ΔΙΔΑΧΑΙ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ

116
Δ I Δ A X A I ΟΣΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Εξήγησις Αρχιμ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΜΟΥΣΤΑΚΑ ΑΘΗΝΑΙ 1955

Transcript of ΔΙΔΑΧΑΙ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ

Δ I Δ A X A I

ΟΣΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Εξήγησις Αρχιμ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΜΟΥΣΤΑΚΑ

ΑΘΗΝΑΙ 1955

ΠΡΟΛΟΓΟΣΆδελφε Άναγνώστα,Ζώμεν είς μίαν ίποχήν άσυνήθων προμηνυμάτων των έπερχομένων τή οικουμένη δεινών. Αργά ή γρήγορα ο Παγκόσμιος Πόλεμος τής ηλεκτρικής άτομοβόμβας θα έκραγή και ώς αιφνίδιος κεραυνός θα έπιπέση κατά τής κεφαλής τής μοιχαλίδος και αμαρτωλής γενεάς μας. Τότε, νέα Βαβέλ θα συνταράξη πάσαν ψυχήν. Τότε, θά αντίκρυσγις γεγονότα πρωτοφανή καί συγκλονιστικά. Πρώτοι οι φίλοι σου θά γίνουν κύνες καί θά σέ καταδιώκουν μέχρι τής άπωτέρας κρύπτης, ίνα άρπάσουν τον άρτον έκ τού στόματός σου και ροφήσουν τό αίμα έκ τής καρδίας σου. Ο θεός θά άποστρέψη τό πνεύμα καί τούς Αγγέλους Αυτον εκ τής γης, ήτις θά άναστατωθή ώσπερ εν καιρώ μεγάλου σεισμόν. Aι έκκλησίαι θά έξελίσσωνται εις σαλόνια με κλειδοκύμβαλα καί με Γενοβέφας. Πάσα επικοινωνία μετά τον θεόν θά διακοπή καί αντί μυσταγωγίας, θά άκούεται ο οφιοειδής ψίθυρος των σειρήνων. Έν μέσω σκοτεινού κοινωνικού χάους, οι άγωνιζόμενοι Χριστιανοί θά ομοιάζουν πρός πτηνά άναζητούντα, ένεκα σφοδράς νεροποντής, φωλεάς υπό τα φυλλώματα δένδρων, ή πρός τυφλούς όδηγουμένους υπό παιδιών δι’ έπαιτείαν. Ύπνος ναρκωτικός θά καταλάβη πάντας επί τον πλανήτου, καθώς ό προκαλούμενος υπό των μυιών τής Αφρικής. Θά δυνηθούν δε νά άγρυπνήσουν καί νά σωθούν μόνον όσοι ετοιμάσουν δι’ εαυτούς σταυρόν καί ήλους του Γολγοθά, ή εν προχειρότατον φέρετρον.Νέος Ναβουχοδονόσορ καί νέα Ίεζάβελ δεν θά έγερθή, άλλά, κάτι χειρότερον εκείνων, τουτέστιν ο πονηρός καί υπερήφανος καί λάγνος καί οργίλος έκάστου οφθαλμός. Ο αποχωρισμός τής ψυχής από τού σώματος δεν θά είναι δυνατόν νά έπέλθη, ή μή μόνον διά τής στιλβονσης ρομφαίας του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Τά Άγια καί ιερά σκεύη θά αντιζυγίζονται μετά των όψωνίων τής

άγοράς. Ο Μωάμεθ θά έπαναβιώση μέ έτέραν μορφήν. Οι γονείς θά υποταχθούν υπό τάς διαταγάς καί τάς άπειλάς των υιών και τών θυγατέρων των. Οι κυβερνήται τών λαών θα άπομονωθονν, μή δυνάμενοι νά επιβάλουν νόμους άνορθώσεως και ισορροπίας. Χείμαρροι δαιμόνιων θά κατακλύσουν την ύπαιθρον καί τάς πόλεις. Οι Ιατροί θά περιέλθουν εις αμηχανίαν και μόνον έμπειροι έρημίται θά εκκαθαρίζουν την βρώμαν τών τοιούτων επιδημικών ασθενειών. Ή έλεημοσύνη θα έξαρταται όχι μόνον άπό τό νά προσφέρης και τό δεύτερον ένδυμά σου, αλλά και άπό την θυσίαν αυτής τής ψυχής σου, καθώς και άπό τήν πίστιν και την ελπίδα σου είς τον Θεόν. Και άπό αυτάς ετι τάς οικογενειακός εστίας, ασφαλέστερα καταφύγια θά άποδειχθούν τά φρενοκομεία. Παρά πάσαν προσδοκίαν οί πλέον βάρβαροι τών άνθρώπων θά σταθούν μετά βαθυτέρας κατανύξεως προ τής δόξης του Κυρίου. Τό δαιμόνων πάντως τής βλασφημίας θά εξακολούθηση νά παραμένη κωφόν. Ο πνευματικός πόλεμος θά διεξάγεται ταυτοχρόνως καί κατά μέτωπον και έκ πλαγίων και έκ τών όπισθεν καί εκ τών άνω καί έκ τών κάτω. Ή Εύα θά έπανεμφανισθή ανευ φύλλου συκής, κλαίουσα ώς ό κροκόδειλος καί ύποκρινομένη ότι δήθεν ενρίσκεται εις τον Παράδεισον τής Έδέμ.Ευκολώτερον πράγμα θά είναι νά θαυματουργήσεις παρά νά έξηγήσης άληθώς την Αγίαν Γραφήν. Τά λαμπρότερα παλάτια θά κτίζωνται είς τάς έρημους καί είς τά νεκροταφεία. Μόνον έν όργανον θά άναμέλπη την ωδήν την θεοτερπή, ήγουν ή μυστική λύρα του Πνεύματος. Νέον είδος αυτοκτονίας θά έπινοηθη, μέ τάς βιταμίνας τού Εωσφόρου, ή δε νηστεία θα έκλείψη καί κατ’ ουσίαν καί κατά τύπους.Δυσκολώτερον θά είναι νά ξεχώρισες άναμέσον του καλού καί τού κακού, άναμέσον τον Χρίστου καί τού διαβόλου, παρά νά διακρίνης πορφύραν εις τον βυθόν τής θαλάσσης. Ή φιλοξενία πρός τούς οδοιπόρους θά παύση, ένώ πάντες θά φιλοξενούν τον Σαταναν είς την καρδίαν των. Πάσαι αί κοσμοκατοίκητοι περιοχαί θά λιμνάσουν, τό δε ύδωρ θά κράζη μετά βοής είς τούς άνθρώπους καί θά λέγη πρός αυτούς: «Μετουσιωθήτε καλύτερον είς σπουργίτας παρά είς έγχέλεις».

