Γιώργος Ρούσης Σύγχρονη Επαναστατική Διανόηση 2005

398

description

dhjgjg

Transcript of Γιώργος Ρούσης Σύγχρονη Επαναστατική Διανόηση 2005

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν ΗΕ Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η

© 2005 ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Β.Ε.Ε. Ζωοδόχου Πηγής 21, Αθήνα 106 81

Τηλ. 210.38.15.433,210.38.22.251 - fax: 210.38.16.661 e-mail: [email protected]

http://www.govostis.gr

© ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΟΤΣΗΣ,

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς χαι η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης, απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειο­θεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. -2121/1993.5

ISBN 960-270-975-8

Γ Ι Ο Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο V I Η I

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Ηt n f l N f l i T f l T I K H

Στη μνήμη του πατέρα μου Τηλέμαχου, αστικής καταγωγής, διανοούμενου-κομμουνιστή

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή

ΜΕΡΟΣ 1ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΩΝ ΔΕΣΜΩΤΩΝ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟΝ ΟΡΓΑΝΙΚΟ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ TOY GRAMSC1

Κεφάλαιο 1Ο φιλόσοφος βασιλιάς του «σπηλαίου των δεσμωτών» του Πλάτωνα και η αριστοτελική αριστοδημοκρατία 7. 1 Εισαγωγικά1.2 Το πλατωνικό Βασίλειο της σοφίας1.3 Η αριστοτελική αριστοδημοκρατία

Κεφάλαιο 2Ο Μαρξ και η διανόηση σαν μεσολάβηση της μεσολάβησης στη διαδικασία της πανανθρώπινης χειραφέτησης2.1 Εισαγωγικά2.2 Ο στόχος της πανανθρώπινης χειραφέτησης

και ο μεσολαβητικός ρόλος του προλεταριάτου2.3 Ορόλος της θεωρίας και της διανόησης

Κεφάλαιο 3Το «απ’ έξω» του Λένιν και η παραπέρα απομυθοποίηση του αυθόρμητου3.1 Εισαγωγικά

17

31

33333554

6464

6788

105105

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

3.20Λένιν του Τι να κάνουμεκαιτου Δεύτερου Συνεδρίου του ΣΔΕΚΡ

3.3 ΟΛένιν του'Ενα βήμα μπρος, δυο βήματα πίσω3.4 Οι αρνητικές συνέπειες του χαμηλού πολιτιστικού

επιπέδου και της ανεπάρκειαςτης προλεταριακής διανόησης κατάτην προσπάθεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης

3.5 Όταν το αυθόρμητο υπερέχει του υποτιθέμενου συνειδητού

Κεφάλαιο 4Gramsci: εργατική αντι-ηγεμονία και οργανικοί διανοούμενοι της εργατικής τάξης4.1 Εισαγωγικά4.2 Αστική ηγεμονία, πόλεμος θέσεων

και εργατική αντι-ηγεμονία4.3 Φιλοσοφία της πράξης4.4 Ο ρόλος της διανόησης

ΜΕΡΟΣ II«ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΑΝΟΙΑ», ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ

Εισαγωγικά

Κεφάλαιο 5Απελευθέρωση-μετακίνηση της ζωντανής εργασίας στην εποχή του κυρίαρχου βιομηχανικού καπιταλισμού

Κεφάλαιο 6Σύγχρονες αλλαγές και ο Μαρξ των Χειρογράφων του 1857-1858

Κεφάλαιο 7Ελεύθερο λογισμικό Linux: παράδειγμα δυνατοτήτων αποεμπορευματοποίησης και κεφαλαιοκρατικής αντίδρασης

10

109123

134

138

142142

145153160

185

187

195

211

243

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

ΜΕΡΟΣ 111ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ ΚΑΙΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΔΙΑΝΟΗΣΗ 251

Κεφάλαιο 8Διανοουμενοποίηση tou προλεταριάτου και προλεταριοποίηση της διανόησης 253

Κεφάλαιο 9Ρινόκεροι και κέρβεροι 2819.1 Εισαγωγικά 2819.2 Γενίκευση της αποξένωσης και ρινόκεροι 2869.3 Διανοούμενοι κέρβεροι 296

Κεφάλαιο 10Χαρακτήρας και ρόλος της σύγχρονηςεπαναστατικής πρωτοπορίας 30410.1 Εισαγωγικά 30410.2 Σύγχρονη εργατική πρωτοπορία 30610.3 Δρόμοι επαναστατικοποίησης της εκτός

παραγωγής και εργατικής τάξης διανόησης 31610.4 Χαρακτήρας και ρόλος

της επαναστατικής διανόησης 33010.5 Σύντομη αναφορά στη νεορομαντική διέξοδο 347

Κεφάλαιο 11Επαναστατική διανόησηκαι κομμουνιστικά κόμματα 35511.1 Εισαγωγικά 35511.2 Τα δεσμό της αρνητικής παράδοσης 35911.3 Για ένα συλλογικό διανοούμενο νέου τύπου 372

Επίλογος 380Βιβλιογραφία 389

11

«Από σαςΖητάμε να πορευτείτε στο πλευρό μας και μαζί μαςΝ ’ αλλάξετε όχιΈνα νόμο μονάχα της γης, αλλάΤον κύριο νόμο:Συμφωνώντας πως όλα θα τ ’ αλλάξουμε Τον κόσμο και την ανθρωπότητα Και πριν α π ’ όλα την αταξίαΤων ανθρώπινων τάξεων, που δυο λογιών άνθρωποι κάνει να υπάρχουνΤην εκμετάλλευση, μα και την άγνοια».

ΜΠΕΡΤΟΛ ΜΠΡΕΧΤ, Η συγκατάθεση, 1929

«Ήρθα κοντά σας σα δάσκαλοςΚαι σα δάσκαλος θα μπορούσα να φύγω.Μα επειδή μάθαινα, έμεινα».

ΜΠΕΡΤΟΛ ΜΠΡΕΧΤ, Η καλή συντρόφισσαΜ.Σ., 1937

Ε υ χ α ρ ισ τ ίε ς

Θελω ν α ε υ χ α ρ ι σ τ ή σ ω κατ’ αρχήν δυο από τους λιγο­στούς πραγματικούς μου φίλους για τη συμβολή τους σε τούτη την προσπάθεια. Τον Αλέξανδρο Χρύση και τον Θόδωρο Θοδωρόπουλο. Ο Αλέξανδρος με την π ο ­λύχρονη, σχεδόν σε καθημερινή βάση, ανταλλαγή α πό­ψεων που είχαμε γύρω από ζητήματα που θίγονται άμεσα ή έμμεσα σε τούτη τη μελέτη, σε συνδυασμό με τις πολύτιμες παρατηρήσεις του στην πρώτη της γραφή συνέβαλε αποφασιστικά στην τελική της διαμόρφωση.

Στο Θόδωρο πέρα από τις σημαντικές παρατηρήσεις του ιδιαίτερα όσον αφορά στον συχνά απόλυτο χαρα­κτήρα ορισμένων διατυπώσεών μου, οφείλω σε μεγάλο βαθμό και την επιλογή του θέματος, μια και εδώ και καιρό με προτρέπει να ασχοληθώ με τη διανόηση.

Ακόμη θέλω να εκφράσω τις θερμές ευχαριστίες μου στην συντρόφισσα Α λέκα Παπαρήγα, η οποία εν μέσω της προετοιμασίας του 17ου Συνεδρίου του ΚΚΕ, βρήκε το χρόνο να μελετήσει ενδελεχώς τούτο το κείμενο, να το συζητήσει διεξοδικά μαζί μου και έτσι να συμβάλει ουσιαστικά στη βελτίωσή του.

Το ίδιο ισχύει και για το σύντροφο Θόδωρο Τζιατζή, που θυσίασε ένα μέρος των λιγοστών διακοπών του για να διαβάσει το αρχικό κείμενο.

Η συμβολή και των δύο τους είμαι βέβαιος ότι σημα­τοδοτεί τόσο τη θέληση του κόμματος για αναβάθμιση

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

της θεωρητικής αναζήτησης, όσο και τη θέλησή του να αξιοποιήσει τη συνοδοιπόρο με αυτό διανόηση.

Θα ήταν παράλειψη αν δεν ανέφερα τον αγαπητό Νίκο Παπσγεωργίου, ο οποίος πέρα από τη γενικότερη συμβολή του στα πρώτα μου βιβλία, με μύησε στο Linux και έτσι με οδήγησε να συλλάβω μια σημαντική πτυχή του θέματος που αντιμετωπίζει τούτη η μελέτη.

Εννοείται ότι οι παραπάνω σύντροφοι και φίλοι δεν φέρουν καμία ευθύνη για τις αδυναμίες και παραλεί­ψεις τούτης της προσπάθειας, για τις οποίες αποκλει­στικά υπεύθυνος είναι ο συγγραφέας.

Ακόμη θα ήθελα να ευχαριστήσω την Βίκυ Αναστα- σοπούλου, την Ευγενία Νικολάου και τον Πέτρο Τσαλ- πατούρο, τους οποίους παίδεψα ασυγχώρητα με τις συνεχείς διορθώσεις μου στο αρχικό κείμενο, για την επιμέλεια τούτης της έκδοσης και τους Γιάννη και Κώ­στα Γχοβόστη , οι οποίοι παρά τους δίσεκτους καιρούς, συνεχίζοντας μια ογδοντάχρονη παράδοση, δέχθηκαν δίχως καμιά αναστολή να εκδώσουν ένα ακόμη αντιε- μπορικό βιβλίο.

Τέλος και πάνω από όλους, ευχαριστώ την αγαπη­μένη μου Μαριλίζ, που πληρώνει πολύπλευρα και συ­χνά επώδυνα γι’ αυτήν, το κόστος της δικής μου στάσης ζωής.

Γιώργος Ρούσης Αθήνα, Δεκέμβρης 2004

16

f i o o y u y f

A y t o π ο υ ε π ι δ ιώ κ ο υ μ ε να τεκμηριώσουμε σε τούτη τη μελέτη είναι ότι, τόσο κατά την προετοιμασία της ρι­ζοσπαστικής, επαναστατικής αλλαγής, την ίδια την επανάσταση, όσο και κατά την κατώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, νοούμενο ως κατώτερη φ ά ­ση της κομμουνιστικής κοινωνίας, πρωτοπόρο ρόλο καλούνται να παίξουν, εκτός από τα πλέον συνειδητο­ποιημένα τμήματα της σύγχρονης εργατικής τάξης στην οποία στην εποχή μας συμπεριλαμβάνεται και ένα μεγάλο τμήμα της διανόησης, οι λιγοστοί μη προ­λετάριοι επαναστάτες διανοούμενοι, που δραστηριο­ποιούνται έξω από τον πυρήνα της παραγωγής, με άλ­λα λόγια οι «άριστοι», με την αρχαιοελληνική έννοια των κατόχων της γνώσης. Αυτός ο ρόλος τους είναι δυ- νατόν να αναδειχθεί μέσα από την οργανική τους ενό­τητα με την εργατική πρωτοπορία στο πλαίσιο μιας επαναστατικής οργάνωσης συλλογικού διανοούμενου, με τη μορφή μιας αριστοδημοκρατικής σχέσης, δηλαδή

*0 πρώτος αριθμός χάθε παραπομπής αναφέρεται στην αρίθμηση του βιβλιογραφικού καταλόγου που παραθέτουμε στο τέλος του βιβλίου χαι ο δεύτερος στη σελίδα. Ό που η παραπομττή αφορά σε πολύτομο έργο παρεμβάλλεται χαι ο αριθμός του τόμου. Για τα χείμενα των αρχαίων αντί της σελίδας ο δεύτερος αριθμός αντι­στοιχεί στην χαθιερωμένη παγκόσμια αρίθμησή τους.

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

ενός συνδυασμού της συλλογικής εμπειρίας και σοφίας με τις θεωρητικές γνώσεις της διανόησης.

Αλλά και την ανώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, δηλαδή την κοινωνία της πανανθρώπινης χειραφέτησης, εκείνο που θα τη χαρακτηρίζει δεν θα είναι η γενικευμένη προλεταριοποίηση, αλλά η υπέρβα­ση του καταραμένου καταμερισμού ανάμεσα σε χειρώ- νακτες και διανοούμενους, η αναγωγή σε κυρίαρχη και η γενίκευση της ελεύθερης δραστηριότητας ως αυτο­σκοπού. Μιας δραστηριότητας που θα προσφέρει σε όλες τις κοινωνικές ατομικότητες τη δυνατότητα να κα­τακτήσουν και να απολαμβάνουν το ευρύτερο δυνατό φάσμα του παγκόσμιου τεχνικού πολιτισμού και της παγκόσμιας κουλτούρας. Και από αυτή λοιπόν τη σκο­πιά η κομμουνιστική χειραφέτηση σηματοδοτεί τη γενι- κευμένη διανοουμενοποίηση.

«Σκοπός της επανάστασης είναι να κάνει όλους τους ανθρώπους αριστοκράτες κι όχι αντίθετα να τους εξι­σώνει με προλετάριους» (174, 12), επέμενε να υποστη­ρίζει με σθένος ο πατέρας μου Τηλέμαχος, αστικής π ρο­έλευσης κομμουνιστής και διανοούμενος, και είχε α πό­λυτο δίκιο. Και να σκεφτεί κανείς ότι τότε δεν γνώριζε καν το περιστατικό εκείνο με τον Λένιν που, όταν κά­ποιοι απόρησαν που ταξίδευε πρώτη θέση στο τρένο, τους απάντησε: «Εμείς, σύντροφοι, δεν αγωνιζόμαστε για να καταργήσουμε την πρώτη θέση αλλά την τρίτη», ούτε μπορούσε να φανταστεί τις δυνατότητες που προ­σφέρουν οι σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις για την απελευθέρωση από την καταναγκαστική εργασία και τη δημιουργική αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου.

Είναι αναγκαίο ευθύς εξαρχής να διευκρινίσουμε ότι η μελέτη αυτή για το ρόλο της επαναστατικής διανόησης στη διαδικασία της χειραφέτησης αφορά τις οικονομικά αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, τις χώρες δηλαδή

18

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

εκείνες στις οποίες χάρη στην ανάπτυξη των παραγωγι­κών τους δυνάμεων οι λαοί τους έχουν τη δυνατότητα να κάνουν την έφοδο στους ουρανούς της χειραφέτησης. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι σε αυτές τις χώρες είναι που θα εκδηλωθεί πρώτα η επανάσταση, αλλά ότι σε αυτές είναι εφικτό μετά από αυτήν, το άμεσο πέρα­σμα στην πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας.

Βεβαίως μια τέτοια έφοδος, ιδιαίτερα κάτω από τις σύγχρονες συνθήκες, είναι αδιανόητη, πρώτον αν στην πορεία δεν διαμορφωθούν ριζικά νέες σχέσεις, πάνω απ ’ όλα με την ίδια τη φύση, με τους υπόλοιπους λαούς στη δυστυχία των οποίων σε μεγάλο βαθμό οι λαοί των αναπτυγμένων χωρών οφείλουν τις σημερινές τους δυ­νατότητες και δεύτερον μια ριζικά διαφορετική κατα­ναλωτική ψυχολογία που καμιά σχέση δεν μπορεί να έχει με τον αρρωστημένο σύγχρονο καταναλωτισμό ο οποίος απορρέει από την υποταγή του «είναι» στο «φαίνεσθαι» και στο «έχειν».

Κατά δεύτερον θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι, όταν γίνεται λόγος για επαναστατική διανόηση της εποχής μας, δεν εννοούμε ούτε την προοδευτική διανόηση γενι­κά, που αν και αντιδρά απέναντι στο κυρίαρχο σύστη­μα και καταγγέλλει τα κακώς κείμενά του, αρκείται στο να επιδιώκει μια ουτοπική και ανέφικτη, ιδιαίτερα στην εποχή μας, στροφή του προς μια δικαιότερη κατα­νομή -πο υ έτσι και αλλιώς δεν είναι το οραματικό-επα- ναστατικό ζητούμενο- ούτε καν τη διανόηση εκείνη που παραβλέπει ότι η εργατική-σοσιαλιστική κομμούνα ή μισοκράτος δεν είναι παρά ένα μέσο στη διαδικασία της πανανθρώπινης χειραφέτησης και όχι αυτοσκοπός. Ακόμη δεν εννοούμε μόνον το τμήμα εκείνο της διανόη­σης που ενταγμένη πια στη σύγχρονη εργατική τάξη, θεωρείται ως εν δυνάμει επαναστατική, αλλά και το μι­κρό εκτός εργατικής τάξης τμήμα της διανόησης, το

19

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

οποίο δεν έχασε την πίστη του στην πιο υψηλή ελπίδα, στην εφικτή σήμερα ουτοπία της πανανθρώπινης χειρα­φέτησης, στην ανεμπόδιστη ανάπτυξη της κοινωνικής ατομικότητας, δηλαδή στον κομμουνισμό, και που επι­διώκει να υλοποιήσει μαζί με την εργατική τάξη και τους συμμάχους της τον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας προς αυτή την κατεύθυνση.

Σε όλη τη διάρκεια της ταξικής «προϊστορίας» της αν­θρωπότητας υπήρξαν άνθρωποι της γνώσης, διανοού­μενοι, οι οποίοι εφαρμόζοντας στην πράξη τη θεμελια­κή αρχή προόδου κάθε επιστήμης, δηλαδή την αμφι­σβήτηση του υπάρχοντος στη βάση των κεκτημένων γνώσεων που αυτό προσφέρει, εναντιώθηκαν στην κα­τεστημένη τάξη πραγμάτων αναζητώντας το νέο, και τούτο ενάντια τόσο στους κυρίαρχους όσο και στις προκαταλήψεις και τη στρεβλή συνείδηση των συναν­θρώπων τους. Με αυτό τον τρόπο της άρνησης συνέβα­λαν στην πρόοδο τόσο των θετικών επιστημών όσο και των κοινωνικών. Έτσι ανατράπηκαν παγιωμένες αν και λαθεμένες αντιλήψεις, όπως η άποψη ότι ο ήλιος γυρί­ζει γύρω από τη γη. Έτσι η ανθρωπότητα υπερέβη τις προηγούμενες μορφές οργάνωσής της, που φαντάζουν απαράδεκτες για τους σύγχρονους ανθρώπους, όσο και αν αυτές αντιμετωπίζονταν κάποτε ως φυσικές κατα­στάσεις. Έτσι διαψεύδονταν κάθε φορά αντιλήψεις για το τέλος της ιστορίας.

Βεβαίως οι επιστημονικές ανακαλύψεις, για παρά­δειγμα εκείνες του Κοπέρνικου και του Γαλιλαίου, αρ- κούσαν από μόνες τους για να ανατρέψουν, ενάντια πάντοτε στην κατεστημένη σκέψη και συνείδηση και ενάντια στη μήνη της εκκλησίας και της Ιεράς Εξέτα­σης, τις κυρίαρχες μέχρι τότε αντιλήψεις.

Δεν συνέβη όμως το ίδιο με τις αντίστοιχες «ανακα­

20

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

λύψεις» στις κοινωνικές επιστήμες, όταν η άρνηση της κατεστημένης τάξης σήμαινε την υπέρβαση των κυ­ρίαρχων μορφών οργάνωσης της κοινωνίας και την αναζήτηση των νέων εκείνων μορφών που θα επέτρε­παν μια πιο ευτυχή ύπαρξη των ανθρώπων.

Αυτές, για να υλοποιηθούν, προϋπέθεταν τη μετα­τροπή της φιλοσοφίας σε φιλοσοφία της πράξης, δηλαδή την υπέρβαση της κλασικής φιλοσοφίας-ιδεολογίας που δεν συνδεόταν με την πραγματική ζωή και γι’ αυτό δεν μπορούσε να φέρει κανένα παιδί στον κόσμο, χρειάζο­νταν ακόμη την ύπαρξη των κατάλληλων αντικειμενικών συνθηκών και κυρίως την ενεργή συμβολή των ανθρώ­πων μέσα από την επαναστατική τους πράξη, διότι δί­χως αυτήν η κατανόηση του κόσμου, η «ανακάλυψή» του, θα έμενε στα χαρτιά. Γι’ αυτό εξάλλου και πολλές από αυτές δεν εφαρμόστηκαν ποτέ, όπως συνέβη με το βασίλειο των σοφών του Πλάτωνα ή με τις προτάσεις των ουτοπικών σοσιαλιστών του 19ου αιώνα.

Παρ’ όλα αυτά και σε αυτό το επίπεδο, στο βαθμό που υπήρχε μια αντιστοιχία ανάμεσα στις καινοτόμες ιδέες των διανοουμένων, στο επίπεδο ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών δυνάμεων και στη συνειδητοποίη- ση μιας σημαντικής μερίδας ανθρώπων για την ανα­γκαιότητα μιας ριζοσπαστικής αλλαγής και στο βαθμό που έγινε κατορθωτό να νικηθούν οι αντιστάσεις των κυρίαρχων, η θεωρία μετατράπηκε σε υλική δύναμη και επέτρεψε τον μετασχηματισμό της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Αυτό συνέβη με τις κοινωνικές επαναστά­σεις, με τη μεγάλη Γαλλική Επανάσταση, το ίδιο συνέβη με την Οκτωβριανή Επανάσταση.

Ποιο όμως ρόλο μπορεί να παίξει η επαναστατική δ ια ­νόηση στην εποχή μας; Σε μια εποχή που η διανόηση στη μεγάλη της πλειοψηφία δεν ταυτίζεται ταξικά με

21

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

την κυρίαρχη αστική τάξη, που όχι μόνον δεν λειτουρ­γεί αποκλειστικά στο επίπεδο του εποικοδομήματος και της ιδεολογίας, αλλά και σε εκείνο της οικονομικής βάσης, ενώ ταυτόχρονα μεγάλο τμήμα της προσεγγίζει ταξικά, αν δεν εντάσσεται σε αυτήν, την εργατική τά ­ξη; Μια εργατική τάξη η οποία τουλάχιστον στις ανα­πτυγμένες χώρες όλο και λιγότερο χαρακτηρίζεται μό­νο ή κυρίως από τον τύπο των «μπλε κολάρων», του κλασικού βιομηχανικού προλεταριάτου;

Ποιο ρόλο μπορεί να παίξει η επαναστατική διανόηση σε μια εποχή που η επιστημονική γνώση τείνει να αντι­καταστήσει υπό τη μορφή της «γενικής διάνοιας» την άμεση χειρωνακτική εργασία, ενώ η υλική παραγωγή συμπληρώνεται από την άυλη, καθιστώντας έτσι ακόμη πιο περιττή και αναποτελεσματική απ’ ό,τι προηγουμέ­νως την καπιταλιστική ιδιοποίηση και την καπιταλιστική διεύθυνση της παραγωγής; Σε μια εποχή δηλαδή που η αντικειμενική βάση που προσφέρει η μετατροπή της επιστήμης σε άμεση παραγωγική δύναμη καθιστά ξεπε­ρασμένη την υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, μια υπαγωγή η οποία ναι μεν έγινε ουσιαστική στο πλαίσιο της κλασικής βιομηχανίας, καθίσταται όμως ανεδαφική και ξεπερασμένη στο πλαίσιο της σύγχρονης κοινωνίας, και η οποία αποτελεί μάλλον τη βάση για μια ουσιαστι­κή χειραφέτηση του ανθρώπου;

Ποιο ρόλο μπορεί να παίξει η επαναστατική διανόη­ση σε μια εποχή που, παρ’ όλα αυτά, η πλάστιγγα στο δίλημμα κομμουνισμός ή βαρβαρότητα φαίνεται να κλείνει υπέρ της δεύτερης, παρ’ όλο που υπάρχουν οι αντικειμενικές δυνατότητες για να γείρει υπέρ του πρώτου; Μια εποχή κατά την οποία η αστική κυριαρχία ενισχύεται μέσα από ένα νέο συνδυασμό βίας, κατανα­γκασμού και δόλου, συναίνεσης και που η αποξένωση, θεμελιακός παράγοντας της συναίνεσης σαρώνει όλες

22

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

τις τάξεις και τα στρώματα, η αστική ιδεολογική ηγεμό­νευση είναι πιο ισχυρή και πιο μαζική από ποτέ, οι κυ­ρίαρχες αξίες είναι αποδεκτές από την πλειονότητα του πληθυσμού, η τάση ενσωμάτωσης αγκαλιάζει ακόμη και τις θεωρητικά πρωτοπόρες δυνάμεις της κοινωνίας, το λαϊκό κίνημα βρίσκεται σε οπισθοχώρηση τη στιγμή που οι ταξικές, κοινωνικές αντιθέσεις οξύνονται στο έπακρο και που, όταν πάει να σηκώσει το κεφάλι του, η άμεση βία των κυρίαρχων εκδηλώνεται με τον πλέον βάναυσο τρόπο, για να συμπληρώσει το δόλο τους;

Πώς αντιμετώπιζαν οι διανοούμενοι κλασικοί του μαρξισμού το ρόλο της θεωρίας, της σχέσης της με την πράξη και το ρόλο της επαναστατικής διανόησης σε σχέση με το εργατικό κίνημα;

Ποια τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης καπιταλι­στικής παραγωγής που έχουν ως συνέπεια από τη μια να καθιστούν εφικτό το κομμουνιστικό όραμα και από την άλλη την προλεταριοποίηση της μάζας της διανόη­σης και τη διανοουμενοποίηση ενός σημαντικού τμήμα­τος της σύγχρονης εργατικής τάξης;

Αυτή η προλεταριοποίηση σημαίνει αυτόματα και επαναστατικοποίηση;

Ποια η προέλευση και ο χαρακτήρας της σύγχρονης επαναστατικής διανόησης;

Ποια θα πρέπει να είναι η θέση των επαναστατών διανοουμένων απέναντι στα επαναστατικά πολιτικά υποκείμενα, με δεδομένες τις δυσκολίες συντονισμού επιστήμης και πολιτικής και το σύνδρομο του εργατι- σμού που πλήττει το εργατικό κίνημα από την εποχή του πρώτου συνεδρίου της Διεθνούς Ένωσης Εργατών, οπότε και παραλίγο να αποκλειστεί ο ίδιος ο Μαρξ επειδή δεν ήταν εργάτης αλλά διανοούμενος;

Σε αυτά τα ερωτήματα θα προσπαθήσουμε να α πα ­ντήσουμε.

23

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

Η μελέτη χωρίζεται σε τρία μέρη και έντεκα κεφάλαια.Στο πρώτο μέρος θα αναφερθούμε στις προγενέστε­

ρες θεωρητικές αναζητήσεις γ ια το ρόλο της διανόησης, οι οποίες και αποτέλεσαν το οικοδόμημα πάνω στο οποίο ο Gramsci θεμελίωσε την κατηγορία του οργανι­κού διανοούμενου της εργατικής τάξης και θα αναλύ­σουμε το περιεχόμενο αυτής της έννοιας. Στο μέρος αυτό θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε τις θεωρη­τικές προσπάθειες συνεύρεσης των κατόχων της επ ι­στημονικής γνώσης με τη λαϊκή σοφία και αυτενέργεια, της διανόησης με τις λαϊκές μάζες.

Στο πρώτο κεφάλαιο θα θυμηθούμε το ρόλο που απο­δίδεται στη διανόηση, έτσι όπως αυτός απορρέει από την παραβολή του σπηλαίου των δεσμωτών του Πλάτωνα, αλλά και από το αριστοδημοκρατικό όραμα του Αριστο­τέλη, και τούτο όχι στοχεύοντας σε μια ιστορική αναδρο­μή της φιλοσοφικής αντιμετώπισης του ρόλου της δια­νόησης, αλλά ενδεικτικά και μόνον για να καταδειχθεί ότι η ανάδειξη του ρόλου της, σε συνδυασμό με την αποδοχή της από μέρους των μαζών και την ίδια τη λαϊκή παρέμ­βαση ως μέσα για μια πιο ανθρώπινη κοινωνία, είναι μια πολύ παλιά ιστορία. Ακόμη η αναφορά μας κυρίως στον Πλάτωνα αποσκοπεί να καταδείξει από τη μια τις απροσδόκητες αναλογίες που προκύπτουν ανάμεσα στον ιδεαλιστή Πλάτωνα και τον υλιστή Μαρξ, κυρίως όσον αφορά το ρόλο της διανόησης στην υπέρβαση της στρε­βλής συνείδησης των μαζών, και από την άλλη τις αντι­φάσεις και τα αδιέξοδα των σχέσεων θεωρίας-πράξης, και διανόησης-μάζας, έτσι όπως αυτές απορρέουν από την ιδεαλιστική προσέγγισή τους, κάτι που θα μας διευ­κολύνει να κατανοήσουμε καλύτερα τη μαρξική τομή.

Στο δεύτερο κεφάλαιο θα εξετάσουμε πώς ο Μαρξ, στο πλαίσιο μιας γενικότερης ανατροπής της μέχρι τότε σχέσης θεωρίας και πράξης, κατανόησης και αλλαγής

24

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

του κόσμου, «αξιοποιεί» τους διανοούμενους σαν μεσο­λάβηση της μεσολάβησης στο πλαίσιο της διαδικασίας χειραφέτησης του ανθρώπου, της διαδικασίας εναρμόνι­σης του «είναι» με την ουσία του. Πώς δηλαδή καταλή­γει στην εκτίμηση ότι το προλεταριάτο, που ήδη αποτε- λεί γι’ αυτόν ένα μέσο χειραφέτησης του συνόλου των ανθρώπων, έχει ανάγκη, πέρα από το κόμμα και από την επαναστατική θεωρία για να μπορέσει να αντεπεξέλθει σε αυτόν το ρόλο του.

Στο τρίτο κεφάλαιο θα δούμε με ποιο τρόπο ο Λένιν «απομυθοποιεί» ουσιαστικά, ακόμη πιο άμεσα και έντονα από τον Μαρξ, τις δυνατότητες του αυθόρμητου της εργατικής τάξης και πώς μέσα από την έννοια «του απ ’ έξω» αποδίδει στην επαναστατική διανόηση ένα σημαντικό ρόλο στην πορεία προς τη χειραφέτηση και την αναδείχνει σε ποιοτικά σημαντική συνιστώσα της κομματικής πρωτοπορίας, ενώ θεωρεί ότι η απουσία της αποτελεί έναν από τους σημαντικούς αρνητικούς παράγοντες στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη με- τεπαναστατική Ρωσία. Στο ίδιο κεφάλαιο θα προσπα­θήσουμε να δικαιώσουμε την πρόταξη του αυθόρμητου από μέρους της Ρόζας Λούξεμπουργκ, μια πρόταξη η οποία, αν και έρχεται σε αντίθεση με τον Λένιν, είναι απόλυτα θεμιτή αν όχι επιβεβλημένη όταν το θεωρητικά συνειδητό μετατρέπεται από πρωτοπορία σε ουρά.

Στο τέταρτο κεφάλαιο, κλείνοντας το πρώτο μέρος, θα αναλύσουμε κριτικά την έννοια του «οργανικού δια­νοούμενου» της εργατικής τάξης του μεγάλου Ιταλού επαναστάτη διανοητή Antonio Gramsci. Μια έννοια η οποία εντάσσεται πλήρως στη μαρξιστική-λενινιστική παράδοση και μέσα από την οποία ο Gramsci επιχειρεί να προσδιορίσει το ρόλο των επαναστατών διανοουμέ­νων στη διαδικασία ανατροπής της αστικής ιδεολογι­κής ηγεμόνευσης και της αστικής κυριαρχίας.

25

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

Στο δεύτερο μέρος θα διερευνήσουμε τις δυνατότη­τες και την αναγκαιότητα που προκύπτει από την ανά­πτυξη των παραγωγικών δυνάμεων για το πέρασμα στην κομμουνιστική κοινωνία της χειραφέτησης και τις αντιδράσεις του κεφαλαίου σε μια τέτοια προοπτική.

Στο πέμπτο κεφάλαιο γίνεται αναφορά στη μόνιμη τάση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, που χαρακτη­ρίζει και την εποχή του κυρίαρχου βιομηχανικού καπι­ταλισμού, να αντικαθιστά την άμεση ζωντανή εργασία από αποκρυσταλλωμένη, κάτι που από τη μια οδηγεί σε μια παραπέρα όξυνση της αντίθεσης ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής και από την άλλη ανοίγει το δρόμο στην κομμουνιστική χει­ραφέτηση, η οποία όμως δεν είναι δυνατή παρά μόνο κάτω από τις σύγχρονες συνθήκες.

Στο έκτο κεφάλαιο, πάντα υπό το πρίσμα της α π ε­λευθέρωσης της άμεσης ζωντανής εργασίας, αναφερό- μαστε στις σύγχρονες αλλαγές της καπιταλιστικής π α ­ραγωγής, όπου η γνώση και η επιστήμη ως «general intellect» (συλλογική, γενική διάνοια) παίζουν ένα ρόλο που ήταν αδιανόητος όχι μόνον την εποχή του Μαρξ, αλλά ακόμη κι εδώ και λίγες δεκαετίες. Αυτές οι αλλα­γές από τη μια ως υλική βάση καθιστούν αναγκαία και εφικτή την απαρχή της διαδικασίας της κομμουνιστικής χειραφέτησης και από την άλλη οδηγούν το κεφάλαιο σε μια πρωτόφαντη αντιδραστικοποίηση, μια που με νύχια και με δόντια επιμένει να εγκλωβίζει τις σχέσεις παραγωγής στις δικές του αξίες.

Στο έβδομο κεφάλαιο γίνεται αναφορά σε νέες μορ­φές «διανοητικής» αντίστασης και έμπρακτης άρνησης της κυριαρχίας της εμπορευματικής παραγωγής, όπως τα ελεύθερα λογισμικά τύπου Linux, τα οποία ανοί­γουν νέους ορίζοντες στην ταξική πάλη, ενώ ταυτόχρο­να αναδεικνύουν και την αδυναμία των κεφαλαιοκρα­

26

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

τικών σχέσεων να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στις άυλες μορφές της παραγωγής, δίχως όμως αυτό να ση­μαίνει ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα κατακτημένο ήδη κυβερνο(ογΒθΓΠθΗο)-κομμουνισμό.

Στο τρίτο μέρος αναφερόμαστε στις αλλαγές στη σύνθεση της εργατικής τάξης και στις συνέπειες αυτών των αλλαγών ως προς τον εν δυνάμει επαναστατικό της χαρακτήρα. Από την ανάλυσή μας αυτή προκύπτει η αναγκαιότητα μιας πρωτοπορίας και η συμμετοχή σε αυτήν της επαναστατικής διανόησης.

Στο όγδοο κεφάλαιο γίνεται μια εκτενής αναφορά στην προλεταριοποίηση της διανόησης και στην αντί­στοιχη διανοουμενοποίηση της εργατικής τάξης που έχει ως συνέπεια να εντάσσονται π ια στη σύγχρονη εργατική τάξη και εργαζόμενοι οι οποίοι απασχολούνται κατά κύ­ριο λόγο σε πνευματική και όχι χειρωνακτική εργασία.

Στο ένατο κεφάλαιο, σε μια προσπάθεια να καταδει- χθεί ότι η προλεταριοποίηση ενός σημαντικού τμήματος της διανόησης και η γενικότερη τάση ταξικού διπολι­σμού δεν σημαίνουν και την επαναστατικοποίηση αυτών των προλεταριοποιημένων πια τμημάτων της κοινωνίας, αντιμετωπίζεται η διαδικασία γενίκευσης της αποξένω­σης και της συνεπαγόμενης ενίσχυσης της αστικής ιδεο­λογικής ηγεμόνευσης στο πλαίσιο ενός νέου συναινετι­κού καταναγκασμού, μια διαδικασία που πλήττει και την «εξ ορισμού» πρωτοπόρα εργατική τάξη στο σύνο­λό της, αλλά και την ίδια τη διανόηση, εργατική ή μη.

Στο δέκατο κεφάλαιο γίνεται προσπάθεια να προσ­διοριστεί η προέλευση και ο χαρακτήρας του σύγχρονου επαναστάτη διανοούμενου. Υποστηρίζουμε ότι αυτός δεν προκύπτει αυτόματα από την προσέγγιση ή και την ένταξη ενός μεγάλου τμήματος της σύγχρονης διανόη­σης στην εργατική τάξη και ότι μπορεί και να προέλθει με τη μορφή μεμονωμένων περιπτώσεων, από τους δια­

27

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

νοούμενους που βρίσκονται έξω από την παραγωγική διαδικασία και την εργατική τάξη, μέσα από δρόμους που μόνον μια μικρή μερίδα διανοουμένων ακολουθεί.

Επίσης σε αυτό το κεφάλαιο διερευνώνται οι δρόμοι που μπορεί να οδηγήσουν αυτούς τους διανοούμενους να ενστερνιστούν την επαναστατική θεωρία. Επίσης μέσα από την κριτική αντιμετώπιση απόψεων όπως του Max Weber, ο οποίος υποστηρίζει ότι ο επιστήμο­νας-διανοούμενος δεν θα πρέπει να υπηρετεί κανέναν από τους «θεούς» που αλληλοσυγκρούονται ή να ανα- ζητά κάποιον άλλον για να υπηρετήσει, ή του Julien Benda και του Edward Said, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι ο διανοούμενος θα πρέπει να υπερασπίζεται τις οικου­μενικές αξίες δίχως να παίρνει θέση στις ταξικές αντι­θέσεις, προσδιορίζονται τα χαρακτηριστικά και ο ρόλος της επαναστατικής διανόησης. Τέλος στο ίδιο κεφάλαιο υπάρχει μια σύντομη αναφορά στην ισχυρή πιθανότητα αναβίωσης από μια μερίδα διανοουμένων μιας νεορομα- ντικού τύπου αντίστασης στην κυρίαρχη τάξη και συζη- τείται το κατά πόσο αυτή η διέξοδος υπό την ελευθερία - κή της εκδοχή, παρά το πάθος που τη διακρίνει, μπορεί να αποτελέσει μια αποτελεσματική λύση απέναντι στη σύγχρονη βαρβαρότητα ή αντίθετα μπορεί να οδηγήσει σε νέα πιο βασανιστικά, αν και ηρωικά, αδιέξοδα.

Στο ενδέκατο κεφάλαιο αντιμετωπίζουμε το ζήτημα της σχέσης της επαναστατικής διανόησης με το κόμμα της εργατικής τάξης. Μέσα από την ανάδειξη των δυ­σκολιών του συντονισμού της πολιτικής και επιστημο­νικής δραστηριότητας ή με άλλα λόγια της υλοποίησης της φιλοσοφίας της πράξης, και γενικότερα των δυσκο­λιών της συνύπαρξης της επιστημονικής λογικής και της επαναστατικής πίστης, και μέσα από τα συμπερά­σματα που προκύπτουν από την οδυνηρή αρνητική εμπειρία της μετατροπής των περισσότερων κομμουνι­

28

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

στικών κομμάτων από επαναστατικές οργανώσεις σε ρεφορμιστικά ή δογματικά πατριαρχεία, προσπαθούμε να δούμε πώς είναι δυνατόν να διαμορφωθεί ένας σύγ­χρονος επαναστατικός συλλογικός διανοούμενος στους κόλπους του οποίου θα σφυρηλατείται η ενότητα θεω­ρίας και πράξης, διανόησης και εργατικής τάξης.

Υποστηρίζεται η άποψη ότι οι επαναστάτες διανοού­μενοι θα πρέπει να συνεργάζονται ή ακόμη και να συμ­μετέχουν σε τέτοια κόμματα, συλλογικούς διανοούμε­νους νέου τύπου, δίχως όμως να απεμπολούν την ιδιό­τητά τους ως επαναστάτες διανοούμενοι για να διατη­ρήσουν την ιδιότητά τους ως κομματικά μέλη, όπως συ­χνά συνέβη κατά το παρελθόν με κορυφαίες προσωπι­κότητες της επαναστατικής διανόησης.

Τέλος, αντί επιλόγου, συνοψίζουμε τη συμβολή που μπορεί να έχει η επαναστατική διανόηση, μέσα από μια οργανική ενότητα με το εργατικό κίνημα, στην υπέρβα­ση της αντίθεσης ανάμεσα στις αντικειμενικές δυνατό­τητες της χειραφέτησης και την αποξένωση-ενσωμάτω- ση των εργαζομένων.

Όταν ο μεγάλος Gramsci ξεκίνησε να ασχολείται με το ζήτημα των διανοουμένων, έγραφε ότι λόγω της δυ­σκολίας του θέματος έχει συχνές ημικρανίες και συνα­ντά σοβαρές μεθοδολογικές δυσκολίες. Όταν λοιπόν ξεκινήσαμε τούτη την προσπάθεια για το ρόλο της σύγ­χρονης επαναστατικής διανόησης στη διαδικασία της κομμουνιστικής απελευθέρωσης, είχαμε πλήρη επίγνω­ση των δυσκολιών που θα συναντούσαμε και των αδυ­ναμιών που θα είχε σε τούτη την τελική της μορφή.

Έτσι κι αλλιώς ο στόχος δεν είναι να εξαντλήσουμε το θέμα, αλλά να συμβάλουμε σε μια πτυχή του γενικό­τερου προβληματισμού για το σύγχρονο επαναστατικό υποκείμενο. Το αν το πετύχαμε θα το κρίνουν οι ανα­γνώστες. Από την πλευρά μας για το μόνο που μπορού­

29

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

με να τους διαβεβαιώσουμε είναι για μια ακράδαντη πεποίθησή μας: Η διανόηση η οποία επιλέγει συνειδητά και παθιασμένα να βρίσκεται από την πλευρά των κα­ταπιεσμένων και ενάντια στους καταπιεστές, από την πλευρά της πραγματικής ελευθερίας και ενάντια στην ανελευθερία της αποξένωσης, υπερβαίνοντας θετικά τη δυστυχή συνείδηση που προκύπτει από τη σύγκρουση ανάμεσα στην ευκολία της ενσωμάτωσης και τη δυσκο­λία της ρήξης, την ευκολία της υποταγής στη μερικότη- τα της αστικής κυριαρχίας και τη δυσκολία της υπερά­σπισης της καθολικότητας της επιστήμης, αντιμετωπί­ζοντας όλες τις αρνητικές γ ι’ αυτή συνέπειες από την έχθρα των κυρίαρχων και την πίκρα από την συχνά δι­καιολογημένη καχυποψία των κυριαρχούμενων, θα π ρέ­πει να επιδιώκει αταλάντευτα τη σφυρηλάτηση της ενό­τητας της σκεπτόμενης ανθρωπότητας που βασανίζεται και της καταπιεζόμενης ανθρωπότητας που σκέφτεται, της ενότητας του βιώματος και της διανοητικής σύλλη­ψης, της λαϊκής πάλης και της επαναστατικής θεωρίας. Δίχως αυτή την ενότητα είμαστε πεπεισμένοι ότι δεν θα μπορέσει να δει το φως της μέρας η μόνη εφικτή σήμε­ρα λύση απέναντι στη βαρβαρότητα, η μόνη καθολική χειραφέτηση, προϋπόθεση κάθε μερικής χειραφέτησης, η κομμουνιστική χειραφέτηση.

30

1 Ρ 0 Σ Ι

Η ε φ ά ϋ α ιο 1

0 φ ΐΓ ΐό ο ϋ φ Ο ί p o m flio c ίο υ «ο π η ϋ α ίο υ ίω ν δ ε σ μ ω τώ ν » τ ο υ Π ϋ ά τω ν α κα ι η α ρ ιο ιο ιε ϋ ικ η α ρ ιο ιο δ η μ ο κ ρ α ιία

7. 7 Εισαγωγικά

Ο ΠΛΑΤΩΝΑΣ ΟΠΩΣ κ α ι ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, ασκώντας κριτική στα υπάρχοντα στην εποχή τους πολιτεύματα, υποστη­ρίζουν την αναγκαιότητα μιας ριζοσπαστικής αλλαγής τους στην κατεύθυνση μιας Πολιτείας, στη ζωή, την ορ­γάνωση και τη διεύθυνση της οποίας καθοριστικό ρόλο θα παίζει η γνώση και συνεπώς οι κάτοχοι της γνώσης, οι φιλόσοφοι-διανοούμενοι.

Συνεπώς και οι δύο δεν αρκούνται να προτάσσουν τον πρωτοπόρο ρόλο της διανόησης. Ταυτόχρονα ανα­ζητούν να ανυψώσουν το πνευματικό επίπεδο του λαού μέσω της παιδείας και να τον οδηγήσουν από τη μια να αποδέχεται συνειδητά αυτή την πρωτοπορία και από την άλλη, στο βαθμό που έχει την ικανότητα, να ανυ­ψωθεί ένα τμήμα του στο ρόλο του φιλοσόφου.

Έτσι τόσο ο Πλάτωνας όσο και ο Αριστοτέλης δεν στοχεύουν σε μια μορφή οργάνωσης της πολιτείας που από τη μια θα υπάρχουν οι ηγέτες φιλόσοφοι κάτοχοι της γνώσης και από την άλλη οι άβουλες λαϊκές μάζες,

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

αλλά, έχοντας συνείδηση του γεγονότος ότι τίποτα δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί δίχως τη βούληση των μα­ζών, επιδιώκουν τη συνεργασία τους με τους φιλοσό­φους, το συνδυασμό της συλλογικής με την ατομική σο­φία στο πλαίσιο μιας αριστοδημοκρατικής -όσο το επέτρεπαν οι συνθήκες της δουλείας- κοινωνίας.

«Περασμένα ξεχασμένα» θα μπορούσε να σκεφτεί ο αναγνώστης. Να όμως που ο Πλάτωνας και ο Αριστο­τέλης παραμένουν, δυστυχώς, προφητικά επίκαιροι.

Γιατί στ’ αλήθεια, όπως διερωτάται στην καρδιά του 18ου αιώνα του Διαφωτισμού ο Malby (229, 2), «τι θα σκέφτονταν όλοι οι μεγάλοι άνδρες που ήταν επικεφα­λής των πιο φημισμένων λαών της αρχαιότητας, τι θα σκέφτονταν ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Κικέρων και οι άλλοι αρχαίοι φιλόσοφοι που έγραψαν πάνω στην πολιτική, αν μας άκουγαν να λέμε ότι ένα κράτος δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένο και ακμάζον αν δεν ασχο- λείται με το μεγάλο εμπόριο και ότι το χρήμα θα πρέ­πει να αποτελεί την πεμπτουσία των δυνάμεών του;»

Ή μήπως έχει άδικο ο Julien Benda (20, 23) όταν δια­πιστώνει ότι η ιστορία θα χαμογελούσε πικρόχολα όταν θα αναλογιζόταν ότι ο Σωκράτης και ο Χριστός θυσιά­στηκαν για ένα είδος [το ανθρώπινο] που μετέτρεψε τον κόσμο σε ένα τεράστιο στρατό, σε ένα τεράστιο ερ­γοστάσιο [...] απαξιώνοντας στο έπακρο κάθε ελεύθε­ρη και αφιλοκερδή δραστηριότητα;

Πιο ειδικά η συλλογιστική του Πλάτωνα για το βασί­λειο των σοφών, έστω και αν αποτελεί μια ιστορικά ερμη- νεύσιμη ιδεολογική ψευδαίσθηση, είναι ταυτόχρονα μια σημαντική στιγμή της θεωρίας της γνώσης, η οποία περιέ­χει σπέρματα αλήθειας, χρήσιμα για να κατανοήσουμε και το ρόλο της σύγχρονης επαναστατικής διανόησης.

Το γεγονός ότι πολλοί επικριτές του μαρξισμού, όπως ο Raymond Aron, ασκούν κριτική στον Μαρξ, ασκώντας

34

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

στην πραγματικότητα κριτική στον ουτοπικό-ανέφικτο χαρακτήρα της πλατωνικής πρότασης, αποτελεί έναν ακόμη λόγο για τον οποίο είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε αυτή την πρόταση για να κατανοήσουμε καλύτερα την τομή που επέφερε ο Μαρξ ως προς τον ρόλο της επανα­στατικής διανόησης τόσο σε σχέση με τον Πλάτωνα όσο και γενικότερα σε σχέση με τον ιδεαλιστικό στοχασμό.

Εξάλλου το πλατωνικό ιδανικό του φιλοσόφου βασι­λιά υιοθετήθηκε και ανανεώθηκε στη συνέχεια από διά­φορους στοχαστές, για παράδειγμα από τον ουτοπικό σοσιαλιστή Saint Simon, με τη μορφή του Βασιλείου των σοφών και η λαϊκή άγνοια, που επισημάνθηκε τόσο από τον Πλάτωνα όσο και από τον Αριστοτέλη, πριν καταλή- ξει στη μαρξική θεωρία της αποξένωσης και της στρε­βλής συνείδησης, επισημάνθηκε από στοχαστές όπως ο Jean Jacques Rousseau (βλέπε 205, βιβλίο 2, κεφ. 3 και 4, και βιβλίο 4 κεφ. 2) με τη μορφή της αντιπαράθεσης της λαθεμένης «βούλησης της πλειοψηφίας», η οποία ειρή- σθω εν παρόδω απομυθοποιεί και την αστική δημοκρα­τία και τη δέουσα «γενική βούληση» την οποία θα εξέ­φραζε ο λαός αν ήταν απελευθερωμένος από τα δεσμά του δόλου των ιδιοκτητών και των ψευδαισθήσεων που αυτός καλλιεργεί. Από αυτή τη σκοπιά λοιπόν η πλατω­νική αλλά και η αριστοτελική προβληματική αποτελεί την πηγή ενός ολόκληρου ρεύματος σκέψης το οποίο, αν και δεν εμπίπτει στα όρια τούτης της μελέτης να ανα­λυθεί, αποδεικνύει ότι η αντίστοιχη μαρξική προβλημα­τική δεν υπήρξε κεραυνός εν αιθρία και ότι αν μη τι άλ­λο είναι χρήσιμη η προσφυγή στις πηγές της.

1.2 Το πλατωνικό Βασίλειο της σοφίας

Παρά τις όποιες πραγματικές διαφορές του με τον Σω-

35

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

κράτη (74,117) ως προς τη γενικότερη στάση ζωής τους και τις μορφές της πολιτικής τους παρέμβασης, ο Πλά­τωνας στάθηκε συνεπής στη διδασκαλία του μεγάλου του δασκάλου τουλάχιστον όσον αφορά τη διαπίστωση ότι όλες οι ισχύουσες «δόξες» είναι λαθεμένες και ότι οι πολίτες ζουν σε ένα κόσμο ασυνάρτητων αντικατοπτρι­σμών. Ξεκινώντας λοιπόν από αυτή τη διαπίστωση αντιμετωπίζει την πολιτική ενάντια στο ρεύμα, ενάντια στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων και θέτει στον εαυ­τόν του το καθήκον να παρέμβει με το έργο του για να «ρυθμίσει αυτό το άσυλο των τρελών», όπως πολύ αρ­γότερα θα ονόμαζε ο Pascal (71, 38) την κοινωνία της εποχής του που θεωρούσε ότι ήταν η αρχαία πολιτεία.

Για τον Πλάτωνα λοιπόν (190, 757c), όπως εξάλλου και για τον Αριστοτέλη (8, V i 1301, 30-1302a), στη Δη­μοκρατία κυριαρχεί η αριθμητική ισότητα με βάση την οποία, σε αντίθεση με την «κατ’ αξία» ισότητα, δεν λαμβάνονται υπόψη οι ποιοτικές διαφορές που υπάρ­χουν ανάμεσα στους πολίτες και ως εκ τούτου είναι αδύνατον να αναδειχθούν μέσω αυτής οι εξέχουσες προσωπικότητες, ενώ τα αξιώματα μοιράζονται σ’ εκείνους που κολακεύουν το λαό. Ένα λαό αλλοτριω­μένο που δεν έχει καλλιεργημένη πολιτική συνείδηση (191, 557e-558e), και τούτο διότι οι ρήτορες, αντί να αποβλέπουν να ανυψώσουν πνευματικά το λαό, επ ι­διώκουν να τον κολακέψουν και να ικανοποιήσουν τα πλέον ταπεινά του κίνητρα, παραμελώντας έτσι χάρη του δικού τους συμφέροντος τα πραγματικά συμφέρο­ντα του λαού (192, 502e).

Στη βάση λοιπόν αυτής της συλλογιστικής ο Πλάτω­νας ξεκινάει επικρίνοντας την αρχή της πλειοψηφίας, την αριθμητική ισότητα, που χαρακτήριζε το δημοκρα­τικό πολίτευμα, και με δεδομένο ότι θεωρεί πως ο λαός βρίσκεται μέσα στην άγνοια, οπότε μέσω αυτής της

36

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

αρχής δεν είναι δυνατόν να αναδειχθούν οι πλέον ικα­νοί, οι κάτοχοι της γνώσης, για να διευθύνουν τις τύχες της πόλης, αντιπροτείνει την εφαρμογή της αρχής της γνώσης και τη διοίκηση της πολιτείας από τους φιλοσό­φους οι οποίοι, παρά τις όποιες δυσκολίες, έχουν και το καθήκον να εκπαιδεύσουν το λαό, ώστε να ξεφύγει από το σκοτεινό σπήλαιο της άγνοιας και να ανελιχθεί στο Βασίλειο της γνώσης.

Η ιδανική πολιτεία του Πλάτωνα είναι μια πολιτεία κυριαρχίας του πνευματικού πλούτου, μια πολιτεία της γνώσης, όπου ο πολίτης με βοήθεια του φιλοσόφου μέ­σα από μια συνεχή ανοδική προσπάθεια οδηγείται στην απόρριψη των κυρίαρχων αξιών, των «ειδώλων» (191, 514a) και αναζητά μέσω της χαρακτηριστικής του αν­θρώπου σοφίας (191, 588d κ.ε.) το πραγματικά ουσιώ­δες και ενοποιητικό, απορρίπτοντας τις αντιθέσεις των σκιών ή των μαχητών που αγωνίζονται όπως εκείνοι της Τροίας για το είδωλο της Ελένης, επειδή δεν γνώρι­ζαν την πραγματική Ελένη (191, 586c).

Αυτή η προβληματική διαπερνά όλο το έργο του με­γάλου φιλοσόφου:

Στον Πολιτικό ο πολιτικός θα πρέπει να έχει ως βα­σικό του προσόν τη γνώση και οι άρχοντες «αληθινοί επιστήμονες», είτε άρχουν με νόμους ή χωρίς νόμους, είτε είναι φτωχοί ή πλούσιοι, τίποτα από όλα αυτά δεν πρέπει να υπολογίζουν με κανένα τρόπο κατά την εκτί­μηση της ορθότητας αυτής της αρχής (193, 393d).

Στους Νόμους διαπιστώνεται ότι οι λαοί που κατα- στράφηκαν ήταν επειδή αγνοούσαν τα πρώτιστα συμ­φέροντα της ανθρωπότητας (190). Επίσης στο ίδιο έρ­γο (190, 689e) ο μεγάλος φιλόσοφος της αρχαιότητας διερωτάται ποιοι θα πρέπει να κυβερνούν. Η απάντη­ση που δίνει είναι ότι δεν θα πρέπει να κυβερνούν ούτε οι σοφιστές, οι οποίοι κολακεύουν τον λαό, ούτε ο ίδιος

3 7

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

ο λαός, ο οποίος αφήνεται να παρασυρθεί από αυτούς, αλλά οι φιλόσοφοι. Ακόμη επισημαίνεται ότι «κανένας νόμος και καμία διάταξη δεν είναι ισχυρότερος από τη γνώση» (190, 874e). Όμως έστω και αν το ιδανικό είναι η διακυβέρνηση από ένα σοφό ηγέτη δίχως νόμους (190, 874e), επειδή αυτό είναι ακατόρθωτο, ο νόμος παίρνει τη θέση του απόλυτου μονάρχη και η λαϊκή κυ­ριαρχία τη θέση της απόλυτης κυριαρχίας του λόγου της Πολιτείας (225, 157).

Αλλά και στην Έβδομη Επιστολή του (194), η οποία θεωρείται κατά κάποιο τρόπο και η διαθήκη του, ο Πλά­τωνας επαναλαμβάνει όσα είχε γράψει χρόνια πριν στην Πολιτεία αποδείχνοντας έτσι ότι μέχρι το τέλος της ζωής του μένει πιστός στο βασίλειο της γνώσης. «Κατέληξα πως οι άνθρωποι δεν θα γνωρίσουν καλύτερες μέρες, εκτός αν εκείνοι που ασχολούνται αυθόρμητα και με κα­λή προαίρεση με τη φιλοσοφία αποκτήσουν πολιτική ισχύ ή αν η τάξη που ελέγχει την πολιτική ζωή μιας χώ­ρας αποτελείται από κάποια παρέμβαση της τύχης από πραγματικούς φιλοσόφους» (194, 334c-d).

Στον Γοργία , αντικρούοντας το επιχείρημα του Καλ- λικλή, ότι δηλαδή θα πρέπει να κυριαρχεί όχι η ηθική αλ­λά το δίκαιο του ισχυρού, ο Πλάτωνας αποδεικνύει ότι «βελτίονες» ή πλέον «αγαθοί» δεν είναι οι οικονομικώς ή σωματικώς ισχυρότεροι αλλά οι φρονιμότεροι, δηλαδή οι διανοητικώς ισχυρότεροι, οι κάτοχοι της γνώσης (192, 497e).

Αλλά ας μεταφερθούμε στην Πολιτεία η οποία, έστω και αν ο πρώτιστος στόχος της δεν είναι γνωσιολογι- κός, μας προσφέρει μέσα από την παραβολή του σπη­λαίου των δεσμωτών μια από τις πλέον ολοκληρωμένες και σίγουρα την πιο συνεκτική έκθεση του μεγάλου φ ι­λοσόφου σχετικά με τη θεωρία της γνώσης και πιο ειδι­κά σχετικά με το ρόλο των κατόχων της, των φιλοσό­

38

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

φων. Ας θυμηθούμε λοιπόν αυτή την έξοχη παραβολή του σπηλαίου των δεσμωτών και ας προσπαθήσουμε να την αναλύσουμε (191, 513a -519d).

«Φαντάσου σαν μέσα σ’ ένα σπήλαιο κάτω από τη γη, που έχει την είσοδό του ανοιγμένη προς το φως, σ’ όλο της το μάκρος ανθρώπους που από παιδιά να βρίσκονται εκεί μέσα αλυσοδεμένοι από τα πόδια και από τον τράχη­λο, σε τρόπο που να μένουν πάντα στην ίδια θέση και μό­νο εμπρός των να βλέπουν, χωρίς να μπορούν να στρέ­ψουν γύρω την κεφαλή τους εξαιτίας των δεσμών τους, και από πίσω σε αρκετή απόσταση και υψηλότερα τους να υπάρχει αναμμένη φωτιά, που το φως της να έρχεται ως αυτούς [...].

»Σκέψου τώρα τι θα έπρεπε να συμβεί φυσικά με αυ­τούς αν κανείς ήθελε να τους λύσει από τα δεσμά τους και να τους θεραπεύσει από την πλάνη και την άγνοια τους· κάθε φορά που θα λυνόταν ένας θα αναγκαζόταν έξαφνα να σηκωθεί και να στρέψει το λαιμό του και να περπατήσει και να κοιτάξει προς το μέρος της φωτιάς, και θα πονούσε ενώ έκανε όλ’ αυτά και δεν θα μπορούσε από το ακτιδοβόλισμα της φωτιάς να δει καθαρά, να δει εκείνα που έβλεπε ως τότε τις σκιές των [...]. Και αν τέ­λος ξεκολλούσε κανείς από κει κάτω με τη βία, από ένα κακοτράχαλο και ανηφορικό δρόμο, και δεν τον άφηνε πριν τον τραβήξουν έξω στο φως του ήλιου, άραγε δεν θα τραβούσε μαρτύρια και δεν θ’ αγανακτούσε όσο τον έσερναν κι όταν θα ’φτάνε στο φως, με πλημμυρισμένα τα μάτια του απ’ τη φεγγοβολή; [...] Και τελευταία, θα μπο­ρούσε να δει, υποθέτω, και αυτόν τον ίδιο τον ήλιο [...] και θα ’κανε τη σκέψη γι’ αυτόν, πως αυτός είναι που κά­νει τις εποχές και τους ενιαυτούς [...].

»Και τι λοιπόν; Όταν θα θυμόταν την πρώτη του εκείνη κατοικία και τη σοφία που είχαν εκεί κάτω αυτός και οι

39

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

συνδεσμώτες του, δεν νομίζεις πως θα μακάριζε τον εαυτό του γι’ αυτή τη μεταβολή και θα ελεεινολογούσε εκείνους; [...] Και αν υπήρχαν μεταξύ τους εκεί κάτω έπαινοι και τι­μές και τίποτα βραβεία για κείνον που θα ’χε ισχυρότερη όραση να βλέπει ό,τι θα περνούσε εμπρός του [...] θα είχε καμιά επιθυμία για όλ’ αυτά και θα ζήλευε εκείνους που ετιμούσαν εκεί κάτω και που αφέντευαν επάνω στους άλ- λους;Ή δεν θα πάθαινε εκείνο που λέει ο Όμηρος για τον Αχιλλέα, και θα προτιμούσε χίλιες φορές καλύτερα να ζει στον επάνω κόσμο και να δουλεύει κοντά σ’ έναν άλλο δί­χως κλήρο άνθρωπο, παρά να έχει τις ιδέες και την ίδια ζωή όπως εκεί κάτω; [...]

»Βάλε τώρα με το νου σου κι αυτό: αν ένας τέτοιος ήθελε να ξανακατέβει πάλι εκεί [...] δεν θα ’λεγαν γι’ αυ­τόν πως γύρισε από εκεί πάνω με χαλασμένα τα μάτια και πως δεν αξίζει τον κόπο ούτε να δοκιμάσει κανείς να ανέβει εκεί πάνω, κι αν κανείς επιχειρούσε να τους λύσει και να τους ανεβάσει δεν θα ήταν ικανοί και να τον σκο­τώσουν ακόμα, αν μπορούσαν να τον πιάσουν στα χέρια; [.··]

»Δουλειά μας λοιπόν είναι τώρα εμείς οι ιδρυτές της πολιτείας να αναγκάσωμε τις ξεχωριστές εκείνες φύσεις [των φιλοσόφων] [...] να μην τους επιτρέψουμε να κάνουν αυτό που επιτρέπεται τώρα. [...] Να μείνουν εκεί πάνω και να μην εννοούν να κατέβουν πίσω, σε εκείνους τους δεσμώτες, ούτε να συμμερίζονται μαζί τους τους ίδιους μόχθους και τιμές, είτε ταπεινότερες είτε σπουδαιότερες. Μα πώς; Τόσο θα τους αδικήσωμε και θα τους κάμωμε να ζουν χειρότερα, ενώ μπορούν να ζουν πολύ καλύτερα;»

Αρχικά ο Πλάτωνας περιγράφει «τις ανθρώπινες αθλιό­τητες», την ανθρώπινη κατάσταση έτσι όπως αυτή βιώ- νεται από τους πολίτες της αρχαίας Πολιτείας -«όμοιοι με μας»- η οποία εμφανίζεται εδώ σαν ένα σκοτεινό

40

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

σπήλαιο κάτω από τη γη, ένα σπήλαιο που συμβολίζει το σκοταδισμό και την άγνοια.

Στο σπήλαιο αυτό ζουν από τη γέννησή τους οι πολί­τες οι οποίοι είναι αλλοτριωμένοι και συνεπώς ανελεύ­θεροι. «Αλυσοδεμένοι από τα πόδια και τον τράχηλο», όπου οι αλυσίδες συμβολίζουν τα βάρη των συνηθειών, των προκαταλήψεων, των ανεύθυνων γνωμών, «αναγκα­σμένοι να κρατούν ακίνητα τα κεφάλια» και άρα ανίκα­νοι να δουν τα πραγματικά αντικείμενα των οποίων δεν βλέπουν παρά τις σκιές. Ανίκανοι να κατανοήσουν την πραγματικότητα καθαυτή, την αντιμετωπίζουν σαν «ονειροφαντασία», «φλυαρία», «είδωλο», «σκιά» της. Πρόκειται για μια ανεπαρκή πτυχή της αλήθειας, προ- σμιγμένη από ψευδαισθήσεις.

Κάποιος -ο φιλόσοφος- προσπαθεί παρά τη θέλησή τους να τους απελευθερώσει από τα δεσμά τους και «να τους θεραπεύσει από την πλάνη και την άγνοιά τους». Μέσα από μια διαλεκτική επώδυνη ανέλιξη προς τη φω­τιά, πηγή του φωτός, της γνώσης και της αλήθειας, «από ένα κακοτράχαλο και ανηφορικό δρόμο», ενώ «θα πο- νούσαν τα μάτια τους» και θα αρνούνταν αρχικά ότι η νέα εικόνα των πραγμάτων την οποία θα έβλεπαν είναι η αληθινή, τους οδηγεί να ανακαλύψουν την πραγματική τους εικόνα και στη συνέχεια την ίδια την πηγή αυτής τους της νέας γνώσης, τον ήλιο. Εκείνος που τελικά θα έφτανε στο φως «θα μακάριζε τον εαυτόν του γι’ αυτή τη μεταβολή και θα ελεεινολογούσε» όσους παρέμεναν στο σπήλαιο, την ψευτοσοφία του, τους όποιους επαίνους και τιμές απονέμονταν σε αυτό και όσους αφέντευαν εκεί κάτω. «Θα πάθαινε εκείνο που λέει ο Όμηρος για τον Αχιλλέα και θα προτιμούσε χίλιες φορές καλύτερα να ζει στον επάνω κόσμο και να δουλεύει κοντά σ’ έναν άλλο δίχως κλήρο άνθρωπο, παρά να έχει τις ίδιες ιδέες και την ίδια ζωή όπως εκεί κάτω».

41

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

Όποιος λοιπόν περάσει αυτή τη διαδικασία, που στην ουσία είναι η επώδυνη διαδικασία της μάθησης μέσα από την παιδεία της οποίας ο καθένας μπορεί να είναι αποδέκτης, με δεδομένο ότι «ο καθένας έχει μέσα στην ψυχή του τη δύναμη να μαθαίνει και το κατάλλη­λο για τη μάθηση όργανο», παρά τους κινδύνους και τις δυσκολίες που προκύπτουν από την έντονη αντί­δραση των δεσμωτών στην αμφισβήτηση όσων από γεννησιμιού τους θεωρούν ως δεδομένα -« θα ήταν ικα­νοί να τον σκοτώσουν ακόμα, αν μπορούσαν να τον πιάσουν στα χέρια»-, έχει καθήκον να ξανακατέβει στο σπήλαιο και να προσπαθήσει να απελευθερώσει και τους υπόλοιπους. Αυτή είναι η αποστολή του φιλο­σόφου, διότι δεν είναι δυνατόν να ανέχεται να «αδικού­νται [οι συνάνθρωποί του] και να τους κάνει να ζουν χειρότερα, ενώ θα μπορούν να ζουν πολύ καλύτερα». Και τούτο διότι ο νόμος δεν θα πρέπει «να εξασφαλί­σει μια μονάχα τάξη μέσα στην πόλη, αλλά ζητά να βρει με τι μέσα θα το κατορθώσει αυτό για ολόκληρη την πόλη».

Μια καλοκυβερνημένη πολιτεία θα πρέπει λοιπόν να κυβερνάται από «άρχοντες πραγματικά πλούσιους, όχι σε χρυσάφι, αλλά σε αρετή και σοφία, που είναι ο αλη­θινός πλούτος για τον ευδαίμονα άνθρωπο».

Τι προσπαθεί να μας διδάξει ο Πλάτωνας μέσα από αυτή την παραβολή;

Ότι όλοι ζούμε στο σπήλαιο των σκιών της πρακτι­κής εμπειρίας, το οποίο γίνεται ακόμη πιο σκοτεινό με την παρέμβαση των κάθε λογής σοφιστών και πολιτι­κών οι οποίοι, αντί να φωτίσουν ως θα όφειλαν την πραγματικότητα, τη συσκοτίζουν ακόμη παραπέρα με τις ψευτοϊδεολογίες τους. «Νομίζεις ότι οι ρήτορες ομι­λούν αποβλέποντες στην ωφέλεια του λαού [...] ή αυτοί μιλούν με πρόθεση να ευχαριστήσουν τους πολίτες, πα-

4 2

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

ραμελούντες χάρη του δικού τους συμφέροντος εκείνο που συμφέρει το λαό» (192, 502e).

Καθήκον των κατόχων της γνώσης είναι να μας οδη­γήσουν να ανακαλύψουμε τη θεωρητική αρχή, τη φω­τιά, το φως, να μας οδηγήσουν να φιλοσοφήσουμε και να ξεφύγουμε μια για πάντα από τη στρεβλή συνείδη­ση, από την επιρροή της κυρίαρχης ιδεολογίας.

Έχει σημασία να επισημάνουμε κάτι που δεν προκύ­πτει άμεσα από αυτή την παραβολή, αλλά από άλλα αποσπάσματα της Πολιτείας: 0 Πλάτωνας, παρά τον ιδεαλισμό του θεωρεί, αν και ανεπαρκή, πιο κοντά στην αλήθεια την εμπειρία, δηλαδή την εικόνα που σχηματί­ζει ο άνθρωπος που χειρίζεται, που χρησιμοποιεί κά­ποιο αντικείμενο, από εκείνη που διαμορφώνουν γ ι’ αυτό οι ψευτοθεωρητικοί δοξόσοφοι οι οποίοι χειραγω­γούν την κοινή γνώμη. Τούτο σημαίνει ότι η πρακτική εμπειρία ναι μεν δεν αποτελεί γι’ αυτόν ικανό όρο για την κατανόηση της πραγματικότητας, αποτελεί όμως μαζί με την ενυπάρχουσα στον καθένα ικανότητα για μάθηση τη βάση μιας ουσιαστικής προσέγγισής της.

Βρίσκουμε συνεπώς στον ιδεαλιστή Πλάτωνα σπέρ­ματα της θεωρίας της γνώσης του Μαρξ, για τον οποίο, όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, η πρακτική εμπειρία αποτελεί θεμελιακό πυλώνα της γνώσης.

Από πού προκύπτει αυτή μας η ερμηνεία; Όταν ο Πλάτωνας αναφέρεται στην ποίηση την καταγγέλλει ως μίμηση της μίμησης. Οι ποιητές αναφέρονται ως «μιμητές ειδώλων της αρετής και των άλλων που πραγματεύονται στα ποιήματά τους, την αλήθεια όμως ούτε καν την προσεγγίζουν» (191, 660a). Επίσης η τέ ­χνη γενικά, τόσο η ποίηση όσο και η ζωγραφική, αντι­μετωπίζονται ως προϊόντα της φαντασίας που σημαίνει την κατώτερη βαθμίδα γνώσης. Ακόμη και ο Όμηρος, που χειρίζεται τόσο καλά το λόγο, πόσο μάλλον οι π ο ­

4 3

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

λιτικάντηδες, δεν είναι οι καλύτεροι κάτοχοι της γνώ ­σης. Αλλά ούτε εκείνοι που κατασκευάζουν ένα αντι­κείμενο, αν και σε καλύτερη θέση από τους προηγού­μενους, είναι οι καλύτεροι γνώστες του. Αντίθετα εκεί­νοι που προσεγγίζουν περισσότερο την πραγματική του γνώση είναι εκείνοι που το μεταχειρίζονται. Και αυτή είναι η γνώση που αποκτάται μέσω της εμπειρίας (της πράξης, θα πει αργότερα ο Μαρξ).

«Για κάθε πράγμα υπάρχουν αυτές οι τρεις τέχνες, η μια που θα το μεταχειριστεί, η δεύτερη που θα το κα­τασκευάσει και η τρίτη που θα το απομιμηθεί».

«Κατ’ ανάγκη ο μεταχειριζόμενος ένα πράγμα γνω­ρίζει από πείρα τις ιδιότητές του καλύτερα από κάθε άλλον» (191, 601d). Ούτε όμως αυτή η εμπειρική γνώση είναι επαρκής και, αν δεν θεωρητικοποιηθεί, αν δεν γ ε ­νικευτεί, αν δεν πάρει τη μορφή της φιλοσοφικής αφαί­ρεσης, δεν είναι ικανή να ερμηνεύσει ορθά την πραγμα­τικότητα.

Τούτο σημαίνει ότι στη θεωρία της γνώσης του Πλά­τωνα υπάρχουν τέσσερις βαθμίδες: Η πρώτη, όπου έχουμε να κάνουμε με απλές γνώμες οι οποίες προέρ­χονται από τους πολιτικούς που δεν ασκούν καμία δρά­ση πάνω στην ύλη και που, αν μέναμε σε αυτές, θα κιν­δυνεύαμε να χάσουμε κάθε επαφή με την πραγματικό­τητα. Η δεύτερη, που περιέχει εικόνες, σκιές των πρα γ­ματικών ιδεών και που προέρχεται από τους κατασκευ­αστές των αντικειμένων. Η τρίτη, που είναι προϊόν της εμπειρίας από τη χρήση των πραγμάτων και τέλος η τέ­ταρτη, η κορυφαία, που προέρχεται από τους φιλοσό­φους, οι οποίοι από τη μια αποκαθάρουν τη γνώση από τον ιδεολογικό της χαρακτήρα -μ ε τη μαρξική έννοια της ψευδούς εμφάνισης της πραγματικότητας- και από την άλλη την ανυψώνουν από το απλό επίπεδο της εμπειρίας σε αυτό της θεωρητικής γνώσης.

44

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

Ας επικεντρώσουμε όμως την προσοχή μας στον ρό­λο των φιλοσόφων.

Κάτοχοι της γνώσης αυτοί, από την πρωθύστερη ζωή τους στον κόσμο των καθαρών ιδεών (και εδώ ανα- δεικνύεται ο ιδεαλισμός του Πλάτωνα, ο οποίος έρχεται σε αντίθεση με την προηγούμενη σε μεγάλο βαθμό υλι­στική ερμηνεία μας της θεωρίας του της γνώσης) εκείνο που έχουν καθήκον να πράξουν είναι όχι να εισάγουν α π’ έξω στον λαό τις γνώσεις των οποίων είναι κάτοχοι, όχι να του μεταφέρουν από ένα κεφάλι στο άλλο τις γνώσεις τους, αλλά μέσω της παιδείας να τον μετα­στρέψουν, να τον μεταμορφώσουν, να τον επαναστατι- κοποιήσουν, έτσι ώστε ο ίδιος από μόνος του να οδηγη- θεί στη θεωρητική γνώση με βάση τις δικές του έμφυτες ικανότητες τις οποίες δεν έχει ακόμη αναπτύξει. Με άλλα λόγια ο ρόλος του φιλοσόφου για τον Πλάτωνα δεν είναι να δώσει έτοιμα για τροφή τα ψάρια στον λαό, αλλά να τον μάθει να ψαρεύει με βάση τις θαμμέ­νες ικανότητες τις οποίες ο ίδιος έχει γ ια να το πράξει. 0 ρόλος του συνίσταται στο να συνδέσει τον κόσμο της εμπειρίας με τον κόσμο της νόησης ή, με άλλα λόγια, να αναπτύξει την ορθή δοξασία, τη μεσολάβηση ανά­μεσα στον αισθητό και το νοητό κόσμο, δηλαδή τον «Έρωτα», όπως αποκαλεί αυτή τη μεσολάβηση ο Πλά­τωνας στο Συμπόσιο (195).

Αυτή μας η ερμηνεία της κατά Πλάτωνα μορφής π α ­ρέμβασης του φιλοσόφου προκύπτει: 1) από το γεγονός ότι ο ίδιος θεωρεί την κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, ακόμη και τους δούλους, από τη φύση της ικανή να ανυψωθεί με τη συνδρομή του φιλοσόφου ως τη θεωρητική γνώση, 2) από τη διδακτική μέθοδο του διαλόγου, της διαλεκτι­κής, που χρησιμοποιεί, 3) από την κριτική που ασκεί στους σοφιστές κατόχους της γνώσης και στον τρόπο που αυτοί επιδιώκουν να μεταδώσουν τις ιδέες τους.

45

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

Η ικανότητα για μάθηση προκύπτει από τη γενικό­τερη αντίληψη του Πλάτωνα για την αθανασία και την αιωνιότητα της ψυχής, η οποία από την παραμονή της εκεί ψηλά στον κόσμο του φωτός και της αλήθειας δια- ποτίζεται από τις ιδέες τις άφθαρτες, από του κόσμου τούτου τη διαφθορά και κρατά σε όλες της τις μετέπει- τα ζωές την ανάμνησή τους, έστω και σε υπολανθάνου- σα μορφή. Οπότε ο ρόλος του φιλοσόφου είναι να τις αναδείξει, να επαναφέρει στη μνήμη αυτή την ανώτερη πραγματικότητα την οποία όλες οι ψυχές έχουν κάποτε βιώσει, να διεγείρει την ανάμνησή τους (198). Κατά τον Πλάτωνα λοιπόν «ο καθένας διαθέτει μέσα στην ψυχή του τη δύναμη να μαθαίνει και το κατάλληλο για τη μάθηση όργανο» (191, 518c).

Αυτή η ικανότητα προς μάθηση προκύπτει ακόμη από το διάλογο που παραθέτει ο Πλάτωνας στον Μένω- να όπου ο Σωκράτης θέτει σε ένα νεαρό δούλο, ο οποίος βρίσκεται μέσα στην άγνοια, ένα πρόβλημα γεωμετρίας. Αρχίζει λοιπόν τις ερωτήσεις, τη διαλεκτική εξέταση και οδηγεί τον νεαρό να εκθέσει ο ίδιος τη λύση του προβλή­ματος, να ξεθάψει δηλαδή τις ικανότητές του και να δώ ­σει τη σωστή απάντηση. Έτσι ο δούλος, δίχως ποτέ ο Σωκράτης να του δώσει έτοιμη την απάντηση, τον οδη­γεί να αναπτύξει τις ικανότητές του και να λύσει από μόνος του το πρόβλημα. Προκύπτει ακόμη από τον διά­λογο στο Συμπόσιο όπου ο Σωκράτης ειρωνεύεται τον Αγάθωνα όταν αυτός του ζητάει να μάθει ποιες ήταν οι σκέψεις που τον καθυστέρησαν καθ’ οδόν προς το σπίτι του που ήταν καλεσμένος του. Στην ουσία ο Σωκράτης του απαντάει: «Α! αν η γνώση ήταν κάτι που θα μπο­ρούσε να μεταπηδήσει από το ένα κεφάλι στο άλλο... η γνώση δεν είναι τέτοιας φύσης». Επίσης στο τέλος του Φαιδρού βλέπουμε τον βασιλιά να αρνείται την εφεύρε­ση της γραφής που του προσφέρεται από τον θεό, ο

46

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

οποίος πιστεύει ότι μέσω αυτής προσφέρει μια βοήθεια στη μνήμη και τη γνώση των Αιγυπτίων. Η απάντηση του Φαραώ είναι ότι αυτή η ανακάλυψη είναι το άκρως αντίθετο από αυτό που επικαλείται και τούτο διότι, εφό- σον τα πάντα θα περιέχονται στα βιβλία, η μνήμη και η γνώση υπό την έννοια της ανάμνησης θα ατονούν.

Ως προς την ικανότητα όλων να συμμετέχουν πιο ει­δικά στον πολιτικό στοχασμό, στην πολιτική αρετή, ο Πλάτωνας παραθέτει στον Πρωταγόρα (197, 320c- 321c) τον γνωστό μύθο όπου ο Προμηθέας, αφού διαπι­στώσει την επιπολαιότητα του Επιμηθέα κατά τη μοι­ρασιά των διαφόρων δυνάμεων και το ότι ο άνθρωπος έμεινε εντελώς ανυπεράσπιστος, κλέβει από τον Ή φαι­στο την έντεχνη σοφία και τη φωτιά και τις δωρίζει στους ανθρώπους. Όμως έλειπε από τους ανθρώπους η πολιτική σοφία, έτσι ο Δίας έστειλε τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους την αιδώ και τη δίκη, δηλαδή την ηθι­κή και τη δικαιοσύνη. Και αυτές τις «τέχνες» που, σε αντίθεση με τις προηγούμενες, δεν τις έκλεψαν οι άν­θρωποι από τους θεούς, αλλά μοιράστηκαν, διανεμήθη­καν σε αυτούς αδιαφόριστα σε όλους και όλοι μετέχουν αυτών (197, 321d). Συνεπώς ο καθένας έχει το υπόβα­θρο να γίνει κάτοχος της πολιτικής αρετής, διότι όλοι μετέχουν αυτής. Όμως τούτη μόνον με την επιμέλεια και την παιδεία μπορεί να αναπτυχθεί (197, 321c).

Αλλά και γενικότερα αυτή καθαυτή η μέθοδος που χρησιμοποιεί ο Πλάτωνας στο έργο του στοχεύει όχι στο να υποβάλλει άμεσα τις γνώσεις του στον αναγνώ­στη του, αλλά να τον οδηγήσει μέσα από το διάλογο να τις ανακαλύψει μόνος του.

Τέλος ο Πλάτωνας ασκεί κριτική στους σοφιστές, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε στους διαλόγους Γοργίας και Πρωτ<χγόρας, αλλά στην αρχή της Πολιτείας, όταν ο Θρασύμαχος ωθείται να πει κυνικά ό,τι σκέφτεται

4 7

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

έτσι ώστε μέσα από την απόρριψη των λεγόμενών του να ηττηθεί ολοκληρωτικά, η κριτική αυτή δεν απευθύνεται στους σοφιστές επειδή αυτοί δεν είναι κάτοχοι της γνώ­σης και της σοφίας, αλλά επειδή επιδιώκουν να μεταφέ­ρουν το πνεύμα τους σε αυτό των άλλων ανθρώπων και όχι να αναπτύξουν το δικό τους.

Έτσι για τον Πλάτωνα η γνώση που μεταφέρεται εί­τε μέσω των ακουσμάτων των σοφιστών ή των πολιτι­κών είτε ακόμη μέσω της ανάγνωσης των βιβλίων δεν είναι γνώση. Είναι νεκρή γνώση, κάτι σαν μια πέτρα στον πυθμένα ενός έλους.

Η πραγματική γνώση, η ζωντανή γνώση, αυτή που πρέπει να αναδείξουν οι φιλόσοφοι είναι εκείνη που παράγεται με την ίδια τη δραστηριότητα της διάνοιας του ανθρώπου και αυτή θα πρέπει να ενεργοποιήσουν. Αυτή την έννοια έχει το πλατωνικό «απ’ έξω». Η κάθο­δος του φιλοσόφου στο σπήλαιο των δεσμωτών ναι μεν μπορεί να παραλληλιστεί με την κάθοδο του Χριστού στη γη (71, 36), όμως για τον Πλάτωνα ο φιλόσοφος δεν έχει να παίξει ρόλο επιφοίτησης του πνεύματος, αλλά δραστηριοποίησες του, επαναστατικοποίησής του.

Βεβαίως ο Πλάτωνας δεν ισχυρίζεται ότι όλοι οι άν­θρωποι είναι ίσοι ως προς την ικανότητά τους για μά­θηση. Υποστηρίζει ότι υπάρχει στον καθένα μια διαφο­ρετική προδιάθεση, μνημονικό, εξυπνάδα, ταλέντο, έτσι που ο καθένας να οδηγείται να καταγίνεται με εκείνο που είναι πιο επιτήδειος να κάνει, πράγμα που σημαίνει ότι όλοι δεν μπορούν να γίνουν φιλόσοφοι (191,433a).

Έχουμε συνεπώς να κάνουμε με μια αριστοκρατική κυβέρνηση των φιλοσόφων, μια κυβέρνηση των λίγων εκλεκτών της διανόησης, η οποία όμως θα πρέπει να υπερασπίζεται τα συμφέροντα των πολιτών και όχι τα ιδιοτελή συμφέροντα των κυβερνώντων.

48

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

Από τη μια «ο κυβερνήτης ο πραγματικός [...] είναι αρχηγός των ναυτών και όχι ο ναύτης» (191, 342e) και από την άλλη «κάθε ένας που είναι αρχηγός και όσο εί­ναι τέτοιος δεν αποβλέπει ούτε επιβάλλει το δικό του συμφέρον, αλλά το συμφέρον του υποτακτικού που τον έχει στην εξουσία του και, καθώς έχει πάντα εμπρός στα μάτια του τι του συμφέρει και τι του χρειάζεται, κανονίζει σύμφωνα μ’ αυτό όλες του τις πράξεις και όλους του τους λόγους» (191, 342e).

Έτσι λοιπόν ο φιλόσοφος βασιλιάς του Πλάτωνα από τη μια ηγεμονεύει ως κάτοχος της γνώσης και από την άλλη θέτει τις γνώσεις του και τον εαυτό του στην υπη­ρεσία του λαού.

Στο βαθμό όμως που, όπως προαναφέραμε, οι φιλό­σοφοι έχουν το καθήκον να εκπαιδεύουν και τους άλ­λους πολίτες ανεξαρτήτως τάξης και φύλου (191, 540c και 196, 74b) και επομένως να οδηγήσουν το λαό στη χειραφέτηση, η κυβέρνηση των φιλοσόφων μετατρέπε- ται βαθμιαία, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Αλέξανδρος Χρύσης, σε «αριστοκρατία [του πνεύματος] με την έγκριση των μαζών» (233, 31), γίνεται αποδεκτή όχι καταναγκαστικά, όπως συνέβη με την έξοδο του λαού από το σπήλαιο των δεσμωτών, αλλά συναινετικά.

Μάλιστα ο Πλάτωνας σε ένα άλλο διάλογο της Πολι- τε ία ς (191, 488a κ.ε.), παρ’ όλο που προηγουμένως απο- δεικνύει ότι οι αμαθείς ναύτες θα κατηγορούσαν για άχρηστο έναν αληθινό κυβερνήτη και ότι οι πραγματικοί φιλόσοφοι δεν απολαμβάνουν καμιά υπόληψη μέσα στις πολιτείες, ακριβώς επειδή ο λαός είναι αμαθής και συνε­πώς ανίκανος να εκτιμήσει τους άξιους, υποστηρίζει ότι δεν θα πρέπει να είναι ο φιλόσοφος εκείνος που θα πα- ρακαλά να διοικήσει, αλλά αντίθετα θα πρέπει να είναι ο λαός εκείνος που θα του το ζητήσει.

«Γιατί δεν είναι πράγμα φυσικό να παρακαλά ο κυ­

4 9

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

βερνήτης τους ναύτες να τον κάμουν αρχηγό τους, ούτε οι σοφοί να πηγαίνουν στις πόρτες των πλουσίων να τους παρακαλούν είναι γελασμένος εκείνος που το εί­πε αυτό το αστείο, ενώ η αλήθεια είναι ότι, είτε πλού­σιος είτε φτωχός αρρωστήσει, αυτός πηγαίνει στους γιατρούς, και όσοι έχουν ανάγκη από έναν άλλο για να κυβερνηθούν, πηγαίνουν στους ικανούς να κυβερνή­σουν και όχι ο άρχοντας, που αληθινά αξίζει αυτό το όνομα, να παρακαλά τους άλλους να δεχτούν να τους διοικήσει» (191, 489c).

Κάτω από αυτές τις συνθήκες χρέος του φιλοσόφου είναι να ανυψώσει το λαό έτσι ώστε αυτός να εκτιμά τη γνώση και να απευθύνεται από μόνος του στους φιλο­σόφους για να τον διοικήσουν.

Οι φιλόσοφοι συνεπώς πέρα από τη διοίκηση της πολιτείας έχουν το καθήκον να καλλιεργήσουν όχι το φιλόνικο και το φιλόδοξο, όχι το «επιθυμητικό» ή το φιλοχρήματο (191, 581c), την αγάπη του κέρδους, δη­λαδή το ζωώδες (191, 586c), αλλά το κατ’ εξοχήν αν­θρώπινο, δηλαδή το «βουλευτικόν», τμήμα της ψυχής, το φιλομαθές, το φιλοσοφικό.

Αυτός είναι και ο ρόλος της παιδείας την οποία π έ ­ρα από τη διοίκηση της πολιτείας έχουν καθήκον να παρέχουν αδιακρίτως οι φιλόσοφοι στο λαό, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα σε όσους έχουν τη φυσική προδιά­θεση να ανελιχθούν στην ανώτατη βαθμίδα των « π α ­ντελών φυλάκων» ή φιλοσόφων. Η παιδεία θα πρέπει συνεπώς να αποσκοπεί από τη μια στην καλλιέργεια του ειδικά ανθρώπινου τμήματος της ψυχής και από την άλλη στη διαμόρφωση μιας μη ανταγωνιστικής κοι­νωνίας της γνώσης.

Κορύφωση της συνεχούς μορφωτικής διαδικασίας η οποία θα πρέπει να ξεκινάει από την παιδική ηλικία, δ ί­χως στον τρόπο της διδασκαλίας να υπάρχει τίποτα που

50

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

να μοιάζει με καταναγκαστική μάθηση (191, 536d, e), και η οποία αποτελεί δημόσια υποχρέωση και για τους πλέον ικανούς δεν σταματά παρά στο τέλος της ζωής τους, αποτελεί η διαλεκτική.

Πρόκειται για μια γνωσιολογική διαδικασία αντίθε­τη στη λογική της αυθεντίας και των προκαταλήψεων, η οποία αναδεικνύει την ικανότητα για μάθηση μέσω μιας αναζήτησης η οποία με το λογισμό οδηγεί τον εκ­παιδευόμενο να γνωρίσει την ουσία κάθε πράγματος (191, 534d).

Γι’ αυτή τους τη θυσία στην οποία οι φιλόσοφοι οδη- γούνται όχι από κάποιο υλικό κίνητρο ή ματαιοδοξία, δηλαδή για την κατάβασή τους στο σκοτεινό σπήλαιο και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, η πολιτεία θα πρέπει να τους αμείβει με τα άκρως αναγκαία για να ζήσουν και να τους τιμά γ ι’ αυτή τους την προσφορά. Η αμοιβή τους είναι αγνό και αμόλυντο χρυσάφι και ασή­μι της ψυχής, η αναγνώριση της προσφοράς τους (191, 416e-471b).

Στο πλαίσιο της πλατωνικής ιδανικής πολιτείας οι φιλόσοφοι, ακριβώς χάρη στην υψηλή τους κοινωνική αποστολή, δεν θα πρέπει να κατέχουν καμιά ιδιωτική ιδιοκτησία, για να μην εκπέσουν στην υπεράσπιση των ιδιοτελών μικροσυμφερόντων τους και για να προφυ- λαχθούν από τις φθοροποιές παρενέργειές της (191, 462a-462c).

Αντίθετα, στο βαθμό που οι φιλόσοφοι δεν ανταπο- κρίνονται στα καθήκοντά τους αυτοτιμωρούνται με τη μεγαλύτερη των τιμωριών, που δεν είναι άλλη από το να κυβερνώνται από άλλους χειρότερούς τους (191, 347c) και βεβαίως τιμωρούνται με το να συμβιώνουν σε μια πολιτεία στην οποία θα κυριαρχούν αξίες τις οποίες αυ­τοί μεν απορρίπτουν, οι συμπολίτες τους όμως υιοθε­τούν.

51

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

0 Πλάτωνας μέσα από την παραβολή του σπηλαίου των δεσμωτών αλλά και συνολικότερα μέσα από όλο του το έργο συλλαμβάνει και αντιμετωπίζει ορισμένα βασικά ζητήματα τα οποία θα συναντήσουμε στη συνέ­χεια στη μαρξική σκέψη. Αξίζει λοιπόν να εντοπίσουμε εδώ ορισμένες συγκλονιστικές αναλογίες της πλατωνι­κής με τη μαρξική συλλογιστική σχετικά με το ρόλο της διανόησης και τη σχέση της με τις λαϊκές μάζες οι οποίες θα γίνουν καλύτερα αντιληπτές στη συνέχεια αφού θα έχουμε αναφερθεί στον Μαρξ.

Πάνω απ’ όλα ο Πλάτωνας, είτε από την αρνητική εί­τε από τη θετική σκοπιά, αναδεικνύει τους πολίτες, τις λαϊκές μάζες, σε καθοριστικό παράγοντα της πορείας του κόσμου. Στο βαθμό που αυτές συνεχίσουν να απο­δέχονται την κυρίαρχη ιδεολογία και να ζουν στο σκο­τάδι, η ίδια η πολιτεία, ο κόσμος, θα είναι βυθισμένος στο σκότος. Μόνον αν οι μάζες κατορθώσουν να σπά­σουν τα δεσμά της κυρίαρχης ιδεολογίας και να κατα­νοήσουν ότι οι κυρίαρχοι τις εμπαίζουν και τις εκμεταλ­λεύονται, ο κόσμος μπορεί να γίνει καλύτερος.

Ακόμη ο Πλάτωνας θέτει το ζήτημα της υιοθέτησης της κυρίαρχης ιδεολογίας από το λαό και της αλλοτρίω­σής του. Στη συνέχεια προβάλλει την αναγκαιότητα μιας πρωτοπορίας, εκείνης των κατόχων της θεωρητι­κής γνώσης, των διανοουμένων, η οποία -προερχόμενη « α π ’ έξω» από το λαό αλλά υπερασπιζόμενη τα συμ- φέροντά του, και όχι τα δικά τη ς- θα τον καθοδηγήσει μέσω της παιδείας και θα τον οδηγήσει στη χειραφέτη­ση, στη βάση των ανεπαρκών γνώσεων που έχει α πο­κομίσει από την ίδια την εμπειρία του και των ικανοτή­των που διαθέτει για να ακολουθήσει αυτή τη διαδικα­σία. Θέτει επίσης το ζήτημα των δυσκολιών που θα έχει αυτή η πρωτοπορία για να γίνει αποδεκτή από το λαό και για να γκρεμίσει τις προκαταλήψεις του και όλο το

5 2

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

οικοδόμημα των κυρίαρχων αξιών. Ακόμη επιδιώκει να ανυψώσει το λαό έτσι ώστε να παράγει ο ίδιος τους «οργανικούς του διανοούμενους» και να αποδέχεται τον πρωτεύοντα ρόλο τους συναινετικά.

Βεβαίως στο πλαίσιο της πλατωνικής συλλογιστικής υπάρχει ένα αδιάβατο χάσμα ανάμεσα στο μελλούμενο όραμα και το καταγγελλόμενο παρόν. Αυτό θεμελιώνε­ται στο φιλοσοφικό διαχωρισμό ψυχής και ιδέας από τη μια και σώματος και ύλης από την άλλη. όπου το πρώτο ζεύγος υπερέχει σαφώς στην κλίμακα αξιών του. Έτσι ο Πλάτωνας οδηγείται από τη μια να υποβαθμίζει το ρόλο της χειρωνακτικής εργασίας και την αυτενέργεια των μαζών, και σε τελευταία ανάλυση την ταξική πάλη ως μοχλό προόδου, και από την άλλη και συνεπαγόμενα να υπερεκτιμά το ρόλο των φιλοσόφων και το θεωρητικό στοχασμό τον οποίο μάλιστα αποκόβει, τουλάχιστον στη φάση της αρχικής γενεσιουργού του διαμόρφωσης, από την πράξη, τοποθετώντας την πηγή του στο επ ίπε­δο της αιωνιότητας της ψυχής και στο επέκεινα. Με αυ­τό τον τρόπο δημιουργείται στη συλλογιστική του ένα χάσμα ανάμεσα στην πράξη και τη θεωρία, ανάμεσα στις πραγματικές δυνατότητες και τη θεωρητική σύλλη­ψη. Γι’ αυτό και ο Πλάτωνας αδυνατεί να ερμηνεύσει ορθολογικά την απελευθέρωση από τα δεσμά των κυ­ρίαρχων αξιών των πρώτων φιλοσόφων «ελευθερω­τών», να ερμηνεύσει τη μοναδικότητα της ικανότητάς τους να συλλάβουν την αλήθεια, κάτι που δεν μπορούν να πράξουν οι υπόλοιποι και προσφεύγει σε μια μετα­φυσική ερμηνεία αυτής της ιδιαίτερης ικανότητάς τους.

Μήπως όμως θα μπορούσε να γίνει και αλλιώς στο πλαίσιο μιας δουλοκτητικής κοινωνίας, μιας κοινωνίας στην οποία η χειρωνακτική εργασία των πολλών αποτε- λούσε προϋπόθεση του θεωρητικού στοχασμού των λί­γων και όπου η κατ’ εξοχήν χειρωνακτική εργασία των

53

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

δούλων ήταν τόσο υποτιμημένη όσο και οι ίδιοι οι φο- ρείς της;

Αν όμως για την εποχή του Πλάτωνα η διαγραφόμε- νη εφικτή λύση ήταν το βασίλειο των φιλοσόφων, έστω και με τη συγκατάβαση των μαζών, όπως θα προσπα­θήσουμε να αποδείξουμε στη συνέχεια, στην εποχή μας είναι εφικτός ο κομμουνισμός, δηλαδή ο λαός φιλόσο­φος που είναι και βασιλιάς του εαυτού του (71, 36).

1.3 Η αριστοτελική αριστοδημοκρατία

0 Αριστοτέλης ξεκινάει από μια ταυτόσημη με τον Πλάτωνα κριτική της αρχής της αριθμητικής ισότητας και αντ’ αυτής προτείνει ένα συνδυασμό της με την αρ- χή της γνώσης ή διαφορετικά ένα συνδυασμό της λαϊ­κής σοφίας με τη σοφία των γνώριμων. Ταυτόχρονα, όπως από τον Πλάτωνα έτσι και από τον Αριστοτέλη, αποδίδεται ένας σημαντικός ρόλος στην παιδεία.

Η συμβολή του Αριστοτέλη από τη σκοπιά που μας απασχολεί εδώ, δηλαδή του ρόλου της διανόησης και της σχέσης της με το λαό, είναι ότι, ενώ στον Πλάτωνα η συναινετική αποδοχή του πρωτοπόρου ρόλου της διανόησης προκύπτει έμμεσα μέσω της πνευματικής ανύψωσης του λαού με την παιδεία, στον Αριστοτέλη θεσμοθετείται ένας αριστοδημοκρατικός συνδυασμός ο οποίος κατοχυρώνει τόσο τον πρωτεύοντα ρόλο των διανοουμένων όσο και την έκφραση της λαϊκής βούλη­σης και της λαϊκής σοφίας.

Ο Αριστοτέλης, αν και από όλα τα υπάρχοντα -έτσ ι κι αλλιώς «παρεκβατικά»— πολιτεύματα προτιμά τη δημοκρατία, την επικρίνει τόσο επειδή σε αυτήν κυ­ριαρχούν οι δημαγωγοί οι οποίοι εξαπατούν το λαό και εξυπηρετούν αντί των συμφερόντων του τα δικά τους

5 4

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

ιδιοτελή συμφέροντα (8, 1319a25 κ.ε.), όσο και επειδή η αριθμητική ισότητα που συνιστά την αρχή της προ­σφέρει εύλογα το δικαίωμα στους κατ’ αξία υπερέχο- ντες να διαμαρτύρονται διότι θεωρούν τους εαυτούς τους αδικημένους (8, 1301a35-1301b2).

Η αρχή της αριθμητικής ισότητας θα μπορούσε να εφαρμοστεί κατά τον Αριστοτέλη δίχως να δημιουρ- γούνται προβλήματα αν είχαμε να κάνουμε με μια μη ανταγωνιστική κοινωνία φίλων, όπως η πυθαγόρειος κοινωνία στην οποία κυριαρχεί η απόλυτη ισότητα των μελών της (10, βιβλίο Ε). Μια όμως που στην πραγμα­τικότητα έχουμε να κάνουμε με κοινωνίες ανισότητας, και συνεπώς με συμφεροντολογικές σχέσεις, η εφαρμο­γή της ισότητας κατ’ αριθμόν δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες του κοινού συμφέροντος και στην κάθε περί­πτωση λειτουργεί στην πράξη σε βάρος των ανώτερων πνευματικών αξίων.

Στην πραγματικότητα ο Αριστοτέλης ασκεί την ίδια κριτική που ασκεί ο Μαρξ στο ίσο αστικό δίκαιο, αλλά όχι από τη σκοπιά των κοινωνικών διαφορών, αλλά από εκείνη των πνευματικών προσόντων, ούτε από την οπτική γωνία των καταφρονεμένων, αλλά από εκείνη των γνώριμων. Όπως ο Μαρξ υποστηρίζει ότι το ίσο αστικό δίκαιο εφαρμοζόμενο σε άνισες κοινωνικά ατο­μικότητες οξύνει μάλλον παρά αμβλύνει αυτές τις ανι­σότητες, έτσι και ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι η ισό­τητα κατ’ αριθμόν αδικεί τους άξιους.

Για να τεκμηριώσει αυτό το επιχείρημά του ο Αρι­στοτέλης ακολουθεί την εξής συλλογιστική: Στην αριθ­μητική ισότητα παίρνουμε υπόψη μας μια ίση απόστα­ση κάθε αριθμού (ατόμου) από τον πλαϊνό του (2, 4, 6, 8...)· έτσι δεν παίρνουμε υπόψη μας την αξία του κάθε αριθμού (ατόμου) εισάγοντας μια κατάφωρη ανισότη­τα, αφού όσο υψηλότερη είναι η κλίμακα στην οποία

55

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

βρίσκεται κάποιος που αξίζει, τόσο μικρότερος είναι ο λόγος (ratio) της κάθε βαθμίδας. Έτσι όσο αξιότερο εί­ναι το άτομο τόσο λιγότερο αμείβεται για την αξία του. Αντίθετα αν εφαρμοζόταν η αναλογική (γεωμετρική) ισότητα, ο λόγος σε κάθε βαθμίδα της κλίμακας θα έπρεπε να είναι (2, 4, 8, 16...) οπότε και παραμένει ο ίδιος και συνεπώς αυτό που παίρνει κάθε άτομο είναι ίσο με την αξία του (37, 179).

Από μια άλλη όμως σκοπιά ο Αριστοτέλης κάθε άλ­λο παρά υποτιμά το πλεονέκτημα της δημοκρατίας που δεν είναι η δίκαιη κατανομή της εξουσίας, αλλά το ότι αυτή αναδεικνύει τη συλλογική σοφία και πείρα του λαού. Έτσι κατά τον Αριστοτέλη η βούληση που προκύ­πτει από το άθροισμα πολλών, ποιοτικά έστω, κατώτε­ρων βουλήσεων θεωρείται ότι μπορεί να είναι ανώτερη από τη βούληση του ενός ή των λίγων αξίων, ποιοτικά ανώτερων (8, 1281a44 κ.ε.).

Πέραν τούτου και στο βαθμό που, όπως ο Πλάτω­νας, έτσι κι ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι για κάθε τέχνη ο χρήστης ενός αντικειμένου μπορεί να εκφέρει γι’ αυτό μια γνώμη ακόμη πιο έγκυρη από τον κατασκευαστή του, έτσι και για την τέχνη της πολιτικής εκείνοι που τη βιώνουν, δηλαδή οι πολίτες, έχουν την ικανότητα να εκ- φράσουν τη γνώμη τους, η οποία ίσως να είναι πιο έγκριτη από τη γνώμη εκείνων που την ασκούν, δηλαδή των κυβερνώντων. Συνεπώς ο λαός, κατ’ αναλογία με τον ασθενή ο οποίος έχει λόγο περί ιατρικής όσο και ο γιατρός και ίσως μάλιστα ο λόγος του αυτός να είναι καλύτερος από εκείνον του γιατρού, θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να κρίνει και να ελέγχει τους άρχοντες, αλλά και να συμμετέχει στην εκκλησία, τα δικαστήρια και τη βουλή (8, 1274al5-18).

Εξάλλου όταν ο Αριστοτέλης δηλώνει ότι ο άνθρω­πος είναι «φύσει ζώον πολιτικό» (8, 1253a5-10), τούτο

56

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

σημαίνει από τη μια ότι μόνον στο πλαίσιο της πολιτι­κής κοινωνίας έχει τη δυνατότητα να ολοκληρωθεί ως προσωπικότητα και από την άλλη ότι κατέχει εκ φύσε- ως την πολιτική αρετή. Συνεπώς κάθε άνθρωπος είναι ικανός, αν μη τι άλλο, να εκφέρει γνώμη περί πολιτικής.

0 συνδυασμός της κριτικής της αρχής της ισότητας κατ’ αριθμόν και της θετικής αξιολόγησης της συλλογι­κής βούλησης, αλλά και η αποδοχή της κατοχής της πο­λιτικής αρετής από όλους τους πολίτες, είναι που οδη­γούν τον Αριστοτέλη στο συμπέρασμα ότι η αριστοδη- μοκρατία είναι η μορφή του πολιτεύματος που με τον καλύτερο τρόπο μπορεί να συνδυάσει τη γνώμη των πολλών, του λαού, με τη γνώση των αρίστων, των φιλο­σόφων.

Για τον Αριστοτέλη όμως -κα ι τούτο αν όχι σε αντί­θεση με τον Πλάτωνα, τουλάχιστον πολύ πιο έντονα από αυτόν- είναι σημαντικό το πολίτευμα που προτεί­νει να έχει την άμεση αποδοχή των πολιτών «να επι­βληθεί ευχερώς στη συνείδηση των πολιτών υπό τις δο­σμένες συνθήκες» (8, 1289al κ.ε.). Τούτο σημαίνει ότι η ριζοσπαστική, βίαιη έξοδος από το σπήλαιο των δε­σμωτών του Πλάτωνα, δηλαδή η απαγκίστρωση του λαού από τις συνήθειές του και η αποδοχή από μέρους του της πρωτοπορίας των φιλοσόφων δεν παίρνει σε αυτόν τη μορφή ενός πολιτεύματος που διαμορφώνεται «επαναστατικά» και από την αρχή, αλλά ενός πολιτεύ­ματος που στηρίζεται στις μέχρι τότε λαϊκές συνήθειες, έτσι όπως αυτές διαμορφώθηκαν στο πλαίσιο της δη­μοκρατίας.

Ενώ λοιπόν ο Πλάτωνας προτείνει το βασίλειο των σοφών, το οποίο γίνεται συναινετικά αποδεκτό από το λαό αφού αυτός λάβει την κατάλληλη παιδεία από τους φιλοσόφους, ο Αριστοτέλης προτείνει ένα πολί­τευμα που θα διατηρεί ορισμένα από τα στοιχεία της

57

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

δημοκρατίας και έτσι θα έχει την άμεση συγκατάβαση των πολιτών. Αυτό βεβαίως σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι και για τον Αριστοτέλη η παιδεία δεν π α ί­ζει έναν εξίσου σημαντικό ρόλο όπως στον Πλάτωνα.

Στην αριστοτελική αριστοδημοκρατία, λοιπόν, ο λαός θα έχει δικαίωμα να συμμετέχει της «αορίστου αρχής», δηλαδή σε όλα τα όργανα της πολιτείας, αλλά τις ανώ­τατες εξουσίες θα πρέπει να τις κατέχουν οι έγκριτοι που όμως θα κρίνονται από το λαό. Έτσι το δικαίωμα εκλογής στα μη ανώτατα αξιώματα και το δικαίωμα κρίσης των αρχόντων αναπληρώνει τη στέρηση του δι­καιώματος κατοχής των ανώτατων αξιωμάτων (8, 1318b23-25) και καθιστά πιο εύκολα αποδεκτή την πρω­τοκαθεδρία των αξίων.

Τούτη η αριστοτελική πολιτεία είναι μια πολιτεία των μέσων γεωργών μικροϊδιοκτητών η οποία θα πρέπει να αποσκοπεί στον άριστο βίο των πολιτών της, ο οποίος θα πρέπει να είναι στόλισμα ήθους και πνεύματος.

Στα δυο τελευταία βιβλία των Πολιτικών (βιβλία VII και VIII), ο Αριστοτέλης μας δίνει ορισμένα στοιχεία της δικής του ιδανικής πολιτείας. Δυστυχώς τα Πολιτι­κά δεν είναι ολοκληρωμένα και έτσι δεν έχουμε μια πλήρη εικόνα αυτού του οράματος.

Όμως αυτό που προκύπτει είναι ότι ο Αριστοτέλης θεωρεί εδώ πολίτες μόνον εκείνους που ασχολούνται αποκλειστικά με πνευματικές δραστηριότητες οι οποίοι είναι και οι μόνοι που μπορεί να θεωρούνται πραγματι­κά ελεύθεροι και συνεπώς άξιοι της ιδιότητας του πολί­τη. Πρόκειται γ ια τους μη εργαζόμενους στην υλική π α ­ραγωγή, τους εύπορους πολίτες ιδιοκτήτες (8, 1329al9), διότι μόνον αυτοί έχουν τον διαθέσιμο χρόνο για την απόκτηση της αρετής και την ενασχόληση με την πολιτι­κή. Σε αυτή την πολιτεία δεν θα έχουν δικαίωμα συμμε­τοχής οι βαναυσοτέχνες, δηλαδή οι χειρώνακτες εργάτες

58

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

ή οι ασχολούμενοι με τα αγοραία επαγγέλματα, αλλά ούτε καν οι μικρογεωργοί (8, 1328b39-41), οι οποίοι αποτελούσαν τον πυρήνα της προηγούμενης πρότασης του Αριστοτέλη.

Εδώ συνεπώς έχουμε να κάνουμε με μια πολιτεία αρίστων, διανοουμένων, με μια κοινότητα ισότιμων πο­λιτών στην οποία θα μπορεί να κυριαρχεί η φιλία και στην οποία τις χειρωνακτικές εργασίες, της καλλιέργει­ας της γης συμπεριλαμβανομένης, θα τις ασκούν οι δούλοι, οι βάρβαροι ή οι περίοικοι. Ως προς την ιδιο­κτησία στην περίπτωση αυτής της πολιτείας, η διάθεση των προϊόντων θα γίνεται στη βάση της αρχής «κοινά των φίλων» (8, 1330al-2), ενώ θα πρέπει να προβλέπε- ται και ένα τμήμα κοινής ιδιοκτησίας για τις λατρείες των θεών και τα κοινά συσσίτια.

Είναι προφανές ότι σε μια τέτοια πολιτεία που κυ­ριαρχούν οι γνωρίζοντες δεν προκύπτει ζήτημα αντίθε­σης και συνεπώς συνδυασμού της ισότητας κατ’ αριθ­μόν με την ισότητα κατ’ αξίαν, διότι οι δυο αυτές αρχές συνενώνονται σε μια οπότε και θα μπορεί να λειτουργεί η δημοκρατία δίχως να πλήττεται η κατ’ αξίαν ισότητα.

Μια τέτοια πολιτεία θα μπορούσε να είναι πράγμα­τι δημοκρατική και ταυτόχρονα να λειτουργεί στη βά­ση υψηλών πνευματικών αξιών στο βαθμό που η ύπαρ­ξη των διανοούμενων πολιτών της δεν θα προϋπέθετε την εκμετάλλευση από μέρους τους των χειρωνακτών εργαζομένων, δούλων κ.λπ. στο βαθμό που δεν θα θε­μελιωνόταν σε ένα καταμερισμό ανάμεσα στην πνευ­ματική και τη χειρωνακτική εργασία, δηλαδή αν ήταν δυνατόν να περιοριστεί σε τέτοιο βαθμό η χειρωνακτι­κή εργασία έτσι ώστε ο ελεύθερος χρόνος, και πιο ειδι­κά ο χρόνος της πνευματικής καλλιέργειας, να αναδει- χθεί σε κυρίαρχο. Κάτι τέτοιο ήταν όμως αδύνατον να συμβεί με το δοσμένο επίπεδο ανάπτυξης των παρα­

5 9

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

γωγικών δυνάμεων της αρχαίας κοινωνίας. Παρ’ όλα αυτά ο Αριστοτέλης είχε τη συγκλονιστική πνευματική διαύγεια να φανταστεί μια τέτοια δυνατότητα, η οποία τείνει να γίνει πραγματικότητα μόλις στην εποχή μας. Αν, όπως συνέβαινε κατά τη μυθολογία με το Δαίδαλο, τα διάφορα εργαλεία είχαν ιδία αντίληψη και μπορού­σαν να εκτελούν από μόνα τους είτε με κάποια εντολή τις διάφορες εργασίες (8, 1254Μ3-15), ή αν, όπως ανα­φέρει ο Όμηρος, υπήρχαν αυτόματες υφαντουργικές μηχανές, τότε δεν θα υπήρχε ανάγκη από «υπηρέτες που είναι όργανα που υπηρετούν διά οργάνων» (182, 373), τότε το όραμά του θα μπορούσε να υλοποιηθεί με τη μορφή του αυτοδιοικούμενου λαού φιλοσόφου.

Αυτό όμως που είναι πιο σημαντικό στη συλλογιστι­κή του Αριστοτέλη είναι ότι θέτει ως προϋπόθεση της χειραφέτησης του ανθρώπου και συνεπώς της ικανότη­τάς του να εκφράζει πραγματικά ελεύθερος τη βούλη­σή του να απαλλαγεί από την οικονομική καταναγκα- στική δραστηριότητα, ότι συνδέει όπως άλλωστε και ο Μαρξ το πέρασμα στο βασίλειο της ελευθερίας με την υπέρβαση, με το τέλος, του βασιλείου της αναγκαιότη­τας.

Στο επίπεδο τώρα του ίδιου του πολιτικού βίου ο Αριστοτέλης διαχωρίζει τον πρακτικό-πολιτικό από τον φιλοσοφικό-θεωρητικό βίο. 0 δεύτερος, απαλλαγμένος από κάθε εξωτερική σχέση», καθαρά εσωτερικός λογι­σμός ο οποίος αναπτύσσεται έξω από το κοινωνικοπο- λιτικό γίγνεσθαι με τη μορφή των «αυτοτελών και αυ­θόρμητων θεωριών και διανοήσεων» (8, 1325Μ9-20), θεωρείται από αυτόν ο άριστος και ευδαιμονέστατος βίος.

Πρόκειται μήπως για αποσύνδεση της πολιτικής πρακτικής από τον θεωρητικό στοχασμό; Και αν ναι, τότε τι νόημα έχει η επιμονή του Αριστοτέλη για πρωτο­

60

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

πόρα συμβολή των άξιων, των διανοουμένων στην πολι­τική με τη μορφή είτε της αριστοδημοκρατίας, είτε της απονομής μόνον σε αυτούς της ιδιότητας του πολίτη;

Στην πραγματικότητα ο Αριστοτέλης προβαίνει σε αυτό το διαχωρισμό πρακτικού-πολιτικού και φιλοσο- φικού-θεωρητικού βίου ακολουθώντας ένα διαχωρισμό που είχε κάνει προηγουμένως στο επίπεδο του ανώτε­ρου τμήματος της ψυχής, το νου-λόγο, ο οποίος χωρίζε­ται σε πρακτικό και θεωρητικό λόγο, δηλαδή στην εκ της αμέσου εμπειρίας προερχόμενη αντίληψη και στην καθαρά διανοητική διεργασία, η οποία και αποτελεί τον ανώτερο του ανθρώπου σκοπό (10, 1177al5) και σε ένα κατώτερο τμήμα που δεν εμπεριέχει λόγο, αλλά έχει την ικανότητα να υπακούει στο λόγο.

Έτσι στο πλαίσιο του πρώτου αυτού διαχωρισμού, μέσω αυτής ακριβώς της ικανότητας του κατώτερου τμήματος να υπακούει στο λόγο, αίρει τα στεγανά εμπειρικής πρακτικής και διανοητικής δραστηριότητας.

Αν τώρα επανέλθουμε στην προηγούμενη σχέση με­ταξύ πολιτικού και θεωρητικού, βλέπουμε ότι και εδώ, παρά τον αρχικό διαχωρισμό τους, μια που ο Αριστοτέ­λης κατανοεί ότι ο «καθαρός» θεωρητικός βίος δεν εί­ναι δυνατόν να ακολουθείται παρά από θεούς και όχι από ανθρώπους, νιώθει την ανάγκη να τον επανασυν- δέσει με τον πρακτικό-πολιτικό βίο, πόσο μάλλον όταν υποστηρίζει παράλληλα ότι δεν είναι ορθό το να επαι­νεί κανείς το «απρακτείν» παρά το «πράττειν» (8, 1325a31-32).

Η επανασύνδεση αυτή διενεργείται από τον ίδιο τον Αριστοτέλη όταν από τη μια αντιμετωπίζει το θεωρητι­κό βίο ταυτόχρονα και ως πράξη και όταν από την άλ­λη θεωρεί ότι ο κατ’ εξοχήν πολιτικός βίος, ως δράση του πολιτικού ηγέτη σε ελεύθερους πολίτες, συμπερι­λαμβάνει με τη σειρά του θεωρητική δραστηριότητα.

