Βαγγέλης Αμβράζης - Δ. Ε. Σολδάτος

1
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 06 ΦΕΒΡOYAΡΙΟΥ 2015 • ΣΕΛΙΔΑ 5 T ο πρωί, μου τηλεφώνησε απ’ την Αθή- να ο Χρυσό- στομος Κονι- δάρης. Φίλος παλιός, που είχα γράψει τους στίχους σ’ ένα C.D. του και είχα βγάλει στις εκδόσεις του το βιβλίο «Νobel λόγω ατε- χνίας». «Τι έγινε, ρε;» του είπα αστειευόμενος, «Mή- πως πήραμε το Nobel;». «Όχι!» απάντησε μονολε- κτικά, «Πέθανε ο Βαγγέ- λης!». * * * Το 1995 έπιασα δου- λειά στον χώρο του βιβλί- ου. Κονιδάρης, Μπουκου- μάνης, Τζανακάκης, ήταν η σειρά των μαγαζιών που εργάστηκα κατά διαστήμα- τα. Εκεί, στις εκδόσεις Μπουκουμάνη, γνώρισα τον Βαγγέλη. Ψηλό παιδί, γύρω στα σαράντα, με σπινθηροβόλα μάτια, αρ- χαιοελληνικά χαρακτηρι- στικά, περιποιημένο μούσι, που σου θύμιζε Ολύμπιο θεό, κι ένα αιώνιο χαμόγε- λο στα χείλη σαν κυρια- κάτικη λιακάδα! Ήταν «το δεξί χέρι» του Μπουκουμάνη. Μα τι λέω; O Βαγγέλης ήταν το μαγαζί ολόκληρο! Δεν του μίλαγε κανείς. Έμπαινε, έφευγε, ξανάρχονταν. Αυ- τός άνοιγε, αυτός έκλεινε. Τον βλέπαμε την μια στιγ- μή, τον χάναμε την άλλη. Την μια έτρεχε στην τρά- πεζα να πληρώσει ένα γραμμάτιο, την άλλη στην αποθήκη να φέρει δέματα. Σε λίγο χάνονταν στο τα- χυδρομείο ν’ αποστείλει τα δέματα, που κανείς δεν προλάβαινε να δει πότε τα ετοίμασε. Ήταν γρήγορος σαν αστραπή και τα προ- λάβαινε όλα! Τις πρώτες μέρες που πήγα στο μαγαζί, δεν μου ανάθετε να κάνω τίποτα. Όλα τα έκανε αυτός. Ντρε- πόταν να δίνει εντολές κι εγώ δίσταζα να πάρω πρω- τοβουλίες. Και μιας κι ένιωθα (ή μάλλον ήμουν) εντελώς άχρηστος στο μα- γαζί, για να με κάνει να αισθανθώ οικεία, έπιανε ένα βιβλίο απ’ το ράφι και μου διάβαζε πότε Έριχ Φρομ πότε Χαλίλ Γκι- μπράν, πότε ένα απόφθεγ- μα, πότε έναν στίχο. Ύστε- ρα, άφηνε το βιβλίο μπρο- στά μου κι έλεγε: «Μέχρι να γυρίσω, διάβασε και το υπόλοιπο για να μου πεις την γνώμη σου». Και σαν χέλι γλίστραγε και χανό- ταν, για να ξαναεμφανι- στεί πάλι σαν κομήτης, εκεί που δεν τον περίμενες, και χαμογελώντας μυστη- ριωδώς και ακαταμάχητα μου έλεγε: «Ωραίος ο Γκι- μπράν, ε;». Στον Μπουκουμάνη, τώρα που το καλοσκέφτο- μαι, δεν δούλεψα: επι- μορφώθηκα! Άσε τις εκθέ- σεις βιβλίου: Στο πεδίον του Άρεως, στο Ζάππειο, στον Πειραιά, στην