Η τελευταία εβδομάδα

26

description

του Στέφανου Ξένου. Ένας άνθρωπος. Μια ζωή. Σε μια εβδομάδα… Μια ασυνήθιστη εβδομάδα στη ζωή ενός συνηθισμένου ανθρώπου. Μια εβδομάδα – η τελευταία ίσως; – της ζωής του, ξεχωριστή και γεμάτη γεγονότα: ο έρωτας, τα πάθη και τα λάθη, τα όνειρα και οι εφιάλτες, οι ελπίδες για το αύριο και οι αλυσίδες της καθημερινότητας. Αλλά πόσο ισχυρές είναι αυτές οι αλυσίδες; Μια ζωή που θα μπορούσε να είναι η δική σου…

Transcript of Η τελευταία εβδομάδα

Η τελευταίαεβδομάδα

Aπαγορεύεται η μερική ή ολική αναδημοσίευση ή αναμετάδοση ή διασκευή και αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή ηχογραφικό του παρόντος έργου ή μέρος αυτού, χωρίς την ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ έγ-γραφη άδεια του ΕΚΔΟΤΗ και του ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ. Νόμος 2121/1993 και Κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

«Η τελευταία εβδομάδα»© Εκδόσεις Ν. & Σ. Μπατσιούλας Ο.Ε., Αθήνα 2012

© Στέφανος Ξένος, 2012e-book

ISBN: 978-960-6813-63-4

1η έκδοση: Οκτώβριος 20122η έκδοση: Ιανουάριος 2013

Εκδόσεις Ν. & Σ. Μπατσιούλας Ο.Ε.Πανόρμου 83, 11524 Αθήνατ: 210 3315186, 2130229425Πελοπίδου 5, 32200 Θήβατ: 2262100795, f: 2262027275www.batsioulas.gr, [email protected]

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΞΕΝΟΣ

Η τελευταίαεβδομάδα

7

Η ασφυξία της καθημερινότητας

Από τον κριτικό λογοτεχνίας Κωνσταντίνο Μπούρα

Προσπαθούσε να αντιληφθεί το πλήθος λαθών που πρέπει να έχει κάνει ο καθένας, ώστε να καταπλα-κωθεί από την ίδια του τη ζωή, από την ίδια του

την ανάσα. Και γνώριζε ότι μια λάθος ζωή είχε δύσκολες ημέρες, όμως μια σωστή ζωή είχε ακόμα δυσκολότερες.

Σε αυτή τη φράση συμπυκνώνεται όλη η εσωτερική προβληματική της πρώτης νουβέλας του ποιητή και δο-κιμιογράφου Στέφανου Ξένου. Η ζωή ως χαρμολύπη, οι άνθρωποι δέσμιοι των επιλογών τους, η ανάγκη να επι-βεβαιώσουν την κανονικότητά τους και να επιβεβαιω-θούν στα μάτια εκείνων που νοιάζονται για τη συμμόρ-φωση με τους κανόνες και τις υποδείξεις των ανωτέρων τους στην ιεραρχική κλίμακα της κοινωνίας.

Η βραδιά κύλησε με φαγητό σε μια ταβέρνα και ποτό σ’ ένα κοντινό μπαρ. Τα γέλια που ακούγονταν κάθε στιγμή στην παρέα τους, ανέδυαν την αίσθηση - όλο και πιο πυκνή, ότι πατούσαν κάτω τις αντιξοότητες της κα-θημερινότητας. Είχαν ήδη αρχίσει να κάνουν έρωτα στο ασανσέρ και μπήκαν παραπατώντας και χωρίς να ξε-κολλάνε ο ένας από τον άλλο, στο σπίτι. Έρωτας, πόθος, ελευθερία... Ίσα που πρόλαβαν να κλείσουν την πόρτα...

8

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΞΕΝΟΣ

Η μόνη διαφαινόμενη διέξοδος προς την πολυπόθητη ελευθερία είναι η ένωση με το αλλότριο κορμί, η πρό-σκαιρη απόδραση, ο προσωρινός συγχρωτισμός, ο ανα-πόφευκτα στιγμιαίος συντονισμός με την άλλη ύπαρξη, που αποτελεί πάντα για εμάς ένα δυσεπίλυτο μυστήριο.

Ήθελε απλά να ζει ελεύθερος, κάνοντας μια δουλειά που να του αρέσει και όχι αυτή την καταναγκαστική εργασία που λίγο λίγο του έτρωγε τα σωθικά. Ήθελε να απολαύσει, να ζήσει, να νιώσει - όχι αυτά τα ημιθανή βιώματα.

Το πανανθρώπινο αίτημα της χαράς, της δημιουργι-κότητας, της αβίαστης παραγωγικότητας, της απελευ-θέρωσης από κάθε είδους δεσμά, ωθεί τον ταπεινό τρα-πεζικό υπάλληλο, τον σεμνό, τον μετρημένο να προβεί σε αναγκαστικές αλλαγές του τρόπου ζωής κι εργασίας του. Θα τα καταφέρει;

Εκνευριζόταν να ακούει από ανθρώπους που δεν είχαν εσωτερικές ανάγκες στη ζωή τους, να αμπελοφι-λοσοφούν με περισπούδαστο ύφος και να θεωρούν ότι έβγαλαν κάποιο σπουδαίο συμπέρασμα. Ήταν οξύμω-ρο. Κυρίως, ήταν αφόρητα βαρετό.

