Henry Morgenthau’s Voice in History

57
1 Henry Morgenthau’s Voice in History And a Brief Reflection on One Aspect of Improving Relations Post-Violence. Pamela Steiner Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ HENRY MORGENTHAU ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ και ένας σύντομος στοχασμός σε μια πτυχή της βελτίωσης των σχέσεων στη μετά τη βία εποχή. Pamela Steiner Μετάφραση-επιμέλεια Θεοδόσης Κυριακίδης- Κυριάκος Χατζηκυριακίδης Έκδοση Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης Θεσσαλονίκη 2013

Transcript of Henry Morgenthau’s Voice in History

Page 1: Henry Morgenthau’s Voice in History

1

Henry Morgenthau’s Voice in History

And a Brief Reflection on One Aspect of Improving Relations Post-Violence.

Pamela Steiner

Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ HENRY MORGENTHAU ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ και ένας σύντομος στοχασμός σε μια πτυχή της βελτίωσης των σχέσεων στη μετά

τη βία εποχή.

Pamela Steiner

Μετάφραση-επιμέλεια Θεοδόσης Κυριακίδης- Κυριάκος Χατζηκυριακίδης

Έκδοση

Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης

Θεσσαλονίκη 2013

Page 2: Henry Morgenthau’s Voice in History

2

Προλογικό Σημείωμα

Έχουν παρέλθει 90 και πλέον χρόνια από τότε που ο Ελληνισμός έπαψε να ζει και να δημιουργεί στον ιστορικό Πόντο και στον ευρύτερο χώρο της Μ. Ασίας. Μολονότι όμως έχει μεσολαβήσει πολύς χρόνος από τότε, οι απόγονοι των προσφύγων πρώτης γενιάς εξακολούθησαν να ενδιαφέρονται και να επιθυμούν να γνωρίσουν καλύτερα τις συνθήκες ζωής, την πολιτισμική και οικονομική δραστηριότητα, και κυρίως το τραγικό τέλος που η μοίρα επιφύλασσε στους προγόνους τους με τον ολοκληρωτικό ξεριζωμό τους από την ιστορική πατρίδα τους. Με άλλα λόγια, το ενδιαφέρον για τον Μικρασιατικό και τον Ποντιακό Ελληνισμό αντί να «ξεθωριάσει» ή να «σβήσει», καθίσταται όλο και πιο έντονο με το πέρασμα του χρόνου.

Επιπλέον, η ματιά του ερευνητή, βασισμένη όχι μόνο στις έρευνες και τις μελέτες που εκπονήθηκαν τις προηγούμενες δεκαετίες, αλλά και στην παράλληλη διάθεση νέων αρχείων που ολοένα έρχονται στο φως, δύναται με συνέπεια και ακρίβεια να εμβαθύνει στο ιστορικό παρελθόν. Η Μικρασιατική Καταστροφή, ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια της Νεοελληνικής Ιστορίας, και το εξαιρετικά επώδυνο μέτρο της υποχρεωτικής Ανταλλαγής των Πληθυσμών δημιούργησαν αλλού παροδικές και αλλού μόνιμες κοινωνικοοικονομικές αναστατώσεις, αλλάζοντας μια για πάντα την αντίληψη των Ελλήνων της Ανατολής για την έννοια της ιστορικής πατρίδας. Το τραύμα αυτής της μεγάλης απώλειας το περιέγραψε, άλλωστε, συγκλονιστικά ο νομπελίστας έλληνας ποιητής Γιώργος Σεφέρης στις Δοκιμές του, όταν έγραφε πως «…ο άνθρωπος έχει ρίζες, κι όταν τις κόψουν πονεί βιολογικά, όπως όταν τον ακρωτηριάσουν».1

Έχοντας ως δεδομένα τα παραπάνω, η Εύξεινος Λέσχη Θεσσαλονίκης, ιστορικό σωματείο της πόλης ιδρυμένο το 1933 από πρόσφυγες του Πόντου, αποφάσισε, με τη συμπλήρωση των 80 χρόνων της λειτουργίας του, να εγκαινιάσει μια νέα σειρά εκδόσεων, κυρίως διαλέξεων σχετικών με τον Ελληνισμό της Ανατολής. Πιο συγκεκριμένα, η σειρά θα αφορά σε μικρές και σύντομες εκδόσεις επιλεγμένων κειμένων, όπως αυτά παρουσιάσθηκαν από ειδικούς επιστήμονες στο Εντευκτήριό της ή και αλλού και κρίθηκαν ως πολύ ενδιαφέροντα για τον Ποντιακό και γενικότερα τον Μικρασιατικό Ελληνισμό.

Στόχος αυτού του εκδοτικού εγχειρήματος δεν είναι μόνο να αναδείξει τις μελέτες και τις σκέψεις νέων και παλαιών, ημεδαπών και αλλοδαπών, έγκριτων επιστημόνων και ερευνητών της ιστορίας του Ελληνισμού της Ανατολής μέσα από νέες προσεγγίσεις, αλλά και να θέσει νέα ερωτήματα, να γνωρίσει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό επιστήμονες που ασχολούνται με το συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο και, τέλος, να ενισχύσει τη συζήτηση για την ιστορία και τον πολιτισμό τόσο του Πόντου όσο και της υπόλοιπης Μ. Ασίας. Πεποίθηση των επιμελητών είναι ότι η συγκεκριμένη εκδοτική σειρά αφενός θα αποτελέσει χρήσιμη πηγή πληροφόρησης για τον απλό αναγνώστη, «εραστή» της ιστορίας, αφού θα του εξασφαλίζει ευκολότερη πρόσβαση στη γνώση, ειδικά σε ξενόγλωσσα κείμενα, και

1 Γ. Σεφέρης, Δοκιμές, τ. 2, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1974, σ. 175-177.

Page 3: Henry Morgenthau’s Voice in History

3

αφετέρου θα καταστεί πολύτιμο εργαλείο στα χέρια του εξειδικευμένου ερευνητή-μελετητή. Αξίζει, επίσης, να τονισθεί ότι στα κείμενα που θα επιλέγονται για δημοσίευση, δε θα γίνεται καμιά παρέμβαση στο περιεχόμενο, το ύφος κ.λπ., τόσο στο πρωτότυπο όσο και στη μετάφρασή τους.

Αυτή η εκδοτική προσπάθεια ξεκινά, θέλοντας να δώσει και ένα συμβολικό στίγμα, με τη διάλεξη της Pamela Steiner, δισέγγονης του μεγάλου ανθρωπιστή και ευεργέτη των ελλήνων προσφύγων του ’22 Henry Morgenthau. Η Steiner σκιαγραφεί την προσωπικότητα του προπάππου της και υπογραμμίζει το σημαντικό ρόλο του ως προέδρου της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) της Κοινωνίας των Εθνών στην Ελλάδα (1923-1924). Το γεγονός, μάλιστα, ότι η αναφορά στον Morgenthau προέρχεται από μέλος της οικογένειάς του, μας επιτρέπει να γνωρίσουμε ιδιαίτερες πτυχές του χαρακτήρα του και λεπτομέρειες της προσωπικής ζωής αυτής της σημαντικής προσωπικότητας. Εξίσου σημαντικό είναι επίσης το ότι η συγγραφέας διατυπώνει στο παρόν κείμενο, με την ιδιότητα της κλινικής ψυχιάτρου, τις σκέψεις της για τη «μετά τη βία εποχή». Καταθέτει, με άλλα λόγια, την προσωπική επιστημονική συμβολή της για μια ουσιαστική καταλλαγή, συμφιλίωση και ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, δύο λαών που τους χωρίζουν, αλλά και τους ενώνουν τόσα πολλά.

Τέλος, θερμές ευχαριστίες οφείλονται στον καθηγητή Mark Mazower και στο Πρόγραμμα Νεοελληνικών Σπουδών του πανεπιστημίου Columbia, για την ευγενική άδεια δημοσίευσης τμήματος των φωτογραφιών της συλλογής του David E. Moore, που φυλάσσονται στις αρχειακές συλλογές του πανεπιστημίου. Οι φωτογραφίες που δημοσιεύονται ανήκουν στον William Scoville Moore, ο οποίος ταξίδεψε μαζί με τον αμερικανό πρέσβη Henry Morgenthau στην Ελλάδα στα 1923. Ο Moore μαζί με τον βρετανό συνταγματάρχη Owen είχαν αναλάβει την ευθύνη της επιτήρησης της διανομής του δανείου, που είχε δοθεί στην Ελλάδα για την αποκατάσταση των προσφύγων. Για το σκοπό αυτό ταξίδεψε σε όλη την επικράτεια προκειμένου να συγκεντρώσει πληροφορίες και φωτογραφίες για να τις αποστείλει στην Αμερική, φωτίζοντας την προσφυγική κρίση της Ελλάδας. Το φωτογραφικό αυτό αρχείο δώρισε στο πανεπιστήμιο Columbia ο γιος του, David Moore και μέρος του δημοσιεύεται εδώ με την ευγενική άδεια του διευθυντή του Προγράμματος Νεοελληνικών Σπουδών καθηγητή Mark Mazower.

Page 4: Henry Morgenthau’s Voice in History

4

Henry Morgenthau’s Voice in History

And a Brief Reflection on One Aspect of Improving Relations Post-Violence

Pamela Steiner

FXB Center for Health and Human Rights, Harvard School of Public Health &

The Harvard Humanitarian Initiative, Harvard University

Author’s Note

This essay is based on a lecture I gave to the Euxeinos Club of Thessaloniki,

Greece, in 2010, at an event honoring my great-grandfather, Ambassador Henry

Morgenthau. Margaret Lavinia Anderson, Professor of History at the University of

California at Berkeley, generously made important suggestions. I am grateful to

David and Lucy Eisenberg, Helen Fox, Maria Hadjipavlou, Theodosios Kyriakidis,

Ellin London, Rosemarie Morse, Elaine Papoulias, and Henry Steiner for useful

comments.

Correspondence concerning this article should be addressed to Pamela

Steiner, Harvard Humanitarian Initiative, 14 Story St., Cambridge, MA 02138. E-

mail: [email protected]

Page 5: Henry Morgenthau’s Voice in History

5

Abstract

Henry Morgenthau distinguished himself as the U.S. Ambassador to Turkey,

1913-1916, and as chairman of the League of Nations Refugee Settlement

Commission (RSC) for Greece, 1923-24. In this essay I describe some aspects of

his early life that shaped the man he became, accomplishments in his posts, and

his feelings about himself over time. My conclusion offers a brief reflection on an

issue that may help resolve post-violence inter-communal relationships, such as

those with which Morgenthau was involved.

Page 6: Henry Morgenthau’s Voice in History

6

Ambassador Henry Morgenthau’s Voice in History and a View on it from a Practice in

Conflict Resolution

The task assigned to me for this lecture was both welcome and challenging:

talk about your great-grandfather’s contributions in Turkey and Greece and also

tell us something about your related work. U.S. ambassador to Turkey, 1913-

1916, and chairman of the League of Nations’ Refugee Settlement Commission

(RSC) for Greece, 1923-24, Henry Morgenthau is still considered a pivotal figure

in both countries. This essay, based on the lecture, starts with Morgenthau’s nine

years after his birth in Mannheim, Germany through his mid-fifties, at which point

he exemplified the path to financial success of a poor, immigrant Jew from the

Lower East Side of New York City. We then concentrate on his two assignments:

the ambassadorship to Turkey where he became known for his efforts to save

Armenians, Greeks, and other Christians by pushing the boundaries of the usual

behavior expected of an ambassador and his chairmanship of the RSC where his

contributions included securing essential loans and helping establish constitutional

democracy in Greece. At the end I briefly reflect on the question of

dehumanization of the Other in relation to the need to build positive relations

post-violence. The reflection grows out of my participation in conflict resolution

efforts between Israelis and Palestinians and between Armenians and Turks.

In preparing the lecture, I had no critical biography of Ambassador

Morgenthau to be guided by or to bounce off. Since I am a psychologist and not a

biographer or historian, and since I was preparing just a single lecture, I decided not

to do make use of the many references to Ambassador Morgenthau in works on

history and genocide, although those portrayals and reports certainly remain valid

historical sources. Instead, I relied almost entirely on Henry Morgenthau’s own

Page 7: Henry Morgenthau’s Voice in History

7

accounts -- All in a Lifetime (1926), Ambassador Morgenthau’s Story (2003

[originally published in 1918]) , and I Was Sent to Athens (1929). I presumed that

these publications expressed how he wished to be understood as a man, an American,

a Jew, a public servant, and a participant in and reporter of great events. As I turned

my lecture into this essay, I continued to think that nothing better characterizes

Morgenthau than his own words in their directness, clarity, and insight. I say this with

conviction because, although he died at 90 when I was very young and so hardly

knew him, his non-sectarian devotion to public service aiming at the good of all

people and especially the direct way he expresses himself describe family traits

recognizable down to my generation.

Development of Morgenthau's Character: Trust and Self-Confidence; Sudden

Uprooting; Ambition, Prudence, Success, and Communal Indebtedness

Morgenthau's insistent reporting of horrendous wrongs and his commitment to

making a better world can be understood among his important personal attributes.

Some of these -- energy, stamina, and intellectual capacity -- were probably largely

genetic in origin. But others that may well have been influenced by his family and

upbringing -- ambition, competitiveness, courage, humanitarianism, likeability,

prudence, responsibility, determination, self-awareness, and self-discipline -- even if

in-born, were cultivated by him during his lifetime in response to both ordinary and

extraordinary challenges. This combination of attributes made the man, and produced

a remarkable voice.

In the list of Morgenthau’s attributes I did not yet mention the most

fundamental: self-confidence and trust in life. From the moment of his birth in 1856

as the ninth of ultimately 11 children, he was loved, appreciated, and respected,

especially by his mother. He returned her feelings. His admiration for her rested on

Page 8: Henry Morgenthau’s Voice in History

8

the “beautiful spirit… my mother had early given me good ideals and a love of

purity…[and] an irrepressible ambition…to try to attain a standard of thought and

conduct consonant with (her) fine concepts” (1926, 14). At some point his relationship

with his father soured, but not in his all important early years.

Morgenthau’s self-confidence and trust were further grounded in the secure,

pleasant, even enchanting childhood in Mannheim, Germany. He wrote of those

years:

…[t]hose were the days of idyllic simplicity … the highest pleasure of

children was netting butterflies in the sunny fields….The recreation of

elders was at little tables in the public gardens, where, while the band

played good music and the youngsters romped from chair to chair, the

women plied their knitting needles over endless cups of coffee, and the

men smoked their pipes and sipped their beer and talked of art and

philosophy -- of everything in the world, except world politics and

world war…. My father was prosperous… my mother… [had a]

passion for the best in literature and music. (1926, 1-2)

In Mannheim, Morgenthau’s father, Lazarus, made comfortable living

exporting German cigars to the United States. When a large tariff was unexpectedly

imposed, Lazarus was suddenly poor. Feeling humiliated and without prospects, he

decided to move his newly impoverished family to New York City. Thus, as a nine

year old, Morgenthau was uprooted and became an immigrant. From a home with

servants, he now saw his mother doing the housework as well as taking in boarders to

make ends meet. He became critical of his father who continued in New York to live

above his reduced means. He held his father responsible for the family's financial

situation because he had not saved while in Mannheim.

Page 9: Henry Morgenthau’s Voice in History

9

Morgenthau later saw these events as shaping his own ambition to make

sufficient money to that his mother could again live comfortably. He believed that

there was almost no hindrance in the United States to such ambitions despite his being

a Jew. He became self-disciplined about spending and saving money. As an adult he

was cautious about not trying to push his own financial success too far. In 1905, when

his instincts foretold economic downturn in the United States, he took appropriate

action and lost little. At the same time, he felt intense gratitude for the opportunities in

the United States and believed therefore that he owed a debt to his country.

Morgenthau of course did not make his name primarily as a financier,

although his experience, knowledge, connections, and wealth were enablers for his

development into a humanitarian on behalf of Armenians and Greeks. But it was

primarily the circumstances under which the young Henry and his family left

Germany for the United States that initially shaped his humanitarian development.

Although incomparably less onerous than the losses experienced by Armenians during

World War I and most ethnic Greeks (and ethnic Turks) in 1923 in the "Population

Exchange", Morgenthau’s own sudden losses as a child -- the uprooting from

Mannheim and the marked downward shift in socio-economic status – taught him

much: what it was like to make a sudden forced move from one country to another,

what it was like to lose worldly goods, community, and place in the community, and

what it was like to begin again. As he grew older he also became aware of the reality

and limits imposed by prejudice against those who are different, in his case anti-

Semitism in Germany, and to a much lesser extent, in the U.S. Both his experience of

loss and of prejudice help account for his unwavering commitment to protect

Armenians, Greeks, and other Christians in Turkey and later to help settle those

forced to move to Greece.

Page 10: Henry Morgenthau’s Voice in History

10

Sources of his Universal Humanitarianism

The adolescent Morgenthau encountered people of different backgrounds, his

mind opening alike to unconventional Jewish and non-Jewish influences. "Pursu[ing]

a rather carefully ordered course….I formed the habit (mid-teens) of visiting churches

of many denominations and making abstracts of the sermons that I heard …” (1926,

15). He found mentors with open and compassionate minds, two of particular note.

