βυζαντιο

30
Βυζάντιο 1 ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ Με τον όρο Βυζάντιο εννοούμε το κράτος που δημιουργήθηκε στα ανατολικά εδάφη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Πρέπει να γίνει κατανοητό εξ αρχής, ότι κράτος με την επωνυμία αυτή δεν υπήρξε ποτέ καθ’ όλη την διάρκεια της ιστορικής διαδρομής του, αλλά είναι δημιούργημα των μοντέρνων ιστορικών. Οι ίδιοι οι υπήκοοι του κράτους αυτού, θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως Ρωμαίους και ο αυτοκράτορας είχε τον επίσημο τίτλο « Εν Χριστώ Βασιλεύς των Ρωμαίων ». Αυτό σημαίνει πως οι λεγόμενοι βυζαντινοί αισθάνονταν οι κληρονόμοι της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και οι συνεχιστές της. Από την αίσθηση αυτή προέρχεται και το όνομα Ρωμιοσύνη και η επωνυμία Ρωμιοί, με την οποία αυτοπροσδιορίζονται οι Έλληνες ακόμη και σήμερα. Εξάλλου, το όνομα της πρωτεύουσας του κράτους ήταν Νέα Ρώμη, ένα ακόμη στοιχείο που αποδεικνύει την αίσθηση της συνέχειας με την παλιά Ρώμη που συνείχε τους υπηκόους του, άσχετα αν κατόπιν επικράτησε η ονομασία Κωνσταντινούπολη, προς τιμήν του ιδρυτή της πόλης. Ποτέ οι αυτοκράτορες του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους δεν αναγνώρισαν άλλο κράτος με την επωνυμία Ρωμαϊκό και αυτός ήταν ένας λόγος της αντιπαράθεσης τους με το κράτος που είναι γνωστό ως Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, το οποίο ίδρυσε ο Καρλομάγνος. Η ονομασία Βυζαντινή Αυτοκρατορία είναι επινόηση των δυτικών ιστορικών και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ιερώνυμο Βολφ, το 1567. Μετά απ’ αυτόν, καταγράφεται ως κυρίαρχος όρος στην μελέτη της ιστορίας αυτής της κρατικής οντότητας. Η δικαιολόγηση της ονομασίας από τους δυτικούς ιστορικούς, βασίζεται στο σκεπτικό, ότι κατά τον 6ο και 7ο αιώνα συντελούνται τόσο βαθιές αλλαγές στην οργανωτική δομή του κράτους, για παράδειγμα με την αλλαγή της ιδεολογίας που αφορά το πρόσωπο του αυτοκράτορα και την υιοθέτηση της ελληνικής γλώσσας ως επίσημου γλωσσικού οργάνου, στην κοινωνία, με τις νέες παραγωγικές σχέσεις που συνδέονται με τις καινούργιες εδαφικές πραγματικότητες ως αποτέλεσμα των βαρβαρικών κατακτήσεων στην ∆ύση, που δεν μπορεί πλέον να εφαρμοστεί ο όρος ρωμαϊκός στην κρατική οντότητα που αναδύεται μέσα από τις αλλαγές αυτές. Για να κάνουν διακριτή την διαφορά αυτή λοιπόν, οι ιστορικοί χρησιμοποίησαν τον όρο Βυζαντινό, από το όνομα της αρχαίας πόλης του Βυζαντίου, πάνω στην οποία κτίστηκε η Κωνσταντινούπολη. Για τους προηγούμενους αιώνες δέχονται ότι μπορεί να χρησιμοποιείται ο όρος Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, γιατί το κράτος αυτό διατηρεί ακόμα αρκετά ρωμαϊκά χαρακτηριστικά, με πρώτο απ’ όλα την χρήση της λατινικής γλώσσας. Ένα ακόμα γεγονός που πρέπει να έχουμε υπ’ όψη μας είναι ότι ο όρος Έλληνας, τουλάχιστον μέχρι την περίοδο των Παλαιολόγων, δεν έχει εθνική

Transcript of βυζαντιο

Page 1: βυζαντιο

Βυζάντιο 1

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

Με τον όρο Βυζάντιο εννοούµε το κράτος που δηµιουργήθηκε στα ανατολικά

εδάφη της ρωµαϊκής αυτοκρατορίας, µε πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη.

Πρέπει να γίνει κατανοητό εξ αρχής, ότι κράτος µε την επωνυµία αυτή δεν

υπήρξε ποτέ καθ’ όλη την διάρκεια της ιστορικής διαδροµής του, αλλά είναι

δηµιούργηµα των µοντέρνων ιστορικών. Οι ίδιοι οι υπήκοοι του κράτους

αυτού, θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως Ρωµαίους και ο αυτοκράτορας είχε

τον επίσηµο τίτλο « Εν Χριστώ Βασιλεύς των Ρωµαίων ». Αυτό σηµαίνει πως

οι λεγόµενοι βυζαντινοί αισθάνονταν οι κληρονόµοι της ρωµαϊκής

αυτοκρατορίας και οι συνεχιστές της. Από την αίσθηση αυτή προέρχεται και

το όνοµα Ρωµιοσύνη και η επωνυµία Ρωµιοί, µε την οποία

αυτοπροσδιορίζονται οι Έλληνες ακόµη και σήµερα. Εξάλλου, το όνοµα της

πρωτεύουσας του κράτους ήταν Νέα Ρώµη, ένα ακόµη στοιχείο που

αποδεικνύει την αίσθηση της συνέχειας µε την παλιά Ρώµη που συνείχε τους

υπηκόους του, άσχετα αν κατόπιν επικράτησε η ονοµασία Κωνσταντινούπολη,

προς τιµήν του ιδρυτή της πόλης. Ποτέ οι αυτοκράτορες του Ανατολικού

Ρωµαϊκού κράτους δεν αναγνώρισαν άλλο κράτος µε την επωνυµία Ρωµαϊκό

και αυτός ήταν ένας λόγος της αντιπαράθεσης τους µε το κράτος που είναι

γνωστό ως Αγία Ρωµαϊκή Αυτοκρατορία, το οποίο ίδρυσε ο Καρλοµάγνος.

Η ονοµασία Βυζαντινή Αυτοκρατορία είναι επινόηση των δυτικών ιστορικών

και χρησιµοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ιερώνυµο Βολφ, το 1567.

Μετά απ’ αυτόν, καταγράφεται ως κυρίαρχος όρος στην µελέτη της ιστορίας

αυτής της κρατικής οντότητας. Η δικαιολόγηση της ονοµασίας από τους

δυτικούς ιστορικούς, βασίζεται στο σκεπτικό, ότι κατά τον 6ο και 7ο αιώνα

συντελούνται τόσο βαθιές αλλαγές στην οργανωτική δοµή του κράτους, για

παράδειγµα µε την αλλαγή της ιδεολογίας που αφορά το πρόσωπο του

αυτοκράτορα και την υιοθέτηση της ελληνικής γλώσσας ως επίσηµου

γλωσσικού οργάνου, στην κοινωνία, µε τις νέες παραγωγικές σχέσεις που

συνδέονται µε τις καινούργιες εδαφικές πραγµατικότητες ως αποτέλεσµα των

βαρβαρικών κατακτήσεων στην ∆ύση, που δεν µπορεί πλέον να εφαρµοστεί ο

όρος ρωµαϊκός στην κρατική οντότητα που αναδύεται µέσα από τις αλλαγές

αυτές. Για να κάνουν διακριτή την διαφορά αυτή λοιπόν, οι ιστορικοί

χρησιµοποίησαν τον όρο Βυζαντινό, από το όνοµα της αρχαίας πόλης του

Βυζαντίου, πάνω στην οποία κτίστηκε η Κωνσταντινούπολη. Για τους

προηγούµενους αιώνες δέχονται ότι µπορεί να χρησιµοποιείται ο όρος

Ανατολική Ρωµαϊκή αυτοκρατορία, γιατί το κράτος αυτό διατηρεί ακόµα

αρκετά ρωµαϊκά χαρακτηριστικά, µε πρώτο απ’ όλα την χρήση της λατινικής

γλώσσας.

Ένα ακόµα γεγονός που πρέπει να έχουµε υπ’ όψη µας είναι ότι ο όρος

Έλληνας, τουλάχιστον µέχρι την περίοδο των Παλαιολόγων, δεν έχει εθνική

Page 2: βυζαντιο

Βυζάντιο 2

σηµασία, ούτε χαρακτηρίζει κάποια φυλή ή λαό. Για τους βυζαντινούς

σηµαίνει τους ειδωλολάτρες, τους παγανιστές, ενώ κατά τους τελευταίους

αιώνες της ιστορικής διαδροµής της αυτοκρατορίας έχει παιδευτικό

περιεχόµενο, µε την έννοια ότι προσδιορίζει ένα ορισµένο είδος εκπαίδευσης.

Η Ελλάδα είναι µια περιορισµένη γεωγραφική περιφέρεια, περίπου µέχρι την

σηµερινή Θεσσαλία, µια όχι και τόσο σηµαντική περιοχή µέσα στα όρια της

επικράτειας της αυτοκρατορίας. Μόνο κατά την περίοδο των Παλαιολόγων,

αρχίζει να σηµαίνει τον ελληνικό λαό, που µιλά την ελληνική γλώσσα.

Πάντως, ο ιστορικός Κων. Παπαρρηγόπουλος χρησιµοποιεί τον όρο « Το

Μεσαιωνικό κράτος των Ελλήνων », ο οποίος µπορεί να γίνει αποδεκτός αν

σκεφθούµε τις συνθήκες µέσα στις οποίες έγραφε ο σηµαντικός αυτός

ιστορικός µας και την ηγεµονική θέση που κατείχε η ελληνική γλώσσα , ως

όργανο της διοίκησης του κράτους και ως µέσο επικοινωνίας ανάµεσα σε

διαφορετικούς λαούς.

Τέλος πρέπει να καταρριφθεί και ένα ακόµα στερεότυπο, αυτό που θεωρεί

πως η αυτοκρατορία ήταν ένα κλειστό, στατικό και θεοκρατικό κράτος. Η

κοινωνία του Βυζαντίου ήταν δυναµική, οι εµπορικές της συναλλαγές

περιελάµβαναν όλο τον τότε γνωστό κόσµο, ενώ οι δήθεν διαχωριστικές

γραµµές µε τον εξωτερικό κόσµο δεν ήταν και τόσο αυστηρά φρουρούµενες.

Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός πως στον αυτοκρατορικό θρόνο ανήλθαν

πολλοί που κατάγονταν από λαούς που οι βυζαντινοί θεωρούσαν βάρβαρους.

Η µόνη προϋπόθεση που ετίθετο σε κάποιον βάρβαρο, για να σταδιοδροµήσει

στην διοικητική µηχανή του κράτους ήταν να βαπτισθεί Χριστιανός και να

ορκιστεί πίστη στον αυτοκράτορα. Ο ρατσισµός µε την σηµερινή έννοια του

όρου, ήταν µάλλον άγνωστος στους βυζαντινούς. Μπορεί οι βυζαντινοί να

θεωρούσαν βαρβάρους όσους κατοικούσαν έξω από τα σύνορα της

αυτοκρατορίας, αλλά ποτέ δεν έκλεισαν τις πόρτες τους στους πρεσβευτές

τους, ούτε αρνήθηκαν να τους συνδράµουν πολιτιστικά και να τους

καταστήσουν κοινωνούς του πολιτισµού τους. Ακόµα και την εγκατάσταση

τους στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας, υπό καθεστώς αυτονονµίας, µια

πρακτική που ξεκίνησε επί Θεοδοσίου του Μεγάλου, για να ελαττωθούν οι

πιέσεις που εξασκούσαν οι λαοί αυτοί και η οποία αργότερα έγινε µια σταθερά

της Βυζαντινής διπλωµατίας, την αποδέχονταν κάτω από ορισµένους όρους.

Είναι γνωστή ή πολιτιστική ακτινοβολία και επιρροή που εξασκούσε το

Βυζάντιο σε πολλούς λαούς, όπως επίσης και η κληρονοµιά του που υφίσταται

ακόµη και σήµερα, ιδιαίτερα στον Ορθόδοξο κόσµο. Το Βυζάντιο είναι µια

καθαρά πολυεθνική κοινωνία, που οµογενοποιείται από την θρησκεία και την

ελληνική γλώσσα και όχι από την φυλετική καταγωγή.

Page 3: βυζαντιο

Βυζάντιο 3

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΕΣ:

ΑΡΧΗ, ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΥΠΟ∆ΙΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ

ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ Για πολλά χρόνια οι ιστορικοί του Βυζαντίου αντιπαρατέθηκαν στο ζήτηµα

της χρονολογικής αρχής της αυτοκρατορίας. Οι κυριότερες απόψεις ήταν

δύο: η πρώτη θεωρούσε πως πρέπει να ορίσουµε ως αρχή της την κτίση της

Κωνσταντινούπολης, το 330, ενώ η δεύτερη πως πρέπει να µετατοπίσουµε το

χρονικό όριο στα 395, όταν το ρωµαϊκό κράτος διαιρείται σε δύο µέρη και

κληροδοτείται στους δύο γιούς του Θεοδοσίου του Α΄. Άλλοι θεωρούν το

476, έτος κατά το οποίο καταλύεται το δυτικό Ρωµαϊκό κράτος, ως αρχή της

ανατολικής αυτοκρατορίας και κάποιοι τέλος θεωρούν πως η εποχή του

Ηρακλείου, όταν και επιβάλλεται η ελληνική γλώσσα ως επίσηµο όργανο της

διοίκησης, πρέπει να αποτελεί την αρχή της ιστορικής πορείας του

Βυζαντίου. Αυτές οι απόψεις όµως είναι σκέψεις και θεωρίες των

µεταγενέστερων ιστορικών, οι οποίοι βλέπουν το κράτος της Ανατολής σαν

µια καινούργια οντότητα και όχι σαν την συνέχεια του παλιού ρωµαϊκού. Από

την στιγµή που οι ίδιοι οι υπήκοοι του Βυζαντίου θεωρούν τους εαυτούς τους

ως συνεχιστές της παλιάς αυτοκρατορίας και δεδοµένου ότι το κράτος αυτό

µεγαλύνθηκε κυρίως στις ανατολικές επαρχίες της αρχαίας Ρώµης, είναι

σωστό να ορίσουµε την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης, της πρωτεύουσας του

κράτους αυτού, ως απαρχή της Ανατολικής Ρωµαϊκής αυτοκρατορίας. Πιο

απλά είναι τα πράγµατα όσον αφορά το τέλος της αυτοκρατορίας. Αυτή

τοποθετείται σχεδόν οµόφωνα στα 1453, όταν η Πόλη καταλαµβάνεται από

τους τούρκους. Μερικοί, Έλληνες κυρίως µελετητές, τοποθετούν στα 1204,

χρονιά της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους λατίνους, το τέλος της

αυτοκρατορίας, βασιζόµενοι κυρίως στο γεγονός πως η ελληνική γλώσσα έχει

πια σχεδόν διαµορφωθεί και µοιάζει πολύ µε την σηµερινή γλώσσα. Αυτό

όµως δεν φαίνεται σωστό, γιατί η πολιτική και θεσµική οργάνωση του

κράτους, µετά την ανάκτηση του το 1261 από τους Παλαιολόγους, συνεχίζει

να στηρίζεται στις ίδιες βάσεις µε αυτές των προηγουµένων περιόδων.