Ραφή- να, στο Ναύπλιο… Άκουγα τον Βαγγέλη να μιλάει για τα βιβλία στους πε- λάτες και χάζευα! Τους έλεγε ένα απόσπασμα κι ύστερα, ενώ αυτοί κρατού- σαν το βιβλίο, τους έλεγε να γυρίσουν στην τάδε σε- λίδα για να το βρουν. Κι όταν αυτοί διάβαζαν δυ- νατά κάτι που τους άρεσε κι ύστερα έκλειναν το βι- βλίο, ο Βαγγέλης απάγγελνε «απ’ έξω» την συνέχεια. «Μα, τον ρωτούσα, αν τους τα πεις όλα εσύ, γιατί ν’ αγοράσουν το βιβλίο;» Χα- μογελούσε και μου απο- κρινόταν: «Να δεις, που αυτόν τον στίχο του Γκι- μπράν θα τον πει ο νεαρός στην κοπελιά του το βρά- δυ! Είδες που τον επανέ- λαβε φεύγοντας;» Ο Βαγγέλης ένιωθε ως «μεταπράτης» του πνεύ- ματος ή, για να χρησιμο- ποιήσω μια πιο ποιητική έκφραση, ως απόστολος του Προφήτη! Έπρεπε να διαδώσει ό,τι αγαπούσε, πουλώντας τα βιβλία, χα- ρίζοντάς τα ακόμα, ή απαγγέλλοντας αποσπά- σματά τους. Δεν τον άκου- σα ποτέ να πει πως κι εκείνος έγραφε κάτι. Δεν ήταν ο αποτυχημένος συγγραφέας, που μη έχοντας ο ίδιος ταλέντο, το παίζει ξερόλας με τα έργα των άλλων. Ο Βαγ- γέλης ήταν ο ιδεώ- δης αναγνώστης. Κι ένας ιδεώδης ανα- γνώστης αξίζει όσο δέκα μέτριοι συγγρα- φείς. Αισθανόταν βα- θιά στο πετσί του την γλώσσα κι αγαπούσε ξέ- χωρα την ποίηση και την φιλοσοφία. Μπο- ρούσε να σου λέει απ’ έξω στίχους τραγουδιών, ώρες κι ώρες! Λάτρευε τον Λουδοβίκο των Ανωγείων, ξετρελαινόταν με το «Ποιο το χρώμα της Αγάπης» και με τους «Χαΐνηδες». Κι όταν του έλεγες πως δεν ήξερες ένα τραγούδι, την άλλη μέρα σου έφτια- χνε μια κασέτα και σου την έφερνε και πάνω έγρα- φε και τους συντελεστές. Θυμάμαι που καταμε- σήμερο στην Σόλωνος μι- λούσαμε για τον Γκάτσο. Μου είπε για την «Αθανα- σία», το γνωστό τραγούδι, που εγώ (ο ποιητής!) αγνο- ούσα. «Μην φύγεις!» μου είπε χαμογελαστά «Γυρίζω σ’ ένα λεπτό!». Πετάχτηκε μέχρι του Τζανακάκη κι επέστρε- ψε μ’ ένα βιβλίο με τους στίχους του Γκάτσου: «Φύσα αεράκι φύσαμε, μη χαμηλώνεις ίσαμε» ήταν ο τίτλος. Μου διάβασε εκ- στασιασμένος τα τελευ- ταία λόγια της «Αθανα- σίας»: «Είσαι σκληρή σαν του θανάτου την γροθιά, μα ’ρθαν καιροί που σε πιστέψαμε βαθιά. Κάθε γε- νιά δική της θέλει να γε- νείς, ομορφονιά που δεν σε κέρδισε κανείς». Κι ύστερα μου χάρισε το βι- βλίο. «Για να με θυμά- σαι…» είπε. Και χάθηκε στην πολύβουη