Επαρχιώτης Ποιητής - Δ. Ε. Σολδάτος

1
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 6 ΜΑΡΤΙΟΥ 2015 • ΣΕΛΙΔΑ 5 Σ ήμερα, στην ε- ντελώς αντιποι- ητική εποχή μας, το να γρά- φει κάποιος ποί- ηση είναι ηρωισμός!» . «Μοι- άζεις στα βάθη μέσα να ’σαι του ήλιου ψυχή πυρόζωη, κι είν’ απόξω οι φλόγες που φωτάν τ’ άλλα αστέρια και τον κόσμο. Θωρείς τ’ αστέ- ρια, αυτά δεν σε θωρούνε. Βλέπεις τον κόσμο, ο κόσμος δεν σε βλέπει. Μοιάζεις κλει- σμένος όλος μες στον ήλιο του πάθους σου, κι αυτούθε να τοξεύεις εκεί που δεν ανάτειλαν ακόμα της δημι- ουργίας τα πείσματα!». Και ξάφνου, με πόνους πολλούς, «όπως η μάνα το παιδί της, να φέρνεις το ποίημα στον κόσμο με μια κραυγή». Κι άλλοτε, «ξενυχτώντας το σαν νεκρό», να το πιάνεις απ’ τον έναν στίχο και να σου γκρεμίζεται απ’ τον άλλον. Στρατηγός σε μια μάχη που οι στρατιώτες σου αρνούνται να συνταχτούν μέσα στις γραμμές του τετραδίου και η ήττα, σκοτεινή, να κάνει έφοδο κατά κύματα, «όπως, με την δύση του ήλιου, αν- τιφεγγάν τα παραθύρια μιας πολιτείας ολόφλογα και, ξάφνου, βυθίζονται στο βρά- διασμα». Την μοναξιά του ποιητή ποιος την καταλαβαίνει; Την ώρα «που λιώνει το κορμί σαν το κερί, για να λάμψει η φλόγα του»: «της σκέψης το τέλειο Γενηθήτω». Το διαρκές μπαινόβγαιμα απ’ το ιδεώδες στο φρικώδες «καθημερινό κοιμητήρι των ιδεών». «Αιμοφιλικός σ’ ερ- γοστάσιο ξυραφιών ο ποι- ητής!». Αλχημεία μετατροπής του αίματος σε μελάνι η ποίηση! Κι ακόμα φρικτό- τερο, να ζεις εξόριστος σε μια μικρή επαρχία, «φυλά- γοντας Θερμοπύλες». Ακρί- τας στα σύνορα της αντοχής και γύρω σου ορδές βαρβά- ρων να σε πολεμούν με όπλα τρομερά: την αμάθεια και την χλεύη! Τα κέντρα των αποφάσεων να σ’ έχουν λησμονήσει. Ακόμα χειρότε- ρα: ν’ αγνοούν την ύπαρξή σου. Ενισχύσεις να μην κα- ταφθάνουν. Κι ο καιρός να έχει αποκλείσει τους δρό- μους. Χειμώνας παγερός η λευκή εγκατάλειψη ενός χαρ- τιού. Και της γραφομηχανής σου τα πλήκτρα να χτυπι- ούνται σαν δόντια παγωμένα απ’ το κρύο… Όσο λογοτεχνική ακούγεται η περιγραφή, τόσο ζοφερή είναι η πραγματικότητα! Το να είσαι ποιητής στην επαρ- χία, μοιάζει σαν να είσαι αγρότης στην Αθήνα! Πα- ράλληλα, πρέπει να γράφεις και σε καμιά τοπική εφημε- ρίδα για να έχεις μια κάποι- αν υπόληψη ή να είσαι φι- λόλογος ή δάσκαλος, ειδάλ- λως θ’ αντιμετωπίζεις καθη- μερινώς όλες τις αποχρώσεις των μειδιαμάτων. Στην πα- ραμικρή σου αποτυχία, θ’ ακούς το στερεότυπο: «Μας το ’παιζες και ποιητής!» ή τον περιπαικτικό χαιρετισμό: «Πού είσαι ποιητή;». Κι αν, ας πούμε, γινότανε να πάρεις ακόμα και το… Νόμπελ λο- γοτεχνίας, όλοι θα έλεγαν πως πήρες ένα βραβείο που μοιάζει με… απορρυπαντικό! Δεν είναι τυχαίο που