Όσον αφορά την διαίρεση της ιστορίας του, µπορούµε να διακρίνουµε τρεις

περιόδους µε τις αντίστοιχες υποδιαιρέσεις τους:

Α) Η Πρωτοβυζαντινή περίοδος : ∆ιαρκεί από το 330 µέχρι το 610 και

υποδιαιρείται σε 2 υποπεριόδους, αυτήν που διαρκεί από το 330 έως το 518,

κατά την οποία θεµελιώνεται το κράτος και την περίοδο της βασιλείας του

Ιουστινιανού και των διαδόχων του, από το 518 έως το 610, όταν και το

κράτος φτάνει στη µέγιστη ακµή του, από εδαφική άποψη.

Page 4: βυζαντιο

Βυζάντιο 4

Β) Η Μέση Βυζαντινή Περίοδος, που διαρκεί από το 610 έως το 1204.

Υποδιαιρείται σε τέσσερις περιόδους: Η πρώτη από το 610 έως το 717 έχει

ως κύριο χαρακτηριστικό της την ελληνοποίηση του κράτους, µε την επιβολή

της ελληνικής γλώσσας ως κυρίαρχης στη θέση της λατινικής. Η δεύτερη,

από το 717 έως το 867 είναι η περίοδος της εικονοµαχίας. Η τρίτη, από το

867 έως το 1025 είναι η εποχή της στρατιωτικής και πολιτιστικής

αναγέννησης του Βυζαντίου, µε την Μακεδονική δυναστεία. Η τέταρτη και

τελευταία, από το 1025 έως το 1204, παρά την σχετική ακµή της εποχής των

Κοµνηνών, χαρακτηρίζεται από την ταχεία παρακµή του κράτους και την

άλωση της Πόλης από τους σταυροφόρους.

Γ) Η Ύστερη Βυζαντινή περίοδος, που διαρκεί από το 1204 έως το 1453,

διαιρείται σε δύο περιόδους. Η πρώτη από το 1204 έως το 1261, όταν η

Κωνσταντινούπολη βρίσκεται στα χέρια των Λατίνων και ιδρύονται διάφορα

ελληνικά κράτη στην επικράτεια της αυτοκρατορίας και η δεύτερη, η

Παλαιολόγειος περίοδος , που τελειώνει το 1453 µε την πτώση της Πόλης

στους τούρκους.

ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΣΧΕ∆ΙΑΣΜΑ

Η αρχή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας συµπίπτει µε την ίδρυση της

Κωνσταντινούπολης από τον Κωνσταντίνο τον Μέγα, την 11η Μαΐου του 330,

µε το όνοµα Νέα Ρώµη. Η επιλογή της τοποθεσίας υπάκουε σε στρατηγικούς

λόγους και ήταν το αποτέλεσµα µιας µακράς πορείας που ξεκίνησε τον 3ο αι.,

όταν οι αυτοκράτορες άρχισαν να αποµακρύνονται από την Ρώµη για να

βρίσκονται κοντύτερα στα ευαίσθητα σηµεία της αυτοκρατορίας, από τα οποία

γίνονταν εισβολές βαρβάρων. Εξάλλου ο Κωνσταντίνος δεν ήταν ιδιαίτερα

αγαπητός στους Ρωµαίους και τα δικά του αισθήµατα δεν ήταν καλύτερα

απέναντι στην παλιά πρωτεύουσα. Ο Κωνσταντίνος για να επιβληθεί ως ο

µοναδικός αυτοκράτορας της αυτοκρατορίας βασίστηκε στο χριστιανικό

στοιχείο, το οποίο ήταν το πιο πολυάριθµο στις ανατολικές επαρχίες , ενώ

υστερούσε στις δυτικές. ∆ιαβλέποντας ότι το δυτικό µέρος της

αυτοκρατορίας δεν θα µπορούσε να αντέξει επί µακρόν στις αλλεπάλληλες

επιδροµές των βαρβάρων και θεωρώντας ότι το ανατολικό κοµµάτι ήταν

ασφαλέστερο από αυτήν την πλευρά, επέλεξε την αρχαία πόλη του Βυζαντίου

γιατί προσέφερε πολλά στρατηγικά πλεονεκτήµατα. Σταυροδρόµι εµπορικών

οδών, είχε ασφαλές λιµάνι, ενώ οικοδοµώντας τα πρώτα τείχη της την

κατέστησε ασφαλή και από την ξηρά. Η παράδοση αναφέρει πως ο ίδιος

χάραξε την περίµετρο των τειχών της. Από το σηµείο της νέας πρωτεύουσας

µπορούσε εξάλλου να αντιµετωπίσει ευκολότερα τις επιδροµές των

βαρβάρων από τον ποταµό ∆ούναβη και την απειλή που αντιπροσώπευαν οι

Πέρσες στα ακραία ανατολικά σύνορα. ∆ιακόσµησε την πόλη µε πολλά

Page 5: βυζαντιο

Βυζάντιο 5

µνηµεία από όλο τον γνωστό κόσµο, κατασκεύασε πλατείες και φόρουµ, οδούς

µε στοές, ιπποδρόµια και το πρώτο Παλάτι. Έκτισε την εκκλησία των Αγ.

Αποστόλων, στην οποία και θα ταφεί και την Αγ. Σοφία, στα ερείπια της

οποίας αργότερα ο Ιουστινιανός θα οικοδοµήσει την µνηµειώδη οµώνυµη

εκκλησία. Η πόλη κατοικήθηκε από ένα µεγάλο αριθµό κατοίκων, τους

οποίους ο Κωνσταντίνος προσήλκυσε µε µια πολιτική προνοµίων και

χορηγιών, διαµορφώθηκε µια Σύγκλητος στα ρωµαϊκά πρότυπα µε την

ανύψωση στο κοινωνικό στάτους της αριστοκρατίας πολλών ιππέων, ενώ και

πολλοί έµποροι και τεχνίτες µετακόµισαν στη νέα πόλη, διαβλέποντας τις

σηµαντικές επαγγελµατικές προοπτικές που ανοίγονταν στην καινούργια

πρωτεύουσα και τα σηµαντικά κίνητρα που πρόσφερε ο Κωνσταντίνος στους

καινούργιους κατοίκους.

Στην Κωνσταντινούπολη διαµορφώθηκε µια τάξη, η οποία αποτέλεσε την

γραφειοκρατία της νέας πρωτεύουσας και τον ιθύνοντα νου της κυβέρνησης

της αυτοκρατορίας . Το συνεκτικό στοιχείο αυτής της τάξης ήταν η

Χριστιανική της πίστη, που ήταν περισσότερο ένα απαιτούµενο στοιχείο για

την πρόσβαση στην ανώτερη τάξη της αυτοκρατορίας, παρά µια αληθινή και

συνειδητή πίστη. ∆ίπλα όµως σ’ αυτήν την ελίτ, δηµιουργείται και ένας

πολιτισµός, ο οποίος αποµακρύνεται από τα κλασικά πρότυπα και αγκαλιάζει

εκείνα της Βίβλου και της Χριστιανικής θρησκείας. Εξάλλου, ανάµεσα στους

Χριστιανούς επισκόπους και τους διοικητές των περιοχών δηµιουργούνται

σχέσεις αλληλεξάρτησης, που σαν τελικό αποτέλεσµα θα έχει την υποταγή

όλων των υπόλοιπων πολιτιστικών ρευµάτων και ιδεών στο Χριστιανικό

τρόπο σκέψης. Κι όταν αυτό δεν θα γίνει µε ειρηνικό τρόπο θα επιτευχθεί µε

βίαια µέσα.

Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου η αυτοκρατορία θα διαιρεθεί ανάµεσα

στους τρεις γιους του Κωνσταντίνου, τον Κωνστάντιο Β΄, ο οποίος θα λάβει

την Ανατολή, τον Κωνσταντίνο Β΄ που θα λάβει την ∆ύση και τον Κώνστα, ο

οποίος θα λάβει την Ιταλία, την Ιλλυρία και την Αφρική. Μετά από µια σειρά

εµφυλίων πολέµων ανάµεσα στα αδέλφια, στο τέλος µοναδικός αυτοκράτορας

θα µείνει ο Κωνστάντιος, ο οποίος θα αναλάβει συνεχείς πολέµους εναντίον

των Περσών και το 350 θα υπογράψει µια συνθήκη ειρήνης, δυσµενή για τα

συµφέροντα του Βυζαντίου. Εκτός από τους Πέρσες ο Κωνστάντιος είχε να

αντιµετωπίσει βαρβαρικές επιδροµές στον ∆ούναβη και επαναστάσεις

διαφόρων στρατιωτικών, οι οποίοι διεκδικούσαν τον θρόνο του. Αφού είχε

κάποιες επιτυχίες εναντίον των Γότθων και του σφετεριστή Μαγνέντιου, ο

Κωνστάντιος θα διορίσει ως Καίσαρες και διαδόχους του τα ξαδέλφια του

Ιουλιανό και Γάλλο. Ο τελευταίος όµως θα φανεί πολύ σκληρός απέναντι

στους κατοίκους της Ανατολής και κατά διαταγή του Κωνστάντιου θα

εκτελεστεί. Ο αυτοκράτορας, πολύ φιλύποπτος, θα υποψιαστεί και τον

Ιουλιανό, ο οποίος είχε γίνει πολύ αγαπητός στον στρατό του και είχε

Page 6: βυζαντιο

Βυζάντιο 6

αποδείξει τα σπάνια στρατιωτικά και οργανωτικά του χαρίσµατα στην

αντιµετώπιση βαρβαρικών φυλών στα σύνορα της Γαλατίας µε τον Ρήνο. Ο

Κωνστάντιος θα κινηθεί εναντίον του, ο Ιουλιανός θα αυτοανακηρυχθεί

αυτοκράτορας, αλλά πριν από την τελική µάχη, ο Κωνστάντιος θα πεθάνει και

ο Ιουλιανός θα αναλάβει τον θρόνο, το 361.

Η βασιλεία του Ιουλιανού θα διαρκέσει δύο µόλις χρόνια και θα

χαρακτηρισθεί κατά κύριο λόγο από την προσπάθεια επαναφοράς της αρχαίας

θρησκείας. Βαθύς µελετητής και γνώστης της θρησκείας αυτής, ο Ιουλιανός

διέθεσε όλη την ενέργεια του για να την ξανακάνει επίσηµη θρησκεία του

κράτους, πηγαίνοντας ενάντια στο πνεύµα των καιρών και στις συνθήκες που

είχαν επικρατήσει. Η αντίδραση των Χριστιανών ήταν άµεση και συγκρούσεις

έλαβαν χώρα σε µερικές πόλεις , κάποιοι ναοί κάηκαν και µερικοί επίσκοποι

βασανίστηκαν από τον φανατισµένο όχλο. Όταν ο Ιουλιανός ανέλαβε µια

εκστρατεία κατά των Περσών, σύµφωνα µε µαρτυρίες εθνικών ιστορικών, οι

Χριστιανοί σαµποτάρισαν αυτή του την προσπάθεια και ο ίδιος ο

αυτοκράτορας πληγώθηκε θανάσιµα και πέθανε. Λέγεται µάλιστα πως την

στιγµή του θανάτου του αναφώνησε το περίφηµο « Νενίκηκας µε Ναζωραίε »,

αν και είναι πολύ πιθανό τα λόγια αυτά να του τα έβαλαν στο στόµα του

Χριστιανοί ιστορικοί. Το επίθετο Αποστάτης ή Παραβάτης που του δόθηκε

θα µείνει αθάνατο στην ιστορία και θα χαρακτηρίσει την απέλπιδα

προσπάθεια του, παραβλέποντας όλα τα υπόλοιπα θετικά χαρακτηριστικά

που η προσωπικότητα του περιέκλειε.

Ο Ιοβιανός, ένας στρατηγός του Ιουλιανού αντικατέστησε τον νεκρό

αυτοκράτορα στο θρόνο του. Το πρώτο µέληµα του ήταν να συνάψει µια

συνθήκη ειρήνης µε τους Πέρσες, µε την οποία παραχωρούσε στους

τελευταίους όλα τα εδάφη της αυτοκρατορίας ανατολικά του Τίγρη ποταµού.

Η συνθήκη αυτή χαρακτηρίστηκε ντροπιαστική από πολλούς συγχρόνους του,

αλλά ο Ιοβιανός το µόνο που ήθελε ήταν να βγάλει το στρατό του από την

δύσκολη κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει στα βάθη της Ανατολής. Ο

Ιοβιανός επανέφερε την Χριστιανική θρησκεία στην πριν από τον Ιουλιανό

κατάσταση και άρχισε ξανά να δίνει δώρα στους χριστιανούς και τις

εκκλησίες τους, αλλά παράλληλα δεν πήρε καταπιεστικά µέτρα κατά των

αιρετικών ή των εθνικών. Επιστρέφοντας όµως στην Κωνσταντινούπολη

πέθανε και τον διαδέχτηκε ο Βαλεντινιανός Α΄.

Ο τελευταίος προτίµησε να κυβερνά από την ∆ύση και διόρισε τον αδελφό

του Ουάλλη ως Αύγουστο στην ανατολή. Ο Ουάλλης, φανατικός Αρειανός

καταδίωξε τον Ορθόδοξο χριστιανικό κλήρο και νέες ταραχές ξέσπασαν στην

αυτοκρατορία, την στιγµή που ο πραίτορας Μόδεστος εξαπέλυε διωγµούς

εναντίον των παγανιστών. Παροιµιώδης έµεινε η σύγκρουση του Μεγάλου

Βασιλείου µε τον Ουάλλη, όταν ο τελευταίος περνώντας από την Καππαδοκία,

απαίτησε από τον ιεράρχη να τον προσκυνήσει, πράγµα που ο Βασίλειος

Page 7: βυζαντιο

Βυζάντιο 7

αρνήθηκε κατηγορηµατικά, απαντώντας πως µόνο τον Θεό προσκυνά. Ο

αυτοκράτορας αναγκάστηκε να υποκύψει τελικά, µπροστά στο λαϊκό αίσθηµα

που στήριξε τον σπουδαίο ιεράρχη στην σύγκρουση του µε τον Ουάλλη. Την

ίδια χρονική περίοδο, στα σύνορα του ∆ούναβη εµφανίστηκαν οι φυλές των

Βησιγότθων και των Οστρογότθων, οι οποίες πιεζόµενες από τους Ούννους

στη Νότιο Ρωσία, αποζητώντας καταφύγιο, ζητούσαν την άδεια του

αυτοκράτορα για να περάσουν µέσα στην αυτοκρατορία. Στην αρχή οι σχέσεις

τους µε τους αυτοκρατορικούς αξιωµατούχους ήταν καλές, αλλά µε τον καιρό

άρχισαν οι τριβές που γίνονταν όλο και πιο συχνές. Στο τέλος οι Γότθοι

αποφάσισαν να βαδίσουν εναντίον της ίδιας της Κωνσταντινούπολης, και ο

Ουάλλης βγήκε από τα τείχη της τελευταίας εναντίον τους για να τους

αντιµετωπίσει. Στην Ανδριανούπολη, το 378, συνέβη η καταστροφή και ο

αυτοκρατορικός στρατός υπέστη µια συντριβή µεγάλων διαστάσεων, ενώ και ο

Ουάλλης σκοτώθηκε κατά την διάρκεια της µάχης.

