Ποινικό Δίκαιο Ι Σημειώσεις

28
ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ-ΜΕΡΟΣ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Στο πρώτο μέρος του ποινικού δικαίου στη Νομική Σχολή ΔΠΘ προσεγγίζεται με σκοπό την καλύτερη κατανόηση, η εγκληματική πράξη και ο άδικος χαρακτήρας αυτής. Η ύλη αποτελείται από τη θεωρητική και πρακτική ανάλυση των άρθρων 1-25 του γενικού μέρους του ποινικού κώδικά ενώ αξίζει να μελετηθούν προσεκτικά και τα πρακτικά θέματα και των δύο επιλεγόμενων συγγραμμάτων. Βασική αρχή του ποινικού δικαίου αποτελεί η λατινική φράση «nullum crimen nulla poena sine lege», δηλαδή «κανένα έγκλημα ,καμία ποινή δίχως νόμο». Η αρχή αυτή διατυπώνεται τόσο στο άρθρο 1 του ΠΚ(«Καμία ποινή χωρίς νόμο. Ποινή δεν επιβάλλεται παρά μόνο για τις πράξεις εκείνες τις οποίες ο νόμος την είχε ορίσει ρητά πριν από την τέλεση τους.»)όσο και στο άρθρο 7παρ. 1 του Συντάγματος ,καθώς επίσης στο άρθρο 7παρ. 1 της ΕΣΔΑ και στο άρθρο 2 της Οικουμενικής διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του ΟΗΕ. Με βάση την παραπάνω αρχή απορρέουν 4 επιμέρους αρχές που πρέπει να διέπουν κάθε νόμο. Ο ποινικός νόμος πρέπει να είναι: -γραπτός( ο εθιμικός κανόνας δεν λαμβάνεται υπόψη κατά του δράστη) -ορισμένος (πρέπει να περιγράφεται επαρκώς η παράνομη συμπεριφορά) -σαφής(απαγορεύεται η αναλογική ερμηνεία του νόμου δεν αποκλείεται βέβαια η τελολογική) -προηγούμενος της συμπεριφοράς(απαγορεύεται η η θέσπιση αναδρομικής ισχύος νόμου, που είναι

description

law

Transcript of Ποινικό Δίκαιο Ι Σημειώσεις

Page 1: Ποινικό Δίκαιο Ι Σημειώσεις

ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ-ΜΕΡΟΣ 1

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στο πρώτο μέρος του ποινικού δικαίου στη Νομική Σχολή ΔΠΘ προσεγγίζεται με σκοπό την καλύτερη κατανόηση, η εγκληματική πράξη και ο άδικος χαρακτήρας αυτής. Η ύλη αποτελείται από τη θεωρητική και πρακτική ανάλυση των άρθρων 1-25 του γενικού μέρους του ποινικού κώδικά ενώ αξίζει να μελετηθούν προσεκτικά και τα πρακτικά θέματα και των δύο επιλεγόμενων συγγραμμάτων.

Βασική αρχή του ποινικού δικαίου αποτελεί η λατινική φράση «nullum crimen nulla poena sine lege», δηλαδή «κανένα έγκλημα ,καμία ποινή δίχως νόμο». Η αρχή αυτή διατυπώνεται τόσο στο άρθρο 1 του ΠΚ(«Καμία ποινή χωρίς νόμο. Ποινή δεν επιβάλλεται παρά μόνο για τις πράξεις εκείνες τις οποίες ο νόμος την είχε ορίσει ρητά πριν από την τέλεση τους.»)όσο και στο άρθρο 7παρ. 1 του Συντάγματος ,καθώς επίσης στο άρθρο 7παρ. 1 της ΕΣΔΑ και στο άρθρο 2 της Οικουμενικής διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του ΟΗΕ.

Με βάση την παραπάνω αρχή απορρέουν 4 επιμέρους αρχές που πρέπει να διέπουν κάθε νόμο. Ο ποινικός νόμος πρέπει να είναι: -γραπτός( ο εθιμικός κανόνας δεν λαμβάνεται υπόψη κατά του δράστη)-ορισμένος (πρέπει να περιγράφεται επαρκώς η παράνομη συμπεριφορά)-σαφής(απαγορεύεται η αναλογική ερμηνεία του νόμου δεν αποκλείεται βέβαια η τελολογική)-προηγούμενος της συμπεριφοράς(απαγορεύεται η η θέσπιση αναδρομικής ισχύος νόμου, που είναι δυσμενής για δράστη ενώ εφαρμόζεται με βάση το αρθ.2 ΠΚ ο επιεικέστερος). Οι αρχές αυτές έχουν σκοπό να προστατεύσουν τον πολίτη και γι’ αυτό ισχύουν μόνο όταν πρόκειται να θεμελιωθεί ή να επαυξηθεί το αξιόποινο και δεν υπάρχει κανένας λόγος να ισχύουν όταν μειώνεται ή εξαλείφεται η αξιόποινη πράξη. Το άρθρο 2 του ΠΚ αναφέρει χαρακτηριστικά:

1. «Αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις.

2. Αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη όχι αξιόποινη παύει και η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της.»

Page 2: Ποινικό Δίκαιο Ι Σημειώσεις

!!!Απαγορεύεται λοιπόν η αναδρομικότητα ποινικού νόμου όταν αυτό είναι εις βάρος του κατηγορουμένου. Εάν μεταγενέστερος νόμος αποποινικοποίησε το έγκλημα τότε παύει και η τιμωρία του δράστη.!!!Αν τότε που έγινε η πράξη ίσχυε ένας νόμος (νόμος πράξης) μέχρι να εκδικαστεί αμετάκλητα άλλαξε ο νόμος (νόμος εκδίκασης) και τώρα ισχύει άλλος νόμος ο δικαστής θα εφαρμόσει τον επιεικέστερο νόμο.

!!!Βασική αποστολή του ποινικού δικαίου είναι η προστασία έννομων αγαθών. Παράλληλα με αυτήν την αποστολή υπάρχει και μια δεύτερη αποστολή που προστατεύει τον πολίτη από την καταχρηστική χρήση του ίδιου του ποινικού δικαίου.!!!

Αντίθετα το άρθρο 3 του ΠΚ αναφέρεται στους νόμους με προσωρινή ισχύ. Αυτοί εφαρμόζονται και μετά την παύση της ισχύος τους σε πράξεις που τελέστηκαν, κατά τη διάρκεια της ισχύος τους. Οι προσωρινοί νόμοι άλλωστε θεσπίζονται για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ,κάτω από συγκεκριμένες περιστάσεις για την εξυπηρέτηση κάποιου άμεσου αλλά παροδικού σκοπού. Αυτοί οι νόμοι εξαιρούνται από την επιταγή επιλογής του επιεικέστερου(αόριστου νόμου):

«Νόμοι με προσωρινή ισχύ εφαρμόζονται και μετά την παύση της ισχύος τους σε πράξεις που τελέστηκαν όταν αυτοί ίσχυαν. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η διάταξη της παραγρ.1 του προηγούμενου άρθρου.»