The first, a boarder, was a hunchbacked Quaker doctor, who demonstrated kindness to

less fortunate individuals, in spite of or perhaps because of his own suffering.

Morgenthau wrote that he was “a beautiful character, softened instead of embittered

by his affliction.… [He] gave half his time to charitable work among the poor. I

frequently opened the door for his patients …and we became friends. I remember his

long, religious talks… (Ibid).

The other was Felix Adler, to become the major figure in the development of

"secularized Judaism" (Morgenthau III, 63) in New York's Society for Ethical

Culture. Adler demonstrated what it meant to give service to a people rather than to

individuals. Probably Morgenthau was also inspired by how Adler “had voluntarily

abandoned an honorable and care-free career…and undertaken the harassing and

difficult task of satisfying the unexpressed yearnings of these people… discontented

with the existing requirements of their religion and [who] …hopelessly sought for

moral guidance” (1926, 96). Morgenthau retained his connection with Adler, in later

years helping him establish New York’s first Ethical Culture School (1926, 97).

Self-Discipline and Family

Morgenthau formulated an ethical approach for his adolescent self and then

tested himself against it:

Page 11: Henry Morgenthau’s Voice in History

11

I composed twenty-four rules of action, tabulating virtues that I wished

to acquire and vices that I must avoid. I even made a chart of these

maxims, and every night marked against myself whatever breaches of

them I had been guilty of.… indulgence in sweets, departures from

strict veracity, too much talking, extravagance, idleness, and vanity -- a

heavy indictment!... The fact is that I had acquired an almost monastic

habit of mind and loved the conquest of my impulses…. (1926, 15-16)

The monastic side of his self-discipline gave way a decade later to

uninhibited, blissful sensuality with his wife, Josephine, whom he married at

age 26 (Morgenthau III, 1991, 84). Each of their four children was remarkable.

The eldest, Helen, a great gardener, founded The Herb Society of America and

published numerous books on garden design and history. Their second child

was the one boy, Henry, Jr., who served for eleven years as President Franklin

Delano Roosevelt's Secretary of the Treasury. Not of his father’s

temperament, he was alike in being willing to manifest from a high position

humanitarian concern that was no part of his job description. Long before the

U.S. entered World War II, he early and alone in Roosevelt’s administration

voiced urgency about the Nazi threat to the Jews.

The two youngest were girls. Alma, who became my grandmother, was

a fine singer and painter and became a “patroness of many of the arts” (Dec.,

1953 obituary, New York Times). Music was her chief love. She founded the

Cos Cob (music) Press, the Locust Valley Musical Festivals, and co-founded

the League of Composers, identifying and helping establish such figures as

Aaron Copeland and Virgil Thompson (see discussion in, e.g., Music in

America). The youngest, Ruth, perhaps most literally reflected her father’s

Page 12: Henry Morgenthau’s Voice in History

12

non-sectarian commitment to giving back to the community. In New York

City, she founded a home where men leaving jail could live and restart their

lives. The residence pioneered in providing psychological counseling. As a

board member of the Manhattan School of Music, she established a fund to

provide counseling for troubled music students. In the community where she

had a country home, she conserved her acres in perpetuity, began a summer

theatre workshop for teens, an organization that also offered counseling for

participants, co-founded a public library, and donated a baptismal font to a

local church.

Inner Conflict: Success at Making Money versus Humanitarian Values

Although Morgenthau's formal education culminated in a law degree, he made

his fortune in real estate development and finance. But by mid-life he became aware

of an inner conflict:

…My spirit was in a never-ceasing conflict with itself… between

idealism and materialism. My boyish imagination had been fired with a

vision of life of unselfish devotion to the welfare of others…. But the

necessity of earning a living had early thrust me into the arena of

business. Once there, I became absorbed in money-making. It

challenged all my powers of brain and will to hold my own and forge

ahead in the fierce competition of my fellows. I lived business, ate

business, dreamed business.… [but my boyhood vision] asserted itself

during business hours and again and again demanded opportunities to

exercise itself…. (1926, 94-5)

Eventually he resolved his conflict:

Page 13: Henry Morgenthau’s Voice in History

13

At fifty-five years of age, financially independent, and rich in

experience … [my conscience] ceaselessly confronted me with my

duty to pay back, in the form of public service, the overdraft which I

had been permitted to make upon the opportunities of this country.…

…I [had] found…that I had a special gift for making money. By the

time I had attained the competency which had been my ambition, I had

become fascinated with money-making as a game. … Like all my

associates, [I] was deeply absorbed in the chase for wealth….

… [in 1905] I foresaw the Panic of 1907; and, while others all around

me plunged onward to the brink, I paused and …began to sever my

financial connections. This process of slowing down my business pace

gave me time for other introspection…I was ashamed to realize that I

had neglected the nobler path of duty. I resolved to retire wholly from

active business, and to devote the rest of my life to making good the

better resolutions of my boyhood. (1928, 128)

Ambassador Morgenthau's Efforts to Save Armenians and Other Christians

One of Morgenthau’s first steps in his "nobler path of duty", his new career

path, taken in order to “repay the overdraft [made] upon the opportunities of this

country”, was to support Woodrow Wilson as the Democratic Party’s candidate for

the U.S. presidency. Morgenthau regarded him as "a practical reformer" (1926, 130).

Once elected, Wilson offered Morgenthau the ambassadorship to Turkey and then

found he had to take months to persuade Morgenthau to it. Because of its proximity to

the Holy Land and Zionists, and therefore the opportunity to oversee the interest of

Jews settling there, it was considered the Jewish post. Morgenthau hesitated because

he was aware that Jews he talked to let him know that they did not want Jews to be

Page 14: Henry Morgenthau’s Voice in History

14

limited to one “Jewish” post only, and he felt the same way. Over some months,

however, he changed his mind. He enthusiastically took up the ambassadorship in late

1913, nine months before the start of World War I. However, he did not regard his

chief task as ambassador to look after Jewish interests, although he did not neglect

them. When addressed by various officials as though he were representing only Jews,

he let it be known that he represented all Americans, not just Jews. He would say, “I

am not here as a Jew but as an American Ambassador. My country contains

something more than 97,000,000 Christians and something less than 3,000,000 Jews.

So at least in my ambassadorial capacity, I am 97 percent Christian” (Morgenthau III,

127).

Morgenthau’s account of his arrival in Constantinople, as the city was known

until 1930 when it officially turned back to the Turkish name Istanbul (in this essay I

use the name Morgenthau used), reveals him as successfully forging all the usual

kinds of relationships and looking out for the usual kinds of interests. He rapidly built

what in conflict resolution work is called "working trust"2 both with the large

international community in Constantinople and locals, official and unofficial. It was

with these usual kinds of collaborations that Ambassador Morgenthau was able

crucially to keep himself so well informed. For example, he recorded meetings with

Talaat Pasha and Enver Pasha. These two, together with Cemal Pasha, were the three

leading Young Turks of the Committee of Union and Progress (CUP), by then the real

governing body in Turkey. The Sultan was now only nominally head of government.

2 Working trust is not the deep, unconditional general trust in life which (I hypothesized above) the young Henry acquired as an infant and child. Working trust permits collaborating with others meaningfully, and at critical moments enables one to gain immediate access to important players, not necessarily on one’s side, and they to him. It grants the psychological space to speak one's mind and feel confident of being heard. Such trust is conditional: as President Ronald Reagan was known to say, “Trust but verify,” and keep verifying.

Page 15: Henry Morgenthau’s Voice in History

15

In Constantinople the ambassador often cited the American ideals of tolerance,

decency, and opportunity for all peoples. He must have come across as what many

would call an idealist, but in him such beliefs were likely the expression of the same

sort of practicality he saw in Wilson. In a speech to an audience that included Talaat

Pasha in February, 1914, some six months before the start of war, he later recalled, "I

felt I could point out to them in my address, by indirection, the path along which they

might lead Turkey to regeneration…” (1926, 198). It was a bold intervention at a

time when Talaat and Enver were open to American counsel. No doubt pleased with

his metaphor, he cited his speech, which included the following:

'… being in Turkey I want to say that I have shown you the

wonderful, national rug that we have produced in the United States. It

was woven by the millions that inhabit our land, natives and

foreigners, whites and blacks, people from the North, South, East, and

West, men and women, and from materials produced in our own soil

and imported from all countries…it makes a fine, harmonious

whole…. "(1926, 201-2)

Morgenthau was reflecting on a fledgling theme in American foreign policy, that

American values, democracy, and the multicultural, multiethnic American experience

were right for other peoples (Moranian, 2008).

Instead, Turkey moved in the opposite direction and Morgenthau acted to

protect besieged Christian minorities. Thus, when shortly before war started and

ethnic (Christian) Greeks in Turkey were being persecuted or forced to leave for

Greece, as the New York Times characterized it3, Morgenthau used his influence to

3 Just a few weeks before war started, the New York Times reported that:

…relations between Turkey and Greece have reached high tension over the alleged persecution of the Greeks in Asia Minor, and it is because of these persecutions that

Page 16: Henry Morgenthau’s Voice in History

16

protect them. He persuaded the Young Turks to grant a temporary stay on the order

that Greeks employed in Smyrna must leave the country. For Greeks who were

already being held for deportation without food or drink “with greatest brutality”, he

was able to order “a boat to Prinkipo [Island] with barrels of water and boxes of

crackers...”(1929, 20).

Once the war began, American consuls and missionaries, teachers, and

medical people from the United States and elsewhere, already deployed throughout

Turkey, sent Morgenthau corroborating reports on the massacres, deportations, and

abominations of the Armenians' fate as well as that of the Greeks and Assyrians

residing in Asia Minor. The first reports he received did not immediately convince

him, however, that there was a systematic effort to exterminate this people (1918,

2003, 224). Once convinced and with reports continuing to come to him, Morgenthau

stepped outside the usual ambassadorial role. He protested on different occasions to

the Young Turks and became more public about his concerns.

Morgenthau’s wife Josephine had never been an enthusiastic diplomat’s wife.

An independent person, she did not accompany him to Constantinople initially

(Morgenthau III, 1991, 110). And she departed before he did, at least in part because

she was so distressed by the reported massacres and the inability to stop them. She

returned alone to the United States, stopping in Bulgaria en route. There she informed

the country’s receptive queen about the situation so distressing her. Bulgaria was then

deciding with whom to become an ally. But Mrs. Morgenthau and Queen Eleonore

were no more successful than her husband with the Young Turks. Bulgaria soon

joined with the Germans and Turks, becoming another colluder in mass murder.

many thousands of Greeks have left Turkey or been forced out of the country and are returning to the home land. (6/15/1914. ProQuest Historical Newspapers (1851, 4)

Page 17: Henry Morgenthau’s Voice in History

17

Morgenthau’s telegrams to the U.S. State Department about the massacres

were frequently cited, not only but especially in the U.S., leading to an on-going

American humanitarian response. In protesting the Armenian fate, Morgenthau did

not lose the awareness that his country, still a neutral, feared pushing any concerns

about Armenians too far. Protest not backed by military force could easily backfire

and ignite even stronger anti-Armenian measures. Beyond these protests and reports,

there was little more he could do. The only other action he took was behind the scenes

when he provided different forms of aid to certain individuals.

Morgenthau’s reporting went beyond Ottoman actions. He made sure that

Americans became aware of German complicity with the CUP's anti-Armenian

policy. If they did not already know, Ambassador Morgenthau's Story informed them

that the Central Powers were led by a "turcophile" (Anderson, 2010) Kaiser. A

mutually beneficial German-Ottoman connection was not new. The Kaiser's focus on

securing a "place in the sun"4 for Germany had led him to look the other way when

the Red Sultan massacred Armenians in the 1890's.

Morgenthau took a leave of absence from Constantinople in early 1916,

shortly before the United States entered the war. At the very moment of

disembarking in New York City, he again went out on a limb. At the dock he received

4 “’A place in the sun’ was first used politically by Germany's then Foreign Minister (later Chancellor) Bülow in 1897: other European countries have their place in the sun (colonies in the tropics), so we should have them too. And…they were not going to do it militarily -- they gave no sign of going to war with anyone else over a colony (unlike England and France!), but by buttressing the Ottoman Empire they got a cozy position inside for their investors, advisors, etc. Everyone knew that the Germans were doing in reality what all the Powers gave lip service to: preserve the integrity and independence of the Ottoman Empire. Germany's ‘place’ in the Empire depended on the Ottomans remaining independent, because otherwise, the Russians, French, and British, all much better positioned, would move right in. Germany befriended the Ottoman Empire in hopes of getting, eventually, some kind of commercial priority; but, more important, in fears of being locked out, commercially, if another power got there first (Anderson, private correspondence, April 2010).

Page 18: Henry Morgenthau’s Voice in History

18

specific instructions from Secretary of State Lansing not to speak publicly "in view of

the international situation", nonetheless he made a much publicized speech

(Morgenthau, 1991, 173 ff).

Soon after his return to the United States, Morgenthau tendered his resignation

as ambassador. His reasons included his "failure to stop the destruction of the

Armenians" (Morgenthau 1918, 2003, 264), his wish to inform and discuss the

situation with President Wilson in a way that he could not from abroad, and to raise

money for Wilson's re-election (Morgenthau III, 173-4). By now, also, his own

ambition had grown. If re-elected, Wilson would presumably put him forward for a

different role in U.S. diplomacy. With the exception of his important work in Greece

for the League of Nations, his political ambitions thereafter were not greatly realized.

Whatever came next, Morgenthau had earned a place in history. His

courageous, committed behavior when it counted was to engender a broader public

awareness of the crimes against humanity that Raphael Lemkin would, in 1944, label

“genocide.”5 But if Morgenthau should be remembered for his courageous breaking

of new ground for diplomats through his humanitarian attempts to prevent the mass

murder of innocents, he did not. Instead he became a rare and rarely imitated example

of acting outside the strict role -- one state's representative manifesting universal, non-

sectarian humanitarianism. Psychiatrist Robert Lifton, a writer on the psychology of

war and mass violence, reflects on Ambassador Morgenthau's voice:

Faced with the overwhelming evidence of the mass murder of

Armenians by Ottoman Turks, Henry Morgenthau refused to remain a

detached bystander. He chose instead to become a profoundly

5 In 1943 Raphael Lemkin coined the word “genocide” to characterize the intentional mass murder of a whole people, basing the concept on the Nazi extermination of Jews and the Ottoman massacres of Armenians. He worked tirelessly to achieve the United Nations Convention against Genocide.

Page 19: Henry Morgenthau’s Voice in History

19

compassionate witness, to abandon diplomatic coolness, to open

himself to grievous suffering, and to tell the story to his countrymen,

and the rest of the world. (Lifton in Morgenthau, 1918, 2003, Forward,

xix)

Morgenthau as Chairman of the Refugee Settlement Commission (RSC) for Greece

With the promise of certain lands post-war, the World War I Allies, Britain,

France, and Russia, had persuaded Greece to fight with them against Germany and

Turkey. But since the Treaty of Versailles did not deal with “the East,” the Sevres

Treaty of 1920 was meant to accomplish that. It was imposed by the Allies on Turkey,

much as was the Versailles Treaty on Germany. This Treaty fatefully divided Greeks.

To the followers of the legendary Eleftherios Venezilos, who before then, at that

moment, and often thereafter, served as prime minister of Greece, the treaty was a

triumph as it integrated eastern Thrace, the islands Imvros and Tenedos, legitimized a

Greek presence in Asia Minor, and promised to include most Dodecanese Islands. But

to Greeks led by King Constantine, the treaty represented a betrayal by the Allies of

promises for other lands.

King Constantine and his followers won out. Shortly after negotiations on the

Sevres Treaty concluded, Venizelos was voted out of office. Greece did not ratify it.

Now a debacle for Greece, already in the making, was fully realized -- with the

different players acting out of different motives. The year before, the United States,

Britain, and France had authorized a military invasion of Smyrna by King Constantine

with the understood aim of maintaining order in the region and protecting the

Christian population until the conclusion of final peace agreement. But the historical

record shows something less noble: the British and French were using the Greek army

to pursue their own territorial interests. King Constantine, despite promises made

Page 20: Henry Morgenthau’s Voice in History

20

during the election to withdraw the army from Turkey, nevertheless stayed on

attempting to reach Ankara in pursuit of his "Megali Idea."

The Ottoman government accepted the Sevres Treaty, but its authority was

short-lived in Turkey. Mustapha Kemal Ataturk, then a soldier, reacted to the invasion

by King Constantine and to the Ottoman government’s acceptance of the treaty, by

mobilizing the troops for a Turkey for Turks, challenging and retiring Ottoman rule,

and replacing it with the secular Turkish state, thus nullifying the treaty. During this

war, 100,000 Armenians and Greeks perished in the Smyrna fire, believed widely to

have been started by Turks. The Greek troops under King Constantine suffered finally

a humiliating defeat by troops led by Ataturk.

