Γεωραφία-Επιστήμες-Τέχνες

16
ΦΥΣΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ Μορφολογία εδάφους Η χερσόνησος της Ιταλίας έχει μήκος 1.160 χλμ. και πλάτος που κυμαίνεται από 150 μέχρι 600 χλμ. Οι λόφοι καλύπτουν το 42% του εδάφους της, οι οροσειρές το 35% και οι πεδιάδες το 23%. Ειδικότερα, το έδαφος της Ιταλίας διαιρείται σε τρία μεγάλα τμήματα: α) τις Άλπεις, β) την Κοιλάδα του Πάδου και γ) την Ιταλική χερσόνησο με άξονα τα Απένινα. α) Η περιοχή των Άλπεων: Οι Άλπεις είναι ένα από τα κύρια ορεινά συστήματα της χώρας, τμήμα των οποίων ανήκει σε γειτονικά κράτη (Ελβετία, Γαλλία, Αυστρία). Στην Ιταλία βρίσκεται το νότιο τμήμα της οροσειράς, το οποίο γεωγραφικά απομονώνει τη χώρα από τη δύση και το βορρά. Οι Άλπεις καλύπτουν κυρίως το βόρειο τμήμα της χώρας με ένα ελλειπτικό τόξο μήκους περίπου 800 χλμ., που ξεκινά από τα δυτικά, από ένα σημείο μεταξύ του Τορίνου και του Μιλάνου. Στο σημείο αυτό βρίσκονται κάποια περάσματα προς την υπόλοιπη Ευρώπη, στα βορειοδυτικά τα στενά Μον-Ζενέβρ, Μον Σεσνί και τα στενά του Μικρού και Μεγάλου Αγίου Βερνάρδου, στα βόρεια τα στενά Σεμπλόν και Αγίου Γοτθάρδου και στα βορειοανατολικά το στενό Μπρένερ. Οι Άλπεις διακρίνονται σε τρεις ζώνες: οι Δυτικές απλώνονται από τα βόρεια προς τα νότια (από την Αόστα ως τη Διάβαση Καντιμπόνα) και περιλαμβάνουν τα όρη Αρτζεντέρα (3.297 μ.), Μόντε Βίζο (3.841 μ.), Γκραν Παραντίζο (4.061 μ.) και Εμίλιους (3.559 μ.). Στις Κεντρικές Άλπεις, που έχουν διεύθυνση από τα ανατολικά προς τα δυτικά (από τις Δυτικές Άλπεις μέχρι τη Διάβαση Μπρένερ), στα σύνορα δηλαδή με την Ελβετία, ανήκουν τα όρη Μάτερχορν ή Σερβίνο στα ιταλικά (4.478 μ.) και Μόντε Ρόζα (4.634 μ.), ενώ στις Ανατολικές Άλπεις με διεύθυνση από τα ανατολικά προς τα δυτικά (από τη Διάβαση Μπρένερ μέχρι την Τεργέστη), ανήκουν τα όρη των Δολομιτικών Άλπεων όπου βρίσκεται η κορυφή Μόντε Μαρμολάντα (3.342 μ.). Οι κεντρικοί ορεινοί όγκοι αποτελούνται από γρανίτες και γνευσίους και χωρίζονται μεταξύ τους με περιοχές διαβρωμένες από τους παγετώνες του Τεταρτογενούς, ενώ οι ανατολικοί όγκοι συνίστανται κυρίως από ασβεστολιθικές μάζες (Βεργαμικές Προάλπεις, του Τρεντίνο, Δολομιτικές). β) Η Κοιλάδα του Πάδου: Ονομάζεται έτσι γιατί αποτελεί δημιούργημα του ποταμού Πάδου, αλλά είναι γνωστή και ως πεδιάδα της Λομβαρδίας. Εκτείνεται σε περισσότερα από 44.000 τ.χλμ. και είναι η μεγαλύτερη της Ιταλίας. Πρόκειται για μια λεκάνη που δημιουργήθηκε από προσχώσεις υλικών που μετέφερε ο ποταμός από τα βουνά της βόρειας Ιταλίας. Οι τρεις από τις τέσσερις πλευρές της κοιλάδας περικλείονται από βουνά και η μόνη της διέξοδος προς τη θάλασσα βρίσκεται στα ανατολικά, προς την Αδριατική. Στα δυτικά η πεδιάδα διασχίζεται από τους λόφους Μονφεράτ και Άστι. Το έδαφος της κοιλάδας είναι αρκετά γόνιμο, με εξαίρεση τα εδάφη που βρίσκονται κοντά στα λιμάνια της Αδριατικής και ειδικότερα το λιμάνι

description

Ινκρειβλε

Transcript of Γεωραφία-Επιστήμες-Τέχνες

Page 1: Γεωραφία-Επιστήμες-Τέχνες

ΦΥΣΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ

Μορφολογία εδάφους

Η χερσόνησος της Ιταλίας έχει μήκος 1.160 χλμ. και πλάτος που κυμαίνεται από 150 μέχρι

600 χλμ. Οι λόφοι καλύπτουν το 42% του εδάφους της, οι οροσειρές το 35% και οι πεδιάδες

το 23%.

Ειδικότερα, το έδαφος της Ιταλίας διαιρείται σε τρία μεγάλα τμήματα: α) τις Άλπεις, β) την

Κοιλάδα του Πάδου και γ) την Ιταλική χερσόνησο με άξονα τα Απένινα.

α) Η περιοχή των Άλπεων: Οι Άλπεις είναι ένα από τα κύρια ορεινά συστήματα της χώρας,

τμήμα των οποίων ανήκει σε γειτονικά κράτη (Ελβετία, Γαλλία, Αυστρία). Στην Ιταλία

βρίσκεται το νότιο τμήμα της οροσειράς, το οποίο γεωγραφικά απομονώνει τη χώρα από τη

δύση και το βορρά. Οι Άλπεις καλύπτουν κυρίως το βόρειο τμήμα της χώρας με ένα

ελλειπτικό τόξο μήκους περίπου 800 χλμ., που ξεκινά από τα δυτικά, από ένα σημείο μεταξύ

του Τορίνου και του Μιλάνου. Στο σημείο αυτό βρίσκονται κάποια περάσματα προς την

υπόλοιπη Ευρώπη, στα βορειοδυτικά τα στενά Μον-Ζενέβρ, Μον Σεσνί και τα στενά του

Μικρού και Μεγάλου Αγίου Βερνάρδου, στα βόρεια τα στενά Σεμπλόν και Αγίου Γοτθάρδου

και στα βορειοανατολικά το στενό Μπρένερ.

Οι Άλπεις διακρίνονται σε τρεις ζώνες: οι Δυτικές απλώνονται από τα βόρεια προς τα νότια

(από την Αόστα ως τη Διάβαση Καντιμπόνα) και περιλαμβάνουν τα όρη Αρτζεντέρα (3.297

μ.), Μόντε Βίζο (3.841 μ.), Γκραν Παραντίζο (4.061 μ.) και Εμίλιους (3.559 μ.). Στις Κεντρικές

Άλπεις, που έχουν διεύθυνση από τα ανατολικά προς τα δυτικά (από τις Δυτικές Άλπεις μέχρι

τη Διάβαση Μπρένερ), στα σύνορα δηλαδή με την Ελβετία, ανήκουν τα όρη Μάτερχορν ή

Σερβίνο στα ιταλικά (4.478 μ.) και Μόντε Ρόζα (4.634 μ.), ενώ στις Ανατολικές Άλπεις με

διεύθυνση από τα ανατολικά προς τα δυτικά (από τη Διάβαση Μπρένερ μέχρι την Τεργέστη),

ανήκουν τα όρη των Δολομιτικών Άλπεων όπου βρίσκεται η κορυφή Μόντε Μαρμολάντα

(3.342 μ.). Οι κεντρικοί ορεινοί όγκοι αποτελούνται από γρανίτες και γνευσίους και χωρίζονται

μεταξύ τους με περιοχές διαβρωμένες από τους παγετώνες του Τεταρτογενούς, ενώ οι

ανατολικοί όγκοι συνίστανται κυρίως από ασβεστολιθικές μάζες (Βεργαμικές Προάλπεις, του

Τρεντίνο, Δολομιτικές).

β) Η Κοιλάδα του Πάδου: Ονομάζεται έτσι γιατί αποτελεί δημιούργημα του ποταμού Πάδου,

αλλά είναι γνωστή και ως πεδιάδα της Λομβαρδίας. Εκτείνεται σε περισσότερα από 44.000

τ.χλμ. και είναι η μεγαλύτερη της Ιταλίας. Πρόκειται για μια λεκάνη που δημιουργήθηκε από

προσχώσεις υλικών που μετέφερε ο ποταμός από τα βουνά της βόρειας Ιταλίας. Οι τρεις από

τις τέσσερις πλευρές της κοιλάδας περικλείονται από βουνά και η μόνη της διέξοδος προς τη

θάλασσα βρίσκεται στα ανατολικά, προς την Αδριατική. Στα δυτικά η πεδιάδα διασχίζεται από

τους λόφους Μονφεράτ και Άστι.

Το έδαφος της κοιλάδας είναι αρκετά γόνιμο, με εξαίρεση τα εδάφη που βρίσκονται κοντά στα

λιμάνια της Αδριατικής και ειδικότερα το λιμάνι της Βενετίας. Η περιοχή αυτή έχει χαμηλά

εδάφη, το νερό είναι σχεδόν ανύπαρκτο και η λάσπη έχει κατακλύσει τα κανάλια. Γενικότερα

οι χαμηλές εκτάσεις της κοιλάδας υπήρξαν στο πέρασμα των χρόνων βάλτοι, τόποι χωρίς

νερό ή περιοχές που αποστραγγίζονταν και αρδεύονταν, αλλά ακόμα και σήμερα υπάρχει ο

φόβος της πλημμύρας και της καταστροφής.

