€¦ · © Κώστας Βουλαζέρης ISBN: 978-960-89578-6-2 Για τα...

1123

Transcript of €¦ · © Κώστας Βουλαζέρης ISBN: 978-960-89578-6-2 Για τα...

  • ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ

    Οι Υπέρμαχοι του Γαλανού Φωτός

    Μια Ιστορία από το Θρυμματισμένο Σύμπαν

  • © Κώστας Βουλαζέρης http://www.fantastikosorizontas.gr/kostasvoulazeris

    ISBN: 978-960-89578-6-2

    Για τα πνευματικά δικαιώματα αυτού του κειμένου ισχύουν οι όροι του

    Creative Commons – http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/

    • Επιτρέπεται να το διανέμετε ελεύθερα, στην παρούσα του μορφή και μόνο.

    • Δεν επιτρέπεται να το τροποποιήσετε ή να το αλλοιώσετε με οιονδήποτε τρόπο.

    • Δεν επιτρέπεται να το χρησιμοποιήσετε για διαφημιστικούς ή εμπορικούς

    λόγους.

    Αυτό το βιβλίο είναι λογοτεχνικό. Όλα τα ονόματα, τα πρόσωπα, και οι κατα-

    στάσεις είναι φανταστικά ή χρησιμοποιούνται με φανταστικό, λογοτεχνικό

    τρόπο. Οποιαδήποτε ομοιότητα με αληθινά ονόματα, πρόσωπα, ή καταστά-σεις είναι καθαρά συμπτωματική.

  • Μέρος Πρώτο

    Ο ΣΚΙΩΔΗΣ ΕΧΘΡΟΣ

  • ΟΙ ΥΠΕΡΜΑΧΟΙ ΤΟΥ ΓΑΛΑΝΟΥ ΦΩΤΟΣ | 3

    1 Στα δυτικότερα μέρη της διάστασης που ήταν γνωστή ως Απολλώνια, πυκνά δάση απλώνονταν, πυκνά και δύσβατα, τόσο που σε σημεία ή-ταν αδύνατον να βαδίσει άνθρωπος. Ακόμα κι οι αχτίνες του λαμπερού ήλιου της Απολλώνιας ήταν πολύ, πολύ δύσκολο να περάσουν και να φωτίσουν ετούτους τους τόπους. Σε ένα, όμως, συγκεκριμένο μέρος των δασών, το σκοτάδι που απλωνόταν δεν οφειλόταν στην πυκνότη-τα των φυλλωμάτων· κι αυτό ήταν κάτι που ακόμα κι ο πιο απλοϊκός χωρικός μπορούσε εύκολα να κατανοήσει. Το σκοτάδι εδώ ήταν… υ-περφυσικό, θα έλεγε κανείς· ή, τουλάχιστον, αφύσικο. Ήταν ένα σκο-τάδι που φαινόταν σκοτεινό ακόμα και μέσα στη σκοτεινότερη νύχτα. Ήταν ένα σχίσμα στην πραγματικότητα της Απολλώνιας: μια δίοδος μέσα από την οποία ερχόταν ο ποταμός που σε τούτη τη διάσταση ο-νόμαζαν ο Μαύρος Πόταμος, ενώ στη Χάρνταβελ –απ’όπου προερχό-ταν– οι γηγενείς τον έλεγαν απλώς ο Μεγάλος Ποταμός. Τώρα δεν ήταν νύχτα στην Απολλώνια· ήταν απόγευμα, και το σκο-τάδι σ’εκείνο το συγκεκριμένο μέρος των δασών διακρινόταν σε όλο του το μελανό μεγαλείο. Έμοιαζε, κυριολεκτικά, με μια μεγάλη, τρισ-διάστατη μελανιά επάνω στο δέρμα της ίδιας της πραγματικότητας. Ο Μαύρος Ποταμός κυλούσε ορμητικά, καθώς έβγαινε μέσα από το σκοτάδι, και στην επιφάνειά του δε φαινόταν τίποτα το αξιοσημείωτο, τίποτα το ασυνήθιστο, τίποτα που δε θα έβλεπε κανείς πάντα εδώ. Κάτω από την επιφάνεια, όμως, βρισκόταν ένα υποβρύχιο σκάφος, το οποίο είχε μόλις έρθει από τη Χάρνταβελ. Ονομαζόταν Δύτης, και μετέφερε τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο πίσω στην πατρίδα του. Πίσω στο βασίλειό του, που πρόσφατα είχε επαναστα-τήσει κατά της Συμπαντικής Παντοκρατορίας, αρνούμενο να υποτα-χθεί. Αυτή η ανταρσία, ο Ανδρόνικος υπέθετε, σήμαινε επίσης και το τέλος του γάμου του με την Παντοκράτειρα· γιατί, προτού οδηγήσει την πατρίδα του σε εξέγερση, ήταν ένας από τους συζύγους της. Ο Δύτης ακολουθούσε το ρεύμα του ποταμού προς τα ανατολικά, πλέοντας κάτω από την επιφάνειά του· και, μέχρι να βγει από την πε-ριοχή των πυκνών δασών, ο Ανδρόνικος ήξερε πως κανείς δε θα αντι-

  • 4 | ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ

    λαμβανόταν την παρουσία του. Μετά, υπήρχαν κέντρα ελέγχου που εύκολα θα τον εντόπιζαν. Ο Ανδρόνικος, όμως, δε χρειαζόταν, φυσικά, να ανησυχεί γι’αυτά· βρισκόταν στη χώρα του τώρα, κι επιπλέον γνώ-ριζε το κωδικοποιημένο σήμα που έπρεπε να δώσει, για να δηλώσει πως ήταν φίλος. Έτσι, ο Δύτης έπλευσε για δύο ημέρες κάτω από την επιφάνεια του Μαύρου Ποταμού, συνεχίζοντας να έχει ανατολική πορεία και να πλη-σιάζει την Άπατη Θάλασσα, στο κέντρο της Απολλώνιας. Στην καρδιά του υποβρυχίου, στο ενεργειακό του κέντρο, η μάγισσα Άνμα’ταρ ερ-γαζόταν έξι με οκτώ ώρες την ημέρα –ανάλογα με το πόσο θα κρατού-σαν οι αντοχές της–, προκειμένου να ωθεί το σκάφος με μια Μαγγα-νεία Κινήσεως. Ήταν μόνη της, δεν είχε κάποιον άλλο μάγο για να τη βοηθά, κι έτσι η δουλειά της ήταν, ως εκ τούτου, και πιο κοπιαστική. Όταν, όμως, μίλησε στον Ανδρόνικο, το πρωί της τρίτης ημέρας, δεν ήταν για να του παραπονεθεί σχετικά με το πόσο κουραστική ήταν η δουλειά της. Στεκόμενη αντίκρυ του, μέσα στη γέφυρα του σκάφους, ντυμένη μ’ένα μακρύ, μαύρο φόρεμα, και με το χρυσό της δέρμα να γυαλίζει στο φως των λαμπών, είπε: «Οι ενεργειακές φιάλες έχουν αρχίσει να τε-λειώνουν, Άρχοντά μου. Θα πρέπει να ανεφοδιαστούμε κάποια στιγμή σήμερα, αν δε θέλουμε να ξεμείνουμε.» Ο Οδυσσέας, που ήταν Πρόμαχος της Επανάστασης, πιστός στον Αν-δρόνικο από παλιά, και βρισκόταν επίσης στη γέφυρα, στράφηκε και πάτησε ένα πλήκτρο επάνω σε μια κονσόλα. Ο χάρτης της περιοχής παρουσιάστηκε σε μια οθόνη. Έδειχνε τον Μαύρο Ποταμό, τη θέση του Δύτη, και τις πόλεις στις όχθες. Ο Ανδρόνικος κοίταξε τον χάρτη και είπε: «Εδώ όπου βρισκόμαστε, η Άωλρυς θα έλεγα πως είναι το λογικότερο μέρος για να σταματήσουμε και να ανεφοδιαστούμε. Τι λες κι εσύ, Οδυσσέα;» «Συμφωνώ, Άρχοντά μου.» «Βάζουμε πλώρη για εκεί, λοιπόν,» είπε ο Ανδρόνικος. Η Άνμα’ταρ έφυγε απ’το δωμάτιο, πηγαίνοντας προς το ενεργειακό κέντρο του σκάφους· και, σε λίγο, ο Δύτης απέκτησε αρκετή ισχύ για να μπορεί να κινηθεί κάτω απ’τα νερά του Μαύρου Ποταμού. Ο Οδυσσέας, που στεκόταν μπροστά στο πηδάλιο, ρύθμισε το σύστη-μα έτσι ώστε να ακολουθήσει αυτόματα μια προδιαγεγραμμένη πορεία προς την Άωλρυς.

