Μπούρας...

7

Click here to load reader

description

Αρχιτεκτονική

Transcript of Μπούρας...

Page 1: Μπούρας Χαράλαμπος_Βυζαντινή-και-Μεταβυζαντινή-αρχιτεκτονική_σελ 87-90, 95, 124, 128

Μπούρας Χ Βυζαντινή & Μεταβυζαντινή αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 2001

Όλες αυτές οί έκκλησίες είχαν μεγάλη σημασία γιά τούς μεσοβυζαντινούς έλληνες, γιατί στέγαζαν τά πιο σπουδαία γεγονότα τής καθημερινής τους ζωής, τή βάπτιση, τους άρραβώνες, τούς γάμους, τίς κηδείες καί ένίοτε τή θέση ταφής τών μελών τής κοινότητος καί τών ιδίων. Μαρτυρείται άκόμα δτι σέ έκκλησίες γίνονται συνεδριάσεις γιά τη λήψη συλλογικών άποφάσεων καί δτι ήταν χώρος άσύλου γιά τούς διωκομένους.Άλλά τά σπουδαιότερα άπό πλευράς άρχιτεκτονικής έκκλησιαστικά μνημεία ήταν κατά τήν έξεταζομένη περίοδο καθολικά μοναστηριών. Ό κοινοβιακός μοναχισμός γνώρισε τήν άκμή στόν βαλκανικό χώρο μετά τήν Εϊκονομαχία καί κάτω άπό τή σύμπτωση εύνόίκών προϋποθέσεων εγινε θεσμός μεγάλης σημασίας γιά τή μεσαιωνική κοινωνία.Όπως ήδη σημειώθηκε, ή ίδρυση καί ή προικοδότηση μονής άπό πλουσίους, άξιωματούχους ή τόν αύτοκράτορα, έθεωρειτο ένδειξη μεγάλης εύσεβείας καί είχε γενική κοινωνική άποδοχή. Αύτά, σέ συνδυασμό μέ άπαλλαγές τών μοναστηριακών κτισμάτων άπό τη φορολογία, τά κατά περίπτωση προνόμια πού παραχωρούσε τό κράτος καί τίς διατάξεις πού περιελάμβανε ό ίδιος ό κτήτωρ στούς κανονισμούς (τά τυπικά) τών μονών, παρότρυναν πολλούς εύκατάστατους άνθρώπους νά ιδρύσουν μονή καί έκει να μονάσουν οί ίδιοι ή μέλη τής οϊκογενείας τους.Τό καθολικό ύψώνεται στό κέντρο τής μοναστηριακής αύλής (εϊκ. 69) περίοπτο καί έπιβλητικό.Άπό πλευράς λειτουργικής καί τυπολογικής λίγο διαφέρει άπό τίς λοιπές έκκλησίες, κυρίως λόγω τής προσθήκης ναρθήκων. Ή έξωτερική του δμως μορφή καί ό διάκοσμος τών προσόψεων γίνεται το άντικείμενο ιδιαίτερης φροντίδας. Σέ μέγιστο ποσοστό οί περίτεχνες μεσοβυζαντινές έκκλησίες τής 'Ελλάδος άνήκαν σέ μοναστήρια.Κλείνοντας τό θέμα τών κτητόρων καί συνδρομητών γιά τήν άνέγερση έκκλησίας, παραθέτομε ώς δείγμα τίς γνωστές άπό έπιγραφές καί άπό γραπτά κείμενα κατηγορίες χορηγών στήν κάτω 'Ελλάδα κατά τόν 12ο αϊ. Τά μεταξύ τών κατηγοριών δρια δέν είναι άπολύτως σαφή καί ύπάρχει τό στοιχείο τοϋ τυχαίου στή διάσωση κτητορικών έπιγραφών, πλήν δμως τό δείγμα δέν χάνει τήν άξια του:1. Οικογενειακά ιδρύματα. Δέκα περιπτώσεις.2. Μοναχικές κοινότητες ή μεμονωμένοι καλόγηροι. 'Επτά περιπτώσεις.3. Μητροπολίτες καί έπίσκοποι. ’Εννέα περιπτώσεις.4. Άξιωματοϋχοι καί στρατιωτικοί. Έξι περιπτώσεις.5. Αύτοκρατορικά ιδρύματα ή χορηγίες. Δύο περιπτώσεις.6. Μέ συνδρομή πολλών χριστιανών, μή έπωνύμων. Δύο περιπτώσεις.Ή τελευταία αύτή κατηγορία παρουσιάζει μεγάλο ένδιαφέρον. Αφορά σέ δύο μικρούς ναούς, τοϋ τέλους τοϋ 12ου αϊ., καί τούς δύο στή Μάνη. Τό κύριο καλλιτεχνικό κέντρο τής βυζαντινής αύτοκρατορίας κατά τήν έξεταζομένη πε