With the death of the Sevres Treaty, Great Britain, France, Greece, Italy, and

Turkey were forced to re-engage in what were intense, extremely difficult

negotiations that resulted in the Lausanne Treaty of 1923. The Lausanne Treaty

decreed the compulsory, often bloody "Population Exchange." It specified that well

over a million ethnic Greek Orthodox living in different parts of Anatolia were to

leave for the Greek mainland, while some 400,000 ethnic Turks were to move to

Anatolia.6

For both population sets, it was a continuation of the expulsions, losses, and

miseries of preceding years. While both Venizelos and Ataturk pushed to achieve this

“Exchange,” neither of the peoples who had to make the move sought the changes.

Ethnic Greeks had lived in Asia Minor for centuries as had ethnic Turks in

Macedonia.

The Greeks who survived the Smyrna fire and the Greeks and Turks who had

to move under the Population Exchange crossed the sea in different directions under

6 Although the Treaty of Lausanne spoke about approximately one million Greeks, only 200,000 reached Greece after 1923. The majority had already fled.

Page 21: Henry Morgenthau’s Voice in History

21

terrible conditions. Altogether there were more than one million who constituted the

refugee crisis in Greece, which Morgenthau agreed to address. Morgenthau’s

judgment about this entire episode manifested his ability to understand the Turkish

perspective. Although he remained profoundly appalled by the CUP’s aims and

methods during World War I, he understood what the move would mean to the Turks

who, he asserted, “felt that their very existence was now threatened” (1929, 25). He

wrote that the invasion was "… frightful mismanagement of the situation by

Constantine and his government" (1929, 7). A recent account acknowledged that

Morgenthau "quite correctly… sensed that Greek expansionism in Anatolia would

have terrible consequences for the Ottoman Christians" (Clark, 156).

In the opening pages of his book, I Was Sent to Athens, Morgenthau explained

how he saw his mission in Greece. He expressed great sympathy for the refugees from

Asia Minor. They must have reminded him of his own early move from Germany to

the United States and the misery of being a member of a persecuted minority. As he

similarly had committed himself to do for his mother decades earlier, he now

committed himself to laying a foundation on which the refugees could thrive. Surely

he saw them as needy, but in his soaring admiration for and belief in the Greeks and

in their recovery, he also saw them as descendants of the ancient Greeks, as well as a

contemporary people he had come to know and admire prior to this appointment.

In these pages, Morgenthau also expressed feelings that reflected more than

his own personal early-established self-confidence and trust in life. Those

foundational attributes now expanded into a general confidence and overall optimism

about what a whole people could achieve. He described his mission through a highly

rose-colored philhellenic lens, with himself as one of the heroes. In this idealization of

the Greeks and of his role with them, he resembled many of the Europeans and

Page 22: Henry Morgenthau’s Voice in History

22

Americans who had fought a century earlier in the Greek War of Independence (St.

Clair, 2008). I do not know if he exaggerated his influence on various people and

events, nor, for that matter, if he did as ambassador. In the rest of his book about his

time in Greece, he described accomplishing difficult tasks.

The Refugee Settlement Commission of the League of Nations was brought in

by the Venizelosts to deal with the consequences of the Population Exchange for the

Greek side of the Aegean Sea. Before Morgenthau arrived, a committee of Greeks,

headed by Epaminandas Chariloas and Etienne Delta, had begun to address the

problem with the founding of the Greek Refugee Treasury Fund. Accepting the

appointment by the League of Nations to chair the RSC, he arrived in Greece in

October, 1923 to take up the new role, stopping first in Thessaloniki before travelling

to Athens.

Acknowledging and building on this organization's work (1929, 71ff),

Morgenthau held the RSC position for just over a year. He early recognized that much

more funding and large-scale planning was needed. When he resigned in December,

1924, Morgenthau felt that he had accomplished both – and more. A Greek, an

engineer named Sgouta, for whom he expressed the greatest respect and confidence,

took over the post (1929, 237ff). Morgenthau noted that his own part in this success

story rested on the energetic, creative, and honorable responsibility that the Greek

people, its leaders and refugees alike, took throughout for the project.7

7 “By the time of its dissolution in December 1930, the Refugee Settlement Commission … had installed 570,000 refugees - about half the total number - on smallholdings in northern Greece. It had built over 50,000 new houses for these farmers, and refurbished a similar quantity of homes abandoned by recently expelled Muslims. Thanks to the combined efforts of the RSC and the Athens government, these newly settled farmers had received about 145,000 horses and cattle, and 100,000 sheep and goats. In urban areas

Page 23: Henry Morgenthau’s Voice in History

23

Although little known outside of Greece, Morgenthau's achievements in his

fourteen months as chairman reflected his lifetime’s experience as well as emotional

commitment. One achievement, a personal project of husband and wife, and

completely outside the role of RSC chairman, was to fund construction of schools for

refugees in Athens and elsewhere in Greece. Some of these schools are in use today.

His other, interdependent achievements were a consequence of his carrying out the

tasks as chairman. The first was the raising of loans to finance settlement costs,

beginning with the "million dollar advance," an interim loan from the Banks of

England and Greece. Morgenthau comments on how important it was to the bankers

to feel that he "was confident of success." “My career in finance and diplomacy gave

them some assurance of my qualifications, but they had to feel that I was heart and

soul in the undertaking, and [that] I realized its difficulties from their point of view

(1929, 183)."

Morgenthau had to return to these bankers a number of times to negotiate a

second, much larger loan. Each time they challenged his confidence that the domestic

political situation in Greece could be counted on to be stable enough for successful

settlement and hence loan repayment. They insisted that he ensure that the Greek

government not spend the loan on rearmament, a distinct possibility. The bankers’

requirement that Greece be reliably able to repay the loans engaged Morgenthau in a

more challenging purpose, that of helping to establish a constitutional democracy.

A constitutional crisis was already upon the Greeks. As is the perennial task

and duty of all relief workers and agencies, Morgenthau moved among the three main

parties, Royalist, Liberal, and Republican, during this critical period. His prior

where refugees lived, the RSC [Refugee Settlement Commission] had by 1929 constructed over 27,000 houses, and the Greek state a comparable number” (Clark, 206)

Page 24: Henry Morgenthau’s Voice in History

24

diplomatic experience had prepared him well. His public speeches and frequent

private interventions in the changing political scene, often very bold, buttressed the

re-establishment of democratic rule.

On behalf of this grand goal, Morgenthau began by getting acquainted with all

players. He was careful to follow the correct form, meeting first with the young, weak

King George. Next he met with Colonels Plastiras and Gonatas. Morgenthau called

them "the real rulers of Greece" (1929, 121). He found that both had genuine concern

"for the welfare of [their] country"(ibid) and were "anxious for Greece to resume

normal constitutional government, which would make non-constitutional control of

the state unnecessary" (1929, 122). Finally, Morgenthau met with the various political

leaders of different factions. Although his energy and efforts were unflagging,

Morgenthau's optimism sometimes deserted him:

With 1/5 of their population in misery, and facing destruction, even the

sincerest patriots among the Greeks seemed unable to agree upon a

policy that would satisfy a consistent majority, and a swarm of lesser

politicians seem blind to everything but the selfish scramble for place

and power. (1929, 162)

Negotiations went on for many months before "the big loan" was actually

secured, with Morgenthau moving by train between Athens, London, and Geneva like

a jet-setter. He was at his best cleverly arguing his case with the then powers of the

international monetary scene. At last successful, he recalled the moment just post-

triumph:

As I walked away from "the Old Lady of Threadneedle Street" [the

location of the Bank of England in “the City,” the financial center of

London] it gave me a glow of satisfaction to think that this greatest

Page 25: Henry Morgenthau’s Voice in History

25

bank in the world was not just a cold-blooded, impersonal, exacting

money-lender, but was, instead, endowed with a heart as well as a

brain capable of acting the part of good Samaritan by lending a helping

hand to a sister nation staggering under a crushing load. (1929, 205)

Although Morgenthau then convinced the international bankers that the loans

would be well-used and repaid, we now know that the road to permanent stabilization

of Greek democracy was to go on for decades, and that sound fiscal practice would

remain elusive. On the day that the Republic was declared March 25, 1924 (for a

second time - the first occurred in 1832 after the Greek War of Independence from the

Ottomans), Morgenthau was honored for his efforts. During the ceremonies, the new

Premier, Alexander Papanastasiou, spontaneously passed him a card on which he

wrote, "This is for the Father of the Republic" (1929, 166).

Neither peaceful transition from monarchy to constitutional democracy nor the

floating of a large enough loan would have meant much without land on which to

locate, cultivate, and feed the enormous number of landless, moneyless refugees. The

last of Morgenthau's achievements was his role in the Greek government’s acquiring

title to lands, mostly in Macedonia, on which many hundred thousand refugees could

settle. Morgenthau was a creative force in working out the complex deal that finally

satisfied the Greek government, the League of Nations, and the Bank of England.8

A Brief Reflection on One Aspect of Improving Relations Post-Violence

8 At the time of the founding of the Refugee Resettlement Commission, the Greek government had promised absolute title to over a million acres. Those acres, improved by settlers, it had been understood, were to form part of the collateral for the loan. It turned out, however, that there was no clear title to the land. Moreover, the land was anything but unencumbered. Some of it had been settled some time before the so-called Exchange and was owned by Greeks. Much was still owned by Turks from the time it has been conquered centuries before. Those titles had yet to be worked out by the signatories to the Lausanne Treaty.

Page 26: Henry Morgenthau’s Voice in History

26

I have stressed Morgenthau’s humanitarianism and promotion of American

democratic values, which he believed to be universal. We know that he had been

deeply horrified and disturbed by the suffering and wrongs he encountered, close up,

in Turkey and Greece, above all by the genocide9 of Armenians. As a result, he had

acted outside the boundaries of the official mission that required him only to represent

America’s interests as conceived of by his state department. His feelings and

conscience had become his guide.

When in Greece his responsibility for the Greek refugees was laid down by the

League of Nations. But as a humanitarian, should Morgenthau have been more widely

solicitous of the suffering of both peoples making the enforced move? Bruce Clark, in

his recent book on the Population Exchange, raises that question. Clark praised

9 For five years and until the last months, I conducted myself based on my role as a facilitator of off-the-record dialogue between Armenians and Turks. Facilitators do not offer their own opinions on issues in dispute between the parties they bring together. As a facilitator, therefore, my team and I explained our neutral stance on the major issue in dispute: whether what happened to the Armenians during the war was genocide. Most of the Turks who participated in these dialogues were unconvinced that the last Ottoman government had committed genocide, but were open to learning. Since then, I have been made aware that this facilitator stance is seen by many Armenians and Turks (1) as something it is not; (2) as if Morgenthau’s great granddaughter doubts if genocide occurred. As a result of both misunderstandings, I keep asking myself if the time is ripe for dialogue between members of the two communities who disagree on whether what happened was genocide, at least with me as facilitator. This is painful and difficult for me, especially because of those Turks who are genuinely open to learning and exploration and because of being misunderstood in opposite ways by Armenians and Turks. What I have decided to date is that I use “genocide”, since that is what I am convinced happened. It is not a suddenly acquired conviction: in 2005 well before I became a facilitator between Armenians and Turks, I gave a talk at the National Association of Armenian Scholarship and Research (NAASR). On that occasion, I voiced my view that there was an Armenian genocide by the last Ottoman government. My view is based on the work of most genocide scholars, the International Association of Genocide Scholars, Armenians, their sympathizers, and some Turkish scholars and intellectuals. I was well aware that successive governments in Turkey, some scholars of the late Ottoman period, and others hold that the events cannot be characterized as genocide. I would like also to be clear that I have never had reason to doubt the occurrence of genocide and that there can therefore be no claim that Morgenthau’s great granddaughter might support the official Turkish stance, as has been indicated in some Turkish press.

Page 27: Henry Morgenthau’s Voice in History

27

Morgenthau "as an international 'trouble-shooter' with personal charisma that cut

across the barriers of citizenship and culture." He quoted Morgenthau's observation of

the pitiable sight of "7000 people … [Greeks from Anatolia who] came ashore in rags,

hungry, sick, covered with vermin, hollow eyed, exhaling a horrible odor of human

filth -- -- bowed with despair." Clark then comments:

… there is no reason to doubt that this man of the world was genuinely

moved by the suffering he witnessed at the outset of this commission's

work to alleviate the refugees' plight. … What Morgenthau somehow

fails to mention, however, is the other human drama that was unfolding

in Salonika Harbor around that time [my italics]. A few days after [my

italics] [Morgenthau] witnessed the arrival of that boatload of human

misery, consisting of destitute Christians of Anatolia, a small fleet of

creaky Turkish passenger ships and freighters began taking people in

the other direction. (161)

Clark correctly asserts that Morgenthau failed to mention this other human

drama. However, my study of Morgenthau’s account of his time in Thessaloniki

indicates that he may well not have seen it. He was there for only "two days" (1929,

161). During that short stay, he was not always in the city but taken to visit refugee

camps and factories, etc., away from the sea (1929, 97-100). It seems plausible to me

that had he witnessed the scene Clark describes, he would have noted

compassionately, as he did in Constantinople, the suffering of ethnic Turks, like the

ethnic Greeks, helplessly caught in events utterly out of their control (1919, 2003, 43).

Morgenthau’s humanitarian values and Clark’s important question draw

attention to a goal in the work of conflict resolvers, that of helping each side in a

conflict humanize the Other by showing awareness and compassion toward the

Page 28: Henry Morgenthau’s Voice in History

28

Other’s suffering and by showing understanding of the Other’s need for security and

respect for their identity, as well as communicating their own such need to the Other

and feeling understood by that Other. In most conflicts, wholesale devaluation of the

Other, often shading into actual dehumanization, is characteristic. We all know how

easy it is for politicians or other individuals with the public ear to whip up support for

themselves by over-generalized condemnation.

Morgenthau himself held a complex view of Turks (which I intend to explore

elsewhere). Nevertheless in his books about his experiences, particularly in Turkey

and Greece, his statements included over-generalized if not wholesale devaluation of

them. At the same time it is easy to understand major condemnation of that

government and of many individuals; major condemnation was certainly appropriate.

Today is a different time and it is very discouraging that many Turks use

condemnatory language about Armenians, at times speaking as if Armenians had

caused the massacres! Let me note that blaming the victim is quite commonplace and

certainly not confined to any one national group or individuals. Rather it is a move of

the more powerful asserting just that and avoiding responsibility. Nevertheless, those

judgments of Morgenthau that are sweeping have made it difficult for many Turks to

read Morgenthau with openness. Yet those Turks who attack Armenians as if

Armenians had harmed them are surely also not helping improve a climate for

resolution of the relationship.

Once violence between communities has ended, there is a need to find ground

on which to build relationships good for both communities. Justice is surely a key

component, but how to bring it about? Are there countries that voluntarily submit

themselves to the international court? Germany had initially to be forced by the

Page 29: Henry Morgenthau’s Voice in History

29

Nuremberg Trials to admit its crimes, though since then it has initiated many acts of

justice and reparations.

Humanization of the Other may be one way to lay groundwork for

achievement of some justice. It might open up more capacity to see why justice is

needed. On the other hand, the achievement of justice on its own is no guarantee of

mutual humanization.

The task of humanization is extremely difficult if it is to go beyond political

correctness or the mere pronouncement of accepted human rights norms. In my efforts

as a facilitator to bring Armenians and Turks together, I have certainly been learning

that one major challenge in conflict resolution work is how to foster emotionally felt

humanization of the Other while not seeming to be promoting the relativization of

historical realities or ignoring the need for justice.

REFERENCES

Burg, Avraham. The Holocaust is Over. We Must Rise from its Ashes. New York: Palgrave Macmillan, 2008.

Clark, Bruce (2006). Twice a Stranger. Cambridge, MA: Harvard University Press. Moranian, Suzanne E. "A Legacy of Paradox: U.S. Foreign Policy and the Armenian Genocide" in Richard Hovannisian, The Armenian Genocide. New Brunswick, N.J.: Transaction Publishers, 2008, 311. Morgenthau, Henry with J. Burton Hendrick. Foreword by Robert Lifton, introduction

by Roger Smith, epilogue by Henry Morgenthau III. Peter Balakian, Coordinating Editor (2003). Ambassador Morgenthau’s Story. Detroit: Wayne State University Press. The book was originally published in 1918 by Doubleday, Page, & Company.

Morgenthau, Henry. In collaboration with French Strother (1923). All in a Lifetime. Garden City, New York: Doubleday, Page, and Co.

Morgenthau, Henry in collaboration with French Strother (1929). I Was Sent to Athens. Doubleday, Doran, and Co.: Garden City, New York.

Morgenthau, Henry III (1991). Mostly Morgenthau’s, A Family History. New York: Ticknor and Fields.

Page 30: Henry Morgenthau’s Voice in History

30

Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ HENRY MORGENTHAU ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ και ένας σύντομος στοχασμός σε μια πτυχή της βελτίωσης των σχέσεων στη μετά

τη βία εποχή

Pamela Steiner

FXB Κέντρο για την Υγεία και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, Σχολή Δημόσιας Υγείας του Harvard και Ανθρωπιστική Πρωτοβουλία του Harvard, Πανεπιστήμιο Harvard

Σημείωμα Συγγραφέα Το δοκίμιο αυτό βασίζεται σε διάλεξή μου στην Εύξεινο Λέσχη Θεσσαλονίκης (2010), σε εκδήλωση τιμής προς τον προπάππο μου, πρεσβευτή Henry Morgenthau. H Margaret Lavinia Anderson, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Berkeley της California, προσέφερε γενναιόδωρα πολύτιμες υποδείξεις. Είμαι ευγνώμων στους David και Lucy Eisenberg, Helen Fox, Maria Hadjipavlou, Θεοδόση Κυριακίδη, Ellin London, Rosemarie Morse, Elaine Papoulias, και Henry Steiner για τις χρήσιμες παρατηρήσεις τους.