Μοναδικός αυτοκράτορας απέµεινε ο Γρατιανός, ο γιος του Βαλεντινιανού, ο

οποίος έχοντας να αντιµετωπίσει πολλές δυσκολίες στην ∆ύση ονόµασε τον

στρατηγό του Θεοδόσιο αυτοκράτορα της ανατολής το 379. Ο Θεοδόσιος

ήλθε κατ’ αρχάς σε συµφωνία µε τους Γότθους, και τους έδωσε µια περιοχή,

στα όρια της σηµερινής Βουλγαρίας περίπου, να κατοικήσουν. Παράλληλα

τους έδωσε και σηµαντικά δώρα, για να εξασφαλίσει την νοµιµοφροσύνη τους,

ενώ σε αντάλλαγµα οι Γότθοι θα έπρεπε να ενισχύσουν τον αυτοκρατορικό

στρατό όταν ο τελευταίος θα τους το ζητούσε. Αυτό ήταν ένα µοντέλο που θα

ακολουθήσουν και άλλοι αυτοκράτορες κατά την διάρκεια της αυτοκρατορίας

και θα αποδειχθεί θετικό για το Βυζάντιο. Η εποχή της βασιλείας του

χαρακτηρίζεται από την επιστροφή στην Ορθοδοξία και οι επίσκοποι, οπαδοί

του Αρειανισµού θα καταδιωχθούν, ενώ ιδιαίτερη επιρροή στην πολιτική ζωή

θα αποκτήσει ο επίσκοπος Μιλάνου Αµβρόσιος, που θα δίνει τις γενικές

κατευθύνσεις στη θρησκευτική πολιτική, και δεν θα διστάσει να αρνηθεί την

είσοδο στην εκκλησία του Θεοδοσίου, όταν ο τελευταίος θα διαπράξει την

σφαγή της Θεσσαλονίκης, κατά την διάρκεια µιας λαϊκής εξέγερσης. Το 383 ο

Θεοδόσιος συγκάλεσε µια Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη που ανάγκασε τον

Χριστιανικό κόσµο να ενωθεί, διατυπώνοντας το Σύµβολο της Πίστεως, που

ακόµα και σήµερα λέµε στις εκκλησίες µας. Κάθε απόκλιση από αυτό, θα

θεωρείται από εδώ και στο εξής προσχώρηση σε αίρεση. Το 387 θα κλείσει

µια συνθήκη ειρήνης µε τους Πέρσες και θα µοιραστεί µαζί τους την Αρµενία.

Αυτή η ειρήνη θα αποδειχθεί ανθεκτική στο χρόνο και θα επιτρέψει στους

διαδόχους του να ασχοληθούν πιο ενεργά και απερίσπαστα µε τους εχθρούς

στα δυτικά σύνορα της αυτοκρατορίας. Τότε θα κτίσει την Θεοδοσιούπολη, το

σηµερινό Ερζερούµ στην ανατολική Τουρκία.

Ένα από τα σηµαντικότερα µέτρα του Θεοδόσιου ήταν το κλείσιµο των ναών

της αρχαίας θρησκείας το 392, µέτρο που σήµανε την αρχή της

Page 8: βυζαντιο

Βυζάντιο 8

ολοκληρωτικής επικράτησης του Χριστιανισµού. Ο αυτοκράτορας θα

αντιµετωπίσει επιτυχώς µια σειρά από σφετεριστές του θρόνου και στο τέλος

θα µπορέσει να βασιλέψει µόνος του, πράγµα που θα συµβεί για τελευταία

φορά στην ιστορία της ρωµαϊκής αυτοκρατορίας, από το 392 έως τον θάνατο

του. Είχε στα σχέδια του να διαµοιράσει την αυτοκρατορία στους δύο γιους

του κατά τρόπο που να µην επηρεάσει την ενότητα της, αλλά ο ξαφνικός του

θάνατος δεν θα του επιτρέψει να φέρει εις πέρας τα σχέδια του. Μετά τον

θάνατο του, η αυτοκρατορία θα µοιραστεί ανάµεσα στον Ονώριο, που θα

λάβει την ∆ύση και τον Αρκάδιο, που θα λάβει την Ανατολή, και από την

ηµεροµηνία αυτή, τα δύο τµήµατα του κράτους θα ακολουθήσουν το καθένα,

τον δικό του ανεξάρτητο δρόµο. Η βασιλεία του Θεοδοσίου σηµειώνει την

αρχή µιας νέας εποχής, γιατί η Ανατολή χωρίστηκε από την ∆ύση για πάντα

και γιατί το Ανατολικό τµήµα µετατράπηκε από Ρωµαϊκή σε Ορθόδοξη

αυτοκρατορία. Έτσι, τη στιγµή που η ∆ύση υπέκυπτε στους βαρβάρους, που

κατά κύµατα περνούσαν τα σύνορα και καταλάµβαναν τα εδάφη της, η

Ανατολή , µέσα στην απόρθητη πρωτεύουσα της, άκµαζε και πλούτιζε και

κανείς από τους εχθρικούς λαούς δεν µπορούσε να την νικήσει. Ούννοι,

Βησιγότθοι, Οστρογότθοι, στρέφονταν προς τη ∆ύση µετά από κάποιες

αποτυχηµένες προσπάθειες να εκπορθήσουν την Κωνσταντινούπολη. Πέρα

από την αµυντική θωράκιση της πρωτεύουσας τους, οι Βυζαντινοί

χρησιµοποιούσαν και τη διπλωµατία για να εξαγοράσουν την ειρήνη και την

ασφάλεια της αυτοκρατορίας. Προσέφεραν δώρα και χρήµατα στους

αντιπάλους τους και σε αντάλλαγµα τους υποχρέωναν να υπογράψουν

συνθήκες ειρήνης.

Η βασιλεία του Αρκάδιου χαρακτηρίζεται από την ολοένα και πιο µεγάλη

επιρροή που εξασκούσαν διάφοροι αυλικοί, όπως ο Ευτρόπιος, ο Ρουφίνος και

ο Ανθέµιος και την άνοδο του ρόλου που έπαιζαν οι Γότθοι στα πράγµατα της

Κωνσταντινούπολης, ως η αυτοκρατορική φρουρά. Η γυναίκα του Ευδοξία θα

καταδιώξει τον Ιωάννη τον Χρυσόστοµο, τον πατριάρχη της

Κωνσταντινούπολης. Γενικά, ο Αρκάδιος θα αποδειχθεί ανεπαρκής για τα

αυτοκρατορικά του καθήκοντα και µετά τον θάνατο του το 408, θα ανέλθει

στον θρόνο ο γιος του Θεοδόσιος Β΄ , ο οποίος θα βασιλέψει για µισό

περίπου αιώνα, κάτω από την επιρροή της αδελφής του Πουλχερίας.

Ο Θεοδόσιος ο Μικρός όπως επικράτησε να ονοµάζεται, σε αντιδιαστολή µε

τον Θεοδόσιο Α΄, τον παππού του που πήρε το προσωνύµιο Μέγας, συνέδεσε

το όνοµα του µε την ανέγερση των τειχών της Κωνσταντινούπολης, την

ίδρυση του Πανεπιστηµίου και τον Θεοδοσιανό Κώδικα, που ήταν η πρώτη

προσπάθεια καταγραφής των νόµων του Βυζαντίου, από την εποχή του

Κωνσταντίνου του Μεγάλου. Ο ίδιος αγαπούσε την µελέτη κι όχι τους

πολέµους. Παρ’ όλα αυτά είχε ικανούς στρατηγούς, οι οποίοι µπόρεσαν να

συγκρατήσουν τα κύµατα των βαρβάρων στο σύνορο του ∆ούναβη και τις

Page 9: βυζαντιο

Βυζάντιο 9

εισβολές των Περσών. Η προσπάθεια του όµως να αντιµετωπίσει τους

Βάνδαλους, που είχαν καταλάβει την Βόρειο Αφρική και είχαν δηµιουργήσει

ένα ισχυρό στόλο, σπάζοντας το µονοπώλιο στη θάλασσα των Βυζαντινών,

δεν στέφθηκε από επιτυχία. Εξάλλου, για να µπορέσει να συγκρατήσει την

τροµερή φυλή των Ούννων, που ιδίως την εποχή της βασιλείας του Αττίλα

είχαν ονοµαστεί η µάστιγα του Θεού, για τις καταστροφές που επέφεραν στα

µέρη από τα οποία περνούσαν, αναγκάστηκε να τους πληρώνει µε ένα ετήσιο

ποσόν. Αυτό ήταν ένα διπλωµατικό µέσον, το οποίο χρησιµοποίησαν οι

Βυζαντινοί καθ’ όλη την διάρκεια της ιστορικής τους διαδροµής και το οποίο

όσον η οικονοµική κατάσταση του Βυζαντίου ήταν καλή έφερνε τα επιθυµητά

αποτελέσµατα. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του άρχισε η διαµάχη µε την

αίρεση των Νεστοριανών, που ονοµάστηκε έτσι από τον πατριάρχη Νεστόριο,

που µε τις αιρετικές απόψεις του θα έφερνε καινούργιες αναστατώσεις στην

θρησκευτική ηρεµία του τόπου. Οι αντιδράσεις στο Νεστοριανισµό είχαν σαν

αποτέλεσµα την γέννηση ακραίων θεολογικών σκέψεων, που στο τέλος θα

καταλήξουν στον Μονοφυσιτισµό, µια καινούργια αίρεση που θα έχει

σηµαντικά και δυσάρεστα αποτελέσµατα για το Βυζάντιο. Και τούτο γιατί, ο

Μονοφυσιτισµός θα ριζώσει στις επαρχίες της Αιγύπτου και της Συρίας, οι

οποίες βρίσκονταν σε συνεχή διαµάχη µε την Κωνσταντινούπολη, τόσο για

θρησκευτικούς λόγους, που αφορούσαν τα πρωτεία του Πατριαρχείου της

πρωτεύουσας στην εκκλησιαστική ιεραρχία, όσο και για οικονοµικούς λόγους,

λόγω της βαριάς φορολογίας που υφίσταντο. Ο αρειανισµός και ο

µονοφυσιτισµός ήταν οι πιο επικίνδυνες αιρέσεις, γιατί βρήκαν µεγάλη

ανταπόκριση σε πλατιά στρώµατα του πληθυσµού. Πολλοί κάτοικοι των

επαρχιών αυτών, που είχαν σοβαρά παράπονα από την διοίκηση και τους

υπαλλήλους του κράτους ,συνενώνονταν πίσω από τις αιρέσεις που

εξέφραζαν τον εθνικισµό τους , µε αποτέλεσµα να δυναµώνουν οι

αποσχίστηκες τάσεις και δύο αιώνες αργότερα οι Άραβες να καταλάβουν

εύκολα τις επαρχίες αυτές

Μετά τον θάνατο του Θεοδοσίου, το 450, η Πουλχερία ανέβασε στον θρόνο

τον Μαρκιανό, ένα ικανό στρατηγό που είχε παντρευτεί προς τον σκοπό αυτό,

για να τον ανεβάσει δηλαδή στον θρόνο. Η βασιλεία τους κράτησε µέχρι το

453, έτος του θανάτου της Πουλχερίας, ενώ ο Μαρκιανός θα βασιλέψει

µόνος του µέχρι το 457. Ο Μαρκιανός βρισκόταν υπό την επιρροή του

γερµανού στρατηγού Άσπαρ, ο οποίος στην ουσία κινούσε τα νήµατα της

διακυβέρνησης του κράτους. Ο αυτοκράτορας αρνήθηκε να πληρώνει τους

Ούννους και ο θάνατος του Αττίλα γλίτωσε το Βυζάντιο από περαιτέρω

περιπέτειες µ’ αυτούς. Όµως αναγκάστηκε να δεχτεί την είσοδο των

Οστρογότθων στην αυτοκρατορία και την εγκατάσταση τους στην περιοχή

κάτω από τον ∆ούναβη. Ο Μαρκιανός ανόρθωσε τα οικονοµικά του κράτους,

ενώ το 451, συγκάλεσε την Σύνοδο της Χαλκηδόνος, η οποία καταδίκασε τις

Page 10: βυζαντιο

Βυζάντιο 10

αιρέσεις των Μονοφυσιτών και των Νεστοριανών, και έθεσε σε ίση µοίρα τις

επισκοπικές έδρες της Πόλης και της Ρώµης.

Μετά τον θάνατο του Μαρκιανού, ο Άσπαρ ανέβασε στον θρόνο τον Λέοντα

Α΄, ένα στρατιωτικό που θεωρούσε πως θα µπορούσε να χρησιµοποιήσει ως

πιόνι του για να συνεχίσει να διαχειρίζεται αυτός τις υποθέσεις του κράτους.

Όµως ο Λέων, µετά από λίγο άρχισε να εκδηλώνει τάσεις ανεξαρτητοποίησης

και κάλεσε κοντά του, ως φρουρούς του, την πολεµική φυλή από την Νότια

Ανατολία, τους Ίσαυρους, τον αρχηγό των οποίων θα παντρέψει µε την κόρη

του και θα µετονοµάσει σε Ζήνωνα. Η διαµάχη µεταξύ του Άσπαρ και του

Λέοντα θα τελειώσει µε την θανάτωση του γερµανού στρατηγού και των γιων

του. Όµως το Βυζάντιο θα υποστεί µεγάλο πλήγµα µε την εκστρατεία κατά

των Βανδάλων της Β. Αφρικής, που θα τελειώσει µε την ολοκληρωτική

καταστροφή του Βυζαντινού στόλου και θα επιφέρει τεράστιες οικονοµικές

επιβαρύνσεις.

Μετά τον θάνατο του Λέοντα και του εγγονού του Λέοντα Β΄, τον οποίο είχε

ορίσει ως διάδοχο του, στον θρόνο ανέβηκε ο Ζήνων. Τα κυριότερα γεγονότα

της βασιλείας του, εκτός από την καταστολή της εξέγερσης του Βασιλίσκου,

ήταν η αντιπαράθεση του αυτοκράτορα µε τους Οστρογότθους του

Θεοδώριχου, οι οποίοι αφού λεηλάτησαν και ανάγκασαν τον Ζήνωνα να τους

πληρώσει για να σταµατήσουν τις επιδροµές τους, στο τέλος πείστηκαν από

την βυζαντινή διπλωµατία να στραφούν στα δυτικά εναντίον του βασιλείου

που είχε ιδρύσει ο Οδόακρος, ο γερµανός ηγεµόνας που το 476 είχε

καταλύσει το δυτικό ρωµαϊκό κράτος. Στο θρησκευτικό τοµέα, ο Ζήνωνας µε

την επιστολή που απέστειλε το 482 στον επίσκοπο Αλεξανδρείας,

προσπάθησε να επιτύχει κάποιο συµβιβασµό µε τους µονοφυσίτες, που σαν

αποτέλεσµα όµως είχε την οργή και την αντίδραση του πάπα και το σχίσµα

µεταξύ της ανατολικής και της δυτικής εκκλησίας, το λεγόµενο Ακακιανό

Σχίσµα, από το όνοµα του Ακάκιου, πατριάρχη Κωσταντινούπολης. Το σχίσµα

αυτό θα λήξει το 518, µε την στροφή του Ιουστίνου σε αυστηρά ορθόδοξες

θέσεις.

