Πειρατές,Κώστας- Δημήτρης

60
Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΙΡΑΤΕΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΜΑΚΡΑ ΚΑΙ ΤΑΡΑΧΩΔΗΣ, ΜΕ ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΤΩΝ ΚΟΥΡΣΑΡΩΝ ΝΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΚΑΤΟΠΙΝ ΛΑΪΚΟΙ ΘΡΥΛΟ»Ι ΚΩΝ/ΝΟΣ ΠΑΠΠΟΥΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ 3ο ΓΕ.Λ. Ιλιου ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2015

Transcript of Πειρατές,Κώστας- Δημήτρης

Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΙΡΑΤΕΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΜΑΚΡΑ ΚΑΙ ΤΑΡΑΧΩΔΗΣ, ΜΕ ΤΑ

ΣΥΜΒΟΛΑ ΤΩΝ ΚΟΥΡΣΑΡΩΝ ΝΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΚΑΤΟΠΙΝ ΛΑΪΚΟΙ ΘΡΥΛΟ»Ι

ΚΩΝ/ΝΟΣ ΠΑΠΠΟΥΣ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

3ο ΓΕ.Λ. Ιλιου

ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2015

Η πειρατεία στην

Καραϊβική

Πειρατεία στην Καραϊβική είναι ο όρος που

χρησιμοποιείται διεθνώς για να περιγράψει

την έξαρση της πειρατείας στην Καραϊβική

Θάλασσα από τα μέσα του 16ου έως τις

αρχές του 19ου αιώνα. Αποτέλεσε

κοινωνικό φαινόμενο που συνδέεται

άρρηκτα με την ανακάλυψη της Αμερικής

(1492) και τον ανταγωνισμό των τότε

μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης, για το

ποια θα απομυζήσει τα μυθικά πλούτη του

λεγόμενου «Νέου Κόσμου».

Σε αυτό το πλαίσιο τα εμπλεκόμενα κράτη

ενθάρρυναν την πειρατεία, αρκεί να

στρεφόταν κατά των αντιπάλων τους και

να απέδιδε ποσοστά στο δημόσιο ταμείο,

δημιουργώντας έτσι το απαραίτητο

πολιτικό - ηθικό περιβάλλον ώστε το

φαινόμενο να αναπαράγεται σχεδόν

αδιατάρακτα επί τρεισήμισι αιώνες.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που η πειρατεία

(με οποιαδήποτε μορφή) αποκτούσε

ενδημικό χαρακτήρα σε μια θάλασσα, ούτε

η πρώτη φορά που ανταγωνιζόμενες

κρατικές οντότητες την εργαλειοποιούσαν

σε μέθοδο επίλυσης των μεταξύ τους

διαφορών. Μια ματιά στην αρχαία

μεσογειακή πειρατεία, την ιστορία του

γερμανικού κόσμου ή των Αράβων,

αρκεί για να καταδείξει ότι οι περισσότεροι

πολιτισμοί πέρασαν από μια τέτοια φάση.

Το εντελώς νέο όμως στη συγκεκριμένη

περίπτωση, είναι πως αποτέλεσε ένα

αποκλειστικά «εισαγόμενο» φαινόμενο.

Απουσιάζουν πλήρως οι ντόπιοι πληθυσμοί,

των οποίων η μοίρα ήταν απ' όλους

προδιαγεγραμμένη: να εξοντωθούν μαζικά,

είτε από τα όπλα είτε από τις ασθένειες των

Ευρωπαίων. Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι

παρά την τάση εξιδανίκευσης που υπήρξε

στη συνέχεια, με τους πειρατές να

μετατρέπονται σε ρομαντικούς ήρωες

μυθιστορημάτων και κινηματογραφικών

ταινιών, η πειρατεία στην Καραϊβική

υπήρξε μια από τις πλέον μελανές σελίδες

της ανθρώπινης ιστορίας.

Η πειρατεία της Καραϊβικής ξεκίνησε

σχεδόν σύγχρονα με τις αποστολές

λαφύρων από την Αμερική προς την

Ισπανία,

όμως το πρώτο μεγάλο χτύπημα δεν έγινε

σε αμερικανικά ύδατα. Ήταν στα ανοιχτά

της Ιβηρικής το 1522 και κατά τη διάρκεια

συνηθισμένων επιχειρήσεων του

Τετραετούς Πολέμου, όταν ο Γάλλος

κουρσάρος Ζαν Φλερί κατέλαβε δύο

ισπανικά γαλεόνια. Επρόκειτο για

θησαυρούς του Αζτέκου βασιλιά

Μοντεζούμα Β΄, τους οποίους ο Ερνάν

Κορτές έστελνε στον Κάρολο Κουΐντο.

Το φορτίο που κατέλαβε ο Φλερί, απέδειξε σε όλη την Ευρώπη ότι οι φήμες για τον πλούτο της Κεντρικής Αμερικής ήταν

αληθινές και φυσικά έστειλε στην Καραϊβική στρατιές επίδοξων πειρατών.

Παρόλα αυτά οι Ισπανοί μπορούσαν ακόμα να τους αντιμετωπίζουν με σχετική επάρκεια, αστυνομεύοντας καλύτερα τη θάλασσα και ενισχύοντας τη δύναμή τους στα κρίσιμα περάσματα ανάμεσα στα νησιά - έτσι ιδρύθηκαν ή γιγαντώθηκαν πόλεις-φρούρια όπως η Αβάνα, το Σαντιάγο, το Σαν Χουάν και το Σάντο Ντομίγκο. Όταν δε τα πράγματα άρχισαν να δυσκολεύουν, συγκρότησαν το Στόλο των Ινδιών (Flota de Indias): μια φορά το χρόνο,

αρχής γενομένης το 1566, ένας στόλος φορτηγών πλοίων έκανε συνοδεία πολεμικών τον κύκλο της Καραϊβικής, φορτώνοντας ό,τι είχε συγκεντρωθεί από το εσωτερικό στις παραθαλάσσιες αποικίες, και το μετέφερε στην Ισπανία.