61

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

Τέλος, όπως ο Πλάτωνας, έτσι και ο Αριστοτέλης αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην παιδεία, που τη θεωρεί κύριο καθήκον της πολιτείας. Αυτή θα πρέπει να είναι δημόσια και να αποσκοπεί στο να φτάσει η έλλογη ου­σία του ανθρώπου στο ύψιστο σημείο ανέλιξης μέσα από τη γνώση. 0 προσανατολισμός της θα πρέπει να εί­ναι ηθικός και όχι τεχνοκρατικός. Δεν πρόκειται για επαγγελματική εκπαίδευση ούτε όμως για γνώση χάρη της γνώσης, αλλά για προσπάθεια που θα αποσκοπεί στην υποταγή του σώματος στην ψυχή και του ανθρώ­που στην πειθαρχία του χαρακτήρα. Και παρ’ όλο που η γνώση δεν μπορεί να κατακτηθεί παρά με δυσχέρεια και κόπο, αυτή θα πρέπει να αποτελεί ανακούφιση της ψυ­χής, όχι εργασία αλλά ανάπαυση, μια που προσδίδει ευ­χαρίστηση (8 ,1337b37-1338a3).

Ο Αριστοτέλης έχει κατηγορηθεί διότι η αριστοδημο- κρατική λύση που προτείνει και ο συνδυασμός της αριθμητικής με την αναλογική ισότητα δεν αποτελούν παρά μια ολιγαρχική-πλουτοκρατική δοξασία υπέρ της ανισότητας (37, 513 και 64, 99-100). Στην πραγματικό­τητα η προτίμηση του Αριστοτέλη, όπως άλλωστε και του Πλάτωνα, για τη δημοκρατία ή δικτατορία των φτωχών απέναντι στην ολιγαρχία ή δικτατορία των πλουσίων δεν επιδέχεται καμία αμφισβήτηση.

Η αριστοδημοκρατία λοιπόν δεν αποτελεί κάποιο «στρατήγημα» για να αποδοθεί η πολιτική εξουσία στους πλουσίους, αλλά μια προσπάθεια συνδυασμού της λαϊκής εμπειρικής συλλογικής σοφίας με εκείνη των γνώ­ριμων οι οποίοι εκ των πραγμάτων δεν μπορούσαν να αναδειχθούν σε τέτοιους παρά αν είχαν τη δυνατότητα απαλλαγμένοι από τον καθημερινό μόχθο να αναπτύξουν τις πνευματικές τους δυνατότητες. Στόχος του Αριστοτέ­λη είναι η κυριαρχία της αρχής της γνώσης και ο πλούτος δεν αποτελεί παρά το μέσο που στην εποχή του ως ανα­

6 2

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

γκαίο κακό αποτελούσε προϋπόθεση αυτής της ανάδει­ξης. Εξάλλου η συνολικότερη τοποθέτηση του Αριστοτέ­λη για τον υλικό πλούτο και το χρήμα ως αυτοσκοπό (206, 212, σημ. 276) και η άρνησή του να αποδώσει σε αυτά μια αξία καθαυτή (10, U33a34-1133b), καθώς και οι χαρακτηρισμοί του κυρίως για τους νεόπλουτους ως «κενόδοξους», «ξιπασμένους», «ανόητους ανθρώπους» (9, 1390b32-1391a20) αρκούν από μόνα τους για να ανα­τρέψουν την επιχειρηματολογία όσων υποστηρίζουν ότι ο Αριστοτέλης ήταν πολέμιος της δημοκρατίας επειδή υπο­στήριζε την ολιγαρχία του πλούτου.

Στην πραγματικότητα το όραμα του Αριστοτέλη ήταν μια Πολιτεία που θα κυβερνάται από τους κατό­χους της γνώσης, και τούτο με τη λαϊκή συναίνεση η οποία και θα επιτυγχάνεται με την παιδεία του λαού.

63

Κ εφ άϋ αιο2

Ο ΓΠορ[ και η διανόηση σαν μεσοϋάΡησπ IRC μεσοϋά)ηοης στη διαδικασία της πανανθρώπινης χειραφέιησηι;

2.1 Εισαγωγικά

Σ ε α ν τ ί θ ε σ η ΜΕ ΟΣΟΥΣ υποστηρίζουν, όπως ο Foucault, ότι «ο μαρξισμός είναι για τη σκέψη του 19ου αιώνα σαν το ψάρι μέσα στο νερό: δηλαδή οπουδήποτε αλλού παύει να αναπνέει» (50, 274), εμείς υποστηρίζουμε μα­ζί με τον Sartre ότι ο Μαρξ και ο μαρξισμός είναι «αξε­πέραστος διότι δεν ξεπεράστηκαν οι συνθήκες που τον ανέδειξαν», δηλαδή ο καπιταλισμός (213, τ. 1, 29).

Για να γίνει κατανοητός ο ρόλος της διανόησης στη διαδικασία της χειραφέτησης, έτσι όπως τον προσδιο­ρίζει ο Μαρξ, είναι αναγκαίο αυτός ο ρόλος να ενταχθεί στη συνολικότερη περί χειραφέτησης συλλογιστική του, η οποία, κατά την άποψή μας, αποτελεί και τη λυδία λίθο της όλης προβληματικής του. Ο Μαρξ δεν είναι ο θεωρητικός του κρατικού σοσιαλισμού, ή έστω της ερ­γατικής εξουσίας, ούτε μιας πιο δίκαιης κοινωνίας αλ­λά ο κριτικός του κράτους ως «παρασιτικής απόφυ­σης» της κοινωνίας, ο θεωρητικός της χειραφέτησης (85, 77).

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

Το βάθος της διαλεκτικής του δεν οδηγεί στην κατά­ληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη ως αυτοσκο­πό, αλλά στη διάλυση όλων των μεσολαβήσεων που παρεμποδίζουν την ελεύθερη ανάπτυξη της κοινωνικής ατομικότητας, τάξεων και κράτους συμπεριλαμβανο­μένων (15, 23).

Με την πεποίθηση ότι κάθε άλλη ερμηνεία του μαρ­ξισμού οδηγεί στην αναγωγή των μέσων σε αυτοσκο­πούς και ότι αυτή η ερμηνεύσιμη κατά τα άλλα αναγω­γή έχει κοστίσει πολύ ακριβά στο λαϊκό κίνημα και γε­νικότερα στην ανθρωπότητα, ας μας επιτραπεί αρχικά να παρουσιάσουμε συνοπτικά, όπως τουλάχιστον εμείς την έχουμε αντιληφθεί, αυτή τη συλλογιστική.

Ποια είναι αυτή επιγραμματικά και συνεπώς σχημα­τικά; 0 Μαρξ ξεκινάει από ένα προσδιορισμό της ου­σίας του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος, θεμελιακό χα­ρακτηριστικό της οποίας αποτελεί η εργασία. Διαπι­στώνει ότι η ουσία αυτή δεν μπορεί να εκδηλωθεί και να αναπτυχθεί ανεμπόδιστα στο πλαίσιο των ταξικών κοινωνιών, και πιο ειδικά του κεφαλαιοκρατικού τρό­που παραγωγής, διότι κατά την εκδήλωσή της παρεμ­βάλλονται διάφορες μεσολαβήσεις που την παρεμποδί­ζουν να το πράξει. Στόχος του είναι η άρση αυτών των μεσολαβήσεων, η χειραφέτηση του ανθρώπου και η διαμόρφωση μιας τέτοιας κοινωνικής μορφής οργάνω­σης -της κομμουνιστικής- η οποία σε αντίθεση με όλες τις προηγούμενες που γνώρισε η ανθρωπότητα θα προ­σφέρει τη δυνατότητα της ανεμπόδιστης ανάπτυξης της κάθε κοινωνικής ατομικότητας. Στην απελευθερω­τική αυτή διαδικασία από τον καπιταλισμό στον κομ­μουνισμό, η οποία δεν μπορεί να ολοκληρωθεί παρά μόνον όταν η ανάπτυξη των υλικών παραγωγικών δυ­νάμεων θα επιτρέπει την αναγωγή σε κυρίαρχη της δραστηριότητας αυτοσκοπού στη θέση της καταναγκα-

65

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

στικής εργασίας, καθοριστικό ρόλο παίζει η εργατική τάξη. Όμως αυτό τον ρόλο του πανανθρώπινου απε­λευθερωτή η εργατική τάξη τον κατέχει εν δυνάμει και, για να τον ασκήσει στην πράξη, χρειάζεται να υπερβεί την αυθόρμητη συνείδησή της υπερνικώντας διάφορα εμπόδια που δημιουργεί ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής και πιο συγκεκριμένα το δίπολο βίας και δόλου που χαρακτηρίζει ειδικά το αστικό κράτος. Το κόμμα της εργατικής τάξης, το κομμουνιστικό κόμμα, ως το πρωτοπόρο τμήμα της, αποτελεί καθοριστικό παράγοντα-μέσο σε αυτή τη διαδικασία η οποία μέσω της επανάστασης οδηγεί στον σοσιαλισμό, νοούμενο ως κατώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας και σε καμιά περίπτωση ως αυτοσκοπό.

Στο πλαίσιο μιας γενικότερης θεωρητικής τομής της σχέσης πρακτικής εμπειρίας και θεωρίας σημαντικό ρόλο παίζει στην ίδια διαδικασία η επαναστατική δια­νόηση.

Το ρόλο αυτής της τελευταίας θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε σε τούτο το κεφάλαιο, εντάσσοντάς τον στην παραπάνω συλλογιστική. Στο κεφάλαιο αυτό θα περιοριστούμε στην περίοδο του καπιταλισμού της κλασικής βιομηχανικής κοινωνίας, τον οποίο και κατά κύριο λόγο ανέλυσε ο Μαρξ. Με τις κυριολεκτικά προ­φητικές του προβλέψεις σχετικά με τη σύγχρονή μας κοινωνία και τη συνεπαγόμενη διαφοροποίηση της θέ­σης της διανόησης θα ασχοληθούμε στα επόμενα μέρη της μελέτης.

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν την περιπλάνησή μας από μια σύντομη αναδρομή σε όσα συνοπτικά αναφέρθηκαν προηγουμένως για να εντάξουμε στη συνέχεια το ρόλο της διανόησης στο πλαίσιο της γενικότερης μαρξικής συλλογιστικής της χειραφέτησης.

66

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

2.2 Ο στόχος της πανανθρώπινης χειραφέτησης και ο μεσο­λαβητικός ρόλος του προλεταριάτου

«Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι η σημερινή κατάσταση της ανθρωπότητας θα παραμείνει ως έχει. Δυσκολεύο­μαι να πιστέψω ότι αυτή η κατάσταση αποτελεί την ολοκληρωτική και έσχατη προοπτική της ανθρωπότη­τας [...]. Μόνο ως το βαθμό που μπορώ να θεωρήσω αυτή την τάξη πραγμάτων ως μέσο πρόσβασης σε μια καλύτερη κατάσταση, ως μεταβατικό σημείο προς έναν ανώτερο και πιο τέλειο κόσμο, αποχτά αξία για μένα. Δεν είναι χάρη αυτού που αντιπροσωπεύει αλλά χάρη της αγάπης για ένα καλύτερο κόσμο που προετοιμάζει, που καταφέρνω να την ανεχθώ» (48). Αυτά δεν είναι λόγια του Μαρξ, αλλά του μεγάλου ιδεαλιστή στοχα­στή, του Fichte. Γράφτηκαν το 1800, δηλαδή δεκαοχτώ χρόνια προτού γεννηθεί ο Μαρξ. Τα επαναλαμβάνουν όμως ο Μαρξ και οΈνγκελς στη Γερμανική Ιδεολογία: «Για τον πρακτικό υλιστή, δηλαδή τον κομμουνιστή, το ζήτημα είναι να επαναστατικοποιήσει τον κόσμο που υπάρχει, να επιτεθεί κατά των πραγμάτων που βρήκε και να τα αλλάξει» (165, τ. 1, σελ. 101). Τα ίδια λόγια θα μπορούσε κάλλιστα να ανήκουν και σε μια σειρά άλλους κορυφαίους στοχαστές που έζησαν πριν ή μετά τον Fichte και οι οποίοι αυτό που αναζητούσαν ήταν «ένα ανώτερο και πιο τέλειο κόσμο».

Αυτός λοιπόν ο ανώτερος, ο πιο τέλειος για όλους τους ανθρώπους κόσμος έτσι όπως τον οραματίζεται ο Μαρξ, είναι ένας κόσμος, ο οποίος θα επιτρέπει την ανε­μπόδιστη ανάπτυξη της κοινωνικής ατομικότητάς τους στο πλαίσιο της εναρμόνισης της ύπαρξής τους με την ουσία του ανθρώπου, η οποία και προσφέρει στον κάθε άνθρωπο τη δυνατότητα μιας απεριόριστης ανάπτυξης.

Το ανθρωποκεντρικό αυτό όραμα, για να γίνει κα­

6 7

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

τανοητό, προϋποθέτει να διευκρινίσουμε, έστω εν συ­ντομία, την έννοια της ουσίας του ανθρώπου έτσι όπως την προσδιορίζει ο Μαρξ, για να μπορέσουμε να δούμε στη συνέχεια από τη μια ποια είναι εκείνη η ύπαρξη που αντιστοιχεί σε αυτή την ουσία και από την άλλη ποια είναι εκείνη που την παρεμποδίζει να εκδηλωθεί.

Για τον Μαρξ λοιπόν η ουσία του ανθρώπου συνί- σταται στις ιδιαίτερες δυνατότητες του ανθρώπινου εί­δους, το οποίο στη βάση μιας ειδολογικής, βιολογικής ιδιαιτερότητας έχει την ικανότητα να εξελίσσεται συνε­χώς. 0 άνθρωπος προϊόν της ιστορικής εξέλιξης και ταυτόχρονα διαμορφωτής της, μέσω της ανεμπόδιστης, συνειδητής και κοινωνικού χαρακτήρα δραστηριότητάς του, μπορεί να αναπτυχθεί απεριόριστα. Υπό αυτή την έννοια η ουσία του ανθρώπου εκδηλώνεται κάθε φορά στην πράξη, στην πραγματική ύπαρξη των ανθρώπων, ως το «σύνολο των κοινωνικών σχέσεων» (152, τ. 2, 469) και όχι ως μια αμετάβλητη αφαίρεση που υπάρχει μέσα στο μεμονωμένο άτομο όπως υποστήριζε ο Feuerbach. Με αυτή τη διατύπωση, ο Μαρξ από τη μια αρνείται τον ιδεαλιστικό προσδιορισμό της φύσης του ανθρώπου, από την άλλη τον θεωρησιακό ανθρωπισμό του υλιστή Feuerbach. 0 Μαρξ αρνείται τον μέχρι τότε προσδιορισμό της έννοιας της ουσίας ως ιδέας που δεν έχει σχέση με τις πολυποίκιλες κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων, με την πραγματική ύπαρξή τους.

Όμως σε καμιά περίπτωση αυτό δεν σημαίνει ότι ο Μαρξ αρνείται όπως ο Strirner κάθε είδους αφαίρεση, την ίδια την κατηγορία της επιστημονικής αφαίρεσης, (14, 33) ούτε ότι για τον Μαρξ οι υπάρχουσες κοινωνι­κές σχέσεις, η ίδια η ύπαρξη των ανθρώπων, αν και προϊόντα της ανθρώπινης δραστηριότητας, ανταποκρί- νονται στο δέον. Διαφορετικά δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να τις αλλάξουμε.

68

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

«Αν ο άνθρωπος διαμορφώνεται από τις συνθήκες, θα πρέπει να διαμορφώνει τις συνθήκες ανθρώπινα» (163, 164-165). «Αν ο άνθρωπος διαμορφώνεται από τον κόσμο των αισθήσεων και την πείρα, τότε πρέπει να διαμορφώσει τον κόσμο έτσι ώστε να βλέπει σ’ αυτόν το πραγματικά ανθρώπινο [... έτσι ώστε] το ατομικό συμ­φέρον να συμπίπτει με το ανθρώπινο συμφέρον» (163, 164), κάτι που προφανώς δεν συμβαίνει όταν κυριαρ­χούν οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής.

Συνεπώς, όπως υπογράμμιζε ο Gramsci, εφόσον η ατομικότητά μας διαμορφώνεται από το σύνολο αυτών των [κοινωνικών] σχέσεων, για να «αλλάξουμε την ίδια την προσωπικότητά μας σημαίνει ότι πρέπει να αλλά­ξουμε το σύνολο αυτών των σχέσεων» (54, 131).

Με άλλα λόγια, η μαρξική έννοια της ουσίας του αν­θρώπου, πέρα από την ιδιαίτερη βιολογική του φύση και σε συνδυασμό με αυτήν, περιλαμβάνει το στοιχείο του γίγνεσθαι. Η έννοια άνθρωπος «είναι μια επιδίωξη πραγματοποίησης [εκπλήρωσης]» «μέσω της αλλαγής του κόσμου», θα πει ο Λένιν (95, 194), ή, όπως τόνιζε ο Gramsci, η μαρξιστική έννοια της ουσίας του ανθρώπου εμπεριέχει το στοιχείο του γίγνεσθαι, μια και η φύση του ανθρώπου δεν περιορίζεται στη βιολογική του ιδιαι­τερότητα αλλά «συμπεριλαμβάνει την ιστορία» (54, 129) ή ακόμη, όπως έγραφε ο Ernst Bloch, ο άνθρωπος ως αρχέτυπη υπόσταση είναι το σύνολο των μη πραγ- ματωμένων ακόμη δυνατοτήτων του. «Δεν είμαστε ακόμη αυτό που πραγματικά και ουσιωδώς είμαστε», «η τελειότητά μας συνίσταται στο γεγονός ότι δεν είμα­στε ποτέ πεπερασμένοι-τελειωμένοι» (24, 11). Θεμε­λιακό χαρακτηριστικό της ουσίας του ανθρώπου, που του επιτρέπει αυτή την απεριόριστη εξέλιξη, είναι η δυνατότητά του να εργαστεί. Ως προς αυτό ο Μαρξ συμφωνεί τόσο με τον Kant, κατά τον οποίο «η τεμπε­

69

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

λιά είναι αντίθετη στην πραγματοποίηση του ανθρώ­που» (70, 4η πρόταση), όσο και με τον Hegel, όπου στο Κύριος και Σκλάβος (150, 19) αντιμετωπίζει ως πιο αν­θρώπινο τον εργαζόμενο δούλο από τον τεμπέλη αφέ­ντη του. Όμως κατά τον Μαρξ η ειδικά ανθρώπινη ερ­γασία έχει ορισμένα χαρακτηριστικά που την κάνουν να διαφέρει από την αντίστοιχη δραστηριότητα και ερ­γασία των ζώων.

Στο Κεφάλαιο, έργο της ωριμότητάς του -και το επισημαίνουμε αυτό για να υποδηλώσουμε έστω και φευγαλέα, μια και δεν εμπίπτει στα όρια τούτης της μελέτης για να το αναπτύξουμε παραπέρα (βλέπε πιο αναλυτικά, 208), ότι δεν υπάρχει τομή πόσο μάλλον αντίθεση ανάμεσα στον νέο και τον ώριμο Μαρξ όσον αφορά την έννοια της ουσίας του ανθρώπου-, ο Μαρξ αναλύοντας τη διαδικασία της εργασίας την προσδιορί­ζει ως το οντολογικό χαρακτηριστικό του κοινωνικού όντος που είναι ο άνθρωπος, ο οποίος, σε αντίθεση με τα ζώα, χρησιμοποιεί μέσα εργασίας με βάση ένα σκο­πό που έχει προσδιορίσει συνειδητά και που προϋπήρ- χε ιδεατά στον εγκέφαλό του (153, τ. 1, 191).

Έτσι για τον Μαρξ ο άνθρωπος είναι όπως τον χαρα­κτηρίζει ο Benjamin Franklin «a toolmaking animal», ένα ζώο που κατασκευάζει εργαλεία, (153, 141, τ. 1, 193), η χρήση και η κατασκευή των οποίων «χαρακτη­ρίζουν το ειδικά ανθρώπινο προτσές εργασίας» (153, τ. 1, 192). Αυτή η κατασκευή των εργαλείων, αλλά και γε­νικότερα η τεχνολογία, εξαρτάται από τον τρόπο πα­ραγωγής, από «τις κοινωνικές σχέσεις μέσα στις οποίες συντελείται η εργασία». Όμως δεν μπορεί να υπάρξει ούτε τεχνολογία ούτε τεχνολογική πρόοδος δίχως «σκόπιμη δραστηριότητα» (153, τ. 1, 197), δίχως γνώ­ση, συνείδηση, πειραματισμό, σκέψη (14, 28).

«Αυτό [λοιπόν] που ξεχωρίζει από τα πριν τον χειρό­

70

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

τερο αρχιτέκτονα από την καλύτερη μέλισσα είναι ότι έχει φτιάξει το κύτταρο στο κεφάλι του, προτού το φτιά­ξει στο κερί». Στο τέλος του προτσές της εργασίας προ­κύπτει ένα αποτέλεσμα που [...] υπήρχε κιόλας ιδεατά (153, τ. 1, 191).

Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι ο Μαρξ επιλέγει εδώ, κατά τη γνώμη μας όχι τυχαία, τον αρχιτέκτονα ως χα­ρακτηριστικό παράδειγμα της κατ’ εξοχήν ανθρώπινης δραστηριότητας που αντιπαραθέτει σε εκείνη της μέ­λισσας. Τούτη η επιλογή του συνδέεται με το γεγονός ότι ο αρχιτέκτονας αυτοπροσδιορίζει το σκοπό του, τον αναπαριστά στον εγκέφαλό του ιδεατά σε ολοκληρω­μένη μορφή, ασκεί ταυτόχρονα πνευματική αλλά και σε ένα βαθμό πρακτική-χειρωνακτική εργασία και συνε­πώς υπερβαίνει τον μεταξύ τους καταμερισμό που χα­ρακτηρίζει τα άλλα επαγγέλματα, και τέλος παράγει ως καλλιτέχνης που είναι πέρα από τεχνικός, «σύμφω­να με τους νόμους της ομορφιάς», κάτι που αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης παραγωγής.

Στα «νεανικά» Χειρόγραφα τ ου 1844 ο Μαρξ επι­σημαίνει: «Φυσικά και τα ζώα παράγουν [...] Τα ζώα όμως παράγουν μόνον κάτω από την πίεση της άμεσης φυσικής ανάγκης, ενώ ο άνθρωπος παράγει κι όταν εί­ναι ελεύθερος από τη φυσική ανάγκη και παράγει πραγματικά μόνο απελευθερωμένος από την ανάγκη αυτή [...] Γι’ αυτό ο άνθρωπος παράγει επίσης σύμφω­να με τους νόμους της ομορφιάς» (146, 99).

Συνεπώς η εργασία αποτελεί για τον Μαρξ ίδιον του ανθρώπου, αυτοεπιβεβαίωσή του ως τέτοιου. Αυτή όμως, για να μπορέσει ο άνθρωπος να επιβεβαιώσει την ουσία του, θα πρέπει να μην είναι καταναγκαστική, να μην έχει το χαρακτήρα μέσου επιβίωσης, αλλά να εί­ναι μια ελεύθερη δραστηριότητα αυτοσκοπός. Διότι ναι μεν αυτή εμφανίζεται πρωταρχικά ως μέσο επιβίωσης,

71

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

διατήρησης της φυσικής ύπαρξης του ανθρώπου, ναι μεν στη συνέχεια συντελείται στις ταξικές κοινωνίες υπό μορφή διπλού καταναγκασμού, δηλαδή ως ανα­γκαιότητα και ως σχέση εκμετάλλευσης, όμως αυτό που συνιστά τον ιδιαίτερα ανθρώπινο χαρακτήρα της, τότε μόνον μπορεί να εκδηλωθεί -τότε μόνο «αρχίζει η πραγματική ιστορία του ανθρώπου» και τελειώνει η προϊστορία του- όταν η εργασία υπερβεί αυτό τον αρ­χικό της χαρακτήρα και τη μορφή του καταναγκασμού και μπορεί να εκδηλωθεί με τη μορφή της ελεύθερης δραστηριότητας αυτοεπιβεβαίωσης (146, 98).

Στον καπιταλισμό, «ο εργάτης νιώθει ότι ενεργεί ελεύθερα μόνο στις ζωικές του λειτουργίες [συντήρησή του, αναπαραγωγή της εργατικής του δύναμης], ενώ στις ανθρώπινες λειτουργίες του [εργασία] δεν είναι παρά ένα ζώο» (146, 96). Εκείνο λοιπόν που επιδιώκει ο Μαρξ είναι να αντιστραφεί στην κυριολεξία αυτή η κατάσταση. Επιδιώκει η εργασία να απελευθερωθεί από τους κάθε είδους καταναγκασμούς, να γίνει αν­θρώπινη και να περιοριστεί στο ελάχιστο η εργασία που αφορά στις «ζωικές λειτουργίες», δηλαδή το βασί­λειο της αναγκαιότητας.

Υπό αυτή την έννοια είναι απόλυτα εύστοχη η παρα­τήρηση του Henri Lefebvre ότι «ο άνθρωπος βρίσκεται ακόμη στις ωδίνες του τοκετού· δεν έχει ακόμη γεννη­θεί μόλις προαισθανόμενος ως ενότητα και λύση, δεν υπάρχει ακόμη παρά μέσα από το αντίθετό του εκείνο που σε αυτόν είναι απάνθρωπο» (86, 149).

Το πραγματικό βασίλειο της ελευθερίας, ο ανώτερος κόσμος του Μαρξ αρχίζει τότε μόνον όταν «η ανάπτυξη των δυνάμεων του ανθρώπου είναι αυτός καθαυτός σκοπός» (153, τ. 3, 1007) και βασικός όρος για να φθά- σουμε σε αυτή την ανώτερη φάση «είναι η συντόμευση της εργάσιμης ημέρας» (153, τ. 3, 1008).

7 2

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

Τότε σε αυτή την ανώτερη κοινωνία «η ελεύθερη ανά­πτυξη των ατόμων και όχι η μείωση του αναγκαίου χρό­νου εργασίας, για να παραχθεί υπερεργασία, γίνεται ο σκοπός της παραγωγής. Πρόκειται συνεπώς για τον πε­ριορισμό σ’ ένα ελάχιστο της αναγκαίας εργασίας κάτι που επιτρέπει την καλλιτεχνική, επιστημονική κ.λπ. μόρφωση των ατόμων χάρη στον ελεύθερο χρόνο [...]. Συνεπώς δεν θα είναι πια ο χρόνος εργασίας που θα αποτελεί το μέτρο του πλούτου αλλά ο disposable time [διαθέσιμος χρόνος]» (149, τ. 2, 108). «Το βασίλειο της ελευθερίας αρχίζει στην πραγματικότητα εκεί που παύει η εργασία να υπαγορεύεται από ανάγκη και από εξωτε­ρική σκοπιμότητα. Βρίσκεται επομένως από αυτή τη φύση του πράγματος πέρα από τη σφαίρα της καθεαυτό υλικής παραγωγής» (153, τ. 3, 1007).

Πρόκειται για την ανώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας όπου «θα έχει εξαφανιστεί η υποδουλωτική υποταγή των ατόμων στον καταμερισμό της εργασίας [«δολοφονία του λαού» τον αποκαλεί αλλού ο Μαρξ] και μαζί της η αντίθεση ανάμεσα στην πνευματική και στη χειρωνακτική δουλειά, όταν η εργασία θα έχει γίνει όχι μόνο μέσο για να ζεις, αλλά η πρώτη ανάγκη ζωής [...]. Τότε που η κοινωνία θα γράφει στη σημαία της: «Από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του!» (151, 15). Τότε που μοναδικό όριο θα είναι η ίδια η μορφή της ατομικής ύπαρξης, οι ιδιαίτερες ικανότητες του καθενός.

Στο πλαίσιο αυτής της συλλογιστικής ο Μαρξ δεν αρκείται σε συνθήματα που στοχεύουν στην καλυτέ­ρευση των συνθηκών ζωής των εργαζομένων, αλλά προ­βάλλει την κατάργηση της μισθωτής εργασίας, η οποία και αποτελεί θεμελιακή προϋπόθεση της χειραφέτη­σης. Έτσι αντί του «συντηρητικού» συνθήματος «ενός δίκαιου μεροκάματου για μια δίκαιη εργάσιμη ημέρα»

73

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

υποστηρίζει ότι η μελλούμενη κοινωνία θα πρέπει να γράψει στη σημαία της το επαναστατικό σύνθημα: «Κατάργηση της μισθωτής εργασίας» (154, 102). Και αυτό σημαίνει ταυτόχρονα και κατάργηση του καταμε­ρισμού της εργασίας. Σημαίνει «να κυνηγάς το πρωί, να ψαρεύεις το απόγευμα, να ασχολείσαι με τα ζώα το βράδυ, να κάνεις κριτική μετά το γεύμα... δίχως ποτέ να γίνεσαι κυνηγός, ψαράς ή κριτικός» (166, τ. 1, 80).

Ο Althusser στη συγκλονιστική αυτοβιογραφία του με τίτλο: Το μέλλον διαρκεί πολύ σε κάποιο σημείο πε- ριγράφοντας την ελεύθερη δημιουργική δραστηριότητα μαζί με τους συντρόφους του μόλις οι Γερμανοί άρχι­σαν να φεύγουν από την κατεχόμενη Γαλλία, γράφει: «Κάθε μέρα ήταν Κυριακή, δηλαδή ο κομμουνισμός»!! (4, 373) Είναι ο πιο σύντομος και γλαφυρός ορισμός του μαρξικού οράματος που έχουμε συναντήσει. Διότι τι άλλο συμβολίζει η Κυριακή απέναντι στον καθημερι­νό καταναγκασμό, παρά ελεύθερο χρόνο δημιουργικής απασχόλησης; Τι άλλο σημαίνει παρά απελευθέρωση των ικανοτήτων αλλά και των επιθυμιών του καθενός; Στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα ο Μαρξ ξε­καθαρίζει ότι η κομμουνιστική κοινωνία, έτσι όπως προβάλλει από την κεφαλαιοκρατική κοινωνία, δεν εί­ναι δυνατόν να ανταποκρίνεται άμεσα στην αρχή «από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του» (151, 15).

Ανάμεσα λοιπόν στην κεφαλαιοκρατική και την κομ­μουνιστική κοινωνία εισάγει ως μεταβατική περίοδο, ως μεσολάβηση της μιας προς την άλλη, την «επανα­στατική δικτατορία του προλεταριάτου» (151, 24) σε συνέχεια την οποία καλό είναι να επισημάνουμε ότι δεν ονομάζει σοσιαλισμό.

Όμως αυτή η μεταβατική περίοδος η οποία εντάσσε­ται ακόμη στο βασίλειο της αναγκαιότητας και η οποία

74

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

θα πρέπει να διατηρεί και στοιχεία κρατικού κατανα­γκασμού για να τηρούνται οι κανόνες του ίσου δίκαιου, μια και «κυριαρχεί ακόμη η ίδια αρχή που ρυθμίζει την ανταλλαγή εμπορευμάτων, εφόσον είναι ανταλλαγή ίσων αξιών», δηλαδή ο «καθένας να παίρνει πίσω από την κοινωνική παρακαταθήκη μέσων κατανάλωσης τό­σα όσα αντιστοιχούν στη δουλειά που πρόσφερε» (151, 13-15), δεν έχει κανένα νόημα αν αντιμετωπιστεί ανε­ξάρτητα από αυτό στο οποίο μεταβιβάζει, δηλαδή τον κομμουνισμό, και προς τον οποίο πρέπει να τείνει. Και αυτό πραγματοποιείται μέσω της σχεδιοποιημένης σταδιακής αποεμπορευματοποίησης και της παράλλη­λης αντικατάστασης της αρχής «στον καθένα ανάλογα με την προσφερόμενη εργασία» από την αρχή «στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του».

Να όμως που ο καπιταλισμός, από τον οποίο θα πρέπει να ξεκινήσει η έφοδος στους ουρανούς της χειραφέτη­σης, από τη μια μέσα από τις αντιθέσεις που γεννά κα­θιστά αναγκαία και προσφέρει τη δυνατότητα του άλ­ματος προς την κατώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, το σοσιαλισμό, και υπό αυτό το πρίσμα «ονομάζουμε κομμουνισμό την πραγματική κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα τάξη» (166, τ. 1, 82), από την άλλη όμως θέτει εμπόδια σε αυτή τη ριζοσπαστική επαναστατική αλλαγή, η οποία κάθε άλλο παρά έχει το χαρακτήρα φρούτου που όταν ωριμάσει πέφτει από μόνο του.

Τα εμπόδια αυτά που θεμελιώνονται στην κατοχή της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής από τους κεφαλαιοκράτες, είναι ο συνδυασμός από τη μια της βίας, του καταναγκασμού που αυτοί ασκούν, τόσο με τη μορφή του οικονομικού καταναγκασμού όσο και της πο­λιτικής βίας ή του φόβου της βίας, και από την άλλη η

75

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

συναίνεση που αποσπούν μέσω της αστικής ιδεολογικής ηγεμόνευσης, που θεμελιώνεται στην αποξένωση που γεννά ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής και ανα- παράγεται μέσω των ιδεολογικών μηχανισμών και τη δόλια εμφάνιση του αστικού κράτους ως εκφραστή των γενικών συμφερόντων της κοινωνίας.

Είναι με άλλα λόγια το δίπολο λιοντάρι-αλεπού του Machiavelli, το δίπολο βίας-δόλου, που χαρακτηρίζει κάθε αστικό κράτος, που οδηγεί στη διαμόρφωση του συναινετικού καταναγκασμού από την πλευρά των κυ­ριαρχούμενων.

Ο Μαρξ θεωρεί ότι αυτά τα εμπόδια μπορεί να τα υπερβεί ως πρωτοπόρο τμήμα της κοινωνίας το προλε­ταριάτο το οποίο, μέσα από τη δική του απελευθέρωση από την κεφαλαιοκρατική εκμετάλλευση, απελευθερώ­νει και ολόκληρη την κοινωνία. Έτσι το προλεταριάτο καλείται να παίξει το ρόλο μιας μεσολάβησης στη δια­δικασία της πανανθρώπινης χειραφέτησης. Αυτό όμως δεν συμβαίνει αυτόματα και τούτο διότι η αυθόρμητη συνείδηση του προλεταριάτου, πόσο μάλλον κάθε ξε­χωριστού προλετάριου, δεν αρκεί για να αμφισβητη­θούν και στη συνέχεια να αρθούν αυτά τα εμπόδια. Χρειάζονται συνεπώς μια σειρά από άλλες μεσολαβή­σεις για να μπορέσει το προλεταριάτο να παίξει αυτό τον ιστορικό του ρόλο. Αυτές είναι η οικονομική πάλη, η ταξική πάλη, η πολιτική πάλη, ο μετασχηματισμός του από τάξη καθεαυτή σε τάξη δι’ εαυτή, το κομμου­νιστικό κόμμα.

Με ποια όμως κριτήρια επιλέγει ο Μαρξ το προλε­ταριάτο, την εργατική τάξη, δηλαδή «τους μισθωτούς που παράγουν το κεφάλαιο και το κάνουν να καρπο­φορεί» (153, τ. 1, 636), ως την τάξη εκείνη η οποία έρ­χεται να αντικαταστήσει ως οικουμενική τάξη την κρα­

7 6

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

τική γραφειοκρατία του Hegel και να παίξει το ρόλο του σύγχρονου απελευθερωτή της κοινωνίας;

Με άλλα λόγια τι είναι εκείνο που οδηγεί τον Μαρξ να υποστηρίζει ότι η εργατική τάξη είναι εκείνη που μπορεί να αποχτήσει μια συνείδηση διαφορετική, ενα- ντιωμένη σε εκείνη της κυρίαρχης ιδεολογίας που δεν είναι άλλη από την ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης;

Πώς είναι δυνατόν η εργατική τάξη να σπάσει το φαύλο κύκλο που προκύπτει από το γεγονός ότι από τη μια η κυρίαρχη ιδεολογία είναι εκείνη των κυριαρ- χούντων και από την άλλη ότι είναι αδύνατη η επανά­σταση δίχως την επαναστατική κομμουνιστική συνείδη­ση των μαζών, η οποία μάλιστα προσδιορίζεται ως ανώτερη από τη συνείδηση της αδικίας ή τη σύγκρουση ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς (85, 86);

0 Μαρξ δεν θέτει απέναντι και αλληλοαποκλειόμε- να στεγανά το ένα από το άλλο τα δύο αυτά δεδομένα (71, 70-71). Ναι μεν συμφωνεί με τον Πλάτωνα ως προς τη συλλογιστική των ψευδαισθήσεων, του σπηλαί­ου των δεσμωτών, από την άποψη ότι η κυρίαρχη συ­νείδηση συνίσταται στην αντιστροφή της πραγματικό­τητας, δηλαδή ως προς τη συλλογιστική της «camera obscura» (σκοτεινού θαλάμου) (βλέπε 73). Όμως ταυ­τόχρονα αρνείται τη λογική της άγνοιας των μαζών, της ανικανότητάς τους να συλλάβουν την πραγματικότητα, όπως αρνείται και την παντοδυναμία των κυρίαρχων να διαμορφώνουν μονοσήμαντα τη συνείδησή τους (14, 45).

Ο Μαρξ ξεκινάει από την αποδοχή ότι η αντικειμενι­κή πραγματικότητα είναι εκείνη που καθορίζει τη συ­νείδηση και όχι το αντίστροφο, όμως αρνούμενος την απλουστευτική ταύτιση του είναι με τη συνείδηση, δεν υποστηρίζει ότι το προλεταριάτο καθίσταται αυτόματα και επαναστατικό λόγω του είναι του.

77

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

Στην Αγία Οικογένεια οι Μαρξ και Ένγκελς γρά­φουν: «Δεν πρόκειται για το τι κάθε φορά φαντάζεται ως σκοπό του αυτός ή εκείνος ο προλετάριος, ή ακόμα και όλο το προλεταριάτο. Αντίθετα πρόκειται για το τι είναι και τι είναι ιστορικά αναγκασμένο να κάνει [το προλεταριάτο] μέσα σε αυτό το είναι» (163, 43/44). Συνεπώς άλλο είναι το τι φαντάζεται [η υπογράμμιση δική μας] το προλεταριάτο και τι στόχους θέτει, και άλ­λο είναι το είναι του προλεταριάτου. (Προς το παρόν αφήνουμε κατά μέρος το «είναι ιστορικά αναγκασμέ­νο» στο οποίο θα επανέλθουμε.)

Σε τι όμως συνίσταται αυτό το είναι του προλετα­ριάτου το οποίο αποτελεί την πραγματική βάση της παραπέρα συνειδητοποίησής του;

Σε ένα γενικότερο επίπεδο, διότι υπάρχουν και πιο ειδικές πτυχές -δίχως αυτό να σημαίνει ότι είναι και δευτερεύουσες- στις οποίες θα αναφερθούμε αμέσως πιο κάτω, το είναι του προλεταριάτου έτσι όπως αντι­μετωπίζεται από τον Μαρξ εκφράζεται από μια ρήση του Walter Benjamin στο Μύθος και Βία. Τι λέει ο Benjamin; «Μόνο χάρη σ’ εκείνους που είναι δίχως ελ­πίδα μας δίνεται η ελπίδα» (22, τ. 1, 160). Θα μπορού­σαμε, για να χαρακτηρίσουμε το προλεταριάτο έτσι όπως το αντιμετωπίζει ο Μαρξ, να προσθέσουμε ότι «μόνο εκείνοι που είναι δίχως ελπίδα κάτω από την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων αναζητούν την ελπίδα σε μια άλλη τάξη πραγμάτων».

Για τον Μαρξ λοιπόν η εργατική τάξη, επειδή ακρι­βώς δεν έχει να χάσει τίποτα πέρα από τις αλυσίδες της ή διαφορετικά επειδή, όπως πολύ εύστοχα παρα­τηρεί ο Etienne Balibar, στερείται τα πάντα, κατέχει εν δυνάμει τα πάντα (14, 37).

Με άλλα λόγια το είναι της εργατικής τάξης είναι τέτοιο που, ακριβώς επειδή η τάξη αυτή δεν έχει καμιά

78

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

ιδιοκτησία, δεν κατέχει καμιά εξουσία, δεν έχει κανένα ατομικό συμφέρον να υπερασπιστεί -ό π ω ς για π α ρά ­δειγμα οι αστοί την ιδιοκτησία τους-, επειδή δεν επ ι­διώκει να εκμεταλλευτεί κανέναν, με την απελευθέρω ­σή της απελευθερώ νει το σύνολο της ανθρωπότητας. Είναι η μόνη ικανή να οδηγήσει την κοινωνία έως την εξαφάνιση των τάξεω ν και του εαυτού της ως τέτοια.

Έτσι για τον Μαρξ η εργατική τάξη μέσα από την αρνητική της καθολικότητα ανάγεται σε θετική καθολι- κότητα ή διαφορετικά η αρνητική της θέση στην πράξη τής προσδίδει την ικανότητα να αναχθεί σε θετικό ιστο­ρικό υποκείμενο.

«Μόνον οι προλετάριοι της σύγχρονης εποχής πα­ντελώς αποστερημένοι από κάθε εκδήλωση της προσω­πικότητάς τους είναι σε θέση να κατακτήσουν μια ολο­κληρωμένη και όχι περιορισμένη εκδήλωση του εαυτού τους, η οποία συνίσταται στην οικειοποίηση ενός συνό­λου παραγωγικών δυνάμεων και στην ανάπτυξη ενός συνόλου δεξιοτήτων που αυτό εμπεριέχει» (14, 38).

Πρόκειται για τη «μάζα των εργατών που είναι μόνο εργάτες - μαζική εργατική δύναμη αποκομμένη από το κεφάλαιο ή από κάθε είδος ικανοποίησης έστω και πε­ριορισμένης» (165, τ. 1, 82). «Οι προλετάριοι δεν έχουν να χάσουν [με την κομμουνιστική επανάσταση] τίποτε άλλο εκτός από τις αλυσίδες τους» (164, 58). Πρόκει­ται για μια τάξη «που πρέπει να σηκώσει όλα τα βάρη της κοινωνίας», «απόβλητη από την κοινωνία» και από αυτό «πηγάζει [...] η κομμουνιστική συνείδηση» (165, τ. 1,85).

Εκείνο λοιπόν που «θέτει το προλεταριάτο πέραν του συστήματος» είναι ακριβώς το γεγονός ότι στερεί­ται όλα τα πλεονεκτήματα του υπάρχοντος συστήματος και επειδή «η μέριμνά του να υπάρξει δεν είναι μέριμνα μιας ορισμένης ομάδας, τάξης ή έθνους, αλλά μια μέρι­

79

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

μνα καθολική και κοσμοϊστορική», (144, 279), όπως λέει ο Μαρξ, «δεν μπορεί να υπάρχει παρά μόνο κοσμόίστο- ρικά» (165, τ. 1, 82) και η ένωσή του δεν μπορεί παρά να είναι «παγκόσμια» (165, τ. 1, 127).

0 Μαρξ λοιπόν τοποθετεί απέναντι στην ιδεολογία -ως στρεβλή, παραμορφωμένη αντανάκλαση της πραγ­ματικότητας- ως εν δυνάμει αντιθετικό υποκείμενο την ίδια την οντότητα του προλεταριάτου η οποία έχει την ικανότητα να την αντιστρέφει και να την τοποθετήσει με τα πόδια κάτω και το κεφάλι επάνω.

Πέρα όμως από αυτή τη γενικότερη αρνητική του θέ­ση ποιοι είναι οι άλλοι ειδικότεροι προσδιορισμοί του είναι του που προσδίδουν στο προλεταριάτο αυτή την ικανότητα την οποία δεν διαθέτουν οι άλλες τάξεις ή τα άλλα στρώματα και ποιες οι μεσολαβήσεις που απαι- τούνται για να ορθωθεί έως αυτή την καθολικότητα;

Στην πραγματικότητα ο Μαρξ δεν στέκεται σε έναν και μόνον προσδιοριστικό παράγοντα, αλλά σε ένα συνδυασμό διαφόρων παραγόντων που μόνον στο επί­πεδο της εργατικής τάξης μπορεί να διαμορφωθεί.

Εξάλλου στο Κεφάλαιο, στο τελευταίο ημιτελές κε­φάλαιο για τις τάξεις, ο Μαρξ προφταίνει να ξεκαθαρί­σει ότι μόνο από μια «πρώτη ματιά (η υπογράμμιση δι­κή μας) φαίνεται να είναι η ταυτότητα των εισοδημά­των και των πηγών του εισοδήματος» (153, τ. 3, 1087) αυτή που διαχωρίζει σε ξεχωριστές τάξεις τους εργά­τες, τους κεφαλαιοκράτες και τους γαιοκτήμονες.

Έτσι, για παράδειγμα, αν θεωρήσουμε ότι είναι μόνο η υλική αθλιότητα που προσδίδει στο προλεταριάτο τις ιδιαίτερες ικανότητές του, τότε εύλογα θα διερωτηθού- με γιατί να μην επιλέξει ο Μαρξ το λούμπεν προλετα­ριάτο ή ακόμη καλύτερα τους εξαθλιωμένους των τότε αποικιών ως πρωτοπόρο τμήμα της ανθρωπότητας.

Μάλιστα στη Γερμανική Ιδεολογία υποστηρίζεται ότι

8 0

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

οι εργάτες που «είναι αποκλεισμένοι από τη μεγάλη βιομηχανία τοποθετούνται από αυτήν σε χειρότερη ακό­μη [υλική κατάσταση] από ό,τι οι εργάτες στην ίδια τη μεγάλη βιομηχανία, οπότε οδηγούνται και αυτοί στην επανάσταση» (165, τ. 1,111).

Τούτο σημαίνει ότι το μέτρο της επαναστατικότητας δεν είναι για τους κλασικούς ευθέως ανάλογο με την αθλιότητα της υλικής κατάστασης.

Βεβαίως είναι αλήθεια ότι ο Μαρξ ξεκινάει από την υλική εξαθλίωση του προλεταριάτου, από την άθλια υλική του κατάσταση.

Οι προλετάριοι είναι υποχρεωμένοι να προβούν στην κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας για να «δια­σφαλίσουν πάνω α π ’ όλα (η υπογράμμιση δική μας) την ίδια τους την ύπαρξη», (165, τ. 1, 126) μια και «η ανθρώπινη ζωή εννέα φορές στις δέκα δεν είναι παρά αγώνας για την επιβίωση» (157, 5).

«Το προλεταριάτο δεν είναι μόνο τάξη που υποφέ­ρει· ίσα ίσα η επαίσχυντη οικονομική κατάσταση του προλεταριάτου το σπρώχνει ακατάσχετα προς τα μπρος και το αναγκάζει να παλεύει για την τελική του απελευθέρωση», θα γράψει ο Λένιν αποδίδοντας τα εύσημα στονΈνγκελς για το έργο του Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία (90, 9).

Πέρα όμως από την υλική εξαθλίωση, οι Μαρξ και Ένγκελς αναφέρονται και στην πνευματική εξαθλίωση του προλεταριάτου, στο γεγονός ότι οι προλετάριοι εί­ναι η πλέον αποξενωμένη τάξη, και τούτο διότι η απο­ξένωση έχει ακριβώς τις ρίζες της στη διάσπαση της εργασίας του εργάτη στις μορφές της αφηρημένης και της συγκεκριμένης εργασίας.

Σε συνδυασμό λοιπόν με την υλική εξαθλίωση, το προλεταριάτο υφίσταται και μια πνευματική εξαθλίωση η οποία, λόγω της μερικότητας της εργασίας που ασκούν

81

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

οι εργάτες, λόγω του κατακερματισμού της και του απο­σπασματικού της χαρακτήρα, τους οδηγεί σε μια πνευ­ματική ερήμωση. Έτσι οι προλετάριοι δεν «θεωρούνται [από τους σοσιαλιστές συγγραφείς θεοί] [...] Πολύ περισ­σότερο συμβαίνει το αντίθετο». Στο προλεταριάτο έχει ολοκληρωθεί «η αφαίρεση κάθε ανθρωπιάς ακόμη και η ψευδαίσθηση ανθρωπιάς» (163, 43).

0 άνθρωπος μέσα σε αυτό που λέγεται προλεταριά­το έχει χάσει τον εαυτό του και «δεν μπορεί να λυτρω­θεί δίχως να καταργήσει τους όρους της ύπαρξής του. Και δεν μπορεί να καταργήσει τους όρους της ύπαρξής του δίχως να καταργήσει τους απάνθρωπους όρους της σημερινής κοινωνίας που συνοψίζονται στη δική του κατάσταση» (163, 43).

«Το προλεταριάτο έχει ανάγκη (η υπογράμμιση δι­κή μας) από το κουράγιο του, από την αίσθηση της αξιοπρέπειας, της περηφάνιας και του πνεύματος ανε­ξαρτησίας πολύ περισσότερο και από το ψωμί του», επισημαίνει ο Μαρξ (155, τ. 3, 740).

Πέρα όμως από την υλική και πνευματική του εξα­θλίωση, είναι η ίδια η θέση του προλεταριάτου στην πα­ραγωγή που αποτελεί καθοριστικό στοιχείο πρόσφορο να γεννήσει την επαναστατική συνείδηση. Είναι ο κοινω­νικός χαρακτήρας της δουλειάς στο εργοστάσιο, δηλαδή το γεγονός ότι οι εργάτες βρίσκονται συγκεντρωμένοι στις μεγάλες βιομηχανικές μονάδες -και όχι απομονωμέ­νοι όπως οι αγρότες ή οι ανεξάρτητοι μικροεμπορευμα- τοπαραγωγοί-, αυτό που τους οδηγεί πιο εύκολα να πε- ράσουν από το επίπεδο της ατομικής συνείδησης σε εκεί­νο της συλλογικής ταξικής συνείδησης. Και τούτο έχει ιδιαίτερη σημασία διότι μια συλλογική οντότητα είναι ικανή να αναδείξει διαφορετικές λειτουργίες, μια ποιοτι­κά ανώτερη συνείδηση από εκείνη που βρίσκεται σε λαν- θάνουσα, παρακμάζουσα, στρεβλή κατάσταση στην κλί-

82

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

μακατου μεμονωμένου ανθρώπου (185,111). Συνεπώς η κοινότητα του εργοστασίου διευκολύνει έτσι ώστε να αναδεικνύεται και σε ατομικό επίπεδο μια ανώτερη μορ­φή συνείδησης μέσα από τη συλλογική συνείδηση.

Ακόμη αυτή η θέση του προλεταριάτου στην παρα­γωγή από τη μια, όπως προαναφέραμε, το καθιστά την πλέον αποξενωμένη τάξη, από την άλλη όμως του προ­σφέρει περισσότερο από ό,τι σε όλους τους άλλους τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσει αυτή του την αποξέ­νωση. Αυτό συμβαίνει διότι -σε αντίθεση με τους κεφα­λαιοκράτες που και αυτοί είναι αποξενωμένοι- οι προ­λετάριοι δεν βολεύονται με αυτήν τους την αποξένωση, αλλά με δεδομένο ότι η συνείδηση είναι ένα ιστορικό προϊόν το οποίο κατά τη διαμόρφωσή του μεσολαβείται μεν από την ήδη υπάρχουσα συνείδηση, μεσολαβείται όμως και από την εμπειρία το προλεταριάτο, ακριβώς λόγω της εμπειρίας της άμεσης επαφής του με την υλι­κή πραγματικότητα και της μετατροπής της ύλης που το ίδιο κάνει πράξη έχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί καλύτερα από κάθε άλλον στην πράξη και όχι αφηρημέ- να ή «ιδεολογικά», πέρα από την αθλιότητα που γεννά ο καπιταλισμός, και την επαναστατική δυναμική που εμπεριέχει ή ακριβέστερα που εγκλωβίζει.

Επίσης το προλεταριάτο υπερέχει αριθμητικά σε σχέση με άλλες ομάδες και τείνει κατά τον Μαρξ να μετατραπεί σε πλειοψηφία με τη μετατροπή ανεξάρτη­των, ελεύθερων παραγωγών ή επαγγελματιών σε μι­σθωτούς εργάτες. Βεβαίως αυτό το αριθμητικό πλεονέ­κτημα του προλεταριάτου δεν αρκεί και πάλι από μόνο του για να αναδείξει την ανωτερότητά του και θα πρέ­πει να συνδυαστεί με τα προηγούμενα, καθώς επίσης με την κατοχή της γνώσης. Και εδώ δεν πρόκειται μόνο για τη γνώση που προκύπτει από την άμεση προλετα­ριακή εμπειρία. Αλλά σε αυτή την πτυχή που συνδέε­

83

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

ται πιο άμεσα με την επαναστατική διανόηση θα στα­θούμε πιο διεξοδικά στη συνέχεια.

«Υπάρχει ένα στοιχείο επιτυχίας που αυτό το κόμμα [των εργατών] το κατέχει: όμως ο αριθμός δεν βαραίνει στη ζυγαριά παρά μόνον εάν συνδέεται, ενώνεται και καθοδηγείται (η υπογράμμιση δική μας) από τη γνώ­ση» (157, 12).

Και πάλι όμως όλα αυτά δεν αρκούν για να οδηγη- θεί ο προλετάριος στην ταξική συνείδηση πόσο μάλλον στην καθολική συνείδηση. Έτσι ο Μαρξ εισάγει ανάμε­σα στην προλεταριακή ατομικότητα και την καθολική συνείδηση του προλεταριάτου, την τάξη και το κόμμα της. Πέρα από αυτό που επισημάναμε παραπάνω για την ποιοτική διαφορά της ατομικής με τη συλλογική συνείδηση, είναι σαφές ότι για τον Μαρξ ο προλετάριος γίνεται επαναστάτης εφόσον παρεμβαίνει στη σκηνή της ιστορίας ως μέλος της τάξης του.

Και τούτο διότι μέσα από τη συλλογικότητα, την κοινότητα της τάξης, οι προλετάριοι μπορούν να απε­γκλωβιστούν από την κυριαρχία της αστικής ιδεολο­γίας αλλά και να αντιμετωπίσουν τη βία της. Η ίδια δε η τάξη ανδρώνεται μέσα από την ταξική πάλη. Όπως ορθά υποστηρίζει ως προς αυτό ο Georg Lukdcs, μόνον η τάξη μπορεί με τη δράση της να εισχωρήσει στην κοι­νωνική πραγματικότητα και να τη μετατρέψει στην ολότητά της (133, 61).

Όμως ο Μαρξ δεν αρκείται στο επίπεδο της τάξης. Η ίδια η τάξη δεν μετατρέπεται αυτόματα από «τάξη κα- θεαυτή» σε «τάξη για τον εαυτό της» δίχως τη μεσολά­βηση της ανεξάρτητης πρωτοποριακής πολιτικής της ορ­γάνωσης, δηλαδή του κόμματός της, του κομμουνιστικού κόμματος. Επομένως προκύπτει το ερώτημα. Ταυτίζε­ται στη συλλογιστική του Μαρξ το κόμμα με την τάξη;Ή το κόμμα αποτελεί την πρωτοπορία της εργατικής τάξης

8 4

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

η οποία με τη σειρά της ούτως ή άλλως θεωρείται πρω­τοπόρα των λαϊκών μαζών; Αν και θα ασχοληθούμε εκτενέστερα με το κόμμα στο όγδοο κεφάλαιο, ας πε­ριοριστούμε εδώ να θίξουμε ακροθιγώς αυτό το ζήτημα.

Όπως τονίζεται στο Μανιφέστο, οι κομμουνιστές «δεν διακηρύσσουν ξεχωριστές αρχές» από το υπόλοι­πο προλεταριάτο, «δεν έχουν συμφέροντα που ξεχωρί­ζουν από τα συμφέροντα του προλεταριάτου στο σύνο­λό του» (164, 34). Στο ίδιο το Μανιφέστο μάλιστα (164, 30) με τη διατύπωση «αυτή η οργάνωση των προλετα­ρίων σε τάξη και επομένως σε πολιτικό κόμμα» φαίνε­ται να ταυτίζεται το κόμμα με την τάξη. Από την άλλη όμως, στο Μανιφέστο και πάλι, αναφέρεται ότι «οι κομμουνιστές είναι το πιο αποφασιστικό τμήμα των ερ­γατικών κομμάτων όλων των χωρών, το τμήμα που κι­νεί τα πάντα προς τα μπρος. Θεωρητικά πλεονεκτούν από την υπόλοιπη μάζα του προλεταριάτου με τη σω­στή αντίληψη για τις συνθήκες, για την πορεία και για τα γενικά αποτελέσματα του προλεταριακού κινήμα­τος» (164, 35). Τούτο σημαίνει ότι οι κομμουνιστές και το κόμμα τους αναμφίβολα για τον Μαρξ παίζουν ένα ρόλο πρωτοπορίας. Και αυτή προκύπτει ακριβώς από την ανώτερη «αντίληψή» τους, δηλαδή από το ανώτερο επίπεδο συνειδητότητάς τους.

Το ζήτημα είναι αν στο πλαίσιο αυτής της πρωτοπο­ρίας προκύπτει η αναγκαιότητα μιας καθοδήγησης και ποιος ο ρόλος της διανόησης σε αυτήν.

Η διαμάχη μεταξύ Μαρξ και Μπακούνιν, ιδιαίτερα όπως αυτή αποκρυσταλλώθηκε μετά την εμπειρία της παρισινής Κομμούνας του 1870, μας δίνει μια πρώτη απάντηση σε αυτό το ερώτημα (βλέπε πιο αναλυτικά, Αλέξανδρου Χρύση 233, 121-154).

Ενώ λοιπόν στα πρώτα χρόνια της Διεθνούς η λογική του Μαρξ ήταν να υπάρχει μια χαλαρή προγραμματικά

85

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

και καταστατικά ηγεσία υπό τη μορφή του «Γενικού Συμβουλίου», κάτι με το οποίο τουλάχιστον στο επίπε­δο των διακηρύξεων συμφωνούσε και ο Μπακούνιν, στη συνέχεια υπήρξε μια σαφής διάθεση ενίσχυσης της καθοδηγητικής εξουσίας.

Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Αλέξανδρος Χρύσης, στον Μπακούνιν αυτή η διάθεση γίνεται ορατή μέσα από το δεύτερο επίπεδο μιας ανάλυσής του που περιε- λάμβανε δυο επίπεδα: «Ένα φανερό, στο οποίο ο Μπακούνιν δεν διστάζει να υποστηρίζει έναν υπερ- ελευθεριάζοντα και αντι-εξουσιαστικό τύπο οργάνω­σης, και ένα λανθάνον, όπου υποστηρίζει ένα είδος αό- ρατης-συλλογικής δικτατορίας, που θα ανοίξει το δρό­μο προς τη μετεπαναστατική αταξική και ακρατική κοινωνία» (233, 139). Με άλλα λόγια στον Μπακούνιν έχουμε να κάνουμε με ένα «αντιεξουσιατικό λόγο» και «μια αυταρχική πράξη» (233, 145).

Αντίθετα στον Μαρξ τα πράγματα είναι πιο ξεκά­θαρα και η αναγκαιότητα του καπετάνιου πάνω στο πλοίο, του συνδυασμού εξουσίας και οργάνωσης δια­κηρύσσεται ευθαρσώς.

Η οργάνωση των εργατών δεν θα πρέπει να ακολου­θεί τα πρότυπα μιας χαλαρής αναποτελεσματικής οργά­νωσης σαν εκείνες των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων που ήταν συγκροτημένες κατ’ εικόνα και ομοίωση του ουράνιου κόσμου. Αντίθετα θα πρέπει να διευθύνεται από ένα «Γενικό Συμβούλιο» που να διαθέτει εξουσία και να διέπεται από μια αυστηρή πειθαρχία. «Μας χρειάζεται μια κεφαλή, μια κεφαλή γεμάτη μυαλό», η οποία θα συντονίζει και θα επιβάλλει την πειθαρχία στις διάφορες επί μέρους οργανώσεις, έλεγε ο Friedrih Sorge στο Συνέδριο της Χάγης. Μας χρειάζεται ένα «συμβού­λιο που να διαθέτει εξουσία», συμπλήρωνε ο Paul Lafargue (79, 335) συμφωνώντας με τον Μαρξ.

8 6

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

Διά της τεθλασμένης λοιπόν ο αναρχικός Μπακούνιν και ευθέως ο Μαρξ, παρά τη φαινομενική διαφωνία τους, συμφωνούν ότι χρειάζεται μια καθοδήγηση η οποία μάλιστα θα διαθέτει κάποια εξουσία.

Μένει να απαντηθεί το διπλό ερώτημα: ποιοι θα αποτελούν την πρωτοπορία-κόμμα και ποιοι την καθο­δήγηση του κόμματος.

Όσον αφορά το επίπεδο του κόμματος, για να είναι αυτό πρωτοπόρο, όπως ξεκαθαρίζει ο Ένγκελς, θα πρέπει «να είναι [μια] οργάνωση των εργατών σ’ ένα αυτόνομο πολιτικό κόμμα, δεν έχει σημασία πώς, αρκεί αυτό να είναι ένα διακριτό κόμμα εργατών» (46, 404).

Αρκεί όμως μόνο το κόμμα για να ανταποκριθεί σε αυτό, το ρόλο δηλαδή «να είναι ένα διακριτό κόμμα ερ­γατών» όπως δηλώνει ο Ένγκελς; Το βέβαιο είναι ότι δεν αρκεί να δηλώνει ότι εκφράζει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και ότι για να ανταποκριθεί στον πρω­τοπόρο ρόλο του θα πρέπει, όπως επέμενε να θυμίζει ο Λένιν, να παίζει το ρόλο του «συνειδητού εκφραστή μιας ασυνείδητης διαδικασίας» (93, 358), να μην ανα­παράγει απλώς την αυθόρμητη εργατική συνείδηση, αλ­λά θα πρέπει να την προωθεί μέχρι το επίπεδο της κα- θολικότητας ή όπως γράφεται και πάλι στο Μανιφέστο «να καλλιεργεί (η υπογράμμιση δική μας) στους εργά­τες μια όσο μπορεί πιο καθαρή συνείδηση» (164, 57).

Για να ανταποκριθεί σε αυτό το ρόλο του το κόμμα θα πρέπει να συγκροτείται όχι απλώς από εργάτες, αλλά από τους πλέον συνειδητοποιημένους, από τους πρωτο­πόρους, τους «άριστους» εργάτες. Αρκεί όμως αυτή η πρωτοπορία για να μπορέσει το κόμμα να ανυψώσει την αυθόρμητη εργατική συνείδηση στο επίπεδο της επανα­στατικής συνείδησης; Σε αυτό το ερώτημα θα προσπαθή­σουμε να απαντήσουμε αμέσως παρακάτω. Εκείνο που πρέπει να συγκρατήσουμε είναι ότι σε κάθε περίπτωση

87

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

στη μαρξιστική συλλογιστική το ίδιο το προλεταριάτο όσο και το κόμμα του δεν αποτελούν αυτοσκοπό, αλλά το μέσον στη διαδικασία της πανανθρώπινης χειραφέτη­σης. Και από αυτή τη σκοπιά, όπως ορθά υπογραμμίζει ο Ernst Bloch, «η λατρεία του προλεταριάτου [πόσο μάλ­λον του κόμματός του ως αυτοσκοπού] μπορεί ακόμη και να οδηγήσει στην οπισθοδρόμηση» (24, 55).

2.3 Ο ρόλος της θεωρίας και της διανόησης

Το ερώτημα τίθεται ως εξής: Αρκεί κατά τον Μαρξ η γνώση που προκύπτει από το είναι του προλεταριάτου, η εμπειρική του γνώση, έτσι ώστε αυτό από μόνο του με την εργατική του καθαρότητα, με τη μεσολάβηση έστω της τάξης και του πρωτοπόρου τμήματός της που συγκροτεί το κόμμα, να οδηγηθεί και να οδηγήσει τη διαδικασία της χειραφέτησης;

Η απάντηση του Μαρξ σε αυτό το ερώτημα προκύ­πτει πριν απ’ όλα από την τομή στη σχέση εμπειρικής γνώσης και θεωρίας που επιχείρησε. Μέσα από αυτή την τομή θα διαπιστώσουμε ότι από τη μια αναβαθμί­ζεται ο ρόλος της εμπειρικής γνώσης και συνεπώς της εργατικής τάξης που την καταχτά μέσω του είναι της και από την άλλη ότι ταυτόχρονα αναβαθμίζεται ο ρό­λος της θεωρητικής φιλοσοφικής γνώσης και των κατό­χων της μέσα από την αποκαθήλωσή της από την ιδεα- λιστική της καθαρότητα και τη διαλεκτική σύνδεσή της με την πράξη. Έτσι όσο η θεωρητική γνώση δεν έχει κα­μιά αξία αποσπασμένη από την υλική πραγματικότη­τα, άλλο τόσο η εμπειρική πρακτική γνώση από μόνη της είναι ανεπαρκής να συλλάβει στην ουσία της αυτή την πραγματικότητα και συνεπώς να την αλλάξει δίχως τη συνδρομή της θεωρητικής γνώσης. Διαμορφώνεται

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

έτσι η αναγκαιότητα μιας ενότητας εργατικής τάξης και επαναστατικής διανόησης ως προϋπόθεση για τον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.

0 Henri Lefebvre αναφερόμενος σε κάποιο σημείο του έργου του στη φιλοσοφία του Μαρξ σοκάρει κάνο­ντας λόγο για «μεταφιλοσοφία». Αν όμως εξετάσουμε την τομή που επέφερε ο μαρξισμός σε σχέση με την προηγούμενη από αυτόν αντίληψη περί φιλοσοφίας, ο Lefebvre μάλλον δικαιώνεται.

Οι ίδιοι οι Μαρξ καιΈνγκελς στη Γερμανική Ιδεολο­γία κατηγορώντας την «παλιά» φιλοσοφία γράφουν: «Η φιλοσοφία και η μελέτη του πραγματικού κόσμου έχουν την ίδια σχέση που έχει ο αυνανισμός με τον σε­ξουαλικό έρωτα» (165, τ. 1, 330) και αυτός είναι ο λό­γος για τον οποίο η φιλοσοφία δεν μπορεί να φέρει κα­νένα παιδί στον κόσμο, δηλαδή να παρέμβει στην κοι­νωνική πραγματικότητα και να τη μετατρέψει.

Εκείνο λοιπόν που ο μαρξισμός επέφερε ως τομή εί­ναι ότι αποκατέστησε την ενότητα φιλοσοφίας και πραγματικού κόσμου, θεωρίας και πράξης, ότι ξεπέρα- σε την αποσπασμένη από την πράξη φιλοσοφία. Μια υπέρβαση η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, είχε συνέπειες και σε μια νέα σχέση φιλοσοφίας και οικονομίας και η οποία στο βαθμό που δεν έχει αφομοιωθεί μπορεί να οδηγήσει τόσο σε οπορτουνιστικές ή δογματικές πα­ρεκκλίσεις όσο και στον πρακτικισμό ή σε θεωρησιακού τύπου εκτιμήσεις.

Η αλήθεια είναι ότι με αυτή την τομή η φιλοσοφία και η θεωρία χάνουν σε ένα βαθμό την αυτονομία τους. Ταυτόχρονα όμως η απώλεια αυτή σε αυτονομία καλύ­πτεται από τα κέρδη τους σε αξιοπιστία και αποτελε- σματικότητα (80, 98).

Ο μαρξισμός λοιπόν αρχικά δέχεται και απαιτεί την έννοια της πρακτικής ως ουσιαστικής φιλοσοφικής κα­

8 9

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

τηγορίας (85, 76), ως θεμελιακής συνιστώσας της θεω­ρητικής γνώσης. Για τον Λένιν μάλιστα «η πρακτική εί­ναι ανώτερη από τη [θεωρητική] γνώση, γιατί έχει την αξία όχι μόνο της καθολικότητας, αλλά και της άμεσης πραγματικότητας» (95, 195). Με τη σειρά της η θεωρη­τική γνώση δεν έχει νόημα παρά μόνο στο βαθμό που στοχεύει στην παρέμβασή της στην πράξη, η οποία άλ­λωστε αποτελεί και το κριτήριο της αλήθειας (152, 467).

Ο Λένιν στα Φιλοσοφικά Τετράδια εκφράζει με τον πλέον γλαφυρό και συνοπτικό τρόπο το περιεχόμενο του πρώτου σκέλους αυτής της σχέσης με τα ακόλουθα λόγια: «Για να αντιληφθούμε, πρέπει να αρχίσουμε εμπειρικά την κατανόηση, τη μελέτη, από την εμπειρία να ανέβουμε προς το γενικό. Για να μάθουμε να κολυ­μπάμε, πρέπει να μπούμε στο νερό» (95, 187).

Στη Γερμανική Ιδεολογία θίγεται το δεύτερο σκέλος της διαλεκτικής ενότητας θεωρίας-πράξης όταν σε μια κατηγορηματική αποστασιοποίηση από τον ιδεαλισμό αναφέρεται: «Στην πραγματικότητα για τον πρακτικό υλιστή, δηλαδή για τον κομμουνιστή, πρόκειται να επα- ναστατικοποιήσει τον υπάρχοντα κόσμο, να επιτεθεί [εφορμήσει] και να αλλάξει πρακτικά τα πράγματα που βρήκε μπροστά του» (165, τ. 1, 70). Το ίδιο, με άλλα λόγια επαναλαμβάνεται στις Θέσεις για τον Feuerbach: «Οι φιλόσοφοι μόνον εξηγούσαν με διάφορους τρόπους τον κόσμο, το ζήτημα όμως είναι να τον αλλάξουμε» (152, 470).

Ας συγκρατήσουμε από αυτή την 11η θέση το ότι, ενώ το πρώτο σκέλος της φράσης που αναφέρεται στην κατανόηση του κόσμου αφορά τους φιλοσόφους, το δεύτερο σκέλος που αναφέρεται στην αλλαγή του κό­σμου δεν αφορά ειδικά τους φιλοσόφους αλλά ένα ευ­ρύτερο σύνολο: «να τον αλλάξουμε».

Και εδώ ο Μαρξ αλλά και η ιστορική εμπειρία κα­

90

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

ταρρίπτει το βαθιά συντηρητικό επιχείρημα στοχαστών όπως ο Hayek (65) οι οποίοι υποστηρίζουν ότι καμιά επανάσταση δεν έγινε ποτέ από το λαό, αλλά όλες ήταν έργο διανοουμένων, λες και οι διανοούμενοι από μόνοι τους θα μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο.

Επίσης στις Θέσεις γ ια τον Feuerbach θίγεται με την πιο κατασταλαγμένη του μορφή σε σχέση με την Αγία Οικογένεια και τα Χειρόγραφα του 1844 το ζήτημα της σχέσης της θεωρητικής γνώσης με την πράξη, μέσα από την αποκάλυψη των ορίων που δεν μπόρεσε να υπερβεί ο Feuerbach κατά την κριτική του ιδεαλισμού.

Στην Αγία Οικογένεια οι Μαρξ και'Ενγκελς αναφε- ρόμενοι στη μεταφυσική γράφουν ότι αυτή «υπέκυψε μια για πάντα στον υλισμό, που τελειοποιήθηκε με την εργασία της ίδιας της θεωρίας, και στο εξής συμπίπτει με τον ανθρωπισμό. Και αν ο Feuerbach αντιπροσώ­πευε στο πεδίο της θεωρίας τον υλισμό που συμπίπτει με τον ανθρωπισμό, ο γαλλικός και αγγλικός σοσιαλι­σμός και κομμουνισμός τον αντιπροσωπεύουν στον πρακτικό τομέα» (163, 157).

Στις Θέσεις για τον Feuerbach ο Μαρξ επιφέρει μια βασική διόρθωση σε αυτή του την εκτίμηση. Αρνείται την αρχή της σύγκλισης του θεωρητικού υλισμού με τον πρακτικό υλισμό έτσι όπως αυτός εμφανιζόταν στην Αγία Οικογένεια και τούτο διότι ο πρώτος παραμένει στο πεδίο του θεωρησιακού στοχασμού και δεν αποδέ­χεται τον πρακτικό υλισμό, απαξιοί την πρακτική και αυτή είναι «η θεμελιακή του αδυναμία».

Ταυτόχρονα θεωρεί ότι μια άλλη διατύπωση της Αγίας Οικογένειας όπου ήταν γραμμένη σε καθαρά φουερμπαχικό στιλ και όπου αναφερόταν ότι «Δεν εί­ναι δυνατόν να διαχωρίσουμε τη σκέψη από την ύλη που σκέφτεται. Αυτή είναι το υποκείμενο όλων των αλ­λαγών» (163, 162), δεν έχει καμιά αξία αν δεν λάβουμε

91

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

υπόψη μας τη «δρώσα [ενεργητική] πλευρά» αυτής της σχέσης.

Έτσι στην 1η θέση για τον Feuerbach ο Μαρξ γράφει: «Η κύρια έλλειψη όλου του προηγούμενου υλισμού -μαζί και του υλισμού του Feuerbach- είναι ότι αντι­λαμβάνεται το πράγμα (Gegenstand), την πραγματικό­τητα, τον αισθητό κόσμο (Sinnlichkeit) μόνο (η υπο­γράμμιση δική μας) με τη μορφή του αντικειμένου (Object) ή με τη μορφή εποπτείας [θεωρησιακής αντι­μετώπισης] (Anschauung) και όχι α>ς ανθρώπινη συγκε­κριμένη δράση, ως πράξη, όχι υποκειμενικά. Γι’ αυτό ο ιδεαλισμός, σε αντίθεση με τον υλισμό, ανέπτυξε τη δρώσα πλευρά - μα μονάχα αφηρημένα, γιατί ο ιδεαλι­σμός δεν γνώριζε φυσικά την πραγματική συγκεκριμέ­νη δράση ως τέτοια. Ο Feuerbach θέλει να ’χει να κάνει με αισθητά αντικείμενα που διαφέρουν πραγματικά από τα νοητά αντικείμενα, αλλά την ίδια την ανθρώπι­νη δράση δεν τη βλέπει ως αντικειμενική (gegenstan- dliche) δράση. ΙΥ αυτό και στην Ουσία του χριστιανι­σμού θεωρεί ως γνήσια ανθρώπινη δράση μονάχα τη θεωρητική στάση, ενώ την πράξη την αντιλαμβάνεται και την προσδιορίζει μονάχα με τη βρωμοεβραίικη μορ­φή της εκδήλωσής της. Γι’ αυτό και δεν καταλαβαίνει τη σημασία της “επαναστατικής” πρακτικής-κριτικής δράσης» (152, 467).

Όσον αφορά τέλος την επαλήθευση της θεωρίας από την πράξη, χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου. Το 1847 το Μανιφέστο έκανε λόγο για «κατάληψη» της κρατικής εξουσίας. Η εμπειρία της Παρισινής Κομμούνας απέδειξε την ανα­γκαιότητα της συντριβής της. Έτσι στον «πρόλογο» της Γερμανικής έκδοσης του 1872, οι Μαρξ και Ένγκελς γράφουν: «Η Κομμούνα ιδίως απόδειξε ότι δεν μπορεί η εργατική τάξη να πάρει στα χέρια της την έτοιμη

9 2

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

κρατική μηχανή και να τη βάλει σε κίνηση για τους δι­κούς της σκοπούς» (164, 11).

Αν λοιπόν ήταν οι εργάτες του Παρισιού που έκαναν πράξη «την έφοδο στον ουρανό», ήταν ο Μαρξ που στη βάση της εμπειρίας της Κομμούνας ανέπτυξε τη θεωρία της δικτατορίας του προλεταριάτου και όχι οι παρισινοί εργάτες.

Εκεί λοιπόν που σταματάει ο ιδεαλισμός ο οποίος ενσωματώνει μεν «την [ενεργητική] δρώσα πλευρά», αλλά μόνο με τη μορφή της «αφηρημένης» πνευματι­κής δραστηριότητας, συνεχίζει ο Μαρξ, και αυτή τη «δρώσα πλευρά» την αντιμετωπίζει ως «πρακτική-κρι- τική δράση», σπάζοντας το φράγμα ανάμεσα στο αι­σθητό και το νοητό, την εμπειρία και τη γνώση (80, 31).

Συνεπώς ο Μαρξ όχι μόνον δεν αποδέχεται τον κλα­σικό διαχωρισμό ανάμεσα σε υποτιμημένη, «βρώμικη» πρακτική και «ανώτερη», «καθαρή» θεωρητική θεώρη­ση, αλλά επιπρόσθετα αναβαθμίζοντας την πρώτη και κατεβάζοντας τη δεύτερη από τους ουρανούς του κα­θαρού «Πνεύματος», της «Ιδέας», του Θεού, τις ενο­ποιεί διαλεκτικά, εισάγοντας έτσι μια νέα σχέση θεω­ρητικής γνώσης και πρακτικής εμπειρίας.

Στην πραγματικότητα ο Μαρξ υπερβαίνει τα στεγα­νά που ταλάνιζαν τη φιλοσοφία από την αρχαιότητα με τη μορφή της αντίθεσης ανάμεσα στην «πράξη» και την «ποίηση», όπου η πρώτη «ελεύθερη» και «αμόλυ- ντη» αφορούσε την πραγμάτωση και το μετασχηματι­σμό του ανθρώπου, την τελειοποίησή του, ενώ η δεύτε­ρη η οποία εθεωρείτο θεμελιακά «καταναγκαστική» δραστηριότητα, υποταγμένη σε όλες τις δυσχέρειες της σχέσης με τη φύση, με τους υλικούς όρους της ζωής, αφορούσε την τελειοποίηση των πραγμάτων. Με τον Μαρξ η πράξη περνάει συνέχεια στην ποίηση και το αντίστροφο (14, 39).

93

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

Το ερώτημα είναι αν η αναβαθμισμένη πρακτική γνώση αποτελεί μια επαρκή γνώση ή πιο συγκεκριμένα αν η πρακτική εμπειρία της εργατικής τάξης αρκεί για να διαμορφωθεί μια καθαρή εικόνα της πραγματικότη­τας. Η απάντηση που δίνει ο Μαρξ είναι αρνητική και τούτο διότι η εργατική τάξη κοιτάζοντας υποχρεωτικά την καπιταλιστική πραγματικότητα μέσα από τον πα­ραμορφωτικό καθρέφτη που η ίδια η καπιταλιστική πα­ραγωγή κατασκευάζει και τοποθετεί ανάμεσα στην ίδια και την εργατική τάξη, εκείνο που προσλαμβάνει δεν εί­ναι παρά μια παραμορφωμένη εικόνα της πραγματικό­τητας. Και εδώ ο Μαρξ χρησιμοποιεί ως εργαλείο το δί­πολο καταναγκασμού-δόλου ο οποίος θεμελιώνεται στην αποξένωση και τον συνεπαγόμενο συναινετικό κα­ταναγκασμό για να ερμηνεύσει αυτή την ανεπάρκεια της εμπειρικής γνώσης της εργατικής τάξης.

«Στη διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής διαμορφώνεται μια τάξη, όλο και πιο πολυάριθμη, από εργαζόμενους που χάρη στην εκπαίδευση, την παράδο­ση, τη συνήθεια υφίστανται τις απαιτήσεις του καθε­στώτος εξίσου αυθόρμητα όσο οι εποχιακές αλλαγές [...] Η βουβή πίεση των οικονομικών σχέσεων ολοκλη­ρώνει το δεσποτισμό του καπιταλισμού πάνω στον ερ­γαζόμενο. Πότε πότε, καταφεύγουν ακόμα και στον καταναγκασμό, στη χρησιμοποίηση ωμής βίας, μα αυτό γίνεται μόνο κατ’ εξαίρεση. Στη συνηθισμένη ροή των πραγμάτων, ο εργαζόμενος μπορεί να εγκαταλειφθεί στη δράση των φυσικών νόμων της κοινωνίας» (153, τ. 1, 762). Με άλλα λόγια ο Μαρξ μας λέει ότι η εργατική τάξη αυθόρμητα έχει την τάση να αποδεχτεί την υπάρ- χουσα τάξη πραγμάτων ως φυσική κατάσταση και όχι να αποκαλύψει το πραγματικό της περιεχόμενο και να επιδιώξει να το ανατρέψει.

Αυτό συμβαίνει διότι «ο στοχασμός πάνω στις μορ­

94

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

φές της κοινωνικής ζωής, και επομένως η επιστημονική τους ανάλυση, ακολουθεί ένα δρόμο τελείως αντίστρο­φο από την πραγματική κίνηση. Αρχίζει εκ των υστέ­ρων, με δεδομένα που ήδη έχουν διαμορφωθεί με τα αποτελέσματα της ανάπτυξης. Οι μορφές που αποτυ- πώνουν στα προϊόντα της εργασίας τη σφραγίδα του εμπορεύματος και που κατά συνέπεια ρυθμίζουν την κυκλοφορία τους κατέχουν ήδη τη σταθερότητα των φυσικών μορφών της κοινωνικής ζωής, πριν οι άνθρω­ποι να αναζητήσουν να αντιληφθούν όχι τον ιστορικό χαρακτήρα των μορφών αυτών, που τους φαίνονται μάλλον οριστικά αναλλοίωτες, αλλά το εσωτερικό νόη­μά τους» (153, τ. 1, 88-89).

Αυτό λοιπόν που μας λέει ο Μαρξ είναι ότι η εμπει­ρική γνώση και η κοινωνική συνείδηση που γεννιέται από την εμπειρία δεν είναι επαρκείς από μόνες τους για να αποδώσουν την ουσία των πραγμάτων. Αν στα­θούμε σε αυτό το επίπεδο θα έχουμε μια αναπαραγω­γή της κυρίαρχης συνείδησης.

Αν τώρα συνδυάσουμε αυτό με όσα προαναφέραμε για τη σχέση πράξης και θεωρίας, το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε είναι ότι το εργατικό κίνημα μέσα από την πρακτική εμπειρία του ανοίγει το δρόμο του· «στη θεωρία ανήκει το καθήκον να αφαιρέσει τα εμπό­δια από αυτό το δρόμο» (83, 165). Και η θεωρία αυτή, η επαναστατική θεωρία, δεν είναι όπως στον Πλάτωνα μια ανακάλυψη του βασιλιά φιλοσόφου.

«Δεν στηρίζεται καθόλου σε ιδέες, σε αρχές που εφευ­ρέθηκαν ή ανακαλύφθηκαν από τούτον ή εκείνον τον ανα­μορφωτή του κόσμου». Αποτελεί μονάχα «τη γενική έκ­φραση (η υπογράμμιση δική μας) πραγματικών σχέσεων της πάλης των τάξεων που υπάρχει στην πραγματικότη­τα, της ιστορικής κίνησης που συντελείται μπρος στα μά­τια μας» (164, 35).

95

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

Σε αυτή τη βάση θα πρέπει να οικοδομηθεί η ενότη­τα της πρακτικής και της θεωρίας, της εργατικής τάξης και της επαναστατικής διανόησης. Και από εδώ προ­κύπτει η ανάγκη της ενότητάς τους. 0 ρόλος της δεύτε­ρης συνίσταται κατά τον Μαρξ στο να συνδράμει έτσι ώστε, στη βάση της κοινωνικής πρακτικής της πρώτης και σε συνεργασία μαζί της, να συνδιαμορφωθεί μια ανώτερου τύπου γνώση, μια θεωρητική γνώση, τέτοια που να επιτρέπει τη σύλληψη της πραγματικότητας ως έχει και όχι όπως στρεβλά εμφανίζεται και η οποία, αφού γίνει κτήμα των μαζών, μετατρέπεται σε υλική δύναμη (147 α, 182).

Ήδη στη διδακτορική του διατριβή ο Μαρξ, κάτι που επα­ναλαμβάνει στον Πρόλογο της Συμβολής στην κριτική της φιλοσοφίας του δικαίου του Hegel θέτει το ζήτημα της σχέ­σης της διανόησης με το προλεταριάτο: «Όπως η φιλοσο­φία βρίσκει στο προλεταριάτο τα υλικά της όπλα, έτσι και το προλεταριάτο βρίσκει στη φιλοσοφία τα πνευματικά του όπλα [...] Η φιλοσοφία είναι το κεφάλι αυτής της χει­ραφέτησης και το προλεταριάτο η καρδιά της. Η φιλοσο­φία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί δίχως την κατάργηση του προλεταριάτου, το προλεταριάτο δεν μπορεί να κα- ταργηθεί δίχως την πραγματοποίηση της φιλοσοφίας» (158, τ. 1, 16) και (147, 187).

Αυτό που δίχως καμιά αμφιβολία είναι ξεκάθαρο σε αυτό το απόσπασμα δεν είναι τόσο η θέση υπεροχής ή όχι του «κεφαλιού» σε σχέση με την «καρδιά», την οποία άλλωστε θα διερευνήσουμε αμέσως πιο κάτω, αλλά η αναγκαιότητα της αλληλεξάρτησης, της συνερ­γασίας, της «οργανικής ενότητας» της επαναστατικής διανόησης και της εργατικής τάξης για να υλοποιηθεί η επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας, η οποία και θα

96

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

σημάνει με την ολοκλήρωσή της τόσο το τέλος του προ­λεταριάτου ως τέτοιου όσο και την εφαρμογή στην πράξη της επαναστατικής θεωρίας. Το ένα αποκομμέ­νο από το άλλο είναι αδύνατον να πραγματοποιήσουν αυτό το στόχο, ο οποίος μόνον μέσα από την ενότητά τους μπορεί να προκόψει.

Στην ίδια κατεύθυνση κινείται χρόνια αργότερα και ο Ένγκελς στο Αντι-Ντύριγχ: «Το να πετύχει αυτή την απε­λευθερωτική για τον κόσμο πράξη [την προλεταριακή επανάσταση] - ιδού η ιστορική αποστολή του σύγχρονου προλεταριάτου. Το να εμβαθύνει τις ιστορικές συνθήκες και συνεπώς την ίδια της φύση [της επανάστασης] και έτσι να δώσει στην τάξη που έχει την αποστολή να δράσει και που σήμερα είναι καταπιεσμένη τη συνείδηση των συνθηκών χαι της φύσης της ίδιας της πράξης, αυτή είναι η αποστολή του επιστημονικού σοσιαλισμού, θεωρητικής έκφρασης του προλεταριακού κινήματος» (47, 321) (οι υπογραμμίσεις δικές μας).

Για ποια όμως διανόηση κάνει λόγο ο Μαρξ; Κατά κύ­ριο λόγο αναφέρεται στην αστικής προέλευσης διανόη­ση και όχι σ’ εκείνη που γεννάει το ίδιο το προλεταριά­το, ούτε σ’ εκείνη που λόγω των υλικών της συνθηκών περνάει στο προλεταριάτο. Επίσης αναφέρεται σε με­μονωμένες περιπτώσεις αστών διανοουμένων και όχι σε μια μαζική μετατόπιση.

Βεβαίως αναφέρεται και σε όλα εκείνα «τα αξιοσέ- βαστα επαγγέλματα που τα αντίκριζαν με θρησκευτική ευλάβεια» και από τα οποία «η αστική τάξη αφαίρεσε το φωτοστέφανο» που είχαν και «τους μετέτρεψε σε μισθωτούς εργάτες» (164, 23).

«Με την πρόοδο της βιομηχανίας ολόκληρα συστα­τικά μέρη της κυρίαρχης τάξης κατρακυλούν στο προ­

9 7

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

λεταριάτο ή τουλάχιστον βλέπουν να απειλούνται οι όροι της ζωής τους. Και αυτά επίσης φέρουν στο προ­λεταριάτο πολλά στοιχεία μόρφωσης» (164, 31).

Κυρίως όμως η αναφορά των κλασικών γίνεται για τους αστούς διανοούμενους «αποστάτες» της τάξης τους, για τους «εξωτερικούς» προς την εργατική τάξη διανοούμενους, οι οποίοι περνούν στην εργατική τάξη, όπως την περίοδο της μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, ένα τμήμα της αριστοκρατίας περ­νούσε στην αστική τάξη, για να μετατραπούν σε επα­ναστάτες διανοούμενους.

Αν για την πρώτη κατηγορία των προλεταριοποιημέ- νων διανοουμένων το ζήτημα απόχτησης προλεταρια­κής συνείδησης μπορεί να τεθεί με τους ίδιους όρους όπως και για το καθαυτό προλεταριάτο, για τη δεύτερη κατηγορία των «αποστατών» της αστικής τάξης, στην οποία άλλωστε ανήκαν και ο Μαρξ και οΈνγκελς, προ­κύπτει το ερώτημα τι είναι αυτό που τους οδηγεί από τη μια όχθη στην άλλη, τι είναι αυτό που τους κάνει να ταχθούν με το μέρος της εργατικής τάξης.

Η αλήθεια είναι ότι οι κλασικοί του μαρξισμού, παρ’ όλο που παρατήρησαν ότι «είναι κάλλιστα “δυνατό” αυτό που κάνουν μεμονωμένα πρόσωπα να μην καθορί­ζεται “πάντα” από την τάξη στην οποία ανήκουν...» (233, 97), δεν έδωσαν μια άμεση απάντηση σε αυτό το ερώτημα, με συνέπεια ορισμένοι να φθάνουν στο σημείο να θεωρούν ότι αυτή η ένταξη ανατρέπει τον ιστορικό υλισμό και πιο ειδικά την αρχή ότι το είναι καθορίζει τη συνείδηση και όχι το αντίστροφο (βλέπε 233, 92 κ.ε.).

Αυτό το κενό οφείλεται στο γεγονός ότι τουλάχι­στον αριθμητικά όπως αναφέρεται στο Μανιφέστο, πρόκειται για «μια μικρή μερίδα (η υπογράμμιση δική μας) της άρχουσας τάξης που αποσπάται και προσχω­ρεί στην επαναστατική διανόηση» (164, 31). Όμως η

98

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

σημαντικότητα της ποιοτικής παρέμβασης αυτών των διανοουμένων δεν μας επιτρέπει να ξεπεράσουμε το πρόβλημα.

Στην πραγματικότητα η όλη μαρξική συλλογιστική που αναπτύξαμε παραπάνω για τη σχέση του είναι και της συνείδησης προσφέρει τη βάση για να δοθεί μια ολοκληρωμένη απάντηση στο πρόβλημα.

Αλλά σε αυτό το ζήτημα θα επανέλθουμε πιο διεξο­δικά στο δέκατο κεφάλαιο όταν θα αναφερθούμε στην επαναστατική συνειδητοποίηση των εκτός παραγωγής διανοουμένων.

Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα που προκύπτει και για το οποίο και πάλι δεν υπάρχει μια άμεση επεξεργασμένη προσέγγιση από τους κλασικούς, είναι εκείνο της σχέσης της επαναστατικής διανόησης με την εργατική τάξη.

Την περίοδο κατά την οποία οι ίδιοι οι κλασικοί του μαρξισμού επεξεργάστηκαν τον «επιστημονικό σοσια­λισμό», έστω και όχι ξεκινώντας από μια λευκή σελίδα, αλλά στη βάση της ίδιας της εμπειρίας και της ιστορίας του μέχρι τότε λαϊκού κινήματος, σε συνδυασμό με τη δράση τους, είναι αναμφίβολο ότι έπαιξαν στην πράξη πρωτοποριακό ρόλο. Βεβαίως, όπως προκύπτει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο και πάλι από την αντιπαράθεση του Μαρξ με τον Μπακούνιν στην οποία προαναφερθή- καμε, και πιο ειδικά από την Εγκύκλιο της Διεθνούς της 21ηςΙουλίου 1873 η σχέση διανόησης και εργατικής τά­ξης σε καμιά περίπτωση δεν εκλαμβάνεται από τον Μαρξ ως σχέση υποταγής της μάζας, της εργατικής τά­ξης, στην αστική διανόηση. Μάλιστα ο Μαρξ με τον πλέον αυστηρό τρόπο καταγγέλλει ότι η πρακτική του Μπακούνιν οδηγεί στην ουσία την εργατική τάξη ως «λαϊκό στρατό» να παίζει το ρόλο της «σάρκας των κα­νονιών των αστών, διανοουμένων στρατηγών» (216, 3).

9 9

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

Σε κάθε περίπτωση δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι για τον Μαρξ «δεν είναι η [θεωρητική] κριτική αλλά η επα­νάσταση που είναι η κινητήρια δύναμη της ιστορίας» (165, τ. 1,87-8). Ας θυμηθούμε εδώ ΐην παρατήρηση που κάναμε λίγο πιο πάνω σχετικά με την 11η θέση για τον Feuerbach, όπου η μεν ερμηνεία του κόσμου αφορούσε τους φιλοσόφους, η δε αλλαγή του τις λαϊκές μάζες.

Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά, διότι ναι μεν δεν πρόκειται για υποταγή της εργατικής τάξης στη διανόηση, όμως αυτό και μόνον δεν αρκεί για να διευκρινίσει τη μεταξύ τους σχέση.

Κατ’ αρχήν και στο βαθμό που η διανόηση συμμετέ­χει στο κόμμα της εργατικής τάξης και που, όπως είδα­με, αυτό το κόμμα παίζει έναν πρωτοποριακό ρόλο σε σχέση με την τάξη στο σύνολό της, τότε αυτή η διανόηση με αυτή της τη συμμετοχή συμμετέχει της πρωτοπορίας. Και συμμετέχει πόσο μάλλον όταν αποτελεί βασική συ­νιστώσα της κομματικής καθοδήγησης, «της κεφαλής».

Εδώ και δίχως να μπορούμε να μπούμε σε βάθος στη γενικότερη μαρξική αντίληψη για το κόμμα θα πρέπει τουλάχιστον να παρατηρήσουμε ότι για τους κλασικούς του μαρξισμού είναι ξεκάθαρο ότι κάθε ορ­γάνωση προϋποθέτει μια μορφή εξουσίας. Όπως παρα­τηρεί ο'Ενγκελς, «όποιος μιλάει για συνδυασμένη δρά­ση μιλάει για οργάνωση. Μπορεί όμως να υπάρχει ορ­γάνωση χωρίς κύρος;» Και το κύρος αυτό που νοείται ως «επιβολή μιας ξένης θέλησης στη δική μας» «προϋ­ποθέτει την υποταγή», όπως έγραφε ο Ένγκελς στο άρθρο του «Για το κύρος» (45, 767).

Είναι σαφές ότι για τον Ένγκελς το κύρος με αυτή την έννοια, της υποταγής, αφορά ως αναγκαίο κακό «το κύρος μέσα στα όρια που γίνονται αναπόφευκτα από τους όρους της παραγωγής», «έναν αληθινό δε- σποτισμό που είναι ανεξάρτητος από κάθε κοινωνική

100

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

οργάνωση» και τον οποίο υποβάλλουν οι υποταγμένες από τον άνθρωπο δυνάμεις της φύσης. Και αυτό όμως το κύρος θα πρέπει να τείνει να περιοριστεί παράλλη­λα με τον περιορισμό της καταναγκαστικής εργασίας μέσο και την αντικατάστασή της από τη δραστηριότη­τα αυτοσκοπό.

Είναι επίσης βέβαιο ότι επιβάλλεται να χρησιμοποιη­θεί και πάλι ως αναγκαίο κακό ενάντια στην αστική τά­ξη, την περίοδο της επαναστατικής μετάβασης στο σο­σιαλισμό.

Ακόμη είναι βέβαιο ότι καταργείται με τη μορφή του πολιτικού, κρατικού κύρους στο πλαίσιο της κομμουνι­στικής αταξικής, ακρατικής κοινωνίας.

Τι γίνεται όμως στο εσωτερικό του κόμματος; Το ότι και σε αυτό θα πρέπει να υπάρχει μια μορφή εξουσίας η οποία όμως -μην το ξεχνάμε- θα πρέπει να στοχεύει στην αυτοκατάργησή της είναι αναμφίβολο.

Μπορεί όμως αυτή η κομματική εξουσία να έχει τον ίδιο χαρακτήρα με εκείνη που είναι υποχρεωμένο να έχει ένα εργοστάσιο όπου «τουλάχιστον για τις ώρες της εργασίας μπορούμε να γράψουμε πάνω από την εί­σοδό [του] “Lasciate ogni autonomia, voi entrate”;» (Εσείς που μπαίνετε εδώ μέσα αφήστε έξω κάθε ιδέα για αυτονομία) (45, 768). Ο Μαρξ και οΈνγκελς ουδέ­ποτε επικαλέστηκαν κάτι τέτοιο.

Ακόμη στο βαθμό που η αποστολή του κόμματος, παρά τις όποιες συγκυριακές μετατοπίσεις των κλασι­κών του μαρξισμού ως προς την έμφαση που αποδί­δουν σε καθεμία από αυτές τις πτυχές είναι η οργάνω­ση της δράσης του προλεταριάτου αλλά και η ερμηνεία του κόσμου και η διαπαιδαγώγηση του προλεταριάτου, είναι προφανές ότι η διανόηση ως καθ’ ύλην αρμόδια έχει βαρύνοντα ρόλο τουλάχιστον στον τομέα της ερ­μηνείας και της διαπαιδαγώγησης.

101

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι ο ίδιος ο Μαρξ απέδι­δε ιδιαίτερη σημασία στον ερευνητικό του ρόλο, τέτοια που θεώρησε πιο σημαντική τη θεωρητική του εργασία και πιο συγκεκριμένα την εργασία για την ολοκλήρωση του Κεφαλαίου παρά το να παραβρεθεί στο Συνέδριο της Διεθνούς της Γενεύης, πιστεύοντας «ότι με αυτή την εργασία κάνει κάτι πολύ πιο σημαντικό για την εργατι­κή τάξη από αυτό που θα μπορούσε να προσφέρει προ­σωπικά σε ένα οποιοδήποτε συνέδριο» (160, 153-154).

Ας σημειωθεί ότι την ίδια στάση επέλεξε να κρατή­σει και ο Λένιν το 1914 όταν μελετούσε στην Ελβετία τη λογική του Hegel, την ώρα που γύρω του η Ευρώπη βρισκόταν σε γενικό αναβρασμό.

Όμως, ακόμη και αν η συμβολή των διανοουμένων πε­ριορίζεται στη διαπαιδαγώγηση της εργατικής τάξης που δεν στοχεύει παρά στο να αναδείξει την εμπειρική προλε­ταριακή γνώση και την ικανότητα που προκύπτει από αυτήν και να την ανυψώσει στο επίπεδο της θεωρίας και όχι στο να εισαγάγει εκ των άνω και δασκαλίστικα μια έξωθεν θεωρία, είναι βέβαιο ότι η διαδικασία αυτή έχει ιδιαίτερη βαρύτητα. Βέβαια αυτό συμβαίνει κυρίως όταν πρόκειται για την ερμηνεία κοινωνικών φαινομένων, δη­λαδή για την ερμηνευτική, ερευνητική διαδικασία, η οποία και αυτή προϋποθέτει το «προνόμιο» της γνώσης. Στην κάθε περίπτωση όμως η ίδια αυτή η παιδευτική, ερμηνευ­τική διαδικασία δεν μπορεί να περιορίζεται σε μια θεωρη­τική μορφωτική διαδικασία από μέρους της διανόησης και δεν οδηγείται στο τέλος της, που δεν είναι παρά μια νέα αρχή, παρά μόνο με την προλεταριακή επανάσταση.

«Όχι η κριτική αλλά η επανάσταση είναι η κινητήρια δύναμη της ιστορίας» (165, τ. 1, 87-88), μας θυμίζουν οι Μαρξ και Ένγκελς.

«Ένας μαζικός μετασχηματισμός των ανθρώπων εί­ναι απαραίτητος για τη διαμόρφωση αυτής της κομμου­

102

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

νιστικής συνείδησης [...] Όμως ένας τέτοιος μετασχημα­τισμός δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο μέ­σω ενός πρακτικού κινήματος, μέσω μιας επανάστασης· αυτή η επανάσταση δεν είναι λοιπόν απαραίτητη μόνο γιατί είναι το μόνο μέσο για να ανατραπεί η κυρίαρχη τάξη, είναι επίσης διότι μόνο μια επανάσταση θα επι­τρέψει στην τάξη που ανατρέπει την άλλη να βγάλει από τη μέση όλη τη σαπίλα του παλιού συστήματος που κολλάει επάνω της και να γίνει έτσι ικανή να χτίσει την κοινωνία πάνω σε νέες βάσεις» (165, τ. 1, 86).

Με άλλα λόγια είναι η επαναστατικό ποίηση του κό­σμου που θα επαναστατικοποιήσει την ίδια τη συνείδη­ση, που θα ανατρέψει τις κυρίαρχες αξίες και την κυ­ρίαρχη ιδεολογία.

Από την άλλη ο Μαρξ απαιτεί από την αστική δια­νόηση να «προδώσει» την τάξη της, να αποδεχτεί τον ιστορικό ρόλο του προλεταριάτου, την υπεροχή αυτής της τάξης, τον πρωτοπόρο χαρακτήρα του κόμματός της, να αρνηθεί όχι μόνο την αστική ιδεολογία, αλλά και τη μικροαστική της νοοτροπία να αποδεχτεί ότι το ση­μαντικό είναι η πράξη του επαναστατικού μετασχημα­τισμού της κοινωνικής πραγματικότητας και όχι η θεω­ρητική κριτική της. Από αυτή λοιπόν την οπτική γωνία μάλλον για «υποταγή» της διανόησης στην εργατική τάξη θα πρέπει να γίνεται λόγος παρά για το αντίθετο.

Όμως και αυτή η υποταγή έχει ένα κρίσιμο όριο! Η επαναστατική διανόηση, παρά το ότι δεν θα πρέπει να επιδιώκει να επιβάλλει τις απόψεις της στις μάζες πα­ρά τη θέλησή τους, από την άλλη όπως άλλωστε και η εργατική πρωτοπορία, δεν θα πρέπει να υποτάσσεται στον αυθορμητισμό τους. Αλλωστε, αν το έπραττε, δεν θα εκπλήρωνε τον αναγκαίο διακριτό της ρόλο.

Σε κάθε περίπτωση το ερώτημα ποια θα πρέπει να είναι η σχέση ανάμεσα στην εργατική τάξη και μια

103

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

επαναστατική διανόηση που θα προέρχεται έξω από αυτήν και η οποία από τη μια θα έχει ένα διακριτό και τουλάχιστον, όσον αφορά ορισμένες πτυχές της ταξικής πάλης, βαρύνοντα ρόλο και από την άλλη θα υποτάσ­σεται μέχρις ενός ορίου σε αυτήν, δεν απαντιέται με σαφήνεια από τον Μαρξ.

Όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, ο Λένιν έστω και έμμεσα κάνει ένα βήμα παραπέρα στη διευ­κρίνιση αυτής της σχέσης. Αλλά και αυτή δεν είναι επαρκής για να λύσει το πρόβλημα έτσι όπως τίθεται κάτω από τις σύγχρονες συνθήκες.

Εξάλλου οι εμπειρίες από την ιστορία του εργατι­κού κινήματος και πιο ειδικά από την ιστορία των κομ­μουνιστικών κομμάτων και οι συχνά δραματικές εντά­σεις που προκλήθηκαν στο πλαίσιο αυτής της σχέσης θα πρέπει να ληφθούν και αυτές υπόψη για μια σύγ­χρονη επανεξέτασή της.

0 Αλέξανδρος Χρύσης στο σημαντικό βιβλίο του Φι­λοσοφία και Χειραφέτηση - το ζήτημα των διανοουμένων από τον Μαρξ ως την Οκτωβριανή Επανάσταση, στο πλαίσιο της αντίκρουσης της άποψης ότι ο «μαρξισμός είναι στην πραγματικότητα μια ιδεολογία αστών θεωρη­τικών, η οποία τείνει προς τη συγκάλυψη της κυριαρχίας των ίδιων των διανοουμένων επί του προλεταριάτου» (233, 92), υποστηρίζει ότι αυτό το κενό μπορεί να καλυ­φθεί εισάγοντας μια αριστοδημοκρατική, αριστοτελικού τύπου, σχέση ανάμεσα στη διανόηση και το προλεταριά­το. Από την πλευρά μας θα λέγαμε ότι πρόκειται για μια ιδανική σχέση η οποία θα πρέπει να επιδιωχθεί να υλολοποιηθεί μέσα στα κόμματα της εργατικής τάξης.

Αλλά σε αυτό το κρίσιμο ζήτημα θα επανέλθουμε στο ενδέκατο κεφάλαιο, όταν θα εξετάσουμε διεξοδικά το ρόλο της σύγχρονης επαναστατικής διανόησης και τη σχέση της με το κόμμα της εργατικής τάξης.

104

Κεφάϋαιο 3

Το «απ’ έ[ω» ίου Λένιν και η παραπέρα απομυθοποίηση ίου αυθόρμητου

3.1 Εισαγωγικά

Ο π ω ς ο ρ θ α π α ρ α τ η ρ ε ί ο Slavoj Z iz e k (235) υπάρχει μια σαφής τάση υποτίμησης, αν όχι εχθρικής αντιμετώπισης, του έργου του Λένιν, σε σχέση με εκείνο του Μαρξ, ακό­μη και από στοχαστές που αυτοτοποθετούνται στη ριζο­σπαστική αριστερά. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο Λένιν ενοχλεί περισσότερο και από τον Μαρξ, και τούτο διότι είναι εκείνος που τόλμησε να κάνει πράξη τη μαρ­ξιστική θεωρία του κόμματος και της επανάστασης, εκείνος που δεν αρκέστηκε στη θεωρητική υπεράσπιση του μαρξισμού, αλλά έθεσε σε πραγματική εφαρμογή το «παιχνίδι» της επανάστασης. Όπως ο ίδιος έγραφε στον επίλογο του Κράτος και Επανάσταση, «είναι πιο ευχάρι­στο και πιο χρήσιμο να πραγματοποιείς την “πείρα της επανάστασης” παρά να γράφεις γι’ αυτήν» (118, τ. 33, 120). Ο Λένιν λοιπόν μπορεί να μην υπήρξε ο ιδρυτής του κινήματος, υπήρξε όμως εκείνος που το μορφοποίη- σε, όπως ο Άγιος Παύλος «μορφοποίησε» το χριστιανι­σμό ή ο Lacan τον F r e u d (235, 9).

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

Ταυτόχρονα ο Λένιν δεν αρμόζει ούτε στον καθε­στωτικό ούτε στον «αριστερό» καθωσπρεπισμό, διότι έσπασε όχι μόνον τα όρια της άνευ όρων παράδοσης στο σύστημα, αλλά και της ρεφορμιστικής υπεράσπι­σης του κράτους πρόνοιας και των επιμέρους βελτιώ- σεων^και οργάνωσε και έκανε πράξη το επαναστατικό άλμα προς την καθολική χειραφέτηση.

Συνεχίζοντας στο δρόμο που είχαν χαράξει ο Μαρξ και ο Ένγκελς, ο Λένιν αντιμετώπισε την ανεπάρκεια της αυθόρμητης προλεταριακής συνείδησης και τη συ­νεπαγόμενη αναγκαιότητα θεωρητικής ανύψωσής της τόσο κατά την περίοδο πριν από την επανάσταση του 1917 όσο και μετά από αυτήν.

Η λενινιστική αυτή παρέμβαση έχει ιδιαίτερη σημασία από τη μια διότι ο Λένιν θεωρεί ότι η αυθόρμητη συνείδη­ση του προλεταριάτου όχι μόνον δεν το οδηγεί άμεσα στο επίπεδο της κομμουνιστικής καθολικής συνείδησης αλλά ούτε καν σε εκείνο της σοσιαλιστικής συνείδησης με την οποία και κατά κύριο λόγο ασχολείται και από την άλλη διότι ο Λένιν θέτει πιο ξεκάθαρα την αναγκαιότητα της σύμπραξης της επαναστατικής διανόησης με την ερ­γατική τάξη, σε μια εποχή μάλιστα που δεν προέκυπτε ζήτημα διαμόρφωσης του «επιστημονικού σοσιαλισμού», κάτι που είχε ήδη γίνει από τους Μαρξ και Ένγκελς. Με αυτό τον τρόπο ξεκαθαρίζει ότι η παρέμβαση της διανόη­σης δεν περιορίζεται μόνο σε αυτή την πρώτη φάση.

Υπό αυτή την έννοια ο Λένιν προχωρεί ένα βήμα πα­ραπέρα στην απομυθοποίηση των αυθόρμητων δυνατο­τήτων του προλεταριάτου, δίνοντας έτσι μια απάντηση όχι μόνον σε όσους στην εποχή του, υπερεκτιμώντας τις δυνατότητες του αυθόρμητου κινήματος, αντικειμε­νικά διευκόλυναν την αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδε­ολογίας, αλλά και στους σύγχρονούς μας «αυτονομι­στές» τύπου Antonio Negri οι οποίοι απέναντι σε μια

106

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

αόριστη αυτοκρατορική εξουσία αντιπαραθέτουν ως αντίπαλο δέος ένα εξίσου αόριστο, άμορφο, αυθόρμητο κίνημα του «πλήθους» (63).

Το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ο Λένιν αντιμε­τωπίζει συστηματικά το ζήτημα που μας απασχολεί εί­ναι εκείνο της οικονομικής κρίσης που ξέσπασε στα 1900-1903 και η οποία παρουσιάστηκε με ιδιαίτερη οξύτητα στη Ρωσία.

Στη διάρκεια αυτής της κρίσης οι «οικονομιστές» που διέθεταν δικά τους έντυπα όπως το Ραμπόσταγια Μισλ (Εργατική Σκέψη) και το Ραμπότδεγιε Ντέλο (Εργατική Υπόθεση) καλούσαν τους εργάτες να περιο­ριστούν σε οικονομικά αιτήματα, πρόβαλαν τη «θεωρία των σταδίων» και αρνούνταν την αναγκαιότητα ενός προλεταριακού κόμματος. Οι αντιλήψεις αυτές των «οι- κονομιστών» είχαν διατυπωθεί στο Credo (Σύμβολο Πί­στης) του οποίου η βασική αρχή ήταν: «Για τους εργά­τες η οικονομική πάλη και για τους φιλελεύθερους η πο­λιτική πάλη». Σε αυτή τη στάση των «οικονομιστών», στην οποία υπέβοσκε η αντίληψη για επάρκεια της αυ­θόρμητης συνείδησης και τον περιορισμό των προλετά­ριων στον αγώνα που απορρέει άμεσα από αυτό το επί­πεδο συνείδησης, αντιτάχθηκε σθεναρά ο Λένιν.

Ο αγώνας του κατά του «οικονομισμού» ξεκινά με τα πρώτα άρθρα του στην Ίσκρα, συνεχίζεται με το βι­βλίο του Τί να κάνουμε, κορυφώνεται με τη διαφωνία γύρω από το πρώτο άρθρο του καταστατικού του ΣΔΕΚΡ (Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα Ρωσίας) στο Δεύτερο Συνέδριό του και ολοκληρώνεται με το βι­βλίο Ένα βήμα μπρος, δυο βήματα πίσω.

Έτσι λοιπόν ο Λένιν θίγει αναλυτικά με τον πλέον ξε­κάθαρο τρόπο την αναγκαιότητα γενικότερα του «απ’ έξω» από την αυθόρμητη συνείδηση του προλεταριάτου και ειδικότερα τη συμβολή της διανόησης στο έργο του

107

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

Τι να κάνουμε (89), ένα έργο πολεμικής ενάντια στον «οικονομισμό» που γράφτηκε στο διάστημα 1901-1902.

Στη συνέχεια με αφορμή μια φαινομενικά επουσιώ­δη οργανωτική διαφωνία γύρω από το καταστατικό του κόμματος στο Δεύτερο Συνέδριο του ΣΔΕΚΡ στη βάση όσων ανέπτυξε στο Τι να κάνουμε, ο Λένιν θέτει και πάλι το ζήτημα της ανεπάρκειας της αυθόρμητης συνείδησης και της αναγκαιότητας το πρωτοπόρο κόμ­μα να είναι κόμμα των πιο συνειδητών εργατών μέσα από τις οργανώσεις του οποίου θα πρέπει να δραστη­ριοποιούνται και οι επαναστάτες διανοούμενοι.

Τέλος αντιμετωπίζει το ζήτημα της διανόησης στο έργο Ένα βήμα μπρος, δυο βήματα πίσω, (92) έργο που γράφτηκε στις αρχές του 1904. Στο έργο του αυτό μέσα από μια πρώτη ανάγνωση φαίνεται να κάνει μάλλον ένα βήμα πίσω ιδίως αναφορικά με το γενικότερο ρόλο της ιδεολογίας -με τη θετική έννοια του όρου- σε σχέση με την πειθαρχία και να προβάλλει πιο έντονα τα αρνη­τικά χαρακτηριστικά των διανοουμένων σε σχέση με τα πλεονεκτήματα των εργατών. Όμως μέσα από μια δεύ­τερη ανάγνωση θα διαπιστώσουμε ότι μάλλον αναβαθ­μίζει το ρόλο των πραγματικών επαναστατών διανοου­μένων, ενώ αντίθετα καταγγέλλει το νιτσεϊκό τύπο δια­νοούμενου, τις «διαλεχτές ψυχές» που μεταφέρουν στο κόμμα όλα τα κατάλοιπα της αστικής τους προέλευσης.

Στο διάστημα από την επανάσταση του 1905 έως και εκείνη του 1917 δεν φαίνεται να τον απασχολεί τουλάχιστον από θεωρητική σκοπιά το ζήτημα, μια και λόγω συνθηκών ρίχνει το βάρος του σε πιο άμεσα πολι­τικά, οργανωτικά καθήκοντα.

Μετά το 1917 η αντιμετώπιση του προβλήματος έγι- νε από τον Λένιν από αρνητική σκοπιά, δηλαδή μέσα από τη διαπίστωση των αρνητικών επιπτώσεων της έλ­λειψης της κουλτούρας και της γνώσης από μέρους του

108

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

προλεταριάτου, της έλλειψης προλεταριακής διανόη­σης κατά την περίοδο της προσπάθειας οικοδόμησης της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Αυτή η αρνητική οπτική γωνία είναι ίσως και ο λόγος που η συντριπτική πλειο­νότητα των μαρξιστών ερευνητών θεωρεί ότι ο Λένιν έπαψε να ασχολείται με το ζήτημα μετά το 1917.

3.2 Ο Λένιν τουΤ\ να κάνουμε και του Δεύτερου Συνεδρίου τουΣΔΕΚΡ

Ήδη από το πρώτο φύλλο της Ίσκρα, η οποία ας σημειω­θεί ότι εκδόθηκε το Δεκέμβρη του 1900 ακριβώς για να αντιπαρατεθεί στον «οικονομισμό», ο Λένιν με κύριο άρθρο του θέτει ως κύριο καθήκον της εφημερίδας τη δημιουργία ενός κόμματος που θα οδηγήσει το προλετα­ριάτο ως τη συνειδητή ταξική πάλη (219, 49).

Στο Τι να κάνουμε ο Λένιν ξεκινάει από τη θετική συμβολή του εργατικού κινήματος το οποίο αναπτύσσε­ται στη βάση της αυθόρμητης συνείδησης της εργατικής τάξης. Ταυτόχρονα διαπιστώνει τις ανεπάρκειές της και τους κινδύνους να ενσωματωθεί το αυθόρμητο κίνη­μα από την κυρίαρχη ιδεολογία, στο βαθμό που δεν προχωρήσει πέρα από αυτό το επίπεδο. Από αυτή τη διαπίστωση απορρέει από τη μια η αναγκαιότητα της διεύρυνσης του περιεχόμενου των εργατικών αγώνων πέρα από το επίπεδο στο οποίο αρχικά τείνουν να κινη­θούν στη βάση της αυθόρμητης πρωτογενούς εργατικής συνείδησης -και αυτό αποτελεί τη μια πλευρά του «απ’ έξω»- και από την άλλη προκύπτει η αναγκαιότητα της θεωρητικής ανύψωσης της αυθόρμητης συνείδησης σε επαναστατική, μέσω του κόμματος, με τη συμβολή της αστικής προέλευσης επαναστατικής διανόησης - και αυτή είναι η δεύτερη πλευρά του «απ’ έξω».