Σόλωνος… Ψάχνω στην βιβλιοθήκη μου. Αναζητάω τον ξε- θωριασμένο γκρι τόμο. Τον βρί- σκω! Ανοίγω ξανά στην πρώ- τη σελίδα και διαβάζω την ημερομηνία: Τρίτη 31 Οκτωβρίου 1995. Ώρα: 12:30. Ξε- φυλλίζω τυ- χαία: «Κου- ρασμένο παλληκάρι, γίνε φως τ’ αυγερινού κι άσ’ την νύχτα να σε πάρει στο περβόλι τ’ ουρανού». Διαβάζω πιο κάτω: «Με τι καρδιά να σ’ αποχαιρετή- σω, με τι καρδιά τραγούδι να σου πω… Βάλε φωνή κοντά σου να γυρίσω, βάλε φωνή την γη να θυμηθώ». Κι ύστερα: «Μακριά στα ξένα, στην ξενιτιά βαριαρ- ρώστησα…». Δεν αντέχω άλλο! Κλείνω το βιβλίο και το σφίγγω στο στήθος μου. Γιατί, Θεέ μου, να έχουν τόση πίκρα τα τρα- γούδια! Γιατί να κρύβει τόση θλίψη η ζωή; Παιδι- κές αναπάντητες απορίες! Ποιος θ’ απαντήσει; Γιατί να είμαστε πάντα σαν τρομαγμένα παιδιά μπρο- στά στον θάνατο, τόσο μόνοι και τόσο ανυπερά- σπιστοι; Πότε θα μεγαλώ- σουμε; Η ίδια η θλίψη του θανάτου θα μας μεγαλώσει! Θα ξανασταθούμε στα πό- δια μας και θα χαμογελά- σουμε. Σαν τον Βαγγέλη, που τον γάζωνε χρόνια ο καρκίνος και δεν το ήξερε σχεδόν κανείς! Κι αυτός πάντα χαμογελούσε, μέχρι τέλους! Στο βιβλιοπωλείο, στις εκθέσεις, παντού! Δεν μπορώ να κλάψω! Ένας κόμπος ανεβαίνει από την καρδιά στο λαιμό μου και δεν λέει να λυθεί σε δά- κρυα. Σφίγγω τα δόντια και τον σκέφτομαι. Τον σκέφτομαι και τον φέρνω μπροστά μου. Τον φέρνω μπροστά μου και χαμογε- λώ. Χαμογελώ και θυμάμαι τον Προφήτη του Γκι - μπράν: «Όταν είσαι λυ- πημένος, κοίταξε ξανά μέσα στην καρδιά σου και θα δεις ότι πραγματικά κλαις για εκείνο που υπήρξε η χαρά σου». Το χαμόγελο του Βαγ- γέλη πώς θα μπορούσε να λείψει απ’ την ζωή μου; Όσα μου έμαθε επειδή τ’ αγαπούσε, θα τ’ αγαπώ και θα τα διαδίδω. Σαν ένα κεράκι στην Ανάσταση, που μεταδίδει στ’ άλλα το φως του είναι η γνώση, η ποίηση, η αγάπη, η ζωή η ίδια. Κι όταν λιώσει το κερί, η φλόγα που μετα- δόθηκε δεν σβήνει. Μονάχα ό,τι κρατήσουμε πεισμα- τικά δικό μας και δεν το μεταδώσουμε θα σβήσει όταν θα σβήσουμε. Βαγγέλη, εσύ μου έμα- θες «Το Χρώμα της Αγά- πης». Μα τώρα, νομίζω, πως και το χρώμα του θανάτου, όταν χαμογελάς στην θύμησή μου, δεν εί- ναι μαύρο… 26 Ιανουαρίου 2011 «Κλαις για εκείνο που υπήρξε η χαρά σου» Στον Βαγγέλη Αμβράζη 008_06-02-2015_typos 04/02/2015 7:08 μ.μ. Page 5

