Η τελευταία παρτίδα mahjong, ΝΟΥΑΡ, Ποντίκι Global, 31.12.2008

1
ΠΟΝΤΙΚΙ Global 31 NOYAΡ Το μεγάλο πρόβλημα του Τανγκ Γιονγκ Μινγκ, στα χρόνια που… διάλεξε να ζήσει, δεν ήταν πόσο καλά του φερόταν η ζωή, αλλά για πόσο. Τρεις αξίες τού ήταν αρκετές – η δου- λειά, η οικογένεια και η αξιοπρέπεια. Η σειρά με την οποία καταποντίστηκαν αυτές του οι αξίες δεν είναι ξεκάθαρη. Το σίγουρο είναι ότι στις 9 Αυγούστου τον είχαν εγκαταλείψει και οι τρεις. Αρκετά αργότερα από εκείνη τη μέρα, αρκετά αργότερα αφότου οι αρχές του Πεκίνου είχαν ξεφυσήξει με ανακού- φιση καθώς είχαν σιγουρευτεί ότι το περιστατικό που θα μας απασχολήσει δεν συνιστούσε τρομοκρατική ενέργεια, μια δημοσιογράφος αναρωτήθηκε σοβαρά γι’ αυτό. Αλλά η Μελίντα Λιου, του περιοδικού Newsweek, έπεφτε συνεχώς στην ίδια άχαρη απάντηση: κανείς από όσους είχαν γνωρίσει τον Τανγκ Γιονγκ Mινγκ δεν τον είχε ικανό γι’ αυτό που είχε κάνει. «Δεν ήταν απλώς σχετικά κανονικός. Ήταν κανονικός. Tελεία» της απάντησε με νόημα ένας πρώην συνάδελφός του. Αυτό που έδειξε να ανησυχεί – δικαίως – περισσότερο από όλα τη ρεπόρτερ ήταν ότι όσα συντέλεσαν στην κατα- στροφή του κυρίου Τανγκ είναι μέρος μιας κανονικής ζωής στη σημερινή Κίνα. Αβεβαιότητα Οι καιροί ήταν δύσκολοι όταν γεννήθηκε ο κύριος Τανγκ, σ’ ένα χωριό έξω από την πρωτεύουσα της επαρχίας Ζεγιάνγκ, το 1961. Περισσότεροι από τους μισούς συγχωριανούς του ζούσαν φτωχικά, μόνο με τα βασικά: ένα σπιτάκι, μια δου- λειά κι ένα πιάτο φαγητό. Η οικονομική αναδιάρθρωση που ξεκίνησε μετά τον θάνατο του Μάο λιγόστεψε σαφώς τους φτωχούς, αλλά σταδιακά έφερε κάτι στο οποίο οι παλιότε- ροι, όπως ο κύριος Tανγκ, δεν ήξεραν πώς να διαχειριστούν: τον ανταγωνισμό και την αβεβαιότητα. Σύμφωνα με το ρεποράζ της Λιου, ο Tανγκ μεσουρανούσε – τηρουμέ- νων των αναλογιών – στις αρχές της δεκαετίας του ’80: δούλευε μια πρέσα στο κρατικό εργοστάσιο παραγωγής μηχανικών οργάνων ελέγχου Hangzou Meter Factory. Ο μισθός ήταν σταθερός, του παρείχαν ασφάλιση, ακόμα κι ένα διαμέρισμα με θέα στα κανάλια της πόλης. Πολλοί ζήλευαν τον Tανγκ – όχι για κάποια λουσάτη ζωή, αλλά γιατί ήταν αυτάρκης. Σύντομα παντρεύτηκε τη συνάδελφό του Γιου Τζιανκίνγκ, κι εκείνη του χάρισε τον μοναδικό του γιο, το 1987. Ο νόμος για τον έλεγχο το πληθυσμού που επιτρέπει τη γέννηση ενός παιδι- ού ανά ζευγάρι είχε και για τους Tανγκ την ίδια