  • ΟΙ ΥΠΕΡΜΑΧΟΙ ΤΟΥ ΓΑΛΑΝΟΥ ΦΩΤΟΣ | 5

    Ο Ανδρόνικος καθόταν σιωπηλός στο κάθισμά του, βαστώντας ανά-μεσα στον δείκτη και τον αντίχειρα του δεξιού του χεριού ένα μικρο-σκοπικό μεταλλικό αντικείμενο. Ένα αντικείμενο μοριακά πεπιεσμένο, το οποίο πρέπει να ήταν μια συσκευή αποθήκευσης πληροφοριών. Το αντικείμενο αυτό το είχε κρυμμένο επάνω του ο Αρίσταρχος, ένας από τους κατασκόπους του Ανδρόνικου, ο οποίος είχε βρεθεί νεκρός στη Διάσταση του Φωτός· κάποιος είχε σαμποτάρει το όχημά του, αφήνο-ντάς έτσι τη θανατηφόρα ακτινοβολία της εν λόγω διάστασης να πε-ράσει και να τον σκοτώσει. Τουλάχιστον, αυτό είχε υποθέσει ο Ανδρό-νικος, όταν η απεσταλμένη του –η Ιωάννα, μια γυναίκα που παλιά ήταν ανάμεσα στις Μαύρες Δράκαινες, προτού εγκαταλείψει την Παντοκρά-τειρα– του ανέφερε ότι δεν ήταν κάποιο όπλο που είχε σκοτώσει τον Αρίσταρχο: η μονωτική ιδιότητα του οχήματός του είχε χαλάσει, κι έτσι είχε πεθάνει. Ο Ανδρόνικος ήξερε πολύ καλά ότι ο Αρίσταρχος πο-τέ δε θα έκανε τέτοιο λάθος, ποτέ δε θα άφηνε το όχημά του χωρίς ε-πισκευές, ώστε να χαλάσει η μονωτική του ιδιότητα· επομένως, επρό-κειτο για δολιοφθορά: κάποιος που γνώριζε ότι ο Αρίσταρχος θα περ-νούσε απ’τη Διάσταση του Φωτός είχε σαμποτάρει το όχημά του, για να τον σκοτώσει, χωρίς ο ίδιος να λερώσει τα χέρια του. Έμοιαζε, α-ναμφίβολα, με δουλειά ενός εκ των πρακτόρων της Παντοκράτειρας. Κι εδώ μέσα, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος, γυρίζοντας το μοριακά πεπιε-σμένο αντικείμενο ανάμεσα στα δάχτυλά του, ίσως να βρίσκεται η α-πάντηση σχετικά με το τι ακριβώς συνέβη. Ή, ίσως, κάποιο πολύ σημα-ντικό στοιχείο. Αλλά, ακόμα κι αν δεν υπήρχε τίποτα από αυτά μέσα στο μικροσκο-πικό αντικείμενο, οι πληροφορίες που μετέφερε ο Αρίσταρχος ήταν, αναμφίβολα, σημαντικές από μόνες τους. Κι ο Ανδρόνικος ακόμα δεν είχε καταφέρει –δεν είχε βρει το χρόνο– να αποσυμπιέσει τη συσκευή αποθήκευσης (γιατί τέτοια υπέθετε πως ήταν) και να μάθει τι περιεί-χε. Εκείνος κι η ομάδα των επαναστατών του είχαν φύγει άρον-άρον από το υποποτάμιο άντρο τους στην Αλβέρια, κυνηγημένοι από τους πρά-κτορες της Παντοκράτειρας· δεν είχαν καθόλου χρόνο για να κάνουν ούτε μία αξιόλογη στάση. Και, αρχικά, μέσα στον Δύτη υπήρχαν δύο μάγοι, για να τον κινούν: η Άνμα’ταρ και ο Σέλιρ’χοκ. Ο Σέλιρ’χοκ, ό-μως, έπρεπε να τους εγκαταλείψει πολύ σύντομα, για να πάει σε μια αποστολή μαζί με την Ιωάννα –το να είσαι με την Επανάσταση σήμαι-

  • 6 | ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ

    νε ότι όφειλες συνεχώς να βρίσκεσαι εν κινήσει: τουλάχιστον, μέχρι να ηττηθεί η Παντοκράτειρα και το σύμπαν να ξαναγίνει ασφαλές από τα επεκτατικά της σχέδια. Έτσι, επί του παρόντος, μόνο η Άνμα’ταρ είχε μείνει στο υποβρύχιο σκάφος, για να το ωθεί με μια Μαγγανεία Κινή-σεως· κι αυτή η διαδικασία την κούραζε, επομένως ο Ανδρόνικος δεν της είχε ακόμα ζητήσει να αποσυμπιέσει τη μοριακά πεπιεσμένη συ-σκευή του Αρίσταρχου. Σύντομα, όμως, θα πρέπει να της το ζητήσω. Και ίσως τώρα, που θα κάνουμε στάση στην Άωλρυς, να είναι η καλύτερη ευκαιρία. Γιατί, μέχρι να έφταναν στην Απαστράπτουσα, την πρωτεύουσα του βασιλείου, είχαν πολύ δρόμο μπροστά τους. Στην Άωλρυς έφτασαν το μεσημέρι, και ο Δύτης αναδύθηκε μέσα από τα νερά του Μαύρου Ποταμού. Ο Ανδρόνικος είχε ήδη δώσει σήμα στον πύργο ελέγχου της πόλης ότι ήταν φίλος, και είχε επίσης δηλώσει την ταυτότητά του, εξηγώντας πως ερχόταν για ανεφοδιασμό. Έτσι, στο λιμάνι τώρα συγκεντρώνο-νταν ένα σωρό στρατιώτες, για να τον υποδεχτούν. Μπορούσε να τους δει από το φινιστρίνι της γέφυρας. Η Άωλρυς δεν ήταν καμια σπουδαία πόλη. Ήταν μικρή σε έκταση, με λίγο πληθυσμό, και βασιζόταν κυρίως στην αλιευτική και αγροτική οικονομία της. Επίσης, δεν είχε παρά ελάχιστους πολεμιστές, ίσα-ίσα για να διατηρούν την τάξη στο εσωτερικό της. Οι περισσότεροι πολε-μιστές της Απολλώνιας, σε τούτους τους δύσκολους καιρούς, βρίσκο-νταν είτε στο Βόρειο Μέτωπο, αντιμετωπίζοντας τις δυνάμεις της Πα-ντοκρατορίας, είτε στο Νότιο Μέτωπο, μπροστά από το Κρήμνισμα, μαχόμενοι εναντίον των επικίνδυνων όντων που, σαν από κάποια αλ-λόκοτη κατάρα, είχαν τελευταία αρχίσει να έρχονται κατά συρροήν από την Απολεσθείσα Γη. Παρά το μέγεθός της, η Άωλρυς διέθετε, όμως, ένα κέντρο ανεφοδια-σμού για όσα σκάφη πιθανώς να περνούσαν από ετούτα τα μέρη. Για-τί, καθώς η Απολλώνια βρισκόταν πλέον ανοιχτά με την Επανάσταση, οι πάντες όφειλαν να είναι σε ετοιμότητα και να βοηθούν με ό,τι τρόπο μπορούσαν. Ο Δύτης προσέγγισε το λιμάνι, και ο Ανδρόνικος άνοιξε μια καταπα-κτή και βγήκε, αφήνοντας τα μακριά, ξανθά του μαλλιά να δροσιστούν από τον γλυκό άνεμο της πατρίδας του.

  • ΟΙ ΥΠΕΡΜΑΧΟΙ ΤΟΥ ΓΑΛΑΝΟΥ ΦΩΤΟΣ | 7

    «Χρειαζόμαστε καύσιμα,» φώναξε στον άντρα που στεκόταν αντίκρυ του, επάνω σε μία από τις ξύλινες προβλήτες. Ήταν ντυμένος με στρα-τιωτική στολή, και έμοιαζε γι’αρχηγός της τοπικής φρουράς. «Μερικές ενεργειακές φιάλες Υ-3.» «Καλωσορίσατε στην Άωλρυς, Υψηλότατε,» αποκρίθηκε ο αξιωματι-κός, που είχε καφέ δέρμα, μαύρα μαλλιά, και μούσι. Στο μέτωπό του υπήρχε μια ευδιάκριτη ουλή· και ο Ανδρόνικος αναρωτήθηκε πού την είχε αποκτήσει σ’ένα ήσυχο μέρος όπως ετούτο. «Πόσες φιάλες επιθυ-μείτε; Και τι άλλο θα μπορούσαμε να κάνουμε για εσάς;» «Οκτώ φιάλες θα μας φέρετε· και θέλουμε κι ένα μέρος για να μείνου-με σήμερα: το πλήρωμά μου χρειάζεται ξεκούραση.» «Ασφαλώς,» είπε ο αξιωματικός· και ύστερα συστήθηκε στον Ανδρό-νικο ως Πολυδέκτης, καθώς εκείνος κατέβαινε από το σκάφος. Το πλήρωμα του Δύτη κατέβηκε επίσης στις αποβάθρες της Άωλρυς· και ανάμεσά τους ήταν, ασφαλώς, και ο Οδυσσέας κι η Άνμα’ταρ. Ο Ανδρόνικος μπορούσε να δει ότι η μάγισσα δεν ήταν τόσο κουρασμένη όσο άλλες φορές, ύστερα από τη δουλειά της στο ενεργειακό κέντρο του σκάφους, καθώς σήμερα είχε εργαστεί μόνο τη μισή ημέρα. Καλό αυτό. Θα μπορεί άνετα να μου αποσυμπιέσει τη συσκευή του Αρίσταρ-χου, υποθέτω. Ο Πολυδέκτης και μερικοί άνθρωποι της φρουράς της Άωλρυς έκαναν κάποιες σύντομες συνεννοήσεις μέσω τηλεπικοινωνιακού πομπού και, έπειτα, ζήτησαν από τον Ανδρόνικο και τους υπόλοιπους να έρθουν μαζί τους. «Ακολουθήστε μας, Υψηλότατε,» είπε ο Πολυδέκτης. «Θα σας πάμε στο ξενοδοχείο ‘Ο Νότιος Άνεμος’. Είναι το καλύτερο στην πόλη, και υπάρχει χώρος για όλους σας.» «Ευχαριστούμε, κύριε διοικητά,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. Ο Πολυδέκτης υποκλίθηκε. «Υποχρέωσή μας, Υψηλότατε.» Και τους οδήγησε προς τον Νότιο Άνεμο, ο οποίος δεν ήταν μακριά από εδώ, και μπορούσαν άνετα να πάνε με τα πόδια. Ο Ανδρόνικος έ-βλεπε το ξενοδοχείο από εκεί όπου είχε αράξει ο Δύτης. Ήταν ένα ψηλό οικοδόμημα, με τζάμια που γυάλιζαν στον μεσημεριανό ήλιο και όμορ-φα μπαλκόνια με φυτά. Σε ορισμένα από τα μπαλκόνια οι τέντες ήταν κατεβασμένες. Σε κάποια φαίνονταν άνθρωποι να στέκονται ή να κά-θονται, ενώ άλλα έμοιαζαν έρημα. Το ξενοδοχείο ήταν χτισμένο με λευκή πέτρα, κι επάνω στην κορυφή του υπήρχε ένα μεγάλο λάξευμα:

  • 8 | ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ

    ένα καλλιτεχνικά φτιαγμένο βέλος που έδειχνε νότια, κάτω από τρεις ανάγλυφες λέξεις: Ο ΝΟΤΙΟΣ ΑΝΕΜΟΣ. Φτάνοντας, ο Ανδρόνικος διαπίστωσε ότι τους περίμεναν και προε-τοιμασίες είχαν ήδη γίνει. Ένας υπηρέτης τού ζήτησε να τον ακολου-θήσει, και τον οδήγησε στο ψηλότερο πάτωμα του ξενοδοχείου και σε μια πολυτελή σουίτα, στο εσωτερικό της οποίας υπήρχε μια μικρή πι-σίνα. Ο Ανδρόνικος είχε στη ζωή του γνωρίσει πολύ, πολύ καλύτερες σουίτες και διαμερίσματα –και πολύ μεγαλύτερες, επίσης–, αλλά κατα-λάβαινε ότι ετούτος ο χώρος ήταν πραγματικά ό,τι ποιοτικότερο είχε να προσφέρει μια μικρή πόλη περιορισμένων πόρων όπως η Άωλρυς. Επιπλέον, δεν τον ενδιέφεραν ιδιαίτερα οι υπερβολικές ανέσεις αυτή τη στιγμή· η σουίτα του ήταν υπεραρκετή, έκρινε. Αναμφίβολα, μα-κράν πιο άνετη από την καμπίνα του στον Δύτη ή τα διαμερίσματά του στο εσωτερικό του υποποτάμιου άντρου της Αλβέρια (το οποίο πλέον ήταν πλημμυρισμένο, γιατί ο Ανδρόνικος είχε προτιμήσει να το κατα-στρέψει, παρά να το αφήσει να πέσει στα χέρια των πρακτόρων της Παντοκράτειρας). Ο υπηρέτης που τον είχε φέρει εδώ τον ρώτησε αν θα επιθυμούσε κάτι το ιδιαίτερο. Εκείνος αποκρίθηκε πως όχι, όλα ήταν εντάξει. Επο-μένως, ο υπηρέτης τον διαβεβαίωσε ότι το φαγητό του θα ερχόταν σύντομα, κι ύστερα αποχώρησε. Ο Ανδρόνικος άνοιξε μια μπαλκονόπορτα και βγήκε στο μπαλκόνι. Η θέα ήταν καταπληκτική από εδώ: έβλεπε ολόκληρη την πόλη, καθώς και πολλά χιλιόμετρα προς κάθε κατεύθυνση, εκτός από ανατολικά, γιατί το μπαλκόνι ήταν δυτικό. Ένας ψυχρός αέρας ερχόταν από το Βορρά, θυμίζοντας στον Ανδρόνικο πως, στην Απολλώνια, ήταν τώρα η αρχή του χειμώνα. Μπήκε πάλι στο εσωτερικό και έκλεισε την πόρτα, η οποία ήταν εξο-λοκλήρου φτιαγμένη από κρύσταλλο, αφήνοντας το φως να περνά χωρίς δυσκολία (εκτός αν, φυσικά, ο ένοικος της σουίτας τραβούσε τις κουρτίνες). Γδύθηκε από τα ρούχα που φορούσε εδώ και μέρες μέσα στον Δύτη και βούτηξε στην πισίνα, όπου το νερό ήταν χλιαρό και χα-λαρωτικό. Η πόρτα χτύπησε και μια γυναικεία φωνή ανακοίνωσε ότι το φαγητό του ήταν έτοιμο. Ο Ανδρόνικος τής είπε ότι μπορούσε να περάσει. Η κοπέλα μπήκε, σπρώχνοντας ένα κυλιόμενο τραπεζάκι. Σερβίρισε το

  • ΟΙ ΥΠΕΡΜΑΧΟΙ ΤΟΥ ΓΑΛΑΝΟΥ ΦΩΤΟΣ | 9

    γεύμα στο τραπέζι της σουίτας και έφυγε, αφότου ρώτησε αν ο Υψη-λότατος θα επιθυμούσε τίποτε άλλο και πήρε αρνητική απάντηση. Ο Ανδρόνικος τελείωσε το μπάνιο με την ησυχία του, βγήκε από την πισίνα, σκουπίστηκε με μια πετσέτα, φόρεσε μια ρόμπα, και κάθισε να φάει. Το γεύμα ήταν εξαιρετικό και το κρασί γλυκό αλλά ελαφρύ. Δεν μπόρεσε να φάει όλα τα φαγητά, καθώς ήταν, προφανώς, παραπάνω από όσα είχε τη δυνατότητα ένας άνθρωπος να καταναλώσει στην κα-θισιά του· του τα είχαν φέρει προκειμένου να μπορεί να επιλέξει. Κι ο Ανδρόνικος σκεφτόταν ότι, μάλλον, είχε μπροστά του λίγο από καθετί που υπήρχε στο μενού του ξενοδοχείου σήμερα. Όταν είχε χορτάσει, κοιμήθηκε για καμια ώρα και, μετά, έδωσε εντο-λή να ζητήσουν από την Άνμα’ταρ να έρθει στη σουίτα του. Η μάγισσα κατέφθασε, δίχως αργοπορία. Ήταν ντυμένη μ’ένα φαρδύ, μεταξωτό παντελόνι και μια εξίσου φαρδιά, μεταξωτή μπλούζα χωρίς μανίκια. Και τα δύο ήταν λευκά. Στα πόδια της φορούσε μαύρα, δερμά-τινα παπούτσια. Στους καρπούς και στους βραχίονές της φορούσε αρ-γυρά και μπρούντζινα βραχιόλια και περιβραχιόνια, τα οποία έκαναν έντονη αντίθεση πάνω στο χρυσαφένιο δέρμα της. Τα κοντά, σγουρά, μαύρα μαλλιά της ήταν καλοχτενισμένα και φρεσκολουσμένα. «Με ζητήσατε, Πρίγκιπά μου,» είπε, κλείνοντας την πόρτα της σουί-τας και κάνοντας μερικά βήματα πάνω στο πελώριο χαλί που σκέπαζε το πάτωμα του καθιστικού. «Ναι.» Ο Ανδρόνικος καθόταν στον καναπέ, έχοντας στο χέρι του ένα ποτήρι δροσερό λευκό κρασί. Ήταν ντυμένος ακόμα με τη ρόμπα που είχε φορέσει βγαίνοντας από την πισίνα. «Θέλω να μου αποσυμπιέσεις τη συσκευή του Αρίσταρχου.» Προτείνοντας το χέρι του, με το οποίο βαστούσε το ποτήρι, έδειξε ένα τραπεζάκι. Όπου δε φαινόταν να υπάρχει τίποτα. Η Άνμα’ταρ το πλησίασε και πήρε το μοριακά πεπιεσμένο αντικείμενο από την ξύλινη επιφάνειά του. Ήταν τόσο μικρό, που έπρεπε να είσαι πολύ κοντά για να μπορείς να το δεις· επίσης, έμοιαζε να κολλά επάνω εκεί όπου το άφηνες. Ή, μάλλον, δεν έμοιαζε μόνο. Ο Ανδρόνικος ήξερε ότι, όντως, κολλού-σε. Η Ιωάννα τού το είχε φέρει κρυμμένο μέσα στα μακριά, ξανθά μαλ-λιά της: επάνω σε μία από τις τρίχες των μαλλιών της. Η Άνμα’ταρ κράτησε το μικροσκοπικό αντικείμενο ανάμεσα στα δά-χτυλά της, κοιτάζοντάς το.

  • 10 | ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ

    «Μπορείς να το αποσυμπιέσεις, έτσι;» της είπε ο Ανδρόνικος. «Ναι, φυσικά,» αποκρίθηκε η Άνμα’ταρ. «Οι Δράκαινες είμαστε προ-σανατολισμένες σε μαγείες που αφορούν τη μάχη, αλλά όχι τόσο πολύ ώστε να μην ξέρουμε τη Μαγγανεία Μοριακής Αποσυμπιέσεως. Είναι κάτι που μπορεί να σου φανεί χρήσιμο σε οποιαδήποτε αποστολή.» Η Άνμα’ταρ, προτού μπει στην Επανάσταση, ήταν ανάμεσα στις Μαύ-ρες Δράκαινες, όπως και η Ιωάννα, και υπηρετούσε την Παντοκράτει-ρα. Ήταν, για την ακρίβεια, μία από τις μάγισσες των Μαύρων Δρακαι-νών: μία από τις γυναίκες που ονομάζονταν, απλά, Δράκαινες. Αυτό σήμαινε κιόλας το ’ταρ στο τέλος του ονόματός της. Και δεν ήταν μια κατάληξη που συναντούσες πλέον συχνά, γιατί το τάγμα των Δρακαι-νών είχε διαλυθεί. Δε θα εκπαιδεύονταν άλλες Δράκαινες στο μέλλον· η Άνμα ήταν από τις τελευταίες του είδους της. Μια μάγισσα του πολέ-μου και του θανάτου. Κρατώντας τώρα το μοριακά πεπιεσμένο αντικείμενο στο χέρι της, άρχισε να αρθρώνει μυστικιστικά λόγια που έκαναν τον Ανδρόνικο να απορεί πώς η γυναίκα δε στραμπουλούσε τη γλώσσα της. Το αντικεί-μενο λαμπύρισε και έφυγε απ’τα δάχτυλά της· αιωρήθηκε εμπρός της, λουσμένο σε μια αργυρόχρωμη ακτινοβολία. Η Άνμα’ταρ συνέχισε τη μαγγανεία της, υψώνοντας τα ανοιχτά χέρια της δεξιά κι αριστερά του αντικείμενου. Τα μάτια της ήταν τώρα κλειστά, και έμοιαζε απόλυτα συγκεντρωμένη σ’αυτό που έκανε. Ο Ανδρόνικος ήπιε μια γουλιά κρασί, παρακολουθώντας σιωπηλά, μη θέλοντας να ενοχλήσει στο ελάχιστο· γιατί γνώριζε ότι, πολλές φορές, αντικείμενα καταστρέφονταν κατά τη μοριακή συμπίεση ή αποσυμπί-εση: γίνονταν χίλια κομμάτια ή μια μη-αναγνωρίσιμη μάζα, ή δεν λει-τουργούσαν όπως όφειλαν, ή λειτουργούσαν με τρόπο επικίνδυνο ή ακόμα και καταστροφικό. Η Άνμα’ταρ άρχισε να απομακρύνει τα χέρια της από το αιωρούμενο, λαμπυρίζον αντικείμενο… και το αντικείμενο άρχισε να μεγαλώνει και να μεγαλώνει, σταδιακά. Ο Ανδρόνικος είδε ότι επρόκειτο για ένα κομ-μάτι χαρτί, τυλιγμένο κυλινδρικά. Παράξενο… Δεν ήταν ακριβώς αυτό που περίμενε. Η αργυρή λάμψη διαλύθηκε, και το χαρτί έπεσε πάνω στο ξύλινο τραπεζάκι. Η Άνμα’ταρ άνοιξε τα μάτια της. «Τελείωσε,» είπε. «Ελπίζω όλα να έγιναν σωστά.»

