Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

79
ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΙΤΣΟΣ Θ Θ Ε Ε Α Α Τ Τ Ρ Ρ Ι Ι Κ Κ Ο Ο Ι Ι Μ Μ Ο Ο Ν Ν Ο Ο Λ Λ Ο Ο Γ Γ Ο Ο Ι Ι Α Α N N Δ Δ Ρ Ρ Ν Ν ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΡΕΠΕΡΤΟΡΙΟ

Transcript of Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

Page 1: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

ΘΘΕΕΑΑΤΤΡΡΙΙΚΚΟΟΙΙ ΜΜΟΟΝΝΟΟΛΛΟΟΓΓΟΟΙΙ

ΑΑNNΔΔΡΡΩΩΝΝ

ΕΕΛΛΛΛΗΗΝΝΙΙΚΚΟΟ ΡΡΕΕΠΠΕΕΡΡΤΤΟΟΡΡΙΙΟΟ

Page 2: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

2

ΣΠΥΡΟΣ ΜΕΛΑΣ

Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΙΣΚΙΟΥ

Μέρος Δεύτερο, Σκηνή Τέταρτη.

Ο Βάγγος ειρωνικά.

ΒΑΓΓΟΣ Φονιά! Κακούργε!… Το θυμό σου κράτα, γιε ταπεινέ, του ταπεινού πατέρα σου! Θέλεις το μπόι μου να μετρήσεις με την πήχη όπου μετράς και το δικό σου!… Επνίγηκαν άνθρωποι κι έχασε ένας άλλος το βιος του!… Όμως εγώ κερδίζω την αγάπη μου!… Και η δική μου αγάπη αξίζει όσο εκατό ψυχές ωσάν και κείνες, που αγκάλιασεν οι θάλασσα. Η αγάπη μου είναι μεγάλη κι οι άνθρωποι που χάθηκαν μικροί. Ο νόμος ο δικός μου λεει πως η ζωή δεν είναι καμωμένη για τους μικρούς, για κείνους που σκύψανε το κεφάλι στη μοίρα, και υποταχτήκαν στο νόμο των ανθρώπων, και δούλοι εγίνανε των ξύλων, και τα χέρια τους ροζιάσανε απ’ τα σκοινιά… Εγώ ύψωσα το κεφάλι μου απάνω ακόμα κι απ’ τη μοίρα μου και την αγάπη μου ως τα ουράνια!… Άνθρωπε μικρέ, σκοτώνεις τη ζωή ενός πουλιού, ενός αρνιού, να ζήσεις το κουφάρι σου το πρόστυχο, κι εγώ σκοτώνω ανθρώπους να ζήσω την αγάπη μου, που αν σβήσει, θα κοπεί η αλυσιδίτσα η χρυσή, όπου δεμένον με κρατεί να ζω εμένα! Και ύστερα μη γυρεύεις να με μετρήσεις με την πήχη όπου μετράς τον ίδιον εαυτό σου. Το ίδιο γάλα εβυζάξαμε, μα είμαι ’γω… Το κεφάλι μου δεν γέρνω πουθενά… μονάχα μας αγάπης παιχνίδι εγίνηκα!… Το καράβι εκείνο που είδε κανάλια και είδε μπόρες, που το φοβέρισαν οι κεραυνοί και το πάλεψαν χρόνια και χρόνια των κυμάτων οι αφροί, που αψήφησε και τ’ ουρανού και του κυμάτου και του ανέμου το θυμό, μονάχα το δικό μου το θυμό δεν μπόραε ν’ αστοχήσει!… Με τόνα μου το χέρι εγώ το σύντριψα! Για την Αυγούλα! Η Αυγούλα! Η Αυγούλα!… Η νεράιδα, τ’ όνειρο, που με μάγεψε με τα μάγια των ματιών της, που με μέθυσε με τα ρόδα και τα κρίνα του κορμιού της, η Αυγούλα, που κάνει το αίμα μου να καίει μεσ’ στο κορμί μου, μου το είπε: «άντρα δεν παίρνω ένα χαμένο»!… Και μένα σαν πέλαο η αγάπη μου!… Είμαι αλήθεια ο γιος του Ίσκιου. Ένοιωσα μεσ’ στα στήθια μου εκείνη την φωτιά, που έφεγγε στο πρόσωπο του Ίσκιου, που φίλησε τη μάνα μας!…

Page 3: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

3

ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ

Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ

Μέρος Τρίτο.

Όταν φεύγει η Όλγα, η γυναίκα του, ο Στέλιος στο Στράτο.

ΣΤΕΛΙΟΣ Βλέπεις; Την έχω καλομαθημένη. Ποτέ δε βάρεσα τη γροθιά μου στο τραπέζι σαν άντρας... Είμαι πολιτισμένος άνθρωπος... Τη γυναίκα μου την ήθελα κυρία... Μ' εννοείς; Μόλις πατήσω στην Αυστραλία θα την αγαπώ πάλι όπως πρώτα... Έχουμε σακατευτεί τώρα, με νιώθεις; Έχουμε ρημάξει... Σού μιλώ και πάλι σαν αδερφός... Είναι ελληνορώσα, το ξέρεις; Ήτανε ωραία, ήτανε αλλιώτικη. Μόλις τηνε πρωτόδα μπήχτηκε ένα αγκάθι μέσα μου. Τότε είχα ακόμα το μαγαζάκι... ήμουνα κάτι... Την έφερνα γύρω-γύρω επί βδομάδες... ξόδευα... ώσπου είπε το ναι... Με πήγε στους γονιούς της... Τότε ζούσανε ακόμη, Θεός σχωρέσ' τους. Μιλούσανε ρώσικα μεταξύ τους... Είχανε και σαμοβάρι ... και μου κάνανε το τραπέζι με φαγιά ρούσικα... Σα-λάτα με χοιρινό, σούπα μπόρς και τα τέτοια... Ή μάνα της τη φώναζε Όλια... Ο γάμος γίνηκε στη ρούσικη εκκλησία. Νά σε είχα νά 'βλεπες... Χορωδία... και η εκκλη-σία γεμάτη αριστοκράτες - ξεπεσμένοι όλοι — αλλά αριστοκράτες. Πήρα δηλαδή σπουδαία γυναίκα, μ' εννοείς; Ενώ εγώ τι ήμουνα; Ο γέρος μου ήτανε γκαρσόνι στα «Ολύμπια»... Στην αρχή πήγαμε καλά, ύστερα όμως έχασα το μαγαζί, με πήρε η κάτω βόλτα, έμεινα ταπί... Κι είχα σπουδαία γυναίκα, με νιώθεις; Έπρεπε να οικο-νομήσω, να μην ξεπέσω, να μη νομίζει πως είμαι άχρηστος, ανίκανος, πώς έκανε λάθος που με πήρε. Μα πια δεν είχα σωσμό, από χειρότερο στο χειρότερο, από φτώ-χεια σε φτώχεια και κείνη από πάνω μου και να ξέρω πως με περιφρονεί... Μην πάρεις ποτέ σπουδαία γυναίκα, ακούς, ποτέ! Είναι μαρτύριο, κόλαση είναι! Γίνεται τύραννος, σιγά-σιγά η αγάπη σου πάει στο διάολο, τήνε φοβάσαι... κι ύστερα χωρίς να το καταλάβεις νιώθεις πως την μισείς, πως την εχτρεύεσαι... Δε μού 'πε ποτέ μια λέξη άσκημη. Ούτε μια! Μα δε χρειαζότανε να πει! Δεν τό 'βλεπα και μόνος μου ότι πήγε στράφι μαζί μου; Ότι την έριξα σε τούτη την αυλή... Βλάκας ήμουνα; Δε θέλω τό κακό της, όχι! Τό καλό της θέλω... Ας πατήσω στην Αυστραλία και θα δεις, θ' αλλάξουνε όλα... όλα...

Page 4: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

4

ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ

Η ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

Μέρος Πρώτο.

Ο Μέξης στο Δημήτρη.

ΣΤΕΛΙΟΣ Κανείς δεν τη βλέπει τη Σύλβιά μου... Μ' έφτυσε κι έφυγε ... Κι όταν την είδα να μαζεύει τα πράγματα της και να φεύγει της φώναξα «είσαι κόρη μου. θέλω να ξέρω πού πας»... ξανάφτυσε κι έφυγε... Μόλις βγήκα άπ' τη φυλακή... Πρώτα έφυγε η μητέρα της... αυτή δε μ' έφτυσε, αυτή θά 'θελε να με σκοτώσει... Αλλά ήταν κάτι που δεν ήξεραν... Εσύ, ας πούμε, τι ξέρεις για το θάνατο του γιου μου...; Τον σκότωσαν κάτι δικοί μας κάτω στη Βουλιαγμένη για νά μας εκδικηθούν, επειδή... συνεργαζόμουνα με τον εχθρό! Όμως Γερμανοί τον σκοτώσανε... Ότι τον σκοτώσανε αριστεροί εγώ το σκαρφίστηκα... από ντροπή... Για να αποκρύψω τη θεία δίκη... κι όλοι με συλλυπόντουσαν και μου λέγανε «στον τοίχο οι κομμουνιστές»... Στο πρώτο λάθος πρόσθεσα άλλο ένα... Τάχα για να ξεπλύνω με την τιμωρία που μου κάνανε... Όμως δεν ξέπλυνα τίποτα... Η μια βρωμιά δεν ξεπλένει την άλλη... Ήταν Κυριακή, είχα βγει απ' τη φυλακή και η γυναίκα μου ήθελε να κατέβουμε κάτω εκεί που σκότωσαν το παιδί... Είχα κάτι σαν προαίσθημα, έλεγα όχι, όχι... στο τέλος όμως υποχώρησα... Ήρθε και η Σύλβια μαζί, πήγαμε... Ψάχναμε να βρούμε τα σημάδια, αλλά ήταν ως εκεί πάνω τα χόρτα... άνοιξη βλέπεις... και δεν τα βρίσκαμε... Να σου τότε ένας όλμος πού δεν είχε σκάσει ακόμα... ήταν ο άνθρωπος που με είχε βοηθήσει νά σηκώσουμε το σώμα του γιου μου... με είχε δει και ήρθε... αρχίζει νά μιλά μπροστά στη γυναίκα μου και στην κόρη μου και να λέει όλη την αλήθεια... Μπουμ!!!... ο πόλεμος έχει τελειώσει, μα οι όλμοι σκάνε... Θέλει καιρό ώσπου νά ξοφληθούν οι λογαριασμοί... Θα σου εξομολογηθώ κάτι... Τον είχα δει που ερχότανε και μπορούσα να τον κρατήσω μακριά... Όμως δεν τό 'καμα... προτιμούσα να μάθουνε την αλήθεια, δεν τό βάσταγα άλλο.,.! (Σηκώνεται) Ξέρεις πού είναι ή στάση... έχουν όλα αλλάξει...

Page 5: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

5

ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ

Η ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

Μέρος Πρώτο.

Ο Κίμων στο Δημήτρη.

ΚΙΜΩΝ Για να τη βρεις μη βιάζεσαι και πρόσεχε... Πρόσεξε γιατί ή νέα της διεύθυνση είναι λίγο περίπλοκη... Κατέβα ένα βραδάκι στον Πειραιά.,, και σεργιάνισε άκρη άκρη στο βρεγμένο μουράγιο... Μέσα στο νερό θά δεις να πλένε λεμονόκουπες, ξύλα, άδεια πακέτα από τσιγάρα, μεταχειρισμένοι επίδεσμοι, κομμάτια από κουλούρι, μια πνιγμένη γάτα... Ωστόσο τίποτα άπ' αυτά δεν είναι η ωραία σου Σύλβια... Εκεί όμως θά δεις και κάτι βαποράκια πού τα λένε «Αγία Βαρβάρα», «Αγία Ελεούσα», «Άγιος Νι-κόλαος», ή «ς Ωραία Κούλουρη», ή «Κυματοφάγος», ή «Βαγγελίτσα»... Άναψε ένα τσιγάρο και ζήτησε το Θανάση Αναστασίου το μηχανικό. Είναι ένας άντρας ίσαμε κει πάνω, σαράντα χρονώ, μαύρος και μαλλιαρός με κάτι μπράτσα σαν πεπόνια. Χειμώνα καλοκαίρι αυτό το αγρίμι φορά μονάχα ένα λεπτό φανελάκι από μεταξωτό νάυλον πού οι τρίχες του Θανάση το τρυπάνε και βγαίνουν όλες έξω. Κοίταξε μην κάνεις το λάθος να τον γλυκοκοιτάξεις και σε φιλήσει... γιατί θα γεμίσουν τα χείλια σου μηχανέλαιο και ακάθαρτο πετρέλαιο. Ρώτησε τον όμως για την ωραία σου Σύλβια. Θα σε πάρει απ' το χέρι και θα κατεβείτε στην καμπίνα του. Εκεί, κάτω απ' το εικόνισμα του Αγίου Νικολάου, το καντήλι, το βάγιο και δυο-τρία φυλακτά, θα τη δεις ξαπλωμένη πάνω σε μια κουβέρτα που βρωμοκοπά απλυσιά και βαπορίλα. Θά 'ναι ήρεμη και σκοτεινή σαν τη θάλασσα, φορά μονάχα ένα μαύρο πουλοβεράκι και μαύρη κυλότα... είναι αχτένιστη σαν τις γοργόνες και δε χαιρετά κανέναν. Ό Θανάσης ο μηχανικός, αυτός ο άντρας, αυτό το ιδανικό για τις γυναίκες και τις πετρελαιομηχανές Ντήζελ, θά στρίψει φιλόξενα τσιγαριλίκι για όλους σας. Μα εσύ, ω ψυχή μου, πάρε το τσιγαριλίκι σου και φύγε, κάπνισε το σεργιανώντας στα υγρά μουράγια και κλάψε.,. Μη μείνεις εκεί, γιατί δεν κάνει... Δε θα χαρείς, άμα καταλάβεις τι σκαρώνουν αυτοί οι δυο αγριόγατοι... Φύγε... φύγε... Από μακριά πονάει κανείς αξιοπρεπέστερα... πιο ευγενικά, γιατί δεν είδε !

Page 6: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

6

ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ

Η ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

Μέρος Δεύτερο.

Ο Χρήστος στη Γριά.

ΧΡΗΣΤΟΣ Ήμουνα τότε στη φυλακή... στη Γερμανία, ε;... μπορεί και είκοσι μέρες ολομόναχος στο κελί...! Ένας χειμώνας φαρμάκι, ένα κρύο χιτλερικό... Είχα ζαρώσει έτσι σε μια γωνιά κι έλεγα... «αχ νά 'χα ένα τσιγαράκι...» ...Όπου ξαφνικά ανοίγει η πόρτα του κελιού, οι φύλακες σπρώχνουνε μέσα ένα φουκαρά... κι ύστερα γκράμπ... γκρούμπ... αμπαρώνουνε πάλι την πόρτα του κελιού απέξω... Ο φουκαράς ο καινούριος... όπως κάνουνε όλοι εδώ πού τα λέμε σ' αυτή την περίσταση... στάθηκε μπρος στην πόρτα... μ' ένα ύφος σα νά 'λεγε... «Μα τώρα αστεία είν' αυτά...;» Γυρίζει κατόπι και με κοιτάζει καλά-καλά... Μου φάνηκε σαν Ιταλός, σα Γιουγκοσλάβος... Εγώ είχα ένα γένι τόσο... Πλησιάζει λίγο και μου λέει... Φρανσαί γκουτ καμαράντ... Α είναι Γάλλος σκέφτηκα... Μπον, μπον, καμαράντ φρανσαί, του λέω κι εγώ για να τον κολακέψω τον άνθρωπο, μια και ήτανε Γάλλος... πλησιάζει πιο πολύ... Βιβ λα Φρανς... Βιβ λα Φρανς, λέω κι εγώ. Αυτός κοντοκαθίζει κι αρχίζει... Αλόν ανφάν ντε λα πατρίιιιι... δηλαδή το «σε γνωρίζω από την κόψη» της Γαλλίας... Εγώ άρχισα ν' ανησυχώ... δε μου φάνηκε στα καλά του... Ευτυχώς ύστερα μου λέει... Φόγερ... φόγερ...; δηλαδή φωτιά. Σκύβει και λύνει τα κορδόνια του σώβρακου του — φορούσε μακρύ - κι αρχίζει να τινάξει το ποδάρι του, να έτσι... κι όπως το τίναζε το ωραίο του ποδαράκι τσουκ, τσουκ, τσουκ, αρχίσανε να πέφτουν μέσα απ' το σώβρακο του ένα, δύο, τρία, τέσσερα, οχτώ, δέκα τσιγάρα... Ξετρυπώνω τη φωτιά που την είχα κρυμμένη σε μια τρύπα... Ένα κομματάκι ασφάλεια και τρία σπίρτα... Βάνω τσιγάρο στο στόμα... κάνω ν' ανάψω... Φτουράει το σπίρτο και διαλύει σα ζύμη... μούσκεμα ήτανε... Κάνω ν' ανάψω το δεύτερο... τα ίδια. Μας κόβει κρύος ιδρώτας... Πιάνουμε το τρίτο σπίρτο, το χαϊδεύουμε, το στεγνώνουμε, το παρακαλάμε... Πάμε ν' ανάψουμε... τίποτα... και ξανά και ξανά... τίποτα... Βρε αμάν... ζαμάν... τίποτα... Ώσπου τον πιάνει τον άλλονε το παράπονο κι αρχίζει κάτι ρωμέικες βλαστήμιες... τι θεία μουσική ήταν εκείνη... αρχίζω κι εγώ... Καταλαβαίνει εκείνος... γελάμε... μιας πιάνει ό πατριωτισμός... βλαστημάμε αβέρτα αγκαλιασμένοι... συγκινιούμαστε... κλαίμε... και δόστου βλαστήμια και να κλάμα... Κι ανάβει και το σπίρτο...

Page 7: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

7

ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ

ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ

Πράξη Δεύτερη.

Ο Δάσκαλος στον Πρίγκιπα και στους άλλους.

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Ξέρω ότι όλοι εσείς, θερμόαιμοι μπουμπουνοκέφαλοι, που πήρε αέρα το κεφάλι σας το κλούβιο, θα με κατηγορήσετε ότι αμβλύνω το ηρωικό ένστικτο του λαού! Σκασίλα μου! Μα όσοι έχετε ακόμη μια δαχτυλίθρα μυαλό — όσοι είστε στ' αλήθεια άντρες και νικητές και πατριώτες, πρέπει να καταλάβατε ότι ο δρόμος μας τώρα είναι αυτός που μας γυρίζει στα σπίτια μας. Εδώ νικήσαμε, ναι. Στο λιβάδι ετούτο. Αλλά η νίκη μας περιμένει στις ξώπορτες, στις αυλές και στα κατώφλια των σπιτιών μας. Όχι τα μεθυσμένα παλιομάχαιρα, όχι η φωτιά και το πελέκι. Δεν είναι αυτά η νίκη σας. Αλλά οι γυναίκες σας, που θέλουν άντρα κι ένα φόρεμα... είναι τα παιδιά που περιμένουν μόρφωση κι ένα επάγγελμα, είναι τα σπίτια σας που περιμένουν πάλι να κατοικηθούν. Είναι οι δουλειές σας. Αυτά είναι ή νίκη μας! Κι όσα δεν μπόρεσα να σας πω, γιατί είμαι έξω φρενών και δεν ξέρω τι λέω, ανοίχτε τα στραβά σας και διαβάστε τα στα μάτια των γυναικών σας... των μανάδων σας, των αδερφάδων και των θυγατέρων σας. Εμπρός, όσοι γενναίοι, πλησιάστε και ξεστραβωθείτε !

Page 8: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

8

ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ

Β Ι Β Α Α Σ Π Α Σ Ι Α

Μέρος Πρώτο.

Εισβάλλει ο Τσέζαρε αλαφιασμένος, χωρίς καπέλο, με την τσάντα του στο χέρι. Τρέχει στο παράθυρο κρυφοκοιτάζει έξω... Ύστερα πλησιάζει την Ασπασία κάνει να της μιλήσει αλλά έχει χάσει τη φωνή του... Πάει στο ραδιόφωνο και το ανοίγει... Έπειτα πέφτει σε μια πολυθρόνα. Η τσάντα που κρατά γλιστρά απ' το χέρι του και καθίζει στο πάτωμα.... Στο μεταξύ η Ασπασία ανοίγει την τσάντα του και έχει βγάλει από μέσα τη λόγχη και τις χειροβομβίδες και τις έχει φέρει στο τραπέζι. Ο Τσέζαρε μιλάει στις γυναίκες.

ΤΣΕΖΑΡΕ Πάω Κομμάντο Πιάτσα βλέπω στην πόρτα α σινίστρα και α ντέστρα γερμανικοί στρατιώτες. Ντεν καταλαβαίνω τι τρέχει, κε πάσα, νο; μα χειρότερο πάρω ντρόμο φύγω, ε; Μπαίνω μέσα με πιάνει γερμανικός αξιωματικό; μου λέει «Καπιτάνο μπράβο, μπράβο, μπράβο εσύ βέρο φασίστα, εσύ πατριότα, εσύ ερόικα ψυχή Ιταλιάνα! Βίβα Ντούτσε». Καπίσι; Με παίρνει μέσα γραφείο, μου λέει! «Προντότη Μπαντόλιο και κουρσάρο Αϊζενχάουερ κομπινάρε ανακωχή. Μα εσύ καπιτάνο, μείνε πόστο σου και μη φοβάσαι, βιντσερέμο! Εγώ τι κάνω σινιόρα Μαρία, τι κάνω συμπάτικα; Γερμανικός Αξιωματικός χωρίς μαλλί, κουρεμένο κόμε ούνα καράφα, δύο κόκκινα μάτια, στο κέρι εντώ, τατουάζ ούνα σβάστικα, στο πισινό μία πιστόλα τόση!... Εγώ τι κάνω, ε; Λέω βίβα Ντούτσε, λέω Χάιλ Χίτλερ, εκείνος φεύγει. Κάθομαι τραπέζι μου πέντε μινούτι, ύστερα κάνω πως τέλω κακά μου, πάω καμπινέ, ανοίγω άλλη πόρτα... μα τυμάμαι κειροβομβίδε μέσα τσάντα... Μάμα μία, έτσι με πιάσουνε φεύγω και βρούνε και κειροβομβίδε, πάω κρεμάλα... Γυρίζω πίσω γραφείο, παίρνω τσάντα, χώνω μέσα βρακί μου, πάω καμπινέ, ανοίγω άλλη πόρτα, κατεβαίνω πίσω σκάλα, ανοίγω πίσω πόρτα, περνώ πίσω τοίχο ε τρέχω, τρέχω... Καταλάβατε σινιόρα ;

Page 9: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

9

ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ

ΟΔΥΣΣΕΑ ΓΥΡΙΣΕ ΣΠΙΤΙ

Πράξη Πρώτη.

Ένας προβολέας φωτίζει τον Εύανδρο. Στέκει σ' ένα βήμα που θυμίζει Βουλή. Πλάι του ένα ποτήρι νερό. Ο Εύανδρος πίνει μια γουλιά και συνεχίζει.

ΕΥΑΝΔΡΟΣ ... στο σημείο αυτό, κύριοι Συνάδελφοι, κλείνουν όλα όσα συνέβησαν σήμερα το πρωί. Και ελπίζω ότι τα μέτρα τα οποία θα ληφθούν, δια ν' αντιμετωπισθεί η κρίσιμη και ιδιάζουσα αυτή κατάστασις, θα τύχουν της εγκρίσεως σας. Προτού τελειώσω θεωρώ απαραίτητο να σας υπενθυμίσω τα έξης - τα όποια άλλωστε είναι γνωστά σε όλους υμάς: Όταν με την πολύτιμη συνεργασία σας ανέλαβα την ηγεσία τού κόμματος και εν συνεχεία την πρωθυπουργία, είχα να αντιμετωπίσω μέγιστα εθνικά προβλήματα. Η πίστις του λαού στο Κράτος είχε κλονιστεί. Το έθνος έπασχε από χρονία ανεπάρκεια κυβερνητικού γοήτρου, πράγμα που για ένα Κράτος σημαίνει ο,τι και η ανικανότης για τον ανθρώπινο οργανισμό. Είχαμε, βλέπετε, την ατυχία εδώ και πολλά χρόνια να μη βγάλει ο τόπος καμιά στρατιωτική ή πολιτική φυσιογνωμία, που να διαθέτει ένα περιπετειώδες και θεαματικό παρελθόν, άξιο να συγκινήσει τον όχλο και να του κινήσει τη φαντασία με κείνη την πολλαπλασιαστική ενέργεια. Οι λαοί, κύριοι Συνάδελφοι, ήταν ανέκαθεν ειδωλολάτρες. Αγαπούνε τους καβγατζήδες, τη δράση, είναι φιλοθεάμονες οι λαοί. Αυτές λοιπόν οι θεαματικές φυσιογνωμίες, με τους δονκιχωτισμούς και τις τσαρλατανιές τους τα καταφέρνουνε πάντα νά γίνονται τα εί-δωλα των λαών, το χασίσι των λαών, και αυτομάτως να στερεώνουν την πίστη σ' αυτά πού λέμε κράτος και ιδεώδη της φυλής. Μέσα σ' αυτού του είδους την χασισοποσία οι λαοί δέχονται αδιαμαρτύρητα και την οιαδήποτε εξουσία! Αυτή την ίδια εξουσία που ασκήσαμε ανέκαθεν με τον πιο ευσυνείδητο τρόπο. Αλλά επειδή δεν υπήρξαμε θεαματικοί, ο λαός εύρισκε την εξουσία μας ένα σύστημα, καταπιεστικό, απάνθρωπο, αρπαχτικό, κοντολογής μια μηχανή έτοιμη να τον κατασπαράξει. Έτσι, αυτή η χρονία έλλειψη από συναρπαστικές προσωπικότητες μας έκανε να πάσχουμε από κακοήθη αναρχία. Και τότε, κύριοι συνάδελφοι, είχα την μοιραία έμπνευση να επωφεληθώ από τον Οδυσσέα. Ήταν κάτι παραπάνω από ένα είδωλο. Ήταν μια ιστορία γεμάτη από καταναλώσιμα στοιχεία: περιπέτεια, έρωτας, αγάπη για την πατρίδα. Δεν ήταν ντόπιος, αλλά εθεωρείτο διεθνώς ο συγκλονιστικότερος πατριώτης. Ήταν μια παγκόσμια φυσιογνωμία. Μεταχειριζόμενος όλα τα μέσα προπαγάνδας και δημοσιότητος, έκαμα το λαό μας να τον οικειοποιηθεί, να τον λατρέψει. Επέτυχα, ο κάθε πολίτης να πιστέψει πως είναι κι αυτός ένας Οδυσσέας στο βάθος, και να βλέπει τον τόπο μας σαν την λατρευτή του Ιθάκη. Και το μεγαλοφυές αυτό εύρημα έφθασε σε τέτοιο σημείο επιτυχίας, ώστε πολλοί παλαβοί να στριφογυρνάνε με παλιόβαρκες έξω απ' το λιμάνι και να κάνουν πως δεν μπορούν να γυρίσουνε πίσω. Με θυσίες και μόχθο εξασφάλισα την ηρεμία αυτού του τόπου και τώρα έρχεται αυτό το κακέκτυπον να τα γκρεμίσει όλα! (Πίνει νερό). Φυσικά μέσα στην καλλιέργεια αυτού του μύθου έγιναν και λάθη και υπερβολές. Μια εφημερίδα απ' τις πλέον έγκυρες ανέφερε με την μεγαλύτερη άνεση ότι ο Οδυσσέας είναι δύο μέτρα και σαράντα ψηλός, ότι με μια γροθιά έσπασε μια κολόνα του τραμ, ότι καμιά γυναίκα δεν κατάφερε να τον κοιτάξει στα μάτια περισσότερο από 45 δευτερόλεπτα. Εζητήσαμε επανειλημμένως να μην υπερβάλουν σ' αυτό το σημείο. Μας απήντησαν πώς χωρίς παραμύθια η κυκλοφορία των εφημερίδων πέφτει. Αλλά, κύριοι συνάδελφοι, οι σχέσεις λαού και Οδυσσέα είναι το ένα μόνο σκέλος τού προβλήματος. Υπάρχει όπως

Page 10: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

10

γνωρίζετε, άλλο ένα: Κίρκη-Οδυσσέας. Για τη νεαρή μας βασίλισσα δεν ήμουν μόνο ο υπεύθυνος σύμβουλος αλλά και κηδεμόνας της και υπεύθυνος για την αγωγή της. Δυστυχώς αυτό το κορίτσι δεν είχε ποτέ ιδανικά ούτε φιλοδοξίες. Τι θα πει ωραίο, ευγενικό, δεν το αισθάνθηκε ποτέ. Δεν είχε διαβάσει μισό βιβλίο σ' όλη της τη ζωή, από μουσική είχε μεσάνυχτα. Αυτό που λέμε «το ιδεώδες» τής το εξηγούσα επί μήνες και όμως εξακολουθεί να νομίζει πως είναι κολώνια! Δεν έπρεπε νά 'χει ένα τουλάχιστο «ιδανικό»; Όλοι, ποιος λίγο ποιος πολύ, κάτι έχουμε. Σκέφτηκα λοιπόν να τη βοηθήσω να ερωτευθεί. Ένας εμπειρογνώμων της εδίδασκε Οδύσσεια απ' το πρωί ως το βράδυ. Ερωτεύθηκε ακόμη και τον εμπειρογνώμονα. Είδαμε και πάθαμε να τον απομακρύνουμε. Μ' αυτό τον τρόπο τής ανάψαμε για τον Οδυσσέα το γνωστό σε όλους έξαλλο πάθος, χάρη στο όποιο διαβάζει, ρεμβάζει, ακούει μουσική, βλέπει κινηματογράφο, κάνει δίαιτα. Τι διαφορά από άλλοτε! (Παύση - πίνει νερό). Ποιες θά είναι όμως οι συνέπειες, κύριοι συνάδελφοι, αν αντικρύσει το θέαμα που είδα εγώ σήμερα το πρωί; Σας υπενθυμίζω πως, όταν έφυγα από την έρημη εκείνη ακτή, έμεινα με την εντύπωση πως ο Οδυσσέας θα έμπαινε στο καράβι του και θα μας άφηνε στην ησυχία μας. Αλλά τα πράγματα είχαν άλλη εξέλιξη: Ο Οδυσσέας έμεινε! και ο κίνδυνος που προς στιγμήν επίστεψα πως είχε περάσει εμφανίζεται εκ νέου και κατά πολύ οξύτερος. Έτσι το μόνο που μου απομένει, είναι να κάμω την ακόλουθη τολμηρή σκέψη. Εφ' όσον ο Οδυσσέας βρίσκεται αμετακίνητος εδώ, ας δεχτούμε πώς ήρθε! Αλλά πως ήρθε όπως τον θέλουμε εμείς, όπως τον θέλει ο θρύλος του! Και ιδού τα μέτρα τα όποια προτείνω:

(Παντομίμα ομιλίας)

Page 11: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

11

ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ

ΟΔΥΣΣΕΑ ΓΥΡΙΣΕ ΣΠΙΤΙ

Πράξη Πρώτη.

Ο Εύανδρος στον Οδυσσέα.

ΕΥΑΝΔΡΟΣ Εξοχότατε, είμαι διδάκτωρ της Φιλοσοφίας. Ξεκίνησα στη ζωή με τα ευγενέστερα και θαυμασιότερα όνειρα — και όμως — όπως σωστά το είπατε σήμερα το πρωί - ασχολούμαι σαν κοινός φραγκοράφτης με το μπόι και το καβάλο σας. Θα θέλατε να είμαι έντιμος απέναντι σας ή ας πούμε να σας βοηθήσω. Αν είχα αυτή τη χάρη θα την είχα χρησιμοποιήσει για τον εαυτό μου. Ήρθα επειδή είστε ο Οδυσσέας, Δεν είχα ποτέ ως τώρα την τιμή και την ευτυχία να σας βλέπω και να μιλώ μαζί σας. Αλλά εσείς δεν εννοείτε να καταλάβετε ότι αυτό που είχαμε ανάγκη δεν έχει και πολλή σχέση με σας. Εξοχότατε, πρέπει να συνηθίσετε να βλέπετε τα πράγματα ήρεμα και από μακριά. Εκείνα πού είναι πραγματικά δικά σας, αυτό που είστε σεις, είναι τελείως άλλα και ασφαλώς ελάχιστα. Είναι ο πόνος σας, οι αμαρτίες σας, οι προσευχές σας. Κάτι τέτοια. Προσωπικά, τα πράγματα που θεωρώ δικά μου είναι κάτι ποιήματα πού φτιάχνω όταν αηδιάζω από τα άλλα μου έργα. Εννοώ δηλαδή πως μια και δεν ορίζετε το θρύλο σας δεν είστε υπεύθυνος γι' αυτόν, άρα δεν είναι πια δικός σας, είναι ένα δημόσιο σκεύος, κατά συνέπεια μην τού 'χετε και τόση εκτίμηση. Προς τι λοιπόν ο σπαραγμός; Κάντε τον χάζι έτσι από μακριά. Έτσι όπως ένα παιδί που έριξε μια πέτρα στη θάλασσα και βλέπει τους κύκλους να μεγαλώνουν, να μεγαλώνουν, να μεγαλώνουν. Η πέτρα ήταν κάποτε του παιδιού, οι κύκλοι του νερού κανενός ή της θάλασσας.

Page 12: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

12

ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ

ΟΔΥΣΣΕΑ ΓΥΡΙΣΕ ΣΠΙΤΙ

Πράξη Δεύτερη.

Ένας προβολέας φωτίζει τον Εύανδρο που μιλά από το βήμα της Βουλής.

