Όταν οι άνθρωποι ανταλλάσσονται ως...

72
Όταν οι άνθρωποι ανταλλάσσονται ως Όταν οι άνθρωποι ανταλλάσσονται ως Όταν οι άνθρωποι ανταλλάσσονται ως Όταν οι άνθρωποι ανταλλάσσονται ως πληθυσμοί πληθυσμοί πληθυσμοί πληθυσμοί

Transcript of Όταν οι άνθρωποι ανταλλάσσονται ως...

Όταν οι άνθρωποι ανταλλάσσονται ως Όταν οι άνθρωποι ανταλλάσσονται ως Όταν οι άνθρωποι ανταλλάσσονται ως Όταν οι άνθρωποι ανταλλάσσονται ως

πληθυσµοίπληθυσµοίπληθυσµοίπληθυσµοί

Κατά τη διάρκεια του δευτέρου τετραµήνου το τµήµα µας, Α΄1, επέλεξε να ασχοληθεί µε την ανταλλαγή πληθυσµών µεταξύ ελληνικού και οθωµανικού κράτους, που συνέβη τα έτη 1922-1924, καθώς και µε τα ιστορικά γεγονότα που προηγήθηκαν. Ο τίτλος της ερευνητικής εργασίας είναι «Όταν οι άνθρωποι ανταλλάσσονται ως πληθυσµοί». ∆ουλεύοντας σε οµάδες αναλύσαµε ορισµένα ερευνητικά ερωτήµατα πάνω σε αυτό το θέµα. Η πρώτη οµάδα (Μαριονέτες της ιστορίας) ασχολήθηκε µε το ιστορικό πλαίσιο που προηγήθηκε της Μικρασιατικής καταστροφής. Τα ερευνητικά ερωτήµατα τους ήταν τα εξής:

• Τα Αίτια της Μικρασιατικής Καταστροφής

• Τα Αποτελέσµατα της Μικρασιατικής Καταστροφής

• Η Συνθήκη της Λωζάνης

• Οι Τόποι Εγκατάστασης των Προσφύγων Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή

Η δεύτερη οµάδα (Οι νοσταλγοί) ασχολήθηκε µε τον πολιτισµό των προσφύγων της Μικρά Ασίας, τον οποίο είχαν αναπτύξει στον τόπο τους. Τα ερευνητικά τους ερωτήµατα ήταν:

• Η παιδεία

• Η µουσική και ο χορός

• Η λογοτεχνία

• Οι τέχνες

• Η κουζίνα

Η τρίτη οµάδα (Οι ξεριζωµένοι) έχοντας ως θέµα τους πρόσφυγες που έφυγαν από τα παράλια της Μικρά Ασίας και ήρθαν στην Κρήτη είχαν ως ερευνητικά τους ερωτήµατα τα παρακάτω:

• Κάτω από ποιες συνθήκες έφυγαν. • Με ποια κριτήρια διάλεξαν την Κρήτη. • Πόσοι και ποιοι ήταν( οικονοµική και επαγγελµατική αποκατάσταση πριν και µετά) • Η εκπαίδευση που παρεχόταν στους πρόσφυγες στην Μ. Ασία κα στην Ελλάδα. • Η αντιµετώπιση των προσφύγων από τους γηγενείς πληθυσµούς και το κράτος.

Η τέταρτη οµάδα (Πληγωµένα φτερά) ασχολήθηκε µε τα παρακάτω ερευνητικά ερωτήµατα δίνοντας ιδιαίτερη έµφαση στον ψυχισµό των ανταλλάξιµων.

• Η ζωή στη Μικρά Ασία πριν και κατά την ανταλλαγή πληθυσµών

• Η αντιµετώπιση των χριστιανών προσφύγων στην Ελλάδα

• Η ζωή στην Κρήτη πριν και κατά την ανταλλαγή πληθυσµών

• Η αντιµετώπιση των µουσουλµάνων προσφύγων στην Τουρκία

Τέλος, η πέµπτη οµάδα (Γαλάζια στρατιά) ασχολήθηκε µε την τελική αποδοχή των Μικρασιατών προσφύγων από τους Έλληνες . Τα ερευνητικά τους ερωτήµατα ήταν:

• Η πρώτη επαφή γηγενών-προσφύγων

• Οι προσπάθειες αποκατάστασης και η συµπεριφορά των προσφύγων προς τους ντόπιους

• Επαγγελµατική αποκατάσταση των προσφύγων

• Πως επηρεάστηκε ο πολιτισµός των γηγενών µε την άφιξη των προσφύγων στον ελλαδικό χώρο

• Τα «κέρδη» που απέκτησε η Ελλάδα µε την άφιξη των προσφύγων

Σκοπός µας από αυτή την εργασία είναι να ενηµερωθούµε για την µικρασιατική καταστροφή, καθώς και για όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν και ακολούθησαν αυτής. Ακόµη µέσα από αυτή επιδιώκουµε να κατανοήσουµε καλύτερα όσους συµµετείχαν στην ανταλλαγή πληθυσµών και να αντιληφθούµε τα συναισθήµατα που τους διακατείχαν.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το έτος 1922 αποτέλεσε σταθµό στην ελληνική, αλλά και την οθωµανική ιστορία. Η εισροή προσφύγων προς την ελληνική επικράτεια και αντίστροφα προκάλεσε µια σειρά ανακατατάξεων σε δηµογραφικό και οικονοµικό επίπεδο. Με την Συνθήκη της Λωζάνης, η οποία υπογράφτηκε στις 30 Ιανουαρίου 1923 µεταξύ ελληνικού και τουρκικού κράτους αποφασίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή µειονοτήτων από τις δύο χώρες.

Μετακινήθηκαν από τη Μικρά Ασία στην Ελλάδα 1.650.000 Τούρκοι υπήκοοι, χριστιανικού θρησκεύµατος και από την Ελλάδα στην Τουρκία 670.000 Έλληνες υπήκοοι, µουσουλµανικού θρησκεύµατος. Μεταξύ των ανταλλάξιµων περιλαµβάνονταν επίσης οι Έλληνες του Πόντου, αλλά και τουρκόφωνοι Έλληνες. Μαζί µε τους Έλληνες, πέρασε στην Ελλάδα και αριθµός Αρµενίων και Συροχαλδαίων. Η θρησκεία αποτέλεσε το βασικό κριτήριο για τη συγκεκριµένη ανταλλαγή. Όπως είναι φυσικό ο ξεριζωµός αυτός των Ελλήνων Μικρασιατών από την πατρίδα τους συνοδεύτηκε από πολύ άσχηµα συναισθήµατα και καταστάσεις που προκάλεσαν µεγάλο πόνο και εξακολουθούν να προκαλούν µέσα από τις µνήµες των µαρτύρων των γεγονότων αυτών. Οι περιοχές από τις οποίες εκδιώχθηκαν οι ανταλλάξιµοι, αποτέλεσαν πατρίδες αλλά ταυτόχρονα και ξενιτιές τους. Η αγάπη που ένιωθαν για εκείνες έκρυβε µέσα της ένα βαθύ πόνο κάνοντας τους άλλοτε να νιώθουν ότι ανήκουν σε αυτές και άλλοτε να νιώθουν ξένοι.

1η οµάδα

Τα Αίτια της Μικρασιατικής Καταστροφής

Με τον όρο Μικρασιατική καταστροφή περιγράφεται περισσότερο η τελευταία φάση της Μικρασιατικής εκστρατείας, δηλαδή το τέλος του "ελληνοτουρκικού πολέµου του 1918-22", η φυγή από την Τουρκία της ελληνικής διοίκησης, που είχε εγκατασταθεί στα δυτικά µικρασιατικά παράλια, στη Σµύρνη, κατά τη Συνθήκη των Σεβρών, (αµέσως µετά την ανακωχή του Μούδρου), όπως και η σχεδόν άτακτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού µετά την

κατάρρευση του µετώπου, και η γενικευµένη πλέον εκδίωξη µεγάλου µέρους τους ελληνογενούς πληθυσµού από τη Μικρά Ασία, που είχε όµως ξεκινήσει πολύ νωρίτερα (δείτε σχετικά Συνθήκη του 1914, που είχε συνοµολογήσει ο Ε. Βενιζέλος) και που είχε διακοπεί µε την "ανακωχή του Μούδρου".Τα γεγονότα αυτά είχαν ως αποτέλεσµα, µετά τη Καταστροφή της Σµύρνης, και της Ανακωχής των Μουδανιών, που συνοµολογήθηκε στην οµώνυµη πόλη (11 Οκτωβρίου 1922), και την ένα µήνα µετά, εκκένωση της χερσονήσου της Καλλίπολης (στις 11 Νοεµβρίου) από το εκεί ελληνογενές στοιχείο, µε την "υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσµών" που ακολούθησε στη συνέχεια, µέχρι το 1924, απ΄ όλη τη Μικρά Ασία και τον ερχοµό 1,5 εκατοµµυρίων ελληνογενών προσφύγων στην Ελλάδα, να επιφέρουν την τελεία καταστροφή του Θρακικού και Μικρασιατικού ελληνισµού µαζί µε του Πόντου. Ο πλήρης απολογισµός της καταστροφής αυτής που συντελέσθηκε ιστορικά σε δύο περιόδους, (αµφότερες τετραετίες), 1914-1918 και1920-1924 είναι πράγµατι πολύ δύσκολος. Οι αρπαγές και οι λεηλασίες σπιτιών και περιουσιών, οι γεωργικές και κτηνοτροφικές καταστροφές, το γκρέµισµα σχολείων, ναών και άλλων ευαγών ιδρυµάτων, η χρεοκοπία και καταστροφή βιοτεχνικών και βιοµηχανικών επιχειρήσεων µε τον παράλληλο ευτελισµό κάθε ανθρώπινης αξιοπρέπειας που περιλαµβάνονται µαρτυρικοί βασανισµοί αιχµαλώτων, βιασµοί και ηθική οδύνη υπό το κλίµα του τρόµου και της απειλής του θανάτου, αλλά και οι ατέλειωτες πορείες αιχµαλώτων, στα περιώνυµα "τάγµατα εργασίας", µε άγνωστο αριθµό ανθρώπων που χάθηκαν σ΄ αυτά, οι σφαγές, οι θηριωδίες µέχρι και οι εκτελέσεις επί των αποφάσεων των τουρκικών δικαστηρίων της "Ανεξαρτησίας" δεν έχουν µέχρι σήµερα ερευνηθεί πλήρως1.Ο διχασµός της ελληνικής κοινωνίας σε «φιλοβασιλικούς» και«βενιζελικούς».2.Η διπλωµατική αποµόνωση της Ελλάδας εξαιτίας(α) της επιστροφής του Κωνσταντίνου (έδωσε το πρόσχηµα στις ∆υνάµεις της Ανταντ ) και(β) των διπλωµατικών ικανοτήτων του Κεµάλ Ατατούρκ (υπογραφή συµφωνιών συνεργασίας µεΣοβιετική Ένωση, Γαλλία και Ιταλία)3.Η συνέχιση των πολεµικών επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία, παρά τις αντίθετες υποσχέσεις τηςφιλοβασιλικής κυβέρνησης4.Οι λανθασµένες στρατιωτικές ενέργειες (δεν έπρεπε να φτάσουν µέχρι τον ποταµό Σαγγάριο)που δηµιούργησαν πρόβληµα ανεφοδιασµού του ελληνικού στρατού5.Η κούραση του ελληνικού στρατού (πολεµούν από το 1912 – Α’ Βαλκανικός- και ηυπερπροσπάθεια για επέκταση)6.Οι στρατιωτικές ικανότητες του Κεµάλ και ο εθνικισµός των ΤούρκωνΗ αναδιανοµή συµφερόντων στην περιοχή που εκτείνεται από τα Στενά του Βοσπόρου ως τον περσικό κόλπο και την Ερυθρά θάλασσα γινόταν αποκλειστικά από τις Μεγάλες ∆υνάµεις της εποχής.Μέσα στη δίνη των συµφερόντων µια δυναµική ελληνική παρουσία στις δύο πλευρές του Αιγαίου ήταν µπελάς και σοβαρό εµπόδιο για όλους τους ενδιαφερόµενους.Και ήταν λογικό από την πλευρά τους να συνεργήσουν,για να αποτρέψουν ένα τέτοιο κίνδυνο.Βοήθησαν και οι `Ελληνες µε σφάλµατα,παραλείψεις και πολιτικές αντιδικίες,κυρίως από τις εκλογές του Νοεµβρίου 1920 και µετά.Η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, είναι η µεγαλύτερη εθνική συµφορά στην ιστορία του νεωτέρου Ελληνισµού. Κι αυτό, γιατί αποτέλεσε την ταφόπλακα στο όνειρο της «Μεγάλης Ιδέας» που προσέβλεπε στην επανένωση όλων των εδαφών που κατοικούνταν από αρχαιοτάτων χρόνων από Έλληνες.

Κυρίως όµως, επειδή ξεριζώθηκε οριστικά η µακραίωνη ελληνική παρουσία στην περιοχή, µε

τον πιο δραµατικό τρόπο. Την µεγάλη αυτή συµφορά συνθέτουν, εκτός των άλλων, η κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου, η πυρπόληση της Σµύρνης από τους Τούρκους, όπου είχαν συρρεύσει και πολλοί Έλληνες από τις γειτονικές περιοχές, και οι σφαγές, λεηλασίες και άλλες φρικαλεότητες εις βάρος των Ελλήνων και των Αρµενίων χριστιανών, στη Σµύρνη και στις πόλεις και τα χωριά που ανακαταλαµβάνονταν από τον τουρκικό στρατό, οι µαρτυρικές πορείες των αιχµαλώτων και των οµήρων προς το εσωτερικό της Ανατολής, η εξόντωση εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων και Αρµενίων και η εκδίωξη των υπολοίπων από τις πατρογονικές εστίες τους, χωρίς τις περιουσίες τους, από το µικρασιατικό έδαφος και προ πάντων το ξερίζωµα του Ελληνισµού από την Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη.

Τα Αποτελέσµατα της Μικρασιατικής Καταστροφής

ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ

Μετά από αξιόλογη προέλαση του Ελληνικού στρατού, ήττα του στο Σαγγάριο ποταµό. Οπισθοχώρηση και διαφυγή του στρατού στη Σµύρνη.

Υπήρξαν 25.000 στρατιώτες νεκροί και τραυµατίες. Έπεισες οδήγησε σε άτακτη φυγή του υπόλοιπου στρατού στα παράλια, στη Λέσβο και στη Χίο. Σφαγή των κατοίκων της Σµύρνης και πυρπόληση της πόλης. `Όσοι επέζησαν πιάστηκαν αιχµάλωτοι και στάλθηκαν στα στρατόπεδα εργασίας. `Άλλοι πέθαναν από πείνα και επιδηµίες κατά τη διαδροµή. `Όσοι κατάφεραν να διαφύγουν, έφτασαν πρόσφυγες στην Ελλάδα κι από εκεί αρκετοί κατέφυγαν σε άλλες χώρες.

Χαρακτηρισµένη ως η «µεγαλύτερη µετακίνηση πληθυσµών στην ιστορία»[1], η αθρόα εισροή προσφύγων στην ελληνική επικράτεια, απότοκη της λεγόµενης Μικρασιατικής Καταστροφής, προκάλεσε µια σειρά ανακατατάξεων σε δηµογραφικό και οικονοµικό επίπεδο, τα οποία κλήθηκε να αντιµετωπίσει η Ελλάδα εν τω µέσω των ήδη διαµορφωµένων αρνητικών κοινωνικών και οικονοµικών συνθηκών. Τα προβλήµατα αυτά ήταν η στέγαση, οι υποδοµές

υποδοχής και εγκατάστασης, η δηµόσια υγεία και η επαγγελµατική αποκατάσταση των προσφύγων. Στην πραγµατικότητα το προσφυγικό ζήτηµα της συγκεκριµένης περιόδου είναι το τελευταίο µιας µακράς σειράς πληθυσµιακών ανακατατάξεων στον ελλαδικό χώρο ήδη από τον 17ο αιώνα, για αυτό χρειάζεται πιθανώς να καθοριστεί επακριβώς το ιστορικό πλαίσιο των γεγονότων που οδήγησαν στην ανταλλαγή πληθυσµών µεταξύ Ελλάδας και του νεοσύστατου τότε τουρκικού κράτους.

Η υποχρέωση υποδοχής, περίθαλψης και ένταξης των προσφύγων αναγκάζει την ελληνική κυβέρνηση να ζητήσει βοήθεια από την Κοινωνία των Εθνών µε δάνειο 10.000.000 λίρες Αγγλίας[3] και να προσφύγει σε διαρκείς εξωτερικούς δανεισµούς µε καταθλιπτικούς για την οικονοµία όρους και σκανδαλώδεις ρήτρες[4], υπεύθυνες τόσο για την εσωτερική κρίση του 1929 –αποτέλεσµα της διεθνούς κρίσης- όσο και για την πτώχευση του 1932[5].

Η προσωρινή στέγαση Μικρασιατών προσφύγων έγινε καταρχήν σε γήπεδα, θέατρα, αυλές εκκλησιών, δηµόσια κτήρια, σε παράγκες, σε σκηνές, σε χαµόσπιτα και σε καλύβες που βρίσκονταν σε εγκαταλελειµµένα χωριά, σε οικισµούς αµιγώς προσφυγικούς. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν άθλιες. ∆εν υπήρχαν έργα υποδοχής, ούτε δίκτυα ύδρευσης, ηλεκτροφωτισµού και αποχέτευσης. Έλειπαν παντελώς οι χώροι αναψυχής, ενώ µεταδίδονταν εύκολα επιδηµικές ασθένειες όπως ο εξανθηµατικός τύφος, η γρίπη, η ελονοσία, η φυµατίωση και η ευλογιά, παρούσες ήδη στην Ελλάδα και πριν την άφιξη των προσφύγων. Φαίνεται λογικό, λοιπόν, το γεγονός ότι δόθηκε προτεραιότητα στην αντιµετώπιση στοιχειωδών και πιεστικών αναγκών, όπως ήταν η διατροφή που αντιµετωπίστηκε µε την οργάνωση συσσιτίων και παροχή τροφίµων και ειδών πρώτης ανάγκης, όπως και η ιατροφαρµακευτική περίθαλψη.

Ένα µεγάλο τµήµα του προσφυγικού πληθυσµού εµφανίστηκε ως αξιόλογη και ειδικευµένη φθηνή εργατική δύναµη, παρέχοντας επιπλέον κίνητρα για τη δηµιουργία νέων παραγωγικών µονάδων.

Η άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα έγινε η αιτία για να επιταχυνθεί και επεκταθεί η διαδικασία διανοµής των µεγάλων αγροκτηµάτων (τσιφλικιών) στους καλλιεργητές.

Η άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα ωφέλησε την ελληνική οικονοµία, αν και όχι τους ίδιους τους πρόσφυγες –εκτός εκείνων που κατείχαν τις δυνατότητες να συνεχίσουν τις οικονοµικές τους δραστηριότητες στην Ελλάδα. Πέραν της κινητής περιουσίας που µετέφεραν στην Ελλάδα, λειτούργησαν και ως νέος παράγοντας ζήτησης για τη βιοµηχανία ειδών διατροφής. Υπήρξε µεγάλη αύξηση της προσφοράς ειδικευµένης και φθηνής εργατικής δύναµης, προς όφελος του κεφαλαίου, εγχώριου και διεθνούς. Η στέγαση των προσφύγων, τα αποξηραντικά έργα, η οδοποιία, οι επικοινωνίες, η παραγωγή υφαντουργικών ειδών πρώτης ανάγκης εµφανίστηκαν αφενός ως στόχοι κοινωνικής πολιτικής και αφ’ ετέρου λειτούργησαν µακροπρόθεσµα ως προσοδοφόροι τοµείς για ελληνικές και ξένες επιχειρήσεις. Η αγροτική µεταρρύθµιση προχώρησε βαθύτερα, χάρη στους πρόσφυγες. Επίσης, ορισµένοι κλάδοι της

οικονοµίας όπως η υφαντουργία, η ταπητουργία και οι οικοδοµές αναπτύχθηκαν µε ρυθµούς ταχύτερους απ' ό,τι άλλοι.

Προερχόµενοι από τόπους µε µακραίωνη πολιτισµική παράδοση, οι πρόσφυγες µετέφεραν στην νέα τους πατρίδα τον πολιτισµό τους. Η µουσική τους επηρέασε τα λαϊκά στρώµατα, παρέχοντας νέους τρόπους έκφρασης. Ο µικρασιατικός αστικός πληθυσµός, προστιθέµενος στον ελληνικό αστικό πληθυσµό, καθόρισε τη σύζευξη του σµυρναίικου µε το ρεµπέτικο.Η µουσική ορχήστρα εµπλουτίστηκε µε τον µπαγλαµά, τα σάζια, τους ταµπουράδες, το βιολί, το ούτι, το κανονάκι. Προερχόµενοι οι Μικρασιάτες από περιοχές στις οποίες λειτουργούσαν σηµαντικά εκπαιδευτικά ιδρύµατα και εκτεταµένο σχολικό δίκτυο, µε τον κοσµοπολίτικο χαρακτήρα τους, αναζωογόνησαν το ελλαδικό πολιτισµικό τοπίο µε νέες αντιλήψεις και πολιτισµικές αξίες. Το 1922 θεωρείται σηµαντικός σταθµός για τη λογοτεχνία. Πέραν της µουσικής και της λογοτεχνίας ο χορός, η διατροφή, η ενδυµασία και τα κοινωνικά έθιµα εµπλούτισαν την ελληνική παράδοση, παράγοντας νέα ρεύµατα για την επιστήµη της λαογραφίας. Ιδιαίτερα οι πόλεις, στην προκειµένη περίπτωση, λειτούργησαν ως ανοικτά «συστήµατα» για τη διάχυση και αφοµοίωση κάθε είδους πολιτισµικής δραστηριότητας.

Η ∆ΙΚΗ ΤΩΝ ΕΞΙ

Με τον όρο ∆ίκη των έξι έχει καταγραφεί στην ελληνική ιστορία η δίκη ενώπιον έκτακτου στρατοδικείου στο οποίο παραπέµφθηκαν από την επαναστατική επιτροπή για να τιµωρηθούν οι θεωρούµενοι ως υπεύθυνοι για τις συνέπειες της Μικρασιατικής εκστρατείας, κοινώς για την Μικρασιατική καταστροφή: Γεώργιος Χατζανέστης, διοικητής της στρατιάς της Μικράς Ασίας, ∆ηµήτριος Γούναρης, πρώην πρωθυπουργός, Μιχαήλ Γούδας, υποναύαρχος και πρώην υπουργός, Ξενοφών Στρατηγός, υποστράτηγος και πρώην υπουργός, Νικόλαος Στράτος, πρώην πρωθυπουργός, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, πρώην πρωθυπουργός, Νικόλαος Θεοτόκης και Γεώργιος Μπαλτατζής, υπουργοί επί των στρατιωτικών και οικονοµικών στην κυβέρνηση Γούναρη αντίστοιχα.

Αν και οι κατηγορούµενοι ήταν οκτώ, η ονοµασία δίκη των έξι δόθηκε λόγω των έξι εκτελέσεων που τελικώς αποφασίστηκαν και πραγµατοποιήθηκαν την ίδια σχεδόν ηµέρα στην περιοχή του Γουδή. Το περιστατικό αυτό αποτελεί την κορύφωση αλλά και τον επίλογο του Εθνικού ∆ιχασµού.

