2016/© , 2016media.public.gr/Books-PDF/9786180117233-1203737.pdf · 2017. 7. 31. · Ύλας...

63
© Μάρω Βαμβουνάκη, 2016/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2016

Transcript of 2016/© , 2016media.public.gr/Books-PDF/9786180117233-1203737.pdf · 2017. 7. 31. · Ύλας...

  • © Μάρω Βαμβουνάκη, 2016/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2016

  • © Μάρω Βαμβουνάκη, 2016/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2016

    ΤΙΤΛΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ: Η μπαλάντα της ζήλιαςΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Μάρω Βαμβουνάκη

    ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ – ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: Άννα ΜαράντηΣΥΝΘΕΣΗ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Βίκυ Αυδή

    ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Ύλας και οι Νύμφες (1896) του Τζον Γουίλιαμ Γουότερχαουζ, Πινακοθήκη Τέχνης Μάντσεστερ, Ηνωμένο Βασίλειο.

    ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Ραλλού Ρουχωτά

    © Μάρω Βαμβουνάκη, 2016© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2016

    Πρώτη έκδοση: Νοέμβριος 2016, 12.000 αντίτυπα

    Έντυπη έκδοση ΙSBN 978-618-01-1723-3Ηλεκτρονική έκδοση ISBN 978-618-01-1724-0

    Τυπώθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε χαρτί ελεύθερο χημικών ουσιών, προερχόμενο αποκλειστικά και μόνο από δάση που καλλιεργούνται για την παραγωγή χαρτιού.

    Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Νόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής αδείας του εκδότη κατά οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, διανομή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετά-φραση, διασκευή, αναμετάδοση, παρουσίαση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανι-κή ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου.

    ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.Έδρα: Τατοΐου 121, 144 52 Μεταμόρφωση

    Βιβλιοπωλείο: Εμμ. Μπενάκη 13-15, 106 78 ΑθήναΤηλ.: 2102804800 • fax: 2102819550 • e-mail: [email protected]

    www.psichogios.gr • http://blog.psichogios.gr

    PSICHOGIOS PUBLICATIONS S.A.Head Office: 121, Tatoiou Str., 144 52 Metamorfossi, GreeceBookstore: 13-15, Emm. Benaki Str., 106 78 Athens, Greece

    Tel.: 2102804800 • fax: 2102819550 • e-mail: [email protected] • http://blog.psichogios.gr

    © Μάρω Βαμβουνάκη, 2016/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2016

  • © Μάρω Βαμβουνάκη, 2016/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2016© Μάρω Βαμβουνάκη, 2016/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2016

  • © Μάρω Βαμβουνάκη, 2016/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2016

    ΑΛΛΑ ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ

    Ο Αρχάγγελος του καφενείου, διηγήματα, 1η έκδοση, Εκδ. Πύρινος Κόσμος 1978, εξαντλήθηκε.

    Ο Κύκνος κι αυτός, μυθιστόρημα, 1η έκδοση, Εκδ. Οδυσσέας 1979, 10η έκδοση, Εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ, 1996.

    Το χρονικό μιας μοιχείας, μυθιστόρημα, 1η έκδοση, Εκδ. Δόμος 1981, 23η έκδοση 1998.

    Αυτή η σκάλα δεν κατεβαίνει, διηγήματα, 1η έκδοση, Εκδ. Δόμος 1982, 11η έκδοση 1998.

    Ντούλια, μυθιστόρημα, 1η έκδοση, Εκδ. Δόμος 1984, 11η έκδ. 1998.Χρόνια πολλά γλυκιά μου, μυθιστόρημα, 1η έκδοση,

    Εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ 1985, 12η έκδοση 1999.Ο αντίπαλος εραστής, μυθιστόρημα, 1η έκδοση,

    Εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ 1986, 22η έκδοση 2007.Η μοναξιά είναι από χώμα, μυθιστόρημα, 1η έκδοση,

    Εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ 1987, 27η έκδοση 2007.Ιστορίες με καλό τέλος, διηγήματα, 1η έκδοση,

    Εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ 1988, 12η έκδοση 2000.Οι παλιές αγάπες πάνε στον Παράδεισο, μυθιστόρημα,

    1η έκδοση, Εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ 1990, 33η έκδοση 2009.Τα κλειστά μάτια, αφήγημα, 1η έκδοση, Εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ 1990,

    8η έκδοση 2001.Τανγκό μες στον καθρέφτη, μυθιστόρημα, 1η έκδοση,

    Εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ 1992, 15η έκδοση 2001.Το δωμάτιο που ταξιδεύει, παιδικό, 1η έκδοση,

    Εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ 1992, 2η έκδοση 1996.Λουλούδι της κανέλλας, ταξιδιωτικό, 1η έκδοση,

    Εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ 1993, 5η έκδοση 1998.Θεατρικά 1, θέατρο, 1η έκδοση, Εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ 1994,

    2η έκδοση 2007.Θεατρικά 2, θέατρο, 1η έκδοση, Εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ 1994,

    2η έκδοση 2007.Με βελούδινα βήματα ο χρόνος, μυθιστόρημα, 1η έκδοση,

    Εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ 1995, 6η έκδοση 1999.

  • © Μάρω Βαμβουνάκη, 2016/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2016

    Τα ραντεβού με τη Σιμόνη, μυθιστόρημα, 1η έκδοση, Εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ 1996, 10η έκδοση 2003.

    Ο πιανίστας και ο θάνατος, μυθιστόρημα, 1η έκδοση (με το ψευδώνυμο Βίργκω Βολάνη), Εκδ. Δόμος 1993, 8η έκδοση 2000.

    Η κραταιά αγάπη, μυθιστόρημα, 1η έκδοση, Εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ 1998, 11η έκδοση 2004.

    Τηλεφωνήματα και ενοχές, μυθιστόρημα, 1η έκδοση, Εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ 1999, 6η έκδοση 1999.

    Το τραγούδι της μάσκας, μυθιστόρημα, 1η έκδοση, Εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ 2000, 6η έκδοση 2006.

    Ο Ντάνκαν γυρεύει τον Θεό, μυθιστόρημα, 1η έκδοση, Εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ 2001, 3η έκδοση 2001.

    ΕΡΩΤΑΣ: Το γελοίο και το δέος, μυθιστόρημα, 1η έκδοση, Εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ 2002, 5η έκδοση 2004.

    Όταν ο Θεός πεθαίνει (μια συζήτηση με τον Αλέξανδρο Κατσιάρα), 1η έκδοση, Εκδ. Δόμος 2003, 4η έκδοση, Εκδ. Αρμός 2008.

    Όχι άλλη αναβολή, Μιχάλη, βιογραφικό αφήγημα, 1η έκδοση, Εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ 2004, 2η έκδοση 2004.

    Τα πράγματα που ζουν απ’ τον χαμό, 1η έκδοση, Εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ 2005, 3η έκδοση 2006.

    Αντήχησα απ’ το παρελθόν, μελέτημα, Εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ 2007.Όλοι φοβούνται τον έρωτα, Εκδ. Αρμός 2012, 9η έκδοση 2013.

    Από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ κυκλοφορούν:Ο παλιάτσος και η Άνιμα, ψυχολογία, 1η έκδοση, Εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ 2006, 70ή χιλιάδα 2016.Το φάντασμα της αξόδευτης αγάπης, ψυχολογία, 1η έκδοση,

    Εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ 2008, 86η χιλιάδα 2015.Χορός μεταμφιεσμένων, ψυχολογία, 1η έκδοση,

    Εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ 2009, 30ή χιλιάδα 2009.Μια μεγάλη καρδιά γεμίζει με ελάχιστα, ψυχολογία, 1η έκδοση,

    Εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ 2010, 37η χιλιάδα 2016.Το χρονικό μιας μοιχείας, τόμος με τρεις νουβέλες, 2η έκδοση, Εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ 2010, 17η χιλιάδα 2016.

  • Αυτή η σκάλα δεν κατεβαίνει, διηγήματα, 2η έκδοση, Εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ 2009, 8η χιλιάδα 2015.O ερωτευμένος Πολωνός, 1η έκδοση, Εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ 2011, 30ή χιλιάδα.Κυριακή απόγευμα στη Βιέννη, ψυχολογία, 1η έκδοση, Εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ 2012, 20ή χιλιάδα 2016.Το δωμάτιο που ταξιδεύει, παιδική λογοτεχνία, 2η έκδοση, Εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ 2013, 4η χιλιάδα 2016.Γενέθλια ξανά, μυθιστόρημα, 1η έκδοση, Εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ 2013,

    13η χιλιάδα 2014.Σιωπάς για να ακούγεσαι, ψυχολογία 1η έκδοση, Εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ

    2014, 23η χιλιάδα 2016.Η δικηγόρος, μυθιστόρημα, 1η έκδοση, Εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ 2015, 8η χιλιάδα.