Μεταξύ προσωρινού και αόριστου νόμου ισχύει ο νόμος προσωρινής ισχύος. Εάν υπάρχουν 2 προσωρινής ισχύς νόμοι τότε ακολουθείται ο πιο ευνοϊκός για τον κατηγορούμενο.

ΧΡΟΝΟΣ ΤΕΛΕΣΗΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ-ΑΡΘ.17 ΠΚ

Σύμφωνα με το άρθρο 17 χρόνος τέλεσης του εγκλήματος είναι μόνο ο χρόνος συμπεριφοράς του δράστη και όχι ο χρόνος κατά τον οποίο επέρχεται το τυποποιημένο αποτέλεσμα. Στα διαρκή εγκλήματα ο χρόνος τέλεσης παρατείνεται όσο διαρκεί η συνέχιση της πλήρωσης της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος αυτού(πχ η απαγωγή ως έγκλημα διαρκεί μέχρι την απελευθέρωση του θύματος και όχι μόνο κατά τη στιγμή της τέλεσης της αρπαγής).

Page 3: Ποινικό Δίκαιο Ι Σημειώσεις

Άρθρο 17

«Χρόνος τέλεσης της πράξης: Χρόνος τέλεσης της πράξης θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενέργησε ή όφειλε να ενεργήσει. Ο χρόνος κατά τον οποίο επήλθε το αποτέλεσμα είναι αδιάφορος εκτός αν ορίζεται άλλως.»

TΟΠΟΣ ΤΕΛΕΣΗΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ-ΑΡΘ.5,6, 7, 16 ΠΚ

Ο τόπος του εγκλήματος αφορά όχι μόνο τον τόπο συμπεριφοράς του δράστη αλλά και στο τόπο που κάθε φορά εκδηλώνεται η ενέργεια του δράστη. Βασικές αρχές της αρμοδιότητας και της δικαιοδοσίας των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων είναι η αρχή της εδαφικότητας και της υπηκοότητας. Έχει ιδιαίτερη σημασία η διερεύνηση του τόπου τέλεσης του εγκλήματος καθώς :

- Κρίνεται το ποια δικαστήρια θα δικάσουν- Ποιες αστυνομικές αρχές θα εμπλακούν

- Μελετάται το αν θα υπάρξει εφαρμογή του διεθνούς ποινικού δικαίου κλπ.

Τόπος:

Είναι και ο τόπος όπου οφείλει να ενεργήσει/ ενέργησε ο δράστης αλλά και ο τόπος που ήρθε το αποτέλεσμα. Επίσης είναι και ο τόπος που επρόκειτο κατά την πράξη του δράστη να επέλθει το ενδεχόμενο αποτέλεσμα.

Ο τόπος του εγκλήματος χρησιμοποιείται μόνο για τα εγκλήματα αποτελέσματος.

Π.χ. πυροβολώ κάποιον και τον τραυματίζω και αυτός μεταφέρεται στην Θεσσαλονίκη επειδή η κατάσταση του είναι κρίσιμη και μετά από 2 μέρες πεθαίνει εκεί.

Τόπος τέλεσης είναι και οι δύο πόλεις, ενώ τόπος αποτελέσματος η Θεσσαλονίκη και ο τόπος πράξης είναι η Κομοτηνή.

Page 4: Ποινικό Δίκαιο Ι Σημειώσεις

Άρθρο 16-Τόπος τέλεσης της πράξης

«Τόπος τέλεσης της πράξης θεωρείται ο τόπος που ο υπαίτιος διέπραξε ολικά ή μερικά την αξιόποινη ενέργεια ή παράλειψη καθώς και ο τόπος που επήλθε ή, σε περίπτωση απόπειρας, έπρεπε σύμφωνα με την πρόσθεση του υπαιτίου να επέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα.»

Εγκλήματα που τελέστηκαν στην ημεδαπή- Αρχή εδαφικότητας - αρθ. 5

«1. Οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται σε όλες τις πράξεις που τελέστηκαν στο έδαφος της επικρατείας, ακόμη και από αλλοδαπούς.

2. Πλοία ή αεροσκάφη ελληνικά θεωρούνται έδαφος της επικρατείας οπουδήποτε και αν βρίσκονται, εκτός αν σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο υπόκεινται σε αλλοδαπό νόμο.»

Δεν μας ενδιαφέρει δηλαδή ποιος έκανε το έγκλημα, αλλά στο έδαφος ποιας χώρας έγινε το έγκλημα. Το έδαφος έχει διευρυμένη σημασία αφού ακόμα και τα αεροπλάνα, και πλοία μπορούν να θεωρηθούν έδαφος, οπουδήποτε και αν βρίσκονται αυτά. Η εθνικότητα των πλοίων και των αεροσκαφών προσδιορίζεται από τη σημαία που έχουν. Με αυτόν τον τρόπο δικάζονται όσα εγκλήματα γίνονται από οποιονδήποτε στο Ελληνικό έδαφος.

Επίσης υπάρχει:

- κριτήριο ενεργητικής υπηκοότητας (ΠΚ 6)- κριτήριο παθητικής υπηκοότητας (ΠΚ 7)

Η αρχή της υπηκοότητας διακρίνεται:

Στην ενεργητική ,άρθρο.6-δράστης έλληνας πολίτης: «Εγκλήματα ημεδαπών στην αλλοδαπή

1. Οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι, εφαρμόζονται και για πράξη που χαρακτηρίζεται από αυτούς ως κακούργημα ή πλημμέλημα και που τελέστηκε στην αλλοδαπή από ημεδαπό, αν η πράξη αυτή είναι αξιόποινη και κατά τους νόμους της χώρας στην οποία τελέστηκε ή αν διαπράχθηκε σε πολιτειακά ασύντακτη χώρα.

2. Η ποινική δίωξη ασκείται και εναντίον αλλοδαπού ο οποίος κατά την τέλεση της πράξης ήταν ημεδαπός. Επίσης ασκείται και εναντίον εκείνου που απέκτησε την ελληνική ιθαγένεια μετά την τέλεση της πράξης.

Page 5: Ποινικό Δίκαιο Ι Σημειώσεις

3. Στα πλημμελήματα, για να εφαρμοστούν οι διατάξεις των παραγρ.1 και 2, απαιτείται έγκληση του παθόντος ή αίτηση της κυβέρνησης της χώρας όπου τελέστηκε το πλημμέλημα.

