ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες · 2018. 3. 26. · ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες •...
Transcript of ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες · 2018. 3. 26. · ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες •...
ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες• ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ, ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΥ · Αριθμός φύλλου 7-8 Δρχ. 100 'Ιούλιος-Αύγουστος 1982
Θέατρο κίνημα τογρά φος
Όκτάβιο Πάζ:Άποδέτω τίς ελπίδες
μου στους περιθώρια κούς... στους
εξό ρ ισ το υ ς40 χρόνια άπό τό θάνατό του
Ό Ρ. Φιλύρας κ α ί ό πη γα ίο ς λυρισμός
(κι ένα άνέκδοτο αύτοβιογραφικόκείμενό του)
τού Κώστα
Στεργιόπουλου
ΡόζαΛούξεμπουργκ
Γράμμα άπό τή φυλακή
Λουκάς Κούσουλας
Ο έξορκισμός τής ποίησης
Γιάννης Τσαρούχης,
Γιά μιά περιφρόνηση τής ιδιοκτησίας
• · *Ρέημοντ Ούίλιαμς
5Ένταξη καί στράτευση
Ημερολόγιοτων
Μεγάλων Στρατ. Γυμνασίων τον έτους 1912
υπόΧαραλ. Π. Παυλοπούλου
ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΚΧΝΕΣ 2 ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ
Γ Ρ Α Μ Μ Α Τ Α Κ Α Ι Τ Ε Χ Ν Ε ΣΜ η νια ία Έ π ιθ ίώ ρ η σ η Τ έ χ ν η ς , Κ ρ ιτ ικ ή ςκ α ί Κ ο ι ν ω ν ι κ ο ύ Π ρ ο β λ η μ α τ ι σ μ ο ύ
Στενών Π όρτας 20, 'Αθήνα (508)Τηλ. 7234122
Ε Κ Δ Ο Σ Η :Κ.Γ. ΠοπταγεωργίουΣτενών Π όρτα ; 20. ‘Αθήνα (508)
Σ Υ Ν Τ Α Κ Τ ΙΚ Η Ε Π ΙΤ Ρ Ο Π Η :Κώστας ΓουλιάμοςΆ λέξης ΖήραςΑΐμη Μ-άκουρουΚώστα; Γ. ΠαπαγεωργίουΚατερίνα ΠλασσαραΣπύρος Τσακνιας
Φ ω τοστοιχειοθεσία-’ Εκτύπω ση:Γ. Λεοντακιανάκος xai Ί tot Δουκίσσης Πλακεντίας 31 (Χαλάνδρι) Τηλ. 68.12.366
’ Α ναπαραγω γή φίλμς:’ Αντώνης Σωτηρόπουλος
Κάθε ένυπόγραφο άρθρο εκφράζειτην προσω πική άποψη του συγγραφέα του
ΣΥΝΔΡΟΜΕΣ’Ε σ ω τερ ικ ο ύ :Έξαμ. 450 δραχ. — ’Ετήσια 900 δραχ. 'Ετήσια ’Οργανισμών Τραπεζών κλπ.2.000 δραχ.Ε ξ ω τ ε ρ ικ ο ύ* Εξαμ. 600 δραχ.’Ετήσια 1200 δραχ.Γ ιά φ ο ιτ η τ έ ς :Έξαμ. 350 δραχ. — ’Ετήσια 700 δραχ.’Εμβάσματα — επιταγές — συνεργασίες,
έντυπα:Κ.Γ. Παπαγεωργίου,Στενών Πόρτας 20, ’Αθήνα (508)
Τιμή τεύχους: 70 δραχ.ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ Περιοδικό «Διαβάζω»Όμηρου 34, τηλ. 36.40.487
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΟΚΟΛΗ
Γραβιας 10-12, τηλ. 3605520
Κυκλοφορεί
Α Λ Ε Ξ Α Ν Δ Ρ Ο Υ Α Ρ Γ Υ Ρ Ι Ο Υ
' Η πρώτη μεταπολεμική γενιά
από τή σειρά « Ελληνική ηοίηοη»
ΠΕΡΙΕΧΟΜ ΕΝΑ
Χ ο υ λ ιο Κ ο ρ τ ά σ α ρ . « Σ κ ίτσ α ά π ό τή Ν ικ α ρ ά γ ο υ α » 3Ν α ν ά Ή σ α ία , « Σ υ ν ά ν τ η σ η π ο ιή μ α τ ο ς » (π ο ίη σ η ) .......................................... 5Ό κ τ ά β ιο Π ό ζ , « Α π ο θ έ τ ω τ ίς έ λ π ^ δ ε ς μ ο υ σ τ ο υ ς έ δ ό ρ ισ τ ο υ ς ,
τ ο υ ς ά ν θ ρ ώ π ο υ ς τ ο υ α ύ ρ ι ο . . . » ( σ υ ν έ ν τ ε υ ξ η ) .............................. ^ 7Α ο υ ίτζ ι Π ιρ α ν τ έ λ ο , « Ό α ιχ μ ά λ ω τ ο ς » ( δ ιή γ η μ α ) ..............................................Γ ιά ν ν η ς Π α τ ίλ η ς , «Τ ό τ ρ α γ ο ύ δ ι δ έ ν σ τ α μ α τ ά π ο τ έ » (π ο ίη μ α ) . . 10Ρ ό ζ α Λ ο ύ ζ ε μ π ο υ ρ γ κ , « " Ε ν α γ ρ ά μ μ α ά π ό τ ή φ υ λ α κ ή » ................................. 12Χ α ρ α λ . Π. Π α υ λ ο π ο ύ λ ο υ , « Ή μ ε ρ ο λ ό γ ιο ν τ ώ ν Μ ε γ ά λ ω ν Σ τ ρ α τ .
Γ υ μ ν α σ ίω ν τ ο υ έ τ ο υ ς 1912» ................................................................................ 13Μ αρία Κ υ ρ τ ζ ά κ η , « Ρ ύ γ χ ο ς Θ α λ ά σ σ η ς » (π ο ίη μ α ) .............................................. 16Λ ο υ κ ά ς Κ ο ύ ο ο υ λ α ς . « Ό έ ζ ο ρ κ ισ μ ό ς τ ή ς π ο ίη σ η ς » ......................................... 17Τ ζ ά α ν Λ ό ο υ ζ ο ν , «Ή γ έ ν ν η σ η τ ή ς έ λ λ η ν ικ ή ς τ ρ α γ ω δ ία ς κα ί
ή ισ τ ο ρ ία τ ο ύ μ π α λ έ τ ο υ ............................................................................................ 18Κ ώ σ τ α ς Σ τ ε ρ γ ιό π ο υ λ ο ς , « Ό Ρ ώ μ ο ς Φ ιλ ύ ρ α ς κ α ί ό π η γ α ίο ς λ υ ρ ισ μ ό ς » 20’ Ισ α ά κ Ν τ ό ιτ σ ε ρ , « Ό Λ ο ύ κ α τ ς κ ρ ιτ ικ ό ς τ ο ύ Τ ό μ α ς Μ άν» .......................... 23Γ κ ιο υ ζ έ π ε Ο ύ ν γ κ α ρ έ τ ι , « Ι τ α λ ία » (π ο ίη μ α ) ........................................................ 24Γ ιά ν ν η ς Κ α ρ α χ ισ α ρ ίδ η ς , «Λ αϊκό Θ έ α τ ρ ο » ............................................................. 25Θ α ν ά σ η ς Τ ζ ο ύ λ η ς , « Ό π ο ιη τ ή ς π ο ύ θ ά β γ ε ί ά π ό τ ο ύ ς σ α ρ ά ν τ α
τ ά φ ο υ ς » (π ο ίη μ α ) .................................................................................................... 26Β α σ ίλ η ς Ρ α φ α η λ ίδ η ς , «Τ ό γ ο ύ σ τ ο τ ο ύ κ ο ιν ο ύ » ................................................ 27Α.Ζ., «Γ ιά τ ό ν Ρ . Β. Φ α σ μ π ίν τ ε ρ » ............................................................................... 27Π ά ν ο ς Σ κ ο υ ρ ο λ ιά κ ο ς , « Κ α λ ο κ α ιρ ιν ά φ ε σ τ ιβ ά λ » ................................................. 28Π ά ν ν η ς Τ σ α ρ ο ύ χ η ς , «Οί π λ ο ύ σ ιο ι ά γ α π ο ύ ν τ ή ν ιδ ιο κ τη σ ία ,
ό χ ι τά έ ρ γ α » ( σ υ ν έ ν τ ε υ ζ η ) ............................................................................... 29Χ α ρ ά Κ α λ α ιτ ζ ίδ ο υ , « “ Ι χ ν ο ς , ά π ο τ ύ π ω μ α . γ ρ α μ μ ή » ...................................... 30Γ ιώ τα Τ σ έ λ α λ η , « Ή γ λ υ π τ ικ ή κ α ί τ ά π ρ ο β λ ή μ α τ ά τ η ς » ............................ 30Φ ώ της Ά π έ ρ γ η ς , « Δ ύ ο σ ω μ α τ ο φ ύ λ α κ ε ς κ α ί μ ία όμαδικι*
έ κ 6 ε σ η τ ή ς σ ύ γ χ ρ ο ν η ς μ ο υ σ ικ ή ς » ................................................................... 31Ρ έ α Γ α λ α ν ά κ η , «Οί τ ρ υ φ ε ρ έ ς γ υ ν α ί κ ε ς τ ώ ν τ ρ ιά ν τ α
μ έ τ ρ ια ν τ α π έ ν τ ε » ( π ο ίη μ α ) .................................................................................. 33Γ ιά ν ν η ς Κ ρ η τ ικ ό ς , « Α π ’ ά φ ο ρ μ ή » ............................................................................... 33Κ ώ σ τα ς Γ ο υ λ ιά μ ο ς , «Οί τ ρ ε ι ς έ π ο χ έ ς τ ο ύ Μ α νό λ η Α ν α γ ν ω σ τ ά κ η » . . 34Μ ά ρ ιο ς Π λ ω ρ ίτη ς , «Γ ιά τ ό χ ρ έ ο ς τ ο ύ π ν ε υ μ α τ ικ ο ύ ά ν θ ρ ώ η ο υ » ............. 35Β α σ ίλ η ς Κ α ρ α β α σ ίλ η ς , « Κ α τά φ α σ η κ α ί ά ρ ν η σ η τ ο ύ τ ε χ ν ικ ο ύ π ο λ ιτ ι
σ μ ο ύ » , « Π ρ ο β ο λ ή σ τό σ α τ α ν ά » , « " Ο τα ν π λ ε ο ν ά ζ ε ι ό ε φ ιά λ τ η ς » 35-37Β α σ ίλ η ς Κ α λ α μ α ρ ά ς , Γ ιά τ ό « Β ιδ λ ιο τ α χ υ δ ρ ο μ ε ίο » ......................................... 33Ζ ά κ Λ α κ α ρ ιέ ρ , «Μιά δ ιπ λ ά χ α μ έ ν η ά ν ο ιξ η » ........................................................ 38Ε π ι σ τ ο λ έ ς ......................................................................................................................................... 33
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ· ΠΟΙΗΣΗ ΘΕΑΤΡΟ - ΔΟΚΙΜΙΟ
ΝΕΑ ΣΕΙΡΑ
Γοργός lecrwoΠΟΛΛΑΠΛΑΚΑΤΑΓΜΑΤΑ
Νίκος 4
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ
ΓΙΑ ΤΗ ΑΟΙΟΤΕΧΝΙΑ
Τό β ιβλ ιοπ ωλε ίο τής « Ε σ τ ί α ς - συμπληρώνει σχεδόν έναν αιώνα ζωής. ή πιό σωστά έναν αιώνα, πορείας, ανάμεσα στα τόοα δ*αφορεπκά ρεύματα τής πνευματικής καί πολιτιστικής μας ζωής. οέ μίά πολυτάραχη περίοδο τής Νεοελληνικής Ιστορίας Δίκαιο άλλωστε ή «Εστία· &εκδ«εϊ ένα μεγάλο μέρος από τή διαμόρφωση τοϋ Νεοελληνικού πνεύματος, άφού μέ εύθυνη και στοχασπκότητα όλα αυτά τά χρόνια προσπάθησε νά περίβολοι κάθε KarvoúpK) καί προοδευτικό ξεκίνημα τής Νεοελληνικές λογοτεχνίας. Ή « Εστία· ήταν ή πρώτη, καί γιά πολλά χρονα ή μοναδβοή. πού στέγασε τό κίνημα τού Δημοτικισμού καί που πρόο- cpcpe έκδοτικό φορέα στήν πεζογραφία τής γενιάς τού 30 Εφέτος ή « Εστία* παρουσίασε τη νέα λογοτεχνική της σειρά μέ πεζογραφία, ποίηση, θέατρο καί δοκίμιο Σκοπός τής νέος σειράς είναι νά μήν περορισβεί στήν πεζογραφία, άλλά νά συνενώσει άλες τίς έγκυρες παρουσίες στό χώρο τής νεωτερης πεζογραφίας, τής ποίησης, τού θεάτρου καί τού δοκιμίου, όροβετωντας fcroi τήν πολιτιστική θέση τής · Εστίας- μέ τίς ίδιες άρχές που άκολουθεί ό έκδοτκός οίκος άπό τόν περασμένο αιώνα τό σεβασμό πρός τόν συγγραφέα καί τόν αναγνώστη, τή διασφάλιση τών συγγραφικών δικαιωμάτων καί τής πνευματικής ιδιοκτησίας καί άκόμη τήν περιφρούρηση τής έθνικής μας γλώσσας
Κώστας Γ
ΚΛΕΙΔΙΑ ΚΑΙ ΚΩΔΙΚΕΣ
ΘΕΑΤΡΟΥI ΑΡΧΑΙΟ ΛΡΛΜΑ
1 ]
Παύλος Mftitev;ΕΞΟΡΙΑ
Φύιι«ο.; ΛραβσνταπλοςΣΤΑ ΙΧΝΗ
ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
m
Σκνρος Τοακνιάς
ΓΤΤΈΡΥΞ ΧΡΟ Ν ΙΩΝ ΠΑΘΗΣΕΩΝ
1 ]
Γώη-ος Mnvujn*;ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΗ
ΖΩ Η ΑΓΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΤΟ ΜΟΝΑΧΙΚΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ
ΤΗΣ ΛΕΝΑΣ ΟΛΕΜ ΘΑΛΕΙΑ
[ 3
risiprto; Χθ(Η«ν
ΚΩΝΣΤΑΝΤΊΝΟΣF.POI ΚΑΙ Π Λ ΡΑ Φ Κ ΙΙΛΜ Ι
10
B IB A IO n O A F IO N ΤΗ Σ «ΤΣΤΙΑΣ- ! Δ Κ Ο Λ Λ Α Ρ Ο Υ & 7 ΙΑ7 A Ε Σολωνος 60 ΑΟηνα 135 - Τηλ 3615077
Μ α ρ τυ ρ ίαΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ
τών Η.Π.Α.), τό μουσείο δείχνει την άργή, όδυνηρή καί κ ά π ο τε απ ίστευτη π ορεία ένός λαού, άοπλου σχεδόν, π ο ύ είχε νά άντιμετω πίσει έναν έχθρό τόσο ισχυρό όσο κα ί άμείλικτο. Ό π ω ς θά περίμενε, κανείς, ή μορφή του Ά ο υ - γούστο Σέσαρ Σαντίνο κ α τέχει μιά δ ε σπόζουσα θέση . άλλά οί όργανω τές τού μουσείου ά πέφ υ γα ν έπιμελώ ς τούς εύκολους συναισθηματισμούς καί τή δημαγωγική π ροπα γάνδα . ‘Ας τό πώ άλλη μιά φορά: διαπιστώ νει κα νείς τή σοβαρότητα , τήν ά ξ ιοπρέπεια κα ί την έμπιστοσύνη σέ έναν λαό π ο ύ ξέρει π ο ύ βρίσκεται ή άλήθεια καί δέν χριά- ζεται νά τού τήν έπαναλαμβάνει κανείς μέ τή μορφή πομ πω δώ ν πατρ ιω τικώ ν παραγγελμάτω ν.
Οί α ίθουσ ες τού ά πέρ ιττου καί τα πεινού μουσείου διαδέχονται ή μιά τήν άλλη όπω ς οί στιγμές ένός καλού μαθή μ α τος ιστορίας: ντοκουμέντα , χά ρτες, φ ω τογραφ ίες, σ τρατιω τικά άντι- κ ε ίμ ενα . Φ τά νο ντα ς σ την τελ ευ τα ία περ ίοδο , κ α θ ένα ς θ ά περ ίμενε νά βρει τά τεκμήρια ιώ ν όσων έζησε ó λαός τής Ν ικαράγουας μέσα στόν τρόμο κα ί στό αίμα: τίς δολοφ ονίες, τά βασανιστήρια καί τίς λεηλασίες π ο ύ δ ιέπρα ξε ή guardia τού Σομόζα. Έ λο ιπόν δέν ύπάρχει τίποτα. Οί πα τρ ιώ τες π ο ύ π έσ α νε στις μάχες ή σ φ αγιάσ τηκαν μέσα στίς φ υλακές, μάς κοιτάνε σ οβαρά μέσα ά π ό ο ικογενεια κ ές φ ω τογρα φ ίες, φ ω τογρα φ ίες μέ φ ιλικές συντροφ ιές, ένσταντανέ σέ όρεινά σ τρ α τό π εδα ή μέσα στή ζούγκλα. Βρίσκει κ α νε ίς άκό- μα καί π ινελ ιές χιούμορ: μιά ά π ό τ ίς έ- π ιστολές το ύ Σομόζα . μέ όλων τώ ν ειδών τά παράσημα κ α ί τά μετάλλια νά καλύπ το υ ν κ ά θ ε κ ο μ μ α τά κ ι ύ φ ά σ μ α τ ο ς ά π ό τό γιακά ώ ς τά ρεβέρ π ο ύ τήν παράτησε στό φ ευγιό του. Σέ ένα μεγάλο το ίχο έκ τίθ εντα ι τά ό π λα τών άγωνιστών τή ς έπ ανάσ τασ ης. τά παλιά το υ φ έκ ια τών στρατιω τώ ν τού Σ αντίνο, φ κ ιαγμ ένα ά π ό ά π λο ύ ς τεχνίτες* όπλα σχεδόν άβλαβή άν σ κ εφ τε ί κ α νείς τά τά νκ ς κα ί τά πολυβόλα τού έχθρού ... Μ ιλώντας γιά τά νκ ς νά κάτι νόστιμο: τό τάνκ π ο ύ πρόσ φ ερε ό Μ πενίτο Μ ουσολίνι στόν π α τέρα τού Σομόζα, π ο ύ σού φ έρνει γέλια μέ τίς κω μικά μ ικρές διασ τάσεις του. Φ ανταζόμουνα τόν έα υ τό μου υποχρεω μ ένο νά τό οδηγεί, κα ί ζήτησα νά μέ φ ω το γραφ ήσ ουν πλάι του, γιά νά διατηρήσω
Σκίτσα άπό τήΝικαράγουα
"Αν κ ά π ο ια μέ^α πά τε στή Μανά- γκουα , μή π α ρα λείπετε νά έπ ισ κεφ τεϊ- τε τό μουσείο ένόπλω ν δυνάμεω ν. Αν καί όλα μέσα έκεί μιλάνε γιά μάχες καί άγώ νες, δέν είναι ένα στρατιω τικό μουσείο* είναι, κυρίω ς, τό ε ικονογραφ ημ ένο χρονικό τή ς μακριάς πορεία ς ένός λαού, π ο ύ ντόπ ιο ι και ξένοι έχθρο ί τού στέρησαν τήν έλευθερία του, κι έφ τα σε στή νίκη μόνο χάρη στά ανείπω τα βάσανά του. Δέν πρόκειτα ι βέβαια, γιά κάτι πρω τοφ α νές στήν ιστορία τών έθνώ ν, κι είναι έλάχιοτες οί χώ ρες πού δέν δ ια θέτουν μουσείο στό όπο ιο νά παρακολουθεί κανείς τούς ιστορικούς σ ταθμ ούς τών έθνικώ ν άγώνων. Τό μουσ είο τή ς Ν ικ α ρ ά γο υ α ς , ώ σ τόσ ο , διαφέρει ά π ό όλα τά άλλα μέ τό π ν ε ύ μα π ο ύ τό δ ιέπει καί μέ τό μήνυμά του: μέσα σέ αύτό τό μικρό μουσείο, όπω ς καί σέ ένα π λή θ ος άλλες κ α τα στάσεις, βρήκα μιά νοοτροπ ία καί μιάν α ίσ θαντικότητα π ο ύ ποτέ μου δέν είχα συναντήσει σέ καμιάν άλλη χώρα.
Ά π ό τίς πρώ τες εισβολές τών βο- ρειοαμερικανώ ν, ώ ς τήν άτέλειωτη τυ ραννία τών Σομόζα. π α τρ ό ς καί υιού (ό έγγονός, πρ ό σ φ υ γα ς στήν ’Ο νδούρα, όνειρεύεται έκδίκηση καί προετο ιμάζει το υ ς μ ισ θοφ όρους του μέ τή βοήθεια
(Μετά τό Θρίαμβο τών Σαντινίστας)
Ίον Χ ούλ ιο kop iáoap
Πολλοί άναγνώστες ξέρουν τή Ν ικαράγουα μόνο άπό τίς έφημερίδες. Γι’ αυτούς γράφω ¿τούτες τίς γραμμές, έλπιζοντας πώς μέ άπλά ιχνογραφήματα θά φέρω λίγο πιό κοντά τους τόν άέρα πού άναπνέει κανείς σ' αύτή τή χώρα, τίς καθημερινές χειρονομίες καί τά λόγια τού λαού της. Μέ σκίτσα πιό πολύ παρά μέ φωτογραφίες: νά δανεί- σω κατά κάποιο τρόπο, τά μάτια μου στόν άναγνώστη, γιά νά μπορέσει κι αυτός μέ τή σειρά του νά πλανηθεί γιά λίγο στούς δρόμους καί τά σοκάκια τής χώρας καί νά σχηματίσει μιά π ιό άμεση ιδέα γιά όσα συμβαίνουν έκεί κάτω.
“Οσο τετριμμένο κι άν φανεί (οί παρατηρητές, άπασχολημένοι συνήθως μέ βαθύτερα προβλήματα, σπάνια σχολιάζουν τέτοια πράγματα), άρκεσε μιά πρώτη βόλτα μέσο στή Μ ανάγκουα γιά νά άνακαλύψω ό,τι μού φάνηκε σάν άλάνθαστο σύμβολο τού τί κατόρθω σαν νά πραγματώσουν στή Ν ικαράγουα στό διάστημα πού μεσολάβησε άπό τήν προηγούμενη έπίσκεψή μου πρίν δύο χρόνια. Μέ έκείνη τήν ευκα ιρία είχα έπ ισκεφ θεί τίς λεγάμενες «ά- νατολικές* συνοικίες, τίς φτω χότερες ίσως γειτονιές αύτής τής τόσο φτω χικής πρωτεύουσας, καί τίς είχα π ερ π α τήσει μέ τά πόδια, μιας καί τά λεω φορεία καί τά ταξί δέ θ ά μπορούσαν νά είσδύσουν έκεί μέσα χωρίς νά βουλιάξουν στούς δρόμους πού μοιαζαν π ε ρισσότερο μέ βαλτοτόπια. Αύτή τή φ ο ρά. όταν τό συνειδητοποίησα, τό αυτοκίνητό μας διέτρεχε τίς ίδιες γειτονιές πρός κ ά θ ε κατεύθυνση, ένώ ό «compañero» πού τό όδηγούσε μού δείχνε τά νέα τέρματα τών λεωφορείων καί τούς λαμπερούς νέους λιθόστρωτους δρόμους.
«Αύτά γίνηκαν πολύ γρήγορα, μού Εξήγησε καί τώρα όλος ό κόσμος πάει και έρχεται χωρίς καμιά δυσκολία.
- ‘Εδώ, δμως στρώθηκαν πολλά χιλιόμετρα, είπα μέ έκπληξη.
-Ναί, λέει, άλλά κ ινητοποιήθηκαν όλοι οί άνθρω ποι τής συνοικίας καί σκίστηκαν νά τελειώσουν σέ μιά νύχτα*.
Εκεί πού παλιότερα τά γουρούνια σκάλιζαν τό βόρβορο τών τελμάτων, περνάνε τώρα λεωφορεία γεμάτα έργά- τες καί μαθητές. Θυμόμουν τά σπίτια καί τά πεζοδρόμια, βρώμικα κι έγκατα- λελειμμένα καί δυσκολευόμουν νά τά άναγνωρίσω’ οί κάτοικοι σκοτώνονται, νά τά διατηρούν καθαρά κι άσβεστω- μένα. Κατά μήκος τών πεζοδρομίω ν μεγάλες γλάστρες μέ λουλούδια δίνουν μιάν έντύπωση κοινότητας καί ε υ θ υ μίας. «‘Ό λα αύτά τά κάνανε οί ίδιοι οί κ ά το ικο ι» , έπ α νέλα β ε ό σ ύ ντρ ο φ ό ς μου, σάν νά βλεπε τό φυσικότερο πράγμα τού κόσμου.
Δυό ώρες άργότερα, άκούσαμε στό ραδιόφω νο πώ ς οί συμμορίες τού Σ ομόζα είχαν άνατινάξει ένα φράγμα καί πολλές γέφυρες* ή μέρα έκλεινε μέ έναν ισολογισμό π ο ύ συμβόλιζε τή σκληρή ν ικα ρ α γο υ ά ν ικ η π ρ α γ μ α τ ικ ό τητα.
Ναί. έγιναν ένα σωρό πράγματα σ' αύτό τό διάστημα, τών δυό έτών. κι οί
άλλαγές είναι ό λο φ ά νερ ες. Κ ανένας δέν χάνει τόν καιρό του στή Ν ικαράγουα, εϊτε γιά τό καλό έργάζεται, εϊτε γιά τό κακό. Ό λαός, στή μεγάλη του π λ ε ιο ψ η φ ία , ά ν τ α π ο κ ρ ίν ε τ α ι π ά ν τ α στίς όδηγίες τής κυβέρνησης, όπω ς έκανε πρίν καί μετά τή νίκη κατά τής τυραννίας τού Σομόζα, μια νίκη πού κερδίθηκε μέ τόσα χρόνια άγώνων, καί τόσες θυσίες* ναί, πολύ σύντομα θ ά φανούν τά θετικά άποτελέσματα άφ ού έχουν ήδη άρχίσει νά γίνονται όρατά.Αλλά όπω ς κανένας δέν έχασε τόν
καιρό του, έτσι κι οί άνοιχτοί ή κρυφ οί έχθροί τής νέας Ν ικαράγουας, συνέχισαν τίς π ρ ο σ π ά θ ειές το\>ς νά έπαναφ έ- ρουν τή χώρα στίς παλιές σ υνθήκες, μέ κάθε τρόπο. Διακρίνει κανείς καθαρά τίς δυό γραμμές π ο ύ άκολουθούν γιά νά πετύχουν τό στόχο τους: ά π ό τή μιά. κραδαίνουν τ ίς άρχές τού δημοκρατικού φιλελευθερισμού, πού δέν έχει τίποτα τό δημοκρατικό ή τό φ ιλελεύθερο, καί π ο ύ δέν έπ ιδιώ κει τίποτε άλλο άπό τήν άποκατάσταοη τών π ρ ο νομίων τών γαιοκτημόνω ν καί τών μεγάλων έμπορικώ ν καί βιομηχανικών έ- πιχειρήσεων* άπό τήν άλλη, οί πρώ ην guardias τού Σομόζα, μανιακά άνυπό- μονοι νά κερδίσουν μέ φω τιά καί τσ εκούρι τό χαμένο έδα φ ος καί νά έκδι- κηθούν έκείνους πού τούς έκδιώξανε. συγκεντρώνονται στά σύνορα τής Ονδούρας καί στίς Η.Π.Α. Κι έχουν λαμ πρές ευκαιρίες νά παραβιάζουν τά σύνορα, νά κάνουν σαμποτάζ καί πλιάτσικο, νά δολοφονούν τούς χω ρικούς καί τούς πολιτοφύλακες, σέ σημείο πού , τή στιγμή πού γράφ οντα ι αυτές οί γραμμές, τό ραδιόφω νο άνακοινώνει τήν άπόφ ασ η τής ν ικαραγουάνικης κυβέρνησης νά άποσύρει τόν πρεσβευτή της άπό τήν ’Ονδούρα* κατέληξε στό συμπέρασμα πώ ς κ ά θε διαμαρτυρία διά τής διπλω ματικής όδού είναι μάταιη.
Α ντιμετωπίζοντας μιά μόνιμη ά π ε ίλή εισβολής, είναι άναγκαομένοι νά διαθέτουν όλο καί περ ισσ ότερους π ό ρους γιά τήν ένίσχυση τής άμυνας, πόρους π ο ύ είναι ήδη πάρα πολύ άβέ- βαιοι σ' αύτή τή μικρή υπα νά πτυκ τη χώρα. Αρκεί νά λογαριάσει κανείς ότι
ή πολιτοφυλακή άπαρτίζετα ι ά π ό άν- δρες όπλισμένους κι έκγυμνασμένους, κι αύτό σ υνεπά γετα ι μείωση τής έργα- τικής δύναμης σέ μιά στιγμή π ο ύ ή Ν ικαράγουα μπαίνει σέ μιά φάση έντα- τικής άνάκαμψ ης, ύστερα ά π ό όλες τίς δυσκολίες π ο ύ άκολούθησαν τό θρ ία μ βο τώ ν σ α ντιν ίσ τα ς . Τό μ έρος τού προύπολογισ μού π ο ύ , κάτω ά π ό όμα- λές σ υνθή κες, θ ά πήγα ινε στή γεωργία, στή βελτίωση τής κ α το ικ ίας καί τής έκπα ίδευσ ης. ροκανίζετα ι ά π ό τίς άνά- γκ ες τής άμυνας. Οί ά νθρω ποι έργάζο- νται μέ τό όπλο άκουμπισμένο δίπλα τους, καί μολονότι πρόκειτα ι γιά μιά κατάσταση π ο ύ κρατάει χρόνια τώρα, άπό τήν έποχή π ο ύ ό έχθρ ό ς κ υβερ νούσε τή χώρα, τό δικαίω μα τής έλευ- θερ ίας κα ί τή ς ειρήνης κοστίζει πολύ άκόμα σέ χρόνο καί έπαγρύπνησ η : βρίσκονται μονίμως σέ έπ ιφ υλακή .
Μ α ρ τ υ ρ ί α
Ο δ ιά σ η μ ο ς * Α ρ γεντινό ς σ υ γ γ ρ α φ έα ς Χ ούλιο Κ ο ρ τά σ α ρ γ ε ν ν ή θ η κ ε τό 1914 σ τ ις Β ρυξέλλες, ό π ο υ υ π η ρ ε τ ο ύ σ ε ό π α τ έ ρ α ς το υ υ π ά λλ η λο ς τ ο ύ δ ιπ λ ω μ α τ ικ ο ύ σα>ματος. Τό 1918 έ π ισ τ ρ έ φ ε ι σ τη ν ‘Α ρ γεντινή . Σ τη δ ε κ α ε τ ία 1935-1945 έ ρ γ ά ζ ε τ α ι ώ ς κ α θ η γ η τή ς στή μέση έ κ π α ίδ ε υ σ η . ’Α ν α μ ιγ ν ύ ετα ι ό μ ω ς σέ π ο λ ιτ ικ ή κ ίνη σ η κ α τά τ ο ύ Π ερόν κ α ί δ ιώ κ ε τα ι. Γιά νά ζή σ ε ι έ ρ γ ά ζ ε τ α ι ώ ς μ ε τ α φ ρ α σ τ ή ς . Α πό τ ό 1951 ζε ί σ τό Π αρίσ ι.
Τήν π α γκ ό σ μ ια φ ή μ η το υ τ ή χ ρ ω σ τά ε ι κ υ ρ ίω ς σ τά μ υ θ ισ το - ρ ή μ α τά τ ο υ «Τό κ ο υ τσ ό » (1963), «Ο ί ν ικ η τ έ ς τ ο ΰ λα χνο ύ » (1967) κ α ί τό « ’Ε γχε ιρ ίδ ιο τ ο ύ Μ ανουέλ» (1970), όλα βγα λμ ένα σ τή Γαλλία . Τό δ ιη γ η μ α το γ ρ α φ ικ ό έρ γο τ ο υ σ υ γ κ έν τρ ω σ ε σέ τ ρ ε ις ό γ κ ώ δ ε ις τ ό μ ο υ ς ό έ κ δ ο τ ικ ό ς ο ίκ ο ς τ η ς Μ α δ ρ ίτη ς « Ά - λ ιάνσ α» .
Τό φ α ν τ α σ τ ικ ό σ τ ο ιχ ε ίο τ ο ΰ έ ρ γ ο υ τ ο υ κ ά ν ε ι π ο λ λ ο ύ ς νά μ ιλά νε γ ιά έ π ιδ ρ ά σ ε ις Μ π ό ρ χ ε ς . Ω σ τό σ ο , τ ό φ α ν τ α σ τ ικ ό σ το ιχε ίο σ τό ν Κ ο ρ τά σ α ρ π α ρ α π έ μ π ε ι ά μ ε σ ό τ ε ρ α σ τη σ υ γκ εκ ρ ιμ έ ν η π ο λ ιτ ικ ή κ α ί κ ο ινω ν ικ ή π ρ α γ μ α τ ικ ό τ η τ α .
Τ ά « Σ κ ίτσ α ά π ό τ ή Ν ικ α ρ ά γο υ α » δ η μ ο σ ιε ύ τ η κ α ν σ τό «Monde Diplomatique» τ ο ΰ Μ α ίο υ , ά π ό ό π ο υ κ α ί μ ε τ α φ ρ ά σ τ η κ α ν σ τά έλλην ικά .
μια άπό τις πιό κωμικές άναμνήσειςτής ζωής μου.
Αύτή τή φορά πήγα στή Μ αναγκονα γιά νά πάρω μέρος στή συνδιάσκεψη τής έπιτροπής διανοουμένων που συ- σ ώ θη κ ε χατά τή διεθνή σννάντηαη rñc Αβάνας, στό τέλος του 1981. Η- ξεοα πώς ένα άπό τά πιό έπείγοντα καί πιό άνσγκαία καθήκοντά μας θα 'ταν νά προτείνουμε στή Ν ικαράγουα αύτό πού είχε κιόλας συζητηθεί στήν Κούβα; τή σύναψη θετικών σχέσεων μέ όρισμένα τμήματα τοΰ λαού καί των διανοουμένων ττής βόρειας Αμερικής, πού κάθε μέρα άποκτούν όλο καί σαφέστερη συνείδηση ιώ ν ιμπεριαλιστικών παραβάσεων καί αυθαιρεσιών τής κυβέρνησης Ρήγκαν. Μέσα στό άεροπλάνο είχα τό χρόνο νά άναρωτη- θώ πώς θ ά γινόταν δεκτή στή Ν ικαράγουα μιά τέτοια στάση πού σέ πολλούς θά φαινόταν άντίθετη στό άνταγωνι- στικό ρεϋμα -άπολύτω ς δικαιολογημένο - π ο ύ προ καλούν oi Η.Π.Α. στήν κεντρική 'Αμερική, κι ιδιαίτερα στή χώρα τοΰ Σαντίνο, πού πολέμησε τόσα χρόνια έναντίον τών προσβολών καί τής άλαζονείας έκείνων π ο ύ έξακολου- θοΰν νά θεω ρούν τή Λατινική 'Α μερική «πίσω αυλή τους».
Οί άνησυχίες μου όφ ε ίλοντα ν σέ πλήρη άγνοια της δυνατότητας τών Ν ικαραγουανών, άκόμα καί τών πιό ταπεινών, νά διαχωρίζουν σαφώς τήν άμερικανική κυβέρνηση άπό τό λαό τών Η.Π.Α.: τά έγκαίνια τών συνεδριάσεων τής έπ ιτροπής κατέδειξαν άπό τήν πρώτη στιγμή ότι βρισκόμασταν στό ευνοϊκότερο δυνατό έδα φ ος γιά τήν προώθηση τής δράσης μας. Μετά τήν όμιλία τού Ά ρμάνδο Χάρτ, υ π ο υ ρ γοί’ πολιτισμού τής Κ ούβας, πού χωρίς π ερ ισ τροφ ές έπ ικ α λέσ τη κ ε .τήν άνά- γκη νά μεταφέρουμε έπειγόντω ς τό μήνυμά μας στούς διανοούμενους καί στούς τίμιους πολίτες τών 'Ηνωμένων Πολιτειών, τά λόγια τού Σέργιο Ραμί- ρες πού μίλησε έξ όνόματος τής νικα- ραγουάνικης κυβέρνησης, έπιβεβαίω- σαν τή θέληση, γιά τήν έναρξη ένός τέτοιου διαλόγου π ο ύ δέν είναι μόνο δυνατός άλλά καί άναγκαΐος. Π ροσπάθησα έν συνεχεία νά σφυγμομετρήσω τίς λαϊκές άντιδράσεις καί π ο υ θενά δέ συνάντησα κάποιαν άντίρρηση βασισμένη σέ άταβιστικά μίση πού ή ιστορία, έτσι κι άλλιώς, θ ά δικαιολογούσε άπολύτως. Μέ τήν εύαισθησία πού τόν χαρακτηρίζει, ό Ν ικαραγουανός ξέρει δ τι άνάμεσα στό λαό τών Η.Π.Α. πολλοί είναι έκείνοι πού κατανοούν τό κίνημα τών σαντινίστας καί τόν άπε- λευθερω τικό άγ·ώνα τού Σαλβαδόρ κα ί κάνουν όλο καί πιό αισθητή τήν άντί- θεσή τους στήν πολιτική Ρήγκαν στήν κεντρική 'Αμερική.
Ώ ς μέλη τή ς έπ ιτροπ ή ς πα ίρνουμε κουράγιο ά π ό αύτή τή διάθεση γιά νά προχωρήσουμε στό έπόμενο βήμα πού είναι μιά συγκέντρωση στό Μεξικό, τόν προσεχή Σεπτέμβριο, ένός μεγάλου άριθμού διανοουμένων καί καλλιτεχνών. τόσο άπό τίς ΗΠΑ όσο καί άπό τίς χώρες τής Λατινικής ’Αμερικής. "Αν τό πράγμα φαίνετα ι σχετικά φυσικό γιά τό Παρίσι ή γιά τό Μ εξικό, τό ότι μπορεί νά συμβεΐ σέ μιά χώρα πού ύφισταται καθημερινά τίς άπειλές καί τίς πιέσεις τής Ο ΰάσινγκτον, δέν είναι μόνο κάτι έξαιρετικό, άλλά καί θαυμαστό. Ιδίως όταν ξέρει κανείς πώ ς οί Ν ικαραγουάνοι είναι έτοιμοι νά πολεμήσουν μέχρι θανάτου όποιαδή- ποτε άπόπειρα πραγμάτιοσης τών φ ανφαρονισμών τού Ρήγκαν, τού Χαίηγκ καί τών συμβούλιων τους.
Ανάμεσα σέ δυό συνεδριάσεις τής έπ ιτροπής, πήγα ξανά έναν περ ίπατο , ά- ναζητώ ντας έκείνη τήν καθημερινή πραγματικότητα πού χωρίς τή βοήθεια της οί καλύτεροι λόγοι είναι νεκρό γράμμα. Πολύ σύντομα άνακάλυψα ότι μέσα σέ δυό χρόνια ή Ν ικαράγουα μπόρεσε νά βελτιώσει σημαντικά τήν ποικιλία, τή διανομή καί τίς τιμές τών καταναλωτικών άγαθώ ν. Τώρα άντικα- θ ιστοΰν τίς ύπα ίθρ ιες άγορές μέ έμπο- ρικά κέντρα όπου πωλητές καί π ελά τες συναντιούνται μέσα σέ ένα περ ιβάλλον εύρύχω ρο καί καθαρό, μέσα σέ καλοσχεδιασμένα κτίρια. "Οπο^ς σέ τό σους χώ ρους όπ ου συναντιούνται οί ά νθρω ποι τού λαού, τό κλίμα είναι
εύ θ υ μ ο κ α ί σ υ ν τρ ο φ ικ ό , κ α ί κ ά θ ε πρόφ αση καλή γιά νά άρχίσει μιά συζήτηση ή π ειράγμ ατα κ α ί καλαμπούρια . Α ντίθετα, σ τά λ ιγότερο λαϊκά κέντρα ,
έκεϊ π ο ύ ή έμ πορική τάξη δ ιατηρεί τ ίς πολυτελείς κα ί π α νά κρ ιβ ες «μπουτίκ» της, ή άτμόσφ αιρα είναι λ ιγότερο έ- γκάρδια . Μ υρίζει κ α νείς στόν άέρα τήν άντίθεση έκείνω ν π ο ύ συνεχίζουν νά σ κέφ τοντα ι μά άτομ ιστικά κριτήρια , τά Ιδια κ ρ ιτήρ ια π ο ύ δ ια τυ μ π α ν ίζο ν τα ι στήν έφ ημερ ίδα La Prensa, ή ό π ο ια έκμεταλλεύεται καθημερινά τήν έλευ- θερ ία έκφ ράσ εω ς γιά νά άντιπολιτεύε- τα ι κα ί τόν παραμ ικρότερο περ ιορ ισμό πού θίγει τά συμφ έροντα τών ιδ ιοκτη τών καί τών έμπόρω ν, οί ό π ο ιο ι π α λεύουν μέ πείσ μα νά δ ιατηρήσουν τά παλιά τους προνόμια.
Γιά μένα έν πάση περ ιπτώ σει, στό δρόμο κι όχι στίς έφ ημ ερ ίδες μ πορεί κανείς νά π ιάσει τό σφυγμό τής π ρ α γμ ατικότητα ς καί τής άλήθειας* έκεί μπορεί κανείς νά δει κ α ί νά α ισ θ α νθε ί τή λαϊκή άντίδραση στόν έγωισμό μιας μειοψ ηφ ίας π ο ύ έπ ιμένει νά σώσει τά ά π ο μ ε ιν ά ρ ια τή ς π α λ ιά ς π α ν δ α ισ ία ς της* κα ί τό έμ φ ανέστερο σύμβολο αύ- τής τής άντίδρασης βρίσκεται μέσα σ’ αύτές τ ίς όμ ο ρ φ ες κι εύ θ υ μ ες άγορές, π ο ύ ά ντιπ α ρα τίθεντα ι σέ κ ά π ο ιε ς , άλλες, μ ιας δ ια φ ο ρ ε τ ικ ή ς ν ο ο τ ρ ο π ία ς , πο ύ έμ φανίζετα ι άκόμη σέ τόσ ες κ α το ικ ίες, τόσα αύτοκ ίνητα , τόσα ρεστο- ράν καί τόσ ες μπουτίκ .
Εχω συνηθίσει στίς έκρήξεις άγανά- κτησης π ο ύ προκαλεί σέ ό π ο ια δ ή π ο τε χώρα κά θε έπ ιθετ ικ ή ένέργεια π ο ύ σ τρέφ ετα ι κατά τής έθ ν ικ ή ς κ υ ρ ια ρ χίας κα ί τών έθνικώ ν σ υ μ φ ερ ό ντω ν έκ ρ ή ξε ις π ρ ο κ α λ ο ύ μ ε νε ς ή χ ε ιρ α γ ω γούμενες συχνά ά π ό άσυνείδητα κ α θ ε στώτα π ο ύ π ρ ο σ π α θ ο ύ ν νά έκμεταλ- λευτσύν έναν ά περ ίσ κ επτο πα τρ ιω τισμό, όπω ς συμβαίνει αύτή τή στιγμή στή Μ εγάλη Βρετανία καί στήν ’Α ργεντινή έξα ιτίας τής διαμάχης γιά τά νησιά Φ άλκλαντ.
Ίσ ω ς γι’ αύτό έξακολουθώ νά έκ- πλήσσομαι βλέποντας ότι στή Ν ικαράγουα ή π ιό σταθερή άποφ ασ ισ τικότη- τα, κι ένα άποδεδειγμένο κουράγιο , συμβαδίζουν μέ μιά ήρεμία, μιά καλή διάθεση, κα ί μιά εύγένεια π ο ύ θ ά π ρ έ πει νά έχουν σαστίσει πολλούς εύρω- πα ίους δημοσ ιογράφ ους ή έπ ισ κ έπ τες . Οταν έφ τασ α στή Μ ανάγκουα μιλού
σαν πολύ γι’ αύτή τή δημοκρατική Κ οινότητα τή ς κ εντρ ικής ’Αμερικής, αύτή τή χονδροειδή συμμαχία τής Κ όστα Ρ ίκας, τή ς ’Ο νδούρας κ α ί τού ’Ελ Σαλβαδόρ, π ο ύ άποκλείει σ κόπ ιμα τήν Κ ούβα κα ί τή Ν ικαράγουα , κα ί π ο ύ είναι γέννημα τώ ν βορειοαμερικανικώ ν μηχανορραφ ιώ ν, μέ ξ εκ ά θα ρ ο π ροορ ισμό τήν άσκηση σ τρατιω τικής κα ί ψ υ χολογικής π ίεσ ης πάνω στή Ν ικαράγουα ά π ό τίς π ιό γε ιτονικές της χώρες. Σέ ό π ο ια δ ή π ο τε άλλη χώρα, μιά τέτο ια περ ικύκλω ση θ ά είχε έναυσμα π ρ α γ μ ατικής ύστερίας* οί Nicas, ά ντιθέτω ς, άκούγανε τά νέα μέ τρ ό π ο π ο ύ θ ά μ πορούσ ε νά έκ λ η φ θ εί μοιρολατρικός, άλλά π ο ύ δέν είναι καθόλου· δέν ύπάρ- χει ϊχνος μοιρολατρείας στή θέλησή το υ ς νά συνεχίσουν τό έργο το υ ς εις πείσμα τέτο ιω ν δολοπλοκιώ ν (στίς ό π ο ιες π ρ ο σ τ ίθ εντα ι οί άμεσες ά πειλές ά π ό τίς Η.Π.Α. κα ί ό κ α θημ ερ ινός κ ίν δ υ ν ο ς μ ια ς ά ν τε π α ν α σ τα τ ικ ή ς ε ισβολής).
Σέ συζητήσεις π ο ύ είχα μέ δ ιά φ ο ρ ους άξ ιω μ ατούχους τού π ιό ύψ ηλού έ π ιπ έ δ ο υ - τ ό ν Τ ό μ α ς Μ π ό ρ χε , τόν Σέργιο Ραμίρες, τόν Μιγέλ δ’ Έ σ κ ό το , μεταξύ άλλω ν- είχα πά ντα τήν ϊδια έντύπω ση : σ οβαρότητα καί εύ θυκ ρ ι- σ ία ά π ένα ντι στόν κ ίνδυνο , π ο ύ δέν μειώνει σέ τ ίπ ο τα τή βεβα ιότητα ότι ή ιστορική π ο ρ ε ία τής Ν ικαράγουας θ ά συνεχιστεί εις πείσμα κ ά θ ε άντιξοότη- τας* κι άν α ύτό κ α θ α υ τό είνα ι κ α τα πληκτικό , π ώ ς νά μήν έκπλα γε ί κα νείς άκ όμ α περ ισσ ότερο όταν διαπ ισ τώ νει τήν Ιδια στάση, τήν ϊδ ια δ ιά θεσ η , στό μεγαλύτερο μ έρος τού πλη θυσμ ού , σέ σ υ ζη τή σ ε ις μ έσ α σ τά κ α φ ε ν ε ία κ α ί σ τούς δρόμους; Θ υμάμαι ά να π ό φ ευ - κτα τό προη γούμ ενο ταξίδ ι μου. όταν είχα π α ρ α κο λ ο υ θή σ ει κ ά π ο ιε ς δ ίκες έγκληματιώ ν πολέμου , ό π α δώ ν τού Σ ο μόζα. Είχα έντυπ ω ο ια σ τε ϊ ά π ό τό κλίμα ήρεμίας κα ί ά π ό τήν έπ ιθυ μ ία άπό- δ ο σ η ς δ ικ α ιο σ ύ ν η ς (όχι έκ δ ίκ η σ η ς) π ο ύ π ρ υ τά νευ α ν όχι μόνο στά μέλη τώ ν δ ικαστηρίω ν άλλά κα ί στό άκροα- τήριο. Δέ θ ά ξεχάσω π ο τέ τή δίκη ένός συνταγματάρχη , έναντίον τού ό π ο ιου υπήρχαν ένοχοπ ο ιη τικ ά στοιχεία κάτι π α ρ α π ά νω ά π ό έπα ρκή , π ο ύ άπόδει- χναν π ώ ς -μ ετα ξύ άλλων φρικαλέω ν έγκλημάτω ν- π έτα γε το ύ ς χω ρ ικούς ά π ό τά έλ ικόπτερα , έτσι ώστε νά σκά- νε μέσα στά ϊδ ια τά χωριά τους, γιά νά σ πείρει π ρ ο φ α νώ ς τόν τρόμο κα ί τή
φρίκη. Στίς κ ατηγορίες α ύ τές ό συνταγματάρχης α πα ντούσ ε κ υ ν ικ ό τα τα 1 έλεγε π ώ ς όχι μόνο ήταν ψ ευδείς , άλλά καί ότι τό χριστιανικό το ν χρέος (sic) τόν είχε όδηγήσει στήν Εκπλήρωση ά- ποστολώ ν κοινω νικής πρόνο ιας στήν ύ π α ιθρ ο . Σέ άλλες χώ ρες θ ά ήταν δ ύ σκολο νά άναχα ιτισ θούν οί άντιδρά- σεις τοΰ κοινού· στή Μ ανάγκουα τόν άκουγαν σ ιω πηρά, μέ τή βεβα ιότητα πώ ς θ ά ά π ο δ ιδό τα ν δικαιοσύνη· κα ί τό γεγονός ότι δέν έπ ιβλήθηκε ή ποινή τού θα νά το υ , πα ρά τά τόσ α άχαρακτή- ριστα έγκλήματα. δέν ήταν κιόλας τό βαρόμετρο μιας μορφ ή ς ύπ α ρξη ς πού διαχο>ρίζει κ α τά τρ ό π ο ριζικό τόν αύ- θ εντ ικό λαό τή ς Ν ικαράγουας, άπό κείνους π ο ύ χρόνια καί χρόνια ή ταν οί βασανιστές κα ι οί δήμιοί του;
Π ιστεύω π ώ ς οί εύρο^παϊοι είναι α ρ κ ετά ένήμεροι, σέ δ,τι άφ ορά στην έκ- στρατεία κατά τού άν αλφ αβητισμού τού 1980, έκσ τρατεία π ο ύ όδήγησε σέ πτώ ση τού άναλφ αβητισμού ά π ό 50% σέ 11%. Μ πορεί νά π ε ι κ α νε ίς π ώ ς ό μισός πληθυσ μ ός δίδαξε τόν άλλο μισό νά διαβάζει.
Είναι φ ανερό -τό ξέρουν άλλωστε ή Ο Υ Ν ΕΣΚ Ο κ α ί ο ί ε ιδ ικ ο ί- π ώ ς τά πραγμ ατικά προβλήμ ατα άρχίζουν μετά τήν πρώ τη έξόρμηση, ό ταν π ρ έπ ε ι νά δ ιατηρήσεις τό κερδισμ ένο έδα φ ο ς καί νά ο ικοδομήσεις λίγο λίγο τή συνήθ ε ια τή ς άνάγνω σης σέ έκ ε ίνο υ ς π ο ύ λόγω τής άπομόνω σης κ α ί τής δου λειάς έχουν τήν τάση νά λησμονούν αύτό π ο ύ ά πόκτησαν. OI «Nicas» δέν ά π ο κ ο ιμ ή θ η κ α ν ούτε σ’ αύτό τό πεδίο , τό ά ντίθετο μάλιστα: ο ί C.E.P. (colectivos de education popular) είναι π υρή νες δασκάλω ν κα ί σπουδαστώ ν π ο ύ τόν Απρίλιο, ύσ τερα ά π ό μιά περ ίοδο προγραμματισμού κα ί προετο ιμασ ίας τοΰ ύλικοΰ θ ά ρ ιχτούν σέ μιά νέα καμ πάνια , στήν ό π ο ία θ ά π ά ρ ο υ ν μέρ ος 180.000 σ πο υ δα σ τές κα ί κ ά π ο υ26.000 δάσκαλοι.
"Αλλη μιά φ ορά , ά π οσ πά σ μ α τα δ ια ν ο ο υ μ ένω ν κ α θ η γ η τώ ν σ π ο υ δ α σ τώ ν καί λυκιόπα ιδω ν θ ά σκορπ ίσουν σέ όλη τή χώρα γιά νά βελτιώσουν τό μορφ ω τικό έπ ίπ εδ ο τού πληθυσμ ού . Σέ μιά χώ ρα π ο ύ τό έπ ίπ εδ ο τών ρ α διοφ ω νικώ ν προγραμμάτω ν είναι χα μηλό, ό π ω ς άλλωστε σέ όλες τ ίς χώ ρες τή ς Λ ατινικής ’Α μερικής, ύ π ά ρ χε ι του λάχιστον μιά έκ π ο μ π ή π ο ύ έχει άπο- κλειστικό σ κ ο π ό νά βοηθήσει τό έργο τή ς διδασ καλίας τού άλφ άβητου . Ή π ρ ό ο δο ς είναι έξίσου σημαντική καί σ τά π ιό ύψ ηλά έ π ίπ ε δ α κ ουλτούρας. Ά π ό δ ,τι μπορώ νά ξέρω π ά νω σ’ αύτό τό θ έμ α , π ιό άξιοσημείω το άπό όλα μού φ ά νη κ ε ή 'ίδρυση ένό ς έκδοτι- κού ο ϊκου τή ς Nueva Nicaragua, π ο ύ μέσα σέ έλάχιστο χρόνο έχει δημ οσ ιεύσει μιά σειρά βιβλία τσ έπ η ς μέ τρομ α κτική δ ιάδοση, κα ί τώ ρα έτο ιμ άζετα ι νά θ έσ ε ι σέ κυκλ ο φ ο ρ ία μιά νέα σειρά έκ α τό π ερ ίπ ο υ τίτλων, π ο ύ θ ά π ερ ιλαμβάνει τά άρ ιστουργήματα τή ς π α γκόσμ ιας λογοτεχνίας. Παράλληλα, αύτ ξάνει ό ά ρ ιθμ ό ς τώ ν έβδομαδια ίω ν έ ντυ π ω ν π ο ύ είνα ι ά φ ιερω μ ένα στήν κουλτούρα* άνάμεσα σ' α ύτά ή Ventana, π α ρ ά ρ τη μ α τή ς έφ η μ ερ ίδα ς Barricada , ό π ο υ έκ τό ς ά π ό τό ά φ θ ο νο λ ογοτεχνικό περ ιεχόμ ενο βρίσκει κ α νε ίς κα ί άξιόλογη α ισθητική ύλη, reproduction ζω γρα φ ική ς κ α ί κ ρ ιτ ικ ές έργα σ ίες ύ- ψ ηλής στάθμης- τό έβ δομ α δια ίο αύτό έν τυ π ο έχει πλατιά κ υκλοφ ορ ία .
Ό λ α α ύτά άντανακλώ ντα ι όλο κα ί ζω ηρότερα στή λαϊκή σ υμμετοχή στίς π ο λ ιτ ισ τ ικ έ ς έκ δ η λ ώ σ ε ις , τ ίς ό π ο ιε ς δέν π α ρ α κ ο λ ο υ θ ο ύ ν ούτε ά π ό π ολ ιτική ύποχρέω σ η ούτε γιά νά σ κοτώ σουν τήν ώρα, άλλά γιατί έπ ιζη το ΰ ν έναν άμεσο διάλογο μέ το ύ ς π ο ιη τές , τούς σ υ γ γ ρ α φ ε ίς , το ύ ς ζ ω γ ρ ά φ ο υ ς , το ύ ς γλ ύπ τες . Ε ϊχαμε μιά θ α υ μ ά σ ια εύκαι- ρία νά τό δ ιαπ ισ τώ σ ουμε, ό Γ καμπριέλ Γκαρσία Μ άρκες, ό Ροχέλιο Ό λ γ ο υ ίν κι έγώ , ένα βράδι π ο ύ δ ια βά σ α μ ε κ ά π ο ια κείμενά μας σέ ένα κο ινό π ο ύ είχε κατακλύσ ει ένα λαϊκό π ά ρ κ ο τή ς Μ ανάγκουα* έκ α το ντά δ ες ένήλικες, ν έ οι κα ί πα ιδ ιά , ρ ο ύ φ α γα ν μέ άπλησ τία κ ά θ ε λέξη. Π ροσω πικά δέν μού άρέσει κα θόλ ου νά διαβάζω κείμενά μου φ ω ναχτά , ούτε νά άκούω άλλους νά τά διαβάζουν* ύ π ο θ έ τω π ώ ς α ύτό όφείλε* ται στήν κα κή σ υνή θεια τής μ οναχικής
Μ α ρ τυ ρ ία 5 ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΣ
άνάγνωσης. κι έ κείνη τή βραδιά μέ κάτεχβ ό φόβος πώς τ*) συγκέντρωση τράβαγε σέ μάκρος καί πώς oi άνθρωποι έμεναν στίς θέσεις τους άπό ευγένεια. Αλλά τή στιγμή πού φεύγαμε μιά όμάδα νεαροί μέ πλησίασαν νά μού πουν ευγενικά πώς δυσαρε στήθη καν που είχαμε διαβάσει τόσο λίγο!
Στό τέλος αύτών τών άποσπασματικών άναμνήοεων, κάποιες ξεκομμένες εικόνες πάνε νά κρυσταλλωθούν σέ ένα είδος au rcvoir. Ό π ω ς σέ όλη τή δική μας Α μερική, ή γοητεία τής λαϊκής άφέλειας, χρωματισμένη πάντα μέ κ ά ποια εΙρωνεία καί χιούμορ είναι ά π ε- ριόριστη. ’Ό π ω ς λ.χ. ή έπιγραφή ένός ταπεινού μαγαζιού στίς άνατολικές συνοικίες, όπου διαβάζεις: Barbería Demetrio Tehnica ιmisex (Κουρεϊον ó Δημή-
τριος. τεχνική γιούνισεξ), πού σέ σταματάει νά σκεφτείς καί νά όνειροπολή- σ ε ις . Σ έ £να άλλο μ ικ ρ ο μ ά γ α ζ ο
πάνε νά γαμηθούνε). Είδα κάπου μιά τρισάθλια καλύβα, καμωμένη άπό άχυρα καί χαρτοκιβώτια, σέ μιάν άλάνα
πουλάνε πινακίδες πού μπορεί κανείς νά άναρτήσει στό γραφείο του: En ¡as horas de trabajio. las visitas al carajo (τήν ώρα τής δουλειάς οί έπ ισκέπτες νά
μέσα στήν πόλη, δπου μιά γριά θρονια σμένη στήν αιώρα της περίμενε ύπομο- νετικά έκείνους πού θά πήγαιναν νά άγοράσουν τούς σβίγγους της. Στή
στέγη τής καλύβας της φιγουράριζε μιά άνεξήγητη έπιγραφή «Ο.Ι.Τ.» καί μέσα στήν άλάνα δπου όργίαζαν τά άγριόχορτα μιά άλλη έπιγραφή ειδοπο ιούσε: «Π άρκινγκ προοριζόμενον διά τήν πελατείαν τού <ΓΙΤ». Πλήθος τέτοια πράγματα, καθώ ς άφήνω τή Νικαράγουα παίρνοντας μαζί μου σάν πρω ταρχική έντύπω ση ¿να στοιχείο τρυφερότητας, μέ κάνουν νά θέλω νά τήν έπισκέπτομαι όσο συχνότερα μ πορώ. Καί γι' άλλη μιά φορά σκέφτομαι τή φ ράσ η το ύ τα γ μ α τά ρ χη Τ ό μ α ς Μ πόρχε πού συμπυκνώνει θαυμάσια ό,τι δέν κατάφ ερα νά πώ έδώ: «Δέν μπορείς νά σαι έπαναστάτης χωρίς τρυφερότητα στά μάτια καί στά χέρια, χωρίς άγάπη γιά τούς φτω χούς καί τά παιδιά λ.
Μτφρ. ΣΓΙΥΡΟΣ ΤΣΑΚΝΙΑΣ
Ποίηση
ΣΥ Ν Α Ν Τ Η Σ Η Π Ο ΙΗ Μ ΑΤΟ Σ IV
Σ υχνά βλέπω τό πρόσω πό μ ο υόπω ς δά τό έβ λ επ ες έσ ϋ
κ α ί ό έν ε ίνα ι α ύτόπ ο ύ έσ ϋ ε ίχ ες γνω ρίσει.
Ε ίνα ι α υτό στό όπο ιο ό έν α νή κ ει ή ζωή.Τό μονα χικό πρόσω πό μου.
Σ χεδό ν όπω ς σέ κ ά το π τρατό έν α μ ετά τό άλλο π ο λλα π λα σ ιά ζο ντα ς
τό είδω λό το υ ς νεκ ρ όβλέπω α ύ το ύ ς
π ο ύ δ έν δά ε ίμ α σ τε π ο τέ έμε'ις.
'Εγώ μ ό ν η μ ο υ δά άνήκω σ τόν κόσμο.
Σ τήν κ ά δε έσ ο χή τουδά ή τα ν δ υ ν α τό ν νά μ έ β ρεις.
Σ τή ν κ ά δ ε ένοχή το ύ χρόνου .
IJ
Μ όνη μ ο υ δά ή τα ν δ υ ν α τό ν νά μ έ δεις.Σ ά ν νά φ ο ρ ο ύσ α μ α ύ ρ η κ ά π α κ α ί μ α ύ ρ α φ τερά
Ά ν κ α ί κ α π ν ίζο ν τα ς μόνο.Σ κ εφ τική .
Κ α ί χω ρίς ο ύ τε τ ίπ ο τα π ο ύ δά ε ίχ ες π ο τέ νά μ ο ύ π ε ις .
Σ έ μ ία κ ρ υσ τά λλ ινη ς δ ια ύ γ ε ια ς σκηνή.Μ ιά λάμψ η έπ ιρ ρ ο ή ς τών άστρων.
Ό τ α ν κ ά π α κ α ί φ τερ ά δά ά σ τρ α φ τα ν κ α ί δά ή τα ν στήν ίδ ια τή φ ύσ η τή ς κ α τα σ τρ ο φ ή ς
ή σ υνά ντη σ η σέ α ύτό έδώ τό π ο ίη μ ατών δύο μ α ς ξένω ν.
III
Ό χ ι: τό πρό σω π ό μ ο υδ έν ε ίνα ι α ύτό π ο ύ ε ίχ ες γνω ρ ίσει έού .
Ε ίνα ι α ύτό μ έ τό όπο ιοδ η μ ιο ύ ρ γη σ α τή ν έρ ημ ο
στήν κ ά δ ε γω νία τής γής.Α ύτό μ έ τό όπο ιο π ερ α σ τ ικ ή π ερ π ά τη σ α
κ α ί ό τα ν σ τά δη κ αδ έν ύπ ή ρχε κ α νείς .
Ε ίνα ι τό ά γρ ιο πρόσω ποτών χα μένω ν στιγμώ ν.
Ε ίνα ι τό πρ ό σω π ό μου.
Μ ιά ς τά σ η ς ά π ο τρ επ τ ικ ή ς .Τ ής ά σ τρ α π ή ς π ο ύ δά ε ίχ ε χ τυ π ή σ ε ι
στό ά π ό λυ το σ η μ είο ττ}ς γή ςάν δ ά ύ π ή ρ χ ε .
Ε κ τυ φ λω τικ ή φεύγω κ α ί ά π ό δώ κ α ί α π ό κεϊ.
Κ α ί π ιά δ έν ύ π ά ρ χ ε ι τρ ό π ο ς να ρ δ ε ϊς .Κ α ί νά σ κ εφ τε ίς : τ ίπ ο τα
δ έν έχει μ ε τρ η δ ε ϊ: άκόμα .Π οιά ή τα ν ή έπ ο χή κ α ί π ο ιέ ς
ο ί μ έ ρ ε ς τή ς β ρ ο χή ς .Π ο ιό ς ό σ τρό β ιλο ς
μ ιά ς π τυ χ ή ς το ύ ά νέμου .Ο π ό τε δέλω νά πώ γ ιά τό ν κα ιρό
μ ιά π υ κ ν ή σ η μ α σ ία ομ ίχληςκαλύτττει τό ν έα υ τό μου.
Π ώς δ έ ν ή μ ο υ ν α ο ύ τε έδώ κ α ί ο ύ τε έ κ ε ΐ
Κ α ί π ο τ έ ή ζωή μου.
Κ α ί νά σ κ εφ τε ίς : ή τα ν δ ικ ά μ α ς όλα.Τά τέρ α τα ττ}ς Α π ο κ ά λυ ψ η ς κ α ί τά σ η μ εία τη ς γρ α φ ή ς .
Ό λ α σ τή δ ιά δ εσ ή μ α ς . Κι έ μ ε ϊς δ ια λ έξα μ ε τή σιω πή.
Τ ήν κ ενή άποψ η.Λ ές κι έ ν α ς μ ε γ ά λ ο ς ύ π ν ο ς
είχ ε π ε ρ ά σ ε ι πάνω ά π ό τή ν κ ά δ ε ά ν ά π τυ ξη .Ά ν κ α ί έ π ε φ τ ε ή άνο ιξη
σ έ π α ρ ο ξ υ σ μ ο ύ ς β ρο χή ς ο ύ τε έν α ό νε ιρ ο φύλλω ν
δ έ ν ε ίχ ε ύ π ο π τ ε υ δ ε ί ή φ ύση .
VI
Ό χ ι: τ ίπ ο τα νά γίνει π ιά .Η μ α ύ ρ η κ ά π α κ α ί όπω ς σ έ ό ρ α μ α τά μ α ύ ρ α φ τερ ά
είν α ι ό ύ π ό λ ο ιπ ο ς έ α υ τό ς μο υ . Α ύ τό ς π ο ύ σ ο υ ε ίχ ε π ε ι: ε ίμ α ι ά π ό λ υ το ς .
Ό χι: τό π ρ ό σ ω π ό μ ο υ ό έν ε ίν α ι α ύ τόπ ο ύ ε ίχ ε ς γνω ρ ίσ ε ι έσϋ .
Ε ίνα ι μ ό ν ο τό ά γρ ιο κ ενό στό β ά δ ο ς έ ν ό ς α σ τρ α φ τε ρ ο ύ ίσ κ ιο υ .
Τό ώ ραίο ά ν κ α ί ν εκ ρ ό π ρ ό σ ω π ο το ύ π ά δ ο υ ς .
Μ άρτιος 82
Πρόσωπα
’ Οκτάβιο Πάζ:«άποδέτω τίς ελπ ίδες μου στους η εριδωριακούς, τους εξόριστους,
τοϋ αϋριο...»
(μιά σΐ'ζήτηση μέ τόν Ά . Λόντ)
ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ___________ ______________________ Ë-------- -
Ό Μ εξικανός π ο ιη τή ς Ο κτά β ιο Πάζ γε νν ή θ η κ ε τό 1914. Έ λ α β ε μ έρο ς σ τόν Ισ π α ν ικ ό Ε μ φ ύ λ ιο Π όλεμο κα ί υ π η ρ έτη σ ε ώ ς δ ιπ λ ω μ ά τη ς σέ π ο λλ ές ε υ ρ ω π α ϊκ έ ς χώ ρες. Σ τό έργο το υ δ έχ τη κ ε τή ν έπ ίό ρ α σ η το ϋ σ ουρεα λ ισ μ ού κα ι ιδ ια ίτερ α το ϋ Ά ν τ ρ έ Μ π ρ ετό ν , άν κ α ί σ τη γρ α φ ή το υ ε ίνα ι έντο να τά ά ρ χ ε τυ π ικ ά σ το ιχε ία τ η ς π α τ ρ ίδ α ς το υ . Ή μ έ θ ο δ ο ς α νά π τυ ξη ς τώ ν π ο ιη μ ά τω ν τ ο υ ό φ ε ίλ ε ι ά ρκ ε- τά κ α ί στή μουσ ική σ ύνθεσ η τω ν Τ εσσά ρω ν Κ ο υα ρ τέτω ν τ ο ύ Τ .Σ . Έ λ ιο τ . Μ ερικά α π ό τά έρ γα το υ : Las peras deI olmo (1957), Los signos en rotación (1965), Salamandra (1962), Ladera este (1969).
A.Z.
‘Έ να κ α φ εκ α π ν ο π ω λ ε ΐο σ τή γω νιά τ ή ς ό δ ο ύ Μ πάκ μέ τή μ πουλ βά ρ Σ α ίν Ζ ερ μ έν , μ ερ ικ ά β ή μ α τα ά π ό τή ν ά ξ ιοσ έ- βαστη ό δό Σ εμ π α σ τ ιέν Μ π ο τέν . Ζ έσ τη κ α ί μ ισ ο σ κ ό τα δο . Π ερ ιμένω τό ν Ο κτά β ιο Πάζ. Ό Μ εξικ α νός π ο ιη τ ή ς κ α ί δ ο κ ιμ ιο γ ρ ά φ ο ς , σ υ γγρ α φ έα ς το ύ Λ α β ύ ρ ιν θ ο ν τ ή ς μ ο ν α ξ ιά ς , τ ή ς Π έ τρ α ς τ ο ν ή λ ιο ν , τ ο ύ Σ η μ ε ίο ν σ ύ γ κ λ ισ η ς , έ χ ε ι έ ρ θ ε ι σ τή Γαλλία γ ιά νά π α ρ α λ ά β ε ι τό ν χρ υ σ ό ά ετό ά π ό τ ό Φ εσ τ ιβ ά λ β ιβλίου τ ή ς Ν ίκα ια ς. Έ χ ο υ μ ε νά ιδ ω θ ο ύ μ ε έδώ κ ι ά ρ κ ετό κ α ιρ ό . Γιά λίγο σ υ ν α ν τ ιέμ α ι μέ τό ν Π ερ ο υ βιανό π ο ιη τή Χ οσ έ-Κ άρλος Ρ ο ντρ ίγκ εζ , π ο ύ τ ά π ο ιή μ α τά τ ο υ βρ ίσ κο ντα ι σ τή ν π ρ ώ τη γραμ μ ή π ρ ο τ ίμ η σ η ς τώ ν νέω ν γενεώ ν . Τ έλ ο ς, ό Π άζ φ τ ά ν ε ι. Τ ά μ ά τ ια τ ο υ ψ ά χ ν ο υ ν μ ές στό μ ισ ο σ κ ό τα δο .
Σ τά έξ η ν τα π έ ν τ ε χρ ό ν ια τ ο υ ό Ο κτά β ιο Π άζ δ ια τη ρ ε ί τή ν έκ π λ η κ τικ ή τ ο υ ο μ ο ρ φ ιά κ α ί τή ν έκ π λ η κ τ ικ ή άνεση π ο ύ τό ν χ α ρ α κ τή ρ ιζε ό τα ν ή τα ν ν έο ς . Τ όν π α ρ α τη ρ ώ μέ τή ν άκρη τ ο ύ μ α τ ιο ύ . Σ η μ ειώ νω τ ή ν άπλή κ ο μ ψ ό τη τα τώ ν ρούχω ν το υ . Π ιάνω τή φ ω τ ε ιν ό τ η τ α τ ή ς μ α τ ιά ς τ ο υ , τή ν τό σ ο β α θ ιά , έν το νη κ α ί π ε ρ ίε ρ γ η , μ ιά φ ω τ ε ιν ό τ η τ α π ο ύ τά γυα λ ιά τ ο υ , μέ τά ό π ο ϊα θ ά έξ α κ ο λ ο υ θ ε ί νά π α ίζ ε ι σ’ όλη τή δ ιά ρ κ ε ια τ ή ς σ υ ζή τη σ ή ς μ α ς , δ έ ν κ α τα φ έ ρ ν ο υ ν νά τή σ βή σ ουν . Ό π ο ιη τ ή ς τ ή ς Ε λ ε υ θ ε ρ ία ς λό γω τ ιμ ή ς έ κ φ ρ ά ζε τα ι άργά , β α ρ ιά , μέ π ο λ ύ χ ιο ύ μ ο ρ .
τούς ανθρώπους
Μ ετά ό η ό ά ρ χετά χρό ν ια έπ ιστρέψ α- τε στό Μ εξικό. Λ υτή ή έπ ισ τρ ο φ ή μ ετέβα λλε ή όχι τις β α θύτερ ες σ κ έ ψ εις σας;
Τό Μεξικό πού ξαναβρήκα άλλαξε καί δέν άλλαξε. Ξαναβρήκα πολλά άπό τά παλιά του χαρακτηριστικά, ένα μίγμα παλιών καί νέων, μοντέρνων χαρακτηριστικών. Από τόν δέκατο ένατο αιώνα, άπό τήν έποχή τής άνεξαρτησίας, πολλές άπό τίς λατινοαμερικανικές χώρες ρίχτηκαν’ σ* έναν άγώνα δρόμον πρός τόν έκσυγχρονισμό. 'Υπήρξαμε Ιακωβίνοι, θ ε τ ικ ισ τέ ς ,. μαρξιστές-λενινι- στές. Ή έπ ιστροφή αύτή έπ ιβε- βαίωσε τή σκέψη μου σ’ ό,τι άφορά τήν άλλοτρίωση πού έχει ζήσει ή ήπειρός μας. Προσωπικά νιώθω π ο λύ κοντά στά άπελευθερωτικά π ο λιτικά κινήματα. Σκέφτομαι πώ ς τό πετρέλαιο μάς προσφέρει μιά όρι- σμένη αναστολή, όχι όμως καί τή λύση. Τά προβλήματα μπορεί νά γίνουν πολύ γρήγορα έκρηκτικά . Υ πάρχει ή διαφθορά, πάγιο έλάτ- τωμα τού μεξικανικού ιδιαίτερα κράτους, υπάρχει τό ντελίριο τών τεχνοκρατώ ν... Α πέναντι σ’ όλα αύτά τά κακά δέν βλέπω παρά ένα γιατρικό: τήν κριτική μέσα άπό δημοκρατικές διαδικασίες.
Π ο ιές ε ίνα ι ο ί τω ρινές σ χ έσ ε ις σας μέ τήν ισ τορ ία κ α ί τήν πολιτική;
Είμαστε άναγκαστικά καταδικασμένοι νά βρισκόμαστε μέσα στήν ιστορία καί στήν πολιτική. Α ποτελούν μιά διάσταση τού άνθρώ που. Βέβαια, δοκιμάζει κανείς τήν έπιθυμία νά ξεπεράσει τό δεδομένο χρόνο. Συζητώ λοιπόν μέ τήν πολιτική καί τήν Ιστορία μέσα άπό σχέσεις άντι- φ α τικές καί πολεμ ικές. Είμαστε ταυτόχρονα πολίτες καί π ο ιητές. Ποραμένω όμως πάντα παθιασμένα σύμφωνος μέ τά λόγια τού Μπενζα- μέν Περέ στήν ’Ατίμω ση τών π ο ιη τώ ν: «ό ποιητής πρέπει νά παραμένει έλεύθερος». Από τήν άποψη αύτή παραμένω πεισμένος ότι οί σ ουρεα λ ισ τές ή ταν π ιό δ ια υ γ ε ίς άπό πολλούς άλλους.
Η ποίηση κα τα λα μβά νει π ά ν τα τήν πρώ τη θέση στό έργο σας;
Η ποίηση βρίσκεται στό έπ ίκε- ντρο. Αλλά δέν μπορεί κανείς νά γράφει καθημερινά ποίηση, καλή ποίηση, έκτός κι άν είναι Βικτόρ Ούγκό. Οί ποιητές θά πρέπει νά τρέφονται άπό τήν Πρόζα. Είναι ή τροφή τής ποίησης. Γράφω δοκίμια, κριτικές, μεταφράζω άκόμα. Ό μ ω ς ή ποίηση είναι στό κέντρο όλων αύτών. Είναι έπίσης τραγούδι, ά κουσμα. Σκέφτομαι ξάφνου τόν τελευταίο περίπατο πού έκανα στις Les Halles μαζί μέ τόν Αντρέ Μ πρετόν. Απρόσμενα άρχισε νά μού ά- παγγέλλει τήν Τ σιγγά να τού Ά πο- λινέρ. Ή ταν υπέροχο. Ναι, ή ποίηση είναι πάντα έπικεφαλής. Ά ν θέλει κανείς νά γνωρίσει τήν κατάσταση μιας κοινωνίας δέν θά πρέπει νά ρωτήσει τούς οικονομολόγους. άλλά τούς ποιητές καί τούς πεζογράφους.
Έ χ ε τε ζή σ ε ι σ τό Π α ρ ίσ ι, κ ο ν τά σ τό ν Ά ν τρ έ Μ π ρ ετό ν . Τί δ ια τη ρ ε ίτ ε ά π ό
τό σ ο υρεα ),ισ τικ ό «μά δημα»;
Δέ μ' άρέσει ή λέξη «μάθημα». Γιά μένα ό σουρεαλισμός ήταν μιά μύηση, μιά παρακίνηση άκόμα. Εξαρτώμαι πάντα άπό τήν ηθική τοϋ κινήματος. Σκέφτομαι πώ ς ή α ισθη τική άνήκει σέ μιά δεδομένη έποχή .Αμφιβάλλω πολύ γιά τίς ικανότη
τες τής αυτόματης γραφής. “Αλλωστε, τό ξέρετε, ό ίδιος ό Μ πρετόν είχε πάνω σ* αύτό τό θέμ α αρκετές άμφιβολίες.
Υ π ή ρ ξ α τ ε έ ν θ ερ μ ο ς λ ά τρ η ς τή ς μ υ σ τ ικ ή ς κ α ί σ το χα σ τικ ή ς Α να το λή ς . Ε ξ α κ ο λ ο υ θ ε ίτε νά είσ τε;
Νομίζω πώ ς ναί. Ή Α νατολή ύπήρ- ξε γιά μένα μιά θεμελιώδης άποκά- λυψη. Κι ύστερα, στήν Α νατολή σ υνάντησα τή γυνα ίκα μου. Π ιστεύω άκόμα ότι ή πιό ριζοσπαστική σκέψη, ή π ιό σωτήρια στό βαθύ πεσιμισμό της σκέψη είναι ό βουδισμός. Ή άνθρω πότητα , γιά τή σωτηρία της, θά πρέπει, κατά τή γνώ μη μου, νά ξεφύγει άπό τόν α θε ϊσμό καί τό μονοθεϊσμό. Ό μονοθεϊσμός σημαίνει τήν Ιε ρ ή Εξέταση καί τό Γκουλάγκ. Ό άθεϊσμός δέν είναι έλευθερία . Ό βουδισμός, α υτός προσφέρει τήν ιερότητα χωρίς Θεό. Ή άνθρω πότητα έχει άνάγκη, άν θέλει ν* άναγεννηθεΐ, νά ξεφύγει άπό τήν καταστροφή, μιας μακρό
χρονης θ ε ρ α π ε ία ς κ άτω ά π ό τό βουδισμό. Γιά τούτο είμαι άπόλυτα πεισμένος.
Θ εω ρείτε π ώ ς ή ν εό τερ η λ α τ ιν ο α μ ε ρ ικ α ν ικ ή λ ο γ ο τε χ ν ία έ μ β α θ ύ ν ε ι σ ' α υ τή τή « λο γο τεχν ία τώ ν ά ρ χετϋπ ω ν» π ο ύ κ ά π ο τε έπ ικ α λ ε σ τή κ α τε , έ σ ε ίς ό ίδ ιο ς , σ ' έ ν α δ ο κ ίμ ιο σα ς;
Μ πορεί νά μιλήσει κανείς γιά εύρω- παϊκή λογοτεχνία. Ό Σαίξπηρ π α ρ α μ έν ε ι α κ α τ α ν ό η τ ο ς χ ω ρ ίς τό ν Μ ονταίνιο, όπω ς καί οί Γάλλοι σ ου ρεα λ ισ τές χω ρ ίς το ύ ς Γ ερμ ανούς ρομαντικούς. Ό 20ός αιώνας είδε νά ξεπηδάει ξαφνικά τή Λατινική Αμερική π ο ύ , μέ τήν ισπανική ή
τήν πορτογαλλική γλώσσα, έξακολουθεί νά στηρίζει τό όνειρο καί τό δυνατό. Αύτή ή «έκρηκτική» λογοτεχνία άνακαλύπτει τήν ήπειρό μας, τή μέλλουσα έλευθερ ία μας.
Σ ά ς ά π α ο χ ο λ ιι κ α δ ό λ ο υ ό θ ά ν α το ς ;
Ο θά να τος είναι τό κατεξοχήν άν- θρώ πινο έρώτημα. Μ ετά τήν έποχή τού Ν εάντερταλ βλέπω νά ύπάρ- χουν τρία προβλήματα: τό σέξ, ή έργασία, ό θάνα τος. Ομολογώ πώ ς είμαι ιδιαίτερα μ περδεμένος ά π ό τή σ υμπερ ιφ ορά τών ζώων π ο ύ φ α ίνεται π ώ ς έχουν τό προα ίσ θημ α τού θανάτου , όταν α ύτός τά τριγυρίζει, καί π ο ύ δέχονται αύτό τό θά νατο . Ο άνθρω πος, α ύτός είναι τρελός. Εξεγείρεται έναντίον τού θα νάτου .
Είναι δυστυχισμένος. Οί μόνοι μεγάλοι πολιτισμοί είναι έκεΐνοι ό π ο υ ή ζωή συμφιλιώνεται μέ τό θάνατο. Θά πρέπει ή ιδέα τού θανάτου νά ξαναγυρίσει στό έπίκεντρο τής ζωής.
Π ισ τεύ ε τε ότι τό τω ρινό φ α ιν ό μ εν ο τοϋ « σ χ ίμ α το ς» π ρ ο ε ικ ά ζ ε ι μ ιά «ά- ν α τρ ο π ή τή ς ζω ή ς» π ο ύ θά τή ν ο δ η γή σ ε ι τ ε λ ικ ά σ τή ν π α λ ιά έξώ θ η σ η π ρ ό ς τό θ ά να το , π ρ ό ς το ύ ς κ α θ η μ ε ρ ιν ο ύ ς φ α σ ισ μ ο ύ ς , τό γκ ο υ λ ά γκ . τό ψ υ χρ ό β α σ ίλ ε ιο τή ς έ μ π ο ρ ε υ μ α το - π ο ίη σ η ς ;
Ά ς θυμηθούμε κατ’ άρχήν ότι τό σχίσμα ύπάρχει ήδη άπό τή δ εκ α ετία τού 1920, τουλάχιστον στήν π ε ρίπτωση τής Κροστάνδης. τού Βι- κτόρ Σέρζ, τού Ά ντρέ Μ πρετόν. Σήμερα όμως τό φαινόμενο τού σχίσματος έχει διευρυνθεϊ. Οί Ρώσοι, Τσέχοι, Κουβανοί, Κινέζοι διαφω- νούντες... ξαναδίνουν τήν εύγένεια σ έναν κόσμο έξευτελισμένο. Στίς καπιταλιστικές χώ ρες τό φαινόμενο αύτό είναι, κατά ένα όρισμένο τρ ό πο , λιγότερο έπ ικ ίνδυνο . Υ πάρχει πολύ περισσότερο στήν ήπειρό μου, όπ ου κανείς μπορεί νά μιλήσει γιά ένα μεγάλο σχίσμα τής Λ ατινικής Α μ ερ ικ ής, ύποκείμ ενης σέ δ ικτα τορίες, καταπ ιέσ εις, σέ ιμπεριαλιστικές έκμεταλλεύσεις. Αύτό τό σχίσμα πού παίρνει δ ιά φ ορες άποχρώ - σεις άνάλογα μέ τή χώ ρα κα ί τούς άνθρώ πους, δέν μ πορεί παρά νά πραγμ ατοπο ιείτα ι άντίκρυ στό σύγχρονο κα ί ά π εχ θ έ ς φ αινόμενο τής γραφ ειοκρατίας. Γι’ αύτό τό λόγο τό τελευταίο βιβλίο μου π ο ύ κυκλοφόρησε στό Μ εξικό τιτλοφορείται Ό φ ιλ α ν θ ρ ω π ικ ό ς δ ρ ά κ ο ς . Είναι μιά συλλογή άρθρω ν, όπ ου έπιχει- ρώ μιά δηλητηριώδη κριτική τού κρά τους κα ί τού γραφ ειοκρατικού μηχανισμού.