ο ποι- ητής Δημήτρης Σύψωμος (1879 – 1932) έγραφε με το ψευδώνυμο «Λάμπρος Πορ- φύρας», για να μπορεί άνετα να πίνει το κρασάκι του στον Πειραιά με τους ψα- ράδες. Όταν πέθανε κι έμα- θαν πως ο «Πορφύρας» ήταν ο Σύψωμος, δεν μπορούσαν να το πιστέψουν. Και μιλά- με για μια εποχή που η ποίηση είχε ακόμα την τι- μητική της. Βέβαια, η α- ντιμετώπιση «του περιβάλ- λοντος, της εποχής» δεν απο- τελεί το κυρίως πιάτο, αλλά το κερασάκι στην τούρτα! Το άγευστο έδεσμα είναι τα δεινά της έκδοσης και τα παρελκόμενά της. Η αυτο- έκδοση, ως «μια κάποια λύ- σις», μοιάζει σαν «αυτοϊκα- νοποίηση χωρίς εκσπερμά- τιση!». Πρέπει να παραγγεί- λεις το χαρτί από καταλό- γους τυπογραφείων προορι- σμένων να τυπώνουν δια- φημιστικά φυλλάδια! Κι αν βρεις κάποιο να σου κάνει, άλλο διαλέγεις κι άλλο φέρ- νουν! Άσε τα γραμμάρια! Παραγγέλνεις, ας πούμε, σα- μουά 120 γραμμαρίων και σου έρχεται… χασαπόχαρτο! Τυπώνεις το εξώφυλλο και… ξεβάφει, γιατί ο τυπογράφος έβαλε μελάνι για εφημερίδες! Ή τυπώνει ποίημα στην μέσα πλευρά του οπισθο- φύλλου, για να γλιτώσει σε- λίδες, λες κι η συλλογή είναι προσπέκτους! Αν είναι ολι- γοσέλιδο, μπαίνει κόπιτσα και μοιάζει σαν την «Φωνή Κυρίου» στην εκκλησία! Αν έχει αρκετές σελίδες, το στέλ- νεις σε βιβλιοδετείο της πρω- τευούσης και σου ζητάνε τα μαλλιοκέφαλά σου προ- καταβολικά στην τράπεζα, για δουλειά που δεν είδες! Κι όταν έρχεται το βιβλίο είναι στραβοκολλημένο, ραμ- μένο σε δύο μεριές αντί για τέσσερις, έχουν κόψει «τ’ αυτιά» κατά λάθος, και οι άκοπες σελίδες που παρήγ- γειλες μπήκαν στο μαχαίρι: «όλα τα μαχαιρώνω, όλα τα σφάζω», που λένε. Κι άντε μετά να πάρεις πίσω τα λε- φτά που έχεις προκαταβάλει ή να παρουσιάσεις το έκτρω- μα στα βιβλιοπωλεία! Χρει- άζεται άπειρος κόπος, προ- σωπική εργασία και ανα- γκαστική εξειδίκευση για να προλάβεις τις κακοτεχνίες των άλλων. Πρέπει να ξέρεις όλα τα στάδια παραγωγής και τα πιθανά λάθη που θα μπορούσε να γίνουν! Αν δεν σου αρέσει αυτό, θα πρέπει να στέλνεις σαν ζητιάνος τα χειρόγραφά σου στην Αθήνα περιμένοντας να επι- σύρει το βλέμμα του πάνω τους κανένας εκδότης και να «προσεύχεσαι άκοπα στον θεό της απαντήσεως». Φυσι- κά, αν διαθέτεις το βαλάντιο, μπορείς να πληρώσεις στο πολλαπλάσιο την τιμή της έκδοσης (περιλαμβάνεται η τιμή της φίρμας του εκδότη) και να καμαρώνεις σαν γύ- φτικο σκεπάρνι που εκδό- θηκες σε οίκο των Αθηνών. Αν βέβαια πρόκειται για γυ- ναίκα… «Οι ποιήτριες εκδί- δονται μόνες τους», όπως συνήθιζε να λέει, αστειευό- μενος, γνωστός εκδότης. Υπάρχουν, ασφαλώς, και οι ελάσσονες εκδοτικοί οίκοι, που με λιγότερα χρήματα, αλλά και με αμφιβόλου ποι- ότητος αποτέλεσμα, ανα- λαμβάνουν