κατά- ληξη που υποδεικνύουν οι στατιστικές: τα Kινεζάκια βγαίνουν κακομαθημένα. Έτσι κι ο Γουεντζούν, ο γιος του Tανγκ, δεν ήταν υπόδειγμα πιτσιρικά, αν πιστέ- ψουμε τους γείτονες. Η ευτυχία του Tανγκ είχε ημερομηνία λήξεως. Την ένιωσε να ζυγώνει το 1999, όταν το εργοστάσιο όπου δούλευε αυτός κι η γυναίκα του πέρασε σε ιδιώτες, στο πλαίσιο των προγραμμάτων αποκρατικοποίησης. Οι υποσχέσεις για διατή- ρηση του προσωπικού με τους ίδιους όρους που ίσχυαν έως τότε, γρήγορα θυσιάστηκαν στον βωμό της αποδοτικότητας και της κερ- δοφορίας. Πρώτα υποβάθμισαν τον έμπειρο τεχνίτη Tανγκ σε φύλακα. Έπειτα, το 2003, έδι- ωξαν τη γυναίκα του. Λίγους μήνες αργότερα, τον εξανάγκασαν να συνταξιοδοτηθεί πρόωρα. Πάντως, του φέρθηκαν σχετικά καλά – μαζί με την αποζημίωση, τσίμπησε και το διαμερισμα- τάκι που του είχαν παραχωρήσει όσο δούλευε εκεί. Έναν χρόνο αργότερα, σύμφωνα πάντα με το ρεπορτάζ της Λιου, οι καβγάδες των Tανγκ ήταν το μόνιμο θέμα κουτσομπολιού στη γει- τονιά. Του είχαν μπει ιδέες ότι εκείνη τον απα- τούσε. Αυτό ήταν ένα απίστευτο πλήγμα στην αξιοπρέπειά του – το οποίο οι γείτονες λένε ότι προσπαθούσε να εξαγνίζει με ξύλο. Να μια πολιτισμική εξέλιξη της νέας εποχής που δεν θα ήταν δυνατή στα χρόνια τα Μάο: το ζευγάρι πήρε διαζύγιο το 2005. Ο Tανγκ έκανε άλλη μια προσπάθεια να ζήσει όπως είχε μάθει. Ξαναπαντρεύτηκε το 2006, αλλά δεν τα κατάφερε – χώρισε μέσα σε δύο μήνες και η γειτονιά δεν πρόλαβε ούτε να μάθει το όνομα της δεύτερης συζύγου του. Η κατρακύλα Μονάχα ο Γουεντζούν του έμενε πια, ο μονάκριβός του, κι ο Tανγκ θα του έδινε ό,τι μπορούσε: πούλησε το διαμέρισμα στην οδό «Ειρήνης και Ευτυχίας» και αγόρασε ένα φορτη- γάκι στον γιο του για θελήματα – ο ίδιος είχε χάσει πλέον την όρεξή του για δουλειά. Η δικαιολογία ήταν πάντα η ίδια, όταν κάποιος προσπαθούσε να τον βολέψει κάπου: «Η υγεία μου δεν είναι καλή, δεν με κρατούν τα πόδια μου για χειρω- νακτική εργασία». Κάποιοι είπαν στη ρεπόρτερ ότι και πάλι ήταν η αξιοπρέπειά του που τον εμπόδιζε να κάνει δουλειές του ποδαριού. Πρέπει εδώ να πούμε πως η αξιοπρέπειά του δεν πρέπει να έβλεπε και πολύ καλά, γιατί μάλλον δεν είχε πάρει χαμπάρι τις καθημερινές επισκέψεις του Tανγκ σε συνοικιακές λέσχες τυχερών παιχνιδιών. Δεν του έμεναν πολλά πια: στον ξύπνιο του είχε τόσα όνειρα όσα και στον ύπνο – δηλαδή κανένα. Μόνο που ξόδευε