  • ΟΙ ΥΠΕΡΜΑΧΟΙ ΤΟΥ ΓΑΛΑΝΟΥ ΦΩΤΟΣ | 11

    Ο Ανδρόνικος σηκώθηκε απ’τον καναπέ και πλησίασε το τραπεζάκι. Άφησε το ποτήρι του στην ξύλινη, γυαλιστερή επιφάνεια και σήκωσε το τυλιγμένο χαρτί. Το άνοιξε. Και συνοφρυώθηκε, παραξενεμένος. Τι στις Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ είν’αυτό; Το χαρτί ήταν γεμάτο με γράμματα και σύμβολα, τα οποία δεν έβγα-ζαν κανένα νόημα. Ορισμένα, μάλιστα, ο Ανδρόνικος δεν τα είχε ξανα-δεί ποτέ στη ζωή του. «Καταλαβαίνεις τίποτα;» ρώτησε την Άνμα’ταρ, δίνοντάς της το χαρ-τί. Η μάγισσα το κοίταξε, και κούνησε το κεφάλι. «Όχι,» αποκρίθηκε. «Πρέπει να είναι κάποιου είδους κώδικας.» Το επέστρεψε στον Ανδρό-νικο. Εκείνος το τύλιξε πάλι. «Θα το μελετήσω περισσότερο όταν είμαστε στην Απαστράπτουσα.» Παράξενο, όμως, που ο Αρίσταρχος έγραψε αυ-τό το πράγμα. Γιατί να γράψει σε έναν κώδικα που δεν γνωρίζω; Γιατί να μη γράψει σε έναν απ’τους γνωστούς κώδικες της Επανάστασης; Παραμερίζοντας τούτους τους συλλογισμούς και πείθοντας τον εαυτό του ν’αφήσει το αλλόκοτο κείμενο για αργότερα –αφού δε νόμιζε ότι μπορούσε να λύσει το μυστήριό του αυτή τη στιγμή–, ρώτησε τη μά-γισσα: «Τι θα κάνεις τώρα;» «Τι εννοείτε, Πρίγκιπά μου;» «Εννοώ, θα πας στο δωμάτιό σου; Έχεις σχεδιάσει τίποτα;» «Όχι.» «Ωραία,» είπε ο Ανδρόνικος. «Αυτή η οθόνη έχει ένα σωρό ταινίες α-ποθηκευμένες» –πλησίασε μια οθόνη που ήταν προσαρτημένη σ’έναν απ’τους τοίχους του δωματίου– «και βαριέμαι να τις παρακολουθώ μόνος μου. Θα μείνεις;» «Ναι,» αποκρίθηκε η Άνμα, ανασηκώνοντας τους ώμους. Και πρόσθε-σε, μ’ένα στραβό μειδίαμα: «Αν πιστεύετε, Πρίγκιπά μου, ότι η Ιωάννα δε θα με παρεξηγήσει.» Η Ιωάννα ήταν γνωστό από όλους πως ήταν ερωμένη του Ανδρόνικου, πολύ προτού εκείνος δηλώσει επισήμως ότι βρισκόταν με την Επανάσταση και απομακρύνει την Απολλώνια από τη Συμπαντική Παντοκρατορία. «Δε νομίζω,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος στην Άνμα’ταρ. «Εξάλλου, ποιος ξέρει τι κάνει εκείνη, όσο βρίσκεται μακριά από εμάς, μαζί με τον Σέλιρ’χοκ…»

  • 12 | ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ

    Η Άνμα συνοφρυώθηκε, και η όψη της σκοτείνιασε· γιατί, όπως η Ι-ωάννα ήταν ερωμένη του Ανδρόνικου, έτσι κι ο Σέλιρ’χοκ –ένας μαυ-ρόδερμος μάγος από το τάγμα των Διαλογιστών– ήταν δικός της ερα-στής, αν και όχι για πολύ καιρό. Τον είχε γνωρίσει πρόσφατα, μέσα στην Επανάσταση. Ο Ανδρόνικος μειδίασε. «Σε πειράζω. Δεν έχω τον Σέλιρ’χοκ για πλά-σμα πολυγαμικό.» Η ταινία ήταν ακόμα στη μέση, όταν ο επικοινωνιακός δίαυλος του ξε-νοδοχείου χτύπησε και ο Ανδρόνικος σηκώθηκε απ’τον καναπέ και πήγε να μιλήσει. Ένας άντρας τον ενημέρωσε ότι ο Πρωθιερέας του Απόλλωνα βρισκόταν εδώ και ζητούσε να μιλήσει μαζί του. Ο Πρωθιερέας του Απόλλωνα; παραξενεύτηκε ο Ανδρόνικος. Αυτό, σί-γουρα, δεν ήταν κάτι το τυπικό ή το συνηθισμένο. Είπε ότι θα τον δεχόταν σε πέντε λεπτά, και πήγε να ντυθεί, γιατί, φυσικά, δεν μπορούσε να συναντήσει τον Πρωθιερέα φορώντας μια ρόμπα. Όταν ήταν έτοιμος, η Άνμα’ταρ τον ρώτησε αν θα ήθελε εκείνη να φύγει. Προτού, όμως, ο Ανδρόνικος απαντήσει, άκουσαν το κουδούνι της εξώπορτας να χτυπά, παράγοντας έναν μουσικό ήχο. «Μάλλον,» είπε ο Ανδρόνικος, «είναι πλέον πολύ αργά γι’αυτό. Ας δούμε τι θέλει. »Περάστε!» φώναξε. Η πόρτα άνοιξε, και ένας άντρας πέρασε το κατώφλι. Το δέρμα του ήταν λευκό όπως του Ανδρόνικου, και είχε άσπρα μούσια και καθόλου μαλλιά. Φορούσε το ιερατικό ράσο των ιερέων του Απόλλωνα που βρίσκονταν ψηλά στην ιεραρχία. Πρέπει να ήταν αρκετά μεγάλος σε ηλικία. «Σας χαιρετώ, Υψηλότατε,» είπε· «και απολογούμαι εάν ετούτη δεν είναι κατάλληλη ώρα. Ωστόσο, αισθανόμουν πως όφειλα να σας μιλή-σω το συντομότερο δυνατό.» «Δεν υπάρχει πρόβλημα, Πατέρα. Ελάτε μέσα, παρακαλώ. Καθίστε.» «Ευχαριστώ,» αποκρίθηκε ο Πρωθιερέας, και βάδισε μες στο δωμάτι-ο, ενώ η εξώπορτα έκλεινε αυτόματα πίσω του. Πλησίασε μια πολυ-θρόνα και κάθισε.

  • ΟΙ ΥΠΕΡΜΑΧΟΙ ΤΟΥ ΓΑΛΑΝΟΥ ΦΩΤΟΣ | 13

    «Θα θέλατε να σας κεράσω κάτι;» ρώτησε ο Ανδρόνικος. «Ευχαριστώ, Υψηλότατε, αλλά όχι.» Ο Ανδρόνικος κάθισε αντίκρυ του, ενώ η Άνμα’ταρ πήρε θέση στον καναπέ, με τους αγκώνες της στα γόνατά της και παρατηρώντας τον ιερωμένο. «Ποιος ο λόγος της επίσκεψής σας, Πατέρα;» ρώτησε ο Ανδρόνικος. «Αισθανόμουν πως όφειλα να σας προειδοποιήσω, Υψηλότατε, κα-θώς, απ’ό,τι έχω ακούσει, λείπετε αρκετό καιρό από την Απολλώνια.» «Να με προειδοποιήσετε σχετικά με τι;» Ο Πρωθιερέας έριξε ένα αβέβαιο βλέμμα στην Άνμα’ταρ. «Πρόκειται για κάποιο άτομο της εμπιστοσύνης σας;» ρώτησε τον Ανδρόνικο. «Τολμώ να πω πως ναι. Θα θέλατε να αποχωρήσει;» «Εάν πιστεύετε ότι είναι, όντως, άτομο εμπιστοσύνης, όχι,» απάντησε ο Πρωθιερέας. «Τότε, παρακαλώ, συνεχίστε, Πατέρα.» Ο Πρωθιερέας καθάρισε το λαιμό του. Δεν έμοιαζε και πολύ άνετος που θα έλεγε ό,τι σχεδίαζε να πει. «Ο αδελφός σας,» είπε, τελικά, «προέβη σε κάποιες… μεταρρυθμίσεις, εν τη απουσία σας, Υψηλότατε. Τουλάχιστον, έτσι έχουμε ακούσει εδώ, στην Άωλρυς, η οποία βρίσκε-ται πολύ μακριά από την Απαστράπτουσα.» Ο Ανδρόνικος συνοφρυώθηκε. «Μεταρρυθμίσεις;» «Πιστεύει πως έχει βρει έναν τρόπο για να μας δώσει την τελική και απόλυτη νίκη στο Βόρειο Μέτωπο.» Ο Λούσιος έχει βρει τρόπο για να μας δώσει την τελική νίκη εναντίον της Παντοκράτειρας; «Και γιατί θα έπρεπε αυτό να με ανησυχήσει, Πα-τέρα;» «Διότι ελάχιστοι φαίνεται να γνωρίζουν το ακριβές σχέδιό του· και διότι έχουν γίνει, όπως ήδη προείπα, αρκετές μεταρρυθμίσεις εντός του βασιλείου. Όσοι δεν υποστηρίζουν το σχέδιο του αδελφού σας έ-χουν χάσει τις θέσεις τους, πολλές φορές και τα υπάρχοντά τους, ή έ-χουν ακόμα και… εξαφανιστεί. Ο Πρίγκιπας Λούσιος έχει βάλει άλλους στα πόστα τους· δικούς του ανθρώπους, απόλυτα πιστούς σ’εκείνον. Έχει δημιουργήσει γύρω του μια… μια κάστα, σύμφωνα με ό,τι γνωρί-ζω, για την οποία πολλά ακούγονται.» Περίεργο, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος. Γιατί να κάνει ο Λούσιος όλα αυτά; «Τι ακούγεται, δηλαδή;»