Τί α π ο μ έ ν ε ι α π ό τ?)ν έπ ο π ο ιία το ϋ Ζ α π ά τα , σ ή μ ερ α , σ τό Μ εξικό;
Ή σέ β ά θο ς έξέγερση, στό Μ εξικό, κ ατάγετα ι ά π ό τόν Ζ απάτα . Ή έπο π ο ιία του κ υ ο φ ο ρ ή θη κ ε ά π ό τό χιλιόχρονο όνειρο, ά π ό τή νοσταλγία τής χρυσής έποχής. ’Ηταν ένα κίνημα τοπ ικ ό π ο ύ π ρ ο σ π ά θ η σ ε νά έγκαθ ιδρύσει μιά συλλογική κοινότητα. Α π ο μ α κρ υ νό μ ενο ι ά π ό τό ό νειρο τού Ζ α πά τα άπομακρυνόμα- σ τε ά π ό κ ά θ ε εύκα ιρ ία νά δούμε νά θρ ιαμβεύει τή δικαιοσύνη. Ή μορφή τού Έ μιλιάνο Ζ α πά τα στοιχειώ νει τή συνείδησή μου ό π ω ς κα ί τή συνείδηση πολλών Μ εξικανών. Π ρέπει νά βρούμε τό δικό μας δρόμο π ρ ό ς τόν έκσυγχρονισμό, ό π ω ς μάς π ρ ο έτρ εψ ε άλλοτε ό μεγάλος έπα- ν α σ τά τη ς σ το χα σ τή ς Μ α ρ ια τέγκ ι. Θ ά π ρ έπ ε ι νά άρνηθούμ ε τή μηχανιστική έφ αρμ ογή τώ ν εύρωπαΤκών μοντέλων. Οί ιδεολογίες τή ς εισαγω γής δ ιαφ όρω ν μοντέλων ά π ό έξω πά ντο τε λησμόνησαν -γ ιά κ α κ ό δι-
Πρόσωπα 7 ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ
κό μας- τήν πολυπλοκότητα. τή μοναδικότητα, τήν πρω τοτυπία των χωρών καί τών κοινωνιών μας.
Πώς όργανώ νετα ι γιά σ ά ς ή λέρ γ α -ο ία λ τον ονγγρ α φ έα ;
Δέν είμαι ένας έπαγγελματίας συγγραφέας. Γράφω μέ τρόπο ιδιόρρυθμο. Θεωρώ τόν έαυτό μου π ε ρισσότερο, σύμφωνα μέ τήν εικόνα του άγαπητοΰ φίλου μου Ε.Μ. Σιόραν, σάν ένα «έπαγγελματία άνα-
κά, πού Οά συμπεριληψθούν σέ μιά λιτή συλλογή. γιά λογαριασμό κάποιων νέων Μεξικανών ποιητών. Τό ουσιώδες είναι πώς τά μυστικά έργα ώριμάζουν. λίγο πολύ άργά. στό βάθος τής σιωπής, τά έργα τής φαντασίας. Υ πάρχουν πολλά δοκίμια, πολλές κριτικές. Ή ποίηση άλλωστε άνήκει στό βασίλειο τής ευνουχισμένης ιδεολογίας.
Ε ίστε ένα ς άνθρω πος π ο ν έλπίζει;
γνώστη». Γράφω μονάχα όταν έκ- δηλώνεται μέσα μου ή άνάγκη, όταν ζωπυρώνεται ή έπιθυμία . Γράφω έντελώ ς δ ια φ ο ρ ετ ικ ά π ρ ά γ μ α τα , κάποτε ένα ποίημα, κάποτε τήν άρχή ένός δοκιμίου, μιά άλλη φορά ένα άρθρο κριτικής. Μ' άρέσει έπί- σης νά βαδίζω, νά περιπατώ . Ά π ό τήν προτίμησή μου αύτή βγαίνει, άναμφίβολα, ένα μεγάλο μέρος του π ά θους πού τρέφω γιά τόν Ά πολι- νέρ, τού όποιου μόλις άλλωστε άπέ- δωσα μερικά ποιήματα στά ίσπανι-
Πιστεύω οτι ζούμε κάποια μορφή τού τέλους τού κόσμου, αλλά αύτό ίσως δέν σημαίνει τό θάνατο. Κάτι π ρ ο ε το ιμ ά ζ ε τα ι ύ π ό γ ε ια . Τό π ι στεύω μ' όλες τίς Λ υνάμεις μου. ‘Α ποθέτω τίς έπ ίγεβ ς έλπίδες μου στους περιθωριακού^;. ο ιο ύ ς Εξόρισ τ ο υ ς , σ τ ο ύ ς γ ε μ ά τ ο υ ς φ λ ό γ α , στούς άνθρώ πους τού αύριο...
Le Monde. 10.8.1979,
Μτφρ. Ά λέξ. Ζήρας.
’Ένταξη καί στράτευση------------------ ιδέες
Ή έντονη κα ί συνεχιζόμ-ενη συζήτησ η γιά τ ίς σ χέσ ε ις τώ ν σ υγγρα φ έω ν μέ τή ν κο ινω νία π α ίρ νε ι σ υχνά τή μ ορφ ή μ ια ς σ υζή τη σ η ς γιά τή ν ονομαζόμ ενη «ένταξη» ή « σ τρ ά τευ σ ή » το υ ς . Πολύ γρήγορα δ ια π ισ τώ νετα ι όμω ς ό τ ι σ υ ζη το ύ ντα ι ά ρ κ ετά δ ια φ ο ρ ετ ικ ά έρ ω τή μ α τα κ α ί ό τι δ η μ ιο υ ρ γε ίτα ι κ ά π ο ια σύγχιση ά π ό σ η μ α ντικές π α ρ α λλ α γές π ά νω σ τό τ ί έννο ο ύμ ε μέ τή ν «ένταξη» ή τή « σ τρ ά τευ σ η » .
Ρέημοντ Ονίλιαμς
Μιά κεντρική πρόταση τού μαρξισμού, πού έκφράζεται μέ τή φόρμουλα «βάσης έποικοδομήματος» ή μέ τήν έναλ- λακτική άποψη τής κοινωνικά διαμορφωμένης συνείδησης, είναι ότι τό γράψιμο. όπω ς καί άλλες πρακτικές, είναι μιά έννο ια σ η μ α ίνο υ σ α κα ί π ά ν τα προσδιορισμένη: δηλαδή, ότι έκψράζει μέ διάφορους άμεσους καί έμμεσους τρόπους μιά ειδικά διαλεγμένη έμπει- ρία, κοιταγμένη άπό μιά ειδική σκοπιά. ‘Υπάρχει φυσικά ή δυνατότητα νά συζητηθεί ποιά άκριβώς είναι ή φύση αύτής τής «σκοπιάς». Δέν είναι, γιά παράδειγμα, άναγκαίο νά έξαχθεί ή σκοπιά αύτή άπό ένα έργο, όπω ς πα- λιότερα γινόταν, μέ τήν έννοια τού «μηνύματος». Δέν είναι άναγκαίο νά είναι ή σκοπιά αύτή ειδικά πολιτική, ή, άκόμα, καί κοινωνική, μέ τή στενότερη έννοια. Δέν είναι, τέλος, άναγκαίο νά άντιμετωπίζεται σάν κατ’ άρχήν ξεχωριστή έννοια άπό κ ά θε άλλη έννοια πού ύπάρχει στό έργο. Οί χαρακτηρισμοί αύτοί δέν έπιδιώκουν. ώστόσο, νά έξασθενίσουν τόν άρχικό ισχυρισμό άλ- λά νά τόν άποσαφηνίσουν. Ή ένταξη, μέ τήν έννοια αύτή, δέν είναι τίποτα παραπάνω άπό τή διαπίστωση ότι ειδικοί άνθρωποι έχουν ειδικές σχέσεις (ταξικές κατά τό μαρξισμό) πάνω σέ ειδικές καταστάσεις καί έμπειρίες. Μιά τέτοια διαπίστωση έχει φυσικά α π οφ α σιστική σημασία, άπένσντι στούς ισχυρισμούς γιά «αντικειμενικότητα», «ού- δετερότητα», «άπλή πίστη στήν άλή- θεια», πού πρέπει νά δούμε ότι άποτε- λ ο ύ ν φ ό ρ μ ο υ λ ε ς έ π ικ ύ ρ ω σ η ς τώ ν άπόψεων πού θεωρούν τίς άντιλήψεις καί προσεγγίσεις τους σάν οικουμενικές.
Ά ν όμως κ άθε γραπτό είναι, μέ τήν έννοια αύτή. «ένταγμένο». τότε γιά ποιό λόγο νά ζητιέται σέ όποιαδήποτε στιγμή μιά στράτευση; Μ ήπως ή ένταξη δέν σημαίνει πάντα τήν άπαίτηση νά γράφεται κάτι άπό μιά όρισμένη σκοπιά καί όχι άπό άλλες; Ή άπα ίτηση αύτή δέν έχει τή σημασία ένός προσηλυτισμού, μιάς προσάρτησης ή καί μιάς ύπακοής; Οί διαμαρτυρίες ένάντια σ’ αύτή τήν άπαίτηση προέρχονται πολύ συχνά άπό έχθρούς τού μαρξισμού πού ύποθέτουν, έσφαλμέ- να, ότι μόνο ό μαρξισμός καί τά κινήματα π ο ύ συνδέονται μ' αύτόν τή διατυπώνουν. Ά ς άναφέρουμε όμως έδώ καί τή διαμαρτυρία ένός μαρξιστή: τήν κριτική πού άσκησε ό Μ πρέχτ κατά τού Λούκατς καί τών άλλων συναδέλφων του στή Μόσχα, κατά τή δεκαετία τού 1930:
«Είναι, γιά νά τό πούμε έξω άπό τά δόντια , έχθρ ο ί τής καλλιτεχνικής παραγωγής. Δέ νιώθουν άνετα σέ σχέση μέ τήν παραγωγή. Ποτέ δέν ξέρεις πού βρίσκεσαι μέ τήν π α ρ α γωγή. άφού είναι άπρόβλεπτη. Π οτέ δέν ξέρεις τί θά βγει. Κι αύτοί δέ θέλουν νά παράγουν. Θέλουν νά παίζουν τόν ά π α ρ ά τσ ν ικ [τό στέλεχος τού κομματικού μηχανισμού] καί νά άσκούν έλεγχο πάνω στός άλλους. Ή κ άθε κριτική τους π εριέχει καί μιά άπειλή1».
Π ρόκειται γιά μιά πραγματική διαμαρ
τυρία, γιά μιά πραγματική κατάσταση, όπου στό όνομα τού σοσιαλισμού πολλοί συγγραφείς έπαινέθηκαν. κα τα π ιέστηκαν ή καί καταστράφηκαν. Λέν είναι όμως παρά μόνο ένα παράδειγμα τών άναρίθμητων διαμαρτυριών πολλών σ υγγραφ έω ν, σέ πολλές π ερ ιό δους. ένάντια στόν ίσχύοντα ή ένάντια στόν άπειλούμενο έλεγχο πάνω στήν καλλιτεχνική παραγω γή , π ο ύ έκ π ο - ρευόταν άπό τήν Εκκλησία, τό Κράτος ή τίς συνθήκες τής άγοράς.
Αλλά αύτή ή θεω ρητική ή πρακτική άσκηση πίεσης πάνω στούς συγγραφ είς έχει, άναγκαστικά, κάποια σχέση μέ τή «στράτευση»; II στράτευση, άν έχει κάποιο νόημα, είναι σίγους>α συνειδητή, ένεργός καί άνοιχτή: είναι μιά έπ ιλο γή θέσης. Μ πορεί όμως νά γίνει κατάχρηση κ άθε ιδέας άπό μιά αύτο- προσδιορ ιζόμενη κα ί έλέγχουσ α αύ- ταρχική έξουσία. Ή «έλευθερία τής έκφρασης μέσω τού τύπου», γιά π α ρ ά
δειγμα. μπορεί νά έπαναπροσδιοριστεί, στήν πράξη, σάν «έλευθερία τής έ κ φρασης μέσου τού τύπου, μέ χρηματικό κέρδος». Τό έρώτημα κλειδί σχετικά μέ τήν ένταξη καί τή στράτευση είναι ή φύση τής μετάβασης άπό τήν ιστορική άνάλυση. όπου τό κά θε είδος ένταξης καί στράτευσης μπορεί νά διαπιστω θεί στά ύπάρχοντα γραπτά κείμενα, στή σύγχρονη πρακτική , όπου όλες οί έ- ντάξεις καί οί στρατεύσεις τίθενται σέ ένεργό άμφισβήτηση. Τό σκέλος τού
Άν&ρωπος πον σχεόισζει
έρωτήματος, πού σχετίζεται μέ τή σύγχρονη πρακτική δημιουργεί προφ ανώ ς πολλά προβλήματα, ένώ τό πρώ το σ κέλος, πού άναφέρεται σέ δεδομένες καί νεκρές θέσεις, γίνεται εύκολα άποδε- κτό. Υπάρχει ένας μαρξιστής π ο ύ ά- οκεΐ κριτική έξ άποστάσεω ς καί π ερ ιο ρίζεται στήν ιστορική άνάλυση. Προ- σαρμοζόμενος στόν τρόπο άνάλυσης τών ακαδημαϊκώ ν μελετών άκολοι*θεΐ. κατά τά φαινόμενα, τόν ϊδιο δρόμο
πού άκολουθοΐνν κι έκείνες. Ό μ ω ς ή κεντρική αιχμή τού μαρξισμού αφ ορά στή σύνθεση θεω ρίας καί πράξης. Πώς ύλοποιείται όμως κάτι τέτοιο, όχι μόνο στήν περίπτω ση τής στράτευσης άλλά καί στή φαινομενικά λιγότερο άμφι- σβητούμενη περίπτω ση τής ένταξης;
Ό Μάρξ καί ό Έ νγκελς ήταν άρκε- τά σκληροί άπέναντι στήν περίπτω ση τής «κατευθυνόμενης λογοτεχνίας»:
«Συνηθίζεται όλο καί περισσότεροι, ιδ ια ίτ ερ α ά π ό το ύ ς κ α τ ώ τ ε ρ ο υ ς πο ιοτικά λογοτέχνες, νά άντικαθί- σταται ή έλλειψη εύφ υίας στά έργα πού παράγουν άπό πολιτικούς ύ- παινιγμούς πού είναι σίγουρο ότι τραβούν τήν προσοχή τού αναγνώ στη. Ή ποίηση, τά μυθιστορήματα, οί βιβλιοκρισίες, τό θέα τρο , καί κ ά θ ε λογής λογοτεχνική πα ρα γω γή συμπαρατάσσονται σ’ αύτό πού λέμε ’ κατευθυνόμενη λογοτεχνία ’2».
«... ένας άνάξιος τύπος , πού , λόγω έλλειψης ταλέντου, έφ τασε στά ά κρα μέ μιά μεροληπτική σαβούρα, γιά νά κάνει γνω στές τ ίς π επ ο ιθ ή σεις του, άλλ.ά πού στήν πραγματικότητα έχει σάν στόχο του ν’ αύξή- σει τό άκροατήριό του3».
Τά σχόλια αύτά όμως, πέρα άπό τή χα ρακ τηρ ισ τική το υ ς έπ ιθ ετ ικ ό τη τα , άναφέρονται σ’ αύτό πού θ ά μπορούσαμε νά όνομάσουμε «μεροληψία άπό πρόθεση», δηλαδή μιά άπλή προσθήκη πολιτικών άπόψ εω ν καί φράσεων, ή άσχετων ήθικώ ν σχολίων, όπω ς αύτά πού βρήκε ό Μάρξ στόν Εύγένιο Σύη, «τόν πιό άξιοθρήνητο άπόβλητο τής σοσιαλιστικής λογοτεχνίας4».
Τό ίδιο δέν ισχύει γιά τή βαθιά κοινωνική καί ιστορική άνάλυση π ο ύ χαρακτηρίζει άλλους συγγραφείς, έστω κι άν είναι έμμεση, όπω ς λ.χ. στόν Μ παλζάκ, ή άμεση, όπω ς στήν όνομα- ζόμενη άπό τόν Μάρξ «σημερινή λαμπρή άδελφότητα τών μυθιστοριογρά- φων στήν Αγγλία». Έ φ ερ νε σάν π α ρ ά δειγμα τούς Ν τίκενς. Θ άκερεη, Μ προ- ντέ καί Γκάσκελ.
«πού οί παρασ τατικ ές κ α ί εύγλω ττες σελίδες τους έχουν προσφέρει στόν κόσμο περ ισσ ότερες άλήθειες ά π ό όλους μαζί τούς έπαγγελματίες πολιτικούς, δημοσιολόγους καί ήθι- κολόγους5».
Οί συζητήσεις τού Μάρξ καί τού Έ ν- γκελς γιά τό θεα τρ ικό έργο το\ι Λασάλ Φ ρ ά ν τς φ ό ν Ζ ικ ιν γ κ ε ν ύπογράμμιζαν τήν άνάγκη γιά μιά βαθιά κατανόηση τής κοινω νικής καί ιστορικής, σέ άντί- θεση μέ περιορισμένες ή άπλουστευ- μένες έπεξεργασίες. Σέ καμιά όμω ς περ ίπτω ση δέν άμφισβητείται ότι μιά τέτοια κατανόηση είναι «αισθητικά» άναγκαία κα ί ότι συνδέετα ι ριζικά μέ μιά κοινωνική κα ί ιστορική (άκόμα καί πολιτική) κατανόηση. ‘Έ τσ ι, ή κριτική ένάντια στή «μερολ.ηπτική λογοτεχνία» δέν στρέφ ετα ι καί ένάντια στή <» στράτευση», άλλά ά π ο σ κο π εί σέ μιά σ οβαρή στράτευση στό πλευρό τής κοινωνι- κής πραγματικότητας.
------------ ►
Διαμαντής Διαμαντόπουλος.
I ΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ 8Ιδέες
' Η πολεμική σχετικά μί τή στράτευση δέν μπορούσε. όπως ήταν φυσικό, νά πσρσμεινει ο αύτό τό γενικό έπίπε- δο. Πήρε ϊνα χαρακτήρα ένεργο. αί διάφορες κοινωνικές καί ιστορικές καταστάσεις. όταν ή στράτευση Εγινε πρακτική καί μάλιστα προγραμματισμένη. Έ τσ ι. τά έπ ιχειρήματα του Σάρτρ γιά τή στράτευση, στις ¡διάνθι σες σννθήκες τής μεταπολεμικής Ευρώπης. βασίστηκαν στήν πίστη γιά τό άναπόφ ενχτό της·
«“Αν ή λογοτεχνία δέν είναι τά π ά ντα. τότε δέν άξιζε» τίποτα. Οταν περιορίζεται οτήν έκφραση της α θωότητας τον συγγραφέα ή σέ τραγούδια. τότε μαραίνεται. Αν κάθε γραπτή πρόταση δέν άπηχεί σέ κάθε ανθρώπινο καί κοινωνικό έπιπε- δο, τότε δέν έχει νόημα. Τι άλλο είναι ή λογοτεχνία μιάς έποχής άπό τήν οικειότητα μιάς έποχής άπό τή λογοτεχνία**
Οί συγγραφείς που άσχολούνται ά- ναγκαστικά μέ νοήματα «άποκαλύ- πτουν. άποδε^κΛαουν, άναπαριστοΰν. Μετά άπ αύτό οί άνθρωποι μπορούν νά βλέπονται πρόσω πο μέ πρόσω πο και νά κάνουν δ,τι θέλουν». Ό Σάρτρ έπιχειρηματολόγησε έναντίον τών αντιλήψεων τής «καθαρής 7101'όταν είναι σοβαρές είναι πάντα (άν και καλυμένα) μορφές κοινωνικής στράτευσης. ένώ όταν είναι ρηχές δέν είναι παρά άπλές υπεκφυγές. Ταυτόχρονα έκανε πιό σύνθετη αυτή τή θέση του μ' ένα τεχνητό διαχωρισμό τής ποίησης άπό τήν πεζογραφία, έπιφυλάσσοντας τό άναπόφευχτο τής στράτευσης στά «νοήματα» τού πεζογράφου καί θ εω ρώντας ότι τά νοήματα καί τά συναισθήματα σ' ένα ποίημα έχουν μετα- πλαστει σέ «πράγματα»·, κι έτσι δέν έχουν μιά τέτοια δπω ς τής πεζογραφίας διάσταση. Ή κριτική αυτής τής θέσης τού Σάρτρ άπό τόν Ά ντόρνο είναι πειστική. Ό τεχνητός διαχωρισμός τής π εζο γρ α φ ία ς υ π ο β α θ μ ίζε ι κάθε είδος γραφής πού δέν άνήκει στήν κλειστή περιοχή τής ποίησης ο ένα έννοιολογικό πάγιο καθεστώ ς, καί άφήνει άναπάντητα όλα τά έρωτήματα τά σχετικά μέ τή στράτευση κ α τά τό χρ ό νο τή ς γρ α φ ή ς . (Τό γεγονός πώ ς μένουν άναπάντητα είναι φυσικά μιά πλευρά τής άντίληψης τού Σάρτρ γιά τήν έλευθερία). Ε π ιπ λ έο ν , μ* αύτόν τό γενικό όρισμό, δπω ς στή συνέχεια έπε- σήμανε ό Ά ντόρνο, «ή στράτευση... παραμένει πολιτικά πολύπλευρη, όσο δέν ύποβαθμίζεται σέ προπα γά νδα 1».
Πρόκειται γιά ευέλικτες διατυπώ σεις καί έκτιμήσεις ένός είδους μαρξιστικής σ κ έψ η ς, π ο ύ β ρ ίσ κ ετα ι κ ο ντά στό πνεύμα τών όσων περιστασιακά άνέ- φεραν ό Μάρξ καί ό Έ νγκελς. Τά δυσκολότερα έρωτήματα καί, ταυτόχρονα, ή ανάγκη γιά πιό καθοριστικές διατυπώσεις, άνέκυψαν σέ άμεση σχέση μέ τήν άνοιχτή έπαναστατική π ρ α κτική: στήν έπανάσταση στή Ρωσία καί ύστερα στήν Κίνα. Τόσο ό Λένιν όσο καί ό Τρότσκι έλεγαν ότι οί συγγραφείς καί οί άλλοι καλλιτέχνες π ρ έπει νά έχουν τή δυνατότητα νά έργά- ζονται όπως αύτοί θέλουν: «Νά δημιουργούν έλεύθερα. σύμφωνα μέ τά ιδεώδη τους καί μέ πλήρη άνεξαρτη- σία» (Λένιν)1, «νά παρέχεται άπόλυτη ελευθερία αυτοδιάθεσης στόν τομέα τής τέχνης» (Τρότσκι)’ . 'Αλλά καί γιά τούς δυό ύπήρχαν περιορισμοί. Γιά τόν Λένιν: μέ τήν πολιτιστική πολιτική τής έπανάστασης πού δέν μπορούσε «νά άφήσει τό χάος νά άναπτυχθεΐ σ’ ό- π ο ια δ ή π ο τ ε κ α τεύ θ υ νσ η » · γ ιά τόν Τρότσκι: μέ τήν αύτοδιάθεση. πού ύ- πόκειται όμως στή «ρητή τοποθέτηση ύπέρ ή κατά τής έπανάστασης». Οί περιορισμοί καί όχι οί γενικότεροι ισχυρισμοί καί διαβεβαιώσεις είναι πού όδήγησαν σέ μιά πρακτική καί ίσχύου- σα μορφή τής «στράτευσης», ή όποια, άπό τό έπ ίπεδο τής γενικής πολιτικής τώ ν πολιτιστικών προεκτάθηκε σέ έ- ξειδικεύσεις πάνω στή μορφή καί τό περ ιεχόμ ενο τής «στρατευμένης» ή «σοσιαλιστικής» (οί όροι αύτοί έγιναν πιά ταυτόσημοι) γραφής.
Τά όσα γράφονταν τότε δέν ήταν όλα, ή, κυρίως, «κατευθυνόμενη πολιτικά λογοτεχνία», όμως ή π ιό τρέχουσα
μορφή έπιχειρηματολογίας θεωρούσε τή «στράτευση»: σάν πολιτική ένταξη, μέ μιά σειρά όλο και π ιό περιοριστικών όρισμών (πού συχνά μπέρδευαν τήν έπ ιχειρηματολογια μέ τά δ ιο ικη τικά μέτρα) πού ξεκινούσαν ως τήν ύπερά- σπιση τής άνθρω πότητας καί έφ ταναν ως τήν ύπεράσπιση τής ύπόθεσ ης τού λαού. τής έπανάστασης, τού κόμματος, καί τής (μεταβαλλόμενης) γραμμής τού κόμματος.
Είναι φανερό ότι ή άκολουθη κρίση πού δημιουργήθηκε έτσι στή μαρξιστική σκέψη δέν ξεπεράστηκε άκόμα. Ή τα ν χρήσιμο, μετά άπό μιά τέτοια έμπειρία. νά βρίσκει κανείς τόν Μάο- Τσέ-Τούνγκ νά λέει: «είναι βλαβερή γιά τήν άνάπτυξη τής τέχνης καί τής έπι- στήμης ή υιοθέτηση διοικητικών μέτρων, μέ σκοπό νά έπιβληθεί έ'να ιδιαίτερο ύφ ος στήν τέχνη ή μιά όρισμένη σχολή σκέψης καί νά άπαγορευτεί κ ά ποια άλλη10*». Αύτό όμως δέν σήμαινε μιά έπιστροφή στό φιλελευθερισμό’ ήταν μιά διαπίστωση τής ύπαρξης μιάς έλεύθερης πάλης, άνάμεσα σέ νέες καί
στό μ ε τ α σ χ η μ α τ ισ μ ό τών κοινωνικών σχέσεων άνάμεσα στούς συγγραφείς καί στό λαό. Αύτό μπορεί νά περ ιορ ιστεί ώς τή γνωστή μας έμφαση πάνω σ έ όρισμένα είδη περιεχομένου καί ύφους, άλλά μιά έμφαση πού έχει άνα πτυχθε ΐ μέ τέτο ιους τρόπ ους ώστε νά άλλάζει τό όλο πρόβλημα. Η «στράτευση» είναι ή άποφασιστική κίνηση μιάς ώς τώρα άποχωρισμένης, πολιτικά καί κοινωνικά άποστασιοποιημένης, ή άλλοτριωμένης γραφής. Ή έναλλακτι- κή, θεω ρητική καί πρακτική έμφαση πού προσφέρει ό Μάο, άναφέρεται στήν ένσω μάτω ση: όχι μόνο στήν έν- σωμάτωση τών συγγραφέω ν στή ζωή τού λαού, άλλά καί στήν άποφ»ασιστική κίνηση πέρα ά π ό τήν ιδέα τού έξειδι- κευμένου συγγραφ έα σέ καινούρια είδη λαϊκής, άλλά καί συλλογικής, γραφής. Οί δυσκολίες τής έφ αρμογής όλων αύτών στήν πράξη είναι καί πάλι σοβαρές, τουλάχιστον όμω ς θεω ρητικά α ύτό είναι τό έμβρυο μιάς ριζικής έπανα- τοποθέτησ ης τού προβλήματος.
Στήν πραγματικότητα οί περισσότε-
Γεράσιμος Σκλάβος, "Ενωση Νο 2
παλιές μορφές συνείδησης, άνάμεσα σέ νέα καί σέ παλιά είδη έργων τέχνης.Αλλά καί πάλι ύπήρχε μιά έπιφύλαξη:
«όσο γιά τούς φ α νερούς άντεπα νασ τά- τες κα ί αύτούς π ο ύ να ρκοθετούν τή σοσιαλιστική ύπ όθεσ η τό ζήτημα είναι άπλό: τούς άφαιρούμε μόνο τήν έλευθερ ία νά μιλούν». Αλλά, στήν άρχή τουλάχιστον, δέν ύπήρχε καμιά δογμ ατική άντιστοιχία άνάμεσα στή σ υγγραφική πράξη, π ο ύ συντελείται σέ μιά έπαναστατική κοινο^νία, καί σέ κάπο ιο ιδιαίτερο ύ φ ο ς γραφής: «ό μαρξισμός περιλαμβάνει τό ρεαλισμό στήν καλλιτεχνική καί τή λογοτεχνική δημ ιουργία. άλλά τή δημιουργία αύτή δέν μ π ο ρεί νά τήν άντικαταστήσει». 'Αντί γι’ αύτό δίνεται έμφαση στίς δημ ιουργικές παρορμήσεις π ο ύ «οί ρίζες τους βρίσκονται στό λαό κα ί στό προλεταρ ιά το», καί έκφράζεται μιά άντίοτοιχη άντίθεση ώ ς πρ ό ς τις δημ ιουργικές παρορμήσεις π ο ύ προέρχοντα ι ά π ό άλλες τάξεις καί ιδεολογίες. Ά ς μήν ξεχνάμε ότι ό όρισμός αύτός άφ ορά στό έργο τών οο ο ια λ ιο τώ ν συγγραφέω ν.
ν Λ? τ ν ύνθε^ ' ς συν<>ήκες τής π ρ α κ τ ικής. δ ιατυπώ σεις αυτού τού είδους μπορεί νά άναπτυχΟ ονν σέ αρκετά δ ιαφ ορετικές κατευθύνσ εις. Αλλα α ύ τό που είναι τό π ιό ένδιαφ έρον στήν έπιχειρηματολογια τού Μάο. σχετικά μέ προγενέσ τερες γνω στές μας τ ο π ο θετήσεις, είναι ή έμφαση π ο ύ δίνεται
ρες προγενέσ τερες συζητήσεις πάνω στή στράτευση ήταν ή παραλλαγές τού φορμαλισμού (άφ ηρημ ένος όρισμός ή έπ ιβολή ένός «σοσιαλιστικού» ύφ ους) ή μιά πρόσ φ α τη έκδοχή τού ρομαντισμού, κ α τά τήν ό π ο ία ένας σ υγγρ α φ έας σ τρατεύετα ι (σάν ά νθ ρ ω π ο ς καί σ υγγραφ έα ς, ή μέ κ ά π ο ιε ς άμυδρές δ ια φ ορές άνάμεσα σ’ αύτά τά δυό) σέ μιά ύ π ό θ εσ η . Ή π ιό χαρακτηριστική μαρξιστική θέση είναι ή άναγνώριση τή ς ρ ιζικής κα ί ά να π ό φ ευ κ τη ς σ ύνδεσης άνάμεσα σ τίς πρα γμ α τικ ά κοινω νικ ές σχέσεις ένός σ υγγραφ έα (πού θ ε ω ρείται όχι μόνο στό «άτομικό» έ π ίπ ε δο, άλλά κα ί στά πλαίσια τών γενικώ ν κοινω νικώ ν σχέσεων π ο ύ κα θορ ίζουν τή «γραφή» σέ μιά όρισμένη κοινω νία καί χρονική π ερ ίοδο , καί π ο ύ μέσα τους οί κο ινω νικές σχέσεις ένσω ματώ νονται σέ όρισμένα είδη γραφ ής) καί τού «ύφ ους» ή τών «μορφών» ή τού «π ερ ιεχομένου» τού έργου του, π ο ύ τιάρα θεω ρούντα ι όχι μέ άφηρημένο τρόπο άλλά σάν έκ φ ράσ εις αύτώ ν τών σχέσεων.
Η διαπίστω ση αύτή είναι άνίσχυρη άν ά π ό μόνη της είναι άφηρημένη καί στατική. Οί κο ινω νικές σχέσεις δέν έπ ιδρούν μόνο: διαμορφώ νονται έπί- σης κα ί μπορεί νά μετασχηματιστούν. Αλλά στό ά π οφ α σ ισ τικό έκείνο ση
μείο π ο ύ είναι σχέσεις κ ο ιν ω ν ικ έ ς ύ- π άρχουν όρισμένες πραγμ ατικές π ιέ σεις καί ορισμένα όρια -α υ θ ύ π α ρ κ τα
προσδιορισμένα- στά πλαίσια τών ό ποιων πρέπει νά άποσαφ ηνιστεί ή έ κταση τής σ τράτευσης, σάν άτομική ένέργεια κα ί χειρονομία.
Η στράτευση, μέ τήν ¿»ό σ υγκεκριμένη της έννοια, ειναΛ /) συνειδητή ένταξη ή ή συνειδητή ένταξης.Κατά τήν ύλική κοινωνική πρακτική , όμως, τού γραψίματος, όπω ς καί σέ κ άθε άλλη π ρακτική , αύτό π ο ύ είναι δυνατό νά γίνει ή νά έπ ιχε ιρηθεί ύπό- κ ε ιτα ι ά να γκ α σ τ ικ ά σέ π ρ α γ μ α τ ικ ές σχέσεις πού υπά ρχου ν ή π ο ύ είναι δυνατό νά άνακαλυφΟ ούν. Η κοινω νική πραγματικότητα μπορεί νά τρ ο π ο ποιήσει. νά μεταθέσει ή νά πα ρα μ ορφώ σει όπο ια δή ποτε πρακτική π ο ύ ά- πλώ ς σ κοπεύει κ ά π ο υ , κα ί στά πλαίσια αύτά (μερικές φ ορές μέ τρόπο τραγικό, μερικές φ ο ρ ές μέ τρ ό π ο υ ς π ο ύ όδηγούν στόν κυνισμό ή στή δραστική άπογοήτευση) ή «στράτευση» μπορεί νά λειτουργήσει σάν κάτι παραπάνω ά π ό μιά ιδεολογία. Γιά τούτο ή συνειδητή «ιδεολογία» καί «προκατάληψ η», π ο ύ στηρίζει ή μιά τήν άλλη, π ρ έπ ε ι σ υχνά νά ά ν τ ιμ ε τω π ισ θ ο ύ ν σ ά ν σ υ μπτώ ματα ειδικώ ν κοινω νικώ ν σχέσεων ή καί σχέσεων π ο ύ έχουν άποτύχει. Έ τσ ι, ή π ιό ένδιαφ έρουσα μαρξιστική θέση . έξαιτίας τή ς έμφ ασης π ο ύ δίνει στήν π ρακτική , είναι αύτή π ο ύ κ α θ ο ρ ίζει τίς κα τα π ιεσ τικές καί περ ιορ ισ τικές σ υνθήκ ες, μέσα στίς όπ ο ϊες , σέ ό π ο ια δή ποτε στιγμή, μπορούν νά ύ π ά ρ χο υ ν ιδιαίτερα είδη γραψ ίματος, καί ή όπο ία θέση άντίστοιχα δίνει έμφαση στίς ά- να γκα ίες σχέσεις π ο ύ απα ιτούντα ι σέ άλλα είδη γραψ ίματος. Ή κινέζικη ιδέα περ ί τή ς ένσω μάτω σης στό λαό, ή ή ιδέα γιά τό ξεπέρασ μα τή ς άποκλει- στικότητας τού ρόλου ένός ειδικού σ υγγραφ έα , είναι άπλώ ς σ υνθήματα άν ή μεταμορφω μένη κοινωνική π ρ α κ τ ική, ά π ' ό π ο υ τέτο ιες ιδέες έξαρτώ νται, δέν είναι άληθινά ένεργός. 'Ο φ είλουμε νά πούμε ότι στίς π ιό σ οβαρές μ ορφ ές τους, οί ιδέες αύτές, δέν είναι ά πλές κα ί άφηρημέτνες ιδεολογικές θέσεις. Σέ κ ά θ ε ιδιαίτερη κοινωνία, σέ μιά ιδ ια ίτερη φ·άση της, ο ί σ υγγραφ είς μ πορούν νά ά ποκαλύψ ουν μέσα στά γρα φ τά το υ ς τίς άλήθειες τών κοινω νικώ ν τους σχέσεων, κ α ί μ αύτή τήν έννοια: τήν ένταξή τους. Ά ν έπ ιδ ιώ ξουν νά άλλά- ξουν α ύ τές τίς σχέσεις, τότε ή π ρ α γμ α τικότητα τή ς όλης κο ινω νικής δ ια δ ικα σίας μπαίνει σέ άμφισβήτηση, κα ί ό σ υγγρα φ έα ς π ο ύ σ υμμετέχει σέ μιά έπανάσ τασ η κ α τέχει ά ναγκασ τικά μιά δ ιαφ ορετική θέσ η ά π ό τό σ υγγρ α φ έα πού βρίσκεται κάτω ά π ό ένα φ ασ ιστικό ή καπ ιταλιστικό κ α θεσ τώ ς ή π ο ύ είναι έξόριστος.
Αύτό 6έ σημαίνει ή δέ χρειάζετα ι νά σημαίνει ότι ό σ υγγρα φ έα ς άναβάλλει ή έγκα τα λείπει τή δουλειά του ώ σπου νά συμβεί μιά άλλαγή π ο ύ έπ ιθυ μ εί. Ο ύτε θ ά π ρ έπ ε ι νά σημαίνει ότι άρκεί- ται στήν κατάσταση π ο ύ βρίσκει. 'Ό μως κ ά θ ε λογής πρα κ τ ικ ή π α ρα μ ένε ι ίδιάζουσα. καί στό π ιό σοβαρό καί α ύ θ ε ν τ ικ ά σ τρ α τε υ μ έν ο γρ ά ψ ιμ ο , δ πο υ ύπάρχει όλο τό είναι τού σ υγγραφ έα . καί, σ υνεπώ ς, άναγκαστικά . ή πραγματική κοινω νική του ύπ αρξη , είναι ά ν α π ό φ ευ κ τα δεδομένο ότι είναι κυρ ιολεκτικά άδιανόητο , ά π ό τό π ιό έκδηλο ώς τό π ιό άπροσδιόρ ιστο έ π ίπ εδ ο , νά διαχω ριστεί ή πρα κτική ά π ό τή σ υγκεκριμένη κατάσταση . Ά π ό τή στιγμή ό π ο υ όλες οί κα τα σ τά σ εις είναι δυνα μ ικ ές μιά τέτο ια πρα κτική είναι ένεργός π ά ντα καί ικανή γιά ρ ιζικές κα ί ά π ο φ α σ ισ τικ ές έξελίξεις. Ό π ω ς είδαμε όμω ς ο ί π ρ α γμ α τικ ά κο ινω νικές κατασ τάσ εις είναι βα θιά ένσωματωμέ- νες στήν ίδια τήν π ρ α κτ ικ ή το ύ γρα ψ ίματος, ό π ω ς κα ί στίς σχέσεις στά πλα ίσ ια τώ ν όπο ιω ν δ ιαβάζετα ι τό γρα φ τό . Τό νά γράψ εις μέ δ ια φ ο ρ ετ ικ ο ύ ς τρ ό π ο υ ς σημαίνει τό νά ζείς μέ δ ια φ ο ρ ετ ικο ύ ς τρ ό π ο υ ς. Σημαίνει έπ ίσ ης νά δ ια βά ζεσ α ι μέ δ ια φ ο ρ ε τ ικ ο ύ ς τ ρ ό π ο υ ς , κάτω ά π ό δ ια φ ο ρ ετ ικ ές σχέσεις καί, σ υ χ ν ά , ά π ό δ ια φ ο ρ ε τ ικ ο ύ ς ά ν θ ρ ώ - πους. Αύτό τό πλαίσ ιο δυνα τό τη τα ς καί, έπομένω ς, έκλογής. είναι ίδιάζον, σ υγκεκριμένο κα ί όχι ά φ ηρημένο , καί ή στράτευση, μέ τή μοναδική σημαντι- κή της σημασία, είναι συγκεκριμένη κάτω άκριβώ ς ά π ό αυτούς το ύ ς όρους. Είναι συγκεκριμένη γιά ένα σ υ γγρ α φ έα μέ δρώ σες καί δυνα μ ικές κο ινω νικές
Ί ό έ ε ς 9 ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ Τ Ε Χ Ν Ε Σ
σχέσεις, που αποτελεί £να είδος π α ρ α γωγού. Είναι έπίσης συγκεκριμένη χά ρη στις άκόμα πιό συμπαγείς μορφές αυτών τών ίδιων δυναμικών καί δρα στικών σχέσεων, σημείων, συμβάσεων, μορφών καί γλώσσας. Τό νά άναγνωρί- σουμε έτσι τήν ένταξη σημαίνει νά διδαχτούμε, άν θέλουμε, τή σκληρή
καί συνολική ιδιαιτερότητα τής σ τράτευσης*.
* Τό δοκίμιο αύτό ήποτελη τό fvcito κεφάλαιο τον βιβλίον τον ΐνημοντ Ούΐλιαμς, Μαρζιομός xat XtryOTf χνία . πού θά χνκλοψορήαει προσεχώς άπό τις kxàôocις «Πλίθραν».
1 Ανα^-ίρεται άπό τόν Βαλτερ Μπίνιαμιν στο• Σννομιλίες μέ τόν Μπρέχτ* Βλ. καί τήν ίλλην»χή μετάφραση πον» δημοσιεύτηκα στό περ / ράμμα τα καί Τέχνες. άρ 1. Ίανοι*άριος 1982.2,3. Κλίσης τον "Ενγχελς. σέ γράμματά τον τον Οκτώβριον 1851 xcu AiVyovarov 1881. ávrícrtOi
χα Βλ xtxí Ο Μάρξ και ό Ένγχελς γιά τή λογοτεχνία καί τήν τέχνη, or λ. 119 και 1234. // áyia o ixoyévrta , ¡8455. Η άγγλιχή μιοαία τάξη
0. Ζ II Σάρτρ, Ti είναι λογοτεχνία.7. Γέοντορ Λντόρνο. «ΙτράτεχΌη». στό περ £- π ιδεω ρηοη η)ς Κ έα ς Aqiotερ ό ς , 1974. 87-8.8 Λένιν. ί'ιό τή λογοτεχνία καί χήν τέχνη. Μόσχα 19679 Τρότσκι. Λ ογοτεχνία χ<α έη α ν ό σ τα ο η10. Μάο-Τσί Τοννγκ. Γιά ντψλογοτεχνία χ α ι τήν τέχνη, Πεκίνο 1960
Μ τφρ. ΠΕΤΡΟΣ' ΛΙΝΑΡΔΟΣ
Ό αιχμάλωτος
Διήγημα
Ο γερο-Βιτσέ Γκουαρνότα, βαρρείς και περπατούσ ε στή δημοσιά—τόοο κανονικά κουνιόταν πέρα δώθε το σώμα του μέ τό βάδισμα τού μικρού γαιδάρου όπου καθόταν. Τα πόδια του κρέμονταν έξω ά π ό τις σκάλες και σχεδόν σέρνονταν πάνω στο χωματόδρομο. Γυρνούσε. ό π ω ς κάθε μέρα αύτή την ώρα, ά π ό τό χτήμα του στην άκρπ τού όροπέδιου, πανω σχεδόν ά π ό τό πέλαγος. Ο γερα> σμένος γάιδαρος, πιό κουρασμένος και πιο μελαγ^ολικός και ά π ό τόν άφέντη του. είχε άρχίσει νά λαχανιάζει ά π ό τήν προσπαθεια νά άνηφορισει στόν ά τέ - λειωτο δρόμο, π ο ύ σκαρφάλωνε στό βουνό μέ άλλεπαλληλες κορδέλλες καί άποτομες στροφές. Κατάκορφα στό δ ιά σελο υψώνονταν τά έτοιμόρροπα σπίτια τού χωριού στριμωγμένα τό ένα δίπλα στό άλλο, τό ένα ά πάνω στό άλλο. ’Ηταν άργά και όλοι οι χωριανοί είχανε γυρίσει στά σπίτια τους ά π ό τά χωράφια, ή δημοσιά ήταν έρημη. Κι άν τύχαινε ν' ανταμώσει κανένα ό Γκουαρνότα, ό ά λ λος τόν χαιρετούσε φιλικά γιατί -δόξα σοι ό θ ε ό ς - όλοι ε ίχαν τόν Γκουαρνοτα σέ υπόληψη.
Στά μάτια τού γέρου, όλάκερος ό κ ό σμος ήτανε τώρα έρημος όπα^ς έτούτη ή δημοσιά, και ή ζωή του σταχτια ό π ω ς έτούτο τό σούρουπο. Κοιτούσε τα γυμνά κλαριά π ο ύ προβάλλανε πάνω ά π ό τούς χαμηλούς, σαραβαλιασμένους τοίχους, τούς ψηλούς σκονισμένους κάκτους, και τούς σωρούς τα χαλίκια κάθε είκοσι β ή ματα, πού κάποιος θα σκέφτηκε ίσως ν άπλωσει πανω ά π ο τις άναρίθμητες λα- κούβες και χαρακιές τού δρόμου. Τα π ά ντα ολόγυρά του ήταν ήσυχα, σιωπηλά καί έρημα, θαρρείς καί τα κατέθλιβε, ό- πο^ς καί τόν ί&ο, μια αίσθηση άτέρμονης άνίας και ματαιότητας. Πς καί ή σιγαλιά έμοιαζε με οκονη -σκόνη πού ήταν τοσο παχιά στρωμένη ώστε δέν άκουγε τα βήματα τού γαιδάρου του.
Πόσους σωρούς ά π ό αύτη τη σκόνη της δημοσιάς κουβαλούσε κάθε βράδι στο σπΐπ του ό γέρος! Ο πότε έβγαζε τό σακάκι του ή γυναίκα του το άρπαζε και τό κρατούσε πέρα με τά χέρια της τ ε ντωμένα. Καί γιά ν άλαφρώσει την ψυχη της, τό έδειχνε ολόγυρα στό δωμάτιο — στις καρέκλες καί στο ντουλάπι, στο κ ρεβάτι καί στην κάσα, ξεφωνίζοντας: «Κοίτα! Οχι, κοίτα! Μ πορείς νά γράψεις μέ τό δάχτυλο σου έδώ πάνω!».
Ά ν όμως την άκουγε και δεν φορούσε τό μαύρο τσόχινο κοστούμι του στό χ τ ή μα.- Μ ήπως δέν τού χε παραγγειλει τρία μπαμπακερό κουστούμια γι' αύτό και μονο τό λογο — όχι ένα, τρία; Κί ένώ άφριζε καί οργισμένα χειρονομούσε, ό Γκουαρνότα, καθώς καθόταν μέ τό π ο υ κάμισο, συχνά έμπαινε στόν πειραομο νά βυθίσει τα δόντια του στά τρια κοντόχοντρα δάχτυλα, π ο ύ τού κουνούσε μ π ρ ο στά στα μάτια άλλά, σαν καλοαναθρεμμένος σκύλος, περιοριζόταν νά τής ρίχνει λοξές ματιές όλο δυσαρέσκεια και νά τήν άφηνει νά συνεχίζει τη γκρίνια της. Μ ήπω ς έδώ καί δεκαπέντε χρόνια -ο ά ν π έθ α νε ό μοναχογιός τ ο υ - δέν ε ίχε π ά ρει όρκο νά φοράει μαύρα όλη τήν ύ π ό - λοιπή ζωη του; Λοιπον...
«Μά γιατί θές νά φ οράς τά μαύρα στά χωραφια; θ ά σού βαλω μαύρο κρέπ στά μανίκια τώ ν μ π α μ π α κ ερ ώ ν σακακιώ ν σου. Αύτο καί μιά μαύρη γραβάτα φτάνει- έπ ε ιτα ά π ό δεκαπέντε χρόνια!».
Την άφηνε νά γκρινιαζει. Μ ήπως όλό- κληρη τήν εύλογημένη μέρα δέν ήτανε μακρια της κοντά στή θάλασσα; Χρόνια καί χρονιά ε ίχε να φανεί στό χωριό ό γέρος. Κι έτσι, άν δέν φορούσε το πένθος γιά τό γιό του στά χωραφια, π ο ύ θα το φορούσε; Για τ' όνομα τού θ ε ο ύ , γιατί προτού άνοιξει τό στόμα της δέν σ κ εφ τόταν λίγο να τόν άφήσει στην ησυχία του... Ά ί ώ στε θά π ρ ε π ε νά πενθεί τό
γιό του στήν καρδιά του, έ; Αλήθεια! Καί ποιός ε ίπ ε ότι δέν πενθούσε ή καρδιά του; Ή θελε όμα>ς νά βλέπει καί ό κόσμος κάποιο έξωτερικό σημάδι. Ά ς τό βλέπαν λοιπον τά δέντρα καί τά πουλιά στόν άέρα - άφού τό παιδί, άλίμονο, δέν μπο-
τού λόφου, όταν σέ μιά άπότομη στροφή τής δημοσιάς, άκούστηκε μιά φωνή. «Πέσε μπρούμυτα!·.
Τρεις άντρες, π ο ύ είχαν στήσει κα ρ τέρι στή σκιά, ρίχτηκαν π ά νω του ' πρόσεξε ότι φορούσαν μάσκες καί ήταν όπλισμέ-
Λονίτζ ι Π ιραντέλο
ρούσε πιά νά δει τί φορούσε γιά δική του χάρη ό πα τέρα ς του~ Γιατί, στά κομμάτια, γκρίνιαζε τόσο ή γυναίκα του γι’ αύτό τό ζήτημα; Επειδή έπ ρ ε π ε κάθε βράδι νά τινάζει καί νά ξεσκονίζει τά ρούχα; Γιατί δέν άφηνε νά κάνουν τή δουλειά αύτή οί υπηρέτριες; Υπήρχαν τρεις γιά δυό μόνο πρόσω πα. Μ ήπως γιά λόγους οικονομίας; Σώ πα δά. άνοησίες. Ένα μαύρο κοστούμι τό χρόνο στοιχίζει ογδόντα μ ένενήντα λιρέττες. Έ π ρ επ ε να το καταλάβει ή γυναίκα του ότι έχει άδικο - δέν ήτανε σαχ>τό νά συνεχίζει αύτόν τόν τροπο. Ή ταν ή δεύτερη γ υ ναίκα το υ - ό γιός του, π ο ύ πέθα νε, ή τ α νε ά π ο τήν πρώ τη του γυναίκα. Ό γέ-
νοι. Ό ένας έπ ιασ ε τό καπίστρι τού γαιδάρου, ένώ οι άλλοι, έν ριπή όψθαλ- μού τόν έσυραν ά π ό τό σαμάρι καί τόν π έτα ξα ν κα τα γή ς’ ό ένας γονάτισε καί τού έδεσε τά χέρια, στό μεταξύ ό άλλος τού έδεσε τά μάτια μ' ένα διπλωμένο μαντήλι π ο ύ τό 'σφίξε όλόγυρα στό κ ε φάλι του.
Μόλις π ρόφ τασ ε νά π ει, «Μά τί γ υ ρεύετε, παιδιά μου;* -καί τόν άναγκάσα- νε νά σταθεί στά πόδια του, μέ σπρωξιές τόν έβγαλαν ά π ό τή δημοσιά καί τόν έσυραν βίαια στήν κατηφόρα τής βουνοπλαγιάς κατά τόν κάμπο.
«Μά, παιδιά μου...».«Πάψε γιατί πέθανες!».
ρος δέν είχε άλλους σ υγγενείς - μήτε μακρινούς γ ί αύτό καί μέ το θανατό του, ολόκληρη ή περιουσία του (καί δέν ήταν μικρή) θά περνούσε ατά χέρια της καί στ άνίψια της και τις άνιψιες της. Τότε β έ βαια δέν θά γκρίνιαζε, έστω και για λό γους ε ύ π ρ έ π ε ια ς .. Ά ς είναι! Τέτοια γ υ ναίκα π ο ύ ήταν δέν έβλεπε, φυοικά, τό πράγμα έτσι.
Γί αύτό λοιπον όλακερη την ήμερα έμενε μακρια ά π ό τό οπίτι, ολομόναχος οτα χωράφια του, ολομόναχος μέ τά δέντρα του καί μέ το πανόραμα της θάλασσας νά ξανοίγει οτα πόδια του καί καθώς άφουγκραζόταν το άσταμάτητο άτταλο θρόισμα τών φύλλων και το μι - λαγχολικό τραγουδακι τών κυμάτων π ο ύ τού φαίνονταν να έρχονται κ α τα πάνω του ά π ό τα π έρ α τα - ένα α ίσθημα ματαιότητας τών πάντω ν και άνυττο- φορης πλήξης ά π ό τή ζωή πίεζε ολοένα την ψ υχή του.
Είχε φτάσει σ ένα σημείο κάπου χίλια βήματα ά π ο τό χωριό και άκουγε την άπαλή καμπανα τού έσπερινού ά π ό τό έκκλησακι τής Ά ντολορατα στήν κορυφή
Είχε τρομάξει ά π ο τη σκληρη μ ετα χε ίρισή τους. άλλά άκόμα περισσότερο ά π ό τήν τρομάρα πού είχαν οί τρεις άντρες - σίγουρα έξαιτίας τής πράξης τους. Τούς άκουγε νά λαχανιάζουν σάν άγρια θηρία. Κάτι φοβερό θά τού έκαναν.
“Ισως όμως καί νά μή σκόπευαν νά τόν σκοτώσουν - τουλάχιστον στην άρχή. Ά ν είχαν πληρωθεί για νά τόν σκοτώ σουν ή άν ήταν καμιά βεντετα θά τόν είχαν ξεπασ τρέψ ει έπ ί τό π ο υ στη δημοσία, ά π ο κεί π ο υ λούφαζαν στη σκιά. θ ά πρέπει λοιπον να τόν αρτιαξαν γιά νά παρουν λύτρα
«Παιδιά μ ο υ ..».Ιού άδραξαν πιό ος>ιχτα τα χέρια, τον
τίναξαν και τού π α ν ξανα να παψει.«Τουλάχιστον ξεοφιξτε λιγάκι τό μ α
ντήλι στα ματια μου, είναι πολύ σφιχτό... δέν μττορώ...·.
»Προχωρεί! Περπάτα!».Πρώτα κάτω, ύστερα πανω , τώρα ίσια.
μετά κατα πισω ξανα κατω, έπ ε ιτα ξανά πανω και πάνω . Πού νά τόν πήγαιναν;
Φ οβερές εικόνες στρ ιφ ογύρ ιζαν στό μυαλό του ο αύτή την τρομερή τυφλή
πορεία πάνω ά π ό π έτρ ες κι άγκάθια, καθώς τόν έσ πρω χναν καί τόν τρ α β ο ύσαν μέσα στό άδιαπέραστο σκοτάδι. Κι ύστερα, ξαφνικά, είδε τά φ ώ τα — τα φώ τα τού χωριού στήν κορυφή τού δ ιά σελου, τά λυχνάρια νά λάμπουν ά π ό τά σπίτια καί τούς δρόμους — έτσι ό π ω ς τά χε δει ά π ό τή στροφή μιά στιγμή π ρ ο
τού νά τού ριχτούν, έτσι ό π ω ς τά βλεπε τόσ ες καί τόσε<: φ ορές καθώ ς γυρνούσε στό σπίτι του ά π ό τά χω ράφια τήν ίδια ώρα τού δειλινού. Τί παράξενο! Τά βλε- π ε καθαρά άνάμεσα ά π ό τό σφιχτό μ α ντήλι στά μάτια του — τόσο καθαρά όσο καί άλλοτε όταν τά μάτια του ήταν ανοιχτά. Τί παράξενο.^ Καθώς όλοένα σκό- νταφτε, καί οί ληστές τόν έσπρω χναν καί τόν τραβούσαν άγρια τόσο π ο ύ ή καρδιά του γέμιζε τρόμο, πή ρ ε τά μικρά λυχνάρια μαζί του ' κι όχι μονάχα έκεϊνα τά φ τω χ ικά, θλιβερά λυχνάρια, π α ρ ά ολάκερο τό διάσελο τού βουνού μέ τό χωριό κατά κορφα - τό χωριό ό π ο υ οί χωριανοίσυνέχιζαν άσψαλεϊς καί ειρηνικά τά έργα τους δίχως νά ύποψιάζονται τή φοβερή περ ιπέτε ιά του.
Σέ μιά στιγμή άκουσε τό βιαστικό τόκ- τοκ ά π ο τά πέλματα τού γαϊδάρου του.
Ά! “Οστε έσερναν μαζί τους καί τόν κουρασμένο του γερο-γάιδαρο! Καημένο ζωντανό, δέν μπορούσε νά καταλάβει. Τό μόνο π ο ύ θά πρόσ εχε θά ταν ή άνεπ ι- θύμητη τρεχάλα καί ή κακομεταχείριση, άλλά θά πήγαινε ό π ο υ τόν οδηγούσαν, δίχως νά χει ιδέα τί συνέβαινε. Ά ν σ τ α ματούσαν μιά στιγμή μονάχα κι αν τόν άφηναν νά μιλήσει, θά τούς έλ εγε ήσυχα πώ ς ήταν πρόθυμος νά πληρώσει όσα καί άν τού ζητούσαν. Δέν τού άπόμενε νά ζήσει πολύ άκόμα, καί δέν άξιζε στ* άλήθεια τέτοια κακομεταχείριση γιά μ ερικά παλιολεφτα — γιά λεφ τά π ο ύ δέν τού χάριζαν καμιά ικανοποίηση.
«Παιδιά μου...».«Σιωπή! Προχωρεί!».«Δέν καταλαβαίνω... Γιατί μού τό κ ά νε
τε αύτό; Είμαι πρόθυμος.^».«Σιωπή! θ ά τά πούμε άργότερα . Προ-
χώρει!».Τόν άνάγκαοαν νά σέρνεται έτσι για
ένα αιώνα καθώς τού φάνηκε. Τέλος, τσακισμένος ά π ο τήν κούραση καί τήν άηδία καί ζαλισμένος ά π ό τό σφιχτό μ α ντήλι λιποθύμησε καί έμεινε άναίοθητος.
Ξανάβρε τις αισθήσεις του τό άλλο πρωί καί είδε π ώ ς βρισκόταν, τελεία ς έξαντλημένος, μέσα σέ μιά χαμηλή σ π η λιά.
Μιά δυνατή μυρα>6ιά μούχλας έμοιαζε να έρχετα ι ά π ό τό π ρ ώ το φ ώ ς τής α ύ - Υής, π ο ύ έμπαινε χλωμό ά π ό τή γυριστή μπασιά ώ ς τή σπηλιά. "Οσο καί άν ήταν άσθενικό τό φ ώ ς α ύτό τόν άνακούφισε μές στον π ό νο του — τόν πόνο π ο ύ ένιωθε ά π ό τή σκληρή μεταχείριση π ο ύ είχε ύποσ τεί. θυ μ ό τα ν τήν κτηνώδη έ - κείνη θια σάν νά ήταν έφ ιάλτης - θ υ μ ό ταν πώ ς, όταν τού ήταν π ιά άδύνατο νά σταθεί στά πόδια του, τόν φ ορτώ σανε π ρώ τα σέ μιά πλάτη καί ύστερα σέ άλλη. τόν π ετά ξα ν ε κατετγής καί τόν έσερναν, κι έπ ε ιτα τόν κρατούσανε ά π ό τά χέρια καί τά ποδάρια.
Πού βρισκόταν τώρα; Ά φ ουγκραζότα ν προσεχτικά ' ά π ό τή σιγαλιά έξω, φ α ν τ ά στηκε π ω ς θά ήταν ψηλά σέ καμιά π α νύψηλη κορυφή. Καί μόνο α ύτή ή σκέψη τον ζάλιζε. Ή ταν άνήμπορος νά κ ο υ νη θεί. γιατί χέρια καί ποδιά του ήτανε δεμένα, κι άπόμεινε καταγής σαν ψοφίμι. Τά μέλη του καί τό κεφάλι του ήταν τόσο βαριά, π ο ύ τού φαίνονταν σάν ά π ο μ ο λυβί. Αναρωτηθηκε μήπω ς ήταν π λ η γ ω μένος. Ισως νά τΟν πα ρ ά τη σ α ν έκεί δά νομιζοντάς τον γιά πεθαμένο .
Οχι. Εδώ ήταν, έξω ά π ό τή σπηλιά και
I ΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΣ 10Διήγημα
κ ά τ ι κ ο υ β έ ν τ ια ζ α ν . 'Ω στε ή τύχη του δεν ε ίχ ε ά κ ό μ α κριθει Αναλογιστηκε οοα τ ο υ ε ίχ α ν ε σ υ μ β ε ϊ. και διαπίστωσε οτι δ ι ν σ κ ί φ τ ο τ α ν ε π ια καθόλου να π ρ ο σπαθήσει ν ά ξεφυγει ά π ό την επικίνδυνη Ο εση τ ο υ . Ή ξερε πω ς δεν μττορονσι. ν α ξ ε φ υ γ ε ι . και σχεδόν είχε χάσει τη θ έ λ η σ η ν α ξεφύγει Η καταστροφή ηταν ο λ ο κ λ η ρ ω τικ ή ήταν σαν να είχε συμβει πριν ά π ο πάρα πολυ καιρό, θα έλεγες σε κάποια προηγούμενη ζωή. Εκείνη Π ζωη ή τ α ν μ ιά δυστυχία, καί τήν είχε αψηοει π έ ρ α , μακριο. κατω στην κοιλάδά όπ ου τ ό ν είχαν άρπαξει. Τα>ρα είχε μονάχα τη σιγαλιά αυτής τής βουνοκοροφής - ¿να κ ε ν ό όπου τα περασμενα είχαν λησμονηθεί. Ακόμα και άν τόν έλευθέρωναν. δ ε ν είχε πιά τή δύναμη, ίσως ούτε και τή ν επιθυμία, νά κατέβει στα χαμηλά και νά ξαναρχίσει τήν παλια του ζωη
Ά ξαφνα ένα κύμα συμπόνιας για τον έαυτο του τόν έπνιξε καί άρχισε νά τρέμει α π ό τό φόβο γιά τή μοίρα πού τόν καρτερούσε καθώς είδε έναν ά π ό τούς ληστές νά μπαίνε» μττουσουλωντας στά τέσσερα μέσα στή σπηλιά. Ενα κοκ- κινο μαντήλι μέ τρύπες ανοιγμένες στά μάτια τού σ κεπαζε τό πρ ό σ ω π ο . Ο Γκοε»αρνοτα έριξε μιά ματιά στα χέρια του. Δεν κρατούσε όπλο. μοναχά ένα καινούριο μολύβι — ά π ο κείνα π ο ύ α γ ο ράζεις για μια πεντάρα - που δέν τό χαν ακόμα ξύσει. Στό αλλο του χέρι
ήταν τσαλακωμένο ένα κομμάτι κοινό έπ ισ το λ ο χ α ρ το , μ ένα φ ά κ ελ ο σ τήν τσάκιση του.
Ο γέρος ήσυχασε. Α θέλητα χα μ ο γέλασε. Τήν ίδια στιγμή καί οί άλλοι δυό— μ ασκοφ ορε μένοι ε π ίσ η ς — μττήκανε μπουσουλωντας στά τέσσερα στή σ π η λιά. Ο ένας τους τόν πλησίασε καί τού έλυσε τά χέρια, όχι όμως καί τά πόδια. ‘Υστερα εκείνος πού μπήκε πρώ τος μίλησε «Καί τώρα έλα στα συγκαλά σου! Γράψε ό,τι θα σού πούμε*.
Ό Γκουαρνότα νόμιζε π ώ ς αναγνώ ρισε τή φωνή. Ναι, βέβαια! Ή ταν ό Μανού- τσα - τόν έλεγαν έτσι γιατί τό ένα του χέρι ήταν κοντότερο ά π ό τό άλλο. 'Ηταν όμως έκείνος πράγματι; Μιά ματιά στό άριστερο χέρι τού ληστή επιβεβαίωσε τήν ύποψϊα του. Ή ταν σίγουρος π ώ ς θ’ άναγνώριζε καί τούς άλλους δύο, άν έ βγαζαν τις μάσκες τους, γιατί ήξερε ό λους τούς χωριανούς.
Τους απάντησε, «Στα συγκαλά μου, ναί! Εσείς, παιδιά μου, π ρ έπ ε ι νά ρθείτε στά συγκαλά σας. Σε ποιον θέλετε νά γράψω; Καί μέ τί νά γράψω; Μέ τούτο;». Τούς έδειξε τό μολύβι.
«Γιατί όχι; Μολύβι δέν είναι;»«Ναί, μολυβί είναι, βέβαια. Μά δέν ξ έ
ρετε μήτε π ώ ς το χρησιμοποιούν».«Τί θές νά πείς>«Πώς! Πρεπει νά τό ξύοετε πρώτα!». «Νά το ξύσουμε,·»«Ναί, νά τό ξύσετε μ’ ένα σουγιά, έκεί
- στην άκρη».«Σουγιά - δέν έχω σουγιά», ε ίπ ε ό
Μανούτσα και προσθεσε. «’Ελα στά συ- γκαλα σου, λεω — νά, έλα στά συγκαλά σου!» Kj άχολούθησε ένα κομπολόι ά π ό βλαστήμιες.
« Εντάξει, στά συγκαλά μου είμαι, Μ ανούτσα..*.
«Άί», ανάκραξε ό άλλος. «Μέ α ν α γ ν ώ ρισες;.
«Καί τί π ερ ίμ ενες άψ ού κρύβεις τά μούτρα σου καί αφήνεις άσ κέπαστο τό ζερβί σου χέρι. Βγάλε τό μαντήλι και κοίτα με οτά μάτια. Γιατί μού τό κάνετε αύτό... σέ μένα;»
«Σταματα τή φλυαρία», βροντοφώ ναξε ό Μανουτοα, τραβώντας τό μαντήλι ά π ό τό πρόσω πό του. Σού ε ίπ α νά ρθεις στά συγκαλά σου. 0 ά γράψ εις γιατί α λ λιώτικα θά σέ σκοτώσω!».
«Ναί, ναί! Εύχαριστως νά γράψω», α π ά ντησε ό Γκουαρνότα, «μόλις μου ξύσεις τό μολύβι. Αλλά, γιά νά ρωτήσω κι έγώ κάτι, λεφτά θέλετε, παιδιά μου; Ποσα;»
«Τρεις χιλιάδες φιορίνια!».«Τρείς χιλιάδες! Δεν είναι καί λίγα». «Τοσα άξιζεις! Καί άσε τά παζάρια!». «Τρείς χιλιάδες φιορίνια;»«Ναί, καί παραπάνω . Π αραπάνω ά π ό
τρείς!».«Σωστά. Π αραπάνω άξίζω, άλλα δέν
έχω τόσα λεψτά στό σπίπ. θά π ρ έπ ει να πουλήσω κάνα σ π ίπ καί κάνα χωραψι Φ αντάζεστε πώ ς μπορεί νά γίνουν αύτα μεσα σέ μιά μέρα καί χωρίς νά είμαι έγώ παρών;»
«Πές τους νά δανειστούν τά λεφτά!». «Σέ ποιους νά τό πώ;»«Στή γυναίκα σου καί στ άνηψια σου!»
Ο Γκουαρνοτα χαμογέλασε πικρά καί προσπάθησε ν’ ά να σηκωθεί στόν ό γκ ω να του. «Τούτο δά ήθελα άκριβώς νά σάς εξηγησω», άποκριθηκε. «Παιδια μου κ ά νατε ένα μεγάλο λάθος. Υπολογίζετε στή γυναίκα σου καί στ άνήψια της; Ά ν λογαριάζετε νά μέ σκοτώσετε, σκοτώστε με. Εδώ μαι! Σκοτώστε με καί μή λέτε κουβέντα. Αν όμως γυρευετε λεφτά, μονο ά π ό μένα μπορείτε νά π ά ρ ετε τα
λεφτά, μέ τόν όρο βέβαια οτι θα μ άφησετε να γυρίσω στο σπίτι να τά μαζέψω®.
-7ι κουβεντιάζεις τω ρα. Μας κ ο ρ ο ϊδεύεις,·»
«"Οχι. άλλα...» άρχισε ο Γκουαρνότα μ ένα στεναγμό
Ό Μ ανούτσα άρπαξε θυμωμένος το έπ ιστολοχαρτο ά π ο το χερι τού σ υντρό φ ου του καί έπανάλαθε: «Κόψε τη φ λ υ α ρία, καί όττως σού είπ α -γρά ψ ε! ΤΟ μ ολυβί... ώχ, θεούλη μου. ναέ.. πρέπει νά τό ξυσουμε... Καί π ώ ς ξυνεται;»
Ό Γκουαρνοτα τούς έξήγησε τόν τρ ό πο καί οί τρεις ληστές κοιταχτήκανε καί βγήκαν ά π τή σττηλια. Καθώς τούς έ βλεπε νά μπουσουλάνε στά τέσσερα —σάν τρία ζω ντα νά— δέν κρατήθηκε καί χαμογέλασε ξανά. Σκεφτόταν ότι τώρα οί τρείς τους ε ίχαν καταπιαστεί νά ξυ- σουν τό μολυβί, καί π ώ ς ίσως κλαδευο- ντάς το μέ δύναμη σάν τό κλάρι ενός δέντρου, δέν θά τά κατάφερναν. Τούτο σίγουρα θα γινόταν καί χαμογέλασε μέ τή σκέψη π ώ ς τά κατάφερναν. Τούτο σίγουρα θά γινόταν και χαμογέλασε μέ τή σκέψη π ώ ς αύτή τη στιγμή ή ζωή του έξαρτιόταν ά π ό τή γελοία δυσκολία, π ο ύ θ αντιμετώπιζαν οί τρείς τους, π ρ ο σ π α θώντας νά βγάλουν πέρ α μια δουλειά π ο ύ π ο τέ τους δέν ε ίχαν ξανακάνει. Ό τ α ν έβ λεπαν τό μολύβι νά φυραίνει όλο και πιό πολύ. ίσως να πειράζονταν τόσο, ώ στε ξαναμπαίνοντας στή σπηλιά νά τού έδειχναν π ώ ς άν τά μαχαίρια τους δέν ήταν καλά γιά νά ξύσουν ένα
χαριοει πολυ γρήγορα χωρίς έξοδα κι έτσι δεν θα έχουν και τύψεις Δεν ίο καταλαβαίνετε π ω ς δέν πρόκειτα ι να σας πληρώσουν δεκάρα, ούτε μιά δεκά - ρα, για νά μού σώσουν τή ζωή; Τα κανατε θάλασσα. Μ ονάχα έγώ ένδιαψέρομαι για τή ζωη μου κι έγ ώ άκόμα. δεν ένδιαφέ - ρομαι καί πολύ πολυ - αύτη είναι ή άλήθεια. Πάντως, τ' ομολογώ, δέν θέλω νά π εθ ά νω έτσι. - α ύτος ό θανατος είναι φοβερός. ΓΓ α ύτό καί μονο. γιά νά γλ υ τώσω ά π ο τέτοιο τέλος, σάς δίνω τό λόγο μου και σάς ορκίζομαι στήν ψ υχή τού α γα π η μ ένο υ μου γιού, π ώ ς μόλις τα καταφ έρω -μ έσ α σέ δυό τρείς μ έρες- θα σάς φ έρω μόνος μου τα λεψτά ό π ο υ έσείς ορίσετε».
«Ναί! Ά ψ ο ύ π ρ ώ τα μάς καταγγείλεις!».«Σάς ορκίζομαι π ω ς δέ θά οάς κ α τα γ
γείλω. Σάς ορκίζομαι λέξη νά π ώ σέ κανένα γι’ α ύτό τό ζήτημα. Μήν τό ξ ε χνάτε, ή ζωή μου κινδυνεύει!».
«Κινδυνεύει τώρα. άλλά θά κινδυνεύει όταν θά σαι έλεύθερος; Έσύ, πρ ο το ύ π ά ς στό σπίτι σου, θα μάς καταγγείλεις στήν άστυνομία!».
«Σάς ορκίζομαι π ώ ς δέν θά σάς κ α τα γ γείλω! Πρέπει νά μού χ ε τε έμπιστοσύνη. Μην τό ξεχνάτε, κάθε μέρα βγαίνω στά χω ράφια, καί κεί ή ζωή μου είναι στά χέρια σας. Μ ήπως δέν ήμουν π ά ντα γιά σάς σάν π α τέρ α ς; Μ άρτυς μας ό Θ εός, πά ντα μέ σεβόσαστε... Νομίζετε π ώ ς θέ - λω νά έκτεθώ στόν κίνδυνο καμιάς β ε ντέτας; Πρέπει νά έμ π ισ τευ θείτε στό λογο μου καί νά μ’ ά φ ή σ ετε νά γυρίσω
Γ ιάννης Π α τ ίλ η ς
Τό τραγούδι όέν σταματά ποτέ
Είναι άνάποδη ή έποχή κι ώ σ τ όσο - καθώς τά νερά σ ' Ενα πλοίο
πού βυθίζεται - ή όμορφιά είσβάλλει άπό παντού.Οί στίχοιφτωχά ψίχουλα πάνω στό χαρτί.Μπορούν νά θρέψουν τούς κουρασμένους
καί τούς νηστικούς.Μπορούν νά σχίσουν τά βουνά
νά περάσουν τή θάλασσα.Νά κατεβούν ά π * τόν ούρανό
στά υψωμένα ποτήρια στά τρυφερά μέλη.
Ή καρδιά μας έζέχει.Σάν τ ’ αύτιά τού λαγού πίσω ά π’ τή φτέρη.Οί πυροβολισμοί τή γεννάνε,Ή άόιαφορία τήν τρέφει.Ή παγωνιά τή ζεσταίνει
κόκκινη τρυφερή.Πληθαίνουν ο ί μελαγχολικοί κ ι ώ σ τ όσο τό τραγούδι δέν σταματά ποτέ.
μολύβι, ήταν άττεναντίας ττολύ καλά για νά τού κοψ ουνε τό λαρύγγι... Α νόητος στάθηκε κι έκανε ά σ υχώ ρητο λάθος λέ - γοντας σέ δαύτο τόν Μ ανούτσα ότι τόν ε ίχ ε άναγνωρίσει... Ναί, τούς άκουγε τ ώ ρα νά μιλάνε καί οί τρε ίς τα υ τό χρ ο να - έξω ά π ό τή σπηλιά, νά φ ω νάζουν καί νά βλαστημάνε. Ή ταν σίγουρος π ώ ς τό κ α τα ρα μ ένο α ύ τ ό μολύβι τή ς π ε ν τ ά ρ α ς περνούσ ε ά π ό χέρι σέ χέρι καί π ώ ς όλοένα φύραινε κάτω ά π ό τις άδέξιες π ρ ο σ π ά θ ειές τους. Ο θ ε ό ς ξέρει τί λο- γής μαχαίρια ε ίχαν στις μεγάλες, σκληρές φ ο ύ χ τες τους... Νά τοι π ο υ μττ ο υ - σουλάνε πάλι ό ένα ς π ίσω ά π ό τόν άλλο, χωρίς νά τό έχ ο υ ν ξύσει.
•Τό ξυλο είναι σάπιο», ε ίπ ε ό Μ α νο ύτσα. «Δέν είναι καλό μολύβι. Εσύ άψ ού ξέρεις νά γράψ εις μήπω ς έχε ις κάνα μολύβι τής π ρ ο κ ο π ή ς οτήν τσ έπ η σου, ξυομένο καλά;»
« Οχι, δέν έχω , παιδιά μου», άποκρίθη- κε ό Γκουαρνότα. «Καί πάντω ς, θα ήταν άχρηστο, σάς βεβαιώνω. Ά ν μού δώσετε χαρτί καί μολύβι έγ ώ θά γρά ψ ω Αλλά οέ ποιόν νά γράψω , Στή γυναίκα μου καί σ ι άνήψια της, Δικά της άνήψια είναι, δεν είναι δικά μου — τό καταλαβαίνετε αύτό ; Νά οτε ά π ο λ ύ τω ς βέβαιοι π ώ ς κανείς τους δέν θ απαντήσ ει. 0 ά ύποκριθούν π ω ς δεν πή ρα ν τό απειλητικό γράμμα, και θά νίψουν τάς χείρας των. Ά ψ ο ύ «ελάτε λεψτά ά π αύτούς. δεν έ π ρ ε π ε ν αρχίσετε α ρ π ά ζο ντα ς με. Έ π ρ ε π ε νά τα κανονίσετε μαζί τους - α ς πούμε χίλια Φιορίνια- γιά νά μέ σκοτώ σετε. Άλλα μήτε και τόσα δέν θά ο ά ς πλήρωναν... Τό παραδέχομαι βέβαια ότι περιμενουν τό θανατό μου άλλά - β λ έ π ε τ ε - είμαι γ έ ρος, καί ελπίζουν ότι ό Θ εός θά τούς τόν
στό σπίτι, καί νά στε σίγουροι π ώ ς θά π ά ρ ε τ ε τά λεψτά».
Δέν τού ε ίπ α ν τ ίπ ο τε άλλο, π α ρ ά κοιτα χτήκ ανε και μπουσ ουλώ ντα ς βγήκανε ά π ό τή σπηλιά.
Ολόκληρη τήν ήμέρα δέν τούς ξανάδε. Στήν άρχή τούς ά κ ουγε π ο ύ κουβεντιά - ζανε ά π ’ έξω ' σέ λίγο όμως, έ π α ψ ε κάθε θόρυβος.
Ά π ό μ εινε έκεί, ο τρ ιφ ογυρνώ ντας στό μυαλό το υ όλα τά ένδεχόμενα , κι α ν α ρω τιότανε οέ ττοιά ά π ό φ α ο η θά κα τα - ληγανε. Έ να π ρά γμ α τού φ α ινότανε ξ ε κάθαρο - π ώ ς ε ίχ ε π έσ ε ι σ τά χέρια τριώ ν κ ο υ τεντέδ ω ν , ή τα ν έ ρ α ο ιτέ χ ν ε ς καί α ύτή ήταν π ιθανόν ή π ρώ τη τους έγκληματική έπιχείρηση. Είχαν ριχτεί σ' α ύτή στα στραβά, λογαριάζοντας μόνο τά λεψ τά του καί χωρίς νά σκεψ τούν π ώ ς ήτα νε άνθρω ποι παντρεμένοι καί φαμελίτες. Τωρα π ο ύ ε ίχα ν καταλάβει τή γκάψ α τους, δέν ήξεραν τί νά κάνουν π α ρ α π έρ α , καί δέν έβρισκαν τρ ό π ο νά βγούνε ά π ο τό άδιέξοδο. Ό σ ο γιά τόν όρκο του π ώ ς δεν θά τούς καταγγείλει, κανείς τους δεν θά τόν π ίστευε, καί λ ιγό τερο ά π ’ όλους ό Μ ανούτσα, π ο ύ ε ίχ ε ξεσ κεπ α σ τεί πο ιός ήταν. Τί θά γινόταν ιώ ρα λοιπόν;
II μοναδική του έλπ ίδα ή ταν π ω ς κ α νείς τους δέν θά σ κεφ τότα ν νά μετανοιώ - οει για την ηλίθια, π α ρ α λ ο γή π ρ ά ξη τους και κάνεις τους κατά σ υ νέπ ε ια δέν θά ε ίχ ε τήν έπιθυμια να έξαφανίσει κάθε ίχνος α ύ το ύ τού π ρ ώ το υ έγκλήματος. Αν ά π ο ψ α ο ιζα ν νά σ υνεχίοουν τις λη-
ο τε ίι ς καί νά βγούν σ τό κλαρί, ίσως τότε τού χάριζαν τή ζω η και τόν ε λ ευ θ έρ ω ναν, χωρίς να οκοτιοτούν άν θα τους καταγγείλει άν όμω ς μετανοκυναν καί ή-
θελαν να ξαναγινοειν τίμιοι άνθρωποι, τότε κατ' αναγκη έπ ρ ε π ε να προλάβουν την καταγγελία π ο υ ήταν σίγουροι ότι θ άκολουθούοε την άττελε υθερω ση του και γι α υτό θά έττρε πε να τον σφάξουν
Τούτο σημαινε π ω ς to u « τον βοηθούσε ό Θ εος, καθώ ς τό έλτπζε ψωτίζοντάς τους - κάνοντας τους νοβα τπλά θου ν ότι δεν ε ίχα ν να κερδίσουν τίποτα ζώντας τίμια. Δεν θά τού ήταν δύσκολο να τους πείσει γι αύτό, δεδομένου ό π είχανε κιολας δείξει, μέ τήν ά π α γ ω γ η του, π ω ς ήταν έτοιμοι να διακινδυνέψουν τήν ά θά - νατη ψ υχή τους. Τόν ανησυχούσε όμως ή ά π ο γο ή τευ σ η π ο υ θά π ρ επ ε ι να δοκίμασαν όταν άνοίξανε τά μάτια τους και είδανε τι γκάψα είχανε κάνει στο ξεκίνημα τής εγκληματικής σταδιοδρομίας τους γιατί η ά π ο γο ή τευ σ η πολυ εύκολα γ υ ρ νάει σέ μετάνοια καί σέ έπιθυμια να έγκαταλειψ ει κανείς τό δρομο π ο υ τόσο άσ χημα ττήρε. Προκειμένου νά τραβηχτούν λοιπόν ά π ' α ύτό τό δρομο, έξα - ψ ανίζοντας όλα τά χνάρια τοεκ, π α νω του, ίσως καταλήγανε σ τό λογικό σ υ μπέρασμα ότι δέν τους έμ ενε άλλη διέ - ξοδος π α ρ ά νά δ ιαπραξουν ένα έγκλημα γιατί άν ήθελαν νά τόν α π ελ ευθ ερ ώ σ ο υ ν δέν θα ήταν, έξ ίσου λογικά, ύπ ο χρ εω μ ε - νοι νά έξακολουθήσουν τά έγκληματα τους; Θ ά έφ τα να ν λοπτόν στό σ υ μ π έ ρ α σμα π ώ ς ήταν καλύτερο νά διαπράξουν α ύτό τό ένα καί μοναδικό έγκλημα στην άρχή - πρά ξη π ο ύ θά έμενε κρυφή, τελείω ς άνεξιχνίαστη — π α ρ ά νά δια- π ρ ά ττο υ ν πο ιός ξέρει π ό σ α έγκληματα, στ' άνοιχτά σάν φυγόδικοι. Κάνοντας μ ο νο μιά παρανομία , ε ίχα ν άκόμα τήν έ λ π ίδα νά σω θούν, όχι βέβαια στή συνείδησή τους, άλλά τουλϊάχιστον στά μάτια τώ ν ανθρώπων* άν τόν ά π ελ ευ θ έρ ω να ν - θά συλλογίζονταν — ήταν χαμένοι ά ν ε π α - νόρθω τα.
Κ αρπός τώ ν τυραννικών α ύτώ ν σ υλλογισμών, ήταν τό σ υμπέρασ μα π ώ ς σημε - ρα, αύριο, ίσως α π ό ψ ε τή νύ χτα ένώ θά κοιμόταν, θά τόν έσφ αζαν.
Περίμενε ώ σ π ο υ σκοτείνιασε μέσα στή σπηλιά. "Υστερα, γεμ ά το ς τρομο ά π ό τή σκέψη π ώ ς ίσως τόν έπ α ιρ νε ό ύ π νο ς μέσα σ' αύτή τή σιωττηλή καί άπαίσια τρύπ α , ά π ο φ ά σ ισ ε νά συρθεί έξω άττό τή σττηλιά, μολονότι τά χέρια καί τά πόδια του ή τα νε άκομα δεμένα. Μέ α φ ά ντα σ τη δυσκολία κουνήθηκε, κουλου- ριαζόταν καί τεντω νό τα νε σάν σκουλήκι, καί σ υγκ ροτούσ ε τόν ψ υχόρμητο φόβο του π ρ ο σ π α θ ώ ντα ς νά κάνει όσο τό δυνατόν λιγότερο θόρυβο. Τί έλπ ιζε στ’ α λ ή θ ε ια π α σ χ ίζο ντα ς να ξετρυττώσει τό κεφάλι του σάν πυγολαμττίδα ά π ό τήν τρ ύ π α της; Τίποτα. Ά λλά τουλάχιστον ήθελε νά δεί τόν ούρανό καί νά τόν βρεί ό θά να το ς στ' άνοιχτά , κι όχι νά τού ρ ιχτεί ύ π ο υ λ α μές στόν ύ π ν ο του. Κάτι ήταν καί τούτο .
Ά ! νά επιτέλους», ήσυχία... σεληνοψ ω - το ήταν α ύτό ; Ναί, ε ίχ ε καινούριο φ ε γ γάρι, καί άναρίθμητα άοτέρια... Τί ύ π έ ρ - λαμπρη νύχτα! Πού νά βρισκόταν ά ρ α γε ;— Σέ καπο ια βουνοκορφή - α ύ τό έλε γα ν ή άτμόσφαιρα καί ή σιγαλιά... "Ισως έκείνο π έρ α νά ήταν τό Μ όντε Καλτα- φ α ρ ά τσ ι ή τό Σάν Μ π ενεντέτο .,.Τ ό τε πο ιά είναι έκείνη ή κοιλάδα; Είτε ό κ ά μ π ο ς τής Κονσολίντα είτε ή κοιλάδα τού Κλερίτσι. Ναί, καί τό βουνό έκείνο στά δυτικά θά π ρ έ π ε ι νά είναι τό Κ αρα πέ- τσα. Τοτε όμω ς τί ή ταν έκεΐνα τά φ ώ τα π ο ύ τρεμοσβήνουν έκεί κάτω, π ο ύ λ ά μ πουν σάν σμήνη ά π ό π υγο λ α μ π ίδες μέσα σ τό χλωμό σ εληνόφ ω το; Νά ’ταν τά φ ώ τα το ύ Γκιργκένη; Μα τοτε . Θ εέ μου. τό τε βρισκόταν π ο λύ κοντά! Καί το ύ χε φ α νεί π ώ ς τόν άνα γκα σ α νε νά π ε ρ
πατήσ ει τόσο μακριά, τόσο μακριά...Κοίταξε ά νή συ χος γύρω του. λές καί τό
ένδεχόμ ενο νά είχανε φ ύγε ι π α ρ α τ ώ ντας τον έδώ χάμω , τού έψ ερ νε φ όβο μάλλον π α ρ ά έλπίδα . Σκοτεινός καί ά σ ά - λ ε υ τ ο ς . ά ν α κ λ α δ ισ μ έν ο ς σ ά ν μ ε γ ά λ η κουκουβάγια οτήν άκρη ενός βράχου, καθότα ν ό έν α ς ά π ό το ύ ς τρε ίς ληστές, γιά νά τόν φυλάει* φ α ινότα νε καθαρα σ τό άσθενικό χλωμό σ εληνόφ ω το. Κοιμ ότα νε τά χα ;
Ό γέρο ς π ρ ο σ π ά θ η σ ε να σ υρθεί λ ιγά κι π ιό π έρ α , άλλά ά ξα φ να τά χέρια του χά σ α νε όλη τή δύναμή τους, καί άκουσε μιά φ ω νή νά το ύ λέει ήσ υχα . «Σέ β λ έπ ω δόν Βιτσέ. Γύρνα π ίσω άλλίώτικα θά σ ού ρίξω!».