τις ώρες του στο χαρτί ή στο mahjongg, το κινέζικο παιχνίδι για τέσσερις με τα νταμάκια, στην τζογαδόρικη εκδοχή του. Α, και δεν άλλαζε με τίποτα τα ακριβά του τσι- γάρα που κοστίζουν δυο φορές όσο τα υπόλοιπα. Κι ας έτρωγε κάθε μέρα μόνο ένα πιάτο ρυζο- μακάρονα. Θα τον ξελάσπωνε το βλαστάρι του. Αμ δε! Ο Γουεντζούν ήταν απασχολημένος με μικροκλοπές. Κι όταν δεν τα ’βγαζε πέρα, ζήταγε απ’ τον πατέρα. Τικ τοκ, οι μάρκες στο χέρι. Τικ τοκ, η αρχή του τέλους. Η τύχη του τον είχε εγκαταλείψει προ πολλού. Όταν μάζεψε τα κομμάτια του κι αποφάσισε να φύγει για να ψάξει για δουλειά στην επαρχία Σιτσουάν – «Εγώ ζητιάνος στην πόλη μου δεν γίνομαι, είναι θέμα αξιοπρέπειας» –, ήταν μόλις έναν μήνα πριν από τον μεγάλο σεισμό. Όταν η Σιτσουάν έσβησε απ’ τον χάρτη και μαζί της και οι δουλειές, ο Tανγκ γύρισε στο φτωχό δωματιάκι όπου ζούσε, με μοναδική του περιου- σία την τελευταία του αλλαξιά. Κάθε δύο βράδια την έπλενε – στο εστιατόριο όπου έτρωγε τα ρυζομακάρονα και στη λέσχη του mahjongg έπρεπε να διατηρήσει πρόσωπο. Ραντεβού με το έρεβος Όλα αυτά μέχρι την 1η Αυγούστου. Πλήρωσε το τελευταίο νοίκι του, πήρε σε μια χαρτοσακούλα την αλλαξιά του και τηλεφώνησε στον Γουεντζούν: «Φεύγω, πάω να ξαναψάξω για δουλειά». Είπε όμως και κάτι άλλο: «Αν δεν γυρίσω, μην κάνεις τον κόπο να με ψάξεις». «Στις 9 Αυγούστου, στο ψηλότερο πάτωμα του Drum Tower του Πεκίνου, ένας Kινέζος άντρας σκότωσε με μαχαίρι τον Aμερικανό επισκέπτη των Ολυμπιακών Τοντ Μπάτσμαν και τραυμάτισε σοβαρά τη σύζυγό του και την ξεναγό τους. Αμέσως μετά, αυτοκτόνησε πηδώντας στο κενό»… Βούηξαν τότε τα στραμμένα στο Πεκίνο διεθνή ΜΜΕ. Κανείς ωστόσο δεν θα μάθει ποτέ την αφορμή. Ούτε ακριβώς πόσο νωρίτερα απ’ αυτόν είχε βουτήξει στο κενό η αξιοπρέπειά του. Επίλογος Οι οικονομολόγοι υπολογίζουν ότι, για να ισορροπήσει η ζήτηση εργασίας την προσφορά, το ΑΕΠ της Κίνας πρέπει να έχει ρυθμό αύξησης 7,5%-8% ετησίως. 23 ανά 100.000 κατοίκους είναι σήμερα οι αυτοκτονίες στην Κίνα ετησίως – ποσοστό διπλάσιο από των ΗΠΑ. 18,2% είναι σήμερα το ποσοστό διαζυγίων στην Κίνα. Η τελευταία παρτίδα mahjongg Μια Aμερικανοκινέζα ρεπόρτερ αναζητά βήμα προς βήμα τις αιτίες που οδήγησαν τον Τανγκ Γιονγκ Μινγκ στο απονενοημένο διάβημά του. Τα συμπεράσματά της είναι ανατριχιαστικά… Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΠΟΥΝΙΑ Πηγή: Newsweek