να σου εκτονώ- σουν το πάθος της έκδοσης. Κατόπιν αυτής, ματαίως θ’ αναζητήσεις τα βιβλία σου στις βιτρίνες. Ίσως, όμως, αν ο εκδότης φροντίσει, τα δεις σε μερικούς πάγκους περιθωριακών βιβλιοπωλεί- ων, για ολίγον βεβαίως, μέχρι πληθώρα άλλων εντύπων να καλύψουν το δικό σου. Ακολουθεί, ενδεχομένως, κά- ποια μορφή παρουσίασης σε κάποιο καλλιτεχνικό κα- φενείο, με ολίγους γνωστούς που θα συντρέξουν ή άσχε- τους που όλως τυχαίως θα παρεβρεθούν, ο απαραίτητος πρόλογος από τον φιλόλογο της γειτονιάς σου, ίσως κά- ποια απαγγελία από φέρελπι ηθοποιό του καφενείου και σκόλασε ο γάμος. Ματαίως θ’ αναζητήσεις κρι- τικές και σχόλια στα γνωστά περιοδικά των Αθηνών. Ακό- μα και δέκα τεύχη να ζητή- σεις σε περίπτωση παρου- σιάσεώς σου, το πολύ να γράψουν «κυκλοφόρησε η τάδε συλλογή» για ν’ αρπά- ξουν το παραδάκι και τέρμα. Εκεί, δημοσιεύονται οι πα- ρατρεχάμενοι των ελίτ εκ- δοτών: ως επί το πλείστον διορθωτές, μεταφραστές και δοκιμιογράφοι, που τυγχάνει να γράφουν και ποιήματα ή τα γνωστά μεγάλα ονόμα- τα της λογοτεχνίας που που- λάνε. Εσύ, ο απούλητος, ο επαρχιώτης, πού πας ρε μαύ- ρε; Στείλε σε κανένα επαρ- χιακό περιοδικό, στείλε σε καμιά τοπική εφημερίδα να μπεις δίπλα στις κηδείες! Έτσι κι αλλιώς, τις ιδέες σου κηδεύεις κι εσύ! Έτσι κι αλλιώς, οι πενθούντες διαβάζουν ποίηση, ε; Έτσι κι αλλιώς, για κλάματα είσαι, «προσμένοντας πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί, παρ- θένα, βαθυστόχαστη, ιλαρή!». Α, παραλίγο να ξεχάσω τις αποστολές: σε λογοτέχνες, συναδέλφους, συγγενείς και φίλους. Ακρίβυνε το γραμ- ματόσημο: Δεκαέξι σελίδες βιβλίο, ένα ευρώ κι εξήντα λεπτά. Τριάντα δύο σελίδες, δύο ευρώ κι εβδομήντα λε- πτά. Δηλαδή τριάντα να στείλεις, πάνε τα ογδόντα ευρώ! Βάλε και τα φάκελα! Βάλε και την πένα που αγό- ρασες για τις αφιερώσεις! Και πόσο σκέφτηκες για να τις γράψεις! Και τι απαντή- σεις πήρες; Όσοι είχαν φέισ- μπουκ, έγραψαν ένα ξερό: «Το έλαβα!». Ή ένα ημί- σκληρο «Ευχαριστώ!». Όσοι δεν είχαν, τσιγκουνεύτηκαν το γραμματόσημο! Και βέ- βαια, δεν θα σου στείλουν όλοι αυτοί τα βιβλία που στο μέλλον θα βγάλουν. Μό- νον όσοι είναι σαν κι εσένα: στο έλεος του θεού, «ποιητές άγνωστοι πού ’ναι». Οι άλλοι, θα στείλουν μέσω του εκδό- τη τους μόνον στις διαση- μότητες, στα κορυφαία πε- ριοδικά, στους ανθρώπους κλειδιά για την δουλειά τους. Εσύ τους χρησιμεύεις μόνον ως αναγνώστης τους, ως θαυμαστής, ως λιβανιστής! Ουαί κι αλίμονό τους όμως αν σου γράψουν δυο καλές κουβέντες οι διασημότητες! Εσύ, ο επαρχιώτης, θα τις κάνεις σημαία! Θα τις βάλεις προμετωπίδα στο επόμενο βιβλίο σου, θ’ αναρτήσεις παντού τα ενθαρρυντικά τους λόγια! Θα τα