Κράτησε τήν α ν ά σ α το υ και άπ όμ εινε άκίνητος, περ ιμένοντας. Ίο ω ς νά νόμιζε ό ληστής ότι ε ίχ ε λαθεψ ει.
«Σέ βλέπω».« Ασε με ν’ όνα σ ά νω λίγο καθαρό ά έ -
ρα», τόν π α ρα κά λεσ ε. «Πνίγομαι έκεί μέ - σα. Έτσι θά μέ κ ρα τήσ ετε; Έ χω σκάσει άττό τή δίψα...·.
Ο ληοτής έκανε μιά άττειλητικη χ ε ιρ ο νομία. «Καλά, μείνε κεί. άλλά τσιμουδιά. Κι έ γ ώ π εινά ω καί διψάω όσο καί σύ. Μή μιλάς, γιατί θά σέ γε»ρίσω μέσα».
Σιω πή... Τ ουλά χισ τον όμ ω ς ε ίχ ε τό Φ εγγάρι, π ο υ τού ά π ο κ α λ υ π τε όλες α ύ -
Δ ιή γ η μ α n ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΣ
Tt<> τ*ς ήσυχες κοιλάδες και τα βου νά .. και τήν ανακούφιση του καθαρού άέρα ... και τη Θλιβερή αναλαμπή άττο κείνο τ απόμακρα φώ τα ττού φώτιζαν άττο το χωρίο του.
Πού να είχαν τταει οί άλλοι δυο; Είχαν αναθέσει σε τούτον δα» τον τρίτο να τόν ξεπαστρέψ ει τη νύχτα. Αν ναι, γιατί δεν τον έοφ α ζι άμέσως, Τι ττεριμενε. Περιμε- νε τάχα νά γυρίσουν και οί άλλοι δυο άποψ ι ;
Και πάλι ένιωσε τόν πειρασμό νά μιληθεί άλλα ουγκρατηθηκχ. ‘Ας είναι, άν είχαν αποφασίσει να τό κανουν...
Κοίταζε παλι κατά κει που ήταν άνα- κλαδιομενος ο ληστής και τόν είδε που είχε ξαναπαρει τή θεση του. Κρίνοντας ά π ό τή φ ω νη και τήν π ρ ο φ ο ρ ά , ό Γκουαρνότα έβ γα λ ε τό σ υμ π έρα σ μ α πω ς ό ληστης ήταν ά π ο το Γκροττε, ένα κεφαλοχώρι στις μίνες τού θειαφιού, /λες νά ήταν ό μπέ Φιλλικο. εκείνος ό φρόνιμός και άγαθος άνθρωπος, ένα οωοτο ζαγάρι. δυνατός σαν άλογο; Αν στ άλή* Οεια ήταν αύτος - άν αυτός ό λιγομιλη- τος δουλευτής είχε άφηοει τον ίσιο δρο- μο. τότε τά πραγματα ήταν άοχημα.
Δεν μπόρεσε να βαστάζει άλλο και σχεδόν άσυνακιθητα μίλησε, όχι σαν νά ρωτούσε, δεν είχε πραγματι κανένα σ υ γκεκριμένο σκοπο - αλλα σα νά θελε ν άκουσει το όνομα όπω ς άν τό ξεστόμιζε κάποιος άλλος. «Φιλλικο...». Ο ληστης δέν σάλεψε.
Ό Γκουαρνοτα περίμενε. έπειτα τό έπαναλαβε στον ΐδιο τόνο, σά νά μιλούσε κάποιος τρίτος' και καθώς μιλούσε, π α ρατηρούσε έντονα τό δάχτυλό του πού έγραφε σχέδια πάνω στην άμμο.
«Φιλλικο*.Τούτη τη φορα μιά άνατριχίλα έτρεξε
τή ραχοκοκαλιά του μέ τη σκέψη πω ς ή επιμονή του νά επαναλαμβάνει αυτό το όνομα -σ χεδό ν ά θ έλ η τα - ήταν πιθανόν νά πληρωθεί μέ μια πιστολιά.
Και παλι όμως ό άλλος δέν σάλεψε. Τοτε ό Γκουαρνότα άφησε ένα θαθυ στεναγμό άπόγνω σης άξαφνα το κεψα - λι του έγινε ένα άσηκωτο βάρος. Ά π ό - μεινε κεί δα σα ζώο π ο ύ ψοφάει, μέ τό πρόσω πό μές στήν άμμο — ή άμμο έ μπαινε στό άνοιχτό στόμα του - και μολονοτι τού είχε άπαγορεύσ ει νά ξ α ναμιλήσει φοβερίζοντας ότι θά τού ρίξει, άρχισε να παρατηρεί, άσταμάτητα. Μιλούσε γιά τ όμορψο φεγγάρι - τό ά π ο - χαιρετούσε, γιατί ε ίχε κιολας δύσει' μιλούσε γιά τ' άστέρια π ο ύ τά είχε πλάσει ό θ ε ό ς και τά έβαλε στά έπουράνια, έτσι π ο υ το κτηνώδες δημιούργημα να μην ξέρει π ω ς ύπήρχαν στ αλήθεια άναριθ- μητοι κοομοι πολύ πιό μεγάλοι ά π ό τ ο ύ τη έδώ τή γή· μιλούσε για τη γή, λ έ γ ο ντας πω ς όποιος δέν είναι κτήνος -έν α όρθιο ζώο - ·ξέρει π ώ ς ή γή στριφογυρίζει σάν σβούρα- έμοιαζε σάν νά άνακουφι- ζόταν λέγοντας π ω ς τούτη δα τη στιγμή ύπήρχαν πάνω στή γή άνθρω ποι π ο ύ τα κεφαλια τους ήταν γυρισμένα πρός τά κατω.. καί π ώ ς δέν έπ εφ τα ν στόν ούρανό γιά λόγους π ο ύ ό καθένας έ π ρ ε π ε νά μπεί στον κόπο να εξακριβώσει, έκτος πιά καί άν ήταν ζώο - έ ν α ς σβώλος λά - σπη ό π ο υ ό Παντοδύναμος Θ εός δέν είχε έμφυσησει το θείο πνεύμα.
Καί άνάμεσα ο αύτο το άγριο π α ρ α λήρημα. άξαφνα καταλαβε π ω ς μιλούσε για την άστρονομία, καί π ώ ς τήν εξ η γ ο ύ σε σάν κανένας καθηγητης και ό ληστής πο υ σιγά σιγά τόν ε ίχε σιμώσει καθόταν τώρα δίπλα του, μπροστά στή μπασιά τής σπηλιάς και πραγματικα ήταν έκεί- νος πού είχε ύποθέσει - ό Φιλλικο ά π ό το Γκρόττε κι έτσι έτυχε, π ο ύ ό Φιλλικο ά π ο χρονιά επιθυμούσε νά μάθει γί αύ- τά τά πρα γμ α τα - όλα τά σχετικά για τό ζωδιακό κύκλο, τόν γαλαξία, τά ν εφ ελ ώ ματα... Δέν ήταν όμως εύκολο νά πει- σθεί. δεν π ίστευε π ω ς οί έξηγηοεις πού δίνονταν ήταν οί σωστές.
Ητανε μιά παράξενη κατασταση. Κι ήταν άκομα παραξενο. π ώ ς ένώ οί δυνα - μεις του βρίσκονταν στο τέλος τους, κι ήταν έξαντλημενος ά π ο τήν άπογνω ση. με μια κάννη νά τον σημαδεύει ύληνώρα, καταφ ερε ώ στοοο νά καθαρίσει μέ μ ε γάλη προσοχή τά νύχια του χρησιμοποιώντας το κοτσάνι ένος χορτου, καί προσέχοντας να μη σπάσει ή να μη λυγίσει. Εξέτασε άκομα οσα δόντια τού άπομεναν -μ ο να χα τρία μπροστινά και ενα σκυλόδοντο- και γιά πολλή ώρα τον απασ χόλησ ε το πρόβλημα άν ό γείτονας του, εκείνος π ο υ έφ τιαχνε κρασοκανάτες. καί π ο ύ τού π εθ α ν ε ή γυναίκα έδώ και δυο βδομάδες, είχε τρια παιδια ή τέσσερα...
«Λοιπόν, νά κουβεντιάσουμε σοβαρά. Πές μου. τί νομίζεις π ώ ς είμαι; Για τ ονομα τής Π αναγίας! Μ ήπω ς νομίζεις π ω ς είμαι κάνα χορτάρι - νά ετούτο 6ώ το χορτάρι π ο υ μπορείς νά τό κόψεις έτσι, σά να μην είναι τίποτα: Πιασε με! Γιά τ' όνομα τής Παναγίας, είμαι ά π ο οαρκα και αίμα. κι έχω ψυχή. π ο υ ο θ ε ό ς μού τήν έδω σ ε. ό π ω ς έκείνος σού έδωσε καί τή δίκιά σου. και σκοπεύεις, λοιπόν.
νά μού κόψεις τό λαρύγγι ένώ θα κοιμά - μαι. Όχι... μη φεύγεις... σταοου. άκου με.. Τι, Λεν φεύγεις: Ά! Κατάλαβα - όσο μιλούσα για τ αστέρια.,. Ακου τι θα σού πώ, κόψε μου το λαρύγγι τώρα ένώ είμαι ξύπνιος -όχι μπαμπέσικα ενώ θα κοιμάμαι... μ άκούς Τι έχεις νά π εις; Δεν μού απαντάς; Μά γιατί τό άναβαλλεις; Τι π ε ριμένεις; Θέλω να ξερω. "Αν περιμένεις λεφτά, δέν θά τά πάρεις. Δεν μπορείς να με κρατάς έδώ καί νά μη μ άφηνεις νά φ υ γ ω .. θελεις νά μέ σκοτώσεις; Λοιπον, για τ’ όνομα του θεού. σκότωσέ με και τ έλειωνε!».
Μιλούσε όμως στό κενό. Ό άλλος είχε Φ ύ γ ε ι και ήταν ξανά άνακλαδισμένος στήν πλαγια οάν κουκουβάγια, γιά νά τού δείξει πώ ς ήταν όλότελα περιττό νά μιλάνε πανω σ' αύτό τό θέμα δέν ήθελε ν' άκούσει λέξη.
Στό κ ά τω κ ά τω . ά ν α λ ο γ ίσ τη κ ε ό Γκουαρνότα. ήταν κουτο ν άνηουχεί έ τσι. Αν ήταν νά τόν σφάξουν, δέν ήταν προτιμοτερο να τόν σφάξουν μέσα στόν ύπνο του; Αποφάσισε μαλιστα πώς άν ήταν άκομη ξύπνιος τή στιγμή π ο ύ θα τούς άκουγε να μπουσουλάνε άργότερα μεσα στη σπηλιά, θά έκλεινε τα ματια του και θα κάνε τόν κοιμισμένο. ‘Οχι π ώ ς ύπήρχε καμιά άνάγκη νά κλείσει τά ματια τοε» - θα ήτανε σκοτάδι καί μ π ο ρούσε να τα κρατήσει άνοιχτά. Τό μόνο πού είχε νά κάνει ήταν νά μην κουνηθεί όταν θα τόν ζύγωναν καί θά ψ άχνανε νά βρούν τό λαρύγγι του για νά τού τό κοψουν σαν» τού άρνιού.
Κι έτσι ε ίπ ε άπλά. «Καλή νύχτα» καί σύρθηκε μέσα στή σπηλιά.
Δέν τόν σφαξανε. ώστόσο. Π αραδεχτήκανε τη γκάφα τους' άλλά δέν ή θ ε λαν ούτε να τόν άφήσουν ούτε όμως και νά τόν σκοτώσουν, ©ά τόν κρατούσαν έκεί.
«Τί! Γιά πάντα;»“Οσον καιρό θά όριζε ό Θεός. Παραδί
νονταν στά χέρια Του. Ή αιχμαλωσία θά τέλειωνε άργα ή γρήγορα, άναλογα μέ το άν Εκείνος άποφάσιζε νά τούς έπ ι- βάλει σύντομη ή μακρόχρονη έξιλέωση γιά τό κρίμα το υ ς νά π ιά σ ο υ ν ε τόν Γκουαρνότα.
Και λοιπόν, ποιές ήτανε οί προθέσεις τους; Έ π ρ επ ε αύτός νά πεθάνει ά π ό φυσικό θάνατο έδώ πάνω ; Αύτές ήταν οί προθέσεις τους; ρώτησε.
Ναι, αύτές ήταν.«Μά γιά τ’ όνομα τών Αγιων Πάντων,
δέν τό καταλαβαίνετε, ήλίθιοι, π ω ς δέν είναι ό Θ εος έκείνος π ο ύ θά μέ πάρει; Εσείς θά μέ σκοτώσετε, κρατώ ντας με
δώ π ά νω μές στή σπηλιά, θά π εθ ά νω ά π ο την πείνα καί τή δίψα και τό κρύο. δεμένος σα ζώο, νά κοιμάμαι καταγής καί ν* ά π ο π α τίζω καταγής σάν ζώο».
Μάταιες οί διαμαρτυρίες του ' ε ίχαν έναποθέσ ει τό ζήτημα στά χέρια τού Θ εού καί τό ίδιο θά τα νε άν ό α ιχμάλω τός τους μιλούσε σέ λιθάρια. Πάντως τού τόνισαν π ώ ς όσο για νά πεθάνει ά π ο τήν πείνα, α ύτό δέν ήταν σω στό ' ούτε ήταν σωστό π ω ς θά π ρ ε π ε να κοιμάται κ α ταγής. Τού ε ίχαν άνεβάσει τρία δεματια σανό γιά τό κρεβάτι του, καί, γιά νά μήν κρυώνει, ύ π ή ρ χε ένα παλιό π α λ τό ν τ υ μένο με μαλλοβάμβακο, ήταν τού ένός ά π ό τους τρεις. Κι έπ ιπλέον. θά χε καθημερινά τό ψωμί του καί κάτι άλλο νά βάζει στό στόμα του. Ά π ό τα δικά τους τά στόματα τό έπαιρναν καί ά π ό τά στόματα τών γυναικών τους καί τών π α ιδιών τους γιά νά τού τό δίνουν. Ή τανε ψωμι πού τούς κόστιζε τόσο μόχθο νά τό έξαοφαλίσουν, γιατί π ό τε ό ένας π ό τε ό άλλος ά π ο τούς τρεις Θά μενε πάντα κοντά του νά τον φυλάει καί οι άλλοι δυό νά πήγαιναν να δουλέψουν. Στό πήλινο κουμάρι ύπή ρχε νερό πόσιμο - κι ένας Θ εός τό ξέρει πόσο δύσκολο ήταν νά βρεθεί νερό σέ τούτο τόν ξεροτοπο . Οσο γιά τήν άνάγκη του δέν θα τήν
έκανε μεσα στή σπηλιά, τή νύχτα μ π ο ρούσε να βγαίνει έξω στόν καθαρό άέρα.
“Οταν διαπίστωσε ότι δέν ήταν δυνατό να έντυττωοιάσει αύτη τήν ήλίθια ίσχυ- ρογνωμοούνη, άρχισε νά βροντάει τά πόδια του οάν παιδί. Ή τανε λοιπόν κ τή νη, Ά π ό π έτρα ήτανε ή καρδια τους;
«Για προσέξτε! Π αραδέχεστε ότι κά να τε ένα μεγάλο λάθος ναί ή όχι;»
Ναι, τό παραδέχονται.«Παραδέχεστε ότι π ρ έπ ε ι νά πλη ρώ
σετε γι' αύτο τό λάθος;»Ναι, καί θά πλήρωναν, άφ ού α π ο φ ά σ ι
σαν να μήν τόν σκοτώσουν, άλλα να
περιμένουν νά τους χαρίσει το θανατά του ό Θεός κι άφού Θα προσπαθούσαν ν άλαφρυνουν. όσο περνούσε άττο τό χέρι τους, τη συμφορά π ο υ τού είχαν φερει.
«Πολυ καλα. Ά . ναι, παρα πολυ καλα! Αύτη είναι ή εξιλέωσή σας -χο ντρ ο κ έφαλοι- για τό άμαρτημα π ο ύ όμολογει- τε ότι διαπράξατε, Κι έγω: Πώς μ π ερ δεύομαι; Εγώ τί άμαρτημα διέπραξα; Είμαι ή δέν είμαι το θύμα τού λάθους σας; Γιατί πρέπει να μι κάνετε να τιμωρηθώ γιά τό άμαρτημα πού έοείς διαπράξατε; Ά φού έγω δέν έχω καμιά σχέση μ αύτο, γιατί νά ύποφε^χυ κατ αύτο τον τρόπο- γιά τό δικο σας σφάλμα; Πώς τό δικαιολογείτε αύτό;»
Ό χι, δεν πάσχιζαν νά βρουν καμία δικαιολογία, μοναχά τόν άκουγαν - τά σκληρά χαρακτηριστικά τους γεμάτα ά - πάθεια, τα μάτια τους κοντά και άκίνητα. Νά το άχερο, νά και τό π α λ τ ό - νά καί τό κουμάρι μέ τό νερό... καί ψωμί π ο ύ τό χάνε βγάλει μέ τον ιδρώτα τού π ρ ο σ ώ
που τους... κι έπιπλέον. ό π ο τε είχε ά ν ά γκη μπορούσε νά βγαίνει ά π ό τή σπηλιά.
Επ έμεναν ό αύτού τού είδους τήν έξιλέωση. καί ένας ένας έκανε τη βάρδια του γιά νά τόν φυλάη. “Ο ποτε τού κρατούσαν συντροφιά, τόν βάζανε νά τούς λέει γιά τ’ άστέρια καί γιά ένα σωρό πράγματα στήν πολιτεία και στό χωριό - τι σ πουδα ίες σοδειές πού γίνονταν τόν παλιό καιρό τότε πού οί άνθρωποι ήταν στ' αλήθεια θρήσκοι και π ώ ς μ ε ρ ιέ ς άρρώστιες στά φ υτά ήτανε άγνω στες τότε, τόν παλιό καλό καιρό, όταν ύπήρχε μεγαλύτερη πίστη. Τού φ έρανε ένα π α λιό καζαμία π ο ύ ά π ό κάπου τόν μ ά ζεψαν, γιά νά περνάει τήν ώρα του διαβα- ζοντας καί στέκανε ολόγυρά του π α ρ α κολουθώ ντας τον γεμάτοι ζήλια π ο υ μπορούσε καί διάβαζε.
«Πες μας τί πάει νά π ε ί αύτό - τούτο τό τυπω μένο χαρτί μέ τό φ εγγάρ ι καί τή ζυγαριά καί τούτο δώ τό ψάρι καί ό σκόρπιός;»
Τά λόγια του τούς ξυπνούσαν τήν π ε ριέργεια καί ήταν άχόρταγοι νά μάθουν περισσότερα ' τόν άκοετγαν έκθαμβοι σάν παιδιά καί κάθε τόσο σιγογρύλλιζαν ά π ό θαυμασμό. Σιγά-σιγά, έφ τα σ ε νά τόν εύ - χαριστεί ή κουβέντα μαζί τους. Λ έγοντάς τους τόσα πρά γμ α τα π ο ύ τούς ήταν πρω τάκουστα, τού φαίνονταν καί τού ίδιου σχεδόν πρω τάκουστα, λές καί κάτι ζω ντανό άνάδευε μέσα του, λές καί ή ψ υχή του ξυπνούσε έπ ε ιτα ά π ό π ο λ ύ χρονη νάρκη στήν προηγούμενη βασανισμένη ζωή του. Μόλις καταλάγιασε ό θυμός του. είδε π ώ ς άρχιζε γι' αύτόν μιά καινούρια ζωή καί π ροσ π ά θ η σ ε νά π ρ ο σαρμοστεί σ' αύτή. Καθώς περνούσαν οί μέρες ύποτα σ σ ότα ν στό άναπόφ ευκτο .
Μ όλο π ο ύ τό περιβάλλον του ήταν ξένο καί δέν ε ίχε κανένα ένδιαφέρον, δέν ζούσε πιά κάτω ά π ό τό φόβο ένός ά π α ί- σιου τέλους.
Τωρα πιά. άναλογιζόταν, θά ήταν πιά π εθ α μ ένο ς γιά όλους, στό μακρινό χτήμα του π ά νω ά π ό τό πέλαγος, καί στό χωριό π ο υ έβ λεπ ε τά φ ώ τα του τις νύχτες. Ίσω ς κανένας δέν θα σκοτίστηκε νά τόν άναζητήσει έπ ε ιτα ά π ό τή μυστηριώδη έξαφάνισή του ' άκόμα καί άν έψ αξαν δέν θά τό καναν μέ μεγάλο ζήλο, ά φ ού δέν ύπή ρχε κανένας π ο ύ νά ένδιαφέρεται πραγματικά νά τόν βρει.
Μιάς και ή καρδιά του είχε μαραθεί πριν ά π ό τόσα χρόνια, τί λόγος ύπή ρχε τώρα νά ξαναγυρίσει στή ζωη — στη ζωή έκείνη π ο υ έκανε; "Ενιωθε π ώ ς δέν ε ίχε πραγματική βάση να παραπονιέτα ι για τις στερήσεις του ' γιατί άν ξανάβρισκε τις παλιές του άνέσεις, θά ξανάβρισκε καί τή φοβερή κατάθλιψη τής άλλοτινής ζωής του - μιάς ζωής π ο ύ σερνόταν κουρασμένη χρονιά ολόκληρα άφορητης π λ ή ξης! Καί π ρ έπ ε ι νά ε ιπω θεί γιά τήν α ιχ μαλωσία του τό έξής, πώ ς άν καί π ε ρ νούσε τόν καιρό του ξαπλω μένος κ α τα γής, δ έν έν ιω θ ε νά σ έρ νο ντα ι τόσ ο κουραστικά οί ώρες. Μέρα έμπαινε μέρα
έβγαινε σ’ αύτό τό σιωπηλό διάσελο χωρίς καμκι νά χει γευαη και προορισμο καί τού φαινόταν σαν νά χε σταματήσει ό χρόνος. Ι ε τούτη την άπΟλυτη άπομο- νωση. άκόμη καί ή αυτοσυνείδηση τής ύπάρξεώ ς του χανόταν. Κ«»ιι<*ύσε τους ώμους του καί τόν άσπρο τοιχο τής σπηλιάς πλαι του, σάν έτούτα να ήταν τά μόνα πράγματα που είχαν άληθινή υπόσταση ή τό χέρι τοε», άν έπ εφ τα ν πάνω του τά ματια είχαν άληθινή ύ π ό - σταση’ ή τό χέρι του, άν έπ ε φ τα ν πανω του τά μάτια του —ναί, τούτο δώ ήταν πραγματικό καί ζούσε ά π ο μΟνο του ή μπορεί να ήταν έκείνος ό βράχος ή τό χαμόκλαδο — ύπήρχαν ο ενα κόσμο τρομαχτικής μοναξιάς.
Καθώς έσβηνε ό θυμός του γέρου για την άδικη μεταχείριση του, καί κατέληγε σιγά σιγά στό συμπέρασμα πώ ς αύτό π ο ύ τόν βρήκε δέν ήταν τοσο μεγάλη καταστροφή όσο τού χε φανεί στήν άρχή, άρχισε ν άντιλαμβάνεται πώ ς οί τρεις ληστές ε ίχαν έπιβάλλει στόν έαυτό τους πραγματικά σοβαροτατη τιμωρία - τήν ύποχρέω ση νά τόν συντηρήσουνε σάν αιχμάλωτο. Ά ν καί γιά όλους τούς άλλους ήταν νεκρός, άπόμ ενε ζωντανός μονάχα γι’ αύτούς τούς τρεις, π ο ύ είχαν έπωμιστεί ολόκληρο τό βάρος τής συ- ντηρήσεώς του. Θα μπορούσαν νά ε ίχ α νε γλυτώσει ά π αύτό τό βάρος εύκολα, μιάς καί τό άτομό του κανείς δέν τό λογάριαζε πιά. μιάς καί δέν ένδιαφερόταν γι' αύτόν. Απεναντίας, όμως. έξακολου- θούσαν νά τό σηκώνουν καί μέ α ύ τα - πάρνηση τηρούσαν τήν τιμωρία π ο ύ οί ίδιοι ε ίχαν επιβάλλει στόν έα υ τό τους. Ό χ ι μόνο π ο τέ δέν παραπονέθηκαν, ά λ λά βάζαν τά δυνατά τους νά έκτελούν τό χρέος τους μέ μεγαλύτερο ζήλο, φ ροντίζοντας όληνώρα γιά τόνα καί γιά τ άλλο μκροπράμα. Γιατί, π έρ α ά π ό τό καθήκον π ο ύ τους ε ίχε έπιθ^άλλει ή συνείδησή τους, καί οί τρεις τους είχαν στ άληθινά δεθεί μέ τό γέρο, θεω ρω ντας τον σάν ιδιοκτησία τους π ο ύ κανένας άλλος δέν μπορούσε νά τή διεκδικήσει. Κατά κ ά ποιο μυστηριώδη τρόπο, τούτο τούς χά - ριζε μεγάλη ικανοποίηση — μιά ικανοποίηση π ο ύ θά τήν έχαναν γιά όλη τήν ύπόλοιπη ζωή τους σάν έφ τα νε ή ώρα νά τόν χάσουν.
Κάποια μέρα ό Φιλλικο έ φ ε ρ ε στή σπηλιά τή γυναίκα του. Βύζαινε τό μωρό της καί κρατούσε ένα κοριτσάκι ά π ό τό χέρι' τό παιδί κουβαλούσε ένα ώραΐο σπ ιτκό γλύκισμα, δώρο γιά τόν « π α π πού».
Πώς τόν κοιτοε>σανε - ή μάνα κι ή κόρη. Λογάριαζε π ώ ς θά π ρ έ π ε ι νά ε ί χαν περάσει κάμποσοι μήνες ά π ό τότε π ο ύ τόν αιχμαλωτίσανε και ή θωριά του θά "τανε άξ)οθρήνητη — βρώμικος, κουρελής, μέ το ύφ ες πυκνά γένια στο π η γούνι καί στά μάγουλα. Εύχαριστημένος ά π ό τήν έπίσκεψη τούς δέχτηκε μ' ένα φιλικό χαμόγελό. Ίσω ς τό χαμόγελο α ύ τό στό άποσκελετω μένο πρ ό σ ω π ο νά τρόμαξε τήν καλή γιηΌΐκα καί τήν κο- ρούλα της.
«Μη φοβάσαι, καλή μου! “Ελα έδώ, μικρούλα... έτσι. Βλέπεις, νά καί γιά σένα μιά δαγκωνιά. Ναί, νά τό φ ας. Έτσι λοιπόν, ή μαμά σου τό φτιάξε,*»
«Ή μαμά».«Τί καλά. ΈχεΛ άδελφάκια;^. Τρία; Ά ,
καημένε Φιλλικο. Κιόλας τέσσερα παιδιά... Νά μού φ έρ ετε καί τ' άγόρια. Θέλω νά τα δώ. Τήν άλλη βδομάδα, ναι. βέβαια — μόνο π ο ύ έλπίζω νά μήν υπάρχει γιά μένα άλλη βδομάδα...».
* · .τ- - *'■ ·*.· '-„ ί ' ·,*-"· . i r' Ρ ■- . '■*;·' * ■" - « - - Λ• tkj*r ... . jf· *» - '
ί : . .·-
- · ’ - ■· - - .
ϊΤχ-%6C
ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ 12Διήγημα
Η άλλη βδομάδα εψθασε μι την ώρα της. στ άληθεισ. ό Θεός θέλησε ή εξιλε - ωση τών τριών ληστών να κρατήσει π ο λύ, γιατί την τράβηξε ττάνω απο δυομήνες άκομα.
Πέθανε μια Κυριακή, ένα υ π ερ ο χ ο βοάδι που φώτιζε ακόμα σαν μέρα. πανω στά βουνά. Ό Φιλλικο είχε φέρει τα παιδιά του να δούνε τον π α π π ο ύ και ο
Μ α νο υ τσ α τά δικά τ ο υ Πεθανε ένώ έ παιζε με τά παιδια, κι έκανε σαν παιδί και ό ίδιος, τυλίγοντας ένα κόκκινο μαντήλι ττάνω στο κεφ ά λι του για να κρύψει τα φουντωτά μαλλιά του. Κι ένώ διασκέδαζε τά παιδιά καί γελούσε μέ τα καμώματα του, ξαφνικά σωριάστηκε καταγής οί τρεϊς τους τρέξανε νά τόν π ιά οο υ ν άλλά ήτανε πιά νεκρός.
Τραβηξαν τά παιδιά παραμερα και τα στείλανε μέ τις γυναίκες στο χωριό. Γονατίζοντας ολόγυρα ά π ο τόν νεκρό, οί τρεις άνδρες ξέσπασαν σέ ποταμούς δάκρυα καί άρχισαν να προσεύχονται με θέρμη γ·ά τήν άνάπαυση τής ψυχής του και γιά τή σο>τηρια τους. Μετα τόν θ ά ψανε μέσα στή σπηλιά.
Ό λη τήν υπόλοιπη ζωη τους, άν τύ-
χαινε κάνεις ν' άναφέρει μπροστά τους τόν Γκουαρνότα και νά μιλήσει για τη μυστηριώδη έξαφάνισή του, έκείνο» έ λ ε γαν. «Άγιος ήταν αύτός ό άνθρωπος... σίγουρα π ή γε ολόισια στόν παράδεισο*.
Μτφρ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΤΖΙΑΣ
■Μαρτυρία
Ή Ρόζα Λούξεμπουργκ γράφει άπό τή φυλακή
Β ερολίνο , ό όός Μ πάρνιμ , Γυναικείες φυλακές
Παρασκευή, 9 του Α πρίλη 1915
Α γαπητή μου!‘Επιθυμία μου οί άράδες αύτές νά
φτάσουν σέ σάς σάν μιά κυριακάτικη «Κ ολημέρα». Τό έλπίζω. Σ άς ευγνωμονώ γιά τά γράμματα πού μού στέλνετε καί έπαναλαμβάνω συχνά τό διάβασμά τους γιατί μού φέρνουν εύεξία.
Σήμερα μού ήρθε ή δεύτερη έπιστο- λή σας άπ' τήν Ίένα (τό ξενοδοχείο πού αναφέρετε μου είναι άγνωστο) μέ τά ώραϊα έσώκλειστα. Τρελάθηκα άπ* τή χαρά μου άνακαλύπτοντας τή φω τογραφία της Μιμή. Μά καί κά θε φ ορά πού τή βλέπω ξεκαρδίζομαι στά γέλια. Τίς σκηνές αύτές τής άγριας αντίδρασής της, όταν έπιχειρούσε κ ά πο ιος νά πετύχει κ άποια «συμφιλίωση* μαζί της, τίς έχω ζήσει τόσες πολλές φορές, ώστε αύτή τή στιγμή, καθώ ς τήν άντικρύζω στή φ ω τογραφία, νά νομίζω πώ ς άκούω τά τσιριχτά νιαουρίσματά της. Σπάνιο έπίτευγμα. Αλλά καί στό νεαρό γιατρό πού ’δείξε
τόσο ένδιαφέρον γιά τή Μιμή μου τρ έφω άπεριόριστη συμπάθεια .
Ό σ ο γιά τά λουλούδια, τί νά σάς πώ; Έ να μεγάλο εύχαριστώ; Δέ θά μπορέσετε ποτέ νά διανοηθεϊτε τί καλό μού κάνατε: τό ότι μπορώ καί πάλι ν άσχολούμαι μέ τή βοτανική, νά ικανοποιώ τό π ά θ ο ς μου γι’ αύτήν καί νά ξεκουράζομαι άληθινά μετά άπό έναν πνευματικό κάματο. Δέν ξέρω άν σάς έδειξα τά τετράδια, όπου έχω συλλέξει 250 φυτά χρονολογημένα άπ τό Μάη τού 1913 καί πού όλα διατηρούνται περίφημα. Τά έχω μαζί μου έδώ, όπω ς καί όλους τούς βοτανικούς μου Ά τλα- ντες. Τώρα θ ά έγκαινιάσω ένα κα ινούριο τετράδιο, ειδικό, μέ τόν τίτλο «Ó- δός Μπάρνιμ». Τά λουλουδάκια πού μού στείλατε δέν τά είχα στή συλλογή μου. Τώρα τά ταξινόμησα κι αύτά. Τό «χρυσό αστράκι» καί τό γαρούφαλλο, πού έδώ στό Βερολίνο σπανίζει, μού άνοιξαν τήν ψυχή.
Αλλά καί τά δύο κισσόφυλλα τής «‘Κυρίας φόν Στάιν» τά αποθανάτισα . Ή όνομασία τους στά λατινικά hederá helix.
Μ ένθθυσίασε ή καταγωγή τους. Εκ τό ς <*πό κείνες τίς νεραγκούλες,
όλα τά αλλα τα πατίκωσα μέ φροντίδα κα ί σύστημα, πράγμα άπ' τό όποίο έξαρτάται πολύ ή διατήρησή τους.
Χαίρομαι πού βλέπετε τόσα πολλά. Έ γώ θά τό κανα σάν τιμωρία νά έπισκέπτομαι Μουσεία κι άλλα παρόμοια. Μέ πιάνει κεφ αλόπονος καί π α ραζάλη. Τό μόνο αντίδοτο ένάντια στή στεγνή καθημερινότητα πού ύφ ίσταμαι, θά ’ταν νά μού δίνεται ή εύκαιρία ν άλητεύο) πάνω στό γρασίδι κατά φ α τσα στόν ήλιο, νά παρακουλουθώ τά σκαθάρια καί νά κάνω όνειρα κοιτάζοντας τά σύννεφα. Ό λ αύτά ad notam γιά ένα μελλοντικό κοινό μας ταξίδι. Δέ θ ά σάς δυσκόλευα ούτε στό έλάχιστο στίς έπ ισκέψ εις σας στά άξιοθέατα μέρη. Νά μού τό συγχωρήσετε. Ε σ ε ίς συνδυάζετε καί τά δύο, κι αύτό είναι τό π ιό σωστό.
Β ΙΟ ΓΡΑ Φ ΙΚ Ο ΣΜ Μ ΕΙΩΜ Α Ή Ρόζα Λ ο ύ ξεμ π ο υ ρ γκ γ ε ν ν ή θ η κ ε σ τ ίς 5 Μ α ρ τίο υ 1870 ά π ό Π ολω νοεβ ρα ίο π α τ έ ρ α έμ π ο ρ ο σ τό Ζ αμόσ κ τ ή ς Π ολω νία ς. Η γνω ρ ιμ ία τ η ς μέ τό μ αρξισμ ό α ρ χ ίζε ι κ ιό λ α ς ά π ό τ ό Γ υμ νάσ ιο . Τό 1889 α π ε λ α ύ ν ε τ α ι κ α ί έ γ κ α θ ίσ τ α τ α ι σ τή ν ’Ε λ β ετία . Π α ρ α κ ο λ ο ύ θ η σ ε π α νεπ ιεττη μ ια κ ές σ π ο υ δ έ ς κ α ί π α ίρ ν ε ι ν τ ο κ τ ο ρ ά τό 1898 στή Ζ υρ ίχη . Έ π ισ κ έ φ τ η κ ε τή Γαλλία κ α ί Γ ερμ α ν ία . Τό 1898 εγ κ α τ α σ τ ά θ η κ ε μ όν ιμ α σ τό Β ερολίνο . Π α ίρνε ι τή γ ε ρ μ α ν ική ύ π η κ ο ό τ η τ α μέ λ ευ κ ό γά μ ο . Σ υ ν ε ρ γ ά ζ ε τα ι μέ τ ό ν Κ άρλ Κ ά ο υ τσ κ υ . Τό 1905 γ ιά λ ίγο σ τή Ρ ω σ ική ’Ε π α νά σ τα σ η . Τό 1906 σ υ λ λ α μ β ά νετα ι φ υ λ α κ ίζ ε τα ι γ ιά μ ή νες σ τή Β α ρσ οβ ία . Τό φ θ ιν ό π ω ρο τ ο ύ 1906 έ π ισ τ ρ έ φ ε ι στή Γ ερ μ α ν ία . Δί\»ει δ ια λ έ ξ ε ις π ο λ ιτ ικ ο ύ π ε ρ ιε χ ο μ έ ν ο υ κ α ί δ ιδ ά σ κ ε ι σ τό έ λ ε ύ θ ε ρ ο Π α ν επ ισ τή μ ιο το ύ Β ερολ ίνου . Κ α τά τή διάσπαετη τ ο ύ Σ ο σ ια λ δ η μ ο κ ρ α τ ικ ο ύ κ ό μ μ α το ς κ λ ίνε ι ά π ο φ α σ ισ τ ικ ά ύ π έ ρ τ ή ς μή σ υ μ μ ετ ο χ ή ς σ τόν π ό λ εμ ο κ α ί κ α τά τ ο ύ έξο π λ ισ μ ο ύ . Δ ια φ ω ν ε ί μέ τ ό ν Κ άρλ Κ ά ο υ τσ κ υ . Τ ό 1915 έ κ δ ίδ ε ι τ ό βιβλίο τ η ς « ’Η σ υ σ σ ώ ρ ευ σ η τ ο ύ κ εφ α λ α ίο υ » . Τό 1915 κ α τ α δ ικ ά ζ ε τ α ι γ ιά τ ί ς ά π ό ψ ε ις τ η ς ένά - ν τ ια σ τό ν π ό λ εμ ο . Τό 1916, έ ξ α ιτ ία ς τ ή ς σ ύ λ λ η ψ η ς τ ο ύ Κ. Λ ή μ π κ νεχ τ , κ α τ α δ ικ ά ζ ε τ α ι σ έ π ρ ο λ η π τ ικ ή κ ρ ά τη σ η μ έ χ ρ ι τό τ έ λ ο ς το ύ π ο λ έ μ ο υ . Τ όν Ό κ τ ώ β ρ η τ ο ύ 1918 ά π ο λ ύ ε τ α ι. Ιδ ρ ύ ε ι μέ τό ν Κ άρλ Λ ή μ π κ ν εχ τ τ ό ν όμ ιλο « Σ π ά ρ τα κ ο ς» . Τό Γ ενάρη τ ο ύ 1919 δ ο λ ο φ ο ν ε ίτα ι σ τό Β ερολ ίνο ά π ό σ φ α ίρ ε ς έν ό ς π ρ ά κ τ ο ρ α τ ή ς ’ Α ντ ιμ π ο λ σ εβ ίκ ικ η ς "Ε νω σ η ς, ο ρ γά νο υ τώ ν Ρ ώ σω ν έμ ιγκ ρ έδ ω ν το ύ Τ σ α ρ ικ ο ύ Κ α θ ε σ τ ώ τ ο ς , μ α ζ ί κ ι ό Λ ήμ π κ ν εχ τ , κ α τά τή μ ε τ α φ ο ρ ά τ ο υ ς σ τ ίς φ υ λ α κ έ ς , μ ε τά ά π ό μιά σ ύ ν το μ α δ ίκ η .
Ναι. Είδα ένα πορτρα ΐτο τής λαίδης Χάμιλτον στήν έκθεση τών Γάλλων ζω- γράφω ν τού 18ου αίώνα. Δέ θυμάμαι τίνος ήταν. Ω στόσο κράτησα στή θ ύ μησή μου τήν έκθα μβω τική , δυναμική καί κραυγαλέα όμορφ ιά της, π ο ύ μέ πάγω σε άπ τήν πρώ τη στιγμή. Ή αισθητική μου γεύση προτιμ ά τίς γ υ να ικείες φυσιογνω μίες, έκεΐνες π ο ύ ά- ναδείχνουν περισσότερη φινέτσα.
Α ντ ίθ ετα , εύεργετική έπ ίδραση είχε πάνω μου ή π ροσ ω πογραφ ία τή ς Μαντάμ ντε Λαβαλλιέρ τού Λ εμπραίν, σέ τόνο άσημί-γκρίζο, π ο ύ συνδυάζετα ι περ ίφ η μ α μέ τό δ ιαφ ανές δέρμα τού προσώ που της. τά γαλάζια της μάτια καί τό άνοιχτόχρω μο φουστάνι π ο ύ τήν έντυνε.
Μέ κ ό πο άποχω ρίστηκα τόν π ίνα κα αύτόν, όπ ου ένσάρκω νε όλη τή φινέ- τσα τής π ρ ο επ α να σ τα τικ ή ς Γαλλίας, ένώ νοντας τή γνήσια άριστοκρατική κουλτούρα μ ένα φ ευγαλέο έπίχρισμα σήψης.
Μ πράβο! Δ ια β ά ζετε τόν «Π όλεμο το>ν χο^ρικών»; Έ χ ε τε ύπ* όψ η σας τό όμώνυμο βιβλίο τού Τσίμμερμαν; Ό Έ ν γκ ελ ς , ούσιαστικά , στό βιβλίο του , δέ μάς έκ θ έτε ι τά ιστορικά γεγονότα , άπλώ ς κάνει κριτική φ ιλοσοφ ία τού πόλεμου τώ ν χωρικών. Τό θ ρ ε φ τ ικ ό ψ αχνό τών γεγονότω ν μάς τό π ρ ο σ φ έρει ό Τσίμμερμαν.
Ό τ α ν περνώ μέσα ά π ' τά νυετταλέα χωριά τής Βυρτεμβέργης, διασχίζοντας τά μυριστικά τους άχούρια καί τ ίς μακρολαίμ ικες χήνες π ο ύ πλαταγίζουν ένοχλημένες μ πρός στόν κ ίνδυνό τού αύτοκινήτου κ α ί ή τοπ ικ ή πολλά ύπο- σχόμενη νεολαία π ετά κ ι ά π ό καμιά βρισιά στόν ταξιδιώ τη, μού είναι άδύ- νατο νά διετνοηθώ, ότι κ ά π ο τε , στά ίδ ια αύτά χωριά, ή * Ιστορία περπεπτού- σε μέ βήμα βροντερό κα ί μ ορφ ές ήρωι- κές, δραματικές βρίσκονταν σέ άνα- βρασμό.
Γιά ξεκούραση διαβάζω τή Γεωλογική Ιστορία τής Γερμανίας. Σ κεφ τε ίτε , π άνω σέ στρώ ματα άργίλου τή ς πα- λα ιότερης έπ ο χ ή ς τής Ισ τ ο ρ ία ς τής Γής, πρ ο το ύ άκόμη άνα φ α νεϊ Ιχνος όργανικής ζωής, πρ ίν ά π ό άμέτρητα έκατομ ύρ ια χρόνια, έπάνω λοιπόν σέ τέτο ιες πλά κες , στή Σ ουηδία β ρ έθη καν ά π ο τυ π ώ μ α τα άπό σ ταλαγματιές βρόχινες μιάς σύντομης νεροποντής! Τί μαγευτική αύτή ή πα ρουσ ία ά π ’ τό άπώ τερο πα ρελθόν . Ή έπιστήμη τής Γεωλογίας μέ συναρπάζει.
Λίγα λόγια κ α ί γιά τήν κυρ ία φ όν Στάιν, παρ ' όλη τήν άναγνώρισή μου στά κ ισσόφυλλά της. Ό μ ω ς , ά ς μέ τιμω ρήσει ό θ εό ς , ά πο δείχτη κ ε αγελάδα! Γιατί, ότειν ό Γκαϊτε τή ς έδω σε τά π α π ο ύ τσ ια στό χέρι, σ υμ π ερ ιφ έρ θ ηκ ε σάν πλύσ τρα ξέφ ρενη . Καί έπ ιμένω σ’ αύτό . Ό χειρακτήρας τή ς γυνα ίκας δείχνετα ι, όχι έκ εϊ π ο ύ άρχίζει ό έρω τας, άλλά ότα ν τελειώνει.
Α π’ όλες τ ίς Δ ουλτσ ινέες το ύ Γκαϊ- τε μού άρέσει μονάχα ή λεπ τα ίσ θ η τη , σ υγκρατημένη Μ αριάννε φ όν Βίλεμερ, ή Σ ουλέικα στό « Δ υτικό -Α να τολ ικ ό Ντιβάνι».
Μιά κούρα ά νά π α υ σ η ς τήν είχατε όπ ω σ δή π ο τε άνάγκη . Ή ά π ό φ α σ ή σας μέ ικανοποίησε! Έ γώ τά π ά ω πολυ καλά.
ΓΙάντα δική σας Ρόζα
Μ τφρ.
ΜΑΡΙΑ-ΛΟΥΙΖΑ Κ Ω Ν ΣΤΑ Ν ΤΙΝ ΙΔΗ
Μ α ρ τυ ρ ία 13 ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ
'Ημερολόγιοντών
Μεγάλων Σχρατ. Γυμνασίων τον ετονς 1912
ύ π ό Χαραλ. Π. Π αυλοπούλου
ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ έ ένα ά π ό τά λίγο πολύ μ υ θ ικ ά , τα ξ ίδ ια το υ ά π ό τό ν ΙΙύργο σ τή ν 'Α θ ή να , ό π ο ιη τή ς Γ ιώ ργης Π σ υ λόπουλος (π ο υ κ α τέλ υ ε ά π α ρ α ιτή τω ς , όσο ζούσε ό Τ άκης Σ ινό πο υ λ ο ς, σ τό σ π ίτ ι το ύ τε λ ε υ τα ίο υ , σ τόν Π ερισσό, φ ιλ ο ξενο ύ μ ενο ς σ τό μ ικρό π α ρ ά σ π ιτο το ύ ια τρ ε ίο υ , στό β ά θ ο ς τ ή ς α ύλ ή ς), κ ρ α το ύ σ ε ένα μικρό τε τρ α δ ιά κ ι μέ μα ύρο μαλακό έξώ φ υλλο , κ ά τ ι άνάμ εσ α σέ σ η μ ειω μ α τά ρ ιο κ α ί κ α τά σ τιχο . Ό Γιώ ργης μού ένεχε ίρ ισ ε τό τ ε τρ ά δ ιο λ έγο ντά ς μ ου , ό τ ι ε ίνα ι ένα σ ύντο μ ο η μ ερολόγιο το ύ π α τέ ρ α το υ , π ο ύ τό φ υ λ ά ε ι χρόν ια κα ί χρόνια .
Τό κρά τη σ α κα ί τό δ ιάβασ α . Ή τ α ν ένα μ ικρό χρον ικ ό τώ ν μεγάλω ν σ τρ α τ ιω τ ικ ώ ν γυμ νασ ίω ν το ύ 1912, όπ ου είχα ν κ α τα - γ ρ α φ ε ί μέ έξα ιρ ετ ικ ή , σ χεδ ό ν ά νεξή γη τη , ά κ ρ ίβ ε ια τά κ α θ έ κ α σ τα τώ ν ήμ ερω ν έκ είνω ν , ό π ω ς τά έβ λ ε π ε , μέ μ ιά μ υ σ τή ρ ια π α ρ α τη ρ η τ ικ ό τ η τα , ό π υ ρ ο τε χ ν ο υ ρ γ ό ς ένό ς σ υ ντά γμ α το ς π ε δ ινού π υ ρ ο β ο λ ικ ο ύ .
Δ ημοσ ίευσ α λ ίγες σ ελ ίδες το ύ η μ ερ ο λ ο γ ίο υ (πο ύ π ε ρ ιε ίχ α ν κα ί μ ερ ικ ές υ γε ιο ν ο μ ικ ές π λ η ρ ο φ ο ρ ίε ς ) , σέ ένα ια τρ ικ ό π ερ ιο δ ικ ό . "Ε στειλα σ τό ν Π αυλόπουλο τό σ χετ ικ ό δ ο κ ίμ ιο κ α ί, σ τό έπ ό μ ε - νο τα ξ ίδ ι το υ , το ύ έδω σ α ένα τυ π ω μ έ ν ο μονόφ υλλο . Τό π ε ρ ιο δ ικ ό βρ ισ κό τα ν σ τό β ιβ λ ιο δ ετε ίο . Ό π α τ έ ρ α ς μ ο υ ά δ η μ ο ν ε ϊ , μού λ έε ι ό Γ ιώ ργης, τ ο υ φ α ίν ο ν τα ι ά τ τ ίο τ ε ν τ α ολα α υ τά .
Τό π ε ρ ιο δ ικ ό κ υ κ λ ο φ ό ρ η σ ε μ ετά μ ιά β δ ο μ ά δα κ α ί τ α χ υ δ ρ ό μησα α ύ θ η μ ερ ό ν ένα τ ε ύ χ ο ς σ τό ν Π α υλό π ο υλ ο . Κ αθώ ς μέ π λ η ρ ο φ ό ρ η σ ε ά ρ γό τερ α ό Ίδ ιο ς έ φ θ α σ ε σ τό ν Π ύργο τ η ν η μ έρ α τ ή ς κ η δ ε ία ς τ ο ύ π α τ έ ρ α τ ο υ , ό ό π ο ιο ς ά π εβ ίω σ ε ά π ό α ιφ ν ίδ ιο θ ά ν α το σ τίς 3 Μ α ρ τίο υ 1981, σέ η λ ικ ία 91 ετώ ν.
Γ ιατί κ ρ ά τη σ ε α ύ τ έ ς τ ίς σ η μ ε ιώ σ ε ις ό μ α κ α ρ ίτη ς Χ α ρά λα μ πος Π α υλό π ο υλ ο ς; Π ρ έπ ε ι νά τό ν έν τυ π ω σ ία σ ε ή όλη π ρ ο ετο ιμ α σ ία τώ ν γυμ να σ ίω ν , γιά τη ν έ π ιτ υ χ ία τώ ν ό π ο ιω ν (ό π ω ς τ ο υ λ ά χ ιστον, τ η ν έννο ο ύ ν ο ί κ α τά κ α ιρ ο ύ ς ε π ιτ ε λ ε ίς ) , τ ίς ο ίδ ε τ ί τα λ α ιπ ω ρ ίε ς π ρ ο η γ ή θ η κ α ν - άσε π ιά ε κ ε ίν ε ς , κ α τά τη δ ιά ρ κ ε ια τώ ν άσ κήσ εω ν.
Ε ίνα ι εν τυ π ω σ ια κ ή ή ε ύ σ υ ν ε ιδ η σ ία κα ί ή ά κ ρ ίβ ε ια , μέ τη ν ό π ο ία κ α τα γ ρ ά φ ο ν τα ι λ ε π τό π ρ ό ς λ ε π τ ό , τά γ ε γο νό τα - ένώ π α ρ έχ ο ν τ α ι, μέ μεγάλη σ α φ ή ν ε ια , ο ί έ κ ά σ τ ο τ ε τ α κ τ ικ έ ς κ α τ α σ τά σ ε ις κ α ί τό τα κ τ ικ ό , έν γ έ ν ε ι, π λ α ίσ ιο τώ ν άσ κή σ εω ν. Σ τό τ έ λ ο ς π α ρ α τ ίθ ε τ α ι κ α ί μ ιά σ τα τ ισ τ ικ ή τώ ν φ υ σ ιγγ ίω ν , π ο ύ κ α τα να λ ώ θ η κ α ν , ή ό π ο ία (Ίσως) κ α ί νά ά π ο τ ε λ ε ϊ τή μ ονα δ ικ ή τ ή ς σ τρ α τ ιω τ ικ ή ς μ α ς β ιβ λ ιο γρ α φ ία ς .
Ε κ ε ίν ο , ό μ ω ς, π ο ύ θ έ λ γ ε ι μ έσ α ά π ό όλη α ύ τή τή ν κ α τα γ ρ α φ ή , ε ίνα ι ο ί π ο ικ ίλ ε ς μ α ρ τ υ ρ ίε ς γ ιά τή ζωή κ α ί τ ά ή θ η τ η ς επ ο χ ή ς , κ α ί μ ά λ ισ τα μέ ά ρ κ ε τ έ ς κ ο ιν ω ν ικ έ ς (άκόμ η κα ί π ο λ ιτ ικ ές) π ρ ο ε κ τ ά σ ε ις . Τ έλ ο ς π ά ν τω ν , λίγο νά ά να σ η κώ σ ο υ μ ε τή φ λ ο ύ δ α τ ο ύ έ θ ν ικ ο ύ μας π α ρ ε λ θ ό ν το ς , κα ί α μ έσ ω ς ά π ό κ ά τω τ ά γνω σ τά σ χή μ α τα : τά α ν ά κ το ρ α , ο ί ξ έν ες σ τ ρ α τ ιω τ ικ έ ς α π ο σ το λ έ ς , οί κ υ ρ ίε ς τώ ν ιθ υ ν ό ν τω ν νά γ ε υ μ α τ ίζο υ ν σ τή χλόη, ένώ ιπ π ε ίς κ α ί έλ ά τα ι, ά ν α τ ρ α π έ ν τ ε ς κ α ί τ ρ α υ μ α τ ισ θ έ ν τ ε ς στό ύ ν ίο , νά μ ένο υ ν σ τό ν τ ό π ο , ό λα ό ς νά χ α ζ ε ύ ε ι κ α ί νά χ ε ιρ ο κ ρ ο τ ε ί ά π ό τ ά π έ ρ ιξ υ ψ ώ μ α τα ή δ έ Α.Β.Υ. νά κ α τα λ α μ β ά ν ε ι τή ν κ α θ ο ρ ισ θ ε ίσ α θ έσ η γ ιά τή ν τελ ικ ή π α ρ έλ α σ η , ή ό π ο ία ά ρ χ ίζε ι ή γο υ μ ένη ς τ η ς μ ο υ σ ικ ή ς τ ή ς Φ ρ ο υ ρ ά ς .
Τό μ ικρό α ύ τ ό , κ α ί χω ρ ίς κ α μ ιά φ ιλ ο δ ο ξ ία χρ ο ν ικ ό , έ χ ε ι γ ρ α φ ε ί σέ μιά κ α θ α ρ ε ύ ο υ σ α , τή ν ό π ο ία ό σ υ ν τά κ τη ς τ η ς π ρ ο σ π ελ ά ζε ι π ερ ισ σ ό τε ρ ο η χ η τ ικ ά , μέ τ ίς σ τ έ ρ ε ε ς , ό μ ω ς, γ ρ α μ μ α τ ικ έ ς γνώ σ εις το ύ Σ χο λ α ρ χε ίο υ . Α π ο τέλ εσ μ α ε ίνα ι α ύ τ ό τό χά ρμ α τή ς ζω ντά ν ια ς κ α ί τ ή ς ό μ ο ρ φ ιά ς .
Α κρ ιβώ ς, γ ιά νά π ε ρ ισ ω θ ε ί όχι μόνο ή μ α ρ τυ ρ ία , άλλά κ α ί ό λόγος το ύ κ α τα γ ρ α φ έ α , δ ια τη ρ ή θ η κ α ν , ό π ω ς α κ ρ ιβ ώ ς είχα ν σ τό π ρ ω τ ό τ υ π ο , ή ο ρ θ ο γ ρ α φ ία , τά κ εφ α λ α ία α ρ χ ικ ά , ή σύντα ξη κα ί ή στίξη .
Ή λ ία ς X. Γ Ια π α δη μ η τρ α κ ό π ο υ λο ς
Πρώτΐ) Η μ έρ α 8η Μ αΐου 1912
Ή έκ τοΰ Συν/τος έκκίνησις έγένετο τήν 7+ 4 0 ’ μέ βηματισμόν βάδην μέχρι Πολυτεχνείου κατόπιν όδηπορικώ ς μέχρι 9+ 15 ' ήμίπαυσις 15' ώρας έκκίνη- σις 9 + 3 0 ’ όδηπορικώ ς εις τάς 9+ 40 ' ό ίππος έπολοχίου έμωλώπησε τόν πυ- ρ ο β . Β αρούνην κ α θ ' ό δ ό ν εις τά ς 10+40’ έφ θάσαμεν εις Μενίδιον λαβό- ν τ ε ς δ ια τ ά ξ ε ις π ρ ό ς κ α τ α υ λ ισ μ ό ν πράγμα τό όποιον καί έγένετο άμέσως τό Ιον στοιχείον έτέθη ώς στρατονομι- κή φυλακή μέ άρχηφύλακα ένα δεκ α νέα, καί αί άλλαγαί έφύλαττον άνά μίαν ώραν ένεκεν τής υπερβολικής ζέστης έν τώ μεταξύ έγένετο καί μικρά πετάλωσις τών ίππων.
Εις τάς 2+ 35 ' φορείον νοσοκομείου μετέφερεν τόν έπιλοχίαν Αύλοναρίτην εις τό χειρουργείον προσβληθέντα έκ πυρετού, καθώ ς καί τόν πυροβολητήν Μανωλάκην έξ έλωδών πυρετώ ν. Παρά τώ σταθμώ Μ ενιδίου έχει σταθμεύσει τό χειρουργείον καί τό Στρατηγείον τής Β Μεραρχίας. 5 ' ώρας έξω θεν τού Μενιδίου έχει καταυλισθεΐ μία όρειβα- τική μοίρσ πυροβολικού τό 2ον ιπ π ικόν Σύν/μα καθώ ς καί τό Ιον καί 3ον Πεζικά Συν/ματα πρός Ν ότον ήμών έχει καταυλισθεΐ ένα τάγμα μηχανικού.
Κατά τήν 6ην άπογευματινήν κ α θ ’ όν χρόνον ό ’Α νθυπ ο λο χα γό ς Π αναγό- πουλος παρέδιδε θεω ρίαν περί τής έ- κτελέσεως τών έν γένει καθηκόντω ν τών άνδρών εις παρομοίας. άφ ίχθη ό Κος Μ έραρχος Δαγκλής άκολουθούμε- νος παρά τού ύπασπιστού του καί τίνος ύπολαχαγού Φ ιλίππου όνόματι καί έζήτησε διαφόρους πληροφορίας άς τώ παρέσχε ό Κος Διοικητής μας Π αρασκευόπουλος, συγχρόνως έδόθη διαταγή όπω ς αί Π υρ/χίαι έκκινήσουν τήν έπομένην κατά τήν 5ην πρωινήν λαμβάνουσαι τήν άγουσαν διά Κακο- σάλεσι όπω ς καταυλισθώσι ό δέ Κος ύπολ. Φ ιλίππου μετ’ άλλων άξιωματι- κών έξέδραμον εις Κακοσάλεσι πρός άνίχνευσιν τού έδάφ ους. Τήν 6ην μ.μ. έγένετο ή διανομή συσσιτίου καί άφού έφαγον οί άνδρες άνεπαύθησαν.
Ά φ ’ έσπέρας έδόθη διαταγή τής Μ εραρχίας όπω ς τά μαγειρεία άναχω- ρήσωσι τήν 2+ 3 0 ' πρωινήν καί πορευ- θώσι πρ ό ς Κακοσάλεσι καί έτοιμάσωσι τό συσσίτιον.
Δ ευ τέρ α Η μ έρ α 9η Μ α ΐο υ 1912
Κατά τά ς 3+ 30 ' ώρας ήγέρθησαν άπα- σαι αί Π υρ/χίαι όπω ς συοκευάσωσι πρός άναχώρησιν. Κατά τήν διανομήν τού πρωινού ροφήματος παρετηρήθη άνεπάρκεια σχεδόν τό 1/3 τής δυνάμε- ο>ς τών άνδρών έμεινε χωρίς φόφημα.
Ή έκκίνησις έγένετο εις τάς 5 τό πρωΓ, κατόπιν ήμυσίας ώρας βάδην άνήλθομεν έπ ί τών όχημάτων μέ βάδην βηματισμόν εις τά ς 6+ 1 0 ' εύρισκόμε- θ α εις τόν Σταθμόν ΤατοΓου καί Δε κελείας εις τάς 6+ 25 ' ήμύπαυσ ις 6+ 40 ' έκκίνησις έπ ί τών όχημάτων τροχάδην έως τάς 7 π.μ. κατόπ ιν κατήλθομεν τών όχημάτων μέ βηματισμόν βάδην είσελθόντες εις τό ώραίον καί ρομαντι- κότατον δάσος τού ΤατοΓου κατάφυ- τον έκ ΓΙευκών, Λεύκων, Ελατών καί άλλων δ ια φ ό ρ ω ν δ έν δ ρ ω ν , ε ις τά ς 7+40 ' άφ ιππέυσαν οί έλάται ένεκεν άνοφερείας τής διά τού δάσους Μαλα-
κάσης όδού. Εις τάς 7+55 έγένετο 5 ' ήμύπαυσις κατόπιν έκκίνησις, εις τά ς 8+ 25 ' ήμύπαυσις έω ς τάς 8+ 4 0 ' έκκί- νησις μέ βηματισμόν βάδην έως τάς 10+55' ώρας ήμύπαυσις 20 ' ώρας κ α τόπ ιν έκκίνησις έπ ί τών όχημάτων βάδην έως τό Χωρίον Κακοσάλεσι εις τήν Ιην μ.μ. φ θάσαντες κατευλίσθημεν. Είσελθόντες εις τάς 7 π.μ. εις τό δάσος ΤατοΓου διηνύσαμεν έπ ί δυο ώρας τό δάσος ύ π ό τά φυλλώματα τών δένδρων καί Π ευκώνων καί άλλων δένδρων ήτο ό,τι εύχάριστον, κατά διαστήματα συ-
νηντώμεν τούς φ ρουρούς τού δάσους έν τώ μεταξύ διήλθομεν τό Ά νάκτο- ρον τού Βασιλέως, έντός διακρίνομεν όλοκλήρους έκτάσεις έσπαρμένας κ α θώ ς καί άμπελώνας.
Εύρισκόμενοι έν Καταυλισμώ εις Κακοσάλεσι μετά τό πότισμα τών ίππω ν άφ έθημεν έλεύθεροι ένώ παρεσκευά- ζετο τό συσσίτιον έκ φασιόλων άπα- ντες οί άνδρες οί έκ τό ς υπηρεσ ίας μή παρουοιάζοντες ουδέ τήν έλαχίστην κόπω σιν έπεδόθησ αν εις χορούς καί άσματα άλλοι δέ ε ίσ ελ θ ό 'τε ς έντός τού
χορίου παρέμειναν μέχρι τής 9ης έσπε- ρινής διασκεδάζοντες κα ί ευω χούμενοι.
Τρίτη η μ έρ α 10η ΜαΓου 1912
Κατά τάς 6+ 3 0 'π .μ . ήγέρθησαν οί άνδρες καί κατόπιν τού πρω ινού φοφή- ματος έκαμαν περιποίησιν εις τούς ίπ π ο υ ς , ένώ συγχρόνως ήτοιμάζετο τό συσσίτιον έκ κρέατος τραγείου. Κατά τάς 8+30 π.μ. άφ ίχθησαν οί πρόσκ οποι τού 7ου Πεζικού Σ υν/ματος όπω ς έκ λέξω σ ι κ α τά λ λη λο ν μ έ ρ ο ς π ρ ό ς Στάθμευσιν, μετά παρέλευσιν ένός τε τάρτου, άφ ίχθη τό άνω Πεζικόν ύ π ό το ύ ς ήχους τών σαλπίγγων οί άνδρες άκμαίοι, εύσταλείς ούδεμίαν κόπω σιν παρουοιάζοντες κατευλίσθησαν δεξιά ήμών περ ί τά 600 μέτρα, εις τά ς 9 άκριβώς π.μ. άφ ίκετο καί ή όρειβατική μοίρα ή όποία κατευλίσθη άριστερό- θεν ήμών καί σχεδόν πλησίον τού χορίου Κακοσάλεσι ταυτοχρόνω ς ά φ ίκ ετο καί τό τάγμα τού Μ ηχανικού, δπ ερ καί έστάθμευσε παραπλεύρω ς τής ό- ρειβατικής μοίρας, είναι ή ώρα 10η καί ά φ ικ νε ίτα ι τό Ιον Π εζικόν Σ υ ν /μ α προηγουμένης τής μουσικής, παρήλα- σεν όλόκληρον τό Συν/μα έν πάση μεγαλόπρεπείςι παιανιζούσης τής μουσικής δ ιάφορα έμβατήρια καί έστάθ- μευσε όλίγα μέτρα πόρω θεν ήμών κ α τόπ ιν ήκολούθουν τά μεταγωγικά σώματα, κ αθώ ς καί τά κινητά Ν οσοκομεία.
Κ αθ’ ήν στιγμήν έγένετο ή διανομή τού συσσιτίου περ ί τήν ήμύσιαν μ.μ. άραιά βροχή ήρχισε νά περιλούη τά πέριξ ή όποία διήρκησε περ ί τό τέταρτον τής ώρας, οί άνδρες άφησαν κατά μέρος τό συσσίτιον καταγινόμενοι ό πω ς έπισκευάσωσι τάς σκηνάς καί μή βραχώσι, μετά τό συσσίτιον οί άνδρες άνεπαύθησαν. Τήν τετάρτην άπογευ- ματινήν ή όρειβατική μοίρα 2 λόχος μηχανικού καί τμήμα τού 7ου Πεζ. Συν/ματος άνεχώρησαν κ α τευ θυ νό μ ένα εις Σχησματάριον, διότι κατά τό δοθέν θέμ α τού Κου Μ έραρχου π ρ ό κειται τήν έπομένην νά γενή άσκησις μικτών άποσπασμάτω ν.
Τήν 5ην άπογευματινήν έγένετο ή διανομή τού συσσιτίου κα ί συγχρόνω ς έπ ιθεώ ρησ ις £ν γένει τού όπλισμού εις τό Ιον Πεζ. Σ υν/μα έν τώ μεταξύ κα- τεύθαναν διάφοροι άγγελιοφόροι Ιππ είς κομίζοντες δ ια φ όρους διαταγάς. Τό Έ π ιτελείον τής Βας Μ εραρχίας έχει κατασκηνώ σει έκ τής προηγουμένης έν μέσω τού χωρίου Κακοσάλεσι,
’Α περ ιγράπτω ς ώραίον είναι τό θ έ α μα έκ τής καθιδρύσ εω ς διαφ όρω ν μι- κροπω λητώ ν κινητών μαγειρείων. Ζυθοπω λείω ν, Π αντοπω λείω ν κα ί ό,τι δύ- νατα ί τις νά φ αντασθή. Κατά διαστήματα π ερ ίπ ο λ ο ι π ερ ιφ έρ ο ντα ι έν τό ς τού χωρίου τηρούντες τήν τάξιν. Τήν 5+30 μ.μ. ή μουσική τής φ ρουρά ς εί- σήλθεν έντός τού χωρίου καί έξω θεν τή ς σκηνής τή ς Μ εραρχίας ήρχισεν νά παίζη δ ιάφ ορα τεμάχια μέχρι τής 7ης οί χω ρικοί κα ί χω ρικαί προσήρχοντο όπω ς άκουσωσι τής μουσ ικής διότι οί πλεΐστοι πρώ την ήδη φ ορά ν ήκουον.
Τ ετά ρ τη ή μ έρ α 11η Μ α ΐο ν 1912
Περί τά έξημερόματα ήγέρθησαν οί άνδρες όπω ς συοκευάσω σι πρ ό ς άνα- χώρησιν διά Σχησματάριον όταν άνέτη- λεν ό ήλιος άνεχώ ρησεν ό Μ έραρχος
Μ α ρ τυ ρ ίαΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΗΧΝΓΙ
μετά τού Επιτελείου του. πρό τής άναχωρήσεως τοϋ Μ εράρχου τμήμα Τθ0 λόχου των τ η λ ε γ ρ α φ η τ ώ ν έβάδιζε πρός Σχησματάριον
Έ ν ε κ ε ν άσθενείας των Ιππων τον ταγματάρχου Μπάζα ίου ένός τής έπιτάξε- ως καί έτέρου ήναγκάσΟη ή Πυρ/χ.α ν άφήση δύο άνδρας πρός έπιβλεψιν αυτών. Εις τάς 6+20 άνεχώρησαν τα σώματα προπορευομένης μιας Πυρ- /γίας ώς έμπροσθοφυλακής και ακολουθούνται του ύπολοιπομένου /ου Πεζ. και κατόπιν τών δύο Πυρ/χιών ¿πομένου τού Ιου Πεζ. Συν/ματος εις τάς 7+15' ήμύπαυσις 5 ' ώρας έκκινη- σις εις τάς 7+30' ένφ ¿-βάδιζαμεν διάΣ χ η σ μ α τ ά ρ ιο ν ήκούσθησαν έπανειλλη- μένοι πυροβολισμοί καί τό Πεζικόν άμέσως έλαβε διεύθυνσιν αριστερόθεν ώς πλαγιοφυλακή ένώ συγχρόνως με- τεβιβάσθη διαταγή όπως αί δυο Ιΐυρ- /χίαι άκολουθήοωοι τροχάδην πρός ί - νίσχυσιν τής βαλλούσης Πυρ/χιας μετά 5 ώρας έλήφθησαν αί διατάξεις πρός μάχην ένώ οί πι·ροβολάρχαι Κοντό- πουλος ήμέτερος 4ης καί Μ πάμπης 5ης άπήλθον πρός άναγνώρησιν, τεθέ- ντος άρχηγοΟ τής μοίρας τον' Ανθ. Μπαρντζούκου καί άναμένοντος δια- ταγάς. Αμέσως έδόθη διαταγή, όπως ή μοίρα καταλάβη λοφίσκον τινά καί νά μένη έν έπιτηρήσει, άμέσως έτάχθη- μεν πρός πυροβόλησιν καί εΐμεθα ¿-ν Επιτηρήσει περί τά 35' ώρας. κατόπιν διετάχθημεν όπως κάνωμεν όπίσω εις παράταξιν καί μετά τσύτα έβαδίσαμεν δεξιόθεν καί έπροκαλύφθημεν έντός πυκνοτάτου δάσους ταχθέντες πρός πυροβόλησιν άφ’ ου προηγουμένως ό Π υροβολάρχης Κ οντόπουλος έδωσε διαταγάς όπω ς έκαστος τών άρχηγών στοιχείου τάξη κατά θέλησιν τό π υροβόλον του πρός πυροβόλησιν, εις α υτήν τήν θέοιν έμείναμετν έν άναπαύσει ένώ τ* άλλα σώματα έπολέμουν καί ήκούοντο μακρόθεν οί πυροβολισμοί τέλος ή άνω άσκησις έληξε περί τήν 10+30' όλα τ' ανωτέρω έγένοντο μέ κάποιαν άταξίαν λόγω κακής έλξεως τών ϊππω ν καί τής άπροσεξίας τών έλατών ή άνωτέρω άσκησις έλαβε χώ- ραν μεταξύ Κακοσάλεσι καί Σχησματα- ρίου. Συνεπλάκησαν δέ ή όρειβατική μοίρα οί λόχοι τού Μηχανικού καί τό τμήμα τού 7ου Πεζ. άτινα άνεχώρησαν τήν προτεραίαν, μέ τά ύπόλοιπα σώματα άτινα έξεκίνησαν τήν πρωίαν τής σήμερον. Είς τάς 10+40' άνεχωρήσα- μεν διευθυνόμενοι είς Σχησματάριον. Εις τάς 2 τό άπόγευμα άφού ύποφέρα- μεν άπό νερό καί αναγκαζόμενοι νά σταθμεύω μεν συχνώτατα ένεκεν τού βαδίζοντος έμπροσθέν μας Π εζικού τό όποιον παρημπόδιζεν τήν περαιτέρω προχώρησίν μας τέλος άφού μάς συνέβη νά πέση ένεκεν άπροσεξίας ένός έλάτου καί ένα πυροβόλον έντός χάν- δακος καί άφού τό έβγάλαμεν έφ θά- σαμεν έξωθεν τού Σχησματαρίου καί κατευλίσθημεν. Είς τάς 7+20' μ.μ. ά- φ ίχθη ή όρειβατική μοίρα είς τάς 9+30' έγένετο ή διανομή τού συσσιτίου καί μετά οί άνδρες έξηντλημένοι καί κατάκοποι όντες άπεκοιμήθησαν. [...]
Μέρος Δεύτερον
Έ κ τη ήμ έρα 13η ΜαΓον 1912
Οί άνδρες ήγέρθησαν είς τάς 2 μετά τό μεσονύκτιον όπως συσκευάσο>σι πρός άναχώρησιν πράγμα τό όποιον καί έγένετο.
*Η Μεραρχία διετάχθη ΐνα συγκε- ντρώση τά στρατεύματα είς Σχησματάριον διότι ό έχθρός βαδίζει έκ Λεβα- δείας έναντίον μας καί ή μέν όρειβατι- κή μοίρα διετάχθη όπω ς ένισχύση τό 7ον Πεζ. ή δέ ήμετέρα μοίρα τό 3ον τοιούτον τό ιππικόν καί τά λοιπά σώματα θά βαδίσουν έμπρός εις Σχησματάριον, θά άναμένητε καί δύναμις έκ Κακοσάλεσι. Η έκκίνησις έγένετο τήν 5ην πρωινήν καί μετά παρέλευσιν μιας καί ήμυσεως ώρας διαφόρων έλιγμών άνεπαύθημεν είς τό δεξιόν μέρος τού Χωρίου άναμένοντες διαταγάς. Έ ν τώ μεταξύ καταφθάνουν έξ Αθηνών διάφορα αύτοκίνητα τό έν κατόπιν τού άλλου φέροντα δημοσιογράφους καί
Ή Αθήνα τό 1912
διαφόρους θεα τά ς όπω ς παρακολου- θήσωσι τάς άσκήσεις σημειωτέον ότι ή άπόστασις άπ' ’Αθηνών μέχρι Σχησματαρίου είναι περί τάς 13 ώρας.
Τό 3ον Πεζ. καί τό ιππικόν έκαναν έφοδον έναντίον τών Θηββών πρός κατάληψιν καί άπεκρούσθησαν καί ύ- πεχώρησαν άφήσαντες ένα λόχον είς τό χωρίον Χλεμβοτσάρι καί ένα τάγμα είς χωρίον Μ πράτσι τό δέ ιππ ικόν έχει όπισθοχωρήσει μάλλον είς Δρίτζα, καί ήμείς εύρισκόμεθα περί τά 1500 μέτρα Ν οτιοανατολ ικώ ς τού Σ χησ ματαρίου τό 7ον Πεζικόν εύρίσκεται είς άπόστα- σιν 2000 μέτρων πρ ό ς δυσμάς τού Σ χησ ματαρίου έν καταυλισμω έχων ένα τάγμα ώ ς έμ προσθοφυλακήν καί όπ ισθεν αύτού ή όρειβατική μοίρα, τό δέ Ιον Πεζ. εύρίσκεται άθικτον μεταξύ Σχησματαρίου καί Ν εκροταφείου αί άνωτέρω είσήσεις άνεκοινώ θησαν π α ρά τού λοχαγού μας Κ οντοπούλου είς τούς ύπαξιω ματικούς ό Κος Μ έραρχος εύρίσκεται έπ ί τινων ύψωμάτων άναμέ- νων ειδήσεις έκ τού Πεζ. καί ιππ ικού έρεύνης όπερ εύρίσκεται έμπροσθεν όπω ς δώση διαταγάς.
Είς τάς 9 άκριβώς έσπευσμέναι διατα- γαί διατάσουν τό Π υροβολικόν όπω ς τροχάδην καταλάβη τούς βορειοδυτι- κώς τού χωρίου Σχησματαρίου κειμένους λοφίσκους, ένώ όλίγον πρό τής καταλήψεως παρά τού Πεδ. Π υροβολικού τών άνωτέρω λόφων έχει αρχίσει βάλλον κατά τού έχθρού τό όρειβατι- κόν τοιούτον εύρισκόμενον ώ ς άνω ήρειται. Είς τάς 9+ 4 0 ' έτάχθη ολόκληρος ή ήμετέρα μοίρα πρός πυροβόλη- οιν βάλλουσα πρός δυσμάς άμέσως ήρχισε τό πύρ καί ή μοίρα έβαλλεν έναντίον Γ\εζ. καί Πυροβολικού.
Είς τά ς 10+30' ό Ά νθυπ ο λ . Μπαρ- ντζούκος διέκρυνε μακρόθεν έρχόμε- νον έχθρικόν πυροβολικόν βαδίζον είς φάλαγγα κατ' όχημα άμέσως ή Π υροβολαρχία μας έβαλλε έναντίον του κ α τόπιν καί ή άλλη Π υρ/χία βάλλουσα κατ’ αύτοϋ τό έθεσ αν έκτός μάχης έν τώ μεταξύ άφ ίχθη καί ό έπ ιθεω ρητής τού Πυροβολικού Ά ντισυνταγματάρ- Χης Κ. Αεπιντί όστις είναι διαιτητής καί ¿ζήτησε σχετικάς πληροφορίας άλλ’ έκ των ύστέρων άπεδείχθη ότι δέν ήτο
Π υροβολικόν τό τεθέν έκτός μάχης άλλ’ ιππ ικ όν έχθρικόν. Τό πύρ έξακο- λουθεί έκ τού συστάδην μεταξύ τών Πεζ. σωμάτων, οί δέ χωρικοί καί άλλοι περίεργοι παρακολουθούν τήν έξέλιξιν τής μάχης άπό τίνος λοφ ίσκου διότι είναι ήμέρα Κυριακή καί κάθοντα ι ό λοι τέλος είς τάς 10+20' έσήμανε ή σάλπιγξ παύσιν πυρ ό ς καί ένώ είχε παύσει τελείως τό πύρ είς τάς 11+30' τό έχθρ ικόν Πυροβολ, έβαλλεν έναντίον τού ήμετέρου ιππ ικ ού αλλ’ ήτο άργά πλέον διότι ή μάχη είχε λήξει, έν τώ μεταξύ προσήλθον οί άξιωματικοί άμφοτέρων τών Μ εραρχιών ένώ πιον τού Έ ντού καί λοιπών Γάλλων, όπω ς άκούσωσι τής κριτικής τής μάχης. Τήν Ιην μ.μ. άνεχώρησαν αί Π υρ/χίαι κ α θώ ς καί τά λοιπά σώματα λαβούσαι τήν άγουσαν είς Κακοσάλεσι καί μετά 2 1/2 ώρών πορείαν έφ θάσ αμεν είς τό άνω χωρίον καί κατευλίσθημεν είς τό ϊδιον μέρος, κ α θ ’ όδόν μάς συνήντησε τό αύτοκίνητον τής Α.Υ. τού Δ ιαδόχου καθο>ς καί τού Κου Π ρω θυπουργού. Τήν 5+30 μ.μ. έφ θα σ α ν καί τά Πεζ. Συν/ματα τής Βας Μ εραρχίας καί κα- τευλίσθησαν είς Κακοσάλεσι ό π ο υ έχει ήδη καταυλισθεί καί ή φάλαγξ τής Π ελοποννήσου, έν τω μεταξύ έγένετο πλήσις τών πυροβόλων. Ά π α σ α ή Μεραρχία Λαρίσσης έμεινε είς Σχησματάριον ή δέ τών Αθηνών συνεκεντρώ θη είς Κακοσάλεσι, αύριον θ ά δοθή τό θέμ α διά τήν άσκησιν.
Π αρέλειψα ν* άναφέρω ότι κ α θ ’ 6ν χρόνον ύποχω ρούσαμεν έκ Κ ακοσάλεσι διότι ήτο τό θέμ α τοιούτο, άν καί ένικώμεν νά όπισθοχω ρήσω μεν, κ α θ ’ όδόν έτραυματίσθη καί εις πυροβολητής πεσώ ν έκ τού όχήματος έφ ’ ού έπέβα ινον κάγώ , σημειώσατε ότι ήτο αύτός ούτος όστις έτραυματίσθη σοβα- ρώ ς κ α τά τήν φ ο ν ικ ή ν σ υμ π λοκ ή ν Π ύργου κ αθ ' ήν έφ ονεύθη ό άτυχής μ ά γε ιρος Ιω ά ν ν η ς Γ ιαννοι>λόπουλος παρά τήν άγοράν.
Έ β ό ό μ η ή μ έρ α 14η Μ αΓον 1912
Ή γέρ θη μ εν είς τά ς 4 π.μ. όπω ς έτοι- μαοθώ μεν διά τήν σημερινήν μάχην χωρίς ένοείται νά λάβωμεν μεθ' ήμών
καί πλήρη συσκευασίαν ώ ς συνέβαινε μέχρι τούδε κα ί τούτο κα τόπ ιν δ ιατα γής τού Κου Μ εράρχου διότι π ρόκε ιται νά συνεχισθή ή μάχη είς τό ίδιον μέρος. Είς τά ς 4+ 3 0 ' έγένετο ή έκκίνη- σις τών Συν/μάτω ν καί μετά δίωρον πορείαν έφ θά σ α μ εν έξω θεν τού χωρίου Σ τανιάτες ευρισκομένου μεταξύ Σχησματαρίου καί Κακοσάλεσι λαβό- ντες τάς διατάξεις πρός μάχην άναμέ- νομεν διαταγάς. Κ αθ’ όδόν παρετηρή- θη τό έξής ότι πολλοί άνδρες έκ τών Πεζ. Συνταγμάτω ν εύρίσκοντο έκτά- δην ένεκεν ύπερβολικής κοπώ σ εω ς οί Ν οσοκόμ ο ι π ρ ο θ υ μ ό τ α το ι π α ρ ε ίχο ν βοήθειας είς αύτούς.[...]
Είς τά ς 7+ 5 0 ' δ ιετάχθημ εν ό π ω ς κατα- λάβωμεν θέσ ιν κατάλληλον καί άμυν- θώ μεν διότι ό έχθ ρ ό ς ήρχισε ήδη ν* άναφένηται, πράγματι έντός 1/2 ώρας τό ήμέτερον πυροβ. τα χθέν π ρ ό ς πυ- ροβόλησιν ήρχισε νά βάλλη είς άπόστα- σιν 4 χιλιάδων μέτρων έναντίον τού ά ν α φ α ν έν το ς έχ θ ρ ικ ο ύ π υ ρ ο β ο λ ικ ο ύ εύστόχω ς καί άποτελεσματικώ ς έν τώ μεταξύ άφ ίχθη είς τό πεδίον τής βολής ό Κος Μ έραρχος μετά τού Γεν. Ε π ιτελάρχου Γάλλου ά ντισ υ ντα γμ α τά ρ χο υ Κ. Μ πόσκ κα ί σ υνεσ κέφ θησ αν έπ ί τού θέμ α τος τής μάχης ένώ συγχρόνω ς ή μείς έβάλλομεν έτναντίον τού έχθρ ικού πυ ρ ο β /κο ύ άκ στα πα ύσ τω ς ό Κος Μ έραρχος διέταξε όπω ς έν Τάγμα τού 7ου καταλάβη ένα λοφ ίσκον ό π ισ θεν ήμών. Ή τ ο 9 + 1 5 ' καί προελέχθη π α ρά τού Κου Μ εράρχου όπω ς όπ ισθο- χωρήσωσι αί δύο π υρ /χ ία ι Κ οντοπούλου καί Κλαδά 6ης κα ί καταλάβω σι θέσ ε ις νοτιοανατολικώ ς τού Π ύργου κλειμένου έπ ί ένός ύψ ώ μ ατος τού χω ρίου Σ τανιάτα ις ύποστηριζομένης ταυ- τοχρόνω ς τής όπ ισθοχω ρήσεω ς ύπ ό τής Π υρ/χίας Μ πάλμη. Είς τά ς 9 + 2 0 ' τό ήμέτερον Π υροβ. έβαλλε έναντίον Πεζ. κατερχομένου έκ τού Σχησματαρίου και βα ίνοντος Ν.Α. κ α θ ’ ήμών ορατού όμως καί άκαλύπτου έπ ί 10' ώρας, ταυτοχρόνω ς είς τάς 9 + 2 1 ' έτά χθη ά π ρ ο ό π τω ς πρ ό ς πυροβόλησιν έπ ί μιάς όφ ρύος άπεχούσ ης ά φ ’ ήμών περί τά 3.500 μέτρα τό έχθρ ικόν πυροβολ.
