delis_e_to_mystiko

7
1 Ντελής Ευάγγελος. "Το μυστικό" Βραβευμένο διήγημα από τον Φυσιολατρικό Σύλλογο Αθηνών. 2008 Το μυστικό Είχα επισκεφτεί αυτό το χωριό εντελώς τυχαία. Ήταν σχεδόν τρεις ώρες απ’ την Καρδίτσα και πάντα με γοήτευαν αυτά τα μέρη των Τρικάλων ψηλά στην Πίνδο. Χτισμένο με σοφία, κρυμμένο μέσα στα έλατα, από μακριά νομίζεις ότι διασχίζεις ένα ατέλειωτο δάσος, όταν ξαφνικά σε μια στροφή σου αποκαλύπτεται, περήφανο και λιτό συνάμα, σιωπηλό που επιβάλλει το σεβασμό, σκεφτικό και μεστό στα συναισθήματα, ανάλαφρο σαν ιδέα, σαν όνειρο, σε κοιτά και σε ζυγίζει, ψάχνει τα μυστικά σου, το άλλο εγώ σου, το αφημένο στις παιδικές μνήμες και στις αργές ώρες της ξαγρύπνιας, να δει αν έχεις το σημάδι του ανθρώπου που μπορεί να ζήσει πιο κοντά στα αστέρια, που μπορεί να βάψει με το μπλε του ουρανού τη ζωή του. Ναι, ναι θυμάμαι. Ήταν στις 16 Αυγούστου, στο πανηγύρι. Ήσουν μόνος. Φορούσες ένα τζιν παντελόνι, καφέ παπούτσια και μια λευκή πουκαμίσα – πάντα σου πήγαιναν τα λευκά. Φαινόσουν πραγματικά μαγεμένος απ’ το χωριό μου, απ’ το δάσος, απ’ το τοπίο, απ’ τον ουρανό, κοίταζες συνέχεια προς τα πάνω. Βάδιζες αργά στην άκρη του δρόμου – από κει καταλάβαμε ότι ήσουν παιδί της πόλης, εμείς στο χωριό βαδίζουμε όλοι μαζί κατά πλάτος και καταλαμβάνουμε όλο το δρόμο, άλλοι ρυθμοί εδώ, άλλοι κανόνες. Ήμουν με τις ξαδέρφες μου στην πέτρινη βρύση. Πλησίασες. Δεν κουνηθήκαμε. Πέρασες αργά ανάμεσά μας, κατέβασες το βλέμμα σου και κοίταξες μόνο εμένα βαθιά στα μάτια. Δεν ξέρω πώς ακούγεται τώρα – δεν σου το είπα ποτέ – αλλά από κείνη τη στιγμή ένιωσα πιασμένη σ’ ένα αγκίστρι που πονούσε γλυκά. Έσκυψες και ήπιες νερό. Εμείς σε κοιτούσαμε μ’ ένα κρυφό χαμόγελο. Γύρισες προς το μέρος μας. ‘’Τι παράδεισος είναι αυτός!’’, είπες κι έφυγες χωρίς να περιμένεις απάντηση, συστάσεις, έστω ένα ακόμη βλέμμα. Σου θύμωσα ξέρεις τότε…

description

Ντελής Ευάγγελος. "Το μυστικό" Βραβευμένο διήγημα από τον Φυσιολατρικό Σύλλογο Αθηνών. 2008

Transcript of delis_e_to_mystiko

1

Ντελής Ευάγγελος. "Το μυστικό"

Βραβευμένο διήγημα από τον Φυσιολατρικό Σύλλογο Αθηνών. 2008

Το μυστικό

Είχα επισκεφτεί αυτό το χωριό εντελώς τυχαία. Ήταν σχεδόν τρεις ώρες απ’

την Καρδίτσα και πάντα με γοήτευαν αυτά τα μέρη των Τρικάλων ψηλά στην Πίνδο.

Χτισμένο με σοφία, κρυμμένο μέσα στα έλατα, από μακριά νομίζεις ότι διασχίζεις

ένα ατέλειωτο δάσος, όταν ξαφνικά σε μια στροφή σου αποκαλύπτεται, περήφανο και

λιτό συνάμα, σιωπηλό που επιβάλλει το σεβασμό, σκεφτικό και μεστό στα

συναισθήματα, ανάλαφρο σαν ιδέα, σαν όνειρο, σε κοιτά και σε ζυγίζει, ψάχνει τα

μυστικά σου, το άλλο εγώ σου, το αφημένο στις παιδικές μνήμες και στις αργές ώρες

της ξαγρύπνιας, να δει αν έχεις το σημάδι του ανθρώπου που μπορεί να ζήσει πιο

κοντά στα αστέρια, που μπορεί να βάψει με το μπλε του ουρανού τη ζωή του.