Η Συνθήκη της Λωζάνης

Η Συνθήκη της Λωζάνης ήταν συνθήκη ειρήνης που έθεσε τα όρια της σύγχρονης Τουρκίας. Υπογράφηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας στις 24 Ιουλίου 1923 από την Ελλάδα, την Τουρκία και τις άλλες χώρες που πολέµησαν στον Πρώτο Παγκόσµιο Πόλεµο και την Μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922) και συµµετείχαν στην Συνθήκη των Σεβρών συµπεριλαµβανοµένης και της ΕΣΣ∆ (που δεν συµµετείχε στην προηγούµενη συνθήκη).Κατάργησε την Συνθήκη των Σεβρών που δεν είχε γίνει αποδεκτή από την νέα κυβέρνηση της Τουρκίας που διαδέχθηκε τον Σουλτάνο της Κωνσταντινούπολης. Μετά την εκδίωξη από την Μικρά Ασία του Ελληνικού στρατού από τον Τουρκικό υπό την ηγεσία του Κεµάλ Ατατούρκ, εµφανίστηκε η ανάγκη για αναπροσαρµογή της συνθήκης των Σεβρών. Στις 20 Οκτωβρίου 1922 ξεκίνησε το συνέδριο που διακόπηκε µετά από έντονες διαµάχες στις 4 Φεβρουαρίου 1923 για να ξαναρχίσει στις 23 Απριλίου. Το τελικό κείµενο υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου µετά από 7,5 µήνες διαβουλεύσεων. Η Τουρκία ανέκτησε την Ανατολική Θράκη, κάποια νησιά του Αιγαίου, συγκεκριµένα την Ίµβρο και την Τένεδο, µια λωρίδα γης κατά µήκος των συνόρων µε την Συρία, την περιοχή της Σµύρνης και της ∆ιεθνοποιηµένης Ζώνης των Στενών η οποία όµως θα έµενε αποστρατικοποιηµένη και αντικείµενο νέας διεθνούς διάσκεψης. Παραχώρησε τα ∆ωδεκάνησα στην Ιταλία, όπως προέβλεπε και η συνθήκη των Σεβρών, αλλά χωρίς πρόβλεψη για δυνατότητα αυτοδιάθεσης. Ανέκτησε πλήρη κυριαρχικά δικαιώµατα σε όλη της την επικράτεια και απέκτησε δικαιώµατα στρατιωτικών εγκαταστάσεων σε όλη την επικράτειά της εκτός της ζώνης των στενών. Η Ελλάδα υποχρεώθηκε να πληρώσει σε είδος (ελλείψει χρηµάτων) τις πολεµικές επανορθώσεις. Η αποπληρωµή έγινε µε επέκταση των τουρκικών εδαφών της Ανατολικής Θράκης πέρα από τα όρια της συµφωνίας. Τα νησιά Ίµβρος και Τένεδος παραχωρήθηκαν στην Τουρκία µε τον όρο ότι θα διοικούνταν µε ευνοϊκούς όρους για τους Έλληνες. Ο Οικουµενικός Πατριάρχης έχασε την ιδιότητα του Εθνάρχη και το Πατριαρχείο τέθηκε υπό ειδικό διεθνές νοµικό καθεστώς. Σε αντάλλαγµα, η Τουρκία παραιτήθηκε από όλες τις διεκδικήσεις για της παλιές περιοχές της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας εκτός των συνόρων της και εγγυήθηκε τα δικαιώµατα των µειονοτήτων στην Τουρκία. Με ξεχωριστή συµφωνία µεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποφασίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή µειονοτήτων από τις δύο χώρες και η αποστρατικοποίηση κάποιων νησιών του Αιγαίου. Η ανταλλαγή µειονοτήτων

που πραγµατοποιήθηκε προκάλεσε µεγάλες µετακινήσεις πληθυσµών. Μετακινήθηκαν από τη Μικρά Ασία στην Ελλάδα 1.650.000 Τούρκοι υπήκοοι, χριστιανικού θρησκεύµατος και από την Ελλάδα στην Τουρκία 670.000 Έλληνες υπήκοοι, µουσουλµανικού θρησκεύµατος. Η θρησκεία αποτέλεσε το βασικό κριτήριο για την ανταλλαγή. Μεταξύ των ανταλλάξιµων περιλαµβάνονταν επίσης οι Έλληνες του Πόντου, αλλά και τουρκόφωνοι Έλληνες, όπως τουρκόφωνοι Πόντιοι και Καραµανλήδες, καθώς και ελληνόφωνοι µουσουλµάνοι ,όπως οι Βαλαάδες της ∆υτικής Μακεδονίας. Μαζί µε τους Έλληνες, πέρασε στην Ελλάδα και αριθµός Αρµενίων και Συροχαλδαίων. Εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή οι Έλληνες κάτοικοι της νοµαρχίας της Κωνσταντινούπολης (οι 125.000 µόνιµοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, των Πριγκηπονήσων και των περιχώρων, οι οποίοι ήταν εγκατεστηµένοι πριν από τις 30 Οκτωβρίου 1918) και οι κάτοικοι της Ίµβρου και της Τενέδου (6.000 κάτοικοι), ενώ στην Ελλάδα παρέµειναν 110.000 Μουσουλµάνοι της ∆υτικής Θράκης Στη συνθήκη της Λωζάνης, η Ελλάδα υποχρεώθηκε να εκκενώσει τη Σµύρνη και την Ανατολική Θράκη. Η Τουρκία αναγνώρισε ρητά την ελληνική κυριότητα στη Λήµνο, στη Σαµοθράκη, στη Μυτιλήνη, στη Χίο, στη Σάµο και στην Ικαρία, αλλά η τουρκική πλευρά διατηρούσε την κυριαρχία της στην ‘Ιµβρο και στην Τένεδο, των οποίων οι κάτοικοι εξαιρέθηκαν από την υποχρεωτική ανταλλαγή. Χωριστή ελληνοτουρκική σύµβαση πρόβλεψε ακόµη την υποχρεωτική ανταλλαγή των Ελλήνων ορθοδόξων (Τούρκων υπηκόων) της οθωµανικής αυτοκρατορίας και των µουσουλµάνων (Ελλήνων υπηκόων), που ήταν εγκαταστηµένοι στο ελληνικό κράτος. Από την συµφωνία αυτή εξαιρέθηκαν οι Έλληνες της Κωνσταντινουπόλεως καθώς και της Ίµβρου και της Τενέδου και οι µουσουλµάνοι της ∆υτικής Θράκης. Περίπου 1.220.000 Έλληνες εγκατέλειψαν την Τουρκία και τις πατρίδες τους και άλλοι 500.000 Τούρκοι που ζούσαν στην Ελλάδα, ήλθαν στο τουρκικό έδαφος. Η «Σύµβασις Περί ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσµών» µεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας υπογράφτηκε στις 30 Ιανουαρίου 1923 και αποφασίσθηκε να έχει ισχύ από τις 31 Μαρτίου 1924.

Απόσπασµα από την Συνθήκη της Λωζάνης

«Αι νήσοι Ίµβρος και Τένεδος, παραµένουσαι υπό την τουρκικήν κυριαρχίαν, θα απολαύουν ειδικής διοικητικής οργανώσεως, αποτελουµένης υπό τοπικών στοιχείων και παρεχούσης πάσαν εγγύησιν εις τον αυτόχθονα µη µουσουλµανικόν πληθυσµόν όσον αφορά την τοπικήν αυτοδιοίκησιν και την προστασίαν των ατόµων και των αγαθών. Η τήρησις της τάξεως θα διασφαλίζεται υπό αστυνοµίας στρατολογούµενης εκ του αυτόχθονος πληθυσµού, µερίµνη της ως άνω προβλεποµένης τοπικής διοικήσεως και υπό τας διαταγάς αυτής τιθεµένης».

Οι Τόποι Εγκατάστασης των Προσφύγων Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή

Παραπάνω από µισό αιώνα από την Μικρασιατική καταστροφή και τον ξεριζωµό του Ελληνισµού της Μικράς Ασίας, από τις πατροπαράδοτες εστίες του, στις οποίες έζησε για χιλιάδες χρόνια κάθε πρόσφυγας έχει τη δική του ιστορία να αφηγηθεί, αλλά παραµένει κοινός ο καηµός και το όνειρο για τις χαµένες πατρίδες.

Στη Σµύρνη ξεκίνησε η αρχή της εθνικής τραγωδίας µε 50.000 νεκρούς, 75.000 τραυµατίες στρατιώτες. Πάνω από 1.500.000 Έλληνες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να φύγουν πρόσφυγες στην Ελλάδα, αφήνοντας πίσω πάνω από 600.000 νεκρούς. Σύµφωνα µε στοιχεία που έδωσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος µε το υπόµνηµα του στην Συνδιάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού, στην Μικρά Ασία ζούσαν 2.845.000 Έλληνες που αποτελούσαν το 20 % του

πληθυσµού της περιοχής που κυριαρχούσε οικονοµικά, είχε δε καταφέρει να διατηρήσει την πολιτιστική του κληρονοµιά παρότι αποτελούσε µειονότητα σε εχθρικό περιβάλλον. Το Ελληνικό κράτος εξαιτίας της Μικρασιατικής εκστρατείας είναι εξαντληµένο οικονοµικά και είναι υποχρεωµένο να θρέψει, να στεγάσει, να περιθάλψει, να τονώσει ηθικά και να εντάξει κοινωνικά 1.500.000 Μικρασιάτες πρόσφυγες ξεριζωµένοι Έλληνες, άφησαν πίσω τους τα πάντα, βιός, πλούτη, σπίτια και πήραν µαζί τους µόνο τα όνειρα τους, τις θύµισες, την κουλτούρα, τον πολιτισµό τους, την πανάρχαια ιστορία τους. Ήλθαν λοιπόν στην µητέρα πατρίδα, στα νησιά του Αιγαίου, στην Κρήτη, την Πελοπόννησο, την Μακεδονία, κρατώντας στα χέρια τους το "µπογαλάκι της δυστυχίας". Τι να πρωτοθυµηθούν, τους δικούς τους που δεν µπόρεσαν να φύγουν, τις πολιτείες και τα χωριά τους, το χωράφι, το πηγάδι µε το κρύο νερό, το αµπέλι τους, το σπιτικό και τις αυλές που µοσχοβολούσαν από γιασεµιά! Στιγµές που έφερναν πόνο και δάκρυα στα µάτια, αλλά και πείσµα για προκοπή στη νέα πατρίδα.

Πολλές χιλιάδες προσφυγικού στοιχείου ήλθαν στην Κρήτη, από την Σµύρνη, τα Αλάτσατα, την Αλικαρνασσό, το Νύµφαιο, το Αϊδίνι, το Αϊβαλί κι αλλού. Εγκαταστάθηκαν σε διάφορες περιοχές του Ηρακλείου, την Αλικαρνασσό, την κάτω Φορτέτσα, τον Άη Γιάννη, τον Πόρο κι αλλού. Άνθρωποι του µόχθου και της προκοπής, δεν έµειναν µε σταυρωµένα τα χέρια. Εργάστηκαν σκληρά και αδιάκοπα, µε νέες µεθόδους στην καλλιέργεια της γης, στην αµπελουργία, τις οικοδοµικές εργασίες ( ήταν άριστοι τεχνίτες ), το εµπόριο, τις τέχνες και τα γράµµατα. Άνθρωποι χαµογελαστοί, ευγενικοί, φιλόξενοι, τραγουδούσαν για τις χαµένες πατρίδες και προσπαθούσαν να ενσωµατωθούν στην νέα κοινωνική πραγµατικότητα, χωρίς να χάσουν την πολιτιστική, την ιστορική, την γεωγραφική τους συνείδηση και ταυτότητα. Επίσης µεγάλος ήταν ο αριθµός των ανθρώπων που εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία µέχρι το τέλος του 1926.Οι προσφυγικές οικογένειες ήταν 111.001,µε συνολικό πληθυσµό 419.662 άτοµα και σύµφωνα µε την απογραφή του 1928 η Μακεδονία είχε 2.062 συνοικισµούς (οικισµούς).

Παρατηρούµε πως οι άνθρωποι που µετανάστευσαν έπειτα από την Μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκαν κυρίως στην ανατολική πλευρά της Ελλάδας και αυτό γιατί το ταξίδι θα ήταν µακρύ και δύσκολο.

2η Οµάδα

Ο Πολιτισµός της Μικράς Ασίας

ΠΑΙ∆ΕΙΑ

H εκπαίδευση στην Σµύρνη ξεκίνησε στα µοναστήρια και τα παιδιά συνήθως διδασκόντουσαν από ιερωµένους ή αυτοδίδακτους ανθρώπους. Ανδρώθηκε στους περιβόλους των ενοριακών ναών, όπου στεγαζόταν τα σχολεία, κι έγινε θεσµός, που αναζωπύρωσε το φρόνηµα και τόνωσε την εθνική συνείδηση των σκλάβων µε τη δραστηριότητα των κατά τόπους µητροπολιτών, του Οικουµενικού Πατριαρχείου, των κοινοτικών αρχών και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.1 Το 1819 που βγήκαν τα πρώτα δηµοτικά σχολεία εισήγαγαν την αλληλοδιδακτική µέθοδο από τον Φιλιππουπολίτη Γεώργιο Κλεόβουτο, που γενικεύεται βαθµηδόν σ’ όλη τη Μ. Ασία για περισσότερο από 50 χρόνια. Στις δυο πρώτες τάξεις δίδασκαν οι µεγαλύτεροι µαθητές επειδή τα αλληλοδιδακτικά σχολεία επιβλήθηκαν για λόγους οικονοµικούς αλλά και γιατί ανταποκρινόταν στις παιδαγωγικές αντιλήψεις της εποχής. Παράλληλα µε την αλληλοδιδακτική µέθοδο χρησιµοποιήθηκε κι η συνδιδακτική µέθοδος, που αποσκοπούσε στη δηµιουργία µικτών σχολείων, αλλά απ’ ότι γνωρίζουµε η µέθοδος αυτή χρησιµοποιήθηκε κυρίως στα σχολεία της Σµύρνης. Οι απόφοιτοι των αλληλοδιδακτικών σχολείων µπορούσαν να συνεχίσουν τη φοίτησή τους στα ελληνικά σχολεία, που αντιστοιχούσαν µε τα παλαιότερα δικά µας σχολαρχεία. Κανόνας στην Μικρασιατική εκπαίδευση ήταν ο χωρισµός της εκπαίδευσης των αγοριών από τα κορίτσια. Έτσι παράλληλα µε τα δηµοτικά σχολεία ή αλληλοδιδακτικά ή αστικές σχολές ή Αρρεναγωγεία υπήρχαν και τα Παρθεναγωγεία, που σαν θεσµός εµφανίζεται µετά την ίδρυση των Αρρεναγωγείων, στεγάζονται σε δευτερότερα κτίρια. Η φοίτηση σ’ αυτά είναι µικρότερη κατά 1-3 χρόνια και σε οικονοµική κρίση της κοινότητας συγχωνεύονται µε τα Αρρεναγωγεία ή συνυπάρχουν µε άλλο τύπο σχολείων της Μ. Ασίας, τα νηπιαγωγεία, σαν νηπιοπαρθεναγωγεία. Μαζί µε τα Αρρεναγωγεία και τα παρθεναγωγεία γενικευµένος ήταν στο µικρασιατικό χώρο ο θεσµός των Νηπιαγωγείων. Τα νηπιαγωγεία στη Μ. Ασία

1 www. delfini1922.gr

είχαν ιδιαίτερο σκοπό, διάφορο από των δικών µας νηπιαγωγείων. Τα νήπια συµπληρώνοντας το τέταρτο έτος τους µέχρι το έκτο ή από το πέµπτο, όπου αυτά ήταν πολλά και η νηπιαγωγός µία, φοιτούσαν στο νηπιαγωγείο, για να ακούσουν και να µαθαίνουν τα ελληνικά, που είχαν χάσει οι τουρκόφωνοι γονείς τους. Μαθητές και

Καθηγητές του Φροντιστηρίου της Τραπεζούντας

Στις έδρες των

µητροπόλεων, στις µεγάλες πόλεις, σε φηµισµένα µοναστήρια

ή στο κέντρο µεγάλων αγροτικών συνοικισµών είχαν ιδρυθεί Κεντρικές σχολές ή κοινοβιακά σχολεία αρρένων ή θηλέων µε οικοτροφεία για τα παιδιά, που έρχονταν από µακριά. Οι Κεντρικές σχολές είχαν ολόκληρο ελληνικό σχολείο και τάξεις ή και πλήρες γυµνάσιο. Μετά τον κύκλο των µαθηµάτων των ελληνικών σχολείων ή των ολοκληρωµένων αστικών σχολών

υπήρχε το Γυµνάσιο, όπου δίδασκαν πτυχιούχοι του πανεπιστηµίου Αθηνών ή ευρωπαϊκών πανεπιστηµίων ή απόφοιτοι ιερατικών σχολών.

Απολυτήριο Γυµνασίου του Φροντιστηρίου Απολυτήριο του Τραπεζούντας Ελληνικού

Παρθεναγωγείου Τραπεζούντας Προτού να ιδρυθεί ένα γυµνάσιο δηµιουργούνταν τάξεις γυµνασιακές στα ελληνικά σχολεία ή στις αστικές σχολές. Όταν συµπλήρωναν τις τρεις πρώτες γυµνασιακές τάξεις, σχηµατιζόταν το Ηµιγυµνάσιο. Έπειτα από το γυµνάσιο υπήρχαν στη Μ. Ασία Ιερατικές Σχολές, που ιδρύθηκαν για να µορφώνουν ιερείς και δασκάλους για τις ελληνικές κοινότητες όλης της Ανατολής. Κοντά στα ηµερήσια σχολεία δηµιουργήθηκαν σε πολλά µέρη της Μ. Ασίας και νυχτερινές σχολές της πρωτοβάθµιας εκπαίδευσης. Από τις πρώτες µέριµνες του πρωθυπουργού της Ελλάδας Ελευθέριου Βενιζέλου µετά την απελευθέρωση της Σµύρνης ήταν η ίδρυση Πανεπιστηµίου στην Ιωνική πρωτεύουσα µε σκοπό την

άµεση εξυπηρέτηση και θεραπεία των κυριότερων αναγκών της Μικρασιατικής Ελλάδας. Η

ίδρυση ανώτατου εκπαιδευτηρίου στη Σµύρνη απέβλεπε ειδικότερα στην προαγωγή της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, την τεχνική ανάπτυξη της χώρας, την καταπολέµηση των λοιµωδών νόσων, τη µόρφωση διοικητικού και άλλου προσωπικού και τέλος τη διδασκαλεία των ανατολικών γλωσσών. Έτσι οι σχολές που ιδρύθηκαν ήταν οι εξής:

• Σχολή Γεωπονική και φυσικών επιστηµών • Σχολή ανατολικών γλωσσών • Σχολή δηµοσίων υπαλλήλων • Εµπορική Σχολή • Σχολή χωροσταθµών και εργοδηγών • Ανώτερον µουσουλµανικό ιεροδιδασκαλείο • Ινστιτούτο υγιεινής • Ίδρυση δηµόσιας Βιβλιοθήκης

Ως Πανεπιστήµιο Σµύρνης χρησιµοποιήθηκε µεγάλο και ευρύχωρο κτίριο στο λόφο Μπαχρή Μπαµπά. Το κτίριο ήταν µισοτελειωµένο όταν απελευθερώθηκε η Σµύρνη. Ευθύς η Ύπατη Αρµοστεία ασχολήθηκε µε τη διασκευή και αποπεράτωση του κτιρίου που περιελάµβανε 70 ευρύχωρες και ηλιόλουστες αίθουσες, αµφιθέατρο 320 θέσεων και µεγάλο περίβολο. Για την οργάνωση του σµυρναϊκού Πανεπιστηµίου ο Ύπατος Αρµοστής της Ελλάδος Αριστείδης Στεργιάδης, µε εισήγηση του Ελευθερίου Βενιζέλου, µετακάλεσε τον Απρίλιο του 1920 από το Βερολίνο, τον καθηγητή του εκεί Πανεπιστηµίου Κωνσταντίνο Καραθεοδωρή.

Στις 27 Οκτωβρίου 1920 υπογράφθηκε σύµβαση µεταξύ Στεργιάδη και Καραθεοδωρή σύµφωνα µε την οποία ανατέθηκε στον Καραθεοδωρή η καθηγεσία στο Πανεπιστήµιο της Σµύρνης µε αντιµισθία 4.000 δραχµών το µήνα για πέντε χρόνια2. Ο διορισµός του επικυρώθηκε µε πράξη της ύπατης Αρµοστείας. Σχετικά µε την ίδρυση και λειτουργία του Πανεπιστηµίου Σµύρνης αναφέρουµε το ακόλουθο γεγονός. Ο βαθύπλουτος Αθηναίος Σταύρος Παλαντζής - που ζούσε στο Παρίσι- ανέλαβε, την υποχρέωση να δωρίσει στο Ελληνικό ∆ηµόσιο για την ανοικοδόµηση του Σµυρναϊκού Πανεπιστηµίου 2.000.000 φράγκα σε τέσσερις ίσες εξαµηνιαίες δόσεις. ∆υστυχώς όµως ο Παλαντζής δεν φάνηκε συνεπής στις υποχρεώσεις του. Ισχυρίστηκε ότι η Βελγική κυβέρνηση είχε θέσει υπό µεσεγγύηση την µισή περιουσία του που βρισκόταν στο Βέλγιο. Τον Αύγουστο του 1922 επακολούθησε η Μικρασιατική καταστροφή και κάθε υποχρέωση του Παλαντζή για το Πανεπιστήµιο Σµύρνης ατόνησε. Στο κτίριο του Πανεπιστηµίου λειτουργεί τώρα τούρκικο λύκειο θηλέων.

ΜΟΥΣΙΚΗ- ΧΟΡΟΣ

Τα τραγούδια και οι σκοποί που επιζούν σήµερα σε µεγάλο µέρος της λαϊκής µουσικής µας, είναι γνωστό ότι αποτελούν µια κληρονοµιά που έρχεται από τα βάθη των αιώνων και από µια περιοχή που βρίσκεται τόσο κοντά όσο και µακριά µας: τη Μικρά Ασία. Η µουσική της Μικράς Ασίας είναι ξεχωριστή γιατί ενώνει τις έντονες µουσικές παραδόσεις πολλών λαών σε ένα πολύ χαρακτηριστικό άκουσµα που αντανακλά το χάρτη της µε τους τόσο διαφορετικούς και αξιοδιάβατους µαχαλάδες, τον τούρκικο, τον αρµένικο, τον εβραϊκό και τον φράγκικο.

2 Ρίζες Ελλήνων: Μικρασιάτες

Στα στενά της Σµύρνης έσµιγαν παλιές αιγαιοπελαγίτικες µπαλάντες µε ιταλικές καντσονέτες, γαλλικές µελωδίες του συρµού, ρουµάνικες χόρες µε σέρβικους σκοπούς. Στη Σµύρνη υπήρχαν χοροί που χορεύονταν σε όλη την Ελλάδα: καλαµατιανός, συρτός αλλά και πολλοί «τοπικοί» χοροί όπως ο καρσιλαµάς, ο ζεϊµπέκικος -που προέρχεται από τους ζεϊµπέκηδες-, το τσιφτετέλι και ο χασάπικος. Ο Μάρκος ∆ραγούµης στο βιβλίο του «Η παραδοσιακή µας µουσική», τονίζει ότι η µικρασιατική µουσική και ιδίως η σµυρναίικη, είχε γίνει γνωστή και πολύ αγαπητή στην Ελλάδα από τα καφεαµάν και τις παραστάσεις του επίσης δηµοφιλούς Καραγκιόζη3. Οι Μικρασιάτες, ιδίως οι κατώτερες και µεσαίες τάξεις διασκέδαζαν σε µπυραρίες, καφενεία και ταβέρνες που έχουν ορχήστρα και ζωντανή µουσική. Ο τρόπος µε τον οποίο διασκέδαζαν ήταν συγκεκριµένος και το εθιµοτυπικό το συναντάµε µέχρι σήµερα στις διασκεδάσεις των Ελλήνων: έπιναν και άκουγαν σµυρναίικα τραγούδια που αφορούσαν κυρίως τον πόνο, τον έρωτα και το θάνατο. Όποτε έρχονταν στο αποκορύφωµα της διασκέδασης («τσακίρ κέφι») , σηκώνονταν να χορέψουν ή να ζητήσουν ένα τραγούδι της αρεσκείας τους από την ορχήστρα. Η παραγγελία του τραγουδιού γίνονταν ως εξής: ο πελάτης έπρεπε να πάει κοντά στην ορχήστρα, να ρίξει κέρµατα στις χορδές του σαντουριού για να καταλάβουν όλοι ότι το τραγούδι που ακολουθεί είναι δικό του, και στο τέλος να κολλήσει στο µέτωπο του τραγουδιστή ένα χαρτονόµισµα µεγάλης αξίας.

3 Ρίζες Ελλήνων: Μικρασιάτες

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Η ποίηση και η πεζογραφία είναι δυο από τα σηµαντικότερα στοιχεία του πολιτισµού της Μ. Ασίας. Και τα δυο αυτά στοιχεία είναι πολύτιµα για την κατανόηση των συνηθειών και του τρόπου ζωής των κατοίκων. Μέσα από τα ποιήµατα οι µικρασιάτες ποιητές εξέφραζαν τις σκέψεις τους και τα συναισθήµατά τους για τον ξεριζωµό τους από την µητρική τους χώρα. Εξέφραζαν επίσης την αγάπη τους για το οτιδήποτε βρίσκεται πάνω στη γη και δεν δίσταζαν να γίνουν σε ορισµένες περιπτώσεις υπερβολικοί για να περιγράψουν κάτι. Παρακάτω θα είναι πολύ σηµαντικό να αναφερθούµε στα δυο αυτά στοιχεία του πολιτισµού τα οποία παρουσιάζουν µεγάλο ενδιαφέρον και από αυτά θα µπορέσουµε να αντλήσουµε χρήσιµες πληροφορίες

για τη ζωή, τον ξεριζωµό και τα βάσανα των κατοίκων τις Μ. Ασίας.

