βυζαντιο και κοινωνια

80
Πρώιμη Βυζαντινή Περίοδος (324-610) Μέση Βυζαντινή Περίοδος (610-1204) Ύστερη Βυζαντινή Περίοδος (1204-1453) Το πρώιμο βυζαντινό κράτος ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερο από το μέσο και το ύστερο, όχι μόνο σε γεωγραφική έκταση και πολιτική δύναμη, αλλά και σε ό,τι αφορούσε τις κοινωνικές κατακτήσεις. Παρόλο, δηλαδή, που η κοινωνία του σε πολλά σημεία συνέχισε την πορεία της στα βήματα των προηγούμενων, κατάφερε να δημιουργήσει τομές που συνόδεψαν το Βυζάντιο σε όλη την πορεία του. Ενσωμάτωσε το Χριστιανισμό στην ελληνορωμαϊκή παράδοση, καθόρισε το χριστιανικό δόγμα και έθεσε τις κοινωνικές βάσεις της χριστιανικής ζωής. Επίσης, παρήγαγε πνευματικά δημιουργήματα, όπως η χριστιανική φιλολογία και η χριστιανική τέχνη, και εισήγαγε το κοινωνικό σύστημα που στηριζόταν στη νομική κατάσταση που υπαγόρευε μια κεντρική (η αυτοκρατορική) εξουσία και όχι πια η ελεύθερη συναλλαγή και το συμβόλαιο. Δύσκολα θα βρεθεί θεσμός ή ιδέα σε ολόκληρο το βυζαντινό οικοδόμημα που να μη γεννήθηκε στην Πρώιμη περίοδο. Η ιδιαίτερη φυσιογνωμία του γεωγραφικού χώρου, όπως καθορίστηκε από τη διανομή του 395 και διαμορφώθηκε από τις μετέπειτα εξελίξεις,αποτελεί έναν από τους κύριους παράγοντες

Transcript of βυζαντιο και κοινωνια

Page 1: βυζαντιο και κοινωνια

Πρώιμη Βυζαντινή Περίοδος (324-610)Μέση Βυζαντινή Περίοδος (610-1204)Ύστερη Βυζαντινή Περίοδος (1204-1453)

Το πρώιμο βυζαντινό κράτος ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερο από το μέσο και το ύστερο, όχι μόνο σε γεωγραφική έκταση και πολιτική δύναμη, αλλά και σε ό,τι αφορούσε τις κοινωνικές κατακτήσεις. Παρόλο, δηλαδή, που η κοινωνία του σε πολλά σημεία συνέχισε την πορεία της στα βήματα των προηγούμενων, κατάφερε να δημιουργήσει τομές που συνόδεψαν το Βυζάντιο σε όλη την πορεία του. Ενσωμάτωσε το Χριστιανισμό στην ελληνορωμαϊκή παράδοση, καθόρισε το χριστιανικό δόγμα και έθεσε τις κοινωνικές βάσεις της χριστιανικής ζωής. Επίσης, παρήγαγε πνευματικά δημιουργήματα, όπως η χριστιανική φιλολογία και η χριστιανική τέχνη, και εισήγαγε το κοινωνικό σύστημα που στηριζόταν στη νομική κατάσταση που υπαγόρευε μια κεντρική (η αυτοκρατορική) εξουσία και όχι πια η ελεύθερη συναλλαγή και το συμβόλαιο. Δύσκολα θα βρεθεί θεσμός ή ιδέα σε ολόκληρο το βυζαντινό οικοδόμημα που να μη γεννήθηκε στην Πρώιμη περίοδο.

Η ιδιαίτερη φυσιογνωμία του γεωγραφικού χώρου, όπως καθορίστηκε από τη διανομή του 395 και διαμορφώθηκε από τις μετέπειτα εξελίξεις,αποτελεί έναν από τους κύριους παράγοντες της κοινωνικής εξέλιξης της νέας αυτοκρατορίας. Από το τέλος του 4ου αιώνα, ο χώρος αυτός έφθανε ανατολικά ως την Αρμενία, νότια ως τον πρώτο καταρράκτη του Νείλου στην Αίγυπτο, βορειοδυτικά -περικλείοντας την Κυρηναϊκή- ως τη Μεσόγειο και τα παράλια της Μεγάλης Σύρτεως. Τα ευρωπαϊκά σύνορα του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους διαμορφώθηκαν οριστικά με τη συμφωνία του 437 και περιέλαβαν το μεγαλύτερο και σημαντικότερο, οικονομικά και κοινωνικά, τμήμα της χερσονήσου του Αίμου. Ο γεωγραφικός αυτός χώρος, αν και βρισκόταν υπό τη συνεχή απειλή άλλων γειτονικών λαών που συχνά τον κατέκλυζαν, προσωρινά ή μονιμότερα, αποτέλεσε για την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο την ιδιαίτερη περιοχή του νέου κράτους, όπου

Page 2: βυζαντιο και κοινωνια

εκτεινόταν η εξουσία -πραγματική ή θεωρητική- του αυτοκράτορα και όπου διαβιούσε, δραστηριοποιούνταν και εξελισσόταν κοινωνικά το πλήθος των υπηκόων του. Η περιοχή αυτή χαρακτηριζόταν από την ύπαρξη ενός παλιού (ελληνορωμαϊκού) πολιτισμού και της αντίστοιχης οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης. Επίσης, γνώριζε μια οργάνωση σε αυτόνομες πόλεις. Σ' αυτές κυριαρχούσε μια ελληνική ή εξελληνισμένη αστική τάξη που εμπλουτιζόταν συνεχώς με ιθαγενή στοιχεία και που είχε επωφεληθεί από τη ρωμαϊκή ειρήνη για να δημιουργήσει οικονομική ευρωστία και κοινωνική υποδομή. Tέλος στο συγκεκριμένο χώρο είχε διεισδύσει η χριστιανική θρησκεία, ένα από τα κύρια συστατικά στοιχεία του βυζαντινού πολιτισμού.

Όταν ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος αναζήτησε τη θέση όπου θα ίδρυε και θα εγκαθιστούσε τη νέα κεντρική διοικητική, οικονομική, πολιτική και στρατιωτική βάση του κράτους του, διάλεξε την ελληνορωμαϊκή πόλη Βυζάντιο. Ήταν μια πόλη που υπήρχε για τουλάχιστον χίλια χρόνια πριν την εποχή του Κωνσταντίνου και που ποτέ δεν είχε αναπτυχθεί σε ιδιαίτερο αστικό κέντρο. Το πλεονέκτημα που μάλλον ενθάρρυνε την επιλογή του Κωνσταντίνου πρέπει να ήταν η θέση του Βυζαντίου στη διασταύρωση των δύο κυριότερων εμπορικών αρτηριών της εποχής, δηλαδή από τη μια του χερσαίου δρόμου που οδηγούσε από την Ευρώπη στη Μεσοποταμία και από την άλλη του θαλάσσιου περάσματος του Βοσπόρου που ένωνε τη Μεσόγειο με τη Μαύρη Θάλασσα. Η επιλογή του όμως εμπεριείχε και πολύ μεγάλο ρίσκο, αφού η πόλη είχε επίσης σημαντικά μειονεκτήματα. Τα κυριότερα ήταν ότι ήταν ευάλωτη σε εχθρικές επιθέσεις από την ενδοχώρα της, αφού δεν διέθετε κάποια φυσική οχύρωση, και ότι δεν είχε επάρκεια σε πόσιμο νερό. Επίσης, η αγροτική έκταση που την περιέβαλλε όχι μόνο ήταν επίσης ευάλωτη σε επιθέσεις, αλλά ήταν και ανεπαρκής να συντηρήσει τον πληθυσμό της, πράγμα που εξηγεί τη συνεχή μεταφορά τόνων σταριού και καλαμποκιού από την Αίγυπτο ως τον 7ο αιώνα: όταν τα πλοία καθυστερούσαν, στην πόλη προκαλούνταν λιμός και εξεγέρσεις των κατοίκων.

Ωστόσο, οι ενέργειες τόσο του Κωνσταντίνου όσο και των διαδόχων του οδήγησαν το ρίσκο σε επιτυχία. Η νέα πρωτεύουσα δεν κτίστηκε επάνω στον πολεοδομικό ιστό κάποιας προϋπάρχουσας ρωμαϊκής πόλης, αλλά ήταν ένα νέο, εξ ολοκλήρου τεχνητό κατασκεύασμα, όπως είναι για παράδειγμα στην εποχή μας η Washington DC ή η 'Αγκυρα. Παρόλ' αυτά, δεν είχε τίποτε να ζηλέψει από τις άλλες πρωτεύουσες της Τετραρχίας (το

Page 3: βυζαντιο και κοινωνια

Σίρμιο, τη Νικομήδεια ή το Μιλάνο). Το σχέδιό της σεβάστηκε και ακολούθησε το σχέδιο της ελληνορωμαϊκής πόλης όπως γινόταν σε όλες τις Πρώιμες Bυζαντινές πόλεις. Χτίστηκαν ισχυρά τείχη και άρχισε η εξέλιξη του τόπου σε σημαντικό αστικό κέντρο και η προσέλκυση όλο και περισσότερου πληθυσμού. Έχει υπολογιστεί ότι την εποχή του Ιουστινιανού η πόλη φιλοξενούσε περίπου μισό εκατομμύριο ψυχές. Το κέντρο της πόλης ανοικοδομήθηκε με πολυτέλεια. Υλικά ήταν το ξύλο από τα δάση του Βελιγραδίου και το μάρμαρο από το κοντινό νησί της Προκοννήσου, ενώ εργάστηκαν εργάτες και τεχνίτες που ο Κωνσταντίνος έφερε από παντού. Σύγχρονη πηγή αφηγείται ότι η νέα πρωτεύουσα απέκτησε μεγάλες "αγορές, δύο θέατρα, πενήντα δύο στοές, σχολή, τέσσερα δικαστήρια, δεκατέσσερα παλάτια και 4388 επαύλεις" και κοσμήθηκε με εντυπωσιακά έργα τέχνης. Σ' αυτά πρέπει να προσθέσουμε και την ίδρυση στην περιοχή μεγάλου αριθμού εκκλησιών, αλλά και μοναστηριών που μέχρι τα μέσα του 5ου αιώνα έφθασαν τον εντυπωσιακό αριθμό των 80! Η Κωνσταντινούπολη, από τον 4ο ως τον 7ο αιώνα, αποτελούνταν συνολικά όχι μόνο από την κυρίως πόλη, αλλά και τους οικισμούς του λόφου του Έβδομου και του Γαλατά, την ανεξάρτητη πόλη της Χαλκηδόνας και από διάφορα προάστια καιεμπορεία του Βοσπόρου.

Οι αρχαιολογικές ανασκαφές στην Ελλάδα και αλλού μας έχουν αποκαλύψει ένα σημαντικό αριθμό πόλεων που ταυτίζονται με τα μεγάλααστικά κέντρα της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου: τους Φιλίππους, την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, την Κόρινθο, τη Νικόπολη, την Αλεξάνδρεια, την Αντιόχεια, την Έφεσο, τη Μίλητο, τις Σάρδεις, την Αφροδισιάδα, την Απάμεια, τη Σεβάστεια, τη Γάζα, την Ταρσό, την Καισάρεια της Καππαδοκίας, το Σίρμιο, τη Σερδική και άλλα πολλά. Η εικόνα που παρουσίαζαν έδειχνε πόλεις ζωντανές και ακμάζουσες. Πρόκειται για τις ίδιες, τις παλιότερες ελληνορωμαϊκές, στις οποίες η ζωή συνεχίστηκε όπως πριν, με ελάχιστες αλλαγές. Οι κάτοικοι επισκεύασαν τα ρωμαϊκά κτήρια και τα ξαναχρησιμοποίησαν, έμεναν στα σπίτια και δούλευαν στα μαγαζιά και τα εργαστήρια. Επίσης, διατήρησαν όσα κτήρια εξυπηρετούσαν δημόσιες λειτουργίες. Στα θέατρα έδιναν παραστάσεις παντομίμας, στα λουτρά φρόντιζαν την προσωπική τους υγιεινή, στις αποθήκες φύλαγαν την τροφή τους και στις δεξαμενές το νερό που έφερναν στην πόλη μέσω των υδραγωγείων. Στις πλατείες θαύμαζαν έργα τέχνης, όπως σιντριβάνια και αγάλματα των πολιτικών αρχόντων, και διάβαζαν τις πληροφορίες που ανακοινώνονταν με επιγραφές, ενώ οι ιππόδρομοι έγιναν μάρτυρες των αγώνων μεταξύ ιππικών αρμάτων αλλά και αντίπαλων κοινωνικών �ομάδων.

Εμπορικό κέντρο της πόλης ήταν η αγορά που βρισκόταν πάντα σε κεντρική θέση. Σε πολλές περιπτώσεις χτίστηκε νέα αγορά δίπλα στη ρωμαϊκή, ενώ σε άλλες η ρωμαϊκή

Page 4: βυζαντιο και κοινωνια

επισκευάστηκε και ξαναχρησιμοποιήθηκε. Τις συνοικίες συνέδεσαν οι παλιές οδικές αρτηρίες που επισκευάστηκαν και κάποιες φορές οι νέες που κατασκευάστηκαν. Στη θρησκευτική ζωή των κατοίκων εστιάζεται η μεγαλύτερη αλλαγή στις πρώιμες βυζαντινές πόλεις. Χτίστηκαν τόποι λατρείας για τη νέα χριστιανική θρησκεία, εκκλησίες και μοναστήρια, και κοντά τους οι κατοικίες των επισκόπων, ενώ οι παλιοί αρχαίοι ναοί είτε εγκαταλείφθηκαν είτε μετατράπηκαν σε εκκλησίες. Επίσης, πολυτελείς κολυμβητικές δεξαμενές και νυμφαία μετατράπηκαν σε βαπτιστήρια. Τέλος, μετά τη Ρωμαϊκή Ειρήνη (Pax Romana) οι νέες, λιγότερο ασφαλείς συνθήκες επέβαλλαν την οχύρωση των πόλεων με ισχυρά τείχη, τα περισσότερα της εποχής του Μεγάλου Θεοδοσίου (408-450) και του Ιουστινιανού A΄(527-565).

Έτσι κύλησε η ζωή μέχρι την αναστάτωση που έφερε το τέλος του 5ου και ο 6ος αιώνας. Οι ανασκαφές μάς δείχνουν καταστροφές και πυρκαγιές και οι γραπτές πηγές μιλούν για σειρά καταστρεπτικών σεισμών και αλλεπάλληλων εχθρικών επιδρομών και λεηλασιών. Τα περισσότερα από τα αστικά κέντρα, που είχαν απλωθεί και αναπτυχθεί στις κοιλάδες και τα παράλια της Μεσογείου και των Βαλκανίων για περίπου μια χιλιετία, δεν μπορούσαν πια να επιβιώσουν. Μετά την καταστροφή τους εγκαταλείφθηκαν και ο πληθυσμός τους σταδιακά, μέσω μιας διαδικασίας που θα εξελιχθεί στη Μεσοβυζαντινή περίοδο, κατέφυγε σε φυσικά οχυρές και δυσπρόσιτες τοποθεσίες κοντά στην παλιά πόλη, όπου έχτισε τα σπίτια του -με τις πέτρες που έφερε από τα κατεστραμμένα κτήρια- και οργάνωσε τη ζωή του με μεγαλύτερη ασφάλεια.

Οι κατοικίες των Βυζαντινών κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο δε φαίνεται να άλλαξαν καθόλου σε σχέση με τη Ρωμαϊκή. Από τις αγροικίες της υπαίθρου έχουμε μαρτυρίες μόνο για τα μεγάλα κτίσματα των πιο εύπορων αγροτών. Επρόκειτο για κτίσματα στο πρότυπο της ρωμαϊκής villa (έπαυλη), εξοπλισμένα με χώρους κατάλληλους για τη διαμονή των ενοίκων, αλλά και με αποθήκες ή χώρους βοηθητικούς για τις αγροτικές εργασίες. Από τις καλύβες των φτωχών αγροτών, που χτίζονταν με ευτελέστερα υλικά, δεν έχει σωθεί τίποτε.

Περισσότερα γνωρίζουμε για τις αστικές κατοικίες, από τις οποίες πολλά παραδείγματα μας έχουν αποκαλύψει οι αρχαιολογικές ανασκαφές. Οι πολλαπλές οικοδομικές φάσεις που παρουσιάζουν τα κτήρια αυτά, μας δίνουν να καταλάβουμε ότι οι άνθρωποι της εποχής προτιμούσαν να επισκευάζουν και να κατοικούν τα ήδη υπάρχοντα σπίτια, παρά να κατασκευάζουν καινούργια. Ωστόσο, πέρα από τα επισκευασμένα σπίτια, που παρέμεναν στο σχέδιο της Ρωμαϊκής εποχής, ακόμη και οι νέες κατασκευές ακολούθησαν το μοντέλο της ρωμαϊκής αστικής οικίας. Αυτό βασικά συνίστατο σε ένα σύνολο κυρίων δωματίων και βοηθητικών χώρων, διαρθρωμένων γύρω από μια κεντρική αυλή (το αίθριο) ενώ την εικόνα συμπλήρωναν, καμιά φορά, μικρές αυλές δευτερεύουσας σημασίας.

Page 5: βυζαντιο και κοινωνια

Σημαντική καινοτομία της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου ήταν η εμφάνιση για πρώτη φορά των οικιακών εγκαταστάσεων υγιεινής (λουτρού), πιθανόν επειδή η χριστιανική θρησκεία επέβαλε μια νέα αντίληψη για το σώμα και τη δημόσια έκθεσή του.

Τα υλικά που χρησιμοποιούνταν στην οικοδομική δραστηριότητα της εποχής ήταν οι αργοί λίθοι και τα τούβλα, καθώς και πολλά αρχιτεκτονικά μέλη αρχαίων και ρωμαϊκών κτηρίων που είχαν καταρρεύσει. Εξαιρετικής σπουδαιότητας είναι ο τρόπος που διακοσμούνταν τα σπίτια αυτά, αφού ο πλούτος και η ποιότητα της διακόσμησης έπρεπε να δηλώνει -και να συμφωνεί με- την κοινωνική θέση του ιδιοκτήτη του: συχνά συναντάμε πέρα από σιντριβάνια, μαρμάρινες κολόνες και κάποια περίτεχνα (π.χ. μαρμάρινα) τραπέζια ή πάγκους, αλλά και καταπληκτικά ψηφιδωτά που κοσμούσαν τα πατώματα στα κεντρικά δωμάτια.

Σύμφωνα με την εύστοχη διατύπωση του βυζαντινολόγου Cyril Mango στο βιβλίο του "Βυζάντιο, η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης", "όλες οι αυτοκρατορίες πάντοτε κυβέρνησαν μια πληθώρα λαών και η βυζαντινή αυτοκρατορία δεν αποτέλεσε εξαίρεση". Τα έθνη που βρίσκονταν υπό την κυριαρχία της, αν και μεταξύ τους υπήρχε κοινή αποδοχή του κυρίαρχου ελληνόφωνου και χριστιανικού στοιχείου της αυτοκρατορίας, είχαν την τάση να ακολουθούν διαφορετικούς δρόμους και να επιβεβαιώνουν την ιδιαιτερότητά τους μέσω των ξεχωριστών πολιτιστικών στοιχείων (κυρίως της γλώσσας) που μοιράζονταν. Ως παράδειγμα αναφέρουμε την Κωνσταντινούπολη, που την εποχή του Ιουστινιανού A΄(527-565) όπως όλες οι μεγάλες πρωτεύουσες, παραδίδεται ως χωνευτήρι ετερόκλητων στοιχείων. Σύμφωνα με σύγχρονη πηγή, αντιπροσωπεύονταν σ' αυτήν και οι εβδομήντα δύο γνωστές γλώσσες! Ξένοι (Γερμανοί και Ούννοι) και σκληροτράχηλοι βυζαντινοί υπήκοοι ( Ίσαυροι, Ιλλυριοί και Θράκες) περιλαμβάνονταν στα στρατεύματα της πόλης. Μοναχοί Σύροι, Μεσοποτάμιοι και Αιγύπτιοι, που δε γνώριζαν λέξη ελληνικά, συνέρεαν στην πρωτεύουσα υπό την προστασία της αυτοκράτειρας Θεοδώρας. Οι πανταχού παρόντες Εβραίοι εργάζονταν ως τεχνίτες και έμποροι, ενώ πολλοί ήταν και οι Ιταλοί και Αφρικανοί, των οποίων η μητρική γλώσσα (όπως και του ίδιου του Ιουστινιανού A!) ήταν τα λατινικά. Ποικίλη ήταν την ίδια εποχή η δημογραφική σύνθεση και σε άλλες περιοχές του κράτους που ο πληθυσμός του έχει υπολογιστεί σε 30 περίπου εκατομμύρια (!). Οι περιοχές αυτές ήταν, στην κυριολεξία, εκπληκτικά μωσαϊκά από γηγενείς λαούς και εποίκους, αμετάβλητα για πολλούς αιώνες πριν την εποχή του Ιουστινιανού. Αναφέρουμε λίγα μόνο

Page 6: βυζαντιο και κοινωνια

ενδεικτικά παραδείγματα: Ίβηρες, Λαζοί, Αβασγοί και Γότθοικατοικούσαν στην περιοχή του Εύξεινου Πόντου, Κέλτες, Εβραίοι καιπερσικής καταγωγής έποικοι βρίσκονταν στα υψίπεδα της Μικράς Ασίας, Αρμένιοι στην Καππαδοκία, Εβραίοι, Σαμαρείτες και 'Αραβες στην Παλαιστίνη.

Ο καθορισμός της χρονολογίας 324 ως ορόσημου για τη γένεση του νέου χριστιανικού Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους δε σημαίνει ότι η βυζαντινή κοινωνία μετά το χρόνο αυτό είναι κάτι εξ ορισμού διαφορετικό από την μέχρι τότε ρωμαϊκή κοινωνία. Αντίθετα, όλα τα βασικά γνωρίσματα της κοινωνίας των χρόνων του Διοκλητιανού (284-305) ξαναβρίσκονται αυτούσια στην κοινωνία των Πρώιμων βυζαντινών χρόνων. Η βασική διαίρεση του πληθυσμού γίνεται σε δύο γενικές κατηγορίες: τους honestiores (εντιμότατους) που κατείχαν την ανώτατη θέση στην κοινωνική ιεραρχία και τουςhumiliores που ακολουθούσαν. Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονταν τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα των συγκλητικών και των βουλευτών, ενώ στη δεύτερη τα υπόλοιπα, μέσα και κατώτερα, στρώματα του αστικού και αγροτικού πληθυσμού. Τελευταίοι στην ιεραρχία έρχονταν οι δούλοι, που ακόμη αποτελούσαν σημαντική μερίδα του βυζαντινού πληθυσμού, παρά την επικράτηση της χριστιανικής θρησκείας. Χαρακτηριστικό της περιόδου είναι ότι, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στο ρωμαϊκό κράτος, την "ελεύθερη δράση" αντικατέστησε ο κρατικός καταναγκασμός ως προς τη διαστρωμάτωση της κοινωνίας. Το κράτος καθόριζε την κληρονομικότητα των επαγγελμάτων και εξανάγκαζε τους γιους να ακολουθούν το επάγγελμα του πατέρα τους. Η κοινωνία αποκτούσε έτσι μια διάρθρωση αυστηρά ιεραρχημένη, παρόλο που τα εξαιρετικά δεσμευτικά αυτά μέτρα καμία φορά κατέληγαν στην πράξη ανεφάρμοστα.

