ΠΑΝΚ

103
Παναγιώτης Αραμπατζής ΠΑΝΚ Θεσσαλονίκη 2012

TAGS:

description

υπαρχουνε ανθρωποι που ζουνε σε καποιες μικρες γωνιες.που καθολου δε πιστευουνε στα λογια και τις πραξεις.το καθε βημα τους στη γη, τους αποτελειωσε,ετσι αρκεστηκανε...στου χαος τις επαλξεις.ποιοι να ν αυτοι που τους ξεχνουν και τους διακρινουν.οι μαρτυρες της τυχης ηδη νεκροι.ποιος αραγε εξω απ τη πορτα τους ταχατις λες να περιμενει;ποιος θανατος και ποια ζωη -εξτατικη-;π.

Transcript of ΠΑΝΚ

Page 1: ΠΑΝΚ

Παναγιώτης Αραμπατζής

ΠΑΝΚ

Θεσσαλονίκη 2012

Page 2: ΠΑΝΚ

- 2 -

‘Η ΣΚΙΕΣ

Μικρό εξάρτημα

Δώρο είσαι

Διαυγές και τυπικό

Θεωρία ανεξάντλητη

Προς εφιάλτη των κραυγών και σκιών,

Ξενόφερτη αιτία ανέφικτη.

Ονειρεύεσαι

Θεατή του ψιθύρου

Μες στην προβιά σου κρύβεις

Ένα γελοίο χειροκρότημα

Μα ξέρεις τα λόγια ορίζεις

το βιός σου

άλλοτε νομοθετείς

και διοικείς

γνώστης του σεβασμού.

Άξιο ον και πλάσμα ιερό

Γνώστης της Αληθείας.

Είσαι αλήθεια επαρκής

Και βέβαια από ανάγκη

Μιλάς

Και πράττεις.

Σίγουρα από ανάγκη ενδιαφέρεσαι.

Τρως το ψωμί που σου αξίζει.

(Μια φλόγα μέσα μου με καίει

Και οι σκιές που ρίχνονται

Μάσκες υποταγμένες,

Φλυαρούν

Μα υποψιάζονται προπάντων).

Page 3: ΠΑΝΚ

- 3 -

ΒΟΗ

Ψηλαφίζοντας.

Τον παγωμένο δρόμο.

Περνώ και φεύγω.

Κάθε σούρουπο.

Επισκέπτομαι ήσυχος.

Τουρίστας χωρίς πια να ξέρω.

Αν το μπουφάν που φορώ.

Είναι καν ξένο.

Ή μήπως δικό μου.

Page 4: ΠΑΝΚ

- 4 -

ΞΗΜΕΡΩΜΑ ΣΤΗ ΛΥΩΝ

Διστακτικά αποφαίνεται

Το σκοτάδι να γκρεμίσει .

Η πολιτεία τέχνη ανθρώπινη

Με το ρολόι του μουσαφίρη

Προστάζει τα μάτια να κλείσουν.

Μα η μέρα ξεκινά

Με μια τιμητική σιγή

Οδηγεί τα πρόσκαιρα

Προς τη σκουριά της άρνησης.

Ενώ κάθε υπαρκτό βουλιάζει

Μες στη νοθεία των Αοράτων.

Ίδια φοβισμένοι, απαράλλαχτοι

Οριστικά ίσως

Με υπομονή

Ας ξεψυχήσουμε

Σαν ήρωες.

Page 5: ΠΑΝΚ

- 5 -

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Χωρίς πια ποίηση.

Χωρίς πια λόγια.

Θα ταξιδεύουμε.

Page 6: ΠΑΝΚ

- 6 -

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΚΡΙΤΕΣ

Τα μάτια είναι

Των παιδιών προνόμια

Του τρόμου.

Κρίνουν.

Κρίνονται.

Εννοούν.

Αντίκρυ μας.

Τα μάτια είναι οι κριτές

Της απιστίας.

Των παθών.

Σύντροφοι.

Λάθη και υπαινιγμοί.

Όσους κριθήκανε

Κοίτα βαθιά τους

Το θείο έρωτα

Τη δύνη και το θάνατο.

Δάκρυα που καίνε τη σιγή

Μαρτυρικά όπλα συνάμα

Και ασπίδες.

Άνθρωποι τόσο κουρασμένοι

Φαίνεστε.

Μες στα ζεστά κουρέλια σας

Αδύναμοι να κρύψετε πως κρύβεστε.

Page 7: ΠΑΝΚ

- 7 -

ΟΡΙΖΟΝΤΑΣ

Οι πιο φανταστικοί.

Οι δοκιμασμένοι.

Εγκαταλείπουν ξεγλιστρώντας.

Τα άμορφα καλούπια τους.

Μέσα σε φαύλες μέρες.

Σπάζουνε σκόρπιες μελωδίες.

Φερέφωνα της «εποχής».

Ζώνουν τα μπράτσα τους.

Με λούλουδα νεκρά.

Με μυρωδιά ψαριού.

Έτσι.

Ανάλαφροι αγαλλιάζουνε.

Υπερασπίζονται το άπειρο μονάχα.

Σβήνουνε ήλιοι άγριοι.

Ηλιαχτίδες που εγκατέλειψαν.

Τον φθαρτό αυτό ορίζοντα.

Καίνε τη γη ξαναγεννώντας την.

Με γρίφους και τεχνάσματα.

Page 8: ΠΑΝΚ

- 8 -

ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗ

Ετούτη η μεταποίηση των γεγονότων είναι

Η ποίηση

Που σπάει και κατανικά

Το άγριο της σκέψεως,

Σα λυσσασμένος άνεμος

Χρονικά αόριστος

Κηδεύει

Κάθε νομική

Κάθε αναμάρτητο.

Ως κεράς ελέφαντα ,

Ως φύλλο συκιάς.

Ξεσκεπάζει και ξυπνά

Ως ουρλιαχτό σιωπής

Σε ονείρου κολακεία.

Δικάζει

Τη γη και τον σπόρο

για νέα σπορά.

Ειδώλων και καταστάσεων.

Page 9: ΠΑΝΚ

- 9 -

ΟΙ ΩΡΕΣ

Οι ώρες που περνούν.

Δε μας αλλάζουν.

Μας επισκέπτονται.

Ελεύθερες και ξένες.

Στου καφενέ.

Το γωνιακό τραπέζι.

Γραπώνονται στο φέρσιμο.

Της μνήμης.

Τέτοιες μονάχα.

Στιγμές που μόνοι κλαίμε.

Μας αγγίζουν.

Page 10: ΠΑΝΚ

- 10 -

ΕΠΙΝΟΩ

Επινοώντας το κάθε κύμα

Την κάθε σήψη

Της γυάλινης πραγματικότητας ετούτης,

Νιώθω των ερωτήσεων (αθετώντας)

Το λάθος

Το πάθος

Την εύμορφη κατάφαση.

Καταλαβαίνω έτσι

Επινοώντας

Την κάθε λοιπόν απάντηση

Τόσο έτοιμη

Για κάθε υπόληψη,

Υπολογίζοντας τη λερωμένη

Απόκρυψη των γεγονότων.

Στο κάθε τέλος πάντα να θυμάσαι

Σε βρίσκει πάντοτε

Η κάθε αρχή που υπολογίζεται

Αναπάντεχα, άμεσα.

Σα τη λύση.

Page 11: ΠΑΝΚ

- 11 -

ΝΟΤΙΟΣ ΑΝΕΜΟΣ

Μάτια ζεστά.

Στις στιγμές ανάμεσα.

Αινιγματικά βλέμματα.

Λόγια ζεστά.

Με το νταούλι ακάλεστα.

Ντύνουν στο βράχο.

Τα λουλούδια.

Το είδωλο.

Το σώμα.

Κρύβεις.

Οργή και πάθος.

Απόδραση αναγκαία.

Τάχατις να’ σαι.

Η γαλήνη.

Το φάντασμα.

Το βήμα.

Ο δρόμος.

(Βάζω φωτιά.

Μπουκάλι του Ήλιου.

Γίνομαι.

Στα βάθη.

Σε κλείνω.

Ξεφτάω.

Και δοξάζομαι.

Αντίδικος.)

Page 12: ΠΑΝΚ

- 12 -

ΟΙ ΟΥΔΕΤΕΡΟΙ

Αδιάφορα αφομοιώνουν

Το σύστημα ζωγραφίζουνε

Ο θεατής-πληροφοριοδότης

Και ο χρήστης της πίστεως.

Εμείς ανώτεροι άλλοτε

Εξαρτιόμαστε από

Τη μαύρη Λήθη.

Από τον κρύο τεκέ

Από το γκρίζο αυτό κελί

Δραπέτης.

Η γη είναι στάχτη

Ουρανός

Εκπληρώνει

Τον άγγελο

Μέσα μας.

Page 13: ΠΑΝΚ

- 13 -

ΟΜΗΡΟΣ

Κάθε κατάκτηση.

Κάθε νοσταλγικός διαβάτης.

Δυο μάτια σιωπηλά.

Κατευθύνουν δωροδοκούν.

Η μοναξιά κι αυτή πλάσμα.

Του πόθου, του ονείρου.

Κάθε κατάκτηση και νοσταλγία μας.

Μία εγκατάλειψη.

Το δάκρυ του αλήτη υπερβατεί.

Δώρο της αλχημείας.

Κρύο ραβδί-βελόνι.

Τρυπά ακαθόριστα την ακοή.

Κάθε εγκατάλειψη μια νέα πατρίδα.

Δε θα λυγίσω.

Το κάθε απόθεμα υποβάλλω.

Στη δύναμη αποτάσσομαι.

Μα, να!

Ξεχάστηκα με αυτό το κομπολόι.

Συγχώρα με φίλε…

Μες στο ναυάγιο αυτό, είμαι ένας όμηρος.

Ένας λωτός μία κατάκτηση.

Μια εγκατάλειψη.

Ένα χαμόγελο κατώτερης ποιότητας.

Ένας Τρελός.

Page 14: ΠΑΝΚ

- 14 -

Η ΣΤΟΛΗ

Να που παγώνει ο ουρανός.

Στερεύει νότια στο σύμπαν.

Ταξιδεύει, πνίγει και ρουφά.

Τελειώνει σα τη θάλασσα.

Απόρρητη θυσία είναι.

Θαμμένος στα ασυναίσθητα.

Τόπος ξερός άνυδρος.

Σε ατσαλένια χέρια.

Κεντάει τραγούδια κόκκινα.

Χαμόγελα λυγισμένα.

Φύτεψε στο κρύο χώμα.

Τα τελευταία δάκρυα του.

Τόσο αψηφώντας το δικό του.

Γνέφει το γνωστό σινιάλο.

Απόμακρος και αόριστος.

Στο λερωμένο μεσονύκτιο.

Απρόσμενο ταξίδι.

Page 15: ΠΑΝΚ

- 15 -

ΑΠΕΝΑΝΤΙ

Καιρός που πέρασε.

Κάτω από την κρύα λαμαρίνα.

Εκεί στην καφετιά σου τζαμαρία.

Μέσα στη φιλία και τα γέλια μας.

Ο μόνος τρόπος να συρράψουμε.

Τα ματωμένα χέρια. Την κακία του κόσμου.

Ξανά να ξέρεις δε γυρνάω .

Στον ίδιο κόσμο στα ίδια πάθη.

Τεμπέλης κύκνος θα γιορτάζω.

Το φόβο μου τραβάω απ’ το μανίκι.

Τον ξεχωρίζω και αλλάζω.

Καίριος πλέον φύλακας του.

Σε ξεγελώ με τη σειρά μου.

Αφού δεν είχα το μυαλό μου.

Εκεί που το περίμενες.

Ο κάθε δρόμος έχει δυο ίσιες πορείες.

Page 16: ΠΑΝΚ

- 16 -

Ο ΣΙΩΠΗΛΟΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ

Εφτά παρά.

Τα φώτα ανάβει.

Η άγρια πόλη.

Κομματιάζω τις κουρτίνες.

Με απερίσπαστο.

Το προστακτικό χαμόγελο.

Οι άλλοι ψύχονται.

Ξεμπουκάρουν (…)

Τρυπώνουν στους υπονόμους.

Υπηρέτες.

Διατάζουνε συνθήματα.

Παραλλάσσονται.

Διστακτικός αγγίζω το δέος.

Υποβάλλω, μετατρέπω τρομαγμένος.

Φυγή.

Υπερόπτης, μασκαράς και κατεργάρης.

Χτυπώ τακτικά τα καμπανάκια.

Τον άγνωστο χρόνο που απομένει.

Και πια συμβιβάζομαι.

Page 17: ΠΑΝΚ

- 17 -

ΟΙ ΚΑΜΙΝΑΔΕΣ

Μια νύχτα.

Ανάξιος και κρύος.

Μετά την προσευχή.

Σκαρφάλωσα στην καμινάδα.

Το τέλειο βήμα αντάμωσα.

Καρφώθηκα στο κάγκελο.

Φακίρης υπάκουος.

Ταξιδιώτης στο τελευταίο λιμάνι.

Είπα να φύγω σα καπνός.

(Κενό).

Page 18: ΠΑΝΚ

- 18 -

Ο ΜΑΝΔΥΑΣ

Η κιθάρα καλεί.

Ξεπερνά κάθε απόγειο.

Ζητιανεύει αγάπη.

Δυο όψεις προχωρώντας.

Προς την καρδιά.

Με μάτια σφιχτά πλέον δεμένα.

Με το τσιγάρο της καίει βαθιά.

Τον μανδύα της αποχώρησης

Page 19: ΠΑΝΚ

- 19 -

Η ΛΑΤΕΡΝΑ

Κάθε πρωί και σούρουπο.

Γεννιόμαστε και πεθαίνουμε.

Ο χρόνος άφραγκος ντελάλης.

Γυρνάει με μια λατέρνα.

Περαστικοί πετούνε τάλιρα.

