσοπολέμου· συγγραφέας του βιβλίου Δημοκρατία και Εργατικά Συμβούλια.
Αλλιέντε Σαλβαδόρ (1908-1973): Χιλιανός σοσιαλιστής· εκλεγμένος πρόεδρος της Δημοκρατίας το 1970· δολοφονήθηκε με το πραξικόπημα του Σεπτεμβρίου του 1973.
Αστουριανή εξέγερση (Ισπανία): Οκτώβριος 1934, γενική απεργία και εξέγερση βασισμένη στις επιτροπές UHP (Ενώσεις Προλεταριακής Αλληλεγγύης).
Αυστρομαρξιστές: Αριστερό σοσιαλδημοκρατικό ρεύμα στην Αυστρία την περίοδο του μεσοπολέμου. Προσπάθησε να ιδρύσει τη Δεύτερη και Μισή Διεθνή. Κύριοι ηγέτες, ο Otto Bauer και ο Karl Renner.
Βαρκελώνης, εξέγερση: Η ένοπλη αντίσταση των αριστερών Αναρχικών (Φίλοι του Ντουρούτι) και του POUM που προκλήθηκε από την απόπειρα της Περιφερειακής Κυβέρνησης της Καταλονίας να ανακαταλάβει το τηλεφωνικό κέντρο.
Μπερλινγκουέρ, Ενρίκο (1922-1984): Ιταλός κομμουνιστής- γενικός γραμματέας του PCI από το 1972· πρότεινε τον «ιστορικό συμβιβασμό» με τους Χριστιανοδημο
153
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
κράτες. Μπέρνσταϊν, Έντουαρντ (1850-1932): Γερμανός σοσι
αλιστής, εκδότης του Σοσιαλδημοκράτη 1881-1890· υπήρξε εμπνευστής του ρεβιζιονιστικού ρεύματος· έγινε «κεντριστής» στη διάρκεια του Β΄ ΠΠ· προσχώρησε στο USPD το 1917 και επανήλθε στο SPD το 1918.
Μπίσμαρκ, Όττο φον (1815-1898): Συντηρητικός πρωθυπουργός της Πρωσίας και, στη συνέχεια, της Γερμανίας, 1862-1890.
Μπολσεβίκικο Κόμμα: Ιδρύθηκε από την αριστερή φράξια του προπολεμικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος Ρωσίας· ηγήθηκε της σοβιετικής εξέγερσης του Οκτώβρη του 1917 και των σοβιετικών κυβερνήσεων που ακολούθησαν.
Μπολσεβικοποίηση της Κομμουνιστικής Διεθνούς: Η ανασύνταξη της Κομμουνιστικής Διεθνούς που δρομολογήθηκε από τον Ζινόβιεφ το 1924.
Μπορντίγκα, Αμαντέο (1889-1970): Ιταλός σοσιαλιστής, ιδρυτής του PCI· ήταν αντίθετος στην τακτική του ενιαίου μετώπου το 1922· διαγράφηκε από το PCI το 1930, επειδή άσκησε κριτική στο σταλινισμό από τα αριστερά.
Bourses du Travail: Κεντρικά γραφεία των επιτροπών των συνδικάτων της πόλης, που δημιουργήθηκαν στη Γαλλία τη δεκαετία του 1880.
Bobbio, Norberto (1909-2004): Ιταλός «φιλελεύθερος -σοσιαλιστής», φιλόσοφος και ιστορικός· αντίπαλος του ναζισμού, αλλά και του μπολσεβικισμού· δημοσιογραφούσε στην La Stampa· ένθερμος υποστηρικτής του ιστορικού συμβιβασμού.
Μπράντλερ, Χάινριχ (1881-1967): Γερμανός σοσιαλιστής και συνδικαλιστής ηγέτης· συμμετείχε στον
154
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
155
Spartakusbund, στο USPD και στο KPD· υπήρξε ηγέτης της «δεξιάς» πτέρυγας του KPD μαζί με τον Paul Levi. To KPD ζήτησε από το SPD να του δοθεί η θέση του υπουργού των εσωτερικών στη κυβέρνηση Zeigner της Σαξονίας το 1923, αλλά του δόθηκε μόνο η Γραμματεία του ανωτάτου δικαστηρίου.