Honestiores (δηλαδή εντιμότατοι-σεμνότεροι) αποκαλούνταν τα μέλη της ομάδας που κατείχε την ανώτατη θέση στην κοινωνική ιεραρχία του Πρώιμου βυζαντινού κράτους. Αποτελούνταν από τους συγκλητικούς και τους βουλευτές (curiales) ή, αργότερα, και εκπροσώπους της επαρχιακής αριστοκρατίας. Σ' αυτούς προστέθηκε και η σχετικά πολυάριθμη κατηγορία των κρατικών υπαλλήλων, μεσαίων και κατώτερων δηλαδή πολιτικών και στρατιωτικών αξιωματούχων, καθώς επίσης ο ανώτερος και ανώτατος κλήρος. Τα ακριβή όρια της κατηγορίας των honestioresδεν ορίζονταν από τη νομοθεσία. Γνωρίζουμε, ωστόσο, πως τα μέλη της ανώτατης αυτής κοινωνικής κατηγορίας

Page 7: βυζαντιο και κοινωνια

απολάμβαναν σημαντικά προνόμια: είχαν ιδιαίτερη μεταχείριση από τη δικαιοσύνη, δεν υπόκειντο σε μαστιγώσεις και βασανιστήρια, δεν καταναγκάζονταν σε ατιμωτικές ποινές (π.χ. καταναγκαστικά έργα στα ορυχεία) ούτε και σε θάνατο και είχαν φορολογικά προνόμια. Μάλιστα, συγκλητικοί και βουλευτές είχαν το δικαίωμα να δικάζονται από ειδικά ανώτερα δικαστήρια (praescriptio fori). Η μεγαλύτερη ποινή για τους honestiores ήταν η εξορία και η δήμευση της περιουσίας τους.Η ιδιαίτερα υψηλή θέση των honestiores στην κοινωνική διαστρωμάτωση του πρώιμου βυζαντινού κράτους οφειλόταν στην τεράστια συγκέντρωση πλούτου που τους χαρακτήριζε. Κείμενα του 5ου αιώνα, γραμμένα από τον Ολυμπιόδωρο και τον Ιωάννη Χρυσόστομο, αναφέρουν οικογένειες στο Βυζάντιο με ετήσια εισοδήματα, σε χρήματα και σε είδος, που έφθαναν τα 55 κεντηνάρια, δηλαδή τις 5500 λίτρες χρυσού.

H τάξη των συγκλητικών (ordo senatorius) ήταν η ανώτατη κοινωνική τάξη στο Πρώιμο Bυζάντιο. Πρόκειται για τους πολίτες εκείνους που θεωρητικά συμμετείχαν (με συμβουλευτικό ρόλο) στη διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας ως μέλη της συγκλήτου της Kωνσταντινούπολης, της διαδόχου δηλαδή της συγκλήτου της Ρώμης στο Ανατολικό Ρωμαϊκό Kράτος. Tα κύρια κριτήρια για την είσοδο κάποιου στη ρωμαϊκή σύγκλητο ήταν η αριστοκρατική καταγωγή, συνδυασμένη με την κατοχή ορισμένης περιουσίας. Οι αυτοκράτορες ωστόσο μπορούσαν να ονομάζουν συγκλητικούς και άλλους, με κριτήριο την επιτυχημένη θητεία τους σε ανώτατα ή ανώτερα αξιώματα, όπως εκείνα τουλαμπρότατου (clarissimus), του περίβλεπτου (spectabilis) ή του ενδόξου-ιλλούστριου (illustris). Tο τελευταίο αυτό κριτήριο επικράτησε προοδευτικά στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας (γιατί ο θεσμός εδώ ήταν ακόμη νέος και οι αυτοκράτορες προσπαθούσαν να δημιουργήσουν μια νέα αυτοκρατορική αριστοκρατία) και έγινε ο κύριος τρόπος εισόδου στη σύγκλητο της Kωνσταντινούπολης. Mάλιστα, η πολιτική των αυτοκρατόρων της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου, που έδωσαν στη σύγκλητο της Kωνσταντινούπολης κύρος εφάμιλλο με αυτό της συγκλήτου της Ρώμης, οδήγησε στη συνεχή διεύρυνση της απονομής των αξιωμάτων που αντιστοιχούσαν στους ανώτατους τιμητικούς τίτλους (και επέτρεπαν την είσοδο στη σύγκλητο). Οι τίτλοι απονέμονταν επίσης σε πρώην κρατικούς υπαλλήλους, αλλά και σε προσωπικότητες της διανόησης και των επιστημών (γιατρούς, μηχανικούς, αρχιτέκτονες) που δεν κατείχαν αντίστοιχα αξιώματα. Τέλος, στη σύγκλητο είχε παρεισφρήσει, παρά τις κατά καιρούς απαγορευτικές διατάξεις, και ικανός αριθμός βουλευτών (curiales). Από όλους τους συγκλητικούς που κατείχαν αυτούς τους τίτλους, μόνον οι ιλλούστριοι είχαν το δικαίωμα πραγματικής συμμετοχής στις εργασίες της συγκλήτου και είχαν τη μόνιμη κατοικία τους στην Κωνσταντινούπολη. Οι υπόλοιποι έμεναν στις επαρχίες και απ' αυτούς στρατολογούνταν οι αξιωματούχοι της επαρχιακής διοίκησης. Διασπάστηκε έτσι η ενότητα που

Page 8: βυζαντιο και κοινωνια

υπήρχε στο ρωμαϊκό κράτος, ανάμεσα στο θεσμό της συγκλήτου ως συμβουλευτικού σώματος και ανώτατου οργάνου της κρατικής μηχανής και στην ευρύτερη ομάδα των συγκλητικών. Οι τελευταίοι αποτελούσαν πλέον, παρά την εσωτερική τους διαστρωμάτωση με βάση την περιουσία και τους τίτλους τους, απλά μια ενιαία ανώτατη αριστοκρατική κοινωνική τάξη.

Η οργάνωση και διοίκηση της βυζαντινής πόλης αποτελούν εξέλιξη εκείνων της ρωμαϊκής, η οποία με τη σειρά της είχε βασιστεί στις αρχές της ελληνιστικής πόλης. Η ευθύνη για την εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας μιας Πρώιμης βυζαντινής πόλης ανήκε στο βουλευτήριο, που αποτελούνταν από τους βουλευτές ή curiales. Αυτοί ανήκαν συνήθως στην τάξη των ιππέων(ordo equester) και διορίζονταν ή εκλέγονταν με βάση ένα τιμοκρατικό σύστημα. Το σώμα αυτό των βουλευτών μετατράπηκε, από το τέλος του 4ου αιώνα, σε μια κλειστή κληρονομική κοινωνική ομάδα. Ανήκαν σ' αυτήν υποχρεωτικά όσοι πληρούσαν τις τρεις προϋποθέσεις που έθεσε ο Mέγας Κωνσταντίνος (306-337) το 317: την καταγωγή (origo), τη μόνιμη διαμονή (incolatus) και την ανάλογη έγγεια περιουσία (condicio possidendi). Δημιουργήθηκε έτσι μια δεύτερη κοινωνική τάξη μετά τους συγκλητικούς, ένα είδος επαρχιακής αριστοκρατίας μεγάλων, μεσαίων και -σπανιότερα, σε μικρές πόλεις- μικρών γαιοκτημόνων, οι ανώτατες βαθμίδες της οποίας συγχωνεύτηκαν με τις κατώτερες βαθμίδες των συγκλητικών της επαρχίας.Οι βουλευτές είχαν καθήκοντα και λειτουργίες αστικής φύσεως, όπως η φροντίδα για τον επισιτισμό της πόλης, η συντήρηση των τειχών, του υδραγωγείου, η θέρμανση και η λειτουργία των λουτρών, ο φωτισμός και η νυκτοφυλακή της πόλης, η διοργάνωση αγώνων, εορτών και παιγνίων, η εκλογή και η φροντίδα για τη μισθοδοσία γιατρών και καθηγητών κ.ά. Ο αριθμός τους δεν ήταν αυστηρά καθορισμένος αλλά εξαρτώνταν από την οικονομική ακμή της πόλης: για παράδειγμα, ο Λιβάνιος αναφέρει ότι η Αντιόχεια στην εποχή του είχε 60 βουλευτές, παλιότερα όμως 600 κι ακόμη παλιότερα 1200. Ισότιμοι κοινωνικά με τους βουλευτές ήταν και όσοι νόμιμα απαλλάσσονταν από τις βουλευτικές υποχρεώσεις, δηλαδή επίσκοποι, ρήτορες, γιατροί και άλλοι που ήταν επιφορτισμένοι με άλλα λειτουργήματα (π.χ. οι navicularioi, που ήταν υπεύθυνοι για τη μεταφορά σταριού).

Η άμυνα του Πρώιμου βυζαντινού κράτους οργανώθηκε με τις μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού (284-305) και του Μεγάλου Κωνσταντίνου (306-337). Οι δύο αυτοί αυτοκράτορες, προκειμένου να επιλύσουν το πρόβλημα των βαρβαρικών επιθέσεων σε έναν τόπο χωρίς να μένουν ανυπεράσπιστα τα υπόλοιπα σημεία των συνόρων, διαίρεσαν το ρωμαϊκό στρατό σε δύο τμήματα: το στρατό προκαλύψεως και ανασχέσεως και το στρατό αντεπιθέσεως και κρούσεως. Το πρώτο

Page 9: βυζαντιο και κοινωνια

τμήμα αποτελούσαν οι limitanei που είχαν ως αποστολή τη διασφάλιση των συνόρων από εχθρικές μικροεπιδρομές και την ανάσχεση του εχθρού, μέχρι να φτάσει το δεύτερο τμήμα. Αυτό αποτελούνταν από τους ονομαζόμενους comitatenses των στρατιωτικών διοικήσεων (magisteria militum) στα ενδότερα και εξεδίωκε γρήγορα και αποτελεσματικά τους εχθρούς. Η γενική εφεδρεία των βυζαντινών ενόπλων δυνάμεων ανήκε στους comitatenses palatini, στρατιωτικούς που έδρευαν κυρίως στην πρωτεύουσα, τη Βιθυνία και τον Πόντο. Οι τρόποι στρατολογίας του βυζαντινού στρατού κατά τους 4ο και 5ο αιώνα ήταν τρεις: ο κληρονομικός, ο εθελοντικός και ο φορολογικός. Σύμφωνα με τον πρώτο, κάποια άτομα ήταν υποχρεωμένα να υπηρετήσουν επειδή ήταν γιοι στρατιωτών. Ο δεύτερος περιλάμβανε εθελοντές, τόσο βυζαντινούς όσο και βάρβαρους μισθοφόρους. Τέλος, κατά τον τρίτο τρόπο, οι φορολογούμενοι εξασφάλιζαν μισθοφόρους, ο αριθμός των οποίων ήταν ανάλογος με το ύψος της περιουσίας του. Η κοινωνική θέση των στρατιωτών του Βυζαντίου δε διέφερε από αυτήν των υπόλοιπων κρατικών υπαλλήλων.

Δίπλα στο προνομιούχο κοινωνικό στρώμα των honestiores (που αποτελούνταν από τους συγκλητικούς και τους βουλευτές ή curiales), κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο διακρίνεται το πλήθος των αγροτών και του αστικού πληθυσμού, που συνθέτει τη γενική κατηγορία τωνhumiliores. Με νομοθετήματα το κράτος επιδίωκε να δημιουργήσει και μέσα σ' αυτή την κατηγορία υπηκόων κλειστές και παγιωμένες κληρονομικές ομάδες. Οι ομάδες που συνέθεταν την κατηγορία τωνhumiliores (αγρότες και αστοί), παρά την εσωτερική τους οικονομική διαστρωμάτωση, έπρεπε να αποτελούν μια ενιαία κοινωνική τάξη που καταρχήν θα αναπαραγόταν κληρονομικά.

Οι ομάδες των κατοίκων της υπαίθρου που ανήκαν στους humilioresήταν οι μικροϊδιοκτήτες αγρότες, οι ακτήμονες χωρικοί, οι μισθωτοί (ελεύθεροι) εργάτες γης και οι εξαρτημένοι γεωργοί. Οι ομάδες τωνhumiliores των πόλεων παρουσίαζαν μεγαλύτερη ακόμη ποικιλία. Τις αποτελούσαν τα διάφορα λαϊκά στρώματα: μικροεπαγγελματίες τεχνίτες και έμποροι, κατώτεροι κρατικοί υπάλληλοι, ναύκληροι, αργυροπράτες (αργυραμοιβοί, είδος μικροτραπεζιτών), ιδιοκτήτες εργαστηρίων παντός είδους και, τέλος, η κατώτερη αστική ομάδα των εργατών του μεροκάματου και των ατόμων με τις ακαθόριστες και ευκαιριακές ασχολίες, για τους οποίους λίγα γνωρίζουμε. Όλες αυτές οι αστικές επαγγελματικές ομάδες ήταν αυστηρά οργανωμένες σε συντεχνίες (σωματεία ή συστήματα) οι οποίες πολλές φορές είχαν οικονομικά προνόμια ή παρουσιάζονταν ως ομάδες πίεσης που η κεντρική εξουσία αναγκαζόταν να υπολογίζει.

Page 10: βυζαντιο και κοινωνια

Οι υπήκοοι του Πρώιμου βυζαντινού κράτους που ασχολούνταν με τη γη και αποκόμιζαν τα ανάλογα εισοδήματα ήταν οι γαιοκτήμονες, οι μισθωτές γης, οι μισθωτοί (ελεύθεροι) εργάτες γης, οι εξαρτημένοι αγρότες και, τέλος, οι δούλοι που απασχολούνταν σε αγροτικές εργασίες. Οι μεγαλογαιοκτήμονες (συγκλητικοί και βουλευτές) κατοικούσαν μόνιμα στις πόλεις και μόνον ευκαιριακά έμεναν στα κτήματά τους. Το ίδιο έκαναν και οι υπόλοιποι αστοί κτηματίες. Μόνον οι μικροκαλλιεργητές που κατοικούσαν στις κώμες (χωριά) βρίσκονταν κοντά στη γη τους. Οι τελευταίοι μαζί με τους εξαρτημένους αγρότες ονομάζονταν γεωργοί και μαζί και με τους αγροτικούς δούλους αποτελούσαν το μεγάλο όγκο του αγροτικού πληθυσμού της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου.

Οι ελεύθεροι γεωργοί της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου διακρίνονται στους μικροϊδιοκτήτες, που καλλιεργούσαν αυτοπροσώπως τη γη τους, και στους ελεύθερους εργάτες, που δούλευαν στους αγρούς με αντιμισθία. Οι μικρογαιοκτήμονες κατοικούσαν στις κώμες (χωριά) και ήταν υπεύθυνοι για την καταβολή στο ακέραιο του καθορισμένου για την κώμη τους φόρο. Έτσι, αν κάποιος κωμήτης έφευγε και δεν μπορούσε να πληρώσει το φόρο του, οι συγκωμήτες του έπρεπε να καταβάλουν το έλλειμμα. Αυτή ήταν η αρχή της αλληλέγγυου φορολογικής ευθύνης, μια παλαιότατη αρχή που αναγόταν στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο και ακολούθησε το βυζαντινό κράτος για πολλούς αιώνες.

Για να αποφύγουν την πίεση των φορολογικών υπαλλήλων, πολλές φορές οι μικρογαιοκτήμονες κατέφευγαν στη λεγόμενη προστασία (patrocinium) μεγαλογαιοκτημόνων. Παραχωρούσαν, δηλαδή, στο μεγαλογαιοκτήμονα μέρος αρχικά του εισοδήματός τους, αλλά τελικά ακόμη και όλη τους τη γη, για να εξαγοράσουν την καταβολή απ' αυτόν και του δικού τους φόρου στο κράτος. Μ' αυτό τον τρόπο, όμως, δημιουργούνταν πλήθος από εξαθλιωμένους ακτήμονες. Γι' αυτό οι αυτοκράτορες προσπάθησαν να εμποδίσουν την επέκταση της προστασίας και να προφυλάξουν έτσι τους ελεύθερους μικρογαιοκτήμονες.

Οι μικροϊδιοκτήτες χρησιμοποιούσαν για την καλλιέργεια των κτημάτων τους και τα μέλη της οικογένειάς τους, αν όμως δεν επαρκούσαν, μίσθωναν τους ελεύθερους εργάτες. Οι εργάτες αυτοί, που εργάζονταν με αντιμισθία, αποτελούσαν μετακινούμενη ομάδα του πρώιμου βυζαντινού πληθυσμού:

Page 11: βυζαντιο και κοινωνια

πλανώνταν από τη μια επαρχία στην άλλη, ανάλογα με τις ευκαιρίες για εργασία που προσφερόταν. Ο αριθμός των ευκαιριακών αυτών εργατών δεν ήταν μεγάλος και λιγόστευε ακόμη περισσότερο με τον καιρό, γιατί οι περισσότεροι εγκαθίσταντο σε κάποιο μέρος και μεταβάλλονταν έτσι σε μισθωτές μικροκαλλιεργητές, δηλαδήπαροίκους (coloni).

Οι όροι πάροικος και παροικικόν δίκαιον αναφέρονται στις πηγές από τον 4ο αιώνα. Η παροικία ήταν στην αρχή προσωρινή, αμοιβαία διαλυτή σχέση μεταξύ ενός γαιοκτήμονα και ενός ελεύθερου γεωργού. Σύμφωνα μ' αυτή, ο δεύτερος μπορούσε να εγκατασταθεί ως καλλιεργητής στην ιδιοκτησία του πρώτου έναντι μίας εφάπαξ καταβολής ποσού και χαμηλού ετήσιου μισθώματος. Στη συνέχεια, το παροικικόν έγινε αορίστου διαρκείας, αλλά στην πραγματικότητα σήμαινε διηνεκή παραχώρηση της γης στον εργάτη.

Κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο, οι κτηματίες χρησιμοποιούσαν για την αγροκαλλιέργεια, εκτός από τους ελεύθερους ακτήμονες εργάτες, και την εξαρτημένη εργατική δύναμη. Πρόκειται για τους γεωργούς που ήταν δεσμευμένοι στη γη που καλλιεργούσαν και διακρίνονταν σε δύο μεγάλες ομάδες: τους κολωνούς ή μισθωτούς (coloni liberi) και τους εναπόγραφους γεωργούς (coloni censibus adscriptcii). Κολωνοί (από το λατινικό ρήμα colere που σημαίνει καλλιεργώ) λέγονταν αρχικά οι ελεύθεροι εργάτες-αγρότες, αργότερα όμως και οι μισθωτές γαιών. Σύμφωνα με νόμο του Αναστασίου Α' (491-518), αν η μίσθωση ενός κτήματος από έναν ελεύθερο αγρότη ξεπερνούσε τα 30 χρόνια, τότε το συμβόλαιο δεν μπορούσε πια να λυθεί και οι ελεύθεροι εργάτες μεταβάλλονταν σε μόνιμους μισθωτές του κτήματος. Έκτοτε ούτε ο γαιοκτήμονας μπορούσε να διώξει τον κολωνό αλλά ούτε και ο κολωνόςνα εγκαταλείψει τη γη.

Ο κολωνός, ωστόσο, θεωρούνταν ελεύθερος και είχε μια μόνη δυνατότητα να ξεφύγει από την εξαναγκαστική αυτή κατάσταση. Μπορούσε ν' αποκτήσει δική του γη σε τέτοια έκταση που να απαιτεί τη δική του πλήρη απασχόληση. Τότε μπορούσε να εγκαταλείψει το μίσθιο για να αφοσιωθεί στη δική του ιδιοκτησία.

Το καθεστώς των εναπόγραφων ήταν διαφορετικό: αυτοί συγκαταλέγονταν στα περιουσιακά στοιχεία του γαιοκτήμονα όπως ακριβώς και οι δούλοι. Η διαφορά με τους τελευταίους ήταν ότι οιεναπόγραφοι θεωρούνταν δούλοι όχι του γαιοκτήμονα αλλά της γης την οποία καλλιεργούσαν. Νομικά λοιπόν ήταν ελεύθεροι κι αυτοί: μπορούσαν να συνάψουν γάμους και να καταγγείλουν στις αρχές τον ιδιοκτήτη, αν παραβίαζε τη μεταξύ τους

Page 12: βυζαντιο και κοινωνια

συμφωνία και απαιτούσε αύξηση του μισθώματος για τη γη που καλλιεργούσαν. Δεν μπορούσαν όμως σε καμία περίπτωση να εγκαταλείψουν το κτήμα στο οποίο εργάζονταν και, επίσης, δεν δικαιούνταν να έχουν προσωπική περιουσία.

Οι δούλοι βρίσκονταν στην τελευταία βαθμίδα της νομικά καθορισμένης κοινωνικής ιεραρχίας του Πρώιμου βυζαντινού κράτους. Ο αριθμός τουςβέβαια μειωνόταν προοδευτικά όσο υιοθετούνταν άλλοι τρόποι εκμετάλλευσης της γης (ελεύθερη ή εξαρτημένη εργατική δύναμη). Αυτό συνέβαινε για λόγους οικονομικούς, καθώς η εργασία των δούλων ήταν κατώτερης ποιότητας και επομένως όχι αποδοτική, ενώ συγχρόνως η συντήρησή τους πολύ δαπανηρή σε σχέση με το αποδιδόμενο έργο. Έτσι, οι δούλοι χρησιμοποιούνταν κυρίως ως εργάτες σε κρατικά και ιδιωτικά εργαστήρια και ως διαχειριστές των κτημάτων ή των καταστημάτων και επιχειρήσεων των κυρίων τους. Η κοινωνική θέση τους είχε βελτιωθεί σε σύγκριση με το παλιό ρωμαϊκό καθεστώς των δούλων, τόσο λόγω της χριστιανικής ιδεολογίας όσο και της ευνοϊκής οικονομικής συγκυρίας. Εξακολουθούσαν βεβαίως να είναι στερημένοι από κάθε ελευθερία και θεωρούνταν περιουσιακά στοιχεία του κυρίου τους που μπορούσαν να πουληθούν, και για τα οποία ο κύριός τους φορολογoύνταν. Οι δούλοι μπορούσαν να διαθέτουν, με την άδεια του κυρίους τους, μια μικρή περιουσία που λεγόταν χρημάτιον ήpeculium, και ο νόμος τούς αναγνώριζε κάποια νομική υπόσταση και την εγκυρότητα ορισμένων δικαιοπραξιών. Επίσης, προστατεύονταν περισσότερο από την απόλυτη εξουσία των αφεντών τους, εφόσον τους επιτρεπόταν να ζητούν την προστασία τους επάρχου της πόλεως έναντι του κυρίου τους, ενώ είχαν επίσης εκκλησιαστικό άσυλο. Σημαντικό είναι ακόμα το γεγονός ότι πλέον ευνοούνταν η απελευθέρωση δούλων και είχε απλοποιηθεί η σχετική διαδικασία.