γ) Η Ιταλική χερσόνησος με άξονα τα Απένινα: Βασικός άξονας της ιταλικής χερσονήσου είναι

το δεύτερο σε σπουδαιότητα ορεινό συγκρότημα της Ιταλίας, τα Απένινα. Η οροσειρά μήκους,

1.200 χλμ., εκτείνεται σε ολόκληρη την Ιταλία, από τη Διάβαση Καντιμπόνα μέχρι το άκρο της

Καλαβρίας και τη Σικελία. Το πλάτος της φτάνει τα 22 χλμ. στα άκρα της, ενώ στα Κεντρικά

Page 2: Γεωραφία-Επιστήμες-Τέχνες

Απένινα ανέρχεται στα 193 χλμ. Στο σημείο αυτό βρίσκεται το Γκραν Σάσο ντ` Ιτάλια, η

ψηλότερη κορυφή της οροσειράς (2.914 μ.).

Το τμήμα των Απενίνων που βρίσκεται στο βορρά ονομάζεται "Λιγουριανά Απένινα" με

ψηλότερο βουνό το όρος Μαγκιοράσκα (1.800 μ.), στα βορειοδυτικά του Μπόργκο. Προς το

νότο εκτείνονται τα Απένινα της Τοσκάνης με μέγιστο ύψος 2.165 μ. και ακόμα πιο νότια τα

Ρωμανικά Απένινα. Στο σημείο αυτό υψώνεται η νοτιότερη κορυφή των Απενίνων Αμάρο

(2.795 μ.). Ακολουθούν τα Απένινα της Νεάπολης, με μέγιστο ύψος 2.050 μ., και τα βουνά

Σιρίνο (2.005 μ.), Πολίνο (2.248 μ.), Σίλα της Καλαβρίας (1.929 μ.) και Ασπρομόντε (1.956 μ.).

Στην κεντρική όμως μάζα των Απενίνων έχουν την απαρχή τους και ορισμένοι κλάδοι με

διεύθυνση από τα κεντρικά προς τις ανατολικές και δυτικές ακτές της χώρας. Έτσι ανατολικά

της Νεάπολης βρίσκεται το όρος Βεζούβιος (1.277 μ.) με περίμετρο 45 χλμ., το οποίο εκτός

από τον κυρίως όγκο του Βεζούβιου συμπεριλαμβάνει και τις κορυφές Σόμα και Οταγιάνο.

Παράλληλα προς την κεντρική μάζα της οροσειράς βρίσκονται τα προ-Απένινα, ενώ μεταξύ

αυτών και της θάλασσας στα δυτικά εκτείνονται ακόμα οι περίφημες Απουανές Άλπεις. Νότια

αυτών βρίσκεται το Μόντε Τσιρτσέο, τα Μεταλλοφόρα όρη και τα όρη Μόντι Λεπίνι.

Αν και τα Απένινα είναι χαμηλότερα από τις Άλπεις, εμποδίζουν το άνοιγμα αρκετών λεκανών,

όπως της Άνω Τοσκάνης, της Ομβρικής, των λεκανών των ακτών του Τυρρηνικού πελάγους

(Μάρεμα, Λάτιο, Καμπανία), των λεκανών του Κόλπου του Τάραντα (Βασιλικάτα) και των

πεδιάδων της ανατολικής πλευράς (Απουλία, Μάρκες).

Σαρδηνία: Αποτελεί τμήμα του Ιταλικού κράτους, με έκταση περίπου 24.090 τ.χλμ. Το μήκος

και το πλάτος της φτάνουν τα 270 χλμ. και 145 χλμ. αντίστοιχα, ενώ η περίμετρος της είναι

1.553 χλμ.

Ως προς τη μορφολογία της η Σαρδηνία αποτελείται από ένα σύμπλεγμα μικρών ορεινών

όγκων περισσότερο ή λιγότερο απομονωμένων, όπως και από μικρούς λόφους και

περιορισμένης έκτασης οροπέδια. Τα ορεινά τμήματα χωρίζονται σε δύο μέρη από ένα

σύνολο πεδιάδων, το Καμπιντάνο, που εκτείνεται από τον Κόλπο του Οριστάνο μέχρι τον

Κόλπο του Κάλιαρι. Από το βορρά προς το νότο, το πρώτο μέρος περιλαμβάνει το όρος

Λιμπάρα (1.362 μ.), την οροσειρά του Γκοτσεάνο (1.259 μ.), το όρος Τζεναρτζέντου (1.834

μ.), καθώς και το σύμπλεγμα των Σέτε Φρατέλι (1.023 μ.). Το δεύτερο μέρος, που έχει

διεύθυνση από τα νότια προς τα δυτικά, ονομάζεται Ιγκλεζιέντε και είναι αρχαιότερο από το

πρώτο. Το έδαφος των περιοχών συνίσταται κυρίως από γρανιτικές μάζες.

Οι ακτές της Σαρδηνίας σχηματίζουν πολλούς αξιόλογους κόλπους, όπως του Κάλιαρι στα

νότια, του Οροσέι στα ανατολικά και του Οριστάνο στα δυτικά.

Σικελία: Η Σικελία, το δεύτερο νησί της Ιταλίας, μοιάζει με τρίγωνο που έχει τη βάση

στραμμένη προς την ανατολή και την κορυφή προς τη δύση. Εκτείνεται σε 25.708 τ.χλμ. και

συνδέεται με την Ιταλία μέσω του πορθμού της Μεσσήνης, που έχει έκταση τρία χιλιόμετρα. Ο

πληθυσμός της ανέρχεται σε 4.961.383 κατ. και χαρακτηρίζεται ως σχετικά πυκνοκατοικημένο

νησί.

Ως προς τη μορφολογία του είναι ένα οροπέδιο, μέγιστου ύψους 600 μ., με ορισμένες πεδινές

εκτάσεις στα νότια και τα δυτικά.

Στις ακτές του βόρειου τμήματος του νησιού βρίσκονται οι πεδιάδες της Μεσσήνης και του

Παλέρμο. Στα νότια του τμήματος αυτού οι πεδιάδες περιορίζονται από τα Απένινα, την

οροσειρά των Πελοριτάνι (1.279 μ.), τις πτυχώσεις των βουνών Νεμπρόντι (με μέγιστο ύψος

1.847 μ.), τα ασβεστολιθικά Μαντόνιε (1.977 μ.) και τους ψηλούς λόφους που εμφανίζονται

Page 3: Γεωραφία-Επιστήμες-Τέχνες

πάνω από το Παλέρμο. Στην ανατολική περιοχή δεσπόζουν δύο ομάδες ηφαιστείων, η Αίτνα

(3.323 μ.) και τα όρη Ιμπλέι στην πεδιάδα της Κατάνης. Η περιοχή αυτή βρέχεται από το Ιόνιο

πέλαγος και τα τοπία της θυμίζουν πολύ τα ελληνικά. Η νότια, τέλος, περιοχή του νησιού

βρίσκεται σε απόσταση 100 χλμ. από την Αφρική. Χαρακτηριστικά του εδάφους της είναι οι

χαμηλές ακτές, οι ασβεστολιθικοί λόφοι, τα υψίπεδα της ενδοχώρας με τα ορυχεία θειαφιού

και αλατιού, καθώς και ο άνεμος σιρόκος.

Γεωμορφολογία

Η Ιταλία, αν και γεωγραφικά ανήκει στη Νότια Ευρώπη, γεωλογικά, μαζί με άλλες χώρες του

ανατολικού τμήματος της ηπείρου, ανήκει στη Νεοευρώπη. Μέχρι το Μεσοζωικό αιώνα

πιθανότατα βρισκόταν κάτω από τη θάλασσα ως τμήμα μιας βυθισμένης, σε παλιότερες

περιόδους, περιοχής. Η διαμόρφωσή της ξεκίνησε πριν από 60.000.000 χρόνια. Με τα

δεδομένα αυτά τα πετρώματα της χώρας χρονολογούνται στο Μεσοζωικό αιώνα, ενώ αρκετά

άλλα ανάγονται και σε παλαιότερες ακόμα περιόδους.

Η Ιταλία, και κυρίως το νότιο τμήμα της χερσονήσου, βρίσκεται μεταξύ της αφρικανικής και

της ευρασιατικής πλάκας. Η αφρικανική μάλιστα έχει την τάση να πλησιάζει όλο και

περισσότερο την ευρασιατική με ταχύτητα 3 εκ. το χρόνο. Όταν η πλάκα αυτή φτάνει σε ένα

συγκεκριμένο βάθος, τήκεται και τα ευκίνητα ρευστά υλικά ανεβαίνουν προς την επιφάνεια,

όπου βρίσκουν διέξοδο με την έκρηξη των ηφαιστείων. Γι` αυτό στην Ιταλία υπάρχει ένας

μεγάλος αριθμός ενεργών ηφαιστείων.

Εδάφη

Η σύσταση του ιταλικού εδάφους παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία λόγω των κλιματολογικών

συνθηκών, του τύπου του υποστρώματος των περιοχών και του διαφορετικού υψομέτρου.