Αλληλογραφία σχετική με το παρόν άρθρο μπορεί να αποστέλλεται προς Pamela Steiner, Harvard Humanitarian Initiative, 14 Story St., Cambridge, MA 02138. E-mail: [email protected]

Περίληψη Ο Henry Morgenthau διακρίθηκε ως πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Τουρκία (1913-1916) και ως πρόεδρος της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) της Κοινωνίας των Εθνών στην Ελλάδα (1923-1924). Στο παρόν δοκίμιο περιγράφω ορισμένες πτυχές των πρώτων χρόνων της ζωής του που τον διαμόρφωσαν ως άνδρα, τα επιτεύγματά του στις θέσεις που υπηρέτησε, και το πώς ένιωθε ο ίδιος για τον εαυτό του με την πάροδο του χρόνου. Ο επίλογός μου προσφέρει κάποιες σύντομες σκέψεις σχετικά με ένα θέμα το οποίο μπορεί να επιλύσει τα προβλήματα στις διακοινοτικές σχέσεις στη μετά τη βία εποχή, όπως σε αυτές που ο Morgenthau αναμίχθηκε.

Page 31: Henry Morgenthau’s Voice in History

31

Η φωνή του Πρεσβευτή Henry Morgenthau στην Ιστορία και μία άποψη περί αυτής από την πρακτική στην επίλυση συγκρούσεων

Το έργο που μου ανατέθηκε για την παρούσα διάλεξη δεν ήταν μόνο ευπρόσδεκτο αλλά και μια πρόκληση: να μιλήσεις τόσο για τη συνεισφορά του προπάππου σου στην Τουρκία και στην Ελλάδα, όσο και για τη δική σου σχετική εργασία. Πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Τουρκία (1913-1916), και πρόεδρος της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) της Κοινωνίας των Εθνών στην Ελλάδα (1923-1924), ο Henry Morgenthau ακόμη θεωρείται μία καίρια προσωπικότητα και στις δύο χώρες. Το παρόν δοκίμιο, βασισμένο στη διάλεξη, ξεκινάει εννέα χρόνια μετά τη γέννησή του στο Mannheim της Γερμανίας μέχρι τα μέσα της πέμπτης δεκαετίας της ζωής του, όταν και αποτέλεσε χαρακτηριστικό παράδειγμα της επιτυχημένης οικονομικής πορείας ενός φτωχού Εβραίου μετανάστη από το Lower East Side της Νέας Υόρκης. Έπειτα επικεντρωνόμαστε στις δύο εντεταλμένες αποστολές του: τη θητεία του ως πρέσβη στην Τουρκία, όπου έγινε γνωστός για τις προσπάθειές του να σώσει Αρμενίους, Έλληνες και άλλους χριστιανούς, ξεπερνώντας τα όρια της συνήθους συμπεριφοράς, αναμενόμενης από έναν πρεσβευτή, και ως προέδρου της ΕΑΠ, όπου η συνεισφορά του συμπεριλάμβανε την εξασφάλιση των απαραίτητων δανείων και τη συνδρομή του στην εγκαθίδρυση συνταγματικής δημοκρατίας στην Ελλάδα. Στο τέλος παραθέτω κάποιες σύντομες σκέψεις πάνω στο ζήτημα της απανθρωποποίησης του Άλλου σε σχέση με την ανάγκη οικοδόμησης θετικών σχέσεων μετά τη χρήση βίας. Ο στοχασμός μου πηγάζει από τη συμμετοχή μου στις προσπάθειες επίλυσης των διαφορών μεταξύ των Ισραηλινών και των Παλαιστινίων, καθώς και των Αρμενίων και των Τούρκων. Προετοιμάζοντας τη διάλεξη, δεν είχα καμία σημαντική βιογραφία του πρεσβευτή Morgenthau από την οποία είτε να καθοδηγηθώ είτε να εκκινήσω. Καθώς είμαι ψυχολόγος και όχι βιογράφος ή ιστορικός, και ενόσω προετοίμαζα μία απλή εισήγηση, αποφάσισα να μη χρησιμοποιήσω πολλές βιβλιογραφικές αναφορές του πρεσβευτή Morgenthau σε μελέτες ιστορίας και γενοκτονίας, μολονότι αυτές οι απεικονίσεις και οι αναφορές σίγουρα παραμένουν έγκυρες ιστορικές πηγές. Αντ’ αυτού, στηρίχθηκα σχεδόν αποκλειστικά στις ίδιες τις μαρτυρίες τού Henry Morgenthau “Όλα σε μια Ζωή (1926), Η ιστορία του Πρεσβευτή Morgenthau” (2003) [πρώτη έκδοση το 1918], και “Η αποστολή μου στην Αθήνα” (1929). Συμπέρανα ότι αυτές οι δημοσιεύσεις εξέφρασαν το πώς ο ίδιος επιθυμούσε να γίνει κατανοητός ως άνθρωπος, ως Αμερικανός, ως Εβραίος, ως δημόσιος λειτουργός και ως πρόσωπο που συμμετείχε και μίλησε για σημαντικά γεγονότα. Καθώς μετέτρεπα τη διάλεξή μου στο παρόν δοκίμιο, εξακολουθούσα να σκέφτομαι ότι τίποτε δε χαρακτηρίζει καλύτερα τον Morgenthau παρά τα δικά του λόγια με την ευθύτητα, τη σαφήνεια και τη διορατικότητά του. Το ισχυρίζομαι αυτό με πεποίθηση διότι, μολονότι πέθανε στα 90, όταν ήμουν πολύ νέα και ελάχιστα τον γνώριζα, η μη μισαλλόδοξη αφοσίωσή του στο δημόσιο λειτούργημα με επιδίωξή του το καλό όλων των ανθρώπων και ειδικά ο άμεσος τρόπος με τον οποίο ο ίδιος

Page 32: Henry Morgenthau’s Voice in History

32

εκφράζεται, περιγράφουν χαρακτηριστικά της οικογένειας αναγνωρίσιμα μέχρι τη δική μου γενιά.

Ανάπτυξη του χαρακτήρα του Morgenthau: Πίστη και Αυτοπεποίθηση, Αιφνίδιος ξεριζωμός, Φιλοδοξία, Σύνεση, Επιτυχία και Δημόσια υποχρέωση

Η επίμονη αναφορά του Morgenthau σε φρικτές αδικίες κι η δέσμευσή του να κάνει τον κόσμο καλύτερο μπορούν να γίνουν αντιληπτές μέσα στις σημαντικές προσωπικές αρετές του. Ορισμένες από αυτές – ενέργεια, σθένος, και πνευματική ικανότητα – ήταν πιθανώς κατά κύριο λόγο κληρονομικής προέλευσης. Άλλες όμως που μπορεί κατά πολύ να επηρεάσθηκαν από την οικογένειά του και την ανατροφή του – φιλοδοξία, ανταγωνιστικότητα, ευψυχία, ανθρωπισμός, συμπάθεια, σύνεση, υπευθυνότητα, αποφασιστικότητα, αυτογνωσία, και αυτοπειθαρχία - ακόμη και αν γεννήθηκε με αυτές, καλλιεργήθηκαν από τον ίδιο στη διάρκεια της ζωής του ως απάντηση σε συνήθεις και ασυνήθεις προκλήσεις. Αυτός ο συνδυασμός αρετών τον διαμόρφωσε ως άνδρα και παρήγαγε μία αξιοσημείωτη φωνή. Στον κατάλογο των αρετών του Morgenthau δε σημείωσα ακόμη τις πιο θεμελιώδεις: αυτοπεποίθηση και πίστη στη ζωή. Από τη στιγμή της γέννησής του το 1856, ως το ένατο από τα συνολικά 11 παιδιά, αγαπήθηκε, εκτιμήθηκε και έχαιρε σεβασμού, ειδικά από τη μητέρα του. Ανταπέδωσε τα αισθήματά της. Ο θαυμασμός του για εκείνη στηριζόταν στο «…όμορφο πνεύμα… η μητέρα μου μού είχε από νωρίς προσφέρει αγαθά ιδανικά και αγάπη της αγνότητας… [και] μία ακατανίκητη φιλοδοξία… να προσπαθήσω να επιτύχω ένα πρότυπο σκέψης και συμπεριφοράς σύμφωνο με τις δικές της ευγενείς αντιλήψεις» (1926, 14). Σε κάποιο σημείο η σχέση του με τον πατέρα του διαταράχθηκε, αλλά όχι στα σημαντικά πρώτα χρόνια της ζωής του. Η αυτοπεποίθηση και η πίστη εδραιώθηκαν περαιτέρω στην ασφαλή, ευχάριστη, ακόμη και γοητευτική παιδική του ηλικία στο Mannheim της Γερμανίας. Έγραψε γι’ αυτά τα χρόνια: «εκείνες ήταν μέρες ειδυλλιακής απλότητας… η μεγαλύτερη απόλαυση των παιδιών ήταν να πιάνουν με την απόχη πεταλούδες στα ηλιόλουστα λιβάδια… Η ψυχαγωγία των μεγαλύτερων βρισκόταν στα μικρά τραπέζια των δημόσιων κήπων, όπου, ενόσω άκουγαν την ορχήστρα να παίζει καλή μουσική και οι νεότεροι παιδιάριζαν από καρέκλα σε καρέκλα, οι γυναίκες έπλεκαν με τις βελόνες τους παράλληλα με ατελείωτα φλυτζάνια καφέ, και οι άνδρες κάπνιζαν τις πίπες τους και έπιναν την μπύρα τους και μιλούσαν για τέχνη και φιλοσοφία – για οτιδήποτε στον κόσμο, εκτός από την παγκόσμια πολιτική και τον παγκόσμιο πόλεμο… Ο πατέρας μου ήταν ευκατάστατος… η μητέρα μου… [είχε ένα] πάθος για την καλή λογοτεχνία και τη μουσική» (1926, 1-2) Στο Mannheim, ο πατέρας του Morgenthau, ο Λάζαρος, έκανε εύπορη ζωή εξάγοντας γερμανικά πούρα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όταν ένας μεγάλος φόρος

Page 33: Henry Morgenthau’s Voice in History

33

επιβλήθηκε απρόσμενα, ο Λάζαρος ξαφνικά τα έχασε όλα. Αισθανόμενος ταπεινωμένος και χωρίς προοπτικές, αποφάσισε να μεταφέρει τη νεόπτωχη οικογένειά του στην πόλη της Νέας Υόρκης. Έτσι, ο Morgenthau, εννιάχρονο τότε αγόρι, ξεριζώθηκε και έγινε μετανάστης. Από ένα σπίτι με υπηρέτες, τώρα έβλεπε τη μητέρα του να κάνει η ίδια τις οικιακές δουλειές καθώς και να νοικιάζει δωμάτια του σπιτιού για να τα βγάλει πέρα. Έγινε επικριτικός απέναντι στο πατέρα του, ο οποίος συνέχισε να ζει στη Νέα Υόρκη πάνω από τις μειωμένες οικονομικές δυνάμεις του. Θεωρούσε υπεύθυνο τον πατέρα του για την οικονομική κατάσταση της οικογένειας, γιατί δεν είχε αποταμιεύσει χρήματα όσο ζούσαν στο Mannheim.

Ο Morgenthau αργότερα είδε αυτά τα γεγονότα ως συμβολή στη διαμόρφωση της δικής του φιλοδοξίας να αποκτήσει αρκετά χρήματα, ώστε και πάλι να ζήσει η μητέρα του άνετα. Πίστευε ότι δεν υπήρχε σχεδόν κανένα εμπόδιο στις Ηνωμένες Πολιτείες για φιλοδοξίες τέτοιου είδους παρόλο που ήταν Εβραίος. Εξελίχθηκε σε πειθαρχημένο άτομο αναφορικά με τη σπατάλη και την αποταμίευση χρημάτων. Ως ενήλικας ήταν προσεκτικός στο να μην είναι ριψοκίνδυνος στις επιτυχημένες οικονομικές του δραστηριότητες. Το 1905, όταν το ένστικτό του προφήτευσε οικονομική ύφεση στις ΗΠΑ, έλαβε τα απαραίτητα μέτρα και έχασε λίγα. Την ίδια στιγμή, ένιωθε μεγάλη ευγνωμοσύνη για τις ευκαιρίες στις ΗΠΑ και γι’ αυτό πίστευε ότι όφειλε χρέος στην πατρίδα του.

Βέβαια, ο Morgenthau δεν έγινε γνωστός κυρίως ως επιχειρηματίας, μολονότι η εμπειρία του, η μόρφωσή του, οι διασυνδέσεις του, και ο πλούτος του κατέστησαν εφικτή την εξέλιξή του σε έναν ανθρωπιστή για λογαριασμό των Αρμενίων και των Ελλήνων. Αλλά ήταν πρωτίστως οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ο νεαρός Henry και η οικογένειά του άφησαν τη Γερμανία για τις ΗΠΑ, που αρχικά διαμόρφωσαν την ανθρωπιστική του εξέλιξη. Αν και ασύγκριτα λιγότερο δυσβάστακτες από τις απώλειες που βίωσαν οι Αρμένιοι στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και πολλοί Έλληνες (αλλά και Τούρκοι) τo 1923 κατά την «Ανταλλαγή των Πληθυσμών», οι αντίστοιχες ξαφνικές απώλειες του ίδιου του Morgenthau όταν ήταν παιδί – ο ξεριζωμός από το Mannheim και ο σημαντικός υποβιβασμός σε κοινωνικοοικονομικό επίπεδο – τον δίδαξαν πολλά: πώς ήταν να πραγματοποιείς μία εξαναγκαστική και αιφνίδια μετακίνηση από μία χώρα σε μία άλλη, πώς ήταν να χάνεις υλικά αγαθά, κοινωνικούς δεσμούς και θέση στην κοινωνία, και πώς ήταν να ξεκινήσεις από την αρχή. Καθώς μεγάλωσε, συνειδητοποίησε επίσης την πραγματικότητα και τα όρια που επιβάλλει η προκατάληψη ενάντια σε εκείνους που είναι διαφορετικοί, στην περίπτωσή του ο Αντισημιτισμός στη Γερμανία, και σε πολύ μικρότερο βαθμό, στις ΗΠΑ. Τόσο η εμπειρία της απώλειας όσο και της προκατάληψης εξηγούν την αταλάντευτη αφοσίωσή του στην προστασία των Αρμενίων, των Ελλήνων, και άλλων χριστιανών στην Τουρκία και αργότερα τη βοήθειά του για να εγκατασταθούν όσοι εκτοπίστηκαν αναγκαστικά στην Ελλάδα.

