Προσαρμογή[1]

61
Από το βιβλίο: «Παιδικοί Σταθμοί. Θέματα Αγωγής – Πρόληψης» Κέντρο Ψυχικής Υγιεινής Θεσσαλονίκης Θεσσαλονίκη - 1985 1 ο Διήμερο Εργασίας σε θέματα προσχολικής αγωγής Σεπτέμβριος 1983 Ένταξη και προσαρμογή στους παιδικούς Σταθμούς 1 1 Περιλαμβάνονται οι εισηγήσεις που έγιναν σε δύο παράλληλα στρογγυλά τραπέζια για παιδιά μέχρι 2,5 χρονών το πρώτο, πάνω από 2,5 χρονών το δεύτερο. Οι εισηγήσεις δίνονται στην αρχική τους μορφή παρά τις αλληλοκαλύψεις, που οφείλονται στην κοινή επεξεργασία και παράλληλη παρουσίασή τους.

description

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΒΝΣ

Transcript of Προσαρμογή[1]

Page 1: Προσαρμογή[1]

Από το βιβλίο: «Παιδικοί Σταθμοί. Θέματα Αγωγής – Πρόληψης»Κέντρο Ψυχικής Υγιεινής ΘεσσαλονίκηςΘεσσαλονίκη - 1985

1ο Διήμερο Εργασίας σε θέματα προσχολικής αγωγήςΣεπτέμβριος 1983Ένταξη και προσαρμογή στους παιδικούς Σταθμούς1

1 Περιλαμβάνονται οι εισηγήσεις που έγιναν σε δύο παράλληλα στρογγυλά τραπέζια για παιδιά μέχρι 2,5 χρονών το πρώτο, πάνω από 2,5 χρονών το δεύτερο. Οι εισηγήσεις δίνονται στην αρχική τους μορφή παρά τις αλληλοκαλύψεις, που οφείλονται στην κοινή επεξεργασία και παράλληλη παρουσίασή τους.

Page 2: Προσαρμογή[1]

1. Ένταξη και προσαρμογή ΕισαγωγήΛ. Λαζαρίδου, ψυχολόγοςΚέντρο Ψυχικής ΥγιεινήςΙατροπαιδαγωγική Υπηρεσία Θεσσαλονίκης

Το πρόβλημα ένταξης ενός παιδιού σε ένα Παιδικό Σταθμό (Π.Σ.) εξετάζεται εδώ κατ' αρχήν σαν ένα πρόβλημα αποχωρισμού του παιδιού από το ή τα πρόσωπα αναφοράς του και από το οικείο περιβάλλον του. Είναι νομίζω φανερό πως ο τρόπος που με τον οποίο θα επεξεργαστεί το παιδί αυτό το πρόβλημα και θα προσαρμοστεί τελικά στο Π.Σ., θα καθορίσει σημαντικά τη συναισθηματική και κοινωνική του ανάπτυξη. Το πρόβλημα λοιπόν -με την έννοια κάποιων συγκρούσεων που έχει να επεξεργαστεί το παιδί- είναι καθολικό, ισχύει για κάθε παιδί. Ο τρόπος επεξεργασίας, το είδος ή η ένταση των αντιδράσεων μπορεί να διαφέρουν από παιδί σε παιδί. Η εμφάνιση όμως κάποιων αντιδράσεων σε αυτή τη φάση είναι απόλυτα φυσιολογική και αναμενόμενη. Κάτω από αυτό το πρίσμα, οι αναφορές μας δεν αφορούν τα λεγόμενα δύσκολα ή προβληματικά παιδιά, αλλά τα προβλήματα αποχωρισμού και ένταξης όλων των παιδιών.

Θα μπορούσε βέβαια να αναρωτηθεί κανείς γιατί χρειάζεται να μας απασχολήσει ιδιαίτερα αυτό το ζήτημα, εφόσον έχουμε να κάνουμε με φυσιολογικά αναμενόμενες αντιδράσεις, οι οποίες σύμφωνα με την πολύχρονη πείρα των παιδαγωγών διαρκούν συνήθως μισό έως ενάμιση μήνα και εξαφανίζονται μετά στα περισσότερα παιδιά. Άλλωστε η πάγια τακτική των Π.Σ., που στην πλειοψηφία τους -πέρα από την πιθανά μεγαλύτερη προσωπική επένδυση των παιδαγωγών αυτές τις πρώτες μέρες- δεν παίρνουν ιδιαίτερα μέτρα για αυτή την περίοδο, δείχνει πως η φάση αυτή θεωρείται λίγο - πολύ σαν ένα αναγκαίο κακό που θα περάσει. Έτσι συνήθως κάθε χρονιά οι παιδαγωγοί ετοιμάζονται τον Σεπτέμβριο για τον πιο δύσκολο μήνα στη δουλειά τους, οι διευθύνσεις των Σταθμών φορτώνονται με εγγραφές, δρομολόγια, διοικητικά και άλλα καθήκοντα, οι γονείς έχουν τα άγχη τους, την αμηχανία τους ή τη φαινομενική αδιαφορία τους, και μετά από ένα μήνα όλα μοιάζουν μέλι-γάλα. Τα παιδιά δεν κλαίνε πια. Όλοι ηρεμούν και μοιάζει να πιστεύουν πως τα παιδιά «προσαρμόστηκαν». Η «προσαρμογή» μετράται δηλαδή συνήθως στα μέτρα των ενηλίκων.

Περιμένοντας την προσαρμογή του παιδιού, ουσιαστικά περιμένουμε να αποδεχθεί το παιδί αυτό που εμείς -σαν άτομα και σαν Σταθμός - μπορούμε και θέλουμε να του προσφέρουμε και να μην είναι φανερά δυσαρεστημένο. Μία παρόμοια προσαρμογή επιτυγχάνεται σχετικά εύκολα. Είναι απλά λίγο διαταρακτική για τους ενήλικες τον πρώτο μήνα.

Ποιά είναι όμως η ζητούμενη προσαρμογή αν δει κανείς τα πράγματα σύμφωνα με τις ανάγκες του παιδιού και πώς επιτυγχάνεται αυτή; Στη φάση ένταξης των παιδιών στον Π.Σ. συμβάλουμε στην προσαρμογή του παιδιού, εάν αντιμετωπίσουμε προγραμματισμένα και συγκεκριμένα τα τρία βασικά άγχη του: το άγχος και την ενόχληση μπροστά στον αποχωρισμό από τη μητέρα, το άγχος και την ενόχληση μπροστά στο ξένο πρόσωπο της παιδαγωγού και το άγχος και την ενόχληση μπροστά στο ξένο περιβάλλον του Π.Σ. Από πειράματα και παρατηρήσεις γνωρίζουμε πως το άγχος και η ενόχληση εντείνονται αφόρητα, αν υπάρξουν ξαφνικά και οι τρεις συνθήκες

Page 3: Προσαρμογή[1]

μαζί, όπως π.χ. αν ένα τρίχρονο παιδί εγκαταλειφθεί ξαφνικά από τη μητέρα του σε ένα ξένο πρόσωπο μέσα σε ένα άγνωστο περιβάλλον. Όταν συντρέχουν και άλλοι αγχογόνοι για το παιδί παράγοντες, όπως θόρυβοι, πολυπλοκότητα κατάστασης, πληθώρα άγνωστων προσώπων, τότε η ενόχληση αυξάνεται. Για να αντιμετωπίσουμε λοιπόν μεθοδευμένα τα βασικά άγχη του παιδιού στη φάση ένταξης του, χρειάζεται να ερευνήσουμε τους τρόπους με τους οποίους θα μειώσουμε έναν-έναν τους παράγοντες που προκαλούν άγχος στο παιδί και θα δημιουργήσουμε παράλληλα εκείνες τις συνθήκες, που μπορούν να προκαλέσουν ικανοποιήσεις και ευχάριστα συναισθήματα. Για να προσαρμοστεί τελικά το παιδί μ' αυτή την έννοια, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εκφράσει τα συναισθήματα που του προκαλεί η καινούρια κατάσταση και μέσα από μια διαδικασία αλληλεπίδρασης με το νέο περιβάλλον να ενταχθεί στην κοινωνική ομάδα και να δημιουργήσει νέους δεσμούς.

Ένα δεύτερο ερώτημα που προκύπτει συχνά είναι το αν μπορούν οι παιδαγωγοί , κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες που δουλεύουν σήμερα, να κάνουν κάτι διαφορετικό από αυτό που ήδη κάνουν. Αν δηλαδή μπορεί να αλλάξει κάτι στη στάση ή τη συμπεριφορά τους, εάν δεν αλλάξει τίποτα στις συνθήκες των Π.Σ. Είναι γεγονός ότι οι συνθήκες των Π.Σ. στην Ελλάδα είναι από μέτριες έως απαράδεχτες, ειδικά ως προς το σημείο- κλειδί για την αντιμετώπιση των προβλημάτων προσαρμογής: την αναλογία παιδιών -παιδαγωγών. Είναι επίσης αναμφίβολο πως οι συνθήκες αυτές π.χ. αναλογία παιδιών-παιδαγωγών , μέγεθος ομάδας παιδιών, χώροι, εξοπλισμός, υλικά, καθώς και η δομή διοίκησης των Σταθμών, η ιεραρχία, το ωράριο και οι μισθοί των παιδαγωγών, επηρεάζουν σημαντικά το παιδαγωγικό έργο του παιδαγωγού. Θα ήταν όμως λάθος αν έβλεπε κανείς σε αντιπαράθεση τον παιδαγωγό και τις συνθήκες. Απόρροια μιας παρόμοιας οπτικής θα ήταν: πρώτα πρέπει να βελτιωθούν οι συνθήκες και ύστερα μόνο μπορεί να γίνει καλύτερη δουλειά με τα παιδιά. Σήμερα πιστεύεται αντίθετα ότι η παιδαγωγός, η συμπεριφορά της, οι στόχοι τη, οι αντιλήψεις της για τη διαπαιδαγώγηση και τη δική της κατάσταση αποτελούν ένα μέρος, έναν από τους παράγοντες των συνθηκών των Π.Σ. Με ότι κάνουν, με το πώς το κάνουν ή με ότι δεν κάνουν οι παιδαγωγοί συμβάλλουν στη σταθεροποίηση ή την ελαχιστοποίηση συγκεκριμένων αρνητικών παραγόντων. Αυτή η θεώρηση της δυναμικής της σχέσης: παιδαγωγός- συνθήκες εργασίας οδηγεί τη παιδαγωγό από μία παθητική θέση, όπου είναι αβοήθητα παραδομένη στις εξωτερικές αντικειμενικές συνθήκες, σε μία θέση, στην οποία μπορεί να γίνει η ίδια ενεργητική και να αλλάξει τον Σταθμό, την εργασία και τον εαυτό της.

Κάτω από αυτό το πρίσμα έχουμε δουλέψει και για τις επόμενες εισηγήσεις, στις οποίες, ίσως συχνά με ένα πολύ συγκεκριμένο τρόπο, θα δούμε τι μπορεί να βοηθήσει το εντασσόμενο παιδί στον Π.Σ., τι μπορεί να γίνεται διαφορετικά ή τι δεν θα ήταν σκόπιμο να γίνεται από τις παιδαγωγούς και τους Π.Σ. στη φάση προσαρμογής του παιδιού. Σκοπός μας δεν είναι βέβαια να επικαλεστούμε τον περίφημο «ηρωισμό των Ελληνίδων» για να πούμε «θυσιαστείτε περισσότερο» ή «κάτω από τη μία ή τν άλλη ιδεολογία δουλέψτε σκληρότερα». Νομίζουμε όμως ότι οι παιδαγωγοί κρατούν στα χέρια τους τη δυνατότητα να αλλάξουν -όπου το βρίσκουν αναγκαίο- τη δική τους στάση, συμπεριφορά και εργασία. Οι εξωτερικές συνθήκες όσο κακές και αν είναι, δεν αλλάζουν με το να γίνονται πανάκεια. Δεν πιστεύω πως υπάρχει για παράδειγμα Σταθμός που δεν μπορεί να ρυθμίσει έτσι τις νέες εντάξεις των

Page 4: Προσαρμογή[1]

παιδιών, ώστε να μην έρχονται όλα τα καινούρια παιδιά μαζί την ίδια μέρα. Όμως πιστεύω ακόμα ότι οι αντιδράσεις των παιδαγωγών κάτω από ακριβώς τις ίδιες συνθήκες εργασίας μπορούν να διαφέρουν ριζικά μεταξύ τους; π.χ. μία παιδαγωγός μπορεί να πει σε ένα παιδάκι που έκλαιγε την πρώτη μέρα και το υποδέχεται την επόμενη "γεια σου, έλα να παίξεις και μη μας αρχίσεις πάλι τα κλάματα γιατί αλίμονο σου". Μία δεύτερη μπορεί να πει σε κάποιο παιδί που κλαίει " έλα παίξε με την Αννούλα, κοίτα την πιο μικρή από εσένα και δεν κλαίει" ενώ μία τρίτη να προσπαθήσει να ηρεμήσει το παιδί που κλαίει χωρίς σχόλια αλλά παίζοντας μαζί του κάτι που το κινητοποιεί, κ.ο.κ.

Κάθε τι που κάνουμε, που λέμε, κάθε τι που δεν κάνουμε ενώ ίσως αν το ψάξουμε δούμε ότι μπορούμε να το κάνουμε, έχει κάποια επίπτωση, διευκολύνει ή δυσκολεύει το παιδί να επεξεργαστεί τον αποχωρισμό από τη μητέρα και το σπίτι του, να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες, χωρίς να υποταχθεί άνευ όρων σε αυτές.

2α. Ένταξη και προσαρμογήΨυχοκοινωνική προσέγγιση: για παιδιά μέχρι 2,5 χρόνωνΠ. Μπιτζαράκης, ψυχολόγοςΚέντρο Ψυχικής Υγιεινής Ιατροπαιδαγωγική Υπηρεσία Θεσσαλονίκης

Στη σημερινή πραγματικότητα η ένταξη στην κοινωνία προϋποθέτει μια εκπαίδευση τέτοια, που να καθιστά τον άνθρωπο ικανό για παιδαγωγική αποτελεσματικότητα και προσαρμογή στις συνθήκες ζωής. Αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει την ύπαρξη ενός πνευματικού και συναισθηματικού δυναμικού

Σε γενικές γραμμές αυτό το δυναμικό είναι περίπου το ίδιο σε όλα σχεδόν τα παιδία, που αν βρεθούν κάτω από ευνοϊκές συνθήκες το αναπτύσσουν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα.

Κάτι λοιπόν που έχει ιδιαίτερη σημασία κατά την διάρκεια της ανάπτυξης και εξέλιξης του παιδιού, είναι από τη μια μεριά η αποφυγή των συνθηκών εκείνων που ενδέχεται να αλλοιώσουν την πορεία αυτή της ανάπτυξης και από την άλλη η προώθηση όλων των μέτρων που θεωρούνται πρόσφορα για την ψυχική υγεία του παιδιού.

Η κοινωνία αλλάζει, το ίδιο και οι σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους.Η γυναίκα μπήκε στην παραγωγή, τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα.Οι σχέσεις της με τα αλλά μέλη της οικογένειας και τα παιδιά της αλλάζουν.Ο «αποχωρισμός» στη μικρή παιδική ηλικία γίνεται αναγκαιότητα για

πολλές μητέρες.Η ανησυχία που εκφράζεται από τους γονείς, ιδιαίτερα τη μητέρα, όταν

αποχωρίζεται το παιδί, για να το στείλει στο Βρεφονηπιακό - Παιδικό Σταθμό και σχετίζεται με πιθανούς «ψυχικούς τραυματισμούς» ή μεταγενέστερες ψυχολογικές διαταραχές, αντικοινωνική συμπεριφορά, είναι βαθιά ριζωμένη μέσα της, συνοδεύεται από αισθήματα ενοχής και αρκετές φορές βιώνεται από την ίδια σαν εγκατάλειψη.

Με τη σημερινή ευκαιρία του σεμιναρίου θα προσπαθήσουμε να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα πράγματα γύρω από τον «αποχωρισμό» και τη «μητρική στέρηση» που τόσο αρνητικά έχει φορτιστεί για η γυναίκα.

Page 5: Προσαρμογή[1]

Βασισμένοι σε νεώτερα ερευνητικά δεδομένα και την προσωπική εμπειρία- εργασία σε Παιδικό Σταθμό- ελπίζουμε να συμβάλλουμε στην αποενοχοποίηση των μητέρων στο ζήτημα αυτό, καθώς και του προσωπικού των Βρεφονηπιακών Σταθμών, που έχοντας να επιτελέσει ένα ρόλο μητρικού αντικαταστάτη, δυσκολεύεται να συμβάλει στη διαμόρφωση ενός νέου θετικού συλλογικού - ομαδικού χώρου για το μικρό παιδί.

Τις τελευταίες δεκαετίες η αναγκαιότητα της αδιάκοπης επαφής μητέρας - παιδιού ήταν αντικείμενο πολλών διαβεβαιώσεων.

Ο Bowlby (1946) ισχυριζόταν ότι «ο παρατεταμένος αποχωρισμός του παιδιού από τη μητέρα του ή το υποκατάστατό της, κατά τη διάρκεια των πέντε πρώτων χρόνων της ζωής του ήταν η κύρια αιτία του εγκληματικού χαρακτήρα και των διαταραχών συμπεριφοράς» και ότι σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις πρέπει να γίνεται.

Άλλοι πάλι, όπως ο Baers (1954) ισχυριζόταν ότι «η φυσιολογική ανάπτυξη του παιδιού εξαρτιόταν από την ολοκληρωτική διαθεσιμότητα σε χρόνο της μητέρας και ότι οτιδήποτε εμπόδιζε αυτή την αποστολή της θα ήταν αντίθετο στην πρόοδο της ανθρωπότητας».

Μάλιστα επιτροπή ειδικών του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας (1951) συμπέρανε ότι η χρησιμοποίηση των Βρεφονηπιακών Σταθμών είχε σαν αναπόφευκτη συνέπεια μια διαρκή ζημιά στη πνευματική υγεία της μέλλουσας γενιάς.

Οι ειδικοί, αναφερόμενοι στις εργασίες γύρω από τον «Ιδρυματισμό», υποψιάζονται ότι κάθε συλλογικός - ομαδικός χώρος που δέχεται μικρά παιδιά παράγει ανησυχία, άγχος, ενόχληση, απομόνωση, μοναξιά, καθυστέρηση, δυσκολίες προσαρμογής και ότι υποβάλλει το παιδί σε μια δραματική εμπειρία εγκατάλειψης.

Υπάρχουν όμως τεράστιες διαφορές ανάμεσα στο «ίδρυμα» και το Βρεφονηπιακό Σταθμό.

Σήμερα, όλα αυτά δεν απορρίπτονται τελείως, θεωρούνται όμως ανακριβή, υπερβολικά, απαισιόδοξα. Αξίζει λοιπόν να τα δούμε κάτω από το βάρος των νέων ερευνών και αντιλήψεων. Είναι σημαντικό, γιατί πραγματικά ο αποχωρισμός μπορεί να επιδράσει στην ανάπτυξη του παιδιού και ορισμένες φορές μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα.

Το ερώτημα λοιπόν που μπαίνει δεν είναι «αν πρέπει να επιτρέπουμε τον αποχωρισμό», αλλά ποιο είδος αποχωρισμού, σε ποια ηλικία, για πόσο χρονικό διάστημα, και να συζητήσουμε τους παράγοντες που μπορεί να επιδράσουν ώστε να επιφέρουν ψυχολογικές διαταραχές στο παιδί που αποχωρίζεται τους γονείς του και τη μητέρα ιδιαίτερα, μια και σήμερα στην Ελλάδα η γυναίκα είναι αυτή που φροντίζει το παιδί, εκτός από εξαιρέσεις.

Στις μελέτες που αναφέρθηκαν δόθηκε μεγάλη σημασία στον μητρικό αποχωρισμό κι ο πατέρας θεωρήθηκε μικρότερης σπουδαιότητας για την ανάπτυξη του παιδιού.

Η φαινομενικά απλή ερώτηση «ο αποχωρισμός του παιδιού από τους γονείς του είναι καταστροφικός;» τελικά αποδεικνύεται περίπλοκη.

Για να ξεκαθαρίσουμε όμως τα πράγματα, ιδιαίτερα για τα παιδιά ηλικίας μέχρι 3 χρόνων, απαραίτητο και σημαντικό είναι να αναφέρουμε και να εντοπίσουμε χαρακτηριστικά της πνευματικής-συναισθηματικής-κοινωνικής ανάπτυξης του παιδιού, ιδιαίτερα σε σχέση με τον αποχωρισμό και το δεσμό με τη μητέρα.

Page 6: Προσαρμογή[1]

Σε αντίθεση με πολλά ζώα που μόλις γεννηθούν είναι σχεδόν αυτόνομα και έτοιμα να ζήσουν, ο νεογέννητος άνθρωπος παραμένει για πολύ καιρό παρασιτικός κι εξαρτημένος από τους γονείς του.

Όλοι μας γνωρίζουμε ότι το νεογέννητο για μήνες και μερικά χρόνια έχει απόλυτη ανάγκη της διπλής μητρικής φροντίδας, υλικής και συναισθηματικής, για να μπορέσει να μεγαλώσει και να γίνει ανεξάρτητο άτομο.

Μετά το κόψιμο του ομφάλιου λώρου (πρώτος «αποχωρισμός»), που βιολογικά εξαρτούσε το βρέφος από τη μητέρα, διαπιστώνουμε ότι το βρέφος είναι παθητικό και τα περιμένει όλα από τον άλλο για να ζήσει.

Από τον 3ο μήνα αρχίζει κάπως να δραστηριοποιείται με το χαμόγελο και τους ήχους που εκπέμπει, αρχίζει να δείχνει κυρίως θετική συναισθηματική συναλλαγή με τη μητέρα του2. Από αυτό το σημείο ξεκινά η σκέψη, η οργάνωση του «Εγώ», η δράση και μια υποτυπώδης κοινωνική δραστηριότητα. Στην ηλικία των 4 με 6 μηνών παρατηρούμε ότι το παιδί ηρεμεί γρήγορα και παρηγορείται ακούγοντας τη φωνή της μητέρας, ακόμα κι όταν υποφέρει από πείνα, καθώς κι ένα αυθόρμητο (συνειδητό) άπλωμα των χεριών προς τη μητέρα. Ενισχύεται η διαφορική προτίμηση για/προς αυτή αντί για κάποιον άγνωστο. Αναπτύσσεται η ικανότητα του να συνδυάζει διάφορα ερεθίσματα κι αντιδράει με μεγαλύτερη ποικιλία συναισθημάτων.

Στον 6ο μήνα αρχίζει το παιδί και ξεχωρίζει τον έξω από τον μέσα κόσμο, αναγνωρίζει τη μητέρα του σαν τέτοια και σαν ενιαία (καλή- κακή προηγουμένως).

Ανάμεσα στον 6ο και 8ο μήνα, το παιδί διακρίνει το φιλικό από το ξένο πρόσωπο. Και ενώ χαμογελά μπροστά στο πρώτο, κρύβεται, ακινητοποιείται ή κλαίει μπροστά στο άγνωστο. Έτσι εμφανίζεται γύρω στον 6ο μήνα μια καινούργια μορφή έντασης: ο φόβος.

