Ανηθικότητα - Σπυρίδων Τσιτσίγκος

3
ΑΝΗΘΙΚΟΤΗΤΑ Ανηθικότητα ή ανηθικοκρατία ( Immoralismus ) καλείται η (ατομική ή συλλογική) έλλειψη, παρέκκλιση ή παράβαση (όπως ήθελε ο Nietzsche) μιας συγκεκριμένης Ηθικής, δηλ. ορισμένων ηθικών (κανονιστικών) αρ- χών· συνεκδοχικά δε, η ανηθικότητα δηλώνει την οποιαδήποτε ανήθικη (φαύλη, έκλυτη, έκφυλη) πράξη. Ο βαθμός τής προσωπικής ή κοινωνικής ανηθικότητας εξαρτάται από τα κριτήρια ορισμού της. Πάντως, κάθε αξιολογική κρίση (ηθική αξι- ολόγηση) για την επινόηση ή εφαρμογή κάποιων ιδιωτικών ή παγκόσμιων αξιών οφείλει να λαμβάνει υπόψη της πολλούς επιμέρους παράγοντες (π.χ. τον πνευματικό αγώνα και τη «στενή οδό» τής αρετής, τη θεοδικία, την εκκοσμίκευση, τον Διαφωτισμό, τον Επιστημονισμό, τον Ιστορικισμό, τον Κοινωνισμό, τον άθεο Τπαρξισμό, Ανθρωπισμό ή Φριστιανισμό, τον Καταναλωτισμό, την Σεχνολογία, τον Μεταμοντερνισμό, την παγκοσμιο- ποίηση και την πολυπολιτισμικότητα κ.λπ.), μεταξύ των οποίων κυρίως τις πολιτισμικές ιστορικά, εθνικά και κοινωνικά προσμίξεις και επιρροές, τη συγχρονικότητα και τη διαχρονικότητα. Παρόμοια, ο Ανηθικισμός πρεσβεύει την κατάργηση των ηθικών αξιών (που βασίζονται σε αξιολογικές κρίσεις) και την αντικατάστασή τους με αντιηθικές αξίες, που θα βασίζονται πάνω σε πραγματικές κρί- σεις. Η (Ηθική) Υιλοσοφία διακρίνει α) μεταξύ ηθικής γυμνότη- τας/ελευθεριότητας και ηθικής αδιαφορίας, Αριβισμού (Careerism) ή Μα- κιαβελισμού, β) μεταξύ ηθικής (υπερ)ευαισθησίας (scrupulosity) και ηθικής αναισθησίας ( πώρωσης), και γ) μεταξύ ηθικής ελαστικότητας και ηθικής σταθερότητας (ακαμψίας). Η ανηθικότητα διαφέρει από τον Αηθικισμό (Amoralismus) ως προς το ότι δεν εξαρτάται πάντοτε από τη συνειδητή απόρριψη των κανόνων μιας Ηθικής, ούτε υπονοεί πλήρη ―θεωρητικά και πρακτικά― κατάργη- σή τους. Ο ανήθικος συνήθως έχει γνώση (ικανή ή αμυδρή) τής ασυμφω- νίας που συνιστά ο βίος του έναντι του ηθικού νόμου (τής θρησκείας ή, γενικότερα, τού πολιτισμού του), αλλ’, είτε δεν θέλει, είτε δεν μπορεί να εναρμονίσει τη συμπεριφορά του με το ηθικά αυτό δέον. Ακόμα και στην κατάσταση της ηθικής πώρωσης το άτομο διαθέτει μεν μέγιστη βουλητική άμβλυνση, αλλ’ όχι και έναν πλήρη διανοητικό σκοτασμό. Η αλήθεια αυτή, με την οποία συμφωνούν η χριστιανική Θεο- λογία (Αγία Γραφή και Πατέρες), η επιστήμη τής Χυχολογίας, αλλά και η ιστορική και καθημερινή εμπειρία (απόδειξη ότι η ανηθικότητα συνιστά γενικότερη αναστάτωση τής ψυχοβιολογικής λειτουργίας τής ανθρώπινης υπόστασης), πιστοποιείται, εκτός όλων τών άλλων ενδείξεων, από το γε- γονός ότι οι περισσότεροι άνθρωποι, όταν διαπράττουν μια ανήθικη πρά- ξη, επιδιώκουν ―ασυνείδητα ορμώμενοι από απωθημένα και θραυσμένα στοιχειώδη κατάλοιπα είτε τής ηθικής τους συνείδησης, είτε της θρησκευ-