CFDT (Confederation Française Démocratique du
Travail, Γενική Δημοκρατική Συνομοσπονδία Εργασίας της Γαλλίας): Γαλλική σοσιαλδημοκρατική συνομοσπονδία συνδικάτων χριστιανικής προέλευσης. Μετά το 1968 «καναλιζάρησε» τη μαχητικότητα των νέων εργατών, μέχρι που επανήλθε στο «κέντρο» στο τέλος της δεκαετίας του 1970, υπό τον ηγέτη της Edmond Maire.
CGIL (Confederazione Generale Italiana del Lavoro, Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας Ιταλίας): Η κυριότερη ιταλική συνδικαλιστική συνομοσπονδία, ελεγχόμενη από το PCΙ.
CGT (Confederation Generale du Travail, Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας): Η κυριότερη γαλλική συνδικαλιστική συνομοσπονδία ελεγχόμενη από το PCF.
CNT (Confederation Nacional del Trabajo, Εθνική Συνομοσπονδία Εργασίας): Η κυριότερη ισπανική συνδικαλιστική συνομοσπονδία μέχρι το τέλος του εμφυλίου πολέμου, ελεγχόμενη από αναρχικά ρεύματα.
Κομμουνιστική Διεθνής (Comintern) ή Τρίτη Διεθνής: Ιδρύθηκε το 1919, διαλύθηκε το 1943.
Έρπων Μάης: Κύμα μαζικών και μαχητικών απεργιών στην Ιταλία το 1968 και 1969.
Τσεχοσλοβάκικη εμπειρία: Αναφέρεται εδώ στην κοινοβουλευτική ερμηνεία του συνθήματος της εργατικής κυβέρνησης που δόθηκε από τον ηγέτη του τσεχικού ΚΚ
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
Smeral Bohumir, που ήρθε σε διαπραγματεύσεις με το τσεχικό ΣΚ στις αρχές της δεκαετίας του 1920.
Ντε Γκολ, Σαρλ (1890-1970): Γάλλος στρατηγός- ίδρυσε το κίνημα της Ελεύθερης Γαλλίας στο Λονδίνο (1941-44)· σχημάτισε την προσωρινή κυβέρνηση το 1944, παραιτήθηκε το 1946. Ηγήθηκε πραξικοπήματος το 1958· πρόεδρος της Γαλλίας από το 1958 μέχρι το 1969, όταν παραιτήθηκε μετά από ήττα σε δημοψήφισμα.
ERP (Ejercito Revolutionario del Pueblo, Λαϊκός Επαναστατικός Στρατός): Ένοπλη πτέρυγα του αργεντίνικου PRT (Επαναστατικό Κόμμα Εργατών) στις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Ευρωκομμουνισμός: Ρεύμα των ΚΚ της Δύσης που διεκδίκησε μεγαλύτερη ανεξαρτησία από τη Μόσχα· κορυφώθηκε με τη σύνοδο στο Ανατολικό Βερολίνο το 1975.
Έκτακτο συνέδριο του PSOE (γέννηση του PCE): Τον Απρίλιο του 1921, το συνέδριο του PSOE άκουσε την έκθεση των απεσταλμένων που επέστρεψαν από τη Μόσχα. Η πλειοψηφία απέρριψε την προσχώρηση στην Τρίτη Διεθνή και η μειοψηφία διασπάσθηκε και σχημάτισε το PCE.
FAI (Federation Anarquista Iberica, Αναρχική Ομοσπονδία Ιβηρικής): Μυστική αναρχική οργάνωση μέσα στη CNT, ιδρύθηκε το 1927.
Fichte, Johann (1762-1814): Γερμανός φιλόσοφος· υποστήριζε την ενοποίηση της Γερμανίας από την έδρα του στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου.
Focoists: Αριστεριστές στη Λατινική Αμερική τις δεκαετίες του 1960 και 1970, οι οποίοι υποστήριζαν ότι οι βάσεις των ανταρτών πρέπει να είναι η ραχοκοκαλιά του επαναστατικού κινήματος. Ο Ρεζί Ντεμπραί συστηματοποί
156
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
ησε τη στρατηγική στο Επανάσταση μέσα στην Επανάσταση.
Fonseca Amador, Carlos (1936-1976): Γεννήθηκε στη Ματαγκάλπα της Νικαράγουας· προσχώρησε στο ΚΚ (Partido Socialista Nicaragüense, Νικαραγουανό Σοσιαλιστικό Κόμμα) το 1955· εμπνεύσθηκε από την κουβανέζικη επανάσταση· ίδρυσε το FSLN το 1961· εκτελέσθηκε από τη δικτατορία του Σομόζα.