Γύρω στον 8ο μήνα εμφανίζεται μια σπουδαία αντίδραση: το άγχος-ανησυχία (angoisse) που είναι συστατικό της υγιούς εξέλιξης της προσωπικότητας. Φαίνεται να είναι δεμένη με το φόβο μήπως χάσει τη μητέρα του.

Ανάμεσα στον 7ο και 9ο μήνα, η προσκόλληση του παιδιού στη μητέρα του γίνεται φανερή όταν το παιδί ενοχλείται από κάτι. Μπορούμε να παρατηρήσουμε ένα ανέκφραστο ή παραπονεμένο πρόσωπο, κλάμα και πανικό, άρπαγμα και μπουσούλισμα προς τη μητέρα του, όταν την αποχωρίζεται, όταν η μητέρα το αφήνει σε ένα ξένο ή κάποιο άλλο πρόσωπο που το φροντίζει ή όταν το παιδί είναι γυρισμένο από κάποια αρρώστια και η μητέρα λείπει.

Η ενόχληση αυτή, από τον αποχωρισμό από τη μητέρα, είναι πολύ ορατή όταν ο χωρισμός γίνεται σε ένα άγνωστο περιβάλλον κι είναι λιγότερο έντονη στο σπίτι του παιδιού.

Η ενόχληση από τον αποχωρισμό, η ενόχληση μπροστά στο άγνωστο-ξένο και η ενόχληση στον άγνωστο χώρο συνκαθορίζονται σε κάποιο βαθμό.2 Όπου γίνεται αναφορά σε «μητέρα» εννοείται το πρόσωπο που ασχολείται και φροντίζει συστηματικά και σταθερά το παιδί.

Page 7: Προσαρμογή[1]

Τέτοιες αντιδράσεις αρχίζουν να εκδηλώνονται καθαρά γύρω στον 8ο μήνα και κορυφώνονται περίπου στον 15ο μήνα.

Μια σημαντική δοκιμασία που πρέπει να ανεχτεί το παιδί είναι αυτή του απογαλακτισμού, κατά τη διάρκεια της οποίας καταλαβαίνει ότι δεν είναι πανίσχυρο κέντρο του κόσμου, ότι δεν είναι το ίδιο σώμα με τη μητέρα του και ότι μπορεί να τη χάσει. Μπορεί να βιωθεί σαν μια εγκατάλειψη ή έλλειψη αγάπης. Η δοκιμασία αυτή είναι περισσότερο ή λιγότερο ανεχτή. Όσο περισσότερο είναι καθυστερημένη, όσο περισσότερο η μητέρα είναι προσκολλημένη στο παιδί, τόσο περισσότερο είναι δυσάρεστη.

Ανάμεσα στην ηλικία των 10 μηνών και 15 μηνών3 η ενόχληση στον αποχωρισμό από τη μητέρα και η προτίμηση γι’ αυτήν γίνεται εντονότερη. Στη συνάντηση μετά το χωρισμό (επανασύνδεση) έχουμε θετικές συναισθηματικές αντιδράσεις ή μπορεί να δούμε εντελώς παράδοξα το παιδί να αποφεύγει για λίγο ενεργητικά τη μητέρα του ή να διαμαρτύρεται καθυστερημένα στην επανασύνδεση.

Στο τέλος του πρώτου χρόνου το παιδί έχει τη δυνατότητα να αναγνωρίζει τους συντρόφους του, την τροφή, τα αντικείμενα. Είναι αρκετά δραστήριο για να εκδηλώσει τη χαρά, το φόβο του, το άγχος του, τη ζήλεια του, το θυμό του, την ανάγκη του για κατοχή, την τρυφερότητα του. Τα συναισθήματα αυτά δεν είναι βέβαια σταθερά. Χρησιμοποιεί τη δραστηριότητα του με το παιχνίδι. Αντιλαμβάνεται ότι η μητέρα είναι ξεχωριστή κι έχει κι άλλες σχέσεις. Όταν αντικρίζει ξένα πρόσωπα ή αντικείμενα γυρίζει προς τους γονείς του. Την ίδια εποχή αρχίζει κι ο φόβος που προφυλάσσει (π.χ. μην ακουμπήσει κάτι που καίει).

Πολλά παιδιά χρησιμοποιούν κατά την απουσία της μητέρας «ένα μεταβατικό αντικείμενο» (μια κουβέρτα ή ένα αγαπημένο παιχνίδι) κυρίως την ώρα του ύπνου ή σε αρρώστια ή αγχογόνες εμπειρίες.

Μπορεί κανείς να περιμένει, πως αν το περιβάλλον του παιδιού έχει αντιδράσει στις ανάγκες του και στην προσωπικότητα του με ένα σωστό τρόπο, το παιδί βλέπει τον κόσμο κυρίως με ευχαρίστηση, εμπιστοσύνη και θετικό ενδιαφέρον. Γνωρίζει όμως κιόλας συναισθήματα όπως άγχος, ματαίωση, σύγχυση κι οργή. Ο πλούτος αυτός της συναισθηματικής ζωής του παιδιού που μεγαλώνει σε ένα κατάλληλο περιβάλλον βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με το παιδί που στερήθηκε ή τραυματίστηκε ψυχολογικά ή είχε σωρεία αρνητικών σωματικών εμπειριών.

Κατά τη διάρκεια του 2ου χρόνου το βάρος της σχέσης θα δοθεί ιδιαίτερα στην κινητική δραστηριότητα. Παίρνει ιδιαίτερη σημασία ο παράγοντας αγωγή. Το παιδί κατακτά των έλεγχο των σφιγκτήρων του, ανακαλύπτει την έννοια της δύναμης του, της εξουσίας στον έλεγχο του εαυτού του και του περιβάλλοντος.

3 Τα χρονικά πλαίσια, ιδιαίτερα όταν αναφέρονται σε μήνες, είναι σχετικά στο περίπου.

Page 8: Προσαρμογή[1]

Το άγχος του αποχωρισμού αρχίζει να μειώνεται, συγκρινόμενο με την προηγούμενη εμπειρία. Το παιδί απομακρύνεται από τη μητέρα του στον έξω κόσμο, για να εξερευνήσει τα πράγματα με σχετική αυτονομία από τη μητέρα του κι επιστρέφει μετά από λίγο κοντά της.

Το παιδί μπορεί να ελέγξει άγνωστες καταστάσεις κι ανθρώπους όταν η μητέρα του είναι κοντά του.

Από τους 18 μήνες αρχίζει και δείχνει «μεταγενέστερη μίμηση» μπορεί δηλαδή να κάνει μετά από λεπτά, ώρες ή κι ημέρες κάτι που έχει δει προηγούμενα. Αυτό αποτελεί ένδειξη για την ικανότητα του για περισσότερες σταθερές νοητικές αναπαραστάσεις (έχει κατακτήσει τη μονιμότητα του αντικειμένου).

Άρχισε να χρησιμοποιεί το λόγο και τις χειρονομίες με τους γνωστούς του.Ο στενός σύνδεσμος με τη μητέρα χαλαρώνει προοδευτικά. Οι εικόνες του

πατέρα, των αδελφών άρχισαν να υπεισέρχονται στη δυαδική σχέση με τη μητέρα.

Το παιδί γίνεται όλο και περισσότερο δραστήριο κι ικανό να υποστηρίξει τις ανάγκες του και να τις ικανοποιήσει χρησιμοποιώντας την επιθετικότητα και την ενεργή αντίθεση του «όχι», όταν νιώθει ότι το περιβάλλον του στερεί διάφορα πράγματα ή σε κάποια δυσαρέσκεια.

Από την άλλη μεριά βέβαια η παιδαγωγική πίεση των γονιών, αναπτυσσόμενη με την ηλικία, υποχρεώνει το παιδί όλο και περισσότερο να συμβιβάσει τις επιθυμίες του με τις αρνήσεις και τις απαγορεύσεις.

Κατά τον 3ο χρόνο το παιδί θα γνωρίσει κι άλλες διαπροσωπικές σχέσεις και καταστάσεις και θα πρέπει να δεχτεί άλλες δυσαρέσκειες και παρατηρήσεις από την επιθυμία του.

Η πραγματικότητα όλο και περισσότερο θα επιβληθεί πάνω του με τον πολλαπλασιασμό των κοινωνικών επιταγών. Θα χρειαστεί να συνεχίσει να ανέχεται τη μοιρασιά με τους άλλους και την ελάττωση των δεσμών με τη μητέρα. Και κυρίως θα πρέπει να εξοικειωθεί με τις συναισθηματικές ανασφάλειες που θα αναπτυχθούν με την αντικειμενική επιβεβαίωση της αρσενικής ή θηλυκής φύσης του.

Το παιδί σε αυτή την ηλικία είναι ικανό να ανεχτεί το χωρισμό από τη μητέρα χωρίς ενόχληση αν βρίσκεται σε δικό του περιβάλλον και του δίνονται λεκτικές διαβεβαιώσεις ότι η μητέρα του θα επιστρέψει. Ο φόβος μπροστά στους ξένους μειώνεται κι άλλο.

Το παιδί έχει φτάσει στο στάδιο της σταθερότητας του αντικειμένου. Είναι ικανό να συνεχίσει να λειτουργεί ψυχοκοινωνικά χωρίς παλινδρόμηση στην απουσία της μητέρας ακόμα και σε περιόδους stress, έντασης και πείνας.

Αυτά τα λίγα λοιπόν από την ανάπτυξη του παιδιού στα πρώτα τρία χρόνια, για να περάσουμε τώρα πάλι σύντομα στο ζήτημα της προσκόλλησης και του δεσμού και να το δούμε κάπως ιδιαίτερα.

Από τους πρώτους μήνες το παιδί (γύρω στον 7ο με αρχή από το τον 3ο-4ο) προτιμάει συνήθως ένα πρόσωπο προς το οποίο στέφεται πιο πολύ και προσκολλάται σε αυτό, είναι το ευνοούμενο πρόσωπο.

Page 9: Προσαρμογή[1]

Καθώς λέμε «προσκόλληση» κι ευνοούμενο πρόσωπο αμέσως σκεφτόμαστε τη μητέρα. Βέβαια, αυτό είναι αλήθεια στις περισσότερες περιπτώσεις μια κι αυτή ασχολείται κύρια μαζί του. Όμως η προσκόλληση αυτή δεν καθορίζεται μόνο από τη σίτιση, καθαριότητα κτλ. Χρειάζεται κι άλλα πράγματα. Δεν στρέφεται δηλαδή η προσκόλληση υποχρεωτικά προς το πρόσωπο που ξοδεύει τον περισσότερο χρόνο για το παιδί. Δεν μετράει μόνο η διάρκεια στη σχέση κι η αλληλεπίδραση, αλλά κι η ποιότητα, η ένταση. Η υπευθυνότητα του ενήλικα (μητέρα-πατέρας…) ή άλλου ατόμου (π.χ. αδελφός), η ευαισθησία του, η ανταπόκριση του στα σήματα, στα μηνύματα του παιδιού έχουν μεγάλη σημασία. Π.χ. η προσκόλληση είναι δυνατότερη για κάποιον που αντιλαμβάνεται τη διάθεση του παιδιού να παίξει, κάθεται και παίζει μαζί του, του δίνει προσοχή κτλ.

Σε περιπτώσεις που το παιδί είναι ανήσυχο, φοβάται, είναι άρρωστο κτλ, έχει μεγαλύτερη ανάγκη για προσκόλληση. Πρόσωπα που φέρνουν ανακούφιση σε αυτές τις περιστάσεις κερδίζουν την προσκόλληση.

Από αυτά που ήδη είπαμε γίνεται φανερό ότι σε ένα περιβάλλον όπου τα ερεθίσματα είναι περιορισμένα, εμποδίζεται η ανάπτυξη της προσκόλλησης. Αυτό λ.χ. γίνεται χαρακτηριστικά στα διάφορα ιδρύματα, όπου καθυστερεί η εμφάνιση της. Μπορεί όμως να συμβεί και στο σπίτι.

Επίσης έχουν σημασία και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του παιδιού, η ιδιοσυγκρασία του. Π.χ. ένα ζωηρό, ενεργητικό παιδί τραβά ευκολότερα την προσοχή κι ασχολία μαζί του.

Καθώς το παιδί μεγαλώνει, μετά το δεύτερο χρόνο -χοντρικά- αναπτύσσεται άλλου είδους σχέση, ένας δεσμός βαθύτερος, πρώτο και βασικό σκαλοπάτι για την προς τα έξω κοινωνικοποίηση.

Ο δεσμός αυτός είναι μια εκλεκτική πια προσκόλληση του παιδιού σε ένα πρόσωπο. Ακόμα κι αν η επαφή με αυτό το πρόσωπο διακόπτεται για μια περίοδο, η σχέση δεν παύει να υπάρχει. Και καθώς μεγαλώνει το παιδί, είναι όλο και πιο ικανό για τέτοια σχέση. Βασικό χαρακτηριστικό της σχέσης αυτής είναι ότι βοηθά το παιδί να νιώθει ασφάλεια. Μπορεί να μείνει για λίγο ή περισσότερο μακριά από το πρόσωπο με το οποίο συνδέεται, γιατί νιώθει σιγουριά. Μπορεί κι αντιμετωπίζει έτσι και διερευνά μια νέα άγνωστη κατάσταση.

Μέσα από τη σίγουρη λοιπόν αυτή σχέση βγαίνουν, ταυτόχρονα από την εξάρτηση, οι δυνατότητες για την «αποκόλληση», την ανεξαρτησία, την αυτόνομη (περιορισμένη αρχικά, μεγαλύτερη αργότερα).

Έτσι ,πολύ συχνά, βλέπουμε παιδιά να αποχωρίζονται, με μικρή δυσκολία στην αρχή, με άνεση, χωρίς να κλαίνε, τη μητέρα τους. Τα παιδιά αυτά έχουν κατακτήσει αυτή τη βαθύτερη σχέση, νιώθουν σίγουρα.

Βλέπουμε, όμως, επίσης συχνά, παιδιά να μη μπορούν ούτε για ελάχιστο χρόνο να απομακρυνθούν από τη μητέρα τους ή τον πατέρα τους. Κλαίνε, αντιδρούν, πανικοβάλλονται, ξεσπούν, αποσύρονται. Δεν νιώθουν σίγουρα. Βρίσκονται περισσότερο ακόμα στην προσκόλληση, δεν πέρασαν στη βαθύτερη, σίγουρη σχέση.

Page 10: Προσαρμογή[1]

Η προσκόλληση είναι μια κατάσταση συνηθισμένη στα παιδιά των ιδρυμάτων, τα οποία όμως είναι λιγότερο ικανά για εκλεκτό δεσμό, για βαθειά σχέση.

Μετά τη σύντομη αυτή ματιά σε πλευρές της συναισθηματικής και κοινωνικής ανάπτυξης του παιδιού, ας δούμε τώρα το θέμα που μας ενδιαφέρει ειδικότερα: τον «αποχωρισμό» ή καλύτερα τη «μητρική στέρηση».

Η στέρηση αυτή μπορεί να είναι πραγματική, με την έννοια ότι το παιδί απομακρύνεται από το σπίτι για διάφορους λόγους: εισαγωγή σε κλινική, σε σταθμό, σε κάποιο ίδρυμα. Ειδικότερα για τη Βόρεια Ελλάδα, κάτι τέτοιο γίνεται και με τα παιδιά των Ελλήνων μεταναστών, που συχνά τα αφήνουν εδώ οι γονείς τους δίπλα σε κάποιο συγγενικό πρόσωπο.

Μπορεί όμως λέγοντας «μητρική στέρηση» να μην έχουμε απομάκρυνση του παιδιού ή των γονιών, αλλά διαμόρφωση τέτοιων οικογενειακών συνθηκών και σχέσεων που να επιδρούν βλαπτικά στο παιδί (διαταραγμένες σχέσεις, διάσταση, διαζύγιο, γέννηση αδελφού, κτλ.)

Κάπου στο μέσο, μπορούμε ίσως να πούμε, βρίσκονται οι περιπτώσεις που το παιδί στέλνεται στο Βρεφονηπιακό Σταθμό, η μητέρα αρχίζει να εργάζεται, κτλ.

Οι άμεσες αντιδράσεις που παρατηρήθηκαν στα παιδιά σε συνθήκες-εμπειρίες αποχωρισμού, μελετήθηκαν κύρια στα παιδιά που μπαίνουν σε ιδρύματα, νοσοκομεία ή Βρεφονηπιακούς Σταθμούς.

Γενικά μιλώντας, μπορούμε να αναφέρουμε σαν αντιδράσεις το έντονο κλάμα, τη διαμαρτυρία, την επιθετικότητα ή την παθητικότητα, την παλινδρόμηση στο λόγο ή στην καθαριότητα, την προκλητική συμπεριφορά, την έντονη προσκόλληση στη μητέρα ή την αδιαφορία προς τους γονείς με την επανασύνδεση, ενώ στις δύσκολες συνθήκες (π.χ. σε ίδρυμα) απογοήτευση και κλείσιμο στον εαυτό του μέχρι γενικότερη καθυστέρηση ανάπτυξης. Βέβαια η εκδήλωση των αντιδράσεων, η διάρκεια και η ένταση τους εξαρτάται από παράγοντες που αρχίσαμε να γνωρίζουμε.

Κάτι εξίσου σημαντικό, σύμφωνα με τις νεότερες έρευνες, είναι η κατάρριψη του μύθου περί ψυχικού τραυματισμού. Τα παιδιά δεν τραυματίζονται αναγκαστικά από έναν αποχωρισμό με τους γονείς του.

Στο ερώτημα αν προκύπτουν μακροχρόνιες ψυχολογικές διαταραχές, ανεξάρτητες μεταξύ τους έρευνες έδειξαν το αντίθετο. Άλλες πάλι λένε ότι αυτά τα παιδιά έχουν ίσως ένα μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν αργότερα ψυχολογικές διαταραχές.

Αρχίσαμε επίσης να γνωρίζουμε και τα μέτρα που μπορούμε να πάρουμε για να μειώσουμε τη στενοχώρια -την ενόχληση- την ανησυχία που συνδέεται με τον αποχωρισμό.

Πάντως τα μέχρι τώρα βασικά πορίσματα σχετικά με την αντίδραση (μορφή, ένταση, διάρκεια) του παιδιού στον αποχωρισμό και τις συνέπειες του αποχωρισμού συνοψίζονται στα παρακάτω και εξαρτώνται από παράγοντες που σχηματικά μπορούμε να καταχωρήσουμε σε τρείς κατηγορίες:

Page 11: Προσαρμογή[1]

α)παράγοντες που έχουν σχέση με το ίδιο το παιδί, β)παράγοντες που έχουν σχέση με την οικογένεια και γ)παράγοντες που έχουν σχέση με το περιβάλλον του παιδικού σταθμού. - Οι ανάγκες και οι ευαισθησίες του παιδιού διαφέρουν σύμφωνα με το στάδιο ανάπτυξης. Η σημασία του αποχωρισμού, όπως είδαμε, εξαρτάται από το αναπτυξιακό επίπεδο του παιδιού που είναι άλλη για το παιδί των 2 χρόνων και άλλη για το παιδί των 8 μηνών καθώς και από το στάδιο νοητικής ανάπτυξης του, ειδικότερα από το βαθμό στον οποίο έχει αναπτύξει και κατακτήσει τη σταθερότητα του αντικειμένου.

Η περίοδος από 6 μηνών μέχρι 2 χρονών φαίνεται να είναι μία περίοδος ειδικά ευαίσθητη για τον αποχωρισμό. Αλλά και σ’ αυτή διαφέρουν πολύ οι αντιδράσεις. Γενικά μπορούμε να πούμε ότι ο αποχωρισμός μπορεί να γίνει, χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα, μετά το 3ο έτος (υπάρχει όμως μεγάλη διαφορά ανάμεσα στα παιδιά).- Έχει μεγάλη σημασία το είδος του αποχωρισμού και οι συνθήκες αποχωρισμού. Άλλες αντιδράσεις και συνέπειες παρατηρούνται σε παιδιά που τοποθετούνται σε ίδρυμα («ιδρυματισμός») και άλλες σε Βρεφονηπιακούς-Παιδικούς Σταθμούς.- Η ποιότητα της φροντίδας στην διάρκεια του χωρισμού έχει επίσης μεγάλη σημασία για τις αντιδράσεις. Η αντίδραση και συμπεριφορά του/της παιδαγωγού - βρεφοκόμου, οι συνθήκες χώρου, το οικείο ή ξένο περιβάλλον, η παρουσία φιλικών συντρόφων κατά την έναρξη, η αναλογία παιδιών – παιδαγωγών.

Δε φτάνουν μόνο τα πολλά παιχνίδια , οι ευκαιρίες για παίξιμο, η στοργική περιποίηση. Χρειάζεται μια εξατομικευμένη σχέση ή μια σχέση με μικρό αριθμό προσώπων που θα ‘χουν μια ειδική υπευθυνότητα για το παιδί.- Η ικανότητα του παιδιού να αντιμετωπίσει το stress εξαρτάται πολύ από την ποιότητα των σχέσεων του με την οικογένεια, από την σιγουριά που του δίνουν οι συναισθηματικοί δεσμοί. Τα ανασφαλή παιδιά από διαταραγμένες οικογένειες είναι τα πιο ευάλωτα.

(Είναι ανάγκη για τα παιδιά να μαθαίνουν να αποκολλούνται από τους γονείς τους βαθμιαία).- Ο χαρακτήρας, το ταμπεραμέντο, η ιδιοσυγκρασία είναι παράγον, σύμφωνα με τις έρευνες, που επιδρά στην αντίδραση. Παιδιά με χαμηλό επίπεδο ενεργητικότητας ταράσσονται περισσότερο συναισθηματικά από τον αποχωρισμό.- Οι αντιδράσεις των γονιών σ’ αυτή τη φάση έχουν μεγάλη σημασία. Πρέπει να βοηθηθούν για να καταλάβουν τη δύσκολη συμπεριφορά του παιδιού, και στην διάρκεια του αποχωρισμού και με την επιστροφή του στο σπίτι.

Κλείνοντας μπορούμε να πούμε ότι οι βρεφονηπιακοί-παιδικοί σταθμοί δέχτηκαν άσχημη και άδικη κριτική.

Με τα νέα δεδομένα των ερευνών, δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποθέσουμε ότι οι Σταθμοί αυτοί από μόνοι τους είναι καταστρεπτικοί. Δεν

Page 12: Προσαρμογή[1]

υπάρχει κάτι που να μας κάνει να ανησυχούμε ότι η χρησιμοποίηση τους μπορεί να έχει μακροχρόνιες καταστρεπτικές συνέπειες για τα παιδιά.

Όλα όσα είπαμε γύρω από την ψυχολογική σημασία που μπορεί να έχει ο αποχωρισμός, επιμένοντας ιδιαίτερα στις άμεσες αντιδράσεις που προκαλεί, στο παιδί ιδιαίτερα, και γύρω από τους παράγοντες που συμβάλουν στην ποιοτική και ποσοτική τους εκδήλωση, όλα αυτά μπαίνουν για συζήτηση μαζί σας που ζείτε καθημερινά στην πράξη όλα αυτά τα συναισθήματα και τις αντιδράσεις των παιδιών και των γονιών τους.