ΠΟΙΗΣΗ

Με την εξάπλωση του ελληνισµού στα 1860 στη Μ. Ασία η περιοχή αυτή άρχισε να εξελληνίζεται και έτσι σύντοµα παρουσιάστηκαν τα πρώτα δείγµατα του σπουδαίου πολιτισµού του. Η ποίηση ήταν ένα από αυτά τα δείγµατα πολιτισµού που γνώρισαν µεγάλη ανάπτυξη και αυτό το συµπεραίνουµε από το γεγονός ότι η επική και η λυρική ποίηση πρωτάνθισαν εκεί. Ο κύριος πρεσβευτής της ποίησης εκείνη την εποχή είναι ο Γιώργος Σεφέρης. Ο Γιώργος Σεφέρης γεννήθηκε στα Βουρλά Σµύρνης στης 29 Φεβρουαρίου 1900. Είναι ένας από τους σηµαντικότερους Έλληνες ποιητές και έχει τιµηθεί µε το Νόµπελ Λογοτεχνίας Ελλήνων. Το πραγµατικό του όνοµα είναι Γιώργος Σεφεριάδης. Αν και η παιδεία και εκπαίδευση του ήταν περισσότερο ευρωπαϊκή παρά ελληνική, εκείνος όχι µόνο δεν απαρνήθηκε την ελληνική λογοτεχνία, αλλά την καλλιέργησε σε βάθος µε σκοπό να την ανανεώσει. Το γεγονός όµως που χάραξε ανεξίτηλα τη σφραγίδα του στη συνείδηση του ποιητή ήταν η εθνική καταστροφή του 1922 και ο ξεριζωµός του µικρασιατικού ελληνισµού. Το 1963 η φήµη του Σεφέρη ξεφεύγει από τα ελληνικά όρια και εξαπλώνεται σε ολόκληρο τον κόσµο. Στις 20 Σεπτεµβρίου του 1971 ο Γιώργος Σεφέρης πέθανε. Παρακάτω θα διαβάσουµε ένα απόσπασµα από τα γνωστότερα ποιήµατα του Γιώργου Σεφέρη:

«Αργοναύτες»

Περάσαµε κάβους πολλοὺς πολλὰ νησιὰ τὴ θάλασσα

πού φέρνει τὴν ἄλλη θάλασσα, γλάρους καὶ φώκιες.

∆υστυχισµένες γυναῖκες κάποτε µὲ ὁλολυγµούς

κλαίγανε τὰ χαµένα τους παιδιὰ

κι ἄλλες ἀγριεµένες γύρευαν τὸ Μεγαλέξαντρο

καὶ δόξες βυθισµένες στὰ βάθη τῆς Ἀσίας.

Ἀράξαµε σ’ ἀκρογιαλιὲς γεµάτες ἀρώµατα νυχτερινά

µὲ κελαηδίσµατα πουλιών, νερὰ ποὺ ἀφήνανε στὰ χέρια

τὴ µνήµη µιᾶς µεγάλης ευτυχίας.

Μά δέν τέλειῶναν τὰ ταξίδια.

Οἱ ψυχές τους ἔγιναν ἕνα µὲ τὰ κουπιὰ καὶ τοὺς σκαρµοὺς

µὲ τὸ σοβαρὸ πρόσωπο τῆς πλώρης

µὲ τ’ αὐλάκι τοῦ τιµονιοῦ

µὲ τὸ νερὸ ποὺ ἔσπαζε τὴ µορφή τους.

Οἱ σύντροφοι τέλειωσαν µὲ τὴ σειρά,

µὲ χαµηλωµένα µάτια. Τὰ κουπιά τους

δείχνουν τὸ µέρος ποὺ κοιµοῦνται στ’ ἀκρογιάλι.

Εκτός όµως από τα ποιήµατα των αξιόλογων και βραβευµένων αυτών ποιητών υπήρχαν και άλλα τα οποία ήταν ερασιτεχνικά και είχαν γραφτεί από κατοίκους της Μ. Ασίας που είχαν βιώσει τον ξεριζωµό. Μια τέτοια ποιήτρια ήταν η Φιλιώ Χαϊδεµένου της οποίας τα ποιήµατα µιλούσαν για τα προσωπικά της συναισθήµατα αλλά και για τα συναισθήµατα του ευρύτερου συνόλου. Θα είχε µεγάλο ενδιαφέρον να αναφέρουµε ένα από τα ποιήµατα της µε σκοπό να αντλήσουµε πληροφορίες για τη ζωή εκείνης της εποχής και να εµβαθύνουµε σε ότι αφορά τις συνήθειες και τα συναισθήµατα των ξενιτεµένων. Ένα ποίηµά της το οποίο είναι γραµµένο στο βιβλίο της «τρεις αιώνες µια ζωή» αναφέρετε παρακάτω:

Πλαγιάζω για να κοιµηθώ, µα ύπνος δε µε παίρνει η σκέψη µου στο πατρικό το σπίτι µου µε φέρνει. Ψάχνω να βρω την πόρτα του και τα κλειδιά ν’ ανοίξω Κι ακούω µια άγνωστη φωνή να µε καλησπερίζει, να µε ρωτά: «Τι θες εδώ; ∆εν είν’ δικό σου τώρα». « Άσε», της λέω, «για να µπω, να δω την κάµαρή µου, εκεί που έπαιζα µικρή µε τα’ άλλα µου τ’ αδέρφια, εκεί που σαν κοπέλεψα έβλεπα στον καθρέφτη και τα παλικαρόπουλα έβαζα στο µυαλό µου. Να κατεβάσω το σοφρά, να στρώσω το τραπέζι, να δω τριγύρω τους γονιούς, τ’ αδέρφια καθισµένους και τη χαρά που ένιωθα να ξανανιώσω πάλι».

Με βάση τα ποιήµατα του Σεφέρη και της Χαϊδεµένου, βλέπουµε ότι η ποίηση είναι ένα πολύ σηµαντικό κοµµάτι της λογοτεχνίας και µέσα από αυτήν οι ποιητές εξέφραζαν τα συναισθήµατα ολόκληρου του λαού.

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

Η πεζογραφία είναι ένα εξίσου αναπόσπαστο κοµµάτι της µικρασιατικής λογοτεχνίας στο οποίο µεγάλοι ποιητές έχουν αφήσει το στίγµα τους. Οι σηµαντικότεροι από αυτούς είναι ο Ηλίας Βενέζης και ο Φώτης Κόντογλου. Θα ήταν σηµαντικό να αναφέρουµε λίγα λόγια για τους αξιόλογους αυτούς

ποιητές οι οποίοι κατάφεραν να αναπτύξουν την Ελληνική Λογοτεχνία και να την φτάσουν σε ένα αρκετά υψηλό επίπεδο.

Ο Ηλίας Βενέζης ήταν Έλληνας συγγραφέας, µέλος της Ακαδηµίας Αθηνών γεννηµένος στης 4 Μαρτίου του 1904 ή του 1898. Κατάγονταν από το Αϊβαλί της Μ. Ασίας και το πραγµατικό του όνοµα ήταν Ηλίας Μπέλλος. Μετά από τον πρώτο Παγκόσµιο Πόλεµο διαδραµάτισε ενεργό ρόλο στην πνευµατική ζωή της χώρας µε επίσηµες θέσεις όπως του διευθύνοντος συµβούλου του Εθνικού Θεάτρου. Στις 3 Αυγούστου του 1973 απεβίωσε στην Αθήνα. ∆υο από τα γνωστότερα πεζογραφήµατα του είναι η «Αιολική Γη», και το «νούµερο 31328».

Ο Φώτης Κόντογλου ήταν Έλληνας λογοτέχνης γεννηµένος στις 8 Νοεµβρίου του 1895 στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας. Το πραγµατικό του όνοµα ήταν Φώτιος Αποστολέλλης. Μετά την αποφοίτηση του γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα από την οποία δεν αποφοίτησε ποτέ. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή πήγε αρχικά στη Μυτιλήνη και έπειτα στη Αθήνα µετά από πρόσκληση Ελλήνων Λογοτεχνών. Ένα από τα γνωστότερα του πεζογραφήµατα είναι αφιερωµένο στην ιδιαίτερη πατρίδα του το Αϊβαλί και λέγεται «Το Αϊβαλί η πατρίδα µου.»

Σε αυτά τα πεζογραφήµατα οι λογοτέχνες δίνουν ένα µωσαϊκό της κοινωνίας της εποχής όσον αφορά

τα επαγγέλµατα, τη θέση της γυναίκας και τις προλήψεις.4 Μέσα από αυτά τα βιωµατικά πεζογραφήµατα οι λογοτέχνες αφηγούνται παραστατικά τα γεγονότα και περιγράφουν µε κάθε λεπτοµέρεια τις κακουχίες που βίωναν καθηµερινά οι αιχµάλωτοι. Ως επί το πλείστον οι κακουχίες αυτές εκφράζονται και στην ταινία του Νίκου Κούνδουρου «1922»5.

Η πεζογραφία λοιπόν µπορεί να αποτελέσει πηγή για την άντληση πληροφοριών, προκειµένου να µάθουµε και την παραµικρή λεπτοµέρεια των συνθηκών ζωής και των γεγονότων που σηµάδεψαν την ιστορία.

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Οι τέχνες που αναπτύχθηκαν στην περιοχή της Μικράς Ασίας, επηρέασαν σε ένα πολύ µεγάλο βαθµό όλη την υπόλοιπη Ελλάδα. ∆εν είναι τυχαίο ότι οι πόλεις της Μικράς Ασίας, λόγω των τεχνών που ανέπτυξαν, έµειναν στην ιστορία ως «θαύµατα της τέχνης». Ενδεικτικά, θα αναφερθούµε σε δύο περιοχές που ανέπτυξαν ιδιαίτερα την αρχιτεκτονική, την Πέργαµο και τον Πόντο. 4 Φώτης Κόντογλου: «Το Αϊβαλί η πατρίδα µου»

5 Ηλίας Βενέζης: «Το νούµερο 31328»

Η Πέργαµος θα µπορούσε να θεωρηθεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγµατα πόλης που συνδύαζε τους ορθογώνιους άξονες του Ιπποδάµειου συστήµατος µε τις απότοµες πλαγιές του Πίνδασου, δηµιουργώντας ένα οικιστικό σύνολο απόλυτα προσαρµοσµένο στο φυσικό περιβάλλον

6. Το αξιοθαύµαστο έργο των πολεοδόµων και των αρχιτεκτόνων συµπληρώθηκε από επώνυµους γλύπτες, ζωγράφους και ψηφοθέτες, που πρόσθεσαν µε τη σειρά τους καλαίσθητες λεπτοµέρειες, µεταµορφώνοντας τόσο τα δηµόσια κτήρια όσο και τις ιδιωτικές κατοικίες σε αληθινά έργα τέχνης.

Η ΑΚΡΟΠΟΛΗ Η’ ΑΝΩ ΠΟΛΗ Η περιήγηση στην Ακρόπολη, αρχίζει από το Ηρώο, στα αριστερά της εισόδου. Ακολουθώντας τον λιθόστρωτο ανηφορικό δρόµο, ο επισκέπτης συναντά το Πρόπυλο της Ακρόπολης και συνεχίζει ανατολικά, µέσα από τα Ανάκτορα του Ευµένη Β’ και του Αττάλου Α’, τις κατοικίες των αξιωµατούχων, τους στρατώνες και, τέλος, τις αποθήκες στη βόρεια απόληξη της κορυφής του λόφου. Από το σηµείο αυτό, ο δρόµος κατευθύνεται προς τα δυτικά, στο ναό τουΤραϊανού, στη Βιβλιοθήκη και στο Ιερό της Αθηνάς Πολιάδος Νικηφόρου. Από εκεί, µια σκεπαστή δίοδος οδηγεί απευθείας στις κερκίδες του Θεάτρου και στη συνέχεια στο ναό του ∆ιονύσου. Η νότια πλευρά του 6 Τόνια Κουτσουράκη, Αρχαιολόγος

ανδήρου του Θεάτρου γειτνιάζει µε το Βωµό του ∆ία και το Πλάτωµα της Άνω Αγοράς. Από εκεί, ο λιθόστρωτος δρόµος κατηφορίζει προς τα άνδηρα της Μέσης Πόλης.

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΠΕΡΓΑΜΟΥ Στον άνω όροφο της βόρειας στοάς του Ιερού της Αθηνάς βρισκόταν η είσοδος της περίφηµης Βιβλιοθήκης της Περγάµου, που χάρισε ο Ευµένης Β’ στην πόλη. Το συγκρότηµα της Βιβλιοθήκης περιλάµβανε τρεις χώρους σε παράταξη και ένα

αναγνωστήριο, το οποίο ήταν ανοικτό σε επιστήµονες και στο ευρύ κοινό. Παράλληλα, φιλοξενούσε διαλέξεις και επιστηµονικές συναντήσεις. Στο χώρο του αναγνωστηρίου υπήρχε το άγαλµα της Αθηνάς, προστάτιδας των γραµµάτων, ανδριάντες συγγραφέων της αρχαιότητας, έργα τέχνης και αντίγραφα παλαιότερων έργων, τα οποία δηµιουργούσαν ίσως ένα από τα πρώτα «µουσεία» της αρχαιότητας. Η Βιβλιοθήκη περιείχε χιλιάδες βιβλία και ήταν η δεύτερη σε µέγεθος µετά τη Βιβλιοθήκη της

Αλεξάνδρειας. ΙΕΡΟ ΑΘΗΝΑΣ ΠΟΛΙΑ∆ΟΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ Η κατασκευή του πρώτου µνηµειακού ναού αφιερωµένου στη λατρεία της Αθηνάς και, µάλιστα, ως προστάτιδα της πόλης (Πολιάς) αποδίδεται στον Φιλέταιρο και τοποθετείται στον 3ο αι. π.Χ. Ο ναός ήταν δωρικός, µε 6×10 κίονες στις πλευρές του. Λίγο αργότερα, ο Άτταλος Α’ πρόσφερε στη θεά µια σειρά αφιερώµατα τιµώντας την για τις νίκες του εναντίον των Γαλατών, γεγονός που της χάρισε έναν επιπλέον τίτλο, αυτόν της Νικηφόρου. Ο επόµενος εξωραϊσµός του ιερού έγινε από τον Ευµένη Β’, όταν µετά τη νίκη του εναντίον των Σελευκιδών και των Γαλατών, οριοθέτησε µε µνηµειακό τρόπο το χώρο της πλατείας του ναού κατασκευάζοντας στοές στα βόρεια και στα ανατολικά του τεµένους. Στη νοτιοανατολική γωνία του ιερού κατασκευάστηκε ένα πολυτελές διώροφο πρόπυλο µε αετωµατική επίστεψη που έφερε την αναθηµατική επιγραφή ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΕΥΜΕΝΗΣ ΑΘΗΝΑΙ ΝΙΚΗΦΟΡΩΙ. ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ∆ΙΟΝΥΣΟΥ Το Θέατρο της Περγάµου κατασκευάστηκε τον 3ο αι. π.Χ. και πιθανότατα απέκτησε την τελική του µορφή επί Ευµένη Β’. Από αρχιτεκτονική άποψη, είναι ίσως το πιο ελκυστικό θέατρο του αρχαίου κόσµου, καθώς µοιάζει να αιωρείται στην απότοµη πλαγιά του Πίνδασου7. Το κοίλο αποτελούνταν από ογδόντα κερκίδες που αναπτύσσονταν σε τρία διαζώµατα και µπορούσαν να φιλοξενήσουν περίπου 10.000 θεατές. ΒΩΜΟΣ ΤΟΥ ∆ΙΑ Ο Βωµός του ∆ία ήταν µια κατασκευή σε σχήµα Π που περιβαλλόταν από στοές µε ιωνικούς κίονες. Πατούσε πάνω σε ψηλό βάθρο που ήταν διακοσµηµένο µε ανάγλυφη ζωφόρο (120µ. µήκος και 2,3µ.ύψος), η οποία αναπαριστούσε τη µυθική µάχη των θεών του Ολύµπου µε τους Γίγαντες. Στη δυτική πλευρά, η ζωφόρος µειωνόταν προοδευτικά, ακολουθώντας την κλίµακα που οδηγούσε ψηλότερα σε εσωτερική αυλή, µε το βωµό των θυσιών στο κέντρο της. Στα 120µ. της πολυπρόσωπης ζωφόρου

7 Κοιτίδες Ελληνισµού: Πέργαµος

απεικονίζονταν οι θεοί του Ολύµπου, θεότητες της θάλασσας και θεοί του φωτός και της νύκτας

8. Η ΜΕΣΗ ΠΟΛΗ Ο δρόµος που κατηφορίζει προς τη Μέση Πόλη µοιάζει να ελίσσεται στην πλαγιά καθώς περνάει µέσα από συνοικίες και καταστήµατα. Στην αρχαιότητα, ο δρόµος πλαισιωνόταν από καταστήµατα ή εργαστήρια και συναντούσε λουτρά, πλούσιες κατοικίες, ιερά και δηµόσια κτήρια, όπως το µικρό Γυµνάσιο, το Ιερό της ∆ήµητρας και το Ιερό της Ήρας Βασιλείας.

ΚΑΤΩ ΠΟΛΗ Συνεχίζοντας, η περιήγηση ακολουθεί τα χνάρια του λιθόστρωτου δρόµου που συναντά τις οικίες των Ελληνιστικών και Ρωµαϊκών χρόνων της Κάτω Πόλης, την Κάτω Αγορά και τη µνηµειακή πύλη του Ευµένη Β’, που οδηγούσε στο τειχισµένο τµήµα της πόλης. Τα σηµαντικότερα κτήρια εντός των τειχών ήταν το Σεράπειο, το Αµφιθέατρο, το Στάδιο, το Ρωµαϊκό Θέατρο και το περίφηµο Ασκληπιείο.

8 Πάνος Βαλαβάνης: Καθηγητής Κλασσικής Αρχαιολογίας Πανεπιστηµίου Αθηνών

ΤΟ ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ Από την πόλη της Περγάµου ο επισκέπτης ακλουθώντας τον πλακόστρωτο δρόµο της Ιεράς Οδού έφτανε στο Ασκληπιείο. Οι επισκέπτες έµπαιναν στο ιερό από ένα µνηµειακό πρόπυλο µε κορινθιακούς κίονες, ενώ αµέσως µετά ξεκινούσε ένας αύλειος χώρος, 130×100 µ., µε στοές ιωνικού ρυθµού. Από το σηµείο αυτό, η βόρεια στοά οδηγούσε στο θέατρο, χωρητικότητας 3.500 θεατών, και στη συνέχεια συναντούσε τη δυτική στοά που κατέληγε σε ένα πολυτελή χώρο συγκέντρωσης 40 περίπου ατόµων και στις βεσπασιανές ανδρών και γυναικών. Στον αγροτικό χώρο του ιστορικού Πόντου, µια γενική διάκριση9 στη βάση της παραδοχής των φυσικών χαρακτηριστικών του τόπου (γεωµορφολογία και κλίµα) ως ισχυρού διαµορφωτικού παράγοντα για την κατοικία, θα µπορούσε να οδηγήσει στις ακόλουθες κατηγορίες:

• αγροτική κατοικία των παραλίων, • αγροτική κατοικία της ηπειρωτικής ενδοχώρας, • αγροτική κατοικία των οροπεδίων

9 Ελένη Γαβρά, ∆ιδάκτορας αρχιτεκτονικής Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης

Η ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΛΙΩΝ Οι αγροτικές κατοικίες της ζώνης των παραλίων είναι κατά το πλείστον διώροφες και συνοδεύονται από ικανό αριθµό βοηθητικών κτισµάτων. Σε επίπεδο λειτουργικής οργάνωσης συνήθως ακολουθούν τα πρότυπα των αγροτικών κατοικιών µε στέγαση βοηθητικών λειτουργιών στο ισόγειο και κυρίως κατοικία στον όροφο. Εκτός από τα βοηθητικά προκτίσµατα της αγροτικής κατοικίας, το ισόγειο αυτών των κατοικιών δεν παύει να αποτελεί αποθήκη ή στάβλο. Εσωτερική ξύλινη σκάλα που οδηγεί σε καταπακτή («καταρράκτες») συνδέει το ισόγειο µε τον όροφο, την κυρίως κατοικία. Η σκάλα στον όροφο καταλήγει εσωτερικά στον κεντρικό χώρο «οσπίτ» ή «οτζάκ οντασί», χώρος συγκέντρωσης της οικογένειας εκτός των ωρών αγροτικής εργασίας. Η ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗΣ ΕΝ∆ΟΧΩΡΑΣ Στην ηπειρωτική ενδοχώρα οι αγροτικές κατοικίες είναι ισόγειες και σπανίως διώροφες. Στην κατοικία της ηπειρωτικής ενδοχώρας η λειτουργική οργάνωση ακολουθεί πρωτογενή πρότυπα δηλαδή συνύπαρξη ανθρώπων, ζώων και βοηθητικών χρήσεων στο ίδιο κέλυφος. Με την εξέλιξη της αγροτικής κατοικίας, στους αρχικούς βασικούς χώρους της προστίθενται και άλλοι βοηθητικοί. Μεταξύ αυτών ιδιαίτερη θέση κατείχε το «κρυφό δωµάτιο», συνήθως πίσω από το κελάρι (που συνήθως χρησίµευε ως χώρος προσευχής των κρυπτοχριστιανών). Συγκριτικά µε τις αγροτικές κατοικίες των παραλίων10, στις αντίστοιχες της ηπειρωτικής ενδοχώρας, τα βοηθητικά προκτίσµατα είναι ελάχιστα ως προς τον αριθµό και το µέγεθος και συχνά ενσωµατωµένα στην κυρίως κατοικία. Η ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΤΩΝ ΟΡΟΠΕ∆ΙΩΝ ∆ύσκολα θα µπορούσε κανείς να βρει επίπεδο σύγκρισης

10 Χαµένες Πατρίδες, Ο Πόντος των Ελλήνων

αυτής της κατηγορίας αγροτικών κατοικιών µε τις δύο προηγούµενες. Πρόκειται για κτίσµατα εποχικής λειτουργίας και εξειδικευµένης χρήσης: καταλύµατα για τους βοσκούς των κοπαδιών κατά τους θερινούς µόνο µήνες του χρόνου. Η ΤΥΠΙΚΗ ΑΣΤΙΚΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ Οι λειτουργίες της κατοικίας αυτής συνήθως οργανώνονται σε δύο ή τρία επίπεδα- ορόφους. Στο ισόγειο συγκεντρώνονται οι χώροι της καθηµερινής εξυπηρέτησης των ενοίκων (µαγειρείο, καθιστικό) και των βοηθητικών λειτουργιών (αποθήκες), οργανωµένοι συνήθως γύρω από έναν µεγάλο κεντρικό χώρο, το «χαγιάτ». Στον όροφο (ή τους ορόφους) βρίσκονται τα υπνοδωµάτια της οικογένειας και των ξένων, οργανωµένα γύρω από ένα ευρύχωρο καθιστικό. Τα δάπεδα στις κατοικίες αυτές, συνήθως χωµάτινα ή πλακόστρωτα στο α’ επίπεδο, είναι ξύλινα στους ορόφους. Όλα τα κουφώµατα (εσωτερικά και εξωτερικά) είναι ξύλινα και συνήθως µόνο η κύρια είσοδος φέρει λιτή διακόσµηση εξωτερικά. Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ Στον ιστορικό Πόντο, θαυµαστά δείγµατα µνηµειακής αρχιτεκτονικής αποτελούν, εκτός των άλλων και οι εκκλησίες. Ο πλέον διαδεδοµένος αρχιτεκτονικός τύπος είναι ο σταυροειδής εγγεγραµµένος ναός, χαρακτηριστικός της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής της Μικράς Ασίας. Η ιστορική έρευνα κατέδειξε ότι πολλοί από τους ναούς, ειδικά της Τραπεζούντας, προέρχονται από µετατροπή παλαιών βασιλικών σε σταυροειδείς, φαινόµενο γνωστό, και από άλλες γεωγραφικές περιοχές.