Που πάνε τα όνειρα.

Που είναι οι εφιάλτες.

Τραγούδια που σβήνουν αδέσποτα.

Σα γερασμένα πρόσωπα.

Γδαρμένα.

Αχρηστία και φθορά.

Ξερίζωσε αυτά τα πρόσωπα.

Και την καρδιά αποσιωπά.

Ξεχνώντας.

Page 20: ΠΑΝΚ

- 20 -

ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ

Εξαιρεί το τίποτα.

Λατρεύει όλα τα άκρα.

Τα μείων και τα συν.

Γλιστρά τα σκαλιά.

Συλλογιέται.

Παίρνει το ρίσκο.

Τραβά προς την Κόλαση.

Συντετριμμένος.

Αμφιβάλλει.

Μάρτυρας.

Αγνοεί.

Την τύψη.

Page 21: ΠΑΝΚ

- 21 -

ΛΕΠΙΔA

Απόψε.

Ξέντυτος.

Από σκοτάδι κι από φώτα.

Ένας υποταγμένος.

Σωτήρας ολόιδιος.

Κατέκτησα το κελί.

Τον τάφο αυτό.

Να σκέφτεσαι άραγε απόψε.

Να ξεχνιέσαι από τη σκέψη.

Παλιέ μου φίλε απόψε.

Να δραπετεύσω λαχταρώ.

Κάτι τέτοιες ώρες με ματώνουν.

Ώρες παλιές.

Μόνο σκουριά.

Σα λαμαρίνες.

Page 22: ΠΑΝΚ

- 22 -

ΝΕΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ

Χωρίς ανθρωπιά.

Αλλάζει έρωτες.

Γελά ειρωνικά.

Περιμένει στην πλατεία αντίρρησης.

Φορά το σάβανο της ζωής του.

Από τις πέντε και τέταρτο.

Νωρίς ξυπνά στη θάλασσα.

Τραντάζει τα κουπιά.

Πεινασμένος για κύμα.

Στο βάθος πνίγετε. Επιστρέφει.

Στον λίθο χαράζει νέος.

Χειμώνας.

Page 23: ΠΑΝΚ

- 23 -

ΕΠΟΧΗ

Όσο κανείς ζήσε.

Προκατάβαλε (αν θες).

Στο τίποτα τα άπειρα.

Λιώσε τον πόνο.

Χωρίς κρασί και στολίσματα άκαιρα.

Παθιάσου κι έτσι χάρισε.

Αγνός, αλάθευτο το αντίτιμο.

Page 24: ΠΑΝΚ

- 24 -

Ο ΑΓΕΡΑΣ

Ο αγέρας είναι παγερός.

Κρύβει σαρκίο προσβλητικό.

Τρυπά τα σωθικά.

Παγώνει την καρδιά.

Την ψυχή μου σκάβει.

Ο αγέρας είναι παγερός.

Καθώς ανοίγει το παράθυρο.

Ρωτάει που πρέπει –ιδεατά-.

Να επισπεύσει τις κραυγές.

Το σπίτι μου να ξεριζώσει.

Ο αγέρας είναι παγερός.

Σπρώχνει το χρόνο.

Τη μηχανή του επινοεί.

Κρατά στα χέρια του τις τύψεις.

Και τη ζωή μου να, ρημάζει.

Ο αγέρας είναι παγερός.

Το ρούχο κουρελιάζει.

Με αυτά τα χνώτα αποτρέπει.

Τη ζεστή χαρά να πλησιάσει.

Συμπαγής μου νόηση απερίγραπτη.

Ο αγέρας είναι παγερός.

Ο αγέρας είναι πύρινος.

Ο αγέρας είναι πυρετός.

Που περιφράσσει το κορμί μου.

Και το φρουρό κατακτητής μαγεύει.

Page 25: ΠΑΝΚ

- 25 -

ΕΠΙΣΦΑΛΗΣ ΗΔΟΝΗ

Παρασύρει.

Επισφαλή.

Ψυχική.

Έπαρση.

Κέντρο συναίσθησης.

«λες».

Τα άπαντα της λύπης.

Ο εαυτός, η ζωή.

Δε λησμονούνται.

Μα…

Εγώ τη νύχτα.

Κάτω από τα αστέρια.

Αυτά τα αστέρια.

Διάλεξα να κρύψω.

Τη μάνα, τον πατέρα.

Θέλω να φύγω.

Σπαράζεις –ξέρω-.

Βαριανασαίνεις.

Μα δε θα φύγεις.

Όπου και αν κρυφτείς.

Λες σαν να είναι χθες.

Page 26: ΠΑΝΚ

- 26 -

ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ

Η πόλη σκοτεινή.

Τραβιέται στα άκρα της.

Ρυπαίνει τρυπώντας.

Θέτει.

Μία πινέζα καρφώνει στον τοίχο.

Κρεμάει ιδανικό χάρτη ολόλευκο.

Ο τοίχος αναμασιέται.

Μα η πόλη αυτή το θάνατο ξαναγεννά.

Φθείρει από συνήθεια και αντίρρηση.

Για την εικόνα και τη σκέψη.

Πάντα άναρχη.

Μας επιστρέφει.

Ψυχικά και ανήλιαγα.

Τα «γιατί» του πόνου

Page 27: ΠΑΝΚ

- 27 -

ΧΡΕΩΝΩ

Φάρος συντροφικός.

Φτωχός αγαπητός φίλος.

Ρημάζει κρυφά τα χαρτιά του.

Μιλά και ακούει με τα μάτια.

Οι αιώνες εκείνον προσμένουν.

-Μια πρωινή λάμπα σβήνει-.

Τα φώτα ανάβει στις άγνωστες μέρες.

Το ξύλο γεννά και το σπάζει πια κούφιο.

Page 28: ΠΑΝΚ

- 28 -

ΟΙ ΕΥΝΟΥΧΟΙ

Κρατούν τον έρωτα απαλά.

Αναζητώντας το φιλί.

Κείτονται στα υπόγεια.

Μονολογούν. Συνεχίζουν.

Σκέπτονται και αναδύονται.

Από την Ποίηση βυζαίνουν.

Στείροι γεννούνε τους καρπούς τους.

Με πληρεξούσια αντοχή και ανοχή.

Οι νταμίρες νιώθουν αργοπορημένες.

Προς και ως το θάνατο.

Τις ευνουχισμένες λέξεις .

Των εμπόρων και των ναυτεργατών.

Διαβάζοντας μαθαίνουν.

Την μεταφυσική τους πρόωση.

Ένοικοι μυστηρίου φωτεινοί.

Στην εποχή του ναργιλέ.

Στην εποχή των ψευδαισθήσεων.

Οι ίδιοι ψελλίζουν.

Κρατώντας ως ιδανικό.

Και φεύγουν άπιστοι από τα όνειρα.

Κρυμμένοι στης «κοινωνίας».

Τα τεχνάσματα. Της τεχνικής.

Της τέχνης.

Page 29: ΠΑΝΚ

- 29 -

ΑΠΟΜΟΝΩΣΗ

Αντίο.

Εδώ.

Στην άκρη των άκρων.

Κλώθω τα νήματα.

Σιγανά-σιγανά.

Πλέκω το σκοινί.

Που υπόγεια με δένει.

Χατιρικά στο πάθος μου.

Το πάθος που με ρίχνει.

Στο βάθος της σπηλιάς.

Στο κρύο σκοτάδι αυτό.

Όχι πια φώτα.

Σε ικετεύω.

Όχι οδοντόβουρτσες.

Σκούπες κι ασημικά.

Όχι πια φώς.

Σε ικετεύω. Φύγε.

Δε θέλω να σε δω.

Πολύ βαθιά πλέον.

Αποκοιμήθηκα.

Δεμένος έστω.

Ξελύνω το δυνατό.

Αυτό σκοινί.

Και το σπασμένο γυαλί.

Της καρδιάς αυτής.

Ξεγλιστρώντας βασανιστικά.

Από αυτό το στόμα.

Αυτό δουλεύει αργά.

Σκίνει τη σάρκα.

Το «θλιβερό σαρκίο μου».

Το αίμα όμως πώς και γιατί.

Δε κυλά.

Αρπάζω γλοιώδης.

Σαλτιμπάγκος.

Το σαγόνι.

Το σπάω.

Μαζί με όλα τα κόκαλα.

Page 30: ΠΑΝΚ

- 30 -

Υποφέρω μα το συνήθισα.

Γλιστράω ξένος.

Μπρος στη λίμνη.

Το αίμα με πνίγει.

Το λαρύγγι δε κρατάει.

Άλλο φίλε μου.

Φωνάζει.

Στην άδεια αυτή γη.

Σ’ αυτή την έρημο.

Το λιοντάρι ξεμακραίνει.

Και η σιωπή ετούτη.

Θε μου.

Δεν αντέχετε.

Πολυτέλεια της συζήτησης.

Πως ξεχάστηκα γιε μου.

Στο φλεγόμενο αυτό μικρό κελί.

Ποιος σε σκότωσε (πες μου).

Και ποιος εμένα;

Διαπιστώνω τουλάχιστον.

Πως δεν αργεί.

Διαπιστώνω τουλάχιστον.

Πως δεν αργεί.

Η μαύρη σκοτίδα να σβήσει.

Να ξεχρεώσει γυμνή.

Το σώμα από τον έρωτα αυτό.

Της Απομόνωσης.

Page 31: ΠΑΝΚ

- 31 -

ΕΣΥ Η ΣΕΜΝΗ ΣΤΟΝ ΠΙΝΑΚΑ

Αυτοκτονία είναι να λες: θα ζήσω.

Διαβάζεις ποίηση και ξέρεις τα μελλούμενα.

Λες με υπευθυνότητα στον πάτερ.

Πως πάει καιρός πολύς που δεν νηστεύεις.

Αυτοκτονία είναι να σου λέει να ελπίζεις.

Μουντός και ξάστερος καπνίζοντας βαρύ τσιγάρο.

Να λες πεθαίνω στον ψυχίατρό μου.

Και να λέει: ζήσε! Ω. τη ωραία που είναι η ζωή!

Με καθησυχασμούς και μοιρολόγια

Να λες στο θάνατό σου φύγε!

Εσύ να μη πεθαίνεις…

Να προσκυνάς τον χάρο και κατάματα να δείχνεις.

Τα αχαμνά σου. Να εξοργίζεις το θεό κι ας μη πιστεύεις.

Μα αλήθεια. Αν έχεις. Μη λες φίλε μου δεν έχω πια καιρό.

Αυτοκτονία είναι να λες: θα ζήσω.

Αμέριμνος ποίηση να γράφεις και να λες… θα ζήσω.

Να λες με υπευθυνότητα στη μάνα.

Πως κάθε μέρα φτύνεις αίμα πως δε ζεις.

Και να σού λέει… ζήσε, τι ωραία είναι η ζωή.

Και να ζητά αντάλλαγμα τη ζωή σου.

Page 32: ΠΑΝΚ

- 32 -

ΤΕΤΡΑΣΤΙΧΟ

Κουράγιο φίλε επέμεινε

Η νύχτα κοίτα άπλωσε

Μία παλάμη δισταγμού

Στο αυγινό το ρόδο.

ΤΕΤΡΑΣΤΙΧΟ 2

Αν θα μπορούσα να σου εξηγήσω

Μα η καρδιά δεν πρέπει να λυγίσει

Στου φεγγαριού το γιόμα μόνη

Χτυπιέται σε απροσπέλαστους τοίχους.

Page 33: ΠΑΝΚ

- 33 -

ΟΛΙΓΑΡΚΕΙΑ

Ξύπνησε πρωί.

Έβαλε ρούχα.

Στο καλοριφέρ ζέστανε.

Κρατώντας ένα πινέλο.

Τη βιασύνη του.

Ήταν ο πρώτος.

Ή ο τελευταίος;

Γελοιοποίησε αψηφώντας.

Την σοβαρότητα των πραγμάτων.

Τη θέση του στη ζωή.

Μα δεν πειράζει.

Ο ρόλος αυτός του ταίριαζε.

Πήρε το τετράτροχο.

Χάθηκε στο πρώτο στενό.

Ποιος να ξερέ πως αυτός ήταν.

Όχι κάποιος άλλος.

Τα πράγματα έτσι κι αλλιώς δεν αλλάζουν.

Μένουνε ίδια μετά από όλα αυτά.

Παρευρισκόμενα όπως πάντα.

Απτόητα και ολιγόλογα.

Αυτόν ανεπαρκή.

Τον βρήκε ίδιο.

Η νέα ζωή που αψήφησε.

Φυγόπονος και αφελής.

Εξαρτημένος της αλαζονείας του όχλου.

Αρκέστηκε στα πολλά.

Δεν είχε που να κρυφτεί αλλού.

Συνέχισε τις βόλτες του.

Στην πλατεία Αριστοτέλους.

Page 34: ΠΑΝΚ

- 34 -

ΥΜΝΟΣ

Ο ήλιος στέκει σα ζητιάνος

Που συναντά αυτή τη χώρα

Αυτοκράτωρ ξυπόλυτος

Να κυριεύσει

Αχτινιβόλος

Τη χαρά

Και να ζεστάνει.

Τη μυρωδιά του ξύλου

Να θερμάνει.

Και πλέουν βαπόρια

Ατσάλινα

Μοιράζουν στους αστέγους

Μύρα

Σιωπής εξτατικά σινιάλα.

Πότε βρε φίλε

Θα βρεις τόση ζεστασιά;

Μέσα στο γράσο είσαι

Και στη λάσπη καμωμένος

Ξέρεις και συ στα βάθια

Εγκάρδια κρύβεις μυστικά.

Το φυλακτό της τύχης

Αποστάτης δύσμοιρος

Πετάς και συνεχίζεις.

Βασίσου πάνω σε ώμο φιλικό,

Ξέρεις των πόνων σου τα γρέζια

Κατάματα να στρέψεις και να ιδείς.