description

Η τελευταία παρτίδα mahjong, ΝΟΥΑΡ, Ποντίκι Global, 31.12.2008. Tου Δημήτρη Μπούνια

Transcript of Η τελευταία παρτίδα mahjong, ΝΟΥΑΡ, Ποντίκι Global, 31.12.2008

Page 1: Η τελευταία παρτίδα mahjong, ΝΟΥΑΡ, Ποντίκι Global, 31.12.2008

ΠΟΝΤΙΚΙ Global 31

NOYAΡ

Το μεγάλο πρόβλημα του Τανγκ Γιονγκ Μινγκ, στα χρόνια που… διάλεξε να ζήσει, δεν ήταν πόσο καλά του φερόταν η ζωή, αλλά για πόσο. Τρεις αξίες τού ήταν αρκετές – η δου-λειά, η οικογένεια και η αξιοπρέπεια. Η σειρά με την οποία καταποντίστηκαν αυτές του οι αξίες δεν είναι ξεκάθαρη. Το σίγουρο είναι ότι στις 9 Αυγούστου τον είχαν εγκαταλείψει και οι τρεις.Αρκετά αργότερα από εκείνη τη μέρα, αρκετά αργότερα αφότου οι αρχές του Πεκίνου είχαν ξεφυσήξει με ανακού-φιση καθώς είχαν σιγουρευτεί ότι το περιστατικό που θα μας απασχολήσει δεν συνιστούσε τρομοκρατική ενέργεια, μια δημοσιογράφος αναρωτήθηκε σοβαρά γι’ αυτό. Αλλά η Μελίντα Λιου, του περιοδικού Newsweek, έπεφτε συνεχώς στην ίδια άχαρη απάντηση: κανείς από όσους είχαν γνωρίσει τον Τανγκ Γιονγκ Mινγκ δεν τον είχε ικανό γι’ αυτό που είχε κάνει. «Δεν ήταν απλώς σχετικά κανονικός. Ήταν κανονικός. Tελεία» της απάντησε με νόημα ένας πρώην συνάδελφός του. Αυτό που έδειξε να ανησυχεί – δικαίως – περισσότερο από όλα τη ρεπόρτερ ήταν ότι όσα συντέλεσαν στην κατα-στροφή του κυρίου Τανγκ είναι μέρος μιας κανονικής ζωής στη σημερινή Κίνα.

ΑβεβαιότηταΟι καιροί ήταν δύσκολοι όταν γεννήθηκε ο κύριος Τανγκ, σ’ ένα χωριό έξω από την πρωτεύουσα της επαρχίας Ζεγιάνγκ, το 1961. Περισσότεροι από τους μισούς συγχωριανούς του ζούσαν φτωχικά, μόνο με τα βασικά: ένα σπιτάκι, μια δου-λειά κι ένα πιάτο φαγητό. Η οικονομική αναδιάρθρωση που ξεκίνησε μετά τον θάνατο του Μάο λιγόστεψε σαφώς τους φτωχούς, αλλά σταδιακά έφερε κάτι στο οποίο οι παλιότε-ροι, όπως ο κύριος Tανγκ, δεν ήξεραν πώς να διαχειριστούν: τον ανταγωνισμό και την αβεβαιότητα. Σύμφωνα με το ρεποράζ της Λιου, ο Tανγκ μεσουρανούσε – τηρουμέ-νων των αναλογιών – στις αρχές της δεκαετίας του ’80: δούλευε μια πρέσα στο κρατικό εργοστάσιο παραγωγής μηχανικών οργάνων ελέγχου Hangzou Meter Factory. Ο μισθός ήταν σταθερός, του παρείχαν ασφάλιση, ακόμα κι ένα διαμέρισμα με θέα στα κανάλια της πόλης. Πολλοί ζήλευαν τον Tανγκ – όχι για κάποια λουσάτη ζωή, αλλά γιατί ήταν αυτάρκης. Σύντομα παντρεύτηκε τη συνάδελφό του Γιου Τζιανκίνγκ, κι εκείνη του χάρισε τον μοναδικό του γιο, το 1987. Ο νόμος για τον έλεγχο το πληθυσμού που επιτρέπει τη γέννηση ενός παιδι-ού ανά ζευγάρι είχε και για τους Tανγκ την ίδια κατά-ληξη που υποδεικνύουν οι στατιστικές: τα Kινεζάκια βγαίνουν κακομαθημένα. Έτσι κι ο Γουεντζούν, ο γιος του Tανγκ, δεν ήταν υπόδειγμα πιτσιρικά, αν πιστέ-ψουμε τους γείτονες.Η ευτυχία του Tανγκ είχε ημερομηνία λήξεως. Την