109

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

Αλλά ας εξετάσουμε πιο αναλυτικά αυτή τη συλλογι­στική. Για τον Λένιν λοιπόν «το αυθόρμητο στοιχείο» δεν αποτελεί στην ουρία τίποτε άλλο παρά εμβρυακή μορφή του συνειδητού» (91, 29-30). Τούτο σημαίνει ότι ναι μεν είναι απαραίτητη η ύπαρξη αυτού του «εμβρύου» της αυθόρμητης συνείδησης για να γεννηθεί η επαναστατική συνείδηση, μια και δίχως έμβρυο δεν μπορεί να υπάρξει γέννα, από την άλλη όμως αυτό το έμβρυο θα πρέπει να αναπτυχθεί παραπέρα και προς την ορθή κατεύθυνση για να μπορέσει να γεννηθεί η επαναστατική συνείδηση, μια και το έμβρυο που δεν αναπτύσσεται πεθαίνει ή, αν δεν αναπτυχθεί σωστά, οδηγεί σε τερατογένεση.

«Συχνά λένε: η εργατική τάξη τείνει αυθόρμητα προς το σοσιαλισμό. Αυτό είναι ολότελα σωστό, με την έν­νοια ότι η σοσιαλιστική θεωρία καθορίζει πιο βαθιά και πιο σωστά από κάθε άλλη θεωρία τις αιτίες των συμφε­ρόντων της εργατικής τάξης, και γι’ αυτό οι εργάτες την αφομοιώνουν τόσο εύκολα, αρκεί μόνο η θεωρία αυτή να μη τα διπλώνει μπροστά στο αυθόρμητο, αρκεί μόνο να υποτάσσει η ίδια το αυθόρμητο. [...] Η εργατική τάξη τείνει αυθόρμητα προς το σοσιαλισμό, παρ’ όλα αυτά όμως η αστική ιδεολογία που είναι πιο διαδεδομένη (και συνεχώς ξαναγεννιέται με τις πιο ποικίλες μορφές) επιβάλλεται αυθόρμητα πολύ περισσότερο στον εργά­τη» (91, 42, υποσημ.). Γι’ αυτό εξάλλου και κατά τον Λένιν η υποταγή στο αυθόρμητο οδηγεί αναπόφευκτα στο ρεφορμισμό, στην υποταγή στην αστική ιδεολογία και στην αστική τάξη (91, 40).

«Κάθε υπόκλιση μπρος στο αυθόρμητο του εργατικού κινήματος, κάθε μείωση του ρόλου του “συνειδητού στοι­χείου”, του ρόλου της σοσιαλδημοκρατίας, σημαίνει ταυ­τόχρονα -εντελώς ανεξάρτητα από το αν αυτός που μειώ­νει αυτό το ρόλο το θέλει ή όχι- δυνάμωμα της επίδρασης της αστικής ιδεολογίας πάνω στους εργάτες» (91, 38).

110

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

Συνολικά το Τι να χάνουμε θα μπορούσε να έχει και τίτλο μια φράση που περιέχει το ίδιο: «[Όχι] στη δου- λοπρέπεια και την υπόκλιση μπρος στο αυθόρμητο» (91,33).

Αν λοιπόν η σοσιαλιστική θεωρία, η οποία όπως θα δούμε στη συνέχεια διαμορφώνεται κατά τον Λένιν «απ’ έξω» από την εργατική τάξη, από αστούς διανοούμε­νους που πέρασαν με το μέρος της εργατικής τάξης, πρέπει να υποτάσσει το αυθόρμητο, θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι ως προς την ιδεολογι­κή τουλάχιστον πτυχή της ταξικής πάλης οι αστοί επα­ναστάτες διανοούμενοι, διαμορφωτές της σοσιαλιστικής θεωρίας, ανάγονται από τον Λένιν σε κυρίαρχους της ίδιας της εργατικής τάξης.

Στην πραγματικότητα το «απ’ έξω» του Λένιν, για να γίνει κατανοητό, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί στο γενι­κότερο πλαίσιο της σχέσης αντικειμενικών συνθηκών και υποκειμενικού παράγοντα και του ενεργού ρόλου του τελευταίου, όπου ο Λένιν ακολουθεί τη συλλογιστική των Μαρξ και Ένγκελς, στην οποία αναφερθήκαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Με άλλα λόγια για τον Λένιν το «απ’ έξω» ναι μεν σημαίνει πέρα και συνεπώς έξω από την οικονομική πάλη, δεν σημαίνει όμως πέρα και έξω από τη γενικότερη κοινωνική πραγματικότητα και πιο ειδικά από την ταξική πάλη (235, 6). Συνεπώς η αστική διανόηση που μετατρέπεται σε επαναστατική το πράτ­τει ως μη ουδέτερος, αλλά στρατευμένος στο πλευρό της εργατικής τάξης, συμμέτοχος σε αυτή την πάλη.

Ακόμη στο Τι να κάνουμε, όπως θα δούμε στη συνέ­χεια, αυτό το συμπέρασμα περί υποταγής της εργατι­κής τάξης στη διανόηση ανατρέπεται από το γεγονός ότι στο πλαίσιο του κόμματος, του οποίου η μεσολάβη­ση θεωρείται απαραίτητη, ο Λένιν προβλέπει την απά­

111

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

λειψή της διάκρισης μεταξύ εργατών και διανοουμέ­νων, μια και ως προς αυτό τουλάχιστον το κόμμα «συλ­λογικός διανοούμενος» θα πρέπει να τείνει να λειτουρ­γεί κατ’ εικόνα της μελλούμενης κομμουνιστικής κοι­νωνίας, όπου όπως προαναφέραμε η διάκριση ανάμεσα σε εργάτες και διανοούμενους και ο καταμερισμός σε χειρωνακτική και πνευματική εργασία θα πρέπει «κυ­ριολεκτικά να σβήσει» (91, 113).

Ανατρέπεται ακόμη από το γεγονός ότι ο ίδιος ο Λέ­νιν, συμφωνώντας με τον Μαρξ, υποστήριζε ότι είναι προτιμότερο να αφεθούν οι λαϊκές μάζες να κάνουν λά­θος και να το ανακαλύψουν από μόνες τους παρά να τους επιβληθεί παρά τη θέλησή τους μια «σωστή» θέ­ση. Χαρακτηριστική αυτής της αντίληψης ήταν μεταξύ άλλων η τοποθέτηση του Λένιν στο «Γράμμα στους αντιπροσώπους του συνεδρίου των αγροτών βουλευ­τών» (115, τ. 32, σελ. 47) όπου ο Λένιν υποστήριζε ότι «δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την απόφαση των κα­τώτερων λαϊκών στρωμάτων, ακόμη κι αν δεν συμφω­νούμε με αυτή. Στο καμίνι της ζωής, εφαρμόζοντας την απόφαση αυτή στην πράξη [...] οι αγρότες θα καταλά­βουν μόνοι τους πού βρίσκεται η αλήθεια».

Ανατρέπεται επίσης από το γεγονός ότι ο ίδιος ο Λένιν απορρίπτει με τον πιο αυστηρό τρόπο την «πρό­στυχη έκφραση» της «υποκίνησης απ' έξω» της εργα­τικής τάξης, σε αντίθεση με την έκφραση «φέρνουν απ’ έξω» στην εργατική τάξη (91, 124).

Ανατρέπεται τέλος και κυρίως από τη θέση του Λέ­νιν, ότι: «η σοσιαλιστική συνείδηση των εργατικών μα­ζών [και όχι της διανόησης] είναι η μοναδική βάση που μπορεί να μας εξασφαλίσεί τη νίκη» (91, 8-9).

Για ποιους λόγους όμως η αστική ιδεολογία, όπως τόνιζε και ο Μαρξ, κυριαρχεί, επιβάλλεται αυθόρμητα και στους εργάτες; Ο Λένιν, δίχως να αναφέρεται στο

112

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

φαινόμενο της αποξένωσης, που όπως είδαμε είναι γέν­νημα θρέμμα της ίδιας της καπιταλιστικής παραγωγής, στέκεται σε πιο επιφανειακές αιτίες αυτής της επιβο­λής: Στο ότι «η αστική ιδεολογία είναι ως προς την προέλευσή της πολύ πιο παλιά από τη σοσιαλιστική», είναι «πιο πολύπλευρα δουλεμένη», «διαθέτει ασύ­γκριτα περισσότερα μέσα διάδοσης» (91, 41-42). Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι αυτή η μετάθεση της πηγής των αιτίων επιβολής της αστικής ιδεολογίας κατά κάποιο τρόπο από τη «βάση» στο «εποικοδόμημα», η οποία οφείλεται εν μέρει στο ότι ο Λένιν αγνοούσε τόσο τα Χειρόγραφα του 1844 του Μαρξ όσο και ένα τμήμα της Γερμανικής Ιδεολογίας, διευκολύνει μεν φαινομενικά την υπέρβαση της αστικής ιδεολογίας, από την άλλη όμως, ακριβώς επειδή δεν θίγεται η πραγματική ρίζα του φαινομένου της αστικής ιδεολογικής επιβολής, αυτή η υπέρβαση παραμένει ένα ζητούμενο στο οποίο ο Λέ­νιν δεν δίνει μια ολοκληρωμένη απάντηση. Και όταν αρ­γότερα διαπιστώνει ότι οι παλιές αξίες συνεχίζουν να κυριαρχούν, όταν διαπιστώνει πόσο βαθιά ριζωμένες εί­ναι στις λαϊκές μάζες, αρκείται να κάνει λόγο για «τη δύναμη της συνήθειας [ως] την πιο φοβερή δύναμη».

Έτσι λοιπόν για τον Λένιν, ναι μεν τα οικονομικά συμφέροντα και οι οικονομικοί, επαγγελματικοί αγώ­νες, η «αντίσταση στους κεφαλαιοκράτες» (91, 55, υποσημ.), δηλαδή η πάλη για πιο «ευνοϊκούς όρους πούλησης της εργατικής δύναμης, για βελτίωση των όρων εργασίας και ζωής των εργατών» (91, 61) που απορρέουν από την αντίθεση εργασίας και κεφαλαίου, παίζουν αποφασιστικό ρόλο ως πρώτο επίπεδο εκδή­λωσης του αυθόρμητου, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι αγώνες αυτοί έχουν πρωταρχική σημασία. Τούτο διότι «τα πιο ουσιώδη, τα πιο “αποφασιστικά” συμφέροντα των τάξεων μπορούν να ικανοποιηθούν μόνο με ριζικές

113

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

πολιτικές αλλαγές γενικά. Ειδικότερα, τα βασικά οικο­νομικά συμφέροντα του προλεταριάτου μπορούν να ικανοποιηθούν μόνο με την πολιτική επανάσταση που θα αντικαταστήσει τη δικτατορία της αστικής τάξης με τη δικτατορία του προλεταριάτου» (91, 47, υποσημ.).

Συνεπώς, η ταξική συνείδηση μπορεί να έλθει στην εργατική τάξη έξω από τη σφαίρα της οικονομίας, από το επίπεδο της πολιτικής, δηλαδή όχι από τη σφαίρα των σχέσεων των εργατών με τους εργοδότες, αλλά από εκείνη των σχέσεων όλων των τάξεων και στρωμά­των με το κράτος και την κυβέρνηση, εκείνη των αμοι­βαίων σχέσεων ανάμεσα σε όλες τις τάξεις, δηλαδή τη σφαίρα της πολιτικής (91, 80).

«“Κάθε ταξική πάλη είναι πάλη πολιτική”: αυτά τα περίφημα λόγια του Μαρξ δεν θα ήταν σωστό να τα καταλαβαίνουμε με την έννοια ότι κάθε πάλη των ερ­γατών ενάντια στ’ αφεντικά τους είναι πάντοτε πολιτι­κή πάλη. Πρέπει να τα καταλαβαίνουμε με την έννοια: η πάλη των εργατών ενάντια στους κεφαλαιοκράτες γί­νεται κατ’ ανάγκη πάλη πολιτική ανάλογα με το βαθμό που η πάλη αυτή γίνεται ταξική πάλη», γράφει ο Λένιν το 1899 στην Ίσκρα στο άρθρο του «Το άμεσο καθήκον μας» (100, 192).

Όμως αυτός ο ταξικός πολιτικός αγώνας δεν ξεπηδά αυτόματα από τον οικονομικό. «Η [ταξική] πολιτική [δεν] ακολουθεί πάντα πειθήνια την οικονομία» (91, 36). Αυτό μπορεί να συμβεί με την πολιτική γενικά, με τη ρεφορμιστική πολιτική. Για να πάρει όμως η οικονο­μική πάλη ταξικό, επαναστατικό, Σοσιαλιστικό χαρα­κτήρα, δεν αρκεί το αυθόρμητο. Χρειάζεται η ανάμιξη του «επαναστατικού βακίλου της διανόησης», η ανά­μειξη των συνειδητών κομμουνιστών (91, 74). Χρειάζε­ται η ανάπτυξη της πολιτικής συνείδησης της εργατικής τάξης, η πολιτική της διαπαιδαγώγηση (91, 57).

114

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Ν Ο Η Σ Η

Ούτε όμως ο συνδυασμός του οικονομικού με τον πο­λιτικό αγώνα είναι επαρκής. Χρειάζεται ο συνδυασμός της οικονομικής, της πολιτικής, αλλά και της θεωρητικής πάλης. 0 Λένιν παραθέτει ένα εκτενές απόσπασμα από το έργο του Ένγκελς Ο πόλεμος των χωρικών στη Γερ­μανία στο οποίο ο Ένγκελς υποστηρίζει ότι οι Γερμανοί εργάτες ανήκουν στο θεωρητικότερο λαό της Ευρώπης και ότι διατήρησαν το αίσθημα της θεωρίας, που το έχα­σαν σχεδόν ολωσδιόλου οι λεγόμενες «μορφωμένες» τάξεις (91, 26), και στο οποίο οΈνγκελς διαπιστώνει ότι «καθήκον των ηγετών τους είναι να εμβαθύνουν όλο και περισσότερο σε όλα τα θεωρητικά προβλήματα [...], ότι ο σοσιαλισμός από τότε που έγινε επιστήμη απαιτεί να τον μεταχειρίζονται ως επιστήμη, δηλαδή να τον μελε­τούν» (91, 27).

Έτσι για τον Λένιν «χωρίς επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατικό κίνημα» (89, 24) και συνεπώς είναι προφανές ότι η παρέμβαση του «βακί­λου της διανόησης» είναι σε αυτή την περίπτωση ακό­μη πιο επιτακτική. Βέβαια πολύ αργότερα, το 1920, ο Λένιν στο έργο του Αριστερισμός: παιδική αρρώστια του κομμουνισμού θα διατυπώσει τη συμπληρωματική και φαινομενικά τουλάχιστον αντιφατική της προηγού­μενης θέση, ότι δηλαδή «δίχως επαναστατικό κίνημα δεν μπορεί η επαναστατική θεωρία να πάρει την τελική της μορφή» (101, 7), συνδυάζοντας έτσι διαλεκτικά την επαναστατική θεωρία με την επαναστατική πράξη.

Όταν όμως γίνεται λόγος για επαναστατική θεωρία αυτό δεν σημαίνει για τον Λένιν περιορισμό στην αφο­μοίωση και διάδοση στην εργατική τάξη του μαρξι­σμού. Σημαίνει και τη συνεχή ανανέωσή του, τον εμπλουτισμό του με βάση τα νέα δεδομένα.

Αυτό επισήμανε ο Λένιν όταν ακόμη προετοίμαζε την έκ­

115

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

δοση της Ίσχρα στο άρθρο του «Το πρόγραμμά μας»: «Εμείς δεν βλέπουμε καθόλου τη θεωρία του Μαρξ ως κάτι το τελειωμένο και μια για πάντα δοσμένο· απενα­ντίας έχουμε την πεποίθηση πως η θεωρία αυτή έβαλε μό­νο τους ακρογωνιαίους λίθους της επιστήμης εκείνης που οι σοσιαλιστές έχουν χρέος να την προωθούν παραπέρα προς όλες τις κατευθύνσεις, αν δεν θέλουν να μείνουν πί­σω από τη ζωή» (102, 188).

Να όμως που το προλεταριάτο «από την εργοστασιακή του πείρα αλλά και από την «οικονομική» του πείρα δεν «μπορεί ποτέ να αποκτήσει από μόνο του» ούτε πολιτικές γνώσεις. Ας σημειωθεί ότι τουλάχιστον στο Τι να χάνουμε ο Λένιν συχνά σχεδόν ταυτίζει τις πολιτι­κές με τις φιλοσοφικές-θεωρητικές γνώσεις.

Με άλλα λόγια η ταξική συνείδηση του προλεταριά­του δεν αποτελεί μια άμεση αντανάκλαση της υλικής του ύπαρξης, αλλά ένα έμμεσο προϊόν μεσολαβημένο από τη θεωρητική σκέψη. Η ταξική συνείδηση προϋπο­θέτει την πρακτική· ταυτόχρονα η θεωρητική κατανόη­ση αυτής της πρακτικής πραγματοποιείται «απ’ έξω». Και αυτό το «απ’ έξω», πέρα από το εργοστάσιο, πέ­ρα από την οικονομική πάλη, πέρα από την πολιτική πάλη που απορρέει άμεσα από την οικονομική πάλη, σημαίνει και πάλι την αστικής προέλευσης, η οποία για να ασκήσει αυτή της τη λειτουργία θα πρέπει να μπει στο κόμμα, που με τη σειρά του ^ίναι διακριτό, με την έννοια του πρωτοπόρου, σε σχέση με το σύνολο της τά­ξης και στις γραμμές του οποίου και οι εργάτες καλού­νται να λειτουργήσουν όχι ως απλοί εργάτες αλλά ως εργάτες θεωρητικοί του σοσιαλισμού.

Μάλιστα ακόμη και όταν το αυθόρμητο μαζικό λαϊ­κό κίνημα αναπτύσσεται, παρ’ όλο που αυτό, όπως ορ­θά υποστηρίζει ο Κώστας Παπαϊωάννου (185, 10),

116

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

ανοίγει τους πνευματικούς του ορίζοντες, κάτι που δεν συμβαίνει όταν αυτό είναι ανύπαρκτο και καθυποταγ­μένο στην εξουσία, ακόμη και όταν έχουμε να κάνουμε με «εκείνες τις ιστορικές ημέρες κατά τις οποίες οι μά­ζες μαθαίνουν πολύ περισσότερα απ’ ό,τι σε πολλά χρόνια» (16, 276), τότε πολύ περισσότερο είναι που κατά τον Λένιν υπάρχει μεγαλύτερη αναγκαιότητα πο­λιτικής και θεωρητικής επαναστατικής παρέμβασης, διότι τότε είναι που το κόστος της ενσωμάτωσης ή της ήττας είναι ακόμη πιο μεγάλο.

Να λοιπόν πώς θέτει ο Λένιν το ζήτημα της ανεπάρ­κειας της αυθόρμητης εργατικής συνείδησης και της αναγκαίας απ’ έξω παρέμβασης της αστικής διανόησης.

Η επαναστατική, η σοσιαλιστική συνείδηση μπορεί να έλθει [στους εργάτες] μόνο απ’ έξω. Η ιστορία όλων των χωρών δείχνει ότι η εργατική τάξη αποκλειστικά με τις δικές της δυνάμεις δεν είναι σε θέση να αναπτύξει παρά μόνο μια τρέιντ-γιουνιστικη συνείδηση. [...] Η διδασκαλία όμως του σοσιαλισμού αναπτύχθηκε από τις φιλοσοφικές, ιστορικές και οικονομικές θεωρίες, που τις επεξεργάστηκαν οι μορ­φωμένοι εκπρόσωποι των ευπόρων τάξεων, η διανόηση. Οι θεμελιωτές του σύγχρονου επιστημονικού σοσιαλισμού, ο Μαρξ και οΈνγκελς, ανήκαν και οι ίδιοι, ως προς την κοι­νωνική τους θέση, στην αστική διανόηση (91, 30-31).

Μάλιστα για να ενισχύσει την επιχειρηματολογία του για την αναγκαιότητα του «απ’ έξω», δηλαδή από την αστική διανόηση, παραθέτει «τα παρακάτω πολύ σω­στά και σπουδαία», όπως ο ίδιος τα χαρακτηρίζει, λό­για του Κάουτσκυ:

«[...] Το προλεταριάτο φτάνει ως τη συνείδηση “της δυνα­τότητας και της αναγκαιότητας του σοσιαλισμού”. Απ’ αυ-

117

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

τη την άποψη η σοσιαλιστική συνείδηση εμφανίζεται ως αναγκαίο και άμεσο αποτέλεσμα της προλεταριακής ταξι­κής πάλης. Αυτό όμως δεν είναι καθόλου σωστό. Φυσικά, ο σοσιαλισμός ως διδασκαλία έχει τις ρίζες του στις σύγχρονες οικονομικές σχέσεις, όπως ακριβώς και η ταξική πάλη του προλεταριάτου· [...] ο σοσιαλισμός όμως και η ταξική πάλη γεννιούνται το ένα δίπλα στο άλλο και όχι το ένα από το άλ­λο, γεννιούνται κάτω από διαφορετικές προϋποθέσεις. Η σύγχρονη σοσιαλιστική συνείδηση μπορεί να γεννηθεί μόνο στη βάση της βαθιάς επιστημονικής γνώσης (η υπογράμμιση δική μας) [...] Φορέας της επιστήμης δεν είναι το προλετα­ριάτο αλλά η αστική διανόηση [...]Έτσι η σοσιαλιστική συ­νείδηση είναι κάτι που έχει εισαχθεί απ’ έξω (von aussen Hineingetragenes) στην ταξική πάλη του προλεταριάτου και όχι κάτι που γεννήθηκε αυθόρμητα (urwuchig) απ’ αυτήν [...] το καθήκον της σοσιαλδημοκρατίας είναι να μπάσει στο προλεταριάτο (επί λέξει: να γεμίσει το προλεταριάτο) με τη συνείδηση της Θέσης του και τη συνείδηση του καθήκοντός του. Δεν θα χρειάζονταν να γίνει αυτό, αν η συνείδηση αυτή πήγαζε αυτόματα από την ταξική πάλη» (91, 39).

0 ίδιος ο Λένιν ως επαναστάτης διανοούμενος συνεχί­ζει στην πράξη το έργο των κλασικών και της εξαγωγής θεωρητικών συμπερασμάτων από την εμπειρία των ερ­γατικών αγώνων. Έτσι, για παράδειγμα, όπως εκείνοι από την εμπειρία της Κομμούνας ανέπτυξαν τη θεωρία της δικτατορίας του προλεταριάτου/ έτσι και αυτός γε- νίκευσε και θεωρητικοποίησε την εμπειρία των Σοβιέτ του 1905 και είναι εκείνος -και μάλιστα σε αντίθεση με την αυθόρμητη τάση των Ρώσων εργατών να υποστηρί­ξουν την Προσωρινή Κυβέρνηση και να υπερασπιστούν τις κατακτήσεις του Φλεβάρη- που έριξε το σύνθημα «όλη η εξουσία στα Σοβιέτ».

Έτσι ο Λένιν θέτει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο τό­

118

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

σο θεωρητικά όσο και με την ίδια του την πράξη το ζή­τημα της εξωτερικότητας της θεωρητικής γνώσης σε σχέση με την εργατική τάξη, της διαφορετικότητας του βιώματος καθαυτού και αυτού που συλλαμβάνεται από τη σκέψη (85, 72) και της αναγκαιότητας του δια- παιδαγωγητικού ρόλου της διανόησης.

Η παρέμβαση όμως αυτή της διανόησης στην εργα­τική τάξη, κατά τον Λένιν, ούτε θα πρέπει να συντελεί- ται άμεσα, αλλά αντίθετα μέσω του κόμματος, ούτε να διαιωνίζει μέσα στο κόμμα το διαχωρισμό διανοουμέ­νων εργατών. Έτσι το κόμμα ως πρωτοπόρο τμήμα της εργατικής τάξης, που με τη λειτουργία και την οργάνω­σή του ως σχηματισμός που περιλαμβάνει στους κόλ­πους του και τους επαναστάτες πια διανοούμενους, αναλαμβάνει αυτό τον παιδαγωγικό ρόλο.

Ας σταθούμε λοιπόν για λίγο στο ρόλο του κόμμα­τος από την οπτική γωνία που μας απασχολεί εδώ και όχι βεβαίως με τη γενικότερη έννοιά του, κάτι που δεν εμπίπτει στο αντικείμενο τούτης της μελέτης.

Όπως πολύ ορθά υπογραμμίζει ο Lukics, ο Λένιν ήταν ο πρώτος και για μεγάλο διάστημα ο μοναδικός σημαντικός ηγέτης και θεωρητικός ο οποίος αντιμετώ­πισε το κεντρικό πρόβλημα που σχετίζεται με τον αυ­θορμητισμό από θεωρητική και αποφασιστική πρακτική σκοπιά, δηλαδή από τη σκοπιά της οργάνωσης (131, 2).

Η κατευθυντήρια ιδέα του Λένιν σχετικά με την ορ­γάνωση αντιπροσωπεύει ένα διπλό ρήγμα με τον μηχα­νιστικό φαταλισμό, από τη μια εκείνον ο οποίος θεωρεί ότι η ταξική συνείδηση είναι ένα μηχανικό προϊόν της τάξης και από την άλλη εκείνον που δεν βλέπει στην επανάσταση παρά το μηχανικό αποτέλεσμα οικονομι­κών νόμων που οδηγούν σχεδόν αυτόματα το προλετα­ριάτο στη νίκη όταν οι αντικειμενικές συνθήκες της επανάστασης θα είναι «ώριμες» (131, 1).

119

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

Έτσι η θεωρία του κόμματος του Λένιν, με δεδομένη την αντίληψή του για τις δυνατότητες αλλά και τα όρια της αυθόρμητης εργατικής συνείδησης και έχοντας ως κεντρικό άξονα το πρόβλημα της επαναστατικής ανύ­ψωσης της αυθόρμητης συνείδησης, υπερβαίνει τόσο την αντίληψη της Rosa Luxembourg που αντιμετώπιζε την οργάνωση ως προϊόν του αυθόρμητου κινήματος των μαζών όσο και την αντίληψη του Κάουτσκυ κατά την οποία η οργάνωση αποτελεί προϋπόθεση της επα­ναστατικής δράσης.

Κάτω από αυτό το πρίσμα για τον Λένιν, όπως υπο­γραμμίζει ο Lukics, το κόμμα είναι στον ίδιο βαθμό παραγωγός και προϊόν, προαπαιτούμενο και συνέπεια του λαϊκού επαναστατικού κινήματος (131, 9).

Η παραπάνω σχέση κόμματος-οργάνωσης και συνεί­δησης, με βάση όσα αναφέραμε, αναδεικνύει και το ρό­λο που έχει να παίξει το κόμμα ως φορέας της επανα­στατικής θεωρίας. Για τον Λένιν «το ρόλο του πρωτοπό­ρου αγωνιστή μπορεί να τον εκπληρώσει μόνο ένα κόμ­μα που καθοδηγείται α π ό π ρω τοπόρα θεωρία» (91, 25).

Αρχικά λοιπόν το κόμμα διακρίνεται από την εργα­τική τάξη στο σύνολό της από το γεγονός ότι σε αυτό συμμετέχει το πρωτοπόρο τμήμα της τάξης, δηλαδή τα πιο «συνειδητά στοιχεία» της.

Το 1903, ένα δηλαδή χρόνο μετά τη'συγγραφή του Τι να κάνουμε στο Δεύτερο Συνέδριο του ΣΔΕΚΡ που συνήλ­θε παράνομα στην αρχή στις Βρυξέλλες και στη συνέχεια στο Λονδίνο, προέκυψε μια σημαντική διαφορά σχετικά με το πρώτο άρθρο του καταστατικού, το οποίο ρύθμιζε ποιοι θα μπορούν να θεωρούνται μέλη του κόμματος. Από τη μια πλευρά λοιπόν υπήρχε η θέση του Λένιν, ο οποίος υποστήριζε ότι «μέλος του κόμματος μπορεί να θεωρείται ο καθένας που αναγνωρίζει το πρόγραμμά του και υποστηρίζει το κόμμα τόσο με υλικά μέσα όσο και με

120

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

την προσωπική συμμετοχή του σε μ ια απ ό τις κομματικές οργανώσεις» (η υπογράμμιση δική μας) και από την άλ­λη υπήρχε η θέση του Μάρτωφ, την οποία στη συνέχεια υιοθέτησαν οι μενσεβίκοι και κατά τον οποίο μέλος του κόμματος «θεωρείται ο καθένας που δέχεται το πρό­γραμμά του, που υποστηρίζει το κόμμα υλικά και του προσφέρει τακτικά την προσωπική συμβολή του κάτω από την καθοδήγηση μιας από τις οργανώσεις του» (219, 65). Αυτή η «μικρή» διαφορά ανάμεσα στην «προσωπι­κή συμμετοχή σε μια από τις οργανώσεις» και την «προ­σωπική συμβολή κάτω από την καθοδήγηση μιας από τις οργανώσεις του» έκρυβε μια μεγάλη διαφορά συνολικής αντίληψης ανάμεσα σ’ ένα κόμμα πρωτοποριακό και ένα κόμμα φαινομενικά υποταγμένο στο αυθόρμητο, αλλά ουσιαστικά υποταγμένο στην αστική διανόηση.

Η πρώτη αντίληψη, εκείνη του Λένιν, ιδιαίτερα μάλι­στα κάτω από τις τότε συνθήκες της παρανομίας, σή- μαινε ότι μέσα από τη μάζα των εργατών, μέσα από το σύνολο της εργατικής τάξης, μόνο το πιο συνειδητό πρω τοπόρο τμήμα της θα μπορούσε να έχει την ιδιότη­τα του κομματικού μέλους. «Πρέπει να ανεβάζουμε τον τίτλο και τη σημασία του μέλους του κόμματος ψη­λότερα, ψηλότερα και ψηλότερα, και γι’ αυτό είμαι κα­τά της διατύπωσης του Μάρτωφ». Έτσι τελείωσε την παρέμβασή του στο Συνέδριο ο Λένιν (103, 288-289).

Βεβαίως μια τέτοια αντίληψη εγκυμονούσε κινδύ­νους απόσπασης της πρωτοπορίας από τη μάζα, και αυτοί οι κίνδυνοι επισημάνθηκαν στη συνέχεια από όσους διαφωνούσαν με τον Λένιν και κυρίως επαληθεύ­τηκαν αργότερα στην πράξη, πόσο μάλλον που δεν τη- ρήθηκε καμία από τις δικλίδες ασφαλείας που ο ίδιος ο Λένιν είχε προβλέψει για τη μη απόσπαση των καθοδη­γητών από τις μάζες. Αλλά δεν είναι η κατάλληλη στιγ­μή να ασχοληθούμε με αυτό το ζήτημα.

121

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

Είναι προφανές λοιπόν ότι εδώ δεν πρόκειται για μια οποιαδήποτε οργανωτικού τύπου διαφορά, ούτε καν για την κύρια οργανωτική διαφορά, από την απά­ντηση στην οποία εξαρτάται και η απάντηση σε μια σειρά άλλες, αλλά πρόκειται για μια θεμελιακή πολιτι­κή διαφορά που σχετίζεται άμεσα με το ζήτημα της συ­νείδησης, έτσι όπως αυτό είχε αντιμετωπιστεί στο πρό­σφατο άλλωστε Τι να κάνουμε. Για τον Λένιν είναι ξε­κάθαρο ότι θεμελιακό κριτήριο συμμετοχής στο κόμμα αποτελεί το υψηλό επ ίπεδο συνειδητότητας, αλλά και το υψηλό πνεύμα πειθαρχίας.

Το κόμμα ακριβώς ως φορέας μιας ανώτερης από την αυθόρμητη συνείδησης θα πρέπει να «είναι το “πνεύμα” που όχι μόνο πλανιέται πάνω από το αυθόρ­μητο κίνημα, αλλά ανεβάζει αυτό το κίνημα ως το ύψος του προγράμματός του» (91, 52). Από αυτή τη σκοπιά το κόμμα αποτελεί τη μεσολάβηση ανάμεσα στην επα­νάσταση και τη θεωρητική γνώση (85, 74).

Γ ι’ αυτό και είναι μέσω του προλεταριακού κόμμα­τος και όχι άμεσα που οι διανοούμενοι θα πρέπει να παίζουν τον παιδαγωγικό τους ρόλο, και πολύ περισ­σότερο όχι απομονωμένοι με τη μορφή μιας μονομα­χίας μεταξύ διανόησης και απολυταρχίας, όπως υπο­στήριζαν οι εσέροι (219, 56). /

Όσο για το νέο ρόλο που έχουν να παίξουν αντίστοι­χα οι αστικής προέλευσης διανοούμενοι και οι πρωτο­πόροι εργάτες μέσα στο κόμμα, η επιδίωξη θα πρέπει να είναι οι μεν πρώτοι να λειτουργούν ως πραγματικοί επαναστάτες και όχι μόνο ως θεωρητικοί, οι δε δεύτε­ροι όχι ως απλοί εργάτες αλλά ως «θεωρητικοί του σο­σιαλισμού». Έτσι η συνολική «επαναστατική κατάρτι­ση» αποτελεί «κοινό δρόμο» τόσο για τους εργάτες όσο και για τους διανοούμενους (91, 135).

Γι’ αυτό και οι εργάτες θα πρέπει να «διαβάζουν

122

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

και να θέλουν να διαβάζουν όλα όσα γράφονται και για τους διανοούμενους» (91, 40), «να πλαταίνουν τον ορί­ζοντα και τις γνώσεις τους» (91, 134-135). Γι’ αυτό και οι διανοούμενοι δεν θα πρέπει να αρέσκονται στο μο­νοπώλιο της γνώσης που κατέχουν, αλλά θα πρέπει να διαδίδουν αυτή τους τη γνώση στους εργάτες και να επιδιώκουν να αναδειχτούν μέσα από αυτούς εργάτες θεωρητικοί όπως οι Weitling, Proudhon, Dietzgen, τους οποίους ο Λένιν αναφέρει ως παραδείγματα επιφανών εργατών θεωρητικών.

Και ο τελικός στόχος, όπως προαναφέραμε, θα πρέ­πει να είναι η άμβλυνση της διάκρισης μεταξύ πρακτι­κής και θεωρητικής δουλειάς, μεταξύ εργατών και δια­νοουμένων στο πλαίσιο του κόμματος.

Στο επίπεδο λοιπόν του κόμματος συναντιούνται το αυθόρμητο με τη σοσιαλιστική θεωρία, η εργατική τάξη με τη διανόηση, και μέσω της κατάλληλης γι’ αυτό ορ­γάνωσης συνενώνονται για να αποτελέσουν τον πρωτο­πόρο φορέα της εργατικής τάξης και του λαϊκού κινή­ματος γενικότερα.

Με αυτό τον τρόπο το αρχικό «απ’ έξω» μεταφέρε- ται μέσα στο κόμμα, σ’ ένα κόμμα όμως που το ίδιο δεν ταυτίζεται, ούτε υποκύπτει στο αυθόρμητο, αλλά το καθοδηγεί και το ανυψώνει μέχρι το συνειδητό. Και αυτό είναι το τελικό συμπέρασμα που προκύπτει από τον Λένιν του Τι να κάνουμε και από τις θέσεις του στο Δεύτερο Συνέδριο.

3.3 Ο Λένιν roi/Ενα βήμα μπρος, δυο βήματα πίσω

Το 1904, δυο μόλις χρόνια μετά το Τι να κάνουμε και ένα χρόνο μετά το Δεύτερο Συνέδριο και στον απόηχο της διάσπασης η οποία προέκυψε ανάμεσα σε μπολσε­

123

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

βίκους και μενσεβίκους, ο Λένιν επανέρχεται με το έρ­γο του Ένα βήμα μπρος, δυο βήματα πίσω στο ζήτημα του ρόλου της διανόησης, τούτη τη φορά για να αναδεί- ξει τα αρνητικά χαρακτηριστικά της που οδηγούν ένα τμήμα της -τη νοοτροπία του οποίου ουσιαστικά υπο­στήριζαν οι μενσεβίκοι- να μην θέλει να ενταχθεί στις κομματικές οργανώσεις, να μην θέλει να αγωνίζεται μέ­σα από αυτές πλάι πλάι με τους εργάτες και να μην» αποδέχεται την κομματική πειθαρχία.

Η αλήθεια είναι ότι σε αυτό το έργο του ο Λένιν αποδίδει μεγαλύτερη έμφαση στο ρόλο της πειθαρχίας παρά της ιδεολογίας και γι’ αυτό στέκεται περισσότε­ρο στα πλεονεκτήματα που χαρακτηρίζουν τους εργά­τες και στις αδυναμίες των διανοουμένων. Και έχει ση­μασία να αναφερθούμε σε αυτή την πτυχή του έργου του, διότι αν μέναμε μόνο στο προηγούμενο, δηλαδή στη θετική συμβολή της διανόησης στο επαναστατικό κίνημα, θα αποδίδαμε μια ωραιοποιημένη εικόνα της η οποία κάθε άλλο παρά ανταποκρίνεται σε εκείνη που είχε γι’ αυτήν ο ίδιος ο Λένιν. Εξάλλου, η επιμονή του Λένιν για οργανωτική ένταξη της διανόησης που ασπά- στηκε την υπόθεση του προλεταριάτου στο κόμμα θα μπορούσε να αποβλέπει στην απάλειψη αυτών των αρ­νητικών χαρακτηριστικών μέσα από την ώσμωση με τα θετικά χαρακτηριστικά των εργατών.

Όμως μια βαθύτερη ανάγνωση του έργου αυτού μας οδηγεί να διερωτηθούμε μήπως περιέχει έμμεσα ένα διανοουμενίστικο ελιτισμό, τον οποίο άλλωστε επισή- μαναν τόσο η Rosa Luxemburg στο Οργανωτικό Ζήτημα της Ρώσικης Σοσιαλδημοκρατίας, στο πλαίσιο του γενι­κότερου πνεύματος φιλελευθερισμού που αναμφίβολα τη χαρακτήριζε, όσο και ο Τρότσκι, ο οποίος ας σημειω­θεί ότι εκείνη την περίοδο ήταν με τους μενσεβίκους στο Τ α Πολιτικά μ ας Καθήκοντα.

124

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

«Τώρα γίναμε οργανωμένο κόμμα, κι αυτό ακριβώς σημαίνει δημιουργία εξουσίας, μετατροπή του κύρους των ιδεών σε κύρος εξουσίας...» (92, 364), απαντά ο Λένιν σε εκείνους που του καταλογίζουν ότι από την «ιδεολογική επίδραση» μέσα στο κόμμα πέρασε στην «επίδραση μέσω του καταστατικού».

Μήπως πρόκειται εδώ για στροφή του Λένιν και μά­λιστα θεαματική;

Θα μπορούσε να αντιταχθεί ότι, αν δεν αποσπάσου­με αυτή τη φράση από τις ιστορικές συνθήκες κάτω από τις οποίες διατυπώθηκε, τότε ο Λένιν συνεχίζει να υπερασπίζεται τόσο όσα είχε διατυπώσει στο Τι να κ ά ­νουμε όσο και τις θέσεις του στο Δεύτερο Συνέδριο. Όμως το πράττει τώρα πια κάτω από τις νέες συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί μέσα στο κόμμα, μετά το Συνέ­δριο και την επικράτηση με τη μετέπειτα συνδρομή και του Πλεχάνωφ των μενσεβίκων.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο υπότιτλος τού Ένα βήμα μπρος, δυο βήματα πίσω είναι «Η κρίση μέσα στο κόμμα μας». Η παραπάνω λοιπόν διατύπωση έγινε στο πλαίσιο αυ­τής της κρίσης και αποτελούσε μια συμπυκνωμένη μορ­φή της θέσης του Λένιν απέναντι στο οργανωτικό ζήτη­μα, που όμως συνδεόταν άμεσα με την πολιτική αντιπα­ράθεση γύρω από το αυθόρμητο και το ρόλο και τη θέση των διανοουμένων. 0 ίδιος ο Λένιν στον πρόλογο της επανέκδοσης του 1908 γράφει σχετικά: «Η μπροσούρα Ένα βήμα μπρος, δυο βήματα πίσω βγήκε στη Γενεύη το καλοκαίρι του 1904. Η μπροσούρα αυτή περιγράφει το πρώτο στάδιο της διάσπασης ανάμεσα στους μενσεβί­κους και στους μπολσεβίκους που άρχισε στο Δεύτερο Συνέδριο» (92, 545-546, υποσημ. 97).

Ήταν λοιπόν η περίοδος κατά την οποία ο Λένιν έδι­νε μια σημαντική μάχη κατά της οργανωτικής μορφής των πολιτικών απόψεων των μενσεβίκων και κάτω από

125

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

αυτό το πρίσμα έριχνε περισσότερο το βάρος του σε αυτή τη μορφή δίχως αυτό να σημαίνει -το αντίθετο μάλιστα- ότι ο ίδιος είχε διαφοροποιηθεί ως προς το πολιτικό περιεχόμενο των θέσεών του.

Και οι θέσεις του αυτές τόσο στο Τ ι να κάνουμε όσο και κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου ήταν ότι το κόμμα δεν ταυτίζεται με την τάξη, αλλά αποτελεί πρωτοπόρο τμήμα της, οργανωμένο πρω τοπόρο τμήμα της.

Το βασικό λάθος των μενσεβίκων σχετικά με το κόμ­μα ήταν ότι το συγχέανε με την τάξη, αρνούμενοι έτσι τον χαρακτήρα του ως πρωτοπορία. Μην ξεχνάμε ότι στο βάθος αυτής της συλλογιστικής ήταν η απολυτοποίη­ση της αξίας των οικονομικών αγώνων και ακόμη βαθύ­τερα ο περιορισμός των εργατών σε αυτόν και η ενασχό­ληση μόνο των διανοουμένων με τον πολιτικό αγώνα.

«Δεν χωράει αμφιβολία ότι δεν επιτρέπεται να συγχέει κανείς το κόμμα, ως πρωτοπόρο τμήμα της εργατικής τά­ξης, μ’ όλη την τάξη» (92, 249), επαναλαμβάνει και εδώ ο Λένιν, αντιμετωπίζοντας το κόμμα ως την ανώτερη εκδή­λωση της συνειδητότητας του προλεταριάτου.

Το κόμμα όμως πέρα από πρωτοπόρο είναι ταυτό­χρονα και το οργανωμένο τμήμα της τάξης. Και από την ίδια τους την κοινωνική φύση είναι οι εργάτες αυτοί που ανταποκρίνονται καλύτερα σε αυτό το κομματικό χαρακτηριστικό της οργάνωσης και όχι οι διανοούμενοι αστικής ή μικροαστικής προέλευσης, των οποίων τα αρνητικά ως προς αυτό χαρακτηριστικά υποστηρίζουν οι μενσεβίκοι, οι οποίοι θέλουν μια οργάνωση στα μέ­τρα αυτών των διανοουμένων.

«Η αυτοπαιδαγώγηση στο πνεύμα της οργάνωσης και της πειθαρχίας [...] δεν λείπει από το προλεταριάτο, μα από μερικούς διανοούμενους του κόμματός μας» (92, 387).

Από πού όμως πηγάζουν αυτά τα «θετικά» χαρακτη­

126

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

ριστικά των εργατών; Η απάντηση που δίνει ο Λένιν σε αυτό το ερώτημα μας οδηγεί σε μια βαθύτερη ανάγνωση του έργου του από την οποία και προκύπτει μια έμμεση αναβάθμιση του ρόλου της επαναστατικής διανόησης.

Αυτά λοιπόν τα χαρακτηριστικά πηγάζουν από το γε­γονός ότι οι μεν εργάτες ζουν στο εργοστασιακό «σχο­λείο», περνούν από το σχολείο της «φάμπρικας» (92, 393) και μαθαίνουν την πειθαρχία που αυτό απαιτεί, ενώ αυτοί οι «μερικοί διανοούμενοι» έχουν την κοσμοαντίλη­ψη της φιλοσοφίας του Νίτσε «για τον οποίο κάθε υπο­ταγή του ατόμου σ’ οποιονδήποτε μεγάλο κοινωνικό σκοπό φαίνεται χυδαία και αξιοκαταφρόνητη» (92, 319).

«[...] Το εργοστάσιο, που μερικοί το βλέπουν μόνο σαν μπαμπούλα, είναι η ανώτερη μορφή κεφαλαιοκρατι­κής συνεργασίας που έχει συνενώσει και έχει μάθει την πειθαρχία στο προλεταριάτο, του έχει διδάξει την οργά­νωση και το έχει βάλει επικεφαλής σε όλα τα υπόλοιπα στρώματα του εργαζόμενου και υφιστάμενου την εκμε­τάλλευση πληθυσμού. Ίσα ίσα ο μαρξισμός, ως ιδεολο­γία του διδαγμένου από τον καπιταλισμό προλεταριά­του, δίδαξε και διδάσκει στους ασταθείς διανοούμενους τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στην εκμεταλλευτική πλευρά του εργοστασίου (πειθαρχία στηριγμένη στο φό­βο του θανάτου από την πείνα) και στην οργανωτική του πλευρά (πειθαρχία στηριγμένη στην από κοινού εργασία που την ενοποίησαν οι όροι μιας πολύ ανεπτυγμένης τε­χνικά παραγωγής). Την πειθαρχία και την οργάνωση, που τις δέχεται τόσο δύσκολα ο αστός διανοούμενος τις αφομοιώνει πολύ εύκολα το προλεταριάτο, ακριβώς χά­ρη σ’ αυτό το εργοστασιακό “σχολειό” (92, 389)».

Εδώ ο Λένιν αποκαλύπτει την κρυφή γοητεία που του ασκούσε η ταϋλοριανή αποτελεσματικότητα, η κα­πιταλιστική ορθολογικότητα ως προς την οργάνωση της εργασίας, και την οποία ως γνωστό θα χρησιμοποιήσει

127

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

και αργότερα κατά την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, αλλά και στην οποία θα βασιστεί γενικότερα η οργάνω­ση των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών.

Από αυτή τη σκοπιά είναι χαρακτηριστικός ο θαυμα­σμός του για την οργάνωση του γερμανικού κρατικού καπιταλισμού. «[Στη Γερμανία] έχουμε την “τελευταία λέξη” της σύγχρονης μεγάλης καπιταλιστικής τεχνικής και της σχετικοποιημένης οργάνωσης που είναι υποταγ­μένα στον ιμπεριαλισμό των τσιφλικάδων και των αστών. Βγάλτε τις υπογραμμισμένες λέξεις, βάλτε αντί τη λέξη κράτος στρατιωτικό, τσιφλικάδικο, αστικό, ιμπεριαλιστι­κό, πάλι τη λέξη κράτος, αλλά κράτος άλλου κοινωνικού τύπου, άλλου ταξικού περιεχομένου, κράτος σοβιετικό, δηλαδή προλεταριακό, και θα έχετε όλο το σύνολο των όρων που μας δίνουν το σοσιαλισμό» (104, 210).

Αποφεύγοντας να επεκταθούμε σε όλες τις συνέπειες της παραπάνω θέσης θα σταθούμε στην άμεση συνέπειά της, δηλαδή στη σχέση διανόησης και εργατικής τάξης μέσα στο κόμμα, και τούτο διότι στην ουσία ο Λένιν κά­νει ένα βήμα παραπέρα σε σχέση με την πρώτη ανάγνω­σή του Ένα βήμα μπρος, δυο βήματα πίσω.

Κατ’ αρχήν ο διαχωρισ

συλλογικού χαρακτήρα της εργασίας και την πειθαρχία ως προϊόν καταναγκασμού εμπεριέχει μια αποσύνδεση του οργανωτικού συνολικά από το πολιτικό, την οποία ο ίδιος ο Λένιν απορρίπτει γενικότερα, μια και «δεν μπορεί να γίνει μηχανικός διαχωρισμός του πολιτικού από το οργανωτικό» (106, 123).

Πώς λοιπόν είναι δυνατόν η συνολική πειθαρχία του εργοστασίου να είναι ανεξάρτητη από την πολιτική της εκμετάλλευσης που αυτό από τη φύση του ακολουθεί στην καπιταλιστική κοινωνία; Αυτού όμως του τύπου η πειθαρχία έρχεται σε αντίφαση με την ίδια τη συλλογι­

ανάμεσα στην πειθαρχία

128

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

στική του Λένιν με βάση την οποία το οργανωτικό σχή­μα που προτείνει για το κόμμα θα πρέπει να αποτελεί αντανάκλαση της πολιτικής του στοχοθέτησης. Με άλ­λα λόγια ο Λένιν, όπως είδαμε μέχρι τώρα, όσον αφορά το κόμμα δεν αποσυνδέει το οργανωτικό από το πολι­τικό, αντίθετα μάλιστα το οργανωτικό σχήμα του κόμ­ματος έρχεται να καλύψει την υστέρηση του αυθόρμη­του και να το προωθήσει σε ταξικό-επαναστατικό.

Πώς λοιπόν είναι δυνατόν στο πλαίσιο του καπιταλι­σμού να αποσυνδέονται το οργανωτικό από το πολιτικό τόσο στο επίπεδο του εργοστασίου όσο και του κράτους οργάνωσης της κοινωνίας, αλλά και ταυτόχρονα και αδιά­σπαστα οργάνου της κυρίαρχης τάξης και συνεπώς οργά­νωσης που σφραγίζεται από τον ταξικό του χαρακτήρα;

Κατά δεύτερο και σε συνδυασμό με το προηγούμενο πώς είναι δυνατόν η μελλούμενη κομμουνιστική κοινωνία, που καλό είναι να μην ξεχνάμε ότι στοχεύει στην ελεύθε­ρη ανάπτυξη της κοινωνικής ατομικότητας, να μπορεί να θεμελιώνεται στη βάση μιας πειθαρχίας η οποία πέρα από τον καθαυτό καταναγκασμό και την εκμετάλλευση βρίσκει τις ρίζες της στο καπιταλιστικό εργοστάσιο, δη­λαδή στο στενό καταμερισμό εργασίας, στο διαχωρισμό της πνευματικής με τη χειρωνακτική εργασία;

Πώς είναι δυνατόν οι διαποτισμένοι από την κυρίαρ­χη αστική ιδεολογία, αν όχι από την αποξένωση, εργάτες να διαθέτουν μια πειθαρχία απαλλαγμένη από αυτήν;

Και τέλος, για να επανέλθουμε πιο άμεσα στο θέμα μας, πώς είναι δυνατόν η ποιότητα της εργοστασιακής πειθαρχίας, η οποία από τη στιγμή κιόλας της πώλησης της εργατικής δύναμης στον κεφαλαιοκράτη δεν μπο­ρεί παρά να έχει τον χαρακτήρα της υποταγής σε αυ­τόν, να ανταποκρίνεται στην ποιότητα της ελεύθερης, συνειδητής, κομματικής πειθαρχίας;

Είναι βέβαιο ότι η μεγαλοφυΐα του Λένιν δεν θα του

129

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

επέτρεπε να μην θέσει στον εαυτό του αυτά τα ερωτή­ματα. Παρ’ όλα αυτά φαίνεται να τα «ξεπερνάει» για να πετύχει όχι έναν αλλά πολλούς στόχους. Στην πραγ­ματικότητα λοιπόν και μετά τη δεύτερη τούτη ανάγνω­ση μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο Λένιν με ένα σμπάρο χτυπάει τέσσερα τρυγόνια.

Πρώτον χτυπάει τους μενσεβίκους που ήθελαν σε τελευταία ανάλυση η διανόηση να καθοδηγεί το κόμμα απ’ έξω, δίχως η ίδια να υποχρεώνεται να υφίσταται τους οργανωτικούς του κανόνες και την πειθαρχία του.

Δεύτερον αξιοποιεί την πειθαρχία συνδυασμένη με την αφομοίωση του μαρξισμού (92, 414) ως αναγκαίο μέσο για την αντιμετώπιση του αντίπαλου δέους, της αστικής βίας, και για την κατάληψη της εξουσίας.

Τρίτον αξιοποιεί αργότερα την πειθαρχία και γενι­κότερα τον ταϋλορισμό στο πλαίσιο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και πιο ειδικά της αύξησης της τόσο ανα­γκαίας για τη Ρωσία παραγωγικότητας της εργασίας.

Τέταρτον -και αυτό είναι που μας αφορά πιο άμεσα εδώ- προκύπτει το ερώτημα: Μήπως ο Λένιν επιχαίρει για τη μετάθεση της εργοστασιακής πειθαρχίας από τους εργάτες στο κόμμα, όχι βεβαίως επειδή αυτή έχει επαναστατικά χαρακτηριστικά, αλλά διότι μέσω αι^ής πέρα των άλλων μπορεί να ενισχυθεί η επαναστατική ιδεολογική ηγεμόνευση μέσα στο κόμμα;

Αν έτσι έχουν τα πράγματα, πρόκειται για μια αντί­ληψη την οποία ουδέποτε εξέφρασε με τόση αμεσότη­τα ο Μαρξ.

Βεβαίως, όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, και στη συλλογιστική του Μαρξ υπήρχε το στοιχείο του διακριτού -και ως προς ορισμένες πτυχές της ταξικής πάλης- αναβαθμισμένου ρόλου της διανόησης. Και στον Μαρξ γίνεται λόγος για εξουσία και πειθαρχία. Η διαφορά είναι ότι εδώ ο Λένιν μεταθέτει το κέντρο βά­

130

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

ρους από την ιδεολογική στην οργανωτική υπεροχή, από την ιδεολογική ηγεμόνευση στην οργανωτική κυ­ριαρχία μέσω της «εργοστασιακής» πειθαρχίας.

Στον Λένιν γίνεται λόγος για μετατροττή του κύρους των ιδεών σε κύρος εξουσίας και μάλιστα στο εσωτερι­κό του ίδιου του κόμματος.

Αν τώρα συνδυάσουμε το γεγονός ότι αυτή η μετα­τόπιση έγινε με φόντο μια διαμάχη η οποία στην ουσία ήταν μια διαμάχη μεταξύ διανοουμένων και στην πραγματικότητα μια διαμάχη ανάμεσα σε ελίτ για τη μεγαλύτερη επιρροή στο κόμμα, μπορούμε να υποθέ­σουμε ότι η «εργοστασιακή πειθαρχία» αποτελούσε για τον Λένιν ένα πρόσφορο μέσο επηρεασμού του κόμματος από πραγματικούς επαναστάτες διανοούμε­νους και όχι από τους ρεφορμιστές.

Για τον Λένιν «η διατύπωση του Μάρτωφ [για το πρώτο άρθρο του καταστατικού] [...] θα ωφελήσει κυ­ρίως και σχεδόν αποκλειστικά “τους διανοούμενους που είναι π έρα γ ια π έρ α διαποτισμένοι απ ό τον αστικό ατομικισμό” και δεν θέλουν να μπουν στην οργάνωση» (92, 259). Και «τα μυξοκλάματά του ήταν μυξοκλάμα­τα διανοούμενου που έμεινε μειοψηφία!» (92, 319)

Μήπως λοιπόν η δική του διατύπωση θα ωφελούσε τους εργάτες, διότι οι επαναστάτες διανοούμενοι, δη­λαδή το τμήμα εκείνο της διανόησης που αποτελεί «εξαίρεση μέσα στην τάξη της» (92, 318), θα μπορού­σαν να τους βγάλουν από το βούρκο της αστικής ιδεο­λογίας και μάλιστα με τη βοήθεια της «τρομερής δύνα­μης της συνήθειας» της εργοστασιακής πειθαρχίας; Β ε­βαίως καθήκον του κόμματος στην πορεία ανάπτυξης της επαναστατικής συνείδησης είναι και να μετατρέψει την εργοστασιακή καπιταλιστική πειθαρχία σε συνειδη­τή κομμουνιστική πειθαρχία, παράλληλα με τη μετα­τροπή των ίδιων των εργατών σε διανοούμενους.

131

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

Από αυτή τη σκοπιά ο Λένιν παραμένει πιστός στο ρόλο της διανόησης έτσι όπως τον ανέπτυξε στο Τι θα κάνουμε, αλλά «τώρα πια που γίναμε οργανωμένο κόμμα» φαίνεται να χρησιμοποιεί υπέρ των συμφερό­ντων των εργατών το όπλο της πειθαρχίας που μέχρι τότε ήταν στραμμένο εναντίον τους.

Το ίδιο υποστηρίζει ότι πρέπει να γίνεται και την πε­ρίοδο του σοσιαλισμού όπου, όπως γράφει ο Μπουχά- ριν, και συμφωνεί ο Λένιν «ο προλεταριακός εξαναγκα­σμός σε όλες τις μορφές του, αρχίζοντας από τις εκτελέ­σεις και τελειώνοντας με την υποχρεωτική εργασία, εί­ναι, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται αυτό, μέθοδος δια­μόρφωσης της κομμουνιστικής ανθρωπότητας από το ανθρώπινο υλικό της καπιταλιστικής εποχής» (96, 75).

Αυτό ίσως και να οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γε­γονός ότι ο Λένιν έδρασε κάτω από ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες και στο ιδιαίτερο ρωσικό περιβάλλον που δεν φημιζόταν για τις δημοκρατικές του παραδόσεις (7, 32).

Έτσι όμως το .κόμμα οδηγείται να περπατάει σε τε­ντωμένο σχοινί. Και στο βαθμό που αυτή η σχοινοβα­σία συνεχιστεί και κατά τη διάρκεια μιας μακράς σο­σιαλιστικής μετάβασης και η όποια κομματική καθοδή­γηση, σε αντίθεση με τον Λένιν, έχει την τάση να γείρει διά μακρόν την πλάστιγγα της λεπτής αυτής ισορρο­πίας προς την πλευρά της «εργοστασιακής» πειθαρ­χίας και σε βάρος της κατάκτησης της συνειδητής ηγε­μόνευσης από τη μαρξιστική ιδεολογία, τότε το μέσο κινδυνεύει να μετατραπεί σε αυτοσκοπό με τις κατα­στροφικές συνέπειες της σταλινικής περιόδου. Σε μια τέτοια περίπτωση επιβεβαιώνεται o Che Guevara που προειδοποιούσε: «Ακολουθώντας τη χίμαιρα να πραγ­ματοποιήσουμε το σοσιαλισμό με τη βοήθεια των σά­πιων όπλων που μας κληροδότησε ο καπιταλισμός κιν­δυνεύουμε να οδηγηθούμε σε αδιέξοδα» (35, 92).

132

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

Πολλοί στοχαστές (235, 16 και 25) έχουν επισημάνει ανάμεσα στο «απ’ έξω» του Τι να κάνουμε και στο «ελευθεριάζον» Κ ράτος και Επανάσταση, όπου ο τόνος δίνεται στη λαϊκή αυτενέργεια και στη διαδικασία απο- νέκρωσης του κράτους ως ξέχωρου μηχανισμού. Στην πραγματικότητα πιστεύουμε πως ο Λένιν, και μετά το 1905 και μέχρι το τέλος της ζωής του, ποτέ δεν έπαψε να συνδυάζει τη λαϊκή αυτενέργεια με τον πρωτοπόρο ρόλο του κόμματος και την πειθαρχία ως «αναγκαία βαθμί­δα» (118, τ. 33, 101) στη διαδικασία της απονέκρωσης, και αυτό ισχύει και για το Κράτος και Επανάσταση.

Ταυτόχρονα ο Λένιν σε αυτό το έργο του θέλει να ξεμπερδεύει με εκείνη τη διανόηση η οποία είναι πρό­θυμη «να αναγνωρίσει μόνο “πλατωνικά τις οργανωτι­κές σχέσεις”» (92, 193) και μεταφέρει μέσα στο κόμ­μα όλα τα κατάλοιπα της αστικής της προέλευσης και ψυχολογίας, ακριβώς διότι «δεν έχει προσχωρήσει πέ­ρα για πέρα στην ταξική πάλη του προλεταριάτου [και συνεπώς] δεν έχει αλλάξει το χαρακτήρα της» (92, 318), και η οποία συνεπώς είναι ανίκανη να παίξει ένα καθοδηγητικό ρόλο. Από αυτούς τους ατομιστές δια­νοούμενους που θεωρούν τους εαυτούς τους «διαλε­χτές ψυχές» (90, 353) δεν έχει ανάγκη το κόμμα. Και για να περιγράψει τα χαρακτηριστικά αυτών των δια­νοουμένων, ο Λένιν προσφεύγει και πάλι σε ένα από- σπασμα από ένα άρθρο του Κάουτσκυ του 1903 (92, 318).

Στο άρθρο του αυτό ο Κάουτσκυ στη βάση του επι­πέδου ζωής και των συνθηκών δουλειάς της διανόησης, του γεγονότος ότι τα όπλα της είναι «οι ατομικές της γνώσεις, η προσωπική της ικανότητα και οι ατομικές της πεποιθήσεις» (92, 318) οδηγείται στο συμπέρασμα ότι γι’ αυτή τη διανόηση είναι «η πλήρης ελευθερία εκδήλω­σης της προσωπικότητάς της που της φαίνεται ότι απο-

133

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

τελεί τον πρώτο όρο για μια επιτυχή δράση της» (92, 318). 0 υπεράνθρωπος του Nietzsche ή ο δόκτορας Stokman του Ipsen στο δράμα Εχθρός του λαού αποτελεί υπόδειγμα αυτής της διανόησης, και γι’ αυτό είναι τελεί­ως ακατάλληλη για συμμετοχή στην ταξική πάλη του προλεταριάτου.

Αντίθετα ιδανικά παραδείγματα διανοουμένων ολο­κληρωτικά διαποτισμένων από την προλεταριακή ψυ­χοσύνθεση ήταν o Liebknecht και ο Μαρξ (92, 319). Αυ­τού του τελευταίου τύπου τους διανοούμενους θέλει ο Λένιν στο κόμμα και αυτοί θεωρεί ότι μπορεί να παί­ξουν καθοδηγητικό ρόλο, ακριβώς διότι από τη μια εί­ναι κάτοχοι της θεωρητικής επαναστατικής γνώσης και από την άλλη το κίνητρό τους δεν είναι η ατομική τους ανέλιξη και η προσωπική τους προβολή, αλλά η ανύψω­ση του προλεταριάτου, καθαυτό επαναστατικού υπο­κειμένου, στο επίπεδο της συνειδητοποίησες των δυνα­τοτήτων που του προσφέρει το είναι του.

3.4 Οι αρνητικές συνέπειες του χαμηλού πολιτιστικού επιπβέ δου και της ανεπάρκειας της προλεταριακής διανόησης κατά την προσπάθεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης

Μετά τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης και όσο περνούν τα χρόνια, τον Λένιν τον απασχολεί το ζήτημα της εμφάνισης και της ανάπτυξης της γραφειοκρατίας στο πλαίσιο του νεαρού Σοβιετικού Κράτους (βλέπε αναλυτικότερα, 207).

Αντιμετωπίζει λοιπόν αυτό το πρόβλημα από δυο οπτικές γωνίες. Τη γραφειοκρατία νοούμενη ως από­σπαση των διαχειριστών της εξουσίας από τις λαϊκές μάζες και τη γραφειοκρατία νοούμενη ως χαρτοβασί­λειο και αναποτελεσματικότητα. Και για τις δυο αυτές

134

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

όψεις της σοβιετικής γραφειοκρατίας ο Λένιν θεωρεί ότι μια από τις αιτίες είναι το γενικά χαμηλό πολιτιστι­κό επίπεδο του λαού και η έλλειψη μορφωμένων κομ­μουνιστών. Μάλιστα, για να καλυφθούν τα κενά που προκύπτουν από αυτές τις ελλείψεις, ο Λένιν προτείνει την αξιοποίηση αστών ειδικών, παρά τους κινδύνους που κάτι τέτοιο εγκυμονεί.

Και με αυτό τον έμμεσο λοιπόν τρόπο ή ακριβέστε­ρα επισημαίνοντας την έλλειψη γνώσης ο Λένιν θίγει το ζήτημα του ρόλου της διανόησης -τούτη τη φορά με τη μορφή της αστικής τεχνικής διανόησης- στην οικοδόμη­ση πια του σοσιαλισμού.

Στις σημειώσεις του για την προετοιμασία του Ενδε­κάτου Συνεδρίου του κόμματος, επισημαίνοντας τα επιτεύγματα και τις δυσκολίες από το 1917 έως το 1922, καταλήγει στο ακόλουθο συμπέρασμα: «Η ου­σία: το χάσμα ανάμεσα στο κοσμόιστορικό μεγαλείο των καθηκόντων που μπήκαν και άρχισε η εκπλήρωσή τους και τη φτώχεια την υλική και την πολιτιστική» (105, 414). Και ακόμη γράφει: «Τι λείπει λοιπόν; Ένα ανεβασμένο επίπεδο πολιτισμού από το 99% των στε­λεχών...» (106, 103)

Μάλιστα ο Λένιν παρατηρεί ότι, ακριβώς λόγω αυ­τής της πολιτιστικής υστέρησης παρά τη νίκη της επα­νάστασης, ο καπιταλισμός παρά την ήττα του έχει κα­τορθώσει να επιβάλει τον πολιτισμό του και τούτο διό­τι παρά το ότι αυτός ο πολιτισμός «είναι άθλιος, τιπο­τένιος, ωστόσο βρίσκεται σε καλύτερο επίπεδο από το δικό μας» (107, 327-328).

Αυτό το χαμηλό επίπεδο πολιτισμού, το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, είναι ο βασικός παράγοντας που παρεμποδίζει την εφαρμογή στην πράξη της θεμελια­κής για το σοσιαλισμό αυτοδιεύθυνσης των μαζών.

«Μπορούμε να πολεμήσουμε τη γραφειοκρατία ως

135

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

το τέλος, ως την οριστική συντριβή της, μόνο όταν όλος ο πληθυσμός πάρει μέρος στη διοίκηση. Στις αστικές δημοκρατίες αυτό δεν είναι απλώς ακατόρθωτο: το εμπόδιζε ο ίδιος ο νόμος. Στις καλύτερες αστικές δημο­κρατίες, όσο δημοκρατικές και αν είναι, ο νόμος βάζει χιλιάδες εμπόδια που δεν αφήνουν τους εργαζόμενους να παίρνουν μέρος στη διοίκηση. Εμείς κατορθώσαμε να μην υπάρχουν αυτά τα εμπόδια στη χώρα μας, δεν πετύχαμε όμως ως τώρα να μπορούν οι εργαζόμενες μάζες να παίρνουν μέρος στη διοίκηση - εκτός από το νόμο, υπάρχει και το πολιτιστικό επίπεδο που δεν μπο- ρείς να το υποτάξεις σε κανένα νόμο» (108, 405).

Γι’ αυτό και βασικό καθήκον πρέπει να είναι η γνώ­ση «πρώτο να μαθαίνουμε, δεύτερο να μαθαίνουμε, τρίτο να μαθαίνουμε...» (109, 202). Να όμως που αυτό το καθήκον δεν εκπληρώνεται από τη μια μέρα στην άλλη και «χρειάζονται φυσικά όχι εβδομάδες, αλλά πολλοί μήνες και χρόνια» (99, 193) για να μπορέσει η νέα κοινωνική τάξη να αναδείξει τους δικούς της μορ­φωμένους ανθρώπους, τη δική της διανόηση, ιδ^ιίίτερα σε μια χώρα που «τα στοιχεία των γνώσεων, της μόρ­φωσης, της μάθησης [...] είναι σε αφάνταστο βαθμό λί­γα σε σχέση με όλα τα άλλα κράτη» (110, 391).

Για να καλυφθεί λοιπόν αυτό το κενό της έλλειψης γνώσης και μόρφωσης, για να μπορέσει το νεαρό κρά­τος να αντεπεξέλθει στα καθήκοντά του, χρειάζεται κατά τον Λένιν «να μάθουμε να εκτιμούμε την επιστή­μη, να αποκρούουμε την “κομμουνιστική” έπαρση των ερασιτεχνών και γραφειοκρατών [...] την αυθαιρεσία των αξιωματούχων» (111, 344), χρειάζεται η προσφυγή στους αστούς κατόχους της γνώσης.

«Δεν μπορούμε να κάνουμε χωρίς αστούς ειδικούς. Αυτό πρέπει να το πούμε μια για πάντα. Φυσικά η πλειοψηφία αυτών των ειδικών είναι πέρα για πέρα

136

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

διαποτισμένοι με την αστική κοσμοθεωρία» (112, 165- 166), και γι’ αυτό θα πρέπει να παίρνονται τα ανα­γκαία μέτρα ελέγχου τους και να γίνεται προσπάθεια «τραβήγματος ενός τμήματος αυτών των ειδικών με το μέρος του προλεταριάτου» (97, 254) και «αναγνώρισης του κομμουνισμού [...] α π ό τα δεδομένα της επιστήμης τους» (111, 346-347).

Παρ’ όλα αυτά είναι βέβαιο ότι αυτή η συνεργασία, που σε ένα βαθμό αντιμετωπίζει τη γραφειοκρατία με την έννοια της αναποτελεσματικότητας, μια που «ένας μορφωμένος αστός ειδικός που μελετάει ευσυνείδητα τη δουλεία του [είναι προτιμότερος] από ντουζίνες κομμου­νιστές» (111, 347), γραφειοκρατικοποιεί το επαναστατι­κό κίνημα των μαζών (98, 382), με την έννοια της από­σπασης από αυτό. Γι’ αυτό και απαιτείται από τη μια η αναδιαπαιδαγώγηση αυτής της αστικής «τεχνικής δια­νόησης» για να προβάλλει την ατομιστική και σε ένα βαθμό αντιπρολεταριακή ψυχολογία της, που την κάνει να «εκλαμβάνει το σχέδιο της κοινωνικής ωφελιμότητας σαν αγριότατη παραβίαση των δικαιωμάτων του ελευ­θέρου ατόμου» (96, 70), και από την άλλη η άσκηση ενός εξαναγκασμού επάνω της, όπως άλλωστε απαιτείται και ο συνδυασμός της αυτενέργειας με τον εξαναγκα­σμό και προς το εσωτερικό της εργατικής τάξης (96, 73).

Μάλιστα συχνά είναι αναγκαίο αυτοί οι αστοί της τεχνικής διανόησης να παρακινούνται με υψηλούς μι­σθούς, κάτι που αποτελεί « ένα βήμα προς τα πίσω της σοσιαλιστικής, σοβιετικής, κρατικής εξουσίας μας που από την αρχή ακόμη διακήρυξε και εφάρμοσε πολιτική ελάττωσης των μεγάλων μισθών ως το επίπεδο της αμοιβής του μέσου εργάτη» (99, 36).

Χαμηλό επίπεδο πολιτισμού, έλλειψη επιστημονικών γνώσεων και μικρός αριθμός κομμουνιστών διανοουμέ­νων υποχρεώνουν τον Λένιν να κάνει σημαντικές υπο­

137

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

χωρήσεις όχι ένα αλλά πολλά βήματα πίσω για να καλυ­φθούν αυτά τα κενά. Και αυτό αποτελεί ακόμη μια απόδειξη της τεράστιας σημασίας που ο ίδιος απέδιδε σε αυτούς τους παράγοντες, της σημασίας που απέδιδε στην ενότητα γνώσης και πράξης, θεωρίας και πράξης. Μια ενότητα που παρά τα τεράστια εμπόδια κατόρθω­σε να σφυρηλατήσει και η οποία μετά το θάνατό του υπέστη σοβαρά πλήγματα.

3.5Όταν το αυθόρμητο υπερέχει του υποτιθέμενου συνει­δητού

Ξεκινήσαμε να αναλύουμε τη θέση του Λένιν για το ρό­λο της διανόησης από την επισήμανσή του για την ανε­πάρκεια του αυθόρμητου.

Είναι γνωστό ότι η άποψη αυτή του Λένιν έχει υπο- στεί σοβαρή κριτική η οποία όμως δεν μπορεί να αναλυ­θεί στα όρια τούτης της μελέτης. Παρ’ όλα αυτά θεω­ρούμε ότι είναι απαραίτητο να διατυπώσουμε τη γνώμη μας ότι το αυθόρμητο κίνημα των μαζών, αν και ανε­παρκές, είναι συχνά χίλιες φορές ανώτερο από το υπο­τιθέμενο συνειδητό ή με άλλα λόγια από κομματικές «πρωτοπορίες» οι οποίες, αντί να τραβούν αυτό το κί­νημα προς τα μπρος, το τραβούν προς τα πίσω και το εγκλωβίζουν στην αστική ιδεολογία, όταν δεν επιδιώ­κουν να το σβήσουν εντελώς.

Επίσης θεωρούμε σκόπιμο, έστω και εν συντομία, να τεκμηριώσουμε την άποψη ότι ένας από τους λόγους που σημαντικοί επαναστάτες μαρξιστές υπερεκτίμη­σαν τις δυνατότητες της αυθόρμητης συνείδησης και του αυθόρμητου κινήματος της εργατικής τάξης ήταν ότι είχαν να αντιμετωπίσουν κομματικές ηγεσίες που βρίσκονταν πολύ πίσω από το αυθόρμητο. Αυτό συνέ­

138

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

βη με την Luxemburg και τον «φετιχισμό» από μέρους της του αυθόρμητου κινήματος, αλλά και σε ένα βαθμό με τον Lukács και τη γνωστή από μέρους του αναγωγή του προλεταριάτου «ταυτόχρονα σε αντικείμενο και υποκείμενο της αυτογνωσίας» (77, 12).

Βεβαίως η θέση μας αυτή κάθε άλλο παρά σημαίνει ότι θεωρούμε την υπεράσπιση του αυθορμητισμού ως το αντίδοτο του ρεφορμισμού. Το αντίθετο μάλιστα. Αυτό που υποστηρίζουμε είναι ότι η τυφλή υπεράσπιση του αυθορμητισμού, η υπερεκτίμησή του, αποτελεί πό­ρισμα του ρεφορμισμού.

Στην περίπτωση της Luxemburg είναι γνωστό ότι αυτή ξεκίνησε να διατυπώνει τις απόψεις της σε μια πε­ρίοδο που από τη μια εκδηλώνονταν έντονες οπορτουνι- στικές, ρεφορμιστικές αποκλίσεις στο πλαίσιο της γερ­μανικής σοσιαλδημοκρατίας και από την άλλη ανα­πτύσσονταν μαζικές απεργίες. Οδηγήθηκε έτσι από τη μια σε αυτές τις κινητοποιήσεις να διαβλέπει σπίθες σο­σιαλιστικής συνείδησης και ταυτόχρονα μια δυνατότητα αναχαίτισης του ρεφορμιστικού ρεύματος της σοσιαλ­δημοκρατίας και από την άλλη να υποτιμά το ρόλο του κόμματος (69, 10). Αρχικά λοιπόν έβλεπε μεν με συ­μπάθεια το αυθόρμητο, το «άγιο ένστικτο», αλλά ταυ­τόχρονα υποστήριζε το ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας για να του προσδώσει «σαφείς προσανατολισμούς» και «ορθούς στόχους» (135, 51). Μάλιστα κατά την περίο­δο 1903-1904, ασκώντας κριτική στον Turati που πρό- τεινε στο Συνέδριο της Imola την κατάργηση της Κε­ντρικής Επιτροπής, υποστήριζε -ακολουθώντας ως προς αυτό τη συλλογιστική του Λένιν για το διακριτό ρόλο του κόμματος- ότι «το σβήσιμο κάθε διαχωριστι- κής γραμμής ανάμεσα στην ελίτ των συνειδητών προλε­τάριων και τις ανοργάνωτες λαϊκές μάζες αντιστοιχεί στην κορυφή στην κατάργηση των στεγανών ανάμεσα

139

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

στους “ηγέτες” του κόμματος και το αστικό περιβάλ­λον» (136).

Ακόμη η Luxemburg ποτέ δεν υπέκυψε στον πειρα­σμό να προσκυνά το αυθόρμητο, όπως αποδείχνει η σθεναρή στάση της ενάντια στον «αυθόρμητο» σοβινι­σμό του βερολινέζικου πλήθους το 1914.

Όσο όμως έβλεπε τη συντηρητική στάση της σοσιαλ­δημοκρατικής καθοδήγησης, έτεινε όλο και πιο έντονα να επιμένει στο ρόλο των μαζών και να υποτιμά το ρό­λο του κόμματος. Είναι κάτω από αυτές τις συνθήκες κομματικής καθοδήγησης, «με δεδομένο ποιοι είναι σήμερα οι ηγετικοί μας κύκλοι», που το 1913 στην Ιένα δήλωνε: «0 λόγος ύπαρξης του Σοσιαλδημοκρατικού Συνεδρίου είναι να μάθουμε στην καθοδήγηση αυτά που επιθυμούν οι μάζες» (135, 52). Κάτω από τις ίδιες συνθήκες υποστήριζε ότι «τα λάθη που διαπράττει ένα εργατικό κίνημα πραγματικά επαναστατικό είναι ιστο­ρικά πολύ πιο γόνιμα και πιο πολύτιμα από το αλάθη­το της καλύτερης Κεντρικής Επιτροπής» (135, 48).

Είναι λοιπόν αδύνατο να κατανοήσουμε και σ’ ένα βαθμό να μην δικαιολογήσουμε τη θέση της Luxemburg και την επιφυλακτικότητά της απέναντι σε κάθε μορφή κομματικής οργάνωσης, πόσο μάλλον συγκεντρωτικής, και την υποστήριξη από μέρους της της αυτονομίας των οργανώσεων των σπαρτακιστών, αν δεν λάβουμε υπόψη μας από τη μια ότι εκείνο που είχε στο στόχαστρο ήταν ένα κόμμα το οποίο κατά τα άλλα καλά οργανωμένο, κατ’ εξοχήν κοινοβουλευτικό, χρησίμευε σαν πυροσβέ­στης του λαϊκού κινήματος, έτσι ώστε να αποτρέψει τη σύγκρουσή του με το γερμανικό κατεστημένο, ένα κόμ­μα το οποίο τελικά και συνεργάστηκε με αυτό και πρω­τοστάτησε στη φυσική εξόντωση των κομμουνιστών, και από την άλλη ότι το αυθόρμητο το οποίο υποστήρι­ζε ήταν εκείνο της εργατικής τάξης του Βερολίνου, ένα

140

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

κίνημα με υψηλή πολιτική κουλτούρα, με δεκαετίες πο­λιτικής εμπειρίας και ανεβασμένη πολιτική συνείδηση.

Μήπως όμως και o Lukács, ο οποίος για ένα τουλάχι­στον διάστημα ακολούθησε κατά κάποιο τρόπο την Luxemburg και όχι τον Λένιν, επηρεάστηκε και αυτός από τη ρεφορμιστική πολιτική του Ουγγρικού Κόμμα­τος; Είναι πολύ πιθανό, αν και χρειάζεται σοβαρή έρευ­να για να καταλήξουμε σε ένα τέτοιο συμπέρασμα.

Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι ναι μεν η αυθόρμητη συνείδηση της εργατικής τάξης εί­ναι το «έμβρυο» της επαναστατικής κομμουνιστικής συνείδησης, το οποίο όμως για να αναπτυχθεί χρειάζε­ται κόμματα πραγματικές πρωτοπορίες που να συν­δυάζουν την πράξη με τη γνώση και τη θεωρία και να συνενώνουν στους κόλπους τους την εργατική τάξη με την επαναστατική διανόηση.

141

Κεφάήαιο 4

Gramsci: εργατική αντι-ηγεμονία και οργανικοί διανοούμενοι in c εργαιικηι: lá^qq

4.1 Εισαγωγικά

Η κ α ιν ο τ ο μ ία τ ο υ Gramsci σε σχέση με τους προηγού­μενους στοχαστές, ως προς την αντιμετώπιση του ζητή­ματος της συμβολής της διανόησης στη διαδικασία της χειραφέτησης, απορρέει από την οπτική γωνία από την οποία o Gramsci αντιμετωπίζει το ζήτημα αυτό. Πρό­κειται για την οπτική μιας χώρας στην οποία παρά τις κρίσεις η αστική ιδεολογική ηγεμόνευση παραμένει κυ­ρίαρχη. Και είναι αυτή η διαφορετική οπτική γωνία που τον οδηγεί να μεταθέσει το κέντρο βάρους του από το πεδίο της βίας και του καταναγκασμού σε εκείνο της ιδεολογικής ηγεμόνευσης και της συναίνεσης, από το πεδίο του λιονταριού του Niccolo Machiavelli σε εκείνο της αλεπούς, και συνεπώς να ασχοληθεί πιο συ­στηματικά και με το ρόλο της ιδεολογίας και της δια­νόησης.

Απέναντι στο αυταρχικό καθεστώς της προεπανα­στατικής Ρωσίας που διατηρούνταν στην εξουσία κατ’ εξοχήν με τον κνούτο και όπου δεν υπήρχε μια ανα­

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

πτυγμένη κοινωνία των πολιτών, o Gramsci έχει να κά­νει με τα καθεστώτα μιας δυτικοευρωπαϊκής πραγμα­τικότητας, που ναι μεν προσφεύγουν και στη βία για να διατηρήσουν την εξουσία τους, από την άλλη όμως έχουν την ικανότητα να ξεπερνούν τις κρίσεις τους και δη τις οικονομικές και μάλιστα με τη συναίνεση ευρύ­τερων λαϊκών μαζών, και με μια πολύπλοκη κοινωνία των πολιτών η παρέμβαση της οποίας και πάνω στην οποία παίζει αποφασιστικό ρόλο για την έκβαση του ζητήματος της εξουσίας.

Στη βάση αυτής της πραγματικότητας, που πέρα από ορισμένες ιδιομορφίες δεν ήταν μόνον εκείνη της Ιταλίας, αλλά των αστικών δημοκρατιών της Δύσης γε­νικότερα, οι οποίες μέχρι τότε δεν είχαν αντιμετωπιστεί συστηματικά στο πλαίσιο του μαρξιστικού στοχασμού, o Gramsci αναπτύσσει τους προβληματισμούς του, όσο συστηματικά του επέτρεπαν οι συνθήκες -για ένα με­γάλο διάστημα της φυλάκισής του-, γύρω από μια σει­ρά ζητήματα που μέχρι τότε μόνον αποσπασματικά εί­χαν αντιμετωπιστεί.

Τέτοια είναι: η αστική ιδεολογική ηγεμονία σε ευρύτε­ρες από την αστική τάξη ομάδες, η στρατηγική και η τα­κτική μετάβασης στο σοσιαλισμό σε συνθήκες διαφορετι­κές από εκείνες της Ρωσίας του 1917, η συγκρότηση μιας εργατικής ηγεμονίας ικανής να αντιπαλέψει την αστική, το περιεχόμενο της δικτατορίας του προλεταριάτου κά­τω από τις νέες αυτές συνθήκες της μετάβασης.

«Η συνεχής ενασχόληση του Gramsci με την ηγεμο­νία [η οποία αποτελεί κομβική κατηγορία του προβλη­ματισμού του] προεικονίζει τη στηριγμένη στη συγκα­τάθεση σταθεροποίηση του καπιταλιστικού κράτους στη Δύση, δυο δεκαετίες προτού εμφανιστεί ως ένα διαρκές και γενικό φαινόμενο» (7, 145). Και μόνο αυ­τός ο λόγος αρκεί για να τεκμηριωθεί η σημασία της

143

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

συμβολής του Gramsci στη σύγχρονη επαναστατική διαδικασία της χειραφέτησης.

Στο πλαίσιο αυτού του προβληματισμού εντάσσεται και η από μέρους του συστηματική ενασχόληση με ζητή­ματα του πολιτισμού και της εκπαίδευσης και με τη φύση και το ρόλο των διανοουμένων τόσο εκείνων που συμβάλ­λουν στην αστική ιδεολογική ηγεμόνευση όσο και εκείνων που, μέσα από το κόμμα της εργατικής τάξης, συμβάλ­λουν στη συγκρότηση της εργατικής αντι-ηγεμονίας.

Ταυτόχρονα o Gramsci σε σχέση με τους μεταγενέ- στερούς του δυτικούς μαρξιστές θεωρητικούς έχει την ιδιομορφία να είναι θεωρητικός αλλά και ενεργό κομ­ματικό στέλεχος. Αυτό είχε ως συνέπεια να έχει μια πιο άμεση επαφή με το κίνημα, μια πιο άμεση αντίληψη για την κατάσταση αλλά και για τις δυνατότητες της εργα­τικής τάξης, ενώ χάρη στο ανεξάρτητο πνεύμα του μπο­ρούσε να στοχάζεται ελεύθερα και να μην συμφωνεί άκριτα με τον υπό διαμόρφωση σε κυρίαρχο «σοβιετικό μαρξισμό». Και από αυτή λοιπόν τη σκοπιά της διπλής του ιδιότητας, η οποία άλλωστε αποτέλεσε ένα πρόσθε­το κίνητρο για να ασχοληθεί και ο ίδιος θεωρητικά, πέ­ραν των άλλων, και με τη σχέση της θεωρίας με την ενεργό πολιτική πράξη, η προβληματική του περιέχει, αν μη τι άλλο, ένα εχέγγυο πρωτοτυπίας.

Τέλος, ίσως ακριβώς και λόγω της διπλής του αυτής ιδιότητας, o Gramsci είναι ο τελευταίος σημαντικός δυ­τικός μαρξιστής στοχαστής ο οποίος, ενώ εντόπισε τη συναινετική συγκατάβαση προς την αστική κυριαρχία από μέρους ευρύτερων λαϊκών μαζών, δεν οδηγήθηκε στο να αποκαθηλώσει την εργατική τάξη από το πάν- θεον των επαναστατικών δυνάμεων, κάτι που έσπευ- σαν να κάνουν οι μεταγενέστεροι από αυτόν δυτικοί εξωκομματικοί διανοούμενοι.

Δυστυχώς o Gramsci έφυγε νωρίς, μόλις στα σαράντα

144

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

έξι του χρόνια, ενώ είναι βέβαιο ότι είχε ακόμη πολλά να προσφέρει τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη του επαναστατικού κινήματος. Δυστυχώς επίσης αυτό που δεν κατόρθωσαν οι ταξικοί του εχθροί και o Mussolini, οι οποίοι είχαν βάλει ως στόχο με την καταδίκη του σε φυ­λάκιση «να εμποδίσουν αυτόν τον εγκέφαλο να πάψει να σκέφτεται για είκοσι χρόνια!» (170, 3), όπως δήλωνε κλείνοντας την αγόρευσή του ο γενικός εισαγγελέας κα­τά τη διάρκεια της δίκης του το 1928, το πέτυχε η ηγεσία του ανανήψαντος Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και της πλειονότητας των δυτικών κομμουνιστικών κομ­μάτων, με τη μετά θάνατο δολοφονία του έργου του και την προσπάθεια ανακήρυξής του ως προδρόμου της ρε- φορμιστικοποίησής τους.

Επειδή είναι αδύνατον να γίνει κατανοητός ο ρόλος των διανοουμένων στην όλη συλλογιστική του Gramsci, δίχως προηγουμένως να έχουν αν μη τι άλλο διευκρινι- σθεί μια σειρά έννοιες που χρησιμοποιεί, είμαστε υπο­χρεωμένοι να κάνουμε μια όσο το δυνατόν πιο σύντομη παρέκβαση για να τις διευκρινίσουμε.

4.2 Αστική ηγεμονία, πόλεμος θέσεων και εργατική αντι- ηγεμονία

O Niccolo Machiavelli έκανε λόγο για το δόλο ως απα­ραίτητο μαζί με τη βία προσόν του Ηγεμόνα. O Jean- Jacques Rousseau μιλούσε για τον δόλο των πλουσίων που χρησιμοποιούν το αντίθετό τους, το φτωχό, για να διατηρήσουν την εξουσία. O Gramsci παρατηρώντας το αστικό κράτος να ξεπερνά τις κρίσεις του δίχως να ξε- περνιέται το ίδιο, και μάλιστα με τη συγκατάβαση ευ­ρύτερων λαϊκών μαζών, αναζητά τις αιτίες της διατήρη­σης αυτής της αστικής κυριαρχίας.

145

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

«Στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες η κυ­ρίαρχη τάξη έχει πολιτικές και οργανωτικές εφεδρείες που δεν έχει π.χ. στη Ρωσία. Αυτό σημαίνει ότι και οι πιο σοβαρές οικονομικές κρίσεις δεν έχουν αντίκτυπο στο πολιτικό πεδίο. Η πολιτική βρίσκεται πάντοτε σε καθυστέρηση σε σύγκριση με την οικονομία. 0 κρατι­κός μηχανισμός είναι πολύ πιο ανθεκτικός απ’ όσο συ­χνά μπορεί να πιστεύουμε και κατορθώνει στις περιό­δους κρίσης να οργανώνει δυνάμεις πιστές στο καθε­στώς περισσότερο απ’ όσο το βάθος της κρίσης μας επέτρεπε να υποθέσουμε» (172, 60). Κάτω από αυτές τις συνθήκες «η δράση των μαζών γίνεται βραδύτερη και πιο επιφυλακτική» απ’ ό,τι στη Ρωσία (232, 90).

Για τον Gramsci λοιπόν, όπως άλλωστε και για τους κλασικούς του μαρξισμού, οι οικονομικές κρίσεις δεν αρκούν από μόνες τους για να ανατραπεί ο καπιταλι­σμός. Μάλιστα σε μια περίφημη αποστροφή του το 1918, αναφερόμενος στην επανάσταση του 1917, κάνει λόγο για «επανάσταση ενάντια στο Κεφάλαιο του Μαρξ» (172, 161) θέλοντας να δείξει με αυτό το οξύ­μωρο σχήμα λόγου ότι η ρωσική επανάσταση ανέτρεψε την αντίληψη ότι η οικονομία είναι εκείνη που καθορίζει από μόνη της την κοινωνική εξέλιξη, πόσο μάλλον μια κοινωνική ανατροπή, κάτι βεβαίως που δεν υποστηρι­ζόταν στο Κεφάλαιο, αλλά προέκυπτε από μια οικονο- μίστικη, ρεφορμιστική ανάγνωσή του την οποία ο Gramsci θέλει να καταδικάσει.

Αν όμως ο καπιταλισμός δεν πέφτει σαν ώριμο φρού­το χάρη στις οικονομικές του κρίσεις, αρκεί μήπως μό­νον η βία για να τον διασώσει; Η απάντηση του Gramsci είναι αρνητική. Πέρα από τη βία, η αστική τάξη διατη­ρεί την εξουσία της και χάρη στην ηγεμονία που διαθέ­τει.

Σε τι συνίσταται αυτή η ηγεμονία; Η έννοια της ηγε-

146

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

μονιάς πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τους κλασικούς του μαρξισμού ως στοιχείο που θεμελιώνει την αστική κρατική κυριαρχία μ’ έναν ιδιαίτερο πολιτικό χαρακτή­ρα και υπό την έννοια ότι η κάθε κυρίαρχη τάξη, για να κατακτήσει και να διατηρήσει την πολιτική εξουσία, χρειάζεται να εμφανίζεται ως εκπρόσωπος των συμφε­ρόντων όλης της κοινωνίας προκειμένου να εξασφαλί­σει έτσι τη συναίνεση ευρύτερων στρωμάτων. Επίσης, όπως αναφέρθηκε στα προηγούμενα κεφάλαια, η ηγε­μονία νοείται και ως ιδεολογική υπεροχή της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας.

Τέλος η έννοια της ηγεμονίας χρησιμοποιήθηκε από τον Πλεχάνωφ για να υποδηλώσει τη συμμαχία της ερ­γατικής τάξης με τα φιλελεύθερα στοιχεία της αστικής τάξης ενάντια στην απολυταρχία στο πλαίσιο της αστι- κοδημοκρατικής επανάστασης και στη συνέχεια χρησι- μοποιήθηκε από τον Αένιν στο Τι να χάνουμε, όπου υποστήριξε ότι το προλεταριάτο θα έπρεπε να ηγεμο­νεύει στον αγώνα όλου του λαού για «μια δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς» (6, 16-17).

Στον Gramsci υπάρχουν διάφορες χρήσεις της έννοιας της ηγεμονίας, άλλοτε συμπληρωματικές κι άλλοτε αντι­φατικές, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν είτε σε μια σύγ­χυση της κυριαρχίας με την ηγεμονία είτε σε ένα μεθο­δολογικό διαχωρισμό τους (βλέπε αναλυτικότερα, 6). Δί­χως να υπεισέλθουμε σε μια εκτενέστερη κριτική αυτών των διαφορετικών επιμέρους χρήσεων, ας μας επιτραπεί μέσα απ’ όλες αυτές να αναδείξουμε εκείνο που κατά τη γνώμη μας αποτελεί το καταστάλαγμα της γκραμσιανής συλλογιστικής.

Είτε λοιπόν η ηγεμονία θεωρείται κάτι που αντιστοι­χεί στην κοινωνία των πολιτών σε αντίθεση με την «άμεση κυριαρχία που αντιστοιχεί στο κράτος» (6, 25),

147

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

είτε θεωρείται «κυριαρχία μέσω μόνιμα οργανωμένης συναίνεσης» (6, 80) είτε ακόμη συναίνεση και κατανα­γκασμός ταυτόχρονα, σε κάθε περίπτωση η έμφαση δί­νεται στη συναίνεση, η οποία από τη σκοπιά της αστι­κής τάξης εκλαμβάνεται ως μια ιδεολογική πρωτοκα­θεδρία αυτής της τάξης στο πλαίσιο των συμμαχιών της και κατ’ επέκταση στο σύνολο της κοινωνίας.

Έτσι λοιπόν η αστική τάξη ηγεμονεύει ένα τμήμα των μικρομεσαίων στρωμάτων, της αγροτιάς, την ερ­γατική αριστοκρατία, και τέλος ένα τμήμα της διανόη­σης το οποίο μάλιστα, όπως θα δούμε στη συνέχεια, της είναι απαραίτητο ακριβώς για να θεμελιώσει αυτή την ενδοσυμμαχική της ηγεμονία και στη βάση αυτής να θεμελιώσει και την παγκοινωνική της ηγεμονία.

«Μια κοινωνική ομάδα είναι κυρίαρχη απέναντι στις εχθρικές ομάδες τις οποίες επιδιώκει να “διαλύσει” ή να υποτάξει με την ένοπλη βία, και είναι διευθύνουσα [ηγεμονεύουσα] σε συναφείς και συμμαχικές ομάδες. Μια κοινωνική ομάδα μπορεί και στην πραγματικότη­τα πρέπει να είναι διευθύνουσα πριν κατακτήσει την κυβερνητική εξουσία (αυτός είναι ένας από τους βασι­κούς όρους για την ίδια την κατάχτηση της εξουσίας), ύστερα, όταν ασκεί την εξουσία και την κρατά σταθε­ρά στα χέρια της, γίνεται κυρίαρχη αλλά συνεχίζει επί­σης να είναι “διευθύνουσα” (6, 52). Στη βάση αυτής της ηγεμονίας διαμορφώνεται από την ηγεμονεύουσα αστική τάξη ένα μπλοκ εξουσίας στο επίπεδο της κοι­νωνίας των πολιτών, η οποία «έχει αποκτήσει μια πολύ πολύπλοκη διάρθρωση που αντέχει στις καταστροφι­κές “επιδρομές” του άμεσου οικονομικού στοιχείου (κρίσεις, υφέσεις κ.λπ.) (55, τ. 3, 234), μιας κοινωνίας πολύ πιο ανεπτυγμένης απ’ ό,τι στη Ρωσία. Και αυτό το μπλοκ αποτελεί έναν από τους θεμελιακούς πυλώ­νες της αστικής εξουσίας. Αυτό καθιστά την επανά-

148

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

στάση στην Ευρώπη πιο δύσκολη και ταυτόχρονα απαιτεί «στρατηγική και τακτική ολότελα πιο σύνθετες και μακροπρόθεσμες από εκείνες που χρειάζονταν οι μπολσεβίκοι» (232, 90).

0 Gramsci στην πραγματικότητα επιβεβαιώνει την πρόβλεψη του Λένιν: «... θα ήταν η μεγαλύτερη αυτα­πάτη και το μεγαλύτερο λάθος να ξεχνάμε ότι η ρώσικη επανάσταση ήταν εύκολο να αρχίσει [“τόσο όσο να ση­κώσεις ένα φτερό”] (71, 73) και είναι δύσκολο να κάνει τα επόμενα βήματα. Αυτό ήταν αναπόφευκτο να γίνει έτσι γιατί μας έλαχε να αρχίσουμε από το πιο σάπιο, το πιο καθυστερημένο πολιτικό καθεστώς. Η επανάσταση στην Ευρώπη θα χρειαστεί να αρχίσει από την αστική τάξη, θα έχει να κάνει μ’ έναν εχθρό απίστευτα πιο σο­βαρό, σε συνθήκες ασύγκριτα πιο σκληρές. Για την επα­νάσταση στην Ευρώπη θα είναι ασύγκριτα πιο δύσκολο να αρχίσει. Βλέπουμε πως είναι ασύγκριτα πιο δύσκολο να ανοίξει το πρώτο ρήγμα στο καθεστώς που την κα­ταπιέζει. Θα της είναι πιο εύκολο να μπει στο δεύτερο και στο τρίτο στάδιο της επανάστασής της» (114, 97).

Κάτω λοιπόν από αυτές τις διαφορετικές συνθήκες επιβάλλεται να ακολουθηθεί μια διαφορετική πολιτική τακτική. Αυτή είναι ο «πόλεμος θέσεων» που έρχεται να αντικαταστήσει τον «πόλεμο κινήσεων», δηλαδή την άμεση μετωπική σύγκρουση για την κατάληψη της εξου­σίας.

Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί o Costanzo Preve, «η προτίμηση προς τον πόλεμο θέσεων και όχι στον πό­λεμο κινήσεων στηρίζεται στην υπόθεση ότι στις σύνθε­τες δυτικές κοινωνίες υπάρχουν πολλαπλά χαρακώμα­τα και οχυρώματα προς κατάληψη στο επίπεδο της ίδιας της κοινωνίας των πολιτών, τα οποία αντιπροσω­πεύουν, περισσότερο από το κράτος, το δομικό στοι­χείο ισχύος του καπιταλισμού και της διατήρησής του.

149

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

Εκεί που στην Ανατολή υπάρχει κυρίως καταναγκα­σμός, στη Δύση υπάρχει κυρίως συναίνεση· έτσι, ενώ στην Ανατολή προσιδιάζει ίσως ο πόλεμος κινήσεων, στη Δύση είναι περισσότερο ρεαλιστικό να δουλεύουμε για τη νίκη μέσω ενός φθοροποιού αλλά αναπόφευκτου πολέμου θέσεων» (202, 151).

Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής η επανάσταση δεν αντιμετωπίζεται μόνον και κατά προτεραιότητα ως πολιτικο-κρατική, αλλά και ως κοινωνικο-μορφωτική.

Επιβάλλεται να παρατηρήσουμε εδώ, αν μη τι άλλο, ως ελάχιστη συμβολή στη διάσωση του αντιρεφορμι- στικού πνεύματος του Gramsci, ότι ένα από τα «αστικά χαρακώματα» αποτελούσε γι’ αυτόν ο ρεφορμισμός, «η ρεφορμιστική, πασιφιστική τάση, δηλαδή η επίδρα­ση της αστικής τάξης στο προλεταριάτο που εντεινό- ταν όλο και περισσότερο» και που οδηγούσε την εργα­τική τάξη σε μορφές πάλης «που δεν διαφοροποιού­νταν σε τίποτα από την αστική δημοκρατία» (56, 64). Ακόμη «Ιδεολογικό Βατερλό» αποκαλούσε o Gramsci τον οικονομισμό των συνδικάτων και κυρίως των αρι­στερών κομμάτων, που αποτελεί τη βάση αυτής της ρε­φορμιστικής πολιτικής τους (137, 6).

Μέσω λοιπόν αυτού του μακροπρόθεσμου, αλλά και αντιρεφορμιστικού επαναστατικού «πολέμου θέσεων», o Gramsci επιδιώκει να επιτευχθεί η ανατροπή του κυ­ρίαρχου ιστορικού μπλοκ. Και ως αντίβαρο, ως αντίπαλο δέος σε αυτό το μπλοκ και την αστική ηγεμονία που το στηρίζει, o Gramsci προτείνει μια εργατική αντι-ηγεμο- νία στη βάση της οποίας θα συγκροτηθεί ένα νέο μπλοκ, μια νέα συμμαχία με πρωτοπόρα την εργατική τάξη.

Αυτό λοιπόν που χρειάζεται, κατά τον Gramsci, είναι μια επίμονη και επίπονη πάλη απέναντι σ’ ένα περί­πλοκο και ισχυρό κρατικό μηχανισμό και μια αντίστοι­χα αναπτυγμένη κοινωνία των πολιτών. Η εργατική τά­

150

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

ξη θα πρέπει να επιδιώξει να κατακτήσει την ηγεμονία στο επίπεδο της κοινωνίας των πολιτών στο πλαίσιο των συμμαχιών της, και έτσι στη συνέχεια να έχει την ικανότητα να κατακτήσει και την πολιτική εξουσία.

«Οι κομμουνιστές του Τορίνο έθεσαν συγκεκριμένα το ζήτημα της “ηγεμονίας του προλεταριάτου”, δηλαδή της κοινωνικής βάσης της δικτατορίας του προλεταριά­του και του εργατικού κράτους. Το προλεταριάτο μπο­ρεί να γίνει η ηγεμονική και κυρίαρχη τάξη στο βαθμό που κατορθώνει να διαμορφώσει ένα σύστημα ταξικών συμμαχιών που να του επιτρέπουν να κινητοποιήσει ενάντια στον καπιταλισμό και το αστικό κράτος την πλειοψηφία του εργαζόμενου πληθυσμού» (137, 138).

Σε τελευταία ανάλυση εκείνο που επιδιώκει o Gram­sci είναι, απέναντι στη μερικότητα της αστικής τάξης και τη δόλια από μέρους της απόσπαση της λαϊκής συ­ναίνεσης, η εργατική τάξη, υπερβαίνοντας τα στενά συ­ντεχνιακά συμφέροντά της, να αναδείξει τον καθολικό χαρακτήρα της και να αποσπάσει έτσι μια ευρύτερη συ­ναίνεση η οποία αυτή τη φορά θα αντιστοιχεί στα πραγ­ματικά συμφέροντα των τάξεων και ομάδων που θα συμμαχήσουν μαζί της. Για τον Gramsci δεν αρκούν οι οικονομικές κρίσεις ή οι οικονομικοί αγώνες της εργατι­κής τάξης, ούτε είναι πρόσφορη για τα δεδομένα της Δύσης μια άμεση μετωπική επίθεση κατά του Κράτους για να ανατραπεί ο καπιταλισμός· αντίθετα χρειάζεται ένας συνεχής πόλεμος φθοράς στον τομέα της ιδεολο­γίας και του πολιτισμού και στον τομέα των αξιών και μάλιστα στο πεδίο της κοινωνίας των πολιτών.

Με την κατάκτηση της εξουσίας από το νέο μπλοκ εξουσίας υπό την ηγεμονία της εργατικής τάξης ο Gramsci αντιμετωπίζει τη δικτατορία του προλεταριά­του ως μορφή καταναγκασμού απέναντι στους ταξι­κούς εχθρούς της, όμως στο βαθμό που η εργατική τά­

151

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

ξη έχει κατορθώσει πριν από την κατάκτηση της εξου­σίας να ηγεμονεύει τους συμμάχους της ή με άλλα λό­για να γίνεται αποδεκτή συναινετικά από αυτούς ως καθολική τάξη και εκφραστής των συμφερόντων όλης της κοινωνίας, όταν έλθει στην εξουσία απέναντι του­λάχιστον σε αυτούς τους συμμάχους της δεν θα έχει κανένα λόγο να λειτουργεί καταναγκαστικά, πέρα προφανώς από το πεδίο της τήρησης των κανόνων του ίσου αστικού δικαίου που θα ισχύουν και για την εργα­τική τάξη στην πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινω­νίας -ίση αμοιβή για ίση εργασία- οπότε και το σκέλος του καταναγκασμού υποχωρεί υπέρ του σκέλους της ηγεμονίας.

Το αν στη συλλογιστική του Gramsci αυτή η ηγεμονία μπορεί να κατακτηθεί πριν από την ανατροπή του καπι­ταλισμού έχει γίνει αντικείμενο έντονων αντιπαραθέσεων. Για παράδειγμα, ο Νίκος Πουλαντζάς υποστήριζε ότι κα­τά τον Gramsci η εργατική τάξη μπορεί να επιβάλλει την κοσμοαντίληψή της στο σύνολο της κοινωνίας προτού πά­ρει στα χέρια της την πολιτική εξουσία (201, 35).

Στην πραγματικότητα αυτές οι απόψεις, όπως και οι αντίθετές τους, ότι δηλαδή για τον Gramsci δεν τίθεται θέμα ηγεμόνευσης στο σύνολο της κοινωνίας πριν από την κατάληψη της εξουσίας, προέρχονται από διαφορε­τικές ως προς την ερμηνείας διαφορετικές ως προς την έκτασή τους θεωρήσεις της γκραμσιανής ηγεμονίας. Αν η ηγεμονία αντιμετωπιστεί στο πλαίσιο των συμμαχιών της εργατικής τάξης, τότε πράγματι αυτή μπορεί να επιτευχθεί και πριν από την κατάληψη της εξουσίας· αν όμως αντιμετωπιστεί στο επίπεδο ολόκληρης της κοι­νωνίας, τότε είναι αδύνατον αυτή να επιτευχθεί πριν από την επαναστατική ανατροπή της αστικής τάξης. Σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση απόψεις όπως του ύστερου Luden Séve, που εκπορεύονται δήθεν από τον Gramsci

152

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

και κάνουν λόγο για δυνατότητα κατάκτησης της «ηγε­μονίας στο συνολικό επίπεδο των πολιτικών δραστηριο­τήτων» πριν από την κατάκτηση της πολιτικής εξου­σίας, (214, 47) οδηγουν σε τελευταία ανάλυση στην άρ­νηση της αναγκαιότητας του ριζοσπαστικού επαναστα­τικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, στον οποίο στό­χευε ο ίδιος o Gramsci, οδηγούν σε μια ρεφορμιστική «ειρηνική συνύπαρξη» με την αστική τάξη και όχι σε ένα επαναστατικό «πόλεμο» μαζί της. Εξάλλου ακόμη και αν πίσω από τέτοιες διατυπώσεις υποβόσκει μια αναλογία ανάμεσα στη μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό και τη μετάβαση από τον καπιταλι­σμό στο σοσιαλισμό, αυτή η αναλογία είναι παντελώς άστοχη διότι στην πρώτη περίπτωση η αστική τάξη ήταν ήδη σε μεγάλο βαθμό οικονομικά κυρίαρχη προτού γίνει και ιδεολογικά κυρίαρχη, κάτι που είναι αδύνατον να συμβεί αν προηγουμένως η εργατική τάξη δεν κατα­κτήσει την πολιτική εξουσία και δεν καταργήσει την ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής.

Αλλά ας κλείσουμε εδώ τη διευκρινιστική μας παρέ­κβαση και ας έλθουμε στο ρόλο της διανόησης στο πλαίσιο της γκραμσιανής ηγεμονίας, ένα ρόλο που εντάσσεται σε μια γενικότερη θεώρηση της σχέσης θε­ωρίας, φιλοσοφίας και πράξης που o Gramsci προσδιο­ρίζει ως «φιλοσοφία της πράξης».

4.3 Φιλοσοφία της πράξης

Η χρησιμοποίηση της έννοιας της «φιλοσοφίας της πράξης» από τον Gramsci ερμηνεύεται από πολλούς μελετητές από το γεγονός ότι γράφοντας μέσα στη φυ­λακή δεν του ήταν δυνατόν να εκφράσει απολύτως ελεύθερα τις απόψεις του, και έτσι σε ορισμένες περι­

153

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

πτώσεις, αντί να κάνει λόγο για μαρξισμό ή έστω για ιστορικό υλισμό, επέλεξε να χρησιμοποιεί εναλλακτικά τον όρο «φιλοσοφία της πράξης». Όμως και έτσι να έχουν τα πράγματα η εναλλακτική αυτή επιλογή δεν μπορεί να θεωρηθεί συμπτωματική. 0 όρος «φιλοσο­φία της πράξης» επελέγη από τον Gramsci για να αντι­καταστήσει το μαρξισμό διότι, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο που του προσδίδει, ανταποκρινόταν με τον καλύτερο τρόπο στην ουσία της μαρξικής φιλοσο­φίας, και ακριβέστερα στη νέα σχέση που αυτή εισάγει ανάμεσα στη φιλοσοφία και την πράξη.

Μια πρώτη γεύση της θέσης του Gramsci για τη σχέ­ση της φιλοσοφίας με την πράξη, μας προσφέρει η ερ­μηνεία του Machiavelli, στον οποίο οι αναφορές του εί­ναι συχνές. Για τον Gramsci η ανάλυση του Machiavelli για την πολιτική δεν αποσκοπούσε μόνο στο να αποτε- λέσει έναν οδηγό κατάληψης και άσκησης της εξουσίας για επίδοξους Ηγεμόνες, αλλά μάλλον μια ερμηνεία, μια αποκάλυψη στο λαό των μηχανισμών της εξουσίας (54, 256 κ.ε.). Αν λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα η ερ­μηνεία αυτή του Machiavelli αποκάλυπτε με τον πλέον σαφή τρόπο ότι η πολιτική είναι ένας συνδυασμός, μια ενότητα πονηριάς και δύναμης, ιδεολογικής ηγεμόνευ­σης και καταναγκασμού, γνώσης και πράξης (170, 9).

Με μεγαλύτερη ακόμη σαφήνεια η υιοθέτηση αυτής της ενότητας από τον Gramsci απορρέει από τον εντο- πισμό της πηγής της 11ης θέσης του Μαρξ για τον Feuerbach στον Hegel. Ασχετα με το αν αυτή η διαπί­στωση ισχύει ή όχι, εκείνο που έχει σημασία είναι ότι μέσα από αυτή διαφαίνεται η θέση του ίδιου του Gramsci για τη σχέση φιλοσοφίας και πράξης.

Κατά τον Gramsci λοιπόν, o Hegel στα Μ αθήματα της φιλοσοφίας της ιστορίας «εξηγεί πως η αρχή της τυ­πικής, της αφηρημένης ελευθερίας», κατά την οποία «η

154

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

απλή ενότητα της αυτοσυνείδησης, το Εγώ, είναι η ελευθερία, η εντελώς ανεξάρτητη και η πηγή όλων των οικουμενικών καθορισμών», «παραμένει στους Γερμα­νούς μια ήρεμη θεωρία, ενώ αντίθετα οι Γάλλοι θέλησαν να την υλοποιήσουν πρακτικά» (54, 203, σημ. 52). Αυτό το απόσπασμα του Hegel θεωρείται από τον Gramsci πολύ σημαντικό ως «πηγή» της σκέψης των Θέσεων για τον Feuerbach κατά τις οποίες «οι φιλόσοφοι μονάχα εξηγούσαν με διάφορους τρόπους τον κόσμο, το ζήτημα είναι όμως να τον αλλάξουμε»· με άλλα λόγια η φιλοσο­φία θα πρέπει να γίνει πολιτική, για να γίνει αληθινή, για να συνεχίσει να είναι φιλοσοφία. Η «ήρεμη θεωρία» θα πρέπει να «υλοποιηθεί στην πράξη», θα πρέπει να γίνει «υλοποιημένη πραγματικότητα». Το ίδιο απόσπα­σμα φαίνεται επίσης πολύ πιο σημαντικό ως «πηγή» της διαπίστωσης του Ένγκελς ότι νόμιμος κληρονόμος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας είναι ο γερμανικός λαός [στο κείμενο του Ένγκελς αναφέρεται το γερμανι­κό εργατικό κίνημα], και τέλος [αυτό το απόσπασμα μπορεί να θεωρηθεί] στοιχείο της θεωρίας της ενότητας της θεωρίας και της πράξης (54, 203).

Η διατύπωση του Ένγκελς ότι το γερμανικό εργατι­κό κίνημα αποτελεί τον κληρονόμο της γερμανικής κλα­σικής φιλοσοφίας δεν μπορεί να ερμηνευθεί παρά υπό την έννοια ότι ο «κληρονόμος» συνεχίζει αυτό που προηγήθηκε, αλλά τον συνεχίζει «πρακτικά», διότι συ- νήγαγε από τη θεωρητική φιλοσοφία μια ενεργητική θέληση, μια θέληση μετασχηματισμού του κόσμου και σε αυτή την πρακτική δραστηριότητα περιέχεται επί­σης και η «πραγματική και όχι σχολαστική γνώση», η πραγματική φιλοσοφία (54, 108).

Έτσι για τον Gramsci η φιλοσοφία της πράξης τοπο­θετείται πριν απ’ όλα ενάντια στο «βυζαντινισμό» ή «σχολαστικισμό», «την εκφυλιστική τάση να εξετάζο­

155

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

νται τα λεγάμενα θεωρητικά ζητήματα σαν να είχαν μια αξία καθαυτά ανεξάρτητα από οποιαδήποτε καθορι­σμένη πρακτική» (57, 32).

Στο δέκατο από τα τετράδια της φυλακής o Gramsci διευκρινίζει ακόμη παραπέρα το περιεχόμενο της φιλο­σοφίας της πράξης.

Διαφωνώντας με τον Croce, ο οποίος υποστήριζε ότι ο Μαρξ με τις Θέσεις για τον Feuerbach αντικαθιστά το «φιλοσοφείν» με την «πρακτική δράση», παρατηρεί ότι σε αυτές τις θέσεις «ενυπάρχει η διεκδίκηση απέναντι στη φιλοσοφία τη “σχολαστική”, την καθαρά θεωρητική ή θεωρησιακή, μια φιλοσοφία που παράγει μια προσι- διάζουσα σε αυτήν ηθική, μια θέληση υλοποίησης με την οποία σε τελευταία ανάλυση ταυτίζεται» (54, 107).

Για τον Gramsci, η 11η θέση για τον Feuerbach, την οποία προαναφέραμε, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως απόρριψη κάθε φιλοσοφίας, «αλλά μόνο ως αποστρο­φή απέναντι στην παπαγαλία των φιλοσόφων και ως ενεργητική διαβεβαίωση μιας ενότητας της θεωρίας με την πράξη» (54, 107-108).

Από αυτή τη σκοπιά είναι αξιοσημείωτος ο χαρα­κτηρισμός από τον Gramsci ως «φιλοσοφικού γεγονό­τος» της συμβολής του Λένιν στην υπόθεση της ηγεμο­νίας του προλεταριάτου.

«Απ’ αυτή την άποψη οΊλιτς προώθησε το μαρξισμό όχι μόνο στην πολιτική θεωρία και στην οικονομία, αλ­λά στη φιλοσοφία (δηλαδή προωθώντας την πολιτική θεωρία, προώθησε επίσης τη φιλοσοφία)» (172, 438). Και ακόμη: «Η πραγματοποίηση ενός μηχανισμού ηγε­μονίας, εφόσον δημιουργεί ένα νέο ιδεολογικό πεδίο, προκαλεί μια αναμόρφωση των συνειδήσεων και μεθό­δων γνώσης, είναι ένα γνωστικό γεγονός, ένα φιλοσο­φικό γεγονός» (172, 439).

Ακόμη και σε συνδυασμό με τα παραπάνω και σε

156

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

αντίθεση με μια οικονομίστικη ανάγνωση του περίφη­μου αποσπάσματος του Προλόγου της Κριτικής της Πο­λιτικής Οικονομίας του Μαρξ, όπου αυτός κάνει λόγο από τη μια για το ότι «δεν είναι η συνείδηση των αν­θρώπων που καθορίζει το είναι τους- είναι αντίθετα το κοινωνικό τους είναι που καθορίζει τη συνείδηση τους» και από την άλλη «για τις ιδεολογικές μορφές κάτω από τις οποίες οι άνθρωποι συνειδητοποιούν» τη σύ­γκρουση παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παρα­γωγής, o Gramsci υποστηρίζει ότι τα ιδεολογικά εποι­κοδομήματα δεν αποτελούν απλώς μια αντανάκλαση της οικονομικής «βάσης», αλλά παίζουν με τη σειρά τους ένα ενεργό ρόλο στη διαμόρφωσή της. Διαφορετι­κά «ο ιστορικός υλισμός εκφυλίζεται σε ιστορικό οικο- νομισμό και χάνει μεγάλο μέρος από την πολιτιστική του επεκτατικότητα ανάμεσα στους έξυπνους ανθρώ­πους» (172, 437).

Συνεπώς για τον Gramsci η επαναστατική θεωρία, ο μαρξισμός, παίζει ένα ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση της συνείδησης των μαζών, μπορεί να προκαλέσει «μια αναμόρφωση των συνειδήσεων».