Θα μπορούσε συνεπώς να ισχυριστεί κανείς βάσιμα, ότι σε αυτήν την πρώτη περίοδο η πειρατεία της Καραϊβικής έθιγε τα ισπανικά συμφέροντα περισσότερο λόγω του παράλληλου λαθρεμπορίου σκλάβων, καπνού, ζάχαρης και οινοπνευματωδών, παρά επειδή απειλούσε σοβαρά τις μεταφορές ή τις αποικίες τους. Λίγοι πειρατές κατάφεραν κάτι πραγματικά σπουδαίο, και συνήθως ήταν αυτοί που διέθεταν υποστήριξη από τις κυβερνήσεις τους όπως ο εμβληματικός «Ξυλοπόδαρος» Φρανσουά Λεκλέρκ, ο Φράνσις Ντρέικ ή ο Τζων Χώκινς.

Τα πράγματα όμως άλλαξαν κατά το πέρασμα από το 16ο στο 17ο αιώνα.

Το 1585 ο Φίλιππος Β' της Ισπανίας ξεκίνησε έναν ακήρυχτο πόλεμο εναντίον της Αγγλίας στην Ευρώπη, επιδιώκοντας - μεταξύ άλλων - να εξαναγκάσει την Ελισάβετ σε ανάκληση των εποικιστικών σχεδίων και

απόσυρση της στήριξης σε privateers (οι κουρσάροι στην αγγλική ορολογία της εποχής). Η επιλογή αυτή οδήγησε στο εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα: Καθώς οι Ισπανοί αδυνατούσαν να κερδίσουν τον πόλεμο και μέχρι να τον χάσουν οριστικά το 1604, ανακαλούσαν όλο και περισσότερες αξιόμαχες δυνάμεις από την Καραϊβική στην Ευρώπη, αφήνοντας

Φίλιππος Β΄της Γαλλίας

ελεύθερο πεδίο δράσης στους πειρατές.

Μετά το 1604, οι βασιλείς Ιάκωβος Α' της Αγγλίας και Ερρίκος Δ' της Γαλλίας πίεσαν την Ισπανία για κάποιας μορφής συμφωνία, εφαρμόζοντας την τακτική του μαστιγίου και του καρότου:

Απ' τη μία συνέχιζαν να υποστηρίζουν (φανερά ή κρυφά) τη δράση των κουρσάρων και λαθρεμπόρων τους, απ' την άλλη δήλωναν πρόθυμοι να συζητήσουν σχετικά με τα ζητήματα της Αμερικής.

Όπως αποδείχθηκε απ' όσα ακολούθησαν, η έως τότε υπερδύναμη είχε πια μπει σε φάση αδυναμίας να τους ανακόψει:

Πρώτον, είχε χάσει στον πόλεμο τόσο μεγάλο μέρος του στόλου της, που της ήταν αδύνατο να το αναπληρώσει άμεσα.

Δεύτερον, τα φορτία ασημιού από την Κεντρική Αμερική γίνονταν ολοένα μικρότερα, δυσχεραίνοντας την ήδη επιβαρυμένη οικονομική της θέση. Τρίτον, οι αποικίες αντιμετώπιζαν επισιτιστική κρίση - μέσα σε έναν αιώνα, το 90% των ιθαγενών είχε εξολοθρευθεί από τις ασθένειες που έφεραν οι Ευρωπαίοι και ήταν άγνωστες στο δικό τους ανοσοποιητικό σύστημα, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει εργατικό δυναμικό στα χωράφια, αφού οι ισπανικής καταγωγής (περ. 250.000 το 1600) ούτε που διανοούνταν να κάνουν χειρωνακτικές εργασίες. Τέταρτον, σύντομα οι Ισπανοί ενεπλάκησαν σε ένα νέο μακροχρόνιο πόλεμο, τον καλούμενο Τριακονταετή

(1618-1648), αυτή τη φορά επί γερμανικού εδάφους.

Με την ανατολική Καραϊβική ουσιαστικά αφρούρητη, οι ανταγωνιστές των Ισπανών πλημμύρισαν τις Μικρές Αντίλλες σε συνεργασία με κουρσάρους. Άγγλοι εποίκισαν μεταξύ άλλων τα νησιά Μπαρμπάντος, Αντίγκουα, Άγιο Χριστόφορο και Νέβις, Γάλλοι τις Γουαδελούπη, Μαρτινίκα και Γρενάδα, Ολλανδοί τον Άγιο Μαρτίνο, Άγιο Ευστάθιο και Κουρασάο. Δεν ήταν η πρώτη φορά που κάποιοι δοκίμαζαν να παραβιάσουν τον ισπανικό αποκλεισμό, ήταν όμως η πρώτη που η Ισπανία αδυνατούσε να καταπνίξει αυτές τις απόπειρες εν τη γενέσει τους, με αποτέλεσμα οι περισσότερες αποικίες αυτής της περιόδου να καταστούν μόνιμες. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο εποικισμός δεν ήταν πάντα αποτέλεσμα

κεντρικού συντονισμού: σε κάποιες περιπτώσεις οι αποικίες ιδρύθηκαν από ομάδες που θεωρούνταν «εσωτερικοί εχθροί» στις χώρες τους (π.χ. Άγγλοι Πουριτανοί ή Γάλλοι Ουγενότοι), για να ενσωματωθούν όμως αργότερα στις μητροπόλεις, όταν άλλαζε η πολιτική κατάσταση.