Ο ήρωας γιορτάζει τη χαρά της ύπαρξης και ξέρει πως πρέπει να επινοήσει τον εαυτό του, γιατί όσο κι αν μοιάζει μονότονα ίδιος με τους άλλους στην καθημερινή έκφρασή του και περνάει μάλλον απαρατήρητος, μέσα του σιγοβράζει ένα ηφαίστειο που δεν ξέρουμε πού και πότε θα εκραγεί. Και κυρίως, με ποιο τρόπο. Αυτή η σταδιακή κορύφωση της αγωνίας και η ταύτιση του αναγνώστη με τις υποφώσκουσες σκέψεις του πρωταγω-νιστή δημιουργεί το απαραίτητο μυθοπλαστικό πλαίσιο για την τεχνουργημένη συνύφανση της πλοκής. Ο αφη-γητής είναι τριτοπρόσωπος με πρόσβαση στον εσωτερι-κό κόσμο του Χάρη (αποκλειστικώς και μόνον – αφού τα υπόλοιπα πρόσωπα διϋλίζονται μέσα από το προσω-

9

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΒ∆ΟΜΑ∆Α

πικό του φίλτρο και υπάρχουν στο βαθμό που διασταυ-ρώνονται μαζί του κι εξυπηρετούν κάποιες ανάγκες του, ή απλώς επιβάλλουν αναγκαστικά την παρουσία τους).

Παρατηρούσε τα μαγαζιά που ανοίγανε, μανάβικα, ειδών ρουχισμού, περίπτερα. Άνθρωποι διαφορετικών κοινωνικών επιπέδων, διαφορετικών αντιλήψεων και πεποιθήσεων, διαφορετικής μόρφωσης, αλλά μ’ έναν κοινό σημείο: κανείς δεν χαμογελούσε. Σαν οπτασία παρουσιάστηκε ο εαυτός του μπροστά του, ίδιος μ’ αυ-τούς, πνιγμένος στην άνυδρη πραγματικότητα, ευνουχι-σμένος από την καθημερινότητα. Τρομοκρατήθηκε προ-σωρινά και ένιωσε αηδία για τον εαυτό του. Ποτέ πριν δεν είχε καταλάβει πόσο μίζερος είχε γίνει, πόσο άμορ-φο στοιχείο της μάζας αποτελούσε. […] Το βήμα του γι-νόταν νωχελικό, καθώς οι σκέψεις του τον κρατούσαν απομονωμένο από τον κόσμο γύρω του. Χαμογέλασε σε κάποιον περαστικό, που δεν του έδωσε καμία σημασία, περισσότερο τον κοίταξε περίεργα, σαν να έβλεπε τρελό ή εξωγήινο. Εκείνη τη στιγμή ήθελε να φωνάξει δυνατά, να γελάσει, ώστε να τον ακούσει όλη η πόλη, να κο-ροϊδέψει και να σαρκάσει τους πάντες. Η ευτυχία του, φαινόταν απύθμενη και τόσο πηγαία. Οι κοινωνικοί πε-ριορισμοί, που αποτυπώνονταν στα πρόσωπα των αν-θρώπων, ολιγωρούσαν και η απορία, που διαγραφόταν στην έκφρασή τους δεν είχε καμία απάντηση να πάρει.

Όπως και στο “Περιμένοντας τον Γκοντό” του Μπέ-κετ, οι άγγελοι παίρνουν μορφή αγοριών κι έρχονται να τονώσουν ή να επιβεβαιώσουν την κλονισμένη αυτοπε-ποίθηση του ήρωα που ταλανίζεται μεταξύ της εσωτερι-κής Σκύλλας και της εξωτερικής Χάρυβδης. Η σταδιακή απανθρωποποίησή του όμως τον κάνει να απαρνηθεί κά-που μεταξύ Πέμπτης και Παρασκευής τον έρωτά του για την Κατερίνα, ενώ οι κλεφτές ματιές με τη συνάδελφό του

10

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΞΕΝΟΣ

στην τράπεζα και πρώην ερωμένη του, που είναι τώρα παντρεμένη με δυο παιδιά και χαμένη γι’ αυτόν ανεπι-στρεπτί, επικυρώνουν απλώς και μόνον τη σταδιακή δυ-σανεξία που του προκαλεί το ανθρώπινό είδος και ο εαυ-τός τους ως μέλος αυτής της ομάδας των πιθηκοειδών, των θηλαστικών που επινοούν κι οργανώνουν διαρκώς πολυ-πλοκότερες φυλακές και λεπτεπίλεπτα βασανιστήρια.

Κι όμως το πρωί της Παρασκευής, πήγε στο μπάνιο και έβρεξε το πρόσωπό του, ενώ απέμεινε να το κοιτά-ζει. Για πρώτη φορά οι σταγόνες του νερού δεν ήταν η ρουτινιασμένη καθημερινότητα, αλλά νερό, που έστα-ζε από την ανεξάντλητη πηγή της ζωής, έτσι τουλάχι-στον εκείνος το ερμήνευσε. Και ήταν αποφασισμένος να την πιει, είτε σε ποτήρι, είτε σε μπουκάλι, δεν είχε σημασία για τον ίδιο το πώς, αλλά το ότι πια ήθελε να την νιώσει με κάθε σημείο του σώματός του, να την αφουγκραστεί με όλη τη δύναμη της ψυχής του.

Όμως οι στιγμές ευφορίας δεν διήρκεσαν όταν μπήκε στο κτήριο της τράπεζας και κάθησε στο πόστο του. Ο χρόνος τύραννος, κολλημένος σαδιστικά, δεν λέει να πε-ράσει. Η Νίκη νιώθει την ανάγκη να τον ευχαριστήσει για τις ωραίες στιγμές που μοιράστηκαν. Μοιάζει σα να αποχαιρετιούνται. Το βράδυ της Παρασκευής παρατη-ρεί τις φωτεινές σκιές των ανθρώπων από την ανήλιαγη σπηλιά του, που θυμίζει αμυδρά το πλατωνικό “σπή-λαιο των ιδεών”. Το Σάββατο το μεσημέρι ξαναπερνάει έξω από το κτήριο της δουλειάς-δουλείας του και νιώθει αυτο-οίκτο. Οραματίζεται λευκά άλογα που τρέχουν σε καταπράσινα λιβάδια. Όμως κι αυτή η εικόνα δεν μπο-ρεί να ανα-ψύξει την ψυχή και τας φρένας του.