ΓΓΛΛΥΥΠΠΤΤΙΙΚΚΗΗ

Η γλυπτική αποτελεί ένα σηµαντικό κεφάλαιο της αρχαίας ελληνικής τέχνης και του πολιτισµού. Στα πρώτα της βήµατα η γλυπτική θα απεικονίσει θεούς και ήρωες µε την ίδια απόκοσµη ακτινοβολία ενώ στη συνέχεια οι ήρωες και τα κατορθώµατά τους θα αποτελέσουν τη βασική έµπνευση των καλλιτεχνών. Όντας αρκετά ισχυρή πολιτικά και οικονοµικά, η Πέργαµος ήταν µία από τις σηµαντικότερες πόλεις της επιστήµης και της τέχνης κατά τη διάρκεια της Ελληνιστικής περιόδου στην Ανατολή. Οι βασιλιάδες της Περγάµου, έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και υποστήριξαν αρκετά τους καλλιτέχνες (Επίγονος, Αντίγονος) στο να δηµιουργούν, µετατρέποντας έτσι την Πέργαµο σε κέντρο της Πολιτιστικής Κληρονοµιάς. Η τέχνη της Περγάµου καθορίζεται από αντίρροπες τάσεις που αποτυπώνονται στα διαφορετικά

ρεύµατα που εµφανίζονται στη γλυπτική της περιοχής, καθώς συναντάµε έργα που µας δείχνουν διαφορετική καταγωγή των καλλιτεχνών και διαφορετικές αισθητικές προτιµήσεις. Ο Άτταλος θέλοντας να υπογραµµίσει τους θριάµβους του -απέναντι στους Γαλάτες και τον Αντίοχο- σε πολιτιστικό επίπεδο, αφιέρωσε διάφορα επινίκια µνηµεία στην Ακρόπολη της Περγάµου, που έφεραν την πόλη στην πρωτοπορία της καλλιτεχνικής παραγωγής στον ελληνικό κόσµο των τελευταίων δεκαετιών του 3ου αι. π.Χ. Το ανάθηµα του Αττάλου στην Ακρόπολη της Περγάµου, που µνηµονεύει την ήττα των Γαλατών, είναι γνωστό ως Μεγάλο Ατταλιδικό Ανάθηµα. Ο καλλιτέχνης που εµφανίζεται σε επιγραφές της εποχής αυτής από την Ακρόπολη της Περγάµου και του οποίου το όνοµα συνδέθηκε µε τη δηµιουργία του ατταλιδικού αναθήµατος, είναι ένας ντόπιος γλύπτης, ο Επίγονος. Παρόλο που τα πρωτότυπα αγάλµατα έχουν χαθεί, µια σειρά µαρµάρινων ρωµαϊκών αντιγράφων που απεικονίζουν Γαλάτες ή άλλους βάρβαρους έχουν πειστικά αποδειχθεί ότι σχετίζονται µε το µεγάλο ατταλιδικό ανάθηµα. Το γνωστότερο από αυτά είναι ο Θνήσκων Γαλάτης (κάτω) στο Μουσείο του Καπιτωλίου στη Ρώµη. Ακόµη πιο δραµατικό είναι το σύµπλεγµα του Γαλάτη µε τη γυναίκα του στο Μουσείο των Θερµών στη Ρώµη το οποίο θα βρει την ολοκληρωµένη του έκφραση αργότερα στο Βωµό της Περγάµου και θα συνδεθεί άρρηκτα µε την καλλιτεχνική παραγωγή της πόλης.

∆ιαπιστώνουµε λοιπόν, ότι καθώς η Πέργαµος προσέλκυσε διάφορους καλλιτέχνες του αρχαίου κόσµου οι οποίοι έφεραν µαζί τους τις διαφορετικές τάσεις που εκπροσωπούσαν, ήταν αναµενόµενο να προκύψει µια νέα αντίληψη στην απόδοση των µορφών11, που συνδύαζε όλα τα χαρακτηριστικά και τις επικρατούσες τάσεις της ελληνιστικής τέχνης. Έτσι η δηµιουργία µορφών που προβάλλονταν

11 Κοιτίδες Ελληνισµού: Πέργαµος

στο χώρο, οι τολµηρές στάσεις, το παιχνίδισµα του φωτός µε τη σκιά, η ρεαλιστική απόδοση της έκφρασης µε την αγωνία, την ένταση και τον πόνο των προσώπων, αλλά και η παράλληλη εξιδανίκευση των µορφών σύµφωνα µε την παρακαταθήκη της τέχνης των Κλασικών χρόνων, χαρακτηρίζουν στο σύνολό τους τη γλυπτική τέχνη της Περγάµου, εξαιρετικά δείγµατα της οποίας αποτελούν η ζωφόρος του Βωµού της Περγάµου και τα άλλα ατταλικά αναθήµατα.

ΨΨΗΗΦΦΙΙ∆∆ΩΩΤΤΑΑ

Ψηφιδωτό είναι η τεχνική επένδυσης επιφανειών µε µικρές, συνήθως τετράγωνες ψηφίδες, από φυσικά πετρώµατα ή υαλόµαζα οι οποίες προσκολλώνται σε κατάλληλα διαµορφωµένο υπόστρωµα από ασβεστοκονίαµα

δηµιουργώντας περίτεχνα διακοσµηµένες επιφάνειες

12. Στη ∆υτική Μικρά Ασία τον 8ο π.Χ. αιώνα στην πόλη Γόρδιο

της Φρυγίας σώζονται τα παλαιότερα

δείγµατα ψηφιδωτών δαπέδων µε χονδροειδή χαλίκια. Από τα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. και µέχρι το 134/3 π.Χ. η Πέργαµος γνώρισε την εξουσία της

12 Λουκάς Πεϊνήρης, Ψηφιδογράφος- Ψηφιδοθέτης

δυναστείας των Ατταλιδών, η οποία και φιλοδόξησε να προσδώσει στην πόλη την καλλιτεχνική λάµψη που είχε αποκτήσει η Αθήνα κατά τους κλασικούς χρόνους. Έτσι, κατά τον 2o π.X. αιώνα στην Πέργαµο συναντάµε ψηφιδωτά µε ψηφίδες από πέτρες, µάρµαρα, γυαλί σε µεγάλη ποικιλία χρωµάτων και σχεδίων που σχεδόν µιµούνται την ζωγραφική. Η Πέργαµος αποτελούσε ένα από τα σηµαντικότερα κέντρα κατασκευής ψηφιδωτών. Για την παραγωγή τους ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (23-79 µΧ.) αναφέρει το Πέργαµον ως τόπο δράσης του Σώσου, ενός από τους λίγους γνωστούς ψηφιδογράφους της κλασικής Αρχαιότητας. Στον Σώσο αποδίδεται το ψηφιδωτό δάπεδο του Ασάρωτου οίκου από την Πέργαµο, όπου απεικόνιζε ένα δάπεδο γεµάτο µε υπολείµµατα τροφών, φιλοτεχνηµένα µε τέτοιο επιδέξιο τρόπο ώστε τα αληθινά αποφάγια στο πάτωµα µπερδεύονταν µε αυτά που το διακοσµούσαν. Τα σηµαντικότερα ελληνιστικά ψηφιδωτά της Περγάµου που έχουν βρεθεί κοσµούσαν το συγκρότηµα των Ανακτόρων των Ατταλιδών στη ΒΑ πλευρά της ακρόπολης και, συγκεκριµένα, τα Ανάκτορα IV και V. Τα γνωστότερα από αυτά, εκείνα του Ανακτόρου V, χρονολογηµένα στο α΄ µισό του 2ου αι. π.Χ., κοσµούσαν τη λεγόµενη «Αίθουσα του βωµού» και το «Βορειοδυτικό δωµάτιο». Σχετικά µε τη σύνθεση του πρώτου δαπέδου αντλούµε πολύτιµα στοιχεία από τα σχέδια των ανασκαφέων που το αποκάλυψαν. Το δάπεδο έφερε πέντε εµβλήµατα σε ορθογώνια πλαίσια, εκ των οποίων µόλις τα τρία διασώθηκαν σε αποσπασµατική κατάσταση: δύο θεατρικές µάσκες –µία τραγική και µία κωµική– και η µορφή ενός παπαγάλου (κάτω). Η διακόσµηση του δαπέδου συµπληρώνεται µε ταινίες επαναλαµβανόµενων µοτίβων σε ποικίλα χρώµατα (π.χ. ρόµβων), ρόδακες, φρουτογιρλάντες και µικρά πτηνά. Το δάπεδο του «Βορειοδυτικού δωµατίου» είναι κατεστραµµένο στο κέντρο και φέρει γύρω του διαδοχικές διακοσµητικές ταινίες. Μεταξύ αυτών απεικονίζεται και µία µικρή περγαµηνή που φέρει την υπογραφή του ψηφιδογράφου («ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ ΕΠΟΙΕΙ»). Τα συµπεράσµατα που µπορούν να διατυπωθούν σχετικά µε την ελληνιστική παραγωγή ψηφιδωτών στο Πέργαµον είναι ότι τα ψηφιδωτά έχουν υψηλή ποιότητα, µιµούνται έργα της ζωγραφικής, ενώ δίνεται έµφαση στη φυσιοκρατική, λεπτοµερειακή απόδοση των εικονιστικών θεµάτων.

Η µετάβαση από την Ελληνιστική στη Ρωµαϊκή περίοδο χαρακτηρίζεται από σχεδόν αδιάκοπη οικονοµική ανάπτυξη των πόλεων της Μικράς Ασίας. Ιδιαιτέρως για το Πέργαµον, µπορούµε να διαπιστώσουµε την εξέλιξη στην παραγωγή των ψηφιδωτών. Παράλληλα, αυτή την περίοδο εµφανίζονται στοιχεία που οφείλονται σε ιταλικές επιδράσεις13, π.χ. ασπρόµαυρα µοτίβα, απεικονίσεις στο κέντρο του δαπέδου. Χαρακτηριστικό ψηφιδωτό είναι αυτό του δαπέδου ενός δωµατίου που βρίσκεται βόρεια του περιστυλίου της αυλής του Άτταλου Πατρικλιανού, του επονοµαζόµενου «Κτηρίου Ζ». Το κέντρο του δαπέδου καταλαµβάνει η εικόνα ενός Σειληνού και του νεαρού ∆ιονύσου, που κατ’ ασυνήθιστο τρόπο απεικονίζονται από το ύψος του στήθους και άνω (κάτω). Από την άλλη πλευρά, σε άλλο δωµάτιο του ίδιου κτηρίου, δυτικά του περιστυλίου της αυλής, γίνεται ακόµη πιο φανερή η εισροή των ιταλικών στοιχείων. Σε αυτό η εικονιστική διακόσµηση του δαπέδου αποτελείται από δεκαέξι οκτάγωνα που περιβάλλονται από πλοχµό και κοσµούνται µε διονυσιακά θέµατα (θεατρικές µάσκες, τίγρης, πάνθηρας, σάτυρος, µαινάδα, κοκόρια) επάνω σε σκουρόχρωµο τοπίο. Επίσης αξιόλογη είναι η παρουσία ψηφιδωτών παραστάσεων, στην περιοχή της Κωνσταντινούπολης και συγκεκριµένα στον Ιερό Ναό της Αγίας Σοφίας, όπου χάρη στην πολύτιµη βοήθεια των δύο αρχιτεκτόνων, του Ανθέµιου και του Ισίδωρου, και των 10.000 εργατών που συµµετείχαν στην κατασκευή της, δηµιουργήθηκε ένα αποτέλεσµα απαράµιλλου κάλλους. Ανάµεσα στους θαυµαστές του έργου αυτού είναι και ο ιστορικός Προκόπιος ο οποίος εξαίρει το κάλλος της Αγίας Σοφίας. ∆εν είναι τυχαίο ούτε το ότι ξοδεύτηκαν 3.000 κεντηνάρια χρυσού προκειµένου να στολιστεί, αλλά ούτε και ο λόγος που εξέφρασε ο Ιουστινιανός αντικρίζοντας για πρώτη φορά την εκκλησία στα

13 Πάνος Βαλαβάνης, Καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας Πανεπιστηµίου Αθηνών

εγκαίνια της: «Νενίκηκά σε Σολοµώντα»14, γιατί πράγµατι η οµορφιά και η πολυτέλεια της Αγίας Σοφίας ξεπερνούσε κατά πολύ το ναό του Σολοµώντα. Καταλήγοντας, και µε βάση τη µαρτυρία του Λουκά Πεϊνήρη, ψηφιδογράφου – ψηφιδοθέτη, µπορούµε να πούµε ότι τα ψηφιδωτά της Ολύνθου, της Περγάµου, της Ποµπηίας κ.α. αποτελούν εξαιρετικά δείγµατα ακµής του ψηφιδωτού την αρχαιότητα, ενώ τα ψηφιδωτά της Κωνσταντινούπολης αντιπροσωπεύουν το διαχρονικό πλούτο και τη λαµπερή οµορφιά που «έτρεφε» η Μικρά Ασία. ΚΚΟΟΥΥΖΖΙΙΝΝΑΑ

Η ιστορία της µικρασιατικής κουζίνας επηρεάστηκε από τις γεωγραφικές και κλιµατολογικές συνθήκες. Οι Έλληνες τις Μικράς Ασίας δέχτηκαν επιρροές στη µαγειρική τους από τα τοπικά προϊόντα και από τις εθνότητες τις οποίες συγκατοίκησαν. Όπως γράφει στο βιβλίο του «Ανακού» ο Θανάσης Κωστάκης οι κυριότερες τροφές γίνονταν από στάρι ή από αλεύρι. Τα περισσότερα φαγητά τα παρασκεύαζαν από προϊόντα που παρήγαγε το χωριό και τα οποία είχαν βάση το αλεύρι, το κρέας, τα αυγά και πολύ λιγότερο τα χόρτα. Συνήθιζαν επίσης να τρώνε ρεβίθια, φακές, φασόλια, µπιζέλια15. Οι Μικρασιάτες είχαν στη κουζίνα τους ξεχωριστές συνταγές για κάθε γιορτή όπως τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και τις Απόκριες. Η Έφη Γρηγοριάδου µας καταγράφει τις βασικές συνταγές που έκαναν οι Έλληνες της Μικράς Ασίας. Ενδεικτικά σας αναφέρουµε: ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΣΧΑ: Τη Μεγάλη Πέµπτη οι νοικοκυρές έβαφαν τα αυγά κόκκινα χρησιµοποιώντας 14 Σ. Μαυροειδή-Παπαδάκη, Ιστορίες από το Βυζάντιο, α’ τόµος: περίοδος 300-565 µ.Χ. 15 Ρίζες Ελλήνων: Μικρασιάτες

κρεµµύδια. Το πασχαλινό αρνί δε συνήθιζαν να το σουβλίζουν αλλά το γέµιζαν µε ρύζι, αµύγδαλα και κουκουνάρι και το έβαζαν στη χόβολη από το προηγούµενο βράδυ για να ψηθεί σιγά σιγά και µε την ησυχία του ως το πρωί. ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΠΟΚΡΙΕΣ: το πιο συνηθισµένο γλυκό τους ήταν τα αυγοκαλάµαρα που θυµίζουν τις σηµερινές δίπλες. Την καθαρά ∆ευτέρα δυο ήταν τα απαραίτητα εδέσµατα στο τραπέζι: η ταχινόπιτα και η χαβιαροσαλάτα. ΓΙΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ: τα φαγητά της ηµέρας των Χριστουγέννων ήταν τα εξής: ψητό γουρουνόπουλο, σέλινο µε κρέας, τουρσιά, σαρµάδες. Ακόµα, το γιορτινό γεύµα ξεκινούσε µε σούπα από βραστό. Επίσης, υπήρχαν συγκεκριµένες συνταγές για κάθε εποχή του χρόνου. Για παράδειγµα το χειµώνα η σούπα-την αποκαλούσαν «σούρβα» ή «τσόβρα»- δεν έλειπε από κανένα τραπέζι, συνήθιζαν µάλιστα να την τρώνε και για πρωινό. Ακόµα παραδοσιακά χειµωνιάτικα φαγητά ήταν τα «κιντέαυτα», τα οποία ήταν φαγητά που σαν κύριο συστατικό τους περιείχαν τις τσουκνίδες. Οι πίτες και τα πεϊνιρλί ήταν εδέσµατα καθηµερινής κατανάλωσης τα οποία ποτέ δεν έλειπαν από το καθηµερινό τραπέζι. Επιπλέον, τα καθηµερινά γλυκά που έτρωγαν µετά το φαγητό ήταν ο «ταχινοχαλβάς» και το «πετσίλι», το οποίο φτιαχνόταν από ξερά βερίκοκα. Το καλοκαίρι συνήθιζαν να µαγειρεύουν το « πουντούζ» ένα πρόχειρο φαγητό που το µαγείρευαν όταν πήγαιναν τα κοπάδια για βοσκή. Συνηθισµένο φαγητό του καλοκαιριού ήταν και το «στίβαχτον» ο σηµερινός µουσακάς. Τόσο ενταγµένες στην ελληνική κουζίνα οι παραδοσιακές συνταγές φαγητών από τη Μικρά Ασία, δύσκολα τις ξεχωρίζουµε από τις «ελληνικές». Αναφέρουµε ενδεικτικά την πιο γνωστή και δηµοφιλή: Σουτζουκάκια σµυρναίικα

Ζυµώνουµε µισό κιλό κιµά µοσχαρίσιο και µισό κιλό κιµά χοιρινό µε δυο µέτρια ξερά κρεµµύδια τριµµένα, τρεις σκελίδες σκόρδο ψιλοκοµµένο, µισό φλιτζάνι λάδι, µισό κιλό ξερό ψωµί (ή τριµµένη φρυγανιά) το οποίο έχουµε µουλιάσει σε νερό και στραγγίξει πολύ καλά, δυο αυγά, µισό κουταλάκι κύµινο, αλάτι και πιπέρι. Πλάθουµε τα σουτζουκάκια δίνοντας τους στενόµακρο σχήµα και τα αλευρώνουµε. Τα τηγανίζουµε σε καυτό λάδι και σερβίρουµε µε το συνοδευτικό της αρεσκείας µας.

3η Οµάδα

Κάτω από ποιες συνθήκες έφυγαν

Οι πρόσφυγες δεν έπρεπε µόνο να αντιµετωπίσουν τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης που προσέφερε το ελληνικό κράτος αλλά και τον πόνο για τον βίαιο διωγµό τους, καθώς οι Τούρκοι τους ανάγκασαν να εγκαταλείψουν την πραγµατική πατρίδα τους µε τον πιο βίαιο τρόπο. Από τις πληροφορίες που έχουµε πάρει από συνεντεύξεις, βιβλία και ταινίες ( την ταινία «1922»του Νίκου Κούνδουρου, τα βιβλία «τα µατωµένα χώµατα» , « το Αϊβαλί», «το Γιούλ Μπαξέ της Σµύρνης») βλέπουµε πόσο άγριος ήταν ο ξεριζωµός τους. Οι αρπαγές και οι λεηλασίες σπιτιών και περιουσιών, οι γεωργικές και κτηνοτροφικές καταστροφές, το γκρέµισµα σχολείων, εκκλησιών, η καταστροφή βιοτεχνικών και βιοµηχανικών επιχειρήσεων µε τον παράλληλο ευτελισµό κάθε ανθρώπινης αξιοπρέπειας που περιλαµβάνονται µαρτυρικοί βασανισµοί αιχµαλώτων, βιασµοί και ηθική οδύνη υπό το κλίµα του τρόµου και της απειλής του θανάτου, αλλά και οι ατέλειωτες πορείες αιχµαλώτων, στα περίφηµα "τάγµατα εργασίας" (Αµελέ Ταµπουρού), µε άγνωστο αριθµό ανθρώπων που χάθηκαν σ΄αυτά, οι σφαγές, οι θηριωδίες και τόσα άλλα. « η σφαγή δεν σταµατά, οι τσέτες και οι στρατιώτες του Νουρεντιν τρώνε ανθρώπινο κρέας. Σπάζουνε, πλατσικολογούνε σπίτια και µαγαζιά. Όπου βρούνε ζωντανούς τους βασανίζουν. Σταυρώουν παπάδες στις εκκλησίες, ατιµάζουν κορίτσια στις Άγιες τράπεζες… Αχ, γκρέµισε ο κόσµος µας! Γκρέµισε η Σµύρνη µας! Γκρέµισε η ζωή µας…» (απόσπασµα από το βιβλίο «Ματωµένα Χώµατα»)

Αξίζει να αναφέρουµε τα προσωπικά βιώµατα της µητέρας του Ιωάννη Ασλάνη,(πρόσφυγας πρώτης γενιάς) ο οποίος τα περιγράφει στην παρακάτω συνέντευξη: Μία µέρα στα τέλη του

Αυγούστου η µητέρα µου είχε ζυµώσει και είχε µόλις ξεφουρνίσει όταν κάποιοι ήρθαν στο χωριό από άλλα χωριά τροµαγµένοι φωνάζοντας « ΣΦΑΓΗ! ΣΦΑΓΗ!!!» Έλεγαν ότι όλοι πρέπει να φύγουν αµέσως από το χωριό. Η µητέρα µου πήρε τα παιδιά της και µαζί µε τον άνδρα της και έτρεξαν για να πάνε στην σκάλα( παραλία του χωριού τους), όπου µε µικρές βάρκες έπρεπε να φτάσουν στα πλοία στη Σµύρνη, τα οποία τους περίµεναν για να τους µεταφέρουν στην «µητέρα Ελλάδα». Όταν έφτασαν εκεί είδαν ένα τεράστιο πλήθος µαζεµένο στην παραλία να προσπαθεί να πλησιάσει προς το πλοίο και να σωθεί. Ακούγονταν πολλές φωνές από µανάδες και συγγενείς που είχαν χαθεί µέσα στο πλήθος. Πολλοί ξέροντας ότι ο τούρκικος στρατός ήταν σε απόσταση αναπνοής, έπεφταν στην θάλασσα για να ανέβουν στα ξένα πλοία που βρίσκονταν στο λιµάνι της Σµύρνης, καθώς ήξεραν ότι όποιον έβρισκαν, άντρα, γυναίκα ή παιδί θα το σκότωναν. Οι ναύτες των πλοίων αυτών δίχως να δείξουν καθόλου έλεος, πυροβολούσαν όποιον προσπαθούσε να ανέβει στο πλοίο τους.

Η µητέρα µου κατάφερε τελικά να ανέβει µαζί µε την οικογένεια της στο πλοίο για την Ελλάδα, ενώ η Σµύρνη φλεγότανε. Αξίζει να αναφέρουµε µια συγκινητική λεπτοµέρεια. Η µητέρα µου καθώς πήγαινε από το χωριό στην Σκάλα, θυµήθηκε ότι είχε ζυµώσει.

Επειδή τα παιδιά της πεινούσαν ήδη πολύ, αποφάσισε να γυρίσει πίσω για να πάρει το ψωµί και µερικά ακόµη από τα υπάρχοντα τους, θέτοντας την ζωή της σε µεγάλο κίνδυνο. Γύρισε λοιπόν σε ένα χωριό στο οποίο είχανε µείνει µόνο Τούρκοι, µε τους οποίους συµβιώνανε ειρηνικά τόσα χρόνια και τώρα ξαφνικά είχανε γίνει εχθροί. Με περίσσεια τόλµη και θάρρος πήρε τα ψωµιά κι έτρεξε στη βάρκα για να φύγουν για την Χίο κι από εκεί στην Κόρινθο.

Κι από την Κόρινθο στην Κρήτη.

Ο πόνος του ξεριζωµού ήταν αβάσταχτος.

Μα έπρεπε να αντέξουν! Να αντέξουν τα πάντα και να ξεκινήσουν µια καινούργια ζωή.

Με ποια κριτήρια διάλεξαν την Κρήτη

Η άφιξη των προσφύγων στη Ελλάδα προκάλεσε γενική κρίση. Όταν έφυγαν, οι περισσότεροι πήγαν όπου είχαν γνωστούς ή συγγενείς, έχοντας την ελπίδα ότι θα τους βοηθήσουν. Απ’ την άλλη όσοι δεν είχαν συγγενικά πρόσωπα κατάφεραν µε µεγάλη δυσκολία να φτάσουν στον προορισµό τους. Η πλειοψηφία των προσφύγων πήγε σε νησιά του Αιγαίου ,στην Πελοπόννησο, στην Μακεδονία και στην Κρήτη.

Αυτοί που ήρθαν στην Κρήτη περίµεναν από τους συµπατριώτες τους να τους βοηθήσουν να ορθοποδήσουν ξανά και να αρχίσουν µια νέα ζωή σε µια νέα πατρίδα.

Οι ξεριζωµένοι Έλληνες άφησαν πίσω τους τα πάντα: την παλιά τους ζωή, τα πλούτη, την περιουσία τους, που µε τόσο κόπο είχαν αποκτήσει και πήραν µαζί τους µόνο τα όνειρα τους, τις αναµνήσεις, την κουλτούρα, τον πολιτισµό και την πανάρχαια και ένδοξη ιστορία τους. Ήρθαν λοιπόν στη ‘’ µητέρα πατρίδα’’, Πολλές χιλιάδες πρόσφυγες ήρθαν στην Κρήτη ,από τη Σµύρνη, τα Αλάτσατα, την Αλικαρνασσό, το Νύµφαιο, το Αϊδίνι, το Αϊβαλί κι αλλού,

δηµιουργώντας µικρούς οικισµούς όπως τη Ν. Αλικαρνασσό, τη Φορτέτσα , τον Άη Γιάννη, τον Πόρο και πολλές άλλες .