Page 34: Henry Morgenthau’s Voice in History

34

Πηγές του παγκόσμιου Ανθρωπισμού του Ο έφηβος Morgenthau συνάντησε ανθρώπους με διαφορετικό υπόβαθρο, διευρύνοντας το μυαλό του παράλληλα με αντισυμβατικές τόσο εβραϊκές όσο και μη εβραϊκές επιρροές. «Επιδιώκοντας μία κάπως προσεκτικά ορισμένη πορεία … ανέπτυξα τη συνήθεια (στα μέσα της εφηβείας) να επισκέπτομαι εκκλησίες πολλών δογμάτων και να συντάσσω περιλήψεις κηρυγμάτων που άκουσα…» (1926, 15). Βρήκε συμβούλους με ανοιχτά και φιλεύσπλαχνα μυαλά, δυο εκ των οποίων αξίζει να αναφερθούν. Ο πρώτος, ένας νοικάρης, ήταν ένας καμπούρης Κουάκερος γιατρός, ο οποίος εκδήλωνε την καλοσύνη του σε λιγότερο τυχερούς ανθρώπους παρά ή ίσως εξαιτίας των δικών του δεινών. Ο Morgenthau έγραψε ότι ήταν «ένας ωραίος χαρακτήρας, μαλακωμένος παρά χολωμένος από τη δική του δοκιμασία… Αφιέρωνε το μισό χρόνο του σε φιλανθρωπικό έργο μεταξύ των φτωχών. Πολύ συχνά άνοιξα την πόρτα για τους ασθενείς του… και γίναμε φίλοι. Θυμάμαι τις εκτενείς, περί θρησκείας συζητήσεις του…» (Αυτόθι). Ο άλλος ήταν ο Felix Adler, που επρόκειτο να γίνει η μεγαλύτερη προσωπικότητα στην ανάπτυξη του «εκκοσμικευμένου Ιουδαϊσμού» (Morgenthau III, 63) στην Εταιρεία Ηθικής Αγωγής της Νέας Υόρκης. Ο Adler εξηγούσε τι σήμαινε να προσφέρει κανείς υπηρεσίες σε ένα λαό παρά σε μεμονωμένα άτομα. Πιθανώς ο Morgenthau εμπνεύσθηκε από το πώς ο Adler «είχε εθελοντικά εγκαταλείψει μία εντιμότατη και ανέμελη καριέρα… και είχε αναλάβει μία κουραστική και δύσκολη αποστολή να ικανοποιήσει τις ανομολόγητες επιθυμίες εκείνων των ανθρώπων … δυσαρεστημένων με τις υφιστάμενες απαιτήσεις της θρησκείας τους και [οι οποίοι]… απελπισμένα αναζητούσαν την ηθική καθοδήγηση» (1926, 96). Ο Morgenthau διατήρησε τη σύνδεσή του με τον Adler, συνδράμοντάς τον στα επόμενα χρόνια στην εγκαθίδρυση της πρώτης Σχολής Ηθικής Αγωγής της Νέας Υόρκης (1926, 97). Αυτοπειθαρχία και Οικογένεια Ο Morgenthau διατύπωσε μία ηθική προσέγγιση για την εφηβεία του και στη συνέχεια δοκίμασε τον εαυτό του απέναντί της: «Συνέταξα 24 κανόνες δράσης, ταξινομώντας σε πίνακα τις αρετές που ήθελα να αποκτήσω και τα ελαττώματα που έπρεπε να αποφύγω. Έκανα ακόμη και ένα διάγραμμα των εν λόγω αξιωμάτων, και κάθε βράδυ σημείωνα ενάντια στον εαυτό μου όποιες παραβάσεις είχα διαπράξει… απόλαυση στα γλυκά, απόκλιση από την αυστηρή ακρίβεια (των λόγων), φλυαρία, σπατάλη, οκνηρία, και ματαιοδοξία - Ένα βαρύ κατηγορητήριο ... Γεγονός είναι ότι είχα αποκτήσει μια σχεδόν ασκητική νοοτροπία και λάτρευσα την υποταγή των παρορμήσεών μου...» (1926, 15-16)

Η ασκητική πλευρά της αυτοπειθαρχίας του αντικαταστάθηκε μία δεκαετία αργότερα από ένα, δίχως αναστολές, ευτυχισμένο αισθησιασμό με τη σύζυγό του Josephine, την οποία νυμφεύθηκε στα 26 χρόνια του (Morgenthau III, 1991, 84). Κάθε ένα από τα τέσσερα παιδιά τους ήταν εξαιρετικό. Το μεγαλύτερο, η Ελένη, περίφημη κηπουρός, ίδρυσε τη Εταιρεία Βοτάνων των ΗΠΑ και εξέδωσε πολυάριθμα

Page 35: Henry Morgenthau’s Voice in History

35

βιβλία σχετικά με τον σχεδιασμό και την ιστορία των κήπων. Το δεύτερο παιδί τους, ήταν το μοναδικό αγόρι, ο Henry ο νεότερος, ο οποίος υπηρέτησε για 11 χρόνια ως Γραμματέας του Υπουργείου Οικονομικών του Προέδρου Franklin Delano Roosevelt. Χωρίς να έχει την ιδιοσυγκρασία του πατέρα του, είχε την ίδια προθυμία να εκδηλώσει από ένα υψηλό αξίωμα ανθρωπιστικό ενδιαφέρον που δεν ήταν μέρος αρμοδιοτήτων της θέσης εργασίας του. Πολύ πριν οι ΗΠΑ εισέλθουν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αυτός νωρίς και μόνος στην κυβέρνηση Roosevelt ύψωσε τη φωνή του για τον κίνδυνο της ναζιστικής απειλής εναντίον των Εβραίων.

Τα δύο νεότερα ήταν κορίτσια. Η Alma, η γιαγιά μου, ήταν περίφημη τραγουδίστρια και ζωγράφος και έγινε «προστάτιδα πολλών τεχνών» (Δεκ. 1953 επικήδειος, New York Times). Η μουσική ήταν η κύρια αγάπη της. Ίδρυσε την Cos Cob Press (μουσική εφημερίδα), τα Μουσικά Φεστιβάλ της Locust Valley, και συνίδρυσε την Ένωση Συνθετών, εντοπίζοντας και συνδράμοντας στην καθιέρωση τέτοιων προσωπικοτήτων όπως ο Aaron Copeland και η Virgil Thompson (βλ. συζήτηση, λ.χ. στο Music in America). Η νεότερη, η Ruth, ίσως περισσότερο εξέφρασε κατά γράμμα τη μη σεκταριστική δέσμευση του πατέρα της να αντιπροσφέρει στην κοινωνία. Στην πόλη της Νέας Υόρκης ίδρυσε μία εστία όπου οι αποφυλακισμένοι μπορούσαν να μείνουν και να ξεκινήσουν τη ζωή τους από την αρχή. Η εστία αυτή ήταν πρωτοπόρος στην παροχή ψυχολογικής υποστήριξης. Ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Σχολής Μουσικής του Μανχάταν, ίδρυσε ένα ταμείο για την παροχή συμβουλών σε σπουδαστές της μουσικής που αντιμετώπιζαν προβλήματα. Στην κοινότητα όπου είχε μία εξοχική κατοικία, της οποίας διατήρησε την έκταση στο διηνεκές, ξεκίνησε θερινό θεατρικό εργαστήρι για εφήβους, έναν οργανισμό που επίσης προσέφερε συμβουλές στους συμμετέχοντες, συνίδρυσε δημόσια βιβλιοθήκη, και δώρισε μία κολυμβήθρα στην τοπική εκκλησία. Μύχια διαπάλη: Επιτυχία και Πλουτισμός ενάντια στις Ανθρωπιστικές Αξίες

Μολονότι η επίσημη μόρφωση του Morgenthau κορυφώθηκε με ένα πτυχίο Νομικής, πέτυχε στην κτηματομεσιτική ανάπτυξη και στα χρηματοοικονομικά. Όμως στα μέσα της ζωής του, συνειδητοποίησε μία μύχια διαπάλη: «…Το πνεύμα μου ήταν σε μία αδιάκοπη διαμάχη… μεταξύ του ιδεαλισμού και του υλισμού. Η παιδική φαντασία μου φλεγόταν από ένα όραμα ζωής για ανιδιοτελή αφοσίωση στην ευημερία των άλλων… Αλλά η ανάγκη του βιοπορισμού με είχε ωθήσει από νωρίς στην αρένα των επιχειρήσεων. Αμέσως απορροφήθηκα από τον πλουτισμό. Προκάλεσε όλες τις δυνάμεις του μυαλού μου και τη βούλησή μου να αποδείξω την αξία μου και να προχωρήσω στον λυσσαλέο ανταγωνισμό των συνανθρώπων μου. Ζούσα και ανέπνεα για την επιχείρηση… [αλλά το παιδικό μου όραμα] διατρανώθηκε κατά τις ώρες της δουλειάς και ξανά και ξανά αξίωσε ευκαιρίες να ενεργήσει...» (1926, 94-5)

Τελικά έδωσε λύση στη διαπάλη του: «Στα πενήντα πέντε, οικονομικά ανεξάρτητος, και πλούσιος σε εμπειρίες… [η συνείδησή μου] ακατάπαυστα με αντιμαχόταν με το καθήκον μου να ανταποδώσω,

Page 36: Henry Morgenthau’s Voice in History

36

υπό τη μορφή ενός δημόσιου λειτουργήματος, την υπερανάληψη οφέλους που μου είχαν επιτρέψει να κάνω οι ευκαιρίες που παρέχει αυτή η χώρα…

…Είχα αντιληφθεί… ότι είχα ένα ειδικό χάρισμα να βγάζω χρήματα.... Καθώς είχα επιτύχει την επάρκεια που ήταν η φιλοδοξία μου, γοητεύθηκα από το παιχνίδι του πλουτισμού… Όπως όλοι οι συνεργάτες μου, απορροφήθηκα βαθιά από το κυνήγι του πλούτου... … [το 1905] προέβλεψα τον πανικό του 1907· και, ενώ άλλοι γύρω μου έσπευδαν με ορμή στο χείλος του γκρεμού, σταμάτησα και… άρχισα να διακόπτω τις οικονομικές μου συνδέσεις. Αυτή η διαδικασία επιβράδυνσης των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων μου μού έδωσε χρόνο για άλλη ενδοσκόπηση… Ντρεπόμουν για το ότι αναγνώριζα πως είχα παραμελήσει το ευγενέστερο μονοπάτι του καθήκοντος. Αποφάσισα να αποσυρθώ εντελώς από την ενεργό επιχειρηματική δράση, και να αφιερώσω το υπόλοιπο της ζωής μου στο να κάνω πραγματικότητα τις καλύτερες αποφάσεις της παιδικής ηλικίας μου» (1928, 128) Οι προσπάθειες του πρεσβευτή Morgenthau να σώσει Αρμενίους και άλλους Χριστιανούς

Ένα από τα πρώτα βήματα του Morgenthau στο «ευγενέστερο μονοπάτι του καθήκοντος», στο μονοπάτι της νέας του σταδιοδρομίας, που ακολούθησε με σκοπό «να ανταποδώσει την υπερανάληψη οφέλους που πραγματοποίησε μέσα από τις ευκαιρίες αυτής της χώρας», ήταν να στηρίξει τον Woodrow Wilson ως υποψήφιο του Δημοκρατικού Κόμματος για την προεδρία των ΗΠΑ. Ο Morgenthau τον θεωρούσε ως «έναν πρακτικό μεταρρυθμιστή» (1926, 130). Μόλις εξελέγη, ο Wilson πρόσφερε στον Morgenthau το αξίωμα του πρεσβευτή στην Τουρκία και έπειτα κατάλαβε ότι θα χρειαζόταν μήνες για να τον πείσει για κάτι τέτοιο. Εξαιτίας της εγγύτητάς της στους Αγίους Τόπους και τους Σιωνιστές, και επομένως της δυνατότητας να επιβλέψει το ενδιαφέρον των Εβραίων να εγκατασταθούν εκεί, θεωρείτο εβραϊκή θέση. Ο Morgenthau δίσταζε, επειδή γνώριζε ότι οι Εβραίοι με τους οποίους είχε μιλήσει, τον ενημέρωσαν ότι δεν ήθελαν να περιορισθούν σε μία «εβραϊκή» θέση μόνο, και το ίδιο ένιωθε κι αυτός. Μετά από μερικούς μήνες, ωστόσο, άλλαξε γνώμη. Ανέλαβε με ενθουσιασμό το αξίωμα του πρεσβευτή στα τέλη του 1913, εννέα μήνες πριν από την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Παρά ταύτα, ο ίδιος ως πρεσβευτής δε θεωρούσε ως κύριο καθήκον του την προστασία των εβραϊκών συμφερόντων, αν και δεν τα αγνόησε. Όταν αντιμετωπιζόταν από διάφορους σαν να εκπροσωπούσε μόνο τους Εβραίους, άφηνε να εννοηθεί ότι εκπροσωπούσε όλους τους Αμερικανούς, όχι μόνο τους Εβραίους. Έλεγε: «Δεν είμαι εδώ ως Εβραίος αλλά ως αμερικανός πρεσβευτής. Η χώρα μου περιλαμβάνει κάτι περισσότερο από 97 εκατ. χριστιανούς και κάτι λιγότερο από 3 εκατ. Εβραίους. Επομένως, τουλάχιστον κατά την πρεσβευτική μου ιδιότητα, είμαι 97% χριστιανός» (Morgenthau III, 127).

Page 37: Henry Morgenthau’s Voice in History

37

Η αφήγηση του Morgenthau για την άφιξή του στην Κωνσταντινούπολη, όπως η πόλη ήταν γνωστή μέχρι το 1930, όταν μετονομάσθηκε επίσημα με το τουρκικό όνομα Istanbul (στο δοκίμιο αυτό χρησιμοποιώ το όνομα που χρησιμοποίησε ο Morgenthau), τον αποκαλύπτει να δημιουργεί πετυχημένα όλα τα συνήθη είδη των σχέσεων και να φροντίζει τις συνήθεις κατηγορίες ενδιαφερόντων. Γρήγορα οικοδόμησε ό,τι στο έργο επίλυσης συγκρούσεων ονομάζεται «εργασιακή εμπιστοσύνη»10 τόσο με τη μεγάλη διεθνή κοινότητα στην Κωνσταντινούπολη όσο και με τους ντόπιους, επίσημους και μη. Μέσα από αυτού του είδους τις συνεργασίες ήταν σημαντικό το ότι ο πρεσβευτής Morgenthau είχε τη δυνατότητα να παραμένει τόσο καλά ενημερωμένος. Για παράδειγμα, κατέγραψε συναντήσεις με τον Talaat Pasha και τον Enver Pasha. Αυτοί οι δύο, μαζί με τον Cemal Pasha, ήταν οι ηγέτες Νεότουρκοι της Επιτροπής «Ένωσις και Πρόοδος» (CUP), ήδη από τότε το πραγματικό όργανο διακυβέρνησης στην Τουρκία. Ο Σουλτάνος ήταν πλέον μόνο κατ’ όνομα αρχηγός της κυβέρνησης.

Στην Κωνσταντινούπολη ο πρεσβευτής συχνά αναφερόταν στα αμερικανικά ιδεώδη της ανοχής, της ευπρέπειας και της ευκαιρίας για όλους τους λαούς. Πρέπει να φαινόταν σαν αυτό που πολλοί θα αποκαλούσαν «ιδεαλιστής», αλλά γι’ αυτόν τέτοιες πεποιθήσεις ήταν περισσότερο η έκφραση της ίδιας πρακτικότητας που είδε στον Wilson. Σε ομιλία του προς ένα κοινό στο οποίο παρευρισκόταν και ο Talaat Pasha το Φεβρουάριο του 1914, περίπου έξι μήνες πριν από την έναρξη του πολέμου, αργότερα θυμόταν: «Ένιωθα ότι μπορούσα να τους επισημάνω στην ομιλία μου, με πλάγιο τρόπο, τη διαδρομή κατά μήκος της οποίας θα μπορούσαν να οδηγήσουν την Τουρκία στην αναγέννησή της» (1926, 198). Ήταν μια τολμηρή παρέμβαση σε μια στιγμή που ο Talaat και ο Enver ήταν ανοιχτοί σε αμερικανική συμβουλή. Ευχαριστημένος, αναμφίβολα, με την αλληγορική εικόνα που παρουσίασε, παρέθεσε την ομιλία του που περιλάμβανε τα ακόλουθα: «… Όντας στην Τουρκία, θέλω να πω ότι σας έχω δείξει το υπέροχο, εθνικό χαλί που έχουμε παράξει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Υφάνθηκε από τα εκατομμύρια που κατοικούν τη γη μας, ντόπιους και ξένους, λευκούς και μαύρους, ανθρώπους από το Βορρά, το Νότο, την Ανατολή και τη Δύση, άνδρες και γυναίκες, και από υλικά που παράχθηκαν στο έδαφός μας και εισάχθηκαν από όλες τις χώρες ... δημιουργεί ένα περίτεχνο, αρμονικό σύνολο…» (1926, 201-2) Ο Morgenthau έστρεφε τη σκέψη του σε ένα ανερχόμενο θέμα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, ότι οι αμερικανικές αξίες, η δημοκρατία, και η

10 Εργασιακή εμπιστοσύνη δεν είναι η βαθιά, άνευ όρων γενική πίστη στη ζωή, που (υπέθεσα παραπάνω) ο νεαρός Henry απέκτησε ως βρέφος και παιδί. Η εργασιακή εμπιστοσύνη επιτρέπει τη συνεργασία με άλλους μέσα σε ένα λογικό πλαίσιο, και στις κρίσιμες στιγμές δίνει τη δυνατότητα σε κάποιον να αποκτήσει άμεση πρόσβαση σε σημαντικούς παίκτες, όχι κατ’ ανάγκη από την πλευρά του, και αυτοί προς αυτόν. Παραχωρεί τον ψυχολογικό χώρο για να εκφραστείς ανοιχτά και να αισθάνεσαι σίγουρος ότι θα ακουστείς. Αυτού του είδους η εμπιστοσύνη εξαρτάται από όρους: όπως είναι γνωστή η φράση του Προέδρου Ronald Reagan «να εμπιστεύεσαι αλλά να επαληθεύεις», και να εξακολουθείς να επαληθεύεις.

Page 38: Henry Morgenthau’s Voice in History

38

πολυπολιτισμική, πολυφυλετική αμερικανική εμπειρία ήταν σωστή για άλλους λαούς (Moranian, 2008).