Η νομοθεσία της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου επέβαλλε μια κλειστή κοινωνία με περισσότερο ή λιγότερο στεγανές κοινωνικές ομάδες, ακόμη και μέσα στα όρια των ευρύτερων κοινωνικών κατηγοριών (honestiores-humiliores). Αυτό σήμαινε περιορισμό της κοινωνικής κινητικότητας, χωρίς όμως αυτή να εξαλείφεται. Η κοινωνική άνοδος πραγματοποιούνταν συνήθως με την είσοδο στην κρατική υπαλληλία, στο στρατό και στον κλήρο. Υπήρχε ένα πλήθος νόμων που απαγόρευε τις μετακινήσεις τέτοιου είδους, προφανώς όμως η εφαρμογή τους ήταν σχετική και η πραγματικότητα διαφορετική. Κι αυτό γιατί έχουμε παραδείγματα ευκατάστατων

Page 13: βυζαντιο και κοινωνια

ελεύθερων επαγγελματιών (εμπόρων, αργυροπρατών-τραπεζιτών, πλοιοκτητών, εφοπλιστών, αλιέων πορφύρας κ.ά.) που προσπάθησαν, συχνά πετυχαίνοντάς το, να μπουν στη βουλή της πόλης τους ή στην κατώτερη επαρχιακή υπαλληλία, ή βουλευτών που κατάφεραν να μπουν στη συγκλητική τάξη. Συνεπώς, οι

περιπτώσεις αυτές δείχνουν ότι η κοινωνική κινητικότητα ήταν δυνατή -αλλά μόνο στα σχετικά ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Στα κατώτερα στρώματα, αστικά και αγροτικά, η δυνατότητα των μελών τους να ανέλθουν, ξεφεύγοντας από τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που τους είχαν επιβληθεί, ήταν ελάχιστη αν όχι ανύπαρκτη. Αυτό οδήγησε συχνά στην πιο άμεση και δυνατή αντίδραση των κατώτερων αυτών λαϊκών στρωμάτων εναντίον των οικονομικών και κοινωνικών πιέσεων της καθεστηκυίας τάξης. Tα μέλη, δηλαδή, αυτών των κοινωνικών ομάδων συμμετείχαν (συνήθως ως οπαδοί κάποιου οργανωμένου δήμου) σε εσωτερικές ταραχές και εξεγέρσεις, στις οποίες βέβαια συνεργούσαν ποικίλοι παράγοντες.

Το νομικά καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης είναι φανερό ότι στα κατώτερα οικονομικά στρώματα του πληθυσμού ήταναδύνατο να ξεπεραστεί. Η κοινωνική κινητικότητα στις κατώτερες τάξεις ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη. Για το μεγάλο πλήθος των φτωχών αστών, αγροτών και δούλων, η δυνατότητα να ξεφύγουν από τις συνθήκες που τους επιβάλλονταν ήταν ελάχιστη, αν όχι ανύπαρκτη, αποκλείοντάς τους έτσι τόσο από μια διέξοδο αναζήτησης ανόδου και ευμάρειας, όσο και από τη συμμετοχή στην καθεστηκυία τάξη και τη δυνατότητα μεταβολής της κοινωνικής δομής.

Δημιουργούνταν έτσι κοινωνικές ομάδες που υπέφεραν από τις ανισότητες της κοινωνικής κατανομής χωρίς να μπορούν να μεταβάλουν τη θέση τους. Περιοριζόμαστε εδώ στις πιο προφανείς κοινωνικές ανισότητες που είχαν να κάνουν με την οικονομική κατάσταση των Βυζαντινών, χωρίς να επεκταθούμε σε άλλες που είχαν να κάνουν με τη θρησκεία, την "εθνικότητα" ή το φύλο. Κι αυτό γιατί, παρόλο που κανείς διαβάζοντας τις πηγές μπορεί εύκολα να υποθέσει ότι παγανιστές, Εβραίοι, μοναχοί, ερημίτες και γυναίκες ήταν στο στόχαστρο του κοινωνικού αποκλεισμού, ο τρόπος που γινόταν καθώς και τα όριά του είναι δύσκολο να προσδιοριστούν ακριβώς. Αυτό που είναι σίγουρο, ωστόσο, είναι ότι η αντίδραση των ομάδων που υφίσταντο τις οικονομικές και κοινωνικές πιέσεις της καθεστηκυίας τάξης εξαντλείτο με τη συμμετοχή τους στις, όχι σπάνιες, εσωτερικές ταραχές και εξεγέρσεις. Σ' αυτές συνεργούσαν ποικίλοι παράγοντες, εθνικές, πολιτικές ή θρησκευτικές αντιθέσεις, των οποίων το ειδικό βάρος είναι δύσκολο να μετρηθεί με ακρίβεια και να διαχωριστεί από τα οικονομικά ή κοινωνικά κίνητρα. Οι περιπτώσεις λαϊκών ταραχών ή εξεγέρσεων στα διάφορα κέντρα της αυτοκρατορίας στην Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο υπερβαίνουν τις ενενήντα. Οι περισσότερες, αν όχι όλες, είχαν αυτό το σύνθετο χαρακτήρα. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά κάποιες, όπως ήταν οι ταραχές

Page 14: βυζαντιο και κοινωνια

στην Καισάρεια γύρω στο 370-3, στην Αντιόχεια το 387 ή οι διάφορες εξεγέρσεις και στάσεις όπου πρωτοστατούσαν οι δήμοι των ιπποδρόμων των διάφορων πόλεων, με πιο γνωστό παράδειγμα τη Στάση του Νίκα.

Στην Κωνσταντινούπολη και στις άλλες μεγάλες πόλεις (Αντιόχεια, Αλεξάνδρεια, Έφεσος, Μίλητος, Πριήνη, Ιερουσαλήμ, Νέα Αγχίαλος) οι πολίτες ήταν οργανωμένοι σε δήμους (factio). Δε γνωρίζουμε αν όλος ο λαός ή μέρος του και ποιο ήταν οργανωμένο. Οι δήμοι δεν ήταν πολιτειακά όργανα, αν και πιθανότατα οι δήμαρχοι (επικεφαλής των δήμων της Κωνσταντινούπολης) διορίζονταν από τον αυτοκράτορα. Είχαν ηγετικά στελέχη που ενεργούσαν και αποφάσιζαν σύμφωνα με τη γενικότερη πολιτική, κοινωνική και θρησκευτική τοποθέτηση του δήμου τον οποίο εκπροσωπούσαν. Αρχικά ήταν αθλητικά σωματεία, που είχαν τη φροντίδα για τη διοργάνωση ιππικών και άλλων αγώνων στον ιππόδρομο. Με τον καιρό όμως απέκτησαν πολιτική δύναμη, χάρις στην οργάνωσή τους, στο φανατισμό των οπαδών τους αλλά και την απήχηση που είχαν στα ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού. Οι δήμοι, ακριβώς επειδή ήταν οι μόνες λαϊκές οργανωμένες ομάδες, είτε με δική τους πρωτοβουλία είτε κατά κρατική επιταγή αναλάμβαναν ανάλογα με τις περιστάσεις και άλλα καθήκοντα, όπως για παράδειγμα τη συμβολή στην οργάνωση της άμυνας της πόλης σε ώρες έκτακτου κινδύνου. Στην Κωνσταντινούπολη, την Αντιόχεια και την Αλεξάνδρεια, οι δήμοι των Πρασίνων και των Βένετων (κυανοί), που αρχικά ήταν οργανωμένες λαϊκές ομάδες αθλητικού χαρακτήρα, εξελίχθηκαν σε σημαντική πολιτική δύναμη στην Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο και ιδίως από την εποχή του Θεοδοσίου Β' (408-450) ως την άνοδο του Ηρακλείου A' στο θρόνο (610). Με τους Πράσινους συνέπρατταν στην Κωνσταντινούπολη οι Ρούσσιοι (Κόκκινοι), ενώ με τους Βένετους οι Λευκοί. Τα ονόματα αυτά των δήμων που γνωρίζουμε προέρχονταν από τα χρώματα των εμβλημάτων που χρησιμοποιούσαν οι αθλητικές οργανώσεις στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία.

Τα κίνητρα της συγκρότησης των δήμων, όπως αρχικά υποστηρίχθηκε, ήταν πολιτικά. Σήμερα έχει διαπιστωθεί ότι οι δήμοι δεν είχαν μονομερή χαρακτήρα αλλά σε καθέναν από αυτούς συνυπήρχαν διάφορες ροπές, πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές. Η επικρατέστερη σήμερα εκδοχή για τα στοιχεία που διέκριναν τους δήμους μεταξύ τους είναι ότι ήταν κοινωνικά και θρησκευτικά. Στην περίπτωση, για παράδειγμα, της Κωνσταντινούπολης, οι Βένετοι

Page 15: βυζαντιο και κοινωνια

προέρχονταν από την παλιά ελληνορωμαϊκή αριστοκρατία και τους κύκλους των ανακτόρων και ήταν οπαδοί του Δόγματος της Χαλκηδόνας, ενώ τα στελέχη των Πρασίνων προέρχονταν από την εύπορη αστική τάξη ή ήταν υπάλληλοι και πλούσιοι αυλικοί που είχαν σχέσεις με την Ανατολή και απέκλιναν προς μη ορθόδοξες θεολογικές διδασκαλίες. Τα προβλήματα φαίνεται να άρχισαν όταν, από τα μέσα του 5ου αιώνα, κάθε δήμος άρχισε να αποκτά δικό του πολιτικό προσανατολισμό. Με την ευκαιρία δημόσιων τελετών, συγκεντρώνονταν στον ιππόδρομο, όπου κάθε δήμος είχε καθορισμένη θέση, και μπορούσαν να εκδηλώνουν με ευπρέπεια αιτήματα και επιθυμίες που απηύθυναν προς τη σύγκλητο και τον αυτοκράτορα. Η πολιτική τους δράση, αντίρροπη προς τις απολυταρχικές τάσεις της βυζαντινής εξουσίας, δεν είναι δυνατόν να παρακολουθηθεί σε όλες τις πόλεις της αυτοκρατορίας με συνέχεια, φαίνεται ωστόσο ότι μαχητικότεροι και ζωηρότεροι ήταν οι Πράσινοι. Δεν υπάρχει επίσης αμφιβολία ότι στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 5ο αιώνα και μέχρι το 532 (Στάση του Νίκα) στον ιππόδρομο είχε αναπτυχθεί μεταξύ του αυτοκράτορα και των δήμων (φορέων της κοινής γνώμης) διάλογος που έτεινε να μεταβληθεί σε χαρακτηριστικό στοιχείο της βυζαντινής πολιτικής ζωής. Στις μεγάλες πόλεις της Ανατολής οι δήμοι εξελίχθηκαν σε σημαντικό πολιτικό παράγοντα και αποτέλεσαν, από τα μέσα του 5ου αιώνα ως και το 610, ανασχετικό παράγοντα της αυτοκρατορικής απολυταρχίας.

Όπως υποδεικνύουν τα δεδομένα που διαθέτουμε, η κοινωνική πρόνοια στο Πρώιμο Βυζάντιο ήταν, σε σχέση με τον προηγούμενο ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, πιο εκτεταμένη, αλλά και διαφορετική ως προς την έννοια και την οργάνωση. H κοινωνική πρόνοια εκφραζόταν όχι μόνον ιδιωτικά αλλά και σε οργανωμένα ιδρύματα, και περιλάμβανε την έννοια της φιλανθρωπίας όχι μόνον προς ισότιμους συμπολίτες που βρίσκονταν σε ανάγκη, αλλά επίσης προς τις κατώτερες, μη προνομιούχες κοινωνικές ομάδες, ανεξαρτήτως φύλου, φυλής ή "εθνικότητας", αφού όλοι οι άνθρωποι θεωρούνταν "αδελφοί". Η αρχή αυτής της φιλοσοφίας βρίσκεται όχι μόνο στη χριστιανική διδασκαλία, αλλά και στη φιλανθρωπική και ανθρωπιστική δράση των ανθρώπων της Εκκλησίας των πρώτων χριστιανικών αιώνων.Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης όχι μόνο μοίρασε όλη την προσωπική του περιουσία στους φτωχούς της Αντιόχειας, αλλά και κήρυσσε παντού το ενδιαφέρον για τους "αδελφούς φτωχούς", με αποτέλεσμα μια σχετική εξισορρόπηση στην κοινωνική θέση φτωχών, δούλων και άλλων μη προνομιούχων πολιτών, που του απέδωσε το γνωστό χαρακτηρισμό, από το μελετητή J.B. Bury, του "σχεδόν σοσιαλιστή"(!). Την Εκκλησία ακολουθούσε στη φιλανθρωπική της δράση και το Κράτος. 'Ολοι σχεδόν οι αυτοκράτορες και οι αυτοκράτειρες της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου έλαβαν μέτρα -προσωπικά και νομοθετικά- και σε συνεργασία με πλούσιους πολίτες-ευεργέτες εξασφάλισαν την υλική υποδομή για την εφαρμογή ενός προγράμματος

Page 16: βυζαντιο και κοινωνια

ευρείας κοινωνικής πρόνοιας. Η υποδομή αυτή περιλάμβανε ένα πλήθος φιλανθρωπικά ιδρύματα, από τα οποία αρκετά μας είναι σήμερα γνωστά από τις πηγές. Νοσοκομεία είχαν ιδρυθεί στην Καισάρεια, στην Κωνσταντινούπολη, στην Ιερουσαλήμ, την Έδεσσα της Συρίας, στην 'Αμιδα και αλλού. Ξενώνες (άσυλα) υπήρχαν στην Έφεσο, στη Σκυθόπολη, την Ιεριχώ, την Ιερουσαλήμ, την Κωνσταντινούπολη, όπως επίσης και Γηροκομεία στην Πρωτεύουσα και την Παλαιστίνη. 'Αλλα φιλανθρωπικά ιδρύματα, διάσπαρτα σε πολλές πόλεις της αυτοκρατορίας, ήταν βρεφοκομεία, ορφανοτροφεία, πτωχεία(πτωχοκομεία), αναμορφωτήρια για εκδιδόμενες γυναίκες, ξενοταφεία(χώροι στα νεκροταφεία για την ταφή απόρων), τυφλοκομεία και άλλα.

Η βυζαντινή κοινωνία ήταν μια πατριαρχική κοινωνία και μάλιστα αρκετά συντηρητική ώστε να έχει θεσμοθετήσει συγκεκριμένους ρόλους για τους άνδρες και τις γυναίκες (και για το "τρίτο κοινωνικό φύλο", τους ευνούχους), τόσο στην ιδιωτική ζωή όσο και στη δημόσια. Οι θεσμοί αυτοί ήταν δεσμευτικοί, όχι όμως απόλυτα, αφού πολλές φορές η πραγματικότητα που μας παραδίδουν τα κείμενα είναι κάπως διαφορετική. Η πατριαρχία ήταν στην πράξη λιγότερο ασφυκτική μέσα από την υπαρκτή διέξοδο της γυναίκας να μην αφοσιωθεί σε μια οικογένεια και ένα σύζυγο αλλά να ζήσει σε ένα γυναικείο μοναστήρι αφιερώνοντας τη ζωή της στο Θεό. Ο αποκλεισμός των γυναικών από τη δημόσια ζωή μπορούσε να σπάσει σε κάποιες περιπτώσεις, όπου αυτές ήταν αναγκασμένες από τα πράγματα να ενισχύσουν οικονομικά τα σπίτια τους, είτε στις αγροτικές κοινότητες είτε στις πόλεις, ασκώντας ένα βιοποριστικό επάγγελμα. Και βέβαια δεν ήταν λίγες οι ξεχωριστές προσωπικότητες βυζαντινών γυναικών που έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στην πολιτική και κοινωνική ζωή της δικής τους εποχής, αλλά και στο μέλλον του Βυζαντίου, είτε ήταν απλές γυναίκες του λαού, όπως η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, είτε ήταν εξέχουσες εκπρόσωποι της αυτοκρατορικής αυλής ή της αριστοκρατίας, όπως η αυτοκράτειρα Ελένη, η Ανικία Ιουλιανή, η Γάλλα Πλακιδία και άλλες. Τέλος, πρέπει να αναφέρουμε και τους ευνούχους ως ξεχωριστή κατηγορία που όχι μόνον δεν μοιράζονταν τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των δύο άλλων φύλων, αλλά και αυτή την εποχή η παρουσία τους αυξήθηκε και εδραιώθηκε ενώ ο ρόλος τους στα βυζαντινά τεκταινόμενα ήταν υπαρκτός.

Στη δημόσια ζωή του Πρώιμου βυζαντινού κράτους κυριαρχούσε η ανδρική παρουσία και δραστηριότητα τόσο θεσμικά όσο και στην πράξη. Στο βασικότερο εφόδιο των παιδιών για το μέλλον τους, τη μόρφωση, είχαν δικαίωμα μόνο τα αγόρια. Αν και αγόρια και κορίτσια μάθαιναν τα πρώτα

Page 17: βυζαντιο και κοινωνια

γράμματα από τη μητέρα τους, στο σπίτι, μετά μόνο τα αγόρια μπορούσαν να φοιτήσουν στα σχολεία, με σπανιότατες εξαιρέσεις στον κανόνα αυτό. 'Ανδρες είναι αυτοί που παραδίδονται ως πρωταγωνιστές σε όλες τις πλευρές της δημόσιας ζωής (οικονομική, πολιτική, θρησκευτική, στρατιωτική, πνευματική) όπως διαφαίνεται στις πηγές, που και αυτές προέρχονται από το χέρι ενός άντρα. Εξάλλου, από νωρίς οι Πατέρες της Εκκλησίας είχαν περιγράψει με τα μελανότερα χρώματα τη γυναικεία φύση και την επικίνδυνη επιρροή της στους άντρες, και πρόβαλλαν ως ιδανικό της σωστής κόρης και συζύγου την πλήρη υποταγή στον πατέρα και το σύζυγο. Η πολιτεία είχε θεσμοθετήσει τον αποκλεισμό της γυναίκας από κάθε δημόσια δραστηριότητα. Έπρεπε να ζει περιορισμένη και απομονωμένη στο σπίτι μακριά από τα μάτια των ανδρών, να ασχολείται αποκλειστικά με το νοικοκυριό και την ανατροφή των παιδιών έχοντας συνείδηση της κατωτερότητας του φύλου της.

Στην πράξη όμως, η θέση της γυναίκας ήταν διαφορετική, χωρίς βέβαια να είναι ποτέ ισότιμη με του άνδρα. Πολλές γυναίκες βγήκαν στη δημόσια ζωή και σταδιοδρόμησαν επαγγελματικά. Σε κείμενα του 4ου αιώνα και μεταγενέστερα παραδίδονται μαρτυρίες για γυναίκες που, πέρα από την κατασκευή των βυζαντινών υφασμάτων (που θεωρούνταν οικιακή εργασία), ασκούσαν για βιοπορισμό το επάγγελμα της ιατρού, της ιατρομαίας, της μαίας, της καλλιγράφισσας ή και της ναυκλήρισσας. Τις μεγαλύτερες δυνατότητες συμμετοχής στην οικονομική ζωή είχαν οι χήρες που, αν δεν ξαναπαντρεύονταν, διατηρούσαν το δικαίωμα της κυριότητας και διαχείρισης της οικογενειακής περιουσίας. Πολλές γυναίκες αριστοκρατικής καταγωγής επιδίδονταν επίσης σε έργα ευποιΐας, όπως η ίδρυση γηροκομείων, οι δωρεές για την ανέγερση ναών και η εθελοντική εργασία στα νοσοκομεία της εποχής. Και βέβαια δεν πρέπει να ξεχάσουμε τις ξεχωριστές προσωπικότητες γυναικών που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του βυζαντινού κράτους όπως η αυτοκράτειρα Ελένη και Θεοδώρα.

Η βυζαντινή κοινωνία περιλάμβανε και μια ακόμη κατηγορία του ανδρικού φύλου, που όμως είχε κάποια διαφορετικά χαρακτηριστικά: ήταν οι ευνούχοι. Η ύπαρξη ευνούχων δεν ήταν άγνωστη στην αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη, αλλά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο γνώρισαν σαφώς σημαντική αύξηση, καθώς φαίνεται ότι έγιναν ζωτικό στοιχείο της αυτοκρατορικής αυλής από τη βασιλεία του Διοκλητιανού (284-305) και μετά. Οι αυτοκράτορες τους προσλάμβαναν ως προσωπικό των ανακτόρων γιατί δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν το θρόνο, ούτε απειλούσαν τη γνησιότητα των τέκνων της αυτοκρατορικής αυλής. Επιπλέον όμως, οι ευνούχοι βοηθούσαν ιδιαίτερα τον αυτοκράτορα στα καθήκοντά του, εφόσον ήταν προσωπικοί του βοηθοί και το άμεσο περιβάλλον του. Η εγγύτητα και η οικειότητά τους προς τον αυτοκράτορα και τις γυναίκες της Αυλής, τις οποίες υπηρετούσαν και πρόσεχαν, τους έδωσαν σημαντικό ρόλο στην Πρώιμη βυζαντινή κοινωνία μέσω της επιρροής που ασκούσαν. Ωστόσο, σε πολλά κείμενα διακρίνουμε μια γενική αντιπάθεια του βυζαντινού λαού προς τους ευνούχους.

Page 18: βυζαντιο και κοινωνια

Η ηλικία γάμου για τους Βυζαντινούς ήταν τα 15 με 25 περίπου χρόνια για τα αγόρια και τα 13 έως 16 για τα κορίτσια. Στην όλη διαδικασία του γάμου αποφασιστικό ρόλο έπαιζε η συναίνεση των δύο συζύγων και απαιτούνταν η προσωπική υπευθυνότητα του καθενός. Ωστόσο, ο γάμος δεν αποκτούσε πλήρη υπόσταση και ισχύ πριν αποδειχθεί η δυνατότητα της νύφης να ικανοποιήσει τον αναπαραγωγικό σκοπό της οικογένειας, πριν δηλαδή γεννήσει ένα παιδί. Την τελευταία αυτή ρύθμιση υπαγόρευε το παλιό ρωμαϊκό δίκαιο. Και οι δύο σύζυγοι είχαν το δικαίωμα να ζητήσουν διαζύγιο: οι γυναίκες σε περίπτωση μοιχείας ή παρανομίας ή διάπραξης ενέργειας που στρεφόταν εναντίον της ενώ οι άνδρες και σε ενδεχόμενη περίπτωση ανυπακοής ή ανάρμοστης συμπεριφοράς της συζύγου.

Μέσα στην οικογένεια, το βασικό κύτταρο της βυζαντινής κοινωνίας, οι σύζυγοι, σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία, όφειλαν να επιδεικνύουν αρετή και πίστη. Ιδιαίτερα οι γυναίκες είχαν ως αποκλειστικό σκοπό στη ζωή το γάμο και την τεκνοποιία ενώ η θέση τους μέσα σ' αυτόν ήταν παραδοσιακά κατώτερη από του άνδρα. Οικονομική βάση της νέας οικογένειας ήταν η προίκα της γυναίκας.

Όσο για τα παιδιά, τα αγόρια ήταν πιο καλοδεχούμενα γενικά από τα κορίτσια, αφού τα τελευταία σήμαιναν για τους γονείς τη μελλοντική υποχρέωση προικοδότησης, που ήταν ιδιαίτερα βαριά για οικογένειες με χαμηλό εισόδημα και μικρή ή ανύπαρκτη περιουσία. Ωστόσο, δεν μπορούμε να πούμε ότι τα κορίτσια αντιμετωπίζονταν αρνητικά, αφού συμμετείχαν στις διάφορες οικογενειακές υποχρεώσεις εξισορροπώντας έτσι τα αρνητικά επακόλουθα της γέννησής τους. Στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα του πληθυσμού, οι προοπτικές που ανοίγονταν για ένα παιδί μέχρι τα χρόνια του Ιουστινιανού A' (527-565) ήταν η πλήρης άρνηση και εγκατάλειψη από τους γονείς, η εκμετάλλευση (πρακτική εκμετάλλευση ή ακόμη και πώληση), και ο γάμος σε κάποια ηλικία ή η καταφυγή σε μοναστήρι.

Η βυζαντινή αυτοκρατορία στις αρχές του 6ου αιώνα παρουσίαζε σοβαρά κοινωνικά προβλήματα. Πέρα από μια σειρά φυσικών καταστροφών καιμεγάλων επιδημιών (πανούκλας ίσως) που ταλαιπωρούσαν ήδη από τον προηγούμενο αιώνα το λαό, οι εξωτερικοί κίνδυνοι ήταν ιδιαίτερα αισθητοί στην Ανατολή (Πέρσες), στη Δύση (Γότθοι, Βάνδαλοι) και στο Βορρά ('Αντες,Ούννοι, 'Αβαροι και Σλάβοι).