σ. 87

ρίοδο είναι ή Κωνσταντινούπολη. Άναφερόμενοι στην άρχιτεκτονική στήν Ελλάδα άμέσως διακρίνομε τήν άμεση καί πλήρη άποδοχή τύπων καί μορφών πού έκει έφαρμόζονταν, σέ μιά ευρύτατη περιοχή πού περιλαμβάνει τή Θράκη, τή Μακεδονία (στην πλήρη της έκταση, συμεριλαμβανομένου τοϋ Άγιου Όρους) καί έν μέρει τή Θεσσαλία.Έπίσης τή νήσο Χίο. Ή έπίδραση τών Κωνσταντινουπολίτικων τρόπων στήν κάτω Ελλάδα είναι έμμεση, αν καί καθοριστική: περιορίζεται σέ έλάχιστα πρώιμα μνημεία, αυτά άκριβώς πού θά άποτελέσουν τήν άφετηρία μιας διαφοροποιημένης άπό τήν Πρωτεύουσα σχολής . Ή άντίφαση αυτή είναι, δπως θά ≪ ≫δούμε, φαινομενική καί έρμηνεύσιμη. Τά περίτεχνα κτήρια, πού δεσπόζουν έδώ άπό τά τέλη τοϋ 10ου αϊ. έως καί την προχωρημένη Φραγκοκρατία, έχουν ιδιομορφίες πού είναι άγνωστες στήν Πόλη και κάνουν τήν Ελλάδα, λόγω τοϋ μεγάλου τους άριθμοϋ καί τής υψηλής τους ποιότητος, χώρα μοναδική γιά τή μελέτη τής μεσοβυζαντινής άρχιτεκτονικής.Ιδέες άπό τίς έκκλησίες τής Πρωτευούσης διακρίνει κανείς έπίσης σέ ναούς τής Κρήτης.

Page 2: Μπούρας Χαράλαμπος_Βυζαντινή-και-Μεταβυζαντινή-αρχιτεκτονική_σελ 87-90, 95, 124, 128