Αδυνατούσε να διανοηθεί ότι τόσα χρόνια, ζωή ολόκληρη, είχαν σπαταληθεί, δίχως ουσία, δίχως ουσι-αστική νόηση, από μια εγωκεντρική διάθεση να ικανο-

11

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΒ∆ΟΜΑ∆Α

ποιεί τις επιθυμίες του, υποταγμένος πάντα στα όρια της κοινωνίας. «∆εν μπορεί να πήγαν χαμένα», είπε λίγο πιο δυνατά και σαν μικρό παιδί έβαλε τα χέρια του στο πρόσωπό του, προσπαθώντας να κρύψει την ντροπή και να κρυφτεί συγχρόνως απ’ αυτήν.

Μόνη ελπίδα η αγάπη, που “απελευθερώνει”, όπως παρατηρεί ο αφηγητής και διαπιστώνουν σταδιακά ο Χάρης και η Κατερίνα μετά από χρόνια παράλληλης μοναξιάς, μετά από χρόνια απόστασης από κάθε σαρ-κική επαφή. Αυτή η ιδεαλιστική, σχεδόν “χριστιανική” αντιμετώπιση του έρωτα θυμίζει τον σαλό σαιξπηρικό Άμλετ που προτείνει στην Οφηλία να κλειστεί σε μο-ναστήρι, αφού κάθε σωματική επαφή τού φέρνει στο νου κρέας που σαπίζει και το τρώνε τα σκουλήκια. Πίσω από όλη αυτή την υπαρξιακή ανησυχία, πίσω από αυτό το δυσαναπλήρωτο κενό υποφώσκει η μεσαι-ωνική αντίληψη για τη ρυπαρότητα του ανθρώπινου κορμιού, που λειτουργεί αποκλειστικά και μόνον ως καταναγκαστική φυλακή της ανθρώπινης ψυχής. Από τότε που διαχωρίστηκε ο ενιαίος ανθρώπινος εαυτός σε πνεύμα-ψυχή-σώμα, σε ανώτερο και κατώτερο, σε άγιο και δαίμονα, σε ηθικό και ανήθικο, σε καλό και κακό, σε άσπρο και μαύρο, αυτός ο αφύσικος και τεχνητός δυϊσμός προκάλεσε την αστοχία του δυτικού πολιτι-σμού, την ανεπάρκειά του να καταστήσει τους ανθρώ-πους ευτυχισμένους. Αντ’ αυτού, τους οδηγεί από νεύ-ρωση σε ψύχωση κι από μανιοκατάθλιψη σε παράνοια, φορτώνοντάς τους με τοξίνες και κάθε λογής χημικά απόβλητα. Τα άτομα μετατρέπονται σε καταστροφικές μηχανές που υπερκαταναλώνουν διαρκώς κι εξαντλούν επιτυχώς με μαιναδική φρενίτιδα τις πλουτοπαραγωγι-κές πηγές και τα ενεργειακά αποθέματα του πλανήτη.

Ο Χάρης είναι πια εξήντα πέντε χρονών. Κάθε συμ-

12

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΞΕΝΟΣ

βατική-συμβολική “ημέρα” αυτού του αφηγήματος γε-φυρώνει δεκαετίες ολόκληρες.

Αυτό, που φοβόταν πάντα, το αν θα προλάβαινε να ζήσει, ερχόταν τώρα ως λύτρωση μπροστά του να τον οδηγήσει σ’ ένα ταξίδι, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς ασφά-λεια, αλλά με όλη την δίψα για ζωή. Καθώς γύριζε στο σπίτι, για να χαιρετήσει τα πράγματά του, ερχόντουσαν στο νου του αναμνήσεις από τις αναρίθμητες στιγμές, που είχε περάσει στα δωμάτιά του. Κυρίως, όμως, θυ-μόταν αυτήν την τελευταία εβδομάδα, που είχε αλλάξει την πορεία του. Είχε κρατήσει για τον Χάρη, δεκαετίες αυτή η εβδομάδα. Ακουμπώντας τα δάχτυλα στα χείλη του έστειλε ένα φιλί προς όλα τα αντικείμενα, που στέ-κονταν σκόρπια και παρατηρούσαν τη φυγή του.

Μόλις βγει στους δρόμους της πόλης το μυστηριώδες αγόρι-άγγελος (το “εσωτερικό παιδί“ του ήρωα) κάνει πάλι την εμφάνισή του και χάνεται στο πουθενά. Το λεωφορείο θα τον οδηγήσει άραγε στην ελευθερία, τα όνειρα θα πραγματοποιηθούν ή θα γυρίσει άραγε από ∆ευτέρα στην ίδια ρουτίνα; Αυτή η συστολή-διαστολή του χρόνου, αυτό το ακορντεόν που παίζει μόνο μία νότα, αυτή η διαρκής δίψα για ελευθερία θα οδηγήσει στην απελευθέρωση; Αυτό θα εξαρτηθεί από τον ανα-γνώστη, που θα συν-δημιουργήσει τη δική του νουβέ-λα στο μυαλό του, αφού το “τέλος” παραμένει από τον συγγραφέα ανοικτό σε κάθε πιθανή ερμηνεία.

Χαιρετίζω αυτή την πεζογραφική εμφάνιση του Στέ-φανου Ξένου. Μια τίμια και σεμνή φωνή στα ελληνικά γράμματα. Επιτέλους! Μελετήστε τον με προσοχή. Η γραφή του έχει περισσότερα επίπεδα απ’ όσα μπορεί να ψυχανεμιστεί και ο πλέον επαρκής αναγνώστης.

Κωνσταντίνος Μπούρας

Κεριά

Του μέλλοντος οι μέρες στέκοντ’ εμπροστά μαςσα μια σειρά κεράκια αναμένα - χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν,μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων.

τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,κρύα κεριά, λιωμένα, και κυρτά.