Μ α ρ τυ ρ ία 15 ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ
τό όποιον ακριβώς πρό ολίγων λεπτώ ν τής ώρας είχε βληθεί άπό ήμάς καί τό όποιον έάν ήτο πραγματικότης δέν θά ήόύνατο καν νά ταχθή πρ ό ς πυροβό- λησιν. τότε ήρχισε νά βάλλη έναντίον τού ήμετέρου ά π ό τής στιγμής αυτής ήρχισ ε σ φ ο δ ρ ά μ ο νο μ α χ ία π υ ρ ο β . πρός πυροβολικόν έξηκολούθησε δέ αύτη μέχρι τής δέκατης παρά 14' όπό- τε τό έχθρικόν πυροβ. ήρχισε νά βάλλη έναντίον τού ιππικού μας τό όποιον όλως άδεξίως όπ ισθοχω ρούν άπεκαλύ- φ θη εις τά όματα τού έχθρού. Εις τάς10 άκριβώς ήρχισεν ή άλλαγή θ έο εω ς τών δύο Πυρ/χιών κανονικώ ς καί ή τοποθέτησ ις αύτών όπ ισθεν τού Π ύργου ώ ς ανωτέρω άναφέρω , έτελέσθη δέ αύτη έντός ένός τετάρτου, έν τώ μεταξύ κατόπιν μικρός δ ια κ οπή ς τού π υρός ήρχισε πάλιν μεταξύ τών έμπρο- σθοφυλακώ ν καί κ α τόπ ιν τό ήμέτερον πυροβ. έβαλλε έναντίον ΓΙεζ.
Εις τάς 10+20' άνεφάνη άπαν τό έ χθρικόν Πεζ. παραταγμένον κ α θ ’ όλην τήν πρό ημών έκτασιν τής κοιλάδος εις άραιάς τάξεις καί έντελώς άκάλυπτον τό όποιον ήρχισε βάλλον έναντίον τού ήμετέρου τό όποιον καί ήνάγκαζε β α θμηδόν νά όπισθοχω ρή, είναι ή ώρα 12 παρά 20 ' ώρας καί τό έχθρ ικόν Πεζ. θέτει έφ ’ όπλου λόγχη καί έπ ιτίθετα ι κατά τού ήμετέρου Πεζ. Κλιμακιδόν τούτο δ’ έξ άποστάσεω ς 200 μέτρων καί θά ήρχοντο εις χεϊρας άμφότεροι έάν δέν έσήμαινε π α ύ σ ιν π υ ρ ό ς ό Σ τρατηγός εις τάς 12 παρά 10' ώρας.
Είναι άδύνατον νά περιγραφώ σι λεπ τό - μέρειαι τού μεγαλοπρεπούς θεάμ ατος όπερ έξελύσσετο πρό ήμών. Α υτοκίνητα έτρεχον δαιμονιοδώ ς κομίζοντα π ε ρ ιέργους οΐτινες ήρχοντο νά άπολαύ- σωσι τού θεά μ α το ς έκ τού σύνεγγυς καί άνήρχοντο έπ ί τού λόφου Π ύργου τού χωρίου Στανιάτες. Έ ν τέλει τά Σ τρατεύματα ύπεχώ ρησαν εις τά ς ο ικείας θέσεις πρ ό ς άνάπαυσ ιν δηλαδή ή Α ' Μ εραρχία εις Σχησματάριον κα ί ή Β ' εις Κακοσάλεσι. Έ ν τώ μεταξύ άπαντες οι άξιωματικοί προσήλθον ό π ω ς άκούσωσι τής κριτικής τού Σ τρατηγού. Εις τά ς 2 μ.μ. έπανήλθεν ό κ. Π ρω θυπουργός εις Α θήνας εις τάς
3+20 άφ ίκετο εις Κακοσάλεσι καί ό Επιτελάρχης Μ ποσκιέ μετά τα ύτα οί
άνδρες άφ ού έφ αγαν κατά τό σύνηθες ά ν επ α ύ θ η σ α ν ό π ω ς συνεχίσω σι τήν μάχην τήν έπαύριον εις τό σημεΐον ό π ου διεκόπει.(...)
Έ ν α τη η μ έρ α 16η Μ α ΐο ν 1912
Εις τάς 3 π.μ. ήγέρθημεν πρ ό ς έτοίμα- σιν πλήρους συσκευασίας.
Είνε ή ώρα 9η πρωινή καί άναχω ρεί δ ιευθυνόμενον εις Κ απανδρίτι τό Ιον Πεζικόν καί κατόπ ιν τό 2ον έπειτα άκολουθεϊ ή όρειβατική μοίρα καί κ α τόπ ιν ή πεδινή τοιαυτη ό π ισθεν ήμών άκολουθεϊ τό 3ον Π εζικόν μετά παρέ- λευσιν τριών χιλιομέτρων βάδισμα, έ- στάθημεν άποτόμω ς κ αθ ' ήν στιγμήν έβάδιζεν παραπλεύρους ήμών τό Στρα- τηγεϊον τής Β Μ ερ/χίας.
Έ ν τώ μεταξύ κατα φ θά νουν έξ 'Α θηνών περί τά 1 1 ότομομπίλ (αυτοκίνητα) φέροντα τούς ξένους στρατιωτικούς άκολούθοι»ς τήν A.B.V. τόν Δ ιάδοχον τόν Π ρίγκιπα Ά νδρέα ν μετά τής ΓΙριγκιπίσσης Αλίκης τόν υποσ τρά τη γον Σούτοον τόν Κον Π ρω θυπουργόν καί τινάς άλλους. Μή δυνάμενοι νά προχωρήσοε*ν ένεκεν τών όχημάτων έστάθμευσαν περί τήν ήμύσιαν ώραν καί κατελθόντες τών αυτοκινήτω ν ά- ντήλλαξαν χειραψίας μεταξύ των. ή δεσποινίς Σούτσου προαέφ ερε διά τού Τ αγματάρχου Ά ντω ναροπούλου πρός τήν Α.Β.Υ. τόν Διάδοχον ποτήριον Ζύθο υ όπερ δέν έδέχθη ή Α.Β.Υ. καί τό έπ ιε ό "Ανω ταγματάρχης άντ' α υτού. Ή Α.Υ. ό Δ ιάδοχος ήτο δ ιαχυτικότατος, συνομίλησε έπ ' όλίγον μετά τού Κου Π ρω θυπουργού.
Κ ατόπιν γενομένου χώρου άνεχώρη- σαν τ’ αύτοκίνητα δ ιευθυνόμενα εις Κακοσάλεσι. Έ νω έλάμβανον χώραν τ' άνωτέρω καί περί ώραν 7 + 5 0 ’ π.μ. διακρίνομεν άνω θέν μας ύπτάμ ενον τό άεροπλάνον τού Κου Κ αμπέρου διευ- θυνόμενον πρός βορράν καί άγνωστον
εις ήμάς π ο ύ θέλει κατέλθη. είνε ή δευτέρα πτήσ ις μετά τήν βλάβην ήν ύπέσ τη τήν πρω τεραίαν. Έ ν τώ μεταξύ έπληροφ ορήθημεν ότι τά έναπομείνα- ντα μεταγω γικά Σώ ματα εις Κ ακοσάλεσι ήχμαλωτίσθησαν πα ρά τής Έ π ιθ έ - σεως μή π ρ ο φ θ ά σ α \τα ν' άκολουθή- σωσι τά κύρια σώματα καί ότι τά ιπ π ικ ά σώ ματα συνεπλάκησαν. Αμέσως όλόκληρος ή Πεδινή μοίρα καί μέρος τής όρειβατικής έλαβε διεύθυν- σιν δεξιά καί είσί}λθε έντός πα ρα κειμ ένου δυσβάτου δάσους, Μ αυροβούνου κ α ί έ τά χθ η π ρ ό ς πυρ ο β ό λ η σ ιν ένώ σ υ γ χ ρ ό ν ω ς π λ α γ ιο φ υ λ α κ α ί Π εζ ικ ο ύ κατέλαβον τά πέριξ είνε ή ώρα 10 καί 35 ' κα ί άρχίζει τό πύρ μεταξύ πεζικού σώματος, εις τά ς 10 καί 4 5 ' φ θά νει ό Λεπιντί εις τό πεδ ίον τής βολής π ά ντο τε άκμαίος. άκούραστος καίτοι προβε- βηκός τήν ήλικίαν. Εις τά ς 11 καί 15' σ φοδρόν πύρ διεξάγεται μεταξύ π υ ροβ. σωμάτων, μετά παρέλευσιν μιάς ώ ρας έσήμανε παύσ ιν πυρ ό ς άμέσως διετάχθημεν πρ ό ς όπισθοχώ ρησιν διότι απέναντι τής πολυαρίθμ ου στρατιάς τής έπ ιθέσ εω ς άδυνατεί ν' άντιστή ή άμυνα, άναχω ρήσαντες δ ιευθυνόμ εθα πρ ό ς Κ απανδρίτι όπω ς καταλάβω μεν καταλλήλους θέσ ε ις καί άποκρούσω - μεν τόν έχθρόν.
Καθ' όδόν συναντώμεν ένα σ καπανέα όστις είχε μεταφέρει ένα θύ μ α ήλιάσε- ω ς εις Μ αλακάσαν. μάς έπληροφόρησε δέ ότι έχουν π ά θ ε ι καί άλλοι δηλαδή ά π έθ α νον άλλά τηρείται μεγάλη έχεμή- θ ε ια π ρ ο χ ω ρ ο ύ ν τ ε ς δ ιε ρ χ ό μ ε θ α έκ Μ αλακάσης όπ ου άναπαύετα ι τό Ιον Πεζ. είνε 2α άπογευματινή κα ί πο- ρ ευόμ εθα εις όμαλοτάτην όδόν κατα- σ κευασ θεϊοαν παρ ' ένός λόχου Μ ηχανικού έπ ί τούτου διά τήν διέλευσιν τών όχημάτων τού πυροβολ, καί μεταγω γικών όσο προχω ρούμεν τόσον ό καύ- οων καθίστατα ι ά νυπόφ ορος κατά διασ τήμ ατα δέ εύ ρ ίσ κομ εν π εζ ο ύ ς δ ιε σπαρμένους τήδε κακεϊσε κεκμηκότας έκ τής μεγάλης πεζοττορείας, τέλος τήν 5ην απογευματινήν φ θάνομ εν εις Καπανδρίτι και καταυλιζόμεθα καθ ' ήν δέ στιγμήν στείνομεν τά άντίσκηνα κ ινηματογραφική μηχανή λαμβάνει διαφ όρους στάσεις τέλος μετά τό συσσί-
τιον άναπαυόμεθα.Μ
11η ή μ έρ α 18η Μ α ΐο ν 1912
Τήν τετάρτην πρωινήν εϊμ^θα έτοιμοι πρός έκκίνησιν τήν 5 κ α ί ’*0 ίτναχω- ρούμεν όπω ς καταλάβωμεν καταλλήλους θέσεις καί άποκρούσω μεν τόν έχθρόν όστις προελαύνει διά Καπαν- δρίτιον καί μάς έκτοπίσει, πράγματι πρός βορράν τού Κ απανδριτίου έτοπο- θετήθη όλόκληρος ή Πεδ. μοίρα καί μέρος τής όρειβατικής τό 8ον Πεζ. τό όποιον είχε προσληφθεί ώς ένίσχυσις τής Έ π ιθέσ εω ς ήδη έχει ταχθεί μέ τό μέρος μας ύποτιθεμένου ότι άποβιβά- σθη έπ ίκουρος δύναμις εις Ό ρ ο π ό ν καί έρχεται πρός ένίσχυσίν μας έχει δέ καταλάβει κατάλληλον μέρος όπω ς ύ- περφαλαγγίση τόν έχθρόν, π ρ έπ ε ι νά σημειώσεται ότι τό μέρος όπ ου π ρ ό κειται νά φιέλθη ό έχθρός είνε πολύ στενόν καί δέν δι>ναται νά άναπτυχθή είς τάς 9 καί 5 ' ήρχισαν οί πρώ τοι άκροβολισμοί μεταξύ τών έμπροσθο- φυλακών είς τά ς 9 κα ί 30 ' έμφανίζεται ιππικόν έχθρικόν τό όποιον προελα ύνει σιγά σιγά όπω ς καταλάβη τά νότα μας καί έπιχειρίσει έπέλασιν έναντίον τού ήμετέρου πεζικού άλλά πρώ τη ή ΓΙυρ/χία Κ οντοπούλου άντιλαμβάνεται αύτό κα ί άρχίζει σφοδρόν πύρ καί κατορθώ νει νά θέση έκ τός μάχης τό πλείστον μέρος αύτού, είνε ή ώρα 11 καί 15' κα ί ύποχω ρεί όλίγον κατ’ όλίγον είς τάς 11 κα ί 20 ' άφ ικνούνται οί σ τρα τιω τικ ο ί ά κ ό λ ο υ θ ο ι τώ ν ξένων κρατών έν ο ίς καί είς Ά γγλος Συνταγματάρχης όστις έρχεται είς τό π υ ρ ο β ό λον ένθα ύπηρετώ ώς σκοπευτής, καί άφ ’ ού έζήτησε διαφ όρους λεπτομε- ρείας περί τής λειτουργίας τού π υ ρ ο βόλου άς τώ παρέσχε ό Ταγματάρχης Ά ν τω ν α ρ ό π ο υ λ ο ς κ α τό π ιν λαμ βάνει δι* ένσταντανέ μίαν στάσιν όλοκλήρου τού πυροβόλου μετά τών υπηρετώ ν καί κατόπ ιν ευχαριστών ά π έρχετα ι ί- διαιτέραν έντύποσιν τού έπροξένησαν τά πλεονεκτήματα τού Π υροβόλου ώς τό τελειότερον τού κόσμου.
Κατά τήν 11 καί 30 ' άρχίζει ή έφ οδος τού 8ου Πεζ. έναντίον τού έχθρ ικού ύποστηριζομένη ύπ ό τού ήμετέρου π υ ροβολικού, τό θέα μ α ήτο γραφικότα- τον ή άτμόσφαιρα άντιχεϊ άπό κρότους τών όπλων, πολυβόλων καί πυροβόλων. ένώ συγχρόνως Τό έχθρικόν ιπ π ικόν έπιχειρεί έπέλασιν έναντίον τού Πεζικού μας άλλά π ροφ θά νε ι τό ιπ π ικόν μας καί άποκρούει καρτερικότατα τήν έπέλασιν ένω ταυτοχρόνω ς καί τό πεζικόν βάλλει εύστόχως, τέλος άμφό- τερα τά ιππ ικά έρχονται είς χεϊρας καί τραυματίζονται περ ί τούς 3 ιπ π ε ίς καί θ ά έπ ικολούθουν δυσάρεστα γεγονότα έάν δέν έσήμενε παύσιν π υ ρ ό ς τήν 12+5 ' καί ούτω -πως έληξε καί αύτη ή μάχη ή όποία θ ά συνεχισθή καί αύριον οί άξιωματικοί άπέρχοντα ι όπω ς ά κ ο ύ σωσι τής κριτικής τού Στρατηγού.
’Η μείς έπα νερχόμ εθα είς τό μέρος ό που ειχομεν καταυλισθή είς χορίον Μ πογιάτι κείμενον Ν. Α να τολ ικ ά τού Κ απανδριτίου ό π ω ς καταλάβουν θ έ σεις καταλλήλους διότι ήδη έχει μετα- βληθή τό θ έμ α ήμείς γ ινόμ εθα Έ π ίθ ε - σις καί βα ίνομεν έναντίον τών Α θη νώ ν καί α ετο ί γίνονται Ά μ υ να , μέ τό μέρος μας τάσσεται κα ί τό 11 ον Π εζικόν τό όπο ιον είχε προσληφ θή ώ ς ένίσχυσις τής έπ ιθέσ εω ς, αύριον θ ά συνεχισθή ή μάχη.
Τό έσ π έρ α ς άναγιγνόσκεται μετά τό προσκλητήριον διαταγή τού Σ υντάγμ ατος έν τή όποίςι ό Σ τρατηγός Δ ιοικητής τών Μ εραρχιών Έ ντο ύ έκφ ρά ζε ι τήν πλήρη ευαρέσκειάν του διά τήν π ρ ο θ υ μίαν κα ί τό πνεύμα τό όπ ο ιον έπ ικρα - τεϊ έν τώ στρατω κα ί εύ χετα ι ό π ω ς έν δεδ ο μ ένη στιγμή φ α νώ μ εν ά ντά ξ ιο ι τών προσδοκιώ ν μας.
12η Η μ έρ α 19η Μ α ΐο ν 1912
Λίαν πρωΓαν έγηρόμ εθα κα ί ειμεθα π ρ ό ς έκκίνησιν. Α ίφνης διακρίνομεν
ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ 1 6Μ α ρ τ υ ρ ί α
e ii τά νψη τό άεροπλάνον τον Κ Κ αμπίρον τό όποιον Οπτατσι όνωΟιν ήμών καί κατοπτεύει τά στρατεύματα περί τά 15' ώρας καί έκτελεϊ δ ιαφ όρους έλιγμοΰς άνωθεν τών στρατευμάτων άτινα εύρίσκονται είς άεναον κινη- σιν πρός άναχώρησιν, Ζητωκραυγαί α κούονται πανταχόθεν, μανδυλια σειόνται, πιλήκια πετώνται εις τόν άέρα, άκράτητος ένθουσ ιασ μός έπ ικ ρα τεί άπό άκρου είς άκρον τό θέαμα εϊνε μ^γαλοπρεπέστατον. τέλος γίνεται ά- φαντον όλίγον κατ’ όλίγον διευθ\>νθέν είς Μπογιάτι όπου έχουν καταυλισθεϊ τά στρατεύματα τής Α' Μεραρχίας.
11 έκκινησις γίνεται τήν 6+ 1 5 ' ή μάχη θ’ άρχιση έκ τής θέσεω ς της όποίας διεκόπη πρέπει λό σημειώσεται ότι σήμερον ήμεΐς άποτελούμεν τήν έπίθε- σιν καί ή Α ' Μεραρχία τήν "Αμυναν πρόκειται νά τούς έκτοπίσωμεν έκ Κα- πανόριτίου.
Πράγματι κατά τήν ένάτην ήρχισε τό πυρ μικρά άψυμαχία ή όποία δέΛ' π α ρουσιάζει τό θέαμα τών προηγούμενων μαχών λόγω τού ότι ή ήμετέρα δύναμις άποτελείται έκ του διπλάσιου σχεδόν στρατού, τέλος μετά μικρόν άντιστασιν ό έχθρός άναγκάζεται νά ύποχωρήση είς Μ πογιάτι Χορίον κ είμενον μεταξύ Κηφισίας καί Καπανδρι- τίου.
Συγχρόνως καί ήμεΐς προχω ρούμεν ό πω ς φθάσω μεν είς Μ πογιάτι διότι π ρ ό κειται νά καταυλισθώμεν πράγματι την 3ην άπογευματινήν φ θάνομεν είς τό άνω χορίον όπου έχουν καταυλισθει άπαντα τά σώματα άμφοτέρω ν τών Μεραρχιών, κ α θ’ όδόν μεταξύ Καπαν- δριτίου καί Μ πογιάτι συναντήσαμεν καί τήν Α.Υ. τόν Διάδοχον μετά τών υπασπιστώ ν του όστις π α ρακολουθούσε τά γυμνάσια, παρακολουθούμενοι Οπό τής Α.Υ. μέχρι Μ πογιάτι έπιβαίνει αυτοκινήτου καί άναχωρεΐ δι’ Α θήνας.
Είς Μ πογιάτι εύρίσκομεν τόν Α εροπόρον Κ αμπέρον ύπολ. τού πυροβ. τόν όποιον έκ τού ένθουσιασμού ένηγκαλί- ζονται καί φιλούν οί πρώ ην συνάδελφοί του.
Τέλος άναπαυόμεθα τό άπόγευμα κατά τήν 5 + 3 0 ' έκαμε πτησιν ό Ά ργυρό- πουλος αεροπόρος, όστις εύρίκετο είς Μ πογιάτι άπό πρω ίας καί δ ιευθύνετα ι είς τό έν Φαλήρω άερο^ρόμιον, τό άεροπλάνον του άπέναντι τού Δ ιπλανού τού Κ. Κ αμπέρου εϊνε πολύ μικρόν καί διαφορετικού συστήματος.
"Οπισθεν ένός προαυλίου εύρίσκεται τό διπλάνον τού Κ αμπέρου τό όποιον π ερ ιστο ιχ ίζουν χιλ ιάδες στρατιω τώ ν καί άξιωματικών καί τό περ ιεργάζονται ένώ ό Κ αμπέρος δίδει δ ιαφ όρους έξηγήσεις εϊνε ό Κος Μ έραρχος Δα- γκλής διάφοροι διοικηταί τών σωμάτων κ.λ.π. τέλος ό κ. Κ αμπέρος διά νά ευχαρίστηση τούς παρισταμένους έτοι- μάζεται όπω ς έκτελέση μικρόν πτησιν πράγμα τό όποιον καί έγίνετο ή πτήσ ις διήρκεσε 5 ώρας δέν δύναμαι νά περι- γραψω τό τί έπηκολούθησε ζητωκραυ- γα ί χειροκροτήματα φω ναί έν άκρατή- τω ένθουσιασμώ. Μετά τήν πτησιν διαλύονται τά πλήθη άπερχόμενος έκ α στος εις τά ίδια.
Π αρέλυψα προηγουμένως ν’ άναφέρω δτι κατά τήν πρώ την μετά μεσημβρίαν καθ ' όν χρόνον έβαδίζαμεν διά Μπυ- γιάτι ό άξιο.>ματικός τών μεταγωγικών μάχης όστις άκολουθεΐ τήν Πυρ/χίαν βολής προσέρχεται καί ά ν α φ έ ρ ε ιε ίς τόν Π υρ/χην Κ οντόπουλον ότι ό έλά- της Μ ουσής όνόματι κ α θ ’ ήν στιγμήν έθετε τόν πόδα του έπ ί τού άναβολέως όλισθησε καί κατέπεσε κατά γής όστις κτυπήσας είς τό ύνίον τής κεφαλής καί μεινας άναίσθητος έν τώ μεταξύ τώ παρεσχέθησαν οί δέουσαι βοήθειαι καί μετά παρέλευσιν 6 ωρών έγένετο καλά καβαλικεύσας συγχρόνως μήπω ς έλθει πεζοπορεία , τ' άνωτέρω έλαβον χώραν κ α θ ’ ήν στιγμήν άπαντες οί πυροβολη- ται κατεγίνοντο πρ ό ς έπισκευήν μέρ ους όδού δισβάτου πρός διάβασιν τών όχημάτων. Επίσης την πρωΓαν τής σήμερον προσβληθείς ύ π έλονοσίας ό
Κηφισιάς. Τό τί γίνεται δέν περ ιγράφ ε- ται όλόκληρες έκ τά σ εις έχουν καλυφ θ ε ί ά π ό στρατόν, πολίτας. αύτοκίνη- τα . άαάξας, μ ε τα γ ω γ ό # κ.λ.π. είνε ή ώρα 11η π .μ . καί ή jL V . ό Δ ιάδοχος ακ ολουθούμ ενος ύ π ό τ»»γ Σ τρατηγού ΈντοΟ τού έπ ιτελάρχου Μ ποσκιέ καί ύ π ό 9 Στρατιω τικώ ν άκολούθω ν καί τέλος ύ π ό τής λοιπής Γαλλικής άπο- στολής αρχίζει ύ π ό το ύ ς ήχους τών σαλπίγγω ν τήν έπ ιθεώ ρησ ιν τού Σ τρατού πρώ τον τής Βας Μ εραρχίας καί κα τό π ιν τής 1ης. Μ ετά τα ύ τα ή Α.Υ. καταλαμβάνει κατάλληλον θέσ ιν όπω ς παρελάση ά π α ς ό Σ τρατός έμ προσ θέν του.
Π ρώτα τά 2 Ιππ ικά Σ υν/ματα έν έπε- λάσει διέρχονται έμ προσ θεν τή ς Α.Υ. κ α τό π ιν ή Μ ουσική τή ς Φ ρουράς τά σ σ εται πα ρα π λεύ ρω ς τή ς Α.Υ. καί άρχιζε ι ή παρέλασ ις τώ ν Πεζ. Συν/μάτω ν κ α τό π ιν τού Μ ηχανικού τή ς όρειβατι- κής μοίρας κα ί τέλος ή Π εδινή μοίρα Π υροβολικού τή ς Βας Μ εραρχίας. Κατόπ ιν έποντα ι τά συν/ματα τη ς 1ης Μ ερα ρχ ία ς κ α ί το ιο υ τ ο τρ ό π ω ς έτε- λείωσε ή παρέλασις δ ιαρκέσα σα περ ί τά ς 2 ώ ρας κ α τό π ιν άνεχώ ρησαν οί Σ τρατιω τικο ί άκόλουθο ι ή Α.Υ. ό Δ ιάδ ο χο ς κ .λ.π. ένώ ήμείς ά να π α υ ό μ εθ α έπ ' όλίγον ό π ω ς άνακτήσω μεν δυνά μεις διότι σημειώ σατε ότι ή ώρα είναι 2α μ.μ. κα ί εύ ρ ισ κ ό μ εθα ύ π ό τό κ ρά το ς ύ περβ ολ ικού καύσω νος μή έχοντες όλίγον ύδω ρ ΐνα δροσισθώ μεν.
Μετ' όλίγον γίνεται ή έκκ ίνησ ις ένώ προχω ρούμεν είς θ έσ ιν Ά δ α μ ε ς κ ά τω θ ε ν τώ ν σκιερώ ν φυλλω μάτων παμμε- γίστω ν π ευ κ ώ ν γευματίζουν ο ί Σ τρα τιω τικοί άκ όλουθο ι μετά τού Σ τρα τη γού Έ ν το ύ κα ί τή ς λο ιπή ς Γαλλικής ά ποσ τολής μετά τών Κυριών των κ.λ.π. π ρ ο χ ω ρ ο ύ ν τε ς φ θ ά ν ω μ ε ν κ α τά τά ς 2 + 1 5 ' είς Κ ηφισιάν κ α ί ά να π α υ ό μ εθ α έπ* όλίγον κ ά τω θεν σκιερώ ν δένδρω ν ένώ συγχρόνω ς εισέρχονται έκ δ ια φ ό ρων δ ιευθ ύνσ εω ν ήχούντω ν τών σαλπ ίγγω ν έ π ί κ εφ α λή ς τά δ ιά φ ορα σώ ματα ά π α ντες οί Κ ηφισιώται έξέρχοντα ι ό π ω ς θαυμάσ ω σ ι τού μ εγα λο π ρ επ ο ύ ς θ εά μ α το ς Δ εσπο ιν ίδες κ α ί Κ υρίαι προ- σ φ έροντα ι Ϊνα γεμίσω σι τά ύ δρ ο δο χε ία ύδωρ.
Οί άνδρες ψ άλλου σι δ ιά φ ο ρ α έθ ν ικ ά άσ ματα όλόκληρος ή Κ ηφισιά σείετα ι ά π ό άκρου είς άκρον, έν τώ μεταξύ Κυρία μεγάλης π ερ ιο π ή ς όλόκληρον κ α π νοπ ω λ εΐον σείρει μαζί τη ς κ α ί δ ια νέμει σ ιγαρέτα ά φ ε ιδώ ς είς όλόκληρον τήν μοίραν τού Σ υ ν /μ α τό ς μας, τήν έρω τώ ό π ω ς μού χαρίση τό όνομά της άλλά άρνεϊτα ι ό π ω ς μού τό ε ίπ η κ α τό π ιν όμ ω ς κ α θ ώ ς έπ λ η ρο φ ο ρ ή θ η ήτο ή άδελφή τού π εσ ό ντο ς έν Μ ακεδονίςι Π αύλου Μελά.
Κ ατόπιν έκ κ ινή σ α ντες κ α ί σ τα θμ εύο- ντες κ α τά δ ιαστήματα ένεκεν τή ς ύ περβ ολ ική ς κ ο π ό σ εω ς τών ίπ π ω ν κα ί τού ά φ ο ρ ή το υ κα ύσ ω νος έφ θά σ α μ εν τέλος είς τά ς ’Α θήνας κ α τά τήν 6ην Α πογευματινήν, έν τα ύ θ α π ρ έπ ε ι νά
σημειώ σητε ότι οί άνδρες, ο ί άξιωματι- κο ί κ .λ .π . δέν έχουν καθολοκληρίαν φάγει.
"Εξω θεν τή ς λεω φ όρου Κ ηφισ ίας ήτο ό Σ τρα τη γός Έ ν το ύ κ α ί ό Μ έραρχος Δα- γκ λής κα ί π αρήλαυνεν έμ π ρ ο σ θ έν των ό Σ τρ α τό ς π λ ή θ ο ς κόσμου κατέκλ ιζε τά ς πέρ ιξ π α ρ ό δ ο υ ς ό π ω ς θαυμάσ η τήν παρέλασ ιν άν κ α ί δέν ή το όλόκληρος ό Σ τρ α τό ς διότι ό τη ς 1ης Μ εραρχ ίας πα ρή λα οεν έκ τή ς όδο ύ Π ατησίω ν κ α ί κ α τ ε υ θ ύ ν θ η ε ίς τό Π ολύ γω νο ν Π λατείαν τού ".Αρεως.
Τ ο ιο υ το τρ ό π ω ς έτελείω σαν αί Μ εγάλαι Α σκήσεις τώ ρα ίσω ς έρω τήσ ετε τά ς
έντυπ ώ σ εις μου έγώ ώ ς έκ τή ς θ έσ εώ ς μου δέν δύναμαι νά έκ φ έρ ω κρίσεις κα ί έπ ικ ρ ίσ ε ις τό μόνον βέβα ιον είνε ότι ό σ τρ α τό ς έδειξε π α ρα δειγμ α τικ ή άντοχήν διότι ή μεραρχία Λ αρίσης έβά- δισε π ερ ί τά 400 χιλ ιόμετρα τό δέ ένδέκ α το ν Σ ύνταγμ α Τ ριπόλεω ς περ ί τά 370 κα ί κ α τ ’ άναλογίαν τά λο ιπ ά σώ ματα μόνον τό ζήτημα τή ς έπ ιμελη- τε ία ς ά π έτυ χ ε κ α τά τι κα ί το ύ το κατ' άρχάς κ α τό π ιν όμω ς δ ιο ρ θ ώ θ η . Β
Π υ ρ ο τε χ ν ίτη ς Σ τ α μ α τ ά κ ο ς τ ή ς 3ης Π υρ/χίας άπεστάλη είς Α θήνας διά Νοσοκομεΐον.
13η Η μ έρ α 2 0 }/ Μ α ΐο υ 1912, Τ ελ ευ τα ία μ ά χη χ α ί π α ρ έ λ α σ ις
Σήμερον άπαντα τά σώματα θέλοχ.ιν εισβάλει είς Α θήνας καί μικρά δύνα- μις στρατού θ ά παρεμποδίσ η τήν ε ισβολή καί μετά τα ύ τα θεω ρούντα ι λή- ξασαι αί άσκήσεις.
Είνε ή ώρα 6η π.μ. καί δα ιμονιώ δης κρότος άκούετα ι είνε τό δ ιπλάνον τού Κ. Κ αμπέρου έτοιμάζεται διά πτήσ ιν πράγματι μετ' όλίγα δευ τερόλεπτα ύ- πτατα ι είς τόν όρίζοντα κα ί ά φ ού έξε- τέλεσε δ ια φ ό ρ ο υ ς έλ ιγμ ο ύ ς ά ν ω θ έν μας μάς άπεχα ι^έτησ ε κατευθυνόμ ε- νον είς Κηφισιάν όπω ς παρακολουθή- ση τάς σημερινάς άσκήσεις.
Κατά τήν 8ην πρω ινήν συνεκρούσθη- σαν αί έμ προσ θοφ υ λα κα ί μεταξύ Κηφ ισίας κα ί Μ πογιάτι ή 1η Μ εραρχία ώς Ά μ υ ν α έχει καταλάβει καταλλήλους θέσεις καί ά ποκρού ει κ αρτερ ικότατα
τόν έχθρόν ή μάς δηλαδή χιλιάδες π υ ροβολισμοί άκούοντα ι ή Π υρ/χία μας ώ ς έκ τή ς Θ έσεως τήν όπ ο ια ν έχει καταλάβει δέν δύναται νά παρακολου- θήση τό π εδ ίο ν τή ς βολής καί νά παρά- σχη β οήθειαν τό π υροβολ ικόν τής Ά - μύνης βάλλει άενάω ς έναντίον τού Π εζικού μας κα ί ένίοτε έναντίον π υ ρ ο β ο λικού, ήμείς άδυνατούμεν διότι δέν δυ νά μ εθα νά εΐδω μεν έκ τού σύνεγγυς τήν μάχην ή όπο ία ίσω ς είνε ή μεγαλο- π ρεπεσ τέρα .
Είς τά ς 9 + 4 0 ' έσήμανε παύσ ιν π υ ρ ό ς μή δυναμένης έπ ί πλέον τή ς άμύνης ν’ άντιστή ά π ένα ντι τή ς π ολυαρ ίθμ ου δυ- νάμεω ς τή ς έπ ιθέσ εω ς. έντα ύ θα έθαυ- μάσθη ή δεξ ιότης κα ί Στρατηγική τέ χνη τού Κ. Μ ανουσογιαννάκη όστις έταξε έπ ιδεξίω ς τήν άμυναν κα ί έάν ήτο π ρ α γ μ α τ ικ ό τη ς θ ά κ α τέ σ τρ ε φ ε πολύ στρατόν τής έπ ιθέσ εω ς κα ί τέλος θ ά ένικάτο.
Κ ατόπιν γίνεται ή έκκίνησ ις τών σω μάτων άτινα συγκεντρούντα ι κατά τήν 10+30 ' είς θέσ ιν Κ αστράκι κειμένην είς το ύ ς π ρ ό π ο δ α ς τής Π εντέλης καί ά πεχούσ ης π ερ ί τήν ήμύσιαν ώραν ά π ό
Μ αρία Κ υρτζά κη
Ρνγχος Θαλάσσης
Τόσο κοντά καί τόσο
Πανθορών ηανδαμάτωρκαί τσακίζεται ή σάρξ τής άγάπηςΚαί τά μάτια
Βουλοκέρι αΙώνων καί τό χέρι σου τρέμον 0ά μιλήσεις;
Τούς φθόγγους μου πιάσε λοιπόν σάνλίγο κρέας καί κόκαλοστό βυζί μου τό αίμαπαίδεψέ με σάν λάσπησάν τή μέρα βουλιάζειςκαί πέφτεις στή νύχτα μουτών σπηλαίων φωτιάκαί τοΰ δρνιθος ύπνοςπαίόεψέ με σάν ήχοςσάν κραυγή τής νυκτόςσάν άράχνη
ήμερο καί λαγνό σκουλήκι μου.
Σάν κερήΟρα τό κεντρί σου μαζεύω όμορφο θα).ασσινό μου ρύγχος
Τή φωνή μου σού στάζω
Τή βελόνα περνάς στό κορμί μου Σάν κλω στή τό κορμί σου
σάν νήματών ψαράδων πού βαθιά σ ' άρμενίζουν.
Ιδ έ ε ς 17 ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ
Ο έξορκισμός τής ποίησης
"Οπου κ α ί νά σ ά ς βρ ίσκει τό κακό , ά δελφ ο ί,
ό π ο υ κα ι νά θολώ νει ό ν ο υ ς οαζ, μ ν η μ ο ν ε ύ ε τ ε Δ ιο νύ σ ιο Σολω μό κ α ί μ ν η μ ο ν εύ ε τε Α λ έξ α ν δ ρ ο
Π α π α δ ια μ ά ντη .Η λα λιά π ο ύ δ έν ξ έρ ε ι α π ό ψ έμα
θ ' α ν α π α ύ σ ε ι τό π ρ ό σ ω π ο το ν μ α ρ τυ ρ ίο υ
μ έ τό λ ίγο βά μ μ α το ν γλ α υ κ ο ύ σ τά χείλη .
Σέ μιά συνηθισμένη ανάγνωση του "Αξ ιό ν Έ σ τί, μια κατά μόνας Επανάληψή του. θά είχα, όπω ς κι άλλες φορές μέχρι τώρα. παρατρέξει τούς στίχους πού . έτσι κι αλλιώς, δέ μέ πολυενθου- σ ιόζονν (Ά . 6έ μού άρέοει καθόλου τό... έπτάστιχο αύτό!). Θά τούς είχα παρατρέξει, δέ θ ά χα τελοοπάντω ν Ενδιατρίψει ιδιαιτέρως σ’ αύτούς, ά- φού, σέ ποίημα τού είδους τού “Α ξιόν Έ σ τ ί καί τή ς 6ικής του έκτασης, είναι πιστεύω αύτονόητο, κοντά στούς πολλούς καί θαυμαστούς στίχους νά βρίσκονται καί μέτριοι καί άλλοι π ο ύ π έ φτουν. Π έφτουν απλώς, τίποτα περισσότερο ούτε λιγότερο. Ό π ω ς συμβαίνει σέ όλα τά ποιήματα τού είδους, ά π ό τό Δ ω δ εχ ά λο γο το υ Γ ύ φ το υ ώς τόν Α κ ά θ ισ το Ύ μ ν ο . Π έφτουν γιά νά σηκω θούν ξανά παρακάτω , στήν ϊδια σελίδα ή στήν άμέσως έπόμενη.
Ά ν τώρα άναλαβαίνω τό ρόλο τού α ντιπαθητικού Σιδώνιου (νά διαφω νήσει ό έρίφης μέ τόν Αισχύλο, « Ά , δέ μού άρέσει καθόλου τό τετράστιχο αύτό...») είναι γιατί βλέπω τή χρήση καί κατάχρηση τών στίχων ά π ό τούς φιλολόγους καί τό συνάφι. "Οταν ό λόγος γιά τούς δύο κορυφ αίους τής λογοτεχνίας μας στις σχολικές τάξεις, Π απαδιαμάντη ή Σολωμό. συχνότατα συνεπώ ς, ζήτημα πλέον νά λείψουν άπό τό μαυροπίνακα οί στίχοι μας. Τούς γράφουν έκεί τών διδασκάλων τά χέρια - μιά παραπάνω άπονομή εύσή- μων στά δυό όνόματα καί μιά νέα ιεράρχηση τών ποιητικώ ν πλάι στίς άλλες πνευματικές κατηγορίες.
Καί στήν κριτική όμως τού καιρού ή έπ ιτυχία τους δέν πά ει πίσω. Τελευταία φορά τούς είδα στό ώραίο δοκίμιο τού φίλου Δημήτρη Π λάκα « Ή Ρομαντική διάσταση τού Π απαδιαμάντη». «Πρός τό παρόν» καταλήγει (κι άφ ού άναθέσει στούς άκαδημαϊκούς χώ ρους τά περαιτέρω , «τήν τελική κατάταξη τού Π απαδιαμάντη, μετά ά π ό τήν Εξαντλητική καί σοβαρή έρευνα»), «πρός τό παρόν ά ς μείνουμε στήν παραίνεση τού ποιητή
(καί π α ρ α θέτει τούς στίχους)» 'Α κόυσα τέλος τούς στίχους - ή μεγάλη δόξα τά έχει κι αύτά... - ά π ό άσχετους τελείως μέ τή λογοτεχνία. Σέ συζήτηση, άν δέ σφάλω, γιά τό μονοτονικό ή κάτι τέτοια.
Ό π ο υ κ α ί νά σ ά ς β ρ ίσ κ ε ι τό κ α κό , ά δελφ ο ί,
μ ν η μ ο ν ε ύ ε τ ε Δ ιο ν ύ σ ιο Σ ολω μό, κ.τ.λ.
Οί στίχοι βρίσκονται στή ΙΑ ' ώδή (όπω ς γραμματολόγησε τό ποίημα ό I . Π. Σαββίδης), στό κέντρο σχεδόν τού όλου έργου. Έ χε ι π ρ ο η γ η θ ε ίή Γένεση, κι ά π ό τά Π άθη - Π άθη τού λαού στόν Πόλεμο τού 40, στήν Κατοχή, στόν Εμφύλιο - τό μεγαλύτερο μέρος. Ή
Πορεία πρός τό Μ έτωπο, ή Μεγάλη Έ ξο δο ς, τό Ο ικόπεδο μέ τ ίς Τ σουκνίδες* άκολουθεϊ ή Αύλή τών Π ροβάτων, τό Π ροφητικό κα ί τ' άλλα, Ψαλμοί καί Ω δές π ο ύ διαπλέκονται άντάμα. Είναι
τά πράγματα όσο ποτέ δύσκολα γιά
τήν πατρίδα, ή τάξη έχει χαλάσει:
Δ έν άντέχωκ α ί τά σ τα υ ρ ο δ ρ ό μ ια π ο ύ τ)ξερα
έ γ ιν α ν άδ ιέξοδα .Σ ελδ ζο ν κ ο ι ρ ο π α λο φ ό ρ ο ι
κ α ρ α δο κ ο ύν .Χ α γά νο ι ό ρ νεο κ έφ α λο ι
β νσ σ ο δο μ ο νν .Σ κ νλοκο 'ιτες κ α ί ν εκ ρ ό σ ιτο ι κι
έρ εβ ο μ α ν ε ϊς κ ο π ρ ο κ ρ α το ν ν τό μέλλον.
Πάνω σ’ αύτό, ψάχνοντας βοήθεια καί στήριγμα ό ποιητής γιά τόν έαυτό του καί τό λαό, βγάζει στή μέση τούς στίχους:
Ό π ο υ κ α ί νά σ ά ς β ρ ίσ κ ει τό κ α κό , ά δ ελ φ ο ί ,
μ ν τ)μ ο νεύετε κ.τ.λ.
Δέ μέ ένθουσιάζουν, είπα , ούτω ς ή άλλως, οί στίχοι, προπάντω ν όμως ά- φ ότου πέρασαν σέ μιά έξωποιητική χρήση - μιά κριτική μάλλον κατάχρηση, θ ά έλεγα.
"Ας τούς παρακολουθήσουμε άπό κοντά.
Γίνεται άμέσως αισθητό ένα ιερατικό ύφ ος πρώτα, μιά άτμόσφαιρα λειτουργική. Ή προσφώ νηση «άδελφοί», τά δύο «μνημονεύετε», «τό πρόσω πο τού μαρτυρίου».
Ή παρουσ ία τού κακού ύστερα , όχι μέ κεφαλαίο, ούτε καθα ρά μ εταφ υσ ικού ίσως, ένεργητικού κα κού όμως, ικανού νά «βρίσκει» τόν άλλο κα ί νά π έφ τει άπάνω του. Ό θολω μένος νούς τέλος, κοντά πά ντα σέ κ ά π ο ια έννοια άμαρτίας...
Έ ά ν σού τύχει, έλεγαν τά παλιά π α ρ α θ ρ η σ κ ε υ τ ικ ά γρ ά μ μ α τα , κ α θ ώ ς καί ή παραδοσ ιακή θρησ κευτικ ότητα όμως, έάν σού τύχει λοιπόν τό άλφα ή δείνα κακό , έκείνο τό ά π ρ ό ο π το , ή άλλη άμαρτία, κάνε τούτο , τό άλλο, « πές σαράντα φ ορές Κύριε έλέησον» «κάμε τρεϊς σταυρούς» « πές τό Π άτερ Η μ ώ ν» κ.τ.λ. καί θ ά ίδείς σωτηρία. ( Ε ντεύθεν καί τό γνω στότερο λαϊκό «ούτε τό διάολο νά δε ις ούτε τό σ ταυ
ρό σου νά κάμεις», προκειμένου γιά άπευκτέα πράγματα. Δύσπιστο δηλαδή αύτό, τό λαίκό πνεύμα, καί στή δύναμη τού σταυρού...).
Εκεί λοιπόν πού είναι έτοιμη μιά Ιερατική τάξη καί παράταξη, περιμένο- ντας μιά συνέχεια άνάλογη. κανέναν δραστικό έξορκισμό, «όπου καί νά θ ο λώνει ό νούς σας, καί τά βρίσκετε σκούρα, μνημονεύετε τόν ’Ά γιο Δείνα.
τ ου
Λ ονκά Κονσονλα
καί θ ά Ιδήτε καλό», ή δουλιά π έφ τει α ιφνίδια στό Σολωμό καί τόν Παπαδια- μάντη! Τ ούς λογοτέχνες! Ν’ άναπαύ- σουν αύτοί, ούτε λίγο ούτε πολύ, τό πρόσω πο τού μαρτυρίου!
Ν ά Ε πενεργήσ ουν δ ια φ ο ρ ετ ικ ά ό- πω σδήποτε ά π ’ ό,τι ξέρουμε καί π ρ ο σμένουμε άπό τή λογοτεχνία. Πού είναι μέγας ό ρόλος της κα ί ύψηλός, ούτε όμω ς ταυτίζεται ούτε έξισώνεται μέ τής θρησκείας. Έ νώ είναι αύτή παρούσα τώ ρα Εδώ κα ί πάνω στό έργο της.
Ό ποιητής τού *Α ξ ιό ν Έ σ τ ί , μέ πλήρη συνείδηση, κόβει δικαιοδοσίες άπό τή θρησ κεία κα ί τίς παραχω ρεί στή λογοτεχνία.
Οί παραγνω ρισμένοι, καί ώς λογοτέχνες καμιά φορά, οί περ ιθω ρ ιακο ί π ά ντα ούτω ς ή άλλως, οί Εντεταλμένοι νά δ ιασκεδάζουν τούς ματα ιόσπουδους, νά γεμ ίζο υ ν ά κ α δ η μ α ϊκ ο ύ ς χώ ρους στήν καλύτερη περ ίπτω ση , νά παρηγορούν έστω ψ υχές ΕπιδεκτικΕς, καλούνται τώρα ν’ άναλάβουν άλλου είδους έργα, τά ιερά τού κόσμου, «ν άναπαύ- σουν τό πρόσω πο τού μαρτυρίου - μέ τό λίγο βάμμα τού γλαυκού στά χείλη». Γιατί αύτή είναι «ή λαλιά π ο ύ δέν ξέρει ά π ό ψέμα».
Γιά νά Εξηγούμαστε: δέν πρόκειτα ι ά λή θ εια γιά ό π ο ιο υ σ δ ή π ο τ ε λ ο γ ο τέχνες. Ό Σολωμός ϊσα-ΐσα κι ό Π απα- διαμάντης! Κ άποια έξαίρεση μπορεί νά
περιμένει κανένας μαζί τους...Ό Σολωμός. Ό Π ατέρας, π ο ύ τ’
όνομά του έμαθαν πά π π ο υ -π ρ ο σ πά π- που οΐ Έλληνες καί δέν είχε στό νού του «πάρεξ Ελευθερία καί γλώσσα». Κι όπω ς οί άγωνιστές στή στεριά καί στή θάλασσα τού ‘21, έφ ερε κι αύτός στόν άγέρα μας τήν Ελευθερία, τής έδωσε όψη καί κόψη... Τί άλλο; Ό Εύρωπαίος ποιητής, πού άγωνίστηκε γιά τήν έ κ φραση, κ ή πάλη του άφησε τά χνάρια της στήν πνευματική μας ζωή, όπω ς οί πατημασιές μιά φορά τών Ά νδρειομέ- νων σώζονται άκόμα σέ κάτι Ελληνικές πλάκες.
Κι ό ΓΙαπαδιαμάντης. Ό άμελητέος καί ταπεινός γιά τούς κοσμικούς, ένα παράδοξο Εκειπέρα γιά τούς συγχρόνους του, πού ήταν ώστόσο άκΕρια ή πατρίδα, ή κ ιβω τός π ο ύ θ ά τήν ταξιδέ- ψει στά χρόνια. Καί λίγο άγιος Εξάλλου άποπάνω . Ό χ ι τών γραμμάτων μας μόνο πού Επιμένουν μερικοί, άλλά κα- θεα υτού άγιος -ίλεω ς γενού . Κ ύριε- μέ τήν καλογερική του καί τήν πίστη του.
Πώς δέν είναι λοιπόν οί δυό τους σέ θέση νά ξορκίσουν αύτο ί τό κ α κ ό πού λυμαίνεται τό λαό; Κι άν όχι αύτοί, πού θά βρεθούν οί καταλληλότεροι;
Κάπως έτσι μπαίνει τό ζήτημα.Έ δώ βέβαια καί ή διαφωνία. Στό
κακό Επιτέλους καί στό θολω μένο νού έχει ό κ α θένα ς τόν τρόπο του νά παραδίνετα ι ή νά τά βγάζει πέρα . Ούτε λόγος. Νά μνημονεύουμε όμως Διονύσιο Σολωμό κι ‘Αλέξανδρο Π απαδια- μάντη έκείνη τήν ώρα, π ώ ς νά τό κάμουμε, είναι παράταιρο, δέν συντρο- φιάζει.
Τί; Πώς; Αφού ξέρουμε - ξέρει δηλαδή πολύ καλά ό Έ λύτης τουλάχιστο- ά π ό Σολωμό καί Π απαδιαμάντη, κάτι δέν πά ει καλά, φαίνετα ι, μέ τό «κακό» Εκείνο κα ί τό «θολωμένο νού». Τί είδους κ α κό έννοεΐ, πο ιό ς τελοοπάντω ν είναι ό θολω μένος αύτός νούς, πού βρίσκουν τό μάστορή τους στό Σολωμό κα ί στόν Π απαδιαμάντη.
Έ τσ ι άλλωστε καταλαβαίνω καλύτερα τήν έξαιρετική δημοτικότητα τών στίχων. Παρά νά κάθετα ι ό δάσκαλος τής Εποχής, σάν τόν Έ λύτη, νά γνωρίζει τούς λογοτέχνες μας, νά ίδεϊ μέ τί καί πώ ς συντροφιάζουν, μαθαίνει α ύτός τήν άλλη πλευρά τής άντίθεσης, τό κακό καί τό θολωμένο νού, τό μαθα ίνει, τό άκριβοζυγιάζει καί ισοφαρίζει...
Τούς πο ιητές, γιά νά τό πώ τελικά, τιμώ κ* έγώ μέ τό πα ρα πά νω , καί μακάρι νά ήταν στό χέρι μου νά το ύ ς άνεβάζω ψηλά κ α ί ψηλότερα, στή θέση όδηγητώ ν τού λαού, σωτήρων κι ά γιων... Καί νά βάλω στά τάρταρα τούς ροπαλοφ όρους π ο ύ κ α ραδοκούν, το ύ ς όρνεοκέφ αλους πού βυσσοδομούν καί όλο τό σκυλολόι - σ κυλοκοίτες κ.τΛ.
Στό μεταξύ -δέν Εννοώ κ ανένα χρονικό μ εταξύ- άντί νά π ερ ιπλέκουμ ε τά πράγματα π ιό πολύ, ό π ω ς κάνουν οί στίχοι μας κα ί π ρ ο π α ντό ς οί Ερμηνευ- τές τους, στό βαθμό τουλάχιστο πού Εξαρτάται ά π τήν ποίηση, ά ς κ α θα ρ ίζει ό κα θένα ς , όσο γίνεται, τά δικά του χω ράφια . Α ύτό άς είναι τό σύνθημα:
Ό π ο υ κ α ί νά σ ά ς β ρ ίσ κ ε ι τό κ α κό , ά δ ε λ φ ο ί
ό π ο υ κ α ί ν ά θ ολώ νει ό ν ο ύ ς σ α ς ,
(πρ ο π α ντό ς τότε)κο ιτάζετε π ώ ς θ ά τά βγάλετε κα λύτερα π έρ α μέ τ ίς δυνάμεις κι άδυναμ ίες του ό κ α θένα ς , κι άς άφ ήνουμε τό Σολωμό κα ί τόν Π απαδιαμάντη στά δ ικά τους βάσανα, π ο ύ δέν ή ταν κ α θ ό λου λίγα. ’Ιδίως έκείνη τή ν ώρα.
Καί νά δίνει ό Θ εός νά δ ιαβάζουμε όλοι τούς κ ο ρυ φ α ίο υς μας, νά τούς διαβάζουμε λέω, νά έχουμε αύτή τήν άνεση κα ί τή χάρη, όσο γίνεται ταχτικότερα κα ί σέ σ υ νθ ή κ ες καταλληλότερες. Γιά νά τούς μνημονεύουμε, δέν ξέρω. άλλά τό πρά γμ α δείται, νομίζω, ειδικώ ν κλίσεων καί άποκλίσεω ν,,. μ
Θ εω ρία
Η γέννηση τής ελληνικής τραγωδίας
καί η ιστορία τοϋ μπαλέτου
Τά δραματικά πρόσω πα άρχισαν νά παρουσιάζονται όταν ή τραγωδία -τρ ά γων ωδή- πήρε μορφή μ* έναν ιερέα π ο ύ ήταν καί ό ποιητής. Καθώς τραγουδούσε τήν ιστορία τού θεού του, οι άκόλοΐ’θο ί τον χόρευαν καί μιμούνταν τά έργα τού’ θεού, ένώ τό κοινό στήν κορύφωση ή στό τέλος τής αφήγησης έμπαινε στήν τελετουργία παρουσ ιάζοντας τόν άνάλογο έκφραστικό χορό τής χαράς, τής λύπης, τής βακχικής έξαρσης καί άλλων παρόμοιων καταστάσεων.
Αύτή ή μορφή τελετουργίας άλλαξε χαρακτήρα δταν μέ τήν έμπνενση τών ποιημάτων τού ‘Ομήρου έμφανίστηκε μιά κοσμική μορφή δραματικής δ ια σκέδασης στήν όποία ραψωδοί καί μίμ ο ι— χορευτές έξέφρασσν μέσω τού τραγουδιού καί τής κίνησης τά κατορθώματα κάποιον» μεγάλου ήρωα, τή σχέση του μέ τούς θεο ύ ς καί τις μοίρες πού όρίζουν τή ζωή του και τό θά να το ό Θ έσπις, ό π ατέρα ς τής τραγω δίας, είσήγαγε ήθοπο ιούς έπ ιτρέποντας έτσι τό διάλογο κατά τόν όποιο μπορούσαν νά άποκρίνονται καί νά άνταλλάσσουν σχόλια διευρύνοντας τό πλαίσιο τού δράματος. Ή όγάπη τοϋ κοινού γι’
ά ναπτύχθηκαν τά λιμπρέτα πολλών μεταγενέστερω ν δραματικών έργων, τών μπαλέτων καί τής τεχνικής τού κλασικού χορογραφ ικού σχεδίου.
Ή γεν ίκ ευ σ η τ η ς δ ρ ά σ η ς κ α ί τ ο ϋ χ α ρ α κ τή ρ α
Ή τραγω δία συχνά έπαιρνε τή μορφή μιάς τριλογίας μέ τό κά θε έργο νά άποτελεϊ μιά πράξη τού όλου, στήν
Τζόαν Λ όο υζο ν
όποία τά γεγονότα π ο ύ προοιω νίζοντα ι και έπηρεάζουν τίς π ράξεις τού ήρωα καί τή ζωή του, π ο ύ ‘ναι στά χέρια τών θεώ ν καί τή ς μοίρας, τά π ρ α γμ α τεύ ο νται έτσι ώστε νά μεταδίδουν κ ά π ο ιο πολιτικό ή ή θ ικ ό μήνυμα.
Οί ίδ ιο ι χα ρ α κ τή ρ ε ς έμ φ α ν ίζο ντα ι ά π ό έργο σέ έργο, μαζί κα ί οί π ράξεις τους. τά α ίσθήματά τους, ή δ ιάθεσ ή τους π ο ύ π ρα γμ ατεύοντα ι οί δ ιάφ οροι συγγραφ είς μέ το ύ ς ίδ ιους π ερ ίπ ο υ
όρους. Οί ήρω ες Θ ησέας. Ίά σ ω να ς, Η ρ α κ λ ή ς καί Ό δ υ σ σ έα ς δέν έχουν μόνο κοινό τύ π ο περ ιπετε ιώ ν , άλλά μοιάζουν μεταξύ τους στίς κ ινήσεις, στή δράση καί στήν όψη. Οί θλιμμένες ήρω ιδες ’Α νδρομάχη, ’Εκάβη, οί π ιστές ά δελφ ές ή οί κ όρες Αντιγόνη, Ή λέκτρα . Ιφ ιγ έν ε ια καί ή τραγική Κ α σ σ ά ν δ ρ α π ρ ο κ α λ ο ύ ν π α ρ ό μ ο ιε ς δ ρ α μ α τ ικ ές έκ δη λ ώ σ εις σ υ γκ ίνη σ η ς, δ ιά θεσ η ς κα ί δράσης. Οί ώ ραίες, 'Ε λένη κα ί Φ αίδρα, μάχονται έναντίον τού πεπρω μ ένου ό π ω ς κάνει καί ό Ό ρ έ - στης καί ό Ο ίδ ίποδα ς πρ ο το ύ έκπλη- ρω θεϊ ή μοίρα τους. Α κόμα καί ό παράξενος μάντης Τειρεσ ίας σέ μερικά έργα έπ ιδε ικ νύ ει τά μαγικά π ροσ όντα τή ς τραγικής μάγισσας Μ ήδειας. Οί θ ε ο ί κ α ί οί θ ε έ ς έμφ ανίζοντα ι σ πανίω ς, άλλά ό π ω ς κα ί οί ύ π η ρ έτες το υ ς Ερμής καί Ίρ ιδ α , ό ταν έμφνίζονται, τό κάνουν π ά ντα μέ τά προσ όντα καί τά χα ρακτηρισ τικά π ο ύ είναι συνδεδεμέ- νοι. Επί πλέον, ά π ό τόν καιρό τού Ε ύριπίδη . τό κύριο κ α θ ή κ ο ν το υ ς ήταν νά κ α τεβ α ίνουν συχνά σάν ά π ό μ η χ α ν ή ς θ εο ί κα ί νά κά νουν κ ά π ο ιο σχόλιο ή νά δ ίνουν κ ά π ο ια έξήγηση τού δρ ά ματος ή άκόμ α νά κά νουν κ ά π ο ια
π ρ ο φ η τε ία σάν έπίλογο στό έργο.
Τ ε χ ν ικ έ ς
Α φ ού γ ίν ο ν τα ν τ έ τ ο ιε ς γ ε ν ικ ε ύ σ ε ις στίς πλοκές , το ύ ς χα ρα κτή ρες κα ί τίς πρά ξεις αυτώ ν τώ ν έργω ν, μετά γ ινό ταν» γενίκευσ η γιά τή ρύθμ ιση τή ς τ ε χν ικής παρουσ ίασ ης. Ιδια ίτερα όσον ά φ ο ρ ά στό χορό , πού» ά ντιπροσώ πευε τό περιβάλλον τώ ν κοινώ ν ανθρώ πω ν ά π ’ το ύ ς ό π ο ιο υ ς οί ήρω ες κα ί ο ι ήριυίδες είχαν δη μ ιουργη θε ΐ γιά νά π α ίξουν έναν πρω τα ρ χικ ό ρόλο στό δρ ά μα. "Οταν ή τραγω δία π ο ύ είχε έπιλε- γεί, έπ ρ επ ε νά μεταβιβάσει τό μήνυμά τη ς σωστά, τότε ό χο ρ ό ς θ ά π ρ ε π ε νά χρησ ιμοπο ιε ί μόνον όρ ισμένους άνα- γνω ρισ μένους τύ π ο υ ς , ύ φ ο ς κα ί χα ρα κτηρισ τικά τού λόγου, τρα γού δ ι κα ί κίνηση γιά νά μ ετα φ έρε ι τ ίς δ ικ ές του συγκ ινήσεις καί άντιδράσ εις τή ς κ α τά σ τασ ης π ρ ό ς το ύ ς θ ε α τέ ς κ α ί νά το ύ ς κάνει νά ά ντα π ο κ ρ ιθ ο ύ ν .
Α πό τότε π ο ύ οί τρα γω δίες άρχισαν νά πα ίζοντα ι σ τά τερά σ τια θ έα τρ α , ή Ε λ λ ά δ α δ ιέθ ετε ά να ρ ίθμ η το υ ς τελ ετο υ ρ γ ικ ο ύ ς χορούς, οί ό π ο ιο ι έπ ιτε- λούσαν κ ι ένα ξεχω ριστό σ κ ο π ό κα ί ό
αύτη τή μορφή διασκέδασης μεγάλωσε, καθώ ς ό δεύτερος ή θο π ο ιό ς έγινε σημαντικός όσο ό πρώ τος καί κ α θ ο δ η γούσε ένα χορό πού δέν ά πέδ ιδε μόνο τά λόγια μέ πράξη, καθώ ς έκαναν οί πρώτοι μίμοι-χορευτές, άλλ’ άντιδρού- σε κιόλας έκφ ρασ τικά στά λόγια τών δύο ήθοποιώ ν. Αύτή ή δουλειά έκανε
κ α θ έ ν α ς είχε τό ιδ ια ίτερο φ υσ ικό , μουσ ικό κ α ί σ υγκ ινησ ια κό χαρακτηρ ιστικό κ ίνησης. Σ το ιχε ία ά π ό τέτο ιο υ ς χο ρ ο ύ ς δανείζονταν ό ά ρ χη γό ς τού χορού κα ί ό σ υ γγρ α φ έα ς το ύ έργου γ ιά νά δη μ ιο υ ρ γή σ ει τό ά ν α γ κ α ϊο π ερ ιβ ά λ λ ο ν κ α ί τήν ά τμ όσφ α ιρα τής έκδ ιηγούμε- νης ιστορίας άπ* το ύ ς ή θ ο π ο ιο ύ ς στή
τ£λικά τό χορό νά δημιουργήσει τό φ όντο καί τήν άτμόσφαιρα στήν όπο ία αναπαριστούνται οί πράξεις τοϋ ήρωα. Σ’ ένα μεταγενέστερο στάδιο, οί π ο ιη τές άρχισαν νά συναγωνίζονται γιά τή διάκριση παρουσιάσεω ς τέτοιω ν έργων σ τούς Ο λυμπιακούς άγώνες καί σέ άλλους άγώνες πού συνέδεαν τούς π ο λίτες τών έλληνικών πόλεων. Η τραγω δία πού έπιλεγόταν, πα ιζόταν σάν άπό- τιση φόρου τιμής στό θεό τής πόλης, - κ ο π ό ς της ήταν νά παρακινήσει τή φαντασία καί τό πνεύμ α τών κατοίκω ν τής πόλης. “Έ π ρ επ ε νά άρέσει στόν κα θένα καί έτσι ή πλοκή της περ ιορ ιζόταν σέ μερικά παραδοσ ιακά θέματα στα όποία οί ήρο^ες π ο ύ παρομοιάζο- νταν μέ τούς θεο ύ ς , παρουσ ίαζαν ή άναμένονταν νά παροι»σιάσουν τά κ α τορθώ ματα καί τίς πράξεις π ο ύ ήταν γνωστές, ί ινονταν γενικεύσεις γιατί οί χαρακτήρες καί οί πράξεις τους έπ ρ ε π ε νά άναγνωρίζονται σάν άνήκουσες στό θέμ α πάνω στό όποιο βασιζόταν μιά ιδιαίτερη πλοκή. Α πό τίς γενικεύ- σεις τής δράσης καί τού χαρακτήρα
σκηνή, τής ό π ο ια ς τό μ έγ εθ ο ς προέ- βλεπε π ερ ισ σ ότερη δρ α μ α τικ ή κίνηση.Ο χο ρ ό ς στήν π ρ α γμ α τ ικ ό τη τα π α ρ ε ί
χε στήν π λο κ ή περ ισ σ ό τερ α π ρ ά γμ α τα ά π ό τή δημ ιουργία π ερ ιβ ά λ λοντος καί ά τμ όσ φ α ιρα ς. Ή τ α ν ή όρατή ένσάρκω - ση τή ς δράσ ης.
Ό ρ ό λ ο ς τ ο ύ χ ο ρ ο ύ
Σ τό έλληνικό δρά μ α ό χο ρ ό ς είχε τρεις λ ε ιτο υ ρ γ ίε ς : έ ξ η γ ο ύ σ ε ή ά ν τ ιδ ρ ο ϋ σ ε στά λόγια τώ ν ή θ ο π ο ιώ ν , ένώ ή τρίτη λε ιτουργία το ύ έλληνικού χο ρ ο ύ ήταν ν ά δ η μ ιο υ ρ γ ε ί ά τ μ ό σ φ α ιρ α κ α ι νά φ τιά χνει τό περ ιβάλλον το ύ δρ ά μ α το ς, μιά δουλειά π ο ύ τήν κ ά νει κα ί τό μ οντέρνο corps de ballet.
Μ ερικές τεχν ικ ές έξελίξεις π ο ύ ά ρ χ ισαν νά κ α τευ θ ύ ν ο υ ν τό π ερ ιεχό μ ενο κα ί τό χο ρ ο γρ α φ ικ ό σχέδ ιο όλόκληρου το ύ μ ετέπ ε ιτα μ πα λέτου , π ρ ο έκ υ ψ α ν ά π ό α ύ τές τ ίς τρε ις λε ιτουργ ίες τού χορού.Π ρο/nι&έας λυόμενος, ,οΐ- Α ίοχνλον
Θ εωρία 19 I ΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ
Ε ρμηνεία τω ν λόγων ή τω ν π ρ ά ξεω ν
Αυτό όδήγησε κατ' άρχάς στήν άνά- πτυξη των δυνατά ζωηρών κινήσεων καί χειρονομιών που περιγράφουν τίς πράξεις καί τα έργα π ο ύ παρουσ ιάζουν οί κύριοι συντελεστές. Α υτές τίς χειρονομίες τις δανείζονταν άπό τίς κινήσεις τής καθημερινής ζωής, άττό τίς δ ιάφορες άσχολίες του άνθρώ που και κυρίως ά π ’ τίς πράξεις τών ήρώων, άπό τόν Πυρρίχιο καί άπό τίς άθλητι- κές τελετές. Καί στή συνέχεια, προήλθαν αυτές οί κινήσεις πού περ ιέγραφ αν τόν τρόπο μέ τόν όποιο έπ ρ επ ε νά παρουσιάζονται τέτοιες άμεσες π ρά ξεις· έτσι, ό χορός βοήθησε στό νά δημιουργεΐται μιά πλήρης εικόνα τών χαρακτήρω ν π ο ύ περιγράφονται στή σκηνή.
’Α ντίδρα σ η σ τά Λ όγια ή σ τ ις Π ράξεις
"Αν οί χαρακτήρες πού κατασκεικάζονται έτσι, μέ άμεσες χειρονομίες, ήταν ισχυροί, τότε ή έπίδρασή τους πάνω στούς άλλους έπ ρ επ ε νά γίνεται άμεσα άντιληπτή. Μ* αυτή τήν προϋπόθεσ η ά ν α π τυ χ θ η κ α ν οί σ υγκ ινη σ ια κές έκ- φραστικές χειρονομίες π ο ύ περ ιγράφουν τίς άντιδράσεις τού χορού στά λόγια πού λέγονται ή στις πράξεις πού διαδραματίζονται. "Ενα σημαντικό σημείο γιά νά θυμόμαστε αύτή τήν κατη γορία τής δουλειάς τού χορού, είναι ότι στό έλληνικό δράμα όλες οί βίαιες πράξεις φόνου, αύτοκτονίας, άδελφο- κτονίας καί άλλων, έκτοπίζονταν άπό τή σκηνή ά π ό τό φόβο τής έπ ίδρασης πού θά μπορούσε νά έχει ή θ έ α μιάς τέτοιας πράξης στό κοινό. Ή τα ν λοιπόν πολύ σημαντικό ό χορός νά δείξει τήν άμεση άντίδρασή του σέ τέτοια φρικτά πράγματα π ο ύ περ ιέγραφ αν οί ήθοποιοί.
Δ η μ ιουργ ία ά τμ ό σ φ α ιρ α ς κ α ί π ε ρ ι β ά λλοντος
Π αρόμοια, όταν ή άντίδρασή τού χο ρού στά γεγονότα π ο ύ διαδραματίζονταν έκτός σκηνής έπ ρ επ ε νά είναι καταφανής, τότε έπ ρ επ ε κατ’ άρχάς νά δημιουργήσουν ένα περιβάλλον καί μιά άτμόσφαιρα όμαλότητας. ’Ο ποιαδήποτε παρέκβαση ά π ’ αύτή τήν όμα- λότητα θ ά έφ ερνε αμέσως τήν αιτία τής άλλαγής σέ μεγάλη έξαρση. Τά άποτελέσματα δηλαδή τών κύριων χα ρακτήρω ν θ ά γίνονταν π ιό ξεκάθαρα έξαιτίας τής άμεσης έπίδρασης π ο ύ είχαν έπ ά νω σ το ύ ς ά ν τ ιπ ρ ο σ ώ π ο υ ς τού κοινού.
Ίσ ω ς τελικά τό π ιό σημαντικό κ α θ ή κον τού χορού στά περ ισσότερα Ελληνικά έργα ήταν ή σύνδεση τών δ ια φ ό ρων έπεισοδίω ν μέ τή διαρκή π α ρ ο υ σία καί κίνησή του· έτσι, ό χορός έδωσε στό δράμα, όπω ς τώρα στό μ π α λέτο, συνοχή καί ροή στήν πλοκή.
Μ ουσ ική
Ή άνάπτυξη κ άθε θεα τρ ική ς τεχνικής π ρ ο κύ π τε ι άπό τήν άνάγκη νά γίνει π ιό άποτελεσματική χρήση τών υλικών πού υπάρχουν. Ή βασική άνάγκη κ ά θ ε έλληνικού έργου, κλασικού δράμα-
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
Τά «Γράμματα καί Τέχνες» προκηρύσσουν διαγωνισμό ποίησης. Μ πορούν νά λάβουν μέρος σ’ αύτόν νέοι π ο ιη τές άπό 15 ώς 25 έτώ ν μέ τρία - τ ό π ο λ ύ - άνεκδοτα πο ιήμ α τά το υ ς ή μέ ένα μόνο, έψόσον π ρ ό κ ε ιτα ι γιά ποιητική ενότητα ή σύνθεση.Ή προθεσμ ία άποστολτ|ς τών συμμετοχώ ν τελ ε ιώνει στίς 31 Ο κτω βρίου, ώστε τ ’ άποτελέσματα νά άνακοινω θούν στό τεύ χο ς τού Ιανουαρίου 1983.Τά δέκα πρώ τα καλύτερα πο ιήμ α τα -συμ μετοχές θά δη μ οσ ιευθούν σέ τρ ία ή καί περ ισσότερα συνεχόμενα τεύχη τού περ ιοδ ικού καί στή συνέχεια θά τυ π ω θ ο ύ ν σέ ένα τόμο. Ή έπ ιτροπή κρίσης τώ ν συμμετοχώ ν θ ά είναι ή συντακτική έπ ιτροπή τού περιοδικοί), μέ π ιθανή τή σ ύμ πρ α ξη καί άλλοχι ή άλλων γνωστών προσώπων.Σέ επόμενα τεύ χη θ ά γίνουν γνω στές π ερ ισ σ ότερες λ επτομ έρ ε ιες γιά το ύ ς ένδ ια φ ερόμ ενους .
II Σ Υ Μ Ά Κ Ί Ί Κ Μ Κ Π ΙΤ ΡΟ Π Η
πλάτος καί τό βάθος τής όρχήστρας. Ιδ ια ίτερ α τίς στιγμές τού ?ργου όπου χρειάζεται ή δημιουργία τής κατάλληλης άτμόσφαιρας καί περιβάλλοντος.
Τό γεγονός δτι ό χορ<5ζ ήταν συνήθω ς παρών καί ύπήρχαν πολύ λίγες εύκο- λίες γιά άλλαγές τής σκηνής η τών κοστουμιών, χωρίς άμφιβολία βοήθησε τόν Αριστοτέλη (384-322 π.Χ .) νά εί- σηγηθεί μερικούς κανόνες γιά τό δράμα, πού τούς πήραν οι άκαδημαικοί τής Α ναγέννησης, τούς διαμόρφωσαν σέ μιά αυστηρή πειθαρχία τών δραματικών ένοτήτων τού καιρού, χώρου καί δράσης κα ί δημιούργησαν μιά άσφυ- κτική κατάσταση στό χορό γιά 150 περ ίπου χρόνια. Στήν πραγματικότητα όμως λίγοι ‘Έλληνες σ υγγραφ είς έντά- χτηκαν άπολύτω ς σέ α υτο ύς το ύ ς κ α νόνες κα ί ή έλλειψη εύκολιών γιά άλλα- γή δέν έμπόδισαν τούς ή θ ο π ο ια ύ ς νά ένισχύσουν τά άποτελέσματα τού π α ιξίματός τους μέ τή χρησιμοποίηση μασκώ ν, έν ισ χυμένω ν π α π ο υ τσ ιώ ν κα ί άλλων προσθηκώ ν π ο ύ θ ά βοηθούσ αν στό δόσιμο μιάς πληρέστερης εικόνας τού χαρακτήρα πού ύποδύοντα ν. Χρησιμοποιούνταν έπ ίσης οί «περίακτοι» ή τά τριγω νικά πρίσματα όπ ου ή κ ά θ ε πλευρά τους είχε ζωγραφισμένη μιά σκηνή καί περ ιστρέφ ονταν άνάλογα μέ τήν έξέλιξη τού έργου. Ό έλληνικός χορός δέν είχε ειδικά ρούχα, ή έλλειψη όμως τών κατάλληλων κοστουμιώ ν δέν έμπόδισε ποτέ τούς χορευτές νά έκ- φράζονται μέσω τή ς κίνησης, άκόμα κι όταν αύτή υποτάσ σ ετα ι στήν αύστηρή τεχνική τού κλασικού χορού, άρκεϊ νά έχουν στό μυαλό τους τή σωστή νοητι- κή κατάσταση. Τό παράδειγμα όρισμέ- νων μοντέρνων μπαλέτων ά ποδεικ νύει ότι ή παντελής έλλειψη κοστουμιώ ν κα ί διακοσμητικώ ν μπορεί κ α ί κάνει τούς χορευτές νά είναι π ιό έκφραστι- κοί, γιατί π ρ έπ ε ι νά στηρίζονται έντε- λώς στίς δ ικ ές τους ικανότητες γιά νά μεταδώ σουν τό νόημα μέσω τής κίνησης. Αύτό ήταν ή βασική δουλειά τού έλληνικού χορού, όπω ς κα ί γιά τούς μετέπειτα παρουσ ιαστές, το ύ ς ρ&ηκ>- πυΓηι τ ή ς ρ ω μ α ϊκή ς Α ύτοκ ρα τορ ία ς, πού δέν ύπήρξαν μόνο ψυχαγω γοί στά μεγάλα θέα τρα καί τά τσ ίρκα . άλλά καί δ ιερμηνείς στίς δ ιαταγές π ο ύ έδιναν οί λεγεώνες πού κατακτούσ αν. Μ πορούσαν νά μεταδώ σουν τό νόημα μέσω τής κίνησης κα ί τών χειρονομιών σέ πολύ μεγάλα πλήθη, όπου λίγοι θ ά μπορούσαν νά καταλάβουν τή γλώσσα τού κατακτητή .
Μ τφρ. ΜΑΡΙΑ ΚΕΛΕΣΗ
ΪΠΙβεβΡΗΣΗ TOT ΙΙΒΜ ΟΥ
Ιτά τεύχη του δημοσιεύοντα ι:
• Αφιερώματα σέ κλασικούς συγγραφείς μέ τή συνεργασία του Magazine Littdraire
• Κριτική παρουσίαση τών 30 σημαντικότερων βιβλίων του μήνα
• Συνεντεύξεις μέ γνωστούς συγγραφείς• Βιβλιογραφίες γιά θέματα έπιστήμης καί τέ
χνης• Σελίδες άφιερωμένες στό παιδικό βιβλίο• Πορτραίτα έκδοτικών οίκων. βιβλιοπωλείων
καί βιβλιοθηκών• Τά bost-seller τού μήνα• Ανταποκρίσεις άπ όλη τήν Ελλάδα καί τό
εξωτερικό• Βιβλιογραφικό δελτίο μέ όλες τίς νέες έκδό-
σεις• Κριτικογραφία τού ήμερήσιου καί περιοδικού
τύπου• Άρθρα, σχόλια, χρονογράφημα
ύπ εύ θ υ νο - ά δέσ μ ευτο - άντικειμενικό
« Ό Γβρα?ός», χορευιική παράσταση μελανόμορφου κρατήρα τσΓ» Γ»00 η X*
τος ή μπαλέτου πού παρουσιάζεται σήμερα είναι νά κυλάει πρός τά μπρός ή δράση καί ή γραμμή τής κίνησης έπιτυγχάνοντας συνοχή. καθώ ς τα υ τό χρονα άναπτύσσεται καί φτάνει στό άποκορύφ ω μά της ή πλοκή.
Ή δουλειά τού έλληνικού χορού νά συνδέει τά έπεισόδια τού έργου έξαρ- τιόταν πολύ άπό τόν τόνο καί τήν ιδιότητα τής μουσικής κα ί τού τραγουδιού πού σ υνόδευαν τό χορό καί τήν κίνηση. ’Επενεργούσε σάν ένοποιητι- κό στοιχείο κατά τόν ίδιο τρόπο μέ τίς ειδικά γραμμένες παρτιτούρες τών μοντέρνων μπαλέτων, όπω ς ό «Π ετρού- σκα» καί τό «Πουλί τή ς φωτιάς».
Ό άρ ιθμός τού έλληνικού χορού κ υ μαινόταν ά π ό δώ δεκα ώς π ενήντα ά τομα καί μπορεί νά ταν κι ά π ό τά δύο φύλα, σύμφω να μέ τίς ά νά γκες τού δράματος. Μέ σπά νιες έξαιρέσεις, ή ταν παρώ ν σέ όλο τό έργο κι αύτό σήμαινε ότι ο ί ένέργειές του ήταν π ρ ο σ εκτικά κανονισμένες ειτε όταν κινιό- ταν είτε όταν έμενε άκ ίνητος. Δέν είναι δυνατόν νά ξέρουμε π ώ ς άναπευσσό- ταν στήν όρχήστρα, κι άν βρισκόταν μ πρός ή πίσω ά π ό τό έπ ίπ εδ ο τής σκηνής ό π ο υ έπα ιζαν οί ή θοπο ιο ί. Π αρόλο π ο ύ οί μοντέρνοι ’Έ λληνες π α ρ α
γωγοί δέν ισχυρίζονται ότι σκηνοθετούν άντιγραφές τών άρχαίων δραμάτων στά μεγάλα άνοικτά τους θέατρα , τά έργα τους μπορούν καί μάς δίνουν κάπο ια ιδέα γιά τό τί γινόταν. Π ιστεύοντας ότι αύτές οί τραγωδίες είναι σέ άμεση επαφ ή μέ τή ροή τή ς ζωής άπό τό παρελθόν μέχρι σήμερα, χρησιμοποιούν ύλικό ά π ό τίς παλιότερες χορευτικές τελετουργίες.
Η σκηνή, όπω ς κι ένας βωμός, είναι τό κεντρικό σημείο όλης τής δραστηριότητας τού χορού, γιατί έδώ οί κ ύ ριοι ή θοπ ο ιο ί έκτελούν τό δράμα. "Ολοι οί σχηματισμοί χορού πού γίνονται σέ σ τατικές στιγμές κατευθύνοντα ι σέ μιά καί μόνο περιοχή, σέ ευ θεία γραμμή μέ τήν όπτική γωνία τού κοινού γιά νά δίνεται προσοχή όπ ου καί όταν ύπά ρχε ι άνάγκη.
Γιά νά είναι αύτοί οί σχηματισμοί έ ν τ υ π ω σ ια κ ο ί έ π ιτ ρ ε π ό τ α ν μεγάλη π ο ικ ιλ ία σ τίς σ τα τ ικ ές ε ικ ό ν ες π ο ύ σχηματίζονταν στή διάρκεια τών πιό δραματικώ ν στιγμώ ν κ ά θ ε χορευτής πα ίρνει ίσως μιάν άτομική στάση σέ σχέση μέ τήν κατάσταση. Κ άθε όμως μέλος τής όμάδας βλέπεται σάν μέρος τού όλου, παρόλο πού ίσως νά είναι πλατιά δ ιατετεγμένο ι άνά τήν όρχήστρα. Γι’ αύτό τό λόγο γίνονται πολλές κινήσεις κα ί βήματα ά π ό τίς πα ρ α δο σ ιακές ά λ υ σ ίό ε ς κα ί τά κώ λα πού μπορούν καί φ έρουν τούς χορευτές ά π ό τό ένα μέρος στό άλλο, ένώ είναι π ιασμένοι ά π ό τά χέρια , το ύ ς άγκώ νες κα ί το ύ ς ώ μους ή μέ τά χέρια τού ένός στή ζώνη τού άλλου.
Α ύτές οί π α ρ α δο σ ια κ ές μ ορφ ές κώ- λ ο υ είναι έπ ίσης κι ένας πολύτιμος τρ ό π ο ς κίνησης τού χορού σ’ όλο τό
40 χρόνια ά π ό τό θ ά ν α τό του
Ό Ρώμος Φιλύρας καί ό ηηγα ίος λνριομός
(Κι ένα ανέκδοτο α ύ τοβ ιογρα φ ικό κείμενό του)
Ή λυρική Εξαρση κι ό αυθορμητισμός άττοτελοΟν μάλλον κοινούς τό π ο υ ς μέσα στήν ποιητική μας παράδοση, άλλα σέ πολύ λίγες περιπτώ σεις Εμφανίστηκαν τόσο Εντυπωσιακά, όσο στήν περ ίπτωση τού Ρώμου Φιλύρα, μιάς άπό τίς γνησιότερες φ ω νές άνάμεσα σέ ό σους ξεκίνησαν άπό τόν μεταπαλαμικό λυρισμό, γιά νά φτάσουν ώς τίς πιό άκραϊες άνανεώσεις τού π α ρα δοσ ια κού στίχου. Σπάνια , στ άλήθεια , ό,τι σ υνήθω ς όνομάζουμε Εμπνευση καί φυσικό δώρο τό συναντάμε καί σέ άλλους όπω ς στόν Φιλύρα, μά καί σ π ά νια βρίσκουμε τόσες πο ιητικές διαλείψεις καί ανισότητες σέ ποιητή μέ τέ τοια λυρική ποιότητα* μιά πο ιότητα πού κατάφερε νά τή διατηρήσει ώς τήν τελευταία του στιγμή, κι όταν άκόμα είχε διαβεϊ τή θύ ρα τού δημόσιου ψ υ χιατρείου:
Έχω λήθαργον μοίρα κί είχα παραμιλήσει χρόνια' κι όμως ό Στίχος, ό Ρυθμός όέν
έλείπαν.(«Ποιητής»)1
Γιατί ή λυρική Εξαρση γι' αύτόν δέν ήταν μονάχα ένας πο ιητικός τρόπος* άποτελούσε καθολική στάση καί τρ ό πο ζωής, μοναδική λυτρωτική διέξοδο ά π ό τά δεσμά τού βίου, ώστε κα ί μόνη της νά άντιπροσω πεύει τόν άκρογω- νναίο λίθο τής π ο ιητ ικής του:
Δ ί \ είναι ά)^ο στόν κόσμο άπό τήν έμπνεΟση μόνο,
μόνο αύτή ξελυτρώνει άπό τά γήινα δεσμό* μόνο αύτή νανουρίζει τόν πικρό μας τόν
πόνο.(« Έμπνευση»)2
Γιά τούτο καί τίς ώ ρες τού π ικρού άπολογισμού μέσα στό ψ υχιατρείο , μαζί μέ τήν τραγική του μοίρα, θ ά θρ η νή σει καί τή μεγάλη του διάψ ευση: ότι «παρήλθε», χωρίς νά μπορέσει νά συγκλονίσει «σέ σεισμό» τήν ψ υχή τού κόσμου, ότι δέν Εγινε τελικά, ό π ω ς τό διασαλπίζει άλλού σέ στιγμές άνατάσε- ων καί ψευδαισθήσεω ν: «ό έμ πνευσμ έ- νος όνείρων καί κόσμων προ φ ή τη ς, ό πηγα ίος πο ιητής π ο ύ στό σ ύννεφ ο κεί- ται, ό μεγάλος ό θ ε ιο ς τών ρυθμ ώ ν ύποφ ή τη ς»3:Μά δέν κατόρθω σ α θ ε ία νά μιλήσω, παλμό νά δώσω καί νά συγκλονίσω τήν άπειρη ψυχή τού κόσμου σέ σεισμό.
(«Δ ιαθήκη»)4
Εγώ παρήλθα, τραγουδώντας τή χαρά, τίς όμορφες, τά ρόδα καί τά άηδόνια [...]
Σέ νότα καί ρυθμό, στίχο μεστό, σέ ένα τραγούδι έπόθησα νά κλείσω μιάν άρμονία, νόημα σωστό.
Μά δέν κατόρθωσα θεία νά μιλήσω, παλ.μό νά δώσω καί νά συγκλονίσω τήν άπειρη ψυχή τοΰ κόσμου σέ σεισμό.
(Διαθήκη)4.