Οι πρώτοι κάτοικοι της Νέας Αλικαρνασσού ήταν πρόσφυγες που εγκατέλειψαν τις εστίες τους στα παράλια της Μικράς Ασίας και ήρθαν στην Κρήτη. Η γη που παραχωρήθηκε για την ίδρυση του προσφυγικού αυτού συνοικισµού ήταν 6000 στρέµµατα µε σύνορα: από το Βορρά το Κρητικό πέλαγος, από την Ανατολή και το Νότο, τα όρια της επαρχίας Πεδιάδος και από τη ∆ύση, το Σιλαµιανό ποταµό.

Οι κύριοι λόγοι που οι πρόσφυγες διάλεξαν την Κρήτη , µετά από τον βίαιο ξεριζωµό τους ήταν οι επαφές που είχαν από παλιά οι Κρητικοί µε τους Μικρασιάτες, έχοντας και οι δύο στενή σχέση µε τη θάλασσα, ήταν πιο εύκολο φεύγοντας από την Μικρά Ασία να καταφεύγουν σε νησιά όπως η Κρήτη παρά στο χάος των µεγαλουπόλεων. Ένας επιπλέον λόγος που αποτέλεσε κριτήριο επιλογής της Κρήτης ως νέο τόπο κατοικίας των προσφύγων ήταν το έφορο και πολύ καλλιεργήσιµο έδαφος που παρείχε η Κρήτη. Εκεί µπορούσαν να παράγουν τα απαραίτητα προϊόντα που δεν ήταν δυνατόν να εξασφαλίσουν σε περιοχές όπως η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη κτλ.

Η Ε.Α.Π. ( επιτροπή αποκατάστασης προσφύγων) έδωσε βάρος στην Γεωργία και οι πρόσφυγες που ασκούσαν αστικά επαγγέλµατα (σχετικά µε εµπόριο , βιοµηχανία – βιοτεχνία) , στην νέα τους πατρίδα βοήθησαν να αναπτυχθεί και το εµπόριο και η βιοτεχνία µεταφέροντας νέες µεθόδους, νέους τρόπους καλλιέργειας ακόµα και επαγγέλµατα που δεν άκµαζαν στην Κρήτη.

Έδωσαν νέα πνοή νέες ιδέες, βοήθησαν και βοηθήθηκαν στην νέα τους πατρίδα σε βάθος χρόνου εγκλιµατίστηκαν πλήρως στις νέες καταστάσεις.

Μερικοί από τους πρώτους πρόσφυγες που ήρθαν στο χωριό Κάτω Πουλιές

Πόσοι και ποιοι ήταν.

(Επαγγελµατική κατάσταση των προσφύγων πριν και µετά την Μικρασιατική καταστροφή )

Τον Αύγουστο του 1922 η εκκένωση της Μ.Ασιας από τους έλληνες είχε ήδη αρχίσει .Μεγάλοι αριθµοί προσφύγων αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους ,την περιουσία τους ακόµα και µέλη της οικογένειας τους για να διανύσουν µια ξένη θάλασσα και να φθάσουν σε έναν ακόµα πιο ξένο τόπο ,την Ελλάδα.

Σύµφωνα µε το βιβλίο του Άγγελου Χανιώτη «Έργα και Ηµέρες στην Κρήτη» οι πρόσφυγες που κατέφθασαν στο Ελλαδικό χώρο ήταν συνολικά 1.300.000 .

Οι περισσότεροι απ’ αυτούς είχαν έλθει από τη Μ.Ασια ,το Πόντο ,την Ανατολική Θράκη, την Κωνσταντινούπολη αλλά και από άλλες χώρες όπως τη Ρωσία και τη Βουλγαρία .Το φθινόπωρο του 1922 οι έλληνες που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα ήταν 152.000 ενώ αυτοί που δεν είχαν καταφέρει να φύγουν µε το πρώτο κύµα προσφύγων έφθασαν στην Ελλάδα το 1924 µε τη βοήθεια της Μικτής Επιτροπής Ανταλλαγής και ήταν περίπου 190.000.

Αν λάβουµε υπόψη µας τις κακουχίες αλλά και τις επιδηµίες που τους ταλαιπώρησαν αισθητά τα πρώτα χρόνια της διαµονής τους στην Ελλάδα µπορούµε να καταλάβουµε ότι η προσέλευση τους άρχισε να αυξάνεται µετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάννης και της ελληνοτουρκικής Σύµβασης για την ανταλλαγή των πληθυσµών.

Παίρνοντας πληροφορίες από το βιβλίο της Νεοελληνικής Ιστορίας Γ λυκείου µπορούµε να δούµε ότι στην απογραφή του 1928 ο αριθµός των προσφύγων µε καταγωγή περιοχές της Μ.Ασιας είχε αυξηθεί κατά πολύ αφού καταγράφηκαν 1.220.000 Έλληνες της Μ.Ασιας .

Το 1923,συµφωνα µε το βιβλίο « Πρόσφυγες στο Ηράκλειο του Μεσοπόλεµου» ο προσφυγικός πληθυσµός της Κρήτης ήταν περίπου 28821. Ο αριθµός των προσφύγων του νοµού Ηρακλείου ήταν 13088 του νοµού Χανίων 11.010,του νοµού Ρεθύµνου 3407και του νόµου Λασιθίου 1316. Το πρώτο κύµα προσφύγων που εγκαταστάθηκε στο νοµό Ηρακλείου είχε φτάσει ήδη τον Αύγουστο του 1922 και ήταν περίπου 1.000 ,ενώ το 1923 ο αριθµός τους ήταν κατά πολύ µεγαλύτερος αφού τον Απρίλιο έφθασαν 10.982 και τον Οκτώβριο 12.070.

Βλέποντας τα στοιχεία που υπάρχουν στο βιβλίο νεοελληνικής ιστορίας Γ λυκείου οι πληθυσµοί αυτοί προέρχονταν από διάφορες περιοχές της Μικρά Ασίας, όπως η Σµύρνη, το Αϊβαλί ,η Πέργαµος και η Κωνσταντινούπολη . Στη πατρίδα τους αποτελούσαν διάφορες κοινωνικές οµάδες .Στα αστικά κέντρα τα πιο συνηθισµένα επαγγέλµατα ήταν οι τεχνίτες ,οι βιοτέχνες ,οι µαγαζάτορες ,οι µικροέµποροι ,οι γιατροί , οι καθηγητές ενώ υπήρχαν και επαγγέλµατα όπως βιοµήχανοι ,πλοιοκτήτες και µεγαλέµποροι. Στις επαρχίες οι περισσότεροι ασχολούταν µε τη γεωργία και την κτηνοτροφία.

Το 1923, ιδρύθηκε ένας αυτόνοµος οργανισµός ,η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων ( Ε.Α.Π. ).Υπήρξε µέριµνα από την Ε.Α.Π να αποκτήσουν οι πρόσφυγες απασχόληση ίδια ή παρόµοια µε αυτή που είχαν στην πατρίδα τους, όµως ο πολιτικός και οικονοµικός κόσµος της χώρας είχε την πεποίθηση ότι οι πρόσφυγες θα µπορούσαν να προσφέρουν στην γεωργική ανάπτυξη της χώρας ,αφού η Ελλάδα τότε βασίζονταν στην γεωργία ,ανεξάρτητα από την κοινωνική και οικονοµική τους προέλευση . Η αγροτική τύπου αποκατάσταση συνέφερε περισσότερο τον πολιτικοοικονοµικό χώρο εκείνης της εποχής αφού στοίχιζε λιγότερα και

ήταν ταχύτερη σε αντίθεση µε την αστική που απαιτούσε τη δηµιουργία νέων θέσεων εργασίας..

Στην αγροτική αποκατάσταση η Ε.Α.Π προσέφερε στους πρόσφυγες καλλιεργήσιµη γη ,στέγη ,εργαλεία ,σπόρους και ζώα έτσι ώστε οι πρόσφυγες να µπορούν να ξεκινήσουν την παραγωγή άµεσα.

Η αστική αποκατάσταση σε αντίθεση µε την αγροτική ,περιλάµβανε µόνο στέγαση και όχι πρόνοια για εύρεση εργασίας .Οι περισσότεροι πρόσφυγες δούλευαν περιστασιακά είτε ως εργάτες σε οικοδοµές ,εργοστάσια και βιοτεχνίες είτε ως πλανόδιοι πωλητές , ενώ άλλοι εργαζόταν ως ναυτεργάτες και εργάτες σε δηµόσια έργα. Έτσι οι περισσότεροι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην ύπαιθρο αφού η Ε.Α.Π εξασφάλιζε ένα καλό επίπεδο ζωής σε σχέση µε το επίπεδο ζωής στις πόλεις .

Στην Κρήτη δεν ήταν πολλοί αυτοί που εγκαταστάθηκαν στις πόλεις αφού η γη ευνοούσε την καλλιέργεια της. Πιο συγκεκριµένα το βιβλίο «Πρόσφυγες στο Ηράκλειο του µεσοπολέµου» παραθέτει κάποια στοιχεία για τις καλλιεργήσιµες εκτάσεις που παραχωρήθηκαν στους πρόσφυγες. Σε 237 συνοικισµούς της Κρήτης παραχωρήθηκαν 4962 καλλιεργήσιµες εκτάσεις που συνήθως άνηκαν σε µουσουλµάνους πριν τη µικρασιατική καταστροφή ενώ αποκαταστάθηκαν 19316 άτοµα. Στο Ηράκλειο τα άτοµα που αποκαταστάθηκαν αγροτικά από την Ε.Α.Π ήταν 10416, στα Χανιά 3965,στο Ρέθυµνο 3047 και στον Άγιο Νικόλαο 1843.

Τέλος µπορούµε να δούµε ότι η κοινωνική και η οικονοµική κατάσταση των προσφύγων πριν από την µικρασιατική καταστροφή δεν έπαιζε κανένα ρόλο ως αναφορά τον ξεριζωµό τους από την πατρίδα τους τις κακουχίες που υπέστησαν από τους Μουσουλµάνους και την εγκατάσταση τους σε µια καινούρια πατρίδα. Τα µόνα χαρακτηριστικά που τους ανάγκασαν να βιώσουν τον ξεριζωµό ήταν η θρησκεία και η καταγωγή των προγόνων τους.

H εκπαίδευση που παρεχόταν στους πρόσφυγες στην Μ.Ασία και την Ελλάδα

Η εκπαίδευση που παρεχόταν στους πρόσφυγες της Μ.Ασίας ξεκίνησε από τους πρόναους των εκκλησιών και των µοναστηριών, διαπαιδαγωγήθηκε στα χέρια απλοϊκών ιερωµένων κι αυτοδίδακτων λαϊκών, ωρίµασε στους περιβόλους των ενοριακών ναών, όπου στεγαζόταν τα σχολεία, κι έγινε θεσµός, που δυνάµωσε την πίστη στις ατοµικές δυνατότητες και τόνωσε την εθνική συνείδηση των σκλάβων. Βάση της εκπαίδευσης στην Μ.Ασία ήταν το Κοινοτικό Σχολείο, που αποτελούσε εξέλιξη των πρώτων σχολείων, των γνωστών παιδαγωγείων ή γραµµατοδιδασκαλείων, όπου δίδασκαν αυτοσχέδιοι συνήθως δάσκαλοι, οι γραµµατιστές. Τα

γραµµατοδιδασκαλεία διατηρήθηκαν σ’ αποµονωµένες περιοχές µέχρι το 1922! Παράλληλα µε το κοινοτικό υπάρχει και το ιδιωτικό που γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στη Σµύρνη. Τα κοινοτικά σχολεία διακρίνονται στα απλά κοινοτικά σχολεία και τις Κεντρικές σχολές. Η Κεντρική όµως σχολή είναι συνήθως σχολείο της δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης.

Το Κοινοτικό Σχολείο της Πρωτοβάθµιας εκπαίδευσης παρουσιάζει τις µορφές: Αρρεναγωγείο, Παρθεναγωγείο, Νηπιαγωγείο. Στη Μ. Ασία, µόνο όταν η κοινότητα ήταν πολύ µικρή ή τα οικονοµικά της περιορισµένα, υπήρχαν µικτά δηµοτικά σχολεία. Προϋπήρξαν βέβαια τα Αρρεναγωγεία, που ήταν εξέλιξη των γραµµατοδιδασκαλείων, κι ακολούθησαν

τα παρθεναγωγεία αργά αλλά σταθερά, για να γενικευτούν σ’ όλες τις κοινότητες της Μ. Ασίας.

Στις έδρες των µητροπόλεων, στις µεγάλες πόλεις, σε φηµισµένα µοναστήρια ή στο κέντρο µεγάλων αγροτικών συνοικισµών είχαν ιδρυθεί Κεντρικές σχολές ή κοινοβιακά σχολεία αρρένων ή θηλέων µε οικοτροφεία για τα παιδιά, που έρχονταν από µακριά. Οι Κεντρικές σχολές είχαν ολόκληρο ελληνικό σχολείο και τάξεις ή και πλήρες γυµνάσιο.

Μετά τον κύκλο των µαθηµάτων των ελληνικών σχολείων ή των ολοκληρωµένων αστικών σχολών υπήρχε το Γυµνάσιο, όπου δίδασκαν πτυχιούχοι του πανεπιστηµίου Αθηνών ή ευρωπαϊκών πανεπιστηµίων ή απόφοιτοι ιερατικών σχολών. Προτού να ιδρυθεί ένα γυµνάσιο δηµιουργούνταν τάξεις γυµνασιακές στα ελληνικά σχολεία ή στις αστικές σχολές. Όταν συµπλήρωναν τις τρεις πρώτες γυµνασιακές τάξεις, σχηµατιζόταν το ηµιγυµνάσιο. Έπειτα, κοντά στα ηµερήσια σχολεία δηµιουργήθηκαν σε πολλά µέρη της Μ. Ασίας και νυχτερινές σχολές της πρωτοβάθµιας εκπαίδευσης. Σχετικά µε την επαγγελµατική αποκατάσταση των νέων είχαν ιδρυθεί και λειτουργούσαν στη Μ. Ασία πλήθος από επαγγελµατικά σχολεία. Πέρα από τις διάφορες µορφές και βαθµίδες του κοινοτικού σχολείου που αναφέραµε, δεν έλειψε από το χώρο της µικρασιατικής εκπαίδευσης κι η ιδιωτική πρωτοβουλία.

Τελειώνοντας την αναφορά αυτή για την εκπαίδευση που παρεχόταν στους πρόσφυγες της Μ.Ασιας δεν πρέπει να παραλείψουµε και τα Ορφανοτροφεία, µέσα στα ορφανοτροφεία αυτά λειτουργούσαν δηµοτικά σχολεία για την παροχή στοιχειωδών γνώσεων στα ορφανά.

Αντίθετα η εκπαίδευση που παρεχόνταν στην Ελλάδα αναδιοργανώθηκε από τον βασιλιά Όθωνα. Με τα διατάγµατα ‘Περί ∆ηµοτικών σχολείων’ (1834)και ‘Περί Ελληνικών Σχολείων και Γυµνασίων’(1836) το εκπαιδευτικό σύστηµα περιλάµβανε 3 σχολεία. ∆ηµοτικό µε 7, 5 ή 4 τάξεις (ελάχιστα λειτούργησαν µε 7 τα περισσότερα µε 5 ή λιγότερες), Ελληνικό σχολείο µε 3 τάξεις και Γυµνάσιο µε 4 τάξεις. Η διάρκεια της φοίτησης στο ∆ηµοτικό ήταν 7ετης (άρθρο 6, διάταγµα 6/18/2/1834). Το 1880 οι τάξεις των δηµοτικών σχολείων περιορίστηκαν σε 5. Τα

νοµοσχέδια του 1889 προέβλεπαν εξατάξια δηµοτικά σχολεία και πενταετή Γυµνάσια. Όσον αφορά την Κρήτη, στις αρχές του 19ου αιώνα λειτούργησαν κάποια σχολεία. Σοβαρή τοµή στην εκπαίδευση του νησιού έγινε το 1870 µε τη σύνταξη του ∆ιοργανισµού των Ιερών Μονών της Κρήτης. Με τη φροντίδα των µοναστηριών και των Κεντρικών ∆ηµογεροντιών ξεκίνησαν να λειτουργούν πολλά σχολεία. Με τη Σύµβαση της Χαλέπας (1878), η ίδρυση και η λειτουργία των σχολείων ήταν ελεύθερη. Στο πρώτο Σύνταγµα της Κρητικής Βουλής (1899), άρθρο 21, καθορίστηκε η δωρεάν εκπαίδευση και για τα δύο φύλα. Από το 1899 µέχρι το 1911 δηµοσιεύτηκαν 4 νόµοι και 17 διατάγµατα σχετικά µε τη λειτουργία και την οργάνωση της δηµόσιας εκπαίδευσης. Από τους 4 νόµους, δύο ήταν οι βασικοί, ο Νόµος 391/1899, µε τον οποίο η εκπαίδευση διαιρούνταν σε δυο βαθµίδες, τη δηµοτική ή κατώτερη και τη γυµνασιακή ή µέση, όπου τα δηµοτικά σχολεία περιλάµβαναν 4 τάξεις και η φοίτηση ήταν υποχρεωτική από το 6ο ως 9ο έτος της ηλικίας και ο Νόµος 391/1901, µε τον οποίο καθορίστηκε η ένταξη των νηπιαγωγείων

στη δηµόσια εκπαίδευση, η επανασύσταση των Ελληνικών Σχολείων και η ίδρυση ∆ιδασκαλείου στο Ηράκλειο. Το 1903 τροποποιήθηκε (Νόµος 485/1903) και σύµφωνα µ' αυτόν τα δηµοτικά χωρίστηκαν σε πρωτοβάθµια, δευτεροβάθµια και τριτοβάθµια, ανάλογα µε τον αριθµό των µαθητών. Με τον Νόµο 146/1909 τα δηµοτικά σχολεία απέκτησαν ακόµη δύο τάξεις και ονοµάστηκαν Ανώτερα Εξατάξια ∆ηµοτικά Σχολεία.

Στην πόλη του Ηρακλείου, πριν από την άφιξη των προσφύγων 7 δηµόσια δηµοτικά σχολεία: Α΄ Αρρένων (Σεϊτάν Ογλού), Β΄ Αρρένων (Στρατώνας), Γ΄ Αρρένων (Καπνοκοπτήριο) και ∆΄ Αρρένων και Α΄ Θηλέων (Άγιος Μηνάς), Β΄ Θηλέων (Σχολή Καλογραιών, οδός Θεοτοκοπούλου σήµερα) και Γ΄ Θηλέων (Καµαράκι), στα οποία φοιτούσαν 1500 µαθητές 1 µικτό στη Φορτέτσα και 1 αρρένων και 1 θηλέων στη Χρυσοπηγή. Επίσης το Εκπαιδευτήριο της Ανδρονίκης Πετράκη και το <<Λύκειο Ο Κοραής>>. Με διαταγή του Υπουργού Παιδείας τα προσφυγόπουλα εντάχθηκαν στα υφιστάµενα σχολεία, µετά από κατατακτήριες εξετάσεις, και ανάλογα µε τις γνώσεις τους, εισήχθησαν στην αντίστοιχη τάξη. Η εγγραφή τους γινόταν ατελώς. Σε όσες οικογένειες το επέτρεψαν οι οικονοµικές συνθήκες, τα παιδιά τους φοίτησαν στο Εκπαιδευτήριο των αδελφών του τάγµατος Αγίου Ιωσήφ (Γαλλική Σχολή) και στο <<Λύκειο Ο Κοραής>>

Στα δηµοτικά σχολεία της πόλης φοιτούσαν 1500 µαθητές. Λόγω της άφιξης των προσφύγων, το µαθητικό δυναµικό ανήλθε σε 3.000. Για να καλυφθούν οι εκπαιδευτικές ανάγκες ιδρύθηκαν δύο νέα δηµόσια δηµοτικά σχολεία: το Ε΄ ∆ηµοτικό Αρρένων Ηρακλείου, τετρατάξιο, και το ∆΄ ∆ηµοτικό Θηλέων Ηρακλείου, τριτάξιο, ενώ το ∆΄ ∆ηµοτικό Αρρένων προήχθη σε τετρατάξιο και την επόµενη χρονιά σε πεντατάξιο και το Γ΄ Αρρένων σε τετρατάξιο. Την ίδια περίοδο ιδρύθηκε το ιδιωτικό δηµοτικό σχολείο <<Το Παλλάδιο>> (1924). Με τη σταδιακή εγκατάσταση του προσφυγικού πληθυσµού σε προσφυγικούς συνοικισµούς γύρω από το Ηράκλειο ιδρύθηκαν τα µικτά ∆ηµοτικά Σχολεία Χορασανλή Τεκέ

(στη σφραγίδα του σχολείου αναφέρεται ως σχολείο Χανιαλή Τεκέ), Μασταµπά και Αγίου Ιωάννη (1924), Ατσαλένιου (1928), Νέων Βρυούλων (1929), και Μπεντεβή Καµάρας (1938).

Η αντιµετώπιση των προσφύγων της Μικράς Ασίας από τους γηγενείς πληθυσµούς και το κράτος

Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες αντιµετωπίζονταν σε όλη τους την ζωή ως ξένοι. Στην Μικρά Ασία ήτανε οι Έλληνες, ξένοι για τους Τούρκους. Όταν διώχθηκαν και γύρισαν στην «πατρίδα» τους, για τους Έλληνες ήταν οι Τουρκόσποροι, που ήρθαν στην Ελλάδα για να µοιραστούν µαζί τους, τους ελάχιστους οικονοµικούς πόρους που µπορούσε να διαθέσει η Ελλάδα. Οι άνθρωποι αυτοί δεν ένιωσαν ποτέ ότι ανήκουν κάπου. Όπου και να πήγαιναν αντιµετωπίζονταν περιφρονητικά. Έπρεπε να αρχίσουν την ζωή τους από το µηδέν για µια ακόµη φορά χωρίς να βοηθάνε καθόλου σε αυτό οι συνθήκες διαβίωσης.

Η αντιµετώπιση τους από το κράτος και από τους γηγενείς πληθυσµούς δεν ήταν κοινή. Το ελληνικό κράτος ίδρυσε οργανισµούς σίτισης, υγειονοµικής περίθαλψης, παιδικής µέριµνας και οργανισµούς υπεύθυνους για την στέγαση των προσφύγων, όπως αναφέρεται στο βιβλίο της Ευγενίας Λαγουδάκη ‘Πρόσφυγες’ .

Η ύπαρξη τέτοιων οργανώσεων ήταν απαραίτητη κατά την άφιξη των προσφύγων από την Μικρά Ασία, καθώς οι άνθρωποι αυτοί όταν έφτασαν στην Ελλάδα ήταν καταβεβληµένοι σωµατικά και ψυχικά. Έτσι δηµιουργήθηκε στο Ηράκλειο ‘Υπηρεσία Περιθάλψεως Προσφύγων’. Όσον αφορά την στέγαση των προσφύγων φαινόταν ότι τα προβλήµατα δεν µπορούσαν να ξεπεραστούν εύκολα.

Σε συνέντευξη του ο Ασλάνης Ιωάννης (πρόσφυγας πρώτης γενιάς) αναφέρει ότι είχε δηµιουργηθεί ένας οργανισµός, ονόµατι ΕΑΠ (Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων), υπεύθυνος για την στέγαση των νεοφερµένων προσφύγων. Το ελληνικό κράτος έκανε µεγάλες προσπάθειες αλλά ήταν αδύνατο να αποκαταστήσει άµεσα και αποτελεσµατικά ένα τόσο µεγάλο αριθµό προσφύγων.

Αρχικά σε κάποια ιδρύµατα, οικίες και ευρύχωρα σπίτια επιβαλλόταν η συγκατοίκηση των ιδιοκτητών µε τους ξεριζωµένους µε αποτέλεσµα να δηµιουργηθεί δυσαρέσκεια.

Τα πρώτα σπίτια προσφύγων στο χωριό Κάτω Πουλιές

Το Ταµείο Περιθάλψεως Προσφύγων( λειτούργησε από το1922 ως το 1925) κατέβαλε φιλότιµες προσπάθειες κατασκευάζοντας σπίτια είτε ξύλινα, είτε λίθινα αλλά που δεν είχαν ούτε νερό, ούτε ρεύµα, ούτε αποχέτευση και που δεν ήταν αρκετά για την στέγαση όλων των προσφύγων, πολλοί από τους οποίους έµεναν όπου έβρισκαν: σε δρόµους, πλατείες, κοίτες ποταµών και αλλού.