Στά υπόλοιπα νησιά τοϋ Αιγαίου έχομε καί πάλι τή βραδεία έξέλιξη τών παλαιών τρόπων καί κατά περίπτωση, δπως στή Ρόδο, τή μίμηση ορισμένων ιδεών άπό μικρασιατικά μνημεία. Άποτελε! πάντως πρόβλημα κατά πόσον τά λεγόμενα (προκειμένου περί τής ζωγραφικής) γιά μοναχικά καλλιτεχνικά κέντρα τής Ανατολής μπορούν να έπεκταθοϋν στή μελέτη τών άρχιτεκτονικών μνημείων.Τή διάκριση αυτή μεταξύ τών μνημείων τής Κωνσταντινουπόλεως καί τής έλλαδικής σχολής έκανε ≪ ≫πρώτος ό γάλλος βυζαντινολόγος Γαβριήλ Millet κατά τή δεύτερη δεκαετία τοϋ 20ού αϊ. Στό ένδιάμεσο χρονικό διάστημα άφ’ ένός έγιναν γνωστές στην έπιστήμη πολλές άκόμα έκκλησίες τόσο στήν Ελλάδα δσο καί στή σχολή τής Κωνσταντινουπόλεως καί άφ’ ετέρου άναχρονολογήθηκε τό μοναστηριακό ≪ ≫συγκρότημα τοϋ Όσιου Λουκά στή Φωκίδα καί έγινε άντιληπτή ή καθοριστική του σημασία γιά τήνάνάπτυξη τής έλλαδικής άρχιτεκτονικής. Ή λέξη σχολή έχει έπικρατήσει, παρά τό ότι δέν ύπήρχε ≪ ≫βεβαίως τότε κάποια έκπαίδευση τών άρχιτεκτόνων, παρά μόνον ένα σύνολο γνώσεων, τό όποιο περνούσε άπό τόν μάστορα στόν μαθητευόμενο μέ τόν παραδοσιακό έμπειρικό τρόπο.Ή ναοδομία τής έξεταζομένης περιόδου στήν Ελλάδα δέν άγνοει τά έπιτεύγματα τυπολογικά, μορφολογικά καί κατασκευαστικά τής άμέσως προηγουμένης, άλλά συγχρόνως έξελίσσεται ή μάλλον κάνει ένα μεγάλο βήμα, τό όποιο έχει ώς άφετηρία του τις δύο έκκλησίες τής μονής τοϋ Όσιου Λουκά, τήν Παναγία καί τό καθολικό της. Σέ αυτές, ορισμένα στοιχεία μαρτυρούν τήν Κωνσταντινουπολίτικη, δπως σημειώσαμε, καταγωγή, πολλά δμως άλλα είναι νεοφανή καί τελείως πρωτότυπα. Τό άποτέλεσμα, άν καί άπροσδόκητο, είναι εΰμετρο, άρίστης τεχνικής, περίτεχνο καί πλούσιο σέ εικαστικές έντυπώσεις. Ποιοτικώς ξεπέρασε κατά πολύ τά σύγχρονό του μνημεία στήν Πρωτεύουσα, στο μέτρο πού μάς είναι αυτά σήμερα γνωστά. Δέν είναι λοιπόν άξιο άπορίας τό δτι πέτυχε, θαυμάστηκε καί έγινε τό άντικείμενο μιμήσεως μέ διαφόρους άμέσους ή έμμέσους τρόπους άπό άλλες έκκλησίες στόν έλλαδικό χώρο έπί διακόσια καί πλέον χρόνιαΉ έλλαδική σχολή είναι λοιπόν αυτάρκης, αυτοδύναμη καί πλούσια σέ μνημεία. Θα μπορούσε κανείς ≪ ≫νά πει δτι γιά πρώτη φορά μετά τήν άρχαιότητα οί έλλαδικοί έλληνες ξαναβρίσκονται στήν πρωτοπορία τής άρχιτεκτονικής τοϋ ευρύτερου άνατολικοϋ χώρου.Τά.δριά της περιλαμβάνουν τή Στερεά Ελλάδα, τήν Πελοπόννησο, έν μέρει τή Θεσσαλία καί ορισμένα νησιά, τήν Εύβοια, τήν Άνδρο, τήν Αίγινα καί τή Σαλαμίνα. Ή έπιρροή της διακρίνεται σέ ναούς τής ’Ηπείρου καί νήσων τοϋ Ίονίου.Χαρακτηριστικό τής άντιλήψεως τής οικονομίας , μέ τήν εύρεία έννοια τοϋ δρου πού τοϋ έδιναν οί ≪ ≫μεσοβυζαντινοί έλληνες, είναι δτι σέ φτωχά καί μικρά μνημεία δέν έπαψε ένίοτε νά γίνεται ή έφαρμογή τών γνωστών άπό τήν προηγουμένη περίοδο γηγενών

σ. 88

άρχιτεκιονικών τρόπων. Όπως ηδη σημειώθηκε, οί ένιόπιοι αυτοί τρόποι έξακολουθοϋν νά έφαρμόζονται κυρίως στά νησιά (Κυκλάδες, Κύθηρα, έν μέρει στην Κρήτη, Λέσβο, Σάμο καί του Ίονίου), σχεδόν πάντοτε σέ ναούς μικρούς σέ κλίμακα καί μέ περιορισμένα τά οικονομικά μέσα.Οί τύποι τών έκκλησιών πού κτίζονται στήν Ελλάδα κατά τή μέση βυζαντινή περίοδο είναι πολυάριθμοι καί έφαρμόζονται άναλόγως πρός τά μεγέθη τών ναών καί πρός τις οικονομικές δυνατότητες τών κτητόρων τους. Διακρίνονται τρεις περιπτώσεις: αυτών πού έπαναλαμβάνονται, πού συνεχίζουν δηλαδή τήν παράδοση, τύπων πού έχουν άμεση σχέση μέ τήν Πρωτεύουσα καί τέλος νέων τύπων, οί όποιοι δημιουργοϋνται τώρα στήν Ελλάδα.Ό σταυροειδής έγγεγραμμένος μέ τροϋλλο ναός, ό όποιος έπικρατεί τώρα σέ ολόκληρη τήν αυτοκρατορία, δχι μόνον ικανοποιεί πλήρως τίς λειτουργικές άνάγκες, άλλά καί έκφράζει συμβολικά νοήματα, ένώ δίνει καί τή δυνατότητα άναπτύξεως τών κύκλων τής ορθοδόξου εικονογραφίας στίς έπιφάνειες τοίχων καί θόλων τοϋ έσωτερικοϋ του.Τοϋ τύπου αύτοϋ οί ειδικοί διακρίνουν τέσσερεις παραλλαγές, ένώ ή άρχάίκή του μορφή, αυτή πού χαρακτηρίζουν ώς μεταβατική καί ή οποία έδέσποζε, δπως είδαμε, στήν__≪ ≫