Πιστεύω ότι μετά την απομυθοποίηση σχετικά με τις αρνητικές συνέπειες που αναγκαστικά φέρνει ο αποχωρισμός, πράγμα που υποστηριζότανε για δεκαετίες, και με την απενοχοποίηση των γονιών, ιδιαίτερα της μητέρας, και του προσωπικού των Βρεφονηπιακών Σταθμών (μια και το μοντέλο ήταν αναπλήρωση ή συμπλήρωση της μητρικής έλλειψης) θα ήταν σημαντικό να δούμε πλέον την ανάπτυξη μέσα από τους Βρεφονηπιακούς Σταθμούς νέων ομαδικών - συλλογικών χώρων, όπου θα μπορεί να εκφράζεται η επιθυμία του παιδιού έξω από τα στεγανά και τα μοντέλα που κυριαρχούν μέσα μας.

2β. Ένταξη και προσαρμογή Ψυχοκοινωνική προσέγγιση: για παιδιά πάνω από 2.5 χρόνων Μ. Μαρκοβίτης, παιδοψυχίατρος Κέντρο Ψυχικής Υγιεινής Ιατροπαιδαγωγική Υπηρεσία Θεσσαλονίκης

Η ένταξη του παιδιού ηλικίας πάνω από τα δυόμισι χρόνια σ’ έναν Παιδικό Σταθμό (Π. Στ.) αποτελεί μία απομάκρυνση του από το σπίτι.

Λέγοντας Π. Στ. έχουμε κατά νου και τα προνήπια και νήπια αφού -όπως είναι γνωστό- οι Π. Στ. (ή όπως αλλιώς λέγονται) κρατούν συνήθως τα παιδιά μέχρι να πάνε στην Α’ δημοτικού.

Λέγοντας απομάκρυνση από το σπίτι αναφερόμαστε κύρια στην μητέρα, θα πρέπει όμως να έχουμε υπόψη ότι το παιδί απομακρύνεται κι από τον πατέρα κι από τα άλλα μέλη της οικογένειας καθώς κι από το ίδιο το σπίτι, σα χώρο-λειτουργία.

Η απομάκρυνση αυτή μπορεί να γίνεται για πρώτη φορά. Συνήθως όμως τα παιδιά της ηλικίας αυτής έχουν ήδη πάει σε Π. Στ. και έτσι πρόκειται για επάνοδο μετά από διακοπή, διακοπή που μπορεί να οφείλεται σε γιορτές και καλοκαίρι αλλά και σε άλλους λόγους, όπως αρρώστιες, αλλαγές τόπου κατοικίας, άλλα οικογενειακά προβλήματα, κ.τ.λ.

Από την στιγμή που μιλούμε για απομάκρυνση του παιδιού έστω κι αν αυτή γίνεται για λίγες ώρες και όχι όλες τις μέρες, έχουμε στη βάση μία κατάσταση, μία διαδικασία αποχωρισμού.

Πριν λίγα μόλις χρόνια –μέχρι ίσως και την αρχή της δεκαετίας του 1970- είναι σίγουρο πως όλα αυτά που μας απασχολούν σήμερα, θα τα βλέπαμε αρκετά διαφορετικά. Κι αυτό θα γινόταν γιατί οι αντιλήψεις μας για τα θέματα αυτά καθορίζονταν σχεδόν απόλυτα από τις θέσεις του Bowlby. Φυσικά οι θέσεις αυτές σχηματίστηκαν και βγήκαν μέσα από το γενικό φιλοσοφικό πολιτικοϊδεολογικό και κοινωνικό κλίμα που διαμορφώθηκε μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Προσέλαβαν δε –οι θέσεις του Bowlby- μεγάλο κύρος

Page 13: Προσαρμογή[1]

αφού υιοθετήθηκαν και υποστηρίχτηκαν από την Π.Ο.Υ (BOWLBY, J. -1951- Maternal Care and Mental Health, World Health Organization, Geneva). Ο Bowlby μίλησε κύρια για την μάνα και την αγάπη της, τις συνέπειες από την απουσία της, τη «μητρική στέρηση». Η μάνα και η αγάπη της «…είναι κατά τη νηπιακή και παιδική ηλικία τόσο σπουδαία για την ψυχική υγεία όσο οι βιταμίνες και πρωτεΐνες για τη σωματική υγεία». Με άλλα λόγια: είναι απαραίτητα και χωρίς αυτά δεν γίνεται.

Όλα αυτά ξεκίνησαν και στηρίχτηκαν σε ευρήματα κι έρευνες που έγιναν σε ιδρύματα και άσυλα, για τα οποία δεν υπήρχε ούτε και υπάρχει αμφιβολία ότι ισχύουν. Άλλωστε πολλές έρευνες τα έχουν επιβεβαιώσει, από τότε μέχρι και πρόσφατα4. Και είναι γνωστό πόσο όλα αυτά οδήγησαν σε δραματικές, βελτιωτικές αλλαγές, στη μορφή και λειτουργία όλων των ιδρυμάτων (ή τουλάχιστον άλλαξαν τις αντιλήψεις μας για το πώς πρέπει να είναι). Φυσικά, θα πρέπει ν’ αναφερθεί εδώ η συνδρομή και άλλων εκτός από τον Bowlby, όπως λ.χ. Spitz και Ainsworth. Τελικά, σαν συνέχεια και συνέπεια των τραγικών καταστάσεων που μελετήθηκαν στα ιδρύματα, αποδόθηκαν στη «μητρική στέρηση» ή συνδέθηκαν με αυτή ακόμα και μεγάλες γνωστές ψυχιατρικές εικόνες ‘όπως η αντικοινωνική συμπεριφορά, η μελαγχολία, ψυχοπαθητικές καταστάσεις και νοητική καθυστέρηση.

Ήταν επόμενο, η αντίληψη για το τι σημαίνει η μητέρα με την αγάπη της για το παιδί, ο δεσμός παιδιού-μητέρας (έννοια που ανιχνεύτηκε, ερευνήθηκε και συζητήθηκε ιδιαίτερα από τον Bowlby) να απλωθεί, να κυριαρχήσει. Σε ακραίες μάλιστα μορφές, έφτασε να θεωρείται επικίνδυνη για την ψυχική και πνευματική ανάπτυξη του παιδιού, κάθε κατάσταση που έμοιαζε με «αποχωρισμό», όπως λ.χ. το να πηγαίνει το παιδί σε Π. Στ. (να γιατί προαναφέρθηκε ότι μέχρι και πριν λίγα χρόνια διαφορετικές θα ήταν οι εκτιμήσεις μας για το σημερινό θέμα).

Σήμερα με την διατήρηση οπωσδήποτε βασικών εννοιών και προτάσεων όπως διαμορφώθηκαν από τον Bowlby και άλλους –στην αρχική τους μορφή ή με τροποποιήσεις- τα πράγματα άλλαξαν, «προχώρησαν». Έγιναν, θα μπορούσα να πω, πιο ρεαλιστικά και αισιόδοξα, λιγότερο επιβαρυντικά και ενοχοποιητικά για την μητέρα, πιο δημοκρατικά. Σίγουρα βοήθησαν γι’ αυτό όλες οι έρευνες, οι πάρα πολλές για τους Π. Στ. μετά το 1970, καθώς και τα σύγχρονα πορίσματα των επιστημών γενικά και ειδικά των επιστημών του ανθρώπου. Όμως, καθοριστική στάθηκε η συνδρομή και άλλων παραγόντων ανάμεσα στους οποίους ιδιαίτερη θέση κατέχουν το γυναικείο κίνημα και τα κινήματα που σχετίζονται με την σεξουαλικότητα. Δε μας διαφεύγει βέβαια η σημασία των ιδεολογικοπολιτικών εξελίξεων και των κοινωνικοοικονομικών διεργασιών, εξελίξεις και διεργασίες στις οποίες σε τελευταία ανάλυση, υπακούν ή ακολουθούν όλες οι αλλαγές. Θα μπορούσαμε λ.χ. –διατηρώντας κάποιες επιφυλάξεις- να κάνουμε την υπόθεση πως αν διατηρηθούν κι επιταθούν οι συνθήκες ανεργίας που σήμερα ζούμε (με την γνωστή σχέση των γυναικών ως προς αυτή, να είναι δηλαδή από αυτές που πρώτα και κύρια θίγονται) θ’ αρχίσουν να εμφανίζονται μελέτες, ανακοινώσεις, αρθρογραφίες που θα μιλούν για τις δυσμενείς 4 Αναφορές για τις έρευνες αυτές και άλλες που δίνονται παρακάτω καθώς και σχετική πλούσια βιβλιογραφία μπορεί κανείς να βρει κύρια στο βιβλίο του RUTHER, M. (1981): Maternal Deprivation Reassessed, Penguin Books.

Page 14: Προσαρμογή[1]

συνέπειες των Π. Στ. στην ανάπτυξη του παιδιού και θα «χρυσώσουν έτσι το χάπι» των άνεργων γυναικών ενώ ταυτόχρονα θα παρακινούν όσες εργάζονται να επιστρέψουν στα σπίτια, κοντά στα παιδιά τους, να τα προφυλάξουν από τις ζημιές των Π. Στ.

Σε όλα τα παιδιά που πρωτοπηγαίνουν ή ξαναπηγαίνουν στον Π. Στ. μπορούμε να μιλήσουμε –ιδίως τις πρώτες μέρες- για παρουσία άγχους, ανασφάλειας και αβεβαιότητας εξαιτίας του αποχωρισμού (κύρια από τη μητέρα), εξαιτίας του ξένου περιβάλλοντος και των ξένων προσώπων. Το πώς θα αντιδράσει το κάθε παιδί (μορφές αντιδράσεων, ένταση, διάρκεια..) εξαρτιέται ασφαλώς από πολλούς παράγοντες που γενικά και περιγραφικά μπορούμε να τους καταχωρίσουμε σε τρείς κατηγορίες: α) σε αυτούς που αναφέρονται κύρια στην οικογένεια (κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο, χαρακτηριστικά γονιών, άλλα μέλη, ενδοοικογενειακές σχέσεις, εργασία μητέρας έξω από το σπίτι, κ.α.), β) σ’ αυτούς που αναφέρονται κύρια στο ίδιο το παιδί (ηλικία, φύλο, σειρά γέννησης, ατομικά χαρακτηριστικά, κ.α.) και γ) σ’ αυτούς που αναφέρονται κύρια στον Παιδικό Σταθμό (χώρος, εξοπλισμός, συνθήκες που επικρατούν, παιδαγωγοί σαν προσωπικότητες και εκπαίδευση, στάση και φιλοσοφία για αγωγή γενικά και προσχολική αγωγή ειδικά, κ.α.).

Ούτε είναι δυνατό ούτε και ανήκει στους σκοπούς αυτής της εισήγησης να σταθεί και να συζητήσει για όλα τα παραπάνω. Θα αναφερθούν μερικοί μόνο από τους παράγοντες που συνδέονται κύρια με την οικογένεια και το παιδί. Ακούγοντας τις άλλες εισηγήσεις θα έχουμε ασφαλώς περισσότερα στοιχεία, πιο ολοκληρωμένη εικόνα.

Όπως στο παιδί, το ίδιο και στη μητέρα (μα και στα άλλα μέλη της οικογένειας) θα διακινηθούν συναισθήματα, θα εκδηλωθούν κάποιες συμπεριφορές. Θα έχουμε δηλαδή αντιδράσεις και από τους γονείς, λ.χ. άγχος αποχωρισμού υπάρχει και για τη μητέρα. Αυτονόητη και φυσική η αγωνία της μητέρας (που θα βρεθεί το παιδί της, ποιοί θα το φροντίσουν...). Διόλου απίθανα τα συναισθήματα ενοχής, οι τύψεις, η μελαγχολία. Όλα αυτά άσχετα με το αναγκαστικό ή όχι της εγγραφής του παιδιού στον Π.Στ., άσχετα με επιδιωκόμενη και προσδοκώμενη ξεκούραση, ανακούφιση, περίσσευμα χρόνου, πράγματα δηλαδή αυτονόητα και αναγκαία από τη μια μεριά, δικαίωμα και κατάκτηση από την άλλη (ίδιες αναφορές γίνονται και για τον πατέρα, τα αδέλφια, τα άλλα μέλη). Πώς θα σταθεί σε όλα αυτά τα συναισθήματα και καταστάσεις η μητέρα; τί επεξεργασίες θα κάνει; Ευνόητο πως ότι γίνει μετρά πολύ και για το παιδί. Η συμμετοχή του Π.Στ. στην προετοιμασία των γονιών αποκτά ιδιαίτερη σημασία.

Ας δούμε όμως ενδεικτικά μερικές περιπτώσεις και καταστάσεις που αναφέρονται κύρια στη μητέρα. Υπάρχουν ενδείξεις από σχετικές έρευνες ότι οι εργαζόμενες μητέρες δείχνουν λιγότερο άγχος και ανησυχούν σε μικρότερο βαθμό για το αν εκεί που θα πάει το παιδί τους είναι καλά και θα το φροντίσουν σωστά (Hock, 1978). Δεν έχουμε εργασίες στη χώρα μας (ούτε για το θέμα αυτό μα και για τα περισσότερα από όσα συζητιούνται στο σεμινάριο) για να δούμε πόσο ισχύουν ή όχι αυτά. Από την προσωπική μου εμπειρία υποθέτω ότι υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσει «άγχος αποχωρισμού» η μητέρα που μένει κλεισμένη στο σπίτι, παρά η εργαζόμενη έξω απ’ αυτό. Οι λόγοι γι αυτό πρέπει να ναι αρκετοί, θα μπορούσαν όμως να αναφερθούν ευρήματα μελετών που δείχνουν ότι στις εργαζόμενες υπάρχει μεγαλύτερη αίσθηση αυτοεκτίμησης και προσωπικής ευχαρίστησης, πρόσθετα δε -και ιδιαίτερα σημαντικά- προστατεύονται σε

Page 15: Προσαρμογή[1]

μεγαλύτερο βαθμό από μελαγχολία (Brown and Harris, 1978; Roy 1978). Βέβαια, μια και αναφέρθηκε η «απουσία» άγχους από τις εργαζόμενες, θα πρέπει να δούμε την διπλή πιθανή λειτουργία: η «απουσία» αυτή άγχους είναι πιθανό να βοηθήσει το παιδί για πιο θετική προσαρμογή, από τη μία μεριά. Από την άλλη μεριά, εξαιτίας ακριβώς αυτής της «έλλειψης» ανησυχίας, μπορεί η μητέρα να μην αντιληφθεί το άγχος, την ανησυχία του παιδιού της και να μην αντιδράσει πρόσφορα.

Η «ευαισθησία – υπευθυνότητα» («sensitive responsiveness») της μητέρας παίζει ιδιαίτερο ρόλο. Η διάκριση που κάνει ανάμεσα στα διάφορα μηνύματα του παιδιού, η καταλληλότητα των αντιδράσεων της, η ικανότητα ευχαρίστησης από την αμοιβαιότητα, η πρωτοβουλία στη σχέση, είναι στοιχεία που περιγράφουν και καθορίζουν το περιεχόμενο της «ευαισθησίας – υπευθυνότητας». Τα στοιχεία αυτά ομολογουμένως δεν χαρακτηρίζουν όλες τις Ελληνίδες ούτε σε μεγάλο βαθμό. Το γεγονός αυτό εξηγεί συχνά και κατά μεγάλο μέρος μια άρνηση ή δυσκολία αποχωρισμού του παιδιού από τη μητέρα. Το παράξενο είναι ότι αυτή η δυσκολία «αποκόλλησης» εκλαμβάνεται ακόμα και από ειδικούς, σα συνέπεια μιας στενής σχέσης μάνας – παιδιού, στενής και θετικής (το «δε μπορεί χωρίς τη μάνα του» είναι χαρακτηριστικό στις περιπτώσεις αυτές).

Τα πρότυπα των σχέσεων μέσα στην οικογένεια (και όχι μόνο μητέρας – παιδιού) μπορεί να συγκαθορίσουν, να χρωματίσουν την αντίδραση του παιδιού. Ο τρόπος λ.χ. της προετοιμασίας του (που μπορεί ν’ αρχίζει μήνες πιο μπροστά) από τους γονείς αλλά και άλλους συγγενείς έχει μεγάλη σημασία. Στο σημείο αυτό γίνεται και πάλι φανερό πόσο μπορεί να βοηθήσει μια σωστή συνεργασία υπευθύνων από τον Π.Στ. με την οικογένεια πριν πάει το παιδί στον Σταθμό. Για παράδειγμα, σε πρόσφατες έρευνες, βρήκαν ότι τα παιδιά που επρόκειτο να πάνε σε Π.Στ. (το δείγμα ελέγχου περιλάμβανε και παιδιά που δεν θα πήγαιναν) ήταν ιδιαίτερα αγχώδη, ανήσυχα και νευρικά στη διάρκεια της εβδομάδας πριν πάνε στον Π.Στ.. Στην έρευνα, αναφέρεται ότι έγιναν, όταν πήγαν και μετά, πιο ήσυχα και φιλικά.

Ασφαλώς η γνώση και η εμπειρία όλων σας για το θέμα αυτό είναι μεγάλες. Τα λίγα που αναφέρθηκαν απλά βάζουν και κάποια ακόμα ερωτήματα, προσθέτουν ίσως στον υπάρχοντα προβληματισμό.

Η συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού παίζει σημαντικό ρόλο για το πως θα αντιδράσει. Περιμένουμε για ένα παιδί πάνω από τα 2,5 - 3 χρόνια του ότι είναι για πολλούς λόγους έτοιμο για «κοινωνικοποίηση». Υπάρχουν κάποια ουσιώδη πράγματα που του δίνουν αυτή τη δυνατότητα: επίπεδο σωματικής – κινητικής ανάπτυξης, γλωσσική ανάπτυξη, βασικός εννοιολογικός οπλισμός, αρχή ικανότητας για συμβολικό και κοινωνικό παιχνίδι. Τα παιδιά απ’ αυτή την ηλικία και πάνω είναι έτοιμα «... για συντροφικές σχέσεις και αμοιβαία κοινωνική συμπεριφορά...», μπορούν δε και εκμεταλλεύονται πολύ καλύτερα τις δυνατότητες και ευκαιρίες που τους προσφέρονται από τη συντροφιά. Φανερό λοιπόν, πόσο στον Π.Στ. όπου θα βρουν και άλλα παιδιά, με απλούς χειρισμούς μπορεί να γίνει άνετα, απρόσκοπτα η ένταξη.

Ο «δεσμός» του παιδιού με τους γονείς - προχωρημένος σ’ αυτή την ηλικία - έχει μία τέτοια ένταση και ποιότητα ώστε παρέχοντας στο παιδί μια αίσθηση σιγουριάς, του επιτρέπει να απομακρύνεται. Είναι παράλληλα η ηλικία στην οποία μειώνονται οι φόβοι μπροστά στους ξένους, στο ξένο περιβάλλον. Μπορούμε ήδη να αρχίσουμε να μιλάμε για μία ψυχοκοινωνική σταθερότητα

Page 16: Προσαρμογή[1]

(στάδιο σταθερότητας του αντικειμένου) κατά την απουσία της μητέρας ακόμα και σε καταστάσεις stress. Έτσι λ.χ. το παιδί των 3 - 3,5 χρονών μπορεί να πεινάσει, να διψάσει, να νοιώσει κάποια άλλη ανάγκη ή δυσκολία και να μην πανικοβληθεί επειδή λείπει η μητέρα του.

Η «πρόσκληση» (Attachment) και ο «δεσμός» (bonding) είναι δύο έννοιες που συζητούνται και ερευνούνται πάρα πολύ. Μας ενδιαφέρουν άμεσα, για συγκεκριμένα πρακτικά θέματα. Για τον Bowlby (1969, 1973, 1980) ο δεσμός από νωρίς με τη μητέρα θεωρείται σαν ουσιώδης προάγγελος για τις κατόπιν κοινωνικές σχέσεις. Θα σταθούμε λίγο πάνω σ’ αυτά, διαλέγοντας όσα μπορούν να έχουν σχέση με το θέμα μας και χρησιμοποιώντας τα νεώτερα στοιχεία που υπάρχουν.

Έχουμε σήμερα άφθονες ενδείξεις ότι τα νήπια αναπτύσσουν συνήθως ένα δεσμό (προσκόλληση) μ’ ένα συγκεκριμένο άτομο κάπου ανάμεσα στους έξη με δώδεκα μήνες. Υπάρχουν επίσης αρκετά στοιχεία για τους παράγοντες που ευνοούν την ανάπτυξη των προσκολλήσεων. Λ.χ. η τάση για προσκόλληση δυναμώνει σε συνθήκες άγχους και φόβου. Οικεία είναι η εικόνα του παιδιού που έρχεται για πρώτη φορά με τη μητέρα του στον Π.Στ.: κολλάει κυριολεκτικά πάνω της. Στις περιπτώσεις μάλιστα αυτές, η πολύ έντονη ανάγκη για προσκόλληση δε φαίνεται να επηρεάζεται από την αντίδραση του προσώπου προσκόλλησης. Έτσι λ.χ. , ενώ η μητέρα γίνεται αυστηρή, μαλώνει το παιδί και το σκουντάει να ξεκολλήσει από πάνω της και να μείνει στο Π.Στ., αυτό αντίθετα - και παρά την αυστηρότητα ή και θυμό της μητέρας του - κολλάει όλο και πιο πολύ σ’ αυτή. Σε τέτοιες στιγμές το παιδί ακολουθεί και ζητάει την αμεσότητα. Να σημειωθεί εδώ ότι προσκόλληση μπορεί ν’ αναπτυχθεί πιθανά ιδιαίτερα προς το άτομο που στις παραπάνω συνθήκες (άγχους, φόβου, κ.τ.λ.) εξασφαλίζει στο παιδί μία ανακούφιση. Το άτομο αυτό δεν είναι υποχρεωτικά η παιδαγωγός, μπορεί να ναι η καθαρίστρια, η μαγείρισσα, ο οδηγός, κάποιο άλλο: «έπιασε» τη δύσκολη θέση του παιδιού και τη στιγμή που έπρεπε απάντησε, δίνοντας μια λύση, εξασφαλίζοντας σιγουριά και ανακούφιση. Δεν είναι ασυνήθιστες τέτοιες εικόνες στους Π.Στ. . Οπωσδήποτε, κάποιοι χειρισμοί που φαίνονται απλοί ή τυχαίοι μπορούν να αποκτήσουν ιδιαίτερη σημασία για το πως θα γίνει η ένταξη και προσαρμογή.

Γνωρίζουμε σήμερα ότι το παιδί μπορεί να κάνει πολλαπλές προσκολλήσεις- δεσμούς και ότι υπάρχει μια ιεράρχηση των προσώπων στα οποία προσκολλιέται όσο αφορά τη δύναμη- ένταση, ότι υπάρχουν με άλλα λόγια ορισμένα ευνοούμενα πρόσωπα. Έτσι, ενώ το πρώτο πρόσωπο είναι συνήθως η μητέρα, μπορεί το παιδί θαυμάσια να προσκολληθεί και σε μία σειρά από άλλα άτομα, άτομα που βρίσκονται επομένως και στον Π.Στ.. Η πολλαπλή αυτή προσκόλληση μετράει πολύ θετικά, αν μάλιστα έχουμε υπόψη (με βάση τα νέα δεδομένα) ότι όλα αυτά τα δεσίματα του παιδιού μπορούν να έχουν ίδια λειτουργικότητα.