∆υστυχώς λόγω της οικονοµικής δυσχέρειας που επικρατούσε εκείνη την περίοδο ήταν αδύνατον να παρέχουν τις κατάλληλες υποδοµές στους πρόσφυγες ( 36 τµ η κάθε οικογένεια)

Ως αποτέλεσµα σε αυτό, τα σπίτια ήταν πρόχειρα κατασκευασµένα και οι οικισµοί ασφυκτικά πυκνοκατοικηµένοι µε αποτέλεσµα τα προβλήµατα να παραµένουν, µε το πέρασµα των χρόνων, και έτσι πολλοί πρόσφυγες να είναι δυσαρεστηµένοι.

Όµως δεν υπήρξε και η ίδια συµπαράσταση και κατανόηση στα δεινά αυτών των ανθρώπων και από τους ντόπιους. Οι ντόπιοι, έχοντας δηµιουργήσει αυστηρά κλειστές κοινωνίες, έβλεπαν µε µεγάλη επιφύλαξη, αν όχι µε εχθρότητα, τους νεοφερµένους. Οι Κρητικοί τους αντιµετώπισαν µε δυσπιστία και ζήλια ∆εν ήταν και λίγες οι περιπτώσεις που τους εκµεταλλεύονταν και τους συµπεριφέρονταν µε περιφρόνηση και υποτιµητικά.

Ο αρχικός εκνευρισµός που ένοιωσαν οι ντόπιοι για τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής πήρε σύντοµα τη µορφή εχθρότητας. Η ρατσιστική συµπεριφορά κατά των προσφύγων θα αποτελέσει κοινωνική συµπεριφορά εκτεταµένη σε όλη την έκταση του ελλαδικού χώρου. Όπως µας διηγείται ο Σπύρος Γενιτσαρίδης και η Σεβαστή Βασιλείου(πρόσφυγες πρώτης γενιάς) σε συνέντευξη τους, οι ντόπιοι τους φώναζαν ‘Πρόσφυγγες’ και ‘Καραγκούνηδες’, κάτι πολύ υποτιµητικό για εκείνους.

Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις του Γεωργίου Βλάχου στην εφηµερίδα«Καθηµερινή», ο οποίος ακόµη και το 1928 αποκαλεί τους πρόσφυγες ως «προσφυγική αγέλη». Ο Νίκος Κρανιωτάκης, φιλοµοναρχικός εκδότης του Πρωινού Τύπου, θα απαιτήσει το 1933, στην εφηµερίδα του, να επιβληθεί στους πρόσφυγες να φορέσουν κίτρινα περιβραχιόνια για να τους διακρίνουν και να τους αποφεύγουν οι Έλληνες.

Τα φιλοµοναρχικά κόµµατα κράτησαν µια στάση απέχθειας έναντι των προσφύγων. Χαρακτηριστικό της νοοτροπίας της τάξης των µοναρχικών αποτελεί το παρακάτω απόσπασµα: «Συµπονούµεν και συµπαθούµεν τους πρόσφυγας ως ανθρώπους και αδελφούς δυστυχήσαντας και παθόντας, αλλά δεν τους θέλοµεν ούτε ως ψηφοφόρους, ούτε ως εκλογείς, ούτε ως εκλεξίµους, ούτε ως πολίτας δικαιουµένους να κυβερνήσουν την Ελλάδα».

Παρά τη σταδιακή µεταβολή των αρχικών αντιλήψεων για τους πρόσφυγες, η πρωταρχική αντιπάθεια θα εξακολουθήσει να εκφράζεται µε διάφορους τρόπους. Τα παλιά εχθρικά συναισθήµατα και αρνητικά στερεότυπα θα παραχωρήσουν τη θέση τους στην υποτίµηση.

Οι πρόσφυγες γενικά ήταν ανεκτικοί απέναντι σε ανθρώπους άλλων εθνικοτήτων, θρησκειών και πολιτισµών, γιατί ζούσαν στο κοσµοπολίτικο περιβάλλον της Μικράς Ασίας, όπου συνυπήρχαν πολλά και διάφορα έθνη και πολιτισµοί. Η επιβίωση στην καινούρια πατρίδα ήταν πολύ δύσκολη για όλους τους πρόσφυγες. Σιγά -σιγά όµως άρχισαν να συνηθίζουν στην καινούρια τους ζωή. Συνειδητοποίησαν ότι δεν έπρεπε να έχουν όνειρα για επιστροφή στη Μ. Ασία και προσπαθούσαν να κάνουν καλύτερη τη ζωή τους. Και τα κατάφεραν. Βελτίωσαν τη ζωή τους αλλά ανανέωσαν και την Ελλάδα και αποτέλεσαν αναπόσπαστο κοµµάτι του Ελληνικού λαού.

4η οµάδα

Η ζωή στη Μικρά Ασία πριν και κατά την ανταλλαγή πληθυσµών

Πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή οι Έλληνες της Μικρά Ασίας όχι µόνο συµβίωναν αρµονικά µε τους Τούρκους αλλά και ευηµερούσαν δηµιουργώντας αξιόλογες περιουσίες. Οι σχέσεις των δύο λαών ήταν πολύ οµαλές. Έλληνες και Τούρκοι ζούσαν µαζί, στις ίδιες κοινότητες, ίδιες γειτονιές, δούλευαν µαζί, συνεργάζονταν µε άψογο τρόπο και απόλυτη αρµονία. Σ’ όλες τις συνεντεύξεις ο Τούρκος αναφέρεται συχνά σαν «αδερφός», «φίλος» και «σύντροφος». Πάντα µε καλά λόγια έχουν να χαρακτηρίσουν τους ανθρώπους εκείνους που άφησαν πίσω για πάντα µετά τη µικρασιατική καταστροφή. Οι δεσµοί τους ήταν στενοί και δυνατοί πολλές φορές. Προβλήµατα αποφεύγονταν να δηµιουργηθούν ή δεν υπήρχαν καθόλου. Ο καθένας κοίταζε τη δουλειά του ξεχωριστά και δεν προσπαθούσε να ανακατευτεί µε τις υποθέσεις του άλλου. Συνεπώς τα πράγµατα βρίσκονταν στη θέση τους, σε µια – σχεδόν – φυσική τάξη. Και οι δύο λαοί διακρίνονταν για τα αισθήµατα σεβασµού και φιλοτιµίας που έδειχναν ο ένας στον άλλο. ∆εν υπήρχε διάθεση ή πρόθεση κακόβουλη. Μετά το 1914 όµως,

αλλά και αρκετά πριν, ο Μικρασιατικός ελληνισµός, σε σύνολο δύο εκατοµµυρίων περίπου, ζούσε µέσα σε συνθήκες αδιάκοπης καταπίεσης και κατατρεγµών. Το ελληνικό κράτος από τη µεριά του δεν µπορούσε να αδιαφορήσει για την κατάσταση αυτή, συνεπώς, η αναµέτρηση µεταξύ των δύο χωρών, ήταν τουλάχιστον δύσκολο να αποφευχθεί. Η πρακτική του τρόµου, µόνιµο χαρακτηριστικό της οθωµανικής εξουσίας, σε βάρος υπηκόων ξένης γλώσσας, θρησκείας και πολιτισµού, πήρε στην περίοδο του Πρώτου Παγκοσµίου Πολέµου ασυνήθιστες διαστάσεις. Σίγουρα µεγάλη ήταν η απογοήτευση για τους Έλληνες της Μικρά Ασίας, οι οποίοι µετά την άφιξη του ελληνικού στρατού στη Σµύρνη, το 1919 ήλπιζαν στην απελευθέρωση τους. Ήταν η µεγάλη στιγµή που περίµεναν και που έκανε ακόµα πιο έντονες τις κρυφές τους ελπίδες και τα όνειρα τους, τα οποία εκείνη τη στιγµή φαίνονταν να πραγµατοποιούνται. Κανένας από τους πρόσφυγες δεν αρνείται τον ενθουσιασµό που επικρατούσε, την έξαρση των εθνικών αισθηµάτων και την αναπτέρωση της ελπίδας που όλοι οι Έλληνες της Μ. Ασίας έκρυβαν µέσα τους. Η Αγλαΐα Κοντού σε συνέντευξη της είπε χαρακτηριστικά: «Άµα είδαµε τους Έλληνες, νοµίσαµε πια ότι είδαµε το Θεό. Κάναµε καµάρες και βάζαµε τις φωτογραφίες του βασιλιά και του Βενιζέλου, για να περάσει ο στρατός. Λέγαµε πως θα µείνουν για πάντα εκεί και δεν λογαριάζαµε κανένα». Ο ενθουσιασµός όµως και τα σχέδια για το µέλλον δεν κράτησαν πολύ. Οι βιαστικές και λανθασµένες κινήσεις των ελληνικών κυβερνήσεων δεν επέφεραν θετικά αποτελέσµατα. Αντίθετα προκάλεσαν την οργή και τα αντίποινα των Τούρκων, οι οποίοι ξεκλήριζαν οικογένειες προκαλώντας αβάσταχτο πόνο και θλίψη. Όπως ακριβώς υποστήριξε και η Αγλαΐα Κοντού, οι Τούρκοι δυσαρεστήθηκαν από τη συµπεριφορά των Ελλήνων στρατιωτών και έτσι αργότερα ξέσπασαν σε διωγµούς και αντίποινα. Ακόµα και οι πιο απαισιόδοξοι δε µπορούσαν να φανταστούν τη συµφορά που ακολούθησε. Όπως προέβλεπε η Συνθήκη οι χριστιανοί Έλληνες της Μικρά Ασίας έπρεπε να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και να µετακινηθούν προς την Ελλάδα. Σίγουρα ήταν δύσκολο να αφήσουν όλη τους τη ζωή πίσω, όµως αυτή ήταν η µόνη τους επιλογή αν επιθυµία τους ήταν να παραµείνουν ζωντανοί. Οι Τούρκοι συµπεριφέρθηκαν απάνθρωπα βιοπραγώντας στους άνδρες, κλέβοντας τα κοσµήµατα των γυναικών και βιάζοντας τις κοπέλες. Οι άντρες από δεκαοκτώ έως σαράντα πέντε ετών πιάνονταν ως αιχµάλωτοι και οδηγούνταν σε φυλακές. Πολλοί από αυτούς για να γλιτώσουν ντύνονταν γέροντες και γερόντισσες ή κρυβόταν στα µνήµατα. Σε κείµενο του ο George Horton αναφέρει πως περίπου 20.000 άνθρωποι είχαν καταφύγει για να σωθούν στο νεκροταφείο. Εκ των οποίων οι περισσότεροι σφαγιάστηκαν και κάποιοι λίγοι σώθηκαν κρυµµένοι µέσα στα µνήµατα. Πολλοί προκειµένου να µην τους πιάσουν οι Τούρκοι προτιµούσαν να δώσουν οι ίδιοι τέλος στη ζωή τους. Οικογένειες χωρίζονταν, γυναίκες έµεναν χήρες και παιδιά ορφανά. Οι τούρκοι δεν σεβάστηκαν τίποτα. Εκατοντάδες ιερείς σφαγιάστηκαν από τους Τούρκους- σχεδόν το σύνολο του ορθοδόξου κλήρου της Μικρά Ασίας. Άλλους τους κάρφωσαν σε δέντρα, άλλους τους στραγγάλισαν,

άλλους τους σούβλισαν, άλλους τους πετάλωσαν κι άλλους τους έθαψαν ζωντανούς. Κι οι Ορθόδοξες εκκλησίες καταστράφηκαν, έγιναν τζαµιά, στάβλοι ή αποθήκες. Άλλοι Τούρκοι στρατιώτες µετέφεραν δοχεία µε πετρέλαιο και βενζίνη και έριχναν εµπρηστικές βόµβες στα κτίρια των Ελλήνων και των Αρµενίων. Η φωτιά που έκαψε τη Σµύρνη ξεκίνησε από την Αρµενική συνοικία 30/8 βράδυ, την Τετάρτη 31/8 όλη η Σµύρνη καιγόταν. Όλη η Σµύρνη - εκτός φυσικά από την τούρκικη συνοικία - ήταν µέσα στις φλόγες. Τούρκοι στρατιώτες ήταν παρατεταγµένοι σε στρατηγικά σηµεία της πόλης και σκότωναν όσους Χριστιανούς προσπαθούσαν να γλιτώσουν από τις φλόγες. Φωτιά στη Σµύρνη πίσω και η θάλασσα φυσικό εµπόδιο εµπρός τους. Παρά τις εκατοντάδες µαρτυρίες – όχι Ελλήνων, αλλά ξένων διοικητικών υπαλλήλων και δηµοσιογράφων – οι Τούρκοι τόλµησαν να κατηγορήσουν Έλληνες και Αρµένιους για τη φωτιά στη Σµύρνη. O Aµερικανικής καταγωγής George Horton, o µόνος πρόξενος που προσπάθησε να βοηθήσει τους Έλληνες γράφει ότι οι Τούρκοι του Κεµάλ έκαψαν τη Σµύρνη για να διώξουν για πάντα τους Χριστιανούς από τη Μικρά Ασία και να µη µπορούν ποτέ να επιστρέψουν.

Ιδιαίτερα µετά την έναρξη του ολοκαυτώµατος, το Σεπτέµβρη του 1922 αυτοί που αναζητούσαν τη «σωτηρία» µακριά από τον τόπο τους ήταν όλο και περισσότεροι. Κυριευµένοι από φόβο, όσοι προσπάθησαν να φύγουν ετοίµασαν γρήγορα τα λιγοστά πράγµατα που θα έπαιρναν µαζί τους, λίγα ρούχα, λίγο φαγητό, καθώς και όσα χρήµατα ή χρυσαφικά µπορούσαν να συγκεντρώσουν, ώστε να πληρώσουν για να φύγουν αλλά και για να έχουν κάτι µαζί τους πηγαίνοντας στο νέο τόπο. Πολλοί έθαψαν τα υπάρχοντά τους έχοντας την ελπίδα ότι µια µέρα θα επιστρέψουν. Γιατί φεύγοντας ήλπιζαν πως όλα κάποτε θα γίνουν όπως πριν. Πως θα µπορέσουν κάποια στιγµή να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, στα σπίτια τους. Πολλοί ήταν

εκείνοι που πίστευαν πως η παραµονή τους στην Ελλάδα θα ήταν προσωρινή, θα διαρκούσε µονάχα όσο καιρό θα έπαιρνε να ηρεµήσουν τα πράγµατα στη Σµύρνη. Έτσι χάνοντας αγαπηµένα πρόσωπα, το σπίτι τους, το βιος τους χιλιάδες κάτοικοι συγκεντρώθηκαν πανικόβλητοι στη προκυµαία ελπίζοντας σε µια θέση στο πλοίο. Στις 17/9 ήταν η τελευταία µέρα που µπορούσαν να φύγουν οι Έλληνες σύµφωνα µε το τελεσίγραφο του Νουρεντίν Πασά. Εν τούτοις οι Τούρκοι έκαναν ελέγχους στους επιβιβαζόµενους στα πλοία και συλλάµβαναν πολλούς. Σχηµάτιζαν φάλαγγες για να τους εκτοπίσουν µα εκτελούσαν εν ψυχρώ τους πιο πολλούς. Οι περισσότεροι για να µπορέσουν να µπουν στα πλοία έπρεπε να λαδώσουν κάποιον. Όµως, όταν πλησίαζαν τα αγγλικά και τα γαλλικά πολεµικά καράβια έχυναν ζεµατιστό νερό ή τους έκοβαν τα χέρια. Καµένοι στη ξηρά, πνιγµένοι στη θάλασσα. Ακόµα και από τους πνιγµένους οι Τούρκοι αφαιρούσαν ό, τι πολύτιµο είχαν. Τα προβλήµατα όµως δε σταµατούσαν εκεί. Πολλοί αρρώστησαν από τις κακουχίες στα πλοία. Η φυµατίωση, η χολέρα έκαναν πολλούς να µην προλάβουν να έρθουν στην Ελλάδα. Πέθαιναν στη διάρκεια του ταξιδιού και τους πέταγαν στη θάλασσα. Κι όσοι κατάφεραν να επιβιώσουν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, κουβαλούσαν µαζί τους πέρα απ’ την τη θλίψη, την ανησυχία για την τύχη όσων άφηναν πίσω. Μέσα από τα λεγόµενα των Ελλήνων προσφύγων διαπιστώσαµε το µέγεθος της πίκρας τους για τον ξεριζωµό τους από τη γενέθλια γη τους. Μέσα τους όµως υπήρχε κι ένα αίσθηµα οργής, ψάχνοντας κάπου να αποδώσουν ευθύνες. Άλλοι τα «έβαζαν» µε το Γούναρη, άλλοι µε τον τότε βασιλιά, άλλοι µε τον Βενιζέλο και άλλοι µε τους Άγγλους και τους Γάλλους κατηγορώντας τους ότι «πούλησαν» τους Έλληνες. Οι Έλληνες περίµενα ότι οι Σύµµαχοι δεν θα άφηναν να γίνει η Μικρασιατική Καταστροφή. Περίµεναν από τους Συµµάχους να τους βοηθήσουν στον πόλεµο ή έστω να τους σώσουν στο τέλος, στην προκυµαία της Σµύρνης. Ενώ τις µέρες εκείνες διαδραµατιζόταν ένα από τα πιο απάνθρωπα και αποκαλυπτικά γεγονότα οι «σύµµαχοι» των Ελλήνων: Άγγλοι, Γάλλοι και Αµερικάνοι ανέχονταν µε τη µεγαλύτερη απάθεια να πετιούνται µπρος τα µάτια τους οι Έλληνες στη θάλασσα. « Η Σµύρνη δεν ήταν Τούρκισσα, ούτε του Κεµάλη αλλά µας πρόδωσαν οι Άγγλοι και οι Γάλλοι» σιγοψιθύριζαν πολλοί Έλληνες.

Ο Ηλίας Βενέζης, ο οποίος «στρατολογήθηκε» στα τάγµατα εργασίας και συγκαταλέγεται στους ελάχιστους που κατόρθωσαν να επιζήσουν, µέσα από το βιβλίο του «Το νούµερο 31328» παρουσιάζει τη φρίκη που βίωσαν οι Έλληνες της Μικρά Ασίας την περίοδο εκείνη.

«Οι µέρες περνούν, σβήνουν, η µία, η άλλη. Στο στρατόπεδο οι σκλάβοι πλησιάζουµε ολοένα ο ένας τον άλλον. ∆ε θυµούµαστε ονόµατα συναµεταξύ µας, µήτε νούµερα. Μα είναι η καρδιά. Ζυµώνεται µε το ίδιο αίσθηµα κι απ' τα ίδια χέρια. Λαχταρούµε τα ίδια πράγµατα, υποφέρνουµε τις ίδιες πίκρες. Η ζωή δε φκιάνει ποτές ίδια τα µούτρα των ανθρώπων, µετανιώνει, πολεµά να ταχτοποιήσει τη διαφορά αλλιώς.» «Ολένα τ' αχνάρια του κόσµου ξεµακραίνουν και σβήνουν. Κάποτε δε θα θυµόµαστε πια. Α, σίγουρα θα 'ρθει κι αυτό. Ας έρθει! Τότες πια δε θα µένει παρά µονάχα η σκοτεινή αγάπη για τη ζωή. Θα υπάρχουµε επειδή θα υπάρχει. Τίποτα άλλο δε θα θυµίζει πως δεν είµαστε µες στους νεκρούς.» Τα αποσπάσµατα αυτά του βιβλίου κάνουν φανερή την εξαθλίωση και την απελπισία των ανθρώπων που έχασαν τα πάντα και βασανίστηκαν ως θύµατα της Μικρασιατικής Καταστροφής.

Η αντιµετώπιση των χριστιανών προσφύγων στην Ελλάδα

Με την άφιξη των προσφύγων στον ελλαδικό χώρο δηµιουργήθηκε µια ιδιόµορφη πραγµατικότητα, που είχε ως αποτέλεσµα οι «γηγενείς» ή απλώς «ντόπιοι» να αναπτύξουν απέναντί τους αισθήµατα δυσαρέσκειας και µια συµπεριφορά που συχνά έφτανε στα όρια της ανοικτής σύγκρουσης. Ο αρχικός εκνευρισµός πήρε σύντοµα τη µορφή εχθρότητας. Η κυρίαρχη αντίθεση µεταξύ των δύο οµάδων προέκυψε σε σχέση µε την ιδιοποίηση της γης,ενώ δεν έλειψαν ανταγωνισµοί σε όλο το φάσµα των οικονοµικών δραστηριοτήτων.Οι πολιτισµικές ιδιαιτερότητες των προσφύγων µπόλιασαν µε νέες τριβές την αντίθεση αυτή,αφού κατέταξαν τους πρόσφυγες σε µία κοινωνική οµάδα που ήταν απολύτως διακριτή µέσα στο σώµα της ελληνικής κοινωνίας. Επιδηµίες οι οποίες ενέσκηπταν συχνά σε προσφυγικούς καταυλισµούς που για πολλά χρόνια δεν κάλυπταν τις στοιχειώδεις συνθήκες υγιεινής καθώς και µια γενικότερη αναστάτωση που προκάλεσε στην ήρεµη κοινωνική ζωή των κατοίκων η παρουσία και µόνο χιλιάδων προσφύγων στις πόλεις, ενέτειναν το αίσθηµα της δυσφορίας των γηγενών. Αντιµετώπιζαν τους πρόσφυγες ρατσιστικά και πολλές φορές είχαν καταγραφεί φαινόµενα αντιπαλότητας και αποκλεισµού προς αυτούς. Ένιωθαν ότι απειλούνταν από ένα ξένο στοιχείο που γεννούσε αισθήµατα φόβου, αηδίας και µίσους ενώ τους απέδιδαν συχνά χαρακτηρισµούς, όπως : «τουρκόσποροι», «τουρκοµερίτες», «ογλούδες» και «γιαουρτοβαφτισµένοι» µε σκοπό να τονίσουν και να στιγµατίσουν την διαφορετικότητα τους. Θεωρούσαν ότι οι πρόσφυγες τους είχαν πάρει στον λαιµό τους και αγανακτισµένοι επιθυµούσαν να θανατωθούν ενώ τους αντιµετώπιζαν ως <<ξένο σώµα>> στην Ελλάδα. Το συναίσθηµα αυτό περιγράφεται εύστοχα από τον Π. Καννελόπουλο, καθώς επισηµαίνει ότι µια µεγάλη µερίδα του πληθυσµού, που από το 1915 είχε διχασθεί δεν αντίκρισε τους πρόσφυγες µε συµπάθεια, όταν τα αδυσώπητα κύµατα της ιστορίας τους έριξαν πάνω στους βράχους της Ελλάδας. ∆εν υπήρχε συµπάθεια, δεν υπήρχε απάθεια, υπήρξε αντιπάθεια. Φαίνεται πως σιγά σιγά τα αρνητικά στερεότυπα και τα εχθρικά συναισθήµατα θα παραχωρήσουν την θέση τους στην υποτίµηση. Αυτό επιβεβαιώνεται µε την θέση του λαογράφου Ηλία Πετρόπουλου, ο οποίος υποστηρίζει πως ακόµη και τα αντιποντιακά ανέκδοτα που κυκλοφορούν, εκφράζουν την αντιπάθεια των γηγενών κατά της πολυπληθέστερης προσφυγικής οµάδας που εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. ∆υστυχώς αυτά τα ανέκδοτα αποτελούν ένα τυπικό δείγµα προφορικού ενδορατσισµού.

