H καθολικη εκκλησια στην Ελλαδα

35
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΘΕΣΜΟΙ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΛΑΩΝ Β’ΕΞΑΜΗΝΟ ΘΕΜΑ: Η νομική θέση της Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Κυριαζόπουλος ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: Δημήτρης Ζαχαρέγκας

description

Το νομοθετικο πλαισιο της καθολικης Εκκλησιας στην Ελλαδα

Transcript of H καθολικη εκκλησια στην Ελλαδα

Page 1: H καθολικη εκκλησια στην Ελλαδα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΤΟΜΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΘΕΣΜΟΙ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΛΑΩΝ

Β’ΕΞΑΜΗΝΟ

ΘΕΜΑ: Η νομική θέση της Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα

ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Κυριαζόπουλος

ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: Δημήτρης Ζαχαρέγκας

Page 2: H καθολικη εκκλησια στην Ελλαδα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

I. Εισαγωγή……………………………………………………………………………3

ΙΙ. Νομικό καθεστώς…………………………………………………………………..5

III. Κεντρική οργάνωση……………………………………………………………….8

IV. Περιφερειακή οργάνωση………………………………………………………….9

i. Εκκλησιαστικές επαρχίες……………………………………………………………9ii. Ενορίες…………………………………………………………………………….12

iii. Ιερές Μονές ………………………………………………………………………15

V. Ίδρυση ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων από την Καθολική Εκκλησία και Έλληνες πολίτες Καθολικού δόγματος………………………………………………………................16

VI. Σύσταση ιδρυμάτων της Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα…………………….19

VII. Ιδιαίτερη νομική μεταχείριση κληρικών και μοναχών………………………………22

Συμπεράσματα…………………………………………………………………………………22

Βιβλιογραφία………………………………………………………………………….23

2

Page 3: H καθολικη εκκλησια στην Ελλαδα

I. Εισαγωγή

Η εισαγωγή του καθολικισμού στον ελλαδικό χώρο έχει ως χρονική αφετηρία το 1204, έτος κατά το όποιο η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χεριά των Φράγκων σταυροφόρων. Η ιστορία του καθολικισμού στο ελληνικό ορθόδοξο χώρο συνδέεται με την ιστορία της Φραγκοκρατούμενης Ελλάδας, της οποίας αφετηρία είναι η Δ’ σταυροφορία (1203-1204). Μετά την εκλογή του Βαλδουίνου, κόμη της Φλάνδρας, ως Λατίνο αυτοκράτορα, εκλέχτηκε και Λατίνος Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης για να αντικαταστήσει τον έκπτωτο βυζαντινό. Πρώτος Λατίνος Πατριάρχης εκλέχτηκε ο Βενετός Θωμάς Μοροζίνι, με την υποστήριξη της Βενετίας. Οι ορθόδοξοι επίσκοποι αντικαταστάθηκαν και αυτοί με την σειρά τους από Λατίνους, ενώ ναοί και μονές πέρασαν στα χεριά Λατίνων κληρικών.

Ο Λατίνος Πατριάρχης, ως εκπρόσωπος του Πάπα, είχε το δικαίωμα να χειροτονεί Αρχιεπισκόπους εντός της αυτοκρατορίας της Ρωμανίας 1. Η δικαιοδοσία του εκτείνονταν στις Αρχιεπισκοπές Αθηνών, Κορίνθου, Νέων Πατρών, Θεσσαλονίκης, Θηβών και Λάρισας2. Στις περιοχές αυτές ο αριθμός των καθολικών ήταν σχετικά μικρός και αποτελούνταν κυρίως από Φράγκους που εγκαταστάθηκαν στις περιοχές αυτές μετά την κατάκτηση τους. Αντίθετα η πλειοψηφία των Ελλήνων παρέμεινε πιστή στο ορθόδοξο δόγμα. Αυτό είχε ως συνέπεια μετά την κατάλυση των φραγκικών ηγεμονιών από τους Βυζαντινούς και στην συνεχεία από τους Οθωμανούς Τούρκους, η πλειοψηφία των Φράγκων καθολικών να αποχωρήσει από την Ελλάδα και να καταργηθούν οι λατινικές Επισκοπές. Διαφορετική περίπτωση όμως αποτελούν οι λατινικές ηγεμονίες στην Κρήτη καθώς και στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου. Στην Κρήτη, η βενετική κυριαρχία διήρκεσε σχεδόν 450 χρόνια. Ο αριθμός των καθολικών ήταν αρκετά μεγάλος όμως και αυτός στην πλειοψηφία του αποτελούνταν από Βενετούς αποίκους και ορισμένες οικογένειες της τοπικής αριστοκρατίας. Στα νησιά του Ιονίου, που αποτέλεσαν και την μακροβιότερη βενετική κτήση (1207-1797), οι ορθόδοξοι υπέστησαν μεγάλη καταπίεση από τον λατινικό κλήρο. Παρόλα αυτά όμως η καθολικές επισκοπές των νησιών συνεχίζουν μέχρι σήμερα το ποιμαντικό έργο τους των ελλήνων καθολικών της περιοχής. Τέλος στα νησιά του Αιγαίου βρίσκουμε ακόμα και σήμερα ένα μεγάλο μέρος των καθολικών της Ελλάδας.

Κατά την τουρκοκρατία, οι δυτικοί ηγεμόνες και ιδίως οι βασιλιάδες της Γαλλίας έδειξαν έντονο ενδιαφέρον για την προστασία των ομοδόξων τους που βρίσκονταν στα εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Με μια σειρά συμφωνιών, τις περίφημες «Διομολογήσεις», εξασφάλισαν την προστασία των καθολικών και την ελευθερία λατρείας τους, όπως και το δικαίωμα να επεμβαίνουν υπέρ τους σε περίπτωση που βλάπτονταν τα συμφέροντα τους.

1 William Miller. Η φραγκοκρατία στην Ελλάδα (104-1566). Αθήνα 1960 σελ. 1072 Σ.Θ. Λάσκαρι, Η Καθολική Εκκλησία εν Ελλάδι από απόψεως δημόσιου δικαίου, Αθήνα 1924, σελ. 4 σημ. 1

3

Page 4: H καθολικη εκκλησια στην Ελλαδα

Μετά την ανεξαρτησία της Ελλάδας, με το πρωτόκολλο του Λονδίνου της 3ης

Φεβρουαρίου 1830 αναγνωρίστηκε η προστασία των Ελλήνων Καθολικών και η ελευθερία λατρείας τους και η Ελλάδα ανέλαβε την προστασία τους με παράλληλη παραίτηση του δικαιώματος προστασίας από την Γαλλία3. Το πρωτόκολλο αυτό επικυρώθηκε με το υπό αριθμό ΙΗ’ ψήφισμα της 28ης Φεβρουαρίου της Ε’ Εθνοσυνέλευσης του Άργους. Ακολούθησε το υπό αριθμό 33 πρωτόκολλο της 19 Ιουνίου 18304 το όποιο ήταν επεξηγηματικό του προηγουμένου. Το πρωτόκολλο αυτό αποτέλεσε η βάση για την ρύθμιση όλων των σχετικών ζητημάτων που αφορούσαν τους Καθολικούς της Ελλάδας μέχρι και τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.

Στην συνεχεία μετά την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών της 28/7/1920 η προστασία των Καθολικών πλέον τελούσε και υπό την εγγύηση της Κοινωνίας των Εθνών και των διαφόρων ελεγκτικών οργάνων της, τα όποια μετά την διάλυση της περιήλθαν στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών με βάση των χάρτη των Ηνωμένων Εθνών που τέθηκε σε ισχύ 24/10/1945. Η προστασία αυτή επεκτάθηκε και με την υπογραφή στην Ρώμης στις 4/11/1950 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και τους Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Έτσι σήμερα όταν μιλάμε για Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα, εννοούμε την Εκκλησία , η όποια αποτελεί θείο καθίδρυμα και έχει κεφαλή τον κύριο ημών Ιησού Χριστό. Αυτή είναι αναπόσπαστα ενωμένη δογματικώς με την Αποστολική Έδρα της Ρώμης και με κάθε άλλη ομόδοξη Εκκλησία του Χριστού, που ακολουθεί την διδασκαλικά της Αγίας Γραφής και τηρεί απαρασαλεύτως, όπως και οι υπόλοιπες κατά τόπους Καθολικές Εκκλησίες την δογματική διδασκαλία, το Κανονικό Δίκαιο και τις Ιερές παραδόσεις της Καθολικής Εκκλησιάς. Αυτή αναγνωρίζει ως ανώτατο αρχηγό αυτής τον Πάπα της Ρώμης, διοικείται δε από τους ενεργεία επίσκοπους, αποστολικούς διαχειριστές και έξαρχους στο πλαίσιο των περί θρησκευτικής ελευθερίας άρθρων του Συντάγματος.

ΙΙ. Νομικό καθεστώς

3 Γ.Α. Ράλλη και Α.Γ. Ράλλη, Οι Ελληνικοί κώδικες τομ. Δ’, Αθήνα 1875, σελ 87 επ.4 Ομοίως, σελ. 90-243.

4

Page 5: H καθολικη εκκλησια στην Ελλαδα

Η νομική θέση της Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα δεν είναι σαφής διότι λείπει η σχετική νομοθεσία για αυτήν. Συχνά εφαρμόζονται για αυτήν η νομοθεσία που αφορά την Ορθόδοξη Εκκλησία, άλλες φορές εφαρμόζονται διεθνείς συμβάσεις, άλλοτε γίνεται αναφορά στο Κανονικό της Δίκαιο και άλλοτε λαμβάνεται ως σημείο αναφοράς το δημόσιο ή το ιδιωτικό δίκαιο. Το πρόβλημα της νομικής προσωπικότητας της Καθολικής Εκκλησιάς στην Ελλάδα απασχόλησε μέχρι σήμερα περισσότερο τη νομολογία των δικαστηρίων της χώρας 5 παρά την νομική επιστήμη.