ΕΥΑΝΔΡΟΣ ... στο σημείο αυτό, κύριοι συνάδελφοι, τελειώνουν όλα όσα συνέβησαν τη φοβερή αυτή νύχτα και ελπίζω ότι τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται δια ν' αντιμετωπισθεί η σχι-ζοφρενική αυτή κατάστασις θα τύχουν της εγκρίσεώς σας... Η Κυβέρνησις παραιτείται!!!!! Παραιτείται!!!!! Παραιτείται!!!!! Ας υποθέσουμε όμως πως θυσιάζεται γι' άλλη μια φορά και δεν παραιτείται... Άλλα, κύριοι συνάδελφοι, αν συνεχίσετε να επιτίθεστε κατά της κυβερνήσεως κατ' αυτόν τον αχαρακτήριστο τρόπο η κυβέρνησις θα ζητήσει τη διάλυση της Βουλής, τη διενέργεια εκλογών εντός σα-ράντα-πέντε ήμερων και τότε ο σώζων εαυτόν σωθήτω! Διαλέξτε κύριοι συνάδελφοι... Οι υπουργοί μου κι εγώ κατηγορούμεθα για αδέξιο χειρισμό της καταστάσεως. Ή κριτική εκ των υστέρων είναι πάντα εύκολη. Αλλά σας ερωτώ: Ποιος θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί πως τα πράγματα θα είχαν τέτοια εξέλιξη; Ταν είπαμε τρελό για να ταν αχρηστέψομε προσωπικά. Ήταν ένα εύρημα που μας επέτρεπε, αν κάποια στιγμή τον χρειαζόμαστε να του πούμε «συγνώμη έγινε λάθος» και να τον αποκαταστήσουμε! Ποιος το περίμενε, κύριοι συνάδελφοι, ότι αυτός ο επαγγελματίας ήρωας, αυτός ο εμποράκος της ίδιας του της δόξας, αυτό το πλανόδιο παράσημο, ποιος το περίμενε πως έτσι ξαφνικά θα τίναζε στον αέρα ένα τόσο προσοδοφόρο θρύλο; Και το χειρότερο: Ποιος περίμενε ποτέ πως ο λαός μας που τον ήθελε δύο μέτρα και σαράντα ψηλό, ωραίο σαν αστέρα του Χόλλυγουντ, δυνατό σα μίστερ Αμέρικα, ποιος το περίμενε, κύριοι συνάδελφοι, πως ευθύς ως εμφανίστηκε αυτό το απολειφάδι ως «Όσιος Οδυσσέας ο μετανοείτε» — ποιος το περίμενε επαναλαμβάνω — πως θα τον αποθεώνανε σαν προφήτη ενός νέου καιρού; Φυσικά όλ' αυτά μαρτυρούν τη δίψα του λαού για αγίους! Αλλά τι φταίμε εμείς οι πολιτικοί; Είναι το μόνο που δεν υποσχόμεθα ποτέ! Ούτε σε προεκλογικούς λόγους ούτε σε κυβερνητικά προγράμματα! Αγίους δεν υποσχεθήκαμε ποτέ! Κι έτσι η ευθύνη για την παράλογη αυτή απαίτηση βαρύνει εξ ολοκλήρου το λαό! Ιδού ο λόγος για τον οποίο η ενότης της υγειώς σκεπτόμενης πολιτικής ηγεσίας είναι απαραίτητος: Διότι ο κίνδυνος που απειλεί τη Χώρα είναι πλέον ολέθριος από ένα εμφύλιο πόλεμο! Σ' ένα εμφύλιο πόλεμο ο λαός μοιράζεται στα δύο οπότε βρίσκουμε τον τρόπο το ένα μέρος να είναι μαζί μας! Σήμερα ολόκληρος ο λαός - κύριοι συνάδελφοι - ενωμένος σαν άμορφη μάζα, είναι εναντίον μας! Παρακαλώ λοιπόν να δεχθείτε τα μέτρα τα όποια λαμβάνονται για την καταστολή της «επιδημίας». (Φωνές)

Page 13: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

13

Μάλιστα «της επιδημίας» είπα! και σκεφθείτε ακόμη πως, αν δεν ενεργήσουμε αμέσως, ή «επιδημία» θα περάσει τα σύνορα, το «Μόλυσμα» θα μεταδοθεί στον υπόλοιπο κόσμο και τότε όχι μόνο η χώρα μας θά έχει καταστραφεί από την επάρατη νόσο, αλλά θα είμαστε και υπόλογοι για συμφορές διεθνούς κλίμακος. Πριν προχωρήσω στην ανάλυση της κρίσεως από πολιτικής πλευράς παρακαλώ ν' ακούσετε με προσοχή τον Γενικό Διευθυντή τής Υγειονομικής Υπηρεσίας !

Page 14: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

14

ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ

ΟΔΥΣΣΕΑ ΓΥΡΙΣΕ ΣΠΙΤΙ

Πράξη Δεύτερη.

Ο Οδυσσέας στον Εύανδρο και τον Πολυκράτη.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ Αν μιλάμε για την ίδια Ιθάκη θυμηθείτε πως φύγαμε! Νέοι, με τη ζωή μπροστά μας, με το μέλλον ανθόσπαρτο. Ο στόλος με όλες τους τις σημαίες ψηλά, η Ιθάκη σύσσωμη στο πόδι, ο λαός χυμένος απ' το λιμάνι ως τον κάβο να φωνάζει «άξιοι, άξιοι!...» Όταν ξανοιχτήκαμε στο πέλαγος, γυρίσαμε να κοιτάξουμε τη γη που αφήναμε. Ήταν τόσο ωραία έτσι όπως την έλουζε το φως, που πέσαμε στα γόνατα. Θυμάστε; Και τότε κάποιος είπε: «Η Ιθάκη δε νοιάζεται για την Τροία αλλά για μας. Πηγαίνουμε στην Τροία για την Ιθάκη. Θα πολεμήσουμε στην Τροία, αλλά για την Ιθάκη. Η ζωή μας, η σκέψη μας, η ανάσα μας, όλα θά 'ναί για την Ιθάκη. Την Ιθάκη που είν' όλα τα όσια και τα ιερά μας μαζί. Την Ιθάκη που μας διώχνει για να γυρίσουμε καλύτε-ροι». Θυμάστε; Πως θα γυρίσομε πίσω σε τέτοιο χάλι; Γίναμε κλέφτες, ψεύτες, θεομπαίχτες, πουλήσαμε την ψυχή μας στον διάβολο... Κοροϊδέψαμε όλες τις χώρες και όλους τους ανθρώπους. Να κοροϊδέψουμε και την Ιθάκη ακόμα; Η Ιθάκη περίμενε ένα σωστό Οδυσσέα και εγώ έχω ξοδευτεί πηγαίνοντας... η φύρα ήταν πιο μεγάλη απ' το υπόλοιπο. Θα μου ζητούσε να καταθέσω τα λαμπρά μου κατορθώματα κι εγώ θά 'πρεπε να πω ψέματα! Να ο λόγος, να ο μόνος λόγος που εδώ και χρόνια βολόδερνα φορτώνοντας κι άλλες απάτες στην καμπούρα μου, γιατί δεν ήθελα ούτε να ξεγελάσω την Ιθάκη, ούτε είχα το θάρρος να πω την αλήθεια. Τώρα όμως μπορώ, το θάρρος βρέθηκε. Και θα γυρίσω όχι βέβαια καλύτερος, αλλά πάντως όχι κάλπικος, όχι για να την ξεγελάσω. Κι υστέρα πρέπει, επιτέλους, να μάθει τι ήταν η Τροία που μας έστειλε. Μια Ιθάκη πού 'χει άγνοια για το τι γίνηκε εκεί, την περιμένουνε ουρά οι καινούριες Τροίες! Αλλά εσείς, βρε ξόανα, σε ποια Ιθάκη θέλετε να γυρίσουμε; Σε μια βολικιά Ιθάκη που θα την κοροϊδέψουμε και θα της φάμε τα περίπτερα και τα καφενεία; Ή σε μιαν ατσίδα Ιθάκη, που θα τα κάνει πλακάκια μαζί μας και θα ζήσουμε όλοι φρόνιμα και καλά; Μη γελιέστε, θά 'ναι τραγικό, δεν υπάρχει τέτοια Ιθάκη. Υπάρχει μόνον εκείνη πού σας λέω εγώ.

Page 15: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

15

ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ

ΟΔΥΣΣΕΑ ΓΥΡΙΣΕ ΣΠΙΤΙ

Από τη συλλογή μονοπράκτων Πρόσωπα για βιολί και ορχήστρα.

Ο Σπυρίδων κλείνει το ραδιόφωνο.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ Τελείως Μαρξιστικό... Εργάτες, αγρότες... ελευθερίες... νίκη του λαού... προλετάριοι όλου του κόσμου ενωθείτε... Εμπρός της γης οι κολασμένοι... (Έξω ακούγεται να περνά αυτοκίνητο με σειρήνα. Τρέχει στο παράθυρο και κοιτάζει έξω παραμερίζοντας λίγο την κουρτίνα. Έρχεται σ' ένα τραπέζι με τηλέφωνο. Αρχίζει να

παίρνει έναν αριθμό, αλλά τ' αφήνει και ξανατρέχει στο παράθυρο, γιατί τώρα ακούγεται θόρυβος μοτοσικλέτας. Κοιτάζει πάλι έξω με προφύλαξη. Η μοτοσικλέτα παύει ν'

ακούγεται, άλλ' αυτός κάτι άλλο προσέχει τώρα. Ξανάρχεται στο τηλέφωνο, παίρνει τον αριθμό που θέλει)

Βασίλη, εσύ είσαι...; Σπυρίδων έδώ... Είσαι μόνος...; Κι εγώ μόνος μου είμαι... Τ' άκουσες όλα...; Τό μήνυμα τοϋ Κερένσκυ; "Οχι; Μά αυτό έπρεπε ν' ακούσεις... Εργάτες, αγρότες σηκωθείτε, δημοκρατίες, ελευθερίες, οικονομικές αλλαγές, τά γνω-στά... Τό αντίθετο! τους υποσχέθηκε καί στό μήνυμα του πώς όλα θά γίνουν... λαέ, ένίκησες καί τά τοιαϋτα... Τί θά κάνουμε...; Αυτό λέω κι εγώ, ακριβώς αυτό, αλλά τί κάνει ό στρατός...; Πώς είναι από κει; Έχετε ησυχία...; κι εδώ...; Δέν εχω διευκρινίσει ακόμα... Πάντως συμβαίνουν αφύσικα πράγματα... Περνούν νοσοκομειακά, μο-τοσικλέτες... κάποιοι περίεργοι τύποι έχουν συγκεντρωθεί στή γωνία... δε μ' αρέσουν καθόλου ολ' αυτά... Νά είμαστε σέ επικοινωνία... ό,τι δεις, ό,τι μάθεις... τηλεφώνησε μου... Παρομοίως... Ό θεός νά βάλει τό χέρι του... Σύμφωνοι... (Κλείνει τό τηλέφωνο. Πάει πάλι ατό παράθυρο καί κρυφοκοιτάζει εξω. Κάτι παρακολουθεί. "Ερχεται πάλι πίσω, κάθεται κάπου, έχει ενα κακόμοιρο ϋφος). θεέ μου, θεέ μου, γιατί νά τά χάσω όλα...; Καί μήπως εχω πολλά; τά στοιχειώδη... Δέν είσαι εφορία γιά νά σού αποκρύψω κάτι, άλλωστε από σένα είναι καί αδύνατον... Έχω αυτό τό διαμέρισμα στό όποιο κατοικούμε... τό εξοχικό μας... τά τρία οικόπεδα... καί τό αύ- τοκίνητό μας φυσικά... Αυτά είναι τά περιουσιακά μας στοιχεία... Τώρα βέβαια εχω τό μισθό μου... τό μικρό μέρισμα ώς μέτοχος της εταιρίας... διότι όπως γνωρίζεις τήν προίκα της Φωτεινής τήν επενδύσαμε εκεί... κάτι άλλα ψιλοπράγματα κι αυτές τίς τρακόσες είκοσι πέντε χιλιάδες γιά τίς όποιες συζητούσα πρίν... Δέν είναι πολλά... Είναι ό μέσος όρος! Είμαι ένας μικροϊδιοκτήτης. Παρ' ολ' αυτά άν νομίζεις ότι πρέπει νά θυσιάσω ένα μέρος, τό συζητώ ευχαρίστως! Άλλα όχι ολα, είναι άδικο... Δέν τ' άρπαξα, δέν τά κατεχράσθην, δέν εκμεταλλεύθηκα άλλους, ούτε τά κληρονόμησα... Είναι ή εσοδεία όλης μου της ζωής... από τό τίποτα... Με γνωρίζεις από τόσο δά... θυμάσαι σε ποια κατάσταση βρέθηκα στην ηλικία, μάλιστα, πού κάθε παιδί έχει ανάγκη τόν πατέρα του...; 'Ηταν χρεοκοπημένος, καταχρεωμένος, ένα ψυχικό ράκος... Κρέμασε πάνω μου όλες τίς ελπίδες του... Καθόταν συνεχώς πλάι μου, ώρες ατελείωτες, αμίλητος καί ευτυχής... μ' έβλεπε νά μελετώ κι έκανε όνειρα... Λίγο νά σταματούσα τόν έπιανε άγχος, έκλαιγε σά μωρό παιδί... Πήγαινα προς νερού μου, μ' έπαιρνε από πίσω, περίμενε έξω από τήν πόρτα. Αναγκάστηκα γιά χάρη του νά βγάλω τό Γυμνάσιο μέ άριστα καί νά μπω μέ άριστα στό Πανεπιστήμιο... Τά θυμάσαι, Θεέ μου; "Οταν έπεσα δύο βαθμούς στό αστικό δίκαιο κατάπιε σαράντα ασπιρίνες... μόνο εσύ ξέρεις πώς έσώθηκε... Αναγκάσθηκα νά τελειώσω μέ άριστα καί τό Πανεπιστήμιο... εν συνεχεία αναγκάσθηκα νά διορισθώ υπάλληλος γιατί έλεγε πώς άν δέν τόν ακούσω θά πέσει άπ' τό παράθυρο... Τόν άκουσα... χάρηκε τόσο πολύ, πού παρεφρόνησε τελείως... Ό

Page 16: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

16

καημένος... κι άρχισε εκείνη ή κωμωδία... "Εδινα τό μισθό στή μαμά... εκείνη γιά νά τόν χαροποιεί τόν έδινε στό μπαμπά καί τού έλεγε... «έφεραν κάτι χρέη»... εκείνος φώναζε εμένα, μού έδινε τά λεφτά κι έλεγε «πάρε νά έχεις χαρτζιλίκι»... εγώ τά ξανάδινα στή μαμά... "Ολη μου ή ζωή ήταν υποταγή στό καθήκον... όλη... Σήμερα είμαι γενικός Διευθυντής της Εταιρίας... Εργάσθηκα σά σκλάβος, κατέπληξα με την προσήλωση και τήν αυτοπειθαρχία μου, μέ τρέμει τό προσωπικό, ελέγχω τά οικονομικά μέχρι τελευταία πεντάρα... Άφ' ότου ανέλαβα τή γενική διεύθυνση τά κέρδη αυξάνονται κατ' έτος 6-7%! Σταθερά...! Γιατί πρέπει τώρα όλα αυτά νά χαθοϋν σά νά μήν έγιναν ποτέ... Καί οι άλλοι βεβαίως, δεκάδες χιλιάδες σάν καί μένα... ό τόπος, ή πατρίς, ή Ελλάς... γιατί, θεέ μου, σέ τί αμαρτήσαμε...; Φυσικά οτιδήποτε γίνεται εις όλους τους τομείς είναι θέλημα σου... καί πώς νά τολμήσω εγώ νά σου κάνω κριτική... Δε διαθέτω οΰτε τήν πείρα ούτε χίς γνώσεις σου... αλλά, μεγαλοδύναμε Θεέ, αυτοί πού θά ελέγχουν από δώ καί μπρος τήν πολιτική καί οικονομική ζωή του τόπου είναι άθεοι, είναι μαρξισταί...! Πολύ σύντομα δηλαδή τό Ύπουργεΐον Θρησκευμάτων τέρμα, καί θά μέ θυμηθείς...! Πολύ δικαίως δε όλοι εμείς οι καλοί χριστιανοί βρισκόμεθα εμπρός σ' ένα αγωνιώδες ερώτημα; δεχόμεθα νά είσαι εναντίον της μεγάλης ιδιοκτησίας, της ελεύθερης οικονομίας, εναντίον τοΰ καπι-ταλιστικού συστήματος εν γένει... αλλά... αλλά καί κατά της θρησκείας...; Δέν είναι δυνατόν! Τότε όμως πώς άφησες νά κερδίσουν τίς εκλογές...; Τί έγινε στην Άγια Ρωσία τό 1917; Καί ό Ρώσος Κερένσκυ δέν ήταν χριστιανός ορθόδοξος...; Δέν τόν ανέτρεψε ό άθεος Λένιν; Δεν έκαψαν οι μπολσεβίκοι τίς εκκλησίες, τά μοναστήρια, δε δημεύσανε τίς εκκλησιαστικές περιουσίες; Δέ θά γίνει τό ίδιο κι εδώ; Δέ ζημιωνόμαστε όλοι, μηδενός εξαιρουμένου...; Είναι ένα τόσο λογικό ερώτημα πού... (Τόν διακόπτει τό κουδούνισμα τον τηλζφώνον)... Εμπρός... εμπρός... Ναι...; ορίστε, εμπρός...! τί θέλετε...; εμπρός... Θά μιλήσετε ή όχι...; εμπρός; (Τό αφήνει μέ μεγάλη προσοχή κο.ί ύστερα μέ τήν ίδια προσοχή τό ξαναφέρνει στ' αντί του. Τό ξαναφήνει). Κάτι συμβαίνει μέ τά τηλέφωνα... (Αυτοκίνητα περνούν μέ μεγάλη ταχύ- τητα. Πάει στό παράθυρο καί κοιτάζει μέ τρόπο. Αυτοκίνητα πού σταματούν μέ ηχηρό φρενάρισμα. Ό ΣΠΥΡΙ-ΔΩΝ σβήνει τά πολλά φώτα, αφήνει ενα καί ξαναπηγαί-νει στό παράθυρο. Ανοίγει μέ κάθε προφύλαξη τό τζάμι καί αφουγκράζεται. Κλείνει, κι έρχεται στό τηλέφωνο. Παίρνει έναν αριθμό. Άργοϋν ν' απαντήσουν κι αδημονεί. Επιτέλους...) "Αααα, Ντένυ, εσύ είσαι, κοριτσάκι μου... Πώς πάει τό σχολείο, καλά...; Σέ ποια τάξη πάς τώρα...; κιόλας στην έκτη... καί του χρόνου πιά Γυμνάσιο, μπράβο...! Μά 6έ μοϋ λές, ό μπαμπάς κοιμάται...; δεν είναι κει...; Οϋτε ή μαμά...! καί είσαι μέ τή θεία σου, μάλιστα! Ποια θεία άπ' όλες...; Τή Μάχη... (Στόν εαυτό του). Αύτη είναι αριστερή, ήταν στό ΕΑΜ...! (Στό ακουστικό) ... Ποϋ φύγανε, μωρό μου, πώς τό είπες, δεν άκουσα... Άπό χθες...; καί ποϋ πήγανε, σοΰ είπανε... Άχά, στην Κηφισιά... ναί, ναί, ναί... ξέρω, ξέρω... Τί εκδρομή; νά μοϋ πεις, παιδί μου, νά μοΰ πεις.,.! Δηλαδή φορούσε εκδρομικά! καί ή μαμά τί φορούσε, πανταλόνι ή φόρεμα...; Τί, τουφέκια...; Ποϋ θά πάνε γιά κυνήγι; στόν Έβρο...; Πότε; Καί πήραν καί βαλίτσες, ε...; πολλές! άχά... Δε μοϋ λές, Ντένυ μου, πήραν καί τά διαβατήρια τους, άκουσες τίποτα...; Ξέρεις τί είναι τά διαβα-τήρια... καλά, δεν πειράζει... Ευχαριστώ, Ντένυ, παιδί μου, ευχαριστώ, καληνύχτα... καί νά προσέχεις... (Ακουμπά τ' ακουστικό αφηρημένος, παρμένος σέ πέλαγος άπό συλλογισμούς). ... Στόν "Εβρο...; μέ όπλα, μέ αποσκευές...; Στόν Έβρο...; Θά είναι συνθηματικό... σ' ελ'α παιδί δεν εμπιστεύεσαι πολλά πολλά... Τό παιδί, όμως, γιατί τό άφησαν καί μάλιστα μέ τή θεία τήν αριστερή...; "Ενα λεπτό, ενα λεπτό... Πήραν τά Οπλα τους, άρα προβλέπουν ταραχές... αφήνουν έδώ τό παιδί γιά νά μήν κινδυνεύσει... καί τό αφήνουν μέ τή θεία τήν κου-κουέδισσα πού τώρα είναι στά πράγματα... Πηγαίνουν στην Κηφισιά γιά νά... πρίν αποκλεισθούν στην Αθήνα... ως έδώ είναι όλα φανερά... εκείνος ό Έβρος τί νά σημαίνει... (Τό βρίσκει).,, μά βέβαια στον Έβρο... στά σύνορα... γιά νά διαφύγουν στην Τουρκία... φεύγουν... Θεέ μου, Θεέ μου, ό δρόμος της εξορίας... Έμιγ-κρέδες, όπως οι Ρώσοι τό Ί7... Λευκορώσοι... Λευκοέλ-ληνες... Αίσχος μου... νόμιζα οτι προπορεύομαι κι εχω μείνει πίσω, κάθομαι δω αδρανής, νωθρός, άοπλος... άοπλος;... (Κάτι σκέφτηκε. Βγαίνει καί σε λίγο ξαναγυρίζει περιεργαζόμενος τό αεροβόλο τουφέκι τοϋ παιδιού τον. Σημαδενει κάτω, πατά τη σκανδάλη). 'Ωραία... (Πάει ως τό παράθυρο, κι υστέρα τραβά γιά τό τηλέφωνο. Παίρνει έναν αριθμό)... "Αν είναι ακόμα στην Κηφισιά... (Στό ακουστικό). Έδώ Σπυρίδων, ποιος έκεΐ...; Ούτε γώ σας ακούω, εσείς με ακούτε...; Πώς νά σας ακούσω μ' αυτό τό θόρυβο...; Χαμηλώστε τή μουσική,

Page 17: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

17

πρέπει νά είναι τόσο δυνατά...; Σπυρίδων έδώ, μέ ακούτε τώρα...; μπορώ νά μιλήσω στον κύριο Ψάλτη...; περιμένω... (Στόν εαυτό τον). Ποιος νά ήταν αυτός...; ως φαίνεται έχουν συγκεντρωθεί επάνω πάρα πολλοί... (Στό ακουστικό)... Ναί, Γιάννη, εγώ...! γιατί δέ μοϋ είπες τίποτα, θά έρχόμεθα καί μεϊς επάνω...! άκουσε, πρώτα, άκουσε πρώτα... κάτι συμβαίνει μέ τίς τηλεπικοινωνίες, κατάλαβες...! κάτι στά τηλέφωνα, ξέρεις...! χτυπά, τό σηκώνω, δέν απαντούν...! εμπλοκές μέ τρίτους, αντιλαμβάνεσαι τώρα... Πάντως εδώ όλα εξελίσσονται κα-νο-νι-κά... Οπως τά είχαμε προβλέψει... Απλώς, περνούν συνεχώς νοσοκομειακά... τραυματίες, τί άλλο...; εννοώ άπό ατυχήματα βέβαια... νυχτερινά ατυχήματα, έτσι, Γιάννη...; Γίνονται καί μετακινήσεις διάφορες μέ κάτι περίεργα αυτοκίνητα, ποιος ξέρει... μερικά σταματούν στίς πόρτες... δέ νομίζω πάντως ότι πρέπει ν' ανησυχούμε, καταλαβαίνεις... απλώς έχουν πιάσει τίς γωνίες ομάδες αγνώστων, μάλλον εργατικών καί συζητούν... γιά ποδόσφαιρο ϊσως... ακατάλληλη ώρα, βέβαια, αλλά αυτοί είναι φα-να-τι-κοί, έτσι... ναί... (Κάτι εξω). Στάσου, μεϊνε στό ακουστικό...! (Τρέχει στό παράθυρο, τό μισά-νοίγει, ξαναγυρίζει, παίρνει τ' ακουστικό καί τό στρέφει προς τό παράθυρο. Μιά μοτοσικλέτα ακούγεται) ... Ακούς...; Όχι, προς θεοϋ, όχι ριπές πολυβόλου, μή λες τέτοιες ανακρίβειες... τρελάθηκες; ... κάποιος θόρυβος ήταν, τρέχα γύρευε... Καί ποϋ είσαι...; δέ συμφωνώ μέ τό κυνήγι στον Έβρο... έχει καί δω κυνήγι... έδώ πρέπει νά κυνηγήσουμε... κι όταν απογοητευθούμε εδώ, τότε νά πάμε στον "Εβρο... δέν είναι σωστό αυτό... εΐναι δειλία... Γιατί δέν πάτε στην Πεντέλη...; έχει σπηλιές, ρεματιές, θά 'ρθώ κι εγώ... Σκέψου το καλά αυτό πού σοϋ λέω, πές το καί στους άλλους... Όχι στον Έβρο... έδώ ή μάχη Ή Μάχη είναι στό σπίτι, μού τό είπε ή κόρη σου... Λοιπόν έτσι, εγώ έδώ θά είμαι γιά τήν ώρα, πάρε με μόλις έχεις νεώτερα... σύμφωνοι! (Κλείνει τό τηλέφωνο) είσαι βλάξ...; Σέ ειδοποιώ οτι παρακολουθοϋν τά τηλέφωνα κι εσύ κάθεσαι καί λές γιά ριπές πολυβόλου...; Κουφός είμαι; δέν τίς άκουσα...; Καί ενώ εγώ εκφράζομαι συνθηματικά, εσύ κυριολεκτείς... (Ξαναπιάνει τό τουφέκι)... Που νά έχει βάλει τίς σφαίρες... (Βγαίνει καί σέ λίγο ξαναγυρίζει κουβαλώντας ενα εκδρομικό σακίδιο καί εκδρομικές μπότες. Απέξω ακούγονται κάποιοι νά τραγουδούν τήν «ανθισμένη αμυγδαλιά». Στήνει αυτί καί λέει μέ ανατριχίλα)... Αντάρτικα τραγούδια... Πρέπει νά τους ξυπνήσω, νά ντυθούν, νά είμαστε έτοιμοι διά πάν ενδεχόμενο... (Βγάζει από τό σακίδιο χακί μπουφάν καί πανταλόνι. Αρχίζει ν' αλλάζει τό πανταλόνι πού φορά μέ τό χακί καί τά παπούτσια μέ τίς μπότες). Αντί νά προπορεύομαι ούραγώ... Κακός υπολογισμός, κάκιστος... Τί ήλίθιότης νά καλέσω απόψε αυτούς τους... λαπάδες... νά παίζουν χαρτιά, νά τους βλέπω νά εκνευρίζομαι... νά χάνω πολύτιμο χρόνο... Δυστυχώς είμαστε λίγοι εμείς... οι σωστοί! πάρα πολύ λίγοι... Οι άλλοι ανησυχούν επιπόλαια, επιδερμικά... δέ φοβούνται εις βάθος, είναι ανίκανοι νά δοϋνε τόν κίνδυνο... καί παίρνουν στό λαιμό τους καί μας... καί τό στρατό... Θά είχε βγει ό στρατός έάν ανησυχούσαν όλοι όπως εγώ... εάν κάνανε όλοι όπως εγώ... Στό γραφείο, στό σπίτι, σε φιλικά σπίτια, στό δρόμο, στό περίπτερο, παντού όπου βρισκόμουν μιλούσα γιά τόν κίνδυνο πού μας απειλεί... "Εκαμα άνθρωπο νά λιποθυμήσει άπ' χό φόβο... Μπροστά σέ οσα είπα έγώ ώχριοϋν όσα είπε ό αρχηγός κι όσα γράφανε δλες οί εφημερίδες μαζί... Τί αποδεικνύει αυτό...; "Οτι μέ λίγη προσπάθεια μποροΰν νά γίνουν θαύματα...! αλλά είμαστε λίγοι δυστυχώς, πάρα πολύ λί-γοι... Ποϋ νά τά βγάλουμε πέρα μέ τόσους ανόητους... «Μά γιατί τέτοιος πανικός; Μά γιατί τόν λέτε Κ,ερένσκυ; Μά κι οί δημοκρατικοί υπόσχονται γαλήνη! Μά γιατί Θά μας σφάξουν; Μά δεν είναι "Ελληνες κι αυτοί;» ... "Ε, όχι, δέν είναι! "Ελληνες είμαστε μόνο εμείς...! Αυτοί μιλούν γιά γαλήνη, εμείς γιά κινδύνους! Ποιο άπ' τά δύο πρέπει νά συγκινήσει τόν αληθινό πατριώτη; Είναι δυνατόν ένας Έλλην, ένας νοικοκύρης άνθρωπος ν' ακούει γιά κίνδυνο καί ν' αδιαφορεί...; Δέν είναι "Ελλην Οποιος αδιαφορεί...! Πές μου πόσο ανησυχείς, νά σοϋ πώ ποιος είσαι...! Μάταια όλα...! φωνή βοώντος... γι' αυτό καί τούτη ή μοναξιά... (Ψάχνει, βιαστικός τά χαρτιά πού σημείωνε). Ποϋ τό 'γραψα... πού τό 'γραψα... (Βρίσκει αυτό πού γυρεύει, είναι ό αριθμός ενός τηλεφώνου. Τηλεφωνεί...) Ναί...; Γραφεία τοΰ κόμματος...; Έδώ Σπυ-ρίδων... ένας οπαδός... τί άλλο νά πώ, δέν αρκεί αυτό...; Ναί, βέβαια, τ' άκουσα άπ' τό ραδιόφωνο... όχι δέν θέλω αυτό, σας παρακαλώ ακούστε με... Θά ήθελα νά μιλήσω μέ κάποιον υπεύθυνο... Μά δέν εννοώ πώς είστε ανεύθυνος, αλλά επειδή αυτό πού θέλω νά συζητήσω είναι αρκετά σοβαρό... ευχαριστώ πολύ, περιμένω (Περιμένει)... μάλιστα, Σπυρίδων, κύριε μου, ένας οπαδός, ένας πιστός οπαδός... τί θέλω...; ... οδηγίες, ποιος θά

Page 18: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

18

μάς δώσει οδηγίες... τί δέν καταλαβαίνετε...; αυτή τήν τραγική ώρα ποιος θά μάς πει τί νά κάνουμε...; ... έ, αυτό κάνω, απίτι μου είμαι, αλλά έγώ άλλο εννοώ... μά είμαι σπίτι μου ολομόναχος, σε αγωνία, σέ αβεβαιότητα... ποιος θά μας δώσει, οδηγίες...; ... τότε δώστε μου τόν αρμόδιο... ευχαριστώ (Περιμένει. Στόν εαυτό τον). Μήπως πήρα λάθος αριθμό...; "Αλλα τού έλεγα, άλλα μου έλεγε... (Στό ακουστικό). Μάλιστα...; Σπυρίδων... ναί, βέβαια, καταλαβαίνω, αλλά πρέπει νά μέ καταλάβετε κι εσείς... απλώς νά μέ ακούσετε μέ προσοχή... εδώ πού βρίσκομαι ή κατάστασις έχει αγριέψει... ή περιοχή βοά από αντάρτικα τραγούδια... ακούγονται συνεχώς ριπές πολυβόλου... τά νοσοκομειακά περνούν τό ενα πίσω άπ' τό άλλο... τά περάσματα έχουν καταληφθεί άπό ομάδες αναρχικών... αυτοκίνητα σταματούν καί κάνουν έλεγχο στά σπίτια... ϊσως νά έγιναν καί συλλήψεις, δεν μπόρεσα νά τό εξακριβώσω... περιοχή Αλεξάνδρας... δεν είχατε τέτοιες πληροφορίες...; Μά έγώ πού σας μιλώ είμαι αυτόπτης καί αύτήκοος μάρτυς... τό τί σάς τηλεφωνούν διάφοροι ηλίθιοι δέ μέ άφορα... έγώ απαιτώ νά μέ πιστέψετε... μάλιστα τό απαιτώ... καί ζητώ οδηγίες... τί θά πει οδηγίες; είστε αρμόδιος ή δεν είστε...; Τότε πρέπει νά μιλήσω μέ τόν αρχηγό... σάς ικετεύω βοηθήστε με νά μιλήσω μέ τόν αρχηγό... Δεν είναι κει...; Δώστε μου τό τηλέφωνο τού σπιτιού του...! Τί πράγμα...; Σάς φαίνομαι τόσο αφελής, ώστε νά πιστέψω αυτό πού μού λέτε...! Τί νά πιστέψω, στό θεό σας...! δτι πήγε νά κοιμηθεί...; είναι ποτέ δυνατόν νά δεχτώ τέτοια τερατωδία... πώς; νά κάμω τό Ιδιο κι έγώ...! "Οχι, δεν πάω νά κοιμηθώ! καί προσέξτε πώς μού μιλάτε... γιά ακούστε δώ... τρελός είστε σεις, παλιάνθρωπε... εσύ νά χαθείς, ασυνείδητε, παλιοαλήτη, παλιομπολσεβίκε... δώσ' μου τ' ονομά σου αν είσαι άνδρας... δώσ' μου τ' όνομα σου αμέσως καί θά σέ κανονίσω έγώ, παλιοκάθαρμα, παλιοκουκουέ... (Κλείνει Τ' ακουστικό. Σκέφτεται. Κάτι τόν ύπονοιάζει) είπα παλιοκουκουέ...; ... Μάλιστα, μάλιστα...! Κατέλα-βαν τά γραφεία τοϋ κόμματος... (Αρπάζει τό μπουφάν καί τό φοράει)... Θά 'χουν καταλάβει καί ραδιοφωνικό σταθμό, ΟΤΕ, ΔΕΗ, υπουργεία... (Πάει ατό παράθυρο, μισανοίγει την κουρτίνα καί κοιτάζει. Κατατρομάζει. Βγαίνει βιαστικός καί σέ λίγο γυρίζει κρατώντας μιά μεγάλη χαρτονένια κούτα καί μιά εφημερίδα κοιτάζοντας άπ' την εφημερίδα παίρνει έναν αριθμό τηλεφώνου)... Έφημερίς πρωινή... Βουίζεις πανάθεμά σε;., μά είναι ώρα γιά νά μιλάτε με άλλους, όταν εγώ εχω τόσα πράγματα νά σας πώ..! Οι ανατολικές συνοικίες καίγονται... άπ' την περιοχή Αμπελοκήπων, Γουδί, Ζωγράφου υψώνονται τεράστιες φλόγες, ό ουρανός είναι κατακκόκι-νος... Όφείλετε νά με πιστέψετε, παλιοκαθάρματα... εγώ σας πιστεύω έπί δεκαετίες... (Αφήνει τό ακουστικό στη συσκευή). Είναι αποκαρδιωτικό... νά λέμε έμεϊς στίς εφημερίδες αυτά πού θά διαβάσουμε αύριο. (Χώνει τό χέρι στην κούτα καί βγάζει Ινα κράνος γιά παιδιά. Τό φορά. "Υστερα βγάζει άπ' την κούτα ενα τανκ καί τό κουρδίζει. Βγάζει κι άλλο καί τό κουρδίζει. Τά τάνκς τρεχολογοϋν στο πάτωμα. Βγάζει κανόνια. "Ενα ρομπότ πού κι αντό κουρδίζει. Ενθουσιάζεται βλέποντας τα).., "Ηρθανε... ήρθανε...! (Τόν πιάνει αμόκ χαράς, μόλις κάποιο ξεκουρδιστεϊ, τό ξανακονρόίζει). Κούρδισμα, θέλεις; αμέσως... "Οποιο ξεκουρδίζεται νά μοΰ τό αναφέρει πάραυτα... Πολύ ώραΐα... Ποτέ δέν είναι αργά...! (Κάποιος θόρυβος, πάλι μέσα ατό σπίτι τόν αποσπά. Ξαναπαίρνει τό αεροβόλο καί οχυρώνεται πίσω από μιά ιιολυθρόνα. Μπαίνει ή κυρία ΣΤΕΛΛΑ ή παραδουλεύτρα. Μόλις τόν δει - χωρίς νά παραξενεύεται — βάζει τά κλάματα).

Page 19: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

19

ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ

ΑΥΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΝΤΕΛΟΝΙ ΤΟΥ

Από τον ομώνυμο μονόπρακτο μονόλογο.

΄Ενας μεσόκοπος άντρας έρχεται προς το τραπέζι μουρμουρίζοντας.

ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ Ράφτης είμαι γω, μοδίστρα είμαι…; Τι είμαι…; Λογιστής είμαι…

(Κάθεται κι αρχίζει το ράψιμο του παντελονιού του) Μα ήσουνα τόσο πολύ γεροντάκι, για μου φαινόσουνα έτσι, επειδή ήμουνα τόσο δα…; Μπάρμπα – Μανούσο, μού ’πε η μάνα μου να μου δώσεις δυο οτρές κορδονέτο να ράψει κουμπιά. Όχι, δεν το θέλω γι’ αγκίστρι. Να ρώτα τη…

(Προσπαθεί να θυμηθεί το σκοπό και τα λόγια τραγουδά)

«Μανούσο τα γυαλάκια σου, τα ξεχαρβαλιασμένα, Στην πόλη για στη Βενετιά…» Γκρούντσου, γκρούντσου, γκρούντσου, όλη μέρα στη ραφτομηχανή του ποδαριού… «Ένας είναι ο Μανούσος. Ειδικότης στα γαμπρικά…» Άσε τώρα τα γαμπρικά, με το βρακί μου τι γίνεται…; Έλα και τώρα, μπάρμπα – Μανούσο, κοίτα μού άνοιξε το παντελόνι μου… μπάλωσέ το μου… Είδες, εγώ σε θυμήθηκα… Και να ’ξερες από πού έρχομαι… Από μακριά… Από πολύ μακριά… από εκατό πανταλονιώ δρόμο… Κι ήρθα σε σένα… Σε προτίμησα… Θυμάσαι που ’ρχόμουνα και σου ’παιρνα κορδονέτο για το καλαμίδι; Και σου ’λεγα ψέματα πως το θέλει η μάνα μου; Ωραία χρόνια, ε;… ωραία χρόνια… Λάδι η θάλασσα… ο Παντελής κι ο Σάββας βγήκανε στη Στελίδα για λαυράκια… Γκρούντσου, γκρούντσου, γκρούντσου. Και δεν έμαθα ποτέ… Ζει; Πέθανε; Τι αναιστησία να μη ρωτήσω ποτέ… Αλλά μήπως ρώτησα γι’ άλλους…; Πρέπει να ρωτήσω… Πρέπει να κοιτάξω αύριο να μάθω… «Μανούσο τα γυαλάκια σου τα ξεχαρβαλιασμένα…»

(Προσπαθεί να περάσει την κλωστή στη βελόνα)

Έλα, κούκλα μου, πέρασε… Πέρασε μέσα στη βελόνα να δεις τι ωραία που είναι. Έλα, μπράβο, να ράψουμε το καλό μας το παντελονάκι, να μπορούμε να πάμε στη δουλίτσα μας αύριο… να βγάλουμε το ψωμάκι μας…

(Πάλι δεν τα καταφέρνει)

Μα δε μου λες τρελάθηκες ή μου κάνεις την έξυπνη…; Αφού περνάς από δω μέσα από καταβολής κόσμου, τι σου ’ρθε τώρα, και θες να κάνεις του κεφαλιού σου; Και τι θα γίνει, μάτια μου, αν ο καθένας κάνει ό,τι του κατέβει…; Θες να ’χουμε φασαρίες με την αστυνομία…; Ε, α σιχτίρ για κλωστή… Γέρασες, το ξέρεις…;

Page 20: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

20

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΕΧΑΪΔΗΣ

ΤΟ ΤΑΒΛΙ

Από τον ομώνυμο μονόπρακτο.

Ο Φώντας μιλάει στον Κόλια.

ΦΩΝΤΑΣ Βγαίναμε απ’ την Καλαμάτα και κοίταζα έξω από το παράθυρο και είδα έναν αγρό, έτσι μεγάλο, με ήλιους. Απ’ αυτά τα ηλιοτρόπια – πώς τα λένε… Και λεω μέσα μου, και βάνω στοίχημα και λεω: Αν δω τρεις φορές ήλιους, η δουλειά θα πάει πρίμα. Αφήνουμε την Καλαμάτα, δέκα χιλιόμετρα παραέξω, δεύτερη φορά ηλιοτρόπια… Προχωρούμε παραπέρα, πιάνουμε Τρίπολη, και ηλιοτρόπια… τίποτα! Τίποτα ηλιοτρόπια! Και περνάμε Άργος και πιάνουμε Κόρινθο, και ηλιοτρόπια τίποτα! Και περνάμε Κόρινθο και πιάνουμε Μέγαρα και ηλιοτρόπια τίποτα!!! Μ’ έπιασε τρέλα! Λέω: Πάει Δε θα ξανακάνω δουλειά ποτέ μου!… Πουφ – πουφ το τσιγάρο… πουφ – πουφ το τσιγάρο… Και μπαίνουμε τώρα Ελευσίνα… Εγώ είμαι να πάω να σκάσω! Λέω: πάει, Δε θα ξανακάνω δουλειά ποτέ μου! Κι ένας παπάς, από την απέναντι μεριά στο βαγόνι, μου προσφέρει τσιγάρο και μου δίνει φωτιά… Και τη στιγμή που πάω ν’ ανάψω το τσιγάρο… Παπ!!!! Παρουσιάζεται ξαφνικά μπροστά μου, έξω απ’ το παράθυρο, ένας κήπος πράσινος κι ένα ηλιοτρόπιο στη μέση!! Ένας ήλιος μεγάλος ξανθός στη μέση!! Και να τον ποτίζει ένα σιντριβάνι!! Τι να σου πω!… Αυτό που αιστάνθηκα εκείνη τη στιγμή, αν αντί για χαρά ήτανε λύπη, θάχαν ασπρίσει τα μαλλιά μου διαμιάς!!! Κι από κείνη τη στιγμή πήρα φτερά! Πήρα φτερά!!! Λέω: Πρέπει να προχωρήσω! Πρέπει να προχωρήσω!

Page 21: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

21

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΝΙΩΤΗΣ

ΕΝΑΣ ΠΡΑΚΤΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Από τη συλλογή μονοπράκτων μονολόγων Γκρο Πλαν. Στρατιώτης μιλάει σε ένα φανταστικό πρόσωπο, δηλαδή στο κοινό.

ΕΝΑΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ

Εκεί που περπατούσα στο δρόμο… σταματάει, που λες, δίπλα μου, κυρ-Λοχαγέ… μια κουρσάρα που μού ‘ρθε νταμπλάς… Αυτοκίνητο κλάσεως, έτσι; Εγώ τά ’χασα… στο τιμόνι, ο τύπος, έτσι; Γκρίζα μαλλιά, κοντά στα εξήντα… αλλά μια χαρά, ντούρος! Ο τύπος, που λες… δεν βγάζει τσιμουδιά! Τίποτα, λέξη… Στυγερός! Μόνο άνοιξε την πόρτα, τίποτα άλλο. Άνοιξε την πόρτα και κοιτούσε το ρολόι του… Υπεροχή ο τύπος, κυρ-Λοχαγέ… κι ήταν σα να ’λεγε «Έχεις ένα λεπτό καιρό, κωλόπαιδο… αν θέλεις να ’ρθεις, έλα… δεν θα περιμένω πολύ ακόμα». Μπήκα που λες, κυρ-Λοχαγέ… Κλείνει η πόρτα! Τσιμουδιά! Το αυτοκίνητο κυλάει… «Που πάμε;» ρωτάω. «Σπίτι!» μου λεει… Κάνει έτσι και πατάει ένα κουμπί στο ράδιο…, κι άρχισε ν’ ακούγεται μια μουσική… που μου σηκώθηκε η τρίχα… «Πιο σιγά», είπα, και το ’κλεισα! Όταν φτάσαμε σπίτι… πριν μπούμε, μου λεει «Ταυτότητα». «Όπα», λεω εγώ… «το πράμα μυρίζει… καλύτερα να λακίσω…» «Μη φοβάσαι μου λεει, «έχω πράματα αξίας στο σπίτι και θέλω να ξέρω ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει». Του ’δωσα την ταυτότητα… έγραψε κάτι σ’ ένα χαρτί… Το ’ριξε σε έναν κουμπαρά… σφηνωμένο στον τοίχο… Μπήκαμε! Το σπίτι ανάκτορο! «Πλύσου, φάε, πιες… Κάνε ό,τι θέλεις… μωρό μου!» Μπήκα στο μπάνιο… πλύθηκα… Βγήκα και πήγα και ξάπλωσα ανάσκελα στο κρεβάτι… Αυτός είχε πέσει… «Άντε ό,τι είναι να γίνει ας γίνει στα γρήγορα να πάμε κι εμείς στη δουλειά μας!» Κάτι προσπάθησε να κάνει… αλλά του την είχα σπάσει… ύστερα από λίγο βαρέθηκε και σταμάτησε… «Πέθανε ο πατέρας μου», του λεω… «και αν δεν πληρώσω τη δόση στην εφορία, αύριο το πρωί θα μας κάνουν έξωση. «Καλά», μου λεει… αφού το θέλεις έτσι! Πάρε αυτά τα χιλιάρικα και πλήρωσε τη δόση! Αν ήσουν πιο έξυπνος… σήμερα εδώ… πέρα… θα ’φτιαχνες το μέλλον σου, μαλάκα… Άντε ντύσου και φύγε!

Page 22: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

22

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΝΙΩΤΗΣ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΩΛΗΣΕΩΝ Από τη συλλογή μονοπράκτων μονολόγων Γκρο Πλαν.

Τραπέζι εστιατορίου. Κάποιος νέος πλησιάζει. Φορά μπλε σακάκι, γκρι παντελόνι, γραβάτα, γυαλιά και κρατά ένα χαρτοφύλακα. Αρχίζει να μιλά σε ένα θεατή.

ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ Με γνωρίζεις εμένα… Όχι… έτσι; Πού να το φανταστείς έτσι; Άσε… άσε… μη σπας το κεφάλι σου… δεν πρόκειται να το βρεις! (Τραβάει μια καρέκλα απ’ το τραπέζι). Να καθίσω; (Παύση). Ευχαριστώ! (Κάθεται, αφήνει το χαρτοφύλακά του σε μιαν άλλη καρέκλα). Για κοίτα με καλύτερα… Δεν με θυμάσαι καθόλου; Έτσι ε; Τόσο πολύ άλλαξα; Εσύ πάντα εδώ, σ’ αυτό το ξενοδοχείο, δεν ερχόσουνα; Είδες εγώ σε θυμάμαι; Μη ρωτάς το πώς και το γιατί… Εγώ σε θυμάμαι, αυτό είναι όλο… Μπορεί να μου είχες κάνει εντύπωση… Λοιπόν ας το πάρει το ποτάμι… Για θυμήσου… ποιος σου ’φερνε τον καφέ στο δωμάτιο… πριν έξι χρόνια… Ναι… εγώ είμαι, ο Θανάσης! Άλλαξα έτσι; Το ξέρω… Αφού μερικές φορές κι εγώ ο ίδιος δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου όταν στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη και κοιτιέμαι… Τόσο πολύ! Εσύ είσαι ρε Θανάση, λεω γεμάτος απορία… αλλά απάντηση δεν παίρνω (γελάει). Ναι… ναι, παντρεύτηκα… Δυο! Δύο παιδιά… Λοιπόν εσύ πρέπει να με είδες για τελευταία φορά… το καλοκαίρι του 73… έτσι; Το φθινόπωρο πήγα στρατιώτης… Ύστερα από δυο χρόνια τέλειωσα και γύρισα στον πατέρα μου… στο χωριό. Μια μέρα του λεω «Άκου, πατέρα, εγώ δεν κάθομαι εδώ με τίποτα… θα φύγω, θα πάω κάτω στην πολιτεία να δημιουργηθώ κι εγώ όπως και τόσοι άλλοι… κατάλαβες;». «Να πας, παιδί μου… αφού το θέλεις…» μου είπε… ο γέρος μου. «Να πας». Έτσι έφυγα κι ήρθα πάλι εδώ. Όταν με προσέλαβε η εταιρεία που εκπροσωπώ, τι ήμουνα; Ένας απλός πωλητής ήμουνα. Τώρα είμαι διευθυντής πωλήσεων! Κερδίζω… αρκετά κερδίζω! Το μυστικό της επιτυχίας μου; Δεν απελπίζομαι… με καταλαβαίνεις… Δεν απελπίζομαι!

Page 23: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

23

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΝΙΩΤΗΣ

Η ΛΑΜΠΑ

Από τη συλλογή μονοπράκτων μονολόγων Γκρο Πλαν. Ένας στρατιώτης κάνει ερωτική εξομολόγηση σε μια ηλεκτρική λάμπα.

ΕΝΑΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ Αχ ρε Λίτσα, αγάπη μου! Σ’ αγαπώ πολύ μωρό μου. Αγαπώ το δέρμα σου, αγάπη μου. Αγαπώ το στρογγυλό σου φαλακρό κεφάλι που λάμπει μέσα στη νύχτα της ζωής μου, Λίτσα… και μου κρατάει συντροφιά… Αχ, ρε Λίτσα… αχ, ρε Λίτσα… είσαι δικιά μου, ρε Λίτσα… Είσαι δικιά μου… καταδικιά μου… Χωρίς εσένα, ρε Λίτσα… Αχ, ρε Λίτσα… αχ, ρε Λίτσα… είσαι ο φάρος μου… μέσα στη ζωή, ρε Λίτσα. Σ’ αγαπάω, ρε Λίτσα, σ’ αγαπάω… και θέλω να σε παντρευτώ, ρε Λίτσα… Θέλω να σε παντρευτώ… ρε Λίτσα, τ’ άκουσες; Πες το «ναι», ρε αγάπη μου… πες το «ναι».

(Η λάμπα αναβοσβήνει)

Σ’ ευχαριστώ που δέχτηκες, ρε Λίτσα… σ’ ευχαριστώ… ένα βάρος έφυγε από πάνω μου, ρε λίτσα… ένα βάρος έφυγε από πάνω μου… Σ’ ευχαριστώ… Και τώρα θα μιλήσουμε σοβαρά, Λίτσα αγάπη μου… Στήσε αυτί κι άκου αυτά που θα σου πω. Και πρώτα απ’ όλα… όταν σε παντρευτώ, Λίτσα… εγώ μόνο θα ’χω δικαίωμα… να σε σβήνω και να σ’ ανάβω, αγάπη μου… Εγώ μόνο και κανείς άλλος… και πρόσεξε, Λίτσα… στο λεω για να το ξέρεις… πρόσεξε… εγώ… μόνο για σένα θα ζω μέσα στη ζωή και για κανέναν άλλο. Πρόσεξε το λοιπόν, Λίτσα μου… μη δεχθείς να σε ανάψει ξένο χέρι γιατί τότε, αγάπη μου… στο λεω και να το ξέρεις… τότε θα σε ξεβιδώσω και θα σε κάνω θρύψαλα. Αυτά είχα να σου πω, γυάλινη και λαμπερή μου αγάπη, και κάτι ακόμα… ότι θα κάνουμε πολλά πολλά παιδάκια γυάλινα και λαμπερά… που όταν θα μεγαλώσουνε… θα γίνουν μεγάλοι και τρανοί και θα φωτίσουνε τον κόσμο όλο…

Page 24: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

24

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΝΙΩΤΗΣ

ΜΑΡΚΕΣ

Από τη συλλογή μονολόγων μονοπράκτων Γκρο Πλαν.

Έφηβος με σορτ καθισμένος σε ζαχαροπλαστείο.

ΕΝΑΣ ΕΦΗΒΟΣ Τι; Α… καλά, μωρέ! Καλά… Τι λες; «Πόρσε»; Ποιο; Το «945», το ’χεις δει, ε; Τι BMV και κουραφέξαλα… Εγώ σου λεω για το «Πόρσε το 945», Ποιος έχει; Αποκλείεται… Αποκλείεται σου λεω! Δεν κυκλοφορούν εδώ πέρα ρε φίλε… Τι; Με ξένο αριθμό κυκλοφορεί… Μπορεί… αυτό… μπορεί… πάω πάσο! Τι; Το σταμάτησες και το προσκύνησες; (Γελάει) Κι εγώ στη θέση σου το ίδιο… θα ’κανα… (Γελάει) Εγώ όταν το πρωτοείδα έπαθα την πλάκα μου. Καλά… καλά και το BMV καλό είναι… Δεν λεω, αλλά εδώ μιλάμε για αυτοκίνητο, έτσι; Τι; Ναι… ναι, το «Φερράρι» που κυκλοφορεί εδώ γύρω…Ναι, το είδα… Αυτοκινητάρα! Δεν ήταν «Φερράρι»; Όχι. Και τι ήτανε; «Ντε Τομάζο». Τι λες, ρε φίλε; Ποιος το κυκλοφορεί; Ξένος έτσι; Είπα κι εγώ… Ποπό αυτοκινητάρα… Τι; Πουλάς ένα «Ντόπερμαν». Και πόσο το δίνεις… 10.000; Δεν το θέλω!… Αυτά, ρε μαλάκα, άμα γίνονται τρισήμισι χρόνια τρελαίνονται και τρώνε όποιον βρούνε μπροστά τους… Γιατί τρελαίνονται; Ένα κόκαλο που έχουν μέσα στο κεφάλι τους… μεγαλώνει και μπαίνει στο μυαλό τους… γιαυτό μόλις γίνουν τρισήμισι χρόνια… τα πάνε στον κτηνίατρο και τα σκοτώνει… γιατί αυτά άμα τρελαθούν τρώνε όποιον βρουν μπροστά τους. Εγώ λυκόσκυλο θα πάρω! Τι; Πού θα το βρω; Θα μ’ αφήσει ο Κώστας το δικό του! Σιγά το λυκόσκυλο! Τι σχέση έχει που ’ναι μαύρο, ρε μαλάκα… Τα μαύρα είναι σπάνια; Τι κάθεσαι και μου λες τώρα… Αφού εσύ δεν είχες ποτέ σου σκύλο, ρε μαλάκα… Να σε ρωτήσω… Το ρώσικο λυκόσκυλο πώς είναι; Τι μαλακίες είναι αυτές; Γκρίζο… γκρίζο… βρε βλάκα… Πώς το κρατάνε δεμένο; Να ρε μαλάκα… Να! Που το δένουν!… Χάπια του δίνουνε ρε… Χάπια ηρεμιστικά γιατί είναι νευρικό και τα σπάει όλα. Τι; Έχεις δει σκυλί απ’ το Θιβέτ και τα μπέρδεψες; Εντάξει, ρε φίλε… το ξέρω κι εγώ έχω δει!

(Γελάει. Κάνει νόημα να σωπάσουν)

Περνάει η σπασίκλα! (Γελάει) Έχει χαζέψει από το διάβασμα. Όλη ώρα με ένα βιβλίο στο χέρι είναι η πουτάνα… όλη ώρα!

(Γελάει)

Page 25: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

25

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΝΙΩΤΗΣ

ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ

Από τη συλλογή μονολόγων μονοπράκτων Γκρο Πλαν.

Εργάτης, κρατά εφημερίδα και τρώει κάτι, ακουμπά σε μια σκάλα.

ΕΝΑΣ ΕΡΓΑΤΗΣ Τι έλεγα; Α, ναι… Σκίσαμε! Τους πετάξαμε τα μάτια έξω! Πέντε γκολάρες δεν είναι λίγο, ρε μάτια μου…

(Ανοίγει την εφημερίδα και δείχνει τους τίτλους)

Και να η απόδειξη… «Λαίλαπα χθες ο Δικέφαλος σάρωσε τους Μαυρόασπρους». Όπα… (Σα ν’ άκουσε κάτι). Τι ήταν αυτό; Τι έπιασε τ’ αυτί μου; Τι; Πληρωμένος ο διαιτητής; Όπα αρχίσαμε τα ύπουλα… Σιγά, σιγά, ρε παιδί μου… Ποιανού φωνάζεις, ρε μαλάκα… Τι πληρωμένος, ρε μάτια μου… τι πληρωμένος. Πέντε φάγατε! Ούτε ένα… ούτε δύο… Πέντε! Φίλε!… φίλε, μ’ ακούς…; Άκου να δεις φάση… σπάσαμε πλάκα χθες βράδυ, γιαυτό γελάω, ακούσαμε μια ταινία καψούρικη! Πρωταγωνίστρια μια χήρα νταρντάνα… η πουτάνα… και παρτενέρ… ένα φιλαράκι γεροδεμένο… παιδαράς… με κάτι πλατάρες σαν υπόστεγο… Ακούστε λοιπόν! Μπαίνει η χήρα… τακ τακ το τακούνι! «Τι ποτό θέλεις, Άρη;» η χήρα… «Ουίσκι», αυτός… ο παιδαράς! Τακ… τακ… αυτή απομακρύνεται… Σιωπή. Ανάβει τσιγάρο ο φίλος! Τακ… τακ… το τακούνι Πλησιάζει η χήρα! Την αρπάζει στις χερούκλες του και τη ρίχνει στο χαλί… «Κουκλάρα μου… κουκλάρα μου», αυτός… «Άρη… Άρη… το ποτό… το ποτό… Θα το χύσεις, Άρη… Άρη αγάπη μου… μη… μη… άφησέ με… μη… Τα μαλλιά μου… σε παρακαλώ… θα λερώσουμε το χαλί, αγάπη μου, το χαλί… Ω, Θεέ μου… ω παραδίνομαι… παραδίνομαι… «Βγάλτα, βγάλτα, κουκλάρα μου… βγάλτα». Αυτός μαρσάρει. «Άρη… Άρη… προς θεού το τσιγάρο… πού άφησες το τσιγάρο, θα καούμε, θ’ αρπάξουμε φωτιά… πού το ’βαλες το τσιγάρο, Άρη; Θα καεί το πέλος του χαλιού. Αααααα, θεέ μου τι κορμί είναι αυτό που αγκαλιάζω… Άρη, αγόρι μου, κακό χρόνο να ’χεις… με λιώνεις, Άρη… με λιώνεις Άρη.. τι είναι αυτό πού έκανες… γιατί μου ’σκισες την μπλούζα;» Αυτός: «Δέκα… δέκα θα σου πάρω, κουκλάρα μου… δέκα». Αυτή: «Είσαι τρελός, μη αφορεσμένε… μη… μη, Άρη». Φαπ!… Χαστούκι… Φαπ! Κι άλλο χαστούκι… Αυτός: «Γιατί με βαράς, πουτάνα… γιατί με βαράς;» Αυτή: «Άρη… πεθαίνω… Άρη… κτύπα με… κτύπα με κι εσύ Άρη, αγάπη μου». Αυτός: «Κουκλάρα μου… με φτάνεις στο αμήν… Με φτάνεις στο αμήν». Αυτή «Άρη… σπαράζω… αγόρι μου… σπαράζω σαν το χταπόδι χτυπιέμαι». Αυτός: «Ούρλιαξε… ούρλιαξε… κουκλάρα μου… ούρλιαξε». Αυτή: «Αααααααα». Και πάνω στη βαθιά ανάσα… κάνει ΚΡΑΠ και τελειώνει η πουτάνα η ταινία…

Page 26: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

26

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΝΙΩΤΗΣ

ΣΤΗ ΣΚΙΑ

Από τη συλλογή μονολόγων μονοπράκτων Γκρο Πλαν. Ένας κύριος ή ένας αρχηγός ή ένας επιτυχημένος, τελοσπάντων.

ΕΝΑΣ ΚΥΡΙΟΣ Εγώ συνηθίζω να εργάζομαι και τις γιορτές! Αυτές οι μέρες είναι, νομίζω… για μένα… πράγματα που σκοπεύω να κάνω… Κλείνομαι απ’ το πρωί στο γραφείο μου ντυμένος με καθημερινά πρόχειρα ρούχα… και δουλεύω ως αργά το απόγευμα… Αργά το απόγευμα… όταν νιώθω… ότι δεν μπορώ να εργασθώ άλλο. Βγαίνω μια βόλτα στην πόλη… Η πόλη συνήθως τέτοιες μέρες είναι έρημη. Ο κόσμος είναι μαζεμένος στα σπίτια του και γιορτάζει… Στους δρόμους τέτοιες μέρες βρίσκονται μόνο αστυνομικοί και ζητιάνοι… Περπατώ με τις ώρες μέσα στην έρημη πόλη! Και σκέφτομαι τη ζωή μου που πέρασε… και τα πρόσωπα που έζησα μαζί τους. Αυτές τις ώρες νομίζω ότι ακούω χιλιάδες ήχους… Ήχους από όλες τις στιγμές της ζωής μου… Είμαι ασφαλής! Σκέφτομαι… Από δω και πέρα ό,τι κι αν συμβεί… και η χειρότερη καταστροφή… εγώ δεν κινδυνεύω πια… Ας χαρώ, σκέφτομαι, αυτή την ελεύθερη στιγμή.. που εγώ χαρίζω στον εαυτό μου… και χάνομαι μέσα στους δρόμους… Σε λίγο δεν σκέφτομαι τίποτα… Μουδιάζω σιγά σιγά κι είναι σα να μεθάω… Αισθάνομαι λύπη για τη ζωή που πέρασε! Θυμάμαι τη γυναίκα μου! Θυμάμαι μια φοβερή σκηνή που ζήσαμε μαζί! Σκέφτομαι τα παιδιά μου… που σπουδάζουν στο εξωτερικό… Εγώ, βέβαια… είμαι μονάχος… αλλά χαίρομαι τη μοναξιά μου… Τη χαίρομαι… διότι η ζωή όλων των ανθρώπων που αυτές τις ώρες γιορτάζουν αμέριμνοι… και που θα πλημμυρίζουν την άλλη μέρα αυτούς τους ίδιους δρόμους… η ζωή τους, λεω… θα εξαρτάται από τις αποφάσεις που εγώ θα πάρω…

Page 27: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

27

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΝΙΩΤΗΣ

Ο ΘΥΡΩΡΟΣ

Από τη συλλογή μονολόγων μονοπράκτων Γκρο Πλαν.

Ένας θυρωρός μιλά σ’ ένα φανταστικό πρόσωπο.

ΕΝΑΣ ΘΥΡΩΡΟΣ Ευχαριστημένος; Μα τι λες, κυρ-Γιάννη… Έχεις έρθει να δεις πού καθόμαστε; Αυτό δεν είναι σπίτι, μπουντρούμι είναι, πηγάδι σκοτεινό… και καλά εμένα δεν με νοιάζει… όλη ώρα… έξω είμαι… εκείνη η κακομοίρα η γυναίκα μου… την πληρώνει τη νύφη… δεν την είδες πώς έχει καταντήσει; Α κυρ-Γιάννη, δεν μας τα λες καθόλου καλά! Τι έχει; Έχει πάθει μεγάλη ζημιά… σε κοιτάει ίσια στα μάτια και δεν βγάζει μιλιά… και τ’ αριστερό της χέρι κοντεύει να ξεραθεί… Εμείς δεν ήμασταν μαθημένοι έτσι, κυρ-Γιάννη. Εμείς εκεί κάτω στο νησί είχαμε όλα τα καλά… και σπίτι φωτεινό και περβόλια… όλα τα καλά, σου λέω.. αλλά είπαμε να φύγουμε και να ’ρθούμε εδώ για τα απιδιά… να τα σπρώξουμε να πάνε λίγο πιο πάνω… με καταλαβαίνεις; Να ’μαστε κοντά στα παιδιά… γιαυτό φύγαμε κι αφήσαμε τη σειρά μας… για να προοδεύσουν τα παιδιά… αλλά δεν βαριέσαι, αδερφέ, και που ’ρθαμε εδώ τι καταλάβαμε… τι καταφέραμε;… τίποτα! Την υγεία μας καταστρέψαμε… θαμμένοι ζωντανοί σ’ ένα μπουντρούμι μια ολόκληρη ζωή… και τα παιδιά μας τ’ αγριέψαμε… (Δακρύζει) και φύγανε από κοντά μας… κι ούτε που ξέρουμε τι γίνονται… Ζουν; Πέθαναν; Δεν το ξέρουμε… Καμιά μέρα από τις εφημέρίδες θα τα μάθουμε τα κατορθώματά τους… κι ύστερα όλο θα κλαιμε… από ντροπή… Αλλά εγώ που με βλέπεις… σε πέντε χρονάκια… παίρνω τη σύνταξη και μην τον είδατε μην τον απαντήσατε… στο σπίτι στο νησί… το έχω τελειοποιήσει… κι εκεί θα πάω ν’ αράξω… αμ’ τι νόμισες… θα κάτσω εδώ να ’μαι το παραπαίδι του ενού και του άλλου; «Νίκο, τρέξε εδώ. Νίκο, πάρε αυτό. Νίκο, έλα πάνω. Νίκο, πήγαινε εκεί». Τέρμα τα θελήματα κυρ-Γιάννη. Τέρμα τα θελήματα… αν πιαστήκαμε στη φάκα… ήταν γιατί πηγαίναμε για κάτι καλύτερο… ήταν γιατί θέλαμε να μορφώσουμε τα παιδιά μας… να τους δώσουμε πιότερες ευκαιρίες… από ό,τι δώσανε σε μας οι πατεράδες μας… γιαυτό τα μαζέψαμε άρον άρον κι ήρθαμε εδώ.

Page 28: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

28

ΜΑΡΙΟΣ ΠΟΝΤΙΚΑΣ

Ο ΛΑΚΚΟΣ ΚΑΙ Η ΦΑΒΑ

Πράξη Δεύτερη.

Η πόρτα ανοίγει και στο κατώφλι της φαίνεται ο 1ος Άντρας. Κοιτάζει, τον 2ο Άντρα και τη Γυναίκα, κλείνει την πόρτα και πηγαίνει στο ντιβάνι, όπου σωριάζεται. Φαίνεται κουρασμένος. Η Γυναίκα πετάγεται τρομαγμένη και πάει κοντά στην τηλεόραση. Ο 2ος Άντρας της κάνει νόημα να μη μιλήσει.

Μένουν για λίγα δευτερόλεπτα σ' αυτές τις θέσεις. Η Γυναίκα κοιτάζει πότε τον 1ο και πότε τον 2ο Άντρα. Ο 2ος Άντρας κοιτάζει τον 1ο και κουνάει το πόδι του νευριασμένος. Ξαφνικά φωνάζει και πετάγεται όρθιος.

2ος ΑΝΤΡΑΣ Εγώ σ' έχω, ακούς; Σ' έχω και σε παρέχω και σ' το λέω γιατί ξέρω πολύ καλά τι σκέφτεσαι... (Παύση). Είσαι κουρασμένος, έτσι; Πας να μας παραστήσεις τον ξεθεωμένο, αλλά δεν τα τρώμε κάτι τέτοια... Σε μάθαμε πια... Σε πήραμε χαμπάρι... (Παύση). Δε σε σώζει τίποτα πια - σ' το λέω και να το ξέρεις. (Γυρίζει προς τη Γυναίκα και της κάνει νόημα που σημαίνει «ωραία δεν τα λέω». Η Γυναίκα τον ενθαρρύνει κι αυτός γυρίζει προς τον 1ο Άντρα που συνεχίζει να παραμένει στην ίδια θέση). Νόμιζες πως θα γλίτωνες, ε; Άμ' δεν είν' έτσι, εξυπνάκια, δεν είν' έτσι... Ο ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται. Μετά... κλάφ' τα, Χαράλαμπε! Σ' τα 'λεγα εγώ, δε σ' τα 'λεγα; Εσύ το χαβά σου, το βιολί σου εσύ... Φάτηνα τώρα... Χα! χα! χα!... Ο ποντικός πιάστηκε στη φάκα. Για φαντάσου... Χα! χα! χα!... «Αν σ' αρέσει, μπάρμπα Λάμπρο, ξαναπέρν' απ' την Άνδρο...» (Παύση). Δε μιλάς, ε; (Πάει κοντά του, σχεδόν από πάνω τον). Και καλά εσύ... Ήθελες τα έπαθες τα! Εγώ όμως μπορείς να μου πεις τι φταίω; Τι ανάγκη έχω να σπαζοχολιάζω εγώ, μπορείς να μου πεις; (Παύση). Αλλά πού το βρήκες εσύ το φιλότιμο, για να καταδεχτείς να μας μιλήσεις... Δεν πα' να κουρεύονται, λες, που θα τους κάνω και τη χάρη να τους μιλήσω... (Παύση). Δε φαντάζεσαι όμως πόσο χάρηκα που την έπαθες σα βλάκας... Στην αρχή λυπήθηκα λίγο, για να 'μαι ειλικρινής. Τον φουκαρά, είπα... Και φαινότανε καλό παιδί... Μετά όμως που το καλοσκέφτηκα, άλλαξα γνώμη... Καλά να πάθει είπα,.. Τέτοιος που 'τανε καλά να πάθει... Όπως έστρωσε θα κοιμηθεί, τι να του κάνω εγώ; (Ο 1ος Άντρας ανασηκώνεται νια να καθίσει στο ντιβάνι κι ο άλλος πισωπατάει τρομαγμένος). Πρόσεξε τι πας να κάνεις, έτσι; Μην τολμήσεις και μ' αγγίξεις, γιατί θα φάμε χα μουστάκια μας εδώ μέσα - να 'μαστ' εξηγημένοι. (Ο 1ος Άντρας τον κοιτάζει). Το καλό που σου θέλω, κάτσε ήσυχα... (Η Γυναίκα κάνει μια κίνηση σα να φοβάται). Μην επιβαρύνεις τη θέση σου εκτός κι αν έχεις όρεξη, εντάξει; (Παύση. Ο 1ος Άντρας κρύβει το κεφάλι του μέσα στα χέρια του. Ο 2ος Άντρας ξαναπαίρνει θάρρος). Πες αλεύρι, πες αλεύρι... Έν' αγγούρι σε γυρεύει... (Γελάει, ο άλλος ξανασηκώνει το κεφάλι του κι ο 2ος Άντρας σταματάει).

Page 29: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

29

ΜΑΡΙΟΣ ΠΟΝΤΙΚΑΣ

Ο ΛΑΚΚΟΣ ΚΑΙ Η ΦΑΒΑ

Πράξη Δεύτερη.

Οι δυο Άντρες μένουν σιωπηλοί. Σε κάθε θόρυβο ο 2ος Άντρας αναταράζεται τρομαγμένος και κοιτάζει προς την πόρτα. Περνάει ένα λεπτό.