σ.89

Page 3: Μπούρας Χαράλαμπος_Βυζαντινή-και-Μεταβυζαντινή-αρχιτεκτονική_σελ 87-90, 95, 124, 128

Ελλάδα κατά τούς προηγούμενους αιώνες, τώρα ολοκληρωτικά έξαφανίζεται, μέ μοναδική έξαίρεση τά ακρως συντηρητικά Κύθηρα Ή πρώτη άπό τίς παραλλαγές αύτές είναι κάτι τό νέο στόν κυρίως έλλαδικό χώρο.Πράγματι, ό σύνθετος τετρακιόνιος σταυροειδής έγγεγραμμένος τρουλλαΐος ναός με αύτοδύναμο τριμερές τό ιερό (γιά τόν όποιο εγινε ήδη λόγος) άνήκε στήν Κωνσταντινουπολίτικη παράδοση. Ήταν καί θά παραμείνει ή έπικρατοϋσα παραλλαγή στό χώρο τής Μακεδονίας καί τής Θράκης (Παναγία τών Χαλκέων Θεσσαλονίκης, ναός Όλύνθου, καθολικό μονής Ξενοφώντος, Άγιος Ιωάννης ό Πρόδρομος μονής Ίβήρων,Άγιος Προκόπιος κ.α). Αύτόν δμως άκολούθησε καί ή Παναγία τής μονής τοϋ Όσιου Λουκά κατά τήν 7η πιθανώς δεκαετία τοϋ 10ου αϊ., ή οποία χρησίμευσε ώς άμεσο ή έμμεσο πρότυπο γιά πολλές άλλες έκκλησίες, δπως λ.χ. ή Καπνικαρέα καί ή Γοργοεπήκοος Αθηνών, τά καθολικά τοϋ Όσίου Μελετίου καί τής Ζωοδόχου Πηγής στο Δερβενοσάλεσι, καθώς καί οί ναοί τής Άργολίδος (Άρειας, Χώνικα, Μέρμπακα, Κοιμήσεως Άργους). Αρκετά διαδεδομένη στήν Ελλάδα είναι καί ή παραλλαγή τών δικιονίων σταυροειδών έγγεγραμμένων, στούς οποίους ό τροϋλλος μέσω τόξων στηρίζεται άφ5 ένός στούς τοιχοπεσσούς πού σχηματίζουν τό τριμερές ιερό καί άφ5 έτέρου σέ δύο μόνον κίονες (Όμορφοεκκλησιά Γαλατσίου, καθολικό μονής Κυνηγού, Άγιος Ιωάννης Θεολόγος Πλάκας Αθηνών, Σωτήρα Άμφίσσης, Άγιος Ιωάννης Έλεήμων Λιγουριοϋ, Άγιοι Ίάσων καί Σωσίπατρος Κερκύρας κ.α).'Ως άρχιτεκτονικές συνθέσεις τά παραπάνω μνημεία καί πλεΐστα άκόμα τοϋ ίδιου τύπου μαρτυρούν μιά μεγάλη πρόοδο έν σχέσει πρός τά σταυροειδή τής μεταβατικής παραλλαγής τών προηγουμένων ≪ ≫περιόδων: ό χώρος έχει άπελευθερωθει άπό τούς βαρείς έσωτερικούς τοίχους καί ό τροϋλλος φέρεται άπό κομψούς μαρμάρινους κίονες. Στις μονές τοϋ Άθω οί ήμικυκλικές κόγχες στά πέρατα τών έγκαρσίων καμαρών τοϋ συνθέτου τετρακιονίου ναοϋ γενικεύονται στόν λεγόμενο άγιορείτικο τύπο (Κυριάκόν σκήτηςΒατοπεδίου λ.χ.). Μιά ιδέα καθαρώς Κωνσταντινουπολίτικη, ή κάλυψη τών γωνιακών διαμερισμάτων τοϋ σταυροειδούς ναοϋ μέ τέσσερεις κομψούς τρουλλίσκους άπαντά στή Θράκη (καθολικό μονής Κοσμοσώτειρας), άλλά καί στή νότιο Ελλάδα (Έπισκοπή Τεγέας καί Παντάνασσα τής Γερουμάνας, κοντά στή Μονεμβασία) (εϊκ. 70).