  • 14 | ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ

    «Ακούγεται, Υψηλότατε, ότι δε θα είναι πρόθυμοι να σας δεχτούν στην εξουσία, όταν επιστρέψετε στην Απαστράπτουσα.» «Πιστεύετε, Πατέρα, ότι ο αδελφός μου σκοπεύει να σφετεριστεί τον Κυανό Θρόνο;» Του έμοιαζε τρελό. Ειδικά μια περίοδο σαν ετούτη, που εχθροί σφυροκοπούσαν την Απολλώνια από δύο μέτωπα και ο αγώνας ήταν σκληρός. «Πολλοί λένε ότι το έχει ήδη κάνει,» είπε ο Πρωθιερέας του Απόλλω-να. «Πρέπει, όμως, να σας τονίσω, επίσης, ότι εδώ, στην Άωλρυς, δεν γνωρίζουμε τα πάντα που συμβαίνουν στην Απαστράπτουσα. Είμαστε πολύ μακριά.» Φαινόταν διστακτικός να λάβει εξολοκλήρου την ευθύ-νη των όσων έλεγε. «Ο πατέρας μου συνεχίζει να είναι ζωντανός;» ρώτησε ο Πρίγκιπας. Ο Βασιληάς της Απολλώνιας ήταν ηλικιωμένος και βαριά άρρωστος, γι’αυτό κιόλας ο Ανδρόνικος κυβερνούσε στη θέση του. «Δεν έχω ακούσει ότι πέθανε, Υψηλότατε.» Αλλά πιθανώς να μη γνωρίζει τίποτα για τις ενέργειες του Λούσιου. Η κατάστασή του δεν του επιτρέπει να αναμιγνύεται στην πολιτική ζωή της χώρας. «Σας ευχαριστώ για την ενημέρωση, Πατέρα. Υπάρχει κάτι άλλο που θα θέλατε να συζητήσουμε;» «Όχι,» είπε ο Πρωθιερέας. «Ήρθα μόνο για να σας προειδοποιήσω, Υψηλότατε, ώστε, φτάνοντας στην Απαστράπτουσα, να μη βρεθείτε προ εκπλήξεως.» «Και σας ευχαριστώ και πάλι,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, καθώς ε-κείνος κι ο Πρωθιερέας σηκώνονταν από τα καθίσματά τους. Ο Πρίγκιπας οδήγησε τον γηραιότερο άντρα προς την πόρτα· και, προτού φύγει, αυτός είπε: «Να προσέχετε. Δεν ξέρω ποια πιθανώς να είναι η αντίδραση του Πρίγκιπα Λούσιου, όταν σας δει να εμφανίζε-στε.» Ο Ανδρόνικος υποσχέθηκε πως θα το είχε υπόψη του, και ο Πρωθιε-ρέας του Απόλλωνα τού έδωσε την ευλογία του και αποχώρησε. Η Άνμα’ταρ είχε σηκωθεί απ’τον καναπέ και, επί του παρόντος, στε-κόταν στο κέντρο του καθιστικού. «Αυτό σημαίνει ότι θα έχουμε προ-βλήματα;» ρώτησε. Ο Ανδρόνικος αποκρίθηκε: «Κατά πάσα πιθανότητα, ναι.»

  • ΟΙ ΥΠΕΡΜΑΧΟΙ ΤΟΥ ΓΑΛΑΝΟΥ ΦΩΤΟΣ | 15

    2 Το επόμενο πρωί, έφυγαν από την Άωλρυς, μπαίνοντας στον Δύτη και συνεχίζοντας το υποβρύχιό τους ταξίδι προς την Απαστράπτουσα. Δεν ήταν, όμως, μόνοι, όπως νόμιζαν. Στο εσωτερικό του σκάφος δεν βρίσκονταν μόνο ο Ανδρόνικος, ο Ο-δυσσέας, η Άμνα’ταρ, και οι επαναστάτες από το πλημμυρισμένο πλέον άντρο στην Αλβέρια. Μαζί τους ήταν και μια άλλη οντότητα, που κρυ-βόταν σε μια από τις σκιερές γωνίες του οκτάγωνου δωματίου στην καρδιά του Δύτη: στο ενεργειακό κέντρο του υποβρυχίου, πίσω από μία από τις καινούργιες ενεργειακές φιάλες Υ-3. Κι αυτή η οντότητα είχε συγκεκριμένες διαταγές εντυπωμένες στο νου της, όπως μια σφραγίδα είναι πατημένη πάνω σ’ένα κομμάτι χαρ-τί, αφήνοντας εκεί το ανεξίτηλο σημάδι της. Η οντότητα, αφού την εί-χαν βάλει κρυφά στο σκάφος (πράγμα το οποίο είχε επιτευχθεί πολύ εύκολα, καθότι ο Δύτης βρισκόταν, ουσιαστικά, αφύλακτος σ’ένα φιλι-κό και μικρό λιμάνι σαν της Άωλρυς), έπρεπε να περιμένει, ώσπου να περάσει κάποια ώρα, και μετά να δράσει. Να τραφεί. Έτσι, τώρα το βιολογικό της ρολόι λειτουργούσε μέσα της, μετρώ-ντας τα λεπτά. Τικ… τακ… τοκ… τικ… τακ… Η ώρα περνούσε. Ο χρόνος κυλούσε. Και η Άνμα’ταρ, που καθόταν σε μια καρέκλα μπροστά απ’τον λάκκο στο κέντρο του δωματίου, δεν είχε αντιληφτεί τίποτα για την παρου-σία της οντότητας. Δεν είχε δει, δεν είχε ακούσει, δεν είχε αισθανθεί το παραμικρό. Η δουλειά της την απορροφούσε, καθώς η μάγισσα, μέσω της Μαγγανείας Κινήσεως, έδινε ώθηση στον Δύτη. Τα καλώδια και τα μικροσκοπικά κάτοπτρα μέσα στον λάκκο λαμπύ-ριζαν, γυάλιζαν, και φώτιζαν, φορτισμένα από την ενέργεια, δημιουρ-γώντας ένα ημίφως γεμάτο σκιές. Και σ’αυτές τις σκιές η οντότητα δεν ήταν καθόλου δύσκολο να κρυ-φτεί. Τικ… τακ… τοκ… τικ… τακ…

  • 16 | ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ

    Η οντότητα ήταν μικρή, όχι μεγαλύτερη από δύο ανοιχτές, αντρικές παλάμες. Αλλά θα μεγάλωνε. Θα μεγάλωνε πολύ. Γιατί, επί του παρό-ντος, ήταν διπλωμένη. Τικ… τακ… τοκ… τικ… τακ… Η ώρα πλησίαζε… …Ο Δύτης κολυμπούσε κάτω από την επιφάνεια του Μαύρου Ποτα-μού, σαν γιγάντιο μεταλλικό ψάρι· και τα πλάσματα που κατοικούσαν σε τούτους τους βυθούς παραμέριζαν, αποφεύγοντάς τον, μη θέλοντας να τον πλησιάσουν, φοβισμένα απ’την παρουσία του… …Η ώρα είχε έρθει! Η οντότητα ξεδιπλώθηκε. Σαν κλεισμένη γροθιά, άνοιξε, απλώνοντας μακριά πλοκάμια πίσω από τις σκιές: πλοκάμια που έμοιαζαν να μεγαλώνουν και να μεγαλώ-νουν και να μεγαλώνουν, όπως ένας σωλήνας που βγαίνει μέσα από έναν άλλο σωλήνα που βγαίνει μέσα από έναν άλλο σωλήνα. Στο πέρας κάθε πλοκαμιού υπήρχε ένα σκληρό και μυτερό κεντρί: και τα κεντριά μπήχτηκαν με δύναμη πίσω από τις φιάλες Υ-3, διαπερνώ-ντες τες και μένοντας εκεί. Αρχίζοντας να ρουφάνε ενέργεια, όπως το μωρό ρουφά γάλα από το βυζί της μάνας του. Η κατανάλωση της ενέργειας δεν ήταν απότομη. Ήταν σταδιακή. Δε θα την πρόσεχε κάποιος, εκτός αν ήταν στη γέφυρα του σκάφους και είχε τα μάτια του καρφωμένα επάνω στην ένδειξη για την ποσότητα ενέργειας. Έτσι, ο Δύτης δε θα αργούσε να βρεθεί, ξαφνικά, εξαντλημένος στον βυθό του Μαύρου Ποταμού, χωρίς κανείς να έχει αντιληφτεί το γιατί. Κι αυτό, κατά πάσα πιθανότητα, θα σήμαινε το θάνατο όσων ήταν ε-ντός του. Η Άνμα’ταρ, αρχικά, δεν είχε καταλάβει τίποτα από όλα τούτα. Δεν είχε δει ούτε τα πλοκάμια να εξαπλώνονται, καθώς είχε τα μάτια της κλειστά, ούτε είχε αισθανθεί την ενέργεια να καταναλώνεται από κάτι άλλο εκτός από τον Δύτη. Κι επομένως, συνέχιζε τη Μαγγανεία Κινή-σεως, κατευθύνοντας την ενέργεια από τις φιάλες έτσι ώστε να δίνει στο υποβρύχιο σκάφος την απαιτούμενη ώθηση. Ωστόσο, ετούτη δεν ήταν η πρώτη φορά που η Άνμα’ταρ χρησιμοποι-ούσε τη Μαγγανεία Κινήσεως στη ζωή της· είχε κάποια εμπειρία, κι ύστερα από ώρα, αντιλήφτηκε κάτι το… ασυνήθιστο. Η ενεργειακή ροή δεν ήταν ακριβώς όπως όφειλε. Βέβαια, η ενεργειακή ροή, συνή-

  • ΟΙ ΥΠΕΡΜΑΧΟΙ ΤΟΥ ΓΑΛΑΝΟΥ ΦΩΤΟΣ | 17

    θως, διέφερε από διάσταση σε διάσταση: σε ορισμένες διαστάσεις η ενέργεια καταναλωνόταν πιο γρήγορα, σε ορισμένες πιο αργά (και σε ορισμένες άλλες, φυσικά, υπήρχαν είδη ενέργειας που δεν λειτουργού-σαν καθόλου). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, η Άνμα αισθανό-ταν ολοένα και πιο σίγουρη ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Στην Απολλώ-νια ο ρυθμός ενεργειακής ροής έπρεπε να είναι αργότερος. Τι είχε αλ-λάξει; Είχε συμβεί τίποτα στο σκάφος; Η Άνμα άνοιξε τα μάτια της –μη σταματώντας τη Μαγγανεία Κινήσε-ως– και κοίταξε μέσα στο δωμάτιο. Το πρώτο ασυνήθιστο πράγμα που παρατήρησε ήταν το πού βρίσκονταν οι μετρητές επάνω στις ενεργει-ακές φιάλες. Δεν μπορεί να έχουμε ξοδέψει τόση πολλή ενέργεια! Κοίταξε το ρολόι της· και διαπίστωσε ότι, ναι, καλά το υπολόγιζε, ή-ταν μεσημέρι. Αδύνατον να έχουμε ξοδέψει τόση πολλή ενέργεια! Με τόση ενέργεια θα μπορούσαμε να κινούμαστε για μέρες. Και τότε ήταν που πρόσεξε ότι, μέσα στις σκιές του δωματίου, υπήρ-χαν πράγματα που, παλιότερα, δε θυμόταν να υπάρχουν. Κάποιου εί-δους καλώδια… ή σχοινιά, ή σύρματα… Η Άνμα βλεφάρισε, παραξενεμένη, και σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα της, σπάζοντας τη Μαγγανεία Κινήσεως και κάνοντας τον Δύτη να χάσει την κινητική του ενέργεια. Πλησίασε ένα από τα παράξενα νήματα, τα οποία βρίσκονταν πίσω από τις φιάλες –κι αυτό κινήθηκε! Μαζεύτηκε προς τα πίσω. Και, την ίδια στιγμή, η Άνμα είδε κι άλλες σκιές να κινούνται μες στο οκτάγωνο δωμάτιο. Στη ζώνη της υπήρχε ένα πιστόλι, αλλά δεν το τράβηξε, γιατί γνώριζε πόσο επικίνδυνο θα ήταν να πυροβολήσει εδώ μέσα, σ’έναν χώρο γε-μάτο ενεργειακές φιάλες· μπορούσε να προκληθεί έκρηξη η οποία θα άνοιγε τρύπα στα τοιχώματα του Δύτη και θα πνίγονταν όλοι τους. Έτσι, έσκυψε και, παραμερίζοντας την άκρη του φορέματός της, τρά-βηξε γρήγορα το ξιφίδιο που ήταν περασμένο σ’ένα θηκάρι στην κνήμη της. Αλλά επίσης γρήγορα κινήθηκαν και τα παράξενα νήματα ολόγυρά της. Ένα απ’αυτά τυλίχτηκε γύρω απ’τον αριστερό της αστράγαλο και την τράβηξε, βίαια, σωριάζοντάς την. Η Άνμα αισθάνθηκε τη ράχη της να χτυπά επώδυνα στο πάτωμα· όμως ήταν εκπαιδευμένη για τέτοιες δύ-