  • © Μάρω Βαμβουνάκη, 2016/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2016

    Της Αλέσιας

  • © Μάρω Βαμβουνάκη, 2016/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2016

    Ερωτευμένη με τη ζήλια της

    Το πάθος ή την αρρώστια της ζήλιας ποτέ δεν είσαι σί-γουρος πώς να τη χαρακτηρίσεις, είναι κάτι που πάντα με προβλημάτιζε. Εξάλλου, πάθος και παθολογία για άλλους ταυτίζονται, για άλλους συγγενεύουν. Η ζήλια, που τόσο δυναστεύει στους αιώνες των αιώνων τις ανθρώπινες περι-πέτειες, συνιστά περίπλοκο αίνιγμα με διάφορες απαντή-σεις, ακόμη και αντίθετες, και με πολλές αδιέξοδες ερωτή-σεις. Επειδή έχω ζηλέψει στη ζωή μου, γνωρίζω την οδύνη της, το σφαγείο της, μιλάμε για σπαραγμό, για φωτιά που τρώει σωθικά, εσωτερικά όργανα, και μια μεγάλη μερίδα της ιατρικής επιστήμης θεωρεί πως ευθύνεται για σοβαρό-τατες οργανικές ασθένειες, όγκους και καρκίνους. Τίποτα δε σου αλλοιώνει τον χαρακτήρα, δε σου σκοτίζει τόσο τον νου όσο το να ζηλεύεις. Θα γελούσε κανείς με τις βλακείες που σε ωθεί να φαντάζεσαι, να πιστεύεις, αν δεν υπήρχε αυτός ο τρομερός σπαραγμός που αισθάνεσαι, όταν το μι-κρόβιο της ζήλιας φυτευτεί μέσα σου. Πού φυτεύεται; Στην καρδιά, στην κοιλιά, στον εγκέφαλο; Νομίζω πως φυτεύε-ται παντού, σε κάθε κύτταρο ορατό και αόρατο, στα δόντια,

  • 10 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ

    © Μάρω Βαμβουνάκη, 2016/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2016

    σε κάθε σου τρίχα, στα νύχια, σε κάνει να σφαδάζεις και να εξευτελίζεσαι. Να καταλήγεις επικίνδυνος ενίοτε για σένα και τους άλλους. Πιστεύω πως μοιάζει υπερβολικά με το μίσος και, όταν το συλλογίζομαι έτσι, λέω πως τότε το μί-σος, όπως πάντοτε, αυτόματα σε τιμωρεί επειδή μισείς. Αν πονάει όσο πονάει η ζήλια, τότε η κόλαση είναι το έγκλη-μα και η τιμωρία ταυτοχρόνως.

    Και για ποια ζήλια μιλάμε; Για την ερωτική πρώτιστα. Όμως και η άλλη ζήλια, ανάμεσα σε φίλους, σε αδέλφια, η ανταγωνιστική, που τη λέμε και φθόνο, είναι μαρτύριο μέ-γα, και για εκείνον τον οποίο ζηλεύεις, αλλά βαρύτερο για σένα που το αισθάνεσαι. «Θεραπεύεται;» με ρωτούν ασθε-νείς μου και από τις δυο πλευρές. Απ’ την πλευρά του έρω-τα δηλαδή, από την όχθη του φθόνου, από την πλευρά εκεί-νου που ζηλεύει, από την πλευρά εκείνου που τον ζηλεύουν. Γιατρεύεται; Δεν ξέρω… Νομίζω δύσκολα. Χρειάζεται και κάποιο θαύμα ο ψυχολόγος για βοηθό του. Όπως πάντα, δηλαδή, σε κάθε είδους θεραπεία. Ευτυχώς που τα θαύμα-τα συμβαίνουν.

    Δε θέλω άλλο να κάνω εισαγωγές και να αναπτύσσω θεωρίες περί ζήλιας. Θα μετατραπεί η ιστορία μου σε ένα ανιαρό δοκίμιο και θέλω να το αποφύγω. Εγώ, για παρά-δειγμα, αποφεύγω να διαβάζω δοκίμια και ήταν ο σταυρός μου τα επιστημονικά εγχειρίδια την εποχή που σπούδαζα. Έτρεχα αμέσως με το μάτι στα παραδείγματα, στα περιστα-τικά, ενθουσιαζόμουν με τις ασκήσεις στην τάξη και αργό-τερα στις κλινικές. Όμως τα επιστημονικά κείμενα ήταν μια δοκιμασία που παραδέχομαι ότι με μοναδική βαρεμάρα με-

  • Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΖΗΛΙΑΣ 11

    © Μάρω Βαμβουνάκη, 2016/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2016

    λετούσα. Η εμπειρία, η ζώσα ζωή, το γεγονός είναι πάντα αυτά που καθιερώνουν αλλά και ενίοτε υπερβαίνουν τις θεωρίες. Είναι φορές που τις ανατρέπουν, ακόμη και τις γε-λοιοποιούν. Ο άνθρωπος είναι και μυστήριο, κρύβει τις τε-λικές αντιδράσεις του, σου τη φέρνει, σε εκπλήσσει. Σε όλες του τις σχέσεις δηλαδή. Όσο κι αν πιστεύω στα καλά απο-τελέσματα μιας ψυχοθεραπείας κοντά σε ειδικό, πάντα θα το λέω, με τα χρόνια όλο και συχνότερα, όλο και βεβαιότε-ρα: Η ζωή η ζώσα είναι άπιαστη. Σε πιθανότητες μόνο ελ-πίζει μια επιστήμη.

    Γι’ αυτό και στην επιστήμη, και στον στοχασμό, και στις τέχνες, το ενδιαφέρον προσπαθεί να εστιάζεται στην εμπει-ρία, και πάνω από όλα στη ζωή την ίδια. Στο γεγονός, στο πλαίσιο, στον ρευστό χαρακτήρα, τον ανθρώπινο. Πρέπει όμως να κάνουμε υπομονή. Να επενδύουμε στην ανακού-φιση και να ενδυναμώνουμε τις αντοχές μας.

    Η ωραία Λένε υπήρξε για μένα και κατά τη θεραπευτική εμπειρία μου ένα σύμβολο της ζήλιας!

    «Μα είναι ζηλιάρηδες και οι πολύ όμορφοι, οι ιδιαίτερα προικισμένοι;» θα μπορούσε να με ρωτήσει κάποιος φυ-σιολογικός αναγνώστης. Οι περισσότεροι αναρωτιούνται γι’ αυτό· όποιος δεν έχει ασχοληθεί προσεχτικότερα με το σμήνος των μαύρων πτηνών που διασχίζουν τον αέρα των σχέσεων, σχίζουν και σκοτεινιάζουν τον ήλιο των χαρισμά-των τους, που ραμφίζουν σάρκες, όπως στην ταινία του Χί-τσκοκ.

  • 12 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ

    © Μάρω Βαμβουνάκη, 2016/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2016

    Στη ζωή, στην κοινωνική δηλαδή ζωή των σχέσεων, ρό-λο πρώτο δεν παίζει η εικόνα που έχουν οι άλλοι για σένα, αλλά η εικόνα που έχεις εσύ για τον εαυτό σου και την απο-καλούμε: αυτοεικόνα. Καθένας που ασχολείται με την ψυ-χοθεραπεία σύντομα διαπιστώνει με κατάπληξη το μέγεθος της διαφοράς, το τρελό χάσμα, πόσο συχνά και πόσο πο-λύ διαφέρει η αντικειμενική εικόνα των ανθρώπων από την αυτοεικόνα τους. Καταντάει παρανοϊκό, όπως είπα κάποτε, το χάσμα. Άλλοι βλέπουν τον εαυτό τους κατά πολύ καλύ-τερο από όσο όντως είναι, και άλλοι υπερβολικά χειρότερο. Η ζήλια κυνηγάει σαν το ισχυρό μικρόβιο τους πιο ευάλω-τους, εκείνους που υποτιμούν την εικόνα τους βεβαίως. Και θα μου πείτε: Υπάρχει εντέλει αυτό που αναφέρατε; Το «αυ-τό που όντως είναι ο άλλος»; Υπάρχει αντικειμενική πραγ-ματικότητα; Ή μήπως τα πάντα είναι όπως τα νομίζουμε;

    Μα και βέβαια υπάρχει, διάβολε, μια κάποια αντικειμε-νική πραγματικότητα, πάνω κάτω υπάρχουν στάνταρ και όρια! Αλίμονό μας, αλλιώς, πώς θα συνεννοούμασταν; Πώς θα κρατούσαμε έναν άξονα ή ένα μπαστούνι; Θα ήταν τόσο χαώδης η ζωή, που θα είχαμε εξαφανιστεί από αιώνες πριν, αν ο κόσμος δεν κατείχε ένα αλφάβητο. Μην τρελαθούμε πια για χάρη των πιο ευφάνταστων ποιητών!

    Τα τελευταία χρόνια που γίνεται γενικός θόρυβος με την ασθένεια της ανορεξίας, με απορία πληροφορείται το ευρύ κοινό ότι μια ισχνή κοπέλα, κοκαλιάρα και χλωμή σαν ετοι-μοθάνατη, μπορεί να βλέπει την αντανάκλασή της στον κα-θρέφτη σαν ένα τετράπαχο ροδαλό πλάσμα και να συνεχί-ζει τη δίαιτά της έως θανάτου. Αυτό είναι μια αυτοεικόνα.

  • Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΖΗΛΙΑΣ 13

    © Μάρω Βαμβουνάκη, 2016/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2016

    Την εποχή της νιότης μας, μας κατέπληττε η περίπτωση που διαβάζαμε στις τότε μαυρόασπρες εφημερίδες της παγκο-σμίως –και διαχρονικώς όπως αποδεικνύεται– ποθητής γυ-ναίκας με το όνομα Μέριλιν Μονρόε, η οποία κατέληξε να ζει με ηρεμιστικά, ψυχοθεραπείες και αλκοόλ, προκειμένου να αποξεχνά την αβάσταχτη ανασφάλειά της ως γυναίκας. Ήρθε μια μέρα, μια νύχτα νομίζω, που το παράκανε και βρέ-θηκε σε εκείνη τη μυθική πια μπλε πισίνα νεκρή. Στο άνθος της ομορφιάς της και της επιτυχίας της. Όσο κι αν δοξαζό-ταν η ωραιότητά της και ο μαγνητισμός της, η ίδια αισθα-νόταν τρομερά μειονεκτικά.

    Και ζήλια είναι το έξαλλο πανηγύρι της ανασφάλειας!Τι να πω παραπάνω εγώ; Είπαμε, τα γεγονότα της ζωής

    πείθουν κατά εκατοντάδες φορές πειστικότερα από τα επι-στημονικά και θεωρητικά κείμενα, τα οποία μπορούν και βρίσκουν φλύαρα επιχειρήματα για ό,τι θέλεις. Σ’ αυτά, τα της ζώσας ζωής θα προστρέξω, προκειμένου να μιλήσω εδώ για το απερίγραπτο, τελικά, μαρτύριο της ζήλιας.