description

http://iorthodoxitheologia.blogspot.com

Transcript of Ανηθικότητα - Σπυρίδων Τσιτσίγκος

Page 1: Ανηθικότητα - Σπυρίδων Τσιτσίγκος

ΑΝΗΘΙΚΟΤΗΤΑ

Ανηθικότητα ή ανηθικοκρατία (Immoralismus) καλείται η (ατομική ή

συλλογική) έλλειψη, παρέκκλιση ή παράβαση (όπως ήθελε ο Nietzsche)

μιας συγκεκριμένης Ηθικής, δηλ. ορισμένων ηθικών (κανονιστικών) αρ-

χών· συνεκδοχικά δε, η ανηθικότητα δηλώνει την οποιαδήποτε ανήθικη

(φαύλη, έκλυτη, έκφυλη) πράξη.

Ο βαθμός τής προσωπικής ή κοινωνικής ανηθικότητας εξαρτάται

από τα κριτήρια ορισμού της. Πάντως, κάθε αξιολογική κρίση (ηθική αξι-

ολόγηση) για την επινόηση ή εφαρμογή κάποιων ιδιωτικών ή παγκόσμιων

αξιών οφείλει να λαμβάνει υπόψη της πολλούς επιμέρους παράγοντες

(π.χ. τον πνευματικό αγώνα και τη «στενή οδό» τής αρετής, τη θεοδικία,

την εκκοσμίκευση, τον Διαφωτισμό, τον Επιστημονισμό, τον Ιστορικισμό,

τον Κοινωνισμό, τον άθεο Τπαρξισμό, Ανθρωπισμό ή Φριστιανισμό, τον

Καταναλωτισμό, την Σεχνολογία, τον Μεταμοντερνισμό, την παγκοσμιο-

ποίηση και την πολυπολιτισμικότητα κ.λπ.), μεταξύ των οποίων κυρίως

τις πολιτισμικές ιστορικά, εθνικά και κοινωνικά προσμίξεις και επιρροές,

τη συγχρονικότητα και τη διαχρονικότητα.

Παρόμοια, ο Ανηθικισμός πρεσβεύει την κατάργηση των ηθικών

αξιών (που βασίζονται σε αξιολογικές κρίσεις) και την αντικατάστασή

τους με αντιηθικές αξίες, που θα βασίζονται πάνω σε πραγματικές κρί-

σεις.

Η (Ηθική) Υιλοσοφία διακρίνει α) μεταξύ ηθικής γυμνότη-

τας/ελευθεριότητας και ηθικής αδιαφορίας, Αριβισμού (Careerism) ή Μα-

κιαβελισμού, β) μεταξύ ηθικής (υπερ)ευαισθησίας (scrupulosity) και ηθικής

αναισθησίας (πώρωσης), και γ) μεταξύ ηθικής ελαστικότητας και ηθικής

σταθερότητας (ακαμψίας).

Η ανηθικότητα διαφέρει από τον Αηθικισμό (Amoralismus) ως προς

το ότι δεν εξαρτάται πάντοτε από τη συνειδητή απόρριψη των κανόνων

μιας Ηθικής, ούτε υπονοεί πλήρη ―θεωρητικά και πρακτικά― κατάργη-

σή τους. Ο ανήθικος συνήθως έχει γνώση (ικανή ή αμυδρή) τής ασυμφω-

νίας που συνιστά ο βίος του έναντι του ηθικού νόμου (τής θρησκείας ή,

γενικότερα, τού πολιτισμού του), αλλ’, είτε δεν θέλει, είτε δεν μπορεί να

εναρμονίσει τη συμπεριφορά του με το ηθικά αυτό δέον.

