Γιώργος Ρούσης Σύγχρονη Επαναστατική Διανόηση 2005
-
Upload
giwrgos-antoniou -
Category
Documents
-
view
122 -
download
17
description
Transcript of Γιώργος Ρούσης Σύγχρονη Επαναστατική Διανόηση 2005
© 2005 ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Β.Ε.Ε. Ζωοδόχου Πηγής 21, Αθήνα 106 81
Τηλ. 210.38.15.433,210.38.22.251 - fax: 210.38.16.661 e-mail: [email protected]
http://www.govostis.gr
© ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΟΤΣΗΣ,
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς χαι η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης, απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. -2121/1993.5
ISBN 960-270-975-8
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Εισαγωγή
ΜΕΡΟΣ 1ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΩΝ ΔΕΣΜΩΤΩΝ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟΝ ΟΡΓΑΝΙΚΟ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ TOY GRAMSC1
Κεφάλαιο 1Ο φιλόσοφος βασιλιάς του «σπηλαίου των δεσμωτών» του Πλάτωνα και η αριστοτελική αριστοδημοκρατία 7. 1 Εισαγωγικά1.2 Το πλατωνικό Βασίλειο της σοφίας1.3 Η αριστοτελική αριστοδημοκρατία
Κεφάλαιο 2Ο Μαρξ και η διανόηση σαν μεσολάβηση της μεσολάβησης στη διαδικασία της πανανθρώπινης χειραφέτησης2.1 Εισαγωγικά2.2 Ο στόχος της πανανθρώπινης χειραφέτησης
και ο μεσολαβητικός ρόλος του προλεταριάτου2.3 Ορόλος της θεωρίας και της διανόησης
Κεφάλαιο 3Το «απ’ έξω» του Λένιν και η παραπέρα απομυθοποίηση του αυθόρμητου3.1 Εισαγωγικά
17
31
33333554
6464
6788
105105
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
3.20Λένιν του Τι να κάνουμεκαιτου Δεύτερου Συνεδρίου του ΣΔΕΚΡ
3.3 ΟΛένιν του'Ενα βήμα μπρος, δυο βήματα πίσω3.4 Οι αρνητικές συνέπειες του χαμηλού πολιτιστικού
επιπέδου και της ανεπάρκειαςτης προλεταριακής διανόησης κατάτην προσπάθεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης
3.5 Όταν το αυθόρμητο υπερέχει του υποτιθέμενου συνειδητού
Κεφάλαιο 4Gramsci: εργατική αντι-ηγεμονία και οργανικοί διανοούμενοι της εργατικής τάξης4.1 Εισαγωγικά4.2 Αστική ηγεμονία, πόλεμος θέσεων
και εργατική αντι-ηγεμονία4.3 Φιλοσοφία της πράξης4.4 Ο ρόλος της διανόησης
ΜΕΡΟΣ II«ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΑΝΟΙΑ», ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ
Εισαγωγικά
Κεφάλαιο 5Απελευθέρωση-μετακίνηση της ζωντανής εργασίας στην εποχή του κυρίαρχου βιομηχανικού καπιταλισμού
Κεφάλαιο 6Σύγχρονες αλλαγές και ο Μαρξ των Χειρογράφων του 1857-1858
Κεφάλαιο 7Ελεύθερο λογισμικό Linux: παράδειγμα δυνατοτήτων αποεμπορευματοποίησης και κεφαλαιοκρατικής αντίδρασης
10
109123
134
138
142142
145153160
185
187
195
211
243
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
ΜΕΡΟΣ 111ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ ΚΑΙΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΔΙΑΝΟΗΣΗ 251
Κεφάλαιο 8Διανοουμενοποίηση tou προλεταριάτου και προλεταριοποίηση της διανόησης 253
Κεφάλαιο 9Ρινόκεροι και κέρβεροι 2819.1 Εισαγωγικά 2819.2 Γενίκευση της αποξένωσης και ρινόκεροι 2869.3 Διανοούμενοι κέρβεροι 296
Κεφάλαιο 10Χαρακτήρας και ρόλος της σύγχρονηςεπαναστατικής πρωτοπορίας 30410.1 Εισαγωγικά 30410.2 Σύγχρονη εργατική πρωτοπορία 30610.3 Δρόμοι επαναστατικοποίησης της εκτός
παραγωγής και εργατικής τάξης διανόησης 31610.4 Χαρακτήρας και ρόλος
της επαναστατικής διανόησης 33010.5 Σύντομη αναφορά στη νεορομαντική διέξοδο 347
Κεφάλαιο 11Επαναστατική διανόησηκαι κομμουνιστικά κόμματα 35511.1 Εισαγωγικά 35511.2 Τα δεσμό της αρνητικής παράδοσης 35911.3 Για ένα συλλογικό διανοούμενο νέου τύπου 372
Επίλογος 380Βιβλιογραφία 389
11
«Από σαςΖητάμε να πορευτείτε στο πλευρό μας και μαζί μαςΝ ’ αλλάξετε όχιΈνα νόμο μονάχα της γης, αλλάΤον κύριο νόμο:Συμφωνώντας πως όλα θα τ ’ αλλάξουμε Τον κόσμο και την ανθρωπότητα Και πριν α π ’ όλα την αταξίαΤων ανθρώπινων τάξεων, που δυο λογιών άνθρωποι κάνει να υπάρχουνΤην εκμετάλλευση, μα και την άγνοια».
ΜΠΕΡΤΟΛ ΜΠΡΕΧΤ, Η συγκατάθεση, 1929
«Ήρθα κοντά σας σα δάσκαλοςΚαι σα δάσκαλος θα μπορούσα να φύγω.Μα επειδή μάθαινα, έμεινα».
ΜΠΕΡΤΟΛ ΜΠΡΕΧΤ, Η καλή συντρόφισσαΜ.Σ., 1937
Ε υ χ α ρ ισ τ ίε ς
Θελω ν α ε υ χ α ρ ι σ τ ή σ ω κατ’ αρχήν δυο από τους λιγοστούς πραγματικούς μου φίλους για τη συμβολή τους σε τούτη την προσπάθεια. Τον Αλέξανδρο Χρύση και τον Θόδωρο Θοδωρόπουλο. Ο Αλέξανδρος με την π ο λύχρονη, σχεδόν σε καθημερινή βάση, ανταλλαγή α πόψεων που είχαμε γύρω από ζητήματα που θίγονται άμεσα ή έμμεσα σε τούτη τη μελέτη, σε συνδυασμό με τις πολύτιμες παρατηρήσεις του στην πρώτη της γραφή συνέβαλε αποφασιστικά στην τελική της διαμόρφωση.
Στο Θόδωρο πέρα από τις σημαντικές παρατηρήσεις του ιδιαίτερα όσον αφορά στον συχνά απόλυτο χαρακτήρα ορισμένων διατυπώσεών μου, οφείλω σε μεγάλο βαθμό και την επιλογή του θέματος, μια και εδώ και καιρό με προτρέπει να ασχοληθώ με τη διανόηση.
Ακόμη θέλω να εκφράσω τις θερμές ευχαριστίες μου στην συντρόφισσα Α λέκα Παπαρήγα, η οποία εν μέσω της προετοιμασίας του 17ου Συνεδρίου του ΚΚΕ, βρήκε το χρόνο να μελετήσει ενδελεχώς τούτο το κείμενο, να το συζητήσει διεξοδικά μαζί μου και έτσι να συμβάλει ουσιαστικά στη βελτίωσή του.
Το ίδιο ισχύει και για το σύντροφο Θόδωρο Τζιατζή, που θυσίασε ένα μέρος των λιγοστών διακοπών του για να διαβάσει το αρχικό κείμενο.
Η συμβολή και των δύο τους είμαι βέβαιος ότι σηματοδοτεί τόσο τη θέληση του κόμματος για αναβάθμιση
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
της θεωρητικής αναζήτησης, όσο και τη θέλησή του να αξιοποιήσει τη συνοδοιπόρο με αυτό διανόηση.
Θα ήταν παράλειψη αν δεν ανέφερα τον αγαπητό Νίκο Παπσγεωργίου, ο οποίος πέρα από τη γενικότερη συμβολή του στα πρώτα μου βιβλία, με μύησε στο Linux και έτσι με οδήγησε να συλλάβω μια σημαντική πτυχή του θέματος που αντιμετωπίζει τούτη η μελέτη.
Εννοείται ότι οι παραπάνω σύντροφοι και φίλοι δεν φέρουν καμία ευθύνη για τις αδυναμίες και παραλείψεις τούτης της προσπάθειας, για τις οποίες αποκλειστικά υπεύθυνος είναι ο συγγραφέας.
Ακόμη θα ήθελα να ευχαριστήσω την Βίκυ Αναστα- σοπούλου, την Ευγενία Νικολάου και τον Πέτρο Τσαλ- πατούρο, τους οποίους παίδεψα ασυγχώρητα με τις συνεχείς διορθώσεις μου στο αρχικό κείμενο, για την επιμέλεια τούτης της έκδοσης και τους Γιάννη και Κώστα Γχοβόστη , οι οποίοι παρά τους δίσεκτους καιρούς, συνεχίζοντας μια ογδοντάχρονη παράδοση, δέχθηκαν δίχως καμιά αναστολή να εκδώσουν ένα ακόμη αντιε- μπορικό βιβλίο.
Τέλος και πάνω από όλους, ευχαριστώ την αγαπημένη μου Μαριλίζ, που πληρώνει πολύπλευρα και συχνά επώδυνα γι’ αυτήν, το κόστος της δικής μου στάσης ζωής.
Γιώργος Ρούσης Αθήνα, Δεκέμβρης 2004
16
f i o o y u y f
A y t o π ο υ ε π ι δ ιώ κ ο υ μ ε να τεκμηριώσουμε σε τούτη τη μελέτη είναι ότι, τόσο κατά την προετοιμασία της ριζοσπαστικής, επαναστατικής αλλαγής, την ίδια την επανάσταση, όσο και κατά την κατώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, νοούμενο ως κατώτερη φ ά ση της κομμουνιστικής κοινωνίας, πρωτοπόρο ρόλο καλούνται να παίξουν, εκτός από τα πλέον συνειδητοποιημένα τμήματα της σύγχρονης εργατικής τάξης στην οποία στην εποχή μας συμπεριλαμβάνεται και ένα μεγάλο τμήμα της διανόησης, οι λιγοστοί μη προλετάριοι επαναστάτες διανοούμενοι, που δραστηριοποιούνται έξω από τον πυρήνα της παραγωγής, με άλλα λόγια οι «άριστοι», με την αρχαιοελληνική έννοια των κατόχων της γνώσης. Αυτός ο ρόλος τους είναι δυ- νατόν να αναδειχθεί μέσα από την οργανική τους ενότητα με την εργατική πρωτοπορία στο πλαίσιο μιας επαναστατικής οργάνωσης συλλογικού διανοούμενου, με τη μορφή μιας αριστοδημοκρατικής σχέσης, δηλαδή
*0 πρώτος αριθμός χάθε παραπομπής αναφέρεται στην αρίθμηση του βιβλιογραφικού καταλόγου που παραθέτουμε στο τέλος του βιβλίου χαι ο δεύτερος στη σελίδα. Ό που η παραπομττή αφορά σε πολύτομο έργο παρεμβάλλεται χαι ο αριθμός του τόμου. Για τα χείμενα των αρχαίων αντί της σελίδας ο δεύτερος αριθμός αντιστοιχεί στην χαθιερωμένη παγκόσμια αρίθμησή τους.
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
ενός συνδυασμού της συλλογικής εμπειρίας και σοφίας με τις θεωρητικές γνώσεις της διανόησης.
Αλλά και την ανώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, δηλαδή την κοινωνία της πανανθρώπινης χειραφέτησης, εκείνο που θα τη χαρακτηρίζει δεν θα είναι η γενικευμένη προλεταριοποίηση, αλλά η υπέρβαση του καταραμένου καταμερισμού ανάμεσα σε χειρώ- νακτες και διανοούμενους, η αναγωγή σε κυρίαρχη και η γενίκευση της ελεύθερης δραστηριότητας ως αυτοσκοπού. Μιας δραστηριότητας που θα προσφέρει σε όλες τις κοινωνικές ατομικότητες τη δυνατότητα να κατακτήσουν και να απολαμβάνουν το ευρύτερο δυνατό φάσμα του παγκόσμιου τεχνικού πολιτισμού και της παγκόσμιας κουλτούρας. Και από αυτή λοιπόν τη σκοπιά η κομμουνιστική χειραφέτηση σηματοδοτεί τη γενι- κευμένη διανοουμενοποίηση.
«Σκοπός της επανάστασης είναι να κάνει όλους τους ανθρώπους αριστοκράτες κι όχι αντίθετα να τους εξισώνει με προλετάριους» (174, 12), επέμενε να υποστηρίζει με σθένος ο πατέρας μου Τηλέμαχος, αστικής π ροέλευσης κομμουνιστής και διανοούμενος, και είχε α πόλυτο δίκιο. Και να σκεφτεί κανείς ότι τότε δεν γνώριζε καν το περιστατικό εκείνο με τον Λένιν που, όταν κάποιοι απόρησαν που ταξίδευε πρώτη θέση στο τρένο, τους απάντησε: «Εμείς, σύντροφοι, δεν αγωνιζόμαστε για να καταργήσουμε την πρώτη θέση αλλά την τρίτη», ούτε μπορούσε να φανταστεί τις δυνατότητες που προσφέρουν οι σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις για την απελευθέρωση από την καταναγκαστική εργασία και τη δημιουργική αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου.
Είναι αναγκαίο ευθύς εξαρχής να διευκρινίσουμε ότι η μελέτη αυτή για το ρόλο της επαναστατικής διανόησης στη διαδικασία της χειραφέτησης αφορά τις οικονομικά αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, τις χώρες δηλαδή
18
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
εκείνες στις οποίες χάρη στην ανάπτυξη των παραγωγικών τους δυνάμεων οι λαοί τους έχουν τη δυνατότητα να κάνουν την έφοδο στους ουρανούς της χειραφέτησης. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι σε αυτές τις χώρες είναι που θα εκδηλωθεί πρώτα η επανάσταση, αλλά ότι σε αυτές είναι εφικτό μετά από αυτήν, το άμεσο πέρασμα στην πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας.
Βεβαίως μια τέτοια έφοδος, ιδιαίτερα κάτω από τις σύγχρονες συνθήκες, είναι αδιανόητη, πρώτον αν στην πορεία δεν διαμορφωθούν ριζικά νέες σχέσεις, πάνω απ ’ όλα με την ίδια τη φύση, με τους υπόλοιπους λαούς στη δυστυχία των οποίων σε μεγάλο βαθμό οι λαοί των αναπτυγμένων χωρών οφείλουν τις σημερινές τους δυνατότητες και δεύτερον μια ριζικά διαφορετική καταναλωτική ψυχολογία που καμιά σχέση δεν μπορεί να έχει με τον αρρωστημένο σύγχρονο καταναλωτισμό ο οποίος απορρέει από την υποταγή του «είναι» στο «φαίνεσθαι» και στο «έχειν».
Κατά δεύτερον θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι, όταν γίνεται λόγος για επαναστατική διανόηση της εποχής μας, δεν εννοούμε ούτε την προοδευτική διανόηση γενικά, που αν και αντιδρά απέναντι στο κυρίαρχο σύστημα και καταγγέλλει τα κακώς κείμενά του, αρκείται στο να επιδιώκει μια ουτοπική και ανέφικτη, ιδιαίτερα στην εποχή μας, στροφή του προς μια δικαιότερη κατανομή -πο υ έτσι και αλλιώς δεν είναι το οραματικό-επα- ναστατικό ζητούμενο- ούτε καν τη διανόηση εκείνη που παραβλέπει ότι η εργατική-σοσιαλιστική κομμούνα ή μισοκράτος δεν είναι παρά ένα μέσο στη διαδικασία της πανανθρώπινης χειραφέτησης και όχι αυτοσκοπός. Ακόμη δεν εννοούμε μόνον το τμήμα εκείνο της διανόησης που ενταγμένη πια στη σύγχρονη εργατική τάξη, θεωρείται ως εν δυνάμει επαναστατική, αλλά και το μικρό εκτός εργατικής τάξης τμήμα της διανόησης, το
19
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
οποίο δεν έχασε την πίστη του στην πιο υψηλή ελπίδα, στην εφικτή σήμερα ουτοπία της πανανθρώπινης χειραφέτησης, στην ανεμπόδιστη ανάπτυξη της κοινωνικής ατομικότητας, δηλαδή στον κομμουνισμό, και που επιδιώκει να υλοποιήσει μαζί με την εργατική τάξη και τους συμμάχους της τον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας προς αυτή την κατεύθυνση.
Σε όλη τη διάρκεια της ταξικής «προϊστορίας» της ανθρωπότητας υπήρξαν άνθρωποι της γνώσης, διανοούμενοι, οι οποίοι εφαρμόζοντας στην πράξη τη θεμελιακή αρχή προόδου κάθε επιστήμης, δηλαδή την αμφισβήτηση του υπάρχοντος στη βάση των κεκτημένων γνώσεων που αυτό προσφέρει, εναντιώθηκαν στην κατεστημένη τάξη πραγμάτων αναζητώντας το νέο, και τούτο ενάντια τόσο στους κυρίαρχους όσο και στις προκαταλήψεις και τη στρεβλή συνείδηση των συνανθρώπων τους. Με αυτό τον τρόπο της άρνησης συνέβαλαν στην πρόοδο τόσο των θετικών επιστημών όσο και των κοινωνικών. Έτσι ανατράπηκαν παγιωμένες αν και λαθεμένες αντιλήψεις, όπως η άποψη ότι ο ήλιος γυρίζει γύρω από τη γη. Έτσι η ανθρωπότητα υπερέβη τις προηγούμενες μορφές οργάνωσής της, που φαντάζουν απαράδεκτες για τους σύγχρονους ανθρώπους, όσο και αν αυτές αντιμετωπίζονταν κάποτε ως φυσικές καταστάσεις. Έτσι διαψεύδονταν κάθε φορά αντιλήψεις για το τέλος της ιστορίας.
Βεβαίως οι επιστημονικές ανακαλύψεις, για παράδειγμα εκείνες του Κοπέρνικου και του Γαλιλαίου, αρ- κούσαν από μόνες τους για να ανατρέψουν, ενάντια πάντοτε στην κατεστημένη σκέψη και συνείδηση και ενάντια στη μήνη της εκκλησίας και της Ιεράς Εξέτασης, τις κυρίαρχες μέχρι τότε αντιλήψεις.
Δεν συνέβη όμως το ίδιο με τις αντίστοιχες «ανακα
20
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
λύψεις» στις κοινωνικές επιστήμες, όταν η άρνηση της κατεστημένης τάξης σήμαινε την υπέρβαση των κυρίαρχων μορφών οργάνωσης της κοινωνίας και την αναζήτηση των νέων εκείνων μορφών που θα επέτρεπαν μια πιο ευτυχή ύπαρξη των ανθρώπων.
Αυτές, για να υλοποιηθούν, προϋπέθεταν τη μετατροπή της φιλοσοφίας σε φιλοσοφία της πράξης, δηλαδή την υπέρβαση της κλασικής φιλοσοφίας-ιδεολογίας που δεν συνδεόταν με την πραγματική ζωή και γι’ αυτό δεν μπορούσε να φέρει κανένα παιδί στον κόσμο, χρειάζονταν ακόμη την ύπαρξη των κατάλληλων αντικειμενικών συνθηκών και κυρίως την ενεργή συμβολή των ανθρώπων μέσα από την επαναστατική τους πράξη, διότι δίχως αυτήν η κατανόηση του κόσμου, η «ανακάλυψή» του, θα έμενε στα χαρτιά. Γι’ αυτό εξάλλου και πολλές από αυτές δεν εφαρμόστηκαν ποτέ, όπως συνέβη με το βασίλειο των σοφών του Πλάτωνα ή με τις προτάσεις των ουτοπικών σοσιαλιστών του 19ου αιώνα.
Παρ’ όλα αυτά και σε αυτό το επίπεδο, στο βαθμό που υπήρχε μια αντιστοιχία ανάμεσα στις καινοτόμες ιδέες των διανοουμένων, στο επίπεδο ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών δυνάμεων και στη συνειδητοποίη- ση μιας σημαντικής μερίδας ανθρώπων για την αναγκαιότητα μιας ριζοσπαστικής αλλαγής και στο βαθμό που έγινε κατορθωτό να νικηθούν οι αντιστάσεις των κυρίαρχων, η θεωρία μετατράπηκε σε υλική δύναμη και επέτρεψε τον μετασχηματισμό της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Αυτό συνέβη με τις κοινωνικές επαναστάσεις, με τη μεγάλη Γαλλική Επανάσταση, το ίδιο συνέβη με την Οκτωβριανή Επανάσταση.
Ποιο όμως ρόλο μπορεί να παίξει η επαναστατική δ ια νόηση στην εποχή μας; Σε μια εποχή που η διανόηση στη μεγάλη της πλειοψηφία δεν ταυτίζεται ταξικά με
21
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
την κυρίαρχη αστική τάξη, που όχι μόνον δεν λειτουργεί αποκλειστικά στο επίπεδο του εποικοδομήματος και της ιδεολογίας, αλλά και σε εκείνο της οικονομικής βάσης, ενώ ταυτόχρονα μεγάλο τμήμα της προσεγγίζει ταξικά, αν δεν εντάσσεται σε αυτήν, την εργατική τά ξη; Μια εργατική τάξη η οποία τουλάχιστον στις αναπτυγμένες χώρες όλο και λιγότερο χαρακτηρίζεται μόνο ή κυρίως από τον τύπο των «μπλε κολάρων», του κλασικού βιομηχανικού προλεταριάτου;
Ποιο ρόλο μπορεί να παίξει η επαναστατική διανόηση σε μια εποχή που η επιστημονική γνώση τείνει να αντικαταστήσει υπό τη μορφή της «γενικής διάνοιας» την άμεση χειρωνακτική εργασία, ενώ η υλική παραγωγή συμπληρώνεται από την άυλη, καθιστώντας έτσι ακόμη πιο περιττή και αναποτελεσματική απ’ ό,τι προηγουμένως την καπιταλιστική ιδιοποίηση και την καπιταλιστική διεύθυνση της παραγωγής; Σε μια εποχή δηλαδή που η αντικειμενική βάση που προσφέρει η μετατροπή της επιστήμης σε άμεση παραγωγική δύναμη καθιστά ξεπερασμένη την υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, μια υπαγωγή η οποία ναι μεν έγινε ουσιαστική στο πλαίσιο της κλασικής βιομηχανίας, καθίσταται όμως ανεδαφική και ξεπερασμένη στο πλαίσιο της σύγχρονης κοινωνίας, και η οποία αποτελεί μάλλον τη βάση για μια ουσιαστική χειραφέτηση του ανθρώπου;
Ποιο ρόλο μπορεί να παίξει η επαναστατική διανόηση σε μια εποχή που, παρ’ όλα αυτά, η πλάστιγγα στο δίλημμα κομμουνισμός ή βαρβαρότητα φαίνεται να κλείνει υπέρ της δεύτερης, παρ’ όλο που υπάρχουν οι αντικειμενικές δυνατότητες για να γείρει υπέρ του πρώτου; Μια εποχή κατά την οποία η αστική κυριαρχία ενισχύεται μέσα από ένα νέο συνδυασμό βίας, καταναγκασμού και δόλου, συναίνεσης και που η αποξένωση, θεμελιακός παράγοντας της συναίνεσης σαρώνει όλες
22
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
τις τάξεις και τα στρώματα, η αστική ιδεολογική ηγεμόνευση είναι πιο ισχυρή και πιο μαζική από ποτέ, οι κυρίαρχες αξίες είναι αποδεκτές από την πλειονότητα του πληθυσμού, η τάση ενσωμάτωσης αγκαλιάζει ακόμη και τις θεωρητικά πρωτοπόρες δυνάμεις της κοινωνίας, το λαϊκό κίνημα βρίσκεται σε οπισθοχώρηση τη στιγμή που οι ταξικές, κοινωνικές αντιθέσεις οξύνονται στο έπακρο και που, όταν πάει να σηκώσει το κεφάλι του, η άμεση βία των κυρίαρχων εκδηλώνεται με τον πλέον βάναυσο τρόπο, για να συμπληρώσει το δόλο τους;
Πώς αντιμετώπιζαν οι διανοούμενοι κλασικοί του μαρξισμού το ρόλο της θεωρίας, της σχέσης της με την πράξη και το ρόλο της επαναστατικής διανόησης σε σχέση με το εργατικό κίνημα;
Ποια τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης καπιταλιστικής παραγωγής που έχουν ως συνέπεια από τη μια να καθιστούν εφικτό το κομμουνιστικό όραμα και από την άλλη την προλεταριοποίηση της μάζας της διανόησης και τη διανοουμενοποίηση ενός σημαντικού τμήματος της σύγχρονης εργατικής τάξης;
Αυτή η προλεταριοποίηση σημαίνει αυτόματα και επαναστατικοποίηση;
Ποια η προέλευση και ο χαρακτήρας της σύγχρονης επαναστατικής διανόησης;
Ποια θα πρέπει να είναι η θέση των επαναστατών διανοουμένων απέναντι στα επαναστατικά πολιτικά υποκείμενα, με δεδομένες τις δυσκολίες συντονισμού επιστήμης και πολιτικής και το σύνδρομο του εργατι- σμού που πλήττει το εργατικό κίνημα από την εποχή του πρώτου συνεδρίου της Διεθνούς Ένωσης Εργατών, οπότε και παραλίγο να αποκλειστεί ο ίδιος ο Μαρξ επειδή δεν ήταν εργάτης αλλά διανοούμενος;
Σε αυτά τα ερωτήματα θα προσπαθήσουμε να α πα ντήσουμε.
23
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
Η μελέτη χωρίζεται σε τρία μέρη και έντεκα κεφάλαια.Στο πρώτο μέρος θα αναφερθούμε στις προγενέστε
ρες θεωρητικές αναζητήσεις γ ια το ρόλο της διανόησης, οι οποίες και αποτέλεσαν το οικοδόμημα πάνω στο οποίο ο Gramsci θεμελίωσε την κατηγορία του οργανικού διανοούμενου της εργατικής τάξης και θα αναλύσουμε το περιεχόμενο αυτής της έννοιας. Στο μέρος αυτό θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε τις θεωρητικές προσπάθειες συνεύρεσης των κατόχων της επ ιστημονικής γνώσης με τη λαϊκή σοφία και αυτενέργεια, της διανόησης με τις λαϊκές μάζες.
Στο πρώτο κεφάλαιο θα θυμηθούμε το ρόλο που αποδίδεται στη διανόηση, έτσι όπως αυτός απορρέει από την παραβολή του σπηλαίου των δεσμωτών του Πλάτωνα, αλλά και από το αριστοδημοκρατικό όραμα του Αριστοτέλη, και τούτο όχι στοχεύοντας σε μια ιστορική αναδρομή της φιλοσοφικής αντιμετώπισης του ρόλου της διανόησης, αλλά ενδεικτικά και μόνον για να καταδειχθεί ότι η ανάδειξη του ρόλου της, σε συνδυασμό με την αποδοχή της από μέρους των μαζών και την ίδια τη λαϊκή παρέμβαση ως μέσα για μια πιο ανθρώπινη κοινωνία, είναι μια πολύ παλιά ιστορία. Ακόμη η αναφορά μας κυρίως στον Πλάτωνα αποσκοπεί να καταδείξει από τη μια τις απροσδόκητες αναλογίες που προκύπτουν ανάμεσα στον ιδεαλιστή Πλάτωνα και τον υλιστή Μαρξ, κυρίως όσον αφορά το ρόλο της διανόησης στην υπέρβαση της στρεβλής συνείδησης των μαζών, και από την άλλη τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα των σχέσεων θεωρίας-πράξης, και διανόησης-μάζας, έτσι όπως αυτές απορρέουν από την ιδεαλιστική προσέγγισή τους, κάτι που θα μας διευκολύνει να κατανοήσουμε καλύτερα τη μαρξική τομή.
Στο δεύτερο κεφάλαιο θα εξετάσουμε πώς ο Μαρξ, στο πλαίσιο μιας γενικότερης ανατροπής της μέχρι τότε σχέσης θεωρίας και πράξης, κατανόησης και αλλαγής
24
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
του κόσμου, «αξιοποιεί» τους διανοούμενους σαν μεσολάβηση της μεσολάβησης στο πλαίσιο της διαδικασίας χειραφέτησης του ανθρώπου, της διαδικασίας εναρμόνισης του «είναι» με την ουσία του. Πώς δηλαδή καταλήγει στην εκτίμηση ότι το προλεταριάτο, που ήδη αποτε- λεί γι’ αυτόν ένα μέσο χειραφέτησης του συνόλου των ανθρώπων, έχει ανάγκη, πέρα από το κόμμα και από την επαναστατική θεωρία για να μπορέσει να αντεπεξέλθει σε αυτόν το ρόλο του.
Στο τρίτο κεφάλαιο θα δούμε με ποιο τρόπο ο Λένιν «απομυθοποιεί» ουσιαστικά, ακόμη πιο άμεσα και έντονα από τον Μαρξ, τις δυνατότητες του αυθόρμητου της εργατικής τάξης και πώς μέσα από την έννοια «του απ ’ έξω» αποδίδει στην επαναστατική διανόηση ένα σημαντικό ρόλο στην πορεία προς τη χειραφέτηση και την αναδείχνει σε ποιοτικά σημαντική συνιστώσα της κομματικής πρωτοπορίας, ενώ θεωρεί ότι η απουσία της αποτελεί έναν από τους σημαντικούς αρνητικούς παράγοντες στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη με- τεπαναστατική Ρωσία. Στο ίδιο κεφάλαιο θα προσπαθήσουμε να δικαιώσουμε την πρόταξη του αυθόρμητου από μέρους της Ρόζας Λούξεμπουργκ, μια πρόταξη η οποία, αν και έρχεται σε αντίθεση με τον Λένιν, είναι απόλυτα θεμιτή αν όχι επιβεβλημένη όταν το θεωρητικά συνειδητό μετατρέπεται από πρωτοπορία σε ουρά.
Στο τέταρτο κεφάλαιο, κλείνοντας το πρώτο μέρος, θα αναλύσουμε κριτικά την έννοια του «οργανικού διανοούμενου» της εργατικής τάξης του μεγάλου Ιταλού επαναστάτη διανοητή Antonio Gramsci. Μια έννοια η οποία εντάσσεται πλήρως στη μαρξιστική-λενινιστική παράδοση και μέσα από την οποία ο Gramsci επιχειρεί να προσδιορίσει το ρόλο των επαναστατών διανοουμένων στη διαδικασία ανατροπής της αστικής ιδεολογικής ηγεμόνευσης και της αστικής κυριαρχίας.
25
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
Στο δεύτερο μέρος θα διερευνήσουμε τις δυνατότητες και την αναγκαιότητα που προκύπτει από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων για το πέρασμα στην κομμουνιστική κοινωνία της χειραφέτησης και τις αντιδράσεις του κεφαλαίου σε μια τέτοια προοπτική.
Στο πέμπτο κεφάλαιο γίνεται αναφορά στη μόνιμη τάση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, που χαρακτηρίζει και την εποχή του κυρίαρχου βιομηχανικού καπιταλισμού, να αντικαθιστά την άμεση ζωντανή εργασία από αποκρυσταλλωμένη, κάτι που από τη μια οδηγεί σε μια παραπέρα όξυνση της αντίθεσης ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής και από την άλλη ανοίγει το δρόμο στην κομμουνιστική χειραφέτηση, η οποία όμως δεν είναι δυνατή παρά μόνο κάτω από τις σύγχρονες συνθήκες.
Στο έκτο κεφάλαιο, πάντα υπό το πρίσμα της α π ελευθέρωσης της άμεσης ζωντανής εργασίας, αναφερό- μαστε στις σύγχρονες αλλαγές της καπιταλιστικής π α ραγωγής, όπου η γνώση και η επιστήμη ως «general intellect» (συλλογική, γενική διάνοια) παίζουν ένα ρόλο που ήταν αδιανόητος όχι μόνον την εποχή του Μαρξ, αλλά ακόμη κι εδώ και λίγες δεκαετίες. Αυτές οι αλλαγές από τη μια ως υλική βάση καθιστούν αναγκαία και εφικτή την απαρχή της διαδικασίας της κομμουνιστικής χειραφέτησης και από την άλλη οδηγούν το κεφάλαιο σε μια πρωτόφαντη αντιδραστικοποίηση, μια που με νύχια και με δόντια επιμένει να εγκλωβίζει τις σχέσεις παραγωγής στις δικές του αξίες.
Στο έβδομο κεφάλαιο γίνεται αναφορά σε νέες μορφές «διανοητικής» αντίστασης και έμπρακτης άρνησης της κυριαρχίας της εμπορευματικής παραγωγής, όπως τα ελεύθερα λογισμικά τύπου Linux, τα οποία ανοίγουν νέους ορίζοντες στην ταξική πάλη, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύουν και την αδυναμία των κεφαλαιοκρα
26
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
τικών σχέσεων να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στις άυλες μορφές της παραγωγής, δίχως όμως αυτό να σημαίνει ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα κατακτημένο ήδη κυβερνο(ογΒθΓΠθΗο)-κομμουνισμό.
Στο τρίτο μέρος αναφερόμαστε στις αλλαγές στη σύνθεση της εργατικής τάξης και στις συνέπειες αυτών των αλλαγών ως προς τον εν δυνάμει επαναστατικό της χαρακτήρα. Από την ανάλυσή μας αυτή προκύπτει η αναγκαιότητα μιας πρωτοπορίας και η συμμετοχή σε αυτήν της επαναστατικής διανόησης.
Στο όγδοο κεφάλαιο γίνεται μια εκτενής αναφορά στην προλεταριοποίηση της διανόησης και στην αντίστοιχη διανοουμενοποίηση της εργατικής τάξης που έχει ως συνέπεια να εντάσσονται π ια στη σύγχρονη εργατική τάξη και εργαζόμενοι οι οποίοι απασχολούνται κατά κύριο λόγο σε πνευματική και όχι χειρωνακτική εργασία.
Στο ένατο κεφάλαιο, σε μια προσπάθεια να καταδει- χθεί ότι η προλεταριοποίηση ενός σημαντικού τμήματος της διανόησης και η γενικότερη τάση ταξικού διπολισμού δεν σημαίνουν και την επαναστατικοποίηση αυτών των προλεταριοποιημένων πια τμημάτων της κοινωνίας, αντιμετωπίζεται η διαδικασία γενίκευσης της αποξένωσης και της συνεπαγόμενης ενίσχυσης της αστικής ιδεολογικής ηγεμόνευσης στο πλαίσιο ενός νέου συναινετικού καταναγκασμού, μια διαδικασία που πλήττει και την «εξ ορισμού» πρωτοπόρα εργατική τάξη στο σύνολό της, αλλά και την ίδια τη διανόηση, εργατική ή μη.
Στο δέκατο κεφάλαιο γίνεται προσπάθεια να προσδιοριστεί η προέλευση και ο χαρακτήρας του σύγχρονου επαναστάτη διανοούμενου. Υποστηρίζουμε ότι αυτός δεν προκύπτει αυτόματα από την προσέγγιση ή και την ένταξη ενός μεγάλου τμήματος της σύγχρονης διανόησης στην εργατική τάξη και ότι μπορεί και να προέλθει με τη μορφή μεμονωμένων περιπτώσεων, από τους δια
27
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
νοούμενους που βρίσκονται έξω από την παραγωγική διαδικασία και την εργατική τάξη, μέσα από δρόμους που μόνον μια μικρή μερίδα διανοουμένων ακολουθεί.
Επίσης σε αυτό το κεφάλαιο διερευνώνται οι δρόμοι που μπορεί να οδηγήσουν αυτούς τους διανοούμενους να ενστερνιστούν την επαναστατική θεωρία. Επίσης μέσα από την κριτική αντιμετώπιση απόψεων όπως του Max Weber, ο οποίος υποστηρίζει ότι ο επιστήμονας-διανοούμενος δεν θα πρέπει να υπηρετεί κανέναν από τους «θεούς» που αλληλοσυγκρούονται ή να ανα- ζητά κάποιον άλλον για να υπηρετήσει, ή του Julien Benda και του Edward Said, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι ο διανοούμενος θα πρέπει να υπερασπίζεται τις οικουμενικές αξίες δίχως να παίρνει θέση στις ταξικές αντιθέσεις, προσδιορίζονται τα χαρακτηριστικά και ο ρόλος της επαναστατικής διανόησης. Τέλος στο ίδιο κεφάλαιο υπάρχει μια σύντομη αναφορά στην ισχυρή πιθανότητα αναβίωσης από μια μερίδα διανοουμένων μιας νεορομα- ντικού τύπου αντίστασης στην κυρίαρχη τάξη και συζη- τείται το κατά πόσο αυτή η διέξοδος υπό την ελευθερία - κή της εκδοχή, παρά το πάθος που τη διακρίνει, μπορεί να αποτελέσει μια αποτελεσματική λύση απέναντι στη σύγχρονη βαρβαρότητα ή αντίθετα μπορεί να οδηγήσει σε νέα πιο βασανιστικά, αν και ηρωικά, αδιέξοδα.
Στο ενδέκατο κεφάλαιο αντιμετωπίζουμε το ζήτημα της σχέσης της επαναστατικής διανόησης με το κόμμα της εργατικής τάξης. Μέσα από την ανάδειξη των δυσκολιών του συντονισμού της πολιτικής και επιστημονικής δραστηριότητας ή με άλλα λόγια της υλοποίησης της φιλοσοφίας της πράξης, και γενικότερα των δυσκολιών της συνύπαρξης της επιστημονικής λογικής και της επαναστατικής πίστης, και μέσα από τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την οδυνηρή αρνητική εμπειρία της μετατροπής των περισσότερων κομμουνι
28
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
στικών κομμάτων από επαναστατικές οργανώσεις σε ρεφορμιστικά ή δογματικά πατριαρχεία, προσπαθούμε να δούμε πώς είναι δυνατόν να διαμορφωθεί ένας σύγχρονος επαναστατικός συλλογικός διανοούμενος στους κόλπους του οποίου θα σφυρηλατείται η ενότητα θεωρίας και πράξης, διανόησης και εργατικής τάξης.
Υποστηρίζεται η άποψη ότι οι επαναστάτες διανοούμενοι θα πρέπει να συνεργάζονται ή ακόμη και να συμμετέχουν σε τέτοια κόμματα, συλλογικούς διανοούμενους νέου τύπου, δίχως όμως να απεμπολούν την ιδιότητά τους ως επαναστάτες διανοούμενοι για να διατηρήσουν την ιδιότητά τους ως κομματικά μέλη, όπως συχνά συνέβη κατά το παρελθόν με κορυφαίες προσωπικότητες της επαναστατικής διανόησης.
Τέλος, αντί επιλόγου, συνοψίζουμε τη συμβολή που μπορεί να έχει η επαναστατική διανόηση, μέσα από μια οργανική ενότητα με το εργατικό κίνημα, στην υπέρβαση της αντίθεσης ανάμεσα στις αντικειμενικές δυνατότητες της χειραφέτησης και την αποξένωση-ενσωμάτω- ση των εργαζομένων.
Όταν ο μεγάλος Gramsci ξεκίνησε να ασχολείται με το ζήτημα των διανοουμένων, έγραφε ότι λόγω της δυσκολίας του θέματος έχει συχνές ημικρανίες και συναντά σοβαρές μεθοδολογικές δυσκολίες. Όταν λοιπόν ξεκινήσαμε τούτη την προσπάθεια για το ρόλο της σύγχρονης επαναστατικής διανόησης στη διαδικασία της κομμουνιστικής απελευθέρωσης, είχαμε πλήρη επίγνωση των δυσκολιών που θα συναντούσαμε και των αδυναμιών που θα είχε σε τούτη την τελική της μορφή.
Έτσι κι αλλιώς ο στόχος δεν είναι να εξαντλήσουμε το θέμα, αλλά να συμβάλουμε σε μια πτυχή του γενικότερου προβληματισμού για το σύγχρονο επαναστατικό υποκείμενο. Το αν το πετύχαμε θα το κρίνουν οι αναγνώστες. Από την πλευρά μας για το μόνο που μπορού
29
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
με να τους διαβεβαιώσουμε είναι για μια ακράδαντη πεποίθησή μας: Η διανόηση η οποία επιλέγει συνειδητά και παθιασμένα να βρίσκεται από την πλευρά των καταπιεσμένων και ενάντια στους καταπιεστές, από την πλευρά της πραγματικής ελευθερίας και ενάντια στην ανελευθερία της αποξένωσης, υπερβαίνοντας θετικά τη δυστυχή συνείδηση που προκύπτει από τη σύγκρουση ανάμεσα στην ευκολία της ενσωμάτωσης και τη δυσκολία της ρήξης, την ευκολία της υποταγής στη μερικότη- τα της αστικής κυριαρχίας και τη δυσκολία της υπεράσπισης της καθολικότητας της επιστήμης, αντιμετωπίζοντας όλες τις αρνητικές γ ι’ αυτή συνέπειες από την έχθρα των κυρίαρχων και την πίκρα από την συχνά δικαιολογημένη καχυποψία των κυριαρχούμενων, θα π ρέπει να επιδιώκει αταλάντευτα τη σφυρηλάτηση της ενότητας της σκεπτόμενης ανθρωπότητας που βασανίζεται και της καταπιεζόμενης ανθρωπότητας που σκέφτεται, της ενότητας του βιώματος και της διανοητικής σύλληψης, της λαϊκής πάλης και της επαναστατικής θεωρίας. Δίχως αυτή την ενότητα είμαστε πεπεισμένοι ότι δεν θα μπορέσει να δει το φως της μέρας η μόνη εφικτή σήμερα λύση απέναντι στη βαρβαρότητα, η μόνη καθολική χειραφέτηση, προϋπόθεση κάθε μερικής χειραφέτησης, η κομμουνιστική χειραφέτηση.
30
Η ε φ ά ϋ α ιο 1
0 φ ΐΓ ΐό ο ϋ φ Ο ί p o m flio c ίο υ «ο π η ϋ α ίο υ ίω ν δ ε σ μ ω τώ ν » τ ο υ Π ϋ ά τω ν α κα ι η α ρ ιο ιο ιε ϋ ικ η α ρ ιο ιο δ η μ ο κ ρ α ιία
7. 7 Εισαγωγικά
Ο ΠΛΑΤΩΝΑΣ ΟΠΩΣ κ α ι ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, ασκώντας κριτική στα υπάρχοντα στην εποχή τους πολιτεύματα, υποστηρίζουν την αναγκαιότητα μιας ριζοσπαστικής αλλαγής τους στην κατεύθυνση μιας Πολιτείας, στη ζωή, την οργάνωση και τη διεύθυνση της οποίας καθοριστικό ρόλο θα παίζει η γνώση και συνεπώς οι κάτοχοι της γνώσης, οι φιλόσοφοι-διανοούμενοι.
Συνεπώς και οι δύο δεν αρκούνται να προτάσσουν τον πρωτοπόρο ρόλο της διανόησης. Ταυτόχρονα αναζητούν να ανυψώσουν το πνευματικό επίπεδο του λαού μέσω της παιδείας και να τον οδηγήσουν από τη μια να αποδέχεται συνειδητά αυτή την πρωτοπορία και από την άλλη, στο βαθμό που έχει την ικανότητα, να ανυψωθεί ένα τμήμα του στο ρόλο του φιλοσόφου.
Έτσι τόσο ο Πλάτωνας όσο και ο Αριστοτέλης δεν στοχεύουν σε μια μορφή οργάνωσης της πολιτείας που από τη μια θα υπάρχουν οι ηγέτες φιλόσοφοι κάτοχοι της γνώσης και από την άλλη οι άβουλες λαϊκές μάζες,
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
αλλά, έχοντας συνείδηση του γεγονότος ότι τίποτα δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί δίχως τη βούληση των μαζών, επιδιώκουν τη συνεργασία τους με τους φιλοσόφους, το συνδυασμό της συλλογικής με την ατομική σοφία στο πλαίσιο μιας αριστοδημοκρατικής -όσο το επέτρεπαν οι συνθήκες της δουλείας- κοινωνίας.
«Περασμένα ξεχασμένα» θα μπορούσε να σκεφτεί ο αναγνώστης. Να όμως που ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης παραμένουν, δυστυχώς, προφητικά επίκαιροι.
Γιατί στ’ αλήθεια, όπως διερωτάται στην καρδιά του 18ου αιώνα του Διαφωτισμού ο Malby (229, 2), «τι θα σκέφτονταν όλοι οι μεγάλοι άνδρες που ήταν επικεφαλής των πιο φημισμένων λαών της αρχαιότητας, τι θα σκέφτονταν ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Κικέρων και οι άλλοι αρχαίοι φιλόσοφοι που έγραψαν πάνω στην πολιτική, αν μας άκουγαν να λέμε ότι ένα κράτος δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένο και ακμάζον αν δεν ασχο- λείται με το μεγάλο εμπόριο και ότι το χρήμα θα πρέπει να αποτελεί την πεμπτουσία των δυνάμεών του;»
Ή μήπως έχει άδικο ο Julien Benda (20, 23) όταν διαπιστώνει ότι η ιστορία θα χαμογελούσε πικρόχολα όταν θα αναλογιζόταν ότι ο Σωκράτης και ο Χριστός θυσιάστηκαν για ένα είδος [το ανθρώπινο] που μετέτρεψε τον κόσμο σε ένα τεράστιο στρατό, σε ένα τεράστιο εργοστάσιο [...] απαξιώνοντας στο έπακρο κάθε ελεύθερη και αφιλοκερδή δραστηριότητα;
Πιο ειδικά η συλλογιστική του Πλάτωνα για το βασίλειο των σοφών, έστω και αν αποτελεί μια ιστορικά ερμη- νεύσιμη ιδεολογική ψευδαίσθηση, είναι ταυτόχρονα μια σημαντική στιγμή της θεωρίας της γνώσης, η οποία περιέχει σπέρματα αλήθειας, χρήσιμα για να κατανοήσουμε και το ρόλο της σύγχρονης επαναστατικής διανόησης.
Το γεγονός ότι πολλοί επικριτές του μαρξισμού, όπως ο Raymond Aron, ασκούν κριτική στον Μαρξ, ασκώντας
34
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
στην πραγματικότητα κριτική στον ουτοπικό-ανέφικτο χαρακτήρα της πλατωνικής πρότασης, αποτελεί έναν ακόμη λόγο για τον οποίο είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε αυτή την πρόταση για να κατανοήσουμε καλύτερα την τομή που επέφερε ο Μαρξ ως προς τον ρόλο της επαναστατικής διανόησης τόσο σε σχέση με τον Πλάτωνα όσο και γενικότερα σε σχέση με τον ιδεαλιστικό στοχασμό.
Εξάλλου το πλατωνικό ιδανικό του φιλοσόφου βασιλιά υιοθετήθηκε και ανανεώθηκε στη συνέχεια από διάφορους στοχαστές, για παράδειγμα από τον ουτοπικό σοσιαλιστή Saint Simon, με τη μορφή του Βασιλείου των σοφών και η λαϊκή άγνοια, που επισημάνθηκε τόσο από τον Πλάτωνα όσο και από τον Αριστοτέλη, πριν καταλή- ξει στη μαρξική θεωρία της αποξένωσης και της στρεβλής συνείδησης, επισημάνθηκε από στοχαστές όπως ο Jean Jacques Rousseau (βλέπε 205, βιβλίο 2, κεφ. 3 και 4, και βιβλίο 4 κεφ. 2) με τη μορφή της αντιπαράθεσης της λαθεμένης «βούλησης της πλειοψηφίας», η οποία ειρή- σθω εν παρόδω απομυθοποιεί και την αστική δημοκρατία και τη δέουσα «γενική βούληση» την οποία θα εξέφραζε ο λαός αν ήταν απελευθερωμένος από τα δεσμά του δόλου των ιδιοκτητών και των ψευδαισθήσεων που αυτός καλλιεργεί. Από αυτή τη σκοπιά λοιπόν η πλατωνική αλλά και η αριστοτελική προβληματική αποτελεί την πηγή ενός ολόκληρου ρεύματος σκέψης το οποίο, αν και δεν εμπίπτει στα όρια τούτης της μελέτης να αναλυθεί, αποδεικνύει ότι η αντίστοιχη μαρξική προβληματική δεν υπήρξε κεραυνός εν αιθρία και ότι αν μη τι άλλο είναι χρήσιμη η προσφυγή στις πηγές της.
1.2 Το πλατωνικό Βασίλειο της σοφίας
Παρά τις όποιες πραγματικές διαφορές του με τον Σω-
35
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
κράτη (74,117) ως προς τη γενικότερη στάση ζωής τους και τις μορφές της πολιτικής τους παρέμβασης, ο Πλάτωνας στάθηκε συνεπής στη διδασκαλία του μεγάλου του δασκάλου τουλάχιστον όσον αφορά τη διαπίστωση ότι όλες οι ισχύουσες «δόξες» είναι λαθεμένες και ότι οι πολίτες ζουν σε ένα κόσμο ασυνάρτητων αντικατοπτρισμών. Ξεκινώντας λοιπόν από αυτή τη διαπίστωση αντιμετωπίζει την πολιτική ενάντια στο ρεύμα, ενάντια στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων και θέτει στον εαυτόν του το καθήκον να παρέμβει με το έργο του για να «ρυθμίσει αυτό το άσυλο των τρελών», όπως πολύ αργότερα θα ονόμαζε ο Pascal (71, 38) την κοινωνία της εποχής του που θεωρούσε ότι ήταν η αρχαία πολιτεία.
Για τον Πλάτωνα λοιπόν (190, 757c), όπως εξάλλου και για τον Αριστοτέλη (8, V i 1301, 30-1302a), στη Δημοκρατία κυριαρχεί η αριθμητική ισότητα με βάση την οποία, σε αντίθεση με την «κατ’ αξία» ισότητα, δεν λαμβάνονται υπόψη οι ποιοτικές διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στους πολίτες και ως εκ τούτου είναι αδύνατον να αναδειχθούν μέσω αυτής οι εξέχουσες προσωπικότητες, ενώ τα αξιώματα μοιράζονται σ’ εκείνους που κολακεύουν το λαό. Ένα λαό αλλοτριωμένο που δεν έχει καλλιεργημένη πολιτική συνείδηση (191, 557e-558e), και τούτο διότι οι ρήτορες, αντί να αποβλέπουν να ανυψώσουν πνευματικά το λαό, επ ιδιώκουν να τον κολακέψουν και να ικανοποιήσουν τα πλέον ταπεινά του κίνητρα, παραμελώντας έτσι χάρη του δικού τους συμφέροντος τα πραγματικά συμφέροντα του λαού (192, 502e).
Στη βάση λοιπόν αυτής της συλλογιστικής ο Πλάτωνας ξεκινάει επικρίνοντας την αρχή της πλειοψηφίας, την αριθμητική ισότητα, που χαρακτήριζε το δημοκρατικό πολίτευμα, και με δεδομένο ότι θεωρεί πως ο λαός βρίσκεται μέσα στην άγνοια, οπότε μέσω αυτής της
36
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
αρχής δεν είναι δυνατόν να αναδειχθούν οι πλέον ικανοί, οι κάτοχοι της γνώσης, για να διευθύνουν τις τύχες της πόλης, αντιπροτείνει την εφαρμογή της αρχής της γνώσης και τη διοίκηση της πολιτείας από τους φιλοσόφους οι οποίοι, παρά τις όποιες δυσκολίες, έχουν και το καθήκον να εκπαιδεύσουν το λαό, ώστε να ξεφύγει από το σκοτεινό σπήλαιο της άγνοιας και να ανελιχθεί στο Βασίλειο της γνώσης.
Η ιδανική πολιτεία του Πλάτωνα είναι μια πολιτεία κυριαρχίας του πνευματικού πλούτου, μια πολιτεία της γνώσης, όπου ο πολίτης με βοήθεια του φιλοσόφου μέσα από μια συνεχή ανοδική προσπάθεια οδηγείται στην απόρριψη των κυρίαρχων αξιών, των «ειδώλων» (191, 514a) και αναζητά μέσω της χαρακτηριστικής του ανθρώπου σοφίας (191, 588d κ.ε.) το πραγματικά ουσιώδες και ενοποιητικό, απορρίπτοντας τις αντιθέσεις των σκιών ή των μαχητών που αγωνίζονται όπως εκείνοι της Τροίας για το είδωλο της Ελένης, επειδή δεν γνώριζαν την πραγματική Ελένη (191, 586c).
Αυτή η προβληματική διαπερνά όλο το έργο του μεγάλου φιλοσόφου:
Στον Πολιτικό ο πολιτικός θα πρέπει να έχει ως βασικό του προσόν τη γνώση και οι άρχοντες «αληθινοί επιστήμονες», είτε άρχουν με νόμους ή χωρίς νόμους, είτε είναι φτωχοί ή πλούσιοι, τίποτα από όλα αυτά δεν πρέπει να υπολογίζουν με κανένα τρόπο κατά την εκτίμηση της ορθότητας αυτής της αρχής (193, 393d).
Στους Νόμους διαπιστώνεται ότι οι λαοί που κατα- στράφηκαν ήταν επειδή αγνοούσαν τα πρώτιστα συμφέροντα της ανθρωπότητας (190). Επίσης στο ίδιο έργο (190, 689e) ο μεγάλος φιλόσοφος της αρχαιότητας διερωτάται ποιοι θα πρέπει να κυβερνούν. Η απάντηση που δίνει είναι ότι δεν θα πρέπει να κυβερνούν ούτε οι σοφιστές, οι οποίοι κολακεύουν τον λαό, ούτε ο ίδιος
3 7
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
ο λαός, ο οποίος αφήνεται να παρασυρθεί από αυτούς, αλλά οι φιλόσοφοι. Ακόμη επισημαίνεται ότι «κανένας νόμος και καμία διάταξη δεν είναι ισχυρότερος από τη γνώση» (190, 874e). Όμως έστω και αν το ιδανικό είναι η διακυβέρνηση από ένα σοφό ηγέτη δίχως νόμους (190, 874e), επειδή αυτό είναι ακατόρθωτο, ο νόμος παίρνει τη θέση του απόλυτου μονάρχη και η λαϊκή κυριαρχία τη θέση της απόλυτης κυριαρχίας του λόγου της Πολιτείας (225, 157).
Αλλά και στην Έβδομη Επιστολή του (194), η οποία θεωρείται κατά κάποιο τρόπο και η διαθήκη του, ο Πλάτωνας επαναλαμβάνει όσα είχε γράψει χρόνια πριν στην Πολιτεία αποδείχνοντας έτσι ότι μέχρι το τέλος της ζωής του μένει πιστός στο βασίλειο της γνώσης. «Κατέληξα πως οι άνθρωποι δεν θα γνωρίσουν καλύτερες μέρες, εκτός αν εκείνοι που ασχολούνται αυθόρμητα και με καλή προαίρεση με τη φιλοσοφία αποκτήσουν πολιτική ισχύ ή αν η τάξη που ελέγχει την πολιτική ζωή μιας χώρας αποτελείται από κάποια παρέμβαση της τύχης από πραγματικούς φιλοσόφους» (194, 334c-d).
Στον Γοργία , αντικρούοντας το επιχείρημα του Καλ- λικλή, ότι δηλαδή θα πρέπει να κυριαρχεί όχι η ηθική αλλά το δίκαιο του ισχυρού, ο Πλάτωνας αποδεικνύει ότι «βελτίονες» ή πλέον «αγαθοί» δεν είναι οι οικονομικώς ή σωματικώς ισχυρότεροι αλλά οι φρονιμότεροι, δηλαδή οι διανοητικώς ισχυρότεροι, οι κάτοχοι της γνώσης (192, 497e).
Αλλά ας μεταφερθούμε στην Πολιτεία η οποία, έστω και αν ο πρώτιστος στόχος της δεν είναι γνωσιολογι- κός, μας προσφέρει μέσα από την παραβολή του σπηλαίου των δεσμωτών μια από τις πλέον ολοκληρωμένες και σίγουρα την πιο συνεκτική έκθεση του μεγάλου φ ιλοσόφου σχετικά με τη θεωρία της γνώσης και πιο ειδικά σχετικά με το ρόλο των κατόχων της, των φιλοσό
38
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
φων. Ας θυμηθούμε λοιπόν αυτή την έξοχη παραβολή του σπηλαίου των δεσμωτών και ας προσπαθήσουμε να την αναλύσουμε (191, 513a -519d).
«Φαντάσου σαν μέσα σ’ ένα σπήλαιο κάτω από τη γη, που έχει την είσοδό του ανοιγμένη προς το φως, σ’ όλο της το μάκρος ανθρώπους που από παιδιά να βρίσκονται εκεί μέσα αλυσοδεμένοι από τα πόδια και από τον τράχηλο, σε τρόπο που να μένουν πάντα στην ίδια θέση και μόνο εμπρός των να βλέπουν, χωρίς να μπορούν να στρέψουν γύρω την κεφαλή τους εξαιτίας των δεσμών τους, και από πίσω σε αρκετή απόσταση και υψηλότερα τους να υπάρχει αναμμένη φωτιά, που το φως της να έρχεται ως αυτούς [...].
»Σκέψου τώρα τι θα έπρεπε να συμβεί φυσικά με αυτούς αν κανείς ήθελε να τους λύσει από τα δεσμά τους και να τους θεραπεύσει από την πλάνη και την άγνοια τους· κάθε φορά που θα λυνόταν ένας θα αναγκαζόταν έξαφνα να σηκωθεί και να στρέψει το λαιμό του και να περπατήσει και να κοιτάξει προς το μέρος της φωτιάς, και θα πονούσε ενώ έκανε όλ’ αυτά και δεν θα μπορούσε από το ακτιδοβόλισμα της φωτιάς να δει καθαρά, να δει εκείνα που έβλεπε ως τότε τις σκιές των [...]. Και αν τέλος ξεκολλούσε κανείς από κει κάτω με τη βία, από ένα κακοτράχαλο και ανηφορικό δρόμο, και δεν τον άφηνε πριν τον τραβήξουν έξω στο φως του ήλιου, άραγε δεν θα τραβούσε μαρτύρια και δεν θ’ αγανακτούσε όσο τον έσερναν κι όταν θα ’φτάνε στο φως, με πλημμυρισμένα τα μάτια του απ’ τη φεγγοβολή; [...] Και τελευταία, θα μπορούσε να δει, υποθέτω, και αυτόν τον ίδιο τον ήλιο [...] και θα ’κανε τη σκέψη γι’ αυτόν, πως αυτός είναι που κάνει τις εποχές και τους ενιαυτούς [...].
»Και τι λοιπόν; Όταν θα θυμόταν την πρώτη του εκείνη κατοικία και τη σοφία που είχαν εκεί κάτω αυτός και οι
39
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
συνδεσμώτες του, δεν νομίζεις πως θα μακάριζε τον εαυτό του γι’ αυτή τη μεταβολή και θα ελεεινολογούσε εκείνους; [...] Και αν υπήρχαν μεταξύ τους εκεί κάτω έπαινοι και τιμές και τίποτα βραβεία για κείνον που θα ’χε ισχυρότερη όραση να βλέπει ό,τι θα περνούσε εμπρός του [...] θα είχε καμιά επιθυμία για όλ’ αυτά και θα ζήλευε εκείνους που ετιμούσαν εκεί κάτω και που αφέντευαν επάνω στους άλ- λους;Ή δεν θα πάθαινε εκείνο που λέει ο Όμηρος για τον Αχιλλέα, και θα προτιμούσε χίλιες φορές καλύτερα να ζει στον επάνω κόσμο και να δουλεύει κοντά σ’ έναν άλλο δίχως κλήρο άνθρωπο, παρά να έχει τις ιδέες και την ίδια ζωή όπως εκεί κάτω; [...]
»Βάλε τώρα με το νου σου κι αυτό: αν ένας τέτοιος ήθελε να ξανακατέβει πάλι εκεί [...] δεν θα ’λεγαν γι’ αυτόν πως γύρισε από εκεί πάνω με χαλασμένα τα μάτια και πως δεν αξίζει τον κόπο ούτε να δοκιμάσει κανείς να ανέβει εκεί πάνω, κι αν κανείς επιχειρούσε να τους λύσει και να τους ανεβάσει δεν θα ήταν ικανοί και να τον σκοτώσουν ακόμα, αν μπορούσαν να τον πιάσουν στα χέρια; [.··]
»Δουλειά μας λοιπόν είναι τώρα εμείς οι ιδρυτές της πολιτείας να αναγκάσωμε τις ξεχωριστές εκείνες φύσεις [των φιλοσόφων] [...] να μην τους επιτρέψουμε να κάνουν αυτό που επιτρέπεται τώρα. [...] Να μείνουν εκεί πάνω και να μην εννοούν να κατέβουν πίσω, σε εκείνους τους δεσμώτες, ούτε να συμμερίζονται μαζί τους τους ίδιους μόχθους και τιμές, είτε ταπεινότερες είτε σπουδαιότερες. Μα πώς; Τόσο θα τους αδικήσωμε και θα τους κάμωμε να ζουν χειρότερα, ενώ μπορούν να ζουν πολύ καλύτερα;»
Αρχικά ο Πλάτωνας περιγράφει «τις ανθρώπινες αθλιότητες», την ανθρώπινη κατάσταση έτσι όπως αυτή βιώ- νεται από τους πολίτες της αρχαίας Πολιτείας -«όμοιοι με μας»- η οποία εμφανίζεται εδώ σαν ένα σκοτεινό
40
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
σπήλαιο κάτω από τη γη, ένα σπήλαιο που συμβολίζει το σκοταδισμό και την άγνοια.
Στο σπήλαιο αυτό ζουν από τη γέννησή τους οι πολίτες οι οποίοι είναι αλλοτριωμένοι και συνεπώς ανελεύθεροι. «Αλυσοδεμένοι από τα πόδια και τον τράχηλο», όπου οι αλυσίδες συμβολίζουν τα βάρη των συνηθειών, των προκαταλήψεων, των ανεύθυνων γνωμών, «αναγκασμένοι να κρατούν ακίνητα τα κεφάλια» και άρα ανίκανοι να δουν τα πραγματικά αντικείμενα των οποίων δεν βλέπουν παρά τις σκιές. Ανίκανοι να κατανοήσουν την πραγματικότητα καθαυτή, την αντιμετωπίζουν σαν «ονειροφαντασία», «φλυαρία», «είδωλο», «σκιά» της. Πρόκειται για μια ανεπαρκή πτυχή της αλήθειας, προ- σμιγμένη από ψευδαισθήσεις.
Κάποιος -ο φιλόσοφος- προσπαθεί παρά τη θέλησή τους να τους απελευθερώσει από τα δεσμά τους και «να τους θεραπεύσει από την πλάνη και την άγνοιά τους». Μέσα από μια διαλεκτική επώδυνη ανέλιξη προς τη φωτιά, πηγή του φωτός, της γνώσης και της αλήθειας, «από ένα κακοτράχαλο και ανηφορικό δρόμο», ενώ «θα πο- νούσαν τα μάτια τους» και θα αρνούνταν αρχικά ότι η νέα εικόνα των πραγμάτων την οποία θα έβλεπαν είναι η αληθινή, τους οδηγεί να ανακαλύψουν την πραγματική τους εικόνα και στη συνέχεια την ίδια την πηγή αυτής τους της νέας γνώσης, τον ήλιο. Εκείνος που τελικά θα έφτανε στο φως «θα μακάριζε τον εαυτόν του γι’ αυτή τη μεταβολή και θα ελεεινολογούσε» όσους παρέμεναν στο σπήλαιο, την ψευτοσοφία του, τους όποιους επαίνους και τιμές απονέμονταν σε αυτό και όσους αφέντευαν εκεί κάτω. «Θα πάθαινε εκείνο που λέει ο Όμηρος για τον Αχιλλέα και θα προτιμούσε χίλιες φορές καλύτερα να ζει στον επάνω κόσμο και να δουλεύει κοντά σ’ έναν άλλο δίχως κλήρο άνθρωπο, παρά να έχει τις ίδιες ιδέες και την ίδια ζωή όπως εκεί κάτω».
41
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
Όποιος λοιπόν περάσει αυτή τη διαδικασία, που στην ουσία είναι η επώδυνη διαδικασία της μάθησης μέσα από την παιδεία της οποίας ο καθένας μπορεί να είναι αποδέκτης, με δεδομένο ότι «ο καθένας έχει μέσα στην ψυχή του τη δύναμη να μαθαίνει και το κατάλληλο για τη μάθηση όργανο», παρά τους κινδύνους και τις δυσκολίες που προκύπτουν από την έντονη αντίδραση των δεσμωτών στην αμφισβήτηση όσων από γεννησιμιού τους θεωρούν ως δεδομένα -« θα ήταν ικανοί να τον σκοτώσουν ακόμα, αν μπορούσαν να τον πιάσουν στα χέρια»-, έχει καθήκον να ξανακατέβει στο σπήλαιο και να προσπαθήσει να απελευθερώσει και τους υπόλοιπους. Αυτή είναι η αποστολή του φιλοσόφου, διότι δεν είναι δυνατόν να ανέχεται να «αδικούνται [οι συνάνθρωποί του] και να τους κάνει να ζουν χειρότερα, ενώ θα μπορούν να ζουν πολύ καλύτερα». Και τούτο διότι ο νόμος δεν θα πρέπει «να εξασφαλίσει μια μονάχα τάξη μέσα στην πόλη, αλλά ζητά να βρει με τι μέσα θα το κατορθώσει αυτό για ολόκληρη την πόλη».
Μια καλοκυβερνημένη πολιτεία θα πρέπει λοιπόν να κυβερνάται από «άρχοντες πραγματικά πλούσιους, όχι σε χρυσάφι, αλλά σε αρετή και σοφία, που είναι ο αληθινός πλούτος για τον ευδαίμονα άνθρωπο».
Τι προσπαθεί να μας διδάξει ο Πλάτωνας μέσα από αυτή την παραβολή;
Ότι όλοι ζούμε στο σπήλαιο των σκιών της πρακτικής εμπειρίας, το οποίο γίνεται ακόμη πιο σκοτεινό με την παρέμβαση των κάθε λογής σοφιστών και πολιτικών οι οποίοι, αντί να φωτίσουν ως θα όφειλαν την πραγματικότητα, τη συσκοτίζουν ακόμη παραπέρα με τις ψευτοϊδεολογίες τους. «Νομίζεις ότι οι ρήτορες ομιλούν αποβλέποντες στην ωφέλεια του λαού [...] ή αυτοί μιλούν με πρόθεση να ευχαριστήσουν τους πολίτες, πα-
4 2
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
ραμελούντες χάρη του δικού τους συμφέροντος εκείνο που συμφέρει το λαό» (192, 502e).
Καθήκον των κατόχων της γνώσης είναι να μας οδηγήσουν να ανακαλύψουμε τη θεωρητική αρχή, τη φωτιά, το φως, να μας οδηγήσουν να φιλοσοφήσουμε και να ξεφύγουμε μια για πάντα από τη στρεβλή συνείδηση, από την επιρροή της κυρίαρχης ιδεολογίας.
Έχει σημασία να επισημάνουμε κάτι που δεν προκύπτει άμεσα από αυτή την παραβολή, αλλά από άλλα αποσπάσματα της Πολιτείας: 0 Πλάτωνας, παρά τον ιδεαλισμό του θεωρεί, αν και ανεπαρκή, πιο κοντά στην αλήθεια την εμπειρία, δηλαδή την εικόνα που σχηματίζει ο άνθρωπος που χειρίζεται, που χρησιμοποιεί κάποιο αντικείμενο, από εκείνη που διαμορφώνουν γ ι’ αυτό οι ψευτοθεωρητικοί δοξόσοφοι οι οποίοι χειραγωγούν την κοινή γνώμη. Τούτο σημαίνει ότι η πρακτική εμπειρία ναι μεν δεν αποτελεί γι’ αυτόν ικανό όρο για την κατανόηση της πραγματικότητας, αποτελεί όμως μαζί με την ενυπάρχουσα στον καθένα ικανότητα για μάθηση τη βάση μιας ουσιαστικής προσέγγισής της.
Βρίσκουμε συνεπώς στον ιδεαλιστή Πλάτωνα σπέρματα της θεωρίας της γνώσης του Μαρξ, για τον οποίο, όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, η πρακτική εμπειρία αποτελεί θεμελιακό πυλώνα της γνώσης.
Από πού προκύπτει αυτή μας η ερμηνεία; Όταν ο Πλάτωνας αναφέρεται στην ποίηση την καταγγέλλει ως μίμηση της μίμησης. Οι ποιητές αναφέρονται ως «μιμητές ειδώλων της αρετής και των άλλων που πραγματεύονται στα ποιήματά τους, την αλήθεια όμως ούτε καν την προσεγγίζουν» (191, 660a). Επίσης η τέ χνη γενικά, τόσο η ποίηση όσο και η ζωγραφική, αντιμετωπίζονται ως προϊόντα της φαντασίας που σημαίνει την κατώτερη βαθμίδα γνώσης. Ακόμη και ο Όμηρος, που χειρίζεται τόσο καλά το λόγο, πόσο μάλλον οι π ο
4 3
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
λιτικάντηδες, δεν είναι οι καλύτεροι κάτοχοι της γνώ σης. Αλλά ούτε εκείνοι που κατασκευάζουν ένα αντικείμενο, αν και σε καλύτερη θέση από τους προηγούμενους, είναι οι καλύτεροι γνώστες του. Αντίθετα εκείνοι που προσεγγίζουν περισσότερο την πραγματική του γνώση είναι εκείνοι που το μεταχειρίζονται. Και αυτή είναι η γνώση που αποκτάται μέσω της εμπειρίας (της πράξης, θα πει αργότερα ο Μαρξ).
«Για κάθε πράγμα υπάρχουν αυτές οι τρεις τέχνες, η μια που θα το μεταχειριστεί, η δεύτερη που θα το κατασκευάσει και η τρίτη που θα το απομιμηθεί».
«Κατ’ ανάγκη ο μεταχειριζόμενος ένα πράγμα γνωρίζει από πείρα τις ιδιότητές του καλύτερα από κάθε άλλον» (191, 601d). Ούτε όμως αυτή η εμπειρική γνώση είναι επαρκής και, αν δεν θεωρητικοποιηθεί, αν δεν γ ε νικευτεί, αν δεν πάρει τη μορφή της φιλοσοφικής αφαίρεσης, δεν είναι ικανή να ερμηνεύσει ορθά την πραγματικότητα.
Τούτο σημαίνει ότι στη θεωρία της γνώσης του Πλάτωνα υπάρχουν τέσσερις βαθμίδες: Η πρώτη, όπου έχουμε να κάνουμε με απλές γνώμες οι οποίες προέρχονται από τους πολιτικούς που δεν ασκούν καμία δράση πάνω στην ύλη και που, αν μέναμε σε αυτές, θα κινδυνεύαμε να χάσουμε κάθε επαφή με την πραγματικότητα. Η δεύτερη, που περιέχει εικόνες, σκιές των πρα γματικών ιδεών και που προέρχεται από τους κατασκευαστές των αντικειμένων. Η τρίτη, που είναι προϊόν της εμπειρίας από τη χρήση των πραγμάτων και τέλος η τέταρτη, η κορυφαία, που προέρχεται από τους φιλοσόφους, οι οποίοι από τη μια αποκαθάρουν τη γνώση από τον ιδεολογικό της χαρακτήρα -μ ε τη μαρξική έννοια της ψευδούς εμφάνισης της πραγματικότητας- και από την άλλη την ανυψώνουν από το απλό επίπεδο της εμπειρίας σε αυτό της θεωρητικής γνώσης.
44
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
Ας επικεντρώσουμε όμως την προσοχή μας στον ρόλο των φιλοσόφων.
Κάτοχοι της γνώσης αυτοί, από την πρωθύστερη ζωή τους στον κόσμο των καθαρών ιδεών (και εδώ ανα- δεικνύεται ο ιδεαλισμός του Πλάτωνα, ο οποίος έρχεται σε αντίθεση με την προηγούμενη σε μεγάλο βαθμό υλιστική ερμηνεία μας της θεωρίας του της γνώσης) εκείνο που έχουν καθήκον να πράξουν είναι όχι να εισάγουν α π’ έξω στον λαό τις γνώσεις των οποίων είναι κάτοχοι, όχι να του μεταφέρουν από ένα κεφάλι στο άλλο τις γνώσεις τους, αλλά μέσω της παιδείας να τον μεταστρέψουν, να τον μεταμορφώσουν, να τον επαναστατι- κοποιήσουν, έτσι ώστε ο ίδιος από μόνος του να οδηγη- θεί στη θεωρητική γνώση με βάση τις δικές του έμφυτες ικανότητες τις οποίες δεν έχει ακόμη αναπτύξει. Με άλλα λόγια ο ρόλος του φιλοσόφου για τον Πλάτωνα δεν είναι να δώσει έτοιμα για τροφή τα ψάρια στον λαό, αλλά να τον μάθει να ψαρεύει με βάση τις θαμμένες ικανότητες τις οποίες ο ίδιος έχει γ ια να το πράξει. 0 ρόλος του συνίσταται στο να συνδέσει τον κόσμο της εμπειρίας με τον κόσμο της νόησης ή, με άλλα λόγια, να αναπτύξει την ορθή δοξασία, τη μεσολάβηση ανάμεσα στον αισθητό και το νοητό κόσμο, δηλαδή τον «Έρωτα», όπως αποκαλεί αυτή τη μεσολάβηση ο Πλάτωνας στο Συμπόσιο (195).
Αυτή μας η ερμηνεία της κατά Πλάτωνα μορφής π α ρέμβασης του φιλοσόφου προκύπτει: 1) από το γεγονός ότι ο ίδιος θεωρεί την κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, ακόμη και τους δούλους, από τη φύση της ικανή να ανυψωθεί με τη συνδρομή του φιλοσόφου ως τη θεωρητική γνώση, 2) από τη διδακτική μέθοδο του διαλόγου, της διαλεκτικής, που χρησιμοποιεί, 3) από την κριτική που ασκεί στους σοφιστές κατόχους της γνώσης και στον τρόπο που αυτοί επιδιώκουν να μεταδώσουν τις ιδέες τους.
45
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
Η ικανότητα για μάθηση προκύπτει από τη γενικότερη αντίληψη του Πλάτωνα για την αθανασία και την αιωνιότητα της ψυχής, η οποία από την παραμονή της εκεί ψηλά στον κόσμο του φωτός και της αλήθειας δια- ποτίζεται από τις ιδέες τις άφθαρτες, από του κόσμου τούτου τη διαφθορά και κρατά σε όλες της τις μετέπει- τα ζωές την ανάμνησή τους, έστω και σε υπολανθάνου- σα μορφή. Οπότε ο ρόλος του φιλοσόφου είναι να τις αναδείξει, να επαναφέρει στη μνήμη αυτή την ανώτερη πραγματικότητα την οποία όλες οι ψυχές έχουν κάποτε βιώσει, να διεγείρει την ανάμνησή τους (198). Κατά τον Πλάτωνα λοιπόν «ο καθένας διαθέτει μέσα στην ψυχή του τη δύναμη να μαθαίνει και το κατάλληλο για τη μάθηση όργανο» (191, 518c).
Αυτή η ικανότητα προς μάθηση προκύπτει ακόμη από το διάλογο που παραθέτει ο Πλάτωνας στον Μένω- να όπου ο Σωκράτης θέτει σε ένα νεαρό δούλο, ο οποίος βρίσκεται μέσα στην άγνοια, ένα πρόβλημα γεωμετρίας. Αρχίζει λοιπόν τις ερωτήσεις, τη διαλεκτική εξέταση και οδηγεί τον νεαρό να εκθέσει ο ίδιος τη λύση του προβλήματος, να ξεθάψει δηλαδή τις ικανότητές του και να δώ σει τη σωστή απάντηση. Έτσι ο δούλος, δίχως ποτέ ο Σωκράτης να του δώσει έτοιμη την απάντηση, τον οδηγεί να αναπτύξει τις ικανότητές του και να λύσει από μόνος του το πρόβλημα. Προκύπτει ακόμη από τον διάλογο στο Συμπόσιο όπου ο Σωκράτης ειρωνεύεται τον Αγάθωνα όταν αυτός του ζητάει να μάθει ποιες ήταν οι σκέψεις που τον καθυστέρησαν καθ’ οδόν προς το σπίτι του που ήταν καλεσμένος του. Στην ουσία ο Σωκράτης του απαντάει: «Α! αν η γνώση ήταν κάτι που θα μπορούσε να μεταπηδήσει από το ένα κεφάλι στο άλλο... η γνώση δεν είναι τέτοιας φύσης». Επίσης στο τέλος του Φαιδρού βλέπουμε τον βασιλιά να αρνείται την εφεύρεση της γραφής που του προσφέρεται από τον θεό, ο
46
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
οποίος πιστεύει ότι μέσω αυτής προσφέρει μια βοήθεια στη μνήμη και τη γνώση των Αιγυπτίων. Η απάντηση του Φαραώ είναι ότι αυτή η ανακάλυψη είναι το άκρως αντίθετο από αυτό που επικαλείται και τούτο διότι, εφό- σον τα πάντα θα περιέχονται στα βιβλία, η μνήμη και η γνώση υπό την έννοια της ανάμνησης θα ατονούν.
Ως προς την ικανότητα όλων να συμμετέχουν πιο ειδικά στον πολιτικό στοχασμό, στην πολιτική αρετή, ο Πλάτωνας παραθέτει στον Πρωταγόρα (197, 320c- 321c) τον γνωστό μύθο όπου ο Προμηθέας, αφού διαπιστώσει την επιπολαιότητα του Επιμηθέα κατά τη μοιρασιά των διαφόρων δυνάμεων και το ότι ο άνθρωπος έμεινε εντελώς ανυπεράσπιστος, κλέβει από τον Ή φαιστο την έντεχνη σοφία και τη φωτιά και τις δωρίζει στους ανθρώπους. Όμως έλειπε από τους ανθρώπους η πολιτική σοφία, έτσι ο Δίας έστειλε τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους την αιδώ και τη δίκη, δηλαδή την ηθική και τη δικαιοσύνη. Και αυτές τις «τέχνες» που, σε αντίθεση με τις προηγούμενες, δεν τις έκλεψαν οι άνθρωποι από τους θεούς, αλλά μοιράστηκαν, διανεμήθηκαν σε αυτούς αδιαφόριστα σε όλους και όλοι μετέχουν αυτών (197, 321d). Συνεπώς ο καθένας έχει το υπόβαθρο να γίνει κάτοχος της πολιτικής αρετής, διότι όλοι μετέχουν αυτής. Όμως τούτη μόνον με την επιμέλεια και την παιδεία μπορεί να αναπτυχθεί (197, 321c).
Αλλά και γενικότερα αυτή καθαυτή η μέθοδος που χρησιμοποιεί ο Πλάτωνας στο έργο του στοχεύει όχι στο να υποβάλλει άμεσα τις γνώσεις του στον αναγνώστη του, αλλά να τον οδηγήσει μέσα από το διάλογο να τις ανακαλύψει μόνος του.
Τέλος ο Πλάτωνας ασκεί κριτική στους σοφιστές, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε στους διαλόγους Γοργίας και Πρωτ<χγόρας, αλλά στην αρχή της Πολιτείας, όταν ο Θρασύμαχος ωθείται να πει κυνικά ό,τι σκέφτεται
4 7
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
έτσι ώστε μέσα από την απόρριψη των λεγόμενών του να ηττηθεί ολοκληρωτικά, η κριτική αυτή δεν απευθύνεται στους σοφιστές επειδή αυτοί δεν είναι κάτοχοι της γνώσης και της σοφίας, αλλά επειδή επιδιώκουν να μεταφέρουν το πνεύμα τους σε αυτό των άλλων ανθρώπων και όχι να αναπτύξουν το δικό τους.
Έτσι για τον Πλάτωνα η γνώση που μεταφέρεται είτε μέσω των ακουσμάτων των σοφιστών ή των πολιτικών είτε ακόμη μέσω της ανάγνωσης των βιβλίων δεν είναι γνώση. Είναι νεκρή γνώση, κάτι σαν μια πέτρα στον πυθμένα ενός έλους.
Η πραγματική γνώση, η ζωντανή γνώση, αυτή που πρέπει να αναδείξουν οι φιλόσοφοι είναι εκείνη που παράγεται με την ίδια τη δραστηριότητα της διάνοιας του ανθρώπου και αυτή θα πρέπει να ενεργοποιήσουν. Αυτή την έννοια έχει το πλατωνικό «απ’ έξω». Η κάθοδος του φιλοσόφου στο σπήλαιο των δεσμωτών ναι μεν μπορεί να παραλληλιστεί με την κάθοδο του Χριστού στη γη (71, 36), όμως για τον Πλάτωνα ο φιλόσοφος δεν έχει να παίξει ρόλο επιφοίτησης του πνεύματος, αλλά δραστηριοποίησες του, επαναστατικοποίησής του.
Βεβαίως ο Πλάτωνας δεν ισχυρίζεται ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι ως προς την ικανότητά τους για μάθηση. Υποστηρίζει ότι υπάρχει στον καθένα μια διαφορετική προδιάθεση, μνημονικό, εξυπνάδα, ταλέντο, έτσι που ο καθένας να οδηγείται να καταγίνεται με εκείνο που είναι πιο επιτήδειος να κάνει, πράγμα που σημαίνει ότι όλοι δεν μπορούν να γίνουν φιλόσοφοι (191,433a).
Έχουμε συνεπώς να κάνουμε με μια αριστοκρατική κυβέρνηση των φιλοσόφων, μια κυβέρνηση των λίγων εκλεκτών της διανόησης, η οποία όμως θα πρέπει να υπερασπίζεται τα συμφέροντα των πολιτών και όχι τα ιδιοτελή συμφέροντα των κυβερνώντων.
48
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
Από τη μια «ο κυβερνήτης ο πραγματικός [...] είναι αρχηγός των ναυτών και όχι ο ναύτης» (191, 342e) και από την άλλη «κάθε ένας που είναι αρχηγός και όσο είναι τέτοιος δεν αποβλέπει ούτε επιβάλλει το δικό του συμφέρον, αλλά το συμφέρον του υποτακτικού που τον έχει στην εξουσία του και, καθώς έχει πάντα εμπρός στα μάτια του τι του συμφέρει και τι του χρειάζεται, κανονίζει σύμφωνα μ’ αυτό όλες του τις πράξεις και όλους του τους λόγους» (191, 342e).
Έτσι λοιπόν ο φιλόσοφος βασιλιάς του Πλάτωνα από τη μια ηγεμονεύει ως κάτοχος της γνώσης και από την άλλη θέτει τις γνώσεις του και τον εαυτό του στην υπηρεσία του λαού.
Στο βαθμό όμως που, όπως προαναφέραμε, οι φιλόσοφοι έχουν το καθήκον να εκπαιδεύουν και τους άλλους πολίτες ανεξαρτήτως τάξης και φύλου (191, 540c και 196, 74b) και επομένως να οδηγήσουν το λαό στη χειραφέτηση, η κυβέρνηση των φιλοσόφων μετατρέπε- ται βαθμιαία, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Αλέξανδρος Χρύσης, σε «αριστοκρατία [του πνεύματος] με την έγκριση των μαζών» (233, 31), γίνεται αποδεκτή όχι καταναγκαστικά, όπως συνέβη με την έξοδο του λαού από το σπήλαιο των δεσμωτών, αλλά συναινετικά.
Μάλιστα ο Πλάτωνας σε ένα άλλο διάλογο της Πολι- τε ία ς (191, 488a κ.ε.), παρ’ όλο που προηγουμένως απο- δεικνύει ότι οι αμαθείς ναύτες θα κατηγορούσαν για άχρηστο έναν αληθινό κυβερνήτη και ότι οι πραγματικοί φιλόσοφοι δεν απολαμβάνουν καμιά υπόληψη μέσα στις πολιτείες, ακριβώς επειδή ο λαός είναι αμαθής και συνεπώς ανίκανος να εκτιμήσει τους άξιους, υποστηρίζει ότι δεν θα πρέπει να είναι ο φιλόσοφος εκείνος που θα πα- ρακαλά να διοικήσει, αλλά αντίθετα θα πρέπει να είναι ο λαός εκείνος που θα του το ζητήσει.
«Γιατί δεν είναι πράγμα φυσικό να παρακαλά ο κυ
4 9
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
βερνήτης τους ναύτες να τον κάμουν αρχηγό τους, ούτε οι σοφοί να πηγαίνουν στις πόρτες των πλουσίων να τους παρακαλούν είναι γελασμένος εκείνος που το είπε αυτό το αστείο, ενώ η αλήθεια είναι ότι, είτε πλούσιος είτε φτωχός αρρωστήσει, αυτός πηγαίνει στους γιατρούς, και όσοι έχουν ανάγκη από έναν άλλο για να κυβερνηθούν, πηγαίνουν στους ικανούς να κυβερνήσουν και όχι ο άρχοντας, που αληθινά αξίζει αυτό το όνομα, να παρακαλά τους άλλους να δεχτούν να τους διοικήσει» (191, 489c).
Κάτω από αυτές τις συνθήκες χρέος του φιλοσόφου είναι να ανυψώσει το λαό έτσι ώστε αυτός να εκτιμά τη γνώση και να απευθύνεται από μόνος του στους φιλοσόφους για να τον διοικήσουν.
Οι φιλόσοφοι συνεπώς πέρα από τη διοίκηση της πολιτείας έχουν το καθήκον να καλλιεργήσουν όχι το φιλόνικο και το φιλόδοξο, όχι το «επιθυμητικό» ή το φιλοχρήματο (191, 581c), την αγάπη του κέρδους, δηλαδή το ζωώδες (191, 586c), αλλά το κατ’ εξοχήν ανθρώπινο, δηλαδή το «βουλευτικόν», τμήμα της ψυχής, το φιλομαθές, το φιλοσοφικό.
Αυτός είναι και ο ρόλος της παιδείας την οποία π έ ρα από τη διοίκηση της πολιτείας έχουν καθήκον να παρέχουν αδιακρίτως οι φιλόσοφοι στο λαό, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα σε όσους έχουν τη φυσική προδιάθεση να ανελιχθούν στην ανώτατη βαθμίδα των « π α ντελών φυλάκων» ή φιλοσόφων. Η παιδεία θα πρέπει συνεπώς να αποσκοπεί από τη μια στην καλλιέργεια του ειδικά ανθρώπινου τμήματος της ψυχής και από την άλλη στη διαμόρφωση μιας μη ανταγωνιστικής κοινωνίας της γνώσης.
Κορύφωση της συνεχούς μορφωτικής διαδικασίας η οποία θα πρέπει να ξεκινάει από την παιδική ηλικία, δ ίχως στον τρόπο της διδασκαλίας να υπάρχει τίποτα που
50
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
να μοιάζει με καταναγκαστική μάθηση (191, 536d, e), και η οποία αποτελεί δημόσια υποχρέωση και για τους πλέον ικανούς δεν σταματά παρά στο τέλος της ζωής τους, αποτελεί η διαλεκτική.
Πρόκειται για μια γνωσιολογική διαδικασία αντίθετη στη λογική της αυθεντίας και των προκαταλήψεων, η οποία αναδεικνύει την ικανότητα για μάθηση μέσω μιας αναζήτησης η οποία με το λογισμό οδηγεί τον εκπαιδευόμενο να γνωρίσει την ουσία κάθε πράγματος (191, 534d).
Γι’ αυτή τους τη θυσία στην οποία οι φιλόσοφοι οδη- γούνται όχι από κάποιο υλικό κίνητρο ή ματαιοδοξία, δηλαδή για την κατάβασή τους στο σκοτεινό σπήλαιο και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, η πολιτεία θα πρέπει να τους αμείβει με τα άκρως αναγκαία για να ζήσουν και να τους τιμά γ ι’ αυτή τους την προσφορά. Η αμοιβή τους είναι αγνό και αμόλυντο χρυσάφι και ασήμι της ψυχής, η αναγνώριση της προσφοράς τους (191, 416e-471b).
Στο πλαίσιο της πλατωνικής ιδανικής πολιτείας οι φιλόσοφοι, ακριβώς χάρη στην υψηλή τους κοινωνική αποστολή, δεν θα πρέπει να κατέχουν καμιά ιδιωτική ιδιοκτησία, για να μην εκπέσουν στην υπεράσπιση των ιδιοτελών μικροσυμφερόντων τους και για να προφυ- λαχθούν από τις φθοροποιές παρενέργειές της (191, 462a-462c).
Αντίθετα, στο βαθμό που οι φιλόσοφοι δεν ανταπο- κρίνονται στα καθήκοντά τους αυτοτιμωρούνται με τη μεγαλύτερη των τιμωριών, που δεν είναι άλλη από το να κυβερνώνται από άλλους χειρότερούς τους (191, 347c) και βεβαίως τιμωρούνται με το να συμβιώνουν σε μια πολιτεία στην οποία θα κυριαρχούν αξίες τις οποίες αυτοί μεν απορρίπτουν, οι συμπολίτες τους όμως υιοθετούν.
51
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
0 Πλάτωνας μέσα από την παραβολή του σπηλαίου των δεσμωτών αλλά και συνολικότερα μέσα από όλο του το έργο συλλαμβάνει και αντιμετωπίζει ορισμένα βασικά ζητήματα τα οποία θα συναντήσουμε στη συνέχεια στη μαρξική σκέψη. Αξίζει λοιπόν να εντοπίσουμε εδώ ορισμένες συγκλονιστικές αναλογίες της πλατωνικής με τη μαρξική συλλογιστική σχετικά με το ρόλο της διανόησης και τη σχέση της με τις λαϊκές μάζες οι οποίες θα γίνουν καλύτερα αντιληπτές στη συνέχεια αφού θα έχουμε αναφερθεί στον Μαρξ.
Πάνω απ’ όλα ο Πλάτωνας, είτε από την αρνητική είτε από τη θετική σκοπιά, αναδεικνύει τους πολίτες, τις λαϊκές μάζες, σε καθοριστικό παράγοντα της πορείας του κόσμου. Στο βαθμό που αυτές συνεχίσουν να αποδέχονται την κυρίαρχη ιδεολογία και να ζουν στο σκοτάδι, η ίδια η πολιτεία, ο κόσμος, θα είναι βυθισμένος στο σκότος. Μόνον αν οι μάζες κατορθώσουν να σπάσουν τα δεσμά της κυρίαρχης ιδεολογίας και να κατανοήσουν ότι οι κυρίαρχοι τις εμπαίζουν και τις εκμεταλλεύονται, ο κόσμος μπορεί να γίνει καλύτερος.
Ακόμη ο Πλάτωνας θέτει το ζήτημα της υιοθέτησης της κυρίαρχης ιδεολογίας από το λαό και της αλλοτρίωσής του. Στη συνέχεια προβάλλει την αναγκαιότητα μιας πρωτοπορίας, εκείνης των κατόχων της θεωρητικής γνώσης, των διανοουμένων, η οποία -προερχόμενη « α π ’ έξω» από το λαό αλλά υπερασπιζόμενη τα συμ- φέροντά του, και όχι τα δικά τη ς- θα τον καθοδηγήσει μέσω της παιδείας και θα τον οδηγήσει στη χειραφέτηση, στη βάση των ανεπαρκών γνώσεων που έχει α ποκομίσει από την ίδια την εμπειρία του και των ικανοτήτων που διαθέτει για να ακολουθήσει αυτή τη διαδικασία. Θέτει επίσης το ζήτημα των δυσκολιών που θα έχει αυτή η πρωτοπορία για να γίνει αποδεκτή από το λαό και για να γκρεμίσει τις προκαταλήψεις του και όλο το
5 2
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
οικοδόμημα των κυρίαρχων αξιών. Ακόμη επιδιώκει να ανυψώσει το λαό έτσι ώστε να παράγει ο ίδιος τους «οργανικούς του διανοούμενους» και να αποδέχεται τον πρωτεύοντα ρόλο τους συναινετικά.
Βεβαίως στο πλαίσιο της πλατωνικής συλλογιστικής υπάρχει ένα αδιάβατο χάσμα ανάμεσα στο μελλούμενο όραμα και το καταγγελλόμενο παρόν. Αυτό θεμελιώνεται στο φιλοσοφικό διαχωρισμό ψυχής και ιδέας από τη μια και σώματος και ύλης από την άλλη. όπου το πρώτο ζεύγος υπερέχει σαφώς στην κλίμακα αξιών του. Έτσι ο Πλάτωνας οδηγείται από τη μια να υποβαθμίζει το ρόλο της χειρωνακτικής εργασίας και την αυτενέργεια των μαζών, και σε τελευταία ανάλυση την ταξική πάλη ως μοχλό προόδου, και από την άλλη και συνεπαγόμενα να υπερεκτιμά το ρόλο των φιλοσόφων και το θεωρητικό στοχασμό τον οποίο μάλιστα αποκόβει, τουλάχιστον στη φάση της αρχικής γενεσιουργού του διαμόρφωσης, από την πράξη, τοποθετώντας την πηγή του στο επ ίπεδο της αιωνιότητας της ψυχής και στο επέκεινα. Με αυτό τον τρόπο δημιουργείται στη συλλογιστική του ένα χάσμα ανάμεσα στην πράξη και τη θεωρία, ανάμεσα στις πραγματικές δυνατότητες και τη θεωρητική σύλληψη. Γι’ αυτό και ο Πλάτωνας αδυνατεί να ερμηνεύσει ορθολογικά την απελευθέρωση από τα δεσμά των κυρίαρχων αξιών των πρώτων φιλοσόφων «ελευθερωτών», να ερμηνεύσει τη μοναδικότητα της ικανότητάς τους να συλλάβουν την αλήθεια, κάτι που δεν μπορούν να πράξουν οι υπόλοιποι και προσφεύγει σε μια μεταφυσική ερμηνεία αυτής της ιδιαίτερης ικανότητάς τους.
Μήπως όμως θα μπορούσε να γίνει και αλλιώς στο πλαίσιο μιας δουλοκτητικής κοινωνίας, μιας κοινωνίας στην οποία η χειρωνακτική εργασία των πολλών αποτε- λούσε προϋπόθεση του θεωρητικού στοχασμού των λίγων και όπου η κατ’ εξοχήν χειρωνακτική εργασία των
53
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
δούλων ήταν τόσο υποτιμημένη όσο και οι ίδιοι οι φο- ρείς της;
Αν όμως για την εποχή του Πλάτωνα η διαγραφόμε- νη εφικτή λύση ήταν το βασίλειο των φιλοσόφων, έστω και με τη συγκατάβαση των μαζών, όπως θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε στη συνέχεια, στην εποχή μας είναι εφικτός ο κομμουνισμός, δηλαδή ο λαός φιλόσοφος που είναι και βασιλιάς του εαυτού του (71, 36).
1.3 Η αριστοτελική αριστοδημοκρατία
0 Αριστοτέλης ξεκινάει από μια ταυτόσημη με τον Πλάτωνα κριτική της αρχής της αριθμητικής ισότητας και αντ’ αυτής προτείνει ένα συνδυασμό της με την αρ- χή της γνώσης ή διαφορετικά ένα συνδυασμό της λαϊκής σοφίας με τη σοφία των γνώριμων. Ταυτόχρονα, όπως από τον Πλάτωνα έτσι και από τον Αριστοτέλη, αποδίδεται ένας σημαντικός ρόλος στην παιδεία.
Η συμβολή του Αριστοτέλη από τη σκοπιά που μας απασχολεί εδώ, δηλαδή του ρόλου της διανόησης και της σχέσης της με το λαό, είναι ότι, ενώ στον Πλάτωνα η συναινετική αποδοχή του πρωτοπόρου ρόλου της διανόησης προκύπτει έμμεσα μέσω της πνευματικής ανύψωσης του λαού με την παιδεία, στον Αριστοτέλη θεσμοθετείται ένας αριστοδημοκρατικός συνδυασμός ο οποίος κατοχυρώνει τόσο τον πρωτεύοντα ρόλο των διανοουμένων όσο και την έκφραση της λαϊκής βούλησης και της λαϊκής σοφίας.
Ο Αριστοτέλης, αν και από όλα τα υπάρχοντα -έτσ ι κι αλλιώς «παρεκβατικά»— πολιτεύματα προτιμά τη δημοκρατία, την επικρίνει τόσο επειδή σε αυτήν κυριαρχούν οι δημαγωγοί οι οποίοι εξαπατούν το λαό και εξυπηρετούν αντί των συμφερόντων του τα δικά τους
5 4
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
ιδιοτελή συμφέροντα (8, 1319a25 κ.ε.), όσο και επειδή η αριθμητική ισότητα που συνιστά την αρχή της προσφέρει εύλογα το δικαίωμα στους κατ’ αξία υπερέχο- ντες να διαμαρτύρονται διότι θεωρούν τους εαυτούς τους αδικημένους (8, 1301a35-1301b2).
Η αρχή της αριθμητικής ισότητας θα μπορούσε να εφαρμοστεί κατά τον Αριστοτέλη δίχως να δημιουρ- γούνται προβλήματα αν είχαμε να κάνουμε με μια μη ανταγωνιστική κοινωνία φίλων, όπως η πυθαγόρειος κοινωνία στην οποία κυριαρχεί η απόλυτη ισότητα των μελών της (10, βιβλίο Ε). Μια όμως που στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με κοινωνίες ανισότητας, και συνεπώς με συμφεροντολογικές σχέσεις, η εφαρμογή της ισότητας κατ’ αριθμόν δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες του κοινού συμφέροντος και στην κάθε περίπτωση λειτουργεί στην πράξη σε βάρος των ανώτερων πνευματικών αξίων.
Στην πραγματικότητα ο Αριστοτέλης ασκεί την ίδια κριτική που ασκεί ο Μαρξ στο ίσο αστικό δίκαιο, αλλά όχι από τη σκοπιά των κοινωνικών διαφορών, αλλά από εκείνη των πνευματικών προσόντων, ούτε από την οπτική γωνία των καταφρονεμένων, αλλά από εκείνη των γνώριμων. Όπως ο Μαρξ υποστηρίζει ότι το ίσο αστικό δίκαιο εφαρμοζόμενο σε άνισες κοινωνικά ατομικότητες οξύνει μάλλον παρά αμβλύνει αυτές τις ανισότητες, έτσι και ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι η ισότητα κατ’ αριθμόν αδικεί τους άξιους.
Για να τεκμηριώσει αυτό το επιχείρημά του ο Αριστοτέλης ακολουθεί την εξής συλλογιστική: Στην αριθμητική ισότητα παίρνουμε υπόψη μας μια ίση απόσταση κάθε αριθμού (ατόμου) από τον πλαϊνό του (2, 4, 6, 8...)· έτσι δεν παίρνουμε υπόψη μας την αξία του κάθε αριθμού (ατόμου) εισάγοντας μια κατάφωρη ανισότητα, αφού όσο υψηλότερη είναι η κλίμακα στην οποία
55
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
βρίσκεται κάποιος που αξίζει, τόσο μικρότερος είναι ο λόγος (ratio) της κάθε βαθμίδας. Έτσι όσο αξιότερο είναι το άτομο τόσο λιγότερο αμείβεται για την αξία του. Αντίθετα αν εφαρμοζόταν η αναλογική (γεωμετρική) ισότητα, ο λόγος σε κάθε βαθμίδα της κλίμακας θα έπρεπε να είναι (2, 4, 8, 16...) οπότε και παραμένει ο ίδιος και συνεπώς αυτό που παίρνει κάθε άτομο είναι ίσο με την αξία του (37, 179).
Από μια άλλη όμως σκοπιά ο Αριστοτέλης κάθε άλλο παρά υποτιμά το πλεονέκτημα της δημοκρατίας που δεν είναι η δίκαιη κατανομή της εξουσίας, αλλά το ότι αυτή αναδεικνύει τη συλλογική σοφία και πείρα του λαού. Έτσι κατά τον Αριστοτέλη η βούληση που προκύπτει από το άθροισμα πολλών, ποιοτικά έστω, κατώτερων βουλήσεων θεωρείται ότι μπορεί να είναι ανώτερη από τη βούληση του ενός ή των λίγων αξίων, ποιοτικά ανώτερων (8, 1281a44 κ.ε.).
Πέραν τούτου και στο βαθμό που, όπως ο Πλάτωνας, έτσι κι ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι για κάθε τέχνη ο χρήστης ενός αντικειμένου μπορεί να εκφέρει γι’ αυτό μια γνώμη ακόμη πιο έγκυρη από τον κατασκευαστή του, έτσι και για την τέχνη της πολιτικής εκείνοι που τη βιώνουν, δηλαδή οι πολίτες, έχουν την ικανότητα να εκ- φράσουν τη γνώμη τους, η οποία ίσως να είναι πιο έγκριτη από τη γνώμη εκείνων που την ασκούν, δηλαδή των κυβερνώντων. Συνεπώς ο λαός, κατ’ αναλογία με τον ασθενή ο οποίος έχει λόγο περί ιατρικής όσο και ο γιατρός και ίσως μάλιστα ο λόγος του αυτός να είναι καλύτερος από εκείνον του γιατρού, θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να κρίνει και να ελέγχει τους άρχοντες, αλλά και να συμμετέχει στην εκκλησία, τα δικαστήρια και τη βουλή (8, 1274al5-18).
Εξάλλου όταν ο Αριστοτέλης δηλώνει ότι ο άνθρωπος είναι «φύσει ζώον πολιτικό» (8, 1253a5-10), τούτο
56
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
σημαίνει από τη μια ότι μόνον στο πλαίσιο της πολιτικής κοινωνίας έχει τη δυνατότητα να ολοκληρωθεί ως προσωπικότητα και από την άλλη ότι κατέχει εκ φύσε- ως την πολιτική αρετή. Συνεπώς κάθε άνθρωπος είναι ικανός, αν μη τι άλλο, να εκφέρει γνώμη περί πολιτικής.
0 συνδυασμός της κριτικής της αρχής της ισότητας κατ’ αριθμόν και της θετικής αξιολόγησης της συλλογικής βούλησης, αλλά και η αποδοχή της κατοχής της πολιτικής αρετής από όλους τους πολίτες, είναι που οδηγούν τον Αριστοτέλη στο συμπέρασμα ότι η αριστοδη- μοκρατία είναι η μορφή του πολιτεύματος που με τον καλύτερο τρόπο μπορεί να συνδυάσει τη γνώμη των πολλών, του λαού, με τη γνώση των αρίστων, των φιλοσόφων.
Για τον Αριστοτέλη όμως -κα ι τούτο αν όχι σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, τουλάχιστον πολύ πιο έντονα από αυτόν- είναι σημαντικό το πολίτευμα που προτείνει να έχει την άμεση αποδοχή των πολιτών «να επιβληθεί ευχερώς στη συνείδηση των πολιτών υπό τις δοσμένες συνθήκες» (8, 1289al κ.ε.). Τούτο σημαίνει ότι η ριζοσπαστική, βίαιη έξοδος από το σπήλαιο των δεσμωτών του Πλάτωνα, δηλαδή η απαγκίστρωση του λαού από τις συνήθειές του και η αποδοχή από μέρους του της πρωτοπορίας των φιλοσόφων δεν παίρνει σε αυτόν τη μορφή ενός πολιτεύματος που διαμορφώνεται «επαναστατικά» και από την αρχή, αλλά ενός πολιτεύματος που στηρίζεται στις μέχρι τότε λαϊκές συνήθειες, έτσι όπως αυτές διαμορφώθηκαν στο πλαίσιο της δημοκρατίας.
Ενώ λοιπόν ο Πλάτωνας προτείνει το βασίλειο των σοφών, το οποίο γίνεται συναινετικά αποδεκτό από το λαό αφού αυτός λάβει την κατάλληλη παιδεία από τους φιλοσόφους, ο Αριστοτέλης προτείνει ένα πολίτευμα που θα διατηρεί ορισμένα από τα στοιχεία της
57
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
δημοκρατίας και έτσι θα έχει την άμεση συγκατάβαση των πολιτών. Αυτό βεβαίως σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι και για τον Αριστοτέλη η παιδεία δεν π α ίζει έναν εξίσου σημαντικό ρόλο όπως στον Πλάτωνα.
Στην αριστοτελική αριστοδημοκρατία, λοιπόν, ο λαός θα έχει δικαίωμα να συμμετέχει της «αορίστου αρχής», δηλαδή σε όλα τα όργανα της πολιτείας, αλλά τις ανώτατες εξουσίες θα πρέπει να τις κατέχουν οι έγκριτοι που όμως θα κρίνονται από το λαό. Έτσι το δικαίωμα εκλογής στα μη ανώτατα αξιώματα και το δικαίωμα κρίσης των αρχόντων αναπληρώνει τη στέρηση του δικαιώματος κατοχής των ανώτατων αξιωμάτων (8, 1318b23-25) και καθιστά πιο εύκολα αποδεκτή την πρωτοκαθεδρία των αξίων.
Τούτη η αριστοτελική πολιτεία είναι μια πολιτεία των μέσων γεωργών μικροϊδιοκτητών η οποία θα πρέπει να αποσκοπεί στον άριστο βίο των πολιτών της, ο οποίος θα πρέπει να είναι στόλισμα ήθους και πνεύματος.
Στα δυο τελευταία βιβλία των Πολιτικών (βιβλία VII και VIII), ο Αριστοτέλης μας δίνει ορισμένα στοιχεία της δικής του ιδανικής πολιτείας. Δυστυχώς τα Πολιτικά δεν είναι ολοκληρωμένα και έτσι δεν έχουμε μια πλήρη εικόνα αυτού του οράματος.
Όμως αυτό που προκύπτει είναι ότι ο Αριστοτέλης θεωρεί εδώ πολίτες μόνον εκείνους που ασχολούνται αποκλειστικά με πνευματικές δραστηριότητες οι οποίοι είναι και οι μόνοι που μπορεί να θεωρούνται πραγματικά ελεύθεροι και συνεπώς άξιοι της ιδιότητας του πολίτη. Πρόκειται γ ια τους μη εργαζόμενους στην υλική π α ραγωγή, τους εύπορους πολίτες ιδιοκτήτες (8, 1329al9), διότι μόνον αυτοί έχουν τον διαθέσιμο χρόνο για την απόκτηση της αρετής και την ενασχόληση με την πολιτική. Σε αυτή την πολιτεία δεν θα έχουν δικαίωμα συμμετοχής οι βαναυσοτέχνες, δηλαδή οι χειρώνακτες εργάτες
58
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
ή οι ασχολούμενοι με τα αγοραία επαγγέλματα, αλλά ούτε καν οι μικρογεωργοί (8, 1328b39-41), οι οποίοι αποτελούσαν τον πυρήνα της προηγούμενης πρότασης του Αριστοτέλη.
Εδώ συνεπώς έχουμε να κάνουμε με μια πολιτεία αρίστων, διανοουμένων, με μια κοινότητα ισότιμων πολιτών στην οποία θα μπορεί να κυριαρχεί η φιλία και στην οποία τις χειρωνακτικές εργασίες, της καλλιέργειας της γης συμπεριλαμβανομένης, θα τις ασκούν οι δούλοι, οι βάρβαροι ή οι περίοικοι. Ως προς την ιδιοκτησία στην περίπτωση αυτής της πολιτείας, η διάθεση των προϊόντων θα γίνεται στη βάση της αρχής «κοινά των φίλων» (8, 1330al-2), ενώ θα πρέπει να προβλέπε- ται και ένα τμήμα κοινής ιδιοκτησίας για τις λατρείες των θεών και τα κοινά συσσίτια.
Είναι προφανές ότι σε μια τέτοια πολιτεία που κυριαρχούν οι γνωρίζοντες δεν προκύπτει ζήτημα αντίθεσης και συνεπώς συνδυασμού της ισότητας κατ’ αριθμόν με την ισότητα κατ’ αξίαν, διότι οι δυο αυτές αρχές συνενώνονται σε μια οπότε και θα μπορεί να λειτουργεί η δημοκρατία δίχως να πλήττεται η κατ’ αξίαν ισότητα.
Μια τέτοια πολιτεία θα μπορούσε να είναι πράγματι δημοκρατική και ταυτόχρονα να λειτουργεί στη βάση υψηλών πνευματικών αξιών στο βαθμό που η ύπαρξη των διανοούμενων πολιτών της δεν θα προϋπέθετε την εκμετάλλευση από μέρους τους των χειρωνακτών εργαζομένων, δούλων κ.λπ. στο βαθμό που δεν θα θεμελιωνόταν σε ένα καταμερισμό ανάμεσα στην πνευματική και τη χειρωνακτική εργασία, δηλαδή αν ήταν δυνατόν να περιοριστεί σε τέτοιο βαθμό η χειρωνακτική εργασία έτσι ώστε ο ελεύθερος χρόνος, και πιο ειδικά ο χρόνος της πνευματικής καλλιέργειας, να αναδει- χθεί σε κυρίαρχο. Κάτι τέτοιο ήταν όμως αδύνατον να συμβεί με το δοσμένο επίπεδο ανάπτυξης των παρα
5 9
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
γωγικών δυνάμεων της αρχαίας κοινωνίας. Παρ’ όλα αυτά ο Αριστοτέλης είχε τη συγκλονιστική πνευματική διαύγεια να φανταστεί μια τέτοια δυνατότητα, η οποία τείνει να γίνει πραγματικότητα μόλις στην εποχή μας. Αν, όπως συνέβαινε κατά τη μυθολογία με το Δαίδαλο, τα διάφορα εργαλεία είχαν ιδία αντίληψη και μπορούσαν να εκτελούν από μόνα τους είτε με κάποια εντολή τις διάφορες εργασίες (8, 1254Μ3-15), ή αν, όπως αναφέρει ο Όμηρος, υπήρχαν αυτόματες υφαντουργικές μηχανές, τότε δεν θα υπήρχε ανάγκη από «υπηρέτες που είναι όργανα που υπηρετούν διά οργάνων» (182, 373), τότε το όραμά του θα μπορούσε να υλοποιηθεί με τη μορφή του αυτοδιοικούμενου λαού φιλοσόφου.
Αυτό όμως που είναι πιο σημαντικό στη συλλογιστική του Αριστοτέλη είναι ότι θέτει ως προϋπόθεση της χειραφέτησης του ανθρώπου και συνεπώς της ικανότητάς του να εκφράζει πραγματικά ελεύθερος τη βούλησή του να απαλλαγεί από την οικονομική καταναγκα- στική δραστηριότητα, ότι συνδέει όπως άλλωστε και ο Μαρξ το πέρασμα στο βασίλειο της ελευθερίας με την υπέρβαση, με το τέλος, του βασιλείου της αναγκαιότητας.
Στο επίπεδο τώρα του ίδιου του πολιτικού βίου ο Αριστοτέλης διαχωρίζει τον πρακτικό-πολιτικό από τον φιλοσοφικό-θεωρητικό βίο. 0 δεύτερος, απαλλαγμένος από κάθε εξωτερική σχέση», καθαρά εσωτερικός λογισμός ο οποίος αναπτύσσεται έξω από το κοινωνικοπο- λιτικό γίγνεσθαι με τη μορφή των «αυτοτελών και αυθόρμητων θεωριών και διανοήσεων» (8, 1325Μ9-20), θεωρείται από αυτόν ο άριστος και ευδαιμονέστατος βίος.
Πρόκειται μήπως για αποσύνδεση της πολιτικής πρακτικής από τον θεωρητικό στοχασμό; Και αν ναι, τότε τι νόημα έχει η επιμονή του Αριστοτέλη για πρωτο
60
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
πόρα συμβολή των άξιων, των διανοουμένων στην πολιτική με τη μορφή είτε της αριστοδημοκρατίας, είτε της απονομής μόνον σε αυτούς της ιδιότητας του πολίτη;
Στην πραγματικότητα ο Αριστοτέλης προβαίνει σε αυτό το διαχωρισμό πρακτικού-πολιτικού και φιλοσο- φικού-θεωρητικού βίου ακολουθώντας ένα διαχωρισμό που είχε κάνει προηγουμένως στο επίπεδο του ανώτερου τμήματος της ψυχής, το νου-λόγο, ο οποίος χωρίζεται σε πρακτικό και θεωρητικό λόγο, δηλαδή στην εκ της αμέσου εμπειρίας προερχόμενη αντίληψη και στην καθαρά διανοητική διεργασία, η οποία και αποτελεί τον ανώτερο του ανθρώπου σκοπό (10, 1177al5) και σε ένα κατώτερο τμήμα που δεν εμπεριέχει λόγο, αλλά έχει την ικανότητα να υπακούει στο λόγο.
Έτσι στο πλαίσιο του πρώτου αυτού διαχωρισμού, μέσω αυτής ακριβώς της ικανότητας του κατώτερου τμήματος να υπακούει στο λόγο, αίρει τα στεγανά εμπειρικής πρακτικής και διανοητικής δραστηριότητας.
Αν τώρα επανέλθουμε στην προηγούμενη σχέση μεταξύ πολιτικού και θεωρητικού, βλέπουμε ότι και εδώ, παρά τον αρχικό διαχωρισμό τους, μια που ο Αριστοτέλης κατανοεί ότι ο «καθαρός» θεωρητικός βίος δεν είναι δυνατόν να ακολουθείται παρά από θεούς και όχι από ανθρώπους, νιώθει την ανάγκη να τον επανασυν- δέσει με τον πρακτικό-πολιτικό βίο, πόσο μάλλον όταν υποστηρίζει παράλληλα ότι δεν είναι ορθό το να επαινεί κανείς το «απρακτείν» παρά το «πράττειν» (8, 1325a31-32).