Χρυσή εποχή της πειρατείας

Η «Χρυσή εποχή της πειρατείας» είναι χαρακτηρισμός που δίνεται για την περιγραφή της περιόδου της ναυτικής ιστορίας μεταξύ της δεκαετίας του 1650 και αυτής του 1730. Κατά τη συγκεκριμένη περίοδο παρατηρείται μια εντυπωσιακή άνθηση της πειρατείας. Αυτή αποτελεί σύμπτωμα τόσο της ραγδαίας ανάπτυξης των νέων υπερπόντιων ευρωπαϊκών

αποικιών σε συνδυασμό με την ελλιπή και αναποτελεσματική διακυβέρνηση σε αυτές, όσο και των διευρωπαϊκών συγκρούσεων της εποχής. Οι τελευταίες οδηγούν στη μείωση της παρουσίας ναυτικών δυνάμεων στις αποικίες και στην ταυτόχρονη δημιουργία νέων, καταρτισμένων και έμπειρων σε πολεμικές συγκρούσεις ναυτικών.

Κατά τον γενικευμένο ορισμό της περιόδου, η «χρυσή εποχή της πειρατείας» μπορεί να χωριστεί σε τρία βασικά μέρη:

Την περίοδο μεταξύ του 1650 και του 1680, όπου χαρακτηρίζεται από τις επιθέσεις Βρετανών και Γάλλων ναυτικών, με βάση τα λιμάνια της Τζαμάικας και της Τορτούγα, σε Ισπανικές αποικίες και πλοία στην

περιοχή της Καραϊβικής και του ανατολικού Ειρηνικού Ωκεανού.

Την περίοδο του αποκαλούμενου «Πειρατικού Γύρου», της δεκαετίας του 1690, όπου οι Βρετανοί κατά κύριο λόγο πειρατές επιτίθενται κατά Μουσουλμανικών στόχων και κατά αποστολών της Εταιρίας Ανατολικών Ινδιών, σε μια διαδρομή που ξεκινά από τον δυτικό Ατλαντικό, ακολουθεί τον γύρο του νότιου άκρου της Αφρικής με σημαντικό σταθμό την Μαδαγασκάρη και καταλήγει στον Ινδικό Ωκεανό και την Ερυθρά Θάλασσα, σε περιοχές όπως οι ακτές της Υεμένης και της Ινδίας. Οι επιθέσεις στην ίδια διαδρομή θα επαναληφθούν και τη δεκαετία του 1720.

Την περίοδο μεταξύ του 1716 και του 1726, μετά το τέλος των πολέμων της Ισπανικής

Διαδοχής, όταν πολλοί Άγγλο-Αμερικανοί κυρίως ναυτικοί και κουρσάροι θα βρεθούν άνεργοι και θα στραφούν μαζικά προς την πειρατεία στις περιοχές της Καραϊβικής, της

ανατολικής Αμερικανικής ακτογραμμής, τις ακτές της Δυτικής Αφρικής και τον Ινδικό Ωκεανό.Πιο περιοριστικοί ορισμοί της «χρυσής εποχής της πειρατείας» αποκλείουν κομμάτια της πρώτης ή της δεύτερης περιόδου, ενώ όλοι περιλαμβάνουν την τρίτη περίοδο.

Ιστορία των πιο διάσημων πειρατών

στον κόσμο Οι «πειρατές της Καραϊβικής» είναι οι πιο διάσημοι πειρατές του κόσμου, όπως ακριβώς και ο Ιντιάνα Τζόουνς είναι ο πιο διάσημος αρχαιολόγος. Συχνά όμως, η

δραματοποίηση μιας ιστορίας για τον κινηματογράφο γίνεται εις βάρος της ιστορικής αλήθειας και η συγκεκριμένη ταινία δεν αποτελεί εξαίρεση.

να από τα μέρη που διαδραματίζεται είναι και το Πορτ Ρουαγιάλ της Τζαμάικα, εκεί όπου έδρασαν και οι

αληθινοί πρωταγωνιστές της ιστορίας. Το Πορτ Ρουαγιάλ κατελήφθη αρχικά από τους Ινδιάνους Ταΐνο. Δεν γνωρίζουμε αν οι Ινδιάνοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, όμως είναι σίγουρο ότι το χρησιμοποιούσαν ως ορμητήριο για τις εξερευνήσεις τους. Εκείνη την εποχή το λιμάνι ήταν γνωστό με το όνομα Caguay ή Caguaya. Όταν οι Ισπανοί κατέλαβαν την περιοχή, έδιωξαν τους Ινδιάνους χωρίς να αξιοποιήσουν το λιμάνι που δεν άλλαξε όνομα.

Έ

Πορτ Ρουαγιάλ

Port Royal: The Pirate Capital of the World

Οι Εγγλέζοι αποτυγχάνουν να πάρουν την Αϊτή, αλλά

κατακτούν το λιμάνι της Τζαμάικα

Το 1654 μια αποστολή από την Αγγλία με επικεφαλής τον Robert Venables και τον William Penn, πήραν εντολή από τον Όλιβερ Κρόμγουελ να καταλάβουν από τους Ισπανούς, το νησί Ισπανιόλα δηλαδή τη σημερινή Αϊτή. Όμως, έχασαν τη μάχη και φοβήθηκαν να αναφέρουν την ήττα τους στον Κρόμγουελ. Έτσι αποφάσισαν να πάνε νοτιοδυτικά προς την Τζαμάικα που δεν ήταν καλά οχυρωμένη. Αφού κατάφεραν να καταλάβουν το νησί, έχτισαν ένα οχυρό που το ονόμασαν Κρόμγουελ, γύρω από το οποίο αναπτύχθηκε μία πόλη, το Point Cagway.

