a

6

Click here to load reader

Transcript of a

Page 1: a

ΟΜΑΔΑ:ΚΑΛΛΙΟΠΗ,ΙΩΑΝΝΑ,ΑΓΛΑΙΑΦΙΛΑΝΑΓΝΩΣΙΑ

Page 2: a

Η ΜΩΒ ΟΜΠΡΕΛΑ

υγγραφϋασ : Άλκη ΖϋηΕκδόςεισ : ΚϋδροσΕικονογρϊφοσ : οφύα ΖαραμπούκαΗλικύα :από 12 ετών

Page 3: a

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Λύγο πριν από τον πόλεμο του 1940, κϊπου ςτο Μαρούςι, ζει με τουσ γονεύσ τησ ηΕλευθερύα, ϋνα δεκϊχρονο κορύτςι, που τα δύδυμα μικρότερα αδϋρφια τησφωνϊζουν Λϋτρω και όταν θυμώνουν μαζύ τησ πλαςμώδιο του Λαβερϊν.Απεχθϊνεται το νοικοκυριό και τισ "γυναικεύεσ" δουλειϋσ, ενώ τρελαύνεται γιαό,τι δεν εγκρύνει ο πατϋρασ τησ: Διαβϊζει με μανύα βιβλύα, ανυπομονεύ να δειθϋατρο, ρύχνει κλεφτϋσ ματιϋσ ςτην εφημερύδα, εύχεται κϊποτε να μοιϊςειςτην Αντιγόνη του οφοκλό.το πϊνω πϊτωμα του ςπιτιού τουσ ο κύριοσ Μαρςϋλ, ϋνασ Γϊλλοσ που ζειμόνιμα ςτην Ελλϊδα, ϋχει υπό την προςταςύα του τον ανιψιό του Μπενουϊ οοπούοσ γύνεται αχώριςτοσ φύλοσ των παιδιών. Λιγοςτϊ τα παιχνύδια τουσ -βόλοι, ςβούρεσ, ςκοινϊκι, γιογιό κι ϋνα ζευγϊρι πατύνια με καρουλϊκια-, αλλϊαςτεύρευτη η φανταςύα τουσ. Όλοι μαζύ ςκαρφύζονται χύλιεσ δυο ιςτορύεσ πουμαγεύουν και τουσ ύδιουσ. Και πόςα ακόμα θα ςκϋφτονταν να κϊνουν εϊν δεντουσ εμπόδιζαν οι μεγϊλοι...

Οι μεγϊλοι και τα παιδιϊ. Δυο κόςμοι τόςο διαφορετικού που όςα χρόνια κι ανπερϊςουν οι νόμοι τουσ και η γλώςςα τουσ δεν θα εύναι ποτϋ κοινϊ. Ο καθϋνασκουβαλϊει τη δικό του αλόθεια. Γι' αυτό ϊλλωςτε και πύςω από μια μωβομπρϋλα μπορεύ να κρύβονται πολλϋσ!

Page 4: a

ΕΝΑ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΣΑΞΙΔΙΩΣΗ Υιλομόλα Βακϊλη -

υρογιαννοπούλουεικονογρϊφηςη: Υιλομόλα Βακϊλη - υρογιαννοπούλου

Εκδόςεισ Πατϊκη, 201070 ςελύδεσ

Ετών :11

Page 5: a

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ήταν μια παγερό νύχτα του Γενϊρη. Άςτραφτε ο ουρανόσ και βροντοκοπούςε. Ο αγϋρασ λυςςομανούςε ξεςηκώνοντασ τουσ πειναςμϋνουσ λύκουσ. Ήχοι διαπεραςτικού ξεχύνονταν από κϊθε μεριϊ. Χυχό δεν κυκλοφορούςε ςτον δρόμο και το πανδοχεύο όταν ϊδειο και κλειςτό. Περαςμϋνα μεςϊνυχτα ο πανδοχϋασ ϊκουςε να του χτυπούν την πόρτα. «Ώρα να ςου πετύχει...» μουρμούριςε νυςταγμϋνοσ. ηκώθηκε από το κρεβϊτι απρόθυμα και πόγε να δει ποιοσ μπορεύ να όταν.

Άραγε, ποιοσ να όταν ο νϋοσ ταξιδιώτησ που νύχτα ώρα ϋφταςε ςτο πανδοχεύο, ϋμεινε για ϋνα μόνα και ςτο διϊςτημα αυτό ϊλλαξε τη ζωό τησ οικογϋνειϊσ του; Δϊςκαλοσ, παραμυθϊσ, μϊγοσ, ςοφόσ ό μόπωσ... Από πού ερχόταν και πού πόγαινε; Κανεύσ δεν το ϋμαθε ποτϋ. Σο πϋραςμϊ του, ωςτόςο, ςημϊδεψε και ολόκληρη τη μικρό επαρχιακό πόλη και ταυτύςτηκε με τη μούρα τησ.

Page 6: a

ΕΤΦΑΡΙΣΟΤΜΕ ΓΙΑ ΣΗΝ ΠΡΟΟΦΗ Α

ΣΕΛΟ