φωτοτυ- πήσεις και θα τα μοιράσεις στους φίλους σου, στους συναδέλφους, στις εφημε- ρίδες! Αν ήταν δυνατόν θα τοιχοκολλούσες την κριτική στους δρόμους, στις κολόνες, στον τάφο σου σκαλισμένη σε γρανίτη! Όμως, φίλε μου, κανείς δεν θα είναι το ίδιο μεγάλος σε διακόσια χρόνια! Τα ποι- ήματα θα μείνουν στο τέλος μονάχα κι ανυπεράσπιστα! Χωρίς κριτικές, χωρίς βρα- βεία, χωρίς κανείς να γνω- ρίζει τον εκδότη, χωρίς κα- νείς να νοιάζεται για τον ποιητή τον ίδιον ακόμα. Το ποίημα στο τέλος θα μείνει μονάχο με την ψυχή που κουβαλάει, με την ζωή που διατήρησαν οι λέξεις του, με την πνοή που του εμ- φύσησε ο δημιουργός του. Κάποιος, σε κάποια βιβλιο- θήκη, κάποτε, θα το ανασύ- ρει τυχαία, θα το ανοίξει σε μια επίσης τυχαία σελίδα και θα διαβάσει τους πρώ- τους τρεις στίχους. Αυτή θα είναι η ευκαιρία σου: να τον οδηγήσουν οι τρεις πρώ- τοι στίχοι στους τρεις επό- μενους. Δεν ξέρεις ποιο ποί- ημα θα είναι αυτό. Γι’ αυτό σε κάθε συλλογή σου φρόντι- σε ο κάθε στίχος να είναι λαμπερός σαν μαργαριτάρι σε περιδέραιο. Έτσι κι αλ- λιώς, γράφουμε για τους αγέννητους! Αυτοί θα φρο- ντίσουν για την αθανασία της ψυχής μας: εφόσον η ψυχή μας είναι οι στίχοι μας, εφόσον οι στίχοι μας εμπεριέχουν την ψυχή μας. Όλα τ’ άλλα, ανήκουν στην επικράτεια του φθαρτού και του πεπερασμένου. «Πίσω σου ο κόσμος καίγεται σαν Τρωάδα, κι η πυρκαγιά του αντιφεγγάει στα βάθη των περασμένων, όπως με την δύση του ήλιου αντι- φεγγάν τα παραθύρια μιας πολιτείας ολόφλογα και, ξάφνου, βυθίζονται στο βρά- διασμα. Και πέρα, καπνοί της ίδιας πυρκαγιάς και νέφη, σιγαναλιώνουν κι αρ- γοσβήνουν όσα μελλοντικά απ’ τον άνθρωπο λογιούνται. Άσ’ την ανίδεη και χοντρο- κομμένη γενιά στους στο- χασμούς της, που ’ναι ψέμα και που ’ν’ ερείπιο, και βυ- θίσου ακέριος στ’ άναρχο ρίγος που χιμάει στο νου Σου, απ’ όπου δεν ανάτειλαν ακόμα της δημιουργίας τα πείσματα, να λάμψει στο κορμί και στο νου σου η τέ- λεια λάμψη και της Σκέψης το τέλειο Γενηθήτω!» _____________ Τα κλεισμένα σε εισαγωγικά αποσπάσματα ανήκουν στους: Γιάννη Φαλκώνη, Άγγελο Σικε- λιανό, Μίλτο Σαχτούρη, Κώστα Γ. Καρυωτάκη, Robin Williams, Κωνσταντίνο Π. Καβάφη, Αν- δρέα Εμπειρίκο και Κική Δη- μουλά. Απ’ τα ευτράπελα παραλειπό- μενα, ο αναγνώστης που νόμιζε πως αγόρασε ελαττωματικό βι- βλίο, επειδή οι σελίδες ήταν άκοπες και προσπαθούσε να τις κόψει με το δάχτυλό του, και το cd μελοποιημένων ποιημάτων που κυκλοφόρησε σε τοπική εφημερίδα κι ο περιπτεράς το κρέμασε από έναν σπάγκο για να… τρομάζουν τα περιστέρια που του κουτσουλούσαν το πε- ρίπτερο! Άφες αυτοίς, Μούσα της Ποιήσεως! Επαρχιώτης ποιητής « 012_06-03-2015_typos 04/03/2015 8:15 μ.μ. Page 5