Ακόμα και στην κατάσταση της ηθικής πώρωσης το άτομο διαθέτει

μεν μέγιστη βουλητική άμβλυνση, αλλ’ όχι και έναν πλήρη διανοητικό

σκοτασμό. Η αλήθεια αυτή, με την οποία συμφωνούν η χριστιανική Θεο-

λογία (Αγία Γραφή και Πατέρες), η επιστήμη τής Χυχολογίας, αλλά και η

ιστορική και καθημερινή εμπειρία (απόδειξη ότι η ανηθικότητα συνιστά

γενικότερη αναστάτωση τής ψυχοβιολογικής λειτουργίας τής ανθρώπινης

υπόστασης), πιστοποιείται, εκτός όλων τών άλλων ενδείξεων, από το γε-

γονός ότι οι περισσότεροι άνθρωποι, όταν διαπράττουν μια ανήθικη πρά-

ξη, επιδιώκουν ―ασυνείδητα ορμώμενοι από απωθημένα και θραυσμένα

στοιχειώδη κατάλοιπα είτε τής ηθικής τους συνείδησης, είτε της θρησκευ-

Page 2: Ανηθικότητα - Σπυρίδων Τσιτσίγκος

τικότητάς τους― την απαγόρευση του οποιουδήποτε κοινωνικού στιγμα-

τισμού τους και, κατά συνέπεια, την απο-ενοχοποίησή της (αρνούμενοι

ακόμα και να τους προσφωνούν με το ανάλογο προσβλητικό επίθετο), αι-

τιολογώντας τη λογικά (βλ. αμυντικό μηχανισμό εκλογίκευσης), ηθικά,

ψυχολογικά, κοινωνικά, αισθητικά, πολιτικά, οικονομικά κ.ο.κ. ε πολλές

μάλιστα περιπτώσεις, που ερμηνεύονται από την Χυχολογία τής Θρη-

σκείας, η ανηθικότητα συνοδεύεται από έντονο θρησκευτικό συναισθη-

ματισμό.

Κατά τη χριστιανική Ηθική, η ανηθικότητα ―υπό τη γενικότερη

έννοια («χαλεπών και ανοσίων πράξεων», «αισχρών συνηθειών» ή «πονη-

ρών ηθών»)― ταυτίζεται με την αμαρτία, η οποία έχει ποικίλες μορφές και

επισύρει την οργή τού Θεού. Βασικά, τα αμαρτήματα ως πάθη (πνευματι-

κά νοσήματα), που υποδουλώνουν τον άνθρωπο, διακρίνονται σε ψυχικά

και σαρκικά (Α’ Κορ. 2, 13. 3, 3).

Βέβαια, η «αμαρτία» άλλη έννοια είχε στον παλαιοδιαθηκικό Ιουδα-

ϊσμό, άλλη κατά την Ελληνορωμαϊκή εποχή και άλλη στον Φριστιανισμό

(Ανατολικό Ορθόδοξο, Ρωμαιοκαθολικό/Νεοσχολαστικισμό και Προτε-

σταντικό). τον παγανιστικό κόσμο, πέρα από τα φιλοσοφικά ιδεώδη τού

Ευδαιμονισμού, Ηδονισμού κ.λπ., κάποιες πράξεις (που, κατά τον χριστι-

ανισμό, συνιστούν βαρύτατα αμαρτήματα) είχαν περιβληθεί τον μανδύα

τού Θείου, παρά το ότι ορισμένοι Έλληνες (ηθικοί) φιλόσοφοι και νομοθέ-

τες (ωκράτης, Πλάτων, Λυκούργος, Πλούταρχος, Επίκτητος, Κυνικοί,

τωικοί κ.ά.) της εποχής, όπως και ολόκληρες πόλεις-κράτη, τις στηλίτευ-

αν. Αντίθετα, η χριστιανική Εκκλησία, ήδη από τους πρώτους αιώνες (βλ.

Ιουστίνου, Μαρτύριον Πτολεμαίου και Λουκίου, Σατιανού, Προς Έλληνας,

Κλήμη Αλεξανδρέα, Προτρεπτικός προς Έλληνας κ.ά.), έδινε και δίνει

προτεραιότητα ―πολλές φορές μάλιστα, μέχρι βαθμού στενής προσέγγι-

σής της προς τον Νεοπυθαγορισμό και τον Νεοπλατωνισμό, και γι’ αυτό

είχε κατηγορηθεί και κατηγορείται― στην εκούσια αγαθότητα, ηθική ά-

σκηση, λιτότητα, εγκράτεια, ολιγάρκεια, καθαρότητα και αγνότητα των

μελών της, για να ξεχωρίζει έτσι στην ορθοπραξία (Orthopraxie) από τις

ανάλογες συμπεριφορές τών πιστών τών διαφόρων φυσικών θρησκειών:

«Ος δ’ αν ποιήση και διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται εν τη Βασιλεία τών

Ουρανών» (Ματθ. 5, 19). Εντούτοις, η χριστιανική έννοια τής αγιότητας δεν

εξαντλείται μόνο στο βιοηθικό μέρος.