Τέλος τη χεγκελιανή μετατροπή της φιλοσοφίας σε ιστορία της φιλοσοφίας o Gramsci την ερμηνεύει στο πλαίσιο της φιλοσοφίας της πράξης υπό την έννοια ότι τα ζητήματα που αντιμετωπίζει η φιλοσοφία προέρχο­νται από την πραγματική ιστορία, από τις αλλαγές των κοινωνικών σχέσεων. Έτσι για τον Gramsci ο υλι­σμός του 18ου αιώνα ανακαλύπτει τη ζωή της Γαλλίας εκείνης της εποχής, τη στραμμένη προς το άμεσο πα­ρόν, την άνεση και τον ωφελιμισμό, η φιλοσοφία του Hegel το Πρωσικό κράτος, εκείνη του Feuerbach τα ιδεώδη της μοντέρνας ζωής στα οποία η γερμανική ζωή δεν είχε ακόμη ανυψωθεί, εκείνη του Stirner εκ­φράζει την εμπορευματική ψυχή κ.ο.κ και ως εκ τού­

157

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

του η φιλοσοφία της πράξης μελετάει από τη φιλοσο­φία αυτό ακριβώς που δεν είναι «φιλοσοφικό», δηλα­δή «τις πρακτικές τάσεις και τις κοινωνικές και ταξι­κές συνέπειες που οι φιλόσοφοι αντιπροσωπεύουν» εκφράζοντας βεβαίως με θεωρητική μορφή τις αυθόρ­μητες μορφές των πρακτικών φορέων της ιστορικής εξέλιξης (54, 111).

Εξέχον παράδειγμα εφαρμογής της φιλοσοφίας της πράξης αποτελούσε για τον Gramsci το κίνημα των ερ­γοστασιακών συμβουλίων του Τορίνου που κατευθύνο- νταν από την επιθεώρηση «Ordine Nuovo» (Νέα Τά­ξη), επικεφαλής της οποίας ήταν ο ίδιος με μια ομάδα Ιταλών μαρξιστών.

Το κίνημα αυτό κατηγορήθηκε ότι ήταν ταυτόχρονα υπέρ του «αυθορμητισμού» και του «βολονταρισμού» και μπερκσονικό. Και ακριβώς η διπλή αυτή κατηγορία απο­τελούσε για τον Gramsci την καλύτερη απόδειξη ότι αυτό εφάρμοσε σωστά τη φιλοσοφία της πράξης, την καλύτερη απόδειξη «της γονιμότητας και της ορθότητας της κατεύ­θυνσης που του δόθηκε». Στο κίνημα αυτό «το στοιχείο του “αυθορμητισμού" δεν παραλείφθηκε και ακόμη λιγό- τερο δεν υποτιμήθηκε: διαπλάστηκε, διευθύνθηκε (η υπο­γράμμιση δική μας), αποκαθαρίστηκε απ’ οτιδήποτε εξω­τερικό μπόρεσε να το μολύνει, για να γίνει ομοιογενές, αλ­λά κατά τρόπο ζωντανό και ιστορικά αποτελεσματικό, με τη σύγχρονη θεωρία (η υπογράμμιση δική μας). Οι ίδιοι οι διευθύνοντες μίλαγαν για “αυθορμητισμό” του κινήματος. Και σωστά έκαναν και μίλαγαν γι’ αυτό: Αυτή η κατάφα­ση ήταν κάτι το διεγερτικό, το ενεργητικό, ένα στοιχείο ενοποίησης σε βάθος [...]Έδινε στη μάζα μια “θεωρητική” συνείδηση (η υπογράμμιση δική μας) δημιουργό ιστορικών και θεσμικών αξιών, μια συνείδηση θεμελιώτρια κρατών. Αυτή η ενότητα του “ αυθόρμητου ’’ και της “ συνειδητής δι­

158

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

εύθυνσης" (η υπογράμμιση δική μας), δηλαδή της πειθαρ­χίας, είναι ακριβώς η πραγματική πολιτική πράξη των κα­τώτερων τάξεων στο βαθμό που είναι πολιτική της μάζας και όχι απλή περιπέτεια ομάδων που επικαλούνται τη μά­ζα» (57/27, 28).

«Παρουσιάζεται εδώ ένα θεμελιώδες θεωρητικό ζήτη­μα: Η σύγχρονη θεωρία μπορεί να βρίσκεται σε αντίθεση με τα “αυθόρμητα” αισθήματα των μαζών; (“αυθόρμη­τα ” με την έννοια ότι όχι μόνο οφείλονται σε μια συστη­ματική διαπαιδαγωγητική δραστηριότητα απ ό μέρους μιας διευθύνουσας ομ άδας ήδη συνειδητής (η υπογράμμι­ση δική μας), αλλά διαμορφωμένων μέσα από την καθη­μερινή εμπειρία που φωτίζεται από την “κοινή λογική” [...] Ανάμεσά τους υπάρχει “ποσοτική” διαφορά, διαφο­ρά βαθμού, όχι ποιότητας...» (57/28).

«Μόνο η φιλοσοφία της πράξης είναι μια φιλοσοφία που μπορεί να ενοποιήσει σαφώς και να οδηγήσει σε ανώ­τερο επίπεδο την κοσμοαντίληψη των απλών ανθρώπων» (59, 86 υποσημ. 70).

Για τον Gramsci λοιπόν η ενότητα της θεωρίας με την πράξη, η ενότητα της σκέψης με τη δράση η οποία απο­τελεί γι’ αυτόν μια κομβική υποθήκη του μαρξισμού, αν δεν ταυτίζεται με αυτόν (59, 86), συμπυκνώνεται στην κατηγορία της «φιλοσοφίας της πράξης». Με βάση αυ­τήν η αυθόρμητη ακατέργαστη συνείδηση θα πρέπει να συνδέεται με τη θεωρία. Από την άλλη η ίδια η θεωρία, για να είναι πραγματικά φιλοσοφική, θα πρέπει να συνδέεται με την πράξη, να προέρχεται από την πράξη και να υλοποιείται στην πράξη, δίχως αυτό να σημαίνει ότι είναι ένα απλό δευτερεύον συμπλήρωμα της πρα­κτικής, αλλά μια ενεργητική συνιστώσα της. Η Ηγεμο­νία λοιπόν, που με τη σειρά της αντιμετωπίζεται ως θε­μελιακή πολιτική επιδίωξη, πόσο μάλλον του πεδίου

159

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

της ιδεολογίας, και που εκφράζεται ως μια πνευματική και ηθική μεταρρύθμιση (59, 87), θα πρέπει να συγκρο­τείται στη βάση της ενότητας της πράξης με τη θεωρία, και συνεπώς της ενότητας των φορέων τους.

4.4 Ο ρόλος της διανόησης

Ήδη μέσα από την ανάλυση της φιλοσοφίας της πράξης διαφάνηκαν ορισμένα πρώτα στοιχεία για το πώς ο Gramsci αντιλαμβάνεται το ρόλο της διανόησης. Ας εξετάσουμε όμως πιο συστηματικά από τη μια πώς ορίζει τους διανοούμενους γενικά, τους διανοούμενους της αστικής τάξης, και από την άλλη τους επαναστάτες διανοούμενους και πώς προσδιορίζει το ρόλο αυτών των τελευταίων στην επαναστατική διαδικασία.

Σε αντίθεση με τον κλασικό μαρξισμό στον οποίο εί­ναι εμφανής μια έλλειψη γενικού εννοιολογικού προσ­διορισμού της διανόησης, o Gramsci επιχειρεί έναν τέ­τοιο προσδιορισμό. Αυτό ίσως είναι απόρροια και του γεγονότος ότι στην όλη του ανάλυση για την ηγεμονία, η ιδεολογία και η διανόηση παίζει καθοριστικό ρόλο. Ταυτόχρονα το περιεχόμενο που προσδίδει στη δια­νόηση διαφοροποιείται κάθετα από δυο ακραίες αντι­λήψεις: εκείνη του θετικισμού που έβλεπε την επίλυση όλων των ανθρώπινων προβλημάτων μέσα από την ανάπτυξη της ουδέτερης επιστήμης και τεχνολογίας και εκείνη που αντιμετώπιζε την πνευματική και δια­νοητική ζωή ως υπεράνω και ανεξάρτητη από την οικο­νομική ζωή.

O Gramsci, αρνούμενος και τις δυο αυτές εκδοχές, από τη μια εντάσσει τη διανόηση στην οικονομική και κοινωνική ζωή και από την άλλη μπολιάζει αυτή τη ζωή με τα έτσι κι αλλιώς ενυπάρχοντα σε αυτήν ιδεολογικά

160

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

πολιτισμικά στοιχεία από τα οποία και εξαρτάται η συμβολή της στην ανθρώπινη ευτυχία.

Για τον Gramsci «όλοι οι άνθρωποι είναι διανοούμε­νοι, όμως όλοι οι άνθρωποι δεν ασκούν στην κοινωνία τη λειτουργία του διανοούμενου» (54, 243), γι’ αυτό και «δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε τον homo faber από τον homo sapiens», γι’ αυτό και, αν μπορούμε να κάνου­με λόγο για διανοούμενους, δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για μη διανοούμενους, διότι οι μη διανοούμενοι δεν υπάρχουν (54, 243).

Συνεπώς o Gramsci δεν ορίζει το διανοούμενο απλώς ως σκεπτόμενο άνθρωπο ούτε είναι το γεγονός ότι κά­ποιος ασκεί κατά κύριο λόγο πνευματική δραστηριότη­τα που καθορίζει αυτό το ποιος είναι διανοούμενος, αλ­λά το προσδιοριστικό κριτήριο είναι οι κοινωνικές σχέ­σεις στις οποίες εντάσσεται και οι οποίες του δίνουν τη δυνατότητα να ασκεί μια κατά κύριο λόγο πνευματική λειτουργία.

«Η μεθοδολογική πλάνη, η πλέον διαδεδομένη νομί­ζω ότι είναι η αναζήτηση αυτού του κριτηρίου [της δια­νόησης] σε αυτό που ενυπάρχει στις δραστηριότητες της διανόησης και όχι στο σύνολο του συστήματος των σχέσεων στο οποίο αυτές οι δραστηριότητες (και συνε­πώς οι ομάδες που τις προσωποποιούν) εντάσσονται στο πλαίσιο του γενικού συστήματος των κοινωνικών σχέσεων» (54, 243).

Αυτό το κριτήριο των κοινωνικών σχέσεων, ή με άλ­λα λόγια της αντιμετώπισης της λειτουργίας της δια­νόησης ως λειτουργίας ενταγμένης στις κοινωνικές σχέ­σεις και υπ’ αυτή την έννοια ως κοινωνικής λειτουρ­γίας, από τη μια σηματοδοτεί την αδυναμία του συνό­λου των ανθρώπων να λειτουργήσουν στην πράξη ως διανοούμενοι στο πλαίσιο των κεφαλαιοκρατικών σχέ­σεων παραγωγής και του καταμερισμού της εργασίας

161

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

που αυτές προϋποθέτουν (κάτι που μέλλει να συμβεί στον κομμουνισμό, αλλά όπως θα δούμε αμέσως πιο κάτω και μέσα στο κόμμα) και από την άλλη οριοθετεί την αυτονομία των διανοουμένων. Για τον Gramsci οι διανοούμενοι δεν είναι αυτόνομοι, αλλά εξαρτώνται από την κοινωνική τάξη στο πλαίσιο της οποίας ασκούν τη λειτουργία τους.

Από αυτή τη σκοπιά η διανόηση δεν αποτελεί μια ξέχωρη τάξη ούτε είναι αυτόνομη σε σχέση με τις θεμε­λιώδεις τάξεις, αλλά συνδέεται άμεσα και λειτουργεί προς όφελος των συμφερόντων της τάξης που τη γέννη­σε.

Επίσης ένας άλλος λόγος που καθιστά μη αυτόνομη τη διανόηση είναι το γεγονός ότι αυτή δεν έχει μια άμε­ση σχέση με τον κόσμο της παραγωγής, όπως συμβαί­νει με τις θεμελιώδεις τάξεις, αλλά μια «μεσολαβημέ- νη» σχέση, σε διάφορες κλίμακες, από ολόκληρη την κοινωνική διάρθρωση και το εποικοδόμημα (54, 247).

Επειδή η λειτουργία των διανοουμένων είναι απα­ραίτητη για κάθε θεμελιώδη κοινωνική τάξη, αυτή με την εμφάνισή της γεννά και ένα ή πολλά στρώματα ορ­γανικών της διανοούμενων.

Με άλλα λόγια οι διανοούμενοι γεννιούνται ως τέ­τοιοι από τις θεμελιώδεις τάξεις, διότι τους είναι απα­ραίτητοι για να τις εκφράσουν ιδεολογικά, για να τις καταστήσουν ομοιογενείς και να τις κάνουν να αποχτή- σουν την ταξική τους συνείδηση, κάτι που δεν είναι δε­δομένο εξαρχής, κάτι που δεν γεννιέται αυθόρμητα από τη θέση και μόνο που κατέχει η κάθε τάξη στο σύ­στημα παραγωγής.

0 ρόλος όμως των διανοουμένων δεν περιορίζεται σε αυτή τους τη λειτουργία. Οι διανοούμενοι χρειάζονται και για να μεταφέρουν αυτή την ταξική ιδεολογία σε ευρύτερες μάζες.

162

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

Από αυτή την τελευταία σκοπιά είναι χαρακτηριστι­κή η ανάλυση από τον Gramsci της υπεροχής του Καθο­λικισμού απέναντι στη Μεταρρύθμιση. Υποστηρίζει ότι η δεύτερη παρέμεινε μια ελιτίστικη κίνηση η οποία πα- ρέβλεψε τη διδασκαλία και τη διάδοση της θρησκείας. Αντίθετα η δύναμη της Καθολικής Εκκλησίας συνίστα- ται στο ότι «νιώθει ενεργητικά την αναγκαιότητα μιας δογματικής ενότητας όλων των “θρησκευόμενων” μα­ζών και ότι αγωνίζεται έτσι ώστε τα ανώτερα στρώμα­τα της διανόησης να μην αποσπώνται από τα κατώτερα στρώματα» (79, 602).

Συνεπώς στο πλαίσιο της συλλογιστικής της φιλοσο­φίας της πράξης η διανόηση από τη μια θεωρητικοποιεί την πράξη της τάξης, από την άλλη «πρακτικοποιεί» τη θεωρία της. Οι διανοούμενοι λειτουργούν κατά τον Gramsci ως προς τις διάφορες ιδεολογίες σαν το «γα­στρικό υγρό» που έχει ως αποστολή του να χωνεύονται κάθε είδους τροφές. Τις μηρυκάζουν, τις μασουλούν και τις κάνουν «υγρές» και «ομοιογενείς» όσο δύσπε­πτες και αν είναι (137, 216).

Ταυτόχρονα όμως αυτή η ίδια η φύση της ενασχόλη­σής τους κάνει τους διανοούμενους να εμφανίζονται ως μια ιδιαίτερη κοινωνική κατηγορία.

Ο ηγεμονικός ρόλος της διανόησης, η οργανική της θέση, την τοποθετούν στον γεωμετρικό τόπο των σχέ­σεων ανάμεσα στις τάξεις, και αυτό έχει ως συνέπεια να εμφανίζεται ως μια «μεσαία τάξη». Η ίδια μάλιστα αντιμετωπίζει τον εαυτόν της «ως μια αδιασάλευτη συ­νέχεια [αυτό αφορά κυρίως τους “παραδοσιακούς” διανοούμενους] μέσα στην ιστορία και κατά συνέπεια ανεξάρτητη από την πάλη των ομάδων και όχι ως έκ­φραση μιας διαλεκτικής διαδικασίας με βάση την οποία κάθε κυρίαρχη κοινωνική ομάδα διαμορφώνει τη δική της κατηγορία διανοουμένων» (79, 603).

163

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

0 Gramsci διαχωρίζει τους διανοούμενους σε δυο κατηγορίες: τους οργανικούς και τους παραδοσιακούς. 0 διαχωρισμός αυτός είναι σε μεγάλο βαθμό ταυτόση­μος με το διαχωρισμό σε διανοούμενους της πόλης και της υπαίθρου.

«Το κεντρικό πρόβλημα παραμένει η διάκριση ανά­μεσα σε διανοούμενους ως οργανική κατηγορία κάθε θεμελιώδους κοινωνικής ομάδας και σε διανοούμενους ως παραδοσιακή κατηγορία» (54, 251).

Η διάκριση αυτή αντιστοιχεί από τη μια στους δια­νοούμενους εκείνους που γέννησε ο καπιταλισμός ως συνέπεια των ειδικών παραγωγικών του αναγκών (ορ­γανικοί διανοούμενοι) και από την άλλη σε εκείνους που βρήκε έτοιμους από προηγούμενους τρόπους πα­ραγωγής και τους οποίους η αστική τάξη αξιοποιεί πια για τις δικές της ανάγκες (παραδοσιακοί διανοούμε­νοι).

Κατ’ αναλογία της ουσιαστικής με την τυπική υπα­γωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, οι οργανικοί διανο­ούμενοι είναι εκείνοι που υπάγονται στην αστική τάξη «ουσιαστικά» και οι παραδοσιακοί εκείνοι που υπάγο­νται «τυπικά». «Οι οργανικοί διανοούμενοι αναπτύ­χθηκαν ταυτόχρονα με τη βιομηχανία και είναι συνδε- δεμένοι με τις τύχες της» (54, 249). Αντίθετα οι παρα­δοσιακοί διανοούμενοι είναι συνδεδεμένοι με την κοι­νωνική μάζα των αγροτών και των μικροαστών των πό­λεων (κυρίως των δευτερευόντων αστικών κέντρων) που δεν μετασχηματίστηκε ακόμη ούτε τέθηκε σε κίνη­ση από το καπιταλιστικό σύστημα (54, 250).

Στην εποχή μας βέβαια η διάκριση αυτή, όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, είναι μάλλον ξεπερα­σμένη. Όμως η συμβολή του Gramsci σε σχέση με τους κλασικούς συνίσταται στην ανάδειξη του αυξημένου ρόλου των οργανικών της αστικής τάξης διανοούμενων

164

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

και στις δυνατότητες που υπάρχουν ορισμένοι από αυ­τούς να μετατραπούν σε οργανικούς διανοούμενους της εργατικής τάξης, κάτι που δεν απασχόλησε τόσο ούτε τον Λένιν, τουλάχιστον της προεπαναστατικής πε­ριόδου, ούτε πόσο μάλλον τον Μαρξ, οι οποίοι είχαν κατά νου μια διανόηση η οποία δεν συνδεόταν με τη διαδικασία της παραγωγής.

«Κάθε κοινωνική ομάδα που γεννιέται στο πρωτο­γενές πεδίο μιας θεμελιακής λειτουργίας στο πλαίσιο του κόσμου της οικονομικής παραγωγής δημιουργεί ταυτόχρονα με αυτήν οργανικά ένα ή πολλά στρώματα διανοουμένων τα οποία της προσδίδουν την ομοιογέ­νειά της και τη συνείδηση της ιδιαίτερης λειτουργίας της, όχι μόνον στο πεδίο της οικονομίας αλλά επίσης στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο: ο διευθυντής της κα­πιταλιστικής επιχείρησης δημιουργεί μαζί με αυτόν τον ίδιο τον τεχνικό της βιομηχανίας, τον επιστήμονα της πολιτικής οικονομίας, τον οργανωτή μιας νέας κουλ­τούρας, ενός νέου δικαίου κ.λπ., κ.λπ.» (54, 239-240).

Έτσι το πρώτο παράδειγμα οργανικού διανοούμε­νου που δίνει o Gramsci είναι αυτό του ίδιου του καπι­ταλιστή επιχειρηματία, στο βαθμό που αυτός ακριβώς λόγω της θέσης του στις σχέσεις παραγωγής ασκεί λει­τουργίες όπως η διεύθυνση, η οργάνωση κ.λπ.

Βεβαίως και στο εσωτερικό του πλαισίου των οργανι­κών διανοουμένων υπάρχει μια διαβάθμιση ή με άλλα λόγια μια κλιμάκωση του βαθμού «οργανικότητάς» τους, του βαθμού σύνδεσής τους με την τάξη της οποίας είναι οργανικοί διανοούμενοι. Έτσι o Gramsci διακρίνει τους διανοούμενους σε εκείνους που λειτουργούν στο επίπεδο της «κοινωνίας των ιδιωτών» και ασκούν μια λειτουργία ηγεμονίας και σε εκείνους που λειτουργούν στο επίπεδο της «πολιτικής κοινωνίας» ή του κράτους και ασκούν μια λειτουργία «άμεσης κυριαρχίας». Από μια άλλη οπτική

165

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

γωνία διακρίνει τους διανοούμενους ποιοτικά σε αυτούς που ασκούν υψηλού τύπου πνευματικές λειτουργίες, όπως οι δημιουργοί των διαφόρων επιστημών, της φιλο­σοφίας, της τέχνης κ.λπ., και στους πιο «ταπεινούς» που είναι «διαχειριστές» και «εκλαϊκευτές» του υπάρχοντος συσσωρευμένου πνευματικού πλούτου (54, 247).

Τέλος και όσον αφορά πάντοτε τους οργανικούς διανοούμενους, o Gramsci με πολλή διορατικότητα δια­πιστώνει ότι, λόγω της θεαματικής αύξησής τους η οποία οφείλεται στη μαζική εκπαίδευση, αυτοί έχουν τα ίδια προβλήματα που έχουν όλες οι «τυποποιημέ­νες» μάζες, όπως υπερπληθυσμό, ανεργία, μετανά­στευση. Ταυτόχρονα, ιδίως οι τεχνικοί των εργοστα­σίων, όχι μόνο δεν ασκούν καμιά πολιτική λειτουργία, αλλά αντίθετα επηρεάζονται μέσω των οργανικών της διανοούμενων από την εργατική τάξη.

Η δεύτερη κατηγορία διανοουμένων είναι οι παρα­δοσιακοί διανοούμενοι. Αυτοί, όπως προαναφέραμε, είναι από την οπτική γωνία του τρόπου λειτουργίας τους κατά κάποιο τρόπο κατάλοιπα των παρελθόντων τρόπων παραγωγής. Προϋπήρχαν του καπιταλισμού και γι’ αυτό το λόγο εμφανίζονται σαν να είναι οι εκ­πρόσωποι «μιας ιστορικής συνέχειας η οποία δεν δια­κόπηκε ακόμη και από τις πλέον σύνθετες και ριζοσπα­στικές αλλαγές των κοινωνικών και πολιτικών μορ­φών» (54, 241). Αυτή η κατηγορία διανοουμένων «φέρνει σε επαφή τη μάζα των αγροτών με την κεντρι­κή ή τοπική διοίκηση (δικηγόρους, συμβολαιογράφους κ.λπ.) και λόγω αυτής της ιδιότητάς της εκπληρώνει μια σημαντική πολιτική λειτουργία, διότι είναι δύσκολο να διαχωρίσουμε την επαγγελματική από την πολιτική μεσολάβηση» (98/250). Επίσης όμως παίζει ένα πολιτι­κό ρόλο διότι τροφοδοτεί κατά το μεγαλύτερο τμήμα του τον κρατικό μηχανισμό με προσωπικό (137, 207).

166

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

Πρόκειται για διανοούμενους όπως οι δικηγόροι, οι δάσκαλοι, οι γιατροί, οι κληρικοί, τους οποίους οι αγρό­τες από τη μια τους θαυμάζουν διότι βρίσκονται συνή­θως σε καλύτερη οικονομική κατάσταση και σε ανώτερη κοινωνική θέση από αυτούς, ενώ από την άλλη τους φθο­νούν για τους ίδιους λόγους (54, 250). Οι ίδιοι οι παρα­δοσιακοί διανοούμενοι λειτουργούν «δημοκρατικά απέ­ναντι στους αγρότες και αντιδραστικά απέναντι στους μεγαλοϊδιοκτήτες και την κυβέρνηση...» (137, 207)

Ο πλέον χαρακτηριστικός τύπος παραδοσιακού δια­νοούμενου είναι οι κληρικοί οι οποίοι για μεγάλο διά­στημα μονοπωλούσαν ορισμένες σημαντικές λειτουρ­γίες όπως τη θρησκευτική ιδεολογία, δηλαδή τη φιλο­σοφία, και την επιστήμη της εποχής, την παιδεία, την ηθική, τη δικαιοσύνη κ.λπ. (54, 241).

Ενώ λοιπόν οι οργανικοί διανοούμενοι έχουν στον καπιταλισμό μια πιο στενή σχέση με την παραγωγή, οι παραδοσιακοί έχουν μια πιο διάμεση σχέση, αλλά επι- τελούν μια πιο πολιτική λειτουργία (59, 97).

Τι συμβαίνει όμως με την εργατική τάξη; Έχει και αυτή ανάγκη από δικούς της οργανικούς διανοούμε­νους; Και αν ναι από πού προέρχονται και πώς διαμορ­φώνονται; Και ακόμη ποια θα πρέπει να είναι τα χαρα­κτηριστικά τους έτσι ώστε να συμβάλουν στη διαμόρ­φωση της εργατικής αντι-ηγεμονίας;

Όπως η αστική τάξη, έτσι και η εργατική τάξη έχει κατά τον Gramsci ανάγκη από οργανικούς διανοούμε­νους. Και τούτο διότι στο βαθμό που η εργατική τάξη δεν παραμένει μια άμορφη, ανοργάνωτη μάζα και απο­φασίζει να οργανωθεί, η οργάνωσή της όπως κάθε ορ­γάνωση θα έχει ανάγκη από «διανοούμενους, δηλαδή οργανωτές και ηγέτες» (79, 603, υποσημ. 150).

Εξάλλου οι οργανικοί διανοούμενοι της εργατικής τάξης, πέρα από τις άλλες λειτουργίες που εκπληρώ­

167

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

νουν οι διανοούμενοι των άλλων τάξεων, έχουν και το καθήκον να παίξουν καθοριστικό ρόλο στην αυτοκα­τάργησή τους ως ειδικής κατηγορίας και να ανυψώ­σουν την εργατική μάζα στο επίπεδο της διανόησης, να παίξουν καθοριστικό ρόλο στην υπέρβαση του διαχω­ρισμού μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνώμενων.

Στο πλαίσιο της φιλοσοφίας της πράξης ο ρόλος της οργανικής διανόησης της εργατικής τάξης είναι από τη μια να ομοιογενοποιήσει και να ανυψώσει την αυθόρμητη εργατική συνείδηση, «την κοινή αίσθηση», να ανανεώνει και να διαδίδει την επαναστατική θεωρία, να εκπαιδεύει εργάτες σε διανοούμενους και από την άλλη η ίδια να εμπλέκεται με την πράξη, να λειτουργεί σαν πρακτικός επαναστάτης. 0 Gramsci θεωρητικοποιεί εδώ και τη δική του προσωπική στάση από τα εργοστασιακά συμβούλια του Τορίνο όπου ήταν ταυτόχρονα θεωρητικός τους ηγέ­της αλλά και άμεσα εμπλεκόμενος.

Όσο όμως και να είναι απαραίτητη η θεωρητική συμ­βολή των διανοουμένων, άλλο τόσο η ίδια η εργατική τάξη δεν είναι αμέτοχη στη διαδικασία ανατροπής της κυρίαρχης ιδεολογίας.

«Το να πιστεύουμε ότι μια κοσμοαντίληψη μπορεί να ανατραπεί από κριτικές λογικού χαρακτήρα αποτελεί ένα εξωπραγματικό καπρίτσιο αποστεωμένων διανοου­μένων» (54, 115). Αντίστροφα πολλές προκαταλήψεις, όσο παράλογες και αν ήταν, και οι οποίες άλλωστε αποτελούν και αυτές μια στρεβλή μεν, έκφραση δε της πραγματικότητας, διατηρήθηκαν ακριβώς επειδή τις εν­στερνίστηκαν οι μάζες (54, 115). Συνεπώς χρειάζεται η ενότητα της διανόησης και της εργατικής τάξης για να ξεπεραστεί το παλιό και να επικρατήσει το καινούργιο.

Αν όμως για την αστική τάξη οι οργανικοί διανοού­μενοί της, ως θεωρητικοί της ιδεολογίας της κυρίαρχης τάξης, είναι εύκολο να διαπλαστούν από το κυρίαρχο

168

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

σύστημα, δε συμβαίνει το ίδιο με τους οργανικούς δια­νοούμενους της εργατικής τάξης. Για να διαμορφώσει το δικό του στρώμα διανοουμένων, το προλεταριάτο συναντά ιδιαίτερες δυσκολίες. Επειδή «είναι φτωχό σε οργανωτικά στοιχεία, δεν διαθέτει και δεν μπορεί να διαμορφώσει το δικό του στρώμα διανοουμένων παρά πολύ αργά και πολύ δύσκολα...» (79, 603, υποσημ. 122). Αν όμως η διαμόρφωση διανοουμένων είναι ταυ­τόχρονα συνθήκη ύπαρξης και πρωτεύων στόχος της προλεταριακής οργάνωσης, αυτή η αντίφαση δεν μπο­ρεί να λυθεί παρά μόνο αν διανοούμενοι διαφορετικής από αυτό κοινωνικής προέλευσης συναντηθούν μαζί του και μετατραπούν σε οργανικούς του διανοούμε­νους. Και όπως θα δούμε αμέσως στη συνέχεια, αυτή η μετατροπή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά στο πλαίσιο του κόμματος.

Τι είναι όμως αυτό που κάνει τους διανοούμενους να μεταπηδήσουν στην προλεταριακή κοσμοαντίληψη; Είναι μόνο το κοινωνικό είναι μιας μερίδας των οργανι­κών διανοουμένων της αστικής τάξης που τους προσεγ­γίζει ταξικά με την εργατική τάξη ή είναι και άλλοι πα­ράγοντες;

O Gramsci υποστηρίζει ότι οι δρόμοι που οδηγούν τη διανόηση προς το προλεταριάτο είναι ποικίλοι. Για ένα τμήμα των οργανικών διανοουμένων της αστικής τάξης των εργοστασίων (τεχνικοί, μηχανικοί, υπάλληλοι), που όπως απέδειξε και η εμπειρία του Τορίνο είναι οι πλέον πρόσφοροι για να προσεταιριστούν την προλεταριακή κοσμοαντίληψη. Εκείνο που τους κάνει να πλησιάζουν την εργατική τάξη είναι τόσο οι κοινωνικές τους συνθή­κες όσο και η επιρροή που ασκούν σε αυτούς οι ήδη υπάρχοντες οργανικοί διανοούμενοι της εργατικής τά­ξης·

Ταυτόχρονα o Gramsci -και αυτό έχει ιδιαίτερη ση­

169

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

μασία- σε αντίθεση με τον Μαρξ αλλά και τον Λένιν της προεπαναστατικής περιόδου, δίχως είναι αλήθεια να ολοκληρώνει τη συλλογιστική του, κάνει λόγο όχι μόνο για μετατόπιση μεμονωμένων διανοουμένων της αστικής τάξης προς το προλεταριάτο αλλά για μαζική μετατόπιση. Για τον Gramsci όχι μόνο δεν είναι ο χαρα­κτηριστικός τύπος του παραδοσιακού διανοούμενου που αποτελεί τον προνομιακό τύπο για να μεταπηδή- σει στην προλεταριακή ιδεολογία, αλλά ακόμη δεν πρόκειται πια για ατομική, αλλά για μαζική μεταπήδη- ση.

« 0 παραδοσιακός χαρακτηρισμός, ο χαρακτηρισμός του διανοούμενου αποδίδεται στον άνθρωπο των γραμμάτων, στο φιλόσοφο, στον καλλιτέχνη. Επίσης οι δημοσιογράφοι που θεωρούν τους εαυτούς τους ως ανθρώπους των γραμμάτων, φιλοσόφους, καλλιτέχνες, πιστεύουν επίσης ότι είναι «πραγματικοί» διανοούμενοι. Στο σύγχρονο κό­σμο η τεχνική εκπαίδευση, η στενά συνδεδεμένη με τη βιομηχανική εργασία, ακόμη και την πλέον πρωτόγονη και την πλέον απαξιωμένη, θα πρέπει να αποτελέσει τη βάση του νέου τύπου διανοούμενου» (54, 244).

Στο Πρόβλημα του Νότου γράφει: «Σήμερα οι διανοούμε­νοι μ ας ενδιαφέρουν ως μάζα (η υπογράμμιση δική μας) και όχι ως άτομα... Είναι εξίσου σπουδαίο και χρήσιμο να συντελεσθεί στη μάζα των διανοουμένων ένα ρήγμα ορ­γανικού χαρακτήρα ιστορικά καθορισμένο: να εκδηλωθεί ως μαζική διαμόρφωση μια τάση αριστερή, στη σύγχρονη έννοια του όρου, που να στρέφεται δηλαδή προς το επα­ναστατικό προλεταριάτο» (172, 41).

Αν οι παραπάνω διατυπώσεις συνδυαστούν με τη βα- ρύνουσα σημασία που αποδίδει o Gramsci στην ιδεολο­

170

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

γία, με τον ορισμό που δίνει για τη διανόηση ο οποίος, όπως είδαμε, εντάσσει την πνευματική λειτουργία στις κοινωνικές σχέσεις, με την παρατήρησή του για παράλ­ληλη με τη μαζικοποίηση της εκπαίδευσης μαζικοποίη- ση της διανόησης, με τους δρόμους περάσματος της διανόησης στην επαναστατική προλεταριακή λογική και τέλος με τη σαφή υπεροχή που αποδίδει στους δια­νοούμενους της πόλης και της βιομηχανίας σε σχέση με τους παραδοσιακούς διανοούμενους ως προς τις πιθα­νότητες ένταξής τους στην προλεταριακή κοσμοθεω­ρία, τότε μπορούμε να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι για τον Gramsci ένα τμήμα της οργανικής διανόησης της αστικής τάξης, δηλαδή της διανόησης που γεννιέται για να υπηρετήσει τις ανάγκες του κεφαλαίου στην π α ­ραγωγή, μ πορεί να αποτελέσει στη συνέχεια συστατικό στοιχείο της νέας εργατικής αντι-ηγεμονίας της νέας επαναστατικής συμμαχίας, κάτι που δεν συνέβαινε με τους κλασικούς.

Όμως, πέρα από αυτό το τμήμα της διανόησης, και άλλα τμήματα των οργανικών αλλά και των παραδο­σιακών διανοουμένων είναι δυνατόν να μεταπηδήσουν στην προλεταριακή αντίληψη.

Το γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι ανήκουν πάντοτε σε μια καθορισμένη κοινωνική ομάδα, ότι είναι συλλογικά, κοινωνικά όντα, έχει για τον Gramsci ως συνέπεια να εί­ναι «κομφορμιστές». Το ζήτημα είναι αν κάποιος απο­δέχεται άκριτα και μηχανικά αυτό που του επιβάλλεται από την κοινωνική ομάδα στην οποία ανήκει ή αν «δια­μορφώνει τη δική του αντίληψη του κόσμου με τρόπο συνειδητό και κριτικό και έτσι σε συνδυασμό με αυτή την εργασία που οφείλει στον εγκέφαλό του επιλέγει στον τομέα δραστηριότητάς του να συμμετέχει δραστή­ρια στην παραγωγή της ιστορίας του κόσμου, να είναι ο οδηγός του εαυτού αντί να δέχεται παθητικά και άναν­

171

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

δρα να του τοποθετείται η σφραγίδα έξω από τη δική του προσωπικότητα» (170, 7). Ο διανοούμενος λοιπόν καλείται να υπερβεί την «κομφορμιστική συνείδηση» και να αναπτύξει μια «κριτική συνείδηση» που θα τον οδηγήσει στη βάση της ανεπαρκούς μεν, πραγματικής δε «κοινής αίσθησης» στην επαναστατική συνείδηση.

«Η κοινή αφετηρία πρέπει πάντοτε να είναι η κοινή αίσθηση η οποία είναι η αυθόρμητη φιλοσοφία των μα­ζών και η οποία πρέπει να γίνει ιδεολογικά ομοιογε­νής» (137, 212).

Για τον Gramsci λοιπόν μπορεί ένας διανοούμενος να γίνει οργανικός διανοούμενος της εργατικής τάξης είτε αναβλύζοντας «άμεσα από τη μάζα» με την οποία είναι οργανικά συνδεδεμένος, είτε ξεκινώντας από την αντίληψη του κόσμου της μάζας, την «κοινή αίσθηση» ιδωμένη δίχως παραμορφωτικούς φακούς, ή με «ενσω- μάτωση» ή με «ιδεολογική κατάκτηση» (137, 212).

Ακόμη ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης παραδοσιακοί διανοούμενοι οι οποίοι δεν είναι γέννημα θρέμμα του καπιταλισμού με την ίδια ευκολία που ασπάστηκαν τη δική του ιδεολογία μπορούν λειτουργώντας σαν «γα­στρικό υγρό» να «χωνέψουν» την ιδεολογία της εργα­τικής τάξης.

Όμως η μετατόπιση της διανόησης προς το προλετα­ριάτο δεν έχει νόημα παρά αν συνοδευτεί από μια άρ­νηση, μια ρήξη με τον παλιό τύπο διανοούμενου.

«Κάθε καινούργιος κοινωνικός οργανισμός (κάθε τύπος κοινωνίας) δημιουργεί μια νέα δομή της οποίας οι προωθημένοι εκπρόσω ποι ή σημαιοφόροι (η υπο­γράμμιση δική μας) (οι διανοούμενοι) δεν είναι δυνα- τόν να μην έχουν και αυτοί την εικόνα διανοουμένων “καινούργιων” που προήλθαν από τη νέα κατάσταση και όχι κληρονόμων της προηγούμενης ιντελλιτζένσιας» (137,217).

172

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

Αυτή η μετατόπιση του διανοουμένου προς την προ­λεταριακή κοσμοαντίληψη θα πρέπει να σηματοδοτεί την απαγκίστρωση όχι μόνον από την «αποστεωμένη», «αντιδραστική», αστική ιδεολογία αλλά και από την αστική νοοτροπία, την απαγκίστρωση από το ναρκισσι­σμό και τον ατομισμό, από το «να θεωρεί [ο διανοού­μενος] τον εαυτό του σαν το άλας της γης και να βλέπει στον εργάτη το υλικό όργανο της κοινωνικής ανατρο­πής και όχι τον συνειδητό και νοήμονα πρωταγωνιστή της επανάστασης» (172, 42).

Ο νέος τύπος διανοούμενου θα πρέπει να είναι ταυ­τόχρονα «ειδικός» αλλά και «πολιτικός», «θεωρητι­κός» αλλά και «πρακτικός» επαναστάτης, να συγχω­νευτεί με τις λαϊκές μάζες, ούτως ώστε να συμβάλλει και με τη δική του λειτουργία στην υπέρβαση του δια­χωρισμού ανάμεσα σε αυτούς που ασκούν πνευματικές λειτουργίες και αυτούς που ασκούν πρακτικές.

«Ο τρόπος ύπαρξης του νέου τύπου διανοούμενου δεν μπορεί πλέον να συνίσταται στην ευγλωττία, εξω­τερικό και στιγμιαίο κίνητρο των αισθημάτων και των παθών, αλλά στο γεγονός ότι εμπλέκεται δραστήρια στην πρακτική ζωή ως παραγωγός, οργανωτής, “μόνι­μος διαφωτιστής”, διότι δεν είναι πια ένας απλός ρήτο­ρας, και είναι ταυτόχρονα ανώτερος από το αφηρημένο μαθηματικό πνεύμα, και φθάνει από την τεχνική-εργα- σία στην τεχνική-επιστήμη και στην ιστορική ανθρωπι­στική αντίληψη, δίχως την οποία παραμένει “ειδικός” και δεν εξελίσσεται σε “ηγέτη” (ειδικό+πολιτικό)» (54, 244-245).

Αυτός όμως ο μετασχηματισμός σε οργανικό διανοού­μενο της εργατικής τάξης δεν μπορεί παρά να πραγμα­τοποιηθεί μέσα από το κόμμα της εργατικής τάξης. Ένα κόμμα το οποίο είναι απαραίτητο στην εργατική τάξη για να οικοδομήσει τη δική της ηγεμονία και που καλεί­

173

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

ται με την οργάνωση και τη λειτουργία του να μεταμορ­φώνει τους διανοουμένους του σε επαναστάτες και τους εργάτες του σε διανοούμενους, με απώτερο στόχο την εξάλειψη του μεταξύ τους διαχωρισμού.

Όπως ορθά υπογραμμίζει η Christine Buci-Gluck- smann, o Gramsci και από αυτή τη σκοπιά «εγγράφει στη θεωρία την προηγούμενη δική του αγωνιστική πρα­κτική, την ταξική του τοποθέτηση» (172, 45).

Μέσα στο κόμμα θα πρέπει να συνενωθεί η θεωρία με την πράξη και να ξεπεραστεί η μεταξύ τους αντίφα­ση. Το κόμμα παίζει προς αυτή την κατεύθυνση το ρόλο του ενοποιού, του «συλλογικού επαναστάτη διανοού­μενου», και ταυτόχρονα του προωθητή της «κοινής αί­σθησης» της αυθόρμητης λαϊκής συνείδησης, που ώριμη πια καλείται να παραμερίσει την αστική ιδεολογία και να οικοδομήσει σε νέες βάσεις την επαναστατική ηγε­μονία.

«Στη σύγχρονη εποχή ο νέος Ηγεμόνας δεν θα μπο­ρούσε να έχει ως πρωταγωνιστή έναν ατομικό ήρωα, αλ­λά το πολιτικό κόμμα...» (54, 291). Σε αυτό συγκεντρώ­νονται «σπέρματα συλλογικής θέλησης που τείνουν να γίνουν καθολικά και πλήρη» (59, 89, υποσημ. 73), ενώ αποτελεί «έκφραση του πλέον προωθημένου τμήματος» (54, 293) της κοινωνικής ομάδας την οποία εκφράζει.

Υπό αυτή λοιπόν την έννοια της υπέρβασης της συ­νείδησης που απορρέει από τα συντεχνιακά οικονομικά συμφέροντα και της μετατροπής τους σε φορείς μιας γενικότερης εθνικού ή και διεθνούς χαρακτήρα λει­τουργίας, μιας πολιτικής λειτουργίας (54, 253), αλλά και υπό την έννοια της «νομενκλατούρας της τάξης» (54, 294) της οποίας είναι φορέας, της πρωτοπορίας αυτής της τάξης, δηλαδή της «διευθυντικής, οργανωτι­κής, δηλαδή παιδευτικής, εν κατακλείδι διανοουμενί- στικης λειτουργίας που ασκεί το κόμμα», «κάθε μέλος

174

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

[κάθε] κόμματος -είναι για τον Gramsci- διανοούμε­νος» (54, 252).

Αυτό συμβαίνει πόσο μάλλον για το κομμουνιστικό κόμμα το οποίο δεν υιοθετεί την κυρίαρχη αστική ιδεο­λογία αλλά μια άλλη ιδεολογία, οπότε και τα μέλη του έχουν να κάνουν ένα βήμα παραπέρα στον ιδεολογικό τομέα από τα μέλη των άλλων κομμάτων. Ισχύει ακόμη πολύ περισσότερο διότι ένας από τους σημαντικότε­ρους στόχους του είναι να μετατρέψει σε πραγματι­κούς διανοούμενους με την κυριολεκτική έννοια του όρου, δηλαδή να προσφέρει τη δυνατότητα μέσα από τις εσωτερικές σχέσεις που θα διαμορφώσει να αναδει- κνύουν τις πνευματικές τους ικανότητες, όλα του τα μέλη. Και τέλος ισχύει επιπρόσθετα διότι το κομμουνι­στικό κόμμα έχοντας ως επιδίωξή του «την ακύρωση της διάκρισης σε τάξεις, η τελειοποίησή του και η ολο­κλήρωσή του συνίσταται να πάψει να υπάρχει μετά την εξαφάνιση των τάξεων και συνεπώς της έκφρασής τους» (54, 294-295).

Βεβαίως πριν το κόμμα να φθάσει σε αυτό το επίπε­δο από τη μια χρειάζεται μια αποτελεσματική πειθαρχη- μένη μορφή οργάνωσης για να διεξάγει τον «πόλεμο θέ­σεων» και από την άλλη μια μορφή οργάνωσης που στο όνομα της αποτελεσματικότητας δεν θα πλήττει τους απώτερους στόχους του.

Ως προς την αναγκαιότητα της καθοδήγησης του κόμματος, o Gramsci διατυπώνει την άποψη ότι, για να υπάρξει ένα κόμμα, χρειάζονται τρεις κατηγορίες αν­θρώπων. Μια πρώτη κατηγορία μιας διάχυτης μάζας κοινών ανθρώπων που προσφέρουν ως στοιχεία της συμμετοχής τους στο κόμμα την πειθαρχία τους και την πίστη τους, αλλά όχι ένα πνεύμα δημιουργικότητας και υψηλής οργανωτικότητας (54, 295).

Είναι αλήθεια, συνεχίζει, ότι δίχως αυτούς δεν μπο-

175

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

ρεί να υπάρξει το κόμμα, αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι δεν αρκούν μόνο αυτοί για να υπάρξει. Χρειάζεται μια δύναμη που να τους συγκεντρώνει, να τους οργανώνει, να τους πειθαρχεί, διότι διαφορετικά θα εξαφανίζονταν σαν μια αδύναμη σκόνη (54, 295).

Μια δεύτερη ολιγάριθμη κατηγορία συνιστά το πρω­ταρχικό στοιχείο συνοχής που συγκεντρώνει σε εθνικό επίπεδο και καθιστά αποτελεσματικές ένα σύνολο δυ­νάμεων που αν εγκαταλείπονταν στην τύχη τους δεν θα ήταν τίποτα περισσότερο από ένα μηδενικό. Αυτή η δεύτερη κατηγορία ανθρώπων θα πρέπει να είναι προι­κισμένη με μια ισχυρή ικανότητα συνοχής, συγκέντρω­σης δυνάμεων, πειθαρχίας και κυρίως έμπνευσης και δημιουργικότητας. Είναι βέβαιο ότι και αυτή η κατηγο­ρία δεν αρκεί για να συγκροτηθεί το κόμμα, όμως θα ήταν πιο ικανή να το συγκροτήσει από την πρώτη κατη­γορία. Εδώ «γίνεται λόγος για καπεταναίους δίχως στρατό, αλλά στην πραγματικότητα είναι πιο εύκολο να φτιάξεις ένα στρατό παρά καπεταναίους» (54, 296).

Τέλος θα πρέπει να υπάρχει ένα ενδιάμεσο στρώμα που θα συνδέει την πρώτη με τη δεύτερη κατηγορία όχι μόνον «φυσικά» αλλά και ηθικά και πνευματικά, και το οποίο να αποτελεί τη συνέχεια και το μέσο έκφρασης της πρώτης κατηγορίας (54, 296).

Αν από αυτές τις τρεις κατηγορίες λείπει η δεύτερη, τότε «κάθε συλλογιστική είναι κενή περιεχομένου» (52, 296). Βασική αποστολή αυτής της δεύτερης κατη­γορίας των καθοδηγητών είναι να αναδείχνει νέους κα­θοδηγητές που θα είναι ικανοί να αντικαταστήσουν ανά πάσα στιγμή τους προηγούμενους.

Ταυτόχρονα o Gramsci θέτει το στοιχείο της πειθαρ­χίας μέσα στο κόμμα τόσο άμεσα όσο και έμμεσα θεω­ρώντας ως πλεονέκτημα για τη μετατροπή τους σε ορ­γανικούς διανοούμενους της εργατικής τάξης τη συνή­

176

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

θεια στην πειθαρχία των διανοουμένων της βιομηχα­νίας.

« 0 πόλεμος θέσεων απαιτεί τεράστιες θυσίες από μεγάλα τμήματα του πληθυσμού- γι’ αυτό το λόγο είναι απαραίτητη μια χωρίς προηγούμενο συγκέντρωση ηγε­μονίας και επομένως μια πιο «παρεμβατική» κυβέρνη­ση η οποία θα αναλάβει την επίθεση πιο άμεσα ενάντια στους αντιπολιτευόμενους και θα οργανώσει μόνιμα τις δυνάμεις που θα κάνουν “αδύνατη” την εσωτερική αποσύνθεση» (6, 81). Και ακόμη «η βίαιη κατάκτηση της εξουσίας απαιτεί τη δημιουργία από το κόμμα της εργατικής τάξης μιας οργάνωσης στρατιωτικού τύπου» (6, 82).

0 Perry Anderson βλέπει εδώ «μια συγκεντρωτική ομοιομορφία πολιτικής έκφρασης αντάξια της Κομι- ντέρν» (6, 81), o Costanzo Preve υπερθεματίζει κάνο­ντας λόγο για σταλινική αντίληψη του κόμματος (202, 153). Και ο αλλεργικός σε κάθε μορφή τουλάχιστον λε- νινιστικού τύπου οργάνωσης Antonio Negri διαβλέπει ότι για τον Gramsci όχι μόνο ο ταϋλορισμός, αλλά και οι ΗΠΑ που τον εφάρμοζαν αποτελούσαν «αναπόδραστο σημείο αναφοράς για το μέλλον» (63, 506).

Έτσι όμως έχουν τα πράγματα;Κατ’ αρχήν και όσον αφορά τον ταϋλορισμό-φορντι-

σμό, είναι αλήθεια ότι o Gramsci τους αντιμετωπίζει ως τη μελλοντική γενικευμένη μορφή οργάνωσης της πα­ραγωγής η οποία θα ανταποκρίνεται στο πέρασμα από τον παλιό οικονομικό ατομισμό σε μια σχεδιοποιημένη οικονομία (54, 344). Ταυτόχρονα αντιμετωπίζει αυτό το πέρασμα από την εργασία των ειδικευμένων επαγ- γελματιών η οποία απαιτούσε μια συμμετοχή της διά­νοιας, της φαντασίας και της πρωτοβουλίας τους στην εργασία των εργατών φορντικού τύπου, η οποία περιο­ρίζεται σε μηχανικές φυσικές κινήσεις, αδιαφορώντας

177

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

για την «πνευματικότητα» και την «ανθρωπιά» του εργαζόμενου (54, 352), και η οποία εκδηλώνεται με «την πλέον βίαιη μορφή» σε σχέση με τις προηγούμε­νες περιόδους της βιομηχανίας, ως ένα μεταβατικό στάδιο προς ένα «ανώτερο τύπο» οργάνωσης της ερ­γασίας και όχι ως κάτι που θα πρέπει να ισχύει ως έχει και στο σοσιαλισμό (54, 352).

Από την άλλη όμως, o Gramsci κατηγορεί τον Τρό- τσκι που θέλησε «να προσδώσει στην εθνική ζωή μια υπεροχή στη βιομηχανία και στις βιομηχανικές μεθό­δους και να επιταχύνει με μέσα εξωτερικού κατανα­γκασμού την πειθαρχία και την τάξη στην παραγωγή και να προσαρμόσει τα ήθη στις ανάγκες της εργασίας [...] [κάτι που είχε ως συνέπεια] να καταλήξει αναπό­φευκτα σε μια μορφή βοναπαρτισμού ο οποίος είναι απολύτως αναγκαίο να καταργηθεί (54, 350).

Συνεπώς πέρα από τη γενικότερη εκτίμηση του Gramsci για το φορντισμό, στο επίπεδο της παραγω­γής, από πουθενά δεν προκύπτει ότι αυτός προκρίνει ένα φορντικό μοντέλο οργάνωσης για την κοινωνία ολόκληρη και για το ίδιο το κόμμα, ότι υιοθετεί τον τύ­πο του «εξημερωμένου γορίλα» του Taylor για τα κομ­ματικά μέλη.

Αντίθετα, με δεδομένη την αναγκαιότητα μιας ιεραρ­χικής διάρθρωσης του κόμματος και της ύπαρξης πει­θαρχίας μέσα σε αυτό, διαβλέπει τους κινδύνους εκτρο­πής του σε ένα αυταρχικό, αντιδημοκρατικό οργανισμό, τους κινδύνους «γραφειοκρατικοποίησής» του.

O Gramsci πιστεύει ότι υπερβαίνει αυτή τη δυσκολία ακολουθώντας από τη μια τον Πλάτωνα και την ανα­γκαιότητα ύπαρξης πειθαρχίας στο κομματικό σκάφος και «καπεταναίων»-καθοδηγητών στους οποίους είναι βέβαιο ότι, αν μη τι άλλο, περιλαμβάνει τους διανοού­μενους, και από την άλλη τον Αριστοτέλη και την αρι­

178

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

στοδημοκρατική σχέση καθοδήγησης και απλών μελών κατά την αρχική φάση κατά την οποία εκ των πραγμά­των θα υπάρχει αυτός ο διαχωρισμός.

Έτσι σε ένα πρώτο επίπεδο συνδέει την προοδευτι- κότητα ενός κόμματος με τον τρόπο λειτουργίας του και από αυτή τη σκοπιά ένα προοδευτικό κόμμα, δηλα­δή ένα κόμμα που στοχεύει να «ανυψώσει το λαό σε νέο επίπεδο πολιτισμού» και συνεπώς να «διαδώ σει» αυτό τον πολιτισμό, πρέπει να λειτουργεί στη βάση του «δη­μοκρατικού συγκεντρωτισμού», ενώ ένα οπισθοδρομι- κό κόμμα, δηλαδή ένα κόμμα που επιδιώκει «να διατη­ρήσει μια ξένη, εξωτερική για το λαό» τάξη πραγμάτων και συνεπώς να «επιβάλλει χαταναγχαστιχά» αυτή την τάξη, λειτουργεί στη βάση του «γραφειοκρατικού συ­γκεντρωτισμού» (54, 297-298).

Σε ένα δεύτερο επίπεδο o Gramsci εξηγεί πιο ανα­λυτικά πώς πρέπει να αντιλαμβανόμαστε την πειθαρ­χία στο πλαίσιο του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Πρόκειται για «μια συνεχή σχέση μεταξύ καθοδηγητών και καθοδηγούμενων που πραγματώνει μια συλλογική θέληση» μιας «ομογενούς κοινωνικά ομάδας» και «όχι βέβαια για μια παθητική και αβασάνιστη αποδοχή των εντολών, ως μηχανική εκτέλεση ενός καθήκοντος [...] αλλά ως μια συνειδητή και διαυγή αφομοίωση της κα­τεύθυνσης που πρέπει να πραγματοποιηθεί. Η πειθαρ­χία ωστόσο δεν εκμηδενίζει την προσωπικότητα, με την οργανική σημασία της λέξης, [...] δεν εκμηδενίζει την αποκαλούμενη “ελεύθερη βούληση”, [...] δεν εξαφανί­ζει την προσωπικότητα και την ελευθερία». Και αυτό συμβαίνει αν η πηγή της εξουσίας είναι «δημοκρατική» «δηλαδή αν η εξουσία είναι μια ειδική λειτουργία και όχι μια “αυθαιρεσία” ή μια εξωτερική επιβολή» (54, 298-299).

Αν όμως έτσι διευκρινίζεται γενικά η σχέση της κομ­

179

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

ματικής μάζας με την κομματική καθοδήγηση στην οποία λόγω του κατ’ εξοχήν ιδεολογικού, πολιτισμικού, παιδευ­τικού, -ηγεμονικού ρόλου του κόμματος συμμετέχουν -αν δεν κυριαρχούν- οι διανοούμενοι, πώς αντιμετωπίζει ο Gramsci τη σχέση των διανοουμένων με το κόμμα;

0 Gramsci κάνει και μια έμμεση αναφορά στην πει­θαρχία μέσα στο κόμμα, που αφορά πιο ειδικά τους διανοούμενους.

«Η βιομηχανία έφερε ένα νέο τύπο διανοουμένου: τον τεχνικό οργανωτή, τον ειδικό της εφαρμογής της επιστήμης. [Αυτός ο τύπος διανοουμένου] έχει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα πειθαρχίας και τάξης» (172, 40, υποσημ. 22) που τον κάνουν πιο πρόσφορο να μεταπηδήσει στην προλεταριακή λογική.

Εδώ o Gramsci φαίνεται να επαναφέρει το στοιχείο της εργοστασιακής πειθαρχίας που συναντήσαμε και αναλύσαμε κατά την αναφορά μας στον Λένιν.

Τότε η αναφορά αφορούσε το προλεταριάτο, τώρα αφορά τη βιομηχανική διανόηση και το στοιχείο αυτό της πειθαρχίας αναφέρεται από τον Gramsci ως πλεονέ­κτημα αυτής της κατηγορίας των διανοουμένων σε σχέ­ση με τους παραδοσιακούς διανοούμενους, οι οποίοι έχουν συνηθίσει να λειτουργούν με ατομιστική λογική και όχι συλλογικά. Όμως όταν o Gramsci αναφέρεται πιο ειδικά στο «εικοστό δεύτερο τετράδιο» στην ιστορία της εκβιομηχάνισης, αναφέρει ως πλεονέκτημά της το γεγονός ότι «έκανε δυνατές όλο και πιο σύνθετες μορ­φές συλλογικής ζωής» που εναντιώνονταν στο «ζωώ­δες» στοιχείο του ανθρώπου, κάτι στο οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, πρέπει να αποσκοπεί και η παιδεία, αλλά κα­ταγγέλλει ότι αυτό έγινε υπό συνθήκες «βίαιου κατανα­γκασμού» (172, 7, υποσημ. 19). Συνεπώς η έννοια της πειθαρχίας που αφορά πιο ειδικά τη διανόηση, όπως συ­νάγεται και από την γκραμσιανή θέση για τη σχέση δια­

180

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

νόησης και εργατικής τάξης μέσα στο κόμμα, και στην οποία θα αναφερθούμε αμέσως πιο κάτω έχει μάλλον το χαρακτήρα της ικανότητας προσαρμογής σε μ ια συλλογι­κή δραστηριότητα και απόρριψης του ατομικισμού, π αρά της αναπαραγύτγής και μάλιστα της αναγωγής σε κυ­ρίαρχη της εργοστασιακού τύπου πειθαρχίας.

Όσον αφορά τη σχέση της κομματικής διανόησης με τα άλλα μέλη του κόμματος, από τη μια η διανόηση, όπως άλλωστε και γενικότερα η ηγεσία, δεν θα πρέπει να επιβάλλει οργανωτικά τις γνώσεις της και από την άλλη το κόμμα δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζει τον δια­νοούμενο σαν ένα πειθήνιο κομματικό στρατιώτη.

«Αν η σχέση ανάμεσα στη διανόηση και το λαό [...] καθορίζεται από μια οργανική ένταξη κατά την οποία το αίσθημα του πάθους μετατρέπεται σε κατανόηση και συνεπώς σε γνώση (όχι μηχανικά αλλά με ζωντανό τρό­πο), έχουμε τότε και μόνον υπό αυτήν την προϋπόθεση μια σχέση αντιπροσώπευσης και έτσι υπάρχει μια εναλ­λαγή ατομικών στοιχείων ανάμεσα σε διευθύνοντες και διευθυνόμενους, κυβερνώντες και κυβερνώμενους, δη­λαδή πραγματώνεται η συλλογική ζωή που μόνον αυτή αποτελεί την κοινωνική δύναμη· μόνο τότε είναι που μπορεί να συγκροτηθεί το «ιστορικό μπλοκ» (54, 161).

«Είναι αναγκαίο η μακρόπνοη εργασία της έρευνας νέων και καλύτερων αληθειών, πιο συνεκτικών διατυπώσεων και πιο ξάστερων ακόμη και από τις ίδιες τις αλήθειες να επαφίεται στην πρωτοβουλία κάθε επιστήμονα, ακόμη και αν αυτοί επαναφέρουν συνεχώς για συζήτηση αρχές που φαίνεται να είναι οι πλέον θεμελιακές» (54, 161).

Και πώς θα μπορούσε να έχει διαφορετική αντίληψη επί του συγκεκριμένου θέματος o Gramsci όταν υπο­στήριζε σ’ ένα γενικότερο επίπεδο ότι η ιδεολογία « εί­

181

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

ναι μια επιστημονική υπόθεση [...] η οποία επαληθεύε­ται και ανασκευάζεται κριτικά από την πραγματική εξέλιξη της ιστορίας» (170, 9, υποσημ. 24).

Βεβαίως τούτο δεν σημαίνει ότι αυτή η γκραμσιανή αντίληψη περί κόμματος είναι ικανή να αποτρέψει τη μετεξέλιξή του σε γραφειοκρατικό μηχανισμό. Αυτή μας η αμφιβολία δεν προκύπτει από την ιστορική εμπειρία, διότι η γκραμσιανή, όπως άλλωστε και η λενινιστική πε­ρί κόμματος αντίληψη δεν διήρκεσε στην πράξη, για να μπορέσει να κριθεί από αυτήν. Εκείνο που είναι βέβαιο είναι ότι αυτή η αντίληψη δεν έχει καμιά σχέση με το σταλινικού τύπου κόμμα και ότι συνεπώς, παρά τις όποιες αντιφάσεις της, δεν έχουμε δικαίωμα να ξεμπερ­δεύουμε ελαφρά τη καρδία μαζί της.

Ακόμη είναι βέβαιο ότι όσοι δεν επιθυμούμε τη διαιώ­νιση της υποταγής στην κυρίαρχη ιδεολογία και τον «αμερικανισμό» καλούμαστε, αντί να αρνούμαστε κάθε μορφή οργάνωσης, να αναζητήσουμε τη μορφή της πολι­τικής οργάνωσης που θα συνενώνει την επαναστατική θεωρία με την πράξη, την επαναστατική διανόηση με την πρωτοπόρα εργατιά, την οργάνωση που θα συνδυάζει την εσωκομματική δημοκρατία με την αποτελεσματικό- τητα στον πόλεμο κατά του ταξικού εχθρού.

Για το Gramsci λοιπόν είναι το κόμμα ως συλλογική οντότητα μέσα από την οργάνωση και τη δημοκρατική λειτουργία του που καλύπτει το κενό ανάμεσα από τη μια στην «κοινή λαϊκή αίσθηση», στην αυθόρμητη λαϊ­κή συνείδηση, και από την άλλη στην επιστημονική γνώση και στην επαναστατική συνείδηση.

Όμως -και εδώ εντοπίζουμε τη θεμελιακή αντίφασή του από τη σκοπιά που μας απασχολεί- στο βαθμό που η οργανική διανόηση που εντάσσεται στο κόμμα είναι κατ’ εξοχήν μαζοποιημένη αν όχι προλεταριοποιημένη διανόηση, μια διανόηση της αποσπασματικής τεχνικής

182

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

γνώσης και όχι μια τύπου Μαρξ, Λένιν ή ακόμη και του ίδιου του Gramsci διανόηση, γιατί να διαθέτει ικανότη­τες που δεν διαθέτει το προλεταριάτο και συνεπώς να είναι ικανή, έστω με τη μεσολάβηση του κόμματος, να το απαγκιστρώσει από το χυδαίο «κομφορμισμό», από το επίπεδο της «κοινής λαϊκής αίσθησης» και να το ανυ­ψώσει στο επίπεδο της «κριτικής συνείδησης» και στη συνέχεια της επαναστατικής;

Σε αυτό το ερώτημα o Gramsci δεν δίνει απάντηση. Αντίθετα εντοπίζει τις δυσκολίες που θα συναντήσει το προλεταριάτο καθαυτό για να ανυψωθεί στην επανα­στατική συνείδηση και επισημαίνει την ασυνέχεια του ιστορικού χρόνου η οποία επιδρά στη διαμόρφωση της επαναστατικής του συνείδησης.

O Gramsci από το 1924 θέλοντας να αντικρούσει τη λογική του Bernstein, σε αντίθεση από ό,τι τον κατηγο­ρεί o Preve (202, 152), εντοπίζει, εκτός από την ανα­γκαιότητα του λενινιστικού «απ’ έξω», την «ασυνέχεια του ιστορικού χρόνου».

«Το αντικειμενικό θεμέλιο του ηγετικού ρόλου του προλεταριάτου είναι ο ρόλος του στη διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής. Θα ήταν όμως μια μηχανι­κή εφαρμογή της μαρξιστικής θεωρίας και κατ’ επέ­κταση εναγκαλισμός με ψευδαισθήσεις αντίθετες στην ιστορική αλήθεια να φαντάζεται κάποιος ότι η αληθινή ταξική συνείδηση, η ικανή να οδηγήσει στην κατάκτηση της εξουσίας, μπορεί να γεννηθεί απ ό μόνη της στο επ ί­πεδο του προλεταριάτου (η υπογράμμιση δική μας) προοδευτικά, δίχως συγκρούσεις ή δίχως πισωγυρίσμα- τα (η υπογράμμιση δική μας), λες και το προλεταριάτο θα μπορούσε ιδεολογικά να διαποτιστεί λίγο λίγο από την επαναστατική του αποστολή στη βάση μιας ταξι­κής γραμμής» (131, 1).

Το ερώτημα λοιπόν που προκύπτει είναι κατά πόσο

183

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

μέσα από το πέρασμα του «ασυνεχούς ιστορικού χρό­νου» ή της κατά Λένιν μη ευθείας, όπως η λεωφόρος Νέφσκι, αλλά με ζιγκ-ζαγκ ιστορικής εξέλιξης, η πλειο­νότητα της σύγχρονης εργατικής τάξης δεν ενσωματώ­θηκε και η πλειονότητα των κομμάτων της δεν εξέπε­σαν πιο πίσω ακόμη και από το επίπεδο της αυθόρμη­της συνείδησης. Σε αυτό το ερώτημα θα προσπαθήσου­με να απαντήσουμε στο τρίτο μέρος της μελέτης.

Σε κάθε περίπτωση o Gramsci δεν διέγραψε την ερ­γατική τάξη ως εν δυνάμει επαναστατικό υποκείμενο, δεν απέπεμψε στο πυρ το εξώτερο την αναγκαιότητα του κόμματός της, ενώ ταυτόχρονα δίχως να την αγιο- ποιεί πρόβαλε το ρόλο της επαναστατικής διανόησης. Αυτή την τελευταία την είδε να προέρχεται μαζικά απ ό μια μερίδα των απασχολούμενων στην παραγωγή δια­νοουμένων οι οποίοι αρχικά γεννιούνται ως οργανικοί διανοούμενοι της αστικής τάξης.

Στη μετα-Gramsci εποχή η εργατική τάξη και κατά συνέπεια η αναγκαιότητα του όποιου κόμματός της όχι μόνο απομυθοποιούνται, αλλά εξαφανίζονται ως επανα­στατικοί φορείς από την προβληματική της πλειονότη­τας των επαναστατών στοχαστών, ιδιαίτερα εκείνων που δραστηριοποιήθηκαν έξω, αν όχι ενάντια, στο οργα­νωμένο εργατικό κίνημα. Με εξαίρεση τον Lukács ο οποίος, για ένα τουλάχιστον διάστημα και σε αντίθεση με τους κλασικούς αλλά και τον Gramsci, τη «θεοποιεί», οι επόμενοι στοχαστές την αντικαθιστούν είτε με τη δια­νόηση και τη φοιτητική νεολαία είτε/και με το περιθώριο είτε με απροσδιορίστου ταξικότητας κινήματα είτε γενι­κώς με το πλήθος.

Χαρακτηριστική προς αυτή την κατεύθυνση είναι η θεωρητική παρέμβαση του Herbert Marcuse. Αλλά με αυτό τον κατά τα άλλα σημαντικό επαναστάτη διανοη- τή θα ασχοληθούμε εκτενέστερα στο δέκατο κεφάλαιο.

184

1 Ρ 0 Ι Ι Ι

«ΓΕΝΙΚΗ OIDNOlfl», ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ KOI DVHflTOTHTtí ΤΗΣ K O m m O V N IIT IK H Z ΠΡΟΟΠΤΙΚΗΣ Kfll

ΚίΦΗΑΑΙΟΚΡΗΤΙΚΗΟΝΤΙΟΡΗΣΗ

(ισ ο γ ω γ ικ ά

Σ αν τ ίπ ο τ ε να μην α λ α α ξ ε , σαν όλα να άλλαξαν. Ιδού οι δύο ακραίες και παντελώς λαθεμένες θεωρήσεις της σύγχρονης πραγματικότητας σε σχέση με την εποχή του Μαρξ ή ακόμη και σε σχέση με εδώ και τρεις μόλις δεκαετίες. Η αλήθεια είναι ότι, όπως λέει και το τρα­γούδι, «αλλάζουν όλα εδώ κάτω με ορμή». Όμως δυ­στυχώς αλλάζουν ακόμη μέσα στο στενό πλαίσιο του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, διατηρώντας την ανθρωπότητα στο στάδιο της προϊστορίας της, σε μια εποχή που ακριβώς χάρη σε αυτές τις αλλαγές υπάρχει η δυνατότητα άμεσης διεκδίκησης του περά- σματός της στο βασίλειο της πραγματικής ιστορίας της, στο βασίλειο της κομμουνιστικής χειραφέτησης.

Γι’ αυτό και οι επαναστάσεις της πείνας των περα­σμένων αιώνων ή θα εκδηλωθούν στην εποχή μας ως επαναστάσεις της χειραφέτησης που θα λύσουν και το πρόβλημα της πείνας ή θα συνθλιβούν ή θα αφομοιω­θούν από το σύστημα.

Η αντίθεση ανάμεσα στην ανάπτυξη των παραγωγι­κών δυνάμεων, δεσπόζουσα θέση ανάμεσα στις οποίες κατέχει και ο ανθρώπινος παράγοντας, και στις σχέσεις παραγωγής, μια αντίθεση που είναι εγγενής του κεφα­λαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, αντιμετωπίζεται από τη σκοπιά του κεφαλαίου με δεδομένο κάθε φορά το επίπεδο της ταξικής, λαϊκής αντίστασης σε αυτό.

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

Έτσι δεν είναι ούτε μόνο το λαϊκό κίνημα, πόσο μάλ­λον η βούληση της υπερταξικής ακαθόριστης έννοιας του πλήθους (63), ούτε μόνο το κεφάλαιο μέσα από τους μηχανισμούς του που είναι ικανά να ερμηνεύσουν κάθε φορά την αντιμετώπιση αυτής της αντίθεσης. Αν συνεχίζουμε να δεχόμαστε ότι μοχλός της ιστορίας αλ­λά και της όποιας πρόσκαιρης ή οριστικής αντιμετώπι­σης αυτής της αντίθεσης είναι η ταξική πάλη, τότε τόσο η υπερεκτίμηση της αυθόρμητης δράσης της μάζας -περίπτωση Negri- (63) όσο και η υπερεκτίμηση των δομών του καπιταλιστικού συστήματος είναι σε λανθα­σμένη κατεύθυνση.

Με δεδομένη λοιπόν αυτή την αντίθεση και τη διαλε­κτική σύγκρουση κεφαλαίου και εργασίας, το κεφάλαιο προσπαθεί να αντιμετωπίσει τις εγγενείς του αντιθέσεις. Μια από αυτές προκύπτει από την απελευθέρωση της ζωντανής εργασίας και την αντικατάστασή της από απο­κρυσταλλωμένη, που συνοδεύει την καπιταλιστική ανά­πτυξη και αποτελεί όρο της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Βεβαίως αυτή τη δυνατότητα το κεφά­λαιο την οφείλει, στην κυριολεξία της λέξης, στις παρελ- θούσες γενιές της εργατικής τάξης, μια οφειλή που σε κα­μιά περίπτωση δεν πρέπει να θεωρείται ότι έχει παρα- γραφεί και συνεπώς πρέπει να επιστραφεί επαναστατικό) δικαίω στην κληρονόμο της, τη σύγχρονη εργατική τάξη.

Ταυτόχρονα, ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες με την αναγωγή της επιστήμης σε άμεση παραγωγική δύ­ναμη, το σημαντικό ρόλο που παίζει η πληροφορική και η επικοινωνία στην παραγωγή και την ανάπτυξη του τομέα των υπηρεσιών, η ατομική χειρωνακτική ζωντανή εργασία όταν δεν περιθωριοποιείται ή όταν δεν μετακι­νείται από το κεφάλαιο εκεί που το κόστος της εργατι­κής δύναμης είναι εξευτελιστικό και οι συνθήκες εργα­σίας σαν και αυτές της κατάστασης της εργατικής τά­

188

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

ξης του 19ου αιώνα αντικαθίστανται σε μεγάλο βαθμό από τη συλλογική γενική διανοητική εργασία, την εργα­σία του general intellect (της γενικής διάνοιας) την οποία η μεγαλοφυΐα του Μαρξ είχε κατορθώσει να συλλάβει ως τάση της καπιταλιστικής παραγωγής.

Αυτή η αντικατάσταση σηματοδοτεί, πέρα από την ποιοτική διαφοροποίηση της ίδιας της ζωντανής εργα­σίας, μια νέα σχέση ανάμεσα στην ατομική και τη συλ­λογική εργασία, μια νέα σχέση ανάμεσα στο σταθερό και το μεταβλητό κεφάλαιο και κυρίως αποδεικνύει με τον πλέον περίτρανο τρόπο την ανάγκη υπέρβασης του καπιταλισμού.

Από αυτή τη σκοπιά ο Μαρξ γεννήθηκε νωρίς. Ταυ­τόχρονα όμως είναι πιο επίκαιρος από ποτέ. Αυτό που δεν ήταν δυνατό να υλοποιηθεί στο πλαίσιο της κυριαρ­χίας του ζεύγους της κλασικής βιομηχανίας και της χει­ρωνακτικής εργασίας στην παραγωγή είναι σήμερα δυ- νατόν στο πλαίσιο του ζεύγους των σύγχρονων υλικών παραγωγικών δυνάμεων και του φορέα τους, του general intellect (της γενικής διάνοιας).

Με άλλα λόγια, ενώ την εποχή του Μαρξ δεν είχαν ακόμη διαμορφωθεί οι αντικειμενικές δυνατότητες της ανάδειξης της εργασίας-ελεύθερης πολυποίκιλης δρα­στηριότητας σε κυρίαρχη ή διαφορετικά μιας ουσιαστι­κής υπαγωγής της στον κομμουνιστικό τρόπο παραγω­γής, σήμερα αυτές οι δυνατότητες υπάρχουν και προ­κύπτουν ακριβώς τόσο από την απελευθέρωση της ζω­ντανής εργασίας όσο και από τον ποιοτικό εμπλουτι­σμό της και τον άμεσο κοινωνικό της χαρακτήρα.

Ταυτόχρονα οι ίδιες αυτές αλλαγές καθιστούν δυνα­τή και απαιτούν την υπέρβαση της έκφρασης της εργα­σίας με τη μορφή της αφηρημένης και της συγκεκριμέ­νης εργασίας, δηλαδή την υπέρβαση του νόμου της αξίας ως μέτρου του κέρδους.

189

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

Καθιστούν δυνατή και απαιτούν την αναγωγή σε κυρίαρχη της ελεύθερης δραστηριότητας αυτοσκοπό, και την έκφραση της δευτερεύουσας, στον κομμουνι­σμό εναπομένουσας καταναγκαστικής εργασίας-δου­λείας, με τις μορφές από τη μια της γενικής εργασίας -που πάντα θα παραμείνει μέτρο του ανθρώπινου μό­χθου- και από την άλλη της χρήσιμης εργασίας στο πλαίσιο μιας σχεδιοποιημένης παραγωγής· απαιτούν δηλαδή την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και στην ανώτερη φάση της κομμου­νιστικής κοινωνίας, συνολικότερα της εμπορευματικής παραγωγής.

Το κεφάλαιο λοιπόν «σκάβει το λάκκο» του μέσα από τις αντιθέσεις που το ίδιο γέννησε και σήμερα οξύ­νει στο έπακρο. Από την άλλη με νύχια και με δόντια προσπαθεί να αποτρέψει την ενεργοποίηση του νεκρο­θάφτη του.

Καταδικασμένο να συνεχίσει τη διευρυμένη αναπα­ραγωγή του, αντιστέκεται στη συνεπαγόμενη από την αντικατάσταση και ποιοτική διαφοροποίηση της ζω­ντανής εργασίας άνοδο της οργανικής του σύνθεσης και στην πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους, όχι μό­νο με τις άλλες κλασικές μεθόδους που πρόβλεψε ο Μαρξ στο Κ εφάλαιο (153, τ. 3, 293 κ.ε.), όχι μόνο με την αναποτελεσματική μακροπρόθεσμα «τρίπλα» αποκομιδής κερδών στο πεδίο του χρηματιστικού κε­φαλαίου, όπου το χρήμα εμφανίζεται λες και έχει τη δυνατότητα να γεννά χρήμα (Χ-Χ') δίχως τη μεσολάβη­ση της παραγωγής (Χ-Ε-Χ') αλλά κυρίως επιδιώκο­ντας να επεκτείνει την καπιταλιστική εμπορευματο- ποίηση κάθετα και οριζόντια.

Κάθετα, με τη μορφή του νεοφιλελευθερισμού, ιδιω­τικοποιώντας και καθιστώντας εμπόρευμα ό,τι ακόμη δεν είχε γίνει τέτοιο - επιστήμη, γνώση, πληροφορίες,

190

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

κοινωνικές παροχές, υπηρεσίες, ήλιο, νερό, αέρα, αν­θρώπινα όργανα, τον ίδιο το νου των ανθρώπων...

Οριζόντια, με τη μορφή του ιμπεριαλισμού, εγκαθι­δρύοντας και καθιστώντας κυρίαρχες με την πιο άγρια βία τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις όπου αυτές δεν υπήρχαν, από τις πρώην «σοσιαλιστικές» χώρες μέχρι τα έσχατα όρια των πιο απομονωμένων περιοχών, των ερήμων και των παγετώνων, και αύριο, αν συνεχίζει να κυριαρχεί, και των άλλων πλανητών αναζητώντας νέες αγορές, φτηνές πρώτες ύλες και κυρίως πετρέλαιο, αλ­λά και φτηνή εργατική δύναμη, αποδεικνύοντας και με αυτό τον τρόπο ότι επιμένει στη διατήρηση σε ισχύ του νόμου της αξίας.

Το κεφάλαιο στο πλαίσιο αυτής της οριζόντιας ιμπε­ριαλιστικής εξάπλωσής του είναι υποχρεωμένο να κα­ταργεί τα σύνορα αναδείχνοντας έτσι ότι η διατήρηση του εθνοκράτους αποτελεί μια από τις κύριες αντιθέ­σεις του σύγχρονου καπιταλισμού. Ισοπεδώνει κάθε εμπόδιο που του αντιστέκεται, ομοιογενοποιεί ποιοτι­κά τους λαούς, μαζοποιεί το «πλήθος», ταυτόχρονα όμως εντείνει τις ανισότητες στο εσωτερικό αυτού του παγκόσμιου τόπου, αλλά και μέσα στους επιμέρους τόπους οξύνει τις υπαρκτές αντιθέσεις. Έτσι διαμορ­φώνει τους όρους για τη διεκδίκηση από ένα διεθνιστι- κό κίνημα μιας παγκόσμιας κοινότητας συναδέλφωσης, ενός πραγματικού παγκόσμιου χωριού, απαιτώντας περισσότερο από ποτέ τον καθορισμό των μεσολαβή­σεων και της πρωτοπορίας εκείνης που θα αποτρέψει την ενσωμάτωση στην αστική ιδεολογία και θα οδηγή­σει στην κομμουνιστική επανάσταση.

Και όσο συρρικνώνονται τα περιθώρια επέκτασής του, όσο θα διαπιστώνει ότι η εχθρική από μέρους του αντιμετώπιση της φύσης έχει τα όριά της -όχι τα ηθικά διότι το κεφάλαιο δεν έχει τέτοιας φύσης φραγμούς, αλ­

191

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

λά από τη σκοπιά της αποκομιδής κέρδους-, όσο θα υπάρχουν περίοδοι οικονομικής ύφεσης και οικονομι­κών κρίσεων, τόσο θα βγαίνουν στην επιφάνεια με οξύ- τερο τρόπο οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, τα κρυμ­μένα μαχαίρια που σήμερα υποβόσκουν και οδηγούν ορισμένους, συγχέοντας την τάση με την απόλυτη υλο­ποίησή της, να κάνουν λόγο για ενιαία Αυτοκρατορία (63), τόσο τα «εθνικά» ιμπεριαλιστικά κράτη θα πα­ρεμβαίνουν πιο άμεσα για να στηρίξουν το καθένα τα «εθνικά» ιμπεριαλιστικά του συμφέροντα, τόσο οι ΗΓΙΑ θα αμφισβητούνται ως ο μοναδικός παγκόσμιος θησαυ­ροφύλακας και χωροφύλακας.

Το γεγονός λοιπόν ότι το κεφάλαιο έχει οξύνει στο έπακρο την αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό-παγκο- σμιοποιημένο χαρακτήρα της παραγωγής του general intellect και στην ιδιωτική ιδιοποίηση από τις ιδιωτικές πολυεθνικές του αποτελέσματος της εργασίας των πα­ραγωγών, τους οποίους και επιμένει -όταν δεν τους πε­ριθωριοποιεί- να τους χρησιμοποιεί ως εμπορεύματα, φορείς αποσπασματικών, κατατμημένων ικανοτήτων, είναι που το καθιστά σήμερα περισσότερο αντιδραστι­κό από όσο σε όλη την προηγούμενη ιστορία του.

Και αυτή του η αντιδραστικότητα δεν είναι δυνατόν παρά να εκδηλώνεται και στις μορφές υπεράσπισης της κυριαρχίας του. Έτσι οξύνονται ταυτόχρονα και στο έπακρο τόσο η πτυχή της βίας όσο και του δόλου. Εκεί που δεν επαρκεί η ιδεολογική ηγεμόνευση εκδηλώνεται η πιο ανοιχτή και βάρβαρη βία. Γι’ αυτό και ο σύγχρο­νος ιμπεριαλισμός είναι αδύνατον να επιβιώσει μέσα από τη συστημική αυτορύθμισή του, γι’ αυτό και οι ΗΠΑ έχουν αναδειχθεί σε ηγέτιδα δύναμή του, σε νέα Ρώμη του, σε στρατιωτική υπερδύναμη η οποία είναι η μόνη ικανή, ως ο αναγκαίος σκληρός πυρήνας του ιμπεριαλι­σμού, να διασφαλίσει την παγκόσμια κυριαρχία του.

192

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

Εκείνοι λοιπόν που αντιμετωπίζουν τον νεοφιλελευ­θερισμό σαν μια κακή μορφή καπιταλιστικής διαχείρι­σης, σαν μια πρόσκαιρη και επανορθώσιμη στα καπι­ταλιστικά πλαίσια απόκλιση από. το καλό «κράτος πρόνοιας» και τη ρεφορμιστική διαχείριση, δεν κατα­νοούν ότι η αντιδραστικοποίηση του καπιταλισμού εί­ναι σύμφυτη με την εξέλιξή του, ή με άλλα λόγια ότι ο καπιταλισμός για να συνεχίσει να υπάρχει είναι υπο­χρεωμένος κάτω από τις σύγχρονες συνθήκες ανάπτυ­ξης των υλικών παραγωγικών δυνάμεων να λειτουργεί με τη μορφή του νεοφιλελευθερισμού. Αυτός λοιπόν δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται σαν το κακό προσω­πείο, αλλά σαν το πραγματικό πρόσωπο του σύγχρο­νου καπιταλισμού.

Είναι προφανές ότι στα όρια τούτης της μελέτης δεν ήταν δυνατόν παρά να σκιαγραφήσουμε όσο πιο συνο­πτικά μπορούσαμε αυτό το γενικότερο πλαίσιο των αλ­λαγών που συντελέστηκαν στον κεφαλαιοκρατικό τρό­πο παραγωγής κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Στη συ­νέχεια θα εξετάσουμε αυτές τις αλλαγές από την οπτι­κή γωνία της σχέσης της ζωντανής με την αποκρυσταλ­λωμένη εργασία, κάτω από την οποία μπορούμε με τον καλύτερο τρόπο να φωτίσουμε και το ρόλο της διανόη­σης.

Αφού προηγουμένως αναφερθούμε συνοπτικά στις αλλαγές της περιόδου του καθαυτό βιομηχανικού καπι­ταλισμού, οι οποίες και άνοιξαν το δρόμο στις πιο πρό­σφατες αλλαγές, στη συνέχεια θα σταθούμε πιο ειδικά σ’ εκείνες τις αλλαγές που σχετίζονται πιο άμεσα με την κυρίως πνευματική εργασία, με τις ποσοτικές και ποιοτικές τροποποιήσεις της, με τις δυνατότητες που αυτές προσφέρουν, αλλά και με τα εμπόδια που ορθώ­νει ο καπιταλισμός, έτσι ώστε να μην είναι δυνατόν δί­χως την ανατροπή του αυτές οι δυνατότητες να αξιο-

193

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

ποιηθούν προς μια ανθρωποκεντρική κατεύθυνση. Τα ελεύθερα λογισμικά τύπου Linux αναφέρονται ως χα­ρακτηριστικό παράδειγμα δυνατοτήτων αλλά και υπε­ροχής των αποεμπορευματοποιημένων σχέσεων και καταδεικνύουν με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο τον ανορθολογισμό του κεφαλαίου που επιμένει να κρατά τη γνώση και την πληροφορία δέσμιες της ιδιω­τικής ιδιοκτησίας.

Μέσα από αυτή τη διερεύνηση θα διαπιστώσουμε στο επόμενο μέρος ότι και η διανόηση δεν είναι δυνα- τόν να αντιμετωπίζεται ως σταθερό και ακίνητο αγαλ- ματίδιο, σαν το «στοχαστή» του Rodin. Η θέση της και ο ρόλος της έχουν αλλάξει τόσο στην παραγωγή όσο και στην κοινωνία γενικότερα. Η διανόηση δεν είναι πια ούτε το «σπάνιο είδος» της εποχής του Μαρξ, ούτε ένα δευτερεύον συμπλήρωμα ενός κυρίαρχου βιομηχα­νικού προλεταριάτου όπως στην εποχή του Λένιν, ούτε όμως η προλεταριοποίηση ενός σημαντικού της τμήμα­τος σηματοδοτεί την επαναστατικοποίησή της, όπως ήθελε να πιστεύει o Gramsci γι’ αυτό το τμήμα των ορ­γανικών διανοούμενων της αστικής τάξης.

194

Κεφάϋαιο5

Απεήευθερωση-μειακίνποη ii)c ζωντανής c p p i o c οιην εποχή ίου κυρίαρχου βιομηχανικού καπιιαϋιομού

Α ς δ ιε ρ ε υ ν ή σ ο υ μ ε αρχικά τη σχέση της ζωντανής εργα­σίας με το κεφάλαιο, έτσι όπως αυτή εξελίχθηκε από την περίοδο της ουσιαστικής υπαγωγής της εργασίας στο κε­φάλαιο και στη συνέχεια θα αναφερθούμε στις πιο πρό­σφατες αλλαγές αυτής της σχέσης. Από την τάση που διαπερνά αυτή τη σχέση θα διαπιστώσουμε ότι η κεφα­λαιοκρατική παραγωγή οδηγείται στην αυτοαναίρεσή της, από τη μια μέσα από την απελευθέρωση άμεσης ζω­ντανής εργασίας και ταυτόχρονα τη διανουμενοποίηση- επιστημονικοποίηση της παραγωγής και από την άλλη μέσα από την κοινωνικοποίησή της, οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με την ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγω­γής και την απόσπαση υπεραξίας που προέρχεται από την άμεση ζωντανή εργασία του κάθε εργάτη και από το χρόνο εργασίας του, τα οποία αποτελούν το θεμέλιό της.

Το κεφάλαιο ως σχέση εκμετάλλευσης της εργατι­κής δύναμης από τη στιγμή που θεμελιώθηκε η ουσια­στική υπαγωγή της εργασίας σε αυτό, από τη στιγμή δηλαδή που στηρίχτηκε στα δικά του πόδια, την κλασι­κή βιομηχανία, και από τη στιγμή που η αύξηση της παραγωγικότητας και η σχετική υπεραξία έγιναν οι κύ­

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

ριοι μοχλοί της διευρυμένης αναπαραγωγής του, διατη­ρεί μια στην κυριολεξία σχιζοφρενική σχέση με τη ζω­ντανή εργασία.

Αν οι πρώτες ενδείξεις της σχιζοφρένειας, δηλαδή της διάσπασης των φρενών, είναι η «αποδιοργάνωση του συνδυασμού των ιδεών που καταλήγει σε μια κα­τάσταση ψυχικής αποσύνθεσης» και οι συνέπειες ή οι αντιδράσεις σε αυτή την πρωτογενή κατάσταση είναι «το ντελίριο ή οι συναισθηματικές διαταραχές» (81, 1530), αν ακόμη δεχτούμε ότι η σχέση του κεφαλαίου με τη ζωντανή εργασία είναι μια σχέση εξάρτησης και απέχθειας που το οδηγεί στη σύγχρονη παραληρηματι­κή βαρβαρότητα, τότε δίχως καμιά υπερβολή μπορεί να γίνει λόγος για σχιζοφρενική σχέση από την πλευρά του κεφαλαίου.

Αν σταθούμε κατ’ αρχήν στη σχέση που διατηρεί το κεφάλαιο με τη ζωντανή εργασία που λειτουργεί ως μεταβλητό κεφάλαιο στην παραγωγή, διαπιστώνουμε ήδη σε όλο της το μεγαλείο αυτή τη σχιζοφρενική, αντι­φατική την ονομάζει ο Μαρξ, σχέση.

«Το κεφάλαιο είναι αυτό το ίδιο μια αντιφατική δια­δικασία, από την άποψη ότι προσπαθεί να περιορίσει το χρόνο εργασίας σε ένα ελάχιστο, ενώ από την άλλη θέτει το χρόνο εργασίας ως μοναδικό μέτρο και πηγή του πλούτου. Γι’ αυτό μειώνει το χρόνο εργασίας με τη μορφή του αναγκαίου χρόνου εργασίας, για να τον αυ­ξήσει με τη μορφή της πρόσθετης εργασίας, θέτοντας έτσι σε ένα αυξημένο βαθμό την πρόσθετη εργασία ως όρο -ζήτημα ζωής ή θανάτου- για την αναγκαία εργα­σία» (149, 194).

Με δεδομένο ότι πάντα υπήρχε και πάντα θα υπάρ­χει πρόσθετος χρόνος εργασίας και μάλιστα η κυρίαρχη τάση είναι αυτός να αυξάνεται συνεχώς αναλογικά με τον αναγκαίο για την αναπαραγωγή της εργατικής δύ­

196

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

ναμης χρόνο, το ζήτημα είναι αν αυτός ο πρόσθετος χρόνος θα αξιοποιείται για την αύξηση των κερδών ή υπέρ των εργαζομένων.

Όμως η αντίφαση δεν περιορίζεται σε αυτό το επί­πεδο. Το κεφάλαιο, παρά το ότι στηρίζεται στη ζωντα­νή εργασία μόνη ικανή να του αποδώσει υπεραξία, δεν αρκείται μόνο στην επιδίωξη αύξησης του πρόσθετου σε σχέση με τον αναγκαίο χρόνο, μια αναλογία που η έκβασή της εξαρτάται τελικά κάθε φορά από την ταξι­κή πάλη. Είναι υποχρεωμένο στο πλαίσιο του ανταγω­νισμού και της επιδιωκόμενης αύξησης της παραγωγι­κότητας της εργασίας να εκτοπίζει από την παραγωγή τη ζωντανή εργασία και να την αντικαθιστά από απο­κρυσταλλωμένη εργασία.

«Η αναγκαία τάση του κεφαλαίου είναι η αύξηση της παραγωγικής δύναμης και η μέγιστη άρνηση της αναγκαίας εργασίας. Και η υλοποίηση αυτής της τάσης είναι η μετατροπή του μέσου της εργασίας σε μηχανή» (149, τ. 2, 185).

«Η πλήρης ανάπτυξη του κεφαλαίου δεν πραγματο- ποιήθηκε -ή το κεφάλαιο δεν έχει ακόμη διαμορφώσει τον τρόπο παραγωγής που του αρμόζει- παρά μόνο από τη στιγμή ακριβώς που το μέσο της εργασίας δεν καθορίζεται μόνο τυπικά ως σταθερό κεφάλαιο, αλλά που καταργείται με την άμεση μορφή του και από τη στιγμή που το σταθερό κεφάλαιο εμφανίζεται στη σκη­νή ως μηχανή απέναντι στην εργασία στο εσωτερικό της διαδικασίας της παραγωγής, όπου η διαδικασία της παραγωγής καθορίζεται όχι ως υποταγμένη στην άμεση δεξιότητα του εργάτη αλλά ως τεχνολογική εφαρμογή της επιστήμης. Η τάση του κεφαλαίου είναι συνεπώς να προσδώσει στην παραγωγή ένα επιστημο­νικό χαρακτήρα και η άμεση εργασία υποβαθμίζεται σε απλή στιγμή αυτής της διαδικασίας» (149, τ. 2, 187).

197

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

Την ίδια δηλαδή στιγμή που το κεφάλαιο ως σχέση εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης θέτει τον χρόνο εργασίας, την απλή ποσότητα εργασίας, ως μόνο καθο­ριστικό στοιχείο για να συνεχίσει να λειτουργεί ως τέ­τοιο, δηλαδή για να αποκομίζει κέρδος, η άμεση εργα­σία και η ποσότητά της, η ζωντανή εργασία, δεν είναι πια αυτές το καθοριστικό στοιχείο της παραγωγής. Υποβαθμίζονται τόσο ποσοτικά σε μια μειωμένη σε σχέση με το σταθερό κεφάλαιο αναλογία, όσο και ποι­οτικά σε μια αναγκαία μεν αλλά δευτερεύουσα δε στιγμή της όλης διαδικασίας παραγωγής. Και αυτό που αναδεικνύεται σε πρωτεύον είναι «η γενική επι­στημονική εργασία, η τεχνολογική εφαρμογή των φυσι­κών και μαθηματικών επιστημών» (149, τ. 2, 188).

Ως προς τις ενδοκεφαλαιοκρατικές σχέσεις αυτή η τάση έχει συνέπεια τη συγκέντρωση και τη συγκεντρο- ποίηση του κεφαλαίου στα χέρια εκείνων των κεφαλαιο­κρατών οι οποίοι εκσυγχρονίζοντας το σταθερό τους κε­φάλαιο εκτοπίζουν τους υπόλοιπους οι οποίοι συνεχί­ζουν να λειτουργούν στη βάση κατ’ εξοχήν μεταβλητού κεφαλαίου, και αυτό είναι που οδηγεί στο μονοπωλιακό καπιταλισμό, στην όξυνση του ανταγωνισμού και του αγώνα για καινούργιες αγορές.

Αυτή η απελευθέρωση της ζωντανής εργασίας είχε προβλεφτεί όπως προαναφέραμε ως δυνητικότητα από την εποχή κιόλας του Ομήρου και αργότερα από τον Αριστοτέλη.

«Μαλαματένιες ρόδες άρμοζε ατού καθενού τον πά­το, μες στων θεών μοναχοσάλευτα τη σύναξη να μπαί­νουν και πίσω να γυρνούν στο σπίτι που να σαστίζει ο νους σου!» γράφει ο Όμηρος για το σπίτι του ξακου­στού θεού τεχνίτη Ήφαιστου (182, Σ 370/380).

Και ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του (1253b-1254a) γράφει ότι, αν υπήρχαν τα αγάλματα, οι αυτόματοι μη­

198

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

χανικοί άνθρωποι του Δαίδαλου και οι τρίποδες, οι μο- ναχοσάλευτοι του Ηφαίστου, δεν θα υπήρχε ανάγκη υπηρετών ούτε οι κύριοι θα είχαν ανάγκη δούλων.

Να όμως που το κεφάλαιο, παρ’ όλο που αυτή η πρόβλεψη του Αριστοτέλη συνιστά σήμερα την κυρίαρ­χη τάση στην παραγωγή, παρεμποδίζει αυτή την εξέλι­ξη της άρσης της σύγχρονης δουλείας και τούτο διότι διαφορετικά θα έπρεπε να αυτοαναιρεθεί ως τέτοιο. Το κεφάλαιο παρεμποδίζει, έτσι ώστε η μείωση της αν­θρώπινης εργασίας, της κατανάλωσης καταναγκαστι- κής, αναγκαίας, εργατικής δύναμης σε ένα ελάχιστο να λειτουργεί υπέρ της χειραφετημένης ελεύθερης δρα­στηριότητας (149, τ. 2, 189).

Αν πάρουμε δύο ακραίες υποθετικές περιπτώσεις που, αν εφαρμόζονταν στην πράξη, θα σηματοδοτού­σαν την αυτοκατάργηση του κεφαλαίου, θα κατανοή­σουμε πιο εύκολα τα δυο ακραία όρια ανάμεσα στα οποία είναι υποχρεωμένο να κινείται το κεφάλαιο ως προς τη ζωντανή εργασία και την τάση που είναι υπο­χρεωμένο να ακολουθεί σε αυτή του τη σχέση.

Η πρώτη περίπτωση είναι εκείνη που αναφέρει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο, ασκώντας κριτική στον Riccardo, ο οποίος συγχέει το ποσοστό του κέρδους με αυτό της υπεραξίας. Γράφει λοιπόν ο Μαρξ: «Το ποσοστό του κέρδους θα ήταν ίσο με το ποσοστό της υπεραξίας μό­νο αν το σταθερό κεφάλαιο, σ=0, δηλαδή αν όλο το κε­φάλαιο είχε δαπανηθεί για μισθό εργασίας» (153, τ. 3, 305). Όμως σε μια τέτοια περίπτωση το κεφάλαιο δεν θα υπέτασσε ουσιαστικά την εργασία διότι δεν θα κα­τείχε την ιδιοκτησία μηχανικών μέσων παραγωγής.

Η δεύτερη ακραία υποθετική περίπτωση είναι εκεί­νη κατά την οποία όλο το κεφάλαιο δαπανάται για μέ­σα παραγωγής, «μονοσάλευτες» μηχανές, οι οποίες δεν έχουν ανάγκη από ζωντανή εργατική δύναμη για να

199

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

λειτουργήσουν. Σε αυτή την περίπτωση που το μετα­βλητό κεφάλαιο μ=0, η υπεραξία θα ήταν μηδενική, υ=μ/σ=0 και το ίδιο θα συνέβαινε με το ποσοστό του κέρδους (κ'= υ/σ+μ). Σε αυτή την περίπτωση, ελλείψει εργατικής δύναμης και κέρδους, πάλι δεν θα μπορούσε να γίνει λόγος για κεφαλαιοκρατική σχέση εκμετάλ­λευσης.

Έτσι το κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να κινείται ανάμεσα στα δυο αυτά ακραία όρια με κατεύθυνση το δεύτερο, δίχως όμως ποτέ να το φθάνει. Υπό αυτή την έννοια μπορεί να γίνει λόγος για τάση η οποία όμως δεν είναι δυνατόν να οδηγηθεί στην απόλυτη έκφρασή της, παρά μόνο με την ανατροπή του κεφαλαίου.

Αυτγ^η τάση έχει ως αποτέλεσμα για την εργατική τάξη την ανεργία, που με τη σειρά της από τη μια πλήττει και το κεφάλαιο, στο βαθμό που μειώνοντας την αγοραστική δύναμη της εργατικής τάξης μειώνει και τις πωλήσεις των εμπορευμάτων, και από την άλλη το εξυπηρετεί στο βαθμό που του δίνει τη δυνατότητα να μειώνει τους μισθούς. Για τους εργαζόμενους που παραμένουν στη μηχανική παραγωγή αυτή η τάση έχει ως αποτέλεσμα την υποταγή τους στην κίνηση της μη­χανής και όχι το αντίστροφο, την υποταγή της ζωντα­νής στη νεκρή εργασία και όχι το αντίστροφο, τον υπο­βιβασμό της άμεσης ζωντανής εργασίας σε μια απλή στιγμή της παραγωγικής διαδικασίας. Με άλλα λόγια η μηχανή λειτουργεί απελευθερωτικά από την άποψη ότι απαλλάσσει τον εργάτη από χειρωνακτικές λειτουργίες και στο πλαίσιο του αρχικού αυτοματισμού από ορι­σμένες απλές πνευματικές δραστηριότητες, ενώ ταυτό­χρονα σκλαβώνει τον εργαζόμενο που χάνει την αυτο­τέλεια που είχε ως ανεξάρτητος τεχνίτης ή ακόμη ως χειριστής ενός εργαλείου του οποίου ήταν εκείνος που καθόριζε την κίνηση και τους ρυθμούς. Η ατομική ερ­

2 0 0

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

γασία του κάθε εργαζόμενου από τη μια γίνεται όλο και πιο μερική, από την άλλη εκφράζει τον κοινωνικό της χαρακτήρα ως τμήμα πια του συλλογικού εργαζό­μενου στο εμπόρευμα, οξύνοντας έτσι τη σχέση ανάμε­σα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και την ιδιωτική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της.

Ταυτόχρονα ο χειρώνακτας εργαζόμενος όχι μόνο δεν είναι ιδιοκτήτης του μέσου με το οποίο δουλεύει, αλλά είναι αποξενωμένος από την επιστήμη και τη γνώ­ση που οδηγούν στη σύλληψη και την κατασκευή της μηχανής. Αυτές στη φάση της κλασικής βιομηχανικής παραγωγής βρίσκονται στην πλευρά του κεφαλαίου, στην πλευρά της αστικής τάξης. Έτσι ο διαχωρισμός με­ταξύ κυρίως πνευματικής και κυρίως χειρωνακτικής ερ­γασίας συμπίπτει με τον ταξικό διαχωρισμό σε κεφά­λαιο και εργασία.

Όμως αυτή η απελευθέρωση ζωντανής εργασίας δεν συντελείται δίχως και άλλες αρνητικές συνέπειες για το ίδιο το κεφάλαιο. Μια πρώτη αρνητική συνέπεια είναι η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Εδώ ο Μαρξ δεν αναφέρεται στον ατομικό κεφαλαιοκράτη για τον οποίο του είναι αδιάφορο αν η επιχείρησή του παράγει υπεραξία ή αν καρπώνεται ένα τμήμα της υπεραξίας που παράγεται σε κοινωνικό επίπεδο. Αναφέρεται στο κεφάλαιο από κοινωνική, συλλογική σκοπιά το οποίο, αν υποθέσουμε ότι επενδύεται εξολοκλήρου σε μη πα­ραγωγικούς υπεραξίας τομείς, κάτι που θα διευκρινί­σουμε πιο αναλυτικά στη συνέχεια, τότε δεν θα υπάρ­χει υπεραξία για να μοιραστεί και συνεπώς δεν θα υπάρχει και κέρδος.

«Αν τώρα υποθέσουμε ότι αυτή η βαθμιαία αλλαγή στη σύνθεση του κεφαλαίου [της σχέσης δηλαδή του μεταβλητού -εργατικής δύναμης- με το σταθερό - μη­χανές] [...] περιλαμβάνει αλλαγές στην οργανική μέση

201

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

σύνθεση του κεφαλαίου που ανήκει σε μια καθορισμέ­νη κοινωνία, τότε πρέπει αυτή η βαθμιαία αύξηση του σταθερού κεφαλαίου με το μεταβλητό κεφάλαιο να έχει απαραίτητα ως αποτέλεσμα μια βαθμιαία πτώση του γενικού ποσοστού κέρδους όταν μένει αμετάβλητο το ποσοστό της υπεραξίας ή όταν μένει αμετάβλητος ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφά­λαιο» (153, τ. 3, 268).

Αυτός είναι ο «νόμος της πτωτικής τάσης του ποσο­στού κέρδους», όπως τον διατύπωσε ο Μαρξ, και ο οποίος «αποτελεί το μυστήριο γύρω από τη λύση του οποίου περιστρέφεται όλη η πολιτική οικονομία από τον καιρό του Adam Smith» (153, τ. 3, 270).

Μαθηματικά μπορεί να εκφραστεί με τον ακόλουθο τρόπο:

Η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου είναι: %=α!μ, όπου σ είναι το σταθερό κεφάλαιο και μ το μεταβλητό. Το ποσοστό υπεραξίας που εκφράζει και το βαθμό εκ­μετάλλευσης είναι: υ'=υ/μ, και το ποσοστό κέρδους κ'=υ/σ+μ. Αν διαιρέσουμε και τους δυο όρους αυτού του κλάσματος διά μ, τότε θα έχουμε κ^υ'/g+l, οπότε όσο το g αυξάνει τόσο το κ' θα μειώνεται στο βαθμό που το υ' παραμένει σταθερό.

Ο Μαρξ αναφέρεται στη συνέχεια (153, τ. 3, 293- 304) στους παράγοντες εκείνους που χρησιμοποιεί το κεφάλαιο για να αντισταθμίσει αυτή την τάση. Αυτοί είναι: η άνοδος του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατι­κής δύναμης με την παράταση της εργάσιμης ημέρας ή/και με την εντατικοποίηση της εργασίας, η συμπίεση του μισθού της εργασίας κάτω από την αξία της εργα­τικής δύναμης (εδώ παρεμβαίνει και το κράτος με τη συμβολή του στην αναπαραγωγή της εργατικής δύνα­μης), το φτήναιμα των στοιχείων του σταθερού κεφα­λαίου που προέρχεται από την αύξηση της παραγωγι­

2 0 2

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

κότητας της εργασίας, ο σχετικός υπερπληθυσμός που έχει ως συνέπεια σε ορισμένους κλάδους να φτηναίνει η εργατική δύναμη, το εξωτερικό εμπόριο που μπορεί να φτηναίνει τα στοιχεία του σταθερού κεφαλαίου και τα μέσα συντήρησης του μεταβλητού κεφαλαίου, η αύξη­ση του μετοχικού κεφαλαίου στο βαθμό που τα μερί­σματα που αυτό αποδίδει είναι μικρότερα από εκείνα του παραγωγικού κεφαλαίου. Πρόκειται συνεπώς για μέτρα που στην πλειοψηφία τους κατατείνουν στην παραπέρα εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, για μέ­τρα που τη σκλαβώνουν ακόμη περισσότερο αντί να την ελευθερώνουν.

Μια άλλη αντίφαση που προκύπτει για το κεφάλαιο όχι άμεσα από την αντικατάσταση ζωντανής εργασίας, αλλά που έχει άμεσες συνέπειες ως προς τον χαρακτή­ρα της, προέρχεται από την τάση κοινωνικοποίησης του χαρακτήρα της παραγωγής που το ίδιο διαμορφώνει στην εξέλιξή του. Και αυτή την τάση την περιέγραψε στη βιομηχανική της φάση διεξοδικά ο Μαρξ στο Κ εφ ά­λαιο και στη φάση της σημερινής της ωρίμανσης στα Χ ειρόγραφ α του 1857-1858 στα οποία θα επανέλθουμε στη συνέχεια. Τι λέει σχετικά ο Μαρξ στο Κεφάλαιο; Μας λέει ότι η συνεχής τάση κοινωνικοποίησης της δια­δικασίας της εργασίας στο πλαίσιο της καπιταλιστικής παραγωγής, του στενού και εντεινόμενου καταμερι­σμού της εργασίας, έχει ως φυσικό της αντίδοτο το απο­τέλεσμα της εργασίας -ασχέτως αν αυτό παίρνει τελικά «παρά φύση» τη μορφή του ιδιωτικού εμπορεύματος, κάτι που προσδιορίζει τη βασική αντίθεση της καπιταλι­στικής παραγωγής- να μετατρέπεται σε προϊόν όχι ενός μεμονωμένου παραγωγού αλλά μιας συλλογικής συνερ­γατικής δύναμης ενός «συλλογικού εργαζόμενου».

«Ο ξεχωριστός άνθρωπος δεν μπορεί να επενεργεί πάνω στη φύση χωρίς να βάζει σ’ ενέργεια τους μυς

2 0 3

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

του κάτω από τον έλεγχο του δικού του μυαλού. Όπως στο φυσικό σύστημα ανήκουν μαζί το κεφάλι και το χέ­ρι, έτσι και το προτσές της εργασίας συνενώνει την ερ­γασία του κεφαλιού και την εργασία του χεριού. Αργό­τερα οι εργασίες αυτές χωρίζονται και φθάνουν ως την εχθρική αντίθεση. Όμως από τη στιγμή που το προϊόν μετατρέπεται γενικά από άμεσο προϊόν του ατομικού παραγωγού σε κοινωνικό προϊόν ενός συλλογικού ερ­γάτη, δηλαδή ενός συνδυασμένου εργατικού προσωπι­κού που τα μέλτ] του συμμετέχουν από πιο κοντά ή πιο μακριά ή και καθόλου στο χειρισμό του ύλης, οι προσ­διορισμοί της παραγωγικής εργασίας και του φορέα της, του παραγωγικού εργάτη, κατ’ ανάγκη διευρύνο­νται. Για να εργάζεται κανείς παραγωγικά δεν χρειά­ζεται πια να χρησιμοποιεί άμεσα τα χέρια του, αλλά αρκεί να είναι όργανο του συλλογικού εργάτη, να εκτε- λεί κάποια από τις λειτουργίες του» (153, τ. 1, 524).

Εκείνο δηλαδή που η καπιταλιστική παραγωγή απο- σπούσε ως μερική δραστηριότητα από το μεμονωμένο εργαζόμενο, με το στενό καταμερισμό της εργασίας που επέβαλε (όπως αυτός παρουσιάζεται στην ταινία Μοντέρνοι Κ αιροί του Charly Chaplin) και την οποία ο Μαρξ παραθέτοντας τον D. Urquhart αποκαλούσε «δο­λοφονία ή εκτέλεση ενός λαού» (153, τ. 1, 380) επανέρ­χεται ως ενιαία και πάλι δραστηριότητα στο επίπεδο του συλλογικού εργαζόμενου, δηλαδή της κοινωνικής συλλογικότητας των εργαζομένων.

Και μέσα από αυτή τη δραστηριότητα αλλάζει η έν­νοια τόσο της παραγωγικής εργασίας όσο και του φορέα της, του παραγωγικού εργάτη, ο οποίος «δεν χρειάζεται πια να χρησιμοποιεί άμεσα τα χέρια του». Σε αυτή τη σημαντική διαπίστωση θα επανέλθουμε αμέσως πιο κά­τω όταν αναφερθούμε στη σχέση της διανόησης με την εργατική τάξη.

2 0 4

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

Εδώ όμως ο Μαρξ θέτει και ένα άλλο σημαντικό ζή­τημα. Πρόκειται για τη διαφορά ανάμεσα στο τι είναι παραγωγικό γενικά, με την πρωταρχική σημασία του όρου παραγωγικό, και τι είναι παραγωγικό από τη σκοπιά του κεφαλαίου. Και αυτός ο διαχωρισμός έχει ιδιαίτερη σημασία διότι το κεφάλαιο, κρίνοντας κάτω από το δικό του πρίσμα, επιδιώκει να εντάξει στη δική του λογική του παραγωγικού εργασίες που από τη φύ­ση τους δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν ως τέ­τοιες, κάτι που, όπως θα δούμε στη συνέχεια, πράττει και από τη σκοπιά του νόμου της αξίας που το προσ­διορίζει.

0 Μαρξ λοιπόν σπεύδει να προσθέσει αμέσως πιο κάτω από το απόσπασμα που μόλις προηγήθηκε: «0 πρωταρχικός προσδιορισμός της παραγωγικής εργα­σίας που γεννιέται απ ό τη φύση της υλικής παραγωγής (η υπογράμμιση δική μας) παραμένει πάντοτε αληθινός σε σχέση με το συλλογικό εργαζόμενο αν αυτός αντιμε­τωπιστεί ως ένα πρόσωπο, αλλά δεν εφαρμόζεται πια σε καθένα από τα μέλη του ξεχωριστά» (153, τ. 1,525).

Αυτός λοιπόν ο «πρωταρχικός προσδιορισμός» της παραγωγικής εργασίας δεν είναι χαρακτηριστικός του καπιταλισμού. Αφορά όχι τον κοινωνικό προσδιορισμό στο πλαίσιο του καπιταλιστικού προτσές παραγωγής αξίας, αλλά στην παραγωγή αξιών χρήσης. Και μια αξία χρήσης κατ’ αρχήν δεν συνδέεται απαραίτητα με ένα υλικό προϊόν και κατά δεύτερο μια υλική αξία χρή­σης μπορεί να μην είναι αξία.

Έτσι η αξία χρήσης μπορεί να προκύπτει από κά­ποιο χρήσιμο αποτέλεσμα μιας εργασιακής δραστηριό­τητας δίχως απαραίτητα αυτή να καταλήγει σε ένα υλι­κό προϊόν, και τέτοια είναι τα χρήσιμα αποτελέσματα μιας σειράς υπηρεσιών.

205

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

0 Μαρξ αναφέρει ως συγκεκριμένο τέτοιο παρά­δειγμα εκείνο της εργασίας του δασκάλου που με την εργασία του, τη διδασκαλία, προσφέρει ένα χρήσιμο αποτέλεσμα δίχως αυτό να αποκρυσταλλώνεται σε κά­ποιο υλικό προϊόν.

Αλλά και μια υλική αξία χρήσης μπορεί να μην είναι αξία. «Ένα πράγμα μπορεί να είναι αξία χρήσης, χωρίς να είναι αξία. Αυτό γίνεται στην περίπτωση που ωφε­λεί τον άνθρωπο χωρίς τη μεσολάβηση της εργασίας. Τέτοια είναι ο αέρας, το παρθένο έδαφος, τα φυσικά λιβάδια, τα παρθένα δάση κ.λπ.» (153, τ. 1, 55).

Ακόμη κάποιος που παράγει ένα προϊόν για δική του χρήση και όχι για ανταλλαγή παράγει μια αξία χρήσης, αλλά αυτή δεν είναι αξία. «'Οταν ένας άνθρωπος ικανο­ποιεί τη δική του ανάγκη με το δικό του προϊόν, δημιουρ­γεί αξία χρήσης· δεν δημιουργεί όμως εμπόρευμα».

Από καπιταλιστική όμως σκοπιά δεν είναι η αξία χρήσης καθαυτή που ενδιαφέρει αλλά η αξία και το κέρδος. Για το κεφάλαιο δεν αρκεί γενικά κάποιος να παράγει για να είναι παραγωγικός. «Πρέπει να παρά­γει υπεραξία. Παραγωγικός είναι μονάχα ο εργάτης εκείνος που παράγει υπεραξία για τον κεφαλαιοκράτη ή που εξυπηρετεί την αυτοαξιοποίηση του κεφαλαίου» (153, τ. 1,525).

Έτσι «ένας δάσκαλος είναι παραγωγικός εργάτης [για το κεφάλαιο] όταν όχι μόνο επεξεργάζεται παιδι­κά κεφάλια, μα τσακίζεται και ο ίδιος στη δουλειά για να πλουτίζει ο επιχειρηματίας. Το ότι ο τελευταίος έχει τοποθετήσει τα κεφάλαιά του σ’ ένα εργοστάσιο εκ­παίδευσης αντί σ’ ένα εργοστάσιο λουκάνικων δεν αλ­λάζει τίποτα στη σχέση» (153, τ. 1, 525).

Έτσι ο Μαρξ διαχωρίζει προσεκτικά τον εργαζόμενο που «εισφ έρει» υπεραξία στον καπιταλιστή (π.χ. τον εκπαιδευτικό σε ένα ιδιωτικό σχολείο που μόλις ανα­

2 0 6

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

φέραμε) και εκείνον που κάνει το κεφάλαιο να «καρ- ποφορεί» παράγοντας υπεραξία. Στην πρώτη περί­πτωση ο εργαζόμενος αποφέρει κέρδος στον καπιταλι­στή εργοδότη του δίχως να παράγει υπεραξία.

Συνεπώς το ότι κάποιος είναι παραγωγικός για το κεφάλαιο δεν σημαίνει ότι παράγει υπεραξία. Για να παράγει υπεραξία, χρειάζεται να παράγει «εμπορεύ­ματα», δηλαδή «ένα εξω τερικό αντικείμενο, ένα π ράγ­μ α (η υπογράμμιση δική μας) που με τις ιδιότητές του ικανοποιεί οποιοδήποτε είδος ανθρώπινες ανάγκες» (153, τ. 1, 49). Και αυτές οι ανάγκες μπορεί να είναι τόσο φυσικές όσο και πνευματικές. «Η επιθυμία προϋ­ποθέτει την ανάγκη· είναι η όρεξη του πνεύματος που είναι τόσο φυσική όσο και η πείνα για το σώμα» (153, τ. 1, 49, υποσημ. 1).

Συνεπώς κατά τον Μαρξ για να παραχθεί αξία χρειά­ζεται εργασία η οποία παράγει προϊόντα με τη μορφή των εμπορευμάτων, έτσι όπως αυτά προσδιορίστηκαν πιο πάνω, δηλαδή ως «εξωτερικά αντικείμενα, πράγμα­τα» τα οποία ικανοποιούν ανθρώπινες ανάγκες, είναι «ωφέλιμα» και τα οποία όμως παραπέρα δεν αρκεί απλώς να προορίζονται για μια οποιαδήποτε τύπου ανταλλαγή.