Ήλιος γυμνός φαντάζομαι

Τη νύχτα πως δακρύζεις

Και ταξιδεύεις άξια

Στα παλάτια των ονείρων

Και πετάς.

Page 35: ΠΑΝΚ

- 35 -

ΤΟ ΞΥΡΑΦΙ

Σου ζητώ απόψε να κρατήσεις το κεφάλι σου ψηλά.

Μπροστά από κάθε χαρακτήρα.

Κάτω από κάθε προοπτική.

Να στρέψεις ανώφελα μα χρηστικά.

Τα μάτια σου προς τη γη, τον ουρανό, τους ανθρώπους.

Ποιος σου ζητά αυτό το πράγμα;

Ποιος πες σπατάλησε αυτό το χρόνο, το αίμα, την ζωή, τα όνειρά του…

Νοιάζομαι μόνο λες για τα λεφτά, τη δόξα.

Τη γνώμη των ισχυρών.

Κρυμμένος πίσω από κάθε καθρέπτη, από κάθε ασήμι, από κάθε νόηση.

Ποιος σου ζητά να γράψεις αυτό το λευκό χαρτί μέσα σου;

Πόση λύπη;

Πόσο εμπόριο, πόση κατανάλωση.

Πόση χαρά;

Πόσο εμπόριο, πόση κατανάλωση.

Γλίτωσες;

Πες μου λοιπόν ποιος θα γλιτώσει;

Ποιος; Ποιος είσαι;

Ρίσκαρε και θα μάθεις.

Αμφιβάλλω αν θα μπορέσεις να αναπληρώσεις το κενό..

Με την κοπριά ετούτη που κρατάς στα χέρια σου.

Μη με πιστεύεις.

Κατανάλωσε, γλέντα.

Αυτοκτόνα αύριο θα σου κάνει καλό.

Θα μου έκανε και εμέ.

Ποιος θα πάρει τέτοιαν ευθύνη;

Δε θέλω να γυρίσω σελίδα.

Τι άσχημη που είναι η ζωή.

Σα μια λευκή σελίδα.

Διψασμένη να γεμίσει.

Μία θαλάμη ακόμα άδεια.

Ένα γεγονός είναι και αυτό.

Χαμογέλα, μας κοιτούν αυτοί.

Μίλα μικρό μου αγόρι, κανείς δε θα πει τίποτα.

Αύριο λοιπόν ξημερώνει και ο στόχος είναι η αλήθεια.

Μικραίνεις άνθρωπε..

Page 36: ΠΑΝΚ

- 36 -

Σε κούρασα νομίζω.

Το χτυποκάρδι αυτό ποιος άραγε το χρωστά.

Κοίτα ψηλά. Εκεί που πρέπει. Όπως πάντα.

Τα γήινα και τα άγια. Μη κοιτάς. Όχι!

Παραφέρομαι.

Τόση γαλήνη. Τόση οργή. Τόσο πάθος. Τόση ομορφιά.

Ό, τι έχει η ζωή σου το χαρίζω.

Η άποψη.

Μου είναι δύσκολο να σου πω.

Πως φέρθηκα ανόητα.

Στην αρχή, στη μέση, στο…

Χρησιμοποιώ τις ίδιες λέξεις.

Ματαιοδοξία. Αδράνεια. Γνώση. Ηθική.

Μα δεν τις γράφω σωστά. Δεν τα πήγα καλά στο σχολείο.

Ποιόν παν να ξεγελάσουν;

Πόση πίκρα καλέ μου θα μου γιάνεις;

Τι περιμένεις; Θάψε με μέσα σου.

Μα μη μιλάς, υποφέρω.

Μία λευκή σελίδα λοιπόν, με γραμμές, γράμματα.

Μία οκά φρέσκο κρέας.

Πες μου φίλε.

Γιατί κηρύττεις όλα αυτά;

Page 37: ΠΑΝΚ

- 37 -

ΠΟΛΛΑ

Πολλά τα χρόνια.

Ανυπαρξία ανεξήγητη.

Μία φθαρμένη εικόνα.

Στα μάτια μου μέσα.

Ξεπερασμένη αθωότητα.

Πρίγκιπας και αυλικός.

Υπόσταση υποτέλειας.

Χρήσιμες λέξεις.

Ημερολόγια και υπάρχοντα.

Χρήσιμα όλα.

Πυρωμένα μάτια.

Καπνός.

Καταβάλλουν ε…

Σε μια ηρεμιστική φυγή.

Χρήσιμες λέξεις.

Ημερολόγια και υπάρχοντα.

Όλα χρήσιμα.

Το ρολόι.

2,3,4,5…

2,3,4,5…

Υπάρχει άραγε φυγή;

Ξέρω πως θα ‘ρθεις.

Πως θα ρωτήσεις.

Αν έχεις έρθει.

Χρόνια πολλά λοιπόν.

Πρίγκιπες, λέξεις και τεχνάσματα.

Αερικά και πεταλούδες..

Πολλά.

Page 38: ΠΑΝΚ

- 38 -

ΟΙ ΠΑΛΛΑΚΙΔΕΣ

Προς τα κορμιά των παλλακίδων.

Γυρνάς και ρίχνεις μια ματιά.

Μες στα χαμάμ της Istanbul.

Αφεντικό ξερνάς τα αργύρια.

Βέβαια το κάστρο έχει χτιστεί.

Από τα χέρια των ζητιάνων.

Ποιος απ’ την πείνα να σε δει;

Κρυφομιλούσες χτες εφέντη μ’.

Για τα γυμνά κορμιά της Βηρυτού.

Που περιμένεις να λακίσουν.

Έρχονται άρχοντα οι ζητιάνοι.

Αγριεμένοι συμβουλεύουν.

Την κόρη, τον γιό.

Μα εσύ όλα τα εξαγοράζεις.

Τι έχεις εσύ να μας μοιράσεις;

Χρησίμευαν οι αφεντάδες.

Χρηστοί να γίνουν.

Να γεννήσουν.

Μα πότε, πες, και μη γελάς.

Αλήθεια πότε θα ευτυχίσεις;

Page 39: ΠΑΝΚ

- 39 -

ΤΙΠΟΤΑ…

Αν ένιωθες.

Πως αύριο.

Δε θα ζεις.

Θα μ’ αγαπούσες.

Όπως αύριο.

Και θα ξεχνούσες.

Μα εσύ Γρηγόρη κ Τάδε.

Τα μάτια κλείνεις.

Μπροστά.

Με περιγελάς.

Νομίζω πως θα με άγγιζες.

Νόθο μου πλάσμα.

Όχι σκυλί.

Πάστορας μάθε πως δεν είμαι.

Μα έχω μπροστά μου.

Ο δειλός.

Όλο το φως.

Που ο άνθρωπος ποτέ δεν είδε.

Ο δειλός.

Page 40: ΠΑΝΚ

- 40 -

ΥΠΑΡΞΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗ

(Καθώς υπάρχεις – δεν υπάρχεις).

Ένα βήμα παροδικό.

Ένα βήμα προς τα πάντα.

Ένα βήμα προς το τίποτα.

Ένα βήμα σίγουρο, σταθερό.

Ασάλευτος όπως λογίζομαι.

Τις αιώνιες καταπακτές.

Παρόν και μέλλοντα.

Χρόνο αδιάβαστο.

Καθώς και τα βήματα.

Εγγυώνται την ολόισια διέξοδο.

Από την μονήρη στη λογική.

Μηδέν-φως-ένα.

Ταχύτητα αξεπέραστη το φως.

Δρόμος κρυμμένος, μύστης.

Άγιος και δαίμονας ο σύντροφος.

Υπέργεια υποθετική άνοιξη.

Ύπαρξης γέννηση λοιπόν.

Μαθηματικής ακρίβειας αναδοχή.

Του πρώτου και τελευταίου δρόμου.

Θεωρητικού και αναβαλλόμενου.

Στρατιώτες αρίφνητοι σελώνουμε.

Το άπονο άλογο που οδηγεί.

Προς τα αγέννητα περάσματα.

Ορκισμένοι στη ζωή και το θάνατο.

Page 41: ΠΑΝΚ

- 41 -

ΤΟ ΑΥΡΙΟ

Χρόνια που περνούν.

Από τον καθρέπτη.

Κουμαντάρουν.

Γνέφουνε συγκαταβατικά.

Πριν να έρθουν.

Καταλαγιάζουν.

Μόνο το νου μου.

Που ξεγλιστρούνε.

Από την πένα γριές λέξεις.

Ηλιαχτίδες και έρωτες.

Μοναχικά περιφράττουν.

Το κάθε σήμα από το άγνωστο.

Και φεύγουν.

Χρόνια που σπείρανε το θάνατό μας.

Διαβάτες της λογικής παραίσθησης.

Λέξη τη λέξη, δάκρυ το δάκρυ.

Ανάσα που λιγοστεύει.

Αν λοιπόν ξαναγυρίσεις.

Έστω, με μία άλλη όψη.

Θα είμαι εδώ.

Για να σε βρω, ή να σε χάσω.

Να, άκου, τραγούδια παίζει το ραδιόφωνο.

Τραγούδια του πόνου που χορεύεις.

Τώρα θα ξέρω πως.

Αν γύριζα μια στιγμή πίσω.

Αν γύρισα,

Είναι ή ήταν ανάγκη γραμμένη.

Να μη σκεφτείς άλλο απόψε.

Άσε με να ζήσω.

Είναι και αυτό μια συνήθεια.

Αν λοιπόν κάποτε γυρίσουμε.

Να πούμε στα παιδιά μας.

Πως μάθαμε να σεβόμαστε.

Να γονατίζουμε.

Αν λοιπόν αύριο δε θα ζω.

Άκου με.

Δε θα φταίω εγώ, ή εσύ.

Page 42: ΠΑΝΚ

- 42 -

Ούτε κανείς.

Κανείς.

Page 43: ΠΑΝΚ

- 43 -

Η ΦΥΛΑΚΗ

Ξαπόστασε εδώ χάμω.

Κοίτα τις καγκελόπορτες πως τρίζουν.

Συντρίμμια γίνανε όλα.

Περίεργη, μα ομορφιά κρατά.

Πάρε το σκότος της και ντύσου.

Άκου πως τραγουδά η καρακάξα.

Βαθειά στα στεγανά τρυπώνει.

Σκαρφίσου μία ακόμα τύψη.

Να λησμονήσεις αγκαλιές, αισθήματα και λόγια.

Να θυμηθείς δεν πρέπει τώρα.

Θα είναι φίλος σου ο πόνος.

Αγάπη σου τα περασμένα.

Εχθρό έναν καλό να έχεις.

Δε χτίστηκε ποτέ στα αιώνια.

Καλύτερη από δαύτη φυλακή.

Page 44: ΠΑΝΚ

- 44 -

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ

Κρυφτό στα σύννεφα.

Παιχνίδι ασκήμιας.

Λήθης σιγουριά.

Ουλή στα σπλάχνα.

Μαχαίρι ξέζωστο.

Ούτε που τα φαντάστηκε.

Ο θάνατος χαρίζεται;

Η ομορφιά διδάσκει;

Η ηρεμία πώς να ορίσει;

Τις επικλήσεις των δειλών.

Που την αλήθεια αποστρέφονται.

Είτε από λάθος ποθητό.

Είτε από τύχη αστραφτερή.

Μόνο αν σκιαχτείς.

Ή αν προδοθείς.

Μα μη ξεχάσεις.

Θα ταραχτείς.

Σύγκορμος πως θα τρέμεις.

Κι ούτε που το φαντάζεσαι.

Παιδί ξανθό.

Ευπρόσδεκτο.

Στης πλάνης τα τερτίπια.

Πόσο στ’ αλήθεια να κοιμάσαι.

Να μη ξεχνάς πως σε ακούω.

Page 45: ΠΑΝΚ

- 45 -

ΓΙΑ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΞΕΧΑΣΑΝ

Για ποιο ρόδο αυγινό.

Ποια πλανεμένη σκέψη.

Ποια όνειρα, ποια φυλακτά.

Να κλείσω ετούτη τη στιγμή;

Η απανθρωπιά που εσωκλείει.

Γύρω απ’ τον γέρο αυτόν τρελό.

Αφομοιώνει, κοίτα.

Δώρο το κώνειο.

Κάθε πρωί…

Κάθε πρωί…

Σαν ουρανός γυρτός να κλαίω.

Προσωρινά γλιστρώντας έκφραση.

Να μελετήσεις κάθε σκίτσο.

Κάθε άγνωστη φορά και ιδέα.

Ξέχνα τα λόγια αυτά.

Ε σ ύ .

Ε γ ώ .

Ας συνεχίσουμε σαν άγνωστοι να υπάρχουμε.

Όπως παλιά.

Ακόμα κάτι…

Κρυμμένο ατσάλι.

Να χτυπάς.

Και να χαϊδεύεις.

Είναι το ίδιο σκληρό.

Με μένα, το ίδιο.

Από απόγνωση.

Δε ραΐζει.

Page 46: ΠΑΝΚ

- 46 -

ΕΙΚΟΝΙΚΗ

Άργησες μα όμως αφοσιώθηκες.

Από απόσπαση κοινωνική.

Ψυχικής νόσου.

Μέθοδος ανάκαμψης.

Ποιος να ‘σαι εύκαμπτο γυαλί;

Ο μαλθακός διδάσκαλος.

Η γνώση επιρροής.

Η ρήξη.

Χωρίς ύπνο, όνειρα και πρωινά.

Άλλο κανάλι, άλλη ζωή.

Πιστεύω και τροπικές αξίες.

Αντιλήψεις, οίκοι ξεπουλημένα όλα.

Ορμητικοί εξομοιωτές εικόνων.

(τι τραγικό,

χάνεσαι πρακτικά στα υπόγεια,

των οπτικών προοπτικών).

Page 47: ΠΑΝΚ

- 47 -

ΕΠΑΦΗ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΜΟΥ

Μείνε απόψε.