Ναι, ναι θυμάμαι. Ήταν στις 16 Αυγούστου, στο πανηγύρι. Ήσουν μόνος.

Φορούσες ένα τζιν παντελόνι, καφέ παπούτσια και μια λευκή πουκαμίσα – πάντα σου

πήγαιναν τα λευκά. Φαινόσουν πραγματικά μαγεμένος απ’ το χωριό μου, απ’ το

δάσος, απ’ το τοπίο, απ’ τον ουρανό, κοίταζες συνέχεια προς τα πάνω. Βάδιζες αργά

στην άκρη του δρόμου – από κει καταλάβαμε ότι ήσουν παιδί της πόλης, εμείς στο

χωριό βαδίζουμε όλοι μαζί κατά πλάτος και καταλαμβάνουμε όλο το δρόμο, άλλοι

ρυθμοί εδώ, άλλοι κανόνες. Ήμουν με τις ξαδέρφες μου στην πέτρινη βρύση.

Πλησίασες. Δεν κουνηθήκαμε. Πέρασες αργά ανάμεσά μας, κατέβασες το βλέμμα

σου και κοίταξες μόνο εμένα βαθιά στα μάτια. Δεν ξέρω πώς ακούγεται τώρα – δεν

σου το είπα ποτέ – αλλά από κείνη τη στιγμή ένιωσα πιασμένη σ’ ένα αγκίστρι που

πονούσε γλυκά. Έσκυψες και ήπιες νερό. Εμείς σε κοιτούσαμε μ’ ένα κρυφό

χαμόγελο. Γύρισες προς το μέρος μας. ‘’Τι παράδεισος είναι αυτός!’’, είπες κι έφυγες

χωρίς να περιμένεις απάντηση, συστάσεις, έστω ένα ακόμη βλέμμα. Σου θύμωσα

ξέρεις τότε…

2

Κοίταζα προς τα πάνω να δω τα πάντα. Μα πώς μπορείς να δεις τα πάντα;

Είχα αφήσει την πόλη σκεφτικός, μες την απόγνωση, δεν με χωρούσε. Ένιωθα μόνος,

τραγικά μόνος, από κείνη τη μοναξιά που δεν την επιζητάς, μα έρχεται και σε βρίσκει

όπου κι αν κρύβεσαι, κάθεται δίπλα σου, σταυρώνει τα χέρια της και κοιτά το

πάτωμα. Και είναι παγερή η παρουσία της, σου παίρνει ακόμη και τη θέληση της

φυγής. Πήρα το αυτοκίνητο όπως ήμουν. Ξεκίνησα βιαστικά, χωρίς προορισμό. Σου

είπα, τυχαία έφτασα στο χωριό σου. Δεν ήθελα να δω ξανά ίδια μέρη, γνωστούς

ανθρώπους, να εξηγήσω την παρουσία μου, να πέσω στις τυπικές κουβέντες, να

χαμογελάσω από υποχρέωση. Ήθελα να χαθώ και βρέθηκα σ’ αυτό το όμορφο

ξέφωτο. Τα τελευταία δεσμά εκείνης της μοναξιάς τα έσπασε, τα τσάκισε εκείνο το

βλέμμα σου στην πέτρινη βρύση.

Είχε κόσμο εκείνη τη μέρα στο χωριό και η φύση λες και χαιρόταν

συμμετείχε. Τα έλατα ένιωθες ότι έβαλαν τις επίσημες στολές τους με όλα τα

παράσημα, πήραν τα γυαλισμένα σπαθιά στο χέρι και παρατάχτηκαν στη λειτουργία.