Φορντισμός: Το οικονομικό σύστημα της μαζικής παραγωγής για μαζική κατανάλωση που αντικατέστησε τον τεϋλορισμό μετά τη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930, και είχε συνέπεια ορισμένες παραχωρήσεις στους μισθούς, σύμφωνα με την κανονιστική σχολή του Aglietta και άλλων.
Τέταρτη Διεθνής: Παγκόσμια επαναστατική σοσιαλιστική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1938, αντιπολιτευόμενη τον σταλινισμό και τη σοσιαλδημοκρατία· αναπτύχθηκε με τη ριζοσπαστικοποίηση των δεκαετιών του 1960 και 1970.
Φρανκισμός: Το καθεστώς του Φρανσίσκο Φράνκο ( 1892-1976), του στρατηγού που ηγήθηκε του στρατιωτικού πραξικοπήματος το 1936 και εγκαθίδρυσε ένα φασιστικό καθεστώς στην Ισπανία μετά τον εμφύλιο πόλεμο (1936-1939)· κυβέρνησε μέχρι το θάνατό του.
Fischer, Ernst (1899-1972): Αυστριακός δημοσιογράφος, συγγραφέας και πολιτικός· μέλος του αυστριακού ΚΚ από το 1934, πήρε μέρος στην εξέγερση του Schutzbund.
διέφυγε στην Τσεχοσλοβακία και στη συνέχεια στη Μόσχα το 1938, όπου εργάσθηκε για την Κομιντέρν.
Freikorps: Γερμανική παραστρατιωτική οργάνωση που συστάθηκε από τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης το Δεκέμ-
157
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
βριο του 1918. FSLN (Frente Sandinista de Liberation Nacional, Σα
ντινιστικό Εθνικοαπελευθερωτικό Μέτωπο): Σχηματίσθηκε τον Ιούλιο του 1961 από μια διάσπαση του ΚΚ (PSN) που υποστήριζε την ένοπλη πάλη και το κουβανέζικο μοντέλο, και από άλλους· διασπάσθηκε σε τρεις φράξιες το 1975-76: την Προλεταριακή Τάση, την Τάση του Παρατεταμένου Λαϊκού Πολέμου και την Τάση Tercerista (Τρίτη Τάση)· αυτές ενοποιήθηκαν τον Μάρτιο του 1979· το μέτωπο ηγήθηκε της εξέγερσης του Ιουλίου του 1979 και των μετέπειτα νικαραγουανών κυβερνήσεων.
Περιφερειακή Κυβέρνηση της Καταλονίας (Generalität
de Catalunya): Η αυτόνομη κυβέρνηση της Καταλονίας τη δεκαετία του 1930 μέσα στο Ισπανικό Κράτος.
Ζισκάρ ντ Εσταίν, Βαλερυ (γεννημένος το 1926): Γάλλος πολιτικός, ηγέτης της μη-Γκολικής κεντροδεξιάς· πρόεδρος της Γαλλίας από το 1974 μέχρι το 1981.
Goldmann, Lucien (1913-1970): Γάλλος φιλόσοφος και κοινωνιολόγος- καθηγητής στο EHESS του Παρισιού· υποστηρικτής του στρουκτουραλισμού.
Gorter, Herman (1864-1927): Ολλανδός ποιητής· σοσιαλιστής και, στη συνέχεια, κομμουνιστής.
Gorz, André (1927-2007): Γαλλο-αυστριακός κοινωνικός φιλόσοφος· το 1964 συνιδρυτής της εβδομαδιαίας πολιτικής επιθεώρησης Le Nouvel Observateur· υποστηρικτής, επίσης, της υπαρξιστικής εκδοχής του μαρξισμού του Ζαν Πολ Σαρτρ μετά τον πόλεμο· το Μάη του '68 διαχώρισε τη θέση του και στράφηκε στην πολιτική οικολογία.
Grossmann, Vassili (1905-1964): Σοβιετικός συγγραφε
158
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
159
ας και δημοσιογράφος· πολεμικός ανταποκριτής της εφημερίδας του Κόκκινου Στρατού στη διάρκεια του ΒΠΠ· το απαγορευμένο στην ΕΣΣΔ έργο του Ζωή και Πεπρωμένο μεταφράστηκε και εκδόθηκε πρόσφατα στα ελληνικά.
Γκράμσι, Αντόνιο (1891-1937): Εκδότης του L'Ordine nuovo το 1919· ιδρυτικό μέλος του ΚΚΙ· συνελήφθη το 1926 και φυλακίσθηκε μέχρι το 1937.
