- Εγώ
ο Τωβίτ
σ’ όλη μου
τη ζωή ακολούθησα τον δρόμο της αλήθειας και της δικαιοσύνης.
-Μοιραζόμουν το φαγητό μου με τους συμπατριώτες μου.
-Θύμωσε ο βασιλιάς
-Από πλούσιοι γίναμε πάμφτωχοι.
Μέχρι που τον
χτύπησε και η
τελευταία μαχαιριά η τύφλωση.
• Δόξαζε
ακατάπαστα
τον ουράνιο δωρεοδότη.
Μια σύζυγο πιστή σαν την Άννα και ένα γιο σαν τον Τωβία.
• Έτσι περνούσε
μέρα
τη μέρα
τη φτωχή και άσημη ζωή του.
-Μονάχα στην σκέψη, στη φρόνιμη συμβουλή του.
• -Εκεί κάτω στους Ράγους της Μηδείας ζει ένας καλός άνθρωπος.
ΡΑΓΟΥΣ ΤΗΣ ΜΗΔΕΙΑΣ
-Να του τα ζητούσες.
-Θα κάνω όπως προστάξεις πατέρα.
• -Να σταματήσεις στο σπίτι του Ραγουήλ.
-Έχει μια κόρη Σάρα την λένε.
• -Να σταματήσεις στα Επτάβανα να ξεκουραστείς. Πες τους και το δικό μου βάσανο. Πες του να προσεύχεται στο Θεό μη και λυγίσω.
-Κι εγώ πολύ τους σκέφτομαι συνεχίζω έντονα να προσεύχομαι για το άρρωστο
παιδί τους.
Ο Θεός να σε ευλογεί. Να ξέρεις όμως ότι θα ευλογήσω το ταξίδι εάν
βρεις ένα κατάλληλο άνθρωπο.
-Έξω από την πόρτα τους βρήκε.
• -Εγώ θα έρθω μαζί σου στην μακρινή πόλη και θα φέρω τα λεφτά.
-Καλός του φάνηκε ο ξένος του Τωβία.
Γνωστικός έμοιαζε . Αυτοσυστήθηκε με το
όνομα Αζαρίας.
-Ο Θεός είχε στείλει τον κατάλληλο άνθρωπο.
• Ήταν μαζί και ο σκύλος τους.
• -Η πορεία τους ήταν ήσυχη.
• Γρήγορα έφτασαν στον ποταμό Τίγρη.
-Απειλήθηκε από ένα ψάρι. Τότε ο Αζαρίας με κάποιο τρόπο
ηγεμονικό του λέει. Μη φοβάσαι τράβηξε το ψάρι στη στεριά.
-Τράβηξε το στην αμμουδιά. Άνοιξέ την κοιλιά του ψαριού και πάρε το συκώτι τη χολή και την καρδιά. Θα σου χρειαστούν αυτά στο σπίτι του
Ραγουήλ.
-Ο σκύλος βλέποντας όλα αυτά γαύγισε
δυνατά. Κάρφωσε το βλέμμα του
στον Αζαρία σαν να έβλεπε κάτι
υπερκόσμιο.
-Ο Τωβίας από την
πρώτη στιγμή τον
εμπιστεύτηκε. Γι’ αυτό και τώρα δεν
αμφέβαλε .
-Πως θα στηνόταν αυτό το νέο σπιτικό. Έχει ο Θεός
σκεφτόταν μονάχος του. Υπάκουσε.
Η σκέψη του συχνά πήγαινε
στο Ραγουήλ και στην
αρρώστια της Σάρας.
-Τη Σάρα θα παντρευτώ. Έχω
ακούσει ότι αυτή η κόρη είναι άρρωστη.
Αυτό είναι το θέλημα του Θεού.
Αυτός θα την θεραπεύσει.
-Με το συκώτι, τη χολή και τη καρδιά θα τη θεραπεύσει.
-Στο σπίτι του Ραγουήλ έφτασαν γρήγορα όπως τα είχε πει ο
Αζαρίας.
Ο Ραγουήλ πολύ χάρηκε με τον ερχομό τους.
Τότε πήρε το λόγο ο Αζαρίας και είπε :-Ραγουήλ ο φίλος
μου ο Τωβίας ήρθε για να πάρει γυναίκα
του την κόρη σου.
-Αν πάρεις γυναίκα σου την κόρη μου θα πεθάνεις
πριν ξημερώσει.
- Εγώ σε αγάπησα κιόλας. Αν θέλεις έλα να παντρευτούμε.
• -Κι εγώ σε αγάπησα. Αλλά αν παντρευτούμε θα πεθάνεις πριν ξημερώσει.
• -Δεν θα πεθάνεις να θυμηθείς τα εντόσθια του ψαριού.
Έτσι ο Τωβίας και η Σάρα παντρεύτηκαν.
• Ο πιστός φίλος του Τωβία πήγε και κόλλησε στην πόρτα.
-΄Ακουσα τα γαυγίσματα του σκύλου και έτρεξα δίπλα στην πόρτα. Κι άκουσα την Σάρα να
βάζει τις φωνές.
-΄Εβαλε την καρδιά
και το συκώτι του
ψαριού.
-Σταμάτα ! Ο Τωβίας είναι ζωντανός.
-΄Εφυγε μακριά. Και μεις από δω και πέρα θα ζήσουμε ευτυχισμένοι.
Ετοίμασε γαμήλιο γλέντι.
-Θα πάω να φέρω τα λεφτά.
• Στο διάστημα αυτό συνέχισε το ταξίδι του.
• -Βρήκε το Γαβαήλ που πρόθυμα επέστρεψε τα χρήματα.
Μέσα σε μια μέρα και μια
νύχτα.
Ο Τωβίας παραξενεύτηκε.
Κίνησαν όλοι μαζί για το σπίτι τους.
• -Εσύ είσαι γιε μου.
Ο Αζαρίας είπε στον Τωβία. - Μη του γνέφεις δεν μπορεί να σε δει θυμήσου όμως τη χολή
του ψαριού.
Του έτριψε τα μάτια
• Αυτό ήταν από τότε ο Τωβίτ ξαναβρήκε το φως του.
Από δω η γυναίκα μου η Σάρα.
Έφτασε η ώρα να ανταμείψουν το Αζαρία.
Να του δώσουμε τα μισά χρήματα.
Όχι Τωβία. Εγώ είμαι φίλος σου αλλά δεν είμαι ο Αζαρίας.
Είμαι ο Ραφαήλ.
Εγώ ήμουν που σε συνόδευα στις καλές σου πράξεις.
• Εγώ φέρνω τις προσευχές στο θρόνο του Θεού.