Όταν τον Κρόμγουελ διαδέχθηκε ο Βασιλιάς Κάρολος ο Β´ το 1660, το οχυρό πήρε το όνομα του Καρόλου, δηλαδή Fort Charles και η πόλη ονομάστηκε Πορτ Ρουαγιάλ, δηλαδή το βασιλικό λιμάνι.

Το Πορτ Ρουαγιάλ εξελίχθηκε σε σπουδαίο εμπορικό κέντρο στην Καραϊβική. Είχε ένα μεγάλο και καλά

προστατευμένο λιμάνι με βαθιά νερά και για αυτό το λόγο σύντομα όλοι το εποφθαλμιούσαν.

Οι Άγγλοι θέλησαν να το προστατεύσουν από τους Ισπανούς και γι’ αυτό επινόησαν μία μορφή πειρατείας με νόμιμη άδεια.

Η άδεια ονομαζόταν Letter of Marque και δινόταν σε πειρατές, τους λεγόμενους Κουρσάρους, για να επιτίθενται και να αιχμαλωτίζουν τα εχθρικά πλοία, τα οποία κατέληγαν σε ναυτοδικεία και στη συνέχεια πωλούνταν. Αυτή η νόμιμη άδεια εξουσιοδοτούσε τους κουρσάρους να επιτίθενται και στα ισπανικά πλοία. Η άδεια δινόταν μόνο από επίσημο κρατικό φορέα, είχε συγκεκριμένη χρονική διάρκεια ισχύος και όριζε τις περιοχές όπου επιτρεπόταν η δράση και το ποσοστό της λείας που θα έπρεπε να αποδοθεί από τον κουρσάρο στο κράτος και τον βασιλιά.

Χάρη στη στρατηγική του θέση μεταξύ του Νέου Κόσμου και της Ισπανίας, το Πορτ Ρουαγιάλ ήταν ιδανικό μέρος για τους πειρατές που ήθελαν να αναβαθμιστούν σε «εξουσιοδοτημένους κουρσάρους». Ένας από τους πιο διάσημους και πετυχημένους κουρσάρους ήταν ο Χένρυ Μόργκαν, ο οποίος αργότερα έγινε κυβερνήτης της Τζαμάικας.

Η παρουσία των κουρσάρων και το πλιάτσικο στα ισπανικά πλοία ενθάρρυναν και άλλες δραστηριότητες. Σύντομα η πόλη γέμισε μπαρ και κακόφημα σπίτια, όπου οι κουρσάροι ξόδευαν τη λεία τους και διασκέδαζαν. Λέγεται, ότι ένα στα τέσσερα κτήρια στο Πορτ Ρουαγιάλ ήταν ή μπαρ ή οίκος ανοχής. Για κάθε άντρα αντιστοιχούσαν πέντε πόρνες. Το ρούμι έρεε άφθονο και η πόλη απέκτησε την αμαρτωλή της φήμη.

Το τσουνάμι έπνιξε τους πειρατές της Καραϊβικής Οι ένδοξες μέρες της πόλης Πορτ Ρουαγιάλ τελείωσαν αιφνιδίως το 1692, όταν τη χτύπησαν ένας σεισμός και στη συνέχεια ένα τσουνάμι. Το μεγαλύτερο τμήμα της πόλης βυθίστηκε και ο κόσμος απέδωσε την μεγάλη καταστροφή στη «Θεία Δίκη» που τιμώρησε τους αμαρτωλούς κατοίκους. Η Σύνοδος της Εκκλησίας της Τζαμάικα δήλωσε ότι το Πορτ Ρουαγιάλ ήταν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα τιμωρίας από τον Θεό.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, έγιναν πολλές προσπάθειες να αποκατασταθεί η πόλη,

αλλά ποτέ δεν κατάφερε να φτάσει την αίγλη του παρελθόντος. Στη συνέχεια, το Πορτ Ρουαγιάλ επισκιάστηκε από την πόλη Κίνγκστον, τη σημερινή πρωτεύουσα της Τζαμάικα.

Σήμερα το Πορτ Ρουαγιάλ είναι ένα ήσυχο χωριό που ζει από την αλιεία, ενδεχομένως όπως ήταν και κατά την περίοδο της κατοχής της από τους Ινδιάνους.

Το τμήμα της πόλης που παραμένει βυθισμένο στη θάλασσα διατηρείται σε άριστη κατάσταση επιτρέποντας στους αρχαιολόγους να ερευνούν και να μαθαίνουν πράγματα για το Πορτ Ρουαγιάλ και τους κουρσάρους που έδρασαν τον 17ο αιώνα. Με την έρευνα και τη μελέτη θα κατανοήσουμε καλύτερα τους αληθινούς Κουρσάρους της Καραϊβικής.

Οι πειρατές που κυρίευσαν τις

θάλασσες Φοβεροί και τρομεροί κουρσάροι που έκαναν τη διαφορά στην πειρατεία!

Η ιστορία της πειρατείας είναι μακρά και ταραχώδης, με τα σύμβολα των κουρσάρων να γίνονται κατόπιν λαϊκοί θρύλοι: από τις πειρατικές σημαίες με τις νεκροκεφαλές και τις καλύπτρες των μονόφθαλμων κουρσάρων μέχρι τα ξύλινα πόδια και τα σεντούκια του θησαυρού, η αναπαράσταση του πειρατή φαντάζει σήμερα συμπαθητική και αθώα.

Αλίμονο όμως, οι κουρσάροι ήταν τρομακτικοί και αδίστακτοι,

καταληστεύοντας τα πάντα στο πέρασμά τους και σπέρνοντας όλεθρο και καταστροφή.