Η επανασύνδεση αυτή διενεργείται από τον ίδιο τον Αριστοτέλη όταν από τη μια αντιμετωπίζει το θεωρητικό βίο ταυτόχρονα και ως πράξη και όταν από την άλλη θεωρεί ότι ο κατ’ εξοχήν πολιτικός βίος, ως δράση του πολιτικού ηγέτη σε ελεύθερους πολίτες, συμπεριλαμβάνει με τη σειρά του θεωρητική δραστηριότητα.
61
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
Τέλος, όπως ο Πλάτωνας, έτσι και ο Αριστοτέλης αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην παιδεία, που τη θεωρεί κύριο καθήκον της πολιτείας. Αυτή θα πρέπει να είναι δημόσια και να αποσκοπεί στο να φτάσει η έλλογη ουσία του ανθρώπου στο ύψιστο σημείο ανέλιξης μέσα από τη γνώση. 0 προσανατολισμός της θα πρέπει να είναι ηθικός και όχι τεχνοκρατικός. Δεν πρόκειται για επαγγελματική εκπαίδευση ούτε όμως για γνώση χάρη της γνώσης, αλλά για προσπάθεια που θα αποσκοπεί στην υποταγή του σώματος στην ψυχή και του ανθρώπου στην πειθαρχία του χαρακτήρα. Και παρ’ όλο που η γνώση δεν μπορεί να κατακτηθεί παρά με δυσχέρεια και κόπο, αυτή θα πρέπει να αποτελεί ανακούφιση της ψυχής, όχι εργασία αλλά ανάπαυση, μια που προσδίδει ευχαρίστηση (8 ,1337b37-1338a3).
Ο Αριστοτέλης έχει κατηγορηθεί διότι η αριστοδημο- κρατική λύση που προτείνει και ο συνδυασμός της αριθμητικής με την αναλογική ισότητα δεν αποτελούν παρά μια ολιγαρχική-πλουτοκρατική δοξασία υπέρ της ανισότητας (37, 513 και 64, 99-100). Στην πραγματικότητα η προτίμηση του Αριστοτέλη, όπως άλλωστε και του Πλάτωνα, για τη δημοκρατία ή δικτατορία των φτωχών απέναντι στην ολιγαρχία ή δικτατορία των πλουσίων δεν επιδέχεται καμία αμφισβήτηση.
Η αριστοδημοκρατία λοιπόν δεν αποτελεί κάποιο «στρατήγημα» για να αποδοθεί η πολιτική εξουσία στους πλουσίους, αλλά μια προσπάθεια συνδυασμού της λαϊκής εμπειρικής συλλογικής σοφίας με εκείνη των γνώριμων οι οποίοι εκ των πραγμάτων δεν μπορούσαν να αναδειχθούν σε τέτοιους παρά αν είχαν τη δυνατότητα απαλλαγμένοι από τον καθημερινό μόχθο να αναπτύξουν τις πνευματικές τους δυνατότητες. Στόχος του Αριστοτέλη είναι η κυριαρχία της αρχής της γνώσης και ο πλούτος δεν αποτελεί παρά το μέσο που στην εποχή του ως ανα
6 2
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
γκαίο κακό αποτελούσε προϋπόθεση αυτής της ανάδειξης. Εξάλλου η συνολικότερη τοποθέτηση του Αριστοτέλη για τον υλικό πλούτο και το χρήμα ως αυτοσκοπό (206, 212, σημ. 276) και η άρνησή του να αποδώσει σε αυτά μια αξία καθαυτή (10, U33a34-1133b), καθώς και οι χαρακτηρισμοί του κυρίως για τους νεόπλουτους ως «κενόδοξους», «ξιπασμένους», «ανόητους ανθρώπους» (9, 1390b32-1391a20) αρκούν από μόνα τους για να ανατρέψουν την επιχειρηματολογία όσων υποστηρίζουν ότι ο Αριστοτέλης ήταν πολέμιος της δημοκρατίας επειδή υποστήριζε την ολιγαρχία του πλούτου.
Στην πραγματικότητα το όραμα του Αριστοτέλη ήταν μια Πολιτεία που θα κυβερνάται από τους κατόχους της γνώσης, και τούτο με τη λαϊκή συναίνεση η οποία και θα επιτυγχάνεται με την παιδεία του λαού.
63
Κ εφ άϋ αιο2
Ο ΓΠορ[ και η διανόηση σαν μεσοϋάΡησπ IRC μεσοϋά)ηοης στη διαδικασία της πανανθρώπινης χειραφέιησηι;
2.1 Εισαγωγικά
Σ ε α ν τ ί θ ε σ η ΜΕ ΟΣΟΥΣ υποστηρίζουν, όπως ο Foucault, ότι «ο μαρξισμός είναι για τη σκέψη του 19ου αιώνα σαν το ψάρι μέσα στο νερό: δηλαδή οπουδήποτε αλλού παύει να αναπνέει» (50, 274), εμείς υποστηρίζουμε μαζί με τον Sartre ότι ο Μαρξ και ο μαρξισμός είναι «αξεπέραστος διότι δεν ξεπεράστηκαν οι συνθήκες που τον ανέδειξαν», δηλαδή ο καπιταλισμός (213, τ. 1, 29).
Για να γίνει κατανοητός ο ρόλος της διανόησης στη διαδικασία της χειραφέτησης, έτσι όπως τον προσδιορίζει ο Μαρξ, είναι αναγκαίο αυτός ο ρόλος να ενταχθεί στη συνολικότερη περί χειραφέτησης συλλογιστική του, η οποία, κατά την άποψή μας, αποτελεί και τη λυδία λίθο της όλης προβληματικής του. Ο Μαρξ δεν είναι ο θεωρητικός του κρατικού σοσιαλισμού, ή έστω της εργατικής εξουσίας, ούτε μιας πιο δίκαιης κοινωνίας αλλά ο κριτικός του κράτους ως «παρασιτικής απόφυσης» της κοινωνίας, ο θεωρητικός της χειραφέτησης (85, 77).
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
Το βάθος της διαλεκτικής του δεν οδηγεί στην κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη ως αυτοσκοπό, αλλά στη διάλυση όλων των μεσολαβήσεων που παρεμποδίζουν την ελεύθερη ανάπτυξη της κοινωνικής ατομικότητας, τάξεων και κράτους συμπεριλαμβανομένων (15, 23).
Με την πεποίθηση ότι κάθε άλλη ερμηνεία του μαρξισμού οδηγεί στην αναγωγή των μέσων σε αυτοσκοπούς και ότι αυτή η ερμηνεύσιμη κατά τα άλλα αναγωγή έχει κοστίσει πολύ ακριβά στο λαϊκό κίνημα και γενικότερα στην ανθρωπότητα, ας μας επιτραπεί αρχικά να παρουσιάσουμε συνοπτικά, όπως τουλάχιστον εμείς την έχουμε αντιληφθεί, αυτή τη συλλογιστική.
Ποια είναι αυτή επιγραμματικά και συνεπώς σχηματικά; 0 Μαρξ ξεκινάει από ένα προσδιορισμό της ουσίας του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος, θεμελιακό χαρακτηριστικό της οποίας αποτελεί η εργασία. Διαπιστώνει ότι η ουσία αυτή δεν μπορεί να εκδηλωθεί και να αναπτυχθεί ανεμπόδιστα στο πλαίσιο των ταξικών κοινωνιών, και πιο ειδικά του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, διότι κατά την εκδήλωσή της παρεμβάλλονται διάφορες μεσολαβήσεις που την παρεμποδίζουν να το πράξει. Στόχος του είναι η άρση αυτών των μεσολαβήσεων, η χειραφέτηση του ανθρώπου και η διαμόρφωση μιας τέτοιας κοινωνικής μορφής οργάνωσης -της κομμουνιστικής- η οποία σε αντίθεση με όλες τις προηγούμενες που γνώρισε η ανθρωπότητα θα προσφέρει τη δυνατότητα της ανεμπόδιστης ανάπτυξης της κάθε κοινωνικής ατομικότητας. Στην απελευθερωτική αυτή διαδικασία από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, η οποία δεν μπορεί να ολοκληρωθεί παρά μόνον όταν η ανάπτυξη των υλικών παραγωγικών δυνάμεων θα επιτρέπει την αναγωγή σε κυρίαρχη της δραστηριότητας αυτοσκοπού στη θέση της καταναγκα-
65
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
στικής εργασίας, καθοριστικό ρόλο παίζει η εργατική τάξη. Όμως αυτό τον ρόλο του πανανθρώπινου απελευθερωτή η εργατική τάξη τον κατέχει εν δυνάμει και, για να τον ασκήσει στην πράξη, χρειάζεται να υπερβεί την αυθόρμητη συνείδησή της υπερνικώντας διάφορα εμπόδια που δημιουργεί ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής και πιο συγκεκριμένα το δίπολο βίας και δόλου που χαρακτηρίζει ειδικά το αστικό κράτος. Το κόμμα της εργατικής τάξης, το κομμουνιστικό κόμμα, ως το πρωτοπόρο τμήμα της, αποτελεί καθοριστικό παράγοντα-μέσο σε αυτή τη διαδικασία η οποία μέσω της επανάστασης οδηγεί στον σοσιαλισμό, νοούμενο ως κατώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας και σε καμιά περίπτωση ως αυτοσκοπό.
Στο πλαίσιο μιας γενικότερης θεωρητικής τομής της σχέσης πρακτικής εμπειρίας και θεωρίας σημαντικό ρόλο παίζει στην ίδια διαδικασία η επαναστατική διανόηση.
Το ρόλο αυτής της τελευταίας θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε σε τούτο το κεφάλαιο, εντάσσοντάς τον στην παραπάνω συλλογιστική. Στο κεφάλαιο αυτό θα περιοριστούμε στην περίοδο του καπιταλισμού της κλασικής βιομηχανικής κοινωνίας, τον οποίο και κατά κύριο λόγο ανέλυσε ο Μαρξ. Με τις κυριολεκτικά προφητικές του προβλέψεις σχετικά με τη σύγχρονή μας κοινωνία και τη συνεπαγόμενη διαφοροποίηση της θέσης της διανόησης θα ασχοληθούμε στα επόμενα μέρη της μελέτης.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν την περιπλάνησή μας από μια σύντομη αναδρομή σε όσα συνοπτικά αναφέρθηκαν προηγουμένως για να εντάξουμε στη συνέχεια το ρόλο της διανόησης στο πλαίσιο της γενικότερης μαρξικής συλλογιστικής της χειραφέτησης.
66
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
2.2 Ο στόχος της πανανθρώπινης χειραφέτησης και ο μεσολαβητικός ρόλος του προλεταριάτου
«Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι η σημερινή κατάσταση της ανθρωπότητας θα παραμείνει ως έχει. Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι αυτή η κατάσταση αποτελεί την ολοκληρωτική και έσχατη προοπτική της ανθρωπότητας [...]. Μόνο ως το βαθμό που μπορώ να θεωρήσω αυτή την τάξη πραγμάτων ως μέσο πρόσβασης σε μια καλύτερη κατάσταση, ως μεταβατικό σημείο προς έναν ανώτερο και πιο τέλειο κόσμο, αποχτά αξία για μένα. Δεν είναι χάρη αυτού που αντιπροσωπεύει αλλά χάρη της αγάπης για ένα καλύτερο κόσμο που προετοιμάζει, που καταφέρνω να την ανεχθώ» (48). Αυτά δεν είναι λόγια του Μαρξ, αλλά του μεγάλου ιδεαλιστή στοχαστή, του Fichte. Γράφτηκαν το 1800, δηλαδή δεκαοχτώ χρόνια προτού γεννηθεί ο Μαρξ. Τα επαναλαμβάνουν όμως ο Μαρξ και οΈνγκελς στη Γερμανική Ιδεολογία: «Για τον πρακτικό υλιστή, δηλαδή τον κομμουνιστή, το ζήτημα είναι να επαναστατικοποιήσει τον κόσμο που υπάρχει, να επιτεθεί κατά των πραγμάτων που βρήκε και να τα αλλάξει» (165, τ. 1, σελ. 101). Τα ίδια λόγια θα μπορούσε κάλλιστα να ανήκουν και σε μια σειρά άλλους κορυφαίους στοχαστές που έζησαν πριν ή μετά τον Fichte και οι οποίοι αυτό που αναζητούσαν ήταν «ένα ανώτερο και πιο τέλειο κόσμο».
Αυτός λοιπόν ο ανώτερος, ο πιο τέλειος για όλους τους ανθρώπους κόσμος έτσι όπως τον οραματίζεται ο Μαρξ, είναι ένας κόσμος, ο οποίος θα επιτρέπει την ανεμπόδιστη ανάπτυξη της κοινωνικής ατομικότητάς τους στο πλαίσιο της εναρμόνισης της ύπαρξής τους με την ουσία του ανθρώπου, η οποία και προσφέρει στον κάθε άνθρωπο τη δυνατότητα μιας απεριόριστης ανάπτυξης.
Το ανθρωποκεντρικό αυτό όραμα, για να γίνει κα
6 7
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
τανοητό, προϋποθέτει να διευκρινίσουμε, έστω εν συντομία, την έννοια της ουσίας του ανθρώπου έτσι όπως την προσδιορίζει ο Μαρξ, για να μπορέσουμε να δούμε στη συνέχεια από τη μια ποια είναι εκείνη η ύπαρξη που αντιστοιχεί σε αυτή την ουσία και από την άλλη ποια είναι εκείνη που την παρεμποδίζει να εκδηλωθεί.
Για τον Μαρξ λοιπόν η ουσία του ανθρώπου συνί- σταται στις ιδιαίτερες δυνατότητες του ανθρώπινου είδους, το οποίο στη βάση μιας ειδολογικής, βιολογικής ιδιαιτερότητας έχει την ικανότητα να εξελίσσεται συνεχώς. 0 άνθρωπος προϊόν της ιστορικής εξέλιξης και ταυτόχρονα διαμορφωτής της, μέσω της ανεμπόδιστης, συνειδητής και κοινωνικού χαρακτήρα δραστηριότητάς του, μπορεί να αναπτυχθεί απεριόριστα. Υπό αυτή την έννοια η ουσία του ανθρώπου εκδηλώνεται κάθε φορά στην πράξη, στην πραγματική ύπαρξη των ανθρώπων, ως το «σύνολο των κοινωνικών σχέσεων» (152, τ. 2, 469) και όχι ως μια αμετάβλητη αφαίρεση που υπάρχει μέσα στο μεμονωμένο άτομο όπως υποστήριζε ο Feuerbach. Με αυτή τη διατύπωση, ο Μαρξ από τη μια αρνείται τον ιδεαλιστικό προσδιορισμό της φύσης του ανθρώπου, από την άλλη τον θεωρησιακό ανθρωπισμό του υλιστή Feuerbach. 0 Μαρξ αρνείται τον μέχρι τότε προσδιορισμό της έννοιας της ουσίας ως ιδέας που δεν έχει σχέση με τις πολυποίκιλες κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων, με την πραγματική ύπαρξή τους.
Όμως σε καμιά περίπτωση αυτό δεν σημαίνει ότι ο Μαρξ αρνείται όπως ο Strirner κάθε είδους αφαίρεση, την ίδια την κατηγορία της επιστημονικής αφαίρεσης, (14, 33) ούτε ότι για τον Μαρξ οι υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις, η ίδια η ύπαρξη των ανθρώπων, αν και προϊόντα της ανθρώπινης δραστηριότητας, ανταποκρί- νονται στο δέον. Διαφορετικά δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να τις αλλάξουμε.
68
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
«Αν ο άνθρωπος διαμορφώνεται από τις συνθήκες, θα πρέπει να διαμορφώνει τις συνθήκες ανθρώπινα» (163, 164-165). «Αν ο άνθρωπος διαμορφώνεται από τον κόσμο των αισθήσεων και την πείρα, τότε πρέπει να διαμορφώσει τον κόσμο έτσι ώστε να βλέπει σ’ αυτόν το πραγματικά ανθρώπινο [... έτσι ώστε] το ατομικό συμφέρον να συμπίπτει με το ανθρώπινο συμφέρον» (163, 164), κάτι που προφανώς δεν συμβαίνει όταν κυριαρχούν οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής.
Συνεπώς, όπως υπογράμμιζε ο Gramsci, εφόσον η ατομικότητά μας διαμορφώνεται από το σύνολο αυτών των [κοινωνικών] σχέσεων, για να «αλλάξουμε την ίδια την προσωπικότητά μας σημαίνει ότι πρέπει να αλλάξουμε το σύνολο αυτών των σχέσεων» (54, 131).
Με άλλα λόγια, η μαρξική έννοια της ουσίας του ανθρώπου, πέρα από την ιδιαίτερη βιολογική του φύση και σε συνδυασμό με αυτήν, περιλαμβάνει το στοιχείο του γίγνεσθαι. Η έννοια άνθρωπος «είναι μια επιδίωξη πραγματοποίησης [εκπλήρωσης]» «μέσω της αλλαγής του κόσμου», θα πει ο Λένιν (95, 194), ή, όπως τόνιζε ο Gramsci, η μαρξιστική έννοια της ουσίας του ανθρώπου εμπεριέχει το στοιχείο του γίγνεσθαι, μια και η φύση του ανθρώπου δεν περιορίζεται στη βιολογική του ιδιαιτερότητα αλλά «συμπεριλαμβάνει την ιστορία» (54, 129) ή ακόμη, όπως έγραφε ο Ernst Bloch, ο άνθρωπος ως αρχέτυπη υπόσταση είναι το σύνολο των μη πραγ- ματωμένων ακόμη δυνατοτήτων του. «Δεν είμαστε ακόμη αυτό που πραγματικά και ουσιωδώς είμαστε», «η τελειότητά μας συνίσταται στο γεγονός ότι δεν είμαστε ποτέ πεπερασμένοι-τελειωμένοι» (24, 11). Θεμελιακό χαρακτηριστικό της ουσίας του ανθρώπου, που του επιτρέπει αυτή την απεριόριστη εξέλιξη, είναι η δυνατότητά του να εργαστεί. Ως προς αυτό ο Μαρξ συμφωνεί τόσο με τον Kant, κατά τον οποίο «η τεμπε
69
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
λιά είναι αντίθετη στην πραγματοποίηση του ανθρώπου» (70, 4η πρόταση), όσο και με τον Hegel, όπου στο Κύριος και Σκλάβος (150, 19) αντιμετωπίζει ως πιο ανθρώπινο τον εργαζόμενο δούλο από τον τεμπέλη αφέντη του. Όμως κατά τον Μαρξ η ειδικά ανθρώπινη εργασία έχει ορισμένα χαρακτηριστικά που την κάνουν να διαφέρει από την αντίστοιχη δραστηριότητα και εργασία των ζώων.
Στο Κεφάλαιο, έργο της ωριμότητάς του -και το επισημαίνουμε αυτό για να υποδηλώσουμε έστω και φευγαλέα, μια και δεν εμπίπτει στα όρια τούτης της μελέτης για να το αναπτύξουμε παραπέρα (βλέπε πιο αναλυτικά, 208), ότι δεν υπάρχει τομή πόσο μάλλον αντίθεση ανάμεσα στον νέο και τον ώριμο Μαρξ όσον αφορά την έννοια της ουσίας του ανθρώπου-, ο Μαρξ αναλύοντας τη διαδικασία της εργασίας την προσδιορίζει ως το οντολογικό χαρακτηριστικό του κοινωνικού όντος που είναι ο άνθρωπος, ο οποίος, σε αντίθεση με τα ζώα, χρησιμοποιεί μέσα εργασίας με βάση ένα σκοπό που έχει προσδιορίσει συνειδητά και που προϋπήρ- χε ιδεατά στον εγκέφαλό του (153, τ. 1, 191).
Έτσι για τον Μαρξ ο άνθρωπος είναι όπως τον χαρακτηρίζει ο Benjamin Franklin «a toolmaking animal», ένα ζώο που κατασκευάζει εργαλεία, (153, 141, τ. 1, 193), η χρήση και η κατασκευή των οποίων «χαρακτηρίζουν το ειδικά ανθρώπινο προτσές εργασίας» (153, τ. 1, 192). Αυτή η κατασκευή των εργαλείων, αλλά και γενικότερα η τεχνολογία, εξαρτάται από τον τρόπο παραγωγής, από «τις κοινωνικές σχέσεις μέσα στις οποίες συντελείται η εργασία». Όμως δεν μπορεί να υπάρξει ούτε τεχνολογία ούτε τεχνολογική πρόοδος δίχως «σκόπιμη δραστηριότητα» (153, τ. 1, 197), δίχως γνώση, συνείδηση, πειραματισμό, σκέψη (14, 28).
«Αυτό [λοιπόν] που ξεχωρίζει από τα πριν τον χειρό
70
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
τερο αρχιτέκτονα από την καλύτερη μέλισσα είναι ότι έχει φτιάξει το κύτταρο στο κεφάλι του, προτού το φτιάξει στο κερί». Στο τέλος του προτσές της εργασίας προκύπτει ένα αποτέλεσμα που [...] υπήρχε κιόλας ιδεατά (153, τ. 1, 191).
Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι ο Μαρξ επιλέγει εδώ, κατά τη γνώμη μας όχι τυχαία, τον αρχιτέκτονα ως χαρακτηριστικό παράδειγμα της κατ’ εξοχήν ανθρώπινης δραστηριότητας που αντιπαραθέτει σε εκείνη της μέλισσας. Τούτη η επιλογή του συνδέεται με το γεγονός ότι ο αρχιτέκτονας αυτοπροσδιορίζει το σκοπό του, τον αναπαριστά στον εγκέφαλό του ιδεατά σε ολοκληρωμένη μορφή, ασκεί ταυτόχρονα πνευματική αλλά και σε ένα βαθμό πρακτική-χειρωνακτική εργασία και συνεπώς υπερβαίνει τον μεταξύ τους καταμερισμό που χαρακτηρίζει τα άλλα επαγγέλματα, και τέλος παράγει ως καλλιτέχνης που είναι πέρα από τεχνικός, «σύμφωνα με τους νόμους της ομορφιάς», κάτι που αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης παραγωγής.
Στα «νεανικά» Χειρόγραφα τ ου 1844 ο Μαρξ επισημαίνει: «Φυσικά και τα ζώα παράγουν [...] Τα ζώα όμως παράγουν μόνον κάτω από την πίεση της άμεσης φυσικής ανάγκης, ενώ ο άνθρωπος παράγει κι όταν είναι ελεύθερος από τη φυσική ανάγκη και παράγει πραγματικά μόνο απελευθερωμένος από την ανάγκη αυτή [...] Γι’ αυτό ο άνθρωπος παράγει επίσης σύμφωνα με τους νόμους της ομορφιάς» (146, 99).
Συνεπώς η εργασία αποτελεί για τον Μαρξ ίδιον του ανθρώπου, αυτοεπιβεβαίωσή του ως τέτοιου. Αυτή όμως, για να μπορέσει ο άνθρωπος να επιβεβαιώσει την ουσία του, θα πρέπει να μην είναι καταναγκαστική, να μην έχει το χαρακτήρα μέσου επιβίωσης, αλλά να είναι μια ελεύθερη δραστηριότητα αυτοσκοπός. Διότι ναι μεν αυτή εμφανίζεται πρωταρχικά ως μέσο επιβίωσης,
71
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
διατήρησης της φυσικής ύπαρξης του ανθρώπου, ναι μεν στη συνέχεια συντελείται στις ταξικές κοινωνίες υπό μορφή διπλού καταναγκασμού, δηλαδή ως αναγκαιότητα και ως σχέση εκμετάλλευσης, όμως αυτό που συνιστά τον ιδιαίτερα ανθρώπινο χαρακτήρα της, τότε μόνον μπορεί να εκδηλωθεί -τότε μόνο «αρχίζει η πραγματική ιστορία του ανθρώπου» και τελειώνει η προϊστορία του- όταν η εργασία υπερβεί αυτό τον αρχικό της χαρακτήρα και τη μορφή του καταναγκασμού και μπορεί να εκδηλωθεί με τη μορφή της ελεύθερης δραστηριότητας αυτοεπιβεβαίωσης (146, 98).
Στον καπιταλισμό, «ο εργάτης νιώθει ότι ενεργεί ελεύθερα μόνο στις ζωικές του λειτουργίες [συντήρησή του, αναπαραγωγή της εργατικής του δύναμης], ενώ στις ανθρώπινες λειτουργίες του [εργασία] δεν είναι παρά ένα ζώο» (146, 96). Εκείνο λοιπόν που επιδιώκει ο Μαρξ είναι να αντιστραφεί στην κυριολεξία αυτή η κατάσταση. Επιδιώκει η εργασία να απελευθερωθεί από τους κάθε είδους καταναγκασμούς, να γίνει ανθρώπινη και να περιοριστεί στο ελάχιστο η εργασία που αφορά στις «ζωικές λειτουργίες», δηλαδή το βασίλειο της αναγκαιότητας.
Υπό αυτή την έννοια είναι απόλυτα εύστοχη η παρατήρηση του Henri Lefebvre ότι «ο άνθρωπος βρίσκεται ακόμη στις ωδίνες του τοκετού· δεν έχει ακόμη γεννηθεί μόλις προαισθανόμενος ως ενότητα και λύση, δεν υπάρχει ακόμη παρά μέσα από το αντίθετό του εκείνο που σε αυτόν είναι απάνθρωπο» (86, 149).
Το πραγματικό βασίλειο της ελευθερίας, ο ανώτερος κόσμος του Μαρξ αρχίζει τότε μόνον όταν «η ανάπτυξη των δυνάμεων του ανθρώπου είναι αυτός καθαυτός σκοπός» (153, τ. 3, 1007) και βασικός όρος για να φθά- σουμε σε αυτή την ανώτερη φάση «είναι η συντόμευση της εργάσιμης ημέρας» (153, τ. 3, 1008).
7 2
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
Τότε σε αυτή την ανώτερη κοινωνία «η ελεύθερη ανάπτυξη των ατόμων και όχι η μείωση του αναγκαίου χρόνου εργασίας, για να παραχθεί υπερεργασία, γίνεται ο σκοπός της παραγωγής. Πρόκειται συνεπώς για τον περιορισμό σ’ ένα ελάχιστο της αναγκαίας εργασίας κάτι που επιτρέπει την καλλιτεχνική, επιστημονική κ.λπ. μόρφωση των ατόμων χάρη στον ελεύθερο χρόνο [...]. Συνεπώς δεν θα είναι πια ο χρόνος εργασίας που θα αποτελεί το μέτρο του πλούτου αλλά ο disposable time [διαθέσιμος χρόνος]» (149, τ. 2, 108). «Το βασίλειο της ελευθερίας αρχίζει στην πραγματικότητα εκεί που παύει η εργασία να υπαγορεύεται από ανάγκη και από εξωτερική σκοπιμότητα. Βρίσκεται επομένως από αυτή τη φύση του πράγματος πέρα από τη σφαίρα της καθεαυτό υλικής παραγωγής» (153, τ. 3, 1007).
Πρόκειται για την ανώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας όπου «θα έχει εξαφανιστεί η υποδουλωτική υποταγή των ατόμων στον καταμερισμό της εργασίας [«δολοφονία του λαού» τον αποκαλεί αλλού ο Μαρξ] και μαζί της η αντίθεση ανάμεσα στην πνευματική και στη χειρωνακτική δουλειά, όταν η εργασία θα έχει γίνει όχι μόνο μέσο για να ζεις, αλλά η πρώτη ανάγκη ζωής [...]. Τότε που η κοινωνία θα γράφει στη σημαία της: «Από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του!» (151, 15). Τότε που μοναδικό όριο θα είναι η ίδια η μορφή της ατομικής ύπαρξης, οι ιδιαίτερες ικανότητες του καθενός.
Στο πλαίσιο αυτής της συλλογιστικής ο Μαρξ δεν αρκείται σε συνθήματα που στοχεύουν στην καλυτέρευση των συνθηκών ζωής των εργαζομένων, αλλά προβάλλει την κατάργηση της μισθωτής εργασίας, η οποία και αποτελεί θεμελιακή προϋπόθεση της χειραφέτησης. Έτσι αντί του «συντηρητικού» συνθήματος «ενός δίκαιου μεροκάματου για μια δίκαιη εργάσιμη ημέρα»
73
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
υποστηρίζει ότι η μελλούμενη κοινωνία θα πρέπει να γράψει στη σημαία της το επαναστατικό σύνθημα: «Κατάργηση της μισθωτής εργασίας» (154, 102). Και αυτό σημαίνει ταυτόχρονα και κατάργηση του καταμερισμού της εργασίας. Σημαίνει «να κυνηγάς το πρωί, να ψαρεύεις το απόγευμα, να ασχολείσαι με τα ζώα το βράδυ, να κάνεις κριτική μετά το γεύμα... δίχως ποτέ να γίνεσαι κυνηγός, ψαράς ή κριτικός» (166, τ. 1, 80).
Ο Althusser στη συγκλονιστική αυτοβιογραφία του με τίτλο: Το μέλλον διαρκεί πολύ σε κάποιο σημείο πε- ριγράφοντας την ελεύθερη δημιουργική δραστηριότητα μαζί με τους συντρόφους του μόλις οι Γερμανοί άρχισαν να φεύγουν από την κατεχόμενη Γαλλία, γράφει: «Κάθε μέρα ήταν Κυριακή, δηλαδή ο κομμουνισμός»!! (4, 373) Είναι ο πιο σύντομος και γλαφυρός ορισμός του μαρξικού οράματος που έχουμε συναντήσει. Διότι τι άλλο συμβολίζει η Κυριακή απέναντι στον καθημερινό καταναγκασμό, παρά ελεύθερο χρόνο δημιουργικής απασχόλησης; Τι άλλο σημαίνει παρά απελευθέρωση των ικανοτήτων αλλά και των επιθυμιών του καθενός; Στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα ο Μαρξ ξεκαθαρίζει ότι η κομμουνιστική κοινωνία, έτσι όπως προβάλλει από την κεφαλαιοκρατική κοινωνία, δεν είναι δυνατόν να ανταποκρίνεται άμεσα στην αρχή «από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του» (151, 15).
Ανάμεσα λοιπόν στην κεφαλαιοκρατική και την κομμουνιστική κοινωνία εισάγει ως μεταβατική περίοδο, ως μεσολάβηση της μιας προς την άλλη, την «επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου» (151, 24) σε συνέχεια την οποία καλό είναι να επισημάνουμε ότι δεν ονομάζει σοσιαλισμό.
Όμως αυτή η μεταβατική περίοδος η οποία εντάσσεται ακόμη στο βασίλειο της αναγκαιότητας και η οποία
74
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
θα πρέπει να διατηρεί και στοιχεία κρατικού καταναγκασμού για να τηρούνται οι κανόνες του ίσου δίκαιου, μια και «κυριαρχεί ακόμη η ίδια αρχή που ρυθμίζει την ανταλλαγή εμπορευμάτων, εφόσον είναι ανταλλαγή ίσων αξιών», δηλαδή ο «καθένας να παίρνει πίσω από την κοινωνική παρακαταθήκη μέσων κατανάλωσης τόσα όσα αντιστοιχούν στη δουλειά που πρόσφερε» (151, 13-15), δεν έχει κανένα νόημα αν αντιμετωπιστεί ανεξάρτητα από αυτό στο οποίο μεταβιβάζει, δηλαδή τον κομμουνισμό, και προς τον οποίο πρέπει να τείνει. Και αυτό πραγματοποιείται μέσω της σχεδιοποιημένης σταδιακής αποεμπορευματοποίησης και της παράλληλης αντικατάστασης της αρχής «στον καθένα ανάλογα με την προσφερόμενη εργασία» από την αρχή «στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του».
Να όμως που ο καπιταλισμός, από τον οποίο θα πρέπει να ξεκινήσει η έφοδος στους ουρανούς της χειραφέτησης, από τη μια μέσα από τις αντιθέσεις που γεννά καθιστά αναγκαία και προσφέρει τη δυνατότητα του άλματος προς την κατώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, το σοσιαλισμό, και υπό αυτό το πρίσμα «ονομάζουμε κομμουνισμό την πραγματική κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα τάξη» (166, τ. 1, 82), από την άλλη όμως θέτει εμπόδια σε αυτή τη ριζοσπαστική επαναστατική αλλαγή, η οποία κάθε άλλο παρά έχει το χαρακτήρα φρούτου που όταν ωριμάσει πέφτει από μόνο του.
Τα εμπόδια αυτά που θεμελιώνονται στην κατοχή της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής από τους κεφαλαιοκράτες, είναι ο συνδυασμός από τη μια της βίας, του καταναγκασμού που αυτοί ασκούν, τόσο με τη μορφή του οικονομικού καταναγκασμού όσο και της πολιτικής βίας ή του φόβου της βίας, και από την άλλη η
75
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
συναίνεση που αποσπούν μέσω της αστικής ιδεολογικής ηγεμόνευσης, που θεμελιώνεται στην αποξένωση που γεννά ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής και ανα- παράγεται μέσω των ιδεολογικών μηχανισμών και τη δόλια εμφάνιση του αστικού κράτους ως εκφραστή των γενικών συμφερόντων της κοινωνίας.
Είναι με άλλα λόγια το δίπολο λιοντάρι-αλεπού του Machiavelli, το δίπολο βίας-δόλου, που χαρακτηρίζει κάθε αστικό κράτος, που οδηγεί στη διαμόρφωση του συναινετικού καταναγκασμού από την πλευρά των κυριαρχούμενων.
Ο Μαρξ θεωρεί ότι αυτά τα εμπόδια μπορεί να τα υπερβεί ως πρωτοπόρο τμήμα της κοινωνίας το προλεταριάτο το οποίο, μέσα από τη δική του απελευθέρωση από την κεφαλαιοκρατική εκμετάλλευση, απελευθερώνει και ολόκληρη την κοινωνία. Έτσι το προλεταριάτο καλείται να παίξει το ρόλο μιας μεσολάβησης στη διαδικασία της πανανθρώπινης χειραφέτησης. Αυτό όμως δεν συμβαίνει αυτόματα και τούτο διότι η αυθόρμητη συνείδηση του προλεταριάτου, πόσο μάλλον κάθε ξεχωριστού προλετάριου, δεν αρκεί για να αμφισβητηθούν και στη συνέχεια να αρθούν αυτά τα εμπόδια. Χρειάζονται συνεπώς μια σειρά από άλλες μεσολαβήσεις για να μπορέσει το προλεταριάτο να παίξει αυτό τον ιστορικό του ρόλο. Αυτές είναι η οικονομική πάλη, η ταξική πάλη, η πολιτική πάλη, ο μετασχηματισμός του από τάξη καθεαυτή σε τάξη δι’ εαυτή, το κομμουνιστικό κόμμα.
Με ποια όμως κριτήρια επιλέγει ο Μαρξ το προλεταριάτο, την εργατική τάξη, δηλαδή «τους μισθωτούς που παράγουν το κεφάλαιο και το κάνουν να καρποφορεί» (153, τ. 1, 636), ως την τάξη εκείνη η οποία έρχεται να αντικαταστήσει ως οικουμενική τάξη την κρα
7 6
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
τική γραφειοκρατία του Hegel και να παίξει το ρόλο του σύγχρονου απελευθερωτή της κοινωνίας;
Με άλλα λόγια τι είναι εκείνο που οδηγεί τον Μαρξ να υποστηρίζει ότι η εργατική τάξη είναι εκείνη που μπορεί να αποχτήσει μια συνείδηση διαφορετική, ενα- ντιωμένη σε εκείνη της κυρίαρχης ιδεολογίας που δεν είναι άλλη από την ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης;
Πώς είναι δυνατόν η εργατική τάξη να σπάσει το φαύλο κύκλο που προκύπτει από το γεγονός ότι από τη μια η κυρίαρχη ιδεολογία είναι εκείνη των κυριαρ- χούντων και από την άλλη ότι είναι αδύνατη η επανάσταση δίχως την επαναστατική κομμουνιστική συνείδηση των μαζών, η οποία μάλιστα προσδιορίζεται ως ανώτερη από τη συνείδηση της αδικίας ή τη σύγκρουση ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς (85, 86);
0 Μαρξ δεν θέτει απέναντι και αλληλοαποκλειόμε- να στεγανά το ένα από το άλλο τα δύο αυτά δεδομένα (71, 70-71). Ναι μεν συμφωνεί με τον Πλάτωνα ως προς τη συλλογιστική των ψευδαισθήσεων, του σπηλαίου των δεσμωτών, από την άποψη ότι η κυρίαρχη συνείδηση συνίσταται στην αντιστροφή της πραγματικότητας, δηλαδή ως προς τη συλλογιστική της «camera obscura» (σκοτεινού θαλάμου) (βλέπε 73). Όμως ταυτόχρονα αρνείται τη λογική της άγνοιας των μαζών, της ανικανότητάς τους να συλλάβουν την πραγματικότητα, όπως αρνείται και την παντοδυναμία των κυρίαρχων να διαμορφώνουν μονοσήμαντα τη συνείδησή τους (14, 45).
Ο Μαρξ ξεκινάει από την αποδοχή ότι η αντικειμενική πραγματικότητα είναι εκείνη που καθορίζει τη συνείδηση και όχι το αντίστροφο, όμως αρνούμενος την απλουστευτική ταύτιση του είναι με τη συνείδηση, δεν υποστηρίζει ότι το προλεταριάτο καθίσταται αυτόματα και επαναστατικό λόγω του είναι του.
77
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
Στην Αγία Οικογένεια οι Μαρξ και Ένγκελς γράφουν: «Δεν πρόκειται για το τι κάθε φορά φαντάζεται ως σκοπό του αυτός ή εκείνος ο προλετάριος, ή ακόμα και όλο το προλεταριάτο. Αντίθετα πρόκειται για το τι είναι και τι είναι ιστορικά αναγκασμένο να κάνει [το προλεταριάτο] μέσα σε αυτό το είναι» (163, 43/44). Συνεπώς άλλο είναι το τι φαντάζεται [η υπογράμμιση δική μας] το προλεταριάτο και τι στόχους θέτει, και άλλο είναι το είναι του προλεταριάτου. (Προς το παρόν αφήνουμε κατά μέρος το «είναι ιστορικά αναγκασμένο» στο οποίο θα επανέλθουμε.)
Σε τι όμως συνίσταται αυτό το είναι του προλεταριάτου το οποίο αποτελεί την πραγματική βάση της παραπέρα συνειδητοποίησής του;
Σε ένα γενικότερο επίπεδο, διότι υπάρχουν και πιο ειδικές πτυχές -δίχως αυτό να σημαίνει ότι είναι και δευτερεύουσες- στις οποίες θα αναφερθούμε αμέσως πιο κάτω, το είναι του προλεταριάτου έτσι όπως αντιμετωπίζεται από τον Μαρξ εκφράζεται από μια ρήση του Walter Benjamin στο Μύθος και Βία. Τι λέει ο Benjamin; «Μόνο χάρη σ’ εκείνους που είναι δίχως ελπίδα μας δίνεται η ελπίδα» (22, τ. 1, 160). Θα μπορούσαμε, για να χαρακτηρίσουμε το προλεταριάτο έτσι όπως το αντιμετωπίζει ο Μαρξ, να προσθέσουμε ότι «μόνο εκείνοι που είναι δίχως ελπίδα κάτω από την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων αναζητούν την ελπίδα σε μια άλλη τάξη πραγμάτων».
Για τον Μαρξ λοιπόν η εργατική τάξη, επειδή ακριβώς δεν έχει να χάσει τίποτα πέρα από τις αλυσίδες της ή διαφορετικά επειδή, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Etienne Balibar, στερείται τα πάντα, κατέχει εν δυνάμει τα πάντα (14, 37).
Με άλλα λόγια το είναι της εργατικής τάξης είναι τέτοιο που, ακριβώς επειδή η τάξη αυτή δεν έχει καμιά
78
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
ιδιοκτησία, δεν κατέχει καμιά εξουσία, δεν έχει κανένα ατομικό συμφέρον να υπερασπιστεί -ό π ω ς για π α ρά δειγμα οι αστοί την ιδιοκτησία τους-, επειδή δεν επ ιδιώκει να εκμεταλλευτεί κανέναν, με την απελευθέρω σή της απελευθερώ νει το σύνολο της ανθρωπότητας. Είναι η μόνη ικανή να οδηγήσει την κοινωνία έως την εξαφάνιση των τάξεω ν και του εαυτού της ως τέτοια.
Έτσι για τον Μαρξ η εργατική τάξη μέσα από την αρνητική της καθολικότητα ανάγεται σε θετική καθολι- κότητα ή διαφορετικά η αρνητική της θέση στην πράξη τής προσδίδει την ικανότητα να αναχθεί σε θετικό ιστορικό υποκείμενο.
«Μόνον οι προλετάριοι της σύγχρονης εποχής παντελώς αποστερημένοι από κάθε εκδήλωση της προσωπικότητάς τους είναι σε θέση να κατακτήσουν μια ολοκληρωμένη και όχι περιορισμένη εκδήλωση του εαυτού τους, η οποία συνίσταται στην οικειοποίηση ενός συνόλου παραγωγικών δυνάμεων και στην ανάπτυξη ενός συνόλου δεξιοτήτων που αυτό εμπεριέχει» (14, 38).
Πρόκειται για τη «μάζα των εργατών που είναι μόνο εργάτες - μαζική εργατική δύναμη αποκομμένη από το κεφάλαιο ή από κάθε είδος ικανοποίησης έστω και περιορισμένης» (165, τ. 1, 82). «Οι προλετάριοι δεν έχουν να χάσουν [με την κομμουνιστική επανάσταση] τίποτε άλλο εκτός από τις αλυσίδες τους» (164, 58). Πρόκειται για μια τάξη «που πρέπει να σηκώσει όλα τα βάρη της κοινωνίας», «απόβλητη από την κοινωνία» και από αυτό «πηγάζει [...] η κομμουνιστική συνείδηση» (165, τ. 1,85).
Εκείνο λοιπόν που «θέτει το προλεταριάτο πέραν του συστήματος» είναι ακριβώς το γεγονός ότι στερείται όλα τα πλεονεκτήματα του υπάρχοντος συστήματος και επειδή «η μέριμνά του να υπάρξει δεν είναι μέριμνα μιας ορισμένης ομάδας, τάξης ή έθνους, αλλά μια μέρι
79
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
μνα καθολική και κοσμοϊστορική», (144, 279), όπως λέει ο Μαρξ, «δεν μπορεί να υπάρχει παρά μόνο κοσμόίστο- ρικά» (165, τ. 1, 82) και η ένωσή του δεν μπορεί παρά να είναι «παγκόσμια» (165, τ. 1, 127).
0 Μαρξ λοιπόν τοποθετεί απέναντι στην ιδεολογία -ως στρεβλή, παραμορφωμένη αντανάκλαση της πραγματικότητας- ως εν δυνάμει αντιθετικό υποκείμενο την ίδια την οντότητα του προλεταριάτου η οποία έχει την ικανότητα να την αντιστρέφει και να την τοποθετήσει με τα πόδια κάτω και το κεφάλι επάνω.
Πέρα όμως από αυτή τη γενικότερη αρνητική του θέση ποιοι είναι οι άλλοι ειδικότεροι προσδιορισμοί του είναι του που προσδίδουν στο προλεταριάτο αυτή την ικανότητα την οποία δεν διαθέτουν οι άλλες τάξεις ή τα άλλα στρώματα και ποιες οι μεσολαβήσεις που απαι- τούνται για να ορθωθεί έως αυτή την καθολικότητα;
Στην πραγματικότητα ο Μαρξ δεν στέκεται σε έναν και μόνον προσδιοριστικό παράγοντα, αλλά σε ένα συνδυασμό διαφόρων παραγόντων που μόνον στο επίπεδο της εργατικής τάξης μπορεί να διαμορφωθεί.
Εξάλλου στο Κεφάλαιο, στο τελευταίο ημιτελές κεφάλαιο για τις τάξεις, ο Μαρξ προφταίνει να ξεκαθαρίσει ότι μόνο από μια «πρώτη ματιά (η υπογράμμιση δική μας) φαίνεται να είναι η ταυτότητα των εισοδημάτων και των πηγών του εισοδήματος» (153, τ. 3, 1087) αυτή που διαχωρίζει σε ξεχωριστές τάξεις τους εργάτες, τους κεφαλαιοκράτες και τους γαιοκτήμονες.
Έτσι, για παράδειγμα, αν θεωρήσουμε ότι είναι μόνο η υλική αθλιότητα που προσδίδει στο προλεταριάτο τις ιδιαίτερες ικανότητές του, τότε εύλογα θα διερωτηθού- με γιατί να μην επιλέξει ο Μαρξ το λούμπεν προλεταριάτο ή ακόμη καλύτερα τους εξαθλιωμένους των τότε αποικιών ως πρωτοπόρο τμήμα της ανθρωπότητας.
Μάλιστα στη Γερμανική Ιδεολογία υποστηρίζεται ότι
8 0
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
οι εργάτες που «είναι αποκλεισμένοι από τη μεγάλη βιομηχανία τοποθετούνται από αυτήν σε χειρότερη ακόμη [υλική κατάσταση] από ό,τι οι εργάτες στην ίδια τη μεγάλη βιομηχανία, οπότε οδηγούνται και αυτοί στην επανάσταση» (165, τ. 1,111).
Τούτο σημαίνει ότι το μέτρο της επαναστατικότητας δεν είναι για τους κλασικούς ευθέως ανάλογο με την αθλιότητα της υλικής κατάστασης.
Βεβαίως είναι αλήθεια ότι ο Μαρξ ξεκινάει από την υλική εξαθλίωση του προλεταριάτου, από την άθλια υλική του κατάσταση.
Οι προλετάριοι είναι υποχρεωμένοι να προβούν στην κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας για να «διασφαλίσουν πάνω α π ’ όλα (η υπογράμμιση δική μας) την ίδια τους την ύπαρξη», (165, τ. 1, 126) μια και «η ανθρώπινη ζωή εννέα φορές στις δέκα δεν είναι παρά αγώνας για την επιβίωση» (157, 5).
«Το προλεταριάτο δεν είναι μόνο τάξη που υποφέρει· ίσα ίσα η επαίσχυντη οικονομική κατάσταση του προλεταριάτου το σπρώχνει ακατάσχετα προς τα μπρος και το αναγκάζει να παλεύει για την τελική του απελευθέρωση», θα γράψει ο Λένιν αποδίδοντας τα εύσημα στονΈνγκελς για το έργο του Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία (90, 9).
Πέρα όμως από την υλική εξαθλίωση, οι Μαρξ και Ένγκελς αναφέρονται και στην πνευματική εξαθλίωση του προλεταριάτου, στο γεγονός ότι οι προλετάριοι είναι η πλέον αποξενωμένη τάξη, και τούτο διότι η αποξένωση έχει ακριβώς τις ρίζες της στη διάσπαση της εργασίας του εργάτη στις μορφές της αφηρημένης και της συγκεκριμένης εργασίας.
Σε συνδυασμό λοιπόν με την υλική εξαθλίωση, το προλεταριάτο υφίσταται και μια πνευματική εξαθλίωση η οποία, λόγω της μερικότητας της εργασίας που ασκούν
81
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
οι εργάτες, λόγω του κατακερματισμού της και του αποσπασματικού της χαρακτήρα, τους οδηγεί σε μια πνευματική ερήμωση. Έτσι οι προλετάριοι δεν «θεωρούνται [από τους σοσιαλιστές συγγραφείς θεοί] [...] Πολύ περισσότερο συμβαίνει το αντίθετο». Στο προλεταριάτο έχει ολοκληρωθεί «η αφαίρεση κάθε ανθρωπιάς ακόμη και η ψευδαίσθηση ανθρωπιάς» (163, 43).
0 άνθρωπος μέσα σε αυτό που λέγεται προλεταριάτο έχει χάσει τον εαυτό του και «δεν μπορεί να λυτρωθεί δίχως να καταργήσει τους όρους της ύπαρξής του. Και δεν μπορεί να καταργήσει τους όρους της ύπαρξής του δίχως να καταργήσει τους απάνθρωπους όρους της σημερινής κοινωνίας που συνοψίζονται στη δική του κατάσταση» (163, 43).
«Το προλεταριάτο έχει ανάγκη (η υπογράμμιση δική μας) από το κουράγιο του, από την αίσθηση της αξιοπρέπειας, της περηφάνιας και του πνεύματος ανεξαρτησίας πολύ περισσότερο και από το ψωμί του», επισημαίνει ο Μαρξ (155, τ. 3, 740).
Πέρα όμως από την υλική και πνευματική του εξαθλίωση, είναι η ίδια η θέση του προλεταριάτου στην παραγωγή που αποτελεί καθοριστικό στοιχείο πρόσφορο να γεννήσει την επαναστατική συνείδηση. Είναι ο κοινωνικός χαρακτήρας της δουλειάς στο εργοστάσιο, δηλαδή το γεγονός ότι οι εργάτες βρίσκονται συγκεντρωμένοι στις μεγάλες βιομηχανικές μονάδες -και όχι απομονωμένοι όπως οι αγρότες ή οι ανεξάρτητοι μικροεμπορευμα- τοπαραγωγοί-, αυτό που τους οδηγεί πιο εύκολα να πε- ράσουν από το επίπεδο της ατομικής συνείδησης σε εκείνο της συλλογικής ταξικής συνείδησης. Και τούτο έχει ιδιαίτερη σημασία διότι μια συλλογική οντότητα είναι ικανή να αναδείξει διαφορετικές λειτουργίες, μια ποιοτικά ανώτερη συνείδηση από εκείνη που βρίσκεται σε λαν- θάνουσα, παρακμάζουσα, στρεβλή κατάσταση στην κλί-
82
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
μακατου μεμονωμένου ανθρώπου (185,111). Συνεπώς η κοινότητα του εργοστασίου διευκολύνει έτσι ώστε να αναδεικνύεται και σε ατομικό επίπεδο μια ανώτερη μορφή συνείδησης μέσα από τη συλλογική συνείδηση.
Ακόμη αυτή η θέση του προλεταριάτου στην παραγωγή από τη μια, όπως προαναφέραμε, το καθιστά την πλέον αποξενωμένη τάξη, από την άλλη όμως του προσφέρει περισσότερο από ό,τι σε όλους τους άλλους τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσει αυτή του την αποξένωση. Αυτό συμβαίνει διότι -σε αντίθεση με τους κεφαλαιοκράτες που και αυτοί είναι αποξενωμένοι- οι προλετάριοι δεν βολεύονται με αυτήν τους την αποξένωση, αλλά με δεδομένο ότι η συνείδηση είναι ένα ιστορικό προϊόν το οποίο κατά τη διαμόρφωσή του μεσολαβείται μεν από την ήδη υπάρχουσα συνείδηση, μεσολαβείται όμως και από την εμπειρία το προλεταριάτο, ακριβώς λόγω της εμπειρίας της άμεσης επαφής του με την υλική πραγματικότητα και της μετατροπής της ύλης που το ίδιο κάνει πράξη έχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί καλύτερα από κάθε άλλον στην πράξη και όχι αφηρημέ- να ή «ιδεολογικά», πέρα από την αθλιότητα που γεννά ο καπιταλισμός, και την επαναστατική δυναμική που εμπεριέχει ή ακριβέστερα που εγκλωβίζει.
Επίσης το προλεταριάτο υπερέχει αριθμητικά σε σχέση με άλλες ομάδες και τείνει κατά τον Μαρξ να μετατραπεί σε πλειοψηφία με τη μετατροπή ανεξάρτητων, ελεύθερων παραγωγών ή επαγγελματιών σε μισθωτούς εργάτες. Βεβαίως αυτό το αριθμητικό πλεονέκτημα του προλεταριάτου δεν αρκεί και πάλι από μόνο του για να αναδείξει την ανωτερότητά του και θα πρέπει να συνδυαστεί με τα προηγούμενα, καθώς επίσης με την κατοχή της γνώσης. Και εδώ δεν πρόκειται μόνο για τη γνώση που προκύπτει από την άμεση προλεταριακή εμπειρία. Αλλά σε αυτή την πτυχή που συνδέε
83
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
ται πιο άμεσα με την επαναστατική διανόηση θα σταθούμε πιο διεξοδικά στη συνέχεια.
«Υπάρχει ένα στοιχείο επιτυχίας που αυτό το κόμμα [των εργατών] το κατέχει: όμως ο αριθμός δεν βαραίνει στη ζυγαριά παρά μόνον εάν συνδέεται, ενώνεται και καθοδηγείται (η υπογράμμιση δική μας) από τη γνώση» (157, 12).
Και πάλι όμως όλα αυτά δεν αρκούν για να οδηγη- θεί ο προλετάριος στην ταξική συνείδηση πόσο μάλλον στην καθολική συνείδηση. Έτσι ο Μαρξ εισάγει ανάμεσα στην προλεταριακή ατομικότητα και την καθολική συνείδηση του προλεταριάτου, την τάξη και το κόμμα της. Πέρα από αυτό που επισημάναμε παραπάνω για την ποιοτική διαφορά της ατομικής με τη συλλογική συνείδηση, είναι σαφές ότι για τον Μαρξ ο προλετάριος γίνεται επαναστάτης εφόσον παρεμβαίνει στη σκηνή της ιστορίας ως μέλος της τάξης του.
Και τούτο διότι μέσα από τη συλλογικότητα, την κοινότητα της τάξης, οι προλετάριοι μπορούν να απεγκλωβιστούν από την κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας αλλά και να αντιμετωπίσουν τη βία της. Η ίδια δε η τάξη ανδρώνεται μέσα από την ταξική πάλη. Όπως ορθά υποστηρίζει ως προς αυτό ο Georg Lukdcs, μόνον η τάξη μπορεί με τη δράση της να εισχωρήσει στην κοινωνική πραγματικότητα και να τη μετατρέψει στην ολότητά της (133, 61).
Όμως ο Μαρξ δεν αρκείται στο επίπεδο της τάξης. Η ίδια η τάξη δεν μετατρέπεται αυτόματα από «τάξη κα- θεαυτή» σε «τάξη για τον εαυτό της» δίχως τη μεσολάβηση της ανεξάρτητης πρωτοποριακής πολιτικής της οργάνωσης, δηλαδή του κόμματός της, του κομμουνιστικού κόμματος. Επομένως προκύπτει το ερώτημα. Ταυτίζεται στη συλλογιστική του Μαρξ το κόμμα με την τάξη;Ή το κόμμα αποτελεί την πρωτοπορία της εργατικής τάξης
8 4
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
η οποία με τη σειρά της ούτως ή άλλως θεωρείται πρωτοπόρα των λαϊκών μαζών; Αν και θα ασχοληθούμε εκτενέστερα με το κόμμα στο όγδοο κεφάλαιο, ας περιοριστούμε εδώ να θίξουμε ακροθιγώς αυτό το ζήτημα.
Όπως τονίζεται στο Μανιφέστο, οι κομμουνιστές «δεν διακηρύσσουν ξεχωριστές αρχές» από το υπόλοιπο προλεταριάτο, «δεν έχουν συμφέροντα που ξεχωρίζουν από τα συμφέροντα του προλεταριάτου στο σύνολό του» (164, 34). Στο ίδιο το Μανιφέστο μάλιστα (164, 30) με τη διατύπωση «αυτή η οργάνωση των προλεταρίων σε τάξη και επομένως σε πολιτικό κόμμα» φαίνεται να ταυτίζεται το κόμμα με την τάξη. Από την άλλη όμως, στο Μανιφέστο και πάλι, αναφέρεται ότι «οι κομμουνιστές είναι το πιο αποφασιστικό τμήμα των εργατικών κομμάτων όλων των χωρών, το τμήμα που κινεί τα πάντα προς τα μπρος. Θεωρητικά πλεονεκτούν από την υπόλοιπη μάζα του προλεταριάτου με τη σωστή αντίληψη για τις συνθήκες, για την πορεία και για τα γενικά αποτελέσματα του προλεταριακού κινήματος» (164, 35). Τούτο σημαίνει ότι οι κομμουνιστές και το κόμμα τους αναμφίβολα για τον Μαρξ παίζουν ένα ρόλο πρωτοπορίας. Και αυτή προκύπτει ακριβώς από την ανώτερη «αντίληψή» τους, δηλαδή από το ανώτερο επίπεδο συνειδητότητάς τους.
Το ζήτημα είναι αν στο πλαίσιο αυτής της πρωτοπορίας προκύπτει η αναγκαιότητα μιας καθοδήγησης και ποιος ο ρόλος της διανόησης σε αυτήν.
Η διαμάχη μεταξύ Μαρξ και Μπακούνιν, ιδιαίτερα όπως αυτή αποκρυσταλλώθηκε μετά την εμπειρία της παρισινής Κομμούνας του 1870, μας δίνει μια πρώτη απάντηση σε αυτό το ερώτημα (βλέπε πιο αναλυτικά, Αλέξανδρου Χρύση 233, 121-154).
Ενώ λοιπόν στα πρώτα χρόνια της Διεθνούς η λογική του Μαρξ ήταν να υπάρχει μια χαλαρή προγραμματικά
85
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
και καταστατικά ηγεσία υπό τη μορφή του «Γενικού Συμβουλίου», κάτι με το οποίο τουλάχιστον στο επίπεδο των διακηρύξεων συμφωνούσε και ο Μπακούνιν, στη συνέχεια υπήρξε μια σαφής διάθεση ενίσχυσης της καθοδηγητικής εξουσίας.
Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Αλέξανδρος Χρύσης, στον Μπακούνιν αυτή η διάθεση γίνεται ορατή μέσα από το δεύτερο επίπεδο μιας ανάλυσής του που περιε- λάμβανε δυο επίπεδα: «Ένα φανερό, στο οποίο ο Μπακούνιν δεν διστάζει να υποστηρίζει έναν υπερ- ελευθεριάζοντα και αντι-εξουσιαστικό τύπο οργάνωσης, και ένα λανθάνον, όπου υποστηρίζει ένα είδος αό- ρατης-συλλογικής δικτατορίας, που θα ανοίξει το δρόμο προς τη μετεπαναστατική αταξική και ακρατική κοινωνία» (233, 139). Με άλλα λόγια στον Μπακούνιν έχουμε να κάνουμε με ένα «αντιεξουσιατικό λόγο» και «μια αυταρχική πράξη» (233, 145).
Αντίθετα στον Μαρξ τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα και η αναγκαιότητα του καπετάνιου πάνω στο πλοίο, του συνδυασμού εξουσίας και οργάνωσης διακηρύσσεται ευθαρσώς.
Η οργάνωση των εργατών δεν θα πρέπει να ακολουθεί τα πρότυπα μιας χαλαρής αναποτελεσματικής οργάνωσης σαν εκείνες των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων που ήταν συγκροτημένες κατ’ εικόνα και ομοίωση του ουράνιου κόσμου. Αντίθετα θα πρέπει να διευθύνεται από ένα «Γενικό Συμβούλιο» που να διαθέτει εξουσία και να διέπεται από μια αυστηρή πειθαρχία. «Μας χρειάζεται μια κεφαλή, μια κεφαλή γεμάτη μυαλό», η οποία θα συντονίζει και θα επιβάλλει την πειθαρχία στις διάφορες επί μέρους οργανώσεις, έλεγε ο Friedrih Sorge στο Συνέδριο της Χάγης. Μας χρειάζεται ένα «συμβούλιο που να διαθέτει εξουσία», συμπλήρωνε ο Paul Lafargue (79, 335) συμφωνώντας με τον Μαρξ.
8 6
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
Διά της τεθλασμένης λοιπόν ο αναρχικός Μπακούνιν και ευθέως ο Μαρξ, παρά τη φαινομενική διαφωνία τους, συμφωνούν ότι χρειάζεται μια καθοδήγηση η οποία μάλιστα θα διαθέτει κάποια εξουσία.
Μένει να απαντηθεί το διπλό ερώτημα: ποιοι θα αποτελούν την πρωτοπορία-κόμμα και ποιοι την καθοδήγηση του κόμματος.
Όσον αφορά το επίπεδο του κόμματος, για να είναι αυτό πρωτοπόρο, όπως ξεκαθαρίζει ο Ένγκελς, θα πρέπει «να είναι [μια] οργάνωση των εργατών σ’ ένα αυτόνομο πολιτικό κόμμα, δεν έχει σημασία πώς, αρκεί αυτό να είναι ένα διακριτό κόμμα εργατών» (46, 404).
Αρκεί όμως μόνο το κόμμα για να ανταποκριθεί σε αυτό, το ρόλο δηλαδή «να είναι ένα διακριτό κόμμα εργατών» όπως δηλώνει ο Ένγκελς; Το βέβαιο είναι ότι δεν αρκεί να δηλώνει ότι εκφράζει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και ότι για να ανταποκριθεί στον πρωτοπόρο ρόλο του θα πρέπει, όπως επέμενε να θυμίζει ο Λένιν, να παίζει το ρόλο του «συνειδητού εκφραστή μιας ασυνείδητης διαδικασίας» (93, 358), να μην αναπαράγει απλώς την αυθόρμητη εργατική συνείδηση, αλλά θα πρέπει να την προωθεί μέχρι το επίπεδο της κα- θολικότητας ή όπως γράφεται και πάλι στο Μανιφέστο «να καλλιεργεί (η υπογράμμιση δική μας) στους εργάτες μια όσο μπορεί πιο καθαρή συνείδηση» (164, 57).
Για να ανταποκριθεί σε αυτό το ρόλο του το κόμμα θα πρέπει να συγκροτείται όχι απλώς από εργάτες, αλλά από τους πλέον συνειδητοποιημένους, από τους πρωτοπόρους, τους «άριστους» εργάτες. Αρκεί όμως αυτή η πρωτοπορία για να μπορέσει το κόμμα να ανυψώσει την αυθόρμητη εργατική συνείδηση στο επίπεδο της επαναστατικής συνείδησης; Σε αυτό το ερώτημα θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε αμέσως παρακάτω. Εκείνο που πρέπει να συγκρατήσουμε είναι ότι σε κάθε περίπτωση
87
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
στη μαρξιστική συλλογιστική το ίδιο το προλεταριάτο όσο και το κόμμα του δεν αποτελούν αυτοσκοπό, αλλά το μέσον στη διαδικασία της πανανθρώπινης χειραφέτησης. Και από αυτή τη σκοπιά, όπως ορθά υπογραμμίζει ο Ernst Bloch, «η λατρεία του προλεταριάτου [πόσο μάλλον του κόμματός του ως αυτοσκοπού] μπορεί ακόμη και να οδηγήσει στην οπισθοδρόμηση» (24, 55).
2.3 Ο ρόλος της θεωρίας και της διανόησης
Το ερώτημα τίθεται ως εξής: Αρκεί κατά τον Μαρξ η γνώση που προκύπτει από το είναι του προλεταριάτου, η εμπειρική του γνώση, έτσι ώστε αυτό από μόνο του με την εργατική του καθαρότητα, με τη μεσολάβηση έστω της τάξης και του πρωτοπόρου τμήματός της που συγκροτεί το κόμμα, να οδηγηθεί και να οδηγήσει τη διαδικασία της χειραφέτησης;
Η απάντηση του Μαρξ σε αυτό το ερώτημα προκύπτει πριν απ’ όλα από την τομή στη σχέση εμπειρικής γνώσης και θεωρίας που επιχείρησε. Μέσα από αυτή την τομή θα διαπιστώσουμε ότι από τη μια αναβαθμίζεται ο ρόλος της εμπειρικής γνώσης και συνεπώς της εργατικής τάξης που την καταχτά μέσω του είναι της και από την άλλη ότι ταυτόχρονα αναβαθμίζεται ο ρόλος της θεωρητικής φιλοσοφικής γνώσης και των κατόχων της μέσα από την αποκαθήλωσή της από την ιδεα- λιστική της καθαρότητα και τη διαλεκτική σύνδεσή της με την πράξη. Έτσι όσο η θεωρητική γνώση δεν έχει καμιά αξία αποσπασμένη από την υλική πραγματικότητα, άλλο τόσο η εμπειρική πρακτική γνώση από μόνη της είναι ανεπαρκής να συλλάβει στην ουσία της αυτή την πραγματικότητα και συνεπώς να την αλλάξει δίχως τη συνδρομή της θεωρητικής γνώσης. Διαμορφώνεται
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
έτσι η αναγκαιότητα μιας ενότητας εργατικής τάξης και επαναστατικής διανόησης ως προϋπόθεση για τον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.
0 Henri Lefebvre αναφερόμενος σε κάποιο σημείο του έργου του στη φιλοσοφία του Μαρξ σοκάρει κάνοντας λόγο για «μεταφιλοσοφία». Αν όμως εξετάσουμε την τομή που επέφερε ο μαρξισμός σε σχέση με την προηγούμενη από αυτόν αντίληψη περί φιλοσοφίας, ο Lefebvre μάλλον δικαιώνεται.
Οι ίδιοι οι Μαρξ καιΈνγκελς στη Γερμανική Ιδεολογία κατηγορώντας την «παλιά» φιλοσοφία γράφουν: «Η φιλοσοφία και η μελέτη του πραγματικού κόσμου έχουν την ίδια σχέση που έχει ο αυνανισμός με τον σεξουαλικό έρωτα» (165, τ. 1, 330) και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η φιλοσοφία δεν μπορεί να φέρει κανένα παιδί στον κόσμο, δηλαδή να παρέμβει στην κοινωνική πραγματικότητα και να τη μετατρέψει.
Εκείνο λοιπόν που ο μαρξισμός επέφερε ως τομή είναι ότι αποκατέστησε την ενότητα φιλοσοφίας και πραγματικού κόσμου, θεωρίας και πράξης, ότι ξεπέρα- σε την αποσπασμένη από την πράξη φιλοσοφία. Μια υπέρβαση η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, είχε συνέπειες και σε μια νέα σχέση φιλοσοφίας και οικονομίας και η οποία στο βαθμό που δεν έχει αφομοιωθεί μπορεί να οδηγήσει τόσο σε οπορτουνιστικές ή δογματικές παρεκκλίσεις όσο και στον πρακτικισμό ή σε θεωρησιακού τύπου εκτιμήσεις.
Η αλήθεια είναι ότι με αυτή την τομή η φιλοσοφία και η θεωρία χάνουν σε ένα βαθμό την αυτονομία τους. Ταυτόχρονα όμως η απώλεια αυτή σε αυτονομία καλύπτεται από τα κέρδη τους σε αξιοπιστία και αποτελε- σματικότητα (80, 98).
Ο μαρξισμός λοιπόν αρχικά δέχεται και απαιτεί την έννοια της πρακτικής ως ουσιαστικής φιλοσοφικής κα
8 9
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
τηγορίας (85, 76), ως θεμελιακής συνιστώσας της θεωρητικής γνώσης. Για τον Λένιν μάλιστα «η πρακτική είναι ανώτερη από τη [θεωρητική] γνώση, γιατί έχει την αξία όχι μόνο της καθολικότητας, αλλά και της άμεσης πραγματικότητας» (95, 195). Με τη σειρά της η θεωρητική γνώση δεν έχει νόημα παρά μόνο στο βαθμό που στοχεύει στην παρέμβασή της στην πράξη, η οποία άλλωστε αποτελεί και το κριτήριο της αλήθειας (152, 467).
Ο Λένιν στα Φιλοσοφικά Τετράδια εκφράζει με τον πλέον γλαφυρό και συνοπτικό τρόπο το περιεχόμενο του πρώτου σκέλους αυτής της σχέσης με τα ακόλουθα λόγια: «Για να αντιληφθούμε, πρέπει να αρχίσουμε εμπειρικά την κατανόηση, τη μελέτη, από την εμπειρία να ανέβουμε προς το γενικό. Για να μάθουμε να κολυμπάμε, πρέπει να μπούμε στο νερό» (95, 187).
Στη Γερμανική Ιδεολογία θίγεται το δεύτερο σκέλος της διαλεκτικής ενότητας θεωρίας-πράξης όταν σε μια κατηγορηματική αποστασιοποίηση από τον ιδεαλισμό αναφέρεται: «Στην πραγματικότητα για τον πρακτικό υλιστή, δηλαδή για τον κομμουνιστή, πρόκειται να επα- ναστατικοποιήσει τον υπάρχοντα κόσμο, να επιτεθεί [εφορμήσει] και να αλλάξει πρακτικά τα πράγματα που βρήκε μπροστά του» (165, τ. 1, 70). Το ίδιο, με άλλα λόγια επαναλαμβάνεται στις Θέσεις για τον Feuerbach: «Οι φιλόσοφοι μόνον εξηγούσαν με διάφορους τρόπους τον κόσμο, το ζήτημα όμως είναι να τον αλλάξουμε» (152, 470).
Ας συγκρατήσουμε από αυτή την 11η θέση το ότι, ενώ το πρώτο σκέλος της φράσης που αναφέρεται στην κατανόηση του κόσμου αφορά τους φιλοσόφους, το δεύτερο σκέλος που αναφέρεται στην αλλαγή του κόσμου δεν αφορά ειδικά τους φιλοσόφους αλλά ένα ευρύτερο σύνολο: «να τον αλλάξουμε».
Και εδώ ο Μαρξ αλλά και η ιστορική εμπειρία κα
90
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
ταρρίπτει το βαθιά συντηρητικό επιχείρημα στοχαστών όπως ο Hayek (65) οι οποίοι υποστηρίζουν ότι καμιά επανάσταση δεν έγινε ποτέ από το λαό, αλλά όλες ήταν έργο διανοουμένων, λες και οι διανοούμενοι από μόνοι τους θα μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο.
Επίσης στις Θέσεις γ ια τον Feuerbach θίγεται με την πιο κατασταλαγμένη του μορφή σε σχέση με την Αγία Οικογένεια και τα Χειρόγραφα του 1844 το ζήτημα της σχέσης της θεωρητικής γνώσης με την πράξη, μέσα από την αποκάλυψη των ορίων που δεν μπόρεσε να υπερβεί ο Feuerbach κατά την κριτική του ιδεαλισμού.
Στην Αγία Οικογένεια οι Μαρξ και'Ενγκελς αναφε- ρόμενοι στη μεταφυσική γράφουν ότι αυτή «υπέκυψε μια για πάντα στον υλισμό, που τελειοποιήθηκε με την εργασία της ίδιας της θεωρίας, και στο εξής συμπίπτει με τον ανθρωπισμό. Και αν ο Feuerbach αντιπροσώπευε στο πεδίο της θεωρίας τον υλισμό που συμπίπτει με τον ανθρωπισμό, ο γαλλικός και αγγλικός σοσιαλισμός και κομμουνισμός τον αντιπροσωπεύουν στον πρακτικό τομέα» (163, 157).
Στις Θέσεις για τον Feuerbach ο Μαρξ επιφέρει μια βασική διόρθωση σε αυτή του την εκτίμηση. Αρνείται την αρχή της σύγκλισης του θεωρητικού υλισμού με τον πρακτικό υλισμό έτσι όπως αυτός εμφανιζόταν στην Αγία Οικογένεια και τούτο διότι ο πρώτος παραμένει στο πεδίο του θεωρησιακού στοχασμού και δεν αποδέχεται τον πρακτικό υλισμό, απαξιοί την πρακτική και αυτή είναι «η θεμελιακή του αδυναμία».
Ταυτόχρονα θεωρεί ότι μια άλλη διατύπωση της Αγίας Οικογένειας όπου ήταν γραμμένη σε καθαρά φουερμπαχικό στιλ και όπου αναφερόταν ότι «Δεν είναι δυνατόν να διαχωρίσουμε τη σκέψη από την ύλη που σκέφτεται. Αυτή είναι το υποκείμενο όλων των αλλαγών» (163, 162), δεν έχει καμιά αξία αν δεν λάβουμε
91
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
υπόψη μας τη «δρώσα [ενεργητική] πλευρά» αυτής της σχέσης.
Έτσι στην 1η θέση για τον Feuerbach ο Μαρξ γράφει: «Η κύρια έλλειψη όλου του προηγούμενου υλισμού -μαζί και του υλισμού του Feuerbach- είναι ότι αντιλαμβάνεται το πράγμα (Gegenstand), την πραγματικότητα, τον αισθητό κόσμο (Sinnlichkeit) μόνο (η υπογράμμιση δική μας) με τη μορφή του αντικειμένου (Object) ή με τη μορφή εποπτείας [θεωρησιακής αντιμετώπισης] (Anschauung) και όχι α>ς ανθρώπινη συγκεκριμένη δράση, ως πράξη, όχι υποκειμενικά. Γι’ αυτό ο ιδεαλισμός, σε αντίθεση με τον υλισμό, ανέπτυξε τη δρώσα πλευρά - μα μονάχα αφηρημένα, γιατί ο ιδεαλισμός δεν γνώριζε φυσικά την πραγματική συγκεκριμένη δράση ως τέτοια. Ο Feuerbach θέλει να ’χει να κάνει με αισθητά αντικείμενα που διαφέρουν πραγματικά από τα νοητά αντικείμενα, αλλά την ίδια την ανθρώπινη δράση δεν τη βλέπει ως αντικειμενική (gegenstan- dliche) δράση. ΙΥ αυτό και στην Ουσία του χριστιανισμού θεωρεί ως γνήσια ανθρώπινη δράση μονάχα τη θεωρητική στάση, ενώ την πράξη την αντιλαμβάνεται και την προσδιορίζει μονάχα με τη βρωμοεβραίικη μορφή της εκδήλωσής της. Γι’ αυτό και δεν καταλαβαίνει τη σημασία της “επαναστατικής” πρακτικής-κριτικής δράσης» (152, 467).
Όσον αφορά τέλος την επαλήθευση της θεωρίας από την πράξη, χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου. Το 1847 το Μανιφέστο έκανε λόγο για «κατάληψη» της κρατικής εξουσίας. Η εμπειρία της Παρισινής Κομμούνας απέδειξε την αναγκαιότητα της συντριβής της. Έτσι στον «πρόλογο» της Γερμανικής έκδοσης του 1872, οι Μαρξ και Ένγκελς γράφουν: «Η Κομμούνα ιδίως απόδειξε ότι δεν μπορεί η εργατική τάξη να πάρει στα χέρια της την έτοιμη
9 2
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
κρατική μηχανή και να τη βάλει σε κίνηση για τους δικούς της σκοπούς» (164, 11).
Αν λοιπόν ήταν οι εργάτες του Παρισιού που έκαναν πράξη «την έφοδο στον ουρανό», ήταν ο Μαρξ που στη βάση της εμπειρίας της Κομμούνας ανέπτυξε τη θεωρία της δικτατορίας του προλεταριάτου και όχι οι παρισινοί εργάτες.
Εκεί λοιπόν που σταματάει ο ιδεαλισμός ο οποίος ενσωματώνει μεν «την [ενεργητική] δρώσα πλευρά», αλλά μόνο με τη μορφή της «αφηρημένης» πνευματικής δραστηριότητας, συνεχίζει ο Μαρξ, και αυτή τη «δρώσα πλευρά» την αντιμετωπίζει ως «πρακτική-κρι- τική δράση», σπάζοντας το φράγμα ανάμεσα στο αισθητό και το νοητό, την εμπειρία και τη γνώση (80, 31).
Συνεπώς ο Μαρξ όχι μόνον δεν αποδέχεται τον κλασικό διαχωρισμό ανάμεσα σε υποτιμημένη, «βρώμικη» πρακτική και «ανώτερη», «καθαρή» θεωρητική θεώρηση, αλλά επιπρόσθετα αναβαθμίζοντας την πρώτη και κατεβάζοντας τη δεύτερη από τους ουρανούς του καθαρού «Πνεύματος», της «Ιδέας», του Θεού, τις ενοποιεί διαλεκτικά, εισάγοντας έτσι μια νέα σχέση θεωρητικής γνώσης και πρακτικής εμπειρίας.
Στην πραγματικότητα ο Μαρξ υπερβαίνει τα στεγανά που ταλάνιζαν τη φιλοσοφία από την αρχαιότητα με τη μορφή της αντίθεσης ανάμεσα στην «πράξη» και την «ποίηση», όπου η πρώτη «ελεύθερη» και «αμόλυ- ντη» αφορούσε την πραγμάτωση και το μετασχηματισμό του ανθρώπου, την τελειοποίησή του, ενώ η δεύτερη η οποία εθεωρείτο θεμελιακά «καταναγκαστική» δραστηριότητα, υποταγμένη σε όλες τις δυσχέρειες της σχέσης με τη φύση, με τους υλικούς όρους της ζωής, αφορούσε την τελειοποίηση των πραγμάτων. Με τον Μαρξ η πράξη περνάει συνέχεια στην ποίηση και το αντίστροφο (14, 39).
93
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
Το ερώτημα είναι αν η αναβαθμισμένη πρακτική γνώση αποτελεί μια επαρκή γνώση ή πιο συγκεκριμένα αν η πρακτική εμπειρία της εργατικής τάξης αρκεί για να διαμορφωθεί μια καθαρή εικόνα της πραγματικότητας. Η απάντηση που δίνει ο Μαρξ είναι αρνητική και τούτο διότι η εργατική τάξη κοιτάζοντας υποχρεωτικά την καπιταλιστική πραγματικότητα μέσα από τον παραμορφωτικό καθρέφτη που η ίδια η καπιταλιστική παραγωγή κατασκευάζει και τοποθετεί ανάμεσα στην ίδια και την εργατική τάξη, εκείνο που προσλαμβάνει δεν είναι παρά μια παραμορφωμένη εικόνα της πραγματικότητας. Και εδώ ο Μαρξ χρησιμοποιεί ως εργαλείο το δίπολο καταναγκασμού-δόλου ο οποίος θεμελιώνεται στην αποξένωση και τον συνεπαγόμενο συναινετικό καταναγκασμό για να ερμηνεύσει αυτή την ανεπάρκεια της εμπειρικής γνώσης της εργατικής τάξης.
«Στη διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής διαμορφώνεται μια τάξη, όλο και πιο πολυάριθμη, από εργαζόμενους που χάρη στην εκπαίδευση, την παράδοση, τη συνήθεια υφίστανται τις απαιτήσεις του καθεστώτος εξίσου αυθόρμητα όσο οι εποχιακές αλλαγές [...] Η βουβή πίεση των οικονομικών σχέσεων ολοκληρώνει το δεσποτισμό του καπιταλισμού πάνω στον εργαζόμενο. Πότε πότε, καταφεύγουν ακόμα και στον καταναγκασμό, στη χρησιμοποίηση ωμής βίας, μα αυτό γίνεται μόνο κατ’ εξαίρεση. Στη συνηθισμένη ροή των πραγμάτων, ο εργαζόμενος μπορεί να εγκαταλειφθεί στη δράση των φυσικών νόμων της κοινωνίας» (153, τ. 1, 762). Με άλλα λόγια ο Μαρξ μας λέει ότι η εργατική τάξη αυθόρμητα έχει την τάση να αποδεχτεί την υπάρ- χουσα τάξη πραγμάτων ως φυσική κατάσταση και όχι να αποκαλύψει το πραγματικό της περιεχόμενο και να επιδιώξει να το ανατρέψει.
Αυτό συμβαίνει διότι «ο στοχασμός πάνω στις μορ
94
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
φές της κοινωνικής ζωής, και επομένως η επιστημονική τους ανάλυση, ακολουθεί ένα δρόμο τελείως αντίστροφο από την πραγματική κίνηση. Αρχίζει εκ των υστέρων, με δεδομένα που ήδη έχουν διαμορφωθεί με τα αποτελέσματα της ανάπτυξης. Οι μορφές που αποτυ- πώνουν στα προϊόντα της εργασίας τη σφραγίδα του εμπορεύματος και που κατά συνέπεια ρυθμίζουν την κυκλοφορία τους κατέχουν ήδη τη σταθερότητα των φυσικών μορφών της κοινωνικής ζωής, πριν οι άνθρωποι να αναζητήσουν να αντιληφθούν όχι τον ιστορικό χαρακτήρα των μορφών αυτών, που τους φαίνονται μάλλον οριστικά αναλλοίωτες, αλλά το εσωτερικό νόημά τους» (153, τ. 1, 88-89).
Αυτό λοιπόν που μας λέει ο Μαρξ είναι ότι η εμπειρική γνώση και η κοινωνική συνείδηση που γεννιέται από την εμπειρία δεν είναι επαρκείς από μόνες τους για να αποδώσουν την ουσία των πραγμάτων. Αν σταθούμε σε αυτό το επίπεδο θα έχουμε μια αναπαραγωγή της κυρίαρχης συνείδησης.
Αν τώρα συνδυάσουμε αυτό με όσα προαναφέραμε για τη σχέση πράξης και θεωρίας, το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε είναι ότι το εργατικό κίνημα μέσα από την πρακτική εμπειρία του ανοίγει το δρόμο του· «στη θεωρία ανήκει το καθήκον να αφαιρέσει τα εμπόδια από αυτό το δρόμο» (83, 165). Και η θεωρία αυτή, η επαναστατική θεωρία, δεν είναι όπως στον Πλάτωνα μια ανακάλυψη του βασιλιά φιλοσόφου.
«Δεν στηρίζεται καθόλου σε ιδέες, σε αρχές που εφευρέθηκαν ή ανακαλύφθηκαν από τούτον ή εκείνον τον αναμορφωτή του κόσμου». Αποτελεί μονάχα «τη γενική έκφραση (η υπογράμμιση δική μας) πραγματικών σχέσεων της πάλης των τάξεων που υπάρχει στην πραγματικότητα, της ιστορικής κίνησης που συντελείται μπρος στα μάτια μας» (164, 35).
95
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
Σε αυτή τη βάση θα πρέπει να οικοδομηθεί η ενότητα της πρακτικής και της θεωρίας, της εργατικής τάξης και της επαναστατικής διανόησης. Και από εδώ προκύπτει η ανάγκη της ενότητάς τους. 0 ρόλος της δεύτερης συνίσταται κατά τον Μαρξ στο να συνδράμει έτσι ώστε, στη βάση της κοινωνικής πρακτικής της πρώτης και σε συνεργασία μαζί της, να συνδιαμορφωθεί μια ανώτερου τύπου γνώση, μια θεωρητική γνώση, τέτοια που να επιτρέπει τη σύλληψη της πραγματικότητας ως έχει και όχι όπως στρεβλά εμφανίζεται και η οποία, αφού γίνει κτήμα των μαζών, μετατρέπεται σε υλική δύναμη (147 α, 182).
Ήδη στη διδακτορική του διατριβή ο Μαρξ, κάτι που επαναλαμβάνει στον Πρόλογο της Συμβολής στην κριτική της φιλοσοφίας του δικαίου του Hegel θέτει το ζήτημα της σχέσης της διανόησης με το προλεταριάτο: «Όπως η φιλοσοφία βρίσκει στο προλεταριάτο τα υλικά της όπλα, έτσι και το προλεταριάτο βρίσκει στη φιλοσοφία τα πνευματικά του όπλα [...] Η φιλοσοφία είναι το κεφάλι αυτής της χειραφέτησης και το προλεταριάτο η καρδιά της. Η φιλοσοφία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί δίχως την κατάργηση του προλεταριάτου, το προλεταριάτο δεν μπορεί να κα- ταργηθεί δίχως την πραγματοποίηση της φιλοσοφίας» (158, τ. 1, 16) και (147, 187).
Αυτό που δίχως καμιά αμφιβολία είναι ξεκάθαρο σε αυτό το απόσπασμα δεν είναι τόσο η θέση υπεροχής ή όχι του «κεφαλιού» σε σχέση με την «καρδιά», την οποία άλλωστε θα διερευνήσουμε αμέσως πιο κάτω, αλλά η αναγκαιότητα της αλληλεξάρτησης, της συνεργασίας, της «οργανικής ενότητας» της επαναστατικής διανόησης και της εργατικής τάξης για να υλοποιηθεί η επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας, η οποία και θα
96
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
σημάνει με την ολοκλήρωσή της τόσο το τέλος του προλεταριάτου ως τέτοιου όσο και την εφαρμογή στην πράξη της επαναστατικής θεωρίας. Το ένα αποκομμένο από το άλλο είναι αδύνατον να πραγματοποιήσουν αυτό το στόχο, ο οποίος μόνον μέσα από την ενότητά τους μπορεί να προκόψει.
Στην ίδια κατεύθυνση κινείται χρόνια αργότερα και ο Ένγκελς στο Αντι-Ντύριγχ: «Το να πετύχει αυτή την απελευθερωτική για τον κόσμο πράξη [την προλεταριακή επανάσταση] - ιδού η ιστορική αποστολή του σύγχρονου προλεταριάτου. Το να εμβαθύνει τις ιστορικές συνθήκες και συνεπώς την ίδια της φύση [της επανάστασης] και έτσι να δώσει στην τάξη που έχει την αποστολή να δράσει και που σήμερα είναι καταπιεσμένη τη συνείδηση των συνθηκών χαι της φύσης της ίδιας της πράξης, αυτή είναι η αποστολή του επιστημονικού σοσιαλισμού, θεωρητικής έκφρασης του προλεταριακού κινήματος» (47, 321) (οι υπογραμμίσεις δικές μας).
Για ποια όμως διανόηση κάνει λόγο ο Μαρξ; Κατά κύριο λόγο αναφέρεται στην αστικής προέλευσης διανόηση και όχι σ’ εκείνη που γεννάει το ίδιο το προλεταριάτο, ούτε σ’ εκείνη που λόγω των υλικών της συνθηκών περνάει στο προλεταριάτο. Επίσης αναφέρεται σε μεμονωμένες περιπτώσεις αστών διανοουμένων και όχι σε μια μαζική μετατόπιση.
Βεβαίως αναφέρεται και σε όλα εκείνα «τα αξιοσέ- βαστα επαγγέλματα που τα αντίκριζαν με θρησκευτική ευλάβεια» και από τα οποία «η αστική τάξη αφαίρεσε το φωτοστέφανο» που είχαν και «τους μετέτρεψε σε μισθωτούς εργάτες» (164, 23).
«Με την πρόοδο της βιομηχανίας ολόκληρα συστατικά μέρη της κυρίαρχης τάξης κατρακυλούν στο προ
9 7
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
λεταριάτο ή τουλάχιστον βλέπουν να απειλούνται οι όροι της ζωής τους. Και αυτά επίσης φέρουν στο προλεταριάτο πολλά στοιχεία μόρφωσης» (164, 31).
Κυρίως όμως η αναφορά των κλασικών γίνεται για τους αστούς διανοούμενους «αποστάτες» της τάξης τους, για τους «εξωτερικούς» προς την εργατική τάξη διανοούμενους, οι οποίοι περνούν στην εργατική τάξη, όπως την περίοδο της μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, ένα τμήμα της αριστοκρατίας περνούσε στην αστική τάξη, για να μετατραπούν σε επαναστάτες διανοούμενους.
Αν για την πρώτη κατηγορία των προλεταριοποιημέ- νων διανοουμένων το ζήτημα απόχτησης προλεταριακής συνείδησης μπορεί να τεθεί με τους ίδιους όρους όπως και για το καθαυτό προλεταριάτο, για τη δεύτερη κατηγορία των «αποστατών» της αστικής τάξης, στην οποία άλλωστε ανήκαν και ο Μαρξ και οΈνγκελς, προκύπτει το ερώτημα τι είναι αυτό που τους οδηγεί από τη μια όχθη στην άλλη, τι είναι αυτό που τους κάνει να ταχθούν με το μέρος της εργατικής τάξης.
Η αλήθεια είναι ότι οι κλασικοί του μαρξισμού, παρ’ όλο που παρατήρησαν ότι «είναι κάλλιστα “δυνατό” αυτό που κάνουν μεμονωμένα πρόσωπα να μην καθορίζεται “πάντα” από την τάξη στην οποία ανήκουν...» (233, 97), δεν έδωσαν μια άμεση απάντηση σε αυτό το ερώτημα, με συνέπεια ορισμένοι να φθάνουν στο σημείο να θεωρούν ότι αυτή η ένταξη ανατρέπει τον ιστορικό υλισμό και πιο ειδικά την αρχή ότι το είναι καθορίζει τη συνείδηση και όχι το αντίστροφο (βλέπε 233, 92 κ.ε.).
Αυτό το κενό οφείλεται στο γεγονός ότι τουλάχιστον αριθμητικά όπως αναφέρεται στο Μανιφέστο, πρόκειται για «μια μικρή μερίδα (η υπογράμμιση δική μας) της άρχουσας τάξης που αποσπάται και προσχωρεί στην επαναστατική διανόηση» (164, 31). Όμως η
98
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
σημαντικότητα της ποιοτικής παρέμβασης αυτών των διανοουμένων δεν μας επιτρέπει να ξεπεράσουμε το πρόβλημα.
Στην πραγματικότητα η όλη μαρξική συλλογιστική που αναπτύξαμε παραπάνω για τη σχέση του είναι και της συνείδησης προσφέρει τη βάση για να δοθεί μια ολοκληρωμένη απάντηση στο πρόβλημα.
Αλλά σε αυτό το ζήτημα θα επανέλθουμε πιο διεξοδικά στο δέκατο κεφάλαιο όταν θα αναφερθούμε στην επαναστατική συνειδητοποίηση των εκτός παραγωγής διανοουμένων.
Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα που προκύπτει και για το οποίο και πάλι δεν υπάρχει μια άμεση επεξεργασμένη προσέγγιση από τους κλασικούς, είναι εκείνο της σχέσης της επαναστατικής διανόησης με την εργατική τάξη.
Την περίοδο κατά την οποία οι ίδιοι οι κλασικοί του μαρξισμού επεξεργάστηκαν τον «επιστημονικό σοσιαλισμό», έστω και όχι ξεκινώντας από μια λευκή σελίδα, αλλά στη βάση της ίδιας της εμπειρίας και της ιστορίας του μέχρι τότε λαϊκού κινήματος, σε συνδυασμό με τη δράση τους, είναι αναμφίβολο ότι έπαιξαν στην πράξη πρωτοποριακό ρόλο. Βεβαίως, όπως προκύπτει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο και πάλι από την αντιπαράθεση του Μαρξ με τον Μπακούνιν στην οποία προαναφερθή- καμε, και πιο ειδικά από την Εγκύκλιο της Διεθνούς της 21ηςΙουλίου 1873 η σχέση διανόησης και εργατικής τάξης σε καμιά περίπτωση δεν εκλαμβάνεται από τον Μαρξ ως σχέση υποταγής της μάζας, της εργατικής τάξης, στην αστική διανόηση. Μάλιστα ο Μαρξ με τον πλέον αυστηρό τρόπο καταγγέλλει ότι η πρακτική του Μπακούνιν οδηγεί στην ουσία την εργατική τάξη ως «λαϊκό στρατό» να παίζει το ρόλο της «σάρκας των κανονιών των αστών, διανοουμένων στρατηγών» (216, 3).
9 9
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
Σε κάθε περίπτωση δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι για τον Μαρξ «δεν είναι η [θεωρητική] κριτική αλλά η επανάσταση που είναι η κινητήρια δύναμη της ιστορίας» (165, τ. 1,87-8). Ας θυμηθούμε εδώ ΐην παρατήρηση που κάναμε λίγο πιο πάνω σχετικά με την 11η θέση για τον Feuerbach, όπου η μεν ερμηνεία του κόσμου αφορούσε τους φιλοσόφους, η δε αλλαγή του τις λαϊκές μάζες.
Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά, διότι ναι μεν δεν πρόκειται για υποταγή της εργατικής τάξης στη διανόηση, όμως αυτό και μόνον δεν αρκεί για να διευκρινίσει τη μεταξύ τους σχέση.
Κατ’ αρχήν και στο βαθμό που η διανόηση συμμετέχει στο κόμμα της εργατικής τάξης και που, όπως είδαμε, αυτό το κόμμα παίζει έναν πρωτοποριακό ρόλο σε σχέση με την τάξη στο σύνολό της, τότε αυτή η διανόηση με αυτή της τη συμμετοχή συμμετέχει της πρωτοπορίας. Και συμμετέχει πόσο μάλλον όταν αποτελεί βασική συνιστώσα της κομματικής καθοδήγησης, «της κεφαλής».
Εδώ και δίχως να μπορούμε να μπούμε σε βάθος στη γενικότερη μαρξική αντίληψη για το κόμμα θα πρέπει τουλάχιστον να παρατηρήσουμε ότι για τους κλασικούς του μαρξισμού είναι ξεκάθαρο ότι κάθε οργάνωση προϋποθέτει μια μορφή εξουσίας. Όπως παρατηρεί ο'Ενγκελς, «όποιος μιλάει για συνδυασμένη δράση μιλάει για οργάνωση. Μπορεί όμως να υπάρχει οργάνωση χωρίς κύρος;» Και το κύρος αυτό που νοείται ως «επιβολή μιας ξένης θέλησης στη δική μας» «προϋποθέτει την υποταγή», όπως έγραφε ο Ένγκελς στο άρθρο του «Για το κύρος» (45, 767).
Είναι σαφές ότι για τον Ένγκελς το κύρος με αυτή την έννοια, της υποταγής, αφορά ως αναγκαίο κακό «το κύρος μέσα στα όρια που γίνονται αναπόφευκτα από τους όρους της παραγωγής», «έναν αληθινό δε- σποτισμό που είναι ανεξάρτητος από κάθε κοινωνική
100
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
οργάνωση» και τον οποίο υποβάλλουν οι υποταγμένες από τον άνθρωπο δυνάμεις της φύσης. Και αυτό όμως το κύρος θα πρέπει να τείνει να περιοριστεί παράλληλα με τον περιορισμό της καταναγκαστικής εργασίας μέσο και την αντικατάστασή της από τη δραστηριότητα αυτοσκοπό.
Είναι επίσης βέβαιο ότι επιβάλλεται να χρησιμοποιηθεί και πάλι ως αναγκαίο κακό ενάντια στην αστική τάξη, την περίοδο της επαναστατικής μετάβασης στο σοσιαλισμό.
Ακόμη είναι βέβαιο ότι καταργείται με τη μορφή του πολιτικού, κρατικού κύρους στο πλαίσιο της κομμουνιστικής αταξικής, ακρατικής κοινωνίας.
Τι γίνεται όμως στο εσωτερικό του κόμματος; Το ότι και σε αυτό θα πρέπει να υπάρχει μια μορφή εξουσίας η οποία όμως -μην το ξεχνάμε- θα πρέπει να στοχεύει στην αυτοκατάργησή της είναι αναμφίβολο.
Μπορεί όμως αυτή η κομματική εξουσία να έχει τον ίδιο χαρακτήρα με εκείνη που είναι υποχρεωμένο να έχει ένα εργοστάσιο όπου «τουλάχιστον για τις ώρες της εργασίας μπορούμε να γράψουμε πάνω από την είσοδό [του] “Lasciate ogni autonomia, voi entrate”;» (Εσείς που μπαίνετε εδώ μέσα αφήστε έξω κάθε ιδέα για αυτονομία) (45, 768). Ο Μαρξ και οΈνγκελς ουδέποτε επικαλέστηκαν κάτι τέτοιο.
Ακόμη στο βαθμό που η αποστολή του κόμματος, παρά τις όποιες συγκυριακές μετατοπίσεις των κλασικών του μαρξισμού ως προς την έμφαση που αποδίδουν σε καθεμία από αυτές τις πτυχές είναι η οργάνωση της δράσης του προλεταριάτου αλλά και η ερμηνεία του κόσμου και η διαπαιδαγώγηση του προλεταριάτου, είναι προφανές ότι η διανόηση ως καθ’ ύλην αρμόδια έχει βαρύνοντα ρόλο τουλάχιστον στον τομέα της ερμηνείας και της διαπαιδαγώγησης.
101
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι ο ίδιος ο Μαρξ απέδιδε ιδιαίτερη σημασία στον ερευνητικό του ρόλο, τέτοια που θεώρησε πιο σημαντική τη θεωρητική του εργασία και πιο συγκεκριμένα την εργασία για την ολοκλήρωση του Κεφαλαίου παρά το να παραβρεθεί στο Συνέδριο της Διεθνούς της Γενεύης, πιστεύοντας «ότι με αυτή την εργασία κάνει κάτι πολύ πιο σημαντικό για την εργατική τάξη από αυτό που θα μπορούσε να προσφέρει προσωπικά σε ένα οποιοδήποτε συνέδριο» (160, 153-154).
Ας σημειωθεί ότι την ίδια στάση επέλεξε να κρατήσει και ο Λένιν το 1914 όταν μελετούσε στην Ελβετία τη λογική του Hegel, την ώρα που γύρω του η Ευρώπη βρισκόταν σε γενικό αναβρασμό.
Όμως, ακόμη και αν η συμβολή των διανοουμένων περιορίζεται στη διαπαιδαγώγηση της εργατικής τάξης που δεν στοχεύει παρά στο να αναδείξει την εμπειρική προλεταριακή γνώση και την ικανότητα που προκύπτει από αυτήν και να την ανυψώσει στο επίπεδο της θεωρίας και όχι στο να εισαγάγει εκ των άνω και δασκαλίστικα μια έξωθεν θεωρία, είναι βέβαιο ότι η διαδικασία αυτή έχει ιδιαίτερη βαρύτητα. Βέβαια αυτό συμβαίνει κυρίως όταν πρόκειται για την ερμηνεία κοινωνικών φαινομένων, δηλαδή για την ερμηνευτική, ερευνητική διαδικασία, η οποία και αυτή προϋποθέτει το «προνόμιο» της γνώσης. Στην κάθε περίπτωση όμως η ίδια αυτή η παιδευτική, ερμηνευτική διαδικασία δεν μπορεί να περιορίζεται σε μια θεωρητική μορφωτική διαδικασία από μέρους της διανόησης και δεν οδηγείται στο τέλος της, που δεν είναι παρά μια νέα αρχή, παρά μόνο με την προλεταριακή επανάσταση.
«Όχι η κριτική αλλά η επανάσταση είναι η κινητήρια δύναμη της ιστορίας» (165, τ. 1, 87-88), μας θυμίζουν οι Μαρξ και Ένγκελς.
«Ένας μαζικός μετασχηματισμός των ανθρώπων είναι απαραίτητος για τη διαμόρφωση αυτής της κομμου
102
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
νιστικής συνείδησης [...] Όμως ένας τέτοιος μετασχηματισμός δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο μέσω ενός πρακτικού κινήματος, μέσω μιας επανάστασης· αυτή η επανάσταση δεν είναι λοιπόν απαραίτητη μόνο γιατί είναι το μόνο μέσο για να ανατραπεί η κυρίαρχη τάξη, είναι επίσης διότι μόνο μια επανάσταση θα επιτρέψει στην τάξη που ανατρέπει την άλλη να βγάλει από τη μέση όλη τη σαπίλα του παλιού συστήματος που κολλάει επάνω της και να γίνει έτσι ικανή να χτίσει την κοινωνία πάνω σε νέες βάσεις» (165, τ. 1, 86).
Με άλλα λόγια είναι η επαναστατικό ποίηση του κόσμου που θα επαναστατικοποιήσει την ίδια τη συνείδηση, που θα ανατρέψει τις κυρίαρχες αξίες και την κυρίαρχη ιδεολογία.
Από την άλλη ο Μαρξ απαιτεί από την αστική διανόηση να «προδώσει» την τάξη της, να αποδεχτεί τον ιστορικό ρόλο του προλεταριάτου, την υπεροχή αυτής της τάξης, τον πρωτοπόρο χαρακτήρα του κόμματός της, να αρνηθεί όχι μόνο την αστική ιδεολογία, αλλά και τη μικροαστική της νοοτροπία να αποδεχτεί ότι το σημαντικό είναι η πράξη του επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνικής πραγματικότητας και όχι η θεωρητική κριτική της. Από αυτή λοιπόν την οπτική γωνία μάλλον για «υποταγή» της διανόησης στην εργατική τάξη θα πρέπει να γίνεται λόγος παρά για το αντίθετο.
Όμως και αυτή η υποταγή έχει ένα κρίσιμο όριο! Η επαναστατική διανόηση, παρά το ότι δεν θα πρέπει να επιδιώκει να επιβάλλει τις απόψεις της στις μάζες παρά τη θέλησή τους, από την άλλη όπως άλλωστε και η εργατική πρωτοπορία, δεν θα πρέπει να υποτάσσεται στον αυθορμητισμό τους. Αλλωστε, αν το έπραττε, δεν θα εκπλήρωνε τον αναγκαίο διακριτό της ρόλο.
Σε κάθε περίπτωση το ερώτημα ποια θα πρέπει να είναι η σχέση ανάμεσα στην εργατική τάξη και μια
103
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
επαναστατική διανόηση που θα προέρχεται έξω από αυτήν και η οποία από τη μια θα έχει ένα διακριτό και τουλάχιστον, όσον αφορά ορισμένες πτυχές της ταξικής πάλης, βαρύνοντα ρόλο και από την άλλη θα υποτάσσεται μέχρις ενός ορίου σε αυτήν, δεν απαντιέται με σαφήνεια από τον Μαρξ.
Όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, ο Λένιν έστω και έμμεσα κάνει ένα βήμα παραπέρα στη διευκρίνιση αυτής της σχέσης. Αλλά και αυτή δεν είναι επαρκής για να λύσει το πρόβλημα έτσι όπως τίθεται κάτω από τις σύγχρονες συνθήκες.
Εξάλλου οι εμπειρίες από την ιστορία του εργατικού κινήματος και πιο ειδικά από την ιστορία των κομμουνιστικών κομμάτων και οι συχνά δραματικές εντάσεις που προκλήθηκαν στο πλαίσιο αυτής της σχέσης θα πρέπει να ληφθούν και αυτές υπόψη για μια σύγχρονη επανεξέτασή της.
0 Αλέξανδρος Χρύσης στο σημαντικό βιβλίο του Φιλοσοφία και Χειραφέτηση - το ζήτημα των διανοουμένων από τον Μαρξ ως την Οκτωβριανή Επανάσταση, στο πλαίσιο της αντίκρουσης της άποψης ότι ο «μαρξισμός είναι στην πραγματικότητα μια ιδεολογία αστών θεωρητικών, η οποία τείνει προς τη συγκάλυψη της κυριαρχίας των ίδιων των διανοουμένων επί του προλεταριάτου» (233, 92), υποστηρίζει ότι αυτό το κενό μπορεί να καλυφθεί εισάγοντας μια αριστοδημοκρατική, αριστοτελικού τύπου, σχέση ανάμεσα στη διανόηση και το προλεταριάτο. Από την πλευρά μας θα λέγαμε ότι πρόκειται για μια ιδανική σχέση η οποία θα πρέπει να επιδιωχθεί να υλολοποιηθεί μέσα στα κόμματα της εργατικής τάξης.
Αλλά σε αυτό το κρίσιμο ζήτημα θα επανέλθουμε στο ενδέκατο κεφάλαιο, όταν θα εξετάσουμε διεξοδικά το ρόλο της σύγχρονης επαναστατικής διανόησης και τη σχέση της με το κόμμα της εργατικής τάξης.
104
Κεφάϋαιο 3
Το «απ’ έ[ω» ίου Λένιν και η παραπέρα απομυθοποίηση ίου αυθόρμητου
3.1 Εισαγωγικά
Ο π ω ς ο ρ θ α π α ρ α τ η ρ ε ί ο Slavoj Z iz e k (235) υπάρχει μια σαφής τάση υποτίμησης, αν όχι εχθρικής αντιμετώπισης, του έργου του Λένιν, σε σχέση με εκείνο του Μαρξ, ακόμη και από στοχαστές που αυτοτοποθετούνται στη ριζοσπαστική αριστερά. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο Λένιν ενοχλεί περισσότερο και από τον Μαρξ, και τούτο διότι είναι εκείνος που τόλμησε να κάνει πράξη τη μαρξιστική θεωρία του κόμματος και της επανάστασης, εκείνος που δεν αρκέστηκε στη θεωρητική υπεράσπιση του μαρξισμού, αλλά έθεσε σε πραγματική εφαρμογή το «παιχνίδι» της επανάστασης. Όπως ο ίδιος έγραφε στον επίλογο του Κράτος και Επανάσταση, «είναι πιο ευχάριστο και πιο χρήσιμο να πραγματοποιείς την “πείρα της επανάστασης” παρά να γράφεις γι’ αυτήν» (118, τ. 33, 120). Ο Λένιν λοιπόν μπορεί να μην υπήρξε ο ιδρυτής του κινήματος, υπήρξε όμως εκείνος που το μορφοποίη- σε, όπως ο Άγιος Παύλος «μορφοποίησε» το χριστιανισμό ή ο Lacan τον F r e u d (235, 9).
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
Ταυτόχρονα ο Λένιν δεν αρμόζει ούτε στον καθεστωτικό ούτε στον «αριστερό» καθωσπρεπισμό, διότι έσπασε όχι μόνον τα όρια της άνευ όρων παράδοσης στο σύστημα, αλλά και της ρεφορμιστικής υπεράσπισης του κράτους πρόνοιας και των επιμέρους βελτιώ- σεων^και οργάνωσε και έκανε πράξη το επαναστατικό άλμα προς την καθολική χειραφέτηση.
Συνεχίζοντας στο δρόμο που είχαν χαράξει ο Μαρξ και ο Ένγκελς, ο Λένιν αντιμετώπισε την ανεπάρκεια της αυθόρμητης προλεταριακής συνείδησης και τη συνεπαγόμενη αναγκαιότητα θεωρητικής ανύψωσής της τόσο κατά την περίοδο πριν από την επανάσταση του 1917 όσο και μετά από αυτήν.
Η λενινιστική αυτή παρέμβαση έχει ιδιαίτερη σημασία από τη μια διότι ο Λένιν θεωρεί ότι η αυθόρμητη συνείδηση του προλεταριάτου όχι μόνον δεν το οδηγεί άμεσα στο επίπεδο της κομμουνιστικής καθολικής συνείδησης αλλά ούτε καν σε εκείνο της σοσιαλιστικής συνείδησης με την οποία και κατά κύριο λόγο ασχολείται και από την άλλη διότι ο Λένιν θέτει πιο ξεκάθαρα την αναγκαιότητα της σύμπραξης της επαναστατικής διανόησης με την εργατική τάξη, σε μια εποχή μάλιστα που δεν προέκυπτε ζήτημα διαμόρφωσης του «επιστημονικού σοσιαλισμού», κάτι που είχε ήδη γίνει από τους Μαρξ και Ένγκελς. Με αυτό τον τρόπο ξεκαθαρίζει ότι η παρέμβαση της διανόησης δεν περιορίζεται μόνο σε αυτή την πρώτη φάση.
Υπό αυτή την έννοια ο Λένιν προχωρεί ένα βήμα παραπέρα στην απομυθοποίηση των αυθόρμητων δυνατοτήτων του προλεταριάτου, δίνοντας έτσι μια απάντηση όχι μόνον σε όσους στην εποχή του, υπερεκτιμώντας τις δυνατότητες του αυθόρμητου κινήματος, αντικειμενικά διευκόλυναν την αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας, αλλά και στους σύγχρονούς μας «αυτονομιστές» τύπου Antonio Negri οι οποίοι απέναντι σε μια
106
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
αόριστη αυτοκρατορική εξουσία αντιπαραθέτουν ως αντίπαλο δέος ένα εξίσου αόριστο, άμορφο, αυθόρμητο κίνημα του «πλήθους» (63).
Το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ο Λένιν αντιμετωπίζει συστηματικά το ζήτημα που μας απασχολεί είναι εκείνο της οικονομικής κρίσης που ξέσπασε στα 1900-1903 και η οποία παρουσιάστηκε με ιδιαίτερη οξύτητα στη Ρωσία.
Στη διάρκεια αυτής της κρίσης οι «οικονομιστές» που διέθεταν δικά τους έντυπα όπως το Ραμπόσταγια Μισλ (Εργατική Σκέψη) και το Ραμπότδεγιε Ντέλο (Εργατική Υπόθεση) καλούσαν τους εργάτες να περιοριστούν σε οικονομικά αιτήματα, πρόβαλαν τη «θεωρία των σταδίων» και αρνούνταν την αναγκαιότητα ενός προλεταριακού κόμματος. Οι αντιλήψεις αυτές των «οι- κονομιστών» είχαν διατυπωθεί στο Credo (Σύμβολο Πίστης) του οποίου η βασική αρχή ήταν: «Για τους εργάτες η οικονομική πάλη και για τους φιλελεύθερους η πολιτική πάλη». Σε αυτή τη στάση των «οικονομιστών», στην οποία υπέβοσκε η αντίληψη για επάρκεια της αυθόρμητης συνείδησης και τον περιορισμό των προλετάριων στον αγώνα που απορρέει άμεσα από αυτό το επίπεδο συνείδησης, αντιτάχθηκε σθεναρά ο Λένιν.
Ο αγώνας του κατά του «οικονομισμού» ξεκινά με τα πρώτα άρθρα του στην Ίσκρα, συνεχίζεται με το βιβλίο του Τί να κάνουμε, κορυφώνεται με τη διαφωνία γύρω από το πρώτο άρθρο του καταστατικού του ΣΔΕΚΡ (Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα Ρωσίας) στο Δεύτερο Συνέδριό του και ολοκληρώνεται με το βιβλίο Ένα βήμα μπρος, δυο βήματα πίσω.
Έτσι λοιπόν ο Λένιν θίγει αναλυτικά με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο την αναγκαιότητα γενικότερα του «απ’ έξω» από την αυθόρμητη συνείδηση του προλεταριάτου και ειδικότερα τη συμβολή της διανόησης στο έργο του
107
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
Τι να κάνουμε (89), ένα έργο πολεμικής ενάντια στον «οικονομισμό» που γράφτηκε στο διάστημα 1901-1902.
Στη συνέχεια με αφορμή μια φαινομενικά επουσιώδη οργανωτική διαφωνία γύρω από το καταστατικό του κόμματος στο Δεύτερο Συνέδριο του ΣΔΕΚΡ στη βάση όσων ανέπτυξε στο Τι να κάνουμε, ο Λένιν θέτει και πάλι το ζήτημα της ανεπάρκειας της αυθόρμητης συνείδησης και της αναγκαιότητας το πρωτοπόρο κόμμα να είναι κόμμα των πιο συνειδητών εργατών μέσα από τις οργανώσεις του οποίου θα πρέπει να δραστηριοποιούνται και οι επαναστάτες διανοούμενοι.
Τέλος αντιμετωπίζει το ζήτημα της διανόησης στο έργο Ένα βήμα μπρος, δυο βήματα πίσω, (92) έργο που γράφτηκε στις αρχές του 1904. Στο έργο του αυτό μέσα από μια πρώτη ανάγνωση φαίνεται να κάνει μάλλον ένα βήμα πίσω ιδίως αναφορικά με το γενικότερο ρόλο της ιδεολογίας -με τη θετική έννοια του όρου- σε σχέση με την πειθαρχία και να προβάλλει πιο έντονα τα αρνητικά χαρακτηριστικά των διανοουμένων σε σχέση με τα πλεονεκτήματα των εργατών. Όμως μέσα από μια δεύτερη ανάγνωση θα διαπιστώσουμε ότι μάλλον αναβαθμίζει το ρόλο των πραγματικών επαναστατών διανοουμένων, ενώ αντίθετα καταγγέλλει το νιτσεϊκό τύπο διανοούμενου, τις «διαλεχτές ψυχές» που μεταφέρουν στο κόμμα όλα τα κατάλοιπα της αστικής τους προέλευσης.
Στο διάστημα από την επανάσταση του 1905 έως και εκείνη του 1917 δεν φαίνεται να τον απασχολεί τουλάχιστον από θεωρητική σκοπιά το ζήτημα, μια και λόγω συνθηκών ρίχνει το βάρος του σε πιο άμεσα πολιτικά, οργανωτικά καθήκοντα.
Μετά το 1917 η αντιμετώπιση του προβλήματος έγι- νε από τον Λένιν από αρνητική σκοπιά, δηλαδή μέσα από τη διαπίστωση των αρνητικών επιπτώσεων της έλλειψης της κουλτούρας και της γνώσης από μέρους του
108
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
προλεταριάτου, της έλλειψης προλεταριακής διανόησης κατά την περίοδο της προσπάθειας οικοδόμησης της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Αυτή η αρνητική οπτική γωνία είναι ίσως και ο λόγος που η συντριπτική πλειονότητα των μαρξιστών ερευνητών θεωρεί ότι ο Λένιν έπαψε να ασχολείται με το ζήτημα μετά το 1917.
3.2 Ο Λένιν τουΤ\ να κάνουμε και του Δεύτερου Συνεδρίου τουΣΔΕΚΡ
Ήδη από το πρώτο φύλλο της Ίσκρα, η οποία ας σημειωθεί ότι εκδόθηκε το Δεκέμβρη του 1900 ακριβώς για να αντιπαρατεθεί στον «οικονομισμό», ο Λένιν με κύριο άρθρο του θέτει ως κύριο καθήκον της εφημερίδας τη δημιουργία ενός κόμματος που θα οδηγήσει το προλεταριάτο ως τη συνειδητή ταξική πάλη (219, 49).
Στο Τι να κάνουμε ο Λένιν ξεκινάει από τη θετική συμβολή του εργατικού κινήματος το οποίο αναπτύσσεται στη βάση της αυθόρμητης συνείδησης της εργατικής τάξης. Ταυτόχρονα διαπιστώνει τις ανεπάρκειές της και τους κινδύνους να ενσωματωθεί το αυθόρμητο κίνημα από την κυρίαρχη ιδεολογία, στο βαθμό που δεν προχωρήσει πέρα από αυτό το επίπεδο. Από αυτή τη διαπίστωση απορρέει από τη μια η αναγκαιότητα της διεύρυνσης του περιεχόμενου των εργατικών αγώνων πέρα από το επίπεδο στο οποίο αρχικά τείνουν να κινηθούν στη βάση της αυθόρμητης πρωτογενούς εργατικής συνείδησης -και αυτό αποτελεί τη μια πλευρά του «απ’ έξω»- και από την άλλη προκύπτει η αναγκαιότητα της θεωρητικής ανύψωσης της αυθόρμητης συνείδησης σε επαναστατική, μέσω του κόμματος, με τη συμβολή της αστικής προέλευσης επαναστατικής διανόησης - και αυτή είναι η δεύτερη πλευρά του «απ’ έξω».