∆εν θέλω να τα βλέπω. με λυπεί η μορφή των,και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.

Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά.

∆εν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξωτι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.

Κ.Π. Καβάφης

15

ΔΕΥΤΕΡΑ

Οι ακτίνες του ήλιου ξεπρόβαλαν αμυδρά από τα παραθυρόφυλλα. Το πρόσωπο του Χάρη φωτίστηκε. Ενοχλημένος άνοιξε τα μάτια του.

∆ευτέρα. Έκανε μια ψεύτικη προσπάθεια να σηκωθεί, αλλά το πάπλωμα τον κρατούσε αιχμάλωτο στη ζεστα-σιά του – αυτό έμοιαζε αρκετά ικανή δικαιολογία να τον κρατήσει ξαπλωμένο. Αργά ή γρήγορα θα σηκωνόταν κι όσο το καθυστερούσε, τόσο πιο δύσκολο θα γινόταν.

Σηκώθηκε τελικά νωχελικά. Κατευθύνθηκε προς το μπάνιο, μόλις λίγα μέτρα μακριά από το κρεβάτι του, σταμάτησε μπροστά στο νιπτήρα ακουμπώντας με τα δυο χέρια του το μαρμάρινο κύκλο. Κοίταξε στον κα-θρέφτη το είδωλό του. Τα μπερδεμένα από τον ύπνο, καστανά μαλλιά του είχαν κάτι το αστεία γοητευτικό, τα γαλανά μάτια του είχαν ήδη ξυπνήσει, τα λεπτά χεί-λη πάλευαν ακόμα να βρουν το χρώμα τους. Έσκυψε, ρίχνοντας με γρήγορες κινήσεις το νερό που έτρεχε στο πρόσωπό του. ∆ιάλεξε ένα από τα καλύτερά του κου-στούμια και το εναπόθεσε πάνω στο κρεβάτι. Σε λίγα λεπτά είχε ντυθεί και πηγαίνοντας προς την κουζίνα, άνοιξε για λίγο την τηλεόραση προκειμένου να ακού-σει τα πρωινά νέα. Μία από τα ίδια. Ή τουλάχιστον έτσι του φαινόταν.

16

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΞΕΝΟΣ

Μερικές φρυγανιές με βούτυρο και μέλι - τις κατέβα-σε μονομιάς, και έπειτα το ποτήρι με το γάλα. Άρπαξε από το ξύλινο τραπεζάκι δίπλα στην πόρτα τα κλειδιά, τα τσιγάρα και το κινητό του, άνοιξε την πόρτα, κάλε-σε το ασανσέρ. «Μία νέα ημέρα ξεκινάει», μονολόγησε χαμογελώντας. Κλείδωσε και επέλεξε να κατέβει από τις σκάλες, όπως έκανε κάθε φορά, όταν ένιωθε δυνα-τός, ικανός για όλα… Ζωντανός.

Στην είσοδο της πολυκατοικίας εισέπνευσε μια γερή δόση αέρα, αφήνοντας κάθε σπιθαμή των πνευμόνων του να γεμίσει με την πρωινή αύρα και ξεκίνησε για την τράπεζα. ∆εν ήταν πολύς καιρός που είχε πιάσει δουλειά. Σε λίγες ημέρες θα έκλεινε εξάμηνο. Του άρεσε η επαφή με τον κόσμο, οι συνάδελφοί του, η οργάνω-ση και η λειτουργία της τράπεζας, η εργασία του. Μο-λονότι ήταν φρέσκος στην τράπεζα δεν έγινε ταμίας, όπως συνηθιζόταν σχεδόν κάθε φορά. Τον είχαν βάλει στο τμήμα των δανείων με πελάτες που είχαν μια στοι-χειώδη οικονομική άνεση. Ήξερε και ο ίδιος ότι δεν θα μπορούσε να ξεκινήσει από κάπου ψηλότερα.

Προχωρούσε στο δρόμο, αφήνοντας ένα χαμόγελο να διαγράφεται στα χείλη του. Ένιωθε όμορφα περπατώντας στα σοκάκια της πόλης εφτά και τέταρτο το πρωί, βλέπο-ντας ανθρώπους να μπαίνουν στα μαγαζιά τους. Γονείς κρατώντας τα παιδιά τους από το χέρι περπατούσαν στα πεζοδρόμια και από τις δυο πλευρές του δρόμου.

Ένα παιδί, δε θα ήταν πάνω από οκτώ χρονών, έπεσε πάνω του. Ο Χάρης το κοίταξε θαμπωμένος από τη λάμ-ψη του προσώπου του και τα ολόφρεσκα χαρακτηρι-στικά του. Μικρά δαχτυλίδια καστανού χρώματος κά-λυπταν το κεφάλι του, ενώ δυο ολογάλανα και καθαρά μάτια τον κοιτούσαν, με ανάμεικτα συναισθήματα.

17

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΒ∆ΟΜΑ∆Α

«Συγγνώμη, κύριε», είπε το παιδί, εστιάζοντας τη ματιά του ακόμα πιο πολύ στο βλέμμα του Χάρη.

«∆εν πειράζει», ανταπάντησε ο Χάρης μη μπορώ-ντας να αποτραβήξει τα μάτια του από το μικρό.

«Τώρα που σας βλέπω δε μου φαίνεστε και τόσο με-γάλος», αναφώνησε το μικρό αγόρι σαν να είχε κάνει την πιο σπουδαία ανακάλυψη.

«∆εν είμαι… και ελπίζω ότι δε φαίνομαι κιόλας», είπε χαχανίζοντας ο Χάρης.

Ο μικρός γέλασε, τον κοίταξε με μια διαπεραστική ματιά κι εξαφανίστηκε τρέχοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που πήγαινε ο Χάρης.

«Είμαι μόλις 27 ετών» αναλογίστηκε. Χαμογέλασε και συνέχισε να περπατά προς την τράπεζα. Ήδη η ώρα είχε περάσει, έπρεπε να επιταχύνει.