Η ζωή στην Κρήτη πριν και κατά την ανταλλαγή πληθυσµών

Από την άλλη πλευρά, για τους ίδιους τους πρόσφυγες, η επαφή µε τους γηγενείς υπήρξε ένα τραυµατικό πολιτισµικό σοκ. Οι πρόσφυγες ήταν εκείνοι που δέχτηκαν και βίωσαν την δυσχερή αυτή συµπεριφορά ,η οποία ήταν λογικό να τους καταβάλλει ψυχολογικά. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν ψυχικά τραυµατισµένοι ενώ πρώτο τους µέληµα ήταν η επιβίωση τους και η ενσωµάτωση τους στη νέα πατρίδα. Η µετάβαση για εκείνους αποτελούσε ένα δύσκολο κοµµάτι που ήταν αναγκαίο να αντιµετωπιστεί εγκαίρως, έτσι ώστε να καταφέρουν να ορθοποδήσουν σχετικά σύντοµα. Εκτός όµως από την ψυχολογική φόρτιση που τους ασκούνταν, ήταν υποχρεωµένοι να ζουν κάτω από συνθήκες πραγµατικής εξαθλίωσης. Πολλοί πέθαναν από κακουχίες και ασιτία. Οι αρρώστιες κατέβαλλαν τους πρόσφυγες που ήταν ταλαιπωρηµένοι, πρόχειρα στεγασµένοι και υποσιτίζονταν. Ο τύφος, η γρίπη, η φυµατίωση (κυρίως στις πόλεις) και η ελονοσία (κυρίως στην ύπαιθρο) τους θέριζαν .Αρχικά, φαίνεται πως µπορούσαν να υποµένουν στις αντίξοες συνθήκες διαβίωσης, καθώς θεωρούσαν προσωρινή την παραµονή τους στην Ελλάδα. Πίστευαν ότι δεν θα αργήσει η µέρα της επιστροφής. Η δηµιουργία ξεχωριστών συνοικισµών και οι εντάσεις ανάµεσα σε πρόσφυγες και γηγενείς έκανε πιο δυσχερείς την ενσωµάτωση και ενισχύθηκαν οι τάσεις για αποµόνωση των προσφύγων και εσωστρέφεια που εκφράζεται µε µια διευρυµένη ενδογαµία και τη δηµιουργία µιας ιδιαίτερης ζωής των προσφύγων σε πολλές περιοχές. Σύµφωνα µε την µαρτυρία του Τ. Κακλαµάνου, οι παράγκες στις οποίες κατοικούσαν τους ρήµαζε το ηθικό, τους αφαιρούσε καθηµερινά την όρεξη τους για ζωή ενώ παράλληλα τους συµβίβασε µε την ανέχεια και την φτώχεια. Τότε ο Αϊβαλιώτης ένιωθε ότι ήταν στην Ελλάδα πολίτης δεύτερης κατηγορίας κι όχι Έλληνας. Το µίσος και η απέχθεια που δέχτηκαν οι πρόσφυγες τους στιγµάτισε σε όλη την διάρκεια της ζωής τους, καθώς ακόµη και σήµερα οι µατωµένες ψυχές τους δεν ξεχνούν τα αδυσώπητα <<µαρτύρια>> που υπέστησαν.

Ωστόσο, πολλοί ήταν και οι µουσουλµάνοι που ζούσαν στο νησί της Κρήτης για δεκάδες δεκαετίες. Όπως ‘ήταν φυσικό, είχαν ενσωµατωθεί στο νησί, µιλούσαν την κρητική διάλεκτο, διατηρούσαν σχέσεις µε τους χριστιανούς και αγαπούσαν και θαύµαζαν το πλούσιο αυτό νησί. Αυτό βέβαια δεν αναιρεί το γεγονός ότι υπήρχαν συχνές συγκρούσεις µεταξύ των δύο λαών και δεν σηµαίνει ότι οι µουσουλµάνοι διατηρούσαν παρόµοιες σχέσεις µε όλους τους χριστιανούς, µε άλλους ήταν φιλικές, µε άλλους ουδέτερες και µε άλλους εχθρικές. Στο βιβλίο της Σαµπά Αλτίνσαϊ, «Κρήτη µου» αναφέρεται ότι οι χριστιανοί άνδρες συναντιόνταν έξω στην αγορά, όπου είτε κουβέντιαζαν, είτε µάλωναν. Τα καλέσµατα στα σπίτια και οι επισκέψεις ήταν γυναικείες δουλείες. Ακόµα αξιοσηµείωτο είναι ότι οι σχέσεις τους µε τους γείτονές τους ήταν αρκετά καλές. «Άλλο η γειτονιά και άλλο οι κρατικές υποθέσεις» έλεγαν, «Αρπαζόµαστε µια στις τόσες, αλλά τον υπόλοιπο καιρό περνάµε καλά». ∆εν έλειψαν όµως και οι έντονες διαµάχες µεταξύ των δύο λαών. Κυριαρχούν οι σφαγές των χριστιανών από τον τουρκικό στρατό, οι βιασµοί, οι εµπρησµοί και οι λεηλασίες, πράγµα που µαθαίνουµε από το βιβλίο του Γεωργίου Παναγιωτάκη, µε τίτλο «Η Κρήτη στις αρχές και τα τέλη του 20ου αιώνα». Όπως όµως φαίνεται στο µυθιστόρηµα «Κρήτη µου» της Σαµπά Αλτίνσαϊ, ανάλογες σφαγές

πραγµατοποιήθηκαν και εις βάρος των µουσουλµάνων από Έλληνες στρατιώτες. Παράλληλα είχαν ήδη εµφανιστεί κάποιοι που επιθυµούσαν να αναχωρήσουν για την Ανατολή. Ο καιρός όµως περνούσε και η λύπη και η µοναξιά δεν έφευγαν από τις καρδιές των µουσουλµάνων. Όπως επισηµαίνεται από τον πρωταγωνιστή του µυθιστορήµατος «Κρήτη µου», «Η ψυχή ερηµώνει όταν βρίσκεται σε µια γη που δεν τη θέλει, που της στερούν: γίνεσαι ξένος, το παίρνεις βαριά. Γυρίζεις γύρω γύρω µέσα στον πανζουρλισµό και συναντάς µόνο τον εαυτό σου. Αυτό να είναι τάχα η µοναξιά, να νοµίζεις ότι’ σαι µόνο ένας; Είναι ερηµιά µέσα στην κόλαση.». Ανάλογα συναισθήµατα είχαν οι περισσότεροι µουσουλµάνοι της εποχής. Ένιωθαν ένα τεράστιο βάρος στην ψυχή τους, ότι ο τόπος που αγαπούσαν δεν τους αποδεχόταν, ήθελε να τους διώξει από πάνω του. Ένιωθαν ξένοι κάποιες φορές. Για πόσο θα άντεχαν άραγε αυτοί οι άνθρωποι µια τέτοια ζωή; ∆εν τους ενοχλούσε ιδιαίτερα που ήταν πλέον υπήκοοι µιας άλλης χώρας. Αυτό που τους έκανε να τρέµουν ήταν το µέλλον, το άγνωστο και σκοτεινό αύριο που πιθανότατα θα ήταν πολύ χειρότερο απ’ ότι είχαν ζήσει µέχρι τότε.

Το αύριο όµως έγινε σήµερα και οι µουσουλµάνοι της Κρήτης είχαν δίκιο, ήταν σκοτεινό και άκαρδο, απάνθρωπο και ψυχρό. Ήταν το 1922. Τότε όπως παρατηρούµε στο βιβλίο «Κρήτη µου» από τη Σαµπά Αλτίνσαϊ άρχισαν να µιλούν οι Κρητικοί για ανταλλαγή πληθυσµών. Οι φήµες που κυκλοφορούσαν έσπερναν το χάος σε όλο το νησί. Οι φόβοι για το άγνωστο, την ανέχεια, τη φτώχεια, τις δυσκολίες, την απόγνωση κυρίευαν τις καρδιές των µουσουλµάνων. Μαζί µε αυτά και η ανησυχία, η οποία δεν αποχωριζόταν τη σκέψη. Όλα αυτά τα συναισθήµατα ενώνονταν και µετατρέπονταν σε µια και µοναδική αίσθηση, τη φρίκη. Οι άνθρωποι άρχισαν να µαζεύουν τα πράγµατα τους. Ήθελαν να φύγουν νωρίς, καθώς πίστευαν ότι έτσι θα µπορούσαν να αποκατασταθούν ευκολότερα στη νέα τους «πατρίδα», φαινόµενο που συναντάµε εκτός από το βιβλίο «Κρήτη µου» και στο βιβλίο «Η βρύση του Μπραήµ µπαµπά».

Η επίσηµη είδηση για την ανταλλαγή πληθυσµών έφτασε στα τέλη Ιανουαρίου, το έτος 1923. Ο Αλή Τζιναλάκης, µιλώντας στο βιβλίο του Κωστή Κεφαλάκη µε τίτλο «Μικρασία: αγκαλιά και ξενιτιά», υποστηρίζει ότι οι µουσουλµάνοι στέλνονταν από τα χωριά στις πόλεις µέχρι να φύγουν. Εκεί έσφαζαν κάποιους ,γεγονός που επιβεβαιώνει και ο πατέρας του Οδυσσέα Κεφαλογιάννη. Ακόµα οµολογεί ότι κάποιοι κάτοικοι των Ανωγείων απειλούσαν ή και σκότωναν τους µουσουλµάνους µε σκοπό να τους φοβίσουν και να φύγουν νωρίτερα. Όσοι πάλι διέµεναν στα χωριά µέχρι την αποχώρηση τους µάζευαν αγωνιωδώς προµήθειες, δηλαδή κυρίως φαγητό και ρούχα. «Που θα πάµε;», έλεγαν, «Πως θα φύγουµε;», «Τι θα γίνει το βιος µας;». Υπήρξαν βέβαια και κάποιοι ευκατάστατοι µουσουλµάνοι, οι οποίοι στάθηκαν πιο τυχεροί και κατάφεραν αν και απαγορευόταν να αλλαξοπιστήσουν και να µείνουν έτσι στη Μεγαλόνησο, όµως µερικοί από αυτούς δολοφονήθηκαν.

Οι µήνες πέρασαν γρήγορα και η στιγµή της αποχώρησης ήταν πλέον γεγονός. Στο µυθιστόρηµα της Σαµπά Αλτίνσαϊ, µας δίνονται για άλλη µια φορά πολύτιµες πληροφορίες.

Όλοι οι µουσουλµάνοι εµβολιάστηκαν λίγες µέρες πριν φύγουν. Αυτή ήταν και µια από τις τελευταίες τους αναµνήσεις από το νησί. Στο δρόµο για τα πλοία κατάπιναν όλη την οµορφιά του νησιού. Ο καθένας κοίταζε τη δική του Κρήτη, άνοιγαν πέρα ως πέρα τα µάτια, τη σκέψη, το µυαλό για να πάρουν την ανάµνηση της µαζί τους: την κλείδωναν στην καρδιά τους σαν να κλείδωναν ένα πολύτιµο κόσµηµα στο κουτί του. Το τέλος βρισκόταν µόλις λίγα βήµατα µακριά. Φτάνοντας στο λιµάνι, όπου υπήρχε έντονος συνωστισµός , ένιωσαν να πατούν στο κρητικό έδαφος για τελευταία φορά. Έφυγαν…

Αναχωρώντας, οι µουσουλµάνοι της Κρήτης άφησαν πίσω τους τα πάντα εκτός από τη θρησκεία τους. Όσο περίεργο και αν φαίνεται µετά από όσα τράβηξαν εκεί, οι µουσουλµάνοι αγαπούσαν την Κρήτη. Όσο άσχηµη κι αν ήταν η ζωή τους εκεί, ήταν η ζωή που ήξεραν, ήξεραν τι είχαν να αντιµετωπίσουν στην Κρήτη. Θα τους έλειπε αυτή η ζωή, ήδη τους έλειπε µόλις µπήκαν στα πλοία. Αυτό γιατί µια άσχηµη ζωή στον τόπο τους φάνταζε οµορφότερη από µια άγνωστη ζωή σε έναν πρωτοϊδωµένο τόπο.

Η αντιµετώπιση των µουσουλµάνων προσφύγων στην Τουρκία

Ξαφνικά λοιπόν οι Τουρκοκρητικοί βρέθηκαν έξω από την προγονική τους γη αφήνοντας πίσω τους περιουσίες, σοδιές, κοµποδέµατα. Φτάνοντας στην ''καινούργια πατρίδα'' ήρθαν αντιµέτωποι µε πολλούς κινδύνους και προβλήµατα όπως οικονοµικά αλλά και µε τη θλιβερή ταµπέλα ''πρόσφυγες!!'' Που να ακουµπήσουν οι πρόσφυγες; Τι να σκεφτούν; Τι να ξεχάσουν; Τι να πράξουν; Που να δουλέψουν; Πώς να ζήσουν; Χαµένοι, διστακτικοί, µουδιασµένοι ένιωθαν τη δυσπιστία και την καχυποψία. Γίνονταν θύµατα στερεοτύπων και προκαταλήψεων τα οποία έκαναν τη διαβίωσή ακόµα δυσκολότερη. Αδυνατούσαν να βρούν εργασία, τόπο για να κατοικήσουν και µέρα µε τη µέρα απογοητεύονταν όλο και περισσότερο. Έτσι, γίνονταν θύµατα εκµετάλλευσης από τους εκεί κατοίκους και η αγωνία αλλά και ο φόβος τους γίνονταν όλο και πιο έντονος καθώς δεν γνώριζαν τι τους επιφύλασσε το µέλλον. Μία άλλη δυσκολία που αντιµετώπιζαν ήταν η άγνοια της γλώσσας αφού κατείχαν µόνο την κρητική διάλεκτο. Αρκετοί από αυτούς τελικά δεν κατάφεραν ποτέ να προσαρµοστούν και να αφοµοιώσουν την τούρκικη γλώσσα. Αυτό είχε ως αποτέλεσµα να γίνει ακόµα πιο δύσκολη η προσαρµογή των Τουρκοκρητικών προσφύγων καθώς το τουρκικό κράτος τους αποµόνωσε και τους περιθωριοποίησε επειδή µιλούσαν

ελληνικά. Μάλιστα έφτασαν στο σηµείο αλλαγής των ελληνικών επιθέτων τους. Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί η µαρτυρία του Τουρκοκρητικού Ali Onay, κατοίκου του Αϊβαλί, του οποίου το όνοµα ήταν Γιαθλιδάκης. Την µαρτυρία αυτή την αποσπούµε από την εφηµερίδα <<Χανιώτικα Νέα>> 4/01/10 και συγκεκριµένα από την περιήγηση του Ευτύχη Πρωτοπαπαδάκη στο Αϊβαλί ψάχνοντας για Τουρκοκρητικούς.

Αρκετές φορές µάλιστα καταπιέζονταν και αναγκάζονταν να ξεπεράσουν σε αγριότητα τους ίδιους τους Τούρκους προκειµένου να γίνουν αρεστοί. Ζούσαν ανάµεσα στους τυράννους τους, οι µέρες τους περνούσαν µε την ανησυχία, το φόβο και τελείωναν συχνά µε την απελπισία. Ακόµα οι πρόσφυγες κουβαλούσαν τραύµατα απώλειας, βίας, θανάτου, φόβου αφού χάθηκε ένας ολόκληρος κόσµος, άνθρωποι, τόποι, τρόποι βίου, περιουσίες. Μετάβαση σε µία νέα συνθήκη: το στίγµα της προσφυγιάς, η εχθρότητα των ντόπιων αλλά και τα δύσκολα χρόνια για να ορθοποδήσουν οι οικογένειες. Όµως οι ελληνογενείς µουσουλµάνοι παρόλα τα προβλήµατα και τους κινδύνους που είχαν να αντιµετωπίσουν προσπάθησαν να διασώσουν την πολιτιστική τους ταυτότητα.

Με το πέρασµα των χρόνων βρήκαν το κουράγιο και το ψυχικό σθένος να ανακάµψουν και να ξεκινήσουν µία καινούργια ζωή. Σταδιακά τα προβλήµατα άρχισαν να ελαττώνονται και οι Τουρκοκρητικοί αφοµοιώθηκαν σιγά σιγά στις τοπικές κοινωνίες. Οι µεικτοί γάµοι βοήθησαν αυτή την αφοµοίωση και ξεπεράστηκαν κάποιες διαχωριστικές γραµµές. Επίσης, µε βάση τις ικανότητες, τις γνώσεις και τα βιώµατα που κατείχαν αναπτύχθηκαν εµπορικά και πολιτιστικά. Αυτό όµως δεν σηµαίνει ότι ξέχασαν την κρητική τους καταγωγή, την πατρίδα τους και προσπάθησαν να µεταδώσουν την αγάπη, την περηφάνια και τη νοσταλγία για την Κρήτη στις επόµενες γενιές. Έτσι παρατηρούµε Τουρκοκρητικούς τρίτης και τέταρτης γενιάς να µη λησµονούν και να µιλούν την κρητική διάλεκτο. Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί µία µαντινάδα της Τουρκοκρητικιάς κυρίας Nuriye Onagaclar που έλεγε: ''Κρήτη µου όµορφο νησί στολίδι του Λεβάντη το χώµα σου είναι όνειρο και οι πέτρες σου διαµάντι..!''

5η οµάδα

Η πρώτη επαφή γηγενών-προσφύγων

Οι περισσότεροι πρόσφυγες έφτασαν στην Ελλάδα σε κατάσταση τραγική τον Αύγουστο και τον Σεπτέµβριο του 1922. Είχαν εγκαταλείψει βιαστικά τα σπίτια τους για να γλιτώσουν τη ζωή τους, οπότε έφερναν µαζί τους ελάχιστα ή και τίποτα από τα υπάρχοντα τους. Παρά τις προσπάθειες του ελληνικού κράτους και των διεθνών οργανισµών, χιλιάδες πρόσφυγες (των

οποίων ο αριθµός εκτιµάται γύρο στους 75.000)βρήκαν το θάνατο στην Ελλάδα, κατά τους πρώτους µήνες της εγκατάστασης τους, από αρρώστιες όπως τύφος, ευλογία και ελονοσία. Το ελληνικό κράτος προσπάθησε να αντιµετωπίσει αυτές τις αρρώστιες κάνοντας µαζικούς εµβολιασµούς, ιδρύοντας νοσοκοµεία ειδικά για πρόσφυγες και κάνοντας εκτεταµένες απολυµάνσεις στους προσφυγικούς καταυλισµούς. Σπουδαία ήταν η βοήθεια που πρόσφεραν οι ξένες ανθρωπιστικές οργανώσεις, ιδίως ο Αµερικανικός Ερυθρός σταυρός, ο όποιος για έξι και πλέον µήνες συντηρούσε πάνω από µισό εκατοµµύριο πρόσφυγες, φρόντιζε χιλιάδες ορφανά παιδιά, ενώ εµβολίασε 291 χιλιάδες άτοµα κατά τις χολέρας και του τύφου.

Οι προσπάθειες αποκατάστασης και η συµπεριφορά των προσφύγων προς τους ντόπιους

Με τη πρώτη άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα ξέσπασε ο εκνευρισµός των γηγενών που σύντοµα πήρε τη µορφή εχθρότητας. Η ρατσιστική συµπεριφορά κατά των προσφύγων θα αποτελέσει γενικευµένη κοινωνική συµπεριφορά, τόσο των Ελλήνων, όσο και των εθνικών και θρησκευτικών µειονοτήτων που κατοικούσαν τότε στην Ελλάδα. ∆εν θα υπάρξουν σηµαντικές εκδηλώσεις κοινωνικής αλληλεγγύης. «Η βρισιά ΄΄τουρκόσπορος΄΄ µαζί µε σωρό ανάλογες βρισιές, όπως ΄΄σκατοουγλούδες΄΄, ΄παληοαούτηδες΄΄ κ.λπ. ήταν στην ηµερήσια διάταξη, από ανώτερα και κατώτερα κυβερνητικά όργανα…». Το συναίσθηµα αυτό περιγράφεται από τον Π. Κανελλόπουλο: «Μια µεγάλη µερίδα του πληθυσµού, που από το 1915 είχε διχασθεί δεν αντίκρισε τους πρόσφυγες µε συµπάθεια, όταν τα αδυσώπητα κύµατα της ιστορίας τους έριξαν πάνω στους βράχους της Ελλάδας. ∆εν υπήρξε συµπάθεια, δεν υπήρξε απάθεια, υπήρξε αντιπάθεια.». Για τους ίδιους τους πρόσφυγες, η επαφή µε τους γηγενείς υπήρξε ένα τραυµατικό πολιτισµικό σοκ. Χιλιάδες εξαθλιωµένοι πρόσφυγες έχασαν τη ζωή τους στον προθάλαµο της «µητέρας-πατρίδας». Οι γηγενείς της υπαίθρου ανταγωνίστηκαν τους πρόσφυγες προσπαθώντας να καταπατήσουν τα Ανταλλάξιµα κτήµατα. Συνήθως οι πρόσφυγες δέχονται οργανωµένες επιθέσεις από οµάδες γηγενών, που προσπαθούσαν να τους εκδιώξουν από τα µέρη τους. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του κλίµατος στο χωριό Ροδολείβος της ∆ράµας όπου φανατισµένοι ντόπιοι απειλούσαν ότι: «θα σφάξωσι, θα εκδιώξουσι τους πρόσφυγας δι’ όπλων, µαχαίρων, και ροπάλων». Οι συγκρούσεις θα είναι πολλές, όπως και τα ρατσιστικά συναισθήµατα, τα οποία πολλές φορές θα είναι η αιτία των επιθέσεων. Ζωντανό παράδειγµα τέτοιων συµπεριφορών ένας 95χρονος παππούς από τη Σµύρνη ο όποιος µας διηγήθηκε την ιστορία του. Λεει: << Αρχικά βρεθήκαµε στη Χιο, µετά Αθήνα και ύστερα εδώ στη Κρήτη. Εγώ εδώ µεγάλωσα υπο πολύ δύσκολες συνθήκες που θα µου µείνουν χαραγµένες

για πάντα µέσα στο µυαλό µου. Μόλις πατήσαµε στην Ελλάδα οι ντόπιοι µας φερθήκαν µε πολύ άσχηµο τρόπο χωρίς να µας αφήνουν καν να τους πλησιάσουµε. Ζούσαµε σε καταβολισµούς µακριά από τα χώρια και τις πόλεις .Ήµασταν στο περιθώριο σαν τα µαύρα πρόβατα .Στη πορεία, µετά από πολλά χρόνια και πολύ κόπο τα πράγµατα έφτιαξαν.>>

Αυτά µας διηγήθηκε ο παππούς µε δακρυσµένα µάτια νοσταλγώντας τη µαµά-πατρίδα.

Όπως αναφέρεται στο βιβλίο η ιστορία της Μικρής Ασίας’’ σειρά βιβλίων 7 µε τίτλο οι πρόσφυγες στην Ελλάδα, εγκατάσταση και ενσωµάτωση, το πιο επείγον πρόβληµα που αντιµετώπιζαν οι πρόσφυγες ήταν το ζήτηµα της στέγασης. Η πραγµατοποίησης της έγινε σε κάθε διαθέσιµο κοινωφελή και κοινόχρηστο χώρο, όπως δηµόσια κτίρια, εκκλησιές, σχολεία, αποθήκες. Θέατρα ακόµα και σε εργοστασιακές εγκαταστάσεις. Η κυβέρνηση προχώρησε στην άµεση επίταξη 8 χιλιάδων σπιτιών που δεν κατοικούνταν, ενώ πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν ακόµη και σε σπίτια µουσουλµάνων που υποχρεωθήκαν να τα µοιραστούν µαζί τους. Εκτός από την απολυτή φτώχεια οι πρόσφυγες αντιµετώπιζαν ένα σαφώς εχθρικό περιβάλλον. Μπορεί να είχαν θετική αντιµετώπιση και βοήθεια από το κράτος, άλλα από την άλλη οι τοπικές κοινωνίες είχαν ήδη διαµορφώσει τα δικά τους δίκτυα σχέσεων στα όποια εκείνοι γίνονταν αντιληπτοί ως παρείσακτοι. Επιπροσθέτως, αξίζει να αναφέρουµε οτι σαν κύριο αίτιο την διανοµή της γης, ντόπιοι και προσφυγές είχαν συνεχείς διαµάχες που πολλές φόρες κατέληγαν σε αιµατηρές συγκρούσεις. Τόσο οι ντόπιοι ακτήµονες, που επί δεκαετίες περιµείναν την στιγµή που θα τους αποδιδόταν η γη των µουσουλµάνων µπέηδων την οποία καλλιεργούσαν, όσο και οι προσφυγές που είχαν λάβει την υπόσχεση ότι θα λάµβαναν περιουσία αντίστοιχη µε εκείνη που άφησαν πίσω τους, θεωρούσαν ότι δικαιούνταν καλύτερο και µεγαλύτερο µερίδιο από τη µοιρασιά της γης των αποχωρούντων

Οθωµανών. Συµφώνα µε απόρρητη έκθεση τους επιτελάρχη του Γ’ Σώµατος Στρατού Παναγιωτόπουλου µε ηµεροµηνία 3/6/1924 προς το υπουργείο στρατιωτικών, ορισµένοι προσφυγές προχωρούσαν σε <<βιαίαν κηρυξην ιδιοκτησίας επί τόπων, ανηκόντων εις άλλους >>και η συµπεριφορά τους ήταν <<λιαν υπεροπτική και εξερεθιστικη προς πάντα εντόπιον

Μακεδόνα>> προσπάθεια µαζικής καταπάτησης µεγάλων εκτάσεων γης από µικρασιατες Παράλληλα ο αγώνας για την ιδιοκτησία της γης συνδέθηκε µε έναν ανταγωνισµό στο συµβολικό επίπεδο ελληνικότητας. Οι ντόπιοι αποκαλουσαν τους προσφυγές <<Τούρκους η Τουρκόσπορους >> ενώ αντίστοιχα οι προσφυγές αυτοπροσδιοριζοταν ως γνήσιοι Έλληνες. Ιδίως σε περιοχές όπου υπήρχαν σλαβόφωνοι, οι προσφυγές απιθώνονταν στους ντόπιους λέγοντας <<σεις είσθε ξένοι, αδειάστε µας τον τόπο, δώστε µας τα καλά χωράφια>> . Σηµαντική πηγή διενέξεων µεταξύ προσφύγων και σλαβόφωνων ήταν η απόδοση στους προσφυγές γης η οποία ανήκε σε συγγενείς ντόπιων που είχαν µεταναστεύσει στην Βουλγαρία ,κατά την διάρκεια της εθελοντικής ανταλλαγής πληθυσµών που προέβλεπε η συνθήκη του Νε’ ι΄γύ. Οι συγγενείς τους διεκδικούσαν τη γη αυτή ως ιδιοκτησία τους και δεν δέχονταν να δοθεί στους προσφυγές. Χαρακτηριστικό επεισόδιο της σύγκρουσης σλαβόφωνων και προσφύγων αποτελεί η περίπτωση χωρίου της ∆ράµας όπου οι προσφυγές σκηνοθέτησαν υποτιθέµενη επίθεση κοµιτατζήδων από τη Βουλγαρία µε σκοπό να κατηγορηθούν οι ντόπιοι σλαβόφωνοι ότι υπέθαλπαν τους κοτζαµπάσηδες ώστε να τους αφαιρεθεί η γη.