Έτσι στα βουνά όπου το ύψος των βροχοπτώσεων είναι μεγάλο (Άλπεις), τα εδάφη είναι

ποντζολικά με σκούρο καστανό χρώμα. Στα Απένινα η σύσταση του εδάφους είναι παρόμοια,

με εξαίρεση ορισμένες περιοχές όπου επικρατούν τα καστανά μεσογειακά εδάφη. Άλλες

ορεινές περιοχές αποτελούνται από ασβεστολιθικό ή δολομιτικό υλικό πλούσιες σε χούμο και

ανθρακικά άλατα. Στο νότιο τμήμα της Ιταλίας αλλά και στη Βενετία βρίσκουμε κόκκινα εδάφη

("terra rossa", κατά τους Ιταλούς), τα οποία αποτελούν υπολείμματα ασβεστολιθικών

πετρωμάτων. Τέλος στα ψηλά βουνά, σε περιοχές όπου υπάρχουν αρκετά ηφαίστεια και σε

φαράγγια υπάρχουν χαλικώδη, αργιλούχα, βραχώδη εδάφη.

Ηφαίστεια

Η σεισμική δραστηριότητα έχει την απαρχή της στις γεωλογικές περιόδους Πλειόκαινο και

Τεταρτογενές (τα τελευταία 7.000.000 χρόνια) και εκδηλώνεται κυρίως στην περιοχή Κάμπι

Φλεγκρέι, κοντά στη Νεάπολη, στην Ίσκια, στα νησιά του Αιόλου και στην Αίτνα της Σικελίας

και στον Βεζούβιο.

Στην Κοιλάδα του Πάδου και στις Άλπεις η σεισμική δραστηριότητα είναι μικρή, αλλά η ένταση

πολλές φορές πάρα πολύ μεγάλη, ενώ στη Σικελία και στα κεντρικά και νότια Απένινα οι

σεισμοί είναι καταστροφικοί. Στη Σικελία συμβαίνουν συχνά και υποθαλάσσιοι σεισμοί.

Η ενεργοποίηση των ηφαιστείων στο παρελθόν (24 Αυγούστου 79 μ.Χ. στην Πομπηία, 1783

στην Καλαβρία, 28 Δεκεμβρίου 1908 στη Μεσσήνη), αλλά και πρόσφατα προκάλεσε το

θάνατο πολλών ανθρώπων. Τα πιο ονομαστά ηφαίστεια της Ιταλίας είναι ο Βεζούβιος, το

ηφαίστειο της Αίτνας και το Στρόμπολι.

Υδρογραφία

Page 4: Γεωραφία-Επιστήμες-Τέχνες

Το έδαφος της Ιταλίας εμφανίζει τρία κύρια υδρογραφικά δίκτυα: α) του βορρά, που

περιλαμβάνει τις Άλπεις και την πεδιάδα της Λομβαρδίας, β) της κύριας χερσονήσου και γ)

των νησιών.

α) Η περιοχή του Βορρά αποστραγγίζεται στην Αδριατική θάλασσα μέσω του ποταμού Πάδου

και κάποιων άλλων μικρότερων ποταμών. Ο Πάδος, που είναι γνωστός και ως Πο ή

Ηριδανός, είναι ο μεγαλύτερος ποταμός της Ιταλίας, με μήκος 675 χλμ. και πλάτος μέχρι και

1.300 μ. Μέσω των παραποτάμων του Τικίνο (250 χλμ.), Σέκια και Άδα (313 χλμ.) διαρρέει

την ομώνυμη πεδιάδα και καταλήγει στον κόλπο της Βενετίας, στη βόρεια Αδριατική θάλασσα,

μεταφέροντας τόσες πολλές ύλες, που υπολογίζεται πως η ξηρά εισχωρεί στη θάλασσα κατά

30 μ. το χρόνο.

Ο Πάδος την άνοιξη τροφοδοτείται από τα λιωμένα χιόνια των Άλπεων και το χειμώνα από τις

πηγές των γύρω του βουνών. Από τη μεσαιωνική ακόμα εποχή στις όχθες του έχουν χτιστεί

προστατευτικά, έναντι των πλημμυρών του, τείχη.

Δεύτερος σε μήκος ποταμός της Ιταλίας είναι ο Αδίγης (Άντιτζε), το μήκος του οποίου φτάνει

τα 408 χλμ. Ενώνει τα νερά του με τον ποταμό Πάδο στο δέλτα του δεύτερου αλλάζοντας

ταυτόχρονα την ευθύγραμμη πορεία του Πάδου. Πηγάζει από τις Δολομιτικές Άλπεις και

χύνεται στον κόλπο της Βενετίας, βορειότερα από τον Πάδο. Στο ίδιο κόλπο καταλήγουν και οι

ποταμοί Ιζόντζο, Πιάβε και Ταλιαμέντο, οι οποίοι έχουν τις πηγές τους στις Άλπεις.

β) Στην κυρίως χερσόνησο ρέουν πολλοί ποταμοί μεσογειακού τύπου και με ανώμαλο ρου, οι

οποίοι πηγάζουν από τα Απένινα. Η συσσώρευση του όγκου των ορέων στα ανατολικά της

χώρας έχει ως αποτέλεσμα οι δυτικοί ποταμοί να είναι πιο μεγάλοι από τους ανατολικούς.

Μερικοί μάλιστα από αυτούς έχουν ενισχυθεί με την κατασκευή διωρύγων. Το χειμώνα

τροφοδοτούνται με νερό, ενώ το καλοκαίρι είναι σχεδόν ξεροί και συχνά προκαλούν

καταστροφικές πλημμύρες (Φλωρεντία, Νοέμβριος 1966). Γνωστότερος από αυτούς τους

ποταμούς, κυρίως επειδή διασχίζει τη Ρώμη, είναι ο Τίβερης, που πηγάζει από ύψος 1.100 μ.

από τα Απένινα και χύνεται στην Τυρρηνική θάλασσα. Έχει μήκος 4.700 μ. και πλάτος 100 μ.

Στην ίδια θάλασσα χύνονται ακόμα οι ποταμοί Άρνος (241 χλμ.), που πηγάζει από τα

Απέννινα και διασχίζει τις πόλεις Φλωρεντία και Πίζα, Ομπρόνε, Γκαριλιάνο, Βολτούρνο και

Σίνι. Οι ποταμοί αυτοί έχουν μεγαλύτερο μήκος, πολυπλοκότερη ροή και μεταφέρουν

μεγαλύτερες ποσότητες νερού. Στην κυρίως χερσόνησο ρέουν ακόμα οι ποταμοί Ρένο,

Λαμόνε, Μοντόνε, Σάβιο, Έζινο, Τρόντο, Πεσκάρα, Σάγκρο και Τσερβάρο, οι οποίοι χύνονται

στην Αδριατική θάλασσα.

Οι ποταμοί της Σικελίας και της Σαρδηνίας είναι μικροί, αφού το κλίμα της Σικελίας ιδιαίτερα

δεν ευνοεί τις άφθονες βροχοπτώσεις. Στη Σικελία οι Ντιτάινο, Σάλσο και Τόρτο είναι ποτάμια

ρεύματα με ελάχιστο νερό αλλά με μεγάλη χρησιμότητα.

Η Ιταλία έχει υπέροχες λίμνες. Υπολογίζεται ότι ο αριθμός τους φτάνει περίπου τις 1.500. Οι

πιο γνωστές είναι οι αλπικές λίμνες, που δημιουργήθηκαν κατά τα τελευταία 25.000 χρόνια

του Τεταρτογενούς, λόγω των παγετώνων, και βρίσκονται σε μεγάλο υψόμετρο. Η

χρησιμότητά τους για την παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας είναι πολύ μεγάλη.

Στα βόρεια του κράτους και συγκεκριμένα στους πρόποδες των Άλπεων βρίσκονται κατά

σειρά μεγέθους οι λίμνες Λάγκο ντι Γκάρντα, με έκταση 370 τ. χλμ., Λάγκο Ματζόρε, το βόρειο

τμήμα της οποίας ανήκει στην Ελβετία, Κόμο, με 400 μ. βάθος, Ιζέο και Λουγκάνο. Νοτιότερα

βρίσκονται οι Τρασιμέντο, Μπολσένα, Μπρατσιάνο, Αλμπάνο και Νέμι. Η Μπολσένα και η

Αλμπάνο, στο Λάτσιο, βρίσκονται στους κρατήρες σβησμένων ηφαιστείων. Εκτός από τις

λίμνες αυτές υπάρχουν και ορισμένες παράκτιες. Αναφέρεται επίσης η ύπαρξη

Page 5: Γεωραφία-Επιστήμες-Τέχνες

λιμνοθαλασσών, ιδιαίτερα στις εκβολές των ποταμών, οι οποίες στο παρελθόν αποτελούσαν

εκτάσεις ανθυγιεινές και ελώδεις, οι Ιταλοί όμως φρόντισαν να τις αποξηράνουν

μετατρέποντας τις περιοχές τους σε καλλιεργήσιμους αγρούς.

Ακτογραφία

Το συνολικό μήκος των ακτών της Ιταλίας φτάνει περίπου τα 7.458 χλμ.