Για τον Μαρξ «ο αγρότης του μεσαίωνα παρήγαγε το στάρι του γεωμόρου για τον φεουδάρχη αφέντη και το στάρι της δεκάτης για τον παπά. Και όμως ούτε το στάρι του γεωμόρου ούτε το στάρι της δεκάτης γίνο­νταν εμπόρευμα, επειδή παράγονταν για άλλους. Για να γίνει το προϊόν εμπόρευμα πρέπει να μεταβιβαστεί μέσω της ανταλλαγής στον άλλο, σ’ αυτόν που του χρη­σιμεύει ως αξία χρήσης» (153, τ. 1, 55).

Και τέλος αυτή η ανταλλαγή μπορεί και πραγματο­ποιείται στο βαθμό που το εμπόρευμα με τη μορφή του «πράγματος», του «αντικειμένου», είναι «αξία σε

20 7

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

πηγμένη κατάσταση, σε αντικειμενικοποιημένη μορ­φή» (153, τ. 1,65).

Με άλλα λόγια η αξία που είναι και το κοινό χαρα­κτηριστικό των εμπορευμάτων και αυτό που τα καθι­στά ανταλλάξιμα, δηλαδή η ποσότητα της εργασίας που περιέχουν και η οποία μετράται από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας που δαπανήθηκε για την πα­ραγωγή τους, δεν γίνεται α ξ ία π α ρ ά στην «-πηγμένη κ α ­τάσταση» ενός αντικειμένου.

Για το κεφάλαιο όμως η παραγωγή αξίας και κατ’ επέκταση της υπεραξίας αποτελεί ζήτημα ζωής ή θα­νάτου. Τούτο διότι σε γενικό κεφαλαιοκρατικό επίπεδο δεν μπορεί να υπάρξει «αυτοαξιοποίηση» του κεφα­λαίου ή αποφορά κέρδους σε αυτό, αν προηγουμένως δεν υπάρχει παραγωγή αξίας. Με άλλα λόγια δεν μπο- ρείς να μοιράζεσαι μια τούρτα που δεν υπάρχει.

Έτσι το κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να λειτουργεί στη βάση του κριτηρίου της ποσότητας αντικειμένων, πραγμάτων, και της ποσότητας του χρόνου εργασίας, στη βάση της λογικής α π ό τη μ ια της εξωτερίκευσης, δηλαδή αντικειμενοποίησης σε υλικά αντικείμενα, πράγματα, και α π ό την άλλη στη βάση των μετρήσιμων ποσοτικών μεγεθών.

Τι συμβαίνει όμως όταν δεν έχουμε να κάνουμε με υλικά αντικείμενα, αλλά με άυλα προϊόντα όπως η επι­στήμη, η γνώση ή η πληροφόρηση, ή τι συμβαίνει όταν όπως στις υπηρεσίες αυτό που ανάγεται σε καθοριστι­κό δεν είναι ούτε η εξωτερίκευση σε κάποιο αντικείμε­νο ούτε η ποσότητα, αλλά η ποιότητα των παρεχόμε­νων υπηρεσιών;

Όπως θα δούμε στη συνέχεια, από την εμμονή του κεφαλαίου να θέλει να αναγάγει στην κατηγορία των εμπορευμάτων προϊόντα που δεν είναι δυνατόν να ενταχθούν σε αυτή την κατηγορία και ακόμη να επιμέ­

2 0 8

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

νει να εκμεταλλεύεται την ανθρώπινη εργασία στη λο­γική παραγωγής υπεραξίας, προκύπτει μια άλλη θεμε­λιακή αντίθεση, που και αυτή μόνο με την ανατροπή του καπιταλισμού μπορεί να λυθεί.

Αυτό λοιπόν που έχει ιδιαίτερη σημασία από τη σκοπιά που εξετάζουμε εδώ το ζήτημα είναι ότι «δεν είναι [πια] η άμεση εργασία που πραγματοποιείται από τον ίδιο τον άνθρωπο, ούτε ο χρόνος εργασίας του, αλλά η οικειοποίηση της γενικής παραγωγικής του δύ­ναμης, η κατανόηση και η υποταγή της φύσης από μέ­ρους του, μέσα από την ύπαρξή του ως κοινωνικό σώ­μα, με μια λέξη η ανάπτυξη του κοινωνικού ατόμου που εμφανίζεται ως ο θεμελιακός μεγάλος μοχλός του πλούτου» (149, τ. 2, 193).

Τούτο σημαίνει ότι το κεφάλαιο από τη μια «εκτο­πίζει» την άμεση ζωντανή εργασία, από την άλλη όμως την έχει ανάγκη για να του παράγει υπεραξία· από τη μια την κατακερματίζει στο επίπεδο του κάθε εργαζό­μενου ξεχωριστά, από την άλλη τη συνενώνει στο επί­πεδο του κοινωνικού σώματος, του συλλογικού εργαζό­μενου. Και αυτός ο τελευταίος που συνενώνει τη χει­ρωνακτική με την πνευματική δραστηριότητα και τους φορείς της είναι ο «θεμελιακός μεγάλος μοχλός του πλούτου».

Δεν σταματά όμως ούτε εδώ η αντιφατική εξέλιξη που χαρακτηρίζει την κεφαλαιοκρατική παραγωγή, από την οπτική γωνία της σχέσης της με τη ζωντανή εργασία. Μέσα από την ίδια διαδικασία αποκαλύπτε­ται και ο περιττός ρόλος της ίδιας της ύπαρξης του κε­φαλαιοκράτη ως διευθυντή και διαχειριστή.

«Η ίδια η κεφαλαιοκρατική παραγωγή οδήγησε τα πράγματα στο σημείο να γυρνάει και να ζητάει δουλειά στους δρόμους η εργασία εποπτείας, εντελώς χωρισμέ­νη από την ιδιοκτησία του κεφαλαίου. Γι’ αυτό έγινε

2 0 9

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

περιττό την εργασία αυτή της εποπτείας να την κάνει ο κεφαλαιοκράτης. Ένας διευθυντής ορχήστρας [που εί­ναι απαραίτητος για την ορχήστρα, όπως είναι απαραί­τητη για κάθε συνεργατική παραγωγή μια λειτουργία εποπτείας και διεύθυνσης] δεν χρειάζεται καθόλου να είναι ιδιοκτήτης των οργάνων της ορχήστρας, ούτε η δουλειά του ως διευθυντή έχει καμιά σχέση με το «μι­σθό» των υπολοίπων μουσικών. Τα συνεταιριστικά ερ­γοστάσια προσφέρουν την απόδειξη ότι ο κεφαλαιο­κράτης ως λειτουργός της παραγωγής έγινε το ίδιο πε­ριττός, όπως ο κεφαλαιοκράτης στην ανώτατη βαθμίδα της ανάπτυξής του θεωρεί περιττό το μεγάλο γαιοκτή­μονα» (153, τ. 3, 488).

Έτσι το κεφάλαιο μέσα από την αντιφατική ανάπτυ­ξή του οδηγείται αντικειμενικά στην αυτοαναίρεση και των δύο πόλων της σχέσης που το προσδιορίζει, δηλαδή τόσο της άμεσης υλικής εργασίας και του φορέα της, του εργάτη, όσο και του ίδιου του καπιταλιστή. Και αυ­τή η αυτοαναίρεση, της οποίας βεβαίως οι κεφαλαιο­κράτες αρνούνται πεισματικά την ολοκλήρωση, γίνεται μέσα από την κοινωνικοποίηση της διαδικασίας της ερ­γασίας και την ταυτόχρονη διανοουμενοποίησή της.

Συνοπτικά έτσι προσδιορίζεται η σχέση της ζωντα­νής με τη νεκρή, αποκρυσταλλωμένη εργασία, στο πλαίσιο της κυριαρχίας της βιομηχανικής παραγωγής. Πέρα όμως από αυτούς τους παράγοντες, τις κύριες τάσεις που διέπουν την καπιταλιστική παραγωγή και οι οποίες συνεχίζουν να ισχύουν, ποιες ήταν οι πιο πρό­σφατες καινοτομίες που οδήγησαν στη σημερινή κατά­σταση πραγμάτων που απαιτεί πιο επιτακτικά από πο­τέ την ανατροπή των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων;

2 1 0

Ηεφάϋαιο 6

Σύγχρονες ο Μ α γ έ ς και ο Π1ορ[ ίω ν ΧείβογράφΐΰνΜ 1857-1858

Η ΣΧΕΣΗ α μ ε ς η ς ΖΩΝΤΑΝΗΣ εργασίας με τη νεκρή εργα­σία χαρακτηρίζεται στις αναπτυγμένες οικονομικά καπι­ταλιστικές χώρες τόσο από μια ποσοτική αλλαγή της με­ταξύ τους αναλογίας όσο και από σημαντικές ποιοτικές διαφοροποιήσεις αυτών των δύο στοιχείων και τέλος από μια νέα μεταξύ τους σχέση που καθιστά δυσδιάκρι­το το διαχωρισμό τους τουλάχιστον στη βάση των κλασι­κών όρων της ζωντανής και της νεκρής εργασίας. Οι αλ­λαγές αυτές, οι οποίες είναι συνέπεια μιας σωρευτικής εξέλιξης της αντίθεσης που διέπει αυτή τη σχέση κατά την προγενέστερη κεφαλαιοκρατική ανάπτυξη, της γενί­κευσης της εμπορευματοποίησης, αλλά και της πιο πρό­σφατης καπιταλιστικής γενικευμένης αξιοποίησης της επιστήμης έχουν ως αποτέλεσμα και μια νέα οργανική σχέση της πνευματικής με τη χειρωνακτική εργασία.

Δίχως να τους αναλύσουμε διεξοδικά, θα πρέπει να έχουμε κατά νου τρεις βασικούς παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν άμεσα αυτή τη σχέση και οι οποίοι ανα­πτύχθηκαν με ιδιαίτερη ένταση το τελευταίο διάστημα. Αυτοί είναι:

Πρώτον η «απελευθέρωση» ζωντανής εργασίας στις

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες με τη μορφή της μόνιμης μαζικής ανεργίας ή της πρόσκαιρης ελαστικής εργασίας και η παραπέρα εκμετάλλευση της ζωντανής εργασίας με την εντατικοποίησή της, τη λιτότητα διαρ- κείας και τη συρρίκνωση των κοινωνικών κατακτήσεων, που τώρα πια θίγουν και μεγάλες μάζες κυρίως νέων επιστημόνων.

Δεύτερον η μαζική μετατόπιση παραγωγικών μονά­δων έντασης εργασίας προς χώρες όπου είναι δυνατή η νεοαποικιακού τύπου υπερεκμετάλλευση της εργατι­κής τάξης με ταυτόχρονη εξίσου μαζική προσέλευση μεταναστών από αυτές τις χώρες προς τις αναπτυγμέ­νες καπιταλιστικές χώρες.

Τρίτον η παραπέρα ανάπτυξη του τομέα των υπηρε­σιών και η παράλληλη εμπορευματοποίησή του.

Ως προς το δεύτερο από αυτούς τους παράγοντες αξίζει ενδεικτικά και μόνον να αναφερθούμε σε πρό­σφατη έρευνα της Oxfam, οργάνωσης που ασχολείται με τα ζητήματα της πείνας και της φτώχειας, η οποία έγινε από το Μάη του 2003 έως τον Φεβρουάριο του 2004 σε χώρες όπως η Ινδονησία, η Ταϊλάνδη, η Τουρ­κία, η Βουλγαρία. Οι πολυεθνικές εταιρίες κατασκευής αθλητικών ειδών Nike, Reebok, Adidas, Puma κ.λπ. που δραστηριοποιούνται σε αυτές τις χώρες πιέζουν τους εκεί προμηθευτές τους για να παραδώσουν έγκαιρα τις παραγγελίες τους ενόψει της Ολυμπιάδας της Αθήνας τον Αύγουστο του 2004. Αποτέλεσμα: υποχρεωτικές υπερωρίες, έτσι που οι εργαζόμενοι να δουλεύουν σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και εφτά μέρες τη βδο­μάδα δεκαοχτώ ώρες τη μέρα!!, εντατικοί ρυθμοί εργα­σίας, π.χ. ράψιμο 120 παντελονιών την ώρα!!, μεροκά­ματα πείνας γύρω στο 1,25 με 1,5 δολάριο την ημέρα ή αμοιβή 5 δολάρια για κατασκευή παπουτσιών που πω- λούνται 100 δολάρια!! Και όλα αυτά για μια πρόσκαιρη

21 2

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

εργασία, με δικαίωμα απόλυσης από την εργοδοσία πλήρως κατοχυρωμένο και συνδικαλιστικά δικαιώματα πλήρως ανύπαρκτα (123, 1 και 184, 16-17).

Και μόνο αυτό το παράδειγμα αρκεί για να δείξει ότι η «μεταβιομηχανική» ή «μετανεωτερική» κοινωνία συνυπάρχει σε παγκόσμιο επίπεδο με μια βιομηχανική κοινωνία τύπου 19ου αιώνα ή ακριβέστερα ότι η πρώτη οφείλει την ύπαρξή της σε μεγάλο βαθμό στην ύπαρξη της δεύτερης. Συνεπώς δεν είναι δυνατόν να αξιοποιη- θούν οι δυνατότητες που προσφέρει η απελευθέρωση της ζωντανής χειρωνακτικής εργασίας, παρά μόνο στο βαθμό που αυτή θα έχει το χαρακτήρα μιας παγκό­σμιας πραγματικής απελευθέρωσης και όχι μιας μετα­τόπισης που σημαίνει « απελευθέρωση»-ανεργία για ένα τμήμα των εργαζομένων και την πιο βάναυση εκ­μετάλλευση για ένα άλλο.

Ταυτόχρονα η μετατόπιση ζωντανής χειρωνακτικής εργασίας που γεννά ένα νέο βιομηχανικό προλεταριά­το, στον κάθε άλλο παρά ομοιογενειοποιημένο «αυτο- κρατορικό» χώρο, αποδεικνύει ότι είναι μάλλον αφε­λείς οι απόψεις περί κατάργησης του νόμου της αξίας στο πλαίσιο του παγκόσμιου χωριού και ότι, αν αυτός ο νόμος τείνει να ξεπεραστεί -δίχως να έχει ξεπεραστεί- σε ένα τμήμα του πλανήτη για μια κατηγορία παραγω­γικών δραστηριοτήτων, ισχύει με το παραπάνω σε ένα άλλο τμήμα του, οπότε και πάλι η υπέρβαση του μέ­τρου του κέρδους απαιτεί την παγκόσμια επανάσταση και όχι προφανώς «τοπικά» ή διεθνώς αφελή ρεφορμι­στικά μέτρα τύπου «κοινωνικού μισθού» (63, 529 κ.ε.). Αλλά σε αυτό το ζήτημα θα επανέλθουμε πιο διεξοδικά στη συνέχεια.

Αλλά και τα κύματα των μεταναστών αυτού του «αδύνατου κρίκου» της σύγχρονης εργατικής τάξης, που όχι «αυθόρμητα» αλλά καταναγκαστικά, κάτω από το

2 1 3

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

βάρος των τραγικών συνθηκών της ζωής τους, υποχρεώ­νονται να μεταναστεύσουν προς τις πιο αναπτυγμένες δυτικές χώρες, συμβάλλουν και αυτά για να λύσουν τα χέρια του κεφαλαίου. Ό,τι δεν μπορεί να πετύχει το κε­φάλαιο, λόγω των κατακτήσεων της εργατικής τάξης των αναπτυγμένων χωρών ή της αδυναμίας του να τις πάρει πίσω λόγω των αντιστάσεών της, το πετυχαίνει με την υπερεκμετάλλευση, όρο ζωής ή θανάτου για τους ίδιους, αυτών των πληθυσμών. Και βεβαίως το όνειρο για τη συ­ντριπτική πλειονότητα αυτού του «πλήθους», γι’ αυτούς τους «απείθαρχους και τους στασιαστές» του Negri (63,526), δεν είναι η επανάσταση αλλά η ενσωμάτωσή τους, δηλαδή το αλυσόδεμά τους με τις «χρυσές» αλυσίδες του καπιταλισμού και όχι το σπάσιμο κάθε αλυσίδας.

Ο τρίτος παράγοντας που επηρεάζει άμεσα τη σχέ­ση της πνευματικής με τη χειρωνακτική εργασία και την κάνει να διαφοροποιείται ακόμη και από την εποχή του Gramsci είναι η σημαντική διεύρυνση του τριτογε- νούς τομέα των υπηρεσιών. 0 τομέας αυτός κατέχει σήμερα στην Ευρώπη συνολικά, το 69,4 % του ΑΕΠ και στην Ελλάδα το 59,5 % του ΑΕΠ.

Θυμίζουμε ότι κατά τον Μαρξ αυτός ο τομέας των υπηρεσιών ήταν «ασήμαντος» για την εποχή του. Ανα- φερόμενος πιο ειδικά στα ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύ­ματα έγραφε: «Στα εκπαιδευτικά ιδρύματα οι καθηγη­τές μπορεί να είναι απλοί μισθωτοί για τον επιχειρημα­τία αυτού του εκπαιδευτικού ιδρύματος [...] Όλα αυτά τα φαινόμενα της καπιταλιστικής παραγωγής σε αυτό τον τομέα είναι τόσο ασήμαντα σε σύγκριση με το σύ­νολο της παραγωγής που μπορούμε να τα αφήσουμε εντελώς κατά μέρος» (159, τ. 1, 480). Ο Μαρξ δεν είχε άδικο διότι αναφερόταν στον καπιταλισμό της εποχής του. Αλλά ακόμη και αργότερα η ανάπτυξη των υπηρε­σιών είχε μάλλον το χαρακτήρα ανάπτυξης των τομέων

2 1 4

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

εκείνων, όπως οι μεταφορές και η διανομή των εμπο­ρευμάτων, που συνδέονταν με την υλική παραγωγή.

Βεβαίως κάτι τέτοιο δεν ισχύει στην εποχή μας, όχι μόνο για τις υπηρεσίες της παιδείας αλλά γενικότερα για τον τριτογενή τομέα των υπηρεσιών, γι’ αυτό και δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε τον Μαρξ και να ασχοληθούμε προνομιακά με την υλική παραγωγή, όπως έπραξε αυτός όταν έγραφε το Κεφόώαιο.

Αυτός ο τομέας είτε με τη μορφή του δημόσιου το­μέα, ο οποίος, ας μην το ξεχνάμε, λειτουργεί σαν κρίκος μεταβίβασης αξίας από τον δημόσιο στον ιδιωτικό το­μέα, είτε πιο πρόσφατα με τη μορφή ιδιωτικών «βιομη­χανιών» -ο όρος δεν χρησιμοποιείται καθόλου τυχαία- της υγείας, της παιδείας, των επικοινωνιών, της πληρο­φόρησης, του θεάματος, της ψυχαγωγίας, του τουρι­σμού και των πάσης φύσεως άλλων υπηρεσιών αποτε­λεί πλέον σημαντικό τμήμα της καπιταλιστικής παρα­γωγής και βρίσκεται σε άμεση σύνδεση με τον βιομηχα­νικό τομέα με τον οποίο και αλληλοεπηρεάζονται.

Ο τομέας των υπηρεσιών όχι μόνο διευρύνει τη σφαίρα δραστηριοποίησης του κεφαλαίου, αλλά και απαιτεί την υποταγή σε αυτό όχι κυρίως της χειρωνα­κτικής εργασίας, αλλά των πνευματικών ακόμη και των συναισθηματικών ικανοτήτων των εργαζομένων. Μάλι­στα σε τομείς όπως η παιδεία, η υγεία, η καλλιτεχνική δημιουργία και άλλες, η υπηρεσία που παρέχεται δεν διαχωρίζεται από την ίδια την πράξη της παραγωγής, ούτε η εργασία του «παραγωγού» διαχωρίζεται από τον ίδιο τον «παραγωγό». Ταυτόχρονα δεν είναι η πο­σότητα της παρεχόμενης υπηρεσίας που είναι καθορι­στική αλλά η ποιότητά της. Έτσι, για παράδειγμα, ένας καθηγητής όταν παραδίδει μάθημα, ένας τραγουδιστής που τραγουδά σε ζωντανή συναυλία, ένας γιατρός που εγχειρίζει κ.λπ., τη στιγμή που παρέχουν την αντίστοι­

2 1 5

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

χη υπηρεσία τους, την ίδια στιγμή τη μεταφέρουν στους άλλους. Για παράδειγμα, για έναν καθηγητή δεν έχει σημασία σε πόσους μαθητές διδάσκει -μάλιστα όσο λιγότεροι τόσο καλύτερα γι’ αυτούς- αλλά το μορ­φωτικό του επίπεδο και το πώς και τι διδάσκει, δηλαδή η ποιότητα των παρεχόμενων γνώσεων. Το ίδιο συμ­βαίνει και για ένα γιατρό: το ζήτημα δεν είναι να δει όσους περισσότερους ασθενείς την ημέρα γίνεται, αλλά να τους δει με την απαιτούμενη προσοχή κ.λπ. Συνε­πώς εδώ, εκείνο που έχει πρωτεύουσα σημασία δεν εί­ναι η ποσότητα της αφηρημένης εργασίας που κατανα­λώνεται για την παροχή της υπηρεσίας, αλλά η ποιότη­τα της συγκεκριμένης εργασίας. Σε αυτές τις περιπτώ­σεις κάθε προσπάθεια αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας ρισκάρει να αλλοιώσει ουσιαστικά τα χα­ρακτηριστικά της παρεχόμενης υπηρεσίας (127, 37). Ακόμη σε ορισμένες περιπτώσεις και η απλή αντικατά­σταση ζωντανής εργασίας από αποκρυσταλλωμένη μπορεί να επιφέρει ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Σε αυτού του είδους τις δραστηριότητες το τεχνολογικό υποκα­τάστατο δεν μπορεί παρά να είναι ατελές και να μετα­βάλλει σοβαρά τη φύση της υπηρεσίας. Έτσι, απέναντι στη θεατρική δραστηριότητα που στηρίζεται στη ζω­ντανή παρουσία του ηθοποιού στη σκηνή και του θεατή στην αίθουσα ή στη μάθηση μιας ξένης γλώσσας ζωντα­νά από κάποιο καθηγητή, τα προϊόντα-υποκατάστατα (π.χ. η τηλεόραση, το βίντεο ή τα μέσα που χρησιμο­ποιούνται ως τεχνολογική υποστήριξη στις μεθόδους άνευ διδασκάλου όπως μαγνητόφωνα ή ηλεκτρονικοί υπολογιστές) είναι προφανές ότι δεν προσφέρουν την ίδια υπηρεσία.

Συνεπώς ο τομέας των υπηρεσιών που ούτε ξεχωρι­στό αντικείμενο-πράγμα π αράγει ούτε μ πορεί να αξ ιο ­λογηθεί κυρίως ποσοτικά δεν μ πορεί να αντιμετώπιζε -

2 1 6

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

ται σαν τα υλικά εμπορεύματα και να αξιολογείται, όπως γίνεται ακόμη και με τα πανεπιστήμια, με ιδιωτι­κοοικονομικά κριτήρια, αλλά θα πρέπει να ισχύουν ποιοτικά κριτήρια τα οποία παρά την εμμονή του κε­φαλαίου δεν είναι δυνατόν να υπόκεινται στη λογική του κέρδους.

Με άλλα λόγια, αν λάβουμε υπόψη μας ότι οι δρα­στηριότητες των υπηρεσιών δεν δημιουργούν υλικά αγαθά, ούτε συνεπώς και φυσικό υπερπροϊόν, αλλά καταναλώνουν υλικά προϊόντα και υπερπροϊόν (27), ότι δηλαδή δεν είναι παραγωγικές υπό την έννοια ότι δεν εντάσσονται στη σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και την υλική φύση, αλλά στη σχέση ανάμεσα σε ανθρώ­πους, δεν είναι δυνατόν η λειτουργία τους να υποτάσ­σεται στα ίδια κριτήρια με εκείνα της παραγωγής των υλικών κλασικών εμπορευμάτων.

Τέλος, έχουμε μια μετατόπιση του κεφαλαίου προς καθαρά κερδοσκοπικές, μη παραγωγικές για την κοι­νωνία, αλλά και μη δημιουργούς αξίας για το ίδιο το κεφάλαιο δραστηριότητες, κάτι που χαρακτηρίζει το σύγχρονο ιμπεριαλισμό και που έχει ως αποτέλεσμα τον προσανατολισμό ενός σημαντικού τμήματος κατό­χων της εξειδικευμένης γνώσης προς αυτές τις δραστη­ριότητες, οι οποίες είναι παντελώς ανώφελες από κοι­νωνική σκοπιά και συνεπώς την απασχόληση εργαζο­μένων σε παραγωγικούς μεν για το κεφάλαιο μη παρα­γωγικούς για την κοινωνία τομείς.

Με όλες αυτές τις αλλαγές που σε μεγάλο βαθμό δεν αφορούν μόνο τις τελευταίες δεκαετίες έχει αλλάξει θεα­ματικά η «οργανική σύνθεση» όχι μόνον του κεφαλαίου αλλά και της ίδιας της εργασίας και των φορέων της.

Τι όμως είναι εκείνο που χαρακτηρίζει την εποχή μας στο επίπεδο της ίδιας της παραγωγής και την κά­νει να διαφέρει όχι μόνο από την εποχή του Μαρξ, ή

21 7

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

ακόμη και του Gramsci, αλλά και από τη βιομηχανική κυριαρχία των τελευταίων δεκαετιών και που επιδρά άμεσα και καθοριστικά στη σύνθεση της ίδιας της ερ­γασίας;

Όσο περίεργο και αν φαντάζει αυτό, ο Μαρξ είναι και πάλι εκείνος που μέσα από τα Χ ειρόγραφ α του 1857-1858 διέβλεψε την εξέλιξη της διαδικασίας της εργασίας και την ποιοτική αναβάθμισή της στο πλαίσιο του καπιταλισμού και πρόβλεψε τη σύγχρονη σχέση της πνευματικής με τη χειρωνακτική εργασία και της ατομικής με τη συλλογική εργασία όπως αυτές ισχύουν στον καπιταλισμό της εποχής μας. Και ακριβώς μέσα από αυτή την πρόβλεψη κατέδειξε ότι ο σύγχρονος κα­πιταλισμός αποτελεί την καλύτερη απόδειξη της ανα­γκαιότητας της υπέρβασής του.

Αλλά ας παραθέσουμε το περιεχόμενο αυτού του έξοχου αποσπάσματος από τα Χ ειρόγραφ α που μόνον μια μεγαλοφυΐα σαν τον Μαρξ θα μπορούσε να συλλά- βει:

«Οι παραγωγικές δυνάμεις και οι κοινωνικές σχέσεις -και οι μεν και οι δε είναι δυο διαφορετικές πλευρές της ανά­πτυξης του κοινωνικού ατόμου- δεν αντιμετωπίζονται από το κεφάλαιο παρά ως μέσα και δεν είναι γι’ αυτό πα­ρά μέσα για να παράγει στην περιορισμένη βάση που είναι η δική του. Όμως στην πραγματικότητα αποτελούν τις υλι­κές συνθήκες για να τινάξουν στον αέρα αυτή τη βάση. Ο πλούτος δεν είναι η καθοδήγηση που ασκείται στο χρόνο της υπερεργασίας (ο πραγματικός πλούτος), αλλά ο δια­θέσιμος χρόνος, πέρα από το χρόνο αναγκαιότητα της άμεσης παραγωγής και τούτο για κάθε άτομο και για ολό­κληρη την κοινωνία». [...] Η φύση δεν κατασκευάζει ούτε μηχανές ούτε ατμομηχανές ούτε σιδηροδρόμους ούτε ηλε­κτρικούς τηλέγραφους ούτε αυτόματους αργαλειούς.

2 1 8

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

Πρόκειται για προϊόντα της ανθρώπινης βιομηχανίας [...] Είναι τα όργανα του ανθρώπινου εγκεφάλου που δημιουρ- γήθηκαναπό το χέρι του ανθρώπου: [πρόκειται] για τη δύ­ναμη της αντικειμενοποιημένης γνώσης. Η ανάπτυξη του σταθερού κεφαλαίου δείχνει μέχρι ποιο βαθμό η γενική κοινωνική μάθηση, η connaissance [γνώση] εξελίχθηκε σε άμεση παραγωγική δύναμη, και στη συνέχεια μέχρι ποιο σημείο οι συνθήκες της ζωτικής διαδικασίας της κοινωνίας πέρασαν οι ίδιες υπό τον έλεγχο του intellect general [της γενικής διάνοιας] και αναδιοργανώθηκαν σε αντιστοιχία με αυτήν (149, τ. 2, 194).

«Η ανταλλαγή ζωντανής εργασίας με αντικειμενοποιη- μένη εργασία, δηλαδή η θέση της κοινωνικής εργασίας με τη μορφή της αντίθεσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και τη μι­σθωτή εργασία, αποτελεί την τελευταία ανάπτυξη της σχέσης της αξίας και της παραγωγής που στηρίζεται στην αξία. Η έμμεση προϋπόθεση αυτής είναι και παραμένει: η μάζα της άμεσης εργασίας, η ποσότητα της εργασίας που χρησιμοποιείται ως αποφασιστικός παράγοντας της πα­ραγωγής του πλούτου. Όμως στο βαθμό που αναπτύσσε­ται η μεγάλη βιομηχανία, η δημιουργία του πραγματικού πλούτου εξαρτάται λιγότερο από το χρόνο εργασίας και από την ποσότητα της εργασίας που χρησιμοποιήθηκε παρά από τη δύναμη των παραγόντων που τίθενται σε κί­νηση κατά τη διάρκεια του χρόνου εργασίας, και αυτή με τη σειρά της -η δύναμη αποτελεσματικότητάς τους- δεν έχει καμιά σχέση με τον χρόνο εργασίας που δαπανήθηκε άμεσα για να παραχθούν, αλλά μάλλον εξαρτάται από το γενικό επίπεδο της επιστήμης και την πρόοδο της τεχνο­λογίας...» [...] «Έτσι δεν είναι πια η εργασία που εμφανί­ζεται να συμπεριλαμβάνεται στη διαδικασία της παραγω­γής, αλλά μάλλον ο άνθρωπος που συμπεριφέρεται ως ρυθμιστής και ελεγκτής της ίδιας της διαδικασίας της πα­ραγωγής» (149, τ. 2, 193).

2 1 9

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

«Μέσα σε αυτό το μετασχηματισμό δεν είναι ούτε η άμεση εργασία που πραγματοποιεί ο ίδιος ο άνθρωπος ούτε ο χρόνος εργασίας του, αλλά η οικειοποίηση της γενι­κής παραγωγικής του δύναμης, η κατανόησή του και η υποταγή της φύσης μέσω της ύπαρξής του ως κοινωνικού σώματος, με μια λέξη η ανάπτυξη του κοινωνικού ατόμου που εμφανίζεται ως ο μεγάλος θεμελιακός μοχλός της πα­ραγωγής και του πλούτου. Η χλοττή του χρόνου εργασίας του άλλου πάνω στην οποία βασίζεται ο σημερινός πλού­τος εμφανίζεται σαν ένα άθλιο θεμέλιο σε σύγκριση με αυ­τή τη νέα βάση του πλούτου που αναπτύχθηκε τελευταία και δημιουργηθηκε από τη μεγάλη βιομηχανία. Από τη στιγμή που η εργασία με την άμεση μορφή της έπαψε να αποτελεί τη μεγάλη πηγή του πλούτου, ο χρόνος εργασίας παύει απαραιτήτως να αποτελεί το μέτρο του και στη συ­νέχεια η ανταλλακτική αξία να είναι το μέτρο της αξίας χρήσης. Η υπερεργασία της μάζας έπαψε να αποτελεί την προϋπόθεση της ανάπτυξης του γενικού πλούτου και επί­σης η μη εργασία των λίγων έπαψε να αποτελεί την προϋ­πόθεση της ανάπτυξης των καθολικών δυνατοτήτων του ανθρώπινου εγκεφάλου. Αυτό σημαίνει την κατάρρευση της παραγωγής που στηρίζεται στην ανταλλακτική αξία και η άμεση διαδικασία υλικής παραγωγής χάνει την πενι­χρή και αντιφατική μορφή της. Η ελεύθερη ανάπτυξη των ατομικοτήτων και όχι πια η μείωση του αναγκαίου χρόνου εργασίας για να παραχθεί η υπερεργασία γίνεται ο σκο­πός της παραγωγής· πρόκειται συνεπώς για τον περιορι­σμό σ' ένα ελάχιστο της αναγκαίας εργασίας όλης της κοι­νωνίας, κάτι που επιτρέπει την καλλιτεχνική, επιστημονική κ.λπ. μόρφωση των ατόμων χάρη στον ελεύθερο αξιοποιή- σιμο χρόνο και στα μέσα που θα έχουν δημιουργηθεί [...]» (149, τ. 2, 193).

Όπως είδαμε, μέσα από την έννοια του «συλλογικού ερ­

2 2 0

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

γαζόμενου» ο Μαρξ έθεσε το ζήτημα και της κοινωνικο­ποίησης της παραγωγής και της πνευματοποίησής της υπό την έννοια ότι σε αυτό τον «συλλογικό εργαζόμενο» ανήκουν και οι πνευματικά εργαζόμενοι, εκείνοι που «δεν συμμετέχουν καθόλου στον χειρισμό της ύλης».

Στα Χ ειρόγραφ α του 1857-1858, κάτι που δεν συμ­βαίνει στο Κεφάλαιο όπου πρόκειται για ανάλυση του καπιταλισμού της εποχής του, ο Μαρξ εισάγει την έν­νοια «general intellect» (γενική διάνοια) ακριβώς για να τονίσει ότι ο σύγχρονος συλλογικός εργαζόμενος είναι κυρίως πνευματικός και ότι λειτουργεί όχι μόνον στο στενό πλαίσιο μιας επιχείρησης αλλά σε παγκοινωνικό, αν όχι πια σε παγκόσμιο, επίπεδο. Εδώ ο Μαρξ ξεφεύ­γει από την καθαυτό υλική παραγωγή και την αποκρυ­σταλλωμένη στις μηχανές ζωντανή εργασία που χαρα­κτηρίζει τις αναλύσεις του Κεφαλαίου και αναγνωρίζει το ρόλο που παίζει η γενική διάνοια που κατέχει ο συλ­λογικός εργαζόμενος, η «άυλη» αυτή παραγωγική δύ­ναμη στη σύγχρονη παραγωγή και στην αύξηση της πα­ραγωγικότητας. Πρόκειται για μια τάση που διαβλέπει ο Μαρξ, η οποία από τη μια καταδεικνύει τον επανα­στατικό χαρακτήρα του καπιταλισμού και από την άλλη τα όριά του. Και αυτή η τάση που σήμερα έχει μετα- τραπεί σε πραγματικότητα ανταποκρίνεται περισσότε­ρο στην εποχή μας από ό,τι στη βιομηχανική φάμπρικα της εποχής του Μαρξ και του Κεφαλαίου.

Τι είναι λοιπόν εκείνο που διέβλεψε ο Μαρξ; Ο Μαρξ καταγράφει μια τάση που διαπερνά την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων του καπιταλισμού, μια τάση η οποία καταδεικνύει την ανικανότητα των καπιταλιστι­κών σχέσεων παραγωγής να ανταποκριθούν στην ανά­πτυξη των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων. Βεβαίως αυτή η τάση αναπτύσσεται υπό την κυριαρχία του καπι­ταλισμού και επίσης σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει

221

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

την ολοκληρωτική αντικατάσταση της χειρωνακτικής ερ­γασίας από την πνευματική ή της υλικής από την άυλη παραγωγή.

0 Μαρξ προβλέπει ότι η ζωντανή εργασία, που εξορί­ζεται από το κεφάλαιο υπό τη μορφή της άμεσης κατα- τμημένης ατομικής συμμετοχής στο χειρισμό της ύλης και αντικαθίσταται από αποκρυσταλλωμένη εργασία που αρχικά παίρνει τη μορφή των μηχανών της μεγάλης βιομηχανίας, με την ανάπτυξη του καπιταλισμού όχι μό­νο θα επανεμφανίζεται με τη μορφή της συλλογικά ενο­ποιημένης γενικής διάνοιας, η οποία δεν έχει πια το χα­ρακτήρα του κλασικού μεταβλητού κεφαλαίου, αλλά όλο και πιο έντονα με τη μορφή της πραγματικής οικειο- ποίησης του «σταθερού κεφαλαίου» (211, 6), το οποίο τώρα πια εμφανίζεται με τη μορφή της γνώσης και της επιστήμης, άμεσης πια παραγωγικής δύναμης, από τους ίδιους τους εργαζόμενους.

Με άλλα λόγια διαμορφώνεται μια νέα σχέση ανά­μεσα στο μεταβλητό και το σταθερό κεφάλαιο. Στο βαθμό που η γνώση και η επιστήμη θεωρούνται σταθε­ρό κεφάλαιο, ο φορέας τους δεν είναι πια μόνο η απο­κρυσταλλωμένη εργασία υπό τη μορφή των μηχανών αλλά οι ίδιοι οι κυρίως πνευματικά εργαζόμενοι (230, 5 και 178, 1). Αυτοί από τη μια τοποθετούνται όλο και περισσότερο έξω από τη διαδικασία της άμεσης υλικής παραγωγής, από την άλλη είναι περισσότερο από ποτέ ο κύριος παράγοντας της παραγωγής.

Ταυτόχρονα αυτό που τείνει να γίνει καθοριστικό για την παραγωγή δεν είναι πια η άμεση ζωντανή ερ­γασία ούτε ο χρόνος αυτής της εργασίας, αλλά η ανά­πτυξη της κοινωνικής ατομικότητας η οποία και αποτε­λεί πια το θεμελιακό μοχλό του ανθρώπινου πλούτου.

Και ενώ ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του κατ’ εξοχήν βιομηχανικού καπιταλισμού ήταν η γνώση και η

2 2 2

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

εξουσία στην παραγωγή να βρίσκονται από την πλευρά του κεφαλαίου, σήμερα το κεφάλαιο επιμένει να διατηρεί την εξουσία του, παρ’ όλο που η γνώση κοινωνικοποιείται όλο και περισσότερο και δεν αποτελεί πια προνόμιο του κεφαλαίου, το οποίο και από αυτή τη σκοπιά όχι μόνο καθίσταται περιττό αλλά και αναποτελεσματικό.

Με άλλα λόγια, η αμφισβήτηση του τεχνικού καταμε­ρισμού της εργασίας που προκύπτει από τη μετατροπή της επιστήμης σε άμεση παραγωγική δύναμη και από τις νέες τεχνολογίες θέτει ως τάση σε αμφισβήτηση και τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, θεμέλιο της ταξικής κοινωνίας. Αλλά και από μια άλλη οπτική γω­νία, επιβεβαιώνεται ως αναγκαιότητα σήμερα αυτό που διέβλεψε οΈνγκελς, ότι δηλαδή, στο βαθμό που η ύπαρ­ξη των τάξεων «θεμελιώνεται στην ανεπάρκεια της πα­ραγωγής, αυτή θα εξαφανιστεί από την πλήρη ανάπτυξη των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων» (47, 318).

Και ενώ για τον κλασικό βιομηχανικό εργάτη ισχύει αυτό που γράφει ο Μαρξ, ότι δηλαδή, όπως «ο άνθρω­πος που όσο περισσότερο εναποθέτει τον εαυτό του στο Θεό τόσο λιγότερο παραμένει ο εαυτός του, [έτσι και] ο εργάτης εναποθέτει τη ζωή του στο αντικείμενο αλλά τώρα η ζωή του δεν ανήκει σ’ αυτόν αλλά στο αντικεί­μενο», δεν ισχύει το ίδιο για τη γενική διάνοια, λόγω της ίδιας της φύσης των επιστημονικών γνώσεων. Έτσι ενώ η επιστημονική γνώση και η πληροφόρηση, σε αντίθεση με τα υλικά προϊόντα, δεν απαξιώνονται για τον αρχικό κάτοχό τους με τη μετάδοσή τους, αντίθετα μάλιστα εμπλουτίζονται με αυτήν, το κεφάλαιο επιμένει να τις κρατά δέσμιες υπό τη μορφή ιδιωτικών εμπορευμάτων.

Αλλά και η ίδια η φύση της εργασίας που παραμένει καταναγκαστική μεταβάλλεται. Αυτή απελευθερώνε­ται από τις πλέον βαριές χειρωνακτικές πτυχές της, αλ­λά ακόμη και από ανιαρές πνευματικές πτυχές και έχει

2 2 3

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

τη δυνατότητα να ανυψωθεί στο επίπεδο των πιο σύν­θετων νοητικών λειτουργιών.

Όμως το κεφάλαιο όχι μόνο δεν είναι διατεθειμένο να υπερβεί το στενό καταμερισμό εργασίας, όπως απαι­τούν οι σύγχρονες συνθήκες, αλλά κυρίως μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα που επιβάλλει και στο οποίο θα αναφερθούμε εκτενέστερα στη συνέχεια τον επιτείνει ακόμη παραπέρα, με αποτέλεσμα η «γενική διάνοια» να κατακερματίζεται στο επίπεδο του καθενός από τους εργαζόμενους και έτσι να εισάγεται μεταξύ τους ένας τύπος επικοινωνίας που αντιστοιχεί μάλλον στον «αδύνατο διάλογο του τυφλού με τον κουφό» (126, 112), αντί μια ανεμπόδιστη συνεργασία κοινωνικών ατομικοτήτων όπως απαιτεί και επιτρέπει η σύγχρονη παραγωγή. Με άλλα λόγια το κεφάλαιο το οποίο ο Μαρξ κατηγορούσε ότι δεν ανταποκρινόταν στην «ανα­γκαιότητα αναγνώρισης της ποικιλότητας της εργασίας και συνεπώς της πιο μεγάλης δυνατής ανάπτυξης των διαφόρων ικανοτήτων του εργαζόμενου ως νόμου της σύγχρονης παραγωγής» (126, 259), αναφερόμενος στη βιομηχανική παραγωγή, είναι ακόμη πιο ανίκανο να ανταποκριθεί στις συνθήκες της σύγχρονης παραγωγής.

Όλα αυτά σημαίνουν ότι έχουν διαμορφωθεί από τη μια οι συνθήκες για μια ουσιαστική υπαγωγή της εργα­σίας στον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής, δηλαδή η αναγωγή του ελεύθερου χρόνου ανάπτυξης της κοινω­νικής ατομικότητας σε κυρίαρχο, και από την άλλη οι συνθήκες που επιβάλουν την υπέρβαση του χρόνου της εργασίας και συνεπώς του νόμου της αξίας ως μέτρου του πλούτου.

Βεβαίως κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν να πραγματο­ποιηθεί παρά μόνο με την ανατροπή του καπιταλισμού, μια και το κεφάλαιο επιμένει λυσσαλέα και με τις πιο βάρβαρες μορφές να λειτουργεί στη μίζερη βάση της εκ­

22 4

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

μετάλλευσης και του κέρδους για τους λίγους και συνε­πώς της «υπερεργασίας της μάζας», ενώ επιδιώκει να διατηρεί για τον εαυτό του την ιδιωτική ιδιοκτησία της γνώσης και της επιστήμης, παρ’ όλο που αυτές δεν μπο­ρούν να αντιμετωπιστούν ως εμπορεύματα και όπως παλαιότερα οι λειτουργίες της εποπτείας έχουν «πάρει τους δρόμους» και δεν έχουν ανάγκη από το κεφάλαιο.

Συνεπώς η πλέον σημαντική διαφοροποίηση της εποχής μας είναι η παραπέρα ενίσχυση του συλλογικού κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής, η μετατροπή της επιστήμης μέσω της τεχνολογικής εφαρμογής της σε άμεση παραγωγική δύναμη, ο σημαντικός ρόλος που παίζει η πληροφορική και η μεταφορά όχι πια κυρίως χειρωνακτικών ή απλών πνευματικών λειτουργιών του ανθρώπου στις νέου τύπου μηχανές ή προγράμματα, αλλά η μεταφορά σύνθετων πνευματικών λειτουργιών. Αν η κατ’ εξοχήν βιομηχανική εποχή χαρακτηρίζεται από τη μηχανή κυρίως σαν προέκταση του χεριού, η σύγχρονη πραγματικότητα χαρακτηρίζεται από τις σύγχρονες μηχανές σαν προέκταση του νου. Όμως το πιο σημαντικό είναι οι δυνατότητες απελευθέρωσης και δημιουργικής αξιοποίησης του χρόνου.

Έτσι σήμερα, ενώ από θεωρητική σκοπιά η επικαι- ρότητα του κομμουνισμού είναι όσο ποτέ άλλοτε άμε­ση, είναι πιο δύσκολο από ποτέ να ανατραπεί το κεφά­λαιο, κάτι που αποτελεί την προϋπόθεση υλοποίησης της κομμουνιστικής απελευθέρωσης.

Αλλά τι εννοούμε όταν λέμε ότι σήμερα υπάρχουν οι δυνατότητες μιας ουσιαστικής υπαγωγής της εργασίας στον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής, κάτι που δεν ήταν εφικτό ούτε στην εποχή του Μαρξ, δηλαδή στην εποχή της κυριαρχίας της μεγάλης βιομηχανίας, ούτε και στη Ρωσία του 1917;

Η βιομηχανική παραγωγή αποτελούσε για τον Μαρξ

225

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

την πραγματική βάση για τον καπιταλισμό, τη δυνατό­τητα να αναπτυχθεί πάνω στα δικά του πόδια.

0 Μαρξ επισημαίνει ότι «η μηχανή είναι η μορφή η πλέον προσιδιάζουσα του σταθερού κεφαλαίου και αυ­τό το τελευταίο είναι η μορφή που προσιδιάζει περισ­σότερο στο κεφάλαιο γενικά» (149, τ. 2, 186). Αυτό συμβαίνει διότι η βιομηχανική παραγωγή είναι εκείνη που προσφέρει τον «ορισμένο βαθμό παραγωγικότη­τας της εργασίας» (153, τ. 1, 527) της ικανής να αυξή­σει τη σχετική υπεραξία. Και αυτό συμβαίνει πρώτον όταν το κεφάλαιο επεκτείνεται ολοένα και περισσότε­ρο στις βιομηχανίες που μόνο τυπικά υποτάσσονταν σε αυτό και δεύτερον «εφόσον με την αλλαγή των μεθό­δων παραγωγής επαναστατικοποιεί διαρκώς τις βιομη­χανίες που έχουν υποκύψει σε αυτό» (141, τ. 1, 526).

Με άλλα λόγια για την ουσιαστική υπαγωγή της ερ­γασίας στο κεφάλαιο δεν ήταν απαραίτητη μια τέτοια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που να καθιστά δυνατή την αναγωγή της .καταναγκαστικής εργασίας, υπό την έννοια της εργασίας της απαραίτητης για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες αξιοπρεπούς διαβίωσης της κοινωνίας, σε δευτερεύουσα και μη κυρίαρχη δραστη­ριότητα των ανθρώπων, κάτι που προϋποθέτει η κομ­μουνιστική χειραφέτηση. Αρκούσε μόνο «ένας ορισμέ­νος βαθμός παραγωγικότητας της εργασίας» ικανός να αυξάνει τη σχετική υπεραξία.

Ας θυμηθούμε ότι το βασίλειο της ελευθερίας αρχίζει πέρα από τη σφαίρα της υλικής παραγωγής.

0 ίδιος ο Μαρξ στα Χ ειρόγραφ α του 1857-1858 (149, τ. 1, 95) διευκρίνιζε ότι στο βαθμό που «στο πλαίσιο της κοινωνίας ως έχει δεν βρίσκουμε υπό κα­λυμμένη μορφή τις υλικές συνθήκες της παραγωγής μιας κοινωνίας δίχως τάξεις και τις αντίστοιχες μορφές ανταλλαγής, όλες οι προσπάθειες για να την κάνουμε

2 2 6

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

να εκραγεί δεν θα ήταν παρά δονκιχωτισμός». Τούτο σημαίνει ότι για τον Μαρξ ο κομμουνισμός αντιμετωπί­ζεται ως η πραγματική κίνηση που μας επιτρέπει να υπερβούμε την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων στο βαθ­μό που αυτή η τάξη προσφέρει μέσα από τις αντιθέσεις της αυτή τη δυνατότητα.

Και είναι προφανές ότι για τους κλασικούς οι κοινω­νίες που πρόσφεραν μια τέτοια δυνατότητα ήταν οι βιομηχανικές κοινωνίες του αναπτυγμένου καπιταλι­σμού της εποχής τους.

Όμως κατά την αντίληψή μας όχι μόνο η ρώσικη κοι­νωνία του 1917 αλλά και οι κοινωνίες που χαρακτηρί­ζονταν από την κυριαρχία της κλασικής βιομηχανίας δεν μπορούσαν να αποτελέσουν την υλική βάση περά­σματος στον κομμουνισμό. Έτσι πιο ειδικά για την Ρω­σία ήταν αναγκαίο αυτό το πέρασμα να καθυστερήσει και να μεσολαβηθεί από ένα μακράς διαρκείας «προ- σοσιαλιστικό» μεταβατικό στάδιο, πόσο μάλλον επειδή η επανάσταση του 1917 δεν ακολουθήθηκε από σοσια­λιστικές επαναστάσεις στις πιο αναπτυγμένες καπιτα­λιστικές χώρες.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες ήταν αναπόφευκτο να υπάρξουν σημαντικές αναντιστοιχίες ανάμεσα στο μαρ- ξικό κομμουνιστικό όραμα της πανανθρώπινης χειραφέ­τησης, της απονέκρωσης του κράτους, της κατάργησης των εμπορευματικών σχέσεων κ.λπ.

Από αυτή τη σκοπιά τρανταχτό παράδειγμα οπι­σθοχώρησης ως προς τη μαρξιστική θεωρία, πέρα από τη δικαιολογημένη από τις συνθήκες λενινιστική ΝΕΠ, ήταν η παντελώς αδικαιολόγητη προσπάθεια θεωρητι­κής γενίκευσης της ενίσχυσης τόσο προς τα έξω όσο όμως και προς τα μέσα του σοσιαλιστικού κράτους, αντί της μαρξικής απονέκρωσής του, με πρόσχημα την «καπιταλιστική περικύκλωση», που επιχείρησε ο Στά-

22 7

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

λιν στο 18ο Συνέδριο, και ακόμη πιο κραυγαλέα ήταν η προσπάθεια του να γενικεύσει τη ρώσικη εμπειρία υποστηρίζοντας στα Προβλήματα του Λενινισμού ότι «η προλεταριακή επανάσταση αρχίζει ενώ οι μορφές του σοσιαλιστικού καθεστώτος είναι παντελώς ή σχε­δόν παντελώς απούσες» (218. 151).

Η σύγχρονη λοιπόν ανάπτυξη των παραγωγικών δυ­νάμεων, με τις δυνατότητες απελευθέρωσης του χρόνου εργασίας που προσφέρει, με την ανάπτυξη της άυλης παραγωγής, αλλά και με την ενοποίηση της χειρωνακτι­κής με την πνευματική δραστηριότητα που απαιτεί, με την απαλλαγή της εργασίας που παραμένει καταναγκα- στική από τις πιο πενιχρές πτυχές της και με την κοινω­νικοποίηση της διαδικασίας της παραγωγής που συντε- λείται στο επίπεδο του συλλογικού εργαζόμενου με τη μορφή της σύγχρονης γενικής διάνοιας, αποτελεί τη βά­ση πάνω στην οποία μπορεί να στηριχτεί ο κομμουνι­σμός. Δηλαδή μια κοινωνία όπου κυρίαρχη θα είναι η ελεύθερη δραστηριότητα αυτοσκοπός, κατά τη διάρκεια της οποίας ο καθένας θα μπορεί να ασχοληθεί «με καλ­λιτεχνική, επιστημονική κ.λπ. μόρφωση», και από αυτή την άποψη θα είναι, όπως εύστοχα παρατηρούσε o Ernst Bloch, «πιο ατομική από κάθε προγενέστερη της κοινω­νία» (25, 187). Μια κοινωνία στην οποία θα περιοριστεί στο ελάχιστο και θα είναι πιο ανθρώπινος και ο κατανα- γκαστικός χρόνος εργασίας, όπου θα εκλείψει ο στενός καταμερισμός της εργασίας και πιο ειδικά ο καταμερι­σμός ανάμεσα στην πνευματική και τη χειρωνακτική ερ­γασία και όπου ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγω­γής δεν θα εκφράζεται έμμεσα μέσω του εμπορεύματος αλλά άμεσα μέσω της κοινωνικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και της σχεδιοποίησης.

Από μια άλλη οπτική γωνία, ενώ στην καθαυτό βιο­μηχανική παραγωγή είχαμε να κάνουμε με μια υπαγω­

2 2 8

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

γή της άμεσης ατομικής ζωντανής εργασίας στη μηχα­νή, της οποίας ιδιοκτήτης ήταν το κεφάλαιο, στην επο­χή μας η άμεση ατομική ζωντανή εργασία τείνει να εκτοπιστεί όχι μόνο ούτε κυρίως από αποκρυσταλλω­μένη εργασία με τη μορφή των μηχανών, αλλά από τη συλλογική γενική διάνοια, η οποία ούτε στη λογική της απόσπασης υπεραξίας θα πρέπει να υποτάσσεται ούτε σε εκείνη της ιδιωτικής ιδιοποίησης, όπως οι μηχανές. Αντίθετα, η ανάπτυξή της απαιτεί την ανάπτυξη της κοινωνικής προσωπικότητας και συνεπώς την κομμου­νιστική μορφή οργάνωσης της κοινωνίας, η οποία είναι η μόνη ικανή για να προωθήσει αυτή την ανάπτυξη.

Στο παραπάνω απόσπασμα από τα Χ ειρόγραφ α ο Μαρξ θέτει και ένα άλλο θεμελιακό ζήτημα που σχετί­ζεται με την υπέρβαση του καπιταλισμού. Πρόκειται για την αμφισβήτηση, κάτω από τις σύγχρονες συνθή­κες της παραγωγής, του νόμου της αξίας στο πλαίσιο ενός τρόπου παραγωγής θεμέλιο ή «απόλυτος νόμος» του οποίου είναι ακριβώς αυτός ο νόμος. Σημαίνει μή­πως αυτό ότι ο νόμος της αξίας έπαψε να ισχύει, ότι δηλαδή μπορεί να συνεχίζει να κυριαρχεί ο καπιταλι­σμός και η εμπορευματική παραγωγή, δίχως την ισχύ αυτού του νόμου;Ή σημαίνει ότι οι σύγχρονες συνθή­κες της παραγωγής απαιτούν την υπέρβαση αυτού του νόμου, κάτι που το κεφάλαιο αρνείται να πράξει;

Κατ’ αρχήν δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι ο νόμος της αξίας όχι μόνον ισχύει αλλά ούτε τείνει να αναιρεθεί εκεί όπου η εκμετάλλευση της άμε­σης χειρωνακτικής εργασίας συνεχίζει να κυριαρχεί και μάλιστα, όπως είδαμε παραπάνω, με τις πιο βάρβαρες μορφές. Συνεπώς η ίδια η τάση αναίρεσης αυτού του νόμου καθίσταται δυνατή στις αναπτυγμένες καπιταλι­στικές χώρες ακριβώς διότι αυτός ισχύει σε άλλες πε­ριοχές του πλανήτη.

2 2 9

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

Τι συμβαίνει όμως εκεί όπου η «γενική διάνοια» και όχι πια η άμεση ζωντανή χειρωνακτική εργασία είναι η θεμελιώδης παραγωγική δύναμη; Ας σταθούμε για λίγο σε αυτό το σημαντικό ζήτημα.

Ας υπενθυμίσουμε ότι, όταν λέμε ότι ο Μαρξ ανακά­λυψε το νόμο της αξίας, αυτό δεν σημαίνει ότι ανακά­λυψε πως τα διάφορα εμπορεύματα είναι προϊόντα της ανθρώπινης εργασίας, ούτε ακόμη ότι αυτά είχαν μια διπλή φύση. Αυτό ήταν κάτι που το είχαν επισημάνει στοχαστές πριν από τον Μαρξ, όπως o Adam Smith και o Riccardo, στους οποίους άλλωστε και ο ίδιος ο Μαρξ αναφέρεται. Η καινοτομία του Μαρξ συνίσταται ακρι­βώς στο γεγονός ότι ερμήνευσε τη διπλή φύση του εμπορεύματος (αξία χρήσης και αξία) μέσα από την ανακάλυψη της διπλής φύσης της ίδιας της εργασίας.

0 ίδιος ο Μαρξ σε γράμμα του στον Ένγκελς στις 24 Αυγούστου του 1867 γράφει: «Αυτό που είναι το καλύ­τερο στο βιβλίο μου [το Κεφάλαιο] είναι: 1. (και πάνω σε αυτό στηρίζεται όλη η συλλογιστική των facts [δεδομέ­νων]· η ανάδειξη από το πρώτο κεφάλαιο του διπλού χα­ρακτήρα της εργασίας , ανάλογα με το αν αυτή εκφράζε­ται ως αξία χρήσης ή ως ανταλλακτική αξία» (162, 174).

Με άλλα λόγια ο Μαρξ είναι εκείνος που απέδειξε ότι η διπλή φύση των εμπορευμάτων απορρέει από τη διπλή φύση της εργασίας που τα παράγει, η οποία με τη σειρά της αποτελεί μορφή έκφρασης της αντίθεσης ανάμεσα στην ατομική της μορφή και το κοινωνικό της περιεχόμενο.

«Κάτω από το φως αυτής της αντίθεσης ανάμεσα στην ατομική μορφή της εργασίας και το υποβόσκον κοι­νωνικό της περιεχόμενο, η εργασία μπορεί να λειτουργή­σει μόνο αν το κοινωνικό της περιεχόμενο αποκτήσει μια προς τα έξω μορφή έκφρασης [...]Έ τσι η αντίθεση ανά­μεσα στην ατομική, ιδιωτική μορφή και το υποβόσκοντα

2 3 0

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ ΙΚ Η ΔΙΑ ΝΟ Η ΣΗ

[λανθάνοντα] κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας ανα- δείχνεται μέσα από την αντίθεση ανάμεσα στη συγκε­κριμένη και την αφηρημένη εργασία» (1 ,17-18).

0 Μαρξ προσδιόρισε λοιπόν ότι η εργασία των εμπορευματοπαραγωγών έχει μια διπλή φύση: από τη μια είναι συγκεκριμένη εργασία (που δαπανάται με μια συγκεκριμένη σκόπιμη μορφή), που αποτελεί και την πηγή της αξίας χρήσης των εμπορευμάτων (και η οποία, όπως είδαμε, δεν περιορίζεται στα υλικά προϊό­ντα) και από την άλλη είναι η αφηρημένη εργασία (δα­πάνη εργατικής δύναμης του ανθρώπου γενικά ανεξάρ­τητα από τη συγκεκριμένη μορφή της) που αποτελεί και την πηγή της αξίας τους. Αυτή η μορφή της αφηρη- μένης εργασίας αποτελεί μια αφαίρεση σε σχέση με τις ποιοτικές ιδιαιτερότητες του προϊόντος, η οποία είναι αναγκαία στο βαθμό που αυτό προορίζεται να ανταλ- λαγεί με τη μορφή του εμπορεύματος στην αγορά. Αποτελεί συνεπώς ένα γενικό ισοδύναμο αναγκαίο για τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, το οποίο κα­λείται να ισοπεδώσει και να ομοιογενοποιήσει τις διά­φορες ξεχωριστές ατομικές ικανότητες.

Με βάση λοιπόν το νόμο της αξίας η παραγωγή και η ανταλλαγή των εμπορευμάτων πραγματοποιείται στη βάση των δαπανών τής κοινωνικά για την παραγω­γή τους αναγκαίας αφηρημένης εργασίας, η οποία με την εξίσωση του ενός εμπορεύματος με το άλλο ανα- γάγει τα διάφορα είδη της συγκεκριμένης εργασίας σε ποιοτικά ομοιογενή αφηρημένη εργασία.

Όμως εδώ χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή. Η γενική εργασία πέρα από το συγκεκριμένο περιεχόμενό της και πέρα από το αν αυτή θα έχει κυρίως διανοητικό ή χειρωνακτικό χαρακτήρα, υπό την έννοια της κατανά­λωσης εργατικής δύναμης γενικά, αποτελεί μια μόνιμη προϋπόθεση για την ύπαρξη και ανάπτυξη κάθε κοινω­

231

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

νίας και τούτο πέρα από τον εμπορευματικό ή όχι χα­ρακτήρα της. Όμως αυτή η γενική εργασία, ειδικά στις συνθήκες της εμπορευματικής παραγωγής παίρνει τη μορφή της αφηρημένης εργασίας.

Συνεπώς η αφηρημένη εργασία ως φορέας μιας ιδιαί­τερης κοινωνικής σχέσης αποτελεί μια ειδική ιστορικά μορφή που αποκτά η γενική εργασία στο πλαίσιο της κυριαρχίας της εμπορευματικής παραγωγής.

Αλλά και η συγκεκριμένη εργασία, πέρα από τον ει­δικό χαρακτήρα που την κάνει να ξεχωρίζει από άλλες εργασίες και ο οποίος εκδηλώνεται με την ιδιαίτερη χρησιμότητα του προϊόντος που παράγεται μέσω αυ­τής, πέρα από την ωφελιμότητά της και το γεγονός ότι αποτελεί όρο ύπαρξης του ανθρώπου ανεξάρτητα από κάθε κοινωνική μορφή, παίρνει και αυτή μια ειδική ιστορική μορφή που απορρέει από την εμπορευματική μορφή της κοινωνικής παραγωγής. Στο πλαίσιο αυτής της παραγωγής η χρησιμότητα αυτής της εργασίας δεν περιορίζεται στο να παράγει ένα χρήσιμο προϊόν, αλλά όπως είδαμε στο να παράγει μια αξία χρήσης ενός εμπορεύματος, δηλαδή μια κοινωνική αξία χρήσης η οποία μπορεί να εκφραστεί με την πώληση αυτού του εμπορεύματος και τη μετατροπή του σε χρήμα.

Συνεπώς η συγκεκριμένη εργασία αποτελεί και αυ­τή, τη μορφή που παίρνει η χρήσιμη εργασία στα πλαί­σια της εμπορευματικής παραγωγής.

Αν για παράδειγμα υποθέσουμε ότι μια ομάδα ερευ­νητών και τεχνητών κατορθώσει, αφού καταναλώσει γ ε ­νική και χρήσιμη εργασία, να φτιάξει σε ερασιτεχνική βάση ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο το οποίο από πολλές απόψεις θα μπορούσε να είναι πολύ πιο ωφέλιμο για την κοινωνία από ένα βενζινοκίνητο, τόσο η γενική ερ­γασία που καταναλώθηκε όσο και η χρήσιμη, στο πλαί­σιο της εμπορευματικής παραγωγής, τότε μόνο θα κρι-

2 3 2

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ ΙΚ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η ΣΗ

θούν αξιοποιήσιμες από το κεφάλαιο και θα ενταχθούν στη μαζική παραγωγή, αν αυτές μπορούν να αποφέ­ρουν αξία και συνεπώς αν πάρουν τη μορφή της αφηρη- μένης και της συγκεκριμένης εργασίας.

Ας μεταφερθούμε τώρα στην κομμουνιστική κοινω­νία. Εκεί η κυρίαρχη μορφή εργασίας θα είναι η δημιουρ­γική δραστηριότητα αυτοσκοπός, όποτε γι’ αυτή δεν μπορεί να γίνεται λόγος ούτε καν για προϊόντα υπό την έννοια παραγωγής αντικειμένων για εξυπηρέτηση κοινω­νικών αναγκών, οπότε ούτε για διπλή φύση της εργασίας και για νόμο της αξίας.

Όσο για τα προϊόντα της δευτερεύουσας εργασίας που θα παραμένει καταναγκαστική, αυτά δεν θα έχουν το χαρακτήρα εμπορευμάτων και δεν θα χρειάζεται να κάνουν το «πήδημα θανάτου» στην αγορά για να πουλη­θούν και να κατοχυρωθεί έτσι η κοινωνική τους χρησιμό­τητα, μια και η διανομή θα πραγματοποιείται ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός. Συνεπώς ο κοινωνικός τους χαρακτήρας θα απορρέει άμεσα από την κοινωνική ιδιο­κτησία στα μέσα παραγωγής και τη σχεδιοποίηση και δεν θα χρειάζεται η εργασία να εκφράζει τον κοινωνικό της χαρακτήρα μέσω του εμπορεύματος και με τις μορ­φές της αφηρημένης και της συγκεκριμένης εργασίας.

0 διπλός χαρακτήρας της εργασίας θα ταυτίζεται με την κοινωνική μορφή της γενικής και χρήσιμης εργα­σίας, οι οποίες και οι δυο θα έχουν άμεσα κοινωνικό χαρακτήρα.

Παρ’ όλα αυτά και στον κομμουνισμό αυτό που εξα ­φανίζεται είναι η αξία ως εμπράγματη ιδιότητα των εμπορευμάτων και όχι η αξία με την έννοια της κατα­νάλωσης γενικής εργασίας της κοινωνίας (151).

Γ ι’ αυτό και ο Μαρξ στις Θεωρίες για την υπεραξία σε φαινομενική αντίθεση με τα Χ ειρόγραφ α του 1857- 1858 γράφει ότι: « 0 χρόνος εργασίας, ακόμη και στην

2 33

Γ ΙΩ Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

περίπτωση που θα έχει καταργηθεί η ανταλλακτική αξία, παραμένει πάντα η δημιουργός ουσία του πλού­του και το μέτρο του κόστους που απαιτεί η παραγωγή του» (159, τ. 3, 294). Εδώ όμως πια δεν πρόκειται π ρο­φανώς ούτε γ ια την ανταλλακτική α ξ ία ως μέτρο της αξίας χρήσης ούτε γ ια την ατομική άμεση εργασία ως μ έτρο του πλούτου , του κεφαλαιοκράτη, αλλά για τον χρόνο της γενικής και χρήσιμης εργασίας παρελθόντα (συσσωρευμένο) και παρόντα (ζωντανό) ως μέτρο του πλούτου της κοινωνίας. Υπό αυτή την έννοια στην ανώ­τερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας -διότι στο σοσιαλισμό, αν και όχι ως καθοριστικός ρυθμιστής, συ­νεχίζει να δρα εφόσον υπάρχει εμπορευματική παρα­γω γή- ο νόμος της αξίας δεν ισχύει.

Τι νόημα λοιπόν μπορεί να έχει η διατύπωση του Μαρξ στα Χ ειρόγραφ α την οποία προαναφέραμε: «Από τη στιγμή που η εργασία με την άμεση μορφή της παύει να αποτελεί τη μεγάλη πηγή του πλούτου, ο χρόνος ερ­γασίας παύει απαραιτήτως να αποτελεί το μέτρο του και στη συνέχεια η ανταλλακτική αξία να είναι το μέτρο της αξίας χρήσης»; (149, τ. 2 ,193)

Μήπως πράγματι αυτό σημαίνει ότι καταργείται ο νόμος της αξίας όταν μάλιστα συνεχίζει να κυριαρχεί και έχει επεκταθεί όσο ποτέ άλλοτε η εμπορευματική παραγωγή, οπότε δεν ισχύει κι αυτό που αναφέρεται στις Θεωρίες γ ια την υ π ερ α ξ ία ;

Κατ’ αρχήν καλό είναι να θυμόμαστε ότι ορισμένοι έσπευσαν να κάνουν λόγο για κατάργηση του νόμου της αξίας από τη στιγμή που εφευρέθηκαν τα ηλεκτρι­κά πλυντήρια. Είδαμε όμως ότι για τον Μαρξ ο νόμος αυτός, όπως και οι μορφές της συγκεκριμένης και της αφηρημένης εργασίας πάνω στις οποίες θεμελιώθηκε, δεν ισχύει μόνο στο βαθμό που έχουμε να κάνουμε με άμεση χειρωνακτική εργασία του μεμονωμένου εμπο-

2 3 4

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ ΙΚ Η Δ ΙΑ ΝΟ Η ΣΗ

ρευματοπαραγωγού αλλά για την εργασία γενικά, την υποταγμένη στη σχέση του κεφαλαίου και της εμπο- ρευματικής κυριαρχίας.

Μάλιστα ο Μαρξ τούτη τη φορά στα Χ ειρόγραφ α και όχι στο Κεφάλαιο ή στις Θεωρίες γ ια την υπεραξία, και μάλιστα λίγες σελίδες πριν από το απόσπασμα που παραθέσαμε πιο πάνω, κάνει λόγο για «χρόνο εργα­σίας που χρησιμοποιείται [για την παραγωγή] αυτών [των εμπορευμάτων] (υπολογίζοντας ταυτόχρονα τη συσσωρευμένη και τη ζωντανή εργασία)» (149, τ. 2, 160) (η υπογράμμιση δική μας). Διαφορετικά ο νόμος της αξίας θα έπρεπε να μην ισχύει από τη στιγμή που υπάρχει σταθερό κεφάλαιο υπό την όποια μορφή του και θεωρείται ότι αυτό παράγει αξία από μόνο του κατ’ αναλογία «της γης όταν τη σπέρνουμε» (149, τ. 2, 160) δίχως να λαμβάνουμε υπόψη μας ότι και η σπορά είναι προϊόν ανθρώπινης εργασίας που συσσωρεύεται στη γη και έτσι αυτή μπορεί και αποδίδει καρπούς.

Εκείνο λοιπόν που διαπιστώνει ο Μαρξ στα Χ ειρό­γραφα είναι ότι καθίσταται δυνατή και απαιτείται η υπέρβαση των μορφών της αφηρημένης και της συγκε­κριμένης εργασίας, η υπέρβαση της θεώρησης της ανταλ­λακτικής αξίας ως μέτρου της αξίας χρήσης, η υπέρβαση του νόμου της αξίας ως μέτρου του κοινωνικού πλούτου.

Όπως προηγουμένως είδαμε ότι ο Μαρξ διαπίστωσε πως οι σύγχρονες συνθήκες της παραγωγής μπορεί να αποτελέσουν τη βάση μιας πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στον κομμουνισμό, δίχως αυτό να σημαίνει ότι έχουμε ήδη κομμουνισμό, έτσι και τώρα διαπιστώνει πως ο νόμος της αξίας είναι ξεπερασμένος υπό την έν­νοια ότι δεν μπορεί πια το μέτρο του πλούτου του κ ε­φαλαιοκράτη να είναι το μέτρο του πλούτου της κοινω­νίας, ότι η χρήσιμη εργασία δεν μπορεί να υποτάσσεται και να εξαρτάται από τη μορφή της αφηρημένης εργα­

2 3 5

ΓΙ Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

σίας, ότι τα άυλα προϊόντα και οι υπηρεσίες δεν μπορεί να αντιμετωπίζονται ως εμπορεύματα. Όμως παρ’ όλα αυτά, όπως είδαμε, το αναχρονιστικό κεφάλαιο συνεχί­ζει να επιδιώκει να λειτουργεί στη βάση των δικών του μέτρων και σταθμών, στη βάση του νόμου της αξίας ο οποίος, αν και ξεπερασμένος, δεν έχει πάψει να ισχύει.

Συνεπώς άλλο είναι η τάση και η δυνατότητα η οπ οία διαγράφ εται στα Χειρόγραφα και άλλο είναι κ ατά πόσο το κεφάλαιο ως κυρίαρχη κοινωνική σχέση επ ιτρέπει σε αυτή την τάση να εκδηλωθεί δίχως να επιδιώκει να την εγκλωβίζει στις μορφές που αντιστοιχούν στην ίδια την εκμεταλλευτική του φύση.

Αλλά ας δούμε πιο συγκεκριμένα πώς διαγράφεται από τη μια η τάση κατάργησης του νόμου της αξίας και από την άλλη η προσπάθεια του κεφαλαίου να τον δια­τηρήσει σε ισχύ.

Κατ’ αρχήν ακόμη και όσον αφορά τη γνώση, η ερ ­γασία παραμένει η βασική πηγή του πλούτου, διότι για την παραγωγή της χρειάζεται εργασία. Όμως στο βαθ­μό που αυτή η γνώση δεν είναι δυνατόν να διαχωριστεί από τον εργαζόμενο κάτοχό της, όπως συμβαίνει με τη μηχανή, η οποία αφού κατασκευαστεί ανήκει στο κ ε­φάλαιο, στο βαθμό που η κλασική λογική της μισθωτής σχέσης τείνει να αμφισβητηθεί εφόσον στην προκειμέ­νη περίπτωση από τη μια ο εργαζόμενος, παρ’ όλο που πουλάει την πνευματική του εργατική δύναμη, δεν παύει να είναι και αυτός κάτοχος των γνώσεων που του εκμεταλλεύεται το κεφάλαιο και από την άλλη δεν πρόκειται πια για αφηρημένη και ανά πάσα στιγμή αντικαταστήσιμη εργατική δύναμη, δεν είναι δυνατόν αυτή να συνεχίζει να υπολογίζεται με το μέτρο της άμεσης αφηρημένης εργασίας, κάτι που απαιτεί η εμπορευματική παραγωγή.

Είδαμε επίσης ότι η ανταλλαγή εμπορευμάτων στη-

2 3 6

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η ΣΗ

ρίζετοα στην» κυκλοφορία αφηρημένων αξιών, στην αφηρημένη εργασία που καταναλώθηκε για την παρα­γωγή τους, δηλαδή σε ένα ποσοτικό κριτήριο. Όμως η κυκλοφορία τόσο των επιστημονικών γνώσεων όσο και των πληροφοριών είναι συνάρτηση όχι της ποσότητάς τους αλλά της πρωτοτυπίας τους και της ποιότητάς τους. συνεπώς δεν είναι δυνατόν να αναχθούν σε ένα ποσοτικό γενικό ισοδύναμο. Παρ’ όλα αυτά το κεφά­λαιο επιμένει να τις αντιμετωπίζει ως ιδιωτική του ιδιο­κτησία και ως εμπορεύματα. Με άλλα λόγια αγωνίζε­ται να συγκρατήσει στην κατηγορία των εμπορευμά­των κάτι που εν δυνάμει και από την ίδια του τη φύση τείνει να βγει από αυτή την κατηγορία.

Οι προσπάθειες που καταβάλλει για να αντικατα­στήσει το ταϋλοριανό ή το φορντικό μοντέλο οργάνω­σης της εργασίας από συμμετοχικά συστήματα ή τα συστήματα «κύκλων ποιότητας» και τον τογιοτισμό αποτελούν απόδειξη ότι και το ίδιο είναι αναγκασμένο να βρει διέξοδο στην αντίθεση που προκαλεί εμμένο- ντας στον ποσοτικό χαρακτήρα της μορφής της αφηρη- μένης εργασίας και στον κατ’ εξοχήν ποιοτικό χαρα­κτήρα της άυλης νοητικής παραγωγής, με μορφές ορ­γάνωσης που καλούνται να συμπληρώσουν το «πενι­χρό» και ξεπερασμένο μέτρο της αφηρημένης εργασίας με την εισαγωγή στην παραγωγή της ποιοτικής συμβο­λής της συγκεκριμένης εργασίας των εργαζομένων.

Συνεπώς ο νόμος της αξίας δεν έχει καταργηθεί. Αντίθετα έχει οξυνθεί στο έπακρο η κρίση αυτού του νόμου με την επιδίωξη του κεφαλαίου να τον συντηρεί με την παραπέρα γενίκευση της εμπορευματοποίησης και με μορφές κατοχύρωσης της ιδιωτικής ιδιοκτησίας όπως τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας για τις πιο απίθανες δήθεν ιδιωτικές «εφ ευρέσεις», στις οποίες και θα ανα­φερθούμε αμέσως πιο κάτω.

23 7

ΓΙ Ω Ρ Γ Ο Σ ΡΟ ΥΣ Η Σ

Ταυτόχρονα το κεφάλαιο, ακριβώς επειδή αντιμε­τωπίζει την εργατική δύναμη ως εμπόρευμα και την καταναλώνει ως τέτοιο, αντί να απελευθερώνει την ερ ­γασία με τη μορφή της ελεύθερης δημιουργικής δρα­στηριότητας, είτε την αξιοποιεί εκεί που αυτή του στοιχίζει φτηνά, είτε την εκτοπίζει με τη μορφή της ανεργίας, είτε τη χρησιμοποιεί εφήμερα με μορφές ελαστικής απασχόλησης, με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην απελευθερώνει τον εργαζόμενο, αλλά να του απο­στερεί και τα μέσα διαβίωσής του.

Αλλά και το εργατικό κίνημα στο βαθμό που δεν θ έ­τει ως άμεση εφικτή προοπτική του την κομμουνιστική απελευθέρωση, αντί να αγωνίζεται για την απελευθέρω­ση της εργασίας τόσο από το κεφάλαιο όσο και από τον καταναγκαστικό της χαρακτήρα γενικότερα, αυτό που διεκδικεί είναι το δικαίωμα στην πλήρη απασχόληση.

Ορισμένοι αντίθετα, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι ο νό­μος της αξίας δεν ισχύει πια, προτάσσουν το δικαίωμα σε ένα κοινωνικό μισθό για όλους, ο οποίος δεν θα συνδέε­ται με την εργασία (63, 449), λες και είναι δυνατόν να εφαρμοστεί έστω και μερικά η αρχή «στον καθένα ανά­λογα με τις ανάγκες του» δίχως την κατάργηση της ιδιω­τικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και την υπέρβα­ση της κυριαρχίας της εμπορευματικής παραγωγής.

Μήπως αυτές οι αλλαγές που προβλέπει ο Μαρξ ση­μαίνουν την αντικατάσταση γενικότερα των σχέσεων ανάμεσα στις τάξεις, των άνισων κοινωνικών σχέσεων, από σχέσεις ανάμεσα σε ελεύθερους και ίσους ενερ­γούς δράστες και την αντικατάσταση της εργασίας ως καθολικής αρχής από την επικοινωνία ή του εργαζόμε­νου ανθρώπου από τον σκεπτόμενο άνθρωπο, όπως υποστηρίζει o Habermans όταν αναλύει την επικοινω- νιακή δράση; (62)

Κατ’ αρχήν σε καμιά περίπτωση η επιστημονική πρό­

2 3 8

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ ΙΚ Η ΔΙΑ ΝΟ Η ΣΗ

οδος και η τεχνολογία δεν μετατρέπουν αυτόματα και από μόνες τους τις κυρίαρχες σχέσεις παραγωγής, ούτε όπως υποστηρίζει o Pierre Naville οδηγούν στη χειραφέ­τηση του ανθρώπου (176). Αντίθετα, όπως υπογραμμίζει ο Μαρξ για τις μηχανές έτσι και για την επιστήμη και τις νέες τεχνολογίες, ισχύει ότι «η σημερινή τους χρήση ανή­κει στις συνθήκες του σημερινού οικονομικού μας συ­στήματος» ή διαφορετικά αποτελούν «τόσο λίγο οικονο­μικές κατηγορίες όσο και το βόδι που σέρνει το αλέτρι» (161, 522).

Η «καθαρή» απόιδεολογικοποιημένη επιστήμη, η «επιστήμη για την επιστήμη» του Weber (214, 80) είναι μια ουτοπική αντίληψη και τούτο διότι, όπως εύστοχα παρατηρεί o Althusser, «δεν υπάρχει καθαρή επιστήμη παρά μόνο υπό την προϋπόθεση να καθαρίζεται αδιά­κοπα [...] από την ιδεολογία που τη διαπερνά» (3, 165). Τούτο σημαίνει ότι τόσο η ίδια η κατεύθυνση της επιστημονικής προόδου όσο και η εφαρμογή της επ ι­στήμης καθορίζονται, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Gramsci, όχι ως «γυμνές αντικειμενικές κατηγορίες» αλλά είναι πάντοτε επενδυμένες από μια ιδεολογία και στην πράξη «αυτό που είναι η επιστήμη είναι η ενότη­τα του αντικειμενικού γεγονότος με μια υπόθεση ή μια σύνθεση υποθέσεων που υπερβαίνουν το καθαρό αντι­κειμενικό γεγονός» (53, 273-274).

Όμως πέρα από αυτά, κάθε «τεχνική» αλλαγή που επιβάλλει η επιστήμη και η τεχνολογία στην παραγωγή, κάθε νέος καταμερισμός που αυτή απαιτεί δεν μεταφέ- ρεται αυτόματα και στο πεδίο του κοινωνικού καταμε­ρισμού. Έ τσι ναι μεν, όπως είδαμε, μπορεί αρχικά οι λειτουργίες της εποπτείας της παραγωγής και στη συ­νέχεια η επιστήμη να «πήραν τους δρόμους», δηλαδή να έπαψαν να αποτελούν μονοπωλιακή ικανότητα των κα­τόχων των μέσων παραγωγής, και από καθαρά τεχνική

23 9

ΓΙ Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

σκοπιά να ήταν δυνατόν αλλά και πιο αποτελεσματικό να διαχυθούν πέρα από το κεφάλαιο, όμως από τη σκο­πιά του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί δίχως την ανατροπή των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων. Υπό αυ­τό το πρίσμα και για να μην ξεχνιόμαστε, δεν ευστα- θούσε ούτε η ανάλυση της «τεχνοδομής» του Galbraith όταν αυτός υποστήριζε ότι οι managers είναι πια η νέα κυρίαρχη τάξη (52), ούτε οι αντίστοιχες αναλύσεις όσων υποστηρίζουν ότι η νέα κυρίαρχη τάξη είναι οι επιστή­μονες ή οι ειδικοί της τεχνικής γνώσης. Σε τελευταία ανάλυση ο τεχνικός καταμερισμός της εργασίας που απαιτεί η κάθε μορφή οργάνωσης της εργασίας δεν μπορεί να διαχωριστεί από τον κοινωνικό καταμερισμό της που επιβάλλεται από την κυρίαρχη τάξη.

Συνεπώς το περιεχόμενο των όποιων αλλαγών στον τομέα της επιστήμης και της τεχνολογίας καθορίζεται από τις υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις και την κυρίαρ­χη ιδεολογία του κέρδους. Το γεγονός ότι οι συνιστώ­σες των υλικών παραγωγικών δυνάμεων με την ανά­πτυξη και εξέλιξή τους θέτουν σε παραπέρα αμφισβή­τηση τις σχέσεις παραγωγής δεν σημαίνει ότι από μό­νες τους δίχως την παρέμβαση του υποκειμενικού π α ­ράγοντα τις ανατρέπουν και αντί των άνισων ταξικών σχέσεων έχουμε να κάνουμε με ισότιμες επικοινωνια- κές σχέσεις. Συνεπώς οι τεχνικές αλλαγές όχι μόνον δεν λύνουν αλλά οξύνουν παραπέρα την αντίθεση ανά­μεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις παραγωγικές σχέσεις, καθιστώντας πιο επιτακτική την κομμουνιστι­κή επανάσταση.

Στην πραγματικότητα όσο ελεύθεροι και ίσοι ήταν <ν. κλασικοί βιομηχανικοί εργάτες απέναντι στο κεφάλαιο άλλο τόσο είναι και οι εργαζόμενοι κάτοχοι της γνώσης απέναντι σε αυτό. Αλλά και η συνύπαρξη του homo

24 0

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η ΔΙΑ Ν Ο Η ΣΗ

faber με τον άνθρωπο της γνώσης και του λόγου ή ακριβέστερα η αλληλοδιείσδυση του ενός στον άλλο και όχι, όπως υποστηρίζει o Negri, μια «ολοκληρωτική» (η υπογράμμιση δική μας) μετατροπή της εργασίας σε άυλη εργασία και της εργατικής δύναμης σε «μαζική διάνοια» (178. 2) στην πραγματικότητα σημαίνει ανα­βάθμιση του ρόλου της εργασίας, αλλά και συνέχιση της υποταγής της στο κεφάλαιο, παρ’ όλο που με την άυλη μορφή της αυτό ναι μεν την εκμεταλλεύεται και αυτήν όμως του είναι αδύνατον να την αλλοτριώσει ιδιοκτησιακά όπως συνέβαινε με την αποκρυσταλλω­μένη στις μηχανές της βιομηχανίας εργασία, διότι αυτή συνεχίζει να ανήκει στους εργαζόμενους.

Μα ακόμη και αν είχε δίκιο o Negri, τι άλλο είναι η παραγωγή της γνώσης και των πληροφοριών παρά προϊόν κατ’ εξοχήν ανθρώπινης εργασίας και μάλιστα εκείνης της εργασίας που, όπως είδαμε, διαχωρίζει τον άνθρωπο -αρχιτέκτονα- από τα ζώα -τ ις μέλισσες-, δηλαδή της ειδικά ανθρώπινης πνευματικής εργασίας;

Σε αντίθεση λοιπόν με όσα υποστηρίζει o Habermans, ότι δηλαδή η θεωρία της πάλης των τάξεων του Μαρξ που στηριζόταν στον καθολικό χαρακτήρα της εργασίας ξεπεράστηκε και θα πρέπει να αντικατασταθεί από τη δική του θεωρία της επικοινωνίας, στην πραγματικότητα και πάλι ο Μαρξ είναι εκείνος που δικαιώνεται.

Συμπερασματικά βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα κατάσταση σε σχέση με την εργασία. Από τη μια αυτή περιορίζεται με τη μορφή της άμεσης χειρωνακτικής ατομικής εργασίας και από την άλλη αναβαθμίζεται με τη μορφή της συλλογικής διάνοιας η οποία τείνει να κα­ταστεί η κυρίαρχη παραγωγική δύναμη, καθιστώντας έτσι δυνατή μια ουσιαστική υπαγωγή της εργασίας στον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής. Όμως, για να υλοποιηθεί η απελευθέρωση των εργαζομένων από τον

241

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

καταναγκαστικό χαρακτήρα της εργασίας, αναγκαία προϋπόθεση είναι η ανατροπή του καπιταλισμού και της κυριαρχίας της εμπορευματικής παραγωγής.

0 Paolo Virno έγραφε σε ένα άρθρο του στις αρχές της δεκαετίας του ’80: «Αυτό που είναι πια οφθαλμοφανές είναι η πλήρης εφαρμογή στην πράξη της εξέλιξης που περιγράφεται ως τάση στις περίφημες σελίδες των Χεφό- γραφωντου 1857-1858, δίχως όμως να συντελεστεί καμιά ανατροπή στην προοπτική της χειραφέτησης ή έστω της σύγκρουσης. Η ιδιαίτερη αντίθεση in progress [εν εξελί­ξει] την οποία ο Μαρξ συνέδεε με την υπόθεση μιας ριζο­σπαστικής κοινωνικής επανάστασης εξελίχθηκε [μέχρι τώρα] σε μια σταθερά συνιστώσα του υπάρχοντος τρόπου παραγωγής» (230, 9).

2 4 2

Κ εφ άϋοιο 7

(ϋεύΟερο ήογιομικό Linux: παράδειγμα βυναιοιήτω ν οποεμπορευμοτοποίποης και κεφαήαιοκραιικήι; avn'6paoi)C

Στο ΠΕΡΙΦΗΜΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ από τον Πρόλογο της Κριτι­κής της Πολιτικής Οικονομίας ο Μαρξ γράφει: «Σ ε μια ορισμένη βαθμίδα της εξέλιξής τους, οι υλικές παραγω­γικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε αντίφαση με τις υπάρχουσες παραγωγικές σχέσεις [...] Από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων οι σχέσεις αυ­τές μεταβάλλονται σε δεσμά τους» (156, 424).

Ένα χτυπητό παράδειγμα τέτοιας σύγχρονης αντί­φασης σαν αυτή που περιγράφει ο Μαρξ στο παραπά­νω απόσπασμα είναι η ανάπτυξη της άυλης παραγωγι­κής δύναμης της γενικής διάνοιας και ειδικότερα της πληροφορικής, η οποία έρχεται σε αντίφαση με τις κυ­ρίαρχες σχέσεις της ιδιωτικής ιδιοκτησίας της γνώσης και της πληροφόρησης.

Το ελεύθερο λογισμικό Linux ή ακριβέστερα το GNU/linux το οποίο θα παρουσιάσουμε εν συντομία στη συνέχεια αποκαλύπτει αυτή την αντίφαση μέσα από την άρνηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας της γνώσης και της πληροφόρησης που αποτελεί τη θεμελιακή του αρχή.

Αλλά ας δούμε τι είναι το ελεύθερο λογισμικό. Κατ’ αρχήν όταν γίνεται λόγος για λογισμικό αυτό σημαίνει

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

ένα σύνολο από οδηγίες που δίνονται σε έναν υπολογι­στή γραμμένες σε μια γλώσσα προγραμματισμού. Το λογισμικό είναι τόσο ένα πρόγραμμα, δηλαδή το σύνο­λο του κώδικα-πηγή. όσο και η εκτελεστική μορφή αυ­τού του προγράμματος.

Ένα ιδιόκτητο μη ελεύθερο λογισμικό είναι ένα λογι­σμικό του οποίου οι πηγές είναι κρυμμένες ή ένα λογι­σμικό το οποίο δεν μπορεί να τροποποιηθεί δίχως τη συμφωνία του αρχικού του ιδιοκτήτη.

Ένα ελεύθερο λογισμικό (free software) είναι ένα λο­γισμικό που προσφέρεται με τον κώδικα-πηγή του, συ­μπεριλαμβανομένων των διάφορων τροποποιημένων εκδοχών του.

Τα λογισμικά τα διακρίνουμε σε δύο κατηγορίες:α) Το σύστημα εκμετάλλευσης, το οποίο είναι το κ ε­

ντρικό στοιχείο ενός υπολογιστή που επιτρέπει στο χρήστη του τη χρήση και τη διαχείριση των περιφερεια­κών.

β) Τα λογισμικά εφαρμογής για τον χρήστη (επ εξερ ­γαστές κειμένου, παιχνίδια κ.λπ.).

Το Linux είναι το πιο διαδεδομένο ελεύθερο σύστη­μα εκμετάλλευσης. Διατίθεται σε πολλές πληροφορια­κές πλατφόρμες (PC, Mac, Amiga...).

Ως σύλληψη γεννήθηκε τη δεκαετία του ’80 και εφευρέθηκε από τον Richard Stallman. 0 πυρήνας του αναπτύχθηκε από τον Φιλανδό Linus Tovards, από τον οποίο πήρε και το όνομά του. Όμως η ιδιαιτερότητα του συστήματος έγκειται στη νομική διατύπωση και κατοχύρωση του ελεύθερου λογισμικού από τον Richard Stallman. Μέσω αυτής κατοχυρώνεται η ελεύ­θερη πρόσβαση στον κώδικα-πηγή, η ελευθερία χρή­σης, αντιγραφής, διανομής, μελέτης, αλλαγής και βελ­τίωσής του και αυτές οι ελευθερίες κατοχυρώνονται από το «GNU-General Public License» (26, 5). Για να

2 4 4

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η ΕΠ Α Ν Α Σ Τ Α Τ ΙΚ Η ΔΙΑ Ν Ο Η ΣΗ

αντιστρέφει τη λογική του copyright (πνευματικού δι­καιώματος), εισήγαγε τη νομική έννοια του copyleft το οποίο και ως φραστικός νεολογισμός επιδιώκει προφα­νώς να συμβολίσει την αντίθεση του «δεξιού» (rigiit) δικαιώματος (right) της ιδιοκτησίας με την αριστερή (left) λογική της κατάργησης της πνευματικής ιδιωτικής ιδιοκτησίας, όσον αφορά την επιστημονική τεχνική γνώση και την πληροφόρηση (124, 2).

Το ελεύθερο αυτό λογισμικό θεωρείται από όλες τις σχετικές μελέτες (26, 4) πολύ ανώτερο από τα Windows NT και αμφισβητεί σοβαρά το παγκόσμιο μονοπώλιο της Microsoft. Αυτή η επιχείρηση, αντιμετωπίζοντας το λογισμικό ως εμπόρευμα, αρνείται να παραχωρήσει τους κώδικες πηγές της και επιβάλλει τα δικά της στά- νταρ στα λογισμικά εφαρμογής. Στην πραγματικότητα η Microsoft συμπεριφέρεται σαν ένας κατασκευαστής αυτοκινήτων ο οποίος έχοντας κατακτήσει μια μονοπω­λιακή θέση στην αγορά απαγορεύει στον αγοραστή του και χρήστη να ανοίξει το καπό του αυτοκινήτου του και να έχει πρόσβαση στη μηχανή του (26, 6).

Όμως μια τέτοια πολιτική έχει καταστροφικές συνέ­πειες τόσο για την ποιότητα των παρεχόμενων προϊό­ντων όσο και για την προώθηση της παραπέρα ανάπτυ­ξης των συγκεκριμένων παραγωγικών δυνάμεων.

0 Bernard Lang της γαλλικής ένωσης των χρηστών του Linux παρατηρεί: «Από τη στιγμή που ο ανταγωνι­σμός έχει εξαφανιστεί [λόγω της μονοπωλιακής θέσης της Microsoft] ο μοναδικός παραγωγός που απομένει δεν έχει κανένα συμφέρον να επενδύσει για να βελτιώ­σει τα προϊόντα του. Στην καλύτερη περίπτωση ο έλεγ­χος της τεχνολογίας από μια και μόνο εταιρία έχει ως συνέπεια ότι μόνο ένας μικρός αριθμός επαγγελματιών εμπλέκεται στην καλυτέρευση αυτής της τεχνολογίας. [...] Η μοναδικότητα του μονοπωλιακού προμηθευτή

245

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

δημιουργεί μια σχέση εξάρτησης από αυτόν τόσο όσον αφορά τις τιμές όσο και τις παρεχόμενες υπηρεσίες [...] Από τεχνική άποψη η μη διάθεση των κωδικών-πηγών (ή η υπερβολική τους τιμή) περιορίζει σοβαρά ή καθι­στά απαγορευτική για τους πελάτες κάθε προσωπο- ποιημένη χρήση και υπηρεσία είτε αυτή αφορά τη συ­ντήρηση, την ασφάλεια, τη μεταφορά σε νέες πλατφόρ­μες είτε την προσαρμογή σε εξειδικευμένες ανάγκες» (26, 6).

Πώς όμως το ελεύθερο λογισμικό, που γεννήθηκε στον καπιταλισμό θέτει σε αμφισβήτηση την ιδιωτική ιδιοκτησία και την εμπορευματοποίηση, θεμέλιους λί­θους του, λειτουργώντας μέσα σε αυτόν, αλλά με μια λογική αντίθετη με τη δική του;

Κατ’ αρχήν το ελεύθερο λογισμικό, ενώ όπως είδαμε είναι ανώτερης ποιότητας από αντίστοιχα προϊόντα που παράγονται στο πλαίσιο της καπιταλιστικής παρα­γωγής, παράγεται έξω από αυτή και δεν παράγεται για την ανταλλαγή του ως εμπόρευμα με σκοπό το κέρδος. Συνεπώς εδώ δεν μπορεί να γίνεται λόγος για τις μορφές της αφηρημένης και της συγκεκριμένης ερ ­γασίας, ούτε για ισχύ του νόμου της αξίας, αλλά ακόμη παραπέρα καταργείται και η αναγκαιότητα της ύπαρ­ξης του χρήματος!

Αυτό σημαίνει και ότι το ίδιο το κίνητρο της παρα­γωγής του ελεύθερου λογισμικού δεν είναι το κυρίαρχο κίνητρο του καπιταλισμού. Αντίθετα όσοι συμμετέχουν στην παραγωγή, τη βελτιστοποίηση και τη διάδοσή του, ορμώνται από διαφορετικά αφιλοκερδή κίνητρα που έχουν να κάνουν με τη δημιουργική αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου τους, και μάλιστα όχι σε ατομική βάση αλλά σε συνεργασία με πολλούς άλλους σε δ ιε­θνές επίπεδο οι οποίοι και λειτουργούν ως κοινωνικές ατομικότητες.

2 4 6

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ ΙΚ Η ΔΙΑΝ ΟΗ ΣΗ

Ακόμη από αυτή τη δημιουργική αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου ωφελείται ένας μεγάλος αριθμός χρηστών οι οποίοι όχι μόνον δεν λειτουργούν ως απλοί καταναλωτές με την παραδοσιακή εμπορευματική έν­νοια του όρου, αλλά ένα τμήμα τους, στο βαθμό που παρεμβαίνει στην παραπέρα βελτιστοποίηση του συ­στήματος, λειτουργεί ως συνδημιουργός του. Συνεπώς όχι μόνον δεν έχουμε πια να κάνουμε με το διαχωρισμό μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, αλλά ούτε με το δια­χωρισμό μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών και τ έ ­λος ούτε με τον καταμερισμό της σύλληψης και της εκτέλεσης. Μάλιστα στο βαθμό που εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια από τις παραπάνω μορφές οργάνωσης της παραγωγής, μπορεί να γίνει λόγος για μια εμπειρία αυτοδιαχειριστικού τύπου η οποία περισσότερο προσι­διάζει στο στιλ του λαϊκού «παζαριού» παρά σε εκείνο του «μητροπολιτικού ναού» (26, 7), δηλαδή σε μια απο­κεντρωμένη, μη ιεραρχική προσέγγιση, παρά στην π α ­ραδοσιακή λογική ενός καταμερισμού της εργασίας που προτάσσει μια συγκεντρωτική, ιεραρχική προσέγγιση.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες τα παραγόμενα στη βάση της συνεργασίας και όχι του ανταγωνισμού άυλα αγαθά, τα οποία και αποτελούν κοινωνική ιδιοκτησία, δεν εντάσσονται στην κατηγορία των εμπορευμάτων που μπορεί να τα οικειοποιηθεί, να τα εκμεταλλευτεί, να τα συσσωρεύσει και να τα κεφαλαιοποιήσει το κ ε­φάλαιο προς όφελος ενός μικρού αριθμού (26, 7).

Έ τσι το Linux και γενικότερα τα ελεύθερα λογισμι­κά αμφισβητούν τον καπιταλισμό στο νευραλγικό του κέντρο, αυτό των σχέσεων ιδιοκτησίας, και αποτελούν την καλύτερη απόδειξη στην πράξη ότι η λογική που τον διέπει είναι όχι μόνον άδικη, αλλά ξεπερασμένη και αναποτελεσματική, διότι παρεμποδίζει την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που ο ίδιος δημιούργησε.

2 4 7

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

Μάλιστα οι αρνητικές συνέπειες του μονοπωλίου της Microsoft, καθώς και η καλύτερη ποιότητα του Linux, υποχρέωσαν μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρή­σεις όπως η IBM να εγκαταστήσουν το ελεύθερο λογι­σμικό στους υπολογιστές τους και να αποδεχτούν έτσι ότι, αν θέλουν να συνεχίσουν να αναπτύσσονται, θα πρέπει να εγκαταλείψουν οι ίδιες ως ένα βαθμό το δι­καίωμα στην πνευματική ιδιοκτησία.

Πώς όμως αντιδρά το κεφάλαιο εμμένοντας να διατη­ρεί τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, «δεσμά» της ανάπτυξης των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων;

Η κύρια μορφή αντίδρασης του κεφαλαίου είναι η προσπάθεια νομικής κατοχύρωσης της ιδιωτικής πνευ­ματικής ιδιοκτησίας και πιο ειδικά της ιδιοκτησίας του κώδικα-πηγή, κάτι που δεν αποτελεί παρά τη νομική έκφραση των καπιταλιστικών σχέσεων ιδιοκτησίας στα σύγχρονα μέσα παραγωγής.

Έ τσι κάθε άλλο παρά ισχύει η άποψη που προβάλ­λουν ορισμένοι, ότι δηλαδή με τον Bill Gates και την Microsoft η ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής δεν έχει πια κανένα νόημα για το κεφάλαιο, μια και τα κέρδη που αποκομίζει δεν οφείλονται σε αυτήν. Στην πραγματικότητα αυτό που επιδιώκει o Gates είναι ακρι­βώς να κατοχυρώσει και μάλιστα μονοπωλιακά την ιδιοκτησία αυτών των σύγχρονων άυλων μέσων παρα­γωγής που είναι η γνώση και η πληροφόρηση, διότι μό­νον έτσι μπορεί να αποκομίζει τα τεράστια κέρδη του.

Όπως και για τον γεννητικό κώδικα, οι πολυεθνικές επιχειρούν να ιδιωτικοποιήσουν τον κώδικα έτσι ώ στε να παρεμποδίζουν κάθε καινοτομία που δεν ελέγχεται από αυτές. Ορισμένες μάλιστα, όπως η Sun, επιδιώ­κουν να ιδιωτικοποιήσουν την ίδια τη γλώσσα του προ­γραμματισμού, κάτι ανάλογο δηλαδή σαν να επιδίωκαν να ιδιωτικοποιήσουν την αδενίνη, τη θυμίνη, την κυτο-

2 4 8

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ ΙΚ Η ΔΙΑ ΝΟ Η ΣΗ

σίνη, τη γουανίνη και τη συτοζίνη του γεννητικού κώδι­κα. Αλλες πάλι προσπαθούν να ιδιωτικοποιήσουν τα πρωτόκολλα επικοινωνίας που είναι κάτι ανάλογο σαν να ήθελαν να κατοχυρώσουν και να ιδιωτικοποιήσουν τον ίδιο το μηχανισμό αναπαραγωγής του DNA και του RNA (124, 3). Σε τελική ανάλυση αυτή η προσπάθεια των πολυεθνικών είναι το ίδιο παρανοϊκή σαν να επι­δίωκε κάποιος να κατοχυρώσει για τον εαυτό του το copyright του Πυθαγόρειου θεωρήματος ή γενικότερα των μαθηματικών θεωρημάτων και να απαγορεύει τη χρήση τους ή να απαιτεί γι’ αυτήν να καταβάλλονται κάθε φορά πνευματικά δικαιώματα. Προς αυτή την κα­τεύθυνση γίνεται προσπάθεια αναθεώρησης των αρχών της Σύμβασης της Βέρνης του 1886 που αναθεωρήθηκε για τελευταία φορά το 1979, με βάση τις οποίες προ­στατεύονταν οι υλικές μορφές έκφρασης, τα υποστη­ρίγματα των ιδεών αλλά όχι οι ίδιες οι ιδέες οι οποίες παρέμεναν ένα κοινό αγαθό (26, 4).

Βεβαίως τα ελεύθερα λογισμικά, παρ’ όλο που απο- τελούν μια έμπρακτη απόδειξη του αντιδραστικού χα­ρακτήρα των καπιταλιστικών σχέσεων, καθώς και της αδυναμίας αυτών των σχέσεων, να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων, παρ’ όλο που αποτελούν μια αποτελεσματική σύγχρονη μορφή αντικαπιταλιστικής παρέμβασης, δεν αρκούν ού­τε για να μεταβάλουν τον καπιταλισμό ούτε για να τον ανατρέψουν. Όμως οι αρχές που τα διέπουν, με την εφαρμογή τους στην πράξη αποδεικνύουν όχι μόνον ότι ο καπιταλισμός δεν είναι μονόδρομος, αλλά ακόμη ότι αυτές οι αρχές-σχέσεις, που είναι κατά βάση κομμουνι­στικές, είναι που ανταποκρίνονται στις σύγχρονες απαιτήσεις των άυλων παραγωγικών δυνάμεων και των φορέων τους, των ανθρώπων. Αυτό σε καμιά περίπτω­ση δεν σημαίνει ότι ο κυβερνο-κομμουνισμός αποτελεί

2 4 9

ΓΙ Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

πια την κυρίαρχη πραγματικότητα ούτε ότι η επανά­σταση ως καθολική απελευθερωτική πράξη είναι περιτ­τή και ξεπερασμένη.

Ταυτόχρονα τα ελεύθερα λογισμικά αποδεικνύουν ότι ανοίγονται νέοι δρόμοι αντίστασης, αλλά και αντε­πίθεσης κατά του κεφαλαίου που μέσω της πληροφορι­κής, η οποία αποτελεί πια γι’ αυτό βασικό στοιχείο της όλης συγκρότησης και λειτουργίας του, μπορούν να πλήξουν καίρια τον πυρήνα του, την ίδια την ιδιωτική ιδιοκτησία.

Συντονισμένες συλλογικές προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση μπορεί να αποδειχτούν στο μέλλον πο­λύ πιο αποτελεσματικές από παραδοσιακές μορφές πάλης και να αποφέρουν σοβαρά πλήγματα αποδιορ­γάνωσης τόσο του ιδιωτικού κεφαλαίου όσο και του πολιτικού εποικοδομήματος που το υπηρετεί. Και σε αυτό τον τομέα η σύγχρονη μορφωμένη εργατική τάξη είναι η μόνη που μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά.

2 5 0

Ηεφόϋοιο 8

Ο ιονοουμενοποίρ ίου προϋειαριάιου και προϋειαριοποίησιι me 6ιανόησΐ)(:

Απο τη ν ΑΝΑΛΥΣΗ που προηγήθηκε, προκύπτει ήδη ότι στην εποχή μας από τη μια διευρύνθηκε ποσοτικά η κατηγορία της διανόησης και από την άλλη άλλαξε η θέση της ως προς την παραγωγή και γενικότερα η τα ξι­κή της θέση. Τούτο σημαίνει ότι οι αναφορές για το ρό­λο της διανόησης στη διαδικασία της χειραφέτησης των στοχαστών που προηγήθηκαν δεν επαρκούν για να αντιμετωπιστεί αυτός ο ρόλος κάτω από τις σύγχρονες συνθήκες. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να εντοπίσουμε αυτές τις ποσοτικές και ποιοτικές αλλαγές για να μπο­ρέσουμε στη συνέχεια να εξετάσουμε κατά πόσο αυτές σηματοδοτούν και μια έστω εν δυνάμει επαναστατικο- ποίησή της.

Δίχως να επεκταθούμε σε μια ιστορική αναδρομή της διανόησης, καλό είναι να θυμηθούμε ότι από την εμφάνισή της ως ειδικής κατηγορίας μέχρι την εποχή μας αυτή ακολούθησε μια αργή αλλά σταθερή πορεία από το πολιτικό και ιδεολογικό εποικοδόμημα ή από την απασχόλησή της έξω από την καπιταλιστική παρα­γωγή προς την ένταξή της στην παραγωγή. Αυτή η εξέλιξη μετά τη βιομηχανική επανάσταση ήταν παράλ-

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

ληλη με την αντικατάσταση της άμεσης ζωντανής ερ­γασίας και είχε ως κατάληξη στην εποχή μας το συντρι­πτικά μεγαλύτερο τμήμα της διανόησης να εντάσσεται ή τουλάχιστον να προσπαθεί να ενταχθεί στην ευρύτε­ρη παραγωγική διαδικασία.

Έ τσ ι αρχικά η διανόηση, η οποία εμφανίστηκε με τον καταμερισμό της εργασίας σε κυρίως πνευματική και κυρίως χειρωνακτική εργασία, αποτελούνταν κυρίως από την κάστα των ιερέων ή όπως στην αρχαία Ελλάδα από τους ποιητές, τους καλλιτέχνες, τους σοφούς, τους σοφιστές για να πάρει μια λιγότερο, κατά Αριστοτέλη, «τεχνική» μορφή και μια περισσότερο πνευματική και καθολική μορφή με τους καθαυτό φιλοσόφους κατό­χους της γνώσης (128).

Αργότερα στον Μεσαίωνα η διανόηση συνδεδεμένη κυρίως με τη θρησκεία αρχίζει να διευρύνεται και αυτό συνδέεται με την ανάπτυξη των πόλεων κατά τον 11ο και 12ο αιώνα, τον αυξανόμενο αριθμό των πανεπιστη­μίων και την ανάδειξη ενός νέου αυτόνομου χώρου σε σχέση με το μοναστηριακό (89).

Τον 13ο αιώνα περίοδο ωρίμανσης της διανόησης του Μεσαίωνα αναγνωρίζεται κυρίως μέσω των πανε­πιστημιακών κύκλων η ανάγκη σύνδεσης της επιστήμης και της μετάδοσης και διάδοσής της, ενώ το προσδιορι- στικό intellectualis υποδηλώνει κάτι που σχετίζεται με τη διάνοια υπό την έννοια της γνώσης και της κριτικής σκέψης (89, 68). Τους επόμενους δύο αιώνες κυριαρχεί ο ουμανιστής διανοούμενος που χαρακτηρίζεται από ένα έντονο αριστοκρατικό ελιτισμό και από την αντίθε­σή του στον κλήρο, και αυτό στο όνομα μιας Αναγέννη­σης που αποστρέφεται τη μεσαιωνική σχολαστική (88).

Τον 16ο και τον 17ο αιώνα με την ανάδειξη των αν­θρώπων των επιστημών συγκεκριμενοποιείται η επιτά­χυνση της απαγκίστρωσης της κοινωνίας από την

2 5 4

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η ΕΠ Α Ν Α Σ Τ Α Τ ΙΚ Η Δ ΙΑ Ν Ο ΗΣ Η

Εκκλησία και η ανάδειξη ενός πραγματικού χώρου δια­κίνησης αυτόνομων ιδεών από αυτήν. Η διάσπαση της εκκλησίας είχε ως αποτέλεσμα να χάσει το χαρακτήρα του μοναδικού ενιαίου χώρου διαλογισμού. Η εφεύρεση της τυπογραφίας, η διάδοση του βιβλίου, η ανακάλυψη του Νέου Κόσμου και η συνεπαγόμενη διεύρυνση του γνωστού κόσμου, οι ανακαλύψεις του Κοπέρνικου και του Γαλιλαίου διαμορφώνουν ένα κλίμα πρόσφορο στην «αμφισβήτηση των πιο θεμελιακών παραδόσεων της κα­θολικής Εκκλησίας από την οπτική γωνία της ίδιας της μεθοδολογίας της» (139). Την ίδια περίοδο η ανταλλαγή γραμμάτων ανάμεσα στους διανοούμενους γίνεται μια από τις κύριες μορφές ιδεολογικού διαλόγου και ο Έ ρ α ­σμος δημοσιεύει ένα σχετικό δοκίμιο για την καλή χρήση του είδους (139, 43). Τον 17ο αιώνα εμφανίζεται για πρώτη φορά σε όλη την Ευρώπη μια έντονη δυσαναλο- γία ανάμεσα στον αυξανόμενο αριθμό των διανοουμέ­νων διπλωματούχων των πανεπιστημίων και τον περιο­ρισμένο αριθμό των θέσεων που τους προσφέρονται (33). Αυτή η δυσαναλογία μέλει να ακολουθήσει εντεινό- μενη την εξέλιξη της διανόησης και τους επόμενους αιώ­νες και να κορυφωθεί στην εποχή μας.

Η ισχυρή στιγμή της αποκρυστάλλωσης της εικόνας του διανοουμένου που ορθώνεται ενάντια στην αυθαι­ρεσία της εξουσίας είναι ο Διαφωτισμός και ο 18ος αιώ­νας. Τότε είναι που ο φιλόσοφος βγαίνει από την απο­μόνωση στον κόσμο των ιδεών για να συμμετέχει σε ό.τι διακυβεύεται στην πολιτεία, τότε «ο άνθρωπος της κουλτούρας γίνεται ταυτόχρονα και πολιτικός άνθρω­πος» (183, 24). Και όπως παρατηρεί o Fran?ois Dosse σχετικά με αυτήν την αλλαγή «η είσοδος του διανοού­μενου στην πολιτική από την προέλευσή της έχει ένα χαρακτήρα διαμαρτυρίας» (39, 21).

Η διανόηση εκείνης της περιόδου στο πλαίσιο αυτού

255

ΓΙ Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

που ονομάστηκε «κρίση της σκέψης στη Δυτική Ευρώ ­πη» από τη μια αμφισβητεί τις αρχές που διέπουν το φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής και τις μέχρι τότε επ ι­στημονικές προλήψεις και από την άλλη ανταποκρίνε- ται στην ανάγκη της αστικής τάξης να «επιβεβαιωθεί ως τάξη, με βάση μια σφαιρική αντίληψη του κόσμου, δηλαδή μια ιδεολογία» (212, 21). Η διανόηση, στηριζό- μενη στις αξιώσεις του ορθού λόγου, αναλαμβάνει να παρουσιάσει ως οικουμενικά τα συμφέροντα της αστι­κής τάξης προσδίδοντας έτσι και στην ίδια ένα οικου­μενικό χαρακτήρα.

Με τη βιομηχανική επανάσταση στα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου από τη μια αναπτύσσε­ται μια κατηγορία διανοουμένων που σε αντίθεση με την παραδοσιακή διανόηση συνδέεται με την ανερχό- μενη βιομηχανική παραγωγή και από την άλλη, παράλ­ληλα με την ύπαρξη των διανοουμένων ιδεολόγων της αστικής τάξης, εμφανίζεται ένα αντικαπιταλιστικό ρεύ­μα στη διανόηση είτε με τη μορφή του ρομαντισμού που υπερασπίζεται την κουλτούρα (culture) απέναντι στον τεχνικό πολιτισμό (civilisation) από τη σκοπιά των χαμένων αξιών και παραδόσεων του παρελθόντος, είτε από τη σκοπιά της υπεράσπισης των συμφερόντων της ανερχόμενης εργατικής τάξης και του οράματος μιας μελλούμενης κομμουνιστικής κοινωνίας.

Η μετέπειτα εξέλιξη της διανόησης, ως προς τον αριθμό της, τη σχέση της με την παραγωγή, την παρα­γωγή της από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και την τα ξι­κή της θέση, είναι παράλληλη με την εξέλιξη της ίδιας της παραγωγικής διαδικασίας.

Με βάση αυτή την εξέλιξη η διανόηση δεν αποτελεί πια το «αριθμητικά ασήμαντο προσωπικό» στην παρα­γωγή της εποχής του Μαρξ. Ακόμη δεν περιορίζεται στη διανόηση νοούμενη ως τους ανθρώπους των γραμ­

2 5 6

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ ΙΚ Η ΔΙΑ Ν Ο Η ΣΗ

μάτων αλλά και «τους μορφωμένους ανθρώπους τους εκπροσώπους των ελεύθερων επαγγελμάτων, γενικά τους εκπροσώπους της πνευματικής εργασίας (brain worker, όπως λένε οι Άγγλοι) σε αντιδιαστολή με τους εκπροσώπους της σωματικής εργασίας», όπως τους προσδιόριζε ο Λένιν. Η σύγχρονη διανόηση δεν μπορεί ακόμη να διαχωρίζεται, όπως τη διαχώριζε o Gramsci, σε «παραδοσιακή» και «οργανική» διανόηση της αστι­κής τάξης. Εξάλλου η πρώτη είχε ήδη αρχίσει από την εποχή του Μαρξ να βγάζει από πάνω της το φ ω τοστέ­φανο του αξιοσέβαστου ανεξάρτητου επαγγέλματος. Τέλος ο διαχωρισμός ανάμεσα στα «άσπρα» και τα «μπ λε» κολάρα, που είχε μια βάση την εποχή του κατ’ εξοχήν βιομηχανικού καπιταλισμού, τείνει να αμβλυν- θεί στην εποχή μας.

Στην εποχή της «γενικής διάνοιας», τουλάχιστον όσον αφορά τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, τόσο η περιθωριοποίηση μεγάλων τμημάτων και των δύο αυτών κατηγοριών, με τη μορφή της ανεργίας που μαστίζει πια μαζικά και τις δύο, όσο και η ετεροαπασχόληση των δια­νοουμένων που οδηγεί πολλούς από αυτούς να ασχολού­νται με κυρίως χειρωνακτική εργασία για να επιβιώσουν, καθώς και η διανοουμενοποίηση του παραδοσιακού προ­λεταριάτου και η προλεταριοποίηση της διανόησης, οδη­γούν στη μερική ή ολοκληρωτική άρση των στεγανών ανάμεσα στην εργατική τάξη και το στρώμα της διανόη­σης, ανάμεσα δηλαδή σε αυτούς που όλο και περισσότε­ρο λειτουργούν πνευματικά και λιγότερο χειρωνακτικά και σε εκείνους που όλο και περισσότερο εντάσσονται πιο άμεσα στην παραγωγική διαδικασία.

Ταυτόχρονα, όπως είδαμε, με την αλματώδη αύξηση των υπηρεσιών ένα μεγάλο μέρος της διανόησης απορ- ροφάται από αυτές, οι οποίες βεβαίως λειτουργούν με κριτήρια κερδοφορίας και εκμετάλλευσης.