Ο τύ π ο ς τού γνήσιου ποιητή γιά τον Φιλύρα, τόσο πρίν όσο καί μετά τήν άρρώστια του, είναι «ό πηγα ίος π ο ιη τής π ο ύ στό σύννεφ ο κείτα ι» , μόνον ό Εμπνευσμένος καί μόνον ό πηγαίος, χωρίς λογιότητα καί Εργαστηριακές άλ- χημείες πάνω στό ποίημα, χω ρίς Επιστημοσύνη καί σ που δές, ό «μποέμ τού όνείρου», ό «πιστός στό ώραίο» καί «στή γοητεία τής στιγμής»* - κι αύτό σ τάθηκε ά π ό τήν άρχή μισοσυνειδητά μ ισοασυνείδητα τό ιδανικό του π ρ ό τυ πο. “Εχω στά χέρια μου μιά Επιστολή του , γραμμένη άκατάσ τατα μέ μολύβι σέ χαρτί περ ιτυλίγματος, κι ά π ό τίς
δυό όψ εις τού μοναδικού - σέ σχήμα κόλλας ά να φ ορά ς - φύλλου, καί σταλμένη στόν Τέλλο "Αγρα ά π ό τό Δρομο- καΓτειο, δίχω ς υπογραφ ή κ α ί δίχω ς ήμερομηνία. Από τό περ ιεχόμ ενό της, ωστόσο, εύκολα μπορούμε νά συμπε- ράνουμε, π ώ ς π ρ έπ ε ι νά γρ ά φ τη κ ε γ ύ ρω στά 1933, κ ι όχι νω ρίτερα ά π ό τό 1932, μιά κα ί τότε συγκέντρω νε ό "Α-
Κώ στας Σ τερ γ ιό π ο ν λ ο ς
γρας όσες β ιογραφ ικές π λη ροφ ορ ίες τού χρειάζονταν γιά τά ά ρθρα τώ ν δύο τελευταίω ν τόμω ν τής «Μ εγάλης ’Ελληνικής Ε γκ υ κ λ ο π α ίδ ε ια ς» . Έ κ ε ϊ, λο ιπό ν , μέ τό γαμψ ό Εκείνο γρ α φ ικ ό του χα ρακτήρα , άνάμεσα ά π ό τίς γραμμές.
πο ύ ά νεβ ο κα τεβ α ίνο υ ν κ ι άλληλοσυ- μπλέκοντα ι, Ετσι ώ στε νά μήν ξέρει κανείς π ο ύ τελειώ νει ή μιά κι άρχίζει ή άλλη, κα ι μέσα ά π ό ένα σω ρό φ α ν τ α σ ιώ σ εις κ ι ά ν α κ ρ ίβ ε ιε ς . ό Φ ιλ ύ ρ α ς , πληροφ οριύντας τόν “Αγρα γ ιά τά βιο- γρα φ ικ ά του , μάς άφ ήνει νά μ α ντέψ ο υ με κάτι πολύ π ιό πέρα : τήν ϊδ ια τήν πο ιητική το υ τα υ τό τη τα , ό π ω ς βγαίνει άπ ό τό άποόεσ μ ευ μ ένο το υ ύ π ο ο υ νε ί- δητο. Μ εταφ έρω μέ κ ό π ο , είνα ι ή άλή- θε ια , όλόκληρο τό γράμμα, δ ια τη ρώ ντα ς π ισ τά τήν ό ρ θο γρ α φ ία κα ί τή στίξη:
-Φ ί/χ κ. "Αγρα.» Έλαβα τήν έγκύκλιόν σου, έκ τής Γ.Γ.
τής -Μ. Έλλ. Έγκ.», καί άπορώ πώς δέν ήλϋες νά μ ' έπανεύρεις, άψοΰ, τρίς. είχες τήν καλωσύνη νά μ ' έπισκεφθής. Τά τής γεννήσεώς μου κ. λ, π. τά ξέρεις. Έχουν δημοσιευθεϊ στό μαγκαζίν «Παναθήναια».
Ως έξής, διατύπωσε τήν σύντομον άναγρα- φήν.
»Φιλύρας (Ρώμος). Έγεννήθη είς Δερβέ- νιον, Κορινθίας, τήν Ιην Αύγούστου 1888. διήκουσε μαθήματα παρά τοΰ Ιδίου αύτοΰ πατρός, διδασκάλου, ούόέποτε δ * έπεζήτη- σεν άλλος, σχολ.ικάς ή Πανεπιστημιακός σπουδάς, αύτοθελήτως. Συνειργάσθη κι έ- νεφανίσθη, είς τήν «Χαράν» περιοδικόν, έκδιδόμενον είς Ψάρι Στυμφαλίας, είς ήλι- κίαν 6 έτών, έπειτα είς τήν «Δ ιάπλασιν τών Παίδων», 1 θετής άλλά άπό τής ηλικίας τών 5 έτών άνεγίγνωσκεν έφημερίδας καί δετής συνέθεσε, τό Ιον του ποίημα, «ΕΙς τ ’ άηδόνι». Χειρόγραφοι μαθητικοί του συλλο- γαί, άπωλέσθησαν, περιοδικά παιδικά, έπ ί πολυγράφου, πλήθος Εργων, πεζών καί έμ- μέτρων, έκεϊ, δπου διαμένει, σήμερον ώς μία Ιστορική μονογραφία «Τόν καιρό τής Φραγκοκρατίας στήν Πελοπόννησο», μιά θεατρική φεερί «Τό φρέαρ τοΰ Έλιέζερ». μιά διάλεξις περί Βαλαωρίτη, άμητός ποιη-
μάτω ν του κα ί άλλα. Έγραφεν είς τά π ερ ιο δ ικ ά «Χ αραυγή», τή ς Μ υτιλή νη ς , «Νουμάς». « Α κρ ίτα ς», παλαιά «Παναθή- ναια» τοΰ Κίμ. Αίιχαηλίδη, έξέδωκε δέ, είς συλλογάς. τά «Ρόδα στόν Ά φρό» (1911). τούς «Γυρισμούς» (1916). τό «θεατρίνο τής Ζωής», πεζόν σκαλάθυρμα (1916). τήν «Κ λεψ ύδρα ν» 1920, τόν «Π ιερ ρότον» 1921, τίς « 'Ερχόμενες» 1922, τήν « θ υ σίαν», ώραίαν πολυτελή έκδοσιν τό 1923, έκ του Τυπ. « Εστία». Έ κτο τε ούόέν βι- βλίον έξέδωκε, κα ί τά έκδοθέντα τυγχάνουν έζηντλημένα είς ούδέν βιβλιοπω λεϊον εόρι- σκόμενα. Ό Μιχ. Σαλίβερος. τό 1927. είς έποχήν άσθενείας του, του έζέδωκεν. άνευ άόείας του, τό «Τραγούδι», μ έ νεωτέραν φωτογραφίαν τής τοΰ 1923*. ήν ό ίδιος θεωρεί, μόνον τούτην, άντιπροσωπευτική του.
»Διατελεί έκ τών Ιδρυτώ ν (1914) τοΰ «Σω ματείου Σ υντα κτώ ν Ά θ . Ε φ η μ ερ ίδων», τοΰ παλαιού καί όχι, τοΰ λαθροβίου τών λεγομένων Δημοσιογράφων ή διαχειριστών, τυχόν. "Αγνωστον άν μετεφράσθη-
σαν έργα του. μόνον είς τά «Annales* τ<Σ>ν Παρισίων, ώφθησαν δημοσιευόμενα Ενια. Ή « 'Ανθολογία» Παράσχου, περιέλ.αβέ τινα. τή άδειο, του, δημοσιευμένα, καί δυνάμει τοΰ Νόμου περί πνευματικής Ιδιοκτησίας, περιελήφθη, δέ, μία κριτική τοΰ Ιδίου, είς τήν «Ν. Εστίαν». Έχει, άνεκδότους, συλλογάς ποιημάτων, κριτικάς έφ ' όλων τών ποιητών τής ΙΟΟετηρίδος, διδακτικά βιβλ.ία καί τά θεατρικά, λυρικά έργα «Συγκομιδή» τά. είς άρχαιοπρεπή χορικά. « Ίαπετός». «Δήλια». « Έλευσίνεια», άπωλεσθέντα, τάς σειράς ποιημάτων «Μοίρα άγει», άπωλε- σθείσαν1, τάς « ‘Ακουαρέλλας τοΰ Αίγαίου», τά «Τοπεία», τά «Βουκολικά», τά « Α ετώ ματα». τούς «θρ ιγκο ύς» , τούς «Κ ρηδέ- μνους» κα ί πλήθος πολύ. άλ).ων ποιημάτων, πεζών, διηγημάτων, poèmes en prose. Δέν έταξείδευσε, ποτέ, ούδαμοΰ, οΰτε, είς Πειραιά, ‘Αθήνας· άφοΰ, οΰτε ίζησεν ούδέ έν τή ίδιαιτέρς. έπαρχίς. του Κορινθία ής άγνοεί, πλήν τής Συκιάς. Ξυλοκάστρου, Κοριός, πατρικού του, πάσας τάς κώμας, χωρία, όδούς, όρη. Ιδίως, δέ, τά χωρία Τρίκκαλα, Μάζι κ.λ,π. πλήν τοΰ Μουλχίου, Βασιλικού, Δημινιοΰ. Ιδίίος καί τά όρεινά. έν γένει, Γκούρα, Νεμέαν. Χιλιομόδι, Κλεινός καί αύτήν τήν Κόρινθον, έντός. ΕΙς ήλικίαν 2 έτών, κατώκει είς περιφέρειαν Ζαχόλης, τά χωρία Πΰργος καί Γοΰτος, δπου κα ί έδίδασκεν, ό πατήρ του, Βασίλειος Ν. ΟΙκονομόπουλος, σχολάρχης, υίός καί έγγονος Ιερέων. Δέν ήσχολήθη, οΰτε ήθέλησε, μ ' έπιστημονικάς ή d)J.aç μελέ- τας, θεωρών, τά τοιαΰτα, άναξιοπρεπή».
«Θ εω ρώ ν τά το ια ύ τα ά να ξ ιο πρ επή » !Υ πογραμμίζω τ ίς τελ ευ τα ίες σ ειρές, σέ
σ υνδυα σ μ ό μέ τό « ο ύ δ έ π ο τε δ' έπεζή - τησ εν άλλας, σ χολ ικός ή π α ν επ ισ τη μ ια κ ό ς σ π ο υ δ ά ς , α ύ το θ ε λ ή τω ς » - π ο ύ δέν ά λη θεύε ι, άλλω στε- κ ι ά φ ή νω τά ύ π ό - λ ο ιπ α στήν άντίληψ η το ύ άναγνώ στη . "Οσο γ ιά τά σ υ γκ εκ ρ ιμ ένα β ιο γρ α φ ικ ά σ το ιχε ία , μολονότι πολλά ά π ’ α ύ τά τά σημειώ νει σω στά , μάλλον θ ά μ ά ς προ - καλούσ αν, αν τά π α ίρ να μ ε σ τά σ ο β α ρά , μεγαλύτερη σ ύγχυση άπ* όση Εχει κ ιόλα ς δ η μ ιο υ ρ γη θ ε ί κ α τά κ α ιρ ο ύ ς μέ τά β ιο γρ α φ ικ ά του*. Κ αλύτερα νά τά ξα να δο ύμ ε όλα ά π ’ τήν άρχή.
Γιός το ύ Βασίλειου Ο ικ ο νο μ ό π ο υ λ ο υ κα ί τή ς Α σπα σ ία ς Σ αρηγιάννη , ό Ρώ μος Φ ιλύρας γ εννή θ η κ ε τήν 1η Α ύγούσ του 1888 στό Κ ιάτο τή ς Κ ορ ινθ ία ς9, κ α θ ώ ς έπ ιβ εβ α ιώ νετα ι κι ά π ' τά παλιά μ α θ η το λό γ ια το ύ Α ' Γ υμνασίου Αρρέ- νω ν Π ειρα ιώ ς, άλλά κι ά π ό σ υνέντευξή του μέ τό ν Θ. Π ρόδρομ ο ά π ’ τ ίς μάλλον ά ξ ιό π ισ τε ς10. Σ τά έπ ίσ η μ α χα ρτιά το υ λεγότα ν ‘Ιω άννης Ο ίκ ο νο μ ό π ο υ - λος, μά ό ίδ ιο ς π ο λύ λίγο φ α ίνετα ι νά χρη σ ιμ οπ ο ίη σ ε τό π ρ α γμ α τ ικ ό το υ ό νομα . Τ ό Δ η μ οτικ ό κ α ί τό Σ χολα ρχείο τέλειω σε στήν π α τρ ίδ α το υ , μέ δ α σ κ ά λο υ ς Ενα θ ε ίο το υ κ α ί τό ν π α τέ ρ α του . κι ό τα ν ή ο ίκ ο γ ένε ιά το υ μ ε τα φ έρ θ η κ ε σ τόν Π ειρα ιά , γ ρ ά φ τη κ ε σ τό έκ ε ϊ Α ' Γυμνάσιο Α ρρένω ν, ά π ' ό π ο υ ά π ο φ ο ί- τησ ε τό 1904. Τ ό γε γ ο νό ς ότι π α ρ ο υ σ ιάσ τηκε σ τό σ τρα τό μέ τή ν ιδ ιό τη τα το ύ σ π ο υ δ α σ τ ή 11, μάς έ π ιτρ έ π ε ι νά ύ π ο θ έ σ ο υ μ ε , π ώ ς π ρ έ π ε ι νά είχε γ ρ α φ τε ί στή σ υ νέχε ια κ α ί σέ κ ά π ο ια άνω- τερη σχολή* είνα ι ζήτημα όμω ς, άν φ ο ίτη σ ε κ α θ ό λ ο υ . Κ ατά τήν π ερ ίο δ ο τώ ν βα λκαν ικ ώ ν πολέμ ω ν, ύ π η ρ έτη σ ε στό 7ο Σ ύ ντα γμ α Π εζικού , κι Ελαβε μ έρο ς σ τίς μ ά χες τή ς Μ α κ εδο ν ία ς καί τή ς Η π είρ ο υ , μέ ά π ο τέλ εσ μ α νά π ά θ ε ι κ ρ υ ο π α γ ή μ α τ α . Τό 1916 δ ιο ρ ίζ ε τ α ι Ά ν θ υ π ο λ ο χ α γ ό ς Ά ρ χ ε ιο φ ύ λ α ξ κα ί κ α τό π ιν Σ τρ α τ ιω τ ικ ό ς Γ ρ α φ εύ ς Β τάξε- ω ς μέ τό β α θ μ ό το ύ ύ π ο λ ο χ α γ ο ύ , ένώ
Ψ ι λ ο λ ο γ ί α 21 ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ Τ ΕΧ Ν Ε Σ
¡ i - , c y ,
^ O fu ^
£ y l < ¡C ít& nS)
h Y l 6oV;
ΊΑ /J W M ? t y l / y
^d;
mr Ανέκδοτο χειοόγραφο τον Ρώμου Φιλύρα
και σκίτοο άπό ψυχοπαθή φί?χ) τον.
τα υ τόχρονα συνεχίζει νά δη μ οσ ιογρα φεί. Ή δημοσ ιογραφ ία , άλλωστε, υ πήρξε τό μονιμότερό του έπά γγελμ α μετά τήν α π οφ ο ίτησ ή του ά π τό Γυμνάσιο. Σ τό μεταξύ, γύρω στά 1920, ά ρ χ ζ ο υ ν νά έμ φ ανίζοντα ι, ύσ τερα ά π ό άνίατη άφροόίσ ια άρρώ στια , τά π ρώ τα συμπτώ ματα τή ς βλάβης το ύ λογικού του, τό 1924 δ ια γρά φ ετα ι ά π ό τά σ τελέχη τών σ τρατιω τικώ ν ύπαλλήλω ν «ώς πάσ χω ν έξ άν ιάτου νοσήματος» κ α ί τό 1927 είσ άγετα ι στό Δ ρομοκαΐτειο , ό πο υ έμελλε νά π εράσ ει τά ύ π ό λ ο ιπ α χρόνια του. Π έθανε στίς 9 Σ ε π τε μ βρίου 1942, χω ρίς νά πά ψ ει όλο αύτό τό διάστημα νά γράφ ει κα ί νά δη μ οσιεύει.
Τό πο ιητ ικ ό ταλέντο τού Φ ιλύρα έκ- δηλώ θηκε π ο λύ πρώ ιμα . Ό ίδιος, σέ σ τ ιγ μ έ ς μ ε γ α λ ύ τ ε ρ η ς π ν ε υ μ α τ ικ ή ς δ ια ύ γε ια ς ά π ό κ είνες τή ς έπ ισ τολής στόν Ά γ ρ α , μάς πληροφ ορεί, ότι τό πρώ το του πο ίημ α τό έγραψ ε σέ ήλικία όκτώ χρονώ , κι ότι έργα του πρω τοδη- μοσίεψε στό π ερ ιοδ ικό «Χ αρά», π ο ύ έβγα ινε τό 1897 στό χωριό Ψ άρι τού Δήμου Σ τυμ φ αλίας, κι άργότερα στή «Διάπλαση τών Π αίδων» «ύπό τό ψ ε υ δώ νυμον "Κ ορινθιακόν κύμα” κα ί ύ πό ...βροχήν έγκω μίω ν τού Γρ. Εενο- πο ύ λ ο υ » 12. Τ ήν πρώ τη του , ώ στόσο, έμφάνιση στή λογοτεχνία έκα νε ά π ό τό ν «Ν ουμά», τόν Ιούλιο το ύ 1903, ενώ φ ο ιτούσ ε άκ όμ α στό Γυμνάσιο, κι ά π ό τότε συνεργάστηκε, χω ρίς δ ια κ ο πή , τόσ ο στό π ρ ω το π ο ρ ια κ ό αύτό π ε ρ ιοδικό το ύ Τ α γκ ό π ο υ λο υ όσο καί σέ π λ ή θ ο ς άλλα: σ τά «Π αναθήνα ια» , στόν « Α κ ρ ίτα » , σ τόν «Κ αλλιτέχνη», στήν « Ή γη ο ώ » , ώ ς άρχι συντά κτη ς στόν λαϊκ ή ς κ υ κλ ο φ ο ρ ία ς «Ε ικονογραφ ημένο Παρνασσό)», στόν «Βωμό», στό « Ε μείς» κι άλλου, κα ί μετά τήν είσοδό το υ στό Δ ρομοκαΐτειο σέ όλο σχεδόν τόν π ερ ιο δ ικ ό τύ π ο , ά π ό τά λα ϊκά καί τά κ ά π ω ς λα ϊκότερα έν τυ π α ώ ς τά έγκυρότερα λογοτεχνικά περ ιο δ ικ ά , κι ά π ό τά π ιό λιγόζω α ώ ς τά μ α κ ρ ο β ιό τερα. Συχνή κα ί πο ικ ίλη ύ π ή ρξε κι ή δημοσ ιογρα φ ική καί λογοτεχνική συ-
νεργασ ία το υ στίς έφ ημ ερ ίδες, ό π ο υ έγρα φ ε κ α τά κ α ιρ ο ύ ς τό χρ ο νο γρ ά φ η μα, τήν κοσμ ική στήλη, τήν κριτική το ύ θ ε ά τρ ο υ κα ί τού βιβλίου ή δη μ οσίευε π ο ιήμ α τά του.
Λ ιγότερο σχετικά είναι τό δη μ οσ ιευ μένο σέ συλλογές έργο του . Π ρίν κλειστεί στό δημόσ ιο Ψ υ χιατρείο , είχε τ υ πώ σει τά π ο ιη τ ικά βιβλία: «Ρ όδα στόν άφρό» (1911), «Γυρισμοί» (1919), «Οί έ ρ χ ό μ ε ν ε ς » ( 1 9 2 0 ) , « Κ λ ε ψ ύ δ ρ α » (1921), « Ό «π ιερρότος» (1922), «Θ υσία» (1923) κα ί τό π εζό « Ό θ εα τρ ίνο ς τή ς ζωής» (1916), π ο ύ σ υγκ εντρ ώ θ η καν όλα μαζί τό 1939 ά π ό τ ις έκ δό σ εις Γκοβόστη , μέ κριτική εισαγω γή κ α ί έπ ιμ έλεια τού Αιμίλιου Χ ουρμούζιου, ώς π ρ ώ το ς τό μ ο ς τώ ν « Α π ά ν τω ν » του. χω ρίς νά κυκλοφ ορή σ ει π ο τέ κα ί δ εύ τερος. “Ετσι, ένα μεγάλο μ έρος ά π ό τήν πα ρα γω γή τή ς τελευτα ία ς του δ ε κ α π εντα ετ ία ς , γραμμένο τ ίς ώ ρες τών φ ω τεινώ ν του διαλειμμάτω ν κα ί σ κο ρ πισμένο σ τίς έφ ημ ερ ίδες κα ί τά π ερ ιο δικά , έξα κ ο λο υ θεϊ νά π α ρα μ ένε ι άσυ- γκέντρω το κ ι άγνω στο, ένώ άρκετά ά π ’ τά ά νέκ δ ο τα χε ιρόγρα φ ά του έ χου ν ίσω ς χα θ ε ί γιά π ά ντα , άν λάβουμε ύ π ' όψ η μας μέ πό σ η εύκολ ία καί γεννα ιοδω ρία τά μοίραζε ό ίδ ιος σέ ό σ ο υ ς τό ν έπ ισ κέπτοντιχν κ α τά τήν περ ίο δο τή ς αρρώ στιας του. Γιατί, β έ βαια, ή φ ιλότιμη π ρ ο σ π ά θ ε ια τού Τ ά σου Κ όρφη νά βοηθήσει στή σ υ γκ έντρω ση τώ ν πο ιημ άτω ν καί τών πεζώ ν «τής δ ια σ πορά ς» , δ ίνοντά ς μας στό βιβλίο του «Ρώ μος Φ ιλύρας» (1974) έναν π ρώ το έρ γο γρ α φ ικ ό κατάλογο κι α νθολογώ ντας 70 ά π ό τά π ο ιή μ α τα τής έπ ο χ ή ς το ύ ψ υχιατρείου μαζί μέ τό έξα ιρετικά ένδ ια φ έρον π εζό .» « Ή ζωή μου στό Δ ρομοκαΐτειο» , έλάχιστα κ α λύ πτει τήν έλλειψη μ ιάς όρ ιστικής έ κ δοσης. Α κόμα μικρότερη συμβολή α ποτελεί κα ί τό τομίδιο μέ ά νέκδοτα π ο ιήμ α τά του «Π ορτρα ίτα κα ί Κειμήλια». π ο ύ κυκλοφ όρη σε τό 1981 μέ τήν έπ ιμέλεια το ύ Ν α π . Π απαγιω ργίου.
Η ποίηση τού Φιλύρα είναι ύμνητικά έρωτική καί φυσιολατρική καί, παράλληλα, άστική τού κλειστού χώρου, π ά ντοτε μετεωριζόμενη κα ί μέ ταυτόχρονες τάσεις πρός τόν ρεαλισμό καί τή σάτιρα, άφ ού παρόμοια μέ τόν ήρωά του στό πεζό « Ό θεατρ ίνος τής ζωής», έκ τό ς ά π ’ τή μαγική ικανότητα νά κυνηγάει τό «σύννεφο», είχε κι έκεί- νος μέσα του τόν Φασουλή καί τόν Μώμο. Ή σάτιρά του, ώστόσο, δέν διατηρεί πυ κ νό κι αυτοδύναμο τό τραγικό στοιχείο, όπω ς ή σάτιρα τού Κα- ρυω τάκη. Μαζί μέ τίς ύλ ικές άντιστά- σεις, έχει άποβάλει καί τήν όξύτητα , κι άπομένει κάτι άνάμεσα στή φάρσα, τή μιμική τού κλόουν κα ί τήν αύτογελοιο- ποίηση - κι ά π ό κεϊ πα ίρνει, έμμεσα κι άντανακλαστικά, καί τό δραματικό της χαρακτήρα.
Σ τήν π ρ ώ τη του συλλογή «Ρ όδα στόν άφρό» ξεκινάει μ' ένα άπλω μα στό φυσ ικό κα ί τόν έξω χώρο, συνεχίζοντας τήν παράδοσ η τού μεταπαλαμι- κού λυρισμού, γιά νά κλειστεί στή συνέχεια , μέ τούς «Γυρισμούς» καί τ ίς έπ όμ ενες συλλογές ώ ς τή «Θυσία», στό σαλόνι κα ί τήν πόλη. σ τα θεροπο ιώ ντα ς τήν πο ιητική του γλώσσα, νά ύμνήσει σχεδόν άποκλειστικά καί νά έξιδανικέ- ψει τή γυνα ίκα κα ί νά έξαρθεϊ άργότερα, όταν είχαν έπ ιδε ινω θε ί π ιά τά συμ π τώ μ α τα τή ς βλάβης το ύ λ ογ ικ ού του, σέ ύψ ο ς κα ί πλάτος, μέ άπροσδό- κη τες λυρικές κορυφ ώ σ εις κα ί δραματ ικ ές πτώ σεις. Στά πο ιήμ ατα α ύτά τή ς άρρώ στιας, ό π ω ς τό σημείωσε κι ό Αίμ. Χ ουρμούζιος, «δυό κυρ ίω ς σ υνα ισ θήματα άντιπαλα ίουν μέσα στό τα ρα γμ ένο μυαλό του: τό συνα ίσ θημ α τού ά- νέκκλητου τής μο ίρας το υ (έχει δέ ό πο ιητή ς τή δ ιαύγεια π ο ύ χρειάζετα ι γιά ν άτενίζει τό β ά ρα θρό του) κα ί τό σ υ ν α ίσ θ η μ α τή ς ά κ ρ ά τη τη ς π ρ ο σ δ ο κ ίας. Π ιστεύει κ α ί περ ιμένει τήν άνάρ- ρωση, τό νέο ξύπνημα , μιά νέα άνθο- φ ορ ία τού π νεύ μ α το ς π ο ύ θ ά άναδοθή άπ ό τήν ύγε ία τού σώ ματος. Στήν π ρ ώ τη σ υνα ισ θημ ατική κ ατάσ ταση π α ρ α κολουθ ούμ ε τήν πένθ ιμ η έκ φ ο ρ ά τή ς ψ υ χή ς του , ό τό νο ς τή ς έγκαρτερήσεω ς άναδίνει σ τίχους θλ ιβερούς, νεκρώ σιμους, χω ρίς μεγάλες έξω τερ ικεύσεις , άλλά μέ π α θ η τ ικ ή ν ύποβλη τικότη τα . Στή δεύτερη κατάσ τασ η άκούμε τό φ τε ρ ο κ ό π η μ α τή ς χα ρ ά ς κα ί π α ρ α κ ο λο υ θο ύ μ ε τήν έτο ιμ ασ ία γιά τή χαρμόσυνη ύ π ο δ ο χ ή τή ς μεγάλης φ ω νή ς π ο ύ θ ά είπ ή στήν ψ υχή του κα ί στό π νεύμ α του : " Δ ε ύ ρ ο έξω!...*’ »13. Μ ά κι ά π τίς δυ ό το ύ τες κ α τα σ τά σ εις έλάχιστα όλο- κληρουμένα πο ιήμ α τα ά π ο μ ένο υ ν γιά νά π ρ ο σ τεθ ο ύ ν στά όχι κα ί τόσο πολλά άρτια κομμάτια τού πρ ίν ά π ’ τήν άρ- ρώ στια έργου του.
Ό Φ ιλύρας -τό τονίσαμε κ ιόλας άρκ ε τ ά - ή ταν π ο ιη τή ς μέ σ πά νια έξαρση κα ί πη γα ία λυρικά άναβρύσ μσ τα , άλλά κα ί μέ όλα τά μοιραία έπ α κ ό λ ο υ θ α τού πο ιητ ικ ο ύ αύτοσχεδ ιασ μού στή μορφή κ α ί στή δομή τώ ν πο ιημ άτω ν του, ώστε νά μοιάζει περ ισσ ότερο νεορρομαντι- κ ό ς κ α ί φ α ντα ιζ ίσ τα ς π α ρ ά νεοσυμβο- λιστής, ό π ω ς οί άλλοι τής νεορρομαντι- κής κα ί νεοσ υμβολισ τικής σχολής, ό π ο υ τελ ικά άνήκει κι αύτός. Κατ’ έξο χή ν ά ν τ ι ε ρ γ α σ τ η ρ ι α κ ό ς , ά φ η ν ε έλ εύ θ ερ α τήν έμ πνευσ η νά τόν κ υ β ερ νήσει, σ πά ζο ντα ς άπ* τίς π ρ ώ τες του άκόμ α συλλογές τι^ν ώ ς τότε λογοκρα- τική άντίληψη γιά τήν πο ίησ η καί φ ρ ο ντίζοντα ς νά βολεύει «έκ τών ένόντων» τά κενά π ο ύ δημ ιουργούσ ε στό στίχο, στή γλώσσα κα ί στήν έννοιολογική σ υ νοχή τού π ο ιή μ α το ς ή έγκατάλειψ ή του στή δ ιά θεσ η τή ς στιγμής. Ά ν τώρα πρ ο σ θ έσ ο υ μ ε κα ί τόν ά ντ ίχτυ π ο π ο ύ είχε ά π ό ενα σημείο κα ί π έρ α στήν ποίησή του ή π ερ ιπ έτε ια τού σ αλεμ ένου του λογικού, μ πορούμ ε νά π ά ρ ο υ με μιά ιδέα τή ς όλης ά κ ατασ τασ ίας τού κατακερματισ μένου ά π ’ τήν άρρώ στια έργου του, ένό ς έργου , π ο ύ π α ρ ά τίς άν ισότητές του δέν π α ύ ε ι ν' ά π ο τελεΐ έκφ ρασ η μιάς άπ* τίς π ιό α ύ θ εν τ ικ ές κα ί τίς π ιο γνήσ ιες φ ω νές το ύ νεοελλην ικού λυρισμού, ό τα ν μάλιστα φ τά νε ι νά μάς δίνει μερικά κομμάτια μέ άνα- π ά ν τ ε χ ε ς π ρ ο ε κ τ ά σ ε ις ή ό τα ν ή έ μπνευση κα ί ή πνοή δ ια τη ρούν άμείω- τη τή λυρική ούσ ία τού πο ιήμ α το ς ά π ' τήν άρχή ώ ς τό τέλος, ό π ω ς έδώ:
ΜΠΟΡΑ ΤΟΥ Μ Α Η '4 Μ έσ α σ τό Μ άη ά λ ά λ α ζεν ό θ ρ ία μ β ο ς
το ϋ χε ιμ ώ να κ α ί σ τή ς β ρ ο χή ς τό α ύ θ α μ π ο ν έ β ρ ό -
νταό κ ε ρ α υ ν ό ς
κ α ί τό χα λά ζι έ μ ά ρ α ιν ε ττγ9 τρ ο φ α ν τή ά νεμ ώ να
κ α ί τά μ π ο υ μ π ο ύ κ ια , π ο ύ ά ν ο ιγα ν μ α τά κ ια π ρ ό ς τό φώς.
Κ α ί μ έ σ α σ τό τρ ισ κ ό τα δ ο δ έ ν έλαμ-ψ εν ή μ έ ρ α
κ α ί δ έ ν α κ ο ύ σ α μ ε γ λ υ κ ό κ ελ ά ιό ισ μ α πο υλ ιώ ν,
μ ά ν ά β ο γγά ε ι ά π ό κ ο ο μ α τό ν κα τα - λ ν τη ά γέρ α
σ τά τρ ίσ τρ α τα τώ ν λ ε ιβ α δ ιώ ν κ α ί τών π ερ ιβ ο λίώ ν .
Κ α ί τ ’ ό ν ε ιρ ό μ α ς π ο ύ έ λ ε γ ε νά λ ο υ λ ο υ δ ιά σ ε ι τώ ρα ,
π ρ ο σ μ έ ν ο ν τα ς τό ο ο ν κ α ιρ ό το υ Μ άη τό λ α ύ ρ ο φώ ς,
ά λ λο ίμ ο ν ο ν ! ή ά π ά ν τ ε χ η τό π ρ ό φ τα - σ ε νή μ π ό ρ α
κ α ί σά μ π ο υ μ π ο ύ κ ι τ ό κ α ψ ε ν ό μ έ γ α ς Κ ε ρ α υ ν ό ς ...
Πιό πολύ κ ι ά π ’ τόν μάλλον κοινό συμβολισμό κα ί τή θεμ α το γρ α φ ικ ή ά- ντίθεση τή ς χειμω νιάτικης μπόρα ς μέσα στό Μ άη, ό ,τι μάς κάνει π ρ ο πά ντω ν έντύπω σ η στό πο ίημ α το ύ το είναι ή ήχητική τού στίχου, ή χρησιμοποίηση δραστικώ ν λέξεω ν σ τά σημεία τών ισχυρών τονισμώ ν (τό «άλάλαζεν» κ α ί ό«θρ ίαμ β ος» , τό «έβρόντα» κα ί τό «ά- πόκοσ μ α » , ή «άπάντεχη» κα ί ό «μέγας»), ό κα τα ρ ρ ά κ τη ς τών ρώ («θρ ίαμβος», «βροχής», «έβρόντα», « κ ερ α υ νός», «έμάραινε», «τροφ αντή»), ο ί αύ- ξομειώ σεις στήν ένταση τή ς φ ω νή ς καί, γενικότερα , τό στήσιμο κα ί τό χτίσιμο τοϋ πο ιήμ ατος, σά νά ναι -κ α ί σ ίγουρα είνα ι- όλόκληρο π ιασμένο μέ μιά πνοή , ώστε κα ί μόνο μέ τήν ήχητική κα ί τή λυρική το υ ούσ ία νά μάς μ εταγγίζει πολύ περ ισσ ότερα ά π ’ όσα μέ τό -α νύ π α ρ κ το , άλλω στε- νοηματικό π ε ρ ιεχόμενό ταυ , μιά καί ούσ ία του είναι ή ούσ ία τού λυρισμού του : τό ά π ιασ το , δηλαδή, καί τό φ ευγαλέο τώ ν συνα ισ θηματικώ ν κ ατασ τάσ εω ν κα ί τών έ- ντυπώ σ εω ν το ύ ποιητή , π ο ύ κανένα λογικό σχήμα δέν μ πορεί νά τό έκφ ρά- σει κα ί νά τό ύποκατασ τήσ ει. Τ έτο ιες ά κ έρ α ιες μονάδες όμω ς δέν τ ίς βρίσκουμε κα ί πολύ συχνά. Ό Ά γ ρ α ς , σέ μιά σύντομη νεκρολογία του , έχει δώ σει ά ρκ ετά π α ρα σ τα τικ ά τίς δ ιαλείψ εις κα ί τίς π ο ιη τ ικ ές ά φ ασ ίες τοϋ Φ ιλύρα, κι όχι μονάχο στά πο ιήμ ατα τής αρρώ στιας, άλλά -ώ ς ένα μ ικρότερο , φ υσ ικά β α θ μ ό - καί στά προηγούμενα :
«Τό πο ίημ α προχω ρεί, δυνατό κι ώραίο, μέ τήν εύγεν ικ ιά του π νοή , τή σπατάλη τώ ν ε ικόνω ν του , τήν άέρ ι\τ | δ ιά θεσ η , τόν άνάριο ρ υ θμ ικ ό κλυδωνι- σμό, πα ρ ό μ ο ιο ν μ έκείνον π ο ύ συχνά ά π α ντούμ ε κα ί σ τά τετρά σ τιχα τού Μ αλακάση, προχω ρεί ώ ς τό μοιραίο σημείο - κ ’ έκ εί, έξα φ να , α ύ τό ς ό ρ υ θ μ ό ς μ π ερ δ εύ ετα ι, γ ίνετα ι κ ά τ ι π ο ύ όλίγο βέβα ια τού τα ιρ ιάζει νά τ' όνομά- σει κα νείς ά σ ν ν ό ε τ ο ν , ύ π ε ρ β α τ ό ή α ν α κ ό λ ο υ θ ο , -έ ν α είδος ιλίγγου τής π ο ιη τ ική ς σ κέψ εω ς, ένα ε ίδο ς δίνης π ο ύ ά π ο σ υ ν θ έτε ι τό π ο ίη μ α κα ί τ’ ά φ ή νει ναυάγιο στά ρηχά , σ κόρπ ιο , άχρηστο* π ρ ο χω ρ εί ώ ς τό σημείο π ο ύ ένεδρεύε ι ή μοιραία λέξη, ή ξένη, ή άσχετη μέ τό νόημα, πολλές φ ο ρ ές ή γελο ία - ή λέξη π ο ύ μέσα στόν πο ιητ ικ ό σ κελετό είνα ι ώ σάν μιά βίδα βγαλμένη ά π ό τή θέσ η της, ώ σάν μιά πληγή , μιά τρ ύ π α , ό π ο υ τό ύ π ό λ ο ιπ ο διαρρέει στό κ ενό ...» 15
Σ υνή θω ς, οί πρώ το ι στίχοι ά π ο τελ ο ύ ν κ α ί τό δη μ ιουργικό φ ύσ η μ α , π ο ύ δ ια π ερ νά όλο τό πο ίημ α . Κι είναι τόσο δ υνα τό μ ερ ικ ές φ ο ρ έ ς τό φ ύσ η μ α το ύ το , ώ στε νά δ ια ρκε ί ώ ς τό τέλος ή ν' ά φ ή νει τήν έντύπ ω σ η π ώ ς δ ιαρκεί. Μ ά ο υ νη θ έσ τερ α π ρ ο χω ρ ο ύ μ ε μέ τήν άρχι- κή ώ θησ η . Σ τό μεταξύ , τό μαγικό π ο υ λί τής έμ π νευ σ η ς έχει π ετά ξε ι, άφ ήνο- ντα ς μόνο τά ίχνη του . ένώ ό πο ιητή ς έξα κ ο λ ο υ θ ε ϊ ά νυ π ο ψ ία σ το ς νά ψάχνει
-------------- ►
στα χαμένα νά ξαναδέσει κόποι* τό κομμένο νήμα. χωρίς να χα ταλαβα ίνη . πως 6σα ήταν νά πει τα etm κιολας άποσπασμαπκά στους δυο. στους τρεις, στους τέσσερις στίχους, κ α μ ι ά φορά καί στόν ένα Λέν άποκλείεται. βέβαια, να ξαναφυσήξει πιο κάτω ή λυρική πνοή. δίχως καί πάλι ν άντιληφθεί ό ίδιος τή διαφορά, γιά να γυρίσει πισω καί ν Αντικαταστήσει ό.τι έμεινε νεκρό σώμα.
Καθώς τόν χαρακτήρισε ό Βάρνα- λης, ό Φιλύρας είναι «όρμεμφυτικός. αδιανόητος, έκρηκτικός*16. I « αύτό ίσως. έκτός άπό κάποια έπιπόλαια μαθητεία στόν Παλαμά. στά σονέτα του Μαβίλη καί περισσότερο στόν Μαλα- κάση. δέν παρουσιάζει σπουδαίες έπι- δραοεις. Αντιφατικός καί διακυμαινο- μενος. έχει συχνά ύφος και έξαρση «μείζονος» και θέματα«έλάοσονος». Η πτητική του ούσίσ εμφανίζεται με
γαλύτερη άπ' τό βάρος που θέλει νά σηκώσει, και κάποτε απομένει ή διάθεση γιά τό πέταγμα, χωρίς άλλο συγκεκριμένο στόχο. “Ετσι, βρίσκεται διαρκώς σ ένα μετεωρισμό ανάμεσα στήν πραγματικότητα και τήν έξιδανί- κευσή της. μέ μιά όλοένα αυξανόμενη, έξ αίτιας καί τής άρρώστιας του. α π ό κλιση πρός την υπέρβαση του πραγματικού. μεταγγίζοντας στόν αναγνώστη κάτι απ' τήν έφήμερη μέθη τού πετάγματος κι αφήνοντας κατόπιν τή γεύση του κλαυσιγελου. σά νά παίζει μεταξύ σοβαρού καί άστε ίου.
Και ή γυναικολατρεια του περνάει κι έκείνη άπό παρόμοιες διακυμάνσεις. Πρόκειται γιά ένα είδος αδιάκοπου έρω τικού όργασμοϋ, πού έχασε τό δρόμο του κι έμεινε στήν κατάσταση τής έφηβείας. Γιατί ό Φιλύρας, όπως σωστά τό έπισήμανε κι ό Γ. Φτέρης, πού τόν γνώρισε καί τόν έζησε από κοντά, «είναι ένας αισθησιακός τραγικά ανικανοποίητος, ένας έραστής, πού βλέπει τήν ένέργεια μόνο μέ τό φαντασ τικό φ ω σ φ όρ ισ μά της, ένα ς Λόν Ζουάν τής έρωτικής όπτασίας. ί ϊ αύτό όλα τά έρωτικά του ποιήματα είναι έτσι λαχανιασμένα |... |. Δέν μπορεί νά απομονώσει τή γυναίκα, νά τήν άπο- σπάσει άπό τίς άλλες, νά τήν κάνει μιά συγκεκριμένη, μιά απτή ερωτική περίπτωση. Τίς βλέπει όλες μαζί. Είναι οί πολλές, οί άλλες, οί κούκλες, οΐ δυτικές, οΐ καθολικές, οί έρχόμ ενες*17. Προπάντων όμως. χαρακτηριστικό καί
τούτο τού έρωτικού του άνικανοποίη· τ ο ν Χ ί ΐ ι τ ή ς ρ ο μ α ν τ ι κ ή ς κ α τ α γ ω γ ή ς
τ ο γ . t i v a i ο ί ή π ρ ό α ι τ ε ς . <>ί ή π ι α ο τ ε ς ό π τ α ο ι ί ς . Ε κ ε ί ν ε ς π ο ύ τ ο ύ < π · γ α ν . · . Ο ί πραγματικές, όποιες μπόρισε να τις κρατήσει μέσα στά χέρια του. έμειναν γι αύτον «συνηθισμένες·>:
ΟΙ ΑΛΛΕΣ1»Ό λ ε ς έφ υ γα ν οί ό μορ φ ες σε χώρα
μα κρυνή ,όσες σε μιά γλυκ ε ία στιγμή τις έτα ξα
δ ικ ές μ ον. ή κ ά π ο υ ξά φ νου έκ ρ ν φ τη κ α ν , τις
π ή ρ α ν οί ούρανοί, χ ι' έμ ε ινα ν μ ό νες οΐ κ α λές κι οι
σ υ μ π α θ η τικ ές μου
Λ ίγο χλω μές.λίγο μ ικ ρ ές ή λίγο π ιό μεγά λες ,
ήσανε νόστιμες κ ι ' α ύ τές , μα οχι όπως
οι άλλες,σ υ ν η θ ισ μ έ ν ε ς έμ ε ιν α ν , μ ά ¿ κ ε ίν ε ς π ο ύ
μ ο ϋ φ ϋγα ν , μ ο ύ γν έφ α ν π ά ν τα σ τ' όνειρο , πλα- τειά αγκαλιά
μ ' άνοιγαν.
β * ·
Αλλά ό Φιλύρας, πέρα άπ' τήν ϊδια τήν ποιότητα τού λυρισμού του, παρουσιάζει ένδιαφέρον κι άπό τήν άποψη τή γραμματολογική. Μέσα στό έργο του. καθώ ς καί στό έργο δυό τριών άλλων σύγχρονών του. σημειώνεται μιά στροφή ιδιαίτερα σημαντική γιά τήν ποίησή μας. Από τήν παλαιότερη ποιητική νοοτροπία περνάμε στή νεώτερη. άπό τήν άδρότερη αίσθηση στή λεπταισθη- σία, ένώ. άπ τήν άλλη μεριά, πρίν καί μαζί μέ τόν Καρυωτάκη, γίνεται κι ένας άπ τούς πρώ τους πού άνοίγουν ρήγμα στήν παράδοση. Ή δ η ή κυριαρχική έπικράτηση τού ήχου κι ή διασάλευση τής νοηματικής συνοχής, άπ' τή δεύτερη κιόλα συλλογή του. τόν οδηγούν σ ένα προεισαγωγικό πήδημα έξω άπ* τή λογοκρατία. Αργότερα, μέ τό άποδεσμευμένο ποιητικό του υ π ο συνείδητο καί τούς χαλαρωμένους λογικούς του συνειρμούς, έφάρμοσε άνε- πίγνωστα τή θεωρία τού ύπερρεαλι- σμού, κατα τρόπο αύθεντικότερο άπ’ τούς ίδιους τούς ύπερρεαλιστές. Μ πόρεσε ν άποδεσμεύσει όσα δέ θά τολ
μούσε, άν ό έλεγχος τής λογικής του δέν είχε χαλαρώσει άπ τήν αρρώστια. Κι έηχιδή ήταν πραγματικός ποιητής, μάς έδωσε, άκόμα καί στήν τελευταία φάση του, μερικά έξοχα αποσπάσματα καί λιγότερα όλοκληρισμένα ποιήματα, π ο ύ προαναγγέλλουν σταθερά τή νεώτερη ποίηση:
Κ α ί έγόιχνόαουνα...Κ α ί έφ ο ρ ο ϋ σ ες έσ ύ α ρ α χνο ΰφ α ντο
ννκ τιχό .κ α ί έγώ ά π ’ έξω τά σ ά β α νά μου.77 κ ά μ α ρ ά σου ε ύ γ εν ικ ά χαριτω μένη , μικρή , αρω ματική -κ ι α π ' έξω ά π έρ α ν το ς , μ α ϋ ρ ο ς ό δρόμος...Τώρα κ ά τσ ε έσ ύ - κ α ί κ ο ιμήσου ... Έγώ τραβώ - ή μ ο υσ ικ ή άς πρ οηγη - θεϊ!*Αγνω στοι κόσμοι, π εθ α μ έν ο ι άστε- ί>ες.π λα νή τα ι μ έ χ ρ υ σ ές ο υρ ές άς έμ π ο υ ν μ π ρ ο σ τά !Ό Γ αλαξίας άς ά κ ο λο υθ εϊ σά ν χρ υσ ή δ ια όή λω σ ις!Έ π ε ιτα , ά ς π α ρ α τα χθ ο ύ ν τά έξ α π τέρ υ γα τών έρώτων!
Έ π ε ιτα , ό ϊπ π ο ς μ ο υ ό π ο λ εμ ικ ό ς !Κι έπ ε ιτα , έγώ, ό νεκ ρ ό ς!
(«Παραλήρημα»)19
Τό άπόσπασμα αύτό - μεταγραμμένο άπό τόν Ρένο Ά ποστολίδη, χωρίς άλλη τροποποίηση ή έπέμβαοη, έκτός άπ' τό χωρισμό του σέ στίχους - δέν είναι άπό ποίημα τού Φιλύρα, άλλά άπό τό πεζό του. « Ή ζωή μου στό Δρομοκαι- τειο»20, όπου έχει δώσει μερικές άπ* τίς πιό δραματικές καί τίς π ιό δυνατές άναμφισβήτητα σελίδες μέσα σ’ όλο τό έργο του. Αποτελεί όμως χαρακτηριστικό δείγμα μιάς άπελευθερω μένης άπό τούς λογικούς συνειρμούς ποιητικής γλώσσας, ώστε ή σύγχρονη ποίηση θά μπορούσε, δίχως καμιά δυσκολία, νά τό υιοθετήσει καί νά τό άναγνωρί- σει γιά δικό της.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
I. Τάοος Κορφής: οΡώμος Φ ιλύρας. Συμβολή οτή ζωή |δΐς| και στό £ργο του*. Κκδόσεις Προ- σπερος * Αθήνα 1974. σ 63. | Νωρίτερα περιοδ. «Πειραίκά I'ράμματα-. Οκτώβριος - Λεκέμβ{>ιος 1040).
2 Ρωμον Φιλικά >θνοία» (1919-19231- λθ. 1923 {Τώρα και Ρώμος Φιλύρας - .Λπαντο*. Η,μμετρα και .τεζά Κριτική εισαγωγή Αίμ Χονν
μονζιοχ Ηκόόσεις Γκοβόστη Λίί. 1930·». ο Η4|.3 Οπόν και στη -σημ· I4 ‘Οπου και οτή οημ I ^ 41. ^Νωρίτερα
περιοδ. « I) Κνκλος-, χρον \ ’Twi-χο·, 2. Λεκέμ- βριος 19311.
5. Κοίτα και το ποίημα ·Κ ο ι'χ λν ς · οτή συλλογή τον «Κλιψύόρα· (10211 |Τώρα καί δπον οτή οημ. 2. ο. 731.
6. Αναφέρεται οτή φωτογραφία πού ι βάλει ό ίδιος οτή ■ Θυσία» (1923) Χωριστή έκδοση όμως. τίτλο «Τραγούδι», δέν ξέρουμε κατά πόσο πράγματι κχκλοφόρησε ποτέ!
7. Η σειρά αυτή πιθανότατα υπήρχε και χάθηκε. άν κρινοιμε άπό δυό τίτ^ίίοτιχο μ£ τόν IÍHO τίτλο, που παραθέτει ó 1 Π. Σαββιδης στις σημειώσεις τον στήν έκδοση Καρυωτάκη. χωρίς ν άναφ ίρει όμως κι άπό πον τα πήρε (Κ i Καρνω· τάκη: · Α παντα τυ Evqιοχόμενα*, τόμος Α'. Φιλολογική έπιμέλεια: Γ.Π Σαββίδη. Αθήνα 1965. σ. 230).
8. Κοίτα σχετικά και τό άρθρο τον Κώστα Σταματίον η Ο τρελός Ρώμος Φιλύρας τχρόόρο- μος τού ύτιερρεαλιόμού,»' ¿φημ ·Τά Νέα». 27 Ιουνίου 1981
9. Κοίτα και ιδιόχειρη σημείωσή του δίπλα σέ σκιτοο του. φτιαγμένο άπό άλλο ψυχοπαθή: «Στό Κιάτο πον γεννήθηκα·»' περιοδ. & Φιλολογική Κυριακή». χρον. Α". τεύχος 3. 12 Σεπτεμβρ 1943. σ. 39.
10. Θ. Ιΐρόδρομος. *Ρώμος Φιλνρας (Ένας ποιητής κλεισμένος στό ’ Δρομοκαίτειο“ )·· πε- ριοδ. «Νεοελ>.ην·ικά Γράμματα». 2 ’Οκτώβριον 1937. σ 12.
11 Κοίτα, καθώς καί γιά τά αμέσως Επόμενα, καί τίς σχετικές βιογραφικές πληροφορίες που δίνει ό Τάσος Κόρ^ης όπου καί στή οημ. 1. σ 137.
12. “Οπου καί οτή οημ. 10.13. « Ο Φιλύρας τής ό«ασπορεϊς * έφημ. - Η
Καθημερινή». 6 ΊανοΐΌρίου 1955.14. Ρώμου Φιλνρα: ·Γνριομυί* (1912-1918).
Α0. 1919. |Το>ρα και όπον στή σημ. 2. σ. 45|.15. eΡώμος Φ ιλύρας· περιοδ. «Ν ίο Εστία»»,
τόμος ΛΒ , τεύχος 367. 15 Σεπτεμβρίου 1942. σσ 955-956
16. Κώστα Βάρναλη. ·Α ίο9ητιχά-Κ ρπιχά», τόμος Β Εκδόσεις «Ό Κέδρος*. \Ά 0.J 1958. σ.226.
17. - Ο Φιλύρας*’ έφημ «Τό Βήμα«. 5 Α γου στου 1951.
18. Οπου καί στή σημ. 2. (Καί * Απαντα», σ. 101].
19. Ρ.Α. |Ρ£νος Αποστολιδης): «Έ νας άγνωστος Ρώμυς Φιλχψας περιοδ **Πειρ<πκή·Πα- τραΐκή*. άρ. 57. Ιανουάριος 19G0, ο. 20.
20. Οπου καί στή σημ. 1. σσ. 104-135. {Στήν πρώτη τον δημοσίευση μέ τίτλο «7θ ήμερολόγιο τού Φιλύρα»’ έφημ «Ή Καθημερινή-. 24. 25. 26. 28 καί 29 Ιουνίου 1929|.
τά βιβλία τής «γνώσης»Οί τέσσερις μεγάλες Θεατρικές επιτυχίες τού χειμώνα
ΤΩΡΑ καί σέ βιβλίο
Γ.Ν. ΜΑΝΙΩΤΗΣ Τό «καμάκι»
η ή τεχνική τού ονείρου
ΧΙΟΥ ΛΕΟΝΑΡΝΤ Ντά
(MtT. Παύλος Μάτεσις)
ΑΝΤΡΕΑΣ ΘΩΜ ΟΠΟΥΛΟΣ Ο Ν όσος
ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΜΕΝΗΣ Ο τρομ ερός λήσ ταρχος
Χ ρήστος Ν ταβελης
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΝΩΣΗ», ΓΡΗΓ. ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ 26, ΙΛΙΣΙΑ. ΑΟΗΝΑ 621, ΤΗΛ. 7794879-7786441
Θεω ρία 2 3 I Ρ Α Μ Μ Α ΤΑ ΚΑΙ Τ Ε Χ Ν Ε Σ
Ο Λούκατς κριτικός τοϋ Τόμας Μάν
α'Οί σ η μ ε ιώ σ ε ις π ο ύ ά κ ο λ ο υ θ ο ύ ν κ α ι π ο υ ά ν α φ έ ρ ο ν τ α ι σ τη λ ο γ ο τεχ ν ικ ή κ ρ ιτ ικ ή το ϋ Λ ο ύ κ α τς έχ ο υ ν σάν α φ ο ρ μ ή τή ν ανάγνω ση μ ια ς σ υλλ ογή ς δ ο κ ιμ ίω ν τ ο υ γ ιά τό ν Τ όμ α ς Μ ά ν π ρ ό κ ε ιτ α ι γ ιά ά ρ θ ρ α π ο υ ό Λ ο ύ κ α τς έγρα ψ ε ά νά μ εσ α σ τά 1909 κ α ί 1955, κ υ ρ ίω ς όμ ω ς σ τή ν π ε ρ ίο δ ο 1930 ώ ς 1950. Τό βιβλίο ά π ο τ ε λ ε ϊτ α ι ά π ό μ ιά σ ύ ν θ εσ η α π ο σ π α σ μ ά τω ν π ο υ δ ε ν ε ίνα ι ά π ο λ ύ τ ω ς σ υ ν εκ τ ικ ά : τ ό π ιό έν τυ π ω σ ια κ ό ε ίνα ι ή σ υ ν έχ ε ια τ ή ς σ κ έ ψ η ς το ϋ Λ ο ύ κ α τς , σ υ νέχ ε ια π ο ύ ε ίνα ι φ α ν ερ ή σ τή θ ε μ ελ ιώ δ η έρ μ η ν ε ία το ύ έρ γ ο υ τ ο ύ Τ ό μ α ς Μ άν.
Στό πρώ το ά π ό τά δοκίμιά τον. ό Λ ούκατς, μιλώντας γιά τό μυθιστόρημα τού Τόμας Μ άν Β α σ ιλ ικ ή
Υ ψ ηλό τητα , π ο ύ έκανε την έμφάνισή του λίγο μετά τούς Μ π ο ύ ν τ ε ν μ π ρ ο χ ς , συνόψιζε σέ μιά μόνο φ ρά ση τού έπ ιλόγον τήν έντύπω σή του ά π ό τό έργο τού Μάν: *Στά γραπτά τού Τόμας Μάν βρίσκει κανείς κάτι π ο ύ τείνει νό έξαφανιστΓϊ. Τό άριστοκρατικό αύτό νόημα τής άξιοπρέπειας, π ο ύ είναι τό χαρακτηριστικό τής άστικής τάξης καί π ο ύ έλκει τήν καταγω γή της ά π ό τήν άργή πρ ό ο δο καί αύξηση ένός μεγάλοι’ πλούτου». Ό κριτικός π ο ύ τά έγραφ ε αύτά δέν ήταν φ υσ ικά άκόμα μαρξιστής. "Εθιγε όμως ήδη έδώ ένα θέμ α π ο ύ έπρόκ ειτο νά έπανέρ- θε ι σέ πολλά ά π ό τά μετέπειτα σχόλιά του. Τό είχε θίξει ξανά στό μεσοπόλεμο καί άργότερα τό 1915 θεω ρούσε «τό ιδανικό τής άστικής τάξης σάν τήν κατευθυντήρ ια ιδέα τή ς ζωής κα ί τον' έργου τού Τόμας Μάν». Α ύτό π ρ έπ ε ι βέβαια νά θεω ρ η θ εί σάν μία άντικειμενική κρίση συνδεμένη μέ μιά π ρ ο σ π ά θε ια ταξινόμησης καί όχι σάν μομφή. Τά άφηγήματα τού Τ όμας Μάν. λέει ό Λ ούκατς. δέν μάς δείχνουν ποτέ τή γερμανική άστική τάξη στις καθημ ερ ινές της άσχολίες κα ί κυρίω ς δέν μάς τή δείχνει στίς π ιό άντιδραστικές τη ς συνήθειες· ά ντιπροσω πεύ ουν άν- τ ίθετα «τό σύνολο τής άστικής συνείδησης». Ακόμη κι δταν ό Τ όμας Μάν άντιτίθετα ι στήν άστική τάξη «δέν χωρίζεται π ο τέ άπόλυτα ά π ό αύτήν»· αύτή είναι «τό έδα φ ο ς ¿'πάνω στό όπο ιο ό Μάν στήνει τό έργο του». «...Συμβολίζει ό,τι καλύτερο υπάρχει μέσα στή γερμανική άστική τάξη». Καί στά. 1955 ό Λ ούκατς έπαναλαμβάνει: «αύτό π ο ύ άποτελεί τήν π ρω τοτυπ ία τού Τόμας Μ άν (τήν ισορροπία , τήν ήρεμία του, τό χιούμορ του) είναι τό ότι έχει μιά άλ,ηθινή συνείδηση τής σύγχρονης μπουρζουαζίας» .
Δ υστυχώ ς αύτή ή « α λη θ ινή συνείδηση» είναι μιά έννοια όχι πολύ καθαρή καί σχεδόν έγελιανή· άντι- προσω πεύει μέ ά ληθοφ άνεια τό σύνολο αύτό τής άπόκτησης συνείδησης ό π ο υ έπ ρ ε π ε νά φ τάσ ει ή γερμανική άστική τάξη, άλλά, όπ ου στήν π ρ α γμ α τικότητα δέν έφ τασ ε ποτέ* πρόκε ιτα ι εδώ γιά ένα ιδεώ δες μάλλον παρά γιά μιά ιστορική π ρ α γμ α τικ ό τητα. ιδεώ δες όμως παρουσ ιασ μένο σάν π ρ α γμ α τικότητα . (Είναι πολύ συχνό φ α ινόμενο οί σ υγγραφ είς αύτοί πού π ισ τεύουν ότι μπορούν, δ π ω ς ό Μάρξ, «νά άντιστρέψ ουν τόν Χέγκελ» γιά νά τόν ά ποκ α τα - στήοουν ό ρθό στά δ ικά του πόδ ια , νά καταλήγουν νά βρεθούν, νά π ερ π α το ύ ν οί ίδιοι άντίσ τροφ α , μέ τά πόδια πάνω ). Στήν π ρ α γμ α τικ ότη τα ή στάση τού Τόμας Μ άν άπένα ντι στή γερμανική άστική τάξη δέν ύπήρξε τόσο ίδεαλιστική όσο άφ ήνει νά φ ανεί ό Λ ούκατς. Ά π ό τό έργο του Θ ά ν α το ς υ τή Β ε ν ε τ ία καί τό Μ ιτο ύ ν τε ν μ π ρ ο χ ς έω ς τό Μ α γικ ό Β ο υ ν ό , ό Τόμας Μ άν μίλησε γιά μεγαλεία καί άθλ ιότητες. γιά μεταμορφώ σεις, γιά κ α τα π τώ σ εις τής Ιδ ιας του τής κοινω νικής τάξης, μέ σ υγκεχυμένα συνα ισ θήμ ατα , άγά πη ς κα ί μ ίσους ή άκόμη κα ί ά π ελ π ιο ία ς περ ισ σ ότερο πα ρά μέ κ ά π ο ια « ισορροπία καί ήρεμία». Καί π ώ ς θ ά μ πορούσ ε άλλωστε ό Τ όμας Μάν νά είναι ήρεμος τή στιγμή π ο ύ ένσάρκω νε αύτή τή συνείδηση τή ς γερμα νικής άστικής τάξης;
Ο π ω σ δή π ο τε θ ίγουμ ε έδώ τό στοιχείο έκείνο π ο ύ ύπήρξε γιά τόν Λ ούκατς ύ π ό θ εσ η διανοούμενης καρδιάς: κ ά θ ε μυθιστόρημα τού Τόμας Μάν είναι γι' αύτόν μιά βα θμ ίδα αύτής τής ήρω ικής μάχης τού συγγραφ έα γιά ν’ άνακαλύψ ει τήν ^α>χή τού έθ νο υ ς του, μιά στιγμή «τής άναζήτησης τού άστού» στή Γερμανία. («Διαφωτίζει καί προσδιορ ίζει στήν καλλιτεχνική μορφή τίς μ ικρότερες έκδηλώ σεις τού δημοκρατικού π νεύ μ α το ς μέσα στή γερμανική άστική ψ υχοσ ύνθεση»). Ο πω σ δήποτε ό Τ όμας Μάν» είχε τίς δ ικές του άξ ιοκρα τικές στιγμές: κατά τή δ ιάρκεια τού Α ' Π αγκοσμίου Π ολέμου έδειξε έναν άξεστο μιλιταριστικό σοβινισμό καί μιά υπ ερ ή φ α νη έχθρό- τητα ά π ένα ντι σέ κ ά θ ε τι π ο ύ δ ιεκδ ικούσε ή άριστε- ρά καί οΐ γερμ α νικές δη μ οκρα τικές δυνάμεις. Σ’ ένα κ ά π ω ς άπολογητικό ά πό σ πα σ μ α ό Λ ούκατς μιλάει γιά τήν «παράδοξη καί σχεδόν τραγική στάση τού Τόμας Μάν» κα ί π ρ ο σ θ έτε ι: «οί ίδ ιοι μεγάλοι άντρες δέν χρειάζεται νά κοκκ ιν ίσ ουν ά π ό ντροπή μπροστά στά περασ μ ένα τους λάθη , πολύ περ ισσότερο μάλιστα κ α θώ ς στήν περ ίπτω ση τού Τ όμας Μ άν δέν έπ ρ ό κ ειτο γιά πρ ο σ ω π ικά , ύ π ο κ ειμ εν ικ ά λάθη , άλλά γιά σ φ άλματα π ο ύ κ ινούνται ά π ό το ύ ς β α θ ε ίς δ εσμούς π ο ύ τόν συνέδεαν μέ τή Γερμανία...». Τά πρώ τα χρόνια τού Γ ' Ράιχ. ορ ισμένες ιδεολογικές άντιφ άσεις στή σ υμ περ ιφ ορά τού Τ όμας Μ άν δημιούργησαν κα ινούριους φ ό β ο υ ς στόν Λ ούκατς: ανα
ρωτιόταν άν «ή σχεδόν οργανική άντίδραση τού Τόμας Μάν, π ο ύ στά 191-1 τόν είχε ήδη κάνει νά κρατήσει μιά τόσο όργισμένη στάση, δέν κ ινδύνευε νά θέσει γιά μία άκόμα φ ορά σέ κίνδυνο τήν πορεία του». Μ ήπως ό Λ ούκατς φ οβόταν μιά προσωρινή συμφωνία άνάμεσα στόν Τόμας Μάν καί τούς Ναζί; Στήν περ ίπτω ση αύτή ό φ όβ ος του είχε βάσεις. Τό γεγονός όμως ότι μπόρεσε έστω νά δημιουργηθεί δείχνει καλά τήν ιδεολογική άσάφ εια τής στάσης τού Τόμας Μάν καί τών καταβολών του.
Ι σ α ά κ Ν ι ό ι ι ο ε ρ
Η ειλικρίνεια καί τό βάρος τοϋ Τόμας Μάν στήν άντίθεσή του π ρ ό ς τό Γ ' Ράιχ βρίσκονται ύπεράνω κ ά θ ε ύποψ ία ς . Καί οί έσ ω τερικές άντιστάσεις πού έπ ρ επ ε νά ύπ ερπ η δή σ ει δέν είναι πα ρά μόνο έπ ικυ- ρω τικές στή στάση του. Η άρνηση αύτή όμως πού έπ ρ επ ε νά φ τάσ ει ώ ς τήν έξορία δέν έδειχνε μόνο στόν Μ άν έναν «άντιφασιστικό» λιμπεραλισμό ή τήν «άναζήτηστ} τού άστού»: ά ντιπροσώ πευε περ ισ σ ότερο τόν τρόμο ένός εύ γενοϋς άστού, καλλιεργημένου, γιά τίς λα ϊκές όρδές τώ ν μ ικροαστώ ν κα ί λούμπεν προλετάριω ν π ο ύ παραληρούσαν στή θ ε ά τού άγκυ- λωτού σταυρού. Α κριβώ ς έπ ε ιδή ήταν τόσο ίδιάζου- σα, ή άρνηση αύτή όσο καί ή άντίσταση τού σ υγγραφ έα στό ναζισμό, ύπήρξε «οργανική» καί βίαιη.Αλλά γι' αύτό ακριβώ ς, π α ρ ά τίς π ρ ο σ π ά θ ε ιε ς τού
Τόμας Μάν, ύπή ρξε καί σχετικά περιορισμένη.
'Γόμας Μ ά νΑ ύτό είναι ένα πρόβλημα π ο ύ ό Λ ούκατς λίγο
πολύ π α ρ α κ ά μ π τε ι χω ρίς άμφιβολία , έπειδή δέν έχει έκτιμήσει τή σωστή άξία τού κο ινω νικού περ ιβάλλοντος τοϋ I ■ Ράιχ, μέσα στό όπο ιο π ρ έπ ε ι νά ξα να το π ο θ ετη θ ε ί τό μεγαλύτερο μέρος τού έργου τού Τόμας Μάν. Ή κριτική τού Λ ούκατς είναι πολύ ά πογοη τευτική άν τή συγκρίνει κανείς μ* έκ είνο πού ήταν ή κριτική του στό Ι σ τ ο ρ ικ ό Μ υ θ ισ τό ρ ΐ]μ α ' ή θεώ ρησή του είναι έδώ π ιό έπ ιφ α νεια κ ή . λιγότερο σ αφ ής καί σ υγκεκριμένη . Δέν π ρ έπ ε ι νά ξεχνάει κα νείς ότι τά περ ισσ ότερα ά π ό τά δοκ ίμ ιά του γρά φ τη κ α ν στή Ρωσία καί στήν Ο ύγγαρία . σέ μιά έπ ο χή οποί» ή φιλολογική κριτική είχε ύποβα θμ ισ τεί σ τά χε ιρότερα σταλινικά κλισέ: καί είναι έντυπω σια- κό νά δει κανείς σέ π ιό σημείο ό Λ ούκατς παραμένει π ισ τός στήν προτίμησή του γιά τίς λογ ικές κ α τη γορ ίες , γιά τόν άκαδημ α ικο έγελιανισμό, μέ όλα τά π λεονεκτήμ ατα καί όλα τά μειονεκτήμ ατα π ο ύ κάτι τέτο ιο παρουσ ιάζει. Παρ' όλα αύτά , στήν ούσία, είναι ένα προ ϊόν τής σταλινικής έποχής· και πα ρά τό μ ύθο π ο ύ τόν κάνει ήρωα τής άντίστασης τής διανόησης στό σταλινισμό, παρ’ όλες τ ίς προστρ ιβ ές του μέ τό κα θεσ τώ ς Ρακόζι στή γενέτειρά του, μπορεί νά θεω ρ η θ εί δ ίκα ια σάν τόν μόνο μεγάλο φ ιλολογικό κριτικό τής έπ ο χή ς τού Στάλιν. Είναι άλήθεια ότι οί φ ιλοσ οφ ικές του ά π ο σ κ ευ ές καί ή φιλολογική του εύα ισθησ ία τόν έμ πό δ ιο α ν νά άφε- θ ε ί άπόλυτα νά κυρ ιαρχηθεί ά π ό τή μαρξιστική ορθοδοξία . 'Αλλά είναι άναμφ ισβήτητο ότι κα ί αύ- τός είχε υ π ο τα χ θ ε ί στό σταλινισμό: υ π ο τα γή όδυνη-
ρή. δύσκολη, άλλά θεληματική , πράγμα που μέ μία έννοια τήν έκανε άμετάθετη .
Λέν π ρόκειτα ι άποκλειστικά γιά τή συμμετοχή τού Λ ούκατς στά τυ π ικ ά τή ς λατρείας τή ς π ροσ ω π ικότη τας, συμμετοχή π ο ύ όρισμένα θλιβερά παραδείγμα- τά της βρίσκει κανείς καί μέσα σέ αύτό τόν τόμο γιά τόν όπο ιο μιλάμε, καί π ο ύ ό 'ίδ ιο ς τόν έχει προλογίσει τό 1963. Γιά τίς δη μ οκρατικές κα ί σοσιαλιστικές γερμανικές παραδόσεις, λέει λ.χ. ότι «άπό τήν έποχή τού Μάρξ καί τοϋ “Ενγκελς ά σ φ υκ τιούν κάτω ά π ό τίς άντιδραστικές παραπο ιήσ εις. Αύτό π ο ύ δείχνει έντονα τή φ τώ χεια τής γερμανικής ιστορίας, καί στό άστικό έπ ίπ εδ ο κα ί στό έπ ίπ εδ ο τής έργατικής τάξης, είναι τό γεγονός ότι ό Μάρξ κα ί ό “Ενγκελς δέν έχουν άφοσιο^θεί στήν πολιτιστική κληρονομιά, όσο ό Λένιν καί ό Στάλιν στή Ρωσία». Ά π ό ιστορική άποψ η αύτό δέν είναι καθόλου άκριβές. Στή δ ιάρκεια τού μισού αΙώνα π ο ύ έχει περάσει ά π ό τό θά να το τού Μ άρξ ώ ς τήν άνοδο τού Χίτλερ στήν έξουσία, ή συνείδηση τής έργατικής τάξης στή Γερμανία σημαδεύτηκε βα θύ τα τα ά π ό τό μαρξισμό: ό π ω ς άκριβώ ς λ.χ. ή άγγλική έργατική τάξη χα ρα κτηρίστηκε βα θιά ά π ό τό μεθοδισμό κα ί τό φ αμπια- νισμό. Μέ μιά κοντυλιά ό Λ ούκατς δ ιαγράφ ει τό μισό αύτόν αιώνα τής ιστορίας κ α θώ ς κα ί τή δράση τής Ρόζα Λ ούξεμπουργκ, τον« Κάρλ Λ ίμπκνεχτ τού Φ ράντς Μ έρινγκ, χωρίς νά άναψ έρουμε καί τόν Κ άουτσκι (πο ύ τά καλύτερα έργα του άσκησαν ά ποφ ασ ισ τική έπ ίδραση επάνω στόν Λένιν), τόν Μ πέμπελ κα ί άλλους άκόμη. Είναι άκρ ιβ ές ότι άπό τό 1933 κα ί μετά τό 1945, ο ί π ρ ο σ π ά θ ε ιες τού ναζισμού, τού κοινω νικού ρεφ ορμισμού κα ί τέλος καί κυρ ίω ς τού σταλινισμού, π έτυ χα ν νά κατασ τρέψ ου ν τή μαρξιστική παράδοσ η στή Γερμανία. Ά λλά άντί νά αναγνωρίσει τά γεγονότα αύτά ό Λ ούκατς περ ιορ ίζετα ι νά άντιθέσει στήν «ιστορική φτώχεια» τή ς Γερμανίας τήν έπ ο ικ οδομ ητική συμβολή τού σταλινισμού στή «ρωσική πολιτική κληρονομιά*. Φ τάνει μάλιστα μέχρι τοϋ σημείου νά βεβαιώσει στόν πρόλογό του ότι είναι «πάνω ά π ό τρ ιάντα χρόνια π ο ύ ό σοσιαλισμός υπά ρχε ι καί δέν πα ύει νά ισχυροποιείτα ι στή Σοβιετική “Ενωση».
Η ιδεολογική όμω ς ύ π ο τα γή τού Λ ούκατς στό σταλινισμό φ τάνει πολύ πέρα ά π ό ότι άφ ήνει νά ύ π ο νο η θ ε ί μέ τίς δ ιακηρύξεις του. Ό «σοσιαλιστικός ρεαλισμός» βρήκε στό π ρ ό σ ω π ό του έναν έρμη- νευτή μέ θεω ρητική διαμόρφω ση, πράγμα σπάνιο , καί τό «α ισθητικό ιδεώδες» τού ζντανοβισμού βρήκε σ' α ύτόν τόν καλύτερο ύπ ερ α σ π ισ τή του . 'Α ναλύοντα ς (σ' ένα δοκ ίμ ιο τού 1948) τόν Δ ό χ το ρ α Φ ά ο υ σ το υ ς , τού Τ όμας Μάν, ό Λ ούκατς δηλώνει: « Ά π ό μία άξιοσημείωτη σύμπτω ση, έά ν βέβαια είναι σύμπτω ση, μόλις π ο ύ είχα τελειώσει τό δ ιά β α σμα τού Δ ό χ το ρ α Φ ά ο υ σ το υ ς , ό ταν ή Κ εντρική Ε π ιτροπή τοϋ Σ οβ ιετικού Κ ομμουνιστικού Κόμ,.
το ς έξέδω σε τό δ ιάταγμ ά τη ς γιά τή μοντέρνα μουσική. Στό δ ιανοητικό έπ ίπ εδ ο . ό π ω ς κα ί στό καλλιτεχνικό, τό μυθ ιστόρημα τού Τ όμ ας Μ άν δίνει στό δ ιάταγμα α ύτό τήν πλήρη του δικα ίω ση...» . Τό δ ιάταγμα όμω ς στό ό π ο ιο ά να φ έρετα ι ό Λ ούκατς είναι έκείνο μέ τό όπο ιο ό ζντανοβ ισ μ ός καταδίκαζε τά έργα τού Σ οσ τα κόβ ιτς κα ί το ύ Χ ατσατουριάν, πράγμα π ο ύ ά ποτέλεσ ε τήν ά φ ετη ρ ία ένό ς ξέφ ρενου κυνηγητού μαγισσών ένάντια σ το ύ ς «παρακμ ίες» , τούς «φορμαλιστές» κα ί το ύ ς «κοσμοπολ ίτες» , τόσο στή μουσική όσο κα ί στίς άλλες τέχνες . Ό Λ ούκατς, βέβαια , δέν συμμετείχε σ' α ύτά π ρ ο σ ω π ικά , άλλά δεχόταν κα ί υ π ερ α σ π ιζό τα ν τό ίδ ιο τό π νεύ μ α τών διωγμών αύτώ ν κα ί τό έξύψ ω νε στήν τάξη τής φ ιλοσ οφ ικο-ιστορ ικής θεω ρ ία ς . Ε φ άρμοσ ε στόν το μέα τή ς πολ ιτισ τικής κληρονομ ιάς φ ιλο σ ο φ ικ ές κα- τηγορίες π ο ύ είχαν χρη σ ιμ οπο ιη θεί στήν έκσ τρα τε ία ένάντια σ τόν π α ρ α κ μ ια κ ό μοντερνισμό. Κ αθώ ς ό σοσιαλιστικός ρεαλ ισ μός είχε ά να κ η ρυ χτε ί σάν τό α ισ θη τικό ιδεώ δες τής μ ετεπ α να σ τα τικ ή ς έπ ο χ ή ς , ό Λ ούκατς βρήκε ύ π ο κ α τά σ τα τά του σ τόν «κριτικό ρεαλισμό» τής τέχνη ς κα ί τή ς μεγάλης ά σ τικής λογοτεχνίας τής π ρ ο επ α ν α σ τα τ ικ ή ς έπ ο χή ς . Ά νέλα - βί μιά ταξινόμηση, μιά λεπ το μ ερ ε ια κ ή άξιολόγηση της πολιτισ τικής κληρονομιάς, σ ύμ φ ω να μέ μιά ένι- α ία άρχή: θ έ το ν τα ς ά π ό τή μία πλευρά τή ς πρ ο ό δο υ ότιδή π ο τε ήταν κ ρ ιτ ικ ό ς ρεαλ ισμός καί άπορρ ίπτον- τα ς σάν άντιδραστική κ ά θ ε ιδέα . κ ά θ ε στυλ. π ο ύ
δέν συμφωνούσε μέ αύτό τό ρεαλισμό. Κρατάει >ιά ιόν Τόμας Μάν μιά έπίλεκτη θέση. χάνοντας τον .τόν τελευταίο μεγάλο άντιπρόσωπο « ν κρα.κου ρεαλισμού». πού «δέν ύπηρξε ποτέ μοντέρνο,, μέ τήν παρακμιακή έννοια τού όρου*.
Πώς προσδιόρισε ό Λούκατς αύτό τόν «κριτικό ρεαλισμό»; Πολλές φορές δίνε. μιά έρμηνεΐα τόσο πλατιά, πού ή έννοια αύτή δέν είναι δυνατόν πια νά χρησιμοποιηθεί σάν κριτικό έργαλειο άλλες φορέ?, άντίθετα ή έρμηνεία τον είναι τόσο στενή που δέν “¡ναι παράη μιάδογματική έπιβεβαίωση. « Ο ΤόμαςΜσν» σημειώνει, «είναι ένας ρεαλιστής που δείχνει έξαιρετικό σεβασμό. Οά έλεγα μάλιστα υποκλίνεται μ£ e-ta έξαιρετικό σέβας μπροστά στήν πραγματικότητα. Μπορεί οί περιγραφές του. καί άκόμα **ρισ- σότερο οί πλοκές του. οί μυθιστορηματικές δομές του νά μήν ταιριάζουν στήν έπιψάνεια τής καθημερινής ζωής: άπό τήν άποψη τής μορφής δέν είναι νατουραλιστής. 'Ο πω σδήποτε όμως μέ τό π ε<?^χό- μενο τοϋ έργου του δέν άπομακρύνεται ποτέ άπό τόν πραγματικό κόσμο». Αύτό βέβαια είναι καθαρή ταυτολογία. Μπορεί νά πει κανείς πραγματικά, για όλους αυτούς τούς «παρακμιακούς», τούς πιό καταδικαστέους. άπό τόν Προύστ καί τόν Τζόυς ώς τόν Σάρτρ άκόμη και τόν Μ πέκετ. ότι μέ τό «περιεχόμενο τού έργου τους δέν άπομακρύνονται ποτέ τελ ικά άπό τόν πραγματικό κόσμο»*. Η περίπτωση τού Τόμας Μάν θέτει ένα πρόβλημα στόν Λούκατς. στ' άλήθεια, μέ τή διφορούμενη στάση του άπέναντι στήν παρακμιακή πρωτοπορεία καί μέ τίς συγγένει- ες πού διακηρύσσει ότι έχει μέ τόν Τζόυς καί τίς μή αφηγηματικές μο(>φές τού μυθιστορήματος. Ο Λούκατς θέλει, σέ κάθε περίπτωση, νά σώσει τόν Τόμας Μάν έστω καί παρά τή θέλησή του: προσπαθεί νά έξηγήσει μέ κάπω ς άκατάληπτο τρόπο ότι ό όρθο- λογισμός. ή άντικειμενικότητα τού Τόμας Μάν δέν έπ ιτρέπουν νά τόν άναμίξει κανείς μέ τή λογοτεχνία τής άστικής παρακμής. Γιά τόν Λούκατς ό κριτικός ρεαλισμός είναι τό ίδιο πράγμα μέ τόν όρθολογισμό, τήν αντικειμενικότητα, τήν κοινωνική αισιοδοξία. Προβάλλει μέ ευαισθησία τόν θετικό ήρωα τών κανόνων τού ζντανοβισμού στό δυτικό μυθιστόρημα καί τό θέατρο. Δέν καταφέρνει νά δει ότι ή άπαισιο- ξία, ή απελπισία τού σύγχρονου δυτικού καλλιτέχνη, μπορούν νά είναι μορφές διαμαρτυρίας ένάντια στήν κοινωνική τάξη καί τήν άποσύνθεση τού πολιτισμού μας, καί οτι êva μεγάλο μέρος τού παραλογισμού τών σύγχρονων συγγραφέων καί τών ζωγράφων έκφράζει τή δυσπιστία τους μπροστά στήν κονφορ- μιστική καί όρθά σκεπτόμενη λογική τής άστικής κάστας. 1Η άπαισιοδοξία μάλιστα τών παρακμιακώ ν αντικατοπτρίζει κατά ένα όρισμένο μέτρο τήν άδυ- ναμία τους μπροστά στήν άρνητική ισορροπία, άνά- μεσα στήν έπανάσταση καί στήν άντεπανάσταση (ή μάλλον άν άμεσα στίς κυρίαρχες παρακμασμένες τά ξεις καί τίς έργατικές τάξεις πού είναι ήθικά πα ρα λυμένες), φαινόμενο πού δηλώνει τό κλίμα τής έποχής μας. Πώς ένας μαρξιστής θ ά μπορούσε νά ζητήσει άπό τήν τέχνη καί τή λογοτεχνία νά βγουν ιδεατά άπό τό ιστορικό άδιέξοδο έφ* όσον ή πολιτική πρακτική παραμένει άκινητοποιημένη;
Μόνο στήν άστική ιδεολογία μπορεί νά ριζώσει ή άντίθεση άντιτάσσοντας £ναν όρθολογισμό πού έμ- πνέει έμπιστοσύνη σέ έναν άπαισιόδοξο παραλογι- σμό. Στή Βικτωριανή Αγγλία ό Μακόλεί καί ό Καρλάιλ ένσαρκώνουν τά δύο όρια τής άντίφαοης αύτής. Ό μαρξισμός, μέ ό,τι καλύτερο έχει, δέν άπέρριψε τό ένα άπό τά άκρα γιά νά ταυτιστεί μέ τό άλλο. ΓΙήρε ό,τι θεμελιώδες υπήρχε καί στά δύο, ξεπερνώντας τα καί τά δύο.
Οί συμπάθειες τού Μάρξ καί τού Έ νγκ ελς έξαλλου έκλιναν περισσότερο πρός τό μέρος τού Καρ- λάιλ καί τής έπανάστασής τον; ένάντια στή λογική, παρ όλη τή σύγχιση πού τή χαρακτήριζε, κι όχι στή λαμπρή καί έπιπόλαιη αισιοδοξία τού Μακόλεί. Οί προτιμήσεις τού Λούκατς είναι άντίστροφες. Ά να - φερόμενος στό γερμανικό σύνολο, βλέπει τίς ιδεολογικές πηγές τού ναζισμού μέσα στήν κ α τα σ τρ ο φ ή τής λογική ς τού Βόγκνερ, τού Νίτσε καί τού Σοπεν- χάσυερ, θεωρώντας κάπου κάπου ότι ϊσως σωστά αποδίδονται στό ναζισμό πρόγονοι σάν κι αύτούς. Γιατί, στήν πραγματικότητα, έάν ό ναζισμός οίκειο- ποιόταν μιά φιλοσοφική παράδοση τής «έπανάστα- σης», αύτό θά γινόταν άφού τήν παραποιούσε μέ τόν πιό φριχτό τρόπο, όπως άκριβώς, σ fcva διαφ ορετικό έπ ιπεδο, έκμεταλλεύτηκε καί μετάστρεψε στους δικούς του στόχους τόν άντικαπιταλισμό. τόν συνδεδεμένο μέ τήν πικρία τών μεσαίων τάξεων πού καταστράφηκαν, τής δεκαετίας τού τριάντα. Οίκειο- ποιήθηκε άκόμα καί τό όνομα τού σοσιαλισμού ακόμα και τά σύμβολά του: αύτοτιτλοφορήθηκε Εργατικό Κόμμα καί μπόρεσε έτσι νά προσελκύσει
με τό μέρος του, στόν άντιεπαναστατικό σκοπό του ορισμένες έπαναστατικές τάσεις πού βρίσκονται σέ έμβρυακή κατασταση καί έκδηλώνονταν έδώ κι έκεί στη γερμανική κοινωνία. Πραγματικά, προσέλχνσε
μιγαλο μέρος λαου, μέ τήν άφομοιωτική δύναμή του, στην άντιδραση ένάντια σ' αύτή τή «λογική., των αστικών τάξεων πού είχαν χάσει κάθε έμπιστο- συνη Και αυτό τό πέτυχε έξαιτίας τής πολιτικής και ιδεολογικής αδυναμίας τών κομμάτων τής εργατικής
Τζέηιις Τζόνς
τάξης νά σχηματίσουν ένα ένιαίο μέτω πο έναντίον του. ’Εν πάση περιπτώ σει, ό ρόλος ένός μαρξιστή δέν είναι νά έπικαλεστεί τή «λογική» έναντίον τού ναζισμού, τήν «εύγενή άξιοπρέπεια» καί τίς άξιοσέ- βαστες παραδόσεις τής άστικής τάξης· άκόμη λιγότερο είναι ό ρόλος του νά άρνηθεί όλες τίς μορφές έπανάστασής πού δέν είναι όρθολογικές καί πού δέν έχουν άκόμα ώριμάσει. Ό μόνος τρόπος, άν ύπάρχει ένας. γιά τόν μαρξισμό, νά έπ ιπλεύσει, ήταν νά ξαναδιαμορφώσει τό πρόγραμμά του μέ πειστικό τρόπο, νά έπιδείξει τήν πληρότητά του στή φοβερή κρίση έκείνων τών χρόνων. *0 ρόλος όμως τού Λούκατς. στό πεδίο τής λογοτεχνικής κριτικής, ήταν άκριβώς νά άντιθέσει στό ναζισμό τόν όρθολογισμό καί τόν άξιοσέβαστο χαρακτήρα τής άστικής π α ρ ά δοσης. Ή στάση του είναι ό άντικατοπτρισμός τής δ ιπλής άποτυχίας τού κομμουνιστικού κόμματος: νά μή βλέπει πο ιός ήταν ό σ κοπ ός του κα ί νά μήν άναγνωρίζει πού βρισκόταν τό λάθος του μετά τήν πάροδο τών γεγονότων.