  • 18 | ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ

    σκολες καταστάσεις: όχι τόσο καλά εκπαιδευμένη όπως οι Μαύρες Δράκαινες, αλλά πολύ καλύτερα εκπαιδευμένη από οποιονδήποτε συ-νηθισμένο στρατιώτη. Τινάχτηκε σε καθιστή θέση, σχεδόν αμέσως με-τά την πτώση της, και είδε ότι τα παράξενα νήματα δεν ήταν τίποτε άλλο από πλοκάμια. Το δεξί της χέρι κινήθηκε δίχως καθυστέρηση, και η λεπίδα που βαστούσε σπάθισε το πλοκάμι που βρισκόταν τυλιγμένο γύρω από τον αριστερό της αστράγαλο. Το τραυμάτισε –και πράσινο αίμα πετάχτηκε–, μα δεν το έκοψε. Ήταν σκληρό σαν σύρμα. Και τα υπόλοιπα πλοκάμια τώρα συγκεντρώνονταν γύρω της, για να τυλίξουν το άλλο της πόδι, και τα χέρια και τη μέση της. Η Άνμα’ταρ ούρλιαξε, και σπάθισε πάλι, κόβοντας αυτή τη φορά εκεί-νο που είχε παγιδέψει τον αριστερό της αστράγαλο. Άκουσε μια δια-περαστική τσυρίδα από πίσω της. Την τσυρίδα του πλάσματος στο οποίο, προφανώς, ανήκαν τα πλοκάμια. Τα πλοκάμια που τώρα την κρατούσαν σχεδόν ακινητοποιημένη και την έσφιγγαν με δύναμη, τραυματίζοντας το δέρμα της. Η Άνμα κατά-φερε να βγάλει ένα ακόμα τελευταίο ουρλιαχτό, προτού ένα απ’αυτά τυλιχτεί γύρω απ’το λαιμό της, ζουλώντας τον, προσπαθώντας να τη στραγγαλίσει. Η Άνμα είδε σκοτάδι να μαζεύεται, σαν σύννεφο, γύρω απ’το πεδίο όρασής της… και ήταν ανίκανη να κινηθεί, ανίκανη να χτυπήσει την οντότητα που έλεγχε τα πλοκάμια, ανίκανη να φύγει… –Βιαστικά βήματα ακούστηκαν να έρχονται από τον διάδρομο, και ένας άντρας πετάχτηκε μες στο δωμάτιο, βαστώντας πιστόλι. Βλέπο-ντας τα πλοκάμια να κρατούν παγιδευμένη την Άνμα’ταρ, ύψωσε το όπλο του και σημάδεψε. Εκείνη ήθελε να του φωνάξει, Όχι, ανόητε! Μη ρίξεις εδώ μέσα! μα δε μπορούσε να μιλήσει, καθώς ο λαιμός της πιεζό-ταν βάναυσα. Ο άντρας πυροβόλησε. Η σφαίρα αστόχησε το πλοκάμι που σημάδευε· χτύπησε στον τοίχο, εξοστρακίστηκε· χτύπησε στο πάτωμα, εξοστρακίστηκε πάλι· χτύπησε στο ταβάνι, εξοστρακίστηκε για τρίτη φορά· και μετά, έπεσε ξανά στο πάτωμα, έχοντας χάσει την ορμή της. «ΟΧΙ!» αντήχησε μια φωνή πίσω απ’τον άντρα. «ΜΗ ΡΙΧΝΕΙΣ! ΟΙ ΦΙΑ-ΛΕΣ ΘΑ ΕΚΡΑΓΟΥΝ!»

  • ΟΙ ΥΠΕΡΜΑΧΟΙ ΤΟΥ ΓΑΛΑΝΟΥ ΦΩΤΟΣ | 19

    Τα μάτια του άντρα που είχε πυροβολήσει γούρλωσαν, και θηκάρωσε το πιστόλι του, για να τραβήξει ένα ξιφίδιο. Την ίδια στιγμή ο Ανδρόνικος έμπαινε, τρέχοντας, στο οκτάγωνο δω-μάτιο, παραμερίζοντάς τον. Στο χέρι του ήταν το σπαθί του. «Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ!» αναφώνησε, βλέποντας τα πλοκάμια που είχαν τυλίξει την Άνμα’ταρ. Και ορμώντας προς τη μάγισσα, σπά-θισε ένα απ’αυτά, κόβοντάς το– –κι ελευθερώνοντας το λαιμό της. Εκείνη άρχισε να βήχει, σπασμωδι-κά. Η επόμενη σπαθιά του Ανδρόνικου ελευθέρωσε το δεξί της χέρι, και η Άνμα, παρά τους σπασμούς της, είχε αρκετή ψυχραιμία για να δείξει πίσω της με τη λεπίδα που κρατούσε. Ο Ανδρόνικος στράφηκε, και πίσω από μια φιάλη είδε μια σκιερή μορφή να ξεπροβάλλει. Ένα πλάσμα που ήταν μικρό, αλλά φουσκωμέ-νο, σαν να ήταν έγκυος ή σαν απλά να είχε πιει πολύ, πολύ νερό. Του θύμιζε βάτραχο. Άσχημο, γλοιώδη βάτραχο. Φρύνο. Αλλά δεν είχε στό-μα· είχε μονάχα δύο μικρά, στενά μάτια, που φωσφόριζαν καταπράσι-να. Το πετσί του ήταν κιτρινιάρικο, και έμοιαζε άρρωστο· ο Ανδρόνι-κος, όμως, αισθανόταν βέβαιος πως δεν ήταν. «Βοήθησε τη μάγισσα!» πρόσταξε τον άντρα που είχε μπει πρώτος στο δωμάτιο, και χίμησε καταπάνω στο βατραχοειδές πλάσμα, απ’το οποίο ξεκινούσαν όλα τα πλοκάμια που είχαν γεμίσει το δωμάτιο. «Απολλώνια! Απολλώνια!» φώναξε ο Ανδρόνικος, βγάζοντας την πο-λεμική κραυγή των πολεμιστών του βασιλείου του, καθώς εφορμούσε. Το πλάσμα πήρε τα πλοκάμια του, βιαστικά, από την Άνμα’ταρ και προσπάθησε να τα χρησιμοποιήσει για να προστατευτεί από τον Α-πολλώνιο ευγενή και, συγχρόνως, να τον ακινητοποιήσει. Το σπαθί, όμως, του Ανδρόνικου, που ήταν το όπλο αρχαίων βασιληάδων του λαού του και είχε περάσει από γενιά σε γενιά, τα έκοβε το ένα κατόπιν του άλλου, ενώ η λεπίδα του γυάλιζε με μια εσωτερική, γαλανόχρωμη ακτινοβολία. Και δεν άργησε να φτάσει στον εχθρό και να μπηχτεί στο κιτρινιάρι-κο, γλοιώδες πετσί του. Το πλάσμα τσύριξε, και η τσυρίδα του δεν ήταν ευδιάκριτο από πού ακριβώς βγήκε, αφού δεν είχε κανένα φανερό στόμα ή άλλη οπή. Ήταν σαν να βγήκε από τους ίδιους τους πόρους του αποκρουστικού του δέρματος.