Όλοι θά προτιμούν τήν αγχόνην, παρά τήν έξομολόγησιν. Τοσαύτη οκνηρία θά ένσκυψη, ώστε οι έφευρέται θά άνακαλύπτωσι ψευδείς άνθρώπους, πρός έξυπηρέτησίν των.Τά ύδατα τών πηγών θά τρέχουν ποταμηδόν έπι τών κοιλάδων, άλλ’ ουδείς θά καλλιεργή κήπον. Έσχατος κίνδυνος θά άναγκάστη πάντας ίνα μεταβάλη έκαστος τήν οικίαν αυτόν είς φυλακήν, άλλοίμονον δέ είς τούς μή αντοεγκλείστους. Πόλεις άνω τών 50.000 κατοίκων θά σβεσθούν έκ τού γεωγραφικού χάρτου καθ’ ολοκληρίαν. Συνεργεία πειρασμών θα τροχίζουν τάς γλώσσας τών ανθρώπων έπιμελέστερον, παρ’ όσον οι γύφτοι τάς ψαλίδας τών λαιμητόμων.Μεγαλυτέραν έμπιστοσύνην θά σοί παρέχη έν ζώον τον δρυμού, παρά ο τρώγων τον άρτον μετά σού.Τά μοναστήρια θέλουσι μεταποιηθή εις άποθήκας οίνου. Οι νεκροί θα έπιστρέφουν επί τής γης κηρύττοντες μετάνοιαν μετά δακρύων, άλλ’ οί άκροαταί των θά προτιμούν νά τους φονεύσονν παρά νά μετανοήσουν. Ο άνθρωποκτόνος δαίμων θά φέρη περισσότερα αποτελέσματα μέ τά όνειρα τής ημέρας, παρά μέ τά ενύπνια τής νυκτός. Μεγαλυτέραν αξίαν θά έχη ο λόγος παρά ό όρκος. Πολλοί θά εκπέμπουν δεήσεις, αλλά ελάχιστοι θά έχουν λειτουργούν τό άκονστικόν τής προσευχής. Άλλοι θά κολνμβούν άνέτως είς τάς τρικυμίας τού Ωκεανού καί άλλοι θά πνίγωνται είς άβαθείς λιμένας.Σείς δέ, ώ πανούργοι γυναίκες, φευ ! ! Σκληροτράχηλος Βεελζεβούλ θά σάς κρατή δεδεμένας καί θά σας καθυποβάλλη νά χορεύετε, ώς οί πίθηκοι καί αί άρκούδαι at αυρόμεναι δι’ άλυσίδιον ύπό τών άθιγγάνων.Οί θεοφόροι Πατέρες τής Ορθοδοξίας είναι οί Πατριάρχαι τής Διαθήκης τού Χριστού. Αι διδαχαί αυτών, τον άτέχνου τούτον βιβλίου, είναι σανίδες καί άσψάλτωμα τής Εκκλησιαστικής Κιβωτού. Είσελθε έντός αυτής καί μή φοβού τον έπερχόμενον πνευματικόν κατακλυσμόν.«Ο θεός ήμών Καταφυγή καί όνναμις».Εγραφαν έν ΆνφΗρακλείω Αττικής τή 20 Ιουλίου 1954.

Αρχιμ. Χρυσόστομος Μουστάκας

ΑΓΑΠΗΟ μακάριος Πιώρ ένα καλοκαίρι έπηγε καί έργάσθηκεν είς κάποιον κτηματίαν καί είς το τέλος ένθύμισεν είς αυτόν διά νά πάρη τον μισθόν του. Ό κτηματίας όμως άνέβάλλε, κι’ ετσι ό ΙΙιώρ έγύρισεν εις τό μοναστήρι του.Το επόμενον καλοκαίρι ό ιδιοκτήτης πάλιν τον έκάλεσεν, ό δέ Πιώρ έξαναπηγε καί έθέριζε καί έργάσθηκε μέ προθυμίαν. Πλήν όμως, δέν έλαβε τίποτε άπό τόν άνθρωπον μήτε αύτήν τήν φοράν, καί έπέστρεψεν ομοίως είς τό μοναστήρι. Αλλά καί τήν τρίτην χρονιάν ωσαύτως έπήγε καί έργάσθηκε χωρίς νά πληρωθη τίποτε.Ύστερα άπ’ αυτά, ό Θεός έρριξεν άρρώστειες καί συμφορές εις τό σπίτι τού κτηματία, ό όποιος λοιπόν μετενόησε καί άφού έπήρεν ολον τόν μισθόν, έτρεχε στα μοναστήρια διά νά εύρη τόν Γέροντα. Καί μόλις κατώρθωσε καί τόν εύρήκε, έπεσε στα πόδια του καί τού έζητούσε συγχώρησιν καί τού έδινε συνάμα τόν μισθόν καί δια τις τρεις χρονιές λέγοντας : «Έγώ ηύρα τήν έκδίκησιν άπό τόν Θεόν».Άλλα ό μακάριος Πιώρ δέν τά έδέχθηκεν, έπέτρεψεν όμως νά τά δώσουν είς τήν εκκλησίαν διά τόν πρεσβύτερον.

* * *

Είς ένα μοναστήρι κάποιος αδελφός έκαμεν άντικλείδι καί μέ αυτό άνοιγε τό κελλίον ενός Γέροντος καί έκλεπτε τά χρήματα άπό μέσα.Ό Γέρων λοιπόν έγραψεν επάνω σέ ένα χαρτί τά έξης : «άδελφούλη μου, οποίος κι’ άν είσαι, κάμε τήν καλωσύνην καί άφησέ μου τά μισά, διότι τά έχω άνάγκην». Έχώρισε δέ αύτήν τήν φοράν ό Γέρων τά χρήματα είς δύο μοιρασιές καί έθεσεν έκεί κοντά καί τό χαρτί.

Ο κλέπτης όμως έμπήκε πάλιν, έσχισε τό χαρτί καί τά έσήκωσεν βλα τά χρήματα.Ύστερα όμως άπό δύο χρόνια άρρώστησεν αυτός ό αδελφός καί ήλθεν είς τό χείλος τού θανάτου, ή δέ ψυχή του έμενε μέσα είς τό σώμα του καί έβασανίζετο καί δέν έβγαινε.Τότε έστειλε διά νά καλέσουν τόν Γέροντα καί, όταν αυτός ήλθε, τού λέγει: «Ευχήσου με, πάτερ· διότι έγώ ήμουνα πού έκλεψα τά χρήματά σου».Καί ό Γέρων τού άπεκρίθη : «Διατί δέν τά έλεγες προτήτερα ;»Καί μόλις τόν εύχήθη, ευθύς παρέδωσε τό πνεύμα.

ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙΟ Θεός έδημιούργησεν έν άγαθότητι τά όντα. Ταύτα είναι τριών είδών. Πρώτον τά άζωα. Δεύτερον τά ζώντα. Τρίτον τά λογικά καί τά νοερά. Όλα τά όντα λειτουργούν ώς τό προδιαγεγραμμένον σχέδιον τού Θεού. Τά άζωά συνέχονται μέ τό νά μετέχουν άπό τήν ιδίαν ούσίαν μέ τήν όποίαν τά έχει συστήσει ό Θεός. Τά ζώντα ζωοποιούνται άπό τήν έπιπνέουσαν δύναμιν τού Θεού. Τά δέ λογικά καί τά νοερά, ήγουν οί άνθρωποι καί οί άγγελοι, τροφοδοτούνται, ώς άπό πηγής, έκ τής σοφίας τού Θεού.Πλησιέστερον πρός τόν Θεόν είναι τά όντα εκείνα, τά όποια έδέχθησαν είς περισσότερον βαθμόν τόν λογικόν καί νοερόν θησαυρόν τής Θείας Σοφίας, δηλαδή οί Άγγελοι. Κάθε θειον άγαθόν, όπερ εκπορεύεται άπό τήν Θεαρχικήν μετάδοσιν, τό λαμβάνουν πρώτον οί Άγγελοι —«αί άγιαι τών Ούρανών διακοσμήσεις»,—Διότι, καθώς οί Άγγελοι προσπαθούν άδιαλείπτως πώς νά ομοιάσουν πρός τόν Θεόν, καί καθώς προσβλέπουν κατ’ εύθείαν πρός τήν θεαρχικήν θεωρίαν χωρίς κανένα περισπασμόν, καί καθώς άκόμα εντείνουν τήν επιθυμίαν των διά νά συμμορφώσουν τό πνευματικόν αυτών είδος πρός τό Θεόμορφον, άκολουθεί κατά ένα άρμονικόν τρόπον νά έρχωνται ούτοι είς άμεσον καί στενήν καί άπλετον έπικοινωνίαν μέ τόν Θεόν. Καί όλονέν τόν πλησιάζουν, ώς πρώτοι καί οίκειότεροι. Καί άπό τόν σφοδρόν αυτόν