Μια και επικεντρώνουμε το ενδιαφέρον μας στην αρχική περίοδο (ένταξης και προσαρμογής) θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η προσκόλληση γίνεται πιο δύσκολα σε πρόσωπα που είναι εντελώς ξένα. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, πόσο θετικά θα λειτουργήσει το να ξαναδεί το παιδί άτομα που κάπως γνωρίζει. Μια τέτοια «γνωριμία» είναι σκόπιμο να προβλέπεται και να περιλαμβάνεται στους στόχους της προετοιμασίας, πριν αρχίσει το παιδί να έρχεται κανονικά στον Π.Στ.. Προετοιμασία και υποδοχή τις πρώτες ώρες – μέρες μπορούν να βοηθήσουν σημαντικά αν με τη γνώση κάποιων απλών

Page 17: Προσαρμογή[1]

πραγμάτων γίνουν οι ανάλογοι χειρισμοί. Ας μη μας διαφεύγει ότι μας βοηθούν ήδη τα ίδια τα παιδιά αφού είναι τώρα έτοιμα σχεδόν και ικανά να μείνουν για αρκετό διάστημα μακριά από τις μητέρες τους, ο δεσμός μετά τα 2,5 – 3 χρόνια είναι μια εκλεκτική προσκόλληση, διατηρείται χρονικά ακόμα και με απουσία του προσώπου.

Να κάνουμε όμως εδώ τη διάκριση ανάμεσα σε «ασφαλή» και «ανασφαλή» δεσμό. Ο πρώτος, κάνει τα παιδιά ικανά να νοιώθουν σίγουρα σε ξένες καταστάσεις. Στον αποχωρισμό αυτά τα παιδιά θα κλάψουν ασφαλώς λιγότερο. Τέτοιους δεσμούς (ασφαλείς) αναπτύσσουν κατά κανόνα μητέρες με ευαισθησία και υπευθυνότητα (όπως περιγράφτηκαν παραπάνω). Παιδί που έχει «ανασφαλή» δεσμό με τους δικούς του, πολύ δύσκολα απομακρύνεται ακόμη και αν είναι τεσσάρων χρονών ή και μεγαλύτερο. Μα ακόμα κι όταν ο αποχωρισμός γίνεται, το παιδί αυτό διακατέχεται από ανησυχία, είναι έτοιμο να κλάψει, δεν αφήνεται στον αυθορμητισμό και τη ζωντάνια, δε χαίρεται.

Αναφέρθηκε πιο πάνω ότι τα παιδιά των 3 χρόνων και πιο μεγάλα αρχίζουν και γίνονται ικανά για συμβολικό και κοινωνικό παιχνίδι. Χρησιμοποιείται , λοιπόν, το παιχνίδι γενικά, σα μέσο που βοηθά για ένα πιο άνετο αποχωρισμό και ένταξη του παιδιού. Θα πρέπει όμως να έχουμε υπόψη ότι η διάθεση και τάση του παιδιού για κοινωνικό παιχνίδι, αναστέλλεται σε καταστάσεις άγχους και φόβου. Για παράδειγμα, το παιδί που κλαίει γιατί μόλις τώρα το «εγκατέλειψε» η μητέρα του στον Π.Στ. δύσκολα πολύ παρασύρεται από τις παροτρύνσεις μας για παιχνίδι, δε φαίνεται να δελεάζεται τόσο εύκολα.

Με τον συγκαθορισμό, λοιπόν, πολλών παραγόντων (που αναφέρονται όπως είπαμε στο ίδιο παιδί, την οικογένεια, τον Π.Στ.) το κάθε παιδί που θα πάει στον Π.Στ. έχει να βολέψει, να τα βγάλει πέρα με το άγχος, το στρες, που σχετίζονται με τον αποχωρισμό, τα ξένα πρόσωπα, το ξένο περιβάλλον.

Μπαίνει τώρα το ερώτημα όλα τα παιδιά θ’ αντιδράσουν -όπως και λέχτηκε- το καθένα βέβαια με το τρόπο του. Πρόκειται λίγο πολύ για φυσιολογικές λοιπόν αντιδράσεις. Αυτό από μία μεριά , από την άλλη ξέρουμε από την πείρα τόσων χρόνων μέσα από τους Π.Στ. ότι αυτές οι αντιδράσεις κρατούν μισό- ένα, ούτε ενάμιση μήνα και μετά (τουλάχιστο στην πλειοψηφία των παιδιών)εξαφανίζονται. Μπαίνει το ερώτημα : γιατί να ασχοληθούμε ιδιαίτερα μ’ αυτό το θέμα. Ή αλλιώς πρέπει να κάνουμε άλλα από ότι κάνουμε μέχρι τώρα; ποιός ο λόγος;

Είναι πρώτα μια ανάγκη που εκφράζεται από τους παιδαγωγούς, και όλους όσους ασχολούνται με τον Π.Στ. , καθώς κι από τους γονείς. Βέβαια η ανάγκη αυτή ξεκινάει κύρια από τις δυσκολίες που δημιουργεί η αντίδραση λίγων παιδιών (αδυναμία αποχωρισμού, κλάμα, ενοχλητική υπερκινητικότητα, απομόνωση, επιθετικότητα, κ.τ.λ.) ή από το φόβο μήπως παρουσιαστούν τέτοιες αντιδράσεις. Θα μπορούσαμε ίσως να ασχοληθούμε μ’ αυτές τις περιπτώσεις και μπορέσαμε να δούμε ότι η δυσκολία τους μετριέται ουσιαστικά σε σχέση με το περιβάλλον.

Έγινε όμως λόγος για όλα τα παιδιά: όλα θα έχουν να κάνουν με το άγχος από τον αποχωρισμό - το ξένο περιβάλλον - τα ξένα πρόσωπα. Αυτό είναι το νέο στοιχείο που χαρακτηρίζει το στρογγυλό αυτό τραπέζι. Να προσπαθήσουμε να δούμε τις αντιλήψεις, τις θέσεις, τις γνώσεις που υπάρχουν σήμερα για τους Π.Στ. , μετά από μια έντονη ερευνητική δουλειά, ένα κίνημα ουσιαστικό για τους Π.Στ. που παρακολουθούμε την ανάπτυξη του μετά το 1970.

Page 18: Προσαρμογή[1]

Πέρα από την αναγκαιότητα ύπαρξης των Π.Στ. , πέρα από την προσπάθεια για «υγιεινή κι ευχάριστη» διαμονή, πέρα από την «αγάπη και στοργή» σήμερα όλοι και όλα μιλούν για την ανάγκη και σημασία της συμβολής των Π.Στ. στη διαπαιδαγώγηση, τη συνδρομή τους στην ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας, πράγματα που οδηγούν αναγκαστικά στην ατομικότητα και ιδιαιτερότητα στο κάθε παιδί, μ’ όλα όσα το περιγράφουν σαν άτομο.

Από άλλες εισηγήσεις θα μπορέσουμε να προβληματιστούμε για το τι σημαίνει ένταξη και προσαρμογή για όλα τα παιδιά είτε παρουσίασαν έντονες αντιδράσεις είτε όχι, για το τι μπορεί να έγινε, για το πως τα βόλεψε το κάθε παιδί με τα προβλήματα που συνδέονται με τα τρία άγχη, για τις συνέπειες αυτής της προσαρμογής.

3. Ένταξη και προσαρμογή Προετοιμασία γονιών και παιδιών Μ. Αντωνιάδου, κοινωνική λειτουργός Κέντρο Ψυχικής Υγιεινής Ιατροπαιδαγωγική Υπηρεσία Θεσσαλονίκης

Σημαντικό ρόλο στην ένταξη και προσαρμογή των παιδιών στον Παιδικό Σταθμό (Π.Στ.) παίζει ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η προετοιμασία τόσο των παιδιών όσο και των γονιών. Στόχος της προετοιμασίας είναι να βοηθηθούν τα παιδιά και οι γονείς για να επεξεργαστούν το πρόβλημα του αποχωρισμού όσο το δυνατόν ευκολότερα.

Πριν αναφερθώ όμως στον τρόπο προετοιμασίας, θα ήθελα για λίγο να σταθώ σε μερικά σημεία που αφορούν την ψυχολογική κατάσταση των γονιών την περίοδο αυτή.

Όπως είναι γνωστό, οι γονείς κύρια στο πρώτο διάστημα ένταξης και προσαρμογής των παιδιών στον Παιδικό Σταθμό κατέχονται από αγωνία και άγχος για το πώς θα προσαρμοσθεί το παιδί, κάτω από ποιες συνθήκες θα βρεθεί, κ.τ.λ., άγχος το οποίο είναι δικαιολογημένο ειδικά όταν είναι η πρώτη φορά που αποχωρίζονται το παιδί τους. Ακόμη, η μητέρα από την μεριά της μπορεί να έχει συναισθήματα ενοχής, καθώς και τύψεις για την ανεπάρκειά της να φροντίσει το παιδί με βάση τα καθιερωμένα πρότυπα της μητέρας, να παραμείνει δηλαδή στο σπίτι κοντά στο παιδί και να το μεγαλώσει η ίδια. Πολλοί πάλι φοβούνται ότι η παιδαγωγός δεν μπορεί να πιθανά να έχει ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον για κάθε παιδί όταν υπάρχουν τόσα πολλά να προσέξει και ότι κάποιο παιδί θα είναι αυτό που θα χάσει και αυτό θα είναι το δικό τους. Άλλοι γονείς πάλι μπορεί από την πρώτη επίσκεψη στον Παιδικό Σταθμό να φοβηθούν λίγο από την θέα την μεγάλης αίθουσας και τον εξοπλισμό και ν’ ανησυχήσουν μήπως το παιδί τους θα αισθάνεται «χαμένο».

Γονείς λοιπόν και παιδιά στη φάση αυτή του αποχωρισμού έχουν ν’ αντιμετωπίσουν ένα ισχυρό πρόβλημα, που η ένταση και η διάρκειά του εξαρτώνται και από άλλους παράγοντες όπως η προσωπικότητα των γονιών, η ηλικία του παιδιού, οι σχέσεις γονιού-παιδιού, κ.τ.λ.

Η συμμετοχή λοιπόν του Π.Στ. στο σημείο αυτό προσδιορίζει και καθορίζει σε σημαντικό βαθμό τις αντιδράσεις των γονιών-παιδιών στο πρόβλημα του αποχωρισμού και της ένταξης του παιδιού στον Π.Στ.

Page 19: Προσαρμογή[1]

Από διάφορες μελέτες που έχουν γίνει πάνω στο θέμα της προετοιμασίας γονιών-παιδιών (Beratung in der Erzichug, 1978) φάνηκε ότι το είδος και η έκταση των πιθανών προβλημάτων που θα παρουσιάσει το παιδί με την ένταξη του στον Π.Στ. εξαρτάται και από τον τρόπο με τον οποίο έγινε η προετοιμασία του από τους γονείς ή τα άλλα πρόσωπα του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος (αδέλφια, γιαγιά…). Παιδιά που έχουν προετοιμασθεί μέσα από συζήτηση, παιχνίδι, επίσκεψη στον Π.Στ. σίγουρα θα επεξεργαστούν ευκολότερα τον αποχωρισμό από τους γονείς και την ένταξη τους στον Π.Στ. από παιδιά τα οποία απότομα, ξαφνικά βρίσκονται σε μια καινούρια δεδομένη κατάσταση για την οποία δεν άκουσαν και δεν είδαν τίποτα.

Πιστεύω ότι όποιες και αν είναι οι συνθήκες των Π.Στ. , γνωστές ήδη σε όλους μας, μερικά βασικά πράγματα που αφορούν την προετοιμασία γονιών-παιδιών και που θα αναφερθούν παρακάτω μπορεί να εφαρμοσθούν σε κάθε Σταθμό.

Όσον αφορά το σκέλος της προετοιμασίας των γονιών από τον Π.Στ. για την επικείμενη ένταξη του παιδιού στον Π.Στ., ορισμένα πράγματα που είναι ίσως εύκολο να γίνουν είναι: Μέσα σε μια φιλική ατμόσφαιρα υποδοχής η παιδαγωγός, λόγω της ευαισθησίας που έχει, μπορεί να εξηγήσει στους γονείς ότι το παιδί είναι φυσικό ν’ αντιδράσει τις πρώτες μέρες και ότι πολλά παιδιά χρειάζονται ένα αρκετά μεγάλο διάστημα για να προσαρμοσθούν. Η ένταξη του παιδιού στο καινούριο περιβάλλον δεν πρέπει να παρουσιασθεί σαν μια τιμωρία ή εγκατάλειψη αλλά σαν μια δυνατότητα να μάθει κάτι καινούριο και να παίξει με τα άλλα παιδιά. Η ένταξη του παιδιού να γίνει σε περίοδο που το παιδί δεν αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας για να μην χρειασθεί μετά από λίγες μέρες να παραμείνει σο σπίτι. Η συμπεριφορά των γονιών στις αντιδράσεις του παιδιού κατά την διάρκεια της προσαρμογής του χρειάζεται να είναι σταθερή. Αυτό εξαρτάται φυσικά από την ιδιαιτερότητα του παιδιού, το στάδιο ανάπτυξης του, κ.τ.λ. Εάν π.χ. το παιδί τις πρώτες μέρες ‘η μετά από κάποιο χρονικό διάστημα αρνηθεί να πάει στον Π. Στ. οι γονείς δεν θα το κρατήσουν στο σπίτι αλλά θα εξακολουθήσουν να το πηγαίνουν σταθερά. Μέσα από συζήτηση, παραμύθια, παιχνίδια με σχετικό περιεχόμενο, οι γονείς μπορούν να βοηθήσουν το παιδί να καταλάβει ότι η μαμά και ο μπαμπάς πηγαίνουν το πρωί στην δουλειά και αυτό στον Π. Στ. Οι γονείς μπορούν ακόμη να εξηγήσουν στο παιδί τι είναι Παιδικός Σταθμός και τι μπορεί να κάνει κανείς εκεί. Σε περίπτωση που το παιδί επιμένει να πάρει μαζί του ένα αγαπημένο του παιχνίδι από το σπίτι, μπορούν να του το επιτρέψουν. Πολλές φορές τα παιδιά και κύρια τα μικρότερα βοηθιούνται αν κουβαλήσουν μαζί τους κάποιο οικείο αντικείμενο επειδή βιώνουν έτσι κάποια συνέχεια στη ζωή ανάμεσα στο σπίτι και στον Π. Στ. Σε ότι αφορά τα μικρά παιδιά, ο Π. Στ. πρέπει να επισημάνει στην μητέρα τα εξής : Εάν το παιδί δεν την έχει αποχωρισθεί καθόλου, μέχρι την ώρα που

Page 20: Προσαρμογή[1]

θα πάει στον Π. Στ., είτε γιατί δεν εργαζόταν είτε γιατί εργαζόταν μέσα στο σπίτι και το είχε συνεχώς κοντά της, καλό θα είναι, πριν την ένταξη, να το αφήσει κατά διαστήματα κοντά σε ένα οικείο πρόσωπο μερικές ώρες. Αυτό θα βοηθήσει το παιδί να συνηθίσει βαθμιαία τον αποχωρισμό ώστε στην συνέχεια να του είναι πιο εύκολο να την αποχωρισθεί στο άγνωστο και ξένο περιβάλλον. Σε περίπτωση εγκυμοσύνης της μητέρας ή γέννησης δεύτερου παιδιού η προετοιμασία και η ένταξη θα πρέπει ν’ αρχίσει τουλάχιστον 1-2 μήνες πριν γεννηθεί το δεύτερο παιδί. Εάν το διάστημα της ένταξης του στον Π. Στ. το ακολουθήσει αμέσως και η γέννηση ενός αδελφού ή αδελφής, το παιδί ζει τον αποχωρισμό από την οικογένεια και την ένταξη του στο καινούριο ή άγνωστο περιβάλλον συχνά σαν εγκατάλειψη.

Στη φάση αυτή της προετοιμασίας των γονιών από τον Π. Στ. συμπεριλαμβάνεται και η ενημέρωση των γονιών σχετικά με το πρόγραμμά λειτουργίας του Π. Στ., τους στόχους του, το ωράριο, τις συνθήκες, τις μορφές συνεργασίας που θα έχει μαζί τους στη διάρκεια της σχολικής χρονιάς, κ.τ.λ.

Ένα άλλο απαραίτητο μέρος στην προετοιμασία της ένταξης του παιδιού είναι οι πληροφορίες που παίρνει ο Παιδικός Σταθμός για το παιδί. Κάθε Π. Στ., όπως ξέρουμε, έχει το ατομικό δελτίο του παιδιού όπου καταγράφονται τα ατομικά στοιχεία του (ονοματεπώνυμο, κατάσταση υγείας, κ.τ.λ.), που σε άλλους Π. Στ. μπορεί να είναι σύντομο και σε άλλους πιο αναλυτικό.

Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι η παιδαγωγός βοηθιέται περισσότερο όταν, εκτός από το όνομα και την ημερομηνία γέννησης του παιδιού, έχει και άλλες πληροφορίες που αναφέρονται στις συνήθειες του παιδιού, στα αγαπητά του παιχνίδια, στους τρόπους με τους οποίους αντιμετωπίζουν οι γονείς τις δύσκολες καταστάσεις, στις σχέσεις του με τα παιδιά, στο φαγητό του, στο πώς αποχωρίζεται τους γονείς, κ.τ.λ.

Οι πληροφορίες σχετικά με το παιδί, όπως αναφέρω και παραπάνω, πιστεύω ότι στη φάση αυτή της προετοιμασίας γονιών-παιδιών παίζουν τον σημαντικότερο ρόλο γιατί βοηθούν από τη μια μεριά τους γονείς και από την άλλη τις ίδιες τις παιδαγωγούς. Μπορούμε να πούμε ότι είναι το σημείο κλειδί στο ξεκίνημα μιας καλής παραπέρα συνεργασίας. Ο γονιός καθησυχάζει όταν βλέπει τον Π. Στ. να δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το παιδί του, αφού του εξηγήσει φυσικά πιο μπροστά ότι η συμπλήρωση του ατομικού δελτίου δε γίνεται για να εξετάσει το παιδί, εάν είναι ικανό ή όχι, αλλά για να το γνωρίσει πολύπλευρα. Με τον τρόπο αυτό ο Π. Στ. ευαισθητοποιεί τους γονείς και τους κινητοποιεί να δώσουν όσο το δυνατόν περισσότερες και ακριβείς πληροφορίες.

Εάν οι γονείς αναφέρουν δυσκολίες στην συμπεριφορά του παιδιού που έχουν παρατηρήσει στο σπίτι, π.χ. τραυλισμό, ενούρηση, η παιδαγωγός μπορεί να τους εξηγήσει ότι οι δυσκολίες αυτές είναι πιθανό να εμφανισθούν ξανά και στον Π. Στ.

Επειδή είναι δύσκολο να πάει ένα παιδί σε Π. Στ. χωρίς η παιδαγωγός να ξέρει μερικά minimum βασικά πράγματα γύρω απ’ αυτό, όπως όνομα,

Page 21: Προσαρμογή[1]

ιδιαίτερες συνήθειες του, αγαπητά του παιχνίδια, θα έλεγα ότι είναι απαραίτητο το ατομικό δελτίο να συμπληρώνεται πριν το παιδί ενταχθεί στον Π. Στ. και αυτό γιατί: Βοηθά την παιδαγωγό στη γνωριμία και επαφή της με το παιδί. Είναι σημαντικό και για την ίδια και για το παιδί την πρώτη ημέρα που θα το δει να ξέρει το όνομα του και να το φωνάξει μ’ αυτό, να ξέρει το αγαπημένο παιχνίδι του παιδιού και να το χρησιμοποιήσει στην προσπάθεια της να αποκτήσει ευκολότερη και καλύτερη επαφή μαζί του. Έχοντας η παιδαγωγός πιο μπροστά τις πληροφορίες από τους γονείς, βοηθιέται ν’ αντιμετωπίσει τις αντιδράσεις του παιδιού και τις ιδιαιτερότητες του.

Επειδή λοιπόν κρίνεται απαραίτητη η συμπλήρωση του ατομικού δελτίου, εμείς έχουμε ετοιμάσει δύο σχέδια δελτίων. Το ένα μεγάλο και είναι για Π. Στ. που έχουν τη δυνατότητα να το συμπληρώσουν οι ίδιοι ενώ το άλλο, συνεπτυγμένο, δίνεται στους γονείς που το επιστρέφουν συμπληρωμένο πριν το παιδί ενταχθεί στον Π. Στ. Εάν για κάποιους λόγους αδυνατούν οι γονείς να το συμπληρώσουν (π.χ. χαμηλό επίπεδο) πρέπει να συμπληρώνεται οπωσδήποτε από τον Π. Στ.

Εάν η μεταφορά των παιδιών γίνεται με σχολικό λεωφορείο, καλό είναι η συνοδός, όπως και η παιδαγωγός, να μελετήσει τις πληροφορίες που έχει ο Σταθμός για το παιδί, γιατί αυτή είναι το πρώτο πρόσωπο που συναντά το παιδί στον αποχωρισμό με τη μητέρα του. Τουλάχιστον την πρώτη μέρα είναι απαραίτητο να ξέρει το όνομα του και να το φωνάξει μ’ αυτό.

Αφού γίνει λοιπόν η προετοιμασία του γονιού από τον Π. Στ. και του παιδιού από το γονιό στο σπίτι, το επόμενο βήμα που χρειάζεται να γίνει είναι να επισκεφθεί το παιδί τον Π. Στ. Μέσα από την επίσκεψη αυτή θα γνωρίσει πρώτ’ απ’ όλα την παιδαγωγό, το άγνωστο μέχρι εκείνη την στιγμή πρόσωπο. Εδώ η υποδοχή από την παιδαγωγό έχει μεγάλη σημασία και είναι σε μεγάλο βαθμό καθοριστική για τις αντιδράσεις του παιδιού στο στάδιο της ένταξης και προσαρμογής του. Η φιλική υποδοχή με το όνομα του, η σύσταση και η αναφορά στα άλλα παιδιά με το όνομα τους, εάν υπάρχουν εκείνη την στιγμή ή στον οδηγό, τη συνοδό, εάν υπάρχει στο σχολικό λεωφορείο, η ξενάγηση στο χώρο (παιχνίδια, κουζίνα, υπνοδωμάτιο εάν υπάρχει) βοηθούν το παιδί να εξοικειωθεί στο χώρο. Όλη αυτή η προετοιμασία έχει σαν αποτέλεσμα στο να μειώσει τα δύο από τα τρία άγχη του παιδιού (βλέπε εισήγηση κ. Μπιτζαράκη), το άγχος δηλαδή μπροστά στο ξένο πρόσωπο και το άγχος μπροστά στο ξένο περιβάλλον. Το παιδί βοηθιέται εάν επισκεφθεί και ενταχθεί στον Π. Στ. με παιδιά που είναι γείτονες ή φίλοι του.

Αφού το παιδί επισκεφθεί τον Π. Στ. και εξοικειωθεί έστω για λίγο με το άγνωστο πρόσωπο της παιδαγωγού και τον άγνωστο χώρο, ακολουθεί το επόμενο βήμα που είναι η ένταξη του σ’ αυτόν. Πως θα μπορούσε να γίνει η ένταξη : Το πρώτο μέτρο αφορά τη βαθμιαία ένταξη των παιδιών, όταν λέω βαθμιαία ένταξη εννοώ να μην πάνε όλα τα παιδιά την ίδια μέρα στον Π. Στ.