Το πρόβλημα επιτείνεται από την τυπολογία σχέσης Εκκλησίας και Κράτους που ισχύει στην Ελλάδα. Κατά τον Δ. Σαλάχα εφόσον η σχέση αυτή είναι «νόμω κρατούσης πολιτείας» το κράτος μπορεί να ρυθμίσει τα της καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα με τον όρο ότι δεν θα θιγεί το Κανονικό της Δίκαιο (ΚΚΔ) όπως για την Ορθόδοξη Εκκλησία είναι αντισυνταγματικό κάθε νομοθέτημα που στρέφεται ενάντια στο Κανονικό της Δίκαιο6. Δεδομένης έπειτα της ιδιορρυθμίας της Καθολικής Εκκλησίας ως θρησκευτικό νομικό πρόσωπο sui generis, προκύπτει αδυναμία προσδιορισμού της προσωπικότητας της με βάση την διάκριση που ισχύει στην Ελλάδα σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού και δημόσιου δικαίου. Για τον ΚΚΔ η Καθολική Εκκλησία της Ελλάδος και οι διοικητικές της υποδιαιρέσεις είναι νομικά πρόσωπα (personae morales). Για το Σύνταγμα (άρθρο 13 § 1) κατοχυρώνοντας την θρησκευτική ελευθερία κατοχυρώνεται και το δικαίωμα αυτοδιοικήσεως των Εκκλησιών. Επομένως η καθολική Εκκλησία για την έννομη τάξη είναι νομικό πρόσωπο7. Το θέμα είναι τι είδους νομικό πρόσωπο είναι. Για την ελληνική νομοθεσία κομβικό σημείο θεώρησης του ζητήματος είναι ο Αστικός Κώδικας (ΑΚ). Με το άρθρο 13 ΕισΝΑΚ (α.ν. 2783/1941) εξακολουθούν να υφίστανται τα νομικά πρόσωπα που είχαν νόμιμα συσταθεί πριν την εισαγωγή του Κώδικα. Το πρόβλημα δημιουργείται για ότι συστήνεται έφεξες: Αν πρόκειται για ίδρυμα εφαρμόζονται οι διατάξεις περί σωματείων και ιδρυμάτων (ΝΠΙΔ). Η Καθολική Εκκλησία και οι διοικητικές της υποδιαιρέσεις (Σύνοδος Ιεραρχίας, Επισκοπές, Ιεροί Ναοί, Ιερές Μόνες) δεν μπορούν να είναι ΝΠΙΔ διότι ούτε η φύση τους ούτε ο σκοπός τους, τις εντάσσει στις διατάξεις του αστικού ή εμπορικού δικαίου8.

Οι γνωστές θρησκείες και δόγματα έχουν πρωτογενή νομική προσωπικότητα δημόσιου δικαίου γιατί είναι έκφραση της πρωτογενούς ύπαρξης της θρησκείας. Ειδικότερα η Καθολική εκκλησία εκλαμβάνεται από την Ελλάδα ως νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου χωρίς να υπάρχει σχετική διάταξη νομού ή πολιτειακή πράξη. Βέβαια δεν γίνεται λόγος , ούτε μπορεί να γίνει, για δημόσια αρχή όπως αυτή της Ορθόδοξου Εκκλησίας. Προτάσεις προς την πολιτεία για τη νομική ρύθμιση της νομικής προσωπικότητας της έχει κάνει πολλές φορές η Καθολική Εκκλησία τα τελευταία 30 χρόνια. Η ελληνική πολιτεία όμως δεν έχει ακόμα ρυθμίσει νομοθετικά την ίδρυση και λειτουργιά των θεσμών της Καθολικής Εκκλησίας. Και όταν

5 ΣτΕ 1292/1977 σε υπόθεση του Καθολικού Ι.Ν. Αγ. Ιωάννη Φηρών Θήρας.6 ΣτΕ 3178/1976, βλ. Γ.Λιλαίος, Το Σύνταγμα και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, σελ 175.7 Βλ. Βαβούσκος, Εγχειρίδιον Εκκλησιαστικού Δικαίου, Θεσσαλονίκη-Αθήνα 1973,σελ. 106-107.8 Βλ. Γ. Μαρίνος, Η θρησκευτική ελευθερία, Αθήνα 1972, σελ 186 επ.

5

Page 6: H καθολικη εκκλησια στην Ελλαδα

προκύπτει η ανάγκη προσφυγής στο ελληνικό δημόσιο για να είναι σύννομη η σύσταση τους, εφαρμόζονται άλλοτε οι νομοί που αναφέρονται στην Ορθόδοξη Εκκλησία και άλλοτε οι διατάξεις του ΑΚ κι άλλοτε ο ΑΝ 1363/1938 (1672/1939). Το νομικό κενό παραμένει και εκθέτει διεθνώς την Ελλάδα. Η ανάγκη νομοθετικής κάλυψης του υφιστάμενου κενού φαίνεται να έγινε αισθητή και κατανοητή τα τελευταία χρόνια από τις ελληνικές κυβερνήσεις. Ο πρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου του κράτους επισήμανε στις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες, μετά την καταδίκη της Ελλάδος στο Στρασβούργο για την υπόθεση των Χανίων9, ότι επείγει η ίδρυση θρησκευτικού νομικού πρόσωπο «είτε με μια από τις προβλεπόμενες μορφές νομικής προσωπικότητας είτε ως ειδικό θρησκευτικό νομικό πρόσωπο με οργάνωση και διοίκηση προσαρμοσμένη στη θρησκευτική κοινότητα που εκπροσωπεί.

Η συνοδική διακήρυξη Dignitatis Humanae (Η ανθρωπινή αξιοπρέπεια) της Β’ Βατικανικής Συνόδου στον αριθμό 13 κάνει λόγο για την ελευθερία της Εκκλησίας ως βασικό όρο στις σχέσεις Κράτους –Εκκλησίας. Τη διεκδίκηση αυτή η Εκκλησία την αντλεί από το ότι είναι κοινότητα ανθρώπων οι όποιοι έχουν το δικαίωμα να ζουν σε μια πολιτική κοινωνία σύμφωνα με τις επιταγές της χριστιανικής τους πίστης κι από το ότι ως πνευματική κοινότητα η Εκκλησία έχει καθήκον να κηρύττει το Ευαγγέλιο. Στην ιδία διακήρυξη η Καθολική Εκκλησία θεώρει εξίσου απαραίτητη στις σχέσεις της με κάθε Κράτος: α) την θεσμικά οριστική και απαραβίαστη συνταγματική καθιέρωση της θρησκευτικής ελευθερίας για όλους και β) τη νομοθετική και εκτελεστική υποχρέωση έμπρακτης και πιστής τήρησης της θρησκευτικής ελευθερίας ως συνταγματικής επιταγής.

Σε ότι την αφορά ειδικότερα, η Καθολική Εκκλησία διεκδικεί από κάθε πολιτεία ένα ελάχιστο νομικό πλαίσιο προστασίας των θεσμών της (αναγνωρίζοντας την κοινωνική αποστολή τους ) και των μελών της (ισοπολιτεία για τους Καθολικούς πολίτες). Η Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα θεώρει θεμελιακό το θέμα της κατοχύρωσης της νομικής της προσωπικότητας ώστε ως Εκκλησία να είναι υποκείμενο δικαίου, δηλ. δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δίχως να αναγκάζεται να προσφεύγει πάντα στην Δικαιοσύνη. Στις αλλεπάλληλες προτάσεις της στην ελληνική πολιτεία υπογραμμίζει ότι το είδος νομικού πρόσωπου που της αντιστοιχεί, υπάρχει στην ελληνική έννομη τάξη κι είναι εκείνο του εκκλησιαστικού προσώπου (όπως υπάρχει και στο Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδας, Ν. 570/1977, διαφοροποιούμενο σε ότι αφορά το ειδικό καθεστώς που έχει επιφυλάξει η ελληνική πολιτεία στα υπόλοιπα δόγματα και θρησκείες)

Το άρθρο 33 του ν. 2731/99, δεν επιλύει το πρόβλημα της νομικής προσωπικότητας της Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα, εφόσον λειτουργώντας ως ερμηνευτική διάταξη του αρ. 13 του ΕισΝΑΚ δεν εξομοιώνει την πολιτική της περί θρησκευτικής ελευθερίας με τα αλλά κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σεβόμενη την απόφαση 143/1006/762/963 της 16/12/1997 του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου του Στρασβούργου.

9 143/1996/762/963-12-12-1997 απόφαση ου Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.6

Page 7: H καθολικη εκκλησια στην Ελλαδα

Ο Ε. Βενιζέλος φρονεί «η νομική προσωπικότητα ( της Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα) εκπηγάζει από το ίδιο το κανονιστικό και εγγυητικό περιεχόμενο της θρησκευτικής ελευθερίας- ήταν δε de lege lata μάλλον ορθότερος ο χαρακτηρισμός της ως ΝΠΔΔ και όχι ως ΝΠΙΔ όπως επιχειρήθηκε να γίνει εμμέσως με διάταξη μεταγενέστερου νόμου (δηλ. αρ.33 Ν. 2731/99)10» και γραφεί ότι «τίποτα δεν παρεμποδίζει τον κοινό νομοθέτη να χαρακτηρίσει τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα ως ΝΠΙΔ ή να διαμορφώσει μια νέα ειδικότερη κατηγορία νομικών πρόσωπων, τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα» και καταλήγει ότι αν τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα δεν είναι ΝΠΔΔ, οι νομικές τους σχέσεις και η κανονιστική τους αρμοδιότητα δεν θα θεμελιώνονται πλέον στο συνδυασμό των άρθρων 3, 13 §1 και 43 του Συντάγματος αλλά σε τυχόν ειδικές διατάξεις για τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα.

Προσπάθεια σύνταξης τέτοιων ειδικών διατάξεων έγιναν από την Μεικτή Επιτροπή Μελέτης των σχέσεων Πολιτείας και (Ορθόδοξου) Εκκλησίας το 1988. Μια από τις βασικές αρχές των προσχεδίων που κατήρτισε η επιτροπή ήταν ότι: «η Εκκλησία δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ένα κοινό ΝΠΔΔ ισοπεδωμένο με τα άλλα κοσμικά νομικά πρόσωπα, άλλα ως νομικό πρόσωπο ειδικού χαρακτήρα (εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο, το όποιο δεν ταυτίζεται ούτε με τα ΝΠΔΔ ούτε με τα ΝΠΙΔ. Πρόκειται για μια τρίτη κατηγορία νομικών πρόσωπων, επιβεβλημένη στην προκείμενη περίπτωση εξαιτίας της ιδιαιτερότητας και του κατεξοχήν πνευματικού χαρακτήρα της αποστολής της Εκκλησίας της Ελλάδας»

Η αποδοχή ύπαρξης νομικών προσώπων ειδικού χαρακτήρα (στη συγκεκριμένη περίπτωση το νομικό πρόσωπο εκκλησιαστικού δικαίου) ως τρίτης κατηγορίας νομικών προσώπων μέσα στην έννομη τάξη της ελληνικής πολιτείας υποστηρίζεται και από τη νομική επιστήμη και η αναγνώριση και σύσταση τους θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με ειδική συμφωνία (ή ακόμα και με διεθνής σύμβαση) μεταξύ Πολιτείας και Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα (ή Αγίας Έδρας σε περίπτωση της διεθνούς επίλυσης του ζητήματος). Η ελληνική κυβέρνηση προτίθεται να αναγνωρίσει την Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου. Με τους υπάρχοντες νομούς που διέπουν τα ΝΠΔΔ στην Ελλάδα, μια τέτοια λύση θα καθιστούσε την Καθολική Εκκλησία Εθνική Εκκλησία δηλ. θα έχανε το χαρακτηριστικό γνώρισμα που είναι η καθολικότητα και φυσικά η νομοκανονική κοινωνία της με την Αγία Έδρα. Η εναλλακτική λύση του ΝΠΙΔ είναι εξίσου μη αποδεκτή διότι στον ελληνικό Αστικό Κώδικα ως τέτοια νοούνται τα σωματεία και τα ιδρύματα. Η Καθολική Εκκλησία δεν είναι ούτε σωματείο (ένωση προσώπων η οποία διοικείται από τη Γενική Συνέλευση των μελών και το Διοικητικό Συμβούλιο), ούτε ίδρυμα (δηλαδή ένα περιουσιακό σύνολο αγαθών για την επίτευξη συγκεκριμένου σκοπού).