πόθον των, φλέγονται πλέον μέ έρωτα θείκόν, χωρίς υποχώρησήν. Καί δέχονται τού Θεού «τάς άρχικάς έλλάμψεις, άόλως και άμιγώς». Καί συμμορφώνονται σύμφωνα μέ αύτάς καί άπαρτίζουν την σύνολον αύτών ζωήν ολωσδιόλου νοεράν.Ήξιώθησαν δέ νά όνομάζωνται Άγγελοι, διότι, όσας κατά πρώτον αύτοί μυστικάς καί νοεράς πληροφορίας λαμβάνουν άπό τόν Θεόν (έκφαντορίας της θεαρχικής κρυφιότητος), τάς διαβιβάζουν έπειτα καί τάς έξαγγέλλουν είς ήμάς τούς ανθρώπους. Ούτω, δι’ Αγγέλων έδωρήθη ό Νόμος τού Θεού είς τούς άνθρώπους, καθώς άναφέρει καί ή Θεολογία τών Ιερών Γραφών. Επίσης καί τούς πλέον ονομαστούς Πατέρας, είτε τούς πρό τού Νόμου, είτε τούς μετά τόν Νόμον, οί Άγγελοι τούς άνεβίβαζον πρός τά Ύψη καί τούς έμήνυον τί έπρεπε νά πράξουν είς τάς έκάστοτε περιστάσεις, καί ούτω πως μετέβαλλον τήν ζωήν άπό τόν πεπλανημένον καί τόν διεφθαρμένον δρόμον είς την ευθύτητα καί είς την άλήθειαν.Μεταδίδουν δέ οί Άγγελοι τάς θείας πληροφορίας μέ τρεις τρόπους. Η σού παρουσιάζουν ίεράς παραστάσεις (τάξεις ίεραί), ή σού προβάλλουν οίαδήποτε αισθητά φαινόμενα, είτε φυσικά είτε έξηλλοιωμένα, τά όποια άποτελούν ένσάρκωσιν ύπερκοσμίων μυστηρίων, ή τέλος χωρίς νά βλέπης τίποτε, άκούεις νά σου λαλούν ένδοθεν (ύποφητικώς) κάτι θείκά λόγια, τά όποια θά γίνουν μελλοντικώς.Οί πνευματικοί άνθρωποι πού δέχονται άπό τούς Αγγέλους θείας πληροφορίας, ομοιάζουν μέ τήν ύαλον καί, έάν μέν οί ίδιοι είναι καθαροί εις τήν ψυχήν καί άγνοί, τότε διαπορθμεύουν τάς ειδήσεις καί είς άλλους δεκτικούς, καθώς ή καθαρά ύαλος τάς άκτίνας τού φωτός. Εάν όμως δέν είναι καθαροί, άλλά μεμολυσμένοι, ομοιάζουν ώσάν τό καταλασπωμένον καί θαμβόν τζάμι, οπότε όχι μόνον είναι άδύνατον αυτοί νά μεταδώσουν τά όρθά, άλλά καί συντελείται βεβήλωσις.«Δει γούν τούς καθαρτικούς μή τοσούτον έχειν τό καθαρόν γλίσχρον τε καί ολίγον, ώστε βεβηλούσθαι τοίς άκαθάρτοις προσεγγίζοντας διά τήν όλιγότητα της καθάρσεως, καί άντί τού οράν,

πάσχειν το εναντίον, άλλα πλεονάζειν τήν της καθάρσεως περιουσίαν, ώστε καί άλλοις μεταδιδόναι δύνασθαι».

(Αγίου Διονυσίου τού Αρεοπαγίτου)

Η ΑΓΙΑ ΕΛΕΝΗΌταν ό Μέγας Κωνσταντίνος έπεσκέφθη τά Ιεροσόλυμα, άνήγειρεν έκεί ναόν λαμπρών καί καλλιτεχνικόν. Ομοίως καί ή μήτηρ αύτού Αγία Ελένη έκτισε δύο έκκλησίας, τήν μίαν κοντά εις τό σπήλαιον της Βηθλεέμ καί τήν άλλην είς τήν πλαγιάν τού δρους τών έλαιών, όπου άνελήφθη ο Κύριος.Τόσην δέ εύλάβειαν καί ταπεινοφροσύνην είχεν ή Αγία Ελένη, ώστε όταν συνέτρωγεν είς τό ίδιον τραπέζι μέ τάς παρθένους της Ιερουσαλήμ έξυπηρετούσε καί διεμοίραζεν αύτή τό φαγητόν καί έγερνε τό δοχείον τού νερού είς όλας τάς καλογραίας διά νά πλυθούν.Κατά τήν έπιστροφήν, περιερχομένη τάς πόλεις της Ανατολής, έχάριζεν είς τούς Ναούς διάφορα δώρα, έξωφλούσε τά χρέη τών έκκλησιών, έδιδεν είς τούς πτωχούς ό,τι τούς έλειπε καί ήλευθέρωνε φυλακισμένους, έξορίστους καί σκλάβους...(Σωζομένου : «Εκκλησιαστική Ιστορία»)

Α Γ I Ο Τ Η Σ (Προσευχή)Εύτυχισμένοι είσθε όλοι Σείς, ώ Άγιοι τού Θεού, πού έπεράσατε τό πέλαγος της θνητής ζωής καί άξιωθήκατε νά καταλήξετε στό Λιμάνι τής Αίωνίας Ειρήνης· έκεί άπολαμβάνετε τις χαρές μιας άτελείωτης έορτής 1Σας παρακαλώ στήν άγάπην πού έχετε μεταξύ Σας, νά είπήτε ένα καλόν λόγον καί γιά τήν ίδική μου άθλιότητα.Σας παρακαλώ γιά τ’ Όνομα τού Θεού, πού Σας έδιάλεξε καί Σάς άνέβασε τόσο κοντά Του ! Σείς, τώρα πιά, χορταίνετε άπό τήν Ομορφιά Του, έστερεωθήκατε μέσα στήν Αθανασία Του καί χαίρετε άδιάκοπα, βλέποντας τήν’Όψιν τού Προσώπου Του !