ένιωσε να ζυγώνει το 1999, όταν το εργοστάσιο όπου δούλευε αυτός κι η γυναίκα του πέρασε σε ιδιώτες, στο πλαίσιο των προγραμμάτων αποκρατικοποίησης. Οι υποσχέσεις για διατή-ρηση του προσωπικού με τους ίδιους όρους που ίσχυαν έως τότε, γρήγορα θυσιάστηκαν στον βωμό της αποδοτικότητας και της κερ-δοφορίας. Πρώτα υποβάθμισαν τον έμπειρο τεχνίτη Tανγκ σε φύλακα. Έπειτα, το 2003, έδι-ωξαν τη γυναίκα του. Λίγους μήνες αργότερα, τον εξανάγκασαν να συνταξιοδοτηθεί πρόωρα. Πάντως, του φέρθηκαν σχετικά καλά – μαζί με την αποζημίωση, τσίμπησε και το διαμερισμα-τάκι που του είχαν παραχωρήσει όσο δούλευε εκεί. Έναν χρόνο αργότερα, σύμφωνα πάντα με το ρεπορτάζ της Λιου, οι καβγάδες των Tανγκ ήταν το μόνιμο θέμα κουτσομπολιού στη γει-τονιά. Του είχαν μπει ιδέες ότι εκείνη τον απα-τούσε. Αυτό ήταν ένα απίστευτο πλήγμα στην αξιοπρέπειά του – το οποίο οι γείτονες λένε ότι προσπαθούσε να εξαγνίζει με ξύλο. Να μια πολιτισμική εξέλιξη της νέας εποχής που δεν θα ήταν δυνατή στα χρόνια τα Μάο: το ζευγάρι

πήρε διαζύγιο το 2005. Ο Tανγκ έκανε άλλη μια προσπάθεια να ζήσει όπως είχε μάθει. Ξαναπαντρεύτηκε το 2006, αλλά δεν τα κατάφερε – χώρισε μέσα σε δύο μήνες και η γειτονιά δεν πρόλαβε ούτε να μάθει το όνομα της δεύτερης συζύγου του.

Η κατρακύλαΜονάχα ο Γουεντζούν του έμενε πια, ο μονάκριβός του, κι ο Tανγκ θα του έδινε ό,τι μπορούσε: πούλησε το διαμέρισμα στην οδό «Ειρήνης και Ευτυχίας» και αγόρασε ένα φορτη-γάκι στον γιο του για θελήματα – ο ίδιος είχε χάσει πλέον την όρεξή του για δουλειά. Η δικαιολογία ήταν πάντα η ίδια, όταν κάποιος προσπαθούσε να τον βολέψει κάπου: «Η υγεία μου δεν είναι καλή, δεν με κρατούν τα πόδια μου για χειρω-νακτική εργασία». Κάποιοι είπαν στη ρεπόρτερ ότι και πάλι ήταν η αξιοπρέπειά του που τον εμπόδιζε να κάνει δουλειές του ποδαριού. Πρέπει εδώ να πούμε πως η αξιοπρέπειά του δεν πρέπει να έβλεπε και πολύ καλά, γιατί μάλλον δεν είχε πάρει χαμπάρι τις καθημερινές επισκέψεις του Tανγκ σε συνοικιακές λέσχες τυχερών παιχνιδιών. Δεν του έμεναν πολλά πια: στον ξύπνιο του είχε τόσα όνειρα όσα και στον ύπνο – δηλαδή κανένα. Μόνο που ξόδευε τις ώρες του στο χαρτί ή στο mahjongg, το κινέζικο παιχνίδι για τέσσερις με τα νταμάκια, στην τζογαδόρικη εκδοχή του. Α, και δεν άλλαζε με τίποτα τα ακριβά του τσι-γάρα που κοστίζουν δυο φορές όσο τα υπόλοιπα. Κι ας έτρωγε κάθε μέρα μόνο ένα πιάτο ρυζο-