description

Απ' την εφημερίδα "Τύπος Λευκαδίων".

Transcript of Βαγγέλης Αμβράζης - Δ. Ε. Σολδάτος

Π Α Ρ Α Σ Κ Ε Υ Η 0 6 Φ Ε Β Ρ O Y A Ρ Ι Ο Υ 2 0 1 5 • Σ Ε Λ Ι Δ Α 5

Tο πρωί, μουτηλεφώνησεαπ’ την Αθή-να ο Χρυσό-στομος Κονι-

δάρης. Φίλος παλιός, πουείχα γράψει τους στίχουςσ’ ένα C.D. του και είχαβγάλει στις εκδόσεις τουτο βιβλίο «Νobel λόγω ατε-χνίας». «Τι έγινε, ρε;» τουείπα αστειευόμενος, «Mή -πως πήραμε το Nobel;».«Όχι!» απάντησε μονολε-κτικά, «Πέθανε ο Βαγγέ-λης!».

* * *

Το 1995 έπιασα δου-λειά στον χώρο του βιβλί-ου. Κονιδάρης, Μπουκου-μάνης, Τζανακάκης, ήτανη σειρά των μαγαζιών πουεργάστηκα κατά διαστήμα-τα. Εκεί, στις εκδόσειςΜπουκουμάνη, γνώρισατον Βαγγέλη. Ψηλό παιδί,γύρω στα σαράντα, μεσπινθηροβόλα μάτια, αρ-χαιοελληνικά χαρακτηρι-στικά, περιποιημένο μούσι,που σου θύμιζε Ολύμπιοθεό, κι ένα αιώνιο χαμόγε-λο στα χείλη σαν κυρια-κάτικη λιακάδα!

Ήταν «το δεξί χέρι»του Μπουκουμάνη. Μα τιλέω; O Βαγγέλης ήταν τομαγαζί ολόκληρο! Δεν τουμίλαγε κανείς. Έμπαινε,έφευγε, ξανάρχονταν. Αυ-τός άνοιγε, αυτός έκλεινε.Τον βλέπαμε την μια στιγ-μή, τον χάναμε την άλλη.Την μια έτρεχε στην τρά-πεζα να πληρώσει έναγραμμάτιο, την άλλη στηναποθήκη να φέρει δέματα.Σε λίγο χάνονταν στο τα-χυδρομείο ν’ αποστείλει ταδέματα, που κανείς δενπρολάβαινε να δει πότε ταετοίμασε. Ήταν γρήγοροςσαν αστραπή και τα προ-λάβαινε όλα!

Τις πρώτες μέρες πουπήγα στο μαγαζί, δεν μουανάθετε να κάνω τίποτα.Όλα τα έκανε αυτός. Ντρε-πόταν να δίνει εντολές κιεγώ δίσταζα να πάρω πρω-τοβουλίες. Και μιας κιένιωθα (ή μάλλον ήμουν)εντελώς άχρηστος στο μα-γαζί, για να με κάνει νααισθανθώ οικεία, έπιανεένα βιβλίο απ’ το ράφικαι μου διάβαζε πότε ΈριχΦρομ πότε Χαλίλ Γκι -μπράν, πότε ένα απόφθεγ-μα, πότε έναν στίχο. Ύστε-ρα, άφηνε το βιβλίο μπρο-στά μου κι έλεγε: «Μέχρι

να γυρίσω, διάβασε και τουπόλοιπο για να μου πειςτην γνώμη σου». Και σανχέλι γλίστραγε και χανό-ταν, για να ξαναεμφανι-στεί πάλι σαν κομήτης,εκεί που δεν τον περίμενες,και χαμογελώντας μυστη-ριωδώς και ακαταμάχηταμου έλεγε: «Ωραίος ο Γκι -μπράν, ε;».