Εστιατόρια της αγάπης (Restos du Cœur): Γαλλική φιλανθρωπική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1985 από τον κωμικό ηθοποιό Coluche, με κύρια δραστηριότητα τη διανομή πακέτων φαγητού και ζεστών γευμάτων σε αυτούς που έχουν ανάγκη.
Ομάδα των Δώδεκα: Παρακινούμενοι από την τάση Tercerista, δώδεκα γνωστές προσωπικότητες της οικονομίας, της θρησκείας και του πολιτισμού στη Νικαράγουα δημοσίευσαν μια έκκληση ενάντια στον Σομόζα στην La Prensa τον Νοέμβριο του 1977 και προσχώρησαν στο Πλατύ Μέτωπο της Αντιπολίτευσης (FAO) τον Ιούλιο του 1978.
Halle, συνέδριο του: Συνέδριο του USPD το 1920, στο οποίο το κόμμα διασπάστηκε και η πλειοψηφία απεφάσισε να ενοποιηθεί με το μικρότερο KPD.
Hegel, Georg Wilhelm Friedrich (1770-1831): Γερμανός φιλόσοφος, συγγραφέας της Επιστήμης της Λογικής· αντικατέστησε τον Fichte στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου.
Ingrao Pietro: Ιταλός κομμουνιστής· ηγέτης του αριστερού ρεύματος στο PCI τις δεκαετίες του 1960 και του 1970.
KAPD (Kommunistische Arbeiters Partei Deutschlands, Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
Γερμανίας): Γερμανικό «υπεραριστερό» κόμμα· ιδρύθηκε το 1920· έγινε δεκτό στην Κομμουνιστική Διεθνή ως «συμπαθούν κόμμα».
Κάουτσκυ, Καρλ (1854-1938): Γερμανός σοσιαλιστής.
εκδότης της Neue Zeit (1883-1917)· προσχώρησε στο USPD το 1917· επέστρεψε στο SPD το 1920.
KPD (Kommunistische Partei Deutschlands, Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας): Ιδρύθηκε το Δεκέμβριο του 1918-Ιανουάριο του 1919 ενοποιήθηκε με την αριστερά του USPD, το Δεκέμβριο του 1920, για να σχηματισθεί το ενιαίο VKPD.
LCR (Liga Comunista Revolucionaria): Επαναστατική μαρξιστική οργάνωση στο Ισπανικό κράτος, η οποία ιδρύθηκε το 1971 από την «Grupo Comunismo» και ενοποιήθηκε με την ETA-VI το 1973.
Λένιν, Βλαδίμηρος (1870-1924): Ρώσος σοσιαλιστής· ηγέτης του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος και μετά του Μπολσεβίκικου Κόμματος· πρόεδρος του Συμβουλίου των Λαϊκών Επιτρόπων το 1917· εισηγήθηκε την ίδρυση και ηγήθηκε της Τρίτης Διεθνούς.
Le Pors, Anicet (γεννημένος το 1931): Γάλλος κομμουνιστής ηγέτης· ένας από τους τέσσερις υπουργούς του ΚΚΓ στην κυβέρνηση 1981-84· αργότερα διαφωνών.
Levi, Paul (1883-1930): Γερμανός σοσιαλιστής· δικηγόρος της Ρόζας Λούξεμπουργκ· μέλος της Αριστεράς του Τσίμερβαλντ και ιδρυτικό μέλος του KPD, στο οποίο πολέμησε τον υπεραριστερισμό· διαγράφηκε το 1921, όταν κατήγγειλε δημόσια τη «δράση του Μαρτίου»· στη συνέχεια υπήρξε ηγέτης της αριστερής πτέρυγας του SPD.
Απελευθέρωση (Γαλλία, Ιταλία, Ελλάδα κλπ.): Η περίοδος κατά την οποία τα γερμανικά στρατεύματα ηττήθη-
160
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
161
καν από τα κινήματα της εξέγερσης και τα συμμαχικά στρατεύματα και η περίοδος που επακολούθησε (1943-47).
Lip, απεργία: Οι εργαζόμενοι σε ένα γαλλικό εργοστάσιο ωρολογοποιίας στη Jura, που απειλούνταν με κλείσιμο, το κατέλαβαν και λειτούργησαν την επιχείρηση με πανεθνική υποστήριξη για περισσότερο από ένα χρόνο.
Λιβόρνο, συνέδριο: Συνέδριο του ιταλικού SP (Partito Socialista, Σοσιαλιστικό Κόμμα) τον Ιανουάριο του 1921, στο οποίο η αριστερή μειοψηφία υπό την ηγεσία του Μπορντίγκα ίδρυσε το PCI, χωρίς την υποστήριξη της κεντροαριστεράς του Serrati.