Λοιπόν, θυμηθήτε ολίγον καί έμέ, στηρίξετε με τον ταλαίπωρο πού τρικλίζω άκόμα στόν σάλο καί στήν άστάθεια 1Καί Σείς, ώ Πύλες Ουράνιες, που στέκεστε Όλόμορφες στα Ύψη, άνοιχθητε γιά μένα πού βρίσκομαι κατάκοιτος πολύ μακρυά Σας, στό χαμηλότερο τούτο σκαλοπάτι. Δόστε μου λίγη βοήθεια, άνασηκώστε με νά σταθώ στά πόδια μου, γιά νά θαρρέψω καί νά πάρω δύναμι στόν άγώνα πούχω μπροστά μου.Προσευχηθήτε ! Παρακαλέστε έπίμονα γιά μένανε τόν άδύνατο, πού χάσκω μέσα στήν άμαρτία, γιά νά μπορέσω κι’ έγώ μέ τις ίδικές Σας παρακάλιες νά αξιωθώ νά έλθω κοντά Σας, γιατί άλλον τρόπον δέν έχω γιά νά τό επιτύχω αυτό.Αλήθεια ! Είμαι πολύ άρρωστος στήν ψυχή : ομοίωμα άνθρώπου μάλλον, παρά άνθρωπος· έρημος άπό πνεύμα, ωσάν τό ζώο πού τρώγει μόνο καί πίνει, μή έχοντας νά δείξω κάτι πού νά άξίζη, ούτε ίχνος άπό φώς άρετης !Έτάχθηκα βέβαια στήν Ομολογία τού Χριστού καί εξαρτώμαι άπό τό Ξύλον τού Σταυρού, μά όμως πλέω άκόμα καί στήν εύρύχωρον θάλασσαν, όπου περιφέρονται άμέτρητα έρπετά καί «ζώα μικρά μετά μεγάλων)). Μέσα σ’ αύτήν τριγυρίζει ο Δράκων, έτοιμος σέ κάθε στιγμή νά μέ ρουφήξη. Καί σκυλόψαρα υπάρχουν άκόμα καί τόσοι άλλοι κακοκίνδυνοι τόποι, όπου ναυαγούν όσοι δέν προσέχουν ή σαλεύονται στήν πίστι.Παρακαλέστε τόν Κύριον καί γιά μένα. Παρακαλέστε Τον, όλα τά πλήθη τών Αγίων, όλοι οί Χοροί τού Ούρανού !Ω ! Νά έλθω καί έγώ στήν άπόλαυσι της Θείκής Χαρας, πού μέσα σ’ Αύτήν πλέετε Σείς, ώ Αγνά Πνεύματα!

(Ίερού Αυγουστίνου)

ΑΓΡΥΠΝΙΑΌ Μέγας άσκητής Έφραίμ, πολλές φορές, όταν άρχιζε τήν άγρυπνίαν του άπό τό έσπέρας, έξημέρωνε ή άλλη ήμέρα καί έκείνος άκόμα έξακολουθούσε νά προσεύχεται. Διότι παρακολουθούσε

πυρωμένα, άλλα άδύνατα φτερά καί μέ μεγάλον κόπον, πότε πεταστά καί πότε καταποντιζόμενος, ήλθε μέ μεγάλα βάσανα άπεδώ.Έτσι καί ή γενεά πού ζούμεν, παίρνε», φτερά, όχι όμως φτερά πυρωμένα, άλλά φτερά άσθενή καί άδύνατα.

* * *

Οί Άγιοι Πατέρες έπροφήτεψαν γιά έκείνους τούς άνθρώπους πού θά ζήσουνε τελευταία καί έδιελέγοντο καί έλεγαν ό ένας είς τόν άλλον : «Άραγε τί έπράξαμεν εμείς είς τις ήμέρες μας ;».Άποκρίθηκε λοιπόν ένας άπ’ όλους, ο άββας Ισχυρίων, πού ήταν ο πλέον στοχαστικός καί είπε : «Εμείς έπράξαμε τις έντολές τού Θεού».Του άπαντούν πάλιν οί άλλοι καί τού λένε : «Καλά εμείς· μά όσοι θάρθουν υστέρα άπό έμας, τί θά κάμουν ;». Καί είπεν ό Γέροντας : «Θά πράξουν κι’ αυτοί, άλλά θά φθάσουν έως τά μισά μας».Τέλος, οί Πατέρες τόν ξαναρωτούν καί τού λένε : «Μά εκείνοι πού θά ζήσουν υστέρα άπ’ αύτούς τί ;..».Λέγει τους ο Γέροντας:«Τής γενεάς έκείνης οί άνθρωποι τίποτε δέν θά κάμουν. Καί θά τούς έλθη πειρασμός. Κι’ όσοι δοκιμασθούν καί βαστάξουν είς τούς πειρασμούς τού καιρού έκείνου καί μπορέσουν νά σταθούν είς τά πόδια τους, αύτοί θά είναι παρά πάνω κι’ άπό έμας κι’ άπό τούς Πατέρες μας».

ΑΚΕΝΟΔΟΞΟΝΔιηγήθη κάποτε ο άββάς τού Πηλουσίου Ιωσήφ, ότι, «τόν καιρόν οπού εύρισκόμουν είς τό Σινα, καθότανε έκεί καί ένας άδελφός πολύ άσκητικός, ο οποίος ήτο έξαιρετικά ωραίος είς τό παρουσιαστικόν τού κορμιού του, ήρχετο όμως είς τήν Σύναξιν φορών £άσον κοντόν καί έμβαλωμένον. Εγώ λοιπόν, ένώ τόν

έβλεπα ταχτικά νά έρχεται είς την Σύναξιν μέ αυτό τό παλιόρασον, τού λέγω : «αδελφέ, δέν βλέπεις τούς άλλους αδελφούς πού είναι ωσάν άγγελοι ένδεδυμένοι καί σύ πώς έρχεσαι έτσι είς την σύναξιν ;».Όθεν εκείνος μού άποκρίνεται : «Συγχώρησέ με, Άββα, διότι δέν έχω άλλο».Τότε έγώ τού έδωσα άπό τό κελλί μου ένα καλόν £άσον και 6,τι άλλο έχρειάζετο. ΚαΙ όταν τό έφορούσε, ήταν ώσάν νά έβλεπες Άγγελον.Είς μίαν περίστασιν άργότερα, οί πατέρες έλαβαν άνάγκην νά στείλουν δέκα άδελφούς πρός τόν Βασιλέα διά κάποιαν ύπόθεσιν καί, μαζί μέ αυτούς τούς δέκα πού έδιάλεξαν, ήταν καί ό έν λόγω άδελφός.Ουτος όμως, μόλις έμαθε τούτο, έβαλε μετάνοιαν είς τούς Πατέρας καί τούς λέγει: «Συγχωρήσατέ με διά τόν Κύριον καί έπιτρέψατέ με νά μήν ύπάγω, διότι είς τό Παλάτιον υπάρχει ένας άρχοντας είς τόν όποιον ήμουνα δούλος του καί, έάν μέ άναγνωρίση, θά μού έβγάλη τά £άσα καί θά μέ κρατήση πάλιν έκεί κοντά του νά τόν δουλεύω».Όθεν οί πατέρες τόν άφησαν. Κατόπιν δέ έμαθαν τήν ακρίβειαν άπό άλλο πρόσωπον, ότι δηλαδή ό άδελφός αυτός πριν γίνη μοναχός, ήταν αύλάρχης καί μετεχειρίσθη άλλην πρόφασιν, μόνον καί μόνον διά νά άποφύγη τήν άνθρωπαρέσκειαν καί τήν δόξαν τού κόσμου τούτου».