Από έδώ άπορρέει ή ούσιαστική συντηρητική αισθητική τού /λούκατς. «Αύτό πού χαρακτηρίζει τόν Τόμας Μάν, όπω ς κα ί τόν Γκαίτε», λέει, «είναι νά ένημερώνεται πάντοτε γιά τά καινούρια λογοτεχνικά κινήματα άλλά νά μήν τά δέχετα ι πα ρά μέ κά θε έπιφύλαξη». Αύτό ταιριάζει περισσότερο στόν ίδιο
Γ κ ι ο υ ζ έ π ε Ο ύ ν γ κ α ρ έ τ ι
Ιτα λ ία
Είμαι Ενα ποιητήςΜιά όλόψυχη κραυγήΕίμαι Ενας θρόμβος τών όνείρων
Είμαι Ενα φρούτοΑπό άναρίθμητες άντιθέσεις μπολιασμένο Ωριμασμένο σέ μιά νύχτα
Μά ό λαός σου σύρθηκε Από τήν Ιόια γή
Πού σύρομαι κι έγώ Ιταλία
Καί σ ’ αύτή τή στολή Τού στρατιώτη ΑνατιαύομαιΟπως ίσως στήν κούνια
Τού πατέρα μοο
Μτφρ. ΣΤ. Κ ΑΤΣΙΚ ΑΣ
τόν Λ ούκατς παρά στόν Γκαίτε ή στόν Τόμας Μάν Ό Γκαίτε υπήρξε ό ίδ ιος ένας μεγάλος νεωτεριστής καί στό τέλος τής ζωής του ήξερε νά ύπ οδεχτε ί μέ ένθουσιασμό τήν ποίηση τού Μ πάιρον, πού άντι- προσώ πευσε τόν πιό ακραίο νεωτερισμό ;*ού εύρω- παικού ρομαντισμού. "Οσο γιά τόν Τάρας Μάν, είδαμε μέ ποιό τρόπο ό Λ ούκατς προσπαθούσε νά δικαιολογήσει τό θαυμασμό τον» γιά τόν Τζόυς. Κι όσο γιά τίς έπ ιφυλάξεις τού» ίδιοι» τού Λ ούκατς άπέναντι στούς «νεωτερισμούς», φ θάνουν τά όρια τοϋ παράλογου όταν προσεγγίζει τή μοντέρνα ψ υχολογία καί έπ ιδίδεται σέ βίαιες καί κακοστηριγμένες κατηγορίες ένάντια στόν Φρόυντ. ' Η ψυχανάλυση παραμένει, γι' αύτόν, μιά άπό τίς π ιό έπ ίφ οβ ες ύπερβολές τού άντιδραστικού παραλογισμού. « Ο Φρόυντ καί ό Χάιντεγκερ, όπω ς ό Νίτσε καί ό Σπένγκλερ, λέει,«είναι οί π ιό θεαματικο ί καρποί τής διανοητικής καταστροφ ής τής ιμπεριαλιστικής περ ιόδου». Φ τάνει μάλιστα στό σημείο νά βάλει τόν Φρόυντ καί τή ναζιστική ιδεολογία στό ίδιο τσουβάλι. Έ δώ καί πάλι ό Τόμας Μάν, ένθερμος θα υ μ α στής τού Φ ρόυντ, τού προκαλεί άμηχανία, άλλά γιά νά βγει άπό αύτή θεω ρεί τό περίφημο Τιμή σ τόν Φ ρ ό υ ντ τοϋ Τόμας Μάν, μία άπλή παρέκκλιση τού δοκιμ ιογράφ ου πού άφήνεται στόν ίλιγγο τών ιδεών. Φ υσικά κά θε έργο τέχνης πού έχει τίς ρίζες του στήν ψυχανάλυση, τού φαίνετα ι καί μόνο άπό αύτό τό γεγονός άμελητέο ή έπ ικ ίνδυνο. Οί άκαδημαϊκές καί συντηρητικές προκαταλήψ εις τού προφρούδι- κού φ ιλόσοφου άναμιγνύονται έδώ μέσα του μέ τήν άπλή ζντανοβιστική άδυναμία κατανόησης.
Τ ίθεται μία άλλη παρατήρηση, πού θίγε ι τά πολιτικά παρασκήνια μιάς τέτο ιας στάσης. Ο Λ ούκατς δέν ύποτάσσ ετα ι μέ τήν ίδ ια ευκολία σέ όλες τίς όψεις τοϋ σταλινισμού. Α πογοητεύτηκε χωρίς άμφιβολία πολλές φ ορές ά π ό τή χυδαιότητα, τή σκληρότητα τής λατρείας τής προσω πικότητας. ‘Αλλά άν καί έδειξε πάντα ύπ α κ ο ή . τού χάλασε οπω σ δήποτε ή διάθεση μπροστά στίς ύπαναχο)ρήσεις τής άκρας άριστεράς τού σταλινισμού. 'Α ντίθετα , εύχαρίστως συμφώνησε μέ τά μετρ ιοπαθή ρεύματα τής δεξιάς τού σταλινισμού, ιδιαίτερα μέ τά λαϊκά μ έτω πα τής δεκαετίας τού τριάντα καί τίς έπεκτά σ εις τους στίς δεκαετίες τού σαράντα. Δέν είναι τυχαίο ότι τό μεγαλύτερο μέρος τού» έργου τής λογοτεχνικής κριτικής άνάγεται στήν περ ίοδο αύτή. Ά π ό τό λαϊκό μέτω πο, άπλή τακτική , έφ τιαξε μιά ιδεολογία καί τήν έφ άρμοσε κυρίω ς στή φ ιλοσοφία, στήν ιστορία τής λογοτεχνίας καί στήν κριτική τής τέχνης. Είναι γνωστό ότι τό λαϊκό μέτω πο ήταν ή άντιδραση πού προέβαλε ό σταλινισμός στίς παραπλανήσεις τής δ ικής του άκρας άριστεράς. παραπλανήσ εις πού δ ιευκόλυναν τήν άνοδο τού Χίτλερ στήν έξουσία. Ό σταλινισμός έπιζήτησε μιά έγγύηση γιά τ ίς σ υνέπειες αύτής τής καταστροφ ής, έπ ικαλούμενος τήν άντιφα- σιστική συνείδηση τή ς δυτικής άστικής τάξης, κα ί γΓ αύτό τό λόγο έγκατέλειψ ε καί έφ τασ ε μέχρι νά άπαγορέψ ει κ ά θ ε μορφή προλεταριακής καί έπανα- στατικής δράσης κα ί κ ά θ ε προσανατολισμό π ρ ό ς τόν σοσιαλισμό.
Ό Στάλιν άκολοΰθησε καί πάλι τή γραμμή αύτή μετά τήν έπ ίθεσ η τού Χίτλερ στή Σοβιετική Έ νωση καί τή διατήρησε στά άμέσως μεταπολεμ ικά χρόνια, έλπίζοντας άκόμη νά προφυλάξει τή Μ εγάλη Συμμα- χία. Μ έσα ά π ’ αύτές τίς σ υνθή κ ες τά κομμουνιστικά κόμματα τών άλλων κρατώ ν π ρ ο σ π α θ ο ύ σ α ν νά π ά ρουν μέ τό μέρος τους μιά άστική τάξη π ο ύ ξεπερ- νούσε τή δυσπιστία της πρ ό ς τή Ρωσία καί τό φ όβο της γιά τόν κομμουνισμό· γι' αύτό έκάλυψ αν, ή έφ τασαν ώ ς τό σημείο νά άρνηθούν τό μαρξιστικό το υ ς δεσμό μέ τήν έπανάσταση γιά νά υποστηρίξουν καί σέ όρισμένες περ ιπτώ σεις νά βοηθήσουν στήν άνοικοδόμηση τών άστικώ ν δημοκρατιώ ν κα ί τα υ τό χρονα τών ιδεολογιών τους. Ο μαρξισμός είχε ξυπνήσει τήν έχθρότη τα τών μικροαστώ ν άπέναντι στίς κυρ ίαρχες τάξεις. Ο σταλινισμός ήρθε σέ σύμπραξη μέ τίς τελευταίες, κά θε φ ορά π ο ύ ήταν αύτό δυνατό, κα ί τ ίς βοήθησε νά διατηρήσουν τήν έξουσία τους πάνω στίς λα ϊκές μάζες. Γιά τήν ίντελιγκέν- τσια π ο ύ εύθυγραμμιζόταν μέ τά κομμουνιστικά κόμματα, αύτό οδήγησε σ* όρισμένες ίστορικοφιλο- σ οφ ικές άνακατατάξεις καί σ' ένα σχήμα μέ πολυά ριθμες μ ορφ ές σκέψ ης. Οί διανοούμενοι τή ς άριστεράς, οί σ υγγραφείς, οί καλλιτέχνες, μάθα ιναν ότι δέν έπ ρ επ ε π ιά νά ά π ορρ ίπ του ν τά π α τρ ιω τικά ιδεώδη, ότι δέν έπ ρ επ ε νά καλλιεργούν ένα στρατευμένο άντικληρικαλισμό· ότι δέν έπ ρ επ ε , στήν πολιτιστική τους κληρονομιά, νά δείχνουν μιά πολύ έντονη προτίμηση γιά τά λαϊκά κι έπα να σ τα τικ ά ρεύματα, ένάντια στά «άριοτοκρατικά» ρεύματα. Οί κομμουνιστές, ά π ό τή δική τους πλευρά , μάθα ιναν νά συμπερ ιφ έροντα ι σάν καλοί πατριώτες* νά άπλώ- νουν τό χέρι στόν κληρικαλισμό, έκ εί π ο ύ μέχρι τότε τόν θεω ρούσ αν έχθρό· τέλος, νά κολακεύουν λίγο ή περ ισσ ότερο δ ιακριτικά τίς πολιτιστικές, σ υμβατικές άξιες τής άστικής τάξης.
Μ τφρ.: ΑΛΕΞ. ΖΗ ΡΑ Σ
( Η συνέχεια καί ιό τέλος ατό έηόμενο)
Θ έα τρ ο 2 5 ΓΡΑ Μ Μ Α ΤΑ ΚΑΙ Τ Ε Χ Ν Ε Σ
Από το ύ ς όρους πού π ρ ο α \α ((έρ η με θά σταθούμε ατό «λα ϊκό». γιατί άκριβώς είναι ό όρος π ο ύ κυριαρχεί καί προβληματίζει στίς μέρες μας. ένώ, σ υ γ χ ρ ό ν ω ς , ε ίν α ι ά ν α β α π τ ισ μ έ ν ο ς στους άλλους δυο. Στίς συνεννοήσεις τών άνθρώ πω ν τού θεάτρου στόν τόπο μας, ό όρος «στρατευμένο» ευδοκίμησε. κύρια, στην περίοδο της χούντας, γιά ευνόητους λόγους. ’ Ο όρος «.πολιτικό» χρησ ιμοποιήθηκε γιά νά συμπαρατάξει τό θέα τρο μέ την πολιτική δραστηριότητα, ένώ συγχρόνως άποκήρυ- ξε έντονα τό «απολιτικό», μέ τόν ισχυρισμό ότι άκόμα και τό δόγμα «τέχνη γιά τήν τέχνη» είναι μιά αντιδραστική πολιτική θέση. Τό «λαϊκό» χρησιμοπο ιήθηκε στη θεατρ ική καθομιλουμένη παράλληλα μέ τήν προσ π ά θ εια νά δημιουργηθεϊ ένα πλατύ, μαζικό, πολιτιστικό κίνημα. “Ετσι λοιπόν τό «λαϊκό» ήδη π ρ ο ϋ π ο θ έ τ ε ι μιά πολιτική στράτευση έπηρεασμένο ά π ό τις προη γούμενες ζυμώσεις.
Τό «λαϊκό» δέν είναι μιά πρόσφ ατη ύπ όθεσ η στό χώρο τού θεάτρου . Ή διαδρομή του είναι πολυκύμαντη καί οί ρίζες του παλιές. Χ ρησιμοποιήθηκε γιά νά έκφ ράσει πολλών ειδών απόψ εις καί συμφέροντα . 'Ε μ είς κύρια θά έν- δ ιαφ ερθούμ ε γιά τή σημερινή φόρτιση τού όρου, γιά τή δυναμική λειτουργία καί τις έπ ιρροές του πάνω στήν π ρ α κτική τού σύγχρονου έλληνικού θ ε ά τρου. Ή άποψ η ή καλύτερα ή έπαγγε- λία γιά ένα λαϊκό θέατρο -κ α ί είναι δημοφιλής στίς μέρες μ α ς- συνοψίζεται στήν οίκοδόμηση ένός θεάτρου πού νά έκφράζει προοδευτικές άντιλήψεις. μέ τρόπο κατανοητό, ώστε νά Απευθύνεται καί νά συνειδητοποιεί τίς πλατιές μάζες. ‘Ο πότε διαπιστώ νουμε ότι τήν έννοια «λαϊκό» π ρ έπ ει νά τήν προσεγγίσουμε ά π ό όρι- σμένες πλευρές. ’Α πό τή μεριά τού φ ορέα τη ς λα ϊκής θεα τρ ική ς πράξης, άπό τή μεριά τής ιδεολογίας π ο ύ μ ετα δίνει καί τό βαθμό τής άποτελεσματι- κότητάς της κα ί άπό τή μεριά τού κοινού π ο ύ είναι ό ά π ο δ έκ τη ς τής θεα τρ ική ς πράξης.
Λ α ϊχ ό ς φ ο ρ έα ς
Ή έννοια «λαϊκός», παλιότερα , δέν περιλάμβανε τήν π ρ ο σ π ά θ εια π ο ύ κ ά νουμ ε σ ήμ ερα νά μ ιλήσουμε κοινή «γλώσσα» μέ τό λαό. Αύτή ή κοινή γλώσσα ήταν δοσμένη, μιας κα ί οί λαϊκοί ή θο π ο ιο ί (θεατρίνοι) ανήκαν κ α τευ θε ία ν στό λαό, δέν είχαν δ ια φ ορετική κουλτούρα. Δέν ήταν λόγιοι... Ή πρακτική αύτώ ν τών θεατρ ίνω ν καλλιέργησε συγκεκριμένες φ όρμ ες π α ρ ά στασης, τέτο ιους κώ δικες π ο ύ έπ ικο ι- νωνούσαν κ α τευ θεία ν μέ τό λαό. τό κοινό τους. Τό πρόβλημα τή ς έπ ικο ι- νω νίας π α ρ ο υ σ ιά σ τη κ ε μέ α ιτία τό προχώ ρημα τού καπιταλισμού, π ο ύ νο μοτελειακά πολυδιάσ πασε τίς κοινω νικές λειτουργίες καί δημιούργησε μεγάλες ποικιλίες τρόπω ν ζω ής κ α ί αύστη- ρά ε ιδ ικ ευ μ έ ν ες γνώ σ εις . Κ ατάλυσε σταδιακ;. τόν σ υνεκτικό κρίκο τή ς λαϊκής κουλτούρας, τήν παράδοσ η . "Ετσι οί ά νθρω ποι τού θεά τρου μεταβλήθηκαν σέ δ ιανοούμενους π ο ύ έχουν γιά άντικείμενό το υ ς μιά ειδικευμένη τ έ χνη κα ί καλούνται νά σ που δάσου ν τά μυστικά της. Ή έποχή τού σαιξπηρικού Στη μόνη καί τή ς π α ρ έα ς του έχει τελειώσει έδώ κα ί δ εκ ά δες χρόνια καί μαζί το υ ς κα ί ή έποχή τών λαϊκών θιάσω ν.
Ξεκίνησα τήν προσέγγιση τού λαϊκού θ εά τρ ο υ ά π ό τή μεριά τού φ ορέα , γιατί τό ζήτημα είναι ξεκάθαρο . Ό καπιταλισμ ός στήν άνάπτυξή του έξά- λειψε τήν ύπαρξη λαϊκών φορέω ν τή ς θ εα τρ ικ ή ς πράξης. Τό θέα τρο έγινε μιά έργασία, ύπ ο τά χτη κ ε στήν ο ικονο μική ύ π οδομ ή , σ τούς μηχανισμούς π α ραγω γής - δ ιανομής. Κ υκλοφορεί π α ρόλα α ύτά ή ά π οψ η ότι οί έρασιτεχνι- κοί θ ίασ ο ι σήμερα δέν είναι τ ίπ ο τα άλλο ά π ό τήν έκφ ραση αύτών τών παλιών λαϊκών θιάσω ν. Ό ισχυρισμός στηρίζεται στό γεγονός ότι ο ί έρασιτέ- χνες δέν άμοίβονται ά π ό τό θέα τρο , κάνουν άλλη βιοποριστική έργασία καί έπ ί πλέον δημ ιουργούν ά π ό μεράκι, χω ρίς κ ά π ο ια ιδιαίτερη θεα τρ ική π α ιδεία . Ο πω σ δήποτε όμως, ή ιστορία, π ίσω δέν γυρνάει. Κι ό,τι χάνετα ι, χά νεται γιατί οί σ υνθή κ ες π α ύ ο υ ν νά τό συντηρούν. "Οσοι ένστερνίζονται τήν
Λαϊκό ΘέατροΠ ο λ ιτ ικ ό , σ τ ρ α τ ε υ μ έ ν ο λ α ϊκ ό ... ’Ε ν νο ιο λ ο γ ικ ο ί προσδιορισμοί, πού έχουν τή ν πρόθεση νά κ α θορ ίσ ουν ένα θ έα τρ ο δρ α σ τή ρ ιο κα ί π ρ ο ο δ ευ τ ικ ό . Π ροσδιορισμοί συνυφασμένοι μεταξύ το υ ς , πού όπω σ δήποτε άφ ορούν στή θεω ρ ία του θ εά τρ ο υ , άλλά σπάνια έτυχαν μιας έπ ιστημονικής μ εταχείρ ισης. Χ ρησιμοποιήθηκαν α υθόρμ ητα , γιά νά το ν ίσουν ότι τό θ έα τρ ο , σάν κοινωνική λ.ειτουργία, δέν μπορεί νά μένει αδιάφ ορο ά πένα ντι στίς μεγάλες κοινω νικές έξελίξεις. Π ρέπει νά σ τρ α τευ θ ε ΐ, νά π ά ρ ε ι θέση, νά γίνει πολιτικό καί λαϊκό. "Ο πως συμβαίνει συχνά μέ πα ρόμοιες παρα ινέσεις, δη- μ ιουργήθηκε μιά μεγαλύτερη σύγχιση στό χώρο τη ς θ εα τρ ικ ή ς πρα κτική ς. Στό π εδ ίο τή ς θεω ρ ία ς οί συζητήσεις προκάλεσαν ά ντιδ ικ ίες κι ένα σωρό δ ια φ ο ρ ετ ικ ές ά πόψ εις, όχι μόνο γύρω άπό τή ν άποδοχή αύτώ ν τώ ν όρων, κύρια , γύρω άπό τό πο ιά όκριβώ ς είνα ι ή έκφρασή το υ ς σ τήν πράξη. “Ετσι έχουμε τό ν Μ πέρναρ Ν τόρτ νά ισχυρ ίζετα ι ότι ό Ζενέ α ντιπρ οσ ω πεύει τό νέο πολιτικό θ έα τρ ο , σ υγγραφ έα πού άλλοι τό ν θ εω ρ ο ύ ν μεταφ υσ ικό . Ό Γιάν Κ ότ τον ίζε ι ό τι όταν ζητάνε ώμό ρεαλισμό στή σκηνή άνεβάζουν Μ πέκετ, όταν ζητάνε φαντασ ία ανεβάζουν Μ πρέχτ, μιά άποψ η πού ξενίζει ορ ισμ ένους πού σχετίζοντα ι μέ τό λαϊκό θ έα τρ ο . Οί δ υ σκολίες έμ φ α νίζοντα ι γ ια τ ί σέ ζητήμ ατα θεω ρ ία ς το ύ θ εά τρ ο υ οί ύ π ο θ έσ ε ις δέν έπ ιβεβα ιώ νοντα ι μέ σαφή μ α θημ ατική μ έθοδο , άλλά έκφ ρά ζουν κάπο ια γεν ικότερ α ρ εύμ α τα κα ί μόνο έτσ ι έπ ιδρ ο ύ ν στήν πράξη . Παρόλα α ύτά , άν ένσ κύψ ουμε άπό τή ν π λευρ ά τή ς θ εω ρ ία ς σ’ έκ ε ίνο υ ς το ύ ς όρους πού χα ρα κτη ρ ίζουν τή θ εα τρ ικ ή δράση τή ς έποχή ς μας, μ πορούμ ε ά π οτελεσ μ α τικ ά νά ξεκα θαρ ίσ ουμε έννο ιες κα ί π ρ ο θ έσ ε ις κι άν τό π ετύ χο υ μ ε θ ά κ α τα φ έ ρ ουμε νά προσ ανα τολ ίσ ουμε α ύτή ν τή ν ίδ ια τή θ εα τρ ικ ή δράση σέ π ιό ούσ ιασ τικά κανάλια.
Γιάννι75 Καραχιοαρίόη$
π α ρ α π ά νω ά π οψ η π ρ έπ ε ι νά άναρωτη- θ ο ύ ν γιατί οί έρασ ιτεχνικο ί θ ίασ ο ι δ α νείζοντα ι τό ρ επ ερ τό ρ ιό το υ ς ά π ό τόν έπαγγελμ α τικό χώρο. Γιατί ύ π ά ρ χε ι έ νας γεν ικ ότερος μιμητισμός σέ όλες τίς θ ε α τ ρ ικ έ ς δ ια δ ικ α σ ίε ς π ο ύ ά κ ο λο υ - θο ύ ν . Ή δική μας έξήγηση δέν ικανοποιεί, βέβαια , το ύ ς ρομαντικούς, έχει όμω ς περ ισσότερη σχέση μέ τήν π ρ α γ ματικότητα . Ή διάδοση τή ς έρασιτε- χνικής θ εα τρ ικ ή ς δρασ τηρ ιότητας σ χε
τίζετα ι μέ μιά πολιτική πολιτιστικής άνά πτυξη ς καί όχι μέ τήν άναβίωση τώ ν λαϊκών θιάσω ν. Α κόμα κα ί τά δ ιά φ ορα δρώ μενα κα ί οί π ερ ίφ η μ ες Ζ α κ υνθ ινές όμιλίες άνάγονται σέ μιά έθ ιμ ική συντήρηση λαϊκής μνήμης. Ό λαός ά π ο ξενώ θη κ ε ά π ό τήν καλλιτεχνική δημ ιουργία ά π ό τότε π ο ύ έντάχθη- κε σέ μιά αύστηρή ο ικονομική δόμηση. Ό λαός δέν κάνει θέα τρο , είναι μονάχα ά π ο δ έκ τη ς κα ί θ ά δούμε άργότερα
Η « 4 Ρ Δ Ι Α ΤΗ*
Σ ω τή ρ η Σ παΰά ρη . Κ αραγκ ιόζης
μέ πο ιό τρόπο.
Ίό εο λ ο γ ιχή π α ρ σ γω γι)
Παρόλο πού όπω ς είπαμε λαϊκοί θ ία σοι δέν υπάρχουν πιά, δημιουργήθη- καν μιά σειρά άπό θ ε ο τ ικ ά συγκροτήματα πού περιείχαν τό «λαϊκό» στούς σ κοπ ούς τους καί πολλές φ ορές στήν έπω νυμία τους. ’ Εδώ βέβαια ή π ρ ό θ ε ση είναι φανερή. Επιχειρούν νά δ ιευ ρύνουν τό θεα τρ ικό κοινό τους καί μ αύτόν τόν τρόπο νά έπηρεάσ ουν τίς άπόψ εις τών πλατιών μαζών. Δηλαδή στόχος τους είναι νά έπέμβσυν στίς κοινω νικές διεργασίες, νά παράξουν ιδεολογία (ΣΗ Μ . Ο ό ρ ο ς χρη σ ιμ ο ποιείται έννοώ ντας ένα σύστημα άπό- ψ εω ν, μιά κ ο σ μ ο θ εω ρ ία ). Χ ρησιμοπο ιούν τό θέα τρ ο σάν ένα μέσο πολιτικής κα ί κοινω νικής συνειδητοποίησης.Ή ιδεολογική πάλη είναι στό στόχαστρο τών θιάσω ν π ο ύ προτάσσουν στίς έπ ιδιώ ξεις τους τό λαϊκό θέα τρο . ‘Ακριβώ ς ό αύτό τό σημείο π ρ έπ ει νά άντιμετω πίσουμε τά προβλήματα π ο ύ γεννάει αύτή ή πρόθεσ η κα ί νά συλλογιστούμε πάνω στήν πο ιότητα , τήν ά- ποτελεσ ματικότητα καί στά όρια τής ιδεολογικής πάλης π ο ύ είναι έφ ικτή μέσα ά π ό τή θεατρ ική δράση.
Τά όρια της ιδεολογικής άποτελε- σματικότητας τής θ εα τρ ικ ή ς πράξης έξαρτώ νται ά π ό τό ειδικό βάρος τού θεά τρ ο υ στήν τέχνη καί γενικότερα στό χώρο τής ύπ ερδομ ής, σάν μορφ ής κοινω νικής συνείδησης. Αύτό τό ειδικό βάρος, κύρια μεταπολεμ ικά , περ ιορ ίστηκε. Κ άποτε τό θέα τρ ο ήταν ή μοναδική όπ τικ ή ζωντανή τέχνη, πού μπορούσε, μέσα ά π ό τήν άναπαράστα- ση, νά έκφ ράσ ει τίς κοινω νικές σ χέσεις. Η εισαγωγή τή ς κάμερας στά μαζικά μέσα περιόρισε τήν π α ντο δυ να μία τού θεά τρ ο υ ούσιαστικά. Σ χετικά άναφ έρει ό Μ. Ν τόρτ ότι ό Ιδιος ό θεσ μ ό ς τού θεά τρου , σάν μέσου έ κ φρασης, άλλαξε ριζικά έδώ κα ί τρ ιάντα χρόνια. Τό μεγάλο θέα τρ ο τών μαζών στίς άρχές τού αιώνα ήταν πρόσ φ ορο νά κάνει τό λαό νά ξαναζεί τά μεγάλα γεγονότα , τό σοβιετικό ά γκ ιτ-πρόπ είχε σάν άποστολή νά άντικαταστήσει τήν έλλειψη ένημέρωσης. Σήμερα τήν καθολ ική άποψ η τών γεγονότω ν μάς τήν π ροσ φ έρει τό ραδιόφω νο κ α ί ή τηλεόραση, π ο ύ όχι μόνο άγγίζει πολύ π ερ ισ σ ό τερ ο κ ό σ μ ο , άλλά δίνει έπ ί πλέον τήν ψ ευδαίσθηση στό θεατή πώ ς είναι παρώ ν στά γεγονότα τού κόσμου. ‘Α πό τήν άλλη μεριά στό χώρο τής τέχνης τήν ψ ευδαίσθηση τής π ρα γμ ατικότητας τή δίνει ό κ ινηματογρά φ ος μέ τόν έντυπω σ ιακό ρεαλισμό καί της παραμ ικρής λεπτομέρειας. Αύτό π ο ύ άπόμεινε στό θέα τρο είναι ή ζωντανή άμεσότητα καί τό σκηνικό πα ιχνίδ ι στόν ένεστώ τα χρόνο.
Η καινούρια κατάσταση περιόρισε τά όρια τή ς ιδεολογικής άποτελεσματι- κότη τα ς τή ς θ εα τρ ικ ή ς πρά ξης κα ί κ α τά ένα άλλο τρ ό π ο . Τή μετάτρεψ ε σέ ά π ο δέκ τη τών ιδεολογικώ ν ζυμώσεων π ο ύ δ ιακ ινούντα ι πλέον μέ άλλα μέσα, έδραιώ νονται στίς συνειδήσεις, γιά νά έ π η ρ εά σ ο υ ν τελ ικ ά τή θ ε μ α το λ ο γ ία τού θεα τρ ικο ύ έργου . Δέν π α ρ α τη ρ ο ύ νται π ιά π ερ ιπ τώ σ ε ις σάν κι έκείνη τού ’Ίψ ε ν , π ο ύ όταν π ρω τοα νεβ ά σ τη κα ν τά έργα του βρ έθη κ α ν στήν π ρ ω το π ο ρία τή ς ιδεολογικής πάλης τή ς έπ ο χή ς του. Τό θ έα τρ ο σάν φ ο ρ έα ς κοινω νικώ ν αντιλήψ εω ν έπ ετα ι. Είναι ύπ οχρε- ω μένο νά ά πεχ)θυνθει σέ συνειδήσεις ήδη δ ιαμ ορφ ω μ ένες ή δ ιαμορφω νόμε- ν ε ς μέ άλλους τρ ό π ο υ ς . Ο θ ε α τή ς άν έπ ικο ινω νήσ ει μέ τό θεα τρ ικ ό έργο θ ά έπ ιβεβα ιώ σ ει τ ίς ά π ό ψ ε ις του άν σ υμφ ω νεί μέ τό περ ιεχόμ ενο ή στήν άλλη περ ίπ τω σ η θ ά ένα ντιω θ εϊ άσ χετα άν κα ί πάλι θ ά χε ιροκροτήσει. Βασικά έπ ιθ υ μ ε ϊ νά άπ οκ ομ ίσ ει ένα είδος δ ια σ κέδασ ης ή πάλι νά προβλημ ατιστεί σέ θέμ α τα π ο ύ όμω ς είνα ι σέ μεγάλο β α θ μό ένημερω μ ένος κ α ί κ α τα σ τα λ α γμ ένος. Γιατί βαρα ίνουν πολύ π ερ ισ σ ό τερο στή δεκ τ ικ ό τη τά του τά μαζικά μέσα ένημέρω σης κα ί ή π ρ ο π α γά νδ α τώ ν πολιτικώ ν όργανώ σεω ν σέ σ υ νδυ α σμό μέ τήν κα θη μ ερινή βίωση τών προβλημ άτω ν του.
Τό θ έ α τρ ο δ ια π ισ τώ νοντα ς τή γεν ικότερη κρίση στήν έκφ ρα σ ή του, άλλά κα ί τό κο ινό το υ νά φ θ ίνε ι, π ρ ο σ π ά θ η -
---------- ►
Θέατρο 26 Βιβλιοκριτική
σε νά αντίδραση. Πειραματίστηκε. Ο βασικός του στόχος ήταν νά έπανα- προσδιορίσει τις διόδους έπικοινωνίας μέ τό πλατύτερο δυνατό κοινό. Μέσα σ’ αυτές τις διεργασίες οι προσπάθειες γιά Ι-να λαϊκό θέατρο πού Οά έπηρεά- οει τίς συνειδήσεις ¿γκλωβίστηκαν στήν άντί/^ψη ίνός Εργου κατανοητού (¿ς πρός τή φόρμα καί φορέα κοινόχρηστων προοδευτικών Ιδεών ώς πρός τό περιεχόμενο. Πρόθεση λοιπόν, νά μεταβληθεί ή θ ε α τρική πράξη σέ ένα έπιπλέον άγωγό μετάδοσης τής προοδευτικής ιδεολογίας, που ήδη διαθέτει, δπω ς είπαμε παραπάνω, καί πιό ευέλικτα καί α π ο τελεσματικότερα κανάλια γι' αυτόν τό σκοπό. Διευκρινίζουμε ότι αυτό τό κείμενο άναφέρεται στό κυρίαρχο ρεύμα, ένώ έχουν παρατηρηθεί κι άλλες άπό- πειρες, σποραδικές όμως.
Μέχρι έδώ παρατηρήσαμε ότι τα ό ρια τής ιδεολογικής άποτελεσματικό- τητας τής θεατρικής πράξης έχουν π ε ριοριστεί γιά λόγους αντικειμενικούς, ότι τό θέατρο έγινε βασικά δέκτης ιδεολογικών ζυμώσεων πού έχουν προ- 7]γηθεί στις συνειδήσεις καί ότι ή κυριαρχούσα αντίληψη γιά τήν ουσία τού λαϊκού θεάτρου πού προϋποθέτει ιδεολογικό προσανατολισμό ένδιαφέρεται γιά τήν ευκολονόητη διάδοση προοδευτικών ιδεών. Ά ς προχωρήσουμε, λοιπόν, σέ άλλες διαπιστώσεις. Έ φ ’ όσον ήδη καταλήξαμε ότι τό θέατρο είναι άποδέκτης ιδεολογικών ζυμώσεων καί επομένως μεταδίδει τά κοινίονι- κά προβλήματα καί τήν έπικαιρότητά τους άπό δεύτερο χέρι, αύτό πού α π ομένει θά ήταν νά επεξεργαστεί τό ιδεολογικό του ύλικό μέ βάση τήν ιδιαιτερότητα πού έχει σάν τέχνη. Ό προσδιορισμός τών δυνατοτήτων τής θ ε α τρικής πράξης σχετίζεται μέ τό βαθμό πού άξιοποιεί τά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Έ τσ ι θ ά δικαίωνε τή μαρξιστική αντίληψη πού τονίζει ότι τό θ έ α τρο είναι μιά μορφή κοινωνικής συνείδησης, πού φυσικά διαφέρει άπό άλλες μορφές πού μεταχειρίζονται μιάν άλλη γλώσσα. Τότε ή θεατρική τέχνη θά μπορούσε ν άποδώσει μιά σαφή καί ξεχωριστή προσφορά στόν τομέα τής παραγωγής τής ιδεολογίας. Έ δώ λοιπόν βρίσκεται τό ζητούμενο γιά όσους πρεσβεύουν ένα λαϊκό θέατρο πού φιλοδοξεί νά προσανατολίσει τό πλατύ κο ινό π ρ ό ς όρ ισ μ ένη κ α τε ύ θ υ ν σ η . Πρέπει έπιπλέον νά ξεκαθαριστεί ότι ή παραγωγή Ιδεολογίας οτό θέατρο έ- ξαρτάται, άλλά δέν ταυτίζεται μέ τό περ ιεχόμ ενο ένός θ ε α τρ ικ ο ύ έργου , γιατί τό περιεχόμενο μαζί μέ τή μορφή, οΐ άπόψ εις δηλαδή καί ή θεατρική τους σύνθεση, σέ μιά διαλεχτική σχέση φέρουν τό ιδεολογικό άποτέλεσμα πού ή έπιρροή του, πάλι, έξαρτάται ά π ό τή δεκτικότητα τού κοινού. Δέν άρκεί, γιά παράδειγμα, ένα θεατρ ικό έργο νά μιλάει γιά έπανάσταση, άλλά καί νά έκφράζεται έπαναστατικά. Σημειώ νουμε, τέλος, ότι τό ζητούμενο πού τέθη κε παραπάνω διερευνήθηκε άπό τίς άναζητήσεις π ο ύ έγιναν στή θεω ρία καί στήν πράξη άπό μελετητές καί δημιουργούς σάν τόν Μ πρέχτ καί τόν Πισκάτορ καί άπό όλους έκείνους πού καταπ ιάστηκαν μέ το ύ ς λεγάμ ενους μεταμπρεχτικούς πειραματισμούς.
Σέ άντίθεση μέ όλους αύτούς ό κύριος όγκος τής σύγχρονης θεατρ ικής παραγωγής στόν τόπο μας έμμένει σέ πρότυπα τού περασμένου αιώνα, σέ άναπαλαιωμένες μεθόδους θεατρ ικής έπεξεργασιας, πού όπω ς διαπιστώσαμε ή ιδεολογική άποτελεσματικότητά τους έχει περιοριστεί άντικειμενικά σέ μεγάλο βαθμό.
Φ τάνουμε έτσι, σέ μιά δεύτερη διαπίστωση σχετικά μέ τό λαϊκό θέατρο, όπω ς αύτό έχει σηματοδοτηθεί στίς μέρες μας. Πρώτα είπαμε ότι σήμερα δέν ύπάρχουν λαϊκοί θίασοι καί τώρα διαπιστοϊνουμε ότι δέν άρκεί ή βαρύγδουπη προσωνυμία «λαϊκό θέατρο», δέν άρκεί οί ήθοπο ιο ί νά πούν κάποιες προοδευτικές κουβέντες ά π ό τή σκηνή, δέν άρκεί νά χρησιμοποιηθούν ευκολονόητοι τρόποι γιά νά μ εταδοθεί τό περιεχόμενο στό κοινό. Ό λα αύτά δέν άρκούν κι όχι μόνον αύτό, άλλά άντί- θετα είναι άνώφελα καί άποπροσανα- τολιστικά σέ δ,τι άφ ορά στούς στόχους τής θεατρ ικής πράξης νά διαμορφώσει συνειδήσεις. Στό τέλος παρατηρείται τό φαινόμενο ά π ό τή μιά μεριά νά
ύπάρχει έφ ησυχασμός, μέ τήν ψ ευδα ίσθηση ότι παράγετα ι «λαϊκό θέατρο» γιά τίς μάζες κι ά π ό τήν άλλη ή άπογο- ήτευση νά δημιουργεί άντιδράσεις σέ αύτού τού είδους τό «λαϊκό» π ο ύ έκ- φράζονται μέ ιδ ιω τικούς προβληματισμούς καί μέ έγκατάλειψ η τής π ρ ό θ ε σης νά έπηρεασ τούν συνειδήσεις. Ή κρίση τού «λαϊκού θεάτρου» κ α θο ρ ίζει, έξάλλου, άποφ ασ ισ τικά κα ί τή γενικότερη κρίση τού π ροοδευτικού θ ε ά τρου. Αύτά σέ ό,τι άφ ορά στό θέα τρο που» παράγει ή έπ ιθυ μ εϊ νά παράξει ιδεολογία κα ί όχι έκεϊνο π ο ύ έχει κ α θα ρά έμ πορευματοπο ιηθεί.
Ή έ π α φ ή μ έ τ ό χ ο ι ν ό
Τό λαϊκό θέα τρο πάντα είχε στόχο τι'ι μαζικοποίηση τού κοινού του μέ ταξικά κριτήρια. Τό ένδιαφ έρον του άπευ- θυ νό τα ν στό κοινό τών ο ικονομικά έξαρττ^μένων κοινωνικών τάξεων. Καί γιά νά τό πετύχει φρόντιζε ή θεα τρ ική του παραγω γή νά είναι κατανοητή .
ά π ό φ ευ γε νά μεταχειρίζεται π ερ ίπ λο κους νοηματικά κώ δικες. Ε μ ε ίς μέ τή σειρά μας θ ά έκφ ράσ ουμε αύτή τήν π ρόθεσ η μέ τόν όρο άναγνώσιμο θ έ α τρο. Έ δ ώ όμως. χρειάζεται κ ά π ο ια προσοχή. Τό άναγνώσιμο δέν ταυτίζεται μέ τό κατανοητό . Είναι π ιό σ ύ νθετη έννοια, τουλάχιστον ό π ω ς τήν τ ο π ο θ ετε ί αύτό τό κείμενο. Τό «κατανοητό» άντιστοιχεϊ σέ κοινω νικές ά πόψ εις πο ύ μεταφ έροντα ι στό κοινό μέσα ά π ό κοινόχρηστους θεα τρ ικ ο ύ ς κώ δικες, ό πω ς είναι ό μ ύθος, ή πλοκή, ό ήρωας. Γιά παράδειγμα θέλει κ ά π ο ιο ς νά διοχετεύσει στό κοινό τ ίς άντιλήψ εις του. Ο ίκοδομεϊ τότε τέτο ιες σχέσεις άνάμε- σα στά θεα τρ ικ ά π ρ ό σ ω π α ώστε νά έκφ ράζοντα ι οί άντιλήψ εις του μέσα άπ ό τή σκηνική κατάσταση. Χρησιμοπο ιεί, δηλαδή, κοινόχρτ^στους κώ δικες, άλλά κα ί μέ ένα τρ ό π ο συνηθισμένο κα ί ο ικείο στό θεα τή . Ό μ ω ς γιά λόγο υς π ο ύ ήδη άναφ έραμ ε τό κ α τα νοη τό δέν π ρ ο ύ π ο θ έτε ι καί μιά έπέμβαση στίς συνειδήσεις τού κο ινού. Μιά τέ
τοια έπέμβαση σχετίζεται μέ τήν άνά- πτυξη τών ιδιαίτερων χαρακτηριστικών θεά τρ ο υ , τή ς α υ τό νο μ η ς δυνα μ ικ ή ς τοι>. μιάς ξι,χωριστής γλώσσας. Καί α ύτή ή γλώσσα δέν |* ίνα ι άπαραίτητα κατανοητή σέ πράΛι» έπ ίπεδο . ‘Ό τα ν όμως συνδυαστεί τέ μιά διαλεχτική σχέση μέ τούς οικείους καί κατανοητούς κώ δικες, τότε έχουμε τό άναγνώ σιμο πού είναι καί άπαραίτητη π ροϋπόθεση γιά τή διαμόρφωση τών συνειδήσεων.
Τό άναγνώσιμο σέ σχέση μέ τούς μηχανισμούς τής συνείδησης θά μάς άπασ χολήσ ει σέ ένα άλλο κ είμ ενο . Έ δώ άπλά συμπεραίνουμε ότι τό «λαϊκό θέατρο» πάσχει στίς δ ιασυνδέσεις του μέ τό πλατύ» κοινό. Έ ξάλλου γιά νά είμαστε σέ θέση νά έπιτύχουμε τό «άναγνιοσιμο» πρέπει νά χουμε μελετήσει πο ιό είναι τό κοινό π ο ύ καλείται νά άναγνιόσει τή θεατρ ική πράξη. Τέλος πάντω ν ύπάρχει λαϊκό κοινό; Σέ αύτό τό σημείο είναι εύκολη μιά ά- πλούστευση, ότι τό λαϊκό κοινό είναι οί κ αταπ ιεζόμ ενες μάζες. Ά λλά έτσι προσεγγίζουμε Ιό ζήτημα άπό μιά κοι- νω νική-οίκονομική σκοπ ιά πού δέν' β ο ηθάει άρκετά τά ζητήματα τού πολιτισμού. ’ Η έννοια τού «λαού» έχει ύπο- στεί ούσ ιαστικές δ ιαφ οροπο ιήσεις π ο ύ π ρ έπ ει νά τίς πάρουμε ύπ ό ψ η μας. Μέ τήν άνάπτυξη τού καπιταλισμού βρέθηκ ε στό έπ ίκ εντρο μιάς ισχυρής δια- λεχτικής άντίθεσης π ο ύ ή δυναμική της άλλαξε τό σκηνικό τής ιδεολογικής νοοτροπ ία ς τού λαού, κα ί βά θυνε τήν πολιτισμική κρίση τού ίδιου τού κ α π ιταλισμού. Ο ένας πόλος τής ά ντ ίθ εσης ά ντ ισ το ιχε ϊ σ τήν π ο λ υ δ ιά σ π α σ η τών κοινω νικώ ν λειτουργιώ ν κ ι έκφρά- ζεται μέ μιά μεγάλη ποικιλία γνώσεων, έπαγγελμάτω ν, ένδιαφ ερόντω ν κι ό άλλος πόλος άντιστοιχεϊ στήν τυ π ο π ο ίη ση, τήν όμοιομορφία τής νοοτροπ ία ς κα ί τού γούστου κα ί έκφ ράζετα ι μέ τή μαζική κουλτούρα. Αύτή ή διαλεχτική ά ντίθεσ η κ α θ ο ρ ίζε ι βα σ ικ ά κα ί τό πο ιόν τού κοινού π ο ύ ά πέχει πολύ άπό τό λαϊκό κοινό μέ τήν π α ρα δοσ ια κή έννοια τού» όρου.
* * *
Ό Μ. Ν τόρτ ά ναφ ερόμ ενος στόν Μ πρέχτ κα ί στήν έπ ο χή του τονίζει ότι μερικοί ά νθρω πο ι τού θεά τρ ο υ όχι μόνο δέν π ρ ο σ π α θ ο ύ ν νά άρνη θούν τόν έ τ ε ρ ό κ λ ιτ ο χ α ρ α κ τ ή ρ α τ ο ϋ κ ο ιν ο ύ τους , άλλά τόν άναγνω ρίζονν κα ί τόν έπ ικαλοϋντα ι. Καί συμπληρώ νει ότι σ υ νέπ εια τών θέσ εω ν τού ΓΙισκάτορ καί τοϋ Μ πρέχτ ήταν ή έγκατάλειψ η τών κριτηρίων τή ς μάζας κα ί τή ς όμοφ ω - νίας. “Ηδη, λοιπόν, ά π ό τότε δ ια π ισ τώ νεται ό ένα ς πόλος τή ς άντίθεσης, ή ποικιλία τή ς νο ο τρ ο π ία ς καί τών άπό- ψ εω ν. Ή μαζική κουλτούρα ά ναπτύ- χθ η κ ε άργότερα . κύρ ια ά π ό τή δ εκ α ε τία τού ’60, καί στηρίχτηκε στόν π ρ ώ το πόλο. Γιατί ένώ π ροώ θησ ε τήν τυ π ο π ο ίη σ η , τ ή ν π ρ ο γ ρ α μ μ α τ ισ μ έ ν η όμ αδοποίηση καί τόν καταναλω τισμό, βασίστηκε στήν πο ικ ιλία π ρ ο τύ π ω ν γιά νά τό πετύχε ι. Ή μαζική κουλτούρα δ ιανέμει στό κοινό τη ς δεκ τικότη τα καί π α θ η τ ικ ή στάση, στηριζόμενη σέ μιά εύρύτατη πο ικ ιλία γούστω ν κα ί ένδ ιαφ ερόντω ν γιά νά προσελκύσ ει μεγάλες μάζες καταναλω τώ ν, π ο δ η γετώ ντας τίς συνειδήσεις κάτω ά π ό ένα κοινό παρονομαστή* τήν άποχαύνω σ η κα ί τήν ίσοπέδω ση . Α ύτό είναι βασικά τό κοινό . Π αλεύει γιά ττ'ιν ο ικονομική , πολιτική κα ί πολιτιστική του άπελευ- θέρω ση άνάμεσα σ τούς δύο πόλους τή ς άντίθεση ς π ο ύ περ ιγράψ αμε, πού ένδ ιαφ έρει άμεσα κα ί τό θ έα τρ ο . Τό στίγμα, λο ιπόν, π ο ύ ζητάμε γιά νά π ετύ χο υ μ ε τό άναγνώ σιμο είναι όπω σ- δή π οτε δυσ διάκριτο . "Ομως κ ά π ο τε π ρ έπ ε ι νά άρχίσουν οί ζυμώ σεις γι* α ύτόν τό σ κοπ ό .
Κ λείνοντας συνοψ ίζουμε τό γενικό σ υμπέρασ μα π ο ύ έπ ικα λείτα ι τό κ είμ ενο. Οί άναζητήσεις γιά ένα λαϊκό θ έ α τρο άποπροσ α να τολ ισ τη κα ν , προκάλε- σαν ά π ο γο η τεύ σ ε ις κα ί ήδη ο ί π ρ ο σ π ά θ ε ιε ς τε ίνουν νά λιγοστέψ ουν. Γι’ αύτό π ιστεύουμε ότι π ρ έπ ε ι νά άναθεω ρή- σουμε καί νά έμ β α θ ύνουμ ε τ ίς άπό- ψ εις γύρω ά π ό τή σχέση τή ς θ εα τρ ικ ή ς π ρά ξης μέ τό κο ινό της.
θ α ν ά ο ι 71 Τ ζ ο ύ \ η \
Ο π ο ιη τ έ ς π ο υ Θά Θ γ ε ϊ ά π ό τ ο υ ς σ α ρ ά ν τ α τ ά φ ο υ ς
Ίσω ς ό ποιητής πού Οά βγει άπό τούς σα/ιάντα τάφουςδπως τό σκουλήκι άπό τά σαπρόφυτα μέ τά υπόλοιπα τού δέρματός του στίς άκρίόες τής έρημιάς περνώντας πάνω άπό τά άποχωρητήρια
καί μήν Εχοντας
άλ).ες μυρουδιές άπό τό αίμα του
μέ τά όργανα γυρισμένα πρός τά μέσα καί Ιδίως τούς ήχους του πού τούς χαϊδεύει σάν α/μοστάφυλα ή καί σάν άρρώστια του
νά γίνα ό τρελός καντηλανάφτης στούς υπόνομους τού κορμιού
κι ό ναρκαλιευτής
γιά τόν πυρήνα κάθε αΙδοίου
Κ ιν η μ α τ ο γ ρ ά φ ο ς 2 7 ΓΡΑ Μ Μ Α ΤΑ ΚΑΙ Τ Ε Χ Ν Ε Σ
Τόγ ούστ ο
τοϋκοινού
Γ ο υ
Β α σ ί λ η Ρ α φ α η λ ί ό η
«Τά μεγαλοφυή έργα άπα ιτούν ένα μεγαλοφυές κοινό», λέει ό Ζάν Κοκτό. Κι έμείς θ ά μπορούσαμε να π ρ ο σ θ έσουμε, άκολουθώ ντας τή σκέψ η το υ : τά λιγότερο μεγαλοφυή έργα απα ιτούν ένα λιγότερο μεγαλοφ υές κοινό, τά μέτρια έργα ένα μέτριο κοινό καί τά κ α κά έργα ένα κ α κό κοινό.
Μ’ άλλα λόγια, άποκλείετα ι νά μή βρεθεί κοινό γιά ό π ο ιοδή ποτε έργο. καί, κατά κανόνα , τό κοινό παίρνει αύτόματα τή θέση του στήν αξιολογική κλίμακα: δηλαδή, κατατάσσετα ι α υτό ματα σέ πολύ καλό, καλό, μέτριο καί κακό κοινό, χωρίς νά τό ύποχρεώ νει κανείς νά είναι αυτό ή έκείνο . π έρα ά π ό τήν ευαισθησία, τή γνώση καί τό καλό του γούστο: ιδ ιότητες π ο ύ μ π ο ρούν νά ά π ο κ τη θο ύ ν μόνο μέ τήν π α ιδεία καί τήν καλλιέργεια.
Ή μελέτη τής στατιστικής δείχνει πώ ς οι άρ ιθμοί μεγαλώνουν όσο κ α τεβαίνουμε τήν κλίμακα. Π ράγμα πού σημαίνει ότι όσο χειρότερο είναι τό έργο τόσο μεγαλύτερη είναι ή πελατεία του. Θά ήταν όμω ς αυτόχρημα άντιδια- λεκτικό αν, γιά νά κολακέψ ουμε τή «μάζα*, δ ιαγράφαμε άπό τίς μελέτες μας τό δεύτερο όρο τής διαλεκτικής σχέσης, δηλαδή τό κοινό. ‘Ω στόσο οι δημαγωγοί ά π ο φ εύ γο υ ν συστηματικά νά θ ίξουν τό κοινό, θεω ρώ ντας το έξ όρισμού άναμάρτητο. “Ετσι, γ ι’ αυτούς τό κοινό είναι πά ντα καλό. έχει πάντα δίκιο - ό π ω ς έχει πά ντα δίκιο... ό πελάτης. Γιατί, άκριβώς, σ α ν π ε λ ά τη τό ά ντ ιμ ετω π ίζο υ ν όλοι α ύ το ί π ο ύ ντρέποντα ι νά όμολογήσουν τήν έμπο- ρική τους ταυτότητα , κάνοντας έναν κ αταφ άνερα άδικο καταμερισμό ε υ θ υ νών: όλο τό άδικο τό έχει πάντα ό «δύσκολος» δημιουργός, π ο ύ δέν κα- τά φ ερε νά έφ αρμόσει σωστά τή σ υντα γή τώ ν Δ ιεθνών ‘Εστιατορίων, ό π ο υ όσο γευστικά ούδέτερο είναι τό φ α γη τό τόσο π ιό άνετα θ ά βολευτεί ή γα στρονομικά έτερόκλιτη πελατεία τών τουριστών.
Τό γούστο δέν είναι έμ φ υτη ιδ ιότητα. Είναι άποτέλεσμα π α ιδεία ς καί ά σκησης. Μέ π ο ιά λογική, λοιπόν, ό ά π α ίδευτο ς π ρ έπ ε ι νά έχει έξίσου καλό γούστο μέ τόν πα ιδευμ ένο ; Ά ν υ ιο θ ε τούσαμε μιά τέτο ια άποψ η , έκ τό ς τού δτι θ ά καταλήγαμε άναγκαστικά στόν π ιό χυδαίο α ισθητικό λαϊκισμό, θ ά κ α ταργούσαμε καί τήν πα ιδεία στό σ ύνο λό της. Δηλαδή, θ ά μπορούσαμε νά ισχυριστούμε: εΐτε έχουμε έκ γενετής καλό γούστο , είτε δέν έχουμε. Καί τά πρά γμ α τα έτσι θ ά άπλοπο ιούντα ν μέ τρ ό π ο έξόχω ς στρουθοκαμηλικό .
* * *
Τά π α ρ α π ά νω είναι κάτι π ερ ισ σ ότερο ά π ό προφ α νή . Καί γίνονται άκόμα π ιό σαφή όταν άναφ ερόμα στε σέ α ισ θη τικές δο μ ές μέ ύψ ηλό βαθμό άφαί- ρεσης, όπω ς, γιά παράδειγμα , ή σ υμφω νική μουσική κα ί ή άνεικονική ζωγραφ ική , ό π ο υ κανείς δέ διανοείτα ι νά άπαιτήσει, σώνει καί καλά, τή μ ετατροπή ένός έξε ιδ ικευμ ένου κο ινού σέ π ε λατεία. Τό κο ινό , στήν περ ίπτω ση αύ- τή, είναι α ύ το ν ό η τα π ε ρ ιο ρ ισ μ έ ν ο καί άποκλείετα ι νά δ ιευρ υνθ εϊ όσο τά λαϊκά έντυπ α έχουν τήν κυκλοφ ορία π ο ύ έχουν, όσο τά ίνδορεμπέτικα έχουν
τήν ακροαματικότητα π ο ύ έχουν, όσο τά τηλεοπτικά σήριαλ έχουν τούς φ α νατικούς π ο ύ έχουν. Μέ άλλα λόγια, όσο τό γούστο τής πλατιάς μάζας κ ρα τιέται -σ κ ό π ιμ α ;- σ’ ένα έπ ίπ εδ ο κάτω τού άνεκτού.
Ή αισθητική είναι ιδεολογικό φ α ινόμενο. Ανήκει, δηλαδή, σύμφω να μέ τή μαρξιστική όρολογία. στό έπο ικοδό- μημα. Καί όπω ς ξέρουμε ά π ό τόν Λέ- νιν, ή ιδεολογία είσάγεται στήν έργατι- κή τάξη ά π ’ έξω, μιά καί οΐ όροι καί οί σ υνθή κ ες παραγω γής άφ αιρούν άπό τόν μεροκαματιάρη τή δυνατότητα νά άσχοληθεϊ καί μέ άλλα πράγματα , π έ ρα ά π ό τήν έπιβίω σή του. Σ υνεπώ ς καί οί α ισ θη τικές νόρμες είσάγονται ά π ' έξω στή λεγόμενη «πλατιά μάζα». Καί τίς νόρμες α ύ τές τίς δ ιαμορφώ νει π ά ντα ή ο ικονομ ικά άνετη, κυρίαρχη τά ξη. έτσι ώστε νά άνήκουν τελικά σ’ αύτή τήν τάξη π ο ύ έκφ ράζει τήν κυρίαρχη ιδεολογία. Αύτό βέβαια δέ σημαίνει ότι οί νόρμες δέν έχουν μιά σχετική αύτονομ ία π ο ύ κάνει δυνατή τήν προσαρμογή το υ ς στή μάζα, ό π ω ς μάς έχει γίνει ήδη γνωστό ά π ό τίς π ρ ω το π ο ρ ια κ ές πάνω σ' α ύτό τό θέμ α μελέτες τού Λουί Ά λτο υ σ έρ κα ί τού Ν. Π ουλαντζά.
Ο Τ σέχος Γιάν Μ ουρακόφ σ κι, ό μεγαλύτερος γιά πολλούς α ισ θη τικός τού αιώνα μας, π α ρα τη ρεί ότι οί α ισ θη τικ ές νόρμες - δηλ. οί α ισ θη τικο ί κ α νό νες - είναι τόσ ο περ ισσ ότερο άμιγείς κα ί κ α θ α ρ ές όσο πλησ ιέστερα βρίσκο-
Ό Ράινερ Βέρνερ Φ ασμπίντερ αντιπροσ ω πεύ ει τήν όργή του γερμανικού σινεμά, τήν όργή μιάς νεολαίας π ο ύ άνοιξε τά μάτια της κατά τή δεκαετία τοϋ '60 κα ί άντίκρυσε αύτό π ο ύ οί προγενέσ τερο ί της τή ς είχαν κρύψει: τήν κα τα σ τροφ ή τής έθ ν ικ ή ς τα υ τό τη τα ς τών Γερμανών ά π ό τούς ναζί.
Ό Φ ασμπίντερ άρνεϊται τήν άμερι- κανοποίηση , τή λατρεία τού γερμανικού μάρκου. ‘Ε παναστατεί έναντίον κ ά θ ε βεβα ιότητας καί, στό περ ιθώ ριο τώ ν παντοδύναμ ω ν θεσμώ ν, σ κη νο θ ετε ί κα ί έξερευνά έναν κόσμο στείρο, κ α το ικ η μ έ ν ο ά π ό ά το μ α σ τερ η μ ένα ά π ό π ά θ η π ο ύ δέν μ πορούν νά ζή-
νται στό γούστο τής άρχουσας τάξης* V Λέει χαρακτηριστικά ό Μ ουρακόφσκι: «"Οταν οί α ισθητικές νόρμες παλιώ νουν κα ί άποδυναμώ νονται, τότε κ α τεβαίνουν κα ί τίς βαθμ ίδες τής κοινωνικ ής Ιεραρχίας». Καί όσο κατεβαίνουν τόσο περισσότερο μπλέκονται μέ τίς έξω αισθητικές νόρμες - πράγμα πού δέν είναι φυσ ικά παράδοξο , ά φ ού δέν ύπά ρχου ν σταθερά όρια άνάμεσα στό α ισθητικό κα ί τό μή α ισθητικό. Γιά παράδειγμα , δέν ξέρουμε σέ π ο ιό σημείο σταματάει ή χ ρ η σ τικ ή ά ξ ια καί σέ ποιό σημείο άρχίζει ή α ισ θ η τ ικ ή άξ ια ένός διακοσμημένου τσουκαλιού. Οπω ς, μάλιστα, παρατηρεί ό Μ ουρακό- φσκι, στήν περιοχή τού φολκλόρ οί νόρμες εισχωρούν τόσο ή μιά στήν άλλη ώστε νά έμποδίζει ή μιά τήν κίνηση τής άλλης. Δηλαδή, στή λαϊκή τέχνη, είναι έντελώ ς άδύνατο νά ξεχωρίσουμε τήν καθα ρή χρήση ά π ό τήν καθα ρή πληροφ ορία (δηλ. τό μήνυμα), τήν κ α θα ρή πληροφ ορία ά π ό τόν κ α θα ρό φορμαλισμό, κ.ο .κ.
*0 Μ ουρακόφ σκι δέν άναγνωρίζει ούτε κα ί στόν κ ινηματογράφ ο μιά α ισ θη τική αύτονομ ία . « Ά ν κα ί τό φίλμ», λέει, «τείνει συνεχώς νά γίνει τέχνη, δέν έγινε ώ ς τώ ρα δυνατό νά βρεθεί ένα π εδ ίο του π ο ύ δ ια θ έτε ι μιά κ υ ρίαρχη α ισθητική λειτουργία». Καί βέ- βεια έχει δίκ ιο . Γιατί σ' ένα φίλμ είναι δ υνα τό νά σ υμφ ύροντα ι τά π ά ντα : ή άπλοϊκή ψ υχαγω γία μέ τήν άκρατη αισ θητική άπόλαυση , τό έκχυδαϊσμένο
σουν: μετανάστες έργάτες, όμοφυλόφ ι- λους, μοναχικά κορίτσια.
Στόν πεσ ιμισμό του ά ντιπ α ρ α θέτει μιά διαρκή προκλητικότητα π ο ύ τόν έξω θεί σέ δράση. Δέν θέλει νά δείξει τίς άντανακλάσεις τού πραγμ ατικ ού άλλά τίς άπειλές π ο ύ φ έρνει μαζί της ή πραγματικότητα . « Ό ρεαλισμός», λέει, «άναφ έρετα ι στίς δ ιαλεκτικές σχέσεις άνάμεσα σ’ α ύτό π ο ύ είναι δεδομένο καί σ’ α ύτό π ο ύ είναι πα ρα δεκτό» .
Τό έργο τού Φ ασμπίντερ είναι τερ ά στιο καί άκανόνιοτο . Πόσα θ εα τρ ικ ά έργα καί φίλμ έχει κάνει; Π ερισσότερα άπό έξήντα. χω ρίς άλλο. Α διάκοπα παρατηρεί καί άφ ηγείτα ι. ’ Η δ ιαύγεια
«μήνυμα» μέ τά π ιό ύψ ηλά νοήματα, ή δημοσιογραφική πληροφόρηση μέ τό πολυσήμαντο δοκίμ ιο , κ.τΛ. Αύτή ή συνύπαρξη έτερόκλιτω ν κω δίκω ν είναι πού δημιουργεί τά προβλήματα καί τήν άσυνεννοησία άνάμεσα σ τους θ ε α τέ ς ένό ς φ ίλμ, ό π ω ς κ α ί ά νά μ εσ α στούς κριτ ικούς τού φίλμ. π ο ύ δέν είναι πα ρά έπαγγελμα τίες θεα τές. Ό κ α θ ένα ς προσκολλάται στόν κώ δικα πο ύ ξέρει καλύτερα. Κι αύτά άλλωστε είναι τά περ ιβόητα έ π ίπ ε ό α α νά γνω ση ς ·
Εύχής έργον είναι νά ύπά ρ χο υ ν σ' ένα φίλμ περ ισσότερα τού ένός έπ ίπ ε- δα, ώστε νά π ά ρ ο υ ν όλο ι οί θ εα τές αύτό π ο ύ μπορούν, ή, μάλλον, αύτό πού το ύ ς έπ ιτρ έπ ε ι ή πα ιδεία τους. Π άντως, α ύτός π ο ύ μπορεί τά πολλά μπορεί κα ί τά λίγα. ' Η διατύπω ση τής παροιμ ίας αύτής μέ μ αθηματικούς ό ρους είναι: τό όλον περ ιέχει τό μέρος. Καί γιά νά γίνουμε άκόμα π ιό σαφείς: ό π ο ιο ς καταλαβαίνει τό δυσκολότερο έπ ίπ εδ ο , αύτό τή ς α ισθητικής, άνετό- τα τα θ ά μπορέσει νά καταλάβει καί όλα τά άλλα.
* Ή μελέτη αύτή θά πρέπει νά διαβαστεί σάν συνέχεια ένός προηγουμένου κειμένου μας, μέ τίτλο «Τό κοινό καί τά κοινά», πού δημοσιεύτηκε στό περ. Γράμματα και τέχνες, άρ. 5. Μάιος 1982." Βλ. Γιάν Μουκαρόφσκι.. Δοκίμια γιά Γήν αισθητική, μτψρ. Βιβή Μανωλοπούλου, Οόυσσέας. 1980.
π ο ύ τόν κ α τέχει δέν ά φ ή νει νά ξεφ ύγει τ ίπ ο τα ά π ό τίς π α γ ίδ ες π ο ύ στήνουν ή δόξα, ή μιζέρια, ό έρω τας, ή φιλία, ό έγω ισμός, ό θα υ μ α σ μ ό ς, ό φ όβ ος. Τό φ ό β ο δείχνει στήν τα ινία του Ή Γ ε ρ μ α ν ία τό φ θ ιν ό π ω ρ ο , τήν άπομόνω ση στό έσω τερικό το ύ συλλογικού σ ώ ματος.
Ο Φ ασ μ πίντερ μάχεται, β ιάζετα ι νά ζήσει, δουλεύει μέχρι τρέλας, δέν ά πο - <„ητά τήν α ιω νιότητα κι ω στόσο: « Ελπίζω », λέει. «νά ζήσω ά ρκ ετά γιά νά κάνω μιά δ ω δ εκ ά δ α φίλμ ό π ο υ θ ά ά νασ υνθέσ ω τή Γερμανία στήν όλότη- τά της, έτσι ό π ω ς τή βλέπω . Α να ζη τώ μέσα μου τό στίγμα, τήν ιστορία τής
Γιά τόν Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ
Ο σ κ η ν ο θ έ τ η ς τ ο ύ θ ε ά τ ρ ο υ κ α ι τ ο ύ κ ιν η μ α τ ο γ ρ ά φ ο υ Ρ ά ινερ Β έρ νερ Φ α σ μ π ίν τε ρ β ρ έ θ η κ ε ν ε κ ρ ό ς σ τό Μ ό να χο , σ τό ξ ε ν ο δ ο χ ε ίο ό π ο υ έ μ ε ν ε , σ τ ίς 10 'Ι ο υ ν ίο υ . "Η τα ν τ ρ ια ν τ α έ ξ ι χρ ό νω ν . Μ όλις τ ε λ ε ίω ν ε τ ό μ ο ν τ ά ζ τ ο ύ φ ίλ μ Έ ρ ιδ α τ ή ς Β ρ έ σ τ η ς , π ο ύ β α σ ίσ τη κ ε σ τό μ υ θ ισ τ ό ρ η μ α τ ο ύ Ζάν Ζ ενέ .
χώρος μου. όπου βρίσκομαι, γιατί είμαι Γερμανός»*.
Ο Φασμπιντερ, ένας ί ερμανός διαμελισμένος. πού δέν γνωρίζει πα ρά τήν έξαρση. πού άρνείται νά άφεθεΐ νά κατευναστεί ά π ό τά ήρεμα τοπ ία τής Β αυαρίας ΓΓ αύτή τήν περ ιοχή ποι» ένα ς άλλος έπαναστατημένος Βαυα- ρός. ό Ά χτερ μ π ο υ ς, δηλώνει πως είναι πιό παγωμένη άπό τή Γροιλανδία, ό Φ ασμπιντερ. ένας Γερμανός πού άρ- νιόταν τήν άμνηοία, έλεγε: «Δέν έχει σχέση μόνο μέ τό Γ Ράιχ. θ ά πρέπει νά πάμε Ας τήν έπανάσταση τού 1848 γιά νά βρούμε τίς ρίζες· Αλλωστε ύ ναζισμός δέν είναι ένα τυχαίο περιστατικό’ είναι ή λογική άπόληξη τής ιστορίας πού γεννήθηκε άπό αύτή τήν άστική έπανάσταση... Μ διαφορά άνά- μεσα στό γερμανικό φασισμό καί τούς άλλους φασισμούς είναι ξεκάθαρη: οί άλλοι έπιχειρούν νά αλλάξουν τό π ε πρωμένο τους, όπω ς τό καταλαβαίνουν, άκόμα κι άν ή εύκαιρία πού έχουν γιά νά πετύχουν είναι μικρή. Οί Γερμανοί ακολουθούν ώς τά άκρα αυτό πού άνέλαβαν νά κάνουν, άκόμα κι άν έχουν καταλάβει π ώ ς βαδίζουν πρός τό θάνατο».
Ό Ράινερ Βέρνερ Φασμπιντερ πήγε
Κινηματογράφος
Γεννήθηκε στίς 31 Μαΐου 1946 στό Μ πάντ-Βόρισοφεν στή Βαυαρία, άπό πατέρα γιατρό καί μητέρα μεταφράστρια. Ό Φ ασμπιντερ στά δεκάξι έ- γκαταλείπει τίς σ πουδές του, κάνει δ ιάφορες δουλειές καί γυρίζει δυό τα ινίες μικρού μήκους. Τό 1967 παίρνει μέρος στίς παρστάσβ*,, τού Θεάτρου Δράσης του Μ ονάχου. Το 1969 γράφει καί διευθύνει τήν πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους. Ό έρ ω τα ς ε ίνα ι ψ υχρ ό τερ ο ς ά η ό τό θ ά να το , πού τή δέχτηκαν άσχημα στό Βερολίνο. Τήν προσοχή τών κριτικών τού κινηματογράφου έλκύει μέ τήν ταινία του Κά- τσ ελμ α χερ καί τό Τι χ ά ν ε ι τόν Ρ. Ά μ ο χ νά τρέχει, πού άντιπροσώπευ- σε τή Γερμανία στό φεστιβάλ τού Βερολίνου τό 1970. Στό φιλμ του Ό λ ο ι οί άλλοι λ έγο ν τα ι Ά λ ή (1974), διαλέγει σάν θέμα τή σχέση μιάς γυναίκας έξήντα χρόνων μέ: έναν νεαρό “Ά ραβα μετανάστη. Στό Τό ό ιχα ίω μ α το ν ισ χ υ ρ ό τερ ο υ (1975) έρευνα τήν ταξική πάλη μέσα άπό τήν ιστορία δυό όμο- φυλόφιλων. Ά λλα φίλμ του: Ό γά μ ο ς τή ς Μ α ρία Μ π ρ ά ο υ ν , Λ ιλή Μ αρλέν , Λ όλα.
A.Z.
ώς τά άκρα στό έργο του. Βυθίστηκε στά φίλμ του, όπω ς καί στή ζωή του, στό τεχνητό φώς τής πραγματικότητας, χωρίς νά φοβηθεί δτι θά τραυματιστεί, ότι θά τραυματίσει, δτι θά κατασ τρέψ ει, ά να κ α λύπ το ντα ς φ όρμ ες γεμάτες τραχύτητα, φόρμες πού ένο-
χλούν, απίστευτα ώραϊές. * Ηταν στή ζωή του όπω ς καί στό έργο του ένας γιγάντιος ήθοποιός.
άπό 17J uXooviá με ιά 13 ij εγγά η ία » toe Φ αομτιίνιερ
Έ π ι χ α ι ρ ό τ η τ α
Καλοκαιρινά φεστιβάλ · Καλοκαιρινά φεστιβάλ
Είναι πολλά τά Ελληνικά Φεστιβάλ, ιδιαίτερα αύτά του καλοκαιριού. Κρατικά φεστιβάλ. Φεστιβάλ πολιτικών νεολαιών, εφημερίδων, πολιτιστικών συλλόγων, δήμων καί σπουδαστικών ενώσεων.
Κάτω άπό την ταμπέλα «Φεστιβάλ» στεγάζονται πάμπολλες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις πού φιλοδοξούν «νά άνεβάσουν τό επίπεδο του κοινού» (όρος προσφιλής γιά πολλούς άπό τούς άσχολουμένους μέ τά πολιτιστικά).
Τό φεστιβάλ όμως, σάν σημείο συνάντησης τών άναζητήσεων στό χώρο τής τέχνης, ανακοίνωσης τών πειραματισμών μά και σάν τόπος πρωτοποριακών κραδασμών πού άμεσα καί σημαντικά συντελούν στήν τελείωση τών μορφών, λείπει άπό παντού στήν Ελλάδα.
Στό «Φεστιβάλ ’Αθηνών», συγκροτήματα «εγνωσμένου κύρους», ημεδαπά καί άλλοδαπά, συσσωρεύονται άτακτα, χωρίς σχεδιασμό. χωρίς άποψη, χωρίς κατεύθυν
ση. Στήν Επίδαυρο μόλις τά τελευταία χρόνια υποχώρησε ή Βασιλική πραγματικά κυριαρχία του Εθνικού Θεάτρου πάνω στό Αργολικό Θέατρο, γιά νά είσχωρί- σουν καί άλλα συγκροτήματα καί νά φέρουν έναν κάποιο άέρα ανανέωσης στό Φεστιβάλ, χωρίς, βέβαια, νά παραμορφώνεται τό ακαδημαϊκό πρόσωπό του. Καί στίς δυό αύτές διοργανώσεις, τά διόλου ευκαταφρόνητα ποσά πού ξοδεύονται, σέ συνδυασμό μέ κάποια προσεκτική επιλογή (πάντα χωρίς σχεδιασμό καί κατεύθυνση) εξασφαλίζουν εν-χ επίπεδο ποιότητας καί ανάλογα έχουμε κάποιες ενδιαφέρουσες ή μή εκπλήξεις, πάνω άπό τό κοινό μέτρο.
I ό ΐδιο περίπου συμβαίνει καί μέ διοργανώσεις σάν καί αύτές του (->εάτρου Λυκαβηττού, τών Φιλίππων, τής Θάσου, της Δωδώνης, τής ΙΙεντέλης, κ λπ. Δέ γίνεται όμως λόγος ούτε γιά τή μορφή ούτε γιά τήν ποιότητα άλλων, (εκατοντάδων) διοργανώσεων στό κέντρο καί τήν περιφέρεια.
1 πάρχει βέβαια τό «Φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης» και άκόμη έχουμε ύπ' 6ψη μας τίς «Διεθνείς 'Ημέρες Ανοιχτού Θεάτρου» πού οργάνωσε ή
«Θεατρική Συντεχνία». Στήν περίπτωση του φεστιβάλ κινηματογράφου, συμβαίνει γιά πολύ συγκεκριμένα ιστορικά καί κοινωνικά δεδομένα, μά καί άπό τήν όλη κατάσταση τού χώρου της Ελληνικής
Κινηματογραφίας, νά γίνεται πραγματικά κάποιος άγώνας ανάμεσα στούς δημιουργούς. Νά συντελοΰνται πραγματικές καί ούσιαστικές άντιδράσεις άνάμεσα στό έργο τέχνης καί στό κοινό. Στίς «Διεθνείς 'Ημέρες Ανοιχτού Θεάτρου», όμως. ή πενία τών οικονομικών άπό τή μεριά τών διοργανωτών καί της ποιότητας άπό τή μεριά τών (σεβαστών, βέβαια, προθέσεων) συμμετεχόντων, δέν έπιτρέπει τή νομιμοποίηση της έκδήλωσης.
Αναμφισβήτητα ένα Φεστιβάλ-Ζωντανό καί παλλόμενο πανηγύρι τέχνης δέ δημιουργεΐται άπό τή μιά μέρα στήν άλλη. Προκύπτει αύτονόητα άπό ποικίλες διεργασίες στή σφαίρα της κουλτούρας καί του πολιτισμού. Εμφανίζεται εκεί όπου ή βιτρίνα δέν ένδιαφέρει, 6που οί ήμέτεροι δέν προτιμοΰνται, έκει βπου ή άγωνία της οριακής δημιουργίας είναι έντονη, έκεΐ οπού υπάρχουν τά δεδομένα γιά ένα φεστιβάλ σάν καί αύτό πού προσπαθήσαμε νά περιγράψουμε πιό πάνω.
Έ μεΐς, ώστόσο, πιστεύουμε πώς τά δεδομένα υπάρχουν. Εκείνο πού λείπει εΐναι ή ένθάρρυνση. Λείπει άπό τούς φορείς πού οργανώνουν τέτοιου εΐδους εκδηλώσεις ή έμπνευση. Πολλές φορές ή γνώ ση. Καί, πάντα σχεδόν, ή φαντασία.
Ε ι κ α σ τ ι κ ά - Π ρ ό σ ω π α 2 9 ΓΡΑ Μ Μ Α ΤΑ ΚΑΙ Τ Ε Χ Ν Η Σ
Γιάννης Τσαρούχης«Οι πλούσιοι αγαπούν τήν ιδιοκτησία, όχι τά εργα...»Ενα ά π ό τά π ιό ά ξ ιο π ρ ό σ εχ τα γ ε γο
ν ό τα το ύ μ η νός ε ίνα ι ό π ω σ δ ή π ο τ ε ή π ρ ο σ φ ο ρ ά τ ο υ Γιάννη Τ σ α ρο ύ χη , ό ό π ο ιο ς μ ε τ έ τ ρ ε ψ ε τό ν εο κ λ α σ ικ ο ύ τ ύ π ο υ σ π ίτ ι το υ ο τό Μ αρούσ ι σέ χώ ρο κ ο ιν ή ς ω φ έλ ε ια ς .
Σ το υ ς δύ ο ό ρ ό φ ο υ ς τ ο ύ σ π ιτ ιο ύ έ κ τ ίθ ε τ α ι ένα μεγάλο μ έρ ο ς τ ή ς έρ- γα σ ία ς το ύ κ α λλ ιτέχνη . Π άρα π ο λ ύ ς κ ό σ μ ο ς τό έ π ισ χ έ π τ ε τ α ι κ α θ η μ ε ρ ινά , ένώ σ τό ν κ ή πο π ο ύ β ρ ίσ κ ετα ι μ π ρ ο σ τά ά π ό τό κ τή ρ ο νεα ρ ά κ ο ρ ίτσ ια κι ά γόρ ια , ή θ ο π ο ιο ί, π ε ρ ιμ έ νο υ ν γιά τ ί ς π ρ ό β ε ς το ύ κ α ιν ο ύ ρ ιο υ έργου π ο ύ σ κ η ν ο θ ε τε ί ό κ α λ λ ιτέ χνης.
Μ έσα σ α ύ τ ό τό π λ ή θ ο ς το ύ κ ό σ μου σ υ ν α ν τή σ α μ ε τό ν Γιάννη Τ σ α ρ ο ύ χη , ό ό π ο ιο ς ε ίχε τ ή ν καλοσ ύνη νά κ ά νε ι μ ιά σ υ ζή τη σ η μαζί μας κα ί νά ά π α ν τή σ ε ι σ έ μ ε ρ ικ έ ς έρ ω τή σ ε ις :
77 σ η μ α ίν ε ι γ ια σ ά ς ή ζω γρα φ ική;
Είναι ή π ροσ π ά θ εια νά δω. Ζιυγρα- Φ ΐκ ή , είναι τά πρακτικά αύτης τής π ροσ πά θεια ς. Αλλά αύτή ή προ- σ πά θειά μας νά δούμε έπηρεάζετα ι ά π ό τίς δυνατότητες αύτής τή ς χειροτεχνίας. π ο ύ πα ίρνουν τίς δ ιασ τάσεις νόμων.
Ό τ α ν β ρ εδ ε ιτε μ π ρ ο σ τά σ τό τ ε λ ά ρ ο ά ρ χ ίζντε ά μ έσω ς νά ζω γρα φ ίζετε; Ζω- γρ α φ ιζο ί'τα ς , π ο ιέ ς σ τ ιγ μ έ ς ε ίν α ι έ- κ ε ϊν ε ς π ο ύ ν ιώ δ ετε τή μ ε γ α λ ύ τ ε ρ η ευ χ α ρ ίσ τη σ η ;
Δέν είμαστε π ά ντα έτοιμοι νά ζω γραφίσουμε. Ή ζωή χωρίζει στά δύο τόν ά νθρω πο: ύποκείμενο-άντι- κείμενο. Η ζω γραφική είναι ή ένω-
Μ ετα χε ιρ ίζεσ τε φ ω το γρ α φ ίες ; \1t τι τρόπο; 77 ρ ό λο έχει π α ίξ ε ι ή φω τογρ α φ ία μ έ ς σ τη ν ισ το ρ ία τής ζω γραφ ικ ή ς σα ς;
Ε π ικ ίν δ υ ν ο πρά γμ α ή φ ω το γ ρ α φία. Μόνο οί πολύ άξιοι ζωγράφοι μπορούν νά τήν μεταχειρίζονται έ- π ιτυχώ ς -δυσ τυχώ ς συμβαίνει τό ά- ντίθετο . Ό Dclacroix. o Degas, ο Cezanne, ο Picasso μεταχειρίστηκαν φω τογραφ ίες. Οί άρχαίοι Ελληνες πού έφ τασαν σέ καταπληκτική ο μ ο ιότη τα χρω μάτω ν, ζιυγράφ ιζαν καλύτερα άπ αύτούς.
77 γνώ μη έ χ ε τ ε γ ιά τά μ ο ν τέ ρ ν α -ά ν μ π ο ρ ε ί νά τό π ε ι κ α ν ε ίς - κ ιν ή μ α τα τή ς τέχνη ς;
ση τών δύο. Φ τάνουμε στήν αντικειμενικότητα παραδεχόμενο ι πλήρως τήν ύποκ ειμ εν ικ ότη τά μας. ‘Ό λα τά π α γ κ ό σ μ ια π ρ ά γ μ α τ α ξ εκ ίν η σ α ν π ά ντα ά π ό ύποκειμ εν ικά α ισθήμ ατα . ' Η ε ύ τ υ χ ία έ ν ό ς ζ ω γ ρ ά φ ο υ πρα γμ α τοπο ιείτα ι όταν τό ύποκεί- μενο ένώ νεται μέ τό άντικείμενο.
”Ε χ ετε α ν ά γκ η νά β λ έ π ε τ ε α υ τό π ο ύ ζω γρ α φ ίζετε; Ε ρ γ ά ζ ε σ τ ε μ έ μο\π:έλο;
Έ χω άνάγκη πάντα κάτι νά βλέπω γιά νά ξεκινήσω, άλλά ούσιαστικά ζω γραφίζω μέ τά α ισθήματα πού μού γεννάει τό άντικείμενο· κι όχι τό ίδιο τό άντικείμενο.
“Ολες οί νέες έφ ευρέσ εις είχανε συντελεστεί πρ ιν άπό τόν τελευταίο
πόλεμο. Σήμερα είναι ή διάδοση καί ή χώ νευση άπό τούς άν ίδεους πο ύ είναι πολλά έκατομ ύρια πάνω στή γή. Συχνά παρομοιάζω τά πλήθη πού ένδιαφ έροντα ι γιά τή μοντέρνα τέχνη μέ τ ίς ούρές πού συνωστίζονται γιά νά προσκυνήσουν τά βαλσαμωμένα σώματα τών έπα- ναστατώ ν ή τά άγια λείψανα. “Ετσι είναι ή ζωή. δέν π ρ έπ ει νά π α ρ α π ο νιόμαστε.
77 σ κ έπ τεσ τε γ ιά τό δ α υ μ α σ μ ό π ο ν σ ά ς τ ρ έ φ ο υ ν οί ν έο ι π ο ύ έ μ π ν έ ο ν τα ι ά π ό τό έ ρ γ ο σας;
Τρόμος καί άνησυχία μέ καταλαμβάνει ά π ό το ύ ς θα υ μ α σ τός μου. Φοβάμαι μήπω ς είμαι κι έγώ ένα βαλσαμωμένο πτώ μα. Τώρα π ο ύ ά- νακάλυψ α τήν άξια τής μοναξιάς, όλος ό κόσμος θέλει νά μέ γνωρίσει.
------------ ►
I
Κάχω (ϊίϋουοα Φωτογρ. Σ χοπελίχη
ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ Τ Ε Χ Ν Ε ΣΕικαστικά
Οταν οί έπαινοι και ή συντροφιά ήσαν απαραίτητα γιά νά ζήσω, οί άνθρωποι με περιφρονουσαν και μέ σνομπάριζαν. "Ετσι είναι ή ζωή. λέω ξανά.
77 σημ α ίνει γ ιά σ ά ς α υτό τό ν εο κ λ α σ ικό αηίτι στό έσ ω τερ ικό το ν ό π ο ιο υ έκτίθεχα ι ένα μ εγά λο μ έ ρ ο ς το ύ έ ρ γου οας;
Είναι Ίδρυμα Ιδιωτικού δικαίου. Γιά μένα σημαίνει τήν άδυναμία μου νά τ' άφήσω νά σ κορπ ίσουν. Είναι στιγμές όμως. γιά νά είμαι ειλικρινής, πού νομίζω πώς κάτι ευχάριστο χαρίζω σ’ αυτούς πού δέν έ χουν τά χρήματα νά τό άγοράσσυν. Πάντως νά είναι βέβαιοι όλοι πώς δέν πρόκειται γιά χυδαία φιλοδοξία, είναι πολύ περισσότερο μιά περ ιφρόνηση τής ιδιοκτησίας, τής δικής μου καί τών άλλων.
'Ό σον ά φ ορ ά τά χρή μα τα , π ο ιό θ έση κ α τέχο υ ν σπ} σας;
Ζώ 6σο μπορώ πιό άσκητικά, άλλά ό άοκητισμός, όπω ς ολα τά πράγ- ματα στήν έποχή μας, στοιχίζει ακριβά.
Χρόνια προσπαθώ να μάθω τη δύ σκολη τέχνη τού νά κερδίζω λιγα χρήματα καί όταν τά χρειάζομαι. Τά πολλά είναι πιό εύκολο νά τά κερδίζω όταν τό πάρω άπόφ αση . άλλά χάνεις τήν έλευΟερία σου.