Σε αυτή την έρημο.

Της αγωνίας και του τρόμου.

Σε φυλακές πειθήνιες.

Κλειδώσου αυτόχειρας.

Εγώ με το σφυρί και το καλέμι.

Θα γκρεμίσω σα τσιράκι.

Του αγνού φύλακα.

Το παλιό τσαρδί.

Την κλειδαριά θα ακονίσω.

Θα υπογραμμίσω με μολύβι.

Αυτά τα αισθήματα.

Χωρίς εξάρτημα πλέον τεμπελιάζουν.

Προς το ταξίδι με το κάρο.

Της άνομης εκείνης επαφής.

Όπως οι γνώσεις που τραυλίζουν.

Ανέφικτα τον ποθητό χαμό.

Page 48: ΠΑΝΚ

- 48 -

ΣΕΛΙΔΑ Νο3

Των χρόνων μας τα λάθη

Το πάθος μιας στιγμής.

Δραπέτης του αύριο

Ένοχος του σήμερα

Φυλακισμένος του χθες.

Τα ειπωμένα

Τα ανείπωτα

Και τα γεγονότα.

Και τι να κάνεις κύριε Π.

Τώρα που έχεις μείνει μόνος

Ακούς ετούτες τις κραυγές;

Ξέρω πως κάτι στο νου σου έχεις

Μα εγώ έχω στο κάτι το νου.

Και πως καθάρματα να εξηγηθείτε

Ξέρω. Είναι βαρύς ο λόγος σας.

Το σιτάρι γίνεται αλεύρι

Το αλεύρι ζυμάρι

Το ζυμάρι ψωμί

Λάθος λογισμός, Κυριακή.

Page 49: ΠΑΝΚ

- 49 -

ΠΕΤΡΟΠΟΛΕΜΟΣ

Αναθυμιάσεις βαριές.

Τα βλέφαρα ανοίγοντας.

Ξυπνάς ενθυμούμενος.

Χαμόγελα και αγνώστους.

Τον πετροπόλεμο.

Που κομματιάζει.

Τον καθρέπτη της ζωής.

Ξανά ακουμπάς.

Κυρτός στο χώμα.

Τόσο βαριά και ανασαίνεις.

Σίγουρος πια.

Μέσα στο σακάκι.

Που βρεγμένος.

Από το σύρσιμο.

Στις λάσπες.

Page 50: ΠΑΝΚ

- 50 -

ΕΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ

Μήνυμα ξεκάθαρο.

Επιβίωση ή επίπληξη.

Τόσα υπέρ.

Τόσα κατά.

Το πρόβλημα ξεκάθαρο.

Δε ζει μόνος κανείς.

Πρέπει να ακολουθήσεις.

Το γενικό συμφέρον.

Ψάχνοντας λόγια.

Σαν επιτακτικός μεσάζοντας.

Χρήζομαι κοινωνικός επίορκος.

Ενώ δεν πρέπει να ειπωθούνε όλα.

Η μαζική εγκατάλειψη.

Της γόνιμης σκέψης.

Ασίγητα σημάδια της μνήμης

Και καταδικαστέα συμβάντα.

Σαν άνθρωπος.

Σαν σίδερο.

Τα εδικά σου κάψε.

Σπασμένα μολύβια.

Χθες, σήμερα.

Προσμονή του αύριο.

Απολογία και νύξη.

Της αιωνίας φυλής.

Που ταιριάζει στον κόσμο.

Κάποιων κοινών θνητών.

Φιλοσόφων.

Καταδικασμένων στην ανυπαρξία.

Της ανυπέρβλητης.

Δύναμης.

Του Ανθρώπου.

Page 51: ΠΑΝΚ

- 51 -

(ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ) – 01

Η λέξη «σιγουριά» ακούγετε προς τα σένα με πανικό.

Όμως ο νόμος έχει και τα αντίνομα στοιχεία μέσα του.

Και σίγουρα αλληλοεξαρτώνται μεταξύ τους.

…Ίσως αύριο να σας ξαναδώ,

Όπως απόψε,

μέσα στη φαντασία μου αυτή.

Γνωρίζω πως όταν μια μέρα.

Βίαια ξανά θα χτυπηθούμε.

θα χτυπηθούμε πια ανελέητα.

Βλέπεις η μοίρα όσο μας ενώνει.

Τόσο μας χωρίζει.

Λοιπόν αν είναι να ξαναχτυπηθούμε.

Πριν να σωπάσουμε οριστικά.

Να καλαφατίσουμε εκείνο το πλοίο.

Τα ποιήματα ας γεννηθούν.

Ο χρόνος ας τα διαψεύσει.

Λοιπόν: Μ., Φ., Μ., Σ., Χ.. Κ, Θ …

Ας συναντηθούμε ξανά στην Πλ. Ναβαρίνου.

Με συγκίνηση.

ΥΓ.

Υ Π Ε Κ Φ Υ Γ Ε Σ

Page 52: ΠΑΝΚ

- 52 -

ΦΩΤΙΑ ΚΙ ΑΕΡΑΣ

(σύγκορμος ανταμοιβή. Για τον Φ.)-Άλφα.

Το ψέμα και η αλήθεια.

Έχουν την ίδια λογική.

Κοντοζυγώνεις σώπασε.

Κοντοζυγώνω και σιωπώ.

Καιρός να έρθει τώρα.

Ο ζητιάνος με το φως.

Στην κοσμική αποτροπή.

Την πλαστική αναίδεια.

Φυλακές ανοίγουν.

Γεμίζουν κραυγές.

Υπόγειες καταστολές.

Απροσπέλαστα εμπόδια.

Όρια ξεχασμένα.

Αν ξεπέρασες τη νύχτα.

Θα βρήκες τον τρόπο.

Να ξεχνάς και να θυμάσαι.

Να ντρέπεσαι τον ήλιο.

Ανθρώπινη συμπόνια.

Όχι λύπηση.

Κοίταξε:

Όλα δανεικά και αγύριστα.

Τίποτα σημαντικό.

Ένα αποτρόπαιο ψέμα.

Αξεπέραστη ένδεια.

Page 53: ΠΑΝΚ

- 53 -

ΜΟΙΡΑ

Στην παλιά γειτονιά.

Έχει βραδιάσει η μέρα.

Κρύο τσουχτερό έξω-βαρδάρης.

Κρυώνω, περιπλέκομαι.

Στης κίνησης τον πόθο.

Δίπλα στην εντατική.

Τα κλαδιά απ’ τον πάγο σπασμένα.

Η απάντηση θαμμένη.

Στο μαύρο χώμα της αλάνας.

Ο Ντάους, ο Κώτσκος, ο Αγιάρης, ο Φασόλας κλ.

Σε ποιο ερμάρι.

Καίνε οι πιο παλιές φωτογραφίες.

Βρεμένο ξύλο που δε λέει ν’ αρπάξει.

Ποια φαντασία να πλανέψεις.

Ποιος να κολλήσει πιο βαθιά.

Στη λάσπη εκείνη της ανάμνησης.

Σβήσε τα φώτα.

Δε θα κλάψω απόψε.

Page 54: ΠΑΝΚ

- 54 -

ΝΕΥΡΩΣΗ

(δύω και χαράζω)

Να κοίτα τους όρους.

Αγχωμένος ο χορός.

Υποθετικά όρια.

Χασούρα η ίδια.

Χάος θεωρητικό.

Όλα ή τίποτα.

Φλεγόμενο σκοινί.

Γύρω από λαιμό.

Το νιώθεις.

Ίσως.

Δικό μου πάθημα.

Μία. Δύο. Τρείς.

Και χάνω.

Το σκοινί αν λυθεί.

Χάνεσαι.

Αποδεδειγμένο.

Page 55: ΠΑΝΚ

- 55 -

ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΣ ΑΠΟΛΟΓΙΑ

Το αυλάκι αυτό σκάβεις.

Στο χωράφι της μνήμης.

Με ηδονική γραφή.

Ετοιμόρροπη.

Πολυκατοικία στο γκέτο ραγισμένη.

Η καραμπίνα, να ματωθείς.

Ανεξέλεγκτα.

Μοιραία.

Με πάθος επιστροφής.

Απερίγραπτο.

Παράλληλο δρόμο.

Αντίθετη όψη.

Καθρέπτης σκουριασμένος.

Που αχνά λογάριαζε.

Για βόδια.

Που έζεψες στο αλέτρι του.

Για το ταξίμι των φτωχών.

Τους ψίθυρους των ποιητών.

Για τις αγάπες των τρελλών.

Τη γύμνια αυτών των λογισμών.

Σημείωση:

Κάθε αρχή.

Κάθε τέλος-

Συντρίμμια.

Σπασμένα γυαλιά.

Καυτά.

Στην ξυπόλυτη άσφαλτο.

Με δυο πόδια.

Άξεστα.

Που παίζει.

Μία μπαλαρίνα.

Στα νύχια της πατώντας.

Με οργασμό.

Σαν την εκκόλαψη.

Μιας πεταλούδας.

Και ενός βλαμμένου χοίρου.

Page 56: ΠΑΝΚ

- 56 -

ΠΑΡΑΛΛΗΛΙΣΜΟΣ 2

Σε κάθε πίστη στους αιώνες μαζική.

Θέτω σημεία οριακά σε ένα τετράδιο.

Δες ένα μες στην Πόλη ποιητή.

Σε αγχόνη τεντωμένη στο βυζάντιο.

Ή αν θέσεις όρους ψυχικούς σαν παρακμή.

Βγάζω κραυγή ανυπόληπτη ντροπιάζω.

Είσαι επιστήμονας που φέρνει απειλή.

Θα σε φωνάζανε στο μεσαίωνα άγιο.

Δεν έχω τρόπο να ξεφύγω απ’ τη ζωή.

Τάζομαι στην ψυχή μου στρατιώτης μπερδεμένος.

Με λες τρελό σε κάθε εποχή.

Κι όταν αλλάζει με ακούς βλάκας, καημένος.

Θα μου άρεσε να έγραφα τραγούδια.

Να τραγουδώ τον πόνο των ανθρώπων.

Μα όπως τυφλώνονται κι αυτοί από τη ζωή.

Να ήταν ο πόνος μοναχά ζωής και κόπων.

Αν θα μου άρεσε να ζήσω μοναχός.

Θα σού ‘λεγα χιλιάδες παραμύθια.

Μα έχω την φλόγα που κρατάς σ’ ένα κερί.

Και νιώθω πάλι μόνος και φτωχός όπως και τώρα.

Page 57: ΠΑΝΚ

- 57 -

ΜΟΝΟΣ ΦΤΩΧΟΣ ΚΑΙ ΞΕΝΟΣ

Νεκρός ριζωμένος.

Στο χαμό κατάματα.

Γεωργός πιστός του Άδη.

Στον ύπνο ανταμώνει.

Ουρλιάζοντας.

Καρφώνει το κεντρί του.

Στο βάθος του τρομαγμένου ουρανού.

Η άφιξη της μέρας υπόσχεται.

Να σε ρημάξει.

Με το στιλέτο.

Νύχτα να δέσει ανθρώπινη.

Πλανεύτρα το αίμα, το κόκαλο, τη σάρκα.

Το χρόνο να ακουμπήσει.

Μα εσύ διαβάτη της ψυχής.

Ηρωικός και πράος.

Ζήτα τελεστική απόκριση.

Ή μία νέα απάντηση.

Το ζήτημα έχει τεθεί.

Βαθιά στο τέταρτο παρόν.

Ξαγρύπνα με το όρνεο.

Τη σιωπή απόλαυσε.

Και τις ουλές μου με το ξυράφι άνοιξε. Υποσχέσου το.

Page 58: ΠΑΝΚ

- 58 -

Η ΛΑΤΕΡΝΑ 2

Κάθε πρωί και σούρουπο.

Γεννιόμαστε και πεθαίνουμε.

Ο χρόνος άφραγκος ντελάλης.

Γυρνάει με μια λατέρνα.

Περαστικοί σκορπούνε τάλιρα.

Τραγούδια που σβήνουν αδέσποτα.

Γδαρμένα, γερασμένα σα τα πρόσωπα.

Ξερίζωσε αυτά τα πρόσωπα.

Η αχρηστία. Η φθορά.

Ξέχασε η καρδιά τους.

Σώπασε.

Πού πάνε τα όνειρα; Φεύγουν νομίζω.

Που είναι οι εφιάλτες; Μένουν μα σπάνε.

Page 59: ΠΑΝΚ

- 59 -

Η ΠΟΡΝΗ ΚΑΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ

(Ποιος γλίτωσε απ’ τη θάλασσα.

Ποιος εκοιμάται μέσα.

Και της γυνής τα δάκρυα.

Σμίλεψαν την χαρά, τον πόνο.)

Μα δεν ακούει τον αφρό.

Πως λιώνει εκεί τον άμμο;

Δεν άκουσε ούτε τα πουλιά;

Λευκά θαλασσοπούλια.

Δε βλέπει αγγέλους να πετούν.

Να στέλνουν άγια δώρα.

Μόνο δυο κούτσουρα ξερά.

Κρατά και συλλογιέται.

Βλέπω ταξίδια μακρινά.

Εμείς μου είπες φτάνουμε.

Πάγους και ζέστες και άνοιξη.

Δώρα χρυσά και μύρα.

Δυο καταρράκτες κρύβουνε.

Δυο μάτια σφραγισμένα.

Τούτος ο γέρο-ναυτικός.

Τη ζύγωσε μα εκείνη.

Έκλεψε από τη βράκα του.

Και γέννησε με πόνο.

Κείνος εχάθει σαν τρελός.

Κι εκείνη κατεβαίνει.

Τις σκάλες που ανεβαίνοντας.

Σε πιάνει δέος και πόθος.

Κι αυτή πεζά κι αδιάντροπα.

Μοιράζει στους ξενύχτες.

Που μεθυσμένοι ή άθελα.