μακάρονα. Θα τον ξελάσπωνε το βλαστάρι του. Αμ δε! Ο Γουεντζούν ήταν απασχολημένος με μικροκλοπές. Κι όταν δεν τα ’βγαζε πέρα, ζήταγε απ’ τον πατέρα.Τικ τοκ, οι μάρκες στο χέρι. Τικ τοκ, η αρχή του τέλους. Η τύχη του τον είχε εγκαταλείψει προ πολλού. Όταν μάζεψε τα κομμάτια του κι αποφάσισε να φύγει για να ψάξει για δουλειά στην επαρχία Σιτσουάν – «Εγώ ζητιάνος στην πόλη μου δεν γίνομαι, είναι θέμα αξιοπρέπειας» –, ήταν μόλις έναν μήνα πριν από τον μεγάλο σεισμό. Όταν η Σιτσουάν έσβησε απ’ τον χάρτη και μαζί της και οι δουλειές, ο Tανγκ γύρισε στο φτωχό δωματιάκι όπου ζούσε, με μοναδική του περιου-σία την τελευταία του αλλαξιά. Κάθε δύο βράδια την έπλενε – στο εστιατόριο όπου έτρωγε τα ρυζομακάρονα και στη λέσχη του mahjongg έπρεπε να διατηρήσει πρόσωπο.

Ραντεβού με το έρεβοςΌλα αυτά μέχρι την 1η Αυγούστου. Πλήρωσε το τελευταίο νοίκι του, πήρε σε μια χαρτοσακούλα την αλλαξιά του και τηλεφώνησε στον Γουεντζούν: «Φεύγω, πάω να ξαναψάξω για δουλειά». Είπε όμως και κάτι άλλο: «Αν δεν γυρίσω, μην κάνεις τον κόπο να με ψάξεις».«Στις 9 Αυγούστου, στο ψηλότερο πάτωμα του Drum Tower του Πεκίνου, ένας Kινέζος άντρας σκότωσε με μαχαίρι τον Aμερικανό επισκέπτη των Ολυμπιακών Τοντ Μπάτσμαν και τραυμάτισε σοβαρά τη σύζυγό του και την ξεναγό τους. Αμέσως μετά, αυτοκτόνησε πηδώντας στο κενό»… Βούηξαν τότε τα στραμμένα στο Πεκίνο διεθνή ΜΜΕ. Κανείς ωστόσο δεν θα μάθει ποτέ την αφορμή. Ούτε ακριβώς πόσο νωρίτερα απ’ αυτόν είχε βουτήξει στο κενό η αξιοπρέπειά του.

Επίλογος• Οι οικονομολόγοι υπολογίζουν ότι, για να ισορροπήσει η ζήτηση εργασίας την προσφορά, το ΑΕΠ της Κίνας πρέπει να έχει ρυθμό αύξησης 7,5%-8% ετησίως.• 23 ανά 100.000 κατοίκους είναι σήμερα οι αυτοκτονίες στην Κίνα ετησίως – ποσοστό διπλάσιο από των ΗΠΑ.• 18,2% είναι σήμερα το ποσοστό διαζυγίων στην Κίνα.

Η τελευταία παρτίδα mahjonggΜια Aμερικανοκινέζα ρεπόρτερ αναζητά βήμα προς βήμα τις αιτίες που οδήγησαν τον Τανγκ Γιονγκ Μινγκ στο απονενοημένο διάβημά του. Τα συμπεράσματά της είναι ανατριχιαστικά…

Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΠΟΥΝΙΑ

Πη

γή:

New

swee

k