Επαγγελµατική αποκατάσταση των προσφύγων

Οι προσπάθειες εύρεσης κάποιας πηγής χρηµάτων ανάγκασε τους προσφυγές να προσαρµοστούν σε διάφορες καταστάσεις για να βγάλουν τα προς το ζην . Το πρώτο διάστηµα οι πρόσφυγες παρά τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης ανέχονταν υποµονετικά την όλη κατάσταση γιατί θεωρούσαν προσωρινή τη διαµονή τους εδώ, αφού πίστευαν ότι δεν θα αργήσει η µέρα της επιστροφής. Όµως οι ελπίδες τους διαψεύστηκαν και βρέθηκαν αντιµέτωποι µε τη νέα σκληρή πραγµατικότητα. Έπρεπε να ξαναρχίσουν και να οργανώσουν ξανά τη ζωή τους από το µηδέν. Είναι χαρακτηριστική η παρακάτω µαρτυρία ενός πρόσφυγα «βγάλαµε επιτροπή και γύρισε διάφορα µέρη για να βρουν ένα καλό χωριό . Πήγαµε στα Γρεβενά όπου µείναµε πέντε ηµέρες. Μετά σκορπίσαµε στα γύρω χωριά. Εδώ στο Βατόλακκο ήρθαµε το 1925. Οι πιο πολλοί βρίσκονται στο χωριό Φυλή Γρεβενών . ∆όξα το θεό καλούτσικα περνάµε εδώ. Έχουµε γεωργία, κάναµε καπνά, σταφύλια, τα παιδιά µας µαθαίνουν γράµµατα. ∆εν έχουµε πια το φόβο των Τούρκων. Οι συνθήκες ζωής δύσκολες, άρχισαν και να δουλεύουν σε διάφορες εργασίες όπως παπλωµατάς, γανωτής, τσαγκάρης κλπ. και σιγά σιγά εντάχθηκαν πλήρως στην ελληνική κοινωνία διατηρώντας τις παραδόσεις τους, τους χορούς τους, τα φαγητά τους που τα κατασκευάζουν µέχρι και σήµερα οι απόγονοι τους. Ποντιακά παραδοσιακά φαγητά: φασόλια µε µάυρα λάχανα, χαβίτσι µε καλαµποκάλευρο, το πασκιτάν, το σούρβα, τα βερένικα, τα µπορτς, µακαρίνα , βριστό πουρµάς κ.α.

Έκαναν πλίνθινες µε χώµα για να κατασκευάσουν τους τοίχους των σπιτιών τους και έβαζαν για σκεπή λαµαρίνες. Σιγά σιγά άρχισαν να δουλεύουν σε ότι ιδιότητα ήξερε ο καθένας όπως γανωτής (γάνωνε τα ταψιά και τα τσουκάλια) παπλωµατάς, τσαγκάρης κ.α. Τον καιρό εκείνο δεν υπήρχε το γκάζι για να µαγειρέψουν και άνοιγαν γκαζοντενεκέδες, τους έχτιζαν και έκαναν το λεγόµενο «µαγκάλι» για να φτιάξουν φαγητό.

Χαρακτηριστικό παράδειγµα της Αµµουλιανής, ένας µικρό νησί (µόλις 4,5 τετραγωνικά χιλιόµετρα) µε 1 χωριό και λιγότερο από 600 κατοίκους. Το νησί ανήκε στο Άγιο Όρος και χρησιµοποιήθηκε για την βόσκηση των ζώων, καθώς και την καλλιέργεια ελαιόδεντρων. Κατά την διάρκεια της Μικρασιατικής Καταστροφής στις αρχές της δεκαετίας του 1920, οι µοναχοί έδωσαν στο νησί σε µια χούφτα των προσφύγων που ήρθαν από τα νησιά του Γιαλλιµή, Πασαλιµάνι, και Σκουπιά στη Μικρά Ασία. Οι πρόσφυγες ασχολήθηκαν µε την αλιεία, η οποία είναι ακόµη κυρίως Έλληνες. Η Αµµουλιανή είναι ακόµη άγνωστη σε τουρίστες του εξωτερικού καθιστώντας το νησί σε ιδανικό προορισµό διακοπών, για όσους θέλουν να γνωρίσουν την αληθινή Ελλάδα. Οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλία ασχολήθηκαν µε τη γεωργία, χρησιµοποιώντας νέες µεθόδους καλλιέργειας και συµβάλλοντας στη ραγδαία ανάπτυξη της γεωργίας της χώρας γενικότερα. Επειδή ήθελαν να

µπουν γρήγορα στον ανταγωνισµό, υιοθετούν πρώτοι νέες µεθόδους καλλιέργειας και η αγροτική παραγωγή αρχίζει να αναπτύσσεται ραγδαία λόγω και της «ένεσης» που της έδωσαν οι πρόσφυγες. Μάλιστα σε κάποιες καλλιέργειες είχαν τεράστια πείρα και τις ανέπτυξαν σε µεγάλο βαθµό όπως καπνό, αµπέλια, δηµητριακά κ.α. Η Ελλάδα προσθέτει , έπρεπε να απορροφήσει κοινωνικά και οικονοµικά 1.300.000 Έλληνες Μικρασιάτες, αριθµός αξιοσηµείωτος αν αναλογιστεί κανείς ότι ο πληθυσµός της χώρας ήταν την εποχή εκείνη περίπου 5.000.000

Οι κάτοικοι του Φιλώτα εργατικοί και φιλόξενοι, ασχολήθηκαν µε τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Το όργωµα γινόταν µε τα ζώα, οι κύριες ασχολίες των κατοίκων ήταν η σιτοκαλλιέργεια και το καλαµπόκι. Η συγκοµιδή γινόταν µε το παραδοσιακό δρεπάνι. Το αλώνισµα γινόταν µε τα ζώα µέσα στις αυλές των σπιτιών, έδεναν τα ζώα σε ένα ξύλο και τα γύριζαν γύρω – γύρω και να πατάνε το στάρι για να βγει ο καρπός τους. Το όργωµα των χωραφιών τους γινόταν µε το αλέτρι για να ισιώσουν και να σπάσουν τους σβόλους χρησιµοποιούσαν µια ξύλινη σβάρνα. Επίσης ασχολήθηκαν µε την αργυροχρυσοχοΐα και είναι πολλά και σπουδαία τα έργα τέχνης τους. ∆ούλευαν µε µεράκι γι αυτό και πάντα σε όλα τα έργα τους παρατηρεί κανείς και την προσωπική σφραγίδα του καλλιτέχνη.

Άλλη τάξη επαγγελµάτων αποτελούσαν οι ραφτάδες, δεδοµένου ότι για πολλά χρόνια είχε καθιερωθεί το Ευρωπαϊκό ντύσιµο, δηλαδή σακάκι µε γιλέκο και παντελόνι. Συνεχίζουµε µε τους κατασκευαστές µαχαιριών τους µαχαιράδες, τους χαλκωµατάδες οι οποίοι ασχολούνταν µε την κατασκευή όλων των χάλκινων και µπρούτζινων συσκευών (κολυµπήθρες, κηροπήγια, πολυέλαιοι κ. α). Σε µια εποχή που οι επιστήµονες ήταν λιγοστοί ο ρόλος των ανθρώπων µε πρακτικές γνώσεις ιατρικής ήταν πολύ σπουδαίος. Οι µαµήδες ήταν αυτές ξεγεννούσαν πολλές γυναίκες και οι κιρικτζήδες οι οποίοι ήταν ειδικοί για σπασίµατα και εξαρθρώσεις. Υποδηµατοποιοί εκτός από το κλασικό παπούτσι από δέρµα αδιάβροχο , σεβρό, ή καστόρ υπήρχαν και άλλα. Τα χειµωνιάτικα ήταν ένα είδος γαλότσες που τα φορούσαν για να µην λασπώνουν τα παπούτσια και για να τα διατηρούν καθαρά.

Άλλα επαγγέλµατα ήταν οι µυλωνάδες, οι οικοδόµοι, οι φωτογράφοι κα.

Τα «κέρδη» που απέκτησε η Ελλάδα µε την άφιξη των προσφύγων

Με την συνδροµή των µικρασιατων προσφύγων τα κέρδη της κοινωνίας ήταν πάρα πολλά καθώς διέθεταν ιδιαίτερες τεχνικές και µέσα που βοήθησαν στην άνοδο της τοπικής οικονοµίας που έµοιαζε να είναι σχετικά υποανάπτυκτη. Είναι αξιοσηµείωτο ότι η γνώση, η εµπειρία, η τριβή και η επιχειρηµατική ικανότητα των Ελλήνων της Μικράς Ασίας στους τοµείς της γεωργίας, της κτηνοτροφίας, της αλιείας, σε ορισµένους κλάδους της βιοµηχανίας, στον εµπορικό και χρηµατοοικονοµικό τοµέα µεταφέρθηκαν στην Ελλάδα. Υπάρχει σηµαντική ροή προς την Ελλάδα δύο πολύ δυναµικών παραγόντων της οικονοµίας, του εξειδικευµένου εργατικού δυναµικού και της οµάδας των καταναλωτών. Κατά συνέπεια, τα στοιχεία αυτά θα γίνουν οι καθοδηγητές µια θετικής κίνησης, τόσο της οικονοµικής όσο και της κοινωνικής ζωής. Η γεωργία θα επεκταθεί και θα αποκτήσει σταθερή δοµή. Θα αναπτυχθούν τα γένη των ζώων. Θα εµφανιστούν νέοι τοµείς εργασίας. Θα διευρυνθεί η παραγωγή σε όλους τους τοµείς.

Τα πνευµατικά προϊόντα θα πάρουν και αυτά το µερίδιό τους από αυτές τις εξελίξεις. Θα καταστεί δυνατή η δηµιουργία και η διάδοση νέων πολιτιστικών στοιχείων. Οι Έλληνες πρόσφυγες φεύγοντας πήραν µαζί τους τη γνώση, την εµπειρία και την ικανότητα που είχαν στον τοµέα της ταπητουργίας. Με την προτροπή και την υποστήριξη της ελληνικής κυβέρνησης έθεσαν τις ικανότητές τους στην υπηρεσία της ελληνικής κοινωνίας. «Κοντά 11.000πρόσφυγες άρχισαν να φτιάχνουν χαλιά στην Ελλάδα (...) το 1929 υπήρχαν στην Ελλάδα 135εργαστήρια ταπητουργίας που ιδρύθηκαν µετά το 1922. Το 1928 11.000 γυναίκες της Μικράς Ασίας, που είχαν εξειδικευτεί σε αυτόν τον επαγγελµατικό κλάδο, ο οποίος ήταν ανύπαρκτος πριν από την άφιξη των προσφύγων, έφτιαξαν χαλιά 200.000-250.000 τ.µ.» Παρόµοια είναι και η εξέλιξη στον τοµέα της βιοµηχανίας µεταξιού. «Η µεταξοβιοµηχανία αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα στην Ελλάδα µετά την άφιξη των προσφύγων που είχαν εργαστεί σε αυτόν τον τοµέα στην Τουρκία. (...) Η παραγωγή ακατέργαστου µεταξιού τριπλασιάστηκε µεταξύ των ετών 1922-1926, ενώ η παραγωγή µεταξωτού υφάσµατος αυξήθηκε κατά 31%. Η εξαγωγή µεταξωτών αναπτύχθηκε παράλληλα µε την παραγωγή». Με τη σταθερή ανάπτυξη της γεωργίας σηµειώθηκε, όπως ήταν φυσικό, µεγάλη αύξηση της παραγωγής πολλών προϊόντων. Τα σηµαντικότερα από τα προϊόντα αυτά ήταν ο καπνός, τα σταφύλια, τα σύκα και το σιτάρι, που µετέφεραν οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. «Το 1922 οι εξαγωγές καπνού, σταφυλιών και σύκων καταλάµβαναν το 56% του εξωτερικού εµπορίου, το ποσοστό αυτό ανέβηκε το 1929 στο 71%. Μια σύγχρονη πηγή αναφέρει ότι η παραγωγή καπνού στην Ελλάδα το 1925 ήταν πενήντα εκατοµµύρια οκάδες». Μετά την Ανταλλαγή αναπτύχθηκαν, παράλληλα µε την ταπητουργία και την παραγωγή µεταξωτών υφασµάτων, και άλλοι βιοµηχανικοί κλάδοι, όπως «οι βιοµηχανίες πλαστικών και τροφίµων, η βυρσοδεψία, και η κλωστοϋφαντουργία» Είχαµε πει ότι µε την άφιξη των προσφύγων σηµειώθηκε αύξηση του πληθυσµού και, κατά συνέπεια, του αριθµού των καταναλωτών. Η αύξηση του αριθµού των καταναλωτών σηµαίνει διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς. Η διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς µε αποτέλεσµα την εκτίναξη της ανάπτυξης. Ένας άλλος τοµέας που ανέπτυξαν οι πρόσφυγες στην Ελλάδα είναι η κτηνοτροφία. Συνέβαλαν σηµαντικά στην ανάπτυξη του τοµέα των βοοειδών, της κτηνοτροφίας και της αλιείας.

Πως επηρεάστηκε ο πολιτισµός των γηγενών µε την άφιξη των προσφύγων στον ελλαδικό χώρο

Ένα άλλο σηµαντικό κοµµάτι που αξίζει να σας πληροφορήσουµε είναι κατά πόσο επηρεάστηκαν οι γηγενείς µε τον ερχοµό των προσφύγων στον ελλαδικό χώρο στο πλαίσιο του πολιτισµού και της κουλτούρας. Αρχικά, πρέπει να αναφερθεί ότι κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατείας οι διάφορες εθνότητες που κατοικούσαν στη Μικρά Ασία, είχαν σταδιακά αρχίσει να χάνουν τη γλώσσα τους, της οποίας η θέση παραχωρούνταν στην Τουρκική, η οποία ήταν η ισχυρή γλώσσα της επικράτειας. Μόνο σε ορισµένα µέρη η µητρική γλώσσα κατάφερε να διατηρηθεί. Αυτό, ωστόσο, κράτησε ως τη Μικρασιατική καταστροφή το 1922, πολλοί ξεριζωµένοι εγκαταστάθηκαν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα. Όµως η γλώσσα των Μικρασιατών είχε επηρεαστεί απο την Τουρκική (καππαδοκική διάλεκτος), άρα όταν οι πρόσφυγες µετέφεραν τη δικιά τους γλώσσα στον Ελλαδικό χώρο, έγινε µια ανάµειξη µεταξύ της Ελληνικής µε την Τουρκική και τη Μικρασιατική. Με την παρακάτω δήλωση του Κοντοσόπουλου, φαίνεται ιδιαίτερα αυτή η αξιοσηµείωτη επιρροή:

«όποιος ακούει -ή µάλλον διαβάζει- την καππαδοκική διάλεκτο, δεν ξέρει αν έχει να κάνει µε τουρκικά σε ελληνικό στόµα ή µε ελληνικά σε στόµα τούρκικο».

Κάτι επίσης πολύ σηµαντικό που µεταφέρθηκε απο τους Μικρασιάτες στην Ελλάδα, ήταν οι µουσικές τους παραδόσεις και συγκεκριµένα ένα είδος µουσικής, το οποίο υπήρχε αποκλειστικά στη Μικρά Ασία έως τοτε και είναι τα ρεµπέτικα τραγούδια. Ρεµπέτικο ονοµάζεται δηλαδή το Ελληνικό αυτό αστικό τραγούδι που εµφανίστηκε κάπου στο 19ο αιώνα και εξελίχθηκε κυρίως στα λιµάνια Ελληνικών πόλεων όπου ζούσε η εργατική τάξη µέσα από την Ελληνική µουσική παράδοση του δηµοτικού τραγουδιού και των κλέφτικων από τους κατοίκους των Ελληνικών πόλεων. Τα πρώτα ρεµπέτικα ακούσµατα άρχισαν να σηµειώνονται στην Αθήνα στις φυλακές του Μεντρεσέ το 1834 τα λεγόµενα "µουρµούρικα". Την ίδια εκείνη εποχή οι Βαυαροί προσπαθούσαν να εισάγουν στη τότε αθηναϊκή κοινωνία τις καντρίλιες και την πόλκα. Αντίθετα στη πλατεία του Ψυρρή τα µουρµούρικα, και τα σεβνταλήτικα άρχισαν να βρίσκουν ανάπτυξη. Στις αρχές του 1900 τα ρεµπέτικα αποτελούσαν το λαϊκό τραγούδι των φτωχών συνοικιών των κυριοτέρων πόλεων. Την ίδια εποχή εµφανίζονται στον Πειραιά ως

πρωτορεµπέτικα τα λεγόµενα "γιαλάδικα", που πήραν τ΄ όνοµά τους από τη συχνά επαναλαµβανόµενη λέξη "γιάλα -γιάλα" γιάλα". Μετά το 1922 έγινε µίξη των τραγουδιών µ΄ εκείνα της Μικράς Ασίας και του Βοσπόρου, µε έντονη την εµφάνιση του αµανετζίδικου λαϊκού τραγουδιού. Τότε εµφανίζονται και τα περισπούδαστα του είδους Καφέ Αµάν όπου το ρεµπέτικο τραγούδι άρχισε ν΄ αναπτύσσεται ευρύτατα µέχρι το 1936 όταν και απαγορεύτηκαν θεωρούµενα ως τουρκοειδή. Σηµειώνεται πως ένα χρόνο πριν το 1935, τα αµανετζίδικα είχαν απαγορευτεί στη Τουρκία θεωρούµενα ως κατάλοιπο ελληνικό µουσικό είδος. Ο Ηλίας Πετρόπουλος, ένας από τους µεγαλύτερους µελετητές του ρεµπέτικου, χωρίζει την ιστορία του ρεµπέτικου σε τρεις περιόδους: 1922-1932 - Η εποχή που κυριαρχούν τα στοιχεία από τη µουσική της Σµύρνης. 1932-1942 - Η κλασική περίοδος. 1942-1952 - Η εποχή της ευρείας διάδοσης και αποδοχής. Αρκετά χρόνια µετά τον ερχοµό του ρεµπέτικου, αυτό αρχίζει να γίνεται αποδεκτό απο τους Έλληνες αφού βλέπουµε ότι η αποδοχή άρχισε να γίνεται γύρω στο 1950, στην εποχή ενός απ' τους µεγαλύτερους ρεµπέτες, του Βασίλη Τσιτσάνη. Το συγκεκριµένο είδος µουσικής µέχρι τότε βρισκόταν στο περιθώριο, αφού θεωρούνταν κατώτερο εξαιτίας της θεµατολογίας του, που περιελάµβανε κυρίως τραγούδια µε θέµατα όπως ο έρωτας, τα ναρκωτικά (χασίς, κοκαΐνη κ.α.) και οι τεκέδες, η φυλακή, για συγγενικά πρόσωπα (π.χ. η µητέρα), ο θάνατος, η ξενιτιά, σατιρικά, για τον στρατό και τον πόλεµο, για «µικρά» θέµατα της καθηµερινής ζωής, για εξωτικούς τόπους, για τη φτώχεια, για πρόσωπα, για την εργασία, την ασθένεια, την πορνεία, για τις µικρές λύπες και καηµούς των ανθρώπων, και άλλα. Ένας επιπλέον χώρος, στον οποίο µεταφέρθηκε το Μικρασιατικό στοιχείο, είναι η κουζίνα, η οποία είναι και το "σήµα κατατεθέν" της µεταφοράς των προσφύγων στην Ελλάδα. Σε όλους είναι γνωστή και ως "πολίτικη κουζίνα" και ήταν αυτή που έφερε εδώ ορισµένες συνταγές, που διατηρούνται ακόµα και σήµερα. Χάρη στην πολίτικη κουζίνα, ξεκίνησαν να χρησιµοποιούν οι µάγειρες διάφορα υλικά που δεν χρησιµοποιούνταν µέχρι πρότινος . Επίσης, οι Έλληνες της Σµύρνης, όπως κάνει σε όλα τα µέρη ο Ελληνικός λαός, διατήρησαν ήθη, έθιµα, παραδόσεις, δεισιδαιµονίες, θρύλους, παροιµίες, παραµύθια και γενικότερα ένα µεγάλο λαογραφικό πλούτο. Συνεπώς όλα τα παραπάνω µεταδόθηκαν και στους υπόλοιπους Έλληνες.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Εγκαταλείποντας τις πατρίδες τους οι ανταλλάξιµοι πληθυσµοί µεταξύ των δύο χωρών κλήθηκαν να ξεκινήσουν µία νέα ζωή, διατηρώντας µονάχα τις αναµνήσεις τους. Όµως τι παραπάνω από µια πικρή νοσταλγία ήταν αυτό που το έλεγαν ανάµνηση; Οι ανταλλαχθέντες θα

νοσταλγούσαν την πατρίδα τους. Όντως ήταν εκείνη η πατρίδα τους, το καταφύγιο τους, η απύθµενη οµορφιά της τους γέµιζε χαµόγελα και έπαιρνε µακριά τον πόνο. Ταυτόχρονά όµως ήταν και εκείνη που τον προξενούσε παίρνοντας µέσα της τους αγαπηµένους τους, ήταν η µεγαλύτερη εχθρός τους. Είχαν µια ιδιαίτερη σχέση µε τον τόπο τους, εκεί έβρισκαν τον εαυτό τους και ένιωθαν ευτυχία. Άλλοτε όµως ένιωθαν ξένοι, ότι δεν ανήκαν εκεί. Φτάνοντας στον νέο τόπο τα αισθήµατα ήταν ανάλογα. Αρχικά οι δυσκολίες φάνταζαν αξεπέραστες, όµως µε τον καιρό οι ανταλλάξιµοι πληθυσµοί ενσωµατώθηκαν επιτυχώς στις νέες κοινωνίες επηρεάζοντας µε τον πολιτισµό τους, τους ντόπιους. Η επιβίωση στην καινούρια πατρίδα ήταν πολύ δύσκολη για όλους τους πρόσφυγες. Σιγά -σιγά όµως άρχισαν να συνηθίζουν στην καινούρια τους ζωή. Από όταν επιτεύχθηκε η αποδοχή τους από τους ντόπιους και µέχρι σήµερα οι σχέσεις τους χαρακτηρίζονται από αλληλοσεβασµό και κατανόηση.

Οµάδα 1η ( Μαριονέτες της Ιστορίας)

• Βεµόγιαννης Γιάννης

• Βιτσαράς Μάνος

• Γιαννόπουλος Γιώργος

• Απλαδάς Κων/νος

Οµάδα 2η ( οι Νοσταλγοί)

• Βασιλάκης Παντελής

• Βοσκάκη Ραφαέλα

• Αθενάκης Γιάννης

• Αποστολάκης Μιχάλης

• Ανθοπούλου Φαίη

Οµάδα 3η( οι Ξεριζωµένοι)

• Γλένη Κων/να

• Ασλάνη Ιωάννα

• Γενιτσαρίδη Γωγώ

• Αποστολάκη Κατερίνα

• Βανταράκης Παύλος

Οµάδα 4η( Πληγωµένα Φτερά)

• Γαβριλάκη Μαίρη

• Γαλανάκη Παναγιώτα

• Γρινιεζάκη Μαρία

• Γωνιανάκη Μαρία

Οµάδα 5η( γαλάζια στρατιά)

• Ανδριώτη Ανδρεάνα

• Ανδρουλάκης Μάνος

• ∆ιλβόη Ραφαέλα

• Αναστασίου Χρήστος

• Αεράκης Σταύρος