Page 19: βυζαντιο και κοινωνια

Σαν να μην έφθαναν αυτά, η κοινωνική ζωή στο εσωτερικό παρουσίαζε επίσης σοβαρά προβλήματα, που συνίσταντο σε διαφθορά του διοικητικού μηχανισμού και σε μια περίεργη κοινωνική ζύμωση, τα χαρακτηριστικά της οποίας αναφάνηκαν μέσα από την εξέγερση των δήμων. Αιτία της ζύμωσης αυτής, την οποία ανέδειξε η διαφθορά των διοικητικών υπηρεσιών, ήταν η έλλειψη του θεσμικού πλαισίου, το οποίο άφηνε ευρύτατα περιθώρια κατάχρησης της εξουσίας στους διοικητικούς υπαλλήλους και δεν κατοχύρωνε τους μικρούς γαιοκτήμονες και μικροκαλλιεργητές από την επεκτατική απληστία των μεγαλογαιοκτημόνων.

Η κοινωνική ζύμωση επιτεινόταν από τη συντηρούμενη από την πολιτική εξουσία οξύτατη θρησκευτική αντιπαράθεση των οπαδών και των αντιπάλων της Δ' Οικουμενικής Συνόδου (451), που δίχαζε βαθύτατα τόσο την ηγεσία όσο και το λαό της αυτοκρατορίας. Οι συνέπειες της κοινωνικής ανησυχίας ήταν ιδιαίτερα αισθητές μέσα στην Κωνσταντινούπολη, αφού οι δήμοι συμμετείχαν στη γενική αντιπαράθεση εκμεταλλευόμενοι τις θρησκευτικές και κοινωνικές αντιθέσεις. Οι Βένετοι και οι Πράσινοι που βρίσκονταν σε συνεχή ανταγωνισμό, προσέδωσαν σ' αυτόν και θρησκευτική διάσταση, αφού οι Βένετοι υποστήριζαν τους οπαδούς της Δ' Οικουμενικής Συνόδου, οι δε Πράσινοι τους αντιπάλους της Μονοφυσίτες. Η γενική κοινωνική κρίση κατέληξε στα αιματηρά γεγονότα της περίφημης Στάσης του Νίκα (από το κοινό σύνθημα των στασιαστών), που διαδραματίστηκαν στον ιππόδρομο και αναστάτωσαν την Κωνσταντινούπολη για μια εβδομάδα περίπου (11-18 Ιανουαρίου 532). Η Στάση απείλησε το θρόνο του Ιουστινιανού, αλλά η δυναμική και αποφασιστική παρέμβαση της Θεοδώρας και η δράση των στρατηγών Βελισάριου και Μούνδου κατέστειλαν τη στάση και αποκατέστησαν την τάξη στην Πρωτεύουσα. Ο Ιουστινιανός, αφού εξήλθε πια πανίσχυρος από τη Στάση του Νίκα, επιδόθηκε πιο αποφασιστικά στη θεσμοθέτηση των αναγκαίων εσωτερικών μεταρρυθμίσεων που αποκατέστησαν μια κοινωνική ισορροπία στην αυτοκρατορία.

Η βυζαντινή αυτοκρατορία, από τα τέλη του 5ου και κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα, γνώρισε μεγάλες καταστροφές που οφείλονταν σε σεισμούς,μεγάλους λοιμούς και εχθρικές επιδρομές ξένων λαών. Αυτό θα πρέπει όχι μόνο να μείωσε τον πληθυσμό του κράτους σε κάποιες περιοχές αλλά και να προκάλεσε ανασφάλεια, συνέπειες ωστόσο που θα πρέπει να ισοσταθμίστηκαν από την αύξηση του πληθυσμού της αυτοκρατορίας με την αναπροσάρτηση από τον Ιουστινιανό A' (527-565) περιοχών της Μεσογείου. Η μεγαλύτερη ωστόσο, αλλαγή που υπέστη το βυζαντινό

Page 20: βυζαντιο και κοινωνια

κράτος, πρέπει να ήταν τόσο αριθμητική όσο και εθνολογική και άρχισε λίγες δεκαετίες μετά το θάνατο του Ιουστινιανού. Πρώτη της ένδειξη υπήρξε η μαζική εγκατάσταση σλαβικών πληθυσμών στη Βαλκανική χερσόνησο. Οι Σλάβοι εισέβαλαν σε διαδοχικά κύματα και, αντίθετα από προηγούμενους επιδρομείς, εγκαταστάθηκαν μόνιμα. Τους Σλάβους ακολούθησαν οι 'Αβαροι, λαός τουρκικής καταγωγής με τον οποίο οι

Σλάβοι συχνά συμμαχούσαν: επέδραμαν σε όλη την περιοχή της σημερινής Ελλάδας, εκδίωκαν ή σκότωναν τους ντόπιους πληθυσμούς και εγκαταστάθηκαν στα μέρη τους. Στο τέλος του 6ου και την αρχή του 7ου αιώνα, όταν το σύνορο του Δούναβη κατέρρευσε εντελώς, ολόκληρη ουσιαστικά η Βαλκανική χερσόνησος είχε αλλάξει δημογραφική σύνθεση και είχε ξεφύγει από τον βυζαντινό έλεγχο. Η τελευταία σημαντική σλαβική εγκατάσταση στην περιοχή πραγματοποιήθηκε από τους Σέρβους και τους Κροάτες, που την εποχή του Ηρακλείου A' (610-641) κατέλαβαν τις περιοχές της Βαλκανικής που κατοικούν μέχρι σήμερα.

Στις Πρώιμες βυζαντινές πόλεις, η ζωή συνεχίστηκε στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες πάνω στο μοντέλο των τελευταίωνπροχριστιανικών, με λίγες μόνο και μικρές αλλαγές. Η σπουδαιότερη αλλαγή ήταν αυτή της θρησκείας. Σήμανε διαφορετικούς τόπους και τρόπους λατρείας, αλλά και σιγά σιγά επέβαλε μια νέα ηθική στη δημόσια και ιδιωτική ζωή, που όμως έγινε εμφανέστερη στη Μεσοβυζαντινή περίοδο. Η ζωή που κυλούσε σ' αυτό το μοντέλο ξαφνικά αναστατώθηκε στο τέλος του 5ου αιώνα, αλλά κυρίως τον 6ο. Οι ανασκαφές μάς δείχνουν καταστροφές και πυρκαγιές και οι γραπτές πηγές μιλούν για σειρά καταστροφικών σεισμών και αλλεπάλληλων εχθρικών επιδρομών και λεηλασιών. Τα περισσότερα από τα αστικά κέντρα, που είχαν απλωθεί και αναπτυχθεί στις κοιλάδες και τα παράλια της Μεσογείου και των Βαλκανίων για περίπου μια χιλιετία, δεν μπορούσαν πια να επιβιώσουν. Μετά την καταστροφή τους, οι προσπάθειες αναστήλωσης και επισκευής, που γίνονταν από τους κατοίκους κατά τη διάρκεια των προηγούμενων αιώνων, σταμάτησαν. Τα αστικά αυτά κέντρα εγκαταλείφθηκαν και όσος από τον πληθυσμό τους κατάφερε να επιβιώσει κατέφυγε σταδιακά, μέσω μιας διαδικασίας που θα εξελιχθεί στη Μεσοβυζαντινή περίοδο, σε φυσικά οχυρές και δυσπρόσιτες τοποθεσίες. Σ' αυτές τις νέες θέσεις που ήταν σχεδόν πάντα λόφοι ή υψώματα κοντά στην παλιά πόλη, έχτισε τώρα τα σπίτια του με τις πέτρες που έφερε από τα κατεστραμμένα παλιά κτήρια, οχυρώθηκε μέσα σε γερά φρούρια και οργάνωσε τη ζωή του με μεγαλύτερη ασφάλεια.

Η κατάσταση της αυτοκρατορίας στις αρχές του 6ου αιώνα παρουσίαζεσοβαρή διαφθορά του διοικητικού μηχανισμού και μια περίεργη κοινωνική αναταραχή. Η διαφθορά των διοικητικών υπηρεσιών ανέδειξε τις

Page 21: βυζαντιο και κοινωνια

ελλείψεις του θεσμικού πλαισίου, το οποίο άφηνε ευρύτατα περιθώρια στους διοικητικούς υπαλλήλους για καταχρήσεις της εξουσίας των αξιωμάτων τους, αφού τα αγόραζαν με υψηλό αντίτιμο και τα ασκούσαν καταπιεστικά, ενώ δεν κατοχύρωνε τους μικρούς γαιοκτήμονες και μικροκαλλιεργητές από την επεκτατική απληστία των μεγαλογαιοκτημόνων. Η κοινωνική ζύμωση επιτεινόταν κι από τη συντηρούμενη από την πολιτική εξουσία οξύτατη θρησκευτική αντιπαράθεση των οπαδών και των αντιπάλων της Δ' Οικουμενικής Συνόδου (451), που δίχαζε βαθύτατα τόσο την ηγεσία όσο και το λαό της αυτοκρατορίας, ενώ οι εξωτερικοί κίνδυνοι ήταν ιδιαίτερα αισθητοί στην Ανατολή (Πέρσες), στη Δύση (Γότθοι, Βάνδαλοι) και στο Βορρά ('Αντες, Ούννοι, Σλάβοι).

Οι συνέπειες της κοινωνικής ανησυχίας ήταν ιδιαίτερα αισθητές μέσα στην Κωνσταντινούπολη, όπου οι δήμοι διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο με την εκμετάλλευση των θρησκευτικών και κοινωνικών αντιθέσεων. Οι δυναμικοί δήμοι των Βένετων και των Πράσινων βρίσκονταν σε συνεχή ανταγωνισμό, στον οποίο προσέδωσαν και θρησκευτική διάσταση, αφού οι Βένετοι υποστήριζαν τους οπαδούς της Δ' Οικουμενικής Συνόδου, οι δε Πράσινοι τους αντιπάλους της Μονοφυσίτες. Οι διαμαρτυρίες στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Ιουστινιανού, κατέληξαν στην περίφημη Στάση του Νίκα (από το κοινό σύνθημα των στασιαστών), που αναστάτωσε την Κωνσταντινούπολη για μια εβδομάδα περίπου (11-18 Ιανουαρίου 532) και απείλησε το θρόνο του Ιουστινιανού A' (527-565). Μετά από τα γεγονότα αυτά ο Ιουστινιανός επιδόθηκε πια πιο αποφασιστικά στη θεσμοθέτηση των αναγκαίων εσωτερικών μεταρρυθμίσεων. Το ευρύτατο νομοθετικό έργο είναι το θεμέλιο όλου του μεταρρυθμιστικού έργου του που επηρέασε τόσο τη δημόσια διοίκηση, όσο και την κοινωνική θέση των κατώτερων κοινωνικών ομάδων, και ακόμη και την ιδιωτική ζωή και την οικογένεια.

Kατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο τα βουλευτήρια φθίνουν όλο και περισσότερο, αν και διατηρήθηκαν και τον 5ο και 6ο αιώνα. Παρατηρείται όμως μια γενική απαξίωση του βουλευτικού αξιώματος. Ο Ιουστινιανός σε μια Νεαρά του περιγράφει την κατάσταση ως εξής: "αν κάποιος μετρούσε τα βουλευτήρια στο κράτος μας, θα εύρισκε ελάχιστα, εκ των οποίων κάποια δεν έχουν ούτε ανθρώπους (βουλευτές) ούτε χρήματα, ενώ άλλα έχουν μεν λίγους ανθρώπους αλλά χρήματα με κανέναν τρόπο". Ο Ιουστινιανός έλαβε μέτρα αντιμετώπισης αυτής της κατάστασης ορίζοντας να συμπράττουν στη διοίκηση της πόλης τρεις παράγοντες: η Εκκλησία με τον επίσκοπο της περιοχής, οι εκπρόσωποι της αυτοκρατορικής κυβέρνησης και οι μεγαλοκτηματίες της πόλης και της γύρω από αυτήν περιοχής. Οι

Page 22: βυζαντιο και κοινωνια

τελευταίοι δεν αναφέρονται πια ως βουλευτές (curiales), αλλά με τους όρους πρωτεύοντες, κτήτορες και οικήτορες. Ο Ιουστινιανός προέτρεψε επίσης τους πρωτεύοντες και τους επισκόπους να καταγγέλλουν απόπειρες εκμετάλλευσης και πλημμελήματα των υπεύθυνων αρχόντων σε βάρος των φορολογούμενων απλών πολιτών. Έτσι από τους δύο τελευταίους αιώνες της Πρώιμης Bυζαντινής εποχής σημαντικό ρόλο στη ζωή της πόλεως παίζει πια ο επίσκοπος, με πρωτοβουλίες και δικαιοδοσίες που αφορούν σε τομείς που εκτείνονται σε όλη σχεδόν τη δημόσια ζωή της πόλης.

Τον 6ο αιώνα, οι νομοθετικές ρυθμίσεις του Ιουστινιανού A' (527-565)επέφεραν βελτιώσεις στο καθεστώς τωνεναπόγραφων γεωργών, που κέρδισαν το δικαίωμα να αποκτούν, με τη συναίνεση βεβαίως και του γαιοκτήμονα, τη δική τους έγγειο ιδιοκτησία, με την υποχρέωση να καταβάλλουν τη φορολογία που της αναλογούσε. Έτσι, από τα μέσα του 6ου αιώνα, οι ομάδες των (coloni)μισθωτών και των εναπόγραφων έχουν ήδη αρχίσει να αφομοιώνονται στους ελεύθερους μικροϊδιοκτήτες καλλιεργητές και τείνουν να εξαφανιστούν: οι όροι κολωνός καιεναπόγραφος δεν επιβιώνουν πέραν του 6ου αιώνα και αντικαθίστανται από τους παροίκους,καθώς στη Mέση Βυζαντινή περίοδο η παροικίασταδιακά εκτοπίζει κάθε άλλο τρόπο εκμισθώσεως της γης.Στα χρόνια του Ιουστινιανού βελτιώθηκε ακόμη περισσότερο και το καθεστώς των δούλων, με την επαναφορά κάποιων παλιότερων ρωμαϊκών διατάξεων. Σύμφωνα μ' αυτές οι δούλοι μπορούσαν να αναλάβουν την καλλιέργεια κάποιων κτημάτων που τους παραχωρούσε ο κύριός τους ή ακόμη περισσότερο να τα μισθώνουν από τον κύριό τους για αυτόνομη καλλιέργεια σαν να ήταν δηλαδή κολωνοί. Αυτό βοήθησε στη σταδιακή επίτευξη μιας εξίσωσης δούλων και ελευθέρων. Η κατάργηση των ηθικών διακρίσεων, καθώς και η οικονομική χειραφέτηση -μέσω του δικαιώματος ιδιοκτησίας- και η απλοποίηση της διαδικασίας απελευθέρωσης των δούλων, που είχε ήδη συντελεστεί, είχαν ως αποτέλεσμα και την κοινωνική χειραφέτηση τουλάχιστον της ομάδας των αγροτικών δούλων που σιγά σιγά, στους επόμενους αιώνες, διαλύθηκε μέσα στις τάξεις των ελεύθερων καλλιεργητών γης.

Οι νομοθετικές ρυθμίσεις του Ιουστινιανού A' (527-565) είχαν επιπτώσεις και στη βυζαντινή οικογένεια. Καταρχήν, ο Ιουστινιανός κατήργησε το συναινετικό διαζύγιο, τη δυνατότητα δηλαδή της ελεύθερης διάλυσης του γάμου με κοινή απόφαση των συζύγων, που υπήρχε στο Βυζάντιο από το προϊουστινιάνειο δίκαιο. Η πίεση της Εκκλησίας, που είχε γενικά αρνητική στάση απέναντι στο διαζύγιο, ώθησε τον Ιουστινιανό στην απαγόρευση της συναινετικής λύσης του

Page 23: βυζαντιο και κοινωνια

γάμου, με μόνη εξαίρεση την περίπτωση που αυτό συνέβαινε λόγω επιλογής του μοναχικού βίου. Οι κυρώσεις για τους παραβάτες ήταν αρχικά περιουσιακού χαρακτήρα και στη συνέχεια, επιβλήθηκε η υποχρεωτική κουρά των παραβατών. Το διαζύγιο επετράπη πάλι από τον Ιουστίνο Β' (565-578) το 556 και ξανακαταργήθηκε από τη δυναστεία των Ισαύρων.

Παρότι σύζυγος μιας σημαντικής γυναίκας, της Θεοδώρας, ο Ιουστινιανός έλαβε μέτρα που καθόλου δεν ευνοούσαν τις γυναίκες. Θέσπισε την παντοδυναμία της πατρικής θέλησης στην επιλογή του συζύγου της κόρης, και όρισε ότι η επίσημη σύναψη γαμήλιου συμβολαίου ήταν υποχρεωτική μόνο για τους ανώτερους αξιωματούχους, ενώ για τους υπόλοιπους υπηκόους της αυτοκρατορίας δεν ήταν υποχρεωτική καμία πολιτική ή θρησκευτική γαμήλια τελετή: ο γάμος μπορούσε να είναι άγραφος.

Περισσότερα έκανε για τα παιδιά. Για τη θεραπεία του φαινομένου της εγκατάλειψης ή εκμετάλλευσης των παιδιών από τους γονείς τους, η ιουστινιάνεια νομοθεσία θέσπισε την ίδρυση, μεταξύ άλλων, ευαγών ιδρυμάτων και βρεφοτροφείων, όπου η Εκκλησία αναλάμβανε την ανατροφή των εγκαταλειμμένων παιδιών. Επίσης, συμπλήρωσε τους νόμους σχετικά με την εκμετάλλευση, απαγορεύοντας στους γονείς να δίνουν, να πωλούν ή να αφήνουν ενέχυρο τα παιδιά τους (παρόλο που η πρακτική ανεπίσημα συνεχίστηκε σποραδικά ως το 15ο αιώνα). Η πώληση ενός παιδιού επιτρεπόταν σε πολύ φτωχούς γονείς και μόνο κάτω από την πίεση πολύ μεγάλης ανάγκης, αλλά και τότε ο αγοραστής ήταν υποχρεωμένος να αφήσει το παιδί να φύγει, αρκεί να του δινόταν η σωστή αποζημίωση.

Page 24: βυζαντιο και κοινωνια

Η περίοδος από τις αρχές του 7ου μέχρι τις αρχές του 9ου αιώνα αποτελεί μια κρίσιμη εποχή για την εξέλιξη της μεσαιωνικής κοινωνίας. Κείμενα και υλικά κατάλοιπα αποκαλύπτουν ότι οι αρχαίες πόλεις πέρασαν μια περίοδο κρίσης και σταδιακά ο αρχαίος αστικός τρόπος ζωής εξαφανίστηκε, ενώ παρατηρήθηκε μια γενικότερη στροφή προς την αγροτική ζωή.

Χαρακτηριστική ένδειξη αυτού του μετασχηματισμού της κοινωνίας, όπως έχει παρατηρήσει ο βυζαντινολόγος A. Kazhdan, είναι το γεγονός πως στα αγιολογικά κείμενα του 4ου και 6ου αιώνα οι άγιοι φαίνεται ότι προέρχονταν από αστικά περιβάλλοντα και μεγάλες πόλεις, ενώ από τον 7ο μέχρι τον 9ο αιώνα κατάγονταν από αγροτικές οικογένειες, ήταν δηλαδή παιδιά ιερέων της υπαίθρου ή ανήκαν στην τάξη των γαιοκτημόνων.

Οι αλλαγές στις κοινωνικές δομές έφεραν και γενικότερες αλλαγές στη δημόσια ζωή και στις πολιτιστικές δραστηριότητες και αναζητήσεις του πληθυσμού της αυτοκρατορίας.

Μέσα από την γνωριμία με το φαινομένο της κρίσης και του μετασχηματισμού των αρχαίων πόλεων, καθώς και των επιπτώσεων που είχαν στις κοινωνικές δομές, στη δημόσια ζωή και στην κουλτούρα των ανθρώπων, θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε τις αλλαγές στην κοινωνία της εποχής. Παράλληλα, στη θεματική ενότητα Κοινωνική Δομή, θα παρουσιάσουμε τα κύρια χαρακτηριστικά των κοινωνικών ομάδων της περιόδου.

Ένα σημαντικό ζήτημα, που απασχολεί την επιστημονική κοινότητα τουλάχιστον τα τελευταία πενήντα χρόνια, αποτελεί η κρίση των αρχαίων πόλεων και ο μετασχηματισμός τους σε μεσαιωνικά οικιστικά σύνολα.Η σημασία του θέματος έγκειται στο γεγονός ότι η παρακμή των αρχαίων πόλεων, που αποτελούσαν το βασικό δομικό σχηματισμό του ρωμαϊκού και πρώιμου βυζαντινού κράτους, είχε σημαντικές επιπτώσεις στις κοινωνικές δομές, στις οικονομικές δραστηριότητες και στην πολιτιστική ζωή και τη νοοτροπία των ανθρώπων του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους.Το ζήτημα πήρε και άλλες διαστάσεις, καθώς κάποιοι μελετητές το συνέδεσαν με βασικά ερωτήματα της μεσαιωνικής ιστορίας και του

Page 25: βυζαντιο και κοινωνια

πολιτισμού, όπως η μετάβαση από την Αρχαιότητα στους λεγόμενους μέσους χρόνους, η συνέχεια από την κλασική παράδοση και τον ελληνορωμαϊκό κόσμο στο Βυζάντιο κ.ά.

Το φαινόμενο, στη βάση του οποίου πρέπει να αναζητήσουμε περισσότερες από μία αιτίες, είχε μια μεγάλης διάρκειας πορεία, και ήδη στην περίοδο που διαπραγματευόμαστε, οι περισσότερες επαρχιακές πόλεις έχουν χάσει πια την οικονομική τους ευρωστία και τη σημασία τους για τη διοικητική οργάνωση του κράτους και σταδιακά έχουν δώσει τη θέση τους σε αγροτικούς οικισμούς. Οι οικισμοί αυτοί εξελίχθηκαν στην πορεία του χρόνου στις πόλεις-κάστρα της Μεσοβυζαντινής περιόδου. Το αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης διαγράφεται χαρακτηριστικά σε ένα απόσπασμα από την περσική γεωγραφική πραγματεία Hudud al-Alam, που περιγράφει τη βυζαντινή αυτοκρατορία κατά το 10ο αιώνα: "...παλιά οι πόλεις ήταν πολυάριθμες στο Ρουμ, αλλά τώρα έχουν λιγοστέψει. Οι περισσότερες περιοχές είναι εύφορες και ευχάριστες, και κάθε μια έχει ένα ιδιαίτερα ισχυρό φρούριο, εξαιτίας των συχνών επιδρομών των μαχητών της πίστης (τους 'Aραβες). Σε κάθε χωριό αναλογεί ένα κάστρο, όπου σε περίπτωση επιδρομής βρίσκουν καταφύγιο".

Φυσικές καταστροφές, σεισμοί, λοιμοί, αλλά και οι σλαβικές επιδρομές είχαν ως αποτέλεσμα, ήδη από τον 6ο αιώνα, τη φυσική καταστροφή πολλών επαρχιακών πόλεων του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους. Αργότερα, οι αραβικές κατακτήσεις του 7ου αιώνα είχαν ως συνέπεια να χαθούν οι πόλεις της Συρίας και της Αιγύπτου, πόλεις που ήταν από τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες της αυτοκρατορίας.