Στις χιλιετίες ζωής της πειρατείας ξακουστούς κουρσάρους θα συναντήσουμε πάμπολλους, με τα ονόματά τους να έχουν χαραχτεί με χρυσά γράμματα στην ιστορία της θαλάσσιας ληστείας.

Ας δούμε 5 από τους πλέον διαβόητους πειρατές που σουλάτσαραν ανενόχλητοι στις θάλασσες, με τη συνείδηση των ορίων μιας τέτοιας λίστας...

Edward Lowe (γεννήθηκε: τέλη

17ου αιώνα – πέθανε: 1723 ή 1724)

Ο Λονδρέζος Edward Lowe βαρέθηκε κάποια στιγμή τις μικροκλοπές και είπε να δοκιμάσει την τύχη του στον Νέο Κόσμο, αφήνοντας την Αγγλία για την Αμερική. Τον Μάιο του 1722 θα προσχωρούσε σε μια πειραματική συμμορία, με το καράβι τους να κατευθύνεται στην Ονδούρα για τους κουρσάρικους σκοπούς τους. Η αποτυχημένη ανταρσία του θα οδηγήσει στην αποπομπή του Lowe και των συνεργών του από το πλήρωμα του

πειρατικού, με την επόμενη μέρα να τους βρίσκει πάνω στο δικό τους κλεμμένο καράβι. Ο Lowe θα ξεκινούσε την πειρατική του περιπέτεια με τη φράση: «να φτιάξουμε μια μαύρη σημαία και να κηρύξουμε

πόλεμο εναντία σε ολόκληρο τον κόσμο»! Η επιτυχία της περιπέτειας του Lowe ήταν τεράστια, λεηλατώντας πολυάριθμα πλοία και γινόμενος φόβος και τρόμος τωνν νερών της Καραϊβικής.

Ήταν βέβαια και περιώνυμος για την κτηνωδία και τον σαδισμό του, που περιλάμβανε πράξεις όπως το κόψιμο των χειλιών των θυμάτων του, το οποία και μαγείρευε αναγκάζοντας κατόπιν το θύμα να τα φάει! Δύο είναι οι επικρατούσες θεωρίες για το τέλος του: η πρώτη ισχυρίζεται ότι ο Lowe και το πλοίο του «Fancy» χάθηκαν σε καταιγίδα κοντά στη Γουινέα τον Ιούλιο του 1723, ενώ η δεύτερη κάνει λόγο για ανταρσία στο καράβι του το 1724, με γαλλικό πλοίο να τον σώζει αρχικά από τα κύματα, μόλις ωστόσο το πλήρωμα έμαθε την ταυτότητά του, τον κρέμασαν επιτόπου…

Μαυρογένης (γεννήθηκε: 1680 –

πέθανε: 1718)

Ο Edward Teach, περισσότερο γνωστός ως Μαυρογένης, ήταν ένας διαβόητος βρετανός πειρατής της Καραϊβικής, που έδρασε στις αρχές του 18ου αιώνα, σε μια περίοδο δηλαδή που έχει ονομαστεί «τα χρυσά χρόνια» της πειρατείας! Το περίφημο

πλοίο του, το «Queen Anne’s Revenge», πιστεύεται ότι εξόκειλε κοντά στη Βόρεια Καρολίνα το 1718. Ο Μαυρογένης ήταν δεινός μαχητής, ικανός

στο σπαθί, τα μαχαίρια και τα πιστόλια,

με όσους έζησαν για να διηγηθούν τις περιπέτειές του να αναφέρουν ότι στη μάχη «έμοιαζε με τον Διάολο», με το τρομακτικό του πρόσωπο να γίνεται σύμβολο της ίδιας της πειρατείας.

Ο Μαυρογένης λεηλατούσε εμπορικά πλοία, συγκεντρώνοντας πλούτη και φήμη, παρά βέβαια την τρομακτική του φήμη, κανείς δεν τον είδε ποτέ να σκοτώνει κάποιον! Η διαβόητη δράση του έφτανε για να κάνει κάθε αντίπαλο να παραδοθεί επιτόπου. Ο Μαυρογένης θα συλληφθεί, αλλά θα πάρει παραδόξως χάρη, με την επικήρυξή του να παραμένει ωστόσο ενεργή. Ένα μπουλούκι αντρών θα βγει στο κατόπι του για να εισπράξει την αμοιβή: θα τον πυροβολήσουν 5 φορές και θα του καταφέρουν πάνω από 20 μαχαιριές, πριν τον αποκεφαλίσουν για να σιγουρευτούν για το τελεσίδικο του θανάτου του.

Οι θρύλοι για την κατάληξη του κομμένου του κεφαλιού δίνουν έκτοτε και παίρνουν...

Calico Jack (γεννήθηκε: 1682 –

πέθανε: 1720)

Ο John Rackham (γνωστός ως Calico Jack) μνημονεύεται γιατί φιλοξενούσε στο πλήρωμά του δύο από τις πλέον διαβόητες γυναίκες-πειρατές της Ιστορίας: τις Anne Bonny και Mary Read. Αυτός και το πλήρωμά του θα εκτελούνταν στην Τζαμάικα, με τον ίδιο να αναλαμβάνει τα πειρατικά ηνία του «Charles Vane» όταν το πλήρωμα στασίασε. Τη μέρα μάλιστα που έγινε κυβερνήτης, λεηλάτησε μια σειρά από πλοία, αποκτώντας αυτομάτως φήμη και σεβασμό στο πλήρωμά του.