Ο δρόμος δεχόταν ευλαβικά τις ακτίνες του ήλιου, όσες απ’ αυτές κατάφερναν να διαπεράσουν τους πε-λώριους τσιμεντένιους όγκους και φώτιζαν τα γκρίζα πεζοδρόμια, τα αυτοκίνητα, τους νυσταγμένους αν-θρώπους. Το πρόσωπό του, φωτισμένο από μια αίσθη-ση ελπίδας και δίψας, ακτινοβολούσε μέσα σ’ αυτό το μουντό σκηνικό. Το κινητό του άρχισε να χτυπά.

«Καλημέρα», ακούστηκε από την άλλη πλευρά του τηλεφώνου μια νυσταγμένη γυναικεία φωνή.

«Καλημέρα μικρή μου, τι κάνεις;», ανταπάντησε ο Χάρης με γλυκύτητα.

«Μόλις ξύπνησα. Και δε θέλω να σηκωθώ».«Τότε κάτσε σπίτι και χαλάρωσε».«Το ξέρεις ότι δε γίνεται, μακάρι να μπορούσα».«Επομένως δεν μπορείς να το αποφύγεις, αγάπη

μου, οπότε…»«Θα τα πούμε σήμερα;»

18

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΞΕΝΟΣ

«Λογικά. Θα σε πάρω τηλέφωνο το μεσημέρι μόλις κλεί-σει η συναλλαγή με το κοινό, να το κανονίσουμε, οk;»

«Εντάξει. Καλημέρα και καλή δουλειά».«Επίσης».Έκλεισε το τηλέφωνο χαμογελώντας και προσδο-

κώντας ήδη εκείνη τη στιγμή, λίγες ώρες αργότερα, που θα συναντούσε την Κατερίνα.

Ακολούθησε την πιο μακριά διαδρομή, για να φτά-σει στη δουλειά του. Σ’ όλη τη διάρκεια απολάμβανε τον κάθε θόρυβο, τα τυχαία λόγια που χωρίς καμία σημασία, σκορπίζανε στον αέρα, τις παρουσίες που απλά γέμιζαν το οπτικό του πεδίο. Όταν έφτασε στο γραφείο του, καλημέρισε μ’ ένα χαμόγελο τα σκυθρω-πά και νυσταγμένα πρόσωπα των συναδέλφων του και κάθισε στη θέση του σαν να ήταν η πρώτη του ημέρα. Όλα του φαινόντουσαν τόσο διαφορετικά, ότι είχαν κάτι να πουν. Και το πιο ασήμαντο πράγμα, ακόμα και μια λευκή κόλλα χαρτί, είχε την δική της ξεχωριστή και μοναδική σημασία. ∆εν πρόλαβε να παρατηρήσει τα πάντα πάνω στο γραφείο του, όταν ο διευθυντής, ένας άνθρωπος, που οι άσπρες τρίχες του κάλυπταν τα μάγουλα και το στόμα, καθώς και τα λιγοστά μαλλιά της κεφαλής του, του ζήτησε να του παραδώσει σε λίγη ώρα το φάκελο με τις αιτήσεις των πελατών για δάνειο. Ο Χάρης μ’ ένα μορφασμό έγνεψε συγκαταβατικά. Ένιωσε την πρότερη διάθεσή του που έμοιαζε αστεί-ρευτη, να απειλείται τώρα από το φάκελο, που έπρεπε να παραδώσει. Απέμεινε για λίγο να κοιτάζει τον διευ-θυντή, καθώς ξεμάκραινε και ύστερα αφιερώθηκε στο να ετοιμάσει τα χαρτιά. Άφησε το σακάκι στο γραφείο του και πήγε στην κουζίνα να φτιάξει καφέ. Μπαίνο-ντας στο μικρό δωματιάκι συνάντησε τη Νίκη, μια ψηλή,

19

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΒ∆ΟΜΑ∆Α

καστανή κοπέλα, λίγο μικρότερη από τον ίδιο, να ετοι-μάζει τον καφέ της. Τα σπαστά μαλλιά της ανέδυαν μια ευωδιά, που τρύπαγε τα ρουθούνια του και διείσδυε σε κάθε σπιθαμή των αισθητήριων οργάνων του.

«Καλημέρα...», της είπε τρυφερά.«Καλημέρα», αναφώνησε η Νίκη, που αγνοούσε μέ-

χρι εκείνη τη στιγμή ότι κάποιος βρισκόταν πίσω της.«Τι κάνεις;»«Καλά. Εσύ;»«Καλά είμαι, ξέρεις μια από τα ίδια. Πώς τα πέρασες

το Σαββατοκύριακο;»«∆εν έκανα τίποτα. Παρασκευή χαλάρωσα στο σπί-

τι, Σάββατο βγήκα με κάτι φίλες και χθες έκανα ως συ-νήθως τις δουλειές του σπιτιού και στη συνέχεια τίπο-τα ιδιαίτερο. Εσύ;»

«Κι εγώ λίγο από ’δω λίγο από ’κει, ξέρεις, σε μια διαρκή βόλτα».

«Ωραία», μονολόγησε η Νίκη, αφήνοντας να διαφα-νεί ένας θλιμμένος τόνος.

«Λοιπόν, θα τα πούμε μετά».«Εντάξει, καλή συνέχεια».Ο Χάρης βγήκε από το δωμάτιο ξαλαφρωμένος τρόπον

τινά, από τις τύψεις γι’ αυτή την εκ διαμέτρου διαφορετι-κή ζωή που βίωνε από την κατά τι μικρότερή του, Νίκη. ∆εν ήθελε και δεν μπορούσε, τουλάχιστον στη φάση που βρισκόταν, να φανταστεί πώς περνούσαν οι ημέρες αυτής της κοπέλας. Και τελικά μάλλον δεν τον ένοιαζε κιόλας.