109
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
Αλλά ας εξετάσουμε πιο αναλυτικά αυτή τη συλλογιστική. Για τον Λένιν λοιπόν «το αυθόρμητο στοιχείο» δεν αποτελεί στην ουρία τίποτε άλλο παρά εμβρυακή μορφή του συνειδητού» (91, 29-30). Τούτο σημαίνει ότι ναι μεν είναι απαραίτητη η ύπαρξη αυτού του «εμβρύου» της αυθόρμητης συνείδησης για να γεννηθεί η επαναστατική συνείδηση, μια και δίχως έμβρυο δεν μπορεί να υπάρξει γέννα, από την άλλη όμως αυτό το έμβρυο θα πρέπει να αναπτυχθεί παραπέρα και προς την ορθή κατεύθυνση για να μπορέσει να γεννηθεί η επαναστατική συνείδηση, μια και το έμβρυο που δεν αναπτύσσεται πεθαίνει ή, αν δεν αναπτυχθεί σωστά, οδηγεί σε τερατογένεση.
«Συχνά λένε: η εργατική τάξη τείνει αυθόρμητα προς το σοσιαλισμό. Αυτό είναι ολότελα σωστό, με την έννοια ότι η σοσιαλιστική θεωρία καθορίζει πιο βαθιά και πιο σωστά από κάθε άλλη θεωρία τις αιτίες των συμφερόντων της εργατικής τάξης, και γι’ αυτό οι εργάτες την αφομοιώνουν τόσο εύκολα, αρκεί μόνο η θεωρία αυτή να μη τα διπλώνει μπροστά στο αυθόρμητο, αρκεί μόνο να υποτάσσει η ίδια το αυθόρμητο. [...] Η εργατική τάξη τείνει αυθόρμητα προς το σοσιαλισμό, παρ’ όλα αυτά όμως η αστική ιδεολογία που είναι πιο διαδεδομένη (και συνεχώς ξαναγεννιέται με τις πιο ποικίλες μορφές) επιβάλλεται αυθόρμητα πολύ περισσότερο στον εργάτη» (91, 42, υποσημ.). Γι’ αυτό εξάλλου και κατά τον Λένιν η υποταγή στο αυθόρμητο οδηγεί αναπόφευκτα στο ρεφορμισμό, στην υποταγή στην αστική ιδεολογία και στην αστική τάξη (91, 40).
«Κάθε υπόκλιση μπρος στο αυθόρμητο του εργατικού κινήματος, κάθε μείωση του ρόλου του “συνειδητού στοιχείου”, του ρόλου της σοσιαλδημοκρατίας, σημαίνει ταυτόχρονα -εντελώς ανεξάρτητα από το αν αυτός που μειώνει αυτό το ρόλο το θέλει ή όχι- δυνάμωμα της επίδρασης της αστικής ιδεολογίας πάνω στους εργάτες» (91, 38).
110
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
Συνολικά το Τι να χάνουμε θα μπορούσε να έχει και τίτλο μια φράση που περιέχει το ίδιο: «[Όχι] στη δου- λοπρέπεια και την υπόκλιση μπρος στο αυθόρμητο» (91,33).
Αν λοιπόν η σοσιαλιστική θεωρία, η οποία όπως θα δούμε στη συνέχεια διαμορφώνεται κατά τον Λένιν «απ’ έξω» από την εργατική τάξη, από αστούς διανοούμενους που πέρασαν με το μέρος της εργατικής τάξης, πρέπει να υποτάσσει το αυθόρμητο, θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι ως προς την ιδεολογική τουλάχιστον πτυχή της ταξικής πάλης οι αστοί επαναστάτες διανοούμενοι, διαμορφωτές της σοσιαλιστικής θεωρίας, ανάγονται από τον Λένιν σε κυρίαρχους της ίδιας της εργατικής τάξης.
Στην πραγματικότητα το «απ’ έξω» του Λένιν, για να γίνει κατανοητό, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί στο γενικότερο πλαίσιο της σχέσης αντικειμενικών συνθηκών και υποκειμενικού παράγοντα και του ενεργού ρόλου του τελευταίου, όπου ο Λένιν ακολουθεί τη συλλογιστική των Μαρξ και Ένγκελς, στην οποία αναφερθήκαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Με άλλα λόγια για τον Λένιν το «απ’ έξω» ναι μεν σημαίνει πέρα και συνεπώς έξω από την οικονομική πάλη, δεν σημαίνει όμως πέρα και έξω από τη γενικότερη κοινωνική πραγματικότητα και πιο ειδικά από την ταξική πάλη (235, 6). Συνεπώς η αστική διανόηση που μετατρέπεται σε επαναστατική το πράττει ως μη ουδέτερος, αλλά στρατευμένος στο πλευρό της εργατικής τάξης, συμμέτοχος σε αυτή την πάλη.
Ακόμη στο Τι να κάνουμε, όπως θα δούμε στη συνέχεια, αυτό το συμπέρασμα περί υποταγής της εργατικής τάξης στη διανόηση ανατρέπεται από το γεγονός ότι στο πλαίσιο του κόμματος, του οποίου η μεσολάβηση θεωρείται απαραίτητη, ο Λένιν προβλέπει την απά
111
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
λειψή της διάκρισης μεταξύ εργατών και διανοουμένων, μια και ως προς αυτό τουλάχιστον το κόμμα «συλλογικός διανοούμενος» θα πρέπει να τείνει να λειτουργεί κατ’ εικόνα της μελλούμενης κομμουνιστικής κοινωνίας, όπου όπως προαναφέραμε η διάκριση ανάμεσα σε εργάτες και διανοούμενους και ο καταμερισμός σε χειρωνακτική και πνευματική εργασία θα πρέπει «κυριολεκτικά να σβήσει» (91, 113).
Ανατρέπεται ακόμη από το γεγονός ότι ο ίδιος ο Λένιν, συμφωνώντας με τον Μαρξ, υποστήριζε ότι είναι προτιμότερο να αφεθούν οι λαϊκές μάζες να κάνουν λάθος και να το ανακαλύψουν από μόνες τους παρά να τους επιβληθεί παρά τη θέλησή τους μια «σωστή» θέση. Χαρακτηριστική αυτής της αντίληψης ήταν μεταξύ άλλων η τοποθέτηση του Λένιν στο «Γράμμα στους αντιπροσώπους του συνεδρίου των αγροτών βουλευτών» (115, τ. 32, σελ. 47) όπου ο Λένιν υποστήριζε ότι «δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την απόφαση των κατώτερων λαϊκών στρωμάτων, ακόμη κι αν δεν συμφωνούμε με αυτή. Στο καμίνι της ζωής, εφαρμόζοντας την απόφαση αυτή στην πράξη [...] οι αγρότες θα καταλάβουν μόνοι τους πού βρίσκεται η αλήθεια».
Ανατρέπεται επίσης από το γεγονός ότι ο ίδιος ο Λένιν απορρίπτει με τον πιο αυστηρό τρόπο την «πρόστυχη έκφραση» της «υποκίνησης απ' έξω» της εργατικής τάξης, σε αντίθεση με την έκφραση «φέρνουν απ’ έξω» στην εργατική τάξη (91, 124).
Ανατρέπεται τέλος και κυρίως από τη θέση του Λένιν, ότι: «η σοσιαλιστική συνείδηση των εργατικών μαζών [και όχι της διανόησης] είναι η μοναδική βάση που μπορεί να μας εξασφαλίσεί τη νίκη» (91, 8-9).
Για ποιους λόγους όμως η αστική ιδεολογία, όπως τόνιζε και ο Μαρξ, κυριαρχεί, επιβάλλεται αυθόρμητα και στους εργάτες; Ο Λένιν, δίχως να αναφέρεται στο
112
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
φαινόμενο της αποξένωσης, που όπως είδαμε είναι γέννημα θρέμμα της ίδιας της καπιταλιστικής παραγωγής, στέκεται σε πιο επιφανειακές αιτίες αυτής της επιβολής: Στο ότι «η αστική ιδεολογία είναι ως προς την προέλευσή της πολύ πιο παλιά από τη σοσιαλιστική», είναι «πιο πολύπλευρα δουλεμένη», «διαθέτει ασύγκριτα περισσότερα μέσα διάδοσης» (91, 41-42). Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι αυτή η μετάθεση της πηγής των αιτίων επιβολής της αστικής ιδεολογίας κατά κάποιο τρόπο από τη «βάση» στο «εποικοδόμημα», η οποία οφείλεται εν μέρει στο ότι ο Λένιν αγνοούσε τόσο τα Χειρόγραφα του 1844 του Μαρξ όσο και ένα τμήμα της Γερμανικής Ιδεολογίας, διευκολύνει μεν φαινομενικά την υπέρβαση της αστικής ιδεολογίας, από την άλλη όμως, ακριβώς επειδή δεν θίγεται η πραγματική ρίζα του φαινομένου της αστικής ιδεολογικής επιβολής, αυτή η υπέρβαση παραμένει ένα ζητούμενο στο οποίο ο Λένιν δεν δίνει μια ολοκληρωμένη απάντηση. Και όταν αργότερα διαπιστώνει ότι οι παλιές αξίες συνεχίζουν να κυριαρχούν, όταν διαπιστώνει πόσο βαθιά ριζωμένες είναι στις λαϊκές μάζες, αρκείται να κάνει λόγο για «τη δύναμη της συνήθειας [ως] την πιο φοβερή δύναμη».
Έτσι λοιπόν για τον Λένιν, ναι μεν τα οικονομικά συμφέροντα και οι οικονομικοί, επαγγελματικοί αγώνες, η «αντίσταση στους κεφαλαιοκράτες» (91, 55, υποσημ.), δηλαδή η πάλη για πιο «ευνοϊκούς όρους πούλησης της εργατικής δύναμης, για βελτίωση των όρων εργασίας και ζωής των εργατών» (91, 61) που απορρέουν από την αντίθεση εργασίας και κεφαλαίου, παίζουν αποφασιστικό ρόλο ως πρώτο επίπεδο εκδήλωσης του αυθόρμητου, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι αγώνες αυτοί έχουν πρωταρχική σημασία. Τούτο διότι «τα πιο ουσιώδη, τα πιο “αποφασιστικά” συμφέροντα των τάξεων μπορούν να ικανοποιηθούν μόνο με ριζικές
113
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
πολιτικές αλλαγές γενικά. Ειδικότερα, τα βασικά οικονομικά συμφέροντα του προλεταριάτου μπορούν να ικανοποιηθούν μόνο με την πολιτική επανάσταση που θα αντικαταστήσει τη δικτατορία της αστικής τάξης με τη δικτατορία του προλεταριάτου» (91, 47, υποσημ.).
Συνεπώς, η ταξική συνείδηση μπορεί να έλθει στην εργατική τάξη έξω από τη σφαίρα της οικονομίας, από το επίπεδο της πολιτικής, δηλαδή όχι από τη σφαίρα των σχέσεων των εργατών με τους εργοδότες, αλλά από εκείνη των σχέσεων όλων των τάξεων και στρωμάτων με το κράτος και την κυβέρνηση, εκείνη των αμοιβαίων σχέσεων ανάμεσα σε όλες τις τάξεις, δηλαδή τη σφαίρα της πολιτικής (91, 80).
«“Κάθε ταξική πάλη είναι πάλη πολιτική”: αυτά τα περίφημα λόγια του Μαρξ δεν θα ήταν σωστό να τα καταλαβαίνουμε με την έννοια ότι κάθε πάλη των εργατών ενάντια στ’ αφεντικά τους είναι πάντοτε πολιτική πάλη. Πρέπει να τα καταλαβαίνουμε με την έννοια: η πάλη των εργατών ενάντια στους κεφαλαιοκράτες γίνεται κατ’ ανάγκη πάλη πολιτική ανάλογα με το βαθμό που η πάλη αυτή γίνεται ταξική πάλη», γράφει ο Λένιν το 1899 στην Ίσκρα στο άρθρο του «Το άμεσο καθήκον μας» (100, 192).
Όμως αυτός ο ταξικός πολιτικός αγώνας δεν ξεπηδά αυτόματα από τον οικονομικό. «Η [ταξική] πολιτική [δεν] ακολουθεί πάντα πειθήνια την οικονομία» (91, 36). Αυτό μπορεί να συμβεί με την πολιτική γενικά, με τη ρεφορμιστική πολιτική. Για να πάρει όμως η οικονομική πάλη ταξικό, επαναστατικό, Σοσιαλιστικό χαρακτήρα, δεν αρκεί το αυθόρμητο. Χρειάζεται η ανάμιξη του «επαναστατικού βακίλου της διανόησης», η ανάμειξη των συνειδητών κομμουνιστών (91, 74). Χρειάζεται η ανάπτυξη της πολιτικής συνείδησης της εργατικής τάξης, η πολιτική της διαπαιδαγώγηση (91, 57).
114
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η
Ούτε όμως ο συνδυασμός του οικονομικού με τον πολιτικό αγώνα είναι επαρκής. Χρειάζεται ο συνδυασμός της οικονομικής, της πολιτικής, αλλά και της θεωρητικής πάλης. 0 Λένιν παραθέτει ένα εκτενές απόσπασμα από το έργο του Ένγκελς Ο πόλεμος των χωρικών στη Γερμανία στο οποίο ο Ένγκελς υποστηρίζει ότι οι Γερμανοί εργάτες ανήκουν στο θεωρητικότερο λαό της Ευρώπης και ότι διατήρησαν το αίσθημα της θεωρίας, που το έχασαν σχεδόν ολωσδιόλου οι λεγόμενες «μορφωμένες» τάξεις (91, 26), και στο οποίο οΈνγκελς διαπιστώνει ότι «καθήκον των ηγετών τους είναι να εμβαθύνουν όλο και περισσότερο σε όλα τα θεωρητικά προβλήματα [...], ότι ο σοσιαλισμός από τότε που έγινε επιστήμη απαιτεί να τον μεταχειρίζονται ως επιστήμη, δηλαδή να τον μελετούν» (91, 27).
Έτσι για τον Λένιν «χωρίς επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατικό κίνημα» (89, 24) και συνεπώς είναι προφανές ότι η παρέμβαση του «βακίλου της διανόησης» είναι σε αυτή την περίπτωση ακόμη πιο επιτακτική. Βέβαια πολύ αργότερα, το 1920, ο Λένιν στο έργο του Αριστερισμός: παιδική αρρώστια του κομμουνισμού θα διατυπώσει τη συμπληρωματική και φαινομενικά τουλάχιστον αντιφατική της προηγούμενης θέση, ότι δηλαδή «δίχως επαναστατικό κίνημα δεν μπορεί η επαναστατική θεωρία να πάρει την τελική της μορφή» (101, 7), συνδυάζοντας έτσι διαλεκτικά την επαναστατική θεωρία με την επαναστατική πράξη.
Όταν όμως γίνεται λόγος για επαναστατική θεωρία αυτό δεν σημαίνει για τον Λένιν περιορισμό στην αφομοίωση και διάδοση στην εργατική τάξη του μαρξισμού. Σημαίνει και τη συνεχή ανανέωσή του, τον εμπλουτισμό του με βάση τα νέα δεδομένα.
Αυτό επισήμανε ο Λένιν όταν ακόμη προετοίμαζε την έκ
115
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
δοση της Ίσχρα στο άρθρο του «Το πρόγραμμά μας»: «Εμείς δεν βλέπουμε καθόλου τη θεωρία του Μαρξ ως κάτι το τελειωμένο και μια για πάντα δοσμένο· απεναντίας έχουμε την πεποίθηση πως η θεωρία αυτή έβαλε μόνο τους ακρογωνιαίους λίθους της επιστήμης εκείνης που οι σοσιαλιστές έχουν χρέος να την προωθούν παραπέρα προς όλες τις κατευθύνσεις, αν δεν θέλουν να μείνουν πίσω από τη ζωή» (102, 188).
Να όμως που το προλεταριάτο «από την εργοστασιακή του πείρα αλλά και από την «οικονομική» του πείρα δεν «μπορεί ποτέ να αποκτήσει από μόνο του» ούτε πολιτικές γνώσεις. Ας σημειωθεί ότι τουλάχιστον στο Τι να χάνουμε ο Λένιν συχνά σχεδόν ταυτίζει τις πολιτικές με τις φιλοσοφικές-θεωρητικές γνώσεις.
Με άλλα λόγια η ταξική συνείδηση του προλεταριάτου δεν αποτελεί μια άμεση αντανάκλαση της υλικής του ύπαρξης, αλλά ένα έμμεσο προϊόν μεσολαβημένο από τη θεωρητική σκέψη. Η ταξική συνείδηση προϋποθέτει την πρακτική· ταυτόχρονα η θεωρητική κατανόηση αυτής της πρακτικής πραγματοποιείται «απ’ έξω». Και αυτό το «απ’ έξω», πέρα από το εργοστάσιο, πέρα από την οικονομική πάλη, πέρα από την πολιτική πάλη που απορρέει άμεσα από την οικονομική πάλη, σημαίνει και πάλι την αστικής προέλευσης, η οποία για να ασκήσει αυτή της τη λειτουργία θα πρέπει να μπει στο κόμμα, που με τη σειρά του ^ίναι διακριτό, με την έννοια του πρωτοπόρου, σε σχέση με το σύνολο της τάξης και στις γραμμές του οποίου και οι εργάτες καλούνται να λειτουργήσουν όχι ως απλοί εργάτες αλλά ως εργάτες θεωρητικοί του σοσιαλισμού.
Μάλιστα ακόμη και όταν το αυθόρμητο μαζικό λαϊκό κίνημα αναπτύσσεται, παρ’ όλο που αυτό, όπως ορθά υποστηρίζει ο Κώστας Παπαϊωάννου (185, 10),
116
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
ανοίγει τους πνευματικούς του ορίζοντες, κάτι που δεν συμβαίνει όταν αυτό είναι ανύπαρκτο και καθυποταγμένο στην εξουσία, ακόμη και όταν έχουμε να κάνουμε με «εκείνες τις ιστορικές ημέρες κατά τις οποίες οι μάζες μαθαίνουν πολύ περισσότερα απ’ ό,τι σε πολλά χρόνια» (16, 276), τότε πολύ περισσότερο είναι που κατά τον Λένιν υπάρχει μεγαλύτερη αναγκαιότητα πολιτικής και θεωρητικής επαναστατικής παρέμβασης, διότι τότε είναι που το κόστος της ενσωμάτωσης ή της ήττας είναι ακόμη πιο μεγάλο.
Να λοιπόν πώς θέτει ο Λένιν το ζήτημα της ανεπάρκειας της αυθόρμητης εργατικής συνείδησης και της αναγκαίας απ’ έξω παρέμβασης της αστικής διανόησης.
Η επαναστατική, η σοσιαλιστική συνείδηση μπορεί να έλθει [στους εργάτες] μόνο απ’ έξω. Η ιστορία όλων των χωρών δείχνει ότι η εργατική τάξη αποκλειστικά με τις δικές της δυνάμεις δεν είναι σε θέση να αναπτύξει παρά μόνο μια τρέιντ-γιουνιστικη συνείδηση. [...] Η διδασκαλία όμως του σοσιαλισμού αναπτύχθηκε από τις φιλοσοφικές, ιστορικές και οικονομικές θεωρίες, που τις επεξεργάστηκαν οι μορφωμένοι εκπρόσωποι των ευπόρων τάξεων, η διανόηση. Οι θεμελιωτές του σύγχρονου επιστημονικού σοσιαλισμού, ο Μαρξ και οΈνγκελς, ανήκαν και οι ίδιοι, ως προς την κοινωνική τους θέση, στην αστική διανόηση (91, 30-31).
Μάλιστα για να ενισχύσει την επιχειρηματολογία του για την αναγκαιότητα του «απ’ έξω», δηλαδή από την αστική διανόηση, παραθέτει «τα παρακάτω πολύ σωστά και σπουδαία», όπως ο ίδιος τα χαρακτηρίζει, λόγια του Κάουτσκυ:
«[...] Το προλεταριάτο φτάνει ως τη συνείδηση “της δυνατότητας και της αναγκαιότητας του σοσιαλισμού”. Απ’ αυ-
117
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
τη την άποψη η σοσιαλιστική συνείδηση εμφανίζεται ως αναγκαίο και άμεσο αποτέλεσμα της προλεταριακής ταξικής πάλης. Αυτό όμως δεν είναι καθόλου σωστό. Φυσικά, ο σοσιαλισμός ως διδασκαλία έχει τις ρίζες του στις σύγχρονες οικονομικές σχέσεις, όπως ακριβώς και η ταξική πάλη του προλεταριάτου· [...] ο σοσιαλισμός όμως και η ταξική πάλη γεννιούνται το ένα δίπλα στο άλλο και όχι το ένα από το άλλο, γεννιούνται κάτω από διαφορετικές προϋποθέσεις. Η σύγχρονη σοσιαλιστική συνείδηση μπορεί να γεννηθεί μόνο στη βάση της βαθιάς επιστημονικής γνώσης (η υπογράμμιση δική μας) [...] Φορέας της επιστήμης δεν είναι το προλεταριάτο αλλά η αστική διανόηση [...]Έτσι η σοσιαλιστική συνείδηση είναι κάτι που έχει εισαχθεί απ’ έξω (von aussen Hineingetragenes) στην ταξική πάλη του προλεταριάτου και όχι κάτι που γεννήθηκε αυθόρμητα (urwuchig) απ’ αυτήν [...] το καθήκον της σοσιαλδημοκρατίας είναι να μπάσει στο προλεταριάτο (επί λέξει: να γεμίσει το προλεταριάτο) με τη συνείδηση της Θέσης του και τη συνείδηση του καθήκοντός του. Δεν θα χρειάζονταν να γίνει αυτό, αν η συνείδηση αυτή πήγαζε αυτόματα από την ταξική πάλη» (91, 39).
0 ίδιος ο Λένιν ως επαναστάτης διανοούμενος συνεχίζει στην πράξη το έργο των κλασικών και της εξαγωγής θεωρητικών συμπερασμάτων από την εμπειρία των εργατικών αγώνων. Έτσι, για παράδειγμα, όπως εκείνοι από την εμπειρία της Κομμούνας ανέπτυξαν τη θεωρία της δικτατορίας του προλεταριάτου/ έτσι και αυτός γε- νίκευσε και θεωρητικοποίησε την εμπειρία των Σοβιέτ του 1905 και είναι εκείνος -και μάλιστα σε αντίθεση με την αυθόρμητη τάση των Ρώσων εργατών να υποστηρίξουν την Προσωρινή Κυβέρνηση και να υπερασπιστούν τις κατακτήσεις του Φλεβάρη- που έριξε το σύνθημα «όλη η εξουσία στα Σοβιέτ».
Έτσι ο Λένιν θέτει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο τό
118
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
σο θεωρητικά όσο και με την ίδια του την πράξη το ζήτημα της εξωτερικότητας της θεωρητικής γνώσης σε σχέση με την εργατική τάξη, της διαφορετικότητας του βιώματος καθαυτού και αυτού που συλλαμβάνεται από τη σκέψη (85, 72) και της αναγκαιότητας του δια- παιδαγωγητικού ρόλου της διανόησης.
Η παρέμβαση όμως αυτή της διανόησης στην εργατική τάξη, κατά τον Λένιν, ούτε θα πρέπει να συντελεί- ται άμεσα, αλλά αντίθετα μέσω του κόμματος, ούτε να διαιωνίζει μέσα στο κόμμα το διαχωρισμό διανοουμένων εργατών. Έτσι το κόμμα ως πρωτοπόρο τμήμα της εργατικής τάξης, που με τη λειτουργία και την οργάνωσή του ως σχηματισμός που περιλαμβάνει στους κόλπους του και τους επαναστάτες πια διανοούμενους, αναλαμβάνει αυτό τον παιδαγωγικό ρόλο.
Ας σταθούμε λοιπόν για λίγο στο ρόλο του κόμματος από την οπτική γωνία που μας απασχολεί εδώ και όχι βεβαίως με τη γενικότερη έννοιά του, κάτι που δεν εμπίπτει στο αντικείμενο τούτης της μελέτης.
Όπως πολύ ορθά υπογραμμίζει ο Lukics, ο Λένιν ήταν ο πρώτος και για μεγάλο διάστημα ο μοναδικός σημαντικός ηγέτης και θεωρητικός ο οποίος αντιμετώπισε το κεντρικό πρόβλημα που σχετίζεται με τον αυθορμητισμό από θεωρητική και αποφασιστική πρακτική σκοπιά, δηλαδή από τη σκοπιά της οργάνωσης (131, 2).
Η κατευθυντήρια ιδέα του Λένιν σχετικά με την οργάνωση αντιπροσωπεύει ένα διπλό ρήγμα με τον μηχανιστικό φαταλισμό, από τη μια εκείνον ο οποίος θεωρεί ότι η ταξική συνείδηση είναι ένα μηχανικό προϊόν της τάξης και από την άλλη εκείνον που δεν βλέπει στην επανάσταση παρά το μηχανικό αποτέλεσμα οικονομικών νόμων που οδηγούν σχεδόν αυτόματα το προλεταριάτο στη νίκη όταν οι αντικειμενικές συνθήκες της επανάστασης θα είναι «ώριμες» (131, 1).
119
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
Έτσι η θεωρία του κόμματος του Λένιν, με δεδομένη την αντίληψή του για τις δυνατότητες αλλά και τα όρια της αυθόρμητης εργατικής συνείδησης και έχοντας ως κεντρικό άξονα το πρόβλημα της επαναστατικής ανύψωσης της αυθόρμητης συνείδησης, υπερβαίνει τόσο την αντίληψη της Rosa Luxembourg που αντιμετώπιζε την οργάνωση ως προϊόν του αυθόρμητου κινήματος των μαζών όσο και την αντίληψη του Κάουτσκυ κατά την οποία η οργάνωση αποτελεί προϋπόθεση της επαναστατικής δράσης.
Κάτω από αυτό το πρίσμα για τον Λένιν, όπως υπογραμμίζει ο Lukics, το κόμμα είναι στον ίδιο βαθμό παραγωγός και προϊόν, προαπαιτούμενο και συνέπεια του λαϊκού επαναστατικού κινήματος (131, 9).
Η παραπάνω σχέση κόμματος-οργάνωσης και συνείδησης, με βάση όσα αναφέραμε, αναδεικνύει και το ρόλο που έχει να παίξει το κόμμα ως φορέας της επαναστατικής θεωρίας. Για τον Λένιν «το ρόλο του πρωτοπόρου αγωνιστή μπορεί να τον εκπληρώσει μόνο ένα κόμμα που καθοδηγείται α π ό π ρω τοπόρα θεωρία» (91, 25).
Αρχικά λοιπόν το κόμμα διακρίνεται από την εργατική τάξη στο σύνολό της από το γεγονός ότι σε αυτό συμμετέχει το πρωτοπόρο τμήμα της τάξης, δηλαδή τα πιο «συνειδητά στοιχεία» της.
Το 1903, ένα δηλαδή χρόνο μετά τη'συγγραφή του Τι να κάνουμε στο Δεύτερο Συνέδριο του ΣΔΕΚΡ που συνήλθε παράνομα στην αρχή στις Βρυξέλλες και στη συνέχεια στο Λονδίνο, προέκυψε μια σημαντική διαφορά σχετικά με το πρώτο άρθρο του καταστατικού, το οποίο ρύθμιζε ποιοι θα μπορούν να θεωρούνται μέλη του κόμματος. Από τη μια πλευρά λοιπόν υπήρχε η θέση του Λένιν, ο οποίος υποστήριζε ότι «μέλος του κόμματος μπορεί να θεωρείται ο καθένας που αναγνωρίζει το πρόγραμμά του και υποστηρίζει το κόμμα τόσο με υλικά μέσα όσο και με
120
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
την προσωπική συμμετοχή του σε μ ια απ ό τις κομματικές οργανώσεις» (η υπογράμμιση δική μας) και από την άλλη υπήρχε η θέση του Μάρτωφ, την οποία στη συνέχεια υιοθέτησαν οι μενσεβίκοι και κατά τον οποίο μέλος του κόμματος «θεωρείται ο καθένας που δέχεται το πρόγραμμά του, που υποστηρίζει το κόμμα υλικά και του προσφέρει τακτικά την προσωπική συμβολή του κάτω από την καθοδήγηση μιας από τις οργανώσεις του» (219, 65). Αυτή η «μικρή» διαφορά ανάμεσα στην «προσωπική συμμετοχή σε μια από τις οργανώσεις» και την «προσωπική συμβολή κάτω από την καθοδήγηση μιας από τις οργανώσεις του» έκρυβε μια μεγάλη διαφορά συνολικής αντίληψης ανάμεσα σ’ ένα κόμμα πρωτοποριακό και ένα κόμμα φαινομενικά υποταγμένο στο αυθόρμητο, αλλά ουσιαστικά υποταγμένο στην αστική διανόηση.
Η πρώτη αντίληψη, εκείνη του Λένιν, ιδιαίτερα μάλιστα κάτω από τις τότε συνθήκες της παρανομίας, σή- μαινε ότι μέσα από τη μάζα των εργατών, μέσα από το σύνολο της εργατικής τάξης, μόνο το πιο συνειδητό πρω τοπόρο τμήμα της θα μπορούσε να έχει την ιδιότητα του κομματικού μέλους. «Πρέπει να ανεβάζουμε τον τίτλο και τη σημασία του μέλους του κόμματος ψηλότερα, ψηλότερα και ψηλότερα, και γι’ αυτό είμαι κατά της διατύπωσης του Μάρτωφ». Έτσι τελείωσε την παρέμβασή του στο Συνέδριο ο Λένιν (103, 288-289).
Βεβαίως μια τέτοια αντίληψη εγκυμονούσε κινδύνους απόσπασης της πρωτοπορίας από τη μάζα, και αυτοί οι κίνδυνοι επισημάνθηκαν στη συνέχεια από όσους διαφωνούσαν με τον Λένιν και κυρίως επαληθεύτηκαν αργότερα στην πράξη, πόσο μάλλον που δεν τη- ρήθηκε καμία από τις δικλίδες ασφαλείας που ο ίδιος ο Λένιν είχε προβλέψει για τη μη απόσπαση των καθοδηγητών από τις μάζες. Αλλά δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να ασχοληθούμε με αυτό το ζήτημα.
121
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
Είναι προφανές λοιπόν ότι εδώ δεν πρόκειται για μια οποιαδήποτε οργανωτικού τύπου διαφορά, ούτε καν για την κύρια οργανωτική διαφορά, από την απάντηση στην οποία εξαρτάται και η απάντηση σε μια σειρά άλλες, αλλά πρόκειται για μια θεμελιακή πολιτική διαφορά που σχετίζεται άμεσα με το ζήτημα της συνείδησης, έτσι όπως αυτό είχε αντιμετωπιστεί στο πρόσφατο άλλωστε Τι να κάνουμε. Για τον Λένιν είναι ξεκάθαρο ότι θεμελιακό κριτήριο συμμετοχής στο κόμμα αποτελεί το υψηλό επ ίπεδο συνειδητότητας, αλλά και το υψηλό πνεύμα πειθαρχίας.
Το κόμμα ακριβώς ως φορέας μιας ανώτερης από την αυθόρμητη συνείδησης θα πρέπει να «είναι το “πνεύμα” που όχι μόνο πλανιέται πάνω από το αυθόρμητο κίνημα, αλλά ανεβάζει αυτό το κίνημα ως το ύψος του προγράμματός του» (91, 52). Από αυτή τη σκοπιά το κόμμα αποτελεί τη μεσολάβηση ανάμεσα στην επανάσταση και τη θεωρητική γνώση (85, 74).
Γ ι’ αυτό και είναι μέσω του προλεταριακού κόμματος και όχι άμεσα που οι διανοούμενοι θα πρέπει να παίζουν τον παιδαγωγικό τους ρόλο, και πολύ περισσότερο όχι απομονωμένοι με τη μορφή μιας μονομαχίας μεταξύ διανόησης και απολυταρχίας, όπως υποστήριζαν οι εσέροι (219, 56). /
Όσο για το νέο ρόλο που έχουν να παίξουν αντίστοιχα οι αστικής προέλευσης διανοούμενοι και οι πρωτοπόροι εργάτες μέσα στο κόμμα, η επιδίωξη θα πρέπει να είναι οι μεν πρώτοι να λειτουργούν ως πραγματικοί επαναστάτες και όχι μόνο ως θεωρητικοί, οι δε δεύτεροι όχι ως απλοί εργάτες αλλά ως «θεωρητικοί του σοσιαλισμού». Έτσι η συνολική «επαναστατική κατάρτιση» αποτελεί «κοινό δρόμο» τόσο για τους εργάτες όσο και για τους διανοούμενους (91, 135).
Γι’ αυτό και οι εργάτες θα πρέπει να «διαβάζουν
122
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
και να θέλουν να διαβάζουν όλα όσα γράφονται και για τους διανοούμενους» (91, 40), «να πλαταίνουν τον ορίζοντα και τις γνώσεις τους» (91, 134-135). Γι’ αυτό και οι διανοούμενοι δεν θα πρέπει να αρέσκονται στο μονοπώλιο της γνώσης που κατέχουν, αλλά θα πρέπει να διαδίδουν αυτή τους τη γνώση στους εργάτες και να επιδιώκουν να αναδειχτούν μέσα από αυτούς εργάτες θεωρητικοί όπως οι Weitling, Proudhon, Dietzgen, τους οποίους ο Λένιν αναφέρει ως παραδείγματα επιφανών εργατών θεωρητικών.
Και ο τελικός στόχος, όπως προαναφέραμε, θα πρέπει να είναι η άμβλυνση της διάκρισης μεταξύ πρακτικής και θεωρητικής δουλειάς, μεταξύ εργατών και διανοουμένων στο πλαίσιο του κόμματος.
Στο επίπεδο λοιπόν του κόμματος συναντιούνται το αυθόρμητο με τη σοσιαλιστική θεωρία, η εργατική τάξη με τη διανόηση, και μέσω της κατάλληλης γι’ αυτό οργάνωσης συνενώνονται για να αποτελέσουν τον πρωτοπόρο φορέα της εργατικής τάξης και του λαϊκού κινήματος γενικότερα.
Με αυτό τον τρόπο το αρχικό «απ’ έξω» μεταφέρε- ται μέσα στο κόμμα, σ’ ένα κόμμα όμως που το ίδιο δεν ταυτίζεται, ούτε υποκύπτει στο αυθόρμητο, αλλά το καθοδηγεί και το ανυψώνει μέχρι το συνειδητό. Και αυτό είναι το τελικό συμπέρασμα που προκύπτει από τον Λένιν του Τι να κάνουμε και από τις θέσεις του στο Δεύτερο Συνέδριο.
3.3 Ο Λένιν roi/Ενα βήμα μπρος, δυο βήματα πίσω
Το 1904, δυο μόλις χρόνια μετά το Τι να κάνουμε και ένα χρόνο μετά το Δεύτερο Συνέδριο και στον απόηχο της διάσπασης η οποία προέκυψε ανάμεσα σε μπολσε
123
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
βίκους και μενσεβίκους, ο Λένιν επανέρχεται με το έργο του Ένα βήμα μπρος, δυο βήματα πίσω στο ζήτημα του ρόλου της διανόησης, τούτη τη φορά για να αναδεί- ξει τα αρνητικά χαρακτηριστικά της που οδηγούν ένα τμήμα της -τη νοοτροπία του οποίου ουσιαστικά υποστήριζαν οι μενσεβίκοι- να μην θέλει να ενταχθεί στις κομματικές οργανώσεις, να μην θέλει να αγωνίζεται μέσα από αυτές πλάι πλάι με τους εργάτες και να μην» αποδέχεται την κομματική πειθαρχία.
Η αλήθεια είναι ότι σε αυτό το έργο του ο Λένιν αποδίδει μεγαλύτερη έμφαση στο ρόλο της πειθαρχίας παρά της ιδεολογίας και γι’ αυτό στέκεται περισσότερο στα πλεονεκτήματα που χαρακτηρίζουν τους εργάτες και στις αδυναμίες των διανοουμένων. Και έχει σημασία να αναφερθούμε σε αυτή την πτυχή του έργου του, διότι αν μέναμε μόνο στο προηγούμενο, δηλαδή στη θετική συμβολή της διανόησης στο επαναστατικό κίνημα, θα αποδίδαμε μια ωραιοποιημένη εικόνα της η οποία κάθε άλλο παρά ανταποκρίνεται σε εκείνη που είχε γι’ αυτήν ο ίδιος ο Λένιν. Εξάλλου, η επιμονή του Λένιν για οργανωτική ένταξη της διανόησης που ασπά- στηκε την υπόθεση του προλεταριάτου στο κόμμα θα μπορούσε να αποβλέπει στην απάλειψη αυτών των αρνητικών χαρακτηριστικών μέσα από την ώσμωση με τα θετικά χαρακτηριστικά των εργατών.
Όμως μια βαθύτερη ανάγνωση του έργου αυτού μας οδηγεί να διερωτηθούμε μήπως περιέχει έμμεσα ένα διανοουμενίστικο ελιτισμό, τον οποίο άλλωστε επισή- μαναν τόσο η Rosa Luxemburg στο Οργανωτικό Ζήτημα της Ρώσικης Σοσιαλδημοκρατίας, στο πλαίσιο του γενικότερου πνεύματος φιλελευθερισμού που αναμφίβολα τη χαρακτήριζε, όσο και ο Τρότσκι, ο οποίος ας σημειωθεί ότι εκείνη την περίοδο ήταν με τους μενσεβίκους στο Τ α Πολιτικά μ ας Καθήκοντα.
124
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
«Τώρα γίναμε οργανωμένο κόμμα, κι αυτό ακριβώς σημαίνει δημιουργία εξουσίας, μετατροπή του κύρους των ιδεών σε κύρος εξουσίας...» (92, 364), απαντά ο Λένιν σε εκείνους που του καταλογίζουν ότι από την «ιδεολογική επίδραση» μέσα στο κόμμα πέρασε στην «επίδραση μέσω του καταστατικού».
Μήπως πρόκειται εδώ για στροφή του Λένιν και μάλιστα θεαματική;
Θα μπορούσε να αντιταχθεί ότι, αν δεν αποσπάσουμε αυτή τη φράση από τις ιστορικές συνθήκες κάτω από τις οποίες διατυπώθηκε, τότε ο Λένιν συνεχίζει να υπερασπίζεται τόσο όσα είχε διατυπώσει στο Τι να κ ά νουμε όσο και τις θέσεις του στο Δεύτερο Συνέδριο. Όμως το πράττει τώρα πια κάτω από τις νέες συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί μέσα στο κόμμα, μετά το Συνέδριο και την επικράτηση με τη μετέπειτα συνδρομή και του Πλεχάνωφ των μενσεβίκων.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο υπότιτλος τού Ένα βήμα μπρος, δυο βήματα πίσω είναι «Η κρίση μέσα στο κόμμα μας». Η παραπάνω λοιπόν διατύπωση έγινε στο πλαίσιο αυτής της κρίσης και αποτελούσε μια συμπυκνωμένη μορφή της θέσης του Λένιν απέναντι στο οργανωτικό ζήτημα, που όμως συνδεόταν άμεσα με την πολιτική αντιπαράθεση γύρω από το αυθόρμητο και το ρόλο και τη θέση των διανοουμένων. 0 ίδιος ο Λένιν στον πρόλογο της επανέκδοσης του 1908 γράφει σχετικά: «Η μπροσούρα Ένα βήμα μπρος, δυο βήματα πίσω βγήκε στη Γενεύη το καλοκαίρι του 1904. Η μπροσούρα αυτή περιγράφει το πρώτο στάδιο της διάσπασης ανάμεσα στους μενσεβίκους και στους μπολσεβίκους που άρχισε στο Δεύτερο Συνέδριο» (92, 545-546, υποσημ. 97).
Ήταν λοιπόν η περίοδος κατά την οποία ο Λένιν έδινε μια σημαντική μάχη κατά της οργανωτικής μορφής των πολιτικών απόψεων των μενσεβίκων και κάτω από
125
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
αυτό το πρίσμα έριχνε περισσότερο το βάρος του σε αυτή τη μορφή δίχως αυτό να σημαίνει -το αντίθετο μάλιστα- ότι ο ίδιος είχε διαφοροποιηθεί ως προς το πολιτικό περιεχόμενο των θέσεών του.
Και οι θέσεις του αυτές τόσο στο Τ ι να κάνουμε όσο και κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου ήταν ότι το κόμμα δεν ταυτίζεται με την τάξη, αλλά αποτελεί πρωτοπόρο τμήμα της, οργανωμένο πρω τοπόρο τμήμα της.
Το βασικό λάθος των μενσεβίκων σχετικά με το κόμμα ήταν ότι το συγχέανε με την τάξη, αρνούμενοι έτσι τον χαρακτήρα του ως πρωτοπορία. Μην ξεχνάμε ότι στο βάθος αυτής της συλλογιστικής ήταν η απολυτοποίηση της αξίας των οικονομικών αγώνων και ακόμη βαθύτερα ο περιορισμός των εργατών σε αυτόν και η ενασχόληση μόνο των διανοουμένων με τον πολιτικό αγώνα.
«Δεν χωράει αμφιβολία ότι δεν επιτρέπεται να συγχέει κανείς το κόμμα, ως πρωτοπόρο τμήμα της εργατικής τάξης, μ’ όλη την τάξη» (92, 249), επαναλαμβάνει και εδώ ο Λένιν, αντιμετωπίζοντας το κόμμα ως την ανώτερη εκδήλωση της συνειδητότητας του προλεταριάτου.
Το κόμμα όμως πέρα από πρωτοπόρο είναι ταυτόχρονα και το οργανωμένο τμήμα της τάξης. Και από την ίδια τους την κοινωνική φύση είναι οι εργάτες αυτοί που ανταποκρίνονται καλύτερα σε αυτό το κομματικό χαρακτηριστικό της οργάνωσης και όχι οι διανοούμενοι αστικής ή μικροαστικής προέλευσης, των οποίων τα αρνητικά ως προς αυτό χαρακτηριστικά υποστηρίζουν οι μενσεβίκοι, οι οποίοι θέλουν μια οργάνωση στα μέτρα αυτών των διανοουμένων.
«Η αυτοπαιδαγώγηση στο πνεύμα της οργάνωσης και της πειθαρχίας [...] δεν λείπει από το προλεταριάτο, μα από μερικούς διανοούμενους του κόμματός μας» (92, 387).
Από πού όμως πηγάζουν αυτά τα «θετικά» χαρακτη
126
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
ριστικά των εργατών; Η απάντηση που δίνει ο Λένιν σε αυτό το ερώτημα μας οδηγεί σε μια βαθύτερη ανάγνωση του έργου του από την οποία και προκύπτει μια έμμεση αναβάθμιση του ρόλου της επαναστατικής διανόησης.
Αυτά λοιπόν τα χαρακτηριστικά πηγάζουν από το γεγονός ότι οι μεν εργάτες ζουν στο εργοστασιακό «σχολείο», περνούν από το σχολείο της «φάμπρικας» (92, 393) και μαθαίνουν την πειθαρχία που αυτό απαιτεί, ενώ αυτοί οι «μερικοί διανοούμενοι» έχουν την κοσμοαντίληψη της φιλοσοφίας του Νίτσε «για τον οποίο κάθε υποταγή του ατόμου σ’ οποιονδήποτε μεγάλο κοινωνικό σκοπό φαίνεται χυδαία και αξιοκαταφρόνητη» (92, 319).
«[...] Το εργοστάσιο, που μερικοί το βλέπουν μόνο σαν μπαμπούλα, είναι η ανώτερη μορφή κεφαλαιοκρατικής συνεργασίας που έχει συνενώσει και έχει μάθει την πειθαρχία στο προλεταριάτο, του έχει διδάξει την οργάνωση και το έχει βάλει επικεφαλής σε όλα τα υπόλοιπα στρώματα του εργαζόμενου και υφιστάμενου την εκμετάλλευση πληθυσμού. Ίσα ίσα ο μαρξισμός, ως ιδεολογία του διδαγμένου από τον καπιταλισμό προλεταριάτου, δίδαξε και διδάσκει στους ασταθείς διανοούμενους τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στην εκμεταλλευτική πλευρά του εργοστασίου (πειθαρχία στηριγμένη στο φόβο του θανάτου από την πείνα) και στην οργανωτική του πλευρά (πειθαρχία στηριγμένη στην από κοινού εργασία που την ενοποίησαν οι όροι μιας πολύ ανεπτυγμένης τεχνικά παραγωγής). Την πειθαρχία και την οργάνωση, που τις δέχεται τόσο δύσκολα ο αστός διανοούμενος τις αφομοιώνει πολύ εύκολα το προλεταριάτο, ακριβώς χάρη σ’ αυτό το εργοστασιακό “σχολειό” (92, 389)».
Εδώ ο Λένιν αποκαλύπτει την κρυφή γοητεία που του ασκούσε η ταϋλοριανή αποτελεσματικότητα, η καπιταλιστική ορθολογικότητα ως προς την οργάνωση της εργασίας, και την οποία ως γνωστό θα χρησιμοποιήσει
127
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
και αργότερα κατά την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, αλλά και στην οποία θα βασιστεί γενικότερα η οργάνωση των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών.
Από αυτή τη σκοπιά είναι χαρακτηριστικός ο θαυμασμός του για την οργάνωση του γερμανικού κρατικού καπιταλισμού. «[Στη Γερμανία] έχουμε την “τελευταία λέξη” της σύγχρονης μεγάλης καπιταλιστικής τεχνικής και της σχετικοποιημένης οργάνωσης που είναι υποταγμένα στον ιμπεριαλισμό των τσιφλικάδων και των αστών. Βγάλτε τις υπογραμμισμένες λέξεις, βάλτε αντί τη λέξη κράτος στρατιωτικό, τσιφλικάδικο, αστικό, ιμπεριαλιστικό, πάλι τη λέξη κράτος, αλλά κράτος άλλου κοινωνικού τύπου, άλλου ταξικού περιεχομένου, κράτος σοβιετικό, δηλαδή προλεταριακό, και θα έχετε όλο το σύνολο των όρων που μας δίνουν το σοσιαλισμό» (104, 210).
Αποφεύγοντας να επεκταθούμε σε όλες τις συνέπειες της παραπάνω θέσης θα σταθούμε στην άμεση συνέπειά της, δηλαδή στη σχέση διανόησης και εργατικής τάξης μέσα στο κόμμα, και τούτο διότι στην ουσία ο Λένιν κάνει ένα βήμα παραπέρα σε σχέση με την πρώτη ανάγνωσή του Ένα βήμα μπρος, δυο βήματα πίσω.
Κατ’ αρχήν ο διαχωρισ
συλλογικού χαρακτήρα της εργασίας και την πειθαρχία ως προϊόν καταναγκασμού εμπεριέχει μια αποσύνδεση του οργανωτικού συνολικά από το πολιτικό, την οποία ο ίδιος ο Λένιν απορρίπτει γενικότερα, μια και «δεν μπορεί να γίνει μηχανικός διαχωρισμός του πολιτικού από το οργανωτικό» (106, 123).
Πώς λοιπόν είναι δυνατόν η συνολική πειθαρχία του εργοστασίου να είναι ανεξάρτητη από την πολιτική της εκμετάλλευσης που αυτό από τη φύση του ακολουθεί στην καπιταλιστική κοινωνία; Αυτού όμως του τύπου η πειθαρχία έρχεται σε αντίφαση με την ίδια τη συλλογι
ανάμεσα στην πειθαρχία
128
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
στική του Λένιν με βάση την οποία το οργανωτικό σχήμα που προτείνει για το κόμμα θα πρέπει να αποτελεί αντανάκλαση της πολιτικής του στοχοθέτησης. Με άλλα λόγια ο Λένιν, όπως είδαμε μέχρι τώρα, όσον αφορά το κόμμα δεν αποσυνδέει το οργανωτικό από το πολιτικό, αντίθετα μάλιστα το οργανωτικό σχήμα του κόμματος έρχεται να καλύψει την υστέρηση του αυθόρμητου και να το προωθήσει σε ταξικό-επαναστατικό.
Πώς λοιπόν είναι δυνατόν στο πλαίσιο του καπιταλισμού να αποσυνδέονται το οργανωτικό από το πολιτικό τόσο στο επίπεδο του εργοστασίου όσο και του κράτους οργάνωσης της κοινωνίας, αλλά και ταυτόχρονα και αδιάσπαστα οργάνου της κυρίαρχης τάξης και συνεπώς οργάνωσης που σφραγίζεται από τον ταξικό του χαρακτήρα;
Κατά δεύτερο και σε συνδυασμό με το προηγούμενο πώς είναι δυνατόν η μελλούμενη κομμουνιστική κοινωνία, που καλό είναι να μην ξεχνάμε ότι στοχεύει στην ελεύθερη ανάπτυξη της κοινωνικής ατομικότητας, να μπορεί να θεμελιώνεται στη βάση μιας πειθαρχίας η οποία πέρα από τον καθαυτό καταναγκασμό και την εκμετάλλευση βρίσκει τις ρίζες της στο καπιταλιστικό εργοστάσιο, δηλαδή στο στενό καταμερισμό εργασίας, στο διαχωρισμό της πνευματικής με τη χειρωνακτική εργασία;
Πώς είναι δυνατόν οι διαποτισμένοι από την κυρίαρχη αστική ιδεολογία, αν όχι από την αποξένωση, εργάτες να διαθέτουν μια πειθαρχία απαλλαγμένη από αυτήν;
Και τέλος, για να επανέλθουμε πιο άμεσα στο θέμα μας, πώς είναι δυνατόν η ποιότητα της εργοστασιακής πειθαρχίας, η οποία από τη στιγμή κιόλας της πώλησης της εργατικής δύναμης στον κεφαλαιοκράτη δεν μπορεί παρά να έχει τον χαρακτήρα της υποταγής σε αυτόν, να ανταποκρίνεται στην ποιότητα της ελεύθερης, συνειδητής, κομματικής πειθαρχίας;
Είναι βέβαιο ότι η μεγαλοφυΐα του Λένιν δεν θα του
129
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
επέτρεπε να μην θέσει στον εαυτό του αυτά τα ερωτήματα. Παρ’ όλα αυτά φαίνεται να τα «ξεπερνάει» για να πετύχει όχι έναν αλλά πολλούς στόχους. Στην πραγματικότητα λοιπόν και μετά τη δεύτερη τούτη ανάγνωση μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο Λένιν με ένα σμπάρο χτυπάει τέσσερα τρυγόνια.
Πρώτον χτυπάει τους μενσεβίκους που ήθελαν σε τελευταία ανάλυση η διανόηση να καθοδηγεί το κόμμα απ’ έξω, δίχως η ίδια να υποχρεώνεται να υφίσταται τους οργανωτικούς του κανόνες και την πειθαρχία του.
Δεύτερον αξιοποιεί την πειθαρχία συνδυασμένη με την αφομοίωση του μαρξισμού (92, 414) ως αναγκαίο μέσο για την αντιμετώπιση του αντίπαλου δέους, της αστικής βίας, και για την κατάληψη της εξουσίας.
Τρίτον αξιοποιεί αργότερα την πειθαρχία και γενικότερα τον ταϋλορισμό στο πλαίσιο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και πιο ειδικά της αύξησης της τόσο αναγκαίας για τη Ρωσία παραγωγικότητας της εργασίας.
Τέταρτον -και αυτό είναι που μας αφορά πιο άμεσα εδώ- προκύπτει το ερώτημα: Μήπως ο Λένιν επιχαίρει για τη μετάθεση της εργοστασιακής πειθαρχίας από τους εργάτες στο κόμμα, όχι βεβαίως επειδή αυτή έχει επαναστατικά χαρακτηριστικά, αλλά διότι μέσω αι^ής πέρα των άλλων μπορεί να ενισχυθεί η επαναστατική ιδεολογική ηγεμόνευση μέσα στο κόμμα;
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, πρόκειται για μια αντίληψη την οποία ουδέποτε εξέφρασε με τόση αμεσότητα ο Μαρξ.
Βεβαίως, όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, και στη συλλογιστική του Μαρξ υπήρχε το στοιχείο του διακριτού -και ως προς ορισμένες πτυχές της ταξικής πάλης- αναβαθμισμένου ρόλου της διανόησης. Και στον Μαρξ γίνεται λόγος για εξουσία και πειθαρχία. Η διαφορά είναι ότι εδώ ο Λένιν μεταθέτει το κέντρο βά
130
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
ρους από την ιδεολογική στην οργανωτική υπεροχή, από την ιδεολογική ηγεμόνευση στην οργανωτική κυριαρχία μέσω της «εργοστασιακής» πειθαρχίας.
Στον Λένιν γίνεται λόγος για μετατροττή του κύρους των ιδεών σε κύρος εξουσίας και μάλιστα στο εσωτερικό του ίδιου του κόμματος.
Αν τώρα συνδυάσουμε το γεγονός ότι αυτή η μετατόπιση έγινε με φόντο μια διαμάχη η οποία στην ουσία ήταν μια διαμάχη μεταξύ διανοουμένων και στην πραγματικότητα μια διαμάχη ανάμεσα σε ελίτ για τη μεγαλύτερη επιρροή στο κόμμα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η «εργοστασιακή πειθαρχία» αποτελούσε για τον Λένιν ένα πρόσφορο μέσο επηρεασμού του κόμματος από πραγματικούς επαναστάτες διανοούμενους και όχι από τους ρεφορμιστές.
Για τον Λένιν «η διατύπωση του Μάρτωφ [για το πρώτο άρθρο του καταστατικού] [...] θα ωφελήσει κυρίως και σχεδόν αποκλειστικά “τους διανοούμενους που είναι π έρα γ ια π έρ α διαποτισμένοι απ ό τον αστικό ατομικισμό” και δεν θέλουν να μπουν στην οργάνωση» (92, 259). Και «τα μυξοκλάματά του ήταν μυξοκλάματα διανοούμενου που έμεινε μειοψηφία!» (92, 319)
Μήπως λοιπόν η δική του διατύπωση θα ωφελούσε τους εργάτες, διότι οι επαναστάτες διανοούμενοι, δηλαδή το τμήμα εκείνο της διανόησης που αποτελεί «εξαίρεση μέσα στην τάξη της» (92, 318), θα μπορούσαν να τους βγάλουν από το βούρκο της αστικής ιδεολογίας και μάλιστα με τη βοήθεια της «τρομερής δύναμης της συνήθειας» της εργοστασιακής πειθαρχίας; Β εβαίως καθήκον του κόμματος στην πορεία ανάπτυξης της επαναστατικής συνείδησης είναι και να μετατρέψει την εργοστασιακή καπιταλιστική πειθαρχία σε συνειδητή κομμουνιστική πειθαρχία, παράλληλα με τη μετατροπή των ίδιων των εργατών σε διανοούμενους.
131
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
Από αυτή τη σκοπιά ο Λένιν παραμένει πιστός στο ρόλο της διανόησης έτσι όπως τον ανέπτυξε στο Τι θα κάνουμε, αλλά «τώρα πια που γίναμε οργανωμένο κόμμα» φαίνεται να χρησιμοποιεί υπέρ των συμφερόντων των εργατών το όπλο της πειθαρχίας που μέχρι τότε ήταν στραμμένο εναντίον τους.
Το ίδιο υποστηρίζει ότι πρέπει να γίνεται και την περίοδο του σοσιαλισμού όπου, όπως γράφει ο Μπουχά- ριν, και συμφωνεί ο Λένιν «ο προλεταριακός εξαναγκασμός σε όλες τις μορφές του, αρχίζοντας από τις εκτελέσεις και τελειώνοντας με την υποχρεωτική εργασία, είναι, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται αυτό, μέθοδος διαμόρφωσης της κομμουνιστικής ανθρωπότητας από το ανθρώπινο υλικό της καπιταλιστικής εποχής» (96, 75).
Αυτό ίσως και να οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι ο Λένιν έδρασε κάτω από ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες και στο ιδιαίτερο ρωσικό περιβάλλον που δεν φημιζόταν για τις δημοκρατικές του παραδόσεις (7, 32).
Έτσι όμως το .κόμμα οδηγείται να περπατάει σε τεντωμένο σχοινί. Και στο βαθμό που αυτή η σχοινοβασία συνεχιστεί και κατά τη διάρκεια μιας μακράς σοσιαλιστικής μετάβασης και η όποια κομματική καθοδήγηση, σε αντίθεση με τον Λένιν, έχει την τάση να γείρει διά μακρόν την πλάστιγγα της λεπτής αυτής ισορροπίας προς την πλευρά της «εργοστασιακής» πειθαρχίας και σε βάρος της κατάκτησης της συνειδητής ηγεμόνευσης από τη μαρξιστική ιδεολογία, τότε το μέσο κινδυνεύει να μετατραπεί σε αυτοσκοπό με τις καταστροφικές συνέπειες της σταλινικής περιόδου. Σε μια τέτοια περίπτωση επιβεβαιώνεται o Che Guevara που προειδοποιούσε: «Ακολουθώντας τη χίμαιρα να πραγματοποιήσουμε το σοσιαλισμό με τη βοήθεια των σάπιων όπλων που μας κληροδότησε ο καπιταλισμός κινδυνεύουμε να οδηγηθούμε σε αδιέξοδα» (35, 92).
132
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
Πολλοί στοχαστές (235, 16 και 25) έχουν επισημάνει ανάμεσα στο «απ’ έξω» του Τι να κάνουμε και στο «ελευθεριάζον» Κ ράτος και Επανάσταση, όπου ο τόνος δίνεται στη λαϊκή αυτενέργεια και στη διαδικασία απο- νέκρωσης του κράτους ως ξέχωρου μηχανισμού. Στην πραγματικότητα πιστεύουμε πως ο Λένιν, και μετά το 1905 και μέχρι το τέλος της ζωής του, ποτέ δεν έπαψε να συνδυάζει τη λαϊκή αυτενέργεια με τον πρωτοπόρο ρόλο του κόμματος και την πειθαρχία ως «αναγκαία βαθμίδα» (118, τ. 33, 101) στη διαδικασία της απονέκρωσης, και αυτό ισχύει και για το Κράτος και Επανάσταση.
Ταυτόχρονα ο Λένιν σε αυτό το έργο του θέλει να ξεμπερδεύει με εκείνη τη διανόηση η οποία είναι πρόθυμη «να αναγνωρίσει μόνο “πλατωνικά τις οργανωτικές σχέσεις”» (92, 193) και μεταφέρει μέσα στο κόμμα όλα τα κατάλοιπα της αστικής της προέλευσης και ψυχολογίας, ακριβώς διότι «δεν έχει προσχωρήσει πέρα για πέρα στην ταξική πάλη του προλεταριάτου [και συνεπώς] δεν έχει αλλάξει το χαρακτήρα της» (92, 318), και η οποία συνεπώς είναι ανίκανη να παίξει ένα καθοδηγητικό ρόλο. Από αυτούς τους ατομιστές διανοούμενους που θεωρούν τους εαυτούς τους «διαλεχτές ψυχές» (90, 353) δεν έχει ανάγκη το κόμμα. Και για να περιγράψει τα χαρακτηριστικά αυτών των διανοουμένων, ο Λένιν προσφεύγει και πάλι σε ένα από- σπασμα από ένα άρθρο του Κάουτσκυ του 1903 (92, 318).
Στο άρθρο του αυτό ο Κάουτσκυ στη βάση του επιπέδου ζωής και των συνθηκών δουλειάς της διανόησης, του γεγονότος ότι τα όπλα της είναι «οι ατομικές της γνώσεις, η προσωπική της ικανότητα και οι ατομικές της πεποιθήσεις» (92, 318) οδηγείται στο συμπέρασμα ότι γι’ αυτή τη διανόηση είναι «η πλήρης ελευθερία εκδήλωσης της προσωπικότητάς της που της φαίνεται ότι απο-
133
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
τελεί τον πρώτο όρο για μια επιτυχή δράση της» (92, 318). 0 υπεράνθρωπος του Nietzsche ή ο δόκτορας Stokman του Ipsen στο δράμα Εχθρός του λαού αποτελεί υπόδειγμα αυτής της διανόησης, και γι’ αυτό είναι τελείως ακατάλληλη για συμμετοχή στην ταξική πάλη του προλεταριάτου.
Αντίθετα ιδανικά παραδείγματα διανοουμένων ολοκληρωτικά διαποτισμένων από την προλεταριακή ψυχοσύνθεση ήταν o Liebknecht και ο Μαρξ (92, 319). Αυτού του τελευταίου τύπου τους διανοούμενους θέλει ο Λένιν στο κόμμα και αυτοί θεωρεί ότι μπορεί να παίξουν καθοδηγητικό ρόλο, ακριβώς διότι από τη μια είναι κάτοχοι της θεωρητικής επαναστατικής γνώσης και από την άλλη το κίνητρό τους δεν είναι η ατομική τους ανέλιξη και η προσωπική τους προβολή, αλλά η ανύψωση του προλεταριάτου, καθαυτό επαναστατικού υποκειμένου, στο επίπεδο της συνειδητοποίησες των δυνατοτήτων που του προσφέρει το είναι του.
3.4 Οι αρνητικές συνέπειες του χαμηλού πολιτιστικού επιπβέ δου και της ανεπάρκειας της προλεταριακής διανόησης κατά την προσπάθεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης
Μετά τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης και όσο περνούν τα χρόνια, τον Λένιν τον απασχολεί το ζήτημα της εμφάνισης και της ανάπτυξης της γραφειοκρατίας στο πλαίσιο του νεαρού Σοβιετικού Κράτους (βλέπε αναλυτικότερα, 207).
Αντιμετωπίζει λοιπόν αυτό το πρόβλημα από δυο οπτικές γωνίες. Τη γραφειοκρατία νοούμενη ως απόσπαση των διαχειριστών της εξουσίας από τις λαϊκές μάζες και τη γραφειοκρατία νοούμενη ως χαρτοβασίλειο και αναποτελεσματικότητα. Και για τις δυο αυτές
134
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
όψεις της σοβιετικής γραφειοκρατίας ο Λένιν θεωρεί ότι μια από τις αιτίες είναι το γενικά χαμηλό πολιτιστικό επίπεδο του λαού και η έλλειψη μορφωμένων κομμουνιστών. Μάλιστα, για να καλυφθούν τα κενά που προκύπτουν από αυτές τις ελλείψεις, ο Λένιν προτείνει την αξιοποίηση αστών ειδικών, παρά τους κινδύνους που κάτι τέτοιο εγκυμονεί.
Και με αυτό τον έμμεσο λοιπόν τρόπο ή ακριβέστερα επισημαίνοντας την έλλειψη γνώσης ο Λένιν θίγει το ζήτημα του ρόλου της διανόησης -τούτη τη φορά με τη μορφή της αστικής τεχνικής διανόησης- στην οικοδόμηση πια του σοσιαλισμού.
Στις σημειώσεις του για την προετοιμασία του Ενδεκάτου Συνεδρίου του κόμματος, επισημαίνοντας τα επιτεύγματα και τις δυσκολίες από το 1917 έως το 1922, καταλήγει στο ακόλουθο συμπέρασμα: «Η ουσία: το χάσμα ανάμεσα στο κοσμόιστορικό μεγαλείο των καθηκόντων που μπήκαν και άρχισε η εκπλήρωσή τους και τη φτώχεια την υλική και την πολιτιστική» (105, 414). Και ακόμη γράφει: «Τι λείπει λοιπόν; Ένα ανεβασμένο επίπεδο πολιτισμού από το 99% των στελεχών...» (106, 103)
Μάλιστα ο Λένιν παρατηρεί ότι, ακριβώς λόγω αυτής της πολιτιστικής υστέρησης παρά τη νίκη της επανάστασης, ο καπιταλισμός παρά την ήττα του έχει κατορθώσει να επιβάλει τον πολιτισμό του και τούτο διότι παρά το ότι αυτός ο πολιτισμός «είναι άθλιος, τιποτένιος, ωστόσο βρίσκεται σε καλύτερο επίπεδο από το δικό μας» (107, 327-328).
Αυτό το χαμηλό επίπεδο πολιτισμού, το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, είναι ο βασικός παράγοντας που παρεμποδίζει την εφαρμογή στην πράξη της θεμελιακής για το σοσιαλισμό αυτοδιεύθυνσης των μαζών.
«Μπορούμε να πολεμήσουμε τη γραφειοκρατία ως
135
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
το τέλος, ως την οριστική συντριβή της, μόνο όταν όλος ο πληθυσμός πάρει μέρος στη διοίκηση. Στις αστικές δημοκρατίες αυτό δεν είναι απλώς ακατόρθωτο: το εμπόδιζε ο ίδιος ο νόμος. Στις καλύτερες αστικές δημοκρατίες, όσο δημοκρατικές και αν είναι, ο νόμος βάζει χιλιάδες εμπόδια που δεν αφήνουν τους εργαζόμενους να παίρνουν μέρος στη διοίκηση. Εμείς κατορθώσαμε να μην υπάρχουν αυτά τα εμπόδια στη χώρα μας, δεν πετύχαμε όμως ως τώρα να μπορούν οι εργαζόμενες μάζες να παίρνουν μέρος στη διοίκηση - εκτός από το νόμο, υπάρχει και το πολιτιστικό επίπεδο που δεν μπο- ρείς να το υποτάξεις σε κανένα νόμο» (108, 405).
Γι’ αυτό και βασικό καθήκον πρέπει να είναι η γνώση «πρώτο να μαθαίνουμε, δεύτερο να μαθαίνουμε, τρίτο να μαθαίνουμε...» (109, 202). Να όμως που αυτό το καθήκον δεν εκπληρώνεται από τη μια μέρα στην άλλη και «χρειάζονται φυσικά όχι εβδομάδες, αλλά πολλοί μήνες και χρόνια» (99, 193) για να μπορέσει η νέα κοινωνική τάξη να αναδείξει τους δικούς της μορφωμένους ανθρώπους, τη δική της διανόηση, ιδ^ιίίτερα σε μια χώρα που «τα στοιχεία των γνώσεων, της μόρφωσης, της μάθησης [...] είναι σε αφάνταστο βαθμό λίγα σε σχέση με όλα τα άλλα κράτη» (110, 391).
Για να καλυφθεί λοιπόν αυτό το κενό της έλλειψης γνώσης και μόρφωσης, για να μπορέσει το νεαρό κράτος να αντεπεξέλθει στα καθήκοντά του, χρειάζεται κατά τον Λένιν «να μάθουμε να εκτιμούμε την επιστήμη, να αποκρούουμε την “κομμουνιστική” έπαρση των ερασιτεχνών και γραφειοκρατών [...] την αυθαιρεσία των αξιωματούχων» (111, 344), χρειάζεται η προσφυγή στους αστούς κατόχους της γνώσης.
«Δεν μπορούμε να κάνουμε χωρίς αστούς ειδικούς. Αυτό πρέπει να το πούμε μια για πάντα. Φυσικά η πλειοψηφία αυτών των ειδικών είναι πέρα για πέρα
136
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
διαποτισμένοι με την αστική κοσμοθεωρία» (112, 165- 166), και γι’ αυτό θα πρέπει να παίρνονται τα αναγκαία μέτρα ελέγχου τους και να γίνεται προσπάθεια «τραβήγματος ενός τμήματος αυτών των ειδικών με το μέρος του προλεταριάτου» (97, 254) και «αναγνώρισης του κομμουνισμού [...] α π ό τα δεδομένα της επιστήμης τους» (111, 346-347).
Παρ’ όλα αυτά είναι βέβαιο ότι αυτή η συνεργασία, που σε ένα βαθμό αντιμετωπίζει τη γραφειοκρατία με την έννοια της αναποτελεσματικότητας, μια που «ένας μορφωμένος αστός ειδικός που μελετάει ευσυνείδητα τη δουλεία του [είναι προτιμότερος] από ντουζίνες κομμουνιστές» (111, 347), γραφειοκρατικοποιεί το επαναστατικό κίνημα των μαζών (98, 382), με την έννοια της απόσπασης από αυτό. Γι’ αυτό και απαιτείται από τη μια η αναδιαπαιδαγώγηση αυτής της αστικής «τεχνικής διανόησης» για να προβάλλει την ατομιστική και σε ένα βαθμό αντιπρολεταριακή ψυχολογία της, που την κάνει να «εκλαμβάνει το σχέδιο της κοινωνικής ωφελιμότητας σαν αγριότατη παραβίαση των δικαιωμάτων του ελευθέρου ατόμου» (96, 70), και από την άλλη η άσκηση ενός εξαναγκασμού επάνω της, όπως άλλωστε απαιτείται και ο συνδυασμός της αυτενέργειας με τον εξαναγκασμό και προς το εσωτερικό της εργατικής τάξης (96, 73).
Μάλιστα συχνά είναι αναγκαίο αυτοί οι αστοί της τεχνικής διανόησης να παρακινούνται με υψηλούς μισθούς, κάτι που αποτελεί « ένα βήμα προς τα πίσω της σοσιαλιστικής, σοβιετικής, κρατικής εξουσίας μας που από την αρχή ακόμη διακήρυξε και εφάρμοσε πολιτική ελάττωσης των μεγάλων μισθών ως το επίπεδο της αμοιβής του μέσου εργάτη» (99, 36).
Χαμηλό επίπεδο πολιτισμού, έλλειψη επιστημονικών γνώσεων και μικρός αριθμός κομμουνιστών διανοουμένων υποχρεώνουν τον Λένιν να κάνει σημαντικές υπο
137
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
χωρήσεις όχι ένα αλλά πολλά βήματα πίσω για να καλυφθούν αυτά τα κενά. Και αυτό αποτελεί ακόμη μια απόδειξη της τεράστιας σημασίας που ο ίδιος απέδιδε σε αυτούς τους παράγοντες, της σημασίας που απέδιδε στην ενότητα γνώσης και πράξης, θεωρίας και πράξης. Μια ενότητα που παρά τα τεράστια εμπόδια κατόρθωσε να σφυρηλατήσει και η οποία μετά το θάνατό του υπέστη σοβαρά πλήγματα.
3.5Όταν το αυθόρμητο υπερέχει του υποτιθέμενου συνειδητού
Ξεκινήσαμε να αναλύουμε τη θέση του Λένιν για το ρόλο της διανόησης από την επισήμανσή του για την ανεπάρκεια του αυθόρμητου.
Είναι γνωστό ότι η άποψη αυτή του Λένιν έχει υπο- στεί σοβαρή κριτική η οποία όμως δεν μπορεί να αναλυθεί στα όρια τούτης της μελέτης. Παρ’ όλα αυτά θεωρούμε ότι είναι απαραίτητο να διατυπώσουμε τη γνώμη μας ότι το αυθόρμητο κίνημα των μαζών, αν και ανεπαρκές, είναι συχνά χίλιες φορές ανώτερο από το υποτιθέμενο συνειδητό ή με άλλα λόγια από κομματικές «πρωτοπορίες» οι οποίες, αντί να τραβούν αυτό το κίνημα προς τα μπρος, το τραβούν προς τα πίσω και το εγκλωβίζουν στην αστική ιδεολογία, όταν δεν επιδιώκουν να το σβήσουν εντελώς.
Επίσης θεωρούμε σκόπιμο, έστω και εν συντομία, να τεκμηριώσουμε την άποψη ότι ένας από τους λόγους που σημαντικοί επαναστάτες μαρξιστές υπερεκτίμησαν τις δυνατότητες της αυθόρμητης συνείδησης και του αυθόρμητου κινήματος της εργατικής τάξης ήταν ότι είχαν να αντιμετωπίσουν κομματικές ηγεσίες που βρίσκονταν πολύ πίσω από το αυθόρμητο. Αυτό συνέ
138
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
βη με την Luxemburg και τον «φετιχισμό» από μέρους της του αυθόρμητου κινήματος, αλλά και σε ένα βαθμό με τον Lukács και τη γνωστή από μέρους του αναγωγή του προλεταριάτου «ταυτόχρονα σε αντικείμενο και υποκείμενο της αυτογνωσίας» (77, 12).
Βεβαίως η θέση μας αυτή κάθε άλλο παρά σημαίνει ότι θεωρούμε την υπεράσπιση του αυθορμητισμού ως το αντίδοτο του ρεφορμισμού. Το αντίθετο μάλιστα. Αυτό που υποστηρίζουμε είναι ότι η τυφλή υπεράσπιση του αυθορμητισμού, η υπερεκτίμησή του, αποτελεί πόρισμα του ρεφορμισμού.
Στην περίπτωση της Luxemburg είναι γνωστό ότι αυτή ξεκίνησε να διατυπώνει τις απόψεις της σε μια περίοδο που από τη μια εκδηλώνονταν έντονες οπορτουνι- στικές, ρεφορμιστικές αποκλίσεις στο πλαίσιο της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας και από την άλλη αναπτύσσονταν μαζικές απεργίες. Οδηγήθηκε έτσι από τη μια σε αυτές τις κινητοποιήσεις να διαβλέπει σπίθες σοσιαλιστικής συνείδησης και ταυτόχρονα μια δυνατότητα αναχαίτισης του ρεφορμιστικού ρεύματος της σοσιαλδημοκρατίας και από την άλλη να υποτιμά το ρόλο του κόμματος (69, 10). Αρχικά λοιπόν έβλεπε μεν με συμπάθεια το αυθόρμητο, το «άγιο ένστικτο», αλλά ταυτόχρονα υποστήριζε το ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας για να του προσδώσει «σαφείς προσανατολισμούς» και «ορθούς στόχους» (135, 51). Μάλιστα κατά την περίοδο 1903-1904, ασκώντας κριτική στον Turati που πρό- τεινε στο Συνέδριο της Imola την κατάργηση της Κεντρικής Επιτροπής, υποστήριζε -ακολουθώντας ως προς αυτό τη συλλογιστική του Λένιν για το διακριτό ρόλο του κόμματος- ότι «το σβήσιμο κάθε διαχωριστι- κής γραμμής ανάμεσα στην ελίτ των συνειδητών προλετάριων και τις ανοργάνωτες λαϊκές μάζες αντιστοιχεί στην κορυφή στην κατάργηση των στεγανών ανάμεσα
139
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
στους “ηγέτες” του κόμματος και το αστικό περιβάλλον» (136).
Ακόμη η Luxemburg ποτέ δεν υπέκυψε στον πειρασμό να προσκυνά το αυθόρμητο, όπως αποδείχνει η σθεναρή στάση της ενάντια στον «αυθόρμητο» σοβινισμό του βερολινέζικου πλήθους το 1914.
Όσο όμως έβλεπε τη συντηρητική στάση της σοσιαλδημοκρατικής καθοδήγησης, έτεινε όλο και πιο έντονα να επιμένει στο ρόλο των μαζών και να υποτιμά το ρόλο του κόμματος. Είναι κάτω από αυτές τις συνθήκες κομματικής καθοδήγησης, «με δεδομένο ποιοι είναι σήμερα οι ηγετικοί μας κύκλοι», που το 1913 στην Ιένα δήλωνε: «0 λόγος ύπαρξης του Σοσιαλδημοκρατικού Συνεδρίου είναι να μάθουμε στην καθοδήγηση αυτά που επιθυμούν οι μάζες» (135, 52). Κάτω από τις ίδιες συνθήκες υποστήριζε ότι «τα λάθη που διαπράττει ένα εργατικό κίνημα πραγματικά επαναστατικό είναι ιστορικά πολύ πιο γόνιμα και πιο πολύτιμα από το αλάθητο της καλύτερης Κεντρικής Επιτροπής» (135, 48).
Είναι λοιπόν αδύνατο να κατανοήσουμε και σ’ ένα βαθμό να μην δικαιολογήσουμε τη θέση της Luxemburg και την επιφυλακτικότητά της απέναντι σε κάθε μορφή κομματικής οργάνωσης, πόσο μάλλον συγκεντρωτικής, και την υποστήριξη από μέρους της της αυτονομίας των οργανώσεων των σπαρτακιστών, αν δεν λάβουμε υπόψη μας από τη μια ότι εκείνο που είχε στο στόχαστρο ήταν ένα κόμμα το οποίο κατά τα άλλα καλά οργανωμένο, κατ’ εξοχήν κοινοβουλευτικό, χρησίμευε σαν πυροσβέστης του λαϊκού κινήματος, έτσι ώστε να αποτρέψει τη σύγκρουσή του με το γερμανικό κατεστημένο, ένα κόμμα το οποίο τελικά και συνεργάστηκε με αυτό και πρωτοστάτησε στη φυσική εξόντωση των κομμουνιστών, και από την άλλη ότι το αυθόρμητο το οποίο υποστήριζε ήταν εκείνο της εργατικής τάξης του Βερολίνου, ένα
140
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
κίνημα με υψηλή πολιτική κουλτούρα, με δεκαετίες πολιτικής εμπειρίας και ανεβασμένη πολιτική συνείδηση.
Μήπως όμως και o Lukács, ο οποίος για ένα τουλάχιστον διάστημα ακολούθησε κατά κάποιο τρόπο την Luxemburg και όχι τον Λένιν, επηρεάστηκε και αυτός από τη ρεφορμιστική πολιτική του Ουγγρικού Κόμματος; Είναι πολύ πιθανό, αν και χρειάζεται σοβαρή έρευνα για να καταλήξουμε σε ένα τέτοιο συμπέρασμα.
Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι ναι μεν η αυθόρμητη συνείδηση της εργατικής τάξης είναι το «έμβρυο» της επαναστατικής κομμουνιστικής συνείδησης, το οποίο όμως για να αναπτυχθεί χρειάζεται κόμματα πραγματικές πρωτοπορίες που να συνδυάζουν την πράξη με τη γνώση και τη θεωρία και να συνενώνουν στους κόλπους τους την εργατική τάξη με την επαναστατική διανόηση.
141
Κεφάήαιο 4
Gramsci: εργατική αντι-ηγεμονία και οργανικοί διανοούμενοι in c εργαιικηι: lá^qq
4.1 Εισαγωγικά
Η κ α ιν ο τ ο μ ία τ ο υ Gramsci σε σχέση με τους προηγούμενους στοχαστές, ως προς την αντιμετώπιση του ζητήματος της συμβολής της διανόησης στη διαδικασία της χειραφέτησης, απορρέει από την οπτική γωνία από την οποία o Gramsci αντιμετωπίζει το ζήτημα αυτό. Πρόκειται για την οπτική μιας χώρας στην οποία παρά τις κρίσεις η αστική ιδεολογική ηγεμόνευση παραμένει κυρίαρχη. Και είναι αυτή η διαφορετική οπτική γωνία που τον οδηγεί να μεταθέσει το κέντρο βάρους του από το πεδίο της βίας και του καταναγκασμού σε εκείνο της ιδεολογικής ηγεμόνευσης και της συναίνεσης, από το πεδίο του λιονταριού του Niccolo Machiavelli σε εκείνο της αλεπούς, και συνεπώς να ασχοληθεί πιο συστηματικά και με το ρόλο της ιδεολογίας και της διανόησης.
Απέναντι στο αυταρχικό καθεστώς της προεπαναστατικής Ρωσίας που διατηρούνταν στην εξουσία κατ’ εξοχήν με τον κνούτο και όπου δεν υπήρχε μια ανα
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
πτυγμένη κοινωνία των πολιτών, o Gramsci έχει να κάνει με τα καθεστώτα μιας δυτικοευρωπαϊκής πραγματικότητας, που ναι μεν προσφεύγουν και στη βία για να διατηρήσουν την εξουσία τους, από την άλλη όμως έχουν την ικανότητα να ξεπερνούν τις κρίσεις τους και δη τις οικονομικές και μάλιστα με τη συναίνεση ευρύτερων λαϊκών μαζών, και με μια πολύπλοκη κοινωνία των πολιτών η παρέμβαση της οποίας και πάνω στην οποία παίζει αποφασιστικό ρόλο για την έκβαση του ζητήματος της εξουσίας.
Στη βάση αυτής της πραγματικότητας, που πέρα από ορισμένες ιδιομορφίες δεν ήταν μόνον εκείνη της Ιταλίας, αλλά των αστικών δημοκρατιών της Δύσης γενικότερα, οι οποίες μέχρι τότε δεν είχαν αντιμετωπιστεί συστηματικά στο πλαίσιο του μαρξιστικού στοχασμού, o Gramsci αναπτύσσει τους προβληματισμούς του, όσο συστηματικά του επέτρεπαν οι συνθήκες -για ένα μεγάλο διάστημα της φυλάκισής του-, γύρω από μια σειρά ζητήματα που μέχρι τότε μόνον αποσπασματικά είχαν αντιμετωπιστεί.
Τέτοια είναι: η αστική ιδεολογική ηγεμονία σε ευρύτερες από την αστική τάξη ομάδες, η στρατηγική και η τακτική μετάβασης στο σοσιαλισμό σε συνθήκες διαφορετικές από εκείνες της Ρωσίας του 1917, η συγκρότηση μιας εργατικής ηγεμονίας ικανής να αντιπαλέψει την αστική, το περιεχόμενο της δικτατορίας του προλεταριάτου κάτω από τις νέες αυτές συνθήκες της μετάβασης.
«Η συνεχής ενασχόληση του Gramsci με την ηγεμονία [η οποία αποτελεί κομβική κατηγορία του προβληματισμού του] προεικονίζει τη στηριγμένη στη συγκατάθεση σταθεροποίηση του καπιταλιστικού κράτους στη Δύση, δυο δεκαετίες προτού εμφανιστεί ως ένα διαρκές και γενικό φαινόμενο» (7, 145). Και μόνο αυτός ο λόγος αρκεί για να τεκμηριωθεί η σημασία της
143
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
συμβολής του Gramsci στη σύγχρονη επαναστατική διαδικασία της χειραφέτησης.
Στο πλαίσιο αυτού του προβληματισμού εντάσσεται και η από μέρους του συστηματική ενασχόληση με ζητήματα του πολιτισμού και της εκπαίδευσης και με τη φύση και το ρόλο των διανοουμένων τόσο εκείνων που συμβάλλουν στην αστική ιδεολογική ηγεμόνευση όσο και εκείνων που, μέσα από το κόμμα της εργατικής τάξης, συμβάλλουν στη συγκρότηση της εργατικής αντι-ηγεμονίας.
Ταυτόχρονα o Gramsci σε σχέση με τους μεταγενέ- στερούς του δυτικούς μαρξιστές θεωρητικούς έχει την ιδιομορφία να είναι θεωρητικός αλλά και ενεργό κομματικό στέλεχος. Αυτό είχε ως συνέπεια να έχει μια πιο άμεση επαφή με το κίνημα, μια πιο άμεση αντίληψη για την κατάσταση αλλά και για τις δυνατότητες της εργατικής τάξης, ενώ χάρη στο ανεξάρτητο πνεύμα του μπορούσε να στοχάζεται ελεύθερα και να μην συμφωνεί άκριτα με τον υπό διαμόρφωση σε κυρίαρχο «σοβιετικό μαρξισμό». Και από αυτή λοιπόν τη σκοπιά της διπλής του ιδιότητας, η οποία άλλωστε αποτέλεσε ένα πρόσθετο κίνητρο για να ασχοληθεί και ο ίδιος θεωρητικά, πέραν των άλλων, και με τη σχέση της θεωρίας με την ενεργό πολιτική πράξη, η προβληματική του περιέχει, αν μη τι άλλο, ένα εχέγγυο πρωτοτυπίας.
Τέλος, ίσως ακριβώς και λόγω της διπλής του αυτής ιδιότητας, o Gramsci είναι ο τελευταίος σημαντικός δυτικός μαρξιστής στοχαστής ο οποίος, ενώ εντόπισε τη συναινετική συγκατάβαση προς την αστική κυριαρχία από μέρους ευρύτερων λαϊκών μαζών, δεν οδηγήθηκε στο να αποκαθηλώσει την εργατική τάξη από το πάν- θεον των επαναστατικών δυνάμεων, κάτι που έσπευ- σαν να κάνουν οι μεταγενέστεροι από αυτόν δυτικοί εξωκομματικοί διανοούμενοι.
Δυστυχώς o Gramsci έφυγε νωρίς, μόλις στα σαράντα
144
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
έξι του χρόνια, ενώ είναι βέβαιο ότι είχε ακόμη πολλά να προσφέρει τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη του επαναστατικού κινήματος. Δυστυχώς επίσης αυτό που δεν κατόρθωσαν οι ταξικοί του εχθροί και o Mussolini, οι οποίοι είχαν βάλει ως στόχο με την καταδίκη του σε φυλάκιση «να εμποδίσουν αυτόν τον εγκέφαλο να πάψει να σκέφτεται για είκοσι χρόνια!» (170, 3), όπως δήλωνε κλείνοντας την αγόρευσή του ο γενικός εισαγγελέας κατά τη διάρκεια της δίκης του το 1928, το πέτυχε η ηγεσία του ανανήψαντος Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και της πλειονότητας των δυτικών κομμουνιστικών κομμάτων, με τη μετά θάνατο δολοφονία του έργου του και την προσπάθεια ανακήρυξής του ως προδρόμου της ρε- φορμιστικοποίησής τους.
Επειδή είναι αδύνατον να γίνει κατανοητός ο ρόλος των διανοουμένων στην όλη συλλογιστική του Gramsci, δίχως προηγουμένως να έχουν αν μη τι άλλο διευκρινι- σθεί μια σειρά έννοιες που χρησιμοποιεί, είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε μια όσο το δυνατόν πιο σύντομη παρέκβαση για να τις διευκρινίσουμε.
4.2 Αστική ηγεμονία, πόλεμος θέσεων και εργατική αντι- ηγεμονία
O Niccolo Machiavelli έκανε λόγο για το δόλο ως απαραίτητο μαζί με τη βία προσόν του Ηγεμόνα. O Jean- Jacques Rousseau μιλούσε για τον δόλο των πλουσίων που χρησιμοποιούν το αντίθετό τους, το φτωχό, για να διατηρήσουν την εξουσία. O Gramsci παρατηρώντας το αστικό κράτος να ξεπερνά τις κρίσεις του δίχως να ξε- περνιέται το ίδιο, και μάλιστα με τη συγκατάβαση ευρύτερων λαϊκών μαζών, αναζητά τις αιτίες της διατήρησης αυτής της αστικής κυριαρχίας.
145
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
«Στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες η κυρίαρχη τάξη έχει πολιτικές και οργανωτικές εφεδρείες που δεν έχει π.χ. στη Ρωσία. Αυτό σημαίνει ότι και οι πιο σοβαρές οικονομικές κρίσεις δεν έχουν αντίκτυπο στο πολιτικό πεδίο. Η πολιτική βρίσκεται πάντοτε σε καθυστέρηση σε σύγκριση με την οικονομία. 0 κρατικός μηχανισμός είναι πολύ πιο ανθεκτικός απ’ όσο συχνά μπορεί να πιστεύουμε και κατορθώνει στις περιόδους κρίσης να οργανώνει δυνάμεις πιστές στο καθεστώς περισσότερο απ’ όσο το βάθος της κρίσης μας επέτρεπε να υποθέσουμε» (172, 60). Κάτω από αυτές τις συνθήκες «η δράση των μαζών γίνεται βραδύτερη και πιο επιφυλακτική» απ’ ό,τι στη Ρωσία (232, 90).
Για τον Gramsci λοιπόν, όπως άλλωστε και για τους κλασικούς του μαρξισμού, οι οικονομικές κρίσεις δεν αρκούν από μόνες τους για να ανατραπεί ο καπιταλισμός. Μάλιστα σε μια περίφημη αποστροφή του το 1918, αναφερόμενος στην επανάσταση του 1917, κάνει λόγο για «επανάσταση ενάντια στο Κεφάλαιο του Μαρξ» (172, 161) θέλοντας να δείξει με αυτό το οξύμωρο σχήμα λόγου ότι η ρωσική επανάσταση ανέτρεψε την αντίληψη ότι η οικονομία είναι εκείνη που καθορίζει από μόνη της την κοινωνική εξέλιξη, πόσο μάλλον μια κοινωνική ανατροπή, κάτι βεβαίως που δεν υποστηριζόταν στο Κεφάλαιο, αλλά προέκυπτε από μια οικονο- μίστικη, ρεφορμιστική ανάγνωσή του την οποία ο Gramsci θέλει να καταδικάσει.
Αν όμως ο καπιταλισμός δεν πέφτει σαν ώριμο φρούτο χάρη στις οικονομικές του κρίσεις, αρκεί μήπως μόνον η βία για να τον διασώσει; Η απάντηση του Gramsci είναι αρνητική. Πέρα από τη βία, η αστική τάξη διατηρεί την εξουσία της και χάρη στην ηγεμονία που διαθέτει.
Σε τι συνίσταται αυτή η ηγεμονία; Η έννοια της ηγε-
146
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
μονιάς πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τους κλασικούς του μαρξισμού ως στοιχείο που θεμελιώνει την αστική κρατική κυριαρχία μ’ έναν ιδιαίτερο πολιτικό χαρακτήρα και υπό την έννοια ότι η κάθε κυρίαρχη τάξη, για να κατακτήσει και να διατηρήσει την πολιτική εξουσία, χρειάζεται να εμφανίζεται ως εκπρόσωπος των συμφερόντων όλης της κοινωνίας προκειμένου να εξασφαλίσει έτσι τη συναίνεση ευρύτερων στρωμάτων. Επίσης, όπως αναφέρθηκε στα προηγούμενα κεφάλαια, η ηγεμονία νοείται και ως ιδεολογική υπεροχή της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας.
Τέλος η έννοια της ηγεμονίας χρησιμοποιήθηκε από τον Πλεχάνωφ για να υποδηλώσει τη συμμαχία της εργατικής τάξης με τα φιλελεύθερα στοιχεία της αστικής τάξης ενάντια στην απολυταρχία στο πλαίσιο της αστι- κοδημοκρατικής επανάστασης και στη συνέχεια χρησι- μοποιήθηκε από τον Αένιν στο Τι να χάνουμε, όπου υποστήριξε ότι το προλεταριάτο θα έπρεπε να ηγεμονεύει στον αγώνα όλου του λαού για «μια δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς» (6, 16-17).
Στον Gramsci υπάρχουν διάφορες χρήσεις της έννοιας της ηγεμονίας, άλλοτε συμπληρωματικές κι άλλοτε αντιφατικές, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν είτε σε μια σύγχυση της κυριαρχίας με την ηγεμονία είτε σε ένα μεθοδολογικό διαχωρισμό τους (βλέπε αναλυτικότερα, 6). Δίχως να υπεισέλθουμε σε μια εκτενέστερη κριτική αυτών των διαφορετικών επιμέρους χρήσεων, ας μας επιτραπεί μέσα απ’ όλες αυτές να αναδείξουμε εκείνο που κατά τη γνώμη μας αποτελεί το καταστάλαγμα της γκραμσιανής συλλογιστικής.
Είτε λοιπόν η ηγεμονία θεωρείται κάτι που αντιστοιχεί στην κοινωνία των πολιτών σε αντίθεση με την «άμεση κυριαρχία που αντιστοιχεί στο κράτος» (6, 25),
147
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
είτε θεωρείται «κυριαρχία μέσω μόνιμα οργανωμένης συναίνεσης» (6, 80) είτε ακόμη συναίνεση και καταναγκασμός ταυτόχρονα, σε κάθε περίπτωση η έμφαση δίνεται στη συναίνεση, η οποία από τη σκοπιά της αστικής τάξης εκλαμβάνεται ως μια ιδεολογική πρωτοκαθεδρία αυτής της τάξης στο πλαίσιο των συμμαχιών της και κατ’ επέκταση στο σύνολο της κοινωνίας.
Έτσι λοιπόν η αστική τάξη ηγεμονεύει ένα τμήμα των μικρομεσαίων στρωμάτων, της αγροτιάς, την εργατική αριστοκρατία, και τέλος ένα τμήμα της διανόησης το οποίο μάλιστα, όπως θα δούμε στη συνέχεια, της είναι απαραίτητο ακριβώς για να θεμελιώσει αυτή την ενδοσυμμαχική της ηγεμονία και στη βάση αυτής να θεμελιώσει και την παγκοινωνική της ηγεμονία.
«Μια κοινωνική ομάδα είναι κυρίαρχη απέναντι στις εχθρικές ομάδες τις οποίες επιδιώκει να “διαλύσει” ή να υποτάξει με την ένοπλη βία, και είναι διευθύνουσα [ηγεμονεύουσα] σε συναφείς και συμμαχικές ομάδες. Μια κοινωνική ομάδα μπορεί και στην πραγματικότητα πρέπει να είναι διευθύνουσα πριν κατακτήσει την κυβερνητική εξουσία (αυτός είναι ένας από τους βασικούς όρους για την ίδια την κατάχτηση της εξουσίας), ύστερα, όταν ασκεί την εξουσία και την κρατά σταθερά στα χέρια της, γίνεται κυρίαρχη αλλά συνεχίζει επίσης να είναι “διευθύνουσα” (6, 52). Στη βάση αυτής της ηγεμονίας διαμορφώνεται από την ηγεμονεύουσα αστική τάξη ένα μπλοκ εξουσίας στο επίπεδο της κοινωνίας των πολιτών, η οποία «έχει αποκτήσει μια πολύ πολύπλοκη διάρθρωση που αντέχει στις καταστροφικές “επιδρομές” του άμεσου οικονομικού στοιχείου (κρίσεις, υφέσεις κ.λπ.) (55, τ. 3, 234), μιας κοινωνίας πολύ πιο ανεπτυγμένης απ’ ό,τι στη Ρωσία. Και αυτό το μπλοκ αποτελεί έναν από τους θεμελιακούς πυλώνες της αστικής εξουσίας. Αυτό καθιστά την επανά-
148
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
στάση στην Ευρώπη πιο δύσκολη και ταυτόχρονα απαιτεί «στρατηγική και τακτική ολότελα πιο σύνθετες και μακροπρόθεσμες από εκείνες που χρειάζονταν οι μπολσεβίκοι» (232, 90).
0 Gramsci στην πραγματικότητα επιβεβαιώνει την πρόβλεψη του Λένιν: «... θα ήταν η μεγαλύτερη αυταπάτη και το μεγαλύτερο λάθος να ξεχνάμε ότι η ρώσικη επανάσταση ήταν εύκολο να αρχίσει [“τόσο όσο να σηκώσεις ένα φτερό”] (71, 73) και είναι δύσκολο να κάνει τα επόμενα βήματα. Αυτό ήταν αναπόφευκτο να γίνει έτσι γιατί μας έλαχε να αρχίσουμε από το πιο σάπιο, το πιο καθυστερημένο πολιτικό καθεστώς. Η επανάσταση στην Ευρώπη θα χρειαστεί να αρχίσει από την αστική τάξη, θα έχει να κάνει μ’ έναν εχθρό απίστευτα πιο σοβαρό, σε συνθήκες ασύγκριτα πιο σκληρές. Για την επανάσταση στην Ευρώπη θα είναι ασύγκριτα πιο δύσκολο να αρχίσει. Βλέπουμε πως είναι ασύγκριτα πιο δύσκολο να ανοίξει το πρώτο ρήγμα στο καθεστώς που την καταπιέζει. Θα της είναι πιο εύκολο να μπει στο δεύτερο και στο τρίτο στάδιο της επανάστασής της» (114, 97).
Κάτω λοιπόν από αυτές τις διαφορετικές συνθήκες επιβάλλεται να ακολουθηθεί μια διαφορετική πολιτική τακτική. Αυτή είναι ο «πόλεμος θέσεων» που έρχεται να αντικαταστήσει τον «πόλεμο κινήσεων», δηλαδή την άμεση μετωπική σύγκρουση για την κατάληψη της εξουσίας.
Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί o Costanzo Preve, «η προτίμηση προς τον πόλεμο θέσεων και όχι στον πόλεμο κινήσεων στηρίζεται στην υπόθεση ότι στις σύνθετες δυτικές κοινωνίες υπάρχουν πολλαπλά χαρακώματα και οχυρώματα προς κατάληψη στο επίπεδο της ίδιας της κοινωνίας των πολιτών, τα οποία αντιπροσωπεύουν, περισσότερο από το κράτος, το δομικό στοιχείο ισχύος του καπιταλισμού και της διατήρησής του.
149
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
Εκεί που στην Ανατολή υπάρχει κυρίως καταναγκασμός, στη Δύση υπάρχει κυρίως συναίνεση· έτσι, ενώ στην Ανατολή προσιδιάζει ίσως ο πόλεμος κινήσεων, στη Δύση είναι περισσότερο ρεαλιστικό να δουλεύουμε για τη νίκη μέσω ενός φθοροποιού αλλά αναπόφευκτου πολέμου θέσεων» (202, 151).
Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής η επανάσταση δεν αντιμετωπίζεται μόνον και κατά προτεραιότητα ως πολιτικο-κρατική, αλλά και ως κοινωνικο-μορφωτική.
Επιβάλλεται να παρατηρήσουμε εδώ, αν μη τι άλλο, ως ελάχιστη συμβολή στη διάσωση του αντιρεφορμι- στικού πνεύματος του Gramsci, ότι ένα από τα «αστικά χαρακώματα» αποτελούσε γι’ αυτόν ο ρεφορμισμός, «η ρεφορμιστική, πασιφιστική τάση, δηλαδή η επίδραση της αστικής τάξης στο προλεταριάτο που εντεινό- ταν όλο και περισσότερο» και που οδηγούσε την εργατική τάξη σε μορφές πάλης «που δεν διαφοροποιούνταν σε τίποτα από την αστική δημοκρατία» (56, 64). Ακόμη «Ιδεολογικό Βατερλό» αποκαλούσε o Gramsci τον οικονομισμό των συνδικάτων και κυρίως των αριστερών κομμάτων, που αποτελεί τη βάση αυτής της ρεφορμιστικής πολιτικής τους (137, 6).
Μέσω λοιπόν αυτού του μακροπρόθεσμου, αλλά και αντιρεφορμιστικού επαναστατικού «πολέμου θέσεων», o Gramsci επιδιώκει να επιτευχθεί η ανατροπή του κυρίαρχου ιστορικού μπλοκ. Και ως αντίβαρο, ως αντίπαλο δέος σε αυτό το μπλοκ και την αστική ηγεμονία που το στηρίζει, o Gramsci προτείνει μια εργατική αντι-ηγεμο- νία στη βάση της οποίας θα συγκροτηθεί ένα νέο μπλοκ, μια νέα συμμαχία με πρωτοπόρα την εργατική τάξη.
Αυτό λοιπόν που χρειάζεται, κατά τον Gramsci, είναι μια επίμονη και επίπονη πάλη απέναντι σ’ ένα περίπλοκο και ισχυρό κρατικό μηχανισμό και μια αντίστοιχα αναπτυγμένη κοινωνία των πολιτών. Η εργατική τά
150
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
ξη θα πρέπει να επιδιώξει να κατακτήσει την ηγεμονία στο επίπεδο της κοινωνίας των πολιτών στο πλαίσιο των συμμαχιών της, και έτσι στη συνέχεια να έχει την ικανότητα να κατακτήσει και την πολιτική εξουσία.
«Οι κομμουνιστές του Τορίνο έθεσαν συγκεκριμένα το ζήτημα της “ηγεμονίας του προλεταριάτου”, δηλαδή της κοινωνικής βάσης της δικτατορίας του προλεταριάτου και του εργατικού κράτους. Το προλεταριάτο μπορεί να γίνει η ηγεμονική και κυρίαρχη τάξη στο βαθμό που κατορθώνει να διαμορφώσει ένα σύστημα ταξικών συμμαχιών που να του επιτρέπουν να κινητοποιήσει ενάντια στον καπιταλισμό και το αστικό κράτος την πλειοψηφία του εργαζόμενου πληθυσμού» (137, 138).
Σε τελευταία ανάλυση εκείνο που επιδιώκει o Gramsci είναι, απέναντι στη μερικότητα της αστικής τάξης και τη δόλια από μέρους της απόσπαση της λαϊκής συναίνεσης, η εργατική τάξη, υπερβαίνοντας τα στενά συντεχνιακά συμφέροντά της, να αναδείξει τον καθολικό χαρακτήρα της και να αποσπάσει έτσι μια ευρύτερη συναίνεση η οποία αυτή τη φορά θα αντιστοιχεί στα πραγματικά συμφέροντα των τάξεων και ομάδων που θα συμμαχήσουν μαζί της. Για τον Gramsci δεν αρκούν οι οικονομικές κρίσεις ή οι οικονομικοί αγώνες της εργατικής τάξης, ούτε είναι πρόσφορη για τα δεδομένα της Δύσης μια άμεση μετωπική επίθεση κατά του Κράτους για να ανατραπεί ο καπιταλισμός· αντίθετα χρειάζεται ένας συνεχής πόλεμος φθοράς στον τομέα της ιδεολογίας και του πολιτισμού και στον τομέα των αξιών και μάλιστα στο πεδίο της κοινωνίας των πολιτών.
Με την κατάκτηση της εξουσίας από το νέο μπλοκ εξουσίας υπό την ηγεμονία της εργατικής τάξης ο Gramsci αντιμετωπίζει τη δικτατορία του προλεταριάτου ως μορφή καταναγκασμού απέναντι στους ταξικούς εχθρούς της, όμως στο βαθμό που η εργατική τά
151
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
ξη έχει κατορθώσει πριν από την κατάκτηση της εξουσίας να ηγεμονεύει τους συμμάχους της ή με άλλα λόγια να γίνεται αποδεκτή συναινετικά από αυτούς ως καθολική τάξη και εκφραστής των συμφερόντων όλης της κοινωνίας, όταν έλθει στην εξουσία απέναντι τουλάχιστον σε αυτούς τους συμμάχους της δεν θα έχει κανένα λόγο να λειτουργεί καταναγκαστικά, πέρα προφανώς από το πεδίο της τήρησης των κανόνων του ίσου αστικού δικαίου που θα ισχύουν και για την εργατική τάξη στην πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας -ίση αμοιβή για ίση εργασία- οπότε και το σκέλος του καταναγκασμού υποχωρεί υπέρ του σκέλους της ηγεμονίας.
Το αν στη συλλογιστική του Gramsci αυτή η ηγεμονία μπορεί να κατακτηθεί πριν από την ανατροπή του καπιταλισμού έχει γίνει αντικείμενο έντονων αντιπαραθέσεων. Για παράδειγμα, ο Νίκος Πουλαντζάς υποστήριζε ότι κατά τον Gramsci η εργατική τάξη μπορεί να επιβάλλει την κοσμοαντίληψή της στο σύνολο της κοινωνίας προτού πάρει στα χέρια της την πολιτική εξουσία (201, 35).
Στην πραγματικότητα αυτές οι απόψεις, όπως και οι αντίθετές τους, ότι δηλαδή για τον Gramsci δεν τίθεται θέμα ηγεμόνευσης στο σύνολο της κοινωνίας πριν από την κατάληψη της εξουσίας, προέρχονται από διαφορετικές ως προς την ερμηνείας διαφορετικές ως προς την έκτασή τους θεωρήσεις της γκραμσιανής ηγεμονίας. Αν η ηγεμονία αντιμετωπιστεί στο πλαίσιο των συμμαχιών της εργατικής τάξης, τότε πράγματι αυτή μπορεί να επιτευχθεί και πριν από την κατάληψη της εξουσίας· αν όμως αντιμετωπιστεί στο επίπεδο ολόκληρης της κοινωνίας, τότε είναι αδύνατον αυτή να επιτευχθεί πριν από την επαναστατική ανατροπή της αστικής τάξης. Σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση απόψεις όπως του ύστερου Luden Séve, που εκπορεύονται δήθεν από τον Gramsci
152
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
και κάνουν λόγο για δυνατότητα κατάκτησης της «ηγεμονίας στο συνολικό επίπεδο των πολιτικών δραστηριοτήτων» πριν από την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, (214, 47) οδηγουν σε τελευταία ανάλυση στην άρνηση της αναγκαιότητας του ριζοσπαστικού επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, στον οποίο στόχευε ο ίδιος o Gramsci, οδηγούν σε μια ρεφορμιστική «ειρηνική συνύπαρξη» με την αστική τάξη και όχι σε ένα επαναστατικό «πόλεμο» μαζί της. Εξάλλου ακόμη και αν πίσω από τέτοιες διατυπώσεις υποβόσκει μια αναλογία ανάμεσα στη μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό και τη μετάβαση από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, αυτή η αναλογία είναι παντελώς άστοχη διότι στην πρώτη περίπτωση η αστική τάξη ήταν ήδη σε μεγάλο βαθμό οικονομικά κυρίαρχη προτού γίνει και ιδεολογικά κυρίαρχη, κάτι που είναι αδύνατον να συμβεί αν προηγουμένως η εργατική τάξη δεν κατακτήσει την πολιτική εξουσία και δεν καταργήσει την ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής.
Αλλά ας κλείσουμε εδώ τη διευκρινιστική μας παρέκβαση και ας έλθουμε στο ρόλο της διανόησης στο πλαίσιο της γκραμσιανής ηγεμονίας, ένα ρόλο που εντάσσεται σε μια γενικότερη θεώρηση της σχέσης θεωρίας, φιλοσοφίας και πράξης που o Gramsci προσδιορίζει ως «φιλοσοφία της πράξης».
4.3 Φιλοσοφία της πράξης
Η χρησιμοποίηση της έννοιας της «φιλοσοφίας της πράξης» από τον Gramsci ερμηνεύεται από πολλούς μελετητές από το γεγονός ότι γράφοντας μέσα στη φυλακή δεν του ήταν δυνατόν να εκφράσει απολύτως ελεύθερα τις απόψεις του, και έτσι σε ορισμένες περι
153
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
πτώσεις, αντί να κάνει λόγο για μαρξισμό ή έστω για ιστορικό υλισμό, επέλεξε να χρησιμοποιεί εναλλακτικά τον όρο «φιλοσοφία της πράξης». Όμως και έτσι να έχουν τα πράγματα η εναλλακτική αυτή επιλογή δεν μπορεί να θεωρηθεί συμπτωματική. 0 όρος «φιλοσοφία της πράξης» επελέγη από τον Gramsci για να αντικαταστήσει το μαρξισμό διότι, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο που του προσδίδει, ανταποκρινόταν με τον καλύτερο τρόπο στην ουσία της μαρξικής φιλοσοφίας, και ακριβέστερα στη νέα σχέση που αυτή εισάγει ανάμεσα στη φιλοσοφία και την πράξη.
Μια πρώτη γεύση της θέσης του Gramsci για τη σχέση της φιλοσοφίας με την πράξη, μας προσφέρει η ερμηνεία του Machiavelli, στον οποίο οι αναφορές του είναι συχνές. Για τον Gramsci η ανάλυση του Machiavelli για την πολιτική δεν αποσκοπούσε μόνο στο να αποτε- λέσει έναν οδηγό κατάληψης και άσκησης της εξουσίας για επίδοξους Ηγεμόνες, αλλά μάλλον μια ερμηνεία, μια αποκάλυψη στο λαό των μηχανισμών της εξουσίας (54, 256 κ.ε.). Αν λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα η ερμηνεία αυτή του Machiavelli αποκάλυπτε με τον πλέον σαφή τρόπο ότι η πολιτική είναι ένας συνδυασμός, μια ενότητα πονηριάς και δύναμης, ιδεολογικής ηγεμόνευσης και καταναγκασμού, γνώσης και πράξης (170, 9).
Με μεγαλύτερη ακόμη σαφήνεια η υιοθέτηση αυτής της ενότητας από τον Gramsci απορρέει από τον εντο- πισμό της πηγής της 11ης θέσης του Μαρξ για τον Feuerbach στον Hegel. Ασχετα με το αν αυτή η διαπίστωση ισχύει ή όχι, εκείνο που έχει σημασία είναι ότι μέσα από αυτή διαφαίνεται η θέση του ίδιου του Gramsci για τη σχέση φιλοσοφίας και πράξης.
Κατά τον Gramsci λοιπόν, o Hegel στα Μ αθήματα της φιλοσοφίας της ιστορίας «εξηγεί πως η αρχή της τυπικής, της αφηρημένης ελευθερίας», κατά την οποία «η
154
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
απλή ενότητα της αυτοσυνείδησης, το Εγώ, είναι η ελευθερία, η εντελώς ανεξάρτητη και η πηγή όλων των οικουμενικών καθορισμών», «παραμένει στους Γερμανούς μια ήρεμη θεωρία, ενώ αντίθετα οι Γάλλοι θέλησαν να την υλοποιήσουν πρακτικά» (54, 203, σημ. 52). Αυτό το απόσπασμα του Hegel θεωρείται από τον Gramsci πολύ σημαντικό ως «πηγή» της σκέψης των Θέσεων για τον Feuerbach κατά τις οποίες «οι φιλόσοφοι μονάχα εξηγούσαν με διάφορους τρόπους τον κόσμο, το ζήτημα είναι όμως να τον αλλάξουμε»· με άλλα λόγια η φιλοσοφία θα πρέπει να γίνει πολιτική, για να γίνει αληθινή, για να συνεχίσει να είναι φιλοσοφία. Η «ήρεμη θεωρία» θα πρέπει να «υλοποιηθεί στην πράξη», θα πρέπει να γίνει «υλοποιημένη πραγματικότητα». Το ίδιο απόσπασμα φαίνεται επίσης πολύ πιο σημαντικό ως «πηγή» της διαπίστωσης του Ένγκελς ότι νόμιμος κληρονόμος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας είναι ο γερμανικός λαός [στο κείμενο του Ένγκελς αναφέρεται το γερμανικό εργατικό κίνημα], και τέλος [αυτό το απόσπασμα μπορεί να θεωρηθεί] στοιχείο της θεωρίας της ενότητας της θεωρίας και της πράξης (54, 203).
Η διατύπωση του Ένγκελς ότι το γερμανικό εργατικό κίνημα αποτελεί τον κληρονόμο της γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας δεν μπορεί να ερμηνευθεί παρά υπό την έννοια ότι ο «κληρονόμος» συνεχίζει αυτό που προηγήθηκε, αλλά τον συνεχίζει «πρακτικά», διότι συ- νήγαγε από τη θεωρητική φιλοσοφία μια ενεργητική θέληση, μια θέληση μετασχηματισμού του κόσμου και σε αυτή την πρακτική δραστηριότητα περιέχεται επίσης και η «πραγματική και όχι σχολαστική γνώση», η πραγματική φιλοσοφία (54, 108).
Έτσι για τον Gramsci η φιλοσοφία της πράξης τοποθετείται πριν απ’ όλα ενάντια στο «βυζαντινισμό» ή «σχολαστικισμό», «την εκφυλιστική τάση να εξετάζο
155
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
νται τα λεγάμενα θεωρητικά ζητήματα σαν να είχαν μια αξία καθαυτά ανεξάρτητα από οποιαδήποτε καθορισμένη πρακτική» (57, 32).
Στο δέκατο από τα τετράδια της φυλακής o Gramsci διευκρινίζει ακόμη παραπέρα το περιεχόμενο της φιλοσοφίας της πράξης.
Διαφωνώντας με τον Croce, ο οποίος υποστήριζε ότι ο Μαρξ με τις Θέσεις για τον Feuerbach αντικαθιστά το «φιλοσοφείν» με την «πρακτική δράση», παρατηρεί ότι σε αυτές τις θέσεις «ενυπάρχει η διεκδίκηση απέναντι στη φιλοσοφία τη “σχολαστική”, την καθαρά θεωρητική ή θεωρησιακή, μια φιλοσοφία που παράγει μια προσι- διάζουσα σε αυτήν ηθική, μια θέληση υλοποίησης με την οποία σε τελευταία ανάλυση ταυτίζεται» (54, 107).
Για τον Gramsci, η 11η θέση για τον Feuerbach, την οποία προαναφέραμε, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως απόρριψη κάθε φιλοσοφίας, «αλλά μόνο ως αποστροφή απέναντι στην παπαγαλία των φιλοσόφων και ως ενεργητική διαβεβαίωση μιας ενότητας της θεωρίας με την πράξη» (54, 107-108).
Από αυτή τη σκοπιά είναι αξιοσημείωτος ο χαρακτηρισμός από τον Gramsci ως «φιλοσοφικού γεγονότος» της συμβολής του Λένιν στην υπόθεση της ηγεμονίας του προλεταριάτου.
«Απ’ αυτή την άποψη οΊλιτς προώθησε το μαρξισμό όχι μόνο στην πολιτική θεωρία και στην οικονομία, αλλά στη φιλοσοφία (δηλαδή προωθώντας την πολιτική θεωρία, προώθησε επίσης τη φιλοσοφία)» (172, 438). Και ακόμη: «Η πραγματοποίηση ενός μηχανισμού ηγεμονίας, εφόσον δημιουργεί ένα νέο ιδεολογικό πεδίο, προκαλεί μια αναμόρφωση των συνειδήσεων και μεθόδων γνώσης, είναι ένα γνωστικό γεγονός, ένα φιλοσοφικό γεγονός» (172, 439).
Ακόμη και σε συνδυασμό με τα παραπάνω και σε
156
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
αντίθεση με μια οικονομίστικη ανάγνωση του περίφημου αποσπάσματος του Προλόγου της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας του Μαρξ, όπου αυτός κάνει λόγο από τη μια για το ότι «δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει το είναι τους- είναι αντίθετα το κοινωνικό τους είναι που καθορίζει τη συνείδηση τους» και από την άλλη «για τις ιδεολογικές μορφές κάτω από τις οποίες οι άνθρωποι συνειδητοποιούν» τη σύγκρουση παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής, o Gramsci υποστηρίζει ότι τα ιδεολογικά εποικοδομήματα δεν αποτελούν απλώς μια αντανάκλαση της οικονομικής «βάσης», αλλά παίζουν με τη σειρά τους ένα ενεργό ρόλο στη διαμόρφωσή της. Διαφορετικά «ο ιστορικός υλισμός εκφυλίζεται σε ιστορικό οικο- νομισμό και χάνει μεγάλο μέρος από την πολιτιστική του επεκτατικότητα ανάμεσα στους έξυπνους ανθρώπους» (172, 437).