4. Τα πταίσματα που διαπράττονται στην αλλοδαπή τιμωρούνται μόνο στις περιπτώσεις που ειδικά ορίζει ο νόμος.»

και στη παθητική ,άρθρο.7 –θύμα έλληνας πολίτης

«Εγκλήματα αλλοδαπών στην αλλοδαπή

1. Οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και κατά αλλοδαπού για πράξη που τελέστηκε στην αλλοδαπή και που χαρακτηρίζεται από αυτούς ως κακούργημα ή πλημμέλημα, αν η πράξη αυτή στρέφεται εναντίον Έλληνα πολίτη και αν είναι αξιόποινη και κατά τους νόμους της χώρας όπου τελέστηκε ή αν διαπράχθηκε σε πολιτειακά ασύντακτη χώρα.

2. Οι διατάξεις των παρ.3 και 4 του προηγούμενου άρθρου έχουν και εδώ εφαρμογή.»

Ωστόσο ,με βάση το άρθρο 8 για λόγους προστασίας είτε της ελληνικής Πολιτείας είτε για λόγος που αφορούν τη παγκόσμια δικαιοσύνη τα ελληνικά δικαστήρια μπορούν να παραμερίσουν και να υπερκεράσουν τη παραπάνω θεμελιώδη αρχή.

Εγκλήματα που τιμωρούνται και διώκονται στην Ελλάδα ανεξάρτητα από την βαρύτητα και το τόπο της τέλεσης τους:

- εγκλήματα που στρέφονται κατά του Ελληνικού κράτους (εσχάτη προδοσία, στρατιωτική υπηρεσίες αξιόποινη πράξη υπαλλήλων Ελληνικού κράτους, πράξη εναντίον Έλληνα υπαλλήλου, ψευδορκία για διαδικασία που εκκρεμεί ενώπιον Ελληνικών αρχών).

-εγκλήματα της παγκόσμιας δικαιοσύνης (πειρατεία, εγκλήματα σχετικά με το νόμισμα, δουλεμπόριο – εμπορία ανθρώπων, ασέλγεια σε ανθρώπους, trafficking, εμπόριο ναρκωτικών φαρμάκων, εμπόριο και κυκλοφορία άσεμνων δημοσιευμάτων και κάθε άλλο έγκλημα που υπάρχουν ειδικές διατάξεις που προβλέπουν την εφαρμογή Ελληνικών νόμων).

Page 6: Ποινικό Δίκαιο Ι Σημειώσεις

Από την άλλη σύμφωνα με το άρθρο 9 του ΠΚ υπάρχει και το ακαταδίωκτο εγκλημάτων που τελέστηκαν στην αλλοδαπή σε ορισμένες περιπτώσεις όπως:

«1. Η ποινική δίωξη για πράξη που τελέστηκε στην αλλοδαπή αποκλείεται: α) αν ο υπαίτιος δικάστηκε για την πράξη αυτή στην αλλοδαπή και αθωώθηκε ή αν σε περίπτωση που καταδικάστηκε, έχει εκτίσει ολόκληρη την ποινή του . β) αν, σύμφωνα με τον αλλοδαπό νόμο, η πράξη έχει παραγραφεί ή η ποινή που επιβλήθηκε έχει παραγραφεί ή έχει χαριστεί. γ) αν, σύμφωνα με τον αλλοδαπό νόμο, χρειάζεται έγκλημα για τη δίωξη της πράξης και τέτοια έγκληση είτε δεν υποβλήθηκε είτε ανακλήθηκε.

2. Οι διατάξεις αυτές δεν εφαρμόζονται στις πράξεις που ορίζει το άρθρο 8.»

-Το άρθρο 10 αναφέρεται στον υπολογισμό ποινών που εκτίθηκαν στην αλλοδαπή, πιο συγκεκριμένα:

«Η ποινή που εκτίθηκε ολικά ή μερικά στην αλλοδαπή, αν επακολουθήσει καταδίκη στην ημεδαπή για την ίδια πράξη αφαιρείται από τη ποινή που επέβαλαν τα ελληνικά δικαστήρια.»

ΠΡΑΞΗ ΠΟΙΝΙΚΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΑ

Πράξη: Υπάρχουν συμπεριφορές που δεν συνιστούν πράξη κατά το ποινικό δίκαιο. Το δικαστήριο δεν ασχολείται με τέτοιες πράξεις. Για να ασχοληθεί το δικαστήριο με μια πράξη αυτή πρέπει να έχει τις παρακάτω ιδιότητες:

- ανθρώπινη πράξη- εξωτερικευμένη πράξη

- εκούσια πράξη

Η εκούσια πράξη ονομάζεται και αυτοκυβερνόμενη μυϊκή ενέργεια.

Ανθρώπινη πράξη: Τα στοιχεία της φύσης και τα ζώα δεν πράττουν. Όταν όμως το ζώο κατευθύνεται από το άνθρωπο ώστε να κάνει την πράξη που κάνει, τότε μπορεί να υπάρξει πράξη που ανήκει στον ιδιοκτήτη του ζώου, δηλαδή σε άνθρωπο. Το ζώο στο δίκαιο θεωρείται πράγμα. Τα πράγματα δεν πράττουν. Επίσης σε κάποιες χώρες τις ΕΕ ακόμα και τα νομικά πρόσωπα θεωρούνται ότι ασκούν πράξη, και εφόσον αυτή η πράξη είναι άδικη και είναι έγκλημα τιμωρείται με χρηματική ποινή, στέρηση λειτουργίας και άδειας και διάλυση αυτού του νομικού προσώπου. Έχουν ευθύνη και οι ιδιοκτήτες των νομικών προσώπων. Αυτό όμως όσον αφορά τα νομικά πρόσωπα δεν ισχύει ακόμα στην Ελλάδα καθώς τα νομικά πρόσωπα είναι κατά πλάσμα δικαίου πρόσωπα και δεν έχουν συνείδηση. Σε περιπτώσεις που ο «δράστης» είναι νομικό πρόσωπο

Page 7: Ποινικό Δίκαιο Ι Σημειώσεις

στη θέση του τιμωρούνται τα φυσικά πρόσωπα που το εκπροσωπούν και δρουν γι’ αυτό.