description

Απ' την εφημερίδα "Τύπος Λευκαδίων".

Transcript of Επαρχιώτης Ποιητής - Δ. Ε. Σολδάτος

Page 1: Επαρχιώτης Ποιητής - Δ. Ε. Σολδάτος

Π Α Ρ Α Σ Κ Ε Υ Η 6 Μ Α Ρ Τ Ι Ο Υ 2 0 1 5 • Σ Ε Λ Ι Δ Α 5

Σ ήμερα, στην ε -ντελώς αντιποι-ητική εποχήμας, το να γρά-φει κάποιος ποί-

ηση είναι ηρωισμός!». «Μοι-άζεις στα βάθη μέσα να ’σαιτου ήλιου ψυχή πυρόζωη,κι είν’ απόξω οι φλόγες πουφωτάν τ’ άλλα αστέρια καιτον κόσμο. Θωρείς τ’ αστέ-ρια, αυτά δεν σε θωρούνε.Βλέπεις τον κόσμο, ο κόσμοςδεν σε βλέπει. Μοιάζεις κλει-σμένος όλος μες στον ήλιοτου πάθους σου, κι αυτούθενα τοξεύεις εκεί που δενανάτειλαν ακόμα της δημι-ουργίας τα πείσματα!». Καιξάφνου, με πόνους πολλούς,«όπως η μάνα το παιδί της,να φέρνεις το ποίημα στονκόσμο με μια κραυγή». Κιάλλοτε, «ξενυχτώντας το σαννεκρό», να το πιάνεις απ’τον έναν στίχο και να σουγκρεμίζεται απ’ τον άλλον.Στρατηγός σε μια μάχη πουοι στρατιώτες σου αρνούνταινα συνταχτούν μέσα στιςγραμμές του τετραδίου καιη ήττα, σκοτεινή, να κάνειέφοδο κατά κύματα, «όπως,με την δύση του ήλιου, αν-τιφεγγάν τα παραθύρια μιαςπολιτείας ολόφλογα και,ξάφνου, βυθίζονται στο βρά-διασμα».

Την μοναξιά του ποιητήποιος την καταλαβαίνει; Τηνώρα «που λιώνει το κορμίσαν το κερί, για να λάμψειη φλόγα του»: «της σκέψηςτο τέλειο Γενηθήτω». Τοδιαρκές μπαινόβγαιμα απ’το ιδεώδες στο φρικώδες«καθημερινό κοιμητήρι τωνιδεών». «Αιμοφιλικός σ’ ερ-γοστάσιο ξυραφιών ο ποι-ητής!». Αλχημεία μετατροπήςτου αίματος σε μελάνι ηποίηση! Κι ακόμα φρικτό-τερο, να ζεις εξόριστος σεμια μικρή επαρχία, «φυλά-γοντας Θερμοπύλες». Ακρί-τας στα σύνορα της αντοχήςκαι γύρω σου ορδές βαρβά-ρων να σε πολεμούν μεόπλα τρομερά: την αμάθειακαι την χλεύη! Τα κέντρατων αποφάσεων να σ’ έχουνλησμονήσει. Ακόμα χειρότε-ρα: ν’ αγνοούν την ύπαρξήσου. Ενισχύσεις να μην κα-ταφθάνουν. Κι ο καιρός ναέχει αποκλείσει τους δρό-μους. Χειμώνας παγερός ηλευκή εγκατάλειψη ενός χαρ-τιού. Και της γραφομηχανήςσου τα πλήκτρα να χτυπι-ούνται σαν δόντια παγωμένααπ’ το κρύο…