Άναφέρθηκαν ήδη μητροπόλεις καί έπισκοπές στόν άρχαϊο τύπο τής τρικλίτου ξυλοστέγου βασιλικής. Σέ αύτόν άνήκε στήν άρχική της μορφή ή Βλαχέρνα τής Ηλείας, ναοί τής Βέροιας καί ό ναός τού Ραβδούχου στίς Καρυές τοϋ Άγίου Όρους. Μερικά μικρά μνημεία πιό γνωστά άπό τίς τοιχογραφίες ή τήν ιστορική τους σημασία άκολουθοϋσαν τόν άπλούστατο τύπο τής ξυλοστέγου άπλής αιθούσης (Δούπιανη Καλαμπάκας,Άγιος Μερκούριος Κερκύρας) καί άλλα τής καμαροσκεποϋς (Όμορφη Έκκλησιά Αίγίνης, Άγιος Θεόδωρος Καφιόνας Μάνης, Έπισκοπή Σκοπέλου τοϋ 1078, ναΐσκοι Καστοριάς). Στή συντηρητική Μάνη έπιβίωσαν καί παρωχημένοι τύποι, δπως ή τρίκλιτη άνατολίζουσα θολοσκεπή βασιλική στο Καμπινάρι, κοντά ≪ ≫στήν Πλάτσα (εϊκ. 71).Σέ έκκλησίες μονόχωρες καί μικρής κλίμακος οί τροΰλλοι δέν δημιουργούν δύσκολο στατικό πρόβλημα. Έτσι, σέ καθολικά μονυδρίων, ιδιωτικούς ή ταφικούς ναούς συνηθίζονται ορισμένοι δοκιμασμένοι παλαιοί τύποι. Έχομε λοιπόν κατά τήν έξεταζομένη περίοδο ναΐσκους τρικόγχους (Άγιος Σώζων στή Σκριποϋ, Άγιος Νικόλαος στό Πλατάνι Άχαΐας, τρεις ναΐσκοι Σαλαμίνας, παρεκκλήσια καθολικών Άγίου Όρους, Παλαιοπαναγιά Κάντζας Αττικής, Άγιος Νικόλαος Σερρών), τετρακόγχους (Άγιος Γεώργιος Λουκισίων, ναΐσκος στά Πλατανίδια Μαγνησίας, Χουρμαλί καί Φουντουκλί Ρόδου), έλευθέρους σταυρούς (Παναγία Βαραμπά Αττικής, Άγιοι Απόστολοι Καλαμάτας, Άγια Φωτεινή Θηβών), άπλές αίθουσες μέ τρούλλο σχεδόν όμοιες μέ εκείνες τών σκοτεινών χρόνων (Άγιος Γεώργιος Σκληπιός Αττικής) καί τέλος τούς

συνε-≪σ.90

Στό έρώτημα τί συνδέει τή μεσοβυζαντινή έλληνική άρχιτεκτονική μέ τήν άρχαία, ή άπάντηση είναι σχετικώς απλή: δχι τόσο ή άναβίωση άρχαίων μορφών δσο ή άποδοχή ορισμένων άξιών της καί ή δημιουργική έπιδίωξη έφαρμογής τους.’Άν έξετάσομε τίς άναλογικές σχέσεις στήν κάτοψη καί τίς τομές τών μεσοβυζαντινών έκκλησιών, εύκολα διαπιστώνομε δτι άπουσιάζει κάθε πρόθεση υπερβολής καί δτι αυτές εντάσσονται στά ίδια δρια πού υπήρχαν καί κατά τήν άρχαιότητα. Τά ϊδια διακρίνονται ώς πρός τούς δγκους πού διαρθρώνουν έξωτερικώς