Εξωτερικευμένη πράξη: Η σκέψη ενός ανθρώπου δεν μπορεί να αποτελέσει πράξη αυτού του ανθρώπου. Εάν υπάρχει υλοποίηση της σκέψης σε μυϊκή λειτουργία τότε μπορεί να έχουμε εξωτερίκευση της πράξης. Η μυϊκή κίνηση πρέπει να επιδράσει σε κάποιον άλλο πρόσωπο ή και γενικά στον κοινωνικό χώρο. Αρκεί να μπορούσε να επιδράσει ή να επέδρασε τελικά στον κοινωνικό χώρο. Εάν κάνουμε την πράξη αυτή μόνοι μας όταν είμαστε στο σπίτι καταρχήν δεν υπάρχει σύμφωνα και με τα παραπάνω εξωτερικευμένη πράξη και επίδραση στο κοινωνικό χώρο. Αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις που παρόλο κάνει μόνο του ένα άτομο την πράξη π.χ. χρησιμοποιήσει κάποιος ναρκωτικά στο σπίτι του υπάρχει πιθανότητα αυτή η πράξη να επιδράσει και τον κοινωνικό χώρο γιατί δεν εγγυάται κανείς ότι δεν θα βγεί ο δράστης έξω και δεν θα σκοτώσει τον γείτονα. Δηλαδή τελικά αν η μυϊκή κίνηση επηρεάζει τον κοινωνικό χώρο έχουμε εξωτερίκευση της πράξης.

Εκούσια πράξη: Είναι η συμπεριφορά όταν η μυϊκή κίνηση που κάνει το άτομο είναι αποτέλεσμα του εγκεφάλου και της συνείδησης του. Δεν έχει σημασία το αποτέλεσμα της πράξης. Δεν είναι η ηθελημένη πράξη, αλλά η ηθελημένη μυϊκή κίνηση. Υπάρχουν όμως και εξαιρέσεις. Για παράδειγμα η ακαταμάχητη σωματική βία δεν αποτελεί εκούσια πράξη (δηλαδή αν μας σπρώξει κάποιος άλλος και εμείς πέσουμε πάνω σε κάποιον άλλον και του προκαλέσουμε σωματική βλάβη). Δεν μας ενδιαφέρει από πού εκπορεύεται η ακαταμάχητη σωματική βία, αλλά αν υπάρχει βία ή όχι. Δεύτερη εξαίρεση είναι αν η μυϊκή κίνηση δεν είναι αποτέλεσμα της συνείδησης μας (π.χ. αν στον ύπνο μου βρίσω κάποιον και το ακούσει αυτός, αφού δεν γίνεται με την εντολή της συνείδησης μου). Ότι γίνεται σε τέτοια κατάσταση είναι όμως πράξη κατά κάποιους θεωρητικούς. Παράλληλα είναι και εκούσια πράξη αλλά παρόλο αυτό πάλι δεν τιμωρείται. Πάντως η κρατούσε γνώμη αποδέχεται ότι σε τέτοιες περιπτώσεις δεν μπορεί να υπάρξει πράξη, άρα έγκλημα άρα και τιμωρία. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση νάρκωσης και υπνωτισμού. Πρέπει να υπάρχει πλήρης απάλειψη της συνείδησης μας. Τα ίδια όμως δεν ισχύουν σε περίπτωση μεθυσμένου και του τρελού γιατί έχουν συνείδηση που είναι διαταραγμένη και δεν είναι πλήρης διαταραγμένη η συνείδηση τους. Αν όμως η διαταραγμένη συνείδηση εξελιχτεί σε πλήρης απάλειψη της συνείδησης τότε δεν έχουμε εκούσια πράξη και δεν τιμωρείται. Χρειάζεται δηλαδή πλήρης απάλειψη συνείδησης. Σε περίπτωση της ψυχολογικής βίας υπάρχει καθαρή συνείδηση και υπάρχει εκούσια πράξη και τιμωρείται. Γιατί παρόλο που ασκείται ψυχολογική βία έχει συνείδηση. Πρέπει να ασκείται ακαταμάχητη σωματική βία. Μόνο η ακαταμάχητη σωματική βία δεν αποτελεί εκούσια πράξη. Επίσης όσον αφορά τα ρεφλέξ δεν μπορούν να αποτελέσουν εκούσιες πράξεις. Ο ανθρώπινος οργανισμός εισπράττει το ερέθισμα μέσω του νευρικού συστήματος και δίνει την εντολή που οδηγεί στην κίνηση.

Page 8: Ποινικό Δίκαιο Ι Σημειώσεις

Π.χ. αν μύγα μας τσιμπήσει και εμείς λόγω ρεφλέξ σκοτώσουμε κατά λάθος στην σκοποβολή κάποιον.

Οι αυτοματοποιημένες και μηχανικές κινήσεις είναι εκούσιες πράξεις. Υπάρχει γενική εντολή του εγκεφάλου. Όσον αφορά τους ανήλικους ακόμα και αυτά πράττουν εκούσια πράξη. Η ποινική ανηλικότητα είναι στα 18 έτη. Οι ανήλικοι όμως χωρίζονται σε 3 ομάδες:

- νήπια μέχρι 8 ετών, που θεωρείται ότι δεν πράττουν καθόλου κατά το ποινικό δίκαιο και επομένως δεν μας αφορούν ποινικά οι ενέργειές τους

- παιδιά από 8 μέχρι 13 ετών, τα οποία ναι μεν πράττουν αλλά δεν τους καταλογίζεται η πράξη, είναι δηλαδή ακαταλόγιστα

- έφηβοι από 13 μέχρι 18 ετών ,οι οποίοι βεβαίως πράττουν ωστόσο είναι στη διακριτική ευχέρεια του δικαστή να κρίνει κατά περίπτωση αν θα τους καταλογιστεί η πράξη.

ΠΚ 14 Έννοια της αξιόποινης πράξης

«1. Έγκλημα είναι πράξη άδικη και καταλογιστή στο δράστη της, η οποία τιμωρείται από το νόμο.

3. Στις διατάξεις των ποινικών νόμων ο όρος <<πράξη>> περιλαμβάνει και τις παραλείψεις.»

Συμπερασματικά: Οι πράξεις που ενδιαφέρουν το ποινικό δίκαιο είναι καλύτερο να χαρακτηρίζονται ενέργειες είτε πράξεων είτε παραλείψεων ενός προσώπου. Μια ενέργεια για να χαρακτηριστεί πράξη ή παράλειψη ,πρέπει να είναι ανθρώπινη, εξωτερική και εκούσια, για αυτό το λόγο στο ποινικό δίκαιο δε μας αφορούν πράξεις ζώων, νομικών προσώπων, ανήλικων παιδιών κάτω των 8 ετών, πράξεις χωρίς δυνατότητα επίδρασης στον εξωτερικό χώρο, αντανακλαστικές κινήσεις και πράξεις με πλήρη απάλειψη της συνείδησης. Η παράληψη θεωρείται και αυτή πράξη ρητά σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ.2 του ΠΚ. Για να υπάρχει παράληψη θα πρέπει να υπάρχει αντικειμενικά δυνατότητα ενέργειας. Επίσης ,για να υπάρχει παράληψη πρέπει να υπάρχει υποχρέωση ενέργειας και με αυτό τον τρόπο ανάλογα με το είδος υποχρέωσης της ενέργειας που έχει το κάθε πρόσωπο τα εγκλήματα διακρίνονται σε γνήσια και μη γνήσια εγκλήματα παράληψης.