* * *Ένας άπό τούς πατέρας διηγόταν διά τόν άββα Θεόδωρον της Φέρμης, ότι έπηγαν κάποτε ένα άπόγευμα τόύ καλοκαιριού νά τόν εδρουν καί τόν είδαν νά είναι ζωσμένος ένα τσουβάλι, άπό δέ τήν μέσην κι’ άπάνω ήτανε γυμνός. Καί ό σκούφος του ήτο γερμένος πρός τά έμπρός.Τήν ώρα λοιπόν πού έσυζητούσαν, ήλθεν ένας χωρικός νά τόν ίδή. Καί μόλις έκτυπησεν ό χωρικός τήν θύραν, ο Γέρων Θεόδωρος έπηγε καί άνοιξε καί κατόπιν έστάθηκαν καί οί δύο είς τήν θύραν καί έσυζητούσαν.

Τότε έγώ έπηρα ένα πρόχειρο ρούχο διά νά σκεπάσω ολίγον τούς ώμους του. Ο Γέρων όμως το έπιασε καί τό έπέταξε.Κατόπιν, όταν πλέον έφυγεν ό χωρικός, έρώτησα τόν Γέροντα καί τού λέγω : «άββα, διατί τό έκαμες αυτό ;». Ό δέ άπεκρίθη : «Χρεώστουμε νά δουλεύωμεν σκληρά διά τούς ανθρώπους. Ο χωρικός είχεν έλθει διά μίαν άνάγκην του· τόν έβολέψαμεν καί έφυγεν. Έγώ, όπως εύρεθώ, έτσι παρουσιάζομαι. Όποιος θέλει, άς ώφεληται κι’ όποιος θέλει, άς σκανδαλίζεται».Άπό τότε έπαράγγειλεν είς τόν μαθητήν του καί τού έλεγε : «άλλην φοράν, όποιος έλθη καί ζητήση νά μέ ίδη, νά μή τού λέγης ψέματα, άλλά τήν άλήθειαν. Έάν τρώγω, νά τού είπης ότι τρώγω· έάν κοιμούμαι, νά τού είπης ότι κοιμούμαι καί ούτω καθ’ έξης».Τόσον πολύ ό άββάς Θεόδωρος έμίσησε τήν άνθοώπινην δόξαν.

* * *

Ό Μέγας άββάς Νισθερώ μαζί μέ έναν άδελφόν έβγηκαν κάποτε είς μίαν έρημίαν. Εκεί οπού περιπατούσαν, είδαν άπέναντί τους ένα τεράστιον φίδι καί έφυγανΤότε λέγει ο άδελφός είς τόν άββα : «καί σύ, Πάτερ, φοβάσαι ;».Άπεκρίθη ό Γέρων είς τόν αδελφόν: «Δέν φοβούμαι, παιδί μου, άλλά συμφέρει πού άπέφυγα, διότι άλλοιώς τάχα θά άπέφευγα τό πνεύμα της κενοδοξίας καί της ύπερηφανείας ;».

* * *Έλεγεν ό άββας Δανιήλ ότι, έπήγαμε κάποτε είς τόν άββαν Ποιμένα καί έφάγαμε όλοι μαζί. Καί όταν έσηκώθημεν άπό τό τραπέζι μάς λέγει : «Πηγαίνετε, άδελφαί, νά άναπαυθήτε ολίγον».Ό καθένας λοιπόν έπηγεν είς τό κελλίον του, καθώς καί ό άββάς. Έγώ δέ έκοντοστάθηκα, επειδή ήθελα νά συζητήσω κάτι μέ τόν Γέροντα.

Όθεν, έτρεξα τότε είς τό κελλίον του, άλλά έκείνος μόλις μέ άντελήφθη και πρίν νά είσέλθω εις τό κελλίον του, έπρόλαβε καί έξηπλώθη είς τό κρεββάτι του καί έκαμνε τόν κοιμώμενον.Τέτοιος ήταν ό άββας Ποιμήν καί όλην τήν άρετήν αύτού τήν έκαμνε είς τά κρυφά.

ΑΚΤΗΜΟΣΥΝΗΚάποιος μιά φοράν, άπεφάσισε νά φύγη άπό τόν κόσμον καί νά καλογερέψη. Λοιπόν, άφού έπούλησε κι’ έμοίρασεν όλα τά υπάρχοντά του είς τούς φτωχούς, έκράτησεν είς τό τέλος κάτι όλίγα χρήματα καί διά τόν έαυτόν του κι’ έτσι έπηγε κι’ έπαρουσιάσθη είς τόν Άγιον Αντώνιον καί τού έζήτησε νά γίνη μοναχ6ς·Ο Άγιος Αντώνιος όμως, πού τόν έκατάλαβεν, ότι είχε κρατήσει έπάνω του χρήματα, τού λέγει: «Άν θέλης νά γίνης μοναχός, πήγαινε πρώτα είς εκείνο έκεί τό χωριό νά άγοράσης κρέας. Κι’ όταν θά ξεκινήσης άπό τό χωριό διά νά γυρίσης όπίσω, θά βγάλης τό υποκάμισό σου .καί θά φορτωθης τό κρέας έπάνω είς τόν ώμον σου τόν γυμνόν, κι’ έτσι θά ξανάλθης έδώ πέρα».Ό άνθρωπος έκαμεν όπως τού είπεν ό Άγιος Αντώνιος.Όταν όμως έπέστρεφε κι’ έβαστούσε τό κρέας ριγμένον έπάνω είς τήν γυμνήν πλάτην του, τόν έκυνηγούσαν οί σκύλοι καί τά δρνεα καί τού έξέσχιζαν τις σάρκες του, καθώς ώρμούσαν μέ άνοιχτόν στόμα νά φανε τό κρέας πού ήταν φορτωμένος.Σέ κακά χάλια έπί τέλους ήλθεν όπίσω κι’ άρχισε νά δείχνη τό πληγωμένο σώμα του.Λοιπόν, λέγει του ό Άγιος Αντώνιος. «Άνθρωπέ μου, έτσι κατασπαράσσονται κι’ άπό τούς δαίμονες όσοι έφυγαν άπό τόν κόσμον διά νά γίνουν μοναχοί καί θέλουν άκόμα νά κρατούν χρήματα».

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΑΜΦΙΩΝ(Συμεώνος Θεσσαλονίκης)