Στις 15 Νοεμβρίου 2006 η Ιερά Σύνοδος της Καθολικής Ιεραρχίας της Ελλάδος (ΙΣΚΙΕ) υπέβαλε στην υπουργό Παιδείας σχέδιο νομού περί καθορισμού της νομικής προσωπικότητας της Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα. Στο σχέδιο

10 Ε. Βενιζέλος, οι σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας, σελ. 96-97. 7

Page 8: H καθολικη εκκλησια στην Ελλαδα

ζητείται η αναγνώριση της ως εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο και η λειτουργιά της συμφώνα με το Κανονικό της Δίκαιο.

III. Κεντρική οργάνωση

Στην Καθολική Εκκλησία, ο Πάπας είναι ο ανώτατος Άρχοντας ο οποίος ασκεί αληθινή και πραγματική υπέρτατη εξουσία στην Εκκλησία. Η εξουσία αυτή είναι νομοθετική, διοικητική και δικαστική και επεκτείνεται τόσο στα πνευματικά, όσο και στα υλικά της τέλειας αυτής κοινωνίας (societas perfecta), η οποία ονομάζεται Καθολική Εκκλησία (καν. 218§2,1557 ΚΚΔ). Στην άσκηση αυτής της εξουσίας, ο Πάπας βοηθιέται από ορισμένα διοικητικά όργανα, τα όποια μαζί με αυτόν αποτελούν την Αγία Έδρα (Sedes Apostolica, Sancta Sedes). Κατά τον καν. 7 του ΚΔΔ «με τον όρο Αποστολική Έδρα ή Αγία Έδρα εννοείται στον παρόντα κώδικα όχι μόνο ο Ρωμαίος Ποντίφικας , αλλά και εφόσον δεν προκύπτει κάτι άλλο από την φύση των πραγμάτων ή των συμφραζόμενων, και οι Ιερές Σύνοδοι της Ρωμαϊκής αυλής (Sacrae Congregations), τα Δικαστήρια (Tribunalia), όπως και οι υπόλοιπο εκκλησιαστικοί οργανισμοί, με τους οποίους ο Πάπας διαχειρίζεται τις υποθέσεις της Καθολικής Εκκλησίας.

Η Β’ Βατικανική Σύνοδος εισήγαγε για πρώτη φορά στην Καθολική Εκκλησία τον θεσμό της Συνόδου των Επισκόπων κάποιου κράτους ή περιοχής (Conferentia Episcopalis). Περί του ορισμού, της συνθέσεως και των αρμοδιοτήτων των κατά τόπους Συνόδων των Επισκόπων, η §38 τους διατάγματος αυτού ορίζει τα εξής:i. «Επισκοπική Σύνοδος είναι η σύναξη, στην όποια οι ιεράρχες κάποιου κράτους ή περιοχής ασκούν από κοινού την ποιμαντική τους αποστολή, για να προάγουν καλύτερα το υπό της εκκλησίας προσφερόμενο στους ανθρώπους αγαθό, ιδίως δια των καλώς προσαρμοσμένων προς τις σημερινές συνθήκες και μεθόδους της αποστολικής διακονίας».ii. « Όλοι οι Επίσκοποι που έχουν έδρα, οποιουδήποτε λειτουργικού τύπου, με εξαίρεση των γενικών Αρχιερατικών Βικάριων, οι μετά ή άνευ δικαιώματος διαδοχής βοηθοί επίσκοποι, και οι άλλοι τιτουλάριοι επίσκοποι, οι όποιοι ασκούν ειδική αποστολή, αιτούμενη είτε από την Αποστολική Έδρα, είτε από τις Επισκοπικές Συνόδους, ανήκουν στην Επισκοπική αυτή Σύνοδο».iii. «Στους Επισκόπους που έχουν έδρα και στους βοηθούς Επισκόπους που έχουν δικαίωμα διαδοχής ανήκει η αποφασιστική ψήφος. Σε αυτούς που δεν έχουν δικαίωμα διαδοχής και στους υπόλοιπους Επισκόπους που έχουν δικαίωμα συμμετοχής στην σύνοδο, οι κανονισμοί των Συνόδων μπορούν να παρέχουν είτε αποφασιστική , είτε συμβουλευτική ψήφο».iv. «Κάθε Επισκοπική Σύνοδος συντάσσει τους δικούς της κανόνες που εγκρίνονται από την Αποστολική Έδρα, στους οποίους μεταξύ άλλων, πρέπει να προβλέπονται τα

8

Page 9: H καθολικη εκκλησια στην Ελλαδα

όργανα αυτά που επιτρέπουν την αποτελεσματική επίτευξη του σκοπού, πχ διαρκές συμβούλιο Επισκόπων, Επισκοπικές επιτροπές, γενική γραμματεία».v. «Οι αποφάσεις των Συνόδων των Επισκόπων, εφόσον ελήφθησαν νόμιμα και με τα 2/3 τουλάχιστον των ψήφων των ανηκόντων στην Σύνοδο και δικαιούμενων αποφασιστικής ψήφου Ιεραρχών, και αναγνωριστήκαν από την Αποστολική Έδρα, έχουν ισχύ νομού μόνο επί των θεμάτων, τα όποια είτε προδιέγραψε το κοινό εκκλησιαστικό δίκαιο, είτε καθόρισε ειδική διάταξη ης Αποστολικής Έδρας, που εκδόθηκε με ιδία θέληση (Motu Proprio) ή κατόπιν αιτήσεως της Συνόδου».

Οι Σύνοδοι των Επισκόπων αποτελούν νομικά πρόσωπα με την στενή έννοια του κανόνα 99 ΚΚΔ, είναι δηλαδή personae morales collegiales. Στην Ελλάδα υπάρχει η Ιερά Σύνοδος της Καθολικής Ιεραρχίας της Ελλάδας (ΙΣΚΙΕ).

IV. Περιφερειακή οργάνωση

i. Εκκλησιαστικές επαρχίες

Οι καθολικές επισκοπές στην Ελλάδα από την εποχή της ίδρυσης τους μέχρι σήμερα πέρασαν πολλά σταδία αναδιοργανώσεων που έγιναν σε διαφορετικά χρονικά σημεία. Έτσι στην σημερινή εποχή, στην Ελλάδα υπάρχουν οι εξής Εκκλησιαστικές Επαρχίες:

i. Καθολική Αρχιεπισκοπή Κέρκυρας: ιδρύθηκε τον 13ο αιώνα, ενώ από το 1919 στην δικαιοδοσία της περιλαμβάνεται και η πρώην Επισκοπή Ζακύνθου-Κεφαλονιάς.ii. Καθολική Αρχιεπισκοπή Νάξου-Τήνου: δημιουργήθηκε από την συνένωση της πρώην Αρχιεπισκοπής Νάξου με την Επισκοπή Τήνου το 1919.iii. Καθολική Αρχιεπισκοπή Αθήνας: ιδρύθηκε το 1874 και περιλαμβάνει στα όρια της δικαιοδοσίας της την Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο.iv. Καθολική Επισκοπή Σύρου: ιδρύθηκε το 1207.v. Καθολική Επισκοπή Χίου: ιδρύθηκε τον 13ο αιώνα vi. Καθολική Επισκοπή Θήρας: ιδρύθηκε το 1204.vii. Καθολική Επισκοπή Κρήτης: επανιδρύθηκε το 1874.

Εκτός όπως από την επισκοπές τα μέρη που δεν υπάγονται στην δικαιοδοσία κάποιου επισκόπου υπάγονται σε ένα από τους παρακάτω εκκλησιαστικούς διοικητικούς οργανισμούς:i. Ελληνική Καθολική εξαρχία: ιδρύθηκε το 1922 και είναι υπεύθυνη για τους ελληνόρυθμους Καθολικούς(ουνίτες) δηλαδή του Καθολικούς που ακλουθούν το βυζαντινό τελετουργικό.ii. Αρμένικη Καθολική εξαρχία: ιδρύθηκε το 1926 και είναι υπεύθυνη για τους Αρμένιους ουνίτες.iii. Αποστολικό Βικαριάτο Θεσσαλονίκης: ιδρύθηκε το 1926 μετά την απόσπαση της Μακεδονίας, της Θράκης και της Θεσσαλίας από το Βικαριάτο Κωνσταντινούπολης.

9

Page 10: H καθολικη εκκλησια στην Ελλαδα

Το άρθρο 13 Συντ. κατοχυρώνει το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας. Αυτό εκδηλώνεται με δυο τρόπους: αφενός μέσω της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως και αφετέρου μέσω της ελευθερίας της λατρείας. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως περιλαμβάνει όμως και το δικαιώματα των οπαδών κάθε θρησκείας ή δόγματος να ιδρύει θρησκευτικές κοινότητες, διοικούμενες με τους δικούς της κανόνες δικαίου, δηλαδή περιλαμβάνει το δικαίωμα αυτοδιοικήσεως των θρησκευτικών αυτών κοινοτήτων11. Το δικαίωμα αυτό αναφέρεται τόσο στην θρησκευτική κοινότητα ως σύνολο, όσο και στις από το οικείο δίκαιο προβλεπόμενες βασικές διοικητικές της υποδιαιρέσεις. Ως προς την διοικητική διάρθρωση της καθολικής εκκλησιάς παρατηρούμε τα εξής:

Η κανονική διοικητική αρχή της όλης διαρθρώσεως της Καθολικής Εκκλησίας διατυπώνεται σαφώς τόσο στις διατάξεις της Συνόδου του Τριδέντο (1545-1563), όσο και στο ισχύοντα Κώδικα Κανονικού Δικαίου (Corpus Juris Canonici), όπως αυτός συμπληρώθηκε από της Β’ Βατικανική Σύνοδο (1961-1965).