Κρατούν σουγιά στο χέρι.

Τον κρύβουν διακριτικά.

Και πίνουν όλη νύχτα.

Τους νιώθει κι αυτοί χάνονται.

Βαριά συγκλονισμένοι.

(…)

Ύστερα καμακώνονται.

Page 60: ΠΑΝΚ

- 60 -

Από τα μάτια εκείνα.

Μάτια που μοιάζουν θάλασσες.

Βαθιές και οργισμένες.

Γυναίκα κάνε προσευχή.

Ο γιος σου θα επιστρέψει.

Μπαρκάρει τα χαράματα.

Από μακρύ λιμάνι.

Η θάλασσα λεν πνίγεται.

Μονάχη αυτοκτονεί.

Τον πιο βαθύ τον πόθο σου.

Σα προσευχή ακούει.

Μα η θάλασσα.

Χάος ατελές.

Γλιτώνει κι αγαπάει.

Και η πόρνη που τη σέβεται.

Είναι αγνή σα δίψα.

Δίψα που καίει ευλαβικά.

Της νύχτας τα στολίδια.

(ποιος γλίτωσε απ’ τη θάλασσα.

Ποιος εκοιμάται μέσα;

Και της γυνής τα δάκρυα,

Σμίλεψαν τόση ασκήμια;)

Page 61: ΠΑΝΚ

- 61 -

Η ΜΑΙΜΟΥ ΤΟΥ ΚΑΜΠΑΡΕ

Στης σκέψης

Το βαθουλό υπόγειο

Περνάει ξάφνου

Λίγο φως.

Μία σκιά που

Αυτομάτως,

Φόβο και πάθη

Ξαποσταίνει.

Πάλι μία μαϊμού

Μοναχική άσκημη

Υφαίνει και φορά

Ένα μαύρο παλιό καπέλο.

Ρωτά σε κείνη τη σκιά:

Ποιος είναι ο λόγος

Να μετράς

Τη μέρα και το βάθος;

Τη νύκτα και το ύψος;

Και η τρελή μαϊμού

Βρήκε και άκουσε

Δυο χείλη,

Ξέχασε όλες της τις χάντρες

Και όλα τα πορνό υφάδια.

Γυμνή ανεξίτηλα εκοιμήθει.

Page 62: ΠΑΝΚ

- 62 -

ΕΡΩΤΗΣΗ

(Στην Κατερίνα)

Ότι εχθές το βράδυ.

Σε νανούρισε.

Γλυκά.

Μαυροφορούσα.

Αγαπημένη. Ζήλεψα.

Τα μάτια σου.

Κοιτώντας, δύο είδωλα.

Άστρα που λάμπουν ξαφνικά.

Φεγγάρια της μιας νύχτας.

Φωτιές αιώνιες.

Γαλαζωπές αυτοχειρίες.

Ορίζοντες και ανιαρά σημεία.

Πόσο την ομορφιά.

Τη μοναξιά επιβάλλουν.

Αύριο πρωί.

Ξενύχτης ο ζητιάνος.

Σαν ήλιος θα ζητά.

Να ξεπροβάλλει ωραίος.

Άσπρα φορώντας φωτεινά.

Ο ξιπασμένος θάνατος.

Που κρώζει φοβερός και πράος.

Στις παιδικές χαρές.

Και στις πλατείες.

Φεύγεις απρόσκλητη σκιά.

Μα ο χρόνος επιμένει.

Να σταματά και να αρχίζει.

(Έτσι όπως είδα τη θωριά σου. Πάλι ονειρεύτηκα).

Page 63: ΠΑΝΚ

- 63 -

ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΑ

Τι παράξενο.

Το φως που είναι.

Το σκοτάδι που είναι.

Τι αλληλουχία.

Τι όραμα.

Τι αλληλουχία.

Το λευκό και το σκότος.

Το πορφυρό και το γαλάζιο.

Το μέλλον.

Μες στις παλάμες.

Που ψηλαφίζουν.

Χρυσούς αποσπερίτες.

Μακριά προς το τέλος εναγώνια.

Να χρίσεις στα ψυχικά όνειρά σου.

Το προσιτό αυτό παρόν.

Να ξεθυμάνεις τις πληγές σου.

Όσο ξεχασμένος από τον χρόνο.

Αδίστακτος να χτυπηθείς.

Μη φοβάσαι.

Page 64: ΠΑΝΚ

- 64 -

Η ΣΤΕΝΗ

(Στον Κώστα)

(εγώ κι εσύ ξένοι της γης,

ανθρώποι από καρφί,

στα δάκτυλα κομμένοι,

ξυπόλυτοι απεγνωσμένοι,

ζηλόφθονες ξεπερασμένοι,

αφέντες παραστρατημένοι,

αρχαίοι δήμιοι και σπουδαίοι πότες ποιητές).

Έφευγες χθες.

Άρρωστος ξένος.

Βιαστικά.

Μου είπες δεν αντέχω.

Γνέφω κι αναζητώ.

Σα το αηδόνι το ακριβό.

Στολίδι και το κόσμημα..

Θαμμένος τώρα ξεσπυρίζω.

Το χασίσι από τη ρίζα του.

Σα πρόβατο το καίγω.

Υποστηρίζω πως.

Η σελίδα δε γεμίζει.

Ούτε με μια.

Ούτε με δυο γραμμές.

Μόνη ξανθή πριγκίπισσα.

(και πριγκηπέσα).

Γεμάτη με πληγές.

Έφυγες χτες.

Ίσως προχθές.

Μάταια.

Αύριο θα ξέρω.

Θα κριτικάρω τη φωνή μου.

Τόσο στο θάνατο.

Όσο στα τιμαλφή.

Έφυγες χτες.

Νεκρή.

Απ’ τη στενή.

(Βάκχες και ξυπόλυτοι.)

Page 65: ΠΑΝΚ

- 65 -

ΑΤΙΤΛΩΝ

Να συζητάς και να φοβάσαι.

Το κενό θα ξεχάσεις να εισπράξεις.

Σιγά- σιγά ξανοίγεσαι μα ξέρεις.

Σταμάτα να ξεκρίνεις.

Μία διδαχή κάθε τραγούδι.

Να είναι.

Ένας καινούριος έρωτας.

Όσο για μένα.

Μη νοιαστείς.

Τρελά τραγούδια θα σου χτίζω.

Και αν θα ξεχάσω την ανάσα.

Αν θα ξεχάσω όλον το φόβο.

Να θυμηθείς.

Πως πικραμένος.

Πριν απ’ το χάραμα.

Γεννιέσαι και πεθαίνεις.

Άπειρα μίλια προς τα χάη.

Προς το ξυράφι που ‘χει κόψει.

Στα χείλη την καυτή.

Του χρόνου επίλυση.

Στα μέτρα τα εδικά τραγούδα.

Και ξέχνα, φίλε.

Μόνο ξέχνα.

Page 66: ΠΑΝΚ

- 66 -

ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ ΥΠΟΓΕΙΟΥ

Το βράδυ αυτό κατανόηση ζητώ

Δέσε απαλά ένα σκοινί στο λαιμό

Ξέσπασε σκότωσε ξύπνα μυαλό

Κάψε το φιλμ μία στιγμή σου ζήτω

Ένα παιδί παίζει κρυφτό στα συντρίμμια

Γέρος τρελός που κοιτά face to face την ασχήμια

Σπάνε το βράχο κι ανασαίνουν το κύμα

Γκριμάτσα υφαίνουν και μια αδέσποτη ρίμα

Γλιτώνεις πολλά η ανάγκη ξεσπά

Ρωτάς και τρέμεις τι τα κάνεις αυτά

Ξένος εδώ ψυχικά ισόνομος

Παραχαράκτης και φυγάς αυτόνομος

Φόρος ζωής νούμερο έντεκα απόχη

Απόφαση ανθρώπινη να νιώθει

Φιλοσοφία και παρακμή τι λόγια

Τέρμα η πορφύρα κρύψου στα υπόγεια

………………………………………….

Στην παρακμή βλακώδη λόγια σκαλίζω

Τέρμα το υπόγειο το μυαλό μου ξαναχτίζω

Τέρμα η πορφύρα και η σοφία τέρμα

Έξυσα πληγές τώρα δεν έχω δέρμα

Page 67: ΠΑΝΚ

- 67 -

ΚΡΕΜΑΛΑ

Ίαση

στοιχειά

οργή και κόλαση

χαραμάδα στη μνήμη

στη λέξη

στο τελευταίο όνομα

γυνής που απόμεινε

μοναχική και ψεύτρα.

έζωσε το λευκό λαιμό της

με το κατάμαυρο λουρί

του κρεμασμένου άνδρα

το ποθητό εργαλείο

και ενθυμούμενη το όνομα της

που εκείνος

σιγοτραγουδούσε αποτραβηγμένος

στο δωμάτιο,

τράβηξε τη σκανδάλη

τι κόλαση…

αναλογίστηκε

και ουρλιάζανε

στοιχειά

θεοί

δαιμόνια

άγγελοι

με τα κατάλευκα τους

μάτια

στα μαλλιά του καρφωμένα,

καρφωμένα ξυράφια

που καθώς τον κουρεύανε

στο νεκρολόγιο

χάιδευαν το γυμνό λαιμό του

τα κουρασμένα πόδια

τις ξηρές παλάμες του.

Κι έτσι σα λύκοι

Αποφασίσανε

Οι άγιοι και οι Διόνυσσοι

Οι σκλάβοι και οι γιοί τους

Page 68: ΠΑΝΚ

- 68 -

Οι πιο σοφοί και οι αδαείς

Να μη τα βάλουν

Μονάχα τη θηλιά

Εκείνη της κρεμάλας

Αφόριζαν.

Ψεύτες,

ψεύτες!

Μονολογούσαν

Φωναχτά σα συρφετός καταδίκων

Προς την αιώνια κοκαλένια βάρκα

Τόσο δειλοί

Τόσο αθώοι

Όσο και

Φταίχτες.

Page 69: ΠΑΝΚ

- 69 -

ΟΡΙΖΟΝΤΑΣ

Όταν κοιτώ τους ορυζώνες

Περαστικό το βλέμμα

Δε σκαλώνει παρά μόνο

Στα αγροτικά μηχανάκια που δουλεύουν.

έτσι κοιτώ απέναντι

στα άδεια καταστήματα

και τις γριές ζητιάνες

στα νεκρά παιδιά της ηρωίνης.

Δε σου ζητώ να μάθεις πως το βλέμμα μου

Λούζεται στις λασπωμένες ορυζώνες

Δουλεύει με τα μηχανάκια

Ή ζητιανεύει λίγη ηρωίνη.

Ζητώ μονάχα τώρα να σου γράψω

Λίγες γραμμές για τον ορίζοντά μου

Πως προς τα μπρος κινεί

Το γκρίζο που βαθιά έχει κρύψει

Πως νοσταλγώ και πως προσμένω.

Page 70: ΠΑΝΚ

- 70 -

ΜΕ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΚΑΙ ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΟΥ

Ένα άλογο

Ένα κατάλευκο άλογο

Καθώς σουρούπωνε

Κοιτούσε τον ξάστερο ουρανό

Καλπάζοντας στους διάφανους εκείνους καταρράκτες

Τόσο αγνοώντας την ανθρώπινη φωνή

Τόσο ξερίζωνε τα χόρτα να πατήσει

Με το ελεύθερο μυαλό του απερίσπαστο

Έλεγε και έφευγε προς τα αστρικά χωράφια

Με τα φτερά του πια που ανέμιζαν

Χωρίς να αγνοεί την άγνοιά του

Όργωνε ολάκερο το συμπάν

Χρόνια και εγώ επάνω στη ράχη

Του ιερού εκείνου ζώου

Γίνανε εφέτος δέκα χρόνια

Χρόνια που το είδα μες στα μάτια

Μάτια βαθειά μαύρα κατράμι

Και τσίνορα που λάμπανε με δέος

Μάτια που αν δεις ως τη ψυχή τους

Τρέμουν σα τα` άστρα στο σκοτάδι

Λένε οι ξακουστοί ποιητές

Κάποτε χρόνια και καιρούς

Πως το είχαν δέσει με αλυσίδα

Και το κουρδίσανε και είπε:

«έχω ένα φλασκί με ρούμι

Και ένα βάζω δίπλα μέλι

Θα ξεδιψάσει ο ουρανός

Και θα ταΐσει ο νοικοκύρης»

Αυτά τα λόγια ακουστήκαν

Ξερίζωσε την αλυσίδα

Και είπανε τάχα οι πειρατές

Πως χάθηκε μες στην αρμύρα.

Είτε σου πούνε ένα ψέμα

Είτε σου πούνε την αλήθεια

Τα δυο τους ξεγεννάνε το ίδιο

Όσο σκοτώνουν τους ανθρώπους.

Page 71: ΠΑΝΚ

- 71 -

…γλυκοχαράζει, κοίτα πέρα .

Πως ξεμυτίζει η Σαλονίκη,

Τα φωτά που ποτέ δε σβήσαν

Ούτε άναψαν ποτέ Αλήθεια…

Page 72: ΠΑΝΚ

- 72 -

ΧΙΟΝΟΘΥΕΛΛΑ

Με άκουσε η σιωπή

των πουλιών η φυγή

σβησμένος φάρος πίσσα σκοτάδι

και μες στο χιόνι μια φωνή ζεστή

Στην Ινδία τώρα βρέχει

μια μπόρα άδικη κι αστική

στο Λονδίνο φυσά

και στο Παρίσι ο καιρός μας πάει αλλού.

Με πότισες φορμόλη

και η ζωή με άφησε

μ' ένα λεπτό κασκόλ

μαύρο, μες στον τεκέ

Το πλαστικό μας γέρασε πια

και η μανία μας, μας άφησε παιδιά

ορφανά στου δρόμου το φυγόκεντρο

μας άφησε να κλαίμε το απροσδόκητο.