Ασυννέφιαστος, απλήγωτος ο ουρανός μ’ ένα μπλε καθάριο, άδολο, αληθινό, ν’

απλώσεις τις χούφτες σου να δροσιστείς. Τα πουλιά στο ποτάμι έψελναν τα δικά τους

τροπάρια στην Παναγιά και κάθονταν στην ποδιά της να τα χαϊδέψει. Οι πλάτανοι

κοιτούσαν τον κόσμο, μα πιο πολύ τα παιδιά – όπως κάνουν πάντα οι γέροι. Έριχναν

κρυφά τον ίσκιο τους πάνω στα παιδιά να μην τα κάψει ο ήλιος και χαμογελούσαν

ζεστά κι ήταν ένιωθες τα μάτια τους λιγάκι δακρυσμένα. Ναι, ήταν η ομορφότερη

μέρα του καλοκαιριού. Εγώ φορούσα ένα μαύρο φόρεμα με κεντητά λουλούδια στο

στήθος. Το δέρμα μου ήταν όπως πάντα κάτασπρο και μ’ άρεσε αυτή η αντίθεση.

Είχα βάψει τα χείλη μου σε μια ροζ απόχρωση, κοντά στο φυσικό τους χρώμα. Έχω

μια φωτογραφία μου από κείνη τη μέρα, λίγο πριν εμφανιστείς.

Παρόλο που ήμουν κι ακάλεστος, ένιωσα πολύ οικείο το περιβάλλον του

χωριού, πολύ ζεστούς τους ανθρώπους, ήθελα να συμμετέχω κι εγώ σ’ ό,τι έκαναν.

Με φώναξε ο πρόεδρος, με κέρασε κρασί και ψητό αρνί – ακόμη θυμάμαι τη γεύση

τους – κι ύστερα με ρώτησε το μικρό μου όνομα, για να μπορεί να μιλάει μαζί μου

είπε, τίποτε άλλο δεν τον ένοιαζε από μένα τον άγνωστο. ‘’Τι ανεμελιά!’’ σκέφτηκα,

‘’Τι ωραίοι άνθρωποι είναι αυτοί!’’ Πήγα στην εκκλησία. Έντονη η μυρωδιά απ’ το

μέλι των κεριών. Σκοτεινή, κατανυκτική, με έντονα χρώματα και κίνηση στις

τοιχογραφίες, ένα αριστούργημα. Το ξύλινο τέμπλο με κοιτούσε με τα μάτια των

αγίων. Χαιρέτησα την εικόνα της Παναγίας. Το βλέμμα της με περίμενε κι ύστερα μ’

3

ακολουθούσε. Γονάτισα. Προσευχήθηκα. Ζήτησα μια νέα αρχή. Μια ευκαιρία να

σιάξω τη ζωή μου. Βγήκα σκυφτός στο φως. Ο ήλιος με θάμπωσε. Πέρασες ξανά από

μπροστά μου, σαν οπτασία, σαν άνεμος. Ένιωσα το άρωμά σου να παρασέρνει τα

τελευταία συντρίμμια και να τα πετάει μακριά κι ύστερα σε είδα. Θυμάμαι εκείνο το

φόρεμα. Ήσουν λευκή σαν πρωινό και φορούσες τη νύχτα με την άνοιξη κεντημένη

πάνω της. ήσουν λαμπερή και ξέχωρα όμορφη.

Ρώτησα τον πρόεδρο – που τύχαινε να είναι θείος μου – ποιος είσαι, όταν σας

είδα να μιλάτε. Αυτός μου είπε μόνο ‘’Ο Στέργιος’’ και γέλασε τρανταχτά πίσω απ’

παχιά του μουστάκια. Ντράπηκα να ρωτήσω περισσότερα. Ευτυχώς, γιατί δεν θα ήξερε

και θα με κορόιδευε. Την επόμενη μέρα θα έφευγα για Θεσσαλονίκη για διάβασμα.

Έκανα την πτυχιακή μου εργασία τότε. Δεν θα σε ξανάβλεπα. Ήθελα να σε γνωρίσω.

Δεν πιστεύω στη μοίρα, στην τύχη ναι, μα τη μοίρα μας τη φτιάχνουμε. Όταν σε είδα να

μπαίνεις στο αυτοκίνητο, ταράχτηκα. Είναι παράξενο – ξέρεις πόσες φορές το

σκέφτηκα; - πολύ παράξενο, γνωρίζουμε στη ζωή μας χιλιάδες, και κυριολεκτώ,

χιλιάδες ανθρώπους. Τι είναι αυτό που μας κάνει τόσο πολύ να θέλουμε να

πλησιάσουμε κάποιον; Υπάρχει τέτοιο ένστικτο; Κι αν είναι αμοιβαίο, τι μαγεία που

κρύβει ο έρωτας…Τι έλεγα; Άρχισα να βαδίζω γρήγορα, σχεδόν έτρεχα. Έβαλες μπρος

το αυτοκίνητο, ήδη κινούνταν, όταν σου χτύπησα το τζάμι. Έδειχνες έκπληκτος.