Συνεπώς για τον Gramsci η επαναστατική θεωρία, ο μαρξισμός, παίζει ένα ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση της συνείδησης των μαζών, μπορεί να προκαλέσει «μια αναμόρφωση των συνειδήσεων».
Τέλος τη χεγκελιανή μετατροπή της φιλοσοφίας σε ιστορία της φιλοσοφίας o Gramsci την ερμηνεύει στο πλαίσιο της φιλοσοφίας της πράξης υπό την έννοια ότι τα ζητήματα που αντιμετωπίζει η φιλοσοφία προέρχονται από την πραγματική ιστορία, από τις αλλαγές των κοινωνικών σχέσεων. Έτσι για τον Gramsci ο υλισμός του 18ου αιώνα ανακαλύπτει τη ζωή της Γαλλίας εκείνης της εποχής, τη στραμμένη προς το άμεσο παρόν, την άνεση και τον ωφελιμισμό, η φιλοσοφία του Hegel το Πρωσικό κράτος, εκείνη του Feuerbach τα ιδεώδη της μοντέρνας ζωής στα οποία η γερμανική ζωή δεν είχε ακόμη ανυψωθεί, εκείνη του Stirner εκφράζει την εμπορευματική ψυχή κ.ο.κ και ως εκ τού
157
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
του η φιλοσοφία της πράξης μελετάει από τη φιλοσοφία αυτό ακριβώς που δεν είναι «φιλοσοφικό», δηλαδή «τις πρακτικές τάσεις και τις κοινωνικές και ταξικές συνέπειες που οι φιλόσοφοι αντιπροσωπεύουν» εκφράζοντας βεβαίως με θεωρητική μορφή τις αυθόρμητες μορφές των πρακτικών φορέων της ιστορικής εξέλιξης (54, 111).
Εξέχον παράδειγμα εφαρμογής της φιλοσοφίας της πράξης αποτελούσε για τον Gramsci το κίνημα των εργοστασιακών συμβουλίων του Τορίνου που κατευθύνο- νταν από την επιθεώρηση «Ordine Nuovo» (Νέα Τάξη), επικεφαλής της οποίας ήταν ο ίδιος με μια ομάδα Ιταλών μαρξιστών.
Το κίνημα αυτό κατηγορήθηκε ότι ήταν ταυτόχρονα υπέρ του «αυθορμητισμού» και του «βολονταρισμού» και μπερκσονικό. Και ακριβώς η διπλή αυτή κατηγορία αποτελούσε για τον Gramsci την καλύτερη απόδειξη ότι αυτό εφάρμοσε σωστά τη φιλοσοφία της πράξης, την καλύτερη απόδειξη «της γονιμότητας και της ορθότητας της κατεύθυνσης που του δόθηκε». Στο κίνημα αυτό «το στοιχείο του “αυθορμητισμού" δεν παραλείφθηκε και ακόμη λιγό- τερο δεν υποτιμήθηκε: διαπλάστηκε, διευθύνθηκε (η υπογράμμιση δική μας), αποκαθαρίστηκε απ’ οτιδήποτε εξωτερικό μπόρεσε να το μολύνει, για να γίνει ομοιογενές, αλλά κατά τρόπο ζωντανό και ιστορικά αποτελεσματικό, με τη σύγχρονη θεωρία (η υπογράμμιση δική μας). Οι ίδιοι οι διευθύνοντες μίλαγαν για “αυθορμητισμό” του κινήματος. Και σωστά έκαναν και μίλαγαν γι’ αυτό: Αυτή η κατάφαση ήταν κάτι το διεγερτικό, το ενεργητικό, ένα στοιχείο ενοποίησης σε βάθος [...]Έδινε στη μάζα μια “θεωρητική” συνείδηση (η υπογράμμιση δική μας) δημιουργό ιστορικών και θεσμικών αξιών, μια συνείδηση θεμελιώτρια κρατών. Αυτή η ενότητα του “ αυθόρμητου ’’ και της “ συνειδητής δι
158
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
εύθυνσης" (η υπογράμμιση δική μας), δηλαδή της πειθαρχίας, είναι ακριβώς η πραγματική πολιτική πράξη των κατώτερων τάξεων στο βαθμό που είναι πολιτική της μάζας και όχι απλή περιπέτεια ομάδων που επικαλούνται τη μάζα» (57/27, 28).
«Παρουσιάζεται εδώ ένα θεμελιώδες θεωρητικό ζήτημα: Η σύγχρονη θεωρία μπορεί να βρίσκεται σε αντίθεση με τα “αυθόρμητα” αισθήματα των μαζών; (“αυθόρμητα ” με την έννοια ότι όχι μόνο οφείλονται σε μια συστηματική διαπαιδαγωγητική δραστηριότητα απ ό μέρους μιας διευθύνουσας ομ άδας ήδη συνειδητής (η υπογράμμιση δική μας), αλλά διαμορφωμένων μέσα από την καθημερινή εμπειρία που φωτίζεται από την “κοινή λογική” [...] Ανάμεσά τους υπάρχει “ποσοτική” διαφορά, διαφορά βαθμού, όχι ποιότητας...» (57/28).
«Μόνο η φιλοσοφία της πράξης είναι μια φιλοσοφία που μπορεί να ενοποιήσει σαφώς και να οδηγήσει σε ανώτερο επίπεδο την κοσμοαντίληψη των απλών ανθρώπων» (59, 86 υποσημ. 70).
Για τον Gramsci λοιπόν η ενότητα της θεωρίας με την πράξη, η ενότητα της σκέψης με τη δράση η οποία αποτελεί γι’ αυτόν μια κομβική υποθήκη του μαρξισμού, αν δεν ταυτίζεται με αυτόν (59, 86), συμπυκνώνεται στην κατηγορία της «φιλοσοφίας της πράξης». Με βάση αυτήν η αυθόρμητη ακατέργαστη συνείδηση θα πρέπει να συνδέεται με τη θεωρία. Από την άλλη η ίδια η θεωρία, για να είναι πραγματικά φιλοσοφική, θα πρέπει να συνδέεται με την πράξη, να προέρχεται από την πράξη και να υλοποιείται στην πράξη, δίχως αυτό να σημαίνει ότι είναι ένα απλό δευτερεύον συμπλήρωμα της πρακτικής, αλλά μια ενεργητική συνιστώσα της. Η Ηγεμονία λοιπόν, που με τη σειρά της αντιμετωπίζεται ως θεμελιακή πολιτική επιδίωξη, πόσο μάλλον του πεδίου
159
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
της ιδεολογίας, και που εκφράζεται ως μια πνευματική και ηθική μεταρρύθμιση (59, 87), θα πρέπει να συγκροτείται στη βάση της ενότητας της πράξης με τη θεωρία, και συνεπώς της ενότητας των φορέων τους.
4.4 Ο ρόλος της διανόησης
Ήδη μέσα από την ανάλυση της φιλοσοφίας της πράξης διαφάνηκαν ορισμένα πρώτα στοιχεία για το πώς ο Gramsci αντιλαμβάνεται το ρόλο της διανόησης. Ας εξετάσουμε όμως πιο συστηματικά από τη μια πώς ορίζει τους διανοούμενους γενικά, τους διανοούμενους της αστικής τάξης, και από την άλλη τους επαναστάτες διανοούμενους και πώς προσδιορίζει το ρόλο αυτών των τελευταίων στην επαναστατική διαδικασία.
Σε αντίθεση με τον κλασικό μαρξισμό στον οποίο είναι εμφανής μια έλλειψη γενικού εννοιολογικού προσδιορισμού της διανόησης, o Gramsci επιχειρεί έναν τέτοιο προσδιορισμό. Αυτό ίσως είναι απόρροια και του γεγονότος ότι στην όλη του ανάλυση για την ηγεμονία, η ιδεολογία και η διανόηση παίζει καθοριστικό ρόλο. Ταυτόχρονα το περιεχόμενο που προσδίδει στη διανόηση διαφοροποιείται κάθετα από δυο ακραίες αντιλήψεις: εκείνη του θετικισμού που έβλεπε την επίλυση όλων των ανθρώπινων προβλημάτων μέσα από την ανάπτυξη της ουδέτερης επιστήμης και τεχνολογίας και εκείνη που αντιμετώπιζε την πνευματική και διανοητική ζωή ως υπεράνω και ανεξάρτητη από την οικονομική ζωή.
O Gramsci, αρνούμενος και τις δυο αυτές εκδοχές, από τη μια εντάσσει τη διανόηση στην οικονομική και κοινωνική ζωή και από την άλλη μπολιάζει αυτή τη ζωή με τα έτσι κι αλλιώς ενυπάρχοντα σε αυτήν ιδεολογικά
160
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
πολιτισμικά στοιχεία από τα οποία και εξαρτάται η συμβολή της στην ανθρώπινη ευτυχία.
Για τον Gramsci «όλοι οι άνθρωποι είναι διανοούμενοι, όμως όλοι οι άνθρωποι δεν ασκούν στην κοινωνία τη λειτουργία του διανοούμενου» (54, 243), γι’ αυτό και «δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε τον homo faber από τον homo sapiens», γι’ αυτό και, αν μπορούμε να κάνουμε λόγο για διανοούμενους, δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για μη διανοούμενους, διότι οι μη διανοούμενοι δεν υπάρχουν (54, 243).
Συνεπώς o Gramsci δεν ορίζει το διανοούμενο απλώς ως σκεπτόμενο άνθρωπο ούτε είναι το γεγονός ότι κάποιος ασκεί κατά κύριο λόγο πνευματική δραστηριότητα που καθορίζει αυτό το ποιος είναι διανοούμενος, αλλά το προσδιοριστικό κριτήριο είναι οι κοινωνικές σχέσεις στις οποίες εντάσσεται και οι οποίες του δίνουν τη δυνατότητα να ασκεί μια κατά κύριο λόγο πνευματική λειτουργία.
«Η μεθοδολογική πλάνη, η πλέον διαδεδομένη νομίζω ότι είναι η αναζήτηση αυτού του κριτηρίου [της διανόησης] σε αυτό που ενυπάρχει στις δραστηριότητες της διανόησης και όχι στο σύνολο του συστήματος των σχέσεων στο οποίο αυτές οι δραστηριότητες (και συνεπώς οι ομάδες που τις προσωποποιούν) εντάσσονται στο πλαίσιο του γενικού συστήματος των κοινωνικών σχέσεων» (54, 243).
Αυτό το κριτήριο των κοινωνικών σχέσεων, ή με άλλα λόγια της αντιμετώπισης της λειτουργίας της διανόησης ως λειτουργίας ενταγμένης στις κοινωνικές σχέσεις και υπ’ αυτή την έννοια ως κοινωνικής λειτουργίας, από τη μια σηματοδοτεί την αδυναμία του συνόλου των ανθρώπων να λειτουργήσουν στην πράξη ως διανοούμενοι στο πλαίσιο των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής και του καταμερισμού της εργασίας
161
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
που αυτές προϋποθέτουν (κάτι που μέλλει να συμβεί στον κομμουνισμό, αλλά όπως θα δούμε αμέσως πιο κάτω και μέσα στο κόμμα) και από την άλλη οριοθετεί την αυτονομία των διανοουμένων. Για τον Gramsci οι διανοούμενοι δεν είναι αυτόνομοι, αλλά εξαρτώνται από την κοινωνική τάξη στο πλαίσιο της οποίας ασκούν τη λειτουργία τους.
Από αυτή τη σκοπιά η διανόηση δεν αποτελεί μια ξέχωρη τάξη ούτε είναι αυτόνομη σε σχέση με τις θεμελιώδεις τάξεις, αλλά συνδέεται άμεσα και λειτουργεί προς όφελος των συμφερόντων της τάξης που τη γέννησε.
Επίσης ένας άλλος λόγος που καθιστά μη αυτόνομη τη διανόηση είναι το γεγονός ότι αυτή δεν έχει μια άμεση σχέση με τον κόσμο της παραγωγής, όπως συμβαίνει με τις θεμελιώδεις τάξεις, αλλά μια «μεσολαβημέ- νη» σχέση, σε διάφορες κλίμακες, από ολόκληρη την κοινωνική διάρθρωση και το εποικοδόμημα (54, 247).
Επειδή η λειτουργία των διανοουμένων είναι απαραίτητη για κάθε θεμελιώδη κοινωνική τάξη, αυτή με την εμφάνισή της γεννά και ένα ή πολλά στρώματα οργανικών της διανοούμενων.
Με άλλα λόγια οι διανοούμενοι γεννιούνται ως τέτοιοι από τις θεμελιώδεις τάξεις, διότι τους είναι απαραίτητοι για να τις εκφράσουν ιδεολογικά, για να τις καταστήσουν ομοιογενείς και να τις κάνουν να αποχτή- σουν την ταξική τους συνείδηση, κάτι που δεν είναι δεδομένο εξαρχής, κάτι που δεν γεννιέται αυθόρμητα από τη θέση και μόνο που κατέχει η κάθε τάξη στο σύστημα παραγωγής.
0 ρόλος όμως των διανοουμένων δεν περιορίζεται σε αυτή τους τη λειτουργία. Οι διανοούμενοι χρειάζονται και για να μεταφέρουν αυτή την ταξική ιδεολογία σε ευρύτερες μάζες.
162
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
Από αυτή την τελευταία σκοπιά είναι χαρακτηριστική η ανάλυση από τον Gramsci της υπεροχής του Καθολικισμού απέναντι στη Μεταρρύθμιση. Υποστηρίζει ότι η δεύτερη παρέμεινε μια ελιτίστικη κίνηση η οποία πα- ρέβλεψε τη διδασκαλία και τη διάδοση της θρησκείας. Αντίθετα η δύναμη της Καθολικής Εκκλησίας συνίστα- ται στο ότι «νιώθει ενεργητικά την αναγκαιότητα μιας δογματικής ενότητας όλων των “θρησκευόμενων” μαζών και ότι αγωνίζεται έτσι ώστε τα ανώτερα στρώματα της διανόησης να μην αποσπώνται από τα κατώτερα στρώματα» (79, 602).
Συνεπώς στο πλαίσιο της συλλογιστικής της φιλοσοφίας της πράξης η διανόηση από τη μια θεωρητικοποιεί την πράξη της τάξης, από την άλλη «πρακτικοποιεί» τη θεωρία της. Οι διανοούμενοι λειτουργούν κατά τον Gramsci ως προς τις διάφορες ιδεολογίες σαν το «γαστρικό υγρό» που έχει ως αποστολή του να χωνεύονται κάθε είδους τροφές. Τις μηρυκάζουν, τις μασουλούν και τις κάνουν «υγρές» και «ομοιογενείς» όσο δύσπεπτες και αν είναι (137, 216).
Ταυτόχρονα όμως αυτή η ίδια η φύση της ενασχόλησής τους κάνει τους διανοούμενους να εμφανίζονται ως μια ιδιαίτερη κοινωνική κατηγορία.
Ο ηγεμονικός ρόλος της διανόησης, η οργανική της θέση, την τοποθετούν στον γεωμετρικό τόπο των σχέσεων ανάμεσα στις τάξεις, και αυτό έχει ως συνέπεια να εμφανίζεται ως μια «μεσαία τάξη». Η ίδια μάλιστα αντιμετωπίζει τον εαυτόν της «ως μια αδιασάλευτη συνέχεια [αυτό αφορά κυρίως τους “παραδοσιακούς” διανοούμενους] μέσα στην ιστορία και κατά συνέπεια ανεξάρτητη από την πάλη των ομάδων και όχι ως έκφραση μιας διαλεκτικής διαδικασίας με βάση την οποία κάθε κυρίαρχη κοινωνική ομάδα διαμορφώνει τη δική της κατηγορία διανοουμένων» (79, 603).
163
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
0 Gramsci διαχωρίζει τους διανοούμενους σε δυο κατηγορίες: τους οργανικούς και τους παραδοσιακούς. 0 διαχωρισμός αυτός είναι σε μεγάλο βαθμό ταυτόσημος με το διαχωρισμό σε διανοούμενους της πόλης και της υπαίθρου.
«Το κεντρικό πρόβλημα παραμένει η διάκριση ανάμεσα σε διανοούμενους ως οργανική κατηγορία κάθε θεμελιώδους κοινωνικής ομάδας και σε διανοούμενους ως παραδοσιακή κατηγορία» (54, 251).
Η διάκριση αυτή αντιστοιχεί από τη μια στους διανοούμενους εκείνους που γέννησε ο καπιταλισμός ως συνέπεια των ειδικών παραγωγικών του αναγκών (οργανικοί διανοούμενοι) και από την άλλη σε εκείνους που βρήκε έτοιμους από προηγούμενους τρόπους παραγωγής και τους οποίους η αστική τάξη αξιοποιεί πια για τις δικές της ανάγκες (παραδοσιακοί διανοούμενοι).
Κατ’ αναλογία της ουσιαστικής με την τυπική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, οι οργανικοί διανοούμενοι είναι εκείνοι που υπάγονται στην αστική τάξη «ουσιαστικά» και οι παραδοσιακοί εκείνοι που υπάγονται «τυπικά». «Οι οργανικοί διανοούμενοι αναπτύχθηκαν ταυτόχρονα με τη βιομηχανία και είναι συνδε- δεμένοι με τις τύχες της» (54, 249). Αντίθετα οι παραδοσιακοί διανοούμενοι είναι συνδεδεμένοι με την κοινωνική μάζα των αγροτών και των μικροαστών των πόλεων (κυρίως των δευτερευόντων αστικών κέντρων) που δεν μετασχηματίστηκε ακόμη ούτε τέθηκε σε κίνηση από το καπιταλιστικό σύστημα (54, 250).
Στην εποχή μας βέβαια η διάκριση αυτή, όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, είναι μάλλον ξεπερασμένη. Όμως η συμβολή του Gramsci σε σχέση με τους κλασικούς συνίσταται στην ανάδειξη του αυξημένου ρόλου των οργανικών της αστικής τάξης διανοούμενων
164
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
και στις δυνατότητες που υπάρχουν ορισμένοι από αυτούς να μετατραπούν σε οργανικούς διανοούμενους της εργατικής τάξης, κάτι που δεν απασχόλησε τόσο ούτε τον Λένιν, τουλάχιστον της προεπαναστατικής περιόδου, ούτε πόσο μάλλον τον Μαρξ, οι οποίοι είχαν κατά νου μια διανόηση η οποία δεν συνδεόταν με τη διαδικασία της παραγωγής.
«Κάθε κοινωνική ομάδα που γεννιέται στο πρωτογενές πεδίο μιας θεμελιακής λειτουργίας στο πλαίσιο του κόσμου της οικονομικής παραγωγής δημιουργεί ταυτόχρονα με αυτήν οργανικά ένα ή πολλά στρώματα διανοουμένων τα οποία της προσδίδουν την ομοιογένειά της και τη συνείδηση της ιδιαίτερης λειτουργίας της, όχι μόνον στο πεδίο της οικονομίας αλλά επίσης στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο: ο διευθυντής της καπιταλιστικής επιχείρησης δημιουργεί μαζί με αυτόν τον ίδιο τον τεχνικό της βιομηχανίας, τον επιστήμονα της πολιτικής οικονομίας, τον οργανωτή μιας νέας κουλτούρας, ενός νέου δικαίου κ.λπ., κ.λπ.» (54, 239-240).
Έτσι το πρώτο παράδειγμα οργανικού διανοούμενου που δίνει o Gramsci είναι αυτό του ίδιου του καπιταλιστή επιχειρηματία, στο βαθμό που αυτός ακριβώς λόγω της θέσης του στις σχέσεις παραγωγής ασκεί λειτουργίες όπως η διεύθυνση, η οργάνωση κ.λπ.
Βεβαίως και στο εσωτερικό του πλαισίου των οργανικών διανοουμένων υπάρχει μια διαβάθμιση ή με άλλα λόγια μια κλιμάκωση του βαθμού «οργανικότητάς» τους, του βαθμού σύνδεσής τους με την τάξη της οποίας είναι οργανικοί διανοούμενοι. Έτσι o Gramsci διακρίνει τους διανοούμενους σε εκείνους που λειτουργούν στο επίπεδο της «κοινωνίας των ιδιωτών» και ασκούν μια λειτουργία ηγεμονίας και σε εκείνους που λειτουργούν στο επίπεδο της «πολιτικής κοινωνίας» ή του κράτους και ασκούν μια λειτουργία «άμεσης κυριαρχίας». Από μια άλλη οπτική
165
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
γωνία διακρίνει τους διανοούμενους ποιοτικά σε αυτούς που ασκούν υψηλού τύπου πνευματικές λειτουργίες, όπως οι δημιουργοί των διαφόρων επιστημών, της φιλοσοφίας, της τέχνης κ.λπ., και στους πιο «ταπεινούς» που είναι «διαχειριστές» και «εκλαϊκευτές» του υπάρχοντος συσσωρευμένου πνευματικού πλούτου (54, 247).
Τέλος και όσον αφορά πάντοτε τους οργανικούς διανοούμενους, o Gramsci με πολλή διορατικότητα διαπιστώνει ότι, λόγω της θεαματικής αύξησής τους η οποία οφείλεται στη μαζική εκπαίδευση, αυτοί έχουν τα ίδια προβλήματα που έχουν όλες οι «τυποποιημένες» μάζες, όπως υπερπληθυσμό, ανεργία, μετανάστευση. Ταυτόχρονα, ιδίως οι τεχνικοί των εργοστασίων, όχι μόνο δεν ασκούν καμιά πολιτική λειτουργία, αλλά αντίθετα επηρεάζονται μέσω των οργανικών της διανοούμενων από την εργατική τάξη.
Η δεύτερη κατηγορία διανοουμένων είναι οι παραδοσιακοί διανοούμενοι. Αυτοί, όπως προαναφέραμε, είναι από την οπτική γωνία του τρόπου λειτουργίας τους κατά κάποιο τρόπο κατάλοιπα των παρελθόντων τρόπων παραγωγής. Προϋπήρχαν του καπιταλισμού και γι’ αυτό το λόγο εμφανίζονται σαν να είναι οι εκπρόσωποι «μιας ιστορικής συνέχειας η οποία δεν διακόπηκε ακόμη και από τις πλέον σύνθετες και ριζοσπαστικές αλλαγές των κοινωνικών και πολιτικών μορφών» (54, 241). Αυτή η κατηγορία διανοουμένων «φέρνει σε επαφή τη μάζα των αγροτών με την κεντρική ή τοπική διοίκηση (δικηγόρους, συμβολαιογράφους κ.λπ.) και λόγω αυτής της ιδιότητάς της εκπληρώνει μια σημαντική πολιτική λειτουργία, διότι είναι δύσκολο να διαχωρίσουμε την επαγγελματική από την πολιτική μεσολάβηση» (98/250). Επίσης όμως παίζει ένα πολιτικό ρόλο διότι τροφοδοτεί κατά το μεγαλύτερο τμήμα του τον κρατικό μηχανισμό με προσωπικό (137, 207).
166
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
Πρόκειται για διανοούμενους όπως οι δικηγόροι, οι δάσκαλοι, οι γιατροί, οι κληρικοί, τους οποίους οι αγρότες από τη μια τους θαυμάζουν διότι βρίσκονται συνήθως σε καλύτερη οικονομική κατάσταση και σε ανώτερη κοινωνική θέση από αυτούς, ενώ από την άλλη τους φθονούν για τους ίδιους λόγους (54, 250). Οι ίδιοι οι παραδοσιακοί διανοούμενοι λειτουργούν «δημοκρατικά απέναντι στους αγρότες και αντιδραστικά απέναντι στους μεγαλοϊδιοκτήτες και την κυβέρνηση...» (137, 207)
Ο πλέον χαρακτηριστικός τύπος παραδοσιακού διανοούμενου είναι οι κληρικοί οι οποίοι για μεγάλο διάστημα μονοπωλούσαν ορισμένες σημαντικές λειτουργίες όπως τη θρησκευτική ιδεολογία, δηλαδή τη φιλοσοφία, και την επιστήμη της εποχής, την παιδεία, την ηθική, τη δικαιοσύνη κ.λπ. (54, 241).
Ενώ λοιπόν οι οργανικοί διανοούμενοι έχουν στον καπιταλισμό μια πιο στενή σχέση με την παραγωγή, οι παραδοσιακοί έχουν μια πιο διάμεση σχέση, αλλά επι- τελούν μια πιο πολιτική λειτουργία (59, 97).
Τι συμβαίνει όμως με την εργατική τάξη; Έχει και αυτή ανάγκη από δικούς της οργανικούς διανοούμενους; Και αν ναι από πού προέρχονται και πώς διαμορφώνονται; Και ακόμη ποια θα πρέπει να είναι τα χαρακτηριστικά τους έτσι ώστε να συμβάλουν στη διαμόρφωση της εργατικής αντι-ηγεμονίας;
Όπως η αστική τάξη, έτσι και η εργατική τάξη έχει κατά τον Gramsci ανάγκη από οργανικούς διανοούμενους. Και τούτο διότι στο βαθμό που η εργατική τάξη δεν παραμένει μια άμορφη, ανοργάνωτη μάζα και αποφασίζει να οργανωθεί, η οργάνωσή της όπως κάθε οργάνωση θα έχει ανάγκη από «διανοούμενους, δηλαδή οργανωτές και ηγέτες» (79, 603, υποσημ. 150).
Εξάλλου οι οργανικοί διανοούμενοι της εργατικής τάξης, πέρα από τις άλλες λειτουργίες που εκπληρώ
167
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
νουν οι διανοούμενοι των άλλων τάξεων, έχουν και το καθήκον να παίξουν καθοριστικό ρόλο στην αυτοκατάργησή τους ως ειδικής κατηγορίας και να ανυψώσουν την εργατική μάζα στο επίπεδο της διανόησης, να παίξουν καθοριστικό ρόλο στην υπέρβαση του διαχωρισμού μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνώμενων.
Στο πλαίσιο της φιλοσοφίας της πράξης ο ρόλος της οργανικής διανόησης της εργατικής τάξης είναι από τη μια να ομοιογενοποιήσει και να ανυψώσει την αυθόρμητη εργατική συνείδηση, «την κοινή αίσθηση», να ανανεώνει και να διαδίδει την επαναστατική θεωρία, να εκπαιδεύει εργάτες σε διανοούμενους και από την άλλη η ίδια να εμπλέκεται με την πράξη, να λειτουργεί σαν πρακτικός επαναστάτης. 0 Gramsci θεωρητικοποιεί εδώ και τη δική του προσωπική στάση από τα εργοστασιακά συμβούλια του Τορίνο όπου ήταν ταυτόχρονα θεωρητικός τους ηγέτης αλλά και άμεσα εμπλεκόμενος.
Όσο όμως και να είναι απαραίτητη η θεωρητική συμβολή των διανοουμένων, άλλο τόσο η ίδια η εργατική τάξη δεν είναι αμέτοχη στη διαδικασία ανατροπής της κυρίαρχης ιδεολογίας.
«Το να πιστεύουμε ότι μια κοσμοαντίληψη μπορεί να ανατραπεί από κριτικές λογικού χαρακτήρα αποτελεί ένα εξωπραγματικό καπρίτσιο αποστεωμένων διανοουμένων» (54, 115). Αντίστροφα πολλές προκαταλήψεις, όσο παράλογες και αν ήταν, και οι οποίες άλλωστε αποτελούν και αυτές μια στρεβλή μεν, έκφραση δε της πραγματικότητας, διατηρήθηκαν ακριβώς επειδή τις ενστερνίστηκαν οι μάζες (54, 115). Συνεπώς χρειάζεται η ενότητα της διανόησης και της εργατικής τάξης για να ξεπεραστεί το παλιό και να επικρατήσει το καινούργιο.
Αν όμως για την αστική τάξη οι οργανικοί διανοούμενοί της, ως θεωρητικοί της ιδεολογίας της κυρίαρχης τάξης, είναι εύκολο να διαπλαστούν από το κυρίαρχο
168
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
σύστημα, δε συμβαίνει το ίδιο με τους οργανικούς διανοούμενους της εργατικής τάξης. Για να διαμορφώσει το δικό του στρώμα διανοουμένων, το προλεταριάτο συναντά ιδιαίτερες δυσκολίες. Επειδή «είναι φτωχό σε οργανωτικά στοιχεία, δεν διαθέτει και δεν μπορεί να διαμορφώσει το δικό του στρώμα διανοουμένων παρά πολύ αργά και πολύ δύσκολα...» (79, 603, υποσημ. 122). Αν όμως η διαμόρφωση διανοουμένων είναι ταυτόχρονα συνθήκη ύπαρξης και πρωτεύων στόχος της προλεταριακής οργάνωσης, αυτή η αντίφαση δεν μπορεί να λυθεί παρά μόνο αν διανοούμενοι διαφορετικής από αυτό κοινωνικής προέλευσης συναντηθούν μαζί του και μετατραπούν σε οργανικούς του διανοούμενους. Και όπως θα δούμε αμέσως στη συνέχεια, αυτή η μετατροπή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά στο πλαίσιο του κόμματος.
Τι είναι όμως αυτό που κάνει τους διανοούμενους να μεταπηδήσουν στην προλεταριακή κοσμοαντίληψη; Είναι μόνο το κοινωνικό είναι μιας μερίδας των οργανικών διανοουμένων της αστικής τάξης που τους προσεγγίζει ταξικά με την εργατική τάξη ή είναι και άλλοι παράγοντες;
O Gramsci υποστηρίζει ότι οι δρόμοι που οδηγούν τη διανόηση προς το προλεταριάτο είναι ποικίλοι. Για ένα τμήμα των οργανικών διανοουμένων της αστικής τάξης των εργοστασίων (τεχνικοί, μηχανικοί, υπάλληλοι), που όπως απέδειξε και η εμπειρία του Τορίνο είναι οι πλέον πρόσφοροι για να προσεταιριστούν την προλεταριακή κοσμοαντίληψη. Εκείνο που τους κάνει να πλησιάζουν την εργατική τάξη είναι τόσο οι κοινωνικές τους συνθήκες όσο και η επιρροή που ασκούν σε αυτούς οι ήδη υπάρχοντες οργανικοί διανοούμενοι της εργατικής τάξης·
Ταυτόχρονα o Gramsci -και αυτό έχει ιδιαίτερη ση
169
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
μασία- σε αντίθεση με τον Μαρξ αλλά και τον Λένιν της προεπαναστατικής περιόδου, δίχως είναι αλήθεια να ολοκληρώνει τη συλλογιστική του, κάνει λόγο όχι μόνο για μετατόπιση μεμονωμένων διανοουμένων της αστικής τάξης προς το προλεταριάτο αλλά για μαζική μετατόπιση. Για τον Gramsci όχι μόνο δεν είναι ο χαρακτηριστικός τύπος του παραδοσιακού διανοούμενου που αποτελεί τον προνομιακό τύπο για να μεταπηδή- σει στην προλεταριακή ιδεολογία, αλλά ακόμη δεν πρόκειται πια για ατομική, αλλά για μαζική μεταπήδη- ση.
« 0 παραδοσιακός χαρακτηρισμός, ο χαρακτηρισμός του διανοούμενου αποδίδεται στον άνθρωπο των γραμμάτων, στο φιλόσοφο, στον καλλιτέχνη. Επίσης οι δημοσιογράφοι που θεωρούν τους εαυτούς τους ως ανθρώπους των γραμμάτων, φιλοσόφους, καλλιτέχνες, πιστεύουν επίσης ότι είναι «πραγματικοί» διανοούμενοι. Στο σύγχρονο κόσμο η τεχνική εκπαίδευση, η στενά συνδεδεμένη με τη βιομηχανική εργασία, ακόμη και την πλέον πρωτόγονη και την πλέον απαξιωμένη, θα πρέπει να αποτελέσει τη βάση του νέου τύπου διανοούμενου» (54, 244).
Στο Πρόβλημα του Νότου γράφει: «Σήμερα οι διανοούμενοι μ ας ενδιαφέρουν ως μάζα (η υπογράμμιση δική μας) και όχι ως άτομα... Είναι εξίσου σπουδαίο και χρήσιμο να συντελεσθεί στη μάζα των διανοουμένων ένα ρήγμα οργανικού χαρακτήρα ιστορικά καθορισμένο: να εκδηλωθεί ως μαζική διαμόρφωση μια τάση αριστερή, στη σύγχρονη έννοια του όρου, που να στρέφεται δηλαδή προς το επαναστατικό προλεταριάτο» (172, 41).
Αν οι παραπάνω διατυπώσεις συνδυαστούν με τη βα- ρύνουσα σημασία που αποδίδει o Gramsci στην ιδεολο
170
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
γία, με τον ορισμό που δίνει για τη διανόηση ο οποίος, όπως είδαμε, εντάσσει την πνευματική λειτουργία στις κοινωνικές σχέσεις, με την παρατήρησή του για παράλληλη με τη μαζικοποίηση της εκπαίδευσης μαζικοποίη- ση της διανόησης, με τους δρόμους περάσματος της διανόησης στην επαναστατική προλεταριακή λογική και τέλος με τη σαφή υπεροχή που αποδίδει στους διανοούμενους της πόλης και της βιομηχανίας σε σχέση με τους παραδοσιακούς διανοούμενους ως προς τις πιθανότητες ένταξής τους στην προλεταριακή κοσμοθεωρία, τότε μπορούμε να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι για τον Gramsci ένα τμήμα της οργανικής διανόησης της αστικής τάξης, δηλαδή της διανόησης που γεννιέται για να υπηρετήσει τις ανάγκες του κεφαλαίου στην π α ραγωγή, μ πορεί να αποτελέσει στη συνέχεια συστατικό στοιχείο της νέας εργατικής αντι-ηγεμονίας της νέας επαναστατικής συμμαχίας, κάτι που δεν συνέβαινε με τους κλασικούς.
Όμως, πέρα από αυτό το τμήμα της διανόησης, και άλλα τμήματα των οργανικών αλλά και των παραδοσιακών διανοουμένων είναι δυνατόν να μεταπηδήσουν στην προλεταριακή αντίληψη.
Το γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι ανήκουν πάντοτε σε μια καθορισμένη κοινωνική ομάδα, ότι είναι συλλογικά, κοινωνικά όντα, έχει για τον Gramsci ως συνέπεια να είναι «κομφορμιστές». Το ζήτημα είναι αν κάποιος αποδέχεται άκριτα και μηχανικά αυτό που του επιβάλλεται από την κοινωνική ομάδα στην οποία ανήκει ή αν «διαμορφώνει τη δική του αντίληψη του κόσμου με τρόπο συνειδητό και κριτικό και έτσι σε συνδυασμό με αυτή την εργασία που οφείλει στον εγκέφαλό του επιλέγει στον τομέα δραστηριότητάς του να συμμετέχει δραστήρια στην παραγωγή της ιστορίας του κόσμου, να είναι ο οδηγός του εαυτού αντί να δέχεται παθητικά και άναν
171
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
δρα να του τοποθετείται η σφραγίδα έξω από τη δική του προσωπικότητα» (170, 7). Ο διανοούμενος λοιπόν καλείται να υπερβεί την «κομφορμιστική συνείδηση» και να αναπτύξει μια «κριτική συνείδηση» που θα τον οδηγήσει στη βάση της ανεπαρκούς μεν, πραγματικής δε «κοινής αίσθησης» στην επαναστατική συνείδηση.
«Η κοινή αφετηρία πρέπει πάντοτε να είναι η κοινή αίσθηση η οποία είναι η αυθόρμητη φιλοσοφία των μαζών και η οποία πρέπει να γίνει ιδεολογικά ομοιογενής» (137, 212).
Για τον Gramsci λοιπόν μπορεί ένας διανοούμενος να γίνει οργανικός διανοούμενος της εργατικής τάξης είτε αναβλύζοντας «άμεσα από τη μάζα» με την οποία είναι οργανικά συνδεδεμένος, είτε ξεκινώντας από την αντίληψη του κόσμου της μάζας, την «κοινή αίσθηση» ιδωμένη δίχως παραμορφωτικούς φακούς, ή με «ενσω- μάτωση» ή με «ιδεολογική κατάκτηση» (137, 212).
Ακόμη ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης παραδοσιακοί διανοούμενοι οι οποίοι δεν είναι γέννημα θρέμμα του καπιταλισμού με την ίδια ευκολία που ασπάστηκαν τη δική του ιδεολογία μπορούν λειτουργώντας σαν «γαστρικό υγρό» να «χωνέψουν» την ιδεολογία της εργατικής τάξης.
Όμως η μετατόπιση της διανόησης προς το προλεταριάτο δεν έχει νόημα παρά αν συνοδευτεί από μια άρνηση, μια ρήξη με τον παλιό τύπο διανοούμενου.
«Κάθε καινούργιος κοινωνικός οργανισμός (κάθε τύπος κοινωνίας) δημιουργεί μια νέα δομή της οποίας οι προωθημένοι εκπρόσω ποι ή σημαιοφόροι (η υπογράμμιση δική μας) (οι διανοούμενοι) δεν είναι δυνα- τόν να μην έχουν και αυτοί την εικόνα διανοουμένων “καινούργιων” που προήλθαν από τη νέα κατάσταση και όχι κληρονόμων της προηγούμενης ιντελλιτζένσιας» (137,217).
172
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
Αυτή η μετατόπιση του διανοουμένου προς την προλεταριακή κοσμοαντίληψη θα πρέπει να σηματοδοτεί την απαγκίστρωση όχι μόνον από την «αποστεωμένη», «αντιδραστική», αστική ιδεολογία αλλά και από την αστική νοοτροπία, την απαγκίστρωση από το ναρκισσισμό και τον ατομισμό, από το «να θεωρεί [ο διανοούμενος] τον εαυτό του σαν το άλας της γης και να βλέπει στον εργάτη το υλικό όργανο της κοινωνικής ανατροπής και όχι τον συνειδητό και νοήμονα πρωταγωνιστή της επανάστασης» (172, 42).
Ο νέος τύπος διανοούμενου θα πρέπει να είναι ταυτόχρονα «ειδικός» αλλά και «πολιτικός», «θεωρητικός» αλλά και «πρακτικός» επαναστάτης, να συγχωνευτεί με τις λαϊκές μάζες, ούτως ώστε να συμβάλλει και με τη δική του λειτουργία στην υπέρβαση του διαχωρισμού ανάμεσα σε αυτούς που ασκούν πνευματικές λειτουργίες και αυτούς που ασκούν πρακτικές.
«Ο τρόπος ύπαρξης του νέου τύπου διανοούμενου δεν μπορεί πλέον να συνίσταται στην ευγλωττία, εξωτερικό και στιγμιαίο κίνητρο των αισθημάτων και των παθών, αλλά στο γεγονός ότι εμπλέκεται δραστήρια στην πρακτική ζωή ως παραγωγός, οργανωτής, “μόνιμος διαφωτιστής”, διότι δεν είναι πια ένας απλός ρήτορας, και είναι ταυτόχρονα ανώτερος από το αφηρημένο μαθηματικό πνεύμα, και φθάνει από την τεχνική-εργα- σία στην τεχνική-επιστήμη και στην ιστορική ανθρωπιστική αντίληψη, δίχως την οποία παραμένει “ειδικός” και δεν εξελίσσεται σε “ηγέτη” (ειδικό+πολιτικό)» (54, 244-245).
Αυτός όμως ο μετασχηματισμός σε οργανικό διανοούμενο της εργατικής τάξης δεν μπορεί παρά να πραγματοποιηθεί μέσα από το κόμμα της εργατικής τάξης. Ένα κόμμα το οποίο είναι απαραίτητο στην εργατική τάξη για να οικοδομήσει τη δική της ηγεμονία και που καλεί
173
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
ται με την οργάνωση και τη λειτουργία του να μεταμορφώνει τους διανοουμένους του σε επαναστάτες και τους εργάτες του σε διανοούμενους, με απώτερο στόχο την εξάλειψη του μεταξύ τους διαχωρισμού.
Όπως ορθά υπογραμμίζει η Christine Buci-Gluck- smann, o Gramsci και από αυτή τη σκοπιά «εγγράφει στη θεωρία την προηγούμενη δική του αγωνιστική πρακτική, την ταξική του τοποθέτηση» (172, 45).
Μέσα στο κόμμα θα πρέπει να συνενωθεί η θεωρία με την πράξη και να ξεπεραστεί η μεταξύ τους αντίφαση. Το κόμμα παίζει προς αυτή την κατεύθυνση το ρόλο του ενοποιού, του «συλλογικού επαναστάτη διανοούμενου», και ταυτόχρονα του προωθητή της «κοινής αίσθησης» της αυθόρμητης λαϊκής συνείδησης, που ώριμη πια καλείται να παραμερίσει την αστική ιδεολογία και να οικοδομήσει σε νέες βάσεις την επαναστατική ηγεμονία.
«Στη σύγχρονη εποχή ο νέος Ηγεμόνας δεν θα μπορούσε να έχει ως πρωταγωνιστή έναν ατομικό ήρωα, αλλά το πολιτικό κόμμα...» (54, 291). Σε αυτό συγκεντρώνονται «σπέρματα συλλογικής θέλησης που τείνουν να γίνουν καθολικά και πλήρη» (59, 89, υποσημ. 73), ενώ αποτελεί «έκφραση του πλέον προωθημένου τμήματος» (54, 293) της κοινωνικής ομάδας την οποία εκφράζει.
Υπό αυτή λοιπόν την έννοια της υπέρβασης της συνείδησης που απορρέει από τα συντεχνιακά οικονομικά συμφέροντα και της μετατροπής τους σε φορείς μιας γενικότερης εθνικού ή και διεθνούς χαρακτήρα λειτουργίας, μιας πολιτικής λειτουργίας (54, 253), αλλά και υπό την έννοια της «νομενκλατούρας της τάξης» (54, 294) της οποίας είναι φορέας, της πρωτοπορίας αυτής της τάξης, δηλαδή της «διευθυντικής, οργανωτικής, δηλαδή παιδευτικής, εν κατακλείδι διανοουμενί- στικης λειτουργίας που ασκεί το κόμμα», «κάθε μέλος
174
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
[κάθε] κόμματος -είναι για τον Gramsci- διανοούμενος» (54, 252).
Αυτό συμβαίνει πόσο μάλλον για το κομμουνιστικό κόμμα το οποίο δεν υιοθετεί την κυρίαρχη αστική ιδεολογία αλλά μια άλλη ιδεολογία, οπότε και τα μέλη του έχουν να κάνουν ένα βήμα παραπέρα στον ιδεολογικό τομέα από τα μέλη των άλλων κομμάτων. Ισχύει ακόμη πολύ περισσότερο διότι ένας από τους σημαντικότερους στόχους του είναι να μετατρέψει σε πραγματικούς διανοούμενους με την κυριολεκτική έννοια του όρου, δηλαδή να προσφέρει τη δυνατότητα μέσα από τις εσωτερικές σχέσεις που θα διαμορφώσει να αναδει- κνύουν τις πνευματικές τους ικανότητες, όλα του τα μέλη. Και τέλος ισχύει επιπρόσθετα διότι το κομμουνιστικό κόμμα έχοντας ως επιδίωξή του «την ακύρωση της διάκρισης σε τάξεις, η τελειοποίησή του και η ολοκλήρωσή του συνίσταται να πάψει να υπάρχει μετά την εξαφάνιση των τάξεων και συνεπώς της έκφρασής τους» (54, 294-295).
Βεβαίως πριν το κόμμα να φθάσει σε αυτό το επίπεδο από τη μια χρειάζεται μια αποτελεσματική πειθαρχη- μένη μορφή οργάνωσης για να διεξάγει τον «πόλεμο θέσεων» και από την άλλη μια μορφή οργάνωσης που στο όνομα της αποτελεσματικότητας δεν θα πλήττει τους απώτερους στόχους του.
Ως προς την αναγκαιότητα της καθοδήγησης του κόμματος, o Gramsci διατυπώνει την άποψη ότι, για να υπάρξει ένα κόμμα, χρειάζονται τρεις κατηγορίες ανθρώπων. Μια πρώτη κατηγορία μιας διάχυτης μάζας κοινών ανθρώπων που προσφέρουν ως στοιχεία της συμμετοχής τους στο κόμμα την πειθαρχία τους και την πίστη τους, αλλά όχι ένα πνεύμα δημιουργικότητας και υψηλής οργανωτικότητας (54, 295).
Είναι αλήθεια, συνεχίζει, ότι δίχως αυτούς δεν μπο-
175
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
ρεί να υπάρξει το κόμμα, αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι δεν αρκούν μόνο αυτοί για να υπάρξει. Χρειάζεται μια δύναμη που να τους συγκεντρώνει, να τους οργανώνει, να τους πειθαρχεί, διότι διαφορετικά θα εξαφανίζονταν σαν μια αδύναμη σκόνη (54, 295).
Μια δεύτερη ολιγάριθμη κατηγορία συνιστά το πρωταρχικό στοιχείο συνοχής που συγκεντρώνει σε εθνικό επίπεδο και καθιστά αποτελεσματικές ένα σύνολο δυνάμεων που αν εγκαταλείπονταν στην τύχη τους δεν θα ήταν τίποτα περισσότερο από ένα μηδενικό. Αυτή η δεύτερη κατηγορία ανθρώπων θα πρέπει να είναι προικισμένη με μια ισχυρή ικανότητα συνοχής, συγκέντρωσης δυνάμεων, πειθαρχίας και κυρίως έμπνευσης και δημιουργικότητας. Είναι βέβαιο ότι και αυτή η κατηγορία δεν αρκεί για να συγκροτηθεί το κόμμα, όμως θα ήταν πιο ικανή να το συγκροτήσει από την πρώτη κατηγορία. Εδώ «γίνεται λόγος για καπεταναίους δίχως στρατό, αλλά στην πραγματικότητα είναι πιο εύκολο να φτιάξεις ένα στρατό παρά καπεταναίους» (54, 296).
Τέλος θα πρέπει να υπάρχει ένα ενδιάμεσο στρώμα που θα συνδέει την πρώτη με τη δεύτερη κατηγορία όχι μόνον «φυσικά» αλλά και ηθικά και πνευματικά, και το οποίο να αποτελεί τη συνέχεια και το μέσο έκφρασης της πρώτης κατηγορίας (54, 296).
Αν από αυτές τις τρεις κατηγορίες λείπει η δεύτερη, τότε «κάθε συλλογιστική είναι κενή περιεχομένου» (52, 296). Βασική αποστολή αυτής της δεύτερης κατηγορίας των καθοδηγητών είναι να αναδείχνει νέους καθοδηγητές που θα είναι ικανοί να αντικαταστήσουν ανά πάσα στιγμή τους προηγούμενους.
Ταυτόχρονα o Gramsci θέτει το στοιχείο της πειθαρχίας μέσα στο κόμμα τόσο άμεσα όσο και έμμεσα θεωρώντας ως πλεονέκτημα για τη μετατροπή τους σε οργανικούς διανοούμενους της εργατικής τάξης τη συνή
176
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
θεια στην πειθαρχία των διανοουμένων της βιομηχανίας.
« 0 πόλεμος θέσεων απαιτεί τεράστιες θυσίες από μεγάλα τμήματα του πληθυσμού- γι’ αυτό το λόγο είναι απαραίτητη μια χωρίς προηγούμενο συγκέντρωση ηγεμονίας και επομένως μια πιο «παρεμβατική» κυβέρνηση η οποία θα αναλάβει την επίθεση πιο άμεσα ενάντια στους αντιπολιτευόμενους και θα οργανώσει μόνιμα τις δυνάμεις που θα κάνουν “αδύνατη” την εσωτερική αποσύνθεση» (6, 81). Και ακόμη «η βίαιη κατάκτηση της εξουσίας απαιτεί τη δημιουργία από το κόμμα της εργατικής τάξης μιας οργάνωσης στρατιωτικού τύπου» (6, 82).
0 Perry Anderson βλέπει εδώ «μια συγκεντρωτική ομοιομορφία πολιτικής έκφρασης αντάξια της Κομι- ντέρν» (6, 81), o Costanzo Preve υπερθεματίζει κάνοντας λόγο για σταλινική αντίληψη του κόμματος (202, 153). Και ο αλλεργικός σε κάθε μορφή τουλάχιστον λε- νινιστικού τύπου οργάνωσης Antonio Negri διαβλέπει ότι για τον Gramsci όχι μόνο ο ταϋλορισμός, αλλά και οι ΗΠΑ που τον εφάρμοζαν αποτελούσαν «αναπόδραστο σημείο αναφοράς για το μέλλον» (63, 506).
Έτσι όμως έχουν τα πράγματα;Κατ’ αρχήν και όσον αφορά τον ταϋλορισμό-φορντι-
σμό, είναι αλήθεια ότι o Gramsci τους αντιμετωπίζει ως τη μελλοντική γενικευμένη μορφή οργάνωσης της παραγωγής η οποία θα ανταποκρίνεται στο πέρασμα από τον παλιό οικονομικό ατομισμό σε μια σχεδιοποιημένη οικονομία (54, 344). Ταυτόχρονα αντιμετωπίζει αυτό το πέρασμα από την εργασία των ειδικευμένων επαγ- γελματιών η οποία απαιτούσε μια συμμετοχή της διάνοιας, της φαντασίας και της πρωτοβουλίας τους στην εργασία των εργατών φορντικού τύπου, η οποία περιορίζεται σε μηχανικές φυσικές κινήσεις, αδιαφορώντας
177
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
για την «πνευματικότητα» και την «ανθρωπιά» του εργαζόμενου (54, 352), και η οποία εκδηλώνεται με «την πλέον βίαιη μορφή» σε σχέση με τις προηγούμενες περιόδους της βιομηχανίας, ως ένα μεταβατικό στάδιο προς ένα «ανώτερο τύπο» οργάνωσης της εργασίας και όχι ως κάτι που θα πρέπει να ισχύει ως έχει και στο σοσιαλισμό (54, 352).
Από την άλλη όμως, o Gramsci κατηγορεί τον Τρό- τσκι που θέλησε «να προσδώσει στην εθνική ζωή μια υπεροχή στη βιομηχανία και στις βιομηχανικές μεθόδους και να επιταχύνει με μέσα εξωτερικού καταναγκασμού την πειθαρχία και την τάξη στην παραγωγή και να προσαρμόσει τα ήθη στις ανάγκες της εργασίας [...] [κάτι που είχε ως συνέπεια] να καταλήξει αναπόφευκτα σε μια μορφή βοναπαρτισμού ο οποίος είναι απολύτως αναγκαίο να καταργηθεί (54, 350).
Συνεπώς πέρα από τη γενικότερη εκτίμηση του Gramsci για το φορντισμό, στο επίπεδο της παραγωγής, από πουθενά δεν προκύπτει ότι αυτός προκρίνει ένα φορντικό μοντέλο οργάνωσης για την κοινωνία ολόκληρη και για το ίδιο το κόμμα, ότι υιοθετεί τον τύπο του «εξημερωμένου γορίλα» του Taylor για τα κομματικά μέλη.
Αντίθετα, με δεδομένη την αναγκαιότητα μιας ιεραρχικής διάρθρωσης του κόμματος και της ύπαρξης πειθαρχίας μέσα σε αυτό, διαβλέπει τους κινδύνους εκτροπής του σε ένα αυταρχικό, αντιδημοκρατικό οργανισμό, τους κινδύνους «γραφειοκρατικοποίησής» του.
O Gramsci πιστεύει ότι υπερβαίνει αυτή τη δυσκολία ακολουθώντας από τη μια τον Πλάτωνα και την αναγκαιότητα ύπαρξης πειθαρχίας στο κομματικό σκάφος και «καπεταναίων»-καθοδηγητών στους οποίους είναι βέβαιο ότι, αν μη τι άλλο, περιλαμβάνει τους διανοούμενους, και από την άλλη τον Αριστοτέλη και την αρι
178
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
στοδημοκρατική σχέση καθοδήγησης και απλών μελών κατά την αρχική φάση κατά την οποία εκ των πραγμάτων θα υπάρχει αυτός ο διαχωρισμός.
Έτσι σε ένα πρώτο επίπεδο συνδέει την προοδευτι- κότητα ενός κόμματος με τον τρόπο λειτουργίας του και από αυτή τη σκοπιά ένα προοδευτικό κόμμα, δηλαδή ένα κόμμα που στοχεύει να «ανυψώσει το λαό σε νέο επίπεδο πολιτισμού» και συνεπώς να «διαδώ σει» αυτό τον πολιτισμό, πρέπει να λειτουργεί στη βάση του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού», ενώ ένα οπισθοδρομι- κό κόμμα, δηλαδή ένα κόμμα που επιδιώκει «να διατηρήσει μια ξένη, εξωτερική για το λαό» τάξη πραγμάτων και συνεπώς να «επιβάλλει χαταναγχαστιχά» αυτή την τάξη, λειτουργεί στη βάση του «γραφειοκρατικού συγκεντρωτισμού» (54, 297-298).
Σε ένα δεύτερο επίπεδο o Gramsci εξηγεί πιο αναλυτικά πώς πρέπει να αντιλαμβανόμαστε την πειθαρχία στο πλαίσιο του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Πρόκειται για «μια συνεχή σχέση μεταξύ καθοδηγητών και καθοδηγούμενων που πραγματώνει μια συλλογική θέληση» μιας «ομογενούς κοινωνικά ομάδας» και «όχι βέβαια για μια παθητική και αβασάνιστη αποδοχή των εντολών, ως μηχανική εκτέλεση ενός καθήκοντος [...] αλλά ως μια συνειδητή και διαυγή αφομοίωση της κατεύθυνσης που πρέπει να πραγματοποιηθεί. Η πειθαρχία ωστόσο δεν εκμηδενίζει την προσωπικότητα, με την οργανική σημασία της λέξης, [...] δεν εκμηδενίζει την αποκαλούμενη “ελεύθερη βούληση”, [...] δεν εξαφανίζει την προσωπικότητα και την ελευθερία». Και αυτό συμβαίνει αν η πηγή της εξουσίας είναι «δημοκρατική» «δηλαδή αν η εξουσία είναι μια ειδική λειτουργία και όχι μια “αυθαιρεσία” ή μια εξωτερική επιβολή» (54, 298-299).
Αν όμως έτσι διευκρινίζεται γενικά η σχέση της κομ
179
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
ματικής μάζας με την κομματική καθοδήγηση στην οποία λόγω του κατ’ εξοχήν ιδεολογικού, πολιτισμικού, παιδευτικού, -ηγεμονικού ρόλου του κόμματος συμμετέχουν -αν δεν κυριαρχούν- οι διανοούμενοι, πώς αντιμετωπίζει ο Gramsci τη σχέση των διανοουμένων με το κόμμα;
0 Gramsci κάνει και μια έμμεση αναφορά στην πειθαρχία μέσα στο κόμμα, που αφορά πιο ειδικά τους διανοούμενους.
«Η βιομηχανία έφερε ένα νέο τύπο διανοουμένου: τον τεχνικό οργανωτή, τον ειδικό της εφαρμογής της επιστήμης. [Αυτός ο τύπος διανοουμένου] έχει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα πειθαρχίας και τάξης» (172, 40, υποσημ. 22) που τον κάνουν πιο πρόσφορο να μεταπηδήσει στην προλεταριακή λογική.
Εδώ o Gramsci φαίνεται να επαναφέρει το στοιχείο της εργοστασιακής πειθαρχίας που συναντήσαμε και αναλύσαμε κατά την αναφορά μας στον Λένιν.
Τότε η αναφορά αφορούσε το προλεταριάτο, τώρα αφορά τη βιομηχανική διανόηση και το στοιχείο αυτό της πειθαρχίας αναφέρεται από τον Gramsci ως πλεονέκτημα αυτής της κατηγορίας των διανοουμένων σε σχέση με τους παραδοσιακούς διανοούμενους, οι οποίοι έχουν συνηθίσει να λειτουργούν με ατομιστική λογική και όχι συλλογικά. Όμως όταν o Gramsci αναφέρεται πιο ειδικά στο «εικοστό δεύτερο τετράδιο» στην ιστορία της εκβιομηχάνισης, αναφέρει ως πλεονέκτημά της το γεγονός ότι «έκανε δυνατές όλο και πιο σύνθετες μορφές συλλογικής ζωής» που εναντιώνονταν στο «ζωώδες» στοιχείο του ανθρώπου, κάτι στο οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, πρέπει να αποσκοπεί και η παιδεία, αλλά καταγγέλλει ότι αυτό έγινε υπό συνθήκες «βίαιου καταναγκασμού» (172, 7, υποσημ. 19). Συνεπώς η έννοια της πειθαρχίας που αφορά πιο ειδικά τη διανόηση, όπως συνάγεται και από την γκραμσιανή θέση για τη σχέση δια
180
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
νόησης και εργατικής τάξης μέσα στο κόμμα, και στην οποία θα αναφερθούμε αμέσως πιο κάτω έχει μάλλον το χαρακτήρα της ικανότητας προσαρμογής σε μ ια συλλογική δραστηριότητα και απόρριψης του ατομικισμού, π αρά της αναπαραγύτγής και μάλιστα της αναγωγής σε κυρίαρχη της εργοστασιακού τύπου πειθαρχίας.
Όσον αφορά τη σχέση της κομματικής διανόησης με τα άλλα μέλη του κόμματος, από τη μια η διανόηση, όπως άλλωστε και γενικότερα η ηγεσία, δεν θα πρέπει να επιβάλλει οργανωτικά τις γνώσεις της και από την άλλη το κόμμα δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζει τον διανοούμενο σαν ένα πειθήνιο κομματικό στρατιώτη.
«Αν η σχέση ανάμεσα στη διανόηση και το λαό [...] καθορίζεται από μια οργανική ένταξη κατά την οποία το αίσθημα του πάθους μετατρέπεται σε κατανόηση και συνεπώς σε γνώση (όχι μηχανικά αλλά με ζωντανό τρόπο), έχουμε τότε και μόνον υπό αυτήν την προϋπόθεση μια σχέση αντιπροσώπευσης και έτσι υπάρχει μια εναλλαγή ατομικών στοιχείων ανάμεσα σε διευθύνοντες και διευθυνόμενους, κυβερνώντες και κυβερνώμενους, δηλαδή πραγματώνεται η συλλογική ζωή που μόνον αυτή αποτελεί την κοινωνική δύναμη· μόνο τότε είναι που μπορεί να συγκροτηθεί το «ιστορικό μπλοκ» (54, 161).
«Είναι αναγκαίο η μακρόπνοη εργασία της έρευνας νέων και καλύτερων αληθειών, πιο συνεκτικών διατυπώσεων και πιο ξάστερων ακόμη και από τις ίδιες τις αλήθειες να επαφίεται στην πρωτοβουλία κάθε επιστήμονα, ακόμη και αν αυτοί επαναφέρουν συνεχώς για συζήτηση αρχές που φαίνεται να είναι οι πλέον θεμελιακές» (54, 161).
Και πώς θα μπορούσε να έχει διαφορετική αντίληψη επί του συγκεκριμένου θέματος o Gramsci όταν υποστήριζε σ’ ένα γενικότερο επίπεδο ότι η ιδεολογία « εί
181
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
ναι μια επιστημονική υπόθεση [...] η οποία επαληθεύεται και ανασκευάζεται κριτικά από την πραγματική εξέλιξη της ιστορίας» (170, 9, υποσημ. 24).
Βεβαίως τούτο δεν σημαίνει ότι αυτή η γκραμσιανή αντίληψη περί κόμματος είναι ικανή να αποτρέψει τη μετεξέλιξή του σε γραφειοκρατικό μηχανισμό. Αυτή μας η αμφιβολία δεν προκύπτει από την ιστορική εμπειρία, διότι η γκραμσιανή, όπως άλλωστε και η λενινιστική περί κόμματος αντίληψη δεν διήρκεσε στην πράξη, για να μπορέσει να κριθεί από αυτήν. Εκείνο που είναι βέβαιο είναι ότι αυτή η αντίληψη δεν έχει καμιά σχέση με το σταλινικού τύπου κόμμα και ότι συνεπώς, παρά τις όποιες αντιφάσεις της, δεν έχουμε δικαίωμα να ξεμπερδεύουμε ελαφρά τη καρδία μαζί της.
Ακόμη είναι βέβαιο ότι όσοι δεν επιθυμούμε τη διαιώνιση της υποταγής στην κυρίαρχη ιδεολογία και τον «αμερικανισμό» καλούμαστε, αντί να αρνούμαστε κάθε μορφή οργάνωσης, να αναζητήσουμε τη μορφή της πολιτικής οργάνωσης που θα συνενώνει την επαναστατική θεωρία με την πράξη, την επαναστατική διανόηση με την πρωτοπόρα εργατιά, την οργάνωση που θα συνδυάζει την εσωκομματική δημοκρατία με την αποτελεσματικό- τητα στον πόλεμο κατά του ταξικού εχθρού.
Για το Gramsci λοιπόν είναι το κόμμα ως συλλογική οντότητα μέσα από την οργάνωση και τη δημοκρατική λειτουργία του που καλύπτει το κενό ανάμεσα από τη μια στην «κοινή λαϊκή αίσθηση», στην αυθόρμητη λαϊκή συνείδηση, και από την άλλη στην επιστημονική γνώση και στην επαναστατική συνείδηση.
Όμως -και εδώ εντοπίζουμε τη θεμελιακή αντίφασή του από τη σκοπιά που μας απασχολεί- στο βαθμό που η οργανική διανόηση που εντάσσεται στο κόμμα είναι κατ’ εξοχήν μαζοποιημένη αν όχι προλεταριοποιημένη διανόηση, μια διανόηση της αποσπασματικής τεχνικής
182
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
γνώσης και όχι μια τύπου Μαρξ, Λένιν ή ακόμη και του ίδιου του Gramsci διανόηση, γιατί να διαθέτει ικανότητες που δεν διαθέτει το προλεταριάτο και συνεπώς να είναι ικανή, έστω με τη μεσολάβηση του κόμματος, να το απαγκιστρώσει από το χυδαίο «κομφορμισμό», από το επίπεδο της «κοινής λαϊκής αίσθησης» και να το ανυψώσει στο επίπεδο της «κριτικής συνείδησης» και στη συνέχεια της επαναστατικής;
Σε αυτό το ερώτημα o Gramsci δεν δίνει απάντηση. Αντίθετα εντοπίζει τις δυσκολίες που θα συναντήσει το προλεταριάτο καθαυτό για να ανυψωθεί στην επαναστατική συνείδηση και επισημαίνει την ασυνέχεια του ιστορικού χρόνου η οποία επιδρά στη διαμόρφωση της επαναστατικής του συνείδησης.
O Gramsci από το 1924 θέλοντας να αντικρούσει τη λογική του Bernstein, σε αντίθεση από ό,τι τον κατηγορεί o Preve (202, 152), εντοπίζει, εκτός από την αναγκαιότητα του λενινιστικού «απ’ έξω», την «ασυνέχεια του ιστορικού χρόνου».
«Το αντικειμενικό θεμέλιο του ηγετικού ρόλου του προλεταριάτου είναι ο ρόλος του στη διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής. Θα ήταν όμως μια μηχανική εφαρμογή της μαρξιστικής θεωρίας και κατ’ επέκταση εναγκαλισμός με ψευδαισθήσεις αντίθετες στην ιστορική αλήθεια να φαντάζεται κάποιος ότι η αληθινή ταξική συνείδηση, η ικανή να οδηγήσει στην κατάκτηση της εξουσίας, μπορεί να γεννηθεί απ ό μόνη της στο επ ίπεδο του προλεταριάτου (η υπογράμμιση δική μας) προοδευτικά, δίχως συγκρούσεις ή δίχως πισωγυρίσμα- τα (η υπογράμμιση δική μας), λες και το προλεταριάτο θα μπορούσε ιδεολογικά να διαποτιστεί λίγο λίγο από την επαναστατική του αποστολή στη βάση μιας ταξικής γραμμής» (131, 1).
Το ερώτημα λοιπόν που προκύπτει είναι κατά πόσο
183
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
μέσα από το πέρασμα του «ασυνεχούς ιστορικού χρόνου» ή της κατά Λένιν μη ευθείας, όπως η λεωφόρος Νέφσκι, αλλά με ζιγκ-ζαγκ ιστορικής εξέλιξης, η πλειονότητα της σύγχρονης εργατικής τάξης δεν ενσωματώθηκε και η πλειονότητα των κομμάτων της δεν εξέπεσαν πιο πίσω ακόμη και από το επίπεδο της αυθόρμητης συνείδησης. Σε αυτό το ερώτημα θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο τρίτο μέρος της μελέτης.
Σε κάθε περίπτωση o Gramsci δεν διέγραψε την εργατική τάξη ως εν δυνάμει επαναστατικό υποκείμενο, δεν απέπεμψε στο πυρ το εξώτερο την αναγκαιότητα του κόμματός της, ενώ ταυτόχρονα δίχως να την αγιο- ποιεί πρόβαλε το ρόλο της επαναστατικής διανόησης. Αυτή την τελευταία την είδε να προέρχεται μαζικά απ ό μια μερίδα των απασχολούμενων στην παραγωγή διανοουμένων οι οποίοι αρχικά γεννιούνται ως οργανικοί διανοούμενοι της αστικής τάξης.
Στη μετα-Gramsci εποχή η εργατική τάξη και κατά συνέπεια η αναγκαιότητα του όποιου κόμματός της όχι μόνο απομυθοποιούνται, αλλά εξαφανίζονται ως επαναστατικοί φορείς από την προβληματική της πλειονότητας των επαναστατών στοχαστών, ιδιαίτερα εκείνων που δραστηριοποιήθηκαν έξω, αν όχι ενάντια, στο οργανωμένο εργατικό κίνημα. Με εξαίρεση τον Lukács ο οποίος, για ένα τουλάχιστον διάστημα και σε αντίθεση με τους κλασικούς αλλά και τον Gramsci, τη «θεοποιεί», οι επόμενοι στοχαστές την αντικαθιστούν είτε με τη διανόηση και τη φοιτητική νεολαία είτε/και με το περιθώριο είτε με απροσδιορίστου ταξικότητας κινήματα είτε γενικώς με το πλήθος.
Χαρακτηριστική προς αυτή την κατεύθυνση είναι η θεωρητική παρέμβαση του Herbert Marcuse. Αλλά με αυτό τον κατά τα άλλα σημαντικό επαναστάτη διανοη- τή θα ασχοληθούμε εκτενέστερα στο δέκατο κεφάλαιο.
184
1 Ρ 0 Ι Ι Ι
«ΓΕΝΙΚΗ OIDNOlfl», ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ KOI DVHflTOTHTtí ΤΗΣ K O m m O V N IIT IK H Z ΠΡΟΟΠΤΙΚΗΣ Kfll
ΚίΦΗΑΑΙΟΚΡΗΤΙΚΗΟΝΤΙΟΡΗΣΗ
(ισ ο γ ω γ ικ ά
Σ αν τ ίπ ο τ ε να μην α λ α α ξ ε , σαν όλα να άλλαξαν. Ιδού οι δύο ακραίες και παντελώς λαθεμένες θεωρήσεις της σύγχρονης πραγματικότητας σε σχέση με την εποχή του Μαρξ ή ακόμη και σε σχέση με εδώ και τρεις μόλις δεκαετίες. Η αλήθεια είναι ότι, όπως λέει και το τραγούδι, «αλλάζουν όλα εδώ κάτω με ορμή». Όμως δυστυχώς αλλάζουν ακόμη μέσα στο στενό πλαίσιο του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, διατηρώντας την ανθρωπότητα στο στάδιο της προϊστορίας της, σε μια εποχή που ακριβώς χάρη σε αυτές τις αλλαγές υπάρχει η δυνατότητα άμεσης διεκδίκησης του περά- σματός της στο βασίλειο της πραγματικής ιστορίας της, στο βασίλειο της κομμουνιστικής χειραφέτησης.
Γι’ αυτό και οι επαναστάσεις της πείνας των περασμένων αιώνων ή θα εκδηλωθούν στην εποχή μας ως επαναστάσεις της χειραφέτησης που θα λύσουν και το πρόβλημα της πείνας ή θα συνθλιβούν ή θα αφομοιωθούν από το σύστημα.
Η αντίθεση ανάμεσα στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, δεσπόζουσα θέση ανάμεσα στις οποίες κατέχει και ο ανθρώπινος παράγοντας, και στις σχέσεις παραγωγής, μια αντίθεση που είναι εγγενής του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, αντιμετωπίζεται από τη σκοπιά του κεφαλαίου με δεδομένο κάθε φορά το επίπεδο της ταξικής, λαϊκής αντίστασης σε αυτό.
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
Έτσι δεν είναι ούτε μόνο το λαϊκό κίνημα, πόσο μάλλον η βούληση της υπερταξικής ακαθόριστης έννοιας του πλήθους (63), ούτε μόνο το κεφάλαιο μέσα από τους μηχανισμούς του που είναι ικανά να ερμηνεύσουν κάθε φορά την αντιμετώπιση αυτής της αντίθεσης. Αν συνεχίζουμε να δεχόμαστε ότι μοχλός της ιστορίας αλλά και της όποιας πρόσκαιρης ή οριστικής αντιμετώπισης αυτής της αντίθεσης είναι η ταξική πάλη, τότε τόσο η υπερεκτίμηση της αυθόρμητης δράσης της μάζας -περίπτωση Negri- (63) όσο και η υπερεκτίμηση των δομών του καπιταλιστικού συστήματος είναι σε λανθασμένη κατεύθυνση.
Με δεδομένη λοιπόν αυτή την αντίθεση και τη διαλεκτική σύγκρουση κεφαλαίου και εργασίας, το κεφάλαιο προσπαθεί να αντιμετωπίσει τις εγγενείς του αντιθέσεις. Μια από αυτές προκύπτει από την απελευθέρωση της ζωντανής εργασίας και την αντικατάστασή της από αποκρυσταλλωμένη, που συνοδεύει την καπιταλιστική ανάπτυξη και αποτελεί όρο της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Βεβαίως αυτή τη δυνατότητα το κεφάλαιο την οφείλει, στην κυριολεξία της λέξης, στις παρελ- θούσες γενιές της εργατικής τάξης, μια οφειλή που σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να θεωρείται ότι έχει παρα- γραφεί και συνεπώς πρέπει να επιστραφεί επαναστατικό) δικαίω στην κληρονόμο της, τη σύγχρονη εργατική τάξη.
Ταυτόχρονα, ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες με την αναγωγή της επιστήμης σε άμεση παραγωγική δύναμη, το σημαντικό ρόλο που παίζει η πληροφορική και η επικοινωνία στην παραγωγή και την ανάπτυξη του τομέα των υπηρεσιών, η ατομική χειρωνακτική ζωντανή εργασία όταν δεν περιθωριοποιείται ή όταν δεν μετακινείται από το κεφάλαιο εκεί που το κόστος της εργατικής δύναμης είναι εξευτελιστικό και οι συνθήκες εργασίας σαν και αυτές της κατάστασης της εργατικής τά
188
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
ξης του 19ου αιώνα αντικαθίστανται σε μεγάλο βαθμό από τη συλλογική γενική διανοητική εργασία, την εργασία του general intellect (της γενικής διάνοιας) την οποία η μεγαλοφυΐα του Μαρξ είχε κατορθώσει να συλλάβει ως τάση της καπιταλιστικής παραγωγής.
Αυτή η αντικατάσταση σηματοδοτεί, πέρα από την ποιοτική διαφοροποίηση της ίδιας της ζωντανής εργασίας, μια νέα σχέση ανάμεσα στην ατομική και τη συλλογική εργασία, μια νέα σχέση ανάμεσα στο σταθερό και το μεταβλητό κεφάλαιο και κυρίως αποδεικνύει με τον πλέον περίτρανο τρόπο την ανάγκη υπέρβασης του καπιταλισμού.
Από αυτή τη σκοπιά ο Μαρξ γεννήθηκε νωρίς. Ταυτόχρονα όμως είναι πιο επίκαιρος από ποτέ. Αυτό που δεν ήταν δυνατό να υλοποιηθεί στο πλαίσιο της κυριαρχίας του ζεύγους της κλασικής βιομηχανίας και της χειρωνακτικής εργασίας στην παραγωγή είναι σήμερα δυ- νατόν στο πλαίσιο του ζεύγους των σύγχρονων υλικών παραγωγικών δυνάμεων και του φορέα τους, του general intellect (της γενικής διάνοιας).
Με άλλα λόγια, ενώ την εποχή του Μαρξ δεν είχαν ακόμη διαμορφωθεί οι αντικειμενικές δυνατότητες της ανάδειξης της εργασίας-ελεύθερης πολυποίκιλης δραστηριότητας σε κυρίαρχη ή διαφορετικά μιας ουσιαστικής υπαγωγής της στον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής, σήμερα αυτές οι δυνατότητες υπάρχουν και προκύπτουν ακριβώς τόσο από την απελευθέρωση της ζωντανής εργασίας όσο και από τον ποιοτικό εμπλουτισμό της και τον άμεσο κοινωνικό της χαρακτήρα.
Ταυτόχρονα οι ίδιες αυτές αλλαγές καθιστούν δυνατή και απαιτούν την υπέρβαση της έκφρασης της εργασίας με τη μορφή της αφηρημένης και της συγκεκριμένης εργασίας, δηλαδή την υπέρβαση του νόμου της αξίας ως μέτρου του κέρδους.
189
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
Καθιστούν δυνατή και απαιτούν την αναγωγή σε κυρίαρχη της ελεύθερης δραστηριότητας αυτοσκοπό, και την έκφραση της δευτερεύουσας, στον κομμουνισμό εναπομένουσας καταναγκαστικής εργασίας-δουλείας, με τις μορφές από τη μια της γενικής εργασίας -που πάντα θα παραμείνει μέτρο του ανθρώπινου μόχθου- και από την άλλη της χρήσιμης εργασίας στο πλαίσιο μιας σχεδιοποιημένης παραγωγής· απαιτούν δηλαδή την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και στην ανώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, συνολικότερα της εμπορευματικής παραγωγής.
Το κεφάλαιο λοιπόν «σκάβει το λάκκο» του μέσα από τις αντιθέσεις που το ίδιο γέννησε και σήμερα οξύνει στο έπακρο. Από την άλλη με νύχια και με δόντια προσπαθεί να αποτρέψει την ενεργοποίηση του νεκροθάφτη του.
Καταδικασμένο να συνεχίσει τη διευρυμένη αναπαραγωγή του, αντιστέκεται στη συνεπαγόμενη από την αντικατάσταση και ποιοτική διαφοροποίηση της ζωντανής εργασίας άνοδο της οργανικής του σύνθεσης και στην πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους, όχι μόνο με τις άλλες κλασικές μεθόδους που πρόβλεψε ο Μαρξ στο Κ εφάλαιο (153, τ. 3, 293 κ.ε.), όχι μόνο με την αναποτελεσματική μακροπρόθεσμα «τρίπλα» αποκομιδής κερδών στο πεδίο του χρηματιστικού κεφαλαίου, όπου το χρήμα εμφανίζεται λες και έχει τη δυνατότητα να γεννά χρήμα (Χ-Χ') δίχως τη μεσολάβηση της παραγωγής (Χ-Ε-Χ') αλλά κυρίως επιδιώκοντας να επεκτείνει την καπιταλιστική εμπορευματο- ποίηση κάθετα και οριζόντια.
Κάθετα, με τη μορφή του νεοφιλελευθερισμού, ιδιωτικοποιώντας και καθιστώντας εμπόρευμα ό,τι ακόμη δεν είχε γίνει τέτοιο - επιστήμη, γνώση, πληροφορίες,
190
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
κοινωνικές παροχές, υπηρεσίες, ήλιο, νερό, αέρα, ανθρώπινα όργανα, τον ίδιο το νου των ανθρώπων...
Οριζόντια, με τη μορφή του ιμπεριαλισμού, εγκαθιδρύοντας και καθιστώντας κυρίαρχες με την πιο άγρια βία τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις όπου αυτές δεν υπήρχαν, από τις πρώην «σοσιαλιστικές» χώρες μέχρι τα έσχατα όρια των πιο απομονωμένων περιοχών, των ερήμων και των παγετώνων, και αύριο, αν συνεχίζει να κυριαρχεί, και των άλλων πλανητών αναζητώντας νέες αγορές, φτηνές πρώτες ύλες και κυρίως πετρέλαιο, αλλά και φτηνή εργατική δύναμη, αποδεικνύοντας και με αυτό τον τρόπο ότι επιμένει στη διατήρηση σε ισχύ του νόμου της αξίας.
Το κεφάλαιο στο πλαίσιο αυτής της οριζόντιας ιμπεριαλιστικής εξάπλωσής του είναι υποχρεωμένο να καταργεί τα σύνορα αναδείχνοντας έτσι ότι η διατήρηση του εθνοκράτους αποτελεί μια από τις κύριες αντιθέσεις του σύγχρονου καπιταλισμού. Ισοπεδώνει κάθε εμπόδιο που του αντιστέκεται, ομοιογενοποιεί ποιοτικά τους λαούς, μαζοποιεί το «πλήθος», ταυτόχρονα όμως εντείνει τις ανισότητες στο εσωτερικό αυτού του παγκόσμιου τόπου, αλλά και μέσα στους επιμέρους τόπους οξύνει τις υπαρκτές αντιθέσεις. Έτσι διαμορφώνει τους όρους για τη διεκδίκηση από ένα διεθνιστι- κό κίνημα μιας παγκόσμιας κοινότητας συναδέλφωσης, ενός πραγματικού παγκόσμιου χωριού, απαιτώντας περισσότερο από ποτέ τον καθορισμό των μεσολαβήσεων και της πρωτοπορίας εκείνης που θα αποτρέψει την ενσωμάτωση στην αστική ιδεολογία και θα οδηγήσει στην κομμουνιστική επανάσταση.
Και όσο συρρικνώνονται τα περιθώρια επέκτασής του, όσο θα διαπιστώνει ότι η εχθρική από μέρους του αντιμετώπιση της φύσης έχει τα όριά της -όχι τα ηθικά διότι το κεφάλαιο δεν έχει τέτοιας φύσης φραγμούς, αλ
191
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
λά από τη σκοπιά της αποκομιδής κέρδους-, όσο θα υπάρχουν περίοδοι οικονομικής ύφεσης και οικονομικών κρίσεων, τόσο θα βγαίνουν στην επιφάνεια με οξύ- τερο τρόπο οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, τα κρυμμένα μαχαίρια που σήμερα υποβόσκουν και οδηγούν ορισμένους, συγχέοντας την τάση με την απόλυτη υλοποίησή της, να κάνουν λόγο για ενιαία Αυτοκρατορία (63), τόσο τα «εθνικά» ιμπεριαλιστικά κράτη θα παρεμβαίνουν πιο άμεσα για να στηρίξουν το καθένα τα «εθνικά» ιμπεριαλιστικά του συμφέροντα, τόσο οι ΗΓΙΑ θα αμφισβητούνται ως ο μοναδικός παγκόσμιος θησαυροφύλακας και χωροφύλακας.
Το γεγονός λοιπόν ότι το κεφάλαιο έχει οξύνει στο έπακρο την αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό-παγκο- σμιοποιημένο χαρακτήρα της παραγωγής του general intellect και στην ιδιωτική ιδιοποίηση από τις ιδιωτικές πολυεθνικές του αποτελέσματος της εργασίας των παραγωγών, τους οποίους και επιμένει -όταν δεν τους περιθωριοποιεί- να τους χρησιμοποιεί ως εμπορεύματα, φορείς αποσπασματικών, κατατμημένων ικανοτήτων, είναι που το καθιστά σήμερα περισσότερο αντιδραστικό από όσο σε όλη την προηγούμενη ιστορία του.
Και αυτή του η αντιδραστικότητα δεν είναι δυνατόν παρά να εκδηλώνεται και στις μορφές υπεράσπισης της κυριαρχίας του. Έτσι οξύνονται ταυτόχρονα και στο έπακρο τόσο η πτυχή της βίας όσο και του δόλου. Εκεί που δεν επαρκεί η ιδεολογική ηγεμόνευση εκδηλώνεται η πιο ανοιχτή και βάρβαρη βία. Γι’ αυτό και ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός είναι αδύνατον να επιβιώσει μέσα από τη συστημική αυτορύθμισή του, γι’ αυτό και οι ΗΠΑ έχουν αναδειχθεί σε ηγέτιδα δύναμή του, σε νέα Ρώμη του, σε στρατιωτική υπερδύναμη η οποία είναι η μόνη ικανή, ως ο αναγκαίος σκληρός πυρήνας του ιμπεριαλισμού, να διασφαλίσει την παγκόσμια κυριαρχία του.
192
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
Εκείνοι λοιπόν που αντιμετωπίζουν τον νεοφιλελευθερισμό σαν μια κακή μορφή καπιταλιστικής διαχείρισης, σαν μια πρόσκαιρη και επανορθώσιμη στα καπιταλιστικά πλαίσια απόκλιση από. το καλό «κράτος πρόνοιας» και τη ρεφορμιστική διαχείριση, δεν κατανοούν ότι η αντιδραστικοποίηση του καπιταλισμού είναι σύμφυτη με την εξέλιξή του, ή με άλλα λόγια ότι ο καπιταλισμός για να συνεχίσει να υπάρχει είναι υποχρεωμένος κάτω από τις σύγχρονες συνθήκες ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών δυνάμεων να λειτουργεί με τη μορφή του νεοφιλελευθερισμού. Αυτός λοιπόν δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται σαν το κακό προσωπείο, αλλά σαν το πραγματικό πρόσωπο του σύγχρονου καπιταλισμού.
Είναι προφανές ότι στα όρια τούτης της μελέτης δεν ήταν δυνατόν παρά να σκιαγραφήσουμε όσο πιο συνοπτικά μπορούσαμε αυτό το γενικότερο πλαίσιο των αλλαγών που συντελέστηκαν στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Στη συνέχεια θα εξετάσουμε αυτές τις αλλαγές από την οπτική γωνία της σχέσης της ζωντανής με την αποκρυσταλλωμένη εργασία, κάτω από την οποία μπορούμε με τον καλύτερο τρόπο να φωτίσουμε και το ρόλο της διανόησης.
Αφού προηγουμένως αναφερθούμε συνοπτικά στις αλλαγές της περιόδου του καθαυτό βιομηχανικού καπιταλισμού, οι οποίες και άνοιξαν το δρόμο στις πιο πρόσφατες αλλαγές, στη συνέχεια θα σταθούμε πιο ειδικά σ’ εκείνες τις αλλαγές που σχετίζονται πιο άμεσα με την κυρίως πνευματική εργασία, με τις ποσοτικές και ποιοτικές τροποποιήσεις της, με τις δυνατότητες που αυτές προσφέρουν, αλλά και με τα εμπόδια που ορθώνει ο καπιταλισμός, έτσι ώστε να μην είναι δυνατόν δίχως την ανατροπή του αυτές οι δυνατότητες να αξιο-
193
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
ποιηθούν προς μια ανθρωποκεντρική κατεύθυνση. Τα ελεύθερα λογισμικά τύπου Linux αναφέρονται ως χαρακτηριστικό παράδειγμα δυνατοτήτων αλλά και υπεροχής των αποεμπορευματοποιημένων σχέσεων και καταδεικνύουν με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο τον ανορθολογισμό του κεφαλαίου που επιμένει να κρατά τη γνώση και την πληροφορία δέσμιες της ιδιωτικής ιδιοκτησίας.
Μέσα από αυτή τη διερεύνηση θα διαπιστώσουμε στο επόμενο μέρος ότι και η διανόηση δεν είναι δυνα- τόν να αντιμετωπίζεται ως σταθερό και ακίνητο αγαλ- ματίδιο, σαν το «στοχαστή» του Rodin. Η θέση της και ο ρόλος της έχουν αλλάξει τόσο στην παραγωγή όσο και στην κοινωνία γενικότερα. Η διανόηση δεν είναι πια ούτε το «σπάνιο είδος» της εποχής του Μαρξ, ούτε ένα δευτερεύον συμπλήρωμα ενός κυρίαρχου βιομηχανικού προλεταριάτου όπως στην εποχή του Λένιν, ούτε όμως η προλεταριοποίηση ενός σημαντικού της τμήματος σηματοδοτεί την επαναστατικοποίησή της, όπως ήθελε να πιστεύει o Gramsci γι’ αυτό το τμήμα των οργανικών διανοούμενων της αστικής τάξης.
194
Κεφάϋαιο5
Απεήευθερωση-μειακίνποη ii)c ζωντανής c p p i o c οιην εποχή ίου κυρίαρχου βιομηχανικού καπιιαϋιομού
Α ς δ ιε ρ ε υ ν ή σ ο υ μ ε αρχικά τη σχέση της ζωντανής εργασίας με το κεφάλαιο, έτσι όπως αυτή εξελίχθηκε από την περίοδο της ουσιαστικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο και στη συνέχεια θα αναφερθούμε στις πιο πρόσφατες αλλαγές αυτής της σχέσης. Από την τάση που διαπερνά αυτή τη σχέση θα διαπιστώσουμε ότι η κεφαλαιοκρατική παραγωγή οδηγείται στην αυτοαναίρεσή της, από τη μια μέσα από την απελευθέρωση άμεσης ζωντανής εργασίας και ταυτόχρονα τη διανουμενοποίηση- επιστημονικοποίηση της παραγωγής και από την άλλη μέσα από την κοινωνικοποίησή της, οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με την ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και την απόσπαση υπεραξίας που προέρχεται από την άμεση ζωντανή εργασία του κάθε εργάτη και από το χρόνο εργασίας του, τα οποία αποτελούν το θεμέλιό της.
Το κεφάλαιο ως σχέση εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης από τη στιγμή που θεμελιώθηκε η ουσιαστική υπαγωγή της εργασίας σε αυτό, από τη στιγμή δηλαδή που στηρίχτηκε στα δικά του πόδια, την κλασική βιομηχανία, και από τη στιγμή που η αύξηση της παραγωγικότητας και η σχετική υπεραξία έγιναν οι κύ
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
ριοι μοχλοί της διευρυμένης αναπαραγωγής του, διατηρεί μια στην κυριολεξία σχιζοφρενική σχέση με τη ζωντανή εργασία.
Αν οι πρώτες ενδείξεις της σχιζοφρένειας, δηλαδή της διάσπασης των φρενών, είναι η «αποδιοργάνωση του συνδυασμού των ιδεών που καταλήγει σε μια κατάσταση ψυχικής αποσύνθεσης» και οι συνέπειες ή οι αντιδράσεις σε αυτή την πρωτογενή κατάσταση είναι «το ντελίριο ή οι συναισθηματικές διαταραχές» (81, 1530), αν ακόμη δεχτούμε ότι η σχέση του κεφαλαίου με τη ζωντανή εργασία είναι μια σχέση εξάρτησης και απέχθειας που το οδηγεί στη σύγχρονη παραληρηματική βαρβαρότητα, τότε δίχως καμιά υπερβολή μπορεί να γίνει λόγος για σχιζοφρενική σχέση από την πλευρά του κεφαλαίου.
Αν σταθούμε κατ’ αρχήν στη σχέση που διατηρεί το κεφάλαιο με τη ζωντανή εργασία που λειτουργεί ως μεταβλητό κεφάλαιο στην παραγωγή, διαπιστώνουμε ήδη σε όλο της το μεγαλείο αυτή τη σχιζοφρενική, αντιφατική την ονομάζει ο Μαρξ, σχέση.
«Το κεφάλαιο είναι αυτό το ίδιο μια αντιφατική διαδικασία, από την άποψη ότι προσπαθεί να περιορίσει το χρόνο εργασίας σε ένα ελάχιστο, ενώ από την άλλη θέτει το χρόνο εργασίας ως μοναδικό μέτρο και πηγή του πλούτου. Γι’ αυτό μειώνει το χρόνο εργασίας με τη μορφή του αναγκαίου χρόνου εργασίας, για να τον αυξήσει με τη μορφή της πρόσθετης εργασίας, θέτοντας έτσι σε ένα αυξημένο βαθμό την πρόσθετη εργασία ως όρο -ζήτημα ζωής ή θανάτου- για την αναγκαία εργασία» (149, 194).
Με δεδομένο ότι πάντα υπήρχε και πάντα θα υπάρχει πρόσθετος χρόνος εργασίας και μάλιστα η κυρίαρχη τάση είναι αυτός να αυξάνεται συνεχώς αναλογικά με τον αναγκαίο για την αναπαραγωγή της εργατικής δύ
196
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
ναμης χρόνο, το ζήτημα είναι αν αυτός ο πρόσθετος χρόνος θα αξιοποιείται για την αύξηση των κερδών ή υπέρ των εργαζομένων.
Όμως η αντίφαση δεν περιορίζεται σε αυτό το επίπεδο. Το κεφάλαιο, παρά το ότι στηρίζεται στη ζωντανή εργασία μόνη ικανή να του αποδώσει υπεραξία, δεν αρκείται μόνο στην επιδίωξη αύξησης του πρόσθετου σε σχέση με τον αναγκαίο χρόνο, μια αναλογία που η έκβασή της εξαρτάται τελικά κάθε φορά από την ταξική πάλη. Είναι υποχρεωμένο στο πλαίσιο του ανταγωνισμού και της επιδιωκόμενης αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας να εκτοπίζει από την παραγωγή τη ζωντανή εργασία και να την αντικαθιστά από αποκρυσταλλωμένη εργασία.
«Η αναγκαία τάση του κεφαλαίου είναι η αύξηση της παραγωγικής δύναμης και η μέγιστη άρνηση της αναγκαίας εργασίας. Και η υλοποίηση αυτής της τάσης είναι η μετατροπή του μέσου της εργασίας σε μηχανή» (149, τ. 2, 185).
«Η πλήρης ανάπτυξη του κεφαλαίου δεν πραγματο- ποιήθηκε -ή το κεφάλαιο δεν έχει ακόμη διαμορφώσει τον τρόπο παραγωγής που του αρμόζει- παρά μόνο από τη στιγμή ακριβώς που το μέσο της εργασίας δεν καθορίζεται μόνο τυπικά ως σταθερό κεφάλαιο, αλλά που καταργείται με την άμεση μορφή του και από τη στιγμή που το σταθερό κεφάλαιο εμφανίζεται στη σκηνή ως μηχανή απέναντι στην εργασία στο εσωτερικό της διαδικασίας της παραγωγής, όπου η διαδικασία της παραγωγής καθορίζεται όχι ως υποταγμένη στην άμεση δεξιότητα του εργάτη αλλά ως τεχνολογική εφαρμογή της επιστήμης. Η τάση του κεφαλαίου είναι συνεπώς να προσδώσει στην παραγωγή ένα επιστημονικό χαρακτήρα και η άμεση εργασία υποβαθμίζεται σε απλή στιγμή αυτής της διαδικασίας» (149, τ. 2, 187).
197
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
Την ίδια δηλαδή στιγμή που το κεφάλαιο ως σχέση εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης θέτει τον χρόνο εργασίας, την απλή ποσότητα εργασίας, ως μόνο καθοριστικό στοιχείο για να συνεχίσει να λειτουργεί ως τέτοιο, δηλαδή για να αποκομίζει κέρδος, η άμεση εργασία και η ποσότητά της, η ζωντανή εργασία, δεν είναι πια αυτές το καθοριστικό στοιχείο της παραγωγής. Υποβαθμίζονται τόσο ποσοτικά σε μια μειωμένη σε σχέση με το σταθερό κεφάλαιο αναλογία, όσο και ποιοτικά σε μια αναγκαία μεν αλλά δευτερεύουσα δε στιγμή της όλης διαδικασίας παραγωγής. Και αυτό που αναδεικνύεται σε πρωτεύον είναι «η γενική επιστημονική εργασία, η τεχνολογική εφαρμογή των φυσικών και μαθηματικών επιστημών» (149, τ. 2, 188).
Ως προς τις ενδοκεφαλαιοκρατικές σχέσεις αυτή η τάση έχει συνέπεια τη συγκέντρωση και τη συγκεντρο- ποίηση του κεφαλαίου στα χέρια εκείνων των κεφαλαιοκρατών οι οποίοι εκσυγχρονίζοντας το σταθερό τους κεφάλαιο εκτοπίζουν τους υπόλοιπους οι οποίοι συνεχίζουν να λειτουργούν στη βάση κατ’ εξοχήν μεταβλητού κεφαλαίου, και αυτό είναι που οδηγεί στο μονοπωλιακό καπιταλισμό, στην όξυνση του ανταγωνισμού και του αγώνα για καινούργιες αγορές.
Αυτή η απελευθέρωση της ζωντανής εργασίας είχε προβλεφτεί όπως προαναφέραμε ως δυνητικότητα από την εποχή κιόλας του Ομήρου και αργότερα από τον Αριστοτέλη.
«Μαλαματένιες ρόδες άρμοζε ατού καθενού τον πάτο, μες στων θεών μοναχοσάλευτα τη σύναξη να μπαίνουν και πίσω να γυρνούν στο σπίτι που να σαστίζει ο νους σου!» γράφει ο Όμηρος για το σπίτι του ξακουστού θεού τεχνίτη Ήφαιστου (182, Σ 370/380).
Και ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του (1253b-1254a) γράφει ότι, αν υπήρχαν τα αγάλματα, οι αυτόματοι μη
198
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
χανικοί άνθρωποι του Δαίδαλου και οι τρίποδες, οι μο- ναχοσάλευτοι του Ηφαίστου, δεν θα υπήρχε ανάγκη υπηρετών ούτε οι κύριοι θα είχαν ανάγκη δούλων.
Να όμως που το κεφάλαιο, παρ’ όλο που αυτή η πρόβλεψη του Αριστοτέλη συνιστά σήμερα την κυρίαρχη τάση στην παραγωγή, παρεμποδίζει αυτή την εξέλιξη της άρσης της σύγχρονης δουλείας και τούτο διότι διαφορετικά θα έπρεπε να αυτοαναιρεθεί ως τέτοιο. Το κεφάλαιο παρεμποδίζει, έτσι ώστε η μείωση της ανθρώπινης εργασίας, της κατανάλωσης καταναγκαστι- κής, αναγκαίας, εργατικής δύναμης σε ένα ελάχιστο να λειτουργεί υπέρ της χειραφετημένης ελεύθερης δραστηριότητας (149, τ. 2, 189).
Αν πάρουμε δύο ακραίες υποθετικές περιπτώσεις που, αν εφαρμόζονταν στην πράξη, θα σηματοδοτούσαν την αυτοκατάργηση του κεφαλαίου, θα κατανοήσουμε πιο εύκολα τα δυο ακραία όρια ανάμεσα στα οποία είναι υποχρεωμένο να κινείται το κεφάλαιο ως προς τη ζωντανή εργασία και την τάση που είναι υποχρεωμένο να ακολουθεί σε αυτή του τη σχέση.
Η πρώτη περίπτωση είναι εκείνη που αναφέρει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο, ασκώντας κριτική στον Riccardo, ο οποίος συγχέει το ποσοστό του κέρδους με αυτό της υπεραξίας. Γράφει λοιπόν ο Μαρξ: «Το ποσοστό του κέρδους θα ήταν ίσο με το ποσοστό της υπεραξίας μόνο αν το σταθερό κεφάλαιο, σ=0, δηλαδή αν όλο το κεφάλαιο είχε δαπανηθεί για μισθό εργασίας» (153, τ. 3, 305). Όμως σε μια τέτοια περίπτωση το κεφάλαιο δεν θα υπέτασσε ουσιαστικά την εργασία διότι δεν θα κατείχε την ιδιοκτησία μηχανικών μέσων παραγωγής.
Η δεύτερη ακραία υποθετική περίπτωση είναι εκείνη κατά την οποία όλο το κεφάλαιο δαπανάται για μέσα παραγωγής, «μονοσάλευτες» μηχανές, οι οποίες δεν έχουν ανάγκη από ζωντανή εργατική δύναμη για να
199
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
λειτουργήσουν. Σε αυτή την περίπτωση που το μεταβλητό κεφάλαιο μ=0, η υπεραξία θα ήταν μηδενική, υ=μ/σ=0 και το ίδιο θα συνέβαινε με το ποσοστό του κέρδους (κ'= υ/σ+μ). Σε αυτή την περίπτωση, ελλείψει εργατικής δύναμης και κέρδους, πάλι δεν θα μπορούσε να γίνει λόγος για κεφαλαιοκρατική σχέση εκμετάλλευσης.
Έτσι το κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να κινείται ανάμεσα στα δυο αυτά ακραία όρια με κατεύθυνση το δεύτερο, δίχως όμως ποτέ να το φθάνει. Υπό αυτή την έννοια μπορεί να γίνει λόγος για τάση η οποία όμως δεν είναι δυνατόν να οδηγηθεί στην απόλυτη έκφρασή της, παρά μόνο με την ανατροπή του κεφαλαίου.
Αυτγ^η τάση έχει ως αποτέλεσμα για την εργατική τάξη την ανεργία, που με τη σειρά της από τη μια πλήττει και το κεφάλαιο, στο βαθμό που μειώνοντας την αγοραστική δύναμη της εργατικής τάξης μειώνει και τις πωλήσεις των εμπορευμάτων, και από την άλλη το εξυπηρετεί στο βαθμό που του δίνει τη δυνατότητα να μειώνει τους μισθούς. Για τους εργαζόμενους που παραμένουν στη μηχανική παραγωγή αυτή η τάση έχει ως αποτέλεσμα την υποταγή τους στην κίνηση της μηχανής και όχι το αντίστροφο, την υποταγή της ζωντανής στη νεκρή εργασία και όχι το αντίστροφο, τον υποβιβασμό της άμεσης ζωντανής εργασίας σε μια απλή στιγμή της παραγωγικής διαδικασίας. Με άλλα λόγια η μηχανή λειτουργεί απελευθερωτικά από την άποψη ότι απαλλάσσει τον εργάτη από χειρωνακτικές λειτουργίες και στο πλαίσιο του αρχικού αυτοματισμού από ορισμένες απλές πνευματικές δραστηριότητες, ενώ ταυτόχρονα σκλαβώνει τον εργαζόμενο που χάνει την αυτοτέλεια που είχε ως ανεξάρτητος τεχνίτης ή ακόμη ως χειριστής ενός εργαλείου του οποίου ήταν εκείνος που καθόριζε την κίνηση και τους ρυθμούς. Η ατομική ερ
2 0 0
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
γασία του κάθε εργαζόμενου από τη μια γίνεται όλο και πιο μερική, από την άλλη εκφράζει τον κοινωνικό της χαρακτήρα ως τμήμα πια του συλλογικού εργαζόμενου στο εμπόρευμα, οξύνοντας έτσι τη σχέση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και την ιδιωτική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της.
Ταυτόχρονα ο χειρώνακτας εργαζόμενος όχι μόνο δεν είναι ιδιοκτήτης του μέσου με το οποίο δουλεύει, αλλά είναι αποξενωμένος από την επιστήμη και τη γνώση που οδηγούν στη σύλληψη και την κατασκευή της μηχανής. Αυτές στη φάση της κλασικής βιομηχανικής παραγωγής βρίσκονται στην πλευρά του κεφαλαίου, στην πλευρά της αστικής τάξης. Έτσι ο διαχωρισμός μεταξύ κυρίως πνευματικής και κυρίως χειρωνακτικής εργασίας συμπίπτει με τον ταξικό διαχωρισμό σε κεφάλαιο και εργασία.
Όμως αυτή η απελευθέρωση ζωντανής εργασίας δεν συντελείται δίχως και άλλες αρνητικές συνέπειες για το ίδιο το κεφάλαιο. Μια πρώτη αρνητική συνέπεια είναι η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Εδώ ο Μαρξ δεν αναφέρεται στον ατομικό κεφαλαιοκράτη για τον οποίο του είναι αδιάφορο αν η επιχείρησή του παράγει υπεραξία ή αν καρπώνεται ένα τμήμα της υπεραξίας που παράγεται σε κοινωνικό επίπεδο. Αναφέρεται στο κεφάλαιο από κοινωνική, συλλογική σκοπιά το οποίο, αν υποθέσουμε ότι επενδύεται εξολοκλήρου σε μη παραγωγικούς υπεραξίας τομείς, κάτι που θα διευκρινίσουμε πιο αναλυτικά στη συνέχεια, τότε δεν θα υπάρχει υπεραξία για να μοιραστεί και συνεπώς δεν θα υπάρχει και κέρδος.
«Αν τώρα υποθέσουμε ότι αυτή η βαθμιαία αλλαγή στη σύνθεση του κεφαλαίου [της σχέσης δηλαδή του μεταβλητού -εργατικής δύναμης- με το σταθερό - μηχανές] [...] περιλαμβάνει αλλαγές στην οργανική μέση
201
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
σύνθεση του κεφαλαίου που ανήκει σε μια καθορισμένη κοινωνία, τότε πρέπει αυτή η βαθμιαία αύξηση του σταθερού κεφαλαίου με το μεταβλητό κεφάλαιο να έχει απαραίτητα ως αποτέλεσμα μια βαθμιαία πτώση του γενικού ποσοστού κέρδους όταν μένει αμετάβλητο το ποσοστό της υπεραξίας ή όταν μένει αμετάβλητος ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφάλαιο» (153, τ. 3, 268).
Αυτός είναι ο «νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους», όπως τον διατύπωσε ο Μαρξ, και ο οποίος «αποτελεί το μυστήριο γύρω από τη λύση του οποίου περιστρέφεται όλη η πολιτική οικονομία από τον καιρό του Adam Smith» (153, τ. 3, 270).
Μαθηματικά μπορεί να εκφραστεί με τον ακόλουθο τρόπο:
Η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου είναι: %=α!μ, όπου σ είναι το σταθερό κεφάλαιο και μ το μεταβλητό. Το ποσοστό υπεραξίας που εκφράζει και το βαθμό εκμετάλλευσης είναι: υ'=υ/μ, και το ποσοστό κέρδους κ'=υ/σ+μ. Αν διαιρέσουμε και τους δυο όρους αυτού του κλάσματος διά μ, τότε θα έχουμε κ^υ'/g+l, οπότε όσο το g αυξάνει τόσο το κ' θα μειώνεται στο βαθμό που το υ' παραμένει σταθερό.
Ο Μαρξ αναφέρεται στη συνέχεια (153, τ. 3, 293- 304) στους παράγοντες εκείνους που χρησιμοποιεί το κεφάλαιο για να αντισταθμίσει αυτή την τάση. Αυτοί είναι: η άνοδος του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης με την παράταση της εργάσιμης ημέρας ή/και με την εντατικοποίηση της εργασίας, η συμπίεση του μισθού της εργασίας κάτω από την αξία της εργατικής δύναμης (εδώ παρεμβαίνει και το κράτος με τη συμβολή του στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης), το φτήναιμα των στοιχείων του σταθερού κεφαλαίου που προέρχεται από την αύξηση της παραγωγι
2 0 2
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
κότητας της εργασίας, ο σχετικός υπερπληθυσμός που έχει ως συνέπεια σε ορισμένους κλάδους να φτηναίνει η εργατική δύναμη, το εξωτερικό εμπόριο που μπορεί να φτηναίνει τα στοιχεία του σταθερού κεφαλαίου και τα μέσα συντήρησης του μεταβλητού κεφαλαίου, η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου στο βαθμό που τα μερίσματα που αυτό αποδίδει είναι μικρότερα από εκείνα του παραγωγικού κεφαλαίου. Πρόκειται συνεπώς για μέτρα που στην πλειοψηφία τους κατατείνουν στην παραπέρα εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, για μέτρα που τη σκλαβώνουν ακόμη περισσότερο αντί να την ελευθερώνουν.
Μια άλλη αντίφαση που προκύπτει για το κεφάλαιο όχι άμεσα από την αντικατάσταση ζωντανής εργασίας, αλλά που έχει άμεσες συνέπειες ως προς τον χαρακτήρα της, προέρχεται από την τάση κοινωνικοποίησης του χαρακτήρα της παραγωγής που το ίδιο διαμορφώνει στην εξέλιξή του. Και αυτή την τάση την περιέγραψε στη βιομηχανική της φάση διεξοδικά ο Μαρξ στο Κ εφ άλαιο και στη φάση της σημερινής της ωρίμανσης στα Χ ειρόγραφ α του 1857-1858 στα οποία θα επανέλθουμε στη συνέχεια. Τι λέει σχετικά ο Μαρξ στο Κεφάλαιο; Μας λέει ότι η συνεχής τάση κοινωνικοποίησης της διαδικασίας της εργασίας στο πλαίσιο της καπιταλιστικής παραγωγής, του στενού και εντεινόμενου καταμερισμού της εργασίας, έχει ως φυσικό της αντίδοτο το αποτέλεσμα της εργασίας -ασχέτως αν αυτό παίρνει τελικά «παρά φύση» τη μορφή του ιδιωτικού εμπορεύματος, κάτι που προσδιορίζει τη βασική αντίθεση της καπιταλιστικής παραγωγής- να μετατρέπεται σε προϊόν όχι ενός μεμονωμένου παραγωγού αλλά μιας συλλογικής συνεργατικής δύναμης ενός «συλλογικού εργαζόμενου».
«Ο ξεχωριστός άνθρωπος δεν μπορεί να επενεργεί πάνω στη φύση χωρίς να βάζει σ’ ενέργεια τους μυς
2 0 3
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
του κάτω από τον έλεγχο του δικού του μυαλού. Όπως στο φυσικό σύστημα ανήκουν μαζί το κεφάλι και το χέρι, έτσι και το προτσές της εργασίας συνενώνει την εργασία του κεφαλιού και την εργασία του χεριού. Αργότερα οι εργασίες αυτές χωρίζονται και φθάνουν ως την εχθρική αντίθεση. Όμως από τη στιγμή που το προϊόν μετατρέπεται γενικά από άμεσο προϊόν του ατομικού παραγωγού σε κοινωνικό προϊόν ενός συλλογικού εργάτη, δηλαδή ενός συνδυασμένου εργατικού προσωπικού που τα μέλτ] του συμμετέχουν από πιο κοντά ή πιο μακριά ή και καθόλου στο χειρισμό του ύλης, οι προσδιορισμοί της παραγωγικής εργασίας και του φορέα της, του παραγωγικού εργάτη, κατ’ ανάγκη διευρύνονται. Για να εργάζεται κανείς παραγωγικά δεν χρειάζεται πια να χρησιμοποιεί άμεσα τα χέρια του, αλλά αρκεί να είναι όργανο του συλλογικού εργάτη, να εκτε- λεί κάποια από τις λειτουργίες του» (153, τ. 1, 524).
Εκείνο δηλαδή που η καπιταλιστική παραγωγή απο- σπούσε ως μερική δραστηριότητα από το μεμονωμένο εργαζόμενο, με το στενό καταμερισμό της εργασίας που επέβαλε (όπως αυτός παρουσιάζεται στην ταινία Μοντέρνοι Κ αιροί του Charly Chaplin) και την οποία ο Μαρξ παραθέτοντας τον D. Urquhart αποκαλούσε «δολοφονία ή εκτέλεση ενός λαού» (153, τ. 1, 380) επανέρχεται ως ενιαία και πάλι δραστηριότητα στο επίπεδο του συλλογικού εργαζόμενου, δηλαδή της κοινωνικής συλλογικότητας των εργαζομένων.
Και μέσα από αυτή τη δραστηριότητα αλλάζει η έννοια τόσο της παραγωγικής εργασίας όσο και του φορέα της, του παραγωγικού εργάτη, ο οποίος «δεν χρειάζεται πια να χρησιμοποιεί άμεσα τα χέρια του». Σε αυτή τη σημαντική διαπίστωση θα επανέλθουμε αμέσως πιο κάτω όταν αναφερθούμε στη σχέση της διανόησης με την εργατική τάξη.
2 0 4
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
Εδώ όμως ο Μαρξ θέτει και ένα άλλο σημαντικό ζήτημα. Πρόκειται για τη διαφορά ανάμεσα στο τι είναι παραγωγικό γενικά, με την πρωταρχική σημασία του όρου παραγωγικό, και τι είναι παραγωγικό από τη σκοπιά του κεφαλαίου. Και αυτός ο διαχωρισμός έχει ιδιαίτερη σημασία διότι το κεφάλαιο, κρίνοντας κάτω από το δικό του πρίσμα, επιδιώκει να εντάξει στη δική του λογική του παραγωγικού εργασίες που από τη φύση τους δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν ως τέτοιες, κάτι που, όπως θα δούμε στη συνέχεια, πράττει και από τη σκοπιά του νόμου της αξίας που το προσδιορίζει.
0 Μαρξ λοιπόν σπεύδει να προσθέσει αμέσως πιο κάτω από το απόσπασμα που μόλις προηγήθηκε: «0 πρωταρχικός προσδιορισμός της παραγωγικής εργασίας που γεννιέται απ ό τη φύση της υλικής παραγωγής (η υπογράμμιση δική μας) παραμένει πάντοτε αληθινός σε σχέση με το συλλογικό εργαζόμενο αν αυτός αντιμετωπιστεί ως ένα πρόσωπο, αλλά δεν εφαρμόζεται πια σε καθένα από τα μέλη του ξεχωριστά» (153, τ. 1,525).
Αυτός λοιπόν ο «πρωταρχικός προσδιορισμός» της παραγωγικής εργασίας δεν είναι χαρακτηριστικός του καπιταλισμού. Αφορά όχι τον κοινωνικό προσδιορισμό στο πλαίσιο του καπιταλιστικού προτσές παραγωγής αξίας, αλλά στην παραγωγή αξιών χρήσης. Και μια αξία χρήσης κατ’ αρχήν δεν συνδέεται απαραίτητα με ένα υλικό προϊόν και κατά δεύτερο μια υλική αξία χρήσης μπορεί να μην είναι αξία.
Έτσι η αξία χρήσης μπορεί να προκύπτει από κάποιο χρήσιμο αποτέλεσμα μιας εργασιακής δραστηριότητας δίχως απαραίτητα αυτή να καταλήγει σε ένα υλικό προϊόν, και τέτοια είναι τα χρήσιμα αποτελέσματα μιας σειράς υπηρεσιών.
205
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
0 Μαρξ αναφέρει ως συγκεκριμένο τέτοιο παράδειγμα εκείνο της εργασίας του δασκάλου που με την εργασία του, τη διδασκαλία, προσφέρει ένα χρήσιμο αποτέλεσμα δίχως αυτό να αποκρυσταλλώνεται σε κάποιο υλικό προϊόν.
Αλλά και μια υλική αξία χρήσης μπορεί να μην είναι αξία. «Ένα πράγμα μπορεί να είναι αξία χρήσης, χωρίς να είναι αξία. Αυτό γίνεται στην περίπτωση που ωφελεί τον άνθρωπο χωρίς τη μεσολάβηση της εργασίας. Τέτοια είναι ο αέρας, το παρθένο έδαφος, τα φυσικά λιβάδια, τα παρθένα δάση κ.λπ.» (153, τ. 1, 55).
Ακόμη κάποιος που παράγει ένα προϊόν για δική του χρήση και όχι για ανταλλαγή παράγει μια αξία χρήσης, αλλά αυτή δεν είναι αξία. «'Οταν ένας άνθρωπος ικανοποιεί τη δική του ανάγκη με το δικό του προϊόν, δημιουργεί αξία χρήσης· δεν δημιουργεί όμως εμπόρευμα».
Από καπιταλιστική όμως σκοπιά δεν είναι η αξία χρήσης καθαυτή που ενδιαφέρει αλλά η αξία και το κέρδος. Για το κεφάλαιο δεν αρκεί γενικά κάποιος να παράγει για να είναι παραγωγικός. «Πρέπει να παράγει υπεραξία. Παραγωγικός είναι μονάχα ο εργάτης εκείνος που παράγει υπεραξία για τον κεφαλαιοκράτη ή που εξυπηρετεί την αυτοαξιοποίηση του κεφαλαίου» (153, τ. 1,525).
Έτσι «ένας δάσκαλος είναι παραγωγικός εργάτης [για το κεφάλαιο] όταν όχι μόνο επεξεργάζεται παιδικά κεφάλια, μα τσακίζεται και ο ίδιος στη δουλειά για να πλουτίζει ο επιχειρηματίας. Το ότι ο τελευταίος έχει τοποθετήσει τα κεφάλαιά του σ’ ένα εργοστάσιο εκπαίδευσης αντί σ’ ένα εργοστάσιο λουκάνικων δεν αλλάζει τίποτα στη σχέση» (153, τ. 1, 525).
Έτσι ο Μαρξ διαχωρίζει προσεκτικά τον εργαζόμενο που «εισφ έρει» υπεραξία στον καπιταλιστή (π.χ. τον εκπαιδευτικό σε ένα ιδιωτικό σχολείο που μόλις ανα
2 0 6
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
φέραμε) και εκείνον που κάνει το κεφάλαιο να «καρ- ποφορεί» παράγοντας υπεραξία. Στην πρώτη περίπτωση ο εργαζόμενος αποφέρει κέρδος στον καπιταλιστή εργοδότη του δίχως να παράγει υπεραξία.
Συνεπώς το ότι κάποιος είναι παραγωγικός για το κεφάλαιο δεν σημαίνει ότι παράγει υπεραξία. Για να παράγει υπεραξία, χρειάζεται να παράγει «εμπορεύματα», δηλαδή «ένα εξω τερικό αντικείμενο, ένα π ράγμ α (η υπογράμμιση δική μας) που με τις ιδιότητές του ικανοποιεί οποιοδήποτε είδος ανθρώπινες ανάγκες» (153, τ. 1, 49). Και αυτές οι ανάγκες μπορεί να είναι τόσο φυσικές όσο και πνευματικές. «Η επιθυμία προϋποθέτει την ανάγκη· είναι η όρεξη του πνεύματος που είναι τόσο φυσική όσο και η πείνα για το σώμα» (153, τ. 1, 49, υποσημ. 1).