Ο Calico Jack τρομοκρατούσε τη θαλάσσια περιοχή των Δυτικών Ινδιών, λεηλατώντας ένα σεβαστό ποσοστό των πλοίων που περνούσαν από κει. Ο κυβερνήτης των ΗΠΑ Woodes Rogers θα αποφάσιζε βέβαια κάποια στιγμή να αντιπαρατεθεί με το πρόβλημα, στέλνοντας δύο πλοία με πλήρωμα 45 αντρών στο κατόπι του κλέφτη. Στην απέλπιδα μάχη που θα γίνει ο Calico Jack θα συλληφθεί, μαζί με τους 11

εναπομείναντες πειρατές του πληρώματός του, και θα καταδικαστούν σε θάνατο, με τις δύο πειρατίνες να γλιτώνουν το κρέμασμα και να φυλακίζονται…

William Kidd (γεννήθηκε: 1645 –

πέθανε: 1701)

Ο William «Captain» Kidd είναι περισσότερο γνωστός για την περίφημη δίκη και εκτέλεσή του για πειρατεία, επιστρέφοντας από επιδρομή στον Ινδικό Ωκεανό, παρά για τις ίδιες τις πράξεις του! Έδρασε άλλωστε ως εκμισθωμένος πειρατής, κυρίως για λογαριασμό της βρετανικής κυβέρνησης, γεγονός ασυγχώρητο στη λαϊκή κουλτούρα της εποχής. Κι όμως, έπειτα από μια σειρά απρόοπτων γεγονότων, ο Kidd θα γίνει καταζητούμενος πειρατής, θα υψώσει γαλλική σημαία στο πειρατικό του και θα πάρει το μεγαλύτερο

έπαθλο του κουρσάρικου βίου του: ήταν 30 Ιανουαρίου 1698 όταν κατέλαβε το τεράστιο αρμενικό πλοίο των 400 τόνων «Quedah Merchant», γεμάτο με πολύτιμα μέταλλα, πανάκριβα υφάσματα και χρυσό. Επιστρέφοντας βέβαια στην πατρίδα θριαμβευτής, θα συλληφθεί για πειρατεία στις 6 Ιουλίου 1699 -με «τυράκι» την επιείκεια που θα έδειχναν οι ιθύνοντες- και θα μεταφερθεί στη φυλακή, κάτω από απάνθρωπες συνθήκες κράτησης.

Η γυναίκα του Sarah θα φυλακιστεί επίσης, ενώ στη δίκη-παρωδία που ακολούθησε ο Kidd θα καταδικαστεί σε θάνατο για φόνο και πέντε υποθέσεις πειρατείας. Εκτελέστηκε με απαγχονισμό στις 23 Μαΐου 1701 στο Λονδίνο…

Bartholomew Roberts (γεννήθηκε: 1682 –

πέθανε: 1722)

Γεννημένος ως John Roberts, ο Bartholomew (Bart) ήταν ένας ουαλός πειρατής που λεηλατούσε πλοία σε όλη την ακτογραμμή της Αμερικής και της Δυτικής Αφρικής από το 1719-1722. Λογίζεται μάλιστα ως ο κορυφαίος πειρατής της «χρυσής εποχής» της πειρατείας, με τη λεία του αλλά και τον αριθμό των επιδρομών

του να αφήνει κατά πολύ πίσω τις αντίστοιχες ξακουστών κουρσάρων, όπως ο Μαυρογένης ή ο Captain Kidd! Η πρώτη του πειρατική αποστολή ως κυβερνήτης ήταν να οδηγήσει το πλήρωμά του σε αναζήτηση εκδίκησης για τον χαμό του καπετάνιου Howell Davis: θα έκαναν απόβαση στο νησί το βράδυ, θα εκτελούσαν το μεγαλύτερο ποσοστό του αντρικού πληθυσμού και θα έφευγαν με λεία ζηλευτή.

Ο Roberts είχε γίνει σημαντικό πρόβλημα για τα βρετανικά και ολλανδικά εμπορικά, ενώ η ζωή του ως πειρατής έγινε πρότυπο για τους μυθιστορηματικούς πειρατές: λάτρευε τα ωραία ρούχα και τα κοσμήματα, ενώ φερόταν στους ομήρους του με σχετική δικαιοσύνη. Ο Roberts σκοτώθηκε από κανονιοβολισμό, με τα πυρά να τον βρίσκουν στον λαιμό και τη θάλασσα να μετατρέπεται στον υγρό του τάφο, κατόπιν δικής του επιθυμίας. Η σορός του δεν βρέθηκε ποτέ.

Βερβερίνοι πειρατές Οι Βερβερίνοι πειρατές, αποκαλούμενοι και ως Μπαρμπερίνοι πειρατές, ήταν πειρατές και κουρσάροι που εξορμούσαν από τη Βόρεια Αφρική έχοντας ως βάση κυρίως τα λιμάνια του Αλγερίου, της Τύνιδας και της Τρίπολης (Λιβύη). Η περιοχή ήταν γνωστή ως Ακτή της Μπαρμπαριάς, όρος που προέρχεται από το όνομα των Βέρβερων κατοίκων της. Το πεδίο δράσης τους εκτεινόταν σε όλη τη Μεσόγειο Θάλασσα, νότια κατά μήκος του Ατλαντικού Ωκεανού στη Δυτική Αφρική, ακόμα και στη Νότια Αμερική , και στο βόρειο Ατλαντικό ως την Ισλανδία, αλλά επιχειρούσαν κυρίως στη δυτική Μεσόγειο. Εκτός από την κατάληψη πλοίων, συμμετείχαν σε επιδρομές σε ευρωπαϊκές παράκτιες πόλεις και χωριά, κυρίως στην Ιταλία, τη Γαλλία, την Ισπανία

και την Πορτογαλία, αλλά και στη Μεγάλη Βρετανία, την Ιρλανδία, την Ολλανδία και την Ισλανδία. Ο κύριος σκοπός των επιθέσεών τους ήταν να συλλάβουν χριστιανούς σκλάβους για το οθωμανικό δουλεμπόριο και γενικά για τη μουσουλμανική αγορά της Βορείου Αφρικής και της Μέσης Ανατολής.