Page 22: Προσαρμογή[1]

αλλά να προγραμματισθεί, πράγμα που είναι εύκολο να γίνει σχεδόν από κάθε Σταθμό, την πρώτη μέρα να ενταχθούν 2-3 παιδιά, μετά από λίγες μέρες άλλα τόσα και ούτω καθεξής. Το σχήμα αυτό της βαθμιαίας ένταξης των παιδιών βοηθά την παιδαγωγό γιατί της δίνει την ευκαιρία και το χρόνο ν ‘ασχοληθεί αποκλειστικά με το παιδί κάποιες ώρες τις πρώτες μέρες. Επίσης βοηθάει ακόμη την παιδαγωγό γιατί θα έχει ν ‘αντιμετωπίσει το κλάμα ή την επιθετικότητα ή οποιαδήποτε άλλη αντίδραση δύο ή τριών παιδιών και όχι πολλών που μπορεί να φτάνουν τα 10-15. Η αναγκαιότητα της βαθμιαίας ένταξης προκύπτει ακόμη τόσο από τη ανάγκη του παιδιού να βρίσκεται τις πρώτες μέρες σε ένα ήρεμο σχετικά περιβάλλον χωρίς εντάσεις και θορύβους, όσο και γιατί βοηθάει την παιδαγωγό να μη ζει την καθημερινή ένταση, φαντασία και αναστάτωση της ταυτότητας, σε αντίθετη περίπτωση, ένταξης 5-10 καινούριων παιδιών. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο προγραμματισμός της βαθμιαίας ένταξης αφορά και τα παιδιά που επανέρχονται στον Π. Στ. μετά από κάποια διακοπή (αρρώστια, ταξίδι, διακοπές…).

Σε ότι αφορά την ένταξη του κάθε παιδιού χωριστά δεν μπορούμε να πούμε ότι βοηθά περισσότερο αυτός ή ο άλλος τρόπος. Ενδεικτικά μπορούμε όμως να πούμε ότι για ορισμένα παιδιά που αντιμετωπίζουν έντονο πρόβλημα άγχους θα μπορούσε να βοηθήσει το σχήμα της σταδιακής ένταξης. Με τον όρο αυτό εννοούμε ότι : το παιδί πηγαίνει την πρώτη μέρα στον Π. Στ. συνοδεία της μητέρας και μένει για λίγες ώρες μόνο του. Σταδιακά αυξάνεται ο χρόνος παραμονής του τις επόμενες μέρες και ούτω καθεξής. Μπορεί επίσης να παραμείνει η μητέρα μαζί του μέσα στην τάξη για λίγη ώρα. Τις επόμενες μέρες αυξάνεται η ώρα παραμονής του παιδιού και μειώνεται αυτός της μητέρας. Όταν υπάρχει σχολικό λεωφορείο μπορεί η μητέρα την πρώτη ημέρα να συνοδέψει το παιδί στο Π. Στ. Η σταδιακή ένταξη βοηθά από την μία πλευρά το παιδί στο βαθμιαίο αποχωρισμό από την μητέρα του και από την άλλη πλευρά την ίδια τη μητέρα στο να το αποχωρισθεί σταδιακά, κύρια όταν είναι ιδιαίτερα αγχώδης και προσκολλημένη στο παιδί. Δεν υπάρχουν κάποιοι απόλυτοι αριθμοί για την σταδιακή ένταξη του παιδιού. Εξαρτάται από το παιδί, την ηλικία του τη δυνατότητα των γονιών να συμμετέχουν, τη σχέση γονιού-παιδιού, κ.τ.λ.

4α. Ένταξη και προσαρμογή Αντιδράσεις προσαρμογής και αντιμετώπιση τους : για παιδιά μέχρι 2.5 χρόνων Λ. Λαζαρίδου, ψυχολόγος. Κέντρο Ψυχικής Υγιεινής Ιατροπαιδαγωγική Υπηρεσία Θεσσαλονίκης

Αντιδράσεις προσαρμογής αναμένουμε φυσιολογικά σε όλα τα παιδιά που εντάσσονται για πρώτη φορά σε Παιδικό Σταθμό. Ο κύριος άλλωστε στόχος μιας σχεδιασμένης προετοιμασίας της ένταξης δεν είναι η απάλειψη αυτών των αντιδράσεων, αλλά η προληπτική παρέμβαση, ώστε να επεξεργαστεί το παιδί ευκολότερα τα άγχη που του δημιουργούν φυσιολογικά ο αποχωρισμός

Page 23: Προσαρμογή[1]

από τη μητέρα, το καινούριο πρόσωπο της παιδαγωγού, ο ξένος χώρος και τα πολλά καινούρια πρόσωπα των άλλων παιδιών. Είναι προφανές ότι ένα παιδί που εξοικειώθηκε κάπως με την παιδαγωγό και το χώρο πριν από τη μέρα της οριστικής ένταξης του, που προετοιμάστηκε από τους γονείς του με τρόπο αντίστοιχο της ηλικίας και των αναγκών του και γίνεται δεκτό από μια παιδαγωγό, η οποία έχει ενημερωθεί με βασικές πληροφορίες για το παιδί, θα αντιδράσει διαφορετικά στην ένταξη στον Παιδικό Σταθμό από ένα παιδί, το οποίο παραδίνεται ξαφνικά από τους γονείς του σε έναν άγνωστο χώρο κοντά σε μια άγνωστη παιδαγωγό, η οποία δεν γνωρίζει ούτε το όνομα του. Οι αντιδράσεις άρα των παιδιών μπορεί να διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους όχι μόνο εξαιτίας των ατομικών διαφορών τους αλλά και των διαφορών στις συνθήκες ένταξής τους.

Πώς πρέπει να γίνει η ένταξη του παιδιού;Ήδη μας μίλησε η κ. Αντωνιάδου για την αναγκαιότητα να προγραμματίσει

ο Παιδικός Σταθμός τη βαθμιαία ένταξη των νέων παιδιών. Η αναγκαιότητα αυτή προκύπτει από την ανάγκη του παιδιού να έχει η παιδαγωγός χρονικά τη δυνατότητα να απασχοληθεί αποκλειστικά μαζί του κάποιες στιγμές τις πρώτες μέρες, από την ανάγκη να υπάρχει ένα σχετικά ήρεμο περιβάλλον στο οποίο εντάσσεται το παιδί (οι θόρυβοι και η πολυπλοκότητα δημιουργούν επιπλέον άγχος σ’ αυτή την ηλικία) καθώς και από τα αντικειμενικά όρια για την παιδαγωγό να κάνει σωστά τη δουλεία της, αν για παράδειγμα πέντε παιδιά κλαίνε ταυτόχρονα.

Ακούσαμε επίσης για τη σκοπιμότητα της σταδιακής ένταξης του κάθε παιδιού, που μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με το παιδί, την ηλικία, τις δυνατότητες των γονιών να συμμετάσχουν σε αυτή τη σταδιακή ένταξη και την ποιότητα της σχέσης γονιού-παιδιού. Είναι όμως σημαντικό να κρατήσουμε στον νου μας ότι η συνύπαρξη του παιδιού με τη μητέρα του στον ξένο χώρο και μπροστά στο ξένο πρόσωπο το βοηθούν σε πολύ σημαντικό βαθμό, γιατί εξοικειώνεται μαζί τους κάτω από την ασφάλεια που του παρέχει η παρουσία της μητέρας του. Ο αποχωρισμός από την ίδια τη μητέρα, όταν φύγει από τον Σταθμό, θα είναι πάλι δύσκολος και θα προκαλέσει πιθανά κλάματα ή άλλες αντιδράσεις, αλλά ο χώρος και η άγνωστη κοπέλα δεν θα είναι πια τόσο αγχογόνοι παράγοντες.

Ο αποχωρισμός από την μητέρα στο λεωφορείο, μπροστά στο σχολείο ή μέσα στην τάξη δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να είναι τραυματικός. Δεν πρέπει δηλαδή να επιτρέψουμε και ακόμα περισσότερο να προτρέψουμε τη μητέρα να εξαφανιστεί, χωρίς το παιδί «να το πάρει χαμπάρι». Ακριβώς στη φάση αυτής της ηλικίας που το παιδί αδυνατεί να ανακαλέσει οποιαδήποτε στιγμή στη μνήμη του την εικόνα της απούσης μητέρας πρέπει να βοηθήσουμε και να μάθουμε στο παιδί να συμμετέχει στη διαδικασία του αποχαιρετισμού, για να μην εισπράττεται κάθε αποχωρισμός σαν εγκατάλειψη. Μια σταθερή τελετουργία στον αποχωρισμό και την επανασύνδεση (π.χ. «φεύγω τώρα για τη δουλειά μου», «το μεσημέρι θα επιστρέψω», «γεια σου – γεια σου» με στόχο να επαναλάβει το παιδί την κίνηση αποχαιρετισμού ή να πει «γεια σου») βοηθάει το παιδί γιατί του δίνει κάποια σημεία αναφοράς και το ενεργοποιεί σε ένα αποχωρισμό, του οποίου την προσωπικότητα αρχίζει να συνειδητοποιεί σιγά-σιγά.

Page 24: Προσαρμογή[1]

Η ανάγκη αυτής της σταδιακής ένταξης μπορεί να αφορά και το σχολικό λεωφορείο (είναι συχνά σκόπιμο να κάνει η μητέρα μία φορά τη διαδρομή μαζί με το παιδί).

Ποιο είναι σ’ αυτή την ηλικία το κύριο μέσο για μια σχετικά ανώδυνη επεξεργασία του αποχωρισμού και την ένταξης;

Σ’ αυτή την ηλικία, όπου οι σχέσεις με τα άλλα παιδιά είναι κάτι που χρειάζεται να καλλιεργηθεί, όπου η αυτονομία του παιδιού βρίσκεται –στα μεγαλύτερα- στην εξέλιξη της αλλά δεν έχει συνήθως ακόμα επιτευχθεί, ο κύριος και ιστορικά πρώτος κρίκος σύνδεσης του παιδιού με τη νέα του ζωή στον Σταθμό είναι η ανάπτυξη θετικής σχέσης με την παιδαγωγό, η «προσκόλληση» δηλαδή και στη παιδαγωγό, (με την έννοια του όρου που εξήγησε ο κ. Μπιζαράκης). Μέσω αυτού του προσώπου θα μάθει το παιδί πως υπάρχουν ευχάριστες απασχολήσεις στο Σταθμό, θα βιώσει θετικές εμπειρίες από τις πρώτες συναλλαγές με τους συνομηλίκους του και θα μπορέσει να επεξεργαστεί τις αρνητικές. Προϋπόθεση όμως, και άρα το σημείο όπου κάθε παιδαγωγός πρέπει να στρέψει την προσοχή από την πρώτη μέρα, είναι ότι το παιδί έχει ανάγκη να νιώσει πως απέναντι του υπάρχει ένα πρόσωπο φιλικό που το φροντίζει- λιγότερο ή περισσότερο – σαν την μητέρα του και προσφέρει ανακούφιση στον πόνο του. Γι’ αυτό δεν είναι σκόπιμο να υπάρχουν εναλλαγές των παιδαγωγών στην υποδοχή των παιδιών (το παιδί πρέπει να ξέρει ότι πηγαίνοντας στον Σταθμό θα βρει πάντα το ίδιο πρόσωπο να το περιμένει), ενώ είναι απαραίτητες κάποιες ατομικές στιγμές στη σχέση παιδαγωγού-παιδιού. Το παιδί χρειάζεται ένα σταθερό πρόσωπο αναφοράς, από το οποίο μπορεί να πάρει ορισμένες ικανοποιήσεις σε βασικές του ανάγκες και έτσι να αποκτήσει μια θετική σχέση μαζί του. Για τη δημιουργία αυτής της σχέσης είναι ιδιαίτερα σημαντικό να νιώσει το παιδί πως η παιδαγωγός έχει μια φιλική, καλοπροαίρετη διάθεση απέναντι του, ότι δεν χρειάζεται να περιμένει παραπάνω από όσο του επιτρέπει η ικανότητα του να αναβάλει την ικανοποίηση των επιθυμιών του (ικανότητα η οποία σ’ αυτή την ηλικία είναι ακόμα περιορισμένη). Όλα αυτά έχουν σα στόχο να νιώσει το παιδί πως είναι αποδεκτό, πως το πρόσωπο που το φροντίζει το βλέπει σαν μια ξεχωριστή οντότητα ανάμεσα στις άλλες και όχι σαν μια επιπλέον δουλειά.

Πρέπει ίσως να επισημάνω σ’ αυτό το σημείο ότι επικρίσεις ή μαλώματα, ειδικά το πρώτο διάστημα της προσαρμογής, είναι πολύ επικίνδυνες για την έκβαση της αναπτυσσόμενης σχέσης παιδαγωγού-παιδιού και του αναγκαίου για το παιδί συναισθήματος ότι γίνεται αποδεκτό. «Δεν είσαι καλό παιδί» ή «σταματά τα κλάματα» ή «μη γίνεσαι κακό παιδί και δαγκάνεις» ή «φάε γρήγορα, γιατί θα σε μαλώσω» ή «έτσι μπράβο να είσαι καλό παιδί όπως ο Γιώργος» δεν είναι παιδαγωγικοί χειρισμοί με βάση τη γνώση του τι είναι και πώς μεγαλώνει ένα παιδί. Είναι χειρισμοί που ανασύρουμε συνήθως από το δικό μας παρελθόν, όταν μας έλεγαν οι μεγάλοι πώς πρέπει να φερόμαστε, πως πρέπει να είναι ένα παιδί. Αυτό είναι κάτι που όλοι κάνουμε, αλλά που έστω και δύσκολα και με συνειδητή προσπάθεια μπορούμε να επιχειρήσουμε να ελέγξουμε. Οι κανόνες συμπεριφοράς, που είναι απαραίτητοι σε κάθε ομαδική ζωή και που πρέπει να διδαχθούν στο παιδί, χρειάζεται να δίνονται ουδέτερες και με αιτιολόγηση. «Δεν αρπάζουμε το παιχνίδι, που παίζει ο Κωστάκης, γιατί τώρα το θέλει. Ύστερα θα σου το δώσει. Να ένα άλλο» ή «δεν δαγκώνουμε τα παιδιά γιατί πονάει» είναι εξηγήσεις που σταματούν τη

Page 25: Προσαρμογή[1]

συμπεριφορά όταν επαναληφθούν όσο χρειάζεται και δεν ενοχοποιούν το παιδί, όπως τα «τα καλά παιδιά δεν αρπάζουν» ή «κοίτα πώς πονάει η Μαρία, δεν την αγαπάς». Ειδικά στο διάστημα που οικοδομείται η σχέση παιδαγωγού-παιδιού κάθε μάλωμα ή επίκριση, που έχει την έννοια της απόρριψης του παιδιού και όχι της διαφωνίας με την πράξη του γίνεται εμπόδιο για μια σωστή σχέση. Το παιδί αυτής της ηλικίας έχει μάθει ήδη να δέχεται απαγορεύσεις και μαλώματα από τους γονείς του χωρίς να διαταράσσεται η σχέση του μαζί τους, γιατί έχει ήδη δημιουργήσει από πριν μια αδιαμφισβήτητη θετική σχέση μαζί τους. Αντίθετα στη σχέση του με το νέο άτομο, την παιδαγωγό, όλα είναι ακόμα ανοιχτά.

Με προϋπόθεση την αναπτυσσόμενη θετική σχέση με την παιδαγωγό τι πρέπει να προσέξει κανείς ακόμα γενικά στην ένταξη των παιδιών 1 - 2 ½ χρόνων?

Κάθε τι που συμβάλλει στο να βιώνει το παιδί κάποια συνέχεια στη ζωή του ανάμεσα στο σπίτι του και αυτό το νέο ξένο περιβάλλον, μπορεί να αποτελέσει σημαντικότατη βοήθεια για το παιδί. Είπαμε για την ανάγκη συμμετοχής του παιδιού στη διαδικασία αποχωρισμού από τη μητέρα. Πολλές φορές τα παιδιά ιδιαίτερα αυτής της ηλικίας βοηθιούνται αν φέρουν μαζί τους από το σπίτι κάποιο οικείο και αγαπημένο αντικείμενο, ένα μεταβατικό αντικείμενο, όπως λέγεται, που συνδέει το σπίτι με το σχολείο. Στα παιδιά που έχουν αυτή την ανάγκη, δεν θα ήταν σκόπιμο να απαγορεύσουμε την κάλυψη της. Θα ήταν βέβαια ήδη απόδειξη μιας καλής σχέσης με την παιδαγωγό και μιας αναπτυσσόμενης σιγουριάς αν το παιδί εμπιστευτεί μετά από μερικές μέρες το αγαπημένο του αντικείμενο στη δασκάλα του, για να του το φυλάξει κάπου ψηλά ώσπου να φύγει ή να το ξαναζητήσει. Όσο γρηγορότερα παύσει το παιδί να καταφεύγει στη σιγουριά του μεταβατικού αντικειμένου από δικιά του πρωτοβουλία και όχι από δικιά μας απαγόρευση, τόσες περισσότερες ενδείξεις έχουμε για μια ομαλή προσαρμογή. Αν αργήσει πολύ, θα πρέπει να σκεφτούμε μήπως, προκειμένου να ησυχάσει, κάνουμε το λάθος να το παροτρύνουμε -έμμεσα ή άμεσα- να ασχοληθεί με το αγαπημένο του αντικείμενο ή μήπως δεν έχουν ακόμα δημιουργηθεί συνθήκες από τις οποίες μπορεί να αντλεί σιγουριά στο Σταθμό.

Τη συνέχεια στη ζωή του παιδιού, που τόσο δύσκολα μπορεί το ίδιο ακόμα να σχηματίσει στο μυαλό του, πρέπει να την υποβοηθήσουμε δίνοντας ιδιαίτερα βάρος και παίρνοντας όσο περισσότερο γίνεται υπόψη μας ορισμένες συνήθειες του παιδιού, ιδιαίτερα τις πρώτες μέρες της ένταξής του. Προϋπόθεση βέβαια είναι να έχουμε ενημερωθεί γι’ αυτές από τους γονείς του και να βρίσκονται μέσα στα λογικά πλαίσια που επιβάλλει μια οργανωμένη ομαδική ζωή στο Σταθμό. Οι συνήθειες αυτές μπορεί να αφορούν τον τρόπο ή τα παιχνίδια με τα οποία κυρίως ή συνήθως παίζει, το πως του αρέσει να κάθεται όταν του τραγουδούν η του διηγούνται παραμύθια, κ.α. Συχνότερα όμως και με ιδιαίτερη σημασία λόγω ηλικίας, οι συνήθειες αυτές αφορούν την ικανοποίησης των βασικών του αναγκών – λειτουργιών. Το φαγητό όταν πεινάει, το νερό όταν διψάει, το άλλαγμα όταν έχει κάνει τσίσα ή κακά, ο ύπνος όταν νυστάζει είναι οι απαραίτητες ικανοποιήσεις αναγκών του, μέσα από τις οποίες φτιάχνει το βρέφος την έντονα στενή σχέση με το άτομο που το φροντίζει (τη μητέρα συνήθως). Ο τρόπος με τον οποίο ικανοποιούνται αυτές οι ανάγκες αποκτάει μια ιδιαίτερη σημασία. Στο δεύτερο χρόνο ζωής του το παιδί αρχίζει να ελέγχει αυτές τις λειτουργίες, αρχίζει να έχει απαιτήσεις

Page 26: Προσαρμογή[1]

συγκεκριμένες και μέσα από αυτές να ξεχωρίζει τα όρια του εαυτού του. Οι ίδιες αυτές ανάγκες και λειτουργίες αποτελούν για το παιδί πηγές για ευχάριστα ή δυσάρεστα συναισθήματα (ανάλογα με την ικανοποίησή τους) αλλά και μέσα για την έκφραση συναισθημάτων του (άρνηση φαγητού, αντίσταση στο άλλαγμα, κ.τ.λ.). Νομίζω λοιπόν πως από την πρώτη μέρα στο Σταθμό θα έπρεπε κανείς να δώσει ιδιαίτερη σημασία στην κάλυψη αυτών των αναγκών στοχεύοντας στην απόκτηση μιας θετικής σχέσης με το παιδί. Γι’ αυτό είναι καλύτερα ειδικά τις πρώτες μέρες το τάισμα και το άλλαγμα (με τις δυνατότητες που αυτό δίνει για σωματική επαφή) να γίνονται από την ίδια την παιδαγωγό του παιδιού, όσο αυτό είναι δυνατό. Προκειμένου μάλιστα να βοηθήσουμε στην απόκτηση της έννοιας της συνέχειας στο παιδί και όχι βιωμάτων χάσματος, είναι σκόπιμο σε αυτές ακριβώς τις λειτουργίες του παιδιού να κρατήσουμε, όσο γίνεται, τις συνήθειες του. Μέσα από αυτές τις καθημερινές λειτουργίες και τη στάση του σε αυτές, εκφράζει το παιδί στο δεύτερο χρόνο της ζωής του την προσωπικότητά του. Αναγκαστική καθυπόταξη του στα ωράρια και τις συνήθειες του Σταθμού σημαίνει ισοπέδωση αυτής της προσωπικότητας. Οι ανάγκες του Σταθμού επιβάλλουν σίγουρα ορισμένους κανόνες, ορισμένα ωράρια, κ.τ.λ. Κάποια ελαστικότητα όμως, τουλάχιστον ειδικά τις πρώτες μέρες, καθώς και μια προσπάθεια να πάρουμε υπόψη κάποιες ιδιαίτερες συνήθειες -αφού τις έχουμε πληροφορηθεί από τους γονείς- είναι απαραίτητες και πολύ βοηθητικές.