Σ ά ς έ\'ο χλεϊ π ο ύ τό έρ γο σ α ς ε ίνα ι δ ια σ κ ο ρ π ισ μ έν ο σέ μ ο υ σ ε ία κ α ί ιδ ιω τικ ές σ υ λλο γές ; Ν ιώ θ ετε τη ν α ν ά γκ η νά ξα να βλέπετε τά π α λ ιά σ α ς έργα ;
Ό τ α ν πουλώ σέ καλό άνθρω πο τά έργα μου, έχω τό συναίσθημα τού άνθρώ που πού παντρεύει καλά τήν κόρη του. Καλύτερα δμω ς θ ά ταν νά πηγαίνουν σέ δημόσιους χώρους, έκεί υπάρχει ή δυνατότης, άνάμεσα σ τούς ά σ χετο υ ς α ν θ ρ ώ π ο υ ς π ο ύ συνήθω ς τά έπ ισ κέπτοντα ι, νά βρεθ ε ί ό Ιδεώδης θεα τή ς γιά τόν όποιο κ ά θ ε άλη θ ινός καλλ ιτέχνης δ ο υ λεύει. Στίς ιδιωτικές σΐ'λλογές τών πλουσίων, ιδεώ δεις θ εα τές μάλλον σπανίζουν.
Οί πλούσιοι άγαπούν τήν ιδ ιοκτησία, όχι τά έργα, τουλάχιστον τίς περισσότερες φορές.
Χ . Κ .
Ιχνος, αποτύπωμα, γραμμή
Ό Γιάννης Μ π ο υ τέα ς παρουσιάζει στή Γκαλερί «Ω ράισ μα» τή συνέχεια τής μέχρι τώρα γνωστής δουλειάς του.
Κατά τόν Γιάννη Μ π ο υ τέα «ή τέχνη είναι πάντοτε μία έπανάληψη πραγμάτων καί τών ίδιων πραγμάτων, άλλά μέ άλλους τρόπους. 'Ό λη ή ιστορία τής
παράγει “ ίχνη άλλά μέ δ ια φ ο ρετικές μ εθόδους’ ’ ».
"Ιχνη, άποτύπω μα, γραμμή, έπ ιφ ά- νεια , νέον, κ ίνησ η-ένέργεια ... Γύρω άπό αυτές τίς έννοιες κινείται ή όλη έργασία τού καλλιτέχνη, μιά δουλειά έπεξεργασίας, σύλληψης καί παραγω γής πού έκτίθετα ι στίς άντιφάσεις.
’Αντίφαση άνάμεσα στά υλικά πού χρησιμοποιεί.
’Αντίφαση άνάμεσα στό άφηρημένο καί συγκεκριμένο.
Στή συνέχεια παραθέτουμε άπόσ πα- σμα άπό ένα κε ίμενο-συζήτηση τού Γιάννη Μ π ο υ τέα μέ τόν Pierre Teisse- reut.P. Teissereut: Από τήν άρχή τής συζήτησής μας γίνεται λόγος γιά τήν έννοια τού «ίχνους» καί δέν μπορώ παρά νά σκεφτώ ένα κείμενο τού Ε. Levinas ό όποιος ξεκινώντας άπό τά ίδια δεδομένα άναπτύσσει τελείως δ ιαφ ορετικές προοπτικές. Ά π ό τή μιά πλευρά έχουμε τό Γιάννη Μ πουτέα, τήν άναλυτική άναφορά καί τήν ερμηνευτική θέση τού ύποκειμένου, ά π ό τήν άλλη, μέ τόν Levinas, μία άλλη μορφή αύστηρότητας φαινομενολογικού τύπ ο υ καί τή θέση τού ύποκειμένου συγκεχυμένη συγχω- νευμένα μέσα στό ίδιο τό έργο, νά αναδύεται μέσα άπό τά ίχνη π ο ύ έχει άφήσει πάνω στό έργο.
Τό «ίχνος» δέν είναι ένα σημείο όπω ς τά άλλα. Αλλά παίζει έπ ίσης τό ρόλο τού σημείου. Μ πορεί νά έκλη- φ θ ε ί σάν ένα σημείο... Ό τ α ν στίς συναλλαγές χρησιμοποιεί κανείς έπιταγή γιά νά άφήσει ή πληρωμή ένα ίχνος, τό ίχνος έγγράφεται στήν ίδια τήν τάξη τού κόσμου. Τό αυθεντικό ίχνος, άντί- θετα . διαταράσσει τήν τάξη τού κ ό σμου. Ε ρχεται σάν ύ π ερ εντύ π ω σ η . Ολα μέσα στά πράγματα είναι έκτε-
θειμένα, άκόμη καί τό άγνωστο το ί'ς. τά ιχνη που τά σημαδεύουν άποτελοϋν μέρος αύτής τής πληρότητας πα ρουσίας. ή ιστορία τους είναι χωρίς παρελθόν.
Γ ιάννης Μ π ο υ τέα ς : Γιά νά καταλάβουμε τίς αιτίες πού μέ όδήγησαν σ’ αύτή τήν ιδέα τοι“' ίχνους, π ρ έπ ε ι νά θυ μ ηθούμ ε ότι στά πλαίσια τής σχολής Καλών Τεχνών στήν Α θήνα άκολού- θησα σ που δές χαρακτικής. Οί χαρά-
ξεις στίς μεταλικές πλάκες, στό ξύλο κλπ. ήταν ή πρώ τη έπ α φ ή μέ τά «ίχνη» π ο ύ άφήνει ένα έργο κατά τή δ ιάρκεια τής κλασικής αύτής μ εθόδου άνα;τα- ραγω γής του.
Μ ετά άπό πολύχρονη δουλειά άντι- λήφ θηκα πώ ς αύτή ή πράξη άναπαρα- γω γής σάν μ έθοδος κατάδειξης τής πραγματικότητς παρουσίαζε εύρύτερο ένδιαφέρον: έπ ρ επ ε νά πρα γμ α τοπο ιη θ ε ί κάτι, ξεκινώ ντας όχι μόνο άπό τήν ιδέα τού έργου, άλλά κυρίω ς ά π ό μιά μέθοδο π ο ύ έχει σάν άποτέλεσμα νά δίνει τήν άναπαράσταση αύτής τής ιδέας. Αύτό μέ όδήγησε νά χαράζω ίχνη π ά νω σ τά ύ λ ικ ά , σ τ ίς έ π ιφ ά ν ε ιε ς , κλπ...
Τό ίχνος άναφ έρετα ι σέ ένα πράγμα μέ π ιό άφηρημένο τρόπο. Τό ίδιο τό πράγμα δέν είναι παρόν, καί έπομένω ς μπορούμε νά δοΰμε τό νόημα αύτού τού πράγμ ατος μέ δ ια φ ορετικ ούς τρ ό πους.
Τό ίχνος είναι σ υνδεδεμένο μέ μιά έπ ιφ ά νεια - ύλη. Αν τό συσχετίσουμε μέ τό χώρο. θά π ρ έπ ει νά μιλήσουμε γιά «χειρονομία». Η κίνηση τού σώ ματος προσ φ έρει εύρύτερη δυνατότητα γιά τήν «άνάγνω ση» μιάς ιδέας. Εύαι- σθητοπο ιεί καί πλουτίζει τήν άντίληψη γιατί είναι τό άποτέλεσμα μιάς τα υ τό χρονης άμεσης κι έμμεσης δ ιεργασ ίας τής σκέψ ης. Η «χειρονομία» ε π ιτρ έ πει νά μήν έχουμε έμμορφο ά π ο τέλεσμα άλλά διευκολύνει μιά πολλαπλότητα έρμηνειών καί προσεγγίσεω ν τής πραγματικότητας...Ρ. Τοί^ΓειΚ Ίχ ν ο ς , ά ποτύπω μ α . γρα μ μή, έπ ιφ ά νεια , νέον, κίνηση, ένέργεια ... Τόσες έννοιες ά ντίθετες μεταξύ το υ ς στό άφηρημένο καί τό σ υγκεκριμένος πεδίο . I υριυ άπ α υτές γίνεται μιά δουλειά έπεξεργασ ίας, σύλληψης καί παραγω γής π ο ύ έκ τίθετα ι στίς α ντ ιφ ά σεις.
Α ντίφ α σ η άνάμεσα σέ μιά έμμορφη άναπαράσταση τού χώρου κα ι μιά άνα παράσταση το ύ χρόνου.
Αντίφαση άνάμεσα στό άφηρημένο καί τό συγκεκριμένο.
Αντίφαση άνάμεσα ο αύτό π ο ύ ά- ξ ιο π ο ιε ίτα ι - τό α ντ ικ είμ ενο τ έ χ ν η ς - καί τή χρήση καθημερινώ ν αντικ ειμ ένων γιά νά σημασιολογηθεΐ αύτό τό άντικείμενο - τό νέον, ό σ πόγγος...
Αντίφαση άνάμεσα στήν π ρ α γμ α τικότητα π ο ύ άναπάριστάνεται με ε ικ ο νιστικό τρ ό π ο κα ί τήν πραγματικότητα πο ύ άναπαριστάνετα ι μέ τρόπο έμμορφο.
Μιά τέτοια δουλειά α νατρεπτικού
Τ ο ν Γ ιά ν ν η M .io c téa
τύπ ο υ , άκόμη κι άν δέν δίνει μιά κ ο ινωνική διάσταση, άκόμη κι άν δέν ά ναφ έρετα ι σ ιω πηρά σέ μιά άναγνωρι- σμέ*νη ιδεολογία, είναι χαρακτηριστικό μιάς γεν ικ ή ς κ α τά σ τα σ η ς π ο ύ έχει «πολιτικοποιήσει» τό κ ά θ ε τι, συμπε- ριλαμβανόμενης καί τής τέχνης, γιά νά έπαναλάβουμ ε μιάν έκφ ραση έκούσ ια άμφίσημη ά π ό μιά μελέτη τού W.Benjamin.
Γ. Μ π ο υ τ έ α ς : Ή τέχνη είναι π ά ν το τε μιά έπανάληψ η πραγμάτω ν κα ί τών ίδιων πραγμάτω ν, άλλά μέ άλλους τρ ό πους. ‘Ό λη ή ιστορία τής τέχνης π α ρ ά γει «ίχνη» άλλά μέ δ ια φ ο ρ ετ ικ ές μ εθ ό δους.
Γι’ α ύτό άλλωστε δέν ύπ ά ρ χε ι π ρ ό ο δος τής τέχνης. Μ πορούμε μόνο νά
διαπ ιστώ σουμε τήν άνα γκ α ιότη τα μιάς έπ ο χή ς νά έκφ ρά σ ει τά π ρ ά γμ α τα μέ έναν ειδ ικό τρόπο . Α ύτό είναι ένδ ια φ έρον καί είναι άπα ίτηση κ ά θ ε έποχής.
Ενώ μέ τ ίς έπ ισ τήμ ες έχουμε μιά π ρ ό οδο. έχουμε μιάν άρχή, έχουμε μιά συνέχεια , έχουμε μιά κατάληξη.
Υ πάρχει μιά φράση π ο ύ άναφ έρο- μαι συχνά.
Είναι αύτή ή φράση τού M iro, π ο ύ μέ έχει έντυπω σ ιάσ ει πολύ: «ή τέχνη βρίσκεται σέ π α ρα κμ ή ά π ό τήν έποχή τώ ν σπηλαίων»... Στήν τέχνη μ ιάς έ π ο χής ύ π ά ρ χο υ ν π ά ντα ά να φ ο ρ ές σέ ό,τι έχει π ρ ο η γη θεί. Ά λλ ά α ύ τές ο ί ά να φ ο ρές δέν είναι π ο τέ οί ίδ ιες, άλλάζουν μέ τίς π ερ ιό δο υ ς. ’ Η ίδ ια ή πράξη δέν άλλάζει, ή μ έθ ο δο ς εξελίσσεται...
Χ α ρ ά Κ α λ α ιτ ζ ιδ ο υ
Η γλυπτικήκαί τά προβλήματά της
Στό τέρμα του δρόμου μιας εργασίας —ή τήέκθεση— παρουσίαση μορφών πλαστικών, έκφραση - ταύτιση - πα ρα λλ η λ ισ μ ός του πνευματικού μέ τό καλλιτεχνικό.
Πολυποίκιλα, άνισα έργα, σπαρμένα σέ μιά αίθουσα, καθαρές ή συμπλεγματικές μορφές —άφηρημένες— μεταβλητές καί παραλυμένες, περίπλοκες, λιτές ή απλές,— μοναχικά απλωμένες στόν ήρεμο καί έρημο χώρο, φαινόμενα ανησυχητικά μέσα άπό τό δυναμικό ανάγλυφο τό δουλεμένο στήν πέτρα, στό μάρμαρο, στό χαλκό, στό γύψο, στό ξύλο.
Σημάδια τού δρόμου της πλαστικής τέχνης στόν ελληνικό χώρο, —μέσα άπό τήν Ιστορία τών γενεών— τεκμήρια συγκυριών τών ίστορικοπολιτικοπολιτιστι- κών, οικονομικών καί κοινωνικών πραγμάτων τούτης τής χώρας πού ζουν καί δουλεύουν οι σύγχρονοί μας δημιουργοί.
Θά δώσουν απάντηση στίς άπορίες τούτα τά έργα καί στό στόχο τους νά φανερωθούν — όχι άπό τήν τύχη— έξω, πλατιά στόν κόσμο —γεγονότα— όχι μόνον
*)<; τέχνης;Σ τις ειδικές τους έκφράσεις, δέν ξέρου
με πιά άν άνταποκρίνονται στό διαλεκτι- κό σχήμα του «χαρίεν», του «όμορφου, του «άγλαόν», τοϋ «ωραίο», του «τεχνή- εν». Ξέρουμε όμως —άπό τά θέματά τους— οτι σκύβουν πάνω στή μοίρα του άνθρωπου.
Πρόθεση τών δημιουργών τους, ή έκφραση σέ μιά εύθυγράμμιση τού μύθου καί τής πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας, πού ψάχνοντάς τη στήν έργασιακή, τεχνική καί κοινωνική της διάσταση, βρήκαμε τό πόσο — περίεργα— λειτουργεί στήν πλαστική. Μιά τέχνη πού παρά τή σκληρή δουλειά της ΰλης της, είναι εκπληκτικά άδούλευτη στό πέρασμά της στόν κοινωνικό χώρο.
Καί ένα-ένα τά θέματα-έρωτήματα καί οί άπουσίες τής γλυπτικής άπό τή σύγχρονη ελληνική ζωή, έρχονται νά τονίσουν τήν ΐδ ια , έπαναλαμβανόμενη έλληνική πραγματικότητα.
ΙϊΙκαοιικά 31 ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ Τ Ε Χ Ν Ε Σ
Μιλούν οι γλύπτες
Μιά κουβέντα πού ξεκίνησε μέ τήν ευκαιρία της εκΟεση;, μέ τό σύλλογο των γλυπτών, καί συνεχίστηκε αναλυτικότερα μέ τον γλύπτη Θ. Πανουργία, δάσκαλο στήν Α.Σ.Κ.Τ. καί πρόεδρο τού σύλλογου μας οδήγησε σέ κάποιες —σκληρές—διαπιστώσεις:
• τήν απουσία τής σύγχρονης γλυπτικής άπό την ιδιωτική καί δημόσια ελληνικήζωή.
• τόν άνύπαρκτο διαθέσιμο χώρο έκθέσε- ων καί εργαστηρίων.
• τήν άνύπαρκτη ένημέρωση-πληροφόρη- ση του Έλληνα πολίτη, πού είναι συνδεμένη μέ τήν πλήρη άποσύνδεση άπό τά κρατικά μέσα ενημέρωσης καί τήν ανυπαρξία κριτικής.
• τήν άναγκαστική περιθωριοποίηση του γλύπτη καί άπομάκρυνσή του άπό τό λαό ή τήν ταύτισή του μέ «γκρουπαρισμένες» καί «έλιτίστικες», περιθωριοποιημένες τό ίδιο, καί άποστασιοποιημένες κοινωνικά όμάδες.
• τή λανθασμένη — εμπορευματοποιημένη λειτουργία τών αιθουσών τέχνης (γκα- λερί).
• τή μή ύπαρξη προγραμματισμού, μέ τή συμμετοχή γλυπτική ς δουλειάς — μέλους— στό άρχιτεκτονικό δημιούργημα.
Μιά σειρά προτάσεων, διατυπωμένων άπό τό σύλλογο τών γλυπτών πού έχει παραμείνει στό συρτάρι, θά μπορούσε νά δώσει σημαντικές λύσεις: Πρόκειται γιά:
• τή δημιουργία ενός πολιπττικου πυρήνα μέσα στά πλαίσια του όπ«ου θά ήταν δυνατή ή έπικοινωνία καί κύρια ή ενημέρωση τών καλλιτεχνών γιά τά πολιτιστικά γεγονότα τών άλλων χωρών, παράλληλα μέ τή λειτουργία μόνιμου έκΟετήριου.
• τήν όργάνωση τής Α.Σ.Κ. I . καί επίλυση τών προβλημάτων της πού διαιωνίζο- νται (ίδρες, αίθουσες, εργαστήρια, επιλογή τών καθηγητών καί φοιτητών 6χι άπό τούς ζωγράφους).
• τήν πρόταση γιά τήν όργάνωση μιας Πανβαλκανικής biennale στήν ’Αθήνα, σάν πρόλογο μιας Διεθνούς.
• τή διαδικασία λειτουργίας του έπιμελη- τήριου εικαστικών τεχνών.
Γίνεται σαφές έτσι πόσο μεγάλο θέμα εΐναι τό «πρακτικό», πού όλοι ξέρουμε δ τι όσο ικανό είναι νά σακατέψει κάθε πνευματική δημιουργία, άλλο τόσο μπορεί νά προδικάσει τό είδος τής σχέσης πού αναπτύσσεται άνάμεσα στή διάθεση-τάση ενός καλλιτεχνικού ρεύματος. Πολύ περισσότερο νά όριοθετηθεΐ, η έκφραση της γλυπτικής τέχνης τούτου του τόπου τής γλυπτικής παράδοσης-πέρα άπό τή μορφική ερμηνεία καί άνάλυση τών έργων.
Έ τσ ι, πλατιά άνοίγεται ό δρόμος τής προσωπικής άντιμετώ πισης του έργου άπό τόν καλλιτέχνη, μέσα άπο τά προσωπικά του φορτία τής αίσθησης και τής γνώσης.
Γ Ι Ω Τ Α Τ Σ Ε Λ Α Λ Ή
Η. ΓΙ ανονργιά, «Πουλιά»
Λύο σωματοφύλακες
καί μία ομαόική εκάεοη
τή$ ούχχρονη$ μο υ σ ική ς
BIG SCIENCE LAURIE ANDERSON
*
Στά 34 χρόνια της, δέν ταριχεύει νεανικές τρέλες σέ μνημείο άδίκως θανό- ντων, αντίθετα , δέχεται ευχές γενεθλίων. Π ροηγούνται παραστάσεις δέκα χρόνων σέ Π αν/μια, γκαλερί, μουσεία, θέατρα, άλλά καί δημοσιεύσεις πο ιητικών συλλογών καί £νας μικρός δίσκος
τό *77 μέ τ ’ όνομα «It’s not the bullet that kills you - it’s the hole». Μέ δισταγμούς έφ ηβ ικούς γιά δεύτερη φορά δι- σκογραφεϊται φέτος. «Στ* άλήθεια μέ τρομάζει πώ ς θ ά μπορεί κανείς νά τ' άκούσει πάνω ά π ό μιά φορά, ένώ οί παραστάσεις έξαφανίζονται». ΓΙολυθε-
άματα δηλαδή, μουσικά, θεατρ ικά , εικαστικά ταυτόχρονα, πού σκηνοθετεί ή ίδια ά π ό τό 73, μετά άπό σ πουδές κα ί ύ π ο τρ ο φ ίες γλυπτικής, Ιστορίας της Τέχνης καί Α ιγυπτιακής Α ρ χ ιτε κτονικής στή Ν έα Ύ όρκη. Παντομίμα, φίλμ καί φ ω το γρ α φ ίες , ά ντικ είμ ενα χειροποίητα καί μουσική έργάζονται γι’ αύτήν στίς έμφανίσεις της. Γι’ αύτό καί οί δισταγμοί της νά ήχογραφηθεΐ. Σέ όμοφυλοφιλικό όργασμό ό χώρος καί ό χρόνος στίς παραστάσεις της αποθανατίζουν τή στιγμή. Ή κατα γραφή τής μουσικής (τέχνη χρονική) άφήνει τό θέα μ α άνάπηρο.
Είναι περήφανη γιά τό βιολί της: στό σώμα του έντοιχισμένη κεφαλή μαγνη- τόφω νου, καί στό δοξάρι άντί χορδής, μαγνητοταινία. "Αλλοτε τραγουδά μέ μικροσκοπικό μικρόφωνο στό στόμα της. Κι δλ* αύτά δέν είναι έφ φ έ, μά ή χροιά τής μουσικής της.
Ο δίσκος π ο ύ παρουσιάζετα ι έδώ είναι μέρος τού 8ωρου έργου της «United States Ι-ΙV.».
Τή μελωδία όδηγούν τά ήλεκτρονικά όργανα τής L. Anderson καί τό ρυθμό κρατούν πρω τόγονα κρουστά (ξύλα, μπουκάλια, marimba) καί σπάνια τά τύμπανα. Έ δώ κι κεί σαξόφωνα καί φλάουτα. Τήν άντίφαση προκαλεϊ καί συμφιλιώνει ή φωνή της (Τέτοια συναισθηματική ποικιλία δέν έκφω νεϊται συχνά).
Φωνή συγκροτημένου άγχους έπα- ναλαμ βάνετα ι ήλεκτρονικά στό «Ο Superman», άντικαθιστά τά τύμπανα, προσω ποποιώ ντας τό ρυθμό. Ή L. Anderson άφηγεϊται τούς στίχους της μέ έμφαση κυνισμού καί ειρωνείας:
"Ω Σ ο ύ π ερ μ α ν . mQ Δ ικα στά . ~Ω Μ αμ ά κ α ί Μ π α μ π ά .Γειά. Δ έν ε ίμ α ι σπ ίτι αύττ) τι) σ τιγμή . "Αν όμω ς θ έλ ε τε ν ' ά φ ή σ ετε έ ν α μ ή νυμ α , ά ρ χ ίσ τε νά μ ιλ ά τε μ ε τά τό ν χ α ρ α χ τη ρ ισ τ ιχ ό ήχο.
------------------- Μουσική
Ε μ π ρ ό ς ; Έ ό ώ ή Μ η τέρ α σου. Ε ίσα ι έχ ε ι; ΚΕ ρχεο α ι σπ ίτι;'Ε μπρός; Ε ίνα ι χ ά ν ε ις στό σπ ίτι; Λ ο ιπόν , δ έ μ έ ξ έ ρ ε ις , έγώ όμω ς σ έ ξέρω. Κι έχω έν α μ ή ν υ μ α ν ά σ ο υ δώσω."Ε ρ χο ν τα ι τά α ερ ο π λά να .Λ ο ιπ ό ν χ α λ ύ τε ρ α έ το ιμ ά σο υ . 'Ε το ιμ ά σ ο υ νά φ ύ γε ις . Μ π ο ρ ε ίς νά έρ θ ε ις όπω ς ε ίσ α ι, άλλά π λή ρ ω σ ε χαθώ ς φ εύ γε ις .
Π λήρω σε χα θ ώ ς φ εύ γε ις .
Έ ρ χ ο ν τα ι τά ά ερ ο π λά να .Ε ίνα ι ά μ ε ρ ιχ ά ν ιχ α ά ερ ο π λά να . Κ α τα σ κ ευ ά σ τη κ α ν σ τή ν Ά μ ερ ικ ή . Κ α π ν ισ τό ς ή μ ή χ α π ν ισ τά ς ;Κ α ί ή φω νή ε ίπ ε : Ο ύτε χ ιόνι, ούτε βροχή, ο ύ τε χ α τα χ ν ιά τή ς ν ύ χ τα ς θά έ μ π ο δ ίσ ο υ ν το ύ ς τα χ υ δ ρ ό μ ο υ ς α ύ το ύ ς , ά π ό τή γρ ή γο ρ η σ υμ π λή ρ ω σ η τώ ν π ρ ο σ δ ιο ρ ισ μ έ ν ο ι χύ χλω ν τους. Γ ια τί ό τα ν ή άγάττη χά ν ετα ι, ύ π ά ρ χ ε ι π ά ν τα δ ικ α ιο σ ύν η .Κι ό τα ν ή δ ικ α ιο σ ύ ν η χά νετα ι, ύπ ά ρ - χε ι π ά ν τα δ ύν α μ η .Κι ό τα ν ή δ ύ ν α μ η χ ά ν ετα ι, ύ π ά ρ χ ε ι π ά ν τα ή Μ αμά. Γ ε ιά σ ο υ Μ α μ ά ! Λ ο ιπ ό ν κ ρ ά τα μ ε . Μ αμά, σ τή π λ α τ ιά ά γκ α λ ιά σου,σ τή ν α ύ τό μ α τη ά γκ α λ ιά σου. Σ τή ν ή λ εκ τρ ο ν ικ ή ά γκ α λ ιά σου.Λ ο ιπ ό ν κ ρ ά τα μ ε , Μ αμά. cmj π λ α τ ιά ά γκ ά λ ιά σου.Σ τή π ε τρ ο χ η μ ικ ή ά γκ α λ ιά σου . Σ τή σ τρ α τιω τικ ή ά γκ α λ ιά σου.Σ τή ν ή λ εκ τρ ο ν ικ ή α γκ α λ ιά σου.
Η έμφαση τής άφήγησης είναι τέτοια , πού ά π ό μόνη της μελοποιείται. Στό θεατρ ικότερο τών άλλων, «Example = 22», ξεσπά μέ πα ρ ά π ο νο ή έπιμελως κρυφή τρυφ ερότητα , σάν άντίστιξη τής γ ε ρ μ α ν ικ ή ς έ π α γ γ ε λ μ α τ ικ ή ς φ ω ν ή ς , πού άσκεϊ δημόσιες σχέσεις ά π ό μικροφώ νου. Ή έκττνοή τού έρωτα έ-
γκυμονεϊ έκδικηση στό «Sweaters».Τό «From the air* άγγίζει τά όρια του
θρίλερ. Ό δολοφόνος έδώ κυβερνά άτοοπλάνο έχτός έλίγχον. Κι όμως άγωνιδ. Χ αμογελαστές άεροσ ννοδοι δέν μεσολαβούν. Μόνος μέ τους έπιβή- τες. σαρκάζει. Στό ρόλο τον πιλότον ή L. Anderson
Καλησπέρα. Σ ά ς όμιλε i ό Κυβερνήτη ς σας. . ,Πρόκειται νά έπιχειρήοουμε ανώμαλη προσγείωση.Π α ρ α κ α λ ώ σβήστε όλα τα τσιγαρα. Τοποθετήστε τά άναδιπλούμενα τρα- π ε ζ ά κ ια σ α ς . στήν όρθή, καθορισμένη θέση τους.Ό Κ υβερνήτΐ]ς σ ά ς λέει: Β άλτε το
κ εφ ά λι πάνω στό γό να τά σας.Ό Κ υβ ερ νή τη ς σ ά ς λέει: Β ά λτε τό κ εφ ά λι μ έσ ' σ τά χ έρ ια σας.
Σ ά ς ό μ ιλε ϊ ό Κ υβ ερ νή τη ς σ α ς - κ α ί π ά μ ε κάτω.Π άμε όλοι κάτω. μαζί.Κ αι είπα : ΤΟ, θά γίνει κ ά π ο ια μ έρ α .
Σ τις θ έσ ε ις σας. Τωρα είνα ι ή σ τ ιγ μή.
Στους στίχους της ή L. Anderson άκί- νητη έπιθεω ρεί σύγχρονα κοινωνικά στερεότυπα. Ό συγχρονισμός τους ό μως είναι άπόλυτος καί ή ιδιωτική ποίηση έξαντλείται. Μέ τό τραγούδι της δέν έπιβάλλει. Ό χώρος της είναι σ κοτεινός κα ί υποβάλλει. Ή άτμό- σφαιρα έπιφυλλάσει Εκπλήξεις.
Χ ρ υ σ έ ς π ό λε ις . Κ α ί μ εγά λ α αύτοκ ί- νη τα σέ μ ε γά λ ο υ ς δ ρ ό μ ο υ ς κ α ί σ π ο υ δ α ία μ εγά λ α σήμ ατα .Κι όλοι λένε: Α λληλού ια .Κ α θ έν α ς γ ιά τό ν έα υ τό του. Σ π ο υ δ α ία Ε π ισ τή μ η . Α λληλού ια . Ξ έρεις , νομίζω θά 'π ρ ε π ε νά β ά λο υ με μ ερ ικ ά β ο υνά έδώ.Αλλιώ ς, ά π ό π ο ύ θά π έ φ το υ ν ο ί
χ α ρ α κ τή ρ ες :
“Αν φω τογραφίσετε τή L. Anderson θά έμφανιστεί μαυρόασπρη. Κρατά κ ρυ φά τά έγχρωμά της φίλμ.
« Ά ντισ τα θ ε ίτεσ ’ α υ τό ν π ο ύ χτίζει έ ν α μ ικ ρ ό σ π ιτά
κικ α ί λέει: κ α λά είμ α ι έδώ.
Α ν τισ τα θ ε ϊτε σ ' α ύ τό ν π ο ύ γύ ρ ισ ε π ά λ ι στό σπ ίτι
κ α ί λέει: Δ όξα σοι ό Θ εός. ’Α ντισ τα θ ε ϊτεσ τόν π ερ σ ικ ό τά π η τα τών π ο λ υ κ α το ι
κιώνστόν κ ο ντό άνθρω πο το ύ γρ α φ ε ίο υ στήν έ τα ιρ ε ία ε ίσ α γω γα ί-έξα γω γα ί στήν κ ρα τικ ή έ κ π α ίδ ε υ σ η στό φ όροσ έ μ ερ ικ ά α κ ό μ α π ο ύ σ ά ς ιστορώ ...»
« Ή Διαθήκη μας» Μιχάλη Κατσαρού.
Τέσσερα αντίτυπα τής βρετανικής έρ- γατικής τάξης άποδείχτηκαν έλαττω- ματικά καί δέν έργάστηκαν. Ζω ογονούν τό Punk έξι χρόνια τώρα. Οί Clash υποφ έρουν άπό έγκαύματα πολιτικά. «'Όλοι μιλάνε γιά τούς βανδάλους πού γράφουν μέ τά σπρέυ στά τραίνα καί τά μνημεία. Μά είναι ό μόνος τρόπος γιά νά άποδείξεις πώ ς ύπάρχεις, νά πεις «γειά σου» στήν πόλη, όταν είσαι άποκλεισμένος έξω στό κρύο. ΓΓ αύτό ή άναρχία ποτέ δέν μέ τρόμαξε. Είναι τό μέσον γιά έναν άνώτερο πολύ σημαντικό στόχο», λέει ό Joe Strummer. Μή
φανταστείτε νέους ύγιείς καί αισ ιόδοξους άγωνιστές νά σ υνθέτουν π ρ ο ο δευτικά όρατόρια, ούτε γραφ ειοκράτες νά σ κηνοθετούν μαζώξεις μέ π λέρια συμμετοχή τής μάζας. Αύτοί έδώ δέν έχουν έλπίδες, παρά μόνο τή φυγή. Είναι όμως κα ί τρυφεροί, έρωτικοί καί θανατόπληκτοι.
... !Α λλά δ έν ε ίν α ι τό σ ο εύκολο .Τ όσο εύ κ ο λο
γ ιά έ ρ α ο τ έ ς . Α λ υ σ ο δ ε μ έ ν ο ι σ τ ή να γά π η
σ η μ α δ εμ έν ο ι σ τή ν κ ο ρ υ φ ή το ύ π ύ ρ γο υ
Ή ρ ό ζ ν ε κ ρ ο φ ό ρ α φ ε ύ γ ε ι μ έ π έν θ ιμ η τα χ ύ τη τα
ό δ η γώ ντα ς τή ν κ α ρ δ ιά σ ο υ μ α κ ρ ιά . Μ έ λ ο υ λ ο ύ δ ια όλη τή ν ύ χ τα π ερ ίμ ε -
να.Π ερ ίμ εν α έ ν α ν ιπ π ο κ ό μ ο . Δ ικ ό ς το υ
π ά ν ταέμ π ισ το ς . Δ ικ ό ς το υ Ιν δ ιά ν ο ς φ ίλος. Δ έν ε ίμ α ι ό μ ό ν ο ς ά π ό τό κ λ ά μ π
θ α υ μ α σ τώ ν τώ ν εύ έλ π ιδ ω ν σ ω μ α το φ υ λα κ ώ ν π ο ύ κ ο ιτά τό ν ο υ ρ α ν ό γ ιά κ ά π ο ιο ν φ ίλο
τή ς α ν θ ρ ω π ιά ς ...(άπό τό «Atom tan»)
Ό θά να το ς καί ό έρω τας έχουν σχέση αισθησιακή καί άλληλοσυμπληρούνται.* Ολοκληρώνουν τό π ά θ ο ς λές μετά άπό συνεννόηση. Ό θ ά να το ς άπογοη- τεύει τή γοητεία , άλλά στή θέση της πυροδοτε ί τό π ά θο ς :
Α ιχμ α λω τίσ τη κ α ά π ό κ ε ίν ο τό ν εκ ρ ό φ ά ν τα σ μ α
τ' ά κ ο λ ο ύ θ η σ α μ έ σ α ά π ό σ κ λ η ρ έ ς
ζο ύ γκ λ εςκαθώ ς ά μ ε ίλ ικ τα π ρ ο χ ω ρ ο ύ σ ε μ έ σ ’
σ το ύ ς κ ρ υ φ ο ύ ς κλτ)ρους σ τρ α γγα λ ίζο ν τα ς μ ε σ ' σ τ ις σ κ ιέ ς τή ς
νύχ τα ς .Ό κ λ έφ τη ς τή ς ζωής κ ιν ή θ η κ ε κ α τά π ά ν ω τη ς , κ α ί γυρω
ά π τό ν έρω τα .Σ ' έ ν α π α ν δ ο χ ε ίο τή ς μ ιά ς μ ό ν ο στά-
σης.Μ ιά κ α τα ιγ ίδ α χ τ υ π ά σ τό π ιό φ τη ν ό
δω μά τιο .Τό φ ά ν τα σ μ α γ λ ισ τρ ά μ έσ α , νά χ ύ σ ε ι
αίμα ,ά κ ό μ α κ α ί σ τό ν π ιό γ λ υ κ ό μ ή ν α το υ
μ έλ ιτο ς .Ό φ ο ν ιά ς τή ς ζω ής π ή ρ ε τό τ ε λ ε υ τα ίο λ εω φ ο ρ ε ίο γ ιά τό
Ν ια γά ρ α .Μ έ τή ν ε ύ κ α ιρ ία νά δ ρ α π ε τ ε ύ σ ε ι ά π ’ τή μ ιζέρ ια .Μ έ ξά φ ν ια σ μ α . Ή σ ά ν ά π ά ν τη σ η σ τό ν πό νο .Κ α π ν ίζ ο ν τα ς σ τό σ κ ο τε ιν ό κ ιν η μ α το
γρ ά φ ο ,μ π ο ρ ο ύ σ ε ς ν ά δ ε ις τό ν Κ α κ ό νά ύ π ο χ ω ρ ε ϊ
Χ ύ ν ε τα ι τό α'ιμα το ύ δ ο λ ο φ ό ν ο υ . ~Ομω ς γ εμ ίζ ε ι τό ό π λ ο το υ ξα νά .Κ ά ν ε νά κλάχρει έ ν α ς ά ν τρ α ς σ ά ν κ ο ρ ίτσ ιγ ιά ν ά δ ε ις τά ό π λ α ν ά π ε θ α ίν ο υ ν στή δ ύ σ η το ύ ή λ ιο υ Ο ί έ ρ α σ τ έ ς ά δ ικ α π α ρ α π ο ν ο ύ ν τα ν . ’Ό μ ω ς π ο τ έ δ έ σ υ ν α ν τή θ η κ α ν .
(«Death is a Star»)
‘Α ντικείμενα συμβολικά, εϊδωλα χολλυ- γουντιανά , π α ιδ ικ ές μνήμες κα ί φ ετίχ έρω τικά π ρ ο σ ω π ο π ο ιο ύ ντα ι κα ί κ ινούν τά πρόσ ω πα , π ο ύ όμω ς δέν ύ π ο φ έ - ρουν ιδιωτικό άγώνα. άλλά είναι δε ίγ ματα όμάδω ν πειθα ρχη μ ένω ν κα ί ά- πελπισμένω ν π ο ύ ή κοινω νική φ θ ο ρά τά ξεκουρδίζει. Σωσίβια α ισθημάτω ν δέν χαρίζονται. Μ όνο κ ρα υ γές φ υγής, διάλυσης, έπανάσ τασ ης.
... Σ α π ο ύ ν ι π λ η μ μ υ ρ ίζε ι. Π εττρέλαιο στό νερ ό .
"Ολα σ τρ ιφ ο γ υ ρ ίζ ο υ ν π ρ ό ς έπ α γρ ύ - π ν η σ η
στό σ π ο υ δ α ίο π λ ο ίο τή ς π ρ ο ό δ ο υ τό π λ ή ρ ω μ α δ έ ν μ π ο ρ ε ί νά β ρ ε ι τό
ρ ά γ ισ μ α τά κ λ ά ξ ο ν σ α λ π ίζο υ ν ό ν α ύ α ρ χ ο ς ρ ο χα λ ίζε ι δ ια τα γ έ ς υ π ο β ρ ύ χ ια β ρ ά ζο υ ν σ έ ώ κ ε α ν ο ύ ς κ α
θώςσ τρ α το ί π ο λ ε μ ο ύ ν το ύ ς ήλ ιους.
(άπό τό «Ghetto defendant», βασισμένο σέ στίχους τού AJlen Ginsberg).
Υ π ά ρ χ ο υ ν στό «C om bat rock») κ α ί τραγούδια εύ θ έω ς πολιτικά , κυν ικ ά ά- φ οριστικά , όπ ου οί στίχοι είναι κ ρο υ στοί καί έπ ιθετικ ο ί, ά πόλυτο ι σάν μανιφέστο. Σ τερούντα ι όμω ς τ ίς συναισ θημ ατικές άντιφ άσεις τής Ποίησης, γιά χάρη τή ς συνθηματολογίας. Κι άν θ υ μ η θ ε ί κ ανείς τήν προηγούμενη δισ κογραφ ία τών Clash ν ιώ θει τόν πλεονασμό. Έ δ ώ όμως τό σκηνικό άλλάζει. Στό «Combat rock» ή άποζημίω ση έρ χετα ι μέ τή μελοποιημένη συνάντηση τού έρω τα μέ τό θά να το , α ίμοβόρο άλλά κα ί λυρικό.
Ή μουσική τών d a s h είναι punk. Κ ατεργάζονται όμω ς κα ί άλλες τέχνες: Φ ω νη τικ ο ί δ ιά λ ο γο ι, α ύ το σ χ εδ ια σ μ ο ί π νευσ τώ ν, reggae (μουσική έκφραστι- κή κυρίω ς πολιτικώ ν άναφλέξεω ν), κλισέ disco κα ί rap χω ρίς τόν κομψ ευόμε- νο α ισθησιασμό τώ ν καλοκαιρινώ ν ντι- σ κοτέκ , άλλά μέ τήν υγρασία α ιμ ο π τύ σεων τή ς έργα τική ς τάξης.
Κι ό λ αύτά , όδηγούμ ενα ά π ’ τά άγωνιώδη φ ω νητικά κα ί το ύ ς στίχους π ροκαλούν άλλοτε τήν έμφαση (reggae). άλλοτε τήν ειρω νεία κ α ί τό σαρκασμό (disco &. rap). Α πό τό «car jam m ing»:«Τό πτώ μ α στό ψ υγείο δέν έχει ήμερο- μηνία λήξεως». m
Σκοτεινοί χειριστές ήλεκτρονικών όρ- γάνων άλλά καί χορευτές άπό χώρες μακρινές, μαζί σ' αύτή τή συλλογή. Kai
τούς δύο συλλαμβάνει σέ στιγμιαία δι- σκογραφ ική έπα φ ή ό Brian Eno. Ά - κούγοντας τούς πρώ τους, μήν π ερ ιμ ένετε καλλιτέχνες στήν άγωνία τους. Τό &γχος υπά ρχε ι, είναι όμο^ς έκλογικευ- μένο. Ό πειραματισμός δέν είναι όδυ- νηρός τή στιγμή τής παράστασης, άλλά έρμητικά κλεισμένος μέσα σέ στούντιο μονωμένα. Ά ν άκούσετε κραυγή , δέν είναι κορύφω ση τής στιγμής άλλά ηλεκτρονικά προγραμματισμένη μετά ά π ό ώ ρες μελέτης. Κι όταν άκούσ ετε τούς δεύτερους, θυ μ η θείτε Λ ατινοαμερικά- ν ικους ρυθμ ούς, άλλά καί τή τζάζ τού ‘50.
Ο δίσκος δέν παρουσ ιάζετα ι έδώ σάν όλοκληρωμένη π ρ ο σ π ά θ εια ζω ηρού καλλιτέχνη, άλλά σάν έπιμελημένο δείγμα συντεχνιακού είδους τής σύγχρονης μουσικής. M‘ αύτές τίς π ρ ο δ ια γραφ ές κρίνετέ τον.
Οί Brian Eno, Robert Fripp, Phil Man- zanera, Jon Hassell σαν σέ ο ΐκογενεια-
κή συνάντηση: Ά φ ρ ικ ά ν ικ ο ς . π ρ ω τό γονος ρ υ θ μ ό ς καί ή μελωδία άπλή, έ π α ν α λ α μ β α ν ό μ εν η . * Ε ναλλάσσοντα ι σ υνθεσά ιζερ , κομ π ιού τερ κα ί ήλεκτρο- νικά πλη κτροφ όρα . Η μουσική τους, σχόλιο π ο ύ ζητά άπάντηση στό συναισθηματισμό τού άκροατή . Ή ένταση πο ύ περ ικλείει προέρχετα ι ά π ό τεχνη τό άγχος τού κ ομ π ιούτερ . Τ ίς π ερ ισ σ ότερες φ ο ρ ές φωνή δέν υ π ά ρχε ι. Θά σχεδίαζε κ ά π ο ιο π ρ ό σ ω π ο άνθρώ πινο .
Τό «Very Very Hungry» μουσική ύ- πόκρουσ η στήν έκκληση-διαταγή τής γερμανικής άστυνομ ίας γ ιά σ υ μ π α ρ ά σταση στό κυνήγι τών τρομοκρατώ ν. Τό «Shadow» ρευσ τό καί μ εταφ υσ ικό , σκιά π ο ύ κλαίει σέ έρημη νύχτα μέ πανσέληνο. Καί στά δύο ό σ υνα ισ θηματισμός είναι λανθάνω ν. Π ετυχα ίνε- ται μέ τήν α ίσθηση τού φ όβ ου καί τής μοναξιάς μέσα στό τέλειο κρά τος, ή μέ τήν άνάσα τού Α γνώ σ του . Α ν υ π ο ψ ία στες φ ω νές π ο ύ άσκούν τή δική τους
έπαγγελματική κινησιολογία ή ύφ ίσ τα - νται τό δράμα τους, είναι άντικείμενα πειραματισ μού γιά τόν Brian Eno. Ή μουσική του έπένδυσ η έντείνει τήν έκ ά σ το τε χρο ιά το υ ς . Δ ια τη ρ ε ί τήν εύα ισ θησ ία του , όμω ς οί φίλοι του όδηγούντα ι α π ό τά όργανα κι όχι άπ τήν καρδιά τους.
Τό «Deutscher girls» ύπ ά ρ χε ι στό κ ινη μ α τογρα φ ικ ό «jubilee» τού ’78. Μέ στολή έρ υ θ ρ ό δερ μ ο υ , κα ί άλλοτε δ ιεσ τραμμένου Γάλλου εύγενή , ό Adam Ant γνω ρίζει κα λύτερα τήν τέχνη τού θ εά μ α το ς ά π ό έκείνη τού άκροάματος. Οί Laraazi έπαναλαμ βάνουν κλισέ άνα- τολιτικής μελω δίας μέ έξω τικά κ ρ ο υ στά.
Οί Lounge Lizards σ χηματίσ τηκαν τό 79. Ό π ια ν ίσ τα ς το υ ς Evan Laurie
έ π η ρ ε ά σ τ η κ ε ά π ό τ ο ύ ς T h e lo n iu s Monk, Me Coy Tyner, Art Tatum . Ό Steven Piccolo σ τό μπάσ ο , μ α θή τευσ ε δ ίπλα σ το ύ ς Charlie Haden καί Dave
M o v o i x y j 3 3 ΓΡΑΜ ΜΑΤΑ ΚΑΙ Τ Ε Χ Ν Ε Σ
Holland κι έδινε αόλο παραστάσεις άπ' τό '73. "Αχουγαν όμως καί μπόσα-νό- βα καί λατινοα μ ερ ικά ν ικους χορούς τής δεκαετίας τού *50 Τέτοιες μελωδίες θυμίζει τό Harlem Nocturne πού υπάρχει στή συλλογή, άλλά ή rhythm ’n* Section σύγχρονη και ήλεκτρική. και ό αύτοσχεδιασμός των πνευστών συγκροτημένος.
OI Edikanfo κατάγονται άπό τή Γκάνα. Έ φ η βο ι ακόμα άκολουθούσαν συ- γκροτηματα στήν πατρίδα το\»ς καί στή Νιγηρία. Μέ πνευστά ύγιή καί ε ύ θ υ μ α κ α ί ά φ ρ ικ ά ν ικ α φ ω νη τικ ά , χρειάζοντα ι κα ί ήχους κοσ μ οπολ ίτ ικους γιά νά ναι δυσδιάκριτη ή έπανά- ληψη.
Οί Renguin Cafe Orchestra μέ δυό
τραγούδια τους χωρίς ήλεκτρισμό, Τό “Walk dont run*' αυθόρμητο καί λυρικό ξέσπασμα τών βιολιών σάν μεξικά- νικη φιέστα.
Τά συγκροτήματα αύτά δέν έξαργυ- ρώνουν μεταφυσικές άνησυχίες. Ψ υχαγωγοί μέ συνθεσάιζερ είναι οί άλλοι. Ποιοί όμως κυβερνούν καί ποιο ί κυ- βερνώνται άπό τά όργανά τους: Τό
σχήμα γυναίκας δίδεται σέ κομπιοϋτερ πρός έπεξεργασίαν. Η δημιουργία κ α ταγράφεται μέ τήν εύαισθησία σεισμο- γράφου, σπάνια όμως μέ δάκρυ άν- θρώ πινο.
Φ ί Π Ί / 1 I ///■:/*/ 111
Β ι β λ ί ο
Άπ’ αφορμή...7α χ ίνη τ ρ α π ο ύ óóijyoCrv τ ό ν χ α λ λ ι - τέχ ΐ’η χα ί το ν έ π ισ τ ή μ ο ν α . χ α δ ώ ς χα ί τά ά π α ιτ ο ύ μ ε χ ’α π ρ ο σ ό ν τα σ χ έ - ψης χα ί ό ρ α σ η ς . ε ίν α ι τ α ϊόια .
Frederic Jolioi-Curic
1 . Η Μ Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ Τ Η Σ Τ Ε Χ Ν Η Σ.· Βαρύγδουπος, προκλητικός τ ίτ λος πού δίνει, μαζί μέ τό υποβλητικό έγχρωμο ξώφυλλο (ή Gioconda σέ έξι φάσεις βαθμιαίας μέχρι τέλειας εξαφάνισης), τό πρώτο «σόκ» στόν υποψήφιο άναγνώστη. Ό χ ι , δέν πρόκειται ytá παραδοξολογία του τύπου «Κάτω ή ψευτοκουλτούρα, ζήτω ή... ΑΕΚ» πού βλέπει κανείς μέ μαύρη μπογιά (χρώμα ενδεικτικό της φασιστίζουσας φιλοσοφίας του δράστη) σέ κάποιον τοίχο της ‘Αθήνας, άλλά γιά μιά «μελέτη» μέ άξιώσεις, άπό- σταγμα δεκάχρονης πολύμοχθης διανοητικής προσπάθειας. Ό παρών τόμος είναι ό πρώτος άπό τούς πέντε πού ό συγγραφέας υπόσχεται την έκδοση τους διαδοχικά. "Ηδη άπό την άφιέρωση, «Στην ’Ανθρωπότητα μέ εκτίμηση», φανερώνεται ή ίδέα πού ό Παν. Μπούρας έχει σχηματίσει γιά τόν εαυτό του καί γιά τό ρόλο πού άποδίδει στό πόνημά του. Καί ή «Κατατόπιση» έρχεται νά δώσει μιά πρόγευση του ύφους του λόγου, άφήνοντας νά φανουν κρυστάλλινα τά προσωπικά ελατήρια του εγχειρήματος του: ή πικρή απογοήτευση άπό τή θητεία του στήν Τέχνη —στήν Ποίηση— ως δημιουργού ή καί ως καταναλωτή της. Τό μέγα άτύχημα γι' αύτόν φαίνεται νά ήταν ότι γύρεψε τά πάντα άπό τήν Τέχνη, κι άκόμα άπό μιάν ορισμένη Τέχνη. 'Η παιδευτική μονομέρεια ευθύνεται συχνά γιά τήν «άνάδειξη» μονόπλευρων ανθρώπων πρός τήν κατεύθυνση εΐτε τού βελάζοντος ήθικισμοϋ, εΐτε τού στεγνού καί άπάνθρωπου επιστημονισμού ή, τέλος, τού άνούσιου αισθητισμού, μέ κατάληξη τόν άκρο άρνητισμό.
Καθώς προ χωράει κανείς στήν ανάγνωση, άνηλαμβάνεται πόσο τό αίσθημα ενός είδους «εκδίκησης» γιά τή διάψευση τών προσδοκιών τού συγγραφέα πνίγει δλη τήν προσπάθειά του νά «έκλογικεύσει» τήν προσωπική εμπειρία του καί νά τή μεταρσιώσει σέ μιά ψύχραιμη θεώρηση κι άκόμα —γιατί 6χι— σέ μιά φιλόδοξη θεωρία.
Ή Τέχνη καί γενικότερα ή «κουλτούρα», Ιδού ό εχθρός. Αυτή είναι «ή προβληματική πού δφειλε ν* άποδειχτεΐ» (σελ. 14). Μέ τέτοια άφετηρία, δέν είναι παράξενο ότι ό Π.Μ, άντί ν’ άρχίσει μελετώντας άμερόληπτα τό φαινόμενο της Τ έχνης έστω καί μόνο γιά νά δοκιμάσει έκ τών υστέρων, μέ τή διαλεκτική άντιπαρα- βολή, τήν ¿ντοχή τών προσωπικών του συμπερασμάτων, ξεκίνα μέ ánpiópt θέσεις, επιλέγοντας, απλώς γιά στήριξή τους, τά κατάλληλα άποσπάσματα άπό διάφορους συγγραφείς καί φιλόσοφους. Ε ίναι άξιοσημείωτο ότι στήν εργασία του δέν άναφέρεται σχεδόν καθόλου σέ μεγάλους στοχαστές πού άσχολήθηκαν ειδικά μέ τήν Αισθητική καί τή φιλοσοφία τής Τέχνης (Χέγκελ. Πλεχάνοφ, Λούκατς, Νι- κολάι Χάρτμαν, Κρότσε κ.ά.), ούτε κάν στόν Έ ρνστ Φί?σερ, πού τό βιβλίο του φέρει τόν τίτλο... « Ή άναγκαιότητα τής Τέχνης». (Εκδόσεις «Θεμέλιο», 1966).
Τόν έντονο τούτο διανοητικό «αύτισμό»
•ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΠΟΤΡΑ: Ή μή άνα- γκαιότηια τής τέχνης. Κέόρος. ¡982.
θά τόν προσπερνούσαμε μέ κατανόηση καί συμπάθεια άν οί άπόψεις πού γέννησε δέν είχαν, στίς πονηρές μέρες πού περνούμε, κάποια συνάρτηση — κι ας μήν τό άντι- λαμβάνεται Ισως αυτό ό Π.Μ. — μέ μιά τάση καί θέληση Ορισμένων σκοταδιστι- κών κατεστημένων νά σπέρνουν τή σύγχι- ση καί νά εμποδίζουν μέ κάθε τρόπο τή συνειδητοποίηση τών πραγματικών προβλημάτων τής εποχής καί τού τόπου.
2. Ή κεντρική «θέση» πού διαπερνά όλο
τό βιβλίο τού II.Μ. είναι ότι ή Τέχνη, άπό τήν Τδια της τή φύση «είναι προϊόν τής Καταπίεσης», οτι «εκφράζει τήν Καταπίεση», οτι ρόλος της είναι νά εξασφαλίζει τόν έσο^τερικό εφησυχασμό, νά δικαιώνει τό Κακό, νά συντηρεί τόν ' Υποκειμενισμό καί τήν «εσωτερική θωράκι- σ η » , « ν ά κ α θ α ι ρ ε ΐ τ ή ν Έπαναστατικότητα». Στήν καλύτερη π ε ρίπτωση, «τό καλλιτέχνημα γυμνάζει καί διευρύνει μόνο τίς ύπάρχουσες ήδη δυνατότητες καί δέν μπορεί νά σ’ εκτινάξει καί πέρα άπ’ αύτές».
« Ή πρωτοτυπία τούτης τής εργασίας — τονίζει ό συγγραφέας — έγκειται στό ότι βεβαιώνει τή ΜΗ Α Ν Α ΓΚ Α ΙΟ ΤΗ ΤΑ Τ Η Σ Τ Ε Χ Ν Η Σ, άλλά καί τό Ε Π ΙΚΙΝΔΥΝΟ πρόσωπό της γιά τό Μέλλον
τού άνθρώπου καί φυσικά καί γιά ·τό Παρελθόν του» (sic). Κι άκόμα πιό κατηγορηματικά: «...ή άρνησή μας έπεκτείνε- ται καί σ’ όλες τίς άλλες διαστάσεις τής
εΐτε τίς ποιότητές της, εΐτε τά εϊδη της, εΐτε τήν Ιστορία της!» (σελ. 15). (Τά κεφαλαία είναι τού συγγραφέα Π.Μ.). Αύτά γιά τόν «συγκινησιακό» ρόλο τής Τέχνης.
"Οσο γιά τό γνωστικό της ρόλο, «ή Τέχνη δέν είναι έγκυρος γνωστικός φορέας καί όπωσδήποτε υπολείπεται άπέναντι (sic) στή Φιλοσοφία καί στήν Ε π ισ τή μη...» (σελ. 9).
Ό συγγραφέας δέν παίρνει τόν κόπο, ή καί άποφεύγει, νά δώσει τό συγκεκριμένο περιεχόμενο τών εννοιών πού χειρίζεται.
"Ετσι, στή σφαίρα τους μέσα χωράει ο,τι θέλεις. Μιλάει γιά Καταπίεση, ’Απελευθέρωση, Επανάσταση, Κακό, Καλό, Εύ- τυχία κλπ. δίχως νά προσδιορίζει γιά ποιά καταπίεση πρόκειται (καί ποιά ή πηγή της), μιλάει γιά ’Απελευθέρωση δίχως νά λέει άπό τί καί γιά τί (γιά...«έκτίναξη» στό κενό;), γιά Καλό καί Κακό άφηρημένα σάν γιά μεταφυσικές οντότητες... Ίσ ω ς όμως έτσι καταλαβαίνει ό συγγραφέας τή «φαινομενολογική άνάλυση», πού διατείνεται πώς εφαρμόζει.
"Ενα άλλο γνώρισμα τής μεθοδολογίας του είναι ή έξισωτική άντιστροφή τών συσχετίσεων πού κάνει. Έ τσ ι, λογουχά- ρη, άντιστρέφει αύθαίρετα τόν καρτεσιανό συλλογισμό «άμφιβάλλω, άρα σκέπτομαι» καί τόν εξισώνει μέ τό «σκέπτομαι άρα
άμφιβάλλω» («κρίνω σημαίνει άρνού- μαι»). *Η σχέση όμως πού ορίζει ό Ντε- κάρτ άνάμεσα στό άμφιβάλ/.cü και στό σκέπτομαι είναι μονοσήμαντη καί όχι αμ- φιμονοσήμαντη: ή κάθε άμφιβολία καί ή κάθε άρνηση δέν είναι κατανάγκη καί σκέψη. ’Από τή θέση (αύθαίρετη καθ’ εαυτήν): άν «εξοβελίσουμε» τήν Καταπίεση, «ή Τέχνη δέν θά βρίσκει λόγο ύπαρξης», ό Π.Μ. συνάγει τήν άντίστροφη: άν καταργήσουμε τήν Τέχνη, θά λευτερωθού- ιχε άπό τήν Καταπίεση. "Apa:
Τέχνη = Καταπίεση, Καταπίεση = Τε- Τέχνη.
Τό επιστέγασμα τής όλης εκστρατείας κατά τής Τέχνην είναι ή «άποσυγκινησιο- ποίηση 5χι π ιά μέσα στά έργα τής Τ έ χνης, άλλά κύρια μέσα στόν ΐδιο τόν εαυτό μας» (σελ. 35). Ό ιδανικός άνθρωπος (;) τού Π.Μ. είναι ο άρειανός τού H .G .Wells ( Ό πόλεμος τών κόσμων), μόνο κεφάλι (τεράστιο) καί πόδια, ένα είδος πολύποδα δίχως σπλάχνα (κυριολεκτικά καί μεταφορικά -ήθικολογικά) ένα όν δίχως αισθήματα, σJγκtvήσεις καί πάθη, ένα ρομπότ μέ σάρκα καί όστά σάν έκεΐνο πού περιγράφουν οί «άντι-ουτοπιες» τού Χάξλεϋ καί τού Όργουελ.
3. Δέν θά σταθούμε περισσότερο στίς δογματικές θέσεις — άξιώματα τού βιβλίου, τίς διαποτισμένες άπό έναν άκρατο υποκειμενισμό, πού επικαλύπτεται μ' έ ναν διάφανο έλιτίστικο αισθητισμό («σέ μας, τουλάχιστον, πού ΰφάναμε τή ζωή μας σέ μιά δύσκολη ψυχοτροπία», σελ. 18, φράση πού έπαναλαμβάνεται αυτούσια καί πιό πέρα), ό όποιος δέν συμπίπτει κατανάγκη μέ τήν ευαισθησία, συχνά μάλιστα καταλήγει σ’ ένα μπλαζεδισμό πού φέρνει στόν νού τή φράση τού Ζύλ Ρο- μαίν: αΟί άνθρωποι πού λένε πώς είναι μπλαζέ δέν έχουν ποτέ αισθανθεί τίποτε. Ή εύαισθησία δέν φθείρεται».
Ενδιαφέρουν οί ιδεολογικές προεκτάσεις τού «θεωρητικού» τούτου παραληρήματος, πού κάνουν τούτο τό βιβλίο 6χι μόνο «μή αναγκαίο» άλλά καί παραπλανητικό άφού, άντί νά φωτίζει τά προβλήματα τής Τέχνης, καλλιεργεί τήν παραγνώρισή της καί μάλιστα τήν άμάθεια γύρω άπ’ αύτήν. Κι όπως διαπίστωνε, 350 χρόνια πριν, ό άγγλος ποιητής Μπέν Τζόνσον, «ή τέχνη έχει έναν εχθρό πού ονομάζεται άμάθεια».
Οί καμπάνες πού σημαίνει ό Π.Μ. άγγέλλοντας μέ άγαλλίαση τό «θάνατο» τής Τέχνης («‘Η Τέχνη πέθανε άκολου- θώντας πιστά τό θάνατο κι άλλων * ' α ιώ νιων* * πνευματικών "άξιων**, ύστερα άπό άρκετές χιλ ιάδες χρόνια ύπερβίω- σης») καθώς καί οί άρές κατά τής «κουλτούρας» γενικότερα (πού άποκόβει «κάθε δεσμό μέ τήν πραγματική σκέψη — τήν πραγματική κριτική φιλοσοφία καί τήν πραγματικά έπαναστατημένη (sic) έπι- στήμη — υπέρ τής Τέχνης καί τού κοινών ικοπολιτί στ ικου πλέγματος...») μάς φέρνουν ορισμένους άπόηχους άπό μιάν όχι καί πολύ μακρινή εποχή, όταν ο υπουργός τού Μουσσολίνι καί παλιός ήγέτης τού φουτουρισμού Φίλιππο Μαρινέττι διακή- ρυχνε τήν πρόθεσή του νά κάψει όλες τίς βιβλιοθήκες καί νά χρησιμοποιήσει τά κλασικά έργα ώς «κωλοσφούγγια» (1938, Φεβρ.) κι δταν ό χιτλερικός θεατρικός συγγραφέας Χάνς Γιόστ στό «δράμα» του Σλάγκετερ βάζει στο στόμα τού Ομώνυμου ήρωά του τή φράση πού έγινε σύντομα σλόγκαν τού ναζισμού: « Ό τα ν άκούω τή λέξη κουλτούρα τραβάω τό πιστόλι μου».
«L art est m ort!» άποφαίνεται καί γαλλιστί ó II.Μ. Ύ στερα άπό τόσους «θανάτους» πού εξαγγέλθηκαν άπό τόν περα-
Ρέα Γ α λ α ν ά κ η
Cl τ ρ υ φ ε ρ έ ς γ υ ν α ί κ ε ς τ ώ ν τ ρ ιά ν τ α μ έ τ ρ ι α ν τ α π έ ν τ ε
Οι τρυφερές γυναίκες τών τριάντα μέ τρια- νταπέντε
Έχουν σ ' ενα καρότσι βρεφικό τόν πεθαμένο τους τριγυρισμένον άπό μα/.αχά τζ αχ ν ίδια
όταν τού λένε <*θά» κλείνουν τά μάτια κι έπιστρέφουν σ ’ έξομολογήσεις καί σέ δάκρυα
χαρούμενες πού δέν μπορεί νά τίς π/*\γώ- σει, γνωρίζουν πότε άκριβώς θά τόν ταί- σουν γά/.α καί θά τόν άλλάζουν
πότε θά κάνουν τά βαφτίσια του καί θά τόν ξαναβγάλ,ουν Έρωτα.
"Ολες θέλ.ουν νά φύγουν μακριά, π /^ν δμως δέν άντέχουν νά τραυματίσουν τή νεκρή ψυχή του λησμονώντας.
Κόβουνε τότε τά μαλλιά τους. Βάφουν μέ σκούρο κόκκινο τά νύχια τους μέ παγωνίσιο μπλέτά βλέφαρα. Φορούν ψηλά τακούνια καί άρώματα. Άκούνκάποιο σαξόφωνο σωτιαίνοντας. Στηρίζουν τό καλωσυνάτο τους ποτήρι σ τ ' άσπρο μάρμαρο.τόν γυάλανο μικρό φαλ^λό στόν μαρμαρένιο τύμβο.
Φεγγάρι, άγάπα τις. άγάπα τις πολύ.
σμένο αιώνα — άπό τόν Νίτσε ώς τόν Σπένγκλερ κι ώς τόν Φουκώ, ή πού προαγγέλθηκαν γιά τό κοντινό μέλλον (ό Ταίηε, ό Ζολά. ό Χέγκελ καί πάλι 0 Σπένγκλερ, ειδικά γιά τήν Τέχνη ): θάνατος του Θεού, τής φιλοσοφίας, του Λογικού, του Πολιτισμού, της Επιστήμης, τών ’Ιδεολογιών, του Ανθρώπου, της Τέχνης τέλος, ό Π.Μ. χαίρεται πού, επ ιτέλους. άλλη μιά «άξία» (ειρωνικά εισαγωγικά) πνευματική πεθαίνει. Κι έτσι ό άνθρωπος άπελευθερώνεται άπό τήν Καταπίεσή της!
Ό Π.Μ. δέν βλέπει ή δέν θέλει να δει πώς όλοι τούτοι οί «θάνατοι» του Λογικού, του ’Ανθρώπου, της Τέχνης... είναι _ στόν βαθμό βέβαια που είναι αποτέλεσμα μιας θανάσιμης κρίσης του συγκεκριμένου κοινωνικού συστήματος, κρίσης πού συγκαλύπτεται έτσι πολύ βολικά γιά τούς «έχοντας σ υ μ φ έ ρ ο ν » .
4. Θά μπορούσαμε, νά διαψεύσουμε εύκολα τόν Π.Μ. σ’ όλους τούς έτσι κι αλλιώς άστήρικτους ισχυρισμούς του γιά τήν 1έ- χνη, παραθέτοντας μαρτυρίες δεκάδων κορυφαίων φιλοσόφων καί καλλιτεχνών, πού άνασκευάζουν πανηγυρικά μιά πρός μιά τις «θέσεις» του βιβλίου. Θά περιοριστούμε σέ δέκα χαρακτηριστικές:
Χέγκελ: Τό ωραίο καί τό αληθινό ταυτίζονται. Τό ωραίο άκριβώς πρέπει νά είναι άληθινό.
Γκαϊτε: Τό ώραίο είναι κάτι περισσότερο άπό τό καλό, γιατί συμπεριλαμβάνει τό καλό.
Μπετόβεν: ‘Η έλευθερία καί ή πρόοδος είναι ό σκοπός δχι μόνο της Τέχνης, άλλά καί όλης τής ζωής.
Σίλλερ: 'Η Τέχνη είναι τό δεξί χέρι της Φύσης: ή φύση έκανε μόνο πλάσματα, ή Τέχνη άνθρώπους.
Σιμπέλιους: Ή Τέχνη είναι ό διηνεκής αγώνας γιά τή Λευτεριά.
Φιόντορ Σα/.ιάπτν: Ή Τέχνη μπορεί νά έχει παροδική παρακμή, άλλά είναι αιώ νια όπως ή ίδια ή ζωή.
Τολστόν Επιστήμη καί Τέχνη είναι τόσο στενά άλληλένδετες όσο τά πνεμόνια καί ή καρδιά, έτσι πού άν ένα άπό τούτα τά όργανα πάθει βλάβη, τό άλλο δέν μπορεί νά λειτουργήσει κανονικά.
Μ. Γκόρκυ: Ή αισθητική είναι ή ήθική του Μέλλοντος.
Μπα/.ζάκ; Βελτίωση τών ήθών του καιρού του — νά ποιό σκοπό πρέπει νά επιδιώκει κάθε συγ*γραφέας, άν δέν θέλει απλώς νά διασκεδάζει τό κοινό.
Βολταΐρος: Οί στίχοι πού δέν μαθαίνουν στους άνθρώπους καινούριες καί συγκινητικές άλήθειες, δέν άξίζει νά διαβάζονται.
Κάρλ Γιούλιους Βέμπερ: ' Η μουσική είναι ή αληθινή παγκόσμια ανθρώπινη γλώσσα.
Καί νά τέλος μιά ολοκληρωμένη συντριπτική άμεση άπάντηση πού δόθηκε στή βασική «θέση» του Π.Μ. περί μή άνα- γκαιότητας της Τέχνης, πρίν.,.ΙΟΟ καί πάνω χρόνια άπό τόν μεγάλο Δαρβίνο στήν Αύτοβιογραφία του:
«... Αν μου λάχαινε νά ξαναζήσω τή ζωή μου, θά έθετα στόν εαυτό μου ώς κανόνα νά διαβάζω ορισμένο άριθμό στίχων καί ν* άκούω ορισμένη ποσότητα μουσικής τουλάχιστο μιά φορά τήν εβδομάδα. Ίσω ς μέ τούτη τήν άσκηση νά κατάφερνα να διαφυλάξω τήν ενεργητικότητα των τμημάτων εκείνων του μυαλού μου που τώρα έχουν άτροφήσει. Ή άπώ- λεια αυτών τών γούστων ίσοδυναμεί μέ απώλεια τής ευτυχίας, καί ίσως νά ε/ει βλαβερό άντίχτυπο στίς διανοητικές ικανότητες κι άκόμα πιθανότερο στίς ήθικές ιδιότητες, γιατί έξασθενεί τή συγκινησιακή πλευρά τού χαρακτήρα μας».
Ολα τά παραπάνω άποσπάσματα είναι άσφαλώς πολύτιμες μαρτυρίες, πού όμως δέν είναι άρκετές γιά νά εξηγήσουν τήν ιδιαιτερότητα της Τέχνης καί τής αισθητικής συγκίνησης καθώς καί τίς διαφορές, τις άναλογίες καί τ ίς άμοιβαίες σ/έσεις μεταξύ επιστήμης καί τέχνης. Θά έπιχει- ρήσουμε, δσο γίνεται σύντομα, νά εκθέσουμε σχετικά την άποψή μας, πού θά είναι συνάμα καί μιά άπάντηση στήν «έπι- χειρηματολογία» του Π.Μ.
Πρίν άπ όλα, οφείλουμε νά τονίσουμε ότι ή αισθητική λειτουργία, ή άντίληψη τού Ωραίου στή φύση καί στή ζωή, δέν είναι άπλώς «άρχέτυπα» (μιας παρωχημένης περιόοου) της άνθρώπινης ιστορίας, άλλά κατακτήσεις πού έκαμαν τόν πιθηκοειδή πρόγονό μας νά μεταβληθεΐ. μέσα
άπό τή δράση του πάνω στή φύση, σ έκείνο τό «σκεπτόμενο καλάμι» (Πασκάλ) πού μπόρεσε νά βλέπει τά πράγματα καί τά πλάσματα του περίγυρού του δχι πιά μόνο μέ τό πρίσμα τής άμεσης ωφελιμότητας άλλά άντικειμενικά καί πολυεδρικά, «σύμφωνα μέ τούς κανόνες τού ’Ωραίου».
Τό ότι αύτή τήν ειδοποιό άνθρώπινη λειτουργία, τήν αισθητική λειτουργία, ό καπιταλισμός τείνει νά τήν άμβλύνει μέχρι τήν έξαφάνισή της, είναι μέσα στήν κυνική του φύση νά μετατρέπει τα παντα σέ χρήμα (κυνικός, λέει ό "Οσκαρ Ούάιλ- ντ, είναι ό άνθρωπος πού γνωρίζει τήν τιμή όλων τών πραγμάτων άλλα δέν γνωρίζει τήν Αξία κανενός).
Δεύτερο, ό Μ.Π. έχει την άπαιτηση η Τέχνη νά συναγωνίζεται τήν Επιστήμη ώς φορέας γνώσης πάνω στό πεδίο^ της τελευταίας. Ξεχνά ή άγνοεΐ ότι καί οί δύο αύτές πνευματικές λειτουργίες παράγουν γνώσεις, άλλά διαφορετικού είδους καί με διαφορετικά μέσα. ¿ιεχνα ή άγνοεΐ ότι ή ’Επιστήμη άναζητα τήν ούσία τά>ν φαινο
μένων. τό νόμο τους, ένώ ή Τέχνη πλάθει τό ούσιώδες φαινόμενο (κυρίως άνθρώπι- νο)· οτι άν ή επιστήμη έχει τό «πλεονέκτημα» νά δίνει μονιμότερες, στέρεες γνώσεις, άλλά μέ τήν άφηρημένη, «τεχνητή» σκέψη, σταματώντας τήν κίνηση έπι- τόπου, διαχωρίζοντας τά άδιαχώριστα, διαμελίζοντας τό δλον, ή Τέχνη, δηλαδή ή Σκέψη — αίσθημα — βίωμα, ή «συγκεκριμένη» σκέψη του καλλιτέχνη, μπορεί νά βυθοσκοπεί τά βάθη, παραμένοντας ή ιδια στήν επιφάνεια τών πραγμάτων, φυλάγοντας άθικτους τούς . άπειράριθμους κραδασμούς τους, τίς αλληλεξαρτήσεις τους κτλ.
Καί ή Τέχνη επομένως έκφράζει άλή- Θειες! Κι όπως είπε ό Γκράμσι, ή ’Αλήθεια είναι πάντα έπαναατατική. ΓΥ αύτό καί φοβούνται τήν Τέχνη, όπως καί γενικότερα τήν Κουλτούρα, όσοι θέλουν νά κρατάει τό σκοτάδι, πού τρέφει τούς βρυκόλακες της ’Ανθρωπότητας. ’Από τόν Σαβοναρόλα καί τήν ’Ιερά Ε ξέταση ώς τούς λογης-λογής φασισμούς.
6. Ό καλλιτέχνης έπιλέγει κι άναπλάθει σέ νέους συνδυασμούς τά έπιλεγμένα στοιχεία βάζοντας σ’ ενέργεια τή δημιουργική, καλλιτεχνική φαντασία του. Έ χουμε έδώ μιά διεργασία γνωστική εντελώς διαφορετική άπό έκείνη μέ τήν οποία ή επιστημονική άφαίρεση άντανα- κλα τήν ούσία της πραγματικότητας. Ή άνίχνευση τού γενικού, τό οποίο έκδηλώ- νεται μέ τό άτομικό, πραγματοποιείται στήν τέχνη τίς περισσότερες φορές μέ τήν επινόηση στοιχείων άνύπαρκτων στήν πραγματικότητα, πού είναι δηλαδή πλά σματα της φαντασίας, άλλά πού πηγάζουν άπό τήν πραγματικότητα. Γιά τόν καλλιτέχνη, έπινοώ σημαίνει έξάγω άπό πολλά πραγματικά στοιχεία τό ουσιώδες νόημά τους καί τό ενσωματώνω σέ μιάν εικόνα.
Αν δεχθε ί κανείς τή λογοτεχνία σάν ύ λ ικ ή ά ν τα ν ά κ λ α σ η τ ή ς ισ τ ο ρ ικ ή ς πραγματικότητας, τότε οί « Ε ποχές» το ύ Μ ανόλη Α ν α γν ω σ τά κ η π ισ τ ο πο ιούν αυτήν έδώ τήν άποψ η .
Θ ά πρότεινα λοιπόν νά σ ταθώ στίς « Ε ποχές» έπ ε ιδ ή ό ρεα λ ισ μ ός τού ποιητή ώς ιδεολογική παράσταση είναι παρώ ν καί στά τριάντα πέντε π ο ιήμ α τα τών τριών όμώνυμων συλλογών. Βεβαίως. άν ένα ποίημα είναι ρεαλιστικό ή όχι αύτό δέν είναι ζήτημα άπλό καί τυπ ικό . Ω στόσο ή ίδια ή γλώσσα καί γενικώ ς ή έκφ ρασ η , μέσα ά π ό τίς ό πο ιες προσδιορίζετα ι ό τύ π ο ς τή ς κ ο ινω νικής διάταξης, δέν απομονώ νετα ι άπό χώ ρους συγκεκριμένους· χώ ρους έπαληθεύσ ιμους. Λογουχάρη ή π α ρ α λία, τό λιμάνι, ό δρόμος, τό κ αφ ενείο , τό πλοίο κ.λπ. έπουδεν ί π ρ έπ ε ι νά θεω ρηθούν ώ ς ά πότοκο ι ένός φ α ντα στικού ρεαλισμού. Π ρόκειται γιά χώ ρους άμεσα άναγνωρίσιμους, μ’ έτερο- Υενή σημεία π ο ύ άρνούνται μονοσήμσ-
Ή φαντασία τού καλλιτέχνη δημιουργεί σημαίνουσες περιστάσεις όπου είναι δυνατό ν’ άνιχνεύσουμε τήν ούσία τών προσώπων καί τή βασική κατεύθυνση της εξέλιξης τών γεγονότων. ’Αρκεί νά θυμηθούμε τί καταπληκτικά «εργαλεία» γιά τή γνώση της κοινωνίας είναι τά «πλασμα- τα» τών μυθιστορημάτων τού Μπαλζάκ, τού Σταντάλ, τού Τόμας Μάν, του Γολ- στόι, γιά νά περιοριστούμε στούς κλασικούς της Λογοτεχνίας. Ό Έ νγκελς έγραφε γιά τήν ’Ανθρώπινη Κωμωδία του Μπαλζάκ ότι του έμαθε γιά τήν ιστορία τής γαλλικής κοινωνίας «περισσότερα, άκόμα καί γιά τίς οικονομικές λεπτομέρειες, άπ’ δ,τι όλα μαζί τά βιβλία τών έπαγγελματιώ ν ιστορικών, οικονομολόγων καί στατιστικολόγων της έποχής» (Γράμμα του —στά άγγλικά— πρός τή Μίς Χάρκνες, ’Απρίλιος 1888).
Ή φαντασία περικλείνει καί τήν παρατήρηση καί τή σύγκριση καί τήν πρόκριση καί έπιλογή τών πιό ουσιωδών γνωρισμάτων τής πραγματικότητας, πού ό καλλι- τέχνης τά πλάθει τελικά σ’ ένα ζωντανό τύπο. 'Αν καί ή Τέχνη άντανακλα τήν ούσία της πραγματικότητας καί τή δυναμική της διαμέσου στοιχείων φαινομενικών, ό καλλιτέχνης δέν είναι υποχρεωμένος νά χρησιμοποιεί αύτά τά στοιχεία άτόφια, όπως είναι στήν πραγματικότητα. Ή δημιουργική φαντασία έπινοεΐ λεπτομέρειες πού δέν υπήρξαν στά γεγονότα, γιά ν ' άναδείζει μιάν ούσία πού πραγματικά υπήρξε.
Κοντολογίς, ή έπιστήμη άνακαλύπτει τήν ούσία τών φαινομένων, ή Τέχνη ένορά τήν ούσία μέσα στό φαινόμενο. Η Έ π ι στήμη είναι άναλυτική, είναι μιά γνώση μέ άναβαθμούς, περνά άπό τό έξωτερικό στό βάθος τού φαινομένου κι όταν άνακαλύψει τό νόμο δέν έχει πιά άνάγκη άπό «παραδείγματα», έπιμέρους γεγονότα, προκει- μένου νά τόν διατυπώσει. Ή Τέχνη είναι συνθετική, «ολική». Έ δώ τό προβάδισμα τό έχει ή αίσθαντικότητα μέσα στην οποία όμως δέν παύει νά σφύζει τό λογικό. Στήν Τέχνη άποφασιστικό στοιχείο είναι τό βίωμα. Ή Έ πιστήμη είναι ήρεμη, σταθερή. Ή τέχνη είναι κινητή, άνήσυχη, «(παιχνιδιάρα». *Η Έ πιστήμη είναι «βαθύτερη» άλλά φτωχότερη (μονοσήμαντη). Ή Τέχνη πιό «επιφανειακή» άλλ.ά πλουσιότερη (πολυσήμαντη).
Πράγματι, ή καλλιτεχνική άλήθεια, χά ρη στήν άτομική-αίσθητή μορφή στήν όποια συγκεκριμενοποιείται καί χάρη στό γεγονός ότι συνοδεύεται πάντα μέ κάποιαν άξιολόγηση, σέ συνάρτηση πάντα μέ ορισμένη κλίμακα άξιών, άντίθετα άπό τήν επιστημονική άλήθεια εχει πολλαπλά νοήματα, άποκαλύπτει όλο καί νέες πλευρές. Κάποιος παρατήρησε ότι υπήρξαν τόσοι τύποι τού *Άμλετ οσοι καί ήθοποιοί πού τόν ερμήνευσαν, άπό τόν Μεγάλο Γκάρικ ώς τόν Λώρενς Ό λίβ ιε καί τόν Σμογντουνόβσκι.
ντες έννο ιολογικές άντ ανακλάσεις.Μέ λίγα λόγια, ή ό π τικ ή παράσταση
τού Μ.Α. είναι £νας α ισ θ η τικό ς σχηματισμός μέ πολλαπλούς τύ π ο υ ς άνάγνω- σης κι έρμηνείας. ’ Η άνάγνω ση έπομέ- νω ς καλείται νά συλλάβει τό π ερ ιεχό μενο όχι αύτό κ α θ α υ τό σάν ύλ ικό δ ε δομένο άλλά σάν ισχυρή πολυσημεία μ ετα γρα φ ή ς έννοιώ ν κι α ισθημάτω ν.
"Ας π ά ρ ο υ μ ε γ ιά π α ρ ά δ ε ιγ μ α τό ποίημα «Π όλεμος» ά π ό τίς «ΕΠ ΟΧ ΕΣ I». Υ πάρχουν τρία σημεία:
1) Σ τό λ ιμ ά ν ι τά μ π ο ρ ν τ έ λ α π α ρ α γ ε μ ίσ α ν ε ά π ό τό π λ ή ρ ω μ α τώ ν κ α ι νο ύ ρ ιω ν ά ν τ ιτο ρ π ιλ ικ ώ ν κι ο ί μ ά ρ κ ε ς π έ φ τ ο υ ν ε γ ρ α μ μ ιj.
2 ) Σ τή ν ό ό ό Α ίγ ύ π τ ο υ (π ρ ώ τη π ά ρ ο δ ο ς δ ε ξ ιά ) τά κ ο ρ ίτσ ια κ ο κ α λ ια σ μ έ - να π ε ρ ιμ έ ν α ν ε ά π ' ώ ρα τό ν Ι σ π α ν ό μ έ τά τσ ιγα ρ ό χ α ρ τα .
3 ) Ό σ ο ν ο ϋ π ω ό μ ω ςψ 0 ς τό ό μ ο λ ο γή -
Ό Π.Μ. δέν φαίνεται νά έχει προβληματιστεί σοβαρά πάνω στό Θέμα γιά ν άντιληφΘεΐ τίς μή άναγώγιμε^ Ιδιομορφίες τής αισθητικής λειτουργίας **ι τής καλλιτεχνικής δημιουργίας, τήν c&ottqiO διαφορά μεταξύ Τέχνης καί Ε πιστήμης, καί ούτε φυσικά τίς άναλογίες καί τίς σχέσεις τους. Έ ξ ου καί οί άτυχεΐς «διαπιστώσεις» του, ή λαθεμένη ρύθμιση τού κλισιοσκοπίου καί ή πιό λαθεμένη κατεύθυνση τού στοχάστρου του. Είναι άλήθεια πώς ή εσώτερη άπαισιοδοξία του ένισχύεται άπό τή γενικότερη κατάσταση στόν πνευματικό καί, ειδικότερα, στόν καλλιτεχνικό χώ ρο, άντανάκλαση —θετική καί άρνητικη— της πολύπλευρης κρίσης πού διανύει ή άνθρωπότητα σήμερα, άν καί ή ίδια αύτή κατάσταση, μαζί καί πλάι στίς ποικίλες «έκτροπές» καί «διαστροφές», προϊόντα τής σήψης κάποιων κατεστημένων, γεννά καί γόνιμες άντιδράσεις, άναζητήσεις δημιουργικές κι άκόμα άκόμα μερικά άξιό- λογα έργα. Δέν υπάρχει μόνο ή τέχνη τού Kitsch καί της «ύπο-κουλτούρας πού (μαζί μέ τή διάδοση τών ναρκωτικών, δίχως εισαγωγικά) «ναρκώνουν» τίς συνειδήσεις καί «μορφοποιούν» τόν μελλοντικό παραμορφωμένο «άνθρωπο-ρομπότ»· υπάρχει καί ή μουσική τού Προκόφιεβ, τού Χόννε- γκερ, του Σένμπεργκ (τής τελευταίας περιόδου τουλάχιστον), ή ζωγραφική πού αναδύεται μετά τις τρικυμίες της «τρελής» περιόδου τού ’50 καί τού ’60, τά σύγχρονα λογοτεχνικά άριστουργήματα, πού βγαίνουν ύστερα άπό τούς πειραματισμούς της «νουβέλ βάγκ» καί τού «νουβώ ρομάν» καί μετά τό καταλάγιασμα της «οργισμένης» περιόδου τού ’60...
Ναί, διανύουμε μιά δύσκολη περίοδο, πού ξυπνά τή συνείδηση σέ νέα καί δυσεπίλυτα προβλήματα. Σάν άνθρωποι τού πνεύματος δέν μπορούμε ν’ άκολουθοΰμε τή μέθοδο τού γνωστού κομπογιαννίτη: «πονάει δόντι, βγάζει δόντι», «πονάει μάτι, βγάζει μάτι»... «πονάει Τέχνη, έξω ή Τέχνη», «πονάει κουλτούρα... βγάλε πιστόλι». Φυσικά, οί άπαιτήσεις μας άπό τήν Τέχνη δέν είναι πιά έκείνες τού 1900, ούτε τού 1920, ούτε του 1950-60. Μ πορούμε νά γκρινιάζουμε, νά κριτικάρουμε, νά καταγγέλλουμε τήν ανικανότητα ή καί τή διαστροφή ή τή λειψή άνταπόκριση τών πεζογράφων, ποιητών, ζωγράφων, μουσικοσυνθετών, θεατρικών συγγραφέων κλ.π. στίς νέες ψυχικές καί πνευματικές άπαιτήσεις. Δέν μπορούμε νά άπαγγέλ- λουμε τή θανατική καταδίκη ούτε της Τέχνης, ούτε της Ε π ισ τή μ η ς, ούτε της ’Ιδεολογίας... "Ας άφήσουμε τά προϊόντα του Πνεύματος νά πεθαίνουν φυσιολογικά, άλλα ας μή σκοτώνουμε τό Πνεύμα. 'Α ς άποκηρύσσουμε τά αισθητικά καί καλλιτεχνικά ιδεώδη πού πέρασε ή εποχή τους, δχι όμως καί τίς μονιμότερες άνθρώπινες άξιες πού άνάδειξαν.