Στο βορειοδυτικό τμήμα της χώρας βρίσκεται ο Κόλπος της Γένοβας με τις ακτές Ριβιέρα ντι

Πονέντε στα δυτικά του και Ριβιέρα ντι Λεβάντε στα ανατολικά, οι οποίες έχουν τα

χαρακτηριστικά των γαλλικών ακτών. Μεταξύ αυτών και της θάλασσας της Κορσικής

απλώνεται η θάλασσα της Λιγουρίας, ενώ νοτιότερα του νησιού Έλβα η Τυρρηνική. Η

Τυρρηνική θάλασσα βρέχει διάφορες περιοχές της Ιταλικής χερσονήσου, της Κορσικής, της

Σαρδηνίας και της Σικελίας. Οι ακτές αυτές είναι αμμώδεις και στο στενό της Μεσσήνης, όπου

η θάλασσα συναντάται με το Ιόνιο πέλαγος, δημιουργούνται όμορφα τοπία. Στο νότιο τμήμα

της Ιταλίας βρίσκονται ο Κόλπος της Γκαέτα, της Νεάπολης, του Σαλέρνο, του Πολικάστρο και

ο Κόλπος του Τάραντα με τα ακρωτήρια Σάντα Μαρία ντι Λέουκα στα ανατολικά και Αλίτσε

στα δυτικά. Στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας βρίσκεται ο Κόλπος της Μανφρεντόνια, ενώ

οι ανατολικές ακτές της χώρας βρέχονται από την Αδριατική ("θάλασσα των Ιταλών").

Η μορφολογία των ακτών ποικίλλει. Το ανάγλυφο της παράκτιας περιοχής της Λιγουρίας

(Ριβιέρα ντι Πονέντε και Ριβιέρα ντι Λεβάντε), για παράδειγμα, της Καλαβρίας και του

μεγαλύτερου μέρους του περιγράμματος της Σικελίας και της Σαρδηνίας είναι υψηλό και

απότομο. Η ακτή της κοιλάδας του Πάδου, από την άλλη, που βρέχεται από την Αδριατική

θάλασσα, είναι χαμηλή με αρκετές λιμνοθάλασσες. Χαμηλές επίσης είναι οι ακτές που

περιβάλλουν το μεγαλύτερο τμήμα του Κόλπου του Τάραντα, ένα μέρος των οροπεδίων της

Απουλίας, όπως και οι ακτές της Τοσκάνης και του Λατίου, που περιβάλλονται από μια

λουρίδα άμμου, πίσω από την οποία μέχρι πρόσφατα υπήρχαν βάλτοι.

Παρά το μεγάλο μήκος των ιταλικών ακτών, τα φυσικά λιμάνια είναι πολύ λίγα. Τα πιο γνωστά

από αυτά είναι το Λα Σπέτσα, το Τάρας, το Μπρίντιζι, το Παλέρμο, το λιμάνι της Νεάπολης και

της Τεργέστης. Δυστυχώς τα φυσικά λιμάνια δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στις σύγχρονες

ανάγκες και για το λόγο αυτόν οι Ιταλοί δημιούργησαν αρκετά τεχνητά λιμάνια.

Κλίμα

Η μεγάλη έκταση της Ιταλίας, η μορφολογία και η θέση της στο κέντρο της Μεσογείου ευνοούν

την ανάπτυξη διαφορετικών κλιματολογικών συνθηκών στο βορρά και το νότο. Στο βορρά,

λόγω των Άλπεων, το κλίμα είναι ηπειρωτικό, ο χειμώνας σχετικά ψυχρός, υγρός και

ομιχλώδης. Τον Ιανουάριο στο Μιλάνο και τη Βενετία η μέση θερμοκρασία είναι 2°C. Αντίθετα,

το καλοκαίρι είναι θερμό αλλά υγρό (μέση θερμοκρασία Ιουλίου 25°C και υγρασία πάνω από

80%). Από την άλλη, στο νότο το κλίμα είναι μεσογειακό με ήπιο χειμώνα και λειψυδρία για

πολλούς μήνες, αν και μερικές φορές το νότιο τμήμα της Ιταλικής χερσονήσου υποφέρει από

ξαφνικούς ανέμους. Οι βροχοπτώσεις είναι περιορισμένες ακόμα και όταν είναι η εποχή τους.

Το ύψος της μέσης ετήσιας βροχόπτωσης ξεπερνά τα 1.000 χιλιοστόμετρα στα υψίπεδα και

φτάνει μόλις τα 750 χιλιοστόμετρα στα βαθύπεδα. Αναφέρουμε κάποιες ενδεικτικές τιμές

βροχοπτώσεων σε mm: Φλωρεντία 901, Νεάπολη 850, Μιλάνο 802, Βενετία 725, Ρώμη 657.

Διαφοροποιήσεις στη θερμοκρασία εμφανίζονται και λόγω των Απενίνων. Έτσι η Γένοβα τον

Ιανουάριο εμφανίζει μέση θερμοκρασία 8,2°C και βροχοπτώσεις διπλάσιες από αυτές του

Τορίνου και η Νεάπολη 11°C τον Ιανουάριο και γύρω στους 30°C τον Ιούλιο. Στο Παλέρμο το

χειμώνα η θερμοκρασία είναι παρόμοια με αυτή της Νεάπολης, το καλοκαίρι όμως η ζέστη

είναι μικρότερη χάρη στη θάλασσα. Η εποχή της ξηρασίας είναι έντονη το χειμώνα στα βόρεια

Page 6: Γεωραφία-Επιστήμες-Τέχνες

και το καλοκαίρι στα νότια, αλλά πουθενά τόσο έντονη όσο στα νησιά. Η Σικελία και η

Σαρδηνία παρουσιάζουν γενικά θερμότερο και ξηρότερο κλίμα από την ηπειρωτική Ιταλία. Το

χειμώνα η μέση θερμοκρασία κυμαίνεται μεταξύ 9°C και 10°C και το καλοκαίρι γύρω στους

26°C. Το ύψος των βροχοπτώσεων κατά την καλοκαιρινή περίοδο είναι μικρότερο από 25

χιλιοστόμετρα. Γενικά η θερμοκρασία στην Ιταλία κυμαίνεται από 11°C ως 19°C (13°C στην

Κοιλάδα του Πάδου, 18°C στη Σικελία και 14°C στις παράκτιες περιοχές).

Χλωρίδα - Πανίδα

Χαρακτηριστικό της Ιταλίας, όπως και κάθε μεσογειακής χώρας, είναι οι ξερές ακτές, με τα

πεύκα και τα λίγα δάση στα βουνά. Διακρίνονται τρεις ζώνες βλάστησης: α) Άλπεις, β)

Κοιλάδα του Πάδου και γ) περιοχή των Απεννίνων.

α) Στην περιοχή των Άλπεων οι βροχοπτώσεις είναι έντονες και γύρω από τις λίμνες της

Λομβαρδίας ευδοκιμούν ελιές, κυπαρίσσια, δαφνοκερασιές και φελλόδρυες. Στην ορεινή

περιοχή επικρατούν οι οξιές, η ευρωπαϊκή λάρικα και η ευθρελάτη. Στα μεγάλα υψόμετρα

εμφανίζονται ροδόδεντρα, κλήθρες, βοσκοτόπια καλυμμένα από αγρωστώδη, κυπερίδες και

αγριολούλουδα. Λίγο πιο ψηλά υπάρχουν είδη του γένους κάρεξ, νάνες ιτιές, ενώ, εκεί που

εμφανίζεται το χιόνι, επικρατούν ίριδες, βρύα, λειχήνες και πολλά ανθεκτικά φυτά.

β) Στην Κοιλάδα του Πάδου το ύψος των ετήσιων βροχοπτώσεων είναι αρκετά υψηλό. Στο

δυτικό τμήμα της φύονται λεύκες, ενώ σε ξερότερες περιοχές υπάρχουν είδη του γένους

κάρεξ. Οι ορεινές αργιλώδεις ζώνες είναι γεμάτες πευκοδάση και ρείκια. Οι όχθες των

ποταμών είναι πλούσιες σε αγρωστώδη, ενώ στις όχθες των τεναγών υπάρχουν είδη του

γένους ποταμογείτων και της οικογένειας των νυμφαιιδών. Παράλληλα ευδοκιμούν και τα

καλλιεργούμενα φυτά.

γ) Στην κεντρική Ιταλία και τα Απέννινα, όπου οι βροχοπτώσεις είναι μέτριες, υπάρχουν

βελανιδιές, ενώ στις παράκτιες περιοχές ευδοκιμούν ελαιόδεντρα, πικροδάφνες, χαρουπιές,

πεύκα και σχίνα. Στις αμμώδεις παραλίες αναπτύσσονται είδη σαλικορνίας. Στη μεσογειακή

περιοχή, και συγκεκριμένα στους πρόποδες των λόφων, απαντούν πεύκα, βελανιδιές και

θαμνώδης βλάστηση ("μακία"). Στη νότια Ιταλία, σε μεγαλύτερο υψόμετρο, ευδοκιμούν

καστανιές, λεύκες, πλάτανοι και δρυς. Οξιές, έλατα και διάφορα είδη πεύκων φυτρώνουν στην

Καλαβρία, την Πούλια και το Αμπρούτσι. Στην Καλαβρία απαντούν ακόμα ορεινοί λειμώνες με

βλάστηση που περιλαμβάνει βικίες, αγρωστίδες και άσπρους ασφοδέλους.

Στη Σικελία, το κλίμα της οποίας μοιάζει κάπως με το κλίμα της Βόρειας Αφρικής, ευδοκιμούν

εσπεριδοειδή, ελιές και αμπέλια. Το πιο γνωστό φυτό του νησιού είναι ο πάπυρος του γλυκού

νερού. Στη Σαρδηνία, από την άλλη, πολλά δάση από χαρουπόδεντρα έχουν καταστραφεί και

έχουν αντικατασταθεί από στέπες με πολύ ανθεκτικά φυτά, τα διάφορα είδη στύπας. Το ίδιο

συμβαίνει και στην πεδιάδα της Πούλια.