Παράλειψη είναι επιγραμματικά:

1. Να μην κάνεις κάτι που έπρεπε να κάνεις2. Να μην κάνεις κάτι που μπορούσες να κάνεις

Page 9: Ποινικό Δίκαιο Ι Σημειώσεις

Πχ -Παράλειψη λύτρωσης από κίνδυνο ζωής το άρθρο 307 του ΠΚ

Όποιος με πρόθεση παραλείπει να σώσει άλλον από κίνδυνο ζωής αν και μπορεί να το πράξει χωρίς κίνδυνο της δικής του ζωής ή υγείας, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους.

-Έγκλημα που τελείται με παράλειψη άρθρο 15 ΠΚ

«Όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόσκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος.»

Γνήσιο έγκλημα παράλειψης είναι εκείνο στο οποίο η παράλειψη έχει τυποποιηθεί ρητά ως αξιόποινη συμπεριφορά σε κυρωτικό κανόνα δικαίου( πχ παράλειψη από κίνδυνο ζωής αρθ.307ΠΚ). Κατά κανόνα τα γνήσια εγκλήματα παράλειψης είναι εγκλήματα συμπεριφοράς. Μη γνήσιο έγκλημα παράλειψης είναι εκείνο το έγκλημα είτε ενέργειας είτε αποτελέσματος που το τυποποιημένο αποτέλεσμα του κυρωτικού κανόνα προκύπτει επειδή αυτός που είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να το αποτρέψει παρέλειψε να το κάνει. Αν γίνει κάτι τέτοιο η παράλειψη αυτή χρεώνεται στο δράστη ως ενέργεια του( αρθ.15 ΠΚ). Η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση απορρέει από τις εξής πηγές: -Σε νομική διάταξη-Στην ύπαρξη εκούσιας ανάληψης υποχρέωσης προστασίας-Σε προηγούμενη επικίνδυνη ενέργεια του δράστη, επειδή ο κίνδυνος προέρχεται από το δράστη-Σε ορισμένες στενές βιοτικές σχέσεις(πχ συμβίωση, οικογένεια, σχέσεις εμπιστοσύνης)

Όταν υπάρχει παράλειψη εξετάζουμε αν υπάρχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση αυτού που παρέλειψε.

Γνήσιο έγκλημα παράλειψης: Μέσα στο άρθρο του ΠΚ υπάρχει η λέξη παράλειψη.Π.χ. ΠΚ 307

Γνήσια εγκλήματα παράλειψης: Εγκλήματα στα οποία τιμωρείται η παθητικότητα και η μυϊκή αδράνεια του δράστη χωρίς ενδιαφέρον για το αποτέλεσμα (π.χ. ΠΚ 307) Τα γνήσιας παράλειψης εγκλήματα είναι εύκολα να διακριθούν από τα υπόλοιπα. Συνήθως στο νόμο υπάρχει η λέξη παραλείπεται ή όποιος δεν κάνει κάτι κτλπ.

Page 10: Ποινικό Δίκαιο Ι Σημειώσεις

Μη Γνήσια εγκλήματα παράλειψης: Δεν υπάρχει μη γνήσιο έγκλημα παράλειψης σήμερα που είναι τυπωμένο στον Ποινικό Κώδικα. Όταν απαιτείται να έλθει κάποιο αποτέλεσμα και χρειάζεται ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του δράστη ώστε να προσέχει να μην προέλθει το αποτέλεσμα. (ΠΚ 15)

Η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση έχει ορισμένες πηγές από τις οποίες απορρέι. Όπως είναι ο νόμος.

Π.χ. από τον νόμο η μητέρα υποχρεούται να φροντίσει το παιδί του όσο αυτό είναι βρέφος. Όταν δεν εκπληρώνεται η νομική χρήση τότε έχουμε έγκλημα (είτε λόγω δόλου είτε λόγω αμέλειας).

Πρέπει να έχουμε οπωσδήποτε τις δύο παραπάνω προϋποθέσεις.

Η υποχρέωση αυτή πρέπει να είναι νομική και όχι ηθική. Η υποχρέωση αυτή δεν πρέπει να είναι γενική αλλά αφηρημένη. Πηγές της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης είναι ο νόμος, η σύμβαση και η συμβατική δέσμευση, η επικίνδυνη ενέργεια.

Η εκούσια ανάληψη προστατευτικών καθηκόντων δημιουργεί ιδιαίτερη νομική υποχρέωση.

Εκούσια ανάληψη προστατευτικών καθηκόντων:

Ο γιατρός έχει γενική νομική υποχρέωση και όχι ειδική. Όμως ο ειδικός γιατρός έχει ειδική νομική υποχρέωση.

Επικίνδυνη προηγούμενη ενέργεια:

Εάν εγώ κάνω κάτι επικίνδυνο και αν αυτό άμεσα ή έμμεσα οδηγήσει στην προσβολή έννομων αγαθών. Χρειάζεται αμέλεια.

Π.χ. αφήσω σκαμμένη λακκούβα στο δρόμο και πέσει άλλος μέσα στη λακκούβα

Σχέσεις εμπιστοσύνης: Γενική κατηγορία που θεμελιώνουν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση. Σχέσεις εμπιστοσύνης υπάρχουν ανάμεσα σε ανθρώπους π.χ. φίλους ή παντρεμένους.

Άρθρο 13

Έννοια όρων του Κώδικα

Στον Κώδικα οι ακόλουθοι όροι χρησιμοποιούνται με την εξής σημασία:

Page 11: Ποινικό Δίκαιο Ι Σημειώσεις

α) υπάλληλος είναι εκείνος στον οποίο νόμιμα έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση υπηρεσίας δημόσιας δημοτικής ή κοινοτικής ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου.

β) οικείοι είναι οι συγγενείς εξ αίματος και εξ αγχιστείας σε ευθεία γραμμή, οι θετοί γονείς και τα θετά τέκνα, οι σύζυγοι, οι μνηστευμένοι, οι αδελφοί και οι σύζυγοι και οι μνηστήρες των αδελφών, καθώς και οι επίτροποι ή επιμελητές του υπαιτίου και όσοι βρίσκονται υπό την επιτροπεία ή επιμέλεια του υπαιτίου .