2 5 7

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

Έτσι στην πρώτη καπιταλιστική περίοδο είχαμε να κάνουμε με έναν τύπο εργάτη που ακόμη διατηρούσε ορισμένα από τα στοιχεία του επαγγελματία χειροτέ­χνη, του τεχνίτη, και συνεπώς ασκούσε σε σημαντικό βαθμό και πνευματικές λειτουργίες και με μια διανόη­ση που είτε παρέμενε ως ανεξάρτητη έξω από την π α ­ραγωγή είτε σχεδόν ταυτιζόταν με το κεφάλαιο, μια που η κύρια λειτουργία της ήταν εκείνη της διεύθυν­σης.

Στη συνέχεια με τη μαζική μηχανοποίηση της παρα­γωγής είχαμε να κάνουμε με το μαζικό εργάτη, ο οποίος ασκούσε κατ’ εξοχήν χειρωνακτική ανειδίκευτη εργασία, και ένα τμήμα της διανόησης που ξέπεφ τε από την προ­νομιούχα θέση που κατείχε εκτός παραγωγής, τους ειδι­κούς της τεχνικής γνώσης, τα «άσπρα κολάρα», που εντάσσονταν σε αυτή ευρισκόμενοι όμως σε μια σχετικά καλύτερη κατάσταση από το παραδοσιακό προλεταριά­το.

Τέλος στην εποχή της «γενικής διάνοιας» και της γενίκευσης της εμπορευματοποίησης, στην εποχή της ανερχόμενης σπουδαιότητας της άυλης παραγωγής, από τη μια έχουμε να κάνουμε με ένα μεγάλο τμήμα της σύγχρονης εργατικής τάξης όλο και πιο εξειδικευ- μένο, που όλο και λιγότερο έχει άμεση χειρωνακτική επαφή με την επεξεργασία της ύλης και από την άλλη με ένα σημαντικό κομμάτι της διανόησης που εντάσσε­ται στην παραγωγική διαδικασία, το οποίο όλο και λι- γότερο έχει να κάνει με τον ολοκληρωμένο επιστήμονα περασμένων εποχών και όλο περισσότερο έχει τον χα­ρακτήρα του εξειδικευμένου τεχνοκράτη.

Αν, για παράδειγμα, λάβουμε υπόψη μας τις επιπτώ­σεις πιο ειδικά της εισαγωγής της πληροφορικής στην παραγωγή, θα δούμε ότι μια από αυτές τουλάχιστον στις βιομηχανίες αιχμής είναι η υπέρβαση των προγενέ­

2 5 8

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ ΙΚ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η ΣΗ

στερων απόλυτων διαχωρισμών ανάμεσα στους ειδικευ­μένους εργάτες, τους τεχνικούς, τους μηχανικούς, τους διοικητικούς υπαλλήλους. Έ τσι η παρουσία ανάμεσα στη μηχανή-εργαλείο και τον εργαζόμενο του ηλεκτρονι­κού υπολογιστή ο οποίος «συνδιαλέγεται» με αυτόν, απαιτεί από τον εργαζόμενο να θέτει σε λειτουργία συλ­λογισμούς, λογικές ικανότητες, δυνατότητες επικοινω­νίας, για να μπορεί όχι μόνο να παρακολουθεί την παρα­γωγή, αλλά να την ελέγχει και ακόμη να προλαβαίνει τις πιθανές βλάβες (127,122). Από την άλλη ένας μηχανικός μπορεί στο πλαίσιο της δραστηριότητάς του όχι μόνον να συλλαμβάνει, να σχεδιάζει, να προγραμματίζει, αλλά ακόμη και να θέτει υπό τη μετατρεπτική δράση της μη­χανής ένα αντικείμενο (127, 47). Το ίδιο το διοικητικό στέλεχος δεν έχει πια να κάνει με το κλασικό «άσπρο κολάρο» που διαχωρίζεται από τον εργάτη, το «μπλε κολάρο».

Αλλά και στο επίπεδο των υπαλλήλων των υπηρε­σιών έχουμε την αντικατάσταση του ανειδίκευτου ή με όχι υψηλό επίπεδο τεχνικών γνώσεων υπαλλήλου από υπαλλήλους που είναι ειδικοί στη χρήση των προγραμ­μάτων της πληροφορικής.

Έ τσ ι οι διανοούμενοι από την ιδιαίτερη εκείνη κατη­γορία των φιλοσόφων βασιλιάδων του Πλάτωνα ή ακό­μη των λιγοστών και εκλεκτών «κληρικών», όπως τους αντιμετώπιζε o Julien Benda (20) την εποχή του μεσο­πολέμου, έχουν μετατραπεί στην πλειονότητά τους σε μια τεράστια μάζα ειδικών της επιστημονικής και τ ε ­χνικής γνώσης, οι οποίοι, ενώ ήταν αποξενωμένοι από τη διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής, με την ποιοτική αναβάθμιση της εργασίας, την ενίσχυση της άυλης παραγωγής και την επέκταση των υπηρεσιών, τοποθετούνται στο εσωτερικό της και έτσι υποτάσσο­νται ουσιαστικά πια στο κεφάλαιο.

2 5 9

ΓΙ Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

Από τη σκοπιά που εξετάζουμε εδώ το ζήτημα, δη­λαδή της διαφοροποίησης του σύγχρονου εργαζόμενου σε σχέση με τον κλασικό προλετάριο, το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό της πληροφορικής επανάστασης που κατά κύριο λόγο χαρακτηρίζει τη σύγχρονη παραγωγή είναι ότι στο επίπεδο των υλικών παραγωγικών δυνά­μεων, πέρα από την υλική σύνθεσή τους που δεν είναι πια κυρίως τα βαριά υλικά της βιομηχανίας αλλά η σιλι­κόνη και τα microchips, υπάρχει αντικειμενοποίηση αντί χειρωνακτικών δραστηριοτήτων, αφηρημένων πνευμα­τικών δραστηριοτήτων και κυκλοφορία αντί υλικών μέ­σων, άυλων γνώσεων και πληροφοριών. Μάλιστα -κα ι αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία- η κύρια αποτελεσματικό- τητα των νέων ηλεκτρονικών μηχανών δεν συνίσταται στην απλή αντικατάσταση του ανθρώπου από τη μηχα­νή, στην απλή εναπόθεση σε αυτή νοητικών ικανοτήτων του ανθρώπου, αλλά στη δημιουργία και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των ανθρώπων ή μεταξύ ανθρώ­πων και μηχανών μέσω της πληροφορικής τεχνολογίας. Με άλλα λόγια αυτές οι νέες μηχανές ναι μεν απελευθε­ρώνουν ζωντανή εργασία, από την άλλη όμως για να αξιοποιηθούν αποτελεσματικά απαιτούν μια αλληλο- δραστηριότητα ανθρώπου-μηχανής, με κεντρικό το ρό­λο του ανθρώπου (125, 1).

Έ τσι στο επίπεδο των ανθρώπινων παραγωγικών δυ­νάμεων η πλέον σημαντική διαφοροποίηση είναι η αντι­κατάσταση του διαχωρισμού ανάμεσα στους παραγωγι­κούς, με την πρωταρχική και όχι την καπιταλιστική έν­νοια του όρου, εργαζόμενους που έρχονται σε άμεση επαφή με την ύλη και τους μη παραγωγικούς που είχαν και το μονοπώλιο της σύλληψης, του διαχωρισμού ανά­μεσα σε «καθαρούς» βιομηχανικούς εργάτες και «καθα­ρούς» επιστήμονες, σε βιομηχανικό προλεταριάτο και υπαλλήλους των υπηρεσιών στο πλαίσιο της κυριαρχίας

2 6 0

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η ΕΠ Α Ν Α Σ Τ Α Τ ΙΚ Η ΔΙΑ Ν Ο Η ΣΗ

των βιομηχανικών δραστηριοτήτων, από την αλληλοδια- σύνδεση ανάμεσα σε παραγωγικούς και μη παραγωγι­κούς εργαζόμενους, στην ανάμειξή τους, τη συγχώνευση της επιστήμης με την παραγωγή, τη συνεργασία ανάμε­σα σε ερευνητές, εκπαιδευτικούς, μισθωτούς των υπηρε­σιών και μισθωτούς της βιομηχανίας (126, 73).

Στο επίπεδο της ίδιας της εργασιακής διαδικασίας, της φύσης της εργασίας, εκείνο που άλλαξε είναι ότι αυτή γίνεται όλο και πιο άυλη, υπό την έννοια ότι δεν έχει να κάνει με την άμεση επαφή του εργαζόμενου με την ύλη και το μετασχηματισμό της αλλά με νοητικές δραστηριότητες. Αλλά και οι μορφές εντατικοποίησης της εργασίας είναι διαφορετικές. Εκεί που προηγουμέ­νως είχαμε να κάνουμε με μια καταπονητική εξάρτηση του εργαζόμενου από τη μηχανή και μια κυρίως σωμα­τική υποταγή στο ρυθμό της, σήμερα απαιτείται ο ερ­γαζόμενος να φορτώνεται με νοητικά βάρη πολύ πιο επίπονα, ενώ το ενδιαφέρον για την εργασία, συνδεδε- μένο με μια αυξημένη υπευθυνότητα του εργαζόμενου χρήστη των συστημάτων πληροφορικής, δεν μπορεί παρά να συνυπάρχει με το στρες, την αγωνία, το φόβο του λάθους που μπορεί να έχει σημαντικές συνέπειες, την αγωνία της μη ανταπόκρισης στις προδιαγραφές ποιότητας και ρυθμών (125, 2).

Έ τσι οι εργαζόμενοι αυτοί αποκτούν μια μεγαλύτε­ρη αυτονομία τόσο απέναντι στις σύγχρονες μηχανές, υπό την έννοια ότι δεν υπόκεινται σωματικά στους ρυθμούς τους και ότι αυτές τους απαλλάσσουν από τις πλέον πενιχρές δραστηριότητες, όσο και απέναντι στο ίδιο το κεφάλαιο, υπό την έννοια ότι παρά την εκμ ε­τάλλευση που υφίστανται παραμένουν κάτοχοι της γνώσης. Ταυτόχρονα δέχονται εξίσου σημαντικές π ιέ­σεις και πριν απ’ όλα την πίεση του φάσματος της ανεργίας που πλανάται πάνω και από αυτούς, μισθό-

261

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

λογικές πιέσεις, π ιέσεις ως προς την εντατικοποίηση και το χρόνο της εργασίας τους, πιέσεις που αφορούν τα κοινωνικά τους δικαιώματα.

Πέραν τούτων, ακριβώς επειδή η πληροφορική δίνει τη δυνατότητα στον εργαζόμενο να προσφέρει τις υπη­ρεσίες του και όταν δεν είναι ο ίδιος φυσικά παρών στον τόπο παραγωγής, η εργάσιμη μέρα αυτής της κα­τηγορίας των εργαζομένων πολύ συχνά δεν σταματά στην πύλη εξόδου από την επιχείρηση που τους απα­σχολεί, αλλά επεκτείνεται και έξω από αυτήν, κάτι που απαιτεί το κεφάλαιο. Από αυτή τη σκοπιά δεν είναι τυ ­χαίο ότι στις διεθνείς στατιστικές η έννοια της εξαρτη­μένης εργασίας τείνει να μην περιορίζεται πια στο κρι­τήριο της παροχής εργασίας στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης, αλλά επεκτείνεται και σε άλλους χώρους.

Τέλος όσον αφορά τη διανομή της πληροφόρησης ή της επιστημονικής γνώσης, με δεδομένο ότι με αυτή ο αρχικός κάτοχός της, όπως προαναφέραμε, δεν τις αποστερείται, αυτή συνάδει μάλλον με τη λογική της ισότιμης κατανομής της αδιακρίτως σε όλους τους αν­θρώπους, παρά με την ιδιωτική ιδιοποίησή της στην οποία επιδιώκει να τις κρατήσει δέσμιες το κεφάλαιο.

Αν τώρα λάβουμε υπόψη μας τις αλλαγές που συ- ντελέστηκαν στην ίδια την παραδοσιακή εργατική τάξη που ασχολούνταν κυρίως με χειρωνακτική εργασία και το γεγονός ότι το κεφάλαιο -α ς μην το ξεχνάμε είναι αυτό που κυριαρχεί στην κοινωνία συνολικότερα- έχει ανάγκη όλο και περισσότερο να αξιοποιεί τις διανοητι­κές ικανότητες των μισθωτών του συνολικά, διατηρώ­ντας βεβαίως εκείνο τα ινία των επιχειρήσεων, το μονο­πώλιο της χάραξης της στρατηγικής τους, δηλαδή υπο- τάσσοντάς τους στη λογική του κέρδους, διαπιστώνου­με ότι τα σύνορα ανάμεσα στη μάζα της σύγχρονης διανόησης και τη σύγχρονη εργατική τάξη, τα σύνορα

2 6 2

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ ΙΚ Η ΔΙΑ Ν Ο Η ΣΗ

ανάμεσα στο εσωτερικό αυτών των μισθωτών, που τε ί­νουν να αποτελέσουν πια τη συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού και των οποίων το κεφάλαιο εκμεταλ­λεύεται όχι μόνον ούτε κυρίως τη σωματική τους δύνα­μη αλλά την ίδια τους τη διάνοια, δίχως όμως να μπο­ρεί να τους την αλλοτριώσει, καθίστανται αν μη τι άλλο δυσδιάκριτα και στην κάθε περίπτωση δεν έχουν καμιά σχέση με τα τεράστια τείχη που ορθώνονται ανάμεσα σε αυτούς συνολικά τους μισθωτούς από τη μια και το κεφάλαιο από την άλλη.

Βεβαίως εδώ πρόκειται για τάσεις που χαρακτηρί­ζουν τη μεγάλη μάζα της διανόησης, δίχως αυτό να ση­μαίνει ότι δεν υπάρχουν και άλλα τμήματά της όπως εκείνα που λειτουργούν ως ελίτ του κρατικού μηχανι­σμού ή των επιχειρήσεων, ως μεγαλοεπιχειρηματίες, ως εκτός παραγωγής ολοκληρωμένοι επιστήμονες ερευνη­τές, είτε τέλος ως ανεξάρτητοι μικροεπαγγελματίες οι οποίοι πασχίζουν να βγάλουν το μεροκάματο. Όμως εκείνο που ξεκίνησε από αριθμητικά ασήμαντο και σα­φώς διακριτό έχει γίνει αριθμητικά σημαντικότατο, έχει αλλάξει ποιοτικά και όλο και πιο δύσκολα μπορεί να διαχωριστεί από τη σύγχρονη εργατική τάξη.

Εδώ αξίζει να σταθούμε για λίγο στο ρόλο της παι­δείας, έτσι όπως αυτή προσανατολίζεται από το κεφά­λαιο τα τελευταία χρόνια, μια και μέσω αυτής είναι που παράγονται οι σύγχρονοι διανοούμενοι έτσι όπως τους απαιτεί η σύγχρονη καπιταλιστική παραγωγή για να υπαχθούν στο κεφάλαιο.

Τα βασικά χαρακτηριστικά της κατεύθυνσης της παιδείας τα τελευταία χρόνια είναι η αποδυνάμωση της ποιότητας της ενιαίας γενικής πρωτοβάθμιας παι­δείας, η υποβάθμιση των ανθρωπιστικών επιστημών και της βασικής έρευνας, η πιο άμεση σύνδεση της παι­δείας με την παραγωγή μέσω των ιδιωτικών εκπαιδευ­

26 3

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

τικών ιδρυμάτων, των προγραμμάτων σπουδών, αλλά και της λειτουργίας των δημοσίων ΤΕΙ και ΑΕΙ ως ιδιω­τικών, κυρίως μέσω των χρηματοδοτούμενων ερευνητι­κών προγραμμάτων και των διδάκτρων σήμερα στα μεταπτυχιακά και αύριο και στα προπτυχιακά, η κατά­τμηση των προπτυχιακών τμημάτων έτσι που μάλλον να παράγεται εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό μιας χρήσεως παρά ολοκληρωμένοι επιστήμονες με κριτική γνώση, η διατήρηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο μετρημέ­νων στα δάχτυλα του ενός χεριού πανεπιστημίων ελίτ για λίγους προνομιούχους που να διατηρούν τα χαρα­κτηριστικά του κλασικού universitas.

Έ τσι η παιδεία όσο περισσότερο χάνει τη θετική μ έ­χρι σήμερα σχετική της αυτοτέλεια από το αστικό κρά­τος, τόσο αμεσότερα γίνεται δέσμια του κεφαλαίου και συμβάλλει στην υποβάθμιση της διανόησης και στην προλεταριοποίησή της. Χαρακτηριστικά προς αυτή την κατεύθυνση είναι οι δύο κύκλοι σπουδών, η επιδίωξη στη χώρα μας ισοτίμησης ΑΕΙ και ΤΕΙ με την υποβάθμι- ση των πρώτων και τη μη αναβάθμιση των δεύτερων, τα συστήματα αξιολόγησης στα πανεπιστήμια που μάλλον ανταποκρίνονται σε εμπορικές επιχειρήσεις παρά σε εκπαιδευτικά ιδρύματα, η χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων από την Ε.Ε., κατ’ αναλογία της χρημα­τοδότησης των χωματερών των φρούτων που στόχευαν στη διάλυση της αγροτικής παραγωγής, έτσι ώστε αυτά στο άμεσο μέλλον να πάψουν να υφίστανται ως δημό­σια ιδρύματα και να στραφούν στην ιδιωτική χρηματο­δότηση και εξάρτηση. Αναμφισβήτητη πρωτοπορία σε αυτή την υποβάθμιση της παιδείας -κα ι αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο, αν λάβει κανείς υπόψη του τη γενικό­τερη οικονομική πολιτική της τα τελευταία χρόνια- έχει σε ευρωπαϊκό επίπεδο η Μεγάλη Βρετανία.

Το ερώτημα που προκύπτει είναι: Σηματοδοτούν

2 6 4

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ ΙΚ Η Δ ΙΑ Ν Ο ΗΣ Η

αυτές οι ποσοτικές και ποιοτικές αλλαγές της μεγάλης μάζας της διανόησης, εκείνης που εντάσσεται στην πα­ραγωγική διαδικασία με την ευρεία έννοια του όρου, την ένταξή της στη σύγχρονη εργατική τάξη;

Προτού απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα θεωρού­με σκόπιμο να κάνουμε τρεις προκαταρκτικές παρατη­ρήσεις.

Η πρώτη αφορά στη συνέχιση της ύπαρξης στην εποχή μας της εργατικής τάξης συνολικά, υπό τη νέα της μορφή της σύγχρονης εργατικής τάξης, και τούτο διότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ορισμένοι στοχαστές είτε επιμένουν να θεωρούν την εργατική τάξη με τους όρους του 19ου αιώνα είτε αμφισβητούν την ύπαρξή της ως τάξης.

Επειδή θα ξεπερνούσε τα όρια τούτης της μελέτης μια ευθεία, συνοπτική έστω , αντίκρουση αυτών των απόψεων, απλώς θα αναφέρουμε τις πιο σημαντικές από αυτές που σχετίζονται πιο άμεσα και με τη θέση της διανόησης και θα τις αντικρούσουμε στη συνέχεια μέσω της τεκμηρίωσης της δικής μας θέσης.

Ενώ λοιπόν η δογματική σκέψη στο πλαίσιο μιας κα­κώς νοούμενης καθαρότητας του μαρξισμού, περιορίζει την εργατική τάξη στους χειρώνακτες εργάτες, εδώ και πολλά χρόνια προβάλλονται στο πλαίσιο μιας συνολι­κότερης αναθεώρησης του μαρξισμού απόψεις για την εξαφάνιση της εργατικής τάξης. Αυτές υποστηρίζουν είτε ότι η εργατική τάξη συρρικνώθηκε και η τάξη που σήμερα κυριαρχεί αριθμητικά στις αναπτυγμένες κοι­νωνίες είναι μια διευρυμένη μεσαία τάξη είτε ότι αυτή τεντώθηκε σαν λάστιχο και είναι πια το «πλήθος» το οποίο στο πλαίσιο της «Αυτοκρατορίας» έχει απορρο­φήσει την εργατική τάξη.

Με ποιο έμμεσο τρόπο η εργατική τάξη «εξαφανίζε­ται» με την υποστήριξη από ορισμένους της αντικατά-

265

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

στάσής της στην παραγωγή από τους μηχανικούς, κάτι που υποτίθεται ότι συντελείται ταυτόχρονα με την αντικατάσταση της παραγωγής από την πληροφορική και τη συνεπαγόμενη αντικατάσταση των απλών, τ ε ­χνικών, πρακτικών γνώσεων από την επιστήμη στο πλαίσιο της «μεταβιομηχανικής»-«μετακαπιταλιστι- κής» κοινωνίας, όπως υποστηρίζουν o Daniel Bell (19) και o Richta (203).

Η δεύτερη παρατήρηση είναι ότι δεν αναφερόμαστε εδώ στη διανόηση γενικά, δηλαδή «σε όλους τους μορ­φωμένους ανθρώπους, τους εργάτες του πνεύματος [...] σε διάκριση με τους χειρώνακτες» (91, 317), η οποία μέσα από την ποικιλότητά της συνεχίζει να πα­ραμένει ένα κοινωνικό στρώμα, με την έννοια ότι τα μέλη του, αν και παρουσιάζουν ορισμένα κοινά γνωρί­σματα, εντάσσονται σε διαφορετικές κοινωνικές τά ­ξεις. Επίσης δεν αναφερόμαστε στην παραδοσιακή προφανώς διανόηση έτσι όπως την ορίζει o Michal Lówy, δηλαδή ως «μια κοινωνική κατηγορία, [τους δια­νοούμενους] που δεν ορίζονται από τη θέση τους στη διαδικασία της παραγωγής, αλλά από τη σχέση τους με εξωοικονομικούς θεσμούς της κοινωνικής διάρθρω­σης» ή «μια κοινωνική κατηγορία που ορίζεται από τον ιδεολογικό της ρόλο» (129, 17).

Μια τέτοια αντιμετώπιση της διανόησης ως το σύνο­λο των μορφωμένων ανθρώπων γενικά ή ως το σύνολο των ατόμων που βρίσκονται εκτός παραγωγής, αν εδώ και μερικά χρόνια είχε κάποιο θεωρητικό ενδιαφέρον, σήμερα δεν μπορεί να αποτελέσει αποτελεσματικό ερ­γαλείο για να αντιμετωπιστεί η μαζική τάση ένταξης της πλειονότητας της διανόησης στους μισθωτούς ερ ­γαζόμενους.

Αντίθετα αναφερόμαστε στη μάζα των μορφωμένων ανθρώπων που είναι πια μισθωτοί εργαζόμενοι ή άνερ­

2 6 6

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η ΣΗ

γοι και οι οποίοι έχουν ενταχθεί στην καπιταλιστική παραγωγή υπό την ευρεία έννοια του όρου της παρα­γωγής και της κυκλοφορίας του κεφαλαίου, υπηρεσιών συμπεριλαμβανομένων.

Τέλος θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι μια καταφα­τική απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, αν δηλαδή αυ­τοί οι μορφωμένοι άνθρωποι, οι μισθωτοί διανοούμενοι που εντάσσονται στην παραγωγή, ανήκουν ή όχι στη σύγχρονη εργατική τάξη, όπως έχει αποδειχτεί στα κ ε­φάλαια που προηγήθηκαν και κυρίως όπως θα προ­σπαθήσουμε να αποδείξουμε στο αμέσως επόμενο κ ε­φάλαιο όπου θα αναφερθούμε στην αποξένωση-ενσω- μάτωση της εργατικής τάξης, δεν σηματοδοτεί για μας την αυτόματη επαναστατικοποίηση αυτού του τμήμα­τος της διανόησης.

Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, τι άλλο πέρα από ένας άνευ πρακτικού ενδιαφέροντος σχολαστικισμός μας οδήγησε να θέσουμε το ερώτημα της ένταξης ή μη της πλειονότητας της εντός παραγωγής διανόησης στην εργατική τά ξη ;

Στην πραγματικότητα αυτό που μας ενδιαφέρει εί­ναι να δείξουμε ότι και η μεγάλη μάζα της σύγχρονης διανόησης, παρά τις όποιες ιδιαιτερότητές της, τοποθε­τείται σε γενικές γραμμές απέναντι στο ζήτημα της επαναστατικής αλλαγής της κοινωνίας με τον ίδιο τρό­πο που τοποθετείται το σύνολο της σύγχρονης εργατι­κής τάξης. Και τούτο διότι, σε αντίθεση με όσα υπο­στηρίζει o Karl Mannheim, η σύγχρονη μάζα της δια­νόησης κάθε άλλο παρά αποτελεί τη μόνη κατηγορία η οποία δεν υποβάλλεται στους κοινωνικούς καθορι­σμούς (141).

Βεβαίως, όπως σημειώνει ο Λένιν συμφωνώντας μα­ζί του στις Παρατηρήσεις του βιβλίου του Μπουχάριν, η οικονομία της μεταβατικής περιόδου (96, 7), η πολύ­

2 6 7

Γ ΙΩ Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

χρωμη εικόνα της εργατικής τάξης, η ύπαρξη διαφόρων κατηγοριών της εργατικής τάξης, σημαίνει και διαφο­ρετική κοινωνική συνείδηση στο εσωτερικό της, κάτι που σημαίνει ότι η συνείδηση της προλεταριοποιημένης διανόησης μπορεί να διαφοροποιείται από εκείνη άλ­λων τμημάτων της σύγχρονης εργατικής τάξης, δεν παύει όμως να πρόκειται για συνείδηση εργατικής τά ­ξης και όχι άλλων τάξεων ή ομάδων.

Αυτό λοιπόν που διαφάνηκε από τη συλλογιστική που αναπτύξαμε πιο πάνω και το οποίο θα τεκμηριώ­σουμε πιο συστηματικά εδώ είναι ότι στην εποχή μας έχουμε να κάνουμε με την προλεταριοποίηση της μεγά­λης μάζας των «μορφωμένων ανθρώπων», η οποία συ- ντελείται παράλληλα με τη μετατροπή της επιστήμης σε άμεση παραγωγική δύναμη, την εισαγωγή στην πα ­ραγωγή των νέων τεχνολογιών και ειδικότερα της πλη­ροφορικής και τις συνεπαγόμενες νέες απαιτήσεις της παραγωγής και τη διεύρυνση του τομέα των υπηρεσιών και τη γενίκευση της εμπορευματοποίησής του. Με άλ­λα λόγια, δίχως αυτό να σημαίνει ότι ακόμη και στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες η παραδοσιακή εργατική τάξη, «τα μπλε κολάρα», έχει εξαφανιστεί, η σύγχρονη εργατική τάξη τείνει όλο και περισσότερο να μην περιορίζεται σε αυτή την ομάδα εργαζομένων ούτε να χαρακτηρίζεται από αυτό της το τμήμα ή «στρώ μα» -τούτη τη φορά υπό την έννοια του τμήματος της εργα­τικής τάξης που έχει κάποια ιδιαίτερα κοινά χαρακτη­ριστικά (78, 2 1 )- αλλά από τη μορφωμένη εργατική τά ­ξη·

Σε αντίθεση με την εποχή του Gramsci και τις ανα­λύσεις του, υποστηρίζουμε ότι στην εποχή μας η μάζα της διανόησης που εντάσσεται στην παραγωγή δεν αποτελεί πια οργανικούς διανοούμενους της αστικής τάξης, αλλά οργανικό τμήμα του σύγχρονου προλετα­

2 6 8

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ ΙΚ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η ΣΗ

ριάτου με όλες τις θετικές αλλά και αρνητικές επιπτώ ­σεις που κάτι τέτοιο μπορεί να έχει ως προς το επίπεδο της επαναστατικής τους συνειδητότητας.

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από την άρση μιας πολύ συ­νηθισμένης διαστρέβλωσης που θέλει τον μαρξισμό να υιοθετεί την άποψη ότι εργάτης σημαίνει χειρώνακτας και ότι συνεπώς η εργατική τάξη δεν μπορεί να συμπε­ριλαμβάνει εργάτες του πνεύματος. Λες και ο αγράμ­ματος επιχειρηματίας -ό π ω ς είναι οι περισσότεροι στην εποχή μ α ς- παύει να ανήκει στην αστική τάξη επειδή είναι αμόρφωτος και ο μορφωμένος μισθωτός δεν μπορεί να ανήκει στην εργατική τάξη επειδή είναι μορφωμένος.

Αρκεί να θυμηθούμε την αναφορά του Μαρξ στο δά­σκαλο και τον παραλληλισμό του με τον εργάτη του ερ­γοστασίου λουκάνικων που προαναφέραμε. Να θυμη­θούμε ακόμη ότι, όταν αναφερθήκαμε στην έννοια του συλλογικού εργάτη, είδαμε ότι κατά τον Μαρξ «για να εργάζεται κανείς παραγωγικά δεν χρειάζεται πια να χρησιμοποιεί άμ εσα τ α χ έρια του (η υπογράμμιση δική μας) αλλά αρκεί να είναι όργανο του συλλογικού εργά­τη, να εκτελεί κάποια από τις λειτουργίες του» (153, τ. 1 ,524).

Ακόμη όταν ο Μαρξ ορίζει τον προλετάριο με την οι­κονομική έννοια του όρου, προφανώς όχι επειδή το πα- ρέβλεψε, δεν κάνει λόγο ειδικά για χειρωνακτική εργα­σία, αλλά γενικότερα για «μισθωτό εργάτη που παρά­γει και αξιοποιεί “κεφάλαιο” και που πετιέται στο δρόμο μόλις γίνει περιττός για τις ανάγκες αξιοποίησης του “ Monsieur Capital” (του Κύριου Κεφαλαίου)» (153, τ. Ι ,σ ε λ . 636).

Επίσης στις Θεωρίες για την Υπεραξία, ο Μαρξ ανα- φερόμενος στην επιστήμη λέει ότι αυτή στο πλαίσιο του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής δεν είναι δυνα-

2 6 9

Γ ΙΩ Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

τόν να αυτονομηθεί από το κεφάλαιο, ότι συνεπώς υπό- κειται σε αυτό και άρα οι φορείς της, οι επιστήμονες, όταν δεν είναι κεφαλαιοκράτες, έχουν με το κεφάλαιο μια σχέση μισθωτού εργάτη (159, τ. 1, 458, βλ. και 78, 29). Αλλά ιδίως από την εκτενή μας αναφορά στα Χ ει­ρόγραφ α και πιο ειδικά στην έννοια της «γενικής διά­νοιας» και την ανάλυση που ακολούθησε επιβεβαιώνε­ται ότι με το «γενικό επίπεδο της επιστήμης» να ανάγε­ται σε καθοριστικό για τη σύγχρονη παραγωγή, οι φο­ρείς του, οι πνευματικά εργαζόμενοι, δεν μπορεί παρά να παίζουν σημαντικό ρόλο σε αυτήν και συνεπώς να υπόκεινται στην εκμετάλλευση, όσο θα κυριαρχεί το κ ε­φάλαιο, δηλαδή η σχέση εκμετάλλευσης.

Τέλος οι κλασικοί του μαρξισμού δεν περιορίζουν την εργατική τάξη μόνο σε όσους εργάζονται σε τομείς που παράγουν υπεραξία, αλλά την επεκτείνουν στη σφαίρα κυκλοφορίας του κεφαλαίου και σε τομείς όπως οι υπηρε­σίες πέρα της υλικής παραγωγής. Γι’ αυτό και ο δάσκα­λος του Μαρξ αντιμετωπίζεται από αυτόν ως εργάτης. Ακόμη δεν περιορίζουν την εργατική τάξη στους εργαζό­μενους εκείνους που παράγουν υπεραξία, διότι τότε η κα­θαρίστρια ενός δημόσιου πανεπιστημίου δεν θα ανήκε στην εργατική τάξη. Έ τσι στην εργατική τάξη μπορεί να ανήκουν κατά τον Μαρξ και εργαζόμενοι της ευρύτερης παραγωγικής σφαίρας που τους εκμεταλλεύεται το κε­φάλαιο και εισφέρουν σε αυτό υπεραξία που παράγεται σε άλλους τομείς, καθώς και εργαζόμενοι που δίχως να παράγουν υπεραξία έχουν όλα τα στοιχεία του εργάτη.

Ας προχωρήσουμε όμως ένα βήμα παραπέρα. Ας προσπαθήσουμε να συνδυάσουμε την απαρχή του ορι­σμού του Μαρξ για τις τά ξεις στο Κεφάλαιο και ό,τι αναφέρεται σχετικά στο Μ ανιφέστο με τον ορισμό που δίνει ο Λένιν στη Μεγάλη Πρωτοβουλία.

0 Μαρξ λοιπόν στο τέλος του Κεφαλαίου, εκεί που

2 7 0

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ ΙΚ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η ΣΗ

δυστυχώς τελειώνει το χειρόγραφό του, ξεκινάει να ορίσει τι αποτελεί μια τάξη (153, τ. 3, 1086-1087). Από αυτό το ημιτελές απόσπασμα νομίζουμε ότι δεν αυθαι­ρετούμε αν συμπεράνουμε ότι προκύπτει η θέληση του Μαρξ να αποδείξει ότι, με την ανάπτυξη της καπιταλι­στικής παραγωγής, όσο περιορίζεται με τη συγκεντρο- ποίηση του κεφαλαίου ο αριθμός των μεγαλοκεφαλαιο- κρατών, τόσο πολλαπλασιάζεται ο αριθμός των προλε­τάριων μη κατόχων μέσων παραγωγής οι οποίοι ζουν από την πώληση της εργατικής τους δύναμης στο κ ε­φάλαιο. Και κάτι ακόμη πιο σημαντικό: τόσο τείνουν οι διάφορες ενδιάμεσες σε σχέση με τις δύο βασικές τά ­ξεις -ιδιοκτήτες του κεφαλαίου και ιδιοκτήτες εργατι­κής δύναμης- ομάδες να ενταχθούν στις βασικές τά ­ξεις, τόσο η κοινωνία τείνει να μετατραπεί σε διπολική με βασικούς της πόλους το μεγάλο κεφάλαιο από τη μια και την εργατική τάξη από την άλλη.

Αυτό το συμπέρασμα προκύπτει πιο συγκεκριμένα από τα εξής:

Πρώτον από το γεγονός ότι ο Μαρξ σε αυτό το από­σπασμα αναφέρει ότι οι «ενδιάμεσες και μεταβατικές βαθμίδες [που] συγκαλύπτουν [...] παντού τα ακριβή όρια ανάμεσα στις τά ξεις» (153, τ. 3, 1086) τείνουν να συρρικνωθούν, μια και «η σταθερή τάση και ο νόμος ανάπτυξης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής είναι να χωρίζουν ολοένα και περισσότερο τα μέσα πα ­ραγωγής από την εργασία και να συγκεντρώνουν όλο και περισσότερο σε μεγάλες ομάδες τα διασκορπισμέ­να μέσα παραγωγής, δηλαδή να μετατρέπουν την ερ­γασία σε μισθωτή εργασία και τα μέσα παραγωγής σε κεφάλαιο» (153, τ. 3, 1086).

Δεύτερον από το γεγονός ότι στο ίδιο απόσπασμα ο Μαρξ δεν θεωρεί ότι αυτό που κάνει τους εργάτες και τους κεφαλαιοκράτες να αποτελούν τις δύο βασικές

271

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

τάξεις της αστικής κοινωνίας είναι «η ταυτότητα των εισοδημάτων και των πηγών του εισοδήματος» (153, τ. 3, 1087) καθεμιάς από αυτές, διότι τότε «οι γιατροί και οι δημόσιοι υπάλληλοι θα αποτελούσαν επίσης δύο [ξε­χωριστές] τάξεις γιατί ανήκουν σε δύο διαφορετικές κοινωνικές ομάδες των οποίων τα εισοδήματα καθε­μιάς προέρχονται από την ίδια πηγή» (153, τ. 3, 1087). Το ίδιο σκεπτικό «θα ίσχυε για τον ατέλειωτο κατα­κερματισμό των συμφερόντων και των θέσεων στις οποίες ο καταμερισμός της κοινωνικής εργασίας δια­σπά» τις μεγάλες κοινωνικές τάξεις. Συνεπώς αυτό που «φαίνεται να είναι» το κριτήριο ένταξης σε μια τάξη δεν είναι το καθοριστικό, αλλά κάτι άλλο το οποίο ο Μαρξ δεν προφταίνει να προσδιορίσει στο ημιτελές χειρόγραφο. Παρ’ όλα αυτά εκείνο που απορρέει από την όλη συλλογιστική του Μαρξ είναι ότι η ιδιοκτησία ή μη των μέσων παραγωγής και η συνεπαγόμενη θέση ως εκμεταλλευτή ή ως εκμεταλλευόμενου έχει αν μη τι άλ­λο πιο βαρύνουσα αν όχι καθοριστική σημασία από ό,τι το κριτήριο «της ταυτότητας των εισοδημάτων και των πηγών τους» που οδηγεί σε μια λαθεμένη εικόνα, σε μια εικόνα «κατακερματισμού» και όχι στην πραγμα­τική ενοποιημένη εικόνα των τάξεων.

Τέλος αξίζει να παρατηρήσουμε ότι το γεγονός ότι τόσο ο Μαρξ σε αυτό το απόσπασμα του «Κεφαλαίου», όσο και αργότερα το 1876 ο Ένγκελς στο «Anti- Düh- ring», αντιμετωπίζουν τους γαιοκτήμονες ως μια ξεχω ­ριστή σε σχέση με το κεφάλαιο τάξη, αποτελεί μάλλον επιβεβαίωση πάρα διάψευση του καπιταλιστικού τα ξι­κού διπολισμού, μια και οι γαιοκτήμονες αναφέρονται ως ξέχωρη τάξη ακριβώς διότι θεωρούνται ως κατάλοι­πα μιας προκαπιταλιστικής περιόδου και όχι ως χαρα­κτηριστική του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής τά ­ξη.

27 2

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η ΣΗ

Στο Μ ανιφέστο οι Μαρξ καιΈνγκελς επιβεβαιώνουν αυτή τη θεμελιακή τάση διπολικότητας της αστικής κοινωνίας: «Ολόκληρη η κοινωνία όλο και περισσότερο χωρίζεται σε δύο μεγάλα αντίπαλα στρατόπεδα, σε δύο μεγάλες τάξεις [...], στην αστική τάξη και το προ­λεταριάτο» (164, 21). «Οι άλλες τάξεις χάνονται κι εξαφανίζονται από τη μεγάλη βιομηχανία, ενώ το προ­λεταριάτο είναι το πιο χαρακτηριστικό προϊόν της» (164, 31). «Μ ε την πρόοδο της βιομηχανίας, ολόκληρα συστατικά μέρη της κυρίαρχης τάξης κατρακυλούν στο προλεταριάτο ή τουλάχιστον βλέπουν να απειλούνται οι όροι ζωής τους. Και αυτά τα στοιχεία επίσης φ έρ­νουν στο προλεταριάτο πολλά στοιχεία μόρφωσης» (164, 31). «Στις χώρες όπου αναπτύχθηκε ο σύγχρονος πολιτισμός διαμορφώθηκε μια καινούργια τάξη μικρο­αστών [...] που ως συμπληρωματικό κομμάτι της αστι­κής κοινωνίας ξαναδημιουργείται πάντα από την αρχή, που τα μέλη της όμως εκσφενδονίζονται διαρκώς προς τα κάτω, προς το προλεταριάτο, και που ακόμα με την ανάπτυξη της μεγάλης βιομηχανίας θα εξαφανιστούν ολότελα ως αυτοτελές τμήμα της σύγχρονης κοινω­νίας» (164, 47).

Συνεπώς μέχρις εδώ είδαμε ότι, για να ανήκει κά­ποιος στην εργατική τάξη, δεν είναι απαραίτητο να απασχολείται στην υλική παραγωγή, δεν είναι απαραί­τητο να ασχολείται με χειρωνακτική εργασία, ότι η τά ­ση εξέλιξης του καπιταλισμού είναι ο ταξικός διπολι­σμός του με πιο σημαντικό κριτήριο τη σχέση προς τα μέσα παραγωγής και η «εκσφενδόνιση» ή «κατρακύ­λα» προς το προλεταριάτο των μικροαστικών κοινωνι­κών ομάδων.

Μήπως όμως αυτές οι αναλύσεις είναι ξεπερασμένες στην εποχή μας; Μήπως δηλαδή αυτός ο ταξικός διπο­λισμός της κοινωνίας τον οποίο διέβλεψε ο Μαρξ δεν

27 3

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

ισχύει πια; Κατ’ αρχήν θα πρέπει να διαχωρίσουμε την αντικειμενική ύπαρξη των τάξεων, τη συλλογική δηλα­δή θέση σε ένα σύστημα παραγωγής σε σχέση με τα μέσα παραγωγής από τη συνείδηση αυτής της θέσης. Η όποια υστέρηση της δεύτερης σε σχέση με την πρώτη δεν αποτελεί απόδειξη μη ύπαρξης των τάξεων, όπως εξάλλου η άμβλυνση των ταξικών αγώνων σε καμιά π ε ­ρίπτωση δεν αποτελεί απόδειξη της άμβλυνσης της εκ ­μετάλλευσης.

Ακόμη το γεγονός ότι ο καθένας πέρα από την τάξη του ανήκει σε διάφορες πληθυσμιακές κατηγορίες, σε διάφορες πιο περιορισμένες από τη σκοπιά του βαθμού αφαίρεσης δευτερογενείς κατηγορίες, όπως αυτές που προκύπτουν από ποσοτικές αναλύσεις των εισοδημά­των και της κατανάλωσης, των σχέσεων εξουσίας και κυριαρχίας, ή ακόμη πιο περιορισμένης εμβέλειας, όπως φύλο, γενιά, έθνος, κουλτούρα..., ή ακόμα καπνιστές ή μη, ναι μεν μπορεί να συμβάλει σε μικρότερο ή μεγαλύ­τερο βαθμό στη διαμόρφωση της ατομικότητάς του, σε καμιά όμως περίπτωση δεν είναι δυνατόν να αποτελέ- σει το θεμελιακό κριτήριο της κοινωνικής του ένταξης το οποίο παραμένει αν ανήκει στους εκμεταλλευτές ή στους εκμεταλλευόμενους.

Από αυτή λοιπόν την οπτική γωνία η σύγχρονη ε ξ έ ­λιξη μάλλον επιβεβαιώνει παρά διαψεύδει τη μαρξική ανάλυση.Έτσι από τη μια έχουμε μια αύξηση του αριθ­μού και του ποσοστού των μισθωτών στο σύνολο του ενεργού απασχολούμενου πληθυσμού, έστω και αν στο εσωτερικό αυτής της κατηγορίας το ποσοστό των ανει­δίκευτων εργατών μειώνεται, ενώ αυξάνεται εκείνο των υπαλλήλων (στη Γαλλία, για παράδειγμα, τα τ ε ­λευταία 30 χρόνια το πρώτο από 40% που ήταν έπ εσε στα 30% και η ίδια τάση παρατηρείται σε όλες τις ανα­πτυγμένες χώρες) (34, 323). Από την άλλη, ενώ οι δια­

27 4

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ ΙΚ Η ΔΙΑ Ν Ο Η ΣΗ

φοροποιήσεις ανάμεσα στους υψηλόμισθους και τους χαμηλόμισθους είναι της τάξης του χ3 για την βόρεια Ευρώπη, χ5 για τις ΗΠΑ, χ4 για τη Γαλλία, οι διαφορές ως προς την περιουσία μισθωτών και κεφαλαίου είναι της τάξης του 1/70. Ακόμη αν συγκρίνουμε τις απολα­βές των λίγων πλέον υψηλόβαθμων στελεχών των επι­χειρήσεων, που βεβαίως δεν ανήκουν στην εργατική τάξη μια που καρπώνονται ένα τμήμα της παραγόμε- νης υπεραξίας, με την περιουσία των ίδιων των κεφα­λαιοκρατών βλέπουμε ότι ακόμη και για αυτούς οι δια­φορές είναι εντυπωσιακές. Έ τσ ι για παράδειγμα, αν το εισόδημα του θεωρούμενου ως πιο καλοπληρωμένου στελέχους της Γαλλίας, του διευθυντή της εταιρίας καλλυντικών L’ Oreal, είναι της τάξης των 300 μονά­δων, εκείνο της κληρονόμου ιδιοκτήτριάς της Liliane Bettencourt φθάνει τις 32.000 μονάδες (34, 331).

Συνεπώς, αν λάβουμε υπόψη μας και το τμήμα της εργατικής τάξης που περιθωριοποιείται και εκείνο που υποαπασχολείται, διαπιστώνουμε ότι όχι μόνον όλο και περισσότερο οι κοινωνίες χωρίζονται στα δύο, αλλά και ότι το χάσμα ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία όλο και διευρύνεται.

Στο ίδιο συμπέρασμα θα καταλήγαμε μέσα από μια σύγκριση της αύξησης των κερδών του μονοπωλιακού κεφαλαίου με την ουσιαστική μείωση των απολαβών της συντριπτικής πλειονότητας των μισθωτών.

Αλλά και οι προσπάθειες αντικατάστασης της ταξι­κής πάλης από τους αγώνες επιμέρους κοινωνικών κι­νημάτων τα οποία αναπτύσσονται γύρω από διάσπαρ­τα αιτήματα δίχως να θίγουν τη θεμελιακή σχέση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, πέραν του ότι συμβάλ­λουν στην αποδυνάμωση της αποτελεσματικότητας της ταξικής ταυτότητας, αποτελούν τη σύγχρονη απόπειρα μετατόπισης της πάλης από το καθολικό στο μερικό,

27 5

ΓΙ Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

από το ενοποιητικά ταξικό στο διάσπαρτο υπερταξικό, και τελικά από το επαναστατικό στο ρεφορμιστικό.

Ας περάσουμε τώρα στον ορισμό του Λένιν για τις τάξεις και ας προσπαθήσουμε συγκρατώντας όσα προ- αναφέραμε πιο πάνω να δούμε αν πράγματι αυτή η μ ε­ρίδα της διανόησης που μας απασχολεί εδώ εντάσσεται ή όχι στην εργατική τάξη. Γράφει λοιπόν ο Λένιν στη Μεγάλη Πρωτοβουλία:

«Τ ά ξεις ονομάζονται μεγάλες ομάδες ανθρώπων που ξεχωρίζουν μεταξύ τους από τη θέση που κα τέ­χουν μέσα σε ένα ιστορικά καθορισμένο σύστημα πα ­ραγωγής, από τη σχέση τους (στο μεγαλύτερο μέρος κατοχυρωμένη και διατυπωμένη σε νόμους) με τα μέσα παραγωγής, από το ρόλο τους στην κοινωνική οργάνω­ση της εργασίας και συνεπώς από τους τρόπους που ιδιοποιούνται τη μερίδα του κοινωνικού πλούτου που διαθέτουν και από το μέγεθος αυτής της μερίδας» (113, 15).

1. Ως προς τη σχέση με τα μέσα παραγωγής που, όπως είδαμε, αποτελεί το κύριο κριτήριο ταξικής κατά­ταξης, η μισθωτή διανόηση τοποθετείται σαφώς στην απέναντι όχθη του κεφαλαίου, στην πλευρά της εργατι­κής τάξης και μάλιστα, επειδή το κεφάλαιο εκμεταλ­λεύεται τις επιστημονικές, τεχνικές της γνώσεις, τις οποίες όμως η ίδια δεν αποχωρίζεται μέσω αυτής της εκμετάλλευσης, αποτελεί το επίκεντρο της οξυμένης αντίθεσης ανάμεσα στην ιδιωτική εκμετάλλευση αυτής της γνώσης, η οποία μπορεί και πραγματοποιείται χά­ρη στην ιδιωτική κεφαλαιοκρατική ιδιοκτησία των μ έ­σων παραγωγής, και στον κοινωνικό χαρακτήρα της «γενικής διάνοιας».

2. Ως προς τον τρόπο ιδιοποίησης του κοινωνικού πλούτου, ή με άλλα λόγια της «πηγής του εισοδήματός της», κριτήριο το οποίο όπως είδαμε για τον Μαρξ

2 7 6

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η ΣΗ

«φαίνεται» να είναι καθοριστικό, αλλά στην πραγματι­κότητα δεν είναι, και τούτο ακριβώς διότι εξαρτάται από το καθοριστικό που είναι η σχέση με τα μέσα πα ­ραγωγής, η μεγάλη πλειονότητα της διανόησης της ενταγμένης στην παραγωγή παίρνει το εισόδημά της με τη μορφή μισθού, ο οποίος είναι η αμοιβή της για την πώληση της διανοητικής εργατικής της δύναμης. Ένα μι­κρότερο τμήμα της που, όπως θα δούμε αμέσως πιο κά­τω, εντάσσεται στη διευθυντική ελίτ μπορεί να παίρνει και εισοδήματα με τη μορφή μερισμάτων από τα κέρδη.

Όσον αφορά το ύψος των εισοδημάτων, πέραν του ότι πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη αν το τμήμα αυτό της διανόησης είναι άνεργο, ετεροαπασχολούμε- νο ή ημιαπασχολούμενο, πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη και το γεγονός ότι και αυτό πλήττεται απ’ τη συρρίκνωση των κοινωνικών παροχών και κυρίως το γεγονός ότι όταν απασχολείται υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης οι ώρες απασχόλησής του ξεπερνούν κα­τά πολύ το κατακτημένο από το 1936 οχτάωρο, και αυ­τό συνήθως διαφοροποιείται ανάλογα με το αν έχουν ή όχι διευθυντική θέση. Κι αν είναι κατά μέσο όρο ανώ­τερο από εκείνο του ανειδίκευτου εργάτη, είναι σαφώς σε πολύ μεγαλύτερη απόσταση μικρότερο από το εισό­δημα του κεφαλαιοκράτη.

3. Ως προς το κριτήριο της θέσης στο σύστημα πα­ραγωγής, όπως είδαμε οι σύγχρονες παραγωγικές δυ­νάμεις καθιστούν δυνατή και απαιτούν μια νέα διάρ­θρωση των σχέσεων παραγωγής τόσο όσον αφορά την πτυχή της οργάνωσης και της εποπτείας της όσο και όσον αφορά την καθαυτό παραγωγική πτυχή της. Όμως στο πλαίσιο της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής οι σχέ­σεις αυτές δεν καθορίζονται μόνο από τις τεχνικές απαιτήσεις της συνεργατικής παραγωγής, αλλά και από τις κοινωνικές απαιτήσεις της κεφαλαιοκρατικά οργα­

2 7 7

Γ ΙΩ Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

νωμένης παραγωγής. Τούτο σημαίνει ότι ένα μικρό μό­νο τμήμα της μισθωτής διανόησης κατέχει διευθυντικές θέσεις πλάι στο κεφάλαιο, στο βαθμό βεβαίως που αυ­τό ανταποκρίνεται στον υπέρτατο στόχο της αποκομι­δής του μέγιστου δυνατού κέρδους, ενώ αντίθετα το συ­ντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα της βρίσκεται υποταγμένο στην κεφαλαιοκρατική διεύθυνση της παραγωγής. Έτσι, ενώ παλιότερα διευθυντικές λειτουργίες και επιστημο­νική γνώση ήταν ενοποιημένα τοποθετημένες στην πλευρά της αστικής τάξης και προσωποποιούνταν από τον πρώτο κατά Gramsci διανοούμενο, τον ίδιο τον κα­πιταλιστή, στην εποχή μας, την εποχή της «γενικής διά­νοιας», η γνώση διαχέεται ταυτόχρονα με την υπερεξει- δίκευσή της και την υποβάθμισή της από επιστημονική γνώση σε ειδική ή τεχνική γνώση, με άλλα λόγια «προ- λεταριοποιείται» και μαζί της και οι φορείς της. Από την άλλη όμως η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και συνεπώς η ουσιαστική διεύθυνση της επιχείρησης παρα­μένουν στα χέρια του κεφαλαίου.

4. Τέλος ως προς το ρόλο στη συνολικότερη κοινωνική οργάνωση της εργασίας, αυτό το τμήμα των εργαζομέ­νων, παρά το ότι είναι σαφές ότι η δραστηριότητά του είναι διανοητική, κάτι που, όπως είδαμε δεν παίζει ρόλο για την κατάταξή του ή όχι στην εργατική τάξη, και ως εκ τούτου θα έπρεπε στο πλαίσιο της αναγωγής της επι­στήμης σε άμεση παραγωγική δύναμη και του καθορι­στικού ρόλου της «γενικής διάνοιας» να παίζει πρωτα­γωνιστικό ρόλο, στην πραγματικότητα δεν παίζει αυτό το ρόλο τον οποίο συνεχίζει να τον παίζει το κεφάλαιο.

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι η εποχή μας, μια εποχή όπου είναι δυνατή η υπαγωγή της εργα­σίας στον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής, δηλαδή η απελευθέρωσή της από τον καταναγκαστικό της χαρα­κτήρα, και όπου το κεφάλαιο επιμένει να κρατά «παρά

2 7 8

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ ΙΚ Η ΔΙΑ ΝΟ Η ΣΗ

φύσιν» υπό την εξουσία του και να υποτάσσει στους δικούς του νόμους λειτουργίας τις υλικές, άυλες και αν­θρώπινες παραγωγικές δυνάμεις, το πιο σημαντικό τμήμα της σύγχρονης διανόησης, φορέας αποσπασμα­τικών στοιχείων της συλλογικής γενικής διάνοιας, εντάσσεται στην παραγωγή με τη μορφή του μισθωτού εργαζόμενου και ανήκει στη σύγχρονη εργατική τάξη. Μάλιστα με τη μαζικοποίηση της παιδείας πολλοί από αυτούς προέρχονται πια από εργατικές οικογένειες.

Βεβαίως, όπως προαναφέραμε, η διανόηση δεν π ε­ριορίζεται σε αυτό το προλεταριοποιημένο τμήμα της, όσο και αν αυτό τείνει να αποτελέσει το συντριπτικά πιο σημαντικό κομμάτι της. Παράλληλα με αυτό υπάρ­χουν διανοούμενοι που είτε λειτουργούν οι ίδιοι ως κ ε­φαλαιοκράτες στην παραγωγή, είτε εντάσσονται στην αστική τάξη. Αυτοί οι δεύτεροι είναι τα ανώτερα διοι­κητικά και τεχνικά στελέχη των επιχειρήσεων.

Υπάρχουν ακόμη διανοούμενοι, όπως μηχανικοί, για­τροί, δικηγόροι, που ασκούν το επάγγελμά τους ως ελεύθεροι επαγγελματίες. Αυτή η κατηγορία, παρ’ όλο που αναπαράγεται συνεχώς, παράλληλα με τη συγκέ­ντρωση και τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, στο μεγαλύτερο τμήμα της τείνει να συρρικνωθεί στις πιο ανεπτυγμένες χώρες. Σε κάθε περίπτωση, όσο και αν ευελπιστεί να μετατραπεί σε μεγάλο κεφάλαιο, η μοί­ρα της είναι μάλλον να υποταχθεί σε αυτό. Βεβαίως η διαφορά εδώ σε σχέση με τα άλλα μικροαστικά στρώ ­ματα είναι ότι αυτή η υποταγή δεν συντελείται λόγω αδυναμίας ανταπόκρισης στην αύξηση της παραγωγι­κότητας και απώλειας της ιδιοκτησίας σε μέσα παρα­γωγής, όπως συμβαίνει με τους βιοτέχνες και τους μι- κροεμπόρους, αλλά λόγω αδυναμίας άσκησης ανεξάρ­τητης διανοητικής δραστηριότητας έξω από τα μεγάλα ιδιωτικά επιχειρησιακά συγκροτήματα.

2 7 9

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

Όσον αφορά πιο ειδικά το τμήμα της διανόησης που απασχολείται στον κρατικό μηχανισμό, όπως καθηγη­τές, ερευνητές, δημόσιοι υπάλληλοι, ειδικοί διαφόρων ειδικοτήτων, αυτοί πέραν του ότι με την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού και τις ιδιωτικοποιήσεις τείνουν να μετατοπιστούν προς την άμεση υποταγή τους στο κ ε­φάλαιο ή είναι έμμεσα υποταγμένοι σε αυτό μέσω της εξάρτησής τους από το συλλογικό καπιταλιστή που εί­ναι το κράτος, στην πλειονότητά τους, με βάση τα κρι­τήρια που προαναφέραμε, τείνουν προς την εργατική τάξη ή είναι ήδη ενταγμένοι σε αυτή όπως συμβαίνει με τους δασκάλους, τους καθηγητές τους κατώτερους δη­μόσιους υπάλληλους.

Από μια άλλη σκοπιά θα πρέπει να επισημανθεί ότι αυτή η τάση προλεταριοποίησης της διανόησης που, όπως είδαμε, εντάσσεται στην εμπορευματοποίησε τγΙζ πνευματικής εργασίας αναπτύσσεται παράλληλα με μια τάση αποδυνάμωσης του διανοούμενου επιστήμο­να και ενίσχυσης του διανοούμενου τεχνοκράτη-πραγ­ματιστή. Από αυτή τη σκοπιά η ποσοτική αύξηση της διανόησης έχει ως συνέπεια την ποιοτική αποδυνάμω- σή της, κυρίως δε την αποδυνάμωση τής μη ωφελιμι­στικής ανθρωπιστικής θεωρητικής σκέψης η οποία δεν είναι δυνατόν να υποταχθεί στις εμπορευματικές σχέ­σεις. Εδώ συμβαίνει κάτι αντίστοιχο με τη δημοκρατι­κοποίηση της παιδείας και της κουλτούρας οι οποίες ό,τι κερδίζουν ποσοτικά το χάνουν ποιοτικά.

Το κύριο όμως ζητούμενο είναι ποιες συνέπειες έχει αυτή η προσέγγιση ή και ένταξη τού πιο σημαντικού τμήματος της διανόησης στην εργατική τάξη από τη σκοπιά της επαναστατικής της συνειδητοποίησης. Αυ­τό το σημαντικό ζήτημα θα προσπαθήσουμε να διερευ- νήσουμε στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο.

2 8 0

Κεφάϋαιο 9

Ρινόκεροι και κερΡεροι

9.1 Εισαγωγικά

Ε π α ν α λ α μ βα ν ό μ εν ό σ α ν μ α σ η μ έ ν η τροφή και όμως αληθινό, το επιχείρημα ενάντια στη ριζοσπαστική κομ­μουνιστική αριστερά είναι ότι αυτή, αν και επικαλείται ότι υπερασπίζεται τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, δεν βρίσκει παρά περιορισμένη ανταπόκριση από μ έ­ρους αυτής της τάξης. Και σχεδόν πάντοτε τα επιχει­ρήματα που προβάλλονται για να αντικρούσουν αυτό το πραγματικό γεγονός είναι αν μη τι άλλο ανεπαρκή, μια και περιορίζονται στο επίπεδο του ιδεολογικού εποικοδομήματος.

Η αλήθεια είναι ότι όπως είδαμε και ο Λένιν, παρ’ όλο που υποστήριζε την αναγκαιότητα της παρέμβα­σης του «α π ’ έξω » από την αυθόρμητη εργατική συνεί­δηση για να ανυψωθεί αυτή στο επίπεδο της επανα­στατικής συνείδησης, όταν αναφερόταν στα πλεονε­κτήματα της αστικής ιδεολογίας που κάνει τους εργά­τες στην πλειονότητά τους να την αποδέχονται πιο εύ ­κολα απ’ ό,τι τη σοσιαλιστική, περιοριζόταν και αυτός σε παράγοντες που δεν είχαν να κάνουν με την παρα­γωγή ή με την οικονομική βάση της κοινωνίας.

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

Στην πραγματικότητα τόσο ο Λένιν όσο και η πλειο­νότητα των σύγχρονων εκπροσώπων της εργατικής τά ­ξης δεν φθάνουν μέχρι το σημείο να αποδεχτούν μια από τις βασικές επιπτώσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής την οποία και επισήμαναν οι Μαρξ και Ένγκελς και αργότερα ανέλυσαν οι στοχαστές της «Σχολής της Φραγκφούρτης» και που δεν είναι άλλη από το ότι αυτός, πέραν των άλλων, αποβλακώνει την εργατική τάξη ή για να το εκφράσουμε με επιστημονι­κούς όρους την απανθρωποποιεί, δηλαδή την αποξενώ­νει, την αποστερεί από την ουσία του ανθρώπου, δηλα­δή από την ικανότητά του να αναπτυχθεί ανεμπόδιστα και απεριόριστα ως κοινωνική ατομικότητα. Και μάλι­στα στη βάση αυτής της αποξένωσης η πλειονότητα των εργατών οδηγούνται να αποδέχονται τις κυρίαρχες αξίες του συστήματος, να αναζητούν την καλύτερη εν- σωμάτωσή τους σε αυτό και όχι να αναζητούν την ανα­τροπή του, κάτι που αποτελεί προϋπόθεση για να έχουν τη δυνατότητα αυτής της ανεμπόδιστης ανάπτυξης.

Αυτή λοιπόν η αποξένωση γεννιέται στο επίπεδο της ίδιας της παραγωγής, μέσω της πραγμοποίησης, της κυριαρχίας του εμπορεύματος και του χρήματος πάνω στους ανθρώπους, του φετιχισμού τους, και ανα- παράγεται, γενικεύεται σε όλους τους τομείς της κοι­νωνικής ζωής και αφορά όλους τους ανθρώπους ακόμη και τους ίδιους τους κεφαλαιοκράτες (βλ. πιο αναλυτι­κά 208).

Και βεβαίως η ιδεολογική ηγεμόνευση της αστικής τάξης, ο πυλώνας της δολιότητας της κυριαρχίας της, που στηρίζεται σε αυτή την αποξένωση, λειτουργεί σε συνδυασμό με τον άλλο πυλώνα, τον καταναγκασμό, οικονομικό και πολιτικό, την ανοιχτή βία ή το φόβο της βίας, που και αυτά συνδράμουν έτσι ώ στε η εργατική τάξη να μην αποτολμά την επαναστατική σύγκρουση,

2 8 2

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ ΙΚ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η ΣΗ

βρισκόμενη στην πλειονότητά της υπό το κράτος ενός συναινετικού καταναγκασμού.

Το γεγονός ότι αυτός ο παράγοντας της αποξένω­σης είτε υποβαθμίζεται είτε αποσιωπάται έχει ως συνέ­πεια να παρακάμπτεται η πλέον βασική ίσως αντίθεση την οποία καλείται να υπερβεί η εργατική τάξη, η αντί­θεση που προκύπτει από το ότι αυτή, δηλαδή η τάξη που ηγεμονεύεται από την αστική ιδεολογία χάριν κυ­ρίως στην αποξένωση, καλείται να είναι και πρωτοπό­ρα στον αγώνα για την άρση της αποξένωσης.

Ταυτόχρονα η αποξένωση-αλλοτρίωση της εργατι­κής τάξης δεν θίγεται στο πλαίσιο μιας κακώς νοούμε­νης υπεράσπισης της ανωτερότητας αυτής της τάξης, η οποία συχνά παίρνει τον χαρακτήρα μιας αρνητικής και για την ίδια εργατολαγνείας, μιας μετατροπής της σε αντικείμενο λατρείας.

Όμως όπως πολύ εύστοχα επισήμανε o Ernst Bloch «η λατρεία του προλεταριάτου μπορεί ακόμη και να οδηγήσει στην οπισθοδρόμηση» (24, 55).

Γι’ αυτό λοιπόν, παρά τις όποιες δυσκολίες στις οποίες οδηγεί η επισήμανση της αποξένωσης της εργα­τικής τάξης ως προς τη μετατροπή της από εν δυνάμει σε πραγματική επαναστατική τάξη, είναι αναγκαία η επισήμανση της πραγματικής άλλωστε ενσωμάτωσης της πλειονότητάς της στο αξιακό αστικό σύστημα, που διενεργείται με βάση αυτήν. Μόνο έτσι είναι δυνατόν να αναδειχτεί η αναγκαιότητα μιας πρωτοπορίας αυ­τής της τάξης για να γίνει πράξη η επανάσταση, μόνον έτσι είναι δυνατόν να υπάρξει ένα κριτήριο για το ποια τμήματα του άμορφου «πλήθους» του Negri θα οδηγη- θούν στην επαναστατική συνείδηση και θα οδηγήσουν σε αυτήν το σύνολο των καταφρονεμένων. Διαφορετικά η επίκληση στο αναπόφευκτο της επανάστασης και στη νομοτέλεια του σοσιαλισμού κινδυνεύουν να μεί­

28 3

Γ ΙΩ Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

νουν φρούδες ελπίδες οι οποίες ναι μεν λύνουν πρό­σκαιρα υπαρξιακά αδιέξοδα, δεν βοηθούν όμως την επαναστατική διαδικασία.

Αλλά και από θεωρητική άποψη ο εργατισμός ως σύγχρονος μεσσιανισμός και η συνεπαγόμενη θεολογία του αναπόφευκτου δεν είναι στην πραγματικότητα πα ­ρά μια μορφή ιδεαλισμού (84, 101) ο οποίος έρχεται σε σύγκρουση με την ανάλυση της πραγματικότητας. Διό­τι τι άλλο παρά ιδεαλισμός είναι το να μην επισημαίνε- ται ότι η εργατική συνείδηση ως συνείδηση της εκμ ε­τάλλευσης και της αναγκαιότητας του αγώνα για την κατάργησή της, ως συνείδηση της ρήξης, έχει δημευτεί από μια συνείδηση της ενσωμάτωσης, και τούτο χάρη τόσο στην αποξένωση όσο άλλωστε και στην εκμετάλ­λευση που εκτρέφει ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παρα­γωγής και ότι η επαναστατική συνείδηση θα πρέπει να επιστραφεί στην εργατική τάξη από τα πρωτοπόρα τμήματά της με τη βοήθεια των έξω από την παραγωγή λιγότερο αποξενωμένων επαναστατών διανοουμένων;

Αν για τον Taylor οι εργάτες της εποχής του δεν πληρώνονταν για να σκέφτονται και για έναν από τους γιατρούς των εργοστασίων Ford αυτό που χρειαζόταν ο εργοστασιάρχης ήταν «αποβλακωμένοι, ηλίθιοι [...] και ο επιθυμητός εργάτης ήταν ο χιμπατζής» (43, 225), για τους σύγχρονους κεφαλαιοκράτες μπορεί οι επιθυ­μητοί εργάτες να είναι σκεπτόμενοι κάτοχοι γνώσεων, φτάνει αυτή τους η σκέψη να περιορίζεται στα όρια της καπιταλιστικής αποτελεσματικότητας και να μην φ τά­νει μέχρι την αμφισβήτηση του εκμεταλλευτικού συ­στήματος. Αυτά τα όρια καλείται να σπάσει η σύγχρο­νη πρωτοπορία. Για να το κατορθώσει όμως θα πρέπει προηγουμένως να έχει εντοπίσει το έλλειμμα επανα­στατικής συνείδησης της σύγχρονης εργατικής τάξης και το γεγονός ότι οι κυρίαρχες ιδέες και αξίες δεν εί­

2 8 4

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ ΙΚ Η ΔΙΑ ΝΟ Η ΣΗ

ναι κυρίαρχες επειδή τις ενστερνίζεται μόνον η κυρίαρ­χη τάξη αλλά ακριβώς επειδή αυτές έχουν γίνει κτήμα και των καταπιεσμένων! Και όσο συνεχίζει να ισχύει αυτό η επανάσταση θα φαντάζει μάλλον σαν χίμαιρα παρά σαν αναπόφευκτη.

Από αυτή την οπτική γωνία η συλλογιστική του Nietzsche μπορεί να μας χρησιμεύσει για οδηγός, όταν καταλήγει στο ότι κάθε δημοκρατική πολιτική εκφράζει μια «ηθική σκλάβων». Το πιο σημαντικό σε αυτή τη διατύπωση του Nietzsche, όπως τονίζει o Balibar, δεν είναι η αντεπαναστατική καταγγελία της πολιτικής που γίνεται από και για τις μάζες, ούτε η εξιδανίκευση της εξαιρετικής ατομικότητας του υπεράνθρωπου, αλλά η πρόταση για μια ανάλυση και μια γενεαλογία που απο­καλύπτει το μηχανισμό κατασκευής ηγεμονιών και συ­ναινέσεων (15, 25). Και αυτή η ανάλυση, καθώς και ο εντοπισμός των τμημάτων της κοινωνίας που πρώτα θα κατορθώσουν να ξεφύγουν από την αστική ιδεολογική ηγεμόνευση είναι απαραίτητη για κάθε στοχαστή που θέλει να λέγεται επαναστάτης.

Ό πως πολύ εύστοχα παρατηρούσε ο Μπουχάριν και συμφωνούσε μαζί του ο Λένιν, «η καπιταλιστική κοινω­νία, διασπασμένη σε τάξεις, μπορεί να υπάρξει μόνο όταν η ψυχολογία της κοινωνικής ειρήνης είναι, ας πού­με, σημαντική για όλους, με άλλα λόγια μόνο τότε και ωσότου η εργατική τάξη στο σύνολό της, αυτή η σημα­ντικότατη παραγωγική δύναμη της καπιταλιστικής κοι­νωνίας, “συγκατατίθεται” σιωπηρά να εκπληρώνει την καπιταλιστική λειτουργία. Μόλις εκλείψει αυτή η προϋ­πόθεση, η παραπέρα ύπαρξη της καπιταλιστικής κοινω­νίας καθίσταται αδύνατη» (96, 26).

Με αυτά τα δεδομένα καθίσταται αναγκαίο να αφαιρεθούν τα διαδοχικά προσωπεία τα οποία επικά­θονται στην επαναστατική συνείδηση της εργατικής τά ­

28 5

ΓΙ Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

ξης και τη στρεβλώνουν, οδηγώντας τη να εκφράζει μια παραμορφωμένη βούληση (87, XIV ), και τα οποία δια­μορφώθηκαν από τον συστηματικό και γενικευμένο εθισμό της από τον καπιταλισμό στις πλέον αρνητικές πλευρές του «προϊστορικού» ανθρώπου και να αναδει- χτούν οι πραγματικά ανθρώπινες πλευρές της.

9.2 Γενίκευση της αποξένωσης και ρινόκεροι

Σε ένα έξοχου συμβολισμού θεατρικό του έργο με τον τίτλο Ο Ρινόχερος (68) o Ionesco περιγράφει τη μετα­τροπή ενός πλήθους ανθρώπων σε ρινόκερους, μέσω μιας σταδιακής γενικευμένης απανθρωποποίησής τους και αποδοχής από μέρους τους της κυρίαρχης ιδεολο­γίας, και ταυτόχρονα την προσπάθεια ενός απλού αν­θρώπου να αντισταθεί σε αυτό το ρεύμα της ρινοκεριά- δας και να παραμείνει άνθρωπος. Το μέγα δίδαγμα που επιδιώκει να μεταφέρει με αυτό του το έργο, όπως ο ίδιος δηλώνει, είναι ότι «κάθε προσπάθεια να απαλ-, λαγείς από την ανθρωπότητα είναι μάταιη». Και από­δειξη αυτής της ματαιότητας είναι ο τελευταίος των ανθρώπων που επιμένει ανθρώπινα.

«Ενάντια σ’ όλο τον κόσμο! Θα υπερασπίσω τον εαυτό μου ενάντια σε όλο τον κόσμο... δεν θα καθίσω με σταυρωμένα χέρια, θα πολεμήσω... Είμαι ο τελευ ­ταίος άνθρωπος... και μέχρι να ’ρθει το τέλος θα παρα­μείνω άνθρωπος! Όχι δεν θα συνθηκολογήσω! ΔΕΝ ΘΑ ΓΙΝΩ ΣΑΝ ΚΑΙ ΣΑ Σ!» (68, 198). Με αυτά τα λόγια κλεί­νει το έργο.

0 ίδιος ο συγγραφέας σε ένα σημείωμά του γι’ αυτό το έργο γράφει:

«Το 1938 ο συγγραφέας Ντενί ντε Ρουζμόν βρέθηκε στη Νυρεμβέργη τη μέρα μιας ναζιστικής εκδήλωσης.

2 8 6

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

Μας λέει ότι είχε σταθεί στο κέντρο ενός μεγάλου πλή­θους που περίμενε τον Χίτλερ.

»0ι άνθρωποι γύρω του είχαν αρχίσει να ανυπομο- νούν όταν στο βάθος μιας λεωφόρου φάνηκε, μικρο- σκοπικός, ο Φύρερ με την ακολουθία του. Τότε ο ντε Ρουζμόν είδε το πλήθος να καταλαμβάνεται προοδευ­τικά από υστερία, ουρλιάζοντας σαν τρελό για το σκο­τεινό εκείνο άνθρωπο. Όσο προχωρούσε ο Χίτλερ τόσο απλώνονταν και η υστερία και πλημμύριζε τα πάντα.

»[...] 0 ίδιος ο Ρουζμόν ήταν έτοιμος να ενδώσει στη μαγεία, όταν ξαφνικά κάτι ξεπήδησε από τα κατάβαθα του είναι του και αντιστάθηκε στο μαζικό παραλήρη­μα. [...] Ύστερα, ενώ ανατρίχιασε ολόκληρος, κατάλα­βε ποιο νόημα είχε η φρίκη του. Εκείνη τη στιγμή δεν αντιστεκόταν η σκέψη του, δεν ερχόντουσαν στο μυαλό του επιχειρήματα, αλλά επαναστατούσε όλο του το εί­ναι, όλη του η “προσωπικότητα”.

»[...] Ο Ρινόχερος, αναμφισβήτητα, είναι έργο αντινα- ζιστικό. Κυρίως όμως είναι ένα έργο που αντιτίθεται σε κάθε μαζική υστερία, σε κάθε επιδημία που κρύβεται κάτω από την καλύπτρα της λογικής και των ιδεών, αλλά που δεν παύει να είναι κοινωνική αρρώστια, της οποίας οι ιδεολογίες, στην πραγματικότητα, είναι το “άλλοθι”. [...] Ο Ρινόχερος είναι λοιπόν μια προσπάθεια να διαλυ­θούν αυτές οι μεταφυσικές ψυχώσεις» (68, 13-15).

Αν λοιπόν το 1938 η «επιδημία» που απανθρωπο- ποιούσε ήταν ο ναζισμός, στην εποχή μας η μόνιμη επι­δημία είναι γενικότερα η αστική ιδεολογία την οποία, αν όχι υστερικά, το δίχως άλλο μαζικά ενστερνίζονται τα πλήθη των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών και απέναντι σε αυτή την ιδεολογική επιδημία θα πρέ­πει να οργανωθεί η αντίσταση.

0 νεαρός Μαρξ αναφέρεται σε αυτή τη γενικευμένη απανθρωποποίηση «ενός πολιτικού κόσμου ζώων [τον

287

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

οποίο] εξέθρεψαν και διαμόρφωσαν αιώνες βαρβαρό­τητας και τώρα μας αντιμετωπίζει ως ένα συνεκτικό σύστημα, η αρχή του οποίου είναι ο κόσμος που έχει γί­νει απάνθρωπος» (233, 48).

Το ζήτημα είναι ότι, όσο συνεχίζεται η καπιταλιστική κυριαρχία, η αστική ιδεολογική ηγεμόνευση ενισχύεται και, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν στοχαστές όπως o Jurgen Habermans (61, 300-301), κάθε άλλο παρά στην εποχή μας «έπαψε να είναι ικανή να παίξει ένα ρόλο ενσωμάτωσης». Και αυτό παρ’ όλο που πράγματι η κυρίαρχη αστική συνείδηση εξελίχθηκε προς ένα όλο και πιο ανοιχτό κυνισμό και δεν επικαλείται πια, όπως την περίοδο των αστικών επαναστάσεων ούτε καν ως πρόσχημα, οικουμενικές αξίες που πηγάζουν από το φυσικό δίκαιο, αλλά ευθαρσώς τις δικές της ταξικές αξίες όπως ο ανταγωνισμός, ο ατομισμός, το χρήμα και το κέρδος, η υπεροχή του ισχυρού. Αντίθετα όπως υπο­στηρίζει o Henri Lefebvre η αστική ιδεολογία ή «μυστι- κοποίηση» όπως την αποκαλεί, «όπου η αναπαράστα­ση γίνεται το αντίστροφο της πραγματικότητας [...] με αυτή την ιδιότητα αποκτά μια δύναμη, μια διεισδυτικό­τητα, μια εξαιρετική επιρροή» (85, 81).

Και αυτή η επιρροή επεκτείνεται παραπέρα στο βαθ­μό που η εξατομίκευση των συμπεριφορών την οποία καλλιεργεί ο καπιταλισμός ιδιαίτερα υπό τη σύγχρονη μορφή της ελαστικής, πρόσκαιρης εργασίας, τείνει να διαβρώσει τη συλλογική ταξική συνείδηση.

Και αυτή η επιρροή επεκτείνεται παραπέρα στο βαθμό που η εξατομίκευση των συμπεριφορών την οποία καλλιεργεί ο καπιταλισμός τείνει να διαβρώσει τη συλλογική ταξική συνείδηση.

Και η δυσκολία απεγκλωβισμού από αυτή την ιδεο­λογία προκύπτει ακριβώς από το ότι αυτή πατάει γερά στην αντικειμενική καπιταλιστική πραγματικότητα,

288

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

από το ότι η εργατική δύναμη των εργαζομένων χρησι­μοποιείται ως εμπόρευμα, από το ότι ο εργαζόμενος αποξενώνεται από τα μέσα παραγωγής, από το προϊόν της εργασίας του, από το ότι η εργασία παίρνει τη μορ­φή της αφηρημένης εργασίας και της συγκεκριμένης εργασίας της υποταγμένης στην πρώτη, από το ότι ο κοινωνικός χαρακτήρας του ανθρώπου εκφράζεται μέ­σω της ανταλλαγής των εμπορευμάτων και της φετιχο- ποίησής τους, από το ότι ο στενός καταμερισμός της εργασίας κατακερματίζει και τις προσωπικότητες και από το ότι ο λιγοστός σε σχέση με τις δυνατότητες που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες ελεύθερος χρόνος, όλη η καθημερινότητα, «εμφανίζεται ως πρόγραμμα του καπιταλισμού, οργάνωση του ελεύθερου χρόνου, από μέρους του, κοινοτοπία μέσα στη διευθυνόμενη κατα­νάλωση» (85, 91), ως εμπορευματοποίηση και εκχυδαϊ- σμός της κουλτούρας. Αλλά ακόμη και ορισμένες μορ­φές αντίστασης στις αξίες του κεφαλαίου, όπως «η φυ­γή στα πολυποίκιλα ναρκωτικά του ανθρώπου» (185, 15), φέρουν τη σφραγίδα αυτών των αξιών και έτσι είτε αποκρούονται εύκολα από αυτό, είτε αξιοποιούνται προς όφελός του, και στην κάθε περίπτωση δεν είναι ικανές να προτάξουν μια διαφορετικής ποιότητας αν­θρωποκεντρική μορφή οργάνωσης της κοινωνίας.

Και αυτή η τάση ενσωμάτωσης επεκτείνεται σε όλες τις τάξεις, εργατικής τάξης συμπεριλαμβανομένης. Γι’ αυτό και στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες το κεφάλαιο περισσότερο χρησιμοποιεί τους μηχανισμούς ενσωμάτωσης και εσωτερίκευσης των κυρίαρχων αξιών, παρά την ανοιχτή βία στην οποία προσφεύγει μόνον ενάντια σε αυτούς που αμφισβητούν έμπρακτα την ηγε­μόνευσή του, για να τους δείξει ότι κάθε απόπειρα ανα­τροπής του είναι μάταιη και να τους οδηγήσει στη μοι­ρολατρία.

289

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

Έ τσι όπως εύστοχα παρατηρεί o Marcuse, «ένας από τους κυριότερους παράγοντες που στάθηκαν εμπόδιο στο ριζι­κό μετασχηματισμό (που αντικειμενικά βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη εδώ και δεκαετίες) είναι η απουσία ή μάλλον η απώθηση της ανάγκης του μετασχηματισμού (ω ς ποιοτικά διαφορετικού στοιχείου) από τις κοινωνικές ομάδες που οφείλουν να σηκώσουν στους ώμους τους την επανάσταση» (145, 21-22).

Αλλά ας προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε συνοπτικά γιατί υιοθετούνται οι αστικές αξίες και γιατί η τάση εν- σωμάτωσης διαποτίζει την εργατική τάξη των ανεπτυγ­μένων καπιταλιστικών χωρών ως σύνολο και στη συνέ­χεια πιο αναλυτικά γιατί συμβαίνει το ίδιο με τη δια­νόηση, είτε αυτή εντάσσεται στην παραγωγή, είτε πα­ραμένει έξω από αυτήν.

Πέρα λοιπόν από την αποξένωση που πηγάζει από τη φύση της εμπορευματικής παραγωγής και επεκτεί- νεται σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής και η οποία αποτελεί το θεμέλιο της ενσωμάτωσης, η εργατι­κή τάξη των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, δη­λαδή των ιμπεριαλιστικών χωρών, πάνω στην οποία ασκούνται φοβερές πιέσεις που μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά τη συνείδησή της, ακόμη όπως παρατηρεί ο Λένιν και να «διαφθείρουν εντελώς» ορισμένα τμήμα­τά της (96, 73), επιδιώκει στην πλειονότητά της μάλλον την καλύτερη ενσωμάτωσή της παρά την ανατροπή του συστήματος για τους εξής λόγους:

0 πρώτος είναι ότι αυτή μέσω των θυσιών και των κατακτήσεων των περασμένων γενεών της εργατικής τάξης των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, κάτι το οποίο όμως δεν αποτελεί συσσωρευμένη από τον ασυνεχή χρόνο συνείδηση των νεότερων γενεών της και το οποίο συνεπώς δεν αποτελεί κίνητρο επαναστατικής

290

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

συνειδητοποίησες τους, καθώς επίσης και εκμετάλλευ­σης των υπόλοιπων λαών του κόσμου από τις ιμπερια­λιστικές χώρες, λειτουργεί σε παγκόσμιο επίπεδο ως μια σύγχρονη εργατική αριστοκρατία η οποία είναι βέ­βαιο ότι με την επανάσταση δεν ρισκάρει να χάσει μό­νο τις αλυσίδες της όπως οι κομάντος αυτοκτονίας της Παλαιστίνης ή του Ιράκ.

Όταν o Leopol Sengor, πρόεδρος της Σενεγάλης, δή­λωνε ότι «το ευρωπαϊκό προλεταριάτο επωφελείται από το αποικιακό σύστημα, κατά συνέπεια ποτέ δεν ήταν πραγματικά -εννοώ αποτελεσματικά- αντίθετο στο σύστημα αυτό» (51, 87), δεν είχε άδικο. Το ίδιο σ’ ένα βαθμό συμβαίνει και με τη νεοαποικιακή σημερινή πραγματικότητα.

Αυτό σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι ιδιαίτε­ρα στην εποχή μας δεν υπάρχει ένα σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης των ανεπτυγμένων καπιταλιστι­κών χωρών που περιθωριοποιείται, δεν σημαίνει επίσης ότι παρά την όποια καλυτέρευση του βιοτικού επιπέ­δου ικανοποιούνται οι σύγχρονες ανάγκες έτσι όπως αυτές θα είχαν διαμορφωθεί σε μια ανθρωποκεντρική κοινωνία, δεν σημαίνει ότι δεν αυξήθηκε ταυτόχρονα και η εκμετάλλευση, μια και η αναλογία των κερδών σε σχέση με τις παροχές προς τους εργαζόμενους όλο και αυξάνεται υπέρ των πρώτων, δεν σημαίνει τέλος ότι ει­δικά στην εποχή μας με την επικράτηση του νεοφιλε­λευθερισμού οι κατακτήσεις της εργατικής τάξης και το επίπεδο ζωής της δεν αμφισβητούνται από το κεφά­λαιο.

Παρ’ όλα αυτά οι συνθήκες διαβίωσης του εργάτη μιας μεγάλης βιομηχανίας μιας ιμπεριαλιστικής κυρίως χώρας, όπως οι ΗΠΑ ή η Γερμανία, συνεχίζουν ακόμη να είναι σαφώς ανώτερες από εκείνες του εργάτη των εργοστασίων αθλητικών ειδών των χωρών της Ανατο­

291

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

λής τις οποίες περιγράψαμε παραπάνω και οι οποίες θυμίζουν ευρωπαϊκή εργατική τάξη του 19ου αιώνα και βεβαίως συντριπτικά καλύτερες από τις συνθήκες τε­ράστιων μαζών του πλανήτη που πεθαίνουν από την πείνα και τις αρρώστιες.

Συνεπώς, αν τοποθετηθούμε ως οφείλουμε από τη σκοπιά της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων, είναι σαφές ότι τη θέση της εργατικής αριστοκρατίας της Αγγλίας των περασμένων αιώνων την κατέχει σήμερα ένα τμή­μα της εργατικής τάξης των ιμπεριαλιστικών χωρών.

Ο δεύτερος λόγος είναι η επικράτηση του ρεφορμι­σμού στο εργατικό κίνημα των αναπτυγμένων χωρών. Δίχως να έχουμε τη δυνατότητα να επεκταθούμε εδώ στις αιτίες αυτής της επικράτησης, είναι βέβαιο ότι αυ­τή είχε ως συνέπεια το εργατικό κίνημα να θέτει διεκ­δικήσεις κυρίως ποσοτικού χαρακτήρα. Έτσι το ποσοτι­κό κριτήριο, που αποτελεί τον πυρήνα της οικονομικής ανάπτυξης και του κέρδους που θέτει το κεφάλαιο ως δικό του στόχο, υιοθετείται στην ουσία και από την ερ­γατική τάξη. Αυτή δεν θέτει ζήτημα μιας άλλης ποιοτι­κά κοινωνίας, αλλά μιας πιο δίκαιης ποσοτικής κατανο­μής των καρπών της ανάπτυξης. Το τελικό ζητούμενο με αυτή τη λογική είναι η βελτίωση των συνθηκών ζωής των εργαζομένων στα πλαίσια του συστήματος της εκ­μετάλλευσης, η ένταξή τους σε αυτό κάτω από καλύτε­ρους όρους και όχι η ανατροπή αυτού του συστήματος. Σε τελευταία ανάλυση, όπως επισήμανε ο Μαρξ, παρ’ όλο που αυτό συνεπάγεται να «θυσιάσει το νου του και το σώμα του», ο εργάτης επιδιώκει «μια αύξηση των μισθών [η οποία του] προκαλεί την ίδια επιθυμία από την οποία κατέχεται ο κεφαλαιοκράτης: να γίνει πλού­σιος» (146, 49).

Με την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού και την ουσιαστική συγχώνευσή του στην πράξη με την τέως

292

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

σοσιαλδημοκρατία, έτσι που το μεταξύ τους όριο να εί­ναι παντελώς δυσδιάκριτο, και με τη μετατροπή των περισσότερων κομμουνιστικών κομμάτων από πρωτο­πορία του εργατικού κινήματος ούτε καν σε ουρά του αλλά σε συνοδοιπόρο της νεοφιλελευθεριάζουσας πια σοσιαλδημοκρατίας -μ ια από τις φωτεινές εξαιρέσεις και το δικό μας σημερινό ΚΚΕ- η εργατική τάξη βρέθη­κε δίχως ταξική και πολιτική εκπροσώπηση.

Με τη γενικευμένη επίθεση κατά των εργατικών κα- τακτήσεων και τον εκβιασμό που προκύπτει από την ύπαρξη των στρατιών των ανέργων και τη δυνατότητα του κεφαλαίου να εκμεταλλευτεί κάτω από πολύ πιο δυσμενείς όρους, τους εργαζόμενους των υποανάπτυ- κτων χωρών, το αυθόρμητο εργατικό κίνημα ήταν φυσι­κό να βρεθεί σε θέση άμυνας. Έτσι στο βαθμό που αντιδρά, κάτι που δεν είναι αυτονόητο μια που, ενώ οξύνονται οι ταξικές ανισότητες, μάλλον έχει αμβλυν- θεί η ταξική πάλη, θέτει ως προνομιακό αν και όχι μο­ναδικό στόχο του την υπεράσπιση των κεκτημένων, ενώ η επανάσταση χάνεται στο βάθος του ορίζοντα όταν δεν εξαφανίζεται παντελώς ως έστω και μακρο­πρόθεσμη προοπτική του.

Έτσι το όποιο αυθόρμητο εργατικό κίνημα, το οποίο από την άποψη ότι συνδέει πια την τεχνική γνώση με την πρακτική, είναι πιο «καλλιεργημένο» στην εποχή μας απ’ ό,τι παλαιότερα, δεν είναι όμως πιο συνειδητο­ποιημένο από την άποψη ότι μάλλον είναι περισσότερο αποσυνδεμένο από την επαναστατική θεωρία και οι στόχοι του, καθώς και οι δρόμοι της απελευθέρωσής του είναι πιο ασαφείς και αντί να προωθείται παραπέ­ρα ενσωματώνεται πιο εύκολα.

0 τρίτος λόγος είναι η μοιρολατρία που ενισχύθηκε από την καπιταλιστική παλινόρθωση στις χώρες που επιδιώχθηκε ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός, σε συν­

293

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

δυασμό με την αδυναμία ανάδειξης ενός κομμουνιστι­κού, αυτή τη φορά, οράματος διαφορετικού από τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» ο οποίος οδηγήθηκε στην κα­τάρρευση.

Αυτή η κατάρρευση της πρώτης στον κόσμο προσπά­θειας σοσιαλιστικού μετασχηματισμού σε συνδυασμό με την ανάσυρση και συστηματική διάδοση των θεωριών περί τέλους της ιστορίας (λες και όταν υπήρξε φεουδαρ­χική παλινόρθωση στις πόλεις του ιταλικού βορρά όπου πρωτοεμφανίστηκε ο καπιταλισμός, αυτό σήμαινε ότι η ιστορία της ανθρωπότητας θα τελείωνε με τη φεουδαρ­χία), καθώς και η πρωτοφανής σε παγκόσμιο επίπεδο ένταση του αυταρχισμού και της ιμπεριαλιστικής, κρατι­κής τρομοκρατίας κατά των λαών είχε ως αποτέλεσμα σημαντικές εργατικές μάζες να επιδιώκουν να επιβιώ­σουν μέσα στο σύστημα παρά να τον ανατρέψουν.

Συνεπώς κάτω από τις παρούσες συνθήκες όπου η κομμουνιστική απελευθέρωση είναι αντικειμενικά δυ­νατή, η εν δυνάμει επαναστατική εργατική τάξη βρίσκε­ται πίσω από τις απαιτήσεις των καιρών και προκύπτει ακόμη πιο επ ιτακτικά απ ό ποτέ η αναγκαιότητα μιας πρω τοπορίας της η οποία θα κατορθώσει, παρά τις δυ­σκολίες, μέσα από την εμπειρία και τη θεωρητική γνώ­ση να ξεπεράσει το εμπόδιο της κυρίαρχης ιδεολογίας.

Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα για την εργατική τάξη γενικά, τι συμβαίνει με τη σύγχρονη μορφωμένη εργατική τάξη, δηλαδή με το τμήμα εκείνο της ενταγ­μένης στην παραγωγή διανόησης που, όπως προσπα­θήσαμε να αποδείξουμε πιο πάνω, εντάσσεται στην ερ­γατική τάξη;

Το 1821, όταν η μεγάλη μάζα των εργαζομένων ήταν ακόμη χειρώνακτες και αγρότες, o Saint Simón καλούσε τους «θετικούς διανοούμενους» να συμμαχήσουν με τους αστούς για να ανατρέψουν τη φεουδαρχική οργά­

294

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

νωση της κοινωνίας (36, 18). Από τότε όπως είδαμε άλ­λαξαν πολλά ως προς τη θέση της διανόησης.

Το ίδιο όμως συμβαίνει και σε σχέση με το 1910 όταν ο Λέων Τρότσκι, ασκώντας κριτική σε μια μπρο­σούρα του Max Adler με τίτλο Ο σοσιαλισμός και οι διανοούμενοι, υποστήριζε ότι η απόσταση ανάμεσα στη διανόηση και τις εργατικές μάζες είναι προορισμέ­νη να μεγαλώνει όλο και περισσότερο και ότι συνεπώς, σε αντίθεση με όλες τις ελπίδες του Adler, το πέρασμα των διανοουμένων στη σοσιαλιστική ιδεολογία στο πλαίσιο του καπιταλιστικού καθεστώτος θα γίνεται όλο και πιο δυσχερές όσο περνάει ο καιρός (224, 11).

Στην πραγματικότητα, παρ’ όλο που όπως είδαμε η απόσταση ανάμεσα στην εργατική τάξη και τη μεγάλη μάζα της διανόησης μάλλον περιορίζεται παρά μεγα­λώνει, μια και ένα μεγάλο τμήμα της προσεγγίζει σή­μερα ταξικά την εργατική τάξη ή και εντάσσεται σε αυτήν, ενώ ένα όλο και πιο σημαντικό τμήμα της είναι εργατικής προέλευσης, το πέρασμα αυτών των διανο­ουμένων στη σοσιαλιστική ιδεολογία δεν φαίνεται να διευκολύνεται, και τούτο διότι η ίδια η εργατική τάξη δυσκολεύεται να την ασπαστεί.

Η διανόηση λοιπόν είναι και αυτή παιδί της εποχής της και της κοινωνικής πραγματικότητας στην οποία λειτουργεί. Τούτο σημαίνει ότι είναι ταυτόχρονα θεα­τής αλλά και ενεργός ηθοποιός του κοινωνικού γίγνε­σθαι. Ούτε μπορεί να αντιμετωπίζεται λες και μένει ανεπηρέαστη από τις κοινωνικές σχέσεις ούτε είναι πα­θητικός παρατηρητής της κοινωνικής πραγματικότη­τας. Συνεπώς στο πλαίσιο της ταξικής κοινωνίας η δια­νόηση και μάλιστα εκείνη που εντάσσεται στην παρα­γωγή κάθε άλλο παρά μπορεί, όπως υποστηρίζουν ο Foucault ή o Deleuze (40, 7), να διαμορφώσει μέσα από αυτόνομες διαδικασίες, πέρα από τις αντιθέσεις που

295

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

χωρίζουν το κεφάλαιο από τους εργαζόμενους, μια εναλλακτική υποκειμενικότητα, μια διαφορετική συνεί­δηση. Ταυτόχρονα όμως έχει τις δικές της ιδιαιτερότη­τες, θετικές και αρνητικές, ως προς τις δυνατότητες επαναστατικοποίησής της.

9.3 Διανοούμενοι κέρβεροι

Σημείο των καιρών και αυτό: οι εκτός παραγωγής, με την στενή έννοια του όρου, διανοούμενοι, οι οποίοι δεν ανήκουν στην εργατική τάξη και λειτουργούν στο πεδίο του ιδεολογικού εποικοδομήματος, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, έχουν μετατραπεί σε υποστηρικτές του συ­στήματος.

0 20ός αιώνας είδε επαναστάσεις να αντιστρέφο­νται σε αντεπαναστάσεις, καταπιεσμένους σε καταπιε- στές, ελευθερωτές σε ρινόκερους, δημοκρατίες σε με­τοχικές εταιρίες. Γιατί οι διανοούμενοι να μην ακολου­θήσουν και εκείνοι αυτό το ρεύμα; διερωτάται εύλογα o Régis Debray, ένας από τους λιγοστούς Γάλλους δια­νοουμένους που αντιτάχθηκαν έστω και καθυστερημέ­να στους βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας (36, 12).

Βεβαίως το φαινόμενο της ένταξης της διανόησης στην πλευρά των κυρίαρχων δεν είναι καινούργιο και ήταν φυσιολογικό την εποχή που η διανόηση προερχόταν σχεδόν αποκλειστικά από την αστική τάξη, την εποχή που η θέση της στην κοινωνία ήταν προνομιακή να βρί­σκεται στο πλευρό της τάξης της και όσοι διανοούμενοι περνούσαν από την πλευρά των καταφρονεμένων να αποτελούν φωτεινές εξαιρέσεις. Και τέτοιες υπήρξαν καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της ανθρωπότητας, ιδιαίτερα μάλιστα απ’ όταν η εργατική τάξη εμφανίστη­κε στο προσκήνιο της ιστορίας.

296

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

Έτσι o Montaigne αντιτίθεται στις δίκες για μαγεία, στα εγκληματικά όργια στην Καραϊβική και στη ληστεία των Ανατολικών Ινδιών, o Montesquieu καταδικάζει τη δουλεία (20, 30), o Voltaire υπερασπίζεται το 1762 τον Jean Callas όταν αυτός κατηγορήθηκε άδικα και τελικά θανατώθηκε με το μαρτύριο του τροχού από την καθολι­κή εκκλησία διότι δήθεν σκότωσε το γιο του που είχε βα- πτιστεί καθολικός (39, 20), o Emile Zola είναι ο πρωτερ­γάτης της καμπάνιας για την υπεράσπιση του Dreyfous...

Τέτοιες φωτεινές εξαιρέσεις ήταν και οι πρόδρομοι της σύγχρονης επαναστατικής σκέψης, οι ουτοπικοί σο­σιαλιστές (82), αλλά και οι ίδιοι οι κλασικοί του μαρξι­σμού, αστικής προέλευσης διανοούμενοι που τάχθηκαν με την εργατική τάξη και αγωνίστηκαν στο πλευρό της, τέτοιοι ήταν ακόμη το 19ο αιώνα οι ρομαντικοί εκείνοι διανοούμενοι που πρότασσαν την κουλτούρα απέναντι στον τεχνικό πολιτισμό της βιομηχανικής επανάστασης, τέτοια ήταν η στάση του Gorki που αρνήθηκε να ακο­λουθήσει την αντεπαναστατική κατρακύλα της ρούσι­κης διανόησης (224, 7).

Και πάντοτε υπήρχαν διανοούμενοι που κατήγγει­λαν εκείνους που τάσσονταν με το μέρος της εξουσίας. Από την εποχή της Παρισινής Κομμούνας o Jules Valles, συγγραφέας που πήρε μέρος στην εξέγερση της Κομ­μούνας και ήταν μέλος της επιτροπής παιδείας της, κα­τήγγειλε όχι τους απλούς πολίτες ρινόκερους που αλ­λοτριώθηκαν, αλλά αυτούς τους διανοούμενους που συνειδητά πέρασαν με το μέρος των κυρίαρχων σαν «ξεπουλημένα γουρούνια».

Γράφει σχετικά στο περιοδικό La rué (Ο δρόμος) που εξέ­διδε όταν μετά την ήττα της Κομμούνας κατέφυγε εξόρι­στος στο Λονδίνο: «Ξεπουλημένα γουρούνια! Δεν ανή­κουν σε αυτό το στάβλο όλοι εκείνοι που για κάποια χρή­

297

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

ματα ή λίγη δόξα, ένα πορτοφόλι, μια σάρπα, μια κορδέ­λα μετατρέπουν τις πεποιθήσεις τους σε άχυρα κάτω από τα πόδια των μεγάλων;

«Εκείνοι, ακόμη πιο αξιολύπητοι, που, για να απολαμ­βάνουν τη χαρά να μη δουλεύουν καθόλου ή να λάμπουν λίγο, μετατρέπονται σε αυλικούς, βαλέδες και παράσιτα στις αντικάμαρες των υπουργών ή τις τραπεζαρίες των πλούσιων;

»Εκείνος ο δημοσιογράφος που πουλάει την πένα του σε όποιον πληρώνει πιότερο, εκείνος ο χρονογράφος που γλείφει τις μπότες και διηγείται πώς τις γυαλίζουν, ο προ- αγωγός γυναικών, ο πολυπράγμων, ξερόλας γραφιάς, δεν είναι όλοι αυτοί ξεπουλημένα γουρούνια;

«Ξεπουλημένο γουρούνι εκείνος ο γελωτοποιός που διατηρεί το κύρος του και κερδίζει το ψωμί του κάνοντας τον παλιάτσο μπροστά στο πλήθος· ξεπουλημένο γουρού­νι εκείνος ο κλαψιάρης ποιητής που ζητιανεύει τι θα φάει -όχι τι θα πιει- στις επιτροπές και τα υπουργεία!

«Ξεπουλημένα γουρούνια εκείνα τα ανθρωπάκια που κάποτε το έπαιζαν ενθουσιώδεις ή σκληροί και άκαμπτοι, που επιδείκνυαν την ανεξαρτησία και την εκκεντρικότητά τους, και ένα ωραίο πρωινό αδειασμένοι, τόσο φτωχό στο­μάχι είχαν, σβησμένοι, αποκαμωμένοι, τελειωμένοι, κρέ­μασαν σφιχτά ένα κόκκινο μεταξωτό φουλάρι στο λαιμό, έβαλαν στη μουσούδα τους ένα τετράγωνο καπελίνο, όπως τα αδέλφια τους τα γουρούνια των πανηγυριών, και στριφογυρίζοντας και γρυλίζοντας κατέληξαν με τη μου­σούδα και τα πόδια τους στο ζωοτροφείο της μετριότητας.

«Ξεπουλημένο γουρούνι οποιοσδήποτε ζει από τις κο­λακείες στην εξουσία ή τη συγκατάβαση στην αντιπολί­τευση, κάνει τα θελήματα της μιας ή της άλλης και ζητάει ως αντάλλαγμα για τα θελήματα του μια μικρή υποψη­φιότητα σε κάποια περιοχή που θα μπορούσε να αγορά­σει αν ήταν πλούσιος.

298

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

«Ονομάζονται προστατευόμενοι κάποιου υπουργού, εθελοντές μιας σπουδαίας υπόθεσης! Εθελοντές όχι! Ξε­πουλημένα γουρούνια! Δεν διατρέχουν άλλο ρίσκο παρά να λιπανθούν από τη βροχή των φτυσιμάτων ή την ανου- σιότητα του λιβανίσματος!» (17, 5)

Την περίοδο του Μεσοπολέμου (1927) είναι o Julien Benda ο οποίος αντιμετώπιζε την πραγματική διανόη­ση ως την αληθινή συνείδηση του κόσμου, που με την Π ροδοσία των Κληρικών καταγγέλλει από μια μάλλον ρομαντική οπτική γωνία την εγκατάλειψη, από μέρους των διανοουμένων, των οικουμενικών αξιών και την υποταγή του πνευματικού στο κοσμικό, πρακτικό, την υποταγή του πνεύματος στα κρατικά συμφέροντα, το γλίστρημα στον ολοκληρωτικό ρεαλισμό (20).

Λίγο πριν από τον Β ' Παγκόσμιο πόλεμο o Paul Nizan (169) από μια άλλη, κομμουνιστική αυτή τη φο­ρά, οπτική καταγγέλλει την «παραίτηση των διανοου­μένων», την «προδοσία» τους και τη μετατροπή τους σε «κέρβερους», σε μαντρόσκυλα της εξουσίας για τα οποία η αστική δημοκρατία αποτελεί το τέλος της ιστο­ρίας. Με μια δόση ειρωνείας απέναντι τους γράφει: «Μια και o Descartes, o Rousseau και o Kant έζησαν, μια και όλες οι μεγάλες ανακαλύψεις έγιναν, μια και όλες οι ήπειροι εξερευνήθηκαν, οι επαναστάσεις ολο­κληρώθηκαν, όλα συγκλίνουν πια στην τελειοποίηση της δημοκρατίας [...] της κατ’ εξοχήν κοινωνικής κοινω­νίας» (181, 9).

Τους καταγγέλλει ότι, όταν αναφέρονται στις οικου­μενικές αξίες, το πράττουν στο αφηρημένο επίπεδο των Ιδεών, ενώ αδιαφορούν προκλητικά για τις συγκε­κριμένες καταστάσεις και τα βάσανα των συγκεκριμέ­νων ανθρώπων. Γι’ αυτό και μαντεύουν ότι «η αγωνία του κόσμου μπορεί να στραφεί μια μέρα ενάντια στην

299

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

ησυχία της τάξης που αγαπούν και να θέσει σε αμφι­σβήτηση την εξουσία τους», καθώς επίσης να απειλή­σει και τη δική τους θέση (181, 9).

Στο μεταξύ η αντικαπιταλιστική ευρωπαϊκή ιδιαίτε­ρα διανόηση μετά τη νικηφόρα επανάσταση του 1917 άρχισε να διαχωρίζεται σε επαναστάτες διανοούμενους και σε ρομαντικούς συντηρητικούς που ασκούσαν κρι­τική στον καπιταλισμό από τη σκοπιά των χαμένων αξιών του παρελθόντος (129, 257).

Στη συνέχεια με την αντίσταση και τον πρωτοπόρο ρόλο των κομμουνιστών σε αυτή και με την απελευθέ­ρωση και τις ελπίδες για κοινωνική απελευθέρωση που γέννησε, όλο και ένα πιο σημαντικό τμήμα της διανόη­σης αυτής τασσόταν με το μέρος της εργατικής τάξης, σε τέτοιο βαθμό που για πολλούς ο όρος διανοούμενος να αποτελεί συνώνυμο του Αριστερού.

Παρ’ όλα αυτά, στο τέλος του 20ού αιώνα που περι­γράφει o Debray, μάλλον με μια πορεία μαζικής οπισθο­δρόμησης της διανόησης έχουμε να κάνουμε, η οποία γί­νεται ακόμη πιο επώδυνη αν αναλογιστούμε ότι πολύ συχνά οι πιο χυδαίοι υπερασπιστές της εξουσίας είναι διανοούμενοι που προέρχονται από την εργατική τάξη, που λειτουργούν ως οι σύγχρονοι γενίτσαροι.

Και τα τελευταία χρόνια το φαινόμενο έχει γενικευτεί με την εμπορευματοποίηση της γνώσης και της κουλ­τούρας και την επικράτηση του πρακτικισμού και του ωφελιμισμού σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής.

Η αλήθεια λοιπόν είναι ότι η «ανεξάρτητη», εκτός εργατικής τάξης, διανόηση ανάμεσα από τη μια στην άρνηση του συστήματος και τη συνεπαγόμενη περιθω­ριοποίησή της σε σχέση με το τι της προσφέρει ο καπι­ταλισμός (οικονομικά, ως ατομική προβολή, κοινωνικό κύρος απέναντι στις μάζες) και από την άλλη στη σύ­νταξή της με την πολιτική και οικονομική εξουσία και

300

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

τη συνεπαγόμενη εύκολη ευτυχία, ανάμεσα από τη μια στην οικουμενικότητα της επιστήμης της και από την άλλη στην υποταγή στην αστική μερικότητα έχει επιλέ- ξει μαζικά τη δεύτερη λύση, τη λύση της ελάσσονος αντίστασης. Έχει προτιμήσει να είναι πουλί μέσα σε κλουβί παρά ελεύθερο πουλί.

Θεμελιακό χαρακτηριστικό αυτής της κατηγορίας της διανόησης που την ωθεί προς αυτή την επιλογή είναι ο ναρκισσισμός της ο οποίος με την ευρύτερη μορφή του ατομισμού αποτελεί ίσως την πιο βασική αξία, το πιο βασικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης καπιταλιστικής κουλτούρας. Έτσι οι διανοούμενοι αμέσως μετά τους ίδιους τους κεφαλαιοκράτες ήταν οι πρώτοι που έσπευ- σαν να φέρουν στο προσκήνιο, να προωθήσουν το «εγώ» ενάντια στο «εμείς». O Ludwig Wittgenstein, ο γνωστός Ρώσος στρατηγός των Ναπολεόντειων Πολέμων, κάτω από το βάρος της τυραννίας της ματαιοδοξίας του και έχοντας πλήρη επίγνωση του προβλήματος αυτού έγρα­φε: «Πρέπει να κατεδαφίσεις το οικοδόμημα της περη­φάνιας. [Πρόκειται] για μια τρομερή διεργασία» (22, 7, υποσημ. 16). Και ακόμη ενάντια στο δικό του ναρκισσι­σμό και εκείνο των ομογάλακτών του έλεγε πως «είναι ντροπή να εμφανίζεσαι σαν ένα άδειο ασκί που φουσκώ­νει απλά από το πνεύμα» (22, 7, υποσημ. 17).

Και επειδή στην εποχή μας η προβολή αυτού του εγώ μπορεί να γίνει μόνο αν ενταχθεί κάποιος διανοού­μενος στη λογική του επιφανειακού, γρήγορου, light, εμπορεύσιμου, αποτελεσματικού για το κεφάλαιο ή την πολιτική εξουσία πνευματικού προϊόντος, και «όποιος πληρώνει την ορχήστρα αυτός διαλέγει και τη μουσική», αυτό που η ενσωματωμένη διανόηση κέρδισε σε λάμψη, γρήγορη επιτυχία, διασημότητα και χρήμα το έχασε σε εμβρίθεια και αξιοπρέπεια.

Αυτοί λοιπόν οι διανοούμενοι αυτοπεριορίζονται έτσι

301

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

που να μην λένε ό,τι δεν πρέπει να ειπωθεί, στηρίζουν με την ίδια ευκολία ένα επιχείρημα και το αντίστροφό του, γλείφουν εκεί που είχε φτύσει, συναγελάζονται ταυτόχρονα με Τρώες καιΈλληνες, φτάνει να μην παρε­κτρέπονται από την κύρια αποστολή τους που δεν είναι άλλη από το να υπηρετούν την αστική τάξη, μια που «σαν δραστήριοι ιδεολόγοι της [έχουν] ως κύρια πηγή των εσόδων τους την επεξεργασία της ψευδαίσθησης που έχει αυτή η τάξη για τον εαυτό της» (166, τ. 1, 94).

Η θεωρία του Κομφούκιου της εσωτερίκευσης της αστικής κρατικής λογικής (17, 4), αποτελεί το πλαίσιο κίνησής τους μέσα στο οποίο τα πάντα επιτρέπονται δίχως καμιά αναστολή και κανένα ηθικό φραγμό.

Γι’ αυτό, όπως τόνιζε η Rosa Luxemburg γι’ αυτούς τους διανοούμενους, «η πολιτική διαφθορά και η τέχνη να παραπλανούν τις μάζες αποτελούν τα θεμέλια της πολιτικής τους ύπαρξης, μπροστά στα οποία οι μικρές ατομικές ύβρεις εξαφανίζονται μέσα στη συνολική δράση σαν σταγόνες στον ωκεανό» (134).

Και το χειρότερο είναι ότι αυτή τη διανόηση που κύ­ριο στόχο της έχει να κρατά το λαό μέσα στην άγνοια και την παραπλάνηση, που παραχαράζει την αλήθεια και έτσι, όπως αναφέρει κάπου στα Δοκίμιά του ο Montaigne, διαβρώνει τα ήθη, τη θαυμάζει και την επι­κροτεί η πλειοψηφία του αποξενωμένου «πλήθους».

Από αυτή τη σκοπιά μάλλον δικαιώνεται και πάλι ο Nietzche, ο οποίος αφού καταγγέλλει τους διανοούμε­νους «ειδικούς» που αποτελούν παράγοντα επιστρο­φής στη βαρβαρότητα, παρατηρεί θρηνώντας τη συ­μπάθεια που τρέφει το προλεταριάτο γι’ αυτού του εί­δους τη διανόηση, γι’ αυτούς τους Φιλισταίους του πνεύματος (87, 58).

Για την πλειονότητα λοιπόν των εκτός παραγωγής διανοουμένων, τόσο γι’ αυτούς που είναι αστοί και για

302

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

τους οποίους η κοινωνική λογική υπερέχει της θεωρητι­κής, όσο και για εκείνους τους μη αστούς που η μόρφω­σή τους τους δίνει τη δυνατότητα να μετατραπούν σε κόλακες των ισχυρών, ο δρόμος που επιλέγουν είναι ο δρόμος της ενσωμάτωσης και της υπεράσπισης του συ­στήματος.

Μόνο μια μικρή μερίδα αυτών των διανοουμένων μπορεί σε ατομική βάση είτε να σπάσει τον ομφάλιο λώρο που τη συνδέει με την αστική τάξη, είτε να μην ενδώσει στα θέλγητρά της, ενώ αυτή τους καλεί να το πράξουν.

Πρόκειται εδώ για τις λίγες εκείνες περιπτώσεις των «ιδεολόγων», με τη θετική έννοια του όρου, διανοουμέ­νων που προσεγγίζουν τον κομμουνισμό, όχι υπό την επήρεια υλικών ή χαμερπών κοινωνικών κινήτρων, αλ­λά μέσα από την ώθηση μιας θεωρητικής σκέψης και γνώσης που τους οδηγεί παρά το όποιο κόστος να αρ- νούνται την εύκολη ευτυχία της πνευματικής εκπόρνευ- σης και να αναζητούν την πραγματικά ανθρώπινη ευ­τυχία της κοινωνικής ατομικότητας μέσα από την πάλη για μια ανθρωποκεντρική κοινωνία.

Πρόκειται για τους διανοούμενους εκείνους που αρ- νούνται να μετατραπούν σε μισθοφόρους της γνώσης, αναζητώντας μια ευτυχία ξέχωρη από εκείνη του λαού.

Γ ι’ αυτή την κατηγορία των διανοουμένων θα μιλή­σουμε στο επόμενο κεφάλαιο.

303

ΗεφαιΙο ιοΙΟ

Χαρακτήρας και ρόϋος iíIC σύγχρονης επαναστατικής πρωτοπορίας

10.1 Εισαγωγικά

Απο ΟΣΑ π ρ ο η γη θ η κ α ν συνάγεται το συμπέρασμα ότι βρι­σκόμαστε σε μια εποχή που η κομμουνιστική χειραφέτη­ση είναι αναγκαία και δυνατή, σε μια εποχή σαφέστερης αποκρυστάλλωσης του ταξικού διπολισμού της κοινω­νίας, σε μια εποχή που στη σύγχρονη εργατική τάξη συμ­μετέχει πια και ένα μεγάλο τμήμα της διανόησης. Όμως η ανάπτυξη του καπιταλισμού συντελείται ταυτόχρονα με την ανάπτυξη της αποξένωσης και του συνεπαγόμενου συναινετικού καταναγκασμού. Κατ’ αρχήν λοιπόν προ­κύπτει το ερώτημα κατά πόσο η σύγχρονη εργατική τάξη συνεχίζει να αποτελεί παρά την εντεινόμενη αποξένωσή της το εν δυνάμει επαναστατικό υποκείμενο.

Μια καταφατική απάντηση στο παραπάνω ερώτημα γεννά ένα ακόμη ερώτημα: Κατά πόσο συνεχίζει να εί­ναι απαραίτητη μια συνειδητή πρωτοπορίας της σύγ­χρονης εργατικής τάξης και η ενότητα αυτής της πρω­τοπορίας με την επαναστατική διανόηση;

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

Και αυτοί οι σύγχρονοι επαναστάτες διανοούμενοι, οι κριτικά σκεπτόμενοι κάτοχοι της γνώσης, από πού μπορεί να προέλθουν, στο βαθμό που κάτω από τις συνθήκες της εποχής μας η εργατική τάξη, όπως άλλω­στε είδαμε και εκείνη των περασμένων γενεών, είναι μάλλον δύσκολο να παράγει εκ των έσω τους δικούς της; Αν και η διαπίστωση του Sartre ότι δηλαδή «οι μη προνομιούχες τάξεις δεν παράγουν οργανικούς αντι­προσώπους της αντικειμενικής εννόησης που τους ανή­κει», είναι μάλλον απόλυτη, η αλήθεια είναι ότι αυτό το έλλειμμα από επαναστάτες διανοούμενους δεν καλύ­πτεται από τη διανοουμενοποίηση στο επίπεδο της πα­ραγωγής της σύγχρονης εργατικής τάξης; (26/55)

Υποστηρίζουμε λοιπόν ότι και στην εποχή μας παρά την προλεταριοποίηση ενός μεγάλου τμήματος της δια­νόησης, οι σύγχρονοι επαναστάτες διανοούμενοι μπο­ρεί να προέλθουν και από την τοποθετημένη εκτός πα­ραγωγής και εργατικής τάξης διανόηση, από μεμονω­μένους αρνητές της αστικής ή μικροαστικής τάξης στην οποία ανήκουν.