ΣΤΙΧΑΡΙΟΝ. Το στιχάριον σημαίνει τό φωτεινόν άγγελικόν ένδυμα, σύμβολον της πνευματικής καθαρότητος τού ιερωμένου καί της Θείας έλλάμψεως, ήτις δι’ αύτού μεταδίδεται είς τούς πιστούς, συμφώνως πρός το έπιλεγόμενον «άγαλλιάσεται ή ψυχή μου έπί τω Κυρίω, ένέδυσε γάρ με ίμάτιον σωτηρίου καί χιτώνα εύφροσύνης περιέβαλέ με...» Οί δέ ποταμοί τού Αρχιερατικού στιχαρίου δηλούσι το πρδς πάντας διδασκαλικόν χάρισμα, όπερ δέον νά έχη ο Άρχιερεύς κατά το «ο πιστεύων είς εμέ ποταμοί έκ της κοιλίας αύτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος.» Έάν το στιχάριον είναι έρυθρόν, σημαίνει το αίμα τού Χρίστου όπερ έχυσε δι’ ήμας.ΟΡΑΡΙΟΝ ΔΙΑΚΟΝΙΚΟΝ. Τούτο παριστά τά πτερά τών Αγγέλων. Πριν μεταλάβη ο διάκονος περιζώννυται το δράριον, καθώς τά χερουβίμ καλύπτονται μέ τά πτερά, όταν ψάλλουν τό «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ», τούθ’ όπερ είναι άναγεγραμμένον έπί τού οραρίου.ΕΠΙΤΡΑΧΗΛΙΟΝ. Τούτο είκονίζει τήν άνωθεν κατερχομένην τελετουργικήν χάριν τού Αγίου Πνεύματος, καθώς καί το ότι ο λειτουργός ύπόκειται έν ταπεινώσει υπό τόν ζυγόν τού Παντοδυνάμου Χριστού, κατά το άγιογραφικόν ρητόν «εύλογητος ο Θεός ό έκχέων τήν χάριν αύτού έπί τούς Ιερείς αύτού κ.λ.π.».ΖΩΝΗ. Η ζώνη είναι σημείον δυνάμεως καί σωφροσύνης καί άγιασμού καί δεικνύει τήν υπέρ ήμών διακονίαν τού Σωτήρος Χριστού, συμφώνως πρδς τά της Γραφής : «Ευλογητός ό Θεός ο περιζωννύων με δύναμιν καί έθετο άμωμον τήν οδόν μου» καί «περιζώσεται καί άνακλινεί αύτούς καί παρελθών διακονήσει αύτούς».ΕΠΙΓΟΝΑΤΙΟΝ. Τούτο σημαίνει τήν αίωνίαν νίκην τού Χριστού έναντίον τής άμαρτίας καί τού θανάτου. Έχει σχήμα ρομφαίας καί κρέμαται έκ τού μηρού, διότι είς τό μέρος τούτο συνίσταται ή σωφροσύνη. Δι’ ο καί έπιλέγεται το της Γραφής «Πε

ρίζωσε την ^ομφαίαν σου έπί τον μηρόν σου, δυνατέ...» καί «ένεδύσατο ό Κύριος δύναμιν καί περιεζώσατο».ΕΠΙΜΑΝΙΚΙΑ. Τά έπιμανίκια είκονίζουσιν ότι ό Κύριος καί Θεός καί Σωτήρ ήμών Ίησούς Χρίστος διά των χειρών Αύτού είργάσθη τά πάντα καί αυτήν τήν ιερουργίαν τού ίδίου σώματος καί αίματος, κατά τά προσφυώς λεγόμενα «ή δεξιά σου, Κύριε, δεδόξασται έν ισχύει)) καί «αί χείρές σου έποίησάν με καί έπλασαν με».Τά έπιμανίκια προσέτι δηλούσι καί τά δεσμά των χειρών τού Χρίστου.ΦΕΛΟΝΪΟΝ. Τούτο σημαίνει την άνωθεν είς τούς Αγγέλους καί εις τούς λειτουργούντας διδομένην τού Αγίου Πνεύματος ύψηλοτέραν δύναμιν καί λάμψιν, περιεκτικήν των πάντων, ώς καί τήν διά της Άναστάσεως τού Χρίστου ενωσιν των Έπουρανίων καί των Επιγείων. Όθεν λέγεται το ρητόν : «οί ίερείς σου, Κύριε, ένδύσονται δικαιοσύνην καί οί όσιοί σου αγαλλιάσει άγαλλιάσονται».ΣΑΚΚΟΣ καί πολυσταύριον φελόνιον, 4τινα παριστώσι τον σάκκον τού όνειδισμού, όν ένεδύθη ό Σωτήρ, άνευ χειριδών, καί ότι ο Χριστώς διά τού σταυρού έφερε δικαιοσύνην καί άπελευθέρωσιν από τήν τυραννίδα τού διαβόλου.ΩΜΟΦΟΡΙΟΝ. Τούτο κατασκευάζεται έξ ερίου προβάτου καί φανερώνει ότι ο Θεδς ένηνθρώπησε καί έλαβεν έπί των ώμων αύτού το πλανηθέν πρόβατον, καί Αύτός έσφάγη ώς άμνδς διά τήν σωτηρίαν ήμών. Όθεν ο άρχιερεύς τυλίσσων το ώμοφόριον έπί των ώμων του, λέγει : «έπί των ώμων, Χριστέ, τήν πλανηθείσαν άρας φύσιν, άναληφθείς, τῷ Θεώ καί Πατρί προσήγαγες».ΜΙΤΡΑ. Ή μίτρα ήν φορεί ο Αρχιερεύς σημαίνει τον ακάνθινον στέφανον τού Σωτήρος, καθώς καί το σουδάριον το περί τήν κεφαλήν τού ένταφιασθέντος Χριστού.ΜΑΝΔΥΑΣ. Ό Μανδύας παριστάνει τήν Έπουράνιον Βασιλείαν καί τήν Ίεράν Ευταξίαν τού Παραδείσου,ώς καί τήν σκέπουσαν καί κατερχομένην χάριν καί ειρήνην καί εύλάβειαν καί

τάξιν, ήτις δέον νά κυριαρχώ καί νά διαφυλάττηται έν τη έκκλησή.

Ο Αρχιερατικός μανδύας έχει προσέτι έπ’ αύτού ποταμούς καί πώματα, εις ενδειξιν ότι ό Άρχίερεύς οφείλει νά διδάσκη τον λαόν, εχων ώς πρώτας πηγάς τήν Παλαιάν καί τήν Καινήν Διαθήκην.Ο μοναχικός μανδύας σημαίνει ότι ό περιβληθείς τούτον ένεταφιάσθη καί άπέθανεν ώς πρός τό φθαρτόν τού παλαιού ανθρώπου της παραβάσεως καί της αμαρτίας καί ότι συνανεστήθη έν Χριστώ, ένδυθείς νέαν στολήν δικαιοσύνης, ταπεινοφροσύνης, ειρήνης, ισχύος καί αφθαρσίας.ΕΓΚΟΛΙΙΙΟΝ, τό επί τού στήθους, δηλοί ότι ό Άρχίερεύς δέον νά όμολογή τήν πίστιν έκ καρδίας.ΣΤΑΥΡΟΣ, ό έκ τού ώμου, σημαίνει ότι ό φέρων τούτον ίερεύς ή άρχίερεύς, οφείλει νά αίρη τόν σταυρόν τού Κυρίου καί νά άκολουθή κατά πάντα εις τόν Χρίστον, κατά τό «όστις θέλει όπίσω μου έλθείν, άπαρνησάσθω εαυτόν καί άράτω τόν σταυρόν αύτού καί άκολουθήτω μοι». Ο δέ σταυρός της ευλογίας, τήν θυσίαν τού Σωτηρος εμφαίνει.Η ΡΑΒΔΟΣ ή πατερίτσα, σημαίνει τήν πνευματικήν έξουσίαν τήν υπό τού Δεσπότου Χρίστου διά τού Αγίου Πνεύματος εις τόν Αρχιερέα διδομένην,έτι δέ καί τήν διά τού λόγου καί τού παραδείγματος τού Ιεράρχου καθοδηγίαν τού λογικού ποιμνίου. Αί άγκυρα*, καί αί λαβαί εις τό άνω άκρον της ράβδου, δηλούσιν ότι οί Αρχιερείς δέον νά διώκωσι τούς λύκους καί τούς βλαπτικούς. Σημαίνει δέ προσέτι ή ράβδος καί τό σημειον τού Σταυρού, δι’ οδ ένίκησεν ό Χριστός καί διά τού οποίου σωζόμεθα πάντες έκ τού έχθρού διαβόλου.Η ράβδος δέ ή Βυζαντινή ήτο ξυλίνη καί έλαφρά, διά νά έπανορθώνη μέ επιείκειαν καί 6χι νά άφανίζη μέ όργήν.ΤΡΙΚΗΡΙΟΝ. Τούτο κρατεί ο Άρχίερεύς καί σφραγίζει δι’ αύτού τό ίερόν Εύαγγέλιον, ευχόμενος δηλονότι διά της χάριτος τής Αγίας Τριάδος ένδυνάμωσιν τού θείου Κηρύγματος τού Εύαγγελίου, Τά δέ άναπτόμενα φώτα δηλούσι τόν Θειον φωτισμόν

τού Αγίου Πνεύματος, δι’ ού φωτίζονται άδιαλείπτως c'l άγιοι.