Ο Αναστάσιος θα είναι ο επόµενος αυτοκράτορας, από το 491 έως το 518. Η

µακρά βασιλεία του θα χαρακτηρισθεί από την εξυγίανση των οικονοµικών

του κράτους, από την νοµισµατική µεταρρύθµιση που θα βοηθήσει την

αναζωογόνηση των εµπορικών δραστηριοτήτων, ιδίως των µεσαίων και

χαµηλών κοινωνικών στρωµάτων και από την έναρξη ενός προγράµµατος

οχυρωµατικών έργων, τα οποία σκοπό είχαν την προστασία της

αυτοκρατορίας. Όµως οι πόλεµοι µε τους πέρσες κατέληξαν στην πληρωµή εκ

µέρους του Αναστάσιου ενός µεγάλου ποσού κάθε χρόνο, την στιγµή που στα

σύνορα µε τον ∆ούναβη εµφανίζονται καινούργιες φυλές, όπως οι Σλάβοι και

οι Βούλγαροι, οι οποίοι θα παίξουν σηµαντικό ρόλο στην ιστορία του

Βυζαντίου. Στον θρησκευτικό τοµέα οι σχέσεις της ανατολικής µε την δυτική

Page 11: βυζαντιο

Βυζάντιο 11

εκκλησία θα παραµείνουν παγωµένες, γιατί ο Αναστάσιος, πεπεισµένος

µονοφυσίτης, δεν θα κάνει καµιά προσπάθεια αλλαγής της πολιτικής των

προκατόχων του.

Τον 6ο αι. η προσωπικότητα που κυριάρχησε και σφράγισε την εποχή του

ήταν ο Ιουστινιανός, ο οποίος βασίλεψε από το 527 έως το 565. Στην εποχή

του, ενώ η ∆ύση είχε βυθιστεί στην παρακµή, η Χριστιανική αυτοκρατορία

της Ανατολής έφθασε στη µέγιστη ακµή της. Ο Ιουστινιανός κατέκτησε την

Ιταλία, την Βόρεια Αφρική και την Ν.Α. Ισπανία, εκµεταλλευόµενος την

στρατιωτική µεγαλοφυΐα του Βελισσάριου και του Ναρσή, δύο ικανότατων

στρατηγών του. Ότι δεν κατάφερνε µε το στρατό, ο Ιουστινιανός το

επιτύγχανε µε τη διπλωµατία, όπως έγινε µε τους Πέρσες, µε τους οποίους

έκλεισε ειρήνη που διασφάλιζε τα ανατολικά του σύνορα. Ο αυτοκράτορας

αυτός έδωσε µεγάλη προσοχή και στις εσωτερικές υποθέσεις του Βυζαντίου,

όπως φαίνεται από το τεράστιο, σε όγκο και σηµασία, νοµοθετικό του έργο

και από τις αλλαγές στον τρόπο διοίκησης του κράτους. Έχτισε πολλά κτίρια

κοινωνικού χαρακτήρα και αρκετά µνηµεία, ανάµεσα στα οποία και το

αριστούργηµα του, την εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Στον θρησκευτικό τοµέα ,

τα προβλήµατα που υπήρχαν µε την αίρεση του µονοφυσιτισµού συνέχιζαν να

διογκώνονται και ο Ιουστινιανός επέβαλε αυταρχική πολιτική, που σε

συνδυασµό µε την βαριά φορολογία των επαρχιών, ιδίως, όπως είπαµε, των

ανατολικών, δηµιούργησαν µεγάλη δυσαρέσκεια στον πληθυσµό, που ο

αυτοκράτορας δεν ενδιαφέρθηκε να απαλύνει. Αντίθετα , ο Ιουστινιανός

ξόδεψε πολλά χρήµατα για να φέρει σε πέρας το αρχιτεκτονικό του

πρόγραµµα, µε αποτέλεσµα να φορολογεί όλο και πιο πολύ και ο λαός να

δυσανασχετεί όλο και περισσότερο. Αλλά και οι κατακτήσεις του υπήρξαν

εφήµερες, γιατί µετά το θάνατο του οι Βυζαντινές κτήσεις σε Ιταλία, Ισπανία

και Αφρική χάθηκαν γρήγορα, αποδεικνύοντας πως η συνύπαρξη Ανατολής

και ∆ύσης ήταν αδύνατη. Σηµαντικό τέλος ήταν το γεγονός πως τα Λατινικά

παρήκµαζαν προς όφελος των Ελληνικών και ένα µεγάλο µέρος των νόµων

γράφονταν πια στην γλώσσα µας.

Ανάµεσα στην βασιλεία του Ιουστινιανού και του επόµενου σηµαντικού

αυτοκράτορα, του Ηράκλειου, παρεµβάλλονται 45 χρόνια, κατά τα οποία το

Βυζάντιο έχασε όλες σχεδόν τις κτήσεις του στη ∆ύση. Οι πιο ικανοί

αυτοκράτορες αυτής της περιόδου ήταν ο Τιβέριος και ο Μαυρίκιος. Αυτοί οι

ηγεµόνες αντιλήφθηκαν πως µόνο η Ανατολή ήταν δυνατόν να σωθεί από τις

εχθρικές επιδροµές, ενώ στην ∆ύση το Βυζάντιο δεν είχε τις απαραίτητες

δυνάµεις για να κρατήσει τις θέσεις του. Έτσι, µόνο η Ραβέννα στην κεντρική

Ιταλία και η Ν. Ιταλία µε την Σικελία έµειναν στα χέρια των Βυζαντινών. Οι

κυριότεροι αντίπαλοι της εποχής ήταν οι Πέρσες και οι Άβαροι. Ο Μαυρίκιος

νίκησε τους Πέρσες, αλλά επειδή είχε περικόψει τους µισθούς των

στρατιωτικών, προσπαθώντας να ανορθώσει τα οικονοµικά του κράτους, οι

Page 12: βυζαντιο

Βυζάντιο 12

τελευταίοι συνωµότησαν, σκότωσαν τον Μαυρίκιο και έστεψαν αυτοκράτορα

κάποιον εκατόνταρχο, τον Φωκά. Ο τελευταίος ήταν τόσο σκληρός και

αιµοδιψής, έκανε τόσα εγκλήµατα, που ο λαός της Πόλης εξεγέρθηκε, τον

σκότωσε και ανέβασε στον θρόνο τον Ηράκλειο. Την ίδια στιγµή οι πέρσες

εκµεταλλευόµενοι την γενική αδράνεια του στρατού και την αποδιοργάνωση

της αυτοκρατορίας είχαν φτάσει µέχρι την Χαλκηδόνα, απειλώντας την ίδια

την Κωνσταντινούπολη.

Το σπουδαιότερο γεγονός της βασιλείας του Ηρακλείου, εκτός από τους

πολέµους του, ήταν η πλήρης επικράτηση της Ελληνικής γλώσσας, που σαν

αποτέλεσµα είχε την µεταµόρφωση της Ρωµαϊκής αυτοκρατορίας σε

Χριστιανικό Ορθόδοξο κράτος, µε κυρίαρχο στοιχείο στο εσωτερικό του τους

Έλληνες και τη γλώσσα µας. Ο Ηράκλειος όµως πολέµησε µέχρι τελικής

πτώσεως τους Πέρσες και ο µακροχρόνιος πόλεµος τελείωσε µε τη συντριβή

των Περσών και των συµµάχων τους Αβάρων. Τότε όµως εγκαταστάθηκαν

για πρώτη φορά στη Βαλκανική χερσόνησο οι Σλάβοι, ενώ στο προσκήνιο της

ιστορίας , επίσης για πρώτη φορά, εµφανίστηκαν οι Άραβες. Οι τελευταίοι

εκµεταλλεύτηκαν την δυσαρέσκεια των πληθυσµών της Αιγύπτου και της

Παλαιστίνης, που εξουθενωµένοι από τη βαριά φορολογία, δέχτηκαν τους

Άραβες σχεδόν σαν ελευθερωτές. Κι έτσι, οι Βυζαντινοί έχασαν τις επαρχίες

αυτές για πάντα. Οι συνέπειες της απώλειας αυτής ήταν πολύ βαριές για

τους Βυζαντινούς, γιατί εκτός από όλα τα άλλα, τα µέρη αυτά ήταν και ο

σιτοβολώνας του κράτους. Έτσι , τη στιγµή που το Βυζάντιο απαλλάχθηκε

από τους Πέρσες και τους Άβαρους, δύο νέοι εχθροί έρχονται για να

ταλαιπωρήσουν την αυτοκρατορία.

Το Βυζάντιο λοιπόν έπρεπε να πολεµά συνεχώς σε δύο µέτωπα. Οι πιο

επικίνδυνοι ήταν οπωσδήποτε οι Άραβες, που σχεδόν κάθε χρόνο

πραγµατοποιούσαν εισβολές στην Μ. Ασία και σιγά σιγά έφτασαν µέχρι και

την Κωνσταντινούπολη. Προσπάθησαν να καταλάβουν την βασιλεύουσα, αλλά

δεν τα κατάφεραν. Συνέχισαν λοιπόν την επέκταση τους σε όλη τη Μεσόγειο

θάλασσα, µέχρι την Ισπανία, αναβάλλοντας την τελική επίθεση για πιο

ευνοϊκές περιστάσεις. Στη Βαλκανική εξάλλου, οι Σλάβοι δηµιουργούσαν

συνεχή αναστάτωση, και σαν να µην έφταναν αυτά, το 679 πέρασαν τον

∆ούναβη, κατευθυνόµενοι προς τα νότια, ένας πολεµοχαρής σκληροτράχηλος

λαός, οι Βούλγαροι. Ο Κωνσταντίνος ∆΄ ο Πωγωνάτος, ένας ικανός

αυτοκράτορας προσπάθησε να τους εµποδίσει, αλλά δεν τα κατάφερε, γιατί

µια αρρώστια τον κατέβαλε και νέο ακόµα τον έστειλε στον τάφο. Η

αυτοκρατορία έπεσε σε µια βαθιά κρίση, που διήρκεσε από το 685, έτος του

θανάτου του Πωγωνάτου µέχρι το 717, έτος που ανέβηκε στο θρόνο ο Λέων

Γ΄ ο Ίσαυρος. Όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Λέων, οι Άραβες είχαν καταλάβει

όλη την Μ.Ασία, οι Σλάβοι και οι Βούλγαροι έκαναν ότι ήθελαν στα Βαλκάνια

και η αυτοκρατορία είχε φτάσει στο χείλος της καταστροφής. Αυτός που

Page 13: βυζαντιο

Βυζάντιο 13

έσωσε το Βυζάντιο από την ολοκληρωτική καταστροφή ήταν ο ικανότατος

αυτοκράτορας, ο Λέων Γ’. Το 718 έσωσε την Κωνσταντινούπολη από την

πολιορκία των Αράβων, και στην συνέχεια , καταδιώκοντας τους και

νικώντας τους, ελευθέρωσε όλη την Μ. Ασία. Αλλά και στην εσωτερική

πολιτική ο Λέων υπήρξε σπουδαίος µεταρρυθµιστής , γιατί αναδιοργάνωσε

τον τρόπο διοίκησης του κράτους, τελειοποιώντας τον θεσµό των θεµάτων.

Όλη η αυτοκρατορία διαιρέθηκε σε ένα αριθµό θεµάτων, τα οποία διοικούσε

ένας στρατηγός που ο ίδιος ο αυτοκράτορας είχε διαλέξει. Αλλά και ο γιος

του Λέοντα, ο Κωνσταντίνος Ε΄ ήταν πολύ αξιόλογος βασιλιάς. Νίκησε τους

Βούλγαρους και τους Άραβες, ανακουφίζοντας έστω και προσωρινά το

Βυζάντιο, ενώ παράλληλα συνέχισε την εσωτερική µεταρρύθµιση του πατέρα

του. Όµως ενώ από τη µια µεριά , οι δύο αυτοί αυτοκράτορες έδωσαν στο

Βυζάντιο το χαµένο του κύρος στον στρατιωτικό τοµέα, από την άλλη

δηµιούργησαν πολλά προβλήµατα στο κράτος, λόγω της θρησκευτικής

διαµάχης της εικονοµαχίας.

Η εικονοµαχία διήρκεσε ένα αιώνα και προκάλεσε πολλά προβλήµατα , γιατί

γρήγορα απέκτησε πολιτική χροιά και προξένησε µια σύγκρουση ανάµεσα στο

κράτος και την εκκλησία. Γεννήθηκαν πολλές αντιδράσεις, κυρίως στην

Ευρώπη και οι βυζαντινές κτήσεις της Ιταλίας χάθηκαν για πάντα, γιατί οι

εικονολάτρες κάτοικοι της δεν αντέδρασαν στους Λογγοβάρδους. Οδήγησε σε

σχίσµα µε τον Πάπα , που έψαξε για καινούργιους προστάτες στους Φράγκους

και τους Λογγοβάρδους και η αυτοκρατορία έχασε και τα τελευταία εδάφη της

στην ∆ύση. Η εικονοµαχία συνέχισε να υπάρχει σαν κίνηση και ιδέα ακόµα και

µετά την πρώτη νίκη των εικονολατρών, µε την Ειρήνη την Αθηναία, και

ξαναπήρε το πάνω χέρι µε τον Λέοντα Ε’ και τον Μιχαήλ Β’. Ο γιος του

Μιχαήλ, ο Θεόφιλος , ένας φανατικός εικονοµάχος, ήταν εξαιρετικός

κυβερνήτης, µε µεγάλες διοικητικές και οργανωτικές ικανότητες, προστάτης

των τεχνών και των γραµµάτων. Η εικονοµαχία είχε χάσει την αγριότητα των

πρώτων ηµερών και µετά το θάνατο του Θεόφιλου, δεν ήταν δύσκολο για τη

γυναίκα του Θεοδώρα να πραγµατοποιήσει αλλαγές στην επίσηµη κρατική

πολιτική και να προχωρήσει στην αναστήλωση των εικόνων, το 843,

βάζοντας τέλος στην διαµάχη που κράτησε πάνω από ένα αιώνα. Έτσι, την

εποχή της διακυβέρνησης του Μιχαήλ Γ’, του γιου του Θεόφιλου και της

Θεοδώρας, ξαναγύρισε η θρησκευτική ειρήνη , που σε συνδυασµό µε την

διοικητική και κοινωνική ανασυγκρότηση που είχαν καταφέρει οι Ίσαυροι και

ο Θεόφιλος, οδήγησε σε µια περίοδο ακµής και ανόδου του Βυζαντίου. Ακµή

που έγινε περισσότερο αισθητή την εποχή της διακυβέρνησης του Βυζαντίου

από την δυναστεία των Μακεδόνων.