Εδώ προκύπτει ένα ακόμη ερώτημα: Πώς είναι δυ­νατόν να συμβεί κάτι τέτοιο, δίχως αυτό να αποτελεί μια ιδεαλιστική ανατροπή της υλιστικής μαρξιστικής αντίληψης, πόσο μάλλον αφού δεν έχουμε να κάνουμε με μια περίοδο σαν και αυτή που περιγράφεται στο Μανιφέστο, δηλαδή με μια περίοδο «που ο ταξικός αγώνας πλησιάζει στη λύση του, η πορεία διάλυσης μέ­σα στην κυρίαρχη τάξη, μέσα σ’ όλη την παλιά κοινω­νία, παίρνει ένα χαρακτήρα τόσο βίαιο, τόσο χτυπητό που μια μικρή μερίδα της κυρίαρχης τάξης αποσπάται απ’ αυτήν και ενώνεται με την επαναστατική τάξη, με την τάξη που κρατά στα χέρια της το μέλλον» (164, 31), οπότε ένα μικρό έστω τμήμα της αστικής τάξης, κατ’ αναλογία των αριστοκρατών που πέρασαν στην

305

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

αστική τάξη, μπορεί να περάσει με το μέρος της εργα­τικής τάξης από καθαρά συμφεροντολογικούς λόγους;

Σε αυτά τα ερωτήματα θα προσπαθήσουμε να απα­ντήσουμε σε τούτο το κεφάλαιο και στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε τα χαρακτηριστι­κά της επαναστατικής διανόησης και το ρόλο που αυτή καλείται να παίξει στην ανύψωση της αυθόρμητης συ­νείδησης της σύγχρονης εργατικής τάξης σε επαναστα­τική συνείδηση. Τέλος, θα αναφερθούμε στην κατηγο­ρία εκείνη των επαναστατών διανοουμένων που είναι πιθανόν να επιλέξουν νεορομαντικές μορφές αντίστα­σης στην κυρίαρχη τάξη, οι οποίες όμως μάλλον σε νέα αδιέξοδα οδηγούν παρά σε μια πραγματική διέξοδο. Επειδή θα αφιερώσουμε το επόμενο κεφάλαιο πιο ειδι­κά στο ρόλο του κόμματος ως ενοποιητικού στοιχείου της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης και της επανα­στατικής διανόησης, στο ρόλο του ως συλλογικού δια­νοούμενου, δεν θα αναφερθούμε εδώ σε αυτό τον ρόλο.

10.2 Σύγχρονη εργατική πρωτοπορία

Σημαίνει μήπως ότι η εντεινόμενη αποξένωση της εργα­τικής τάξης και η ιδεολογική ενσωμάτωση της πλειονό­τητάς της στην αστική ιδεολογία πρέπει να μας οδηγή­σει στο συμπέρασμα, στο οποίο κατέληξε o Marcuse επηρεασμένος από την αμερικανική πραγματικότητα, τα απελευθερωτικά κινήματα των χωρών του τότε Τρί­του Κόσμου και τις εξάρσεις του φοιτητικού κυρίως κι­νήματος, ότι το σύγχρονο επαναστατικό υποκείμενο θα πρέπει να εντοπιστεί εκτός εργατικής τάξης στις περι­θωριακές ομάδες του πληθυσμού, τους outsiders, στους φοιτητές και στην εκτός παραγωγής διανόηση; (145, 42)

Δίχως να επεκταθούμε στην κριτική της παραπάνω

306

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

άποψης θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι, όσον αφορά τα περιθωριακά τμήματα της κοινωνίας, δεν πιστεύου­με ότι η ανατροπή του συστήματος είναι η αυθόρμητη προοπτική τους αλλά η ένταξή τους σε αυτό ακόμη και με όρους πολύ χειρότερους από εκείνους της ενεργού εργατικής τάξης.

Παρ’ όλα αυτά o Marcuse, επειδή από τη μια ποτέ δεν εγκατέλειψε την επαναστατική προοπτική όπως η πλειονότητα των στοχαστών της «Σχολής της Φραγκ- φούρτης» και από την άλλη εντόπισε την πηγή της αποξένωσης στην καπιταλιστική παραγωγή και γενικό­τερα στην ένταξη στον αστικό τρόπο ζωής, οδηγήθηκε λογικά στην υιοθέτηση της άποψης ότι οι τοποθετημέ­νοι εκτός παραγωγής δέχονται μικρότερες αποξενωτι- κές πιέσεις, και συνεπώς ανάμεσά τους θα πρέπει να αναζητηθεί το επαναστατικό υποκείμενο. Με άλλα λό­για η μη ενσωμάτωση στο σύστημα ανάγεται από αυτό σε μοναδικό παράγοντα επαναστατικοποίησης. Έτσ>. το «έξω» από την εν δυνάμει επαναστατική εργατική τάξη του Λένιν, που είναι αναγκαίο για να εκδηλώσει αυτή η τάξη την ενυπάρχουσα σε αυτήν επαναστατικό- τητα, μετατρέπεται από τον Marcuse σε έξω από την παραγωγή και τελικά σε «έξω» από την κοινωνία και έτσι αποκλείεται η εργατική τάξη ακόμη και ως εν δυ­νάμει επαναστατική δύναμη.

Κατά κάποιο τρόπο o Marcuse όπως και όλοι οι σύγ­χρονοι αρνητές του ρόλου της εργατικής τάξης, την αντιμετωπίζουν σαν και εκείνους που μαζί με τα υγρά της γέννας πετούν και το νεογέννητο.

Το ζήτημα όμως είναι αν το κριτήριο της μη ένταξης στην παραγωγή ή της περιθωριοποίησης, αρκεί από μόνο του τόσο για να περιορίσει την αποξένωση όσο και για να οδηγήσει στην προσχώρηση στην επαναστα­τική θεωρία και πρακτική και μάλιστα μαζικά.

307

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

Αν δεχτούμε ότι η διασφάλιση των στοιχειωδών υλι­κών όρων επιβίωσης αποτελεί λογικά την πρώτη προτε­ραιότητα των περιθωριακών στοιχείων, τότε αυτά μάλ­λον οδηγούνται στο να επιδιώκουν την ένταξή τους στο σύστημα εκμετάλλευσης που τους διασφαλίζει αυτούς τους όρους παρά την ανατροπή του. Όσον αφορά τους φοιτητές, πράγματι μια αναλογικά μεγαλύτερη από ό,τι στο σύνολο της κοινωνίας μερίδα τους, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, μπορεί περιστασιακά, όσο βεβαίως αυτοί παραμένουν στην ιδιαίτερη ακαταστάλακτη κατη­γορία των φοιτητών, να οδηγηθεί σε μια συνολικότερη άρνηση του συστήματος, όμως δεν συμβαίνει το ίδιο και για την αστικής ή μικροαστικής προέλευσης εκτός πα­ραγωγής διανόηση, η οποία όπως είδαμε μάλλον υπερα­σπίζεται το σύστημα ή προσπαθεί να ενταχθεί κάτω από καλύτερους όρους σε αυτό παρά το καταπολεμά.

Σε κάθε περίπτωση μόνο η απελευθέρωση της εργα­τικής τάξης των αναπτυγμένων χωρών μπορεί να οδη­γήσει και στην οριστική απελευθέρωση των περιθωρια­κών ομάδων και πληθυσμών και όχι το αντίστροφο. Και ακόμη μόνο η επανάσταση στις αναπτυγμένες χώρες, τις χώρες δηλαδή εκείνες που η ανάπτυξη των παραγω­γικών τους δυνάμεων επιτρέπει το άμεσο ξεκίνημα της διαδικασίας της ουσιαστικής υπαγωγής της εργασίας στον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής, είναι ικανή να αποτρέψει οριστικά την καπιταλιστική παλινόρθωση.

Διαφορετικά, όπως απέδειξε και η εμπειρία της Σο­βιετικής Ένωσης όπου η επανάσταση του Ί 7 έγινε σε μία ούτε καν βιομηχανική χώρα και όπου αυτή δεν συ­νοδεύτηκε από ανάλογες επαναστάσεις στις αναπτυγ­μένες καπιταλιστικές χώρες, ο ίδιος ο χαρακτήρας και η υποχρεωτικά μεγάλη διάρκεια της μετάβασης θα εγκυ­μονεί πάντοτε κινδύνους καπιταλιστικής παλινόρθωσης.

Έτσι, παρά τις όποιες υπαρκτές δυσκολίες, παρά τις

308

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

τάσεις ενσωμάτωσης, υποστηρίζουμε ότι η σύγχρονη εργατική τάξη των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χω­ρών παραμένει το εν δυνάμει σύγχρονο επαναστατικό υποκείμενο.

Βεβαίως αυτή η εργατική τάξη δεν βρίσκεται σε κα­τάσταση ολοκληρωτικής υλικής και πνευματικής εξα­θλίωσης και εκτός από τις αλυσίδες της έχει και σημα­ντικές κατακτήσεις, κάτι που από τη μια αποτελεί μειο­νέκτημα ως προς τις τάσεις ενσωμάτωσής της, από την άλλη όμως αποτελεί πλεονέκτημα ως προς το επίπεδο των διεκδικήσεών της. Με δεδομένο μάλιστα ότι η απε­λευθέρωση ζωντανής εργασίας που αποτελεί απαράβα­το όρο της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής συνεχίζει να υπόκειται στη λογική του κέρδους που τη διέπει και αυ­τές οι κατακτήσεις θα αμφισβητούνται από το κεφά­λαιο, μόνο η κομμουνιστική προοπτική είναι ικανή να τις διασώσει και να τις διευρύνει.

Με άλλα λόγια, αν η δυναμική ενσωμάτωσης της σύγχρονης εργατικής τάξης των αναπτυγμένων καπι­ταλιστικών χωρών πηγάζει κατά κύριο λόγο από το σχετικά υψηλό επίπεδο των κατακτήσεών της, και πιο ειδικά του κράτους πρόνοιας, στο βαθμό που οι κατα­κτήσεις αυτές θα αμφισβητούνται από το κεφάλαιο, κάτι που είναι αναμφίβολο ότι θα συμβεί στο πλαίσιο της σύγχρονης καπιταλιστικής ανάπτυξης, αργά ή γρή­γορα θα κλονιστεί και η υλική βάση της ενσωμάτωσης και τότε θα επέλθει η ρήξη με το κεφάλαιο.

Με δεδομένο λοιπόν ότι η κεφαλαιοκρατική παραγω­γή είναι αναγκασμένη να «πετάει στο δρόμο» την άμε­ση ζωντανή εργασία, η σύγχρονη εργατική τάξη, για να μην επανέλθει σε μια κατάσταση καθολικής αρνητικότη- τας, για να μη γυρίσει πολλά βήματα πίσω, είναι ανα­γκασμένη να κάνει ένα βήμα μπρος. Και αυτό το βήμα δεν είναι άλλο στην εποχή μας παρά το πέρασμα στην

309

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

κομμουνιστική κοινωνία, μόνη ικανή να συνδυάσει την απελευθέρωση από τον καταναγκαστικό χρόνο εργα­σίας με τη χειραφέτηση της κοινωνικής ατομικότητας.

Επειδή λοιπόν στην εποχή μας ο μόνος τρόπος υπε­ράσπισης και διεύρυνσης αυτών των καταχτήσεων εί­ναι να τεθεί άμεσα στην ημερήσια διάταξη η διεκδίκη­ση της κομμουνιστικής χειραφέτησης, μόνον αυτή η ερ­γατική τάξη, χάρη ακριβώς στη σχετικά «προνομιακή» της θέση, που όμως σήμερα είναι πιο επισφαλής από ποτέ, μπορεί να θέσει μια τέτοια καθολική διεκδίκηση.

Το γεγονός ότι η σύγχρονη εργατική τάξη και όχι το κεφάλαιο είναι πια εκείνη που αποτελεί το φορέα της «γενικής διάνοιας», πηγής του πραγματικού πλούτου της ανθρωπότητας, το γεγονός ότι, λόγω της θέσης της στην παραγωγή με την ευρεία έννοια του όρου, αυτή εί­ναι που εκφράζει την κοινωνική, συλλογική μορφή της, δηλαδή το σύγχρονο συλλογικό εργαζόμενο, σε συνδυα­σμό με την αριθμητική υπεροχή της που λόγω έντασης του κοινωνικού διπολισμού τείνει να γίνει συντριπτική, είναι που την καθιστά ικανή να απαιτήσει μια ποιοτικά ανώτερη μορφή οργάνωσης της κοινωνίας και να μην αρ- κείται στην υπάρχουσα, η οποία έτσι κι αλλιώς με τη διατήρησή της θα επιδεινώνει νομοτελειακά τη θέση της.

Με άλλα λόγια είναι στο επίπεδο της αντίθεσης ανά­μεσα στην εργατική τάξη των αναπτυγμένων καπιταλι­στικών χωρών και στο κεφάλαιο που με τον σαφέστερο, πιο άμεσο και κυρίως πιο καθολικό τρόπο αναδεικνύο- νται οι αντιθέσεις της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινω­νίας. Βεβαίως υπάρχουν και κατηγορίες του πληθυ­σμού που λόγω των ιδιαιτεροτήτων τους υφίστανται ιδιαίτερη καταπίεση, όπως οι μετανάστες, οι άνεργοι, οι δίχως χαρτιά, οι μαύροι, οι γυναίκες... Το γεγονός όμως αυτό δεν πρέπει να μας οδηγεί ούτε στην άποψη ότι αυτές οι ομάδες αντικαθιστούν το προλεταριάτο ως

310

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

επαναστατική δύναμη, ούτε ακόμη στην άποψη ότι στην εποχή μας δεν έχουμε πια να κάνουμε με ένα αλ­λά με πολλά επαναστατικά υποκείμενα.

Στην πραγματικότητα αυτές οι κατηγορίες, ακριβώς λόγω της ιδιαιτερότητας και της μερικότητας της κατα­πίεσης την οποία υφίστανται, είναι μάλλον δυσκολότε­ρο να οδηγηθούν από μόνες τους σε μια συνολική άρνη­ση του συστήματος από ό,τι η εργατική τάξη. Με άλλα λόγια η μερικότητα της καταπίεσής τους τις οδηγεί και σε μια μερική, «συντεχνιακή», οριακά δημοκρατική, αλλά όχι επαναστατική αντίδραση και στο αίτημα της ισότιμης ένταξής τους στην υπάρχουσα τάξη παρά στην ανατροπή της.

Βεβαίως και δίχως να αναγάγουμε σε θέσφατο τη θεωρία του «αδύναμου κρίκου», είναι δυνατόν να ξεκι­νήσουν αντιιμπεριαλιστικές, αντικαπιταλιστικές, διερ­γασίες από τους λαούς λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών. Όμως όσον αφορά το πέρασμα στην κομμουνιστική κοινωνία, φορέας της πιστεύουμε ότι θα είναι η εργατι­κή τάξη των πιο ανεπτυγμένων χωρών και πιο ειδικά των ευρωπαϊκών χωρών με τις επαναστατικές παραδό­σεις της, με το επίπεδο κουλτούρας της, με τις δημο­κρατικές και κοινωνικές κατακτήσεις της, που δύσκολα θα δεχτεί να της τις πάρουν πίσω, με αποξενωμένους, αλλά όχι «μεταλλαγμένους» όπως πολλούς από εκεί­νους των ΗΠΑ εργαζόμενους.

Δίχως και πάλι να έχουμε τη δυνατότητα να επεκτα- θούμε παραπέρα σε αυτήν την προβληματική, θα θέλα­με να διευκρινίσουμε ότι η η θέση μας κάθε άλλο παρά σημαίνει μια ντετερμινιστική ερμηνεία της ιστορίας.

Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει στην μαρξική σκέψη μια συνεχής παλινδρόμηση ανάμεσα σε μια τελολογική, ντετερμινιστική εξέλιξη της ιστορίας και μια πιο ρομα­ντική εκδοχή.

311

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

Ξεκινώντας από τον επηρεασμό του μαρξικού ρεύ­ματος ταυτόχρονα από τον ορθολογισμό του διαφωτι­σμού και το ρομαντισμό, αυτή η παλινδρόμηση βρίσκει την πρακτική της έκφραση στη υπερεκτίμηση άλλοτε των αντικειμενικών συνθηκών και άλλοτε του υποκει­μενικού παράγοντα, ως καθοριστικών στοιχείων για την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας.

Οι θέσεις του Μαρξ για τη δυνατότητα περάσματος της Ρώσικης αγροτικής κοινότητας απευθείας στο σο­σιαλισμό δίχως αυτή να περάσει από τις οδύνες του καπιταλισμού, καθώς και η μεταστροφή του όσον αφο­ρά στην Ισπανική Επανάσταση, και ως ένα βαθμό και στην Κομμούνα του Παρισιού, αποτελούν παραδείγμα­τα πρόταξης του στοιχείου της ρομαντικής απόκλισης.

Από την άλλη οι αναφορές του στην αναγκαιότητα εξάντλησης των δυνατοτήτων ενός τρόπου παραγωγής για το πέρασμα στον επόμενο, καθώς και η αντιμετώ­πιση του κομμουνισμού ως γενικευμένης στέρησης στο βαθμό που δεν υπάρχουν οι υλικές προϋποθέσεις για την επίτευξή του (95, τ. 1, 81), είναι μάλλον δείγματα μιας πιο ντετερμινιστικής ερμηνείας της ιστορίας.

Αυτή η δεύτερη ερμηνεία είναι μάλλον η κυρίαρχη στη σκέψη των κλασικών, δίχως αυτό να σημαίνει ότι οδηγούμαστε σε μια οικονομίστικη ανάγνωση του έργου τους, η οποία άλλωστε καταγγέλλεται αλλά και ερμη­νεύεται από τον ίδιο τον Ένγκελς ακριβώς ως προϊόν τής συχνά μονόπλευρης έμφασης που ο ίδιος και ο Μαρξ, δί­νουν στους οικονομικούς παράγοντες.

Από αυτήν λοιπόν τη σκοπιά, η επανάσταση του Ί 7 , κατά Gramsci «ανατροπή του Κεφαλαίου του Μαρξ», υπήρξε ένας «βιασμός της ιστορίας», ο οποίος θεωρη- τικοποιήθηκε με την λενινιστική έννοια του «αδύνατου κρίκου».

Όμως ο ίδιος ο Λένιν «επανέφερε την τάξη» με το

312

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

θαυμασμό του για την οργάνωση των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών και πιο ειδικά της Γερμανίας, τον ταϋλορισμό, την αξιοποίηση αστών ειδικών, τις υποχωρήσεις τύπου ΝΕΠ, το σύνθημα «εξηλεκτρισμός σημαίνει κομμουνισμός», κ.λπ.

Στην εποχή μας όμως από τη μία ο «αδύνατος κρί­κος» μπορεί πολύ πιο εύκολα στο βαθμό που θα σηκώ­σει το κεφάλι του να γίνει θύμα μιας ιμπεριαλιστικής επέμβασης, κάτι άλλωστε που δεν απέφυγε ούτε η Ρω­σία, με όλες τις αρνητικές συνέπειες για την έκβαση του επαναστατικού προτσές της, και από την άλλη η ίδια η ανεπαρκής ανάπτυξη των υλικών παραγωγικών δυνάμεων σε αυτόν, όχι μόνον δεν είναι ικανή να οδη­γήσει στην απαρχή της κομμουνιστικής διαδικασίας, αλλά θα τον εκθέτει μόνιμα σε κινδύνους καπιταλιστι­κής παλινόρθωσης.

Στην Γερμανική Ιδεολογία αναφέρεται προφητικά ότι δίχως «μια μεγάλη αύξηση της παραγωγικής δύνα­μης, έναν υψηλό βαθμό ανάπτυξής της»... «1) ο κομ­μουνισμός δεν θα μπορούσε να υπάρξει παρά μόνο σαν ένα τοπικό γεγονός, 2) οι ίδιες οι δυνάμεις επικοινω­νίας δεν θα μπορούσαν να αναπτυχθούν σαν παγκό­σμιες, επομένως σαν αφόρητες δυνάμεις: θα παραμέ­νανε τοπικές “περιστάσεις” περιτριγυρισμένες από δεισιδαιμονία και 3) κάθε επέκταση της επικοινωνίας θα κ αταργούσε τον τοπικό κομμουνισμό» (η τελευταία υπογράμμιση δική μας) (165, τ. 1, σελ. 81).

Από την άλλη στις πιο αναπτυγμένες χώρες όπου το πέρασμα στην κομμουνιστική κοινωνία είναι σήμερα εφικτό από άποψη αντικειμενικών συνθηκών, είναι βέ­βαιο ότι και η αποξένωση-ενσωμάτωση είναι πιο ισχυ­ρές. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο για να μετατραπεί η όποια επαναστατική δυναμική σε πραγματικότητα, και η όποια αρνητικότητα σε θετικότητα, σήμερα περισσό­

313

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

τερο από ποτέ δεν αρκεί το αυθόρμητο κίνημα της ερ­γατικής τάξης αυτών των χωρών, αλλά επιβάλλεται π έ­ρα από τη σφυρηλάτηση της ενότητας της ίδιας της πο­λύμορφης σύγχρονης εργατικής τάξης, η οποία παίζει σήμερα πιο σημαντικό ρόλο απ’ ό,τι οι συμμαχίες της με άλλες τάξεις και στρώματα, να διαμορφωθεί κατ’ αρχήν από τα ίδια τα σπλάχνα της μια πρωτοπορία που θα την οδηγήσει στην επαναστατική συνείδηση.

Όσον αφορά τη διανόηση που συμμετέχει στην πα­ραγωγή, αυτή από τη μια όπως είδαμε είναι αποδέκτης τόσο πιέσεων που μπορεί να την οδηγήσουν να εξεγερ- θεί όσο και αποξενωτικών πιέσεων τις οποίες άλλωστε υφίσταται το σύνολο της εργατικής τάξης, από την άλ­λη είναι δυνατόν μέσα από τις αντιθέσεις που γεννά η ιδιαίτερη θέση της σε αυτήν ένα τμήμα της να οδηγηθεί στη λογική της χειραφέτησης.

Έτσι από την κατηγορία αυτή των εργαζομένων ως κάτοχο της έστω μερικής επιστημονικής και τεχνικής γνώσης, παρ’ όλο που πουλάει την εργατική της δύνα­μη, δεν είναι δυνατόν να αφαιρεθούν αυτές της οι γνώ­σεις. Ως κάτοχος μιας σημαντικής στην εποχή μας συνι­στώσας των παραγωγικών δυνάμεων, ως θεμελιακό στοιχείο της «γενικής διάνοιας» βιώνει πιο έντονα την επιμονή του κεφαλαίου να θέλει να διατηρεί την ιδιωτι­κή ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, λες και πρόκειται για τις κλασικές μορφές του σταθερού, υλικού κεφα­λαίου και να είναι εκείνο που καθορίζει τη συνολική της πορεία.

Ακόμη βιώνει με ιδιαίτερο τρόπο την εμπορευματο- ποίηση των άυλων προϊόντων στην κατασκευή των οποίων συμμετέχει και τα οποία συνεχίζει να ιδιοποιεί­ται το κεφάλαιο, ενώ από τη φύση τους δεν θα έπρεπε να υπάγονται στην κατηγορία των εμπορευμάτων και τα οποία η ίδια έχει τη δυνατότητα να τα απεγκλωβίσει

314

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

από αυτήν, όπως είδαμε ότι συμβαίνει με τα ελεύθερα λογισμικά.

Επίσης στο βαθμό που, όπως είδαμε ότι ισχύει για τον τομέα των υπηρεσιών, έχουμε να κάνουμε με άμε­σες σχέσεις ανάμεσα σε ανθρώπους και όχι με σχέσεις ανθρώπων μεσολαβημένες από σχέσεις εμπορευμάτων, η απαίτηση για την κοινωνικοποίηση αυτού του τομέα και/ή ο απεγκλωβισμός του από τη λογική του κέρδους και της προτεραιότητας της ποσότητας γίνεται ακόμη πιο άμεσα εμφανής μέσα από την εμπειρία του εργα­ζόμενου απ’ ό,τι όταν πρόκειται για την παραγωγή υλι­κών εμπορευμάτων.

Τέλος η ταξική μερικότητα της εκμετάλλευσης από το κεφάλαιο, της από τη φύση της καθολικής επιστήμης και τούτο τόσο στο επίπεδο του προσανατολισμού της έρευνας όσο και στο επίπεδο των επιλογών ανάμεσα στις προσφερόμενες διαζευκτικές επιστημονικές λύσεις, όσο και στη χρήση της επιστήμης, είναι πιθανό να προ- καλέσει πιο έντονα συνειδησιακά προβλήματα σε αυτή την κατηγορία των εργαζομένων, που είναι άμεσοι γνώ­στες των δυνατοτήτων της επιστήμης, αλλά και των κιν­δύνων που εγκυμονεί μια ορισμένη χρήση της.

Όμως για να υπερβεί με θετικό, δηλαδή επαναστατι­κό, τρόπο αυτές τις αντιθέσεις, αυτό το τμήμα της δια­νόησης λόγω του τεχνοκρατικού του χαρακτήρα, της μερικότητας των γνώσεών του, της μη διάθεσης ελεύ­θερου εκτός παραγωγής χρόνου και κυρίως της έντα­ξής του στο κυρίαρχο αστικό σύστημα αξιών, έχει και αυτό ανάγκη από τη συμβολή μιας «απ’ έξω» από την παραγωγή επαναστατικής διανόησης.

Όσον αφορά το ρόλο αυτής της εκτός του πυρήνα της διανόησης στην οποία μέχρις εδώ πολύ λίγο έχουμε αναφερθεί, θα επιδιώξουμε να αποδείξουμε ότι, παρ’ όλο που και αυτή στη μεγάλη της πλειονότητα έχει πα­

315

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

ραδοθεί άνευ όρων στην αστική τάξη, είναι δυνατόν ορισμένα μεμονωμένα μέλη της όχι μόνο να ενστερνι­στούν, να αναπτύξουν παραπέρα και να διαδώσουν την επαναστατική θεωρία, αλλά και να σταθούν δίπλα στη σύγχρονη εργατική τάξη ως πρωτοπορία της επα­ναστατικής διαδικασίας.

10.3Δρόμοι επαναστατικοποίησης της εκτός παραγωγής και εργατικής τάξης διανόησης

Ας μην ξεχνάμε ότι «σχεδόν όλοι οι σημαντικοί θεωρη­τικοί του ιστορικού υλισμού μέχρι σήμερα, από τον ίδιο τον Μαρξ ή τον Ένγκελς ως τους Μπολσεβίκους και από τις κορυφαίες μορφές του αυστρο-μαρξισμού ως αυτές του δυτικού μαρξισμού, ήταν διανοούμενοι που προέρχονταν από τις κυρίαρχες τάξεις: και στις περισ­σότερες περιπτώσεις από τη μεγαλοαστική μάλλον πα­ρά από τη μικροαστική τάξη» (7, 170).

O Perry Anderson μας θυμίζει ότι «πολλοί από αυτούς προέρχονται από οικογένειες πλουσίων βιομηχάνων, εμπόρων και τραπεζιτών (Ένγκελς, Luxemburg. Bauer, Lukács, Benjamín, Marcuse), μεγάλων γαιοκτημόνων (Πλεχάνωφ, Merguin, Labriola), ανώτερων νομικών ή δη­μοσίων υπαλλήλων (Μαρξ, Λένιν) (8, 170, υποσημ. 13). Αλλά και αργότερα επαναστάτες ηγέτες όπως ο Μάο, ο δικός μας Μπελογιάννης, ο Τσε ήταν γόνοι εύπορων οι­κογενειών. Βεβαίως υπήρξαν και σπάνιες περιπτώσεις εργατών που συνέβαλαν στη διαμόρφωση της επαναστα­τικής θεωρίας στους οποίους μάλιστα αναφέρεται και ο Λένιν, όπως οι Weitling, Proudhon και Dietzgen, οι οποίοι όμως λειτούργησαν όχι ως απλοί εργάτες αλλά ως θεω­ρητικοί του σοσιαλισμού, δηλαδή «όταν και στο βαθμό που κατόρθωσαν λίγο-πολύ να κατακτήσουν τις γνώσεις

316

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

του αιώνα τους και να προωθήσουν αυτές τις γνώσεις» (23, 39-40).

Και είναι βέβαιο ότι στην εποχή μας η διαδικασία προλεταριοποίησης της διανόησης προσφέρει τη δυνα­τότητα αυτός ο κύκλος των επαναστατών διανοουμέ­νων που προέρχεται από την εργατική τάξη να διευ- ρυνθεί. Δεν θα πρέπει όμως να αναμένουμε ότι αυτή η διεύρυνση θα είναι ευθέως ανάλογη με τον αριθμό των διανοουμένων που εντάσσονται στην εργατική τάξη.

Στο δεύτερο κεφάλαιο τέθηκε ήδη το ζήτημα πώς εί­ναι δυνατόν ορισμένοι αστοί διανοούμενοι να ενστερνί­ζονται την κομμουνιστική κοσμοθεωρία δίχως αυτό να αποτελεί ανατροπή του ιστορικού υλισμού και πιο ειδι­κά της αρχής ότι το «είναι» είναι εκείνο που καθορίζει τη συνείδηση και όχι το αντίστροφο.

Κατ’ αρχήν και όσον αφορά γενικότερα τους αστούς κεφαλαιοκράτες, ναι μεν η υλική τους κατάσταση και πιο ειδικά η οικονομική τους κατάσταση από μόνη της δεν τους προτρέπει να αποστατήσουν, από την άλλη όμως δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι και αυτοί υφίστανται κατά τον Μαρξ την αποξένωση. «Ο κεφαλαιοκράτης μέσω του κεφαλαίου χρησιμοποιεί τη δύναμή του για να κυβερνήσει την εργασία [...] αλλά επίσης το κεφάλαιο με τη σειρά του είναι ικανό να κυ­βερνήσει τον ίδιο τον κεφαλαιοκράτη» (146, 60). Οι κε­φαλαιοκράτες συνεπώς είναι και αυτοί δέσμιοι του κε­φαλαίου, έστω και αν τους ανήκει.

Ακόμη ισχύει όχι μόνο για τον εργάτη αλλά και για τον κεφαλαιοκράτη ότι «μια απάνθρωπη δύναμη κυβερ­νά το καθετί» (146, 151), ότι «στη σημερινή αστική κοι­νωνία οι άνθρωποι [και όχι μόνο οι εργάτες] κυριαρχού­νται από τις οικονομικές σχέσεις που οι ίδιοι δημιούργη­σαν και από μέσα παραγωγής που οι ίδιοι παρήγαγαν σαν μια ξένη τρομερή δύναμη» (70, 354).

317

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

Το γεγονός ότι «το καθετί που εμφανίζεται για τον εργάτη ως δραστηριότητα αλλοτρίωσης αποξένωσης εμφανίζεται για τον μη εργάτη ως μια [φυσική] κ α τά ­σταση αλλοτρίωσης, αποξένωσης» (146, 106), το γεγο­νός ότι ο αστός βολεύεται στην αποξένωση και συνε­πώς «είναι πιο δύσκολο» γι’ αυτόν να οδηγηθεί στην υπέρβασή της δε σημαίνει ότι και ο ίδιος δεν έχει συμ­φέρον να την υπερβεί. Γι’ αυτό εξάλλου με την «αφη­ρημένη έννοια» είναι σωστός ο ισχυρισμός ότι: «ο κομ­μουνισμός δεν είναι μια απλή θεωρία της εργατικής τά­ξης, μα μια θεωρία που τελικός σκοπός της είναι η απε­λευθέρωση ολόκληρης της κοινωνίας μαζί και των κε­φαλαιοκρατών από τα στενά πλαίσια των σημερινών σχέσεων» (44, 477).

Από μια γενικότερη συνεπώς σκοπιά του κοινωνικού τους είναι, της ύπαρξής τους, και όχι μόνον από τη σκο­πιά της υλικής τους κατάστασης, όσο παράδοξο και αν φαντάζει αυτό, και οι κεφαλαιοκράτες, έστω και αν αυ­τό οδηγεί στην αυτοκατάργησή τους ως τέτοιων, έχουν συμφέρον να σπάσουν τις αλυσίδες του κεφαλαίου.

Βεβαίως συνολικά οι ιδιοκτήτριες τάξεις «όχι μόνο δεν νιώθουν οι ίδιες την ανάγκη να απελευθερωθούν, μα κι αντιστέκονται με όλες τις δυνάμεις τους στην απελευθέρωση της εργατικής τάξης...» (44, 478).

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ακόμη και ορισμένοι με­μονωμένοι αστοί οι οποίοι μάλιστα ανήκουν στην αστι­κή τάξη, δίχως όμως οι ίδιοι να εμπλέκονται ενεργά στη σχέση του κεφαλαίου, όπως συνήθως συμβαίνει με τους αστικής προέλευσης διανοούμενους, αποκλείεται να επιλέξουν την επικούρεια «απόκλιση από την ευθεία πτώση». Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο όταν έχουμε να κάνουμε όχι με «ενεργούς» καπιταλιστές, αλλά με δια­νοούμενους που ναι μεν ανήκουν στην αστική ή μικροα­στική τάξη οι οποίοι όμως βρίσκονται εκτός παραγω-

318

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

γης, δηλαδή δεν συμμετέχουν άμεσα στη σχέση του κε­φαλαίου.

Ας θυμηθούμε όσον αφορά το προλεταριάτο α) ότι ο Μαρξ δεν έθετε την υλική του εξαθλίωση ως μοναδικό παράγοντα του είναι του, β) ότι άλλο είναι ο καθορι­σμός της συνείδησης από το είναι και άλλο είναι η κατά Λένιν «απόλυτα αντιδραστική θεωρία», «ο καθαρός παραλογισμός» (94, 350) της ταύτισης του είναι με τη συνείδηση, γ) ότι η διαμόρφωση της συνείδησης είναι μια ιστορικο-κοινωνική διαδικασία στην οποία μεσολα­βούν τόσο η εμπειρία όσο και η επικρατούσα συνείδη­ση, δ) ότι το ίδιο το προλεταριάτο, παρά το είναι του, με όπλο μόνο την εμπειρία του, λόγω της αποξένωσης, η οποία σε ένα βαθμό μετατρέπεται σε αντιδραστική «υλική δύναμη» στο βαθμό που το διαπερνά, δεν οδη- γείται αυτόματα στην επαναστατική συνείδηση.

Ας μεταφερθούμε τώρα στους «αποστάτες» αστικής προέλευσης διανοούμενους. Αυτοί δεν είναι οι «πρακτι­κοί κεφαλαιοκράτες» αλλά μια ιδιαίτερη κατηγορία της αστικής τάξης η οποία στο πλαίσιο ενός εσωτερικού ως προς αυτή την τάξη καταμερισμού «μεταξύ διανοητικής και υλικής εργασίας [...] εμφανίζεται ως η διανόησή της [...] η οποία «κατασκευάζει ψευδαισθήσεις και ιδέες για τους εαυτούς τους» (165, τ. 1, σ. 78, 94).

Όπως παρατηρεί o Marcuse, εφ’ όσον η υπάρχουσα κοινωνική πραγματικότητα αντιμάχεται την ανθρώπινη καθολικότητα, αυτή η τελευταία εκφράζεται από αυτό το τμήμα της διανόησης ως το πνεύμα το οποίο παίρνει την υπόσταση ενός αφηρημένου καθολικού.

Πρόκειται συνεπώς για μια ιδιαίτερη κατηγορία η οποία εκφράζει σε θεωρητικό επίπεδο μια καθολικότη­τα που η αστική τάξη αρνείται με την πράξη της και την οποία όμως έχει ανάγκη για να μπορεί να εμφανί­ζεται ως εκφραστής των γενικών συμφερόντων.

319

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

Αποτελεί αυτό άρνηση του ιστορικού υλισμού και ιδεαλιστική παρεκτροπή; Αν έτσι είχαν τα πράγματα, τότε η μαζική αποδοχή από τμήματα της εργατικής τά­ξης της αστικής ιδεολογίας, του αστικού αξιακού συ­στήματος, παρά το είναι της υλικής τους εξαθλίωσης, θα έπρεπε να θεωρείται ιδεαλιστική πλημμυρίδα. Και όμως κανείς δεν βγήκε να υποστηρίξει κάτι τέτοιο.

Όπως ο κάθε άνθρωπος, ο κάθε εργαζόμενος, έτσι και αυτή η κατηγορία της διανόησης υπάρχει και βιώ- νει τον κόσμο πριν στοχαστεί πάνω σε αυτόν. Έτσι και αυτό το τμήμα της διανόησης δεν μπορεί να ξεφύγει ούτε από τους κοινωνικούς καθορισμούς, ούτε από το γεγονός ότι η διαδικασία της εργασίας της είναι εκείνη που σε μεγάλο βαθμό καθορίζει τη διαμόρφωση της υποκειμενικότητάς της, όπως εξάλλου συμβαίνει και με την εργατική τάξη.

Εκείνο που διαφέρει και που προσδιορίζει και τη διαφορετικότητα των δρόμων που μπορεί να οδηγή­σουν ορισμένα μέλη αυτής της κατηγορίας της διανόη­σης στην επαναστατική συνείδηση είναι ακριβώς η δια­φορετική ποιότητα, ο διαφορετικός χαρακτήρας της δραστηριότητας που αυτή επιτελεί.

Συνεπώς και πάλι το είναι της διανόησης είναι αυτό που καθορίζει τη συνείδησή της, μόνο που στην προκει­μένη περίπτωση δεν είναι η αντίθεση που προκύπτει κυρίως από την υλική κατάσταση, θεμελιακό στοιχείο του εργατικού «είναι», αυτή που μπορεί να την οδηγή­σει στην επαναστατική συνείδηση, αλλά άλλου τύπου αντιθέσεις.

Και ακριβώς επειδή οι αντιθέσεις αυτές προκύπτουν από ένα ανώτερο επίπεδο από εκείνο της καθαυτό υλι­κής κατάστασης των διανοουμένων, για να λυθούν απαι­τούν όχι τη βελτίωση αυτής της υλικής κατάστασης, αλ­λά άμεσα την ανατροπή της κεφαλαιοκρατικής σχέσης.

320

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

Τούτο σημαίνει ότι για τον διανοούμενο που επιλέγει να μην υποκύπτει στη λογική του κεφαλαίου δεν υπάρχει άλλη διέξοδος παρά η δίχως άλλες μεσολαβήσεις επανα- στατικοποίησή του.

Αλλά ας δούμε ποιες είναι αυτές οι αντιθέσεις οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν έναν «ανεξάρτητο» δια­νοούμενο να αρνηθεί την υποταγή του στα κελεύσματα του κεφαλαίου και να μπορεί να λειτουργεί ως πραγ­ματικός διανοούμενος.

Ενώ η επιστημονική δραστηριότητα έχει από τη φύση της έναν οικουμενικό χαρακτήρα, η αστική τάξη απαιτεί αυτή η οικουμενικότητα να υποταχθεί στη μερικότητα των συμφερόντων της. Τούτο σημαίνει ότι ο διανοούμε­νος που θέλει να συνεχίσει να λειτουργεί ως τέτοιος κα­λείται να μην υποκύψει σε αυτή την υποβάθμιση και τε­λικά παραμόρφωση της δραστηριότητάς του.

Ένας πανεπιστημιακός ερευνητής που χρηματοδο­τείται από έναν ιδιώτη επιχειρηματία για να κάνει μια έρευνα που το αντικείμενό της και τα αποτελέσματά της τα αξιοποιεί το κεφάλαιο στα μέτρα του, ή ένας διεθνολόγος που καλείται να γράψει ένα άρθρο ή να βρει επιχειρήματα υπέρ του πολέμου στο Ιράκ, παρα- χαράσσοντας την αλήθεια, δεν υπηρετεί την οικουμενι- κότητα της επιστήμης του αλλά το μερικό συμφέρον του χρηματοδότη του. Αν θέλει λοιπόν να συνεχίσει να λειτουργεί ως διανοούμενος, πρέπει να συγκρουστεί με το κεφάλαιο.

Χαρακτηριστικό και συνάμα ανατριχιαστικό παρά­δειγμα αντιμετώπισης του οικουμενικού χαρακτήρα της διανοητικής δραστηριότητας από την πλευρά των μερικών συμφερόντων του κεφαλαίου ήταν η διακοπή της χρηματοδότησης των ερευνών για τον καρκίνο από την κυβέρνηση των ΗΠΑ οι οποίες σε λιγότερο από μια δεκαετία θα κατέληγαν στην αντιμετώπιση των περισ­

321

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

σότερων μορφών του, διότι αντιδρούσαν οι ασφαλιστι­κές εταιρίες και οι μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες.

Ενώ η επιστημονική δραστηριότητα και πιο ειδικά η επιστημονική έρευνα από τη φύση της είναι ανατρεπτι­κή (212, 17), υπό την έννοια ότι γι’ αυτήν η αμφιβολία ισοδυναμεί με την ύπαρξή της, μια και είναι υποχρεω­μένη να αμφισβητεί συνεχώς τις παραδεγμένες αλήθειες αν θέλει να προοδεύει, ή διαφορετικά η στασιμότητα σημαίνει επιστημονικό θάνατο και συνεπώς ο επιστή­μονας θα πρέπει να είναι μόνιμος ταξιδευτής και ανα- ζητητής της γνώσης, η αστική τάξη περιορίζει αυτή την αμφισβήτηση στα όρια που θέτει η κυριαρχία της και το κέρδος. Και πάλι λοιπόν η σύγκρουση με το κεφάλαιο είναι αναπόφευκτη αν θέλει να διατηρήσει την ιδιότητα του διανοούμενου.

Παράδειγμα μιας τέτοιας αντιμετώπισης από το εκ­δοτικό κεφάλαιο ήταν το θάψιμο ή και η ανοιχτή απαγό­ρευση απόψεων που αμφισβητούν τις κυρίαρχες θέσεις όπως συνέβη με τη μη δημοσίευση των καταγγελιών για τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία Γάλλων διανοουμένων από τις «δημοκρατικές» εφημερίδες Monde και Fígaro.

Είναι προφανές ότι από αυτή την οπτική γωνία μια στάση ενός διανοούμενου σαν και αυτήν που τον καλεί να τηρεί o Camus, δηλαδή «να προτιμά αιώνια την αταξία από την [τάξη] της αδικίας» (229, 2), δεν είναι δυνατόν να γίνει ανεκτή από το κεφάλαιο και οδηγεί σε σύγκρουση μαζί του.

Ενώ η δραστηριότητα του διανοούμενου από τη φύ­ση της δεν οδηγεί στο διαχωρισμό του παραγωγού απ ό το προϊόν της δραστηριόνήτάς του και συνεπώς σε αυ­τήν δεν μπορεί να γίνει λόγος για μορφές αφηρημένης και συγκεκριμένης εργασίας, η ένταξή του στην καπι­ταλιστική λογική απαιτεί τη ρήξη αυτής της ενότητας, μια ρήξη που θίγει άμεσα τόσο τον τρόπο ζωής του δια­

322

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

νοουμένου όσο και την ίδια τη φύση της δραστηριότη­τας του.

Αλλες αντιθέσεις που βιώνουν οι εκτός παραγωγής διανοούμενοι τους τοποθετούν σε πιο πλεονεκτική θέ­ση από τη σκοπιά της άμεσης κατάκτησης μιας επανα­στατικής συνείδησης σε σχέση με την εντός καπιταλι­στικής παραγωγής διανόηση.

Ενώ για την ενταγμένη στην παραγωγή διανόηση υπάρχει σχεδόν απόλυτος διαχωρισμός ανάμεσα στην καταναγκαστική εργασία-δουλειά και την ελεύθερη δραστηριότητα, για την οποία η αλήθεια είναι πολύ λί­γος χρόνος που μένει, για τον «ανεξάρτητο» διανοού­μενο τα όρια της καταναγκαστικής εργασίας, δηλαδή της εργασίας που επιτελεί για να ζήσει και της ελεύθε­ρης επιστημονικής δραστηριότητάς του, ή με άλλα λό­για τα όρ ια ανάμ εσα σε επαγγελματία και ερασιτέχνη δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστούν μ ε σαφήνεια.

Έτσι ένας συγγραφέας που ζει από τα βιβλία του, την ώρα που βγάζει το ψωμί του γράφοντάς τα, ικανο­ποιείται ταυτόχρονα γιατί κάνει το κέφι του.

Το ίδιο συμβαίνει και με τη σχέση ελεύθερου και μη χρόνου. Και μάλιστα εδώ ο «ανεξάρτητος» διανοούμε­νος έχει τα περιθώρια, αν δεν έχει αναγάγει το χρήμα σε αυτοσκοπό και μπορεί να αντιμετωπίσει αξιοπρε- πώς τις βιοποριστικές του ανάγκες, να αυξήσει τον ελεύθερο δημιουργικό του χρόνο και συνεπώς την κα­θαυτό ελεύθερη δραστηριότητά του, κάτι που είναι αδύνατον να πράξει αν υποταχθεί στην κεφαλαιοκρα­τική λογική του «ο χρόνος είναι χρήμα».

Ακόμη ο καταμερισμός της εργασίας που στο πλαί­σιο της καπιταλιστικής παραγωγής είναι αναπόφευ­κτος, για τον «ανεξάρτητο» διανοούμενο που θέλει να παραμείνει διανοούμενος είναι δυνατόν να περιοριστεί στο βαθμό που αυτός λειτουργεί ως ολοκληρωμένος

323

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

επιστήμονας και όχι ως ειδικός μιας πτυχής της επιστη­μονικής γνώσης, δηλαδή ως τεχνοκράτης όπως τον θέ­λει το κεφάλαιο.

Με άλλα λόγια η θέση της εκτός του πυρήνα της πα­ραγωγής διανόησης της δίνει τη δυνατότητα να λει­τουργεί σ’ ένα βαθμό υπερβαίνοντας ορισμένες αποξε- νωτικές καπιταλιστικές μεσολαβήσεις και αυτό είναι το μεγάλο της πλεονέκτημα απέναντι στην σύγχρονη ή παραδοσιακή εργατική τάξη που εντάσσεται στην πα­ραγωγή.

Αν όπως αναφέραμε στο δεύτερο κεφάλαιο για τον Μαρξ «το βασίλειο της ελευθερίας βρίσκεται [...] πέρα από τη σφαίρα της καθαυτό υλικής παραγωγής» (153, τ. 3, 1007), η εκτός παραγωγής διανόηση, παρά το ότι λειτουργεί και αυτή στο γενικότερο καπιταλιστικό πλαίσιο, έχει τη δυνατότητα να διευρύνει το πλαίσιο της ελευθερίας της σε σχέση με τους εντός παραγωγής εργαζόμενους.

Βεβαίως, όπως είδαμε, οι διανοούμενοι αυτοί είναι πιο εύκολο να ακολουθήσουν, παρ’ όλα αυτά, το δρόμο της ενσωμάτωσης, να βολευτούν στην κατάσταση απο­ξένωσης και γι’ αυτό μόνον εξαιρετικές μεμονωμένες περιπτώσεις κάνουν δική τους την επαναστατική θεω­ρία.

Μια άλλη σημαντική διαφορά που και αυτή γεννά άλ­λου είδους αντιθέσεις είναι ότι ο διανοούμενος από τη φύση της δραστηριότητάς του ζει σ’ έναν κόσμο που κυ- ριοφχούν ποιοτικές και όχι ποσοτικές αξίες όπως συμ­βαίνει με τον κόσμο της καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής. Για παράδειγμα, για ένα διανοούμενο καλ­λιτέχνη ένας πίνακας ζωγραφικής είναι πάνω απ’ όλα ένα όμορφο εκφραστικό, φωτεινό, προκλητικό... έργο τέχνης· αντίθετα για τον καπιταλιστή δεν είναι παρά ένα εμπόρευμα με συγκεκριμένη αξία (129, 22). Από τη μια

324

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

λοιπόν έχουμε να κάνουμε με ποιοτικές αξίες και από την άλλη με ποσοτικές, από τη μια με ηθική ή αισθητική κουλτούρα και από την άλλη με χρήμα.

Τέλος η διανόηση που είναι εκτός παραγωγής είναι το τμήμα εκείνο της κοινωνίας για το οποίο, κατά τη δραστηριότητά του, οι αξίες και οι ιδεολογίες έχουν την πιο μεγάλη σημασία και την πιο αποφασιστική βαρύτη­τα. Και ενώ η αστική τάξη στη διάρκεια της εξέλιξής της αρχικά πρόβαλε τις οικουμενικές αξίες για να επι­κρατήσει απέναντι στη φεουδαρχία, στη συνέχεια τις πρόβαλε μόνον στη θεωρία, ενώ τις απαρνούνταν στην πράξη, και τελικά κατέληξε στην εποχή της κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού να μην τις επικαλείται ούτε καν θεωρητικά, είναι δυνατόν ένα τμήμα της διανόησης να θέλει να συνεχίσει να τις υπερασπίζεται. Και στην εποχή μας ο μόνος δρόμος για να το πράξει είναι να συγκρουστεί με το κεφάλαιο και την εξουσία του και να ενστερνιστεί την κομμουνιστική κοσμοαντίληψη.

Έτσι για ορισμένα μέλη αυτής της διανόησης, σε μια εποχή κατάπτωσης στο πεδίο της ηθικής και των αξιών, είναι δυνατόν η θεωρητική λογική να υπερισχύσει του στενού υλικού συμφέροντος, της στενά κοινωνικής λο­γικής (224, 10). Και επειδή ακριβώς σε αυτό το επίπε­δο της ιδεολογίας η αντίληψη που διαμορφώνεται είναι πιο σφαιρική από ό,τι στο επίπεδο των στενών οικονο­μικών συμφερόντων, αυτοί οι διανοούμενοι μπορεί να την προσεγγίσουν πιο εύκολα από ό,τι ένας εργάτης μέσα από μια ατομική διαδικασία αυτογνωσίας.

Με άλλα λόγια, όπως έλεγε ο Μαρξ, σε αυτές τις πε­ριπτώσεις «η αξιοπρέπεια, η περηφάνια, το πνεύμα ανεξαρτησίας» είναι δυνατόν να υπερισχύσουν ως κί­νητρα προς κατάκτηση έναντι του «ψωμιού» (155, τ. 3, 740), δηλαδή έναντι της βελτίωσης των υλικών συνθη­κών. Και τούτο μπορεί να συμβεί πόσο μάλλον όταν το

325

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

πρόβλημα «ψωμί» έχει επιλυθεί, οπότε και το ζητούμε­νο είναι κάτι ποιοτικά ανώτερο, που σχετίζεται με το καθαυτό ανθρώπινο, με την ίδια την ανθρωπιά.

Όλες οι παραπάνω αντιφάσεις, σε συνδυασμό με την περιθωριακή ως προς την παραγωγή θέση της διανόη­σης η οποία μπορεί να καταλήξει σε πραγματική εξο­ρία της, σε μια «δυστυχή συνείδηση» (212, 34), στο βαθμό που αυτή εμμένει να μην παραδίδεται και να μην συμπλέει με την πολιτική εξουσία ή τον επιχειρη­ματικό κόσμο, μπορεί να οδηγήσουν ορισμένα μέλη της, φωτεινές εξαιρέσεις, να «νιώσουν την απόλυτη ανάγκη του μετασχηματισμού και της υπέρβασης της δοσμένης τάξης πραγμάτων», να αρνηθούν το δρόμο της ενσωμάτωσης και να εξωθηθούν στη διάπλαση για τον εαυτό τους και για τους άλλους μιας επαναστατι­κής συνείδησης (212, 66).

Το καλύτερο ίσως παράδειγμα πρόσκαιρης έστω διαμόρφωσης μιας τέτοιας υποκειμενικότητας, που αντιστέκεται στην κυρίαρχη τάξη και αναζητά μια νέα τάξη πραγμάτων και που διαμορφώνεται εκτός παρα­γωγικής διαδικασίας, δίχως να είναι κυρίαρχοι οι κοι­νωνικοί προσδιορισμοί και πιο ειδικά η οικονομική κα­τάσταση, είναι οι φοιτητές. Η αυτονομία τους από την παραγωγή, το ότι δεν υφίστανται τις αρνητικές συνέ­πειες που επιφέρει η ένταξή τους σε αυτήν, ο ελεύθε­ρος χρόνος που διαθέτουν, η ενασχόλησή τους με επι­στημονικά, θεωρητικά ζητήματα, η τάση αμφισβήτησης που έχουν, πέρα από την αγνότητα και το πάθος της νιότης τους, είναι στοιχεία κοινά με την ανεξάρτητη διανόηση, που οδηγούν σε τούτη την περίπτωση πιο μαζικά σε μια εναντίωση στο σύστημα.

Σε τελική ανάλυση οι εκτός παραγωγής διανοούμε­νοι, όπως άλλωστε και οι φοιτητές, έχουν τη σημαντική δυνατότητα-πλεονέκτημα, ακριβώς επειδή δεν είναι

326

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

υποχρεωμένοι το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους να το αφιερώνουν στην καταναγκαστική εργασία, να λειτουργούν κατά κάποιο τρόπο «κομμουνιστικά», δη­λαδή έχουν τη δυνατότητα να αξίοποιούν το μεγάλο μ έ­ρος του χρόνου τους π έρα απ ό τις πιέσεις της καπιταλι­στικής εκμετάλλευσης, δημιουργικά. Και αυτή η δυνα­τότητα στο βαθμό που αξιοποιείται μπορεί να διευκο­λύνει την κομμουνιστική συνειδητοποίηση, ακριβώς διότι στην προκειμένη περίπτωση δεν παρεμβαίνουν οι αποξενωτικές μεσολαβήσεις.

Από αυτή τη σκοπιά, όσο περίεργο κι αν φαντάζει αυτό, είναι συγκλονιστικό το παράδειγμα των εξόρι­στων πολιτικών κρατουμένων, οι οποίοι παρά τις κατά τα άλλα τραγικές συνθήκες διαβίωσής τους, επειδή ακριβώς βρίσκονταν εκτός της καπιταλιστικής παρα­γωγής και είχαν ελεύθερο χρόνο, μπόρεσαν και ανέ­πτυξαν πολύπλευρα τη δημιουργικότητά τους (θεατρι­κές παραστάσεις, ποίηση, εικαστικά, μουσική και χο­ρωδίες, ξένες γλώσσες, μαθήματα φιλοσοφίας και οικο­νομίας, συγγραφή βιβλίων, δημιουργική συζήτηση, αθλητικές ομάδες...) όσο ποτέ άλλοτε κατά την «ελεύ­θερη» ζωή τους.

Σε μια μαρτυρία του για τον Γιάννη Ρίτσο, ο ζωγρά- φος-χαράκτης Γιάννης Στεφανίδης, συνεξόριστος του ποιητή, περιγράφει τη ζωή τους κατά τη διάρκεια της εξορίας τους στη Λήμνο. Αφού αναφερθεί στις ταλαι­πωρίες τους και την απάνθρωπη συμπεριφορά απένα­ντι τους, περιγράφει τη δραστηριότητά τους κατά τον ελεύθερο χρόνο τους. Εργάτες και χωρικοί άκουγαν για πρώτη φορά ποίηση από το στόμα του ποιητή, οι εξόριστοι κατασκεύαζαν με ό,τι είχαν μουσικά όργανα, ζωγράφιζαν, έκαναν γλυπτά. Το βράδυ είχαν σειρά η ποίηση, οι απαγγελίες, οι συζητήσεις για την τέχνη, οι φιλολογικές βραδιές, τα μαθήματα γαλλικών, η μουσι­

327

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

κή. Και καταλήγει ο Γιάννης Στεφανίδης: «Τώρα πια η εξορία δεν ήταν καταδίκη για μας, ήταν ευκαιρία για δημιουργία»!! (204)

Τις ίδιες εικόνες έχω από τις αφηγήσεις του πατέρα μου για τις δικές του εμπειρίες στα στρατόπεδα της Μέ­σης Ανατολής. Μου διηγούνταν για τα θεατρικά έργα που σκηνοθετούσε με πρωταγωνιστές νεαρούς φαντά­ρους που πρώτη φορά έπαιζαν θέατρο, με αγόρια σε ρό­λους γυναικών και ρούχα φτιαγμένα από καραβόπανο που υποχρέωναν ακόμη και τους ίδιους τους Αγγλους βασανιστές του να τον συγχαίρουν για τα περίφημα γλυπτά του συντρόφου του Μάνθου Κέτση που ορθώνο­νταν κατά μεσής της ερήμου- για τα αγράμματα αγρο­τόπαιδα που εκτός από ελληνικά μάθαιναν ξένες γλώσ­σες και κατάφερναν να τραγουδούν οπερέτες· για τις φιλοσοφικές, φιλολογικές συζητήσεις στις οποίες για πρώτη και ίσως μοναδική φορά στη ζωή τους συμμετεί­χαν με πάθος απλοί φαντάροι κρατούμενοι· για την τρο­μερή ομάδα βόλεϊ «Αλλήθωρη Κότα» των πεινασμένων της ερήμου που νικούσε εξοργίζοντας τα καλοθρεμμένα παιδιά της Γηραιάς Αλβιώνος. Και ανάλογα περιστατι­κά μου περιέγραφε για την εξορία του σαν όμηρος στα στρατόπεδα της Ιταλίας.

Μα σάμπως τα ίδια δεν γίνονταν στην ελεύθερη Ελλάδα κατά τη διάρκεια της κατοχής;

Να λοιπόν μια τρανή απόδειξη του πώς ένας άνθρω­πος, αν απελευθερωθεί από τον καπιταλιστικό βραχνά και το χρόνο καταναγκαστικής εργασίας, μπορεί όχι μόνο να στοχαστεί αλλά και να βιώσει εν μέρει κομ­μουνιστικά, ακόμη και όταν βρίσκεται κάτω από άθλιες κατά τα άλλα συνθήκες.

Έτσι λοιπόν, ενώ αληθεύει η διαπίστωση του Michael Lówy ότι η διανόηση η μη ενταγμένη στην παραγωγή ρι- ζοσπαστικοποιείται μέσω μεσολαβήσεων κυρίως στο

328

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

επίπεδο του εποικοδομήματος, ιδεολογικών, ηθικο-πολι- τιστικών και πολιτικο-ηθικών (129, 260), θα πρέπει να συμπληρώσουμε ότι αυτές οι μεσολαβήσεις είναι δυνατόν να λειτουργήσουν ως γέφυρες προς τη ριζοσπαστικοποί- ηση, γέφυρες όμως που χτίζονται στη βάση της αντίθεσης ανάμεσα στην ίδια τη δραστηριότητα της διανόησης -το είναι της- και την καπιταλιστική αξιοποίησή της.

Ακόμη και το ηθικό κίνητρο που συχνά παίζει για τον διανοούμενο πιο σημαντικό ρόλο από τη θεωρητική του κατάρτιση για να «προδώσει» την τάξη του δεν διαμορφώνεται στον αέρα, αλλά προκύπτει από τη φύ­ση της δραστηριότητάς του και την αυξημένη ευαισθη­σία που απορρέει από αυτήν.

Με άλλα λόγια, μπορεί να μην είναι το είναι τους, υπό τη στενή έννοια του άμεσου υλικού, οικονομικού συμφέροντος αυτών των διανοουμένων, που καθορίζει τη συνείδησή τους, αλλά το συνολικότερο είναι τους που τους δίνει τη δυνατότητα να κάνουν το άλμα προς την επαναστατική θεωρία.

Συνεπώς, όπως προτρέξαμε να αναφέρουμε στο δεύτερο κεφάλαιο, το πέρασμά τους στο πλευρό της εργατικής τάξης μάλλον επιβεβαίωση παρά ιδεαλιστι- κή ανατροπή του υλισμού σημαίνει, ακόμη και όταν αυ­τό δεν πραγματοποιείται σε περιόδους που «η ταξική πάλη προσεγγίζει την αποφασιστική στιγμή», οπότε και το κίνητρο του απτού υλικού συμφέροντος είναι πιο άμεσο για τη μεταστροφή τους και γι’ αυτό τότε η με­τακίνησή τους είναι και πιο μαζική, όπως εξάλλου μα­ζική ήταν και η αντίστροφη πορεία τους της ανάνηψης μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού».

Οι διανοούμενοι «αποστάτες» της τάξης τους δεν είναι λοιπόν τίποτε άλλο παρά εκείνοι οι μικροαστοί ή ακόμη και αστοί οι οποίοι έχουν συνειδητοποιήσει στη βάση της δικής τους κοινωνικής εμπειρίας, η οποία από

329

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

τη φύση της τους προσφέρει αυτή τη δυνατότητα, το βαθύτερο συμφέρον τους έχοντας «ανυψωθεί μέχρι τη θεωρητική κατανόηση του συνόλου της ιστορικής κίνη­σης» (164, 31).

Είναι εκείνοι οι λιγοστοί, ακριβώς λόγω της ταξικής τους θέσης η οποία τους δυσκολεύει να ενστερνιστούν την κοσμοαντίληψη της χειραφέτησης, οι οποίοι κατορ­θώνουν να απορρίψουν την εύκολη ευτυχία του συμβιβα­σμού, οι οποίοι δεν βολεύονται από την ήδη βιωμένη από αυτούς αστική τους κατάσταση την οποία πολλοί εργά­τες ονειρεύονται να κατακτήσουν και οι οποίοι έχουν αποφασίσει να διεκδικήσουν την ανθρωποποίησή τους μέσα από την άρνηση της μερικότητας της τάξης τους, την άρνηση του καπιταλιστικού τους είναι, και αυτό όχι μόνον για να συμπαρασταθούν στους καταφρονεμένους, αλλά και για να διασωθούν οι ίδιοι και να μην ζουν σαν κέρβεροι μιας απάνθρωπης κοινωνίας ρινόκερων.

Αυτό σε καμιά περίπτωση δεν συνιστά μια ιδεαλι- στική ερμηνεία της μετατόπισης των μικροαστών ή αστών διανοουμένων, πόσο μάλλον αν λάβουμε υπόψη μας ότι είναι η ίδια η καπιταλιστική παραγωγή που αποτελεί, όπως είδαμε, την πηγή της αποξένωσης και των αστών. Αντίθετα η μετατόπιση αυτή μπορεί να ερ- μηνευθεί σαφέστατα υλιστικά στο βαθμό που ο ίδιος ο υλισμός δεν υποβαθμίζεται στην πλέον χυδαία και αντιμαρξιστική εκδοχή του, και η επαναστατική συνεί­δηση δεν περιορίζεται στη συνειδητοποίηση της καπι­ταλιστικής εκμετάλλευσης.

10.4 Χαρακτήρας και ρόλος της επαναστατικής διανόησης

Αυτοί λοιπόν οι διανοούμενοι, κάτοχοι της θεωρητικής επαναστατικής γνώσης, είναι σήμερα τόσο αναγκαίοι

330

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

όσο ήταν για το επαναστατικό κίνημα κατά τα πρώτα βήματά του. Και το λέμε αυτό διότι ορισμένοι μπορεί να θεωρήσουν ότι από τη στιγμή που διαμορφώθηκε, έστω απ’ έξω από την εργατική τάξη, η επαναστατική θεωρία από τους κλασικούς, σήμερα δεν υπάρχει πια ανάγκη επαναστατών θεωρητικών.

Αν και ανέκαθεν η επαναστατική διανόηση είχε ένα βαρύνοντα ρόλο να παίξει στην αποκάλυψη της στρε­βλής συνείδησης και στην επαναστατική αφύπνιση των μαζών, θεμελιακή προϋπόθεση της διαδικασίας της χει­ραφέτησης στην εποχή μας, ακριβώς επειδή η αποξένω­ση και η αστική ιδεολογική ηγεμόνευση, που βεβαίως πλήττουν και τη διανόηση, αποτελούν θεμελιακούς πυ­λώνες στήριξης και αναπαραγωγής της βαρβαρότητας, η βαρύτητά της είναι ακόμη πιο σημαντική.

Το ότι ο εκσυγχρονισμός του καπιταλισμού οδηγεί σε νέους συσκοτισμούς, όπως για παράδειγμα στην αντίληψη ότι η τεχνολογική ανάπτυξη από μόνη της μπορεί να λύσει όλα τα προβλήματα, το ότι η καθημε- ρινότητά μας μυστικοποιείται όλο και πιο έντονα, έτσι που για παράδειγμα ο περιορισμός των ελευθεριών να εμφανίζεται ως υπεράσπισή τους (235, 2), καθιστά ακόμη πιο επιτακτική την αναγκαιότητα της επανα­στατικής διανόησης.

Και είναι πιο σημαντική η παρουσία της, διότι ακρι­βώς παρά την όξυνση στο έπακρο των ταξικών αντιθέ­σεων, το αυθόρμητο κίνημα της παραδοσιακής εργατι­κής τάξης, όταν δεν μετακινείται προς σωτήρες τύπου Λεπέν, δείχνει ναρκωμένο και σε κάθε περίπτωση οι στόχοι του περιορίζονται στην υπεράσπιση -ούτε καν στην κατάχτηση νέων- αστικοδημοκρατικών κεκτημέ- νων, το νέο αυθόρμητο της σύγχρονης εργατικής τάξης, όσο «καλλιεργημένο» και αν θεωρείται, βρίσκεται εν τη γενέσει του, δίχως και αυτό να έχει σαφείς ανατρε­

331

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

πτικούς, αντικαπιταλιστικούς στόχους, ενώ τα οργανω­μένα πολιτικά, επαναστατικά υποκείμενα είναι είτε απόντα είτε περιθωριακά.

Είναι επίσης πιο σημαντική διότι, σε μια εποχή που οι ιστορικές απόπειρες της σοσιαλιστικής μετάβασης και μαζί τους και ο «θεσμικός» μαρξισμός κατέρρευσαν, σε μια εποχή που η διάρθρωση της παραγωγής έχει αλλάξει και όπου το διεθνές περιβάλλον έχει μεταβληθεί σημαντι­κά όχι μόνον σε σχέση με την εποχή του Μαρξ ή ακόμη και του Λένιν, αλλά σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαε­τίες και συνεχίζει να μεταβάλλεται, εκ των πραγμάτων χρειάζεται να ανανεωθεί η επαναστατική θεωρία έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των καιρών.

Στην πραγματικότητα πέραν του ότι και η πιο τέλεια θεωρία όταν δεν ανανεώνεται νεκρώνει, με δεδομένη τη νέα παγκόσμια τάξη, το επίπεδο του εργατικού κινήμα­τος, την ήττα που αυτό υπέστη με την καπιταλιστική παλινόρθωση και την ανυπαρξία στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες επαναστατικών κομμάτων, με δε­δομένη τόσο την οργανωτική όσο και την ιδεολογική οπισθοχώρηση της εργατικής τάξης, βρισκόμαστε σε παγκόσμιο επίπεδο σε μια κατάσταση με ανοιχτά μια σειρά από θεωρητικά ζητήματα που πρέπει να επανε­ξεταστούν υπό το φως της νέας πραγματικότητας και της μέχρι σήμερα ιστορικής εμπειρίας και όπου είναι αναγκαία η επανίδρυση του επαναστατικού κινήματος.

Αλλά ακόμη και αν είχαμε να κάνουμε με μια περίο­δο που το μαζικό κίνημα ήταν ανεπτυγμένο, κάτι που δεν συμβαίνει σήμερα, δεν σημαίνει ότι τότε θα περιο­ρίζονταν ο ρόλος της θεωρίας και των διανοουμένων, διότι τότε, όπως τονίζει ο Λένιν, «το μαζικό κίνημα βά­ζει μπροστά μας νέα θεωρητικά, πολιτικά και οργανω­τικά καθήκοντα, πολύ πιο δύσκολα από τα καθήκοντα που μπορούσαν να μας ικανοποιούν στην περίοδο που

332

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

μεσολάβησε πριν από την εμφάνιση του μαζικού κινή­ματος» (91, 46).

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ναι μεν ισχύει πάντο­τε αυτό που επισήμανε ο Μαρξ στην 11η θέση για τον Feuerbach, ότι δηλαδή «οι φιλόσοφοι μονάχα εξηγού­σαν με διάφορους τρόπους τον κόσμο, το ζήτημα όμως είναι να τον αλλάξουμε» (152, 470), από την άλλη όμως ισχύει περισσότερο από ποτέ και ότι, για να αλλάξου­με τον κόσμο, θα πρέπει προηγουμένως να τον έχουμε κατανοήσει και να έχουμε συνειδητοποιήσει την ανα­γκαιότητα αυτής της αλλαγής. Και ως προς αυτό η συμβολή της επαναστατικής διανόησης, της διανόησης δηλαδή εκείνης που δεν αρκείται στην εξήγηση, αλλά επιδιώκει και την επαναστατική αλλαγή, είναι περισ­σότερο σημαντική από ποτέ.

Ταυτόχρονα, αν το παραδοσιακό προλεταριάτο με τη συμβολή της επαναστατικής διανόησης, μέσα από μια σχέση όπου το πρώτο ήταν η «καρδιά» της χειραφέτησης και η δεύτερη η «κεφαλή» της, αναγόταν από τους κλα­σικούς του μαρξισμού σε πρωτοπόρο τμήμα της κοινω­νίας μέσα από μια διαδικασία συνειδητοποίησης, που εί­χε ως αφετηρία τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής του, την άρνηση της εκμετάλλευσής του και τελικά την καθολική χειραφέτηση ολόκληρης της κοινωνίας στην εποχή μας όπου η ουσιαστική βελτίωση δεν μπορεί παρά να σημαίνει ανατροπή και όπου οι αντικειμενικές συνθή­κες επιτρέπουν και απαιτούν την άμεση διεκδίκηση της χειραφέτησης, η σύγχρονη πρωτοπορία θα πρέπει να ανταποκρίνεται σε αυτή την απαίτηση. Η επαναστατική διανόηση λοιπόν, στο βαθμό που ανήκει στο τμήμα εκεί­νο που έχει συλλάβει και ενστερνιστεί αυτό το κομμουνι­στικό δέον, σε αντίθεση με τη βούληση της πλειοψηφίας, έχει να διαδραματίσει ένα σημαντικό ρόλο στη σύγχρονη επαναστατική διαδικασία της χειραφέτησης.

333

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

Ακόμη ο ρόλος της επαναστατικής διανόησης αναβαθ­μίζεται στην εποχή μας διότι ανοίγονται νέοι ορίζοντες, νέες δυνατότητες άρνησης της λυδίας λίθου της σύγχρο­νης τάξης πραγμάτων, της εμπορευματικής παραγωγής και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, στο επίπεδο των νέων τε­χνολογιών, όπως είδαμε ότι συμβαίνει με τα λογισμικά, οι οποίες μόνον από τους κατόχους της επιστημονικής - τεχνικής γνώσης είναι δυνατόν να αξιοποιηθούν.

Τέλος σε μια εποχή που καλλιεργείται και προωθεί­ται η τεχνοκρατική, αποσπασματική, υπερεξειδικευμένη γνώση που συνδέεται άμεσα με το κέρδος και βρίσκεται υπό διωγμό η κριτική επιστημονική σκέψη, σε μια εποχή εμπορευματοποίησες της γνώσης, οι διανοούμενοι εκεί­νοι που αρνούνται να ενδώσουν τόσο στην κατάπτωσή τους σε τεχνικούς της μερικής γνώσης, σε εξειδικευμέ- νους πραγματιστές τεχνοκράτες και στην υποταγή τους στη συμβατική σκέψη, όσο και στην εμπορευματοποίηση των γνώσεών τους και στον συνεπαγόμενο εκχυδαϊσμό τους είναι πιο αναγκαίοι από ποτέ.

Τι είναι όμως εκείνο που κάνει να ξεχωρίζει την επαναστατική διανόηση από τη γενικώς προοδευτική διανόηση; Με άλλα λόγια ποια είναι τα χαρακτηριστι­κά εκείνα που μπορεί να προσδιορίσουν τον επαναστά­τη διανοούμενο στην εποχή μας;

Ας αντιμετωπίσουμε το ζήτημα ασκώντας ταυτό­χρονα κριτική σε ορισμένους στοχαστές όπως o Max Weber ή o Raymond Aron, οι οποίοι μόνο φαινομενικά αρνούνται τον ξεπεσμό της διανόησης, ενώ στην πραγ­ματικότητα κατηγορούν τους προοδευτικούς διανοού­μενους και υπερασπίζονται την ένοχη επιστημονική ου­δετερότητα της διανόησης, ή άλλους όπως οι Julien Benda, Edward Said, οι οποίοι αρνούνται πραγματικά τον ξεπεσμό της διανόησης, όμως δεν φτάνουν να τα­χθούν με την εργατική τάξη.

334

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

Το πρώτο λοιπόν χαρακτηριστικό ενός επαναστάτη διανοούμενου είναι η αντικομφορμιστική, αντισυμβατι- κή σκέψη, η αμφισβήτηση της κυρίαρχης ιδεολογίας και των κυρίαρχων αξιών. Το «έτσι έχουν τα πράγματα και πρέπει να προσαρμοστούμε, να τα αποδεχόμαστε ως έχουν, δίχως να προσπαθούμε να τα αλλάξουμε» δεν αρμόζει στον επαναστάτη διανοούμενο.

Αντιλήψεις που εντάσσονται στην εκλογίκέυση του πραγματικού, δηλαδή στη νομιμοποίησή του, αντιλή­ψεις όπως «πάσα εξουσία εκ θεού», «ό,τι είναι πραγ­ματικό είναι και ορθολογικό», «αθωότητα του γίγνε­σθαι» ή «η ψυχή ισοδυναμεί με την παρουσία των πραγμάτων» (74, 121) δεν προσιδιάζουν στους επανα­στάτες διανοούμενους.

Τούτο σημαίνει ότι ο επαναστάτης διανοούμενος πέρα από τις γενικότερες κυρίαρχες αξίες, όσον αφορά πιο ειδικά τη δική του δράση, πρέπει να αρνείται τον πραγματισμό, την εμπορευματοποίηση της γνώσης ή κατά Balzac το «να εμπορεύεται την ψυχή του» (16), δηλαδή να αρνείται τη μετατροπή του από ολοκληρω­μένο επιστήμονα σε ειδικό τεχνοκράτη.

0 Brecht υπογράμμιζε: «Θεωρώ πως ο μοναδικός σκοπός της επιστήμης έγκειται στο ξελάφρωμα της αν­θρώπινης ύπαρξης από το μόχθο. Όταν επιστήμονες τρομοκρατημένοι από ιδιοτελείς δυνάστες αρκούνται να συγκεντρώνουν γνώσεις για τις γνώσεις χάρη της γνώσης, μπορεί η επιστήμη να καταντήσει σακάτης και οι καινούργιες σας μηχανές είναι δυνατό να σημάνουν μονάχα καινούργιες δυστυχίες. Μπορεί να ανακαλύψε­τε με τον καιρό όλα όσα είναι δυνατόν να ανακαλυ­φθούν και η πρόοδό σας θα ’ναι εντούτοις μια πορεία μονάχα απομάκρυνσης από την ανθρωπότητα. Το χά­σμα ανάμεσα σε σας και σ’ αυτήν θα ’ναι μια μέρα τόσο μεγάλο που η κραυγή του θριάμβου σας για μια και­

335

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

νούργια κατάχτηση να δεχτεί ως απάντηση μια παγκό­σμια κραυγή φρίκης [...] Όπως είναι τώρα, το πιο πολύ που μπορεί κανείς να ελπίζει είναι ένα γένος εφευρετι­κών νάνων πρόθυμων να εκμισθώνονται για τα πάντα» (31, 127).

Ακόμη ο επαναστάτης διανοούμενος πρέπει να έχει ως παράδειγμα τη στάση του Λένιν στο Θέσεις του Απρίλη του 1917, που ενάντια στο ρεύμα και σχεδόν απομονωμένος από τα υπόλοιπα στελέχη των μπολσε­βίκων, μεταξύ των οποίων και ο Στάλιν, σε τέτοιο βαθ­μό που ο Μπογκνάνοφ να χαρακτηρίζει τις Θέσεις του Απρίλη «ντελίριο ενός τρελού» και η ίδια η Κρούπσκα- για να «φοβάται μήπως ο Λένιν έχει τρελαθεί» (235, 21), επέμενε να υποστηρίζει ότι τότε παρουσιαζόταν μια μοναδική ευκαιρία για την επανάσταση και έριξε το σύνθημα: «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ».

Ο επαναστάτης διανοούμενος θα πρέπει να αμφι­σβητεί το σύνολο των παραδεγμένων αληθειών και των συμπεριφορών που απορρέουν απ’ αυτές στο όνομα μιας συνολικά διαφορετικής από την κρατούσα αντίλη­ψης του ανθρώπου και της κοινωνίας (212,15). Θα πρέ­πει «να καταπολεμά την εξάπλωση [διάδοση] του στε­ρεότυπου και της συνέπειάς του - το θάνατο αυτού που είναι αυθεντικό και ζωντανό» (169, 229).

Όπως σοφά υποστήριζε o Nietzsche για τους φιλοσό­φους, ο επαναστάτης διανοούμενος θα πρέπει να «είναι απαραίτητα ο άνθρωπος του αύριο ή του μεθαύριο και να βρίσκεται πάντα σε αντίθεση με το παρόν, να είναι εχθρός των κρατούντων ιδανικών» (180, §212) ή με άλ­λα λόγια ο επαναστάτης διανοούμενος θα πρέπει να μην είναι εγκλωβισμένος στα στενά όρια των κυρίαρχων ιδεών της εποχής του και μ’ αυτή την έννοια, όπως τον καλεί o Benda, να οδηγεί τους συνανθρώπους του σε άλλες θρησκείες από τις κρατούσες επίγειες (20, 106).

336

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

Με άλλα λόγια ο επαναστάτης διανοούμενος θα πρέπει να είναι οραματιστής, θα πρέπει να ονειρεύεται. «Γιατί όνειρα, πόθους, δράση / κανείς ποτέ δεν θα χορ­τάσει!» όπως έγραφε ο Μαρξ σ’ ένα νεανικό του ποίη­μα (82, 11). «Πρέπει να ονειροπολούμε», συμπληρώνει ο Λένιν (91, 173). Και παραθέτει ένα απόσπασμα του επιφανούς Ρώσου επαναστάτη Πίσαρεφ: «Φτάνει μόνο το πρόσωπο που ονειροπολεί να πιστεύει σοβαρά στο όνειρό του, να παρατηρεί προσεχτικά τη ζωή, να συ­γκρίνει τις παρατηρήσεις του με τους ανάερους πύρ­γους του και γενικά να δουλεύει ευσυνείδητα για να υλοποιεί τη φαντασία του. Όταν υπάρχει κάποια επαφή ανάμεσα στ’ όνειρο και στη ζωή, όλα είναι εντάξει» (91, 174, σημ. 84). Και προσθέτει: «Τέτοια όνειρα έχουμε δυστυχώς πολύ λίγα στο κίνημά μας» (91, 174).

Συνεπώς για τον επαναστάτη διανοούμενο κάθε άλ­λο παρά υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στην ουτοπία -με την έννοια του μη υπάρχοντος- και την επιστήμη. Μια τέτοια αντίφαση που βρίσκει τις ρίζες της στον Paul Lafargue παραπέμπει μάλλον στον μηχανιστικό υλισμό παρά στον μαρξισμό.

Και κάτω από τις παρούσες συνθήκες το όραμα, το όνειρο του επαναστάτη διανοούμενου που έχει άμεση «επαφή με τη ζωή», που είναι σήμερα υλοποιήσιμο, δεν είναι άλλο από την κομμουνιστική κοινωνία, την ανθρω­ποκεντρική κοινωνία της ανεμπόδιστης ανάπτυξης της κοινωνικής ατομικότητας. Αυτό το όραμα καλείται να προβάλει ο σύγχρονος επαναστάτης διανοούμενος.

Με δεδομένο ότι και η εκτός παραγωγής διανόηση, όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ακολουθεί στη μεγάλη της πλειονότητα την πορεία κατάπτωσης της αστικής τάξης ως προς την αντιμετώπιση των οι­κουμενικών αξιών και ότι, όπως ορθά ως προς αυτό υπογραμμίζει o Foucault, υπήρξε μια παράλληλη αντι­

337

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

κατάσταση των λεγάμενων οικουμενικών διανοουμέ­νων από τους «ειδικούς» διανοούμενους (49), πολλοί από τους διανοούμενους που θέλησαν να αντιδράσουν σε αυτή την πορεία οδηγήθηκαν συχνά σε μια αφηρη- μένη υπεράσπιση αυτών των οικουμενικών αξιών ή ακόμη στην υποστήριξη μιας στάσης της διανόησης που θα αυτοπροστατευόταν από αυτή την κατάπτωση παραμένοντας έξω από την πολιτική, έξω από τις εγκόσμιες πραγματικές συγκρούσεις.

Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια τάση που επαναφέρει από την πίσω πόρτα το αντιδιαλεκτικό διαχωρισμό αντικειμενικής πραγματικότητας και υπο­κειμενικής παρέμβασης, που βγάζει το υποκείμενο «έξω» από τη διαδικασία της αντανάκλασης της πραγ­ματικότητας, για μια τάση που προσδίδει στην οικου- μενικότητα τον ιδεολογικό ρόλο μιας αφαίρεσης, που επιτρέπει την απόσπαση από τη συγκεκριμένη πραγ­ματικότητα. Έτσι οδηγείται από τη μια στο να αντιμε­τωπίζει την οικουμενικότητα πέρα από το συγκεκριμέ­νο και από την άλλη τη διανόηση έξω αυτή τη φορά όχι μόνο από τους οικονομικούς αγώνες, αλλά και από την ταξική πάλη.

Στο πλαίσιο μιας γραμμής πλεύσης όπως αυτή του Émile Durkeim ο οποίος αντιμετωπίζει τη λειτουργία του πολιτικού και του παραδοσιακού διανοούμενου ως αντιφατικές, μια και αυτές «συνεπάγονται ένα διαφο­ρετικό προσανατολισμό του πνεύματος και της βούλη­σης» (41, 42), δηλαδή μιας γραμμής πλεύσης που σε τελευταία ανάλυση συνεχίζει την παράδοση του διαχω­ρισμού της θεωρίας από την πράξη, διαμορφώθηκε ένα ρεύμα που στην καλύτερη εκδοχή του ναι μεν θέλει το διανοούμενο να αντιδρά κατά της κρατούσας τάξης, όχι όμως να στρατεύεται από τη σκοπιά των συμφερό­ντων των καταφρονεμένων.

338

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

Έτσι λοιπόν στη βάση μιας αντίληψης «καθαρότητας της επιστήμης» που πρώτος ανέπτυξε o Weber υπό τη σύγχρονη εκδοχή της και κατά την οποία η «πολιτική δεν έχει θέση στην επιστήμη» (231,101), μιας αντίληψης που την υπαρκτή ένταση ανάμεσα σε επιστήμη και πολιτική την αναγάγει σε στεγανό, αδιάβατο χώρισμα μεταξύ τους, διαμορφώθηκε ένα ρεύμα που ναι μεν αντιδρά στην ενσωμάτωση των διανοουμένων και στην υπάρχουσα τά­ξη πραγμάτων από τη σκοπιά των οικουμενικών αξιών, το οποίο όμως δεν φτάνει μέχρι την αποδοχή της ανα­γκαιότητας στράτευσης των διανοουμένων, πόσο μάλλον της στράτευσής τους με το μέρος της εργατικής τάξης.

Ο ίδιος o Weber, ο οποίος στην ουσία δεν είχε κανέ­να πρόβλημα με τον στενό καταμερισμό της εργασίας, την επιστημονική υπερεξειδίκευση και γενικότερα με την «ορθολογική» καπιταλιστική οργάνωση της εργα­σίας, ήταν ξεκάθαρος ως προς την ανάγκη ουδετερότη­τας της επιστήμης την οποία βεβαίως διαχώριζε από τη φιλοσοφία.

Το όριο της επιστήμης είναι να τοποθετεί την κάθε επιλογή [της] στο πλαίσιο της γενικότερης θεώρησης του κόσμου στην οποία εντάσσεται, αλλά όχι να παίρ­νει θέση γι’ αυτή καθαυτή τη θεώρηση του κόσμου. Στο ερώτημα «Ποιο θεό θα πρέπει να υπηρετούμε ανάμεσα σε όλους αυτούς που συγκρούονται μεταξύ τους; Θα πρέπει ίσως να υπηρετήσουμε κάποιον άλλο θεό, μα ποιος είναι αυτός;» o Weber απαντά: «Θα σας έλεγα: απευθυνθείτε σ’ έναν προφήτη ή σε ένα λυτρωτή» όχι όμως σε έναν «καθαρό» επιστήμονα (231, 115).

Στη βάση λοιπόν αυτής της συλλογιστικής, διανοη- τές όπως o Julien Benda ή ακόμη και o Edward Said, οι οποίοι κάθε άλλο παρά συμφωνούν με τη γενικότερη στάση του Weber και την πραγματιστική διολίσθηση, οδηγούνται και αυτοί στο διαχωρισμό επιστήμης και

339

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

πολιτικής ο πρώτος και στην ουδέτερη στάση απέναντι στην ταξική πάλη ο δεύτερος, και τελικά στον αλληλο- αποκλεισμό διανοούμενου και πολίτη.

Αυτό το διαχωρισμό στην πλέον χυδαία αλλά και φαι­νομενικά πιο καθαρή μορφή του τον είχε αναγάγει σε θέσφατο o Raymond Aron (12). Για να τεκμηριώσει τον αντικομμουνισμό του και να απαξιώσει τους διανοούμε­νους που έπαιρναν θέση ενάντια στην εξουσία, υποστή­ριζε ότι για τον διανοούμενο «υπάρχει μια δραστηριότη­τα που είναι πιο σημαντική από την πολιτική και αυτή είναι η αναζήτηση της αλήθειας» (13, 235).

0 Benda, ο οποίος με ειλικρίνεια στρέφεται κατά του πραγματισμού των διανοουμένων, οδηγείται σε μια άλλου τύπου απολυτότητα. Γι’ αυτόν «το βασίλειο του κληρικού [πραγματικού διανοούμενου] δεν ανήκει σε τούτο τον κόσμο» (20, 16). Τα πάθη των φυλών, των τάξεων, των εθνών δεν αφορούν τον πραγματικό διανο­ούμενο (20, 107) ο οποίος χαρακτηρίζεται ως «κληρι­κός» σε αντίθεση με τους «λαϊκούς» απλούς πολίτες, διότι «δεν μπορεί να ανήκει σε τούτο τον κόσμο» όπως αυτοί. Καθήκον του είναι να υπερασπίζεται τις οικου­μενικές σταθερές αξίες της δικαιοσύνης, της αλήθειας και της λογικής, δίχως όμως να στοχεύει όπως οι «λαϊ­κοί» σε κανένα πρακτικό αποτέλεσμα, διότι αυτές οι αξίες είναι υπεράνω κάθε συμφέροντος (20, 99). Ο δια­νοούμενος καλείται να μένει έξω και πάνω από τα συλ­λογικά, μαζικά πάθη και τις συγκρούσεις. Έτσι ενώ ο Benda αποδέχεται ότι ο «κληρικός» θα πρέπει να ανταποκρίνεται θετικά στα ιδανικά της αριστεράς και τη «μεταφυσική» της αριστεράς, δεν θεωρεί ότι είναι αναγκαίο να κάνει το ίδιο με την αριστερή πολιτική (20, 15).

Με τον Said τα πράγματα δεν είναι τόσο απόλυτα. Ενώ καταγγέλλει την εμπορευματοποίηση της γνώσης,

340

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

το εύκολο κέρδος και τη γρήγορη επιτυχία στις οποίες ενδίδει η σύγχρονη διανόηση (211, 35), ενώ τοποθετεί­ται υπέρ της «εξορίας» της διανόησης σε σχέση με τα προνόμια, την εξουσία και την ασφάλεια που προσδί­δει ο δογματισμός (211, 74-75), και αυτός, προκειμέ- νου να αναγάγει το οικουμενικό κριτήριο σε αξία καθε- αυτή και να το αντιπαραθέσει «στο τοπικό, το υποκει­μενικό, το “εδώ και τώρα”», υποστηρίζει ότι η πραγ­ματική διανόηση θα πρέπει να εναντιώνεται σε κάθε μερικό συμφέρον, ταξικών συμφερόντων συμπεριλαμ­βανομένων (211, 13). Ταυτόχρονα φαίνεται, όσο παρά­δοξο κι αν είναι αυτό για κάποιον που εναντιώνεται στην κυρίαρχη τάξη, ότι ο προνομιούχος συνομιλητής του είναι η εξουσία και όχι οι λαϊκές μάζες (17, 6).

Στην ίδια γραμμή πλεύσης κινείται κι ο Ιταλός συγ­γραφέας Umberto Eco για τον οποίο ο διανοούμενος δεν θα πρέπει να εμπλέκεται σε ζητήματα στα οποία δεν εί­ναι καθ’ ύλην αρμόδιος και θα πρέπει να περιορίζεται στη λειτουργία του ως «οργανωτή της κουλτούρας» (222, 3) και όχι να φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν. Γι’ αυτόν «το πρώτο καθήκον του διανοούμενου είναι να παραμένει σιωπηλός όταν δεν χρησιμεύει σε τίποτα» (222, 3). Έτσι για τον Eco «όταν πιάσει φωτιά ένα σπίτι, ο διανοούμενος μπορεί μόνο να προσπαθήσει να συμπε- ριφερθεί σαν ένα κανονικό άτομο καλής θέλησης, όπως όλος ο κόσμος· αν όμως θεωρεί ότι έχει κάποια ειδική αποστολή, κάνει λάθος και εκείνος που την επικαλείται είναι ένα υστερικό άτομο που ξέχασε τον αριθμό του τη­λεφώνου της πυροσβεστικής» (42).

Όμως, όπως πολύ εύστοχα του απαντά o Antonio Tabucci (222, 2), «ακόμη και όταν οι ρίψεις των πυρο­σβεστών είναι αποτελεσματικές, παραμένει το πρόβλη­μα του ποιος έβαλε τη φωτιά». Και σε κάθε περίπτωση όταν οι αιτίες της φωτιάς είναι κοινωνικές, οικονομικές

341

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

ή πολιτικές, τότε και πάλι θα πρέπει ο διανοούμενος να μην παρεμβαίνει;

Ε λοιπόν όχι! 0 επαναστάτης διανοούμενος ως σύγχρονος πολίτης του κόσμου θα πρέπει να στρατεύεται σε όλες τις συγκρούσεις ενάντια στην κυρίαρχη τάξη, ενάντια στην κυρίαρχη ιδεολογία. Και αν πράγματι θέλει να υπερασπί­ζεται τις οικουμενικές αξίες, τότε θα πρέπει να επιδιώκει την ανατροπή του συστήματος εκείνου που τις παραβιάζει και όχι να τις υποστηρίζει αφηρημένα και στην κυριολεξία εκτός τόπου και χρόνου.Ή με άλλα λόγια, όπως έγραφε ο Sartre, ο επαναστάτης διανοούμενος «είναι υποχρεωμένος να στρατευθεί σε όλες τις συγκρούσεις της εποχής μας [...], να εργάζεται ώστε μια κοινωνική οικουμενικότητα να καταστεί μια μέρα δυνατή, στην οποία όλοι οι άνθρωποι θα είναι πραγματικά ελεύθεροι, ίσοι και αδελφωμένοι, όντας βέβαιος ότι εκείνη την ημέρα, αλλά όχι πριν, ο δια­νοούμενος θα εξαφανιστεί και ότι οι άνθρωποι θα μπο­ρούν να κατακτήσουν την πρακτική γνώση χωρίς αντιφά­σεις, μέσα στην ελευθερία που αυτός σήμερα διεκδικεί» (212, 50-51) και την οποία δεν μπορεί να κατακτήσει «αν συγχρόνως δεν ελευθερωθούν και οι άλλοι» (212, 51).

Ο επαναστάτης διανοούμενος λοιπόν δεν μπορεί να μέ­νει κλεισμένος στους γρανιτένιους πύργους της εξειδι- κευμένης γνώσης του, ούτε να παραμένει ουδέτερος μπροστά στις μεγάλες και μικρές συγκρούσεις της επο­χής του στο όνομα της υπεράσπισης μιας κακώς νοού­μενης οικουμενικότητας, που κάτω από τις παρούσες συνθήκες ισοδυναμεί με μια στάση ουδετερότητας και άρα συνενοχής με την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων.

Η θέση του επαναστάτη διανοούμενου δεν είναι ού­τε να θεωρητικολογεί μακριά από κάθε συγκεκριμένη στράτευση, ούτε να καταγίνεται με τον πρακτικισμό

342

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

τύπου μη κυβερνητικών οργανώσεων που επιδιώκουν να απαλύνουν τις επιμέρους πληγές του συστήματος, δίχως να το θέτουν συνολικά σε αμφισβήτηση, ξεπέ- φτοντας με αυτό τον τρόπο όπως ξέπεσαν οι χριστιανοί από τις πρώτες κομμουνιστικές κοινότητες στη φιλαν­θρωπία, αποδεχόμενοι ως δεδομένη την ανισότητα.

Όπως παρατηρούσε o Paul Nizan κατακρίνοντας μια πα­ράδοση που έρχεται από τον Descartes, ο επαναστάτης διανοούμενος δεν μπορεί να έχει καμιά σχέση με εκείνους «τους φιλοσόφους που δεν νιώθουν καθόλου να έλκονται από τη γη και που είναι πιο ελαφροί ακόμη και από τους αγγέλους, που δεν έχουν αυτή τη βαρύτητα των ζωντανών που αγαπάμε και που δεν αισθάνονται ποτέ την ανάγκη να περπατήσουν ανάμεσα στους ανθρώπους» (181, 5).

Ναι! Ο επαναστάτης διανοούμενος αγωνίζεται για μια κοινωνία όπου δεν θα κυριαρχεί η βία και η εκμετάλ­λευση. Όταν όμως η βία ασκείται μαζικά από τους κυ­ρίαρχους, όταν η τρομοκρατία των κυρίαρχων και η κρατική τρομοκρατία αποτελούν θεμελιακό όπλο επι­βολής τους, ο επαναστάτης διανοούμενος δεν μπορεί να καταδικάζει γενικώς και αορίστως τη βία και να εξομοιώνει έτσι στην πράξη τον θύτη με το θύμα, τον ιμπεριαλισμό με όσους αντιστέκονται σε αυτόν, τον Αμερικάνο ή Ευρωπαίο εισβολέα με τον Ιρακινό αντι­στασιακό, τον Ισραηλινό κατακτητή με τον Παλαιστίνιο κ.ο.κ.

Όπως ο Σόλωνας στηλιτεύοντας την πολιτική αδια­φορία υποστήριζε ότι εκείνος που σε περίπτωση εμφυ­λίου μένει αμέτοχος θα πρέπει να θεωρείται άτιμος και θα πρέπει να στερείται των πολιτικών του δικαιωμά­των (11, VIII-5), έτσι και ο διανοούμενος που δεν στρα­τεύεται στους «πολέμους» της εποχής μας και πάνω

343

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

απ’ όλα στον μεγάλο ταξικό πόλεμο δεν είναι δυνατόν να θεωρείται επαναστάτης.

Τέλος ο επαναστάτης διανοούμενος, ο αρνητής της κατεστημένης τάξης, ο στρατευμένος με την εργατική τά ­ξη διανοούμενος, δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζει τον εαυτό του σαν το σύγχρονο βασιλιά φιλόσοφο του Πλά­τωνα, το σύγχρονο σωτήρα των καταφρονεμένων. Θα πρέπει να τρέφεται από τους αγώνες παρελθόντες και παρόντες του εργατικού κινήματος, από την πολύτιμη εμπειρία του, από τον αυθορμητισμό των μαζών και να αποβάλλει κάθε διανοουμενίστικο ναρκισσισμό. Δεν θα πρέπει ποτέ να ξεχνάει αυτό που υπογράμμιζαν οι Μαρξ και Ένγκελς, ότι δηλαδή ακόμη και αυτή «η ύπαρξη των επαναστατικών ιδεών [του] προϋποθέτει την ύπαρξη μιας επαναστατικής τάξης» (165, τ. 1, 95). Με άλλα λό­για, ο επαναστάτης διανοούμενος θα πρέπει να ακολου­θεί το γνωμικό της Αρχαίας Αίγυπτου της τρίτης χιλιετίας π .Χ . το οποίο αναφέρει: «Ας μη φουσκώνει η καρδιά σου επειδή απέκτησες γνώσεις, μη τη γεμίζεις με έπαρση επειδή είσαι σοφός - να συζητάς με τον αμαθή όπως και με τον σοφό. Κανένας καλλιτέχνης δεν φτάνει στην τελει­ότητα και δεν είναι δυνατό να καθοριστούν τα όρια της τέχνης. 0 καλός λόγος είναι πιο κρυφός κι από το σμαρά­γδι, (ωστόσο) είναι πιθανό να τον βρει κανείς στην υπηρέ­τρια που κάνει τη μυλόπετρα να γυρίζει» (227, τ. 2, 447).

Η συμβολή της στη διαδικασία επαναστατικοποίη- σης της συνείδησης, αυτός είναι ο ρόλος της επαναστα­τικής διανόησης, έτσι όπως αυτή προσδιορίστηκε πιο πάνω. Μέσα από την έρευνα και παραγωγή μιας γνώ­σης που δεν υπόκειται στις ανάγκες του κεφαλαίου, το ρόλο της ως παιδαγωγού, τη συμμετοχή της στους αντιιμπεριαλιστικούς και αντικαπιταλιστικούς αγώνες, την προβολή του κομμουνιστικού οράματος, αποστολή της είναι να συμβάλει στην ανύψωση της ανεπαρκούς

344

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

αυθόρμητης εργατικής συνείδησης στο επίπεδο της επαναστατικής συνείδησης, να συμβάλει στην ανύψω­ση της σύγχρονης εργατικής τάξης από εν δυνάμει επαναστατική τάξη σε επαναστατική τάξη στην πράξη.

Όσο λάθος είναι να θεωρεί κάποιος ότι αρκεί μόνον το βίωμα για να οδηγηθούν οι μάζες στην επανάσταση, άλλο τόσο λάθος είναι να θεωρεί ότι αρκεί η επαναστα­τική σκέψη· όσο λάθος είναι να θεοποιεί τις δυνατότη­τες της αυτοχειραφέτησης των μαζών, άλλο τόσο λάθος είναι να τις αντικαθιστά από τον ελιτισμό της διανόη­σης· και τέλος όσο λάθος είναι να παίρνεις υπόψη σου μόνο την αντικειμενική δυστυχία ως επαναστατικό κί­νητρο, άλλο τόσο λάθος είναι να θεωρείς ότι η δυστυχής συνείδηση των διανοουμένων είναι η μόνη που μπορεί να νιώσει την ανάγκη του επαναστατικού μετασχημα­τισμού, όπως υποστηρίζει o Marcuse (145, 103).

Σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το ζή­τημα δεν είναι η ερμηνεία του κόσμου, αλλά η αλλαγή του και η αλλαγή αυτή δεν μπορεί να επέλθει μόνο από τη διανόηση, πολύ περισσότερο στην προκειμένη περί­πτωση, όπως εύστοχα παρατηρεί η Rosa Luxemburg, δεν γίνεται λόγος για μια επανάσταση όπως οι προηγούμε­νες υπέρ των συμφερόντων μιας μειονότητας, όπου «μια από τις προϋποθέσεις τους ήταν οι μάζες να μην έχουν συνείδηση των αληθινών τους στόχων» (134, 2). Εδώ πρόκειται για μια σοσιαλιστική επανάσταση υπέρ των συμφερόντων της μεγάλης πλειονότητας του λαού, για την οποία η συνειδητοποίηση των μαζών όσον αφορά τους στόχους της, «αποτελεί αναγκαία ιστορική συνθήκη, όσο η μη συνειδητοποίηση της μάζας αποτελούσε κάποτε την προϋπόθεση της δράσης των κυρίαρχων» (134, 2).

Υποστηρίζουμε συνεπώς ότι ο σύγχρονος επαναστά­της διανοούμενος κατ’ αρχήν θα πρέπει να λειτουργεί ως θεωρητικός της πράξης, επιδιώκοντας να κατανοή­

345

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

σει τη σύγχρονη πραγματικότητα με προοπτική την αλ­λαγή της. Να λειτουργεί ως άνθρωπος του αύριο και όχι κολλημένος στο σήμερα, να λειτουργεί ως επιστή­μονας-πολίτης με όσο γίνεται πιο διευρυμένο πεδίο γνώσεων και όχι ως τεχνοκράτης-ατομιστής που ασχο- λείται μόνον με μια επιμέρους πτυχή της επιστήμης του. Εργαλεία του σε αυτή την επίπονη προσπάθεια θα πρέπει, πέρα από τη συγκεκριμένη επιστήμη του, να είναι η ιστορική εμπειρία του λαϊκού κινήματος και η αξεπέραστη μέχρι σήμερα επαναστατική θεωρία του μαρξισμού, η οποία όμως δεν αρκεί να αφομοιωθεί ή να ερμηνευθεί, δηλαδή να αντιμετωπίζεται σαν Αγία Γρα­φή, αλλά επιβάλλεται να ανανεώνεται, έτσι ώ στε να ανταποκρίνεται τις σύγχρονες συνθήκες, δίχως αυτό να σημαίνει την απόρριψή της μέσω της αναθεώρησής της.

Και επειδή δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο ίδιος ο μαρ­ξισμός είναι πάνω απ’ όλα μια μεγαλειώδης απεύθυνση της θεωρητικής σκέψης προς την εργατική τάξη, ο επ α ­ναστάτης διανοούμενος έχει καθήκον να μην αντιμετω­πίζει την επαναστατική θεωρία ως ατομική του ιδιο­κτησία, αλλά να τη βγάζει από τους. όποιους ναούς, ακαδημαϊκούς, κομματικούς ή διανοουμενίστικους, να προσπαθεί να τη διαδίδει και να τη διδάσκει, λειτουρ­γώντας ως λαϊκός δάσκαλος και να μην περνάει οριστι­κά στην ιδιώτευση, ούτε να αρκείται στις θεωρητικές του αναζητήσεις. Ως θεωρητικός της πράξης, θα πρέπει να συμμετέχει ενεργά στο λαϊκό κίνημα και να επιδιώ­κει να έχει ανοιχτούς δίαυλους πνευματικής επικοινω­νίας και κοινής δράσης με όλες τις δυνάμεις που δεν βολεύονται στη βαρβαρότητα και προσπαθούν να απο- δράσουν από τα σύγχρονα σπήλαια των δεσμωτών, αλ­λά και με όλες εκείνες τις δυνάμεις που θα έπρεπε να επιδιώκουν κάτι τέτοιο και δεν το πράττουν, έστω και αν αυτές τον αντιμετωπίζουν καχύποπτα.

346

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

Έτσι όπως προκύπτει και από την ανάλυση που προηγήθηκε στο πρώτο μέρος, μόνο μέσα από την ενό­τητα εμπειρίας και θεωρίας, από την ενότητα της σκε- πτόμενης ανθρωπότητας που βασανίζεται και της κατα- πιεζόμενης ανθρωπότητας που σκέφτεται, από την ενό­τητα εργατικής τάξης και διανόησης είναι δυνατόν να προκύψει η αναγκαία για τον ριζοσπαστικό μετασχημα­τισμό της κοινωνίας επαναστατική συνείδηση. Και αυτή η ενότητα δεν είναι δυνατόν να σφυρηλατηθεί παρά μό­νο μέσα στο πλαίσιο του επαναστατικού συλλογικού διανοούμενου, του κόμματος της εργατικής τάξης, του Κομμουνιστικού Κόμματος. Αλλά σε αυτή τη σημαντι­κή πτυχή της λειτουργίας του επαναστάτη διανοούμε­νου θα επανέλθουμε στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο.

10.5 Σύντομη αναφορά στη νεορομαντική διέξοδο

Πέρα από τους επαναστάτες διανοούμενους που επ έ- λεξαν να συνταχθούν με τη μαρξική κοσμοαντίληψη, υπήρξε και μια μερίδα της διανόησης η οποία επέλεξε το δρόμο μιας ρομαντικής αντικαπιταλιστικής διεξόδου στην κυρίαρχη τάξη η οποία προέκυψε από τη βιομη­χανική επανάσταση.

Αυτή η κατηγορία των ρομαντικών διανοουμένων, με δεδομένη από τη μια την αναλογία της νέας τάξης με την περίοδο εμφάνισης του ρομαντισμού και από την άλλη το ότι μια τέτοια αντίδραση μπορεί να εκφρά- σει πιο εύκολα τον χαρακτηριστικό διανοουμενίστικο ατομισμό, είναι πολύ πιθανόν να αναβιώσει και πάλι στην εποχή μας.

Το γεγονός ότι το πιο σημαντικό τμήμα της παραδο­σιακής Αριστεράς -τ η ς σοσιαλδημοκρατικής σχεδόν στο σύνολό τ η ς - συμπλέει πια στην πράξη με τον πιο άκρατο νεοφιλελευθερισμό και ενσωματώνεται δίχως

347

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

αντιστάσεις στη νέα τάξη μπορεί να οδηγήσει ορισμέ­νους διανοούμενους σε μια διέξοδο μάλλον ατομικής νεορομαντικής αντίδρασης παρά στο να επιδιώξουν να συνταχθούν με το μαζικό εργατικό κίνημα.

Τι ήταν όμως αυτή η ρομαντική αντίσταση-φυγή που ανδρώθηκε στην Ευρώπη κατά τον 19ο αιώνα για να υποχωρήσει στη συνέχεια, δίχως όμως ποτέ να εξαφανι­στεί παντελώς, και η οποία επανεμφανίζεται σήμερα ως ένας από τους πόλους αντίστασης κατά της σύγχρονης νέας τάξης;

Απέναντι στη βιομηχανική επανάσταση η οποία ήταν μια διαδικασία διαρκείας και την παράλληλη ανάπτυξη και άνοδο στην εξουσία της αστικής τάξης, φαινόμενα που είχαν επαναστατικές συνέπειες σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής, αναπτύχθηκαν αντιστάσεις όσον αφορά το νέο τρόπο ζωής, τη νέα κυρίαρχη ιδεολογία, στις νέες κυρίαρχες αξίες, τη νέα ηθική και αισθητική.

Από ένα σημείο και μετά, όταν πια η αστική τάξη έγινε και πολιτικά πια κυρίαρχη και έδωσε τα πρώτα δείγματα γραφής της, οι αντιστάσεις αυτές εμπεριείχαν και το στοιχείο της απογοήτευσης που προέκυπτε από την αναντιστοιχία ανάμεσα στον οικουμενικό παναν­θρώπινο χαρακτήρα των διακηρύξεών της και την καθη­μερινή πράξη των ανθρώπων, ανάμεσα στην αφηρημένη έννοια του πολίτη και τους συγκεκριμένους ανθρώπους, ανάμεσα στον ορθολογισμό και την κεφαλαιοκρατική εφαρμογή του.

Σε αυτή λοιπόν την περίοδο, από τα μέσα περίπου του 18ου αιώνα μέχρι και το τέλος του 19ου, μια περίοδο ανα­τροπών, ελπίδων και διαψεύσεων, χαμένων και νέων αξιών, εμφανίστηκε και ανδρώθηκε το ρομαντικό ρεύμα. Αυτό το ρεύμα, παρά τις όποιες χρονολογικές, εθνικές, ιδεολογικές και καλλιτεχνικές διαφοροποιήσεις του, παρά την όποια ύστερη αξιοποίησή του, υπήρξε ένα ρεύμα

348

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

αντίστασης και φυγής απέναντι στην τότε νέα τάξη. Μια ιδεολογική, λογοτεχνική και καλλιτεχνική αντίδραση απέ­ναντι στις συνέπειες της βιομηχανικής επανάστασης και της αστικοποίησης της κοινωνίας, μια αντίδραση στην κυ­ριαρχία του ορθολογισμού όπως αυτός αξιοποιήθηκε από την αστική τάξη, μια αντίδραση σε μια πολιτισμική ισοπέ- δωση υπό την κυριαρχία των αξιών του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης. Υπό αυτή την έννοια ο ρομα­ντισμός υπήρξε ένα αντικαπιταλιστικό ρεύμα και μια μορφή αντίστασης απέναντι στις αξίες μιας κοινωνίας η οποία κυριαρχούνταν όλο και πιο έντονα από την εμπο- ρευματική παραγωγή. Βεβαίως το ρομαντικό ρεύμα κυ­ριαρχούνταν το ίδιο από μια ιδεαλιστική φιλοσοφική θεώ­ρηση, μια σαφή πρόταξη του υποκειμενισμού και της φα­ντασίας απέναντι στην πραγματικότητα, διακατεχόταν από μια νοσταλγία του παρελθόντος, από μια νοσταλγία των τοπικών παραδόσεων απέναντι στον κοσμοπολιτι­σμό. Συνεπώς απέναντι σε ένα υλισμό που απελευθέρωνε αλλά και ταυτόχρονα σκλάβωνε μια κοινωνική πραγματι­κότητα η οποία έσπαγε τις αλυσίδες και ταυτόχρονα σφυ­ρηλατούσε καινούργιες, απέναντι σε μια γενικευμένη εμπορευματοποίηση που απελευθέρωνε από τον εξωοι- κονομικό καταναγκασμό και ταυτόχρονα σκλάβωνε μέσω του οικονομικού καταναγκασμού και διεύρυνε την απο­ξένωση, απέναντι σε μια κοσμοπολίτικη κουλτούρα που άνοιγε νέους ορίζοντες, αλλά ταυτόχρονα ισοπέδωνε ση­μαντικές τοπικές παραδόσεις, η ρομαντική φυγή από τη νέα κοινωνική πραγματικότητα αποτελούσε μια κάποια διέξοδο, μια προσπάθεια αντίστασης στον υλικό πολιτι­σμό (civilisation) από τη σκοπιά της κουλτούρας (culture).

Αν οι κλασικοί του μαρξισμού αντιμετώπιζαν τη βιο­μηχανική επανάσταση ταυτόχρονα ως ελευθερώτρια και καταπιεστική, το ρομαντικό ρεύμα έριχνε το βάρος του στη δεύτερη αυτή πτυχή της, νοσταλγώντας μάλ­

349

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

λον το μια για πάντα ξεπερασμένο παρελθόν (βλ. πιο αναλυτικά, 130).

Από αυτή λοιπόν τη σκοπιά, αυτή την αντίδραση τη διαπερνούσε πολύ συχνά ένας σαφής συντηρητισμός με τον οποίο δεν πρόκειται να ασχοληθούμε εδώ παρά μό­νο για να υπογραμμίσουμε ότι μια συνάφεια ανάμεσα σε αυτή τη συντηρητική και την επαναστατική σκέψη, την οποία εύστοχα εντόπισε o Mannheim (141, 92), ο οποίος ταυτόχρονα επισήμανε ότι τα δυο αυτά ρεύμα­τα ξεκινούν από θεμελιακά διαφορετικές στοχεύσεις, δεν ήταν εκτός πραγματικότητας στο πλαίσιο του αντι- καπιταλισμού που χαρακτήριζε και τα δύο.

Μάλιστα μπορούμε να πούμε ότι ο κλασικός μαρξι­σμός σε αντίθεση με τον καθεστωτικό θετικιστικό και τον εξελικτικό μαρξισμό, πέρα από το ζήτημα της απο­ξένωσης και της πνευματικής κατάπτωσης και ισοπέδω- σης που προσάπτει στον καπιταλισμό, είναι αναμφίβολο ότι περιέχει και άλλα στοιχεία ρομαντικού στοχασμού.

Κάτω από αυτό το πρίσμα, παρά τις διαφορετικές τους αφετηρίες, δεν είναι αδύνατον ούτε παράδοξο να συναντηθούν σε κοινές μορφές αντίστασης επαναστά­τες μαρξιστές διανοούμενοι και νεορομαντικοί συντη­ρητικοί διανοούμενοι ενάντια στο σύγχρονο νεοφιλε­λεύθερο κοσμοπολιτισμό.

Είναι επίσης δεδομένο ότι αυτή η μορφή της ρομα­ντικής αντίστασης είχε σε ορισμένες περιπτώσεις σα ­φείς επαναστατικούς, σοσιαλιστικούς ή και αναρχικούς προσανατολισμούς, όπως για παράδειγμα συνέβη από τη μια με τους Charles Fourier, Moses Hess, και από την άλλη με τους Proudhon, Bakounin, Kropotkine ή ακόμη και πιο ευκρινώς μαρξίζοντες εκπροσώπους όπως ήταν o William Morris.

Έ τσ ι κάθε άλλο παρά συμπτωματικό είναι το γεγο­νός ότι πέρα από τον «κλασικό» ρομαντισμό, σπέρμα­

350

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

τα ρομαντικού στοχασμού, που προσεγγίζουν ή και εντάσσονται στο μαρξισμό, ποτέ δεν έπαψαν να εμφα­νίζονται στο πλαίσιο του σύγχρονου προοδευτικού φι­λοσοφικού στοχασμού, αλλά και κατά τη διάρκεια των σύγχρονων αντικαπιταλιστικών κινημάτων.

0 υπερρεαλισμός, ο υπαρξισμός, οι στοχασμοί του Ernst Bloch, του Marcuse, του Henri Lefebvre, η επανα­στατική πορεία του Τσε, το κίνημα των χίπις, το κίνημα του Μάη του ’68 ή το οικολογικό κίνημα, ακόμη και συνθήματα όπως «φαντασία στην εξουσία» και «τα όνειρά μας εφιάλτες σας» παραπέμπουν δίχως αμφι­βολία στο ρομαντικό ρεύμα.

Ας δούμε τώρα για ποιο λόγο θεωρούμε ότι η ανα­λογία ανάμεσα στην εποχή του ρομαντισμού και τη ση­μερινή μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη ενός νεορο- μαντικού ρεύματος.

Στην εποχή μας δεν συντελείται βεβαίως κάποια με­τάβαση από έναν τρόπο παραγωγής σε κάποιον άλλο, ούτε έχουμε να κάνουμε με την εδραίωση κάποιου νέου τρόπου παραγωγής, όπως κατά την περίοδο της Βιομη­χανικής Επανάστασης, οπότε είχαμε να κάνουμε με τη μετάβαση στην ουσιαστική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο και τη γενίκευση της εμπορευματικής παρα­γωγής. Παρ’ όλα αυτά όπως είδαμε, οι αλλαγές που συ- ντελούνται στο πλαίσιο της σύγχρονης «νέας τάξης» αφορούν όλους τους τομείς της ζωής, ενώ η απαξίωση της ανθρώπινης υπόστασης, της ίδιας της ανθρώπινης ζωής, που εκδηλώνεται με την πλέον βάρβαρη μορφή με τους συνεχείς πολέμους, η καταστροφή του περιβάλλο­ντος και συνεπώς της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση, η κυριαρχία του υλικού πολιτισμού, των πραγμάτων και του χρήματος πάνω στους ανθρώπους, η αποξένωση, η υπερεκμετάλλευση, ο πολιτισμικός ισοπεδωτισμός, ο νεοφιλελεύθερος «ορθολογισμός» αποτελούν θεμελια­

351

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

κά χαρακτηριστικά της σύγχρονης βαρβαρότητας. Επο­μένως κι εμείς σήμερα θα μπορούσαμε, για να μιλήσου­με για τη βαρβαρότητα του δικού μας αιώνα, να χρησι­μοποιήσουμε τον όρο «mal du siécle» (το κακό, τη συμ­φορά του αιώνα), που χρησιμοποιούσαν και οι ρομαντι­κοί του 19ου αιώνα. Υπάρχει συνεπώς μια ορισμένη ιστορική αναλογία ανάμεσα στο τότε και το σήμερα.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι αναμενόμενο να αναβιώσουν και στην εποχή μας αντιστάσεις ρομαντι­κού τύπου, ώ στε να μπορεί να γίνεται λόγος για νεορο- μαντικό ρεύμα. Στοιχεία όπως η άρνηση της ενσωμάτω- σης στη «νέα τάξη», ένας κάποιος αναχωρητισμός, μια τάση φυγής από τη σύγχρονη μουντή πραγματικότητα, ο αντιμοντερνισμός, η αναζήτηση μιας ζωής πιο κοντά στη φύση, η νοσταλγία του παρελθόντος, ο ουτοπικός, φανταστικός στοχασμός, η προσφυγή στις λαϊκές ρίζες, η υπεράσπιση των εθνικών παραδόσεων και της τοπικής κουλτούρας, η υπεράσπιση της θρησκευτικής παράδο­σης και άλλα στοιχεία που χαρακτήριζαν το ρομαντικό κίνημα εμφανίζονται και πάλι ως αντίβαρο στην ενσω- μάτωση και τη νέου τύπου ομοιογενειοποίηση.