2ος ΑΝΤΡΑΣ Είδες; Τα βλέπεις που σου λέω, δε θα 'ρθουνε; Έχω ή δεν έχω δίκιο; Ε, τι να κάνουμε τώρα, ρε φίλε; Θέλω την ησυχία μου, κακό είναι; Πειράζω κανένα με το να θέλω την ησυχία μου; (Παύση). Να την πληρώσω εγώ για σένα, δηλαδή; Εσύ θα το 'θελες; Δε νομίζω και καλά θα 'κανες. (Παύση). Γι' αυτό σου λέω... Σκέφτομαι, δηλαδή, πως το καλύτερο που 'χεις να κάνεις, είναι να πας και να τους μιλήσεις. Με θάρρος και με ειλικρίνεια να χους πεις αυτά που 'χεις να πεις και τέρμα. Ο φίλος μου -θα πεις- δε φταίει σε τίποτα. Αλλά ούτε κι εγώ. Παρεξήγηση ήτανε - έτσι θα πεις εσύ! Και να δεις που όλα θα πάνε μια χαρά. Να μη φοβάσαι όμως, γιατί άμα φοβάσαι πάει... Το 'χασες το παιχνίδι. (Παύση). Πώς το βρίσκεις; Τα βλέπεις; Βλέπεις χώρα πόσο δίκιο έχω; Γι' αυτό, άμα μιλάω, να μ' ακούς. Ξέρω εγώ, έχω πείρα. Κι αν μιλάω, μιλάω γιατί θέλω να τα προλάβω όλα, να 'μαι σίγουρος, καταλαβαίνεις χι θέλω να πω; Αν με ρωτήσεις εμένα κατά βάθος, θα σου πω ότι δεν τρέχει τίποτα! Τζάμπα κουβέντα κάνουμε, είμαι σίγουρος γι' αυτό! Απ' την αρχή ήμουνα σίγουρος. Σ' άφηνα όμως για να ξεθυμάνεις, για να νιώσεις καλύτερα. (Εκβιασμένο γέλιο). Κι όσο το καλοσκέφτομαι, όσο ξεχνιέται, δηλαδή το πράμα, τόσο πιο καθαρά το βλέπω τι κορόιδα είμαστε. Έτσι; Φασαρία για το τίποτα κάναμε - το βλέπεις και μόνος σου, ε; Χάσαμε τη ψυχραιμία μας - αυτό είν' όλο. Όχι. Να ξανάρθουν δεν πρόκειται... Στοίχημα βάζω ότι αυτή τη στιγμή ούτε που θα μας θυμούνται καθόλου. (Γελάει προσποιητά). Σιγά τον πολυέλαιο τώρα... Μπήκαν δύο φιλαράκοι μέσα στο σπίτι και κάτι τρέχει στα γύφτικα. Τι λες; (Υπογραμμίζει τις λέξεις τον). Κάτι τρέχει στα γύφτικα. Από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα. Άρμεγε κούρευε, χέζε δεμάτιαζε που 'λεγε κι η μάνα μου. Αλλά δε με ξέρεις καλά εμένα. Ανάποδα να 'ρθει ο ουρανός, εγώ κάτω δεν το βάζω. Ο κόσμος να χαλάσει, το κέφι μου με τίποτα δεν το χάνω! (Σιωπή. Ξέσπασμα, έχει λυγίσει). Να σου πω κάτι; Θέλω να σου πω κάτι! Σιχαίνομαι που ζω. Δε θέλω να ζω... Άμα έρθουνε, θα χους φωνάξω κατάμουτρα «σιχαίνομαι που ζω, ρε μαλάκες... Αυτό που ζω δεν είναι ζωή» - έτσι θα χους πω... Δε φοβάσαι, ε; Να μη φοβάσαι... Να μη φοβάσαι... Άκου εμένα που σου μιλάω... Να μη φοβάσαι! (Μένουν σιωπηλοί. Ο 2ος Άντρας τρέχει και αγκαλιάζει τον Ιο Άντρα ο οποίος δεν αντιδρά,

αντιθέτως ανταποδίδει)

Page 30: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

30

ΜΑΡΙΟΣ ΠΟΝΤΙΚΑΣ

Τ Ο Τ Ρ Ο Μ Π Ο Ν Ι

Πράξη Πρώτη.

Ο Πελοπίδας Σταματά να παίζει το τρομπόνι κι απευθύνεται στην Ευτυχία.

ΠΕΛΟΠΙΔΑΣ Θείο πράμα. Η μουσική είναι θείο πράγμα. (Παύση). Σου σηκώνεται η πέτσα όπως και να το κάνεις. (Παύση). Πάρε για παράδειγμα το «Περνάει ο στρατός». (Το σφυρίζει). Τι θέλω να πω: Ότι ακόμα κι ένα εμβατήριο έχει τη μελωδία του, έχει τη γλύκα του που λένε.

(Ο Πελοπίδας σιγοσφυρίζει το «Περνάει ο στρατός». Σταματάει) Και πού ν' ακούσεις την «Εύθυμη Χήρα». Έτσι κι ακούσεις την «Εύθυμη Χήρα», ξεμπέρδεψες. Ο,τι και να σου παίξουνε χάνει μετά, ξεθυμαίνει. (Παύση). Αααα. Φρατς Λέχαρτ... Αυτός είναι μουσικός (Παύση). Θα την παίξουμε την άλλη Κυριακή, θα 'ναι ο Νομάρχης με τον Στρατηγό και προς τιμήν χους, κατάλαβες; Λένε πως θα ρίξουνε και βεγγαλικά και θα χορέψουνε κιόλας, πρέπει να 'ναι πολύ όμορφα. (Μικρή παύση). Ξέρεις; Παραλίγο να μη με βάζανε. Εγώ Κατευθείαν στον δήμαρχο. Οι υπηρεσίες μου σας είναι γνωστές, του λέω. Δεκαεννέα ολόκληρα χρόνια! «Πελοπίδα», μου λέει, «είσαι κουτός. Τη θέση σου στην μπάντα δε γεννήθηκε ακόμη ο άνθρωπος που θα την πάρει». Συγκινήθηκα. «Είσαι», μου λέει, «το καλύτερο τρομπόνι. Συνεπώς, μη φοβάσαι τίποτα». Αλλά πρέπει να φυλαγόμαστε, πρέπει να μη χάνουμε τις ευκαιρίες, οι ευκαιρίες δεν έρχονται κάθε μέρα. Διότι τι είναι η ζωή; Δύο-τρεις ευκαιρίες είναι. Τις πέταξες; Το ίδιο θα σου κάνουνε κι αυτές. (Μικρή παύση). Μάλαμα, είναι ο Δήμαρχος! Σαν παιδιά μάς έχει χους υπαλλήλους του. Με το «σεις και με το σας». Άσε τους δημότες. Άλλη τρέλα μ' αυτούς. Παράδειγμα, το τελευταίο. Πού, ποιος το σκέφτηκε - όχι, σε παρακαλώ, πες μου ποιος το σκέφτηκε- να βάλει την μπάντα στην πλατεία και να παίζει πρωί-βράδυ; Κανένας. Και είδες τώρα πώς είναι ο κόσμος; Όλο χαμόγελα είναι...

(Η Ευτυχία ξαναρχίζει το σίδερο. Ο Πελοπίδας ξεφυλλίζει τις νότες) Να σου παίξω λίγο Φρατς Λέχαρτ; Θες ν' ακούσεις, να δεις περί τίνος πρόκειται; Άκου! (Παίζει στο τρομπόνι λίγο. Σταματάει). Σ' άρεσε; Κατά την ταπεινή μου γνώμη, Ευτυχία, ο Φρατς Λέχαρτ είναι ο μεγαλύτερος μουσικός. Δε λέω, κι άλλοι γράψανε μουσική, αυτουνού είναι όμως θείο. Θείο πράγμα είναι αυτουνού η μουσική. (Μικρή παύση). Αλλά δεν είναι να σε δούνε να προκόψεις. Δεν είναι. Έτσι και πας λίγο παραπάνω, κάηκες. Και γιατί; Γιατί, κύριε, σε ρωτάω. Τα λεφτά σου τρώω; Επειδή κάθομαι, δηλαδή, στ' αβγά μου και κάνω τη δουλειά μου ήσυχα και παστρικά; Γι' αυτό; Εμ δε... Δε σφάξανε που θα σου την κάνω τη χάρη. (Μικρή παύση). Τι θα πει φασίστας, κύριε; Γιατί, δηλαδή, την πετάς την κουβέντα σου; Με ξέρεις; Κάνουμε παρέα; Τότε; Γιατί μου κολλάς ταμπέλα στα καλά καθούμενα;

(Σηκώνεται κι αρχίζει τις βόλτες. Δείχνει νευριασμένος) Η κάσα. Κατάλαβες τώρα; Έρχεται η κάσα και μας κάνει τον ξύπνιο. Ποιος; Η κάσα. Που μέχρι χτες μόνο στα πανηγύρια τον παίρνανε. Κι αν τον παίρνανε. (Μικρή παύση). Αλλά καλά τον έφτιαξα κι εγώ. Για να δούμε χώρα χι θα 'χει να λέει. Να δούμε ποιος είν' αυτός που θα γελάσει τελευταίος. Λες και χαθήκανε οι κάσες, λες και δεν υπήρχε άλλος να βαρέσει, απ' αυτόν θα περιμέναμε. Τον διώξανε! Και να 'τανε αυτό μονάχα; Έκανε και τους

Page 31: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

31

άλλους να με σχραβοκοιτάνε... Αλλά δε με ξέρουνε καλά. Δε με ξέρουνε καθόλου καλά. Ο κύριος δήμαρχος μου το 'πε. «Πελοπίδα», μου είπε, «σ' ένα μήνα, το πολύ σε δύο, θα παίζεις στην πρωτεύουσα». Σ' ένα μήνα, το πολύ σε δύο! Τρομπόνι στη μεγάλη μπάντα. Καταλαβαίνεις τι θα πει; Θα πιάσουμε και διαμέρισμα, μην το ξεχνάς έτσι; Με μια μπαλ-κο-νά-ρα! Με γλάστρες. Και θα βγάζουμε και καρέκλες να καθόμαστε το καλοκαίρι.

Page 32: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

32

ΜΑΡΙΟΣ ΠΟΝΤΙΚΑΣ

Τ Ο Τ Ρ Ο Μ Π Ο Ν Ι

Πράξη Πρώτη.

Ο Πελοπίδας απευθύνεται στην Ευτυχία.

ΠΕΛΟΠΙΔΑΣ Οκτώ ακριβώς πρέπει να είμαι στην πλατεία. (Με ύφος). Και ξέρεις τι πρόγραμμα έχουμε σήμερα; Σου έχω πει; Άκου να δεις. Έχουμε πρώτα πρώτα: Πέντε εμβατήρια. Πέντε η έξι ανάλογα... Μετά έχουμε ποτ πουρί με παλαιά νοσταλγικά τραγούδια: «Άσ' τα τα μαλλάκια σου», «Βίρα τις άγκυρες», «Καπετάνιο, καπετάνιο, χαμογέλα» και τα λοιπά. Κλείνουμε με εμβατήρια και τελειώνει το πρώτο μέρος. Το δεύτερο μέρος αρχίζει με δημοτικά. Στη συνέχεια δύο-τρία εμβατήρια, μερικά κομμάτια από οπερέτες και κλείνουμε πάλι με εμβατήρια. Πώς σου φαίνεται; (Παύση). Με φωνάζει που λες προχτές ο κύριος Δήμαρχος και μου λέει... (Έχει αρχίσει να ξύνεται στο κεφάλι του). Έτσι μου 'ρχεται να κουρευτώ γουλί... Δεν μπορώ άλλο, κοντεύω να τρελαθώ. (Ξύνεται). Κι όσο ξύνομαι, τόσο πιο πολύ με τρώει. (Ξύνεται). Αααααχ... Δάκρυσα. (Ισιάζει τα μαλλιά τον και τινάζει την πιτυρίδα από την πιτζάμα του). Πολύ Μυστήριο πράγμα η πιτυρίδα... Πολύ μυστήριο... (Παύση. Ο Πελοπίδας αρχίζει πάλι να ξύνεται). Με φωνάζει λοιπόν μέσα ο Δήμαρχος και μου λέει: άκου να σου πω, Πελοπίδα μου... Πρόσεξε... με είπε «Πελοπίδα μου». (Παύση).Άκου να σου πω, Πελοπίδα μου, λέει, όλα σου καλά και άγια, αλλά μιλάς πολύ. Τι θέλετε να πείτε, κύριε δήμαρχε; του λέω. Λες πολλά, μου λέει. (Η Ευτυχία βγάζει το σίδερο από την πρίζα και τον κοιτάζει τρομαγμένη). Κύριε δήμαρχε, του λέω, αν έκανα κακό στην υπηρεσία, να τιμωρηθώ. Είμαι έτοιμος να υποστώ οποιαδήποτε τιμωρία θέλετε να επιβάλετε. Τότε σηκώνεται, με αγκαλιάζει και μου λέει: Αν εγώ, φίλε Πελοπίδα, τολμήσω να τιμωρήσω εσένα το καλύτερο τρομπόνι, φωτιά θα πέσει και θα με κάψει. Λοιπόν, αυτό μην το ξαναπείς... Κι αν σε φώναξα, για το καλό σου σε φώναξα. Γιατί, βρε αδερφέ, κάθεσαι και ρωτάς αν έχει μπάντα στην πρωτεύουσα κι αν παίζει πρωί-βράδυ όπως εδώ; Είναι καμιά ανάγκη να ξυπνήσουν κι άλλοι και να θέλουνε να πάνε; Μου ήρθε να τον φιλήσω! Γιατί κατάλαβα πόσο με εκτιμάει.

Page 33: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

33

ΜΑΡΙΟΣ ΠΟΝΤΙΚΑΣ

Τ Ο Τ Ρ Ο Μ Π Ο Ν Ι

Πράξη Τρίτη.

Ο Πελοπίδας στην αρχή στον εαυτό του, μετά απευθύνεται στην Ευτυχία.

ΠΕΛΟΠΙΔΑΣ Αυτοί δε θέλουνε μουσική, θέλουνε ξύλο. Ξύλο μετά μουσικής. (Μικρή παύση). Οι βάρβαροι... Τα στουρνάρια... (Μικρή παύση).Τρέμω, Ευτυχία... Τρέμω από τα νεύρα μου. Ακόμα δεν μπορώ να συνέλθω, τόσο πολύ νευρίασα. Τι φωνάζεις, ρε κύριε; Τι γκαρίζεις; Με ποιο δικαίωμα ουρλιάζεις έτσι; Δεν ακούς από κάτω μουσική; Δε σε μαγεύει εσένα; Η μουσική δε σε γλυκαίνει; Ντιπ για ντιπ είσαι δηλαδή; (Μικρή παύση). Και καλά εσένα... Εσένα δε σε γλυκαίνει. Τους άλλους που κάθονται κι ακούνε, δεν τους λυπάσαι; Παίζαμε, παιδί μου, παίζαμε. Ένα γερμανικό μαρσάκι. Η πλατεία γεμάτη. Χαρά Θεού. Χαίρονταν τα αφτιά ν' ακούνε και τα μάτια να βλέπουνε. Άλλοι καθισμένοι στα τραπεζάκια να τρώνε το παγωτό τους κι άλλοι να κάνουνε τη βόλτα τους. Ο δήμαρχος εκεί, ο αστυνόμος... Όλοι. Ο συμβολαιογράφος με τη γυναίκα του και τα παιδιά του, ο ιατρός ο Γεωργίου, όλοι σου λέω. Όλοι. Κι ένα φεγγάρι, μα τι φεγγάρι ήτανε αυτό. Τόσο μεγάλο - με το συμπάθιο. Όλη η πλατεία έλαμπε. Δεν υπήρχανε κακίες εκείνη την ώρα. Εκείνη την ώρα είμαστε οι πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι του κόσμου. Ο κύριος δήμαρχος χαμογελούσε καλόκαρδα σε όλους, φτωχοί και πλούσιοι εκείνη την ώρα είχαμε γίνει ένα. Κι η μουσική να παίζει, να φεύγουνε οι νότες και να χώνονται γλυκά γλυκά μέσα στην καρδιά. Και ξαφνικά, μέσα σ' αυτή την ευτυχία που 'χε απλωθεί ολόγυρα, βγαίνει κάποιος από ένα παράθυρο κι αρχίζει να γκαρίζει. Στάσου να δεις. Αρχικά δεν πήρε κανείς χαμπάρι. Εμένα μόνο κάτι πήρε τ' αφτί μου, αλλά δεν έδωσα και μεγάλη σημασία. Και πριν ακόμη καταλάβω, προτού καλά καλά να δω τι γίνεται, ποιος φώναζε τέλος πάντων, συμβαίνει το εξής τρομερό. Όλη η μπάντα σαν κάποιος να 'δωσε το σύνθημα, σα να πάτησες ένα κουμπί και τσακ: σταμάτησαν να παίζουν. Όλοι! Σα να 'ταν ρεύμα και το κόψανε, σα διακόπτης πάψανε να παίζουν! Και τότε, σ' όλη την πλατεία από τη μία της άκρη μέχρι την άλλη ακούστηκε το ουρλιαχτό. Για ένα-δύο δευτερόλεπτα έπεσε βουβαμάρα. Ο μαέστρος τα 'χε χάσει, έμεινε με την μπαγκέτα σηκωμένη στον αέρα και δεν ήξερε τι να κάνει. Ευτυχώς, το μυαλό μου δούλεψε γρήγορα... «Πελοπίδα», λέω μέσα μου, «τώρα θα δείξεις τι αξίζεις». Και μονάχος μου, με δική μου εντελώς πρωτοβουλία, σηκώνω το τρομπόνι μου κι αρχίζω να παίζω την πρώτη στροφή από το «άσ' τα τα μαλλάκια σου ανακατωμένα». Εκείνος ο γάιδαρος το βιολί του. Δεν έλεγε να σταματήσει. Δώσ' του να ουρλιάζει, να ουρλιάζει λες και τον είχαν βάλει εξ επί τούτου. «Α, έτσι μου 'σαι, παλιομουλάρι;», λέω από μέσα μου. Κι αρχίζω να φυσάω όσο πιο δυνατά μπορούσα. Αυτό ήτανε, τον σκέπασα. Κάνω νόημα και στους άλλους ν' αρχίσουνε να παίζουνε, χαμπάρι αυτοί «Εμπρός», φωνάζει ο μαέστρος που 'χε συνέρθει στο μεταξύ. «Εμπρός παίξτε...» Κανένας! Μια εμένα κοιτάζανε, μια το μαέστρο. Να σου κι ο δήμαρχος σε μια στιγμή. Είχε σηκωθεί από τη θέση του κι ερχότανε προς τη δική μας τη μεριά. Τον μυρίζονται δυο-τρεις κι αρχίζουνε κι αυτοί να παίζουνε. Οι άλλοι τίποτα! Κι όχι μόνο τίποτα, αλλά είχανε αφήσει και τα όργανα τους επάνω στις καρέκλες και κάθονταν όρθιοι και μας κοιτάζανε σαν να 'μαστε τίποτα μαϊμούδες, τίποτα ζώα περίεργα, για χάζι και για καλαμπούρι. Στο μεταξύ, ο αστυνόμος που καθόταν μαζί με τον κύριο δήμαρχο είχε γίνει άφαντος. Άσε τον κόσμο. Χαμένα τα 'χε, δεν ήξερε χι του γινόταν, άλλοι φεύγανε, άλλοι μαζεύονταν γύρω μας... (Παύση). «Να φύγετε», λέει ο δήμαρχος που 'χε πλησιάσει. «Παίξτε δυο-τρία κομμάτια και να φύγετε!» Τον κοιτάω στα μάτια, με κοιτάει κι αυτός και μου χαμογελάει, παρ' όλο το θυμό του. Ήταν σα να μου έλεγε «Μπράβο, Πελοπίδα!» (Παύση). Και τώρα σε ερωτώ: γιατί σταμάτησαν; Γιατί ά-φησαν χα όργανα τους και σταμάτησαν; Τι έγινε: Κι εκείνο το γαϊδούρι, πάλι; Τι σου λέει

Page 34: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

34

εκείνο τα γαϊδούρι; Απ' την αστυνομία μου φαίνεται, πού να καταλάβεις κιόλας, όλα μέσα σ' ένα λεπτό γίνανε. Ο κόσμος ν' ακούει μουσική κι αυτός να ουρλιάζει, πάει πολύ. Φαντάζομαι να τον βρούνε πάντως... Πού θα πάει; Μέχρι αύριο το πολύ θα τα ξέρουμε όλα. (Μικρή παύση). Αυτό όμως είναι το λιγότερο, Ευτυχία. Στο τέλος τέλος δεν εκτιμούνε κι όλοι οι άνθρωποι τη μουσική, έτσι δεν είναι; Εμείς όμως... Εμείς ως μπάντα, ως μουσικοί, τι κάνουμε; Ποιο είναι το χρέος μας; Ο δήμαρχος μπροστά, ο κόσμος όλος να μας ακούει κι εμείς; Τι κάναμε; Αφήσαμε τα όργανα στις καρέκλες κι αρνηθήκαμε να παίξουμε. Ξέρεις πώς λέγεται αυτό; Λέγεται «άρνηση εκτέλεσης διαταγής εν ώρα υπηρεσίας!» Και ξέρεις, ακόμα, τι σημαίνει αυτό. Χμ... (Μικρή, παύση). Θα 'χουμε τραβήγματα, βέβαια... Περιττό να σου πω, θα 'χουμε τραβήγματα. Όπως σε βλέπω και με βλέπεις. Εγώ όμως δε θα 'χω! Εγώ ε'κανα το καθήκον μου και με το παραπάνω μάλιστα. Οι άλλοι να δούμε πώς ξεμπλέκουνε... (Παύση). Εγώ το 'πα. Διά νόμου! Η μουσική ν' ακούγεται διά νόμου. Να μάθουνε ν' ακούνε μουσική. Να ξεστραβωθούνε, να γίνουν άνθρωποι. Η μουσική είναι θείο πράγμα. Έτσι και μάθουνε οι άνθρωποι ν' ακούνε μουσική, ούτε κλέφτες θα βγαίνουνε ούτε δολοφόνοι θα υπάρχουνε ούτε πόλεμοι θα γίνονται. (Παύση). Την ώρα που με κοίταξε ο κύριος δήμαρχος είπα: «Πελοπίδα, αυτό ήτανε! Άλλη μια ευκαιρία που δεν άφησες να πάει χαμένη!» Εμείς, Ευτυχία, είμαστε από άλλη πάστα, άλλο είδος άνθρωποι είμαστε εμείς. Είμαστε τίμιοι. Συνεπείς. Πιστοί στις επάλξεις του καθήκοντος είμαστε. Μας περιμένει μεγάλη ζωή εμάς τους δύο. Ευτυχία. Μη φοβάσαι, λοιπόν. Είπα θα πάμε στην πρωτεύουσα και θα πάμε. Ο κόσμος να χαλάσει, εμείς οι δύο, σ' ένα μήνα, το πολύ σε δύο, θα 'μαστε στην πρωτεύουσα! Σ' το λέω και να το θυμάσαι. (Παύση). Αποκλείεται! Να μην παίξω στη μεγάλη μπάντα, αποκλείεται! Εδώ είσαι κι εδώ είμαι. Τώρα θα μου πεις τι κάθομαι και το σκέφτομαι. Έχεις δίκιο. (Παύση. Σιγοτραγουδάει, αμήχανος). «Χάρη σε σας λεβέντες μου Χάρη σε σας πατριώτες Τη λευτεριά χαιρόμαστε Γενναίοι πατριώτες. ». (Σταματάει απότομα). Ένα πράγμα, όμως, μου κάνει εντύπωση. Θα σ' το πω να μου πεις και τη γνώμη σου. Από παλιά μου 'χε κάνει εντύπωση, αλλά δεν του 'δωσα σημασία. Όχι πως τώρα του δίνω δηλαδή, αλλά... έτσι. Κουβέντα να γίνεται... Να... Παίζαμε χωρίς διακοπές. Σου λέει τίποτα; Από το ένα κομμάτι στο άλλο. Συνέχεια, χωρίς να διακόπτουμε. Μόνο στο διάλειμμα σταματούσαμε. Δε σου κάνει εντύπωση; Δηλαδή το βρίσκεις πολύ φυσικό; Κι εσύ; Τότε καλά. Εντάξει τότε. (Ξαναρχίζει να μουρμουρίζει το τραγούδι του). Εκείνο που δε μπορώ να καταλάβω, πάντως, είναι η λύρα. «Ξέρεις ή δε ξέρεις», μου λέει σε μια στιγμή, μετά το επεισόδιο. Έτσι στα μουλωχτά και στα καλά καθούμενα έρχεται και μου σφυρίζει «ξέρεις ή δεν ξέρεις;» Τώρα τι ήθελε να πει, τι εννοούσε, ένας Θεός ξέρει. Δεν πρόλαβα όμως να τον ρωτήσω. Γινόταν της κακομοίρας εκεί πέρα. Για να ζητάμε εξηγήσεις ήτανε ή για να φεύγουμε οπού φύγει φύγει; Πάντως, εμείς στην πρωτεύουσα θα πάμε. Ο,τι κι αν γίνει. Τελείωσε αυτό, πάει! (Παύση. Μονολογεί). Έχεις ιδέα τι θα πει μουσικός, κύριε; Πόσο σπουδαίο, πόσο θείο πράγμα είναι να είσαι μουσικός, έχεις ιδέα; Ο μουσικός, η αποστολή που έχει ο μουσικός μέσα στην κοινωνία είναι πολύ σπουδαία. Ο μουσικός είναι, πώς να πω; Είναι... Με λίγα λόγια, είναι θείο πράμα...

Page 35: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

35

ΜΑΡΙΟΣ ΠΟΝΤΙΚΑΣ

Η Δ Ι Α Θ Η Κ Η

Σκηνή Δωδεκάτη. Πίσω από τους τοίχους.

Ανάβει η λάμπα σ' ένα τραπέζι που βρίσκεται στο κέντρο της σκηνής και πιάνει το μεγαλύτερο μέρος. Πίσω από το τραπέζι κάθεται ο Μητροπολίτης και μπροστά ο Πρόεδρος των Πρωτοδικών.

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ Σας κάλεσα εδώ για ένα πολύ σοβαρό θέμα. Πρόκειται για τη διαθήκη του Ραλλίδη. Απ' όσα γνωρίζω, Δευτέρα πρωί θα συνεδριάσει το Πρωτοδικείο. Τα λέω καλά; Και είναι πολύ πιθανό ο Σκλήθρας να πάει και να τους παραδώσει τη διαθήκη. Και ερωτώ: είναι δυνατόν να μην ανοιχτεί; Αυτό το θέλω γιατί τη Δευτέρα το βράδυ συνέρχεται η επιτροπή των φιλάνθρωπων καταστημάτων της πόλης μας. Η συνέλευση αυτή δεν αναβάλλεται. Τι συμβαίνει τώρα; Αν ο Ραλλίδης -που εύχομαι να αναπαυθεί εν ειρήνη η ψυχή του- αφήνει τα λεφτά στα φιλανθρωπικά ιδρύματα (όχι πως μ' ενδιαφέρει δηλαδή, αλλά το εξετάζω ως ενδεχόμενο), αν τ' αφήνει λοιπόν, καταλαβαίνετε ότι πρέπει να αναθεωρήσουμε τις αποφάσεις που έχουμε πάρει. Να ξανακάνουμε απ' την αρχή τις καταστάσεις των απόρων, να χαλάσουμε τον προϋπολογισμό του Γηροκομείου και τα λοιπά και τα λοιπά. Θα με τρελάνουν όλοι στις απαιτήσεις, τις υποδείξεις, τις παρακλήσεις. Και άντε πάλι απ' την αρχή, άντε αυτός είναι αριστερός μην τον βάζεις στην κατάσταση, άντε αυτός είναι άνθρωπος του Δημάρχου, βάλ' τον οπωσδήποτε... Δεν μπορώ, δεν το βαστώ! Τίποτε άλλο... (Σιωπή). Αν τώρα τα χρήματα δεν τ' αφήνει σ' εμάς ο Ραλλίδης, κύριος οίδε τι θα μου βγάλουν, τι θα σοφιστούν εναντίον μου. Πολύ άβολα μας ήρθε αυτός ο θάνατος, ήμαρτον, κύριε... Πολύ άβολα! Καταλαβαίνετε τώρα, κύριε Πρόεδρε. Δεν ξέρω τι να κάνω. Αυτό είν' όλο, τίποτε άλλο.

Page 36: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

36

ΜΑΡΙΟΣ ΠΟΝΤΙΚΑΣ

Η Δ Ι Α Θ Η Κ Η

Σκηνή Δεκάτη Τρίτη. Ο χορός στη Δημαρχία.

Ενώ τοποθετούνται τα χωρίσματα κι ακούγεται η συνδετική, μελωδία, εμφανίζεται ο Τρελός κάπου από την πλατεία. Χτυπάει το κουδούνι του. Τώρα είναι ντυμένος κανονικά. Είναι σοβαρός, τα λόγια του μετρημένα. Χτυπάει πάλι το κουδούνι του, η μελωδία σταματάει.

ΤΡΕΛΟΣ Το πώς έγιναν τα πράματα, κουράστηκα πια να τα λέω. Κάτοικοι αυτής της πόλης, χωριανοί και συγχωριανοί. Πολίτες αυτού του τόπου, όσοι τον αγαπάτε πραγματικά. Το πώς έγιναν τα πράματα, κουράστηκα πια να τα λέω. Πολίτες αυτού του τόπου, δεν είμαι τρελός. Είμαι, αλλ' αυτό ας τ' αφήσουμε για το τέλος. Τα ρούχα που φοράω είναι τα ρούχα του καθηγητή Ραλλίδη. Τα ζήτησα και μου τα 'δωσαν. Και είναι τιμή μου που τα φοράω! Δεν είμαι τρελός, αλλ' αυτό ας τ' αφήσουμε για το τέλος. Πίσω από τους τοίχους βλέπει μόνο αυτός που θέλει. Βλέπει με τα μάτια του νου και με τα μάτια της καρδιάς. Σκέφτεται με λίγα λόγια και πονάει γι' αυτόν τον τόπο. Άμα σκέφτεται κι άμα πονάει, μπορεί να βλέπει πίσω από τους τοίχους. (Φεύγει από τη σκηνή, κατεβαίνει στην πλατεία. Ο προβολέας τον ακολουθεί και τον φωτίζει). Το πώς έγιναν τα πράματα, κουράστηκα πια να τα λέω. Και φοβάμαι κουράστηκαν κι άλλοι να με ακούν. Όπου να 'ναι θα 'ρθουν και θα με πιάσουν. Πρέπει να βιαστώ λοιπόν. Η διαθήκη του καθηγητή ανοίχτηκε τη Δευτέρα και τα λεφτά τ' άφησε στην πόλη. Με τους τόκους όριζε να σπουδάζει ένας νέος από την πόλη μας Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Όριζε ακόμα να μείνουν απείραχτα τα λεφτά για δέκα χρόνια και μόνο τότε, τη μέρα του θανάτου του, μόνο τότε, να μαζευτούν οι σημερινοί του μαθητές και να βγάλουν οι ίδιοι την επιτροπή που θα διαχειρίζεται το κληροδότημα. (Βγάζει από την τσέπη τον ένα χαρτί)- Έχω αντιγράψει εδώ το τέλος της διαθήκης του. Το διαβάζω: «Παιδιά μου, ελπίζω εσείς ως τα τότε, να μην έχετε μεγαλώσει μονάχα στα χρόνια, μα να 'χετε γίνει και άντρες στην ψυχή και στο νου. Κι οι δάσκαλοι που θα βγουν μ' αυτά τα χρήματα που σας αφήνω, να φροντίσετε κι εσείς μα να φροντίσουν κι αυτοί να μην είναι μόνο δάσκαλοι, μα να 'ναι και άντρες μαζί. Τέτοιους χρειάζεται η πόλη σας, τέτοιους θα χρειαστούν τα παιδιά σας και τέτοιους χρειάζεται η πατρίδα μας». (Έχει συγκινηθεί. Αφήνει το χαρτί να τον πέσει). Έχω καθίσει κι έχω αντιγράψει αυτά τα λόγια εκατό φορές, διακόσιες φορές χα 'χω αντιγράψει με το χέρι μου. Μόλις έρθουν οι χωροφύλακες, γιατί θα 'ρθουν να με πιάσουν, θα τα πετάξω να τα 'χετε και να τα διαβάζετε. Οι κεφαλές της πόλης μας δεν ενοχλήθηκαν μετά τη διαθήκη κι ούτε πρόκειται να ενοχληθούν. Τις δουλειές που 'χαν να κάμουν, τις έχουν τελειώσει. Κι αυτά που γράφει ο μισότρελος -έτσι τον είπαν τον Ραλλίδη- θα ξεχαστούν. Θα περάσουν. Και τη διαθήκη θα την προσβάλουν κι αυτή. Θα τη χαλάσουν. (Ακούγεται σιγά μουσική χαρούμενη, μουσική χορού. Ένα βαλς ή ένα ταγκό). Η μουσική είναι χαρούμενη. Η μουσική είναι χαρούμενη κι έρχεται απ' τη Δημαρχία. Σα να μην έγινε τίποτα. Οι άνθρωποι, οι κεφαλές του τόπου, έκαναν τις ακαθαρσίες τους και τώρα θέλουνε να τις σκεπάσουν. Η μουσική είναι χαρούμενη. Η μουσική έρχεται απ' τη Δημαρχία. Ο Δήμαρχος δίνει χορό. Είναι όλοι εκεί. Είναι ο Νομάρχης, είναι ο Δέρβης, είναι ο Γωγούδης. Είναι ο Διευθυντής της Τράπεζας, ο Αστυνόμος, ο Πρόεδρος των Πρωτοδικών, όλοι. Θέλουνε να ξεχάσουν. Και θα ξεχάσουν. (Σταματάει. Αφουγκράζεται). Ακούω τους χωροφύλακες. Δεν είμαι τρελός. Ήμουνα δάσκαλος κάποτε. Σαν τον Ραλλίδη ήμουνα κι εγώ! Με ανάγκασαν να κάνω τον τρελό! (Φωνάζει σπαραχτικά για να βγει πάνω από τη μουσική που δυναμώνει). Ο Ραλλίδης πέθανε και γλίτωσε. Εγώ έκανα τον τρελό. Για να ζήσω. Έκανα τον τρελό, όπως τον κάνουν όλοι σ' αυτόν τον τόπο για να ζήσουν. Δεν είμαι τρελός. Είμαι δάσκαλος που τον έδιωξαν. Κανένας τίμιος δε ζει σ' αυτόν τον τόπο. Κανενός τίμιου η φωνή δεν ακούγεται - εκτός κι αν κάνει τον τρελό. Οι

Page 37: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

37

τίμιοι σ' αυτόν τον τόπο τρελαίνονται η φεύγουν. Μόνοι τους ή εξορία. Έρχονται οι χωροφύλακες. (Τρέχει πίσω από την πλατεία και πετάει στους θεατές τα χαρτιά με τη διαθήκη του καθηγητή. Η χορευτική μουσική δυναμώνει, πίσω από την οθόνη ο χορός συνεχίζεται)

Page 38: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

38

ΜΑΡΙΟΣ ΠΟΝΤΙΚΑΣ

ΕΣΩΤΕΡΚΑΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Επεισόδιο Δεύτερο. Ένας άντρας και μια γυναίκα σε ταβέρνα.

Ένας Άντρας και μια γυναίκα τρώνε και απολαμβάνουν το φαγητό τους μουγκρίζοντας. Ο Άντρας απευθύνεται στη Γυναίκα και μετά στους Θεατές.

ΑΝΤΡΑΣ Δεν μπορείς εσύ. Αυτοί είναι μάγοι, είναι θεοί αυτοί. (Στους θεατές) Καμιά φορά

έχουμε και τις μελαγχολίες μας κι εμείς. Αλλά ξέρεις τι κάνουμε τότε; Αντιδρούμε. Έλα δω, της λέω... Ντύσου και πάμε στο σούπερ μάρκετ. Σου φαίνεται περίεργο, έτσι; Και όμως... Εκεί μέσα τη βρίσκουμε. Θες ο κόσμος, θες η βαβούρα, θες το χάζεμα, τη βρί-σκουμε. Διότι το σούπερ μάρκετ είναι ο τόπος της απόλυτης ευτυχίας. Είναι όπως θα 'πρεπε να 'ναι ο κόσμος σήμερα. Όλα τα καλά του Θεού. Κάθε φορά που πάμε όλοι και κάτι παίρνουμε που μας λείπει. Ένα σπέσιαλ ανοιχτήρι για τις κονσέρβες, ένα χυμό που δεν τον ξέραμε, κάνα τυρί γαλλικό που να το τρως και να γλείφεις τα δάχτυλα σου, όλο και κάτι βρίσκεις μέσα σ' ένα σούπερ μάρκετ. Και ξεχνάς τη μελαγχολία σου. Άλλες φορές πάλι κάνουμε άλλα πράματα. Μια βόλτα, ένα ωραίο γαμήσι, αλλάζουμε τα έπιπλα μέσα στο σπίτι και τα πάμε από δω εκεί κι από κει εδώ, όλο και κάτι βρίσκουμε για ν' αντιδράσουμε στη μελαγχολία μας που έρχεται ξαφνικά και μας πλακώνει. Αλλά ν' αφήσουμε τη μελαγχολία να μας κάνει ο,τι θέλει, αυτό αποκλείεται! Τώρα έρχονται οι ειδικοί και σου λένε, ο άνθρωπος υποφέρει. Διαβάζω πού και πού κάτι άρθρα και λέω ποιος μαλάκας το έγραψε αυτό; Έγραφε για την τηλεόραση ότι απομακρύνει του ανθρώπους, λέει, ότι τους πασάρει άχυρο για να τους αποκοιμίζει και να μην μπορούν να σκέφτονται. Μαλακίες. Φίλε μου. Όλα αυτά είναι μαλακίες. Διότι παλιά, που δεν είχαμε την τηλεόραση, τι κάναμε; Η τηλεόραση φταίει δηλαδή;

Page 39: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

39

ΜΑΡΙΟΣ ΠΟΝΤΙΚΑΣ

ΕΣΩΤΕΡΚΑΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Επεισόδιο Πέμπτο. Μάθημα ελληνικής ιστορίας από το δάσκαλο των παιδικών μας χρόνων.