Συνεπώς κατά τον Μαρξ για να παραχθεί αξία χρειάζεται εργασία η οποία παράγει προϊόντα με τη μορφή των εμπορευμάτων, έτσι όπως αυτά προσδιορίστηκαν πιο πάνω, δηλαδή ως «εξωτερικά αντικείμενα, πράγματα» τα οποία ικανοποιούν ανθρώπινες ανάγκες, είναι «ωφέλιμα» και τα οποία όμως παραπέρα δεν αρκεί απλώς να προορίζονται για μια οποιαδήποτε τύπου ανταλλαγή.
Για τον Μαρξ «ο αγρότης του μεσαίωνα παρήγαγε το στάρι του γεωμόρου για τον φεουδάρχη αφέντη και το στάρι της δεκάτης για τον παπά. Και όμως ούτε το στάρι του γεωμόρου ούτε το στάρι της δεκάτης γίνονταν εμπόρευμα, επειδή παράγονταν για άλλους. Για να γίνει το προϊόν εμπόρευμα πρέπει να μεταβιβαστεί μέσω της ανταλλαγής στον άλλο, σ’ αυτόν που του χρησιμεύει ως αξία χρήσης» (153, τ. 1, 55).
Και τέλος αυτή η ανταλλαγή μπορεί και πραγματοποιείται στο βαθμό που το εμπόρευμα με τη μορφή του «πράγματος», του «αντικειμένου», είναι «αξία σε
20 7
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
πηγμένη κατάσταση, σε αντικειμενικοποιημένη μορφή» (153, τ. 1,65).
Με άλλα λόγια η αξία που είναι και το κοινό χαρακτηριστικό των εμπορευμάτων και αυτό που τα καθιστά ανταλλάξιμα, δηλαδή η ποσότητα της εργασίας που περιέχουν και η οποία μετράται από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας που δαπανήθηκε για την παραγωγή τους, δεν γίνεται α ξ ία π α ρ ά στην «-πηγμένη κ α τάσταση» ενός αντικειμένου.
Για το κεφάλαιο όμως η παραγωγή αξίας και κατ’ επέκταση της υπεραξίας αποτελεί ζήτημα ζωής ή θανάτου. Τούτο διότι σε γενικό κεφαλαιοκρατικό επίπεδο δεν μπορεί να υπάρξει «αυτοαξιοποίηση» του κεφαλαίου ή αποφορά κέρδους σε αυτό, αν προηγουμένως δεν υπάρχει παραγωγή αξίας. Με άλλα λόγια δεν μπο- ρείς να μοιράζεσαι μια τούρτα που δεν υπάρχει.
Έτσι το κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να λειτουργεί στη βάση του κριτηρίου της ποσότητας αντικειμένων, πραγμάτων, και της ποσότητας του χρόνου εργασίας, στη βάση της λογικής α π ό τη μ ια της εξωτερίκευσης, δηλαδή αντικειμενοποίησης σε υλικά αντικείμενα, πράγματα, και α π ό την άλλη στη βάση των μετρήσιμων ποσοτικών μεγεθών.
Τι συμβαίνει όμως όταν δεν έχουμε να κάνουμε με υλικά αντικείμενα, αλλά με άυλα προϊόντα όπως η επιστήμη, η γνώση ή η πληροφόρηση, ή τι συμβαίνει όταν όπως στις υπηρεσίες αυτό που ανάγεται σε καθοριστικό δεν είναι ούτε η εξωτερίκευση σε κάποιο αντικείμενο ούτε η ποσότητα, αλλά η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών;
Όπως θα δούμε στη συνέχεια, από την εμμονή του κεφαλαίου να θέλει να αναγάγει στην κατηγορία των εμπορευμάτων προϊόντα που δεν είναι δυνατόν να ενταχθούν σε αυτή την κατηγορία και ακόμη να επιμέ
2 0 8
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
νει να εκμεταλλεύεται την ανθρώπινη εργασία στη λογική παραγωγής υπεραξίας, προκύπτει μια άλλη θεμελιακή αντίθεση, που και αυτή μόνο με την ανατροπή του καπιταλισμού μπορεί να λυθεί.
Αυτό λοιπόν που έχει ιδιαίτερη σημασία από τη σκοπιά που εξετάζουμε εδώ το ζήτημα είναι ότι «δεν είναι [πια] η άμεση εργασία που πραγματοποιείται από τον ίδιο τον άνθρωπο, ούτε ο χρόνος εργασίας του, αλλά η οικειοποίηση της γενικής παραγωγικής του δύναμης, η κατανόηση και η υποταγή της φύσης από μέρους του, μέσα από την ύπαρξή του ως κοινωνικό σώμα, με μια λέξη η ανάπτυξη του κοινωνικού ατόμου που εμφανίζεται ως ο θεμελιακός μεγάλος μοχλός του πλούτου» (149, τ. 2, 193).
Τούτο σημαίνει ότι το κεφάλαιο από τη μια «εκτοπίζει» την άμεση ζωντανή εργασία, από την άλλη όμως την έχει ανάγκη για να του παράγει υπεραξία· από τη μια την κατακερματίζει στο επίπεδο του κάθε εργαζόμενου ξεχωριστά, από την άλλη τη συνενώνει στο επίπεδο του κοινωνικού σώματος, του συλλογικού εργαζόμενου. Και αυτός ο τελευταίος που συνενώνει τη χειρωνακτική με την πνευματική δραστηριότητα και τους φορείς της είναι ο «θεμελιακός μεγάλος μοχλός του πλούτου».
Δεν σταματά όμως ούτε εδώ η αντιφατική εξέλιξη που χαρακτηρίζει την κεφαλαιοκρατική παραγωγή, από την οπτική γωνία της σχέσης της με τη ζωντανή εργασία. Μέσα από την ίδια διαδικασία αποκαλύπτεται και ο περιττός ρόλος της ίδιας της ύπαρξης του κεφαλαιοκράτη ως διευθυντή και διαχειριστή.
«Η ίδια η κεφαλαιοκρατική παραγωγή οδήγησε τα πράγματα στο σημείο να γυρνάει και να ζητάει δουλειά στους δρόμους η εργασία εποπτείας, εντελώς χωρισμένη από την ιδιοκτησία του κεφαλαίου. Γι’ αυτό έγινε
2 0 9
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
περιττό την εργασία αυτή της εποπτείας να την κάνει ο κεφαλαιοκράτης. Ένας διευθυντής ορχήστρας [που είναι απαραίτητος για την ορχήστρα, όπως είναι απαραίτητη για κάθε συνεργατική παραγωγή μια λειτουργία εποπτείας και διεύθυνσης] δεν χρειάζεται καθόλου να είναι ιδιοκτήτης των οργάνων της ορχήστρας, ούτε η δουλειά του ως διευθυντή έχει καμιά σχέση με το «μισθό» των υπολοίπων μουσικών. Τα συνεταιριστικά εργοστάσια προσφέρουν την απόδειξη ότι ο κεφαλαιοκράτης ως λειτουργός της παραγωγής έγινε το ίδιο περιττός, όπως ο κεφαλαιοκράτης στην ανώτατη βαθμίδα της ανάπτυξής του θεωρεί περιττό το μεγάλο γαιοκτήμονα» (153, τ. 3, 488).
Έτσι το κεφάλαιο μέσα από την αντιφατική ανάπτυξή του οδηγείται αντικειμενικά στην αυτοαναίρεση και των δύο πόλων της σχέσης που το προσδιορίζει, δηλαδή τόσο της άμεσης υλικής εργασίας και του φορέα της, του εργάτη, όσο και του ίδιου του καπιταλιστή. Και αυτή η αυτοαναίρεση, της οποίας βεβαίως οι κεφαλαιοκράτες αρνούνται πεισματικά την ολοκλήρωση, γίνεται μέσα από την κοινωνικοποίηση της διαδικασίας της εργασίας και την ταυτόχρονη διανοουμενοποίησή της.
Συνοπτικά έτσι προσδιορίζεται η σχέση της ζωντανής με τη νεκρή, αποκρυσταλλωμένη εργασία, στο πλαίσιο της κυριαρχίας της βιομηχανικής παραγωγής. Πέρα όμως από αυτούς τους παράγοντες, τις κύριες τάσεις που διέπουν την καπιταλιστική παραγωγή και οι οποίες συνεχίζουν να ισχύουν, ποιες ήταν οι πιο πρόσφατες καινοτομίες που οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση πραγμάτων που απαιτεί πιο επιτακτικά από ποτέ την ανατροπή των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων;
2 1 0
Ηεφάϋαιο 6
Σύγχρονες ο Μ α γ έ ς και ο Π1ορ[ ίω ν ΧείβογράφΐΰνΜ 1857-1858
Η ΣΧΕΣΗ α μ ε ς η ς ΖΩΝΤΑΝΗΣ εργασίας με τη νεκρή εργασία χαρακτηρίζεται στις αναπτυγμένες οικονομικά καπιταλιστικές χώρες τόσο από μια ποσοτική αλλαγή της μεταξύ τους αναλογίας όσο και από σημαντικές ποιοτικές διαφοροποιήσεις αυτών των δύο στοιχείων και τέλος από μια νέα μεταξύ τους σχέση που καθιστά δυσδιάκριτο το διαχωρισμό τους τουλάχιστον στη βάση των κλασικών όρων της ζωντανής και της νεκρής εργασίας. Οι αλλαγές αυτές, οι οποίες είναι συνέπεια μιας σωρευτικής εξέλιξης της αντίθεσης που διέπει αυτή τη σχέση κατά την προγενέστερη κεφαλαιοκρατική ανάπτυξη, της γενίκευσης της εμπορευματοποίησης, αλλά και της πιο πρόσφατης καπιταλιστικής γενικευμένης αξιοποίησης της επιστήμης έχουν ως αποτέλεσμα και μια νέα οργανική σχέση της πνευματικής με τη χειρωνακτική εργασία.
Δίχως να τους αναλύσουμε διεξοδικά, θα πρέπει να έχουμε κατά νου τρεις βασικούς παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν άμεσα αυτή τη σχέση και οι οποίοι αναπτύχθηκαν με ιδιαίτερη ένταση το τελευταίο διάστημα. Αυτοί είναι:
Πρώτον η «απελευθέρωση» ζωντανής εργασίας στις
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες με τη μορφή της μόνιμης μαζικής ανεργίας ή της πρόσκαιρης ελαστικής εργασίας και η παραπέρα εκμετάλλευση της ζωντανής εργασίας με την εντατικοποίησή της, τη λιτότητα διαρ- κείας και τη συρρίκνωση των κοινωνικών κατακτήσεων, που τώρα πια θίγουν και μεγάλες μάζες κυρίως νέων επιστημόνων.
Δεύτερον η μαζική μετατόπιση παραγωγικών μονάδων έντασης εργασίας προς χώρες όπου είναι δυνατή η νεοαποικιακού τύπου υπερεκμετάλλευση της εργατικής τάξης με ταυτόχρονη εξίσου μαζική προσέλευση μεταναστών από αυτές τις χώρες προς τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες.
Τρίτον η παραπέρα ανάπτυξη του τομέα των υπηρεσιών και η παράλληλη εμπορευματοποίησή του.
Ως προς το δεύτερο από αυτούς τους παράγοντες αξίζει ενδεικτικά και μόνον να αναφερθούμε σε πρόσφατη έρευνα της Oxfam, οργάνωσης που ασχολείται με τα ζητήματα της πείνας και της φτώχειας, η οποία έγινε από το Μάη του 2003 έως τον Φεβρουάριο του 2004 σε χώρες όπως η Ινδονησία, η Ταϊλάνδη, η Τουρκία, η Βουλγαρία. Οι πολυεθνικές εταιρίες κατασκευής αθλητικών ειδών Nike, Reebok, Adidas, Puma κ.λπ. που δραστηριοποιούνται σε αυτές τις χώρες πιέζουν τους εκεί προμηθευτές τους για να παραδώσουν έγκαιρα τις παραγγελίες τους ενόψει της Ολυμπιάδας της Αθήνας τον Αύγουστο του 2004. Αποτέλεσμα: υποχρεωτικές υπερωρίες, έτσι που οι εργαζόμενοι να δουλεύουν σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και εφτά μέρες τη βδομάδα δεκαοχτώ ώρες τη μέρα!!, εντατικοί ρυθμοί εργασίας, π.χ. ράψιμο 120 παντελονιών την ώρα!!, μεροκάματα πείνας γύρω στο 1,25 με 1,5 δολάριο την ημέρα ή αμοιβή 5 δολάρια για κατασκευή παπουτσιών που πω- λούνται 100 δολάρια!! Και όλα αυτά για μια πρόσκαιρη
21 2
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
εργασία, με δικαίωμα απόλυσης από την εργοδοσία πλήρως κατοχυρωμένο και συνδικαλιστικά δικαιώματα πλήρως ανύπαρκτα (123, 1 και 184, 16-17).
Και μόνο αυτό το παράδειγμα αρκεί για να δείξει ότι η «μεταβιομηχανική» ή «μετανεωτερική» κοινωνία συνυπάρχει σε παγκόσμιο επίπεδο με μια βιομηχανική κοινωνία τύπου 19ου αιώνα ή ακριβέστερα ότι η πρώτη οφείλει την ύπαρξή της σε μεγάλο βαθμό στην ύπαρξη της δεύτερης. Συνεπώς δεν είναι δυνατόν να αξιοποιη- θούν οι δυνατότητες που προσφέρει η απελευθέρωση της ζωντανής χειρωνακτικής εργασίας, παρά μόνο στο βαθμό που αυτή θα έχει το χαρακτήρα μιας παγκόσμιας πραγματικής απελευθέρωσης και όχι μιας μετατόπισης που σημαίνει « απελευθέρωση»-ανεργία για ένα τμήμα των εργαζομένων και την πιο βάναυση εκμετάλλευση για ένα άλλο.
Ταυτόχρονα η μετατόπιση ζωντανής χειρωνακτικής εργασίας που γεννά ένα νέο βιομηχανικό προλεταριάτο, στον κάθε άλλο παρά ομοιογενειοποιημένο «αυτο- κρατορικό» χώρο, αποδεικνύει ότι είναι μάλλον αφελείς οι απόψεις περί κατάργησης του νόμου της αξίας στο πλαίσιο του παγκόσμιου χωριού και ότι, αν αυτός ο νόμος τείνει να ξεπεραστεί -δίχως να έχει ξεπεραστεί- σε ένα τμήμα του πλανήτη για μια κατηγορία παραγωγικών δραστηριοτήτων, ισχύει με το παραπάνω σε ένα άλλο τμήμα του, οπότε και πάλι η υπέρβαση του μέτρου του κέρδους απαιτεί την παγκόσμια επανάσταση και όχι προφανώς «τοπικά» ή διεθνώς αφελή ρεφορμιστικά μέτρα τύπου «κοινωνικού μισθού» (63, 529 κ.ε.). Αλλά σε αυτό το ζήτημα θα επανέλθουμε πιο διεξοδικά στη συνέχεια.
Αλλά και τα κύματα των μεταναστών αυτού του «αδύνατου κρίκου» της σύγχρονης εργατικής τάξης, που όχι «αυθόρμητα» αλλά καταναγκαστικά, κάτω από το
2 1 3
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
βάρος των τραγικών συνθηκών της ζωής τους, υποχρεώνονται να μεταναστεύσουν προς τις πιο αναπτυγμένες δυτικές χώρες, συμβάλλουν και αυτά για να λύσουν τα χέρια του κεφαλαίου. Ό,τι δεν μπορεί να πετύχει το κεφάλαιο, λόγω των κατακτήσεων της εργατικής τάξης των αναπτυγμένων χωρών ή της αδυναμίας του να τις πάρει πίσω λόγω των αντιστάσεών της, το πετυχαίνει με την υπερεκμετάλλευση, όρο ζωής ή θανάτου για τους ίδιους, αυτών των πληθυσμών. Και βεβαίως το όνειρο για τη συντριπτική πλειονότητα αυτού του «πλήθους», γι’ αυτούς τους «απείθαρχους και τους στασιαστές» του Negri (63,526), δεν είναι η επανάσταση αλλά η ενσωμάτωσή τους, δηλαδή το αλυσόδεμά τους με τις «χρυσές» αλυσίδες του καπιταλισμού και όχι το σπάσιμο κάθε αλυσίδας.
Ο τρίτος παράγοντας που επηρεάζει άμεσα τη σχέση της πνευματικής με τη χειρωνακτική εργασία και την κάνει να διαφοροποιείται ακόμη και από την εποχή του Gramsci είναι η σημαντική διεύρυνση του τριτογε- νούς τομέα των υπηρεσιών. 0 τομέας αυτός κατέχει σήμερα στην Ευρώπη συνολικά, το 69,4 % του ΑΕΠ και στην Ελλάδα το 59,5 % του ΑΕΠ.
Θυμίζουμε ότι κατά τον Μαρξ αυτός ο τομέας των υπηρεσιών ήταν «ασήμαντος» για την εποχή του. Ανα- φερόμενος πιο ειδικά στα ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα έγραφε: «Στα εκπαιδευτικά ιδρύματα οι καθηγητές μπορεί να είναι απλοί μισθωτοί για τον επιχειρηματία αυτού του εκπαιδευτικού ιδρύματος [...] Όλα αυτά τα φαινόμενα της καπιταλιστικής παραγωγής σε αυτό τον τομέα είναι τόσο ασήμαντα σε σύγκριση με το σύνολο της παραγωγής που μπορούμε να τα αφήσουμε εντελώς κατά μέρος» (159, τ. 1, 480). Ο Μαρξ δεν είχε άδικο διότι αναφερόταν στον καπιταλισμό της εποχής του. Αλλά ακόμη και αργότερα η ανάπτυξη των υπηρεσιών είχε μάλλον το χαρακτήρα ανάπτυξης των τομέων
2 1 4
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
εκείνων, όπως οι μεταφορές και η διανομή των εμπορευμάτων, που συνδέονταν με την υλική παραγωγή.
Βεβαίως κάτι τέτοιο δεν ισχύει στην εποχή μας, όχι μόνο για τις υπηρεσίες της παιδείας αλλά γενικότερα για τον τριτογενή τομέα των υπηρεσιών, γι’ αυτό και δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε τον Μαρξ και να ασχοληθούμε προνομιακά με την υλική παραγωγή, όπως έπραξε αυτός όταν έγραφε το Κεφόώαιο.
Αυτός ο τομέας είτε με τη μορφή του δημόσιου τομέα, ο οποίος, ας μην το ξεχνάμε, λειτουργεί σαν κρίκος μεταβίβασης αξίας από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα, είτε πιο πρόσφατα με τη μορφή ιδιωτικών «βιομηχανιών» -ο όρος δεν χρησιμοποιείται καθόλου τυχαία- της υγείας, της παιδείας, των επικοινωνιών, της πληροφόρησης, του θεάματος, της ψυχαγωγίας, του τουρισμού και των πάσης φύσεως άλλων υπηρεσιών αποτελεί πλέον σημαντικό τμήμα της καπιταλιστικής παραγωγής και βρίσκεται σε άμεση σύνδεση με τον βιομηχανικό τομέα με τον οποίο και αλληλοεπηρεάζονται.
Ο τομέας των υπηρεσιών όχι μόνο διευρύνει τη σφαίρα δραστηριοποίησης του κεφαλαίου, αλλά και απαιτεί την υποταγή σε αυτό όχι κυρίως της χειρωνακτικής εργασίας, αλλά των πνευματικών ακόμη και των συναισθηματικών ικανοτήτων των εργαζομένων. Μάλιστα σε τομείς όπως η παιδεία, η υγεία, η καλλιτεχνική δημιουργία και άλλες, η υπηρεσία που παρέχεται δεν διαχωρίζεται από την ίδια την πράξη της παραγωγής, ούτε η εργασία του «παραγωγού» διαχωρίζεται από τον ίδιο τον «παραγωγό». Ταυτόχρονα δεν είναι η ποσότητα της παρεχόμενης υπηρεσίας που είναι καθοριστική αλλά η ποιότητά της. Έτσι, για παράδειγμα, ένας καθηγητής όταν παραδίδει μάθημα, ένας τραγουδιστής που τραγουδά σε ζωντανή συναυλία, ένας γιατρός που εγχειρίζει κ.λπ., τη στιγμή που παρέχουν την αντίστοι
2 1 5
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
χη υπηρεσία τους, την ίδια στιγμή τη μεταφέρουν στους άλλους. Για παράδειγμα, για έναν καθηγητή δεν έχει σημασία σε πόσους μαθητές διδάσκει -μάλιστα όσο λιγότεροι τόσο καλύτερα γι’ αυτούς- αλλά το μορφωτικό του επίπεδο και το πώς και τι διδάσκει, δηλαδή η ποιότητα των παρεχόμενων γνώσεων. Το ίδιο συμβαίνει και για ένα γιατρό: το ζήτημα δεν είναι να δει όσους περισσότερους ασθενείς την ημέρα γίνεται, αλλά να τους δει με την απαιτούμενη προσοχή κ.λπ. Συνεπώς εδώ, εκείνο που έχει πρωτεύουσα σημασία δεν είναι η ποσότητα της αφηρημένης εργασίας που καταναλώνεται για την παροχή της υπηρεσίας, αλλά η ποιότητα της συγκεκριμένης εργασίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις κάθε προσπάθεια αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας ρισκάρει να αλλοιώσει ουσιαστικά τα χαρακτηριστικά της παρεχόμενης υπηρεσίας (127, 37). Ακόμη σε ορισμένες περιπτώσεις και η απλή αντικατάσταση ζωντανής εργασίας από αποκρυσταλλωμένη μπορεί να επιφέρει ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Σε αυτού του είδους τις δραστηριότητες το τεχνολογικό υποκατάστατο δεν μπορεί παρά να είναι ατελές και να μεταβάλλει σοβαρά τη φύση της υπηρεσίας. Έτσι, απέναντι στη θεατρική δραστηριότητα που στηρίζεται στη ζωντανή παρουσία του ηθοποιού στη σκηνή και του θεατή στην αίθουσα ή στη μάθηση μιας ξένης γλώσσας ζωντανά από κάποιο καθηγητή, τα προϊόντα-υποκατάστατα (π.χ. η τηλεόραση, το βίντεο ή τα μέσα που χρησιμοποιούνται ως τεχνολογική υποστήριξη στις μεθόδους άνευ διδασκάλου όπως μαγνητόφωνα ή ηλεκτρονικοί υπολογιστές) είναι προφανές ότι δεν προσφέρουν την ίδια υπηρεσία.
Συνεπώς ο τομέας των υπηρεσιών που ούτε ξεχωριστό αντικείμενο-πράγμα π αράγει ούτε μ πορεί να αξ ιο λογηθεί κυρίως ποσοτικά δεν μ πορεί να αντιμετώπιζε -
2 1 6
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
ται σαν τα υλικά εμπορεύματα και να αξιολογείται, όπως γίνεται ακόμη και με τα πανεπιστήμια, με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, αλλά θα πρέπει να ισχύουν ποιοτικά κριτήρια τα οποία παρά την εμμονή του κεφαλαίου δεν είναι δυνατόν να υπόκεινται στη λογική του κέρδους.
Με άλλα λόγια, αν λάβουμε υπόψη μας ότι οι δραστηριότητες των υπηρεσιών δεν δημιουργούν υλικά αγαθά, ούτε συνεπώς και φυσικό υπερπροϊόν, αλλά καταναλώνουν υλικά προϊόντα και υπερπροϊόν (27), ότι δηλαδή δεν είναι παραγωγικές υπό την έννοια ότι δεν εντάσσονται στη σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και την υλική φύση, αλλά στη σχέση ανάμεσα σε ανθρώπους, δεν είναι δυνατόν η λειτουργία τους να υποτάσσεται στα ίδια κριτήρια με εκείνα της παραγωγής των υλικών κλασικών εμπορευμάτων.
Τέλος, έχουμε μια μετατόπιση του κεφαλαίου προς καθαρά κερδοσκοπικές, μη παραγωγικές για την κοινωνία, αλλά και μη δημιουργούς αξίας για το ίδιο το κεφάλαιο δραστηριότητες, κάτι που χαρακτηρίζει το σύγχρονο ιμπεριαλισμό και που έχει ως αποτέλεσμα τον προσανατολισμό ενός σημαντικού τμήματος κατόχων της εξειδικευμένης γνώσης προς αυτές τις δραστηριότητες, οι οποίες είναι παντελώς ανώφελες από κοινωνική σκοπιά και συνεπώς την απασχόληση εργαζομένων σε παραγωγικούς μεν για το κεφάλαιο μη παραγωγικούς για την κοινωνία τομείς.
Με όλες αυτές τις αλλαγές που σε μεγάλο βαθμό δεν αφορούν μόνο τις τελευταίες δεκαετίες έχει αλλάξει θεαματικά η «οργανική σύνθεση» όχι μόνον του κεφαλαίου αλλά και της ίδιας της εργασίας και των φορέων της.
Τι όμως είναι εκείνο που χαρακτηρίζει την εποχή μας στο επίπεδο της ίδιας της παραγωγής και την κάνει να διαφέρει όχι μόνο από την εποχή του Μαρξ, ή
21 7
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
ακόμη και του Gramsci, αλλά και από τη βιομηχανική κυριαρχία των τελευταίων δεκαετιών και που επιδρά άμεσα και καθοριστικά στη σύνθεση της ίδιας της εργασίας;
Όσο περίεργο και αν φαντάζει αυτό, ο Μαρξ είναι και πάλι εκείνος που μέσα από τα Χ ειρόγραφ α του 1857-1858 διέβλεψε την εξέλιξη της διαδικασίας της εργασίας και την ποιοτική αναβάθμισή της στο πλαίσιο του καπιταλισμού και πρόβλεψε τη σύγχρονη σχέση της πνευματικής με τη χειρωνακτική εργασία και της ατομικής με τη συλλογική εργασία όπως αυτές ισχύουν στον καπιταλισμό της εποχής μας. Και ακριβώς μέσα από αυτή την πρόβλεψη κατέδειξε ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός αποτελεί την καλύτερη απόδειξη της αναγκαιότητας της υπέρβασής του.
Αλλά ας παραθέσουμε το περιεχόμενο αυτού του έξοχου αποσπάσματος από τα Χ ειρόγραφ α που μόνον μια μεγαλοφυΐα σαν τον Μαρξ θα μπορούσε να συλλά- βει:
«Οι παραγωγικές δυνάμεις και οι κοινωνικές σχέσεις -και οι μεν και οι δε είναι δυο διαφορετικές πλευρές της ανάπτυξης του κοινωνικού ατόμου- δεν αντιμετωπίζονται από το κεφάλαιο παρά ως μέσα και δεν είναι γι’ αυτό παρά μέσα για να παράγει στην περιορισμένη βάση που είναι η δική του. Όμως στην πραγματικότητα αποτελούν τις υλικές συνθήκες για να τινάξουν στον αέρα αυτή τη βάση. Ο πλούτος δεν είναι η καθοδήγηση που ασκείται στο χρόνο της υπερεργασίας (ο πραγματικός πλούτος), αλλά ο διαθέσιμος χρόνος, πέρα από το χρόνο αναγκαιότητα της άμεσης παραγωγής και τούτο για κάθε άτομο και για ολόκληρη την κοινωνία». [...] Η φύση δεν κατασκευάζει ούτε μηχανές ούτε ατμομηχανές ούτε σιδηροδρόμους ούτε ηλεκτρικούς τηλέγραφους ούτε αυτόματους αργαλειούς.
2 1 8
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
Πρόκειται για προϊόντα της ανθρώπινης βιομηχανίας [...] Είναι τα όργανα του ανθρώπινου εγκεφάλου που δημιουρ- γήθηκαναπό το χέρι του ανθρώπου: [πρόκειται] για τη δύναμη της αντικειμενοποιημένης γνώσης. Η ανάπτυξη του σταθερού κεφαλαίου δείχνει μέχρι ποιο βαθμό η γενική κοινωνική μάθηση, η connaissance [γνώση] εξελίχθηκε σε άμεση παραγωγική δύναμη, και στη συνέχεια μέχρι ποιο σημείο οι συνθήκες της ζωτικής διαδικασίας της κοινωνίας πέρασαν οι ίδιες υπό τον έλεγχο του intellect general [της γενικής διάνοιας] και αναδιοργανώθηκαν σε αντιστοιχία με αυτήν (149, τ. 2, 194).
«Η ανταλλαγή ζωντανής εργασίας με αντικειμενοποιη- μένη εργασία, δηλαδή η θέση της κοινωνικής εργασίας με τη μορφή της αντίθεσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και τη μισθωτή εργασία, αποτελεί την τελευταία ανάπτυξη της σχέσης της αξίας και της παραγωγής που στηρίζεται στην αξία. Η έμμεση προϋπόθεση αυτής είναι και παραμένει: η μάζα της άμεσης εργασίας, η ποσότητα της εργασίας που χρησιμοποιείται ως αποφασιστικός παράγοντας της παραγωγής του πλούτου. Όμως στο βαθμό που αναπτύσσεται η μεγάλη βιομηχανία, η δημιουργία του πραγματικού πλούτου εξαρτάται λιγότερο από το χρόνο εργασίας και από την ποσότητα της εργασίας που χρησιμοποιήθηκε παρά από τη δύναμη των παραγόντων που τίθενται σε κίνηση κατά τη διάρκεια του χρόνου εργασίας, και αυτή με τη σειρά της -η δύναμη αποτελεσματικότητάς τους- δεν έχει καμιά σχέση με τον χρόνο εργασίας που δαπανήθηκε άμεσα για να παραχθούν, αλλά μάλλον εξαρτάται από το γενικό επίπεδο της επιστήμης και την πρόοδο της τεχνολογίας...» [...] «Έτσι δεν είναι πια η εργασία που εμφανίζεται να συμπεριλαμβάνεται στη διαδικασία της παραγωγής, αλλά μάλλον ο άνθρωπος που συμπεριφέρεται ως ρυθμιστής και ελεγκτής της ίδιας της διαδικασίας της παραγωγής» (149, τ. 2, 193).
2 1 9
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
«Μέσα σε αυτό το μετασχηματισμό δεν είναι ούτε η άμεση εργασία που πραγματοποιεί ο ίδιος ο άνθρωπος ούτε ο χρόνος εργασίας του, αλλά η οικειοποίηση της γενικής παραγωγικής του δύναμης, η κατανόησή του και η υποταγή της φύσης μέσω της ύπαρξής του ως κοινωνικού σώματος, με μια λέξη η ανάπτυξη του κοινωνικού ατόμου που εμφανίζεται ως ο μεγάλος θεμελιακός μοχλός της παραγωγής και του πλούτου. Η χλοττή του χρόνου εργασίας του άλλου πάνω στην οποία βασίζεται ο σημερινός πλούτος εμφανίζεται σαν ένα άθλιο θεμέλιο σε σύγκριση με αυτή τη νέα βάση του πλούτου που αναπτύχθηκε τελευταία και δημιουργηθηκε από τη μεγάλη βιομηχανία. Από τη στιγμή που η εργασία με την άμεση μορφή της έπαψε να αποτελεί τη μεγάλη πηγή του πλούτου, ο χρόνος εργασίας παύει απαραιτήτως να αποτελεί το μέτρο του και στη συνέχεια η ανταλλακτική αξία να είναι το μέτρο της αξίας χρήσης. Η υπερεργασία της μάζας έπαψε να αποτελεί την προϋπόθεση της ανάπτυξης του γενικού πλούτου και επίσης η μη εργασία των λίγων έπαψε να αποτελεί την προϋπόθεση της ανάπτυξης των καθολικών δυνατοτήτων του ανθρώπινου εγκεφάλου. Αυτό σημαίνει την κατάρρευση της παραγωγής που στηρίζεται στην ανταλλακτική αξία και η άμεση διαδικασία υλικής παραγωγής χάνει την πενιχρή και αντιφατική μορφή της. Η ελεύθερη ανάπτυξη των ατομικοτήτων και όχι πια η μείωση του αναγκαίου χρόνου εργασίας για να παραχθεί η υπερεργασία γίνεται ο σκοπός της παραγωγής· πρόκειται συνεπώς για τον περιορισμό σ' ένα ελάχιστο της αναγκαίας εργασίας όλης της κοινωνίας, κάτι που επιτρέπει την καλλιτεχνική, επιστημονική κ.λπ. μόρφωση των ατόμων χάρη στον ελεύθερο αξιοποιή- σιμο χρόνο και στα μέσα που θα έχουν δημιουργηθεί [...]» (149, τ. 2, 193).
Όπως είδαμε, μέσα από την έννοια του «συλλογικού ερ
2 2 0
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
γαζόμενου» ο Μαρξ έθεσε το ζήτημα και της κοινωνικοποίησης της παραγωγής και της πνευματοποίησής της υπό την έννοια ότι σε αυτό τον «συλλογικό εργαζόμενο» ανήκουν και οι πνευματικά εργαζόμενοι, εκείνοι που «δεν συμμετέχουν καθόλου στον χειρισμό της ύλης».
Στα Χ ειρόγραφ α του 1857-1858, κάτι που δεν συμβαίνει στο Κεφάλαιο όπου πρόκειται για ανάλυση του καπιταλισμού της εποχής του, ο Μαρξ εισάγει την έννοια «general intellect» (γενική διάνοια) ακριβώς για να τονίσει ότι ο σύγχρονος συλλογικός εργαζόμενος είναι κυρίως πνευματικός και ότι λειτουργεί όχι μόνον στο στενό πλαίσιο μιας επιχείρησης αλλά σε παγκοινωνικό, αν όχι πια σε παγκόσμιο, επίπεδο. Εδώ ο Μαρξ ξεφεύγει από την καθαυτό υλική παραγωγή και την αποκρυσταλλωμένη στις μηχανές ζωντανή εργασία που χαρακτηρίζει τις αναλύσεις του Κεφαλαίου και αναγνωρίζει το ρόλο που παίζει η γενική διάνοια που κατέχει ο συλλογικός εργαζόμενος, η «άυλη» αυτή παραγωγική δύναμη στη σύγχρονη παραγωγή και στην αύξηση της παραγωγικότητας. Πρόκειται για μια τάση που διαβλέπει ο Μαρξ, η οποία από τη μια καταδεικνύει τον επαναστατικό χαρακτήρα του καπιταλισμού και από την άλλη τα όριά του. Και αυτή η τάση που σήμερα έχει μετα- τραπεί σε πραγματικότητα ανταποκρίνεται περισσότερο στην εποχή μας από ό,τι στη βιομηχανική φάμπρικα της εποχής του Μαρξ και του Κεφαλαίου.
Τι είναι λοιπόν εκείνο που διέβλεψε ο Μαρξ; Ο Μαρξ καταγράφει μια τάση που διαπερνά την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων του καπιταλισμού, μια τάση η οποία καταδεικνύει την ανικανότητα των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής να ανταποκριθούν στην ανάπτυξη των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων. Βεβαίως αυτή η τάση αναπτύσσεται υπό την κυριαρχία του καπιταλισμού και επίσης σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει
221
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
την ολοκληρωτική αντικατάσταση της χειρωνακτικής εργασίας από την πνευματική ή της υλικής από την άυλη παραγωγή.
0 Μαρξ προβλέπει ότι η ζωντανή εργασία, που εξορίζεται από το κεφάλαιο υπό τη μορφή της άμεσης κατα- τμημένης ατομικής συμμετοχής στο χειρισμό της ύλης και αντικαθίσταται από αποκρυσταλλωμένη εργασία που αρχικά παίρνει τη μορφή των μηχανών της μεγάλης βιομηχανίας, με την ανάπτυξη του καπιταλισμού όχι μόνο θα επανεμφανίζεται με τη μορφή της συλλογικά ενοποιημένης γενικής διάνοιας, η οποία δεν έχει πια το χαρακτήρα του κλασικού μεταβλητού κεφαλαίου, αλλά όλο και πιο έντονα με τη μορφή της πραγματικής οικειο- ποίησης του «σταθερού κεφαλαίου» (211, 6), το οποίο τώρα πια εμφανίζεται με τη μορφή της γνώσης και της επιστήμης, άμεσης πια παραγωγικής δύναμης, από τους ίδιους τους εργαζόμενους.
Με άλλα λόγια διαμορφώνεται μια νέα σχέση ανάμεσα στο μεταβλητό και το σταθερό κεφάλαιο. Στο βαθμό που η γνώση και η επιστήμη θεωρούνται σταθερό κεφάλαιο, ο φορέας τους δεν είναι πια μόνο η αποκρυσταλλωμένη εργασία υπό τη μορφή των μηχανών αλλά οι ίδιοι οι κυρίως πνευματικά εργαζόμενοι (230, 5 και 178, 1). Αυτοί από τη μια τοποθετούνται όλο και περισσότερο έξω από τη διαδικασία της άμεσης υλικής παραγωγής, από την άλλη είναι περισσότερο από ποτέ ο κύριος παράγοντας της παραγωγής.
Ταυτόχρονα αυτό που τείνει να γίνει καθοριστικό για την παραγωγή δεν είναι πια η άμεση ζωντανή εργασία ούτε ο χρόνος αυτής της εργασίας, αλλά η ανάπτυξη της κοινωνικής ατομικότητας η οποία και αποτελεί πια το θεμελιακό μοχλό του ανθρώπινου πλούτου.
Και ενώ ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του κατ’ εξοχήν βιομηχανικού καπιταλισμού ήταν η γνώση και η
2 2 2
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
εξουσία στην παραγωγή να βρίσκονται από την πλευρά του κεφαλαίου, σήμερα το κεφάλαιο επιμένει να διατηρεί την εξουσία του, παρ’ όλο που η γνώση κοινωνικοποιείται όλο και περισσότερο και δεν αποτελεί πια προνόμιο του κεφαλαίου, το οποίο και από αυτή τη σκοπιά όχι μόνο καθίσταται περιττό αλλά και αναποτελεσματικό.
Με άλλα λόγια, η αμφισβήτηση του τεχνικού καταμερισμού της εργασίας που προκύπτει από τη μετατροπή της επιστήμης σε άμεση παραγωγική δύναμη και από τις νέες τεχνολογίες θέτει ως τάση σε αμφισβήτηση και τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, θεμέλιο της ταξικής κοινωνίας. Αλλά και από μια άλλη οπτική γωνία, επιβεβαιώνεται ως αναγκαιότητα σήμερα αυτό που διέβλεψε οΈνγκελς, ότι δηλαδή, στο βαθμό που η ύπαρξη των τάξεων «θεμελιώνεται στην ανεπάρκεια της παραγωγής, αυτή θα εξαφανιστεί από την πλήρη ανάπτυξη των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων» (47, 318).
Και ενώ για τον κλασικό βιομηχανικό εργάτη ισχύει αυτό που γράφει ο Μαρξ, ότι δηλαδή, όπως «ο άνθρωπος που όσο περισσότερο εναποθέτει τον εαυτό του στο Θεό τόσο λιγότερο παραμένει ο εαυτός του, [έτσι και] ο εργάτης εναποθέτει τη ζωή του στο αντικείμενο αλλά τώρα η ζωή του δεν ανήκει σ’ αυτόν αλλά στο αντικείμενο», δεν ισχύει το ίδιο για τη γενική διάνοια, λόγω της ίδιας της φύσης των επιστημονικών γνώσεων. Έτσι ενώ η επιστημονική γνώση και η πληροφόρηση, σε αντίθεση με τα υλικά προϊόντα, δεν απαξιώνονται για τον αρχικό κάτοχό τους με τη μετάδοσή τους, αντίθετα μάλιστα εμπλουτίζονται με αυτήν, το κεφάλαιο επιμένει να τις κρατά δέσμιες υπό τη μορφή ιδιωτικών εμπορευμάτων.
Αλλά και η ίδια η φύση της εργασίας που παραμένει καταναγκαστική μεταβάλλεται. Αυτή απελευθερώνεται από τις πλέον βαριές χειρωνακτικές πτυχές της, αλλά ακόμη και από ανιαρές πνευματικές πτυχές και έχει
2 2 3
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
τη δυνατότητα να ανυψωθεί στο επίπεδο των πιο σύνθετων νοητικών λειτουργιών.
Όμως το κεφάλαιο όχι μόνο δεν είναι διατεθειμένο να υπερβεί το στενό καταμερισμό εργασίας, όπως απαιτούν οι σύγχρονες συνθήκες, αλλά κυρίως μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα που επιβάλλει και στο οποίο θα αναφερθούμε εκτενέστερα στη συνέχεια τον επιτείνει ακόμη παραπέρα, με αποτέλεσμα η «γενική διάνοια» να κατακερματίζεται στο επίπεδο του καθενός από τους εργαζόμενους και έτσι να εισάγεται μεταξύ τους ένας τύπος επικοινωνίας που αντιστοιχεί μάλλον στον «αδύνατο διάλογο του τυφλού με τον κουφό» (126, 112), αντί μια ανεμπόδιστη συνεργασία κοινωνικών ατομικοτήτων όπως απαιτεί και επιτρέπει η σύγχρονη παραγωγή. Με άλλα λόγια το κεφάλαιο το οποίο ο Μαρξ κατηγορούσε ότι δεν ανταποκρινόταν στην «αναγκαιότητα αναγνώρισης της ποικιλότητας της εργασίας και συνεπώς της πιο μεγάλης δυνατής ανάπτυξης των διαφόρων ικανοτήτων του εργαζόμενου ως νόμου της σύγχρονης παραγωγής» (126, 259), αναφερόμενος στη βιομηχανική παραγωγή, είναι ακόμη πιο ανίκανο να ανταποκριθεί στις συνθήκες της σύγχρονης παραγωγής.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι έχουν διαμορφωθεί από τη μια οι συνθήκες για μια ουσιαστική υπαγωγή της εργασίας στον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής, δηλαδή η αναγωγή του ελεύθερου χρόνου ανάπτυξης της κοινωνικής ατομικότητας σε κυρίαρχο, και από την άλλη οι συνθήκες που επιβάλουν την υπέρβαση του χρόνου της εργασίας και συνεπώς του νόμου της αξίας ως μέτρου του πλούτου.
Βεβαίως κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί παρά μόνο με την ανατροπή του καπιταλισμού, μια και το κεφάλαιο επιμένει λυσσαλέα και με τις πιο βάρβαρες μορφές να λειτουργεί στη μίζερη βάση της εκ
22 4
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
μετάλλευσης και του κέρδους για τους λίγους και συνεπώς της «υπερεργασίας της μάζας», ενώ επιδιώκει να διατηρεί για τον εαυτό του την ιδιωτική ιδιοκτησία της γνώσης και της επιστήμης, παρ’ όλο που αυτές δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν ως εμπορεύματα και όπως παλαιότερα οι λειτουργίες της εποπτείας έχουν «πάρει τους δρόμους» και δεν έχουν ανάγκη από το κεφάλαιο.
Συνεπώς η πλέον σημαντική διαφοροποίηση της εποχής μας είναι η παραπέρα ενίσχυση του συλλογικού κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής, η μετατροπή της επιστήμης μέσω της τεχνολογικής εφαρμογής της σε άμεση παραγωγική δύναμη, ο σημαντικός ρόλος που παίζει η πληροφορική και η μεταφορά όχι πια κυρίως χειρωνακτικών ή απλών πνευματικών λειτουργιών του ανθρώπου στις νέου τύπου μηχανές ή προγράμματα, αλλά η μεταφορά σύνθετων πνευματικών λειτουργιών. Αν η κατ’ εξοχήν βιομηχανική εποχή χαρακτηρίζεται από τη μηχανή κυρίως σαν προέκταση του χεριού, η σύγχρονη πραγματικότητα χαρακτηρίζεται από τις σύγχρονες μηχανές σαν προέκταση του νου. Όμως το πιο σημαντικό είναι οι δυνατότητες απελευθέρωσης και δημιουργικής αξιοποίησης του χρόνου.
Έτσι σήμερα, ενώ από θεωρητική σκοπιά η επικαι- ρότητα του κομμουνισμού είναι όσο ποτέ άλλοτε άμεση, είναι πιο δύσκολο από ποτέ να ανατραπεί το κεφάλαιο, κάτι που αποτελεί την προϋπόθεση υλοποίησης της κομμουνιστικής απελευθέρωσης.
Αλλά τι εννοούμε όταν λέμε ότι σήμερα υπάρχουν οι δυνατότητες μιας ουσιαστικής υπαγωγής της εργασίας στον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής, κάτι που δεν ήταν εφικτό ούτε στην εποχή του Μαρξ, δηλαδή στην εποχή της κυριαρχίας της μεγάλης βιομηχανίας, ούτε και στη Ρωσία του 1917;
Η βιομηχανική παραγωγή αποτελούσε για τον Μαρξ
225
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
την πραγματική βάση για τον καπιταλισμό, τη δυνατότητα να αναπτυχθεί πάνω στα δικά του πόδια.
0 Μαρξ επισημαίνει ότι «η μηχανή είναι η μορφή η πλέον προσιδιάζουσα του σταθερού κεφαλαίου και αυτό το τελευταίο είναι η μορφή που προσιδιάζει περισσότερο στο κεφάλαιο γενικά» (149, τ. 2, 186). Αυτό συμβαίνει διότι η βιομηχανική παραγωγή είναι εκείνη που προσφέρει τον «ορισμένο βαθμό παραγωγικότητας της εργασίας» (153, τ. 1, 527) της ικανής να αυξήσει τη σχετική υπεραξία. Και αυτό συμβαίνει πρώτον όταν το κεφάλαιο επεκτείνεται ολοένα και περισσότερο στις βιομηχανίες που μόνο τυπικά υποτάσσονταν σε αυτό και δεύτερον «εφόσον με την αλλαγή των μεθόδων παραγωγής επαναστατικοποιεί διαρκώς τις βιομηχανίες που έχουν υποκύψει σε αυτό» (141, τ. 1, 526).
Με άλλα λόγια για την ουσιαστική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο δεν ήταν απαραίτητη μια τέτοια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που να καθιστά δυνατή την αναγωγή της .καταναγκαστικής εργασίας, υπό την έννοια της εργασίας της απαραίτητης για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες αξιοπρεπούς διαβίωσης της κοινωνίας, σε δευτερεύουσα και μη κυρίαρχη δραστηριότητα των ανθρώπων, κάτι που προϋποθέτει η κομμουνιστική χειραφέτηση. Αρκούσε μόνο «ένας ορισμένος βαθμός παραγωγικότητας της εργασίας» ικανός να αυξάνει τη σχετική υπεραξία.
Ας θυμηθούμε ότι το βασίλειο της ελευθερίας αρχίζει πέρα από τη σφαίρα της υλικής παραγωγής.
0 ίδιος ο Μαρξ στα Χ ειρόγραφ α του 1857-1858 (149, τ. 1, 95) διευκρίνιζε ότι στο βαθμό που «στο πλαίσιο της κοινωνίας ως έχει δεν βρίσκουμε υπό καλυμμένη μορφή τις υλικές συνθήκες της παραγωγής μιας κοινωνίας δίχως τάξεις και τις αντίστοιχες μορφές ανταλλαγής, όλες οι προσπάθειες για να την κάνουμε
2 2 6
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
να εκραγεί δεν θα ήταν παρά δονκιχωτισμός». Τούτο σημαίνει ότι για τον Μαρξ ο κομμουνισμός αντιμετωπίζεται ως η πραγματική κίνηση που μας επιτρέπει να υπερβούμε την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων στο βαθμό που αυτή η τάξη προσφέρει μέσα από τις αντιθέσεις της αυτή τη δυνατότητα.
Και είναι προφανές ότι για τους κλασικούς οι κοινωνίες που πρόσφεραν μια τέτοια δυνατότητα ήταν οι βιομηχανικές κοινωνίες του αναπτυγμένου καπιταλισμού της εποχής τους.
Όμως κατά την αντίληψή μας όχι μόνο η ρώσικη κοινωνία του 1917 αλλά και οι κοινωνίες που χαρακτηρίζονταν από την κυριαρχία της κλασικής βιομηχανίας δεν μπορούσαν να αποτελέσουν την υλική βάση περάσματος στον κομμουνισμό. Έτσι πιο ειδικά για την Ρωσία ήταν αναγκαίο αυτό το πέρασμα να καθυστερήσει και να μεσολαβηθεί από ένα μακράς διαρκείας «προ- σοσιαλιστικό» μεταβατικό στάδιο, πόσο μάλλον επειδή η επανάσταση του 1917 δεν ακολουθήθηκε από σοσιαλιστικές επαναστάσεις στις πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες ήταν αναπόφευκτο να υπάρξουν σημαντικές αναντιστοιχίες ανάμεσα στο μαρ- ξικό κομμουνιστικό όραμα της πανανθρώπινης χειραφέτησης, της απονέκρωσης του κράτους, της κατάργησης των εμπορευματικών σχέσεων κ.λπ.
Από αυτή τη σκοπιά τρανταχτό παράδειγμα οπισθοχώρησης ως προς τη μαρξιστική θεωρία, πέρα από τη δικαιολογημένη από τις συνθήκες λενινιστική ΝΕΠ, ήταν η παντελώς αδικαιολόγητη προσπάθεια θεωρητικής γενίκευσης της ενίσχυσης τόσο προς τα έξω όσο όμως και προς τα μέσα του σοσιαλιστικού κράτους, αντί της μαρξικής απονέκρωσής του, με πρόσχημα την «καπιταλιστική περικύκλωση», που επιχείρησε ο Στά-
22 7
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
λιν στο 18ο Συνέδριο, και ακόμη πιο κραυγαλέα ήταν η προσπάθεια του να γενικεύσει τη ρώσικη εμπειρία υποστηρίζοντας στα Προβλήματα του Λενινισμού ότι «η προλεταριακή επανάσταση αρχίζει ενώ οι μορφές του σοσιαλιστικού καθεστώτος είναι παντελώς ή σχεδόν παντελώς απούσες» (218. 151).
Η σύγχρονη λοιπόν ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, με τις δυνατότητες απελευθέρωσης του χρόνου εργασίας που προσφέρει, με την ανάπτυξη της άυλης παραγωγής, αλλά και με την ενοποίηση της χειρωνακτικής με την πνευματική δραστηριότητα που απαιτεί, με την απαλλαγή της εργασίας που παραμένει καταναγκα- στική από τις πιο πενιχρές πτυχές της και με την κοινωνικοποίηση της διαδικασίας της παραγωγής που συντε- λείται στο επίπεδο του συλλογικού εργαζόμενου με τη μορφή της σύγχρονης γενικής διάνοιας, αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία μπορεί να στηριχτεί ο κομμουνισμός. Δηλαδή μια κοινωνία όπου κυρίαρχη θα είναι η ελεύθερη δραστηριότητα αυτοσκοπός, κατά τη διάρκεια της οποίας ο καθένας θα μπορεί να ασχοληθεί «με καλλιτεχνική, επιστημονική κ.λπ. μόρφωση», και από αυτή την άποψη θα είναι, όπως εύστοχα παρατηρούσε o Ernst Bloch, «πιο ατομική από κάθε προγενέστερη της κοινωνία» (25, 187). Μια κοινωνία στην οποία θα περιοριστεί στο ελάχιστο και θα είναι πιο ανθρώπινος και ο κατανα- γκαστικός χρόνος εργασίας, όπου θα εκλείψει ο στενός καταμερισμός της εργασίας και πιο ειδικά ο καταμερισμός ανάμεσα στην πνευματική και τη χειρωνακτική εργασία και όπου ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής δεν θα εκφράζεται έμμεσα μέσω του εμπορεύματος αλλά άμεσα μέσω της κοινωνικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και της σχεδιοποίησης.
Από μια άλλη οπτική γωνία, ενώ στην καθαυτό βιομηχανική παραγωγή είχαμε να κάνουμε με μια υπαγω
2 2 8
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
γή της άμεσης ατομικής ζωντανής εργασίας στη μηχανή, της οποίας ιδιοκτήτης ήταν το κεφάλαιο, στην εποχή μας η άμεση ατομική ζωντανή εργασία τείνει να εκτοπιστεί όχι μόνο ούτε κυρίως από αποκρυσταλλωμένη εργασία με τη μορφή των μηχανών, αλλά από τη συλλογική γενική διάνοια, η οποία ούτε στη λογική της απόσπασης υπεραξίας θα πρέπει να υποτάσσεται ούτε σε εκείνη της ιδιωτικής ιδιοποίησης, όπως οι μηχανές. Αντίθετα, η ανάπτυξή της απαιτεί την ανάπτυξη της κοινωνικής προσωπικότητας και συνεπώς την κομμουνιστική μορφή οργάνωσης της κοινωνίας, η οποία είναι η μόνη ικανή για να προωθήσει αυτή την ανάπτυξη.
Στο παραπάνω απόσπασμα από τα Χ ειρόγραφ α ο Μαρξ θέτει και ένα άλλο θεμελιακό ζήτημα που σχετίζεται με την υπέρβαση του καπιταλισμού. Πρόκειται για την αμφισβήτηση, κάτω από τις σύγχρονες συνθήκες της παραγωγής, του νόμου της αξίας στο πλαίσιο ενός τρόπου παραγωγής θεμέλιο ή «απόλυτος νόμος» του οποίου είναι ακριβώς αυτός ο νόμος. Σημαίνει μήπως αυτό ότι ο νόμος της αξίας έπαψε να ισχύει, ότι δηλαδή μπορεί να συνεχίζει να κυριαρχεί ο καπιταλισμός και η εμπορευματική παραγωγή, δίχως την ισχύ αυτού του νόμου;Ή σημαίνει ότι οι σύγχρονες συνθήκες της παραγωγής απαιτούν την υπέρβαση αυτού του νόμου, κάτι που το κεφάλαιο αρνείται να πράξει;
Κατ’ αρχήν δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι ο νόμος της αξίας όχι μόνον ισχύει αλλά ούτε τείνει να αναιρεθεί εκεί όπου η εκμετάλλευση της άμεσης χειρωνακτικής εργασίας συνεχίζει να κυριαρχεί και μάλιστα, όπως είδαμε παραπάνω, με τις πιο βάρβαρες μορφές. Συνεπώς η ίδια η τάση αναίρεσης αυτού του νόμου καθίσταται δυνατή στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες ακριβώς διότι αυτός ισχύει σε άλλες περιοχές του πλανήτη.
2 2 9
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
Τι συμβαίνει όμως εκεί όπου η «γενική διάνοια» και όχι πια η άμεση ζωντανή χειρωνακτική εργασία είναι η θεμελιώδης παραγωγική δύναμη; Ας σταθούμε για λίγο σε αυτό το σημαντικό ζήτημα.
Ας υπενθυμίσουμε ότι, όταν λέμε ότι ο Μαρξ ανακάλυψε το νόμο της αξίας, αυτό δεν σημαίνει ότι ανακάλυψε πως τα διάφορα εμπορεύματα είναι προϊόντα της ανθρώπινης εργασίας, ούτε ακόμη ότι αυτά είχαν μια διπλή φύση. Αυτό ήταν κάτι που το είχαν επισημάνει στοχαστές πριν από τον Μαρξ, όπως o Adam Smith και o Riccardo, στους οποίους άλλωστε και ο ίδιος ο Μαρξ αναφέρεται. Η καινοτομία του Μαρξ συνίσταται ακριβώς στο γεγονός ότι ερμήνευσε τη διπλή φύση του εμπορεύματος (αξία χρήσης και αξία) μέσα από την ανακάλυψη της διπλής φύσης της ίδιας της εργασίας.
0 ίδιος ο Μαρξ σε γράμμα του στον Ένγκελς στις 24 Αυγούστου του 1867 γράφει: «Αυτό που είναι το καλύτερο στο βιβλίο μου [το Κεφάλαιο] είναι: 1. (και πάνω σε αυτό στηρίζεται όλη η συλλογιστική των facts [δεδομένων]· η ανάδειξη από το πρώτο κεφάλαιο του διπλού χαρακτήρα της εργασίας , ανάλογα με το αν αυτή εκφράζεται ως αξία χρήσης ή ως ανταλλακτική αξία» (162, 174).
Με άλλα λόγια ο Μαρξ είναι εκείνος που απέδειξε ότι η διπλή φύση των εμπορευμάτων απορρέει από τη διπλή φύση της εργασίας που τα παράγει, η οποία με τη σειρά της αποτελεί μορφή έκφρασης της αντίθεσης ανάμεσα στην ατομική της μορφή και το κοινωνικό της περιεχόμενο.
«Κάτω από το φως αυτής της αντίθεσης ανάμεσα στην ατομική μορφή της εργασίας και το υποβόσκον κοινωνικό της περιεχόμενο, η εργασία μπορεί να λειτουργήσει μόνο αν το κοινωνικό της περιεχόμενο αποκτήσει μια προς τα έξω μορφή έκφρασης [...]Έ τσι η αντίθεση ανάμεσα στην ατομική, ιδιωτική μορφή και το υποβόσκοντα
2 3 0
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ ΙΚ Η ΔΙΑ ΝΟ Η ΣΗ
[λανθάνοντα] κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας ανα- δείχνεται μέσα από την αντίθεση ανάμεσα στη συγκεκριμένη και την αφηρημένη εργασία» (1 ,17-18).
0 Μαρξ προσδιόρισε λοιπόν ότι η εργασία των εμπορευματοπαραγωγών έχει μια διπλή φύση: από τη μια είναι συγκεκριμένη εργασία (που δαπανάται με μια συγκεκριμένη σκόπιμη μορφή), που αποτελεί και την πηγή της αξίας χρήσης των εμπορευμάτων (και η οποία, όπως είδαμε, δεν περιορίζεται στα υλικά προϊόντα) και από την άλλη είναι η αφηρημένη εργασία (δαπάνη εργατικής δύναμης του ανθρώπου γενικά ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη μορφή της) που αποτελεί και την πηγή της αξίας τους. Αυτή η μορφή της αφηρη- μένης εργασίας αποτελεί μια αφαίρεση σε σχέση με τις ποιοτικές ιδιαιτερότητες του προϊόντος, η οποία είναι αναγκαία στο βαθμό που αυτό προορίζεται να ανταλ- λαγεί με τη μορφή του εμπορεύματος στην αγορά. Αποτελεί συνεπώς ένα γενικό ισοδύναμο αναγκαίο για τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, το οποίο καλείται να ισοπεδώσει και να ομοιογενοποιήσει τις διάφορες ξεχωριστές ατομικές ικανότητες.
Με βάση λοιπόν το νόμο της αξίας η παραγωγή και η ανταλλαγή των εμπορευμάτων πραγματοποιείται στη βάση των δαπανών τής κοινωνικά για την παραγωγή τους αναγκαίας αφηρημένης εργασίας, η οποία με την εξίσωση του ενός εμπορεύματος με το άλλο ανα- γάγει τα διάφορα είδη της συγκεκριμένης εργασίας σε ποιοτικά ομοιογενή αφηρημένη εργασία.
Όμως εδώ χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή. Η γενική εργασία πέρα από το συγκεκριμένο περιεχόμενό της και πέρα από το αν αυτή θα έχει κυρίως διανοητικό ή χειρωνακτικό χαρακτήρα, υπό την έννοια της κατανάλωσης εργατικής δύναμης γενικά, αποτελεί μια μόνιμη προϋπόθεση για την ύπαρξη και ανάπτυξη κάθε κοινω
231
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
νίας και τούτο πέρα από τον εμπορευματικό ή όχι χαρακτήρα της. Όμως αυτή η γενική εργασία, ειδικά στις συνθήκες της εμπορευματικής παραγωγής παίρνει τη μορφή της αφηρημένης εργασίας.
Συνεπώς η αφηρημένη εργασία ως φορέας μιας ιδιαίτερης κοινωνικής σχέσης αποτελεί μια ειδική ιστορικά μορφή που αποκτά η γενική εργασία στο πλαίσιο της κυριαρχίας της εμπορευματικής παραγωγής.
Αλλά και η συγκεκριμένη εργασία, πέρα από τον ειδικό χαρακτήρα που την κάνει να ξεχωρίζει από άλλες εργασίες και ο οποίος εκδηλώνεται με την ιδιαίτερη χρησιμότητα του προϊόντος που παράγεται μέσω αυτής, πέρα από την ωφελιμότητά της και το γεγονός ότι αποτελεί όρο ύπαρξης του ανθρώπου ανεξάρτητα από κάθε κοινωνική μορφή, παίρνει και αυτή μια ειδική ιστορική μορφή που απορρέει από την εμπορευματική μορφή της κοινωνικής παραγωγής. Στο πλαίσιο αυτής της παραγωγής η χρησιμότητα αυτής της εργασίας δεν περιορίζεται στο να παράγει ένα χρήσιμο προϊόν, αλλά όπως είδαμε στο να παράγει μια αξία χρήσης ενός εμπορεύματος, δηλαδή μια κοινωνική αξία χρήσης η οποία μπορεί να εκφραστεί με την πώληση αυτού του εμπορεύματος και τη μετατροπή του σε χρήμα.
Συνεπώς η συγκεκριμένη εργασία αποτελεί και αυτή, τη μορφή που παίρνει η χρήσιμη εργασία στα πλαίσια της εμπορευματικής παραγωγής.
Αν για παράδειγμα υποθέσουμε ότι μια ομάδα ερευνητών και τεχνητών κατορθώσει, αφού καταναλώσει γ ε νική και χρήσιμη εργασία, να φτιάξει σε ερασιτεχνική βάση ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο το οποίο από πολλές απόψεις θα μπορούσε να είναι πολύ πιο ωφέλιμο για την κοινωνία από ένα βενζινοκίνητο, τόσο η γενική εργασία που καταναλώθηκε όσο και η χρήσιμη, στο πλαίσιο της εμπορευματικής παραγωγής, τότε μόνο θα κρι-
2 3 2
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ ΙΚ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η ΣΗ
θούν αξιοποιήσιμες από το κεφάλαιο και θα ενταχθούν στη μαζική παραγωγή, αν αυτές μπορούν να αποφέρουν αξία και συνεπώς αν πάρουν τη μορφή της αφηρη- μένης και της συγκεκριμένης εργασίας.
Ας μεταφερθούμε τώρα στην κομμουνιστική κοινωνία. Εκεί η κυρίαρχη μορφή εργασίας θα είναι η δημιουργική δραστηριότητα αυτοσκοπός, όποτε γι’ αυτή δεν μπορεί να γίνεται λόγος ούτε καν για προϊόντα υπό την έννοια παραγωγής αντικειμένων για εξυπηρέτηση κοινωνικών αναγκών, οπότε ούτε για διπλή φύση της εργασίας και για νόμο της αξίας.
Όσο για τα προϊόντα της δευτερεύουσας εργασίας που θα παραμένει καταναγκαστική, αυτά δεν θα έχουν το χαρακτήρα εμπορευμάτων και δεν θα χρειάζεται να κάνουν το «πήδημα θανάτου» στην αγορά για να πουληθούν και να κατοχυρωθεί έτσι η κοινωνική τους χρησιμότητα, μια και η διανομή θα πραγματοποιείται ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός. Συνεπώς ο κοινωνικός τους χαρακτήρας θα απορρέει άμεσα από την κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και τη σχεδιοποίηση και δεν θα χρειάζεται η εργασία να εκφράζει τον κοινωνικό της χαρακτήρα μέσω του εμπορεύματος και με τις μορφές της αφηρημένης και της συγκεκριμένης εργασίας.
0 διπλός χαρακτήρας της εργασίας θα ταυτίζεται με την κοινωνική μορφή της γενικής και χρήσιμης εργασίας, οι οποίες και οι δυο θα έχουν άμεσα κοινωνικό χαρακτήρα.
Παρ’ όλα αυτά και στον κομμουνισμό αυτό που εξα φανίζεται είναι η αξία ως εμπράγματη ιδιότητα των εμπορευμάτων και όχι η αξία με την έννοια της κατανάλωσης γενικής εργασίας της κοινωνίας (151).
Γ ι’ αυτό και ο Μαρξ στις Θεωρίες για την υπεραξία σε φαινομενική αντίθεση με τα Χ ειρόγραφ α του 1857- 1858 γράφει ότι: « 0 χρόνος εργασίας, ακόμη και στην
2 33
Γ ΙΩ Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
περίπτωση που θα έχει καταργηθεί η ανταλλακτική αξία, παραμένει πάντα η δημιουργός ουσία του πλούτου και το μέτρο του κόστους που απαιτεί η παραγωγή του» (159, τ. 3, 294). Εδώ όμως πια δεν πρόκειται π ροφανώς ούτε γ ια την ανταλλακτική α ξ ία ως μέτρο της αξίας χρήσης ούτε γ ια την ατομική άμεση εργασία ως μ έτρο του πλούτου , του κεφαλαιοκράτη, αλλά για τον χρόνο της γενικής και χρήσιμης εργασίας παρελθόντα (συσσωρευμένο) και παρόντα (ζωντανό) ως μέτρο του πλούτου της κοινωνίας. Υπό αυτή την έννοια στην ανώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας -διότι στο σοσιαλισμό, αν και όχι ως καθοριστικός ρυθμιστής, συνεχίζει να δρα εφόσον υπάρχει εμπορευματική παραγω γή- ο νόμος της αξίας δεν ισχύει.
Τι νόημα λοιπόν μπορεί να έχει η διατύπωση του Μαρξ στα Χ ειρόγραφ α την οποία προαναφέραμε: «Από τη στιγμή που η εργασία με την άμεση μορφή της παύει να αποτελεί τη μεγάλη πηγή του πλούτου, ο χρόνος εργασίας παύει απαραιτήτως να αποτελεί το μέτρο του και στη συνέχεια η ανταλλακτική αξία να είναι το μέτρο της αξίας χρήσης»; (149, τ. 2 ,193)
Μήπως πράγματι αυτό σημαίνει ότι καταργείται ο νόμος της αξίας όταν μάλιστα συνεχίζει να κυριαρχεί και έχει επεκταθεί όσο ποτέ άλλοτε η εμπορευματική παραγωγή, οπότε δεν ισχύει κι αυτό που αναφέρεται στις Θεωρίες γ ια την υ π ερ α ξ ία ;
Κατ’ αρχήν καλό είναι να θυμόμαστε ότι ορισμένοι έσπευσαν να κάνουν λόγο για κατάργηση του νόμου της αξίας από τη στιγμή που εφευρέθηκαν τα ηλεκτρικά πλυντήρια. Είδαμε όμως ότι για τον Μαρξ ο νόμος αυτός, όπως και οι μορφές της συγκεκριμένης και της αφηρημένης εργασίας πάνω στις οποίες θεμελιώθηκε, δεν ισχύει μόνο στο βαθμό που έχουμε να κάνουμε με άμεση χειρωνακτική εργασία του μεμονωμένου εμπο-
2 3 4
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ ΙΚ Η Δ ΙΑ ΝΟ Η ΣΗ
ρευματοπαραγωγού αλλά για την εργασία γενικά, την υποταγμένη στη σχέση του κεφαλαίου και της εμπο- ρευματικής κυριαρχίας.
Μάλιστα ο Μαρξ τούτη τη φορά στα Χ ειρόγραφ α και όχι στο Κεφάλαιο ή στις Θεωρίες γ ια την υπεραξία, και μάλιστα λίγες σελίδες πριν από το απόσπασμα που παραθέσαμε πιο πάνω, κάνει λόγο για «χρόνο εργασίας που χρησιμοποιείται [για την παραγωγή] αυτών [των εμπορευμάτων] (υπολογίζοντας ταυτόχρονα τη συσσωρευμένη και τη ζωντανή εργασία)» (149, τ. 2, 160) (η υπογράμμιση δική μας). Διαφορετικά ο νόμος της αξίας θα έπρεπε να μην ισχύει από τη στιγμή που υπάρχει σταθερό κεφάλαιο υπό την όποια μορφή του και θεωρείται ότι αυτό παράγει αξία από μόνο του κατ’ αναλογία «της γης όταν τη σπέρνουμε» (149, τ. 2, 160) δίχως να λαμβάνουμε υπόψη μας ότι και η σπορά είναι προϊόν ανθρώπινης εργασίας που συσσωρεύεται στη γη και έτσι αυτή μπορεί και αποδίδει καρπούς.
Εκείνο λοιπόν που διαπιστώνει ο Μαρξ στα Χ ειρόγραφα είναι ότι καθίσταται δυνατή και απαιτείται η υπέρβαση των μορφών της αφηρημένης και της συγκεκριμένης εργασίας, η υπέρβαση της θεώρησης της ανταλλακτικής αξίας ως μέτρου της αξίας χρήσης, η υπέρβαση του νόμου της αξίας ως μέτρου του κοινωνικού πλούτου.
Όπως προηγουμένως είδαμε ότι ο Μαρξ διαπίστωσε πως οι σύγχρονες συνθήκες της παραγωγής μπορεί να αποτελέσουν τη βάση μιας πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στον κομμουνισμό, δίχως αυτό να σημαίνει ότι έχουμε ήδη κομμουνισμό, έτσι και τώρα διαπιστώνει πως ο νόμος της αξίας είναι ξεπερασμένος υπό την έννοια ότι δεν μπορεί πια το μέτρο του πλούτου του κ εφαλαιοκράτη να είναι το μέτρο του πλούτου της κοινωνίας, ότι η χρήσιμη εργασία δεν μπορεί να υποτάσσεται και να εξαρτάται από τη μορφή της αφηρημένης εργα
2 3 5
ΓΙ Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
σίας, ότι τα άυλα προϊόντα και οι υπηρεσίες δεν μπορεί να αντιμετωπίζονται ως εμπορεύματα. Όμως παρ’ όλα αυτά, όπως είδαμε, το αναχρονιστικό κεφάλαιο συνεχίζει να επιδιώκει να λειτουργεί στη βάση των δικών του μέτρων και σταθμών, στη βάση του νόμου της αξίας ο οποίος, αν και ξεπερασμένος, δεν έχει πάψει να ισχύει.
Συνεπώς άλλο είναι η τάση και η δυνατότητα η οπ οία διαγράφ εται στα Χειρόγραφα και άλλο είναι κ ατά πόσο το κεφάλαιο ως κυρίαρχη κοινωνική σχέση επ ιτρέπει σε αυτή την τάση να εκδηλωθεί δίχως να επιδιώκει να την εγκλωβίζει στις μορφές που αντιστοιχούν στην ίδια την εκμεταλλευτική του φύση.
Αλλά ας δούμε πιο συγκεκριμένα πώς διαγράφεται από τη μια η τάση κατάργησης του νόμου της αξίας και από την άλλη η προσπάθεια του κεφαλαίου να τον διατηρήσει σε ισχύ.
Κατ’ αρχήν ακόμη και όσον αφορά τη γνώση, η ερ γασία παραμένει η βασική πηγή του πλούτου, διότι για την παραγωγή της χρειάζεται εργασία. Όμως στο βαθμό που αυτή η γνώση δεν είναι δυνατόν να διαχωριστεί από τον εργαζόμενο κάτοχό της, όπως συμβαίνει με τη μηχανή, η οποία αφού κατασκευαστεί ανήκει στο κ εφάλαιο, στο βαθμό που η κλασική λογική της μισθωτής σχέσης τείνει να αμφισβητηθεί εφόσον στην προκειμένη περίπτωση από τη μια ο εργαζόμενος, παρ’ όλο που πουλάει την πνευματική του εργατική δύναμη, δεν παύει να είναι και αυτός κάτοχος των γνώσεων που του εκμεταλλεύεται το κεφάλαιο και από την άλλη δεν πρόκειται πια για αφηρημένη και ανά πάσα στιγμή αντικαταστήσιμη εργατική δύναμη, δεν είναι δυνατόν αυτή να συνεχίζει να υπολογίζεται με το μέτρο της άμεσης αφηρημένης εργασίας, κάτι που απαιτεί η εμπορευματική παραγωγή.
Είδαμε επίσης ότι η ανταλλαγή εμπορευμάτων στη-
2 3 6
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η ΣΗ
ρίζετοα στην» κυκλοφορία αφηρημένων αξιών, στην αφηρημένη εργασία που καταναλώθηκε για την παραγωγή τους, δηλαδή σε ένα ποσοτικό κριτήριο. Όμως η κυκλοφορία τόσο των επιστημονικών γνώσεων όσο και των πληροφοριών είναι συνάρτηση όχι της ποσότητάς τους αλλά της πρωτοτυπίας τους και της ποιότητάς τους. συνεπώς δεν είναι δυνατόν να αναχθούν σε ένα ποσοτικό γενικό ισοδύναμο. Παρ’ όλα αυτά το κεφάλαιο επιμένει να τις αντιμετωπίζει ως ιδιωτική του ιδιοκτησία και ως εμπορεύματα. Με άλλα λόγια αγωνίζεται να συγκρατήσει στην κατηγορία των εμπορευμάτων κάτι που εν δυνάμει και από την ίδια του τη φύση τείνει να βγει από αυτή την κατηγορία.
Οι προσπάθειες που καταβάλλει για να αντικαταστήσει το ταϋλοριανό ή το φορντικό μοντέλο οργάνωσης της εργασίας από συμμετοχικά συστήματα ή τα συστήματα «κύκλων ποιότητας» και τον τογιοτισμό αποτελούν απόδειξη ότι και το ίδιο είναι αναγκασμένο να βρει διέξοδο στην αντίθεση που προκαλεί εμμένο- ντας στον ποσοτικό χαρακτήρα της μορφής της αφηρη- μένης εργασίας και στον κατ’ εξοχήν ποιοτικό χαρακτήρα της άυλης νοητικής παραγωγής, με μορφές οργάνωσης που καλούνται να συμπληρώσουν το «πενιχρό» και ξεπερασμένο μέτρο της αφηρημένης εργασίας με την εισαγωγή στην παραγωγή της ποιοτικής συμβολής της συγκεκριμένης εργασίας των εργαζομένων.
Συνεπώς ο νόμος της αξίας δεν έχει καταργηθεί. Αντίθετα έχει οξυνθεί στο έπακρο η κρίση αυτού του νόμου με την επιδίωξη του κεφαλαίου να τον συντηρεί με την παραπέρα γενίκευση της εμπορευματοποίησης και με μορφές κατοχύρωσης της ιδιωτικής ιδιοκτησίας όπως τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας για τις πιο απίθανες δήθεν ιδιωτικές «εφ ευρέσεις», στις οποίες και θα αναφερθούμε αμέσως πιο κάτω.
23 7
ΓΙ Ω Ρ Γ Ο Σ ΡΟ ΥΣ Η Σ
Ταυτόχρονα το κεφάλαιο, ακριβώς επειδή αντιμετωπίζει την εργατική δύναμη ως εμπόρευμα και την καταναλώνει ως τέτοιο, αντί να απελευθερώνει την ερ γασία με τη μορφή της ελεύθερης δημιουργικής δραστηριότητας, είτε την αξιοποιεί εκεί που αυτή του στοιχίζει φτηνά, είτε την εκτοπίζει με τη μορφή της ανεργίας, είτε τη χρησιμοποιεί εφήμερα με μορφές ελαστικής απασχόλησης, με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην απελευθερώνει τον εργαζόμενο, αλλά να του αποστερεί και τα μέσα διαβίωσής του.
Αλλά και το εργατικό κίνημα στο βαθμό που δεν θ έτει ως άμεση εφικτή προοπτική του την κομμουνιστική απελευθέρωση, αντί να αγωνίζεται για την απελευθέρωση της εργασίας τόσο από το κεφάλαιο όσο και από τον καταναγκαστικό της χαρακτήρα γενικότερα, αυτό που διεκδικεί είναι το δικαίωμα στην πλήρη απασχόληση.
Ορισμένοι αντίθετα, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι ο νόμος της αξίας δεν ισχύει πια, προτάσσουν το δικαίωμα σε ένα κοινωνικό μισθό για όλους, ο οποίος δεν θα συνδέεται με την εργασία (63, 449), λες και είναι δυνατόν να εφαρμοστεί έστω και μερικά η αρχή «στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του» δίχως την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και την υπέρβαση της κυριαρχίας της εμπορευματικής παραγωγής.
Μήπως αυτές οι αλλαγές που προβλέπει ο Μαρξ σημαίνουν την αντικατάσταση γενικότερα των σχέσεων ανάμεσα στις τάξεις, των άνισων κοινωνικών σχέσεων, από σχέσεις ανάμεσα σε ελεύθερους και ίσους ενεργούς δράστες και την αντικατάσταση της εργασίας ως καθολικής αρχής από την επικοινωνία ή του εργαζόμενου ανθρώπου από τον σκεπτόμενο άνθρωπο, όπως υποστηρίζει o Habermans όταν αναλύει την επικοινω- νιακή δράση; (62)
Κατ’ αρχήν σε καμιά περίπτωση η επιστημονική πρό
2 3 8
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ ΙΚ Η ΔΙΑ ΝΟ Η ΣΗ
οδος και η τεχνολογία δεν μετατρέπουν αυτόματα και από μόνες τους τις κυρίαρχες σχέσεις παραγωγής, ούτε όπως υποστηρίζει o Pierre Naville οδηγούν στη χειραφέτηση του ανθρώπου (176). Αντίθετα, όπως υπογραμμίζει ο Μαρξ για τις μηχανές έτσι και για την επιστήμη και τις νέες τεχνολογίες, ισχύει ότι «η σημερινή τους χρήση ανήκει στις συνθήκες του σημερινού οικονομικού μας συστήματος» ή διαφορετικά αποτελούν «τόσο λίγο οικονομικές κατηγορίες όσο και το βόδι που σέρνει το αλέτρι» (161, 522).
Η «καθαρή» απόιδεολογικοποιημένη επιστήμη, η «επιστήμη για την επιστήμη» του Weber (214, 80) είναι μια ουτοπική αντίληψη και τούτο διότι, όπως εύστοχα παρατηρεί o Althusser, «δεν υπάρχει καθαρή επιστήμη παρά μόνο υπό την προϋπόθεση να καθαρίζεται αδιάκοπα [...] από την ιδεολογία που τη διαπερνά» (3, 165). Τούτο σημαίνει ότι τόσο η ίδια η κατεύθυνση της επιστημονικής προόδου όσο και η εφαρμογή της επ ιστήμης καθορίζονται, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Gramsci, όχι ως «γυμνές αντικειμενικές κατηγορίες» αλλά είναι πάντοτε επενδυμένες από μια ιδεολογία και στην πράξη «αυτό που είναι η επιστήμη είναι η ενότητα του αντικειμενικού γεγονότος με μια υπόθεση ή μια σύνθεση υποθέσεων που υπερβαίνουν το καθαρό αντικειμενικό γεγονός» (53, 273-274).
Όμως πέρα από αυτά, κάθε «τεχνική» αλλαγή που επιβάλλει η επιστήμη και η τεχνολογία στην παραγωγή, κάθε νέος καταμερισμός που αυτή απαιτεί δεν μεταφέ- ρεται αυτόματα και στο πεδίο του κοινωνικού καταμερισμού. Έ τσι ναι μεν, όπως είδαμε, μπορεί αρχικά οι λειτουργίες της εποπτείας της παραγωγής και στη συνέχεια η επιστήμη να «πήραν τους δρόμους», δηλαδή να έπαψαν να αποτελούν μονοπωλιακή ικανότητα των κατόχων των μέσων παραγωγής, και από καθαρά τεχνική
23 9
ΓΙ Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
σκοπιά να ήταν δυνατόν αλλά και πιο αποτελεσματικό να διαχυθούν πέρα από το κεφάλαιο, όμως από τη σκοπιά του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί δίχως την ανατροπή των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων. Υπό αυτό το πρίσμα και για να μην ξεχνιόμαστε, δεν ευστα- θούσε ούτε η ανάλυση της «τεχνοδομής» του Galbraith όταν αυτός υποστήριζε ότι οι managers είναι πια η νέα κυρίαρχη τάξη (52), ούτε οι αντίστοιχες αναλύσεις όσων υποστηρίζουν ότι η νέα κυρίαρχη τάξη είναι οι επιστήμονες ή οι ειδικοί της τεχνικής γνώσης. Σε τελευταία ανάλυση ο τεχνικός καταμερισμός της εργασίας που απαιτεί η κάθε μορφή οργάνωσης της εργασίας δεν μπορεί να διαχωριστεί από τον κοινωνικό καταμερισμό της που επιβάλλεται από την κυρίαρχη τάξη.
Συνεπώς το περιεχόμενο των όποιων αλλαγών στον τομέα της επιστήμης και της τεχνολογίας καθορίζεται από τις υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις και την κυρίαρχη ιδεολογία του κέρδους. Το γεγονός ότι οι συνιστώσες των υλικών παραγωγικών δυνάμεων με την ανάπτυξη και εξέλιξή τους θέτουν σε παραπέρα αμφισβήτηση τις σχέσεις παραγωγής δεν σημαίνει ότι από μόνες τους δίχως την παρέμβαση του υποκειμενικού π α ράγοντα τις ανατρέπουν και αντί των άνισων ταξικών σχέσεων έχουμε να κάνουμε με ισότιμες επικοινωνια- κές σχέσεις. Συνεπώς οι τεχνικές αλλαγές όχι μόνον δεν λύνουν αλλά οξύνουν παραπέρα την αντίθεση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις παραγωγικές σχέσεις, καθιστώντας πιο επιτακτική την κομμουνιστική επανάσταση.
Στην πραγματικότητα όσο ελεύθεροι και ίσοι ήταν <ν. κλασικοί βιομηχανικοί εργάτες απέναντι στο κεφάλαιο άλλο τόσο είναι και οι εργαζόμενοι κάτοχοι της γνώσης απέναντι σε αυτό. Αλλά και η συνύπαρξη του homo
24 0
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η ΔΙΑ Ν Ο Η ΣΗ
faber με τον άνθρωπο της γνώσης και του λόγου ή ακριβέστερα η αλληλοδιείσδυση του ενός στον άλλο και όχι, όπως υποστηρίζει o Negri, μια «ολοκληρωτική» (η υπογράμμιση δική μας) μετατροπή της εργασίας σε άυλη εργασία και της εργατικής δύναμης σε «μαζική διάνοια» (178. 2) στην πραγματικότητα σημαίνει αναβάθμιση του ρόλου της εργασίας, αλλά και συνέχιση της υποταγής της στο κεφάλαιο, παρ’ όλο που με την άυλη μορφή της αυτό ναι μεν την εκμεταλλεύεται και αυτήν όμως του είναι αδύνατον να την αλλοτριώσει ιδιοκτησιακά όπως συνέβαινε με την αποκρυσταλλωμένη στις μηχανές της βιομηχανίας εργασία, διότι αυτή συνεχίζει να ανήκει στους εργαζόμενους.
Μα ακόμη και αν είχε δίκιο o Negri, τι άλλο είναι η παραγωγή της γνώσης και των πληροφοριών παρά προϊόν κατ’ εξοχήν ανθρώπινης εργασίας και μάλιστα εκείνης της εργασίας που, όπως είδαμε, διαχωρίζει τον άνθρωπο -αρχιτέκτονα- από τα ζώα -τ ις μέλισσες-, δηλαδή της ειδικά ανθρώπινης πνευματικής εργασίας;
Σε αντίθεση λοιπόν με όσα υποστηρίζει o Habermans, ότι δηλαδή η θεωρία της πάλης των τάξεων του Μαρξ που στηριζόταν στον καθολικό χαρακτήρα της εργασίας ξεπεράστηκε και θα πρέπει να αντικατασταθεί από τη δική του θεωρία της επικοινωνίας, στην πραγματικότητα και πάλι ο Μαρξ είναι εκείνος που δικαιώνεται.
Συμπερασματικά βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα κατάσταση σε σχέση με την εργασία. Από τη μια αυτή περιορίζεται με τη μορφή της άμεσης χειρωνακτικής ατομικής εργασίας και από την άλλη αναβαθμίζεται με τη μορφή της συλλογικής διάνοιας η οποία τείνει να καταστεί η κυρίαρχη παραγωγική δύναμη, καθιστώντας έτσι δυνατή μια ουσιαστική υπαγωγή της εργασίας στον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής. Όμως, για να υλοποιηθεί η απελευθέρωση των εργαζομένων από τον
241
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
καταναγκαστικό χαρακτήρα της εργασίας, αναγκαία προϋπόθεση είναι η ανατροπή του καπιταλισμού και της κυριαρχίας της εμπορευματικής παραγωγής.
0 Paolo Virno έγραφε σε ένα άρθρο του στις αρχές της δεκαετίας του ’80: «Αυτό που είναι πια οφθαλμοφανές είναι η πλήρης εφαρμογή στην πράξη της εξέλιξης που περιγράφεται ως τάση στις περίφημες σελίδες των Χεφό- γραφωντου 1857-1858, δίχως όμως να συντελεστεί καμιά ανατροπή στην προοπτική της χειραφέτησης ή έστω της σύγκρουσης. Η ιδιαίτερη αντίθεση in progress [εν εξελίξει] την οποία ο Μαρξ συνέδεε με την υπόθεση μιας ριζοσπαστικής κοινωνικής επανάστασης εξελίχθηκε [μέχρι τώρα] σε μια σταθερά συνιστώσα του υπάρχοντος τρόπου παραγωγής» (230, 9).
2 4 2
Κ εφ άϋοιο 7
(ϋεύΟερο ήογιομικό Linux: παράδειγμα βυναιοιήτω ν οποεμπορευμοτοποίποης και κεφαήαιοκραιικήι; avn'6paoi)C
Στο ΠΕΡΙΦΗΜΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ από τον Πρόλογο της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας ο Μαρξ γράφει: «Σ ε μια ορισμένη βαθμίδα της εξέλιξής τους, οι υλικές παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε αντίφαση με τις υπάρχουσες παραγωγικές σχέσεις [...] Από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων οι σχέσεις αυτές μεταβάλλονται σε δεσμά τους» (156, 424).
Ένα χτυπητό παράδειγμα τέτοιας σύγχρονης αντίφασης σαν αυτή που περιγράφει ο Μαρξ στο παραπάνω απόσπασμα είναι η ανάπτυξη της άυλης παραγωγικής δύναμης της γενικής διάνοιας και ειδικότερα της πληροφορικής, η οποία έρχεται σε αντίφαση με τις κυρίαρχες σχέσεις της ιδιωτικής ιδιοκτησίας της γνώσης και της πληροφόρησης.
Το ελεύθερο λογισμικό Linux ή ακριβέστερα το GNU/linux το οποίο θα παρουσιάσουμε εν συντομία στη συνέχεια αποκαλύπτει αυτή την αντίφαση μέσα από την άρνηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας της γνώσης και της πληροφόρησης που αποτελεί τη θεμελιακή του αρχή.
Αλλά ας δούμε τι είναι το ελεύθερο λογισμικό. Κατ’ αρχήν όταν γίνεται λόγος για λογισμικό αυτό σημαίνει
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
ένα σύνολο από οδηγίες που δίνονται σε έναν υπολογιστή γραμμένες σε μια γλώσσα προγραμματισμού. Το λογισμικό είναι τόσο ένα πρόγραμμα, δηλαδή το σύνολο του κώδικα-πηγή. όσο και η εκτελεστική μορφή αυτού του προγράμματος.
Ένα ιδιόκτητο μη ελεύθερο λογισμικό είναι ένα λογισμικό του οποίου οι πηγές είναι κρυμμένες ή ένα λογισμικό το οποίο δεν μπορεί να τροποποιηθεί δίχως τη συμφωνία του αρχικού του ιδιοκτήτη.
Ένα ελεύθερο λογισμικό (free software) είναι ένα λογισμικό που προσφέρεται με τον κώδικα-πηγή του, συμπεριλαμβανομένων των διάφορων τροποποιημένων εκδοχών του.
Τα λογισμικά τα διακρίνουμε σε δύο κατηγορίες:α) Το σύστημα εκμετάλλευσης, το οποίο είναι το κ ε
ντρικό στοιχείο ενός υπολογιστή που επιτρέπει στο χρήστη του τη χρήση και τη διαχείριση των περιφερειακών.
β) Τα λογισμικά εφαρμογής για τον χρήστη (επ εξερ γαστές κειμένου, παιχνίδια κ.λπ.).
Το Linux είναι το πιο διαδεδομένο ελεύθερο σύστημα εκμετάλλευσης. Διατίθεται σε πολλές πληροφοριακές πλατφόρμες (PC, Mac, Amiga...).
Ως σύλληψη γεννήθηκε τη δεκαετία του ’80 και εφευρέθηκε από τον Richard Stallman. 0 πυρήνας του αναπτύχθηκε από τον Φιλανδό Linus Tovards, από τον οποίο πήρε και το όνομά του. Όμως η ιδιαιτερότητα του συστήματος έγκειται στη νομική διατύπωση και κατοχύρωση του ελεύθερου λογισμικού από τον Richard Stallman. Μέσω αυτής κατοχυρώνεται η ελεύθερη πρόσβαση στον κώδικα-πηγή, η ελευθερία χρήσης, αντιγραφής, διανομής, μελέτης, αλλαγής και βελτίωσής του και αυτές οι ελευθερίες κατοχυρώνονται από το «GNU-General Public License» (26, 5). Για να
2 4 4
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η ΕΠ Α Ν Α Σ Τ Α Τ ΙΚ Η ΔΙΑ Ν Ο Η ΣΗ
αντιστρέφει τη λογική του copyright (πνευματικού δικαιώματος), εισήγαγε τη νομική έννοια του copyleft το οποίο και ως φραστικός νεολογισμός επιδιώκει προφανώς να συμβολίσει την αντίθεση του «δεξιού» (rigiit) δικαιώματος (right) της ιδιοκτησίας με την αριστερή (left) λογική της κατάργησης της πνευματικής ιδιωτικής ιδιοκτησίας, όσον αφορά την επιστημονική τεχνική γνώση και την πληροφόρηση (124, 2).
Το ελεύθερο αυτό λογισμικό θεωρείται από όλες τις σχετικές μελέτες (26, 4) πολύ ανώτερο από τα Windows NT και αμφισβητεί σοβαρά το παγκόσμιο μονοπώλιο της Microsoft. Αυτή η επιχείρηση, αντιμετωπίζοντας το λογισμικό ως εμπόρευμα, αρνείται να παραχωρήσει τους κώδικες πηγές της και επιβάλλει τα δικά της στά- νταρ στα λογισμικά εφαρμογής. Στην πραγματικότητα η Microsoft συμπεριφέρεται σαν ένας κατασκευαστής αυτοκινήτων ο οποίος έχοντας κατακτήσει μια μονοπωλιακή θέση στην αγορά απαγορεύει στον αγοραστή του και χρήστη να ανοίξει το καπό του αυτοκινήτου του και να έχει πρόσβαση στη μηχανή του (26, 6).
Όμως μια τέτοια πολιτική έχει καταστροφικές συνέπειες τόσο για την ποιότητα των παρεχόμενων προϊόντων όσο και για την προώθηση της παραπέρα ανάπτυξης των συγκεκριμένων παραγωγικών δυνάμεων.
0 Bernard Lang της γαλλικής ένωσης των χρηστών του Linux παρατηρεί: «Από τη στιγμή που ο ανταγωνισμός έχει εξαφανιστεί [λόγω της μονοπωλιακής θέσης της Microsoft] ο μοναδικός παραγωγός που απομένει δεν έχει κανένα συμφέρον να επενδύσει για να βελτιώσει τα προϊόντα του. Στην καλύτερη περίπτωση ο έλεγχος της τεχνολογίας από μια και μόνο εταιρία έχει ως συνέπεια ότι μόνο ένας μικρός αριθμός επαγγελματιών εμπλέκεται στην καλυτέρευση αυτής της τεχνολογίας. [...] Η μοναδικότητα του μονοπωλιακού προμηθευτή
245
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
δημιουργεί μια σχέση εξάρτησης από αυτόν τόσο όσον αφορά τις τιμές όσο και τις παρεχόμενες υπηρεσίες [...] Από τεχνική άποψη η μη διάθεση των κωδικών-πηγών (ή η υπερβολική τους τιμή) περιορίζει σοβαρά ή καθιστά απαγορευτική για τους πελάτες κάθε προσωπο- ποιημένη χρήση και υπηρεσία είτε αυτή αφορά τη συντήρηση, την ασφάλεια, τη μεταφορά σε νέες πλατφόρμες είτε την προσαρμογή σε εξειδικευμένες ανάγκες» (26, 6).
Πώς όμως το ελεύθερο λογισμικό, που γεννήθηκε στον καπιταλισμό θέτει σε αμφισβήτηση την ιδιωτική ιδιοκτησία και την εμπορευματοποίηση, θεμέλιους λίθους του, λειτουργώντας μέσα σε αυτόν, αλλά με μια λογική αντίθετη με τη δική του;
Κατ’ αρχήν το ελεύθερο λογισμικό, ενώ όπως είδαμε είναι ανώτερης ποιότητας από αντίστοιχα προϊόντα που παράγονται στο πλαίσιο της καπιταλιστικής παραγωγής, παράγεται έξω από αυτή και δεν παράγεται για την ανταλλαγή του ως εμπόρευμα με σκοπό το κέρδος. Συνεπώς εδώ δεν μπορεί να γίνεται λόγος για τις μορφές της αφηρημένης και της συγκεκριμένης ερ γασίας, ούτε για ισχύ του νόμου της αξίας, αλλά ακόμη παραπέρα καταργείται και η αναγκαιότητα της ύπαρξης του χρήματος!
Αυτό σημαίνει και ότι το ίδιο το κίνητρο της παραγωγής του ελεύθερου λογισμικού δεν είναι το κυρίαρχο κίνητρο του καπιταλισμού. Αντίθετα όσοι συμμετέχουν στην παραγωγή, τη βελτιστοποίηση και τη διάδοσή του, ορμώνται από διαφορετικά αφιλοκερδή κίνητρα που έχουν να κάνουν με τη δημιουργική αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου τους, και μάλιστα όχι σε ατομική βάση αλλά σε συνεργασία με πολλούς άλλους σε δ ιεθνές επίπεδο οι οποίοι και λειτουργούν ως κοινωνικές ατομικότητες.
2 4 6
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ ΙΚ Η ΔΙΑΝ ΟΗ ΣΗ
Ακόμη από αυτή τη δημιουργική αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου ωφελείται ένας μεγάλος αριθμός χρηστών οι οποίοι όχι μόνον δεν λειτουργούν ως απλοί καταναλωτές με την παραδοσιακή εμπορευματική έννοια του όρου, αλλά ένα τμήμα τους, στο βαθμό που παρεμβαίνει στην παραπέρα βελτιστοποίηση του συστήματος, λειτουργεί ως συνδημιουργός του. Συνεπώς όχι μόνον δεν έχουμε πια να κάνουμε με το διαχωρισμό μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, αλλά ούτε με το διαχωρισμό μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών και τ έ λος ούτε με τον καταμερισμό της σύλληψης και της εκτέλεσης. Μάλιστα στο βαθμό που εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια από τις παραπάνω μορφές οργάνωσης της παραγωγής, μπορεί να γίνει λόγος για μια εμπειρία αυτοδιαχειριστικού τύπου η οποία περισσότερο προσιδιάζει στο στιλ του λαϊκού «παζαριού» παρά σε εκείνο του «μητροπολιτικού ναού» (26, 7), δηλαδή σε μια αποκεντρωμένη, μη ιεραρχική προσέγγιση, παρά στην π α ραδοσιακή λογική ενός καταμερισμού της εργασίας που προτάσσει μια συγκεντρωτική, ιεραρχική προσέγγιση.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες τα παραγόμενα στη βάση της συνεργασίας και όχι του ανταγωνισμού άυλα αγαθά, τα οποία και αποτελούν κοινωνική ιδιοκτησία, δεν εντάσσονται στην κατηγορία των εμπορευμάτων που μπορεί να τα οικειοποιηθεί, να τα εκμεταλλευτεί, να τα συσσωρεύσει και να τα κεφαλαιοποιήσει το κ εφάλαιο προς όφελος ενός μικρού αριθμού (26, 7).
Έ τσι το Linux και γενικότερα τα ελεύθερα λογισμικά αμφισβητούν τον καπιταλισμό στο νευραλγικό του κέντρο, αυτό των σχέσεων ιδιοκτησίας, και αποτελούν την καλύτερη απόδειξη στην πράξη ότι η λογική που τον διέπει είναι όχι μόνον άδικη, αλλά ξεπερασμένη και αναποτελεσματική, διότι παρεμποδίζει την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που ο ίδιος δημιούργησε.
2 4 7
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
Μάλιστα οι αρνητικές συνέπειες του μονοπωλίου της Microsoft, καθώς και η καλύτερη ποιότητα του Linux, υποχρέωσαν μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις όπως η IBM να εγκαταστήσουν το ελεύθερο λογισμικό στους υπολογιστές τους και να αποδεχτούν έτσι ότι, αν θέλουν να συνεχίσουν να αναπτύσσονται, θα πρέπει να εγκαταλείψουν οι ίδιες ως ένα βαθμό το δικαίωμα στην πνευματική ιδιοκτησία.
Πώς όμως αντιδρά το κεφάλαιο εμμένοντας να διατηρεί τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, «δεσμά» της ανάπτυξης των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων;
Η κύρια μορφή αντίδρασης του κεφαλαίου είναι η προσπάθεια νομικής κατοχύρωσης της ιδιωτικής πνευματικής ιδιοκτησίας και πιο ειδικά της ιδιοκτησίας του κώδικα-πηγή, κάτι που δεν αποτελεί παρά τη νομική έκφραση των καπιταλιστικών σχέσεων ιδιοκτησίας στα σύγχρονα μέσα παραγωγής.
Έ τσι κάθε άλλο παρά ισχύει η άποψη που προβάλλουν ορισμένοι, ότι δηλαδή με τον Bill Gates και την Microsoft η ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής δεν έχει πια κανένα νόημα για το κεφάλαιο, μια και τα κέρδη που αποκομίζει δεν οφείλονται σε αυτήν. Στην πραγματικότητα αυτό που επιδιώκει o Gates είναι ακριβώς να κατοχυρώσει και μάλιστα μονοπωλιακά την ιδιοκτησία αυτών των σύγχρονων άυλων μέσων παραγωγής που είναι η γνώση και η πληροφόρηση, διότι μόνον έτσι μπορεί να αποκομίζει τα τεράστια κέρδη του.
Όπως και για τον γεννητικό κώδικα, οι πολυεθνικές επιχειρούν να ιδιωτικοποιήσουν τον κώδικα έτσι ώ στε να παρεμποδίζουν κάθε καινοτομία που δεν ελέγχεται από αυτές. Ορισμένες μάλιστα, όπως η Sun, επιδιώκουν να ιδιωτικοποιήσουν την ίδια τη γλώσσα του προγραμματισμού, κάτι ανάλογο δηλαδή σαν να επιδίωκαν να ιδιωτικοποιήσουν την αδενίνη, τη θυμίνη, την κυτο-
2 4 8
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ ΙΚ Η ΔΙΑ ΝΟ Η ΣΗ
σίνη, τη γουανίνη και τη συτοζίνη του γεννητικού κώδικα. Αλλες πάλι προσπαθούν να ιδιωτικοποιήσουν τα πρωτόκολλα επικοινωνίας που είναι κάτι ανάλογο σαν να ήθελαν να κατοχυρώσουν και να ιδιωτικοποιήσουν τον ίδιο το μηχανισμό αναπαραγωγής του DNA και του RNA (124, 3). Σε τελική ανάλυση αυτή η προσπάθεια των πολυεθνικών είναι το ίδιο παρανοϊκή σαν να επιδίωκε κάποιος να κατοχυρώσει για τον εαυτό του το copyright του Πυθαγόρειου θεωρήματος ή γενικότερα των μαθηματικών θεωρημάτων και να απαγορεύει τη χρήση τους ή να απαιτεί γι’ αυτήν να καταβάλλονται κάθε φορά πνευματικά δικαιώματα. Προς αυτή την κατεύθυνση γίνεται προσπάθεια αναθεώρησης των αρχών της Σύμβασης της Βέρνης του 1886 που αναθεωρήθηκε για τελευταία φορά το 1979, με βάση τις οποίες προστατεύονταν οι υλικές μορφές έκφρασης, τα υποστηρίγματα των ιδεών αλλά όχι οι ίδιες οι ιδέες οι οποίες παρέμεναν ένα κοινό αγαθό (26, 4).
Βεβαίως τα ελεύθερα λογισμικά, παρ’ όλο που απο- τελούν μια έμπρακτη απόδειξη του αντιδραστικού χαρακτήρα των καπιταλιστικών σχέσεων, καθώς και της αδυναμίας αυτών των σχέσεων, να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων, παρ’ όλο που αποτελούν μια αποτελεσματική σύγχρονη μορφή αντικαπιταλιστικής παρέμβασης, δεν αρκούν ούτε για να μεταβάλουν τον καπιταλισμό ούτε για να τον ανατρέψουν. Όμως οι αρχές που τα διέπουν, με την εφαρμογή τους στην πράξη αποδεικνύουν όχι μόνον ότι ο καπιταλισμός δεν είναι μονόδρομος, αλλά ακόμη ότι αυτές οι αρχές-σχέσεις, που είναι κατά βάση κομμουνιστικές, είναι που ανταποκρίνονται στις σύγχρονες απαιτήσεις των άυλων παραγωγικών δυνάμεων και των φορέων τους, των ανθρώπων. Αυτό σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι ο κυβερνο-κομμουνισμός αποτελεί
2 4 9
ΓΙ Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
πια την κυρίαρχη πραγματικότητα ούτε ότι η επανάσταση ως καθολική απελευθερωτική πράξη είναι περιττή και ξεπερασμένη.
Ταυτόχρονα τα ελεύθερα λογισμικά αποδεικνύουν ότι ανοίγονται νέοι δρόμοι αντίστασης, αλλά και αντεπίθεσης κατά του κεφαλαίου που μέσω της πληροφορικής, η οποία αποτελεί πια γι’ αυτό βασικό στοιχείο της όλης συγκρότησης και λειτουργίας του, μπορούν να πλήξουν καίρια τον πυρήνα του, την ίδια την ιδιωτική ιδιοκτησία.
Συντονισμένες συλλογικές προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση μπορεί να αποδειχτούν στο μέλλον πολύ πιο αποτελεσματικές από παραδοσιακές μορφές πάλης και να αποφέρουν σοβαρά πλήγματα αποδιοργάνωσης τόσο του ιδιωτικού κεφαλαίου όσο και του πολιτικού εποικοδομήματος που το υπηρετεί. Και σε αυτό τον τομέα η σύγχρονη μορφωμένη εργατική τάξη είναι η μόνη που μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά.
2 5 0
Ηεφόϋοιο 8
Ο ιονοουμενοποίρ ίου προϋειαριάιου και προϋειαριοποίησιι me 6ιανόησΐ)(:
Απο τη ν ΑΝΑΛΥΣΗ που προηγήθηκε, προκύπτει ήδη ότι στην εποχή μας από τη μια διευρύνθηκε ποσοτικά η κατηγορία της διανόησης και από την άλλη άλλαξε η θέση της ως προς την παραγωγή και γενικότερα η τα ξική της θέση. Τούτο σημαίνει ότι οι αναφορές για το ρόλο της διανόησης στη διαδικασία της χειραφέτησης των στοχαστών που προηγήθηκαν δεν επαρκούν για να αντιμετωπιστεί αυτός ο ρόλος κάτω από τις σύγχρονες συνθήκες. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να εντοπίσουμε αυτές τις ποσοτικές και ποιοτικές αλλαγές για να μπορέσουμε στη συνέχεια να εξετάσουμε κατά πόσο αυτές σηματοδοτούν και μια έστω εν δυνάμει επαναστατικο- ποίησή της.
Δίχως να επεκταθούμε σε μια ιστορική αναδρομή της διανόησης, καλό είναι να θυμηθούμε ότι από την εμφάνισή της ως ειδικής κατηγορίας μέχρι την εποχή μας αυτή ακολούθησε μια αργή αλλά σταθερή πορεία από το πολιτικό και ιδεολογικό εποικοδόμημα ή από την απασχόλησή της έξω από την καπιταλιστική παραγωγή προς την ένταξή της στην παραγωγή. Αυτή η εξέλιξη μετά τη βιομηχανική επανάσταση ήταν παράλ-
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
ληλη με την αντικατάσταση της άμεσης ζωντανής εργασίας και είχε ως κατάληξη στην εποχή μας το συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα της διανόησης να εντάσσεται ή τουλάχιστον να προσπαθεί να ενταχθεί στην ευρύτερη παραγωγική διαδικασία.
Έ τσ ι αρχικά η διανόηση, η οποία εμφανίστηκε με τον καταμερισμό της εργασίας σε κυρίως πνευματική και κυρίως χειρωνακτική εργασία, αποτελούνταν κυρίως από την κάστα των ιερέων ή όπως στην αρχαία Ελλάδα από τους ποιητές, τους καλλιτέχνες, τους σοφούς, τους σοφιστές για να πάρει μια λιγότερο, κατά Αριστοτέλη, «τεχνική» μορφή και μια περισσότερο πνευματική και καθολική μορφή με τους καθαυτό φιλοσόφους κατόχους της γνώσης (128).
Αργότερα στον Μεσαίωνα η διανόηση συνδεδεμένη κυρίως με τη θρησκεία αρχίζει να διευρύνεται και αυτό συνδέεται με την ανάπτυξη των πόλεων κατά τον 11ο και 12ο αιώνα, τον αυξανόμενο αριθμό των πανεπιστημίων και την ανάδειξη ενός νέου αυτόνομου χώρου σε σχέση με το μοναστηριακό (89).
Τον 13ο αιώνα περίοδο ωρίμανσης της διανόησης του Μεσαίωνα αναγνωρίζεται κυρίως μέσω των πανεπιστημιακών κύκλων η ανάγκη σύνδεσης της επιστήμης και της μετάδοσης και διάδοσής της, ενώ το προσδιορι- στικό intellectualis υποδηλώνει κάτι που σχετίζεται με τη διάνοια υπό την έννοια της γνώσης και της κριτικής σκέψης (89, 68). Τους επόμενους δύο αιώνες κυριαρχεί ο ουμανιστής διανοούμενος που χαρακτηρίζεται από ένα έντονο αριστοκρατικό ελιτισμό και από την αντίθεσή του στον κλήρο, και αυτό στο όνομα μιας Αναγέννησης που αποστρέφεται τη μεσαιωνική σχολαστική (88).
Τον 16ο και τον 17ο αιώνα με την ανάδειξη των ανθρώπων των επιστημών συγκεκριμενοποιείται η επιτάχυνση της απαγκίστρωσης της κοινωνίας από την
2 5 4
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η ΕΠ Α Ν Α Σ Τ Α Τ ΙΚ Η Δ ΙΑ Ν Ο ΗΣ Η
Εκκλησία και η ανάδειξη ενός πραγματικού χώρου διακίνησης αυτόνομων ιδεών από αυτήν. Η διάσπαση της εκκλησίας είχε ως αποτέλεσμα να χάσει το χαρακτήρα του μοναδικού ενιαίου χώρου διαλογισμού. Η εφεύρεση της τυπογραφίας, η διάδοση του βιβλίου, η ανακάλυψη του Νέου Κόσμου και η συνεπαγόμενη διεύρυνση του γνωστού κόσμου, οι ανακαλύψεις του Κοπέρνικου και του Γαλιλαίου διαμορφώνουν ένα κλίμα πρόσφορο στην «αμφισβήτηση των πιο θεμελιακών παραδόσεων της καθολικής Εκκλησίας από την οπτική γωνία της ίδιας της μεθοδολογίας της» (139). Την ίδια περίοδο η ανταλλαγή γραμμάτων ανάμεσα στους διανοούμενους γίνεται μια από τις κύριες μορφές ιδεολογικού διαλόγου και ο Έ ρ α σμος δημοσιεύει ένα σχετικό δοκίμιο για την καλή χρήση του είδους (139, 43). Τον 17ο αιώνα εμφανίζεται για πρώτη φορά σε όλη την Ευρώπη μια έντονη δυσαναλο- γία ανάμεσα στον αυξανόμενο αριθμό των διανοουμένων διπλωματούχων των πανεπιστημίων και τον περιορισμένο αριθμό των θέσεων που τους προσφέρονται (33). Αυτή η δυσαναλογία μέλει να ακολουθήσει εντεινό- μενη την εξέλιξη της διανόησης και τους επόμενους αιώνες και να κορυφωθεί στην εποχή μας.
Η ισχυρή στιγμή της αποκρυστάλλωσης της εικόνας του διανοουμένου που ορθώνεται ενάντια στην αυθαιρεσία της εξουσίας είναι ο Διαφωτισμός και ο 18ος αιώνας. Τότε είναι που ο φιλόσοφος βγαίνει από την απομόνωση στον κόσμο των ιδεών για να συμμετέχει σε ό.τι διακυβεύεται στην πολιτεία, τότε «ο άνθρωπος της κουλτούρας γίνεται ταυτόχρονα και πολιτικός άνθρωπος» (183, 24). Και όπως παρατηρεί o Fran?ois Dosse σχετικά με αυτήν την αλλαγή «η είσοδος του διανοούμενου στην πολιτική από την προέλευσή της έχει ένα χαρακτήρα διαμαρτυρίας» (39, 21).
Η διανόηση εκείνης της περιόδου στο πλαίσιο αυτού
255
ΓΙ Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
που ονομάστηκε «κρίση της σκέψης στη Δυτική Ευρώ πη» από τη μια αμφισβητεί τις αρχές που διέπουν το φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής και τις μέχρι τότε επ ιστημονικές προλήψεις και από την άλλη ανταποκρίνε- ται στην ανάγκη της αστικής τάξης να «επιβεβαιωθεί ως τάξη, με βάση μια σφαιρική αντίληψη του κόσμου, δηλαδή μια ιδεολογία» (212, 21). Η διανόηση, στηριζό- μενη στις αξιώσεις του ορθού λόγου, αναλαμβάνει να παρουσιάσει ως οικουμενικά τα συμφέροντα της αστικής τάξης προσδίδοντας έτσι και στην ίδια ένα οικουμενικό χαρακτήρα.
Με τη βιομηχανική επανάσταση στα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου από τη μια αναπτύσσεται μια κατηγορία διανοουμένων που σε αντίθεση με την παραδοσιακή διανόηση συνδέεται με την ανερχό- μενη βιομηχανική παραγωγή και από την άλλη, παράλληλα με την ύπαρξη των διανοουμένων ιδεολόγων της αστικής τάξης, εμφανίζεται ένα αντικαπιταλιστικό ρεύμα στη διανόηση είτε με τη μορφή του ρομαντισμού που υπερασπίζεται την κουλτούρα (culture) απέναντι στον τεχνικό πολιτισμό (civilisation) από τη σκοπιά των χαμένων αξιών και παραδόσεων του παρελθόντος, είτε από τη σκοπιά της υπεράσπισης των συμφερόντων της ανερχόμενης εργατικής τάξης και του οράματος μιας μελλούμενης κομμουνιστικής κοινωνίας.
Η μετέπειτα εξέλιξη της διανόησης, ως προς τον αριθμό της, τη σχέση της με την παραγωγή, την παραγωγή της από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και την τα ξική της θέση, είναι παράλληλη με την εξέλιξη της ίδιας της παραγωγικής διαδικασίας.
Με βάση αυτή την εξέλιξη η διανόηση δεν αποτελεί πια το «αριθμητικά ασήμαντο προσωπικό» στην παραγωγή της εποχής του Μαρξ. Ακόμη δεν περιορίζεται στη διανόηση νοούμενη ως τους ανθρώπους των γραμ
2 5 6
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ ΙΚ Η ΔΙΑ Ν Ο Η ΣΗ
μάτων αλλά και «τους μορφωμένους ανθρώπους τους εκπροσώπους των ελεύθερων επαγγελμάτων, γενικά τους εκπροσώπους της πνευματικής εργασίας (brain worker, όπως λένε οι Άγγλοι) σε αντιδιαστολή με τους εκπροσώπους της σωματικής εργασίας», όπως τους προσδιόριζε ο Λένιν. Η σύγχρονη διανόηση δεν μπορεί ακόμη να διαχωρίζεται, όπως τη διαχώριζε o Gramsci, σε «παραδοσιακή» και «οργανική» διανόηση της αστικής τάξης. Εξάλλου η πρώτη είχε ήδη αρχίσει από την εποχή του Μαρξ να βγάζει από πάνω της το φ ω τοστέφανο του αξιοσέβαστου ανεξάρτητου επαγγέλματος. Τέλος ο διαχωρισμός ανάμεσα στα «άσπρα» και τα «μπ λε» κολάρα, που είχε μια βάση την εποχή του κατ’ εξοχήν βιομηχανικού καπιταλισμού, τείνει να αμβλυν- θεί στην εποχή μας.
Στην εποχή της «γενικής διάνοιας», τουλάχιστον όσον αφορά τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, τόσο η περιθωριοποίηση μεγάλων τμημάτων και των δύο αυτών κατηγοριών, με τη μορφή της ανεργίας που μαστίζει πια μαζικά και τις δύο, όσο και η ετεροαπασχόληση των διανοουμένων που οδηγεί πολλούς από αυτούς να ασχολούνται με κυρίως χειρωνακτική εργασία για να επιβιώσουν, καθώς και η διανοουμενοποίηση του παραδοσιακού προλεταριάτου και η προλεταριοποίηση της διανόησης, οδηγούν στη μερική ή ολοκληρωτική άρση των στεγανών ανάμεσα στην εργατική τάξη και το στρώμα της διανόησης, ανάμεσα δηλαδή σε αυτούς που όλο και περισσότερο λειτουργούν πνευματικά και λιγότερο χειρωνακτικά και σε εκείνους που όλο και περισσότερο εντάσσονται πιο άμεσα στην παραγωγική διαδικασία.
Ταυτόχρονα, όπως είδαμε, με την αλματώδη αύξηση των υπηρεσιών ένα μεγάλο μέρος της διανόησης απορ- ροφάται από αυτές, οι οποίες βεβαίως λειτουργούν με κριτήρια κερδοφορίας και εκμετάλλευσης.