Ο ζωικός κόσμος της Ιταλίας έχει περιοριστεί σημαντικά από την άλογη παρέμβαση του

ανθρώπου. Οι Άλπεις φιλοξενούν ζώα που το χειμώνα πέφτουν σε χειμέρια νάρκη, όπως η

μαρμότα, και άλλα που προσαρμόζουν το χρώμα στις κλιματολογικές συνθήκες, όπως η

ερμίνα και η ορεινή πέρδικα. Στο όρος Γκραν Παραντίζο επιβιώνουν αίγαγροι και στις

κεντρικές και ανατολικές Άλπεις αγριόγιδα και ζαρκάδια αντίστοιχα. Στις ίδιες περιοχές ζούσαν

ο λυγξ και η ερμίνα, τα οποία σήμερα είναι υπό εξαφάνιση. Από την κατηγορία των πτηνών

συναντάμε το λυροπετεινό, το χρυσαετό και σπανιότερα τον αγριόκουκο, από την κατηγορία

των ερπετών διάφορα είδη οχιάς και από τα αμφίβια τη σαλαμάνδρα και τον τρίτωνα. Τα ίδια

είδη ζώων αλλά και λύκοι και αλεπούδες απαντούν και σε άλλες ψηλές ορεινές περιοχές. Ο

ζωικός κόσμος της Σαρδηνίας περιλαμβάνει ελάφια, πρόβατα, μουφλόν και αγριόχοιρους. Στο

Page 7: Γεωραφία-Επιστήμες-Τέχνες

θαλάσσιο κόσμο υπάρχουν συνηθισμένα είδη ψαριών (μπαρμπούνια, συναγρίδες), αλλά πιο

νότια συναντάμε καρχαρίες, σελάχια, τόνους και ξιφίες. Στους βράχους των ακτών απαντούν

σπόγγοι και κόκκινα κοράλλια.

Η πολιτιστική πρόοδος της Ιταλίας έχει επιδείξει πολλούς λαμπρούς επιστήμονες, στους

οποίους έχουν απονεμηθεί αρκετά βραβεία. Μέχρι το 1992 βραβεύτηκαν με το Νόμπελ οι:

Καμηλό Γκολτζή (1906) και ο Ντανιέλ Μπόγε (1957) στη Φυσιολογία και την Ιατρική, Τζούλια

Βατά (1963) στη Χημεία, Γουλιέλμος Μαρόνι (1909) και Ένδικο Φέρμι (1938) στη Φυσική,

Τζιόσουε Καρντούτσι (1906), Γκράτσια Ντελέντα (1906), Λουίτζι Πιραντέλο (1867-1936),

Σαλβατόρε Κουαζίμοντο (1959) στη Λογοτεχνία και Ερνέστο Μονέτα (1907) για τη συμβολή

του σε ειρηνευτικές διαδικασίες.

Λογοτεχνία

Μέχρι το 13ο αιώνα η ιταλική φιλολογία εκφραζόταν με τη λατινική γλώσσα, η οποία στη

συνέχεια αντικαταστάθηκε από τις ποικίλες διαλέκτους, συμπεριλαμβανομένης και της

τοσκανικής. Η δημώδης γλώσσα πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία με τα έργα του Ντάντε

Αλιγκέρι (Δάντης), γνωστού από το περίφημο έργο του "Θεία Κωμωδία", που αποτέλεσε

σταθμό για την παγκόσμια λογοτεχνία. Της ίδιας εποχής είναι και το έργο του άγιου

Φραγκίσκου της Ασσίζης "Άσμα των πλασμάτων", το οποίο γράφτηκε στην ουμβρική

διάλεκτο. Το έργο του Δάντη συνεχίστηκε από τον Φραντσέσκο Πετράρκα (1304-1374), τα

έργα του οποίου είναι εμπνευσμένα από τον έρωτά του για τη Λάουρα, και από τον Τζοβάνι

Μποκάκιο ή Βοκάκιο (1313-1375), με το σημαντικό έργο του "Δεκαήμερο". Ο Δάντης και ο

Βοκάκιος θεωρούνται πρόδρομοι του ευρωπαϊκού ουμανισμού.

Το 14ο και 15ο αιώνα, την εποχή της Αναγέννησης, παρουσιάστηκαν νέες πνευματικές

ανησυχίες και λογοτεχνικά ρεύματα, με κυριότερους εκφραστές τους Λορέντσο Βάλα (1404-

1457), Τζοβάνι Ποντάνο (1426-1503), Λαυρέντιο των Μεδίκων (1419-1452), Μαρσίλε Φιτσίν,

μεταφραστή του Πλάτωνα, Πίκο ντε λα Μιράντολα, Λεόν Μπατίστα Αλμπέρτι, θεωρητικό της

τέχνης, Φλάβιο Μπιόντο κ.ά.

Ο 17ος αιώνας σημαδεύτηκε από την παρακμή στο χώρο της λογοτεχνίας. Το 18ο και 19ο

αιώνα μαζί με τις ξενικές επιδράσεις παρατηρούνται και αντιφατικές τάσεις και στη λογοτεχνία.

Οι πιο γνωστοί εκπρόσωποι της εποχής είναι ο κωμωδιογράφος Κάρλο Γκολντόνι (1707-

1793), ο ποιητής Βιτόριο Αλφιέρι (1749-1803), οι εκπρόσωποι του ρομαντισμού Ούγκο

Φόσκολο (1778-1827), Αλεσάντρο Μαντσόνι (1785-1873), Τζάκομο Λεοπάρντι (1798-1837),

Τζουζέπε Ματσίνι (1805-1872), Φραντσέσκο ντε Σάνκτις (1817-1883), Τζιόσουε Καρντούτσι

(1835-1907), Ρενάτο Φουτσίνι (1843-1921), Γκαμπριέλε ντ` Ανούντσιο (1863-1938) και ο

θεατρικός συγγραφέας Λουίτζι Πιραντέλο (1867-1936). Στις αρχές του 20ού αιώνα

εμφανίζονται οι Γκράστια Ντελέντα (1875-1936), Εουτζένιο Μοντάλε (1896-1981), Σαλβατόρε

Κουαζίμοντο (1901-1968), Αλμπέρτο Μοράβια (1907-1990) και ο Ουμπέρτο Έκο (1932), που

έγινε ιδιαίτερα γνωστός από τα έργα "Το όνομα του Ρόδου" και "Το εκκρεμές του Φουκό".

Καλές τέχνες

Στην Ιταλία σώζονται σημαντικά προϊστορικά, πρωτοϊστορικά και ιστορικά δείγματα

καλλιτεχνικής δημιουργίας. Έργα πολιτισμών άγνωστης καταγωγής βρίσκονται

διασκορπισμένα στις βόρειες περιοχές της χερσονήσου και στα νησιά. Στο πολιτιστικό αυτό

κράμα προστέθηκαν τον 8ο αιώνα ο ετρουσκικός και ελληνικός πολιτισμός και αργότερα ο

ρωμαϊκός παράγοντας απαράμιλλους καλλιτεχνικούς θησαυρούς.

Ζωγραφική

Page 8: Γεωραφία-Επιστήμες-Τέχνες

Μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα οι ζωγράφοι εμπνέονταν τα θέματά τους από θρησκευτικά,

μυθολογικά, αλληγορικά ή μερικές φορές ιστορικά θέματα και δημιουργούσαν μνημειώδη

έργα. Βασική τους τεχνική ήταν η νωπογραφία (φρέσκο) σε μεγάλες επιφάνειες, με εξαίρεση

τη Βενετία, όπου λόγω των κλιματολογικών συνθηκών χρησιμοποιούσαν το μουσαμά. Σε

άλλες περιοχές ο μουσαμάς και το ξύλο χρησιμοποιήθηκαν για δημιουργήματα σε μικρότερες

επιφάνειες. Στη Βενετία, Φλωρεντία, Ρώμη και Σικελία οι ζωγράφοι δούλευαν και με μωσαϊκό.

Πηγές έμπνευσής τους ήταν ο άνθρωπος και η φύση. Κάποιοι παρουσίασαν τον άνθρωπο

μέσα σε έναν κόσμο ιδανικό, μερικοί τον αντιμετώπισαν ως προσωπικότητα και

καλλιτέχνησαν προσωπογραφίες του, ενώ άλλοι στράφηκαν στην τοπιογραφία και τη νεκρή

φύση, την οποία απέδωσαν περισσότερο σε κομμάτια ενταγμένα σε ευρύτερες συνθέσεις

παρά σε αυτοτελείς πίνακες. Οι σπουδαιότεροι αντιπρόσωποι της τέχνης είναι ο Τσένι ντι

Πέπο ή Τσιμάμπουε (περίπου 1240-1302), ο Τζιότι ντι Μποντόνε ή Τζιότο (1267-1336), ο

Αμπρότζιο Λορεντζέτι (πέθανε το 1348), ο Σιμόνε Μαρτίνι (1284-1344), ο Τζοβάνι ντα Φιεζόλε

ή Φρα Αντζέλικο (περίπου 1387-1455), ο Αντόνιο Πιζάνο ή Πιζανέλο (1400-1456), ο Πάολο

ντι Ντόνο ή Πάολο Ουτσέλο (1397-1475), ο Πιέρο ντε λα Φραντσέσκα (1416-1492), ο Αντρέα

Μαντένια (1431-1506), ο Αντονέλο ντα Μεσίνα (1430-1479), ο Τζοβάνι Μπελίνι (1430-1516),

ο Σάντρο Μποτιτσέλι (1445-1510), ο Λεονάρντο ντα Βίντσι (1457-1519), ο Μικελάντζελο

Μπουοναρότι ή Μιχαήλ Άγγελος (1475-1564), ο Τζιόρτζιο ντα Καστελφράνκο ή Τζιορτζιόνε

(1478-1511), ο Ραφαέλο Σάντσιο ή Ραφαήλ (1483-1520), ο Βιτόρε Καρπάτσιο (πέθανε το

1526), ο Τιτσιάνο Βετσέλι (1488-1576), ο Τζιάκοπο Καρούτσι ή Τζιάκοπο Ποντόρμο (1494-

1588), ο Ανιόλο ντι Κόζιμο ή Ιλ Μπροντσίνο (1503-1572), ο Τζιάκοπο Ρομπούστι ή Τιντορέτο

(1518-1594), ο Πάολο Κάλιαρι ή Βερονέζε (1530-1588), ο Μικελάντζελο Μέριζι ή Καραβάτζιο

(1569-1609, ο Τζουζέπε Μαρία Κρέσπι (1665-1747), ο Τζάκομο Τσερούτι (α΄ μισό 18ου

αιώνα) κ.ά.