Ωσαύτως άπό τού συνθρόνου ό άρχιερεύς, έκμιμούμενος τόν Χριστόν και έχων συγκαθέδρους τούς ιερείς, ώς ό Κύριος τούς Αποστόλους, σφραγίζει ομοίως καί λέγει τό «Ειρήνη πάσι», δηλωτικόν τής έν τη άγάπη καί τη ειρήνη τού Χρίστου ένώσεως τών πάντων: «Χριστός γάρ έστιν ό λύσας τήν έ'χθραν έν τη σαρκί αύτού καί ο τελέσας τά άμφότερα έν». Τό δέ φώς τών κηρίων ωσαύτως δηλοί ότι ο Αρχιερεύς όφείλει νά εχη λόγον καί 8ίον καθαρόν καί άγιον, γινόμενος ολος διδασκαλία καί φώς καί ελλαμψις κατά τό «ούτω λαμψάτω τό φώς ύμών έμπροσθεν τών άνθρώπων, κ.τ.λ.».ΤΟ ΘΥΜΙΑΜΑ τού λειτουργού σημαίνει τήν μετάδοσιν της ευώδους χάριτος τού Αγίου Πνεύματος.Ο ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ τέλος, έν ώ λειτουργεί καί θυμια ό λειτουργός, παριστα τήν ολην πλασιν καί αυτόν τόν Ουρανόν.

ΑΝΑΣΤΑΣΙΣΕρώτησαν κάποτε τήν Αγίαν Συγκλητικήν τί διαφέρει ο άλλος κόσμος άπό τούτον εδώ οπού ζώμεν τώρα ; Καί ή μακαρία ή Συγκλητική άποκρίθηκε :Τό παιδί ενόσω βρίσκεται μέσα είς τήν κοιλίαν της μάνας του, ζή πολύ στενοχωρημένον, όντας άνακατωμένον μέσα εις τήν λάσπην τής μήτρας, ώσάν τυφλό.Όταν όμως έλθη ή ώρα του καί γεννηθή, ελευθερώνεται άπό τήν στενοχώριαν εκείνην, όπου ήτανε σαν κλειδωμένο, καί χωρίς νά τό καταλάβη έρχεται είς ένα καινούργιον κόσμον γεμάτον φώς, εύρυχωρίαν καί άπόλαυσιν.Ένα τέτοιο πραμα γίνεται καί μέ τήν ψυχήν τού ανθρώπου. Στενοχωριέται μέσα είς τήν κοιλίαν τουτουνού τού ψεύτικου κόσμου, έως ότου έβγη άπ’ αυτόν καί πάη είς τήν άλλην ζωήν τήν αιώνιον, όπου, άντί ήλιος βλέπει ν’ άστράφτη ή οψις τού Χρίστου, άντί άέρα άναπνέει τό Άγιον Πνεύμα καί άντί τροφή γεύεται

τήν Δόξαν τού Θεού. Η πρώτη γέννα μας έχει καί πείνα. *Η δεύτερη γέννα είναι Άνάστασις καί Χόρτασις.«Χορτασθήσομαι έν τω όφθήναί μοι τήν δόξαν Σου».

ΑΝΑΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΤΕΚΝΩΝΟ Χριστιανός πρέπει νά δε ίχνη ένδιαφέρον καί προσοχήν διά τήν Θείαν διδασκαλίαν όχι μόνον μέσα εις τήν έκκλησίαν, άλλά καί εις τό σπίτι. Περί τού Ευαγγελίου πρέπει νά συζητούν όλοι, καί οί γονείς μέ τά παιδιά καί τά αδέλφια μεταξύ των, ούτως ώστε νά καλλιεργήται ή άρετή εις ολην τήν οικογένειαν καί μάλιστα εις τά παιδιά.Καί μήν είπης ότι δεν είναι ανάγκη νά άπασχολουμεν τά παιδιά μέ τά Θρησκευτικά. Ίσα ίσα, πού εις αυτά μόνον πρέπει νά έχουν τόν νού τους καί πουθενά άλλου.Άλλά τί ; αύτά πού γίνονται σήμερα είναι τά καλά ; Πού πολλοί γονείς παίρνουν κάθε τόσο τά παιδιά τους στά γλέντια καί στά Θέατρα, χωρίς νά νοιάζονται κάτι τί καλύτερο γι’ αυτά ; Κι’ αν τυχόν τούς είπη κανείς νά τά απασχολήσουν μέ τήν Θρησκείαν τό θεωρούν ένόχλησιν καί βάρος. Τί λόγον θά δώσουν εις τόν Θεόν, άφού τόσον καιρόν σπαταλούν γιά τά μάταια καί μόνον γιά τήν χριστιανικήν μόρφωσιν τών παιδιών Ισχυρίζονται πώς δέν ευρίσκουν τάχα ευκαιρία ;Κι’ όμως ή ήλικία ή παιδική έχει πρώτη ανάγκην άπό τόν χριστιανικόν καταρτισμόν διότι είναι εύπλαστη· όπως ή σφραγίδα τυπώνεται έπάνω στό κερί, έτσι τυπώνουν καί τά παιδιά ί,τι άκούσουν μέσα στήν ψυχή τους.Μάλιστα. Άπό μικρά τά παιδιά θά ξεκινήσουν γιά νά προχωρήσουν είτε στή ζωή τής άρετης, είτε στον δρόμο της κακίας. Όταν κατορθώσης έξ άρχής καί τά έδηγήσης ώστε νά συνηθίσουν νά κάμνουν τό καλό, τά έσωσες μιά γιά πάντα. Δέν μπορεί πιά κανείς νά τά γυρίση εύκολα στό κακό, διότι ή συνήθεια θά τά τραβά μέ φυσικόν τρόπον πάντα στό αγαθό.Έτσι, όταν μεγαλώσουν, καί καλύτεροι άπό τούς γονείς

των θά γίνουν καί συνετοί θά φανούν εις τά νεανικα των χρόνια καί τήν Κοινωνίαν πάρα πολύ θά ώφελήσουν.Έφ’ βσον ο άνθρωπος άκούει τήν Χριστιανικήν διδαχήν, δεν μπορεί παρά νά μορφωθη τέλεια, είτε άνδρας είναι, είτε γυναίκα, είτε νέος, είτε παιδί. Καθώς ήμερώνονται τά θηρία μέ τά τεχνάσματα τού λογικού, έίτσι ήμερώνονται καί τά άγρια ανθρώπινα πάθη μέ τήν δύναμιν καί τήν χάριν της Θείκής διδασκαλίας.Άς έρχώμεθα λοιπόν όλοι εις τήν έκκλησίαν τακτικά καί άς συνοδεύωμεν μαζί καί τά παιδιά. Διότι μόνον μέ τήν άκρόασιν τού Θείου λόγου εις τόν οίκον τού Θεού, άληθινά, θά δημιουργηθούν καί θά μορφωθούν οι χαρακτήρες οί ένάρετοι, οί άκλόνητοι, οί άθάνατοι καί οί θαυμαστοί ένώπιον Θεού καί ανθρώπων.(Ίωάννου τού Χρυσοστόμου)