    Η Λένε λοιπόν ήταν εσωτερικά ρημαγμένη από ανασφά-λεια. Η αυτοεικόνα της κατάντησε απίστευτα παραλλαγμέ-νη προς το χειρότερο, λες και «ο μαγικός καθρέφτης» στον οποίο στεκόταν μπροστά, κοιταζόταν και εξεταζόταν διαρ-κώς, όπως στους μαγικούς καθρέφτες των λούνα παρκ, δεν ήταν παρά ένα απαίσιο κακοφτιαγμένο τζάμι που της έστελ-νε πίσω μια ασχημότατη αντανάκλαση, το είδωλό της· το τι έβλεπε εκείνη δηλαδή για την όψη της, και το παραμέσα της όψης της, μια και η όψη μας επηρεάζεται υπερβολικά από το τι γίνεται στον βυθό της ψυχής μας.

  • 14 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ

    © Μάρω Βαμβουνάκη, 2016/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2016

    Στα παιδικά της χρόνια, τότε δηλαδή που μια αυτοεκτί-μηση θεμελιώνεται, τα πράγματα για εκείνη υπήρξαν ζόρι-κα. Θα μιλήσουμε όμως για όλα τούτα σιγά σιγά, όπως σιγά σιγά τα ανακάλυπτα κι εγώ στο ντιβάνι των δύσκολων εξο-μολογήσεών της. Και λέω δύσκολες τις εξομολογήσεις της, γιατί η Λένε είχε λαμπρό μυαλό – όσο ευφυέστερος ο ασθε-νής μας τόσο πιο δύσκολη η γνωριμία του· με το εύστροφο μυαλό του έχει συλλέξει πλήθος τεκμηριωμένα ευρήματα για τις άμυνές του, τις αντιστάσεις του εναντίον της ίδιας της θεραπείας του, έξυπνο υλικό για τις εκλογικεύσεις του.

    Για πολλούς ανθρώπους η ζωή τους δεν είναι παρά μια τεράστια εκλογίκευση, κατά κανόνα οι εγκεφαλικοί τύποι τα καταφέρνουν καλύτερα σ’ αυτό και καταλήγουν οι πλέον βασανισμένοι, αυτοβασανισμένοι μετά, οι πλέον νευρωτι-κοί. Ο καθρέφτης του παιδιού για την αξία του, για την πα-ρουσία του, για τα κιλά του, δεν είναι ο καθρέφτης του μπά-νιου, της ντουλάπας ή του χολ που συνήθως τοποθετού-με δίπλα στο πορτμαντό, αλλά το βλέμμα των γονιών του όπως συνηθίζουν να το κοιτάζουν. Εκεί θα αντικατοπτρίσει την ομορφιά του και τις δυνάμεις του. Το είδωλο μέσα στο μάτι του γονέα –του ομόφυλου μάλιστα γονέα ακόμη πε-ρισσότερο– είναι αυτό που είσαι κατά τη γνώμη σου. Και η πρώιμη γνώμη σου, που δεν είναι παρά των γονιών σου η γνώμη, ριζώνει στον νου σου για τα καλά.

    Οι συνάδελφοί μου και εγώ γνωρίζουμε πάνω στο πετσί μας πόσος κόπος, πόση επιμονή και καρτερία χρειάζονται για να αντέξεις, προκειμένου να πείσεις τον πελάτη σου να δει επιτέλους τον εαυτό του κατά την πραγματικότητα και

  • Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΖΗΛΙΑΣ 15

    © Μάρω Βαμβουνάκη, 2016/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2016

    όχι κατά την πρώιμη αντανάκλαση που περιγράψαμε. Σαν παρούσα πραγματικότητα, σαν εδώ και τώρα, και όχι σαν μνήμη ειδώλου στο μάτι του γονιού. Εκτός των άλλων, μα-θαίνει ο άνθρωπος, το παιδί δηλαδή που είδε αλλοιωμένη την εικόνα του στο γονεϊκό βλέμμα, να εξαρτά την αυτοε-κτίμησή του από τους άλλους. Από τον τρόπο που οι άλλοι το κοιτούν. Το ίδιο δεν ξέρει, δεν πιστεύει, δεν ανθίσταται σε αδικίες, κολακείες και ψέματα, εναγωνίως περιμένει να δει τι θα δει απ’ τους άλλους για το φτωχό του εγώ. Φτω-χό σε βαθμό ζητιάνου. Ψαρεύει, επιβάλλει, εξαγοράζει, ζη-τιανεύει, παραμορφώνεται, ταυτίζεται, βεβαίως εξαρτάται, γυρεύοντας να του επιστρέψουν μια εικόνα του κολακευ-τική για λίγο. Και λέω για λίγο, γιατί η αυτοεκτίμηση των εξαρτημένων δεν έχει μακριά διάρκεια. Αν αρέσει στους άλ-λους ο εαυτός του, θα του αρέσει και του ίδιου, αν το αγα-πήσουν, θα τον «αγαπήσει», αν αυτό αλλάξει θα αλλάξει και η δική του σχέση με το πρόσωπό του. Το χειρότερο, όπως είπαμε, η γνώση τού εγώ που προέρχεται από τους άλλους είναι μια γνώση εφήμερη, ασταθής, ως εκ τούτου εξαιρετι-κά αγχώδης. Δε ριζώνει, δε διαρκεί, μόνο σύντομα και επι-φανειακά σε διαβεβαιώνει.

    Όταν ο γονιός δε σε χορτάσει με αποδοχή, εμπιστοσύ-νη και αναγνώριση, όση επανάσταση κι αν κάνεις εναντίον του, θα παραδέχεσαι κάθε τόσο, κυρίως στα ζόρικα περά-σματα, πως δεν είσαι παρά το πρόσωπο που ο γονιός θεω-ρεί πως είσαι. Στα παιδικά χρόνια, που για πάρα πολλούς δυστυχώς συνεχίζονται ισόβια, τουλάχιστον μέχρι να πε-θάνουν οι γονείς –αν και όχι πάντοτε, ούτε ο θάνατος κά-

  • 16 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ

    © Μάρω Βαμβουνάκη, 2016/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2016

    ποιους τους αποσυνδέει–, είσαι όπως θα σου υποδείξει πως είσαι η γνώμη του γονέα. Η αντικειμενική αλήθεια κάνει πέ-ρα, δεν την παραδέχεσαι, δεν τη γνώρισες καν.

    Άλλωστε, τι είναι σε τελευταία ανάλυση η νεύρωση; Η διαστρέβλωση, λίγο ως πολύ, του προσώπου που όντως εί-σαι. Πρόκειται για μια παραμόρφωση, όμως διαρκώς αγχο-γόνα και νοσογόνα, με τα χρόνια ακόμη χειρότερη, αφού μια λάθος στροφή που πήρες κάποτε από τον ίσιο δρόμο στρί-βει κι άλλο και σε πάει αλλού κι αλλού, μακριά από το γνή-σιο θέλω που άξιζες. Τίποτα δεν αποδεικνύει τόσο τούτη την αντίφαση μεταξύ αντικειμενικής και υποκειμενικής εικόνας, όσο όταν ένα πανέμορφο πλάσμα αισθάνεται ανάξιο να αγα-πηθεί, ανίκανο να κερδίσει μια ασφαλή, πιστή σχέση, ανάξιο να κερδίσει σταθερά το ταίρι που θα ήθελε, και υποφέρει, χάνει έδαφος όσο οι εποχές προχωρούν, καταθλίβεται. Κυ-ρίως –το πιο μαρτυρικό– ζηλεύει και ζηλεύει ακαταπαύστως.

    Γελάω με κάποιες γυναίκες, αλλά και άνδρες, που καμα-ρώνουν όταν το ταίρι τους τους ζηλεύει, θεωρώντας, ως εκ τούτου, ότι είναι τρελά ερωτευμένο μαζί τους. Ας μη θεω-ρούν τη ζήλια του σίγουρα για δική τους επιτυχία. Τις πε-ρισσότερες φορές ένας υπερβολικά ζηλιάρης τύπος είναι ζη-λιάρης συστηματικός. Δεν είναι ο μεγάλος έρωτας η αιτία που ζηλεύει, αλλά η χαμηλή του αυτοπεποίθηση. Η διαρ-κής φοβία του για την αξία του. Όλους και όλες με τους οποίους συνδέεται θα τους ζηλέψει με την πρώτη και ασή-μαντη αφορμή.

    Το να είναι ανασφαλής ένας άσχημος, ένας με προβλή-ματα στην όψη και στις ικανότητες, πικρό μεν, αλλά φαίνε-

  • Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΖΗΛΙΑΣ 17

    © Μάρω Βαμβουνάκη, 2016/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2016

    ται και λογικό. Έχει τους πραγματικούς λόγους του να φο-βάται πως δεν αρέσει. Μόνο σε ένα χαρισματικό, ωραίο, πο-θητότατο πλάσμα φαίνεται και βοά η παθολογία την οποία εξετάζουμε.

    Και, ναι, θα το ξαναπώ, η ωραία Λένε υπήρξε ένα εξαι-ρετικό παράδειγμα. Σε βαθμό συμβόλου!

    Την έλεγαν, είπε, Λένε και ήταν σαν τριαντάφυλλο. Άσπρο προς το ροδαλό, σπάνιο είδος, από αυτά που βλέπουμε σε κάποιες εκθέσεις ανθέων της Κηφισιάς και πλησιάζουμε να περιεργαστούμε αν είναι φυσικά ή από ύφασμα.

    «Λένε! Δεν είναι νομίζω σκανδιναβικό όνομα;» τη ρώτη-σα μόλις συστηθήκαμε στο χολάκι του γραφείου μου.

    «Ναι, πράγματι! Είναι το όνομα μιας γυναίκας από τη Σουηδία, που ερωτεύτηκε ο πατέρας μου όταν εργαζόταν νεαρός μηχανικός στη Ρόδο. Είμαι Ελληνίδα εκατό τοις εκα-τό, τη γιαγιά μου απ’ τη μητέρα μου την έλεγαν Ελένη».