Όσο λογοτεχνική ακούγεταιη περιγραφή, τόσο ζοφερήείναι η πραγματικότητα! Το

να είσαι ποιητής στην επαρ-χία, μοιάζει σαν να είσαιαγρότης στην Αθήνα! Πα-ράλληλα, πρέπει να γράφειςκαι σε καμιά τοπική εφημε-ρίδα για να έχεις μια κάποι-αν υπόληψη ή να είσαι φι-λόλογος ή δάσκαλος, ειδάλ-λως θ’ αντιμετωπίζεις καθη-μερινώς όλες τις αποχρώσειςτων μειδιαμάτων. Στην πα-ραμικρή σου αποτυχία, θ’ακούς το στερεότυπο: «Μαςτο ’παιζες και ποιητής!» ήτον περιπαικτικό χαιρετισμό:«Πού είσαι ποιητή;». Κι αν,ας πούμε, γινότανε να πάρειςακόμα και το… Νόμπελ λο-γοτεχνίας, όλοι θα έλεγανπως πήρες ένα βραβείο πουμοιάζει με… απορρυπαντικό!Δεν είναι τυχαίο που ο ποι-ητής Δημήτρης Σύψωμος(1879 – 1932) έγραφε με τοψευδώνυμο «Λάμπρος Πορ-φύρας», για να μπορεί άνετανα πίνει το κρασάκι τουστον Πειραιά με τους ψα-ράδες. Όταν πέθανε κι έμα-θαν πως ο «Πορφύρας» ήτανο Σύψωμος, δεν μπορούσαννα το πιστέψουν. Και μιλά-με για μια εποχή που ηποίηση είχε ακόμα την τι-μητική της. Βέβαια, η α -ντιμετώπιση «του περιβάλ-λοντος, της εποχής» δεν απο-τελεί το κυρίως πιάτο, αλλάτο κερασάκι στην τούρτα!Το άγευστο έδεσμα είναι ταδεινά της έκδοσης και ταπαρελκόμενά της. Η αυτο-έκδοση, ως «μια κάποια λύ-σις», μοιάζει σαν «αυτοϊκα-νοποίηση χωρίς εκσπερμά-τιση!». Πρέπει να παραγγεί-λεις το χαρτί από καταλό-γους τυπογραφείων προορι-σμένων να τυπώνουν δια-φημιστικά φυλλάδια! Κι ανβρεις κάποιο να σου κάνει,άλλο διαλέγεις κι άλλο φέρ-νουν! Άσε τα γραμμάρια!Παραγγέλνεις, ας πούμε, σα-μουά 120 γραμμαρίων καισου έρχεται… χασαπόχαρτο!Τυπώνεις το εξώφυλλο και…ξεβάφει, γιατί ο τυπογράφοςέβαλε μελάνι για εφημερίδες!Ή τυπώνει ποίημα στηνμέσα πλευρά του οπισθο-φύλλου, για να γλιτώσει σε-λίδες, λες κι η συλλογή είναιπροσπέκτους! Αν είναι ολι-γοσέλιδο, μπαίνει κόπιτσακαι μοιάζει σαν την «ΦωνήΚυρίου» στην εκκλησία! Ανέχει αρκετές σελίδες, το στέλ-νεις σε βιβλιοδετείο της πρω-τευούσης και σου ζητάνετα μαλλιοκέφαλά σου προ-καταβολικά στην τράπεζα,για δουλειά που δεν είδες!Κι όταν έρχεται το βιβλίοείναι στραβοκολλημένο, ραμ-μένο σε δύο μεριές αντί γιατέσσερις, έχουν κόψει «τ’

αυτιά» κατά λάθος, και οιάκοπες σελίδες που παρήγ-γειλες μπήκαν στο μαχαίρι:«όλα τα μαχαιρώνω, όλα τασφάζω», που λένε. Κι άντεμετά να πάρεις πίσω τα λε-φτά που έχεις προκαταβάλειή να παρουσιάσεις το έκτρω-μα στα βιβλιοπωλεία! Χρει-άζεται άπειρος κόπος, προ-σωπική εργασία και ανα -γκαστική εξειδίκευση για ναπρολάβεις τις κακοτεχνίεςτων άλλων. Πρέπει να ξέρειςόλα τα στάδια παραγωγής

και τα πιθανά λάθη που θαμπορούσε να γίνουν! Αν δενσου αρέσει αυτό, θα πρέπεινα στέλνεις σαν ζητιάνοςτα χειρόγραφά σου στηνΑθήνα περιμένοντας να επι-σύρει το βλέμμα του πάνωτους κανένας εκδότης καινα «προσεύχεσαι άκοπα στονθεό της απαντήσεως». Φυσι-κά, αν διαθέτεις το βαλάντιο,μπορείς να πληρώσεις στοπολλαπλάσιο την τιμή τηςέκδοσης (περιλαμβάνεται ητιμή της φίρμας του εκδότη)και να καμαρώνεις σαν γύ-φτικο σκεπάρνι που εκδό-θηκες σε οίκο των Αθηνών.Αν βέβαια πρόκειται για γυ-ναίκα… «Οι ποιήτριες εκδί-δονται μόνες τους», όπωςσυνήθιζε να λέει, αστειευό-μενος, γνωστός εκδότης.Υπάρχουν, ασφαλώς, και οιελάσσονες εκδοτικοί οίκοι,που με λιγότερα χρήματα,αλλά και με αμφιβόλου ποι-ότητος αποτέλεσμα, ανα-λαμβάνουν να σου εκτονώ-