Με βάση το Κώδικα Κανονικού Δικαίου (ΚΚΔ) και συγκεκριμένα τον καν. 9, οι εκκλησιαστικές επαρχίες θεωρούνται νομικά πρόσωπα- personae morales. Ο ΚΚΔ σε αλλά άρθρα του χρησιμοποιεί πολλές φορές διαφορετική ονομασία, όπως persona juridicia(αρ. 687), ens juridicum (καν. 1409,1410 ΚΚΔ) και corpus morale (καν. 225§2 ΚΚΔ). Παρόλα αυτά γίνεται δεκτό, ότι παρά την διαφορετική ορολογία δεν υπάρχει νομική διάφορα ως προς το αποτέλεσμα της αναγνώρισης της νομικής προσωπικότητας τους. Μάλιστα θεωρούνται με βάση τον καν 99 του ΚΔΔ ως συλλογικά νομικα πρόσωπα (collegiales). Με βάση τον καν. 100§1 ΚΔΔ απαιτείται θεσμική πράξη για την ίδρυση τους. Για τον λόγο αυτό θεωρούνται από την επιστήμη του Κανονικού Δικαίου ως νομικά πρόσωπα δημόσιου κανονικού δικαίου, γιατί αποτελούν μέρος της Εκκλησίας και είναι φορείς εκκλησιαστικής εξουσίας (potestas juridictionis).

Ειδικότερα για τις εκκλησιαστικές επαρχίες ορίζει τον καν. 215§1 ΚΔΔ. Με βάση αυτό, η ίδρυση, διαίρεση, συγχώνευση και κατάργηση εκκλησιαστικών Μητροπόλεων (Provinciae) και Επισκοπών (Dioeceses) είναι αποκλειστική αρμοδιότητα της υπέρτατης εκκλησιαστικής αρχής, δηλαδή της Αγίας Έδρας. Όλη η εδαφική περιοχή της Καθολικής Εκκλησίας διαιρείται δηλαδή σε εκκλησιαστικές Μητροπόλεις, και έκαστη δε από αυτές σε Επισκοπές. Για την ίδρυση τους απαιτείται κατά το Κανονικό Δίκαιο της Καθολικής Εκκλησίας ιδρυτική πράξη της Αγίας Έδρας. Για την ίδρυση ανά τον κόσμο κάποιας τοπικής επαρχίας, λαμβάνεται υπόψη η πνευματική ανάγκη των καθολικών πιστών και ο αριθμός τους. Μετά την ίδρυση της, εκλέγεται και εγκαθίσταται και ο πνευματικός της ποιμένας, δηλαδή ο οικείος Επίσκοπος. Η τοπική εκκλησία ως νομικό εκκλησιαστικό πρόσωπο, περιλαμβάνοντας των σύνολο των φυσικών πρόσωπων που τους ενώνει η κοινή πιστή και λατρεία, συνιστά υποκείμενο δικαίου, το όποιο διοικείται και εκπροσωπείται από τον οικείο

11 Α. Μαρίνος, η συνταγματική κατοχύρωσις των ιερών κανόνων, Ν. Δίκαιο, τόμος. 30 (1974), σελ. 531. Πρβλ. και Η θρησκευτική ελευθερία, όπως ανωτ., σελ 302 επ.

10

Page 11: H καθολικη εκκλησια στην Ελλαδα

Επίσκοπο. Χωρίς Επίσκοπο δεν υφίσταται Εκκλησία, με βάση και την βασική αρχή, όπου Επίσκοπος εκεί και η Εκκλησία (ubi episcopus, ibi Ecclesia).

Η Αγία Έδρα όταν διορίζει Επίσκοπο ή τοποτηρητή καθορίζει συγχρόνως και την τοπική του εκκλησιαστική επαρχία, την όποια αυτός καλείται να διαποιμάνει σε στενή κοινωνία με τον Επίσκοπο της Ρώμης, των συνεπισκόπων του και τον περί αυτόν τιμίου πρεσβυτερίου. Της εκκλησιαστικής Μητροπόλεως προΐσταται Μητροπολίτης ή Αρχιεπίσκοπος, ο δε Μητροπολίτης έχει στην δική του Επισκοπή, τα ίδια δικαιώματα και καθήκοντα που έχουν και οι υπόλοιποι Επίσκοποι (καν. 272,273 ΚΚΔ).

Κατά το Κανονικό δίκαιο της Καθολικής Εκκλησίας, Αποστολικό Βικαριάτο δεν θεωρείται «επισκοπική επαρχία» με την στενή έννοια. Αποστολικό Βικαριάτο καλείται η εκκλησιαστική εκείνη κοινότητα, η όποια δεν είναι πλήρως οργανωμένη και διοικείται από Αποστολικό Βικάριο, δηλαδή τοποτηρητή με εντολή του Πάπα. Με βάση το Κανονικό δίκαιο, ο Βικάριος είναι τιτουλάριος και όχι επαρχιούχος Επίσκοπος, όμως μπορεί να είναι και κληρικός που δεν έχει χειροτονηθεί Επίσκοπος και ο οποίος εξομοιώνεται από άποψη διοικητικής εξουσίας με τον επαρχιούχο Επίσκοπο.

Ο ΚΚΔ διακρίνει τον Αποστολικό Διαχειριστή από τον Αποστολικό Βικάριο. Ο Αποστολικός Διαχειριστής του Αποστολικού Βικαριάτου διοικεί προσωρινά ή μόνιμα κάποια εκκλησιαστική επαρχία που έχει ιδρυθεί με βάση το Κανονικό Δίκαιο (Μητρόπολη, Αρχιεπισκοπή, Επισκοπή καν. 312 ΚΚΔ). Αντίθετα, ο Αποστολικός Βικάριος ασκεί εκκλησιαστική διοίκηση επί περιοχών οι οποίες ακόμα δεν έχουν καταστεί επισκοπικές επαρχίες, πλην όμως δεν βρίσκονται και στο αρχικό στάδιο των ιεραποστολών (καν. 293§1 ΚΚΔ). Πάντως συμβαίνει ενίοτε να διορίζεται ως επικεφαλής του Αποστολικού Βικαριάτου ένας Αποστολικός Διαχειριστής. Τέτοια είναι και η περίπτωση του Αποστολικού Βικαριάτου Θεσσαλονίκης, όπου από την ίδρυση της και μέχρι σήμερα, η Αγία Έδρα ορίζει Αποστολικούς Διαχειριστές.

Η Β’ Βατικανική Σύνοδος εξέδωσε διάταγμα περί του ποιμαντικού έργου των επισκοπών στην εκκλησία που μεταξύ άλλον ρύθμιζε κα τα περί επισκοπών. Περί της εξουσίας των ιεραρχών στην επισκοπική περίγεια το διάταγμα ορίζει τα εξής:i. Στους Επισκόπους, ως διαδόχους των Απόστολων, ανήκει αυτοδικαίως κάθε τακτική, ιδία και άμεση εξουσία, η όποια απαιτείται για την άσκηση του ποιμαντικού τους έργου όντος των επισκοπικών τους περιφερειών. Η εξουσία όμως που έχει ο Ρωμαίος Αρχιερέας παραμένει πάντοτε ακέραια, με βάση το αξίωμα του, για τον καθορισμό ζητημάτων από αυτόν ή από άλλη εκκλησιαστική αρχή12.ii. Ο Επίσκοπος ασκεί την εξουσία του επί των πιστών συμφώνα με τους κανόνες τους εκκλησιαστικού δικαίου.13 iii. Η Επισκοπή είναι μερίδα του λάου του Θεού, η όποια ανατίθεται στον Επίσκοπο για διαποίμανση με την συνεργασία του πρεσβυτερίου του14.

12 Μτφρ. Στα ελληνικά, Typis Polyglottis Vaticanis, 1967, σελ. 7.13 Ομοίως.14 Ομοίως, σελ. 9.

11

Page 12: H καθολικη εκκλησια στην Ελλαδα

iv. Οι Επίσκοποι, στους οποίους ανατίθεται η μέριμνα μιας επί μέρους Εκκλησιάς, ποιμαίνουν τα πρόβατα τους στο όνομα του Κυρίου, υπό την αυθεντία του Άκρου Αρχιερέως, όπως οι ίδιοι, τακτικοί και άμεσοι ποιμένες αυτών, ασκούντες επ’ αυτών το έργο της διδασκαλίας του αγιάσματος και της διοίκησης15. v. Προς εκπλήρωση του αποστολικού τους έργου, το όποιο αποβλέπει στην σωτηρία των ψυχών, οι Επίσκοποι απολαμβάνουν αυτοδικαίως πλήρης και τέλειας ελευθερίας και ανεξαρτησίας έναντι οποιασδήποτε πολίτικης εξουσίας, για αυτό δεν είναι επιτρεπτό να εμποδίζεται, άμεσα ή έμμεσα, η άσκηση του εκκλησιαστικού τους λειτουργήματος ή να απαγορεύεται σε αυτούς η ελεύθερη επικοινωνία με την Αποστολική Έδρα, τις άλλες εκκλησιαστικές αρχές και τους πιστούς που τελούν υπό την εξουσία τους16. vi. Εφόσον το αποστολικό αξίωμα των Επισκοπών θεσμοθετήθηκε από τον Κύριο ημών Ιησού και αποβλέπει σε πνευματικό έργο και ιερό σκοπό, η Αγία Σύνοδος δηλώνει ότι η ανάδειξη και η εγκαθίδρυση Επισκόπων είναι δικαίωμα ίδιο, ειδικό και αυτοδικαίως αποκλειστικό της αρμόδιας εκκλησιαστική αρχής17.

Οι Καθολικές Επισκοπές, ως ημεδαπά νομικά πρόσωπα, απολαμβάνουν αναλογικά με τις Ορθόδοξες Επισκοπές της απαλλαγής φόρου για τα τεκμαρτά εισοδήματα που προκύπτουν από ακίνητα με βάση το άρθρο 6§1 του ΝΔ 3843/1958, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 του ΝΔ 250/1973.

ii. Ενορίες

Όπως είπαμε παραπάνω, οι Μητροπόλεις διαιρούνται σε Επισκοπές. Οι Επισκοπές αυτές διαιρούνται περαιτέρω σε ενορίες συμφώνα με τον καν. 216 §1 ΚΚΔ. Με βάση αυτόν, «κάθε επισκοπή (territorium dioecesi= Επισκοπική εδαφική περιοχή) πρέπει να διαιρείται σε επί μέρους εδαφικές περιοχές. Κάθε επιμέρους εδαφική περιοχή έχει δικό της ναό και αποτελείται από ορισμένο αριθμό πιστών που έχουν τον ίδιο εκκλησιαστικό προϊστάμενο ως ποιμένα, στον όποιο ανατίθεται η διαποίμανση των πιστών αυτών». Κατά την §3 του ιδίου κανόνα «οι επιμέρους αυτές εδαφικές περιοχές ονομάζονται ενορίες».