Σταμάτησες. Άνοιξες το παράθυρο. Δεν ήξερα τι να σου πω. Τραύλισα μόνο

‘’Φεύγεις;’’. Με κοίταξες σιωπηλός. Τα μάτια μας αγκαλιάστηκαν σφιχτά. ‘’Όχι, μου

είπες, απλά θέλω να δω όλο το χωριό. Θα ξαναγυρίσω.’’ ‘’Μα με το αυτοκίνητο, σου

είπα, δεν αξίζει. Πρέπει να περπατήσεις. Είναι οι ήχοι, οι μυρωδιές, τα χρώματα, ο

ουρανός το σπουδαιότερο. Πού πας χωρίς ουρανό; Αν θες μπορώ να σε ξεναγήσω. Με

λένε Αφροδίτη. Εσένα Στέργιο, ξέρω…’’. Δεν πρόλαβα αυτή την γκάφα, μα ήσουν

διακριτικός, δεν με ρώτησες πώς το έμαθα, έψαξες όμως με το βλέμμα σου τον πρόεδρο

χαμογελώντας.

Τι όμορφη που ήσουν! Όταν με κοιτούσες, μισόκλεινες ανεπαίσθητα τα μάτια

σου κι εγώ έβλεπα αστραπές να σπινθηρίζουν σε κείνα τα πράσινα μάτια που τύλιγαν

ένα καφέ στεφάνι. Τα λόγια σου, το βάδισμά σου, οι κινήσεις σου, τα δάχτυλά σου, ο

λαιμός σου, τα χείλη σου, όλα εκλεπτυσμένα, λεία, χυτά, με λεπτές γραμμές, έδενες

τόσο αρμονικά με το μέρος εκείνο! Το πιστεύεις ότι δεν θυμάμαι τίποτε απ’ όσα μου

είχες πει σε κείνη την ξενάγηση; Είχα μαγευτεί απ’ την ύπαρξή σου δίπλα μου. Μου

έφτανε να σε κοιτώ, να σ’ ακούω και να σε νιώθω. Θυμάμαι – είναι αστείο – που

4

επιδίωκα να πέφτει η σκιά σου πάνω μου, για να νιώθω πως σ’ αγγίζω, πώς σ’

αγκαλιάζω. Η πανοραμική θέα ήταν εντυπωσιακή. Οι κορυφές ήταν σαν ν’ άγγιζαν

τον ουρανό, τα έλατα σε μια νοητή γραμμή σταματούσαν κι ύστερα ήταν λίγο

πράσινο το βουνό και μετά γυμνό, γκρίζο, όριο ζωής. Το σούρουπο συναντηθήκαμε

και πάλι, τυχαία. Εγώ είχα κατέβει στο ποτάμι, κάθισα κι έγραψα κάτι. Πάντα είχα

μαζί μου ένα τετράδιο και στυλό. Το κελάρυσμα του νερού, οι μεγάλες, λευκές

στρογγυλεμένες πέτρες, η δροσιά, ο παχύς ίσκιος και τα ασταμάτητα πουλιά ήταν

καλοί σύντροφοι. Βγήκα για μια τελευταία βόλτα πριν νυχτώσει και φύγω. Εκεί σε

συνάντησα. Ο ήλιος ήταν κόκκινος σαν αίμα κι έσταζε στα μαλλιά σου που είχαν

μιαν απόχρωση πορτοκαλέρυθρη, κατέβαινε αργά στο λαιμό σου και χανόταν βαθιά

στο στήθος σου. Μικρά, σπασμένα σύννεφα συνόδευαν τη δύση σαν απαλό τραγούδι

κι έπαιρναν όλες τις ανταύγειες απ’ το κίτρινο ως το μωβ. Ένα μαύρο σεντόνι άρχισε

να σκεπάζει το δάσος και τις φωνές. Σου έπιασα το χέρι, κρύφτηκε μες το δικό μου.

‘’Πρέπει να φύγω, σου είπα, κι εννοούσα θέλω να μείνω εδώ μαζί σου για πάντα.’’.