Τα ρούχα του Δασκάλου είναι μπλε και άσπρο χρώμα. Στην αρχή μιλάει γαλήνια, αργότερα όμως γίνεται ένας τραμπούκος. Απευθύνεται στους θεατές που είναι γι' αυτόν τα παιδιά της τάξης του.

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Λοιπόν, παιδιά μου, αφού είδομεν πως τα στρατεύματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου ηρνήθησαν να τον ακολουθήσουν εις τον εκπολιτισμόν των Ινδιών, ας παρακολουθήσομεν σήμερον τίνι τρόπω επιστρέφει εις την Περσία εν έτει 325 μετά Χριστόν και αναγνωρίζεται ως θεός από τας ελληνικάς πολιτείας. Ως ήδη γνωρίζομεν - μη μιλάτε και μην αποσπάτε την προσοχή σας. Συγκεντρωθείτε και δείξτε τον απαιτούμενο σεβασμό στο θέμα. Όχι, δε θέλω ν' ακούσω τίποτα. Σιωπή και προσέχτε να το καταλάβετε. Ο Μέγας Αλέξανδρος ήτο, όπως οφείλετε να ενθυμείστε, κληρονόμος των Αχαιμενιδών. Ήθελε λοιπόν να μεταχειρίζεται τους νέους του υπηκόους κατ' ίσον τρόπον με τους παλαιούς. Ως εκ τούτου, προσεπάθησε να συστήσει μακεδονικήν τάξιν ευγενών ομού με την αριστοκρατία των Περσών. Και ιδού, μεγαλεπήβολον σχέδιον τίθεται εν εφαρμογή. Πρόκειται για τους γάμους των Σούσων. Προσέχτε, λέω. Πανταζή, θα σου τσακίσω τα χέρια, θα σου σπάσω το χάρακα στην πλάτη. Είναι η πολλοστή φορά που σας παρατηρώ. Προσέχτε. Τι ήσαν λοιπόν αυτοί οι γάμοι των Σούσων, που οραματίσθη ο Μέγας αυτός Έλλην, ο ενδοξότερος ίσως των αρχαίων ημών προγόνων; Δέκα χιλιάδες στρατιωτών έρχονται εις γάμου κοινωνίαν μετ' ισαρίθμων Ασιατισσών, αι οποίαι ανήκουν εις τας α-νωτέρας κοινωνικός τάξεις της περσικής κοινωνίας. Ο ίδιος δε ο Μέγας Αλέξανδρος νυμφεύεται την κόρη του Δαρείου. Προσέξατε την σπουδαίαν αυτήν παραχώρησιν του ευγενούς ημίθεου προς τους ελεεινούς βαρβάρους! Αναλογισθείτε οποία τιμή υπήρξεν δι' αυτούς να γίνουν ομόαιμοι των ευγενών Ελλήνων. (Εδώ αρχίζει τι μετατροπή) Διότι οι Έλληνες ήσαν, είναι και έσονται οι φωτοδότες του πολιτισμού δι' ολόκληρον τον κόσμον. Οι Έλληνες, διά του Μεγάλου Αλεξάνδρου, μετέφερον τη δάδα του ε-κτυφλωτικού των πολιτισμού εις τα βάθη της βαρβαρικής Ασίας, ως αργότερον ο Μεθόδιος και ο Κύριλλος εδίδαξαν τα γράμματα εις την άξεστον φυλήν των Ρώσων. Ακούραστοι εκπολιτιστές, ο οποίοι οικοδόμησαν τον Ελληνοχριστιανικόν Πολιχισμόν, εκείνον ο οποίος εγέννησεν χους Παρθενώνας, χους Σοφοκλείδας, χους Παλαιολόγους, χους Κολοκοτρώνηδες, χους Καραϊσκάκηδες, τον Λεωνίδα και χους Τριακόσιους τους, τα τόσα και τόσα φωτεινά και ανά τους αιώνας κατορθώματα της φυλής μας. Λοιπόν. Επειδή κάποιοι εδώ μέσα ήρθαν για να γελάσουν, αύριο θα μου φέρετε γραμμένη εξακόσιες φορές, τη φράση «είμαι υπερήφανος, διότι είμαι Έλλην». Εσύ ειδικά, Πανταζή, χίλιες ε-ξακόσιες. Και πού οδηγούμεθα σήμερα; Προ ποίου δαιμονοκινήτου φαινομένου; Μυριάδες οι εχθροί της πατρίδος, μυριάδες οι προδόται. θα παραμείνομεν απαθείς; Θα τους αφήσομεν ανενόχληχους να υποσκάβουν τα θεμέλια του μεγαλοπρεπούς οικοδομήμαχος που λέγεται Ελλάς; Όχι, πατριώτες, όσοι από δω μέσα νιώθετε τι σημαίνει αυτή η λέξις, δε θα τους αφήσουμε, δε θα τους επιτρέψουμε. Θα τους βγάλουμε τα νύχια, πατριώτες, όσοι από δω μέσα νιώθετε χι σημαίνει αυτή η λέξις. Με τανάλιες. Θα χους γδάρουμε το δέρμα με σύρμα αγκαθωτό και θα βάλουμε αλάτι στις πληγές τους. Τα μάτια θα τους βγάλουμε και θα τους σουβλίσουμε! Όπως οι Τούρκοι τον Αθανάσιο Διάκο.

Page 40: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

40

Αργά αργά κι ο πόνος τους να παρατείνεται. Για να 'χουν τον καιρό να σκέφτονται και να μετανοούν. Παλούκωμα χους πρέπει, πατριώτες, όσοι από δω μέσα νιώθεχε τι σημαίνει αυτή η λέξις. Να χους λιανίσουμε τα κόκαλα και να χους βγάλουμε τα μάτια. Να μη μείνει ούτε ένας. Να πήξει ο τόπος στο αίμα χους. Πατριώτες, εδώ είν' η Ελλάδα. Ελ-λά-δα! (Τραγουδάει με ιερό πάθος) «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει...»

Page 41: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

41

ΜΑΡΙΟΣ ΠΟΝΤΙΚΑΣ

ΕΣΩΤΕΡΚΑΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Επεισόδιο Δέκατο Τέταρτο. Και τώρα το δελτίο καιρού.

Ένας εκφωνητής της μετεωρολογικής υπηρεσίας, πληροφορεί για τον καιρό και εξηγεί τις κλιματολογικές συνθήκες της ημέρας.

ΕΚΦΩΝΗΤΗΣ Σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες, ο καιρός έχει βελτιωθεί σε ολόκληρη τη χώρα. Αιτία, το πεδίο των υψηλών βαρομετρικών πιέσεων της Ευρώπης που καλύπτει τη χώρα μας. Ας δούμε, όμως, πώς θα είναι σήμερα ο καιρός. Για σήμερα, Πέμπτη, τις νυχτερινές ώρες, στη Βορειοαναχολική Ελλάδα, προβλέπονται πρόσκαιρες νεφώσεις με τοπική βροχή αλλά και γρήγορη βελτίωση χου καιρού. Στην υπόλοιπη χώρα ο καιρός θα είναι αίθριος με λίγες νεφώσεις. Πλην όμως, τις απογευματινές ώρες, στα ηπειρωτικά διαμερίσματα και κατά τόπους οι νεφώσεις θα πυκνώσουν, οπότε θα σημειωθούν και πάλι λίγες σποραδικές βροχές ή ακόμη και καταιγίδες, κυρίως στα ορεινά της κεντρικής και βόρειας ηπειρωτικής χώρας. Οι άνεμοι, σε ολόκληρη τη χώρα, θα πνέουν από βόρειες διευθύνσεις, 3 έως 5 μποφόρ. Έτσι η θάλασσα, σε όλα τα πελάγη, θα είναι λίγο ταραγμένη, μέχρι ταραγμένη. Η θερμοκρασία θα διατηρηθεί στα ίδια επίπεδα. Ειδικότερα για την Αττική, για σήμερα -Πέμπτη- προβλέπεται αίθριος καιρός με λίγες νεφώσεις, οι οποίες τις απογευματινές ώρες θα γίνουν κάπως περισσότερες. Οι άνεμοι θα πνέουν βόρειοι 3 έως 5 μποφόρ και η θάλασσα στο Σαρωνικό και Νότιο Ευβοϊκό θα είναι λίγο χαραγμένη και την ημέρα στα ανοιχτά μέχρι χαραγμένη. Η θερμοκρασία στην Αθήνα θα κυμανθεί μεταξύ 20 και 30 βαθμών. Και για τη Θεσσαλονίκη προβλέπεται καλός καιρός με λίγες νεφώσεις που και εδώ τις απογευματινές ώρες θα γίνουν κάπως περισσότερες. Οι άνεμοι θα πνέουν βορειοδυτικοί 3 με 4 μποφόρ και η θάλασσα στο Θερμαϊκό θα είναι λίγο ταραγμένη. Η θερμοκρασία στη Θεσσαλονίκη θα κυμανθεί από 20 μέχρι 30 βαθμούς. Και για την Παρασκευή, σε ολόκληρη τη χώρα προβλέπεται καλός καιρός, οι άνεμοι θα είναι και πάλι βόρειοι ασθενείς μέχρι μέτριοι, ενώ η θερμοκρασία θ' αρχίσει να σημειώνει άνοδο. Αυτά για σήμερα, καλή σας νύχτα.

Page 42: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

42

ΜΑΡΙΟΣ ΠΟΝΤΙΚΑΣ

ΕΣΩΤΕΡΚΑΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Επεισόδιο Εικοστό. Ποιος κυβερνάει αυτόν τον τόπο;.

Ένας άντρας καλοντυμένος κάθεται σε γραφείο. Μπροστά του πολλά τηλέφωνα και μιλάει πότε στο ένα και πότε στο άλλο.

ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ Πανταζής; Ποιος Πανταζής; Δεν είμαι εδώ, πες του να φύγει. (Σηκώνει άλλο τηλέφωνο). Έλα σ' ακούω. Ποιος υπουργός, ρε; Τον έχω χεσμένο τον υπουργό. Έτσι πες του. Εγώ τα οικόπεδα τα 'χω πληρώσει, στον κώλο μου θα χα βάλω; Βρε, ποιο δάσος και δέντρα και χρίχες; Τώρα το θυμηθήκανε; Μισό. (Σηκώνει άλλο τηλέφωνο). Θα το παραδώσω όποτε μου γουστάρει εμένα. Εργολάβος εγώ (!) είμαι, δεν είναι η αντιπολίτευση. Στ' αρχίδια μου. Ποια υπέρβαση, ρε μαλάκα; Ε; Ναι, έτσι θέλω, έτσι μου γουστάρει και το καθυστερώ. Να του πεις να με πάρει τηλέφωνο, εγώ απειλές δε σηκώνω, έτσι πες του. Κυβέρνηση εγώ, Κυβέρνηση εγώ (!) είμαι, δεν είναι αυτοί. Εμ, τους πλήρωσα, εμ και έλεγχο από πάνω; Να πάνε να γαμηθούνε... Μισό. (Μιλάει σε άλλο τηλέφωνο). Έλα. Μ' ακούς; Τελεία και παύλα μ' αυτό το θέμα. Εγώ αύριο στέλνω μπουλντόζες και τα ρίχνω. Ποιος; Να πάει να γαμηθεί ν' ασπρίσει, πες του. Τα δέντρα είναι για ξυλεία, δεν είναι για τα πουλάκια. Ας κάνει ο,τι θέλει. Μια φορά εγώ πίσω δεν κάνω. Αυτό να του πεις. Μισό. (Σηκώνει άλλο τηλέφωνο). Ναι... Ποιος Πα-νταζής; Δε σου 'πα να φύγει; Ποιο, παιδί του; Και τι σχέση έχω εγώ με το παιδί του; Πατριωτάκια; Εγώ δεν τον θυμάμαι... Να φύγει, έχω δουλειά. (Σηκώνει άλλο τηλέφωνο. Γίνεται γλυκός). Έλα, μωρό μου. Και το ρωτάς; Πότε είπες ανεβαίνει; Ε, δεν προλαβαίνουμε; Ποιο γουεστ σάιντ στόρυ; Α, ναι με τον Τσακίρη. Να το ανεβάσεις, γιατί να μην το ανεβάσεις; Μη σε νοιάζει τίποτα. Προχώρα εσύ κι εγώ εδώ είμαι. Όσους δημοσιογράφους θέλεις. Και ξένο σκηνοθέ-τη, εντάξει. Ποια τηλεόραση; Αυτό έλειπε, να μην το διαφημίσουμε. Εντάξει! Έγινε. Κλείνω τώρα και θα τα πούμε το βράδυ. (Σηκώνει άλλο τηλέφωνο. Πάλι με το «επαγγελμα-τικό» του ύφος). Έλα. Λοιπόν για να τελειώνουμε: Το έργο θα το παραδώσω όποτε μου καυλώσει. Σύμβαση; Όσες θέλει. Ναι, χέστηκα εγώ. Ποια επιτροπή; Ποιος έλεγχος; (Γε-λάει). Εντάξει. Μάθε ονόματα και φέρ' τα το βράδυ σπίτι μου. Γεια. (Σηκώνει άλλο τηλέφωνο). Σ' ακούω. (Ακούει και ξεσπάει). Ποιος είν' αυτός, γαμώ το θεό του, ποιος είναι αυτός; Να του πεις να σφυρίξω πέναλτι γιατί, γιατί θα του κόψω τον κώλο, ακούς; Εγώ δεν έμαθα να χάνω, πες τους να το καταλάβουνε αυτό. Άμα λέω θα πάρουμε πρωτάθλημα, το εννοώ. Τελεία και παύλα. Και να μην πιέζουνε πες τους, γιατί θα κλειδώσω τα κρέατα και θα κάνει αμάν ο κοσμάκης για μπριτζόλα. Ναι. Να μη μου κολλάνε, αυτό θέλω εγώ. Τη δουλειά τους και τη δουλειά μου. Μισό... (Σηκώνει άλλο τηλέφωνο). Πάλι αυτός; Ποιο, παιδί του; Ανωτάτη Εμπορική; Πες του να έρθει να βρει τον Προσωπάρχη, να τον τακτοποιήσει. Τελειώσαμε μ' αυτόν. Πανταζής τέρμα. (Σηκώνει άλλο τηλέφωνο). Έλα. Α, έτσι... Λοιπόν. Ή σφυρίζει πέναλτι η τον αλλάζουνε. Όχι παζάρια. Εγώ παζάρια δεν κάνω! Και (!) το πρωτάθλημα και (!) τα οικόπεδα. Πάει τελείωσε αυτό! Να το χωνέψουμε μια και καλή. Το πρωτάθλημα φέτος είναι δικό μας. (Σηκώνει άλλο τηλέφωνο). Λοιπόν.

Page 43: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

43

Άκου εδώ. Θα πάρεις τις εφημερίδες και θα πεις ονόματα, όχι. Ούτε ένα όνομα. Στα ψιλά, ναι. Αλλά και πάλι χωρίς όνομα. Απλώς και μόνο ότι τα γάλατα βρέθηκαν σκάρτα... Όχι, σκάρτα. Ότι ο χημικός έλεγχος δεν βεβαιώθηκε απολύτως για την υγιεινή τους κατάσταση. Χεστήκαμε τι λένε αυτοί. Και εντέλει πες τους διαφήμιση από δω και πέρα γιοκ. Άμα γράψουνε ονόματα, τέρμα η διαφήμιση. Τελειώσαμε.

(Βροντάει το ακουστικό, κλείνουν τα φώτα)

Page 44: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

44

ΜΑΡΙΟΣ ΠΟΝΤΙΚΑΣ

ΕΣΩΤΕΡΚΑΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Επεισόδιο Εικοστό Τέταρτο. Και κάτι γίνεται και τσακ...

Ένας άντρας, το κεντρικό πρόσωπο της γνωστής παρέας – ο ανεκδοτάς – στέκεται απέναντι στους θεατές και αφηγείται περιπτώσεις τρέλας. Κάπου όμως μέσα στην αφήγησή του εμπεριέχεται ένα αδιόρατο ποσοστό προσωπικής τρέλας.

ΑΝΤΡΑΣ Και τώρα κάτι γίνεται και τσακ... (Γελάει). Και τρελαίνεται ο άνθρωπος. Σαλεύει το λογικό του, διαλύεται εις τα εξόν συνετέθη. (Γελάει). Θες πολύ νομίζεις; Μια φίλη μου ξυπνάει τη νύχτα κι αρπάζει... (Γελάει). Απίθανο. Αρπάζει τον άντρας της από το λαιμό κι αρχίζει να τον πνίγει. Θα τον έπνιγε, λόγω τιμής. (Με γέλια). Έτσι και δεν ήτανε σωματώδης να ξυπνήσει και να τη δέσει, θα τον είχε λαρυγγώσει. (Γέλια). Το φαντάζεσαι; Να σε πνίξει η γυναίκα σου; Μέσα στον ύπνο σου; (Άλλα γέλια). Ένας άλλος πάλι... (Άλλα γέλια). Αυτό είναι κανόνι. (Γέλια). Και σοβαρός, έτσι; Τμηματάρχης σε υπουργείο, όχι παίξε-γέλασε. Ξέρεις τι έκανε; Α, τον κερατά... Εκεί που καθότανε και δούλευε, σηκώνεται με το κοστουμάκι του και ανοίγει το παντελονάκι του και βγάζει έξω το... (Γελάει). Βγάζει έξω το πουλάκι του και φέρνει βόλτα όλα τα γραφεία... (Γέλια). Φέρνει βόλτα όλα τα γραφεία λέγοντας «να τι απόμεινε»... (Δεν τον αφήνουνε τα γέλια να συνεχίσει). «Να τι απόμεινε από το λάστιχο που είχαμε στον κήπο και ποτίζαμε...» (Γέλια). Άκου απίθανο πράμα, έτσι; Άκου τι σύνδεση έκανε το μυαλό του. Αμ το άλλο; Αυτό ν' ακούσεις να μείνεις. (Γέλια). Παλικάρι αυτός, έτσι; Είχε δεν είχε κλείσει τα είκοσι πέντε. (Γέλια). Καθότανε στο μπαλκόνι του και ρέμβαζε. Απέναντι σ' ένα άλλο μπαλκόνι είναι μια κυρία και ποτίζει τα λουλούδια της. Βραδάκι, γύρω στις οκτώ. (Γέλια). Και τι κάνει λες ο τύπος; Σηκώνεται και φωνάζει στην κυρία. Με συγχωρείτε... (Γέλια). Με συγχωρείτε, μήπως είδατε να περνάει από εδώ μια κοπέλα γύρω στα είκοσι; Από πού; ρωτάει απορημένη η γυναίκα. Από εδώ, από το μπαλκόνι μου, απαντάει ο τύπος. Μια κοπέλα γύρω στα είκοσι, ολό-γυμνη. Η γυναίκα που δεν το 'πιασε αμέσως... (Γελάει). Η γυναίκα λοιπόν του λέει «δεν ντρέπεστε, κύριε, να αστειεύεστε μαζί μου; Ίδια ηλικία έχουμε;» Ο νεαρός δεν έδωσε σημασία και συνέχισε... (Γέλια). Σας παρακαλώ... (Γέλια). Σας παρακαλώ πολύ, της λέει, άμα τη δείτε πείτε της ότι έφυγα... Έτσι να της πείτε. Πάω αλλού τώρα, να της πείτε... (Γέλια). Δε μ' ενδιαφέρει πια... Και βγάζει τα ρούχα του ολοτσίτσιδος. Και δίνει μια και πέφτει από το μπαλκόνι. Ευτυχώς ήταν πρώτος όροφος κι έσπασε μόνο τα πόδια του. Το φαντάζεσαι όμως; Φαντάζεσαι την απέναντι, ντόρο που έπαθε; (Γέλια). Τρομερά πράματα. Απίθανες περιπτώσεις. (Γέλια). Άκου τώρα κι ένα άλλο να πάθεις την πλάκα σου. (Γέλια). Φίλος φίλου αυτός, έτσι; (Γέλια). Πρέπει να τον ξέρεις, μωρέ... Ο Κώστας ο εκτελωνιστής. Μ' ένα Φολσκβάγκεν; Που 'χε το μαλλί όρθιο, σα σκαντζόχοιρος; Τέλος πάντων. Ωραία τακτοποιημένος. Ουδέν πρόβλημα. Και τι κάνει λες, μια ωραία πρωία που σηκώνεται να πάει στη δουλειά του; (Γέλια). Κατεβαίνει στο θυρωρό, τον φιλάει σταυρωτά και του λέει «εσύ θα είσαι ο πρώτος μου μαθητής. Φύγε να διδάξεις το μήνυμα μου...» (Γελάει). Μα, είναι απίθανο, καταλαβαίνεις τι σου λέω; Νόμιζε πως ήταν ο Χριστός. (Γέλια). Μετά πάει στην ΕΒΓΑ, ευλογεί τον Εβγατζή, τον φιλάει σταυρωτά και φτου κι απ' την αρχή το παραμύθι. Ο Εβγατζής ήταν ο δεύτερος. (Γέλια)... Ο δεύτερος μαθητής. Γιατί υπήρξανε κι άλλοι, όπως καταλαβαίνεις. Ο περιπτεράς, ο μανάβης, ο μπακάλης... (Γέλια). Τους ευλογούσε, τους αγκάλιαζε, τους φίλαγε σταυρωτά και τους έκανε... (Γέλια). Τους έκανε μαθητές του... (Γέλια). Και μόνο αυτοί...; Ένα σωρό που τους εσάλεψε... (Γέλια). Τι Ναπολέοντες, τι τροχονόμοι... (Γελάει). Γι' αυτό σου λέω... Θέλει προσοχή... Από εκεί που δεν το περιμένεις. Τι νομίζεις πως είναι τα νεύρα; Ένα κάδρο που εσύ νομίζεις όχι κρέμεται στραβά, μπορεί και να σε λωλάνει. Είναι η στιγμή, που λένε... Θέλει προσοχή. (Γέλια). Αυτό εδώ, αυτό εδώ είναι ΤΟ (!) περιστατικό. Θα

Page 45: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

45

λυθείς από τα γέλια, θα πεθάνεις... Θα λες σταμάτα, δεν αντέχω άλλο... (Γέλια). Λοιπόν... Ήτανε ένας που είχε πάρε-δώσε με το εμπόριο. (Γέλια). Άκου να δεις τι έγινε να μη σου μείνει άντερο.. (Γελάει). Πήγε... (Γέλια). Πήγε και... (Γέλια). Ωχ, Θεέ μου, θα μείνω... Πήγε και... (Γέλια).

Page 46: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

46

ΜΑΡΙΟΣ ΠΟΝΤΙΚΑΣ

ΕΣΩΤΕΡΚΑΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Επεισόδιο Εικοστό Πέμπτο. Ο Δημόσιος Υπάλληλος.

Πέντε δημόσιοι υπάλληλοι,κάθονται στα τραπέζια τους. Ο 5ος Υπάλληλος απολαμβάνει το ούζο του. Απευθύνεται προς στους θεατές.

5ος ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ Όνομα! Όνομα πατρός; Όνομα μητρός. Έτος γεννήσεως; Αρκεί. (Ψάχνει τις καρτέλες που έχει μπροστά του. Βγάζει μία, τη διαβάζει και αφού ρουφήξει μια γουλιά ούζο, λέει απαθής). Έχετε πεθάνει, κύριε. (Η σίγουρη, απάθειά του εκνευρίζει και προδίδει το βαθμό της βλακείας του). Αποκλείεται να κάνουμε λάθος, κύριε. Εδώ, φέρεστε δηλωμένος ως αποθανών. Βεβαίως, κύριε. Να σας πω. Το 1968, μην Απρίλιος, είκοσι επτά διά την ακρίβεια. Λυπούμαι πολύ, κύριε, αλλά ο νόμος είναι νόμος. (Τρώει απαθής ένα μεζέ). Για μας έχετε πεθάνει, κύριε. Το καταλαβαίνω, αλλά εδώ είναι γραμμένο, υπογεγραμμένο και βε-βαιωμένο. Εγώ είμαι υπάλληλος, κύριε! Ένας απλός υπάλληλος. (Απευθύνεται σε συνάδελφό του). Θες τη σαρδέλα; Έχω το στομάχι μου εγώ, δεν την τρώω. (Στον Πανταζή, δηλαδή τους θεατές). Τι περιμένετ' εσείς; Α, μάλιστα. Είστε ο νεκρός. Λυπάμαι, κύριε, αλλά δε γίνεται τίποτα. Πηγαίνετε όπου θέλετε, για μας έχετε αποδημήσει εις Κύριον. Ποιο πιστοποιητικό; Μα τι λέτε τώρα θ' αστειεύεστε ασφαλώς. Τελειώσαμε, κύριε. (Εκνευρίζεται). Σε δύο λεπτά κλείνουμε, κύριε. Τι να σας κάνω, εγώ δε φτιάχνω νόμους. Εγώ εκτελώ τους νόμους.

Page 47: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

47

ΜΑΡΙΟΣ ΠΟΝΤΙΚΑΣ

ΕΣΩΤΕΡΚΑΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Επεισόδιο Εικοστό Έβδομο. Ο τιμωρημένος Έλληνας.

Στο σκοτάδι ακούμε έναν άντρα που επαναλαμβάνει πολλές φορές τη φράση «είμαι υπερήφανος, διότι είμαι Έλληνας...» Όταν ανάψουν τα φώτα, βλέπουμε τον άντρα να στέκεται με το ένα πόδι, όρθιος σε μια γωνία. Έχει την πλάτη γυρισμένη στους θεατές. Μακριά του, μια χοντρή γυναίκα με διαστάσεις τεράστιες, κάθεται σε μια πολυθρόνα και τρώει σαν κτήνος. Είναι βαμμένη και ντυμένη σαν καρνάβαλος, τα στήθια της ξεχειλίζουν.

Ο ΤΙΜΩΡΗΜΕΝΟΣ (Ξέπνοα) Είμαι υπερήφανος διότι είμαι Έλλην, πεντακόσιες ενενήντα τρεις. Είμαι υπερήφανος διότι είμαι Έλλην, πεντακόσιες ενεννήντα τέσσερις. Είμαι υπερήφανος διότι είμαι Έλλην, πεντακόσιες ενενήντα πέντε. Είμαι υπερήφανος διότι είμαι Έλλην, πεντακόσιες ενενήντα έξι. Είμαι υπερήφανος διότι είμαι Έλλην, πεντακόσιες ενενήντα εφτά. Είμαι υπερήφανος διότι είμαι Έλλην, πεντακόσιες ενενήντα οκτώ. Είμαι υπερήφανος πεντακόσιες ενενήντα εννιά. Είμαι υπερήφανος διότι είμαι Έλλην, εξακόσιες. (Έχει εξαντληθεί από την τιμωρία που φαίνεται να του έχει επιβάλει η χοντρή γυναίκα και ανασαίνει βαριά. Κοιτάζει κρυφά προς το μέρος της, φοβάται να κινηθεί απ' τη θέση του και περιμένει εντολή για να κατεβάσει το πόδι του. Αλλά η τετράπαχη γυναίκα τρώει με τα δάχτυλα, χωρίς να τον δίνει σημασία. Κάποια στιγμή, αποφασίζει να πάρει πρωτοβουλία και τρέμοντας από φόβο κατεβάζει το πόδι. Την παρακολουθεί με την άκρη του ματιού έντρομος και έρχεται κοντά της. Πονάει σ' ολόκληρο το σώμα, κινείται για να ξεμουδιάσει με συγκρατημένες κινήσεις. Η γυναίκα δεν τον προσέχει, συνεχίζει να τρώει. Ο τιμωρημένος πέφτει στα γόνατα και ξεσπάει σε κλάμα). Γιατί; Γιατί μου φέρεσαι έτσι, τι σου 'χω κάνει; Εγώ για σένα και στη φωτιά μπαίνω, άμα μου το ζητήσεις. Κι εσύ όλο με τιμωρείς. Δε μ' αγαπάς, το ξέρω. Αλλά γιατί; Δε σου πληρώνω την εφορία μου; Ο,τι μου πεις, δεν υπακούω; Γιατί δε μ' αγαπάς εσύ; Γιατί με παιδεύεις έτσι; Τι σου 'χω κάνει και με τυραννάς; Σε ρώτησα ποτέ για τις αποφάσεις που παίρνεις; Όχι, πες μου, σε ρώτησα; Εσύ δε με ρωτάς. Εγώ σου είπα τίποτα; Παραπονέθηκα εγώ; Κάθε μέρα που περνάει όλο και δυσκολεύουν τα πράματα. Δε βαριέσαι, λέω. Κι αυτό θα περάσει. Εσύ γιατί δε μ' αγαπάς; Γιατί δεν κάνεις κάτι να μου δείξεις πως μ' αγαπάς. Όχι σπουδαία πράγματα. Κάτι μικρό, έστω. Εγώ και μ' αυτό ευ-τυχισμένος θα 'μαι. Μόνο μ' αυτό το λίγο. Το μικρούλι. Το ελάχιστο. Εσύ τίποτα. Γιατί; Σου είπα τίποτα εγώ; Σου φώναξα ποτέ; ΕΓΩ προσωπικά; Σου φώναξα; Δε λέω για τους άλλους, ποιοι είν' αυτοί. ΕΓΩ όμως. Σου φώναξα εγώ; ΠΟΤΕ! Σκύβω το κεφάλι μου και υπομένω. Βαρυγκώμησα όμως ποτέ; Ένα κιχ, ένα βαχ ή αχ, άκουσες ποτέ από το στόμα μου; Γιατί δε μιλάς; Γιατί δε λες κάτι; Ποτέ δεν ξέρω τι σκέφτεσαι, τι ετοιμάζεις. Πόλεμο ετοιμάζεις; Δικτατορία ετοιμάζεις; Με γεια σου με χαρά σου, εσύ ξέρεις. Αλλά μη μου φέρεσαι έτσι, σε ικετεύω. Τι άλλο θέλεις πια. Τι άλλο πρέπει να κάνω για να μου δείξεις κι εσύ λίγη αγάπη; Πες μου. Τι θες, τι με σπρώχνεις να κάνω; Σε ποιο γκρεμό με πας; Κομουνιστή θα με κάνεις, άσπλαχνη; Δε βλέπεις πόσο υποφέρω; Όχι, αυτό δε θα το δουν τα μάτια σου. Μέχρι εκεί δεν πρόκειται να φτάσω, σου τ' ορκίζομαι. Να πεθάνω καλύτερα, παρά αυτό. Μετανάστης να πάω, αλλά αυτό δε θα το δεις. Άκαρδη. Σκληρή. Σατράπισσα. Δεν είσαι κράτος εσύ. Μέγαιρα είσαι. Λάμια και πίνεις το αίμα μου. (Σωριάζεται κλαίγοντας μπροστά στα πόδια της χοντρής γυναίκας που συνεχίζει να τρώει ατάραχη και αδιάφορη. Κάποια στιγμή αποφασίζει να τον χαϊδέψει αδιάφορα και αρχίζει να τον νανουρίζει).

Page 48: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

48

ΜΑΡΙΟΣ ΠΟΝΤΙΚΑΣ

ΕΣΩΤΕΡΚΑΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Επεισόδιο Εικοστό Ένατο. Ο Πανταζής λέει κι αυτός ένα ανέκδοτο.

Ο Πανταζής θυμάται το ανέκδοτο και γελάει. Αλλά το γέλιο του μοιάζει ψεύτικο. Έχει αλλού το μυαλό του, δεν μπορεί να συγκεντρωθεί.

ΠΑΝΤΑΖΗΣ Φοβερό ανέκδοτο. Απίθανο ανέκδοτο. Σπουδαίο ανέκδοτο. Αλλά να δεις πως ήταν. (Γελάει). Στη ζωή μου δεν έχω γελάσει περισσότερο. Δε γελάω εύκολα, αυτό είν' αλήθεια. Αλλά μ' αυτό το ανέκδοτο, δεν μπορούσα να κρατηθώ. (Γελάει). Σε καλό μου. Είναι αδύνατο να θυμηθώ ανέκδοτο. Την ίδια στιγμή που τα λένε, την ίδια στιγμή τα ξεχνάω. (Απότομα ξεσπάει σε δυνατά γέλια). Φοβερό. Σατανικό ανέκδοτο. Τώρα όμως τσαντίζομαι. Μου τη δίνει. Να δεις πώς ήταν. Πάει ένας, λέει, να πιάσει δουλειά. Σε μια μεγάλη επιχείρηση. (Ξέσπασμα γέλιου). Καλημέρα σας, λέει, διάβασα στην εφημερίδα. (Νέο ξέσπασμα γέλιου). Αλλά να δεις πως ήταν. Κάτι του είπανε. Γιατί λέει αυτός μετά. (Προσπαθεί να θυμηθεί). Κάτι είπε, κάτι που το δένει όλο τ' ανέκδοτο. (Ξέσπασμα γέλιου). Και τον πέταξαν έξω. Είμαστε με τον Νίκο, θυμάμαι. Φοβερός ανεκδοτάς ο Νίκος. Τη μεγαλύτερη πλάκα. Αλλά η Σοφία δεν τον χώνευε. Της γύριζε τα έντερα. (Σιωπή. Θυμάται). Ωραία χρόνια πάντως. (Σιωπή). Τέλος πάντων. Τι του 'πε όμως; Κάτι του 'πε, που το δένει όλο τ' ανέκδοτο. (Σιωπή). Τώρα που το βλέπω, το παραδέχομαι. Το φταίξιμο ήταν ολότελα δικό μου. Γιατί έδωσα το λόγο μου, ούτε που το ξέρω. Είχα μια σιγουριά και τον έδωσα. Παρ' όλο που ήρθανε όλα καπάκι, εγώ έδωσα το λόγο μου. Δεν έγινε τίποτα. Ήρθαν όλα καπάκι. Και τώρα που το βλέπω, το παραδέχομαι. Εγώ φταίω... (Σιωπή). Πού να ξέρεις; (Ξαφνικά θυμάται). Α, ναι... Αυτός είχε ένα τικ. Έκανε όταν μίλαγε έτσι... (Κλείνει νευρικά το μάτι). Έτσι. Και του λένε λοιπόν... Όχι. Αυτός τους είπε κάτι. Κάτι που το δένει όλο τ' ανέκδοτο. (Γελάει).