γ) έγγραφο είναι κάθε γραπτό που προσδιορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία όπως και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει ένα τέτοιο γεγονός . έγγραφο είναι και κάθε μέσο το οποίο χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή, με ηλεκτρονικό, μαγνητικό ή άλλο τρόπο, για εγγραφή, αποθήκευση, παραγωγή ή αναπαραγωγή στοιχείων, που δεν μπορούν να διαβαστούν άμεσα, όπως επίσης και κάθε μαγνητικό ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος αυτοτελώς ή σε συνδυασμό εφόσον τα μέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία.

δ) σωματική βία συνιστά και η περιαγωγή άλλου σε κατάσταση αναισθησίας ή ανικανότητας για αντίσταση με υπνωτικά ή ναρκωτικά ή άλλα ανάλογα μέσα .

ε) στρατός είναι ο στρατός της ξηράς, της θάλασσας και του αέρα.

στ) Κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη.

(Όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ.1 του ν 2408/96.)

ζ) Ιδιαίτερα επικίνδυνος χαρακτηρίζεται ο δράστης όταν από τη βαρύτητα της πράξης, τον τρόπο και τις συνθήκες τέλεσής της, τα αίτια που τον ώθησαν και την προσωπικότητά του, μαρτυρείται αντικοινωνικότητα αυτού και σταθερή ροπή του σε διάπραξη νέων εγκλημάτων στο μέλλον.

Έννοια της αξιόποινης πράξης-Άρθρο 14 ΠΚ

«1. Έγκλημα είναι πράξη άδικη και καταλογιστή στο δράστη της, η οποία τιμωρείται από το νόμο.

2. Στις διατάξεις των ποινικών νόμων ο όρος <<πράξη>> περιλαμβάνει και τις παραλείψεις.»

Page 12: Ποινικό Δίκαιο Ι Σημειώσεις

Άρα τα 4 υποχρεωτικά στοιχεία του εγκλήματος είναι:

- πράξη- άδικη πράξη

- να είναι καταλογιστή στον δράστη

- αξιόποινη πράξη που πρέπει να τιμωρηθεί

Εάν λείπει ένα από τα παραπάνω 4 στοιχεία δεν μπορεί να τιμωρηθεί κάποιος, άρα δεν υπάρχει έγκλημα.

Το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι αν αυτό που οδήγησε σε έγκλημα είναι πράξη. Αν δεν υπάρχει πράξη (λόγω χάρη είναι αποτέλεσμα φυσικής δύναμης ή ζώου) εκεί σταματάει ο έλεγχος, αφού δεν μπορεί να υπάρξει έγκλημα

ΚΑΤΑΡΧΗΝ ΑΔΙΚΟ ΜΙΑΣ ΠΡΑΞΗΣ

Μετά την διαπίστωση ότι η πράξη αφορά το ποινικό δίκαιο, πρέπει να αναζητηθεί το αν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, συγκρίνοντας τα πραγματικά περιστατικά με τους όρους της αντικειμενική υπόστασης του εγκλήματος. Ιδιαίτερα στα εγκλήματα αποτελέσματος, πέρα από τους υπόλοιπους όρους της αντικειμενικής υπόστασης θα πρέπει να ερευνάται και ο αιτιώδης σύνδεσμος-συνάφεια ανάμεσα στη συμπεριφορά και στο αποτέλεσμα. Στην ελληνική θεωρία επικρατεί η θεωρία του ισοδύναμου των όρων. Αν πρόκειται

Page 13: Ποινικό Δίκαιο Ι Σημειώσεις

για ενέργεια ερευνάται το αν έλειπε η πράξη αυτή αν θα εξέλειπε και το αποτέλεσμα( αιτιώδης συνάφεια). Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει και στη περίπτωση που το αποτέλεσμα παραμένει αλλά ουσιωδώς παραλλαγμένος( αν απουσίαζε ο θάνατος από πυροβολισμό και κάποιος άλλος έχει χορηγήσει στο θύμα δηλητήριο). Αν πρόκειται για παράλειψη υποθέτουμε ότι στη θέση της παράλειψης τοποθετούμε την απαιτούμενη ενέργεια και ερευνάμε το αν με αυτή την ενέργεια αποτρέπονταν το αποτέλεσμα. Ωστόσο για να γίνει δεκτή η αιτιώδης συνάφεια σε αυτή τη περίπτωση θα πρέπει η αποτροπή του αποτελέσματος να πιθανολογείται με πιθανότητες στα όρια της βεβαιότητας(95%). Αν υπάρχουν απλά πιθανότητες να σωθεί το θύμα έστω και πολλές αυτό δεν είναι αρκετό για να κριθεί ότι το αποτέλεσμα οφείλεται στην παράλειψη.

ΛΟΓΟΙ ΑΡΣΗΣ ΤΟΥ ΑΔΙΚΟΥ-ΤΕΛΙΚΑ ΑΔΙΚΟ

Κάθε ποινική υπόσταση εγκλήματος χωρίζεται σε δύο επιμέρους υποστάσεις:

- αντικειμενική υπόσταση και

- υποκειμενική υπόσταση

Αντικειμενική υπόσταση: Προσβολή έννομου αγαθού. Λέξεις του άρθρου που λένε ποιος πρέπει να κάνει τι για να τιμωρηθεί.

Υποκειμενική υπόσταση: Χρειάζεται πρόθεση. Λέξεις που δεν ασχολούνται με το τι κάνει, αλλά με το τι έχει στο μυαλό του ο δράστης. Σχετίζεται περισσότερο με την υπαιτιότητα.

Δεν ασχολούμαστε κατά τη διάρκεια της ποινικής αξιολόγησης της πράξης με την υποκειμενική υπόσταση, αλλά μόνο με την αντικειμενική υπόσταση.

Αν δεν έχουμε αντικειμενική υπόσταση δεν έχουμε έγκλημα.

Μετά τη διερεύνηση του καταρχήν άδικου, μελετάμε το τελικά άδικο της πράξης, ερευνώντας μήπως υπάρχει κάποιος λόγος άρσης του αδίκου. Οι λόγοι άρσης του αδίκου διακρίνονται σε γενικούς που αφορούν όλα τα είδη των εγκλημάτων και σε ειδικούς που αναφέρονται σε συγκεκριμένα εγκλήματα. Στο Γενικό μέρος του Ποινικού Δικαίου εξετάζουμε τους γενικούς λόγους άρσης του αδίκου (αρθ. 20-25 ΠΚ) :-εκπλήρωση καθήκοντος ή ενάσκηση δικαιώματος-προσταγή-άμυνα

Page 14: Ποινικό Δίκαιο Ι Σημειώσεις

-κατάσταση ανάγκης

-Το άρθρο 20 του ΠΚ(εκπλήρωση καθήκοντος) είναι κατά βάση επικουρικός λόγος άρσης του αδίκου καθώς έχει ως προϋπόθεση τη μη εφαρμογή άλλου λόγου άρσης καθώς και την ύπαρξη κανόνα δικαίου ή σύμβασης που να θεμελιώνει νόμιμο δικαίωμα ή νόμιμο καθήκον.