Lotta Continua: Ιταλική ακροαριστερή, αυθορμητίστικη οργάνωση που ιδρύθηκε από μια διάσπαση του Potere Operaio στο τέλος της δεκαετίας του I960· κατέρρευσε το 1977.
Λούξεμπουργκ. Ρόζα (1870-1919): Ηγέτιδα του πολωνικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και του γερμανικού SPD. ίδρυσε τη Spartakusbund το 1914 και, στη συνέχεια, το ΚΡD 1919.
Maire, Edmond (γεννημένος το 1931): Γάλλος συνδικαλιστής. ηγέτης της CFDT· υπερασπιστής της αυτοδιαχείρισης, μετακινήθηκε προς τα δεξιά στο τέλος της δεκαετίας του 1970.
Μάης του '68: Γαλλική γενική απεργία περίπου 10 εκατομμυρίων εργατών που διήρκεσε αρκετές εβδομάδες· πυροδοτήθηκε από φοιτητικές διαδηλώσεις και σηματοδότησε ένα μεγάλο κύμα ριζοσπαστικοποίησης.
MC (Movimiento Comunista, Κομμουνιστικό Κίνημα): Ακροαριστερή οργάνωση στο ισπανικό κράτος· η προέλευση της βρίσκεται σε διασπάσεις της ΕΤΑ στα 1966-67
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
και σε μια σειρά ενοποιήσεις που οδήγησαν στο MC το 1972· από το 1977 άρχισε να απομακρύνεται από την αρχική του μαοϊκή ιδεολογία.
Μιτεράν, Φρανσουά (1916-1996): Γάλλος αριστερός πολιτικός· προσχώρησε στο Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS) και έγινε ο ηγέτης του το 1971· πρόεδρος της Δημοκρατίας από το 1981 μέχρι το 1994.
Νιν, Αντρέου (1892-1937): Καταλανός ηγέτης της Σοσιαλιστικής Νεολαίας και της CNT εκλέχθηκε στη γραμματεία της Κόκκινης Συνδικαλιστικής Διεθνούς το 1920· μέλος της Διεθνούς Αριστερής Αντιπολίτευσης, ίδρυσε το POUM. υπουργός Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση της Καταλονίας το 1936· εκτελέστηκε από την GPU το 1937.
Ροκάρ, Μισέλ (γεννημένος το 1930): Γενικός γραμματέας του Ενοποιημένου Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSU)-από τη θέση αυτή είχε ενεργό συμμετοχή στα γεγονότα του Μάη του '68· το 1969, ως υποψήφιος για την προεδρία, έλαβε το 3.6% των ψήφων εγκαταλείπει το κόμμα του και γίνεται μέλος του PS. το 1978 εκλέγεται βουλευτής και αναλαμβάνει Υπουργός σχεδιασμού, χωροταξίας και γεωργίας στις κυβερνήσεις Μιτεράν το 1988, μετά την επανεκλογή Μιτεράν στην προεδρία, ορίζεται πρωθυπουργός και παραμένει στο αξίωμα μέχρι το 1991· μετά τη συντριβή του PS στις βουλευτικές εκλογές του 1993 αναλαμβάνει γενικός γραμματέας του κόμματος· μετά τη νέα συντριβή του κόμματος του στις ευρωεκλογές του 1994 αναγκάζεται σε παραίτηση μετέπειτα ευρωβουλευτής του PS.
Σύμφωνο Ενότητας στη Δράση (1935): Σύμφωνο ανάμεσα στο γαλλικό ΚΚ (PCF) και το ΣΚ (PS), το οποίο προηγήθηκε της συμφωνίας τους με το Ριζοσπαστικό Κόμμα
162
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
I 1 6 3
το 1936 για να σχηματίσουν την κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου.
Schutzbund Republikanischer (Δημοκρατικός Σύνδεσμος Άμυνας): Παραστρατιωτική οργάνωση του αυστριακού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, η οποία ιδρύθηκε το 1923· στην εξέγερση της 15ης Ιουλίου του 1927, στο αποκορύφωμα της γενικής απεργίας στη Βιέννη, η αστυνομία άνοιξε πυρ στο πλήθος σκοτώνοντας 84 διαδηλωτές.