Ο κανόνας 451 ΚΚΔ ορίζει τι είναι εφημέριος: «Εφημέριος είναι ο ιερέας στον όποιο ανατέθηκε η μέριμνα των ψύχων μαζί με την διοικητική εξουσία, που ασκείται όμως υπό την εξουσία του οικείου Επισκόπου». Όντως, κατά τον κανόνα 455 ΚΚΔ, «το δικαίωμα της ονομασίας και εγκαθιδρύσεως των εφημερίων ανήκει στον οικείο Επίσκοπο….». Τα σχετικά περί Εφημέριων ρυθμίζονται από τους καν. 451-470 ΚΚΔ. Και η ενορία, αφού αποτελεί ένωση προσώπων, αποτελεί νομικό πρόσωπο (persona morale) όπως προκύπτει από την ερμηνεία του καν. 99 ΚΚΔ και μάλιστα συλλογικό ( persona collegiala, καν 100§2 ΚΚΔ).

15 Ομοίως16 Ομοίως, σελ. 1517 Ομοίως, σελ. 16

12

Page 13: H καθολικη εκκλησια στην Ελλαδα

Το συνοδικό διάταγμα περί ποιμαντικού έργου της Β’ Βατικανικής Συνόδου ρύθμιζε μεταξύ άλλων και για τους εφημέριους και τις ενορίες τα εξής:i. «Oι εφημέριοι είναι κατά κύριο λόγο συνεργάτες του επισκόπου, σε αυτούς ανατίθεται, όπως και στους ποιμένες, η μέριμνα των ψυχών εντός καθορισμένου τμήματος της Επισκοπής υπό την εξουσία του Επισκόπου»18. ii. «Η σωτηρία των ψυχών πρέπει να είναι η προϋπόθεση γα τον καθορισμό ή την αναθεώρηση κάθε ίδρυσης ή κατάργησης ενοριών, όπως και κάθε άλλης μεταβολής, τις οποίες ο Επίσκοπος μπορεί να πραγματοποιεί με βάση της εξουσίας του»19.

Με το άρθρο 21§3 του Ιδιόβουλου (Motu Proprio) της 6/8/1966 του Πάπα Παύλου ΣΤ’ περί «διατάξεων προς εφαρμογή των Διαταγμάτων της Β’ Βατικανικής Συνόδου» ορίζει ότι «ο οικείος επίσκοπος, δυνάμει της εξουσίας του, δύναται, αφού συμβουλεύει το Ιερατικό Συμβούλιο, να ιδρύει, να καταργεί ή να συγχωνεύει Ενορίες»20.

Κέντρο της Ενορίας είναι ο Ενοριακός ναός. Ως κέντρο της λατρείας προστατεύεται από το άρθρο 13§2 του συντάγματος με βάση το όποιο «κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων. Η άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλει την δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. Ο προσηλυτισμός απαγορεύεται». Η απαγόρευση του προσηλυτισμού γενικά είναι καινοτομία τους συντήγματος του 1975, καθώς στα προηγούμενα ο προσηλυτισμός απαγορευόταν μόνο σε βάρος της επικρατούσας θρησκείας. Έτσι πλέον για την χορήγηση άδειας ιδρύσεως και λειτουργιάς ναού οποιαδήποτε θρησκείας ή δόγματος, δύναται να ασκηθεί εποπτεία προς διαπίστωση εάν ασκείται ή όχι προσηλυτισμός.

Με το άρθρο 10 του ΝΔ της 14/9-21/10/1929 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Ν. ΓΥΙΔ’ ορίσθηκε ως προϋπόθεση για την ανέγερση ναού μη ανήκοντος στην επικρατούσα θρησκεία, άδεια του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων. Το άρθρο 63 του Ν. 5439/1932 ανέφερε ότι «για την ανέγερση κάθε ναού οποιουδήποτε δόγματος απαιτείται και απόφαση του Υπουργείου Θρησκευμάτων…», χωρίς όμως να γίνεται αναφορά της προηγούμενης έγκρισης οποιασδήποτε Εκκλησιαστικής Αρχής. Ο Α.Ν. 1369/1938 «περί ναών και Εφημέριων» περιέλαβε την διάταξη του ορθού 41§1, με την οποία «για την ανέγερση κάθε ναού οποιουδήποτε δόγματος απαιτείται άδεια του αρμόδιου κατά περιφέρεια Μητροπολίτη της επικρατούσας θρησκείας και έγκριση του υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Ακλούθησε ο Α.Ν. 1672/1939, ο οποίος στο άρθρο 1 όριζε πως «για την ανέγερση ή λειτουργία ναού οποιουδήποτε δόγματος προαπαιτείται η άδεια της οικείας αναγνωρισμένης Εκκλησιαστικής Αρχής και του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων…». Παρόμοια διάταξη είχε και το ΒΔ 20/5-2/6/1939 το όποιο εκδόθηκε προς εκτέλεση του νομού. Έτσι με βάση αυτό,

18 Ομοίως, σελ. 22.19 Ομοίως, σελ. 2520 AAS, τόμος. 58 (1966), σελ. 769

13

Page 14: H καθολικη εκκλησια στην Ελλαδα

για την ανέγερση ναού οποιουδήποτε δόγματος εκτός της επικρατούσας θρησκείας απαιτείται:

1. Αίτηση τουλάχιστον 50 οικογενειών που κατοικούν σε μια περιοχή, από την οποία απέχει αρκετά ομόδοξος ναός και έτσι δυσχεραίνεται η εκπλήρωση των θρησκευτικών τους καθηκόντων. Η περιορισμός του αριθμού των 50 οικογενειών δεν ισχύει για συνοικισμούς ή χωριά.

2. Η αίτηση να υποβάλλεται για έγκριση από την οικεία Εκκλησιαστική Αρχή.3. Η αστυνομική αρχή, αφού αποφανθεί επί της αίτησης αιτιολογημένα, την

μεταβιβάζει στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, το οποίο μπορεί να αποδεχτεί ή να απορρίψει την αίτηση σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις.

Ο ΑΝ 2200/1940 στο άρθρο 42 §1 διατηρεί την ιδία ορολογία. Αντίθετα, το ΝΔ 586/1941,με το άρθρο 9 επανέφερε σε ισχύ το άρθρο 41 του Ν1369/1938, το οποίο ισχύει μέχρι σήμερα και απαιτεί άδεια του οικείου Μητροπολίτη της επικρατούσας θρησκείας και έγκριση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.

Η προηγούμενη άδεια του οικείου Μητροπολίτη της επικροτούσας θρησκείας, μπορεί υπό τα προηγούμενα συντάγματα να βρίσκονταν στα όρια της συνταγματικότητας, υπό το ισχύον όμως σύνταγμα είναι προδήλως αντισυνταγματική, και για τον λόγο αυτό δεν θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η άδεια του οικείου Μητροπολίτη, αλλά μόνο η έγκριση της αίτησης από τον αρμόδιο Υπουργό, για την ανέγερση ναού οποιουδήποτε δόγματος. Σε παρόμοια συμπεράσματα κατέληξε και η νομολογία του Συμβούλιου της Επικρατείας. Έτσι μέχρι την εισαγωγή του νέου συντάγματος του 1975, η νομολογία του έκρινε ότι η διάταξη του νόμου αυτή δεν είναι αντισυνταγματική σε μια πληθώρα αποφάσεων21.Την αντίθεση τους στις αποφάσεις αυτές του ΣτΕ και τα περί αντισυνταγματικότητας του νομού έχουν εκφράσει και σπουδαίοι νομικοί, όπως ο Τσάτσος 22, ο Σγούριτσας23, ο Σβώλος24 και ο Βαμβέτσος25.

Εκτός όμως από την άδεια του Υπουργού, αναλογικά και με την αναίρεση ναών της επικροτούσας θρησκείας, με βάση το άρθρο 9 του ΝΔ 586/1941 «περί τροποποίησης και συμπλήρωσης του ΑΝ 2200/1940», απαιτείται και άδεια ανέγερσης από την αρμόδια πολεοδομία.

Οι ιεροί ναοί με βάση το καν. 99 ΚΚΔ, είναι μη συλλογικά νομικά εκκλησιαστικά πρόσωπα (personae morales non collegiales). Επειδή αναγνωρίζονται ως ημεδαπά νομικά πρόσωπα απαλλάσσονται από την καταβολή φόρου για τα αποκτώμενα εισοδήματα από οικοδομές (τεκμαρτά και πραγματικά) και από

21 ΣτΕ 756/52, 2276/53, 346/58, 323/60, 547,851,1169,1141/61, 2274/62, 824,1321-2/63, 1533,2018/65, 239/66, 721/69, 1731/71.22 ΝοΒ, τόμος ΙΙ (1954), σελ. 405 επ.23 ΕΕΝ, τόμος 21 (1954), σελ. 361 επ.24 Ν. Δίκαιον, τόμος 10 (1954), σελ 208 επ.25 Θέμις τόμος 65 (1954), σελ 398 επ.

14

Page 15: H καθολικη εκκλησια στην Ελλαδα

εκμισθώσεις γαιών με βάση το άρθρο 6§2 ΝΔ 3843/1958 και την εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομικών της 25/2/1961.

iii. Ιερές Μονές

Οι Ιερές Μονές Καθολικού δόγματος στην Ελλάδα μπορούν να ιδρυθούν με Προεδρικό Διάταγμα. Η απαιτουμένη κατά το άρθρο 108 ΑΚ ιδρυτική πράξη της Ιεράς Μονής ώστε αυτή να αποκτήσει νομική προσωπικότητα και κατά την ελληνική έννομη τάξη, πρέπει να διέπεται από τις διατάξεις του Κανονικού Δικαίου της Καθολικής Εκκλησίας. Συμφώνα με τους καν. 99,100 ΚΚΔ, προβλέπεται η ίδρυση νομικών πρόσωπων στην Καθολική Εκκλησία από τα αρμόδια όργανα της. Ειδικότερα για τις Ιερές Μονές ο καν. 492§1 ορίζει: «οι Επίσκοποι δύνανται να ιδρύσουν μοναχικά τάγματα (congregationes religiosae). Δεν πρέπει όμως να προβαίνουν στην ίδρυση αυτών χωρίς την έγκριση της Αποστολικής Έδρας. Πρόκειται για τα μοναχικά τάγματα επισκοπικού δικαίου, τα όποια τελούν υπό την άμεση εποπτεία του επιχώριου αρχιερέα. Εκτός των μοναχικών ταγμάτων επισκοπικού δικαίου, υπάρχουν και τα ποντιφικού δικαίου, δηλαδή όσα ιδρύονται κατόπιν εγκρίσεως της Αποστολικής Έδρας (καν. 488§3 ΚΚΔ). Για την ίδρυση επιμέρους μόνης, ανδρικής ή γυναίκειας, η όποια ανήκει σε μοναχικό τάγμα ποντιφικού δικαίου, απαιτείται έγκριση της Αποστολικής Έδρας και του οικείου Επισκόπου, αλλιώς αρκεί η έκκριση του Επισκόπου ( καν. 497 ΚΚΔ)

Το Ιδιόβουλο (Motu Proprio) του Πάπα Πίου ΙΒ’ της 21ης Φεβρουαρίου 1952 περί μοναχών των ανατολικών καθολικών εκκλησιών ορίζει, ότι: «οι επιχώριοι Επίσκοποι δύνανται να ιδρύουν αυτοτελείς Ιερές Μονές, στις οποίες οι εγκαταβιούντες μοναχοί ή μοναχές επιδιώκουν την ευαγγελική τελειότητα, τηρώντας τους περί μοναχικού βίου κανόνες και τις αρχαίες παραδόσεις της ανατολικής Εκκλησίας. Εάν πρόκειται περί Ιερών Μονών που βρίσκονται όντος του πατριαρχικού κλίματος απαιτείται και η γνώμη του Πατριάρχη αλλιώς της Αποστολικής Έδρας» (καν. 8).