Γραφικές τέχνες

Πολλοί καλλιτέχνες είναι περισσότερο γνωστοί από τα σχέδιά τους παρά από τους πίνακές

τους. Ο Πιζανέλο και ο Γιάκοπο Μπελίνι, όπως και αρκετοί άλλοι, προσχεδίαζαν τους πίνακές

τους επάνω σε χαρτί με ασημένιες ακίδες, πένες, μολύβια ή με "λαβί". Άλλοι πάλι κατέγραψαν

στην περγαμηνή ή το χαρτί τα μυστικά της μεγαλοφυΐας τους. Το σχέδιο δηλαδή υπήρξε

βοηθητικό στοιχείο της ζωγραφικής.

Η χαρακτική στην Ιταλία προήλθε από τη μέθοδο διακόσμησης αργυρών αντικειμένων με

νιέλο και άκμασε κατά την περίοδο της πρώτης Αναγέννησης, με κυριότερους εκπροσώπους

τον Μάζο Φινιγκουέρα (1426-1464), τον Αντόνιο ντελ Πολαϊόλο και τον Μαντένια. Το 17ο

αιώνα έχουμε τους χαράκτες Ζακ Καλό και Στέφανο Μπέλα, αλλά ο αιώνας της ιταλικής

χαρακτικής είναι ο 16ος με τους χαλκογράφους Τιέπολο και Πιρανέζι.

Γλυπτική

Η ιταλική γλυπτική συνυπήρξε με την αρχιτεκτονική και αποτέλεσε ιδιαίτερη γλώσσα

έκφρασης των ιδεών των καλλιτεχνών. Χρησιμοποιώντας ως υλικό τον ψημένο, φυσικό ή

σμαλτωμένο πηλό (τερακότα) και διάφορα ευγενή υλικά, όπως μάρμαρο και μπρούντζο, οι

Ιταλοί γλύπτες κατασκεύασαν περίοπτα γλυπτά προσπαθώντας να καθιερώσουν την

υπεροχή της ανθρώπινης μορφής πάνω στα διακοσμητικά μοτίβα. Ανάμεσα στα γλυπτά

μνημεία που αποτελούν το επίκεντρο του διακόσμου στις πλατείες είναι οι γοτθικές,

αναγεννησιακές και μπαρόκ κρήνες. Ενδεικτικά, σπουδαίοι γλύπτες είναι οι Νικολά (1220-

1287) και Τζοβάνι Πιζάνο (1245-1314), ο Μπενβενούτο Τσελίνι (1500-1571), ο Αντόνιο

Κανόβα (1757-1822), πρωτεργάτης του νεοκλασικισμού, ο Τζιαν Λορέντσο Μπερνίνι (1598-

1680) κ.ά.

Page 9: Γεωραφία-Επιστήμες-Τέχνες

Αρχιτεκτονική

Οι κυριότερες τάσεις που επικράτησαν αρχικά στην αρχιτεκτονική ήταν δύο. Η πρώτη

εμφανίστηκε στην Τοσκάνη με τους Μπρουνελέσκι, Αλμπέρτι και Ροσελίνο και έδειχνε

μεγαλύτερο ενδιαφέρον στη δομή του χώρου, στις σχέσεις των όγκων και στη γεωμετρική

οργάνωση. Η δεύτερη ασχολήθηκε περισσότερο με τη ζωντάνια των επιφανειών, το διάκοσμο

και εκφράστηκε στη βόρεια Ιταλία με τον Τζοβάνι Αντόνιο Αμαντέο και τους Πιέτρο και Τούλιο

Λομπάρντο, ενώ το αντίθετο συνέβη κατά τη ρωμανική εποχή. Η τεχνοτροπία του μπαρόκ

που ακολούθησε δε φαίνεται να τάχθηκε με τη μια ή την άλλη τάση.

Οι αρχιτέκτονες επιδόθηκαν πάνω από όλα στην οργάνωση των αστικών κέντρων

ανεγείροντας δημόσια κτίρια, μέγαρα (παλάτσο), κάστρα, φτιάχνοντας πλατείες (πιάτσα),

χαράσσοντας δρόμους. Τα σπίτια μπορεί να έχουν τη μορφή μιας απλούστατης κατοικίας ή

ενός πολυτελούς μεγάρου (έπαυλη). Οι κήποι των οικιών χαρακτηρίζονται για τη φανταστική

διάταξη των κανονικών στοιχείων και για τη σημαντική θέση που κατέχουν σε αυτούς τα έργα

αρχιτεκτονικής και γλυπτικής. Την εποχή της Αναγέννησης εμφανίστηκε ο Φίλιππο

Μπρουνελέσκι, ο οποίος κατασκεύασε τον περίφημο τρούλο της μητρόπολης της Φλωρεντίας

(1434) και την εκκλησία του Σαν Λορέντσο, ο Μικελότσο κ.α.

Μουσική

Η Ιταλία είναι η πατρίδα της ευρωπαϊκής μουσικής, η εστία από όπου άντλησαν πολλοί τα

πρότυπά τους. Η πολιτική οργάνωση του κράτους έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ύπαρξη

προστατών της μουσικής και στην καλλιέργεια των δεξιοτεχνιών, της θεωρητικής έρευνας, της

δημιουργικότητας και της καλλιτεχνικής άμιλλας.

Γεωγραφικά, ανάλογα με τις ξένες επιδράσεις και τις διαμορφωμένες μουσικές της

παραδόσεις, η χώρα μπορεί να χωριστεί σε τέσσερις περιοχές: τη βόρεια, τη νότια, την

κεντρική και τη Σαρδηνία. Ο βιομηχανοποιημένος βορράς επηρεασμένος, κυρίως από τη

γαλλική, προβηγκιανή και καταλανική παράδοση, παρουσιάζει περισσότερα τραγούδια που

τραγουδιούνται από έναν τραγουδιστή (solo). Τα solo διακρίνονται σε αφηγηματικά, όπως

είναι οι μπαλάντες, και σε λυρικά τραγούδια, γνωστά ως "βιλότε".

Οι φόρμες τραγουδιών που ακούγονται στη νότια Ιταλία φαίνονται να είναι επηρεασμένες από

την ανατολίτικη και αφρικανική παράδοση και θεωρούνται πολύ παλιότερες από αυτές της

βόρειας. Σ` αυτές τις περιοχές οι κάτοικοι τραγουδούν επίσης αφηγηματικά και λυρικά

τραγούδια και σε ορισμένες περιοχές μακρόσυρτες μπαλάντες (στόρια), ενώ χορεύεται και ο

χορός ταραντέλα.

Στην κεντρική Ιταλία ακούγονται τραγούδια που ανήκουν και στις δύο προαναφερόμενες

παραδόσεις. Υπάρχουν μπαλάντες με θέματα θαλασσινά, στόρια, μπαλάντες ή στόρια πάνω

σε στίχους ποιητών (μάτζιο), στορνέλο και στραμπότο, σύντομα δηλαδή λυρικά είδη.

Στη Σαρδηνία απαντάται αρκετά συχνά ποίηση τραγουδισμένη σε μούτο και μουτέτο, ενώ

χορεύονται η άρτζια στη Σαρδηνία και η ταράντα στην Καλαβρία.

Διασημότεροι εκφραστές της ιταλικής μουσικής είναι ο Αντόνιο Σαλιέρι (1750-1825), ο Νικολό

Παγκανίνι (1782-1840), ο Τζοακίνο Ροσίνι (1792-1868), ο Γκαετάνο Ντονιτζέτι (1797-1848), ο

Βιντσέντσο Μπελίνι (1801-1835), ο Τζιουζέπε Βέρντι (1813-1901) και ο Τζιάκομο Πουτσίνι

(1858-1924).

Τα σημαντικότερα όργανα λαϊκής μουσικής είναι το ντέφι και η γκάιντα στη βορειοανατολική

Ιταλία και το οργανέτο (είδος ακορντεόν) στην κεντρική. Στη Σικελία χρησιμοποιούνται οι

καστανιέτες, στη Σαρδηνία τα τρίγωνα και στη νότια Ιταλία τα "τριβόμενα" τύμπανα. Στη

Page 10: Γεωραφία-Επιστήμες-Τέχνες

Σαρδηνία χρησιμοποιούν επίσης τα λαουνέντας, που αποτελούνται από ζουρνάδες χωρίς

αεροθάλαμο και είναι από τα λίγα διεθνή όργανα. Σε ολόκληρη την Ιταλία χρησιμοποιούνται

φλάουτα, κλαρινέτα, φλογέρες, βιολιά, λαούτα, κιθάρες και ακορντεόν.