    Μιλούσαμε προχωρώντας πιο μέσα για να καθίσουμε, να λάβουμε μάλλον τις καθορισμένες θέσεις μας στο εξής, του αναλυτή και της αναλυόμενης.

    «Και η μαμά σας; Δεν την πείραξε που πήρατε όνομα ερωμένης του μπαμπά;»

    «Δεν το ξέρει! Της άρεσε αυτό το αλλιώτικο έψιλον στην κατάληξη. Είπε πως έχει γεμίσει ο κόσμος από το Λένα και το Έλενα».

    «Όλοι ευχαριστημένοι λοιπόν, Λένε! Μπορούμε να κα-θίσουμε αν προτιμάς».

  • 18 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ

    © Μάρω Βαμβουνάκη, 2016/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2016

    Αυτόματα πήγε προς το ντιβάνι και αυτόματα ξάπλωσε σαν να ήταν η πολλοστή συνεδρία που κάνουμε. Απόρησα με την άνεσή της.

    «Έχετε επισκεφτεί και άλλοτε ψυχολόγο!» της είπα πα-ριστάνοντας τον πρόχειρο μάντη.

    «Ου!…» απάντησε γελαστά. «Αμέτρητες φορές!»«Έναν ή διάφορους;»«Διάφορους!»«Και δεν έχετε βρει μια κάποια λύση;»«Είναι αγιάτρευτη η περίπτωσή μου».«Επιμένετε όμως».«Μου κάνει καλό να τα διηγούμαι από την αρχή».Είχε ένα ανεπιτήδευτο ύφος και έβγαζε κέφι. Σου προ-

    καλούσε να κάνεις χιούμορ μαζί της, πράγμα σπάνιο μέσα στο γραφείο μου. Οι άνθρωποι τείνουν να παίρνουν πολύ σοβαρά τον εαυτό τους κι ακόμη τραγικότερα όταν υποφέ-ρουν. Είναι βέβαια ο υπερβολικός εγωισμός του ασθενούς, ακόμη κι όταν έχει συνάχι, αλλά, πιστέψτε με και συγχω-ρέστε με, το βρίσκω γελοίο μερικές φορές. Η λεβεντιά εί-ναι ένα αίτημα κάτω από όλες τις συνθήκες, κάτω από τις ζοφερότερες ασφαλώς. Γνωρίζω βέβαια καλά πως και το χιούμορ κάλλιστα μπορεί να είναι από άμυνα, να αποτελεί ακόμη ένα παραπέτασμα για να προστατεύσεις τα κρυμμέ-να σου, αλλά και η ποιότητα της άμυνας που επιλέγεις κά-τι δείχνει για τη δική σου ποιότητα.

    Ας μη γίνομαι όμως σκληρά αυστηρός με τα ανθρώπινα, με την άδικη αυστηρότητα που μας κυριεύει όταν είμαστε οι ίδιοι έξω από τον χορό. Παρά ταύτα, και παρά την επιβεβλη-

  • Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΖΗΛΙΑΣ 19

    © Μάρω Βαμβουνάκη, 2016/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2016

    μένη στο επάγγελμά μου επιείκεια, με τα χρόνια το βλέπω πως πολύ έχουμε χαϊδέψει, δικαιολογήσει, διευκολύνει τη νέα γενιά. Το πληρώνουμε αυτό το λάθος οι πάντες, και οι μεγαλύτεροι και οι νέοι που έχουν βουλιάξει στις ανασφά-λειες. Μια κάποια υγιής σκληραγώγηση είναι αναγκαία, εν-δυναμώνει σώμα και καρδιά.

    Πάντως, το πιο συνηθισμένο από όλα τα συμπτώματα, τα άχαρα συμπτώματα, είναι το μελόδραμα που αισθάνο-νται και προσπαθούν να σου περάσουν οι βασανισμένοι από έρωτα. Αν δεν είσαι κι εσύ ταυτόχρονα ερωτευμένος, αν δεν έχεις έστω υποφέρει πρόσφατα, είναι ικανοί να σου σπά-σουν τα νεύρα, για να μην πω κάτι άλλο που ψιθυρίζω μέ-σα από τα δόντια μου. Θέλω να καταλήξω στην κοινοτοπία πως οι ερωτευμένοι χάνουν το χιούμορ τους, στοιχείο που τους κάνει, επιπλέον, ασυνεννόητους και βαρετούς. Όμως η Λένε, παρά το ότι ήταν, όπως έλεγε, ερωτευμένη, άστρα-φτε από ευφυΐα, ιδίως όταν αυτοσαρκαζόταν ή κορόιδευε άλλους. Φαντάζομαι πώς θα με περιέγραφε κι εμένα σε τρί-τους! Πώς θα με παρίστανε στις φίλες της όταν θα έπιναν καφέ! Είμαι σίγουρος ότι με πολλά κουσούρια μου θα είχε φτιάξει γελοιογραφίες και καρικατούρες… Είμαι σίγουρος!

    Προς το παρόν, και από την πρώτη μας συνεδρία, φερό-ταν σαν φιλάρεσκη γυναίκα που της αρέσει να ακκίζεται, να προκαλεί θαυμασμό, να κεντρίζει το ενδιαφέρον, να κερδίζει τις εντυπώσεις. Δεν ήξερα ακόμη αν αυτή τη συμπεριφορά, αυτή την ανάγκη, την εκδήλωνε προς άνδρες και γυναίκες ή ειδικά προς τους άνδρες. Προς εμένα, με την πρώτη, την εκδήλωσε. Με όπλο την εξυπνάδα της, την ετοιμολογία,

  • 20 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ

    © Μάρω Βαμβουνάκη, 2016/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2016

    το άρωμά της, το νόστιμο ντύσιμο και το στόλισμά της, το απλό, καλόγουστο αλλά σίγουρα κολακευτικό, επιμελώς αμέριμνο, προσπαθούσε να λάμψει στη συνομιλία μας μια ώρα αρχύτερα. Φαινόταν να δίνει συνεχώς μάχες, και για τα πιο ασήμαντα. Ήταν, εν ολίγοις, άκρως ανταγωνιστική.

    Μεγάλο το βάσανο και για μένα…Το να μου αρέσει μια αναλυόμενη αποτελεί δοκιμασία

    κακιά. Από τη μια η φύση μου κι απ’ την άλλη οι άρρητοι, έστω, όρκοι της επιστήμης που ασκώ με βάζουν στη μέ-ση και με συμπιέζουν σαν συμπληγάδες. Δε μου συμβαίνει συχνά μια τέτοια σύγκρουση, όσο γερνώ βέβαια όλο και σπανιότερα, αλλά με τη Λένε συνέβη. Έκανε το παν η ίδια γι’ αυτό. Έπρεπε διαρκώς να εξουδετερώνω τον ανδρισμό μου, να με κρατάω πίσω, να μην επηρεάζεται το ύφος μου, τα λόγια μου, να μην υποκύψω δηλαδή κι εγώ στον πειρα-σμό της δικής μου φιλαρέσκειας. Δυο φουντωμένες φιλα-ρέσκειες τι διάολο θεραπεία θα κάναμε εδώ μέσα; Δε μιλώ ασφαλώς για κάτι προχωρημένο, εννοείται, αλλά και μό-νο ένας αμοιβαίος ερωτισμός στην ατμόσφαιρα, ένα φλερτ έστω, θα ακύρωνε την ελπίδα για θεραπευτική. Λες να φε-ρόταν το ίδιο και στους προηγούμενους ψυχολόγους που πήγαινε; Λες γι’ αυτό να μην πετύχαινε στο πρόβλημά της λύσεις; Είναι μια πιθανότητα…

    «Συγγνώμη για την ερώτηση, αλλά θα θέλατε να μου πείτε αν οι προηγούμενοι ψυχολόγοι σας ήταν γυναίκες;» δε συγκρατήθηκα και τη ρώτησα.

    «Ήταν άνδρες όλοι!» απάντησε και έδειχνε να της έκα-νε έκπληξη τούτη η δικιά της διαπίστωση.

  • Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΖΗΛΙΑΣ 21

    © Μάρω Βαμβουνάκη, 2016/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2016

    «Γιατί άραγε;»«Ειλικρινά, δεν ξέρω! Τώρα που ρωτάτε το συνειδητο-

    ποιώ. Με τις γυναίκες γενικά αισθάνομαι κάτι σαν αμηχα-νία… Σαν να μη με χωνεύουν, με κάνουν μάλιστα να νιώ-θω άσχημα, έχουν, πώς να το πώ, εξεταστικό μάτι. Με τους άνδρες είμαι πιο άνετη».

    «Πώς περίπου αισθάνεστε κοντά σε γυναίκες;»«Σαν πιο μικρή, σαν πιο χαζή και αδέξια… Λιγάκι ανύ-

    παρκτη».«Ανύπαρκτη;»«Διαφανής καλύτερα. Όπως το μικρό φάντασμα, ο Κά-

    σπερ».Το αγκάθι είναι στη μητέρα, συμπέρανα βιαστικά, όπως

    πάντα μου και σε όλα βιάζομαι. Η ανυπομονησία στα συ-μπεράσματα με καταδιώκει και στις διαγνώσεις, το γνω-ρίζω ασφαλώς το πρόβλημά μου και κάνω υπομονή με τον εαυτό μου, δεν εμπιστεύομαι δηλαδή τις πρώτες δια-γνώσεις μου, επιμένω πολύ στο να συγκεντρώνω στοιχεία στη συνέχεια.

    Το αγκάθι είναι στη μάνα, πρωτοσκέφτηκα. Τα κορίτσια που δεν κέρδισαν τη μάνα τους, σαν μια τρυφερή, οικεία, και ενδιαφερόμενη μαζί τους μάνα, έχουν αργότερα δυσκο-λία στις σχέσεις με γυναίκες, αισθάνονται μπροστά τους μι-κρά αδέξια παιδιά, κατώτερες, για κάτι άγνωστο ντρέπονται. Βιαστικά συμπεράσματα, το ξέρω, αλλά μιλώ για έναν κα-νόνα σθεναρό –με εξαιρέσεις–, που σου επιτρέπεται να τον θυμηθείς και να τον προσέξεις.