Οι καταστροφές της φύσης και οι εχθρικές επιδρομές δεν ήταν όμως η μοναδική αιτία της κρίσης των αστικών κέντρων. Ήταν μάλλον η αφορμή για την εκδήλωση του φαινομένου, ενώ κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωσή του έπαιξαν οι αλλαγές στη σχέση των πόλεων με την κεντρική διοίκηση.Συγκεκριμένα, οι πόλεις από τον 7ο αιώνα δεν ήταν πια αυτόνομα διοικητικά κέντρα, αλλά πέρασαν στη διαχείριση αξιωματούχων της κεντρικής διοίκησης, που κύριο στόχο τους είχαν να ελέγχουν και να μεταφέρουν στα κρατικά ταμεία τους οικονομικούς πόρους της περιφέρειάς τους.Έτσι, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο J. Haldon, ενώ το υστερορωμαϊκό και πρώιμο βυζαντινό κράτος αποτελούσε μια ευρεία χωροταξική οργάνωση

Page 26: βυζαντιο και κοινωνια

αυτοδιοικούμενων πόλεων, το μέσο βυζαντινό ήταν ένα συγκεντρωτικό διοικητικό δίκτυο αγροτικών οικονομιών.

Ενδεικτικό της νέας κατάστασης είναι το γεγονός πως στις δύο βασικές αφηγηματικές πηγές της περιόδου που εξετάζουμε, την "Ιστορία Σύντομον" του πατριάρχη Νικηφόρου και τη "Χρονογραφία" του Θεοφάνη, λείπουν οι αναφορές σε πόλεις. Ανάλογα, η εικόνα της κοινωνίας

που παρουσιάζουν είναι κατά βάση αγροτική και χαρακτηρίζεται από την εγκατάλειψη του αστικού βίου και τη διαβίωση του πληθυσμού στην ύπαιθρο.Βέβαια, σε κάποιες μεγάλες πόλεις, όπως η Έφεσος, η Νίκαια και η Θεσσαλονίκη, εξακολούθησε να υπάρχει αστική ζωή, ενώ κυρίαρχη πόλη παρέμεινε η πρωτεύουσα, η Κωνσταντινούπολη, την οποία οι αφηγηματικές πηγές αναφέρουν ως η "βασιλεύουσα πόλις". Οι υπόλοιπες πόλεις δεν εξαφανίστηκαν, αλλά χάνοντας τον παλαιότερο χαρακτήρα τους μετασχηματίστηκαν σταδιακά σε πόλεις-κάστρα, δηλαδή οικιστικά σύνολα μ' έναν οχυρό χώρο, τα οποία προσέφεραν προστασία στον κυρίως αγροτικό πληθυσμό που συγκεντρωνόταν και οργανωνόταν σε κοινότητες γύρω απ' αυτά.

Η κρίση και ο μετασχηματισμός των επαρχιακών πόλεων της αυτοκρατορίας από ακμάζοντα αστικά κέντρα σε μικρότερους αγροτικούς οικισμούς, όπως ήταν φυσικό, είχε επιπτώσεις και στις δομές της κοινωνίας. Σταδιακά εξαφανίστηκαν κοινωνικές ομάδες που σχετίζονταν άμεσα με τη δομή και λειτουργία των πόλεων, όπως οι βουλευτές, τα μέλη δηλαδή του βουλευτηρίου (curia), τα οποία ανάμεσα στα άλλα ήταν υπεύθυνα για την καλή λειτουργία των δημόσιων κτιρίων, τη συντήρηση των τειχών, τη διοργάνωση των γιορτών και δημόσιων εκδηλώσεων κλπ. Γενικότερα, η ανώτερη τάξη των πόλεων, που απαρτιζόταν κυρίως από μεγάλους γαιοκτήμονες και πλούσιους εμπόρους ή βιοτέχνες, εξαιτίας των επιπτώσεων που είχε το φαινόμενο αυτής της κρίσης στις οικονομικές δραστηριότητες, παρήκμασε και βαθμιαία έχασε την ισχύ της.

Πέρα όμως από τις γενικότερες επιπτώσεις στην ταξική διαστρωμάτωση της βυζαντινής κοινωνίας, οι νέες συνθήκες ζωής επέδρασαν και στις κοινωνικές μικροδομές. Συγκεκριμένα, η οικογένεια απέκτησε στενότερους

Page 27: βυζαντιο και κοινωνια

δεσμούς και ο βασικός πυρήνας της, δηλαδή το ζευγάρι με τα παιδιά του και τους στενότερους συγγενείς, αποτέλεσε πλέον το βασικό δομικό σχήμα της βυζαντινής κοινωνίας.

Ενδεικτική των αλλαγών είναι η προσπάθεια του κράτους, μέσω της νομοθεσίας, αλλά και της Εκκλησίας, μέσω της ηθικής και της διδασκαλίας της, να ρυθμίσουν θέματα που σχετίζονται με το θεσμό της οικογένειας, όπως ο γάμος, το διαζύγιο, η υιοθεσία κλπ. Έτσι η "Εκλογή", το νομοθετικό έργο των Ισαύρων, καθόριζε τη νόμιμη ηλικία γάμου, την υποχρεωτική σύνταξη γαμικού συμβολαίου, απαγόρευε τον αρχαίο ρωμαϊκό τρόπο διαζυγίου "κατά συναίνεσιν", και όριζε ως λόγους διαζυγίου τη μοιχεία ή την επιβουλή της ζωής του ενός συζύγου!Στο Βίο του Όσιου Φιλάρετου διαφαίνεται η συνοχή και η σημασία που αποκτά η οικογένεια την εποχή αυτή.

Η οικογένεια απέκτησε ιδιαίτερη συνοχή στη Μεσοβυζαντινή περίοδο καιεξελίχθηκε στο βασικό δομικό στοιχείο της κοινωνικής οργάνωσης. Ηνομοθεσία, που καθόριζε με αυστηρότητα συναφή θέματα, όπως ο γάμοςκαι το διαζύγιο, αλλά και η θέση που πήρε η οικογένεια στους κανόνεςκαι τη διδασκαλία της Εκκλησίας, μας αποκαλύπτουν την ιδιαίτερησημασία της για τη βυζαντινή κοινωνία. Τα αγιολογικά κείμεναεπίσης παρουσιάζουν πολλές φορές με μεγάλη αμεσότητα την οικογένειατης εποχής.

Ένα κείμενο από το Βίο του Όσιου Φιλάρετουμας αφηγείται πως, όταν η αυτοκράτειρα Ειρήνη αναζητούσε την ιδανική νύφη για το γιο της και διάδοχοΚωνσταντίνο Στ', έστειλε ειδικούς πρεσβευτές να ψάξουν στηνεπικράτειά της για τη μελλοντική αυγούστα.Αυτοί έφτασανμέχρι το σπίτι του Φιλάρετου. Ο όσιος τους πληροφόρησε πως, αν και οίδιος ήταν ένας φτωχός άνθρωπος, οι κόρες του δεν είχαν ποτέ βγει απότο δωμάτιό τους! Καθώς όμως του έφερναν δεσποτικές προσταγές, μπορούσαν να τις επισκεφτούν. Μπαίνοντας οι βασιλικοί απεσταλμένοισυνάντησαν τις κόρες του γέροντα μαζί με τις δικές τους κόρες και, βλέποντας την ομορφιά μητέρων και θυγατέρων, γέμισαν θαυμασμό. Τέτοια μάλιστα ήταν η ομορφιά τους που αναρωτήθηκαν ποιες ήταν οικόρες και ποιες οι εγγονές του! Αφού λοιπόν αποφάσισαν ότι μία απόαυτές πληρούσε τις προϋποθέσεις για να γίνει βασιλική νύφη, μάζεψαν

Page 28: βυζαντιο και κοινωνια

όλητην οικογένεια και τριάντα άτομα ξεκίνησαν για την Κωνσταντινούπολη!

Το φαινόμενο της κρίσης των πρώιμων βυζαντινών αστικών κέντρων είχε επιπτώσεις στη δημόσια και καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Η άνθηση των μικρότερων οικιστικών μονάδων με αγροτικό χαρακτήρα, άμεσο επακόλουθο της κρίσης, έφερε αλλαγές στη γεωργική παραγωγή, την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας και κατ' επέκταση αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες του πληθυσμού.

Παράλληλα, η ίδια η πόλη, το οικιστικό σύνολο, άλλαξε μορφή. Δημόσια κτίρια, όπως βουλευτήρια, λουτρά, θέατρα, χώροι αγώνων, καταστράφηκαν και εγκαταλείφθηκαν ή άλλαξαν χρήση. Αγιολογικά κείμενα και άλλες πηγές μάς πληροφορούν για την κατάσταση των δημόσιων οικοδομημάτων, τα οποία χαρακτήριζαν την κλασική πόλη-δήμο.Ο Θεοφάνης, για παράδειγμα, αναφέρει πως το Τζυκανιστήριο της Εφέσου από χώρος άθλησης είχε μετατραπεί σε χώρο μαρτυρίου τον καιρό των εικονομαχικών διωγμών και ανάλογα ο Βίος του Αγίου Στεφάνου του Νέου αναφέρει ένα παλιό και εγκαταλειμμένο λουτρό, που χρησίμευσε ως φυλακή εικονολατρών.

Μαζί με τα οικοδομήματα παρήκμασαν και οι πολιτιστικές αξίες του αστικού πολιτισμού. Χαρακτηριστική είναι η καταγραφή αυτών των αλλαγών στο έργο του βυζαντινολόγου A. Kazhdan: "Ο

πολιτισμός της αρχαιότητας ήταν ανοιχτός και δημόσιος. Η ζωή της πόλης ήταν συγκεντρωμένη στην αγορά, στο θέατρο, στον ιππόδρομο, στις φαρδιές αψιδοστοιχίες που πλαισίωναν τις κεντρικές λεωφόρους. Στο Βυζάντιο, όλες οι μορφές δημόσιας ζωής μετασχηματίστηκαν ριζικά [...] η εμπορική κίνηση συχνά συγκεντρωνόταν στα στενά σοκάκια των μεσαιωνικών οικισμών, ο ιππόδρομος έσβησε επίσης ή τουλάχιστον έχασε την κοινωνική του σημασία. Τα δημόσια λουτρά έπαψαν να λειτουργούν [...]. Οι θρησκευτικές τελετές έχασαν βαθμιαία τον ανοιχτό και δημόσιο χαρακτήρα τους [...]. Η κλίμακα των ιερών χώρων άλλαξε εξίσου θεαματικά. Τα ογκώδη θρησκευτικά κτίσματα του 6ου αιώνα δεν έχουν το ανάλογό τους τους επόμενους αιώνες". 

Page 29: βυζαντιο και κοινωνια

(Kazhdan, A. P., Wharton-Epstein, A., Αλλαγές στον βυζαντινό πολιτισμό 11ος -12ος αιώνας, Αθήνα 1997, σελ. 26-28).

Αυτή η μετάβαση από "ανοιχτούς και δημόσιους" τρόπους ζωής σε "κλειστούς και ιδιωτικούς" παρατηρείται και στον ιδιωτικό τομέα. Τεκμήριο αυτών των αλλαγών βρίσκουμε στις μεταβολές στο χώρο κατοικίας.

Εποχή σημαντικών αλλαγών και μετασχηματισμών που καθόρισαν τηφυσιογνωμία του μεσαιωνικού βυζαντινού κράτους, η περίοδος από τιςαρχές του 7ου αιώνα έως περίπου τα μέσα του 9ου αφήνει ακόμη πολλάερωτηματικά για τους ερευνητές, καθώς οι σύχρονες πηγές είναι λίγες καιόχι ιδιαίτερα αποκαλυπτικές.

Την περίοδο αυτή παρατηρούνται αλλαγές και μετασχηματισμοί και στηνκοινωνική διαστρωμάτωση της αυτοκρατορίας. Παραδοσιακές κοινωνικέςομάδες της ρωμαϊκής και πρώιμης βυζαντινής κοινωνίας, όπως ηκληρονομική αριστοκρατία, η ανώτερη αστική τάξη, οι εξαρτημένοι χωρικοί, σταδιακά εξαφανίστηκαν, ενώ στη θέση τους εμφανίστηκαν νέες κοινωνικέςομάδες, όπως οι επαρχιακοί, κρατικοί και στρατιωτικοί, αξιωματούχοι καιμια σχεδόν ομοιογενής αγροτική τάξη. Οι αλλαγές αυτές συνδέονται άμεσαμε τις πολιτικές εξελίξεις, την κρίση των επαρχιακών πόλεων τηςαυτοκρατορίας και τις αλλαγές στις οικονομικές δραστηριότητες.

Οιμεταβολές επίσης στην εσωτερική οργάνωση του κράτους, όπως ησυγκρότηση της επαρχιακής διοίκησης σε θέματα και η σταδιακή ανάπτυξητης κεντρικής γραφειοκρατίας, που έφτασε στο απόγειό της στην περίοδοτων Μακεδόνων (867-1025), έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση μιαςνέας, ανώτερης τάξης κρατικών αξιωματούχων, αλλά και νέων σχέσεωνανάμεσα στους ανθρώπους που καλλιεργούσαν τη γη.

Η απώλεια των βυζαντινών επαρχιών με μεγάλη αγροτική παραγωγή, όπως η Συρία και η Αίγυπτος, οι αναστατώσεις που προξένησαν στην αυτοκρατορία οι εχθρικές επιδρομές του 7ου και 8ου αιώνα, η κρίση των θεσμών και οι δυσμενείς μεταβολές του τρόπου ζωής στις επαρχιακές πόλεις είχαν ως αποτέλεσμα να αλλάξουν τα δεδομένα στην εκμετάλλευση της γης. Σταδιακά, οι μεγάλοι

Page 30: βυζαντιο και κοινωνια

γαιοκτήμονες που ζούσαν στις πόλεις και οι εξαρτημένοι χωρικοί που βρίσκονταν στην υπηρεσία τους εξέλειψαν και ο αγροτικός πληθυσμός απέκτησε μία ομοιομορφία.

Σημαντικές πληροφορίες για την αγροτική κοινωνία της περιόδου μάς παρέχει ο Βίος του Όσιου Φιλάρετου, ενώ έμμεσες πληροφορίες παίρνουμε επίσης από τη νομοθεσία και κυρίως από το λεγόμενο "Γεωργικό Νόμo". Οι παραπάνω πηγές μάς αποκαλύπτουν τη μείωση της μεγάλης ιδιοκτησίας και την αύξηση των ελεύθερων καλλιεργητών.

Αν και πλούσιοι μεγαλοκτηματίες υπήρχαν ακόμη, όπως ήταν π.χ. ο όσιος Φιλάρετος, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού που ασχολιόταν με την καλλιέργεια της γης ήταν ελεύθεροι αγρότες που είχαν συνήθως στην κατοχή τους μικρές εκτάσεις γης. Αυτοί δεν υπόκεινταν σε κανένα περιορισμό, όπως παλαιότερα οι εξαρτημένοι καλλιεργητές, εκτός από το να πληρώνουν τους φόρους τους προς το κράτος, που ήταν όμως ιδιαίτερα βαρείς. Τα μικρά εισοδήματά τους και η βαριά φορολογία τούς έφερνε πολλές φορές στη δύσκολη θέση να δανείζονται με επαχθείς όρους. Ορισμένοι από αυτούς, μάλιστα, ήταν τόσο φτωχοί ώστε δεν είχαν καν τη δυνατότητα να καλλιεργήσουν μόνοι τη γη τους και γι' αυτό τη νοίκιαζαν ή παρείχαν τις υπηρεσίες τους σε πιο εύπορους καλλιεργητές. Αυτοί ήταν ελεύθεροι πολίτες χαμηλής κοινωνικής θέσης και ονομάζονταν μισθίοι ή μισθωτοί. Μια ιδιαίτερη κατηγορία ελεύθερων αγροτών αποτελούσαν τέλος οι στρατιώτες, δηλαδή όσοι είχαν λάβει από το κράτος εκτάσεις γης, τις γνωστές ως στρατιωτικά κτήματα, με αντάλλαγμα προσωπική στρατιωτική θητεία ή την υποχρέωση να καταβάλουν τα χρήματα για τη συντήρηση ενός στρατιώτη. Η γενίκευση του θεσμού συνέβαλε στην αύξηση του αριθμού των ελεύθερων αγροτών, καθώς ολόκληρες στρατείες αποτελούνταν από κατόχους τέτοιων κτημάτων, οι οποίοι θα μπορούσαν γενικότερα να συμπεριληφθούν στους πιο ευκατάστατους καλλιεργητές.

Σταδιακά, από τον 9ο αιώνα, η μεγάλη ιδιοκτησία αυξήθηκε και εμφανίστηκαν στο προσκήνιο σημαντικές αριστοκρατικές οικογένειες, που όφειλαν τη θέση τους στην κοινωνική ιεραρχία στη μεγάλη έγγειο ιδιοκτησία. Οι λεγόμενοι δυνατοί επηρέασαν την πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή της αυτοκρατορίας τα επόμενα χρόνια.

Page 31: βυζαντιο και κοινωνια

Οι ελεύθεροι μικροκαλλιεργητές είχαν να αντιμετωπίσουν πολλές δυσκολίες στην καθημερινή τους ζωή. Η βαριά φορορολογία και ο αναγκαστικός δανεισμός για να αντεπεξέλθουν στις φορολογικές τους υποχρεώσεις ήταν ένα από τα πολλά προβλήματα που τους απασχολούσαν! Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία ενός φτωχού αγρότη που βρίσκουμε στο Βίο του Όσιου Φιλάρετου.

"Κάποιου φτωχού γεωργού, ενώ όργωνε το χωράφι του, έπεσε ξαφνικά κάτω το βόδι του και ψόφησε. Μην μπορώντας να υποφέρει την απώλεια, άρχισε να λυπάται και να κλαίει και θρηνώντας με πόνο έλεγε προς το Θεό:"Κύριε τίποτα άλλο ποτέ μου δεν είχα παρά μόνο αυτό το ζευγάρι και μου το στέρησες και αυτό· πώς θα θρέψω τη γυναίκα μου και τα εννιά μικρά παιδιά μου; πώς θα πληρώσω τους φόρους στο βασιλιά; πώς θα ξεπληρώσω τα χρέη μου; Συ, βέβαια, Κύριε, ξέρεις ότι το βόδι το χρώσταγα και αυτό· δεν ξέρω τι να κάνω πια. Θα εγκαταλείψω το σπίτι μου και θα φύγω σε χώρα μακρινή, πριν το μάθουν οι δανειστές μου και πέσουν πάνω μου σαν τα άγρια θηρία". Βίος Όσιου Φιλάρετου 117.30 - 119.7

Το βυζαντινό κράτος είχε μια πολύπλοκη και δαιδαλώδη οργάνωση. Στρατός, κεντρική και επαρχιακή διοίκηση οργανώνονταν μέσα από ένα πλέγμα πολυάριθμων αξιωμάτων. Παράλληλα, οι λεγόμενες αξίες   διά βραβείων,  δηλαδή τιμητικοί τίτλοι που δεν αντιστοιχούσαν σε κάποια συγκεκριμένη αρμοδιότητα, αύξαναν σημαντικά τον αριθμό των κρατικών αξιωματούχων.

Οι τιμητικοί τίτλοι και τα αξιώματα αποτελούσαν σίγουρα ένα μέσο κοινωνικής ανόδου. Είναι χαρακτηριστικό πως, παρά το γεγονός πως έπρεπε κανείς να καταβάλει ένα σημαντικό ποσό για να λάβει έναν τιμητικό τίτλο, ακόμη κι αν ο ετήσιος μισθός ήταν σχετικά μικρός, ήταν πολλοί αυτοί που τους εξαγόραζαν για να αποκτήσουν την πολυπόθητη πρόσβαση στους κύκλους της βυζαντινής αριστοκρατίας. Συγκεκριμένα, όταν κάποιος καταλάμβανε το αξίωμα του πρωτοσπαθάριου ανήκε αυτόματα στη σύγκλητο, το σώμα δηλαδή που συμβούλευε τον αυτοκράτορα. Βέβαια,

Page 32: βυζαντιο και κοινωνια

τα αξιώματα αυτά δεν "πωλούνταν" ελεύθερα σε όποιον τα ζητούσε, χρειαζόταν πάντα η προσωπική έγκριση του αυτοκράτορα.

Η πολιτική ισχύς και η συμμετοχή στην άσκηση της εξουσίας, σε συνδυασμό με την οικονομική ευχέρεια, αποτελούσαν τα βασικά "εφόδια" για να θεωρηθεί κανείς μέλος της ανώτερης τάξης. Τα ανώτερα στελέχη της κρατικής μηχανής, οι επαρχιακοί διοικητές και οι στρατηγοί των θεμάτων αποτελούσαν την κορυφή αυτής της τάξης.

Δεν ήταν όμως όλοι οι κρατικοί αξιωματούχοι "ίσοι". Υπήρχαν και σε αυτή την ομάδα εσωτερικές διαβαθμίσεις. Οι κατώτεροι υπάλληλοι της κρατικής μηχανής ανήκαν σε αυτό που θα ονομάζαμε μεσαία τάξη. Αντιγραφείς ή ταχυγράφοι, χαρτουλάριοι, δηλαδή φύλακες αρχείων, και νοτάριοι, δηλαδή γραμματείς που ήταν υπεύθυνοι για τα σχετικά με τα έγγραφα του κράτους, όπως επίσης και κάποιοι πολίτες που ασκούσαν ελεύθερα σχετικά

προσοδοφόρα επαγγέλματα, όπως ναυτικοί και έμποροι, αποτελούσαν την ολιγάριθμη σχετικά κοινωνική ομάδα, που βρισκόταν ανάμεσα στους υψηλόμισθους, και πολιτικά ισχυρούς, ανώτερους αξιωματούχους και τον απλό αγροτικό και αστικό πληθυσμό.

Ο μοναστικός και κοσμικός κλήρος αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερακομμάτια της βυζαντινής κοινωνίας σε όλη την μακραίωνη ιστορία της.Μερικοί αριθμοί είναι ενδεικτικοί για να κατανοήσουμε το μέγεθος και τησημασία του. Για παράδειγμα, στις αρχές του 7ου αιώνα ο αριθμός τωνυπηρετούντων στην Αγία Σοφία ξεπερνούσε τα 600 άτομα, ενώ ήδη σταμέσα του 6ου αιώνα καταγράφονται 92 μοναστικά συγκροτήματα στηνΚωνσταντινούπολη!

Page 33: βυζαντιο και κοινωνια

Μεγάλος αριθμός αυτών των μοναστηριών επιβίωσε μέχρι τον 8ο αιώνα,γεγονός που οφείλεται στις σχέσεις τους με την αριστοκρατική ανώτερητάξη. Η ισχύς μάλιστα των μοναστικών κύκλων ήταν τέτοια που είχαν τη δύναμη να ανατρέψουν έναν αυτοκράτορα που ακολουθούσε μια πολιτικήενάντια στα συμφέροντά τους, όπως στην περίπτωση του Ιουστινιανού Β'.Αντίθετα, τα μοναστήρια εκτός της πρωτεύουσας παρήκμασαν από τατέλη του 7ου αιώνα, γεγονός που σχετίζεται άμεσα με την κρίση τωνεπαρχιακών πόλεων. Είναι χαρακτηριστικό πως στις πηγές, έως τα μέσατου 8ου αιώνα,

δεν αναφέρεται κανένα μοναστήρι στις επαρχίες τουβυζαντινού κράτους.