Αντ’ αυτού, η Τουρκία κινήθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση και ο Morgenthau ενήργησε για να προστατεύσει τις χριστιανικές μειονότητες που απειλούνταν. Έτσι, όταν λίγο πριν ξεκινήσει ο πόλεμος και οι Χριστιανοί Έλληνες της Τουρκίας εκδιώκονταν ή εξαναγκάζονταν να φύγουν για την Ελλάδα, σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό των New York Times,11 ο Morgenthau χρησιμοποίησε την επιρροή του για να τους προστατεύσει. Έπεισε τους Νεότουρκους να χορηγήσουν προσωρινή αναστολή της διαταγής ότι οι εργαζόμενοι στη Σμύρνη Έλληνες έπρεπε να εγκαταλείψουν τη χώρα. Για τους Έλληνες που ήδη κρατούνταν για να εκτοπισθούν «με τη μεγαλύτερη βαρβαρότητα» χωρίς τροφή και νερό, ήταν σε θέση να εξασφαλίσει με διαταγή του «μια βάρκα στην νήσο Πρίγκηπο με βαρέλια νερού και κουτιά με γαλέτες…» (1929, 20). Όταν ο πόλεμος ξεκίνησε, οι αμερικανοί πρεσβευτές και ιεραπόστολοι, δάσκαλοι, και γιατροί από τις ΗΠΑ και αλλού, ήδη διεσπαρμένοι σε όλη την Τουρκία, έστειλαν στον Morgenthau εκθέσεις που επιβεβαίωναν τις σφαγές, τις εκτοπίσεις, και τις φρικαλεότητες που ήταν η μοίρα των Αρμενίων καθώς και των Ελλήνων και των Ασσυρίων που κατοικούσαν στη Μ. Ασία. Ωστόσο, οι πρώτες αναφορές που έλαβε δεν τον έπεισαν αμέσως ότι ήταν μία συστηματική προσπάθεια εξόντωσης αυτού του λαού (1918, 2003, 224). Αφού πείσθηκε και με τις εκθέσεις που συνέχισαν να καταφθάνουν σ’ αυτόν, ο Morgenthau δεν περιορίστηκε στο συνήθη ρόλο του πρεσβευτικού αξιώματος. Διαμαρτυρήθηκε σε διάφορες περιπτώσεις προς τους Νεότουρκους και δημοσιοποίησε τις ανησυχίες του.

Η σύζυγος του Morgenthau, η Josephine, δεν υπήρξε ποτέ μια ενθουσιώδης σύζυγος διπλωμάτη. Ανεξάρτητη προσωπικότητα, δε τον συνόδευσε από την αρχή στην Κωνσταντινούπολη (Morgenthau III, 1991, 110). Και αναχώρησε πριν από αυτόν, επειδή είχε αναστατωθεί πάρα πολύ, τουλάχιστον εν μέρει, από τις αναφερόμενες σφαγές και την αδυναμία να τερματισθούν. Επέστρεψε μόνη στις ΗΠΑ, σταματώντας καθ’ οδόν στη Βουλγαρία. Εκεί ενημέρωσε τη δεκτική βασίλισσα της χώρας σχετικά με την κατάσταση που τόσο την ενοχλούσε. Η Βουλγαρία αποφάσιζε τότε με ποιον θα συμμαχήσει. Όμως η κυρία Morgenthau και η Βασίλισσα Eleonore δεν είχαν μεγαλύτερη επιτυχία από ότι ο σύζυγος της με τους Νεότουρκους. Η Βουλγαρία σύντομα συμμάχησε με τους Γερμανούς και τους Τούρκους, συμμετέχοντας στη μαζική δολοφονία.

Τα τηλεγραφήματα του Morgenthau προς το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ σχετικά με τις σφαγές αναπαράγονταν συχνά, όχι μόνο αλλά κυρίως στις ΗΠΑ, οδηγώντας σε μια συνεχή αμερικανική ανθρωπιστική ανταπόκριση. 11 Μόλις λίγες εβδομάδες πριν ξεκινήσει ο πόλεμος, η εφημερίδα New York Times ανέφερε ότι: «…οι σχέσεις Τουρκίας και Ελλάδας έχουν σε μεγάλο βαθμό ενταθεί εξαιτίας των φερόμενων διώξεων σε βάρος των Ελλήνων της Μ. Ασίας, και εξαιτίας αυτών των διώξεων πολλές χιλιάδες Ελλήνων εγκατέλειψαν την Τουρκία ή εξαναγκάσθηκαν να φύγουν από τη χώρα και τώρα επιστρέφουν στην πατρίδα τους». (6/15/1914. ProQuest Historical Newspapers (1851, 4)

Page 39: Henry Morgenthau’s Voice in History

39

Διαμαρτυρόμενος για τη μοίρα των Αρμενίων, ο Morgenthau δε λησμονούσε ότι η χώρα του, ακόμη ουδέτερη, φοβόταν να στηρίξει ανοικτά τους Αρμενίους. Διαμαρτυρία δίχως τη στήριξη στρατιωτικής δύναμης μπορούσε εύκολα να πυροδοτήσει ακόμη πιο σκληρά μέτρα εναντίον των Αρμενίων. Πέρα από αυτές τις διαμαρτυρίες και τις αναφορές, μικρό περιθώριο είχε να κάνει κάτι περισσότερο. Η μόνη διαφορετική ανάληψη δράσης από μέρους του ήταν παρασκηνιακά, όταν παρείχε διάφορες μορφές βοήθειας σε συγκεκριμένα άτομα.

Στις αναφορές του ο Morgenthau δεν κατέγραφε απλώς τις οθωμανικές ενέργειες. Ήθελε να γνωρίζουν οι Αμερικανοί τη συνενοχή της Γερμανίας στην αντιαρμενική πολιτική των Νεότουρκων. Αν δε τη γνώριζαν ήδη, το βιβλίο Ambassador Morgenthau's Story (Η Ιστορία του πρεσβευτή Μόργκενταου) τους ενημέρωνε ότι οι Κεντρικές Δυνάμεις είχαν ως ηγέτη τους έναν «τουρκόφιλο» (Anderson, 2010) γερμανό αυτοκράτορα. Μια αμοιβαία ωφέλιμη γερμανο-οθωμανική σχέση δεν ήταν κάτι καινούργιο. Η εστίαση του Αυτοκράτορα στην διασφάλιση μιας «θέσης στον ήλιο»12 για τη Γερμανία τον οδήγησε στο να αδιαφορήσει όταν ο Κόκκινος Σουλτάνος σφαγίασε Αρμενίους τη δεκαετία του 1890.

Ο Morgenthau πήρε άδεια για να απουσιάσει από την Κωνσταντινούπολη στις αρχές του 1916, λίγο πριν οι ΗΠΑ εισέλθουν στον πόλεμο. Από την πρώτη στιγμή που αποβιβάσθηκε στη Νέα Υόρκη, συνέχισε να υποστηρίζει ανοιχτά τις θέσεις του. Στο λιμάνι έλαβε ειδικές οδηγίες από τον Υπουργό των Εξωτερικών Lansing να μη μιλάει δημοσίως «για τη διεθνή κατάσταση», ωστόσο εκφώνησε ένα λόγο στον οποίο δόθηκε μεγάλη δημοσιότητα (Morgenthau, 1991, 173 ff).

Αμέσως μετά την επιστροφή του στις ΗΠΑ, ο Morgenthau υπέβαλε την παραίτησή του από πρεσβευτής. Οι λόγοι του περιλάμβαναν «την αποτυχία του να σταματήσει τον όλεθρο των Αρμενίων» (Morgenthau 1918, 2003, 264), την επιθυμία του να πληροφορήσει και συζητήσει την κατάσταση με τον Πρόεδρο Wilson με τρόπο που δεν ήταν εφικτός από τόσο μακριά, και να συγκεντρώσει χρήματα για την επανεκλογή του Wilson (Morgenthau III, 173-4). Ήδη, επίσης, η προσωπική του φιλοδοξία είχε ωριμάσει. Αν επανεκλεγόταν, ο Wilson θα τον τοποθετούσε πιθανά σε ένα διαφορετικό ρόλο στην αμερικανική διπλωματία. Με εξαίρεση το πολύ

12 Η φράση «Μια θέση στον ήλιο» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά πολιτικά από τον τότε γερμανό Υπουργό Εξωτερικών (αργότερα Καγκελάριο) Bülow το 1897: άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχουν τη θέση τους στον ήλιο (αποικίες στην τροπική ζώνη), επομένως θα έπρεπε να τις έχουμε και εμείς. Και… δεν επρόκειτο να το κάνουν στρατιωτικά – δεν έδωσαν κανένα σημείο δημιουργίας σύρραξης με κάποιον άλλο για μια αποικία (σε αντίθεση με τη Μ. Βρετανία και τη Γαλλία), αλλά στηρίζοντας την Οθωμανική Αυτοκρατορία έλαβαν μία προνομιούχα θέση μέσα σ’ αυτήν για τους επενδυτές τους, τους συμβούλους τους κ.λπ. Όλοι γνώριζαν ότι οι Γερμανοί πραγματοποιούσαν αυτό για το οποίο όλες οι Δυνάμεις είχαν δείξει υποκριτική αφοσίωση: τη διατήρηση της ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η «θέση» της Γερμανίας στην Αυτοκρατορία εξαρτιόταν από τη διατήρηση της ανεξαρτησίας των Οθωμανών, γιατί σε διαφορετική περίπτωση, οι Ρώσοι, οι Γάλλοι, και οι Βρετανοί, όλοι έχοντας καλύτερη θέση, θα έσπευδαν αμέσως να εισέλθουν. Η Γερμανία συμπαραστάθηκε την Οθωμανική Αυτοκρατορία ελπίζοντας στην απόκτηση, τελικά, κάποιου είδους εμπορικών προνομίων· αλλά, το πιο σημαντικό, με το φόβο του εμπορικού αποκλεισμού, αν άλλη δύναμη κατέφθανε εκεί πρώτη (Anderson, προσωπική αλληλογραφία, Απρίλιος 2010).

Page 40: Henry Morgenthau’s Voice in History

40

σημαντικό έργο του στην Ελλάδα για την Κοινωνία των Εθνών, οι πολιτικές του φιλοδοξίες από εκεί και έπειτα δεν υλοποιήθηκαν.

Ό,τι και αν ακολούθησε στη συνέχεια, ο Morgenthau κέρδισε μια θέση στην Ιστορία. Η θαρραλέα, αφοσιωμένη συμπεριφορά του, όταν αυτή μετρούσε, προκάλεσε μία ευρύτερη δημόσια ευαισθητοποίηση του κοινού για τα εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας που ο Raphael Lemkin θα ονόμαζε, το 1944, «Γενοκτονία».13 Αλλά αν τον Morgenthau θα έπρεπε να τον ενθυμούνται για τη θαρραλέα πρωτοπορία του στη διπλωματική πρακτική μέσω των ανθρωπιστικών προσπαθειών του να εμποδιστεί η μαζική δολοφονία αθώων, αυτό δε συνέβη. Αντίθετα, υπήρξε ένα σπάνιο και ελάχιστες φορές ακολουθούμενο παράδειγμα προς μίμηση ενέργειας έξω από τον αυστηρά ορισμένο ρόλο - ένας εκπρόσωπος του κράτους που εξέφραζε παγκόσμιο, μη σεκταριστικό ανθρωπισμό. Ο ψυχίατρος Robert Lifton, ένας συγγραφέας της ψυχολογίας του πολέμου και της μαζικής βίας, αντανακλά τις απόψεις του πρεσβευτή Morgenthau: «Πρόσωπο με πρόσωπο με τα αδιάσειστα στοιχεία της μαζικής δολοφονίας των Αρμενίων από τους Οθωμανούς Τούρκους, ο Henry Morgenthau αρνήθηκε να παραμείνει ένας αδιάφορος παριστάμενος. Προτίμησε, αντίθετα, να γίνει ένας μάρτυρας με βαθύτατη συμπόνια, να εγκαταλείψει τη διπλωματική ψυχρότητα, να ανοίξει τον εαυτό του στα θλιβερά δεινά και να πει την ιστορία στους συμπατριώτες του και σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο». (Lifton in Morgenthau, 1918, 2003, Forward, xix)

Ο Morgenthau ως πρόεδρος της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) στην Ελλάδα

Με την υπόσχεση συγκεκριμένων εδαφών μεταπολεμικά, οι σύμμαχοι στον

Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Μ. Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία, είχαν πείσει την Ελλάδα να πολεμήσει στο πλευρό τους εναντίον της Γερμανίας και της Τουρκίας. Όμως καθώς η Συνθήκη των Βερσαλλιών δε διευθέτησε τα θέματα της «Ανατολής», η Συνθήκη των Σεβρών το 1920 σκόπευε να το επιτύχει. Επιβλήθηκε από τους συμμάχους στην Τουρκία, όπως η συνθήκη των Βερσαλλιών στη Γερμανία. Αυτή η συνθήκη μοιραία δίχασε τους Έλληνες. Για τους οπαδούς του θρυλικού Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος πριν, εκείνη την περίοδο, και συχνά αργότερα, χρημάτισε πρωθυπουργός της Ελλάδας, η συνθήκη ήταν ένας θρίαμβος, αφού ενσωμάτωσε την Ανατολική Θράκη, τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος, νομιμοποίησε την ελληνική παρουσία στη Μ. Ασία, και υποσχέθηκε να συμπεριλάβει τα περισσότερα από τα Δωδεκάνησα. Αλλά για τους Έλληνες που ακολουθούσαν τον Βασιλιά Κωνσταντίνο, η συνθήκη αποτελούσε προδοσία των συμμάχων που είχαν υποσχεθεί άλλα εδάφη.

13 Το 1943 ο Raphael Lemkin επινόησε τη λέξη «Γενοκτονία» για να χαρακτηρίσει τη διεθνή μαζική δολοφονία ενός ολόκληρου λαού, βασίζοντας την έννοια της λέξης στην εξόντωση των Εβραίων από τους Ναζί και στις οθωμανικές σφαγές των Αρμενίων. Εργάσθηκε ακούραστα, για να επιτύχει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της Γενοκτονίας.

Page 41: Henry Morgenthau’s Voice in History

41

Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και οι υποστηρικτές του επικράτησαν. Αμέσως μόλις ολοκληρώθηκαν οι διαπραγματεύσεις για τη Συνθήκη των Σεβρών, ο Βενιζέλος καταψηφίσθηκε στις εκλογές και έχασε την εξουσία. Η Ελλάδα δεν επικύρωσε τη συνθήκη. Τώρα, μία πανωλεθρία της Ελλάδας, ήδη στα σκαριά, είχε πλήρως πραγματοποιηθεί – με τους διαφορετικούς παίκτες να ενεργούν βασισμένοι σε διαφορετικά κίνητρα. Ένα χρόνο πριν, οι ΗΠΑ, η Μ. Βρετανία και η Γαλλία είχαν εξουσιοδοτήσει τον Κωνσταντίνο να πραγματοποιήσει στρατιωτική εισβολή στη Σμύρνη με σαφή σκοπό τη διατήρηση της τάξης στην περιοχή και την προστασία των χριστιανικών πληθυσμών μέχρι την τελική διευθέτηση της συνθήκης ειρήνης. Όμως οι ιστορικές πηγές αποδεικνύουν κάτι λιγότερο μεγαλόψυχο: οι Βρετανοί και οι Γάλλοι χρησιμοποιούσαν τον Ελληνικό Στρατό, για να συνεχίσουν τις δικές τους εδαφικές επιδιώξεις. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, παρά τις υποσχέσεις του κατά τη διάρκεια των εκλογών να αποσύρει τον στρατό από τη Σμύρνη, παρέμεινε προσπαθώντας να φθάσει στην Άγκυρα, στο κυνήγι της δικής του «Μεγάλης Ιδέας».

Η οθωμανική κυβέρνηση αποδέχθηκε τη συνθήκη των Σεβρών, αλλά η εξουσία της ήταν πολύ σύντομη στην Τουρκία. Ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, τότε στρατιώτης, αντέδρασε στην εισβολή του βασιλιά Κωνσταντίνου και στην αποδοχή της συνθήκης από την οθωμανική κυβέρνηση, κινητοποιώντας στρατεύματα για μια Τουρκία για τους Τούρκους, αμφισβητώντας και καταλύοντας την οθωμανική εξουσία, και αντικαθιστώντας την με ένα κοσμικό τουρκικό κράτος, καθιστώντας έτσι άκυρη τη συνθήκη. Στη διάρκεια του πολέμου, 100.000 Αρμένιοι και Έλληνες έχασαν τη ζωή τους στην πυρκαγιά της Σμύρνης, την οποία πιστεύεται ότι έβαλαν οι Τούρκοι. Τα ελληνικά στρατεύματα υπό τον βασιλιά Κωνσταντίνο υπέστησαν τελικά μία ταπεινωτική ήττα από τα στρατεύματα του Ατατούρκ.

Με τη μη υλοποίηση της συνθήκης των Σεβρών, η Μ. Βρετανία, η Γαλλία, η Ελλάδα, η Ιταλία και η Τουρκία υποχρεώθηκαν να εμπλακούν εκ νέου σε έντονες, εξαιρετικά δύσκολες διαπραγματεύσεις που κατέληξαν στη Συνθήκη της Λωζάνης το 1923. Η Συνθήκη της Λωζάνης επέβαλε την υποχρεωτική, συχνά αιματηρή «Ανταλλαγή των πληθυσμών». Όρισε ειδικότερα ότι πάνω από ένα εκατομμύριο Ελλήνων Ορθοδόξων που ζούσαν σε διάφορα μέρη της Ανατολής έπρεπε να φύγουν στην ελληνική ενδοχώρα, ενώ περίπου 400.000 Τούρκοι όφειλαν να κατευθυνθούν προς την Ανατολή.14

Και για τους δύο λαούς ήταν μία συνέχιση των εκτοπίσεων, των απωλειών και των δεινών των προηγούμενων χρόνων. Παρόλο που και ο Βενιζέλος και ο Ατατούρκ πίεζαν να επιτευχθεί αυτή η «Ανταλλαγή», κανείς από τους λαούς που έπρεπε να μετακινηθούν δεν επιθυμούσε αυτές τις αλλαγές. Οι Έλληνες είχαν ζήσει στη Μ. Ασία για αιώνες όπως και οι Τούρκοι στη Μακεδονία.