    Δεν είχα άδικο αλλά όχι και πολύ δίκαιο. Η μητέρα της

  • 22 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ

    © Μάρω Βαμβουνάκη, 2016/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2016

    Λένε δεν ήταν επαρκής, δεν τη δυνάμωσε, δεν τη βοήθη-σε σε υπερβάσεις που της χρειάστηκαν, όχι μονάχα δεν την αποζημίωσε συναισθηματικά, αλλά ενδυνάμωνε με την αδιαφορία της τη γνώμη του συζύγου της. Αλλά όχι, δεν ήταν το κύριο θέμα η μάνα. Η μεγάλη πληγή, το πρωτογε-νές και ενεργό τραύμα ήταν από τον μπαμπά της. Θα το ξα-ναπώ και παρακάτω με περισσότερα λόγια. Πάντα στα σο-βαρά γονεϊκά προβλήματα του παιδιού είναι και οι δυο γο-νείς φταίχτες. Σε διαφορετική αναλογία έστω μοιράζονται το έγκλημα. Είμαι από τους ψυχολόγους που πιστεύουν πως δε δένουν εύκολα ως ζευγάρι ένας ισορροπημένος και ένας ανισόρροπος. Ακόμη κι αν στην αρχή τούς γοητεύσουν οι διαφορές τους, με τον καιρό το πράγμα γίνεται υπερβολι-κά δυσλειτουργικό και καταρρέει το ζεύγος τους. Δυο ανι-σόρροποι, ναι! Τους ενώνει σφιχτά η αντιστοιχία των παθο-λογικών αναγκών τους. Για τους δυο ισορροπημένους δεν καλοξέρω, δεν έχω και πολλά παραδείγματα.

    Υπάρχουν επιστήμονες που ισχυρίζονται το αντίθετο. Το σέβομαι. Άλλωστε οι επιστήμες της ψυχολογίας έχουν να κάνουν με το ρευστότερο αντικείμενο, το πιο μυστηριώδες –κι ας απεχθάνεται η επιστήμη τη λέξη «μυστήριο»–, έχουν να κάνουν με την ανθρώπινη ψυχή και βγάλε άκρη!…

    Για να ξαναγυρίσω στην ερωτική ατμόσφαιρα μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου, που απασχόλησε και τον Φρόιντ –λέγεται πως υπήρξε το τεράστιο σκάνδαλο και το μεγάλο ρήγμα στη φιλία του με τον αγαπητό του μαθη-τή Καρλ Γιουνγκ, όταν ο δεύτερος έκανε ερωτικό δεσμό με αναλυόμενή του–, θα θυμηθώ μια άλλη περίπτωση, πριν

  • Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΖΗΛΙΑΣ 23

    © Μάρω Βαμβουνάκη, 2016/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2016

    από πολλά χρόνια, προτού παντρευτώ την πρώην γυναί-κα μου, όταν ξεκίνησα να εργάζομαι στη θεραπεία, και μια νεαρή κυρία με ερωτεύτηκε. Τότε ήταν που μπήκα στο με-γάλο δίλημμα τι να πράξω, σημειωτέον μάλιστα πως ήταν νόστιμη και με έβαζε σε διαρκή πειρασμό.

    Στην αρχή υπέθεσα πως όλη εκείνη η λατρεία της δεν ήταν παρά μια ανάγκη γονιού στο πρόσωπό μου, ανάγκη που εξαιρετικά συχνά θα εκδηλώσει ο αναλυόμενος, μια και η πλειοψηφία των ψυχολογικών προβλημάτων ανάγε-ται στην ανάγκη του επαρκούς, στοργικού, ενδιαφερόμε-νου γονέα που δεν είχε. Έλα όμως που και στην ενήλικη ζωή τα γονεϊκά τραύματα διαμορφώνουν σε υπερβολικό βαθμό τις μετέπειτα ερωτικές ανάγκες και δεν είναι απλό να τα ξε-χωρίσεις. Τεράστιος αριθμός ανθρώπων, ανδρών και γυναι-κών, αποζητούν να διορθώσουν την παιδική –και βρεφική– κακοποιημένη ηλικία τους μέσα στην ερωτική τους σχέση. Οι άνθρωποι παντρεύονται εκείνον που μοιάζει ή που δε μοιάζει στον γονέα-αγκάθι. Όχι εκείνον ή εκείνη που αρέ-σει στον σημερινό ενήλικο εαυτό. Ο γονέας είναι το κριτή-ριο, το πρότυπο προς αντιγραφή ή προς αποστροφή, προς μίμηση ή προς αποφυγή. Τον γονέα-αγκάθι έχει κατά νου το υποσυνείδητο όταν διαλέγει, το μικρό πληγωμένο παι-δί βγαίνει και σκάει μύτη στην ερωτική του συμπεριφορά. Έτσι είναι τα πράγματα, καταπώς μας έδειξε ο Φρόιντ, κα-ταπώς υπονόησε ο τραγικός Σοφοκλής, και τι να κάνουμε εμείς; Πώς να τα αρνηθούμε όσο κι αν μας σοκάρουν.

    Εν ολίγοις, εκείνοι που ζηλεύουν περισσότερο στις ερω-τικές σχέσεις τους είναι εκείνοι στους οποίους δε στερεώ-

  • 24 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ

    © Μάρω Βαμβουνάκη, 2016/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2016

    θηκε η αυτοπεποίθησή τους στα χέρια των γονέων, και μά-λιστα εγκαίρως. Το εγκαίρως, κατά τα σωστά ηλικιακά στά-δια ανάπτυξης, δηλαδή, είναι ένας παράγων ιδιαιτέρως σο-βαρός για τη θεμελίωση της ψυχικής ωριμότητας και την εγκατάσταση της συναισθηματικής υγείας. Οι προσπάθειες για βοήθεια και επούλωση που άκαιρα κάνουμε αργότερα στο ντιβάνι μου είναι ασφαλώς ωφέλιμη αλλά συναντάει τις δυσκολίες τού «εκτός χρόνου», του εκ των υστέρων, πα-λεύουμε με τις νοητικές και καρδιακές σκληρύνσεις που έχει παγιώσει ο καιρός.

    Και τι εγκαίρως λέω τώρα! Οι γονείς είναι σκυλιά στο πεί-σμα τους. Θα σε κρίνουν και στα εβδομήντα σου, όπως ξεκί-νησαν να σε κρίνουν την εποχή που μπουσουλούσες. Και να μη μιλούν, ξέρουν να στέλνουν με ισχυρότατα σήματα την κριτική τους προς εσένα, εσένα που έχεις καταφέρει να πα-ραμένεις ο πιο ευάλωτος δέκτης απέναντί τους. Κι ας ουρλιά-ζεις, κι ας τους κατηγορείς, κι ας ξενιτεύεσαι, πάλι σε επηρεά-ζουν. Το ότι εκνευρίζεσαι μαζί τους έξαλλα, φανερώνει ακρι-βώς πως επηρεάζεσαι, σου ρουφούν ξανά ενέργεια, γονατί-ζεις στη γνώμη τους, σε χορεύουν στο ταψί τους! Όσο πιο πο-λύ θυμώνεις και φωνάζεις, όσο επαναστατείς, τόσο αποδει-κνύεις πόσο επηρεάζεσαι και πόσο ασπάζεσαι τη γνώμη τους.

    Ο Γάλλος καθηγητής μου στο Παρίσι, όταν σπούδαζα λίγο μετά την ένδοξη δεκαετία του εξήντα, σφοδρός φροϊ-δικός, μας δίδασκε για τη λατρεία του Φρόιντ προς τη λο-γοτεχνία και ιδιαίτερα βέβαια στον Ντοστογιέφσκι, ποιον άλλον; Ο Μίτια Καραμάζοφ, μας έλεγε, είναι αναμφίβο-λα ένα φλογισμένο, ηφαιστειώδες σύμβολο τυφλής ζήλιας,

  • Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΖΗΛΙΑΣ 25

    © Μάρω Βαμβουνάκη, 2016/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2016

    αλλά να μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για ένα αγόρι που η μάνα του το εγκατέλειψε μωρό και ο πατέρας του τον πε-ριφρόνησε σε εγκληματικό βαθμό. Μας διάβαζε τότε από το κύκνειο άσμα του Ρώσου ένα απόσπασμα για τη ζήλια, το οποίο έχω αποστηθίσει κι είναι εντελώς ρεαλιστικό: Εί-ναι αδύνατο να διανοηθεί κανείς πόση καταισχύνη και ηθι-κή κατάπτωση μπορεί να σηκώσει ένας πραγματικός ζηλιά-ρης χωρίς καμιά απολύτως τύψη συνειδήσεως! Και αυτό όχι γιατί είναι όλοι τους οι ζηλιάρηδες βρωμερές ψυχές. Αντιθέ-τως! Μπορεί να είσαι μεγάλη καρδιά, με τον πιο αγνό έρω-τα, κι ωστόσο να κρύβεσαι κάτω απ’ τα τραπέζια, να δωρο-δοκείς παλιανθρώπους, να υπομένεις τη βρωμιά της σπιου-νιάς και της κατασκοπείας.