Τότε σου είπα για τις φωτιές. Τι ζεστά που ήταν τα χέρια σου! Σου είπα για τις

φωτιές που ανάβαμε στις αυλές και ψήναμε και χορεύαμε και μιλούσαμε και

κοιτούσαμε τον ουρανό με τα αμέτρητα αστέρια και ζεσταινόμασταν. Σου ζήτησα να

μείνεις, έστω για λίγο, για να δεις τις φωτιές. Ο πρόεδρος μου ζήτησε, αν σε δω, να σου

πω ότι σε προσκαλεί στο σπίτι του, στη δική του φωτιά. Σου έδειξα το σπίτι του

χαμογελώντας. Ήταν δίπλα στο δικό μας σπίτι. Θ’ ανάβαμε μια κοινή φωτιά, θα

είμαστε δίπλα ή έστω απέναντι, τέλος πάντων κοντά. Δέχτηκες με λίγο δισταγμό. ‘’Έτσι

είναι στις πόλεις, σκέφτηκα, λίγο ‘κλειστοί’ ‘’. Δεν ήξερα τίποτε για σένα κι όμως

ένιωθα να σε ξέρω καλά. Μόνο οι λεπτομέρειες έμενε να ειπωθούν. Όνομα, επάγγελμα,

οικογενειακή κατάσταση, τόπος διαμονής κλπ. Η παρουσία σου με γέμιζε. Εκείνο το

βαθύ και λιγάκι θλιμμένο βλέμμα, τα εκφραστικά σου μάτια, οι λεπτές γραμμές των

χειλιών σου, τα ζεστά σου χέρια…

Τι όμορφα που ήταν γύρω απ’ τη φωτιά! Τι ζεστασιά που πότιζε περισσότερο

την ψυχή μου! Ένιωθα ν’ ανήκω κάπου. Έβλεπα τις φλόγες να χορεύουν και τους

φωτεινούς ίσκιους να καθρεφτίζονται στα πρόσωπα σαν ζωγραφιές. Τις σπίθες να

φεύγουν στο ταξίδι για τον ουρανό και να γίνονται ένα με τα αστέρια. Έβλεπα εσένα

να χάνεσαι μες στη φωτιά κι ύστερα να λικνίζεσαι σαν μια πύρινη φλόγα έτοιμη να

κάψει την ψυχή μου. Θεέ μου πόσο ήθελα να σ’ αγκαλιάσω εκείνη τη νύχτα! Με

κοιτάξατε όλοι παράξενα όταν είπα πως είμαι συγγραφέας και γέλασαν όταν ζήτησα

5

να βρω ένα σπίτι να μείνω στο χωριό σου ολόκληρο το χειμώνα. Εσύ μόνο δεν

γέλασες. Είχες μια έκφραση θαυμασμού και φόβου μαζί. Εγώ πριν από λίγους μήνες

είχα εκδώσει το πρώτο μου βιβλίο, είχα κι ένα μικρό εισόδημα, βρήκα και το μέρος

που ονειρευόμουν, δεν χρειάστηκα και πολλή σκέψη ν’ αποφασίσω ότι εκεί πάνω θα

μπορούσε η ψυχή μου να καρπίσει, ότι εκεί μακριά απ’ όλα θα μπορούσα πράγματι

να δημιουργήσω. Αυτό που δεν ήξερε κανείς τους ήταν η δικιά σου αύρα, η

μελλοντική ανάμνηση της δικιάς σου παρουσίας σ’ αυτό το χώρο.

Με διαπέρασε η αίσθηση του κινδύνου. Το χωριό ήταν ακατοίκητο το χειμώνα.

Πώς θα έμενες; Αν πάθαινες κάτι; Ευτυχώς ο πρόεδρος σκέφτηκε να μείνεις στο

καταφύγιο. Ήταν γερή κατασκευή, με εξοπλισμό και το επισκεπτόταν που και που

ορειβάτες. Ήταν πιο ψηλά απ’ το χωριό, μα η θέα ήταν εκπληκτική. Δεν περίμενα να

δεχτείς, εσύ όμως ενθουσιάστηκες. Ένας άγριος πόθος με κυρίευσε εκείνη τη στιγμή.