Θα μ' έπαιρνες μια νύχτα

θα χανόμασταν στο πάθος μας

και με μια γέρικη φωνή θα σ’ άκουγα

μες στην σιωπή να λες πως με λυπάσαι.

Page 73: ΠΑΝΚ

- 73 -

ΤΩΡΑ

Καταλαβαίνω τώρα.

Τι τάζει η αγάπη.

Ταξιδεύοντας επιστρέφει.

Στο μάταιο ταξίδι.

Σκιαγμένη στις λεύκες

Του άγριου δάσους.

Που αδιέξοδα μόνο

Κρυμμένο θα πλέκει.

Page 74: ΠΑΝΚ

- 74 -

ΠΟΥΛΙΑ ΤΟΥ ΧΑΟΥΣ

Πουλιά του χάους

σφίγγει στην παλάμη του

πουλιά σαν χαρτόνια κοφτερά

χαράζει στα χέρια του το αντίο

μοναχικός κι αναιδής. Μα ανώφελα

όλα τα άνθη, δε σου ζητούσε κάτι τέτοιο.

κι εμείς οι αφώτιστοι δίπλα στο βράχο

προχωρώντας απείθαρχοι και αήττητοι.

μοναχά σα το γκρεμό

εικάζουμε κοντά μας πως ζυγώνει λυσσομανούμε

ανίκανοι πια να κατεβούμε με το ουσούλι.

κάθε γκρεμός έχει μια πεδιάδα που αν

δε προτάξεις τα στήθη να φυλάξεις,

κάνεις γκρεμός δε σου αρκεί.

κανείς να σε αποτάξει.

Page 75: ΠΑΝΚ

- 75 -

ΕΓΚΑΡΤΕΡΗΣΗ

Μέρα με μέρα.

Κάθε λεπτό.

Υποτάσσομαι.

Στο επόμενο. Πρωί.

Όσο κι αν έρθεις κοντά μου.

Ποτέ δε θα φτάσεις.

Στο επόμενο. Πρωί.

Κάθε πρωί.

Ο πόθος μεγαλύτερος.

Στέλνει τη σκέψη.

Στο επόμενο, κι επόμενο.

Πρωί.

Κάθε πρωί.

Πονούμε και χτίζοντας.

Τα όπλα ιδρωμένοι τραβούμε.

Τα βλέφαρα φράσουμε.

Με ζήλο και καρτερία ποδοπατούμε.

Το επόμενο. Πρωί.

Page 76: ΠΑΝΚ

- 76 -

ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΜΑΚΡΙΑ

Κάποιες φορές.

Καθώς στης σκέψης.

Τα υπόγεια.

Μουδιασμένοι.

Της υγρασίας.

Η ζάλη καθώς.

Μας επιτρέπει.

Σε νόημα ματαιόδοξο.

Να εντρυφήσουμε.

Άδοξοι σα ποιητές.

Τη σιωπή διαλέγουμε.

Μετανιώνουμε.

Για όλες τις πράξεις.

Διαβασμένοι κι έτοιμοι.

Αποφασίζουμε.

Από τη μούχλα του υπογείου.

Να υποχωρήσουμε, μα.

Φτάνοντας ψηλά.

Κάποιος τη λέρα.

Και πάλι συναντά.

Το ίδιο σκότος διαπιστώνει.

Όσο για το νοικοκύρη και το βοηθό.

Άγνωστοι περιμένουνε.

Διακαώς προσποιούνται.

Τεμπέληδες, άξεστοι.

Έμπειροι θανατοποινίτες.

Να ζήσουνε το νόημα του θανάτου.

Page 77: ΠΑΝΚ

- 77 -

ΤΑ ΑΥΛΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΙΜΑΤΙΝΑ

Έμμεσα ερωτούμαι.

Το αυριανό γεύμα.

Πώς να οικονομήσω.

Τη σημερινή φυγή σου.

Θα ονομάσω.

Εγώ, δε θα ‘μαι ανένδοτος.

Από τη γη την πατρική.

Από το ψωμί της μάνας.

Έχω ξέρεις, κι εγώ ο απόκληρος, ζητήσει.

Το αυριανό τραπέζι, τον μουσαφίρη, τον νοικοκύρη,

Εγκάρδια καταδέχομαι.

Θα πρέπει αντάμα να γιορτάσουν.

Όπως και σήμερα.

Να μη χωρίσουν.

Το ξέρεις πως οι λύσεις είναι αιφνίδιες.

Εγώ δε κάλεσα τους γείτονες,

Δεν ήπια μια γουλιά κρασί.

Πρέπει. Ναι πρέπει.

Στο ζύγι ετούτο να το εκλάβω.

Να αποφασίσω. Κουρασμένος.

Έστω τώρα. Έμμεσα ρωτήθηκα.

Για το αύριο του γιου μου.

Για το φαί της μάνας.

Μη με ντροπιάσεις απόψε.

Να είσαι λογικός…

Να είσαι έστω επιεικής.

Με κάθε γνώστη, με κάθε ψεύτη.

Μη τους ζαλίσεις με άσκοπα προσχήματα.

Το ναι και το όχι να ζυγίσεις.

Τον άνθρωπο ρώτα ξανά.

Τι βάνει μέσα στη ψυχή του.

Και θα το δεις παντού τριγύρω.

Να είναι μάθημα άυλο όσο κι αιμάτινο.

Page 78: ΠΑΝΚ

- 78 -

Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΤΡΕΛΑΣ

Θα πεις βασιλιά πόσα λεφτά σου απομένουν.

Ο φόβος δικός σου είναι.

Να τον μοιράζεσαι.

Θα πεις κορίτσι για τα κάλλη σου.

Το κορμί δικό σου.

Να το αφοπλίσεις.

Πες μου θεέ μου τι είναι η ζωή.

Φόβος που χτίζει το κορμί.

Να το απωθείς.

Όταν από την τρέλα δεις.

Και το ναρκωτικό δουλέψει.

Δε πας να πεις και να φωνάξεις.

Όταν μέσα από την τρέλα.

Εκλογικεύσεις τον κόσμο.

Να ξέρεις να νιώθεις το άγνωστο.

Είναι η μοιρασιά.

Που παλεύει το κορμί με τον φόβο.

Είναι η αγνότατη πίστη.

(σου γράφω αυτό το γράμμα

Αποκαμωμένος.

Αχρηστεύτηκα για αυτές τις λέξεις.

Τα μοιραία αυτά τα ψέματα.

Πάλεψα να τις ξορκίσω.

Μοχθώ και θα μοχθώ.

Να σου περάσω.

Στο ανέγγιχτο μυαλό σου.

Μπορείς τώρα να σβήσεις την οθόνη.

Βασιλιά μου, κορίτσι και

Θεέ μας. Θα υπηρετώ την τρέλα.

Τα πάθη θα εκλογικεύω.

Το μίσος θα λιμάρω να στομώσει.

Μέρα τη μέρα θα ξεδιαλύνω.

Τον εαυτό που κάποιοι.

Μαγάρισαν και κλέψανε.

Το μαχαίρι που λιμάρει.

Αυτή η εκκωφαντική σιωπή.

Page 79: ΠΑΝΚ

- 79 -

Μια μερα θα ξυρίσω.

Το περιττό των δικών μου πόθων.

Μην αποφεύγεις τον τρελό.

Να τον τρελαίνεις. Μη τον διώχνεις.)

Page 80: ΠΑΝΚ

- 80 -

ΦΑΟΥΛ

[Εδώ, στο κόσμο αυτό.

Νεκροί που δραπετεύουν.

Να επιβιώσουν.

Από κρίματα, γέλια, σάλια.

Πριν να χαράξει.

Θα ζήσω άλλη μια ζωή.

Τα μάτια πριν κλείσω.

Θα σου αφήσω.

Ναι.

Ποιητική παρακαταθήκη.]

Όποιος διαλέγει.

Την ασκήμια.

Μοιάζει ωραίος.

Επηρεάζει.

Την αντίθεση!

Λιώνει σα το λαρδί.

Η φασολάδα.

Του κρυώνει.

Αυτός σιχαίνεται.

Και την πετά.

Ποια φωτιά λοιπόν να υποστηρίξω;

Ποια επαφή να φκιασιδώσω;

Τις απόχες που αρνήθηκα.

Δε θα χρωστώ.

Όταν δε βρίσκεις λογική.

Θα καταριέσαι αυτό το κόσμου.

Τρελός, Τρελός και εξαρτημένος.

Όπως κι εσύ άλλωστε.

[ΣΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΕΝΟΥΣ

ΠΟΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΝΑ ΔΕΙΞΕΙΣ]

[ΠΟΙΟ ΦΟΝΙΑ ΝΑ ΞΕΧΡΕΩΣΕΙΣ

ΠΟΙΑ ΑΓΑΠΗ ΝΑ ΤΟΥ ΔΩΣΕΙΣ]

ΕΡΩΤΗΣΗ 2

Page 81: ΠΑΝΚ

- 81 -

Σε κάποια νεύματα να ζεις.

Ξεκαθαρίζοντας τα όρια του άνομου και του νομοθετημένου.

Με συνταράζει το γεγονός αυτό,

Πως το καθεστώς της δημιουργικότητας,

Ξεπερνά ακόμα(;) την ελευθερία.

Φιλοσοφώντας ψυχολόγοι

Θα σε περάσουν για κακό!

Ψυχολογώντας φιλόσοφοι επηρεάζουν το εύμορφο.

Πιστεύεις φίλε πως το αύριο να ζήσει θέλει;

Τι ερώτηση; Συνταράσσομαι!

Κράτα το χέρι στο καλό και το κακό.

Να είσαι πολυδύναμος. Τρυφερός.

(φιλοσοφώ λοιπόν γιατί σε περιμένω. Αύριο.)

Μπορώ να φιλοσοφώ μέχρις εσχάτων.

Ως το θάνατο. Σε ‘διωξα μου λες.

Σου το είπα όμως: καμία συναίνεση.

Σου το είπα όμως: κανένας δισταγμός, καμιά προσωποποίηση.

Σου το είπα όμως: τίποτα αναλώσιμο. Τίποτα γενικό ή αόριστο.

Σου το ‘πα δεν είναι κόσμος εδώ είναι ένα θέατρο. Μία ηθοποιία.

Page 82: ΠΑΝΚ

- 82 -

ΓΡΑΜΜΑ ΠΡΟΣ ΕΝΑ ΥΠΟΚΡΙΤΗ

Ξεχνώ την ομορφιά αυτή. Παράδειγμα την κάθε μου λιακάδα. Την κάθε αστροφεγγιά.

Σπάω σε κομμάτια άπειρα το σάπιο ξύλο της συγκίνησης και της δικής μου νόησης.

Ψάχνω τα υπάρχοντά μου, τα περιοδικά και τις πορνογραφίες. Να βρω αν πρέπει, να

καταφύγω, στη μόλυνση, στην ποθητή διάλυση.

Θα προσμένω μάταια μιαν απάντηση. Απαντήσεις γνωρίζω πως δεν ξέρεις να δώσεις. Θα

σε περιμένω.

Κρύβω, θυμάμαι, κι εννοώ αυτά τα λόγια. Τι μου ζητάς και τι άραγε να έχεις. Κάτι

παραπάνω νομίζω. Θα ήθελα απλά να απαντήσω σε πρόκληση αναίδειας.

Άνθρωπε θεέ κι αντίχριστε, διάολε, σαματατζή και φανφαρόνε. Να ακούς και να

μαθαίνεις. Την πολυλογία σου πριν κοιμηθείς να χτίζεις. Τα όνειρα υποδέχεσαι

ασθενής μα τη βραδιά σου τη χαρίζω. Όχι να ζηλέψεις μα να έρθεις πιο κοντά.

Ελεύθερος και πράος ξεκίνα. Με τα φκιασίδια τάχατις θα έπαιρνες το σεβασμό.

(Έλα. Εσύ για εσένα. Εαυτέ μου νόθε και τρωτέ. Πότισε το βαμβάκι με αίμα τάχα το

ψέμα με αδικία. Ποιος να υπάρξεις χωρίς ψέμα; Και ποιος να χάσει όλα ετούτα;

Μπορείς να ονειρευτείς; Γέλα έστω. Γέλα ζητιάνε. Γέλα ασκημομούρη. Κάνε τον πόθο

συντροφιά. Και χάσε. Γιατί αν δε τα χάσεις όλα, ποτέ σου δε θα συγκριθείς.)

Page 83: ΠΑΝΚ

- 83 -

ΔΑΙΜΟΝΕΣ

Για εμάς τους δαίμονες

Τι γράφει;

Για εμάς τους ήρωες

Των άκρων,

Τι νιώθει;

Η τετελεσμένη αυτή

Παραίτηση.

Τα βιβλία των υπογείων

Ερωτευμένες μυγδαλιές.

Για εμάς τους δαίμονες,

Να κλαίς, να κλαίς. Να κλαίς.

Page 84: ΠΑΝΚ

- 84 -

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΠΟΥΛΩ ΓΙΑ ΜΙΑ ΔΡΑΧΜΗ

Πηγάζει από ετούτη τη καρδιά

Το πάθος όπου ανήκω

Μια του κορμιού αυταπάτη

Καίγοντας τα χαρτιά των αποφάσεων

Γελώντας σα Τρελός.

Ακόμα ένας ηττημένος ήρωας

Κλαίει το ρακί που του έχυσαν στο βόθρο

Μόνος τρεκλίζει προς το αύριο

Πρόσεξε,

Τη Σωτηρία το δίκαιο επιτάσσει.

Η κάθε ανάσα μας απόψε μια πικρία

Κι εγώ αδιάφορος,

Δεν περιμένω πια απάντηση ούτε οίκτο

Μόνος με κάποιες λέξεις να παλεύω. Δε νικώ.

Στίχοι που αγάπησα και φίλιωσα μ’ αυτούς

Μέσα στις άγριες καταιγίδες

Και τα ουράνια τόξα τους.