Χορός

Το μπαλέτο γεννήθηκε την εποχή της Αναγέννησης και διδάχτηκε για πρώτη φορά στα τέλη

του 14ου και στις αρχές του 15ου αιώνα από τους Ντομένικο ντι Πιατσέντσα, Γουλιέλμο

Εμπρέο, Αντόνιο Κορνατσάνο κ.ά. Γρήγορα επηρέασε τους Γάλλους καλλιτέχνες. Το 18ο

αιώνα, ο Γκασπάρο Αντζολίνι δοξάζει παγκόσμια τη χώρα του ως χορευτής και χορογράφος.

Άλλοι διάσημοι χορευτές είναι ο Γκαετάν Βέστρις (1729-1808) και ο γιος του Αύγουστος

(1760-1842), η Μαρία Ταλιόνι (1804-1884), η Βιρτζίνια Τσούκι (1847-1930), η Κάρλα Φράτσι

κ.ά. Επιφανείς δάσκαλοι μπαλέτου είναι ο Κάρλο Μπλάζις (1795-1878) και ο Ενρίκο Τσεκέτι

(1850-1928). Το πιο φημισμένο συγκρότημα μπαλέτου είναι της Σκάλας του Μιλάνου.

Θέατρο

Στα τέλη του 15ου και στις αρχές του 16ου αιώνα οι ηγεμόνες της Ιταλίας οργάνωναν

θεατρικές παραστάσεις κλασικών έργων και άλλες με μυθολογικά θέματα. Το βουκολικό είδος

εγκαινιάστηκε με το έργο του Πολιτσιάνο "Μύθος του Ορφέα" και γνώρισε τεράστια επιτυχία

με την "Αμίντα" του Τάσο και τον "Πιστό βοσκό" του Γκουαρίνι. Το 16ο αιώνα οι τραγωδίες "Η

Σοφονίσβη" (1515) του Τρισίνο και "Ροσμούντα" (1515) του Ρουτσελάι έχουν ιστορική αξία,

καθώς οι δημιουργοί διατυπώνουν σ` αυτές κανόνες που θα αποτελέσουν τη βάση της

ευρωπαϊκής θεατρικής ποιητικής τέχνης ως την εποχή του ρομαντισμού.

Μεγάλη άνθηση παρατηρείται στο χώρο της κωμωδίας. Τα πιο αντιπροσωπευτικά ονόματα

του χώρου είναι ο Αρετίνο, ο Γκρατσίνι και ο Αριόστο. Αρχικά οι θεατρικοί συγγραφείς

αντλούσαν τα θέματά τους από τον Πλαύτο, αλλά στη συνέχεια εμπνεύστηκαν και από το

μυθιστόρημα. Αντιπροσωπευτικότερο έργο του 15ου αιώνα είναι "Ο Μανδραγόρας" του

Μακιαβέλι. Παράλληλα όμως υπάρχουν και οι κωμωδιογράφοι που αντλούν τις εμπνεύσεις

τους από τον κόσμο της υπαίθρου και εκφράζουν τις χαρές και τις λύπες του.

Κατά τα μέσα του 16ου αιώνα εμφανίστηκαν οι πρώτοι θίασοι επαγγελματιών ηθοποιών, οι

οποίοι βλέποντας ότι το κοινό δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τη γλώσσα που

χρησιμοποιούσαν, υιοθέτησαν τις διαλέκτους των επαρχιών όπου περιόδευαν και άλλαξαν το

πρόγραμμά τους αυτοσχεδιάζοντας. Έτσι γεννήθηκε η "Κομέντια ντε λ` άρτε". Την τεχνική

αυτού του είδους χρησιμοποίησαν διάσημοι θεατρικοί συγγραφείς, όπως ο Σαίξπηρ, ο

Μολιέρος, ο Λόπε ντε Βέγκα κ.ά.

Στις αρχές του 20ού αιώνα εμφανίστηκε το "γκροτέσκο" θέατρο των Κιαρέλι, Ρόσο ντι Σαν

Σεκόντο και Αντονέλι. Την ίδια περίοδο παρουσιάζεται και το πρωτότυπο θέατρο του

Πιραντέλο, το οποίο στρέφεται στη βαθύτερη ανάλυση της προσωπικότητας ενός ανθρώπου,

και επηρεάζει τόσο τον Ούγκο Μπετ όσο και τον Εντουάρντο ντε Φίλιπο. Το 1904 ιδρύθηκε το

θέατρο "Argentina" στη Ρώμη και το 1913 το θέατρο "Manzoni" στο Μιλάνο. Το "Convegno"

του Μιλάνου ανέβαζε συνήθως έργα ξένων συγγραφέων. Μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο

ιδρύθηκαν και άλλα μικρότερα θέατρα, κάποια από τα οποία απέκτησαν παγκόσμια φήμη,

όπως το "Piccolo Teatro" του Μιλάνου.

Κινηματογράφος

Ο κινηματογράφος κάνει για πρώτη φορά την εμφάνισή του στις 29 Μαρτίου 1896, όταν ο

φωτογράφος Βιτόριο Καλτσίνα παρουσίασε το κινηματογραφικό μηχάνημα των αδελφών

Λυμιέρ. Ακολουθούν γυρίσματα ταινιών των Λυμιέρ και η παρουσίαση ενός άλλου

μηχανήματος, αντίγραφο του μηχανήματος των Λυμιέρ, από τον Πακιόνι. Την περίοδο 1896-

Page 11: Γεωραφία-Επιστήμες-Τέχνες

1905 τα έργα πρόβαλλαν σκηνές από τη σύγχρονη καθημερινή πραγματικότητα, αλλά από το

1905 και μετά αρχίζει η παραγωγή ταινιών μέσα στα στούντιο. Από τις πρώτες

κινηματογραφικές εταιρείες είναι αυτή των Αλμπερίνι και Σαντόνι (1905) που το 1906

μετονομάστηκε "Cines". Το 1905 ιδρύθηκαν οι εταιρείες Αμπρόζιο και Σία και Ρόσι και Σία.

Άλλες από αυτές κατόρθωσαν να σταθούν επάξια στο χώρο, ενώ κάποιες διαλύθηκαν λόγω

οικονομικών δυσχερειών. Λίγο πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο ο αριθμός των εταιρειών

έφτανε τις 50 (Μιλάνο Φιλμ, Φιλμ Ντ` Άρτε Ιταλιάνα, Μοργκάνα Φιλμ κτλ.) και των αιθουσών

τις 500. Αρχικά η ιταλική κινηματογραφική παραγωγή εξαρτιόταν από τον αμερικανικό

κινηματογράφο, αλλά από το 1908 και έπειτα κατέκτησε την αμερικανική αγορά. Τα θέματα

τότε ήταν παρμένα από την αρχαιότητα και δινόταν μεγαλύτερη έμφαση στο θέαμα:

"Τελευταίες ημέρες της Πομπηίας" (1913), "Κβο Βάντις;" (1912). Σταθμό στην ιστορία του

κινηματογράφου αποτελεί το έργο "Καμπίρια" (1913), λόγω του ασυνήθιστου μήκους του και

των νέων τεχνικών επιτευγμάτων που χρησιμοποιήθηκαν.

Ακολουθούν οι ταινίες "Χριστός" (1914), "Φαμπιόλα" (1917) κ.ά. Το έργο όμως "Η αγάπη μου

δεν πεθαίνει" του Καζερίνι και η επιτυχία της Λίντα Μπορέλι επηρέασε την παραγωγή, η

οποία έδωσε μεγάλη έμφαση στα ηδυπαθή σώματα των Σοάβα Γκαλόνε, Ντιάνα Καρένε,

Λέντα Γκις, Μαρία Τζακομπίνι, Φραντσέσκα Μπερτίνι, Εσπέρια, Πίνα Μενικέλι και Λίντα

Μπορέλι. Από την εποχή αυτή και έπειτα οι παραγωγοί χρησιμοποιούν κάθε είδους

ηθοποιούς γυρίζοντας ποικίλα έργα. Το 1915 ο Γκιόνε σκηνοθέτησε την ταινία "Συμμορία των

αριθμών" και το 1918 τους "Γκρίζους ποντικούς", έργα που περιέχουν τα πρώτα δείγματα του

μετέπειτα νεορεαλισμού.

Οικονομικοί λόγοι οδηγούν την Ιταλική Κινηματογραφική Εταιρεία σε κλείσιμο το 1923,

φέρνοντας ταυτόχρονα το τέλος στην κινηματογραφική παραγωγή. Το μόνο είδος που

διατηρήθηκε ήταν κάποιες ιστορικές ταινίες, όπως "Μεσαλίνα" (1923), "Κβο Βάντις;" (1924),

"Οι τελευταίες ημέρες της Πομπηίας" (1936).

Η αναβίωση του ιταλικού κινηματογράφου ξεκινά τη δεκαετία του 1930 για να κορυφωθεί το

1942 με την παρουσίαση μιας σειράς κωμωδιών, κοσμικών μελοδραμάτων, μουσικών και

ιστορικών έργων, περιπετειών και "σοφιστικέ": "Seconda B" (1934) και "Το ηρωικό ιππικό"

(1936) του Αλεσαντρίνι, "Ετόρε Φιεραμόσκα" (1938), "Μια περιπέτεια του Σαλβατόρ Ρόζα"

(1940) του Μπλαζέτι, όπως και τα έργα "Τι αγενείς που είναι οι άντρες" (1932), "Θα σε αγαπώ

πάντα" (1933) και "Μια ρομαντική περιπέτεια" (1940) του Καμερίνι.