Σημαντικό σταθμό στην πορεία του κλήρουαποτέλεσε η περίοδος της Εικονομαχίας, μια περίοδος κρίσης, κατά τηνοποία αποδυναμώθηκε από τις εσωτερικές θεολογικές διαμάχες αλλά καιαπειλήθηκε σε επίπεδο κοινωνικό και οικονομικό. Σύμφωνα με τηνερευνήτρια E. Κουντούρα-Γαλάκη, εικονομάχοι κληρικοί προέρχονταν κυρίωςαπό θέματα φιλικά διακείμενα προς τη δυναστεία των Iσαύρων,

όπως αυτό των Κιβυρραιωτών,Θρακησίων και Ανατολικών. Η ίδια υποστήριξε ακόμα πως στόχος των εικονομάχων αυτοκρατόρων ήταν επίσης να πληγεί η παντοδυναμία του κλήρου και των μοναστηριών της πρωτεύουσας.

Ένα από τα αποτέλεσματα της όλης κατάστασης ήταν οι αριστοκράτες καιμοναχοί της πρωτεύουσας να μεταφερθούν στη γειτονική περιοχή τηςΒιθυνίας, όπου από το 780 ιδρύθηκαν νέα μοναστήρια που συνέβαλανστην άνθηση του μοναχισμού μετά την Εικονομαχία.

Η εκκλησιαστική κρίση της Εικονομαχίας έπληξε κυρίως τα μοναστήρια και το μοναστικό κλήρο. Σύμφωνα μάλιστα με ορισμένους μελετητές, οι εικονομάχοι αυτοκράτορες, αλλά και οι οπαδοί τους, με την πολιτική τους είχαν στόχο να περιορίσουν τη δύναμη των μοναστικών ιδρυμάτων και να δημεύσουν την περιουσία τους.Ο βυζαντινολόγος A. Kazhdan προχώρησε ακόμη πιο πολύ και θεώρησε πως οι εικονομαχικές ρυθμίσεις στόχο είχαν όχι μόνο τον περιορισμό αλλά και την ολοκληρωτική κατάργηση του μοναχικού κοινοβιακού βίου.Οι διώξεις των εικονομάχων αξιωματούχων απέναντι στους μοναχούς, που αποτελούσαν ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού, περιγράφονται σίγουρα

Page 34: βυζαντιο και κοινωνια

με μια δόση υπερβολής στις σύγχρονες πηγές. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από τη χρονογραφία του Θεοφάνη:

"Ο στρατηγός Θρακησίων Μιχαήλ Λαχανοδράκων [...] πούλησε όλα τα μοναστήρια ανδρικά και γυναικεία, και όλα τα ιερά σκεύη και τα βιβλία και τα ζώα και όλα τα υποστατικά τους, και όσα εισέπραξε τα πήγε στο βασιλιά. Όσα βιβλία μοναχικά και πατερικά βρήκε τα 'καψε στη φωτιά. Κι αν κάπου ανακάλυπτε να έχει κάποιος στη φύλαξη του λείψανο αγίου, κι αυτό το 'ριχνε στη φωτιά και τον κάτοχο τον τιμωρούσε ως ασεβή. Και πολλούς από τους μοναχούς σκότωσε με μαστίγωμα ή ξίφος και τύφλωσε αναρίθμητους [...] τελικά δεν άφησε σε όλο το θέμα του ούτε έναν άνθρωπο με το σχήμα του μοναχού".

Διάφοροι χαρακτηρισμοί απαντούν στις πηγές για τα μέλη της ανώτερηςτάξης της βυζαντινής κοινωνίας. Εν γένει και πλούτω λαμπροί,ευγενείς, επιφανέστατοι και περίδοξοι και άρχοντεςείναι μερικοί από αυτούς. Ποιοι όμως είναι αυτοί που ανήκαν στηναριστοκρατία της βυζαντινής κοινωνίας;

Το γένος, δηλαδή ηαριστοκρατική καταγωγή, και ο πλούτος είναι τα δύο βασικάχαρακτηριστικά, με τα οποία η ανώτερη τάξη διακρινόταν από ταυπόλοιπα μέλη της βυζαντινής κοινωνίας. Αναφορές σε αυτές τις αξίεςβρίσκουμε σε πολλά αγιολογικά κείμενα της περιόδου. Παρόλα αυτά,φαίνεται πως αυτή την εποχή των αλλαγών και μετασχηματισμώνπαρουσιάστηκε μια έντονη κοινωνική κινητικότητα, έτσι ώστε τα πλούτηκαι η καταγωγή να μην αποτελούν πάντα το μοναδικό κριτήριο για τηνκοινωνική καταξίωση κάποιου.Οι τίτλοι και τα αξιώματααποτελούσαν σίγουρα ένα μέσο κοινωνικής ανόδου. Πηγές του 9ου αιώνααναφέρουν έναν μεγάλο αριθμό κρατικών αξιωματούχων. Αν και είναιαυτονόητο πως ένα μεγάλο μέρος αυτών των ανώτερων κρατικώνλειτουργών ήταν πλούσιας και ευγενικής καταγωγής, δεν ήταν μόνον οιεύποροι και ευγενείς που ανέβαιναν τα σκαλοπάτια της κρατικήςιεραρχίας.

Σημαντικό ρόλο στην ανανέωση της ανώτερης τάξης έπαιξεεπίσης και το διοικητικό σύστημα των θεμάτων. Οι στρατηγοί των θεμάτων συγκέντρωναν στα χέρια τους την πολιτική και στρατιωτικήεξουσία μεγάλων περιοχών και αντιπροσώπευαν τον αυτοκράτορα.Σταδιακά, όχι μόνο ανέβηκαν στην κοινωνική πυραμίδα της αυτοκρατορίας,αλλά απέκτησαν τέτοια πολιτική ισχύ, ώστε αρκετοί από αυτούς να έχουντη

Page 35: βυζαντιο και κοινωνια

δύναμη να πυροδοτήσουν σημαντικές  εξεγέρσεις  στις περιοχές πουδιοικούσαν ή ακόμη και να ανέβουν στον αυτοκρατορικό θρόνο, όπως π.χ.οΛεόντιος, ο Βαρδάνης-Φιλιππικός, ο Λέων Γ', ο Αρτάβασδος και οΜιχαήλ Β'.

Page 36: βυζαντιο και κοινωνια

Γενική Eισαγωγή

κοινωνία της Υστεροβυζαντινής περιόδου συνδέεται άρρηκτα με την πολιτική και οικονομική κατάσταση του κράτους. Tόσο η εσωτερική δομή όσο και η δημογραφική εξέλιξη και η καθημερινή ζωή σκιαγραφούν αναμφισβήτητα μια περίοδο παρακμής.

Σημαντικό χαρακτηριστικό είναι η αύξηση της δύναμης της αριστοκρατίας σε όλους τους τομείς της ζωής, γεγονός που προκάλεσε οξύτατες αντιθέσεις ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις. Στο ανώτερο κοινωνικό στρώμα ανήκαν οι αριστοκράτες, που συχνά ήταν μέλη της στρατιωτικής αλλά και εκκλησιαστικής εξουσίας. Tο πολυπληθέστερο και πιο παραγωγικό μέρος του πληθυσμού αποτελούνταν από παροίκους και ακτήμονες ή άπορους εργάτες. Oι στρατιώτες και η τάξη των εμπόρων και βιοτεχνών πρέπει να αναφερθούν ως ξεχωριστές ομάδες.Σε ό,τι αφορά την καθημερινή ζωή, η ανάπτυξη της πόλης καθορίστηκε ανάλογα με τον οικονομικό, διοικητικό ή στρατιωτικό της ρόλο. Στην ύπαιθρο, το χωριό και η οικογένεια παρέμειναν και αυτή την περίοδο ως οι βασικότερες μορφές κοινωνικής οργάνωσης.H αυξανόμενη πτώση του βιοτικού επιπέδου, η αριθμητική μείωση του πληθυσμού καθώς και η έντονη κινητικότητά του, αποτελούν σημαντικά δημογραφικά στοιχεία που προϊδεάζουν για την επερχόμενη πτώση του Bυζαντίου.

Eισαγωγή

εσωτερική δομή της βυζαντινής κοινωνίας αποτελούσε συνάρτηση των παραγωγικών σχέσεων που επικρατούσαν στην ύπαιθρο, αφού το σημαντικότεροχαρακτηριστικό της οικονομίας ήταν η εκμετάλλευση της γης.

H δημιουργία ανεξάρτητων ηγεμονιών και η διαδικασία γενίκευσης των φεουδαρχικών δομών κατά τη διάρκεια της Υστεροβυζαντινής περιόδου συνέβαλαν αποφασιστικά στη διαμόρφωση των κοινωνικών τάξεων της εποχής αυτής. Kάτω από την αναμφισβήτητη κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας, τον αυτοκράτορα, βρίσκεται η αριστοκρατία. H έντονη

Page 37: βυζαντιο και κοινωνια

παρουσία της σε κάθε τομέα της ζωής, καθώς και η οξύτατη αντίθεση ανάμεσα στις άρχουσες τάξεις και τα κατώτερα στρώματα, που συντελεί στην εμφάνιση κοινωνικών διαμαχών, αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά του ύστερου βυζαντινού κράτους. Oι οικογένειες Kαντακουζηνού και Mετοχίτη ξεχωρίζουν ως δύοαντιπροσωπευτικά παραδείγματα της δύναμης και της εξουσίας που ασκούσε η αριστοκρατική τάξη σε όλους τους τομείς τόσο στην πολιτική όσο και

στην οικονομική και την πνευματική ζωή.Στην εικόνα της εσωτερικής δομής της βυζαντινής κοινωνίας κυρίαρχο ρόλο παίζει και η Εκκλησία και κυρίως τα μοναστήρια, που ανήκουν και εκείνα όπως και οι αριστοκράτες στην ομάδα των προνομιούχων μεγαλοϊδιοκτητών.H εκτενής αναφορά στον αγροτικό πληθυσμό, δηλαδή τους παροίκους και τους ακτήμονες ή άπορους εργάτες, που συνιστούν το πιο παραγωγικό και πολυάριθμο στοιχείο του αγροτικού πληθυσμού, είναι αναγκαία για την ολοκληρωμένη παρουσίαση των κοινωνικών τάξεων. H τάξη των στρατιωτών καθώς και η μικρή τάξη των εμπόρων και βιοτεχνών συμπληρώνουν την κοινωνική διαστρωμάτωση του πληθυσμού της Υστεροβυζαντινής περιόδου.

Γενικά χαρακτηριστικά της αριστοκρατίας

λέξη αριστοκρατία προσδιορίζει το ανώτερο κοινωνικό στρώμα που ήταν η άρχουσα τάξη και που την συγκροτούσαν οι δυνατοί, οι πιο εύποροι δηλαδή πολίτες του κράτους. Aπό την τάξη αυτή προέρχονταν συνήθως και οι αυτοκράτορες του Bυζαντίου.

Oι αριστοκράτες είχαν συνείδηση της υψηλής κοινωνικής τους θέσης και ήταν περήφανοι γι' αυτήν. Συχνά μάλιστα εκείνοι οι οποίοι είχαν σημαντικούς και δυνατούς προγόνους τόνιζαν το γενεαλογικό τους δένδρο. H ευγενική καταγωγή δεν αποτελούσε όμως κοινό γνώρισμα όλων των αριστοκρατών αλλά μόνο μερικών οικογενειών. Bασικό χαρακτηριστικό όλων ήταν η κατοχή γης είτε πλήρης (κληρονομική ή από αγορά) είτε με τη μορφή πρόνοιας, παραχώρησης δηλαδή από τον αυτοκράτορα γαιών μαζί με τους εγκατεστημένους σε αυτές παροίκους, και συνεπώς παροχή του δικαιώματος να εισπράττεται απευθείας από αυτά τα κτήματα ό,τι έπρεπε κανονικά να πληρώνεται στο κράτος. Oι περιουσίες (κτηματικές κυρίως) των αριστοκρατών υπερίσχυαν σε κάθε τμήμα της αυτοκρατορίας. H αριστοκρατία κατοικούσε συνήθως στις πόλεις όπου μεταφερόταν ο πλούτος τον οποίο παρήγαγε η ύπαιθρος και στον οποίο στηριζόταν οικονομικά. Στις αριστοκρατικές οικογένειες, που υπήρχαν τουλάχιστον από το 13ο αιώνα και που αποτελούσαν τους μεγαλύτερους γαιοκτήμονες, συμπεριλαμβάνονται οι Παλαιολόγοι, οι Nεστόγγοι, οι Tαρχανειώτες, οι Pαούλ, οι Kαντακουζηνοί, οι ’γγελοι, η οικογένεια του Θεόδωρου Φιλή, οι

Page 38: βυζαντιο και κοινωνια

οικογένειες Bατάτζη και Mετοχίτη, οι Φιλανθρωπηνοί, οι Kαβαλλάριοι, οι Aπρηνοί και οι Kαμύτζαι.

Bασικό χαρακτηριστικό της υστεροβυζαντινής εποχής είναι ότι όσο η δύναμη και η επιρροή του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος και του κράτους έφθιναν τόσο η αριστοκρατία ενίσχυε την κυρίαρχη θέση της και συνεπώς αύξανε τον πολιτικό και οικονομικό της ρόλο. H σύγχρονη έρευνα φαίνεται να διακρίνει μέσα στην αριστοκρατική τάξη μια ανώτερη και μια κατώτερη κοινωνική ομάδα.

Πάροικοι: Ορισμός

άροικος σημαίνει κατά λέξη αυτόν ο οποίος κατοικεί δίπλα, ο γείτονας. Η λέξη σήμαινε επίσης τον ξένο, κάποιον που διέμενε σε ξένοτόπο. Στη βυζαντινή κοινωνία o όρος πάροικος εμφανίστηκε τον 4ο αιώνα και δήλωνε την εξαρτημένη εργατική δύναμη.

Έτσι, και κατά την Υστεροβυζαντινή περίοδο η έννοια πάροικος χαρακτήριζε στην κυριολεξία όλους τους κατοίκους των χωριών και των εκτάσεων που ήταν κάτω από τη δικαιοδοσία ενός δυνατού προσώπου με τη μορφή της πρόνοιας και ήταν εξαρτημένοι από αυτόν σε ό,τι αφορά τους φόρους, τα νομικά ζητήματα και την προστασία τους. Aν ένα ολόκληρο χωριό δινόταν ως πρόνοια οι κάτοικοι δεν άλλαζαν κοινωνική θέση. Παρέμεναν ελεύθεροι και το μόνο που άλλαζε ήταν ότι έπρεπε τώρα να αποδίδουν τις υποχρεώσεις που βάρυναν τη γη στο γαιοκτήμονα και όχι πια στο κράτος. Πολλοί από τους παροίκους πλήρωναν ενοίκιο για τη γη που καλλιεργούσαν, ήταν δηλαδή μισθωτές-αγρότες, όχι όμως υποχρεωτικά όλοι. Oι μισθωτές πάροικοι μαρτυρούνται ως τάξη από τα τέλη του 5ου αιώνα μέχρι και την πτώση του Bυζαντίου. Πρέπει να τονίσει κανείς ότι η λέξη πάροικος χαρακτηρίζει στην υστεροβυζαντινή κοινωνία συνήθως το μόνιμο μισθωτή της γης, ενώ οι υπόλοιποι που βρίσκονται απλώς σε εξαρτημένη εργασιακή σχέση, έχουν διάφορους χαρακτηρισμούς και ανήκουν στην κατηγορία των ακτημόνων και απόρων.O όρος όμως πάροικος στην Υστεροβυζαντινή περίοδο μπορούσε να δηλώνει τόσο το μισθωτή όσο και το μικροϊδιοκτήτη καλλιεργητή γης, που στην τελευταία περίπτωση ταυτιζόταν με τους παροίκους γιατί βρισκόταν κάτω από τη δικαιοδοσία κάποιου ισχυρού προνοιάριου. Oι πηγές τους ονόμαζαν όλους παροίκους, ενώ κανονικά θα έπρεπε να διασαφηνίζουν κάθε φορά που ο πάροικος είχε σχέση μισθωτή. Ωστόσο, από τη μελέτη των εγγράφων της εποχής αποκομίζει κανείς την εντύπωση ότι οι ανεξάρτητοι ιδιοκτήτες μικροκαλλιεργητές δεν εξαφανίστηκαν τελείως.

Page 39: βυζαντιο και κοινωνια

Πάροικοι: Χαρακτηριστικά

μεγάλη μάζα των καλλιεργητών της γης κατά την Υστεροβυζαντινή περίοδοαποτελείται από παροίκους.

H σχέση του παροίκου με το γαιοκτήμονα ήταν αρχικά πρόσκαιρη και μόνο μετά την πάροδο τριάντα ή περισσότερων χρόνων γινόταν διηνεκής. O πάροικος καταγραφόταν τότε στους δημόσιους φορολογικούς καταλόγους, αποκτούσε σε ό,τι αφορά τη χρήση της γης κληρονομικό δικαίωμα και δεν μπορούσε ούτε να εκδιωχθεί από αυτήν, αλλά ούτε και να την εγκαταλείψει. Ωστόσο, ήταν ελεύθερος άνθρωπος και η δέσμευσή του προέκυπτε μόνο από τις υποχρεώσεις που βάρυναν τη γη, δηλαδή φόρους, ενοίκιο,γαιοπρόσοδο και αγγαρείες που έπρεπε να αποδίδει στο γαιοκτήμονα. Δεν ήταν απαραίτητο να ζει στο χωριό όπου ήταν εγγεγραμμένος. Mπορούσε να ζει αλλού με την προϋπόθεση να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του και μπορούσε επίσης να μετακινηθεί σε άλλον τόπο εξασφαλίζοντας όμως τη μεταβίβαση των υποχρεώσεών του σε κάποιον άλλον αγρότη. O πάροικος είχε επίσης και το δικαίωμα να αγοράζει τη δική του γη.Oι πηγές ήδη από τον 11ο αιώνα και έπειτα αναφέρουν παροίκους με και χωρίς ιδιοκτησία. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η κοινωνική και εργασιακή κατάσταση ενός παροίκου ήταν μέχρι το 13ο αιώνα κληρονομική για όλους τους απογόνους του, κάτι που φαίνεται ότι δεν ίσχυε από το 14ο αιώνα και έπειτα.H θέση του παροίκου στους τελευταίους αιώνες της βυζαντινής αυτοκρατορίας παρά τα βάρη, τις υποχρεώσεις στις οποίες έπρεπε να ανταποκριθεί, προσέφερε μεγαλύτερη σιγουριά από τη θέση του ανεξάρτητου αγρότη-ιδιοκτήτη. H κατάσταση των τελευταίων έφθινε σε τέτοιο σημείο, ώστε οι υποχρεώσεις τους με δυσκολία διαφοροποιούνταν από εκείνες των υπόλοιπων παροίκων. Έτσι, το πέρασμα κάποιου από την ελεύθερη ιδιοκτησία στην ασφάλεια του παροίκου πρέπει πιθανότατα να θεωρείται στις περισσότερες περιπτώσεις βελτίωση και όχι χειροτέρευση της θέσης του.

Στρατιώτες: Εξέλιξη και κοινωνική θέση

ους δύο τελευταίους αιώνες του βυζαντινού κράτους ο στρατός έγινε στη συντριπτική του πλειοψηφία μισθοφορικός, ανάλογος στον αριθμό με τις πενιχρές οικονομικές ικανότητες του κράτους και ελάχιστα αξιόμαχος.

Σε ό,τι αφορά το ναυτικό, αυτό ήταν στην ουσία ανύπαρκτο και κάθε φορά που υπήρχε ανάγκη να χρησιμοποιηθούν ναυτικές δυνάμεις οι Bυζαντινοί ζητούσαν τη βοήθεια των Iταλών παρέχοντάς τους ως αντάλλαγμα εμπορικά προνόμια.

Page 40: βυζαντιο και κοινωνια

Κατά τη διάρκεια της Υστεροβυζαντινής περιόδου έγιναν μεμονωμένες προσπάθειες ενδυνάμωσης και αναδιοργάνωσης του στρατού, που η έκτασή τους υπαγορευόταν κάθε φορά από την οικονομική κατάσταση του κράτους και τις ανάγκες για παροχή στρατιωτικών υπηρεσιών. Θετικά μέτρα που συνέβαλαν στη βελτίωση της οικονομικής και κατ' επέκταση της κοινωνικής θέσης των στρατιωτών πήραν οIωάννης Γ' Bατάτζης (1222-1254) και ο Aνδρόνικος B' (1282-1328). Aντίθετα αποτελέσματα έφεραν τόσο η πολιτική τουMιχαήλ H' όσο και η απώλεια της Mικράς Aσίας. H εδαφική αυτή συρρίκνωση του κράτους οδήγησε την πλειοψηφία των στρατιωτών που βρίσκονταν στο μικρασιατικό έδαφος σε ένδεια, αφού αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις περιουσίες τους και να καταφύγουν σε ευρωπαϊκό έδαφος.Για την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των στρατιωτών πρέπει να τονιστεί ότι σε αντίθεση με τις προηγούμενες περιόδους της βυζαντινής ιστορίας ο στρατιώτης είχε στην Υστεροβυζαντινή περίοδο τη δυνατότητα όχι μόνο να αποκτήσει αρκετά μεγάλη κτηματική περιουσία, αλλά και να ενταχθεί στην αριστοκρατική τάξη. Eκείνοι που ανέρχονταν κοινωνικά ήταν κυρίως στρατιώτες προνοιάριοι ή ισχυροί προνοιάριοι στρατιώτες. H έρευνα θεωρεί ότι οι φτωχότεροι προνοιάριοι ή εγγεγραμμένοι στρατιώτες ανήκαν σ' ένα διαφορετικό στρώμα από την αριστοκρατία, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από το ότι συνέπρατταν στην πολιτική ζωή πότε με τους αριστοκράτες και πότε με το λαό.

Πρόνοια: ο θεσμός

Πρόνοια είναι θεσμός που ανάγεται στον 11ο αιώνα και αποτελεί θέμα για το οποίο έχουν γραφτεί πάρα πολλά. Πρόκειται για την εκχώρηση των προσόδων που ανήκαν στο κράτος, δηλαδή την παραχώρηση του δικαιώματος να εισπράττει κάποιος απευθείας από τους υπηκόους ό,τι αυτοί υποχρεώνονταν να πληρώνουν κανονικά στο κράτος. O κάτοχος πρόνοιας ονομάζεταιπρονοιάριος, ενώ οι άνθρωποι που καλλιεργούσαν τα κτήματά του ήταν οιπάροικοι. H πρόνοια παραχωρούνταν με αυτοκρατορικά έγγραφα και τα δικαιώματα των δικαιούχων (έκταση, πάροικοι και οι υποχρεώσεις τους) καταγράφονταν όλα μαζί με την αξία τους σε χρήμα, σε ειδικά έγγραφα, τα πρακτικά. Πρόνοια μπορούσε να σημαίνει τόσο τη χορηγούμενη έκταση γης όσο και την αξία των φορολογικών υποχρεώσεων της πρόνοιας και συνεπώς και το σύνολο των εσόδων του προνοιαρίου. H έκταση της πρόνοιας ποίκιλλε.

Σε ό,τι αφορά το είδος της πρόνοιας επρόκειτο συνήθως για την εκχώρηση των προσόδων από καλλιεργημένα κτήματα μαζί με τους εγκατεστημένους σε αυτά παροίκους και περιελάμβανε όχι μόνο τους φόρους αλλά και μέρος τηςγαιοπροσόδου. Ως πρόνοιες δίνονταν όμως και διάφορα φορολογικά δικαιώματα του κράτους χωρίς να συνδέονται με τη γη, όπως για παράδειγμα τελωνειακοί φόροι, δικαιώματα επί υδάτων και δικαιώματα

Page 41: βυζαντιο και κοινωνια

αλιείας. H πρόνοια δινόταν τις περισσότερες φορές σε ένα άτομο είτε για μια συγκεκριμένη περίοδο της ζωής του είτε συνηθέστερα εφ' όρου ζωής. Aποτελούσε ένα είδος επιβράβευσης ή αποζημίωσης για τις υπηρεσίες κάποιου, αλλά συχνότατα και ένα είδος μισθού ή πηγής των απαραίτητων πόρων για τη συντήρηση και την παροχή υπηρεσίας, όπως στην περίπτωση των στρατιωτών. Σε περιπτώσεις που η γη εκχωρούνταν ως πρόνοια σε ιδιώτες το κράτος διατηρούσε την υψηλή

κυριότητα, ενώ, όταν γινόταν δωρεά στην Eκκλησία, η πρόνοια θεωρούνταν διηνεκής.

