Active voice
-
Upload
calamo-currente -
Category
Education
-
view
1.078 -
download
4
description
Transcript of Active voice
Verb conjugation in ancient and modern Greek
Active Voice
λύω / λύνω
Dimitris, Fotis, Vagelis, Vasso /2nd Grade/ Πειραματικό Λύκειο Αγίων Αναργύρων
PRESENT TENSE (in ancient and modern Greek )
ΟΡΙΣΤΙΚΗλύωλύειςλύειλύομενλύετελύουσι(ν)
INDICATIVEλύνω*λύνειςλύνει
λύνουμελύνετε
λύνουν(ε)
*But: καταλύω, διαλύω, παραλύω
Ενεργητικός Ενεστώτας(Αρχαία και Νέα Ελληνικά)
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗλύωλύῃςλύῃ
λύωμενλύητε
λύωσι(ν)
SUBJUNCTIVEνα λύνω
να λύνειςνα λύνει
να λύνουμενα λύνετε
να λύνουν(ε)
Ενεργητικός Ενεστώτας
ΕΥΚΤΙΚΗλύοιμιλύοιςλύοι
λύοιμενλύοιτελύοιεν
OPTATIVE-
Ενεργητικός Ενεστώτας
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ-
λῦελυέτω
-λύετε
λυόντων/ λυέτωσαν
IMPERATIVE -
λύνε--
λύνετε-
Ενεργητικός Ενεστώτας
ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟλύειν
ΜΕΤΟΧΗλύων
λύουσαλῦον
INFINITIVE
PARTICIPLEλύνοντας
In formal modern Greek the ancient present participle can also be used e.g. ο ενάγων, ο γράφων
ΟΡΙΣΤΙΚΗἔλυον ἔλυες ἔλυε
ἐλύομεν ἐλύετε ἔλυον
INDICATIVEέλυναέλυνεςέλυνε
λύναμελύνατε
λύνανε/έλυναν
PAST CONTINUOUS (in ancient and modern Greek )
FUTURE TENSE (in ancient and modern Greek )
ΟΡΙΣΤΙΚΗλύσωλύσειςλύσειλύσομενλύσετελύσουσι(ν)
INDICATIVEθα λύνω*/θα λύσω**θα λύνεις/θα λύσειςθα λύνει/θα λύσει
θα λύνουμε/θα λύσουμεθα λύνετε/θα λύσετε
θα λύνουν(ε)/θα λύσουν(ε)
*Simple Future**Future Continuous
Ενεργητικός Μέλλοντας
ΕΥΚΤΙΚΗλύσοιμιλύσοιςλύσοι
λύσοιμενλύσοιτελύσοιεν
OPTATIVE-
Ενεργητικός Μέλλοντας
ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟλύσειν
ΜΕΤΟΧΗλύσων
λύσουσαλῦσον
INFINITIVE
PARTICIPLE
PAST SIMPLE (ACTIVE VOICE)
INDICATIVEἔλυσαἔλυσαςἔλυσε
ἐλύσαμενἐλύσατεἔλυσαν
ΟΡΙΣΤΙΚΗέλυσαέλυσεςέλυσε
λύσαμελύσατε
λύσανε/έλυσαν
SIMPLE PAST (ACTIVE VOICE)
SUBJANCTIVEλύσωλύσῃςλύσῃ
λύσωμενλύσητε
λύσωσι(ν)
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗνα λύσωνα λύσειςνα λύσει
να λύσουμενα λύσετε
να λύσουν(ε)
SIMPLE PAST (ACTIVE VOICE)
OPTATIVEλύσαιμι
λύσαις/ειαςλύσαι/ειε(ν)
λύσαιμενλύσαιτε
λύσαιεν/ειαν
ΕΥΚΤΙΚΗ-
SIMPLE PAST (ACTIVE VOICE)
IMPERATIVE--
λῦσονλυσάτω
--λύσατε
λυσάντων\λυσάτωσαν
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ--
λύσε----
λύστε--
PAST SIMPLE(ACTIVE VOICE)
INFINITIVEλῦσαι
PARTICIPLEλύσας
λύσασαλῦσαν
ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟλύσει
METOXH---
PRESENT PERFECT
(In ancient and modern Greek)
ΟΡΙΣΤΙΚΗλέλυκαλέλυκαςλέλυκε
λελύκαμενλελύκατελελύκασι
INDICATIVEέχω λύσει*έχεις λύσειέχει λύσει
έχουμε λύσει έχετε λύσει
έχουν(ε) λύσει
OR: έχω λυμένο, έχεις λυμένο …
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
λελύκωλελυκῃςλελύκῃ
λελύκωμενλελύκητε
λελύκωσι(ν)
OR: λελυκώς/υῖα/ός ὦ, ᾖς, ᾖ, λελυκότες/υῖαι/ότα ὦμεν,
ἦτε, ὦσι
SUBJUNCTIVE
να έχω λύσει*να έχεις λύσεινα έχει λύσει
να έχουμε λύσει να έχετε λύσει
να έχουν(ε) λύσει
OR: να έχω λυμένο, να έχεις λυμένο…
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣΕΥΚΤΙΚΗ
λελύκοιμιλελύκοιςλελύκοι
λελύκοιμενλελύκοιτελελύκοιεν
OR: λελυκώς/υῖα/ός εἴην, εἴης, εἴη λελυκότες/υῖαι/οτα εἶμεν, εἶτε,
εἶεν
OPTATIVE
-
-
-
-
-
-
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
-λελυκώς/υῖα/ός ἴσθι
λελυκώς ἔστω-
λελυκότες/υῖαι/ότα ἔστελελυκότες ὄντων/ἔστων
-
IMPERATIVE
------
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ
λελυκέναι
ΜΕΤΟΧΗ
λελυκώςλελυκυῖαλελυκός
INFINITIVE-
PARTICIPLE
In formal modern Greek we use some perfect participles e.g. η καθεστηκυία τάξη
PLUPERFECT (ACTIVE VOICE)
INDICATIVEἐλελύκεινἐλελύκειςἐλελύκει
ἐλελύκεμενἐλελύκετε
ἐλελύκεσαν
ΟΡΙΣΤΙΚΗείχα λύσειείχες λύσειείχε λύσει
είχαμε λύσειείχατε λύσει
είχαν(ε) λύσει
OR: είχα, είχες, είχε λυμένοείχαμε, είχατε, είχαν(ε) λυμένο