Επομένως , νόμιμα ιδρύεται στην Ελλάδα από τον οικείο Καθολικό Επίσκοπο Ιερά Μονή στην εκκλησιαστική του περιφέρεια, συμφώνα με τις διατάξεις του Κανονικού Δικαίου, εφόσον όμως και η σύσταση αυτή εκκριθεί από την ελληνική πολιτεία με Προεδρικό Διάταγμα, όπως και γίνεται ανάλογα και για την ίδρυση ορθόδοξης μόνης.

Καθώς δεν υπάρχει νομικό πλαίσιο που να καθορίζει τα σχετικά με την ίδρυση και την διαχείριση της μόνης, μπορούν να εφαρμοστούν αναλογικά οι διατάξεις για την ίδρυση ορθόδοξης μόνης. Και αυτό γιατί όπως και στην ορθόδοξη μονή δεν μπορούν να εφαρμοστούν οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα, επειδή ξεφεύγει από τα όρια της δικαιοπρακτικής ικανότητας της ιδιωτικής βούλησης και πρωτοβουλίας, περί της οποίας πρόκειται στο θέμα της ιδρύσεως ιδρυμάτων με την έννοια του Αστικού Κώδικα. Πρόκειται δηλαδή για νομικά πρόσωπα sui generis κατά το ελληνικό δίκαιο, ενώ κατά το Κανονικό είναι συλλογικά νομικά πρόσωπα και

15

Page 16: H καθολικη εκκλησια στην Ελλαδα

μάλιστα είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου Κανονικού δικαίου, όπως προκύπτει από την ερμηνεία του καν. 100§1 ΚΚΔ.

V. Ίδρυση ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων από την Καθολική Εκκλησία και Έλληνες πολίτες Καθολικού δόγματος

Το δικαίωμα ιδρύσεως ετερόδοξων ή ετερόθρησκων εκπαιδευτηρίων αποτελεί ειδική εκδήλωση του ατομικού δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας. Το δικαίωμα της ελευθερίας της θρησκευτικής εκπαιδεύσεως, που απορρέει από το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, συνίσταται στο δικαίωμα των γονέων να παρέχουν στα τεκνά τους την θρησκεία της εκλογής τους και ως εκ τούτου προϋποθέτει ελευθερία για την ίδρυση ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, στα όποια θα διδάσκεται το μάθημα των θρησκευτικών, σύμφωνα με τις αρχές της εκάστοτε θρησκείας26. Συγκεκριμένα «η ελευθερία της θρησκευτικής εκπαίδευσης συνίσταται στο δικαίωμα αυτού που έχει την επιμέλεια του ανηλίκου (πατέρας, μητέρα ή επίτροπος σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1500 επ. ΑΚ), όπως προσδιορίζει την κατά τις ίδιες αυτού πεποιθήσεις θρησκευτική εκπαίδευση του τέκνου του ή του επιτροπευομένου από αυτόν. Το δικαίωμα αυτό κατοχυρώνεται και με το άρθρο 2 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Διεθνής Σύμβασης της Ρώμης, κατά το οποίο δημιουργείται υποχρέωση του κράτους να σέβεται το δικαίωμα των γονέων, ώστε να εξασφαλίζουν την μόρφωση και εκπαίδευση των τέκνων τους σύμφωνα με τις προς αυτούς ίδιες θρησκευτικές πεποιθήσεις»27.

Ανάλογες διατάξεις περιείχε και η Συνθήκη των Σεβρών με βάση το άρθρο 8 του ΝΔ 29/9-30/10/1923, που έδινε το δικαίωμα στη δημιουργία εκπαιδευτικών ιδρυμάτων σε Έλληνες που ανήκουν σε θρησκευτική μειονότητα.

Υπάρχουν δυο ειδή ιδιωτικών ετερόδοξων ή ετερόθρησκων εκπαιδευτηρίων: α) Εκείνα στα όποια διδάσκονται όλα τα μαθήματα, τα όποια διδάσκονται και στα δημόσια σχολεία, πλην του μαθήματος των θρησκευτικών, το όποιο διδάσκεται σύμφωνα με τις αρχές των διαφορετικών από της επικρατούσας θρησκείας αρχές και β) Εκείνα τα οποία προορίζονται αποκλειστικά και μόνο για την διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών σύμφωνα με τις αρχές της εκάστοτε διαφορετικής θρησκείας από αυτή της επικρατούσας.

Αυτός που επιθυμεί να ιδρύσει ιδιωτικό εκπαιδευτήριο της πρώτης κατηγορίας πρέπει να είναι απαραιτήτως Έλληνας πολίτης. Ενώ αντίθετα, αμιγώς θρησκευτικό εκπαιδευτήριο μπορεί να ιδρύσει όχι μόνο Έλληνας πολίτης αλλά και αλλοδαπός.

Το άρθρο 13§1 του Συντάγματος κατοχυρώνει το απαραβίαστο της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης όχι μόνο των Ελλήνων πολιτών αλλά και κάθε ατόμου, επομένως και το από αυτήν απορρέον δικαίωμα της ελευθερίας της

26 Αν. Μαρίνος Η θρησκευτική ελευθερία, σελ. 147.27 Χρ. Σγούριτσα- Κ. Γεωργοπούλου, Συνταγματικόν ΔΙκαιον, τομ. Β’, τευχ. β’ Αθήνα 1966, σελ. 116.

16

Page 17: H καθολικη εκκλησια στην Ελλαδα

θρησκευτικής εκπαίδευσης των αλλοδαπών, εφόσον αυτό εκδηλώνεται δια του δικαιώματος για ίδρυση αμιγώς θρησκευτικού εκπαιδευτηρίου.

Στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται περί ίδρυση εκπαιδευτηρίου με την έννοια του άρθρου 16§8 του Συντάγματος για παροχή στοιχειώδους ή μέσης εκπαίδευσης σε μαθητές, αλλά περί θρησκευτικού σχολειού στο οποίο πρόκειται να διδαχτούν αποκλειστικά και μόνο τις αρχές ορισμένης θρησκείας σε τέκνα των ακολουθούντων την θρησκεία αυτή28.

Η Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα, ως γνωστή θρησκεία, όπως και κάθε Έλληνας πολίτης Καθολικού δόγματος, έχουν το δικαίωμα ιδρύσεως ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων. Πρόκειται περί ίδρυσης αμιγώς ελληνικών σχολείων- και όχι θρησκευτικών- ,στα όποια διδάσκονται όλα τα μαθήματα που διδάσκονται και στα δημόσια σχολεία.

Με βάση το άρθρο 16§8 του Συντάγματος , νόμος ορίζει τις προϋποθέσεις και τους όρους χορήγησης άδειας προς ίδρυση και λειτουργία εκπαιδευτηρίων που δεν ανήκουν στο κράτος, τα σχετικά με την επ’ αυτών ασκούμενης εποπτείας και την υπηρεσιακή κατάσταση του διδακτικού προσωπικού τους.

Έτσι η ίδρυση των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων τέλει υπό δυο βασικές προϋποθέσεις:1. Ο ιδρυτής εκπαιδευτηρίου, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, πρέπει να έχει την ελληνική ιθαγένεια, εφόσον δε είναι φυσικό πρόσωπο πρέπει να μην έχει στερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα κατά τον χρόνο ιδρύσεως. Παρότι το ισχύον Σύνταγμα δεν αναφέρει σχετικά με την ιθαγένεια, αυτό προκύπτει από την ερμηνεία της ανάλογης διάταξη, του άρθρου 16 του Συντάγματος του 1952. Ο ιδρυτής και οι διδάσκοντες πρέπει να έχουν και τα απαραίτητα ηθικά και λοιπά προσόντα όπως ορίζει ο νομός για την πραγμάτωση της παιδείας όπως καθορίζει αυτή το άρθρο 16§2 του Συντάγματος.2. Η ίδρυση ιδιωτικού εκπαιδευτηρίου δεν είναι δυνατή χωρίς την άδεια της αρχής. «Η άδεια αυτή απαιτείται για οποιοδήποτε εκπαιδευτήριο, κατά την κρατούσα όμως άποψη έχει διαπιστωτικό απλώς χαρακτήρα, και ως εκ τούτου πρέπει να παρέχεται από την διοίκηση κάθε φορά που πληρούνται οι κατά το Σύνταγμα και τους νόμους όροι για την ίδρυση και την λειτουργία του εκπαιδευτηρίου, διότι αλλιώς η αρχή της ελευθερίας της εκπαίδευσης θα τίθονταν στην απολυτή διακριτική εξουσία της διοίκησης. Ειδικότερα η διοίκηση οφείλει να ερευνήσει μήπως ο αιτών την άδεια δεν έχει την ελληνική ιθαγένεια ή στερείται των πολιτικών του δικαιωμάτων, αν οι σκοποί του εκπαιδευτηρίου αντίκεινται στο Σύνταγμα και τους νομούς και αν αυτό θα λειτουργήσει «κατά το Σύνταγμα και τους νομούς του κράτους». Δεν αποκλείεται επίσης ο νομοθέτης να θεσπίσει προσόντα για τον ιδρυτή, αρκεί αυτά να μην καταλήγουν στην ανατροπή του δια του Συντάγματος κατοχυρωμένου δικαιώματος…»29.