Άρθρο 20-Λόγοι που αποκλείουν το άδικο της πράξης:

«Εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στον Ποινικό Κώδικα (άρθρα 21, 22, 25, 304 παρ.4 και 5, 308 παρ.2, 367, 371 παρ.4), ο άδικος χαρακτήρας της πράξης αποκλείεται και όταν η πράξη αυτή αποτελεί ενάσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωση καθήκοντος που επιβάλλεται από το νόμο.»

Επιπρόσθετα, αίρεται ο άδικος χαρακτήρας μιας πράξης όταν η πράξη αυτή τελείται στο πλαίσιο της ορθής επίλυσης μιας σύγκρουσης καθηκόντων, όπου εκπληρώνοντας ουσιαστικά τη μια υποχρέωση, παραβιάζεται η άλλη. Η ορθή επιλογή της επίλυσης αυτής της σύγκρουσης εκπληρώνεται όταν επιλέγεται το νομικό έναντι του κοινωνικοηθικού καθήκοντος. Αν είναι και τα δύο νομικά, ορθό θεωρείται να επιλέγεται το σημαντικότερο. Όταν τίθεται ζήτημα που αφορά ανθρώπινες ζωές( το λεγόμενο τραγικό ηθικό δίλημμα),ορθό κρίνεται το να μη παίξει ο δράστης το ρόλο της «καταστροφικής μοίρας». Πρέπει να σημειωθεί ότι ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια για τη ζωή δεν τίθενται σε καμία περίπτωση(πχ 20 ζωές έναντι μιας ή ένας νέος έναντι ενός ηλικιωμένου,).Μια εσφαλμένη σε τέτοια περίπτωση επιλογή θεωρείται ως τελικά άδικη πράξη αλλά ίσως μελετηθεί περεταίρω στο επίπεδο του καταλογισμού και του τιμωρητού. -Η προσταγή λειτουργεί ως λόγος άρσης του αδίκου μόνο στα πλαίσια δημόσιας υπηρεσίας- αρχής( άρα δεν αφορά ιδιωτικές υπηρεσίες κλπ). Επιπλέον, πρέπει να υπάρχει διαταγή τυπικά νόμιμη(καθ’ ύλην, κατά τόπο αρμοδιότητα προστάξαντος και προσταζόμενου καθώς και να υπάρχει και νόμιμος τύπος όπου απαιτείται-έγγραφο, υπογραφή κλπ) αλλά ουσιαστικά παράνομη και αυτό το –κατ’ ουσία -παράνομο να μη μπορεί να ελέχθη από τον δράστη- αποδέκτη της προσταγής. Σε αυτές τις περιπτώσεις αίρεται ο άδικος χαρακτήρας για το δράστη και τιμωρείται στη θέση του ο προστάξας ως έμμεσος συνεργός. Αν εκτελεστεί τυπικά παράνομη πράξη δεν υπάρχει άρση του αδίκου γιατί ο προστάξας οφείλει πάντα να ελέγχει την τυπική νομιμότητα της διαταγής . Ο προτασσόμενος δεν οφείλει να ερευνά το ουσιαστικά παράνομο εκτός βέβαια όμως α)αν είναι αντισυνταγματική η προσταγή(κυρίως η πρόδηλα αντισυνταγματικές), β)όταν από ρητή διάταξη νόμου αποκλείεται η εφαρμογή της προσταγής του 21 ΠΚ πχ βασανιστήρια 137Δπαρ. 1 ΠΚ) γ)όταν η προσταγή είναι προφανώς παράνομη και αφορά αστυνομικό ή στρατιωτικό.

Προσταγή που αίρει το άδικο-άρθρο 21« Δεν είναι άδικη η πράξη την οποία κάποιος επιχειρεί για να εκτελέσει τη προσταγή που του έδωσε, σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, η αρμόδια αρχή,

Page 15: Ποινικό Δίκαιο Ι Σημειώσεις

αν ο νόμος δεν επιτρέπει στον αποδέκτη της προσταγής να εξετάσει αν είναι νόμιμη ή όχι. Σ τη περίπτωση αυτήν ως αυτουργός τιμωρείται εκείνος που έδωσε τη διαταγή.»

-Για να υπάρχει κατάσταση άμυνας (αρθ.22ΠΚ) απαιτείται επίθεση ,άδικη και παρούσα. Η επίθεση πρέπει να είναι ανθρώπινη, εκούσια και εξωτερική ως ενέργεια, πράξη ή παράλειψη που να στρέφεται εναντίον ατομικού έννομου αγαθού και να είναι τελικά άδικη. Παρούσα είναι η επίθεση όχι μόνο όταν πληρείται μέρος της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος αλλά και όταν ο επιτιθέμενος έχει προχωρήσει τόσο τη δράση του ώστε αν ο αμυνόμενος δεν αμυνθεί αμέσως θα είναι αργά στο να αποτραπεί η προσβολή του έννομου αγαθού. Από την άλλη η αμυντική πράξη πρέπει να είναι πρόσφορη και να μην εμφανίζεται είτε ως απόλυτα απαγορευμένη ή δυσανάλογη (πχ αρθ.2 ΕΣΔΑ ου επιτρέπει την ανθρωποκτονία μόνο όταν υπάρχει επίθεση που εμπεριέχει βία κατά προσώπου). Το αναγκαίο της αμυντικής πράξης περιορίζεται και από κάποιους κοινωνικοηθικούς περιορισμούς δηλαδή εδώ ο αμυνόμενος πρέπει να επιδιώξει πρωτίστως να διασώσει το έννομο αγαθό χωρίς αμυντική πράξη πχ με φυγή. Τέτοιες περιπτώσεις είναι η επίθεση από ακαταλόγιστο, η επίθεση που προκλήθηκε από τον αμυνόμενο, στο εσωτερικό της οικογένειας ή όταν είναι παρούσα νόμιμη αρχή( πχ αστυνομία). Αν ο επιτιθέμενος αντιπροσβληθεί περισσότερο από όσο χρειάζεται τότε υπάρχει υπέρβαση άμυνας(αν δηλαδή κάποιος αμυνθεί περισσότερο από όσο πρέπει) και ο δράστης υπάγεται στις ρυθμίσεις του αρθ.23 ΠΚ και τιμωρείται ανάλογα με το δόλο ή την αμέλεια της πράξης του αυτής.

Άρθρο 22:

«1. Δεν είναι άδικη η πράξη που τελείται σε περίπτωση άμυνας.