Αυτή η δυναστεία, η σηµαντικότερη ίσως του Βυζαντίου, οδήγησε την

αυτοκρατορία στο αποκορύφωµα της δόξας της . Εκµεταλλευόµενοι την

άριστη οργανωτική της κατάσταση, µπόρεσαν να πραγµατοποιήσουν ένα

Page 14: βυζαντιο

Βυζάντιο 14

επεκτατικό πρόγραµµα, ενώ ταυτόχρονα η ανάπτυξη του εµπορίου έφερε

κέρδη στο κράτος. Μια σειρά πολέµων µε τους Άραβες και τους Βούλγαρους

είχαν επιτυχή κατάληξη και οι Βυζαντινοί ξανακέρδισαν επαρχίες που είχαν

χάσει από καιρό, όπως την Ν. Ιταλία, την Κρήτη και τη Συρία, την Ν. Μικρά

Ασία και την Βαλκανική. Όταν λοιπόν πέθανε ο τελευταίος σπουδαίος

αυτοκράτορας της δυναστείας, ο Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτόνος, η

αυτοκρατορία βρισκόταν σε µεγάλη στρατιωτική, οικονοµική και πολιτική

ακµή, µε το κύρος της αναβαθµισµένο, σεβαστή στους εχθρούς και στους

φίλους της. Όµως οι διάδοχοι αυτών των σπουδαίων αυτοκρατόρων δεν ήταν

το ίδιο ικανοί, µε αποτέλεσµα η παρακµή του κράτους να είναι γρήγορη και

από ένα σηµείο και έπειτα, µη αναστρέψιµη. Οι αυτοκράτορες αυτοί είχαν το

µεγαλύτερο µειονέκτηµα να µην έχουν καµιά σχέση µε τον στρατό και

κλεισµένοι σε ένα παλάτι , να µην παρακολουθούν από κοντά τις εξελίξεις και

να µην µπορούν να τις αντιµετωπίσουν. Ένα σηµαντικό γεγονός ήταν το

σχίσµα µε την καθολική εκκλησία το 1054, επί πατριάρχου Μιχαήλ

Κηρουλαρίου, σχίσµα που ήταν οριστικό και είχε βαριές συνέπειες για το

Βυζάντιο.

∆ύο νέοι επικίνδυνοι εχθροί παρουσιάστηκαν την εποχή εκείνη, στα δυτικά οι

Νορµανδοί και στα ανατολικά οι Σελτζούκοι Τούρκοι. Ο Ρωµανός ∆΄ ο

∆ιογένης προσπάθησε να αντιµετωπίσει τους Τούρκους, αλλά το αποτέλεσµα

ήταν η τροµερή καταστροφή στο Μαντζικέρτ, µετά την οποία οι τούρκοι

εγκαταστάθηκαν για πάντα στην Μ. Ασία. Τα απειλητικά σύννεφα µαζεύονταν

στον ουρανό του κράτους, αλλά η σωτηρία ήρθε από τη δυναστεία των

Κοµνηνών, µια οικογένεια στρατιωτικών που κατάφερε να αναβάλει για λίγα

χρόνια το τέλος. Μετά από σκληρές µάχες οι Κοµνηνοί µπόρεσαν να διώξουν

τους Νορµανδούς , να αντιµετωπίσουν µε σχετική επιτυχία τους

σταυροφόρους και να συγκρατήσουν τους Τούρκους. Όµως , η κακή

οικονοµική κατάσταση ανάγκασε τους αυτοκράτορες να προσφύγουν για

βοήθεια στους Βενετούς, τους Γενουάτες, οι οποίοι εκµεταλλεύθηκαν την

δύσκολη θέση του Βυζαντίου και συγκέντρωσαν όλη την οικονοµία της

Ανατολής στα χέρια τους. Το άσχηµο αυτό πλαίσιο συµπληρώθηκε µε την

καταστροφή του Μυριοκέφαλου , όπου οι Τούρκοι και πάλι νίκησαν τον

Μανουήλ Α΄ τον Κοµνηνό, καταστρέφοντας ότι είχαν καταφέρει µέχρι τότε οι

προηγούµενοι αυτοκράτορες. Οι επόµενοι βασιλιάδες της δυναστείας των

Αγγέλων απλά παρακολουθούσαν την κατάσταση και την παρακµή, ενώ το

τελειωτικό χτύπηµα ήρθε µε την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους

σταυροφόρους το 1204.

Η ζηµιά από την άλωση της Πόλης είναι τεράστια. Πρώτα από όλα, η

µεταγενέστερη Οθωµανική κατάκτηση οφείλεται στην άλωση από τους

σταυροφόρους «χριστιανούς».Ποτέ δεν θα µπορούσαν οι Οθωµανοί να

κυριεύσουν την βασιλεύουσα , αν δεν την είχαν αποδυναµώσει τόσο πολύ οι

Page 15: βυζαντιο

Βυζάντιο 15

Λατίνοι. Κι αυτό γιατί οι θησαυροί της Πόλης, τα έργα τέχνης και τα βιβλία,

φορείς πνευµατικού πολιτισµού, καταστράφηκαν και αρπάχτηκαν. Το

προπύργιο της Χριστιανοσύνης στην Ανατολή εκµηδενίστηκε. Και , αν και οι

Βυζαντινοί ανακατέλαβαν την Πόλη το 1261, η αυτοκρατορία δεν µπόρεσε

ποτέ πια να συνέλθει και να ξαναφτάσει στην προηγούµενη δύναµη της. Όταν

ο Μιχαήλ ο Παλαιολόγος µπήκε στην Κωνσταντινούπολη, η αυτοκρατορία

περιλάµβανε ένα µικρό κοµµάτι γύρω από την Πόλη, και µερικές κτήσεις στην

Πελοπόννησο και την Μ. Ασία. Και η µετέπειτα ιστορία του Βυζαντίου ήταν

µια αργή πορεία προς το οριστικό τέλος. Οι αυτοκράτορες γυρνούσαν σε όλη

την Ευρώπη ζητώντας βοήθεια, αλλά οι ∆υτικοί ζητούσαν γη και ύδωρ,

πράγµατα που κανείς αυτοκράτορας δεν µπορούσε να δεχτεί. Η µια κτήση

µετά την άλλη υποταζόταν στους τούρκους και καµία αντίσταση δεν ήταν

δυνατή, γιατί ούτε στρατός ούτε στόλος υπήρχε, και τα οικονοµικά ήταν σε

οικτρή κατάσταση. Στο τέλος µόνο η Κωνσταντινούπολη απέµεινε και αυτή ,

στις 29 Μαΐου του 1453, έπεσε στα χέρια των τούρκων και του σουλτάνου

τους, του Μωάµεθ, σφραγίζοντας το τέλος µιας ένδοξης ιστορίας 1100

χρόνων. Από την στιγµή εκείνη άρχισε η σκοτεινή περίοδος της

τουρκοκρατίας, που θα διαρκούσε 400 ολόκληρα χρόνια.

ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Το γεγονός ότι η Βυζαντινή αυτοκρατορία άντεξε για τόσα πολλά χρόνια

οφείλεται σε µεγάλο ποσοστό στο πολίτευµα του κράτους, πολίτευµα που

αναπροσαρµόζονταν µε την πάροδο του χρόνου, συµπληρώνοντας τις

ελλείψεις και προβλέποντας τις ανάγκες στους τοµείς της οργάνωσης της

διοίκησης. Στην κορυφή του Βυζαντίου βρισκόταν ο αυτοκράτορας, θεσµός

που προέρχεται από την Ρώµη, αλλά που στο Βυζάντιο απέκτησε καινούργια

χαρακτηριστικά. Η Σύγκλητος, ένα είδος βουλής που υπήρχε στην Ρώµη και

βοηθούσε τον βασιλιά στα καθήκοντα του, εξαφανίστηκε σιγά σιγά, αν και

τυπικά εξακολουθούσε να υπάρχει. ∆εν είχε όµως καµιά αρµοδιότητα, και

έτσι ο αυτοκράτορας µπορούσε να λαµβάνει τις αποφάσεις µόνος του. ∆ιόριζε

και απέλυε τους κρατικούς λειτουργούς κατά πως ήθελε, έλεγχε πλήρως τα

οικονοµικά , θέσπιζε νόµους µόνος αυτός και ήταν ο ανώτατος στρατιωτικός

αρχηγός και η κεφαλή της Εκκλησίας. Στα χέρια του λοιπόν συγκέντρωνε

όλες τις εξουσίες. Ο επίσηµος τίτλος του ήταν Βασιλεύς. Υπήρχε κάποια

αίσθηση πως η εξουσία του βασιλιά πήγαζε από τον λαό και ότι ο τελευταίος

είχε µεταβιβάσει την εξουσία στον αυτοκράτορα. Το γεγονός αυτό, κατά

κάποιο τρόπο, φαίνεται από το ότι ο βασιλιάς ήταν αιρετός, δηλαδή κάποιοι

τον εξέλεγαν και αυτοί ήταν η Σύγκλητος, ο στρατός και ο λαός της Πόλης. Η

στέψη του γινόταν αφού πρώτα τα τρία αυτά σώµατα επευφηµούσαν τον

υποψήφιο και η βασιλεία του ήταν κάτω από την συνεχή παρακολούθηση των

τριών αυτών παραγόντων. Όταν ένας από αυτούς θεωρούσε πως η διοίκηση

Page 16: βυζαντιο

Βυζάντιο 16

του βασιλιά δεν ήταν ικανοποιητική, µπορούσε να ανακηρύξει άλλο

αυτοκράτορα και στην περίπτωση αυτή ο εµφύλιος πόλεµος ήταν

αναπόφευκτος. Η Βυζαντινή ιστορία είναι γεµάτη µε παραδείγµατα αυτού του

είδους. Οι αυλικές συνωµοσίες ήταν ένας άλλος τρόπος σφετερισµού της

εξουσίας, µα στην περίπτωση αυτή τα συµφέροντα ήταν περισσότερο

προσωπικά. Ο στρατός έπαιζε τον σηµαντικότερο ρόλο στις περιπτώσεις των

επαναστάσεων και των συνωµοσιών, αλλά και ο λαός σε αρκετές περιστάσεις

ανέβασε στον θρόνο κάποιον ευνοούµενο του. Με την πάροδο του χρόνου , η

διαδοχή των αυτοκρατόρων γινόταν µε οµαλότερο τρόπο. Όσο ζούσε λοιπόν ο

βασιλιάς έστεφε σαν συµβασιλέα του κάποιον που ήθελε, που µπορούσε να

ήταν συνεργάτης του, συγγενής του ή κάποιο άλλο αγαπητό στο λαό πρόσωπο.

Αυτός ο συναυτοκράτορας λοιπόν έπαιρνε τον θρόνο µόλις ο νόµιµος

βασιλιάς πέθαινε, ενώ στη βάση αυτής της συνήθειας επικράτησε το

κληρονοµικό δικαίωµα στην διαδοχή, από πατέρα σε γιο. Ο αυτοκράτορας

στεφόταν από τον Πατριάρχη στην εκκλησία και έπρεπε να είναι Ορθόδοξος.

Την παραµονή της στέψης του οι συγκλητικοί, οι υπουργοί και οι στρατηγοί

των θεµάτων υπόσχονταν πίστη στον αυτοκράτορα. Το ίδιο έκαναν και οι

εκπρόσωποι των τάξεων της πρωτεύουσας και οι στρατιώτες. Ο

αυτοκράτορας θεωρούσε τον εαυτό του σαν αντιπρόσωπο του Θεού πάνω στη

γη και , σαν αρχηγός της εκκλησίας είχε τον πρώτο και τελευταίο λόγο στις

υποθέσεις της εκκλησίας. Πίστευαν ότι η στέψη έκανε τον αυτοκράτορα κάτι

σαν ηµίθεο, τοποτηρητή του Θεού στην γη, ενώ θεωρούσαν πως ο βασιλιάς

µπορούσε να κάνει διακηρύξεις που αφορούσαν το Χριστιανικό δόγµα και να

προεδρεύει στις Οικουµενικές Συνόδους. Έτσι ο αυτοκράτορας θεωρούσε ότι

βρισκόταν σε άµεση σχέση µε τον Θεό, που ήταν η πηγή κάθε εξουσίας.

Επειδή οι γυναίκες δεν µπορούσαν να χειροτονηθούν ιερείς και να ηγηθούν

του στρατού, είναι λογικό να πιστεύουµε ότι οι γυναίκες δεν ήταν δυνατόν να

στεφθούν αυτοκράτειρες. Παρ’ όλα αυτά όµως, δεν υπήρχε καµία απαγόρευση

από τους νόµους του κράτους κι έτσι η θέση των γυναικών που βρισκόταν

στην κεφαλή της αυτοκρατορίας ήταν παράξενη. Η σύζυγος του αυτοκράτορα

ανέβαινε στο θρόνο µε τη στέψη του άνδρα της ή µε τον γάµο της µε τον

βασιλιά. Και σε πολλές περιπτώσεις, όταν ο αυτοκράτορας δεν µπορούσε να

ασκήσει την εξουσία, η γυναίκα του ασκούσε την κυβέρνηση στο όνοµα του,

ενώ αν χήρευε αυτή ήταν που είχε την πραγµατική εξουσία. Εξέλεγε τον

διάδοχο του θρόνου, ενώ οι σύζυγοι της έπαιρναν το δικαίωµα συµµετοχής

τους στην εξουσία, από το γεγονός ότι παντρεύονταν την Αυγούστα, όπως

ήταν ο επίσηµος τίτλος της. Και τέλος, αν η Αυγούστα δεν ήθελε να µοιραστεί

µε κανένα την κυβέρνηση, τότε µπορούσε να κυβερνά µόνη της και νόµιµα ,

χωρίς να υφίσταται πρόβληµα.

Ο λαός της πρωτεύουσας είχε οργανωθεί σε τέσσερις οµάδες ή δήµους

,όπως τις καλούσαν, τους Πράσινους, τους Βένετους , τους Λευκούς και τους

Page 17: βυζαντιο

Βυζάντιο 17

Ερυθρούς. Οι δύο τελευταίοι δήµοι απορροφήθηκαν από τους δύο πρώτους,

ενώ είναι άγνωστη η εποχή που εµφανίστηκαν. Οι δήµοι αυτοί είχαν πολιτικές

και στρατιωτικές υποχρεώσεις. Στην πρώτη περίπτωση ονοµάζονταν

Πολιτικοί , είχαν αρχηγό τους τον ∆ήµαρχο και ασχολούνταν µε καθήκοντα,

όπως να φροντίζουν την καθαριότητα της πόλης και να παίρνουν προληπτικά

µέτρα για πιθανές καταστροφές. Στην δεύτερη περίπτωση λέγονταν

Περατικοί και ήταν κάτι σαν φρουρά της πόλης, ενώ είχαν έναν αρχηγό που

ονοµαζόταν ∆ηµοκράτης. Το µέρος όπου εκφραζόταν η δραστηριότητα των

δήµων ήταν ο Ιππόδροµος και όλος ο λαός της Κωνσταντινούπολης είχε

χωριστεί σε οπαδούς της µιας ή της άλλης οµάδας. Έτσι ο λαός της Πόλης

είχε µέσα από τους ∆ήµους ένα βήµα για να εκφράζει τις απόψεις και τις

επιθυµίες του, και για το λόγο ότι οι ∆ήµοι εξέφραζαν διαφορετικά

συµφέροντα και τάξεις. Οι αρχηγοί των Βένετων προέρχονταν συνήθως από

την συγκλητική αριστοκρατική τάξη και ήταν οπαδοί της Ορθοδοξίας, ενώ οι

Πράσινοι εξέφραζαν τα συµφέροντα των εµπόρων και των βιοτεχνών και

ήταν µονοφυσίτες. Την εποχή του Ιουστινιανού οι δήµοι είχαν αρκετή δύναµη,

όπως φαίνεται από τη στάση του Νίκα, αλλά µε τον καιρό η θέση τους

εξασθένισε και ήδη από την εποχή των Ισαύρων ήταν πολύ υποβαθµισµένη.