Εκτός από το να τα φροντίσει και να τα αγκαλιάσει, μπορεί κανείς να κάνει τίποτα άλλο με αυτά τα μωρά;

Είναι ενδεικτικό νομίζω της αντίληψης μας για το τι μπορεί να κάνει ένα παιδί αυτής της ηλικίας, ότι στους σταθμούς ονομάζουν τα παιδιά μέχρι 21/2

χρονών «βρέφη» ή «μωρά», ενώ είναι γνωστό ότι στην καθομιλουμένη «μωρά» και ακόμα περισσότερο «βρέφη» αποκαλούμε μόνο τα παιδιά τον πρώτο χρόνο της ζωής τους. μοιάζει να εκφράζει αυτός ο όρος –που είναι επίσημος όρος της Πολιτείας, βλ. «Βρεφονηπιακός Σταθμός»- την αντίληψη ότι τα παιδιά αυτής της ηλικίας έχουν ανάγκη μόνο από φροντίδα, περιποίηση και αγάπη. Και όμως τα δεδομένα των ερευνών και των παρατηρήσεων της εξέλιξης του παιδιού, όπως άλλωστε και η δικιά σας πείρα πιστεύω, βεβαιώνουν ότι το παιδί αυτής της ηλικίας έχει και άλλες πολλές ανάγκες και μια σωρεία ικανοτήτων που του επιτρέπουν να κινείται, να παίζει, να συμμετέχει σε ομαδικές δραστηριότητες. Αν και το θέμα μας δεν είναι ακριβώς αυτό, θα ήθελα μα αυτή την υπενθύμιση να τονίσω τη σημασία που έχει για τις πρώτες μέρες να δώσουμε στο παιδί παιχνίδια, να το κινητοποιήσουμε να παίξει, να χορέψει, να ζωγραφίσει, να παίξει με πλαστελίνη, να δει βιβλία, να τραγουδήσει. Εάν το παιδί κάνει κάτι από όλα αυτά την πρώτη μέρα, αποκτά ήδη μια πρώτη θετική εμπειρία στην γνωριμία του με αυτό τον άγνωστο αγχογόνο χώρο. Ακόμα η παιδαγωγός δεν θα πρέπει να ξεχνάει ότι η κατανόηση του λόγου αναπτύσσεται γρηγορότερα από την εκφραστική ικανότητα και ότι γι’ αυτό είναι απαραίτητο να απευθύνεται με το λόγο και στο παιδί, που δεν χρησιμοποιεί ακόμα το λόγο, να του εξηγεί, αλλά επίσης και να μη μιλάει μπροστά του (π.χ. με τη μητέρα του ή άλλη παιδαγωγό) για πράγματα που το παιδί δεν θα έπρεπε να ακούσει. Απλά λεκτικά σχήματα επαναλαμβανόμενα με σταθερό τρόπο πριν από κάθε δραστηριότητα ή λειτουργία (παιχνίδι, φαγητό, ύπνος, άλλαγμα, κ.τ.λ.) βοηθούν το παιδί να προσανατολιστεί στο χώρο και το χρόνο μέσα στο νέο περιβάλλον. Συχνά η

Page 27: Προσαρμογή[1]

εκφραστική ικανότητα του παιδιού μπορεί να υπολείπεται, ο λόγος του να είναι ακατάληπτος ή να χρησιμοποιούνται άλλοι τρόποι έκφρασης. Είναι φανερό πως η παιδαγωγός θα βοηθηθεί πολύ, αν έχε ήδη πληροφορηθεί από τη μητέρα το βασικό κώδικα επικοινωνίας - ομιλίας του παιδιού ή αν τη ρωτήσει εκ των υστέρων για τη σημασία εκφράσεων που χρησιμοποιεί το παιδί και η ίδια δεν καταλαβαίνει. Τα παραπάνω είναι ιδιαίτερα σημαντικά, γιατί συνεχείς ματαιώσεις στην προσπάθεια του παιδιού να επικοινωνήσει με τον λόγο, μπορεί να το οδηγήσουν σε μερική ή πλήρη άρνηση ομιλίας – μια όχι σπάνια αντίδραση προσαρμογής στα παιδιά.

Πώς μπορεί να προετοιμαστεί η παιδαγωγός πριν από την ένταξη των νέων παιδιών;

Όλα όσα ειπώθηκαν παραπάνω ώστε να γίνουν περισσότερο κατανοητές οι ανάγκες των παιδιών αυτής της ηλικίας προκειμένου να επεξεργαστούν καλύτερα τα άγχη που τους προκαλεί η ένταξη στο Σταθμό, αποτελούν πιστεύω τη βασική «προετοιμασία» της παιδαγωγού. Έτσι πριν η παιδαγωγός δεχτεί κάποιο πρωί ένα καινούργιο παιδάκι θα πρέπει να έχει φροντίσει (ή απαιτήσει από τη Διεύθυνση του Παιδικού Σταθμού) να μην έχει πάνω από δύο καινούργια παιδιά την ίδια μέρα (και αυτά μάλιστα καλύτερα με διαφορά τουλάχιστον 1-2 ωρών) και να γνωρίζει τουλάχιστον το όνομα του παιδιού, ορισμένες βασικές συνήθειές του και ορισμένα κύρια σημεία από τον κώδικα επικοινωνίας του.

Είναι σημαντικό ακόμα η παιδαγωγός να έχει οργανώσει το χώρο της αίθουσας έτσι ώστε: - να υπάρχει όσο γίνεται περισσότερος χώρος για να κινηθούν τα παιδιά, -να βρίσκονται σε ορατό σημείο, που να φτάνει το παιδί, παιχνίδια κατάλληλα για την ηλικία του (παιχνίδια κλεισμένα στο ντουλάπι που το ανοίγουμε για να δώσουμε κάτι στο παιδί, εμποδίζουν την ενεργοποίηση του παιδιού), - να έχει εξασφαλίσει την ύπαρξη του υλικού που κινητοποιεί εύκολα τα παιδιά (πλαστελίνη, μαρκαδόροι, μεγάλα χαρτιά, κηρομπογιές, μουσική).

Πέρα από αυτή την υλική υποδομή, πιστεύω πως μεγάλη σημασία έχει να προσπαθήσει η ίδια η παιδαγωγός να αντιμετωπίσει το προσωπικό της άγχος και την πιθανή δυσφορία της μπροστά στη μέρα που ξεκινάει, έχοντας στο νου της όχι μόνο τα κλάματα και πως θα τα σταματήσει, αλλά προσπαθώντας να σκεφτεί και να προετοιμάσει εκείνες τις δραστηριότητες, που, σύμφωνα με την πείρα και τις γνώσεις της για την εξέλιξη του παιδιού, είναι δραστηριότητες ιδιαίτερα γοητευτικές και αγαπητές σ’ αυτή την ηλικία.

Έτσι φτάνει η πρώτη μέρα για κάποιο παιδάκι.Αν το παιδί έρχεται με το σχολικό λεωφορείο και ο αποχωρισμός με τη

μητέρα γίνεται μπροστά σε αυτό, όταν παραδίνεται στη συνοδό, η συνοδός είναι τότε πολύ σημαντικό πρόσωπο γι’ αυτή τη διαδικασία και θα έπρεπε και η ίδια να προετοιμαστεί για έναν σωστό χειρισμό των αντιδράσεων των καινούργιων παιδιών. Το άρπαγμα από την αγκαλιά της μητέρας, στην οποία το παιδί γαντζώνεται, και το πέταγμα του σε κάποιο κάθισμα λεωφορείου, εντείνουν αυτονόητα τη δυσκολία. Η αγκαλιά, χωρίς «μη κλαίς χρυσό μου» αλλά με κάποια προσπάθεια στροφής της προσοχής του σε κάτι άλλο, μπορούν να βοηθήσουν. Παρηγοριές του τύπου «νάτη η μητέρα, τώρα θα έρθει, κ.τ.λ.» ενισχύουν το αίσθημα της εγκατάλειψης μια και το παιδί αντιλαμβάνεται εύκολα την ψευτιά τους.

Page 28: Προσαρμογή[1]

Στο Σταθμό, είτε το παιδί κατεβαίνει από το σχολικό, είτε έρχεται συνοδευόμενο από τη μητέρα του, πρέπει να το υποδεχτεί η παιδαγωγός χαιρετώντας το με το όνομά του και να το οδηγήσει στην τάξη λέγοντάς του π.χ. «να το δωμάτιο που θα παίζουμε». Η ψυχρότητα στην υποδοχή ή η αντιμετώπιση του παιδιού σα «φυτό» που δεν καταλαβαίνει (όπως εκφράζεται π.χ. στη συνομιλία πιθανά συνοδού και παιδαγωγού ή παιδαγωγών μεταξύ τους μπροστά σε ένα παιδί που κλαίει «αχ καινούργιο ήρθε, κατάλαβα θα μας πεθάνει στο κλάμα») δυσκολεύουν τη σχέση παιδαγωγού - παιδιού, που αναφέραμε διεξοδικότερα προηγούμενα. Με το παιδί αγκαλιά, ή, στην περίπτωση που το ίδιο δεν θέλει, από το χέρι, του δείχνουμε την τάξη του, τα παιχνίδια, ότι έχει στους τοίχους –ακόμα και στην περίπτωση που κλαίει–. Σ’ αυτή τη γύρα είναι πολύ πιθανό να βρεθεί κάτι, προς το οποίο το παιδί θα στρέψει έστω για λίγο το βλέμμα του. Μια προσεκτική παρατήρηση του παιδιού αυτές τις στιγμές μπορεί να δώσει συχνά κάποιες πολύτιμες ενδείξεις για το ποια πρέπει να είναι τα επόμενα βήματά μας. Στην πρώτη αυτή ξενάγηση μπορούμε να δείξουμε στο παιδί που θα αφήσει τσάντα και ζακέτα (αν φυσικά θέλει να τα αφήσει, γιατί μην ξεχνάτε πως είναι τα μόνα πράγματα που του θυμίζουν το σπίτι του) και αν είναι παιδί που έχει έλεγχο σφιγκτήρων, του δείχνουμε τις τουαλέτες.

Η πρώτη προτροπή για να παίξει μπορεί να γίνει παρατηρώντας άλλα παιδάκια που παίζουν, «να ο Παντελής που παίζει με τους κύβους» ή «η Μαρία που φτιάχνει puzzle, θέλεις κι εσύ;» προσωποποιώντας έτσι και τα άλλα παιδιά με την αναφορά των ονομάτων τους. παρατηρήσεις για το πώς βλέπει τα άλλα παιδιά, ποιο και σε ποια δραστηριότητα παρατηρεί περισσότερο, είναι παρατηρήσεις ιδιαίτερα αξιοποιήσιμες στη διάρκεια των πρώτων ημερών. Η επικοινωνία και η απόκτηση σχέσης με τα άλλα παιδιά περνούν σε αυτή την ηλικία και ιδιαίτερα τις πρώτες ώρες και μέρες στο Σταθμό, μέσω της παιδαγωγού και χρειάζονται τη συνεχή φροντίδα της ώστε να αναπτυχθούν. Η ανάπτυξή τους απαιτεί σχεδόν πάντα αρχικά την ήρεμη παρέμβαση της παιδαγωγού. Καθώς κυλάει η μέρα είναι σημαντικό να εξηγούμε με δύο λόγια στα νέα παιδιά κάθε επικείμενη νέα ομαδική δραστηριότητα (π.χ. «τώρα καθόμαστε όλοι στα καρεκλάκια, η κυρία …. θα μας φέρει να φάμε», κ.τ.λ.).

Στάσεις και χειρισμοί που ΔΕΝ βοηθούν την ένταξηΣυζητήσεις και συνεργασίες με παιδαγωγούς, προσωπικές παρατηρήσεις

και εργασία μέσα σε Παιδικούς Σταθμούς, με οδηγούν τώρα στο να σας αναφέρω –επιγραμματικά κάπως- ορισμένους χειρισμούς και στάσεις μας που θα ήταν σκόπιμο να αποφεύγουμε, γιατί δεν βοηθούν το παιδί να αντιμετωπίσει τα άγχη του κατά την περίοδο της ένταξης ή του δημιουργούν επιπρόσθετα νέα άγχη.Δεν βοηθάει: να πάρουμε το παιδί την πρώτη μέρα, να του δείξουμε τα παιχνίδια και λέγοντας «να, πάρε ότι θέλεις» να φύγουμε από κοντά του. να έχουμε το παιδί αγκαλιά (επειδή πιθανά κλαίει ή επειδή θέλουμε να το «βοηθήσουμε» την πρώτη μέρα) και να γυρνάμε στο χώρο, συναλλασσόμενες με άλλα παιδιά ή άλλη παιδαγωγό κα να μην απευθυνόμαστε σε αυτό. Ας μην ξεχνάμε πως όταν η αγκαλιά γίνει εντελώς απρόσωπη χάνει κάθε αξία.

Page 29: Προσαρμογή[1]

να προσπαθήσουμε να το κινητοποιήσουμε με άγχος και αγωνία στη φωνή, την έκφραση, με έναν τρόπο «άντε, βρε παιδί μου, παίξε κι εσύ», ή να φαίνεται η δυσφορία στη στάση μας (όσο και αν είναι πιθανό και εύλογο να αισθανόμαστε κάπως αντίστοιχα). να πιστεύουμε ότι η αγάπη είναι κάτι που αρκεί να δηλώνεται, ώστε να αποτελέσει βάση για ενεργοποίηση ή χαλάρωση του παιδιού, «έλα να παίξουμε μαζί, εγώ που σ’ αγαπάω», «κοίτα τα παιδάκια σε αγαπούν, παίξε κι εσύ μαζί τους», «μην κλαίς, όλοι εδώ σε αγαπούμε». Πριν από τις έμπρακτες αποδείξεις της φιλικής μας στάσης προς το παιδί, με την ειδική έγνοια μας και φροντίδα γι’ αυτό, κάθε λεκτική επιβεβαίωση της αγάπης μας μπορεί να είναι αγχογόνα («ποια είναι αυτή που λέει πως με αγαπάει όπως η μαμά μου;»). Το ίδιο, και υπερβολές στη στάση μας με χαϊδολογήματα και φρασούλες «αχ, τι γλυκούλι είσαι εσύ;» μπορούν να εντείνουν την επιφυλακτικότητα των παιδιών τις πρώτες μέρες. να κάνουμε συγκρίσεις με άλλα παιδιά, πιστεύοντας ότι μέσα από τον ανταγωνισμό θα κινητοποιήσουμε το παιδί να κάνει ή να μην κάνει κάτι («μην κλαίς γιατί θα συγχυστεί η μαμά αν το μάθει» ή «να είσαι καλό παιδί για να χαρεί η μαμά» ή αλλιώς «θα το πω στη μαμά σου»).

Και τα δυο αυτονόητα ίσως, πολύ βασικά πράγματα που δεν θα έπρεπε να κάνουμε, αλλά θα ήθελα να τα αναφέρω γιατί συμβαίνουν συχνά και γιατί χρειάζεται να αντιπαλέψουμε την αυθόρμητη τάση μας προς αυτά:1) να μην κάνουμε καμία ειδικά μελετημένη προσπάθεια για να βοηθήσουμε την ένταξη του παιδιού, περιμένοντας ότι έτσι κι αλλιώς το παιδί θα προσαρμοστεί σε λίγο καιρό, θα ησυχάσει δηλαδή.2) να αφήσουμε την προσοχή μας να κινηθεί αυτόματα προς το μεγαλύτερο θόρυβο, προς τις αντιδράσεις δηλαδή κλαμάτων, γκρίνιας, επιθετικότητας. Οι αντιδράσεις αυτές έχουν, λόγω της φανερής έντασής τους, τη δυνατότητα να απορροφήσουν τελείως την προσοχή μας, μας οδηγούν εύκολα στο να τις χαρακτηρίσουμε σαν «προβλήματα προς αντιμετώπιση». Τι γίνεται όμως με τις ακουστικά ήπιες αντιδράσεις των παιδιών, που μπορεί συχνά να είναι ενδεικτικές μιας πολύ μεγαλύτερης ψυχικής έντασης; Η παθητική στάση, η σιωπή, η έντονη επιφυλακτικότητα, η απραξία δεν κερδίζουν τις πρώτες μέρες την προσοχή μας, με την έννοια της φροντίδας για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του παιδιού. Πρέπει όμως να μάθουμε να βλέπουμε και αυτές τις αντιδράσεις σαν alarm για βοήθεια, γιατί τέτοιες είναι. Αλλιώς θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι θα ήταν χρήσιμο να δίνουμε κάθε πρωί στα παιδάκια που δεν κλαίνε κάποιο "χαπάκι" που φέρνει κλάμα ώστε να κερδίσουν την προσοχή της παιδαγωγού! Έχει διαπιστωθεί άλλωστε πως παιδιά με χαμηλό επίπεδο ενεργητικότητας ταράσσονται περισσότερο συναισθηματικά από τον αποχωρισμό. Ενεργητικά παιδιά μπορούν πιο εύκολα να προκαλέσουν την ενεργοποίηση ή και άλλες αντιδράσεις από τα άτομα που τα φροντίζουν και με την ενεργητική διερευνητικότητα τους αποκτούν γρηγορότερα καλή γνώση του περιβάλλοντος.

Page 30: Προσαρμογή[1]

Αν υποθέσουμε πως με όλα όσα προαναφέρθηκαν δόθηκαν ορισμένοι βοηθητικοί άξονες για το πώς αντιμετωπίζουμε κάθε παιδί στην περίοδο ένταξής του, χρειάζεται τώρα να σταθούμε λίγο στην αντιμετώπιση των συγκεκριμένων, συνηθέστερων, συμπεριφορών αντίδρασης προσαρμογής. Στα μικρότερα παιδιά, οι συνηθέστερες μορφές με τις οποίες εκδηλώνεται η αντίδρασή τους στα προαναφερθέντα άγχη είναι (όπως ανέφεραν και οι παιδαγωγοί στις εισηγήσεις τους και στη συζήτησή μας): κλάμα, άρνηση τροφής, εμετοί, επιθετική συμπεριφορά προς άλλους κυρίως εκφραζόμενη με δάγκωμα ή τράβηγμα μαλλιών, αυτοεπιθετική συμπεριφορά (χτύπημα κάτω), γκρίνια και συνεχής αναζήτηση της μητέρας, άρνηση ομιλίας, απομόνωση, παθητικότητα γενικά στη συμπεριφορά.

Από τη θεωρία της μάθησης και τη θεραπεία συμπεριφοράς γνωρίζουμε ορισμένες αρχές και τεχνικές πολύ χρήσιμες στο χειρισμό των αντιδράσεων αυτών: τη σταδιακή προσέγγιση ενός αγχογόνου αντικειμένου ή προσώπου και τη σταδιακή διαμόρφωση μιας επιθυμητής συμπεριφοράς. Αν για παράδειγμα θέλουμε να εντάξουμε ένα παιδί σε κάποιο παιχνίδι ή κάποια δραστηριότητα η οποία του προκαλεί αρχικά άγχος, ο καλύτερος ίσως τρόπος προσέγγισης είναι να παρατηρήσει πρώτα το παιδί παθητικά το παιχνίδι, μετά να το παίξει με μία μεγαλύτερη ομάδα παιδιών. Γνωρίζουμε επίσης ότι μία συμπεριφορά που ενισχύεται (που αμείβεται δηλαδή με κάποιον τρόπο, ενδιαφέρον, προσοχή, λόγια ή και απλώς με μία ματιά ή ένα χαμόγελο) τείνει να αυξηθεί, αντίθετα μια συμπεριφορά που δεν ενισχύεται τείνει να εξαληφθεί. Η εφαρμογή αυτής της αρχής στον Παιδικό Σταθμό αποκτά ιδιαίτερη σημασία για ορισμένες αντιδράσεις, όπως για παράδειγμα την επιθετική συμπεριφορά.

Συχνά η παιδαγωγός είναι αδύνατο να μην επέμβει τη στιγμή της επιθετικής συμπεριφοράς (αν το άλλο παιδί κινδυνεύει ή δεν μπορεί να αντιδράσει), ενώ όταν το παιδί δεν είναι επιθετικό, δεν του δίνει σημασία, γιατί την έχει ήδη απασχολήσει αρκετά με την επιθετική του συμπεριφορά: αυτή η αντιμετώπιση οδηγεί, όπως γνωρίζουμε σε αύξηση της επιθετικής συμπεριφοράς. Αντίθετα, αν η παιδαγωγός, όταν χρειάζεται να επέμβει, σταματάει απλώς την επιθετική συμπεριφορά πιάνοντας ας πούμε το χέρι του παιδιού με ουδέτερη έκφραση στο πρόσωπο, χωρίς σχόλια πέρα από το να πει ότι αυτό δεν αρέσει στο άλλο παιδί, ενώ όταν το παιδί δεν είναι επιθετικό και ασχολείται με κάτι, το ενισχύει χαμογελώντας και λέγοντας π.χ. «τι ωραίο πύργο έφτιαξες» χωρίς σχόλια για το ότι δεν είναι επιθετικό όπως στο: «τώρα σ' αγαπάω που είσαι καλό παιδί και δεν χτυπάς τα άλλα παιδάκια», η μη επιθετική συμπεριφορά θα αρχίσει να μειώνεται. Αντίστοιχα, αν προσέχουμε το παιδί μόνο όταν κλαίει, ενώ όταν σταματάει το ξεχνάμε τελείως –ευτυχισμένες γιατί δε κλαίει πια- οι πιθανότητες να αυξηθεί το κλάμα είναι μεγαλύτερες.

Η αντιμετώπιση κάποιας συγκεκριμένης αντίδρασης ενός συγκεκριμένο παιδιού χρειάζεται φυσικά ειδική ανάλυση και μεθόδευση. Γι' αυτή θα βρείτε πολύτιμη βοήθεια στις πληροφορίες για το παιδί και τη συστηματική παρατήρηση της συμπεριφοράς του. Καμιά γενική «συνταγή» δεν μπορεί να σας βοηθήσει στο τί θα κάνετε συγκεκριμένα με τον Χρήστο που κλαίει ή τη

Page 31: Προσαρμογή[1]

Μαρία που κάνει εμετό. Κάθε παιδαγωγός, στηριγμένη στις δικές της γνώσεις, εμπειρίες και ευαισθησία καθώς και σε όσα προσπάθησα να σας μεταδώσω προηγουμένως, μπορεί να βρει τους δικούς της τρόπους αντιμετώπισης των συγκεκριμένων αντιδράσεων προσαρμογής. Στις αντιδράσεις που θα αναφερθώ στη συνέχεια επιχειρώ να τονίσω επιγραμματικά εκείνες τις στάσεις και τις συμπεριφορές της παιδαγωγού, που μπορούν να επιτείνουν ή να μειώσουν την ένταση, το άγχος, που έκφρασή τους αποτελούν οι διάφορες μορφές αντίδρασης.

Απομόνωση - παθητική συμπεριφορά: δεν αναφερόμαστε στην ίδια την αντίδραση, δεν κάνουμε ερωτήσεις (π.χ. «γιατί δεν παίζεις χρυσό μου;»), παρακινήσεις από μακριά («έλα και εσύ να παίξεις μαζί μας»), συγκρίσεις («κοίτα τι ωραία παίζουν τα άλλα παιδάκια»), δεν φανερώνουν το άγχος μας («έλα βρε παιδί μου και εσύ») και δεν ξεχνάμε την ύπαρξη του απομονωμένου παιδιού αγνοώντας το.

Κλάμα: δεν αναφερόμαστε στη ίδια την αντίδραση, δεν κάνουμε ερωτήσεις ή εκκλήσεις («μην κλαίς, πουλάκι μου» ή «γιατί κλαίς:») δεν προσπαθούμε να το καθησυχάσουμε με επιβεβαιώσεις που δεν σημαίνουν τίποτα για το παιδί («μην κλαίς, θα δεις τι ωραία που θα περάσουμε») ή με ψεύτικους καθησυχασμούς («νάτη η μαμά, τώρα έρχεται»), με δηλώσεις αγάπης («εγώ που σ' αγαπάω»), με απειλές («θα στεναχωρηθεί η μαμά σου», «θα πονέσει ο λαιμός σου»), δεν χρησιμοποιούμε επικρίσεις («δεν τα αγαπάω τα παιδάκια που κλαίνε», «δεν είσαι εντάξει άμα κλαίς») ή συγκρίσεις («κοίτα το Γιώργο που δεν κλαίει»). Δεν προσπαθούμε κατ' αρχήν να σταματήσουμε το κλάμα γιατί αυτό αποτελεί την έκφραση του συναισθήματός του εκείνη την στιγμή, αλλά επιδιώκουμε να βρούμε κάτι που θα ευχαριστήσει το παιδί με αποτέλεσμα να μην έχει τόσο έντονη την ανάγκη να κλάψει. Δείχνουμε με τη στάση μας ότι καταλαβαίνουμε γιατί κλαίει - αυτό και απέναντι στα άλλα παιδιά αν μας ρωτήσουν γιατί κλαίει - χωρίς να δούμε ψεύτικες υποσχέσεις. Επειδή η γκρίνια είναι βέβαια για μας ιδιαίτερα ενοχλητική προσπαθούμε να μην αναφερόμαστε σε δικά μας συναισθήματα («ουφ, το κεφάλι μου πόνεσε με αυτή την γκρίνια σου»), γιατί δημιουργούν ενοχές.