Ένας άνθρωπος που δεν διστάζει, που δεν φοβάται, ούτε καν υπολογίζει τον κίνδυνο -

μου άρεσε πολύ η φράση ‘θα καρπίσει η ψυχή μου’!- ένας άνθρωπος συνάμα τόσο

ευαίσθητος. Έκανα νόημα στην ξαδέρφη μου που καθόταν δίπλα σου να σηκωθεί. Με

κοίταξε άγρια και με ζήλια. Τη νίκησα στο βλέμμα. Σηκώθηκε. Ήρθα δίπλα σου. Όταν

δεν μας πρόσεχαν σου ψιθύρισα ‘’Θα έρθω να σε βρω στο καταφύγιο στη μέση

ακριβώς του χειμώνα, αν καταφέρεις να μείνεις, θα καταφέρω ν’ ανέβω.’’ Είχαμε πει

ήδη πολλά με τα μάτια, είχαμε δώσει το ραντεβού μας. Αν το άκουγε αυτό κανείς θα το

θεωρούσε μεγάλη αφέλεια, μα για μένα ήταν πρόκληση και πρόσκληση. Αν ήθελα να σε

δω μέχρι τη μέση του χειμώνα, θα σήμαινε πολλά για μένα.

Ξέρεις τι ρίγος με κυρίευσε, όταν μου ψιθύρισες αυτά τα λόγια; Δεν

μπορούσα να σου απαντήσω, να το συζητήσουμε, να σου αρνηθώ. Έτσι απλά

δέχτηκα. Και για τους επόμενους πέντε μήνες η ζωή μου είχε για τροφή εκείνες τις

λιγοστές αναμνήσεις από κείνη την ξεχωριστή μέρα, για ήλιο το πρόσωπό σου και για

τραγούδι τη φωνή σου. Έφερα τον απαραίτητο εξοπλισμό κι απ’ τον επόμενο μήνα

εγκαταστάθηκα στο καταφύγιο. Ένιωθα την ηδονή που σου προκαλεί ο φόβος και η

απομόνωση όταν μπλέκουν με τη δημιουργία και την προσμονή. Τα πρώτα χιόνια δεν

άργησαν. Το κρύο βήμα βήμα με πλησίαζε. Ο άνεμος για μερόνυχτα ούρλιαζε κι

ορμούσε μέσ’ απ’ τα έλατα. Εγώ έγραφα. Ξεχνούσα τα πάντα κι έγραφα. Σκόρπια

χαρτιά στο τραπέζι, στο κρεβάτι, στο πάτωμα. Το τζάκι με κοίταζε και κάποιες φορές

αναστέναζε. Τη μέρα, αν έβγαινε ο ήλιος, μια εκτυφλωτική λάμψη σκέπαζε τα πάντα.

6

Για να βγω έξω έπρεπε να σκάψω ένα βαθύ διάδρομο στο χιόνι. Κι ο αέρας ήταν

παιχνιδιάρης κάποιες φορές κι ο ουρανός θεϊκός, ατέλειωτος, ολόκληρος δικός μου.

Το εννοούσα, ό,τι έλεγα το εννοούσα. Είχα στηριχτεί σ’ αυτό που ένιωσα και

δεν προδόθηκα. Όταν έμαθα πως εγκαταστάθηκες στο καταφύγιο, μια λαχτάρα μου

έκαιγε το στήθος και κάλπαζε γρήγορα να ξεπεράσει τους χτύπους της καρδιάς μου.

Ούτε μια μέρα δεν έφυγες απ’ το νου μου. Στεκόσουν εκεί όμορφος και θλιμμένος,

σκεφτικός κι απρόσιτος για τους άλλους, ζεστός και δικός μου. Μόνο να περάσει ο

καιρός χρειαζόμουν και να είσαι καλά, να νικήσεις, να νικήσουμε. Στις 15 Ιανουαρίου

ξεκίνησα για το ταξίδι μου. Κρυφός σ’ όλους ο προορισμός μου. Έφτασα με το

λεωφορείο μέχρι το τελευταίο κατοικημένο χωριό. Ήμουν ο τελευταίος επιβάτης. Ο

καιρός ήταν καλός. Πήρα πεζή το δρόμο για το δικό μου χωριό, πέντε χιλιόμετρα πιο

πάνω. Ο δρόμος ήταν ανοιχτός. Έλπιζα μήπως βρω κανέναν κυνηγό ή κτηνοτρόφο να

με πάρει μαζί του. Τίποτε. Η ανάβαση γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Συννέφιασε