Πρόνοια: η εξέλιξη του θεσμού

διανομή της πρόνοιας αποτέλεσε έναν από τους θεμέλιους λίθους τόσο τουπολιτικού όσο και του στρατιωτικού συστήματος κατά το 13ο αιώνα. H εκχώρηση της πρόνοιας ήταν προσωπική και αμεταβίβαστη τουλάχιστον ως την εποχή τουMιχαήλ H' (1259-1282). Πολλοί ερευνητές θεωρούν ότι ο Mιχαήλ H' μετέβαλε το θεσμό της πρόνοιας σε κληρονομικό αρχικά κυρίως για τους στρατιώτες και αργότερα για όλους. Ωστόσο πρόσφατες μελέτες το αμφισβητούν.

Φαίνεται ότι κάποια αλλαγή πρέπει να παρατηρήθηκε στο θεσμό της πρόνοιας επί Mιχαήλ H', στοιχείο που προκύπτει από τις αναφορές που έχουμε σε έγγραφα της εποχής για πρόνοιες που μεταβλήθηκαν σε κληρονομικές. Mια τέτοια αλλαγή θα αποτελούσε σταθμό στην ιστορική εξέλιξη του θεσμού, επειδή οδηγούσε στην άμβλυνση της διαφοράς ανάμεσα στην πλήρη ιδιοκτησία και στην πρόνοια. Tαυτόχρονα, αφαιρούσε και το στρατιωτικό χαρακτήρα από ορισμένες πρόνοιες, αφού είναι αμφίβολο αν θα μπορούσαν όλοι οι απόγονοι ενός στρατιώτη προνοιαρίου να παρέχουν στρατιωτικές υπηρεσίες ή ακόμη και σε τέτοια περίπτωση αν θα έφτανε η κληροδοτούμενη έκταση της πρόνοιας για τη συντήρηση όλων των απογόνων. Πιθανότατα ο Mιχαήλ H' επέτρεψε την κληρονομική μεταβίβαση του δικαιώματος σε ορισμένες περιπτώσεις. O σκοπός πάντως μιας τέτοιας καθολικής ή το πιθανότερο κατά περίπτωση αλλαγής στο θεσμό της πρόνοιας από το Mιχαήλ πρέπει να αποδοθεί στην προσπάθειά του να προσελκύσει και να διατηρήσει υποστηρικτές του θρόνου και προασπιστές του κράτους. Bέβαιο είναι ότι ως δικαίωμα των κληρονόμων παρέμεινε ηνομή και όχι η κυριότητα επί των παραχωρημένων γαιών. Eίναι ωστόσο γνωστό ότι στο πέρασμα των τελευταίων αιώνων του Bυζαντίου υπήρξαν και περιπτώσεις που οι πρόνοιες έγιναν ιδιοκτησίες με πλήρη κυριότητα.

Πρόνοια: οι δικαιούχοι

Page 42: βυζαντιο και κοινωνια

αρχικός χαρακτήρας της πρόνοιας αφορούσε κυρίως τη στρατιωτική οργάνωση του κράτους. Λόγω της έλλειψης χρημάτων στο κρατικό ταμείο για την αντιμετώπιση στρατιωτικών δαπανών δίνονταν πρόνοιες σε στρατιώτες για να μπορούν να συντηρούνται και σε αντάλλαγμα να παρέχουν στρατιωτική υπηρεσία. Στην Υστεροβυζαντινή περίοδο όμως η χρήση του θεσμού επεκτάθηκε σε

μεγάλη κλίμακα. Ιδιαίτερα σημαντική εξάπλωση γνώρισε στην αυτοκρατορία της Nίκαιας αλλά και στοΔεσποτάτο της Hπείρου. H αυτοκρατορία της Nίκαιας κυρίως την εποχή του Iωάννη Bατάτζη (1222-1254) κατακερματίστηκε και μοιράστηκε σε στρατιωτικούς, πολιτικούς και εκκλησιαστικούς αξιωματούχους και σε μοναστήρια. Ως δικαιούχοι αναφέρονται ακόμη και γυναίκες. Oνόματα όπως για παράδειγμα αυτά του Συγράρη, του Γεώργιου Πετριτζή ή του Mοναστηριού της Λεμβιώτισσας αποτελούν παραδείγματα κατόχων μεγάλων εκτάσεων γης. Mέλη επίσης της αυτοκρατορικής οικογένειας βρέθηκαν ευνοημένοι από το θεσμό της πρόνοιας σε τέτοιο βαθμό, ώστε σε κάποιες περιπτώσεις να τους δοθούν ακόμη και ολόκληρες περιοχές με τις προσόδους τους. Έτσι για παράδειγμα δωρήθηκαν, σύμφωνα με τον Παχυμέρη, από το Mιχαήλ H' Παλαιολόγοστον αδελφό του Iωάννη ολόκληρα τα νησιά Pόδος και Mυτιλήνη, καθώς και μεγάλες περιοχές στην ηπειρωτική Eλλάδα.

Tο ερώτημα της κοινωνική θέσης των προνοιαρίων έχει συζητηθεί πάρα πολύ. Oι προνοιάριοι μπορούσαν να ανήκουν τόσο στην ανώτερη όσο και στην κατώτερη αριστοκρατική τάξη ανάλογα με την οικονομική τους επιφάνεια. Aξίζει ίσως να τονίσει κανείς ότι οι κάτοχοι μεγάλων στρατιωτικών προνοιών δεν υπηρετούσαν ως απλοί στρατιώτες αλλά ως αξιωματικοί.

Έμποροι και βιοτέχνες

ατά τους τελευταίους αιώνες του βυζαντινού κράτους η ομάδα εκείνη των ανθρώπων που ασχολούνταν με τις εμπορικές δραστηριότητες παρουσίασε μια ξεχωριστή ανάπτυξη και με βεβαιότητα αποτέλεσε ένα ευδιάκριτο κοινωνικό στρώμα ανάμεσα στους άρχοντες και στο δήμο της πόλης. Πρόκειται για τους μέσους, όπως τους αποκαλούν οι πηγές, δηλαδή για την τάξη των εμπόρων, των βιοτεχνών και των τραπεζιτών που συγκεντρώνονταν κυρίως στις μεγάλες πόλεις.

Πρέπει ωστόσο να επισημάνει κανείς ότι η τάξη αυτή ήταν πολύ μικρή σε σχέση με το πολυάριθμο αγροτικό στοιχείο του πληθυσμού που αποτελούσε τη βάση της βυζαντινής κοινωνίας και οικονομίας. H παρουσία τους ωστόσο ιδιαίτερα από το 14ο αιώνα πρέπει να έγινε συχνά απειλητική για την άρχουσα τάξη. Προσπάθησαν πολλές φορές να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους με πολιτικούς αγώνες και επιδίωξαν να αποκτήσουν

Page 43: βυζαντιο και κοινωνια

πρόσβαση στην εξουσία, κάτι που όμως δε κατάφεραν ποτέ. Πιθανότατα σχετίζονταν και με τις αντιαριστοκρατικές επανάστασεις όπως για παράδειγμα αυτή των Zηλωτών της

Θεσσαλονίκης.Παρά το γεγονός ότι το κράτος βρισκόταν σε γενικότερη οικονομική παρακμή και ότι το εμπόριο ήταν σταθερά στα χέρια των Iταλών η τάξη των μέσων κατάφερε να συμμετάσχει όσο πιο ενεργά μπορούσε στη διεξαγωγή των εμπορικών σχέσεων. Aν και κάποιοι έμποροι πλούτισαν σημαντικά, λειτουργώντας συχνά ως μεσάζοντες των ιταλών εμπόρων στην Aνατολή, δεν κατάφεραν ποτέ να παίξουν ηγετικό ρόλο στη διακίνηση του εμπορίου στη Mεσόγειο.

Aιτίες και μορφές κοινωνικών διαμαχών

ατά την Υστεροβυζαντινή περίοδο οξύνθηκαν οι κοινωνικές διαμάχες που εκφράστηκαν με την ισχυρή αντίθεση της αριστοκρατίας προς τις υπόλοιπες κοινωνικές τάξεις. Kύρια αιτία αποτελεί το πέρασμα και η συγκέντρωση των γαιών στα χέρια των δυνατών που συνεπάγεται την αυξανόμενη εκμετάλλευση του αγροτικού πληθυσμού. Oι αντιδράσεις των αγροτών αποτελούν κάθε φορά συνάρτηση των συνθηκών που επικρατούν σε κάθε περιοχή και το εύρος τους σχετίζεται άμεσα με την έντονη ή μη παρουσία της πολιτικής εξουσίας.

Φαινόμενα αντιδράσεων παρατηρήθηκαν ήδη από τις αρχές του 13ου αιώνα στο Δεσποτάτο της Hπείρου αλλά και στο κράτος της Nίκαιας. Γνωρίζουμε από τις ιστορικές πηγές της περιόδου ότι πολλές φορές γαιοκτήμονες και αγρότες ήρθαν σε σύγκρουση, όταν οι τελευταίοι προσπάθησαν να επανακτήσουν, συχνά ασκώντας βία, τα πατρογονικά τους δικαιώματα πάνω στη γη. ’λλες φορές παρατηρήθηκε το φαινόμενο αγρότες να αρνούνται να αποδώσουν τους φόρους ή να εκτελέσουν τις αγγαρείες που τους ζητούσαν οι γαιοκτήμονες. Φαίνεται μάλιστα ότι άτομα μεμονωμένα ή και κοινότητες ολόκληρες προσέφυγαν ακόμη και σε νομικά μέσα για να καταγγείλουν την εκμετάλλευσή τους από τους γαιοκτήμονες. Eπίσης, αρκετοί χωρικοί εγκατέλειπαν τα κτήματά τους αντιδρώντας στην καταπίεση.Ιδιαίτερα βίαιες αντιδράσεις παρατηρήθηκαν κατά τους εμφύλιους πολέμους 1321-28 και 1342-47, σε εποχές δηλαδή βαθιάς κρίσης της πολιτικής εξουσίας σε συνδυασμό με την ολοένα και μεγαλύτερη οικονομική εξαθλίωση και τα βαριά οικονομικά μέτρα που είχαν άμεσο αντίκτυπο στο λαό.

Περιγραφή της κατάστασης από τις πηγές

Page 44: βυζαντιο και κοινωνια

ίναι χαρακτηριστική η περιγραφή της κατάστασης από τον Aλέξιο Mακρεμβολίτη, που έγραψε το 1343 στην Kωνσταντινούπολη το έργο ο "Διάλογος πλουσίων και πενήτων". Σ' αυτό αντικατοπτρίζονται οι διάχυτες ιδέες της εποχής σε ό,τι αφορά την αντίθεση της κατεξοχήν

παραγωγικής τάξης, δηλαδή των φτωχών, και των πλουσίων που ιδιοποιούνταν τα κοινά πράγματα, ενώ υπάρχει και περιγραφή του γεμάτου χλιδή τρόπου ζωής των πλουσίων.

Ένα σημαντικό ωστόσο χαρακτηριστικό των κοινωνικών αναταραχών της Υστεροβυζαντινής περιόδου αποτελεί η εμμονή του πλήθους να διαχωρίζει τον αυτοκράτορα από τους δυνατούς, των οποίων την οικονομική και πολιτική δύναμη αμφισβητούσε και να προσβλέπει σ' αυτόν τον προστάτη και σύμμαχό του εναντίον των δυνατών. Aυτό διαφαίνεται σε ένα κείμενο του 14ου αιώνα που περιγράφει την κατάσταση της εποχής και επιγράφεται: "Διήγησιν ωραιοτάτην του θαυμαστού ανδρός του λεγομένου Bελισαρίου". Aν και η κεντρική εξουσία δε συγκρούεται με τα συμφέροντα των δυνατών, ωστόσο το κείμενο που προαναφέρθηκε δείχνει την έντονη και διάχυτη ανάγκη του λαού για κάποια προστασία. Aυτό γίνεται φανερό και από το γεγονός ότι ο Aνδρόνικος Γ' κατά τη διάρκεια του πρώτου εμφύλιου πολέμου 1321-28 υποσχέθηκε να άρει τους φόρους για να προσεταιρισθεί τον πληθυσμό των πόλεων. O μοναχός Θεόδουλος ή Θωμάς Mάγιστρος έγραφε εκείνη την εποχή ότι οι κοινωνικές αντιθέσεις ήταν ιδιαίτερα έντονες.H μεγάλη ανησυχία για κοινωνική αναταραχή, που εκφράζεται από τους λόγιους της εποχής, επιβεβαιώθηκε με το ξέσπασμα του δεύτερου εμφύλιου πολέμου (1341-54).

Α' Εμφύλιος πόλεμος (1321-28)

ο βυζαντινό κράτος δεν είχε προλάβει ακόμη να διανύσει μια περίοδο σταθερότητας μετά την αποκατάσταση της Ορθοδοξίας και τα μέτρα για την ανόρθωση της οικονομίας από τον Ανδρόνικο Β', όταν το τάραξαν εκ νέου δύο εμφύλιοι πόλεμοι που διήρκεσαν με κάποιες διακοπές από το 1321 ως το 1354. Επρόκειτο ουσιαστικά για ενδοδυναστικές έριδες, η ανάμιξη ωστόσο σε αυτές ξένων δυνάμεων και διάφορων πολιτικών και κοινωνικών ομάδων τους προσέδωσε αντίστοιχα πολιτικό ή κοινωνικό χαρακτήρα, ενώ η δριμύτητά τους επιτάχυνε την εσωτερική κατάρρευση της αυτοκρατορίας.

Ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος ξεκίνησε ως προσωπική έριδα μεταξύ του Ανδρόνικου Β' και του εγγονού του Ανδρόνικου Γ'. Ο μικρός Ανδρόνικος ήταν ο αγαπημένος εγγονός του Ανδρόνικου Β', σε νεαρή ηλικία μάλιστα είχε λάβει τον τίτλο του συμβασιλέα. Η επιπόλαιη όμως και ακόλαστη ζωή του Ανδρόνικου Γ' δυσαρεστούσε το γηραιό αυτοκράτορα. Όταν μάλιστα μια ερωτική περιπέτεια του μικρού Ανδρόνικου είχε ως αποτέλεσμα να

Page 45: βυζαντιο και κοινωνια

σκοτωθεί κατά λάθος ο αδερφός του Μανουήλ και να πεθάνει από τη λύπη του ο πατέρας τουςΜιχαήλ Θ', ο Ανδρόνικος Β' απέκλεισε τον εγγονό του από κάθε δικαίωμα διαδοχής. Απέναντι σε αυτή την απόφαση του παππού του ο Ανδρόνικος Γ' αντέταξε μαζί με τους φίλους τουΙωάννη Καντακουζηνό, Συργιάννη, Θεόδωρο Συναδηνό καιΑλέξιο Απόκαυκο ισχυρή αντιπολίτευση. Η νέα γενιά της βυζαντινής αριστοκρατίας επαναστάτησε και ανάγκασε τον Ανδρόνικο

Β' να αναγνωρίσει το 1321 τον Ανδρόνικο Γ' ως αυτοκράτορα και να του μεταβιβάσει τη Θράκη και περιοχές της Μακεδονίας. Τη συμφωνία αυτή ακολούθησαν νέες διαμάχες και συμφωνίες.Όλη αυτή η αναταραχή επιδείνωσε τα οικονομικά του κράτους. Επιπλέον έδωσε την ευκαιρία στους Τούρκους να καταλάβουν το 1326 την Προύσα και στους Σέρβους και Βούλγαρους να αναμιχθούν στις ενδοβυζαντινές διαμάχες. Τελικά, αυτός που κατάφερε να επικρατήσει ήταν ο μικρός Ανδρόνικος, που ανάγκασε τον παππού του σε παραίτηση το 1328 και έμεινε μόνος στο θρόνο ως Ανδρόνικος Γ'. Όσο για τον Ανδρόνικο Β', αυτός αναγκάστηκε να περιβληθεί το μοναχικό σχήμα. Πέθανε τέσσερα χρόνια αργότερα (1332) ως μοναχός Αντώνιος.

Β Εμφύλιος πόλεμος

Έναρξη εμφυλίου

η μακρόχρονη βασιλεία του Ιωάννη Ε' Παλαιολόγουδιακόπτει η περίοδος διακυβέρνησης του βυζαντινού κράτους από τονΙωάννη Στ' Καντακουζηνό (1347- 54), καθώς και οι αντίστοιχες τουΑνδρόνικου Δ' Παλαιολόγου (1376-79) και του Ιωάννη Ζ' Παλαιολόγου(1390). Στην πρώτη περίοδο της βασιλείας του Ιωάννη Ε' (1341-47) κυριάρχησαν οι διαμάχες γύρω από τη διαδοχή του Ανδρόνικου Γ' (+1341), που οδήγησαν σε ένα δεύτερο εμφύλιο πόλεμο πιο σφοδρό και καταστροφικό από τον προηγούμενο.

Όταν πέθανε ο Ανδρόνικος Γ', δεν υπήρχε ξεκάθαρα διάδοχος του αυτοκρατορικού θρόνου και ο γιος του Ιωάννης που προφανώς θα τον διαδεχόταν ήταν τότε εννιά χρονών. Έπρεπε λοιπόν να διοριστεί κάποιος αντιβασιλέας, γιατί επιπλέον απαιτούνταν άμεση αντιμετώπιση των εξωτερικών εχθρών (Tούρκοι, Σέρβοι και Βούλγαροι).Ο μέγας δομέστικος Ιωάννης Καντακουζηνός, που ήταν ο στενότερος συνεργάτης του Ανδρόνικου Γ', θεώρησε φυσικό να αναλάβει ο ίδιος την αντιβασιλεία. Έσπευσε να αντιμετωπίσει τους εχθρούς της αυτοκρατορίας με στρατό και κατάφερε να αποκαταστήσει την ειρήνη. Ενώ όμως ο

Page 46: βυζαντιο και κοινωνια

Καντακουζηνός βρισκόταν τον Ιούλιο του 1341 στη Θράκη για στρατιωτικές επιχειρήσεις, στην Κωνσταντινούπολη δημιουργήθηκε μια αντίπαλη ομάδα από τον πατριάρχηΙωάννη Καλέκα, τη βασιλομήτωρα ’ννα της Σαβοΐας και τομέγα δούκα Αλέξιο Απόκαυκο. Η ομάδα αυτή αυτοανακηρύχτηκε

επίσημη αντιβασιλεία και επωφελούμενη από την απουσία του Καντακουζηνού στέρησε τον τελευταίο από τα αξιώματά του και δήμευσε την περιουσία του.Ο Ιωάννης Καντακουζηνός τότε έλαβε στο Διδυμότειχο τον Οκτώβριο του 1341 το αυτοκρατορικό στέμμα, προβάλλοντας ωστόσο τον εαυτό του ως συμβασιλέα του Ιωάννη Ε' και όχι ως αντίπαλό του. Η αντιβασιλεία απάντησε στην ενέργεια αυτή του Καντακουζηνού με τη στέψη του μικρού Ιωάννη Ε' σε αυτοκράτορα στις 19 Νοεμβρίου 1341. Ο εμφύλιος δεν μπορούσε πλέον να αποφευχθεί.

Eισαγωγή

ίναι σημαντικό για τη σφαιρική κατανόηση μιας ιστορικής περιόδου να γνωρίσει κανείς πώς ήταν οργανωμένη η κοινωνική ζωή των ανθρώπων. Oι πληροφορίες μας για την καθημερινή ζωή στην Υστεροβυζαντινή περίοδο, αν και αποσπασματικές, αρκούν για να αποκτήσουμε μια γενική εικόνα της ζωής τόσο στην ύπαιθρο όσο και στην πόλη. H σημαντικότερη μορφή κοινωνικής οργάνωσης στην ύπαιθρο είναι το χωριό, ενώ η πόλη αναπτύσσεται σε διάφορους τύπους ανάλογα με τον οικονομικό της ρόλο.

H συγκριτική ανάλυση των γραπτών πηγών, που έχουν σωθεί από εκείνη την εποχή, αποκαλύπτει πολλά στοιχεία για την καθημερινή διαβίωση αλλά και για το θεσμό της οικογένειας. Πηγές για τέτοιου είδους πληροφορίες συνιστούν οι βιογραφίες αγίων και κυρίως τα βυζαντινά έγγραφα, όπως διαθήκες, έγγραφα καταγραφής αντικειμένων μετά το θάνατο κάποιου, μεταβίβασης ιδιοκτησίας και άλλα που περιγράφουν με λεπτομέρειες τα αντικείμενα ενός νοικοκυριού είτε αυτά είχαν χρηστικό σκοπό είτε διακοσμητικό. Oι πληροφορίες που αντλούνται από τις πηγές αυτές αφορούν τόσο τα περιεχόμενα ενός σπιτιού της Υστεροβυζαντινής περιόδου όσο και το κόστος τους. H εικόνα που μπορεί να συνθέσει κανείς ανταποκρίνεται στις μεσαίες και χαμηλές τάξεις και κατά συνέπεια αντικατοπτρίζει το μέσο όρο ζωής της εποχής εκείνης.Mε βάση αυτή την εικόνα αξίζει μάλιστα να παρατηρήσει κανείς τα στοιχεία καθημερινής ζωής που απεικονίζονται μερικές φορές σε εικόνες, χειρόγραφα ή τοιχογραφίες εκκλησιών. Συνήθως τα αντικείμενα που παριστάνονται φανερώνουν το επίπεδο ζωής πλουσιότερων ανθρώπων, αν και συχνά σε επαρχιακές περιοχές υπάρχουν σκηνές ή μεμονωμένα στοιχεία που αντανακλούν τη ζωή και τις συνήθειες του αγροτικού πληθυσμού.

Page 47: βυζαντιο και κοινωνια

Στοιχεία καθημερινής ζωής

πως φαίνεται από τις γραπτές πηγές η καθημερινή ζωή για το μέσο υστεροβυζαντινό άνθρωπο στερούνταν κάθε πολυτέλεια. Aυτό έρχεται βέβαια σε πλήρη συμφωνία με την ολοένα και πιο εξαθλιωμένη οικονομική κατάσταση του πληθυσμού του βυζαντινού κράτους εκείνη την εποχή. Oι άνθρωποι προσπαθούσαν να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες με όσο το δυνατόν πιο οικονομικά μέσα.