Με την παρακµή των ∆ήµων, ο λαός της Πόλης έχασε το µόνο µέσο που είχε

για να εκφράζει τις απόψεις του, και από τότε έδειχνε τις επιθυµίες του µόνο

µε στάσεις και ταραχές.

Είπαµε πως ένας άλλος εκλέκτορας του βασιλιά ήταν η Σύγκλητος. Αν και

προέρχεται από το οµώνυµο Ρωµαϊκό σώµα ήταν πολύ διαφορετικό από αυτό

στη σύνθεση και τις εξουσίες που είχε. Με τον καιρό η Σύγκλητος

εξασθένισε πολύ, αν και συνέχιζε να υπάρχει ως σώµα για όλη την ιστορία

του Βυζαντίου. Η ακµή της τοποθετείται τον 6ο και 7ο αιώνα και την

αποτελούσαν όλοι οι αξιωµατούχοι , καθώς επίσης και εκείνοι που είχαν

εξασκήσει κάποιο αξίωµα στο παρελθόν, όπως και οι απόγονοι τους. Έτσι στο

σώµα αυτό ανήκαν όλοι οι πλούσιοι και εξέχοντες πολίτες του κράτους , αλλά

τα δικαιώµατα τους και οι εξουσίες τους ήταν σχετικά περιορισµένες και

ασαφείς. Ο Λέων ο ΣΤ’ κατάργησε όλα τα δικαιώµατα της Συγκλήτου, πράξη

που απλώς επικύρωσε µια κατάσταση που υπήρχε από πολύ καιρό. Το σώµα

αυτό τώρα πια το καλούσε ο βασιλιάς για να ανακοινώσει κάτι ή για να γίνει

µάρτυρας σε κάποια πράξη του, χωρίς δικαίωµα να εκφέρει γνώµη. Η

πραγµατική αριστοκρατία εξάλλου του Βυζαντίου ήταν πια στρατιωτική και

µέσα από τον στρατό αντλούσε τη δύναµη της και τη θέση της.

Ο πραγµατικός φραγµός στις αυθαιρεσίες του αυτοκράτορα όµως ήταν οι

Νόµοι. Αν και ο βασιλιάς ήταν η πηγή όλων των νόµων, ο νόµος εντούτοις

ήταν κάτι ανώτερο από τον αυτοκράτορα. Ήταν ο µόνος θεσµός στον οποίο

λογοδοτούσε ο βασιλιάς, ο οποίος θεωρούσε καθήκον του να τους ακολουθεί

και να τους τηρεί. Πολλοί βασιλιάδες προσπάθησαν να κωδικοποιήσουν τους

Page 18: βυζαντιο

Βυζάντιο 18

νόµους είτε για να τους εναρµονίσουν µε το πνεύµα των καιρών είτε για να

τους αποσαφηνίσουν και να µην υπάρχουν απορίες και ελλείψεις. Ο πρώτος

που αποπειράθηκε να κάνει µια γενική κωδικοποίηση των νόµων ήταν ο

Θεοδόσιος Β’, αλλά η προσπάθεια του έµεινε ηµιτελής. Ο Ιουστινιανός έκανε

ένα τιτάνιο έργο, το οποίο είναι η βάση και του σηµερινού νοµικού µας

συστήµατος. Με τον νοµοµαθή Τριβωνιανό, συνέταξε ένα κώδικα που

περιλάµβανε όλη την υπάρχουσα νοµοθεσία, που δηµοσίευσε το 529. Ύστερα,

το 533 δηµοσίευσε τους Πανδέκτες, ένα απάνθισµα όλων των νόµων του

παρελθόντος, ενώ τον επόµενο χρόνο εξέδωσε µια βελτιωµένη έκδοση του

Ιουστινιάνειου κώδικα. Μέχρι το τέλος της βασιλείας του δηµοσίευε επίσης

τις Νεαρές, που σαν στόχο τους είχαν να συµπληρώνουν ελλείψεις, να

αναθεωρούν και να εκσυγχρονίζουν διάφορους νόµους. Οι νόµοι του

Ιουστινιανού παρέµειναν εµποτισµένοι από το Ρωµαϊκό πνεύµα και

διατήρησαν το διαζύγιο , την δουλεία ή την θανατική ποινή, παρ’ όλη την

αντίθεση της εκκλησίας. Οι Βυζαντινοί τιµούσαν πολύ τους Ρωµαϊκούς νόµους

και το γεγονός πως τους διατήρησαν σχεδόν αυτούσιους για πολλά χρόνια,

παρ’ όλο που ήταν εξαιρετικά θεοσεβούµενοι, το αποδεικνύει. Αυτός που

αναµόρφωσε τους νόµους, δίνοντας τους ένα Χριστιανικό πνεύµα ήταν ο

Λέων Γ’ ο Ίσαυρος. Το 739 εξέδωσε τις Εκλογές , γράφοντας στο προοίµιο

πως ήθελε να εισαγάγει τις Χριστιανικές αρχές στη νοµοθεσία. Κατάργησε

την θανατική ποινή, βελτίωσε τη θέση των γυναικών και έδωσε στην

Εκκλησία πολλά δικαιώµατα στην ανατροφή των παιδιών και στον έλεγχο της

κοινωνίας. Ο Βασίλειος ο Μακεδόνας όµως αντικατέστησε τις Εκλογές µε τον

Πρόχειρο Νόµο, για να εξαφανίσει κάθε εργασία που είχε γίνει από τους

µισητούς εικονοµάχους Ίσαυρους, αλλά και για να µειώσει την επιρροή της

Εκκλησίας, στην οποία παραδόξως οι Ίσαυροι είχαν δώσει πολλά προνόµια.

Ο γιος του, ο Λέων ΣΤ’, εξέδωσε τα Βασιλικά, ένα κώδικα που στο εξής ήταν

η αυθεντία στην νοµική επιστήµη και τα οποία ο Λέων συµπλήρωσε µε

αρκετές Νεαρές. Αν και οι Μακεδόνες επιχείρησαν µια επιστροφή στη

νοµοθεσία του Ιουστινιανού, εντούτοις το πνεύµα των Ισαύρων

εξακολουθούσε να υπάρχει. Οι νόµοι ήταν ήπιοι, το οικογενειακό δίκαιο

παρέµεινε όπως το είχαν διαµορφώσει οι Ίσαυροι και το κυριότερο

καινούργιο στοιχείο ήταν πως οι Μακεδόνες αφαίρεσαν τα προνόµια της

Εκκλησίας. Τα Βασιλικά ήταν η τελευταία απόπειρα κωδικοποίησης ενός

ολοκληρωµένου νοµοθετικού πλαισίου. Από εκεί και έπειτα, η νοµοθετική

δραστηριότητα των αυτοκρατόρων περιορίζεται σε διατάγµατα για επιµέρους

ζητήµατα και στην έκδοση επιτοµών. Το εκκλησιαστικό δίκαιο γνώρισε

ανάπτυξη από την εποχή των Κοµνηνών και το 1175 εξεδόθη η Εξήγησις

Κανόνων από τον πατριάρχη Αντιοχείας Βαλσαµώνα, η µεγαλύτερη εργασία

εκκλησιαστικού δικαίου. Οι υπάλληλοι του κράτους έπρεπε να γνωρίζουν

τους νόµους και υπήρχαν νοµικές σχολές, στις οποίες διδάσκονταν οι αρχές

Page 19: βυζαντιο

Βυζάντιο 19

της επιστήµης, σχολές που ίδρυσε και ενίσχυσε ο Ιουστινιανός και

αναµόρφωσαν ο Καίσαρας Βάρδας τον 9ο αι. και ο Κωνσταντίνος Μονοµάχος

το 1045.

Ο αυτοκράτορας στην διοίκηση του κράτους είχε όλες τις αρµοδιότητες και

όλες οι αποφάσεις ήταν δικές του. Ο χρόνος του όµως ήταν λίγος και δεν

µπορούσε να είναι πανταχού παρών, για αυτό είχε βοηθούς και

συµβουλάτορες. Στις κυριότερες αποφάσεις του συµβουλευόταν ένα µικρό

συµβούλιο, τα µέλη του οποίου προέρχονταν από την Σύγκλητο. Οι τίτλοι και

τα αξιώµατα άλλαζαν ανάλογα µε τις εποχές και σε µερικές περιόδους

µπορούσαν να αγοραστούν , συνήθεια που κατάργησε ο Ιουστινιανός γιατί

βοηθούσε στην ανάπτυξη της διαφθοράς. Στο αυτοκρατορικό παλάτι υπήρχαν

διάφοροι τίτλοι, οι οποίοι ήταν περισσότερο τιµητικοί και δεν συνεπάγονταν

κάποια πραγµατική εξουσία. Οι διάδοχοι, οι οποίοι στέφονταν όσο ζούσε ο

βασιλιάς ονοµάζονταν Καίσαρες και τον τίτλο αυτό είχαν και άλλα µέλη της

βασιλικής οικογένειας, αλλά στην περίπτωση αυτή ήταν καθαρά τιµητικός.

Την εποχή των Κοµνηνών ο τίτλος αυτός ξέπεσε και αντικαταστάθηκε από

διάφορους άλλους, όπως τον τίτλο του σεβαστοκράτορα και την εποχή των

Παλαιολόγων τον τίτλο του ∆εσπότη, που σήµαινε και τον άρχοντα κάποιας

περιοχής. Ο Αλέξιος ο Κοµνηνός ονόµασε τα µέλη της οικογένειας του

σεβαστό, πρωτοσεβαστό και πανυπερσεβαστό, ενώ οι πεθεροί του λέγονταν

βασιλεοπάτορες. Η πρώτη κυρία των τιµών, µέλος της αυτοκρατορικής

οικογένειας, ονοµάζονταν Κυρία Ζωστή. Όλοι αυτοί οι αξιωµατούχοι, είχαν το

δικαίωµα να τρώνε µαζί µε τον βασιλιά στο αυτοκρατορικό τραπέζι. Τέλος,

µια άλλη επωνυµία που είχε τεράστιο κύρος ήταν ο Πορφυρογέννητος, που

δινόταν στα παιδιά του αυτοκράτορα που γεννιόνταν στην Πορφύρα, το

δωµάτιο στο οποίο γεννούσε η αυτοκράτειρα. Οι Πορφυρογέννητοι

θεωρούνταν σχεδόν ιερά πρόσωπα και ο λαός τους λάτρευε.

Ο µεγαλύτερος τίτλος που µπορούσε να αποκτήσει κανείς ήταν ο Πατρίκιος,

τίτλος που δηµιούργησε ο Μέγας Κωνσταντίνος για λίγους αξιωµατούχους.

Με τον καιρό αυτοί πλήθυναν και έτσι τον 10οαι. δηµιουργήθηκε ο τίτλος του

Μάγιστρου, και λίγο αργότερα του Πρόεδρου. Οι τίτλοι αυτοί εξαφανίστηκαν

µε τον καιρό. Οι επαρχίες είχαν διαιρεθεί τον 4ο αι. σε τέσσερις µεγάλες

περιοχές, κάθε µια από τις οποίες διοικούσαν οι Ύπαρχοι., ένα είδος

αντιβασιλιά µε οικονοµική, δικαστική και διοικητική εξουσία. Την

Κωνσταντινούπολη την διοικούσε ο Έπαρχος της πόλης, που έδινε αναφορά

στον Ύπαρχο της πόλης. Ο ανώτατος λειτουργός της δικαιοσύνης ήταν ο

Κοιαίστωρ του Ιερού Παλατίου και οι ανώτατοι οικονοµικοί αξιωµατούχοι

ήταν ο Κόµης των Θείων Θησαυρών, που διαχειρίζονταν τα οικονοµικά του

δηµοσίου και ο Κόµης της Ιδικής Κτήσεως, που διαχειριζόταν τα οικονοµικά

του αυτοκράτορα. Ο σπουδαιότερος λειτουργός του Παλατίου όµως ήταν ο

Μάγιστρος των Οφφικίων, που ήταν επικεφαλής όλων των πολιτικών

Page 20: βυζαντιο

Βυζάντιο 20

υπηρεσιών. Ήταν τελετάρχης, διευθυντής του ταχυδροµείου και των

µυστικών υπηρεσιών και οι αρµοδιότητες του συµπεριλάµβαναν και τις

υποδοχές των ξένων αντιπροσωπειών. Στις διαταγές του είχε ένα αριθµό

γραµµατέων τους οποίους και κατεύθυνε στις εργασίες τους. Τον 6ο και 7ο

αι. έγιναν διάφορες µεταρρυθµίσεις στο σύστηµα διακυβέρνησης του κράτους,

η σπουδαιότερη από τις οποίες ήταν η εισαγωγή των θεµάτων. Η

αυτοκρατορία διαιρέθηκε σε ένα αριθµό επαρχιών, τα θέµατα, τα οποία

διοικούνταν από έναν αξιωµατούχο, που είχε τόσο τις πολιτικές όσο και τις

στρατιωτικές εξουσίες. Ο αρχηγός όλων αυτών των διοικητών ήταν ο

Στρατιωτικός Μάγιστρος της Ανατολής. Ο στρατός κάθε θέµατος διαιρείτο

σε τρεις τούρµες και κάθε τούρµα σε τρεις µοίρες ή δρούγγες. Ο στρατηγός

είχε πολλούς υπαλλήλους που τον βοηθούσαν στα πολιτικά του και

στρατιωτικά του καθήκοντα, εξασκούσε πλήρη και απόλυτη εξουσία στο τόπο

δικαιοδοσίας του , όµως ο διορισµός και η απόλυση του ήταν υπόθεση του

αυτοκράτορα. Την µεταγενέστερη εποχή του Βυζαντίου οι υπάλληλοι του

κράτους διαιρούνταν σε Κριτές και σεκρετικούς. Ο σπουδαιότερος Κριτής

ήταν ο Έπαρχος της Πόλης, που ήταν ο αντιβασιλιάς όταν απουσίαζε ο

αυτοκράτορας, επέβλεπε να τηρούνται οι εµπορικοί κανόνες και άκουγε τα

παράπονα των συντεχνιών της πρωτεύουσας και ήταν ο επικεφαλής στην

απονοµή της δικαιοσύνης και την λειτουργία των φυλακών. Τον βοηθούσε ο

Κοιαίστωρ, που είχε κάποια νοµοθετική εξουσία, επέβλεπε την διαχείριση

της περιουσίας ανηλίκων, εκτελούσε τις διαθήκες και ήταν επικεφαλής ενός

εφετείου. Οι δύο αυτοί Κριτές είχαν στις διαταγές τους πολλούς υπαλλήλους.

Τρίτος στην τάξη Κριτής ήταν ο επί των δεήσεων, που η εργασία του

αφορούσε τις αιτήσεις προς τον αυτοκράτορα. Οι άλλοι υπάλληλοι, οι

Σεκρετικοί, ήταν κυρίως οικονοµικοί υπάλληλοι. Τα θησαυροφυλάκια ήταν πια

7, και αργότερα έγιναν και άλλες υποδιαιρέσεις και τη διαχείριση των

οικονοµικών είχαν διάφορα γραφεία, µε επικεφαλής τον σακελλάριο. Μετά τον

σακελλάριο υπήρχαν οι 4 λογοθέτες, του δρόµου, που σαν αρµοδιότητες είχε

την επίβλεψη του ταχυδροµείου, τις εξωτερικές υποθέσεις και που συντόνιζε

το κυβερνητικό έργο, του γενικού, που ήταν αρµόδιος για την είσπραξη των

φόρων, του στρατιωτικού που µισθοδοτούσε τον στρατό, και των αγελών, που

διαχειριζόταν τα κτήµατα του βασιλιά. Άλλοι οικονοµικοί υπάλληλοι ήταν οι

Επόπτες, που εισέπρατταν τους φόρους στις επαρχίες, οι υπάλληλοι που

επέβλεπαν τα κρατικά εργοστάσια, τα υδραγωγεία, οι τελωνειακοί υπάλληλοι

και οι γραµµατείς που διαχειρίζονταν την κρατική φιλανθρωπία.