Γ ιά ν ν η ς Κ ρ η τ ικ ό ς
σ ο υ μ ε , ό κ α ιρ ό ς δ ιο ρ θ ώ ν ε τα ι κ α ί νά π ο ύ σ τό δ ιπ λ α ν ό κ έ ν τ ρ ο ά ρ χ ισ α ν κ ιό λ α ς ο ί δ ο κ ιμ ές .Α ύ ρ ιο ε ίν α ι Κ υ ρ ια κ ή .
Καί σ τίς τρ ε ίς π α ρ α π ά νω ά να φ ο ρ ές ύ π ά ρ χ ε ι μ ιά ό π τ ικ ο κ ιν η τ ικ ή ένορχή - στρωση όχι μόνο το ύ χώ ρου άλλά καί τού χρόνου.
Θ ά λεγα μάλιστα ότι ο ί άλλαγές π ο ύ έπ έρχο ντα ι στό χώρο λίγο πολύ δίνουν, κα θο ρ ίζο υ ν κα ί τίς χρον ικ ές σ υ ντετα γμένες κ α ί μαζί μ’ α υ τές τό π ρ α γμ α τικ ό φάσμα τή ς έποχής· τό ιδεολογικό του περ ίγραμμα . ΓΓ σ ύτό κ α ί ή άνάγνω ση δέν π ρ έ π ε ι νά σ τα θ ε ί σ ’ α ισ θ η τικές κα ί μόνο ένότητες.
Έ τ σ ι δέν είναι ή λέξη «μπορντέλα»» άλλά οί λέξεις «καινούριω ν άντιτορπι- λικών» κα ί άκόμη μία, «οί μάρκες» , π ο ύ κα θο ρ ίζο υ ν τόν έννο ιολογικό κ ώ δικα κι ά π α ιτούν ά π ό τήν άνάγνω ση νά μήν τ ο π ο θ ε τη θ ε ί ά π ένα ντί το υ ς μονοσήμαντα. Ε πειδή άκρ ιβώ ς κα ί ό ίδ ιο ς
Οι τρεις εποχέςτοϋ Μανόλη Αναγνωστάκη
Βιβλίο 3 5 ΓΡΑΜ ΜΑΤΑ ΚΑΙ Τ Έ Χ Ν Ε Σ
ό πο ιητής 6£ν άντανακλά μονοοήμα- ντα τό χώρο.
Μέ αύτά τά δεδομένα τό ζωντανό βλέμα τοΟ Αναγνωστάκη κατορθώνει νά συγκεράσει στίς εικόνες του τό ιστορικό καί ταυτοχρονα πολιτικό στοιχείο. Τά καινούρια άντιτορπιλικά - ó στόλος - σημαίνει ότι ξένες δυνάμεις γιά μιά άκόμη φορά αγκυροβόλησαν στήν 'Ελλάδα. ‘Αρχίζει πιά Ενα νέο καθεστώ ς υποταγής ή Εξάρτησης.
Παράλληλα, ή βαθμιαία Εγκατάλειψη τών άναμνήσεων Ενός άγώνα Ενάντια στίς δυνάμεις τού σ κότους δείχνει ότι οΐ άνθρω ποι θέλουν νά ξεχνούν εύ κ ο λα. θέλουν νά θολώνουν τή μνήμη τους όχι γιά νά ζήσουν άλλά, κυρίως, γιά νά έπιβιώσουν. Αύτό τόν άστικό τρόπο ζωής, τίς καθημερινές έκδηλώσεις και σχέσεις είροινεύεται ό Ά ναγνω στάκης. Σαρκάζει τή δήθεν ευημερία, τήν ύπο- κρισία των όπω ς άνάλογα είχε κάνει 18 χρόνια πρίν άπό τήν πρώ τη έκδοση τών «ΕΠΟΧΩΝ 1« Λ πο ιητικός του πρόγονος: Ό Κώστας Κ αρυωτάκης.
Ξέχωρα ά π ’ αύτό, ó Μ.Α. μιλάει γι' αύτούς π ο ύ π έθ α να ν μαζί μέ τά όρά- ματά τους ή μέ τήν Εφηβεία τους - όπω ς καίρια παρατηρεί ό Γ. Λυκιαρδό- πουλος - έξαργυρώ νοντας σιγά-σιγά τήν ένοχή τής Επιβίωσής το υ ς ώ σπου νά τή μεταβάλλουν σέ μιά παγω μένη άδιαφορία.
Δ έν ε ίχ α τ ίπ ο τα νά κλέψ ω άτι' αύ- το ν ςΔ έ ν ε ίχ α τ ίπ ο τα m á ν ά μ ο ϋ κ λέψ ο υ ν Ή τ α ν γ ιά μ έ ν α μ ιά ξ έν η Ισ το ρ ία .
Διερευνώ ντας - έστω σ υνοπτικά - αύτές τουλάχιστον τίς πο ιητ ικές λειτουργίες όδηγούμαι στο συμπέρασμα ότι οί λέξεις τού ’Α ναγνωστάκη ξεπ ερ νούν τό περ ιεχόμενό τους.
Σ υνεπώ ς ό κύκλος τών < Εποχών» δέν μ πορεί νά θεω ρ η θ εί μόνο ώς σ ύ γκρουση τού πο ιητή κυρίω ς μέ τόν άντίπαλο πολιτικό περ ίγυρο , ό π ω ς β ια στικά. άν όχι έπ ιπόλα ια , έχει δ ια τυ π ώ σει ό Δ.Ν. Μ αρωνίτης.
Σ τίς « Ε ποχές» έλλοχεύει ήδη ή σ ύ γκρουση μιας καταρχήν σύμμαχης μεταπολεμ ικής όρ ιστεράς π ο ύ βεβαίω ς κ ο ρ υ φ ώ ν ετα ι σ τίς σ υλλογές « Σ υ ν έχεια». Α πό τήν άλλη, πέρ α ά π ό τόν «πολιτικό» 'Α ναγνω στάκη ή άνάγνωση δέν μπορεί νά παραγνω ρίσει τίς χε ιρονομίες τής μοναξιάς, τήν ειρω νεία τή ς παρακμ ής, τό άντιπολεμικό στοιχείο, τήν ύπεράσ π ισ η τού άνθρώ πινου στο ιχείου ή τήν ψυχική σύγκρουση τής κατοχ ικής έφ ηβείας. Κι άκόμα τή μυθολογία τή ς θάλασσας καί τού χειμω- νιάτικου-βροχερού τοπ ίου , σέ άντίθε- ση μέ τή μεταφ υσ ική ήλιοφάνεια σ υνα δέλφω ν του.
Κατά σ υνέπεια π ρ έπ ει, όλη αύτή τήν άνθρω πολογική ένταση νά έξαντλήσει ή άνάγνωση. Δ ιαφορετικά , άν σ τα θ ε ί ο' έναν άφορισμό (λ.χ. ό άντίπαλος πολιτικός π ερ ίγυρος), άπογυμν<ύνει Επ ικ ίνδυνα τά πολλαπλά νοήματα τών « Ε ποχώ ν», ό ταν μάλιστα γιά τόν ίδιο τόν πο ιητή οί βα θμ ίδες έπ ιλογής δ ια φόρω ν κοινω νικώ ν ή φ υσ ιοκρατικώ ν σχημάτων δέν Εξαντλούνται σέ λέξεις ά παξ. "Ετσι άλλωστε πέτυ χε νά δώσει κα ί τό α ίσθημα μιάς δεκ α ετία ς ( 40-
50) α ίσθητικά -ίδεολογικά . Καί τούτο όχι μόνο γιά τούς π ιό π ά νω λόγους άλλά άκόμ α κα ί γιά τό ύλικό του π ο ύ κ ρ ύ β ε ι μιά ύ π ε ρ τ ρ ο φ ικ ή σ υνείδη σ η τή ς γλώσσας.
Νομίζω οτι ό Ά ρ ά γ η ς , στό π ερ ιοδ ικό « Έ νδο χώ ρ α » , τό 1965, είχε εύ σ το χα έπ ισ ημ άνει ότι ή γλώσσα μας φ ο ρ τίζετα ι ούσ ιαστικά ά π ό τόν Κ αρυω τάκη. Καί ή σ υνέχεια ά π ό τήν άποψ η αύτή εύκολα δ ιαπ ισ τώ νετα ι στόν Ά να γνω - στάκη . Π έρα άπ* α ύτό θ ά 'λεγα ότι έκεΐνο π ο ύ σημαδεύει τήν ποίηση τού 'Α ναγνω σ τάκη είναι ή Εσωτερική ρίμα.Η άντίστιξη.
Στίς « Έ π ο ψ έ ς » ή άντίστιξη στηρίζεται π ά νω σέ μιά νεορεαλιστική σ κ η ν ο θ εσία, ό π ω ς τή γνω ρίσαμε σέ κ ά π ο ιε ς τα ιν ίες τώ ν Ρόζι, Κ ομεντσίνι, Ν τέ Σ ίκα. 'Ό π ω ς δηλαδή στήν ’Ιταλία δημιουρ- γ ή θ η κ ε ένα ς ισ τορ ικός νεορεαλισμός π ο ύ μελέτησε τήν Εποχή κ α ί τήν π τώ ση το ύ φ ασ ισμού , Ετσι κ α ί ό Ά ν α γ ν ω σ τά κ η ς Εδωσε όλη Εκείνη τήν άτμό- σ φ α ιρα τή ς δ εκ α ετ ία ς π ο ύ Ε ξέπεμπε άλλοτε μ η χα νορρα φ ίες , άλλοτε μυσ τή
ριο, άλλοτε φόβο. έκπληξη κι άλλοτε διακριτική απελπισία.
Ο ποιητής ξεκίνησε άπό τόν κόσμο τού άνθρώπο\> καί πάλι πρός τόν κ ό σμο τού ά νθ ρ ώ π ο υ κ α τευ θ ύ ν θ η κ ε . Στούς στίχους του άρθρώνεται κατά τρ ό π ο άκριβή κα ί ά ντικ ειμ εν ικ ό ή πραγματικότητα, Επειδή μέσα της διατηρούνται ζωντανοί όλοι οί σύνδεσμοί της μέ τήν άνθρώ πινη ζωή.
Ο Ά ναγνω στάκης συμπιέζει π ρ ό σωπα καί πράγματα σέ μιά δυναμική γραμμή, έτσι ώστε νά μήν άποχωρίζο- νται μεταξύ τους. Νά μή διαθλώνταυ άκριβώς λοιπόν δίνουν τήν αίσθηση τής προσω πικής διήγησης πού πρώ το στάθηκε μάρτυρας τής παραμόρφω σης τού χώρου ά π ό τίς δυνάμεις τού σ κότους καί δ ε ύ τ ε ρ ο προσπάθησε νά δια- τιιρήοει στό άκέραιο τήν Εσωτερική της φωνή. Τό δικό της αίμα.
Καί οΐ δύο περ ιπτώ σεις έντάσσονται σ’ ένα πλαίσιο δραματικά όλοκληρωμέ- νου λόγου μέ όρ ιοθετημένες άποκρί- σεις.
Παράλληλα, έκεΐνο π ο ύ μού Εχει δημιουργήσει ζωηρή έντύπωση στήν άνά γνωση τών « 'Εποχώ ν» I, II καί III, είναι τό γεγονός τού κατά πόσο καί σέ ποιό βαθμό είναι σκόπιμη ή τυχαία ή χρήση τριών λέξεων-έποχών: καλοκαίρι. φ θ ινόπω ρο , χειμώνας. Μ' αύτές άκριβώς τίς τρε ις χρονικές περ ιόδους καλύπτονται οί στίχοι καί στίς τρεις συλλογές. Α π ο υ σ ιά ζει δηλαδή ή λέξη καί π ιό πέρ α ή Εποχή Ά νο ιξη καί σ υνεπώ ς μιά τέταρτη (ύπρθετικ ή ) συλλογή: ή ΕΠΟΧΗ IV.
Κ αταρχάς όσο κι άν φαίνετα ι κάτι τέτο ιο άπλουσ τευτικό , έν τούτο ις κ ρύ βει κ ά π ο ια σκοπιμότητα δεδομένου ότι πίσω ά π ό τό φ υσ ιοκρατικό π α γα νισμό έκ π έμ π οντα ι λίγο-πολύ δύο στο ιχεία: Ό κο ινω νικός κα ί ό ψυχολογικός λόγος. Ερχόμαστε, μέ λίγα λόγια, σ’ έπ α φ ή μέ λέξεις-σημεία, σ υνακόλουθα τού χρόνου κα ί τού χώ ρου καί π ο ύ άποδίδουν τίς ιστορικές, κοινω νικές κ α ί ψ υχολογικές π ρ ο θ έσ ε ις τού π ο ιη τή.
Ν Ι Κ Ο Ι Κ Α Σ Δ Α Γ Λ Η ΣΉ Μαρία περιηγείται τή Μητρόπολη τών
Νερών
•Κέδρος», Αθήνα, ’82
θα ήθελα νά σάς θυμίαω καί νά τονίσω πώς δέν είμαι κριτικός τής λογοτεχνίας, πεζογραφικής ή ποιητικής. Καί. συνακόλουθα, δέ «νομιμοποιούμαι·» νά άξιολογήσω κριτικά το βιβλίο τού Νίκου Κάσδαγλη σάν λογοτεχνικό έργο. Αλλωστε ό Κάσδαγλης είναι καταξιωμένος λογοτέχνης άπό καιρό, άπό τότε πού κυκλοφόρησαν τά νεανικά βιβλία του Τά δόντια τής μυλόπετρας (1955) καί οί Κεκαρμένοι (1957) ώς τά πρόσφατα Δίψα (1970) καί Μυθολογία (1977). θά τολμήσω ώστό- σο, νά πώ μερικά λόγια γιά τό καινούριο βιβλίο του Ή Μαρία περιηγείται τή Μητρόπολη τών Νερών, όχι σάν βιβλιοκριτικός (πού δέν είμαι), άλλά σάν μέτοχος στήν αγωνία του (πού είμαι).
Ξέρετε όλοι πώς ή μεταπολεμική λογοτεχνία μας και προπάντων ή μετά τό 1950 πεζογραφία χαρακτηρίζεται άπό έντονη πολιτικοποίηση. Λέω «πολιτικοποίηση* μέ τήν πλατιά έννοια τοΰ όρου, δηλαδή τήν ένασχόληση μέ τούς πολιτικούς κοινωνικούς, κλπ. προβληματισμούς τού καιρού, πού έπηρεάζουν βαθιά καί καθορίζουν τό συγγραφέα, τό «μύθο*, τά πρόσωπά του.
0ί συγγραφείς τής γενιάς αύτής. όπου άνήκει ό Νίκος Κάσδαγλης δέν «παρατηρούν έξ άπό- πτου* τά πολιτικά καί κοινωνικά γεγονότα τής εποχής, δέν τά χρησιμοποιούν σάν πλαίσιο μιας «άτομοκεντρικής» ιστορίας. Τά κάνουν επίκεντρο τού έργου τους. Γιατί έχουν ζήοει, έχουν ύποστεί τόν πόλεμο, τήν κατοχή, τόν εμφύλιο, καί τή συνέχεια τους καί τίς συνέπειές τους.
Ό χειμώνας, ή βροχή, ή όμίχλη. ή λάσπη έχουν τήν π ιό συχνή χρήση. Ά πα ντώ ντα ι γύρω στίς 20 φορές. Π αράλληλα, ένα πλήθος Επιθέτων (έρημος, θλ ιμ μ ένος, χα μ ένος, τρα γ ικ ός, πληγωμένος, ναυαγισμένος κ.λπ.) δίνουν τό κλίμα Επίγνωσης καί άπογοή- τευσης, μέ ά π ο ^ λ εσ μ α όσα άπεικονί- ζονται στο\»ς στίχους νά περιφράσσουν τά σημεία τών έποχώ ν στό άντικείμενό τους.
Θά σημείωνα καί τή λέξη νύχτα. ’Επαναλαμβάνεται σαράντα - άν δέν κάνω λάθος - φ ορές στά τριάντα πέντε ποιήματα τών « ’Εποχών». Πάλι κι Εδώ, άπό πρώ τη άποψ η, ή λέξη μπορεί νά μή σημαίνει τίποτα . ’ Ω στόσο, ή συχνότητά της μ* Εβαλε σέ πειρασμό.
Π ραγματικά, ή νύχτα φαίνετα ι νά άποτελεί τό σημαντικό χρόνο τού Μ.Α. Είναι χρόνος άναγνωρίσιμος σέ χώ ρους πραγματικούς κι όχι φανταστικούς. Στό λιμάνι, στό καφ ενείο , στό δωμάτιο, στό δρόμο. Ή νύχτα τού Ά ναγνω στά- κη είναι άναμονή κι έξέλιξη. Ά π ό το - κ ός της δέν είναι ή Ερεθισμένη φ α ντα σία άλλά ή συνείδηση π ο ύ άναζητά τίς ρίζες της στήν ϊδια της τήν κάθαρση.
Έ τσ ι όπω ς έ μ ε ιν α μ ο ν ά χ ο ς κ ά π ο ια ν ύ χ τα
Μ έσ α σ έ το ύ το τό π α λ ιό τό κ α φ ε νείο
Σ τό ν υ σ τα γ μ έ ν ο κ α φ ε ν ε ίο όλη τή νύ χ τα
Σ το ύ Π ειρ α ιά , ν ύ χ τα , τό βρώ μικο λ ιμ ά ν ι
Ά λλά δέν είναι μόνο ή νύχτα τών μεγαλουπόλεω ν μέ τ ίς β ιτρίνες τών ν ε ωτερισμών ν* άνάβουν κα ί κ ά π ο ιους στριμω γμένους σ ’ Ενα δω μάτιο νά π α ίζουν τάβλι ή χαρτιά.
Είναι καί οί νύχτες τής Επαρχίας. ’ Εκείνο τό στριφνό σκοτάδι π ο ύ μέσα του στριμώχνουν οί ά νθρω ποι τίς μνήμες τους· διηγούνται καθημερινά Επεισόδια , κάνουν σχέδια, μένουν μόνοι κα ί γύρω τους βουβά τ' άντικείμενα.
Ολη τους ή ζωή, άπό τά παιδικά κι εφηβικά χρόνια ώς τήν ώριμότητά τους, έχει ζυμωθεί μέ αύτό, έχει σφραγιστεί άπ’ αύτά καί συχνά έχει κομματιαστεί άπ' αύτά.. Ό καιρός τής «κοινωνικής ήθογραφίας» τού μεσοπόλεμου έχει περάσει. Οι περισσότεροι πεζογράφοι του μεταπόλε- μου καταγράφουν άμεσες έμπειρίες οδυνηρότατες, πού τίς άποκόμισαν καθώς βρέθηκαν, λίγο ή πολύ. μέσα στη δίνη τών γεγονότων πού διαμόρφωσαν τή σημερινή Ελλάδα, τό σημερινό κόσμο.
Ή διαφοροποίηση αύτή ήταν, βέβαια, φυσικό άποτέλεσμα καί τής διαφοροποίησης άνάμεσα στόν Α Παγκόσμιό Πόλεμο καί τόν Δεύτερο. Πού τήν ξέρουμε όλοι γιατί όλοι τή δοκιμάσαμε καί δοκιμαστήκαμε άπό αύτήν: ’ϋς τό 1918, οί πόλεμοι διεξάγονταν άπό τούς στρατούς, στά μέτωπα Άλλά άπο τό Β ' Παγκόσμιο Πόλεμο κι ύστερα, πολεμικό μέτωπο είναι πιά ολόκληρη ή έμπόλεμη χώρα, κι όλοι οί κάτοικοί της γίνονται •στρατιώτες» μέ ή χωρίς στολή. Η περιλάλητη τεχνολογία έφερε τίς μηχανές τού θανάτου ώς τις τελευταίες πόλεις, ώς τόν τελευταίο πολίτη, έτσι πού κανένας δέν είναι «άμαχος«» πιά, κανένας δέν είναι άμέτοχος Καί παρά πέρα: άκόμα κι όταν ή ήττα σταματούσε τίς καθαυτό πολεμικές επιχειρήσεις, ό πόλεμος συνεχιζόταν μέ άλλη μορφή - μέ τήν αντίσταση κατά τού κατακτητή. όπου όλη ή χώρα γινόταν πεδίο σύγκρουσης Αλλά καί πιό πέρα άκόμα ούτε ή «έπΐσημη- λήξη τής παγκόσμιας σύρραξης, έδωσε τέλος σ αύτη τήν «πολεμικότητα· τών λαών, άφού τό «θερμό- πόλεμο τού 1939-45 τόν άκολούθησε ό «ψυχρός», τόν παγκόσμιό πόλεμο τόν διαδέχτηκαν άμέτρητοι «μικροί» πόλεμοι, τοπικοί πόλεμοι, έμφύλιοι πόλεμοι πού, κι αύτοί. περισσότερό ύπηρέτησαν και ύπηρετούν τούς
Πάνω λοιπόν ά π ’ αύτή τήν άνθρω πο- γεω γραφ ία τών « 'Εποχώ ν» άποκαλύ- π τετα ι Ενας χώρος πού διαρκώ ς υ π ερ βαίνει τό ύλικό του. Γεμάτος άντιφά- σεις άλλά καί προσδοκ ίες βγάζει κρα υγές, όχι ψιθ\>ρους. ’ Μρ γλώσσα τού Μ.Α διεισδύει τότε μέ<ιο στό περ ιεχό μενο τής εικόνας, χωρίς ωστόσο νά τό μεταμορφώνει.
Σ τή ν έπ α ρ χ ία κ ά π ο τε μ ά ς ά ρ ε σ α ν τά δ ρ ά μ α τα τ ιμ ή ς π ο ύ ό ια λ α λ ο ύ σ α ν ε τά π ρ ω ιν ά φ ύλλαΚ ο ιτά ζα μ ε τίς φ ω το γρ α φ ίες , κλαί- γα μ ε μ ό ν ο ι μ α ς τό β ρ ά δ υ στή φω τιά γ ιά κ ά π ο ια ν ό μ ο ρ φ η π ο ύ α ύ το κ τό ν η σ ε"Ε χ ο υ μ ε έ φ η μ ε ρ ίδ ε ς σ τό σ υ ρ τά ρ ι μ α ς έ ν α σω ρό μ έ κ ίτρ ιν α φ ύλλα .
ΟΙ « ’Ε ποχές» , π έρ α ά π ό τήν άναμφι- σβήτητη κοινωνική-πολιτική φόρτιση πού δ ιαθέτουν, θ ά π ρ έπ ε ι νά π ρ ο σ εχθούν κα ί ώς Ενότητα χώρου π ο ύ ύ- περβαίνει τήν Εντοπιότητά του. ' Ενός χώρου π ο ύ δέν καθορίζει τά όρια δράσης μιάς κ α ί μόνης κοινω νικής όμάδας άλλά κα ί τίς δ ια φ ορετικ ές - κατά τή μαρξιστική θεω ρία - κο ινότητες π ο ύ βρίσκουν δ ια φ ορετικά βιοτικά μέσα.
Ά κ ρ ιβ ώ ς ένας τέτο ιο ς χώ ρος κάτω ά π ό τό δυναμικό πλέγμα πολιτικών, κοινωνικών, ιδεολογικών, ο ίκονομικώ ν κ α ί γλωσσικών σχέσεων παίρνει τή θ έ ση τού πραγματικού άντικειμένου. Ετσι ώστε ή εικόνα, μετατρεπόμενη σ’ Εκφραση, ν' άποβλΕπει στήν Ενταση, στήν Ισορροπία τού π ο ιητικού λόγου. Αύτή τήν ισορροπία πέτυ χε τό προσ ω π ικ ό ιδίωμα τού Α ναγνω σ τάκη , ένώ παράλληλα δημιούργησε μιά νέα δ ιά σταση τή ς π ο ιητική ς αίσθησης. Ά π ό τίς κ ο ρυ φ α ίες τή ς μεταπολεμ ικής μας ποίησης.
«μεγάλους·» άφέντες τής γής παρά τούς «μικρούς» πού άγωνίζονται γιά ένα κομμάτι γης... Έτσι ή άλλιώς, τέσσερις δεκαετίες τώρα, «άπα- σα ή οικουμένη σιδηροφορεϊ» - πρός μεγιστην άγαλλίασιν τών έμπορων τού Θανατερού «σιδήρου».
Καί σήμερα βρισκόμαστε σέ «πολεμική έγερσι- μότητα» περισσότερο παρά ποτέ. Η «Θαυμαστή» τεχνολογία, πάλι καί πάντα, δέν περιορίζεται νά επινοεί καί νά κατασκευάζει όλο καί «τελειότερα» όπλα γιά τήν έξόντωση ένός συγκεκριμένου, «έθνικά*» καί τοπικά, άντιπάλου. Η σοφία της έχει φτάσει στήν «τελειότητα» τού απόλυτου όπλου, πού προκαλεϊ τήν άπόλυτη καταστροφή όλης τής οικουμένης. Τό αρχαίο «πόλεμος πάντων καί κατά πάντων» έχει γίνει κυριολεκτικά πραγματικότητα. « Αντίπαλος» είναι πιά σύμπααα ή άνθρωπότητα. Άντίπαλος καί θύτης καί βέβαιο θύμα...
Άπό τήν άφετηρία αύτής τής άποτρόπαιης «τελειοποίησης» άντλεΤ τό βιβλίο του ό Νίκος Κασδαγλης: άπό τό πρωινό έκεΐνο τής 6 Αι/γούστου 1945, όπου τόν άμερικανικό βομβαρδισμό «Enola 6ay* έριξε τήν άτομική βόμβα στή Χιροσίμα, θά χετε όλοι δει τίς δυό «ιστορικές» φωτογραφίες αύτής τής γιαπωνέζικης πόλης: ή μιά παρμένη τήν παραμονή τής καταστροφής, ή άλλη τήν έπομένη. Στήν πρώτη, μιά μεγάλη, σύγχρονη, ζωντανή πόλη. Στή δεύτερη μιά απέραντη μαύρη νεκρή έρημος, μέ κάποιους σκελε- τούς χτιρίων πού κάνουν νά φαντάζει άκόμα πιό τρομερή ή έρήμωσή της.. Αύτό είναι τό «χαρούμενο μέλλον» πού ετοιμάζουν γιά όλόκληρο τόν πλανήτη μας οί μεγαλοδύναμοι δήμιοι τής εποχής μας.
---------------- *
ΚΩΣΤΑΣ ΓΟΥΛΙΑΜΟΣ
Γιά τό χρέος τοϋ πνευματικού ανθρώπου
Βιβλιοκριτ ική
Γ ΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ Τ Ε Χ Ν Ε Σ 3 6Β ιβλ ιοκρ ιτ ιχ ι)
Κι αυτό τό τρομερό «μέλλον χωρίς μέλλον» προσπαθούν ν' άποτρέψουν έκατομυρια άνθρωποι οε όλο τον κόσμο Καί μ' αυτήν τήν εναγώνια προσπάθεια «άποτροπής» ενώνει τή φωνή του ό Καοδαγλης, άναοταίνοντας τήν απαίσια μοιρο τής Χιρόσιμα πού, τό ξέρετε, θά μοιάζει «παράδεισος* μπρος στόν όλεθρο που μάς τάζουν τά πυρηνικά όπλα. ασύγκριτα πιό καταστροφίκα άπό τή «νηπιακή* βόμβα τού 1945.
Ό τίτλος τού βιβλίου είναι -άν δέν κάνω λάθος- σκόπιμα όσο καί πικρά σαρκαστικός. «Μητρόπολη τών Νερών» είναι τό παλιό όνομα τής Χιρόσιμα -πού μέσα σέ κλάσμα δευτερολέπτου έγινε κόλαση φωτιάς καί πόνου Και ή •Μαρία» καθε άλλο παρα »περιηγείται». Μπλέκοντας παρόν και παρελθόν, (εί τήν mó τρομερή κατοστροφή πού γνώρισε και προκαλεσε μόνος του ό άνθρωπος. Αυτή ή χωρίς εθνικότητα κοπέλα -που μπορεί νά είναι όποια Μαρία, όποια γυναίκα, όποιος άνθρωπος- γίνεται ένας άπό τούς έκοτοντάδες χιλιάδες κεραυνωμένους τής Χιρόσιμα συζεί μ' αύτές τίς μυριάδες σακατεμένα, καμένα φαντάσματα, πού σέρνονται μέοα οτά χαλάσματα και στή φωτιά, καί δέ γυρεύουν παρά Λίγο νερό για νά άνακουφίσουν κάπως τίς πληγές και τόν πόνο τους. Οί περιγραφές κι οί άφηγή- σεις πού σωρεύονται είναι ταυτόχρονα ένα •φωτογραφικό ντοκουμέντο· τού ομαδικού ολέθρου καί μιά διάτορη. μακρόσυρτη κραυγή άπό-
γνωσης κι οργής γιά τόν τυφλό άφανισμο άνθρώπων άπό άνθρώπους. άλλά και για τό μαρτύριο έκείνων που ·έπιζησανεβ και που έξακολουθούν χρόνια και χρονιά μετά τή βόμβα, νά ύποφέρουν σωματικά καί ψυχικά. Και τό χειρότερο, γι' αυτούς τούς νεκροζωντανους δεν είναι καν «συμπαθή θύματα», άλλά θεωρούνται άπό τούς άλλους «μιάσματα», μολυσματικές εστίες, έπικίνδυνοι και αποδιοπομπαίοι...
Τό βιβλίο τού Κάσδαγλη είναι, βέβαια «άκληρό» κι οδυνηρό Αλλά είναι όδυνηρο επειδή ή πραγματικότητα πού έμείς κατασκευάζουμε, είναι τόσο παράλογα οδυνηρή καί γίνεται όλο καί οδυνηρότερη καί τρομαχτικότερη. Κι είναι σκληρό, ίσα-ϊσα γιά νά έπισημάνει τήν άπίστευτη αύτο-καταοτροφικότητα τού άνθρωπου - νά τήν έπισημάνει καί νά τήν καταγγείλει μέ τήν ελπίδα πώς φωνές σάν κι αύτο, άπειρες φωνές οάν κι αύτό, μπορούν ίσως νά σταματήσουν τούς επίδοξους Ήρόστρατους άπΟ τό σημερινό «δρόμο χωρίς γυρισμό» Να θυμίσουν σ όλους μας πώς ό άνθρωπος κάθε άνθρωπος, πού κάνει σήμερα τά παντα γιά νά άφανιστεί καί γιά νά έξαφανίσει τά πάντα άπό προσώπου γής, μπορεί καί πρέπει να κάνει τά πάντα για νά έξαφανιστούν οί μηχανές τού παγκόσμιου άφανισμσύ.
Ό Νίκος Κάσδαγλης άνταποκριθηκε στό χρέος του σάν πνευματικού άνθρωπου θελουμε νά έλπίζουμε πώς μαρτυρίες οάν κι αύτή, μαρτυρίες καί καταγγελίες- πού πρέπει νά γίνουν έκατομύρια έκατομυρίων, δέ θά μείνουν φωνές βοωντων έν τή έρήμω. Γιά νά μή γίνει ή Γή μας πραγματική έρημος, χωρίς άλλη φωνή άπό τή φωνή τού πόνου καί τού αναθέματος όλων άπό όλους γιά όλους.
Μ Α Ρ ΙΟ Σ Π Λ Ω Ρ ΙΤ Η Σ
Κατάφαση καί άρνηση τοϋ τεχνικού πολιτισμού
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ 'Αναπήρων πολέμου Έκδ. «Ύψιλον». Αθήνα, 1982
Πρόκειται γιά τήν τρίτη ποιητική συλλογή τού Γιάννη Βαρβέρη. Έχουν προηγηθεϊ «Έν φαντασία καί λόγω». 1975, -Τό ράμφος». 1978. Στήν •Καθημερινή» (3-5-79) είχα γράψει άνάμεσα στ” άλλα γιά τή δεύτερη συλλογή του πώς ό Β. διαθέτει μυθοπλαστική ικανότητα, πώς ή ποίησή του έχει ήδη ανοιχτές τίς λεωφόρους της, άλλά είχα άναφερθεί καί στούς κινδύνους πού συνεπάγεται αύτή ή διαδρομή, κινδύνους πού έγκυμο- νούν άρκετές φορές παιχνίδια λέξεων καί εικόνων, καθώς καί «προδοτικά» καί παρακινδυνευμένα νοητικά τεχνάσματα.
'Ας δούμε όμως τί συμβαίνει έδώ. Εύθύς ¿ξ άρχής ό τίτλος « 'Αναπήρων πολέμου» μάς προϊδεάζει γιά τήν πηγή τής θεματικής τού Β. Ένας προΐδεασμός πού γίνεται πιά πεποίθηση όταν διαβάσει κανείς τά ποιήματα. Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σέ μιά τραυματική φύση, προϊόν τής εποχής μας. άπόρροια πολλών πολέμων πού συσσωρεύονται καθημερινό στή ζωή μας, πολέμων πού δίνονται σέ πολλά πεδία καί μέ ποικίλου είδους όπλα. έμπσδίζοντας ολοένα καί περισσότερο τό σύγχρονο άνθρωπο ν' άνπμετωπίσει μέ ύγεια τά βασικά προβλήματα τής ζωής, άλλά καί κείνα πού δημιούργησε ό τεχνοκρατικός πολιτισμός. Αυτοί οι πόλεμοι πού συνοψίζονται σέ έναν πόλεμο μέ τό όνομα άλλοτρίωση τού σύγχρονου τραυματισμένου άνθρώπου μέχρι σημείου άνίατης άναπηρείας είναι ή αφετηρία τής ποιητικής τού Γιάννη Βαρβέρη καί έδώ καί στήν άμέσως προηγούμενη συλλογή του.
Τυπικά τό βιβλίο χωρίζεται σέ τρεις ένότητες. άλλά ό πυρήνας είναι κοινός καί στίς τρεις.
Η πρώτη φέρνει τόν τίτλο «Νύχτα καί νικοτίνη» πού άρχιζει μ' ένα ποίημα κατασκευή: «Τό γράμμα®, άλλά καί πού ειδοποιεί ταυτόχρονα τόν άναγνώστη γιά τή μυθοπλαστική ικανότητα τού Β. όπως προαναφέραμε καί γιά τή σωστή χρήση τών ρυθμών. Προσωποποίηση τής άπελπι- στικής μοναξιάς «Τό τηλεφώνημα» πιό κάτω, γιά ν ακολουθήσει στούς «Γέρους» ή άλλοτρίωση τής προσωπικότητας μές άπό έναν έρωτα πού παραωρίμασε. Στό ποίημα μέ τά πολλά μικρά κομμάτια πού δίνει τόν τίτλο του σ' όλη τή συλλογή καί στήν τρίτη ένότητα ή ερωτική πράξη
παίρνει στίς καλύτερες στιγμές εξαιρετικές ποιητικές προεκτάσεις, όπως:
Γρίλιες λοξές κάγκελα τής κοιλιάς ο ου.Αργά διαλύονται
σέ θαύμα μέ τό βράδυ.Ίτσι γλυκά άλλάζω φυλακή.
Τέτοιες εικόνες πού σπάζουν άλλες έφιαλτι- κές θά συναντήσουμε στό πέμπτο καί στό έβδομο κομμάτι αύτού τού ποιήματος.
Στό «Porno-jong* συγχωνεύεται ή βουλημία γιά ερωτική πράξη μέ τόν κορεσμό πού επέρχεται μετά τήν τέλεσή της. Τό προσφιλές του μαύρο χιούμορ έμφανίζεται στόν «Έννατο όροφο τΠζ εγκυμοσύνης». Στό «Τινάζοντας τή στάχτη τού τσιγάρου μου» βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα άπό τά άντιπροσωπευτικότερα δείγματα «νυχτερινής ποίησης δωματίου», όπου ό φόβος τού θανάτου προβάλλεται μέ δύναμη πάνω στό τσιγάρο πού καίγεται καί στή -Μικρή συμβολή στή διαιώνιση» άνακαλύπτουμε τήν άναβίωση ποιήματος—παραμυθιού στό χώρο τού έφιάλτη. Τέλος τό μίσος του γιά κείνους πού τού κλεψαν κομμάτια άπ τή ζωή του καί πού εύρύτερα απευθύνεται σέ όλους έκείνους πού χαλάνε τή ζωή μας κοχλάζει στήν « Ερωτική διαθήκη» μέ τήν όποια κλίνει ή πρώτη ένότητα καί πού τήν παραθέτω ολόκληρη.
Αφού λοιπόν ό νεκρός δεδικαίωται τώρα οάς λέω πώς είχα τσέπες στό γυμνό μου δέρμα.Στήν ανακομιδή στά τρίχροναόλοι έοείς που χατε νταραβέρια μέ τό σώμαμουσύρτε τή λήθη οας μέχρι τό λάκκο θά βρείτε κεί κομμάτια γλώσσας χείλη κραυγές χνούΰια λαιμών κοντές άνάσες έλάτε νά οκυλέψετε μέ τή αειρά αας ό.τι οάς ακύλεψα είναι άθικτο οάς περιμένει έχω μιά μουσική για οάς άπό τα πλήκτρα τών
δοντιώνέλότετ' άρπαχτικά σας δάχτυλα καυτά νά νιώσω γιά τελευταία φορά στα κόκαλά μου
Πρόκειται φυοικά γιά ένα άπό τά καλύτερα, ειλικρινέστερα καί σαφέστερα κομμάτια τής συλλογής.
Στή δεύτερη μικρότερη ένότητα μέ τόν τίτλο «Ό Ηλεκτρικός» μέ άφορμή τό γνωστό μας τρένο ό Β βγάζει μερικά ένσταντανέ μέ τό δικό του τρόπο Νομίζω πώς τά περισσότερα δέν λειτουργούν ή πώς παραμένουν άσκήματα. Οπωσδήποτε έξαιροϋνται δύο τό IX καί τό XI Ας δούμε τό πρώτο:
Τρεις τό πρωίστό σταθμό τής Βικτωρίας.Τρεις τό πρωί μετά τόση σκληρότητα οί ράγες μαλακές φέρνουν έδώτόν καπνό τών έρώτων τους.
Στήν τρίτη ένότητα τά σύμβολα σκοτεινιάζουν. (Γελοίος διάλογος μέ τή μητέρα, Στό τσάκ τού νήματος), ή γίνονται τελείως προσωπικά (Φωτογράφος, Ό αύτάρκης φτιάχνει τόν καφέ του μόνος του) ή άπωθητικά (Μικρό μυστήριο ποντίκι). Αλλού πάλι μές άπό βιωμένες καταστάσεις άναβρύζει μιά λεπτή ειρωνεία πού θά τολμούσαμε νά πούμε προεκτείνεται μέχρι τήν αύτοειρω- νεία (Μασκώτ τών λουτροπόλεων). Ένα άπό τά κρεσέντα τής ένότητας. άλλά καί όλης τής συλλογής, τό «Κυλιόμενος τής Ομονοίας». στό πρώτο κυρίως μέρος, όπου πετυχοίνεται τό πάντρεμα, προσωπική έπιτυχία τού ποιητή, τού τεχνικού πολιτισμού τής σύγχρονης έποχής μέ άλλες έποχές πολύ προγενέστερες. Στό «Τό ράμφος πού βυθίζεται όπου βρει» στεκόμαστε μπρός στόν καθρέφτη, σέ μικρογραφία, αυτής τής ποιητικής. Εγκεφαλικά κατασκευάσματα συνυπάρχουν μέ έμπνεύσεις τής στιγμής, άλλά καί μέ έξαιρετικά μονόστιχα ή δίστιχα, όπως: «‘Οσοι χρόνια κολυμπάτε άμέριμνοι στά μάτια μου, θά βάλω τά κλάματα καί θά σάς πνίξω», ή «Ή Ελλάδα στό χάρτη μιά μπάρα - πού ξεσπάει
κατά πάνω μου». Ένα άλλο παρακάτω μέ τόν τίτλο « 'Οδή γιά τήν άκεραιότητα τής χώρας» μάς δίνει μιά εΙκόνα, τό πώς δηλαδή αύτή ή προσωπική ποίηση μπορεί νά προδοθεί άπό τό δημιουργό της. Αισθητικά άνισο τό «Τώρα που ή πόλη γέμισε τσογλάνια», άλλά κι ένα ειλικρινέστατο, λιτό καί σπαρακτικό ποίημα, πού φανερώνει τόν οριστικό έγκλεισμά τού ποιητή σέ μιά άπό τίς φυλακές του τό «Συνέπειες ένός παλιού ποιήματος» καί πιό κάτω ή θαυμάσια προσωποποίηση τού θανάτου (Τά Φέρρυ). Στιγμή εκλεκτής έμπνευσης. Ακόμα μιά φορά δέν μπορεί νά άγνοήσει κανείς τό ξετύλιγμα προσωπικού μύθου στό « Αμηχανία ρακοσυλλέκτη Δράκουλα», όπου ή εύφυία, ή τεχνική καί ή γνησιότητα άνανεώνουν μές άπ’ τό μαύρο χιούμορ πού έξανθρωπίζει έδώ
καί τέρατα άκόμα, έστω κι άν αύτό συνεπάγεται μεγαλύτερη μαυρίλα τελικά, τά κατά πλάτος όριο τοϋ μύθου
Η συλλογή κλίνει μέ τό ·Νά έπιοκεπτόμαστε τους έπιζώντες ποιητές», τήν καλύτερη Γσως σύνθεση τού « Αναπήρων πολέμου», ένδεικτικό όλων τών άρετών καί τών έ»τευγματων στήν ποίηση τού Γιάννη Βαρβέρη Παραθέτω μερικά άποσπάσματα.
Νά έπισκεητόμαστε τούς έπιζώντες ποιητέςάν μάλιστα τυχαίνει νά μένουμε στήν ίδια πόληνά τούς βλέπουμε πού καί πούγιατί έκεί πού ζούμε ήσυχοιβέβαιοι πώς ζούνε κι αύτοί - ξεχασμένοι έστω -έκεί έρχεται τό μαντάτο τους
Οί καλοί ποιητές μάς φεύγουνε μιά μέραόχι γιατί πεθαίνουνεάπό έμφραγμα ή άπό καρκίνοάλλά γιατί φυτρώνουνε στά βλέφαρά τουςλουλούδια τρομερά.
Στό μεταξύ μές στήν κλεισούρατά τρομερά λουλούδια άρχίζουν νά ξεραίνονταικαί νά κρεμάνεκι οί ποιητές δέν βγαίνουν πιάμήτε γιά τά τσιγάρα τους στό διπλανό περίπτερο.Μόνο σκεβρώνουνε κοντά στό τζάκιζητώντας τήν άπόκριση άπό τή φωτιάπού πάντα ξεπετάει στό τέλος μιά της σπίθακι αύτή γαντζώνεταιστά ξεραμένα φύλλα πρώταύστερα στά ξερά κλαριάσ' όλο τό σώμακαί τότε λάμπει τό σπίτιλάμπει ό τόποςγιά μιά μόνο στιγμή
κι άποτεφρώνονται.
Συμπερασματικά, μπορούμε νά πούμε πώς ή ποίηση τοϋ Γιάννη Βαρβέρη άπό τήν πρώτη επίσημη εμφάνισή της μέχρι σήμερα παίζει άνάμεσα στήν κατάφαση άπέναντι σέ πολλά στοιχεία τοϋ τεχνικού πολιτισμού άπό τή μία κι άπό τήν άλλη στήν άρνησή του. Ξεκινώντας μ’ έναν ώριμο λόγο. άλλά μή άποφεύγοντας τίς άναπόφευκτες παγίδες πού στήνει ό ίδιος στόν εαυτό του. όπως είπα στήν άρχή, τώρα πού μιά φάση τής πορείας του άριοθετεΤται μέ σαφήνεια- ήδη διανύει τίς πρώτες λεωφόρους μιάς πόλης έστω μικρής, άλλά αύστηρά προσωπικής, τής ποιητικής του, πού μέ τήν «‘Αναπήρων πολέμου» φτάνει στό άπόγαιο τής όποιας ακτινοβολίας της.
Προβολή στό σατανά
ΑΝΤΟΝΗΣ ΦΟΣΤΙΕΡΗΣ Ό διάβολος τραγούδησε σωστά Ποιήματα
Έκδ. «Ή μικρή Έγνατία», Αθήνα 1981
Πριν δυό περίπου χρόνια είχα γράψει γιά τήν τρίτη συλλογή τοϋ Άντώνη Φωστιέρη «Σκοτεινός έρωτας» («Διαβάζω», τεύχος 36), άνάμεσα στ’ άλλα, πώς «άν καί συναντά κανείς διάχυτο τό πνεύμα τής απαισιοδοξίας στή συλλογή αύτή, έμμεσα διακρίνει καί τό μελλοντικό βήμα τοϋ ποιητή στούς στίχους του: Λυπάμαι / πού μάλλον μιλάω / μιά γλώσσα νεκρή. / Δέν πιστεύω βέβαια σέ άνάσταση / πιστεύω έν τούτοις / μέ πάθος / Στόν θάνατο. / Ένα βήμα πού, όσο περίεργο κι άν φαίνεται, έστω καί προσωρινά, άδηγεϊ πρός τό ξεπέρασμα τού άδιεξόδου.
Συνεχίζοντας αύτή τή δύσβατη διαδρομή ό Φ. θέτει ό Γδιος τά όρια μέσα οτά όποια θά κινηθεί στήν παρούσα φάση στήν πλακέτα του «Ό διάβολος τραγούδησε σωστά». Προχωρώντας λοιπόν τώρα πρός τήν ψηλάφηση τού θανάτου, στηρίζεται στό εύρημα - έρεισμα τού διαβόλου, στήν προβολή δηλαδή εύθύς έξ άρχής τής άπαισιοδοξίας του πάνω στόν Σατανά. Έτσι ή μυθολογία του άρχιζει μέ τήν όμολογία τού έκπεπτωκότος άγγέλου πού μόνο μές άπ' τό
κακό μπορεί νά λατρέψει εκείνο πού άπαρνήθηκε καί μέ τήν ομολογία τοϋ άγγέλου, πού τίθεται άντιστικτικά, πώς θέλει νά άπαρνηθεϊ τή φυση του γιά μιά στιγμή γιά νά ταυτιστεί μέ τόν διάβολο θέλοντας νά -εξαγνιστεί». Άπό κεϊ καί πέρα ό ποιητής παίζει διάφορα παιχνίδια μέ τό εύρημά του προσεγγίζοντάς το άπό πολλές πλευρές. Πότε ό Σατανάς είναι ή κεντρική μορφή έφιαλτικών κόσμων πού οίκοιοποιεϊται ό δημουργός του, πότε ξορκίζεται άπό κείνον Άπό ένα σημείο καί πέρα ό Φ. «υποκύπτει· στή γοητεία του καί τό παιχνίδι γίνεται περισσότερο τολμηρό μαζί του. (Ό κακός σπορέας) ή μέ άφορμή αύτό τό παιχνίδι άναφέρεται στίς δικές του άπογοητεύσεις καί πικρίες (Λύση τής άνά- μνησης), γιά νά έπανέλθει στό προσφιλές του μοτίβο (Κόλαση τής άμφιβολίας): · Ή μονη βεβαιότητα είναι ό θάνατος». Μέ άφορμή τά παραπάνω λόγια λέει στόν έαυτό του: «Ποιός ξέρει άλήθεια άν είμ' έγώ αύτό ή ένα έρμαιο ποίημα», καί άγγιζε», έχοντας σάν ενδιάμεσο τόν Σατανά, ένα προσωπικό όραμα τού κόσμου:
Μιά νύχτα μόνο ήρθε: φίλησε τό φλογισμένο στόμα.Καί λάμπει τώρα σέ μικρούς σχηματισμούς Τό πύον τής σύφιλης.
Β ιβ λ ιο κ ρ ι τ ικ ή 3 7 Γ Ρ Α Μ Μ Α Τ Α ΚΑΙ Τ Κ Χ Ν Κ Σ
Ιηυρια γεμάτο Τό άοτρικό στερέωμα.
Πρός τό τέλος συναντάμε τήν άπαρνηση τής όμορφίβς τής φϋ0πς ( Η βολιοτητο τής άνθισης. Αλληγορία τής Άνοιξης) καί τό πεζό ποίημα · Ή
κιβωτός χαμόγελο·, που περιέχει μια τρομαχτική προφητεία τής εποχής που έρχεται κατά τό πιστεύω του. γιό ν' άποκαλυφθεΐ τελικά, οτό ποίημα που έχει τόν τίτλο τής συλλογής, πως ό θάνατος άπαντηοε στην ίδια γλώσσα με τόν Διάβολο
'Αηχη φωνήΠηχτό άκατάσχετο τό μαύρο άπ' τήν όρχη Μέσα του λιώνει Με στριγγλιές φωτός Ή σφαίρα.
Απ ό,τι καταλαβαίνουμε «Ό διάβολος τραγούδησε σωστά·· είν ένα συνθετικό ποίημα που άποτελεϊται άπό είκοσι δυο κομμάτια, άλλοτε άλληλοενισχυόμενα. άλλοτε ενορχηστρωμένα ά-
ντιστικτικά 0 Φ κατεχει τήν αίσθηση ποικίλων ρυθμών μέ τούς όποιους όρεσκετοι νό παίζει Άλλα οΐ κίνδυνοι που έγκυμονουνται άπό τήν έγκεφαλικοτητα και πριν άπ’ όλα ή ψυχρότητα και κάποιο είδος πόζας νομίζω πώς διεισδύουν στην ποίησή του άρκετά ύπουλα, τώρα μάλιστα που ό κεντρικός άξονας τής μυθολογίας του είναι ένας συγκεκριμένα Δέν μπορεί νά ξέρει κάνεις βέβαια άν ό ποιητής στό μέλλον θά βασίζεται σ' ένα καί μονο στήριγμα κι άπό κεϊ θά ξεδιπλώνει τις άνησυχίες του ή άν ή άγωνια του θα έπεκταθεί καί σέ άλλους εύρυτερους χώρους -προβολών· μέ τήν ίδια θεματική, πάντως τώρα αύτή ή φιλόδοξη μάχη κατά μέτωπον μέ τόλμη και γνώση τών δυνατοτήτων του μέ υποχρεώνει, περ' άπο τις πάσης φυσεως έπιτεύξεις. νά περιμένω τή έπόμενη Φαση αυτής τής προσωπικής πορείας μές στό χρόνο γιά ν' άποψανθώ τελεσίδικα γιά τήν άποσπασματική Ισχύ. ή γιά τήν τέλεια παραδοχή αύτής τής όντως σοβαρής, άλλά καί σοβαρά επικίνδυνης κατάκτησης.
κές καταστάσεις που είτε λειτουργούν μόνο γιό τους ίδιους, είτε δέν λειτουργούν καβάλου σέ μεγάλο ποσοστό. Φυσικά, άμεσες έπιρροες θά βρούμε κι άπό τούς Αμερικάνους μπήτ συγγραφείς καί καμιά άπό τήν κληρονομιά τής προγενέστερης πεζογραφίας μας Δηλαδη το στοιχείο ταυτότητας είναι θελημένα ή άθέλητα πλαστά, ύποθέσεις. καταστάσεις και πρόσωπο μές στή ρευστοτητά τους θά μπορούσαν νά χαν άποτυ- πωθεϊ σέ όποιοδήποτε μέρος τής γής. τό πρόσωπο τού συγγραφέα παραμένει ούδέτερο. μόνο μέλημα τού δημιουργού ή έκτόξευση τών πάσης φύοεως άπωθημένων του καί Ιδιαίτερα τών σεξουαλικών Ανύπαρκτη μυθοπλασία, συρ- ραφές μικρών κομματιών και φυσικά ή έκπληξη γιά τήν έκπληξη μές άπο άλληλοεμπλοκές φαντασιώσεων καί πραγματικότητας πού μάς φέρνει στό μυαλό καί κάποιους άπόηχους τού Κάφκα.
Άν τωρα ορισμένα άπό τά παραπάνω γνωρίσματα χρησιμέυσαν γιά τήν άνανέωση τής πεζογραφίας σέ άλλους χώρους καί πολύ πριν άπό μάς, δέν έπεται ότι μπορούν άτιμώρητα νά μεταφυτευθοΰν καί έδώ, μιά καί οί συνθήκες, άλλά καί οί δομές είναι διαφορετικές, καί ή κλασική καί ή νεώτερη πεζογραφία (όχι όμως καί ή ποίηση) δέν έχουν κλείσει άκόμα τόν κύκλο τους γιά νά δικαιολογηθεί τέτοιο άδιέξοδο καί διάνοιξη καινούριων δρόμων
Αλλά τό άτι τελικά ί*£ν πείθει αύτη ή πεζογραφία φαίνεται μέ ΙΦκρινπο κι άπό τό λόγο πού τήν έκφέρει. Στή συγκεκριμένη περίπτωση. άλλά και σέ πολλές άλλες, ό λόγος είναι νωθρός, άδύναμος, πλαδαρός καί προδίδει τήν κατασκευή κι όχι τήν άναγκη. τό έπιπλαστο κι όχι το άπαραίτητο. Εκεί που ό Σφακιανάκης κάτι θέλει νά πει, είναι στά σημεία που ή σκιώδης πλοκή γίνεται συμβατικότερη καί ιδιαίτερα στό τελευταίο κομμάτι
Τελικά θά πρέπει νά περιμένει κανείς καί τό έπόμενο βιβλίο τού Σφακιανάκη γιά να έννοήσει, άραγε τις προδιαγραφόμενες προοπτικές μιας πεζογραφίας πού τείνει νά έξαντληθεϊ κιόλας άπό τά πρώτα της βήματα μές άπό ένα κυκεώνα εγκεφαλικών κυμάτων πού ή εμβέλειά τους δέν ξεπερνά τις προσωπικές σφαίρες ή τήν πλαστό- τητα τών προθέσεων;
ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΚΑΡΑΒΑΣΙΛΗΣ
Οταν πλεονάζει ο εφιάλτης
Β ι β λ ι ο τ α χ υ ό ρ ο μ ε ϊ ο
ΑΡΗΣ ΣΦΑΚΙΑΝΑΚΗΣ'Όταν βρέχει καί φοράς παπούτσια κόλετζ Διηγήματα
Εκδ. «Κέδρος», Αθήνα 1981
«‘Οποιος θά διέκρινε ύπερεαλιστικές καταβολές μέσα στήν καθημερινότητα, όπως παρουσιάζεται σέ τούτο τό βιβλίο, θά τό άδικούσε. Γιατί τό άλλο πρόσωπο τής καθημερινότητας είναι ό έφιαλτης, φτάνει νά βγει κανείς άπό τήν κανονική διαδρομή τών σκέψεων καί τών αισθημάτων όπως έχει συνηθίσει νά τ' άντιμετωπίζει. ή νά τά παρακολουθήσει ώς τό τέλος... 0 έφΐάλτης δέν είναι στοιχείο έξωτικό. Είναι μιά πραγματικότητα που ύφαίνεται άνάμεσα στη λειτουργία, όπως γίνεται άναδρομικά, παιδικών μνημών και βιωμάτων καθώς καί μεταγενέστερων έσωτερικών καταστάσεων, γΓ αύτό και οί όποιες δυσμενείς έξωτερικές συνθήκες δέν μπορούν νά τόν επιδεινώσουν ή νά τόν μεταβάλλουν σέ προνόμιο όποιουδήποτε. Ό εφιάλτης πηγάζει άπ' τόν καθένα, όπουδήποτε κι άν ζεΐ, είναι ό εαυτός
του, κι οί άνθρώπινες σχέσεις είναι ή συμπλοκή εφιαλτών μέ διαφορετική μορφή».
...Αύτά γράφονται άνάμεσα στ' άλλα στό όπισθόφυλλο τής πρώτης συλλογής διηγημάτων τού Αρη Σφακιανάκη, πού έχει σάν τίτλο τόν ευρηματικό καί «μοντέρνο»: «"Οταν βρέχει καί φοράς παπούτσια κόλετζ». Κατά τή γνώμη μας τά παραπάνω διαφημιστικά δέν θά πρεπε νά χουν καμιά θέση, καί πάει πολύ νά υποδεικνύει
ό συγγραφέας ή νά δέχεται νά τού ύποδεικνύουν πώς ό άναγνώστης πρέπει νά διαβάζει τό βιβλίο του.
Γνωρίζοντας τώρα μερικά άπό τά βιβλία ή τά κείμενα πού έχει μεταφράσει τά τελευταία χρόνια ό Σφακιανάκης θά λεγα πώς ή θεματολογία του έχει κάποιες σχέσεις άρχικά μέ κείνη τών Γάλλων ύπερεαλιστών ή τών προγόνων τους καί τών έπιγόνων τους. Άκόμα, ό Σφακιανάκης δέν ξεφεύγει άπό τήν κύρια πορεία τών νεώτα- των πεζογράφων μας, πού, έπιμένουν, προχωρώντας πέρ' άπό τήν άμφισβήτηση τών πάντων νά κατασκευάζουν εφιαλτικούς χώρους καί έφίαλτι-
ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΒΑΛΙΟΥΛΗΣ ΠεριθωριακάΘεσσαλονίκη 1982, Σελ. 52
Τή διαδρομή σ' έναν έκ τών προτέρων όριοθετη- μένο χώρο -πολιτικό καί κοινωνικό- άποπνέουν τά ποιήματα τού Σ.Β. Εκεί πού κυριαρχεί ή στασιμότητα τού καθημερινού λόγου, έρχεται νά τοποθετηθεί ό άντίλαλος τού ποιητή. Η γονιμοποίηση τών λεκτικών στοιχείων προσδιορίζεται μέ τή μετάθεσή τους στό φυσικό κόσμο. Ό θάνατος, έχοντας ξεπεράσει τά όρια τού σώματος, έντοπίζεται στόν ίλιγγο, περισσότερο σάν έγκεφαλική διαδικασία, άλλά συνάμα στήν πτώση
τού πάθους, άναστέλλοντας έτσι τήν περιστασια- κή άνάλωση. Παιδική ηλικία καί μνήμη άνακαλού- νται στούς στίχους άποδίδοντας στό νοητικό λόγο τή φθορά. Ή πολιτική σκόπευση, χωρίς νά γίνεται σκοπιμότητα, δέν καταστρέφει τήν ευαισθησία του, άλλά λειτουργεί σάν κωδικοποιητικός παράγοντας τής δομής τής εξουσίας. Αύτό πού άμετάκλητα χάθηκε, γίνεται διαμαρτυρία καί ένοχή.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΝΔΥΛΑΤΟΣ Σκιαγραφίες
Αθήνα 1982, Σελ. 40
Ποιήματα άλλα γραμμένα μέ παραδοσιακό τρόπο καί άλλα μέ νεωτερικό, χωρίς νά επιδιώκουν νά έκφράσουν άφηρημενες έγνοιες, άποδίδουν ά- νοιχτά καθημερινές πράξεις. Ή μετάγγιση τής άτμόσφαιρας τής επαρχίας στούς στίχους, εξαντλεί τή θεματική τής μισής σχεδός συλλογής. Ό έρωτας κατονομάζεται χωρίς περιστροφές, άποτυπώνονται στό συναίσθημα εικόνες τής φύσης. Τέλος, πολιτικά γεγονότα, καθοριστικά γιά τόν έλλαδικό χώρο, βρίσκουν στήριγμα περισσότερο στήν ιδεολογική κατηγορία παρά στήν ποιητική.
ΗΑΙΑΣ ΤΣΕΧΟΣ ΑνθέμιαΑθήνα, «Κέδρος» 1982, Σελ. 60
Ολιγόστιχα ποιήματα περικλείει ή συλλογή τού Η.Τ. Αρκείται νά εκφραστεί μέ επιγραμματικό τρόπο, έπιψοβη προσπάθεια, καθώς προϋποθέτει γνώση σέ βάθος τής γλώσσας, γιά νά αποδοθεί τό ποίημα σέ δυό-τρείς στίχους. Οί ψυχικές καταστάσεις, επενδυμένες στά άντικείμενα τού Φυσικού κόσμου, άποκτοΰν τή διάσταση τού ονείρου. Η μορφοποίηση τών συναισθημάτων βρίσκεται, θά λεγα, σέ μιά ιδιόμορφη άφομοιω- ση τού δημοτικού τραγουδιού Ή λειτουργία άνθρώπινων καταστάσεων, παράλληλα μέ τή χρονική διάρκεια τού ιστορικού - γεωγραφικού χώρου, προκαλεϊ τή σύγκρουση τής ατομικής στάσης μέ τή βαρύνουσα παραδοση. Τό ερωτικό στοιχείο, άν δέν έντοπίζεται άμεσα, εντείνει σέ κάθε περίπτωση τή διάθεση για ζωική ορμή ή μαρτυρία τών άντικειμένων προσδιορισμένη σ ένα συμπαντικό χωρόχρονο έχει άπωλέσει και την τελευταία σχέση μέ τό χρόνο τού καθημερινού
··*'.—«. mu W—.
Κ \» :Μ Ι l i v k v \ « l II, a tu r t i ; · I I Í ^ U r i K U i-l Μ II \ ν Τ Γ Ι Ι Ι* Λ ΐ ’ I I » T r jttr r fr; « « í r u r ; r_4r.·
♦Ι’ΛΝΤΪ ΚΛΦΚ \ i ¿'n.ΚΚΊΜΓ K \KN \ll.\Tll! i r-MIffj« OI i- tu i «*v/v.jv-
2 Λ Ι1 ι μ Κ \ M 1IK RK I . . . i - I 'j » h / / ^ { /riuiToi uk\ reos v*
V .\A IN ( I f t J I M M I n i · : <*«-. V i p z - i ' Η W " · ·l* )v \ ΓλΧ Α -Ν Α Κ ΙΙ l l u j ■ · ΐ Ί . « ι » //.»«<■■>■»
k s i n i ' . u i A i . w i i i n ^ , . t * · i —a» * » · « · ,
Γ Ι Α Ν Μ ΐ ϊ llA T I VHiL 16 m v · ' * r , n r A ' ^ ' . r r w ·//—< 'a * J■·'·*» n·
\ \ t t \ N j r t l i ’ ΛΙ’Λ Μ ΙίΛ ΙΛ Ι ί—· f j r» i·.·IZUiny. ι·*· Ίί*ι. r<rv<>. ru n · »·■ .
¿ J IU lfT V A \ \ l i n > U O | \ U I \ „ I r . - t . - r n : u j r r , r r ;
l ‘K M ΜΛΙ Κ Γ Ι Ι \v tM n ;« II -<■ ca
r, K/tyJíf x
ΕτοιμάζονταιΌ τρόπος τής γλώσσας
καί άλλες έγγραφές Δοκίμια
ΕΠ ΙΛ Ο ΓΗ I Ποιήματα
ΕΚΔΟΣΕΙΣΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΤΔΗΣ
Α1 Μ Μ 0Ρ »ΔΙΗΓΉΜΑΤΑ
[ ΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ Τ Ε Χ Ν ΕΣ 3 8 Β ιβλ ιο κ ρ ιτ ικ ή
///Æ iflp rtn jiï
ωραρίου Ειττός τών άλλων έχουμε νά σημειώσουμε τις παρηχήσεις πού δημιουργεί πολλές φορές ό ποιητής προσδίδοντας μουσικοτητα και ρυθμό στό στίχο.
ΚΑΙΤΗ ΤΣίΤΣΕΛΑ Τά αίωρουμενα«Διογένης», Αθήνα 1982, Σελ. 50
Η συνεχής επανάληψη τών λέξεων νύχτα. σκιά. θάνατος, κ ά συγκροτούν τήν πρώτη συνιστώσα
τής Κ.Τ. Δηλαδή ή θεματική της. έντοπισμένη στό χρώμα τού μαύρου, έκεΐ μόνο μπορεί νά μετουσιωθεΐ σέ ποίηση, έχοντας όμως σάν σημείο άναφορας τό άντρικό -είδικά- σώμα
Ή δεύτερη συνιστώσα εντοπίζεται στήν προσωποποίηση τών πραγμάτων, πού όχι μόνο διαλέγονται και συζητούν, αλλά ό κόσμος τους βρίσκεται σέ στενή έπαφή μέ τό κορμί Χώρος μάλλον κλειστός -τών δωματίων- έσωτερικεύει μέ χειρουργικό τρόπο τά θραύσματα τής κοινωνικής πραγματικότητας ή έκρηξή τους έπέρχεται άργά, χωρίς όμως νά έξωτερικεύετοι - σάν άντιστάθμισμα- σέ πράξεις άντίδρσσης ή βίαιης εκτόνωσης. Περιορίζει τήν όδύνη σέ άτομικό έπιπεδο μεταθέτοντάς την κατά ίσο μέγεθος - ένταση στό ερωτικό υποκείμενο τού άνδρα μέ πνεύμα κατανόησης
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ
τά ύποπτα μπάρ, ό πυρετός τών ήμερων, τά παζαρέματα τής Ο.Ι.Α. καί ή άκέραιη ελπίδα γιά τή νίκη άπό τή μεριά τής άριστεράς, ξεχωρίζουν τρία βασικά πρόσωπα πού, προφανώς, άπομυζοϋν όλη τήν τρυφερότητα, τήν πείρα καί τήν προσοχή τού συγγραφέα: ό Άντρέας. παλιός πολιτικός μαχητής πού ξανάρχεται μετά άπό δεκαοχτώ
χρόνια έξοριας στις σοσιαλιστικές χώρες, και πού πρέπει να προσαρμοστεί και πάλι σ αυτή τήν καινούρια Ελλάδα, μιά Ελλάδα πού έγινε τόσο διαφορετική καί τόσο ταραγμένη στή διαρ- κεια τής απουσίας του. Ή Φλώρα, ή ώραία ξένη. αισθησιακή, δαιμονισμένη, άπαιτητικη. άκαθορι- στη, έπιθυμητή κι επιθυμώντας τά πάντα, άνακα- τεμένη στά πάντο άλλά και μονάχη Η Ματιλδη. τέλος, μιά αγωνίστρια τής νέας γενιάς, που προκαλεί σύγχιση στόν Άντρέα στήν άρχή. μέ τή διαύγεια τού μυαλού της. τις άξιώσεις της, τήν άρνησή της άπέναντι στά δόγματα. Ή Ματιλδη ώραία σάν ένα μέλλον μέ καστανά μάτια, αάν μιά Ιστορία μέ πόθους άκατάβλητους σάν μια Ουτο
πία ζωντανή καί ολόθερμη.
Τά ταραγμένα νερά της Ιστορίας
Σ αύτή τήν άφήγηση τών ήμερών τού πυρετού τής ιστορίας καί τών συναντήσεων -τυχαίων ή καθορισμένων, μπλεγμένων ή άπλών- αύτών τών τριών προσώπων, ξαναβρίσκουμε τό ιδιαίτερο χάρισμα τού Τσίρκα νά άπασχολεϊται ταυτόχρονα μέ τό έσωτερικό οδοιπορικό τών άνθρώπων καί τους περίπλοκους μαιάνδρους τής κάθε ιστορίας Πραγματικά τό βιβλίο αύτό είναι περισσότερο μιά έπικήδεια καί συγκινητική ώδή πρός τόν Σωτήρη Πέτρουλα παρά μιά ερωτική άφήγηση άνάμεσα σέ τρία όντα, ριζικά διαφορετικά αλλά καί πού προσεγγίζονται ούσιαστικά μέσα άπό τό παρόν πού ζούν. Πού άρχίζει καί πού τελειώνει, στό καθένα τους. αύτή ή κοινή μοίρα που τού έπιτρέπει νά ξεφεύγει άπό τις παράλογες έντο- νές τών κομμάτων, άπό τά διατάγματα τών συνόδων καί τών συνεδρίων κάθε είδους, άπό τά δόγματα μιας ιστορίας κατσκευασμένης άπό άκαμπτες φράσεις καί γλώσσες, καί πού τού έπιτρέπει άκόμα ταυτόχρονα, νά ξαναβρεϊ αύτό πού τό συνδέει έσωτερικά, όργανικά, αισθησιακά, σεξουαλικά μέ τό βάθος τών όντων καί τής πραγματικής ιστορίας;
Στό όριο αύτό, τό τόσο καλά καθορισμένο άπό τή γραφή τού συγγραφέα πού αποδόθηκε τόσο σωστά άπό τή μετάφραση, βρίσκεται ή ίδια ή μεγαλοφυία τού Τσίρκα. Μιά γραφή πού άκολου- θεί μέ άκρίβεια τόν άβέβαιο λαβύρινθο τών γεγονότων καί τών σκέψεων, γιά νά άποσπαστεί
Ά πό τόν ξένο τύπο
Μιά διπλά χαμένη άνοιξη
ΣΤΡΑΤΗΣ ΤΣΙΡΚΑΣ Ή χαμένη άνοιξη Μτφρ. Λοράνς ντ' Άλοζιέ Πρόλογος: Πέτρος Φρυδάς Seuil, 250 σελ.
Σε όλες τις εποχές τής χαμένης ελπίδας στήν Ευρώπη -άνοιξη τής Πράγας, Μαης τού 1968, χειμώνας τής Βαρσοβίας- θά πρέπει στό έξης νά προοθετουμε τήν άνοιξη της Αθήνας, τό 1965. Οί ελληνικές εκλογές τού περασμένου φθινοπώρου θά συντείνουν ίσως νά σβήσει ή άνάμνηση εκείνων τών θλιβερών ήμερών, άλλά το βιβλίο αυτό τήν έποναψερει με μιά τέτοια ένταση καί μια τέτοια αληθοφάνεια ώστε τής προσδίδει καί πάλι μιά καινούρια δραστηκάτητα. “Ολη ή δράση τού μυθιστορήματος τοποθετείται, πράγματι, σέ ένα χρονικό διάστημα άπό τις 4 ώς τις 23 Ιουλίου τού 1965, στήν Αθήνα, όταν ό Γεώρ
γιος Παπανδρέου. ήγέτης τής Ένωσης Κέντρου και νικητής τών πρόσφατων, τότε, έκλογών μέ ποσοστό 53% έπρεπε νά άντιμετωπισει τις δολοπλοκίες τού παλατιού και τούς φανερούς ελιγμούς τής δεξιάς πού έπεδιωκαν νά τού αποστερήσουν τήν έξουσια χωρίς νά παραβιαστεί τό Σύνταγμα. Καί πώς; Απλούστατα μέ τό νά εξαγοράζουν μέ ύψηλό άντίτιμο τις ψήφους πενηνταενός βουλευτών τού Κέντρου που θα έπετρεπαν στήν μειοψηφία νά κυριαρχήσει στή Βουλή. Δέν είναι ούτε άστείο ούτε παραμύθι οί άνθρωποι αύτοι ύπήρξαν. όλη ή Ελλάδα τούς γνωρίζει και γνωρίζει άκόμα και τό τίμημα σέ έλβετικά φράγκα τής άποστασίας τους. Άλλωστε άπό τότε τούς άποκαλούν: άποστάτες.
0 Παπανδρέου όμως άνθίσταται στις ύπαγο- ρεύσεις τού παλατιού, ό λαός τον ύποστηρίζει, οί διαδηλώσεις διαδέχονται ή μιά τήν άλλη καθημερινά στους δρόμους, ή πόλη είναι σε άναβραομό ώς τη μέρα τού Ιουλίου όπου ένας σπουδαστής θά σκοτωθεί άπο την άστυνομία, στή διάρκεια μιας αψιμαχίας: όνομοζόταν Σωτηρης Πέτρουλας. Οπως ό Γιάν Πάλαχ* (ποιός όμως τόν θυμάται σήμερα;), όπως ό Πιέρ Οβερνέ" (ποιός όμως τόν θυμάται σήμερα;) ο Σωτήρης Πέτρουλας έγινε τό σύμβολο μιάς νεολαίας άδικα θυσιασμένης, το έξιλαστήριο καί παραδειγματικό θυμα τών βιαιοτήτων τής δεξιάς. Γι' αυτόν όμως δέ θα πώ ποιός τόν θυμάται σήμερα; Γιοτι αύτό τό βιβλίο ακριβώς είναι & αυτόν άφιερωμένο Σέ σημείο που μιμούμενοι ένα φημισμένο ποίημα τού Ελύτη, θο μπορούσαμε να δώσουμε σάν υπότιτλο στό μυθιστόρημα « Οδή έπικήδεια γιά έναν μαχητη πού έπεσε εναντίον τής Αποστασίας».
άπό εκεί όταν χρειάζεται νά άποδωοει τήν άναπόληση. τήν παύση, πέρα άπό τόν εύθραυστο άλλά και παντοδύναμο χρόνο τών συνθημάτων και τών περιστατικών που διαδραματίζονται στους δρομους Μιά γραφή πού ενοορκώνεται διαδοχικά στό πρώτο, δεύτερο καί τρίτο πρόσωπο, μιά γραφή θεληματικά άνόμοια αποσπασματική όπως άποσπασματική είναι ή στράτευση εκείνων που θέλουν νά ύπηρετήσουν καί νά άπελευθερώσουν τούς άλλους χωρίς ώστόσο νά γίνουν, οί ίδιοι, σκλάβοι τών κομισάριων καί τών κυνικών Μπορεί νά ισχυριστεί κανείς ότι βοηθάει ή ότι υπηρετεί τούς άλλους άν παραμένει ό ίδιος στήν προσωπική ζωή του. στά συναισθήματά του, στις καθημερινές πράξεις του ένας σκλάβος, άκόμα κι άν έχει συνείδηση γι αύτό, άκόμα κι άν είναι μεταμελημένος; Τό έρώτημα αύτό υποβάλλεται σέ πολλά σημεία τού βιβλίου, όπου τά πρόσωπα ζούν μέσα στήν ιστορία όπως τα ψάρια στό νερό. ψάρια όμως πού θά κόντευαν νά παθουν ασφυξία. Γιατί τό νερό τής ιστορίας είναι ταραγμένο, δέν μπορείς νά άνασάνεις μέσα του, σ’ αύτές τις μέρες τού Ιουλίου, σ' αύτες τις ώρες τής άποστασίας. Μονάχα στήν καρδιά αυτών τών τριών όντων, τόσο θαυμαστά συνενωμένων καί άδιάκοπα ξεχωρισμένων. φαίνεται νά είναι καθαρό καί διάφανο τά νερό τής ιστορίας. Αύτά τουλάχιστον, είτε είνοι μαχητές, ή δον Ζουάν, σπουδάστριες ή πόρνες πολυτελείας ξέρουν νά κρατούν άνέπαφη μέσα τους μιά έντιμότητα, μιά διαύγεια καί μιά ένταση, πού τούς επιτρέπει νά μή χάσουν έντελώς τό δρόμο τους μέσα στό βαθύ σκοτάδι τής άβύσσου που σκεπάζει τήν Ελλάδα.
Μετά άπό τήν άνάγνωση αύτού τού βιβλίου δέν μπορούμε παρά νά λυπηθούμε άκόμα περισσότερο γιά τό χαμό τού συγγραφέα, τόν Ιανουάριο τού 1980. Ίσως νά ξανάβρισκε, σήμερα, περισσότερο λόγους γιά νά ελπίζει. Ή άνοιξη τού Στρατή Τσίρκα είναι μιά άνοιξη χαμένη διπλά.
Le M onde 7.5.1982 ΖΑΚ. ΛΑΚΑΡΙΕΡ
Μτφρ. 'Αλέξ. ΖήραςΊ ο ε χ ο ς οπουδαστής πού ούτοπυρπολήθηβε μετά τήν
είοβολή τών Σοβιετικών στήν Πράγα (Σ Τ Μ.)
••Γάλλος οπουδαστής πού σκοτώθηκε στις ουγκρού-
οεις άστυνομία φοιτητών το Μάη τού '68. (Σ.Τ.Μ.)
Έ π ι σ ι ο λ έ j
Στό γαλάζιο όττικό φοντο όπου άναμιγνύονται οί διαδηλώσεις στους δρόμους, οί συνωμοσίες
Η/ια Δεχουλάχον
ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΗΘΟΥΣ (Στό λογοτεχνικό χώρο)
Κε ΔιευθυντάΣτήν προσπάθειά μου νά προστατέψω τήν ιδιότητά μου, σάν μεταφράστριας τής Ισπανικής λογοτεχνίας καί ποίησης, άπό τετελεσμένα γεγονότα, πού είναι σέ βάρος καί τής πιό στοιχειώδους δεοντολογίας καί κάθε έννοιας ήθικής τάξης, άλλά παράλληλα δημιουργούν καί έρωτη- ματικά γιά τό δόκιμιο τών μεταφράσεών μου, παρακαλώ νά δημοσιεύσετε τήν επιστολή μου.
‘Ας μού έπιτραπεϊ νά πιστεύω πώς τό θέμα ενδιαφέρει γιά τήν “πρωτοτυπία· του όσο καί γιά τό -κατ' έπανάληψη καταγγελλόμενο- «ήθος» κάποιων παραγόντων τού μεταφραστικού και έκδοτικού χώρου. Εξηγούμαι:
Μού ζητήθηκε νά μεταφράσω, άπό τήν άρχή ίσαμε τό τέλος, τή νουβέλα τού Αργεντινού συγγραφέα Έρνέστο Σάμπατο, ΤΟ ΤΟΥΝΕΛ, πού κυκλοφόρησε πρόσφατα. Κάτω άπό τό όνομά μου, σάν μεταφράστριας τού έργου, διάβασα - δυστυχώς, όχι μόνο μέ έκπληξη - τό όνομα γνωστού καί καθιερωμένου συγγραφέα μέ τήν ιδιότητα (τήν άγνωστη, ομολογώ) τού θεωρητοϋ (;) τής μετάφρασής μου.
Δέν γνωρίζω άν κάτι τέτοιο συνηθίζεται, ή πρέπει νά συνηθιστεί ή τέλος άποτελεϊ διανοου- μενίστικη άπόπειρα κατασκευής αύθεντών ή αυθεντιών σέ μεταφραστικά κυκλώματα. Εκείνο πού είναι πέραν όρίων είναι ή αυθαιρεσία σ' ένα σημαντικό, γιά μένα, γεγονός, πού συνιστά περίπτωση λογοτεχνικής ύποτίμησης και, σέ προέκταση. ήθικής καί έπαγγελματικής βλάβης. Λυπάμαι τόσο γιά τόν κύριο συνάδελφο, πού άφησε νά Φανεί πως αισθάνεται έντονα τήν ανάγκη διαψή- μησης του, όσο καί γιά τόν έκδοτικό οίκο, πού έπρεπε τουλάχιστον νά μέ ενημερώσει πριν άπό τήν έκδοση, δεδομένου ότι στό έργο μου δέν έχω τη διάθεση ούτε τήν άνάγκη νά έποπτεύομαι άπό κονέναν
Ευχαριστώ γιά τή φιλοξενία.Μάγια-Μαρία Ρούσσου
r Τά βιβλία τοϋ μήναΚΩ ΣΤΑί: m mβ α ρ ν α λ μ ι :
ΤΛ
ΠΕΝΗΝΤΑΧΡΟΝΑ wracriTt χβλΙΓΜ r
knertTorMM λτον m or Tor
ΚΚΑΡΟΖ tXAfOl *»NH ΛΟΓΟΥ» XNIA
ΚΟΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ ΤΑ ΠΕΝΗΝΤΑΧΡΟΝΑ
ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ( 0 εορτασμός τής έταφιας
Ελλήνων λογοτεχνών}
ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΛΜΥΡΗ Η ΘΑΛΑΣΣΑΜυθιστόρημα
ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ ΑΣΤΡΑΛΕΝΗΜυθιστόρημα
ΝΙΚΗ ΜΠΙΛΑΗΡΗ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟ ΜΠΟΥΓΙΕΛΟΣφουγγαράδικα διηγήματα
ΝΙΚΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ ΠΕΝΤΖΙΚΗ ΜΗΤΕΡΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Κείμενα σέ πεζό
ΜΑΡΟ ΔΟΥΚΑ ΠΟΥ ΝΑΙ ΤΑ ΦΤΕΡΑ;
Νουβέλα
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣΓεωργίου Γενναδίου 6 (πάροδος Ακαδημίας)
Τηλ.: 36.15.783
y μετα το ΕΓΩ Κ Α Ι «ΑΥΤΟ» τώρα το καινούργιο μυόιστορημα
ΠΙΣΩ ΣΤΙΣ ΡΙΖΕΣ ΜΟΥΜ ετοφ . ΤατιαναΓκριτση-Μ ιλλιεξ
Μ Λ Π Κ Λ Ρ Ν ΊΙΝ Λ Λ
u v l ui-T fv P IZ Ε £ ΜΟΥ
Κ*ΛΡΟΐ.Zf N it y o f o i f .x m a
της M A P I ΚΑΡΝΤ ΙΝΑΛ
" vÇ tSua
MAPI ΚΑΡΝΤΙΝΑΛ E r a ΚΑΙ -ΑΥΤΟ»
MVeJITOPIIMA
KZ&POTΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Ε Γ Ω ΚΑΙ «ΑΥΤΟ»ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ (6η έκδοση)(Μετ Τατιανα Γκριτση Μιλλιεζ)
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ 6 (Πάροδος 'Ακαδημίας) Τηλ. 36.15.783
ΗΛΙΑ Γ Κ Ρ Η
ΣΤΑ ΓΙΟΦΥΡΙΑ ΤΟΥ ΚΟ ΣΜ Ο ΥΕΚΔΟΣΕΙΣ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ ΔΙΑΘΕΣΗ ΤΗΛ. 3635413
Σιμόν ντε Μπωβουάρ
Ή δύναμη τών
Πραγμάτων' Ο τρίτος τόμος
από τά περίφημα ήμερολόγια τής Σιμόν ντέ Μπωβουάρ
Ή δύναμη τών πραγμάτων είναι ή είλικρινής έξιστόρηση τής ζωής τής Σιμόν ντέ Μπωβουάρ μέ τόν Ζάν-Πώλ Σάρτρ άπό τό 1945 καί μετά, τά χρόνια μέ τά μεγαλύτερα φιλολογικά επιτεύγματα,' Τό δεύτερο φύλο καί ΟΙ Μανδαρίνοι. Ό Ζενέ, ό Λεντίσα, ό Μοράβια, ό Τζιακομέττι, ό Καΐσλερ, ό Ά ρ ό ν καί άλλες κορυφαίες προσωπικότητες καί οι Ιδέες του παρουσιάζονται άπό τις σελίδες του τρίτου αύτοΰ τόμου τών ήμερολογίων τής Σιμόν ντέ Μπωβουάρ. Ή Μπωβουάρ θά τολμήσει άκόμα ν ’ άποκαλύψει τίς αίτιες καί τήν έκταση τής περίφημης διαμάχης του Ζάν- Πώλ Σάρτρ μέ τόν Καμύ. Ό ψυχρός πόλεμος, τό Βιετνάμ, τό Σουέζ, ή Κούβα, ό άγώνας τών Ά λγερ ινώ ν καί τόσα άλλα γεγονότα πού σφράγισαν τήν έποχή μας, όλα θά τά δει καί θά τά κρίνει ή Μπωβουάρ μέ πνεύμα βαθύ καί άνεξάρτητο. Πάνω ά π ’ όλα θά μιλήσει μέ συγκινητική ειλικρίνεια καί μοναδική ένόραση γιά τά πιό ένδόμυχα^ προβλήματά της καί γιά τίς σκέψεις της· γιά τή δύσκολη άλλά καί τόσο καταπληκτική μέση ηλικία, γιά τό δεσμό της μέ τό Νέλσον ’ Αλγκρέν, γιά τήν άντισυμβατική σχέση της μέ τό Ζάν-Πώλ Σάρτρ («ή μόνη άναμφίβολη επιτυχία στή ζωή μου»)· γιά τή ζωή, τό θάνατο, τόν έαυτό της καί τούς φίλους της.
Τά ήμερολόγια τής Σιμόν ντέ Μπωβουάρ χωρίζονται σέ τέσσερις αύτοτελεΐς τόμους. Μέ χρονολογική σειρά είναι:
Οί άναμνήσεις μιας καθωσπρέπει κόρης Ή δύναμη τής ζωής
' Η δύναμη τών πραγμάτων "Οσα είπαμε κι όσα κάναμε
Β Εκδόσεις ΓλάροςΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ 31 · ΑΘΗΝΑ 141 · ΤΗΛ 36 18 457
C A R M E R I E R AΕΚΔΟΣΕΙΣ Η P I N N A
ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΜΟΥ 01 ΓΛΑΡΟΙ
Δ ι η γ ή μ α τ α
Ήριννα
17 εκδόσεις στην Ισπανία
“ διηγήματα γιά σένα Γυναίκα, γιά σας πού δέν είστε σαν ολους τούς άλλους, γιά σας πού δέν προσαρμοστήκατε, γιά σας τούς μοναχικούς, τούς δύσκολους, γιά σας πού ή όμορφιά ακόμη σας ταράζει μά, καί γιά δλους τούς άλλους...,,
Κεντρική δ^Οεση : ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΕΦΕΛΗ Μαυρομιχάλη 9, ’Αθήνα - τηλ. 36.07.744