    Για τον άλλο γίγαντα της ζήλιας, τον Οθέλλο, δεν έχουμε λάβει πληροφορίες για την οικογενειακή παιδική του κατά-σταση. Όμως η ζήλια είναι κατά κανόνα σύμπτωμα της αυ-τοαμφισβήτησης, παλιάς έλλειψης αυτοπεποίθησης, μειο-νεξίας εκείνου που ζηλεύει, και όχι σύμπτωμα πάντα ενός τεράστιου έρωτα. Βιαστικά μπορούμε να υποθέσουμε, ως εκ τούτου, πως ένας μαύρος Αφρικανός στρατιωτικός, τις εποχές μάλιστα εκείνες, δε θα ήταν περήφανος για την όψη του, το χρώμα του ανάμεσα σε λευκούς, και την καταγωγή του. Να ήταν όμως μόνο αυτό;

    Όσο για μένα, που η μάνα μου υπήρξε αυστηρότερη κι από τον Δράκοντα της Σπάρτης, επιμένω να σας κάνω επί-δειξη θεωρητικών γνώσεων και να μην αφήνω τη Λένε να πρωταγωνιστήσει όπως δικαιούται στο δικό της έργο. Την κρατώ πίσω στις κουίντες της ιστορίας της και μοιάζω με

  • 26 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ

    © Μάρω Βαμβουνάκη, 2016/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2016

    εκείνους τους ματαιόδοξους κονφερασιέ, που έτσι και πιά-σουν το μικρόφωνο, δεν το αφήνουν απ’ τα χέρια τους.

    Η Λένε ήταν αρραβωνιασμένη με άνδρα αρκετά μεγα-λύτερό της. Όχι υπερβολικά μεγάλο, κάπου δεκατέσσερα χρόνια μεγαλύτερο. Η ίδια, την εποχή που την πρωτοσυνά-ντησα, ήταν είκοσι πέντε ετών παρά κάτι μήνες. Ο άνδρας αυτός τη λάτρευε, την καμάρωνε, την ντάντευε, της έκα-νε όλα τα χατίρια, και τα πιο παιδαριώδη, μπορούσε να της προσφέρει το καθετί γιατί ήταν εύπορος, από γενιά σε γε-νιά πλούσιος, είχε σπουδάσει φαρμακευτική στην Ελβετία αλλά τώρα ασχολιόταν με τα μεγάλα μερίδιά του σε κλινι-κές και εταιρείες φαρμάκων.

    «Πιστεύετε ότι δε σας είναι πιστός;» τη ρώτησα, όταν με αυξανόμενη ταραχή, που της ασχήμιζε το πεντάμορφο πρόσωπο, μου μίλησε για τη ζήλια που την τυραννούσε, και με τη σειρά της τυραννούσε κι εκείνη τον καλόψυχο αρραβωνιαστικό.

    «Αντιθέτως, είναι ολόψυχα αφοσιωμένος σ’ εμένα. Αφιε-ρωμένος ο καημένος θα έλεγα!»

    Αυτό το «καημένος» καθόλου δε μου άρεσε. Δε χρησιμο-ποιείς για τον εραστή σου, τον οποίο μάλιστα ζηλεύεις πα-θολογικά, τον χαρακτηρισμό «καημένος». Τόσο υποβιβα-στικός οίκτος δεν κολλάει με το σκοτεινό αντικείμενο του ζηλιάρη πόθου σου. Αυτόν που ζηλεύεις τον έχεις κάνει στη φαντασίωσή σου γίγαντα, αδίστακτο Δον Ζουάν, εξωραϊ-σμένο σε επικίνδυνο βαθμό, είσαι οργισμένη μαζί του μια και όσα υποθέτεις πως κάνει πίσω απ’ την πλάτη σου σε θα-νατώνουν. Δεν τον λες φουκαριάρη…

  • Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΖΗΛΙΑΣ 27

    © Μάρω Βαμβουνάκη, 2016/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2016

    «Με ποιες αφορμές τότε τον ζηλεύετε;»«Ζω ένα δράμα!» ετοιμάστηκε. Θα δεις που η αντίζηλος θα προέρχεται από τα άτομα

    της οικογένειάς του, έσπευσα να κάνω τον έξυπνο στον εαυτό μου.

    «Δράμα!;»«Ο αρραβωνιαστικός μου είναι χήρος εδώ και αρκετά

    χρόνια. Από τον γάμο αυτό έχει μια μοναχοκόρη, δώδεκα χρόνων…»

    Κόμπιασε. Φαινόταν να ταράζεται υπερβολικά όταν ανα-φερόταν στην κόρη. Μιλούσε και ανάσαινε σαν να την εί-χε πιάσει ταχυπαλμία.

    «Πώς λένε το κοριτσάκι;»«Το “κοριτσάκι” το λένε Ρενάτα», απάντησε αγανακτι-

    σμένα.«Γιατί σας ενοχλεί το ότι το είπα κοριτσάκι;»«Γιατί δε θυμίζει κοριτσάκι, αλλά μια χοντρομέγαιρα!»

    Ετοιμαζόταν να γίνει έξαλλη. Δεν ήταν ενδεδειγμένο να την κοντράρω παραπάνω από

    την αρχή αρχή. Ας σιωπούσα ευγενικά, παριστάνοντας πως ό,τι λέει, λέξη προς λέξη, είναι η απόλυτη αλήθεια. Κοιτώ-ντας τη λοξά από την αρχαία πολυθρόνα μου με τη μισο-κρεμασμένη σούστα, όπου καθόμουν, παρατηρούσα πόσο ασχήμιζε το πρόσωπό της, αυτό το εξαιρετικά ωραίο πρό-σωπο, άμα την έπαιρνε από κάτω το πρόβλημά της. Την έχω δει εκατοντάδες φορές αυτή την παραμόρφωση που συμβαί-νει στα πρόσωπα των άλλων όταν τους κατακλύζει το μαύρο πάθος τους, όταν σπάει τα φράγματα του καθωσπρεπισμού

  • 28 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ

    © Μάρω Βαμβουνάκη, 2016/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2016

    και βγαίνει στο φως εκρηκτική η νευρωσική δυστυχία τους. Μακάρι ο καθένας μας να μπορούσε να κοιτάξει σε καθρέ-φτη αυτές τις στιγμές του και θα καταλάβει τι άθλια κατο-χή έχει επιτρέψει να κάνει μέσα του ένα μισάνθρωπο δαιμό-νιο. Είναι ολοφάνερος στο βλέμμα ο δαιμονισμός, όπως θα τον θεωρούσαν κατά τον μεσαίωνα οι Ισπανοί ιερωμένοι.

    «Μιλήστε μου για τη Ρενάτα!»Και μόνο που ανέφερα έτσι απλά και άνετα το όνομά

    της, αντέδρασε όπως αν έλεγα: Μίλησέ μου για τη Λερ-ναία Ύδρα. Λίγο ακόμη και θα άρχισε να ζηλεύει αυτή τη μικρούλα και μέσα στη δική μας σχέση. Να εξοργίζεται με την ιδέα ότι τη συμπαθώ από μακριά, ακόμη και για το ότι την οικτίρω. Είμαι υποχρεωμένος να κρύβω καλά το γεγο-νός ότι όντως τη λυπάμαι και θα τη λυπάμαι περισσότερο όσο θα μαθαίνω για εκείνη.

    Ξεκίνησε να μου την περιγράφει σαν εισαγγελέας που απαιτεί την καταδίκη της, και μάλιστα διά αποκεφαλισμού, ώστε να τελειώνουμε μια ώρα αρχύτερα από τη μάγισσα. Η καλή της αγωγή και η εξυπνάδα της ελάχιστα επικρατού-σαν πάνω στον θυμό της. Η ζήλια είναι το μόνο συναίσθη-μα, το πάθος μάλλον, που μοιάζει δραματικά με το μίσος, το ξαναείπαμε. Ίσως να είναι και μίσος δηλαδή. Μπορεί και κάτι περισσότερο από μίσος, θεωρώ ότι είναι περισσότερο ενεργητική. Ας θυμηθούμε πάλι τους σοφούς Έλληνες, όταν, και χωρίς επιστήμη ψυχανάλυσης, οδηγούν μια παράφορα ερωτευμένη Μήδεια να δολοφονήσει τα παιδιά της, τα παι-διά της κοιλιάς της, και μόνο επειδή ήταν και παιδιά εκείνου που την απάτησε. Ας μη λέμε λοιπόν ότι η ψυχιατρική ανά-

  • Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΖΗΛΙΑΣ 29

    © Μάρω Βαμβουνάκη, 2016/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2016

    λυση είναι ακραία, όταν θαυμάζουμε και σεβόμαστε μια τέ-τοια θεατρική τραγωδία και τη χειροκροτούμε τα καλοκαί-ρια απ’ τις κερκίδες του Ηρωδείου με έξαλλο ενθουσιασμό.

    Οι περιγραφές της Λένε για τη μικρή ήταν πολύ σκληρές, πότε πότε φτηνές και πρόστυχες, όπως φτηνά και πρόστυχα αισθάνεται γενικώς η ζήλια. Γιατί η ζήλια, λένε κάποια πα-λιά τραγούδια του λαού, κάνει τον άρχοντα αλήτη, τη βα-σίλισσα γύναιο, τον ενάρετο φονιά. Αφού μια μάνα άφησε να σκοτώσει τα ίδια της τα μικρά, αγαπημένα παιδιά η ζή-λια της, φαντάζεται κανείς τη δαιμονική ισχύ της.

    Πέρα από τις κακές συμπεριφορές της δωδεκάχρονης Ρενάτας, η Λένε επέμενε να περιγράφει πόσο υπέρβαρη, άσχημη, σπυριάρα, άπλυτη, ανάγωγη, κακοντυμένη είναι. Χαρακτηριστικά δηλαδή που θέλει να βλέπει μια γυναίκα πάνω σε μια ερωτική αντίζηλο, προκειμένου να τη μειώσει και να ανεβεί ψηλότερα η δική της αξία. Προσπαθούσε να με κερδίσει με το μέρος της, να την πιστέψω, να κατανοή-σω τι της συμβαίνει και όχι να τη θεωρήσω σκληρόκαρδη και άδικη με το ξένο παιδί. Επέμενε πως πρόκειται για μια μικρή πανούργα που ποτέ δεν αποδέχθηκε τη Λένε ως σύ-ντροφο του μπαμπά της. Απ’ την πρώτη στιγμή στραβομου-τσούνιασε όταν της τη σύστησε, και πως το μάτι της την παρακολουθεί με απαίσιο πλάγιο τρόπο όσες φορές πρόλα-βε να γυρίσει και να δει αυτό το κακό μάτι. Πως σχεδίασε διάφορους μηχανισμούς να τον αποσπάσει από δίπλα της.