28 Αν. Μαρίνου, όπως παραπάνω, σελ. 15017

Page 18: H καθολικη εκκλησια στην Ελλαδα

Κατά το άρθρο 6 του ισχύοντος νομού 682/77 «περί ιδιωτικών σχολείων γενικής εκπαίδευσης και σχολικών οικοτροφείων», τα προσόντα των ιδρυτών ιδιωτικών σχολείων ορίζονται ως εξής:1. « Η άδεια ίδρυσης ιδιωτικού σχολειού χορηγείται σε έλληνες πολίτες εφόσον α) έχουν το ενδεδειγμένο ήθος προς καλλιέργεια της ελληνικής παιδείας, β) δεν έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα, ούτε έχουν κηρυχτεί σε απαγόρευση ή δικαστική αντίληψη ή πτώχευση, γ) έχουν τίτλο σπουδών που παρέχει δικαίωμα διορισμού στην εκπαίδευση, δ) δεν έχουν καταδικάσει για οποιοδήποτε αδίκημα από αυτά που αποτελούν κώλυμα για τον διορισμό σε δημόσια θέση, ε) δεν έχουν απολυθεί από δημόσια θέση ή θέση ιδιωτικού εκπαιδευτή για λογούς πειθαρχικούς ή για ανεπάρκεια στην εκτέλεση των καθηκόντων τους και στ) έχουν συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας τους.2. Επιτρέπεται επίσης η ίδρυση ιδιωτικών σχολείων από νομικά πρόσωπα εφόσον α) η πλειοψηφία ης διοίκησης τους, προκειμένου δε περί εταιριών και η πλειοψηφία του κεφαλαίου τους, ανήκει σε Έλληνες πολίτες, β) επιδιώκονται μέσω του καταστατικού μορφωτικοί και άλλοι σχετικοί με την εκπαίδευση σκοποί και γ) ο νόμιμος εκπρόσωπος έχει τα προσόντα της προηγούμενης παραγράφου.»

Όμως ο νομός αυτός, στο άρθρο 6§3, περιέλαβε την διάταξη με την όποια «δεν συμβιβάζεται η ιδιότητα του δημόσιου υπαλλήλου ή υπαλλήλου ΝΠΔΔ, ιδρύματος, δημόσιας επιχείρησης, οργανισμού κοινής ωφέλειας και κληρικού με την ιδιότητα του ιδιόκτητη ιδιωτικού σχολειού». Αυτό δημιούργησε έντονες αντιδράσεις στην Καθολική Εκκλησία, στην όποια η ιδιωτική εκπαίδευση είναι συνυφασμένη με την Εκκλησία.

Έτσι Έλληνες πολίτες Καθολικού δόγματος ή ελληνικά θρησκευτικά καθιδρύματα της Καθολικής Εκκλησίας, αναγνωρισμένα από την ελληνική πολιτεία ως νομικά πρόσωπα, εφόσον αποκτούν τα υπό του άνω νόμου απαιτούμενα προσόντα, μπορούν να ιδρύσουν ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, τα οποία τελούν υπό την εποπτεία του κράτους, και στα οποία μπορούν να φοιτούν όλα τα τέκνα των ελλήνων ανεξαρτήτως θρησκεύματος.

Τέλος, όσο αναφορά την θρησκευτική εκπαίδευση των Καθολικών μαθητών σε δημόσια σχολεία, ως βάση θεωρείται το άρθρο 16§2 του Συντάγματος, που ορίζει ότι η εκπαίδευση αποτελεί τη βασική αποστολή του κράτους, και έχει ως σκοπό και την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως των πολιτών. Για τον λόγο αυτό οι γνώστες θρησκείες πρέπει να συνεργαστούν για την θρησκευτική αγωγή και την διάπλαση της θρησκευτικής συνείδησης των οπαδών τους και κυρίως τον νέων. Η συνδρομή και συμπαράσταση της πολιτείας μπορεί να πραγματωθεί με τον διορισμό στα δημόσια σχολεία μέσης εκπαίδευσης, όπου υπάρχει ικανός αρμός μαθητών κάποιας γνωστής θρησκείας, θεολόγου του ιδίου θρησκεύματος, απαγορευμένου όμως απόλυτα του προσηλυτισμού, εφαρμόζοντας αναλογικά το άρθρο 6§1 του Ν. 4862/1931.

29 Χρ. Σγούριτσα- Κ. Γεωργοπούλου, όπως παραπάνω, σελ. 128. Βλεπε επισης Αν. Μαρίνου, όπως παραπάνω, σελ 152, ΣτΕ 555/53

18

Page 19: H καθολικη εκκλησια στην Ελλαδα

VI. Σύσταση ιδρυμάτων της Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα

Τα σχετικά με την ίδρυση και λειτουργία εκκλησιαστικών ιδρυμάτων στην Καθολική Εκκλησία ρυθμίζει ο Κώδικας Κανονικού Δικαίου,

Κατά τον καν. 99 ΚΚΔ, πλην των φυσικών πρόσωπων υφίστανται στην Εκκλησία και τα νομικά πρόσωπα (personae morales), που συστήνονται από την αρμόδια εκκλησιαστική αρχή, τα όποια διακρίνονται σε εκκλησιαστικά σωματεία και σε εκκλησιαστικά ιδρύματα όπως είναι οι ναοί, τα παρεκκλήσια, τα ιερά προσκυνήματα, τα νοσοκομεία, ορφανοτροφεία, ιεροσπουδαστήρια, σχολεία και λοιπά καθιδρύματα που έχουν ταχθεί με σκοπό την επιδίωξη φιλανθρωπικού, μορφωτικού και κοινωνικού εν γένει σκοπού.

Τα εκκλησιαστικά ιδρύματα, τα όποια υφίστανται στην Ελλάδα, αποκτούν νομική προσωπικότητα δυνάμει είτε ειδικής κανονικής διάταξης , είτε κατόπιν ειδικής παραχωρήσεως της αρμόδιας, τούτων υπερκείμενης, εκκλησιαστικής αρχής παρεχομένης μέσω ιδρυτικού διατάγματος (καν. 100§1 ΚΚΔ).

Ειδικότερα, τα της ιδρύσεως και λειτουργίας εν γένει των ανωτέρω εκκλησιαστικών ιδρυμάτων διέπονται από τους κανόνες 1489 επ. του ΚΚΔ. Ο καν. 1489§1 ορίζει: «τα νοσοκομεία, ορφανοτροφεία και τα λοιπά συναφή προς αυτά καθιδρύματα, τα ταγμένα προς επιδίωξη θρησκευτικών ή φιλανθρωπικών σκοπών, ιδρύονται και αποκτούν νομική προσωπικότητα με διάταγμα του οικείου Επισκόπου». Συνεπώς ο επίσκοπος στην εκκλησιαστική του επαρχία έχει δικαίωμα ιδρύσεως φιλανθρωπικών, κοινωνικών, μορφωτικών κλπ. ιδρυμάτων προς θεραπεία πνευματικών και υλικών αναγκών του ποιμνίου του.

Εκκλησιαστικά όμως φιλανθρωπικά και μορφωτικά καθιδρύματα μπορούν να ιδρύσουν και τα Ιερά Μοναστικά Τάγματα, όπως και οι επιμέρους Ιερές Μονές, κατόπιν ειδικής γραπτής άδειας του Επισκόπου της έδρας και επαρχίας, όπου πρόκειται να λειτουργήσουν αυτά (καν 497§3 ΚΚΔ). Στην περίπτωση αυτή, το νομικό πρόσωπο του ιδρύματος διακρίνεται από το νομικό πρόσωπο του Ιερού Τάγματος ή της Ιεράς Μονής.

Η ίδρυση Ιερών Μοναχικών Ταγμάτων και επί μέρους Ιερών Μονών στην Καθολική Εκκλησία, αποβλέπει βασικά στην πιστή μίμηση του Κύριου σε πνεύμα ακτημοσύνης, υπακοής και παρθενίας, δηλαδή σε πνευματική άσκηση και τελείωση των μελών τους. Τα περισσότερα όμως Μοναχικά Τάγματα και Ιερές Μονές της Καθολικής Εκκλησίας επιδιώκουν συγχρόνως την εκπλήρωση φιλανθρωπικών, εκπαιδευτικών και κοινωφελών εν γένει έργων. Μέσω της προσωπικής θυσίας, αποστολής και δράσης, οι μοναχοί και μοναχές επιτελούν αξιόλογο κοινωνικό έργο στον σημερινό κόσμο.

Με βάση σχετικές αποφάσεις30 και την γνωμοδότηση του Νομικού Συμβούλιου του Κράτους31, έγινε δεκτό ότι οι Επίσκοποι του Καθολικού δόγματος

30 ΕφΑθ 256/1902 Θεμις ΙΔ’, σελ 533, ΕφΑθ 1885/1946, επικυρωθείσα από ΑΠ 128/1947.31 Γνωμοδότηση 1229/Φ 103 της 11/11/1955 ΝΣΚ .

19

Page 20: H καθολικη εκκλησια στην Ελλαδα

έχουν ιδιάζουσα εξουσία σε θέματα που αφορούν τα ιδρύματα της Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα. Τονίζεται ότι, «δυνάμει του από 3 Φεβρουαρίου 1830 Πρωτόκολλο των τριών συμμαχικών δυνάμεων, που έγινε αποδεκτό από την Ελλάδα με το από 4/16 Απριλίου 1830 υπόμνημα (δήλωση) της Γερουσίας, εισήχθει στη Ελλάδα η ισχύς του Κανονικού Δικαίου της Καθολικής Εκκλησίας ως προς την ίδρυση, διοίκηση και διαχείριση των ευρισκομένων στην Ελλάδα Καθολικών ναών, εκκλησιαστικών ιδρυμάτων κλπ, υπό την προϋπόθεση ότι οι διατάξεις αυτού δεν αντίκεινται σε απαγορευτικό ελληνικό νόμο. Τονίζεται επίσης ότι κατά τις διατάξεις των κανόνων 335§1,686§2 και 3, 1182 §1,1519§1 και 2,1521§ ΚΚΔ, ο Καθολικός Επίσκοπος έχει την διοίκηση και εκπροσώπηση της Επισκοπής, και την διοίκηση , διαχείριση και επιτήρηση ,των μέσα στα όρια της περιφέρειας του, Καθολικών ναών και εκκλησιαστικών ιδρυμάτων, δυνάμενος συνεπώς να προβαίνει και σε σύσταση ιδρυμάτων προς επίτευξη εκκλησιαστικών σκοπών, όπως η αλληλεγγύη και συναντίληψη μεταξύ των μελών της θρησκευτικής κοινότητας σε περιόδους ασθένειας και άλλων παθημάτων. Η κατοχύρωση αυτή δια του πρωτοκόλλου αφορά κυρίως στην άσκηση των δικαιωμάτων, των προνομίων και των αρμοδιοτήτων των Καθολικών αρχιερέων32.

Τα άρθρα 108 επ. του ΑΚ δεν μπορούν να εφαρμοστούν προκείμενου περί εκκλησιαστικών πρόσωπων τόσο της Καθολικής όσο και της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αυτό γιατί τα ιδρύματα αυτά δεν εξυπηρετούν απολύτως τους σκοπούς των υπό του ΑΚ ρυθμιζόμενων ιδρυμάτων ούτε το χαρακτηριστικό τους γνώρισμα μπορεί να θεωρηθεί αποκλειστικώς η περιουσία. Τα ιδρύματα αυτά αποτελούν κυρίως την πραγμάτωση στην κοινωνία του ευαγγελικού μηνύματος.