Κάθισε στο γραφείο του, ήπιε μερικές γουλιές καφέ και έβγαλε ορισμένους φακέλους από το συρτάρι. Μετά από λίγα λεπτά η πόρτα άνοιξε για το κοινό, όμως ο Χά-ρης είχε ήδη ξεκινήσει να μελετά τους όρους και τις προϋ-ποθέσεις για κάθε αίτηση δανείου που είχε μπροστά του.

20

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΞΕΝΟΣ

Η ημέρα κυλούσε με γρήγορο ρυθμό, κόσμος μπαι-νόβγαινε στο κατάστημα, εργαζόμενοι έτρεχαν να προ-λάβουν το χρόνο. Ο Χάρης καθόταν στην καρέκλα του προσηλωμένος πάνω από μια στοίβα χαρτιά. Κοίταξε το ρολόι του. Η ώρα είχε πάει δύο και τέταρτο. Σε λίγο θα έκλειναν και θα μπορούσε να απολαύσει εκείνη τη μοναδική στιγμή που ο θόρυβος γίνεται ησυχία, ο σα-ματάς σιωπή. Σήκωσε το κεφάλι του, ακούμπησε με το χέρι του τους κροτάφους και έριξε ένα βλέμμα γύρω στο χώρο. Το βλέμμα του συναντήθηκε με εκείνο της Νίκης και ένα αμφίδρομο χαμόγελο σχηματίστηκε στα πρόσωπά τους. Χωρίς να βγάλει ήχο της έγνεψε αν εί-ναι όλα καλά κι εκείνη του απάντησε χαμογελώντας. Γύρισε και κοίταξε τις αιτήσεις μπροστά του. Έβγαλε μια βαθιά ανάσα και βούτηξε και πάλι στους αριθμούς, τα ονόματα και τις καταστάσεις.

∆εν είχε προσέξει τίποτα και κανέναν γύρω του μέ-χρι τη στιγμή που άκουσε μια φωνή δίπλα του: «Καλό απόγευμα». Σήκωσε το κεφάλι και είδε τον Χρήστο, έναν συνάδελφο, να τον χαιρετά και να βγαίνει από το κατάστημα. Κοίταξε και πάλι το ρολόι. Είχε πάει τέσσερις και μισή.

«Εδώ θα κοιμηθείς;» ακούστηκε η φωνή της Νίκης δίπλα του.

«Εεε… φαντάζομαι πως όχι» είπε με τον τόνο της φω-νής του να προδίδει την προσήλωσή του σ’ αυτό που έκανε.

«Νομίζω ότι πρέπει να ετοιμαστείς και ’συ σιγά σιγά. Κι ο διευθυντής είναι έτοιμος να κλείσει το κατάστημα, οπότε…»

«Ναι ναι, ετοιμάζομαι», είπε και με μια αστραπιαία κί-νηση έβαλε τα χαρτιά και ό,τι άλλο στο συρτάρι του, την

21

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΒ∆ΟΜΑ∆Α

κούπα πίσω από την οθόνη, κλείδωσε τα ντουλάπια και τα συρτάρια του και πήρε το σακάκι από την καρέκλα.

Η Νίκη δεν είχε βγει ακόμα από το κατάστημα, περι-μένοντάς τον να ετοιμαστεί και να βγουν μαζί προς τα έξω. Ο Χάρης της άνοιξε την πόρτα, εκείνη τον ευχαρί-στησε και κοντοστάθηκαν έξω από την τράπεζα.

«Λοιπόν…»«Καλή ξεκούραση, Νίκη μου».«Ε, ξέρεις το βράδυ παίζει ένας φίλος σε ένα μπα-

ράκι στα Πατήσια, οπότε αν θέλεις θα είμαστε εκεί, θα ’ρθουν και άλλοι συνάδελφοι, ο Χρήστος μάλλον, η Γε-ωργία…»

«∆εν μπορώ να υποσχεθώ τίποτα, με ξέρεις. Όμως, αν είναι να βγω θα περάσω σίγουρα μια βόλτα από ’κει».

«Εντάξει τότε, καλό απόγευμα».«Επίσης».Ο ήλιος, αν και όχι πολύ δυνατός, ζέσταινε με τις ακτί-

νες του την πόλη. Τα περισσότερα μαγαζιά είχανε κλεί-σει, ενώ κάποιοι τελευταίοι έμποροι κατέβαζαν ρολά ή είχανε γυρίσει το σηματάκι στην πόρτα στην ένδειξη κλειστό και παρέμεναν μέσα στα μαγαζιά τους, κλείνο-ντας τα ταμεία, καταγράφοντας τις παραγγελίες για νέες προμήθειες και τις απαιτήσεις για τις επόμενες ημέρες.

Ο Χάρης περπατούσε προς το σπίτι, κοιτώντας πότε τα πεζοδρόμια, πότε τα μαγαζιά, τους περαστικούς. Έβλεπε πρόσωπα σε πολλές περιπτώσεις κατεβασμένα, αγχωμένα, προβληματισμένα, έτοιμα να εκραγούν ανά πάσα στιγμή. Όπως συνήθως, διερωτόταν για τους λό-γους που ωθούν έναν άνθρωπο να σκύψει κάτω από το βάρος της καθημερινότητας που ο ίδιος έχει δημιουρ-γήσει, σύμφωνα με τα δικά του κριτήρια και ανάγκες.

22

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΞΕΝΟΣ

Προσπαθούσε να αντιληφθεί το πλήθος λαθών που πρέπει να έχει κάνει ο καθένας, ώστε να καταπλακωθεί από την ίδια του τη ζωή, από την ίδια του την ανάσα. Και γνώριζε ότι μια λάθος ζωή είχε δύσκολες ημέρες, όμως μια σωστή ζωή είχε ακόμα δυσκολότερες.