Page 85: ΠΑΝΚ

- 85 -

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΓΡΑΜΜΑ ΠΟΥ ΔΕ ΠΗΡΑ

Βιάζομαι να σου απαντήσω

Μα διάλεξα από τη πόλη αυτή να φύγω

Να κάψω το σπίτι μου και ότι με θυμίζει.

Εσύ έχεις δει

Σκυλιά λυσσασμένα, βλοσυρές γοργόνες,

Νεράιδες φόνισσες. Που να κρυφτείς;

Γεννήθηκες, πόνεσες, ως πότε είπες

Γαλαζοπράσινα λουλούδια οι στίχοι

Μα λυπούμαι πολύ, δε χαριστήκανε ποτές.

Θα έρθει μέρα σύντροφε

Και τα παντζούρια θα μισανοίξουνε,

Να υποδεχτούνε τους στρατιώτες που επιστρέφουν.

Θα δεις. Το κλουβί αυτό θα αδειάσει.

Από φίλους κι από εχθρούς.

Αγέρα φρέσκο, νέα ζωή.

Θα αναπνεύσουμε ξανά

Θα ζήσουμε χωρίς πια υπόνοιες

Χωρίς υπεκφυγές.

Page 86: ΠΑΝΚ

- 86 -

ΦΙΛΜ

Δώσε κυρία ένα δεκάρικο

Κυρία, ο χρόνος διαβαίνει άρχοντας

Με κίτρινο χαμόγελο.

Κυρία, απόψε ο θάνατος δε φτάνει,

Ρουφώντας μού τα στεγανά

Δε θα με σώσει απόψε.

Μέσα μου τρόπωσε

Παράσιτο του αγέρα.

Είμαι ένας χίπης ένας τρελός

Σήμερα πρέπει να σωπάσω

Απόψε πάλι όπως εχθές

Τι είδα; Τι έκανα;

Τι είπα; Τι σίγησα;

Τι κραυγές; Τι σιωπές;

Γύρισες…

Άγνωστη χρόνια

Μπήκες κι ανοίγοντας

Έφευγες απ’ την κοροϊδία

Χάσου απ’ εδώ.

Δες την ανατολή σβησμένη

Πως ικετεύει τους διαβάτες

Από εμένα, από τίποτα.

Να φύγεις, να φύγω.

Μη κλάψεις, μη κλάψω.

Τι θέλω; Τι θέλεις να κάνω;

Αυτοκτονία είναι να λες: θα ζήσω!

Καπνίζοντας βαριά τσιγάρα να ελπίζεις.

Δόλια οι γητευτές να λένε:

Ζήσε! Τι ωραία η ζωή!

Με καθησυχασμούς και μοιρολόγια,

Ποίηση αμέριμνος γράφοντας να λες: θα ζήσω!

Υπεύθυνος να λες στη μάνα:

Φτύνω αίμα δε θα ζήσω!

Να απαντά και να σου λέει

Ζήσε. Τι ωραία η ζωή..

Και το αντάλλαγμα τους η δική σου ζωή.

Page 87: ΠΑΝΚ

- 87 -

ΑΒΑΤΟΝ

Οι πεταλούδες που σπαράζουν ξεψυχώντας.

Δείχνουν τα γυάλινα φτερά.

Πέρα στα μπαϊρια στις μαγικές αυλές του Οζ.

Άγρια γη ξεριζωμένη.

Νωρίς το χάραμα στον άγριο άνεμο.

Μια ετοιμόρροπη ψυχή.

Ένα σκισμένο σώμα.

Παραπατά προς τα κατώγεια.

Κάτω απ’ το φλόγιστρο της νύχτας.

Αναζητά στον ουρανό.

Αίμα του πόθου ξοδεμένο.

Ανάσα πυρωμένη της χαράς.

Την άβυσσο κοιτά κατάματα.

Και την καρδιά θαρρώ ραγίζει.

Ποιο βάθος εκκωφαντικό το θάνατο να χώρεσε;

Τάχα εδώ μέσα εξιστορώντας τα ανίδωτα.

Πες μου αλλιώς πως να ξεχάσω τόση πίκρα;

Page 88: ΠΑΝΚ

- 88 -

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ

Πόσο με έχει βασανίσει.

Ο λυρικός ετούτος εφιάλτης.

Η κοιλιά που το στέρνο μου.

Αηδιαστικά εξογκώνει.

Πόσα πια όνειρα να χάψω;

Να φάγω λίγο απ’ το ψωμί του εζήτησα.

Πνιγμένοι μέσα στα ίδια μας τα όνειρα.

Ξυπόλυτοι από ανάγκη.

Από αγάπη επαρκείς.

Πόσο αυτό το βαλς να μας βασάνισε;

Μα παρακάλα γέρο για το γιό σου.

Από την ξενιτιά χορτάτος να επιστρέψει.

Όποιος κι αν είναι πια.

Όποιος κι αν έγινε και χόρτασε.

Από βλακεία κι από νοήματα σωρό.

Οι κακουχίες που αντάμωσα.

Όλες ανατραπήκανε σε μια στιγμή.

Στη στοίβα που κλαίνε τους νεκρούς.

Θα περιμένω το φιλί της.

Καθώς θα με αγκαλιάζει η μάνα.

Φταίχτης εγώ μονάχα θα ‘μαι.

Που δε σου ψέλλισα ποτέ για την αγάπη.

Μα ποιος ανίδεος σου μίλησε για ουσία;

Να ξέρεις στη ζωή ουσία καμία δε θα βρεις.

Κι εσύ καλέ μου φίλε που αγκάλιασες.

Αυτήν τη νόηση τραγούδα.

Και άλλο να μη δειλιάσεις.

Κάψε αυτή τη σαχλαμάρα που διαβάζεις.

Όπως στη ζωή μου έκαψες τις λέξεις μου.

Σαν αποτσίγαρα σβησμένα αργά.

Στο φαύλο αυτόν τον καφενέ.

Που δεν θα ονόμαζα «ζ ω ή».

Page 89: ΠΑΝΚ

- 89 -

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ…

«Κύριε Λάμδα.

Αποτραβιέμαι στο τετράδιό μου.

Και σκεπτικός μουντός καλημερίζω.

Την αφεντιά σας.

Ανταπαντώντας.

Προς το e-mail που έλαβα.»

Μιλώντας για τον κύριο σύμμαχό μου.

Αυτό το λάθος της ζωής.

Την φονική ασυμμετρία.

Των καιρών τη λύτρωση, το όνειρο, αν θέλετε, ελπίδα.

Λοιπόν.

Ο θάνατος δεν έχει τακτική.

Ανένδοτος στεγάζεται στα πάρκα τραγουδώντας.

Το γενναιόδωρο του φόβου επιτάσσει.

Υπηρετεί μόνον τους «καλλιτέχνες», τις μάγισσες,

Τους άπορους και αστέγους,

Ενδεχομένως.

Ο θάνατος δεν είναι καν γραμμάτιο.

Να εξαργυρώνεται μέσω ταμείων.

Αλλεπάλληλων έργων και ανταλλάγματος.

Ο θάνατος είναι η σιωπή.

Στα αποπνικτικά δωμάτια των παρειών.

Των αχρήστων.

Δεν είναι τόσο ελλογιμότητα.

Ή τερατάκι τσέπης.

Όπως δεν έχει τακτική.

Πρέπει αδιάκοπα να σέρνετε.

Ρουθούνια να πικραίνει.

Σύριγγες να πατάει, να σαλπίζει το κάθε τέλος στατικός.

Ακόμα. Κύριε Λάμδα.

Νομίζω πως εγώ ανάξιος είμαι.

Να τον τραβήξω απ’ τον χαλκά.

Μα ακούστε. Κι εσείς να τον υπολογίζετε.

Ο θάνατος γυρνάει μες στα σοκάκια.

Μέσα σε κουρελιάρες μπλούζες ανασαίνει.

Και ζωντανός διαβαίνει τις παλάμες.

Page 90: ΠΑΝΚ

- 90 -

Το χέρι που η κοπέλα προς το αγόρι αναπαύει.

Πολύ ποιητικά όλα αυτά.

Και η ζωή είναι πεζή.

Μα όσο ζω πιστέψετε, θα σας ζηλεύω.

Για την ανδρεία και το πάθος προς το άγιο.

Σοφότερο πιστέψτε δε συνάντησα.

Από τον βρωμερό ζητιάνο του όχλου.

Κατώτερο ποιητή έστω, ταπεινόφρων.

Δε λογάριασα.

Από τον ήλιο που φωτίζει μάταια τις σκεπές των προαστίων.

Και σβήνει φωναχτά την, Πολιτεία.

Ένα ποιηματάκι σκάρωσα.

Ωδή για τη σιγή.

Το κράξιμο των αηδονιών.

Που λαίμαργα χαραμίζονται.

Στης μαύρης όψης του θανάτου την υπόσταση.

Κιτρινίζοντας τα κουρδισμένα δάκτυλα των εργατών.

Προσποιούμενος το βάθος που η ψεύτρα άβυσσος σκαλίζει.

Ακούστε με. Ο θάνατος δεν είναι περιουσία…

Page 91: ΠΑΝΚ

- 91 -

Ο ΣΥΡΙΟΣ ΣΤΗ ΣΥΝΝΕΦΙΑ

Παιδιά δεν είναι τα ποιήματα.

Γυναίκες μας οι λέξεις.

Άνδρες δεν είναι οι στίχοι μας.

Ποιήματα είναι τα άστρα μας.

Οι λέξεις μας φεγγάρια.

Στίχοι είναι σκότος νυχτερινό.

Παιδιά μας είναι τα άστρα μας.

Γυναίκες τα φεγγάρια.

Σκότος της νύχτας οι άντρες.

Ρώτα κι εμένα τον τρελό.

Παράδοξα οι σελίδες μου.

Μες στα σκοτάδια μ’ έχτισαν.

Με συρματόπλεγμα αστρικό

Page 92: ΠΑΝΚ

- 92 -

ΣΤΟ ΘΕΙΟ ΑΤΙ

Οι φίλοι μου κρύβουνε λόγια –ματώνουν-.

Μπροστά σε εικόνες ελπίδας δακρύζουν.

Τις Άγιες παρθένες ματώνουν τις νύχτες.

Στα σπίτια που ζουν μεθυσμένοι επιστρέφουν.

Εργάτες με νεύρο δουλεύουν το ατσάλι.

Οργώνουν και σπέρνουν τη γη με σιτάρι.

Αργότερα πιάνουν σουγιάδες και κόβουνε.

Άρτο, τυρί και ντομάτα φιλεύουν.

Την πείνα γελώντας με μπρούσκο κρασί.

Τραβούνε μπροστά στη ζωή τρομαγμένοι.

Εδώ έχει σκουριάσει μια κοφτερή λόγχη.

Σα φτάσει η ώρα θα βγει απ’ το θηκάρι.

Σπαθίζω με πάθος και δέος την έχθρα.

Κατάματα σπάζω χιλιάδες καθρέπτες.

Ανάσα ρουφάω και το άλγος με σκίζει.

Ξεχνώ φλογισμένος την άγια δίψα.

Σφυρίζω σκοπό και τραγούδια απαγγέλνω.

Αλήθειες και κόπους ξεχνώντας τη τύψη.

Μα αντέχω στο δρόμο μου τόση τυράννια.

Απόκαμα ξένος μες στ’ άγρια σοκάκια.

Σαλτάρω και πιάνω το ακούραστο Άτι.

Στο δόρυ μου σέρνω σα μύστης το χάρο.

Και απάγκιο βρίσκω στο ψέμα του Άδη.

Σινιάλο σου στέλνω δια μέσω της νύχτας.

Φωτιές που σου δείχνουν με ευγένεια το δρόμο.

Γλιτώνω απ’ τη λάσπη σαν δίνω το χέρι.

Φευγιό των Τρελών προς του χάους την όχθη.

Σαλεύουν και τρέμοντας καθησυχάζουν.

Το λύκο, το πρόβατο σμίγουν και αντρώνουν.

Με πράξη παλιά που τη μοίρα προστάζει.

Page 93: ΠΑΝΚ

- 93 -

Με υποταγή θα δεθώ στα άγρια βάθη.

Σα πλοίο, σα ξένος, σα γέρος κι αντάρτης.

Ματώνω τα χέρια στης μοίρας το λάθος.

Χτυπιέμαι με ζήλο επιλέγω την πτώση.

Και σπέρνοντας σπόρο που η αγάπη λυτρώνει.

Ξυπνώ την ανάγκη σα δρόμος στο θέρος.

Ζητιάνος βαστώ με τα γκέμια βασίλεια.

Σκοτώνομαι ζω κι ανασταίνομαι νέος.

Σαλπίζω στα όντα το τέλος του τρύγου.

Γαντζώνω αγκαζέ και στους τάφους ζυγώνω.

Λυγίζω και κοίτα χρωστώ μα ανασαίνω.

Σκοτάδι και ήλιο στα μπόσικα μεριάζω.

Page 94: ΠΑΝΚ

- 94 -

ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ

Απόψε καθώς σε μελετούσα.

Άλλοτε σκληρό, βαθύ, τρελό.

Είπα μιαν ανταρσία λογιστική.

Αν σκάρωνα, μιλώντας προς (εσέ) για το παιδί.

Πρώτη φορά στο χαρτί.

Να γράψω για της γέννησης.

Το αστείο. Τον τρόμο.

Όσοι νεκροί, όσοι γεννούνται.

Απόψε με τόσο κουράγιο.

Επιβιώνουν, αγωνίζονται.

Να ψάξουν μες στο μυαλό, την καρδιά.

Να ταιριάξουν τα αταίριαχτα.

Να κάψουνε το ξύλο στη βροχή.

Ο άνθρωπος που δε τρόμαξε, δε γεννήθηκε ποτέ.

Αναρωτιέμαι αν στο ποίημά μου κουρασμένος θα γύρεις να ξαποστάσεις.