2 5 7
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
Έτσι στην πρώτη καπιταλιστική περίοδο είχαμε να κάνουμε με έναν τύπο εργάτη που ακόμη διατηρούσε ορισμένα από τα στοιχεία του επαγγελματία χειροτέχνη, του τεχνίτη, και συνεπώς ασκούσε σε σημαντικό βαθμό και πνευματικές λειτουργίες και με μια διανόηση που είτε παρέμενε ως ανεξάρτητη έξω από την π α ραγωγή είτε σχεδόν ταυτιζόταν με το κεφάλαιο, μια που η κύρια λειτουργία της ήταν εκείνη της διεύθυνσης.
Στη συνέχεια με τη μαζική μηχανοποίηση της παραγωγής είχαμε να κάνουμε με το μαζικό εργάτη, ο οποίος ασκούσε κατ’ εξοχήν χειρωνακτική ανειδίκευτη εργασία, και ένα τμήμα της διανόησης που ξέπεφ τε από την προνομιούχα θέση που κατείχε εκτός παραγωγής, τους ειδικούς της τεχνικής γνώσης, τα «άσπρα κολάρα», που εντάσσονταν σε αυτή ευρισκόμενοι όμως σε μια σχετικά καλύτερη κατάσταση από το παραδοσιακό προλεταριάτο.
Τέλος στην εποχή της «γενικής διάνοιας» και της γενίκευσης της εμπορευματοποίησης, στην εποχή της ανερχόμενης σπουδαιότητας της άυλης παραγωγής, από τη μια έχουμε να κάνουμε με ένα μεγάλο τμήμα της σύγχρονης εργατικής τάξης όλο και πιο εξειδικευ- μένο, που όλο και λιγότερο έχει άμεση χειρωνακτική επαφή με την επεξεργασία της ύλης και από την άλλη με ένα σημαντικό κομμάτι της διανόησης που εντάσσεται στην παραγωγική διαδικασία, το οποίο όλο και λι- γότερο έχει να κάνει με τον ολοκληρωμένο επιστήμονα περασμένων εποχών και όλο περισσότερο έχει τον χαρακτήρα του εξειδικευμένου τεχνοκράτη.
Αν, για παράδειγμα, λάβουμε υπόψη μας τις επιπτώσεις πιο ειδικά της εισαγωγής της πληροφορικής στην παραγωγή, θα δούμε ότι μια από αυτές τουλάχιστον στις βιομηχανίες αιχμής είναι η υπέρβαση των προγενέ
2 5 8
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ ΙΚ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η ΣΗ
στερων απόλυτων διαχωρισμών ανάμεσα στους ειδικευμένους εργάτες, τους τεχνικούς, τους μηχανικούς, τους διοικητικούς υπαλλήλους. Έ τσι η παρουσία ανάμεσα στη μηχανή-εργαλείο και τον εργαζόμενο του ηλεκτρονικού υπολογιστή ο οποίος «συνδιαλέγεται» με αυτόν, απαιτεί από τον εργαζόμενο να θέτει σε λειτουργία συλλογισμούς, λογικές ικανότητες, δυνατότητες επικοινωνίας, για να μπορεί όχι μόνο να παρακολουθεί την παραγωγή, αλλά να την ελέγχει και ακόμη να προλαβαίνει τις πιθανές βλάβες (127,122). Από την άλλη ένας μηχανικός μπορεί στο πλαίσιο της δραστηριότητάς του όχι μόνον να συλλαμβάνει, να σχεδιάζει, να προγραμματίζει, αλλά ακόμη και να θέτει υπό τη μετατρεπτική δράση της μηχανής ένα αντικείμενο (127, 47). Το ίδιο το διοικητικό στέλεχος δεν έχει πια να κάνει με το κλασικό «άσπρο κολάρο» που διαχωρίζεται από τον εργάτη, το «μπλε κολάρο».
Αλλά και στο επίπεδο των υπαλλήλων των υπηρεσιών έχουμε την αντικατάσταση του ανειδίκευτου ή με όχι υψηλό επίπεδο τεχνικών γνώσεων υπαλλήλου από υπαλλήλους που είναι ειδικοί στη χρήση των προγραμμάτων της πληροφορικής.
Έ τσ ι οι διανοούμενοι από την ιδιαίτερη εκείνη κατηγορία των φιλοσόφων βασιλιάδων του Πλάτωνα ή ακόμη των λιγοστών και εκλεκτών «κληρικών», όπως τους αντιμετώπιζε o Julien Benda (20) την εποχή του μεσοπολέμου, έχουν μετατραπεί στην πλειονότητά τους σε μια τεράστια μάζα ειδικών της επιστημονικής και τ ε χνικής γνώσης, οι οποίοι, ενώ ήταν αποξενωμένοι από τη διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής, με την ποιοτική αναβάθμιση της εργασίας, την ενίσχυση της άυλης παραγωγής και την επέκταση των υπηρεσιών, τοποθετούνται στο εσωτερικό της και έτσι υποτάσσονται ουσιαστικά πια στο κεφάλαιο.
2 5 9
ΓΙ Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
Από τη σκοπιά που εξετάζουμε εδώ το ζήτημα, δηλαδή της διαφοροποίησης του σύγχρονου εργαζόμενου σε σχέση με τον κλασικό προλετάριο, το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό της πληροφορικής επανάστασης που κατά κύριο λόγο χαρακτηρίζει τη σύγχρονη παραγωγή είναι ότι στο επίπεδο των υλικών παραγωγικών δυνάμεων, πέρα από την υλική σύνθεσή τους που δεν είναι πια κυρίως τα βαριά υλικά της βιομηχανίας αλλά η σιλικόνη και τα microchips, υπάρχει αντικειμενοποίηση αντί χειρωνακτικών δραστηριοτήτων, αφηρημένων πνευματικών δραστηριοτήτων και κυκλοφορία αντί υλικών μέσων, άυλων γνώσεων και πληροφοριών. Μάλιστα -κα ι αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία- η κύρια αποτελεσματικό- τητα των νέων ηλεκτρονικών μηχανών δεν συνίσταται στην απλή αντικατάσταση του ανθρώπου από τη μηχανή, στην απλή εναπόθεση σε αυτή νοητικών ικανοτήτων του ανθρώπου, αλλά στη δημιουργία και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των ανθρώπων ή μεταξύ ανθρώπων και μηχανών μέσω της πληροφορικής τεχνολογίας. Με άλλα λόγια αυτές οι νέες μηχανές ναι μεν απελευθερώνουν ζωντανή εργασία, από την άλλη όμως για να αξιοποιηθούν αποτελεσματικά απαιτούν μια αλληλο- δραστηριότητα ανθρώπου-μηχανής, με κεντρικό το ρόλο του ανθρώπου (125, 1).
Έ τσι στο επίπεδο των ανθρώπινων παραγωγικών δυνάμεων η πλέον σημαντική διαφοροποίηση είναι η αντικατάσταση του διαχωρισμού ανάμεσα στους παραγωγικούς, με την πρωταρχική και όχι την καπιταλιστική έννοια του όρου, εργαζόμενους που έρχονται σε άμεση επαφή με την ύλη και τους μη παραγωγικούς που είχαν και το μονοπώλιο της σύλληψης, του διαχωρισμού ανάμεσα σε «καθαρούς» βιομηχανικούς εργάτες και «καθαρούς» επιστήμονες, σε βιομηχανικό προλεταριάτο και υπαλλήλους των υπηρεσιών στο πλαίσιο της κυριαρχίας
2 6 0
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η ΕΠ Α Ν Α Σ Τ Α Τ ΙΚ Η ΔΙΑ Ν Ο Η ΣΗ
των βιομηχανικών δραστηριοτήτων, από την αλληλοδια- σύνδεση ανάμεσα σε παραγωγικούς και μη παραγωγικούς εργαζόμενους, στην ανάμειξή τους, τη συγχώνευση της επιστήμης με την παραγωγή, τη συνεργασία ανάμεσα σε ερευνητές, εκπαιδευτικούς, μισθωτούς των υπηρεσιών και μισθωτούς της βιομηχανίας (126, 73).
Στο επίπεδο της ίδιας της εργασιακής διαδικασίας, της φύσης της εργασίας, εκείνο που άλλαξε είναι ότι αυτή γίνεται όλο και πιο άυλη, υπό την έννοια ότι δεν έχει να κάνει με την άμεση επαφή του εργαζόμενου με την ύλη και το μετασχηματισμό της αλλά με νοητικές δραστηριότητες. Αλλά και οι μορφές εντατικοποίησης της εργασίας είναι διαφορετικές. Εκεί που προηγουμένως είχαμε να κάνουμε με μια καταπονητική εξάρτηση του εργαζόμενου από τη μηχανή και μια κυρίως σωματική υποταγή στο ρυθμό της, σήμερα απαιτείται ο εργαζόμενος να φορτώνεται με νοητικά βάρη πολύ πιο επίπονα, ενώ το ενδιαφέρον για την εργασία, συνδεδε- μένο με μια αυξημένη υπευθυνότητα του εργαζόμενου χρήστη των συστημάτων πληροφορικής, δεν μπορεί παρά να συνυπάρχει με το στρες, την αγωνία, το φόβο του λάθους που μπορεί να έχει σημαντικές συνέπειες, την αγωνία της μη ανταπόκρισης στις προδιαγραφές ποιότητας και ρυθμών (125, 2).
Έ τσι οι εργαζόμενοι αυτοί αποκτούν μια μεγαλύτερη αυτονομία τόσο απέναντι στις σύγχρονες μηχανές, υπό την έννοια ότι δεν υπόκεινται σωματικά στους ρυθμούς τους και ότι αυτές τους απαλλάσσουν από τις πλέον πενιχρές δραστηριότητες, όσο και απέναντι στο ίδιο το κεφάλαιο, υπό την έννοια ότι παρά την εκμ ετάλλευση που υφίστανται παραμένουν κάτοχοι της γνώσης. Ταυτόχρονα δέχονται εξίσου σημαντικές π ιέσεις και πριν απ’ όλα την πίεση του φάσματος της ανεργίας που πλανάται πάνω και από αυτούς, μισθό-
261
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
λογικές πιέσεις, π ιέσεις ως προς την εντατικοποίηση και το χρόνο της εργασίας τους, πιέσεις που αφορούν τα κοινωνικά τους δικαιώματα.
Πέραν τούτων, ακριβώς επειδή η πληροφορική δίνει τη δυνατότητα στον εργαζόμενο να προσφέρει τις υπηρεσίες του και όταν δεν είναι ο ίδιος φυσικά παρών στον τόπο παραγωγής, η εργάσιμη μέρα αυτής της κατηγορίας των εργαζομένων πολύ συχνά δεν σταματά στην πύλη εξόδου από την επιχείρηση που τους απασχολεί, αλλά επεκτείνεται και έξω από αυτήν, κάτι που απαιτεί το κεφάλαιο. Από αυτή τη σκοπιά δεν είναι τυ χαίο ότι στις διεθνείς στατιστικές η έννοια της εξαρτημένης εργασίας τείνει να μην περιορίζεται πια στο κριτήριο της παροχής εργασίας στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης, αλλά επεκτείνεται και σε άλλους χώρους.
Τέλος όσον αφορά τη διανομή της πληροφόρησης ή της επιστημονικής γνώσης, με δεδομένο ότι με αυτή ο αρχικός κάτοχός της, όπως προαναφέραμε, δεν τις αποστερείται, αυτή συνάδει μάλλον με τη λογική της ισότιμης κατανομής της αδιακρίτως σε όλους τους ανθρώπους, παρά με την ιδιωτική ιδιοποίησή της στην οποία επιδιώκει να τις κρατήσει δέσμιες το κεφάλαιο.
Αν τώρα λάβουμε υπόψη μας τις αλλαγές που συ- ντελέστηκαν στην ίδια την παραδοσιακή εργατική τάξη που ασχολούνταν κυρίως με χειρωνακτική εργασία και το γεγονός ότι το κεφάλαιο -α ς μην το ξεχνάμε είναι αυτό που κυριαρχεί στην κοινωνία συνολικότερα- έχει ανάγκη όλο και περισσότερο να αξιοποιεί τις διανοητικές ικανότητες των μισθωτών του συνολικά, διατηρώντας βεβαίως εκείνο τα ινία των επιχειρήσεων, το μονοπώλιο της χάραξης της στρατηγικής τους, δηλαδή υπο- τάσσοντάς τους στη λογική του κέρδους, διαπιστώνουμε ότι τα σύνορα ανάμεσα στη μάζα της σύγχρονης διανόησης και τη σύγχρονη εργατική τάξη, τα σύνορα
2 6 2
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ ΙΚ Η ΔΙΑ Ν Ο Η ΣΗ
ανάμεσα στο εσωτερικό αυτών των μισθωτών, που τε ίνουν να αποτελέσουν πια τη συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού και των οποίων το κεφάλαιο εκμεταλλεύεται όχι μόνον ούτε κυρίως τη σωματική τους δύναμη αλλά την ίδια τους τη διάνοια, δίχως όμως να μπορεί να τους την αλλοτριώσει, καθίστανται αν μη τι άλλο δυσδιάκριτα και στην κάθε περίπτωση δεν έχουν καμιά σχέση με τα τεράστια τείχη που ορθώνονται ανάμεσα σε αυτούς συνολικά τους μισθωτούς από τη μια και το κεφάλαιο από την άλλη.
Βεβαίως εδώ πρόκειται για τάσεις που χαρακτηρίζουν τη μεγάλη μάζα της διανόησης, δίχως αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και άλλα τμήματά της όπως εκείνα που λειτουργούν ως ελίτ του κρατικού μηχανισμού ή των επιχειρήσεων, ως μεγαλοεπιχειρηματίες, ως εκτός παραγωγής ολοκληρωμένοι επιστήμονες ερευνητές, είτε τέλος ως ανεξάρτητοι μικροεπαγγελματίες οι οποίοι πασχίζουν να βγάλουν το μεροκάματο. Όμως εκείνο που ξεκίνησε από αριθμητικά ασήμαντο και σαφώς διακριτό έχει γίνει αριθμητικά σημαντικότατο, έχει αλλάξει ποιοτικά και όλο και πιο δύσκολα μπορεί να διαχωριστεί από τη σύγχρονη εργατική τάξη.
Εδώ αξίζει να σταθούμε για λίγο στο ρόλο της παιδείας, έτσι όπως αυτή προσανατολίζεται από το κεφάλαιο τα τελευταία χρόνια, μια και μέσω αυτής είναι που παράγονται οι σύγχρονοι διανοούμενοι έτσι όπως τους απαιτεί η σύγχρονη καπιταλιστική παραγωγή για να υπαχθούν στο κεφάλαιο.
Τα βασικά χαρακτηριστικά της κατεύθυνσης της παιδείας τα τελευταία χρόνια είναι η αποδυνάμωση της ποιότητας της ενιαίας γενικής πρωτοβάθμιας παιδείας, η υποβάθμιση των ανθρωπιστικών επιστημών και της βασικής έρευνας, η πιο άμεση σύνδεση της παιδείας με την παραγωγή μέσω των ιδιωτικών εκπαιδευ
26 3
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
τικών ιδρυμάτων, των προγραμμάτων σπουδών, αλλά και της λειτουργίας των δημοσίων ΤΕΙ και ΑΕΙ ως ιδιωτικών, κυρίως μέσω των χρηματοδοτούμενων ερευνητικών προγραμμάτων και των διδάκτρων σήμερα στα μεταπτυχιακά και αύριο και στα προπτυχιακά, η κατάτμηση των προπτυχιακών τμημάτων έτσι που μάλλον να παράγεται εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό μιας χρήσεως παρά ολοκληρωμένοι επιστήμονες με κριτική γνώση, η διατήρηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο μετρημένων στα δάχτυλα του ενός χεριού πανεπιστημίων ελίτ για λίγους προνομιούχους που να διατηρούν τα χαρακτηριστικά του κλασικού universitas.
Έ τσι η παιδεία όσο περισσότερο χάνει τη θετική μ έχρι σήμερα σχετική της αυτοτέλεια από το αστικό κράτος, τόσο αμεσότερα γίνεται δέσμια του κεφαλαίου και συμβάλλει στην υποβάθμιση της διανόησης και στην προλεταριοποίησή της. Χαρακτηριστικά προς αυτή την κατεύθυνση είναι οι δύο κύκλοι σπουδών, η επιδίωξη στη χώρα μας ισοτίμησης ΑΕΙ και ΤΕΙ με την υποβάθμι- ση των πρώτων και τη μη αναβάθμιση των δεύτερων, τα συστήματα αξιολόγησης στα πανεπιστήμια που μάλλον ανταποκρίνονται σε εμπορικές επιχειρήσεις παρά σε εκπαιδευτικά ιδρύματα, η χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων από την Ε.Ε., κατ’ αναλογία της χρηματοδότησης των χωματερών των φρούτων που στόχευαν στη διάλυση της αγροτικής παραγωγής, έτσι ώστε αυτά στο άμεσο μέλλον να πάψουν να υφίστανται ως δημόσια ιδρύματα και να στραφούν στην ιδιωτική χρηματοδότηση και εξάρτηση. Αναμφισβήτητη πρωτοπορία σε αυτή την υποβάθμιση της παιδείας -κα ι αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο, αν λάβει κανείς υπόψη του τη γενικότερη οικονομική πολιτική της τα τελευταία χρόνια- έχει σε ευρωπαϊκό επίπεδο η Μεγάλη Βρετανία.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι: Σηματοδοτούν
2 6 4
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ ΙΚ Η Δ ΙΑ Ν Ο ΗΣ Η
αυτές οι ποσοτικές και ποιοτικές αλλαγές της μεγάλης μάζας της διανόησης, εκείνης που εντάσσεται στην παραγωγική διαδικασία με την ευρεία έννοια του όρου, την ένταξή της στη σύγχρονη εργατική τάξη;
Προτού απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα θεωρούμε σκόπιμο να κάνουμε τρεις προκαταρκτικές παρατηρήσεις.
Η πρώτη αφορά στη συνέχιση της ύπαρξης στην εποχή μας της εργατικής τάξης συνολικά, υπό τη νέα της μορφή της σύγχρονης εργατικής τάξης, και τούτο διότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ορισμένοι στοχαστές είτε επιμένουν να θεωρούν την εργατική τάξη με τους όρους του 19ου αιώνα είτε αμφισβητούν την ύπαρξή της ως τάξης.
Επειδή θα ξεπερνούσε τα όρια τούτης της μελέτης μια ευθεία, συνοπτική έστω , αντίκρουση αυτών των απόψεων, απλώς θα αναφέρουμε τις πιο σημαντικές από αυτές που σχετίζονται πιο άμεσα και με τη θέση της διανόησης και θα τις αντικρούσουμε στη συνέχεια μέσω της τεκμηρίωσης της δικής μας θέσης.
Ενώ λοιπόν η δογματική σκέψη στο πλαίσιο μιας κακώς νοούμενης καθαρότητας του μαρξισμού, περιορίζει την εργατική τάξη στους χειρώνακτες εργάτες, εδώ και πολλά χρόνια προβάλλονται στο πλαίσιο μιας συνολικότερης αναθεώρησης του μαρξισμού απόψεις για την εξαφάνιση της εργατικής τάξης. Αυτές υποστηρίζουν είτε ότι η εργατική τάξη συρρικνώθηκε και η τάξη που σήμερα κυριαρχεί αριθμητικά στις αναπτυγμένες κοινωνίες είναι μια διευρυμένη μεσαία τάξη είτε ότι αυτή τεντώθηκε σαν λάστιχο και είναι πια το «πλήθος» το οποίο στο πλαίσιο της «Αυτοκρατορίας» έχει απορροφήσει την εργατική τάξη.
Με ποιο έμμεσο τρόπο η εργατική τάξη «εξαφανίζεται» με την υποστήριξη από ορισμένους της αντικατά-
265
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
στάσής της στην παραγωγή από τους μηχανικούς, κάτι που υποτίθεται ότι συντελείται ταυτόχρονα με την αντικατάσταση της παραγωγής από την πληροφορική και τη συνεπαγόμενη αντικατάσταση των απλών, τ ε χνικών, πρακτικών γνώσεων από την επιστήμη στο πλαίσιο της «μεταβιομηχανικής»-«μετακαπιταλιστι- κής» κοινωνίας, όπως υποστηρίζουν o Daniel Bell (19) και o Richta (203).
Η δεύτερη παρατήρηση είναι ότι δεν αναφερόμαστε εδώ στη διανόηση γενικά, δηλαδή «σε όλους τους μορφωμένους ανθρώπους, τους εργάτες του πνεύματος [...] σε διάκριση με τους χειρώνακτες» (91, 317), η οποία μέσα από την ποικιλότητά της συνεχίζει να παραμένει ένα κοινωνικό στρώμα, με την έννοια ότι τα μέλη του, αν και παρουσιάζουν ορισμένα κοινά γνωρίσματα, εντάσσονται σε διαφορετικές κοινωνικές τά ξεις. Επίσης δεν αναφερόμαστε στην παραδοσιακή προφανώς διανόηση έτσι όπως την ορίζει o Michal Lówy, δηλαδή ως «μια κοινωνική κατηγορία, [τους διανοούμενους] που δεν ορίζονται από τη θέση τους στη διαδικασία της παραγωγής, αλλά από τη σχέση τους με εξωοικονομικούς θεσμούς της κοινωνικής διάρθρωσης» ή «μια κοινωνική κατηγορία που ορίζεται από τον ιδεολογικό της ρόλο» (129, 17).
Μια τέτοια αντιμετώπιση της διανόησης ως το σύνολο των μορφωμένων ανθρώπων γενικά ή ως το σύνολο των ατόμων που βρίσκονται εκτός παραγωγής, αν εδώ και μερικά χρόνια είχε κάποιο θεωρητικό ενδιαφέρον, σήμερα δεν μπορεί να αποτελέσει αποτελεσματικό εργαλείο για να αντιμετωπιστεί η μαζική τάση ένταξης της πλειονότητας της διανόησης στους μισθωτούς ερ γαζόμενους.
Αντίθετα αναφερόμαστε στη μάζα των μορφωμένων ανθρώπων που είναι πια μισθωτοί εργαζόμενοι ή άνερ
2 6 6
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η ΣΗ
γοι και οι οποίοι έχουν ενταχθεί στην καπιταλιστική παραγωγή υπό την ευρεία έννοια του όρου της παραγωγής και της κυκλοφορίας του κεφαλαίου, υπηρεσιών συμπεριλαμβανομένων.
Τέλος θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι μια καταφατική απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, αν δηλαδή αυτοί οι μορφωμένοι άνθρωποι, οι μισθωτοί διανοούμενοι που εντάσσονται στην παραγωγή, ανήκουν ή όχι στη σύγχρονη εργατική τάξη, όπως έχει αποδειχτεί στα κ εφάλαια που προηγήθηκαν και κυρίως όπως θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε στο αμέσως επόμενο κ εφάλαιο όπου θα αναφερθούμε στην αποξένωση-ενσω- μάτωση της εργατικής τάξης, δεν σηματοδοτεί για μας την αυτόματη επαναστατικοποίηση αυτού του τμήματος της διανόησης.
Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, τι άλλο πέρα από ένας άνευ πρακτικού ενδιαφέροντος σχολαστικισμός μας οδήγησε να θέσουμε το ερώτημα της ένταξης ή μη της πλειονότητας της εντός παραγωγής διανόησης στην εργατική τά ξη ;
Στην πραγματικότητα αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να δείξουμε ότι και η μεγάλη μάζα της σύγχρονης διανόησης, παρά τις όποιες ιδιαιτερότητές της, τοποθετείται σε γενικές γραμμές απέναντι στο ζήτημα της επαναστατικής αλλαγής της κοινωνίας με τον ίδιο τρόπο που τοποθετείται το σύνολο της σύγχρονης εργατικής τάξης. Και τούτο διότι, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει o Karl Mannheim, η σύγχρονη μάζα της διανόησης κάθε άλλο παρά αποτελεί τη μόνη κατηγορία η οποία δεν υποβάλλεται στους κοινωνικούς καθορισμούς (141).
Βεβαίως, όπως σημειώνει ο Λένιν συμφωνώντας μαζί του στις Παρατηρήσεις του βιβλίου του Μπουχάριν, η οικονομία της μεταβατικής περιόδου (96, 7), η πολύ
2 6 7
Γ ΙΩ Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
χρωμη εικόνα της εργατικής τάξης, η ύπαρξη διαφόρων κατηγοριών της εργατικής τάξης, σημαίνει και διαφορετική κοινωνική συνείδηση στο εσωτερικό της, κάτι που σημαίνει ότι η συνείδηση της προλεταριοποιημένης διανόησης μπορεί να διαφοροποιείται από εκείνη άλλων τμημάτων της σύγχρονης εργατικής τάξης, δεν παύει όμως να πρόκειται για συνείδηση εργατικής τά ξης και όχι άλλων τάξεων ή ομάδων.
Αυτό λοιπόν που διαφάνηκε από τη συλλογιστική που αναπτύξαμε πιο πάνω και το οποίο θα τεκμηριώσουμε πιο συστηματικά εδώ είναι ότι στην εποχή μας έχουμε να κάνουμε με την προλεταριοποίηση της μεγάλης μάζας των «μορφωμένων ανθρώπων», η οποία συ- ντελείται παράλληλα με τη μετατροπή της επιστήμης σε άμεση παραγωγική δύναμη, την εισαγωγή στην πα ραγωγή των νέων τεχνολογιών και ειδικότερα της πληροφορικής και τις συνεπαγόμενες νέες απαιτήσεις της παραγωγής και τη διεύρυνση του τομέα των υπηρεσιών και τη γενίκευση της εμπορευματοποίησής του. Με άλλα λόγια, δίχως αυτό να σημαίνει ότι ακόμη και στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες η παραδοσιακή εργατική τάξη, «τα μπλε κολάρα», έχει εξαφανιστεί, η σύγχρονη εργατική τάξη τείνει όλο και περισσότερο να μην περιορίζεται σε αυτή την ομάδα εργαζομένων ούτε να χαρακτηρίζεται από αυτό της το τμήμα ή «στρώ μα» -τούτη τη φορά υπό την έννοια του τμήματος της εργατικής τάξης που έχει κάποια ιδιαίτερα κοινά χαρακτηριστικά (78, 2 1 )- αλλά από τη μορφωμένη εργατική τά ξη·
Σε αντίθεση με την εποχή του Gramsci και τις αναλύσεις του, υποστηρίζουμε ότι στην εποχή μας η μάζα της διανόησης που εντάσσεται στην παραγωγή δεν αποτελεί πια οργανικούς διανοούμενους της αστικής τάξης, αλλά οργανικό τμήμα του σύγχρονου προλετα
2 6 8
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ ΙΚ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η ΣΗ
ριάτου με όλες τις θετικές αλλά και αρνητικές επιπτώ σεις που κάτι τέτοιο μπορεί να έχει ως προς το επίπεδο της επαναστατικής τους συνειδητότητας.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από την άρση μιας πολύ συνηθισμένης διαστρέβλωσης που θέλει τον μαρξισμό να υιοθετεί την άποψη ότι εργάτης σημαίνει χειρώνακτας και ότι συνεπώς η εργατική τάξη δεν μπορεί να συμπεριλαμβάνει εργάτες του πνεύματος. Λες και ο αγράμματος επιχειρηματίας -ό π ω ς είναι οι περισσότεροι στην εποχή μ α ς- παύει να ανήκει στην αστική τάξη επειδή είναι αμόρφωτος και ο μορφωμένος μισθωτός δεν μπορεί να ανήκει στην εργατική τάξη επειδή είναι μορφωμένος.
Αρκεί να θυμηθούμε την αναφορά του Μαρξ στο δάσκαλο και τον παραλληλισμό του με τον εργάτη του εργοστασίου λουκάνικων που προαναφέραμε. Να θυμηθούμε ακόμη ότι, όταν αναφερθήκαμε στην έννοια του συλλογικού εργάτη, είδαμε ότι κατά τον Μαρξ «για να εργάζεται κανείς παραγωγικά δεν χρειάζεται πια να χρησιμοποιεί άμ εσα τ α χ έρια του (η υπογράμμιση δική μας) αλλά αρκεί να είναι όργανο του συλλογικού εργάτη, να εκτελεί κάποια από τις λειτουργίες του» (153, τ. 1 ,524).
Ακόμη όταν ο Μαρξ ορίζει τον προλετάριο με την οικονομική έννοια του όρου, προφανώς όχι επειδή το πα- ρέβλεψε, δεν κάνει λόγο ειδικά για χειρωνακτική εργασία, αλλά γενικότερα για «μισθωτό εργάτη που παράγει και αξιοποιεί “κεφάλαιο” και που πετιέται στο δρόμο μόλις γίνει περιττός για τις ανάγκες αξιοποίησης του “ Monsieur Capital” (του Κύριου Κεφαλαίου)» (153, τ. Ι ,σ ε λ . 636).
Επίσης στις Θεωρίες για την Υπεραξία, ο Μαρξ ανα- φερόμενος στην επιστήμη λέει ότι αυτή στο πλαίσιο του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής δεν είναι δυνα-
2 6 9
Γ ΙΩ Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
τόν να αυτονομηθεί από το κεφάλαιο, ότι συνεπώς υπό- κειται σε αυτό και άρα οι φορείς της, οι επιστήμονες, όταν δεν είναι κεφαλαιοκράτες, έχουν με το κεφάλαιο μια σχέση μισθωτού εργάτη (159, τ. 1, 458, βλ. και 78, 29). Αλλά ιδίως από την εκτενή μας αναφορά στα Χ ειρόγραφ α και πιο ειδικά στην έννοια της «γενικής διάνοιας» και την ανάλυση που ακολούθησε επιβεβαιώνεται ότι με το «γενικό επίπεδο της επιστήμης» να ανάγεται σε καθοριστικό για τη σύγχρονη παραγωγή, οι φορείς του, οι πνευματικά εργαζόμενοι, δεν μπορεί παρά να παίζουν σημαντικό ρόλο σε αυτήν και συνεπώς να υπόκεινται στην εκμετάλλευση, όσο θα κυριαρχεί το κ εφάλαιο, δηλαδή η σχέση εκμετάλλευσης.
Τέλος οι κλασικοί του μαρξισμού δεν περιορίζουν την εργατική τάξη μόνο σε όσους εργάζονται σε τομείς που παράγουν υπεραξία, αλλά την επεκτείνουν στη σφαίρα κυκλοφορίας του κεφαλαίου και σε τομείς όπως οι υπηρεσίες πέρα της υλικής παραγωγής. Γι’ αυτό και ο δάσκαλος του Μαρξ αντιμετωπίζεται από αυτόν ως εργάτης. Ακόμη δεν περιορίζουν την εργατική τάξη στους εργαζόμενους εκείνους που παράγουν υπεραξία, διότι τότε η καθαρίστρια ενός δημόσιου πανεπιστημίου δεν θα ανήκε στην εργατική τάξη. Έ τσι στην εργατική τάξη μπορεί να ανήκουν κατά τον Μαρξ και εργαζόμενοι της ευρύτερης παραγωγικής σφαίρας που τους εκμεταλλεύεται το κεφάλαιο και εισφέρουν σε αυτό υπεραξία που παράγεται σε άλλους τομείς, καθώς και εργαζόμενοι που δίχως να παράγουν υπεραξία έχουν όλα τα στοιχεία του εργάτη.
Ας προχωρήσουμε όμως ένα βήμα παραπέρα. Ας προσπαθήσουμε να συνδυάσουμε την απαρχή του ορισμού του Μαρξ για τις τά ξεις στο Κεφάλαιο και ό,τι αναφέρεται σχετικά στο Μ ανιφέστο με τον ορισμό που δίνει ο Λένιν στη Μεγάλη Πρωτοβουλία.
0 Μαρξ λοιπόν στο τέλος του Κεφαλαίου, εκεί που
2 7 0
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ ΙΚ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η ΣΗ
δυστυχώς τελειώνει το χειρόγραφό του, ξεκινάει να ορίσει τι αποτελεί μια τάξη (153, τ. 3, 1086-1087). Από αυτό το ημιτελές απόσπασμα νομίζουμε ότι δεν αυθαιρετούμε αν συμπεράνουμε ότι προκύπτει η θέληση του Μαρξ να αποδείξει ότι, με την ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγής, όσο περιορίζεται με τη συγκεντρο- ποίηση του κεφαλαίου ο αριθμός των μεγαλοκεφαλαιο- κρατών, τόσο πολλαπλασιάζεται ο αριθμός των προλετάριων μη κατόχων μέσων παραγωγής οι οποίοι ζουν από την πώληση της εργατικής τους δύναμης στο κ εφάλαιο. Και κάτι ακόμη πιο σημαντικό: τόσο τείνουν οι διάφορες ενδιάμεσες σε σχέση με τις δύο βασικές τά ξεις -ιδιοκτήτες του κεφαλαίου και ιδιοκτήτες εργατικής δύναμης- ομάδες να ενταχθούν στις βασικές τά ξεις, τόσο η κοινωνία τείνει να μετατραπεί σε διπολική με βασικούς της πόλους το μεγάλο κεφάλαιο από τη μια και την εργατική τάξη από την άλλη.
Αυτό το συμπέρασμα προκύπτει πιο συγκεκριμένα από τα εξής:
Πρώτον από το γεγονός ότι ο Μαρξ σε αυτό το απόσπασμα αναφέρει ότι οι «ενδιάμεσες και μεταβατικές βαθμίδες [που] συγκαλύπτουν [...] παντού τα ακριβή όρια ανάμεσα στις τά ξεις» (153, τ. 3, 1086) τείνουν να συρρικνωθούν, μια και «η σταθερή τάση και ο νόμος ανάπτυξης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής είναι να χωρίζουν ολοένα και περισσότερο τα μέσα πα ραγωγής από την εργασία και να συγκεντρώνουν όλο και περισσότερο σε μεγάλες ομάδες τα διασκορπισμένα μέσα παραγωγής, δηλαδή να μετατρέπουν την εργασία σε μισθωτή εργασία και τα μέσα παραγωγής σε κεφάλαιο» (153, τ. 3, 1086).
Δεύτερον από το γεγονός ότι στο ίδιο απόσπασμα ο Μαρξ δεν θεωρεί ότι αυτό που κάνει τους εργάτες και τους κεφαλαιοκράτες να αποτελούν τις δύο βασικές
271
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
τάξεις της αστικής κοινωνίας είναι «η ταυτότητα των εισοδημάτων και των πηγών του εισοδήματος» (153, τ. 3, 1087) καθεμιάς από αυτές, διότι τότε «οι γιατροί και οι δημόσιοι υπάλληλοι θα αποτελούσαν επίσης δύο [ξεχωριστές] τάξεις γιατί ανήκουν σε δύο διαφορετικές κοινωνικές ομάδες των οποίων τα εισοδήματα καθεμιάς προέρχονται από την ίδια πηγή» (153, τ. 3, 1087). Το ίδιο σκεπτικό «θα ίσχυε για τον ατέλειωτο κατακερματισμό των συμφερόντων και των θέσεων στις οποίες ο καταμερισμός της κοινωνικής εργασίας διασπά» τις μεγάλες κοινωνικές τάξεις. Συνεπώς αυτό που «φαίνεται να είναι» το κριτήριο ένταξης σε μια τάξη δεν είναι το καθοριστικό, αλλά κάτι άλλο το οποίο ο Μαρξ δεν προφταίνει να προσδιορίσει στο ημιτελές χειρόγραφο. Παρ’ όλα αυτά εκείνο που απορρέει από την όλη συλλογιστική του Μαρξ είναι ότι η ιδιοκτησία ή μη των μέσων παραγωγής και η συνεπαγόμενη θέση ως εκμεταλλευτή ή ως εκμεταλλευόμενου έχει αν μη τι άλλο πιο βαρύνουσα αν όχι καθοριστική σημασία από ό,τι το κριτήριο «της ταυτότητας των εισοδημάτων και των πηγών τους» που οδηγεί σε μια λαθεμένη εικόνα, σε μια εικόνα «κατακερματισμού» και όχι στην πραγματική ενοποιημένη εικόνα των τάξεων.
Τέλος αξίζει να παρατηρήσουμε ότι το γεγονός ότι τόσο ο Μαρξ σε αυτό το απόσπασμα του «Κεφαλαίου», όσο και αργότερα το 1876 ο Ένγκελς στο «Anti- Düh- ring», αντιμετωπίζουν τους γαιοκτήμονες ως μια ξεχω ριστή σε σχέση με το κεφάλαιο τάξη, αποτελεί μάλλον επιβεβαίωση πάρα διάψευση του καπιταλιστικού τα ξικού διπολισμού, μια και οι γαιοκτήμονες αναφέρονται ως ξέχωρη τάξη ακριβώς διότι θεωρούνται ως κατάλοιπα μιας προκαπιταλιστικής περιόδου και όχι ως χαρακτηριστική του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής τά ξη.
27 2
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η ΣΗ
Στο Μ ανιφέστο οι Μαρξ καιΈνγκελς επιβεβαιώνουν αυτή τη θεμελιακή τάση διπολικότητας της αστικής κοινωνίας: «Ολόκληρη η κοινωνία όλο και περισσότερο χωρίζεται σε δύο μεγάλα αντίπαλα στρατόπεδα, σε δύο μεγάλες τάξεις [...], στην αστική τάξη και το προλεταριάτο» (164, 21). «Οι άλλες τάξεις χάνονται κι εξαφανίζονται από τη μεγάλη βιομηχανία, ενώ το προλεταριάτο είναι το πιο χαρακτηριστικό προϊόν της» (164, 31). «Μ ε την πρόοδο της βιομηχανίας, ολόκληρα συστατικά μέρη της κυρίαρχης τάξης κατρακυλούν στο προλεταριάτο ή τουλάχιστον βλέπουν να απειλούνται οι όροι ζωής τους. Και αυτά τα στοιχεία επίσης φ έρνουν στο προλεταριάτο πολλά στοιχεία μόρφωσης» (164, 31). «Στις χώρες όπου αναπτύχθηκε ο σύγχρονος πολιτισμός διαμορφώθηκε μια καινούργια τάξη μικροαστών [...] που ως συμπληρωματικό κομμάτι της αστικής κοινωνίας ξαναδημιουργείται πάντα από την αρχή, που τα μέλη της όμως εκσφενδονίζονται διαρκώς προς τα κάτω, προς το προλεταριάτο, και που ακόμα με την ανάπτυξη της μεγάλης βιομηχανίας θα εξαφανιστούν ολότελα ως αυτοτελές τμήμα της σύγχρονης κοινωνίας» (164, 47).
Συνεπώς μέχρις εδώ είδαμε ότι, για να ανήκει κάποιος στην εργατική τάξη, δεν είναι απαραίτητο να απασχολείται στην υλική παραγωγή, δεν είναι απαραίτητο να ασχολείται με χειρωνακτική εργασία, ότι η τά ση εξέλιξης του καπιταλισμού είναι ο ταξικός διπολισμός του με πιο σημαντικό κριτήριο τη σχέση προς τα μέσα παραγωγής και η «εκσφενδόνιση» ή «κατρακύλα» προς το προλεταριάτο των μικροαστικών κοινωνικών ομάδων.
Μήπως όμως αυτές οι αναλύσεις είναι ξεπερασμένες στην εποχή μας; Μήπως δηλαδή αυτός ο ταξικός διπολισμός της κοινωνίας τον οποίο διέβλεψε ο Μαρξ δεν
27 3
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
ισχύει πια; Κατ’ αρχήν θα πρέπει να διαχωρίσουμε την αντικειμενική ύπαρξη των τάξεων, τη συλλογική δηλαδή θέση σε ένα σύστημα παραγωγής σε σχέση με τα μέσα παραγωγής από τη συνείδηση αυτής της θέσης. Η όποια υστέρηση της δεύτερης σε σχέση με την πρώτη δεν αποτελεί απόδειξη μη ύπαρξης των τάξεων, όπως εξάλλου η άμβλυνση των ταξικών αγώνων σε καμιά π ε ρίπτωση δεν αποτελεί απόδειξη της άμβλυνσης της εκ μετάλλευσης.
Ακόμη το γεγονός ότι ο καθένας πέρα από την τάξη του ανήκει σε διάφορες πληθυσμιακές κατηγορίες, σε διάφορες πιο περιορισμένες από τη σκοπιά του βαθμού αφαίρεσης δευτερογενείς κατηγορίες, όπως αυτές που προκύπτουν από ποσοτικές αναλύσεις των εισοδημάτων και της κατανάλωσης, των σχέσεων εξουσίας και κυριαρχίας, ή ακόμη πιο περιορισμένης εμβέλειας, όπως φύλο, γενιά, έθνος, κουλτούρα..., ή ακόμα καπνιστές ή μη, ναι μεν μπορεί να συμβάλει σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό στη διαμόρφωση της ατομικότητάς του, σε καμιά όμως περίπτωση δεν είναι δυνατόν να αποτελέ- σει το θεμελιακό κριτήριο της κοινωνικής του ένταξης το οποίο παραμένει αν ανήκει στους εκμεταλλευτές ή στους εκμεταλλευόμενους.
Από αυτή λοιπόν την οπτική γωνία η σύγχρονη ε ξ έ λιξη μάλλον επιβεβαιώνει παρά διαψεύδει τη μαρξική ανάλυση.Έτσι από τη μια έχουμε μια αύξηση του αριθμού και του ποσοστού των μισθωτών στο σύνολο του ενεργού απασχολούμενου πληθυσμού, έστω και αν στο εσωτερικό αυτής της κατηγορίας το ποσοστό των ανειδίκευτων εργατών μειώνεται, ενώ αυξάνεται εκείνο των υπαλλήλων (στη Γαλλία, για παράδειγμα, τα τ ε λευταία 30 χρόνια το πρώτο από 40% που ήταν έπ εσε στα 30% και η ίδια τάση παρατηρείται σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες) (34, 323). Από την άλλη, ενώ οι δια
27 4
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ ΙΚ Η ΔΙΑ Ν Ο Η ΣΗ
φοροποιήσεις ανάμεσα στους υψηλόμισθους και τους χαμηλόμισθους είναι της τάξης του χ3 για την βόρεια Ευρώπη, χ5 για τις ΗΠΑ, χ4 για τη Γαλλία, οι διαφορές ως προς την περιουσία μισθωτών και κεφαλαίου είναι της τάξης του 1/70. Ακόμη αν συγκρίνουμε τις απολαβές των λίγων πλέον υψηλόβαθμων στελεχών των επιχειρήσεων, που βεβαίως δεν ανήκουν στην εργατική τάξη μια που καρπώνονται ένα τμήμα της παραγόμε- νης υπεραξίας, με την περιουσία των ίδιων των κεφαλαιοκρατών βλέπουμε ότι ακόμη και για αυτούς οι διαφορές είναι εντυπωσιακές. Έ τσ ι για παράδειγμα, αν το εισόδημα του θεωρούμενου ως πιο καλοπληρωμένου στελέχους της Γαλλίας, του διευθυντή της εταιρίας καλλυντικών L’ Oreal, είναι της τάξης των 300 μονάδων, εκείνο της κληρονόμου ιδιοκτήτριάς της Liliane Bettencourt φθάνει τις 32.000 μονάδες (34, 331).
Συνεπώς, αν λάβουμε υπόψη μας και το τμήμα της εργατικής τάξης που περιθωριοποιείται και εκείνο που υποαπασχολείται, διαπιστώνουμε ότι όχι μόνον όλο και περισσότερο οι κοινωνίες χωρίζονται στα δύο, αλλά και ότι το χάσμα ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία όλο και διευρύνεται.
Στο ίδιο συμπέρασμα θα καταλήγαμε μέσα από μια σύγκριση της αύξησης των κερδών του μονοπωλιακού κεφαλαίου με την ουσιαστική μείωση των απολαβών της συντριπτικής πλειονότητας των μισθωτών.
Αλλά και οι προσπάθειες αντικατάστασης της ταξικής πάλης από τους αγώνες επιμέρους κοινωνικών κινημάτων τα οποία αναπτύσσονται γύρω από διάσπαρτα αιτήματα δίχως να θίγουν τη θεμελιακή σχέση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, πέραν του ότι συμβάλλουν στην αποδυνάμωση της αποτελεσματικότητας της ταξικής ταυτότητας, αποτελούν τη σύγχρονη απόπειρα μετατόπισης της πάλης από το καθολικό στο μερικό,
27 5
ΓΙ Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
από το ενοποιητικά ταξικό στο διάσπαρτο υπερταξικό, και τελικά από το επαναστατικό στο ρεφορμιστικό.
Ας περάσουμε τώρα στον ορισμό του Λένιν για τις τάξεις και ας προσπαθήσουμε συγκρατώντας όσα προ- αναφέραμε πιο πάνω να δούμε αν πράγματι αυτή η μ ερίδα της διανόησης που μας απασχολεί εδώ εντάσσεται ή όχι στην εργατική τάξη. Γράφει λοιπόν ο Λένιν στη Μεγάλη Πρωτοβουλία:
«Τ ά ξεις ονομάζονται μεγάλες ομάδες ανθρώπων που ξεχωρίζουν μεταξύ τους από τη θέση που κα τέχουν μέσα σε ένα ιστορικά καθορισμένο σύστημα πα ραγωγής, από τη σχέση τους (στο μεγαλύτερο μέρος κατοχυρωμένη και διατυπωμένη σε νόμους) με τα μέσα παραγωγής, από το ρόλο τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας και συνεπώς από τους τρόπους που ιδιοποιούνται τη μερίδα του κοινωνικού πλούτου που διαθέτουν και από το μέγεθος αυτής της μερίδας» (113, 15).
1. Ως προς τη σχέση με τα μέσα παραγωγής που, όπως είδαμε, αποτελεί το κύριο κριτήριο ταξικής κατάταξης, η μισθωτή διανόηση τοποθετείται σαφώς στην απέναντι όχθη του κεφαλαίου, στην πλευρά της εργατικής τάξης και μάλιστα, επειδή το κεφάλαιο εκμεταλλεύεται τις επιστημονικές, τεχνικές της γνώσεις, τις οποίες όμως η ίδια δεν αποχωρίζεται μέσω αυτής της εκμετάλλευσης, αποτελεί το επίκεντρο της οξυμένης αντίθεσης ανάμεσα στην ιδιωτική εκμετάλλευση αυτής της γνώσης, η οποία μπορεί και πραγματοποιείται χάρη στην ιδιωτική κεφαλαιοκρατική ιδιοκτησία των μ έσων παραγωγής, και στον κοινωνικό χαρακτήρα της «γενικής διάνοιας».
2. Ως προς τον τρόπο ιδιοποίησης του κοινωνικού πλούτου, ή με άλλα λόγια της «πηγής του εισοδήματός της», κριτήριο το οποίο όπως είδαμε για τον Μαρξ
2 7 6
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η ΣΗ
«φαίνεται» να είναι καθοριστικό, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι, και τούτο ακριβώς διότι εξαρτάται από το καθοριστικό που είναι η σχέση με τα μέσα πα ραγωγής, η μεγάλη πλειονότητα της διανόησης της ενταγμένης στην παραγωγή παίρνει το εισόδημά της με τη μορφή μισθού, ο οποίος είναι η αμοιβή της για την πώληση της διανοητικής εργατικής της δύναμης. Ένα μικρότερο τμήμα της που, όπως θα δούμε αμέσως πιο κάτω, εντάσσεται στη διευθυντική ελίτ μπορεί να παίρνει και εισοδήματα με τη μορφή μερισμάτων από τα κέρδη.
Όσον αφορά το ύψος των εισοδημάτων, πέραν του ότι πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη αν το τμήμα αυτό της διανόησης είναι άνεργο, ετεροαπασχολούμε- νο ή ημιαπασχολούμενο, πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη και το γεγονός ότι και αυτό πλήττεται απ’ τη συρρίκνωση των κοινωνικών παροχών και κυρίως το γεγονός ότι όταν απασχολείται υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης οι ώρες απασχόλησής του ξεπερνούν κατά πολύ το κατακτημένο από το 1936 οχτάωρο, και αυτό συνήθως διαφοροποιείται ανάλογα με το αν έχουν ή όχι διευθυντική θέση. Κι αν είναι κατά μέσο όρο ανώτερο από εκείνο του ανειδίκευτου εργάτη, είναι σαφώς σε πολύ μεγαλύτερη απόσταση μικρότερο από το εισόδημα του κεφαλαιοκράτη.
3. Ως προς το κριτήριο της θέσης στο σύστημα παραγωγής, όπως είδαμε οι σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις καθιστούν δυνατή και απαιτούν μια νέα διάρθρωση των σχέσεων παραγωγής τόσο όσον αφορά την πτυχή της οργάνωσης και της εποπτείας της όσο και όσον αφορά την καθαυτό παραγωγική πτυχή της. Όμως στο πλαίσιο της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής οι σχέσεις αυτές δεν καθορίζονται μόνο από τις τεχνικές απαιτήσεις της συνεργατικής παραγωγής, αλλά και από τις κοινωνικές απαιτήσεις της κεφαλαιοκρατικά οργα
2 7 7
Γ ΙΩ Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
νωμένης παραγωγής. Τούτο σημαίνει ότι ένα μικρό μόνο τμήμα της μισθωτής διανόησης κατέχει διευθυντικές θέσεις πλάι στο κεφάλαιο, στο βαθμό βεβαίως που αυτό ανταποκρίνεται στον υπέρτατο στόχο της αποκομιδής του μέγιστου δυνατού κέρδους, ενώ αντίθετα το συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα της βρίσκεται υποταγμένο στην κεφαλαιοκρατική διεύθυνση της παραγωγής. Έτσι, ενώ παλιότερα διευθυντικές λειτουργίες και επιστημονική γνώση ήταν ενοποιημένα τοποθετημένες στην πλευρά της αστικής τάξης και προσωποποιούνταν από τον πρώτο κατά Gramsci διανοούμενο, τον ίδιο τον καπιταλιστή, στην εποχή μας, την εποχή της «γενικής διάνοιας», η γνώση διαχέεται ταυτόχρονα με την υπερεξει- δίκευσή της και την υποβάθμισή της από επιστημονική γνώση σε ειδική ή τεχνική γνώση, με άλλα λόγια «προ- λεταριοποιείται» και μαζί της και οι φορείς της. Από την άλλη όμως η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και συνεπώς η ουσιαστική διεύθυνση της επιχείρησης παραμένουν στα χέρια του κεφαλαίου.
4. Τέλος ως προς το ρόλο στη συνολικότερη κοινωνική οργάνωση της εργασίας, αυτό το τμήμα των εργαζομένων, παρά το ότι είναι σαφές ότι η δραστηριότητά του είναι διανοητική, κάτι που, όπως είδαμε δεν παίζει ρόλο για την κατάταξή του ή όχι στην εργατική τάξη, και ως εκ τούτου θα έπρεπε στο πλαίσιο της αναγωγής της επιστήμης σε άμεση παραγωγική δύναμη και του καθοριστικού ρόλου της «γενικής διάνοιας» να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, στην πραγματικότητα δεν παίζει αυτό το ρόλο τον οποίο συνεχίζει να τον παίζει το κεφάλαιο.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι η εποχή μας, μια εποχή όπου είναι δυνατή η υπαγωγή της εργασίας στον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής, δηλαδή η απελευθέρωσή της από τον καταναγκαστικό της χαρακτήρα, και όπου το κεφάλαιο επιμένει να κρατά «παρά
2 7 8
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ ΙΚ Η ΔΙΑ ΝΟ Η ΣΗ
φύσιν» υπό την εξουσία του και να υποτάσσει στους δικούς του νόμους λειτουργίας τις υλικές, άυλες και ανθρώπινες παραγωγικές δυνάμεις, το πιο σημαντικό τμήμα της σύγχρονης διανόησης, φορέας αποσπασματικών στοιχείων της συλλογικής γενικής διάνοιας, εντάσσεται στην παραγωγή με τη μορφή του μισθωτού εργαζόμενου και ανήκει στη σύγχρονη εργατική τάξη. Μάλιστα με τη μαζικοποίηση της παιδείας πολλοί από αυτούς προέρχονται πια από εργατικές οικογένειες.
Βεβαίως, όπως προαναφέραμε, η διανόηση δεν π εριορίζεται σε αυτό το προλεταριοποιημένο τμήμα της, όσο και αν αυτό τείνει να αποτελέσει το συντριπτικά πιο σημαντικό κομμάτι της. Παράλληλα με αυτό υπάρχουν διανοούμενοι που είτε λειτουργούν οι ίδιοι ως κ εφαλαιοκράτες στην παραγωγή, είτε εντάσσονται στην αστική τάξη. Αυτοί οι δεύτεροι είναι τα ανώτερα διοικητικά και τεχνικά στελέχη των επιχειρήσεων.
Υπάρχουν ακόμη διανοούμενοι, όπως μηχανικοί, γιατροί, δικηγόροι, που ασκούν το επάγγελμά τους ως ελεύθεροι επαγγελματίες. Αυτή η κατηγορία, παρ’ όλο που αναπαράγεται συνεχώς, παράλληλα με τη συγκέντρωση και τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, στο μεγαλύτερο τμήμα της τείνει να συρρικνωθεί στις πιο ανεπτυγμένες χώρες. Σε κάθε περίπτωση, όσο και αν ευελπιστεί να μετατραπεί σε μεγάλο κεφάλαιο, η μοίρα της είναι μάλλον να υποταχθεί σε αυτό. Βεβαίως η διαφορά εδώ σε σχέση με τα άλλα μικροαστικά στρώ ματα είναι ότι αυτή η υποταγή δεν συντελείται λόγω αδυναμίας ανταπόκρισης στην αύξηση της παραγωγικότητας και απώλειας της ιδιοκτησίας σε μέσα παραγωγής, όπως συμβαίνει με τους βιοτέχνες και τους μι- κροεμπόρους, αλλά λόγω αδυναμίας άσκησης ανεξάρτητης διανοητικής δραστηριότητας έξω από τα μεγάλα ιδιωτικά επιχειρησιακά συγκροτήματα.
2 7 9
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
Όσον αφορά πιο ειδικά το τμήμα της διανόησης που απασχολείται στον κρατικό μηχανισμό, όπως καθηγητές, ερευνητές, δημόσιοι υπάλληλοι, ειδικοί διαφόρων ειδικοτήτων, αυτοί πέραν του ότι με την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού και τις ιδιωτικοποιήσεις τείνουν να μετατοπιστούν προς την άμεση υποταγή τους στο κ εφάλαιο ή είναι έμμεσα υποταγμένοι σε αυτό μέσω της εξάρτησής τους από το συλλογικό καπιταλιστή που είναι το κράτος, στην πλειονότητά τους, με βάση τα κριτήρια που προαναφέραμε, τείνουν προς την εργατική τάξη ή είναι ήδη ενταγμένοι σε αυτή όπως συμβαίνει με τους δασκάλους, τους καθηγητές τους κατώτερους δημόσιους υπάλληλους.
Από μια άλλη σκοπιά θα πρέπει να επισημανθεί ότι αυτή η τάση προλεταριοποίησης της διανόησης που, όπως είδαμε, εντάσσεται στην εμπορευματοποίησε τγΙζ πνευματικής εργασίας αναπτύσσεται παράλληλα με μια τάση αποδυνάμωσης του διανοούμενου επιστήμονα και ενίσχυσης του διανοούμενου τεχνοκράτη-πραγματιστή. Από αυτή τη σκοπιά η ποσοτική αύξηση της διανόησης έχει ως συνέπεια την ποιοτική αποδυνάμω- σή της, κυρίως δε την αποδυνάμωση τής μη ωφελιμιστικής ανθρωπιστικής θεωρητικής σκέψης η οποία δεν είναι δυνατόν να υποταχθεί στις εμπορευματικές σχέσεις. Εδώ συμβαίνει κάτι αντίστοιχο με τη δημοκρατικοποίηση της παιδείας και της κουλτούρας οι οποίες ό,τι κερδίζουν ποσοτικά το χάνουν ποιοτικά.
Το κύριο όμως ζητούμενο είναι ποιες συνέπειες έχει αυτή η προσέγγιση ή και ένταξη τού πιο σημαντικού τμήματος της διανόησης στην εργατική τάξη από τη σκοπιά της επαναστατικής της συνειδητοποίησης. Αυτό το σημαντικό ζήτημα θα προσπαθήσουμε να διερευ- νήσουμε στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο.
2 8 0
Κεφάϋαιο 9
Ρινόκεροι και κερΡεροι
9.1 Εισαγωγικά
Ε π α ν α λ α μ βα ν ό μ εν ό σ α ν μ α σ η μ έ ν η τροφή και όμως αληθινό, το επιχείρημα ενάντια στη ριζοσπαστική κομμουνιστική αριστερά είναι ότι αυτή, αν και επικαλείται ότι υπερασπίζεται τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, δεν βρίσκει παρά περιορισμένη ανταπόκριση από μ έρους αυτής της τάξης. Και σχεδόν πάντοτε τα επιχειρήματα που προβάλλονται για να αντικρούσουν αυτό το πραγματικό γεγονός είναι αν μη τι άλλο ανεπαρκή, μια και περιορίζονται στο επίπεδο του ιδεολογικού εποικοδομήματος.
Η αλήθεια είναι ότι όπως είδαμε και ο Λένιν, παρ’ όλο που υποστήριζε την αναγκαιότητα της παρέμβασης του «α π ’ έξω » από την αυθόρμητη εργατική συνείδηση για να ανυψωθεί αυτή στο επίπεδο της επαναστατικής συνείδησης, όταν αναφερόταν στα πλεονεκτήματα της αστικής ιδεολογίας που κάνει τους εργάτες στην πλειονότητά τους να την αποδέχονται πιο εύ κολα απ’ ό,τι τη σοσιαλιστική, περιοριζόταν και αυτός σε παράγοντες που δεν είχαν να κάνουν με την παραγωγή ή με την οικονομική βάση της κοινωνίας.
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
Στην πραγματικότητα τόσο ο Λένιν όσο και η πλειονότητα των σύγχρονων εκπροσώπων της εργατικής τά ξης δεν φθάνουν μέχρι το σημείο να αποδεχτούν μια από τις βασικές επιπτώσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής την οποία και επισήμαναν οι Μαρξ και Ένγκελς και αργότερα ανέλυσαν οι στοχαστές της «Σχολής της Φραγκφούρτης» και που δεν είναι άλλη από το ότι αυτός, πέραν των άλλων, αποβλακώνει την εργατική τάξη ή για να το εκφράσουμε με επιστημονικούς όρους την απανθρωποποιεί, δηλαδή την αποξενώνει, την αποστερεί από την ουσία του ανθρώπου, δηλαδή από την ικανότητά του να αναπτυχθεί ανεμπόδιστα και απεριόριστα ως κοινωνική ατομικότητα. Και μάλιστα στη βάση αυτής της αποξένωσης η πλειονότητα των εργατών οδηγούνται να αποδέχονται τις κυρίαρχες αξίες του συστήματος, να αναζητούν την καλύτερη εν- σωμάτωσή τους σε αυτό και όχι να αναζητούν την ανατροπή του, κάτι που αποτελεί προϋπόθεση για να έχουν τη δυνατότητα αυτής της ανεμπόδιστης ανάπτυξης.
Αυτή λοιπόν η αποξένωση γεννιέται στο επίπεδο της ίδιας της παραγωγής, μέσω της πραγμοποίησης, της κυριαρχίας του εμπορεύματος και του χρήματος πάνω στους ανθρώπους, του φετιχισμού τους, και ανα- παράγεται, γενικεύεται σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής και αφορά όλους τους ανθρώπους ακόμη και τους ίδιους τους κεφαλαιοκράτες (βλ. πιο αναλυτικά 208).
Και βεβαίως η ιδεολογική ηγεμόνευση της αστικής τάξης, ο πυλώνας της δολιότητας της κυριαρχίας της, που στηρίζεται σε αυτή την αποξένωση, λειτουργεί σε συνδυασμό με τον άλλο πυλώνα, τον καταναγκασμό, οικονομικό και πολιτικό, την ανοιχτή βία ή το φόβο της βίας, που και αυτά συνδράμουν έτσι ώ στε η εργατική τάξη να μην αποτολμά την επαναστατική σύγκρουση,
2 8 2
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ ΙΚ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η ΣΗ
βρισκόμενη στην πλειονότητά της υπό το κράτος ενός συναινετικού καταναγκασμού.
Το γεγονός ότι αυτός ο παράγοντας της αποξένωσης είτε υποβαθμίζεται είτε αποσιωπάται έχει ως συνέπεια να παρακάμπτεται η πλέον βασική ίσως αντίθεση την οποία καλείται να υπερβεί η εργατική τάξη, η αντίθεση που προκύπτει από το ότι αυτή, δηλαδή η τάξη που ηγεμονεύεται από την αστική ιδεολογία χάριν κυρίως στην αποξένωση, καλείται να είναι και πρωτοπόρα στον αγώνα για την άρση της αποξένωσης.
Ταυτόχρονα η αποξένωση-αλλοτρίωση της εργατικής τάξης δεν θίγεται στο πλαίσιο μιας κακώς νοούμενης υπεράσπισης της ανωτερότητας αυτής της τάξης, η οποία συχνά παίρνει τον χαρακτήρα μιας αρνητικής και για την ίδια εργατολαγνείας, μιας μετατροπής της σε αντικείμενο λατρείας.
Όμως όπως πολύ εύστοχα επισήμανε o Ernst Bloch «η λατρεία του προλεταριάτου μπορεί ακόμη και να οδηγήσει στην οπισθοδρόμηση» (24, 55).
Γι’ αυτό λοιπόν, παρά τις όποιες δυσκολίες στις οποίες οδηγεί η επισήμανση της αποξένωσης της εργατικής τάξης ως προς τη μετατροπή της από εν δυνάμει σε πραγματική επαναστατική τάξη, είναι αναγκαία η επισήμανση της πραγματικής άλλωστε ενσωμάτωσης της πλειονότητάς της στο αξιακό αστικό σύστημα, που διενεργείται με βάση αυτήν. Μόνο έτσι είναι δυνατόν να αναδειχτεί η αναγκαιότητα μιας πρωτοπορίας αυτής της τάξης για να γίνει πράξη η επανάσταση, μόνον έτσι είναι δυνατόν να υπάρξει ένα κριτήριο για το ποια τμήματα του άμορφου «πλήθους» του Negri θα οδηγη- θούν στην επαναστατική συνείδηση και θα οδηγήσουν σε αυτήν το σύνολο των καταφρονεμένων. Διαφορετικά η επίκληση στο αναπόφευκτο της επανάστασης και στη νομοτέλεια του σοσιαλισμού κινδυνεύουν να μεί
28 3
Γ ΙΩ Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
νουν φρούδες ελπίδες οι οποίες ναι μεν λύνουν πρόσκαιρα υπαρξιακά αδιέξοδα, δεν βοηθούν όμως την επαναστατική διαδικασία.
Αλλά και από θεωρητική άποψη ο εργατισμός ως σύγχρονος μεσσιανισμός και η συνεπαγόμενη θεολογία του αναπόφευκτου δεν είναι στην πραγματικότητα πα ρά μια μορφή ιδεαλισμού (84, 101) ο οποίος έρχεται σε σύγκρουση με την ανάλυση της πραγματικότητας. Διότι τι άλλο παρά ιδεαλισμός είναι το να μην επισημαίνε- ται ότι η εργατική συνείδηση ως συνείδηση της εκμ ετάλλευσης και της αναγκαιότητας του αγώνα για την κατάργησή της, ως συνείδηση της ρήξης, έχει δημευτεί από μια συνείδηση της ενσωμάτωσης, και τούτο χάρη τόσο στην αποξένωση όσο άλλωστε και στην εκμετάλλευση που εκτρέφει ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής και ότι η επαναστατική συνείδηση θα πρέπει να επιστραφεί στην εργατική τάξη από τα πρωτοπόρα τμήματά της με τη βοήθεια των έξω από την παραγωγή λιγότερο αποξενωμένων επαναστατών διανοουμένων;
Αν για τον Taylor οι εργάτες της εποχής του δεν πληρώνονταν για να σκέφτονται και για έναν από τους γιατρούς των εργοστασίων Ford αυτό που χρειαζόταν ο εργοστασιάρχης ήταν «αποβλακωμένοι, ηλίθιοι [...] και ο επιθυμητός εργάτης ήταν ο χιμπατζής» (43, 225), για τους σύγχρονους κεφαλαιοκράτες μπορεί οι επιθυμητοί εργάτες να είναι σκεπτόμενοι κάτοχοι γνώσεων, φτάνει αυτή τους η σκέψη να περιορίζεται στα όρια της καπιταλιστικής αποτελεσματικότητας και να μην φ τάνει μέχρι την αμφισβήτηση του εκμεταλλευτικού συστήματος. Αυτά τα όρια καλείται να σπάσει η σύγχρονη πρωτοπορία. Για να το κατορθώσει όμως θα πρέπει προηγουμένως να έχει εντοπίσει το έλλειμμα επαναστατικής συνείδησης της σύγχρονης εργατικής τάξης και το γεγονός ότι οι κυρίαρχες ιδέες και αξίες δεν εί
2 8 4
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ ΙΚ Η ΔΙΑ ΝΟ Η ΣΗ
ναι κυρίαρχες επειδή τις ενστερνίζεται μόνον η κυρίαρχη τάξη αλλά ακριβώς επειδή αυτές έχουν γίνει κτήμα και των καταπιεσμένων! Και όσο συνεχίζει να ισχύει αυτό η επανάσταση θα φαντάζει μάλλον σαν χίμαιρα παρά σαν αναπόφευκτη.
Από αυτή την οπτική γωνία η συλλογιστική του Nietzsche μπορεί να μας χρησιμεύσει για οδηγός, όταν καταλήγει στο ότι κάθε δημοκρατική πολιτική εκφράζει μια «ηθική σκλάβων». Το πιο σημαντικό σε αυτή τη διατύπωση του Nietzsche, όπως τονίζει o Balibar, δεν είναι η αντεπαναστατική καταγγελία της πολιτικής που γίνεται από και για τις μάζες, ούτε η εξιδανίκευση της εξαιρετικής ατομικότητας του υπεράνθρωπου, αλλά η πρόταση για μια ανάλυση και μια γενεαλογία που αποκαλύπτει το μηχανισμό κατασκευής ηγεμονιών και συναινέσεων (15, 25). Και αυτή η ανάλυση, καθώς και ο εντοπισμός των τμημάτων της κοινωνίας που πρώτα θα κατορθώσουν να ξεφύγουν από την αστική ιδεολογική ηγεμόνευση είναι απαραίτητη για κάθε στοχαστή που θέλει να λέγεται επαναστάτης.
Ό πως πολύ εύστοχα παρατηρούσε ο Μπουχάριν και συμφωνούσε μαζί του ο Λένιν, «η καπιταλιστική κοινωνία, διασπασμένη σε τάξεις, μπορεί να υπάρξει μόνο όταν η ψυχολογία της κοινωνικής ειρήνης είναι, ας πούμε, σημαντική για όλους, με άλλα λόγια μόνο τότε και ωσότου η εργατική τάξη στο σύνολό της, αυτή η σημαντικότατη παραγωγική δύναμη της καπιταλιστικής κοινωνίας, “συγκατατίθεται” σιωπηρά να εκπληρώνει την καπιταλιστική λειτουργία. Μόλις εκλείψει αυτή η προϋπόθεση, η παραπέρα ύπαρξη της καπιταλιστικής κοινωνίας καθίσταται αδύνατη» (96, 26).
Με αυτά τα δεδομένα καθίσταται αναγκαίο να αφαιρεθούν τα διαδοχικά προσωπεία τα οποία επικάθονται στην επαναστατική συνείδηση της εργατικής τά
28 5
ΓΙ Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
ξης και τη στρεβλώνουν, οδηγώντας τη να εκφράζει μια παραμορφωμένη βούληση (87, XIV ), και τα οποία διαμορφώθηκαν από τον συστηματικό και γενικευμένο εθισμό της από τον καπιταλισμό στις πλέον αρνητικές πλευρές του «προϊστορικού» ανθρώπου και να αναδει- χτούν οι πραγματικά ανθρώπινες πλευρές της.
9.2 Γενίκευση της αποξένωσης και ρινόκεροι
Σε ένα έξοχου συμβολισμού θεατρικό του έργο με τον τίτλο Ο Ρινόχερος (68) o Ionesco περιγράφει τη μετατροπή ενός πλήθους ανθρώπων σε ρινόκερους, μέσω μιας σταδιακής γενικευμένης απανθρωποποίησής τους και αποδοχής από μέρους τους της κυρίαρχης ιδεολογίας, και ταυτόχρονα την προσπάθεια ενός απλού ανθρώπου να αντισταθεί σε αυτό το ρεύμα της ρινοκεριά- δας και να παραμείνει άνθρωπος. Το μέγα δίδαγμα που επιδιώκει να μεταφέρει με αυτό του το έργο, όπως ο ίδιος δηλώνει, είναι ότι «κάθε προσπάθεια να απαλ-, λαγείς από την ανθρωπότητα είναι μάταιη». Και απόδειξη αυτής της ματαιότητας είναι ο τελευταίος των ανθρώπων που επιμένει ανθρώπινα.
«Ενάντια σ’ όλο τον κόσμο! Θα υπερασπίσω τον εαυτό μου ενάντια σε όλο τον κόσμο... δεν θα καθίσω με σταυρωμένα χέρια, θα πολεμήσω... Είμαι ο τελευ ταίος άνθρωπος... και μέχρι να ’ρθει το τέλος θα παραμείνω άνθρωπος! Όχι δεν θα συνθηκολογήσω! ΔΕΝ ΘΑ ΓΙΝΩ ΣΑΝ ΚΑΙ ΣΑ Σ!» (68, 198). Με αυτά τα λόγια κλείνει το έργο.
0 ίδιος ο συγγραφέας σε ένα σημείωμά του γι’ αυτό το έργο γράφει:
«Το 1938 ο συγγραφέας Ντενί ντε Ρουζμόν βρέθηκε στη Νυρεμβέργη τη μέρα μιας ναζιστικής εκδήλωσης.
2 8 6
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
Μας λέει ότι είχε σταθεί στο κέντρο ενός μεγάλου πλήθους που περίμενε τον Χίτλερ.
»0ι άνθρωποι γύρω του είχαν αρχίσει να ανυπομο- νούν όταν στο βάθος μιας λεωφόρου φάνηκε, μικρο- σκοπικός, ο Φύρερ με την ακολουθία του. Τότε ο ντε Ρουζμόν είδε το πλήθος να καταλαμβάνεται προοδευτικά από υστερία, ουρλιάζοντας σαν τρελό για το σκοτεινό εκείνο άνθρωπο. Όσο προχωρούσε ο Χίτλερ τόσο απλώνονταν και η υστερία και πλημμύριζε τα πάντα.
»[...] 0 ίδιος ο Ρουζμόν ήταν έτοιμος να ενδώσει στη μαγεία, όταν ξαφνικά κάτι ξεπήδησε από τα κατάβαθα του είναι του και αντιστάθηκε στο μαζικό παραλήρημα. [...] Ύστερα, ενώ ανατρίχιασε ολόκληρος, κατάλαβε ποιο νόημα είχε η φρίκη του. Εκείνη τη στιγμή δεν αντιστεκόταν η σκέψη του, δεν ερχόντουσαν στο μυαλό του επιχειρήματα, αλλά επαναστατούσε όλο του το είναι, όλη του η “προσωπικότητα”.
»[...] Ο Ρινόχερος, αναμφισβήτητα, είναι έργο αντινα- ζιστικό. Κυρίως όμως είναι ένα έργο που αντιτίθεται σε κάθε μαζική υστερία, σε κάθε επιδημία που κρύβεται κάτω από την καλύπτρα της λογικής και των ιδεών, αλλά που δεν παύει να είναι κοινωνική αρρώστια, της οποίας οι ιδεολογίες, στην πραγματικότητα, είναι το “άλλοθι”. [...] Ο Ρινόχερος είναι λοιπόν μια προσπάθεια να διαλυθούν αυτές οι μεταφυσικές ψυχώσεις» (68, 13-15).
Αν λοιπόν το 1938 η «επιδημία» που απανθρωπο- ποιούσε ήταν ο ναζισμός, στην εποχή μας η μόνιμη επιδημία είναι γενικότερα η αστική ιδεολογία την οποία, αν όχι υστερικά, το δίχως άλλο μαζικά ενστερνίζονται τα πλήθη των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών και απέναντι σε αυτή την ιδεολογική επιδημία θα πρέπει να οργανωθεί η αντίσταση.
0 νεαρός Μαρξ αναφέρεται σε αυτή τη γενικευμένη απανθρωποποίηση «ενός πολιτικού κόσμου ζώων [τον
287
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
οποίο] εξέθρεψαν και διαμόρφωσαν αιώνες βαρβαρότητας και τώρα μας αντιμετωπίζει ως ένα συνεκτικό σύστημα, η αρχή του οποίου είναι ο κόσμος που έχει γίνει απάνθρωπος» (233, 48).
Το ζήτημα είναι ότι, όσο συνεχίζεται η καπιταλιστική κυριαρχία, η αστική ιδεολογική ηγεμόνευση ενισχύεται και, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν στοχαστές όπως o Jurgen Habermans (61, 300-301), κάθε άλλο παρά στην εποχή μας «έπαψε να είναι ικανή να παίξει ένα ρόλο ενσωμάτωσης». Και αυτό παρ’ όλο που πράγματι η κυρίαρχη αστική συνείδηση εξελίχθηκε προς ένα όλο και πιο ανοιχτό κυνισμό και δεν επικαλείται πια, όπως την περίοδο των αστικών επαναστάσεων ούτε καν ως πρόσχημα, οικουμενικές αξίες που πηγάζουν από το φυσικό δίκαιο, αλλά ευθαρσώς τις δικές της ταξικές αξίες όπως ο ανταγωνισμός, ο ατομισμός, το χρήμα και το κέρδος, η υπεροχή του ισχυρού. Αντίθετα όπως υποστηρίζει o Henri Lefebvre η αστική ιδεολογία ή «μυστι- κοποίηση» όπως την αποκαλεί, «όπου η αναπαράσταση γίνεται το αντίστροφο της πραγματικότητας [...] με αυτή την ιδιότητα αποκτά μια δύναμη, μια διεισδυτικότητα, μια εξαιρετική επιρροή» (85, 81).
Και αυτή η επιρροή επεκτείνεται παραπέρα στο βαθμό που η εξατομίκευση των συμπεριφορών την οποία καλλιεργεί ο καπιταλισμός ιδιαίτερα υπό τη σύγχρονη μορφή της ελαστικής, πρόσκαιρης εργασίας, τείνει να διαβρώσει τη συλλογική ταξική συνείδηση.
Και αυτή η επιρροή επεκτείνεται παραπέρα στο βαθμό που η εξατομίκευση των συμπεριφορών την οποία καλλιεργεί ο καπιταλισμός τείνει να διαβρώσει τη συλλογική ταξική συνείδηση.
Και η δυσκολία απεγκλωβισμού από αυτή την ιδεολογία προκύπτει ακριβώς από το ότι αυτή πατάει γερά στην αντικειμενική καπιταλιστική πραγματικότητα,
288
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
από το ότι η εργατική δύναμη των εργαζομένων χρησιμοποιείται ως εμπόρευμα, από το ότι ο εργαζόμενος αποξενώνεται από τα μέσα παραγωγής, από το προϊόν της εργασίας του, από το ότι η εργασία παίρνει τη μορφή της αφηρημένης εργασίας και της συγκεκριμένης εργασίας της υποταγμένης στην πρώτη, από το ότι ο κοινωνικός χαρακτήρας του ανθρώπου εκφράζεται μέσω της ανταλλαγής των εμπορευμάτων και της φετιχο- ποίησής τους, από το ότι ο στενός καταμερισμός της εργασίας κατακερματίζει και τις προσωπικότητες και από το ότι ο λιγοστός σε σχέση με τις δυνατότητες που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες ελεύθερος χρόνος, όλη η καθημερινότητα, «εμφανίζεται ως πρόγραμμα του καπιταλισμού, οργάνωση του ελεύθερου χρόνου, από μέρους του, κοινοτοπία μέσα στη διευθυνόμενη κατανάλωση» (85, 91), ως εμπορευματοποίηση και εκχυδαϊ- σμός της κουλτούρας. Αλλά ακόμη και ορισμένες μορφές αντίστασης στις αξίες του κεφαλαίου, όπως «η φυγή στα πολυποίκιλα ναρκωτικά του ανθρώπου» (185, 15), φέρουν τη σφραγίδα αυτών των αξιών και έτσι είτε αποκρούονται εύκολα από αυτό, είτε αξιοποιούνται προς όφελός του, και στην κάθε περίπτωση δεν είναι ικανές να προτάξουν μια διαφορετικής ποιότητας ανθρωποκεντρική μορφή οργάνωσης της κοινωνίας.
Και αυτή η τάση ενσωμάτωσης επεκτείνεται σε όλες τις τάξεις, εργατικής τάξης συμπεριλαμβανομένης. Γι’ αυτό και στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες το κεφάλαιο περισσότερο χρησιμοποιεί τους μηχανισμούς ενσωμάτωσης και εσωτερίκευσης των κυρίαρχων αξιών, παρά την ανοιχτή βία στην οποία προσφεύγει μόνον ενάντια σε αυτούς που αμφισβητούν έμπρακτα την ηγεμόνευσή του, για να τους δείξει ότι κάθε απόπειρα ανατροπής του είναι μάταιη και να τους οδηγήσει στη μοιρολατρία.
289
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
Έ τσι όπως εύστοχα παρατηρεί o Marcuse, «ένας από τους κυριότερους παράγοντες που στάθηκαν εμπόδιο στο ριζικό μετασχηματισμό (που αντικειμενικά βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη εδώ και δεκαετίες) είναι η απουσία ή μάλλον η απώθηση της ανάγκης του μετασχηματισμού (ω ς ποιοτικά διαφορετικού στοιχείου) από τις κοινωνικές ομάδες που οφείλουν να σηκώσουν στους ώμους τους την επανάσταση» (145, 21-22).
Αλλά ας προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε συνοπτικά γιατί υιοθετούνται οι αστικές αξίες και γιατί η τάση εν- σωμάτωσης διαποτίζει την εργατική τάξη των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών ως σύνολο και στη συνέχεια πιο αναλυτικά γιατί συμβαίνει το ίδιο με τη διανόηση, είτε αυτή εντάσσεται στην παραγωγή, είτε παραμένει έξω από αυτήν.
Πέρα λοιπόν από την αποξένωση που πηγάζει από τη φύση της εμπορευματικής παραγωγής και επεκτεί- νεται σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής και η οποία αποτελεί το θεμέλιο της ενσωμάτωσης, η εργατική τάξη των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, δηλαδή των ιμπεριαλιστικών χωρών, πάνω στην οποία ασκούνται φοβερές πιέσεις που μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά τη συνείδησή της, ακόμη όπως παρατηρεί ο Λένιν και να «διαφθείρουν εντελώς» ορισμένα τμήματά της (96, 73), επιδιώκει στην πλειονότητά της μάλλον την καλύτερη ενσωμάτωσή της παρά την ανατροπή του συστήματος για τους εξής λόγους:
0 πρώτος είναι ότι αυτή μέσω των θυσιών και των κατακτήσεων των περασμένων γενεών της εργατικής τάξης των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, κάτι το οποίο όμως δεν αποτελεί συσσωρευμένη από τον ασυνεχή χρόνο συνείδηση των νεότερων γενεών της και το οποίο συνεπώς δεν αποτελεί κίνητρο επαναστατικής
290
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
συνειδητοποίησες τους, καθώς επίσης και εκμετάλλευσης των υπόλοιπων λαών του κόσμου από τις ιμπεριαλιστικές χώρες, λειτουργεί σε παγκόσμιο επίπεδο ως μια σύγχρονη εργατική αριστοκρατία η οποία είναι βέβαιο ότι με την επανάσταση δεν ρισκάρει να χάσει μόνο τις αλυσίδες της όπως οι κομάντος αυτοκτονίας της Παλαιστίνης ή του Ιράκ.
Όταν o Leopol Sengor, πρόεδρος της Σενεγάλης, δήλωνε ότι «το ευρωπαϊκό προλεταριάτο επωφελείται από το αποικιακό σύστημα, κατά συνέπεια ποτέ δεν ήταν πραγματικά -εννοώ αποτελεσματικά- αντίθετο στο σύστημα αυτό» (51, 87), δεν είχε άδικο. Το ίδιο σ’ ένα βαθμό συμβαίνει και με τη νεοαποικιακή σημερινή πραγματικότητα.
Αυτό σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι ιδιαίτερα στην εποχή μας δεν υπάρχει ένα σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών που περιθωριοποιείται, δεν σημαίνει επίσης ότι παρά την όποια καλυτέρευση του βιοτικού επιπέδου ικανοποιούνται οι σύγχρονες ανάγκες έτσι όπως αυτές θα είχαν διαμορφωθεί σε μια ανθρωποκεντρική κοινωνία, δεν σημαίνει ότι δεν αυξήθηκε ταυτόχρονα και η εκμετάλλευση, μια και η αναλογία των κερδών σε σχέση με τις παροχές προς τους εργαζόμενους όλο και αυξάνεται υπέρ των πρώτων, δεν σημαίνει τέλος ότι ειδικά στην εποχή μας με την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού οι κατακτήσεις της εργατικής τάξης και το επίπεδο ζωής της δεν αμφισβητούνται από το κεφάλαιο.
Παρ’ όλα αυτά οι συνθήκες διαβίωσης του εργάτη μιας μεγάλης βιομηχανίας μιας ιμπεριαλιστικής κυρίως χώρας, όπως οι ΗΠΑ ή η Γερμανία, συνεχίζουν ακόμη να είναι σαφώς ανώτερες από εκείνες του εργάτη των εργοστασίων αθλητικών ειδών των χωρών της Ανατο
291
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
λής τις οποίες περιγράψαμε παραπάνω και οι οποίες θυμίζουν ευρωπαϊκή εργατική τάξη του 19ου αιώνα και βεβαίως συντριπτικά καλύτερες από τις συνθήκες τεράστιων μαζών του πλανήτη που πεθαίνουν από την πείνα και τις αρρώστιες.
Συνεπώς, αν τοποθετηθούμε ως οφείλουμε από τη σκοπιά της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων, είναι σαφές ότι τη θέση της εργατικής αριστοκρατίας της Αγγλίας των περασμένων αιώνων την κατέχει σήμερα ένα τμήμα της εργατικής τάξης των ιμπεριαλιστικών χωρών.
Ο δεύτερος λόγος είναι η επικράτηση του ρεφορμισμού στο εργατικό κίνημα των αναπτυγμένων χωρών. Δίχως να έχουμε τη δυνατότητα να επεκταθούμε εδώ στις αιτίες αυτής της επικράτησης, είναι βέβαιο ότι αυτή είχε ως συνέπεια το εργατικό κίνημα να θέτει διεκδικήσεις κυρίως ποσοτικού χαρακτήρα. Έτσι το ποσοτικό κριτήριο, που αποτελεί τον πυρήνα της οικονομικής ανάπτυξης και του κέρδους που θέτει το κεφάλαιο ως δικό του στόχο, υιοθετείται στην ουσία και από την εργατική τάξη. Αυτή δεν θέτει ζήτημα μιας άλλης ποιοτικά κοινωνίας, αλλά μιας πιο δίκαιης ποσοτικής κατανομής των καρπών της ανάπτυξης. Το τελικό ζητούμενο με αυτή τη λογική είναι η βελτίωση των συνθηκών ζωής των εργαζομένων στα πλαίσια του συστήματος της εκμετάλλευσης, η ένταξή τους σε αυτό κάτω από καλύτερους όρους και όχι η ανατροπή αυτού του συστήματος. Σε τελευταία ανάλυση, όπως επισήμανε ο Μαρξ, παρ’ όλο που αυτό συνεπάγεται να «θυσιάσει το νου του και το σώμα του», ο εργάτης επιδιώκει «μια αύξηση των μισθών [η οποία του] προκαλεί την ίδια επιθυμία από την οποία κατέχεται ο κεφαλαιοκράτης: να γίνει πλούσιος» (146, 49).
Με την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού και την ουσιαστική συγχώνευσή του στην πράξη με την τέως
292
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
σοσιαλδημοκρατία, έτσι που το μεταξύ τους όριο να είναι παντελώς δυσδιάκριτο, και με τη μετατροπή των περισσότερων κομμουνιστικών κομμάτων από πρωτοπορία του εργατικού κινήματος ούτε καν σε ουρά του αλλά σε συνοδοιπόρο της νεοφιλελευθεριάζουσας πια σοσιαλδημοκρατίας -μ ια από τις φωτεινές εξαιρέσεις και το δικό μας σημερινό ΚΚΕ- η εργατική τάξη βρέθηκε δίχως ταξική και πολιτική εκπροσώπηση.
Με τη γενικευμένη επίθεση κατά των εργατικών κα- τακτήσεων και τον εκβιασμό που προκύπτει από την ύπαρξη των στρατιών των ανέργων και τη δυνατότητα του κεφαλαίου να εκμεταλλευτεί κάτω από πολύ πιο δυσμενείς όρους, τους εργαζόμενους των υποανάπτυ- κτων χωρών, το αυθόρμητο εργατικό κίνημα ήταν φυσικό να βρεθεί σε θέση άμυνας. Έτσι στο βαθμό που αντιδρά, κάτι που δεν είναι αυτονόητο μια που, ενώ οξύνονται οι ταξικές ανισότητες, μάλλον έχει αμβλυν- θεί η ταξική πάλη, θέτει ως προνομιακό αν και όχι μοναδικό στόχο του την υπεράσπιση των κεκτημένων, ενώ η επανάσταση χάνεται στο βάθος του ορίζοντα όταν δεν εξαφανίζεται παντελώς ως έστω και μακροπρόθεσμη προοπτική του.
Έτσι το όποιο αυθόρμητο εργατικό κίνημα, το οποίο από την άποψη ότι συνδέει πια την τεχνική γνώση με την πρακτική, είναι πιο «καλλιεργημένο» στην εποχή μας απ’ ό,τι παλαιότερα, δεν είναι όμως πιο συνειδητοποιημένο από την άποψη ότι μάλλον είναι περισσότερο αποσυνδεμένο από την επαναστατική θεωρία και οι στόχοι του, καθώς και οι δρόμοι της απελευθέρωσής του είναι πιο ασαφείς και αντί να προωθείται παραπέρα ενσωματώνεται πιο εύκολα.
0 τρίτος λόγος είναι η μοιρολατρία που ενισχύθηκε από την καπιταλιστική παλινόρθωση στις χώρες που επιδιώχθηκε ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός, σε συν
293
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
δυασμό με την αδυναμία ανάδειξης ενός κομμουνιστικού, αυτή τη φορά, οράματος διαφορετικού από τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» ο οποίος οδηγήθηκε στην κατάρρευση.
Αυτή η κατάρρευση της πρώτης στον κόσμο προσπάθειας σοσιαλιστικού μετασχηματισμού σε συνδυασμό με την ανάσυρση και συστηματική διάδοση των θεωριών περί τέλους της ιστορίας (λες και όταν υπήρξε φεουδαρχική παλινόρθωση στις πόλεις του ιταλικού βορρά όπου πρωτοεμφανίστηκε ο καπιταλισμός, αυτό σήμαινε ότι η ιστορία της ανθρωπότητας θα τελείωνε με τη φεουδαρχία), καθώς και η πρωτοφανής σε παγκόσμιο επίπεδο ένταση του αυταρχισμού και της ιμπεριαλιστικής, κρατικής τρομοκρατίας κατά των λαών είχε ως αποτέλεσμα σημαντικές εργατικές μάζες να επιδιώκουν να επιβιώσουν μέσα στο σύστημα παρά να τον ανατρέψουν.
Συνεπώς κάτω από τις παρούσες συνθήκες όπου η κομμουνιστική απελευθέρωση είναι αντικειμενικά δυνατή, η εν δυνάμει επαναστατική εργατική τάξη βρίσκεται πίσω από τις απαιτήσεις των καιρών και προκύπτει ακόμη πιο επ ιτακτικά απ ό ποτέ η αναγκαιότητα μιας πρω τοπορίας της η οποία θα κατορθώσει, παρά τις δυσκολίες, μέσα από την εμπειρία και τη θεωρητική γνώση να ξεπεράσει το εμπόδιο της κυρίαρχης ιδεολογίας.
Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα για την εργατική τάξη γενικά, τι συμβαίνει με τη σύγχρονη μορφωμένη εργατική τάξη, δηλαδή με το τμήμα εκείνο της ενταγμένης στην παραγωγή διανόησης που, όπως προσπαθήσαμε να αποδείξουμε πιο πάνω, εντάσσεται στην εργατική τάξη;
Το 1821, όταν η μεγάλη μάζα των εργαζομένων ήταν ακόμη χειρώνακτες και αγρότες, o Saint Simón καλούσε τους «θετικούς διανοούμενους» να συμμαχήσουν με τους αστούς για να ανατρέψουν τη φεουδαρχική οργά
294
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
νωση της κοινωνίας (36, 18). Από τότε όπως είδαμε άλλαξαν πολλά ως προς τη θέση της διανόησης.
Το ίδιο όμως συμβαίνει και σε σχέση με το 1910 όταν ο Λέων Τρότσκι, ασκώντας κριτική σε μια μπροσούρα του Max Adler με τίτλο Ο σοσιαλισμός και οι διανοούμενοι, υποστήριζε ότι η απόσταση ανάμεσα στη διανόηση και τις εργατικές μάζες είναι προορισμένη να μεγαλώνει όλο και περισσότερο και ότι συνεπώς, σε αντίθεση με όλες τις ελπίδες του Adler, το πέρασμα των διανοουμένων στη σοσιαλιστική ιδεολογία στο πλαίσιο του καπιταλιστικού καθεστώτος θα γίνεται όλο και πιο δυσχερές όσο περνάει ο καιρός (224, 11).
Στην πραγματικότητα, παρ’ όλο που όπως είδαμε η απόσταση ανάμεσα στην εργατική τάξη και τη μεγάλη μάζα της διανόησης μάλλον περιορίζεται παρά μεγαλώνει, μια και ένα μεγάλο τμήμα της προσεγγίζει σήμερα ταξικά την εργατική τάξη ή και εντάσσεται σε αυτήν, ενώ ένα όλο και πιο σημαντικό τμήμα της είναι εργατικής προέλευσης, το πέρασμα αυτών των διανοουμένων στη σοσιαλιστική ιδεολογία δεν φαίνεται να διευκολύνεται, και τούτο διότι η ίδια η εργατική τάξη δυσκολεύεται να την ασπαστεί.
Η διανόηση λοιπόν είναι και αυτή παιδί της εποχής της και της κοινωνικής πραγματικότητας στην οποία λειτουργεί. Τούτο σημαίνει ότι είναι ταυτόχρονα θεατής αλλά και ενεργός ηθοποιός του κοινωνικού γίγνεσθαι. Ούτε μπορεί να αντιμετωπίζεται λες και μένει ανεπηρέαστη από τις κοινωνικές σχέσεις ούτε είναι παθητικός παρατηρητής της κοινωνικής πραγματικότητας. Συνεπώς στο πλαίσιο της ταξικής κοινωνίας η διανόηση και μάλιστα εκείνη που εντάσσεται στην παραγωγή κάθε άλλο παρά μπορεί, όπως υποστηρίζουν ο Foucault ή o Deleuze (40, 7), να διαμορφώσει μέσα από αυτόνομες διαδικασίες, πέρα από τις αντιθέσεις που
295
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
χωρίζουν το κεφάλαιο από τους εργαζόμενους, μια εναλλακτική υποκειμενικότητα, μια διαφορετική συνείδηση. Ταυτόχρονα όμως έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες, θετικές και αρνητικές, ως προς τις δυνατότητες επαναστατικοποίησής της.
9.3 Διανοούμενοι κέρβεροι
Σημείο των καιρών και αυτό: οι εκτός παραγωγής, με την στενή έννοια του όρου, διανοούμενοι, οι οποίοι δεν ανήκουν στην εργατική τάξη και λειτουργούν στο πεδίο του ιδεολογικού εποικοδομήματος, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, έχουν μετατραπεί σε υποστηρικτές του συστήματος.
0 20ός αιώνας είδε επαναστάσεις να αντιστρέφονται σε αντεπαναστάσεις, καταπιεσμένους σε καταπιε- στές, ελευθερωτές σε ρινόκερους, δημοκρατίες σε μετοχικές εταιρίες. Γιατί οι διανοούμενοι να μην ακολουθήσουν και εκείνοι αυτό το ρεύμα; διερωτάται εύλογα o Régis Debray, ένας από τους λιγοστούς Γάλλους διανοουμένους που αντιτάχθηκαν έστω και καθυστερημένα στους βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας (36, 12).
Βεβαίως το φαινόμενο της ένταξης της διανόησης στην πλευρά των κυρίαρχων δεν είναι καινούργιο και ήταν φυσιολογικό την εποχή που η διανόηση προερχόταν σχεδόν αποκλειστικά από την αστική τάξη, την εποχή που η θέση της στην κοινωνία ήταν προνομιακή να βρίσκεται στο πλευρό της τάξης της και όσοι διανοούμενοι περνούσαν από την πλευρά των καταφρονεμένων να αποτελούν φωτεινές εξαιρέσεις. Και τέτοιες υπήρξαν καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της ανθρωπότητας, ιδιαίτερα μάλιστα απ’ όταν η εργατική τάξη εμφανίστηκε στο προσκήνιο της ιστορίας.
296
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
Έτσι o Montaigne αντιτίθεται στις δίκες για μαγεία, στα εγκληματικά όργια στην Καραϊβική και στη ληστεία των Ανατολικών Ινδιών, o Montesquieu καταδικάζει τη δουλεία (20, 30), o Voltaire υπερασπίζεται το 1762 τον Jean Callas όταν αυτός κατηγορήθηκε άδικα και τελικά θανατώθηκε με το μαρτύριο του τροχού από την καθολική εκκλησία διότι δήθεν σκότωσε το γιο του που είχε βα- πτιστεί καθολικός (39, 20), o Emile Zola είναι ο πρωτεργάτης της καμπάνιας για την υπεράσπιση του Dreyfous...
Τέτοιες φωτεινές εξαιρέσεις ήταν και οι πρόδρομοι της σύγχρονης επαναστατικής σκέψης, οι ουτοπικοί σοσιαλιστές (82), αλλά και οι ίδιοι οι κλασικοί του μαρξισμού, αστικής προέλευσης διανοούμενοι που τάχθηκαν με την εργατική τάξη και αγωνίστηκαν στο πλευρό της, τέτοιοι ήταν ακόμη το 19ο αιώνα οι ρομαντικοί εκείνοι διανοούμενοι που πρότασσαν την κουλτούρα απέναντι στον τεχνικό πολιτισμό της βιομηχανικής επανάστασης, τέτοια ήταν η στάση του Gorki που αρνήθηκε να ακολουθήσει την αντεπαναστατική κατρακύλα της ρούσικης διανόησης (224, 7).
Και πάντοτε υπήρχαν διανοούμενοι που κατήγγειλαν εκείνους που τάσσονταν με το μέρος της εξουσίας. Από την εποχή της Παρισινής Κομμούνας o Jules Valles, συγγραφέας που πήρε μέρος στην εξέγερση της Κομμούνας και ήταν μέλος της επιτροπής παιδείας της, κατήγγειλε όχι τους απλούς πολίτες ρινόκερους που αλλοτριώθηκαν, αλλά αυτούς τους διανοούμενους που συνειδητά πέρασαν με το μέρος των κυρίαρχων σαν «ξεπουλημένα γουρούνια».
Γράφει σχετικά στο περιοδικό La rué (Ο δρόμος) που εξέδιδε όταν μετά την ήττα της Κομμούνας κατέφυγε εξόριστος στο Λονδίνο: «Ξεπουλημένα γουρούνια! Δεν ανήκουν σε αυτό το στάβλο όλοι εκείνοι που για κάποια χρή
297
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
ματα ή λίγη δόξα, ένα πορτοφόλι, μια σάρπα, μια κορδέλα μετατρέπουν τις πεποιθήσεις τους σε άχυρα κάτω από τα πόδια των μεγάλων;
«Εκείνοι, ακόμη πιο αξιολύπητοι, που, για να απολαμβάνουν τη χαρά να μη δουλεύουν καθόλου ή να λάμπουν λίγο, μετατρέπονται σε αυλικούς, βαλέδες και παράσιτα στις αντικάμαρες των υπουργών ή τις τραπεζαρίες των πλούσιων;
»Εκείνος ο δημοσιογράφος που πουλάει την πένα του σε όποιον πληρώνει πιότερο, εκείνος ο χρονογράφος που γλείφει τις μπότες και διηγείται πώς τις γυαλίζουν, ο προ- αγωγός γυναικών, ο πολυπράγμων, ξερόλας γραφιάς, δεν είναι όλοι αυτοί ξεπουλημένα γουρούνια;
«Ξεπουλημένο γουρούνι εκείνος ο γελωτοποιός που διατηρεί το κύρος του και κερδίζει το ψωμί του κάνοντας τον παλιάτσο μπροστά στο πλήθος· ξεπουλημένο γουρούνι εκείνος ο κλαψιάρης ποιητής που ζητιανεύει τι θα φάει -όχι τι θα πιει- στις επιτροπές και τα υπουργεία!
«Ξεπουλημένα γουρούνια εκείνα τα ανθρωπάκια που κάποτε το έπαιζαν ενθουσιώδεις ή σκληροί και άκαμπτοι, που επιδείκνυαν την ανεξαρτησία και την εκκεντρικότητά τους, και ένα ωραίο πρωινό αδειασμένοι, τόσο φτωχό στομάχι είχαν, σβησμένοι, αποκαμωμένοι, τελειωμένοι, κρέμασαν σφιχτά ένα κόκκινο μεταξωτό φουλάρι στο λαιμό, έβαλαν στη μουσούδα τους ένα τετράγωνο καπελίνο, όπως τα αδέλφια τους τα γουρούνια των πανηγυριών, και στριφογυρίζοντας και γρυλίζοντας κατέληξαν με τη μουσούδα και τα πόδια τους στο ζωοτροφείο της μετριότητας.
«Ξεπουλημένο γουρούνι οποιοσδήποτε ζει από τις κολακείες στην εξουσία ή τη συγκατάβαση στην αντιπολίτευση, κάνει τα θελήματα της μιας ή της άλλης και ζητάει ως αντάλλαγμα για τα θελήματα του μια μικρή υποψηφιότητα σε κάποια περιοχή που θα μπορούσε να αγοράσει αν ήταν πλούσιος.
298
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
«Ονομάζονται προστατευόμενοι κάποιου υπουργού, εθελοντές μιας σπουδαίας υπόθεσης! Εθελοντές όχι! Ξεπουλημένα γουρούνια! Δεν διατρέχουν άλλο ρίσκο παρά να λιπανθούν από τη βροχή των φτυσιμάτων ή την ανου- σιότητα του λιβανίσματος!» (17, 5)
Την περίοδο του Μεσοπολέμου (1927) είναι o Julien Benda ο οποίος αντιμετώπιζε την πραγματική διανόηση ως την αληθινή συνείδηση του κόσμου, που με την Π ροδοσία των Κληρικών καταγγέλλει από μια μάλλον ρομαντική οπτική γωνία την εγκατάλειψη, από μέρους των διανοουμένων, των οικουμενικών αξιών και την υποταγή του πνευματικού στο κοσμικό, πρακτικό, την υποταγή του πνεύματος στα κρατικά συμφέροντα, το γλίστρημα στον ολοκληρωτικό ρεαλισμό (20).
Λίγο πριν από τον Β ' Παγκόσμιο πόλεμο o Paul Nizan (169) από μια άλλη, κομμουνιστική αυτή τη φορά, οπτική καταγγέλλει την «παραίτηση των διανοουμένων», την «προδοσία» τους και τη μετατροπή τους σε «κέρβερους», σε μαντρόσκυλα της εξουσίας για τα οποία η αστική δημοκρατία αποτελεί το τέλος της ιστορίας. Με μια δόση ειρωνείας απέναντι τους γράφει: «Μια και o Descartes, o Rousseau και o Kant έζησαν, μια και όλες οι μεγάλες ανακαλύψεις έγιναν, μια και όλες οι ήπειροι εξερευνήθηκαν, οι επαναστάσεις ολοκληρώθηκαν, όλα συγκλίνουν πια στην τελειοποίηση της δημοκρατίας [...] της κατ’ εξοχήν κοινωνικής κοινωνίας» (181, 9).
Τους καταγγέλλει ότι, όταν αναφέρονται στις οικουμενικές αξίες, το πράττουν στο αφηρημένο επίπεδο των Ιδεών, ενώ αδιαφορούν προκλητικά για τις συγκεκριμένες καταστάσεις και τα βάσανα των συγκεκριμένων ανθρώπων. Γι’ αυτό και μαντεύουν ότι «η αγωνία του κόσμου μπορεί να στραφεί μια μέρα ενάντια στην
299
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
ησυχία της τάξης που αγαπούν και να θέσει σε αμφισβήτηση την εξουσία τους», καθώς επίσης να απειλήσει και τη δική τους θέση (181, 9).
Στο μεταξύ η αντικαπιταλιστική ευρωπαϊκή ιδιαίτερα διανόηση μετά τη νικηφόρα επανάσταση του 1917 άρχισε να διαχωρίζεται σε επαναστάτες διανοούμενους και σε ρομαντικούς συντηρητικούς που ασκούσαν κριτική στον καπιταλισμό από τη σκοπιά των χαμένων αξιών του παρελθόντος (129, 257).
Στη συνέχεια με την αντίσταση και τον πρωτοπόρο ρόλο των κομμουνιστών σε αυτή και με την απελευθέρωση και τις ελπίδες για κοινωνική απελευθέρωση που γέννησε, όλο και ένα πιο σημαντικό τμήμα της διανόησης αυτής τασσόταν με το μέρος της εργατικής τάξης, σε τέτοιο βαθμό που για πολλούς ο όρος διανοούμενος να αποτελεί συνώνυμο του Αριστερού.
Παρ’ όλα αυτά, στο τέλος του 20ού αιώνα που περιγράφει o Debray, μάλλον με μια πορεία μαζικής οπισθοδρόμησης της διανόησης έχουμε να κάνουμε, η οποία γίνεται ακόμη πιο επώδυνη αν αναλογιστούμε ότι πολύ συχνά οι πιο χυδαίοι υπερασπιστές της εξουσίας είναι διανοούμενοι που προέρχονται από την εργατική τάξη, που λειτουργούν ως οι σύγχρονοι γενίτσαροι.
Και τα τελευταία χρόνια το φαινόμενο έχει γενικευτεί με την εμπορευματοποίηση της γνώσης και της κουλτούρας και την επικράτηση του πρακτικισμού και του ωφελιμισμού σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής.
Η αλήθεια λοιπόν είναι ότι η «ανεξάρτητη», εκτός εργατικής τάξης, διανόηση ανάμεσα από τη μια στην άρνηση του συστήματος και τη συνεπαγόμενη περιθωριοποίησή της σε σχέση με το τι της προσφέρει ο καπιταλισμός (οικονομικά, ως ατομική προβολή, κοινωνικό κύρος απέναντι στις μάζες) και από την άλλη στη σύνταξή της με την πολιτική και οικονομική εξουσία και
300
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
τη συνεπαγόμενη εύκολη ευτυχία, ανάμεσα από τη μια στην οικουμενικότητα της επιστήμης της και από την άλλη στην υποταγή στην αστική μερικότητα έχει επιλέ- ξει μαζικά τη δεύτερη λύση, τη λύση της ελάσσονος αντίστασης. Έχει προτιμήσει να είναι πουλί μέσα σε κλουβί παρά ελεύθερο πουλί.
Θεμελιακό χαρακτηριστικό αυτής της κατηγορίας της διανόησης που την ωθεί προς αυτή την επιλογή είναι ο ναρκισσισμός της ο οποίος με την ευρύτερη μορφή του ατομισμού αποτελεί ίσως την πιο βασική αξία, το πιο βασικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης καπιταλιστικής κουλτούρας. Έτσι οι διανοούμενοι αμέσως μετά τους ίδιους τους κεφαλαιοκράτες ήταν οι πρώτοι που έσπευ- σαν να φέρουν στο προσκήνιο, να προωθήσουν το «εγώ» ενάντια στο «εμείς». O Ludwig Wittgenstein, ο γνωστός Ρώσος στρατηγός των Ναπολεόντειων Πολέμων, κάτω από το βάρος της τυραννίας της ματαιοδοξίας του και έχοντας πλήρη επίγνωση του προβλήματος αυτού έγραφε: «Πρέπει να κατεδαφίσεις το οικοδόμημα της περηφάνιας. [Πρόκειται] για μια τρομερή διεργασία» (22, 7, υποσημ. 16). Και ακόμη ενάντια στο δικό του ναρκισσισμό και εκείνο των ομογάλακτών του έλεγε πως «είναι ντροπή να εμφανίζεσαι σαν ένα άδειο ασκί που φουσκώνει απλά από το πνεύμα» (22, 7, υποσημ. 17).
Και επειδή στην εποχή μας η προβολή αυτού του εγώ μπορεί να γίνει μόνο αν ενταχθεί κάποιος διανοούμενος στη λογική του επιφανειακού, γρήγορου, light, εμπορεύσιμου, αποτελεσματικού για το κεφάλαιο ή την πολιτική εξουσία πνευματικού προϊόντος, και «όποιος πληρώνει την ορχήστρα αυτός διαλέγει και τη μουσική», αυτό που η ενσωματωμένη διανόηση κέρδισε σε λάμψη, γρήγορη επιτυχία, διασημότητα και χρήμα το έχασε σε εμβρίθεια και αξιοπρέπεια.
Αυτοί λοιπόν οι διανοούμενοι αυτοπεριορίζονται έτσι
301
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
που να μην λένε ό,τι δεν πρέπει να ειπωθεί, στηρίζουν με την ίδια ευκολία ένα επιχείρημα και το αντίστροφό του, γλείφουν εκεί που είχε φτύσει, συναγελάζονται ταυτόχρονα με Τρώες καιΈλληνες, φτάνει να μην παρεκτρέπονται από την κύρια αποστολή τους που δεν είναι άλλη από το να υπηρετούν την αστική τάξη, μια που «σαν δραστήριοι ιδεολόγοι της [έχουν] ως κύρια πηγή των εσόδων τους την επεξεργασία της ψευδαίσθησης που έχει αυτή η τάξη για τον εαυτό της» (166, τ. 1, 94).
Η θεωρία του Κομφούκιου της εσωτερίκευσης της αστικής κρατικής λογικής (17, 4), αποτελεί το πλαίσιο κίνησής τους μέσα στο οποίο τα πάντα επιτρέπονται δίχως καμιά αναστολή και κανένα ηθικό φραγμό.
Γι’ αυτό, όπως τόνιζε η Rosa Luxemburg γι’ αυτούς τους διανοούμενους, «η πολιτική διαφθορά και η τέχνη να παραπλανούν τις μάζες αποτελούν τα θεμέλια της πολιτικής τους ύπαρξης, μπροστά στα οποία οι μικρές ατομικές ύβρεις εξαφανίζονται μέσα στη συνολική δράση σαν σταγόνες στον ωκεανό» (134).
Και το χειρότερο είναι ότι αυτή τη διανόηση που κύριο στόχο της έχει να κρατά το λαό μέσα στην άγνοια και την παραπλάνηση, που παραχαράζει την αλήθεια και έτσι, όπως αναφέρει κάπου στα Δοκίμιά του ο Montaigne, διαβρώνει τα ήθη, τη θαυμάζει και την επικροτεί η πλειοψηφία του αποξενωμένου «πλήθους».
Από αυτή τη σκοπιά μάλλον δικαιώνεται και πάλι ο Nietzche, ο οποίος αφού καταγγέλλει τους διανοούμενους «ειδικούς» που αποτελούν παράγοντα επιστροφής στη βαρβαρότητα, παρατηρεί θρηνώντας τη συμπάθεια που τρέφει το προλεταριάτο γι’ αυτού του είδους τη διανόηση, γι’ αυτούς τους Φιλισταίους του πνεύματος (87, 58).
Για την πλειονότητα λοιπόν των εκτός παραγωγής διανοουμένων, τόσο γι’ αυτούς που είναι αστοί και για
302
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
τους οποίους η κοινωνική λογική υπερέχει της θεωρητικής, όσο και για εκείνους τους μη αστούς που η μόρφωσή τους τους δίνει τη δυνατότητα να μετατραπούν σε κόλακες των ισχυρών, ο δρόμος που επιλέγουν είναι ο δρόμος της ενσωμάτωσης και της υπεράσπισης του συστήματος.
Μόνο μια μικρή μερίδα αυτών των διανοουμένων μπορεί σε ατομική βάση είτε να σπάσει τον ομφάλιο λώρο που τη συνδέει με την αστική τάξη, είτε να μην ενδώσει στα θέλγητρά της, ενώ αυτή τους καλεί να το πράξουν.
Πρόκειται εδώ για τις λίγες εκείνες περιπτώσεις των «ιδεολόγων», με τη θετική έννοια του όρου, διανοουμένων που προσεγγίζουν τον κομμουνισμό, όχι υπό την επήρεια υλικών ή χαμερπών κοινωνικών κινήτρων, αλλά μέσα από την ώθηση μιας θεωρητικής σκέψης και γνώσης που τους οδηγεί παρά το όποιο κόστος να αρ- νούνται την εύκολη ευτυχία της πνευματικής εκπόρνευ- σης και να αναζητούν την πραγματικά ανθρώπινη ευτυχία της κοινωνικής ατομικότητας μέσα από την πάλη για μια ανθρωποκεντρική κοινωνία.
Πρόκειται για τους διανοούμενους εκείνους που αρ- νούνται να μετατραπούν σε μισθοφόρους της γνώσης, αναζητώντας μια ευτυχία ξέχωρη από εκείνη του λαού.
Γ ι’ αυτή την κατηγορία των διανοουμένων θα μιλήσουμε στο επόμενο κεφάλαιο.
303
ΗεφαιΙο ιοΙΟ
Χαρακτήρας και ρόϋος iíIC σύγχρονης επαναστατικής πρωτοπορίας
10.1 Εισαγωγικά
Απο ΟΣΑ π ρ ο η γη θ η κ α ν συνάγεται το συμπέρασμα ότι βρισκόμαστε σε μια εποχή που η κομμουνιστική χειραφέτηση είναι αναγκαία και δυνατή, σε μια εποχή σαφέστερης αποκρυστάλλωσης του ταξικού διπολισμού της κοινωνίας, σε μια εποχή που στη σύγχρονη εργατική τάξη συμμετέχει πια και ένα μεγάλο τμήμα της διανόησης. Όμως η ανάπτυξη του καπιταλισμού συντελείται ταυτόχρονα με την ανάπτυξη της αποξένωσης και του συνεπαγόμενου συναινετικού καταναγκασμού. Κατ’ αρχήν λοιπόν προκύπτει το ερώτημα κατά πόσο η σύγχρονη εργατική τάξη συνεχίζει να αποτελεί παρά την εντεινόμενη αποξένωσή της το εν δυνάμει επαναστατικό υποκείμενο.
Μια καταφατική απάντηση στο παραπάνω ερώτημα γεννά ένα ακόμη ερώτημα: Κατά πόσο συνεχίζει να είναι απαραίτητη μια συνειδητή πρωτοπορίας της σύγχρονης εργατικής τάξης και η ενότητα αυτής της πρωτοπορίας με την επαναστατική διανόηση;
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
Και αυτοί οι σύγχρονοι επαναστάτες διανοούμενοι, οι κριτικά σκεπτόμενοι κάτοχοι της γνώσης, από πού μπορεί να προέλθουν, στο βαθμό που κάτω από τις συνθήκες της εποχής μας η εργατική τάξη, όπως άλλωστε είδαμε και εκείνη των περασμένων γενεών, είναι μάλλον δύσκολο να παράγει εκ των έσω τους δικούς της; Αν και η διαπίστωση του Sartre ότι δηλαδή «οι μη προνομιούχες τάξεις δεν παράγουν οργανικούς αντιπροσώπους της αντικειμενικής εννόησης που τους ανήκει», είναι μάλλον απόλυτη, η αλήθεια είναι ότι αυτό το έλλειμμα από επαναστάτες διανοούμενους δεν καλύπτεται από τη διανοουμενοποίηση στο επίπεδο της παραγωγής της σύγχρονης εργατικής τάξης; (26/55)
Υποστηρίζουμε λοιπόν ότι και στην εποχή μας παρά την προλεταριοποίηση ενός μεγάλου τμήματος της διανόησης, οι σύγχρονοι επαναστάτες διανοούμενοι μπορεί να προέλθουν και από την τοποθετημένη εκτός παραγωγής και εργατικής τάξης διανόηση, από μεμονωμένους αρνητές της αστικής ή μικροαστικής τάξης στην οποία ανήκουν.