Page 49: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

49

ΜΑΡΙΟΣ ΠΟΝΤΙΚΑΣ

Ο ΓΑΜΟΣ

Μονόπρακτο.

Στη μέση της σκηνής μια πολυθρόνα για γυναικολογικές εξετάσεις. Είναι παλιά, το άσπρο χρώμα της έχει ξεθωριάσει. Ο 1ος Μάρτυρας Κατηγορίας που θα μιλήσει από τις θέσεις των θεατών. Είναι ένας άντρας γύρω στα 45).

1ος ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ Εγώ, την κοπέλα, κύριε πρόεδρε, την γνώριζα ως γείτονας. Τα σπίτια μας είναι δίπλα δίπλα και με τον πατερά της είμαστε πολύ φίλοι. Ο καημός του αυτός ήτανε, πώς να βρει ένα καλό και τίμιο παλικάρι να την παντρέψει. Την αγαπούσε πολύ, κύριε πρόεδρε. Και η μάνα της και η αδελφή της και όλοι. Ώπα ώπα την είχανε. Αφού εμείς, ως γείτονες που τα βλέπαμε και τα κουβεντιάζαμε, αυτό λέγαμε. Πως ήταν πολύ τυχερή που είχε τέτοιους γονείς. Και μετά ήρθε το κακό που τους βρήκε και έχασε το κορίτσι την τιμή της, όπως ξέρετε, αυτή είναι η προίκα του κάθε φτωχού κοριτσιού σήμερα. Διότι χωρίς την τιμή του. (Σταματά, τον διακόπτουν). Μάλιστα. Την ημέρα λοιπόν που συνέβη το κακό, ήρθε η μητέρα του κοριτσιού και ζητάει τη γυναίκα μου που εκείνη τη στιγμή είχε βγει στην αγορά να ψωνίσει και έλειπε από το σπίτι. Έτρεμε ολόκληρη και της λέω, κάτσε τώρα, κυρά Μαρία, τι σου συμβαίνει; Τότε εκείνη έβαλε τα κλάματα και δεν μιλούσε, μόνο με τα χέρια της έκρυβε το πρόσωπο της κι έλεγε συνέχεια «μου το χαλάσανε το κορίτσι, μου το χαλάσανε το κορίτσι...» Στο μεταξύ, ήρθε και η γυναίκα μου και της έψησε καφέ και μου έκανε νόημα να φύγω για να μιλήσει, γιατί φαίνεται ότι ντρεπότανε η γυναίκα και με το δίκιο της. Γιατί είδε να χάνεται το πιο πολύτιμο αγαθό που έχει κάθε κορίτσι σήμερα. Η τιμή του. Διότι χωρίς αυτήν... (Σταματά, τον διακόπτουν). Μάλιστα. Μετά που γύρισα εγώ σπίτι, μου είπε η γυναίκα μου ότι το καταστρέψανε το κορίτσι και πως αυτό δε μιλούσε, δεν έλεγε ποιος ήταν ο κακούργος που τη χάλασε. Φίλος της ήταν ή άγνωστος που την βίασε δια της βίας; Είχε φοβηθεί το καημένο και δε μιλούσε. Είχε χάσει τη λαλιά του και ήτανε σα μουγκό. Πιάνω τότε το δύστυχο τον... (Σταματάει). Παρέλειψα να σας πω ότι το κορίτσι ήταν αρραβωνιασμένο, το είχανε λογοδώσει μ' ένα καλό παλικάρι από τη γειτονιά, που ήτανε υδραυλικός και με δικό του μαγαζί και θα παντρευόντουσαν. Πιάνω λοιπόν τον πατέρα του κοριτσιού και του λέω και τόνε συμβουλεύω να πει στην αστυνομία, να το καταγγείλει και να τη στείλουνε στον ιατροδικαστή για εξέταση. Ντρεπότανε ο έρμος και με το δίκιο του, γιατί δε χάνει μόνο η κοπέλα την τιμή της, τη χάνει και όλη η οικογένεια. Ντροπιάζεται το όνομα της οικογένειας και ύστερα δεν έχει το θάρρος να δει την κοινωνία. Τέλος πάντων, τον πείθω να πάει στην αστυνομία και πάει και σε μια μέρα τον βρίσκουνε τον εγκληματία. Και καλά θα κάνετε να τον κρεμάσετε, κύριοι δικαστές, γιατί η τιμή της κάθε οικογένειας είναι ιερή κι αν ήταν πλούσιο το κορίτσι θα τα μπαλώνανε, ενώ τα φτωχά κορίτσια αυτή είναι η προίκα τους. Άμα τη χάσουνε, χαθήκανε. Ποιος θα τα παντρευτεί μετά; Εγώ αυτά ξέρω όλα κι όλα και ουδέν άλλο γνωρίζω.

Page 50: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

50

ΜΑΡΙΟΣ ΠΟΝΤΙΚΑΣ

Ο ΓΑΜΟΣ

Μονόπρακτο.

Ο Ιατροδικαστής αφού ολοκληρώνει την εξέταση του κοριτσιού, μαζεύει τα εργαλεία του, βγάζει τα γάντια του κι αρχίζει να εκφωνεί το π΄'ορισμα της εξέτασης.

ΙΑΤΡΟΔΙΚΑΣΤΗΣ (Γρήγορα) Ελληνική Δημοκρατία, δικαστική υπηρεσία Αθηνών. Αριθμός πρωτοκόλλου 72322, κάθετος είκοσι δεκάτου, χίλια εννιακόσια εβδομήντα εννιά. (Πιο χαμηλά). Το παρόν υπόκειται στο τέλος χαρτοσήμου, δραχμές δέκα. Νόμος 2266 κάθετος 52, αριθμός 3. (Πιο δυνατά). Αριθμός έκθεσης 7332. Ιατροδικαστική έκθεση. Ο υπογεγραμμένος ιατροδικαστής Νικόλαος Αποστολόπουλος επελήφθη της εκτέλεσης της υπ' αριθ. 892, κάθετος 720 κάθετος 32α κάθετος είκοσι δεκάτου χί-λια εννιακόσια εννέα εγγράφου παραγγελίας του Αστυνομικού Τμήματος Νέας Φιλαδέλφειας δι' ης παραπέμπεται προς ιατροδικαστικήν εξέτασιν η Ελευθερίου Αφέντρα, ετών 16, προκειμένου να αποφανθώ γυναικολογικώς παύλα κακώσεις. Εκ της γενομένης εν τω Ιατρείω της Υπηρεσίας μας εξετάσεως, προέκυψαν τα κάτωθι : Εκ του εφηβαίου των μικρών και των μεγάλων χειλέων του αιδοίου ως και επί του υπολοίπου σώματος παρετηρήθησαν ελαφρές κακώσεις, ουχί όμως κηλίδωσις εξ αίματος ή σπέρματος. Ο παρθενικός υμήν καρδιόσχημος, υμενοσαρκώδους συστάσεως και ύψους, φέρει μίαν βαθείαν ρήξιν κατά τη δευτέραν ώραν ως και ετέραν αβαθή τοιαύτην εκτεινομένην από της έκτης έως της όγδοης ώρας. Τα χείλη των εν λόγω ριξιών έχουν επουλωθεί και αποστρογγυλωθεί εις τρόπο ώστε διαμέσου αυτών το τμήμα του υμένος καθί-σταται ευκόλως διαχωρητόν εις το ανδρικόν μόριον. Εκ της περιπρωκτικής χώρας και αυτού του πρωκτού, παρατηρήθησαν ελαφραί κακώσεις, ήδη επουλωθείσαι και μη προκληθείσαι δι' εισαγωγής αμβλέος τινός σώματος εις το απεφθυσμένον. Εν συμπεράσματι: Η υφ' ημών εξετασθείσα τυγχάνει διακεκορευμένη από χρόνου μη δυναμένου επιστημονικώς να καθοριστεί, πάντως τούτου υπερβαίνοντος τας 15 ήμερας από της υφ' ημών γενομένης εξετάσε-ως. Εν Αθήναις 25 δεκάτου 1979, ο ιατροδικαστής...

Υπογράφει στον αέρα, παίρνει το βαλιτσάκι με τα εργαλεία και αποχωρεί.

Page 51: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

51

ΜΑΡΙΟΣ ΠΟΝΤΙΚΑΣ

Ο ΓΑΜΟΣ

Μονόπρακτο.

Ο Πατέρας στην οικογένεια.

ΠΑΤΕΡΑΣ Στο θέμα μας τώρα. (Σιωπή). Λέω; Στο θέμα μας τώρα. (Οι δύο γυναίκες προσποιούνται ότι υπάκουσαν. Τον προσέχουν). Αυτό που μας βρήκε, είναι μεγάλο κακό. Θα σταυρώσουμε τα χέρια και θα κάτσουμε ή θα λάβουμε μετρά; Απ' ο,τι βλέπω, εσείς δεν έχετε διάθεση να συνεργαστείτε. Έχετε και οι δύο, του κώλου σας το χαβά. Αλλά εγώ εν τούτοις, δεν τον έχω. Είμαι άντρας κι έχω ευθύνες και πρέπει να πάρω τα μέτρα μου. Η κοινωνία δεν τα συγχωρεί αυτά τα πράγματα, δεν τα ξεχνάει. Αν δεν αντιδράσουμε τώρα, τώρα όμως, η ντροπή θα μας κυνηγάει σε όλη μας τη ζωή. Κι εγώ προσωπικά, δεν έχω καμία διάθεση να νιώθω σα γαμημένος. Ένας άντρας για την τιμή του ζει κι άμα τη χάσει, τερμάτισε. Ο αστυνόμος υπήρξε σαφής και τον ακούσατε. «Μήπως το ήθελες κι εσύ λιγάκι; Μήπως σ' άρεσε; Το ίδιο σκέφτεται και ο κόσμος. Η κοινωνία. Το ίδιο είπε κι ο δικηγόρος αυτουνού του κτήνους. «Γιατί δεν τον χτύπησες;» τη ρώτησε. «Γιατί δεν του 'βγαλες τα μάτια;». Το κτήνος όμως δεν είχε ούτε μια γρατζουνιά πάνω του. (Στη Μητέρα). Πά 'να πει, της άρεσε της κορούλας σου. Για μένα, λοιπόν, δεν είναι θύμα. Για μένα, το θύμα εγώ (!) είμαι. Τελεία και παύλα! (Στο Κορίτσι). Ακούς, εσύ; Άκουσες τι είπα; Τα κατάλαβες αυτά που είπα; (Το Κορίτσι δεν αντιδρά). Άμα τ' άκουσες, που είμαι βέβαιος, κι άμα τα κατάλαβες, που είμαι εξίσου βέβαιος, τότε θα νιώσεις το κακό που πάθαμε και τη λύση θα τη δώσεις εσύ. Άμα την κατάλαβες την καταστροφή που μας βρήκε, θα αναλάβεις και θα ξεπλύνεις μόνη σου την ντροπή.

Page 52: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

52

ΜΑΡΙΟΣ ΠΟΝΤΙΚΑΣ

Ο ΓΑΜΟΣ

Μονόπρακτο.

Ο Μάρτυρας Υπερασπίσεως στον πρόεδρο του δικαστηρίου.

ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΕΩΣ Εγώ, κύριε πρόεδρε, έχω συνεργείο αυτοκινήτων κι ο κατηγορούμενος δουλεύει μαζί μου, τον έχω μαθητευόμενο για να μαθαίνει τη δουλειά. Όχι, δεν είναι συγγενής μου, από αγγελία τον πήρα. Είναι καλό παιδί και ποτέ του δεν έχει δώσει αφορμή. Τον έχω δύο χρόνια, μόλις τελείωσε το στρατό, και σ' αυτά τα δύο χρόνια ήτανε τύπος και υπογραμμός. Να σκεφτείτε, μου μιλάει στον πληθυντικό, έρχεται πάντα στην ώρα του και υπακούει σε ο,τι του πω. Και γενικά είναι άριστο παιδί, δεν είναι σαν τη σημερινή νεολαία που τρέχει από δω κι από εκεί και ξενυχτάει και κάνουνε διαδηλώσεις, όλα αυτά τα αίσχη τέλος πάντων. Όταν έμαθα για το θλιβερό γεγονός, είπα μέσα μου «αποκλείεται». Ήμουνα βέβαιος ότι δεν μπορούσε να το κάνει. Τόσο πολύ σίγουρος ήμουνα. Όχι, το θύμα δεν το γνωρίζω. Αλλά έχω ακούσει ότι ήταν λίγο πεταχτούλα και πολλοί άντρες θα θέλανε να κοιμηθούνε μαζί της. Δεν το λέω για να πω ότι το κορίτσι ήταν ελαφρών ηθών, αλλά γιατί ένα παλικάρι σαν τον κατηγορούμενο, ανάβουν τα αίματα του και γίνεται το κακό! Έτσι κι ο κατηγορούμενος. Κακό βέβαια αυτό που έκανε και πρέπει να τιμωρηθεί. Αλλά αυτό που πιστεύω εγώ είναι ότι δεν είναι το σφάλμα όλο δικό του. Πρέπει να τον προκάλεσε, κύριε πρόεδρε. Αυτός έμπαινε γυναίκα στο μαγαζί και κρυβότανε, πώς να πιστέψω ότι έφτασε ως αυτό το σημείο...; Έρχομαι χώρα στο προκείμενο. Ο κατηγορούμενος, κύριε πρόεδρε, μου ομολόγησε την πράξη του και έτσι έγινε γνωστό ποιος ήταν. Μου τα είπε όλα, γιατί με είχε σαν πατέρα του, κύριε πρόεδρε, κι εγώ του είπα να πάει στην αστυνομία και να τα πει όλα. Ναι, την βίασε, κύριε πρόεδρε, αλλά κανείς δεν ξέρει ότι αυτή που άρχισε ήταν η κοπέλα. Όχι, δεν αντιστάθηκε, απ' ο,τι μου είπε τουλάχιστον. Δηλαδή, στην αρχή δεν ήθελε, μετά όμως... Καταλαβαίνετε τι θέλω να πω. Κι έχω λόγους να το πιστεύω, κύριε πρόεδρε, γιατί δεν είμαστε παιδιά. Είμαστε άντρες και κάτι ξέρουμε κι εμείς από τέτοια πράματα. Διάβασα μάλιστα σ' ένα περιοδικό όχι πολλές γυναίκες που βιάζονται το θέλουν και οι ίδιες, έχουνε κι αυτές ευθύνη. (Τον διακόπτουν). Μάλιστα. Όχι, δεν ξέρω, αυτά που ήξερα τα είπα.

(Κάθεται, τα φώτα μένουν χαμηλωμένα)

Page 53: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

53

ΜΑΡΙΟΣ ΠΟΝΤΙΚΑΣ

Ο ΓΑΜΟΣ

Μονόπρακτο.

Σηκώνεται ο Εισαγγελέας για να προτείνει την καταδίκη του κατηγορουμένου.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ Κύριε πρόεδρε, κύριοι δικαστές, κύριοι ένορκοι. Ο ποινικός κώδικας είναι αρκετά σαφής, όταν ομιλεί περί της τιμωρίας αποπλανούντων ανήλικα πρόσωπα. Δυστυχώς όμως, ενώ η σαφήνεια ταύτη είναι διαυγής και κατηγορηματική δια τον κώδικα, δεν είναι το αυτό διαυγής και κατηγορηματική διά πλείστους εξ υμών. Αισθάνομαι ως εκ τούτου την ανάγκη να αναλύσω την βδελυράν πράξιν του βιασμού μιας παιδίσκης, δια να γίνει απολύτως κατανοητή και εις όσους δεν έτυχε να εμβαθύνουν εις αυτήν. Το ιερότερο ίσως πλάσμα επί της γης είναι η γυναίκα. Λεπτή εις την φύσιν, εύθραυστος εις το συναίσθημα, τρυφερά εις την σκέψιν. Τεράστιον το έργο το οποίον της ανατέθη υπό της κοινωνίας και δύσκολον εις την εκτέλεσίν του. Αναλογισθείτε τας ευθύνας τας οποίας επωμίζεται: τεκνοποίησις, παιδαγώγησις χου πλάσματος το οποίο φέρει εις τον κόσμο, βοηθός και συμπαραστάτης του ανδρός εις τας δυσκόλους στιγμάς της ζωής του, υπεύθυνη διά τα του οίκου της. Σύζυγος, μητέρα και οικιακός συντονιστής, εις το οποίον όλοι οφείλομεν ευγνωμοσύνη και θαυμασμόν. Παρακαλώ, σχρέψατε χα βλέμματά σας προς το θύμα. Μία γυναίκα εν τω γίγνεσθαί της. Πτωχή και άπροικος η παιδίσκη που βλέπετε μπροστά σας, μίαν και μοναδική περιουσία διέθετε: την παρθενίαν της. Το αμόλευτο σώμα της, ως μέγα, το μέγιστον τίμημα της ευτυχίας, την οποίαν θα της προσέ-φερε. Η παρθενία όμως δεν ήτο περιουσία μόνο! Ήτο και η τιμή ολοκλήρου της οικογενείας! Ήτο η τιμή, το κόσμημα και η αρετή του πατρός. Και προσέξτε, παρακαλώ, πώς αντιδρά εις την απώλειάν του, η γνήσια αυτή απόγονος των Σουλιωτισσών, των γυναικών της Ηπείρου και τόσων άλλων γυναικείων ηρωικών μορφών της ιστορίας μας. Αυτοπυρπολείται, κύριοι. Εσπίλωσαν την τιμή της, άρπαξαν τη γη της, εσύλησαν τα ιερά και τα όσιά της. Ο βάρβαρος κατακτητής εξανδραπόδισε τα όνειρα της. Η «μάνα», η «σύζυ-γος», η «γυναίκα» απώλεσε την παρθενίαν της. Ατιμάσθηκε. Η φωτιά είναι η μόνη λύσις γι' αυτήν. Στη φωτιά καίει την ντροπή της και από τις στάχτες της φωτιάς, αναγεννάται η ιδέα του άσπιλου, του αμόλευτου και του πάναγνου, όπως ο φοίνιξ αναγεννάται εκ της τέφρας του. Υποκλινόμεθα ενώπιον σου ιερόν πλάσμα και σου υποσχόμεθα να τιμωρήσομεν τον βάρβαρο κατακτητήν σου. Είμεθα υπερήφανοι δι' εσέ και, μαζί με μας, είναι υπερήφανοι και όσοι εκ των προγόνων μας εθυσιάσθησαν, δια να μη βιάσουν την πατρίδα μας, οι πλείστοι όσοι εχθροί της. Κύριε πρόεδρε, κύριοι δικαστές, κύριοι ένορκοι. Δεν πρόκειται να μακρηγορήσω περισσότερο. Στο κτήνος αυτό αρμόζει η ανωτέρα δυνατή ποινή. Προτείνω να καταδικαστεί ο κατηγορούμενος εις δεκαετή κάθειρξιν.

(Ο Εισαγγελέας κάθεται. Σιωπή)

Page 54: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

54

ΜΑΡΙΟΣ ΠΟΝΤΙΚΑΣ

Ο ΓΑΜΟΣ

Μονόπρακτο.

Σηκώνεται ο Συνήγορος Υπερασπίσεως.

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΕΩΣ Συμφωνώ με τον κύριο Εισαγγελέα, ποιος θα μπορούσε να διαφωνήσει άλλωστε ότι η γυναίκα είναι το ιερότερο πλάσμα της φύσεως. Είναι θεία η αποστολή της και ιερόν το καθήκον της. Αλλά, κύριε πρόεδρε, κύριοι δικαστές, κύριοι ένορκοι...! Ποιος δε γνωρίζει, ποιος θα αρνηθεί εξ ημών ότι όσον η γυναίκα είναι ιερό πλάσμα, άλλο τόσο είναι και δαιμονικό. Η εκκλησία μας της έχει απαγορεύσει την είσοδο εις τα άδυτα του ιερού. Όλες οι λέξεις με επιβαρυντική σημασία είναι γένους θηλυκού. Η πορνεία, η αμαρτία, η κλοπή, η αγυρτεία, η ψευδομαρτυρία και πλήθος άλλων είναι γένος θη-λυκού. Προσπαθώ μήπως να μειώσω το γυναικείο φύλο; Όχι, σεβαστό δικαστήριο. Δεν ανήκω εις τους φαλοκράτας, δεν υποτιμώ την αξία της γυναικός και το ρόλο της εις την κοινωνία. Είμαι μάλιστα από τους υποστηρικτές των αγώνων της για την απόκτηση περισσότερων, από τα κεκτημένα, δικαιωμάτων. Αλλά δεν ανήκω και εις την άλλη πλευράν. Εις το άλλο άκρον. Η γυναίκα είναι κι αυτή άνθρωπος όπως όλοι μας και σαν άνθρωπος όπως όλοι μας, έχει κι αυτή τις αρετές της, έχει κι αυτή τις αδυνα-μίες της έχει κι αυτή τα πάθη της. Δεν εκμηδενίζεται ο άντρας για να αριστεύσει η γυναίκα. Δεν υποτιμάται η γυναίκα για να υπερτιμηθεί ο άντρας. Επί της πλάστιγγος κύριοι ένορκοι και ο καθείς με τα βάρη του. Σ' ένα σακούλι δε χωράνε όλα μαζί, όπως πιστεύει -φοβάμαι- ο κύριος Εισαγγελέας. Ο πελάτης μου, σεβαστό δικαστήριο, είναι έ-νας νέος με ελαττώματα αλλά και αρετές. Τις αρετές του τις ακούσατε από τον προϊστάμενο του, δε χρειάζεται συνεπώς να τις επαναλάβω. Ποια είναι όμως τα ελαττώματα του; Σεξουαλικά υποσιτισμένος; Μάλιστα. Αλλά ποιος φταίει γι' αυτό; Η κοινωνία. Πνευματικά ελλιπής; Μάλιστα. Αλλά ποιος φταίει γι' αυτό; Η κοινωνία και η έλλειψη κρατικής στοργής. Οικονομικά αδύναμος, οικονομικά εξουθενωμένος και ολόγυρα του χιλιάδες οι πειρασμοί. Τι θα κάνει ένας νέος, κύριοι ένορκοι, όταν η κοινωνία τον προκαλεί, αλλά συγχρόνως και τους απαγορεύει; Μπορούμε να αντιμετωπίσουμε ρεαλιστικά και ψυχρά την κατάσταση αυτού του νέου; Χωρίς μελοδραματισμούς και κούφιους συναισθηματισμούς; Ο νέος που γίνεται βιαστής, κύριοι ένορκοι, δεν είναι ανάγνωσμα μελό, δεν είναι δακρύβρεχτος ιστορία. Είναι το μέγιστον δράμα, είναι η ίδια η εικόνα της κοινωνίας. Ας μην αυταπατώμεθα, ας μην εθελοτυφλούμε. Ο νέος αυτός, ο οποίος δικάζεται σήμερα σα βιαστής, είναι δικό μας δημιούργημα. Είναι θύμα, δεν είναι θύτης. Δεν έκλεψε, κύριοι ένορκοι, δεν λήστεψε, δεν εφόνευσε. Υπέκυψε εις το ισχυρότερον της λογικής ένστικτο του και μετέτρεψε την επιθυμία σε πράξη. Τη φυσιολογικήν, τη γενετήσιον επιθυμίαν. Την επιθυμίαν που δεν έβρισκε διέξοδο, την επιθυμία που συνέχει όλους μας μπροστά στο κάλλος μιας ωραίας και θελκτικής γυναίκας. Βεβαίως είναι βάρβαρος η πράξις του, βεβαίως είναι

Page 55: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

55

κολάσιμος. Θα αρνηθούμε όμως την ύπαρξιν ελαφρυντικών; Θα οδηγήσουμε αυτόν το νέο στην ολοκληρωτική καταστροφή, χωρίς να του αναγνωρίσουμε άπειρα όσα ελαφρυντικά;

(Τα φώτα δυναμώνουν στη σκηνή, ο Συνήγορος Υπερασπίσεως κάθεται. Ο Πατέρας δείχνει ενθουσιασμένος)

Page 56: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

56

ΜΑΡΙΟΣ ΠΟΝΤΙΚΑΣ

Ο ΓΑΜΟΣ

Μονόπρακτο.

Σηκώνεται ο Βιαστής.

ΒΙΑΣΤΗΣ Εγώ, την Αφέντρα τη γνώριζα, την είχα γνωρίσει να πούμε, σε μια ντισκοτέκ ένα βράδυ. Από την πρώτη στιγμή που την είδα, είπα μέσα μου, αυτή είναι η γυναίκα που θα παντρευτώ, αυτή είναι να πούμε, η μητέρα των παιδιών μου. Την είχα γνωρίσει λοιπόν σε μια ντισκοτέκ και τη ζήτησα να χορέψουμε. Έτσι γίναμε φίλοι κι εγώ όμως την είχα αγαπήσει, αλλά εκείνη δεν το ήξερε. Δεν τολμούσα να της πω τίποτα, από φόβο να μη φοβηθεί και τη χάσω. Γιατί ήτανε καλή κοπέλα η Αφέντρα, δεν ήτανε μια του δρόμου να πούμε και να κάτσει να της τα ρίξω. Ήτανε να πούμε τίμια και ηθικιά. Χαθήκαμε λοιπόν για λίγο καιρό και δεν την ξαναείδα. Τη σκεφτόμουνα, όμως, συνέχεια αυτή είχα στη σκέψη μου. Νταλκάς μεγάλος, κύριε πρόεδρε. Ώσπου τη βρίσκω μια μέρα, ένα βράδυ για την ακρίβεια και μένω σύξυλος, να πούμε. Διότι είχε γίνει, τι να σας πω; Σκέτη σταρ. Γυναικάρα με τα όλα της. Όχι τυχαία. Εξεπιτούτου. Είχα πάει για να τη βρω. Και καθόμαστε και τα κουβεντιάζαμε. Ήθελε να πάω στον πατέρα της και να τη ζητήσω επισήμως να πούμε. Εγώ δεν είχα καμία αντίρρηση, αλλά σα νέος, να πούμε, άναψα. Μου την έδωσε. Κι άρχισα και τη φίλαγα. Εκείνη ανταποκρινότανε, να πούμε, αλ-λά φοβότανε κιόλας. Τέλος πάντων, για να μην τα πολυλογώ και δεν επιτρέπεται να την εκθέσω κιόλας... Όχι, δεν τη βίασα, κύριε πρόεδρε. Θα σας εξηγήσω. Εγώ την Αφέντρα την αγαπώ και θέλω να την πάρω. Τέλος πάντων αγκαλιαστήκαμε και έγινε ο,τι έγινε. Έλα όμως που εκείνη μετάνιωσε, που την έπιασε τρομάρα να πούμε και δεν ήξερα τι να κάνω. Τα 'χασα, λόγω τιμής, κύριε πρόεδρε. Αλλά την Αφέντρα την αγαπώ και θέλω να γίνει γυναίκα μου. Αλλά φοβήθηκα κι εγώ, τι να κάνω; Έπειτα δεν μου άρεσε να την εκθέσω, να πούμε. Αλλά πού να το φανταστώ όχι θα καιγότανε; Εγώ την αγαπώ την Αφέντρα και τώρα που το βλέπω, το καταλαβαίνω ότι δεν έπρεπε να τα κρύψω όλα αυτά. Ήτανε λάθος, να πούμε, και σας δίνω το λόγο μου ότι εγώ θα επανορθώσω να πούμε. Γιατί εγώ την Αφέντρα την αγαπώ. Ευχαριστώ και σας ζητώ συγνώμη.

Page 57: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

57

ΜΑΡΙΟΣ ΠΟΝΤΙΚΑΣ

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΛΩΤ

Μονόπρακτο.

Ο Παντελής μπροστά στη σκηνή προς τους θεατές.

ΠΑΝΤΕΛΗΣ (Έπαρση τρελού) Ας πούμε, λοιπόν, ότι την εκβιάζω. Ας πούμε πως είναι κόρη μου και την εκβιάζω. Ποιος μου επιτρέπει εμένα να το παραδεχτώ αυτό; Ποιος μου εγγυάται εμένα ότι θα το παραδεχτώ κι ότι δε θα με στήσουνε στα δύο μέτρα; Έστω, λέω. Ας πούμε... Λοιπόν... (Ελαφρότατη, κλίση τον κεφαλιού του προς τα πίσω, προς τις δύο γυναίκες). Προσέξτε, είμαι τρελός εγώ. Εγώ, ήμουνα μαθητής του δημοτικού εγώ, όταν μας έβαλαν έκθεση να γράψουμε κι εγώ έγραψα, τι νομίζετε; «Σε παρακαλώ, Θεέ μου, μη βρέξει, διότι θέλω να κάνω παρέλαση...» Μάλιστα. Αυτό το θέμα έγραψα εγώ. Και είπανε όλοι μπράβο. Και τη διαλέξανε να τη διαβάσουνε στην Εθνική Γιορτή. Κι ένας μπινές χωροφύλακας, τι μ' έπιασε και μου 'πε ένας μπινές χωροφύλακας; Τι λέτε ότι μ' έπιασε και μου 'πε; «Παρέλαση» μου λέει «δε θέλεις να κάνεις. Παρέλαση ΠΡΕΠΕΙ να κάνεις. Άλλο το θέλω...» μου λέει «κι άλλο το ΠΡΕΠΕΙ...» Έτσι μου 'πε. Και γυρίζω εγώ τότε και του τραβάω μια κλοτσιά στο καλάμι και το 'σπασα. (Σιωπή μεγάλη). Γι' αυτό λέω, προσέξτε. Είμαι τρελός εγώ. Ακούς ο μπινές; Έστω, λοιπόν, ότι είναι κόρη μου. Που δεν είναι. Αλλά λέω, έστω. Με ποιες εγγυήσεις να το παραδεχτώ εγώ; Έχουμε στριμωχτεί σε μια γωνιά, έχουμε σφηνώσει στο βάθος της χαράδρας σαν το φορτηγό που φεύγει απ' το δρόμο και γκρεμοτσακίζεται και παίρνει τούμπες, μία, δύο, τρεις τούμπες, τέσσερις τούμπες και σφηνώνει, κι εγώ στην τούμπα επάνω, την ώρα που το φορτηγό στριφογυρίζει και φέρνει βόλτα με τις ρόδες ανάποδα, εγώ είμαι στο τιμόνι κι ούτε μπρος ούτε πίσω, βλέπω μόνο ε'να σπουργίτι που φεύγει στον αέρα και πετάει τρομαγμένο, χτυπημένο το σπουργίτι στον αέρα και φεύγει, το 'παθε άνθρωπος αυτό, λόγω τιμής (στη Θεοδώρα, με μια κλίση, ελαφριά τον κεφαλιού), ο Μήτσος ήτανε, τον ξέρεις τον Μήτσο απ' την Πρέβεζα, και τώρα είναι στη Μόσχα με σωλήνες από παντού να βγαίνουνε μπας και σωθεί ο άνθρωπος, κι αυτός να λέει «χτύπησα ένα σπουργίτι ρε, δεν ήθελα τον παλιοπούστη, αλλά ήρθε κι έπεσε πάνω στην κωλοτούμπα, τι να το κάνω το γαμημένο, από πού να προλάβω, πώς, από πού...;» Γιατί, ρε Μήτσο... Γιατί, ρε φιλάρα... Μην τη βά-ζεις ρε την κασέτα, αφού νταλκαδιάζεις, ρε κορόιδο, και θα την πληρώσεις, γλίτσιασε ο δρόμος Μητσάρα και θα σ' τη δώσει, θα πάρεις κόσμο στο λαιμό σου, θα κλάψουνε μανούλες, κάτσε δεξιά ρε, κάτσε δεξιά, πόσες φορές το 'χα-με πει; Προσέξτε, είμαι τρελός εγώ, έτσι; Εγώ βλέπω πεταλούδα και χαίρομαι, εντάξει;

Page 58: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

58

ΜΑΡΙΟΣ ΠΟΝΤΙΚΑΣ

Ε Θ Ν Ι Κ Η Γ Ι Ο Ρ Τ Η

Μονόπρακτο.

Ο Λευτέρης, ο σύζυγος της Έφης, την αρπάζει απ' τα μαλλιά, τη χαστουκίζει με όλη τη δύναμή του, την αφήνει να σωριαστεί χάμω, σκουπίζει τα δάχτυλά του απ' το αίμα της μ' ένα μαντήλι κάτασπρο και το πετάει... Η Έφη δεν έχει βγάλει άχνα. Και ουδείς άλλος επίσης. Ο Λευτέρης απευθύνεται στην Έφη.

ΛΕΥΤΕΡΗΣ Θα ψάξεις πολύ για να βρεις έναν άντρα σ' αυτόν τον τόπο! Τις πέτρες όλες να σηκώσεις, δε θα βρεις. Οι άντρες σ' αυτόν τον τόπο τ' αγοράζουνε τα τέτοια τους και τα κολλούν μπροστά τους! Είναι όλα εισαγωγής τα τέτοια τους. (Ξέσπασμα, αλλά ακίνητος). Πού θα πας λοιπόν και δε θα ξανάρθεις πια στο σπίτι σου; (Κανονικός πάλι). Σε έστειλα εδώ να δουλέψεις γιατί δε γουστάρω να ταΐζω εγώ τον πατέρα σου! Έβαλα λυτούς και δεμένους για να 'ρθεις εδώ και να δουλέψεις να βγάλεις κάνα φράγκο, να 'χεις για την κηδεία του κωλόγερου. (Ξέσπασμα, αλλά ακίνητος). Θα πλένω εγώ απ' τα σκατά του το παιδί; Θέλω να βγάλω λόγο, είπα, και εγένετο. Θέλω να σας μιλήσω για την Ελλάδα, είπα. Και εγένετο. Εγώ, είπα, επιθυμώ να βγάλω λόγο για την Εθνική Εορτή! Και εγένετο. Ο Λευτέρης ο Δημόπουλος δεν μπορεί να του αντισταθεί καμία κουφάλα, γιατί τις έχει όλες στο χέρι. Όλες οι κουφάλες εδώ είναι. Στη χούφτα του Λευτέρη του Δημόπουλου. Διότι ουδείς μπορεί να του αρνηθεί κάτι. Όλες οι κουφάλες είναι στη χούφτα του Δημόπουλου και τρέμουνε αποκαλύψεις. Δε θα κατέρρεαν οι επιφυλάξεις; (Γέλιο). Νέοι άνθρωποι έχουν έρθει στα πράματα και οι παλιοί ξεχνούν. Γερνούν και μαλακίζονται, το αίμα χους κυλάει αργά και το μυαλό κωλώνει! (Ξέσπασμα, αλλά ακίνητος). Σε περιμένω να σου διαβάσω το λόγο μου, να μου πεις τη γνώμη σου και να με καμαρώσεις κι εσύ δε θα ξανάρθεις σπίτι; Θα πλένω εγώ απ' τα σκατά του το παιδί; Έχεις δει γάτα να παίζει με φασόλι φρέσκο; Εγώ είμαι η γάτα κι εσύ είσαι το φασόλι! (Κανονικά). Σήκω τώρα και πάμε σπίτι μας, γιατί μπορεί να 'χει τεζάρει και ο γέρος σου. Ο, γένοιτο! Του διάβαζα το λόγο κι έτρεμε... (Γέλιο). Άντε, ντε... Θα περιμένω κι άλλο;

Page 59: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

59

ΜΑΡΙΟΣ ΠΟΝΤΙΚΑΣ

Ε Θ Ν Ι Κ Η Γ Ι Ο Ρ Τ Η

Μονόπρακτο.