Οι Έλληνες που είχαν επιζήσει της φωτιάς στη Σμύρνη και οι Έλληνες και οι Τούρκοι που όφειλαν να μετακινηθούν υπό το καθεστώς της Ανταλλαγής Πληθυσμών διέσχισαν το πέλαγος σε διαφορετικές κατευθύνσεις κάτω από 14 Αν και η Συνθήκη της Λωζάνης έκανε λόγο για περίπου ένα εκατομμύριο Έλληνες, μόνο 200 χιλιάδες έφθασαν στην Ελλάδα μετά το 1923. Η πλειοψηφία είχε ήδη εγκαταλείψει τη χώρα.

Page 42: Henry Morgenthau’s Voice in History

42

τρομακτικές συνθήκες. Συνολικά ξεπέρασαν το ένα εκατομμύριο αυτοί που αποτέλεσαν το Προσφυγικό Ζήτημα στην Ελλάδα, του οποίου ο Morgenthau συμφώνησε να επιληφθεί. Η κρίση του Morgenthau σχετικά με το όλο ζήτημα καταδείκνυε την ικανότητά του να κατανοήσει την τουρκική οπτική. Μολονότι παρέμεινε συγκλονισμένος από τους σκοπούς και τις μεθόδους της Επιτροπής «Ένωσις και Πρόοδος» στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κατάλαβε τι θα σήμαινε η μετακίνηση για τους Τούρκους οι οποίοι, υποστήριζε, «ένιωθαν ότι τώρα απειλούνταν η ίδια τους η ύπαρξη» (1929, 25). Έγραψε ότι η εισβολή ήταν «… κάκιστη διαχείριση της κατάστασης από τον Κωνσταντίνο και την κυβέρνησή του» (1929, 7). Μία πρόσφατη αφήγηση επιβεβαίωσε ότι ο Morgenthau «πολύ ορθά… διαισθάνθηκε ότι ο ελληνικός επεκτατισμός στην Ανατολή θα είχε φοβερές συνέπειες για τους χριστιανούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας» (Clark, 156).

Στην εισαγωγή του βιβλίου, Η Αποστολή μου στην Αθήνα (I Was Sent to Athens), ο Morgenthau εξήγησε πώς είδε την αποστολή του στην Ελλάδα. Εξέφρασε τη μεγάλη συμπάθειά του προς τους πρόσφυγες από τη Μ. Ασία. Μάλλον θα του θύμιζαν τη δική του μετακίνηση από τη Γερμανία στις ΗΠΑ και τη δυστυχία να αποτελεί μέλος μιας μειονότητας υπό διωγμό. Όπως ομοίως είχε δεσμευτεί να πράξει για τη μητέρα του δεκαετίες νωρίτερα, τώρα δεσμευόταν να εγκαθιδρύσει έναν οργανισμό χάρις στον οποίο οι πρόσφυγες θα μπορούσαν να ευημερήσουν. Σίγουρα τους είδε ως άπορους, αλλά μέσα στο μεγάλο του θαυμασμό και την πίστη του στους Έλληνες και στην ανάκαμψή τους, τους είδε επίσης ως απογόνους των αρχαίων Ελλήνων αλλά και ως σύγχρονους ανθρώπους που γνώριζε και θαύμαζε πριν από αυτόν το διορισμό του.

Στις ίδιες σελίδες ο Morgenthau εξέφρασε, επίσης, τα συναισθήματά του που δεν αντανακλούσαν μόνο την προσωπική του, από νωρίς εμπεδωμένη, αυτοπεποίθηση και πίστη στη ζωή. Αυτές οι θεμελιώδεις αρετές του τώρα επεκτείνονταν σε μία γενικότερη πεποίθηση και αισιοδοξία για το τι μπορούσε να επιτύχει ένας λαός. Περιέγραψε την αποστολή του μέσα από μια εξαιρετικά αισιόδοξη φιλελληνική οπτική, με τον εαυτό του ως έναν από τους ήρωες. Με την εξιδανίκευση των Ελλήνων και του ρόλου του μαζί τους, έμοιαζε με πολλούς Ευρωπαίους και Αμερικανούς που είχαν αγωνιστεί ένα αιώνα νωρίτερα στον Πόλεμο των Ελλήνων για την Ανεξαρτησία τους (St. Clair, 2008). Δε γνωρίζω αν μεγαλοποίησε την επιρροή του σε διάφορους ανθρώπους και γεγονότα, ούτε αν, επίσης, έπραξε το ίδιο όσο ήταν πρεσβευτής. Στο υπόλοιπο μέρος του βιβλίου του σχετικά με το χρόνο που πέρασε στην Ελλάδα, κατέγραψε την επιτυχή ολοκλήρωση δύσκολων αποστολών.

Η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων της Κοινωνίας των Εθνών προσκλήθηκε από τους Βενιζελικούς να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της Ανταλλαγής Πληθυσμών για την ελληνική πλευρά του Αιγαίου Πελάγους. Πριν φθάσει ο Morgenthau, μία επιτροπή από Έλληνες, με επικεφαλής τον Επαμεινώνδα Χαρίλαο και τον Στέφανο Δέλτα, άρχισε να ασχολείται με το πρόβλημα ιδρύοντας το Ταμείο Περίθαλψης Προσφύγων. Αποδεχόμενος τη θέση που του προτάθηκε από την

Page 43: Henry Morgenthau’s Voice in History

43

Κοινωνία των εθνών για την προεδρία της ΕΑΠ, έφθασε στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1923 για να αναλάβει τη νέα θέση, σταματώντας πρώτα στη Θεσσαλονίκη πριν ταξιδέψει για την Αθήνα.

Αποδεχόμενος το έργο αυτού του οργανισμού και εργαζόμενος γι’ αυτόν (1929, 71ff), ο Morgenthau διατήρησε τη θέση του στην ΕΑΠ μόνο για ένα χρόνο. Νωρίς αντιλήφθηκε ότι ήταν αναγκαίος ένας σχεδιασμός μεγαλύτερης χρηματοδότησης και κλίμακας. Όταν παραιτήθηκε το Δεκέμβριο του 1924, ο Morgenthau αισθανόταν ότι είχε επιτύχει και τα δύο, και ακόμη περισσότερα. Ένας έλληνας μηχανικός, ονόματι Σγούτας, για τον οποίο είχε εκφράσει μέγιστο σεβασμό και εμπιστοσύνη, ανέλαβε τη θέση (1929, 237ff). Ο Morgenthau σημείωσε ότι η δική του συμμετοχή στην επιτυχία αυτής της ιστορίας βασίσθηκε στην ενεργητική, δημιουργική και έντιμη υπευθυνότητα που έδειξαν για το σχέδιο ο ελληνικός λαός, οι ηγέτες του και οι πρόσφυγες.15

Αν και λίγο γνωστά έξω από τα όρια της Ελλάδας, τα επιτεύγματα του Morgenthau στη δεκατετράμηνη προεδρία του αντικατόπτριζαν την πείρα της ζωής του καθώς και τη συναισθηματική του αφοσίωση. Ένας άθλος, ένα προσωπικό πρόγραμμα αυτού και της συζύγου του, και εντελώς έξω από το ρόλο του προέδρου της ΕΑΠ, ήταν η χρηματοδότηση της κατασκευής σχολείων για πρόσφυγες στην Αθήνα και αλλού στην Ελλάδα. Ορισμένα από τα σχολεία αυτά λειτουργούν ακόμη και σήμερα. Τα άλλα αλληλοεξαρτώμενα επιτεύγματά του ήταν το αποτέλεσμα της υλοποίησης των στόχων από τη θέση του προέδρου. Το πρώτο ήταν η εξασφάλιση δανείων για την οικονομική κάλυψη των εξόδων εγκατάστασης, ξεκινώντας με την «προκαταβολή εκατομμυρίου δολαρίων», ένα ενδιάμεσο δάνειο από τις Τράπεζες της Αγγλίας και της Ελλάδας. O Morgenthau σχολιάζει πόσο σημαντικό ήταν για τους τραπεζίτες να αισθάνονται ότι ήταν «βέβαιος για την επιτυχία». «Η καριέρα μου στα οικονομικά και στη διπλωματία τούς εξασφάλιζαν κάποια βεβαιότητα για τα προσόντα μου, αλλά έπρεπε να αισθάνονται ότι ήμουν με την καρδιά και την ψυχή μου στο αναληφθέν έργο, και [ότι] συνειδητοποιούσα τις δυσκολίες του από τη δική τους πλευρά (1929, 183).»

Ο Morgenthau έπρεπε να επιστρέψει στους τραπεζίτες πολλές φορές για να διαπραγματευθεί ένα δεύτερο, πολύ μεγαλύτερο δάνειο. Κάθε φορά αμφισβητούσαν την πεποίθησή του ότι η εσωτερική πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα θα μπορούσε βάσιμα να θεωρηθεί αρκετά σταθερή για επιτυχή διακανονισμό και άρα αποπληρωμή του δανείου. Επέμεναν να τους διασφαλίσει ότι η ελληνική κυβέρνηση δε θα ξόδευε το δάνειο σε επανεξοπλισμό, μια ξεκάθαρη πιθανότητα. Η απαίτηση των τραπεζιτών 15 «Την εποχή της διάλυσής της το Δεκέμβριο του 1930, η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων… είχε εγκαταστήσει 570.000 πρόσφυγες – περίπου τους μισούς του συνολικού αριθμού – σε μικροκαλλιέργειες στη Βόρεια Ελλάδα. Είχε κατασκευάσει πάνω από 50.000 νέες κατοικίες γι’ αυτούς τους αγρότες, και είχε ανακαινίσει ανάλογο αριθμό οικιών που είχαν εγκαταλειφθεί από τους πρόσφατα απελαθέντες μουσουλμάνους. Χάρις στις συντονισμένες προσπάθειες της ΕΑΠ και της κυβέρνησης της Αθήνας, αυτοί οι νεήλυδες αγρότες έλαβαν περίπου 145.000 άλογα και αγελάδες, και 100.000 αιγοπρόβατα. Στις αστικές περιοχές όπου ζούσαν πρόσφυγες, η ΕΑΠ [Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων] είχε το 1929 κατασκευάσει 27.000 κατοικίες, και το ελληνικό κράτος έναν αντίστοιχο αριθμό» (Clark, 206).

Page 44: Henry Morgenthau’s Voice in History

44

να είναι η Ελλάδα αξιόπιστη και ικανή να αποπληρώσει τα δάνεια ενέπλεκε τον Morgenthau σε έναν πιο απαιτητικό στόχο, αυτόν της συνδρομής στην εγκαθίδρυση μιας συνταγματικής δημοκρατίας.

Μία συνταγματική κρίση ταλάνιζε ήδη τους Έλληνες. Όπως ορίζει το διαρκές καθήκον όλων των εργαζομένων στον ανθρωπιστικό τομέα και τους οργανισμούς, ο Morgenthau κινήθηκε μεταξύ των τριών κομμάτων, του Βασιλικού, του Φιλελεύθερου και του Δημοκρατικού, στη διάρκεια αυτής της κρίσιμης περιόδου. Η πρότερη διπλωματική εμπειρία του τον είχε προετοιμάσει πολύ καλά. Οι δημόσιες ομιλίες του και οι συχνές ιδιωτικές παρεμβάσεις του στο μεταβαλλόμενο πολιτικό σκηνικό, συχνά πολύ τολμηρές, ενίσχυσαν την επανίδρυση της δημοκρατικής διακυβέρνησης.

Για τον μεγάλο αυτό στόχο, ο Morgenthau ξεκίνησε να γνωρίσει όλους τους παίκτες. Φρόντιζε να ακολουθεί τη σωστή τάξη, συναντώντας πρώτα το νεαρό, αδύναμο βασιλιά Γεώργιο. Στη συνέχεια συνάντησε τους στρατηγούς Πλαστήρα και Γονατά. Ο Morgenthau τους αποκαλούσε «οι αληθινοί κυβερνήτες της Ελλάδας» (1929, 121). Αντιλήφθηκε ότι και οι δυο είχαν αληθινή ανησυχία «για την ευημερία της χώρας [τους] (αυτόθι) και «αγωνιούσαν η Ελλάδα να επανέλθει στην κανονική συνταγματική διακυβέρνηση, κάτι που θα καθιστούσε περιττό τον μη συνταγματικό έλεγχο του κράτους» (1929, 122). Τελικά, ο Morgenthau συναντήθηκε με πολλούς πολιτικούς ηγέτες διαφόρων παρατάξεων. Παρά την ενεργητικότητά του και τις άοκνες προσπάθειές του, ορισμένες φορές η αισιοδοξία του τον εγκατέλειπε: «Με το 1/5 του πληθυσμού στην αθλιότητα, και αντιμέτωπο με την καταστροφή, ακόμη και οι πιο ειλικρινείς πατριώτες μεταξύ των Ελλήνων φάνηκαν ανίκανοι να συμφωνήσουν σε μια πολιτική που θα ικανοποιούσε μια σταθερή πλειοψηφία, και μία ορδή κατώτερων πολιτικών φαντάζουν τυφλοί σε οτιδήποτε εκτός από έναν αδυσώπητο ανταγωνισμό για θέσεις και εξουσία» (1929, 162)

Οι διαπραγματεύσεις συνεχίσθηκαν για πολλούς μήνες πριν ουσιαστικά εξασφαλισθεί «το μεγάλο δάνειο», με τον Morgenthau να κινείται σιδηροδρομικώς μεταξύ Αθήνας, Λονδίνου και Γενεύης σαν μέλος της υψηλής κοινωνίας. Το μεγαλύτερο επίτευγμά του ήταν η έξυπνη υποστήριξη της υπόθεσής του στις τότε δυνάμεις της διεθνούς νομισματικής σκηνής. Εν κατακλείδι επιτυχημένος, θυμόταν τη στιγμή αμέσως μετά το θρίαμβο: «Καθώς απομακρυνόμουν από την “the Old Lady of Threadneedle Street” [τοποθεσία της Τράπεζας της Αγγλίας στο “κέντρο του City” του οικονομικού κέντρου του Λονδίνου] είχα μια λάμψη ικανοποίησης σκεπτόμενος ότι αυτή η μεγαλύτερη τράπεζα στον κόσμο δεν ήταν απλώς μια ψυχρή, απρόσωπη, απαιτητική τοκογλύφος, αλλά αντίθετα ήταν προικισμένη με καρδιά και με μυαλό ικανό να ενεργήσει ως καλός Σαμαρείτης, προσφέροντας μία χείρα βοηθείας σε ένα αδελφό έθνος που τρέκλιζε κάτω από ένα εξοντωτικό φορτίο» (1929, 205)

Αν και ο Morgenthau τότε έπεισε τους διεθνείς τραπεζίτες ότι τα δάνεια θα αξιοποιούνταν και θα εξοφλούνταν, τώρα γνωρίζουμε ότι ο δρόμος προς τη μόνιμη σταθεροποίηση της Ελληνικής Δημοκρατίας θα συνεχιζόταν για δεκαετίες, και ότι η

Page 45: Henry Morgenthau’s Voice in History

45

υγιής δημοσιονομική πολιτική θα παρέμενε άπιαστο όνειρο. Την ημέρα που διακηρύχθηκε η Δημοκρατία, στις 25 Μαρτίου 1924 (για δεύτερη φορά – η πρώτη συνέβη το 1832 μετά τον Αγώνα Ανεξαρτησίας των Ελλήνων από τους Οθωμανούς), ο Morgenthau τιμήθηκε για τις προσπάθειές του. Στη διάρκεια των τελετών, ο νέος πρωθυπουργός, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, αυθόρμητα του έδωσε μία κάρτα στην οποία έγραφε: «Αυτή προορίζεται για τον Πατέρα της Δημοκρατίας» (1929, 166).