Εδώ προκύπτει ένα ακόμη ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν να συμβεί κάτι τέτοιο, δίχως αυτό να αποτελεί μια ιδεαλιστική ανατροπή της υλιστικής μαρξιστικής αντίληψης, πόσο μάλλον αφού δεν έχουμε να κάνουμε με μια περίοδο σαν και αυτή που περιγράφεται στο Μανιφέστο, δηλαδή με μια περίοδο «που ο ταξικός αγώνας πλησιάζει στη λύση του, η πορεία διάλυσης μέσα στην κυρίαρχη τάξη, μέσα σ’ όλη την παλιά κοινωνία, παίρνει ένα χαρακτήρα τόσο βίαιο, τόσο χτυπητό που μια μικρή μερίδα της κυρίαρχης τάξης αποσπάται απ’ αυτήν και ενώνεται με την επαναστατική τάξη, με την τάξη που κρατά στα χέρια της το μέλλον» (164, 31), οπότε ένα μικρό έστω τμήμα της αστικής τάξης, κατ’ αναλογία των αριστοκρατών που πέρασαν στην
305
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
αστική τάξη, μπορεί να περάσει με το μέρος της εργατικής τάξης από καθαρά συμφεροντολογικούς λόγους;
Σε αυτά τα ερωτήματα θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σε τούτο το κεφάλαιο και στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε τα χαρακτηριστικά της επαναστατικής διανόησης και το ρόλο που αυτή καλείται να παίξει στην ανύψωση της αυθόρμητης συνείδησης της σύγχρονης εργατικής τάξης σε επαναστατική συνείδηση. Τέλος, θα αναφερθούμε στην κατηγορία εκείνη των επαναστατών διανοουμένων που είναι πιθανόν να επιλέξουν νεορομαντικές μορφές αντίστασης στην κυρίαρχη τάξη, οι οποίες όμως μάλλον σε νέα αδιέξοδα οδηγούν παρά σε μια πραγματική διέξοδο. Επειδή θα αφιερώσουμε το επόμενο κεφάλαιο πιο ειδικά στο ρόλο του κόμματος ως ενοποιητικού στοιχείου της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης και της επαναστατικής διανόησης, στο ρόλο του ως συλλογικού διανοούμενου, δεν θα αναφερθούμε εδώ σε αυτό τον ρόλο.
10.2 Σύγχρονη εργατική πρωτοπορία
Σημαίνει μήπως ότι η εντεινόμενη αποξένωση της εργατικής τάξης και η ιδεολογική ενσωμάτωση της πλειονότητάς της στην αστική ιδεολογία πρέπει να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα, στο οποίο κατέληξε o Marcuse επηρεασμένος από την αμερικανική πραγματικότητα, τα απελευθερωτικά κινήματα των χωρών του τότε Τρίτου Κόσμου και τις εξάρσεις του φοιτητικού κυρίως κινήματος, ότι το σύγχρονο επαναστατικό υποκείμενο θα πρέπει να εντοπιστεί εκτός εργατικής τάξης στις περιθωριακές ομάδες του πληθυσμού, τους outsiders, στους φοιτητές και στην εκτός παραγωγής διανόηση; (145, 42)
Δίχως να επεκταθούμε στην κριτική της παραπάνω
306
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
άποψης θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι, όσον αφορά τα περιθωριακά τμήματα της κοινωνίας, δεν πιστεύουμε ότι η ανατροπή του συστήματος είναι η αυθόρμητη προοπτική τους αλλά η ένταξή τους σε αυτό ακόμη και με όρους πολύ χειρότερους από εκείνους της ενεργού εργατικής τάξης.
Παρ’ όλα αυτά o Marcuse, επειδή από τη μια ποτέ δεν εγκατέλειψε την επαναστατική προοπτική όπως η πλειονότητα των στοχαστών της «Σχολής της Φραγκ- φούρτης» και από την άλλη εντόπισε την πηγή της αποξένωσης στην καπιταλιστική παραγωγή και γενικότερα στην ένταξη στον αστικό τρόπο ζωής, οδηγήθηκε λογικά στην υιοθέτηση της άποψης ότι οι τοποθετημένοι εκτός παραγωγής δέχονται μικρότερες αποξενωτι- κές πιέσεις, και συνεπώς ανάμεσά τους θα πρέπει να αναζητηθεί το επαναστατικό υποκείμενο. Με άλλα λόγια η μη ενσωμάτωση στο σύστημα ανάγεται από αυτό σε μοναδικό παράγοντα επαναστατικοποίησης. Έτσ>. το «έξω» από την εν δυνάμει επαναστατική εργατική τάξη του Λένιν, που είναι αναγκαίο για να εκδηλώσει αυτή η τάξη την ενυπάρχουσα σε αυτήν επαναστατικό- τητα, μετατρέπεται από τον Marcuse σε έξω από την παραγωγή και τελικά σε «έξω» από την κοινωνία και έτσι αποκλείεται η εργατική τάξη ακόμη και ως εν δυνάμει επαναστατική δύναμη.
Κατά κάποιο τρόπο o Marcuse όπως και όλοι οι σύγχρονοι αρνητές του ρόλου της εργατικής τάξης, την αντιμετωπίζουν σαν και εκείνους που μαζί με τα υγρά της γέννας πετούν και το νεογέννητο.
Το ζήτημα όμως είναι αν το κριτήριο της μη ένταξης στην παραγωγή ή της περιθωριοποίησης, αρκεί από μόνο του τόσο για να περιορίσει την αποξένωση όσο και για να οδηγήσει στην προσχώρηση στην επαναστατική θεωρία και πρακτική και μάλιστα μαζικά.
307
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
Αν δεχτούμε ότι η διασφάλιση των στοιχειωδών υλικών όρων επιβίωσης αποτελεί λογικά την πρώτη προτεραιότητα των περιθωριακών στοιχείων, τότε αυτά μάλλον οδηγούνται στο να επιδιώκουν την ένταξή τους στο σύστημα εκμετάλλευσης που τους διασφαλίζει αυτούς τους όρους παρά την ανατροπή του. Όσον αφορά τους φοιτητές, πράγματι μια αναλογικά μεγαλύτερη από ό,τι στο σύνολο της κοινωνίας μερίδα τους, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, μπορεί περιστασιακά, όσο βεβαίως αυτοί παραμένουν στην ιδιαίτερη ακαταστάλακτη κατηγορία των φοιτητών, να οδηγηθεί σε μια συνολικότερη άρνηση του συστήματος, όμως δεν συμβαίνει το ίδιο και για την αστικής ή μικροαστικής προέλευσης εκτός παραγωγής διανόηση, η οποία όπως είδαμε μάλλον υπερασπίζεται το σύστημα ή προσπαθεί να ενταχθεί κάτω από καλύτερους όρους σε αυτό παρά το καταπολεμά.
Σε κάθε περίπτωση μόνο η απελευθέρωση της εργατικής τάξης των αναπτυγμένων χωρών μπορεί να οδηγήσει και στην οριστική απελευθέρωση των περιθωριακών ομάδων και πληθυσμών και όχι το αντίστροφο. Και ακόμη μόνο η επανάσταση στις αναπτυγμένες χώρες, τις χώρες δηλαδή εκείνες που η ανάπτυξη των παραγωγικών τους δυνάμεων επιτρέπει το άμεσο ξεκίνημα της διαδικασίας της ουσιαστικής υπαγωγής της εργασίας στον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής, είναι ικανή να αποτρέψει οριστικά την καπιταλιστική παλινόρθωση.
Διαφορετικά, όπως απέδειξε και η εμπειρία της Σοβιετικής Ένωσης όπου η επανάσταση του Ί 7 έγινε σε μία ούτε καν βιομηχανική χώρα και όπου αυτή δεν συνοδεύτηκε από ανάλογες επαναστάσεις στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, ο ίδιος ο χαρακτήρας και η υποχρεωτικά μεγάλη διάρκεια της μετάβασης θα εγκυμονεί πάντοτε κινδύνους καπιταλιστικής παλινόρθωσης.
Έτσι, παρά τις όποιες υπαρκτές δυσκολίες, παρά τις
308
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
τάσεις ενσωμάτωσης, υποστηρίζουμε ότι η σύγχρονη εργατική τάξη των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών παραμένει το εν δυνάμει σύγχρονο επαναστατικό υποκείμενο.
Βεβαίως αυτή η εργατική τάξη δεν βρίσκεται σε κατάσταση ολοκληρωτικής υλικής και πνευματικής εξαθλίωσης και εκτός από τις αλυσίδες της έχει και σημαντικές κατακτήσεις, κάτι που από τη μια αποτελεί μειονέκτημα ως προς τις τάσεις ενσωμάτωσής της, από την άλλη όμως αποτελεί πλεονέκτημα ως προς το επίπεδο των διεκδικήσεών της. Με δεδομένο μάλιστα ότι η απελευθέρωση ζωντανής εργασίας που αποτελεί απαράβατο όρο της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής συνεχίζει να υπόκειται στη λογική του κέρδους που τη διέπει και αυτές οι κατακτήσεις θα αμφισβητούνται από το κεφάλαιο, μόνο η κομμουνιστική προοπτική είναι ικανή να τις διασώσει και να τις διευρύνει.
Με άλλα λόγια, αν η δυναμική ενσωμάτωσης της σύγχρονης εργατικής τάξης των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών πηγάζει κατά κύριο λόγο από το σχετικά υψηλό επίπεδο των κατακτήσεών της, και πιο ειδικά του κράτους πρόνοιας, στο βαθμό που οι κατακτήσεις αυτές θα αμφισβητούνται από το κεφάλαιο, κάτι που είναι αναμφίβολο ότι θα συμβεί στο πλαίσιο της σύγχρονης καπιταλιστικής ανάπτυξης, αργά ή γρήγορα θα κλονιστεί και η υλική βάση της ενσωμάτωσης και τότε θα επέλθει η ρήξη με το κεφάλαιο.
Με δεδομένο λοιπόν ότι η κεφαλαιοκρατική παραγωγή είναι αναγκασμένη να «πετάει στο δρόμο» την άμεση ζωντανή εργασία, η σύγχρονη εργατική τάξη, για να μην επανέλθει σε μια κατάσταση καθολικής αρνητικότη- τας, για να μη γυρίσει πολλά βήματα πίσω, είναι αναγκασμένη να κάνει ένα βήμα μπρος. Και αυτό το βήμα δεν είναι άλλο στην εποχή μας παρά το πέρασμα στην
309
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
κομμουνιστική κοινωνία, μόνη ικανή να συνδυάσει την απελευθέρωση από τον καταναγκαστικό χρόνο εργασίας με τη χειραφέτηση της κοινωνικής ατομικότητας.
Επειδή λοιπόν στην εποχή μας ο μόνος τρόπος υπεράσπισης και διεύρυνσης αυτών των καταχτήσεων είναι να τεθεί άμεσα στην ημερήσια διάταξη η διεκδίκηση της κομμουνιστικής χειραφέτησης, μόνον αυτή η εργατική τάξη, χάρη ακριβώς στη σχετικά «προνομιακή» της θέση, που όμως σήμερα είναι πιο επισφαλής από ποτέ, μπορεί να θέσει μια τέτοια καθολική διεκδίκηση.
Το γεγονός ότι η σύγχρονη εργατική τάξη και όχι το κεφάλαιο είναι πια εκείνη που αποτελεί το φορέα της «γενικής διάνοιας», πηγής του πραγματικού πλούτου της ανθρωπότητας, το γεγονός ότι, λόγω της θέσης της στην παραγωγή με την ευρεία έννοια του όρου, αυτή είναι που εκφράζει την κοινωνική, συλλογική μορφή της, δηλαδή το σύγχρονο συλλογικό εργαζόμενο, σε συνδυασμό με την αριθμητική υπεροχή της που λόγω έντασης του κοινωνικού διπολισμού τείνει να γίνει συντριπτική, είναι που την καθιστά ικανή να απαιτήσει μια ποιοτικά ανώτερη μορφή οργάνωσης της κοινωνίας και να μην αρ- κείται στην υπάρχουσα, η οποία έτσι κι αλλιώς με τη διατήρησή της θα επιδεινώνει νομοτελειακά τη θέση της.
Με άλλα λόγια είναι στο επίπεδο της αντίθεσης ανάμεσα στην εργατική τάξη των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών και στο κεφάλαιο που με τον σαφέστερο, πιο άμεσο και κυρίως πιο καθολικό τρόπο αναδεικνύο- νται οι αντιθέσεις της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας. Βεβαίως υπάρχουν και κατηγορίες του πληθυσμού που λόγω των ιδιαιτεροτήτων τους υφίστανται ιδιαίτερη καταπίεση, όπως οι μετανάστες, οι άνεργοι, οι δίχως χαρτιά, οι μαύροι, οι γυναίκες... Το γεγονός όμως αυτό δεν πρέπει να μας οδηγεί ούτε στην άποψη ότι αυτές οι ομάδες αντικαθιστούν το προλεταριάτο ως
310
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
επαναστατική δύναμη, ούτε ακόμη στην άποψη ότι στην εποχή μας δεν έχουμε πια να κάνουμε με ένα αλλά με πολλά επαναστατικά υποκείμενα.
Στην πραγματικότητα αυτές οι κατηγορίες, ακριβώς λόγω της ιδιαιτερότητας και της μερικότητας της καταπίεσης την οποία υφίστανται, είναι μάλλον δυσκολότερο να οδηγηθούν από μόνες τους σε μια συνολική άρνηση του συστήματος από ό,τι η εργατική τάξη. Με άλλα λόγια η μερικότητα της καταπίεσής τους τις οδηγεί και σε μια μερική, «συντεχνιακή», οριακά δημοκρατική, αλλά όχι επαναστατική αντίδραση και στο αίτημα της ισότιμης ένταξής τους στην υπάρχουσα τάξη παρά στην ανατροπή της.
Βεβαίως και δίχως να αναγάγουμε σε θέσφατο τη θεωρία του «αδύναμου κρίκου», είναι δυνατόν να ξεκινήσουν αντιιμπεριαλιστικές, αντικαπιταλιστικές, διεργασίες από τους λαούς λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών. Όμως όσον αφορά το πέρασμα στην κομμουνιστική κοινωνία, φορέας της πιστεύουμε ότι θα είναι η εργατική τάξη των πιο ανεπτυγμένων χωρών και πιο ειδικά των ευρωπαϊκών χωρών με τις επαναστατικές παραδόσεις της, με το επίπεδο κουλτούρας της, με τις δημοκρατικές και κοινωνικές κατακτήσεις της, που δύσκολα θα δεχτεί να της τις πάρουν πίσω, με αποξενωμένους, αλλά όχι «μεταλλαγμένους» όπως πολλούς από εκείνους των ΗΠΑ εργαζόμενους.
Δίχως και πάλι να έχουμε τη δυνατότητα να επεκτα- θούμε παραπέρα σε αυτήν την προβληματική, θα θέλαμε να διευκρινίσουμε ότι η η θέση μας κάθε άλλο παρά σημαίνει μια ντετερμινιστική ερμηνεία της ιστορίας.
Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει στην μαρξική σκέψη μια συνεχής παλινδρόμηση ανάμεσα σε μια τελολογική, ντετερμινιστική εξέλιξη της ιστορίας και μια πιο ρομαντική εκδοχή.
311
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
Ξεκινώντας από τον επηρεασμό του μαρξικού ρεύματος ταυτόχρονα από τον ορθολογισμό του διαφωτισμού και το ρομαντισμό, αυτή η παλινδρόμηση βρίσκει την πρακτική της έκφραση στη υπερεκτίμηση άλλοτε των αντικειμενικών συνθηκών και άλλοτε του υποκειμενικού παράγοντα, ως καθοριστικών στοιχείων για την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας.
Οι θέσεις του Μαρξ για τη δυνατότητα περάσματος της Ρώσικης αγροτικής κοινότητας απευθείας στο σοσιαλισμό δίχως αυτή να περάσει από τις οδύνες του καπιταλισμού, καθώς και η μεταστροφή του όσον αφορά στην Ισπανική Επανάσταση, και ως ένα βαθμό και στην Κομμούνα του Παρισιού, αποτελούν παραδείγματα πρόταξης του στοιχείου της ρομαντικής απόκλισης.
Από την άλλη οι αναφορές του στην αναγκαιότητα εξάντλησης των δυνατοτήτων ενός τρόπου παραγωγής για το πέρασμα στον επόμενο, καθώς και η αντιμετώπιση του κομμουνισμού ως γενικευμένης στέρησης στο βαθμό που δεν υπάρχουν οι υλικές προϋποθέσεις για την επίτευξή του (95, τ. 1, 81), είναι μάλλον δείγματα μιας πιο ντετερμινιστικής ερμηνείας της ιστορίας.
Αυτή η δεύτερη ερμηνεία είναι μάλλον η κυρίαρχη στη σκέψη των κλασικών, δίχως αυτό να σημαίνει ότι οδηγούμαστε σε μια οικονομίστικη ανάγνωση του έργου τους, η οποία άλλωστε καταγγέλλεται αλλά και ερμηνεύεται από τον ίδιο τον Ένγκελς ακριβώς ως προϊόν τής συχνά μονόπλευρης έμφασης που ο ίδιος και ο Μαρξ, δίνουν στους οικονομικούς παράγοντες.
Από αυτήν λοιπόν τη σκοπιά, η επανάσταση του Ί 7 , κατά Gramsci «ανατροπή του Κεφαλαίου του Μαρξ», υπήρξε ένας «βιασμός της ιστορίας», ο οποίος θεωρη- τικοποιήθηκε με την λενινιστική έννοια του «αδύνατου κρίκου».
Όμως ο ίδιος ο Λένιν «επανέφερε την τάξη» με το
312
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
θαυμασμό του για την οργάνωση των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών και πιο ειδικά της Γερμανίας, τον ταϋλορισμό, την αξιοποίηση αστών ειδικών, τις υποχωρήσεις τύπου ΝΕΠ, το σύνθημα «εξηλεκτρισμός σημαίνει κομμουνισμός», κ.λπ.
Στην εποχή μας όμως από τη μία ο «αδύνατος κρίκος» μπορεί πολύ πιο εύκολα στο βαθμό που θα σηκώσει το κεφάλι του να γίνει θύμα μιας ιμπεριαλιστικής επέμβασης, κάτι άλλωστε που δεν απέφυγε ούτε η Ρωσία, με όλες τις αρνητικές συνέπειες για την έκβαση του επαναστατικού προτσές της, και από την άλλη η ίδια η ανεπαρκής ανάπτυξη των υλικών παραγωγικών δυνάμεων σε αυτόν, όχι μόνον δεν είναι ικανή να οδηγήσει στην απαρχή της κομμουνιστικής διαδικασίας, αλλά θα τον εκθέτει μόνιμα σε κινδύνους καπιταλιστικής παλινόρθωσης.
Στην Γερμανική Ιδεολογία αναφέρεται προφητικά ότι δίχως «μια μεγάλη αύξηση της παραγωγικής δύναμης, έναν υψηλό βαθμό ανάπτυξής της»... «1) ο κομμουνισμός δεν θα μπορούσε να υπάρξει παρά μόνο σαν ένα τοπικό γεγονός, 2) οι ίδιες οι δυνάμεις επικοινωνίας δεν θα μπορούσαν να αναπτυχθούν σαν παγκόσμιες, επομένως σαν αφόρητες δυνάμεις: θα παραμένανε τοπικές “περιστάσεις” περιτριγυρισμένες από δεισιδαιμονία και 3) κάθε επέκταση της επικοινωνίας θα κ αταργούσε τον τοπικό κομμουνισμό» (η τελευταία υπογράμμιση δική μας) (165, τ. 1, σελ. 81).
Από την άλλη στις πιο αναπτυγμένες χώρες όπου το πέρασμα στην κομμουνιστική κοινωνία είναι σήμερα εφικτό από άποψη αντικειμενικών συνθηκών, είναι βέβαιο ότι και η αποξένωση-ενσωμάτωση είναι πιο ισχυρές. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο για να μετατραπεί η όποια επαναστατική δυναμική σε πραγματικότητα, και η όποια αρνητικότητα σε θετικότητα, σήμερα περισσό
313
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
τερο από ποτέ δεν αρκεί το αυθόρμητο κίνημα της εργατικής τάξης αυτών των χωρών, αλλά επιβάλλεται π έρα από τη σφυρηλάτηση της ενότητας της ίδιας της πολύμορφης σύγχρονης εργατικής τάξης, η οποία παίζει σήμερα πιο σημαντικό ρόλο απ’ ό,τι οι συμμαχίες της με άλλες τάξεις και στρώματα, να διαμορφωθεί κατ’ αρχήν από τα ίδια τα σπλάχνα της μια πρωτοπορία που θα την οδηγήσει στην επαναστατική συνείδηση.
Όσον αφορά τη διανόηση που συμμετέχει στην παραγωγή, αυτή από τη μια όπως είδαμε είναι αποδέκτης τόσο πιέσεων που μπορεί να την οδηγήσουν να εξεγερ- θεί όσο και αποξενωτικών πιέσεων τις οποίες άλλωστε υφίσταται το σύνολο της εργατικής τάξης, από την άλλη είναι δυνατόν μέσα από τις αντιθέσεις που γεννά η ιδιαίτερη θέση της σε αυτήν ένα τμήμα της να οδηγηθεί στη λογική της χειραφέτησης.
Έτσι από την κατηγορία αυτή των εργαζομένων ως κάτοχο της έστω μερικής επιστημονικής και τεχνικής γνώσης, παρ’ όλο που πουλάει την εργατική της δύναμη, δεν είναι δυνατόν να αφαιρεθούν αυτές της οι γνώσεις. Ως κάτοχος μιας σημαντικής στην εποχή μας συνιστώσας των παραγωγικών δυνάμεων, ως θεμελιακό στοιχείο της «γενικής διάνοιας» βιώνει πιο έντονα την επιμονή του κεφαλαίου να θέλει να διατηρεί την ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, λες και πρόκειται για τις κλασικές μορφές του σταθερού, υλικού κεφαλαίου και να είναι εκείνο που καθορίζει τη συνολική της πορεία.
Ακόμη βιώνει με ιδιαίτερο τρόπο την εμπορευματο- ποίηση των άυλων προϊόντων στην κατασκευή των οποίων συμμετέχει και τα οποία συνεχίζει να ιδιοποιείται το κεφάλαιο, ενώ από τη φύση τους δεν θα έπρεπε να υπάγονται στην κατηγορία των εμπορευμάτων και τα οποία η ίδια έχει τη δυνατότητα να τα απεγκλωβίσει
314
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
από αυτήν, όπως είδαμε ότι συμβαίνει με τα ελεύθερα λογισμικά.
Επίσης στο βαθμό που, όπως είδαμε ότι ισχύει για τον τομέα των υπηρεσιών, έχουμε να κάνουμε με άμεσες σχέσεις ανάμεσα σε ανθρώπους και όχι με σχέσεις ανθρώπων μεσολαβημένες από σχέσεις εμπορευμάτων, η απαίτηση για την κοινωνικοποίηση αυτού του τομέα και/ή ο απεγκλωβισμός του από τη λογική του κέρδους και της προτεραιότητας της ποσότητας γίνεται ακόμη πιο άμεσα εμφανής μέσα από την εμπειρία του εργαζόμενου απ’ ό,τι όταν πρόκειται για την παραγωγή υλικών εμπορευμάτων.
Τέλος η ταξική μερικότητα της εκμετάλλευσης από το κεφάλαιο, της από τη φύση της καθολικής επιστήμης και τούτο τόσο στο επίπεδο του προσανατολισμού της έρευνας όσο και στο επίπεδο των επιλογών ανάμεσα στις προσφερόμενες διαζευκτικές επιστημονικές λύσεις, όσο και στη χρήση της επιστήμης, είναι πιθανό να προ- καλέσει πιο έντονα συνειδησιακά προβλήματα σε αυτή την κατηγορία των εργαζομένων, που είναι άμεσοι γνώστες των δυνατοτήτων της επιστήμης, αλλά και των κινδύνων που εγκυμονεί μια ορισμένη χρήση της.
Όμως για να υπερβεί με θετικό, δηλαδή επαναστατικό, τρόπο αυτές τις αντιθέσεις, αυτό το τμήμα της διανόησης λόγω του τεχνοκρατικού του χαρακτήρα, της μερικότητας των γνώσεών του, της μη διάθεσης ελεύθερου εκτός παραγωγής χρόνου και κυρίως της ένταξής του στο κυρίαρχο αστικό σύστημα αξιών, έχει και αυτό ανάγκη από τη συμβολή μιας «απ’ έξω» από την παραγωγή επαναστατικής διανόησης.
Όσον αφορά το ρόλο αυτής της εκτός του πυρήνα της διανόησης στην οποία μέχρις εδώ πολύ λίγο έχουμε αναφερθεί, θα επιδιώξουμε να αποδείξουμε ότι, παρ’ όλο που και αυτή στη μεγάλη της πλειονότητα έχει πα
315
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
ραδοθεί άνευ όρων στην αστική τάξη, είναι δυνατόν ορισμένα μεμονωμένα μέλη της όχι μόνο να ενστερνιστούν, να αναπτύξουν παραπέρα και να διαδώσουν την επαναστατική θεωρία, αλλά και να σταθούν δίπλα στη σύγχρονη εργατική τάξη ως πρωτοπορία της επαναστατικής διαδικασίας.
10.3Δρόμοι επαναστατικοποίησης της εκτός παραγωγής και εργατικής τάξης διανόησης
Ας μην ξεχνάμε ότι «σχεδόν όλοι οι σημαντικοί θεωρητικοί του ιστορικού υλισμού μέχρι σήμερα, από τον ίδιο τον Μαρξ ή τον Ένγκελς ως τους Μπολσεβίκους και από τις κορυφαίες μορφές του αυστρο-μαρξισμού ως αυτές του δυτικού μαρξισμού, ήταν διανοούμενοι που προέρχονταν από τις κυρίαρχες τάξεις: και στις περισσότερες περιπτώσεις από τη μεγαλοαστική μάλλον παρά από τη μικροαστική τάξη» (7, 170).
O Perry Anderson μας θυμίζει ότι «πολλοί από αυτούς προέρχονται από οικογένειες πλουσίων βιομηχάνων, εμπόρων και τραπεζιτών (Ένγκελς, Luxemburg. Bauer, Lukács, Benjamín, Marcuse), μεγάλων γαιοκτημόνων (Πλεχάνωφ, Merguin, Labriola), ανώτερων νομικών ή δημοσίων υπαλλήλων (Μαρξ, Λένιν) (8, 170, υποσημ. 13). Αλλά και αργότερα επαναστάτες ηγέτες όπως ο Μάο, ο δικός μας Μπελογιάννης, ο Τσε ήταν γόνοι εύπορων οικογενειών. Βεβαίως υπήρξαν και σπάνιες περιπτώσεις εργατών που συνέβαλαν στη διαμόρφωση της επαναστατικής θεωρίας στους οποίους μάλιστα αναφέρεται και ο Λένιν, όπως οι Weitling, Proudhon και Dietzgen, οι οποίοι όμως λειτούργησαν όχι ως απλοί εργάτες αλλά ως θεωρητικοί του σοσιαλισμού, δηλαδή «όταν και στο βαθμό που κατόρθωσαν λίγο-πολύ να κατακτήσουν τις γνώσεις
316
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
του αιώνα τους και να προωθήσουν αυτές τις γνώσεις» (23, 39-40).
Και είναι βέβαιο ότι στην εποχή μας η διαδικασία προλεταριοποίησης της διανόησης προσφέρει τη δυνατότητα αυτός ο κύκλος των επαναστατών διανοουμένων που προέρχεται από την εργατική τάξη να διευ- ρυνθεί. Δεν θα πρέπει όμως να αναμένουμε ότι αυτή η διεύρυνση θα είναι ευθέως ανάλογη με τον αριθμό των διανοουμένων που εντάσσονται στην εργατική τάξη.
Στο δεύτερο κεφάλαιο τέθηκε ήδη το ζήτημα πώς είναι δυνατόν ορισμένοι αστοί διανοούμενοι να ενστερνίζονται την κομμουνιστική κοσμοθεωρία δίχως αυτό να αποτελεί ανατροπή του ιστορικού υλισμού και πιο ειδικά της αρχής ότι το «είναι» είναι εκείνο που καθορίζει τη συνείδηση και όχι το αντίστροφο.
Κατ’ αρχήν και όσον αφορά γενικότερα τους αστούς κεφαλαιοκράτες, ναι μεν η υλική τους κατάσταση και πιο ειδικά η οικονομική τους κατάσταση από μόνη της δεν τους προτρέπει να αποστατήσουν, από την άλλη όμως δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι και αυτοί υφίστανται κατά τον Μαρξ την αποξένωση. «Ο κεφαλαιοκράτης μέσω του κεφαλαίου χρησιμοποιεί τη δύναμή του για να κυβερνήσει την εργασία [...] αλλά επίσης το κεφάλαιο με τη σειρά του είναι ικανό να κυβερνήσει τον ίδιο τον κεφαλαιοκράτη» (146, 60). Οι κεφαλαιοκράτες συνεπώς είναι και αυτοί δέσμιοι του κεφαλαίου, έστω και αν τους ανήκει.
Ακόμη ισχύει όχι μόνο για τον εργάτη αλλά και για τον κεφαλαιοκράτη ότι «μια απάνθρωπη δύναμη κυβερνά το καθετί» (146, 151), ότι «στη σημερινή αστική κοινωνία οι άνθρωποι [και όχι μόνο οι εργάτες] κυριαρχούνται από τις οικονομικές σχέσεις που οι ίδιοι δημιούργησαν και από μέσα παραγωγής που οι ίδιοι παρήγαγαν σαν μια ξένη τρομερή δύναμη» (70, 354).
317
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
Το γεγονός ότι «το καθετί που εμφανίζεται για τον εργάτη ως δραστηριότητα αλλοτρίωσης αποξένωσης εμφανίζεται για τον μη εργάτη ως μια [φυσική] κ α τά σταση αλλοτρίωσης, αποξένωσης» (146, 106), το γεγονός ότι ο αστός βολεύεται στην αποξένωση και συνεπώς «είναι πιο δύσκολο» γι’ αυτόν να οδηγηθεί στην υπέρβασή της δε σημαίνει ότι και ο ίδιος δεν έχει συμφέρον να την υπερβεί. Γι’ αυτό εξάλλου με την «αφηρημένη έννοια» είναι σωστός ο ισχυρισμός ότι: «ο κομμουνισμός δεν είναι μια απλή θεωρία της εργατικής τάξης, μα μια θεωρία που τελικός σκοπός της είναι η απελευθέρωση ολόκληρης της κοινωνίας μαζί και των κεφαλαιοκρατών από τα στενά πλαίσια των σημερινών σχέσεων» (44, 477).
Από μια γενικότερη συνεπώς σκοπιά του κοινωνικού τους είναι, της ύπαρξής τους, και όχι μόνον από τη σκοπιά της υλικής τους κατάστασης, όσο παράδοξο και αν φαντάζει αυτό, και οι κεφαλαιοκράτες, έστω και αν αυτό οδηγεί στην αυτοκατάργησή τους ως τέτοιων, έχουν συμφέρον να σπάσουν τις αλυσίδες του κεφαλαίου.
Βεβαίως συνολικά οι ιδιοκτήτριες τάξεις «όχι μόνο δεν νιώθουν οι ίδιες την ανάγκη να απελευθερωθούν, μα κι αντιστέκονται με όλες τις δυνάμεις τους στην απελευθέρωση της εργατικής τάξης...» (44, 478).
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ακόμη και ορισμένοι μεμονωμένοι αστοί οι οποίοι μάλιστα ανήκουν στην αστική τάξη, δίχως όμως οι ίδιοι να εμπλέκονται ενεργά στη σχέση του κεφαλαίου, όπως συνήθως συμβαίνει με τους αστικής προέλευσης διανοούμενους, αποκλείεται να επιλέξουν την επικούρεια «απόκλιση από την ευθεία πτώση». Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο όταν έχουμε να κάνουμε όχι με «ενεργούς» καπιταλιστές, αλλά με διανοούμενους που ναι μεν ανήκουν στην αστική ή μικροαστική τάξη οι οποίοι όμως βρίσκονται εκτός παραγω-
318
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
γης, δηλαδή δεν συμμετέχουν άμεσα στη σχέση του κεφαλαίου.
Ας θυμηθούμε όσον αφορά το προλεταριάτο α) ότι ο Μαρξ δεν έθετε την υλική του εξαθλίωση ως μοναδικό παράγοντα του είναι του, β) ότι άλλο είναι ο καθορισμός της συνείδησης από το είναι και άλλο είναι η κατά Λένιν «απόλυτα αντιδραστική θεωρία», «ο καθαρός παραλογισμός» (94, 350) της ταύτισης του είναι με τη συνείδηση, γ) ότι η διαμόρφωση της συνείδησης είναι μια ιστορικο-κοινωνική διαδικασία στην οποία μεσολαβούν τόσο η εμπειρία όσο και η επικρατούσα συνείδηση, δ) ότι το ίδιο το προλεταριάτο, παρά το είναι του, με όπλο μόνο την εμπειρία του, λόγω της αποξένωσης, η οποία σε ένα βαθμό μετατρέπεται σε αντιδραστική «υλική δύναμη» στο βαθμό που το διαπερνά, δεν οδη- γείται αυτόματα στην επαναστατική συνείδηση.
Ας μεταφερθούμε τώρα στους «αποστάτες» αστικής προέλευσης διανοούμενους. Αυτοί δεν είναι οι «πρακτικοί κεφαλαιοκράτες» αλλά μια ιδιαίτερη κατηγορία της αστικής τάξης η οποία στο πλαίσιο ενός εσωτερικού ως προς αυτή την τάξη καταμερισμού «μεταξύ διανοητικής και υλικής εργασίας [...] εμφανίζεται ως η διανόησή της [...] η οποία «κατασκευάζει ψευδαισθήσεις και ιδέες για τους εαυτούς τους» (165, τ. 1, σ. 78, 94).
Όπως παρατηρεί o Marcuse, εφ’ όσον η υπάρχουσα κοινωνική πραγματικότητα αντιμάχεται την ανθρώπινη καθολικότητα, αυτή η τελευταία εκφράζεται από αυτό το τμήμα της διανόησης ως το πνεύμα το οποίο παίρνει την υπόσταση ενός αφηρημένου καθολικού.
Πρόκειται συνεπώς για μια ιδιαίτερη κατηγορία η οποία εκφράζει σε θεωρητικό επίπεδο μια καθολικότητα που η αστική τάξη αρνείται με την πράξη της και την οποία όμως έχει ανάγκη για να μπορεί να εμφανίζεται ως εκφραστής των γενικών συμφερόντων.
319
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
Αποτελεί αυτό άρνηση του ιστορικού υλισμού και ιδεαλιστική παρεκτροπή; Αν έτσι είχαν τα πράγματα, τότε η μαζική αποδοχή από τμήματα της εργατικής τάξης της αστικής ιδεολογίας, του αστικού αξιακού συστήματος, παρά το είναι της υλικής τους εξαθλίωσης, θα έπρεπε να θεωρείται ιδεαλιστική πλημμυρίδα. Και όμως κανείς δεν βγήκε να υποστηρίξει κάτι τέτοιο.
Όπως ο κάθε άνθρωπος, ο κάθε εργαζόμενος, έτσι και αυτή η κατηγορία της διανόησης υπάρχει και βιώ- νει τον κόσμο πριν στοχαστεί πάνω σε αυτόν. Έτσι και αυτό το τμήμα της διανόησης δεν μπορεί να ξεφύγει ούτε από τους κοινωνικούς καθορισμούς, ούτε από το γεγονός ότι η διαδικασία της εργασίας της είναι εκείνη που σε μεγάλο βαθμό καθορίζει τη διαμόρφωση της υποκειμενικότητάς της, όπως εξάλλου συμβαίνει και με την εργατική τάξη.
Εκείνο που διαφέρει και που προσδιορίζει και τη διαφορετικότητα των δρόμων που μπορεί να οδηγήσουν ορισμένα μέλη αυτής της κατηγορίας της διανόησης στην επαναστατική συνείδηση είναι ακριβώς η διαφορετική ποιότητα, ο διαφορετικός χαρακτήρας της δραστηριότητας που αυτή επιτελεί.
Συνεπώς και πάλι το είναι της διανόησης είναι αυτό που καθορίζει τη συνείδησή της, μόνο που στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι η αντίθεση που προκύπτει κυρίως από την υλική κατάσταση, θεμελιακό στοιχείο του εργατικού «είναι», αυτή που μπορεί να την οδηγήσει στην επαναστατική συνείδηση, αλλά άλλου τύπου αντιθέσεις.
Και ακριβώς επειδή οι αντιθέσεις αυτές προκύπτουν από ένα ανώτερο επίπεδο από εκείνο της καθαυτό υλικής κατάστασης των διανοουμένων, για να λυθούν απαιτούν όχι τη βελτίωση αυτής της υλικής κατάστασης, αλλά άμεσα την ανατροπή της κεφαλαιοκρατικής σχέσης.
320
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
Τούτο σημαίνει ότι για τον διανοούμενο που επιλέγει να μην υποκύπτει στη λογική του κεφαλαίου δεν υπάρχει άλλη διέξοδος παρά η δίχως άλλες μεσολαβήσεις επανα- στατικοποίησή του.
Αλλά ας δούμε ποιες είναι αυτές οι αντιθέσεις οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν έναν «ανεξάρτητο» διανοούμενο να αρνηθεί την υποταγή του στα κελεύσματα του κεφαλαίου και να μπορεί να λειτουργεί ως πραγματικός διανοούμενος.
Ενώ η επιστημονική δραστηριότητα έχει από τη φύση της έναν οικουμενικό χαρακτήρα, η αστική τάξη απαιτεί αυτή η οικουμενικότητα να υποταχθεί στη μερικότητα των συμφερόντων της. Τούτο σημαίνει ότι ο διανοούμενος που θέλει να συνεχίσει να λειτουργεί ως τέτοιος καλείται να μην υποκύψει σε αυτή την υποβάθμιση και τελικά παραμόρφωση της δραστηριότητάς του.
Ένας πανεπιστημιακός ερευνητής που χρηματοδοτείται από έναν ιδιώτη επιχειρηματία για να κάνει μια έρευνα που το αντικείμενό της και τα αποτελέσματά της τα αξιοποιεί το κεφάλαιο στα μέτρα του, ή ένας διεθνολόγος που καλείται να γράψει ένα άρθρο ή να βρει επιχειρήματα υπέρ του πολέμου στο Ιράκ, παρα- χαράσσοντας την αλήθεια, δεν υπηρετεί την οικουμενι- κότητα της επιστήμης του αλλά το μερικό συμφέρον του χρηματοδότη του. Αν θέλει λοιπόν να συνεχίσει να λειτουργεί ως διανοούμενος, πρέπει να συγκρουστεί με το κεφάλαιο.
Χαρακτηριστικό και συνάμα ανατριχιαστικό παράδειγμα αντιμετώπισης του οικουμενικού χαρακτήρα της διανοητικής δραστηριότητας από την πλευρά των μερικών συμφερόντων του κεφαλαίου ήταν η διακοπή της χρηματοδότησης των ερευνών για τον καρκίνο από την κυβέρνηση των ΗΠΑ οι οποίες σε λιγότερο από μια δεκαετία θα κατέληγαν στην αντιμετώπιση των περισ
321
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
σότερων μορφών του, διότι αντιδρούσαν οι ασφαλιστικές εταιρίες και οι μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες.
Ενώ η επιστημονική δραστηριότητα και πιο ειδικά η επιστημονική έρευνα από τη φύση της είναι ανατρεπτική (212, 17), υπό την έννοια ότι γι’ αυτήν η αμφιβολία ισοδυναμεί με την ύπαρξή της, μια και είναι υποχρεωμένη να αμφισβητεί συνεχώς τις παραδεγμένες αλήθειες αν θέλει να προοδεύει, ή διαφορετικά η στασιμότητα σημαίνει επιστημονικό θάνατο και συνεπώς ο επιστήμονας θα πρέπει να είναι μόνιμος ταξιδευτής και ανα- ζητητής της γνώσης, η αστική τάξη περιορίζει αυτή την αμφισβήτηση στα όρια που θέτει η κυριαρχία της και το κέρδος. Και πάλι λοιπόν η σύγκρουση με το κεφάλαιο είναι αναπόφευκτη αν θέλει να διατηρήσει την ιδιότητα του διανοούμενου.
Παράδειγμα μιας τέτοιας αντιμετώπισης από το εκδοτικό κεφάλαιο ήταν το θάψιμο ή και η ανοιχτή απαγόρευση απόψεων που αμφισβητούν τις κυρίαρχες θέσεις όπως συνέβη με τη μη δημοσίευση των καταγγελιών για τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία Γάλλων διανοουμένων από τις «δημοκρατικές» εφημερίδες Monde και Fígaro.
Είναι προφανές ότι από αυτή την οπτική γωνία μια στάση ενός διανοούμενου σαν και αυτήν που τον καλεί να τηρεί o Camus, δηλαδή «να προτιμά αιώνια την αταξία από την [τάξη] της αδικίας» (229, 2), δεν είναι δυνατόν να γίνει ανεκτή από το κεφάλαιο και οδηγεί σε σύγκρουση μαζί του.
Ενώ η δραστηριότητα του διανοούμενου από τη φύση της δεν οδηγεί στο διαχωρισμό του παραγωγού απ ό το προϊόν της δραστηριόνήτάς του και συνεπώς σε αυτήν δεν μπορεί να γίνει λόγος για μορφές αφηρημένης και συγκεκριμένης εργασίας, η ένταξή του στην καπιταλιστική λογική απαιτεί τη ρήξη αυτής της ενότητας, μια ρήξη που θίγει άμεσα τόσο τον τρόπο ζωής του δια
322
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
νοουμένου όσο και την ίδια τη φύση της δραστηριότητας του.
Αλλες αντιθέσεις που βιώνουν οι εκτός παραγωγής διανοούμενοι τους τοποθετούν σε πιο πλεονεκτική θέση από τη σκοπιά της άμεσης κατάκτησης μιας επαναστατικής συνείδησης σε σχέση με την εντός καπιταλιστικής παραγωγής διανόηση.
Ενώ για την ενταγμένη στην παραγωγή διανόηση υπάρχει σχεδόν απόλυτος διαχωρισμός ανάμεσα στην καταναγκαστική εργασία-δουλειά και την ελεύθερη δραστηριότητα, για την οποία η αλήθεια είναι πολύ λίγος χρόνος που μένει, για τον «ανεξάρτητο» διανοούμενο τα όρια της καταναγκαστικής εργασίας, δηλαδή της εργασίας που επιτελεί για να ζήσει και της ελεύθερης επιστημονικής δραστηριότητάς του, ή με άλλα λόγια τα όρ ια ανάμ εσα σε επαγγελματία και ερασιτέχνη δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστούν μ ε σαφήνεια.
Έτσι ένας συγγραφέας που ζει από τα βιβλία του, την ώρα που βγάζει το ψωμί του γράφοντάς τα, ικανοποιείται ταυτόχρονα γιατί κάνει το κέφι του.
Το ίδιο συμβαίνει και με τη σχέση ελεύθερου και μη χρόνου. Και μάλιστα εδώ ο «ανεξάρτητος» διανοούμενος έχει τα περιθώρια, αν δεν έχει αναγάγει το χρήμα σε αυτοσκοπό και μπορεί να αντιμετωπίσει αξιοπρε- πώς τις βιοποριστικές του ανάγκες, να αυξήσει τον ελεύθερο δημιουργικό του χρόνο και συνεπώς την καθαυτό ελεύθερη δραστηριότητά του, κάτι που είναι αδύνατον να πράξει αν υποταχθεί στην κεφαλαιοκρατική λογική του «ο χρόνος είναι χρήμα».
Ακόμη ο καταμερισμός της εργασίας που στο πλαίσιο της καπιταλιστικής παραγωγής είναι αναπόφευκτος, για τον «ανεξάρτητο» διανοούμενο που θέλει να παραμείνει διανοούμενος είναι δυνατόν να περιοριστεί στο βαθμό που αυτός λειτουργεί ως ολοκληρωμένος
323
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
επιστήμονας και όχι ως ειδικός μιας πτυχής της επιστημονικής γνώσης, δηλαδή ως τεχνοκράτης όπως τον θέλει το κεφάλαιο.
Με άλλα λόγια η θέση της εκτός του πυρήνα της παραγωγής διανόησης της δίνει τη δυνατότητα να λειτουργεί σ’ ένα βαθμό υπερβαίνοντας ορισμένες αποξε- νωτικές καπιταλιστικές μεσολαβήσεις και αυτό είναι το μεγάλο της πλεονέκτημα απέναντι στην σύγχρονη ή παραδοσιακή εργατική τάξη που εντάσσεται στην παραγωγή.
Αν όπως αναφέραμε στο δεύτερο κεφάλαιο για τον Μαρξ «το βασίλειο της ελευθερίας βρίσκεται [...] πέρα από τη σφαίρα της καθαυτό υλικής παραγωγής» (153, τ. 3, 1007), η εκτός παραγωγής διανόηση, παρά το ότι λειτουργεί και αυτή στο γενικότερο καπιταλιστικό πλαίσιο, έχει τη δυνατότητα να διευρύνει το πλαίσιο της ελευθερίας της σε σχέση με τους εντός παραγωγής εργαζόμενους.
Βεβαίως, όπως είδαμε, οι διανοούμενοι αυτοί είναι πιο εύκολο να ακολουθήσουν, παρ’ όλα αυτά, το δρόμο της ενσωμάτωσης, να βολευτούν στην κατάσταση αποξένωσης και γι’ αυτό μόνον εξαιρετικές μεμονωμένες περιπτώσεις κάνουν δική τους την επαναστατική θεωρία.
Μια άλλη σημαντική διαφορά που και αυτή γεννά άλλου είδους αντιθέσεις είναι ότι ο διανοούμενος από τη φύση της δραστηριότητάς του ζει σ’ έναν κόσμο που κυ- ριοφχούν ποιοτικές και όχι ποσοτικές αξίες όπως συμβαίνει με τον κόσμο της καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής. Για παράδειγμα, για ένα διανοούμενο καλλιτέχνη ένας πίνακας ζωγραφικής είναι πάνω απ’ όλα ένα όμορφο εκφραστικό, φωτεινό, προκλητικό... έργο τέχνης· αντίθετα για τον καπιταλιστή δεν είναι παρά ένα εμπόρευμα με συγκεκριμένη αξία (129, 22). Από τη μια
324
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
λοιπόν έχουμε να κάνουμε με ποιοτικές αξίες και από την άλλη με ποσοτικές, από τη μια με ηθική ή αισθητική κουλτούρα και από την άλλη με χρήμα.
Τέλος η διανόηση που είναι εκτός παραγωγής είναι το τμήμα εκείνο της κοινωνίας για το οποίο, κατά τη δραστηριότητά του, οι αξίες και οι ιδεολογίες έχουν την πιο μεγάλη σημασία και την πιο αποφασιστική βαρύτητα. Και ενώ η αστική τάξη στη διάρκεια της εξέλιξής της αρχικά πρόβαλε τις οικουμενικές αξίες για να επικρατήσει απέναντι στη φεουδαρχία, στη συνέχεια τις πρόβαλε μόνον στη θεωρία, ενώ τις απαρνούνταν στην πράξη, και τελικά κατέληξε στην εποχή της κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού να μην τις επικαλείται ούτε καν θεωρητικά, είναι δυνατόν ένα τμήμα της διανόησης να θέλει να συνεχίσει να τις υπερασπίζεται. Και στην εποχή μας ο μόνος δρόμος για να το πράξει είναι να συγκρουστεί με το κεφάλαιο και την εξουσία του και να ενστερνιστεί την κομμουνιστική κοσμοαντίληψη.
Έτσι για ορισμένα μέλη αυτής της διανόησης, σε μια εποχή κατάπτωσης στο πεδίο της ηθικής και των αξιών, είναι δυνατόν η θεωρητική λογική να υπερισχύσει του στενού υλικού συμφέροντος, της στενά κοινωνικής λογικής (224, 10). Και επειδή ακριβώς σε αυτό το επίπεδο της ιδεολογίας η αντίληψη που διαμορφώνεται είναι πιο σφαιρική από ό,τι στο επίπεδο των στενών οικονομικών συμφερόντων, αυτοί οι διανοούμενοι μπορεί να την προσεγγίσουν πιο εύκολα από ό,τι ένας εργάτης μέσα από μια ατομική διαδικασία αυτογνωσίας.
Με άλλα λόγια, όπως έλεγε ο Μαρξ, σε αυτές τις περιπτώσεις «η αξιοπρέπεια, η περηφάνια, το πνεύμα ανεξαρτησίας» είναι δυνατόν να υπερισχύσουν ως κίνητρα προς κατάκτηση έναντι του «ψωμιού» (155, τ. 3, 740), δηλαδή έναντι της βελτίωσης των υλικών συνθηκών. Και τούτο μπορεί να συμβεί πόσο μάλλον όταν το
325
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
πρόβλημα «ψωμί» έχει επιλυθεί, οπότε και το ζητούμενο είναι κάτι ποιοτικά ανώτερο, που σχετίζεται με το καθαυτό ανθρώπινο, με την ίδια την ανθρωπιά.
Όλες οι παραπάνω αντιφάσεις, σε συνδυασμό με την περιθωριακή ως προς την παραγωγή θέση της διανόησης η οποία μπορεί να καταλήξει σε πραγματική εξορία της, σε μια «δυστυχή συνείδηση» (212, 34), στο βαθμό που αυτή εμμένει να μην παραδίδεται και να μην συμπλέει με την πολιτική εξουσία ή τον επιχειρηματικό κόσμο, μπορεί να οδηγήσουν ορισμένα μέλη της, φωτεινές εξαιρέσεις, να «νιώσουν την απόλυτη ανάγκη του μετασχηματισμού και της υπέρβασης της δοσμένης τάξης πραγμάτων», να αρνηθούν το δρόμο της ενσωμάτωσης και να εξωθηθούν στη διάπλαση για τον εαυτό τους και για τους άλλους μιας επαναστατικής συνείδησης (212, 66).
Το καλύτερο ίσως παράδειγμα πρόσκαιρης έστω διαμόρφωσης μιας τέτοιας υποκειμενικότητας, που αντιστέκεται στην κυρίαρχη τάξη και αναζητά μια νέα τάξη πραγμάτων και που διαμορφώνεται εκτός παραγωγικής διαδικασίας, δίχως να είναι κυρίαρχοι οι κοινωνικοί προσδιορισμοί και πιο ειδικά η οικονομική κατάσταση, είναι οι φοιτητές. Η αυτονομία τους από την παραγωγή, το ότι δεν υφίστανται τις αρνητικές συνέπειες που επιφέρει η ένταξή τους σε αυτήν, ο ελεύθερος χρόνος που διαθέτουν, η ενασχόλησή τους με επιστημονικά, θεωρητικά ζητήματα, η τάση αμφισβήτησης που έχουν, πέρα από την αγνότητα και το πάθος της νιότης τους, είναι στοιχεία κοινά με την ανεξάρτητη διανόηση, που οδηγούν σε τούτη την περίπτωση πιο μαζικά σε μια εναντίωση στο σύστημα.
Σε τελική ανάλυση οι εκτός παραγωγής διανοούμενοι, όπως άλλωστε και οι φοιτητές, έχουν τη σημαντική δυνατότητα-πλεονέκτημα, ακριβώς επειδή δεν είναι
326
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
υποχρεωμένοι το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους να το αφιερώνουν στην καταναγκαστική εργασία, να λειτουργούν κατά κάποιο τρόπο «κομμουνιστικά», δηλαδή έχουν τη δυνατότητα να αξίοποιούν το μεγάλο μ έρος του χρόνου τους π έρα απ ό τις πιέσεις της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, δημιουργικά. Και αυτή η δυνατότητα στο βαθμό που αξιοποιείται μπορεί να διευκολύνει την κομμουνιστική συνειδητοποίηση, ακριβώς διότι στην προκειμένη περίπτωση δεν παρεμβαίνουν οι αποξενωτικές μεσολαβήσεις.
Από αυτή τη σκοπιά, όσο περίεργο κι αν φαντάζει αυτό, είναι συγκλονιστικό το παράδειγμα των εξόριστων πολιτικών κρατουμένων, οι οποίοι παρά τις κατά τα άλλα τραγικές συνθήκες διαβίωσής τους, επειδή ακριβώς βρίσκονταν εκτός της καπιταλιστικής παραγωγής και είχαν ελεύθερο χρόνο, μπόρεσαν και ανέπτυξαν πολύπλευρα τη δημιουργικότητά τους (θεατρικές παραστάσεις, ποίηση, εικαστικά, μουσική και χορωδίες, ξένες γλώσσες, μαθήματα φιλοσοφίας και οικονομίας, συγγραφή βιβλίων, δημιουργική συζήτηση, αθλητικές ομάδες...) όσο ποτέ άλλοτε κατά την «ελεύθερη» ζωή τους.
Σε μια μαρτυρία του για τον Γιάννη Ρίτσο, ο ζωγρά- φος-χαράκτης Γιάννης Στεφανίδης, συνεξόριστος του ποιητή, περιγράφει τη ζωή τους κατά τη διάρκεια της εξορίας τους στη Λήμνο. Αφού αναφερθεί στις ταλαιπωρίες τους και την απάνθρωπη συμπεριφορά απέναντι τους, περιγράφει τη δραστηριότητά τους κατά τον ελεύθερο χρόνο τους. Εργάτες και χωρικοί άκουγαν για πρώτη φορά ποίηση από το στόμα του ποιητή, οι εξόριστοι κατασκεύαζαν με ό,τι είχαν μουσικά όργανα, ζωγράφιζαν, έκαναν γλυπτά. Το βράδυ είχαν σειρά η ποίηση, οι απαγγελίες, οι συζητήσεις για την τέχνη, οι φιλολογικές βραδιές, τα μαθήματα γαλλικών, η μουσι
327
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
κή. Και καταλήγει ο Γιάννης Στεφανίδης: «Τώρα πια η εξορία δεν ήταν καταδίκη για μας, ήταν ευκαιρία για δημιουργία»!! (204)
Τις ίδιες εικόνες έχω από τις αφηγήσεις του πατέρα μου για τις δικές του εμπειρίες στα στρατόπεδα της Μέσης Ανατολής. Μου διηγούνταν για τα θεατρικά έργα που σκηνοθετούσε με πρωταγωνιστές νεαρούς φαντάρους που πρώτη φορά έπαιζαν θέατρο, με αγόρια σε ρόλους γυναικών και ρούχα φτιαγμένα από καραβόπανο που υποχρέωναν ακόμη και τους ίδιους τους Αγγλους βασανιστές του να τον συγχαίρουν για τα περίφημα γλυπτά του συντρόφου του Μάνθου Κέτση που ορθώνονταν κατά μεσής της ερήμου- για τα αγράμματα αγροτόπαιδα που εκτός από ελληνικά μάθαιναν ξένες γλώσσες και κατάφερναν να τραγουδούν οπερέτες· για τις φιλοσοφικές, φιλολογικές συζητήσεις στις οποίες για πρώτη και ίσως μοναδική φορά στη ζωή τους συμμετείχαν με πάθος απλοί φαντάροι κρατούμενοι· για την τρομερή ομάδα βόλεϊ «Αλλήθωρη Κότα» των πεινασμένων της ερήμου που νικούσε εξοργίζοντας τα καλοθρεμμένα παιδιά της Γηραιάς Αλβιώνος. Και ανάλογα περιστατικά μου περιέγραφε για την εξορία του σαν όμηρος στα στρατόπεδα της Ιταλίας.
Μα σάμπως τα ίδια δεν γίνονταν στην ελεύθερη Ελλάδα κατά τη διάρκεια της κατοχής;
Να λοιπόν μια τρανή απόδειξη του πώς ένας άνθρωπος, αν απελευθερωθεί από τον καπιταλιστικό βραχνά και το χρόνο καταναγκαστικής εργασίας, μπορεί όχι μόνο να στοχαστεί αλλά και να βιώσει εν μέρει κομμουνιστικά, ακόμη και όταν βρίσκεται κάτω από άθλιες κατά τα άλλα συνθήκες.
Έτσι λοιπόν, ενώ αληθεύει η διαπίστωση του Michael Lówy ότι η διανόηση η μη ενταγμένη στην παραγωγή ρι- ζοσπαστικοποιείται μέσω μεσολαβήσεων κυρίως στο
328
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
επίπεδο του εποικοδομήματος, ιδεολογικών, ηθικο-πολι- τιστικών και πολιτικο-ηθικών (129, 260), θα πρέπει να συμπληρώσουμε ότι αυτές οι μεσολαβήσεις είναι δυνατόν να λειτουργήσουν ως γέφυρες προς τη ριζοσπαστικοποί- ηση, γέφυρες όμως που χτίζονται στη βάση της αντίθεσης ανάμεσα στην ίδια τη δραστηριότητα της διανόησης -το είναι της- και την καπιταλιστική αξιοποίησή της.
Ακόμη και το ηθικό κίνητρο που συχνά παίζει για τον διανοούμενο πιο σημαντικό ρόλο από τη θεωρητική του κατάρτιση για να «προδώσει» την τάξη του δεν διαμορφώνεται στον αέρα, αλλά προκύπτει από τη φύση της δραστηριότητάς του και την αυξημένη ευαισθησία που απορρέει από αυτήν.
Με άλλα λόγια, μπορεί να μην είναι το είναι τους, υπό τη στενή έννοια του άμεσου υλικού, οικονομικού συμφέροντος αυτών των διανοουμένων, που καθορίζει τη συνείδησή τους, αλλά το συνολικότερο είναι τους που τους δίνει τη δυνατότητα να κάνουν το άλμα προς την επαναστατική θεωρία.
Συνεπώς, όπως προτρέξαμε να αναφέρουμε στο δεύτερο κεφάλαιο, το πέρασμά τους στο πλευρό της εργατικής τάξης μάλλον επιβεβαίωση παρά ιδεαλιστι- κή ανατροπή του υλισμού σημαίνει, ακόμη και όταν αυτό δεν πραγματοποιείται σε περιόδους που «η ταξική πάλη προσεγγίζει την αποφασιστική στιγμή», οπότε και το κίνητρο του απτού υλικού συμφέροντος είναι πιο άμεσο για τη μεταστροφή τους και γι’ αυτό τότε η μετακίνησή τους είναι και πιο μαζική, όπως εξάλλου μαζική ήταν και η αντίστροφη πορεία τους της ανάνηψης μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Οι διανοούμενοι «αποστάτες» της τάξης τους δεν είναι λοιπόν τίποτε άλλο παρά εκείνοι οι μικροαστοί ή ακόμη και αστοί οι οποίοι έχουν συνειδητοποιήσει στη βάση της δικής τους κοινωνικής εμπειρίας, η οποία από
329
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
τη φύση της τους προσφέρει αυτή τη δυνατότητα, το βαθύτερο συμφέρον τους έχοντας «ανυψωθεί μέχρι τη θεωρητική κατανόηση του συνόλου της ιστορικής κίνησης» (164, 31).
Είναι εκείνοι οι λιγοστοί, ακριβώς λόγω της ταξικής τους θέσης η οποία τους δυσκολεύει να ενστερνιστούν την κοσμοαντίληψη της χειραφέτησης, οι οποίοι κατορθώνουν να απορρίψουν την εύκολη ευτυχία του συμβιβασμού, οι οποίοι δεν βολεύονται από την ήδη βιωμένη από αυτούς αστική τους κατάσταση την οποία πολλοί εργάτες ονειρεύονται να κατακτήσουν και οι οποίοι έχουν αποφασίσει να διεκδικήσουν την ανθρωποποίησή τους μέσα από την άρνηση της μερικότητας της τάξης τους, την άρνηση του καπιταλιστικού τους είναι, και αυτό όχι μόνον για να συμπαρασταθούν στους καταφρονεμένους, αλλά και για να διασωθούν οι ίδιοι και να μην ζουν σαν κέρβεροι μιας απάνθρωπης κοινωνίας ρινόκερων.
Αυτό σε καμιά περίπτωση δεν συνιστά μια ιδεαλι- στική ερμηνεία της μετατόπισης των μικροαστών ή αστών διανοουμένων, πόσο μάλλον αν λάβουμε υπόψη μας ότι είναι η ίδια η καπιταλιστική παραγωγή που αποτελεί, όπως είδαμε, την πηγή της αποξένωσης και των αστών. Αντίθετα η μετατόπιση αυτή μπορεί να ερ- μηνευθεί σαφέστατα υλιστικά στο βαθμό που ο ίδιος ο υλισμός δεν υποβαθμίζεται στην πλέον χυδαία και αντιμαρξιστική εκδοχή του, και η επαναστατική συνείδηση δεν περιορίζεται στη συνειδητοποίηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
10.4 Χαρακτήρας και ρόλος της επαναστατικής διανόησης
Αυτοί λοιπόν οι διανοούμενοι, κάτοχοι της θεωρητικής επαναστατικής γνώσης, είναι σήμερα τόσο αναγκαίοι
330
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
όσο ήταν για το επαναστατικό κίνημα κατά τα πρώτα βήματά του. Και το λέμε αυτό διότι ορισμένοι μπορεί να θεωρήσουν ότι από τη στιγμή που διαμορφώθηκε, έστω απ’ έξω από την εργατική τάξη, η επαναστατική θεωρία από τους κλασικούς, σήμερα δεν υπάρχει πια ανάγκη επαναστατών θεωρητικών.
Αν και ανέκαθεν η επαναστατική διανόηση είχε ένα βαρύνοντα ρόλο να παίξει στην αποκάλυψη της στρεβλής συνείδησης και στην επαναστατική αφύπνιση των μαζών, θεμελιακή προϋπόθεση της διαδικασίας της χειραφέτησης στην εποχή μας, ακριβώς επειδή η αποξένωση και η αστική ιδεολογική ηγεμόνευση, που βεβαίως πλήττουν και τη διανόηση, αποτελούν θεμελιακούς πυλώνες στήριξης και αναπαραγωγής της βαρβαρότητας, η βαρύτητά της είναι ακόμη πιο σημαντική.
Το ότι ο εκσυγχρονισμός του καπιταλισμού οδηγεί σε νέους συσκοτισμούς, όπως για παράδειγμα στην αντίληψη ότι η τεχνολογική ανάπτυξη από μόνη της μπορεί να λύσει όλα τα προβλήματα, το ότι η καθημε- ρινότητά μας μυστικοποιείται όλο και πιο έντονα, έτσι που για παράδειγμα ο περιορισμός των ελευθεριών να εμφανίζεται ως υπεράσπισή τους (235, 2), καθιστά ακόμη πιο επιτακτική την αναγκαιότητα της επαναστατικής διανόησης.
Και είναι πιο σημαντική η παρουσία της, διότι ακριβώς παρά την όξυνση στο έπακρο των ταξικών αντιθέσεων, το αυθόρμητο κίνημα της παραδοσιακής εργατικής τάξης, όταν δεν μετακινείται προς σωτήρες τύπου Λεπέν, δείχνει ναρκωμένο και σε κάθε περίπτωση οι στόχοι του περιορίζονται στην υπεράσπιση -ούτε καν στην κατάχτηση νέων- αστικοδημοκρατικών κεκτημέ- νων, το νέο αυθόρμητο της σύγχρονης εργατικής τάξης, όσο «καλλιεργημένο» και αν θεωρείται, βρίσκεται εν τη γενέσει του, δίχως και αυτό να έχει σαφείς ανατρε
331
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
πτικούς, αντικαπιταλιστικούς στόχους, ενώ τα οργανωμένα πολιτικά, επαναστατικά υποκείμενα είναι είτε απόντα είτε περιθωριακά.
Είναι επίσης πιο σημαντική διότι, σε μια εποχή που οι ιστορικές απόπειρες της σοσιαλιστικής μετάβασης και μαζί τους και ο «θεσμικός» μαρξισμός κατέρρευσαν, σε μια εποχή που η διάρθρωση της παραγωγής έχει αλλάξει και όπου το διεθνές περιβάλλον έχει μεταβληθεί σημαντικά όχι μόνον σε σχέση με την εποχή του Μαρξ ή ακόμη και του Λένιν, αλλά σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες και συνεχίζει να μεταβάλλεται, εκ των πραγμάτων χρειάζεται να ανανεωθεί η επαναστατική θεωρία έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των καιρών.
Στην πραγματικότητα πέραν του ότι και η πιο τέλεια θεωρία όταν δεν ανανεώνεται νεκρώνει, με δεδομένη τη νέα παγκόσμια τάξη, το επίπεδο του εργατικού κινήματος, την ήττα που αυτό υπέστη με την καπιταλιστική παλινόρθωση και την ανυπαρξία στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες επαναστατικών κομμάτων, με δεδομένη τόσο την οργανωτική όσο και την ιδεολογική οπισθοχώρηση της εργατικής τάξης, βρισκόμαστε σε παγκόσμιο επίπεδο σε μια κατάσταση με ανοιχτά μια σειρά από θεωρητικά ζητήματα που πρέπει να επανεξεταστούν υπό το φως της νέας πραγματικότητας και της μέχρι σήμερα ιστορικής εμπειρίας και όπου είναι αναγκαία η επανίδρυση του επαναστατικού κινήματος.
Αλλά ακόμη και αν είχαμε να κάνουμε με μια περίοδο που το μαζικό κίνημα ήταν ανεπτυγμένο, κάτι που δεν συμβαίνει σήμερα, δεν σημαίνει ότι τότε θα περιορίζονταν ο ρόλος της θεωρίας και των διανοουμένων, διότι τότε, όπως τονίζει ο Λένιν, «το μαζικό κίνημα βάζει μπροστά μας νέα θεωρητικά, πολιτικά και οργανωτικά καθήκοντα, πολύ πιο δύσκολα από τα καθήκοντα που μπορούσαν να μας ικανοποιούν στην περίοδο που
332
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
μεσολάβησε πριν από την εμφάνιση του μαζικού κινήματος» (91, 46).
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ναι μεν ισχύει πάντοτε αυτό που επισήμανε ο Μαρξ στην 11η θέση για τον Feuerbach, ότι δηλαδή «οι φιλόσοφοι μονάχα εξηγούσαν με διάφορους τρόπους τον κόσμο, το ζήτημα όμως είναι να τον αλλάξουμε» (152, 470), από την άλλη όμως ισχύει περισσότερο από ποτέ και ότι, για να αλλάξουμε τον κόσμο, θα πρέπει προηγουμένως να τον έχουμε κατανοήσει και να έχουμε συνειδητοποιήσει την αναγκαιότητα αυτής της αλλαγής. Και ως προς αυτό η συμβολή της επαναστατικής διανόησης, της διανόησης δηλαδή εκείνης που δεν αρκείται στην εξήγηση, αλλά επιδιώκει και την επαναστατική αλλαγή, είναι περισσότερο σημαντική από ποτέ.
Ταυτόχρονα, αν το παραδοσιακό προλεταριάτο με τη συμβολή της επαναστατικής διανόησης, μέσα από μια σχέση όπου το πρώτο ήταν η «καρδιά» της χειραφέτησης και η δεύτερη η «κεφαλή» της, αναγόταν από τους κλασικούς του μαρξισμού σε πρωτοπόρο τμήμα της κοινωνίας μέσα από μια διαδικασία συνειδητοποίησης, που είχε ως αφετηρία τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής του, την άρνηση της εκμετάλλευσής του και τελικά την καθολική χειραφέτηση ολόκληρης της κοινωνίας στην εποχή μας όπου η ουσιαστική βελτίωση δεν μπορεί παρά να σημαίνει ανατροπή και όπου οι αντικειμενικές συνθήκες επιτρέπουν και απαιτούν την άμεση διεκδίκηση της χειραφέτησης, η σύγχρονη πρωτοπορία θα πρέπει να ανταποκρίνεται σε αυτή την απαίτηση. Η επαναστατική διανόηση λοιπόν, στο βαθμό που ανήκει στο τμήμα εκείνο που έχει συλλάβει και ενστερνιστεί αυτό το κομμουνιστικό δέον, σε αντίθεση με τη βούληση της πλειοψηφίας, έχει να διαδραματίσει ένα σημαντικό ρόλο στη σύγχρονη επαναστατική διαδικασία της χειραφέτησης.
333
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
Ακόμη ο ρόλος της επαναστατικής διανόησης αναβαθμίζεται στην εποχή μας διότι ανοίγονται νέοι ορίζοντες, νέες δυνατότητες άρνησης της λυδίας λίθου της σύγχρονης τάξης πραγμάτων, της εμπορευματικής παραγωγής και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, στο επίπεδο των νέων τεχνολογιών, όπως είδαμε ότι συμβαίνει με τα λογισμικά, οι οποίες μόνον από τους κατόχους της επιστημονικής - τεχνικής γνώσης είναι δυνατόν να αξιοποιηθούν.
Τέλος σε μια εποχή που καλλιεργείται και προωθείται η τεχνοκρατική, αποσπασματική, υπερεξειδικευμένη γνώση που συνδέεται άμεσα με το κέρδος και βρίσκεται υπό διωγμό η κριτική επιστημονική σκέψη, σε μια εποχή εμπορευματοποίησες της γνώσης, οι διανοούμενοι εκείνοι που αρνούνται να ενδώσουν τόσο στην κατάπτωσή τους σε τεχνικούς της μερικής γνώσης, σε εξειδικευμέ- νους πραγματιστές τεχνοκράτες και στην υποταγή τους στη συμβατική σκέψη, όσο και στην εμπορευματοποίηση των γνώσεών τους και στον συνεπαγόμενο εκχυδαϊσμό τους είναι πιο αναγκαίοι από ποτέ.
Τι είναι όμως εκείνο που κάνει να ξεχωρίζει την επαναστατική διανόηση από τη γενικώς προοδευτική διανόηση; Με άλλα λόγια ποια είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα που μπορεί να προσδιορίσουν τον επαναστάτη διανοούμενο στην εποχή μας;
Ας αντιμετωπίσουμε το ζήτημα ασκώντας ταυτόχρονα κριτική σε ορισμένους στοχαστές όπως o Max Weber ή o Raymond Aron, οι οποίοι μόνο φαινομενικά αρνούνται τον ξεπεσμό της διανόησης, ενώ στην πραγματικότητα κατηγορούν τους προοδευτικούς διανοούμενους και υπερασπίζονται την ένοχη επιστημονική ουδετερότητα της διανόησης, ή άλλους όπως οι Julien Benda, Edward Said, οι οποίοι αρνούνται πραγματικά τον ξεπεσμό της διανόησης, όμως δεν φτάνουν να ταχθούν με την εργατική τάξη.
334
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
Το πρώτο λοιπόν χαρακτηριστικό ενός επαναστάτη διανοούμενου είναι η αντικομφορμιστική, αντισυμβατι- κή σκέψη, η αμφισβήτηση της κυρίαρχης ιδεολογίας και των κυρίαρχων αξιών. Το «έτσι έχουν τα πράγματα και πρέπει να προσαρμοστούμε, να τα αποδεχόμαστε ως έχουν, δίχως να προσπαθούμε να τα αλλάξουμε» δεν αρμόζει στον επαναστάτη διανοούμενο.
Αντιλήψεις που εντάσσονται στην εκλογίκέυση του πραγματικού, δηλαδή στη νομιμοποίησή του, αντιλήψεις όπως «πάσα εξουσία εκ θεού», «ό,τι είναι πραγματικό είναι και ορθολογικό», «αθωότητα του γίγνεσθαι» ή «η ψυχή ισοδυναμεί με την παρουσία των πραγμάτων» (74, 121) δεν προσιδιάζουν στους επαναστάτες διανοούμενους.
Τούτο σημαίνει ότι ο επαναστάτης διανοούμενος πέρα από τις γενικότερες κυρίαρχες αξίες, όσον αφορά πιο ειδικά τη δική του δράση, πρέπει να αρνείται τον πραγματισμό, την εμπορευματοποίηση της γνώσης ή κατά Balzac το «να εμπορεύεται την ψυχή του» (16), δηλαδή να αρνείται τη μετατροπή του από ολοκληρωμένο επιστήμονα σε ειδικό τεχνοκράτη.
0 Brecht υπογράμμιζε: «Θεωρώ πως ο μοναδικός σκοπός της επιστήμης έγκειται στο ξελάφρωμα της ανθρώπινης ύπαρξης από το μόχθο. Όταν επιστήμονες τρομοκρατημένοι από ιδιοτελείς δυνάστες αρκούνται να συγκεντρώνουν γνώσεις για τις γνώσεις χάρη της γνώσης, μπορεί η επιστήμη να καταντήσει σακάτης και οι καινούργιες σας μηχανές είναι δυνατό να σημάνουν μονάχα καινούργιες δυστυχίες. Μπορεί να ανακαλύψετε με τον καιρό όλα όσα είναι δυνατόν να ανακαλυφθούν και η πρόοδό σας θα ’ναι εντούτοις μια πορεία μονάχα απομάκρυνσης από την ανθρωπότητα. Το χάσμα ανάμεσα σε σας και σ’ αυτήν θα ’ναι μια μέρα τόσο μεγάλο που η κραυγή του θριάμβου σας για μια και
335
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
νούργια κατάχτηση να δεχτεί ως απάντηση μια παγκόσμια κραυγή φρίκης [...] Όπως είναι τώρα, το πιο πολύ που μπορεί κανείς να ελπίζει είναι ένα γένος εφευρετικών νάνων πρόθυμων να εκμισθώνονται για τα πάντα» (31, 127).
Ακόμη ο επαναστάτης διανοούμενος πρέπει να έχει ως παράδειγμα τη στάση του Λένιν στο Θέσεις του Απρίλη του 1917, που ενάντια στο ρεύμα και σχεδόν απομονωμένος από τα υπόλοιπα στελέχη των μπολσεβίκων, μεταξύ των οποίων και ο Στάλιν, σε τέτοιο βαθμό που ο Μπογκνάνοφ να χαρακτηρίζει τις Θέσεις του Απρίλη «ντελίριο ενός τρελού» και η ίδια η Κρούπσκα- για να «φοβάται μήπως ο Λένιν έχει τρελαθεί» (235, 21), επέμενε να υποστηρίζει ότι τότε παρουσιαζόταν μια μοναδική ευκαιρία για την επανάσταση και έριξε το σύνθημα: «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ».
Ο επαναστάτης διανοούμενος θα πρέπει να αμφισβητεί το σύνολο των παραδεγμένων αληθειών και των συμπεριφορών που απορρέουν απ’ αυτές στο όνομα μιας συνολικά διαφορετικής από την κρατούσα αντίληψης του ανθρώπου και της κοινωνίας (212,15). Θα πρέπει «να καταπολεμά την εξάπλωση [διάδοση] του στερεότυπου και της συνέπειάς του - το θάνατο αυτού που είναι αυθεντικό και ζωντανό» (169, 229).
Όπως σοφά υποστήριζε o Nietzsche για τους φιλοσόφους, ο επαναστάτης διανοούμενος θα πρέπει να «είναι απαραίτητα ο άνθρωπος του αύριο ή του μεθαύριο και να βρίσκεται πάντα σε αντίθεση με το παρόν, να είναι εχθρός των κρατούντων ιδανικών» (180, §212) ή με άλλα λόγια ο επαναστάτης διανοούμενος θα πρέπει να μην είναι εγκλωβισμένος στα στενά όρια των κυρίαρχων ιδεών της εποχής του και μ’ αυτή την έννοια, όπως τον καλεί o Benda, να οδηγεί τους συνανθρώπους του σε άλλες θρησκείες από τις κρατούσες επίγειες (20, 106).
336
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
Με άλλα λόγια ο επαναστάτης διανοούμενος θα πρέπει να είναι οραματιστής, θα πρέπει να ονειρεύεται. «Γιατί όνειρα, πόθους, δράση / κανείς ποτέ δεν θα χορτάσει!» όπως έγραφε ο Μαρξ σ’ ένα νεανικό του ποίημα (82, 11). «Πρέπει να ονειροπολούμε», συμπληρώνει ο Λένιν (91, 173). Και παραθέτει ένα απόσπασμα του επιφανούς Ρώσου επαναστάτη Πίσαρεφ: «Φτάνει μόνο το πρόσωπο που ονειροπολεί να πιστεύει σοβαρά στο όνειρό του, να παρατηρεί προσεχτικά τη ζωή, να συγκρίνει τις παρατηρήσεις του με τους ανάερους πύργους του και γενικά να δουλεύει ευσυνείδητα για να υλοποιεί τη φαντασία του. Όταν υπάρχει κάποια επαφή ανάμεσα στ’ όνειρο και στη ζωή, όλα είναι εντάξει» (91, 174, σημ. 84). Και προσθέτει: «Τέτοια όνειρα έχουμε δυστυχώς πολύ λίγα στο κίνημά μας» (91, 174).
Συνεπώς για τον επαναστάτη διανοούμενο κάθε άλλο παρά υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στην ουτοπία -με την έννοια του μη υπάρχοντος- και την επιστήμη. Μια τέτοια αντίφαση που βρίσκει τις ρίζες της στον Paul Lafargue παραπέμπει μάλλον στον μηχανιστικό υλισμό παρά στον μαρξισμό.
Και κάτω από τις παρούσες συνθήκες το όραμα, το όνειρο του επαναστάτη διανοούμενου που έχει άμεση «επαφή με τη ζωή», που είναι σήμερα υλοποιήσιμο, δεν είναι άλλο από την κομμουνιστική κοινωνία, την ανθρωποκεντρική κοινωνία της ανεμπόδιστης ανάπτυξης της κοινωνικής ατομικότητας. Αυτό το όραμα καλείται να προβάλει ο σύγχρονος επαναστάτης διανοούμενος.
Με δεδομένο ότι και η εκτός παραγωγής διανόηση, όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ακολουθεί στη μεγάλη της πλειονότητα την πορεία κατάπτωσης της αστικής τάξης ως προς την αντιμετώπιση των οικουμενικών αξιών και ότι, όπως ορθά ως προς αυτό υπογραμμίζει o Foucault, υπήρξε μια παράλληλη αντι
337
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
κατάσταση των λεγάμενων οικουμενικών διανοουμένων από τους «ειδικούς» διανοούμενους (49), πολλοί από τους διανοούμενους που θέλησαν να αντιδράσουν σε αυτή την πορεία οδηγήθηκαν συχνά σε μια αφηρη- μένη υπεράσπιση αυτών των οικουμενικών αξιών ή ακόμη στην υποστήριξη μιας στάσης της διανόησης που θα αυτοπροστατευόταν από αυτή την κατάπτωση παραμένοντας έξω από την πολιτική, έξω από τις εγκόσμιες πραγματικές συγκρούσεις.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια τάση που επαναφέρει από την πίσω πόρτα το αντιδιαλεκτικό διαχωρισμό αντικειμενικής πραγματικότητας και υποκειμενικής παρέμβασης, που βγάζει το υποκείμενο «έξω» από τη διαδικασία της αντανάκλασης της πραγματικότητας, για μια τάση που προσδίδει στην οικου- μενικότητα τον ιδεολογικό ρόλο μιας αφαίρεσης, που επιτρέπει την απόσπαση από τη συγκεκριμένη πραγματικότητα. Έτσι οδηγείται από τη μια στο να αντιμετωπίζει την οικουμενικότητα πέρα από το συγκεκριμένο και από την άλλη τη διανόηση έξω αυτή τη φορά όχι μόνο από τους οικονομικούς αγώνες, αλλά και από την ταξική πάλη.
Στο πλαίσιο μιας γραμμής πλεύσης όπως αυτή του Émile Durkeim ο οποίος αντιμετωπίζει τη λειτουργία του πολιτικού και του παραδοσιακού διανοούμενου ως αντιφατικές, μια και αυτές «συνεπάγονται ένα διαφορετικό προσανατολισμό του πνεύματος και της βούλησης» (41, 42), δηλαδή μιας γραμμής πλεύσης που σε τελευταία ανάλυση συνεχίζει την παράδοση του διαχωρισμού της θεωρίας από την πράξη, διαμορφώθηκε ένα ρεύμα που στην καλύτερη εκδοχή του ναι μεν θέλει το διανοούμενο να αντιδρά κατά της κρατούσας τάξης, όχι όμως να στρατεύεται από τη σκοπιά των συμφερόντων των καταφρονεμένων.
338
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
Έτσι λοιπόν στη βάση μιας αντίληψης «καθαρότητας της επιστήμης» που πρώτος ανέπτυξε o Weber υπό τη σύγχρονη εκδοχή της και κατά την οποία η «πολιτική δεν έχει θέση στην επιστήμη» (231,101), μιας αντίληψης που την υπαρκτή ένταση ανάμεσα σε επιστήμη και πολιτική την αναγάγει σε στεγανό, αδιάβατο χώρισμα μεταξύ τους, διαμορφώθηκε ένα ρεύμα που ναι μεν αντιδρά στην ενσωμάτωση των διανοουμένων και στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων από τη σκοπιά των οικουμενικών αξιών, το οποίο όμως δεν φτάνει μέχρι την αποδοχή της αναγκαιότητας στράτευσης των διανοουμένων, πόσο μάλλον της στράτευσής τους με το μέρος της εργατικής τάξης.
Ο ίδιος o Weber, ο οποίος στην ουσία δεν είχε κανένα πρόβλημα με τον στενό καταμερισμό της εργασίας, την επιστημονική υπερεξειδίκευση και γενικότερα με την «ορθολογική» καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας, ήταν ξεκάθαρος ως προς την ανάγκη ουδετερότητας της επιστήμης την οποία βεβαίως διαχώριζε από τη φιλοσοφία.
Το όριο της επιστήμης είναι να τοποθετεί την κάθε επιλογή [της] στο πλαίσιο της γενικότερης θεώρησης του κόσμου στην οποία εντάσσεται, αλλά όχι να παίρνει θέση γι’ αυτή καθαυτή τη θεώρηση του κόσμου. Στο ερώτημα «Ποιο θεό θα πρέπει να υπηρετούμε ανάμεσα σε όλους αυτούς που συγκρούονται μεταξύ τους; Θα πρέπει ίσως να υπηρετήσουμε κάποιον άλλο θεό, μα ποιος είναι αυτός;» o Weber απαντά: «Θα σας έλεγα: απευθυνθείτε σ’ έναν προφήτη ή σε ένα λυτρωτή» όχι όμως σε έναν «καθαρό» επιστήμονα (231, 115).
Στη βάση λοιπόν αυτής της συλλογιστικής, διανοη- τές όπως o Julien Benda ή ακόμη και o Edward Said, οι οποίοι κάθε άλλο παρά συμφωνούν με τη γενικότερη στάση του Weber και την πραγματιστική διολίσθηση, οδηγούνται και αυτοί στο διαχωρισμό επιστήμης και
339
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
πολιτικής ο πρώτος και στην ουδέτερη στάση απέναντι στην ταξική πάλη ο δεύτερος, και τελικά στον αλληλο- αποκλεισμό διανοούμενου και πολίτη.
Αυτό το διαχωρισμό στην πλέον χυδαία αλλά και φαινομενικά πιο καθαρή μορφή του τον είχε αναγάγει σε θέσφατο o Raymond Aron (12). Για να τεκμηριώσει τον αντικομμουνισμό του και να απαξιώσει τους διανοούμενους που έπαιρναν θέση ενάντια στην εξουσία, υποστήριζε ότι για τον διανοούμενο «υπάρχει μια δραστηριότητα που είναι πιο σημαντική από την πολιτική και αυτή είναι η αναζήτηση της αλήθειας» (13, 235).
0 Benda, ο οποίος με ειλικρίνεια στρέφεται κατά του πραγματισμού των διανοουμένων, οδηγείται σε μια άλλου τύπου απολυτότητα. Γι’ αυτόν «το βασίλειο του κληρικού [πραγματικού διανοούμενου] δεν ανήκει σε τούτο τον κόσμο» (20, 16). Τα πάθη των φυλών, των τάξεων, των εθνών δεν αφορούν τον πραγματικό διανοούμενο (20, 107) ο οποίος χαρακτηρίζεται ως «κληρικός» σε αντίθεση με τους «λαϊκούς» απλούς πολίτες, διότι «δεν μπορεί να ανήκει σε τούτο τον κόσμο» όπως αυτοί. Καθήκον του είναι να υπερασπίζεται τις οικουμενικές σταθερές αξίες της δικαιοσύνης, της αλήθειας και της λογικής, δίχως όμως να στοχεύει όπως οι «λαϊκοί» σε κανένα πρακτικό αποτέλεσμα, διότι αυτές οι αξίες είναι υπεράνω κάθε συμφέροντος (20, 99). Ο διανοούμενος καλείται να μένει έξω και πάνω από τα συλλογικά, μαζικά πάθη και τις συγκρούσεις. Έτσι ενώ ο Benda αποδέχεται ότι ο «κληρικός» θα πρέπει να ανταποκρίνεται θετικά στα ιδανικά της αριστεράς και τη «μεταφυσική» της αριστεράς, δεν θεωρεί ότι είναι αναγκαίο να κάνει το ίδιο με την αριστερή πολιτική (20, 15).
Με τον Said τα πράγματα δεν είναι τόσο απόλυτα. Ενώ καταγγέλλει την εμπορευματοποίηση της γνώσης,
340
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
το εύκολο κέρδος και τη γρήγορη επιτυχία στις οποίες ενδίδει η σύγχρονη διανόηση (211, 35), ενώ τοποθετείται υπέρ της «εξορίας» της διανόησης σε σχέση με τα προνόμια, την εξουσία και την ασφάλεια που προσδίδει ο δογματισμός (211, 74-75), και αυτός, προκειμέ- νου να αναγάγει το οικουμενικό κριτήριο σε αξία καθε- αυτή και να το αντιπαραθέσει «στο τοπικό, το υποκειμενικό, το “εδώ και τώρα”», υποστηρίζει ότι η πραγματική διανόηση θα πρέπει να εναντιώνεται σε κάθε μερικό συμφέρον, ταξικών συμφερόντων συμπεριλαμβανομένων (211, 13). Ταυτόχρονα φαίνεται, όσο παράδοξο κι αν είναι αυτό για κάποιον που εναντιώνεται στην κυρίαρχη τάξη, ότι ο προνομιούχος συνομιλητής του είναι η εξουσία και όχι οι λαϊκές μάζες (17, 6).
Στην ίδια γραμμή πλεύσης κινείται κι ο Ιταλός συγγραφέας Umberto Eco για τον οποίο ο διανοούμενος δεν θα πρέπει να εμπλέκεται σε ζητήματα στα οποία δεν είναι καθ’ ύλην αρμόδιος και θα πρέπει να περιορίζεται στη λειτουργία του ως «οργανωτή της κουλτούρας» (222, 3) και όχι να φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν. Γι’ αυτόν «το πρώτο καθήκον του διανοούμενου είναι να παραμένει σιωπηλός όταν δεν χρησιμεύει σε τίποτα» (222, 3). Έτσι για τον Eco «όταν πιάσει φωτιά ένα σπίτι, ο διανοούμενος μπορεί μόνο να προσπαθήσει να συμπε- ριφερθεί σαν ένα κανονικό άτομο καλής θέλησης, όπως όλος ο κόσμος· αν όμως θεωρεί ότι έχει κάποια ειδική αποστολή, κάνει λάθος και εκείνος που την επικαλείται είναι ένα υστερικό άτομο που ξέχασε τον αριθμό του τηλεφώνου της πυροσβεστικής» (42).
Όμως, όπως πολύ εύστοχα του απαντά o Antonio Tabucci (222, 2), «ακόμη και όταν οι ρίψεις των πυροσβεστών είναι αποτελεσματικές, παραμένει το πρόβλημα του ποιος έβαλε τη φωτιά». Και σε κάθε περίπτωση όταν οι αιτίες της φωτιάς είναι κοινωνικές, οικονομικές
341
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
ή πολιτικές, τότε και πάλι θα πρέπει ο διανοούμενος να μην παρεμβαίνει;
Ε λοιπόν όχι! 0 επαναστάτης διανοούμενος ως σύγχρονος πολίτης του κόσμου θα πρέπει να στρατεύεται σε όλες τις συγκρούσεις ενάντια στην κυρίαρχη τάξη, ενάντια στην κυρίαρχη ιδεολογία. Και αν πράγματι θέλει να υπερασπίζεται τις οικουμενικές αξίες, τότε θα πρέπει να επιδιώκει την ανατροπή του συστήματος εκείνου που τις παραβιάζει και όχι να τις υποστηρίζει αφηρημένα και στην κυριολεξία εκτός τόπου και χρόνου.Ή με άλλα λόγια, όπως έγραφε ο Sartre, ο επαναστάτης διανοούμενος «είναι υποχρεωμένος να στρατευθεί σε όλες τις συγκρούσεις της εποχής μας [...], να εργάζεται ώστε μια κοινωνική οικουμενικότητα να καταστεί μια μέρα δυνατή, στην οποία όλοι οι άνθρωποι θα είναι πραγματικά ελεύθεροι, ίσοι και αδελφωμένοι, όντας βέβαιος ότι εκείνη την ημέρα, αλλά όχι πριν, ο διανοούμενος θα εξαφανιστεί και ότι οι άνθρωποι θα μπορούν να κατακτήσουν την πρακτική γνώση χωρίς αντιφάσεις, μέσα στην ελευθερία που αυτός σήμερα διεκδικεί» (212, 50-51) και την οποία δεν μπορεί να κατακτήσει «αν συγχρόνως δεν ελευθερωθούν και οι άλλοι» (212, 51).
Ο επαναστάτης διανοούμενος λοιπόν δεν μπορεί να μένει κλεισμένος στους γρανιτένιους πύργους της εξειδι- κευμένης γνώσης του, ούτε να παραμένει ουδέτερος μπροστά στις μεγάλες και μικρές συγκρούσεις της εποχής του στο όνομα της υπεράσπισης μιας κακώς νοούμενης οικουμενικότητας, που κάτω από τις παρούσες συνθήκες ισοδυναμεί με μια στάση ουδετερότητας και άρα συνενοχής με την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων.
Η θέση του επαναστάτη διανοούμενου δεν είναι ούτε να θεωρητικολογεί μακριά από κάθε συγκεκριμένη στράτευση, ούτε να καταγίνεται με τον πρακτικισμό
342
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
τύπου μη κυβερνητικών οργανώσεων που επιδιώκουν να απαλύνουν τις επιμέρους πληγές του συστήματος, δίχως να το θέτουν συνολικά σε αμφισβήτηση, ξεπέ- φτοντας με αυτό τον τρόπο όπως ξέπεσαν οι χριστιανοί από τις πρώτες κομμουνιστικές κοινότητες στη φιλανθρωπία, αποδεχόμενοι ως δεδομένη την ανισότητα.
Όπως παρατηρούσε o Paul Nizan κατακρίνοντας μια παράδοση που έρχεται από τον Descartes, ο επαναστάτης διανοούμενος δεν μπορεί να έχει καμιά σχέση με εκείνους «τους φιλοσόφους που δεν νιώθουν καθόλου να έλκονται από τη γη και που είναι πιο ελαφροί ακόμη και από τους αγγέλους, που δεν έχουν αυτή τη βαρύτητα των ζωντανών που αγαπάμε και που δεν αισθάνονται ποτέ την ανάγκη να περπατήσουν ανάμεσα στους ανθρώπους» (181, 5).
Ναι! Ο επαναστάτης διανοούμενος αγωνίζεται για μια κοινωνία όπου δεν θα κυριαρχεί η βία και η εκμετάλλευση. Όταν όμως η βία ασκείται μαζικά από τους κυρίαρχους, όταν η τρομοκρατία των κυρίαρχων και η κρατική τρομοκρατία αποτελούν θεμελιακό όπλο επιβολής τους, ο επαναστάτης διανοούμενος δεν μπορεί να καταδικάζει γενικώς και αορίστως τη βία και να εξομοιώνει έτσι στην πράξη τον θύτη με το θύμα, τον ιμπεριαλισμό με όσους αντιστέκονται σε αυτόν, τον Αμερικάνο ή Ευρωπαίο εισβολέα με τον Ιρακινό αντιστασιακό, τον Ισραηλινό κατακτητή με τον Παλαιστίνιο κ.ο.κ.
Όπως ο Σόλωνας στηλιτεύοντας την πολιτική αδιαφορία υποστήριζε ότι εκείνος που σε περίπτωση εμφυλίου μένει αμέτοχος θα πρέπει να θεωρείται άτιμος και θα πρέπει να στερείται των πολιτικών του δικαιωμάτων (11, VIII-5), έτσι και ο διανοούμενος που δεν στρατεύεται στους «πολέμους» της εποχής μας και πάνω
343
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
απ’ όλα στον μεγάλο ταξικό πόλεμο δεν είναι δυνατόν να θεωρείται επαναστάτης.
Τέλος ο επαναστάτης διανοούμενος, ο αρνητής της κατεστημένης τάξης, ο στρατευμένος με την εργατική τά ξη διανοούμενος, δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζει τον εαυτό του σαν το σύγχρονο βασιλιά φιλόσοφο του Πλάτωνα, το σύγχρονο σωτήρα των καταφρονεμένων. Θα πρέπει να τρέφεται από τους αγώνες παρελθόντες και παρόντες του εργατικού κινήματος, από την πολύτιμη εμπειρία του, από τον αυθορμητισμό των μαζών και να αποβάλλει κάθε διανοουμενίστικο ναρκισσισμό. Δεν θα πρέπει ποτέ να ξεχνάει αυτό που υπογράμμιζαν οι Μαρξ και Ένγκελς, ότι δηλαδή ακόμη και αυτή «η ύπαρξη των επαναστατικών ιδεών [του] προϋποθέτει την ύπαρξη μιας επαναστατικής τάξης» (165, τ. 1, 95). Με άλλα λόγια, ο επαναστάτης διανοούμενος θα πρέπει να ακολουθεί το γνωμικό της Αρχαίας Αίγυπτου της τρίτης χιλιετίας π .Χ . το οποίο αναφέρει: «Ας μη φουσκώνει η καρδιά σου επειδή απέκτησες γνώσεις, μη τη γεμίζεις με έπαρση επειδή είσαι σοφός - να συζητάς με τον αμαθή όπως και με τον σοφό. Κανένας καλλιτέχνης δεν φτάνει στην τελειότητα και δεν είναι δυνατό να καθοριστούν τα όρια της τέχνης. 0 καλός λόγος είναι πιο κρυφός κι από το σμαράγδι, (ωστόσο) είναι πιθανό να τον βρει κανείς στην υπηρέτρια που κάνει τη μυλόπετρα να γυρίζει» (227, τ. 2, 447).
Η συμβολή της στη διαδικασία επαναστατικοποίη- σης της συνείδησης, αυτός είναι ο ρόλος της επαναστατικής διανόησης, έτσι όπως αυτή προσδιορίστηκε πιο πάνω. Μέσα από την έρευνα και παραγωγή μιας γνώσης που δεν υπόκειται στις ανάγκες του κεφαλαίου, το ρόλο της ως παιδαγωγού, τη συμμετοχή της στους αντιιμπεριαλιστικούς και αντικαπιταλιστικούς αγώνες, την προβολή του κομμουνιστικού οράματος, αποστολή της είναι να συμβάλει στην ανύψωση της ανεπαρκούς
344
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
αυθόρμητης εργατικής συνείδησης στο επίπεδο της επαναστατικής συνείδησης, να συμβάλει στην ανύψωση της σύγχρονης εργατικής τάξης από εν δυνάμει επαναστατική τάξη σε επαναστατική τάξη στην πράξη.
Όσο λάθος είναι να θεωρεί κάποιος ότι αρκεί μόνον το βίωμα για να οδηγηθούν οι μάζες στην επανάσταση, άλλο τόσο λάθος είναι να θεωρεί ότι αρκεί η επαναστατική σκέψη· όσο λάθος είναι να θεοποιεί τις δυνατότητες της αυτοχειραφέτησης των μαζών, άλλο τόσο λάθος είναι να τις αντικαθιστά από τον ελιτισμό της διανόησης· και τέλος όσο λάθος είναι να παίρνεις υπόψη σου μόνο την αντικειμενική δυστυχία ως επαναστατικό κίνητρο, άλλο τόσο λάθος είναι να θεωρείς ότι η δυστυχής συνείδηση των διανοουμένων είναι η μόνη που μπορεί να νιώσει την ανάγκη του επαναστατικού μετασχηματισμού, όπως υποστηρίζει o Marcuse (145, 103).
Σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το ζήτημα δεν είναι η ερμηνεία του κόσμου, αλλά η αλλαγή του και η αλλαγή αυτή δεν μπορεί να επέλθει μόνο από τη διανόηση, πολύ περισσότερο στην προκειμένη περίπτωση, όπως εύστοχα παρατηρεί η Rosa Luxemburg, δεν γίνεται λόγος για μια επανάσταση όπως οι προηγούμενες υπέρ των συμφερόντων μιας μειονότητας, όπου «μια από τις προϋποθέσεις τους ήταν οι μάζες να μην έχουν συνείδηση των αληθινών τους στόχων» (134, 2). Εδώ πρόκειται για μια σοσιαλιστική επανάσταση υπέρ των συμφερόντων της μεγάλης πλειονότητας του λαού, για την οποία η συνειδητοποίηση των μαζών όσον αφορά τους στόχους της, «αποτελεί αναγκαία ιστορική συνθήκη, όσο η μη συνειδητοποίηση της μάζας αποτελούσε κάποτε την προϋπόθεση της δράσης των κυρίαρχων» (134, 2).
Υποστηρίζουμε συνεπώς ότι ο σύγχρονος επαναστάτης διανοούμενος κατ’ αρχήν θα πρέπει να λειτουργεί ως θεωρητικός της πράξης, επιδιώκοντας να κατανοή
345
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
σει τη σύγχρονη πραγματικότητα με προοπτική την αλλαγή της. Να λειτουργεί ως άνθρωπος του αύριο και όχι κολλημένος στο σήμερα, να λειτουργεί ως επιστήμονας-πολίτης με όσο γίνεται πιο διευρυμένο πεδίο γνώσεων και όχι ως τεχνοκράτης-ατομιστής που ασχο- λείται μόνον με μια επιμέρους πτυχή της επιστήμης του. Εργαλεία του σε αυτή την επίπονη προσπάθεια θα πρέπει, πέρα από τη συγκεκριμένη επιστήμη του, να είναι η ιστορική εμπειρία του λαϊκού κινήματος και η αξεπέραστη μέχρι σήμερα επαναστατική θεωρία του μαρξισμού, η οποία όμως δεν αρκεί να αφομοιωθεί ή να ερμηνευθεί, δηλαδή να αντιμετωπίζεται σαν Αγία Γραφή, αλλά επιβάλλεται να ανανεώνεται, έτσι ώ στε να ανταποκρίνεται τις σύγχρονες συνθήκες, δίχως αυτό να σημαίνει την απόρριψή της μέσω της αναθεώρησής της.
Και επειδή δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο ίδιος ο μαρξισμός είναι πάνω απ’ όλα μια μεγαλειώδης απεύθυνση της θεωρητικής σκέψης προς την εργατική τάξη, ο επ α ναστάτης διανοούμενος έχει καθήκον να μην αντιμετωπίζει την επαναστατική θεωρία ως ατομική του ιδιοκτησία, αλλά να τη βγάζει από τους. όποιους ναούς, ακαδημαϊκούς, κομματικούς ή διανοουμενίστικους, να προσπαθεί να τη διαδίδει και να τη διδάσκει, λειτουργώντας ως λαϊκός δάσκαλος και να μην περνάει οριστικά στην ιδιώτευση, ούτε να αρκείται στις θεωρητικές του αναζητήσεις. Ως θεωρητικός της πράξης, θα πρέπει να συμμετέχει ενεργά στο λαϊκό κίνημα και να επιδιώκει να έχει ανοιχτούς δίαυλους πνευματικής επικοινωνίας και κοινής δράσης με όλες τις δυνάμεις που δεν βολεύονται στη βαρβαρότητα και προσπαθούν να απο- δράσουν από τα σύγχρονα σπήλαια των δεσμωτών, αλλά και με όλες εκείνες τις δυνάμεις που θα έπρεπε να επιδιώκουν κάτι τέτοιο και δεν το πράττουν, έστω και αν αυτές τον αντιμετωπίζουν καχύποπτα.
346
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
Έτσι όπως προκύπτει και από την ανάλυση που προηγήθηκε στο πρώτο μέρος, μόνο μέσα από την ενότητα εμπειρίας και θεωρίας, από την ενότητα της σκε- πτόμενης ανθρωπότητας που βασανίζεται και της κατα- πιεζόμενης ανθρωπότητας που σκέφτεται, από την ενότητα εργατικής τάξης και διανόησης είναι δυνατόν να προκύψει η αναγκαία για τον ριζοσπαστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας επαναστατική συνείδηση. Και αυτή η ενότητα δεν είναι δυνατόν να σφυρηλατηθεί παρά μόνο μέσα στο πλαίσιο του επαναστατικού συλλογικού διανοούμενου, του κόμματος της εργατικής τάξης, του Κομμουνιστικού Κόμματος. Αλλά σε αυτή τη σημαντική πτυχή της λειτουργίας του επαναστάτη διανοούμενου θα επανέλθουμε στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο.
10.5 Σύντομη αναφορά στη νεορομαντική διέξοδο
Πέρα από τους επαναστάτες διανοούμενους που επ έ- λεξαν να συνταχθούν με τη μαρξική κοσμοαντίληψη, υπήρξε και μια μερίδα της διανόησης η οποία επέλεξε το δρόμο μιας ρομαντικής αντικαπιταλιστικής διεξόδου στην κυρίαρχη τάξη η οποία προέκυψε από τη βιομηχανική επανάσταση.
Αυτή η κατηγορία των ρομαντικών διανοουμένων, με δεδομένη από τη μια την αναλογία της νέας τάξης με την περίοδο εμφάνισης του ρομαντισμού και από την άλλη το ότι μια τέτοια αντίδραση μπορεί να εκφρά- σει πιο εύκολα τον χαρακτηριστικό διανοουμενίστικο ατομισμό, είναι πολύ πιθανόν να αναβιώσει και πάλι στην εποχή μας.
Το γεγονός ότι το πιο σημαντικό τμήμα της παραδοσιακής Αριστεράς -τ η ς σοσιαλδημοκρατικής σχεδόν στο σύνολό τ η ς - συμπλέει πια στην πράξη με τον πιο άκρατο νεοφιλελευθερισμό και ενσωματώνεται δίχως
347
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
αντιστάσεις στη νέα τάξη μπορεί να οδηγήσει ορισμένους διανοούμενους σε μια διέξοδο μάλλον ατομικής νεορομαντικής αντίδρασης παρά στο να επιδιώξουν να συνταχθούν με το μαζικό εργατικό κίνημα.
Τι ήταν όμως αυτή η ρομαντική αντίσταση-φυγή που ανδρώθηκε στην Ευρώπη κατά τον 19ο αιώνα για να υποχωρήσει στη συνέχεια, δίχως όμως ποτέ να εξαφανιστεί παντελώς, και η οποία επανεμφανίζεται σήμερα ως ένας από τους πόλους αντίστασης κατά της σύγχρονης νέας τάξης;
Απέναντι στη βιομηχανική επανάσταση η οποία ήταν μια διαδικασία διαρκείας και την παράλληλη ανάπτυξη και άνοδο στην εξουσία της αστικής τάξης, φαινόμενα που είχαν επαναστατικές συνέπειες σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής, αναπτύχθηκαν αντιστάσεις όσον αφορά το νέο τρόπο ζωής, τη νέα κυρίαρχη ιδεολογία, στις νέες κυρίαρχες αξίες, τη νέα ηθική και αισθητική.
Από ένα σημείο και μετά, όταν πια η αστική τάξη έγινε και πολιτικά πια κυρίαρχη και έδωσε τα πρώτα δείγματα γραφής της, οι αντιστάσεις αυτές εμπεριείχαν και το στοιχείο της απογοήτευσης που προέκυπτε από την αναντιστοιχία ανάμεσα στον οικουμενικό πανανθρώπινο χαρακτήρα των διακηρύξεών της και την καθημερινή πράξη των ανθρώπων, ανάμεσα στην αφηρημένη έννοια του πολίτη και τους συγκεκριμένους ανθρώπους, ανάμεσα στον ορθολογισμό και την κεφαλαιοκρατική εφαρμογή του.
Σε αυτή λοιπόν την περίοδο, από τα μέσα περίπου του 18ου αιώνα μέχρι και το τέλος του 19ου, μια περίοδο ανατροπών, ελπίδων και διαψεύσεων, χαμένων και νέων αξιών, εμφανίστηκε και ανδρώθηκε το ρομαντικό ρεύμα. Αυτό το ρεύμα, παρά τις όποιες χρονολογικές, εθνικές, ιδεολογικές και καλλιτεχνικές διαφοροποιήσεις του, παρά την όποια ύστερη αξιοποίησή του, υπήρξε ένα ρεύμα
348
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
αντίστασης και φυγής απέναντι στην τότε νέα τάξη. Μια ιδεολογική, λογοτεχνική και καλλιτεχνική αντίδραση απέναντι στις συνέπειες της βιομηχανικής επανάστασης και της αστικοποίησης της κοινωνίας, μια αντίδραση στην κυριαρχία του ορθολογισμού όπως αυτός αξιοποιήθηκε από την αστική τάξη, μια αντίδραση σε μια πολιτισμική ισοπέ- δωση υπό την κυριαρχία των αξιών του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης. Υπό αυτή την έννοια ο ρομαντισμός υπήρξε ένα αντικαπιταλιστικό ρεύμα και μια μορφή αντίστασης απέναντι στις αξίες μιας κοινωνίας η οποία κυριαρχούνταν όλο και πιο έντονα από την εμπο- ρευματική παραγωγή. Βεβαίως το ρομαντικό ρεύμα κυριαρχούνταν το ίδιο από μια ιδεαλιστική φιλοσοφική θεώρηση, μια σαφή πρόταξη του υποκειμενισμού και της φαντασίας απέναντι στην πραγματικότητα, διακατεχόταν από μια νοσταλγία του παρελθόντος, από μια νοσταλγία των τοπικών παραδόσεων απέναντι στον κοσμοπολιτισμό. Συνεπώς απέναντι σε ένα υλισμό που απελευθέρωνε αλλά και ταυτόχρονα σκλάβωνε μια κοινωνική πραγματικότητα η οποία έσπαγε τις αλυσίδες και ταυτόχρονα σφυρηλατούσε καινούργιες, απέναντι σε μια γενικευμένη εμπορευματοποίηση που απελευθέρωνε από τον εξωοι- κονομικό καταναγκασμό και ταυτόχρονα σκλάβωνε μέσω του οικονομικού καταναγκασμού και διεύρυνε την αποξένωση, απέναντι σε μια κοσμοπολίτικη κουλτούρα που άνοιγε νέους ορίζοντες, αλλά ταυτόχρονα ισοπέδωνε σημαντικές τοπικές παραδόσεις, η ρομαντική φυγή από τη νέα κοινωνική πραγματικότητα αποτελούσε μια κάποια διέξοδο, μια προσπάθεια αντίστασης στον υλικό πολιτισμό (civilisation) από τη σκοπιά της κουλτούρας (culture).
Αν οι κλασικοί του μαρξισμού αντιμετώπιζαν τη βιομηχανική επανάσταση ταυτόχρονα ως ελευθερώτρια και καταπιεστική, το ρομαντικό ρεύμα έριχνε το βάρος του στη δεύτερη αυτή πτυχή της, νοσταλγώντας μάλ
349
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
λον το μια για πάντα ξεπερασμένο παρελθόν (βλ. πιο αναλυτικά, 130).
Από αυτή λοιπόν τη σκοπιά, αυτή την αντίδραση τη διαπερνούσε πολύ συχνά ένας σαφής συντηρητισμός με τον οποίο δεν πρόκειται να ασχοληθούμε εδώ παρά μόνο για να υπογραμμίσουμε ότι μια συνάφεια ανάμεσα σε αυτή τη συντηρητική και την επαναστατική σκέψη, την οποία εύστοχα εντόπισε o Mannheim (141, 92), ο οποίος ταυτόχρονα επισήμανε ότι τα δυο αυτά ρεύματα ξεκινούν από θεμελιακά διαφορετικές στοχεύσεις, δεν ήταν εκτός πραγματικότητας στο πλαίσιο του αντι- καπιταλισμού που χαρακτήριζε και τα δύο.
Μάλιστα μπορούμε να πούμε ότι ο κλασικός μαρξισμός σε αντίθεση με τον καθεστωτικό θετικιστικό και τον εξελικτικό μαρξισμό, πέρα από το ζήτημα της αποξένωσης και της πνευματικής κατάπτωσης και ισοπέδω- σης που προσάπτει στον καπιταλισμό, είναι αναμφίβολο ότι περιέχει και άλλα στοιχεία ρομαντικού στοχασμού.
Κάτω από αυτό το πρίσμα, παρά τις διαφορετικές τους αφετηρίες, δεν είναι αδύνατον ούτε παράδοξο να συναντηθούν σε κοινές μορφές αντίστασης επαναστάτες μαρξιστές διανοούμενοι και νεορομαντικοί συντηρητικοί διανοούμενοι ενάντια στο σύγχρονο νεοφιλελεύθερο κοσμοπολιτισμό.
Είναι επίσης δεδομένο ότι αυτή η μορφή της ρομαντικής αντίστασης είχε σε ορισμένες περιπτώσεις σα φείς επαναστατικούς, σοσιαλιστικούς ή και αναρχικούς προσανατολισμούς, όπως για παράδειγμα συνέβη από τη μια με τους Charles Fourier, Moses Hess, και από την άλλη με τους Proudhon, Bakounin, Kropotkine ή ακόμη και πιο ευκρινώς μαρξίζοντες εκπροσώπους όπως ήταν o William Morris.
Έ τσ ι κάθε άλλο παρά συμπτωματικό είναι το γεγονός ότι πέρα από τον «κλασικό» ρομαντισμό, σπέρμα
350
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
τα ρομαντικού στοχασμού, που προσεγγίζουν ή και εντάσσονται στο μαρξισμό, ποτέ δεν έπαψαν να εμφανίζονται στο πλαίσιο του σύγχρονου προοδευτικού φιλοσοφικού στοχασμού, αλλά και κατά τη διάρκεια των σύγχρονων αντικαπιταλιστικών κινημάτων.
0 υπερρεαλισμός, ο υπαρξισμός, οι στοχασμοί του Ernst Bloch, του Marcuse, του Henri Lefebvre, η επαναστατική πορεία του Τσε, το κίνημα των χίπις, το κίνημα του Μάη του ’68 ή το οικολογικό κίνημα, ακόμη και συνθήματα όπως «φαντασία στην εξουσία» και «τα όνειρά μας εφιάλτες σας» παραπέμπουν δίχως αμφιβολία στο ρομαντικό ρεύμα.
Ας δούμε τώρα για ποιο λόγο θεωρούμε ότι η αναλογία ανάμεσα στην εποχή του ρομαντισμού και τη σημερινή μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη ενός νεορο- μαντικού ρεύματος.
Στην εποχή μας δεν συντελείται βεβαίως κάποια μετάβαση από έναν τρόπο παραγωγής σε κάποιον άλλο, ούτε έχουμε να κάνουμε με την εδραίωση κάποιου νέου τρόπου παραγωγής, όπως κατά την περίοδο της Βιομηχανικής Επανάστασης, οπότε είχαμε να κάνουμε με τη μετάβαση στην ουσιαστική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο και τη γενίκευση της εμπορευματικής παραγωγής. Παρ’ όλα αυτά όπως είδαμε, οι αλλαγές που συ- ντελούνται στο πλαίσιο της σύγχρονης «νέας τάξης» αφορούν όλους τους τομείς της ζωής, ενώ η απαξίωση της ανθρώπινης υπόστασης, της ίδιας της ανθρώπινης ζωής, που εκδηλώνεται με την πλέον βάρβαρη μορφή με τους συνεχείς πολέμους, η καταστροφή του περιβάλλοντος και συνεπώς της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση, η κυριαρχία του υλικού πολιτισμού, των πραγμάτων και του χρήματος πάνω στους ανθρώπους, η αποξένωση, η υπερεκμετάλλευση, ο πολιτισμικός ισοπεδωτισμός, ο νεοφιλελεύθερος «ορθολογισμός» αποτελούν θεμελια
351
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
κά χαρακτηριστικά της σύγχρονης βαρβαρότητας. Επομένως κι εμείς σήμερα θα μπορούσαμε, για να μιλήσουμε για τη βαρβαρότητα του δικού μας αιώνα, να χρησιμοποιήσουμε τον όρο «mal du siécle» (το κακό, τη συμφορά του αιώνα), που χρησιμοποιούσαν και οι ρομαντικοί του 19ου αιώνα. Υπάρχει συνεπώς μια ορισμένη ιστορική αναλογία ανάμεσα στο τότε και το σήμερα.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι αναμενόμενο να αναβιώσουν και στην εποχή μας αντιστάσεις ρομαντικού τύπου, ώ στε να μπορεί να γίνεται λόγος για νεορο- μαντικό ρεύμα. Στοιχεία όπως η άρνηση της ενσωμάτω- σης στη «νέα τάξη», ένας κάποιος αναχωρητισμός, μια τάση φυγής από τη σύγχρονη μουντή πραγματικότητα, ο αντιμοντερνισμός, η αναζήτηση μιας ζωής πιο κοντά στη φύση, η νοσταλγία του παρελθόντος, ο ουτοπικός, φανταστικός στοχασμός, η προσφυγή στις λαϊκές ρίζες, η υπεράσπιση των εθνικών παραδόσεων και της τοπικής κουλτούρας, η υπεράσπιση της θρησκευτικής παράδοσης και άλλα στοιχεία που χαρακτήριζαν το ρομαντικό κίνημα εμφανίζονται και πάλι ως αντίβαρο στην ενσω- μάτωση και τη νέου τύπου ομοιογενειοποίηση.
Συχνά μάλιστα ορισμένοι διανοούμενοι που θα επι- λέξουν να αντισταθούν στη σύγχρονη βαρβαρότητα, να αρνηθούν την ενσωμάτωση σε αυτή και την υποταγή στο βασίλειο του χρήματος θα προσπαθήσουν να κρατηθούν από όπου μπορούν, φτάνει να μην συμπαρασυρθούν από το τεράστιο παλιρροϊκό κύμα, από τη σύγχρονη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα. Έ τσι ιδιαίτερα στις αναπτυγμένες οικονομικά χώρες, όπου τα επαναστατικά υποκείμενα είναι είτε ανύπαρκτα, είτε έχουν παρασυρθεί από την αίγλη της αστικής εξουσίας, είτε έχουν μικρή απήχηση, οι νεορομαντικού τύπου διαφυγές θα αποτελέσουν και πάλι για ορισμένους από αυτούς ένα όχι ευκαταφρόνητο αποκούμπι.