Με αυτές τις σκέψεις για παρέα σ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής έφτασε στην είσοδο της πολυκατοικίας και για λίγο κόντεψε να την προσπεράσει. Χαμογέλασε και έψαξε στις τσέπες του για τα κλειδιά. Ανοίγοντας την πόρτα κοίταξε τα χέρια του, γεμάτα ζωή, νεανικά και δυνατά. Τσεκάρισε το γραμματοκιβώτιό του: Αρ-κετά διαφημιστικά και ένας λογαριασμός βρίσκονταν στο σκοτεινό ντουλαπάκι με το ξεφτισμένο ξύλο, να κάθονται πλάγια. Πήρε το λογαριασμό και μέχρι ν’ ανέβει στον τρίτο όροφο, όπου βρισκόταν το διαμέρι-σμά του, τον είχε ανοίξει.

Μπαίνοντας στο διαμέρισμα, πέταξε τα κλειδιά μαζί με τον ανοιγμένο φάκελο στο τραπεζάκι του χολ. Με μια αστραπιαία κίνηση άναψε το θερμοσίφωνα, έβγαλε το σακάκι του και κάθισε στην πολυθρόνα. Άναψε ένα τσι-γάρο, όμως ένιωθε ότι κάτι έλειπε. Πήγε στην κουζίνα και έβαλε ένα ποτήρι χυμό και πήρε κι ένα τασάκι. Ξα-νακάθισε στην αγαπημένη του πολυθρόνα, μια μπερζέρα κεραμιδί χρώματος, με φαγωμένο το ύφασμα στις ραφές. Αυτός ήταν ο θρόνος του, το σώμα του διαμορφωνόταν στην κοψιά της πολυθρόνας, ανέβαζε τα πόδια του από τη μία πλευρά και τα άφηνε να κρέμονται κάτω. Ρούφη-ξε κάθε τζούρα σαν να ήταν η τελευταία και κατευθεί-αν άναψε και δεύτερο τσιγάρο. Είχε να καπνίσει από το πρωί, το κάπνισμα στην τράπεζα απαγορευόταν και το διάλειμμα ορισμένες ημέρες ήταν κάτι το άπιαστο. Ένιωθε δυνατός, η ένταση της δουλειάς είχε μείνει εκεί

23

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΒ∆ΟΜΑ∆Α

στην πόρτα της τράπεζας. Την είχε αφήσει εκεί, για να μην τον βαραίνει για το υπόλοιπό της ημέρας.

Μόλις τελείωσε και το δεύτερο τσιγάρο πήγε στο υπνοδωμάτιο, έβγαλε τα ρούχα του, έπειτα έκλεισε το θερμοσίφωνα και μπήκε στο μπάνιο. Άφησε το νερό να τον βρέχει για περίπου δεκαπέντε λεπτά. Οι εναπομεί-νασες ρανίδες κούρασης και άγχους που με κόπο είχαν γαντζωθεί στο κορμί του, έπεφταν στο σιφόνι σαν πε-θαμένα έντομα. Ήδη το σώμα του επιτάχυνε τη διαδι-κασία αναδιοργάνωσης.

Βγήκε από το μπάνιο, φόρεσε μια φόρμα και ένα μπλουζάκι και κάθισε πάλι στη μπερζέρα. Άναψε ένα τσιγάρο, έκανε δυο τζούρες και το έσβησε πλάι στα δυο προηγούμενα. Ξάπλωσε στο διπλό κρεβάτι του, έφερε το σεντόνι μέχρι πάνω και στη συνέχεια έπιασε να διαβάζει το βιβλίο που είχε δίπλα του. Μετά από πέντε σελίδες ένιωθε τα μάτια του να βαραίνουν. Απο-κοιμήθηκε. Όνειρα δεν είδε, μόνο αφουγκραζόταν το γλυκό σκοτάδι της ξεκούρασης.

Μέσα στο σκοτάδι άκουσε το κινητό του να χτυπά. Προς στιγμή ένιωσε ότι ο ήχος προερχόταν από κάποιο όνειρο, όμως ανοίγοντας τα μάτια του αντιλήφθηκε ότι ο θόρυβος εξακολουθούσε να υφίσταται. Κοίταξε δίπλα στο κομοδίνο, τίποτα. Το κινητό του βρισκόταν στην εσω-τερική τσέπη του σακακιού, κάπου στο σαλόνι. Σηκώθηκε με πολύ κόπο, νομίζοντας ότι δεν θα φτάσει ποτέ ως το σαλόνι. Βρήκε το σακάκι, πήρε το κινητό και το σήκωσε.

«Ναι», είπε με ένα τόνο στη φωνή συνυφασμένο με τη σκοτεινή πλευρά που πριν από λίγο βρισκόταν.

«Επιτέλους! Ετοιμαζόμουν να φύγω. Έχω πάρει πέ-ντε φορές στο κινητό και άλλες τόσες στο σταθερό», είπε η Κατερίνα, κάνοντας παύση για να ακούσει κά-

24

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΞΕΝΟΣ

ποια δικαιολογία από το στόμα του.«Κοιμόμουνα. Συγγνώμη».«Άνοιξε τώρα, είμαι από κάτω».«Οk».Με αργές κινήσεις κινήθηκε προς το θυροτηλέφωνο

και πάτησε το κουμπί για να ανοίξει η πόρτα στην είσο-δο. Στη συνέχεια πήγε στο μπάνιο, έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του και άνοιξε την πόρτα του διαμερίσμα-τος. Η Κατερίνα δεν είχε φτάσει ακόμα. Κοντοστάθηκε ακουμπώντας στο φύλλο της πόρτας, ώσπου άκουσε το ασανσέρ να σταματάει στον όροφό του. Είδε την Κατε-ρίνα να βγαίνει - όμορφη. Φορούσε ένα ξεβαμμένο τζιν κι ένα καρό πουκάμισο, με χαμηλά παπούτσια μπαλαρίνες. Τα μαύρα μακριά μαλλιά της τα είχε αφημένα ελεύθερα, να τονίζεται το κυματοειδές τους σχήμα, ενώ ένα διακρι-τικό μακιγιάζ στα μάτια αναδείκνυε το σπινθηροβόλο, σκούρο βλέμμα της. «Γιατί αργήσαμε να ανοίξουμε, ε;» του είπε με χαριτωμένο τόνο στη φωνή της.