Page 4: Μπούρας Χαράλαμπος_Βυζαντινή-και-Μεταβυζαντινή-αρχιτεκτονική_σελ 87-90, 95, 124, 128

τούς ναούς, καθώς καί τόν έσωτερικό χώρο πού κατά κανόνα είναι ιεραρχημένος, οργανωμένος μέ άξονες καί χωρίς την έμφατική προβολή κάποιου στοιχείου οΰτε κάν του δεσπόζοντος τρούλλου. Εϊδικώς τάμνημεία τής έλλαδικής σχολής χαρακτηρίζονται άπό ≪ ≫ καθαρότητα τών μορφών, τή γεωμετρική σαφήνεια τών περιγραμμάτων καί τήν ορθολογική έξωτερίκευση διά των δγκων τής έσωτερικής τους δομής.

σ..95

Άλλά στήν Αθήνα ύπάρχει καί μία έκκλησία μοναδική στή βυζαντινή άρχιτεκτονική γιά τήν πρωτοτυπία της. Ή Παναγία Γοργοεπήκοος (γνωστή έπίσης ώς μικρή Μητρόπολη καί ώς 'Άγιος Ελευθέριος), κτίσμα τοϋ τέλους τοϋ 12ου αϊ. (εϊκ. 124, 125). Το μνημείο είναι σχετικώς μικρό, άριστα διατηρημένο καί άπό πλευράς τύπου μάλλον κοινό* σύνθετος σταυροειδής έγγεγραμμένος τετρακιόνιος μέ τροϋλλο καί νάρθηκα. Έχειόμως κατασκευασθε! έξ ολοκλήρου άπό άρχιτεκτονικά μέλη σέ δευτέρα χρήση καί μάλιστα μέ τρόπο πού νά τά προβάλλει σέ μιά πρωτοφανή γραφική σύνθεση μέ κάποια διακριτική πλαστικότητα στά έπί μέρους. Ό άγνωστος άρχιμάστορας χρησιμοποίησε άρχάϊα ελληνικά, ρωμαϊκά, παλαιοχριστιανικά καί βυζαντινά μέλη, ογκώδεις λιθοπλίνθους χαμηλά, πάσης φύσεως άνάγλυφα ψηλότερα Τίς κλασικιστικές του προθέσεις τίςδιακρίνομε άφ’ ένός στόν τονισμό τής όριζοντίας καί στήν ψηλή κρηπίδα, πάνω στην οποία υψώνεται ό ναός καί άφ’ ετέρου στήν έφαρμογή μελών σέ θέσεις άντίστοιχες πρός έκεΐνες πού άρχικώς κατελάμβαναν καί τήν έντεχνη ένταξη νέων όμοιων τους ως συμπληρωματικών. Υπαίθριο μουσείο γλυπτών, έπιτυχής σύνθεση έτεροκλίτων μέ κοι-