    Ζήτησα να μου διηγηθεί έναν τέτοιο μηχανισμό.

  • 30 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ

    © Μάρω Βαμβουνάκη, 2016/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2016

    «Τις περισσότερες φορές που θέλουμε να βγούμε το βρά-δυ οι δυο μας, προσποιείται την άρρωστη κι εκείνος μα-ταιώνει την έξοδο, τηλεφωνεί στον γιατρό, ανησυχεί σαν να έφτασε το τέλος του κόσμου, μένει στο πλάι της να την νταντεύει. Για να μη σας πω ότι διαισθάνομαι πως συχνά με συκοφαντεί και λέει διάφορα ψέματα για μένα στον μπα-μπά της ώστε να πάψει να με αγαπά».

    «Εσείς;»«Τι εγώ;»«Εσείς τι κάνετε όταν η κόρη του σας ματαιώνει την έξο-

    δο;» Τα περί συκοφαντιών ανέβαλα να τα σχολιάσω.«Εγώ βέβαια επιστρέφω στο σπίτι μου, σαν μια ηλίθια

    που αρραβωνιάστηκε έναν αφελή».«Μένετε κοντά;»«Όχι, μένω στο σπίτι των γονιών μου στα Άνω Πατή-

    σια, οι γονείς μου εδώ και χρόνια έχουν μετακομίσει στην πατρίδα τους».

    «Στη Ρόδο είπατε;»«Όχι, στη Ρόδο έζησε παλιά ο πατέρας μου όταν εργα-

    ζόταν πολιτικός μηχανικός σε εταιρεία κατασκευής ξενο-δοχείων. Τώρα κατοικούν στο Ιόνιο».

    «Εργάζεστε;»«Πότε πότε».«Δηλαδή;»«Είμαι ζωγράφος και δουλεύω στο υπόγειο του σπιτιού

    που έχω μετατρέψει σε ατελιέ. Καμιά φορά παίρνω δουλειές από διαφημιστική εταιρεία, αλλά εγώ ζωγραφίζω πιο πολύ. Να έρθετε μια μέρα».

  • Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΖΗΛΙΑΣ 31

    © Μάρω Βαμβουνάκη, 2016/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2016

    «Δεν επιτρέπονται οι κοινωνικές σχέσεις μεταξύ μας όσο διαρκεί μια ψυχανάλυση».

    «Μη με κάνετε να διακόψω την ψυχανάλυση, ώστε να μπορέσετε να έρθετε και να δείτε τους πίνακές μου!»

    Ξάφνου το δραματικό ύφος της ζήλιας της μεταβλήθηκε αυτόματα σε γλυκό γέλιο, εξαιρετικά φιλάρεσκο, και από το ντιβάνι στράφηκε με νάζι να με κοιτάξει και να δει τις αντι-δράσεις μου. Τίποτα δεν ήταν για την ίδια πιο ισχυρό από την ανάγκη της να αρέσει και να κερδίζει τον όποιον βρί-σκεται απέναντί της. Ας μη σπεύσω να κολακευτώ, γνωρί-ζω αυτού του είδους τις γυναίκες, θα προσπαθούσε να μα-γνητίσει και να κατακτήσει οποιονδήποτε στη θέση μου, και τον Κουασιμόδο. Το ζητούμενο στην περίπτωσή τους είναι η επιβεβαίωση της θηλυκής τους αξίας, όχι η απόκτη-ση του ενός ορισμένου άνδρα. Δε σε βλέπουν ως ορισμένο πρόσωπο, αλλά σαν μια φιγούρα για πρόκληση, ένα στοί-χημα, σαν μια λευκή κόλα διαγωνισμού που απλώνουν οι ίδιες στον εαυτό τους, ο οποίος είναι ταυτόχρονα εξεταστής και εξεταζόμενος, δεν ηρεμούν ποτέ τη δίψα τους για επι-τυχία, διότι δεν πιστεύουν για πολύ καιρό ότι πέτυχαν. Με το ελάχιστο ξαναχάνουν εντελώς την καλή γνώμη για την αξία τους και ταλαντεύονται ανήσυχες.

    Αυτός είναι και ο λόγος που, όταν χωρίζουν από έναν δε-σμό, κλαίνε και δυστυχούν υπερβολικά, αλλά και σύντομα βρίσκονται με ενθουσιασμό μέσα σε νέο δεσμό, στον οποίο για ένα διάστημα τα ξαναδίνουν όλα. Είναι ερωτευμένες με την ανασφάλειά τους και αυτή τους καίει και όλο απαιτεί στοιχεία αποδεικτικά. Είναι ερωτευμένες με τη νεύρωσή

  • 32 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ

    © Μάρω Βαμβουνάκη, 2016/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2016

    τους, ερωτευμένες με την ίδια τη ζήλια τους, με την άρνη-ση ενός άνδρα να τις παντρευτεί, ερωτευμένες –με μίσος– με τη σύζυγο ή με την ερωμένη του δικού τους, με τη μιση-τή κόρη, με την αρνητική κατάσταση, τέλος πάντων, που υπάρχει σαν γοητευτικός ίλιγγος ανάμεσα σ’ αυτές και στον εραστή τους. Τα εμπόδια, η απόρριψη και οι αντιζηλίες εί-ναι το καμίνι που πυρακτώνει τη ζωή τους.

    Η ανάγκη της Λένε για απόλυτη αποδοχή και θαυμασμό, για απόλυτη κατάκτηση του άνδρα, είναι ζωτικής φύσεως, καλύπτει κάθε άλλη ανάγκη που διηγείται ότι έχει. Η απαί-τηση της ψυχολογίας της για αποδοχή έως θαυμασμό κα-ταντούσε μια απαίτηση απρόσωπη· έπρεπε να κατακτά τον οποιονδήποτε συναντούσε. Κάθε ευχαρίστηση νίκης κρα-τούσε για λίγο, κάθε ήττα την καταβαράθρωνε για πολύ. Και μια και ο έρωτας με έρωτα γιατρεύεται, έπρεπε να βγει στο κυνήγι μια ώρα αρχύτερα και να καταφέρει νέες επιτυ-χίες, προκειμένου να συνέλθει και να μην πέσει στο χάος της απεγνωσμένης αυτοαμφισβήτησης.

    Δε μιλάμε για προχωρημένες ερωτικές περιπέτειες, ίσως ούτε καν ερωτικές να είναι οι επιδιώξεις της. Τα υπερβολι-κά φιλάρεσκα πρόσωπα είναι συνήθως πλάσματα ανέρα-στα, δε δεσμεύονται, δεν αφοσιώνονται, δεν αγαπούν θερ-μά και προσωπικά ένα συγκεκριμένο ταίρι. Εννοείται ότι δε θυσιάζονται. Είναι πρόσωπα ερωτευμένα μόνο με τον εαυτό τους, ή καλύτερα, και όπως είπαμε, είναι ερωτευμέ-να με το μαρτύριό τους, αυτό βασικά απορροφά το ενδια-φέρον τους. Συνεχώς με τούτο ασχολούνται, από το σκοτει-νό πάθος τους αντλούν ευτυχίες και δυστυχίες και μια αγω-

  • Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΖΗΛΙΑΣ 33

    © Μάρω Βαμβουνάκη, 2016/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2016

    νία διαρκή. Έρωτας κατά μία έννοια είναι ό,τι απορροφά το πλήρες ενδιαφέρον σου, και όπου προσκολλάται εμμονικά ο νους σου. Με αυτό το μέτρο θα μπορούσαμε να κατανοή-σουμε αρκετά από όσα μας συμβαίνουν ή μας προβληματί-ζουν πάνω στον εαυτό μας και στους άλλους.

    Ναι, σύντομα ήταν φανερό σ’ εμένα ότι η Λένε ήταν ερω-τευμένη με τη ζήλια της. Όχι με τον αρραβωνιαστικό της, αλλά με το κομμάτι εκείνου το οποίο της αφαιρούσε η κό-ρη του. Εκείνο το κομμάτι κυνηγούσε εμμονικά η σκέψη της και η διάθεσή της ολημερίς και ολονυχτίς, με το ίδιο πάθος που ένας στρατηλάτης ξενυχτά να βρει τρόπους και να κατακτήσει επιτέλους μια πολιορκούμενη πόλη που του αντιστέκεται. Γι’ αυτά κι αυτά και μπορούσε να αποκαλεί τον αρραβωνιαστικό της καημένο. Ήταν ο ρόλος του ρό-λος δευτερεύων στο σκηνικό δράμα της. Θα μπορούσε να τον παίξει και άλλος ηθοποιός.

    Θα σκεφτόταν πιθανόν κάποιος να με ρωτήσει: Μα γιατί μια τόσο όμορφη και ευφυής κοπέλα διαλέγει έναν αρκετά μεγαλύτερο χήρο με κόρη προβληματική; Οι επιλογές της σίγουρα, οι προτάσεις που θα της γίνονται, θα είναι πολλές, ποικίλες και γενναιόδωρες. Βιάζομαι να καταθέσω μια υπό-θεσή μου και δε ζητώ από κανένα να την πιστέψει άκριτα: Μα για τούτη ακριβώς την προβληματική έφηβη κόρη τον διάλεξε, μην την ακούτε ότι ζει ένα δράμα… Να αντιμετω-πίζουμε με μεγάλη προσοχή όσα παράπονα μας διηγούνται οι άλλοι, είναι κάποτε τα μεγαλύτερά τους παράσημα, τα πολύτιμά τους τρόπαια, με τίποτα δεν τα αποχωρίζονται.