Στον Μπουκουμάνη,τώρα που το καλοσκέφτο-μαι, δεν δούλεψα: επι-μορφώθηκα! Άσε τις εκθέ-

σεις βιβλίου: Στο πεδίοντου Άρεως, στο Ζάππειο,στον Πειραιά, στην Ραφή-να, στο Ναύπλιο… Άκουγατον Βαγγέλη να μιλάειγια τα βιβλία στους πε-λάτες και χάζευα! Τουςέλεγε ένα απόσπασμα κιύστερα, ενώ αυτοί κρατού-σαν το βιβλίο, τους έλεγενα γυρίσουν στην τάδε σε-λίδα για να το βρουν. Κιόταν αυτοί διάβαζαν δυ-νατά κάτι που τους άρεσεκι ύστερα έκλειναν το βι-βλίο, ο Βαγγέλης απάγγελνε«απ’ έξω» την συνέχεια.«Μα, τον ρωτούσα, αν τουςτα πεις όλα εσύ, γιατί ν’αγοράσουν το βιβλίο;» Χα-μογελούσε και μου απο-κρινόταν: «Να δεις, πουαυτόν τον στίχο του Γκι -μπράν θα τον πει ο νεαρός

στην κοπελιά του το βρά-δυ! Είδες που τον επανέ-λαβε φεύγοντας;»

Ο Βαγγέλης ένιωθε ως«μεταπράτης» του πνεύ-ματος ή, για να χρησιμο-ποιήσω μια πιο ποιητικήέκφραση, ως απόστολοςτου Προφήτη! Έπρεπε ναδιαδώσει ό,τι αγαπούσε,πουλώντας τα βιβλία, χα-ρίζοντάς τα ακόμα, ήαπαγγέλλοντας αποσπά-σματά τους. Δεν τον άκου-σα ποτέ να πει πως κι

εκείνος έγραφεκάτι. Δεν ήταν οαπο τυχημ έ ν ο ςσυγγραφέας, πουμη έχοντας ο ίδιοςταλέντο, το παίζειξερόλας με τα έργατων άλλων. Ο Βαγ-γέλης ήταν ο ιδεώ-δης αναγνώστης. Κιένας ιδεώδης ανα-γνώστης αξίζει όσοδέκα μέτριοι συγγρα-φείς. Αισθανόταν βα-θιά στο πετσί του τηνγλώσσα κι αγαπούσε ξέ-χωρα την ποίηση καιτην φιλοσοφία. Μπο-ρούσε να σου λέει απ’έξω στίχους τραγουδιών,ώρες κι ώρες! Λάτρευε τονΛουδοβίκο των Ανωγείων,ξετρελαινόταν με το «Ποιοτο χρώμα της Αγάπης»

και με τους «Χαΐνηδες».Κι όταν του έλεγες πωςδεν ήξερες ένα τραγούδι,την άλλη μέρα σου έφτια-χνε μια κασέτα και σουτην έφερνε και πάνω έγρα-φε και τους συντελεστές.

Θυμάμαι που καταμε-σήμερο στην Σόλωνος μι-λούσαμε για τον Γκάτσο.Μου είπε για την «Αθανα-σία», το γνωστό τραγούδι,που εγώ (ο ποιητής!) αγνο-ούσα. «Μην φύγεις!» μουείπε χαμογελαστά «Γυρίζω

σ’ έναλεπτό!». Πετάχτηκε μέχρι

του Τζανακάκη κι επέστρε-ψε μ’ ένα βιβλίο με τουςστίχους του Γκάτσου:«Φύσα αεράκι φύσαμε, μη

χαμηλώνεις ίσαμε» ήτανο τίτλος. Μου διάβασε εκ-στασιασμένος τα τελευ-ταία λόγια της «Αθανα-σίας»: «Είσαι σκληρή σαντου θανάτου την γροθιά,μα ’ρθαν καιροί που σεπιστέψαμε βαθιά. Κάθε γε-νιά δική της θέλει να γε-νείς, ομορφονιά που δενσε κέρδισε κανείς». Κιύστερα μου χάρισε το βι-βλίο. «Για να με θυμά-σαι…» είπε. Και χάθηκεστην πολύβουη Σόλωνος…