Ενώ αυτές οι επιδρομές ξεκίνησαν λίγο μετά την κατάκτηση της περιοχής από τους μουσουλμάνους, οι όροι Βερβερίνοι πειρατές και Βερβερίνοι

κουρσάροι χρησιμοποιούνται συνήθως για τους επιδρομείς που δραστηριοποιήθηκαν από το 16ο αιώνα και μετά,

όταν η συχνότητα και το εύρος των επιθέσεων των δουλεμπόρων αυξήθηκε και το Αλγέρι, η Τύνιδα και η Τρίπολη τέθηκαν υπό την κυριαρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Παρόμοιες επιθέσεις πραγματοποιήθηκαν από το Σαλέ και άλλα λιμάνια στο Μαρόκο.

Οι κουρσάροι κατέλαβαν χιλιάδες πλοία, και μεγάλα τμήματα της

ακτογραμμής στην Ισπανία και την Ιταλία εγκαταλείφθηκαν από τους κατοίκους τους, αποθαρρύνοντας την επανεγκατάστασή τους μέχρι το 19ο αιώνα.

Από το 16ο έως το 19ο αιώνα, οι κουρσάροι συνέλαβαν κατ' εκτίμηση 800.000 έως 1.250.000 ανθρώπους ως σκλάβους. Μερικοί πειρατές ήταν Ευρωπαίοι απόβλητοι. Ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα και ο αδελφός του, Αρούτζ, οι οποίοι πήραν τον έλεγχο του Αλγερίου για λογαριασμό των Οθωμανών στις αρχές του 16ου αιώνα, ήταν διάσημοι πειρατές. Γύρω στο 1600, οι Ευρωπαίοι πειρατές έφεραν προηγμένες ιστιοπλοϊκές και ναυπηγικές τεχνικές στην Ακτή της Μπαρμπαριάς, γεγονός που επέτρεψε στους πειρατές να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους στον Ατλαντικό Ωκεανό και ο αντίκτυπος των επιδρομών να φτάσει στο αποκορύφωμά του στις αρχές έως τα μέσα του 17ου αιώνα.

Η δραστηριότητα των κουρσάρων άρχισε να μειώνεται στα τέλη του 17ου αιώνα, καθώς οι πιο ισχυρές Ευρωπαϊκές ναυτικές δυνάμεις άρχισαν να υποχρεώνουν τα βερβερικά κράτη να συνάψουν ειρήνη και να σταματήσουν τις επιθέσεις στα καράβια τους. Ωστόσο, τα πλοία και οι ακτές των χριστιανικών κρατών που δεν είχαν αποτελεσματική προστασία εξακολούθησαν να υφίστανται τις επιθέσεις των πειρατών μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα.

Μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους και το Συνέδριο της Βιέννης το 1814-1815,

Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις συμφώνησαν στην ανάγκη να καταστείλουν πλήρως τους Βερβερίνους κουρσάρους και η απειλή των πειρατών μετριάστηκε σε μεγάλο βαθμό, αν και συνεχίστηκαν κάποια περιστασιακά επεισόδια μέχρι που τελικά εξαλείφθηκαν μετά τη γαλλική κατάκτηση του Αλγερίου το 1830.

Πειρατεία στον αρχαίο μεσογειακό κόσμο

Η πειρατεία στον αρχαίο μεσογειακό κόσμο αποτελεί την αρχαιότερη καταγεγραμμένη εμφάνιση του φαινομένου της πειρατείας, δηλαδή της

καταλήστευσης πλοίων και πόλεων από ένοπλες ναυτικές ομάδες. Ξεκινώντας από αλασγικές, αιγυπτιακές και ουγκαριτικές πηγές της 2ης π.Χ. χιλιετίας, περνώντας απ' τον Όμηρο, τον Ηρόδοτο, το Θουκυδίδη και φτάνοντας ως το Λίβιο και τον Πλούταρχο,

οι περισσότεροι συγγραφείς της αρχαιότητας ασχολήθηκαν με τα έργα και τις ημέρες των πειρατών.

Δεν είναι όμως μόνο οι καταγραφές. Θεωρείται βέβαιο ότι η Μεσόγειος Θάλασσα υπήρξε ο πρώτος ευρύς γεωγραφικός χώρος που η πειρατεία απέκτησε μαζικά χαρακτηριστικά. Ως μέθοδος προσπορισμού υλικού πλούτου και δούλων, αξιοποιήθηκε από σχεδόν όλους τους λαούς που κατοίκησαν τις ακτές της κατά την αρχαιότητα: από τους προϊστορικούς Λαούς της Θάλασσας και τους Ετρούσκους μέχρι τους Ιλλυριούς και τους Κίλικες των τελευταίων προχριστιανικών αιώνων, ακόμα και τους Έλληνες που μαζί με τον κλασικό πολιτισμό γέννησαν κάποιους από τους

φοβερότερους πειρατές του τότε γνωστού κόσμου. Ενίοτε η ηγεμονία κάποιων δυνάμεων σε ευρύτερα τμήματα της θάλασσας (Αιγύπτιοι, Μινωίτες, Αθηναίοι) περιόριζε προσωρινά τη δράση των πειρατών, αλλά αυτό επ' ουδενί σήμαινε την εξάλειψή τους. Η πλήρης καταστολή της πειρατείας επιτεύχθηκε μόλις τον 1ο αι. π.Χ. από τους Ρωμαίους με το Γαβίνειο Νόμο, ήταν δε αποτέλεσμα διπλής ωρίμανσης: στρατιωτικής, αφού μόνο τότε κάποιο κράτος κατέκτησε τέτοια ισχύ ώστε να μπορεί να επιβάλει το νόμο του σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, και πολιτικής με τη μετατροπή της Μεσογείου σε ρωμαϊκή θάλασσα.