απότομα αργά το μεσημέρι κι άρχισε να χιονίζει χωρίς αέρα, σκεφτικά. Σταμάτησε πριν

νυχτώσει. Βγήκαν νωρίς τα αστέρια. Το σκοτάδι ανακατεύτηκε με το χιόνι κι έγινε η

νύχτα γκριζογάλανη. Το κρύο πάγωνε την ανάσα μου, δεν αισθανόμουν πια τα πόδια

μου. Είδα τη μικρή λίμνη στην άκρη του χωριού να γυαλίζει. Μόνο το χειμώνα και

νωρίς την άνοιξη κρατούσε νερό εκεί. Υπήρχαν σ’ αυτό το μέρος και κάποιες καλύβες

των κτηνοτρόφων. Αν έβρισκα κάπου να κρυφτώ, ν’ ανάψω μια φωτιά για τη νύχτα, να

στεγνώσουν τα ρούχα μου. Δεν άντεχα. Κάθε μου βήμα ήταν πια ολόκληρη διαδικασία.

Πιο πολύ με τη δύναμη της ψυχής μου έφτασα στις καλύβες. Ήταν πολύ αργά πια. Δεν

ένιωθα το κορμί μου. Βρήκα μερικά μισοκαμμένα ξύλα. Κατάφερα ν’ ανάψω μια μικρή

φωτιά. Έτρεμα, πονούσα, φοβόμουν, μα δεν μετάνιωνα.

Ήξερα πως θα ‘ρθεις. Όποιος άλλος και να μου το ‘λεγε δεν θα τον πίστευα,

μα εσύ με έπεισες με μια μόνο φράση. Απ’ το πρωί έβγαινα συχνά και κοιτούσα προς

το χωριό. Φοβήθηκα όταν άρχισε να χιονίζει. Δεν μπορούσα πια να δω με τα κιάλια.

Το βράδυ που ξαστέρωσε έψαχνα για μια κίνηση, για ένα ίχνος ζωής. Τίποτε. Αργά,

μετά τα μεσάνυχτα είδα τη μικρή λάμψη απ’ τις καλύβες της λίμνης. Βγήκα χωρίς να

σκεφτώ τίποτε άλλο. Τα μάτια μου καρφωμένα σε κείνη τη μικρή κόκκινη λάμψη που

με καλούσε. Σε λίγο έσβησε. Άρχισα να κατρακυλώ πάνω στο χιόνι και να ψιθυρίζω

προσευχές. Σε βρήκα ξαπλωμένη στο πάτωμα. Μόλις που είχες τις αισθήσεις σου.

Δεν υπήρχαν άλλα ξύλα. Σηκώθηκες με δυσκολία. Έπρεπε να φύγουμε από κει, ν’

ανέβουμε στο καταφύγιο. Σ’ αγκάλιασα. Τα χείλη σου παγωμένα κι αυτά. Σου έπιασα

7

σφιχτά το χέρι. Συνέχεια σου μιλούσα. Ξεκινήσαμε να περάσουμε μαζί το πιο μεγάλο

εμπόδιο της ζωής μας κι ήταν ακόμη τόσο νωρίς. Αργότερα ένιωσα την ανάσα σου να

κόβεται. Μπροστά μας σ’ ένα ξέφωτο τυλιγμένο στο γκρίζο της χειμωνιάτικης αυγής

υψωνόταν το καταφύγιο. Πίσω μας έλαμπε η λίμνη παγωμένη. Στο βάθος τα βουνά

κρύβονταν στα σύννεφα που προμηνούσαν κι άλλο χιόνι.

Στάθηκαν έτσι για λίγο λες και ξαναζούσαν εκείνη τη στιγμή. Έπειτα

αγκαλιάστηκαν σφιχτά και φιλήθηκαν. Εγώ τόση ώρα κρυμμένος τους άκουγα και

είχα μαγευτεί. Ποτέ δεν είχα ακούσει την ιστορία των γονιών μου. Ήταν ένα μυστικό

και θα παρέμενε μυστικό. Έφυγα κρυφά, έχοντας ένα χαμόγελο όλο έπαρση, ενώ μια

σκέψη φτερούγιζε συνέχεια στο μυαλό μου. Πόση δύναμη μπορεί να κρύβει η αγάπη

και σε τι απίθανα μέρη της ζωής μπορεί να μας ταξιδέψει…

Καρδίτσα 8-8-2004