Σκέψου με απόψε.

Αδερφέ.. Πολύ μπερδεμένα όλα αυτά.

Ιστορίες ενός παιδιού, που δε μιλά, δεν εμπιστεύεται.

Συγχώρα με. Όπως κι εγώ εσένανε.

Τραγούδα την εγκατάλειψη.

Πάντοτε να αναρρώνεις από την αρρώστια αυτής της πλάσης.

Και να σκορπάς, σου εύχομαι , χαρές και λύπες. Να μη σωπαίνεις .

Page 95: ΠΑΝΚ

- 95 -

ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΝΟ

Κάποιες στιγμές πετούμε.

Κάποιες στιγμές μονάχα πετούμε.

Ωκεανοί βάθη χαμογελούνε.

Ξεχειλίζουν.

Πικρά χαμόγελα που σβήνουν.

Σα σκουριασμένα μολύβια.

Το φως, τα όμορφα λόγια.

Λόγια ξανά ειπωμένα.

Ολωσδιόλου αδιάφορα.

Το χώμα κάποτε κι εσύ θα σκάψεις.

Χωρίς να ξέρεις πια στα αλήθεια.

Τι πρέπει να βρεις.

Σκάβεις και βρίσκεις.

Ή απλά.

Σκάβεις και θάβεις;

Αλλιώς.

Σκάβεις να φυτέψεις.

Κάποια δάκρυα ξεχασμένα.

Κάτω από δύο κουρασμένα μάτια

Θολά, ξενυχτισμένα.

Το χώμα είναι θησαυρός μοναδικός.

Τα άλλα κοσμήματα είναι μονάχα και νομίσματα κάλπικα.

Πως τάχα θα ομόρφαιναν εμάς;

Πώς θα μας πλούτιζαν; Αλήθεια πώς;

……………………………………………………………

Κόντρα στον άνεμο να βγω.

Να με οδηγά, να τον οδηγώ.

Να μου μιλά για θαύματα.

Για τους δικούς του ουρανούς.

Μα εγώ με πόνο λαχταρώ.

Με πόνο αντέχω τα όμορφα.

Με πόνο ζω και τραγουδώ.

Με αγάπη κλέβω τα όνειρα.

Page 96: ΠΑΝΚ

- 96 -

Ξέθαψέ με αν μπορείς.

Page 97: ΠΑΝΚ

- 97 -

ΤΟ ΦΡΑΓΜΑ

Ξεκινάμε.

Στο δρόμο αυτό οι λέξεις

Γελασμένοι κατάδικοι

Από το κελί προς την ελευθερία

Προς το απόσπασμα.

Νύχτες ατέλειωτες, λέξεις ακάλεστες

Άχρηστα όνειρα ή όνειρα μονάχα

Μία φράση, τι ταξίδι…

Άλλωστε μόνο στα εσώτερα

Η αχρηστία του σώματος μοιάζει

Με τα σπασμένα πόδια μας

Νικημένη η επιθυμία φραγή ίσως.

Ξεκάθαρο το μήνυμα,

Βόμβα ωρολογιακή.

Οι λέξεις ξεκάθαρες, να δείχνουν την πορεία

Τα ποταμόπλοια να επιστρέφουν

Οι λογισμοί των εργατών στα λεωφορεία

Και οι μέρες ολόιδιες να εναλλάσσονται

Φως και σκοτάδι.

Πες μου ποιος θάνατος με έφερε εδώ,

Ποιος λόγος σφραγισμένος,

Ποια ζωή;

Page 98: ΠΑΝΚ

- 98 -

ΠΑΡΑΜΙΛΗΤΟ

Είμαστε ξένοι.

Σ’ αυτή τη γη την άγονη.

Χωρίς θεό.

Χωρίς πατρίδα.

Δικαιωμένοι και αδέκαστοι.

Κορμιά χαμένα στις νεκροπόλεις.

Που ψάχνουνε να βρούνε τη σιωπή.

Όσο το θάνατο και το άλλοθι.

Είμαστε ξένοι και άγνωστοι.

Page 99: ΠΑΝΚ

- 99 -

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΛΙΑΤΣΟΥ

(Μοιραία και ακατάσχετα.

Σα τον παλιάτσο αιμορραγεί.

Στα κρύα σκοτάδια του υγρού δρόμου.

Ο ιδανικός κόσμος και παραιτείται.)

Κοίτα από το παράθυρο.

Η πόλη νωχελικά.

Πως αναπαύεται.

Γλιστρά στο σκοτάδι.

Απόψε πάλι.

Κάθε δειλή κίνηση.

Μια τέτοια νύχτα.

Θα ήθελα να ξεφύγω.

Από αυτό το σκότος.

Να δραπετεύσω.

Στο αδιάβατο.

Φως.

Να επιστρέψω.

Κοίτα τριγύρω.

Ποιος σου μιλά;

Ο κάθε ήχος.

Σα να έχει σημασία.

Η κάθε λέξη παρελθόν.

Στιγμή ατελεύτητη η ζωή.

Αιώνιο διάβα.

Προς και από.

Την ίδια κατεύθυνση.

Page 100: ΠΑΝΚ

- 100 -

ΤΟ ΝΥΧΤΕΡΙ

(Ένα μικρό νυχτολούλουδο που αστράφτει μέσα στη νύχτα, ευωδιάζει και οι κοπέλες κάτω

από τη ελιά σιγοτραγουδούν και. αναπολούν ονειρικά τον έρωτα- ξασπρισμένες,

χειμωνιάτικες. Αλυχτά ο σκύλος στην πίσω αυλή. Πιο πέρα από αυτές τις χαρμολύπες,

φωνάζει και σημαίνει ο γέρος τη καμπάνα. Πια έχει ξημερώσει, οι κόρες αναπνέουνε

βαριά στο χάραμα του οικείου ήλιου, οι εργάτες σχολάσανε απ’ τη βάρδιά τους… «Νύχτα

σιωπηλή, πάρε κι εμένα να ξεριζώσεις τη καρδιά μου και τους πόνους. Των αερικών ψυχές

που πια διέλυσαν το ηλιόλουστο κορμί μου. Ω! τις νύχτες τις επόμενες, χωριάτη ήλιε, να μη

λάμψεις, να μη δούμε πια αυτό τον κόσμο στα στιχάκια και τις χίμαιρες. Ήλιε χωριάτη,

ξαφνικέ μην έρθεις προς τις έξι έλα και φύγε σούρουπο να μη μας δει κανένας»: Φωνάζει

η ωραία κόρη. Κι ώσπου η ψυχή εντράπηκε, και πήγε να σωπάσει…)

Ήλιος: «Τι θες τη νύχτα, τι το φως, γλυκιά πανώρια κόρη;

Εγώ έχω φώτα στη σιωπή, σκοτάδια στα τραγούδια.

Μέσα στις άγριες θάλασσες, φωνή οπού δεν υπάρχει,

Θα πω τον πόνο σου ψυχή, κανείς να μη τον μάθει.

Ω! κόρη, νυχτολούλουδο έχεις κορμί και δέρμα,

Τόσο απαλό π’ ούτε το φως των αστεριών δεν είδε.

Μα όποιος σε άκουσε κι αυτός πονάει ως τα βάθη.

Τι να είναι ο πόνος σου αυτός;»

Κόρη: «Ο πόνος μου είναι άρχοντα, αγρίμι που σπαράζει,

Χωρίς τροφή, χωρίς νερό, χωρίς αγάπης χάδι.

Ο πόνος μου είναι ήλιε μου μες στη ψυχή ξυράφι

Καρφώνεται βαθύτερα με κάθε πικρή ανάσα.

Ο πόνος ήλιε φωτεινέ που έρχεσαι και φεύγεις

Είναι η ζωή που έρχεται ξάφνου! Και μόνο φεύγει.

Τι θες την ήλιε τη ζωή; Τι θες και τα τραγούδια;

Είναι θαρρώ τα μάταια, που έχω εδώ σπαράξει.

Μες στην καρδιά μου με πονούν σαν κρύβω την αλήθεια,

Πως δε το ξέρω, μάθε το, ποιος είναι αυτός ο πόνος

Ούτε που είδα στην ψυχή άλλον να τον τρυγάει.

Κρασί έκανες το αίμα μου, σα ξύπνησε η καρδιά μου

Στον κόσμο αυτό και ξίνισε, και όποιος το γιορτάζει

Με μάγισσες, παράφρονες, ξενιτεμένους άντρες

Δίνουν με μια και το πιοτό, στάζει φαρμάκι-οδύνη.

Πότε δεν είδα άρχοντες κι ούτε προσκυνητάδες,

Page 101: ΠΑΝΚ

- 101 -

Σε εσέ θα πω τον πόνο μου μα όταν τον μάθω πρώτα».

Ξένος: «Ποιος είναι ήλιε μου αυτός, που τόσο έχει πονέσει;

Η γη; Μήπως τα σύννεφα; Μα δες, μια όμορφη κόρη…

Εδώ ο πόνος και η γιορτή πάνε μαζί κι αντάμα

Εδώ ο ήλιος κόρη μου δείχνει τη δυστυχία

Κι ο άνθρωπος που πόνεσε θα φεύγει μόνος, νύχτα.

Θες να έρθει ο ήλιος κόρη μου και μη φωτίσει αλήθεια;

Τι θες να πεις ποίος στα έμαθε αυτά τα κούφια λόγια;»

Ήλιος: «Ποιοι ουρανοί ποιες θάλασσες να σε ακούσουν πρώτα;

Σαν είδανε τον πόνο σου είδαν τη στεναχώρια.»

Κόρη: «Ήλιε μου φίλε άκου με, ο πόνος δε με σκιάζει

Με σκιάζει ο κόσμος τούτος ‘δω που βλέπω και τρομάζω,

Και οι άνθρωποι που τον γελούν, τον αχρηστεύουν τόσο.

Ποιος θέλει άνδρας ποια γυνή τη μοίρα να γιορτάσει;

Να δει τη γη, τον ουρανό, τον ήλιο, το φεγγάρι;

Εγώ στα ξένα, τη ντροπή νιώθω χωρίς εκείνον.

Που μας μοιράζει το ψωμί, τη τύχη, τα άγιά του όλα.

Ήλιε! Θαρρώ εσύ πως θα τον δεις, έχεις μπροστά του λόγο,

Πες του τότε για εμένα να, τι να είναι αυτός ο κόσμος;»

Ήλιος: «Στα σύννεφα ο πόνος σου είναι φαρμάκι στάζει

Σα της βροχής το άγριο νερό που εσένα ξεδιψάει.

Ο πόνος είναι φάρμακο για ετούτη την αρρώστια

Που ο άνθρωπος γεννήθηκε –πόνος, χαρά θα φέρει-.

Εκείνος μόνος άγιος και όλα τα γιατρεύει,

Να ξέρεις, πως μονάχος του τον πόνο όλον γροικάει.»

Ουρανός: «Πόνος κι αν είναι κόρη μου, οι άνθρωποι θα σβήσουν

Σα βαφτιστούν με τη βροχή λιώνουν και τα φαρμάκια.»

Κόρη: «Τι είδανε τα μάτια μου, τί ακούσανε τα αυτιά μου;

Δεν είναι πόνος μα γιορτή, ο κόσμος κι όλη η πλάση;

Ποιος το ‘πε αυτό ποιος το ‘μαθε να τον φιλήσω τώρα.

Δυο άνθρωποι ας ήτανε κι ας ήμουν θολωμένη.

Λες να ‘τανε αερικά της νύχτας και διαόλοι;

Μήπως ο ήλιος ο θερμός, το ολόχρυσο φεγγάρι;

Page 102: ΠΑΝΚ

- 102 -

Ποιος είναι ο τρόπος να το πω, ακούστε με ανθρώποι.

Μα είστε ξένοι κι άπονα ακούτε τον καημό μου.

Δεν έχω δει ποτέ μου εγώ μια τρύπα παραπάνω

Έξω απ’ το παραθύρι μου και τώρα θα πεθάνω.

Ποιος είπε τέτοια λογικά αλόγιστα να πάθω,

Να τρέξω θέλω άνθρωποι, να τρέξω, να πετάξω.»

Ήλιος: «Δε θα βρεις κόρη ανάπαυση, εδώ είσαι μια ξένη

Είσαι τρελή και φόνισσα τριγύρα σου όλοι φταίχτες.

Βάλε τα ρούχα τα παλιά δούλεψε να παλέψεις

Αν έχεις, ξέρεις την καρδιά ο κόσμος πως πικραίνει.»

Κόρη: «Που να κρυφτώ πείτε Θεοί, πείτε μου αρχόντοι κράξτε,

Σήμερα ο κόσμος άλλαξε κανένας σας δεν ξέρει;»

Ξένος: «Εγώ έχω κρύψει μέσα μου όλη τη δούλεψή μου

Πάρε μαχαίρι κοφτερό, στιλπνό, παρθένο –κόψε-.

Σε άκουσα που μίλησες με το βουβό φεγγάρι,

Τον ήλιο φώναξες τυφλή μα άκουσες τα μαντάτα.»

Κόρη: «Είμαι η κόρη του ουρανού και της βροχής το θρέμμα

Το μυστικό μονάχη μου το ξέρω και σωπαίνω

Άνοιξε το μαχαίρι σου και κόψε με στα δύο.

Απ’ τη ζωή κι απ’ το σπαθί περίμενα τα όσα,

Μέσα στη τρέλα μου άσε με, μονάχη ας συλλογιέμαι.»

Page 103: ΠΑΝΚ

- 103 -

ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ

ΣΕ ΕΚΕΙΝΟΥΣ

ΠΟΥ ΚΑΝΟΥΝ

ΛΑΘΗ

ΓΙΑ ΝΑ

ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΟΥΝ

ΤΗΝ ΖΩΗ

ΚΑΙ

ΤΟ ΔΙΚΙΟ ΤΟΥΣ

π. α.