Ο Λευτέρης με το αργό και βαρύ βήμα του έρχεται κοντά στη Μαίρη που εξακολουθεί να τον κοιτάζει. Τη χαϊδεύει στα μαλλιά με απαλή και τρυφερή κίνηση. Έκσταση του Λευτέρη, απέχθεια της Μαίρης, η οποία τραβιέται για ν' αποφύγει το χάδι.

ΛΕΥΤΕΡΗΣ Θέλω να κάνω έρωτα μαζί σου! Εσύ θα ήθελες; Να σε πάρω τώρα να πάμε στο Χέβενλυ, στη σουίτα τη προεδρική και να χαθούμε στην ηδονή;... Θα ήθελες; Το αίμα στις φλέβες μου βράζει. Θα ήθελες εσύ; (Χαμόγελο). Ασφαλώς και θα ήθελες. Το βλέπω στα μάτια σου όχι θα ήθελες. Αλλά είναι κόσμος μπροστά, έτσι οφείλεις ν' αντιδράσεις, κάθε γυναίκα έτσι οφείλει να αντιδρά μπροστά στον κόσμο, τον πόθο της για έναν άντρα μια γυναίκα δεν τον φανερώνει αμέσως, οι κυρίες που ξέρω εγώ και με γουστάρανε, στον κόσμο άψογες και στο κρεβάτι πόρνες, οι γυναίκες της καλής κοινωνίας, κυρίες μπροστά στον κόσμο και άψογες, αγίες, παρθένες, τύπος και υπογραμμός δίπλα στον άντρα τους, μόνο ο άντρας που ποθούνε ξέρει τι πόρνες είναι όλες και τι σκουλήκια οι άντρες τους και κάνουνε πολύ καλά, ορθώς χους κερατώνουν, την καριέρα τους αυτοί, το πάθος χους αυτές, εγώ δεν είμαι εναντίον χου πάθους, εναντίον της ηδονής, εναντίον χου ξεσκίσματος δεν είμαι εγώ - είναι κανείς εναντίον του ξεσκίσμαχος; (Ρωτά χωρίς ν' αφήσει από τα μάτια τον τη Μαίρη,). Αλλά ούτε και της καριέρας εναντίον είμαι εγώ. Ο άντρας την καριέρα χου, η γυναίκα το κρεβάτι της. Τα πράγματα είναι μοιρασμένα εκεί πάνω, το δρόμο του ο καθένας, την πορεία του. Εσύ όμως είσαι άλλο πράγμα, το βλέπω μέσα στα μάτια σου, θα σε πάρω να σε κάνω βασίλισσα όχι κεντήστρα. Στο Χέβενλυ έχει και κλιμαχισμό. Θα μας περιμένει και σαμπάνια στον πάγο. Σήκω λοιπόν... Τι περιμένεις; Δε σ' αρέσει η μεγάλη ζωή εσένα; Σ' αρέσει! Γίνεται να μη σ' αρέσει; Απ' τη σουίτα του Χέβενλυ μπορείς να δεις όλη την πόλη μες στο πιάτο σου. Θα δεις που ζούσες και θα μετανιώσεις. Έχεις ανέβει τόσο ψηλά ποτέ σου; Έχεις δει την πόλη από ψηλά;

Page 60: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

60

ΜΑΡΙΟΣ ΠΟΝΤΙΚΑΣ

ΤΑ ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΙΞΕΩΣ

Ραδιοφωνικό Μονόπρακτο.

Νοσοκομειακός θάλαμος γύρω στα μεσάνυχτα .Ο Άντρας μιλάει στη Γυναίκα αγνοώντας τα κόματα και τις τελείες.

ΑΝΤΡΑΣ Θέλω ένα τσιγάρο πριν πεθάνω δε θα μ' αφήσεις; Να καπνίσω ένα τσιγαράκι δεν έχω το δικαίωμα ν' ανάψω ένα τσιγάρο; Άνθρωποι που πάτε στη δουλειά σας και έχετε ένα σίγουρο μισθό δεν μ' αφήνει ν' ανάψω ένα τσιγάρο θα σου πω λοιπόν κι εγώ μερικά ψέματα έτσι για να ηρεμήσεις άκου λοιπόν το πρώτο ψέμα αφού το θες παίρνω λοιπόν την τούρτα μου παίρνω την ανθοδέσμη μου και πάω στη γιορτή του Κώστα εσύ είσαι χαρούμενη κι έχεις ντυθεί κι έχεις βαφτεί τη γνώμη σου για τη ζωή την έχεις πει μοσχοβολάς αρώματα και είσ' ευτυχισμένη δεν είσ' ευτυχισμένη; Είσ' ευτυχισμένη είσαι με τον εαυτό σου ωραία έχεις πετύχει το συντονισμό είναι η ώρα του αδηφάγου τέρατος προς στιγμήν εχόρτασε αν φάει κι άλλο θα ξεράσει εξάλλου είναι και τα περιττά κιλά τώρα που άρχισα δε σταματάω βρήκα την άκρη και σ' ευχαριστώ και ξετυλίγω το κουβάρι πάρε την αλήθεια που ήθελες στο ασανσέρ το αδηφάγο τέρας κοιτάζεται στον καθρέφτη επιθεωρεί την εμφάνιση του και δείχνει ικανοποιημένο όχι εξαιρετικά όχι απόλυτα αφήνει στον αέρα μια υποψία ελλείψεως να απλωθεί απ' το κοστούμι εξόδου κάτι λείπει μια λεπτομέρεια απουσιάζει από τη μάσκα του διαβόλου. (Ανάσες ηδονής που έχουν ξεκινήσει απ' τη Γυναίκα.). Πού είμ' εγώ; Θέλω να ρωτήσω το τέρας που είναι η Δειλία μου; Οι φόβοι μου και οι σπασμοί μου; Ποια ντροπή τους έκρυψε; Ποιος πρόλαβε και τους έσπρωξε πίσω ολοταχώς μέσ' στο στομάχι; Αλλά δε ρωτώ καλύτερα μια άλλη φορά -λέω- που θα 'ναι το τέρας ξεχασμένο θα το βρω τρία λεπτά πριν από τη χώνεψη και μέσα σε τρία ακριβώς λεπτά πριν αρχίσει η νάρκωση θα ρωτήσω δειλά «εγώ πού είμαι; πού η δειλία μου οι φόβοι μου και οι σπασμοί μου;» - οι σπασμοί σου; Θα ρωτήσει το αδηφάγο τέρας που τρώει συναισθήματα που τρώει συγκινήσεις που τρώει μνήμες που τρώει τρόμους μόνο αυτό και δεν αφήνει τίποτα πάνω στο τραπέζι - οι σπασμοί σου; Και θ' αρχίσει η χώνεψη ΝΑΙ ΟΙ ΣΠΑΣΜΟΙ ΜΟΥ απ' τον αργό επιθανάτιο ρόγχο μιας ζωής που με ποτίζει με ντροπές οι ΣΠΑΣΜΟΙ ΜΟΥ - μη διακόψεις μη χαμογελάς αυτάρεσκα λυπημένα συμπονετικά ούτε μ' αγάπη και δε φοβάμαι το θάνατο εγώ θα προκαλέσω το κόλπο σου την εκτροπή σου και θα την τινάξω στον αέρα τα λόγια σου θα τη βαρύνουν τη σκανδάλη οι σπασμοί μου θα σύρουν τη σκανδάλη έβγαλες και τα ρούχα σου συμβολικά και μ' απειλείς ότι -δήθεν- τα μυαλά σου τινάζονται στον αέρα ότι -δήθεν- η απόγνωση σου εκρήγνηται και πρέπει να μιλάμε όπως παλιά τι δολερή επινόηση τι πολυτέλεια περιττή αδηφαγία που δεν έχει όρια σκέψη ρηχή και κόπος μάταιος - το πρώτο ψέμα μου λοιπόν ομολογώ (λυγμός αδιόρατος) ντρέπομαι που ζω ντρέπομαι που ζω ντρέπομαι που ζω και δεν πεθαίνω είναι αλήθεια ή ψέμα αυτό είναι το ψέμα μου αυτό ή είναι αλήθεια; Ή μήπως είναι που δεν ομολογώ και προσποιούμαι; Να είναι που δεν τ' ομολογώ; Δεν το ομολόγησα και δεν το παραδέχτηκα ποτέ υποκρίνομαι το αντίθετο ακριβώς τι υποκρίνομαι; Ότι δεν ντρέπομαι που ζω ακολουθώ για να επιβιώσω όλους τους κανόνες και προσποιούμαι ότι δεν έχω αντίρρηση ότι δεν έχω αμφιβολία ήμουνα ένα μικρό αγόρι ήμουνα που ορκιζότανε να αγνοήσει τους κανόνες και κάθε χρόνο ανανέωνε τον όρκο του είναι ανθρωποφάγοι αυτοί οι κανόνες αυτοί οι κανόνες τρώνε ανθρώπους - αγαπημένε μου Χριστούλη φύλαγε τους γονείς μου και τους συγγενείς μου προστάτευε με απ' τους κανόνες τους ανθρωποφάγους να μην τους τηρήσω να μην τους σεβαστώ να μη λέω ψέματα να μη φθονώ να μη συνωμοτώ αλλά τον όρκο μου δεν τον κράτησα και ντρέπομαι τώρα που ζω το ΧΕΡΙ ΣΟΥ ΝΑ ΜΕΙΝΕΙ ΣΤΑΘΕΡΟ έχω και άλλα ψέματα να πω χωρίς ν' ανάψω τσιγάρο θα μείνω ακίνητος και θα

Page 61: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

61

ξερνάω ψέματα που είχε φανταστεί είμαι έτοιμος τώρα να βγω στη σκηνή και να ομολογήσω τα ψέματα μου αυτός είναι ο ρόλος μου τώρα ο ρόλος ενός ανθρώπου ηλικίας 50 ετών ο οποίος εκβιάζεται να μιλά συνέχεια χωρίς να σταματά με την απειλή ενός όπλου που κρατά γυμνή ποιος ξέρει γιατί- τη γυναίκα του να μιλά χωρίς να σταματά και να υποκρίνεται -Να είναι καλός ηθοποιός - ότι φοβήθηκε πολύ και δεν ακούει εξ αυτού χους θορύβους που έρχονται απ' έξω η γυμνή γυναίκα τον έφερε -υποτίθεται- σ' αυτό το σημείο στ' αλήθεια γιατί έβγαλες τα ρούχα σου μ' αυτό το κρύο; Δεν κρυώνεις αλήθεια; Να σου φέρω κάτι να ρίξεις πάνω σου να πάω χωρίς να σταματήσω να μιλώ να σου φέρω το γούνινο παλτό ή θα μου ρίξεις πισώπλατα; Σε λυπάμαι αλήθεια σου λέω τώρα δε θέλω να κρυώνεις να πάω; Να πάω; Να πάω;

Page 62: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

62

ΜΑΡΙΟΣ ΠΟΝΤΙΚΑΣ ΤΑ ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΙΞΕΩΣ

Ραδιοφωνικό Μονόπρακτο.

Νοσοκομειακός θάλαμος γύρω στα μεσάνυχτα .Ο Άντρας στη Γυναίκα που είχε βγάλει τα ρούχα της και τώρα σκεπάζεται . Αγνοεί τα κόματα και τις τελείες.

ΑΝΤΡΑΣ Δε σταματώ δεν κρυώνεις μόνο άρχισες να ντρέπεσαι όπως την πρώτη φορά αλλά σ' αρέσει εγώ δε σταματώ όμως... Είσαι υπέροχη έτσι πρέπει να παίζουν οι ηθοποιοί ο καλός ηθοποιός χρησιμοποιεί επάξια το νου για να ελέγχει τη συγκίνηση αν ο καλός ηθοποιός λησμονήσει τον έλεγχο της συγκίνησης αν ο καλός ηθοποιός λησμονήσει τον έλεγχο της συγκίνησης επειδή θα έχει αφήσει το νου έξω από τη σκηνή ο ηθοποιός είναι απλά καλός και ξεχάσει το νου έξω από τη σκηνή η συγκίνηση θα περάσει σα ρεύμα στην πλατεία και θα τιναχτούν όλοι μαζί δε σταματώ λοιπόν και θα προσπαθήσω να παίξω εξίσου καλά το ρόλο μου αφού εσύ με βεβαιώνεις ότι δεν κρύωσες εγώ συνεχίζω καταπνίγω την έγνοια μου και τηρώ τους κανόνες εάν όμως αιφνιδίως αισθανθείς το κρύο να περονιάζει το δέρμα σου και να φτάνει μέχρι την άκαρδη ψυχή σου θέλω να μου το πεις θύμισε μου μόνο πώς τελειώνει το έργο σκοτώνει η γυναίκα τον άντρα; Αρχίζει αυτή να μιλάει και ξαφνικά δεν έχει τι άλλο να πει που αυτό σημαίνει ότι ξέ-μαθε η σκέψη ν' ανοίγεται σε δρόμους άγνωστους; Δε θυμάμαι πώς τελειώνει το έργο μπορείς να μου το θυμίσεις; Ο άντρας αρχίζει να μιλάει ασταμάτητα και να ομολογεί -α ναι ναι ναι! Τελειώνει άδοξα. Πιέζοντας τη μνήμη του να βρει ψέματα σοβαρά κι αξιόλογα ο άντρας αρχίζει να θυμάται την ερωτική διέγερση μια συγνώμη και από τους δύο φεύγουν από τη σκηνή και παν αγκαλιασμένοι στο κρεβάτι τους να κάνουν έρωτα δε σταματώ αγνοώ τα κόμματα περιφρονώ τις τελείες και τα ερωτηματικά και προχωρώ υπάκουος στις μεγάλες και εξέχουσες αποκαλύψεις μισώ τους γέροντες. Αυτό που άκουσες μάλιστα! μισώ τους γέροντες το ακούς πρώτη φορά έτσι δεν είναι; Αυτό που ήξερες εσύ ήταν η άδολη και η ανιδιοτελής αγάπη μου για τους γέροντες έτσι δεν είναι; Τους μισώ λοιπόν! Έχουν τις σοφίες τους έχουν τις εμπειρίες τους -οι γέροντες- και απαιτούν σεβασμό απαιτούν στοργή αγάπη κατανόηση φροντίδα κοροϊδεύουν -έτσι νομίζουν- το θάνατο τον ξεγελούν του κλείνουν το μάτι και τον παρακαλούν αλλά μάταια ΦΟΒΑΜΑΙ ΝΑ ΓΕΡΑΣΩ αν θες ν' αρχίσεις κάτι να λες σε παρακαλώ γιατί εμένα η σκέψη μου αισθάνομαι ότι σε λίγο θα σταματήσει θέλω να σ' ευχαριστήσω αλλά ακούω τη μηχανή της σκέψης μου μπετονιέρα να ξανασβήνει και θα ξαναρχίσω σου δίνω το λόγο μου μη νομίσεις ότι θ' αρχίσω τώρα να υποχωρώ ότι σκέφτηκα ένα κόλπο και μου ρίξεις - να σου φέρω κάτι να βάλεις; Θα κρυώσεις έτσι κο-ριτσάκι μου θα ξεπαγιάσεις ν' ανάψω το αερόθερμο τουλάχιστον και να το γυρίσω επάνω σου δεν μπορώ να σε βλέπω έτσι πώς μ' εμποδίζεις πάντα να σε φροντίζω πώς έπαιρνες έτσι με δεξιοτεχνία ανώφελη το λόγο κι έλεγες «δε με φροντίζεις...» κι ας μην το ήθελες κι εγώ ντρεπόμουνα να φέρω αντίρρηση μόνο να το παραδεχτώ άφηνες έδαφος άκου εδώ άκουσε με καλά ΕΓΩ Σ' ΑΥΤΟΥΣ ΔΕ Σ' ΑΦΗΝΩ δεν έχεις τίποτα μια χαρά είσαι κουράστηκες λίγο ναι κουράστηκαν λίγο τα νεύρα σου αυτό είναι αλήθεια αλλά θα τη βρούμε την άκρη ξέρεις τι κάνουν αυτοί άμα μπεις εκεί μέσα αυτοί δε σέβονται και δεν αγαπούν βασανίζουν ναι αυτό κάνουν παίζουν με το σώμα των ανθρώπων το

Page 63: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

63

διασύρουν και το ξεφτιλίζουν λέω βλακείες άκου τι είπα δε θα σταματήσω όμως εγώ δε θα σταματήσω μέχρι ν' αρχίσεις εσύ να μιλάς μα είναι ποτέ δυνατόν να μιλήσουμε όπως πρώτα; Μόνο απλά πράγματα μπορούμε πια να λέμε καθημερινά τα τετριμμένα αυτό αν το παραδεχτείς θα ηρεμήσεις δεν είναι τόσο κακό όσο φαίνεται είναι πολύ καλό μάλιστα και έρχεται στην ώρα του κι αυτό. Εσύ -τώρα- τι ζητάς; Ζητάς το αδύνατο; Θα τολμήσω να σου πω λογικέ-ψου ησύχασε και πες μου κάτι καθημερινό, κάτι τρυφερό.

Page 64: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

64

ΜΑΡΙΟΣ ΠΟΝΤΙΚΑΣ

Κ Ο Ι Τ Α Τ Ο Υ Σ Μέρος Πρώτο.

Γέλιο αντρικό, γέλιο παχύ, χυδαίο και άγριο ξεσπάει από ένα σημείο της σκηνής, από το οποίο ξεχύνεται ένας άντρας. Κρατάει την κοιλιά του, χτυπά τα πόδια

του κάτω, πέφτει και κυλιέται, συνέρχεται λίγο και ξαναρχίζει για να ησυχάσει κάποια στιγμή καθισμένος, όπως βρέθηκε, οκλαδόν.

ΑΝΤΡΑΣ Η Λούλα... (Νέο κύμα γέλιου). Ρε Λούλα... Έλα δω, ρε Λούλα, και ξαναπές μου το, γιατί δεν το χωνεύω... Η Λούλα... Η Λούλα... (Νέο κύμα γέλιου). ΛΟΥΛΑΑΑ... (Έτοιμος να γελάσει). Δεν ακούς; Έλα δω, λέω... (Στη σκηνή έρχεται δειλά μια γυναίκα αρκετά ευτραφής και μάλλον δύσμορφη. Δεν είναι γελοιογραφικά άσχημη η εμφάνιση της, προκαλεί πάντως τον οίκτο καθώς μάλιστα κουτσαίνει ελαφρά. Είναι όμως πολύ σεμνή και δείχνει φοβισμένη. Μόλις εμφανίζεται, ο άντρας τη δείχνει και ξεσπά σε νέα γέλια). Η Λούλα... Ρε Λούλα, σοβαρά; Να το πιστέψω δηλαδή; (Γέλια). Δηλαδή βρέθηκε άντρας να σε... (Γέλια). Με συγχωρείς κιόλας, είμαι και άντρας σου, αλλά δεν ξέρω τι μ' έπιασε... Κανονικά έπρεπε να έχω θυμώσει, μα την Παναγία, είσαι πολύ τυχερή που γελάω, να εύχεσαι να γελάω συνέχεια δηλαδή, μέχρι να φύγουμε απ' αυτό τον κόσμο, ε-σύ να εύχεσαι να γελάω, γιατί αν δε γελάω, αν δε γελάω λέω (ξαφνικά), καλά πώς; Εγώ -με συγχωρείς κιόλας- εγώ σε βλέπω και σε σιχαίνομαι, πόσον καιρό έχω να σ' αγγίξω εγώ; Δέκα χρόνια; Είκοσι χρόνια; Από τότε που κάναμε το Στέλιο έχω να σ' αγγίξω; Αυτός πώς σ' άγγιξε; Δε μου λες; Ανάπηρος ήτανε; Καλά, με τέτοια λίπη, μου λες πώς μπόρεσε; (Σηκώνεται, ξεσκονίζεται. Δεν του λείπει, φυσικά, η χυδαιότητα στις κινήσεις). Μπράβο, Λούλα... Κοίτα, ρε, η Λούλα... Και τι σου 'πε; «Θέλω να κάνουμε έρωτα» σου είπε; «Μου τη δίνετε» σου είπε; (Νέο κύμα γέλιου). Κι έμεινες τσίτσιδη να πούμε; Δεν πήρε δρόμο; Για λέγε, για πες λεπτομέρειες... (Η Λούλα κλαίει και κρύβει το πρόσωπο της. Ο Άντρας με γέλιο που προσπαθεί να συγκρατήσει). Ανάσκελα... Ανάσκελα ή μπρούμυτα...; Χα! χα! χα!... Και το θυμόσουνα, ρε Λούλα; Δεν το 'χες ξεχάσει; Πώς το κάνουνε το θυμόσουνα ή, εκτός των άλλων, τον ταλαιπώρησες και επ' αυτού τον άνθρωπο; Ρε, δεν ήταν άνθρωπος αυτός. Ήρωας ήτανε... Πήγε με τη Λούλα - σκέψου. Ρε συ... Και δεν ξέρασε μετά; Μωρέ, μπράβο, Λούλα... Τώρα γιατί κλαις; Σε χτύπησα εγώ; Εγώ σ' έδειρα; Εγώ γελάω. Εσύ γιατί κλαις; Δε βλέπεις ότι σε έχω συγχωρήσει; (Ξαφνικά). Το βρήκα. Γύφτος ήτανε. Γύφτος δεν ήτανε; Λέγε, ρε Λούλα... Δεν ήτανε Γύφτος; Τι άλλο; Κανονικός άνθρωπος αποκλείεται να ήτανε πάντως. Μα πώς δεν ξέρασε... Μπλιαααα. (Έκφραση, αηδίας). Μη μου πεις ότι δεν ξέρασε. Πες το, ρε Λούλα, ντρέπεσαι; Δεν ξέρασε; Εσύ έχεις και τη μανία να μην πλένεσαι... Α, μπα... Αποκλείεται να μην ξέρασε ο Γύφτος. Απάνω σου ξέρασε; Ε, τι να σου κάνει κι αυτός; Γύφτος Γύφτος, αλλά δε θα του 'χε ξανατύχει... Λούλα, όταν σου μιλάω θέλω να μου απαντάς. Μην ξεχνάς ότι είμαι κερατωμένος εγώ, έτσι; Με έχεις κερατώσει. (Νέο κύμα γέλιου). Έπρεπε να 'μουνα από μια μεριά... Έπρεπε να μου το 'χεις πει, δεν έκανες καλά...

Page 65: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

65

Καθόλου καλά δεν έκανες. Λοιπόν; Ξέρασε ο Γύφτος ή δεν ξέρασε; (Αγριεύει ξαφνικά και ορμά στη Λούλα.). Γιατί δε λες, Λούλα, ότι ξέρασε; Γιατί το κρύβεις; Αφού ο Γύφτος ξέρασε, την γκόμενα παριστάνεις εσύ; Ο Γύφτος, Λούλα, ξέρασε και ξερνώντας, Λούλα, ο Γύφτος έγινε άνθρωπος. Ανακάλυψε ότι είναι άνθρωπος ξερνώντας -το καταλαβαίνεις αυτό; Πες «ξέρασε», Λούλα, πες «ξέρασε», πες «ξέρασε», γιατί δε λες «ξέρασε»; Και βέβαια ξέρασε... Τι θα έκανε... (Σιωπή). Χα! χα! χα! Σκέψου τι κτήνος ήτανε... Πείνα κτήνους είχε ο άνθρωπος. Χα! χα! χα!

Page 66: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

66

ΜΑΡΙΟΣ ΠΟΝΤΙΚΑΣ

Κ Ο Ι Τ Α Τ Ο Υ Σ Μέρος Δεύτερο.

Ο 1ος Άντρας που είναι ηλικιωμένος, απευθύνεται στον 2ο που είναι ντυμένος μαρκησία.

1ος ΑΝΤΡΑΣ Κοίτα τους. (Παύση). Κοίτα τους με προσοχή. Κοίταξε έναν έναν, εντόπιζε την ιδιάζουσα λεπτομέρεια της εν όλω συμπεριφοράς τους και μετά απόσυρε το βλέμμα και κατεύθυνε το στο σύνολο. (Σιωπή). Κοίτα τους. Είναι αυτοί που αύριο θα κληθείς να κυβερνήσεις. Σ' αυτούς θα απευθύνεσαι και αυτούς θα πρέπει να πείσεις. Είναι πολύ εύκολο, αρκεί να τους κοιτάς προσεκτικά έναν έναν. Διότι κοιτάζοντας τους προσεκτικά, θα καταλάβεις τι είδους ζώα είναι και θα τους σιχαθείς. Κοίτα τους... (Σιωπή). Κοίτα αυτό το αβέβαιο βάδισμα αυτού του... (σαρκασμός) μεροκαματιάρη. (Παύση). Κοίτα πώς κινούνται και πώς γλιστρούν τα απαίσια δάχτυλα του πάνω στο καουτσούκ της βρομερής του σαγιονάρας. Κοίτα την κοιλιά του, τις τρίχες στα πόδια του, η βρόμα που αναδίδει έως εδώ φτάνει. Τι μπορεί να 'χει μέσα στην ψυχή του αυτό το ζώο; Τίποτα. Ο εγκέφαλος του δε λειτουργεί. Μπορεί να σκοτώσει για ένα κομμάτι ψωμί, γιατί του γαμήθηκε η γυναίκα... Και ποια γυναίκα; Να την... Στο άλλο πεζοδρόμιο... Ανοίγει χα πόδια της και κάνει παιδιά. Σαν τα ζώα. Έτοιμη να τα πιστέψει όλα. Ο,τι της πεις θα το πιστέψει. Φτάνει να περιέχει μιαν υπόσχεση, μιαν ασήμαντη και τιποτένια υποσχεσούλα που έχει σχέση με τη βελτίωση της ζωής της. Δίχως συναίσθημα όμως, δίχως οίκτο! Κοίτα τους... Ανήκουν σε κόμματα. Φανατίζονται. ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ. Μοιχεύονται. Εκκλησιάζονται. Τιμούν τους νεκρούς τους. Τραγουδούν. Βολεύονται. Ένας απ' αυτούς -κοίτα τους- σκότωσε το παιδί του στο ξύλο γιατί βρήκε λεφτά στο δρόμο και τα παρέδωσε. Τον τρέλαναν τα χρέη... Τον συνέτριψαν οι αδηφάγες ανάγκες του. Κοίτα τους. Δεν ανήκουνε σε τάξεις. Είναι όλοι ίδιοι. Είναι Λαός. Αλλά απομόνωσέ τους. Και θα δεις -είναι βέβαιο- ολόκληρο τον εσωτερικό τους κόσμο, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΒΟΘΡΟΣ. Ακριβώς επειδή είναι άνθρωποι. Και όλοι μαζί ΛΑΟΣ! (Παύση). Να αποκτήσεις αυτή τη συνήθεια και θα γίνεις ένας εξαίρετος πολιτικός, όσον αφορά τουλάχιστον την επαφή σου με το λαό! Δεν έχει σημασία πού ανήκεις, ποιαν ιδεολογία θα επιλέξεις, για να ενταχθείς. Όποια κι αν διαλέξεις, ο λαός είναι το υλικό σου! Αυτοί εκεί πέρα... Σε όποια τάξη κι αν ανήκουν. Κοίτα τους! Έχε υπομονή. Και θα καταλάβεις με τον καιρό ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΙ ΔΙΚΑΙΟΥΝΤΑΙ ΑΚΡΙΒΩΣ. Θα μάθεις να μοιράζεις σωστά! Να παίρνεις και να δίνεις. Να προσθέτεις και να αφαιρείς. Αυτή είναι η πολιτική όπου κι αν ανήκεις. Κοίτα τους!

Page 67: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

67

ΜΑΡΙΟΣ ΠΟΝΤΙΚΑΣ Κ Ο Ι Τ Α Τ Ο Υ Σ

Μέρος Δεύτερο.

Ο 2ος Άντρας απευθύνεται στη Γυναίκα και στον 1ο .

2ος ΑΝΤΡΑΣ Τι ώρα είναι; Πάει, τη χάσαμε τη δουλειά. Δεν προλαβαίνουμε τώρα... Αυτό δεν καταλαβαίνουμε εμείς οι Έλληνες. (Πανικός). Ερχόμαστε καθυστερημένοι και μας προλαβαίνουν άλλοι... (Δυνατά). Αέεερα... 28η Οκτωβρίου και τέτοια... Δώσε μας τέτοια να σκίσουμε. Τι ώρα είναι; (Στον 1ο). Να πάρω να πω ότι πας; Έλα, ρε Παύλο... Τρακόσα χιλιάρικα είναι αυτά – άσε οι προοπτικές. Είναι επένδυση, δεν το καταλαβαίνεις; Πάρ' τα όλα επιτέλους, ζήτα κι από πάνω, φάτου τα του πούστη του Γιαπωνέζου, ζήτα του ο,τι θέλεις, κάνε πολιτική, γαμώτο, παίξε με τα πράματα, ανακάτεψέ τα, έτσι χάνει η Ελλάδα κάθε φορά, γι' αυτό είμαστε από κάτω, δεν ξέρουμε να παζαρεύουμε , πα' να πάρω τηλέφωνο, τι ώρα είναι; Θα κάνεις παιχνίδι; Πες ότι είσαι ο Μεταξάς τώρα. Μπες σ' αυτή τη θέση. Πες ότι είναι το '40 και πρέπει να πάρεις απόφαση. Λεφτά, προοπτικές, διεθνείς ορίζοντες, το μεγάλο παιχνίδι. Κι εσύ ρίχνεις το κρυφό χαρτί. Τους αδειάζεις όλους, ήρθες από πάνω. Σκάκι. Σκακιέρα. Τακ-τακ-τακ. Σε βλέπει ο Οδυσσέας και σε καμαρώνει. Πολυμήχανος αυτός, πολυμηχανότερος εσύ. Ηλεκτρονικός εσύ, 2.000-3.000 μπροστά εσύ. Πάρ' την κάτω την Κίρκη... (Στη γυναίκα). Κίρκη, ε; Όλα δικά μας πάλι, αυτό θα πει παιχνίδι, μια γραμμή εδώ, μια γραμμή εκεί, γραμμές χιλιάδες που μπλέκονται μεταξύ τους και καβαλάει η μία την άλλη - ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΛΕΣ ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΓΡΑΜΜΕΣ; Είναι σκοποί, είναι στόχοι, είναι πορείες, άλλες φαίνονται, άλλες κρύβονται, ο καθένας με την πλάκα του και τα συμφέροντα του, τι να κάνει; Να μην έχει συμφέροντα ο καθένας; Να μην έχει στόχους; Δε βλέπεις τι γίνεται; Κι ο πολυμήχανος Οδυσσέας, Έλληνας, έτσι; Ελληνάρα... Έλληνας με κάτι αρχίδια να... Πλέει. Προχωρεί. Σκαρφίζεται. Εφευρίσκει. Βγάζει το μάτι του Αμερικάνου. Του τη φέρνει. Τι είναι ο Ιάπωνας; Μια σταλιά σκατό είναι. Αν έπεφτε ο Οδυσσέας πάνω σε Ιάπωνα ξέρεις τι θα 'κανε; Α-χο-άχα ο Ιάπωνας (υποκλίνεται), α-χο-όχα ο Οδυσσέας (υπο-κλίνεται), άχο-όχα ο ένας, άχο-άχα ο δικός μας. Αχο-άχα και σταμάτημα δε θα 'χε, γιατί αυτοί άμα δε σταματήσεις δε σταματούν... Και τι σκοπό έχει ο Οδυσσέας; Να τον ζαλίσει. Να μην ξέρει πού είναι το μπρος και πού είναι το πίσω. Άχοοο-άχα λοιπόν και πού είν' ο Οδυσσέας; Πίσω απ' τον Ιάπωνα η Ελληνάρα μας. Και τον πηδάειειειει...

Page 68: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

68

ΜΑΡΙΟΣ ΠΟΝΤΙΚΑΣ Κ Ο Ι Τ Α Τ Ο Υ Σ

Μέρος Δεύτερο.

Ένας άντρας -δημοσιοϋπαλληλικά καλοντυμένος- προχωρεί μες στη νύχτα με την ομπρέλα του ανοιγμένη και πίσω του τον ακολουθεί ένας ζητιάνος που 'χει χωθεί μέσα στα ρούχα του νια ν' αποφύγει τη βροχή. Ο άντρας καθώς βαδίζει στρέφει το κεφάλι του πίσω και κοιτάζει ανήσυχος - για να

σταματήσει απότομα και να γυρίσει ολόκληρος προς το ζητιάνο που τρομάζει και επιχειρεί να φύγει.