Συχνά μάλιστα ορισμένοι διανοούμενοι που θα επι- λέξουν να αντισταθούν στη σύγχρονη βαρβαρότητα, να αρνηθούν την ενσωμάτωση σε αυτή και την υποταγή στο βασίλειο του χρήματος θα προσπαθήσουν να κρα­τηθούν από όπου μπορούν, φτάνει να μην συμπαρα­συρθούν από το τεράστιο παλιρροϊκό κύμα, από τη σύγχρονη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα. Έ τσι ιδιαίτερα στις αναπτυγμένες οικονομικά χώρες, όπου τα επαναστατι­κά υποκείμενα είναι είτε ανύπαρκτα, είτε έχουν παρα­συρθεί από την αίγλη της αστικής εξουσίας, είτε έχουν μικρή απήχηση, οι νεορομαντικού τύπου διαφυγές θα αποτελέσουν και πάλι για ορισμένους από αυτούς ένα όχι ευκαταφρόνητο αποκούμπι.

352

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

Με δεδομένο μάλιστα ότι το ρομαντικό ρεύμα υπήρ­ξε μια πνευματική κίνηση που εκδηλώθηκε κυρίως στο πολιτιστικό πεδίο, υπήρξε δηλαδή κυρίως ένα κίνημα της διανόησης που αφορούσε τη φιλοσοφία, τη λογοτε­χνία και γενικότερα την τέχνη, και ότι σήμερα η μη κα­ταφατική κουλτούρα μπορεί να μην αποτελεί το τελευ­ταίο απομεινάρι του λόγου, όμως μαζί με το γενικότερο ρόλο της επαναστατικής διανόησης αποτελούν σημαντι­κούς παράγοντες αντίστασης, η προσφυγή σε νεορομα­ντισμού τύπου μορφές αντίστασης αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Και η συνειδητοποιημένη επαναστατική δια­νόηση έχει υποχρέωση να συμβάλει έτσι ώστε η νεορο- μαντική διανόηση να αποβάλει τα όποια αρνητικά χα­ρακτηριστικά της όπως ο τοπικισμός, ο εθνικισμός, η θρησκοληψία, η νοσταλγία του παρελθόντος, ο διανοου- μενίστικος ναρκισσισμός κ.ά. και να την οδηγήσει στην πάλη για την κομμουνιστική χειραφέτηση.

Όσον αφορά πιο ειδικά την ελευθεριάζουσα συνι­στώσα αυτού του ρεύματος, το ζήτημα είναι κατά πόσο αυτή, παρά τις καλές προθέσεις της, είναι δυνατόν να ανταποκριθεί στο ρόλο της ανύψωσης της εργατικής συνείδησης, στο βαθμό που αναπτύσσεται εκτός και ξεκομμένη από το μαζικό λαϊκό κίνημα ή επιδιώκει να καλύψει το έλλειμμα ριζοσπαστισμού του από ατομι­κές επαναστατικές ενέργειες οι οποίες διακατέχονται από ένα αίσθημα ηρωικό μεν ελιτίστικο δε, που σε κά­θε περίπτωση οδηγεί σε νέα αδιέξοδα.

Η άποψή μας είναι ότι, παρά τις ευθύνες της ενσω­ματωμένης αριστεράς για την εμφάνιση και απήχηση τέτοιων μορφών, μια και όπως ορθά παρατηρεί ο Λένιν ειδικά για την αναρχική έκφανσή τους αυτή «είναι συ­χνά ένα είδος τιμωρίας για τα οπορτουνιστικά αμαρτή­ματα του εργατικού κινήματος» (101, 15), αυτές δεν εί­ναι δυνατόν να καλύψουν το κενό που δημιουργεί αυτή

353

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

η ενσωμάτωση. Και τούτο διότι από πολιτική σκοπιά δεν συνδέονται με το μαζικό κίνημα· από τη σκοπιά της αποτελεσματικότητας αυτές οι μορφές συχνά χρησιμο­ποιούνται ως πρόσχημα για την ένταση του κρατικού αυταρχισμού και της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας· από τη σκοπιά που επισήμανε o Víctor Hugo αλλά και ο Λένιν δεν μπορείς να βιάζεις ένα λαό να προχωρεί παρά τη θέλησή του πιο γρήγορα από όσο επιθυμεί· τέλος, κάτι που δεν φαίνεται να προκύπτει ως κριτική στο πλαίσιο του κλασικού μαρξισμού, από ηθική σκοπιά, στο βαθμό που πρόκειται για μορφές ατομικής τρομο­κρατίας, αυτές οι μορφές, αποτελώντας υιοθέτηση της ηθικής του ταξικού αντιπάλου από ένα κατ’ εξοχήν αν­θρωποκεντρικό ρεύμα, δεν οδηγούν στη διαμόρφωση μιας διαφορετικής συνείδησης, αλλά στην αναπαραγω­γή της κυρίαρχης συνείδησης η οποία και κινδυνεύει να παγιωθεί και μετεπαναστατικά.

Έ τσι το πάθος και η επαναστατική εντιμότητα που δίχως αμφιβολία διακρίνει σε ατομικό επίπεδο αυτή τη νεορομαντική αντίδραση και πιο ειδικά τις θεαματικές βίαιες εκφάνσεις της δεν είναι ικανά να καλύψουν την ανεπάρκεια του μαζικού κινήματος ούτε τη ρεφορμι- στικοποίησή του. Έ ξ ω και ξεκομμένες από το μαζικό κίνημα τέτοιες μορφές αντίστασης δεν συμβάλουν στην προώθηση της επαναστατικής συνειδητοποίησης ούτε πλήττουν αποτελεσματικά το κεφάλαιο.

Σε κάθε περίπτωση όμως δεν πρέπει ποτέ να ξεχνά­με αυτό που τόνιζε ο Λένιν στο «Ο Μαρξισμός για το κράτος» (122, τ. 33, 171), ότι δηλαδή «από τους οπορ­τουνιστές που “χυδαιοποίησαν,· αμαύρωσαν τον Μαρξ και τον Έ νγκελς” μας χωρίζουν πιο βαθιές, “πιο αιώ­νιες αλήθειες”» απ’ ό,τι από τους αναρχικούς με τους οποίους, παρά τις όποιες διαφωνίες μας, είμαστε στο ίδιο μετερίζι απέναντι στην αστική εξουσία.

354

Ηεφάϋαιο 11

Επαναστατική (¡ιανόηση και κομμουνιστικά κόμματα

11.1 Εισαγωγικά

Η α ν α φ ο ρα ς τ η ς χ ε ς η της επαναστατικής διανόησης με το επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης είναι προφανές ότι προϋποθέτει από μέρους μας την ανα­γκαιότητα ύπαρξης μιας τέτοιας οργάνωσης και στην εποχή μας. Δίχως να έχουμε τη δυνατότητα να αναπτύ­ξουμε αναλυτικά στο πλαίσιο τούτης της μελέτης την επιχειρηματολογία μας υπέρ αυτής μας της θέσης, που για πολλούς κάθε άλλο παρά αυτονόητη είναι, θεωρού­με σκόπιμο αν μη τι άλλο επιγραμματικά να αναφέ­ρουμε τα βασικά επιχειρήματα που μας έχουν οδηγή­σει στο παραπάνω συμπέρασμα:

- Η μέχρι σήμερα αρνητική εξέλιξη της συντριπτικής πλειονότητας των κομμουνιστικών κομμάτων των ανα­πτυγμένων καπιταλιστικών χωρών δεν αποτελεί από­δειξη της μη αναγκαιότητάς τους, όπως άλλωστε και η κατάρρευση της προσπάθειας της σοσιαλιστικής μετά­βασης κάθε άλλο παρά αποτελεί απόδειξη του ξεπ ερ α ­σμένου χαρακτήρα της. Ακόμη δεν αποτελεί απόδειξη του ξεπερασμένου χαρακτήρα των λενινιστικών αρχών

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

οργάνωσης του κόμματος, στο βαθμό που αυτές δεν εφαρμόστηκαν στη συνέχεια στην πράξη ούτε κατ’ ελάχιστο από τα περισσότερα κομμουνιστικά κόμμα­τα.

- Το αυθόρμητο εργατικό, λαϊκό κίνημα, πόσο μάλ­λον τα μερικά μη πολιτικά, μη καθολικά, κοινωνικά κι­νήματα είναι ανεπαρκή από μόνα τους να διαμορφώ­σουν μια επαναστατική συνείδηση, είναι ανίκανα να οδηγήσουν σε ένα καθολικό ριζοσπαστικό μετασχημα­τισμό της κοινωνίας, πολύ περισσότερο όταν η ανάπτυ­ξη του καπιταλισμού συνοδεύεται από την ένταση και τη γενίκευση της αποξένωσης.

Χρειάζεται συνεπώς μια πρωτοπορία που θα ανα- δείξει την κρυμμένη επαναστατικότητα των μαζών και θα τις οδηγήσει στην επανάσταση.

- Οι τεράστιοι μηχανισμοί καταστολής που διαθέτει το κεφάλαιο δεν αντιμετωπίζονται δίχως μια οργάνωση της εργατικής τάξης και είναι τουλάχιστον αφελές να πιστεύει κανείς ότι θα ξυπνήσει ένα πρωί και το αυ­θόρμητα το εξεγερμένο «πλήθος» θα έχει καταλάβει και κυρίως θα μπορέσει να κρατήσει την εξουσία.

- Η ταξική πάλη είναι πόλεμος. Η απελευθέρωση των καταφρονεμένων είναι ο πιο μεγάλος παγκόσμιος πόλεμος, πόλεμος διαρκείας, σκληρός και αδυσώπητος, η βιαιότητα του οποίου εξαρτάται από την αντίσταση της αστικής τάξης. Και όπως θυμόμαστε ότι τόνιζε ο Πλάτωνας αλλά και ο Ένγκελς, αυτός ο πόλεμος χρειά­ζεται ναύτες αλλά και καπεταναίους, χρειάζεται στρα­τό αλλά και στρατηγείο, δίχως αυτό να σημαίνει μισθο­φόρους, πειθήνια όργανα, υποταγμένους σε ανεξέλε­γκτους στρατηγούς.

- Το ότι οι Μαρξ και Ένγκελς αφιέρωσαν το Μανι­φέστο ., «το ιστορικό ντοκουμέντο [που οι ίδιοι απαγό­ρευσαν στους εαυτούς τους] το δικαίωμα να το τροπο­

356

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

ποιήσουν» (166 ,11 ), στο κόμμα δεν είναι τυχαίο. Η όλη τους συλλογιστική, την οποία και αναπτύξαμε προη­γουμένως, τους οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η εργατι­κή τάξη χρειάζεται μια πρωτοπόρα οργάνωση για να φέρει σε πέρας την απελευθερωτική αποστολή της. Η άμορφη μάζα από μόνη της είναι ανίκανη να την επ ιτε- λέσει. Αυτή η μεγάλη αλήθεια όχι μόνον δεν έχει ξεπ ε- ραστεί, αλλά στην εποχή μας ισχύει με το παραπάνω και μάλιστα σήμερα απαιτείται, πέρα από την ύπαρξη των κατά χώρα κομμουνιστικών κομμάτων, αν όχι η επανίδρυση μιας Διεθνούς τους, οπωσδήποτε ο συντο­νισμός της δράσης τους.

- Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί o Slavoj Zizek, το μεγάλο δίδαγμα του Λένιν για την εποχή μας είναι ότι: «πολιτική [και μάλιστα επαναστατική] δίχως την οργα­νωτική μορφή του κόμματος είναι πολιτική δίχως πολι­τική» ή διαφορετικά είναι το ίδιο σαν να θέλει κάποιος την επανάσταση δίχως επανάσταση (235, 33).

Βεβαίως όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι δεν χρειάζεται μια εκ θεμελίων επανεξέταση και μελέτη των μορφών της επαναστατικής οργάνωσης, έτσι ώ στε αυτή να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες συνθήκες, με βάση τη θετική και κυρίως αρνητική ιστορική εμπειρία κατά την οποία το κόμμα από μέσο μετατράπηκε σε αυτοσκοπό, από απελευθερωτή σε νέο δυνάστη και εξουσιαστικό, καταπιεστικό μηχανισμό. Άλλο όμως αυτό και άλλο η άρνηση της αναγκαιότητας ύπαρξης μιας πρωτοπόρας επαναστατικής οργάνωσης.

Αυτό λοιπόν που υποστηρίζουμε είναι ότι, όπου δεν υπάρχουν μαζικά κομμουνιστικά κόμματα, πρέπει να επανιδρυθούν στη βάση της ιστορικής εμπειρίας, των σύγχρονων αναγκών και της κομμουνιστικής προοπτι­κής την οποία καλούνται να προτάξουν.

Όπου υπάρχουν κατ’ όνομα, ενώ στην πραγματικό­

357

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

τητα αποτελούν δεκανίκι της αστικής εξουσίας, θα πρέπει να αποκαλύπτεται ο συντηρητικός τους ρόλος και να δημιουργούνται νέα στην ίδια με την προηγού­μενη περίπτωση βάση.

Τέλος όπου υπάρχουν και αν μη τι άλλο αντιστέκο­νται στη νέα παγκόσμια τάξη και διατηρούν ένα αντι- καπιταλιστικό χαρακτήρα, όπως στην Ελλάδα, θα πρέ­πει να γίνει προσπάθεια να ενισχυθούν και να ανανεω­θούν, έτσι ώ στε να ανταποκρίνονται στο ρόλο του σύγ­χρονου πολιτικού υποκειμένου της διευρυμένης εργα­τικής τάξης, του σύγχρονου επαναστατικού συλλογι­κού διανοούμενου.

Μια δεύτερη προϋπόθεση που εξυπακούεται από τον τίτλο τούτου του κεφαλαίου είναι ότι, υπάρχοντος του επαναστατικού κόμματος, η επαναστατική διανόη­ση θα πρέπει να δραστηριοποιείται μέσα σε αυτό. Πέρα από όσα προκύπτουν από τα κεφάλαια που προηγήθη- καν, αυτή μας η θέση προκύπτει: από την αντίληψή μας για την προτεραιότητα της ιδιότητας του επαναστάτη σε σχέση με εκείνη του διανοούμενου στη συγκρότηση της προσωπικότητας του επαναστάτη διανοούμενου· από την απόρριψη του διανοουμενίστικου ελιτισμού ο οποίος δεν συνάδει με τον επαναστατικό χαρακτήρα· από τη χρησιμότητα που έχει τόσο για τη διανόηση όσο και για την εργατική τάξη ο αμοιβαίος αλληλοεπηρεα- σμός τους ως φορέων διαφορικής ποιότητας ανθρώπι­νου πλούτου· από την πρακτική αδυναμία της διανόη­σης να βρίσκεται σε άμεση επαφή με το εργατικό κίνη­μα αν δεν συμμετέχει οργανικά στο κόμμα της εργατι­κής τάξης, μια αδυναμία η οποία έχει άμεσες επιπτώ ­σεις και στο θεωρητικό της έργο· τέλος από το γεγονός ότι το ίδιο το επαναστατικό κόμμα θα πρέπει να λει­τουργεί ως συλλογικός διανοούμενος.

Η προβληματική συνεπώς για τη σχέση της επανα­

358

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

στατικής διανόησης με την εργατική τάξη, που αφήσα­με ανοιχτή από το δεύτερο κεφάλαιο, μετατρέπεται σε προβληματική για τη σχέση της εργατικής τάξης με το κόμμα, και τελικά για τη θέση της μέσα στο κόμμα.

Το ζήτημα λοιπόν που θα μας απασχολήσει σε αυτό το κεφάλαιο είναι η σχέση της διανόησης με αυτή την επαναστατική οργάνωση της σύγχρονης εργατικής πρωτοπορίας, η οποία πέραν των άλλων θα πρέπει να έχει το χαρακτήρα του συλλογικού διανοούμενου της εργατικής τάξης και στο πλαίσιο της οποίας θα πρέπει να σφυρηλατείται η ενότητα εμπειρίας και θεωρητικής γνώσης.

Επισημαίνοντας αρχικά τις αρνητικές παραδόσεις και τις υπαρκτές εγγενείς δυσκολίες διαμόρφωσης μιας οργανικής ενότητας της εργατικής τάξης με τη διανόη­ση και τη συνύπαρξη της πολιτικής με τη θεωρητική πράξη και στη συνέχεια τη σχέση της μετάλλαξης των επαναστατικών οργανώσεων σε ρεφορμιστικά ή δογ­ματικά πατριαρχεία με την αποστροφή τους προς την επαναστατική διανόηση, θα προσπαθήσουμε να δούμε κάτω από ποιες προϋποθέσεις είναι δυνατή η ύπαρξη και λειτουργία αυτού του συλλογικού διανοούμενου που θα διασφαλίζει αυτή την ενότητα.

11.2 Τα δεσμά της αρνητικής παράδοσης

Υπάρχει μια «κατάρα» που συνοδεύει τη σχέση του οργανωμένου εργατικού κινήματος με τη διανόηση, η οποία δυστυχώς δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως παι­δική του αρρώστια που στην πορεία ξεπεράστηκε.

Η κατάρα αυτή είναι ο εργατισμός. Πρόκειται για τη «στάση που προβάλλει, σε σημείο να καθιστά συχνά αποκλειστική, την παρουσία εργατών στο επάγγελμα,

359

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

στην καθοδήγηση ή ακόμα και την αντιπροσώπευση των οργανώσεων του εργατικού κινήματος. [...] Το πό­ρισμά του είναι η καχυποψία και ορισμένες φορές ο οστρακισμός απέναντι [...] στους διανοούμενους» (79, 834).

Η πρώτη και η πλέον σημαντική εκδήλωση του ερ- γατισμού εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια του 1ου Συνε­δρίου της Διεθνούς Ένωσης Εργατών (Γενεύη, 1866). Ο πολίτης Tolain του γαλλικού τμήματος, προυντονικής ιδεολογίας, στην προσπάθειά του να αποκλείσει τον Μαρξ από το Συνέδριο, πρότεινε η ιδιότητα του χειρώ- νακτα εργάτη να αποτελεί προϋπόθεση για τη συμμε­τοχή ως αντιπροσώπου στο Συνέδριο: «Εάν δεχτούμε ανθρώπους που ανήκουν σε άλλες τάξεις, θα ήταν σαν να δηλώναμε ότι το συνέδριο δεν εκπροσωπεί τις δια­θέσεις των εργατικών τάξεων, ότι δεν γίνεται για τους εργαζόμενους, και πιστεύω ότι είναι χρήσιμο να δεί­ξουμε στον κόσμο ότι είμαστε αρκετά προχωρημένοι για να δράσουμε από μόνοι μας» (23, 2). Αυτά δήλωνε o Tolain. Τελικά η πρότασή του απορρίφθηκε με ψή­φους 25 έναντι 20 (79, 834).

Πέντε χρόνια μετά την Παρισινή Κομμούνα, στο πρώτο Εργατικό Συνέδριο που συγκλήθηκε στο Παρίσι (1876), εκφράζεται και πάλι η δυσπιστία απέναντι στη διανόηση. Οι αντιπρόσωποι αποφασίζουν ότι κανείς δεν θα μπορούσε να πάρει το λόγο «αν δεν είναι εργά­της και αν δεν εκπροσωπεί τη συνδικαλιστική του ορ­γάνωση ή κάποια άλλη εργατική ένωση ή έστω κάποια ομάδα εργατών» (79, 834).

0 εργατισμός, του οποίου η ιστορία δεν έχει ακόμη αντιμετωπιστεί σε όλη του την πολυπλοκότητα (79, 834), συνεχίζει δυστυχώς να διαποτίζει ακόμη το εργα­τικό κίνημα, και πιο συγκεκριμένα τα κομμουνιστικά κόμματα, από τη μια προστατεύοντάς τα θεωρητικά

360

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

τουλάχιστον από τις διανοουμενίστικες μεταπτώσεις και μικροαστικές παρεκκλίσεις, από την άλλη όμως αποστερώντας τα από τη συμβολή που η διανόηση μπορεί να έχει ως παραγωγός θεωρητικής γνώσης και παιδαγωγός.

Η αλήθεια είναι ότι αυτή η δυσπιστία απέναντι στη διανόηση δεν είναι αβάσιμη. Κατ’ αρχήν στο βαθμό που, όπως είδαμε, οι διανοούμενοι δεν έχουν οργανικά παραχθεί από τις μη προνομιούχες τάξεις, είναι λογικό να αντιμετωπίζονται με κάποια δυσπιστία.

«Ένα φράγμα χωρίζει λοιπόν τον διανοούμενο από τους ανθρώπους των οποίων θέλει να αποκτήσει τη σκοπιά και που είναι η οικουμενοποίηση» (212, 55).

Ό πως είδαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο, οι περισσό­τεροι διανοούμενοι επιλέγουν να ενσωματωθούν στο βασίλειο του κεφαλαίου ή του κράτους του παρά να ταχθούν με το μέρος της εργατικής τάξης. Επιλέγουν δηλαδή, όπως επισήμαινε ο Τρότσκι, «τη γραμμή της ελάσσονος αντίστασης» (224, 5).

Ορισμένοι από αυτούς, ακολουθώντας το ρεύμα, προσεγγίζουν το εργατικό κίνημα όταν αυτό έχει μια ανοδική πορεία, πολύ δε περισσότερο όταν κατακτά την εξουσία, οπότε και μετατοπίζονται προς το στρα­τόπεδο των νικητών το οποίο και εγκαταλείπουν όταν περνάει κρίση. Έ τσι συνέβη μετά την καπιταλιστική παλινόρθωση, οπότε έψαχνες να βρεις με το φανάρι τους διανοούμενους εκείνους που συνέχιζαν να δηλώ­νουν μαρξιστές, ενώ τα περισσότερα πρώην υψηλόβαθ­μα στελέχη των Κ.Κ. των «σοσιαλιστικών» χωρών με- τατράπηκαν σε στελέχη της νέας καπιταλιστικής εξου­σίας.

Εξάλλου, όπως υπογραμμίζει o Georges Sorel, δεν είναι λίγα τα παραδείγματα διανοουμένων που με τη

361

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

μεγαλύτερη ευκολία μετατρέπονται από προπαγανδι- στές των σοσιαλιστικών ιδεών σε προπαγανδιστές της πιο χυδαίας αστικής προπαγάνδας (216, 2).

Αλλά ακόμη και οι διανοούμενοι εκείνοι που εντάσ­σονται στα κομμουνιστικά κόμματα δεν αποκλείεται καθόλου μέσα από αυτή τους την ένταξη να αναζητούν να αναδειχτούν κοινωνικά, να βρουν μέσω του κόμμα­τος τη μη αποδεκτή σε κοινωνικό επίπεδο ιδιαιτερότη- τά τους και να αντιμετωπίζουν τους εργάτες σαν στρα­τιώτες υπό τη δική τους στρατηγία.

Ας θυμηθούμε ακόμη πώς ο Λένιν αντιμετώπιζε στο Τι να κάνουμε την αναγκαιότητα των συμμαχιών με τους διανοούμενους, αυτούς τους «ασταθείς ανθρώ­πους» (91, 16) και ότι θεωρούσε «υποχώρηση» την αξιοποίηση των αστών διανοουμένων μετά την επανά­σταση του 1917.

Έ τσι ο διανοούμενος που συνειδητά αποφασίζει να εγκαταλείψει την τάξη του και να υιοθετήσει την κομ­μουνιστική ιδεολογία βρίσκεται σε μια ιδιόμορφη κα­τάσταση. «Η τάξη του δεν τον θέλει κι αυτός δεν τη θ έ ­λει, αλλά και καμιά άλλη τάξη δεν ανοίγει την πόρτα της να τον δεχτεί [...] και υποχρεώνεται έτσι να ζει στο περιθώριο των μη προνομιούχων τάξεων εξαιτίας των καταστατικών ατελειών του» (212, 65).

Βεβαίως πολύ συχνά αυτή η θεμιτή δυσπιστία απένα­ντι στη διανόηση, η οποία στην ακραία της μορφή μπορεί να καταλήξει στον εργατισμό, προβάλλεται προσχηματι­κά όχι από τους ίδιους τους εργάτες, αλλά από πρώην εργάτες που υπερασπίζονται μάλλον τη στελεχική κομ­ματική τους θέση παρά την εργατική καθαρότητα.

Πέρα όμως από τον εργατισμό, υπάρχει μ ια δυσκο­λία συντονισμού ανάμ εσα στην πολιτική δράση , φ ορέας της οπ οίας είναι το κόμμα , και την επιστημονική δ ρ α ­στηριότητα της διανόησης, ανάμεσα στην ίδια την πρά­

362

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

ξη και τη θεωρία, η οποία αντικειμενικά δυσκολεύει τη συνύπαρξη της ιδιότητας του μέλους του κόμματος και της ιδιότητας του διανοούμενου.

Αν για μια επιστημονική κοινότητα ο κύριος στόχος είναι η γνώση, για την κομματική κοινότητα ο κύριος στόχος είναι η πρακτική οργάνωση της δράσης για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων. Βεβαίως δράση δεν σημαίνει τακτικισμός και γνώση δεν σημαίνει γνώση για τη γνώση. Παρ’ όλα αυτά ο συνδυασμός των δυο δεν είναι πάντα εύκολος και ο κίνδυνος της πνευματι­κής προλεταριοποίησης στο όνομα μιας αποτελεσματι­κής πειθαρχίας ελλοχεύει πάντοτε.

Έ τσ ι στο πλαίσιο του κόμματος η αντίθεση ανάμεσα στον «ρεαλισμό» ή πολιτικό «πραγματισμό» και στην αναγκαία θεωρητική αναζήτηση σε βάθος χρόνου είναι μια πραγματική αντίθεση. Και ο κίνδυνος υποταγής της θεωρίας στην πολιτική αποτελεσματικότητα ή ακόμη μετατροπής των διανοουμένων σε εκ των υστέρων θεω- ρητικοποιούς της πολιτικής τακτικής είναι υπαρκτός.

Από την άλλη το κόμμα δεν είναι δυνατόν να λει­τουργεί με τους κανόνες και τους ρυθμούς της θεωρητι­κής έρευνας, της συνεχούς αμφιβολίας που αυτή απαι­τεί και της μακρόπνοης θεωρητικής αναζήτησης.

Αλλά ακόμη και αν δεχτούμε ότι το κόμμα ως πολιτι­κός φορέας αναπτύσσει μια αναζήτηση όχι λιγότερο έντονη από την επιστημονική έρευνα και ότι αυτή η τ ε ­λευταία δεν είναι λιγότερο συγκεκριμένη από την πολιτι­κή, ότι δηλαδή λειτουργεί η ενότητα πολιτικής πράξης και θεωρητικού προβληματισμού, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Γάλλος κομμουνιστής διανοητής Luden Séve, δεν παύει να υπάρχει μια διαφορά οπτικής γωνίας. «Η πολιτική κινητοποιεί τη γνώση από την οπτική γωνία της δράσης· η επιστημονική έρευνα ερωτά [ερευνά] τη δράση από την οπτική γωνία της γνώσης. Για την πολιτι­

363

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

κή, οι καλές ερωτήσεις είναι αυτές της επικαιρότητας· για την επιστημονική έρευνα είναι η ίδια η επικαιρότητα μια ερώτηση. Για την πολιτική εκείνο που αποφασίστη- κε, αποφασίστηκε- για την έρευνα εκείνο το οποίο στο­χάζεται παραμένει πάντα υπό στοχασμό. Για την πολιτι­κή να ξέρεις να κλείνεις μια συζήτηση αποτελεί προϋπό­θεση της επιτυχίας- για την έρευνα να ξέρεις να την ανοί­γεις αποτελεί προϋπόθεση προόδου κ .ο .κ .» (214, 256).

Ακόμη και σε συνδυασμό με τα παραπάνω, υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά ως προς την αντιμετώπιση του χρόνου από τις δύο πλευρές. Η πολιτική δεν μπορεί να περιμένει. Η επιστημονική έρευνα για να είναι σοβαρή χρειάζεται χρόνο και αν πιεστεί κινδυνεύει να καταλή- ξει σε επιπόλαια αν όχι λαθεμένα συμπεράσματα.

Ας πάρουμε ένα ενδεικτικό παράδειγμα στρατηγι­κής σημασίας για το εργατικό κίνημα: το σοσιαλισμό. Είναι προφανές ότι ένα κομμουνιστικό κόμμα δεν είναι δυνατόν να αναστείλει τη δράση του μέχρι να ολοκλη­ρώσει τις αναλύσεις του σχετικά με την ιστορική εμπει­ρία του «υπαρκτού σοσιαλισμού», τις αιτίες της καπι­ταλιστικής παλινόρθωσης, των χαρακτηριστικών του σοσιαλισμού που προτείνει. Από την άλλη πώς είναι δυνατόν να υπάρχει μια ξεκάθαρη στρατηγική και μια τακτική που να υποτάσσεται σε αυτή αν δεν έχουν λυ­θεί αυτά τα θεμελιώδη θεωρητικά ζητήματα;

Συνεπώς υπάρχει μια αντικειμενική δυσκολία, μια πραγματική ένταση κατά τη συνύπαρξη της ιδιότητας του κομματικού μέλους και αυτής του διανοούμενου.

Υπάρχει ακόμη μια άλλη εγγενής ένταση που δεν αφορά μόνο τη σχέση της διανόησης με το κόμμα, αλλά που διαπερνά κατ’ εξοχήν αυτή τη σχέση. Πρόκειται για την ένταση που προκύπτει ανάμεσα σε ορισμένα στοιχεία του διαφωτισμού και σε ορισμένα στοιχεία του ρομαντισμού που ο μαρξισμός επιδίωξε να συνενώσει

364

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

υπό μια ποιοτικά διαφορετική ενότητα και τούτο ξε- περνώντας τόσο τη θετικιστική, μηχανιστική αντίληψη του ορθολογισμού του Διαφωτισμού όσο και το αντιεπι­στημονικό πάθος του ρομαντισμού.

Έ τσ ι από τη μια η αποδοχή του ρόλου του ορθολογι­σμού και της επιστήμης και από την άλλη η αναγνώρι­ση του ρόλου του ανθρώπινου παράγοντα και του ψυ­χικού, συναισθηματικού του κόσμου στο πλαίσιο της μαρξιστικής θεώρησης διαμορφώνει μια σειρά από εντάσεις με τις οποίες το κόμμα είναι υποχρεωμένο να λειτουργεί.

Το ζήτημα είναι κατά πόσο τα κομμουνιστικά κόμ­ματα συμβάλλουν ή όχι στην υπέρβαση αυτών των αντικειμενικών δυσκολιών, όταν αυτό είναι δυνατόν, ή λειτουργούν επιλύοντας με τον πλέον αυθαίρετο τρόπο αυτές τις εντάσεις.

Η μέχρι τώρα ιστορική εμπειρία οδηγεί στο συμπέ­ρασμα ότι τα περισσότερα κομμουνιστικά κόμματα, μέσα από μια εξέλιξη που χαρακτηρίζεται από τη μ ε­ταλλαγή τους από επαναστατικές οργανώσεις σε ρ ε­φορμιστικά ή δογματικά πατριαρχεία, δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στο διαλεκτικό συνδυασμό της δύ­ναμης του λογικού με το επαναστατικό πάθος, της επι­στήμης με την πίστη, του πολιτικού σχεδιασμού με τη λαϊκή αυτενέργεια, ενώ οδηγήθηκαν στο να αποστρέ- φονται την επαναστατική θεωρία και κατ’ επέκταση την επαναστατική διανόηση.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες ούτε αυτά τα κόμμα­τα ήταν δυνατόν να ανέχονται την επαναστατική δια­νόηση ως τέτοια ούτε οι επαναστάτες διανοούμενοι εί­χαν κανένα λόγο να εντάσσονται ή ακόμη και να συνερ­γάζονται με αυτά.

Σε ένα εκπληκτικό κεφάλαιο από το βιβλίο του Η κα- ταγύχρή του χριστιανισμού ο Κάουτσκυ περιγράφει τη

365

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

μετεξέλιξη «των αρχικών χριστιανικών κοινοτήτων που έμοιαζαν με κοινότητες μιας προλεταριακής κοινωνίας» (73, 480) στον αντίποδα τους, δηλαδή σε ένα «γραφειο­κρατικό μηχανισμό» (73, 494) υπό την εξουσία των επι­σκόπων (73, 495), όπου το «ιερατείο μετατράπηκε από ταπεινό “υπηρέτη των δούλων του Θεού” σ’ απόλυτο αφεντικό τους». Έ τσι «η οργάνωση ενός προλεταριακού επαναστατικού κομμουνισμού έγινε το πιο πιστό στή­ριγμα του δεσποτισμού και της εκμετάλλευσης, η πηγή ενός νέου δεσποτισμού και νέας εκμετάλλευσης. [Ετσι] η νικηφόρα χριστιανική κοινότητα κατάντησε από κάθε άποψη ακριβώς ο αντίποδας της κοινότητας εκείνης που πριν είχαν ιδρύσει οι φτωχοί ψαράδες και αγρότες της Γαλιλαίας και οι προλετάριοι της Ιερουσαλήμ. Κι ο σταυρωμένος Μεσσίας έγινε το πιο σίγουρο στήριγμα της αποσυντεθειμένης και κακόφημης εκείνης κοινωνίας που η Μεσσιανική κοινότητα τόσο ήθελε να την κατα­στρέψει από τα συθέμελά της» (73, 497).

Η αναλογία αυτής της εξέλιξης με εκείνη των περισ­σότερων κομμουνιστικών κομμάτων είναι εντυπωσιακή.

Στο πλαίσιο τούτης της μελέτης είναι προφανές ότι δεν είναι δυνατόν να επεκταθούμε στις βαθύτερες αι­τίες αυτής της μετεξέλιξης από επαναστατικές οργα­νώσεις σε γραφειοκρατικά πατριαρχεία. Ένα είναι β έ­βαιο. Ότι αυτή η οργανωτική μετάλλαξη συνδέεται δια­λεκτικά με την πολιτική μετάλλαξη αυτών των κομμά­των. Η γραφειοκρατικοποίησή τους με τη λενινιστική έννοια της απόσπασης της ηγεσίας από τη βάση (βλέπε πιο αναλυτικά 207) συνδέεται διαλεκτικά με την αποε- παναστατικοποίησή τους.

Με άλλα λόγια υποστηρίζουμε ότι η ρεφορμιστικό- ποίηση ή η δογματοποίηση αυτών των κομμάτων, η μ ε­τατροπή τους από πρωτοπόρα κόμματα που προωθούν το αυθόρμητο κίνημα προς την επαναστατική συνείδη­

366

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

ση και δράση σε κόμματα που επιδιώκουν την ενσωμά- τωση αυτού του κινήματος στην αστική τάξη πραγμά­των ή σε κόμματα αυτοσκοπό ή σε κόμματα εξουσίας που στόχευαν στην ενδυνάμωση παρά στην απονέκρω- ση του κράτους, είχε ως συνέπεια και την οργανωτική μετάλλαξή τους, η οποία με τη σειρά της επιδρούσε στο να χάσουν παραπέρα την επαναστατικότητά τους.

Όταν ένα κόμμα από οργάνωση που στοχεύει στο ρι­ζοσπαστικό επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινω­νίας μετατρέπεται σ’ έναν οικονομίστικο μηχανισμό, όταν η επαναστατική στρατηγική υποκαθίσταται στην καλύτερη των περιπτώσεων από μια διεκδικητική τακτι­κή και στη χειρότερη από την επιδίωξη συμμετοχής στην αστική εξουσία, όταν ο «ρεαλισμός» και ο «πραγματι­σμός» αντικαθιστούν το επαναστατικό όραμα, όταν με άλλα λόγια το κόμμα μετατρέπεται από επαναστατική πρωτοπορία σε έναν ακόμη μηχανισμό ενσωμάτωσης, τότε είναι βέβαιο πως όχι μόνον δεν χρειάζεται την επα­ναστατική θεωρία αλλά και την αντιμετωπίζει εχθρικά.

Το ίδιο συμβαίνει όταν στο κόμμα κυριαρχεί ο δογ­ματισμός, ο οποίος ας μην ξεχνάμε ότι ιστορικά τουλά­χιστον εκφράστηκε με την ακραία απλοποίηση του μαρξισμού, με την απλοϊκή αναγωγή του «σε τελευταία ανάλυση» στον οικονομικό παράγοντα ή με άλλα λόγια με τη μετατροπή του σε «θεωρητικό» οικονομισμό. Αυ­τή η τάση είναι που κυριάρχησε στο εργατικό κίνημα με τον κρατικό καθαγιασμό του μαρξισμού και τη μετα­τροπή του σε επίσημη φιλοσοφία, τη δεκαετία του ’30, οπότε και είχαμε να κάνουμε με μια νέα θεολογία και το ιερατείο της παρά με μια επαναστατική θεωρία και τους επαναστάτες της. Η επαναστατική θεωρία εξέπ ε­σε τότε, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί o Althuser, «σε απλή ιδεολογία της πραγματιστικής νομιμοποίησης της εξουσίας» (4, 417), η γνώση ταυτίστηκε με την εξουσία,

367

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

η αλήθεια με τον πολιτικό οπορτουνισμό, το κόμμα από μεσολαβητής και μέσο μετατράπηκε σε αφέντη και αυ­τοσκοπό και ο μαρξισμός-λενινισμός μετατράπηκε σε ευαγγέλιο που ως τέτοιο έπαψε να αναπτύσσεται.

Σε αυτή την περίπτωση συνέβη αυτό που πρόβλεπε o Lukács, δηλαδή «κάθε δογματισμός στη θεωρία και κάθε αποστέωση στην οργάνωση καταλήγει να είναι μοιραίος για το κόμμα» (131, 13).

Αυτή η λογική της μοναδικής αλήθειας που εκπο­ρεύεται από τον κομματικό μηχανισμό έχει καταγγελ­θεί τόσο από το μπολσεβίκικο κόμμα και μάλιστα στην μετά Λένιν περίοδο όσο και από τον ίδιο τον Μαρξ.

«Αν ωστόσο, δεχτούμε την άποψη μιας λογοτεχνίας κατευθυνόμενης από την κρατική εξουσία, με κάθε εί­δους προνόμια, να είμαστε βέβαιοι πως η προλεταρια­κή λογοτεχνία θα καταστραφεί εκ γενετής», έγραφε ο Μπουχάριν το 1924 (227, τ. 1, 275). Και στη βάση αυ­τής της λογικής το μπολσεβίκικο κόμμα με απόφασή του στον τομέα των γραμμάτων του 1924, ξεκαθάριζε ότι: «Το κόμμα δεν μπορεί να παραχωρήσει το λογοτε­χνικό μονοπώλιο σε καμιά ομάδα, έστω κι αν αυτή ήταν η πιο προλεταριακή όσον αφορά στην ιδεολογία της: τούτο θα είχε ως συνέπεια το θάνατο της προλετα­ριακής λογοτεχνίας» (227, τ. 1, 470).

Αλλά και ο ίδιος ο Μαρξ καταγγέλλει τη μοναδικότητα της όποιας «επίσημης» αλήθειας. «Θαυμάζετε τη γοητευτική ποικιλία, τον ανεξάντλητο πλούτο της φύσης. Δεν ζητάτε από το ρόδο να έχει το άρωμα της βιολέτας, ωστόσο κατά τη γνώμη σας το Πνεύμα, ό,τι πιο πλούσιο στον κόσμο, δεν πρέπει να υπάρχει παρά μόνο μ’ έναν τρόπο [...] το γκριζω- πό! Να το μόνο χρώμα που έχει κανείς την ελευθερία να χρησιμοποιήσει. Η παραμικρότερη δροσοσταλίδα που επ ά ­νω της πέφτει μια ηλιαχτίδα σπιθοβολάει με ανεξάντλητο

368

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

παιγνίδισμα χρωμάτων - ο ήλιος ωστόσο του πνεύματος, όσα κι αν είναι τα πράγματα κι όποια κι αν είναι η φύση τους, που σε αυτά επάνω καθρεφτίζεται, δεν μπορεί να δώ ­σει παρά ένα μόνο χρώμα το επίσημο» (148, τ. 1, 112).

Σε κάθε περίπτωση το ίδιο το «απ’ έξω », νοούμενο ως «αυθεντική» ερμηνεία των γραφών, από κάποιον κομμα­τικό μηχανισμό εγκυμονεί τον κίνδυνο να λειτουργήσει ως υπεράσπιση ενός ανεπηρέαστου από την πραγματική ζωή δόγματος, κάτι που ούτως ή άλλως κάθε άλλο παρά προσιδιάζει στην ίδια τη φύση του μαρξισμού, και να οδηγηθούμε έτσι σε μια στείρα αντιπαράθεση «ορθοδο­ξίας» και «αναθεώρησης» που αποτελεί ένα από τα με­γαλύτερα δράματα της ιστορίας του μαρξισμού και μια από τις πλέον σημαντικές αιτίες της στείρωσής του.

Και στις δυο προηγούμενες περιπτώσεις του ρεφορ­μισμού και του δογματισμού, όσο και αν αυτές φαντά­ζουν αντιθετικές, υπάρχει μια κοινή βάση. Και αυτή ε ί­ναι, όπως παρατηρεί και πάλι o Lukács, ότι «σ ε αντίθε­ση με [την πρακτική που ακολουθούσαν] ο Μαρξ και ο Λένιν η θεωρία έπαψε να αποτελεί το διανοητικό θεμ έ­λιο των αποφάσεων τακτικής φύσης για να μετατραπεί σε μέσο εκ των υστέρων “αιτιολόγησής” τους υπό τη μορφή κατασκευής απλών διανοημάτων ή και συχνά σοφισμών» (132, 72).

Με άλλα λόγια και στις δύο περιπτώσεις κυριάρχη­σε ο τακτικισμός, σε βάρος της θεωρίας, είτε αυτός έχει τη μορφή που του προσέδωσε ο ρεφορμιστής αυστρια­κός Víctor Adler και στη συνέχεια το ρεφορμιστικό ρεύμα, είτε με τη μορφή που του προσέδωσε ο Στάλιν και το δογματικό ρεύμα.

Η παρακαταθήκη του Λένιν που είχε το χάρισμα να συνδέει τους θεωρητικούς προσανατολισμούς με την πρακτική, την τακτική με τη στρατηγική, δεν συνεχί­

369

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

στηκε από τα κομμουνιστικά κόμματα της σταλινικής και μετασταλινικής περιόδου.

Και η βάση της στρέβλωσης της σχέσης θεωρίας και πράξης είναι και στις δύο περιπτώσεις ο οικονομισμός με την έννοια της προτεραιότητας των οικονομικών βελτιωτικών διεκδικήσεων των αποκομμένων από τη στρατηγική του επαναστατικού μετασχηματισμού στη Δύση και της αναγωγής του ζητήματος της σοσιαλιστι­κής μετάβασης σε ζήτημα καθαρά οικονομικό στην Ανατολή. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ούτε η επανα­στατική θεωρία ούτε η επαναστατική διανόηση είχαν θέση σε αυτά τα κόμματα.

Αν τα παραπάνω συνδυαστούν με μια μορφή οργά­νωσης που, ξεκινώντας από το κριτήριο της άμεσης πο­λιτικής αποτελεσματικότητας, κατέληξε στον υπερσυ- γκεντρωτισμό και στην αναπαραγωγή σε μεγάλο βαθμό των αστικών δομών που στόχευε να-αντιπαλέψει, μπο­ρούμε να ερμηνεύσουμε πώς αυτά τα κόμματα οδηγή- θηκαν στην αποκομμουνιστικοποίηση και αποθεωρητι- κοποίηση.

Απέναντι σε αυτή την αρνητική παράδοση υπάρχει βε­βαίως μια εύκολη λύση: οι διανοούμενοι να δραστηριο­ποιούνται ατομικά και να μην επιδιώκουν παρά τις δυ­σκολίες να συμμετέχουν ή τουλάχιστον να συνεργάζονται με τα κόμματα εκείνα που διατηρούν στοιχεία επαναστα- τικότητας ή ακόμη να συμβάλλουν στην επανίδρυσή τους.

Αυτή η λύση «της θεσμικής αποκοπής από την επ α ­ναστατική ενότητα της θεωρίας με την πράξη που απαι­τούσε η 11η θέση για τον Feuerbach» (7 ,104), την οποία η αλήθεια είναι ότι ακολούθησαν αρκετοί διανοούμενοι στη Δύση, είχε το μέγα μειονέκτημα για τους ίδιους ότι ήταν αποκομμένοι από το εργατικό κίνημα και για τα κόμματα ότι στερούνταν μιας θεωρητικής συμβολής συνδεδεμένης με την πράξη τους.

370

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

Από την άλλη πολλοί διανοούμενοι που λειτούργησαν μέσα στα υπό μετάλλαξη κομμουνιστικά κόμματα απο­δέχτηκαν τέτοιους συμβιβασμούς και αυτολογοκρισία που τους οδήγησαν να μετατραπούν από οργανικοί δια­νοούμενοι του προλεταριάτου σε οργανικούς διανοούμε­νους του κομματικού μηχανισμού και στη συνέχεια γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο πολλοί από αυτούς, δίχως ουσια­στικά να αλλάξουν λογική, μετατράπηκαν σε οργανι­κούς διανοούμενους των αστικών μηχανισμών.

Τραγικά παραδείγματα τέτοιων περιπτώσεων που παρ’ όλα αυτά παρέμειναν επαναστάτες, ήταν διανοού- μενοι-φυσιογνωμίες, όπως ο Μαγιακόφσκι, χαρακτηρι- σθείς -αλίμονο- λίγες ημέρες πριν οδηγηθεί στην αυτο­κτονία «συνοδοιπόρος» της επανάστασης και όχι «κα ­θαρός» «προλεταριακός συγγραφέας» (2, 347 κ .ε .), ο Lukács ο οποίος υποχρεώθηκε να προχωρήσει στις γνω­στές οδυνηρές ταπεινωτικές αυτοκριτικές και αυτολο­γοκρισίες για να διατηρήσει την κομματική του υπόστα­ση, ο μεγάλος Σοστακόβιτς, ο οποίος για ένα διάστημα υποχρεωνόταν να γράφει μουσική κινηματογράφου για έργα που εξυμνούσαν τον Στάλιν για να βγάζει το ψωμί του, o Aragón ο οποίος έφθασε να υιοθετεί τη λογική του Ζντάνοφ, αφού προηγουμένως είχε γράψει ποιητι­κούς ύμνους για τον Στάλιν, ο μεγάλος ιστορικός Eric Hobbsbawn στον οποίο από τη μια η σύγχρονη «δημο­κρατική» Γαλλία του αρνείται την έκδοση των βιβλίων του επειδή είναι μαρξιστής και από την άλλη η ύστερη Σοβιετική Ένωση του αρνείται, παρά το ότι ήταν μέλος του κομμουνιστικού κόμματος, την έκδοση των βιβλίων του επειδή δεν ήταν μαρξιστικά...

Η λύση λοιπόν δεν είναι ούτε η ιδιώτευση των διανο­ουμένων, ούτε η ατομική παρέμβασή τους έξω από το εργατικό κίνημα, ούτε η μετάλλαξή τους στο όνομα της διατήρησης της ιδιότητας του κομματικού μέλους, ούτε

371

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

ακόμη η κατ’ εξοχήν αστικής νοοτροπίας χρησιμοποίη­σή τους σαν «επώνυμες βεντέτες» που στηρίζουν τις επιλογές του κόμματος.

Η λύση είναι η ενεργός οργανική συμμετοχή των διανοουμένων ή τουλάχιστον η στενή συνεργασία με τα κόμματα εκείνα που δεν έχασαν τον επαναστατικό τους χαρακτήρα, όταν αυτά λειτουργούν ως επαναστα­τικοί συλλογικοί διανοούμενοι, ή η προσπάθεια επανί­δρυσης τέτοιων κομμάτων όπου δεν υπάρχουν.

11.3 Για ένα συλλογικό διανοούμενο νέου τύπου

Δίχως να έχουμε την άνεση να επεκταθούμε εδώ στη γ ε ­νικότερη θεωρία του κόμματος, ας προσπαθήσουμε του­λάχιστον να προσδιορίσουμε τα χαρακτηριστικά που αυτό πρέπει να έχει έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στο ρόλο του συλλογικού διανοούμενου.

Το πρώτο θεμελιακό χαρακτηριστικό του, που άλ­λωστε θα έπρεπε να είναι αυτονόητο για μια επανα­στατική οργάνωση, είναι ότι το ίδιο θα πρέπει να αντι­μετωπίζει τον εαυτό του ως μέσο και όχι ως αυτοσκο­πό, σαν όπλο του λαϊκού κινήματος και όχι σαν καθε­στωτικό υποκατάστατό του.

Το δεύτερο χαρακτηριστικό, που και αυτό θα έπ ρ ε­πε να θεωρείται αυτονόητο, είναι ότι η μορφή οργάνω­σης του κόμματος θα πρέπει να συνάδει με τον πολιτι­κό του στόχο που δεν είναι άλλος από την κομμουνιστι­κή χειραφέτηση, η οποία και θα πρέπει να προβάλλε­ται ως η εναλλακτική λύση απέναντι στην καπιταλιστι­κή βαρβαρότητα.

Ό πως προαναφέρθηκε, επειδή αυτή η διεκδίκηση δεν ήταν άμεσα εφικτή την εποχή του Μαρξ το 1917, ή ακόμη εδώ και λίγες δεκαετίες, η διολίσθηση στην οικο-

372

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

νομίστικη-τακτικίστικη πολιτική, η οποία όπως είδαμε οδήγησε και στην υποτίμηση της θεωρίας και τη στρέ­βλωση της σχέσης της με την πράξη, ήταν ως ένα βαθ­μό προϊόν των αντικειμενικών συνθηκών.

Αντίθετα στην εποχή μας που το κομμουνιστικό όραμα είναι άμεσα εφικτό, επιβάλλεται το κόμμα να προτάσσει αυτό το όραμα. Αυτό σημαίνει καλλιέργεια, κατ’ αρχήν στην εργατική τάξη, της αναγκαιότητας ανατροπής του καπιταλισμού και άμεσου δίχως ενδιά­μεσα στάδια περάσματος της κοινωνίας στον κομμου­νιστικό σχηματισμό.

Βεβαίως αυτό δεν σημαίνει ότι στο πλαίσιο του ενιαίου κομμουνιστικού σχηματισμού δεν είναι αναγκαία μια κα­τώτερη φάση. Το ζήτημα είναι ότι αυτή η κατώτερη φάση δεν μπορεί να έχει κανένα νόημα, θεωρούμενη ως αυτόνο­μη και δίχως να συνδέεται ως μέσο με τον τελικό σκοπό, ο οποίος θα πρέπει να είναι η αταξική, ακρατική κοινωνία της πανανθρώπινης χειραφέτησης. Ή με άλλα λόγια η όποια κατώτερη φάση δεν έχει κανένα νόημα παρά αν αντιμετωπιστεί σε σχέση με εκείνο στο οποίο προσβλέπει.

Το αν αυτή η κατώτερη φάση θα ονομάζεται ή όχι σοσιαλισμός είναι μάλλον δευτερεύον σε σχέση με τα παραπάνω. Η γνώμη μας είναι ότι ο όρος της δικτατο­ρίας του προλεταριάτου, δηλαδή η «δημοκρατία για την τεράστια πλειονότητα του λαού», είναι πιο δόκι­μος. Και το υποστηρίζουμε αυτό για μια σειρά λόγους.

Ο πρώτος είναι ότι οι κλασικοί ουδέποτε ονομάτισαν αυτή την κατά τα άλλα αναγκαία γι’ αυτούς κατώτερη φάση, όπως αυτή τεκμηριώνεται στην «κριτική του προγράμματος της Γκότα», σοσιαλισμό αλλά «επανα­στατική δικτατορία του προλεταριάτου».

Η αλήθεια είναι ότι ο Λένιν σε ένα σημείο του Κ ρ ά ­τος και Επανάσταση (118, 94) αλλά και αλλού αναφέρει ότι αυτή την πρώτη φάση «συνήθως τη λέμε σοσιαλι­

373

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

σμό» και γενικότερα χρησιμοποιεί συχνά τον όρο κομ­μουνισμός για να υποδηλώσει μόνο την ανώτερη φάση του. Όμως, μόνο πολύ αργότερα, το 1928 στο 6ο Συνέ­δριο της Διεθνούς, αυτή η ονομασία κατοχυρώθηκε επί­σημα για να προσδιοριστεί έτσι η κατώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας.

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η αυθαίρετη οικειοποίηση του όρου σοσιαλισμός από τα τέω ς ρεφορμιστικά και νυν νεοφιλελεύθερα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, τα οποία κάθε άλλο παρά προσβλέπουν σε ένα ριζοσπα­στικό επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, έχει φορτίσει αρνητικά τον όρο σοσιαλισμός και η πρό­ταξη του κομμουνισμού ως εναλλακτικής λύσης απένα­ντι στην καπιταλιστική βαρβαρότητα αποτελεί τον κα­λύτερο τρόπο κάθετης διαφοροποίησης με αυτά τα κόμματα.

Ακόμη, σε σχέση με έναν αυτονομημένο σοσιαλισμό, σε αντίθεση απ’ ό,τι φαίνεται να υποστηρίζουν διανοητές όπως o Luden Séve (215, 20), η κατώτερη φάση της κομ­μουνιστικής κοινωνίας νοούμενη ως εργατική εξουσία ή δικτατορία του προλεταριάτου είναι αυτή που απαιτεί την κατάργηση του καπιταλισμού και την επανάσταση και όχι τη δίχως ποιοτικό άλμα «υπέρβασή» του.

Τέλος είναι αναμφίβολο ότι ο όρος σοσιαλισμός συν­δέεται με την εμπειρία του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Πέρα λοιπόν από την αναγκαιότητα να ανοίξει μια συ­ζήτηση για το χαρακτήρα αυτών των κοινωνιών και τις διάφορες απόψεις που υπάρχουν, έχει σημασία να ξ ε ­καθαριστεί ότι ο κομμουνισμός της εποχής μας, της κα­τώτερης φάσης του συμπεριλαμβανομένης, δεν μπορεί παρά να είναι διαφορετικός από αυτό που συντελέστη- κε στη Ρωσία μετά το 1917, και τούτο διότι αν μη τι άλ­λο τόσο οι αντικειμενικές όσο και οι υποκειμενικές συν­θήκες είναι διαφορετικές.

374

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

Στην κάθε περίπτωση και πέρα από την ονομασία το κομμουνιστικό κόμμα στην εποχή μας θα πρέπει να ξεκαθαρίσει ότι ο άμεσος στόχος του είναι αυτό που ο Λένιν προσδιόριζε ως «πρώτη φάση», «κατώτερη φά­ση». «περίοδο προετοιμασίας των συνθηκών», «πρώτο σκαλοπάτι», «πρώτη μορφή», «μη πλήρη μορφή» της κομμουνιστικής κοινωνίας, (βλέπε 116, 257/118, 92/119, 95/113, 14/120, 33...) διότι όπως ο ίδιος τόνιζε «όποιος θέλει να βοηθήσει τους ταλαντευόμενους, πρέπει να πάψει να ταλαντεύεται ο ίδιος» (121, 179).

Αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει την από μ έ­ρους μας υποτίμηση της αναγκαιότητας του σοσιαλι­σμού στο όνομα της αναβάθμισης του κομμουνισμού, κάτι που υποστηρίζει o Luden Séve. (Βλ. συνέντευξή του στην Humanité της 26/11/1999.) Αντίθετα εκείνο που υποστηρίζουμε είναι την άμεση, δίχως άλλη μεσο­λάβηση, πρόταξη του σοσιαλισμού, νοούμενου όμως όπως τον προσδιόρισε ο Λένιν στο Κ ράτος και Ε π αν ά­σταση, δηλαδή ως κατώτερη και όσο το δυνατόν πιο σύντομη φάση του κομμουνισμού και όχι ως αυτοσκο­πό, ενός σοσιαλισμού πρωτόφαντα δημοκρατικού για τις λαϊκές μάζες και αμείλικτου προς τα απομεινάρια της αστικής τάξης και τον ιμπεριαλισμό.

Αν τώρα δεχτούμε ότι η σύγχρονη εργατική τάξη δεν περιορίζεται πια στα «μπλε κολάρα» του παραδοσια­κού βιομηχανικού προλεταριάτου, αλλά επεκτείνεται και στους κυρίως πνευματικά εργαζόμενους που τους εκμεταλλεύεται το κεφάλαιο, τούτο σημαίνει από τη σκοπιά που εξετάζουμε εδώ το ζήτημα ότι και τα κόμ­ματα της εργατικής τάξης θα πρέπει πια να εκφράζουν τη σύγχρονη αυτή εργατική τάξη, το σύγχρονο αυτό ιστορικό μπλοκ. Και αυτό είναι το τρίτο χαρακτηριστι­κό ενός σύγχρονου επαναστατικού κόμματος.

Αυτά όμως δεν αρκούν. Και τούτο διότι δεν θα πρέ­

375

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

πει να ξεχνάμε ότι για τον Μαρξ η θεωρητική κατανόη­ση του κόσμου αποτελεί ενιαίο σώμα με την πρακτική του επαναστατικού μετασχηματισμού του. Και αυτό το ενιαίο σώμα δεν μπορεί παρά να εκφράζεται από το κομμουνιστικό κόμμα.

Συνεπώς η επαναστατική οργάνωση, παρά τις αντι­κειμενικές δυσκολίες, θα πρέπει να επιδιώκει να συν­δυάζει στους κόλπους της την εμπειρία με τη θεωρία, θα πρέπει να επιδιώκει την ανύψωση των απλών εργα­τών σε εργάτες διανοούμενους και των διανοουμένων σε επαναστάτες της πράξης. Αυτό είναι το τέταρτο χα­ρακτηριστικό του συλλογικού διανοούμενου.

0 Λένιν, αφού μας θυμίσει την αναγκαιότητα της καθημερινής δράσης δίχως την οποία οι κομμουνιστές θα έπαυαν να είναι κομμουνιστές και η οποία εμπεριέ­χει και «κάποιο στοιχείο παιδαγωγικής» (93, 359), π α ­ραβάλλει το κόμμα με σχολείο:

«Α ς παραβάλουμε το κόμμα με μεγάλο σχολείο, κατώ τε­ρο, μέσο και ανώτερο ταυτόχρονα. Το μεγάλο αυτό σχο­λείο δεν μπορεί ποτέ και μέσα σε οποιεσδήποτε συνθήκες να ξεχάσει να διδάσκει το αλφάβητο, να δίνει τις στοιχειώ­δεις γνώσεις και τα στοιχεία της αυτοτελούς σκέψης. Αν όμως κάποιος έβαζε με το νου του να ξεφύγει από τα ζη­τήματα της ανώτερης γνώσης επικαλούμενος το αλφάβη­το, αν κάποιος άρχιζε ν’ αντιπαραθέτει στα στέρεα, βαθιά, πλατιά και γερά αποτελέσματα του δημοτικού σχολείου τα ασταθή, αμφίβολα, “στενά” αποτελέσματα της ανώτε­ρης αυτής γνώσης (προσιτής σ’ ένα πολύ μικρότερο κύκλο προσώπων σε σύγκριση με τον κύκλο που μαθαίνει το αλ­φάβητο), αυτός θα έδειχνε απίστευτη μυωπία. Αυτός θα μπορούσε μάλιστα να συντελέσει στην πλήρη διαστρέβλω­ση όλου του νοήματος του μεγάλου σχολείου, γιατί με το να αγνοούνται τα ζητήματα της ανώτερης γνώσης απλώς

376

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

θα διευκολύνονταν οι αγύρτες, οι δημαγωγοί και οι αντι­δραστικοί να αποπροσανατολίζουν τους ανθρώπους που έμαθαν μόνο το αλφάβητο» (93, 360).

Έ τσι το «α π ’ έξω » του Λένιν θα πρέπει να λειτουργεί πια από ένα σημείο και μετά «από μέσα», δηλαδή στο εσωτερικό του κόμματος, μέσα από μια όσμωση των αμοιβαίων πλεονεκτημάτων των διανοούμενων και των εργατών και τη βαθμιαία άμβλυνση των μεταξύ τους διαφορών.

Και επειδή επαναστατικό κόμμα και πρακτικισμός, όπως επαναστατικό κόμμα και λέσχη συζητήσεων, αποτελούν ασυμβίβαστες αντιθέσεις, τα επαναστατικά κόμματα θα πρέπει τα ίδια να ανοίξουν θαρραλέα όλα τα μεγάλα θεωρητικά ζητήματα που απασχολούν το εργατικό κίνημα, δίχως ταυτόχρονα να πάψουν να είναι παρόντα στις καθημερινές ταξικές συγκρούσεις. Αυτό θα πρέπει να είναι το πέμπτο χαρακτηριστικό τους.

Κάτι τέτοιο θα βοηθούσε τον αντίπαλο, ίσως αντιτά- ξουν ορισμένοι, για να κρύψουν στην πραγματικότητα τη δική τους θεωρητική ανεπάρκεια. Ο Λένιν με την πολιτική της διαφάνειας (glasnost), που αυτός πρώτος ακολούθησε, έστω και αν ο Γκορμπατσόφ προσπάθησε να την παρουσιάσει ως δική του καινοτομία, στα πέντε χρόνια άσκησης της εξουσίας, αλλά και πριν από αυτό το διάστημα, έχει απαντήσει σε αυτό τον ενδοιασμό και η απάντησή του παραμένει πάντοτε αληθινή και επίκαιρη.

Οι αντίπαλοί μας, γράφει, «χαιρεκακούν και μορφά­ζουν, βλέποντας τις διαφωνίες μας· θα προσπαθήσουν φυσικά να αποσπάσουν ορισμένα μεμονωμένα μέρη της μπροσούρας μου [Ένα βήμα μπρος, δυο βήματα πίσω] που πραγματεύεται τις αδυναμίες και τις ελλείψεις του κόμματός μας και να τις χρησιμοποιήσουν για τους δι­

377

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

κούς τους σκοπούς. Οι Ρώσοι σοσιαλδημοκράτες είναι κιόλας αρκετά ατσαλωμένοι στις μάχες για να μην συγ­χύζονται απ’ αυτά τα ψιλοτσιμπήματα και να συνεχί­ζουν. παρά τα τσιμπήματα, να κάνουν την αυτοκριτική τους και να ξεσκεπάζουν αμείλιχτα τις δικές τους ελλεί­ψεις. που αναπότρεπτα οπωσδήποτε θα ξεπεραστούν με την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος» (92. 194).

Όσο κι αν αυτό μπορεί να σοκάρει ορισμένους, πι­στεύουμε ότι η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλι­σμού», πέρα από τις όποιες αναμφίβολες αρνητικές συ- νέπειές της, είχε και ένα σημαντικό πλεονέκτημα όσον αφορά την προβληματική που αναπτύσσουμε εδώ. Απελευθέρωσε το παγκόσμιο εργατικό κίνημα από το ενιαίο ιδεολογικό κέντρο που από μια περίοδο και μετά με την ύπαρξή του έπνιγε κάθε θεωρητική αναζήτηση και κάθε κριτική σκέψη και έδωσε έτσι τη δυνατότητα στα κόμματα, που μέχρι πρότινος συνδέονταν με αυτό το κέντρο και παραμένουν ριζοσπαστικά, να απαλλα­γούν από τη δογματική κατάρα και να ξεδιπλώσουν τη θεωρητική αναζήτηση, την οποία ο αστικός πραγματι­σμός την έχει θέσει υπό αδυσώπητο διωγμό.

Ένα έκτο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό χαρακτηρι­στικό του κόμματος συλλογικού διανοούμενου θα πρέ­πει να είναι η αναγνώριση της υπαρκτής αντίφασης ανάμεσα στην πολιτική αποτελεσματικότητα και την αναζήτηση της επιστημονικής αλήθειας, που επισημά- ναμε πιο πάνω, μια αντίφαση που αναμφίβολα μπορεί να προκαλέσει εντάσεις τις οποίες το κόμμα θα πρέπει να βιώνει δημιουργικά δίχως να επιδιώκει να υποτάσ­σει την επιστημονική αλήθεια σε οπορτουνιστικές σκο­πιμότητες.

Για να υλοποιηθούν όλα τα παραπάνω, απαραίτητο έβδομο χαρακτηριστικό που αφορά την οργάνωση ε ί­ναι τα επαναστατικά κόμματα να υπερβούν το επίπεδο

378

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

της δημοκρατίας της αντιπροσώπευσης αστικού τύπου και να ανυψωθούν σε εκείνο της συμμετοχικής δημο­κρατίας τύπου σοβιέτ, που μόνον αυτά από τη φύση τους μπορούν και πρέπει να εφαρμόζουν.

Αυτό σημαίνει συνειδητή συμμετοχή των μελών του κόμματος όχι μόνο στην εφαρμογή της κομματικής πο­λιτικής αλλά και στη διαμόρφωσή της, μια συμμετοχή που δεν μπορεί παρά πέρα από την εμπειρία να στηρί­ζεται και στη θεωρητική γνώση. Σημαίνει ακόμη την ανάδειξη της καθοδήγησης του κόμματος με κριτήριο και αυτή τη θεωρητική γνώση. Σημαίνει επίσης ηγέτες που δεν χρησιμοποιούν την κομματική τους θέση για να επιβάλουν τη γνώμη τους και κομματικά μέλη που δεν πειθαρχούν στην καθοδήγησή τους επειδή είναι καθο­δήγηση, αλλά επειδή αυτή έχει την ικανότητα να τα πείθει και τα ίδια έχουν την ικανότητα να στοχάζονται κριτικά. Σημαίνει με άλλα λόγια τη μη αναπαραγωγή στο επίπεδο του κόμματος του κλασικού αστικού δια­χωρισμού ανάμεσα σε εντολείς καθοδηγητές και μέλη εκτελεστές. Μόνον έτσι είναι δυνατόν να λειτουργήσει και να πάρει σάρκα και οστά, στο εσωτερικό πια του κόμματος, η αριστοδημοκρατία, δηλαδή η ανάδειξη στην καθοδήγησή του με τη συνειδητή βούληση των μ ε­λών του κόμματος των αρίστων.

Καλό είναι από αυτή τη σκοπιά να μην ξεχνάμε ότι ο μεγάλος Λένιν κατέκτησε το γνωστό τεράστιο κύρος που είχε στα μέλη του μπολσεβίκικου κόμματος, δίχως ποτέ να γίνει γενικός γραμματέας του, και ότι συμπλη­ρώνοντας το δελτίο του ως σύνεδρος του κόμματος, στη θέση των λειτουργιών που ασκούσε, συμπλήρωνε απλά και ταπεινά «μέλος της κεντρικής επιτροπής», για να προσθέσει μετά το 1917 «Πρόεδρος του Συμ­βουλίου των κομισάριων του λαού» (214, 196).

379

fn íñ oyo c

ΠΕΡΑ απ ο ΕΝΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟ κίνητρο που απορρέει από την επιλογή μου -α ν και μικροαστός διανοούμενος- να επιμένω κομμουνιστικά, τούτη η μελέτη είχε ως αφετη­ρία της μια βαθύτερη πικρή αγωνία που διαπερνά την προβληματική μου τα τελευταία χρόνια: Από τη μια εί­μαι πεπεισμένος ότι το όραμα της κομμουνιστικής χει­ραφέτησης, μοναδική λύση απέναντι στην καπιταλιστι­κή βαρβαρότητα, είναι σήμερα εφικτό και από την άλ­λη το όραμα αυτό ούτε προβάλλεται, ούτε διεκδικείται από την εν δυνάμει επαναστατική εργατική τάξη και τους αυτοαποκαλούμενους συνδικαλιστικούς ή πολιτι­κούς φορείς της. Μάλιστα οι περισσότεροι από αυτούς τους τελευταίους έχουν μετατραπεί σε φορείς ενσωμά­τωσης παρά επαναστατικοποίησης της εργατικής τά ­ξης, τη στιγμή που περισσότερο από ποτέ είναι ανεδα­φική κάθε προσπάθεια υποκατάστασης της κομμουνι­στικής από τη ρεφορμιστική στρατηγική.

Η ερμηνεία αυτής της σε σχέση με τις απαιτήσεις των καιρών ιδεολογικής οπισθοχώρησης δεν είναι δυνα­τόν να περιορίζεται στην απλή διαπίστωση της προδο­σίας των ηγεσιών. Κάτι τέτοιο δεν απαντά ούτε στο ερώτημα γιατί πρόδωσε «ο κύριος X ή ο πολίτης Ψ » ούτε, όπως εύστοχα επισημαίνει κάπου ο Μαρξ, στο ερώτημα «πώ ς συνέβη και ο λαός άφησε να προδοθεί κατ’ αυτό τον τρόπο».

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

Στην πραγματικότητα η κύρια αιτία αυτής της οπι­σθοχώρησης είναι η αποξένωση της εργατικής τάξης, η αποδοχή από μέρους της των κυρίαρχων αξιών και η συνεπαγόμενη ιδεολογική ηγεμόνευση της αστικής τά ­ξης η οποία, σε συνδυασμό με την ανοιχτή ή συγκαλυμ- μένη βία που ασκεί, κατορθώνει όχι μόνο να διατηρεί την εξουσία, αλλά αυτή να μην αμφισβητείται από τους ταξικούς της αντιπάλους.

Έ τσι λοιπόν ο καπιταλισμός που έχει οξύνει στο έπακρο τις αντιθέσεις που ο ίδιος γεννά, όπως η ανατο­μία του ανθρώπου αποτελεί το κλειδί για την ανατομία του πιθήκου, δείχνει υπό τη σύγχρονη, ύστερη μορφή του ότι το πραγματικό του πρόσωπο είναι εκείνο της βαρβαρότητας.

Όμως η αντίθεση ανάμεσα στην ανάπτυξη των αν­θρώπων και τις σχέσεις παραγωγής από τη μια δημιουρ­γεί τις προϋποθέσεις και απαιτεί την υπέρβασή του -και υπό αυτή την έννοια το τελευταίο εμπόδιό του είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός (235, 2 7 )- από την άλλη ο εκσυγ­χρονισμός του γεννά νέες συσκοτίσεις και εντείνει την αποξένωση, διαμορφώνοντας τέτοιες συνθήκες που του επιτρέπουν να παραμένει κυρίαρχος.

Αυτή νομίζω πως είναι και η βασική αντίθεση της εποχής μας και αυτή καλούμαστε να επιδιώκουμε να λύσουμε όσοι δεν χάσαμε την πιο υψηλή ελπίδα μας και δεν προδώσαμε στη συνέχεια όλες τις ελπίδες, όπως τόσοι και τόσοι παλιοί συναγωνιστές μας.

Με δεδομένο λοιπόν ότι το καπιταλιστικό σύστημα, παρά το γεγονός ότι έχει φθάσει στα όριά του, έχει την ικανότητα να σφραγίζει μέσω της αποξένωσης, του δό­λου και της βίας τις χαραμάδες του ελεύθερου κριτικού στοχασμού που το αμφισβητεί, είναι αναγκαίο, προτού οδηγηθούμε στη λύση της γενικευμένης βαρβαρότητας, να εντοπίσουμε τις δυνάμεις εκείνες που είναι ικανές

381

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

πρώτες να σπάσουν το φράγμα του συναινετικού κατα­ναγκασμού.

Αν για τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη ο βασιλιάς φιλόσοφος με τη συνειδητή έστω συναίνεση των πολι­τών εμφανιζόταν σαν ο από μηχανής θεός λυτρωτής της κοινωνίας, ο Μαρξ ήλθε να εναποθέσει αυτό το ρόλο στο προλεταριάτο του βιομηχανικού καπιταλισμού. Όμως τόσο για τον ίδιο όσο και για το σύνολο του μαρ­ξιστικού ρεύματος η αυθόρμητη συνείδηση του προλε­ταριάτου και το αυθόρμητο κίνημά του θεωρήθηκαν ανεπαρκή για να οδηγήσουν την ανθρωπότητα στη χει­ραφέτηση που ήταν το τελικό ζητούμενο ή η αρχή της πραγματικής ιστορίας της ανθρωπότητας.

Χρησιμοποιήθηκαν συνεπώς διάφορες μεσολαβήσεις έτσι ώστε το προλεταριάτο να μπορέσει να παίξει το ρόλο του ως πρωτοπόρο τμήμα της κοινωνίας.

Να όμως που ο Μαρξ και ίσως και ο Λένιν γεννήθη- καν νωρίς και τούτο διότι το όραμά τους για μια αν­θρωποκεντρική κοινωνία ήταν ανέφικτο στο βαθμό που δεν ήταν δυνατόν να αναδειχθεί σε κυρίαρχη ή ελεύθε­ρη δραστηριότητα αυτοσκοπός των κοινωνικών ατομι­κοτήτων που θα αναδεικνύει την κάθε προσωπικότητα απέναντι στην καταναγκαστική εργασία-δουλεία, μέσο επιβίωσης, που την καταδυναστεύει.

Στην εποχή μας όμως μια τέτοια προοπτική όχι μό­νον είναι εφικτή και μπορεί να ξεκινήσει άμεσα φτάνει να ανατραπεί ο καπιταλισμός, αλλά είναι και η μόνη εναλλακτική λύση απέναντι στην καπιταλιστική βαρ­βαρότητα. Αυτό απορρέει από τις δυνατότητες που προσφέρει η ανάπτυξη των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων για μια πραγματική απελευθέρωση της ά με­σης ζωντανής εργασίας από την κεφαλαιοκρατική εμ ­μονή να τις κρατά δέσμιες στη λογική του κέρδους.

Οι δυνάμεις λοιπόν που μπορεί να οδηγήσουν στη

382

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

διεκδίκηση μιας ανθρωποκεντρικής κομμουνιστικής κοινωνίας, οι δυνάμεις της «μεγάλης άρνησης», είναι το πρωτοπόρο τμήμα της σύγχρονης εργατικής τάξης και ορισμένοι διανοούμενοι.

Η σύγχρονη εργατική τάξη των αναπτυγμένων καπι­ταλιστικών χωρών που τείνει να γίνει η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού, παρά το ότι υφίσταται τις αποξενωτικές πιέσεις, είναι εκείνη που ακριβώς λόγω της θέσης της στην παραγωγή βρίσκεται στο επίκεντρο των αντιθέσεων του σύγχρονου καπιταλισμού και τις βιώνει πιο έντονα από κάθε άλλη κατηγορία. Αυτή εί­ναι που ανάγεται σε βασικό συντελεστή των σύγχρο­νων παραγωγικών δυνάμεων και που καθιστά από όλες τις σκοπιές περιττή την παρουσία του κεφαλαίου. Από την άλλη οι κατακτήσεις της που το κεφάλαιο αμφι­σβητεί σε όλες τους τις διαστάσεις είναι αδύνατον όχι μόνον να διευρυνθούν αλλά και να διατηρηθούν ως έχουν, στο βαθμό που συνεχίζει να κυριαρχεί το κεφά­λαιο· και τούτο διότι η αντικατάσταση της άμεσης ζω ­ντανής εργασίας, που αποτελεί νομοτέλεια της αναπα­ραγωγής του, το οδηγεί στο να περιθωριοποιεί την ερ ­γατική τάξη και να εντείνει την εκμετάλλευση σε βάρος της, αντί να την απελευθερώνει. Έ τσι είναι αυτή που μπορεί πιο εύκολα να συνειδητοποιήσει την αναγκαιό­τητα της κομμουνιστικής χειραφέτησης και να απαιτή­σει την ανατροπή του καπιταλισμού, όχι μόνο για να λύσει το πρόβλημα της επιβίωσής της, άλλα για να μπορέσει να αναπτυχθεί ανεμπόδιστα στο πλαίσιο μιας εφικτής σήμερα ανθρωποκεντρικής κομμουνιστικής κοινωνίας.

Αυτή η εργατική τάξη των αναπτυγμένων καπιταλι­στικών χωρών, σε συνεργασία με τις καταφρονεμένες μάζες των μη αναπτυγμένων χωρών που δεν έχουν άλ­λη διέξοδο παρά να αντιταχθούν στην ιμπεριαλιστική

383

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

βαρβαρότητα, είναι στην εποχή μας εκείνη που μπορεί να οδηγήσει την ανθρωπότητα στην απελευθέρωση.

Όμως η εργατική τάξη δεν μπορεί να απεγκλωβιστεί από τη στρεβλή συνείδηση που γεννά ο ίδιος ο κεφα­λαιοκρατικός τρόπος παραγωγής, δεν μπορεί να οδη- γηθεί αυθόρμητα να απαρνηθεί τις κυρίαρχες αξίες του, ούτε να διεξάγει τον πόλεμο κατά του κεφαλαίου, δίχως μια πρωτοπόρα οργάνωση.

Αυτή η οργάνωση θα πρέπει να αποτελείται από τα πιο συνειδητοποιημένα μέλη της σύγχρονης εργατικής τάξης και από τους λιγοστούς εκτός εργατικής τάξης επαναστάτες διανοούμενους κατόχους της θεωρητικής γνώσης, από την κομμουνιστική αριστοκρατία.

Στην εποχή της γενικευμένης αποξένωσης η επανα­στατική θεωρητική γνώση που η ίδια πηγάζει από την πραγματικότητα, σε συνδυασμό με την εμπειρία του εργατικού κινήματος, στο πλαίσιο μιας οργανικής ενό­τητας πράξης και θεωρίας, «καρδιάς» και «κεφαλιού», είναι απαραίτητη για να βγει η ανθρωπότητα από το τέλμα της καπιταλιστικής βαρβαρότητας και να οδηγη- θεί στη χειραφέτηση.

Και αυτή η ενότητα δεν είναι δυνατόν να λάβει σάρκα και οστά παρά στο πλαίσιο μιας οργάνωσης που θα συν­δυάζει το αυθόρμητο με το συνειδητό, την εμπειρία με τη θεωρία, την επιστημονικότητα και την αμφισβήτηση με την πίστη και την αποτελεσματικότητα. Και μια τ έ ­τοια οργάνωση που, από την ίδια τη σύνθεση της σύγ­χρονης εργατικής τάξης αλλά και από τη φύση της κομ­μουνιστικής προοπτικής που καλείται να διεκδικήσει, δεν μπορεί να έχει καμία σχέση ούτε με το ακαθόριστο πλήθος ούτε με τα ρεφορμιστικά ή δογματικά κόμματα είναι σήμερα περισσότερο αναγκαία από ποτέ.

Η μέχρι σήμερα ιστορική εμπειρία του εργατικού κι­νήματος και πιο ειδικά των κομμουνιστικών κομμάτων

384

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

καθιστούν αναγκαία μια εκ βάθρων επανεξέταση των μορφών συγκρότησης και λειτουργίας μιας τέτοιας πρωτοπόρας επαναστατικής οργάνωσης.

Σε μια τέτοια οργάνωση σημαντικό ρόλο καλείται να παίξει σήμερα όσο ίσως και κατά την πρωτοεμφάνι- σή της η θεωρητική γνώση και παραγωγή. Αυτή, παρά τη μαζική προλεταριοποίηση της διανόησης, αν και δύ­σκολα μπορεί να προέλθει από τους εντός παραγωγής κατόχους των ειδικών γνώσεων οι οποίοι υφίστανται τις ίδιες αποξενωτικές π ιέσεις με το σύνολο της σύγ­χρονης εργατικής τάξης. Μπορεί ακόμα να προέλθει, όχι βεβαίως μαζικά, από την εκτός παραγωγής και συ­νεπώς εκτός εργατικής τάξης διανόηση.

Στην προκείμενη περίπτωση πρόκειται για τους λι­γοστούς εκείνους διανοούμενους που, ακριβώς λόγω της εκτός της καπιταλιστικής παραγωγής θέσης τους και των δυνατοτήτων που η φύση της δραστηριότητάς τους τους προσφέρει, υφίστανται σε μικρότερο βαθμό την αποξενωτική πίεση και έτσι μπορούν να προτάξουν «την αξιοπρέπεια, την περηφάνια και το πνεύμα ανε­ξαρτησίας» και να οδηγηθούν στην επαναστατική συ- νειδητοποίηση.

Όπως πολύ ορθά τόνιζε ο Λένιν, «χωρίς επαναστατι­κή θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατικό κίνη­μα» (92, 24), και αυτή η θεωρία, καθώς και η επανα­στατική συνείδηση δεν γεννιούνται αυθόρμητα από τους καταπιεσμένους.

Από την άλλη όμως, όπως ο ίδιος τόνιζε, αυτή «η επαναστατική θεωρία που [...] δεν είναι δόγμα [...] δια­μορφώνεται τελικά μόνο σε στενή σύνδεση με την πρα­κτική δράση ενός πραγματικά μαζικού και πραγματικά επαναστατικού κινήματος» (101, 7).

Και αυτός ο φαύλος κύκλος μπορεί να ξεπεραστεί μόνο μέσα από την οργανική ενότητα πράξης και θεω ­

385

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

ρίας, εργατικού κινήματος και επαναστατικής διανόη­σης, μέσα από τη συνειδητή αποδοχή του ρόλου της ερ ­γατικής τάξης από την επαναστατική διανόηση και του ρόλου αυτής της τελευταίας από την εργατική τάξη. Μπορεί να ξεπεραστεί μέσα από τον αριστοδημοκρα- τικό συνδυασμό στο πλαίσιο μιας επαναστατικής οργά­νωσης νέου τύπου που θα λειτουργεί αξιοποιώντας δη­μιουργικά την αναπόφευκτη ένταση ορθολογισμού και ρομαντισμού, επιστήμης και πίστης, εμπειρίας και γνώσης, αμφισβήτησης και αποτελεσματικότητας, μα­κροπρόθεσμων στόχων και άμεσης πάλης, προσωπικό­τητας και συλλογικότητας.

Έ τσι, αν και οι διανοούμενοι, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει o Hayek (65), ποτέ δεν υπήρξαν ούτε πρό­κειται να αναχθούν σε αυτοτελείς δημιουργούς της Ιστορίας και των επαναστάσεων, κάτι που ειδικά για την κομμουνιστική επανάσταση μόνον οι μάζες μπο­ρούν να πράξουν έστω και αν δεν αρκεί γι’ αυτό η αυ­θόρμητη συνείδησή τους, μπορεί να συμβάλουν στην ανύψωση αυτής της αυθόρμητης συνείδησης σε επανα­στατική, κάτι που αποτελεί αποφασιστική προϋπόθεση της κοινωνικής επανάστασης.

Ανατρέποντας λοιπόν μια παράδοση αιώνων που ήθελε τη θεωρία αποκομμένη από την πράξη και τους θεωρητικούς στο ρόλο του πλατωνικού βασιλιά φιλοσό­φου, οι σύγχρονοι επαναστάτες διανοούμενοι, στο δρό­μο που πρώτος ο Μαρξ χάραξε θα πρέπει να λειτουρ­γούν σε οργανική ενότητα με το μαζικό ταξικό εργατι­κό κίνημα και τους φορείς του όταν αυτοί υπάρχουν ή διαφορετικά να συμβάλουν στην επανίδρυσή τους.

Αν το σφυρί και το δρεπάνι ήταν τα εμβλήματα των επα­ναστάσεων της πείνας των περασμένων αιώνων, στην εποχή των σύγχρονων επαναστάσεων, που δεν μπορεί

386

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

παρά να είναι επαναστάσεις της χειραφέτησης και που σε συνδυασμό με το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα θα λύ­σουν και το πρόβλημα της πείνας, θα έπρεπε να προσθέ­ταμε ως εμβλήματα τα computers που θα μπορούσαν να συμβολίσουν τη σύγχρονη εργατική τάξη και τη γλαύκα, πουλί της σοφίας, σύμβολο της θεωρητικής γνώσης και του φορέα της, της επαναστατικής διανόησης.

Μόνο που τούτη η γλαύκα, σε αντίθεση με εκείνη του Hegel, στόχο της δεν θα πρέπει να έχει μόνο να ερ ­μηνεύσει πόσο μάλλον να δικαιολογήσει την πραγματι­κότητα, αλλά και να την αλλάξει, και τούτο μαζί με όλα τα ελεύθερα πουλιά του κόσμου. Έ τσι δεν θα πρέ­πει να περιμένει να χαράξει από μόνη της η αυγή για να πετάξει, αλλά αντίθετα να συμβάλει σε τούτη του κόσμου τη μεγάλη ανατολή.

Βέβαια κανείς δεν μπορεί να προβλέψει μέσω ποιου επουσιώδους γεγονότος θα εισβάλει στο προσκήνιο η Ιστορία και θα αναπτυχθεί η επαναστατική διαδικα­σία. Όμως θα ήταν μεγάλη πλάνη να αναμένουμε μα­κάρια ότι αυτή, ως αυθόρμητο αίτημα του πλήθους, θα έχει το χαρακτήρα της κομμουνιστικής χειραφέτησης.

Λοιπόν μόνο μέσα από την ενότητα της σύγχρονης εργατικής τάξης και της επαναστατικής διανόησης το καταταλαιπωρημένο φάντασμα του κομμουνισμού που, παρ’ όλα αυτά συνεχίζει να πλανάται αγέρωχο πάνω από τον κόσμο, θα μπορέσει να μετουσιωθεί σε υπαρκτή πραγματικότητα του κόσμου, μόνον έτσι η ανθρωπότη­τα θα μπορέσει να λυτρωθεί από τη βαρβαρότητα και να περάσει στη φάση της πραγματικής της Ιστορίας.

0 Walter Benjamín περιγράφοντας έναν πίνακα του Paul Klee, του 1910 γράφει:

«Υπάρχει ένας πίνακας του Klee που επιγράφεται Angelus Novus. Αναπαριστά έναν άγγελο που φαίνεται ότι έχει την προοπτική να απομακρυνθεί από εκείνα στα

387

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

οποία το βλέμμα του φαίνεται να είναι καρφωμένο. Τα μάτια του είναι γουρλωμένα, το στόμα του ανοιχτό, τα φτερά του ξεδιπλωμένα. Τούτη είναι η όψη που θα πρέ­πει να έχει απαραίτητα ο άγγελος της ιστορίας: έχει το πρόσωπο στραμμένο προς το παρελθόν. Όπου εμφανίζο­νται μπροστά μας μια σειρά από γεγονότα, αυτός δεν βλέπει παρά μια και μοναδική καταστροφή η οποία δεν παύει να στοιβάζει ερείπια πάνω σε ερείπια και να τα ρί­χνει μπροστά στα πόδια του. Θα ήθελε πολύ να καθυστε­ρήσει, να ξυπνήσει τους νεκρούς και να συγκεντρώσει τους ηττημένους. Όμως από τον παράδεισο έρχεται μια θύελλα τόσο δυνατή που ανοίγει διάπλατα τα φτερά του αγγέλου και δεν μπορεί να τα ξανακλείσει. Αυτή η θύελ­λα τον σπρώχνει ακατάπαυστα προς το μέλλον στο οποίο έχει στραμμένη την πλάτη, παρ’ όλο που έως τον ουρανό μπροστά του συσσωρεύονται τα ερείπια. Αυτή η θύελλα είναι αυτό που ονομάζουμε πρόοδο» (21, τ. 3, 434).

Καθήκον της επαναστατικής διανόησης είναι να συμβάλει ώ στε να ξεσηκωθεί τούτη η θύελλα και μαζί της όλοι τούτου του κόσμου οι άγγελοι οι οποίοι, πάρ’ όλο που βιώνουν και βλέπουν μπρος στα μάτια τους την καπιταλιστική βαρβαρότητα, δεν αποτολμούν το άλμα στους ουρανούς της κομμουνιστικής χειραφέτη­σης.

388

Βιβλιογραφία

1. Afanasyev V., Galchinsky A., Lantsov V., Karl Marx’s great discovery, The Dual-Nature of the Labour Dodrine: lis Methodogical Role, Progress Publishers, 1986

2. Αλεξανδρόπουλος Μήτσος, O Μοητιακόφσκι (Τ α εύκολ α χαι τ α δύσκ ολ α) Ελληνικά γράμματα, 2000

3. Althuser Pour Marx, La découverte, 19964. Αλτουσέρ Λουί, Το μέλλον δ ια ρ χ ε ί πολύ. Τ α γ εγονότα. Α υ­

τοβιογραφ ίες, Ο Πολίτης, 19925. Anneau des Ressources Francophones de Γ Education,

Intellectuel et société, http:www.Arfe-cursus.com6. Άντερσον Πέρρυ, Οι αντινομίες του Αντόνιο Γράμ σι, Μαρξι­

στική Συσπείρωση, 19857. Αντερσον Πέρρυ, Ο δυτικός μ αρξισμ ός. Εκδόσεις Ράππα,

19788. Αριστοτέλης, Π ολιτικά ,9. Αριστοτέλης, Ρητορική

10. Αριστοτέλης, Η θικά Ν ικομ άχεια11. Αριστοτέλης. Αθηναίων Π ολιτεία12. Aron Raymond, L ’ Opium des Intellectuels, Calmann-Lévy,

195513. Aron Raymond, Démocratie et révolution, in Introduction á la

philosophie de Γ histoire, Fallois, 199714. Balibar Étienne, La philosophie de Marx, La découverte, 199315. Balibar Étienne, La crainledes masses, Politique et philosophie

avant et aprés Marx, Galilée, 199716. Balzac, Illusions Perdues, Flammarion, 199917. Barillon Michel, Glosses sur Des intellectuels et du pouvoir, de

Edward Sa'íd, http://atheles.org18. Basso Pietro, Le caractére évaluatif de la Science sociale wébérienne.

une provocation, http://atheles.org

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

19. Bell Daniel, Vers la societé postindustrielle, Laffont, 197620. Benda Julien, La trahison des clercs, Grasset, 197521. Benjamín Walter, Oeuvres en 3 voluntes, Gallimard Folio essais,

200022. Bensaíd Daniel, Corcuff Philippe, Le travail intellectuel au risque

de l ’ engagement, http://atheles.org23. Bibliothéque des sciences sociales de Γ Université de Québec,

Polémiques autour des régles d ’ organisation au Congrés de Genéve, http://marxists.org

24. Bloch Emst, Ο υτοπ ία κ α ι Ε πανάσταση , εκδ. Έρασμος, 198525. Bloch Ε., Experimentum mundi, Payot, 198126. Blondeau Olivier, Genése el subversión du capitalisme infor-

malionnel. La Pensée No 317,199927. Boccara Paul, Intervenir dans la gestión avec des nouveaux critéres,

Messidor, 198528. Bordiga Amadeo, Les intellectuels el le marxisme, Le prolétaire

No 447, 199829. Bourdier Pierre, Pour un savoir engagé, Le monde diplomatique

Février, 2002, p. 330. Bourdieu Pierre, Les régles de l ’art, Seuil, 199231. Brecht Bertolt, “O Γαλιλαίος", εκδ. 70- Πλανήτης, χ.χ.32. Casanova A., Prévost Cl-Metzer J., Les intellectuels et les luttes

des classes, Éditions Sociales, 197033. Chartier Roger, Espace social et inmginaire social Oes intellectuels

frustrésau XV II siécle, Armales no 2 Mars, Avril, 1982, p. 381-40034. Chauvel Louis, Le retour des classes sociales, Revue Forcé,

Octobre 200135. Che Guevara, Le socialisme et Γ homme, Maspero, 196836. Debray Régis, i.f. suite et fin, Gallimard, 200037. De Ste Croix G.E.M., O ταξ ικός αγ ώ νας στον Α ρχαίο Ελληνι­

κό Κόσμο, εκδ. Ράππα, 198638. Discepolo Thierry, Investissements des compétences intellectuelles,

http://atheles.org39. Dosse Fran?ois, La marche des idées (Histoire des intellectuels-

histoire intallectuelle). La découverte, 200340. Drape Olivier, Intellectuels la trahison des clercs, http://centre-

deformation.net41. Durkheim Émile, L ’ individualisme et les intellectuels, P.U .F.,

198742. Eco Umberto, La Bustina di Minerva, in Espresso, 24/4/1977

390

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

43. Ehrenberg, Le cuite de la performance, Pluriel, 19964 4 .Ένγκελς. Π ρόλογος στην « Κ ατάσταση της εργατικής τάξης

στην Αγγλία», Διαλεχτά έργα Μαρξ, Ένγκελς. εκδ. Γνώσεις τ. 2, σελ. 471-490

45. Ένγκελς, Γ ια το κύρος. Διαλεχτά έργα, εκδ. Γνώσεις, τ. 1, σελ. 766-770

46. Engels a Sorge, le 29 Nonembre 1886, in Marx, Engels Correspondance, éd. du Progrés, 1981, p. 403-406

47. Engels, Anti-Duhring. Éd. Sociales, 1973.48. Fichte, La destination de Γ homme, Flammarion, 199749. Foucault Michel, Power/Knowledge: Selected interviews and

other Writings, 1972-1977, éd. Colin Gordon, Hemel Hemp- stead, Harvester Press, 1981

50. Foucault Michel, Les mots et les choses, Gallimard, 196651. Φρομ Έριχ, (επιμέλεια, ανάθεση κειμένων) Σ οσιαλιστικός

Ο υμανισμός, Μπουκουμάνης, 198452. Galbraitht, Le nouvelétat industriel, Gallimard, 196853. Gramsci, Oeuvres choisies, éd. Sociales, 195954. Gramsci, Textes, Éditions sociales, 198355. Gramsci, Quadrenide Carcere, éd. Einaudi, 197556. Gramsci, La conslruzione del Partito Communista, éd. Einaudi, 197157. Γκράμσι Αντόνιο, Π αρελθόν κ α ι παρόν, Στοχαστής, 197458. Γκράμσι Αντόνιο, Οι διανοούμενοι. Στοχαστής, 199059. Γκρούπι Λουτσιάνο, Η έννοια της ηγεμονίας στον Γκράμσι,

Θεμέλιο, 197260. Goytisolo Juan, De la soumission des intellectuels, Le monde

diplomatique, 14 Aoüt, 1997, p. 2561. Habermans Jürgen, Aprés Marx, Fayard, 198562. Habermans, Théorie de l ’agir communicationel, Fayard, 198763. Hardt Michael-Negri Antonio, Η α υ τοκ ρ α τορ ία , Scripta, 200264. Harvey David, Τιυο kings of equality, in classical mediaevalia no

27, 199665. Hayek Friedricht August, Les intellectuels et le socialisme,

http://herve.dequengo.free.fr66. Herrera Rémy, Varcellone Cario, Transformation de la división

du travail et théories de la croissance endogene: une revue critique, Contribution présentée aux Joumées d’ étude d’ histoire economique “transformation de la división du travail et nouvelles regulations” organisées par le CNRS et Γ Université Parisl, 1999

391

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

67. Husson Michel, Communisme et le temps libre. Critique Communiste no 152, 1998 e'. http://hussonet.free.fr

68. Ιονέσκο Ευγένιος, O ρινόχερος, Δωδώνη, 199269. Italian left, Marxisme et conscience de classe, http://geoci-

ties.com/italianleft70. Jarczyt Gwendoline, Labariére Pierre-Jean, Hegel: Le malheur

de la conscience οιι l ’ accis d la raison, Aubier, 198971.Jouary Jean Paul, Spire Amaud, Penser les revolutions,

Messidor, Éditions Sociales, 198972. Kant, Idée d ’ une histoire universelle au point de vue cosmopolite,

Nathan, 200073. Κάουτσκυ Καρλ, Η καταγω γή του χριστιανισμού, Αναγνω-

στίδης74. Καστοριάδης Κορνήλιος, Ο θρυμμ ατισμ ένος κόσμος. Ύψι­

λον/βιβλία, 199275. Kofman Sarah, Camera Obscura, de Γ idéologie, Galilée, 197376. Kojeve A., ¡ntroduction á la lecturede Hegel, Gallimard, 197477. Κοτζιάς Νίκος. Συνειδητό κ α ι Αυθόρμητο, Σύγχρονη Εποχή,

198778. Κοτζιά Νίκου (γενική εποπτεία), Η διανόηση στην Ελλάδα,

ταξική θέση κ α ι ιδεολογ ία . Σύγχρονη Εποχή, 198079. Labica Georges-Bensussan Gerard (υπό την εποπτεία),

Dictionnaire critique du marxisme, P.U .F., 198580. Labica Georges, Karl Marx, Les théses sur Feuerbach, P.U .F.,

198781. Larousse Médical ¡Ilustré, 192482. Λαψίνα E. Βαλοβοΐ Ντ., Π ρόδρομ οι κ α ι Π ρω τεργ άτες , Σύγ­

χρονη Εποχή, 198783. Lefebvre Henri, Κοινω νιολογία του Μ αρξ, Gutenberg, 198284. Lefebvre Henri, Lukács 1955, Tort Patrick, Étre marxiste

aujourd’hui, Aubier, 198685. Λεφέβρ Avpí, Μ ηδενισμός κα ι αμφισβήτηση. Ύψιλον/βιβλία,

199086. Lefebvre Henri, Le materialisme dialectique, P.U .F., 199087. Lefebvre Henri, La fin de I ’ histoire, Anthropos, 200188. Leff G., The dissolution o f the medieval outlook, New York Univer-

sity Press, 197689. Le Golf Jacques, Les intellectuels au MoyenÁge, Seuil, 198590. Λένιν*. Φρ. Ένγκελς, Ά παντα, τ. 2, σελ. 1-14

* Λένιν Απαντα, 5η έκδοση. Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή.

392

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

91. Λένιν, Τι να χάνουμε. Απαντα, τ. 6, σελ. 1-19692. Λένιν, Έ ν α βήμ α μπρος, δ υ ο βή μ ατα π ίσω , Απαντα, τ. 8,

σελ. 191-42593. Λένιν, Μ πέρδεμ α πολιτικής χαι παιδαγω γικής . Απαντα, τ.

10, σελ. 357-36094. Λένιν, Υλισμός χαι Εμπειρ ιοχριτιχισμός, Απαντα, τ. 18,

σελ. 1-38795. Λένιν, Φιλοσοφικά Τ ετρ άδ ια . Απαντα, τ. 29, σελ. 10496. Λένιν, Π αρατηρήσεις στο βιβλίο του Ν.Ι. Μ πουχάριν «Η ο ι­

κονομ ία της μεταβατική ς π ερ ιόδου » , Σύγχρονη Εποχή, 199997. Λένιν, Ε ναρκτήριος λόγος στο 9 ο Σ υνέδρ ιο του ΚΚΡ(μπ)

Απαντα, τ. 40, σελ. 233-25798. Λένιν, Π ροσχέδιο θέσεω ν της απόφ αση ς γ ια τ α Σ οβ ιέτ στην

έβδομη πανρωσιχή συνδιάσκεψ η (του Απρίλη) του ΣΔΕΚΡ (μπ) Απαντα, τ. 31, σελ. 339-453

99. Λένιν, Τ α ά μ ε σ α καθή κοντα της σοβιετικής εξουσ ίας. Ά π α ­ντα, τ. 36, σελ. 165-208

100. Λένιν, Το ά μ εσ ο καθήκον μας. Απαντα, τ. 4, σελ. 191-196101. Λένιν, Α ριστερισμός, παιδική α ρ ρ ώ σ τ ια του κομμουνισμού,

Απαντα, τ. 41, σελ. 1-104102. Λένιν, Το π ρ όγ ρ αμ μ ά μας. Απαντα, τ. 4, 186-190103. Λένιν, Λ όγοι κ α ι ομιλίες κ α τ ά τη συζήτηση του κ α τα σ τα τ ι­

κού του κόμ ματος, στο II Σ υνέδρ ιο του ΣΔΕΚΡ, Απαντα, τ.7, σελ. 285-289

104. Λένιν, Γ ια το φ όρο σ ε είδος. Ά παντα, τ. 43, σελ. 203-247105. Λένιν, Υλικά του 11ου Σ υνεδρ ίου του Κ ΚΡ(μπ) Απαντα, τ.

45, σελ. 409-419106. Λένιν, Πολιτική έκθεση δράση ς της Κ Ε του ΚΚΡ(μπ) στο

11ο συνέδριο Απαντα, τ. 45, σελ. 69-138107. Λένιν, Τελικός λόγος πάνω στην εισήγηση γ ια το φ όρο σ ε ε ί ­

δο ς στη 10η πανρωσιχή συνδιάσκεψ η του ΚΚΡ(μπ), Απα­ντα, τ. 43, σελ. 317-322.

108. Λένιν, Τ α καθή κοντα των συνδικάτων, Απαντα, τ. 37, σελ. 403-406

109. Λένιν, Πώς θα οργ ανώ σου μ ε την άμιλλα. Απαντα, τ. 35, σελ. 195-205

110. Λένιν, Κ άλλιο λ ιγότερο κα ι καλ ύτερα . Απαντα, τ. 5. σελ. 389-406

111. Λένιν, Γ ια το ε ν ια ίο οικονομ ικό σχέδιο, Απαντα, τ. 42, σελ. 339-347

393

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

112. Λένιν, Εισήγηση γ ια το π ρ όγ ρ αμ μ α του κόμ μ ατος στο 8 ο Συνέδρ ιο του Κ ΚΡ(μπ), Άπαντα, τ. 38, σελ. 151-173

113. Λένιν, Η μεγάλη πρω τοβουλία , Απαντα, τ. 39, 1-29114. Λένιν, Εισήγηση γ ια την επ ικύρω ση της συνθήκης ειρήνης

στο 4 ο έκ τακ το πανρω σικό συν έδρ ιο των Σοβιέτ. Απαντα, τ. 36, σελ. 92-111

115. Λένιν, Α νοιχτό Γ ρ ά μ μ α στους αντιπ ροσώ π ου ς του πανρω - σικού συνεδρ ίου των αγ ροτώ ν βουλευτώ ν. Απαντα, τ. 32, σελ. 43-47

116. Λένιν, Η σοσιαλιστική επ αν άσ τασ η κ α ι το δ ικα ίω μ α α υ το ­διάθεση ς των εθνών, Απαντα, τ. 27, σελ. 256-271.

117. Λένιν, Το απ οτ έλ εσ μ α της συζήτησης γ ια την αυτοδιάθεση . Απαντα, τ. 30, σελ. 17

118. Λένιν, Κ ρ ά τος κ α ι επανάσταση , Απαντα, τ. 30, σελ. 9-120119. Λένιν, Σ χέδιο πρ ογ ρ άμ μ ατος του ΚΚΡ(μπ), Απαντα, τ. 38,

σελ. 81-124.120. Λένιν, Εισήγηση γ ια τ α κομ μουν ιστικά Σ ά β β α τα στη συν­

δ ιάσκεψ η της οργάνω ση ς της πόλης Μ όσχας του ΚΚΡ(μπ), 20 Δ εκέμβρη 1919, Απαντα, τ. 40, σελ. 32-38

121. Λένιν, Τ α καθή κοντα του π ρ ολ εταρ ιάτου στην ε π ανάστασή μας, Απαντα, τ. 31, σελ. 149-186.

122. Λένιν, Ο Μ αρξισμός γ ια το κράτος . Απαντα, τ. 33, σελ. 307123. Liberation, Avant les JO, pression sur Γ industrie du sport,

http://liberation.fr124. Linux: Le logiciel libre, comme forme subversive de la production,

http://ecorev.org125. Lojkine Jean, Le nouveau salariat informationnel. Aux frontiéres

du salariat, texte provisoire préparé pour la séance du 16/12/1999 du Séminaire d’ Études Marxistes

126. Lojkine Jean, La révolution informationnelle, P.U .F., 1992127. Lojkine Jean, La classe ouvriére en mutation, Messidor/Éditions

Sociales, 1986128. Loraux Nicole, Miralles Careles (sous la direction), Figures de

l ’ inteUectuel en Gréce ancienne, Berlín, Paris, 1998129. Lówy Michael, Pour une sociologie des intellectuels révolu-

tionnairs, P.U .F., 1976130. Lowy Michael, Sayre Robert, Révolte et mélancolie, (Le

roinantisme á contre courant de la modernité), Payot, 1992131. Lukács Gyórgy, Le parti dirigeant du proletariat (á propos de la

conscience et de l ’organisation), http://etoilerouge.chez.tiscali.fr

394

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

132. Lukács Gyorgy, Socialisme et démocratisation, Messidor, Éditions sociales, 1989

133. Lukács Gyorgy, Histoire et conscience de classe, Les éditions de minuit, 1960

134. Luxemburg Rosa, Masseset chefc, http://lcr94.free.fr135. Luxemburg Rosa, Texteséd. Sociales, 1969136. Luxemburg Rosa, espoirs degus, άρθρο της στην Die Neue Zeit

no 2137. Macciocchi Maria Antonietta, Pour Gramsci, Seuil, 1974138. Mandel Ernest, Le troisitme age du capitalisme, Éditions de la

passion, 1997139. Mandrou R., Des humanistes aux hommes de Science. Seuil, 1973140. Mannheim, Conservative Thought in Essays of Sociology and

Social Psychology, Routledge, 1953141. Mannheim Karl, Idéologieet Utopie, Márcele Riviére, 1956142. Marcuse Herbert, Culture et société. Les éditions de Minuit,

1970143. Marcuse Herbert, L ’ homme unidimentionnel, Les éditions de

Minuit, 1968144. Μαρκούζε Χέρμπερ, Λ όγος κ α ι επανάσταση , (Ο Χ έγκ ελ κα ι

η γέννηση της κοινωνικής θεω ρίας). Ύψιλον/βιβλία, 1985145. Μαρκούζε Χέρμπερ, Το τέλος της Ο υτοπίας, Ύψιλον/βι­

βλία, 1985146. Μαρξ Καρλ, Οικονομικά κα ι φ ιλοσοφικά χ ειρόγραφ α, 1844,

Γλάρος, 1975147. Marx Karl, Contribution to the critique o f Hegel’s Philosopln/ of

Law. Introduction. Marx, Engels, Collected Works. T. 3, σελ. 147-187

148. Marx Karl, Commentson Latest Prussian Censorship Instruction, in Marx, Engels, Collected Works, t. 1

149. Marx Karl, Grundrissede 1857-1858 , éd. Sociales, 1980150. Marx á Annekov, Bruxelles 28/12/1864 in Marx, Engels,

Correspondance, Éditions du Progrés, 1976, p. 20-31151. Μαρξ Καρλ, Κριτική του π ρ ογ ρ άμ μ ατος της Γκότα , Σύγ­

χρονη Εποχή, 1979152. Μαρξ Κάρολος, Θ έσεις γ ια τον Φ οϋερμπάχ, Μαρξ,

Ένγκελς. Διαλεχτά έργα, εκδ. Γνώσεις, τ. 2, σελ. 467-470153. Μαρξ Καρλ, Το Κ εφ άλαιο , Σύγχρονη Εποχή154. Μαρξ, Μισθός, Τιμή κ α ι Κ έρδος , Θεμέλιο, 1976155. Marx Κ., Oeuvres, Gallimarg, 1963, t. III, ρ. 740

395

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

156. Μαρξ Καρλ, Κριτική της Πολιτικής Ο ικονομίας (Πρόλογος) Διαλεχτά έργα, τ. 1, σελ. 423-439, Γνώσεις

157. Marx Κ., Adresse inaugúrale de Γ Α .Ι.Τ . in Oeuvres Choisies, éd. Du Progrés, 1974. t. II. p. 5-13

158. Marx Κ., Philosophie de la nature chez Démocrite et Epicure, Oeuvres Philosophiques, éd. Molitor, Τ. I

159. Marx Κ.. Théories sur la plus valué, éd. Sociales, 1975160. Marx a Kugelmann, 23/8 /1866 , in Marx, Engels, Lettres sur le

“Capital”, édit. Sociales, 1964, p. 153161. Μαρξ, Γ ρ ά μ μ α στον Αννέκοφ, Διαλεχτά έργα, τ. 2, σελ.

516-530162. Marx a Engels 24/8/1867. in lettres sur le “Capital”, éd.

Sociales, 1964, p. 174163. Marx, Engels, Η α γ ία ο ικ ογ έν εια (κριτική της κριτικής),

εκδ. Αναγνωστίδης164. Μαρξ Καρλ, Ένγκελς Φρ., Μ ανιφέστο του Κ ομμουνιστικού

Κ όμ μ ατος , Διαλεχτά έργα, τ. 1, σελ. 1 -58165. Μαρξ Καρλ, Ένγκελς Φρ, Η γερμανική ιδεολογίόί,

Gutemberg166. Μαρξ, Ένγκελς, Π ρόλογος στη γερμανική έκδοση του 1872,

του Μ ανιφέστου του Κ ομμουνιστικού Κ όμμ ατος, Διαλεχτά έργα, τ. 1, σελ. 9-12

167. Marx, Karl 1818-1883 http://reyner.com168. Merten Stefan, (entretien avec Richardson Joanne), Logiciel

libre et éthique du dévellopement de soi, http://multitu- des.samizdat.net

169. Mills Wright C. Power, Politics and People, The Collected Essays of Wright Mills, ed. Irving Louis Horowitz

170. Monasta Attilio, Antonio Gramsci (1891-1937), Perspectives, revue trimestielle d’ éducation comparée (Paris UNESCO: Bureau International d’ éducation), vol. XXIII, no 3-4,1933, p. 613-629

171. Μπουμπέ Μαρτίν, Το πρόβλημα του ανθρώ που , εκδ. Γνώση172. Μπύσι-Γλύσμαν Κρίστιν, Ο Γκράμ σι γ ια το κράτος . Θεμέ­

λιο, 1984173. Mystifiés et mystificatcurs, http://pageperso.aol.fr174. Μωραΐτη Ερωτόκριτου, Μνήμη κα ι λήθη γ ια το Μάχο Ρούση,

Περιοδικό «Ναι», Νο 2, Απρίλης 2004.175. Nader Ralph. Love James, Microsoft, monopole du prochain

siécle. Le Monde diplomatique, Novembre, 1997

396

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

176. Naville Ρ., Vers I ’ automation sociale? Gallimard, 1963177. Negri Toni-Hardt Michael, Mutation d ’ activités, nouvelles

formes d ’ organisation, http://biblioweb.samizdat.net178. Negri Antonio-Lazzarato Maurizio, Travail immatériel et

subjectivité, http://biblioweb.samizdat.net179. Negri Toni. Que faire aujourd’hui de “Que faire?”. Passant No

36, sept. 2001-oct. 2001180. Nietzsche Friedrich, Par- déla bien et mal. Gallimard Folio,

essais, 1987 & 212181. Nizan Paul, Démission des philosophes, http://atheles.org182. Ομήρου Ιλ ιάδα , μετάφραση Ν. Καζαντζάκη, Ι.Θ. Κακριδή,

Αθήνα.1955183. Ory Pascal, (sous la direction de) Derni'eres questions aux

inlelletuels, Olivier Orban, 1990184. Παπαβασιλείου Δάνης, Τ αχύτερα, ψηλότερα, δ υ ν ατότερ α

γ ια τ α κέρδη (Πολυεθνικές και Ολυμπιακοί Αγώνες), Ριζο­σπάστης 21/3/2004

185. Παπαϊωάννου Κώστας, Μ άζα κ α ι ιστορία . Εναλλακτικές εκδόσεις, 2003

186. Παπακωνσταντίνου Πέτρος, Η αμερικάνικη Τζιχάντ, Ελλη­νικά γράμματα, 2003

187. Partí communiste frangais. Mouvement des connaissances, des technologies, le travail et la société: comment caractériser notre époque? http://pfc.fr

188. Pinto Louis, Aprés I ’ engagement, sa parodie, des prophétes pour intellectuels, Le monde diplomatique, Septembre, 1977, p. 32

189. Pizzi Gian-Carlo, L ’ ouvrier toyotiste et le general intellect, http://multitudes.samizdat.net

190. Πλάτων, Νόμοι191. Πλάτων, Π ολιτεία192. Πλάτων, Γοργ ίας193. Πλάτων, Πολιτικός194. Πλάτων, Ζ' Επιστολή195. Πλάτων, Σ υμ πόσιο196. Πλάτων, Μένων197. Πλάτων, Π ρω ταγ όρας198. Πλάτων, Φ αίδρος199. Platón, Le Mythe de la cáveme, http://juraner.net200. Platón: La théorie de la connaissance http://yrub.com/philo

397

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Ρ Ο Υ Σ Η Σ

201. Πουλαντζάς Ν., Πολιτική εξο υ σ ία κ α ι κοινωνικές τάξεις. Θεμέλιο. 1975

202. Πρέβε Κοστάντσο, Το ασ ίγαστο π άθ ος (Σκέψ εις ενός μ α ρ ­ξιστή φιλοσόφου π άνω στην κρίσιμη καμ πή της εποχής μας). Στάχυ, 1989

203. Richta, La civilisation au carrefour, Anthropos, 1969204. Ριζοσπάστης 21/5/2004205. Rousseau J.J., Du contrat social. Flammarion, 1966206. Ρούσης Γιώργος, Α ρχ αία Δ ημ οκρατία γ ια π άν τα νέα. ή η

σύγχρονη δη μ οκρατ ία ω ς τερατογένεση της α ρ χ α ία ς αθη­ναϊκής δη μ οκρατία ς κα ι της φιλοσοφικής κριτικής της. Γκο- βόστης, 1999

207. Ρούσης Γιώργος, 0 Λένιν γ ια τη γ ραφ ειοκ ρατ ία . Σύγχρονη Εποχή, 1985

208. Ρούσης Γ ιώργος, Ο λόγος στην ουτοπ ία , Γ κοβόστης209. Ρούσης Γιώργος, Κομμουνισμός τέλος; ή η αρχή της ιστο­

ρ ία ς ; Στάχυ210. Ρούσης Γιώργος, Σοσιαλισμός κ α ι Π ερεστρό ικ α, ΚΜΕ/Σύγ-

χρονη Εποχή, 1988211. Said Edward, Des intellectuels et du pouvoir, Seuil, 1994212. Σαρτρ Ζαν-Πωλ, Υπέρ διανοουμένω ν συνηγορία. Πολίτης,

1994213. Sartre Jean Paul, Question de méthode, in critique de la raison

dialectique, Gallimard, 1960214. Séve Lucien, Communisme quel second souffle, Messidor/Édi-

tions sociales, 1990215. Séve Lucien, Penser avec Marx aujourd’hui, La Dispute, 2004216. Sorel Georges, La décomposition du marxisme, http://panar-

chy.org217. Spire Arnaud, Le marxisme et la France, L’ Humanité 24/

11/2003218. Stalin, Les questions du leninisme, Éditions en langues

etrangéres, Moscou, 1949219. Συλλογικό (Πονομαριόφ, Βολκόφ, Βολίν, Γαΐτσεφ, Κού-

τσκιν, Μιντς, Σλεπόφ, Σομπόλιεφ, Τιμοφέεβκι, Χροστόφ), Η ιστορ ία του κομμουνιστικού κόμ μ ατος της Σοβιετικής Ένωσης, 1973

220. Table-ronde sur le travail cognitif, Regards no 89, avril, 2003221. Tabucchi Antonio, Doutertoujours,dénoncerparfois, http://une-

sco.org

398

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Η Δ ΙΑ Ν Ο Η Σ Η

222. Tieri Bernard. La Gastrtite de Platón, par Antonio Tabucchi, Mille et une nuits, 1977, www.atheles.org

223. Τρικούκης Μάκης. Πολιτιχή κ α ι φιλοσοφία στον Γ χράμ σ ι , Εξάντας, 1985

224. Trotsky Léon, Les intellectuels et le socialisme, http://mar- xists.org

225. Τσάτσου Κωνσταντίνου, Η χοινωνιχή φ ιλοσοφία των α ρ χ α ί­ων ελλήνων, Εστία, 1996

226. Unesco, Bureau International d’ éducation, L ’ “intellectueI organique” selon Gramsci, http://agora.qc.ca

227. Unesco, Το δ ιχ α ίω μ α va ε ίσα ι άνθρω πος, εκδ. Μπεργαδή,χ·χ·

228. Vakaloulis Michel, Thibaut Bernard, Clot Yves, Savoirs et pratiques sociales et militantes: quels rapports. http://www.espa- ces-marx.eu.org

229. Videlier Philippe, Des intellectuels sonnants et trébuchants, Le monde diplomatique, Janvier, 1996, p. 11

230. Vimo Paolo, Quelques notes á propos du “general intellect", http://biblioweb.samizdat.net

231. Weber Max, Le savant et la politique, Plon, 10/18,1963232. Χόαρ Κουίντιν, Σμιθ Νόουελ Τζεφρι, Γ ια τον Γχράμσι, Στο­

χαστής233. Χρύσης Αλέξανδρος, Φ ιλοσοφία χ α ι Χειραφέτηση. Το ζήτη­

μ α των διανοουμένω ν α π ό τον Marx ω ς την Οχτωβριανή Ε πανάσταση , Ιδεοκίνηση, 1996

234. Χρύσης Αλέξανδρος, Δ ιανοούμενοι χ α ι Διανόηση (Π ραγμ α­τισμός χα ι Α νθρωπισμός στο σύγχρονο κόσμο), Αθήνα, Ια­νουάριος, 1999

235. Zizek Slavoj, Lenin’s Choise, http://marxists.org/

399