2. Άμυνα είναι η αναγκαία προσβολή του επιτιθέμενου στην οποία προβαίνει το άτοπο, για να υπερασπισθεί τον εαυτό του ή άλλον από άδικη και παρούσα επίθεση που στρέφεται εναντίον τους.

3. Το αναγκαίο μέτρο της άμυνας κρίνεται από το βαθμό επικινδυνότητας της επίθεσης, από το είδος της βλάβης που απειλούσε, από τον τρόπο και την ένταση της επίθεσης και από τις λοιπές περιστάσεις.»

Άρθρο 23-Υπέρβαση της άμυνας

«Όποιος υπερβαίνει τα όρια της άμυνας τιμωρείται, αν η υπέρβαση έγινε με πρόθεση, με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83), και αν έγινε από αμέλεια, σύμφωνα με τις διατάξεις τις σχετικές με αυτήν. Μένει ατιμώρητος και δεν του καταλογίζεται η υπέρβαση, αν ενέργησε μ’ αυτόν τον τρόπο εξ αιτίας του φόβου ή της ταραχής που του προκάλεσε η επίθεση.»

Άρθρο 24-Υπαίτια κατάσταση άμυνας

Page 16: Ποινικό Δίκαιο Ι Σημειώσεις

«Δεν απαλλάσσεται από την ποινή που ορίζει ο νόμος όποιος με πρόθεση προκάλεσε την επίθεση άλλου για να διαπράξει εναντίον του αξιόποινη πράξη με το πρόσχημα της άμυνας.»

-Κατάσταση ανάγκης έχουμε όταν υπάρχει κίνδυνος και είναι αναπότρεπτος με άλλα μέσα. Κίνδυνο θεωρείται μια κατάσταση που προέρχεται από οποιαδήποτε δύναμη ανθρώπινη, ζώου ή φυσική η οποία αν δεν διακοπεί θα επιφέρει βλάβη σε ατομικό έννομο αγαθό είτε τρίτου ,είτε του δράστη. Ο κίνδυνος έχει ευρύτερη έννοια από την επίθεση του αρθ. 22 ΠΚ καθώς μπορεί να προέρχεται από οποιαδήποτε δύναμη και όχι μόνο ανθρώπινη. Ο κίνδυνος μάλιστα πρέπει να είναι αναπότρεπτος με άλλα μέσα, όταν ο δράστης είναι αναγκασμένος ουσιαστικά να προσβάλλει αυτό το αγαθό ώστε να προστατέψει κάτι σημαντικότερο.Η διασωστική πράξη απαγορεύεται , όταν ο κίνδυνος προέρχεται από υπαιτιότητα του δράστη(αναλογική εφαρμογή του αρθ.24 ΠΚ δες πάνω- υπαίτια κατάσταση άμυνας αναλογικά ως προς την υπαίτια κατάσταση ανάγκης ) είτε πρόκειται για κίνδυνο που είναι υποχρεωμένος να εκτεθεί ο δράστης. Αν η έκθεση του δράστη στον κίνδυνο έγινε από αμέλεια ή και με δόλο όσο αφορά το κίνδυνο ,αλλά όχι με αρχικό σκοπό βλάβης του αγαθού που βλάφθηκε αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης και πάλι. Αν ο δράστης έχει καθήκον να εκτεθεί αυτός ή δικό του έννομο αγαθό στον εν λόγω κίνδυνο και θυσιάσει αγαθό τρίτου(πχ πυροσβέστης), ναι μεν κάτι τέτοιο απαγορεύεται αλλά εφόσον αφορά τη ζωή του ίδιου του δράστη ορθότερο είναι να περιοριστεί αυτή η απαγόρευση καθώς κάθε άνθρωπος έχει μέσα του το ένστικτο της αυτοσυντήρησης Αν ο δράστης βλάψει περισσότερο το έννομο αγαθό από όσο έπρεπε για τη σωτηρία του αντίστοιχου αγαθού που κινδύνευε-έχουμε δηλαδή υπέρβαση κατάστασης ανάγκης- ισχυεί κατά το αρθ.25παρ.3 αναλογικά το 23ΠΚ ό,τι ορίζεται για την υπέρβαση άμυνας.

Κατάσταση ανάγκης που αποκλείει το άδικο-Άρθρο 25 ΠΚ

Page 17: Ποινικό Δίκαιο Ι Σημειώσεις

«1. Δεν είναι άδικη η πράξη που τελεί κάποιος, για να αποτρέψει παρόντα και αναπότρεπτο με άλλα μέσα κίνδυνο ο οποίος απειλεί το πρόσωπο ή την περιουσία του ίδιου ή κάποιου άλλου χωρίς δική του υπαιτιότητα, αν η βλάβη που προκλήθηκε στον άλλο είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος και τη σπουδαιότητα από τη βλάβη που απειλήθηκε.

2. Η προηγούμενη διάταξη δεν εφαρμόζεται σε όποιον έχει καθήκον να εκτεθεί στον απειλούμενο κίνδυνο.

3. Η διάταξη του άρθρου 23 έχει ανάλογη εφαρμογή και στην περίπτωση αυτού του άρθρου»

-Τέλος ,η συναίνεση του παθόντος αν και ειδικός λόγος άρσης του αδίκου, μελετάτε στο γενικό μέρος γιατί το συναντάμε σε πολλά εγκλήματα. Συναίνεση του παθόντος έχουμε:

-όταν υπάρχει σύμφωνη βούληση του φορέα του έννομου αγαθού ( εξωτερικευμένη και χωρίς ελαττώματα)-η προσβολή να είναι δεκτική συναίνεσης( διαθέσιμο από τον φορέα έννομο αγαθό όχι όμως η ζωή, και να μη προσκρούει στα χρηστά ήθη)

Από τη συναίνεση διαφέρει η συγκατάθεση. Με την συγκατάθεση έχουμε τη σύμφωνη βούληση του φορέα του έννομου αγαθού, σε εγκλήματα που η αντίθετη βούληση του φορέα τυποποιείται ως μέρος της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ,αν ο φορέας του αγαθού που προσβάλλεται, δίνει τη συγκατάθεσή του για αυτή τη προσβολή ,ο δράστης να μην πληρεί καν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και άρα να μη τελεί καν καταρχήν άδικη πράξη

Επιγραμματικά:

Συναίνεση: Το ΝΑΙ του παθόντος δεν εμποδίζει την αντικειμενική υπόσταση. Είναι λόγος άρσης του αδίκου.

Συγκατάθεση: Το ΝΑΙ παθόντος εμποδίζει την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης. Δεν είναι λόγος άρσης του αδίκου. Εμποδίζει το καταρχήν άδικο

Page 18: Ποινικό Δίκαιο Ι Σημειώσεις