ΑΝΤΡΑΣ Έλα δω, ρε... Τι θες; Γιατί με πήρες από πίσω; Τι θες κι έρχεσαι από πίσω μου με το χέρι απλωμένο; Γιατί ζητιανεύεις; (Σιωπή). Μίλα ρε, γιατί δε μιλάς; Δεν είσαι από δω, ε; Από πού είσαι; Κούρδος είσαι; Άι στο διάολο, γέμισε ο τόπος απόβλητα. Γιατί δεν πας στην πατρίδα σου ρε, παρά κάθεσαι εδώ και ζητιανεύεις; Γιατί φύγατε από την πατρίδα σας; (Ξαφνικά). Πόντιος είσαι. Τι με κοιτάς έτσι; Είσαι Πόντιος; (Μιμείται ένα χορό ποντιακό λέγοντας) Πόντιος; Άμα είσαι Πόντιος, πες το και κάτι θα πάρεις. Έχουμε κι εδώ Πόντιους, αλλά γιατί είναι Έλληνες δεν το 'χω καταλάβει. Πόντιε, μουγκός είσαι; Θα πάρεις πενηντάρικο, πες τι είσαι. Πενηντάρικο λέω... (Το βγάζει και το ανεμίζει, ο ζητιάνος το κοιτάζει, αλλά δε μιλάει. Στη διστακτική κίνηση του να το πάρει, ο Άντρας το τραβάει πίσω). Πες πρώτα τι είσαι. (Το βρίσκει). Πακιστανός. Πακιστάν; Πακιστάν; Γιατί δε μιλάς, ρε κακομοίρη; Κοίτα, ρε... Όλες οι φυλές του κόσμου εδώ μαζευτήκανε και δε μας μιλάνε κι από πάνω. Δεν καταδέχονται. Τα κάνω εκατό, από πού ήρθες; (Έχει βγάλει κατοστάρικο και το ανεμίζει, οι κινήσεις τον βέβαια δυσκολεύονται καθώς προσπαθεί να κρατήσει την ομπρέλα στη μασχάλη τον). Κοίτα να δεις... Εγώ άμα βάλω κάτι πείσμα, δεν το εγκαταλείπω. Θα σε κρατήσω εδώ μέχρι το πρωί και μετά θα σε παραδώσω για απέλαση. Μου την έχεις δώσει. Κάνε το σταυρό σου να είσαι Έλληνας καθαρόαιμος. Από Στερεά και κάτω. Ρε μπας και είσαι Πολωνός; Έχω αρχίσει να νευριάζω, εντάξει; Σε ρωτάω; Πόλις...; Πόλαντ; Έχω πάρει μια βάρκα φουσκωτή από έναν Πολωνό - Πολωνός είσαι; Φουσκωτή βάρκα. Μπόουτ. Φσσσ-φσσσ... (Μιμήσεις σχετικές με το φούσκωμα, τη θάλασσα, την πλεύση). Πόλαντ; Πακιστάν; Τι; Έναν ποτήριν νερόν παρακαλώ. (Το 'πε κυπριακά). Γαμώ το Θεό της Ελλάδας. Τα κάνω χίλιες, ρε πεινασμένε. (Βγάζει χιλιάρικο - οι ίδιες δυσκολίες στις κινήσεις του. Εξαγριωμένος). Αλλά θα μιλήσεις! Απόψε, ο κόσμος να χαλάσει, θα πεις ελληνικά. Και θα πληρωθείς. Τρεις λέξεις ελληνικές θα πεις κι έφυγες... Η πρώτη: «είμαι»! Η δεύτερη: «από»! Η τρίτη: από πού στο διάολο ήρθες. Αν είσαι Κύπριος και καταλαβαίνεις και δε μιλάς, σ' έθαψα. Κωλόρατσα, ε κωλόρατσα. Πρόσεξε, έτσι; Εγώ ούτε γάτα δεν έχω πειράξει στη ζωή μου, αλλά μου την έχεις δώσει. Μ' έχεις πάρει από πίσω με το χέρι απλωμένο και δε λες μια λέξη. ΜΙΑ. Από υποχρέωση στη χώρα που σε φιλοξενεί και σου επιτρέπει ακόμα και να ζητιανεύεις. Τρως το ψωμί του Έλληνα ζητιάνου - λέγε μια λέξη. Πες μια λέξη ελληνική. Και μουγκός να 'σουνα θα προσπαθούσες: ααααλλλλ... θα 'κανες. Πες «είμαι»! «Είμαι», πες. Πες, «είμαι» λέω. Πες «είμαι Πέρσης». Είσαι Πέρσης; Μία. Πες εθνικότητα. Τι άλλο να κάνω για να καταλάβεις ότι κινδυνεύεις. Α, ρε Χίτλερ. (Ακουμπά την ομπρέλα στο πόδι του, αλλά του πέφτει. Δε δίνει σημασία, βγάζει πεντοχίλιαρο). Άμα πεις την εθνι-κότητα -στα ελληνικά όμως- έχεις πέντε χιλιάρικα. Να τα. Μην το βλέπεις ένα. Πέντε είναι. Δεν είμαι Κύπριος εγώ να κάνω πουστιές. Πέντε. Για μία λέξη. Πέρσης; Πολωνός; Πακιστάν; Τούρκος; Περιμένω. (Με γρήγορη -αστραπιαία- κίνηση, ο ζητιάνος αρπάζει την ομπρέλα και το βάζει στα πόδια, αιφνιδιάζοντας τον Άντρα που μένει με το πεντοχίλιαρο στον αέρα και τη βροχή να πέφτει). Δεν την είπε ο βάρβαρος. Και βούτηξε και την ομπρέλα. Την ομπρέλα τώρα γιατί τη βούτηξε; Άφησε το πεντοχίλιαρο και πήρε την ομπρέλα. Αν ήταν Πολωνός, δε θα το 'κανε. (Σκέφτεται. Και βρέχεται). Άρα είναι υποανάπτυκτος. Είναι Κούρδος. Κυνηγημένο πράμα ήτανε. Φοβισμένο... Άρα; Απ' αλλού. (Σκέφτεται). Από πού όμως; Από υποανάπτυκτη χώρα σίγουρα... Αλλιώς γιατί να

Page 69: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

69

πάρει την ομπρέλα; Να πάρει είδος και να αφήσει το χρήμα...; Από ποια πολιτισμένη χώρα το κάνουν αυτό; Κούρδος, Κούρδος. Αρμένιος - από κει. Πακιστάν, Ιράν, Ινδός μπορεί... Τέτοιες χώρες. Αλλιώς δε θα 'παιρνε το είδος. Θα 'παιρνε το χρήμα. Α, ρε τσογλάνι. Μούσκεμα έγινα. Αλλά δε μου γλιτώνεις. Θα δώσω περιγραφή. Όχι για την ομπρέλα. Για το θράσος. Για την περιφρόνηση. Θα ζητήσω απέλαση. Θα κάνω θέμα! Θα σε στείλω πίσω να σε κάψουνε στη μέση με το γιαταγάνι. Όποιος και να 'σαι, διωκόμενος είσαι. Κυνηγημένος. Ε, την έχεις βάψει. Όχι που μαζευτήκατε όλοι εδώ πέρα... (Σηκώνει το -γιακά του, κοιτάζει επάνω στον ουρανό. Αποσύρεται κάτω από στέγαστρο για να μη βρέχεται). Καλά, θα δείτε... Θα δείτε. Ανάβει το πράμα, έχει ανάψει. Έξω όλοι... Όλοι... Πίσω... Πίσω. Καλά. Εντάξει. Θα σου κόβανε τα χέρια στην Περσία, κάθαρμα... Ηλίθιε. Να πάρεις την ομπρέλα να την κάνεις τι; Να την πουλήσεις; Χα! χα! χα!... Πήρε την ομπρέλα για να την πουλήσει - σκέψου μυαλό. (Απότομα). Μ' έφτυσε. Γι' αυτό δεν το πήρε το πεντοχίλιαρο ο Κούρδος. Για να μου πει «σε γράφω...». Για να μου πει «δε σ' έχω ανάγκη... ΔΕΝ ΤΑ ΘΕΛΩ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΣΟΥ». Ααα, καθίκι. Δεν τα θες τα λεφτά μου, ε; Με περιφρονείς, ε; (Προς τα κει που έφυγε ο ζητιάνος. Δυνατά). Ρε, κορόιδο. Ρε υποανάπτυκτε. Ποιον περιφρονείς, ρε; Χα! χα! χα!... (Σαρκάζει, απευθύνεται προς την κατεύθυνση που έφυγε ο ζητιάνος). Την ομπρέλα, ρε ζώο, γιατί την πήρες; Τι θα την κάνεις την ομπρέλα, μπορώ να μάθω; Γελάει, απλώνει το χέρι του για να δει αν σταμάτησε η βροχή -6ε σταμάτησε-, τυλίγεται στο παλτό του και φεύγει γελώντας και προσέχοντας πού πατάει για ν' αποφύγει τις λακκούβες

με τα νερά.

Page 70: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

70

ΜΑΡΙΟΣ ΠΟΝΤΙΚΑΣ Κ Ο Ι Τ Α Τ Ο Υ Σ

Μέρος Δεύτερο.

Βρέχει. Σε μια γωνιά ένας άντρας τηλεφωνεί. Σκυφτός με γέλιο κακό και μοχθηρό. Η φωνή του καταφανώς αλλαγμένη. Απολαμβάνει το τηλεφώνημα. Ο,τι θα συμβεί εδώ, αποτελεί μια ενότητα εφιάλτη.

1ος ΑΝΤΡΑΣ Δε μου λες; Σ' αρέσει τώρα που σου λέω τέτοια; Να σου πω κι άλλα; Άμα είσαι παντρεμένη, να σου πω. (Ακούει). Όχι, μην το κλείσεις. Περίμενε. Δεν έχεις μοναξιά; (Ακούει). Να 'ξερες πόσο σε καταλαβαίνω. Στην καρδιά μου μιλάς. (Ακούει). Πώς σ' αρέσει; Μη φοβάσαι, μόνοι μας είμαστε. Θα σου πω μετά τ' όνομα μου, σου δίνω το λόγο μου, θέλω να μ' εμπιστεύεσαι, δεν το νιώθεις απ' τη φωνή μου όχι είμαι εντάξει άνθρωπος; Πες μου λοιπόν, μίλα μου, αφού το 'χεις ανάγκη. (Ακούει). Ο,τι θες εσύ. (Ακούει). Ποιος ήρθε...; Να σε ξαναπάρω; (Σιωπή). Το 'κλεισες, αλλά τσίμπησες... Θα σε τρελάνω εγώ. (Σχηματίζει άλλον αριθμό). (Με άλλη, φωνή, πιο ένρινη). Ένας φίλος που θέλει να κρατήσει την ανωνυμία του. Η γυναίκα σου σε κερατώνει. Λάβε χα μέτρα σου. (Το κλείνει αμέσως. Σχηματίζει άλλον αριθμό. Στο μεταξύ ένας άντρας βγαίνει κι έρχεται στο κέντρο της σκηνής. Χλωμός, σοβαρός. Ο 1ος παίρνει τον αριθμό που θέλει. Με άλλη, φωνή. Βραχνή, απελπισμένη. Φωνή επιθανάτιου ρόγχου. Αργά). Βοήθεια... Βοήθεια... Με μαχαίρωσαν. Μπήκαν μέσα στο σπίτι μου και με μαχαίρωσαν... (Ακούει). Χαριλάου Τρικούπη 4. (Α-κούει). Στο δεύτερο όροφο... Κρατάω χα έντερά μου - λυπηθείτε με... πεθαίνω. Μμμμ... μμμ... (Διακόπτει και μόλις κλείνει, γελάει. Σχηματίζει άλλον αριθμό. Άλλη φωνή, γλυκιά). Μόνη σου είσαι, Ζωίτσα; (Ακούει). Πότε θα 'ρθει η μαμά και ο μπαμπάς...; (Ακούει). Α, θ' αργήσουν. (Φωνή άγρια και γελοία μαζί). Ώσπου να 'ρθουν όμως εγώ ξέρεις τι προλαβαίνω; Προλαβαίνω να 'ρθω να σε φάωωω... Θα σε φάω ολόκληρη, μια μπουκιά θα σε κάνω. Αλλά πρώτα θα βάλω το κεφάλι σου μέσα στο στόμα μου και θα κλείσω τα σαγόνια μου και χραπ, θα σου το κόψω. Για μεζέ. Είμαι λύκος εγώ μαζί και άνθρωπος - είμαι ο λυκάνθρωπος ο Γυόρ που βγαίνει άμα έχει πανσέληνο.

Page 71: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

71

ΜΑΡΙΟΣ ΠΟΝΤΙΚΑΣ Κ Ο Ι Τ Α Τ Ο Υ Σ

Μέρος Δεύτερο.

Ο Σούπερμαν εμφανίζεται από την πλατεία όπου... προσγειώνεται. Έρχεται στη σκηνή μεγαλόπρεπος, αστραφτερός μέσα στη στολή του. ΄Υπουλος, μάτι πονηρό. Οι άλλοι οπισθοχωρούν γεμάτοι θαυμασμό.

ΣΟΥΠΕΡΜΑΝ Τι λέγατε για μένα; Κάτι λέγατε για μένα, δεν μπορεί. Εγώ άκουσα ψου-ψου, τι λέγατε; (Σιωπή). Ο,τι και να λέγατε, να! Το ξανακάνω - προσέξτε. Ννννα! Εγώ είμαι απ' όλα - γι' αυτό! Είμαι σύνθετος. Ο,τι και να λέγατε, μέσα είστε. Ννννα! Θα το επαναλάβω, γιατί φαίνεται λίγοι έχουνε πιάσει το νόημα των καιρών. Προσοχή, προσέξτε: ανοίγω χα πόδια στη διάσταση, σηκώνω τα χέρια ψηλά -στην ανάταση-, γέρνω πίσω τον κορμό ελαφρά και αρχίζω να κατεβάζω αργά αργά τα χέρια. Μαζί γέρνει κι ο κορμός με το κεφάλι φυσικά! Αργά αργά όμως. Για να γεμίζει η ψυχή απόλαυση. Στη μέση ακριβώς αυτής της κίνησης -αυτό το βρίσκει ο καθένας μόνος του-, κατεβάζω απότομα τα χέρια μπροστά. Στα όργανα. Στον Ερμή. Στην Ερμιόνη. Και λέω: Νννα! Το Ν παρατεινόμενο. Ακολουθεί την κίνηση. Είναι ο ήχος της κίνησης. Γι' αυτό τραβιέται το Ν. Ννννν... Τραβιέται ώστε στο τέλος της να υποδεχτεί μετά χορδών και χυμπάνων το Α. ΝννννΑ! Πάμε όλοι μαζί. (Κάνει την κίνηση, οι άλλοι πίσω του δοκιμάζουν δειλά). Ννννννα! Το Α ανοιχτό. Κοφτό. Τελεσίδικο. Σαν βλήμα που φεύγει από πυροβόλο. Κανένα επιχείρημα δεν το σταματά. Α! Αφού προηγηθεί βέβαια το εκτεταμένο και παρατεινόμενο ννννν! Το Ν προετοιμάζει το Α! Είναι τρόπος ζωής. Είναι επιβίωση. Είναι φιλοσοφία. Ννννα! Είναι, αν θέλετε, πολιτικό σύστημα. Με διαχρονική αντοχή! Γι' αυτό δε με νοιάζει τι λέγατε... Δεν πα' να λέγατε ο,τι θέλετε...; Αυτός είναι ο άνθρωπος. Εγώ αυτός είμαι πάντως. Πιο ελεύθερος κι από πουλί. Με μια προϋπόθεση: ετούτο. (Δείχνει τον κρόταφο του). Αγαπητοί φίλοι, κυρίες και κύριοι, κυρίες, δεσποινίδες και κύριοι. Αγαπητά μου παιδιά. Κύριοι σύνεδροι. Εργάτες και εργάτριες. Χριστιανοί. Συνάδελφοι, σύντροφοι, συγχωριανοί, συμπατριώτες, δημοκράτες και δημοκράτισσες. Συμπολίτες. Φίλοι ακροατές. Ελληνικέ λαέ. Αγαπητοί θεατές, όλοι μαζί τώρα (κάνει την κίνηση), ΝΝΝΝΝΝΝΝΑ!

Όλος ο Θίασος κάνει την κίνηση, ουρλιάζοντας ΝΝΝΝΝΝ...Α! Τα φώτα σβήνουν.

Page 72: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

72

ΜΑΡΙΟΣ ΠΟΝΤΙΚΑΣ Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ ΤΟΥ ΛΑΪΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΚΟΡΑΚΙΑ

Πρώτος μονόλογος του Άντρα.

Τα φλας σταματούν σιγά σιγά, ελάχιστα μόνο θα αστράφτουν από καιρό σε καιρό κατά τη διάρκεια της ομιλίας τον Άντρα. Η φωνή, του καθαρή, αν και κουρασμένη, πολύ λίγες φορές θα παίρνει χρώμα απ' αυτά που λέει και από τα συναισθήματα που του δημιουργούν. Πού και πού ψάχνει τις λέξεις που

θα πει. Αναζητάει τη σωστή έκφραση και ψάχνει να τη βρει.

ΑΝΤΡΑΣ Είχε νυχτώσει...Είχε νυχτώσει. Που πάει να πει ότι η νύχτα είχε προχωρήσει; Δεν είναι ακριβές! Και εφ' όσον πρέπει να είμαι ακριβής, οφείλω να πω ότι η νύχτα δεν είχε προχωρήσει. Για την ακρίβεια το σκοτάδι έρρεε αργά προς την πλευρά της ημέρας, αυτό μπορώ να το βεβαιώσω, αλλά δεν την εκάλυπτε πλήρως. (Παύση). Ούτε ήταν φεγγαρόφωτη η νύχτα. Βάζω το χέρι μου στη φωτιά, δεν είχε φεγγάρι αυτή η νύχτα για να φωτίσει τα σκοτάδια της. Η νύχτα δε διέθετε αυτή την ευκολία. Νύχτωνε; Φύσαγε; Ούρλιαζαν οι λύκοι; Όχι όμως με τον γνωστό τρόπο που ουρλιάζουν οι λύκοι... Γι' αυτό λέω ότι το φως της ημέρας δεν είχε χαθεί εντελώς και ότι το σκοτάδι της νύχτας χυνόταν προς την πλευρά της ημέρας, με μια ταχύτητα απροσδιόριστη. Εκείνη τη στιγμή, το σκοτάδι της νύχτας και το φως της ημέρας είχαν αναμειχθεί τόσο, που εύκολα θα αντέστρεφες τις έννοιες και θα έλεγες φως της νύχτας και σκοτάδι της ημέρας. Και δε φυσούσε, κροτάλιζε. Ούτε ούρλιαζαν οι λύκοι. Οι λύκοι γελούσαν. Οι λύκοι γελούσαν, ο αέρας κροτάλιζε και η νύχτα αγκαλιαζόταν με την ημέρα, όταν τη στιγμή του ουράνιου οργασμού τους (ένταση) σχίστηκε η γη που πατούσα - για την ακρίβεια ένα τρίστρατο που οι βοσκοί ονομάζουν Σχιστή - κι από το χάσμα βγήκε μπροστά μου το φάντασμα του γέρου που οι ειδικοί λένε ότι ήταν ο Λάιος. Φορούσε κάτασπρο χιτώνα μέχρι τα πόδια και εντελώς, μα εντελώς, άφθαρτο. Έλαμπαν ακόμα και τα στολίδια από χρυσό που ήταν ραμμένα στο ύφασμα. Χωρίς πέδιλα. Και ανέμιζαν ελαφρά τα μακριά αραιά του μαλλιά. Και κρατούσε ξίφος. Χωρίς να χάσει χρόνο, μου ξεκαθαρίζει με ακατάδεχτο ύφος και βλέμμα που δε σήκωνε αντίρρηση και με μια χειρονομία όλο περιφρόνηση, να κάνω στην άκρη για να περάσει. Θυμάμαι τι ακριβώς του είπα. Αν πιστεύεις, του λέω, ότι θα παραμερίσω εγώ, είσαι πολύ γελασμένος. Θυμάμαι τι ακριβώς μου απάντησε: μην επαναλάβεις, μου λέει, το ίδιο λάθος και μ' έσπρωξε ελαφρά με το ξίφος του για να περάσει. Θύμωσα, δεν ξέρω τι μ' έπιασε, θύμωσα πολύ. Ποιος είσαι εσύ, του λέω, που μου μιλάς έτσι; Και τι εννοείς λάθος; Ποιο λάθος να μην επαναλάβω; Ξανασήκωσε το ξίφος του και μ' έσπρωξε ελαφρά. Γυρίζω κι εγώ την αυτόματη επαναληπτική καραμπίνα επάνω του και πυροβολώ: ο υπεραιωνόβιος γέροντας πέφτει, κατρακυλάει μέσα στο χάσμα της γης, χάνεται μέσα στα βάθη του, το χάσμα κλείνει. Η νύχτα τώρα είναι πραγματική νύχτα και οι λύκοι δε γελούν, ουρλιάζουν και ο αέρας φυσά, δεν κροταλίζει. (Παύση). Εγώ μαζεύω το ξίφος που είχε παραπέσει το χώνω στο σάκο μου, σας θυμίζω ότι είχα βγει για να κυνηγήσω λύκους που κατεβαίνουν πεινασμένοι και μας ρημάζουν τα πρόβατα. Προχωρώ έντρομος χωρίς να ξέρω πού πάω. (Σιωπή, αναθυμάται). Προχωρούσα λοιπόν χωρίς να ξέρω πού πηγαίνω και βλέπω ξαφνικά σ' ένα βραχάκι να κάθεται ένα πουλί σαν κόρακας, μου φάνηκε, αλλά την ίδια στιγμή ο κόρακας γίνεται πετροπέρδικα. Μόλις με είδε, έγινε πετροπέρδικα, μου φάνηκε. Για να ακριβολογήσω, δεν ήταν πετροπέρδικα, ήταν μια κόρη ολόγυμνη που έμοιαζε με πετροπέρδικα. Και για να είμαι περισσότερο σχολαστικός, ήταν μια πετροπέρδικα με το κορμί ολόγυμνης κόρης. Για να είμαι μάλιστα ειλικρινής με τον εαυτό μου και όχι μόνον ακριβολόγος μ' εσάς, μου γεννήθηκαν ταυτοχρόνως η επιθυμία να κάνω έρωτα μαζί της και η επιθυμία να τη σκοτώσω... Δεν προλαβαίνω ν' αποφασίσω, αν γίνεται να μιλάει κανείς για αυτόβουλη απόφαση τέτοιες ώρες, και η πετροπέρδικα μεταμορφώθηκε σ' ένα τέρας που αμέσως

Page 73: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

73

αναγνώρισα. Ήταν η Σφίγγα, όπως την ξέρουμε λίγο-πολύ όλοι. Τρέμοντας απ' το φόβο μου, ακούω τότε τη Σφίγγα να με ρωτάει: Γένος ολέθριο, να σε καταβροχθίσω όσο είναι ακόμα καιρός ή προτιμάς να βρεις «Τι είναι αυτό που έχει μια φωνή και είναι τετράποδο, τρίποδο και δίποδο» και να συνεχίσεις τον προαιώνιο δρόμο σου; Για μια στιγμή σκέφτομαι ότι μου στήνει κάποια παγίδα. Γιατί ποιος δε γνωρίζει σήμερα ν' απαντήσει σ' αυτό το αίνιγμα; Δεν έχω βέβαια περιθώρια ν' αποφασίσω, αν δεν απαντούσα, θα με καταβρόχθιζε. Και απαντώ γρήγορα, για να μη μετανιώσει: ο άνθρωπος. Όταν είναι μωρό μπουσουλάει στα τέσσερα, μετά στέκεται όρθιος στα δύο του πόδια και όταν γεράσει στηρίζεται σε μπαστούνι. Η Σφίγγα με κοιτάζει με αηδία, μου φάνηκε, με περιφρόνηση και λέει: «συνέχισε τότε γένος ολέθριο τον προαιώνιο δρόμο σου». Και ξαφνικά το λιονταρίσιο σώμα της άρχισε να τραντάζεται από γέλια βροντερά και τα φτερά της εσπάθιζαν τον παγωμένο αέρα και φλόγες έβγαιναν από το σπήλαιο που έχασκε σα στόμα στο γυναικείο της κεφάλι. Παρά την ταραχή μου από τα αλλεπάλληλα καμώματα της ζωής, τη βλέπω που πάει να πετάξει, έχοντας ξαναγίνει πετροπέρδικα και τη σημαδεύω. Μια, δυο, τρεις βολές και διαλύεται στον αέρα. (Σιωπή). Ως χριστιανός ορθόδοξος, έκανα το σταυρό μου και λιποθύμησα. Ώρες μετά, με βρήκαν παγωμένο οι βοσκοί, καλή τους ώρα που με ξανάφεραν πίσω στη ζωή. Πολλοί τώρα συμπεραίνουν ότι στο πρόσωπο μου ξαναγεννήθηκε ο Οιδίποδας. Αφού αναστήθηκε αυτός ο Λάιος, όπως δείχνουν τα πράγματα, λένε, και αφού τον ξανασκότωσα εγώ, γιατί να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο αυτός -δηλαδή εγώ- να είναι ο Οιδίπους, να που συ-νάντησε και τη Σφίγγα, λένε, και δεν τους αδικώ, ο κόσμος είναι γεμάτος θαύματα και έρχεται μια ώρα που τα βλέπουν όλοι και τα παραδέχονται, να ερευνηθεί το φαινόμενο, εμένα δε μου πέφτει λόγος, για να ξαναγεννηθεί όμως ο Οιδίποδας στο πρόσωπο μου, δε σημαίνει ότι αυτός ο Λάιος που αναστήθηκε είναι πατέρας μου κι εγώ ο γιος του; Που θα πάω μάλιστα μετά να παντρευτώ τη μάνα μου όπως μου εξηγούν οι ειδικοί ότι έκανε τότε ο αληθινός Οιδίποδας;

(Συγκρατημένο ειρωνικό γέλιο)

Page 74: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

74

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΟΥΡΤΗΣ

Ο ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ

Από τη συλλογή μονοπράκτων 11 Μονόπρακτa. Μπαίνει ο Γιάννης, μετανάστης που επιστρέφει απ’ έξω. Βαλίτσα, μοντέρνο, κακόγουστο ντύσιμο, ταλαιπωρημένος, κάνει προσπάθειες να λεει με

στόμφο…

ΓΙΑΝΝΗΣ Τι να σας πω, ρε παιδιά. Σπουδαία πράγματα. Άλλο να σας τα λεω κι άλλο να τα ζείτε. Ζωή, όχι αστεία, δηλαδή. Κι από δουλειά!… Πού να σας τα λεω!… Είναι ένα εργοστάσιο… πελώριο… πελώριο, ε;… τι να σου πω, τεράστιο κι έχει μέσα κάτι μηχανήματα, δηλαδή, μιλάμε για μηχανήματα, όχι αστεία, πελώρια, δηλαδή. Όμως εγώ δεν έγινα μηχανικός. Εγώ μηχανικός!… Τι λες εκεί!… Κορόιδο είμαι να πάω για μηχανικός!… Εκεί πέρα όλες οι δουλειές είναι ίσες. Ό,τι δουλειά κι αν κάνεις το ίδιο είναι. Καμιά σημασία, που λένε, για την «προυντικτιόν»… Κι ο μηχανικός κι ο σκουπιδιάρης κι ο λογιστής, ένα και το αυτό. Και ξέρεις γιατί;… Γιατί η «προυντικτιόν» τους χρειάζεται όλους… Ας πούμε, λοιπόν, πως πάω εγώ να τους γυρέψω δουλειά… Πάω, το λοιπόν… πήγα και μόλις μ’ είδανε μου λένε: «Θες να γίνεις μηχανικός, γραμματέας ή καθαριστής;» Μηχανικός εγώ!… Που έφαγα τα νιάτα μου στην Ελλάδα σαν μηχανικός. Χαζός είμαι; Τους λεω το λοιπόν. «Εμένα δε με νοιάζει. Δεν είναι όλες οι δουλειές το ίδιο;… Είναι. Το λοιπόν, καθαριστής». Και μου δώκανε, που λετε, μια στολή!… Στολάρα, ε;… Φοράω μια στολή, που τύφλα να ’χουν οι ναυάρχοι. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη κι είπα «Πού ’σαι μάνα μου, να δεις τον γιο σου». Και μετά μου δώκανε κι ένα καρότσεν-καρότσεν, ε, όχι αστεία γυαλιστερό-γυαλιστερό και πήρα και μια σκουπίτσα πεντακάθαρη κι άρχισα, που λετε, να σκουπίζω απ’ το πρωί ίσαμε το βράδυ… σκούπιζα και τραγουδούσα. Τραγούδι, ε, όχι αστεία. Τραγούδαγα και κλαίγανε κ’ οι τοίχοι… Κι αυτοκίνητα δύο. Ένα το πρωί για το καρότσεν κι ένα το βραδάκι για τα σαλόν και την έξοδο, που λέμε. Κι από γυναίκες… ε, όχι που θα το παινευτώ, αλλά, τι τα θες, πολλές γυναίκες. Τρελαίνεσαι σου λεω, πολλές γυναίκες, όμορφες γυναίκες, Καραβάνια ολόκληρα οι φροϋλάιν!… Με πήραν από πίσω «Γιόχαν!… Γιόχαν!…» μου φωνάζανε. Δεν άντεχα άλλο. Πήρα των ομματιών μου κι έφυγα. Εδώ, πώς τα πάτε;… Έμεινε κάνα ψίχουλο… όχι για μένα… για σας το λεω!

Page 75: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

75

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΟΥΡΤΗΣ

ΥΣΤΕΡΙΑ

Από τη συλλογή μονοπράκτων Κομμάτια και Θρύψαλα.

Ακούγονται φωνές απ’ τον καυγά την ώρα που μπαίνουν ο Άντρας κι η Γυναίκα.

ΑΝΤΡΑΣ Κάθε βράδυ, δηλαδή, τα ίδια και τα ίδια! Θέλαμε πολυκατοικία, βλέπεις. Να ’μαστε στην πόλη!… Μες στα σκατά!… Κοντεύουμε να τρελαθούμε!… (Στη ΓΥΝΑΙΚΑ). Σου το ’πα εγώ… πάμε μακριά, σου είπα… Στα όρη στα βουνά!… Αλλά εσύ… ήθελες να ’σαι κοντά στις φιλενάδες σου και στους κορτάκηδες τους φίλους σου!… Στο κομμωτήριο, στο σούπερ μάρκετ, στα πολύχρωμα φώτα… Δε μιλάς, ε; (Ακούγεται η φωνή της γυναίκας). Την ακούς; Σώνει και καλά, δηλαδή, αυτός πρέπει να ’ναι το κάθαρμα… Τις τρώει η καημενούλα!… Του ’χει φορέσει κάτι κέρατα τέτοια και τις τρώει κι όλας!… Έπρεπε να την είχα εγώ αυτή και θα σού ’λεγα… Στη σούβλα θα την έβαζα!… (Πάλι οι φωνές). Πάψε μωρή!… Βούλωσ’ το, που να στο βουλώσουνε φαντάροι!.. Την κατηγοράω λεει!… Εδώ κοκκινίσανε οι τοίχοι από τα αίσχη της κι η γυναικούλα μου με κατηγοράει πως την κατηγοράω!… Τι να κάνει μωρέ ο άνθρωπος, τι να κάνει;… Είναι για να μη φωνάζει;… «Πού ήσουνα μωρή;» «Όπου θέλω». Άκου απάντηση!… Φαπ, πέφτει η πρώτη! «Λέγε μωρή πού ήσουνα;» «Παράτα με!» Χα… Παράτα με, του λεει αυτή! Φαπ, πέφτει κι η δεύτερη. «Με ποιον ήσουνα, μωρή, λέγε!» «Μ’ όποιονε θέλω θα ’μαι κατάλαβες;…» Ε, τη σκοτώνεις ή δεν τη σκοτώνεις, πες μου.

Page 76: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

76

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΟΥΡΤΗΣ

ΥΣΤΕΡΙΑ

Από τη συλλογή μονοπράκτων Κομμάτια και Θρύψαλα.

Ο Άντρας οργισμένος.

ΑΝΤΡΑΣ Μήπως θα ’θελες να κοιμηθείς μόνη σου… Θυμάσαι μια κυρία-φιλενάδα σου μου φαίνεται ήτανε – απ’ αυτές που τον αρπάζουνε στα έξι μέτρα, μου είχε πει κάποτε: (Μιμείται…) «Όταν κοιμάμαι με τον άντρα μου, περιμένω πώς και πώς να γυρίσω πλευρό!… Όταν επιτέλους γυρίσω στο πλευρό, είμαι ευτυχισμένη!… Είμαι επιτέλους μόνη μου!…» Εκεί, λοιπόν, που θα περιμένεις πώς να μου γυρίσεις την πλάτη σου, καλύτερα να κοιμηθείς μόνη σου!… (Τρέμοντας). Προτιμώ να χωρίσουμε, καταλαβαίνεις;… Είναι ηλίθιο να σε σκοτώσω και να πάω φυλακή!… Κι ακόμα πιο ηλίθιο είναι να τρελαθώ!… Προτιμώ να χωρίσουμε, παρά να τρελαθώ!… Προτιμώ να μείνω μόνος μου, μόνος μου, μόνος μου, παρά να μου φορέσουνε ζουρλομανδύα!… (Συνεχίζει σαν σε ντελίριο). Και να ξέρεις: φταιει η πολυκατοικία. Φταινε οι άλλοι! Και μόνοι μας δεν θα ’μαστε καλύτερα, αλλά τώρα τους μισώ όλους! Δε θέλω να βλέπω κανένα, δε θέλω ν’ ακούω κανένα, να λεω «καλημέρα, τι κάνεις», Δε θέλω να γελάω, βαρέθηκα να τους ανέχομαι, κι εδώ και στο γραφείο και παντού, ο ένας γελάει, ο άλλος φωνάζει, η μία σκούζει, ο άλλος χτυπάει, μιλάμε, φωνάζουμε, γελάμε, διασκεδάζουμε κι όμως φοβόμαστε ο ένας τον άλλον, κλειδώνουμε καλά τις πόρτες, κουτσομπολεύουμε, βριζόμαστε, βλαστημάμε… δεν μπορώ άλλο… νιώθω αδύναμος!… Νιώθω ανίκανος!… Πόσο καιρό έχουμε να κάνουμε έρωτα; Πόσο καιρό έχεις να με φιλήσεις;… Θα τρελαθούμε!… Δε μπορώ, σου λεω!… Ούτε εχθρούς, ούτε φίλους, κανένα και τίποτα!… Θέλω να μείνουμε μόνοι μας, εγώ κι εσύ κι ας σκοτωθούμε, καλύτερα, καταλαβαίνεις; Φοβάμαι!… Το ξέρω, το βλέπω, πως είν’ ηλίθιο να σε ζηλεύω, όμως είναι κι αυτό κάτι, είναι μια πράξη, μια πράξη απελπισίας. Ξαφνικά κάτι με πιάνει, νομίζω πως κηρύχτηκε πόλεμος, πως μου κάνουν επίθεση, οχυρώνομαι, με πολεμάνε, παίρνω τα όπλα μου, φοράω την πανοπλία στο εγώ μου και ρίχνομαι κι εγώ στη φωτιά, πολεμάω, χτυπάω, χτυπιέμαι, φοβάμαι κάθε σου κίνηση, κάθε σου βλέμμα, τους φοβάμαι όλους και πιο πολύ εσένα, σε φοβάμαι, σε πολεμάω, γίνεσαι ο εχθρός μου, είσαι ο εχθρός μου, σε μισώ, σε μισώ, σε μισώ… (Της ορμάει).

Page 77: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

77

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΟΥΡΤΗΣ

Ο ΑΝΕΡΓΟΣ

Από τη συλλογή μονοπράκτων Κομμάτια και Θρύψαλα.

Ο Βασίλης αγανακτισμένος.

ΒΑΣΙΛΗΣ Πότε ρε Μίνα; Πότε;… Σαράντα χρόνια ξυπνάω απ’ τα χαράματα!… Από μωρό παιδί στο πεζοδρόμιο. Οχτώ χρονών κουβάλαγα σίδερα, δέκα φορτωνόμουνα κασόνια, είκοσι στη λαχαναγορά, τριάντα στο ταξί νυχτέρι, σαράντα άνεργος και πεινασμένος!… Πότε θα γίνει αυτό το κάτι;… Πότε; Κάναμε και σουβλατζίδικο, βλέπεις, να γίνουμε αφεντικά! Λες κι έπεσε κατάρα!… Λες κι έπεσε πανούκλα!… Λες και βγήκε σήμα «μην τρωτε πια σουβλάκια». Λες και βάζαμε σκατά, αντί για τον καλύτερο κιμά! Αλλά ίσως γι’ αυτό… Τον είδες τον άλλον; Έφτιαχνε, λεει, σουβλάκια με σάπια εντόσθια και μασέλες. Πουτάνα κοινωνία!… Και του ρίξανε μονάχα οχτώ μήνες!… Εμένα μου ρίξανε σαράντα χρόνια, αυτουνού οχτώ μήνες θα τις πληρώσει, πάει, λεύτερο πουλί… Αύριο άλλη κομπίνα, μεθαύριο άλλη κονόμα!… Εμείς τίποτα! Ούτε μια κομπίνα!… Ούτε μια κομπίνα δεν είμαστε άξιοι!… Βάλαμε τον καλύτερο κιμά, κατάλαβες;… Σαν τον πατέρα μου στην κατοχή… Όλοι πουλάγανε πίτουρα και κιμωλία για αλεύρι στη μαύρη αγορά κι ο γέρος μου, φούρναρης πράμα, τσουβάλια το κάτασπρο αλεύρι, το ’δινε τζάμπα!… Τζάμπα!… Μέχρι κι οι μαυραγορίτες κάνανε ουρά έξω απ’ το σπίτι μας και μετά το πουλάγανε χρυσάφι το γραμμάριο!… Κι εσύ μου λες επέτειο!… Κι εσύ μου λες πως φτιάχτηκες!… Κι εσύ μου λες πως πάνε πια, περάσανε κι αυτά τα δεκαπέντε χρόνια, όπως και τ’ άλλα! Τον φάγανε τον Βασίλη!… Τον έφαγε η μαρμάγκα τον Βασίλη!… Πούστικο χρήμα!…

Page 78: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

78

TTΕΕΛΛΟΟΣΣ

Page 79: Monologi Neoellinikou Dramatologiou Andron

79