Schutzbund, εξέγερση (αυστριακός εμφύλιος): Τον Ιούνιο του 1933, η δεξιά αυστριακή κυβέρνηση αποφάσισε τον αφοπλισμό του Schutzblind, που πέρασε στην παρανομία· τον Φεβρουάριο του 1934 σημειώθηκαν ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα στην αστυνομία, τον στρατό και το Schutzbund, οι οποίες επεκτάθηκαν από τη Βιέννη σε μια σειρά από αυστριακές πόλεις.
Πάνεκουκ, Άντον (1873-1960): Ολλανδός σοσιαλιστής· ιδρυτής του Ολλανδικού ΚΚ· θεωρητικός του KAPD.
PCE (Partido Comunista de España): Ισπανικό ΚΚ· σχηματίστηκε το 1921 με την ενοποίηση του προϋπάρχοντος PCE (πρώην Σοσιαλιστική Ομοσπονδία Νεολαίας που ιδρύθηκε το 1920) και του PCOE (μειοψηφία του PSOE)-συμμετείχε στην κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου· έγινε μαζικό κόμμα στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου και αναδύθηκε ξανά τη δεκαετία του 1970 ως επικεφαλής των Εργατικών Επιτροπών.
PCF (Parti communiste français): Γαλλικό ΚΚ· ιδρύθηκε το 1920· πλειοψηφικό κόμμα της εργατικής τάξης από το 1936-38 μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970· ηγήθηκε της CGT. Συμμετείχε στην κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου το 1936 και σε μεταπολεμικές κυβερνήσεις
ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ
συνεργασίας με αστικά κόμματα. PCI (Partito comunista italiano): Ιταλικό ΚΚ· ιδρύθηκε
το 1921· ηγήθηκε της CGIL· αξιωματική αντιπολίτευση στη Χριστιανοδημοκρατία από το 1943 και μετά.
POUM (Partido Obrero de Unificación Marxista, Ερ
γατικό Κόμμα Μαρξιστικής Ενοποίησης): Ισπανικό κομμουνιστικό κόμμα που ιδρύθηκε το 1935 με την ενοποίηση της τροτσκιστικής ICE (Izquierda Comunista de Espana, Κομμουνιστική Αριστερά Ισπανίας) και το BOC (Bloque Obrero y Campesino, Εργατικό και Αγροτικό Μπλοκ), με την οποία ο ίδιος ο Τρότσκι διαφώνησε· μέλος του Γραφείου του Λονδίνου· συμμετείχε στην κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου, από όπου γρήγορα αποβλήθηκε.
PSOE (Partido Socialista Obrero Español, Εργατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Ισπανίας): Ισπανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, ιδρυμένο το 1879· συμμετείχε στην κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου.
Πινοσέτ Αουγκούστο (1915-2006): Χιλιανός στρατιωτικός· διοικητής των ενόπλων δυνάμεων κάτω από τον Αλλιέντε· ηγήθηκε του πραξικοπήματος του Σεπτεμβρίου του 1973 και εγκαθίδρυσε το δικτατορικό καθεστώς.
Rosanvallon, Pierre (γεννημένος το 1948): Γάλλος φιλόσοφος και ιστορικός· τη δεκαετία του 1970 ήταν ο κύριος θεωρητικός της εργατικής αυτοδιαχείρισης της CFDT από το 2004 καθηγητής στην École Normale
Supérieure.
SPD (Sozialdemokratische Partei Deutschlands, Σο
σιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας): Ιδρύθηκε το 1863 και για πολλές δεκαετίες υπήρξε σημείο αναφοράς όλων των εργατικών κομμάτων της Ευρώπης· η
164
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
πλειοψηφία του υποστήριζε τον ιμπεριαλιστικό Α΄ ΠΠ.
από το 1919 συμμετέχει σε πληθώρα αστικών κυβερνήσεων και έχει την άμεση ευθύνη για την κατάπνιξη της εξέγερσης των Σπαρτακιστών.
Tasca Angelo (1892-1960): Ιδρυτικό μέλος του PCI Διεγράφη από το κόμμα το 1929 και κατέφυγε στη Γαλλία.
στέλεχος της κυβέρνησης του Vichy και μεταπολεμικά αντικομμουνιστής.
USPD (Unabhängige Sozialdemokratische Partei
Deutschlands, Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας): Βραχύβιο κόμμα κεντριστικού προσανατολισμού που αποσπάστηκε το 1917 από το SPD. η αριστερή του πτέρυγα αποσχίστηκε το 1918 για να ενταχθεί στο KPD.
165
ISBN: 978-618-81796-0-8