352
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
Με δεδομένο μάλιστα ότι το ρομαντικό ρεύμα υπήρξε μια πνευματική κίνηση που εκδηλώθηκε κυρίως στο πολιτιστικό πεδίο, υπήρξε δηλαδή κυρίως ένα κίνημα της διανόησης που αφορούσε τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία και γενικότερα την τέχνη, και ότι σήμερα η μη καταφατική κουλτούρα μπορεί να μην αποτελεί το τελευταίο απομεινάρι του λόγου, όμως μαζί με το γενικότερο ρόλο της επαναστατικής διανόησης αποτελούν σημαντικούς παράγοντες αντίστασης, η προσφυγή σε νεορομαντισμού τύπου μορφές αντίστασης αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Και η συνειδητοποιημένη επαναστατική διανόηση έχει υποχρέωση να συμβάλει έτσι ώστε η νεορο- μαντική διανόηση να αποβάλει τα όποια αρνητικά χαρακτηριστικά της όπως ο τοπικισμός, ο εθνικισμός, η θρησκοληψία, η νοσταλγία του παρελθόντος, ο διανοου- μενίστικος ναρκισσισμός κ.ά. και να την οδηγήσει στην πάλη για την κομμουνιστική χειραφέτηση.
Όσον αφορά πιο ειδικά την ελευθεριάζουσα συνιστώσα αυτού του ρεύματος, το ζήτημα είναι κατά πόσο αυτή, παρά τις καλές προθέσεις της, είναι δυνατόν να ανταποκριθεί στο ρόλο της ανύψωσης της εργατικής συνείδησης, στο βαθμό που αναπτύσσεται εκτός και ξεκομμένη από το μαζικό λαϊκό κίνημα ή επιδιώκει να καλύψει το έλλειμμα ριζοσπαστισμού του από ατομικές επαναστατικές ενέργειες οι οποίες διακατέχονται από ένα αίσθημα ηρωικό μεν ελιτίστικο δε, που σε κάθε περίπτωση οδηγεί σε νέα αδιέξοδα.
Η άποψή μας είναι ότι, παρά τις ευθύνες της ενσωματωμένης αριστεράς για την εμφάνιση και απήχηση τέτοιων μορφών, μια και όπως ορθά παρατηρεί ο Λένιν ειδικά για την αναρχική έκφανσή τους αυτή «είναι συχνά ένα είδος τιμωρίας για τα οπορτουνιστικά αμαρτήματα του εργατικού κινήματος» (101, 15), αυτές δεν είναι δυνατόν να καλύψουν το κενό που δημιουργεί αυτή
353
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
η ενσωμάτωση. Και τούτο διότι από πολιτική σκοπιά δεν συνδέονται με το μαζικό κίνημα· από τη σκοπιά της αποτελεσματικότητας αυτές οι μορφές συχνά χρησιμοποιούνται ως πρόσχημα για την ένταση του κρατικού αυταρχισμού και της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας· από τη σκοπιά που επισήμανε o Víctor Hugo αλλά και ο Λένιν δεν μπορείς να βιάζεις ένα λαό να προχωρεί παρά τη θέλησή του πιο γρήγορα από όσο επιθυμεί· τέλος, κάτι που δεν φαίνεται να προκύπτει ως κριτική στο πλαίσιο του κλασικού μαρξισμού, από ηθική σκοπιά, στο βαθμό που πρόκειται για μορφές ατομικής τρομοκρατίας, αυτές οι μορφές, αποτελώντας υιοθέτηση της ηθικής του ταξικού αντιπάλου από ένα κατ’ εξοχήν ανθρωποκεντρικό ρεύμα, δεν οδηγούν στη διαμόρφωση μιας διαφορετικής συνείδησης, αλλά στην αναπαραγωγή της κυρίαρχης συνείδησης η οποία και κινδυνεύει να παγιωθεί και μετεπαναστατικά.
Έ τσι το πάθος και η επαναστατική εντιμότητα που δίχως αμφιβολία διακρίνει σε ατομικό επίπεδο αυτή τη νεορομαντική αντίδραση και πιο ειδικά τις θεαματικές βίαιες εκφάνσεις της δεν είναι ικανά να καλύψουν την ανεπάρκεια του μαζικού κινήματος ούτε τη ρεφορμι- στικοποίησή του. Έ ξ ω και ξεκομμένες από το μαζικό κίνημα τέτοιες μορφές αντίστασης δεν συμβάλουν στην προώθηση της επαναστατικής συνειδητοποίησης ούτε πλήττουν αποτελεσματικά το κεφάλαιο.
Σε κάθε περίπτωση όμως δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε αυτό που τόνιζε ο Λένιν στο «Ο Μαρξισμός για το κράτος» (122, τ. 33, 171), ότι δηλαδή «από τους οπορτουνιστές που “χυδαιοποίησαν,· αμαύρωσαν τον Μαρξ και τον Έ νγκελς” μας χωρίζουν πιο βαθιές, “πιο αιώνιες αλήθειες”» απ’ ό,τι από τους αναρχικούς με τους οποίους, παρά τις όποιες διαφωνίες μας, είμαστε στο ίδιο μετερίζι απέναντι στην αστική εξουσία.
354
Ηεφάϋαιο 11
Επαναστατική (¡ιανόηση και κομμουνιστικά κόμματα
11.1 Εισαγωγικά
Η α ν α φ ο ρα ς τ η ς χ ε ς η της επαναστατικής διανόησης με το επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης είναι προφανές ότι προϋποθέτει από μέρους μας την αναγκαιότητα ύπαρξης μιας τέτοιας οργάνωσης και στην εποχή μας. Δίχως να έχουμε τη δυνατότητα να αναπτύξουμε αναλυτικά στο πλαίσιο τούτης της μελέτης την επιχειρηματολογία μας υπέρ αυτής μας της θέσης, που για πολλούς κάθε άλλο παρά αυτονόητη είναι, θεωρούμε σκόπιμο αν μη τι άλλο επιγραμματικά να αναφέρουμε τα βασικά επιχειρήματα που μας έχουν οδηγήσει στο παραπάνω συμπέρασμα:
- Η μέχρι σήμερα αρνητική εξέλιξη της συντριπτικής πλειονότητας των κομμουνιστικών κομμάτων των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών δεν αποτελεί απόδειξη της μη αναγκαιότητάς τους, όπως άλλωστε και η κατάρρευση της προσπάθειας της σοσιαλιστικής μετάβασης κάθε άλλο παρά αποτελεί απόδειξη του ξεπ ερ α σμένου χαρακτήρα της. Ακόμη δεν αποτελεί απόδειξη του ξεπερασμένου χαρακτήρα των λενινιστικών αρχών
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
οργάνωσης του κόμματος, στο βαθμό που αυτές δεν εφαρμόστηκαν στη συνέχεια στην πράξη ούτε κατ’ ελάχιστο από τα περισσότερα κομμουνιστικά κόμματα.
- Το αυθόρμητο εργατικό, λαϊκό κίνημα, πόσο μάλλον τα μερικά μη πολιτικά, μη καθολικά, κοινωνικά κινήματα είναι ανεπαρκή από μόνα τους να διαμορφώσουν μια επαναστατική συνείδηση, είναι ανίκανα να οδηγήσουν σε ένα καθολικό ριζοσπαστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, πολύ περισσότερο όταν η ανάπτυξη του καπιταλισμού συνοδεύεται από την ένταση και τη γενίκευση της αποξένωσης.
Χρειάζεται συνεπώς μια πρωτοπορία που θα ανα- δείξει την κρυμμένη επαναστατικότητα των μαζών και θα τις οδηγήσει στην επανάσταση.
- Οι τεράστιοι μηχανισμοί καταστολής που διαθέτει το κεφάλαιο δεν αντιμετωπίζονται δίχως μια οργάνωση της εργατικής τάξης και είναι τουλάχιστον αφελές να πιστεύει κανείς ότι θα ξυπνήσει ένα πρωί και το αυθόρμητα το εξεγερμένο «πλήθος» θα έχει καταλάβει και κυρίως θα μπορέσει να κρατήσει την εξουσία.
- Η ταξική πάλη είναι πόλεμος. Η απελευθέρωση των καταφρονεμένων είναι ο πιο μεγάλος παγκόσμιος πόλεμος, πόλεμος διαρκείας, σκληρός και αδυσώπητος, η βιαιότητα του οποίου εξαρτάται από την αντίσταση της αστικής τάξης. Και όπως θυμόμαστε ότι τόνιζε ο Πλάτωνας αλλά και ο Ένγκελς, αυτός ο πόλεμος χρειάζεται ναύτες αλλά και καπεταναίους, χρειάζεται στρατό αλλά και στρατηγείο, δίχως αυτό να σημαίνει μισθοφόρους, πειθήνια όργανα, υποταγμένους σε ανεξέλεγκτους στρατηγούς.
- Το ότι οι Μαρξ και Ένγκελς αφιέρωσαν το Μανιφέστο ., «το ιστορικό ντοκουμέντο [που οι ίδιοι απαγόρευσαν στους εαυτούς τους] το δικαίωμα να το τροπο
356
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
ποιήσουν» (166 ,11 ), στο κόμμα δεν είναι τυχαίο. Η όλη τους συλλογιστική, την οποία και αναπτύξαμε προηγουμένως, τους οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η εργατική τάξη χρειάζεται μια πρωτοπόρα οργάνωση για να φέρει σε πέρας την απελευθερωτική αποστολή της. Η άμορφη μάζα από μόνη της είναι ανίκανη να την επ ιτε- λέσει. Αυτή η μεγάλη αλήθεια όχι μόνον δεν έχει ξεπ ε- ραστεί, αλλά στην εποχή μας ισχύει με το παραπάνω και μάλιστα σήμερα απαιτείται, πέρα από την ύπαρξη των κατά χώρα κομμουνιστικών κομμάτων, αν όχι η επανίδρυση μιας Διεθνούς τους, οπωσδήποτε ο συντονισμός της δράσης τους.
- Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί o Slavoj Zizek, το μεγάλο δίδαγμα του Λένιν για την εποχή μας είναι ότι: «πολιτική [και μάλιστα επαναστατική] δίχως την οργανωτική μορφή του κόμματος είναι πολιτική δίχως πολιτική» ή διαφορετικά είναι το ίδιο σαν να θέλει κάποιος την επανάσταση δίχως επανάσταση (235, 33).
Βεβαίως όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι δεν χρειάζεται μια εκ θεμελίων επανεξέταση και μελέτη των μορφών της επαναστατικής οργάνωσης, έτσι ώ στε αυτή να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες συνθήκες, με βάση τη θετική και κυρίως αρνητική ιστορική εμπειρία κατά την οποία το κόμμα από μέσο μετατράπηκε σε αυτοσκοπό, από απελευθερωτή σε νέο δυνάστη και εξουσιαστικό, καταπιεστικό μηχανισμό. Άλλο όμως αυτό και άλλο η άρνηση της αναγκαιότητας ύπαρξης μιας πρωτοπόρας επαναστατικής οργάνωσης.
Αυτό λοιπόν που υποστηρίζουμε είναι ότι, όπου δεν υπάρχουν μαζικά κομμουνιστικά κόμματα, πρέπει να επανιδρυθούν στη βάση της ιστορικής εμπειρίας, των σύγχρονων αναγκών και της κομμουνιστικής προοπτικής την οποία καλούνται να προτάξουν.
Όπου υπάρχουν κατ’ όνομα, ενώ στην πραγματικό
357
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
τητα αποτελούν δεκανίκι της αστικής εξουσίας, θα πρέπει να αποκαλύπτεται ο συντηρητικός τους ρόλος και να δημιουργούνται νέα στην ίδια με την προηγούμενη περίπτωση βάση.
Τέλος όπου υπάρχουν και αν μη τι άλλο αντιστέκονται στη νέα παγκόσμια τάξη και διατηρούν ένα αντι- καπιταλιστικό χαρακτήρα, όπως στην Ελλάδα, θα πρέπει να γίνει προσπάθεια να ενισχυθούν και να ανανεωθούν, έτσι ώ στε να ανταποκρίνονται στο ρόλο του σύγχρονου πολιτικού υποκειμένου της διευρυμένης εργατικής τάξης, του σύγχρονου επαναστατικού συλλογικού διανοούμενου.
Μια δεύτερη προϋπόθεση που εξυπακούεται από τον τίτλο τούτου του κεφαλαίου είναι ότι, υπάρχοντος του επαναστατικού κόμματος, η επαναστατική διανόηση θα πρέπει να δραστηριοποιείται μέσα σε αυτό. Πέρα από όσα προκύπτουν από τα κεφάλαια που προηγήθη- καν, αυτή μας η θέση προκύπτει: από την αντίληψή μας για την προτεραιότητα της ιδιότητας του επαναστάτη σε σχέση με εκείνη του διανοούμενου στη συγκρότηση της προσωπικότητας του επαναστάτη διανοούμενου· από την απόρριψη του διανοουμενίστικου ελιτισμού ο οποίος δεν συνάδει με τον επαναστατικό χαρακτήρα· από τη χρησιμότητα που έχει τόσο για τη διανόηση όσο και για την εργατική τάξη ο αμοιβαίος αλληλοεπηρεα- σμός τους ως φορέων διαφορικής ποιότητας ανθρώπινου πλούτου· από την πρακτική αδυναμία της διανόησης να βρίσκεται σε άμεση επαφή με το εργατικό κίνημα αν δεν συμμετέχει οργανικά στο κόμμα της εργατικής τάξης, μια αδυναμία η οποία έχει άμεσες επιπτώ σεις και στο θεωρητικό της έργο· τέλος από το γεγονός ότι το ίδιο το επαναστατικό κόμμα θα πρέπει να λειτουργεί ως συλλογικός διανοούμενος.
Η προβληματική συνεπώς για τη σχέση της επανα
358
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
στατικής διανόησης με την εργατική τάξη, που αφήσαμε ανοιχτή από το δεύτερο κεφάλαιο, μετατρέπεται σε προβληματική για τη σχέση της εργατικής τάξης με το κόμμα, και τελικά για τη θέση της μέσα στο κόμμα.
Το ζήτημα λοιπόν που θα μας απασχολήσει σε αυτό το κεφάλαιο είναι η σχέση της διανόησης με αυτή την επαναστατική οργάνωση της σύγχρονης εργατικής πρωτοπορίας, η οποία πέραν των άλλων θα πρέπει να έχει το χαρακτήρα του συλλογικού διανοούμενου της εργατικής τάξης και στο πλαίσιο της οποίας θα πρέπει να σφυρηλατείται η ενότητα εμπειρίας και θεωρητικής γνώσης.
Επισημαίνοντας αρχικά τις αρνητικές παραδόσεις και τις υπαρκτές εγγενείς δυσκολίες διαμόρφωσης μιας οργανικής ενότητας της εργατικής τάξης με τη διανόηση και τη συνύπαρξη της πολιτικής με τη θεωρητική πράξη και στη συνέχεια τη σχέση της μετάλλαξης των επαναστατικών οργανώσεων σε ρεφορμιστικά ή δογματικά πατριαρχεία με την αποστροφή τους προς την επαναστατική διανόηση, θα προσπαθήσουμε να δούμε κάτω από ποιες προϋποθέσεις είναι δυνατή η ύπαρξη και λειτουργία αυτού του συλλογικού διανοούμενου που θα διασφαλίζει αυτή την ενότητα.
11.2 Τα δεσμά της αρνητικής παράδοσης
Υπάρχει μια «κατάρα» που συνοδεύει τη σχέση του οργανωμένου εργατικού κινήματος με τη διανόηση, η οποία δυστυχώς δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως παιδική του αρρώστια που στην πορεία ξεπεράστηκε.
Η κατάρα αυτή είναι ο εργατισμός. Πρόκειται για τη «στάση που προβάλλει, σε σημείο να καθιστά συχνά αποκλειστική, την παρουσία εργατών στο επάγγελμα,
359
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
στην καθοδήγηση ή ακόμα και την αντιπροσώπευση των οργανώσεων του εργατικού κινήματος. [...] Το πόρισμά του είναι η καχυποψία και ορισμένες φορές ο οστρακισμός απέναντι [...] στους διανοούμενους» (79, 834).
Η πρώτη και η πλέον σημαντική εκδήλωση του ερ- γατισμού εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια του 1ου Συνεδρίου της Διεθνούς Ένωσης Εργατών (Γενεύη, 1866). Ο πολίτης Tolain του γαλλικού τμήματος, προυντονικής ιδεολογίας, στην προσπάθειά του να αποκλείσει τον Μαρξ από το Συνέδριο, πρότεινε η ιδιότητα του χειρώ- νακτα εργάτη να αποτελεί προϋπόθεση για τη συμμετοχή ως αντιπροσώπου στο Συνέδριο: «Εάν δεχτούμε ανθρώπους που ανήκουν σε άλλες τάξεις, θα ήταν σαν να δηλώναμε ότι το συνέδριο δεν εκπροσωπεί τις διαθέσεις των εργατικών τάξεων, ότι δεν γίνεται για τους εργαζόμενους, και πιστεύω ότι είναι χρήσιμο να δείξουμε στον κόσμο ότι είμαστε αρκετά προχωρημένοι για να δράσουμε από μόνοι μας» (23, 2). Αυτά δήλωνε o Tolain. Τελικά η πρότασή του απορρίφθηκε με ψήφους 25 έναντι 20 (79, 834).
Πέντε χρόνια μετά την Παρισινή Κομμούνα, στο πρώτο Εργατικό Συνέδριο που συγκλήθηκε στο Παρίσι (1876), εκφράζεται και πάλι η δυσπιστία απέναντι στη διανόηση. Οι αντιπρόσωποι αποφασίζουν ότι κανείς δεν θα μπορούσε να πάρει το λόγο «αν δεν είναι εργάτης και αν δεν εκπροσωπεί τη συνδικαλιστική του οργάνωση ή κάποια άλλη εργατική ένωση ή έστω κάποια ομάδα εργατών» (79, 834).
0 εργατισμός, του οποίου η ιστορία δεν έχει ακόμη αντιμετωπιστεί σε όλη του την πολυπλοκότητα (79, 834), συνεχίζει δυστυχώς να διαποτίζει ακόμη το εργατικό κίνημα, και πιο συγκεκριμένα τα κομμουνιστικά κόμματα, από τη μια προστατεύοντάς τα θεωρητικά
360
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
τουλάχιστον από τις διανοουμενίστικες μεταπτώσεις και μικροαστικές παρεκκλίσεις, από την άλλη όμως αποστερώντας τα από τη συμβολή που η διανόηση μπορεί να έχει ως παραγωγός θεωρητικής γνώσης και παιδαγωγός.
Η αλήθεια είναι ότι αυτή η δυσπιστία απέναντι στη διανόηση δεν είναι αβάσιμη. Κατ’ αρχήν στο βαθμό που, όπως είδαμε, οι διανοούμενοι δεν έχουν οργανικά παραχθεί από τις μη προνομιούχες τάξεις, είναι λογικό να αντιμετωπίζονται με κάποια δυσπιστία.
«Ένα φράγμα χωρίζει λοιπόν τον διανοούμενο από τους ανθρώπους των οποίων θέλει να αποκτήσει τη σκοπιά και που είναι η οικουμενοποίηση» (212, 55).
Ό πως είδαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο, οι περισσότεροι διανοούμενοι επιλέγουν να ενσωματωθούν στο βασίλειο του κεφαλαίου ή του κράτους του παρά να ταχθούν με το μέρος της εργατικής τάξης. Επιλέγουν δηλαδή, όπως επισήμαινε ο Τρότσκι, «τη γραμμή της ελάσσονος αντίστασης» (224, 5).
Ορισμένοι από αυτούς, ακολουθώντας το ρεύμα, προσεγγίζουν το εργατικό κίνημα όταν αυτό έχει μια ανοδική πορεία, πολύ δε περισσότερο όταν κατακτά την εξουσία, οπότε και μετατοπίζονται προς το στρατόπεδο των νικητών το οποίο και εγκαταλείπουν όταν περνάει κρίση. Έ τσι συνέβη μετά την καπιταλιστική παλινόρθωση, οπότε έψαχνες να βρεις με το φανάρι τους διανοούμενους εκείνους που συνέχιζαν να δηλώνουν μαρξιστές, ενώ τα περισσότερα πρώην υψηλόβαθμα στελέχη των Κ.Κ. των «σοσιαλιστικών» χωρών με- τατράπηκαν σε στελέχη της νέας καπιταλιστικής εξουσίας.
Εξάλλου, όπως υπογραμμίζει o Georges Sorel, δεν είναι λίγα τα παραδείγματα διανοουμένων που με τη
361
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
μεγαλύτερη ευκολία μετατρέπονται από προπαγανδι- στές των σοσιαλιστικών ιδεών σε προπαγανδιστές της πιο χυδαίας αστικής προπαγάνδας (216, 2).
Αλλά ακόμη και οι διανοούμενοι εκείνοι που εντάσσονται στα κομμουνιστικά κόμματα δεν αποκλείεται καθόλου μέσα από αυτή τους την ένταξη να αναζητούν να αναδειχτούν κοινωνικά, να βρουν μέσω του κόμματος τη μη αποδεκτή σε κοινωνικό επίπεδο ιδιαιτερότη- τά τους και να αντιμετωπίζουν τους εργάτες σαν στρατιώτες υπό τη δική τους στρατηγία.
Ας θυμηθούμε ακόμη πώς ο Λένιν αντιμετώπιζε στο Τι να κάνουμε την αναγκαιότητα των συμμαχιών με τους διανοούμενους, αυτούς τους «ασταθείς ανθρώπους» (91, 16) και ότι θεωρούσε «υποχώρηση» την αξιοποίηση των αστών διανοουμένων μετά την επανάσταση του 1917.
Έ τσι ο διανοούμενος που συνειδητά αποφασίζει να εγκαταλείψει την τάξη του και να υιοθετήσει την κομμουνιστική ιδεολογία βρίσκεται σε μια ιδιόμορφη κατάσταση. «Η τάξη του δεν τον θέλει κι αυτός δεν τη θ έ λει, αλλά και καμιά άλλη τάξη δεν ανοίγει την πόρτα της να τον δεχτεί [...] και υποχρεώνεται έτσι να ζει στο περιθώριο των μη προνομιούχων τάξεων εξαιτίας των καταστατικών ατελειών του» (212, 65).
Βεβαίως πολύ συχνά αυτή η θεμιτή δυσπιστία απέναντι στη διανόηση, η οποία στην ακραία της μορφή μπορεί να καταλήξει στον εργατισμό, προβάλλεται προσχηματικά όχι από τους ίδιους τους εργάτες, αλλά από πρώην εργάτες που υπερασπίζονται μάλλον τη στελεχική κομματική τους θέση παρά την εργατική καθαρότητα.
Πέρα όμως από τον εργατισμό, υπάρχει μ ια δυσκολία συντονισμού ανάμ εσα στην πολιτική δράση , φ ορέας της οπ οίας είναι το κόμμα , και την επιστημονική δ ρ α στηριότητα της διανόησης, ανάμεσα στην ίδια την πρά
362
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
ξη και τη θεωρία, η οποία αντικειμενικά δυσκολεύει τη συνύπαρξη της ιδιότητας του μέλους του κόμματος και της ιδιότητας του διανοούμενου.
Αν για μια επιστημονική κοινότητα ο κύριος στόχος είναι η γνώση, για την κομματική κοινότητα ο κύριος στόχος είναι η πρακτική οργάνωση της δράσης για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων. Βεβαίως δράση δεν σημαίνει τακτικισμός και γνώση δεν σημαίνει γνώση για τη γνώση. Παρ’ όλα αυτά ο συνδυασμός των δυο δεν είναι πάντα εύκολος και ο κίνδυνος της πνευματικής προλεταριοποίησης στο όνομα μιας αποτελεσματικής πειθαρχίας ελλοχεύει πάντοτε.
Έ τσ ι στο πλαίσιο του κόμματος η αντίθεση ανάμεσα στον «ρεαλισμό» ή πολιτικό «πραγματισμό» και στην αναγκαία θεωρητική αναζήτηση σε βάθος χρόνου είναι μια πραγματική αντίθεση. Και ο κίνδυνος υποταγής της θεωρίας στην πολιτική αποτελεσματικότητα ή ακόμη μετατροπής των διανοουμένων σε εκ των υστέρων θεω- ρητικοποιούς της πολιτικής τακτικής είναι υπαρκτός.
Από την άλλη το κόμμα δεν είναι δυνατόν να λειτουργεί με τους κανόνες και τους ρυθμούς της θεωρητικής έρευνας, της συνεχούς αμφιβολίας που αυτή απαιτεί και της μακρόπνοης θεωρητικής αναζήτησης.
Αλλά ακόμη και αν δεχτούμε ότι το κόμμα ως πολιτικός φορέας αναπτύσσει μια αναζήτηση όχι λιγότερο έντονη από την επιστημονική έρευνα και ότι αυτή η τ ε λευταία δεν είναι λιγότερο συγκεκριμένη από την πολιτική, ότι δηλαδή λειτουργεί η ενότητα πολιτικής πράξης και θεωρητικού προβληματισμού, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Γάλλος κομμουνιστής διανοητής Luden Séve, δεν παύει να υπάρχει μια διαφορά οπτικής γωνίας. «Η πολιτική κινητοποιεί τη γνώση από την οπτική γωνία της δράσης· η επιστημονική έρευνα ερωτά [ερευνά] τη δράση από την οπτική γωνία της γνώσης. Για την πολιτι
363
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
κή, οι καλές ερωτήσεις είναι αυτές της επικαιρότητας· για την επιστημονική έρευνα είναι η ίδια η επικαιρότητα μια ερώτηση. Για την πολιτική εκείνο που αποφασίστη- κε, αποφασίστηκε- για την έρευνα εκείνο το οποίο στοχάζεται παραμένει πάντα υπό στοχασμό. Για την πολιτική να ξέρεις να κλείνεις μια συζήτηση αποτελεί προϋπόθεση της επιτυχίας- για την έρευνα να ξέρεις να την ανοίγεις αποτελεί προϋπόθεση προόδου κ .ο .κ .» (214, 256).
Ακόμη και σε συνδυασμό με τα παραπάνω, υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά ως προς την αντιμετώπιση του χρόνου από τις δύο πλευρές. Η πολιτική δεν μπορεί να περιμένει. Η επιστημονική έρευνα για να είναι σοβαρή χρειάζεται χρόνο και αν πιεστεί κινδυνεύει να καταλή- ξει σε επιπόλαια αν όχι λαθεμένα συμπεράσματα.
Ας πάρουμε ένα ενδεικτικό παράδειγμα στρατηγικής σημασίας για το εργατικό κίνημα: το σοσιαλισμό. Είναι προφανές ότι ένα κομμουνιστικό κόμμα δεν είναι δυνατόν να αναστείλει τη δράση του μέχρι να ολοκληρώσει τις αναλύσεις του σχετικά με την ιστορική εμπειρία του «υπαρκτού σοσιαλισμού», τις αιτίες της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, των χαρακτηριστικών του σοσιαλισμού που προτείνει. Από την άλλη πώς είναι δυνατόν να υπάρχει μια ξεκάθαρη στρατηγική και μια τακτική που να υποτάσσεται σε αυτή αν δεν έχουν λυθεί αυτά τα θεμελιώδη θεωρητικά ζητήματα;
Συνεπώς υπάρχει μια αντικειμενική δυσκολία, μια πραγματική ένταση κατά τη συνύπαρξη της ιδιότητας του κομματικού μέλους και αυτής του διανοούμενου.
Υπάρχει ακόμη μια άλλη εγγενής ένταση που δεν αφορά μόνο τη σχέση της διανόησης με το κόμμα, αλλά που διαπερνά κατ’ εξοχήν αυτή τη σχέση. Πρόκειται για την ένταση που προκύπτει ανάμεσα σε ορισμένα στοιχεία του διαφωτισμού και σε ορισμένα στοιχεία του ρομαντισμού που ο μαρξισμός επιδίωξε να συνενώσει
364
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
υπό μια ποιοτικά διαφορετική ενότητα και τούτο ξε- περνώντας τόσο τη θετικιστική, μηχανιστική αντίληψη του ορθολογισμού του Διαφωτισμού όσο και το αντιεπιστημονικό πάθος του ρομαντισμού.
Έ τσ ι από τη μια η αποδοχή του ρόλου του ορθολογισμού και της επιστήμης και από την άλλη η αναγνώριση του ρόλου του ανθρώπινου παράγοντα και του ψυχικού, συναισθηματικού του κόσμου στο πλαίσιο της μαρξιστικής θεώρησης διαμορφώνει μια σειρά από εντάσεις με τις οποίες το κόμμα είναι υποχρεωμένο να λειτουργεί.
Το ζήτημα είναι κατά πόσο τα κομμουνιστικά κόμματα συμβάλλουν ή όχι στην υπέρβαση αυτών των αντικειμενικών δυσκολιών, όταν αυτό είναι δυνατόν, ή λειτουργούν επιλύοντας με τον πλέον αυθαίρετο τρόπο αυτές τις εντάσεις.
Η μέχρι τώρα ιστορική εμπειρία οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα περισσότερα κομμουνιστικά κόμματα, μέσα από μια εξέλιξη που χαρακτηρίζεται από τη μ εταλλαγή τους από επαναστατικές οργανώσεις σε ρ εφορμιστικά ή δογματικά πατριαρχεία, δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στο διαλεκτικό συνδυασμό της δύναμης του λογικού με το επαναστατικό πάθος, της επιστήμης με την πίστη, του πολιτικού σχεδιασμού με τη λαϊκή αυτενέργεια, ενώ οδηγήθηκαν στο να αποστρέ- φονται την επαναστατική θεωρία και κατ’ επέκταση την επαναστατική διανόηση.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες ούτε αυτά τα κόμματα ήταν δυνατόν να ανέχονται την επαναστατική διανόηση ως τέτοια ούτε οι επαναστάτες διανοούμενοι είχαν κανένα λόγο να εντάσσονται ή ακόμη και να συνεργάζονται με αυτά.
Σε ένα εκπληκτικό κεφάλαιο από το βιβλίο του Η κα- ταγύχρή του χριστιανισμού ο Κάουτσκυ περιγράφει τη
365
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
μετεξέλιξη «των αρχικών χριστιανικών κοινοτήτων που έμοιαζαν με κοινότητες μιας προλεταριακής κοινωνίας» (73, 480) στον αντίποδα τους, δηλαδή σε ένα «γραφειοκρατικό μηχανισμό» (73, 494) υπό την εξουσία των επισκόπων (73, 495), όπου το «ιερατείο μετατράπηκε από ταπεινό “υπηρέτη των δούλων του Θεού” σ’ απόλυτο αφεντικό τους». Έ τσι «η οργάνωση ενός προλεταριακού επαναστατικού κομμουνισμού έγινε το πιο πιστό στήριγμα του δεσποτισμού και της εκμετάλλευσης, η πηγή ενός νέου δεσποτισμού και νέας εκμετάλλευσης. [Ετσι] η νικηφόρα χριστιανική κοινότητα κατάντησε από κάθε άποψη ακριβώς ο αντίποδας της κοινότητας εκείνης που πριν είχαν ιδρύσει οι φτωχοί ψαράδες και αγρότες της Γαλιλαίας και οι προλετάριοι της Ιερουσαλήμ. Κι ο σταυρωμένος Μεσσίας έγινε το πιο σίγουρο στήριγμα της αποσυντεθειμένης και κακόφημης εκείνης κοινωνίας που η Μεσσιανική κοινότητα τόσο ήθελε να την καταστρέψει από τα συθέμελά της» (73, 497).
Η αναλογία αυτής της εξέλιξης με εκείνη των περισσότερων κομμουνιστικών κομμάτων είναι εντυπωσιακή.
Στο πλαίσιο τούτης της μελέτης είναι προφανές ότι δεν είναι δυνατόν να επεκταθούμε στις βαθύτερες αιτίες αυτής της μετεξέλιξης από επαναστατικές οργανώσεις σε γραφειοκρατικά πατριαρχεία. Ένα είναι β έβαιο. Ότι αυτή η οργανωτική μετάλλαξη συνδέεται διαλεκτικά με την πολιτική μετάλλαξη αυτών των κομμάτων. Η γραφειοκρατικοποίησή τους με τη λενινιστική έννοια της απόσπασης της ηγεσίας από τη βάση (βλέπε πιο αναλυτικά 207) συνδέεται διαλεκτικά με την αποε- παναστατικοποίησή τους.
Με άλλα λόγια υποστηρίζουμε ότι η ρεφορμιστικό- ποίηση ή η δογματοποίηση αυτών των κομμάτων, η μ ετατροπή τους από πρωτοπόρα κόμματα που προωθούν το αυθόρμητο κίνημα προς την επαναστατική συνείδη
366
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
ση και δράση σε κόμματα που επιδιώκουν την ενσωμά- τωση αυτού του κινήματος στην αστική τάξη πραγμάτων ή σε κόμματα αυτοσκοπό ή σε κόμματα εξουσίας που στόχευαν στην ενδυνάμωση παρά στην απονέκρω- ση του κράτους, είχε ως συνέπεια και την οργανωτική μετάλλαξή τους, η οποία με τη σειρά της επιδρούσε στο να χάσουν παραπέρα την επαναστατικότητά τους.
Όταν ένα κόμμα από οργάνωση που στοχεύει στο ριζοσπαστικό επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας μετατρέπεται σ’ έναν οικονομίστικο μηχανισμό, όταν η επαναστατική στρατηγική υποκαθίσταται στην καλύτερη των περιπτώσεων από μια διεκδικητική τακτική και στη χειρότερη από την επιδίωξη συμμετοχής στην αστική εξουσία, όταν ο «ρεαλισμός» και ο «πραγματισμός» αντικαθιστούν το επαναστατικό όραμα, όταν με άλλα λόγια το κόμμα μετατρέπεται από επαναστατική πρωτοπορία σε έναν ακόμη μηχανισμό ενσωμάτωσης, τότε είναι βέβαιο πως όχι μόνον δεν χρειάζεται την επαναστατική θεωρία αλλά και την αντιμετωπίζει εχθρικά.
Το ίδιο συμβαίνει όταν στο κόμμα κυριαρχεί ο δογματισμός, ο οποίος ας μην ξεχνάμε ότι ιστορικά τουλάχιστον εκφράστηκε με την ακραία απλοποίηση του μαρξισμού, με την απλοϊκή αναγωγή του «σε τελευταία ανάλυση» στον οικονομικό παράγοντα ή με άλλα λόγια με τη μετατροπή του σε «θεωρητικό» οικονομισμό. Αυτή η τάση είναι που κυριάρχησε στο εργατικό κίνημα με τον κρατικό καθαγιασμό του μαρξισμού και τη μετατροπή του σε επίσημη φιλοσοφία, τη δεκαετία του ’30, οπότε και είχαμε να κάνουμε με μια νέα θεολογία και το ιερατείο της παρά με μια επαναστατική θεωρία και τους επαναστάτες της. Η επαναστατική θεωρία εξέπ εσε τότε, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί o Althuser, «σε απλή ιδεολογία της πραγματιστικής νομιμοποίησης της εξουσίας» (4, 417), η γνώση ταυτίστηκε με την εξουσία,
367
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
η αλήθεια με τον πολιτικό οπορτουνισμό, το κόμμα από μεσολαβητής και μέσο μετατράπηκε σε αφέντη και αυτοσκοπό και ο μαρξισμός-λενινισμός μετατράπηκε σε ευαγγέλιο που ως τέτοιο έπαψε να αναπτύσσεται.
Σε αυτή την περίπτωση συνέβη αυτό που πρόβλεπε o Lukács, δηλαδή «κάθε δογματισμός στη θεωρία και κάθε αποστέωση στην οργάνωση καταλήγει να είναι μοιραίος για το κόμμα» (131, 13).
Αυτή η λογική της μοναδικής αλήθειας που εκπορεύεται από τον κομματικό μηχανισμό έχει καταγγελθεί τόσο από το μπολσεβίκικο κόμμα και μάλιστα στην μετά Λένιν περίοδο όσο και από τον ίδιο τον Μαρξ.
«Αν ωστόσο, δεχτούμε την άποψη μιας λογοτεχνίας κατευθυνόμενης από την κρατική εξουσία, με κάθε είδους προνόμια, να είμαστε βέβαιοι πως η προλεταριακή λογοτεχνία θα καταστραφεί εκ γενετής», έγραφε ο Μπουχάριν το 1924 (227, τ. 1, 275). Και στη βάση αυτής της λογικής το μπολσεβίκικο κόμμα με απόφασή του στον τομέα των γραμμάτων του 1924, ξεκαθάριζε ότι: «Το κόμμα δεν μπορεί να παραχωρήσει το λογοτεχνικό μονοπώλιο σε καμιά ομάδα, έστω κι αν αυτή ήταν η πιο προλεταριακή όσον αφορά στην ιδεολογία της: τούτο θα είχε ως συνέπεια το θάνατο της προλεταριακής λογοτεχνίας» (227, τ. 1, 470).
Αλλά και ο ίδιος ο Μαρξ καταγγέλλει τη μοναδικότητα της όποιας «επίσημης» αλήθειας. «Θαυμάζετε τη γοητευτική ποικιλία, τον ανεξάντλητο πλούτο της φύσης. Δεν ζητάτε από το ρόδο να έχει το άρωμα της βιολέτας, ωστόσο κατά τη γνώμη σας το Πνεύμα, ό,τι πιο πλούσιο στον κόσμο, δεν πρέπει να υπάρχει παρά μόνο μ’ έναν τρόπο [...] το γκριζω- πό! Να το μόνο χρώμα που έχει κανείς την ελευθερία να χρησιμοποιήσει. Η παραμικρότερη δροσοσταλίδα που επ ά νω της πέφτει μια ηλιαχτίδα σπιθοβολάει με ανεξάντλητο
368
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
παιγνίδισμα χρωμάτων - ο ήλιος ωστόσο του πνεύματος, όσα κι αν είναι τα πράγματα κι όποια κι αν είναι η φύση τους, που σε αυτά επάνω καθρεφτίζεται, δεν μπορεί να δώ σει παρά ένα μόνο χρώμα το επίσημο» (148, τ. 1, 112).
Σε κάθε περίπτωση το ίδιο το «απ’ έξω », νοούμενο ως «αυθεντική» ερμηνεία των γραφών, από κάποιον κομματικό μηχανισμό εγκυμονεί τον κίνδυνο να λειτουργήσει ως υπεράσπιση ενός ανεπηρέαστου από την πραγματική ζωή δόγματος, κάτι που ούτως ή άλλως κάθε άλλο παρά προσιδιάζει στην ίδια τη φύση του μαρξισμού, και να οδηγηθούμε έτσι σε μια στείρα αντιπαράθεση «ορθοδοξίας» και «αναθεώρησης» που αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα δράματα της ιστορίας του μαρξισμού και μια από τις πλέον σημαντικές αιτίες της στείρωσής του.
Και στις δυο προηγούμενες περιπτώσεις του ρεφορμισμού και του δογματισμού, όσο και αν αυτές φαντάζουν αντιθετικές, υπάρχει μια κοινή βάση. Και αυτή ε ίναι, όπως παρατηρεί και πάλι o Lukács, ότι «σ ε αντίθεση με [την πρακτική που ακολουθούσαν] ο Μαρξ και ο Λένιν η θεωρία έπαψε να αποτελεί το διανοητικό θεμ έλιο των αποφάσεων τακτικής φύσης για να μετατραπεί σε μέσο εκ των υστέρων “αιτιολόγησής” τους υπό τη μορφή κατασκευής απλών διανοημάτων ή και συχνά σοφισμών» (132, 72).
Με άλλα λόγια και στις δύο περιπτώσεις κυριάρχησε ο τακτικισμός, σε βάρος της θεωρίας, είτε αυτός έχει τη μορφή που του προσέδωσε ο ρεφορμιστής αυστριακός Víctor Adler και στη συνέχεια το ρεφορμιστικό ρεύμα, είτε με τη μορφή που του προσέδωσε ο Στάλιν και το δογματικό ρεύμα.
Η παρακαταθήκη του Λένιν που είχε το χάρισμα να συνδέει τους θεωρητικούς προσανατολισμούς με την πρακτική, την τακτική με τη στρατηγική, δεν συνεχί
369
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
στηκε από τα κομμουνιστικά κόμματα της σταλινικής και μετασταλινικής περιόδου.
Και η βάση της στρέβλωσης της σχέσης θεωρίας και πράξης είναι και στις δύο περιπτώσεις ο οικονομισμός με την έννοια της προτεραιότητας των οικονομικών βελτιωτικών διεκδικήσεων των αποκομμένων από τη στρατηγική του επαναστατικού μετασχηματισμού στη Δύση και της αναγωγής του ζητήματος της σοσιαλιστικής μετάβασης σε ζήτημα καθαρά οικονομικό στην Ανατολή. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ούτε η επαναστατική θεωρία ούτε η επαναστατική διανόηση είχαν θέση σε αυτά τα κόμματα.
Αν τα παραπάνω συνδυαστούν με μια μορφή οργάνωσης που, ξεκινώντας από το κριτήριο της άμεσης πολιτικής αποτελεσματικότητας, κατέληξε στον υπερσυ- γκεντρωτισμό και στην αναπαραγωγή σε μεγάλο βαθμό των αστικών δομών που στόχευε να-αντιπαλέψει, μπορούμε να ερμηνεύσουμε πώς αυτά τα κόμματα οδηγή- θηκαν στην αποκομμουνιστικοποίηση και αποθεωρητι- κοποίηση.
Απέναντι σε αυτή την αρνητική παράδοση υπάρχει βεβαίως μια εύκολη λύση: οι διανοούμενοι να δραστηριοποιούνται ατομικά και να μην επιδιώκουν παρά τις δυσκολίες να συμμετέχουν ή τουλάχιστον να συνεργάζονται με τα κόμματα εκείνα που διατηρούν στοιχεία επαναστα- τικότητας ή ακόμη να συμβάλλουν στην επανίδρυσή τους.
Αυτή η λύση «της θεσμικής αποκοπής από την επ α ναστατική ενότητα της θεωρίας με την πράξη που απαιτούσε η 11η θέση για τον Feuerbach» (7 ,104), την οποία η αλήθεια είναι ότι ακολούθησαν αρκετοί διανοούμενοι στη Δύση, είχε το μέγα μειονέκτημα για τους ίδιους ότι ήταν αποκομμένοι από το εργατικό κίνημα και για τα κόμματα ότι στερούνταν μιας θεωρητικής συμβολής συνδεδεμένης με την πράξη τους.
370
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
Από την άλλη πολλοί διανοούμενοι που λειτούργησαν μέσα στα υπό μετάλλαξη κομμουνιστικά κόμματα αποδέχτηκαν τέτοιους συμβιβασμούς και αυτολογοκρισία που τους οδήγησαν να μετατραπούν από οργανικοί διανοούμενοι του προλεταριάτου σε οργανικούς διανοούμενους του κομματικού μηχανισμού και στη συνέχεια γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο πολλοί από αυτούς, δίχως ουσιαστικά να αλλάξουν λογική, μετατράπηκαν σε οργανικούς διανοούμενους των αστικών μηχανισμών.
Τραγικά παραδείγματα τέτοιων περιπτώσεων που παρ’ όλα αυτά παρέμειναν επαναστάτες, ήταν διανοού- μενοι-φυσιογνωμίες, όπως ο Μαγιακόφσκι, χαρακτηρι- σθείς -αλίμονο- λίγες ημέρες πριν οδηγηθεί στην αυτοκτονία «συνοδοιπόρος» της επανάστασης και όχι «κα θαρός» «προλεταριακός συγγραφέας» (2, 347 κ .ε .), ο Lukács ο οποίος υποχρεώθηκε να προχωρήσει στις γνωστές οδυνηρές ταπεινωτικές αυτοκριτικές και αυτολογοκρισίες για να διατηρήσει την κομματική του υπόσταση, ο μεγάλος Σοστακόβιτς, ο οποίος για ένα διάστημα υποχρεωνόταν να γράφει μουσική κινηματογράφου για έργα που εξυμνούσαν τον Στάλιν για να βγάζει το ψωμί του, o Aragón ο οποίος έφθασε να υιοθετεί τη λογική του Ζντάνοφ, αφού προηγουμένως είχε γράψει ποιητικούς ύμνους για τον Στάλιν, ο μεγάλος ιστορικός Eric Hobbsbawn στον οποίο από τη μια η σύγχρονη «δημοκρατική» Γαλλία του αρνείται την έκδοση των βιβλίων του επειδή είναι μαρξιστής και από την άλλη η ύστερη Σοβιετική Ένωση του αρνείται, παρά το ότι ήταν μέλος του κομμουνιστικού κόμματος, την έκδοση των βιβλίων του επειδή δεν ήταν μαρξιστικά...
Η λύση λοιπόν δεν είναι ούτε η ιδιώτευση των διανοουμένων, ούτε η ατομική παρέμβασή τους έξω από το εργατικό κίνημα, ούτε η μετάλλαξή τους στο όνομα της διατήρησης της ιδιότητας του κομματικού μέλους, ούτε
371
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
ακόμη η κατ’ εξοχήν αστικής νοοτροπίας χρησιμοποίησή τους σαν «επώνυμες βεντέτες» που στηρίζουν τις επιλογές του κόμματος.
Η λύση είναι η ενεργός οργανική συμμετοχή των διανοουμένων ή τουλάχιστον η στενή συνεργασία με τα κόμματα εκείνα που δεν έχασαν τον επαναστατικό τους χαρακτήρα, όταν αυτά λειτουργούν ως επαναστατικοί συλλογικοί διανοούμενοι, ή η προσπάθεια επανίδρυσης τέτοιων κομμάτων όπου δεν υπάρχουν.
11.3 Για ένα συλλογικό διανοούμενο νέου τύπου
Δίχως να έχουμε την άνεση να επεκταθούμε εδώ στη γ ε νικότερη θεωρία του κόμματος, ας προσπαθήσουμε τουλάχιστον να προσδιορίσουμε τα χαρακτηριστικά που αυτό πρέπει να έχει έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στο ρόλο του συλλογικού διανοούμενου.
Το πρώτο θεμελιακό χαρακτηριστικό του, που άλλωστε θα έπρεπε να είναι αυτονόητο για μια επαναστατική οργάνωση, είναι ότι το ίδιο θα πρέπει να αντιμετωπίζει τον εαυτό του ως μέσο και όχι ως αυτοσκοπό, σαν όπλο του λαϊκού κινήματος και όχι σαν καθεστωτικό υποκατάστατό του.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό, που και αυτό θα έπ ρ επε να θεωρείται αυτονόητο, είναι ότι η μορφή οργάνωσης του κόμματος θα πρέπει να συνάδει με τον πολιτικό του στόχο που δεν είναι άλλος από την κομμουνιστική χειραφέτηση, η οποία και θα πρέπει να προβάλλεται ως η εναλλακτική λύση απέναντι στην καπιταλιστική βαρβαρότητα.
Ό πως προαναφέρθηκε, επειδή αυτή η διεκδίκηση δεν ήταν άμεσα εφικτή την εποχή του Μαρξ το 1917, ή ακόμη εδώ και λίγες δεκαετίες, η διολίσθηση στην οικο-
372
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
νομίστικη-τακτικίστικη πολιτική, η οποία όπως είδαμε οδήγησε και στην υποτίμηση της θεωρίας και τη στρέβλωση της σχέσης της με την πράξη, ήταν ως ένα βαθμό προϊόν των αντικειμενικών συνθηκών.
Αντίθετα στην εποχή μας που το κομμουνιστικό όραμα είναι άμεσα εφικτό, επιβάλλεται το κόμμα να προτάσσει αυτό το όραμα. Αυτό σημαίνει καλλιέργεια, κατ’ αρχήν στην εργατική τάξη, της αναγκαιότητας ανατροπής του καπιταλισμού και άμεσου δίχως ενδιάμεσα στάδια περάσματος της κοινωνίας στον κομμουνιστικό σχηματισμό.
Βεβαίως αυτό δεν σημαίνει ότι στο πλαίσιο του ενιαίου κομμουνιστικού σχηματισμού δεν είναι αναγκαία μια κατώτερη φάση. Το ζήτημα είναι ότι αυτή η κατώτερη φάση δεν μπορεί να έχει κανένα νόημα, θεωρούμενη ως αυτόνομη και δίχως να συνδέεται ως μέσο με τον τελικό σκοπό, ο οποίος θα πρέπει να είναι η αταξική, ακρατική κοινωνία της πανανθρώπινης χειραφέτησης. Ή με άλλα λόγια η όποια κατώτερη φάση δεν έχει κανένα νόημα παρά αν αντιμετωπιστεί σε σχέση με εκείνο στο οποίο προσβλέπει.
Το αν αυτή η κατώτερη φάση θα ονομάζεται ή όχι σοσιαλισμός είναι μάλλον δευτερεύον σε σχέση με τα παραπάνω. Η γνώμη μας είναι ότι ο όρος της δικτατορίας του προλεταριάτου, δηλαδή η «δημοκρατία για την τεράστια πλειονότητα του λαού», είναι πιο δόκιμος. Και το υποστηρίζουμε αυτό για μια σειρά λόγους.
Ο πρώτος είναι ότι οι κλασικοί ουδέποτε ονομάτισαν αυτή την κατά τα άλλα αναγκαία γι’ αυτούς κατώτερη φάση, όπως αυτή τεκμηριώνεται στην «κριτική του προγράμματος της Γκότα», σοσιαλισμό αλλά «επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου».
Η αλήθεια είναι ότι ο Λένιν σε ένα σημείο του Κ ρ ά τος και Επανάσταση (118, 94) αλλά και αλλού αναφέρει ότι αυτή την πρώτη φάση «συνήθως τη λέμε σοσιαλι
373
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
σμό» και γενικότερα χρησιμοποιεί συχνά τον όρο κομμουνισμός για να υποδηλώσει μόνο την ανώτερη φάση του. Όμως, μόνο πολύ αργότερα, το 1928 στο 6ο Συνέδριο της Διεθνούς, αυτή η ονομασία κατοχυρώθηκε επίσημα για να προσδιοριστεί έτσι η κατώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η αυθαίρετη οικειοποίηση του όρου σοσιαλισμός από τα τέω ς ρεφορμιστικά και νυν νεοφιλελεύθερα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, τα οποία κάθε άλλο παρά προσβλέπουν σε ένα ριζοσπαστικό επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, έχει φορτίσει αρνητικά τον όρο σοσιαλισμός και η πρόταξη του κομμουνισμού ως εναλλακτικής λύσης απέναντι στην καπιταλιστική βαρβαρότητα αποτελεί τον καλύτερο τρόπο κάθετης διαφοροποίησης με αυτά τα κόμματα.
Ακόμη, σε σχέση με έναν αυτονομημένο σοσιαλισμό, σε αντίθεση απ’ ό,τι φαίνεται να υποστηρίζουν διανοητές όπως o Luden Séve (215, 20), η κατώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας νοούμενη ως εργατική εξουσία ή δικτατορία του προλεταριάτου είναι αυτή που απαιτεί την κατάργηση του καπιταλισμού και την επανάσταση και όχι τη δίχως ποιοτικό άλμα «υπέρβασή» του.
Τέλος είναι αναμφίβολο ότι ο όρος σοσιαλισμός συνδέεται με την εμπειρία του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Πέρα λοιπόν από την αναγκαιότητα να ανοίξει μια συζήτηση για το χαρακτήρα αυτών των κοινωνιών και τις διάφορες απόψεις που υπάρχουν, έχει σημασία να ξ ε καθαριστεί ότι ο κομμουνισμός της εποχής μας, της κατώτερης φάσης του συμπεριλαμβανομένης, δεν μπορεί παρά να είναι διαφορετικός από αυτό που συντελέστη- κε στη Ρωσία μετά το 1917, και τούτο διότι αν μη τι άλλο τόσο οι αντικειμενικές όσο και οι υποκειμενικές συνθήκες είναι διαφορετικές.
374
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
Στην κάθε περίπτωση και πέρα από την ονομασία το κομμουνιστικό κόμμα στην εποχή μας θα πρέπει να ξεκαθαρίσει ότι ο άμεσος στόχος του είναι αυτό που ο Λένιν προσδιόριζε ως «πρώτη φάση», «κατώτερη φάση». «περίοδο προετοιμασίας των συνθηκών», «πρώτο σκαλοπάτι», «πρώτη μορφή», «μη πλήρη μορφή» της κομμουνιστικής κοινωνίας, (βλέπε 116, 257/118, 92/119, 95/113, 14/120, 33...) διότι όπως ο ίδιος τόνιζε «όποιος θέλει να βοηθήσει τους ταλαντευόμενους, πρέπει να πάψει να ταλαντεύεται ο ίδιος» (121, 179).
Αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει την από μ έρους μας υποτίμηση της αναγκαιότητας του σοσιαλισμού στο όνομα της αναβάθμισης του κομμουνισμού, κάτι που υποστηρίζει o Luden Séve. (Βλ. συνέντευξή του στην Humanité της 26/11/1999.) Αντίθετα εκείνο που υποστηρίζουμε είναι την άμεση, δίχως άλλη μεσολάβηση, πρόταξη του σοσιαλισμού, νοούμενου όμως όπως τον προσδιόρισε ο Λένιν στο Κ ράτος και Ε π αν άσταση, δηλαδή ως κατώτερη και όσο το δυνατόν πιο σύντομη φάση του κομμουνισμού και όχι ως αυτοσκοπό, ενός σοσιαλισμού πρωτόφαντα δημοκρατικού για τις λαϊκές μάζες και αμείλικτου προς τα απομεινάρια της αστικής τάξης και τον ιμπεριαλισμό.
Αν τώρα δεχτούμε ότι η σύγχρονη εργατική τάξη δεν περιορίζεται πια στα «μπλε κολάρα» του παραδοσιακού βιομηχανικού προλεταριάτου, αλλά επεκτείνεται και στους κυρίως πνευματικά εργαζόμενους που τους εκμεταλλεύεται το κεφάλαιο, τούτο σημαίνει από τη σκοπιά που εξετάζουμε εδώ το ζήτημα ότι και τα κόμματα της εργατικής τάξης θα πρέπει πια να εκφράζουν τη σύγχρονη αυτή εργατική τάξη, το σύγχρονο αυτό ιστορικό μπλοκ. Και αυτό είναι το τρίτο χαρακτηριστικό ενός σύγχρονου επαναστατικού κόμματος.
Αυτά όμως δεν αρκούν. Και τούτο διότι δεν θα πρέ
375
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
πει να ξεχνάμε ότι για τον Μαρξ η θεωρητική κατανόηση του κόσμου αποτελεί ενιαίο σώμα με την πρακτική του επαναστατικού μετασχηματισμού του. Και αυτό το ενιαίο σώμα δεν μπορεί παρά να εκφράζεται από το κομμουνιστικό κόμμα.
Συνεπώς η επαναστατική οργάνωση, παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες, θα πρέπει να επιδιώκει να συνδυάζει στους κόλπους της την εμπειρία με τη θεωρία, θα πρέπει να επιδιώκει την ανύψωση των απλών εργατών σε εργάτες διανοούμενους και των διανοουμένων σε επαναστάτες της πράξης. Αυτό είναι το τέταρτο χαρακτηριστικό του συλλογικού διανοούμενου.
0 Λένιν, αφού μας θυμίσει την αναγκαιότητα της καθημερινής δράσης δίχως την οποία οι κομμουνιστές θα έπαυαν να είναι κομμουνιστές και η οποία εμπεριέχει και «κάποιο στοιχείο παιδαγωγικής» (93, 359), π α ραβάλλει το κόμμα με σχολείο:
«Α ς παραβάλουμε το κόμμα με μεγάλο σχολείο, κατώ τερο, μέσο και ανώτερο ταυτόχρονα. Το μεγάλο αυτό σχολείο δεν μπορεί ποτέ και μέσα σε οποιεσδήποτε συνθήκες να ξεχάσει να διδάσκει το αλφάβητο, να δίνει τις στοιχειώδεις γνώσεις και τα στοιχεία της αυτοτελούς σκέψης. Αν όμως κάποιος έβαζε με το νου του να ξεφύγει από τα ζητήματα της ανώτερης γνώσης επικαλούμενος το αλφάβητο, αν κάποιος άρχιζε ν’ αντιπαραθέτει στα στέρεα, βαθιά, πλατιά και γερά αποτελέσματα του δημοτικού σχολείου τα ασταθή, αμφίβολα, “στενά” αποτελέσματα της ανώτερης αυτής γνώσης (προσιτής σ’ ένα πολύ μικρότερο κύκλο προσώπων σε σύγκριση με τον κύκλο που μαθαίνει το αλφάβητο), αυτός θα έδειχνε απίστευτη μυωπία. Αυτός θα μπορούσε μάλιστα να συντελέσει στην πλήρη διαστρέβλωση όλου του νοήματος του μεγάλου σχολείου, γιατί με το να αγνοούνται τα ζητήματα της ανώτερης γνώσης απλώς
376
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
θα διευκολύνονταν οι αγύρτες, οι δημαγωγοί και οι αντιδραστικοί να αποπροσανατολίζουν τους ανθρώπους που έμαθαν μόνο το αλφάβητο» (93, 360).
Έ τσι το «α π ’ έξω » του Λένιν θα πρέπει να λειτουργεί πια από ένα σημείο και μετά «από μέσα», δηλαδή στο εσωτερικό του κόμματος, μέσα από μια όσμωση των αμοιβαίων πλεονεκτημάτων των διανοούμενων και των εργατών και τη βαθμιαία άμβλυνση των μεταξύ τους διαφορών.
Και επειδή επαναστατικό κόμμα και πρακτικισμός, όπως επαναστατικό κόμμα και λέσχη συζητήσεων, αποτελούν ασυμβίβαστες αντιθέσεις, τα επαναστατικά κόμματα θα πρέπει τα ίδια να ανοίξουν θαρραλέα όλα τα μεγάλα θεωρητικά ζητήματα που απασχολούν το εργατικό κίνημα, δίχως ταυτόχρονα να πάψουν να είναι παρόντα στις καθημερινές ταξικές συγκρούσεις. Αυτό θα πρέπει να είναι το πέμπτο χαρακτηριστικό τους.
Κάτι τέτοιο θα βοηθούσε τον αντίπαλο, ίσως αντιτά- ξουν ορισμένοι, για να κρύψουν στην πραγματικότητα τη δική τους θεωρητική ανεπάρκεια. Ο Λένιν με την πολιτική της διαφάνειας (glasnost), που αυτός πρώτος ακολούθησε, έστω και αν ο Γκορμπατσόφ προσπάθησε να την παρουσιάσει ως δική του καινοτομία, στα πέντε χρόνια άσκησης της εξουσίας, αλλά και πριν από αυτό το διάστημα, έχει απαντήσει σε αυτό τον ενδοιασμό και η απάντησή του παραμένει πάντοτε αληθινή και επίκαιρη.
Οι αντίπαλοί μας, γράφει, «χαιρεκακούν και μορφάζουν, βλέποντας τις διαφωνίες μας· θα προσπαθήσουν φυσικά να αποσπάσουν ορισμένα μεμονωμένα μέρη της μπροσούρας μου [Ένα βήμα μπρος, δυο βήματα πίσω] που πραγματεύεται τις αδυναμίες και τις ελλείψεις του κόμματός μας και να τις χρησιμοποιήσουν για τους δι
377
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
κούς τους σκοπούς. Οι Ρώσοι σοσιαλδημοκράτες είναι κιόλας αρκετά ατσαλωμένοι στις μάχες για να μην συγχύζονται απ’ αυτά τα ψιλοτσιμπήματα και να συνεχίζουν. παρά τα τσιμπήματα, να κάνουν την αυτοκριτική τους και να ξεσκεπάζουν αμείλιχτα τις δικές τους ελλείψεις. που αναπότρεπτα οπωσδήποτε θα ξεπεραστούν με την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος» (92. 194).
Όσο κι αν αυτό μπορεί να σοκάρει ορισμένους, πιστεύουμε ότι η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», πέρα από τις όποιες αναμφίβολες αρνητικές συ- νέπειές της, είχε και ένα σημαντικό πλεονέκτημα όσον αφορά την προβληματική που αναπτύσσουμε εδώ. Απελευθέρωσε το παγκόσμιο εργατικό κίνημα από το ενιαίο ιδεολογικό κέντρο που από μια περίοδο και μετά με την ύπαρξή του έπνιγε κάθε θεωρητική αναζήτηση και κάθε κριτική σκέψη και έδωσε έτσι τη δυνατότητα στα κόμματα, που μέχρι πρότινος συνδέονταν με αυτό το κέντρο και παραμένουν ριζοσπαστικά, να απαλλαγούν από τη δογματική κατάρα και να ξεδιπλώσουν τη θεωρητική αναζήτηση, την οποία ο αστικός πραγματισμός την έχει θέσει υπό αδυσώπητο διωγμό.
Ένα έκτο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό χαρακτηριστικό του κόμματος συλλογικού διανοούμενου θα πρέπει να είναι η αναγνώριση της υπαρκτής αντίφασης ανάμεσα στην πολιτική αποτελεσματικότητα και την αναζήτηση της επιστημονικής αλήθειας, που επισημά- ναμε πιο πάνω, μια αντίφαση που αναμφίβολα μπορεί να προκαλέσει εντάσεις τις οποίες το κόμμα θα πρέπει να βιώνει δημιουργικά δίχως να επιδιώκει να υποτάσσει την επιστημονική αλήθεια σε οπορτουνιστικές σκοπιμότητες.
Για να υλοποιηθούν όλα τα παραπάνω, απαραίτητο έβδομο χαρακτηριστικό που αφορά την οργάνωση ε ίναι τα επαναστατικά κόμματα να υπερβούν το επίπεδο
378
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
της δημοκρατίας της αντιπροσώπευσης αστικού τύπου και να ανυψωθούν σε εκείνο της συμμετοχικής δημοκρατίας τύπου σοβιέτ, που μόνον αυτά από τη φύση τους μπορούν και πρέπει να εφαρμόζουν.
Αυτό σημαίνει συνειδητή συμμετοχή των μελών του κόμματος όχι μόνο στην εφαρμογή της κομματικής πολιτικής αλλά και στη διαμόρφωσή της, μια συμμετοχή που δεν μπορεί παρά πέρα από την εμπειρία να στηρίζεται και στη θεωρητική γνώση. Σημαίνει ακόμη την ανάδειξη της καθοδήγησης του κόμματος με κριτήριο και αυτή τη θεωρητική γνώση. Σημαίνει επίσης ηγέτες που δεν χρησιμοποιούν την κομματική τους θέση για να επιβάλουν τη γνώμη τους και κομματικά μέλη που δεν πειθαρχούν στην καθοδήγησή τους επειδή είναι καθοδήγηση, αλλά επειδή αυτή έχει την ικανότητα να τα πείθει και τα ίδια έχουν την ικανότητα να στοχάζονται κριτικά. Σημαίνει με άλλα λόγια τη μη αναπαραγωγή στο επίπεδο του κόμματος του κλασικού αστικού διαχωρισμού ανάμεσα σε εντολείς καθοδηγητές και μέλη εκτελεστές. Μόνον έτσι είναι δυνατόν να λειτουργήσει και να πάρει σάρκα και οστά, στο εσωτερικό πια του κόμματος, η αριστοδημοκρατία, δηλαδή η ανάδειξη στην καθοδήγησή του με τη συνειδητή βούληση των μ ελών του κόμματος των αρίστων.
Καλό είναι από αυτή τη σκοπιά να μην ξεχνάμε ότι ο μεγάλος Λένιν κατέκτησε το γνωστό τεράστιο κύρος που είχε στα μέλη του μπολσεβίκικου κόμματος, δίχως ποτέ να γίνει γενικός γραμματέας του, και ότι συμπληρώνοντας το δελτίο του ως σύνεδρος του κόμματος, στη θέση των λειτουργιών που ασκούσε, συμπλήρωνε απλά και ταπεινά «μέλος της κεντρικής επιτροπής», για να προσθέσει μετά το 1917 «Πρόεδρος του Συμβουλίου των κομισάριων του λαού» (214, 196).
379
fn íñ oyo c
ΠΕΡΑ απ ο ΕΝΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟ κίνητρο που απορρέει από την επιλογή μου -α ν και μικροαστός διανοούμενος- να επιμένω κομμουνιστικά, τούτη η μελέτη είχε ως αφετηρία της μια βαθύτερη πικρή αγωνία που διαπερνά την προβληματική μου τα τελευταία χρόνια: Από τη μια είμαι πεπεισμένος ότι το όραμα της κομμουνιστικής χειραφέτησης, μοναδική λύση απέναντι στην καπιταλιστική βαρβαρότητα, είναι σήμερα εφικτό και από την άλλη το όραμα αυτό ούτε προβάλλεται, ούτε διεκδικείται από την εν δυνάμει επαναστατική εργατική τάξη και τους αυτοαποκαλούμενους συνδικαλιστικούς ή πολιτικούς φορείς της. Μάλιστα οι περισσότεροι από αυτούς τους τελευταίους έχουν μετατραπεί σε φορείς ενσωμάτωσης παρά επαναστατικοποίησης της εργατικής τά ξης, τη στιγμή που περισσότερο από ποτέ είναι ανεδαφική κάθε προσπάθεια υποκατάστασης της κομμουνιστικής από τη ρεφορμιστική στρατηγική.
Η ερμηνεία αυτής της σε σχέση με τις απαιτήσεις των καιρών ιδεολογικής οπισθοχώρησης δεν είναι δυνατόν να περιορίζεται στην απλή διαπίστωση της προδοσίας των ηγεσιών. Κάτι τέτοιο δεν απαντά ούτε στο ερώτημα γιατί πρόδωσε «ο κύριος X ή ο πολίτης Ψ » ούτε, όπως εύστοχα επισημαίνει κάπου ο Μαρξ, στο ερώτημα «πώ ς συνέβη και ο λαός άφησε να προδοθεί κατ’ αυτό τον τρόπο».
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
Στην πραγματικότητα η κύρια αιτία αυτής της οπισθοχώρησης είναι η αποξένωση της εργατικής τάξης, η αποδοχή από μέρους της των κυρίαρχων αξιών και η συνεπαγόμενη ιδεολογική ηγεμόνευση της αστικής τά ξης η οποία, σε συνδυασμό με την ανοιχτή ή συγκαλυμ- μένη βία που ασκεί, κατορθώνει όχι μόνο να διατηρεί την εξουσία, αλλά αυτή να μην αμφισβητείται από τους ταξικούς της αντιπάλους.
Έ τσι λοιπόν ο καπιταλισμός που έχει οξύνει στο έπακρο τις αντιθέσεις που ο ίδιος γεννά, όπως η ανατομία του ανθρώπου αποτελεί το κλειδί για την ανατομία του πιθήκου, δείχνει υπό τη σύγχρονη, ύστερη μορφή του ότι το πραγματικό του πρόσωπο είναι εκείνο της βαρβαρότητας.
Όμως η αντίθεση ανάμεσα στην ανάπτυξη των ανθρώπων και τις σχέσεις παραγωγής από τη μια δημιουργεί τις προϋποθέσεις και απαιτεί την υπέρβασή του -και υπό αυτή την έννοια το τελευταίο εμπόδιό του είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός (235, 2 7 )- από την άλλη ο εκσυγχρονισμός του γεννά νέες συσκοτίσεις και εντείνει την αποξένωση, διαμορφώνοντας τέτοιες συνθήκες που του επιτρέπουν να παραμένει κυρίαρχος.
Αυτή νομίζω πως είναι και η βασική αντίθεση της εποχής μας και αυτή καλούμαστε να επιδιώκουμε να λύσουμε όσοι δεν χάσαμε την πιο υψηλή ελπίδα μας και δεν προδώσαμε στη συνέχεια όλες τις ελπίδες, όπως τόσοι και τόσοι παλιοί συναγωνιστές μας.
Με δεδομένο λοιπόν ότι το καπιταλιστικό σύστημα, παρά το γεγονός ότι έχει φθάσει στα όριά του, έχει την ικανότητα να σφραγίζει μέσω της αποξένωσης, του δόλου και της βίας τις χαραμάδες του ελεύθερου κριτικού στοχασμού που το αμφισβητεί, είναι αναγκαίο, προτού οδηγηθούμε στη λύση της γενικευμένης βαρβαρότητας, να εντοπίσουμε τις δυνάμεις εκείνες που είναι ικανές
381
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
πρώτες να σπάσουν το φράγμα του συναινετικού καταναγκασμού.
Αν για τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη ο βασιλιάς φιλόσοφος με τη συνειδητή έστω συναίνεση των πολιτών εμφανιζόταν σαν ο από μηχανής θεός λυτρωτής της κοινωνίας, ο Μαρξ ήλθε να εναποθέσει αυτό το ρόλο στο προλεταριάτο του βιομηχανικού καπιταλισμού. Όμως τόσο για τον ίδιο όσο και για το σύνολο του μαρξιστικού ρεύματος η αυθόρμητη συνείδηση του προλεταριάτου και το αυθόρμητο κίνημά του θεωρήθηκαν ανεπαρκή για να οδηγήσουν την ανθρωπότητα στη χειραφέτηση που ήταν το τελικό ζητούμενο ή η αρχή της πραγματικής ιστορίας της ανθρωπότητας.
Χρησιμοποιήθηκαν συνεπώς διάφορες μεσολαβήσεις έτσι ώστε το προλεταριάτο να μπορέσει να παίξει το ρόλο του ως πρωτοπόρο τμήμα της κοινωνίας.
Να όμως που ο Μαρξ και ίσως και ο Λένιν γεννήθη- καν νωρίς και τούτο διότι το όραμά τους για μια ανθρωποκεντρική κοινωνία ήταν ανέφικτο στο βαθμό που δεν ήταν δυνατόν να αναδειχθεί σε κυρίαρχη ή ελεύθερη δραστηριότητα αυτοσκοπός των κοινωνικών ατομικοτήτων που θα αναδεικνύει την κάθε προσωπικότητα απέναντι στην καταναγκαστική εργασία-δουλεία, μέσο επιβίωσης, που την καταδυναστεύει.
Στην εποχή μας όμως μια τέτοια προοπτική όχι μόνον είναι εφικτή και μπορεί να ξεκινήσει άμεσα φτάνει να ανατραπεί ο καπιταλισμός, αλλά είναι και η μόνη εναλλακτική λύση απέναντι στην καπιταλιστική βαρβαρότητα. Αυτό απορρέει από τις δυνατότητες που προσφέρει η ανάπτυξη των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων για μια πραγματική απελευθέρωση της ά μεσης ζωντανής εργασίας από την κεφαλαιοκρατική εμ μονή να τις κρατά δέσμιες στη λογική του κέρδους.
Οι δυνάμεις λοιπόν που μπορεί να οδηγήσουν στη
382
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
διεκδίκηση μιας ανθρωποκεντρικής κομμουνιστικής κοινωνίας, οι δυνάμεις της «μεγάλης άρνησης», είναι το πρωτοπόρο τμήμα της σύγχρονης εργατικής τάξης και ορισμένοι διανοούμενοι.
Η σύγχρονη εργατική τάξη των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών που τείνει να γίνει η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού, παρά το ότι υφίσταται τις αποξενωτικές πιέσεις, είναι εκείνη που ακριβώς λόγω της θέσης της στην παραγωγή βρίσκεται στο επίκεντρο των αντιθέσεων του σύγχρονου καπιταλισμού και τις βιώνει πιο έντονα από κάθε άλλη κατηγορία. Αυτή είναι που ανάγεται σε βασικό συντελεστή των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων και που καθιστά από όλες τις σκοπιές περιττή την παρουσία του κεφαλαίου. Από την άλλη οι κατακτήσεις της που το κεφάλαιο αμφισβητεί σε όλες τους τις διαστάσεις είναι αδύνατον όχι μόνον να διευρυνθούν αλλά και να διατηρηθούν ως έχουν, στο βαθμό που συνεχίζει να κυριαρχεί το κεφάλαιο· και τούτο διότι η αντικατάσταση της άμεσης ζω ντανής εργασίας, που αποτελεί νομοτέλεια της αναπαραγωγής του, το οδηγεί στο να περιθωριοποιεί την ερ γατική τάξη και να εντείνει την εκμετάλλευση σε βάρος της, αντί να την απελευθερώνει. Έ τσι είναι αυτή που μπορεί πιο εύκολα να συνειδητοποιήσει την αναγκαιότητα της κομμουνιστικής χειραφέτησης και να απαιτήσει την ανατροπή του καπιταλισμού, όχι μόνο για να λύσει το πρόβλημα της επιβίωσής της, άλλα για να μπορέσει να αναπτυχθεί ανεμπόδιστα στο πλαίσιο μιας εφικτής σήμερα ανθρωποκεντρικής κομμουνιστικής κοινωνίας.
Αυτή η εργατική τάξη των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, σε συνεργασία με τις καταφρονεμένες μάζες των μη αναπτυγμένων χωρών που δεν έχουν άλλη διέξοδο παρά να αντιταχθούν στην ιμπεριαλιστική
383
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
βαρβαρότητα, είναι στην εποχή μας εκείνη που μπορεί να οδηγήσει την ανθρωπότητα στην απελευθέρωση.
Όμως η εργατική τάξη δεν μπορεί να απεγκλωβιστεί από τη στρεβλή συνείδηση που γεννά ο ίδιος ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής, δεν μπορεί να οδη- γηθεί αυθόρμητα να απαρνηθεί τις κυρίαρχες αξίες του, ούτε να διεξάγει τον πόλεμο κατά του κεφαλαίου, δίχως μια πρωτοπόρα οργάνωση.
Αυτή η οργάνωση θα πρέπει να αποτελείται από τα πιο συνειδητοποιημένα μέλη της σύγχρονης εργατικής τάξης και από τους λιγοστούς εκτός εργατικής τάξης επαναστάτες διανοούμενους κατόχους της θεωρητικής γνώσης, από την κομμουνιστική αριστοκρατία.
Στην εποχή της γενικευμένης αποξένωσης η επαναστατική θεωρητική γνώση που η ίδια πηγάζει από την πραγματικότητα, σε συνδυασμό με την εμπειρία του εργατικού κινήματος, στο πλαίσιο μιας οργανικής ενότητας πράξης και θεωρίας, «καρδιάς» και «κεφαλιού», είναι απαραίτητη για να βγει η ανθρωπότητα από το τέλμα της καπιταλιστικής βαρβαρότητας και να οδηγη- θεί στη χειραφέτηση.
Και αυτή η ενότητα δεν είναι δυνατόν να λάβει σάρκα και οστά παρά στο πλαίσιο μιας οργάνωσης που θα συνδυάζει το αυθόρμητο με το συνειδητό, την εμπειρία με τη θεωρία, την επιστημονικότητα και την αμφισβήτηση με την πίστη και την αποτελεσματικότητα. Και μια τ έ τοια οργάνωση που, από την ίδια τη σύνθεση της σύγχρονης εργατικής τάξης αλλά και από τη φύση της κομμουνιστικής προοπτικής που καλείται να διεκδικήσει, δεν μπορεί να έχει καμία σχέση ούτε με το ακαθόριστο πλήθος ούτε με τα ρεφορμιστικά ή δογματικά κόμματα είναι σήμερα περισσότερο αναγκαία από ποτέ.
Η μέχρι σήμερα ιστορική εμπειρία του εργατικού κινήματος και πιο ειδικά των κομμουνιστικών κομμάτων
384
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
καθιστούν αναγκαία μια εκ βάθρων επανεξέταση των μορφών συγκρότησης και λειτουργίας μιας τέτοιας πρωτοπόρας επαναστατικής οργάνωσης.
Σε μια τέτοια οργάνωση σημαντικό ρόλο καλείται να παίξει σήμερα όσο ίσως και κατά την πρωτοεμφάνι- σή της η θεωρητική γνώση και παραγωγή. Αυτή, παρά τη μαζική προλεταριοποίηση της διανόησης, αν και δύσκολα μπορεί να προέλθει από τους εντός παραγωγής κατόχους των ειδικών γνώσεων οι οποίοι υφίστανται τις ίδιες αποξενωτικές π ιέσεις με το σύνολο της σύγχρονης εργατικής τάξης. Μπορεί ακόμα να προέλθει, όχι βεβαίως μαζικά, από την εκτός παραγωγής και συνεπώς εκτός εργατικής τάξης διανόηση.
Στην προκείμενη περίπτωση πρόκειται για τους λιγοστούς εκείνους διανοούμενους που, ακριβώς λόγω της εκτός της καπιταλιστικής παραγωγής θέσης τους και των δυνατοτήτων που η φύση της δραστηριότητάς τους τους προσφέρει, υφίστανται σε μικρότερο βαθμό την αποξενωτική πίεση και έτσι μπορούν να προτάξουν «την αξιοπρέπεια, την περηφάνια και το πνεύμα ανεξαρτησίας» και να οδηγηθούν στην επαναστατική συ- νειδητοποίηση.
Όπως πολύ ορθά τόνιζε ο Λένιν, «χωρίς επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατικό κίνημα» (92, 24), και αυτή η θεωρία, καθώς και η επαναστατική συνείδηση δεν γεννιούνται αυθόρμητα από τους καταπιεσμένους.
Από την άλλη όμως, όπως ο ίδιος τόνιζε, αυτή «η επαναστατική θεωρία που [...] δεν είναι δόγμα [...] διαμορφώνεται τελικά μόνο σε στενή σύνδεση με την πρακτική δράση ενός πραγματικά μαζικού και πραγματικά επαναστατικού κινήματος» (101, 7).
Και αυτός ο φαύλος κύκλος μπορεί να ξεπεραστεί μόνο μέσα από την οργανική ενότητα πράξης και θεω
385
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
ρίας, εργατικού κινήματος και επαναστατικής διανόησης, μέσα από τη συνειδητή αποδοχή του ρόλου της ερ γατικής τάξης από την επαναστατική διανόηση και του ρόλου αυτής της τελευταίας από την εργατική τάξη. Μπορεί να ξεπεραστεί μέσα από τον αριστοδημοκρα- τικό συνδυασμό στο πλαίσιο μιας επαναστατικής οργάνωσης νέου τύπου που θα λειτουργεί αξιοποιώντας δημιουργικά την αναπόφευκτη ένταση ορθολογισμού και ρομαντισμού, επιστήμης και πίστης, εμπειρίας και γνώσης, αμφισβήτησης και αποτελεσματικότητας, μακροπρόθεσμων στόχων και άμεσης πάλης, προσωπικότητας και συλλογικότητας.
Έ τσι, αν και οι διανοούμενοι, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει o Hayek (65), ποτέ δεν υπήρξαν ούτε πρόκειται να αναχθούν σε αυτοτελείς δημιουργούς της Ιστορίας και των επαναστάσεων, κάτι που ειδικά για την κομμουνιστική επανάσταση μόνον οι μάζες μπορούν να πράξουν έστω και αν δεν αρκεί γι’ αυτό η αυθόρμητη συνείδησή τους, μπορεί να συμβάλουν στην ανύψωση αυτής της αυθόρμητης συνείδησης σε επαναστατική, κάτι που αποτελεί αποφασιστική προϋπόθεση της κοινωνικής επανάστασης.
Ανατρέποντας λοιπόν μια παράδοση αιώνων που ήθελε τη θεωρία αποκομμένη από την πράξη και τους θεωρητικούς στο ρόλο του πλατωνικού βασιλιά φιλοσόφου, οι σύγχρονοι επαναστάτες διανοούμενοι, στο δρόμο που πρώτος ο Μαρξ χάραξε θα πρέπει να λειτουργούν σε οργανική ενότητα με το μαζικό ταξικό εργατικό κίνημα και τους φορείς του όταν αυτοί υπάρχουν ή διαφορετικά να συμβάλουν στην επανίδρυσή τους.
Αν το σφυρί και το δρεπάνι ήταν τα εμβλήματα των επαναστάσεων της πείνας των περασμένων αιώνων, στην εποχή των σύγχρονων επαναστάσεων, που δεν μπορεί
386
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
παρά να είναι επαναστάσεις της χειραφέτησης και που σε συνδυασμό με το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα θα λύσουν και το πρόβλημα της πείνας, θα έπρεπε να προσθέταμε ως εμβλήματα τα computers που θα μπορούσαν να συμβολίσουν τη σύγχρονη εργατική τάξη και τη γλαύκα, πουλί της σοφίας, σύμβολο της θεωρητικής γνώσης και του φορέα της, της επαναστατικής διανόησης.
Μόνο που τούτη η γλαύκα, σε αντίθεση με εκείνη του Hegel, στόχο της δεν θα πρέπει να έχει μόνο να ερ μηνεύσει πόσο μάλλον να δικαιολογήσει την πραγματικότητα, αλλά και να την αλλάξει, και τούτο μαζί με όλα τα ελεύθερα πουλιά του κόσμου. Έ τσι δεν θα πρέπει να περιμένει να χαράξει από μόνη της η αυγή για να πετάξει, αλλά αντίθετα να συμβάλει σε τούτη του κόσμου τη μεγάλη ανατολή.
Βέβαια κανείς δεν μπορεί να προβλέψει μέσω ποιου επουσιώδους γεγονότος θα εισβάλει στο προσκήνιο η Ιστορία και θα αναπτυχθεί η επαναστατική διαδικασία. Όμως θα ήταν μεγάλη πλάνη να αναμένουμε μακάρια ότι αυτή, ως αυθόρμητο αίτημα του πλήθους, θα έχει το χαρακτήρα της κομμουνιστικής χειραφέτησης.
Λοιπόν μόνο μέσα από την ενότητα της σύγχρονης εργατικής τάξης και της επαναστατικής διανόησης το καταταλαιπωρημένο φάντασμα του κομμουνισμού που, παρ’ όλα αυτά συνεχίζει να πλανάται αγέρωχο πάνω από τον κόσμο, θα μπορέσει να μετουσιωθεί σε υπαρκτή πραγματικότητα του κόσμου, μόνον έτσι η ανθρωπότητα θα μπορέσει να λυτρωθεί από τη βαρβαρότητα και να περάσει στη φάση της πραγματικής της Ιστορίας.
0 Walter Benjamín περιγράφοντας έναν πίνακα του Paul Klee, του 1910 γράφει:
«Υπάρχει ένας πίνακας του Klee που επιγράφεται Angelus Novus. Αναπαριστά έναν άγγελο που φαίνεται ότι έχει την προοπτική να απομακρυνθεί από εκείνα στα
387
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
οποία το βλέμμα του φαίνεται να είναι καρφωμένο. Τα μάτια του είναι γουρλωμένα, το στόμα του ανοιχτό, τα φτερά του ξεδιπλωμένα. Τούτη είναι η όψη που θα πρέπει να έχει απαραίτητα ο άγγελος της ιστορίας: έχει το πρόσωπο στραμμένο προς το παρελθόν. Όπου εμφανίζονται μπροστά μας μια σειρά από γεγονότα, αυτός δεν βλέπει παρά μια και μοναδική καταστροφή η οποία δεν παύει να στοιβάζει ερείπια πάνω σε ερείπια και να τα ρίχνει μπροστά στα πόδια του. Θα ήθελε πολύ να καθυστερήσει, να ξυπνήσει τους νεκρούς και να συγκεντρώσει τους ηττημένους. Όμως από τον παράδεισο έρχεται μια θύελλα τόσο δυνατή που ανοίγει διάπλατα τα φτερά του αγγέλου και δεν μπορεί να τα ξανακλείσει. Αυτή η θύελλα τον σπρώχνει ακατάπαυστα προς το μέλλον στο οποίο έχει στραμμένη την πλάτη, παρ’ όλο που έως τον ουρανό μπροστά του συσσωρεύονται τα ερείπια. Αυτή η θύελλα είναι αυτό που ονομάζουμε πρόοδο» (21, τ. 3, 434).
Καθήκον της επαναστατικής διανόησης είναι να συμβάλει ώ στε να ξεσηκωθεί τούτη η θύελλα και μαζί της όλοι τούτου του κόσμου οι άγγελοι οι οποίοι, πάρ’ όλο που βιώνουν και βλέπουν μπρος στα μάτια τους την καπιταλιστική βαρβαρότητα, δεν αποτολμούν το άλμα στους ουρανούς της κομμουνιστικής χειραφέτησης.
388
Βιβλιογραφία
1. Afanasyev V., Galchinsky A., Lantsov V., Karl Marx’s great discovery, The Dual-Nature of the Labour Dodrine: lis Methodogical Role, Progress Publishers, 1986
2. Αλεξανδρόπουλος Μήτσος, O Μοητιακόφσκι (Τ α εύκολ α χαι τ α δύσκ ολ α) Ελληνικά γράμματα, 2000
3. Althuser Pour Marx, La découverte, 19964. Αλτουσέρ Λουί, Το μέλλον δ ια ρ χ ε ί πολύ. Τ α γ εγονότα. Α υ
τοβιογραφ ίες, Ο Πολίτης, 19925. Anneau des Ressources Francophones de Γ Education,
Intellectuel et société, http:www.Arfe-cursus.com6. Άντερσον Πέρρυ, Οι αντινομίες του Αντόνιο Γράμ σι, Μαρξι
στική Συσπείρωση, 19857. Αντερσον Πέρρυ, Ο δυτικός μ αρξισμ ός. Εκδόσεις Ράππα,
19788. Αριστοτέλης, Π ολιτικά ,9. Αριστοτέλης, Ρητορική
10. Αριστοτέλης, Η θικά Ν ικομ άχεια11. Αριστοτέλης. Αθηναίων Π ολιτεία12. Aron Raymond, L ’ Opium des Intellectuels, Calmann-Lévy,
195513. Aron Raymond, Démocratie et révolution, in Introduction á la
philosophie de Γ histoire, Fallois, 199714. Balibar Étienne, La philosophie de Marx, La découverte, 199315. Balibar Étienne, La crainledes masses, Politique et philosophie
avant et aprés Marx, Galilée, 199716. Balzac, Illusions Perdues, Flammarion, 199917. Barillon Michel, Glosses sur Des intellectuels et du pouvoir, de
Edward Sa'íd, http://atheles.org18. Basso Pietro, Le caractére évaluatif de la Science sociale wébérienne.
une provocation, http://atheles.org
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
19. Bell Daniel, Vers la societé postindustrielle, Laffont, 197620. Benda Julien, La trahison des clercs, Grasset, 197521. Benjamín Walter, Oeuvres en 3 voluntes, Gallimard Folio essais,
200022. Bensaíd Daniel, Corcuff Philippe, Le travail intellectuel au risque
de l ’ engagement, http://atheles.org23. Bibliothéque des sciences sociales de Γ Université de Québec,
Polémiques autour des régles d ’ organisation au Congrés de Genéve, http://marxists.org
24. Bloch Emst, Ο υτοπ ία κ α ι Ε πανάσταση , εκδ. Έρασμος, 198525. Bloch Ε., Experimentum mundi, Payot, 198126. Blondeau Olivier, Genése el subversión du capitalisme infor-
malionnel. La Pensée No 317,199927. Boccara Paul, Intervenir dans la gestión avec des nouveaux critéres,
Messidor, 198528. Bordiga Amadeo, Les intellectuels el le marxisme, Le prolétaire
No 447, 199829. Bourdier Pierre, Pour un savoir engagé, Le monde diplomatique
Février, 2002, p. 330. Bourdieu Pierre, Les régles de l ’art, Seuil, 199231. Brecht Bertolt, “O Γαλιλαίος", εκδ. 70- Πλανήτης, χ.χ.32. Casanova A., Prévost Cl-Metzer J., Les intellectuels et les luttes
des classes, Éditions Sociales, 197033. Chartier Roger, Espace social et inmginaire social Oes intellectuels
frustrésau XV II siécle, Armales no 2 Mars, Avril, 1982, p. 381-40034. Chauvel Louis, Le retour des classes sociales, Revue Forcé,
Octobre 200135. Che Guevara, Le socialisme et Γ homme, Maspero, 196836. Debray Régis, i.f. suite et fin, Gallimard, 200037. De Ste Croix G.E.M., O ταξ ικός αγ ώ νας στον Α ρχαίο Ελληνι
κό Κόσμο, εκδ. Ράππα, 198638. Discepolo Thierry, Investissements des compétences intellectuelles,
http://atheles.org39. Dosse Fran?ois, La marche des idées (Histoire des intellectuels-
histoire intallectuelle). La découverte, 200340. Drape Olivier, Intellectuels la trahison des clercs, http://centre-
deformation.net41. Durkheim Émile, L ’ individualisme et les intellectuels, P.U .F.,
198742. Eco Umberto, La Bustina di Minerva, in Espresso, 24/4/1977
390
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
43. Ehrenberg, Le cuite de la performance, Pluriel, 19964 4 .Ένγκελς. Π ρόλογος στην « Κ ατάσταση της εργατικής τάξης
στην Αγγλία», Διαλεχτά έργα Μαρξ, Ένγκελς. εκδ. Γνώσεις τ. 2, σελ. 471-490
45. Ένγκελς, Γ ια το κύρος. Διαλεχτά έργα, εκδ. Γνώσεις, τ. 1, σελ. 766-770
46. Engels a Sorge, le 29 Nonembre 1886, in Marx, Engels Correspondance, éd. du Progrés, 1981, p. 403-406
47. Engels, Anti-Duhring. Éd. Sociales, 1973.48. Fichte, La destination de Γ homme, Flammarion, 199749. Foucault Michel, Power/Knowledge: Selected interviews and
other Writings, 1972-1977, éd. Colin Gordon, Hemel Hemp- stead, Harvester Press, 1981
50. Foucault Michel, Les mots et les choses, Gallimard, 196651. Φρομ Έριχ, (επιμέλεια, ανάθεση κειμένων) Σ οσιαλιστικός
Ο υμανισμός, Μπουκουμάνης, 198452. Galbraitht, Le nouvelétat industriel, Gallimard, 196853. Gramsci, Oeuvres choisies, éd. Sociales, 195954. Gramsci, Textes, Éditions sociales, 198355. Gramsci, Quadrenide Carcere, éd. Einaudi, 197556. Gramsci, La conslruzione del Partito Communista, éd. Einaudi, 197157. Γκράμσι Αντόνιο, Π αρελθόν κ α ι παρόν, Στοχαστής, 197458. Γκράμσι Αντόνιο, Οι διανοούμενοι. Στοχαστής, 199059. Γκρούπι Λουτσιάνο, Η έννοια της ηγεμονίας στον Γκράμσι,
Θεμέλιο, 197260. Goytisolo Juan, De la soumission des intellectuels, Le monde
diplomatique, 14 Aoüt, 1997, p. 2561. Habermans Jürgen, Aprés Marx, Fayard, 198562. Habermans, Théorie de l ’agir communicationel, Fayard, 198763. Hardt Michael-Negri Antonio, Η α υ τοκ ρ α τορ ία , Scripta, 200264. Harvey David, Τιυο kings of equality, in classical mediaevalia no
27, 199665. Hayek Friedricht August, Les intellectuels et le socialisme,
http://herve.dequengo.free.fr66. Herrera Rémy, Varcellone Cario, Transformation de la división
du travail et théories de la croissance endogene: une revue critique, Contribution présentée aux Joumées d’ étude d’ histoire economique “transformation de la división du travail et nouvelles regulations” organisées par le CNRS et Γ Université Parisl, 1999
391
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
67. Husson Michel, Communisme et le temps libre. Critique Communiste no 152, 1998 e'. http://hussonet.free.fr
68. Ιονέσκο Ευγένιος, O ρινόχερος, Δωδώνη, 199269. Italian left, Marxisme et conscience de classe, http://geoci-
ties.com/italianleft70. Jarczyt Gwendoline, Labariére Pierre-Jean, Hegel: Le malheur
de la conscience οιι l ’ accis d la raison, Aubier, 198971.Jouary Jean Paul, Spire Amaud, Penser les revolutions,
Messidor, Éditions Sociales, 198972. Kant, Idée d ’ une histoire universelle au point de vue cosmopolite,
Nathan, 200073. Κάουτσκυ Καρλ, Η καταγω γή του χριστιανισμού, Αναγνω-
στίδης74. Καστοριάδης Κορνήλιος, Ο θρυμμ ατισμ ένος κόσμος. Ύψι
λον/βιβλία, 199275. Kofman Sarah, Camera Obscura, de Γ idéologie, Galilée, 197376. Kojeve A., ¡ntroduction á la lecturede Hegel, Gallimard, 197477. Κοτζιάς Νίκος. Συνειδητό κ α ι Αυθόρμητο, Σύγχρονη Εποχή,
198778. Κοτζιά Νίκου (γενική εποπτεία), Η διανόηση στην Ελλάδα,
ταξική θέση κ α ι ιδεολογ ία . Σύγχρονη Εποχή, 198079. Labica Georges-Bensussan Gerard (υπό την εποπτεία),
Dictionnaire critique du marxisme, P.U .F., 198580. Labica Georges, Karl Marx, Les théses sur Feuerbach, P.U .F.,
198781. Larousse Médical ¡Ilustré, 192482. Λαψίνα E. Βαλοβοΐ Ντ., Π ρόδρομ οι κ α ι Π ρω τεργ άτες , Σύγ
χρονη Εποχή, 198783. Lefebvre Henri, Κοινω νιολογία του Μ αρξ, Gutenberg, 198284. Lefebvre Henri, Lukács 1955, Tort Patrick, Étre marxiste
aujourd’hui, Aubier, 198685. Λεφέβρ Avpí, Μ ηδενισμός κα ι αμφισβήτηση. Ύψιλον/βιβλία,
199086. Lefebvre Henri, Le materialisme dialectique, P.U .F., 199087. Lefebvre Henri, La fin de I ’ histoire, Anthropos, 200188. Leff G., The dissolution o f the medieval outlook, New York Univer-
sity Press, 197689. Le Golf Jacques, Les intellectuels au MoyenÁge, Seuil, 198590. Λένιν*. Φρ. Ένγκελς, Ά παντα, τ. 2, σελ. 1-14
* Λένιν Απαντα, 5η έκδοση. Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή.
392
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
91. Λένιν, Τι να χάνουμε. Απαντα, τ. 6, σελ. 1-19692. Λένιν, Έ ν α βήμ α μπρος, δ υ ο βή μ ατα π ίσω , Απαντα, τ. 8,
σελ. 191-42593. Λένιν, Μ πέρδεμ α πολιτικής χαι παιδαγω γικής . Απαντα, τ.
10, σελ. 357-36094. Λένιν, Υλισμός χαι Εμπειρ ιοχριτιχισμός, Απαντα, τ. 18,
σελ. 1-38795. Λένιν, Φιλοσοφικά Τ ετρ άδ ια . Απαντα, τ. 29, σελ. 10496. Λένιν, Π αρατηρήσεις στο βιβλίο του Ν.Ι. Μ πουχάριν «Η ο ι
κονομ ία της μεταβατική ς π ερ ιόδου » , Σύγχρονη Εποχή, 199997. Λένιν, Ε ναρκτήριος λόγος στο 9 ο Σ υνέδρ ιο του ΚΚΡ(μπ)
Απαντα, τ. 40, σελ. 233-25798. Λένιν, Π ροσχέδιο θέσεω ν της απόφ αση ς γ ια τ α Σ οβ ιέτ στην
έβδομη πανρωσιχή συνδιάσκεψ η (του Απρίλη) του ΣΔΕΚΡ (μπ) Απαντα, τ. 31, σελ. 339-453
99. Λένιν, Τ α ά μ ε σ α καθή κοντα της σοβιετικής εξουσ ίας. Ά π α ντα, τ. 36, σελ. 165-208
100. Λένιν, Το ά μ εσ ο καθήκον μας. Απαντα, τ. 4, σελ. 191-196101. Λένιν, Α ριστερισμός, παιδική α ρ ρ ώ σ τ ια του κομμουνισμού,
Απαντα, τ. 41, σελ. 1-104102. Λένιν, Το π ρ όγ ρ αμ μ ά μας. Απαντα, τ. 4, 186-190103. Λένιν, Λ όγοι κ α ι ομιλίες κ α τ ά τη συζήτηση του κ α τα σ τα τ ι
κού του κόμ ματος, στο II Σ υνέδρ ιο του ΣΔΕΚΡ, Απαντα, τ.7, σελ. 285-289
104. Λένιν, Γ ια το φ όρο σ ε είδος. Ά παντα, τ. 43, σελ. 203-247105. Λένιν, Υλικά του 11ου Σ υνεδρ ίου του Κ ΚΡ(μπ) Απαντα, τ.
45, σελ. 409-419106. Λένιν, Πολιτική έκθεση δράση ς της Κ Ε του ΚΚΡ(μπ) στο
11ο συνέδριο Απαντα, τ. 45, σελ. 69-138107. Λένιν, Τελικός λόγος πάνω στην εισήγηση γ ια το φ όρο σ ε ε ί
δο ς στη 10η πανρωσιχή συνδιάσκεψ η του ΚΚΡ(μπ), Απαντα, τ. 43, σελ. 317-322.
108. Λένιν, Τ α καθή κοντα των συνδικάτων, Απαντα, τ. 37, σελ. 403-406
109. Λένιν, Πώς θα οργ ανώ σου μ ε την άμιλλα. Απαντα, τ. 35, σελ. 195-205
110. Λένιν, Κ άλλιο λ ιγότερο κα ι καλ ύτερα . Απαντα, τ. 5. σελ. 389-406
111. Λένιν, Γ ια το ε ν ια ίο οικονομ ικό σχέδιο, Απαντα, τ. 42, σελ. 339-347
393
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
112. Λένιν, Εισήγηση γ ια το π ρ όγ ρ αμ μ α του κόμ μ ατος στο 8 ο Συνέδρ ιο του Κ ΚΡ(μπ), Άπαντα, τ. 38, σελ. 151-173
113. Λένιν, Η μεγάλη πρω τοβουλία , Απαντα, τ. 39, 1-29114. Λένιν, Εισήγηση γ ια την επ ικύρω ση της συνθήκης ειρήνης
στο 4 ο έκ τακ το πανρω σικό συν έδρ ιο των Σοβιέτ. Απαντα, τ. 36, σελ. 92-111
115. Λένιν, Α νοιχτό Γ ρ ά μ μ α στους αντιπ ροσώ π ου ς του πανρω - σικού συνεδρ ίου των αγ ροτώ ν βουλευτώ ν. Απαντα, τ. 32, σελ. 43-47
116. Λένιν, Η σοσιαλιστική επ αν άσ τασ η κ α ι το δ ικα ίω μ α α υ το διάθεση ς των εθνών, Απαντα, τ. 27, σελ. 256-271.
117. Λένιν, Το απ οτ έλ εσ μ α της συζήτησης γ ια την αυτοδιάθεση . Απαντα, τ. 30, σελ. 17
118. Λένιν, Κ ρ ά τος κ α ι επανάσταση , Απαντα, τ. 30, σελ. 9-120119. Λένιν, Σ χέδιο πρ ογ ρ άμ μ ατος του ΚΚΡ(μπ), Απαντα, τ. 38,
σελ. 81-124.120. Λένιν, Εισήγηση γ ια τ α κομ μουν ιστικά Σ ά β β α τα στη συν
δ ιάσκεψ η της οργάνω ση ς της πόλης Μ όσχας του ΚΚΡ(μπ), 20 Δ εκέμβρη 1919, Απαντα, τ. 40, σελ. 32-38
121. Λένιν, Τ α καθή κοντα του π ρ ολ εταρ ιάτου στην ε π ανάστασή μας, Απαντα, τ. 31, σελ. 149-186.
122. Λένιν, Ο Μ αρξισμός γ ια το κράτος . Απαντα, τ. 33, σελ. 307123. Liberation, Avant les JO, pression sur Γ industrie du sport,
http://liberation.fr124. Linux: Le logiciel libre, comme forme subversive de la production,
http://ecorev.org125. Lojkine Jean, Le nouveau salariat informationnel. Aux frontiéres
du salariat, texte provisoire préparé pour la séance du 16/12/1999 du Séminaire d’ Études Marxistes
126. Lojkine Jean, La révolution informationnelle, P.U .F., 1992127. Lojkine Jean, La classe ouvriére en mutation, Messidor/Éditions
Sociales, 1986128. Loraux Nicole, Miralles Careles (sous la direction), Figures de
l ’ inteUectuel en Gréce ancienne, Berlín, Paris, 1998129. Lówy Michael, Pour une sociologie des intellectuels révolu-
tionnairs, P.U .F., 1976130. Lowy Michael, Sayre Robert, Révolte et mélancolie, (Le
roinantisme á contre courant de la modernité), Payot, 1992131. Lukács Gyórgy, Le parti dirigeant du proletariat (á propos de la
conscience et de l ’organisation), http://etoilerouge.chez.tiscali.fr
394
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
132. Lukács Gyorgy, Socialisme et démocratisation, Messidor, Éditions sociales, 1989
133. Lukács Gyorgy, Histoire et conscience de classe, Les éditions de minuit, 1960
134. Luxemburg Rosa, Masseset chefc, http://lcr94.free.fr135. Luxemburg Rosa, Texteséd. Sociales, 1969136. Luxemburg Rosa, espoirs degus, άρθρο της στην Die Neue Zeit
no 2137. Macciocchi Maria Antonietta, Pour Gramsci, Seuil, 1974138. Mandel Ernest, Le troisitme age du capitalisme, Éditions de la
passion, 1997139. Mandrou R., Des humanistes aux hommes de Science. Seuil, 1973140. Mannheim, Conservative Thought in Essays of Sociology and
Social Psychology, Routledge, 1953141. Mannheim Karl, Idéologieet Utopie, Márcele Riviére, 1956142. Marcuse Herbert, Culture et société. Les éditions de Minuit,
1970143. Marcuse Herbert, L ’ homme unidimentionnel, Les éditions de
Minuit, 1968144. Μαρκούζε Χέρμπερ, Λ όγος κ α ι επανάσταση , (Ο Χ έγκ ελ κα ι
η γέννηση της κοινωνικής θεω ρίας). Ύψιλον/βιβλία, 1985145. Μαρκούζε Χέρμπερ, Το τέλος της Ο υτοπίας, Ύψιλον/βι
βλία, 1985146. Μαρξ Καρλ, Οικονομικά κα ι φ ιλοσοφικά χ ειρόγραφ α, 1844,
Γλάρος, 1975147. Marx Karl, Contribution to the critique o f Hegel’s Philosopln/ of
Law. Introduction. Marx, Engels, Collected Works. T. 3, σελ. 147-187
148. Marx Karl, Commentson Latest Prussian Censorship Instruction, in Marx, Engels, Collected Works, t. 1
149. Marx Karl, Grundrissede 1857-1858 , éd. Sociales, 1980150. Marx á Annekov, Bruxelles 28/12/1864 in Marx, Engels,
Correspondance, Éditions du Progrés, 1976, p. 20-31151. Μαρξ Καρλ, Κριτική του π ρ ογ ρ άμ μ ατος της Γκότα , Σύγ
χρονη Εποχή, 1979152. Μαρξ Κάρολος, Θ έσεις γ ια τον Φ οϋερμπάχ, Μαρξ,
Ένγκελς. Διαλεχτά έργα, εκδ. Γνώσεις, τ. 2, σελ. 467-470153. Μαρξ Καρλ, Το Κ εφ άλαιο , Σύγχρονη Εποχή154. Μαρξ, Μισθός, Τιμή κ α ι Κ έρδος , Θεμέλιο, 1976155. Marx Κ., Oeuvres, Gallimarg, 1963, t. III, ρ. 740
395
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
156. Μαρξ Καρλ, Κριτική της Πολιτικής Ο ικονομίας (Πρόλογος) Διαλεχτά έργα, τ. 1, σελ. 423-439, Γνώσεις
157. Marx Κ., Adresse inaugúrale de Γ Α .Ι.Τ . in Oeuvres Choisies, éd. Du Progrés, 1974. t. II. p. 5-13
158. Marx Κ., Philosophie de la nature chez Démocrite et Epicure, Oeuvres Philosophiques, éd. Molitor, Τ. I
159. Marx Κ.. Théories sur la plus valué, éd. Sociales, 1975160. Marx a Kugelmann, 23/8 /1866 , in Marx, Engels, Lettres sur le
“Capital”, édit. Sociales, 1964, p. 153161. Μαρξ, Γ ρ ά μ μ α στον Αννέκοφ, Διαλεχτά έργα, τ. 2, σελ.
516-530162. Marx a Engels 24/8/1867. in lettres sur le “Capital”, éd.
Sociales, 1964, p. 174163. Marx, Engels, Η α γ ία ο ικ ογ έν εια (κριτική της κριτικής),
εκδ. Αναγνωστίδης164. Μαρξ Καρλ, Ένγκελς Φρ., Μ ανιφέστο του Κ ομμουνιστικού
Κ όμ μ ατος , Διαλεχτά έργα, τ. 1, σελ. 1 -58165. Μαρξ Καρλ, Ένγκελς Φρ, Η γερμανική ιδεολογίόί,
Gutemberg166. Μαρξ, Ένγκελς, Π ρόλογος στη γερμανική έκδοση του 1872,
του Μ ανιφέστου του Κ ομμουνιστικού Κ όμμ ατος, Διαλεχτά έργα, τ. 1, σελ. 9-12
167. Marx, Karl 1818-1883 http://reyner.com168. Merten Stefan, (entretien avec Richardson Joanne), Logiciel
libre et éthique du dévellopement de soi, http://multitu- des.samizdat.net
169. Mills Wright C. Power, Politics and People, The Collected Essays of Wright Mills, ed. Irving Louis Horowitz
170. Monasta Attilio, Antonio Gramsci (1891-1937), Perspectives, revue trimestielle d’ éducation comparée (Paris UNESCO: Bureau International d’ éducation), vol. XXIII, no 3-4,1933, p. 613-629
171. Μπουμπέ Μαρτίν, Το πρόβλημα του ανθρώ που , εκδ. Γνώση172. Μπύσι-Γλύσμαν Κρίστιν, Ο Γκράμ σι γ ια το κράτος . Θεμέ
λιο, 1984173. Mystifiés et mystificatcurs, http://pageperso.aol.fr174. Μωραΐτη Ερωτόκριτου, Μνήμη κα ι λήθη γ ια το Μάχο Ρούση,
Περιοδικό «Ναι», Νο 2, Απρίλης 2004.175. Nader Ralph. Love James, Microsoft, monopole du prochain
siécle. Le Monde diplomatique, Novembre, 1997
396
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
176. Naville Ρ., Vers I ’ automation sociale? Gallimard, 1963177. Negri Toni-Hardt Michael, Mutation d ’ activités, nouvelles
formes d ’ organisation, http://biblioweb.samizdat.net178. Negri Antonio-Lazzarato Maurizio, Travail immatériel et
subjectivité, http://biblioweb.samizdat.net179. Negri Toni. Que faire aujourd’hui de “Que faire?”. Passant No
36, sept. 2001-oct. 2001180. Nietzsche Friedrich, Par- déla bien et mal. Gallimard Folio,
essais, 1987 & 212181. Nizan Paul, Démission des philosophes, http://atheles.org182. Ομήρου Ιλ ιάδα , μετάφραση Ν. Καζαντζάκη, Ι.Θ. Κακριδή,
Αθήνα.1955183. Ory Pascal, (sous la direction de) Derni'eres questions aux
inlelletuels, Olivier Orban, 1990184. Παπαβασιλείου Δάνης, Τ αχύτερα, ψηλότερα, δ υ ν ατότερ α
γ ια τ α κέρδη (Πολυεθνικές και Ολυμπιακοί Αγώνες), Ριζοσπάστης 21/3/2004
185. Παπαϊωάννου Κώστας, Μ άζα κ α ι ιστορία . Εναλλακτικές εκδόσεις, 2003
186. Παπακωνσταντίνου Πέτρος, Η αμερικάνικη Τζιχάντ, Ελληνικά γράμματα, 2003
187. Partí communiste frangais. Mouvement des connaissances, des technologies, le travail et la société: comment caractériser notre époque? http://pfc.fr
188. Pinto Louis, Aprés I ’ engagement, sa parodie, des prophétes pour intellectuels, Le monde diplomatique, Septembre, 1977, p. 32
189. Pizzi Gian-Carlo, L ’ ouvrier toyotiste et le general intellect, http://multitudes.samizdat.net
190. Πλάτων, Νόμοι191. Πλάτων, Π ολιτεία192. Πλάτων, Γοργ ίας193. Πλάτων, Πολιτικός194. Πλάτων, Ζ' Επιστολή195. Πλάτων, Σ υμ πόσιο196. Πλάτων, Μένων197. Πλάτων, Π ρω ταγ όρας198. Πλάτων, Φ αίδρος199. Platón, Le Mythe de la cáveme, http://juraner.net200. Platón: La théorie de la connaissance http://yrub.com/philo
397
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ
201. Πουλαντζάς Ν., Πολιτική εξο υ σ ία κ α ι κοινωνικές τάξεις. Θεμέλιο. 1975
202. Πρέβε Κοστάντσο, Το ασ ίγαστο π άθ ος (Σκέψ εις ενός μ α ρ ξιστή φιλοσόφου π άνω στην κρίσιμη καμ πή της εποχής μας). Στάχυ, 1989
203. Richta, La civilisation au carrefour, Anthropos, 1969204. Ριζοσπάστης 21/5/2004205. Rousseau J.J., Du contrat social. Flammarion, 1966206. Ρούσης Γιώργος, Α ρχ αία Δ ημ οκρατία γ ια π άν τα νέα. ή η
σύγχρονη δη μ οκρατ ία ω ς τερατογένεση της α ρ χ α ία ς αθηναϊκής δη μ οκρατία ς κα ι της φιλοσοφικής κριτικής της. Γκο- βόστης, 1999
207. Ρούσης Γιώργος, 0 Λένιν γ ια τη γ ραφ ειοκ ρατ ία . Σύγχρονη Εποχή, 1985
208. Ρούσης Γ ιώργος, Ο λόγος στην ουτοπ ία , Γ κοβόστης209. Ρούσης Γιώργος, Κομμουνισμός τέλος; ή η αρχή της ιστο
ρ ία ς ; Στάχυ210. Ρούσης Γιώργος, Σοσιαλισμός κ α ι Π ερεστρό ικ α, ΚΜΕ/Σύγ-
χρονη Εποχή, 1988211. Said Edward, Des intellectuels et du pouvoir, Seuil, 1994212. Σαρτρ Ζαν-Πωλ, Υπέρ διανοουμένω ν συνηγορία. Πολίτης,
1994213. Sartre Jean Paul, Question de méthode, in critique de la raison
dialectique, Gallimard, 1960214. Séve Lucien, Communisme quel second souffle, Messidor/Édi-
tions sociales, 1990215. Séve Lucien, Penser avec Marx aujourd’hui, La Dispute, 2004216. Sorel Georges, La décomposition du marxisme, http://panar-
chy.org217. Spire Arnaud, Le marxisme et la France, L’ Humanité 24/
11/2003218. Stalin, Les questions du leninisme, Éditions en langues
etrangéres, Moscou, 1949219. Συλλογικό (Πονομαριόφ, Βολκόφ, Βολίν, Γαΐτσεφ, Κού-
τσκιν, Μιντς, Σλεπόφ, Σομπόλιεφ, Τιμοφέεβκι, Χροστόφ), Η ιστορ ία του κομμουνιστικού κόμ μ ατος της Σοβιετικής Ένωσης, 1973
220. Table-ronde sur le travail cognitif, Regards no 89, avril, 2003221. Tabucchi Antonio, Doutertoujours,dénoncerparfois, http://une-
sco.org
398
Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η
222. Tieri Bernard. La Gastrtite de Platón, par Antonio Tabucchi, Mille et une nuits, 1977, www.atheles.org
223. Τρικούκης Μάκης. Πολιτιχή κ α ι φιλοσοφία στον Γ χράμ σ ι , Εξάντας, 1985
224. Trotsky Léon, Les intellectuels et le socialisme, http://mar- xists.org
225. Τσάτσου Κωνσταντίνου, Η χοινωνιχή φ ιλοσοφία των α ρ χ α ίων ελλήνων, Εστία, 1996
226. Unesco, Bureau International d’ éducation, L ’ “intellectueI organique” selon Gramsci, http://agora.qc.ca
227. Unesco, Το δ ιχ α ίω μ α va ε ίσα ι άνθρω πος, εκδ. Μπεργαδή,χ·χ·
228. Vakaloulis Michel, Thibaut Bernard, Clot Yves, Savoirs et pratiques sociales et militantes: quels rapports. http://www.espa- ces-marx.eu.org
229. Videlier Philippe, Des intellectuels sonnants et trébuchants, Le monde diplomatique, Janvier, 1996, p. 11
230. Vimo Paolo, Quelques notes á propos du “general intellect", http://biblioweb.samizdat.net
231. Weber Max, Le savant et la politique, Plon, 10/18,1963232. Χόαρ Κουίντιν, Σμιθ Νόουελ Τζεφρι, Γ ια τον Γχράμσι, Στο
χαστής233. Χρύσης Αλέξανδρος, Φ ιλοσοφία χ α ι Χειραφέτηση. Το ζήτη
μ α των διανοουμένω ν α π ό τον Marx ω ς την Οχτωβριανή Ε πανάσταση , Ιδεοκίνηση, 1996
234. Χρύσης Αλέξανδρος, Δ ιανοούμενοι χ α ι Διανόηση (Π ραγμ ατισμός χα ι Α νθρωπισμός στο σύγχρονο κόσμο), Αθήνα, Ιανουάριος, 1999
235. Zizek Slavoj, Lenin’s Choise, http://marxists.org/
399