Επιθετική συμπεριφορά προς τα άλλα παιδάκια ή την παιδαγωγό: παρεμβαίνουμε με ουδέτερη έκφραση προσώπου και ουδέτερο τόνο φωνής, χωρίς αναφορές στην ίδια την αντίδραση, για να σταματήσουμε την πρόκληση πόνου στο άλλο παιδί σταματώντας ήπια π.χ. την κίνηση του χεριού ή αποτραβώντας το πρόσωπό του αν δαγκώνει λέγοντας «δεν του αρέσει, πονάει». Αφού σταματήσει, προσπαθούμε να του δώσουμε κάποια ευκαιρία να αναπτύξει μία επιθυμητή συμπεριφορά. Ειδικά τις πρώτες μέρες είναι βασικό να μάθει το παιδί τα όρια που μπαίνουν στην ομαδική ζωή, με αυτόν τον τρόπο και ποτέ με τιμωρία, απειλή κ.τ.λ.

Άρνηση ομιλίας: αποτελεί σημαντικότατη ένδειξη για το ότι το παιδί δεν αισθάνεται ασφαλές ακόμα στο νέο περιβάλλον. Μπορεί να είναι απόλυτη ή μερική, πολύ συχνά πάντως το παιδί χρησιμοποιεί το λόγο πολύ λιγότερο από ότι στο σπίτι (και εδώ είναι χρήσιμες οι πληροφορίες από πριν). Δεν το

Page 32: Προσαρμογή[1]

καταιγίζουμε με ερωτήσεις προκειμένου να μιλήσει, αξιολογούμε ακόμα και τα νεύματα ή τις κινήσεις του κεφαλιού σαν απαντήσεις αρχικά, δεν το προκαλούμε βεβαία λέγοντας «εσύ γλώσσα δεν έχεις;». Με βιβλία, παιχνίδια ή οτιδήποτε άλλο ενδιαφέρον, προσπαθούμε να το κινητοποιήσουμε κάνοντας σποραδικές ερωτήσεις που απαιτούν μονολεκτικές απαντήσεις στην αρχή.

Άρνηση τροφής: αρκεί νομίζω να πούμε ότι δεν εξαναγκάζουμε με κανένα τρόπο το παιδί να φάει. Πιέσεις, επικρίσεις, συγκρίσεις, κ.τ.λ., είναι φυσικά ιδιαίτερα βλαβερές (εξηγούμε παράλληλα στους γονείς τη στάση μας, προτρέποντας τους σε μία αντίστοιχη στάση).

Εμετοί: περιποιούμαστε το παιδί και το χώρο παραμένοντας ουδέτερες. Αν το παιδί μας «απειλήσει» με το «θα κάνω εμετό» μπορούμε να του πούμε με ουδέτερη φωνή π.χ. «άμα σου ‘ρθει πολύ, κάνε στη λεκάνη», αλλά άμεσα βοηθάμε περισσότερο αν φροντίσουμε να του βρούμε κάποια άλλη διέξοδο με παιχνίδι ή συμμετοχή σε κάποια κοινή δραστηριότητα.

Για άλλες πιθανές αντιδράσεις (π.χ. παλινδρόμηση στον έλεγχο σφιγκτήρων, στην κοινωνικότητα, σε προγενέστερη συμπεριφορά γενικά) χρειάζεται να προσέξουμε πολύ το χειρισμό τους με τον τρόπο που έχουμε συνολικά παρουσιάσει προηγουμένως.

Η προσαρμογή στο Παιδικό Σταθμό είναι κάτι που δεν μετριέται με απόλυτα κριτήρια και στις ιδιαιτερότητες της μπορεί να είναι διαφορετική για τα διάφορα παιδιά.

Μπορούμε να θεωρούμε πως το παιδί προσαρμόστηκε στον Παιδικό Σταθμό όταν:- έρχεται με ευκολία χωρίς τη μητέρα του- γνωρίζει τις συνήθεις λειτουργίες του Παιδικού Σταθμού- γνωρίζει τους κανόνες της ομάδας- γνωρίζει το πρόγραμμα της κάθε ημέρας στα επαναλαμβανόμενα σημεία- ξέρει που βρίσκεται το υλικό- ξέρει που βρίσκονται οι άνθρωποι- ξέρει τι περιμένουν οι άλλοι από το ίδιο- ξέρει τι μπορεί να περιμένει το ίδιο από τους άλλους.

Πρέπει όμως πάντα να βλέπουμε δύο επίπεδα προσαρμογής:1) ως προς τον αποχωρισμό από τη μητέρα και τη γνώση όλων όσων είπαμε παραπάνω2) ως προς το πότε το παιδί είναι πράγματι ο εαυτός του μέσα στο σχολείο, φυσικός και αυθόρμητος.

Μόνο όταν καλυφθούν οι προϋποθέσεις και στα δύο αυτά επίπεδα προσαρμογής μπορούμε να πούμε ότι το παιδί έχει προσαρμοστεί πια στον Παιδικό Σταθμό.

4β. Ένταξη και προσαρμογή

Page 33: Προσαρμογή[1]

Αντιδράσεις προσαρμογής και αντιμετώπισή

τους: για παιδιά πάνω από 2.5 χρόνων

Α.Χλιόβα, ψυχολόγος

Τομέας Ψυχολογίας, Φιλοσοφική Σχολή Α.Π.Θ

    Το πρόβλημα της ένταξης ενός παιδιού σε έναν Παιδικό Σταθμό τέθηκε ως ένα πρόβλημα αποχωρισμού από το ή τα πρόσωπα αναφοράς του. Μας έγινε σαφές πόσο σημαντική είναι για τη συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού η επεξεργασία του προβλήματος αυτού και η προσαρμογή του στον Παιδικό Σταθμό. Ποιος όμως είναι ο στόχος της προσαρμογής; Να μάθει το παιδί, και μάλιστα όσο πιο γρήγορα γίνεται, να παραδίνεται στις απαιτήσεις ενός νέου περιβάλλοντος, να μάθει δηλαδή, όπως λέγεται, ν’ αντέχει στις δυσκολίες της ζωής ή να αποκτήσει την εμπειρία ότι μπορεί να επηρεάζει το περιβάλλον για να ικανοποιεί τις ανάγκες του; Δεν υπάρχει κατά τη γνώμη μου καμία αμφιβολία ότι ο στόχος της προσαρμογής πρέπει να είναι κυρίως το δεύτερο, εάν μας ενδιαφέρει η σωστή επεξεργασία του προβλήματος του αποχωρισμού. Το παιδί πρέπει δηλαδή να έχει τη δυνατότητα να εκφράσει τα συναισθήματα που του προκαλεί η καινούργια κατάσταση και, μέσα από μια διαδικασία αλληλεπίδρασης με το νέο περιβάλλον, να ενταχθεί στην κοινωνική ομάδα και να δημιουργήσει νέους δεσμούς. Όταν λοιπόν μιλάμε για προβλήματα προσαρμογής, εννοούμε προβλήματα των παιδιών κατά κύριο λόγο(παρόλο που προβλήματα προσαρμογής μπορεί να έχουν και οι γονείς και οι παιδαγωγοί). Είναι σημαντικό, νομίζω, να το ξεκαθαρίσουμε αυτό, γιατί τα προβλήματα των παιδιών δεν ταυτίζονται πάντα με τα προβλήματα των παιδαγωγών (το κλάμα ή η επιθετική συμπεριφορά αποτελούν και πρόβλημα της παιδαγωγού η απομόνωση όμως δεν αποτελεί απαραίτητα και πρόβλημα της παιδαγωγού). Η συμμετοχή της παιδαγωγού στην επεξεργασία του προβλήματος του αποχωρισμού είναι καθοριστική και προσδιορίζει την ευθύνη της. Χρησιμοποιώ συνειδητά τη λέξη παιδαγωγός  και όχι νηπιαγωγός ή συνοδός, κλπ., γιατί η αναγκαιότητα της διαπαιδαγώγησης του παιδιού στον προσχολικό σταθμό σε αντιδιαστολή με την φύλαξη ή την απλή απασχόληση είναι πια ένα αδιαμφισβήτητο επιστημονικό δεδομένο. Στη διαπαιδαγώγηση αυτή συμμετέχει οποιοσδήποτε ενήλικας έρχεται σε άμεση επαφή με το παιδί στο σταθμό και όχι μόνο η νηπιαγωγός της τάξης του.

   Η αντιμετώπιση των αντιδράσεων προσαρμογής προϋποθέτει δύο πράγματα: το ένα αφορά τον Παιδικό Σταθμό συνολικά και είναι η προετοιμασία του γονιού και του παιδιού απ’ το γονιό. Το άλλο αφορά την ή τις παιδαγωγούς και είναι η αναγκαιότητα αυτοπαρατήρησης και παρατήρησης του παιδιού. Δε  μπορεί να αντιμετωπίσει το κλάμα ενός  παιδιού αν δεν παρατηρήσει η παιδαγωγός κάτω από ποιες συγκεκριμένες συνθήκες κλαίει το παιδί ή κλαίει λιγότερο ή περισσότερο. Οι συνθήκες αφορούν  τα άλλα παιδιά, τα παιχνίδια, τις δραστηριότητες και φυσικά τη δικιά

Page 34: Προσαρμογή[1]

της συμπεριφορά. Σχετικά με την προετοιμασία θα θελα κι εγώ να τονίσω ότι το παιδί πρέπει να έχει μια πρώτη εικόνα του Παιδικού Σταθμού, να έχει δει τουλάχιστον το σχολικό λεωφορείο και τη συνοδό και να έχει ακούσει από τους γονείς του 2-3 σταθερά επαναλαμβανόμενες φρασούλες τι θα κάνει σ’ αυτόν τον Παιδικό Σταθμό, πότε θα πηγαίνει και πως. Αυτή είναι η μίνιμουμ προετοιμασία του παιδιού. Ο Παιδικός Σταθμός και φυσικά οπωσδήποτε η παιδαγωγός θα πρέπει να έχει στοιχεία από το ατομικό δελτίο του παιδιού πριν από την ένταξη του, να γνωρίζει δηλαδή, τουλάχιστον το όνομά του, τις ιδιαιτερότητες. Οι γονείς θα πρέπει επίσης να έχουν ενημερωθεί τουλάχιστον για την αναμενόμενη φυσιολογική αντίδραση του παιδιού και για το πλαίσιο συνεργασίας με τον Παιδικό Σταθμό, στην αντιμετώπιση της αντίδρασης(π.χ. να το φέρει ο γονιός, να παραμείνει ένα διάστημα μέσα στην αίθουσα, τελετουργίες αποχωρισμού κλπ).

    Ας δούμε τώρα πώς πρέπει να γίνει η ένταξη του παιδιού. Το πρώτο μέρος αφορά τη σταδιακή ένταξη των παιδιών. Η ανάγκη του παιδιού να έχει η παιδαγωγός χρόνο να ασχοληθεί αποκλειστικά μαζί του κάποιες ώρες τις πρώτες μέρες, η ανάγκη του να βρει ένα σχετικά ήρεμο περιβάλλον και τα αντικειμενικά όρια που μπαίνουν σε κάθε παιδαγωγό να κάνει σωστά τη δουλειά της, αν π.χ. 5 παιδιά κλαίνε συγχρόνως, οδηγούν στην αναγκαιότητα να προγραμματίσει ο Παιδικός Σταθμός τη σταδιακή ένταξη των παιδιών. Η σταδιακή ένταξη μπορεί να αφορά όχι μόνο τον αριθμό των καινούργιων παιδιών που έρχονται κάθε μέρα(και που δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα 2, καλύτερα μάλιστα με κάποια διαφορά ώρας στην προσέλευση) αλλά και το χρόνο παραμονής των παιδιών στον Παιδικό Σταθμό και το χρόνο παραμονής του γονιού μέσα στον Σταθμό. Δεν υπάρχουν κάποιοι απόλυτοι αριθμοί γι’ αυτά, εξαρτώνται από το παιδί,την ηλικία του,τη δυνατότητα των γονιών να συμμετάσχουν σ’ αυτή την σταδιακή ένταξη και τη σχέση γονιού-παιδιού. Στην ηλικία των 2;6 – 5;0 ετών ο προσανατολισμός των παιδιών είναι κυρίως κοινωνικός,δηλαδή προς τα άλλα παιδιά, και πολύ λιγότερο προς την παιδαγωγό,τηρουμένων φυσικά των αναλογιών για κάθε ηλικία (στα μικρότερα π.χ. οι σχέσεις με τα άλλα παιδιά είναι κάτι που πρέπει να καλλιεργηθεί πρώτα).Είναι λοιπόν εύκολο σ’ αυτή την ηλικία με τους κατάλληλους χειρισμούς να μεταβιβαστεί η σχέση από την παιδαγωγό μέσω ενός αντικειμένου ή παιχνιδιού σε άλλα παιδιά. Η αρχική αναφορά του παιδιού όμως στρέφεται στην παιδαγωγό και οι χειρισμοί της θα προσδιορίσουν το αν και τι είδους σχέσεις θα αναπτύξει το παιδί με τα άλλα παιδιά. Γι’ αυτό είναι σημαντικό από την πρώτη στιγμή της υποδοχής του να νοιώσει το παιδί ότι υπάρχει μια φιλική,καλοπροαίρετη στάση απέναντί του χωρίς συναισθηματικές υπερβολές που μιμούνται υποκριτικά τη μητέρα και καταιγισμούς λεκτικούς, χωρίς πιεστικές απόπειρες σωματικής επαφής (πέρα από το να το πιάσει κανείς από το χέρι, αν το δέχεται). Πρέπει να νοιώσει ότι υπάρχει κάποιος στον οποίο μπορεί ν’ απευθυνθεί για να καλύψει κάποια ανάγκη του ή επιθυμία του. Ο στόχος είναι να αισθανθεί το παιδί ότι είναι αποδεκτό και ότι δεν κρίνεται. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό να το λάβει η παιδαγωγός υπόψη της όχι μόνο στον τρόπο που απευθύνεται στο παιδί (έμμεσες ή άμμεσες επικρίσεις, μαλώματα ή συγκρίσεις του τύπου «εσύ είσαι καλό παιδί γιατί κλαίς» ή «μη γίνεσαι κακό παιδί και δαγκώνεις» ή «δε βλέπεις η Μαρία που είναι πιο μικρή από σένα και δεν κλαίει» είναι ιδιαίτερα επικίνδυνες) αλλά και στην επιλογή του υλικού και των παιχνιδιών που θα έχει κάνει η παιδαγωγός από πριν για τις

Page 35: Προσαρμογή[1]

πρώτες μέρες. Κατάλληλα παιχνίδια και υλικό είναι αυτά που προκαλούν το ενδιαφέρον του παιδιού χωρίς να απαιτούν κάποιου είδους επίδοση ή ανταγωνισμό που θα δημιουργήσουν άγχος στο παιδί και θα το αποτρέψουν από το να συμμετάσχει. Πλαστελίνη, μαρκαδόροι, μεγάλα χαρτιά, κηρομπογιές, είναι υλικό που κινητοποιεί τα παιδιά για κάποια δραστηριότητα χωρίς να τους δημιουργεί άγχος. Είναι νομίζω αυτονόητο ότι τα παιχνίδια, επιλεγμένα για την ηλικία των παιδιών,πρέπει να βρίσκονται σε ορατό σημείο που να φτάνει το παιδί (παιχνίδια κλεισμένα σε ντουλάπια αποκλείουν την ενεργοποίηση του παιδιού). Πέρα από την οργάνωση του χώρου (που θα εξασφαλίζει όσο περισσότερο χώρο γίνεται για να κινηθούν τα παιδιά) και την υλική υποδομή, η προετοιμασία απ’ τη μεριά της παιδαγωγού εκείνων των δραστηριοτήτων, που από την πείρα της και τις γνώσεις της για την εξέλιξη του παιδιού είναι ιδιαίτερα γοητευτικές για τη συγκεκριμένη ηλικία, θα την βοηθήσουν να επεξεργαστεί το προσωπικό της άγχος και την πιθανή δυσφορία για τις πρώτες δύσκολες μέρες.

Στοιχεία οικειότητας(το να το υποδεχτούμε με το όνομά του στο σχολικό και στην τάξη,να το συστήσουμε στα άλλα παιδιά με κάποιο μη αγχογόνο σχόλιο που θα δίνει όμως και την έννοια της διάρκειας, π.χ. «από σήμερα ο Κωστάκης θα είναι στην παρέα μας»,η αναφορά στα άλλα παιδιά με το όνομά τους όταν του δείχνουμε ένα παιχνίδι που παίζουν τα άλλα παιδιά, η ξενάγηση στο χώρο («να το δωμάτιο που θα παίζουμε ή που θα τρώμε»), κάποιες ερωτήσεις για τις προτιμήσεις του όταν του δείχνουμε τα παιχνίδια,βοηθούν το παιδί να προσανατολιστεί στο χώρο και στο χρόνο και του δίνουν την προοπτική της ένταξής του σ’ένα περιβάλλον στο οποίο θα ανήκει και το οποίο θα λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες και τις επιθυμίες του. Οι κανόνες συμπεριφοράς,απαραίτητοι σε κάθε ομαδική ζωή, πρέπει να δίνονται στο παιδί ουδέτερα και πάντα με αιτιολόγηση,στο πλαίσιο της διαφωνίας με την πράξη του και όχι της απόρριψης του παιδιού(π.χ. «τα παιχνίδια είναι για όλα τα παιδιά,όταν τελειώσει ο Κωστάκης θα στο δώσει,να ένα άλλο παιχνίδι να παίξεις μέχρι τότε» αν το παιδί αρπάξει ένα παιχνίδι που παίζει ένα άλλο παιδί,και όχι «τα καλά παιδιά δεν αρπάζουν παιχνίδια»).Μια προσεχτική παρατήρηση του παιδιού την ώρα της ξενάγησης θα μας δώσει πολύτιμες ενδείξεις για το πώς θα πρέπει να προχωρήσουμε στη συνέχεια.Αν δούμε ότι το παιδί κοιτάζει περισσότερο κάποια παιχνίδια που παίζουν,ο στόχος μας θα μπορούσε να είναι να το εντάξουμε γρήγορα στο παιχνίδι με κάποια προτροπή και ποτέ με πίεση.Αν το παιδί έρχεται συνέχεια από πίσω μας,προσπαθούμε να παίξουμε κάτι μαζί του,στην καλύτερη περίπτωση και με ένα άλλο παιδί, ώστε να αποκτήσει κάποια πρώτη επαφή με ένα παιδί και να συνεχίσει να παίζει μαζί του. Σε καμμιά περίπτωση δε θα πρέπει να προσπαθούμε να το κινητοποιήσουμε με άγχος και αγανάκτηση στη φωνή (π.χ. «άντε βρε παιδί μου,παίξε και συ κάτι επιτέλους»). Υπάρχουν ακόμα οι καθημερινές λειτουργίες του φαγητού και της τουαλέτας, στις οποίες θα ήθελα ν’ αναφερθώ σύντομα. Τη σημασία τους μπορούμε εύκολα να την καταλάβουμε, αν αναλογιστούμε πόσο συχνά τα παιδιά εκφράζουν τα συναισθήματά τους στο Σταθμό με άρνηση φαγητού ή και με παλινδρομήσεις, όπως ενούρηση, εγκόπριση. Και τώρα το φαγητό. Η ώρα του φαγητού αποτελεί για τα παιδιά της ηλικίας 2,6 – 5,0 μια καταπληκτική ευκαιρία για κοινωνική συναλλαγή, που θα πρέπει να την εκμεταλλευτούμε και να την προγραμματίσουμε συγκεκριμένα, και όχι απλά

Page 36: Προσαρμογή[1]

μια αναγκαία προσφορά του Παιδικού Σταθμού με μοναδικό στόχο να φάει το παιδί όλο του το φαγητό, για να ικανοποιηθούν οι γονείς. Ο,τι ανέφερα και για τις άλλες δραστηριότητες ισχύει και για το φαγητό. Συγκρίσεις, επικρίσεις, μαλώματα, πιέσεις, απειλές βοηθάνε την άρνηση του φαγητού και μόνο (π.χ. «ποιος θα φάει πρώτος», «τι καλό παιδάκι που είναι η Μαρία που τρώει όλο της το φαγητό», «θ’ αρρωστήσεις, αν δεν φας ή θα στενοχωρηθεί η μαμά όταν της το πω» ). Αντίθετα η δημιουργία κάποιας χαρούμενης ζωηρής ατμόσφαιρας την ώρα του φαγητού με κάποιες σταθερές τελετουργίες ( αν π.χ. κάθονται όλα τα παιδιά και χτυπάνε τα χέρια τους στο τραπέζι τραγουδώντας συνθηματικά «πεινάμε – πεινάμε, θέλουμε να φάμε» ) η προτροπή και ενίσχυση ανταλλαγής φαγητού ανάμεσα στα παιδιά, το να βοηθάνε κάποια παιδιά εναλλάξ στο σερβίρισμα του φαγητού, αν θέλουν, αξιοποιούν την κάλυψη αυτής της ανάγκης για να αποκτήσουν τα παιδιά καλύτερη σχέση μεταξύ τους και προς το φαγητό. Κάποια ελαστικότητα, ειδικά τις πρώτες μέρες, στους κανόνες της τουαλέτας, είναι σημαντική όχι μόνο για τα μικρότερα παιδιά 2,6 – 3,6 ετών που πιθανώς να μην έχουν ακόμα αποκτήσει πλήρη έλεγχο σφιγκτήρων αλλά και για τα μεγαλύτερα. Η αναγκαστική καθυπόταξη στα ωράρια του Σταθμού, η ενασχόληση ατόμων εκτός των παιδαγωγών με αυτό το θέμα, η δημιουργία δυσφορίας, άγχους στην παιδαγωγό αν κάποιο παιδί τα κάνει επάνω του, δε βοηθάνε καθόλου. Εδώ όπως και σε όλα τα άλλα θέματα πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα να μην αναφέρουμε τίποτα στη μητέρα ή σε άλλη παιδαγωγό μπροστά στα παιδιά. Ακόμα και τα παιδιά που δεν έχουν ιδιαίτερα αναπτυγμένη ομιλία, κατανοούν τι λέμε.

Υπάρχουν 2 βασικά πράγματα που θα ήθελα να τονίσω, γιατί αν και είναι αυτονόητα, συχνά έχουμε την τάση να τα ξεχνάμε, τάση που υπαγορεύεται και από τις αντικειμενικές συνθήκες.

1. Η ένταξη ενός παιδιού στον Παιδικό Σταθμό απαιτεί μια ειδικά μελετημένη προσπάθεια απ’ τη μεριά της παιδαγωγού, αν έχουμε στο νου μας ότι στόχος της προσαρμογής δεν είναι να σταματήσει απλώς κάποια στιγμή το παιδί να κλαίει και να ζητάει τη μητέρα του.