VII. Ιδιαίτερη νομική μεταχείριση κληρικών και μοναχών

Με βάση την απόφαση ΣτΕ 4054/1973, κρίθηκε ότι η ιδιότητα του θρησκευτικού λειτουργού γνωστής θρησκείας, η όποια έχει δοξασίες που διδάσκονται φανερά και δημόσια33, κρίνεται κατά τους οικείους κανόνες της οικείας θρησκείας και όχι κατά την έννοια του Ορθόδοξου χριστιανικού δόγματος. Έτσι στην περίπτωση της Καθολικής Εκκλησιάς, η ιδιότητα του κληρικού ή μοναχού κρίνεται από το Κανονικό της Δίκαιο.

Το άρθρο 13 §3 του Συντάγματος προβλέπει ρητώς ότι «οι λειτουργοί των γνωστών θρησκειών υπόκεινται στην εποπτεία της Πολιτείας και στις έναντι αυτής υποχρεώσεις, όπως και οι της επικρατούσας θρησκείας». Οι κληρικοί και οι μοναχοί έχουν μια ιδιαίτερη νομική μεταχείριση τόσο στο πεδίο του ιδιωτικού, όσο και στου δημόσιου δικαίου που συνίσταται στα εξής:

i. Η ιδιότητα του κληρικού συνιστά κώλυμα γάμου. Ήδη μετά την εισαγωγή με τον νόμο 1250/1982, ως ισόκυρου, και του πολιτικού γάμου, η ιδιότητα του κληρικού

32 Ολομέλεια ΑΠ 428/1951 ΕΕΝ ΙΘ’ σελ. 28.33 Πρβλ. ΣτΕ 1908/59, 2168/60, 106/62, 123/64.

20

Page 21: H καθολικη εκκλησια στην Ελλαδα

συνιστά κώλυμα για την σύναψη θρησκευτικού μόνο γάμου. Κατά τον κανόνα 1072 ΚΚΔ, κωλύεται ο γάμος κληρικών κάθε βαθμού και μονάχων. Οι κανόνες 349 και 950 ΚΚΔ, ορίζουν τους τέσσερις βαθμούς ιεροσύνης δηλαδή, του επισκόπου, πρεσβυτέρου, διακόνου και υποδιακόνου. Με το σχέδιο όμως αναθεώρησης του ΚΚΔ καταργήθηκε ο βαθμός του υποδιακόνου.

Για τους Καθολικούς των Ανατολικών Εκκλησιών ισχύουν τα εξής: α) Η διάταξη του Πάπα Πίου ΙΒ’ της 2/6/1957 «Cleri Sanctitati», προβλέπει την δυνατότητα να χειροτονούνται έγγαμοι ως πρεσβύτεροι, διάκονοι και υποδιάκονοι, όχι όμως και επίσκοποι. (καν. 69, 71), β) Η Διάταξη του ιδίου Πάπα της 22/2/1949 «Cebrae Allatae» προβλέπει κώλυμα γάμου για τους κληρικούς και των τεσσάρων βαθμών.

Ως προς το κώλυμα από την ιδιότητα του υποδιακόνου, η Β’ Βατικανική Σύνοδος, προέτρεψε τις Καθολικές Ανατολικές Εκκλησιές, να επανέλθουν στην αρχαία τάξη της Ανατολικής Εκκλησιάς, στην όποια ο βαθμός του υποδιακόνου δεν θεωρούνταν μείζων βαθμός και επομένως δεν ήταν κώλυμα προς σύναψη γάμου.34

Κώλυμα ανατρεπτικό προς σύναψη γάμου αποτελεί και η ιδιότητα του μοναχού (πρβλ καν. 1073 ΚΚΔ και καν. 63 του Ιδιόβουλου του Πάπα Πίου ΙΒ της 22/2/1949).

ii. Ο κοινός νομοθέτης αναγνωρίζοντας διαφορές αρμοδιότητες στις Εκκλησιαστικές Αρχές της Καθολικής Εκκλησιάς, λαμβάνει υπ’ όψιν την ιδιότητα του θρησκεύου λειτουργού συμφώνα με τους οικείους κανόνες της Εκκλησιάς αυτής. Το άρθρο 1368 ΑΚ, ορίζει ότι « προς τέλεση γάμου απαιτείται άδεια του επισκόπου. Η χωρίς άδεια τέλεση του γάμου δεν συνεπάγεται ακυρότητα». Με το άρθρο αυτό ο νομοθέτης ανέθεσε στον ιεραρχικό προϊστάμενο του οργάνου, το όποιο θα τελέσει τον γάμο, τον προληπτικό έλεγχο των προϋποθέσεων αυτού.iii. Για την εξαίρεση από την στράτευση ιερωμένων, μονάχων, σπουδαστών ή αποφοίτων Θεολογικών Σχολών Καθολικού δόγματος, απαιτείται ρητώς πιστοποιητικό ή έγγραφο του οικείου Καθολικού επισκόπου.35

iv. Διατάξεις περί θρησκευτικών λειτουργών κάθε γνωστής θρησκείας περιέχει και ο Ποινικός Κώδικας: αντιποίηση έργων αρ. 175, αντιποίηση στολής άρ. 176, ψευδής διαβεβαίωση κληρικών αρ. 224, κατάχρηση εκκλησιαστικού αξιώματος, αρ. 196, παραβίαση επαγγελματικής εχεμυθείας αρ. 371,καταχρηση ανηλίκων πνευματικών τέκνων σε ασέλγεια αρ. 342 §1.v. Οι λειτουργοί των γνωστών θρησκειών, πέρα της επικρατούσας, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται στην εποπτεία του κράτους, όμως δεν τυγχάνουν καμιάς οικονομικής συμπαράστασης ή βοήθειας, ούτε κοινωνικής ασφάλισης. Η

34 Διάταγμα περί των Καθολικών Ανατολικών Εκκλησιών, μτφρ στα ελληνικά Typis Polyglottis Vaticanis, σελ. 10

35 ΥΑ ΥΕΘΑ αρ. Φ. 670/3/123268 της 4/12/75 περί εφαρμογης διαταξεων του ΝΔ 720/70 και των Ν. 4/1-2-75 και 160//10-9-75 ΦΕΚ 1426 της 4/12/75.

21

Page 22: H καθολικη εκκλησια στην Ελλαδα

Καθολική Εκκλησία ούτε μέσω κεντρικού οργανισμού, ούτε μέσω οργανισμών ανάλογων με την Ορθόδοξη Εκκλησία συντηρεί τους ναούς και τους λειτουργούς της. Δεν πρόκειται περί αμοιβής μισθωτών, γιατί οι κληρικοί δεν είναι υπάλληλοι, πρόκειται περί προσπόρισης μέσων αξιοπρεπούς συντήρησης, ακριβώς για να είναι σε θέση να ασκήσουν απερίσπαστοι τα ποιμαντικά και εκκλησιαστικά τους καθήκοντα.

Για τον λόγο αυτό, στους ιερείς παρέχοντα ορισμένα πλεονεκτήματα, τα όποια ο Κώδικας Κανονικού Δικαίου (καν. 1409 ΚΚΔ) ονομάζει «ευεργετήματα» ή «πλεονεκτήματα» (Beneficia), τα όποια αποτελούνται από τα υπέρ αυτών αφιερωμένα κτήματα, αγροτικά ή αστικά, η πρόσοδος των οποίων χρησιμοποιείται για την συντήρηση και ευπρεπισμό του ιερού ναού, την αξιοπρεπή συντήρηση του κλήρου και την εκπλήρωση του χρέους της Εκκλησιάς σε αυτούς που έχουν βοήθεια. Η αφαίρεση του πλεονεκτήματος αυτού, λόγω του ειδικού του σκοπού που εξυπηρετεί, οδηγεί στην ουσία σε αποστέρηση των μέσων άσκησης της λατρείας.

Συμπεράσματα

Η Καθολική Εκκλησία είναι νομικό πρόσωπο sui generis και δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε ως ΝΠΔΔ ούτε ως ΝΠΙΔ. Μπορεί να θεωρηθεί ως εκκλησιαστικό πρόσωπο κατ’ αναλόγια με την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας. Ο Κώδικας Κανονικού Δικαίου της ορίζει λεπτομερώς κάθε θέμα που ανακύπτει στην διοίκηση και διαχείριση της Εκκλησίας. Η μη επίσημη αναγνώριση του Κανονικού Δικαίου της από την πολιτεία και η αδυναμία εύρεσης κοινής αποδέκτης λύσης για τον νομικό καθορισμό της, δημιουργεί σε αρκετές περιπτώσεις προβλήματα στην άσκηση της λειτουργιάς της, κυρίως αναφορικά με την προστασία και διαχείριση της περιουσίας της. Σε αντίθεση με την κρατική διοίκηση, τα δικαστήρια αρκετά συχνά δικαιώνουν την Καθολική Εκκλησία, εφαρμόζοντας τόσο τις διεθνείς συνθήκες που έχει υπογράψει η Ελλάδα, όσο και τις διατάξεις του συντάγματος για την θρησκευτική ελευθερία. Χάρις σε αυτήν την προστασία, η Καθολική Εκκλησία μπορεί να επιτελεί απερίσπαστη το έργο της, γνωρίζοντας ότι οι διατάξεις περί θρησκευτικής ελευθερίας είναι βασικό συστατικό του κράτους δικαίου και δεν αποτελούν κενό γράμμα, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες, κυρίως μουσουλμανικές.

Βιβλιογραφία

Δ. Σαλάχα, Η νομική θέσις της Καθολικής Εκκλησίας εν τη Ελληνική Επικράτεια, Αθήνα 1978

Δ. Σαλάχα, Διοίκηση και οργάνωση της Καθολικής Εκκλησίας

Ι. Ασημάκης, Η πορεία των σχέσεων Ελλάδος- Αγίας Έδρας 1820-1980,εκδ. Αποστολικο Βικαριάτο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2007

22

Page 23: H καθολικη εκκλησια στην Ελλαδα

William Miller. Η φραγκοκρατία στην Ελλάδα (104-1566). Αθήνα 1960

Σ.Θ. Λάσκαρι, Η Καθολική Εκκλησία εν Ελλάδι από απόψεως δημόσιου δικαίου, Αθήνα 1924

Γ.Α. Ράλλη και Α.Γ. Ράλλη, Οι Ελληνικοί κώδικες τομ. Δ’, Αθήνα 1875

Βαβούσκος, Εγχειρίδιον Εκκλησιαστικού Δικαίου, Θεσσαλονίκη-Αθήνα 1973

Γ. Μαρίνος, Η θρησκευτική ελευθερία, Αθήνα 1972

Ε. Βενιζέλος, οι σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας

Α. Μαρίνος, Η Συνταγματική κατοχύρωσις των ιερών κανόνων, Ν. Δίκαιο, τόμος. 30 (1974)

Typis Polyglottis Vaticanis, 1967

Acta Apostolicae Sedis, τόμος 58

Χρ. Σγούριτσα- Κ. Γεωργοπούλου, Συνταγματικόν ΔΙκαιον, τομ. Β’, τευχ. β’ Αθήνα 1966

23