  • 20 | ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ

    Η λεπίδα του ξίφους του Ανδρόνικου μπήχτηκε βαθύτερα, διαπερνώ-ντας το τέρας, σουβλίζοντάς το σαν γουρούνι. Κι αυτό πέθανε, ενώ σωματικά και ενεργειακά υγρά έτρεχαν από την παραφουσκωμένη και πλέον σχισμένη κοιλιά του. Ο Ανδρόνικος το κλότσησε, για να ελευθερώσει το σπαθί του, κι ύ-στερα πήρε μια βαθιά ανάσα, ατενίζοντάς το απορημένος. Τι στις Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ ήταν τούτο; αναρωτήθηκε, νιώ-θοντας, επί του παρόντος, τις σκέψεις του πολύ μπερδεμένες και μη μπορώντας να θυμηθεί την ύπαρξη κάποιας οντότητας όμοιας μ’αυτήν που είχε μόλις σκοτώσει. «Πρίγκιπά μου!» Η φωνή του Οδυσσέα, από πίσω του. Ο Ανδρόνικος στράφηκε και είδε τον Πρόμαχο να στέκεται στο κέ-ντρο του δωματίου, πλάι στον λάκκο με τα καλώδια και τα κάτοπτρα. Πλάι του βρισκόταν ο χρυσόδερμος Φαρνέλιος, ο οποίος ήταν γιατρός και, όπως κι ο Οδυσσέας, παλιός έμπιστος άνθρωπος του Ανδρόνικου. Είχε μακριά, λευκή γενειάδα και επίσης μακριά, λευκά μαλλιά, δεμένα αλογοουρά. Τα μικρά, έξυπνα μάτια του βρίσκονταν πίσω από ένα ζευγάρι στρογγυλά γυαλιά. Το όλο του παρουσιαστικό δεν έκρυβε την προχωρημένη ηλικία του. «Είστε καλά, Πρίγκιπά μου;» ρώτησε ο Οδυσσέας. Ο άντρας που είχε μπει πρώτος στο οκτάγωνο δωμάτιο βοηθούσε την Άνμα’ταρ να σηκωθεί. Η μάγισσα ακόμα έβηχε, και το σώμα της δι-πλωνόταν, σπασμωδικά. Ο λαιμός της ήταν τραυματισμένος, αλλά ευ-τυχώς μόνο επιφανειακά, γιατί με το βήχα της δε φαινόταν να βγαίνει αίμα. Στα χέρια της υπήρχαν επίσης επιφανειακές πληγές, και το φό-ρεμά της είχε σκιστεί σε αρκετά σημεία και ήταν αιματοβαμμένο. Ο Ανδρόνικος ένευσε. «Καλά είμαι. Αλλά δεν μπορώ να καταλάβω πώς αυτό το πράγμα μπήκε στο σκάφος!» Με τη λεπίδα του ξίφους του –η οποία τώρα δε γυάλιζε τόσο έντονα, αλλά ήταν λουσμένη από τα σωματικά και ενεργειακά υγρά του πλάσματος–, έδειξε το νεκρό πλοκαμοφόρο τέρας. Τα μάτια του Οδυσσέα στένεψαν. «Θα πρέπει να μπήκε όσο ήμασταν αραγμένοι στην Άωλρυς· δεν υπάρχει άλλη εξήγηση.» Ακριβώς αυτό που φοβόμουν, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος. Κάποιος το έ-βαλε στο σκάφος μας, ενώ ήταν αφύλαχτο. «Τι πλάσμα είναι, όμως;» ρώτησε ο Οδυσσέας. «Φαίνεται πως έχουμε την ίδια απορία,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος.

  • ΟΙ ΥΠΕΡΜΑΧΟΙ ΤΟΥ ΓΑΛΑΝΟΥ ΦΩΤΟΣ | 21

    «Οι φιάλες…» παρενέβη η Άνμα’ταρ, προσπαθώντας να σταματήσει το βήχα της. «Οι φιάλ… Ρουφούσε… ενέργεια…» Ο Ανδρόνικος και οι υπόλοιποι κοίταξαν τις φιάλες, και είδαν τις εν-δείξεις επάνω τους. «Ήθελαν να μας αφήσουν να πεθάνουμε στα βάθη του Μαύρου Πο-ταμού…!» μούγκρισε ο Οδυσσέας. «Όταν βρούμε αυτόν τον δαιμονι-σμένο προδότη–!» Έσφιξε τη γροθιά του, τρίζοντας τα δόντια. «Θα σπάσω, προσωπικά, κάθε κόκαλο επάνω στο σώμα του!» «Υψηλότατε,» είπε ο άντρας που είχε μπει πρώτος στο δωμάτιο, «υ-πάρχει διαρροή στις φιάλες.» Έδειξε στο πάτωμα, και ο Ανδρόνικος είδε ότι κάτω απ’τις φιάλες υγρό μαζευόταν. «Γρήγορα,» πρόσταξε, «σφραγίστε τις!» Ο άντρας έτρεξε, φεύγοντας απ’το δωμάτιο, για να φέρει εργαλεία. Σύντομα, στο ενεργειακό κέντρο του Δύτη μαζεύτηκαν αρκετοί από το πλήρωμα, αρχίζοντας αμέσως τις προσπάθειες να σφραγίσουν τα ανοίγματα στις φιάλες. Τα ανοίγματα που, απ’ό,τι καταλάβαινε ο Ανδρόνικος, πρέπει να είχαν γίνει από τα σκληρά κεντριά στις άκριες των πλοκαμιών του τώρα νε-κρού πλάσματος. «Αυτό το τέρας,» είπε ο Φαρνέλιος, στεκόμενος πάνω απ’το βατραχο-ειδές σώμα του αποκρουστικού όντος, «μοιάζει με κάτι που θα περίμε-νε κανείς να δει να έρχεται από την Απολεσθείσα Γη.» Ο Ανδρόνικος ένευσε. «Ναι,» συμφώνησε. «Αλλά δε βρίσκεις τέτοια τερατουργήματα τόσο δυτικά.» «Εκτός αν κάποιος το έφερε εδώ,» είπε ο Οδυσσέας. «Να το έφερε εδώ… για εμάς;» Ο Ανδρόνικος συνοφρυώθηκε. «Ήξερε εκ των προτέρων ότι ερχόμασταν;…» «Αυτό το πλάσμα ρουφά ενέργεια όπως το κουνούπι ρουφά αίμα,» είπε ο Φαρνέλιος. «Επομένως, ναι, θα έλεγα πως είναι πολύ πιθανό να το είχαν εξαρχής φέρει στην Άωλρυς για εμάς. Προκειμένου να σαμπο-τάρει τον Δύτη.» «Όποιος, όμως, κι αν είναι ο εχθρός μας, πώς το ήξερε ότι θα σταμα-τήσουμε εκεί για να ανεφοδιαστούμε;» έθεσε το ερώτημα ο Ανδρόνι-κος. «Υπάρχουν τρεις πιθανές απαντήσεις σ’αυτό, Υψηλότατε,» είπε η Άν-μα’ταρ, που τώρα έμοιαζε νάχει συνέλθει: «έχει στήσει παγίδες για ε-μάς σε όλο το δρόμο μέχρι την Απαστράπτουσα· ή υπάρχει κάποια συ-

  • 22 | ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ

    σκευή μέσα στο υποβρύχιο η οποία του δίνει πληροφορίες· ή κάποιος εδώ μέσα είναι προδότης.» Όταν οι φιάλες σφραγίστηκαν, ήταν πλέον πολύ αργά· ελάχιστη ποσό-τητα ενέργειας απέμενε. «Θα επαρκέσει για να βγούμε από τον ποταμό;» ρώτησε ο Ανδρόνικος τον Οδυσσέα. «Έτσι νομίζω,» αποκρίθηκε εκείνος. «Όμως όχι για τίποτα περισσό-τερο.» Ο Ανδρόνικος ένευσε, και τους ζήτησε να τον ακολουθήσουν στη γέ-φυρα, προκειμένου να συζητήσουν για τις τρεις πιθανές εξηγήσεις της Άμνα’ταρ, οι οποίες, έτσι κι αλλιώς, όλοι τους συμφωνούσαν πως ήταν, μάλλον, οι μόνες πιθανές εξηγήσεις. Συγκεντρώθηκαν στη γέφυρα και έκλεισαν την πόρτα, ώστε να απο-μονωθούν από το υπόλοιπο πλήρωμα. Καθώς έκλεινε, ο Ανδρόνικος είπε σε έναν από τους επαναστάτες: «Θα ξεκινήσουμε εντός ολίγου. Να είστε άπαντες σε επιφυλακή για τυχόν άλλους εισβολείς,» αν και, στην πραγματικότητα, δεν πίστευε ότι υπήρχε και δεύτερο παρόμοιο τέρας μέσα στο σκάφος. Ύστερα, κάθισε σε μια πολυθρόνα μπροστά από τις οθόνες της γέφυ-ρας και κοίταξε τον Οδυσσέα, τον Φαρνέλιο, και την Άνμα’ταρ, οι οποί-οι είχαν πάρει θέσεις γύρω του σε άλλα καθίσματα. Η μάγισσα έμοιαζε, κυριολεκτικά, κουρελιασμένη, σαν πάνινη κούκλα που της είχε επιτε-θεί γάτα· όμως εξακολουθούσε να στέκεται καλά γι’αυτό που είχε πε-ράσει. «Ας πάρουμε τα πράγματα ένα-ένα,» είπε ο Ανδρόνικος. «Αν υπάρχει προδότης στο σκάφος, θα πρέπει να έχει και τη δυνατότητα να επικοι-νωνεί με τους συμμάχους του έξω από το σκάφος· αλλιώς, δε θα μπο-ρούσε να τους έχει ειδοποιήσει ότι κατευθυνόμαστε την Άωλρυς. Κι αυτό σημαίνει πως πρέπει είτε να έχει πρόσβαση εδώ, στη γέφυρα, για να δώσει κάποιο σήμα, ή πρέπει να έχει δική του συσκευή τηλεπικοι-νωνίας. Εάν έδωσε κάποιο σήμα από τη γέφυρα μπορούμε να το μά-θουμε αμέσως…» Ο Ανδρόνικος πάτησε ένα πλήκτρο, και μια οθόνη έδειξε τα τελευταία εξερχόμενα σήματα που ήταν αποθηκευμένα στο

  • ΟΙ ΥΠΕΡΜΑΧΟΙ ΤΟΥ ΓΑΛΑΝΟΥ ΦΩΤΟΣ | 23

    σύστημα. «Δε βλέπω να υπάρχει κάτι το μη αναμενόμενο. Επομένως, αν όντως μιλάμε για προδότη, έχει δική του συσκευή.» «Οι περισσότερες μικρές συσκευές τηλεπικοινωνίας δεν μπορούν να λειτουργήσουν σε τόσο βάθος κάτω από το νερό, Πρίγκιπά μου,» είπε ο Οδυσσέας. «Ναι,» συμφώνησε ο Ανδρόνικος, «εκεί ήθελα να καταλήξω κι εγώ. Ωστόσο, οφείλουμε να κάνουμε μια έρευνα, σωστά;» «Σωστά. Η έρευνα θα γίνει.» «Πάμε, λοιπόν, στην άλλη περίπτωση: στην περίπτωση να υπάρχει μια κατασκοπευτική συσκευή προσαρτημένη στο σκάφος. Αυτό δε μου φαίνεται και πολύ εύκολο να έχει γίνει, αφού, προτού έρθουμε εδώ, ο Δύτης βρισκόταν στο υποποτάμιο άντρο της Αλβέρια, και κανένας πι-θανός εχθρός δεν τον είχε πλησιάσει–» «Εκτός αν πάλι υπάρχει κάποιος προδότης ανάμεσά μας,» τόνισε η Άνμα’ταρ. «Ναι. Και φυσικά θα γίνει, επίσης, έλεγχος για το αν μια τέτοια συ-σκευή είναι προσαρτημένη στο σκάφος.» «Θα πρέπει νάναι πολύ ισχυρή αυτή η συσκευή, για να μας εντοπίζει μέσα από τόσες διαστάσεις που έχουμε περάσει, μέχρι να φτάσουμε εδώ,» είπε ο Οδυσσέας. «Φύγαμε από την Αλβέρια, καταδυθήκαμε στο Σύμπλεγμα, βγήκαμε στη Χάρνταβελ, και μετά ήρθαμε στην Απολλώ-νια.» «Και πάλι, έχεις δίκιο. Για να μας παρακολουθεί κάποιος, θα έπρεπε να βρίσκεται πίσω μας, προκειμένου να λαμβάνει το σήμα· και άρα, μάλλον, δε θα είχε χρόνο να ειδοποιήσει τους οποιουσδήποτε συνερ-γάτες του στην Απολλώνια ώστε να φέρουν αυτό το πλάσμα στην Ά-ωλρυς.» «Το πιθανότερο, Υψηλότατε,» είπε ο Φαρνέλιος, «είναι κάποιος να έχει προετοιμάσει παγίδες για εσάς, γνωρίζοντας ότι λείπατε από την Απολλώνια αλλά, σύντομα, θα επιστρέφατε.» Ο Ανδρόνικος κατένευσε μελαγχολικά. «Ναι, αυτό πιστεύω κι εγώ. Κάποιος σαν τον αδελφό μου…» «Τον αδελφό σας;» Η απορία ήταν έκδηλη στο πρόσωπο του Φαρνέ-λιου. Ο Ανδρόνικος είπε σ’αυτόν και τον Οδυσσέα όσα τού είχε πει ο Πρω-θιερέας του Απόλλωνα στην Άωλρυς.