σ. 124

νό στοιχείο τό λευκό μάρμαρο η άφελής μίμηση «άρχαίου» κτηρίου άπό ένα νοσταλγό τοϋ μεγαλείου των κλασικών ’Αθηνών (όπως ό λόγιος μητροπολίτης Μιχαήλ Χωνιάτης), ή Γοργοεπήκοος έκφράζει μέ τόν δικό της τρόπο τήν ιστορική φόρτιση του περιβάλλοντος της πόλεως, κρατώντας τόν βυζαντινό της χαρακτήρα Τή σημασία τών ’Αθηνών γιά τή βυζαντινή τέχνη καί άρχιτεκτονική έπαυξάνουν μερικά καθολικά μοναστηριών στόν περίγυρό της. Στίς πλαγιές τοϋ 'Υμηττού, σέ αριστα διατηρημένο φυσικό περιβάλλον, έχομε τή μονή τής Καισαριανης (είκ. 128, 129). Τό κομψό καθολικό της υψώνεται άνάμεσα στά καλοδιατηρημένα μοναστηριακά της κτί- σματα καί συνοψίζει όλα τά γνωρίσματα τής «έλλαδικής σχολής» κατά τήν ώριμη φάση της, τοΰ 12ου αΐ. Τά γλυπτά του είναι αριστα σέ ποιότητα, oi τοιχογραφίες του όμως άνήκουν στήν Τουρκοκρατία. Τό καθολικό τοϋ 'Αγίου Ίωάννου τοϋ Κυνηγοϋ, έπίσης στόν Υμηττό, κτίσθηκε λίγο πρό της κατακτήσεως άπό τούς Φράγκους. Στό Γαλάτσι έχομε τήν Όμορφοεκκλησιά, τού 'Αγίου Γεωργίου, θαυμαστή γιά τίς άναλογικές της σχέσεις, τήν κατασκευή της καί τίς πολύτιμες τοι-χογραφίες της (εικ. 74, 130).Ή μονή Δαφνίου, κτισμένη σέ στρατηγική θέση στή δυτική είσοδο τοϋ λεκανοπεδίου, διασώζει έκτός άπό τό καθολικό της (είκ. 131, 132, 133) τόν άχυρό περίβολο καί λείψανα τών μοναστηριακών της κτηρίων. Είναι άξιον άπορίας τό ότι γιά ένα τόσο μεγάλο καί πλούσιο καθίδρυμα δέν ύπάρχουν διόλου γραπτές μαρτυρίες. Ασφαλώς κτίσθηκε κατά τόν προχωρημένο 11ο αί. καί ηταν σέ άκμή έως τή φραγκική κατάκτηση στίς άρχές τοϋ 13ου. Τό καθολικό άνήκει στόν γνωστό τύπο τών έλλαδικών οκταγωνικών ναών, χωρίς υπερώα, μέ νάρθηκα καί πρόσθετη λίγο μεταγενέστερη διώροφη στοά στό δυτικό του μέρος. ’Από τή σκοπιά τής μορφολογίας καί τών κατασκευαστικών τρόπων θά μπορούσε νά θεωρηθεί έπίσης άντιπροσωπευτικό δείγμα τής «έλλαδικής σχολής», μέ τά μεγάλα τρίλοβα παράθυρα τών πλαγίων διαμερισμάτων του, τίς ζωφόρους μέ μαιάνδρους άπό λεπτά τούβλα, τήν οργάνωση τών έξωτερικών έπιφανειών μέ οδοντωτές ταινίες καί τούς μαρμάρινους ρωμαϊκούς ιωνικούς κίονες σέ δευτέρα χρήση στή δυτική στοά. Ό πλούτος τής μονής πιστοποιείται άπό τό ότι στό έσωτερικό τού καθολικού είχε τή γνωστή στά έπώνυμα κτήρια τής Πρωτευούσης διάταξη μέ ορθομαρμαρώσεις στά κάτω μέρη καί ψηφιδωτά στά τόξα καί τούς θόλους. Οί ορθομαρμαρώσεις σήμερα έχουν καταστραφεί, τά ψηφιδωτά όμως σώζονται καί άνα- γνωρίζονται ώς άριστουργηματικά δείγματα τοϋ κλασικισπκοϋ πνεύματος τοϋ τέλους τού 11ου αί. ’Ας σημειωθεί ότι τά οξυκόρυφα τόξα τής δυτικής στοάς άνήκουν στά χρόνια τής Φραγκοκρατίας (δταν τό Δαφνί είχε παραχωρηθεΐ σέ κιστερκιανούς δυτικούς καλογήρους) καί οί τοιχογραφίες τής προθέσεως στόν 18ο αί. Άπό τά πλούσια γλυπτά τοϋ καθολικού έλάχιστα σώθηκαν στήν άρχική τους θέση.

Page 5: Μπούρας Χαράλαμπος_Βυζαντινή-και-Μεταβυζαντινή-αρχιτεκτονική_σελ 87-90, 95, 124, 128

Σέ άντίθεση πρός τήν Αθήνα, ή Θήβα, άν καί πολύ πιό πλούσια καί πρωτεύουσα τοϋ Έλλαδικοϋ, δέν διετήρησε σχεδόν τίποτα άπό τό μεσοβυζαντινό της παρελθόν. Οί άνασκαφές πιστοποιούν ότι ή πόλη, ή όποία παλαιότερα είχε περιορισθεϊ στόν λόφο τής Καδμείας, έπεκτάθηκε κατά τόν 11ο καί κυρίως κατά τόν 12ο αί. στούς πέριξ λό-

σ. 128