Ούτε η ειρηνική μετάβαση από τη μοναρχία στη συνταγματική μοναρχία ούτε η εισροή ενός αρκετά μεγάλου δανείου θα είχαν καμία σημασία χωρίς γη που να εγκαταστήσουν, να καλλιεργήσουν και να τροφοδοτήσουν ένα τεράστιο αριθμό ακτημόνων και άπορων προσφύγων. Το τελευταίο από τα επιτεύγματα του Morgenthau ήταν ο ρόλος του στην ελληνική κυβέρνηση για την απόκτηση τίτλων γης, κυρίως στη Μακεδονία, στην οποία πολλές εκατοντάδες χιλιάδες προσφύγων μπορούσαν να εγκατασταθούν. Ο Morgenthau ήταν μία δημιουργική δύναμη στην επεξεργασία σύνθετης συμφωνίας που τελικά ικανοποίησε την ελληνική κυβέρνηση, την Κοινωνία των Εθνών και την Τράπεζα της Αγγλίας.16

Σύντομος προβληματισμός σχετικά με μια άποψη βελτίωσης των σχέσεων

στη μετά-βία εποχή

Έχω με έμφαση υπογραμμίσει τον ανθρωπισμό του Morgenthau και την προώθηση των αμερικανικών δημοκρατικών αξιών, οι οποίες πίστευε ότι ήταν παγκόσμιες. Γνωρίζουμε ότι είχε βαθύτατα συγκλονιστεί και ενοχληθεί από τα δεινά και τις αδικίες που αντιμετώπιζε, από κοντά, στην Τουρκία και την Ελλάδα, και πάνω απ’ όλα από τη γενοκτονία των Αρμενίων17. Ως αποτέλεσμα, είχε ενεργήσει έξω από

16 Την περίοδο της ίδρυσης της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων, η ελληνική κυβέρνηση είχε υποσχεθεί απόλυτο τίτλο σε πάνω από ένα εκατομμύριο στρέμματα. Αυτά τα στρέμματα, βελτιωμένα από τους εγκατασταθέντες, είχε κατανοηθεί, ότι θα αποτελούσαν μέρος των εγγυήσεων για το δάνειο. Αποδείχθηκε, ωστόσο, ότι δεν υπήρχε σαφής τίτλος γης. Επιπλέον, η γη ήταν κάθε άλλο παρά μη επιβαρημένη. Ένα μέρος αυτής είχε αποικισθεί λίγο πριν από τη λεγόμενη Ανταλλαγή και ανήκε σε Έλληνες. Το μεγαλύτερο ανήκε στους Τούρκους από την εποχή που είχε κατακτηθεί, αιώνες πριν. Αυτοί οι τίτλοι δεν είχαν ακόμη ξεκαθαριστεί από τους υπογράψαντες τη Συνθήκη της Λωζάνης. 17 Για πέντε χρόνια και μέχρι τους τελευταίους μήνες μεσολάβησα, βασισμένος στο ρόλο μου, στη διεξαγωγή ενός ανεπίσημου διαλόγου μεταξύ Αρμενίων και Τούρκων. Οι διαμεσολαβητές δεν εκφράζουν τις δικές τους απόψεις σε θέματα διαφωνίας μεταξύ των πλευρών τις οποίες φέρνουν στο διάλογο. Κατά συνέπεια, ως διαμεσολαβητές, η ομάδα μου κι εγώ εξηγήσαμε την ουδέτερη στάση μας στο κύριο ζήτημα της διαμάχης: αν έγινε γενοκτονία σε βάρος των Αρμενίων στη διάρκεια του πολέμου. Οι περισσότεροι από τους Τούρκους που πήραν μέρος σ’ αυτές τις συζητήσεις, δεν είχαν πεισθεί ότι η τελευταία οθωμανική κυβέρνηση είχε διαπράξει γενοκτονία, αλλά ήταν ανοιχτοί στο να μάθουν.

Από τότε, γνωρίζω ότι αυτή η διαμεσολαβητική στάση έχει ιδωθεί από πολλούς Αρμενίους και Τούρκους (1) ως μη διαμεσολαβητική, (2) σαν να αμφιβάλλει η δισέγγονη του Morgenthau για το αν έγινε η γενοκτονία. Ως αποτέλεσμα αυτών των δύο παρεξηγήσεων, συνεχώς αναρωτιέμαι αν είναι ώριμη η στιγμή για διάλογο μεταξύ των μελών των δύο κοινοτήτων που διαφωνούν στο αν ό,τι συνέβη ήταν γενοκτονία, τουλάχιστον με εμένα ως μεσολαβητή. Αυτό είναι επώδυνο και δύσκολο για μένα, ειδικά εξαιτίας εκείνων των Τούρκων οι οποίοι είναι ειλικρινά ανοικτοί να μάθουν και να

Page 46: Henry Morgenthau’s Voice in History

46

τα όρια της επίσημης αποστολής, η οποία απαιτούσε από αυτόν μόνο να εκπροσωπεί τα συμφέροντα της Αμερικής, όπως τα αντιλαμβανόταν το Υπ. Εξωτερικών. Τα αισθήματα και η συνείδησή του είχαν γίνει ο οδηγός του.

Όταν βρισκόταν στην Ελλάδα, η ευθύνη για τους έλληνες πρόσφυγες τού είχε ανατεθεί από την Κοινωνία των Εθνών. Όμως ως ανθρωπιστής, ο Morgenthau θα έπρεπε να έχει περισσότερο εκφράσει την αγωνία και τους φόβους του για τα δεινοπαθήματα και των δύο λαών που έκαναν την επιβεβλημένη μετακίνηση; Ο Bruce Clark, στο πρόσφατο βιβλίο του για την Ανταλλαγή των Πληθυσμών, θέτει αυτό το ερώτημα. Ο Clark επαινούσε τον Morgenthau «ως έναν διεθνή επιλυτή προβλημάτων με προσωπικά χαρίσματα που έτεμναν τους φραγμούς της υπηκοότητας και της πολιτιστικής προέλευσης». Σημείωσε την παρατήρηση του Morgenthau σχετικά με την αξιοθρήνητη εικόνα «7.000 ανθρώπων … [Ελλήνων της Ανατολής που] έφθασαν στην ακτή κουρελιασμένοι, πεινασμένοι, άρρωστοι, καλυμμένοι από παράσιτα, με μάτια βαθουλωτά, αποπνέοντας μία φρικτή μυρωδιά ανθρώπινης βρωμιάς– λυγισμένοι από την απόγνωση». Ο Clark στη συνέχεια σχολιάζει:

«… δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αυτός ο πολίτης του κόσμου ωθείτο ειλικρινά από τα δεινά που είχε δει ο ίδιος κατά την έναρξη του έργου αυτής της επιτροπής για την ανακούφιση του δράματος των προσφύγων. … Κάτι που ο Morgenthau κατά κάποιο τρόπο παραλείπει να αναφέρει, ωστόσο, είναι το άλλο ανθρώπινο δράμα που εκτυλισσόταν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκη περίπου την ίδια εποχή [επισήμανση δική μου]. Λίγες ημέρες αφότου [επισήμανση δική μου] [ο Morgenthau] είδε την άφιξη εκείνης της καραβιάς ανθρώπινης δυστυχίας, αποτελούμενης από απογυμνωμένους χριστιανούς της Ανατολής, ένας μικρός στόλος τουρκικών επιβατηγών και φορτηγών πλοίων που έτριζαν, άρχισαν να μεταφέρουν ανθρώπους προς την αντίθετη κατεύθυνση». (161) Ο Clark σωστά ισχυρίζεται ότι ο Morgenthau παρέλειψε να σημειώσει το άλλο ανθρώπινο δράμα. Ωστόσο, η μελέτη μου της αφήγησης του Morgenthau για την περίοδο παραμονής του στη Θεσσαλονίκη δείχνει ότι μπορεί κάλλιστα να μην το

ανακαλύψουν με ποιο τρόπο για διαφορετικούς λόγους έχω παρεξηγηθεί από Αρμενίους και Τούρκους.

Το τι έχω αποφασίσει μέχρι σήμερα είναι να χρησιμοποιώ τη λέξη «γενοκτονία», από τη στιγμή που είμαι πεπεισμένη ότι έγινε. Δεν είναι μια ξαφνικά αποκτηθείσα πεποίθηση: το 2005, πολύ πριν γίνω διαμεσολαβητής μεταξύ των Αρμενίων και των Τούρκων, έδωσα μια διάλεξη στην Εθνική Οργάνωση Αρμενικών Υποτροφιών και Έρευνας (NAASR). Με την ευκαιρία αυτή, εξέφρασα την άποψή μου ότι υπήρξε γενοκτονία των Αρμενίων από την τελευταία οθωμανική κυβέρνηση. Η άποψή μου στηρίζεται στις εργασίες των περισσότερων μελετητών γενοκτονίας, τη Διεθνή Ένωση Ακαδημαϊκών για τη μελέτη της Γενοκτονίας, τους Αρμενίους, τους υποστηρικτές τους, και μερικούς τούρκους επιστήμονες και διανοούμενους. Ήμουν πολύ καλά ενημερωμένη ότι οι διαδοχικές κυβερνήσεις της Τουρκίας, ορισμένοι μελετητές της ύστερης οθωμανικής περιόδου, και άλλοι υποστηρίζουν ότι τα γεγονότα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως γενοκτονία.

Θα ήθελα, επίσης, να είμαι σαφής ότι δεν είχα ποτέ λόγο να αμφισβητήσω ότι η γενοκτονία είναι γεγονός και ότι, επομένως, δεν μπορεί να υπάρξει κανένας ισχυρισμός ότι η δισέγγονη του Morgenthau θα μπορούσε να υποστηρίξει την επίσημη τουρκική στάση, όπως έχει αναφερθεί από μερίδα του τουρκικού Τύπου.

Page 47: Henry Morgenthau’s Voice in History

47

είχε δει. Βρέθηκε εκεί μόνο για «δύο ημέρες». (1929, 161). Στη διάρκεια αυτής της σύντομης παραμονής του, δεν ήταν πάντα στην πόλη, αλλά τον πήραν να επισκεφθεί στρατόπεδα προσφύγων και εργοστάσια κ.λπ., μακριά από τη θάλασσα (1929, 97-100). Μου φαίνεται λογικό ότι, αν είχε δει τη σκηνή που περιγράφει ο Clark, θα είχε σημειώσει με συμπόνια, όπως έκανε και στην Κωνσταντινούπολη, τα δεινά των Τούρκων, που, όπως και οι αντίστοιχοι Έλληνες, είχαν εγκλωβιστεί αβοήθητοι σε γεγονότα που δεν μπορούσαν οι ίδιοι να ελέγξουν (1919, 2003, 43).

Οι ανθρωπιστικές αξίες του Morgenthau και το σημαντικό ερώτημα του Clark εφιστούν προσοχή σε έναν στόχο, στο έργο εκείνων που ασχολούνται με την επίλυση συγκρούσεων, αυτόν της βοήθειας προς κάθε πλευρά μέσα σε μια διαμάχη στο να εξανθρωπίσει τον Άλλο δείχνοντας συναίσθηση και συμπόνια στις δοκιμασίες του Άλλου και κατανοώντας την ανάγκη του Άλλου για ασφάλεια και σεβασμό της ταυτότητάς τους, καθώς και το να επικοινωνήσουν στον Άλλο τις δικές τους ανάγκες και να αισθανθούν κατανόηση από αυτόν τον Άλλο. Στις περισσότερες συγκρούσεις, η ολοκληρωτική απαξίωση του Άλλου, συχνά λαμβάνοντας την απόχρωση πραγματικής αποκτήνωσης, είναι χαρακτηριστική. Όλοι γνωρίζουμε πόσο εύκολο είναι για τους πολιτικούς ή άλλα άτομα με δημόσιο κοινό να εξασφαλίσουν την υποστήριξη για τον εαυτό τους με μια υπεργενικευμένη καταδίκη (των αντιπάλων).

Ο ίδιος ο Morgenthau είχε μία σύνθετη γνώμη για τους Τούρκους (την οποία σκοπεύω να διερευνήσω αλλού). Παρ’ όλα αυτά στα βιβλία του σχετικά με τις εμπειρίες του, ειδικά στην Τουρκία και την Ελλάδα, οι δηλώσεις του περιείχαν υπεργενικευμένη, αν όχι ολοκληρωτική, απαξίωσή τους. Την ίδια στιγμή είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς τη μεγάλη αποδοκιμασία εκείνης της κυβέρνησης και πολλών ατόμων∙ η μεγάλη αποδοκιμασία ήταν σίγουρα δικαιολογημένη.

Σήμερα είναι μια διαφορετική εποχή και είναι πολύ αποθαρρυντικό το ότι πολλοί Τούρκοι χρησιμοποιούν καταδικαστική γλώσσα για τους Αρμενίους, μερικές φορές μιλώντας σαν να είχαν προκαλέσει οι Αρμένιοι τις σφαγές! Επιτρέψτε μου να σημειώσω ότι το να κατηγορεί κανείς το θύμα είναι αρκετά σύνηθες και σίγουρα δεν περιορίζεται σε οποιαδήποτε εθνική ομάδα ή άτομα. Αντίθετα, είναι μία κίνηση των πιο ισχυρών να υποστηρίζουν ακριβώς αυτό και να αποφεύγουν την ευθύνη. Παρά ταύτα, αυτές οι κρίσεις του Morgenthau, που είναι σαρωτικές, έχουν καταστήσει δύσκολο για πολλούς Τούρκους το να διαβάσουν τον Morgenthau με ευρύτητα πνεύματος. Εντούτοις, εκείνοι οι Τούρκοι που επιτίθενται στους Αρμενίους ως σαν οι Αρμένιοι να τους έχουν βλάψει, σίγουρα δε συμβάλλουν επίσης στη βελτίωση ενός κλίματος για την επίλυση της σχέσης.

Όταν η βία μεταξύ των κοινοτήτων έχει τελειώσει, υπάρχει μια ανάγκη να βρεθεί έδαφος οικοδόμησης καλών σχέσεων και για τις δύο κοινότητες. Η δικαιοσύνη είναι σίγουρα ένα βασικό συστατικό στοιχείο, αλλά πώς να την επιφέρεις; Υπάρχουν χώρες που εθελοντικά υποβάλλονται στην κρίση του διεθνούς δικαστηρίου; Η Γερμανία έπρεπε αρχικά να πιεστεί από τις Δίκες της Νυρεμβέργης, για να αποδεχθεί τα εγκλήματά της, μολονότι έκτοτε έχει ξεκινήσει πολλές ενέργειες δικαιοσύνης και αποζημιώσεων.

Page 48: Henry Morgenthau’s Voice in History

48

Ο εξανθρωπισμός του Άλλου μπορεί να είναι ένας τρόπος να θέσει κανείς τις βάσεις για επίτευξη κάποιας δικαιοσύνης. Θα μπορούσε να εξασφαλίσει περισσότερη ικανότητα για να καταλάβουμε γιατί η δικαιοσύνη είναι αναγκαία. Από την άλλη, η επίτευξη δικαιοσύνης από μόνη της δεν αποτελεί εγγύηση αμοιβαίου εξανθρωπισμού.

Το έργο του εξανθρωπισμού είναι εξαιρετικά δύσκολο, όταν πρόκειται να υπερβεί την πολιτική ορθότητα ή την απλή αναγγελία των αποδεκτών κανόνων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στο πλαίσιο των προσπαθειών μου ως διαμεσολαβητής μεταξύ Αρμενίων και Τούρκων, έχω σίγουρα μάθει ότι μία μεγάλη πρόκληση στο έργο επίλυσης των διαφορών είναι πώς να καλλιεργήσεις συναισθηματικά τον βιωμένο εξανθρωπισμό του Άλλου, χωρίς να φαίνεται ότι προωθείς τη σχετικοποίηση της ιστορικής πραγματικότητας ή ότι αγνοείς την ανάγκη της δικαιοσύνης. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Burg, Avraham. The Holocaust is Over. We Must Rise from its Ashes. New York: Palgrave Macmillan, 2008.

Clark, Bruce (2006). Twice a Stranger. Cambridge, MA: Harvard University Press. Moranian, Suzanne E. "A Legacy of Paradox: U.S. Foreign Policy and the Armenian Genocide" in Richard Hovannisian, The Armenian Genocide. New Brunswick, N.J.: Transaction Publishers, 2008, 311. Morgenthau, Henry with J. Burton Hendrick. Foreword by Robert Lifton, introduction

by Roger Smith, epilogue by Henry Morgenthau III. Peter Balakian, Coordinating Editor (2003). Ambassador Morgenthau’s Story. Detroit: Wayne State University Press. The book was originally published in 1918 by Doubleday, Page, & Company.

Morgenthau, Henry. In collaboration with French Strother (1923). All in a Lifetime. Garden City, New York: Doubleday, Page, and Co.

Morgenthau, Henry in collaboration with French Strother (1929). I Was Sent to Athens. Doubleday, Doran, and Co.: Garden City, New York.

Morgenthau, Henry III (1991). Mostly Morgenthau’s, A Family History. New York: Ticknor and Fields.

Page 49: Henry Morgenthau’s Voice in History

49

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ

Στις φωτογραφίες που ακολουθούν απεικονίζονται οι νεοαφιχθέντες άποροι πρόσφυγες και οι τραγικές συνθήκες διαβίωσής τους (ουρές συσσιτίου, πρόχειροι καταυλισμοί κ.λπ.), ενώ παράλληλα απαθανατίζονται οι προσπάθειες που καταβλήθηκαν από το ελληνικό κράτος, την Εκκλησία και την ΕΑΠ για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του προσφυγικού στοιχείου. Επιπλέον, διακρίνονται αμερικανοί αξιωματούχοι, μεταξύ αυτών οι Morgenthau και William Scoville Moore, τόσο κατά την πραγματοποίηση και επόπτευση του έργου τους όσο και κατά τη διάρκεια εκδήλωσης του ελληνικού κράτους προς τιμήν τους.

Page 50: Henry Morgenthau’s Voice in History

50

Page 51: Henry Morgenthau’s Voice in History

51

Page 52: Henry Morgenthau’s Voice in History

52

Page 53: Henry Morgenthau’s Voice in History

53

Page 54: Henry Morgenthau’s Voice in History

54

Page 55: Henry Morgenthau’s Voice in History

55

Page 56: Henry Morgenthau’s Voice in History

56

Page 57: Henry Morgenthau’s Voice in History

57