  • 24 | ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ

    «Σίγουρα, υπερβάλλει, Πρίγκιπά μου,» είπε ο Οδυσσέας. «Ο αδελφός σας δεν μπορεί να… να σχεδιάζει να σας βγάλει απ’τη μέση με τέτοιο τρόπο!» Ο Ανδρόνικος, όμως, ήταν αβέβαιος. Ακούμπησε την πλάτη του στο κάθισμά του και σταύρωσε τα χέρια του εμπρός του. «Ο Λούσιος…. Ούτε κι εγώ, Οδυσσέα, ήθελα να το πιστέψω… Ήταν παράξενος πά-ντοτε ο Λούσιος, αλλά όχι κι έτσι… Και ίσως, βέβαια, τώρα να τον πα-ρεξηγώ… ίσως να τον παρεξηγώ. Αλλά, ας σκεφτούμε για λίγο λογικά: Ποιος άλλος θα μπορούσε να δώσει εντολή να βάλουν ένα τέτοιο πλά-σμα μέσα στον Δύτη; Και γιατί; Οι πράκτορες της Παντοκράτειρας έ-χουν ή εξολοθρευτεί ή διωχτεί από την Απολλώνια. Κι ακόμα κι αν ε-λάχιστοι απομένουν, το κατασκοπευτικό τους δίκτυο θα είναι κομμα-τιασμένο· δε θα μπορούσαν ποτέ να κανονίσουν κάτι σαν αυτό που έγινε: γιατί αυτό που έγινε υποδηλώνει πως υπάρχουν κι αλλού παγί-δες για εμένα.» «Δεν υποδηλώνει, όμως, πως το έκανε ο αδελφός σας,» είπε ο Οδυσ-σέας. «Ναι, δεν υποδηλώνει ότι το έκανε ο αδελφός μου. Αλλά υποδηλώνει πως ίσως να το έκανε. Και οι φήμες που κυκλοφορούν για τον Λούσιο δεν μπορούν παρά να με βάζουν σε υποψίες. Ο Πρωθιερέας του Απόλ-λωνα στην Άωλρυς δε θα ερχόταν να με βρει και να μου μιλήσει, αν δεν πίστευε ότι τα πράγματα έχουν όντως γίνει επικίνδυνα στην Απολλώ-νια.» «Πώς πιστεύετε, λοιπόν, ότι οφείλουμε να ενεργήσουμε, Υψηλότατε;» ρώτησε ο Φαρνέλιος. «Κατ’αρχήν, πρέπει να γίνει εξονυχιστικός έλεγχος στο σκάφος. Πρέ-πει να βεβαιωθούμε ότι δεν υπάρχει κάποια συσκευή εδώ μέσα η ο-ποία θα μπορούσε να ειδοποιήσει τον εχθρό μας για οτιδήποτε.» «Θα φροντίσω η ερεύνα να αρχίσει αμέσως, Πρίγκιπά μου,» είπε ο Οδυσσέας, και σηκώθηκε απ’την καρέκλα του. «Κι ύστερα, τι θα κάνουμε;» ρώτησε ο Φαρνέλιος. «Εσείς τι έχετε να προτείνετε;» θέλησε να μάθει ο Ανδρόνικος. «Υ-πάρχει κάτι στο μυαλό σας;» «Εάν τα πράγματα έχουν όπως νομίζετε, Πρίγκιπά μου,» είπε ο Οδυσ-σέας, που δεν είχε φύγει ακόμα· «εάν, δηλαδή, κάποιος εχθρός σας –ο Πρίγκιπας Λούσιος, ίσως– έχει στήσει παγίδες για εσάς σ’όλο το δρόμο μέχρι την Απαστράπτουσα, τότε το καλύτερα που θα μπορούσαμε να

  • ΟΙ ΥΠΕΡΜΑΧΟΙ ΤΟΥ ΓΑΛΑΝΟΥ ΦΩΤΟΣ | 25

    κάνουμε είναι να κινηθούμε κρυφά, χωρίς να δηλώνουμε την παρουσία μας. Γιατί, όπου κι αν δηλώσουμε την παρουσία μας, οι κατάσκοποί του θα το μάθουν, και κάποιος θα μας κυνηγήσει, ή κάποια παγίδα θα ενεργοποιηθεί.» «Αυτός,» είπε η Άνμα’ταρ, «μοιάζει να είναι ο λογικότερος τρόπος για να κινηθούμε, τουλάχιστον ώσπου να φτάσουμε σ’ένα σταθερό συ-μπέρασμα σχετικά με το τι ακριβώς συμβαίνει· διότι, πρέπει να το πα-ραδεχτείτε, Υψηλότατε, ετούτη τη στιγμή δεν ξέρουμε απολύτως τίπο-τα για το ποιος πιθανώς να κρύβεται πίσω από αυτή την απόπειρα δολοφονίας εναντίον όλων μας.»

  • 26 | ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ

    3 Αφού έγινε εξονυχιστική έρευνα για συσκευές παρακολούθησης, δια-πιστώθηκε ότι καμία δεν υπήρχε προσαρτημένη στον Δύτη· ούτε κα-νένας από το πλήρωμα είχε μαζί του κάποια τηλεπικοινωνιακή συ-σκευή τόσο δυνατή ώστε να μπορεί να εκπέμπει από τα βάθη του Μαύρου Ποταμού. Επομένως, καθ’όλα τα φαινόμενα, κανένας προδό-της δεν ήταν μέσα στο σκάφος. Κι αυτό άφηνε μόνο μία πιθανή εξήγηση για ό,τι είχε συμβεί στην Ά-ωλρυς: ο εχθρός γνώριζε ότι ο Ανδρόνικος, αργά ή γρήγορα, θα επέ-στρεφε στην Απολλώνια και του είχε στήσει παγίδες σε διάφορα ση-μεία, μέχρι την Απαστράπτουσα. Θα έκανε ο Λούσιος κάτι τέτοιο; Είναι ποτέ δυνατόν να με θέλει νεκρό; αναρωτιόταν ο Ανδρόνικος. Ο αδελφός του δεν είχε αφήσει να διαφα-νεί στο παρελθόν καμία τέτοια επιθυμία. Δεν ήταν εχθρικός προς τον Ανδρόνικο· τουλάχιστον, όχι τόσο ώστε να δείχνει ότι μπορεί να ήθελε να τον σκοτώσει. Κι εξάλλου, οι δυο τους είχαν περάσει κι ένα σωρό καλές στιγμές μαζί. Όμως, έτσι όπως μου είπε τα πράγματα ο Πρωθιε-ρέας του Απόλλωνα, δεν υπάρχει άλλη εξήγηση. Κάποιος άνθρωπος του Λούσιου πρέπει να έβαλε αυτό το τερατούργημα μέσα στον Δύτη, όσο ήμασταν στο λιμάνι της Άωλρυς. Εκτός… Εκτός αν ο πραγματικός εχθρός προσπαθεί να ενοχοποιήσει τον Λού-σιο στα μάτια μου… Ο Ανδρόνικος κούνησε το κεφάλι του. Δε θα βγάλω κανένα νόημα έτσι. Πρέπει να πάω, πρώτα, στην Απαστράπτουσα. Έδωσε διαταγή να αναδυθούν, και ο Δύτης βγήκε στην επιφάνεια του Μαύρου Ποταμού. Στη γέφυρα, όπου βρίσκονταν ο Ανδρόνικος και ο Οδυσσέας, η ένδει-ξη για την ποσότητα ενέργειας φάνηκε να φτάνει κοντά στο τέλος της. «Δεν πρέπει να έχουμε αρκετή δύναμη για να βγάλουμε τα πόδια του σκάφους…» είπε ο Πρίγκιπας· γιατί ο Δύτης δεν ήταν μόνο υποβρύχιο: ήταν, θα μπορούσε να πει κανείς, αμφίβιο σκάφος. Χρησιμοποιώντας ένα Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος, οι μάγοι που του έδιναν ώθη-ση μπορούσαν να του αλλάξουν μορφή: να κάνουν τέσσερα πόδια να

  • ΟΙ ΥΠΕΡΜΑΧΟΙ ΤΟΥ ΓΑΛΑΝΟΥ ΦΩΤΟΣ | 27

    εμφανιστούν στα πλευρά του· και τότε, ο Δύτης βάδιζε άνετα στην ξη-ρά. Πράγμα το οποίο δεν ήταν μόνο χρήσιμο όταν ήθελε κάποιος να διασχίσει εδάφη, αλλά και όταν ήθελε να προσεγγίσει μια ακρογιαλιά ή τις όχθες ενός ποταμού –όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ο Αν-δρόνικος σκεφτόταν πως, αν δεν μπορούσαν να μετασχηματίσουν τον Δύτη, θα έπρεπε να κολυμπήσουν ώς τις όχθες. «Ίσως και να έχουμε,» διαφώνησε ο Οδυσσέας, κοιτάζοντας την έν-δειξη για την ποσότητα ενέργειας. «Πιστεύω πως αξίζει να προσπαθή-σουμε.» Ο Ανδρόνικος ένευσε. «Εντάξει, ας το κάνουμε.» Και, μέσω ενός επι-κοινωνιακού διαύλου, έδωσε διαταγή στην Άνμα’τ