Aξίζει τον κόπο να αναλογιστεί κανείς αν τα απλά καθημερινά πράγματα ένος σπιτιού του 20ού αιώνα όπως κρεβάτια, καρέκλες, πιάτα ανήκαν στα αντικείμενα ενός νοικοκυριού της Υστεροβυζαντινής περιόδου. Σε μια προσπάθεια πρώτης προσέγγισης ενός τέτοιου θέματος χρησιμοποιήθηκαν συγκριτικά από τον καθηγητή κ. N. Oικονομίδη οι γραπτές πηγές της Ύστερης Βυζαντινής περιόδου και τα αποτελέσματα παρουσιάζουν πραγματικά εξαιρετικό ενδιαφέρον. Διαπιστώνεται λοιπόν ότι κατά την περίοδο αυτή υπήρχαν δύο είδη νοικοκυριών, που ωστόσο ήταν γνωστά και από προηγούμενες περιόδους. Yπήρχαν νοικοκυριά που διέθεταν τραπέζια, καρέκλες και κρεβάτια και που πρέπει να ήταν τα πιο πλούσια και άλλα που χρησιμοποιούσαν τόσο για κρεβάτια όσο και για καρέκλες ξύλινες ή πέτρινες κατασκευές κατά μήκος των τοίχων, ενώ έβαζαν το φαγητό δίπλα τους ή πάνω στις κασέλες, που χρησιμοποιούσαν για τη φύλαξη τροφίμων ή αντικειμένων. Φαίνεται ότι συνήθως έτρωγαν από μια μεγάλη πιατέλα και

έπιναν από ένα κοινό φλυτζάνι ή κανάτα.Mπορεί κανείς να βγάλει ανάλογα συμπεράσματα για όλα ή τουλάχιστον για τα περισσότερα αντικείμενα ενός σπιτιού. Eκείνο που είναι σημαντικό για την Υστεροβυζαντινή περίοδο είναι ότι η δεύτερη μορφή, αυτή του πιο φτωχού νοικοκυριού είναι εκείνη που υπερισχύει και κατά συνέπεια είναι ενδεικτική του κοινωνικού και οικονομικού επιπέδου της εποχής.

Oικογένεια

α έγγραφα, κυρίως τα φορολογικά, της Υστεροβυζαντινής περιόδουπαρουσιάζουν σημαντική διαφορά με αυτά των προηγούμενων περιόδων, όπου καταγράφονταν μόνο οι αρχηγοί των οικογενειών. Tώρα καταγράφονται όλα τα μέλη, και πιθανή αιτία είναι η μαζική δωρεά γης και παροίκων σε μοναστήρια και άλλους γαιοκτήμονες, που φυσικά ήθελαν να

Page 48: βυζαντιο και κοινωνια

γνωρίζουν το ανθρώπινο δυναμικό που τους ανήκε. Έτσι προκύπτουν περισσότερα στοιχεία για τη δομή της οικογένειας.

Oι ερευνητές διακρίνουν οικογένειες και νοικοκυριά ως τύπους κοινωνικής οργάνωσης. Έχει γίνει γενικότερα αποδεκτό, η οικογένεια να ορίζεται ως κοινωνική μονάδα που έχει ως βάση τη συγγένεια εξ αίματος και αγχιστείας, ενώ τα χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν το νοικοκυριό είναι ησυγκατοίκηση και η κοινοκτημοσύνη. Tη μεγάλη πλειοψηφία την αποτελούσαν οικογένειες που τα μέλη τους ήταν οι γονείς και τα ανύπαντρα παιδιά, ενώ υπήρχε και ένας σημαντικός αριθμός νοικοκυριών, όπου έμεναν γονείς και παντρεμένα παιδιά ή παντρεμένα αδέλφια, ένα είδος δηλαδή διευρυμένων οικογενειών.H οικογένεια ήταν κατά βάση πατριαρχική. Aρχηγοί του νοικοκυριού, ιδιοκτήτες της περιουσίας και υπεύθυνοι για την καταβολή των φόρων ήταν οι άντρες στη βυζαντινή κοινωνία. Ωστόσο, ο ρόλος της γυναίκας ήταν σημαντικός και αποδεικνύεται από το γεγονός ότι συχνά γυναίκες χήρες ή σπανιότερα ανύπαντρες αναφέρονται ως αρχηγοί νοικοκυριών. Aκόμη και τα ονόματα μπορούσαν να προέλθουν από την πλευρά της μητέρας, αν και στην πλειοψηφία τους μεταβιβάζονταν μέσω του άντρα. Oι γυναίκες, όταν παντρεύονταν, έπαιρναν την προίκα τους και πήγαιναν συνήθως να μείνουν στο σπίτι του άντρα τους. Aξίζει να αναφερθεί ως στοιχείο κοινωνικής πρόνοιας ότι οι γυναίκες ως αρχηγοί οικογένειας φορολογούνταν όπως οι άντρες μέχρι το 15ο αιώνα, όταν επί οθωμανικής κυριαρχίας οι χήρες φορολογούνταν λιγότερο από τους άντρες.

Γενικά χαρακτηριστικά πόλεων

ρόλος των πόλεων της Υστεροβυζαντινής περιόδου διαφέρει από εκείνον στις προηγούμενες περιόδους, γιατί κατά τους τελευταίους αιώνες παρουσιάστηκε έντονη διοικητική αποκέντρωση του κράτους αλλά και σχετική αυτονομία των πόλεων λόγω των αμυντικών δυνατοτήτων τους.

Σημαντικό χαρακτηριστικό της οργάνωσης των πόλεων είναι ότι οι περισσότερες από αυτές ήταν τειχισμένες. Συχνά μάλιστα χτίζονταν δύο τείχη όπως στην περίπτωση του Mυστρά, τα οποία μερικές φορές διαμόρφωναν το χώρο ανάλογα με τα κοινωνικά στρώματα που κατοικούσαν εκεί. Oι πόλεις ήταν μικρές και εξαίρεση αποτελούσαν μερικά μεγάλα διοικητικά και εμπορικά κέντρα όπως η Κωνσταντινούπολη, η Θεσσαλονίκη, η Aδριανούπολη, οι Σέρρες, ο Mυστράς και τα Iωάννινα. Oι περισσότερες πόλεις ήταν άμεσα εξαρτημένες από την αγροτική παραγωγή τόσο γιατί οι κάτοικοι ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία όσο και γιατί εκεί συγκεντρώνονταν τα αγροτικά προϊόντα. H αγορά και οι εμπορικές δραστηριότητες λειτουργούσαν συνήθως έξω από τα τείχη της πόλης. Eσωτερικά η διοίκηση της πόλης ήταν στα χέρια των αρχόντων και παρά τα

Page 49: βυζαντιο και κοινωνια

αστικά στοιχεία που εμφανίζονται στις πόλεις δεν μπορεί κανείς να μιλά για αστικοποίηση της βυζαντινής κοινωνίας με τη

μορφή που τη γνωρίζουμε από τις δυτικές πόλεις.H κοινωνική ζωή πρέπει να ήταν πολύ περιορισμένη. Ωστόσο, χαρακτηριστική σκηνή από την καθημερινή ζωή στην πόλη απεικονίζεται σε τοιχογραφία της Mονής των Bλαχερνών στην ’ρτα. Παριστάνεται μια σκηνή συνάθροισης στην Kωνσταντινούπολη με αφορμή τη λιτανεία της εικόνας της Παναγίας των Oδηγών, που γινόταν κάθε Tρίτη και συνδυαζόταν με εμποροπανήγυρη. Φαίνεται ότι ο περίβολος ενός ναού ή μοναστηριού ήταν δημόσιος ελεύθερος χώρος, όπου μπορούσαν να συγκεντρώνονται οι κάτοικοι με κάποια αφορμή όπως η γιορτή ενός αγίου. Γύρω μάλιστα από τις εκκλησίες συνεχίστηκε και στην ύστερη όπως και στις προηγούμενες περιόδους της βυζαντινής ιστορίας η οργάνωση των συνοικιών.

Tύποι πόλεων

ι πόλεις σύμφωνα με τη σύγχρονη έρευνα αναπτύχθηκαν σε τρεις διαφορετικούς τύπους. Yπήρχαν οι πόλεις κάστρα ή οχυρά με καθαρά στρατιωτικό χαρακτήρα και λειτουργία, πόλεις που ήταν εμπορικά κέντρα και άλλες με πολλαπλή λειτουργία.

Oι πόλεις-κάστρα διέθεταν κατά βάση οχύρωση και στρατιωτική δύναμη και διοικούνταν συνήθως από αριστοκράτες. Ήταν στηριγμένες κυρίως στην αγροτική οικονομία κάτι που συνεπάγεται την ανυπαρξία της εμπορικής τάξης. Aποτελούσαν συχνά πόλο έλξης για τον αγροτικό πληθυσμό, γιατί

θεωρούνταν ως ασφαλή μέρη διαμονής σε ιδιαίτερα τεταμένες περιόδους όπως οι εμφύλιοι πόλεμοι και οι επιδρομές. Aπό τις πιο γνωστές πόλεις-κάστρα είναι η Kαστοριά, η Έδεσσα, οι Σέρρες, το Mελένικο, τα Σέρβια και η Bέροια.

Yπήρχαν όμως και πόλεις καθαρά εμπορικές. Xαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Mονεμβασιά, που αποκτώντας σημαντικά εμπορικά αλλά και διοικητικά προνόμια το 15ο αιώνα όχι μόνο διευκόλυνε τις δραστηριότητές της, αλλά βοήθησε και στην οικονομική

αυτονομία της. Oι εμπορικές δραστηριότητες ήταν πιο έντονες στις παράλιες πόλεις και απόδειξη αποτελούν τόσο η Kωνσταντινούπολη όσο και η Θεσσαλονίκη. H ύπαρξη αποθηκευτικών χώρων στα σπίτια αποτελεί ένδειξη ανεπτυγμένων εμπορικών δραστηριοτήτων. Aξίζει να σημειώσει κανείς ότι στις πόλεις με μεγαλύτερη εμπορική δραστηριότητα σημειώθηκαν μεγαλύτερες κοινωνικές αναταραχές, μια και εκεί εμφανίστηκαν εντονότερα οι διαφορές πλούτου ανάμεσα στους άρχοντες

Page 50: βυζαντιο και κοινωνια

και το λαό. H οικιστική μορφή τέτοιων πόλεων παρουσίαζε σημαντικές δυνατότητες άμυνας αλλά και σπίτια αρκετά πολυτελή.Yπήρχαν ωστόσο και πόλεις με πολλαπλές δραστηριότητες, διοικητικές, στρατιωτικές και εμπορικές όπως ήταν τα Iωάννινα. Παρ' όλα αυτά οι έμποροι της πόλης με δυσκολία διακρίνονταν από τους γαιοκτήμονες. Tα Iωάννινα, αν και ήταν μια οχυρή πόλη με σημαντική

οικονομική δραστηριότητα, παρέμενε στενά δεμένη με την αγροτική παραγωγή, αφού οι εμπορικές της δραστηριότητες περιλάμβαναν κυρίως τα αγροτικά προϊόντα της περιοχής.

Χωριό

ύπαιθρος εμφανίζει στην Υστεροβυζαντινή περίοδο αρκετά κοινά χαρακτηριστικά με τις προηγούμενες περιόδους. Tο χωριό παραμένει η κύρια μορφή κοινωνικής οργάνωσης, ενώ η γεωγραφική έκταση και ο πληθυσμός του είναι πολύ δύσκολο να καθοριστούν με ακρίβεια. Eξαρτώνται πάντα από την περιοχή και την κινητικότητα που παρουσίαζε ο πληθυσμός της σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους.

Oρισμένες αλλαγές είναι αναπόφευκτες λόγω των διαφορετικών οικονομικών συνθηκών της Ύστερης Βυζαντινής περιόδου. Oφείλει να αναφέρει κανείς την εκχώρηση ολόκληρων χωριών μαζί με τις γαίες, τα βοσκοτόπια, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους σε ένα ή περισσότερους γαιοκτήμονες, γεγονός που μοιραία επηρέαζε άμεσα και τη ζωή των αγροτών. Tο βυζαντινό χωριό λειτουργούσε συλλογικά σε σημαντικά οικονομικά και νομικά ζητήματα απέναντι στο γαιοκτήμονα. Tις περισσότερες φορές η περιουσία του αγρότη βρισκόταν στην περιφέρεια του χωριού του, ενώ συχνά οι αγρότες είχαν αμπέλια και κήπους ανάλογα με τις οικονομικές τους δυνατότητες. H ζωή τους συγκεντρωνόταν γύρω από τις εκκλησίες και την οικογένεια, που αποτελούσε τον πυρήνα της κοινωνικής τους ζωής.Aπό τις σημαντικότερες ασχολίες του αγροτικού πληθυσμού ήταν κυρίως η γεωργία αλλά και η κτηνοτροφία, η μελισσοκομία, η αλιεία, η αμπελουργία και η δενδροκομία. Πρέπει κανείς να φανταστεί τις καλλιέργειες και τα προϊόντα περίπου ίδια με τα σημερινά με εξαίρεση ορισμένα που την εποχή εκείνη ήταν άγνωστα όπως ο καπνός. H πλειοψηφία των νοικοκυριών φαίνεται ότι δεν είχε καθόλου ζώα ή είχε πολύ λίγα σε αντίθεση με τους μεγάλους γαιοκτήμονες που διέθεταν τεράστια κοπάδια. Aρκεί να αναφέρει κανείς για παράδειγμα ότι 8 από τα 130 νοικοκυριά του χωριού Γομάτου της Mακεδονίας, το 1300, είχαν στην κατοχή τους 928 ζώα, αριθμός που έρχεται σε μεγάλη αντίθεση με τα 70.000 πρόβατα και τα άλλα πολυάριθμα ζώα, που ο Iωάννης Kαντακουζηνός ισχυρίστηκε ότι έχασε στον εμφύλιο πόλεμο.

Page 51: βυζαντιο και κοινωνια

Aριθμητικά στοιχεία

Υστεροβυζαντινή περίοδος χαρακτηρίζεται από τη δημογραφική παρακμή και τηνεξαθλίωση του αγροτικού πληθυσμού. Mε βάση τα στοιχεία που διαθέτουμε κυρίως από τα τέλη του 13ου και από το 14ο αιώνα παρατηρείται μάλιστα μείωση και του μέσου όρου ατόμων κάθε νοικοκυριού (από 4,7 σε 3,7). Προκύπτει ακόμη από τα στοιχεία αυτά ότι, ενώ τα χωριά παρουσιάζουν γενικά μείωση του πληθυσμού τους, σημειώνονται κατά περιόδους διαφοροποιήσεις ανάμεσά τους. ’λλα παρουσιάζουν σημαντική μείωση ή ερημώνονται και άλλα παρουσιάζουν αύξηση των κατοίκων τους. Tο φαινόμενο προκαλείται κυρίως σε περιόδους εχθρικών εισβολών ή εμφύλιων πόλεμων, γιατί τα χωριά που βρίσκονταν στην πορεία των επιδρομέων άδειαζαν, ενώ άλλα που ήταν πιο ασφαλή αποτελούσαν πόλο έλξης και παρουσίαζαν αύξηση του πληθυσμού τους.

Συγκρίνοντας τα αποτελέσματα των απογραφών που υπάρχουν για την Υστεροβυζαντινή περίοδο διαπιστώνει κανείς ότι οι γυναίκες ήταν λιγότερες από τους άντρες. Για το θέμα αυτό έχουν δοθεί από την έρευνα διάφορες εξηγήσεις. Επικρατέστερη φαίνεται να είναι αυτή που αποδίδει το γεγονός στα ελλιπή στοιχεία που καταγράφονταν σε ό,τι αφορά τις

γυναίκες.O μέσος όρος ζωής κατά την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο φαίνεται να ήταν 45-50 χρόνια, ενώ η παιδική θνησιμότητα μέχρι πέντε ετών ήταν ιδιαίτερα μεγάλη. Kαθώς κινούμαστε από τις αρχές προς τα μέσα του 14ου αιώνα, ο μέσος όρος παιδιών ανά ζευγάρι μειώνεται από 3,5 σε 2 παιδιά το ανώτερο. Mε το πέρασμα του χρόνου διαπιστώνεται ότι οι νέοι λιγοστεύουν και αυξάνεται ο αριθμός των ατόμων που ανήκαν στη μέση ή τη μεγαλύτερη ηλικία. Έτσι μοιραία λιγόστευε το παραγωγικό ποσοστό του πληθυσμού αλλά και το ποσοστό εκείνων που μπορούσαν να συμβάλλουν στη βιολογική αναπαραγωγή του.

Kινητικότητα

ποτελεί γενικότερη διαπίστωση ότι η οικονομική παρακμή ενός κράτους συμβαδίζει πάντα με την αύξηση της κινητικότητας του πληθυσμού του.

Tο φαινόμενο της κινητικότητας του πληθυσμού που παρατηρήθηκε σ' όλη τη διάρκεια των ειρηνικών εποχών της Υστεροβυζαντινής περιόδου εντάθηκε κυρίως σε περιόδους εχθρικών εισβολών και εμφύλιων πολέμων. Aυτό αποδεικνύουν οι απογραφές που υπάρχουν για την περιοχή της

Page 52: βυζαντιο και κοινωνια

Mακεδονίας σε χρονική σειρά στο πρώτο μισό του 14ου αιώνα. Έτσι, από απογραφή σε απογραφή όχι μόνο μέλη οικογενειών αλλά και ολόκληρες οικογένειες χάνονταν ή και ολόκληρα

χωριά ερημώνονταν. Παρ' όλα αυτά υπήρχαν χωριά στα οποία εγκαταστάθηκαν καινούργιες οικογένειες και αυτό γιατί κατά τη μετακίνησή τους τα άτομα ή οι οικογένειες κατευθύνονταν είτε προς γειτονικά χωριά είτε αναζητούσαν ιδιοκτησίες και τόπους που ήταν ασφαλέστεροι. Σε εποχές κρίσης μάλιστα πολλοί αναζητούσαν την ασφάλεια των οχυρωμένων πόλεων. Tα ονόματα που μαρτυρούνται σε έναν τόπο συχνά διευκολύνουν να καταλάβει κανείς την προέλευση των μεταναστών.Mεγαλύτερο ποσοστό κινητικότητας παρουσιάζουν οικογένειες και άτομα με πολύ μικρή ή ανύπαρκτη περιουσία, που συνήθως δεν είναι γραμμένοι σε φορολογικούς καταλόγους και χρησιμοποιούνταν ως εργατικά χέρια για διάφορες εργασίες, οι ελεύθεροι δηλαδή εργάτες, ακτήμονες και άποροι όπως τους ονομάζουν οι πηγές. Ωστόσο, και οι πάροικοι που αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος του αγροτικού πληθυσμού και θα έπρεπε κανονικά να μετακινούνται ελάχιστα είναι βέβαιο ότι μετακινούνταν.H μετακίνηση του πληθυσμού ήταν αναγκαία είτε για λόγους ασφάλειας λόγω των εχθρικών επιδρομών είτε γιατί η διαβίωση σε έναν τόπο γινόταν ολοένα και πιο δύσκολη με τη βαθμιαία οικονομική εξαθλίωση του αγροτικού νοικοκυριού.

Oικονομική εξαθλίωση-Επιδημίες

ημαντικό παράγοντα όλων των δημογραφικών εξελίξεων στα υστεροβυζαντινάχρόνια αποτέλεσε η ολοένα αυξανόμενη οικονομική εξαθλίωση του αγροτικού κυρίως πληθυσμού του κράτους. Tα φτωχότερα νοικοκυριά ήταν εκείνα που εμφανίζονταν ως το μη σταθερό στοιχείο. Όσο πιο πλούσια ήταν τα νοικοκυριά τόσο πιο πολλές δυνατότητες είχαν να παραμείνουν στον τόπο που ζούσαν και όχι μόνο να επιβιώσει έστω και ένα μέλος τους, αλλά και να δημιουργήσει το δικό του νοικοκυριό. H οικονομική εξαθλίωση συνέβαλε από τη μια πλευρά στη σταδιακή μείωση του πληθυσμού λόγω της αυξανόμενης θνησιμότητας αλλά και λόγω της μείωσης του ποσοστού γεννήσεων. Παράλληλα, οι δυσμενείς οικονομικές συνθήκες οδήγησαν στην εγκατάλειψη των γαιοκτημόνων και στη μετακίνηση του αγροτικού πληθυσμού προς αναζήτηση ασφαλέστερων συνθηκών διαβίωσης σε άλλο γαιοκτήμονα ή σε οχυρές πόλεις.

Tις συνθήκες οικονομικής εξαθλίωσης που περιγράφουν οι πηγές της εποχής επέτειναν οι εξωτερικοί καταστροφικοί παράγοντες όπως οι επιδημίες. Στη δημογραφική ύφεση της Υστεροβυζαντινής περιόδου συνέβαλε σημαντικά η μεγάλη επιδημία της πανούκλας που ξέσπασε το 1347, η οποία εξαπλώθηκε σε όλο τον ελλαδικό χώρο και έπληξε κυρίως τις

Page 53: βυζαντιο και κοινωνια

πόλεις και τα χωριά προκαλώντας τρομερές καταστροφές. Eίναι αναμφισβήτητο ότι οι πιο ασθενείς οικονομικά πληθυσμοί πλήττονταν περισσότερο σε περιπτώσεις λοιμού. Eπειδή δε διαθέτουμε πολλά στοιχεία γι' αυτήν την επιδημία, αρκεί να αναφέρει κανείς τα στοιχεία που υπάρχουν για την πανώλη που ξέσπασε την ίδια εποχή στη Δυτική

Eυρώπη. Αν και εκεί πήρε πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις από ό,τι στο Βυζάντιο, το γεγονός ότι εξαφάνισε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού αποτελεί απόδειξη των καταστροφικών συνεπειών μιας επιδημίας.

Eχθρικές εισβολές-Εμφύλιοι πόλεμοι

ην ήδη εξαθλιωμένη κατάσταση του πληθυσμού την Υστεροβυζαντινή περίοδοεπιδείνωσαν οι εχθρικές επιδρομές όπως η καταλανική (1307-9) αλλά και οι τουρκικές στη διάρκεια του 14ου αιώνα. O πληθυσμός των χωριών που βρέθηκαν στο δρόμο τους μειώθηκε ή και ολόκληρα χωριά ερημώθηκαν. Aντίθετα, αύξηση παρουσίασε ο πληθυσμός χωριών ή οχυρών πόλεωνπου θεωρούνταν ασφαλέστερες. Eίναι χαρακτηριστικές για τις καταστροφές της καταλανικής επιδρομής τόσο η περιγραφή του Kυδώνη για τη Mακεδονία όσο και του Γρηγορά για τη Θράκη. O τελευταίος αναφέρει ότι η ύπαιθρος βρισκόταν κάτω από τέτοια τρομοκρατία, ώστε για δύο χρόνια οι αγρότες δεν μπορούσαν να βγουν από τις οχυρές πόλεις, όπου είχαν καταφύγει.

Kαι οι εμφύλιοι πόλεμοι συνέβαλαν όμως στην επιδείνωση της πληθυσμιακής σύνθεσης του υστεροβυζαντινού κράτους. O Iωάννης Kαντακουζηνός, περιγράφοντας την κατάσταση του πληθυσμού της υπαίθρου, αναφέρει ότι επικρατούσε τέτοια αναταραχή που οι αγρότες εγκατέλειπαν τα χωριά τους και δεν πλήρωναν φόρους. Oι εμφύλιοι πόλεμοι δημιούργησαν λοιπόν ένα κλίμα πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ανασφάλειας που έκανε πιο εύκολη ή κατέστησε αναγκαία τη μετακίνηση του αγροτικού πληθυσμού σε ασφαλείς περιοχές.Στην καταστροφική δράση των εχθρικών εισβολών και εμφύλιων πολέμων πρέπει να συνυπολογιστούν και τα αρνητικά αποτελέσματα που επιφέρουν οι ληστρικές επιδρομές. Oι περισσότεροι από τους ληστές ήταν οπλισμένοι και μαθημένοι στον πόλεμο και εμφανίζονταν κυρίως σε εποχές που η ύπαιθρος είχε περάσει σε κατάσταση αναρχίας, η παραγωγή είχε διακοπεί και η μετακίνηση του πληθυσμού είχε αυξηθεί. Oι ληστρικές επιδρομές εντάθηκαν σε εποχές εχθρικών επιδρομών και πολιτικής αστάθειας.<