    Θα προχωρούσα στην ανάλυση του αρραβώνα της και

  • 34 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ

    © Μάρω Βαμβουνάκη, 2016/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2016

    στις περιγραφές όσων θεωρεί ότι την αδικούν μόνο και μό-νο για να κερδίζω την εμπιστοσύνη της και να μπορέσω κά-ποια κατάλληλη στιγμή να εισχωρήσω στις ρίζες του προ-βλήματος. Στην πηγή τόσης ανασφάλειας. Ήταν απαραί-τητο να με εμπιστευτεί, και για να με εμπιστευτεί έπρεπε κι εγώ να δείχνω ότι την εμπιστεύομαι, ότι πιστεύω όσα μου διηγείται, την κατανοώ, παίρνω το μέρος της στη μάχη με την άτυχη προγονή της. Προς το παρόν, θα είμαι υποκριτής και δόλιος. Για χάρη της αλήθειας γίνομαι κάποτε με τους πελάτες μου υποκριτής και δόλιος.

    «Πώς πρωτογνωρίσατε τον αρραβωνιαστικό σας; Πώς είπαμε τον λένε;»

    «Θάνο».«Είναι από τα αγαπημένα μου ονόματα. Θάνο έλεγαν

    τον παππού μου».Δεν έδωσε σημασία. Προχώρησα.«Πώς τον γνωρίσατε λοιπόν;»«Σε μια φιλική παρέα, ξέρετε πώς γίνονται αυτά!»«Όχι, δεν ξέρω. Δεν είναι πάντα το ίδιο. Πείτε μου λε-

    πτομέρειες».«Μα δε συνέβη τίποτα εντυπωσιακό. Βρεθήκαμε σε ονο-

    μαστική γιορτή κοινού γνωστού, του άρεσα, ζήτησε από τον κοινό φίλο να μας φέρει πάλι σε επικοινωνία και τέτοια…»

    Δε γινόταν ασφαλώς να της αντιτείνω ότι η πρώτη συ-νάντηση με τον έρωτά μας είναι πάντοτε εντυπωσιακότατη. Ακόμη και η πιο κοινότοπη, και η πιο συνηθισμένη. Δεν τη διηγείσαι έτσι, δεν την ξεπετάς για να τελειώνουμε… Ήμουν πολύ γρήγορα βέβαιος ότι η Λένε δεν ήταν ερωτευμένη με

  • Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΖΗΛΙΑΣ 35

    © Μάρω Βαμβουνάκη, 2016/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2016

    τον άνδρα, δεν υπήρχαν μεγάλες πιθανότητες να γίνει ο γά-μος αυτός, αν και υπήρχαν πολλές πιθανότητες να μακροη-μερεύσει ο αρραβώνας, ο λόγος που την κρατούσε κολλη-μένη πάνω στη σχέση είναι λόγος δυνατός, είναι η κόρη του η Ρενάτα. Η ζήλια προς τη μεγάλη έγνοια του δηλαδή.

    Η ζήλια, ως γνωστό, είναι η πιο ικανή προξενήτρα. Απει-ράριθμες σχέσεις μοιχείας οδηγούν σε φλογερά πάθη τους μοιχούς, όσο υφίσταται ένας ή μια (ή και δυο ταυτοχρόνως ενίοτε) σύζυγος. Αν κάποτε βγει διαζύγιο και ο επίσημος γάμος διαλυθεί, αν χαθεί δηλαδή ο αντίζηλος και το πεδίο μαχών γίνει πια ένα ειρηνικό άδειο χωράφι, είναι περίπου σύνηθες να σβήνει και το πάθος, που πλέον δεν είναι πα-ράνομο και ως εκ τούτου χωρίς πολεμικό ενδιαφέρον. Δεν είναι η ρουτίνα που θα διηγούνται δικαιολογούμενοι αργό-τερα, αλλά η απουσία αντίπαλου δέους, που κάποτε έβαζε φωτιά και λάμψη στην ιστορία τους και έτσι είχαν συνηθί-σει να ζούνε. Με άλλα λόγια, ένα ειδύλλιο δεν το απαρτί-ζει πάντοτε μονάχα η σχέση, τα δύο πρόσωπα των εραστών, αλλά και το σενάριο που τα περιέχει. Σαν τρίτος καταλυτι-κός παράγοντας κρατάει τους εραστές όρθιους, ενεργητι-κούς· αν λείψει, καταρρέουν και οι δυο.

    Συνέχισα να ρωτάω όσα υπέθετα. Δεν κομπάζω άλλο πια, τέτοιες καταστάσεις είναι ευανάγνωστες σε κάθε ψυ-χολόγο με λίγη πείρα.

    «Εσείς; Τι αισθανθήκατε στην αρχή, την πρώτη στιγμή, για τον Θάνο;»

    Προσπάθησε να συγκεντρωθεί και να θυμηθεί. Δεν έδει-χνε να είναι κάτι που νοσταλγεί και ανακαλεί κάθε τόσο.

  • 36 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ

    © Μάρω Βαμβουνάκη, 2016/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2016

    Αρκετά έχουν σβήσει σαν άχρηστα από τη μνήμη της. Δε θα μου έκανε εντύπωση αν δε θυμόταν αυτό που τη ρωτώ. Ωστόσο, θυμήθηκε.

    «Μου ήταν συμπαθέστατος, όχι πως τον ερωτεύτηκα εγώ από την πρώτη ματιά… Μου άρεσε όμως, ένιωθα καλά δί-πλα του. Φαίνεται πως εκείνος με ερωτεύτηκε αμέσως κι αυτό σε κάνει να καθυστερείς».

    «Η ασφάλεια είναι αντιερωτική».«Α, όχι! Εγώ τη θέλω την ασφάλεια».«Όχι για τον έρωτα πάντως».Γύρισε πίσω να με κοιτάξει καλά καλά και τίναξε τα χρυ-

    σά μαλλιά της. Μα μήπως ο μπαμπάς της, τότε στη Ρό-δο, την έκανε με την Σκανδιναβή που ερωτεύτηκε; Μήπως την επέβαλε στον μετέπειτα γάμο του με τη χλιαρή μητέρα και της απέκρυψαν ότι είναι εξώγαμο; Δεν της είπα βέβαια τις σαχλαμάρες που μου έφερναν στο μυαλό το μπρίο και η ομορφιά της, η βόρεια κατατομή και τα πράσινα σαν λί-μνες μάτια, κατάντησα να είμαι πιο βαρύς από το κανονι-κό μου μαζί της, προκειμένου να κρύβω πόσο με γοήτευε.

    Το γεγονός όμως πως εγώ ήμουν βαρύς γοήτευε εκείνη και ήρθαν φορές που το είχε βάλει πείσμα να με ξελογιάσει. Διανοητικά έστω. Στον αέρα, τον πρώτο καιρό τουλάχιστον, παίχτηκαν δύσκολες ανταλλαγές, όμως, δόξα τω Θεώ, σύ-ντομα βρήκαμε εαυτούς και ρόλους όπως έπρεπε και όπως επέβαλλε η θεραπευτική συμφωνία που είχαμε θέσει.

    «Τι είπατε;» ρώτησε με γλυκύτατο ερωτηματικό στο τέλος.«Είπα ότι η ασφάλεια δεν κάνει καλό στον έρωτα».«Είστε τρομερός! Δεν μπορεί να παίξει εύκολα κανείς

  • Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΖΗΛΙΑΣ 37

    © Μάρω Βαμβουνάκη, 2016/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2016

    μαζί σας. Να σας ξεγελάσει για λίγο, να σας τραβήξει έξω από τους κανόνες σας!»

    «Νομίζω πως δεν μπορεί».«Ούτε εγώ;»«Ιδίως εσείς», είπα κοφτά, και το είπα τόσο κοφτά για-

    τί ήταν ψέματα.«Μιλάτε έτσι απότομα που φαίνεται σαν να με φοβά-

    στε…»Με την παιδιόθεν ανάγκη της να κλέβει με κάθε τρόπο

    καρδιές, εντυπώσεις και θύματα, είχε μάθει επιτήδεια να διαβάζει σημάδια και σήματα πάνω στον απέναντι που την ενδιέφερε. Ήταν με ένταση προσηλωμένη στο να ερευνά τι αισθάνεται ο άλλος για εκείνη, δεν αδιαφορούσε ποτέ, ού-τε καν για τον περιπτερά της γειτονιάς της φαντάζομαι. Για τον τύπο της ο έρωτας είναι στρατηγική επιχείρηση, μια και δεν επιδιώκει την αγάπη αλλά τη νίκη· πώς να μη μελετάει εξαντλητικά τα σημάδια και τα χούγια του εχθρού;

    Όμως, στην περίπτωση του αρραβωνιαστικού, ο Θάνος της δεν ήταν πια εχθρός. Ήταν από την αρχή παραδομέ-νος. Ποιος εχθρός λοιπόν την έφερνε στο ντιβάνι μου από ταραχή, άγχος σε βαθμό υστερίας, από δυστυχία; Και πίσω απ’ αυτόν τον εχθρό που αναζητώ, ποιος άλλος;

    Ήταν πολύ έξυπνη και από χρόνια μελετημένη, για να μην προχωρώ παρά πολύ αργά, για να μην καταφεύγω σε ψέματα και υποκρισίες όπως είπα. Αν δεν είχα δουλέψει πά-νω στις αντιφάσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς δε θα το πίστευα ότι μια τόσο καλοφτιαγμένη και αστραφτερή κοπέ-λα μπορούσε να κουβαλάει μέσα της τέτοιου μεγέθους συ-

  • 38 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ

    © Μάρω Βαμβουνάκη, 2016/© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2016

    ναισθηματική ανασφάλεια. Κάποιος που δε θα σχετιζόταν στενά μαζί της, αλλά επιφανειακά κοινωνικά, θα τη χαρα-κτήριζε μάλιστα δυναμικότατη και κυριαρχική, ότι κανέναν δεν είχε ανάγκη, όλα μπορούσε να τα καταφέρει από μό-νη της. Η εμφάνισή της και η κίνησή της έβγαζαν κάτι σα-ρωτικό. Με άλλα λόγια, από εγωισμό είχε καλλ