«Βασικά, είχα μια άλλη κοπέλα παρέα, ε και μέχρι να τη διώξω, καταλαβαίνεις».

«Α, συγγνώμη τότε, να φύγω αν είναι».«Τώρα, ήδη έχει φύγει».«Αστεία!», του είπε και του έδωσε ένα φιλί. Μπαίνοντας η Κατερίνα στο σπίτι, έβγαλε έναν

αναστεναγμό.«Χαμός γίνεται εδώ μέσα». Ο Χάρης έχοντας μια έκφραση απορίας στο πρόσω-

πό του, κοιτούσε τριγύρω μήπως και καταλάβαινε και ο ίδιος το χαμό που επικρατούσε.

«Υπερβολές. Ένα τασάκι με τρία τσιγάρα και ένα σα-κάκι, δε νομίζω ότι είναι και τόσο μεγάλη καταστροφή».

«Αφού τα έχουμε πει τόσες φορές, αν δεν τα μαζεύ-

25

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΒ∆ΟΜΑ∆Α

εις την ώρα που πρέπει, τότε θα γίνονται συνεχώς πε-ρισσότερα».

«Και να σου στερήσω τη χαρά να τα μαζέψεις εσύ; Αποκλείεται!»

«Έχεις όρεξη για αστεία σήμερα, Χαρούλη;»«Είναι που σε είδα και γέμισε με φως το σκοτάδι,

πεταλουδίτσα μου».Η Κατερίνα άφησε ένα χαμόγελο διαρκείας να δια-

γραφεί στο στόμα της. Ήξερε ότι ο Χάρης σιχαίνεται να λέει τέτοια υποκοριστικά - πεταλουδίτσα, ζαργάνα, μωρό μου… Και πάντοτε της άρεσε, όταν πέταγε κανέ-να για χαβαλέ.

Μέσα σε λίγη ώρα η Κατερίνα είχε μαζέψει τα πετα-μένα πράγματα σε διάφορα δωμάτια του σπιτιού και σκουπίζοντας τον πάγκο της κουζίνας, παρατηρούσε τον Χάρη που καθόταν στην αγαπημένη του πολυθρό-να και κάπνιζε.

«Τι σκέφτεσαι;» τον ρώτησε με δισταγμό.«Τίποτα ιδιαίτερο» απάντησε ο Χάρης, ενώ εξακο-

λουθούσε ακόμα να κοιτάει τον καπνό που ανέβαινε στο ταβάνι.

«∆εν περιμένεις να σε πιστέψω φυσικά;»«∆ικό σου θέμα το τι θα κάνεις, μικρή», είπε ο Χά-

ρης κοφτά.Η Κατερίνα κρέμασε την πετσέτα στο πιαστράκι δί-

πλα από τα πάνω ντουλάπια της κουζίνας και κάθισε στα πόδια του Χάρη. Την τράβηξε απαλά πάνω του και πέρασε το δεξί του χέρι πάνω από τον ώμο της. Την κρατούσε τώρα σφιχτά στην αγκαλιά του.

«Λοιπόν, θα μου πεις;»«Τι πράγμα;»«Ξέρεις, τι είναι αυτό που σε απασχολεί».

26

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΞΕΝΟΣ

«Σκέφτομαι διάφορα».«Καλά ή άσχημα;»«Και μόνο οι σκέψεις, μου φαίνονται βαριές».«Εγώ… έχω κανένα ρόλο στο μυαλό σου;» «Και στο μυαλό και στην καρδιά».Τρίφτηκε χαδιάρικα πάνω του και τον κοίταξε ίσια

στα μάτια, σαν να προσπαθούσε να καταλάβει αν λέει αλήθεια. «Ψεύτη!» του είπε δήθεν θυμωμένα αλλά το στόμα της, πρώτα στα χείλη του, έπειτα στο στήθος του και τέλος ανάμεσα στα πόδια του, αποδείκνυε ότι η απάντηση την είχε ικανοποιήσει.

Λίγο αργότερα κι ακόμα αγκαλιασμένοι στη μπερζέρα, έβλεπαν μαζί το τελευταίο φως της ημέρας να αποτραβιέ-ται ενώ η νύχτα έμπαινε βιαστικά από τα παράθυρα.

«Θες να πάμε καμιά βόλτα; Είχαν πάρει και ο Σωτήρης με τη Λήδα νωρίτερα μήπως βγαίναμε παρέα. Τι λες;»

«Μέσα, έχω όρεξη για βολτίτσα».∆εν πέρασε πολλή ώρα ως τη στιγμή που βρέθηκαν

στην είσοδο της πολυκατοικίας να περιμένουν το φι-λικό ζευγάρι. Μόλις εκείνοι εμφανίστηκαν άρχισαν τα πειράγματα και τα γέλια, ενώ ξεκίνησαν να περπατάνε προς το κέντρο.

Η βραδιά κύλησε με φαγητό σε μια ταβέρνα και ποτό σ’ ένα κοντινό μπαρ. Τα γέλια που ακούγονταν κάθε στιγμή στην παρέα τους, ανέδυαν την αίσθηση - όλο και πιο πυκνή, ότι πατούσαν κάτω τις αντιξοότη-τες της καθημερινότητας.

Είχαν ήδη αρχίσει να κάνουν έρωτα στο ασανσέρ και μπήκαν παραπατώντας και χωρίς να ξεκολλάνε ο ένας από τον άλλο, στο σπίτι. Έρωτας, πόθος, ελευθε-ρία... Ίσα που πρόλαβαν να κλείσουν την πόρτα...