Ψάχνω στηνβιβλιοθήκη μου.Αναζητάω τον ξε-θωριασμένο γκριτόμο. Τον βρί-σκω! Ανοίγωξανά στην πρώ-τη σελίδα καιδιαβάζω τηνημερομηνία:Τρίτη 31Οκτωβρ ίου1995. Ώρα:12:30. Ξε-φυλλίζω τυ-χαία: «Κου-ρ α σ μ έ ν ο

π α λ λ η κ ά ρ ι ,γίνε φως τ’ αυγερινού κιάσ’ την νύχτα να σε πάρειστο περβόλι τ’ ουρανού».Διαβάζω πιο κάτω: «Με τικαρδιά να σ’ αποχαιρετή-σω, με τι καρδιά τραγούδινα σου πω… Βάλε φωνή

κοντά σου να γυρίσω, βάλεφωνή την γη να θυμηθώ».Κι ύστερα: «Μακριά σταξένα, στην ξενιτιά βαριαρ-ρώστησα…». Δεν αντέχωάλλο! Κλείνω το βιβλίοκαι το σφίγγω στο στήθοςμου. Γιατί, Θεέ μου, ναέχουν τόση πίκρα τα τρα-γούδια! Γιατί να κρύβειτόση θλίψη η ζωή; Παιδι-κές αναπάντητες απορίες!Ποιος θ’ απαντήσει; Γιατίνα είμαστε πάντα σαντρομαγμένα παιδιά μπρο-στά στον θάνατο, τόσομόνοι και τόσο ανυπερά-σπιστοι; Πότε θα μεγαλώ-σουμε; Η ίδια η θλίψη τουθανάτου θα μας μεγαλώσει!Θα ξανασταθούμε στα πό-δια μας και θα χαμογελά-σουμε. Σαν τον Βαγγέλη,που τον γάζωνε χρόνια οκαρκίνος και δεν το ήξερεσχεδόν κανείς! Κι αυτόςπάντα χαμογελούσε, μέχριτέλους! Στο βιβλιοπωλείο,στις εκθέσεις, παντού! Δενμπορώ να κλάψω! Έναςκόμπος ανεβαίνει από τηνκαρδιά στο λαιμό μου καιδεν λέει να λυθεί σε δά-κρυα. Σφίγγω τα δόντιακαι τον σκέφτομαι. Τονσκέφτομαι και τον φέρνωμπροστά μου. Τον φέρνωμπροστά μου και χαμογε-λώ. Χαμογελώ και θυμάμαιτον Προφήτη του Γκι -μπράν: «Όταν είσαι λυ-πημένος, κοίταξε ξανάμέσα στην καρδιά σου καιθα δεις ότι πραγματικάκλαις για εκείνο πουυπήρξε η χαρά σου».

Το χαμόγελο του Βαγ-γέλη πώς θα μπορούσε ναλείψει απ’ την ζωή μου;Όσα μου έμαθε επειδή τ’αγαπούσε, θα τ’ αγαπώκαι θα τα διαδίδω. Σανένα κεράκι στην Ανάσταση,που μεταδίδει στ’ άλλα τοφως του είναι η γνώση, ηποίηση, η αγάπη, η ζωή ηίδια. Κι όταν λιώσει τοκερί, η φλόγα που μετα-δόθηκε δεν σβήνει. Μονάχαό,τι κρατήσουμε πεισμα-τικά δικό μας και δεν τομεταδώσουμε θα σβήσειόταν θα σβήσουμε.

Βαγγέλη, εσύ μου έμα-θες «Το Χρώμα της Αγά-πης». Μα τώρα, νομίζω,πως και το χρώμα τουθανάτου, όταν χαμογελάςστην θύμησή μου, δεν εί-ναι μαύρο…

26 Ιανουαρίου 2011

«Κλαις για εκείνο που υπήρξε η χαρά σου»Στον Βαγγέλη Αμβράζη

008_06-02-2015_typos 04/02/2015 7:08 μ.μ. Page 5