Η άλωση της Πόλης το 1204 κατάστρεψε τον κρατικό µηχανισµό. Την εποχή

των Παλαιολόγων προσπάθησαν να αναδιοργανώσουν την διοίκηση, αλλά η

γενική φτώχεια είχε επίπτωση και στην οργάνωση του κράτους. Πολλά από

τα αξιώµατα έµειναν κενοί τίτλοι και ακόµα κι όταν αναφέρονται στις πηγές

δεν εξασκούν πραγµατική εξουσία. Ο επικεφαλής της διοίκησης την εποχή

Page 21: βυζαντιο

Βυζάντιο 21

αυτή ήταν ο µέγας Λογοθέτης, που τον βοηθούσαν ο υπουργός των

στρατιωτικών, ο µέγας δοµέστικος και ο αρχηγός του στόλου, που λεγόταν

µέγας ∆ουξ. Αλλά και ο πατριάρχης, µέσα στην γενική έλλειψη ασκούσε

διοικητικά καθήκοντα.

Οι Βυζαντινοί θεωρούσαν ότι η µόρφωση ήταν ένα σηµαντικό πράγµα στην

ζωή. Η απαιδευσιά ήταν σχεδόν έγκληµα και σε κάθε περίπτωση γινόταν

αντικείµενο κοροϊδίας. Τα παιδιά διδάσκονταν γραµµατική πριν από όλα, που

εκτός από τη γνώση της γλώσσας σήµαινε και την γνώση των κλασικών

συγγραφέων, ιδιαίτερα του Οµήρου. Στη συνέχεια , γύρω στα 14 του χρόνια, ο

µαθητής διδασκόταν την ρητορική, ύστερα τη φιλοσοφία και στο τέλος

αριθµητική, γεωµετρία, µουσική και αστρονοµία. Μπορούσε να διδαχθεί

επίσης ιατρική, νοµικά και φυσική. Παράλληλα µε την µόρφωση αυτή, το παιδί

µάθαινε και θρησκευτικά. Το κείµενο αυτής της χωριστής µόρφωσης ήταν η

Βίβλος. Οι δάσκαλοι ήταν οικοδιδάσκαλοι ή ανήκαν σε σχολές και

πανεπιστήµια. Στην Κωνσταντινούπολη υπήρχε ένα Πανεπιστήµιο, που τον

7ο αιώνα λόγω έλλειψης πόρων έκλεισε. Η Εκκλησία είχε την εποχή αυτή την

εκπαίδευση στα χέρια της. Ο θείος όµως του Μιχαήλ Γ’, ο Καίσαρ Βάρδας

ίδρυσε ένα νέο πανεπιστήµιο στην Μαγναύρα, στο οποίο διδάσκονταν όλες οι

επιστήµες χωρίς προκαταλήψεις. Οι θρησκευτικές αρχές εξέφραζαν την

αντίθεση τους, αλλά η παιδεία εξαπλωνόταν συνεχώς. Όµως τελικά και το

πανεπιστήµιο του Βάρδα έκλεισε και όσοι ήθελαν να µορφωθούν ήταν

αναγκασµένοι να παίρνουν στο σπίτι τους οικοδιδάσκαλους. Ο Κωνσταντίνος ο

Μονοµάχος, βλέποντας την τραγική κατάσταση της νοµικής επιστήµης,

ίδρυσε µια σχολή στην οποία διδάσκονταν νοµικά , αλλά και φιλολογία,

θεολογία και οι κλασικοί. Όλες αυτές οι σχολές υπάγονταν στον

αυτοκράτορα, που διόριζε, πλήρωνε αλλά και απέλυε τους καθηγητές.

Βιβλιοθήκες όµως δεν υπήρχαν, τα µοναστήρια είχαν κάποιες που ήταν όµως

υποτυπώδεις και αποτελούνταν κυρίως από θεολογικά βιβλία. Υπήρχαν

επίσης γραφείς που αντέγραφαν και βιβλία, αλλά η τιµή τους γενικά ήταν

υψηλή και έτσι τα λαϊκά στρώµατα δεν είχαν εύκολη πρόσβαση. Η λαµπρότερη

εποχή της εκπαίδευσης στο Βυζάντιο, σε αντίθεση µε τη γενική παρακµή,

ήταν η εποχή των Παλαιολόγων. Τότε γεννήθηκαν οι σηµαντικότερες µορφές

στα γράµµατα, αν και δεν ξέρουµε αν υπήρχαν σχολές κάποιας σηµασίας.

Η ΕΠΙΡΡΟΗ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Η επιρροή του Βυζαντίου και ο ρόλος που έπαιξε στη διαµόρφωση του

σύγχρονου κόσµου είναι σπουδαίοι, αν και παραγνωρισµένοι από τους

µελετητές. Πριν από όλα, ολόκληρη σχεδόν η Ανατολική Ευρώπη, χρωστά

τον πολιτισµό της στο Βυζάντιο. Αλλά και η ∆υτική Ευρώπη έχει πάρει

αρκετά από την αυτοκρατορία της ανατολής, όπως επίσης και ο ισλαµικός

κόσµος. Ο πλούτος της Πόλης, την έκαναν να µοιάζει στα µάτια των

Page 22: βυζαντιο

Βυζάντιο 22

δυτικοευρωπαίων µια σχεδόν µυθική πολιτεία. Οι Σλάβοι πριν από όλους

οφείλουν την αυτοσυνείδηση τους στο Βυζάντιο. Πολλές φορές προσπάθησαν

να καταλάβουν την βασιλεύουσα, αλλά στο τέλος υπέστησαν την πιο

ευεργετική επιρροή, όταν αποδέχθηκαν την Ορθοδοξία. Οι Βούλγαροι

προσκύνησαν την Ορθόδοξη Εκκλησία , ενώ και οι Μοραβοί, που την εποχή

εκείνη ήταν µεγάλη δύναµη, εντυπωσιασµένοι από το µεγαλείο της Πόλης

ζήτησαν από τον αυτοκράτορα να τους αποστείλει κάποιους ιεραποστόλους

για να τους γνωρίσει την Ορθοδοξία. Ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος, δύο

αδέλφια από την Θεσσαλονίκη πήγαν στο Μοραβικό βασίλειο, και χωρίς

υπερβολή εκπολίτισαν τους Σλάβους. ∆ηµιούργησαν την γραπτή τους γλώσσα

και παρ’ όλο που στο τέλος οι Μοραβοί απαρνήθηκαν τους Βυζαντινούς µε

τελικό αποτέλεσµα την καταστροφή τους, το έργο των δύο αδελφών δεν

χάθηκε χάρη στους Βούλγαρους οι οποίοι συνέχιζαν να δέχονται τους

Βυζαντινούς σαν οδηγούς στον θρησκευτικό τοµέα. Ο πολιτισµός των

Βουλγάρων ήταν καθαρά Βυζαντινός στο πνεύµα του. Μεταφραστές

απέδωσαν στα βουλγάρικα την Βίβλο, µυθιστορήµατα και θεία κηρύγµατα. Τα

κτίρια και οι εκκλησίες αντέγραφαν µοντέλα από την Πόλη . Το ίδιο έγινε και

µε τους Σέρβους που είχαν εκχριστιανιστεί την εποχή του Κύριλλου και του

Μεθόδιου. Αλλά και οι Ρώσοι χρωστούν τον πολιτισµό τους στους

Βυζαντινούς. Αυτοί εκχριστιανίστηκαν το 989,πήραν την λειτουργία και το

αλφάβητο από το Βυζάντιο, και πολύ γρήγορα δηµιούργησαν µια πρωτότυπη

λογοτεχνία εµπνευσµένη από Βυζαντινά πρότυπα. Η επιρροή του Βυζαντίου

συναντάται στην Αρµενία και την Γεωργία. Αν και η άµεση πολιτική και

πολιτιστική επιρροή της δεν ήταν ιδιαίτερα µεγάλη, εντούτοις η

Κωνσταντινούπολη εξασκούσε µια ακαταµάχητη έλξη, λόγω του πλούτου της,

της οργάνωσης της και του κύρους της. Έτσι οι πιο δραστήριοι Αρµένιοι

πήγαιναν στην πρωτεύουσα για να πλουτίσουν, µε αποτέλεσµα έπειτα να

µεταφέρουν στην πατρίδα τους πολλά στοιχεία από τον Βυζαντινό τρόπο

ζωής. Και αν και διατηρούσαν την ανεξαρτησία του βασιλείου τους µε

ζηλοτυπία σχεδόν, στις δύσκολες ώρες στο Βυζάντιο απευθύνονταν για να

βρουν βοήθεια. Εξάλλου και το Αρµενικό αλφάβητο στο ελληνικό βασίζεται,

παρ’ όλες τις διαφορές που έχει µε αυτό. Η Αρµενική Εκκλησία διατήρησε την

αυτονοµία της από την Βυζαντινή, σε αντίθεση µε την Γεωργιανή που είχε

στενές σχέσεις µαζί της. Οι Γεωργιανοί γενικά ήταν λιγότερο ανεξάρτητοι

από τους Αρµένιους και δέχονταν ευκολότερα τις Βυζαντινές επιρροές. Στην

αρχιτεκτονική και στις διακοσµήσεις των χειρογράφων φαίνονται καθαρότερα

οι επιρροές της Κωνσταντινούπολης. Ένα µεγάλο µέρος του Αραβικού

πολιτισµού οφείλεται στον αντίστοιχο Βυζαντινό, όπως είχε διαµορφωθεί

στην Συρία και την Αίγυπτο. Η αρχιτεκτονική των Αράβων επηρεάστηκε από

την τέχνη του Βυζαντίου, όπως και η φιλοσοφία και τα µαθηµατικά τους. Τα

πρώτα τζαµιά των Αράβων στην ∆αµασκό χτίστηκαν από Έλληνες, ενώ και

Page 23: βυζαντιο

Βυζάντιο 23

στη διαχείριση του κράτους οι χαλίφες χρησιµοποίησαν και Έλληνες γιατί

είχαν το υψηλότερο πνευµατικό επίπεδο. Τα οικονοµικά του Αραβικού

χαλιφάτου , µέχρι τον 8ο αι., τα κατέγραφαν στα Ελληνικά. Όταν η

πρωτεύουσα µεταφέρθηκε στην Βαγδάτη, η επίδραση του Βυζαντίου

εξασθένισε αν και η πόλη αυτή χτίστηκε κατά µεγάλο µέρος της από Έλληνες.

Πολλοί Άραβες πήγαιναν στην Κωνσταντινούπολη για να µορφωθούν και

έδιναν µεγάλα ποσά σε Βυζαντινούς δασκάλους για να πάνε να διδάξουν στην

Βαγδάτη.

Η επίδραση του Βυζαντίου στα Ιταλικά γράµµατα και η σηµασία του στην

Αναγέννηση είναι γνωστή. Σπουδαίοι σοφοί, όπως ο Πλήθων Γεµιστός και ο

Χρυσολωράς, έπαιξαν ένα σηµαντικό ρόλο στην γνώση των γραµµάτων και

της φιλοσοφίας στη ∆ύση, τόσο που µπορούµε άνετα να πούµε πως η

Αναγέννηση έχει πολλά χρέη προς το Βυζάντιο. Η επιρροή του κράτους της

ανατολής όµως είχε ασκηθεί καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της

αυτοκρατορίας. Πολλοί Ιρλανδοί µοναχοί του 7ου αι. µιλούσαν Ελληνικά, ενώ

τον καιρό της εικονοµαχίας αρκετοί καλλιτέχνες που διέφυγαν στη ∆ύση

ζωγράφισαν τοιχογραφίες και συνέθεσαν ψηφιδωτά σε Ρωµανικές εκκλησίες.

Γενικότερα οι ∆υτικοί δέχονταν µε επιδοκιµασία όλα τα πράγµατα που

προέρχονταν από το Βυζάντιο. Ο κυριότερος δρόµος αυτής της επιρροής

ήταν το εξαρχάτο της Ραβέννας κι όταν αυτό έπαψε να υπάρχει το

αντικατέστησε η Βενετία. Οι βενετσιάνοι αντέγραψαν σε πολλούς τοµείς τα

Βυζαντινά πρότυπα. Η σπουδαιότερη εκκλησία της Βενετίας, ο Άγιος

Μάρκος, ήταν αντίγραφο των Αγίων Αποστόλων. Οι µεγαλύτεροι άρχοντες

όλης της Ιταλίας έστελναν τα παιδιά τους στην Κωνσταντινούπολη για να

σπουδάσουν και αυτά γυρνούσαν πίσω φέρνοντας πολλές Βυζαντινές

συνήθειες ,ενώ όλες οι πόλεις είχαν αντιπροσωπείες στην πρωτεύουσα για

να ενισχύουν τις εµπορικές τους σχέσεις. Μια σηµαντική στιγµή στην

Βυζαντινή επίδραση έχουµε την εποχή του γάµου της Πορφυρογέννητης

πριγκίπισσας Θεοφανούς µε τον Όθωνα Β’, τον αυτοκράτορα της Αγίας

Ρωµαϊκής αυτοκρατορίας. Πολλοί Έλληνες από την Ν. Ιταλία και την ανατολή

ακολούθησαν την πριγκίπισσα στην αυλή του Όθωνα. Την εποχή των

σταυροφόρων οι συγκρούσεις Λατίνων και Βυζαντινών δεν βοήθησε στην

ανάπτυξη σχέσεων µεταξύ τους, αλλά την ύστερη περίοδο της αυτοκρατορίας

οι ∆υτικοί αντιλήφθηκαν τους θησαυρούς που ήταν κρυµµένοι στο Βυζάντιο

(πνευµατικοί θησαυροί εννοούµε), και οι λόγιοι του Βυζαντίου συνάντησαν

εγκάρδια υποδοχή στην δύση. Με την άλωση τέλος της Κωνσταντινούπολης

όλοι σχεδόν οι πνευµατικοί άνθρωποι κατέφυγαν στην ∆ύση και εκεί

υποκίνησαν την ανάπτυξη των µελετών των Ελληνικών γραµµάτων.

Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, ένας κόσµος φωτός που

διήρκεσε 11 ολόκληρους αιώνες, έφτασε στο τέλος του. Ένας µεγάλος

πολιτισµός, που έδωσε πολύ περισσότερα από ότι πήρε, έδυσε αµετάκλητα και

Page 24: βυζαντιο

Βυζάντιο 24

οριστικά. Όλοι οι βάρβαροι λαοί, που ήρθαν σε επαφή µαζί του, κέρδισαν από

αυτόν και προόδευσαν πολιτιστικά. Άφησε µια σηµαντικότατη κληρονοµιά στις

τέχνες και τα γράµµατα, που όσο και να προσπαθούν κάποιοι να την

υποβαθµίσουν, εντούτοις αντικειµενικά βρίσκεται σε υψηλότερο επίπεδο από

όλους τους πολιτισµούς της εποχής της. Το όνοµα της πρωτεύουσας αυτού

του βασιλείου έγινε θρύλος και η ανάµνηση της υπάρχει σε όλους όσους

ήρθαν σε επαφή µαζί της. Και για µας τους Έλληνες στέκει πάντα φάρος

ζωοδότης πολιτισµού και όνοµα λατρευτό και αξέχαστο συνάµα. Όσοι αιώνες

κι αν περάσουν η Κωνσταντινούπολη θα είναι για το λαό µας σύµβολο

µεγαλείου και δόξας, προπύργιο του πολιτισµού απέναντι στη βαρβαρότητα

Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΣΗΜΑΙΑ

Η ιστορία των βυζαντινών σηµαιών είναι αρκετά ενδιαφέρουσα και

εθνικοϊστορικά σηµαντική. Αρχικά, το Βυζάντιο χρησιµοποιούσε τη ρωµαϊκή

σηµαία, που σύµφωνα µε την παράδοση σχεδίασε ο στρατάρχης Μάριος

(157-86 π.Χ.) και έφερε την ονοµασία σίγνο (signum). Η σηµαία αυτή, η

οποία ήταν κόκκινη και έφερε ασηµένιο αετό µε ανοικτές φτερούγες και

χρυσούς κεραυνούς στα νύχια του, αποτελούσε ίσως το µοναδικό πράγµα

που δεν άλλαξε στην πολυτάραχη Ρώµη, η οποία άλλαξε τόσες µορφές

πολιτεύµατος και υπέφερε αιµατηρές και απειλητικές εµφύλιες και πολέµιες

συγκρούσεις. Η µοναδική τροποποίηση που έγινε στη ρωµαϊκή σηµαία ήταν να

µεταβληθεί το χρώµα του αετού σε χρυσό και, ταυτόχρονα, να στερηθεί

τους κεραυνούς του κατά την εποχή του αυτοκράτορα Αδριανού (117-138

µ.Χ.). Οι βυζαντινοί ονόµαζαν την κόκκινη αυτή σηµαία φοινικίδα, λόγω

ακριβώς του χρώµατός της.

Η πρώτη καθαρά βυζαντινή σηµαία σχεδιάστηκε το 312 µ.Χ., όταν ο

Μέγας Κωνσταντίνος (306-337), προετοιµάζοντας το στρατό του για να

αντιµετωπίσει τον τύραννο Μαξέντιο, είδε θεϊκό οιωνό, ένα φωτεινό

σταυρό να λάµπει στο µεσηµεριάτικο ουρανό µε την επιγραφή "EN

ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ", τερµατίζοντας τη χρήση της (ειδωλολατρικής) ερυθράς

σηµαίας µε τον αετό.Τη νέα σηµαία που σχεδίασε ονόµασε λάβαρο και µ'

αυτήν νίκησε στις 26 Οκτωβρίου του 312 στον Τίβερη ποταµό. Έκτοτε,

κάθε δυναστεία του Βυζαντίου χρησιµοποιούσε και τη δική της ιδιόµορφη

σηµαία· ανάµεσα στα σύµβολα που χρησιµοποιούνταν ήταν η ηµισέληνος, η

ανεστραµµένη ηµισέληνος, ο σταυρός, το χριστόγραµµα κ.τ.λ.

Το ρωµαϊκό αετό στη βυζαντινή σηµαία επανέφερε ο αυτοκράτορας

Ιουλιανός (361-363), γνωστός και ως Αποστάτης ή Παραβάτης (λόγω

των ειδωλολατρικών του αντιλήψεων), ξεσηκώνοντας θύελλα αντιδράσεων

Page 25: βυζαντιο

Βυζάντιο 25

στην Κωνσταντινούπολη. Μετά το θάνατό του, το µισητό πλέον µισοφέγγαρο

(υπήρξε το έµβληµα της θεάς Αρτέµιδος) διαγράφηκε από τη σηµαία,

διατηρήθηκε όµως ο περήφανος αετός που έβλεπε δεξιά, ο οποίος και

αποτελούσε άρρηκτα συνδεδεµένο σύµβολο µε τους Έλληνες και το

Βυζάντιο. Όµως, η µεγάλη αλλαγή στη βυζαντινή σηµαία, η οποία και της

έδωσε την τελική της (µε µικρές παραλλαγές) µορφή, έγινε στα χρόνια του

Ισαάκιου Κοµνηνού (1057-1059). Ο φωτισµένος αυτός αυτοκράτορας

καταγόταν από Οίκο της Παφλαγονίας, όπου στην πόλη Γάγγρα υπήρχε ο

θρύλος της ύπαρξης φτερωτού αετόµορφου και δικέφαλου θηρίου (γνωστού

ως Χάγκα), το οποίο και κοσµούσε το θυρεό του κτήµατος της οικογένειάς

του στην Καστάµονη. Έτσι και ο Ισαάκιος το χρησιµοποίησε ως έµβληµα του

Βυζαντίου, πάνω σε κίτρινο φόντο, θέλοντας να κυβερνήσει υπό την ηθική

προστασία του. ∆ε συνάντησε καµία αντίσταση, αφού ο αετός της σηµαίας

είχε ήδη δεχθεί τόσες πολλές τροποποιήσεις.

Το ίδιο ακριβώς έµβληµα χρησιµοποίησε και το Οικουµενικό Πατριαρχείο

(προσθέτοντάς του µία ποιµαντορική ράβδο στο αριστερό του πόδι και ένα

αυτοκρατορικό σκήπτρο στο δεξί), απ' όπου το οικειοποιήθηκαν οι Φράγκοι

και οι Έλληνες το 1204 µε την πρώτη άλωση της Πόλης. Τότε άρχισε να

χρησιµοποιείται από το Θεόδωρο Λάσκαρη Α΄ (1204-1222) στη Νίκαια, το

παράλλαξε όµως ο Ιωάννης Γ΄ ο Βατάτζης (1222-1254), προσθέτοντας

ροµφαία στο δεξί του πόδι και υδρόγειο µε σταυρό στο αριστερό πόδι του

αετού, ενώ παράλληλα µεγάλωσε τις πτέρυγές του και το ράµφος του

έγινε ανοικτό, µε τη γλώσσα του να κρέµεται, σηµάδι της απειλητικότητάς

του. Η σηµαία αυτή διατηρήθηκε µέχρι τις 15 Αυγούστου 1261, όταν ο

Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος (1261-1282) - ο οποίος και είχε την τύχη να

ανακαταλάβει την Κωνσταντινούπολη - πρόσθεσε κορώνα πάνω από τα δύο

κεφάλια του αετού, στοιχείο το οποίο διατηρήθηκε µέχρι και τη µοιραία

εκείνη Τρίτη, 29η Μαΐου 1453, όταν ο Μωάµεθ Β΄ ο Πορθητής (1432-

1481) κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη.

Εδώ θα πρέπει να σηµειώσουµε ότι ο βυζαντινός στόλος

χρησιµοποιούσε - κατά τα πρώτα κυρίως χρόνια της Αυτοκρατορίας -

διαφορετική σηµαία απ' αυτήν που χρησιµοποιούσαν οι χερσαίες δυνάµεις:

αρχικά, χρησιµοποιήθηκε λευκή σηµαία που έφερε κυανό σταυρό µε

Page 26: βυζαντιο

Βυζάντιο 26

τέσσερα Β, ένα στην κάθε γωνία του, ενώ αργότερα, αφού επανήλθε ο

αετός στην επίσηµη βυζαντινή σηµαία, και πάλι ο στόλος χρησιµοποιούσε

διαφορετική σηµαία, η οποία έφερε την εικόνα της Παναγίας, αετό µε

ανοικτές πτέρυγες και το µονογράφηµα του Χριστού. Η σηµαία αυτή,

αρχικά κόκκινη και, από την εποχή του Νικηφόρου Φωκά (963-969),

κυανόλευκη, διατηρήθηκε µέχρι τα χρόνια των Κοµνηνών (11ος - 12ος

αιώνας).

Μετά την πτώση της Βασιλεύουσας, το δικέφαλο αετό

χρησιµοποίησαν ως σύµβολο αρκετά κράτη, ανάµεσά τους η Ρωσική

Αυτοκρατορία και διάφορα τευτονικά και φράγκικα κρατίδια. Ο δικέφαλος

αετός επιζεί στις µέρες µας στην αλβανική σηµαία, ενώ χρησιµοποιούταν

και στη γερµανική αυτοκρατορική σηµαία µέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα,

απ' όπου τον "δανείστηκε" και τον παράλλαξε η Αυστρία, που χρησιµοποιεί

µονοκέφαλο αετό στη σηµαία της. Ο δικέφαλος αετός είναι επίσης το

έµβληµα του Γενικού Επιτελείου Στρατού (µε την επιγραφή "ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΟ ΕΥΨΥΧΟΝ"), του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς (ΓΕΕΦ) της

Κύπρου, καθώς και των ποδοσφαιρικών οµάδων ΑΕΚ (Αθλητική Ένωση

Κωνσταντινούπολης) και ΠΑΟΚ (Πανθεσσαλονίκιος Αθλητικός Όµιλος

Κωνσταντινουπολιτών).

Page 27: βυζαντιο

Βυζάντιο 27

ΟΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΕΣ ΤΗΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ

∆υναστεία τού Κωνσταντίνου Κωνσταντίνος Α΄ ο Μέγας 324-337

Κωνσταντίνος Β΄, Κωνστάντιος, και Κώνστας 337-340

Κωνστάντιος 340-361

Ιουλιανός ο Παραβάτης 361-363

Ιοβιάνος 363-364

Ουαλεντινιανός Α΄και Ουάλης 364-375

Ουάλης, Γρατιανός και Ουαλεντινιανός Β' 375-378

∆υναστεία τού Θεοδόσιου Θεοοδόσιος Α΄ ο Μέγας 378-395

Αρκάδιος 395-408

Θεοοδόσιος Β΄ 408-450

Μαρκιανός 450-474

∆υναστεία τού Λέοντος Λέων Α' ο Θραξ 457-474

Λέων Β' 474

Ζήνων ο Ίσαυρος 474-491

Αναστάσιος Α΄ 491-518

∆υναστεία τού Ιουστινιανού Ιουστίνος Α΄ 518-527

Ιουστινιανός Α΄ 527-565

Ιουστίνος Β΄ 565-578

Τιβέριος Β΄ 578-582

Μαυρίκιος 582-602

Φωκάς Α' 602-610

∆υναστεία τού Ηράκλειου Ηράκλειος ο Καππαδόκης 610-641

Κωνσταντίνος Γ΄ και Ηράκλωνας 641

Page 28: βυζαντιο

Βυζάντιο 28

Κώνστας Β΄ 641-668

Κωνσταντίνος ∆΄ ο Πωγωνάτος 668-685

Ιουστινιανός Β΄ (πρώτη Βασιλεία) 685-695

Λεόντιος Α' 695-698

Τιβέριος Γ΄ 698-705

Ιουστινιανός Β΄ (δεύτερη Βασιλεία ) 705-711

Εκτός ∆υναστείας Βαρδάνης Φιλιππικός 711-713

Αναστάσιος Β΄ 713-716

Θεοοδόσιος Γ΄ 716-717

∆υναστεία τών Ίσαυρων Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος 717-741

Κωνσταντίνος Ε΄ ο Κοπρώνυµος 741-775

Λέων ∆' ο Χάζαρος 775-780

Κωνσταντίνος ΣΤ΄ 780-797

Ειρήνη 797-802

Εκτός ∆υναστείας Νικηφόρος Α΄ ο Λογοθέτης 802-811

Σταυράκιος 811

Μιχαήλ Α΄ 811-813

Λέων Ε' ο Αρµένιος 813-820

Φρυγική ∆υναστεία Μιχαήλ Β΄ 820-829

Θεόφιλος ο ∆ίκαιος 829-842

Μιχαήλ Γ΄ 842-867

Μακεδονική ∆υναστεία Βασίλειος Α' 867-886

Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός και Αλέξανδρος 886-912

Αλέξανδρος 913

Κωνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος 913-959

Ρωµανός Α΄ ο Λεκαπήνος 919-944 Κωνσταντίνος Η΄ 924 Ρωµανός Β΄ 959-963

Page 29: βυζαντιο

Βυζάντιο 29

Νικηφόρος Β΄ Φωκάς 963-969

Ιωάννης Α΄ Τσιµισκής 969-976

Βασίλειος Β' ο Βουλγαροκτόνος 976-1025

Κωνσταντίνος Η΄ 1025-1028

Ρωµανός Γ΄ Αργυρός 1028-1034

Μιχαήλ ∆΄ ο Παφλαγών 1034-1041

Μιχαήλ Ε΄ ο Καλαφάτης 1041-1042

Ζωή και Θεοδώρα 1042

Κωνσταντίνος Θ' ο Μονοµάχος 1042-1055

Θεοδώρα 1055-1056

Μιχαήλ ΣΤ΄ ο Στρατιωτικός 1056-1057

Πρό Κοµνηνών Αυτοκράτορες Ισαάκιος Α΄ Κοµνηνός 1057-1059

Κωνσταντίνος Ι΄ ο ∆ούκας 1059-1067

Ρωµανός ∆΄ ∆ιογένης 1067-1071

Μιχαήλ Ζ΄ ∆ούκας 1071-1078

Νικηφόρος Γ΄ ο Βοτανειάτης 1078-1081

∆υναστεία τών Κοµνηνών Αλέξιος Α΄ Κοµνηνός 1081-1118

Ιωάννης Β΄ Κοµνηνός 1118-1143

Μανουήλ Α΄ Κοµνηνός 1143-1180

Αλέξιος Β΄ Κοµνηνός 1180-1183

Ανδρόνικος Α΄ Κοµνηνός 1183-1185

∆υναστεία τών Άγγελων Ισαάκιος Β΄ (πρώτη Βασιλεία) 1185-1195

Αλέξιος Γ΄ 1195-1203

Ισαάκιος Β΄ (δεύτερη Βασιλεία) και Αλέξιος ∆΄ 1203-1204

Αλέξιος Ε΄ ο Μούρτζουφλος 1204

Κατάληψη της Κωνσταντινούπολης 1204

∆υναστεία των Λασκάρεων στή Νίκαια Θεόδωρος Α΄ Λάσκαρης 1204-1222

Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης 1222-1254

Page 30: βυζαντιο

Βυζάντιο 30

Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης 1254-1258

Ιωάννης ∆΄ Λάσκαρης 1258-1261

∆υναστεία των Παλαιολόγων Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος 1259-1282

Ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης 1261 Ανδρόνικος Β΄ 1282-1343

Μιχαήλ Θ΄ 1293-1320

Ανδρόνικος Γ΄ 1341-1376

Ιωάννης Ε΄ (πρώτη Βασιλεία ) 1341-1376

Ιωάννης ΣΤ΄ Κατακουζηνός 1341-1354

Ανδρόνικος ∆΄ 1376-1379

Ιωάννης Ε΄ (δεύτερη Βασιλεία ) 1379-1391

Ιωάννης Ζ΄ 1390

Μανουήλ Β΄ 1391-1425

Ιωάννης Η΄ 1425-1448

Κωνσταντίνος ΙΑ΄ ο ∆ραγάσης 1449-1453