2. Συχνά αφήνουμε την προσοχή μας να κινηθεί προς τις αντιδράσεις φανερής έντασης (κλάματα, επιθετικότητα, γκρίνια) και αγνοούμε τις αντιδράσεις εσωτερικής έντασης όπως είναι η απομόνωση, η παθητικότητα, η απραξία, η σιωπή. Πρέπει να μάθουμε να ν’ ανησυχούμε από τέτοιες αντιδράσεις. Μπορεί ειδικά την πρώτη μέρα ένα πρωτοεντασσόμενο παιδί να έχει ανάγκη από παθητική παρατήρηση για να εξοικειωθεί, δε σημαίνει ότι, αν δούμε ένα παιδί απλώς να κοιτάζει, εμείς θα πρέπει να το πιέζουμε φορτικά να συμμετάσχει σε κάτι. Αλλά θα πρέπει να μην το ξεχάσουμε. Θα πρέπει να το έχουμε στο νου μας για να αξιοποιήσουμε και την παραμικρή υπόνοια πρόθεσής του να συμμετάσχει σε κάτι.

Αφού είδαμε τι βοηθάει και τι δε βοηθάει γενικά στην ένταξη των παιδιών σ’ έναν Παιδικό Σταθμό, ας προχωρήσουμε στην αντιμετώπιση ειδικών αντιδράσεων προσαρμογής σύμφωνα με τα νεώτερα επιστημονικά δεδομένα.

Το κλάμα είναι μια συνηθισμένη αντίδραση στον αποχωρισμό, κυρίως στα μικρότερα παιδιά 2,6 – 3,0 ετών και γιατί βρίσκονται ακόμα στη μεταβατική φάση ξεπεράσματος της προσκόλλησης και γιατί δεν έχουν ακόμα τις

Page 37: Προσαρμογή[1]

κοινωνικές αναστολές των μεγαλύτερων παιδιών. Υπάρχουν μια σειρά από αντιδράσεις των παιδαγωγών σε αυτή και σε άλλες αντιδράσεις προσαρμογής των παιδιών, που τους έρχονται αυθόρμητα, είτε γιατί αποτελούσαν κάποτε παιδαγωγικό πιστεύω είτε και γιατί τις έζησαν όπως όλοι μας στην παιδική τους ηλικία και τις οικειοποιήθηκαν. Σήμερα ξέρουμε ότι οι αντιδράσεις αυτές όχι μόνο δε βοηθάνε να ξεπεραστεί το πρόβλημα αλλά και το εντείνουν. Μία απ’ αυτές είναι η συμβουλή στη μητέρα να φύγει γρήγορα για να την ξεχάσει το παιδί. Σήμερα, ξέρουμε ότι η ξαφνική εξαφάνιση της μητέρας αποτελεί τραυματική εμπειρία για το παιδί για δύο λόγους. Ο ένας είναι ότι δε δίνεται έτσι η δυνατότητα να αναπτυχθούν κάποιες τελετουργίες αποχωρισμού, οι οποίες δίνουν στο παιδί την έννοια της συνέχειας και υποβοηθούν τη νοητική αναπαράσταση του αγαπημένου προσώπου όταν λείπει. Ο άλλος λόγος είναι ότι με την ξαφνική αποχώρηση της μητέρας το παιδί έχει να επεξεργαστεί και τα τρία βασικά άγχη, που του δημιουργούνται από τον αποχωρισμό, τον ξένο άνθρωπο και το ξένο χώρο. Τα τρία αυτά άγχη συγκαθορίζονται και επομένως μειώνοντας το ένα, μειώνονται σε κάποιο βαθμό και τα άλλα. Αν λοιπόν η μητέρα κάποιο χρόνο (θα έπρεπε να το προτείνει ο Παιδικός Σταθμός στη μητέρα) μαζί με τον ξένο άνθρωπο, δηλαδή την παιδαγωγό, στον ξένο χώρο, η μείωση του άγχους για τον αποχωρισμό μειώνει και τα άλλα δύο άγχη. Μια άλλη καθιερωμένη από παλιά λανθασμένη αντιμετώπιση του κλάματος είναι να μην αναφερόμαστε στην μητέρα αλλά να προσπαθούμε να αποσπάσουμε την προσοχή του παιδιού σε κάτι άλλο. Οι νεώτερες έρευνες όμως έχουν δείξει ότι τα παιδιά βοηθούνται από την ενίσχυση της ανάμνησης της μητέρας, λέγοντας τους δηλαδή «η μαμά σου θαρθεί» χωρίς βέβαια να χρησιμοποιούμαι ανακρίβειες ή αναλήθειες του τύπου «η μαμά σου θαρθεί σε λίγο ή την βλέπω από μακριά που έρχεται» στην προσπάθειά μας να μειώσουμε άμεσα τον πόνο του παιδιού, ενώ το μόνο που καταφέρνουμε είναι να δυσκολεύουμε τη δημιουργία σχέσης εμπιστοσύνης προς το άτομό μας και να εντείνουμε το κλάμα μόλις το παιδί διαπιστώσει την αναλήθεια.Η έννοια της συνέχειας με τη ζωή στο οικείο περιβάλλον μπορεί επίσης να υποβοηθηθεί αν το παιδί έχει μαζί του κάποιο αγαπημένο αντικείμενο από το σπίτι (παιχνίδι ή κάτι άλλο) και αντίστροφα, αν το παιδί πάρει στο σπίτι κάποιο αντικείμενο από τον Παιδικό Σταθμό.Οι αναφορές στην αντίδραση του παιδιού όποια και αν είναι (είτε κλάμα είτε απομόνωση είτε επιθετικότητα είτε ψέματα, κ.τ.λ.) όχι μόνο δε βοηθάνε, αλλά δημιουργούν στο παιδί το αίσθημα της αμηχανίας στην καλύτερη περίπτωση (ανάλογα με το είδος της αναφοράς) ή και το αίσθημα ότι δε γίνεται αποδεκτό, εκφράζοντας τα συναισθήματά του, ενοχές (όταν οι αναφορές περιέχουν επικρίσεις, μαλώματα ή και απλώς ερωτήσεις για την εξακρίβωση της αλήθειας (π.χ. σε ψέματα) και δυσκολεύουν την επεξεργασία και το ξεπέρασμα του άγχους. Το ίδιο ισχύει και για τις αναφορές στην απουσία της αντίδρασης (π.χ. «τι όμορφο που είσαι τώρα που δεν κλαίς»).Ακούμε συχνά ότι το παιδί χρειάζεται αγάπη και στοργή. Τα συναισθήματα αυτά οικοδομούνται στον άνθρωπο σιγά-σιγά μέσα από μια διαδικασία αλληλεπίδρασης με κάποιον άλλον άνθρωπο η οποία οδηγεί σε έναν συναισθηματικό δεσμό. Αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά οι παιδαγωγοί, το νοιώθουν και τα παιδιά. Δεν είναι λοιπόν δυνατό να νοιώσει η παιδαγωγός αγάπη και στοργή για το παιδί που έρχεται κάποια μέρα στο Σταθμό. Στην προσπάθειά της όμως να δείξει αγάπη και στοργή στο παιδί, χρησιμοποιεί διάφορες εκφράσεις δηλωτικές της αγάπης (π.χ. εμείς όλοι εδώ σε αγαπάμε,

Page 38: Προσαρμογή[1]

γιατί κλαίς) ή και προσπαθεί να το αγκαλιάσει, να το φιλήσει, χρησιμοποιεί δηλαδή συμπεριφορές δηλωτικές της στοργής, συνήθως σωματική επαφή. Οι εκφράσεις και οι συμπεριφορές αυτές δε φαίνονται στο παιδί ειλικρινείς, δεν τις δέχεται από έναν ξένο άνθρωπο ή και του δημιουργούν ενοχές, γιατί όχι μόνο το ίδιο δεν αισθάνεται κάτι τέτοιο αλλά πολύ περισσότερο φοβάται και έχει άγχος για τον ξένο άνθρωπο.Από τη θεωρία της μάθησης γνωρίζουμε ότι μια συμπεριφορά που ενισχύεται (που αμείβεται δηλαδή με κάποιο τρόπο, με ενδιαφέρον, προσοχή, λεκτικά ή και απλώς με μια ματιά ή ένα χαμόγελο) τείνει να αυξηθεί, αντίθετα μια συμπεριφορά που δεν ενισχύεται συστηματικά τείνει να εξαλειφθεί. Η γνώση και η εφαρμογή της αρχής αυτής στον Παιδικό Σταθμό είναι πολύ χρήσιμη στο χειρισμό των αντιδράσεων, για τις οποίες μιλάμε. Γιατί πολύ συχνά-χωρίς να το καταλαβαίνουμε- ενισχύουμε κι έτσι σιγά-σιγά αυξάνουμε εκείνες ακριβώς τις συμπεριφορές των παιδιών που θα θέλαμε να μειώσουμε. Ας πάρουμε για παράδειγμα την επιθετική συμπεριφορά. Τι γίνεται συνήθως: Όταν ένα παιδί παρουσιάζει επιθετική συμπεριφορά, η παιδαγωγός του δίνει προσοχή (ακόμα και το μάλωμα μπορεί να είναι ένα είδος ενίσχυσης), γιατί συχνά είναι αδύνατον η παιδαγωγός να μην επέμβει (όταν το παιδί που το χτυπάνε κινδυνεύει ή δε μπορεί να αντιδράσει). Αντίθετα, όταν το παιδί δε δείχνει επιθετική συμπεριφορά, δεν του δίνει σημασία, γιατί ήδη την έχει απασχολήσει αρκετά, όταν ήταν επιθετικό. Η αντιμετώπιση αυτή είναι φανερό ότι οδηγεί σε αύξηση της επιθετικής συμπεριφοράς. Αν όμως η παιδαγωγός, όταν χρειάζεται να επέμβει, σταματάει απλώς την επιθετική συμπεριφορά πιάνοντας, ας πούμε, το χέρι του παιδιού με ουδέτερη έκφραση στο πρόσωπο, χωρίς σχόλια πέρα από το να πει με ουδέτερη φωνή (χωρίς απόρριψη) ότι δεν αρέσει στο άλλο παιδί, κι απ’την άλλη μεριά όταν το παιδί δε δείχνει επιθετική συμπεριφορά και ασχολείται με κάτι ή φέρεται τρυφερά σ’ένα άλλο παιδί το ενισχύει χαμογελώντας του και λέγοντας του π.χ. «τι ωραίο πύργο έφτιαξες» ή «τι ωραία που παίζετε», χωρίς σχόλια για το ότι δεν είναι επιθετικό, τότε η επιθετική συμπεριφορά θ’αρχίσει να μειώνεται και η μη επιθετική ή και τρυφερή συμπεριφορά θ’αρχίσει να αυξάνεται σιγά-σιγά. Εννοείται βέβαια, ότι η αντιμετώπιση αυτή χρειάζεται συνέπεια και συστηματικότητα κι ότι τα αποτελέσματα της δε θα φανούν από την πρώτη μέρα.Από τη θεραπεία συμπεριφοράς μπορούμε να δανειστούμε τεχνικές, που είναι πολύ βοηθητικές για την αντιμετώπιση αντιδράσεων προσαρμογής στον Παιδικό Σταθμό. Μία τεχνική αφορά την προσέγγιση ενός αγχογόνου αντικειμένου ή προσώπου: αν π.χ. θέλουμε να εντάξουμε ένα παιδί σε κάποιο παιχνίδι που του προκαλεί άγχος,(π.χ. γιατί παίζεται από μεγάλη ομάδα παιδιών) ο καλύτερος τρόπος είναι η σταδιακή προσέγγιση. Πρώτα δηλαδή θα το αφήσουμε να παρατηρήσει παθητικά το παιχνίδι, μετά θα το παίξει με την παιδαγωγό ή με ένα-δύο παιδιά και μετά θα το παίξει με μία μεγαλύτερη ομάδα παιδιών φροντίζοντας να το ενισχύσουμε θετικά σε κάθε βήμα. Το ίδιο ισχύει και για τη διαμόρφωση οποιασδήποτε επιθυμητής συμπεριφοράς. Δεν είναι αποτελεσματικό να περιμένουμε μέχρι να παρατηρήσουμε σ’ένα παιδί μια επιθυμητή συμπεριφορά στην τελική της μορφή, για να ανταμείψουμε, να ενισχύσουμε το παιδί, γιατί μπορεί να μην την παρατηρήσουμε ποτέ. Αν όμως είμαστε ανοιχτοί και έτοιμοι σε κάθε στάδιο, σε κάθε βήμα να ενισχύσουμε κάθε στοιχείο επιθυμητής συμπεριφοράς, τότε οι πιθανότητες να πετύχουμε είναι πολύ μεγάλες. Για

Page 39: Προσαρμογή[1]

παράδειγμα, αν περιμένουμε από ένα παιδί που είναι πολύ συχνά επιθετικό, πότε θα το δούμε πολλή ώρα να παίζει χωρίς να δείχνει επιθετική συμπεριφορά για να το ενισχύσουμε, είναι πολύ πιθανό να μη μας δοθεί ποτέ αυτή η ευκαιρία. Αν όμως αξιοποιούμε κάθε μη επιθετική συμπεριφορά σταδιακά, τότε γρήγορα θα έχουμε θετικά αποτελέσματα . Σίγουρα δεν είναι εύκολο, όταν έχουμε πολλά παιδιά στον Παιδικό Σταθμό, να δίνουμε το χρόνο και την προσοχή, που απαιτεί μια τέτοιου είδους αντιμετώπιση, σε κάθε παιδί χωριστά. Ωστόσο δεν είναι αδύνατο, σε κάποιο τουλάχιστο βαθμό. Κερδίζοντας άλλωστε χρόνο, που επενδύαμε δίνοντας την προσοχή μας σε μη επιθυμητές συμπεριφορές, αυτό τον χρόνο μπορούμε να τον αξιοποιήσουμε διαμορφώνοντας σταδιακά επιθυμητές συμπεριφορές.Ας πούμε τώρα συνοψίζοντας για κάθε αντίδραση τι θα ‘πρεπε να αποφεύγουμε οπωσδήποτε:

Απομόνωση, παθητική συμπεριφορά: δεν αναφερόμαστε στην ίδια την αντίδραση. Δεν κάνουμε ερωτήσεις («γιατί κάθεσαι μοναχούλι σου και δεν παίζεις;»). συγκρίσεις («δε βλέπεις τα άλλα παιδάκια τι ωραία που παίζουν;») επικρίσεις («δε σ’ αρέσουν τα παιχνίδια που παίζουμε;») και παρακινήσεις από μακριά («έλα και εσύ να παίξεις μαζί μας») και βέβαια δεν το αγνοούμε.

Κλάμα: δεν αναφερόμαστε στο ίδιο κλάμα. Δεν κάνουμε ερωτήσεις («γιατί κλαις;»), συγκρίσεις («δε βλέπεις τη Μαρία που είναι μικρότερη και δεν κλαίει;») επικρίσεις («εμάς δεν μας αρέσουν τα κλάματα», « τι άσχημη που γίνεσαι όταν κλαις», «τα αγόρια δεν κλαίνε». Δε χρησιμοποιούμε ψεύτικους καθησυχασμούς («νάτη η μαμά σου έρχεται «). Δηλώσεις αγάπης («εμείς σ’ αγαπάμε, μη κλαις,»). απειλές («θα στεναχωρεθεί η μαμά όταν της το πω», θα πονέσει ο λαιμός σου»). Δεν προσπαθούμε καταρχήν να σταματήσουμε το κλάμα γιατί αυτό αποτελεί την έκφραση του συναισθήματος του εκείνη τη στιγμή, αλλά επιδιώκουμε να βρούμε κάποιο τρόπο που θα ευχαριστήσει το παιδί με αποτέλεσμα να μην έχει τόσο έντονη την ανάγκη να κλάψει. Δείχνουμε ότι καταλαβαίνουμε το λόγο που κλαίει και τον αποδεχόμαστε («η μαμά σου θα έρθει το μεσημέρι να σε πάρει», τώρα είναι στη δουλεία») και απέναντι στα άλλα παιδιά που ρωτάνε. Προσπαθούμε να το εντάξουμε σταδιακά σε κάποιο παιχνίδι ή δραστηριότητα.

Γκρίνια – αναζήτηση μητέρας: ισχύουν όσα είπαμε και για το κλάμα, προσέχοντας ιδιαίτερα να μη δίνουμε ψεύτικες υποσχέσεις αλλά να απαντάμε στην αναζήτηση της μητέρας με σταθερό τρόπο («θάρθει το μεσημέρι»), το να της τηλεφωνήσει βοηθάει. Προσέχουμε πάρα πολύ να μην αναφερόμαστε σε δικά μας συναισθήματα είτε στο ίδιο το παιδί είτε σε άλλη παιδαγωγό («μας ζάλισες, αμάν αυτή η γκρίνια»).

Επιθετική συμπεριφορά προς τα άλλα παιδιά ή την παιδαγωγό:Παρεμβαίνουμε με ουδέτερη έκφραση προσώπου και ουδέτερο τόνο φωνής χωρίς αναφορές στην ίδια την αντίδραση οι οποίες δημιουργούν ενοχές για να σταματήσουμε την πρόκληση πόνου στο άλλο παιδί ή σ’ εμάς («δεν αρέσει στον Κωστάκη, πονάει») και προσπαθούμε αφού σταματήσει, να το εντάξουμε σε κάποια μη επιθετική δραστηριότητα και να το ενισχύσουμε. Σε καμιά περίπτωση τις πρώτες μέρες δεν τιμωρούμε, απλά θίγουμε στο παιδί τα όρια της επιθετικής συμπεριφοράς.

Page 40: Προσαρμογή[1]

Ψέματα: δεν αναφερόμαστε στην αντίδραση (δεν ασχολούμαστε με το περιεχόμενο του ψέματος), όσο και αν μας προκαλεί να αποδείξουμε ότι δεν μπορεί να μας ξεγελάσει. Απαιτείται πάρα πολλή προσοχή να μην του δημιουργήσουμε ενοχές. Η αιτία είναι ότι θέλει να τραβήξει την προσοχή μας και αυτή φροντίζουμε να του δώσουμε και μάλιστα όχι όταν απευθύνεται σε μας με κάποιο ψέμα.

Παλινδρομήσεις: (άρνηση ομιλίας, ενουρήσεις, εγκοπρίσεις), τραυματισμός: αποτελούν έκφραση της ανασφάλειας που αισθάνεται ένα παιδί στο νέο περιβάλλον και κάποιον λανθασμένων πιθανών χειρισμών από τη παιδαγωγό (και από το σπίτι). Γι’ αυτό δεν χρησιμοποιούμε και εδώ ερωτήσεις ή σχόλια που δημιουργούν περισσότερο άγχος («γιατί δεν μιλάς, κατάπιες τη γλώσσα σου:», « μίλα καθαρά και αργά». «απάνω σου τα έκανες, ολόκληρο παιδί») και παρατηρούμε ιδιαίτερα τη δικιά μας συμπεριφορά για να εντοπίζουμε πιθανά λάθη και να τα διορθώσουμε (π.χ. στην ομιλία, καταιγισμό ερωτήσεων, κ.τ.λ. από μέρους μας, μη ανταπόκριση όταν το παιδί απευθύνεται λεκτικά σε εμάς – στις ενουρήσεις, εγκοπρίσεις, πίεση σε συγκεκριμένες ώρες στις τουαλέτες, χειρισμοί στη σωματική επαφή έξω από τις συνήθειες του παιδιού).

Άρνηση τροφής: Δεν πιέζουμε ποτέ το παιδί να φάει, δεν το συγκρίνουμε με άλλα παιδιά, δεν αναφερόμαστε στο αν είναι αδύνατο, χλωμό, κ.τ.λ. (Εδώ χρειάζεται μία συνεργασία με τους γονείς).

Εμετός: Περιποιούμαστε το παιδί και το χώρο παραμένοντας ουδέτερες, χωρίς κανένα σχόλιο. Ασχολούμαστε ιδιαίτερα μαζί του σε άλλες ώρες (όχι αμέσως μόλις έκανε εμετό). Σε απειλές για εμετό απαντάμε ουδέτερα χωρίς να δείχνουμε θορυβημένες (π.χ. « άμα σου έρθει να κάνεις, κάνε στην λεκάνη»). Χρειάζεται μεγάλη προσοχή στο τι λέμε σε άλλες παιδαγωγούς ή στους γονείς μπροστά στο παιδί.

Σωματικά συμπτώματα όπως πυρετός, παράπονα για πόνους στη κοιλιά: Είναι σημαντικό να είμαστε ενημερωμένες από τους γονείς για τυχόν αδιαθεσία του παιδιού. Δεν δείχνουμε θορυβημένες. Στο πυρετό ειδοποιούμε τους γονείς. Το ίδιο και στους πόνους, στη κοιλιά αφού κάνουμε όμως μία προσπάθεια να παίξουμε με το παιδί, οπότε πιθανόν να ξεχαστεί, αν δεν πονάει πραγματικά.

Βιβλιογραφία

Page 41: Προσαρμογή[1]

1. BOWLBY. J.: Maternal Care and Mental health. World Health Organization, Geneva, 1951.

2. BROWN, G. and HARRIS, T.: Social Origins of Depression, Tavistock Publications, London, 1978.

3. CALL, J., D., M.D.: Attachment Disorders of Infancy. In KAPLAN, H.,I., M.D. and FREEDMAN, A., M., M.D. and SADOCK, B., J., M.D. (ed): Comprehensive Textbook of Psychiatry. Third Ed., Vol. III, Williams and Wilkins,. Baltimore, 1980.

4. COHEN, D. and STERN, V.: Observing and Recording The Behavior of Young Children, Teachers College, Columbia University, New York, 1978.

5. EISENBERG, L,. M.D.: Normal Child Development. In KAPLAN, H., I., M.D. and FREEDMAN, A., M., M.D. and SADOCK, B., J., M.D. (ed): Comprehensive Textbook of Psychiatry. Third Ed., Vol. I II, Williams and Wilkins, Baltimore, 1980.

6. MOZERE, L., AUGBERT, G.: Babillages… des crèches aux multiplicites d’enfants. In Recherches No 27 mai 1977. Revue du Cerf.

7. RICHMONT, P.,: Εισαγωγή στον Πιαζέ. Εκδόσεις Υποδομή Ε.Π.Ε., Αθήνα.

8. RUTTER, M.: Maternal Deprivation Reassessed, Penguin Books, 1981.

9. RUTTER, M.: La separation parent – enfant: Les effects psychologiques sur les enfants. In Psychiatrie de L’enfant, XVII, 2, p. 479-514.

10.RUTTER, M., and HERSOV, L.: Child Psychiatry: Modern Approaches, Blackwell Scientific, Oxford, 1977.

11.SPITZ, R., A., (1946): “Anaclitic Depression”. In Psychoanalytic Study of the Child, Vol. 2, p.p. 313-342.

12.WINNICOT, D.: Το παιδί, το παιχνίδι και η πραγματικότητα. Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 1980.

13.YARROW, L., S., PH., D. and HARMON. R., J., M.D.: Maternal Deprivation. In KAPLAN, H., I., M.D. and FREEDMAN, A., M., M.D. and SADOCK, B., J., M.D. (ed): Comprehensive Textbook of Psychiatry, Third Ed, Vol. III, Williams and Wilkins, Baltimore, 1980.

14.Beratung in der Erziehung, Funkkolleg, Studienbegleitbrief 4, Hsg: Deutsches Institut fur Fernstudien an der Universitat Tubingen, Beltz, Verlag, 1978.