Λαοί της Θάλασσας

Για τους Λαούς της Θάλασσας που δέσποσαν στην Ανατολική Μεσόγειο κατά την ύστερη Εποχή του Χαλκού, η πειρατεία και το εμπόριο αποτελούσαν αλληλοσυμπληρούμενες δραστηριότητες. Πολύ συχνά τα αγαθά ή οι σκλάβοι που εμπορεύονταν ήταν προϊόν λεηλασίας πλοίων και παραλιακών πόλεων.

Σε μία από τις Επιστολές της Αμάρνα, ο Αλασγός βασιλιάς δικαιολογεί τη μικρή αξία των δώρων που στέλνει προς τον Αιγύπτιο ομόλογό του (πιθανά τον Ακενατόν - 14ος αι. π.Χ.) με το επιχείρημα ότι Λύκιοι ληστές επιδράμουν κάθε χρόνο εναντίον της

χώρας του. Στα τέλη του 13ου και τις αρχές του 12ου αιώνα, κυρίως επί βασιλείας των Ραμσή Β' και Ραμσή Γ', φαίνεται πως οι Αιγύπτιοι πέτυχαν καίρια πλήγματα στους Λαούς της Θάλασσας. Στον τάφο του δευτέρου έχει βρεθεί μια επιγραφή σε ιερογλυφικά που περιγράφει την τελική νικηφόρα ναυμαχία (1186 π.Χ.) στο Δέλτα του Νείλου, μετά την οποία οι ηττημένοι δεν

ξαναεμφανίσθηκαν στην Αίγυπτο.

Για λίγες δεκαετίες ακόμα συνέχισαν να απειλούν τις πιο αδύναμες περιοχές της

Ανατολικής Μεσογείου - στην αλληλογραφία των βασιλιάδων της Ουγκαρίτ και της Αλασγίας που διασώζεται στα ουγκαριτικά κείμενα, ο πρώτος γράφει ότι οι πειρατές λυμαίνονται την απροστάτευτη επικράτειά του. Μετά χάνονται απότομα από την ιστορία, πιθανότατα επειδή εγκαταστάθηκαν μόνιμα σε περιοχές της Εγγύς Ανατολής. Παραδείγματος χάριν, πολλοί εκτιμούν πως οι Φιλισταίοι της Παλαιάς Διαθήκης είναι οι ίδιοι με τους Πελεσέτ των αιγυπτιακών επιγραφών.

Για το Αιγαίο της ίδιας περιόδου, δηλαδή πριν τον Τρωικό πόλεμο, ο Θουκυδίδης υποστηρίζει πως η πειρατεία αποτελούσε συνήθεια τόσο για τους Έλληνες όσο και για τους ξένους (Φοίνικες και Κάρες) από πολύ παλιά, και ότι αυτό το έργο χάριζε δόξα. Περιγράφει μάλιστα το φόβο των πειρατών

ως την αιτία που οι πρώτοι Έλληνες κυκλοφορούσαν πάντα ένοπλοι, ακόμα και στις καθημερινές ασχολίες τους, και έκτιζαν τις πόλεις (των νησιωτικών συμπεριλαμβανομένων) «ἐπὶ πολὺ ἀντίσχουσαν ἀπὸ θαλάσσης», δηλ. μακριά από τη θάλασσα. Αναφέρει τέλος το Μίνωα ως τον πρώτο που κυριάρχησε στο μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής θάλασσας και έδιωξε τους ληστές απ' τα νερά της.

Το φαινόμενο της πειρατείας μέσα στο ιστορικό του πλαίσιο

Από τις αρχές του 13ου αιώνα ξεκινά η κατάληψη νησιών και παραθαλάσσιων περιοχών του Αιγαίου πελάγους από τους Δυτικούς και κυρίως τους Βενετούς.

Το 15ο αιώνα το σύνολο σχεδόν των Κυκλάδων ανήκει στη Βενετία, αποτελώντας το επονομαζόμενο Δουκάτο της Νάξου. Τα νησιά Θάσος, Σαμοθράκη, Ίμβρος, Λήμνος, Χίος, Σάμος, Ικαρία ζουν κάτω από το ιδιόμορφο καθεστώς των Γενοβέζικων εμπορικών εταιρειών. Το μεγαλύτερο μέρος των Δωδεκανήσων ανήκει στους Ιωαννίτες ιππότες με έδρα τη Ρόδο.

Από εκεί εξαπολύουν πειρατικές επιδρομές εναντίον των μουσουλμάνων, ως συνέχεια των Σταυροφοριών. Παρ’ όλα αυτά, την εποχή αυτή η πειρατεία ασκείται κυρίως από Μουσουλμάνους πειρατές, που συνδέονται με τους πασάδες της Μικράς Ασίας. Σε αντίθεση με τους Βυζαντινούς, οι Λατίνοι προσανατολίζουν τη ζωή των νησιών προς τη θάλασσα.

Οι οικισμοί εγκαταλείπουν τις παλιές ορεινές τους θέσεις και συνδέονται με το θαλάσσιο δίκτυο. Οι νέοι κυρίαρχοι οχυρώνουν και προστατεύουν τα λιμάνια και τις σκάλες, κυρίως αυτές που βρίσκονται πάνω στους βασικούς άξονες των εμπορικών διαδρομών.

Η ληστοπειρατεία στη Σάμο περί τα μέσα

του 19ου αιώνα, 1998