σουν το πάθος της έκδοσης.Κατόπιν αυτής, ματαίως θ’αναζητήσεις τα βιβλία σουστις βιτρίνες. Ίσως, όμως,αν ο εκδότης φροντίσει, ταδεις σε μερικούς πάγκουςπεριθωριακών βιβλιοπωλεί-ων, για ολίγον βεβαίως, μέχριπληθώρα άλλων εντύπωννα καλύψουν το δικό σου.Ακολουθεί, ενδεχομένως, κά-ποια μορφή παρουσίασηςσε κάποιο καλλιτεχνικό κα-φενείο, με ολίγους γνωστούςπου θα συντρέξουν ή άσχε-

τους που όλως τυχαίως θαπαρεβρεθούν, ο απαραίτητοςπρόλογος από τον φιλόλογοτης γειτονιάς σου, ίσως κά-ποια απαγγελία από φέρελπιηθοποιό του καφενείου καισκόλασε ο γάμος.

Ματαίως θ’ αναζητήσεις κρι-τικές και σχόλια στα γνωστάπεριοδικά των Αθηνών. Ακό-μα και δέκα τεύχη να ζητή-σεις σε περίπτωση παρου-σιάσεώς σου, το πολύ ναγράψουν «κυκλοφόρησε ητάδε συλλογή» για ν’ αρπά-ξουν το παραδάκι και τέρμα.Εκεί, δημοσιεύονται οι πα-ρατρεχάμενοι των ελίτ εκ-δοτών: ως επί το πλείστονδιορθωτές, μεταφραστές καιδοκιμιογράφοι, που τυγχάνεινα γράφουν και ποιήματαή τα γνωστά μεγάλα ονόμα-τα της λογοτεχνίας που που-λάνε. Εσύ, ο απούλητος, οεπαρχιώτης, πού πας ρε μαύ-ρε; Στείλε σε κανένα επαρ-χιακό περιοδικό, στείλε σε

καμιά τοπική εφημερίδα ναμπεις δίπλα στις κηδείες!Έτσι κι αλλιώς, τις ιδέεςσου κηδεύεις κι εσύ! Έτσικι αλλιώς, οι πενθούντεςδιαβάζουν ποίηση, ε; Έτσικι αλλιώς, για κλάματα είσαι,«προσμένοντας πως κάπουπέρα η δόξα καρτερεί, παρ-θένα, βαθυστόχαστη, ιλαρή!».

Α, παραλίγο να ξεχάσω τιςαποστολές: σε λογοτέχνες,συναδέλφους, συγγενείς καιφίλους. Ακρίβυνε το γραμ-ματόσημο: Δεκαέξι σελίδεςβιβλίο, ένα ευρώ κι εξήνταλεπτά. Τριάντα δύο σελίδες,δύο ευρώ κι εβδομήντα λε-πτά. Δηλαδή τριάντα ναστείλεις, πάνε τα ογδόνταευρώ! Βάλε και τα φάκελα!Βάλε και την πένα που αγό-ρασες για τις αφιερώσεις!Και πόσο σκέφτηκες για νατις γράψεις! Και τι απαντή-σεις πήρες; Όσοι είχαν φέισ -μπουκ, έγραψαν ένα ξερό:«Το έλαβα!». Ή ένα ημί-σκληρο «Ευχαριστώ!». Όσοιδεν είχαν, τσιγκουνεύτηκαντο γραμματόσημο! Και βέ-βαια, δεν θα σου στείλουνόλοι αυτοί τα βιβλία πουστο μέλλον θα βγάλουν. Μό-νον όσοι είναι σαν κι εσένα:στο έλεος του θεού, «ποιητέςάγνωστοι πού ’ναι». Οι άλλοι,θα στείλουν μέσω του εκδό-τη τους μόνον στις διαση-μότητες, στα κορυφαία πε-ριοδικά, στους ανθρώπουςκλειδιά για την δουλειά τους.Εσύ τους χρησιμεύεις μόνονως αναγνώστης τους, ωςθαυμαστής, ως λιβανιστής!Ουαί κι αλίμονό τους όμωςαν σου γράψουν δυο καλέςκουβέντες οι διασημότητες!Εσύ, ο επαρχιώτης, θα τιςκάνεις σημαία! Θα τις βάλειςπρομετωπίδα στο επόμενοβιβλίο σου, θ’ αναρτήσειςπαντού τα ενθαρρυντικάτους λόγια! Θα τα φωτοτυ-πήσεις και θα τα μοιράσειςστους φίλους σου, στουςσυναδέλφους, στις εφημε-ρίδες! Αν ήταν δυνατόν θατοιχοκολλούσες την κριτικήστους δρόμους, στις κολόνες,στον τάφο σου σκαλισμένησε γρανίτη!