Εξάλλου, η ανήθικη διαγωγή, ορθοδόξως χριστιανικά, δεν νοείται

ψυχαναγκαστικά ή δικανικά ως αθέτηση ή παράβαση μιας εντολής, ενός

νόμου (αιδώς) ή ενός άρθρου κάποιου (Θείου) ηθικού κώδικα (σέβας) ―με

την παράβαση του οποίου (κώδικα) θα προσβληθεί ή θα βλαφτεί τάχα ο

Θεός―, αλλ’ ως πνευματική (βλ. «αδόκιμον νουν») ασθένεια (για την ο-

ποία ο Θεός «εν Φριστώ», δηλ. η καθολική Εκκλησία, συμπάσχει), που θα

βλάψει (οντολογικά - σωτηριολογικά και ψυχοβιολογικά) τον ίδιο, τον

(στενό ή ευρύτερο) κοινωνικό του περίγυρο και το φυσικό του περιβάλλον

Page 3: Ανηθικότητα - Σπυρίδων Τσιτσίγκος

(Ιω. Φρυσ., MPG 61, 435-441, Ισίδ. Πηλ., MPG 78, 1116)· και αυτό, γιατί, κατά

τη χριστιανική Αποκάλυψη, ο άνθρωπος δεν «σώζεται» τηρώντας από μό-

νος του (ατομικά) κάποιες αρετές, αλλ’ «εκκλησιαστικά» (εσχατολογικά

και μυστηριακά/ευχαριστιακά) χάρη στον ταυρό (δηλ. τη θυσιαστική

αγάπη) και την Ανάσταση του σαρκωμένου Θεού, ανατρέποντας έτσι κά-

θε συμβατική (ορθολογική/φιλοσοφική) Αξιολογία τού ειδωλοποιημένου

κτιστού (Υύσης, Εγώ, Κοινωνίας, Κράτους κ.λπ.). Πράγματι, όταν ένα κτι-

στό (νοητό/αφηρημένο ή αισθητό/υλικό) μέγεθος απολυτοποιηθεί (θεο-

ποιηθεί) μέσα μας, τότε λαμβάνει χώρα μια αντιστροφή τής ιεράρχησης

των αξιών, η οποία χαλάει την ισορροπία και υπερβαίνει το μέτρο (βλ. α-

μετρία), δηλ., με άλλα λόγια, εμπίπτουμε στην πλεονεξία, που, κατά τούς

Πατέρες τής Εκκλησίας, αποτελεί την κύρια αιτία αποποίησης του χριστι-

ανικού ήθους.

Από την άλλη μεριά, η Ορθόδοξη Φριστιανική Παράδοση δεν γνω-

ρίζει κανένα «σύστημα» Ηθικής και κανένα ηθικό συνταγολόγιο (που α-

πορρέει λ.χ. από μια αφηρημένη έννοια για την Αλήθεια και το Αγαθό),

αλλ’ ένα «κατά Φριστόν» ολικό ήθος, το οποίο ―πέρα από τη γενική αρχή

τής ανιδιοτελούς αγάπης ακόμα και προς τους εχθρούς― δεν προσδι-

ορίζεται (βλ. αποφατική ηθική) ενδοκοσμικά, αλλά μόνο, βιούμενο, «ανα-

φέρει» (στρέφει και προσανατολίζει) το κάθε ανθρώπινο πρόσωπο στο (υ-

περβατικό) Θείο του Αρχέτυπο (τον Θ. Λόγο).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Δημητρόπουλος Π. Φ., Ορθόδοξος Χριστιανική Ηθική, εν Α-

θήναις 1970, Mac quarrie J. & Childress J. (Eds.), A New Dictionary of Christian Ethics, The

Westminster Press 1986, Σσιτσίγκος . Κ., Ο Χριστιανισμός ενόψει τής Τρίτης Χιλιετίας,

Φαλκίδα 1999.

.Κ.Σ.