Στις αρχές του 1940 κάνουν την εμφάνισή τους δύο ρεύματα, αυτό της φυγής από την

πραγματικότητα, με γνωστότερους εκφραστές τους Ποτζιόλι, Σολντάτι, Καστελάνι, Κιαρίνι,

Λατουάντα, και το ρεύμα προς το συγκεκριμένο. Τότε ακριβώς εμφανίζεται και ο

νεορεαλισμός: "Τέσσερα βήματα στα σύνεφα" (1942) του Μπλαζέτι, "Σισινιόρα" (1942) του

Ποτζιόλι, "Τα παιδιά μας μάς κοιτάζουν" (1943) του Ντε Σίκα και το "Οσεσιόνε" (1942) του

Βισκόντι.

Η "σχολή" όμως του ιταλικού νεορεαλισμού εμφανίστηκε επίσημα το 1945 με το έργο "Ρώμη

ανοχύρωτη πόλη" του Ρομπέρτο Ροσελίνι. Οι δημιουργοί ασχολούνται με την

πραγματικότητα, το παρόν και το πρόσφατο παρελθόν του πολέμου και της Αντίστασης. Η

ρήξη με την εξουσία ήταν αναμενόμενη και έτσι η "σχολή" του νεορεαλισμού εξαφανίστηκε

στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Οι κυριότεροι εκφραστές αυτής της σχολής ήταν οι

Ροσελίνι, Ντε Σίκα, Βισκόντι και Ντε Σάντις. Ο Ροσελίνι με τα έργα του "Ρώμη ανοχύρωτη

πόλη", "Παϊζά" (1946) και "Γερμανία, έτος μηδέν" (1948), παρουσιάζει μια δυναμική Ιταλία και

μια καταπονημένη υλικά και ηθικά Γερμανία. Ο Ντε Σίκα με τη σειρά του δίνει την εικόνα της

χώρας μετά το τέλος του πολέμου "Σούσια" (1946), "Ο κλέφτης των ποδηλάτων" (1948),

Page 12: Γεωραφία-Επιστήμες-Τέχνες

"Θαύμα στο Μιλάνο" (1950), "Ουμπέρτο Ντε" (1951), ενώ ο Βισκόντι προβάλλει μόνο μία

ταινία "Η γη τρέμει" (1948). Ο Ντε Σάντις τέλος παρουσιάζει το λαό και τις μελλοντικές

διεκδικήσεις του: "Η μητέρα μου η γη" (1947), "Πόθοι στους βάλτους" (1948), "Ματωμένο

Πάσχα" (1949), "Ρώμη, ώρα 11" (1952). Άλλοι αξιόλογοι δημιουργοί της εποχής είναι ο Α.

Λατουάντα "Η κοινωνία με έκανε εγκληματία" 1946, "Η πόλη των οργίων" (1948), ο Π. Τζέρμι

"Ο μάρτυρας" (1949), "Δύο πεντάρες ελπίδα" (1952), ο Βέργκανο "Ο ήλιος ανατέλλει ακόμα"

(1946), ο Καστελάνι "Κάτω από τον ήλιο της Ρώμης" (1948), "Άνοιξη" (1949) και άλλοι.

Το τέλος του νεορεαλισμού ήρθε στις αρχές του 1950. Οι δημιουργοί στρέφονται πλέον στο

μελόδραμα και την κωμωδία ηθών, χωρίς όμως να απομακρύνονται από την πραγματικότητα

στην οποία τους καθοδήγησε το ρεύμα. Χαρακτηριστικά έργα της εποχής είναι "Μια Κυριακή

του Αυγούστου" του Έμερ (1950), "Κλέφτες και αστυνόμοι" των Στένο και Μονιτσέλι (1951),

"Φτωχοί αλλά ωραίοι" του Ντίνο Ρίζι (1956), "Ο κλέψας του κλέψαντος" του Μονιτσέλι (1958)

κ.ά.

Από το 1955 ως το 1958 εμφανίστηκε μια σειρά από βεντέτες, όπως η Σοφία Λόρεν, η

Λολομπρίτζιντα κ.ά. Την ίδια εποχή παρουσιάστηκαν στο προσκήνιο ο Αντονιόνι και ο Φελίνι

με τα έργα "Χρονικό ενός έρωτα" (1950) και "Τα φώτα του βαριετέ" (1951) αντίστοιχα.

Τη δεκαετία του 1960 η παραγωγή εμπλουτίζεται με τις ταινίες "Ο στρατηγός Ντέλα Ρόβερε"

του Ροσελίνι (1959), "Η γλυκιά ζωή" του Φελίνι (1959), "Η περιπέτεια" του Αντονιόνι (1960),

"Το ημερολόγιο ενός αμαρτωλού" του Τσουρλίνι (1962) κ.ά. Το 1964 ο Σκόλα προβάλλει το

πρώτο του έργο και ένα χρόνο αργότερα ο Μπελόκιο "Τα χέρια στις τσέπες".

Τη δεκαετία του 1980 ο ιταλικός κινηματογράφος πέφτει σε παρακμή. Από τότε ο αριθμός των

εισιτηρίων μειώνεται σταδιακά, αλλά και η παραγωγή εμφανίζει μια πτώση κατά 50%.

Βασικότερη αιτία γι` αυτό το φαινόμενο είναι η καθημερινή προβολή κινηματογραφικών

ταινιών από τα, ιδιωτικά κυρίως, τηλεοπτικά κανάλια. Για να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο οι

Ιταλοί παραγωγοί στράφηκαν στο γύρισμα ελαφρών πορνοταινιών και μέτριων κωμωδιών,

αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Μόνο τα κρατικά κανάλια εμφάνισαν κάποιες ποιοτικές παραγωγές,

όπως "Και το πλοίο φεύγει" (1984), "Τζίντζερ και Φρεντ" (1986), "Η συνέντευξη" (1987), όλα

δημιουργήματα του Φελίνι, "Η τραγωδία ενός γελοίου ανθρώπου" (1981) του Μπερτολούτσι

κ.ά. Ορισμένοι σκηνοθέτες που δεν μπόρεσαν να υλοποιήσουν τα σχέδιά τους στην Ιταλία

στράφηκαν στις διεθνείς παραγωγές, όπως ο Μπερτολούτσι με το έργο του "Ο τελευταίος

αυτοκράτορας" (1987) και οι αδερφοί Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι με το έργο "Καλημέρα

Βαβυλωνία" (1987).

Μνημεία - Αξιοθέατα

Όταν ταξιδεύεις στην Ιταλία, πραγματικά δεν ξέρεις τι να πρωτοθαυμάσεις. Ξεκινώντας από το

βορρά η βυζαντινή Ραβένα, η μεσαιωνική Μπολόνια, η μυστικιστική Ασίζη, η Βενετία με τα

περίφημα κανάλια της, η Περούτζια, η Πάδοβα και πολλές άλλες πόλεις σε γοητεύουν με τη

μοναδική τους ομορφιά. Κάποιες από αυτές διαθέτουν όμορφα κτίρια, όπως οι βίλες της

Μπρέντα, το μπαρόκ μέγαρο Στούπινγκι, το μοναστήρι της Παβίας, άλλες έχουν καλή

ρυμοτομία ή σημαντικά μνημεία, όπως το "Ντουόμο" του Μιλάνου, ο καθεδρικός ναός του

Ορβιέτο, το Δουκικό Παλάτι της Μάντουας, το ξύλινο θέατρο της Βιτσέντσα, οι αρένες της

Βερόνας.

Ωστόσο μεγάλο τουριστικό ενδιαφέρον επικεντρώνουν και οι οροσειρές των Άλπεων και των

Απένινων. Απέναντι στο βίαιο τοπίο των Δολιμιτικών Άλπεων έρχεται η ρομαντικότητα των

μεγάλων λιμνών και τα ήπια τοπία της Ουμβρίας και της Τοσκάνης που υπήρξαν πηγές

έμπνευσης για πολλούς ζωγράφους.

Page 13: Γεωραφία-Επιστήμες-Τέχνες

Αλλά και η Νότια Ιταλία διαθέτει αρκετά τουριστικά μνημεία και αξιοθέατα. Οι μεγάλοι

καθεδρικοί ναοί της Απουλίας, οι υπόγειες εκκλησίες της Μασάφρα ή της Ματέρα με τις

βυζαντινές τοιχογραφίες τους είναι μερικά από τα πιο ονομαστά κτίρια της Νότιας Ιταλίας. Σ`

αυτά προστίθενται η μαγευτική Πομπηία, η μαβιά θάλασσα της καλαβρέζικης Ριβιέρα, η ακτή

του Αμάλφι, η Αίτνα και οι ιστορικές Συρακούσες.

Πολλές ιταλικές πόλεις φημίζονται για τα αρχαία μνημεία τους, τα θέατρα, τις διάσημες

βιβλιοθήκες, τα εθνικά μουσεία και τις πινακοθήκες, όπου παρουσιάζονται έργα μοντέρνας

τέχνης, ενώ στο Βατικανό βρίσκονται αρκετά μουσεία με πλούσιες συλλογές.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

http://www.livepedia.gr/index.php?title=%CE%99%CF%84%CE%B1%CE%BB%CE%AF%CE%B1_%CE%BA%CF%81%CE%AC%CF%84%CE%BF%CF%82