Όμως, φίλε μου, κανείς δενθα είναι το ίδιο μεγάλος σεδιακόσια χρόνια! Τα ποι-ήματα θα μείνουν στο τέλοςμονάχα κι ανυπεράσπιστα!Χωρίς κριτικές, χωρίς βρα-βεία, χωρίς κανείς να γνω-ρίζει τον εκδότη, χωρίς κα-νείς να νοιάζεται για τονποιητή τον ίδιον ακόμα. Τοποίημα στο τέλος θα μείνειμονάχο με την ψυχή πουκουβαλάει, με την ζωή που

διατήρησαν οι λέξεις του,με την πνοή που του εμ-φύσησε ο δημιουργός του.Κάποιος, σε κάποια βιβλιο-θήκη, κάποτε, θα το ανασύ-ρει τυχαία, θα το ανοίξει σεμια επίσης τυχαία σελίδακαι θα διαβάσει τους πρώ-τους τρεις στίχους. Αυτή θαείναι η ευκαιρία σου: νατον οδηγήσουν οι τρεις πρώ-τοι στίχοι στους τρεις επό-μενους. Δεν ξέρεις ποιο ποί-ημα θα είναι αυτό. Γι’ αυτόσε κάθε συλλογή σου φρόντι -σε ο κάθε στίχος να είναιλαμπερός σαν μαργαριτάρισε περιδέραιο. Έτσι κι αλ-λιώς, γράφουμε για τουςαγέννητους! Αυτοί θα φρο -ντίσουν για την αθανασίατης ψυχής μας: εφόσον ηψυχή μας είναι οι στίχοιμας, εφόσον οι στίχοι μαςεμπεριέχουν την ψυχή μας.Όλα τ’ άλλα, ανήκουν στηνεπικράτεια του φθαρτού καιτου πεπερασμένου.

«Πίσω σου ο κόσμος καίγεταισαν Τρωάδα, κι η πυρκαγιάτου αντιφεγγάει στα βάθητων περασμένων, όπως μετην δύση του ήλιου αντι-φεγγάν τα παραθύρια μιαςπολιτείας ολόφλογα και,ξάφνου, βυθίζονται στο βρά-διασμα. Και πέρα, καπνοίτης ίδιας πυρκαγιάς καινέφη, σιγαναλιώνουν κι αρ-γοσβήνουν όσα μελλοντικάαπ’ τον άνθρωπο λογιούνται.Άσ’ την ανίδεη και χοντρο-κομμένη γενιά στους στο-χασμούς της, που ’ναι ψέμακαι που ’ν’ ερείπιο, και βυ-θίσου ακέριος στ’ άναρχορίγος που χιμάει στο νουΣου, απ’ όπου δεν ανάτειλανακόμα της δημιουργίας ταπείσματα, να λάμψει στοκορμί και στο νου σου η τέ-λεια λάμψη και της Σκέψηςτο τέλειο Γενηθήτω!»_____________

Τα κλεισμένα σε εισαγωγικάαποσπάσματα ανήκουν στους:Γιάννη Φαλκώνη, Άγγελο Σικε-λιανό, Μίλτο Σαχτούρη, ΚώσταΓ. Καρυωτάκη, Robin Williams,Κωνσταντίνο Π. Καβάφη, Αν-δρέα Εμπειρίκο και Κική Δη-μουλά.

Απ’ τα ευτράπελα παραλειπό-μενα, ο αναγνώστης που νόμιζεπως αγόρασε ελαττωματικό βι-βλίο, επειδή οι σελίδες ήτανάκοπες και προσπαθούσε να τιςκόψει με το δάχτυλό του, καιτο cd μελοποιημένων ποιημάτωνπου κυκλοφόρησε σε τοπικήεφημερίδα κι ο περιπτεράς τοκρέμασε από έναν σπάγκο γιανα… τρομάζουν τα περιστέριαπου του κουτσουλούσαν το πε-ρίπτερο! Άφες αυτοίς, Μούσατης Ποιήσεως!

Επαρχιώτης ποιητής«

012_06-03-2015_typos 04/03/2015 8:15 μ.μ. Page 5