ΑΝΘΡΩΠΑΡΕΣΚΕΙΑΈνας Άρχοντας τής Ανατολής, κάποτε, ήθελε νά ίδή μέ τά μάτια του τον ξακουσμένον άββάν Ποιμένα. Αλλά ό άββας Ποιμήν δέν έδέχετο £να τέτοιο πράγμα.Τότε ο Άρχοντας έπιασε τον υιόν τής άδελφής τού άββα καί τον έκρατούσε στήν φυλακή μέ τήν πρόφασιν ότι τάχα ήταν κακούργος καί είπεν ότι, «έάν έλθη ό Γέροντας Ποιμήν καί παρακαλέση γι’ αυτόν, εγώ θά τον άπολύσω».ΤΗλθε λοιπόν ή άδελφή τού άββά Ιξω στήν πόρταν τού Άρχοντα καί έκλαψε. Αύτός όμως δέν άνοιξεν ούτε τό στόμα του νά τής είπή ενα λόγον. Αγανάκτησεν όθεν ή γυναίκα κι’ άρχισε νά τον έκλιπαρή καί νά τού λέγη: «Λυπήσου με. Μπρούτζος είναι ή καρδιά σου ; δέν έχω άλλο παιδί 1»Εκείνος της παρήγγειλε καί τής λέγει: «Ό Ποιμήν παιδιά δέν έγέννησε...» Έτσι έφυγεν ή γυναίκα άπραχτη.Άμα τό έμαθεν ό Άρχοντας, έστειλεν άνθρωπο στόν Γέροντα Ποιμένα καί τού λέγει: «Τουλάχιστον υπόβαλε μίαν αίτησιν,

καί ζήτησε χάρι γιά τόν άνεψιό σου, καί έγώ θα τόν άφήσω.»Ό Γέροντας όμως άποκρίθηκε στόν άπεσταλμένον, νά πάη στόν Άρχοντα και νά τού είπη καθαρά καί, ξάστερα :«Εξέτασε καί κάμε άνάκρισι σύμφωνα μέ τούς νόμους γιά τόν φυλακισμένον καί, αν είναι άξιος θανάτου, άς πεθάνη* έάν δέν είναι, κάμε 8πως θέλεις...»

ΑΠΑΘΕΙΑΔύο Γέροντες Πατέρες έμεναν μαζί έπί πολλά χρόνια καί ποτέ τους δέν έλογοφέρανε μεταξύ τους, ουτε έκάμανε καμμίαν μάχην. Κάποτε λοιπόν, λέγει ό ένας εις τόν άλλον: «Έλα νά κάμουμε καί μείς έπί τέλους μεταξύ μας μίαν φιλονεικίαν». Κι’ εκείνος άποκρίθη καί λέγει: «Δέν ήξεύρω πώς γίνονται τά μαλώματα».Λέγει πάλιν ό πρώτος : «Νά, θά βάλω ένα λιθάρι άνάμεσά μας καί θ’ αρχίσω νά λέγω ότι «είναι δικό μου»· υστέρα θά πης εσύ «όχι είναι δικό μου», κι’ έτσι γίνεται ή άρχή.»Έστησε λοιπόν στη μέση τό λιθάρι καί λέγει στόν άλλον : «Αύτό είναι δικό μου».Λέγει του ό άλλος : «Όχι, δικό μου».Λέγει πάλι ό πρώτος : «Άφού είναι δικό σου, πάρε το».Καί έτσι, έσηκώθηκαν καί έφυγαν, δίχως νά ήμπορέσουν νά φιλονεικήσουν συναμεταξύ τους.

ΑΠΛΟΤΗΣΘά σάς διηγηθώ τό πώς ό Παύλος ο επιλεγόμενος Απλός, έτυχε νά γίνη μαθητής τού Μεγάλου Αντωνίου.Ο Παύλος αυτός ήταν πρώτα ένας άγράμματος χωρικός καί γεωργός τό επάγγελμα, κι’ έπειδή ήτανε πολύ ταπεινός καί καθαρός είς τήν καρδίαν, γι’ αυτό τόν ώνόμασαν «Άπλόν».Συνέβη δηλαδή ό Παύλος ό Απλός νά ίχη γυναίκα πολύ εύμορφην, ή όποια τόν άτίμαζε στά κρυφά, άλλά μίαν ήμέραν έστρεψε

κάτι νά πάρη άπό τί) σπίτι του καί τήν ηύρεν έπ’ αύτοφώρψ νά μοιχεύη μέ τον άγαπητι,κόν της.Αμέσως λοιπόν ό Παύλος τούς είπε δύο λόγια : «Μήν ανησυχείτε : Έγώ πλέον δέν είμαι άνδρας σου' απ’ αύτή τήν στιγμήν εσύ νά εχης αυτόν κι’ αυτός έσένα». Καί έξεκίνησεν ό Παύλος συνέχεια, έπέρασε τά όκτώ μοναστήρια και ήλθε καί παρουσιάσθη εις τον Αντώνιον καί τού λέγει: «θέλω νά γίνω μοναχός νά καθήσω κοντά σου)).Λέγει του ό Αντώνιος: «εξήντα χρονών άνθρωπος, ώσάν έσένα, δέν ήμπορεί νά μείνη εδώ καί νά άσκητέψη».Τού λέγει πάλιν ο Παύλος: «Ό,τι μού λέγεις θά τό κάμνω».Τού άποκρίνεται ό Αντώνιος ότι, «Γέροντά μου, πήγαινε σέ χωριό νά δουλεύης μεροκάματο καί νά ζής ώσάν καλός χριστιανός, γιατί εδώ είναι έρημιά καί θά ύποφέρης».Τού ξαναλέγει ο Παύλος : «Δέν φεύγω, έδώ θά μείνω μαζί σου».Τού άπαντά ο Αντώνιος : «Αφού επιμένεις, πήγαινε σέ κοινόβιο, όπου θά έχης καί περιποίησιν, άν άρρωστήσης».Ξαναλέγει του ό Παύλος : «Έδώ θά πεθάνω, δέν πάω πουθενά».Τότε τόν έλυπήθη ο Αντώνιος τόν Παύλο, καθώς ήτανε νηστικός καί κατατσακισμένος άπό τήν κούρασιν καί τόν άφησε.Έπειτα έψαλαν εως τό βράδυ ψαλμούς, ένα ο Αντώνιος, ένα ο Παύλος.Μετά, παίρνει καλάμια ο Αντώνιος καί έπλεκε καλάθια. Παίρνει καί ό Παύλος καί έπλεκε καί τά χέρια του έπήγαιναν ώσάν μηχανή. Κατόπιν ο Αντώνιος στρώνει ψάθα καί βάζει έπάνω τέσσερα παξιμάδια, δύο γιά λόγου του καί δύο διά τόν Παύλον.Παίρνει ένα ό Αντώνιος καί τό τρώγει, παίρνει καί ο Παύλος ένα καί τό σιγοτρώγει.Λέγει ό Αντώνιος εις τόν Παύλον : «Πάρε καί άλλο παξιμάδι».Λέγει του ο Παύλος : «Άν πάρης εσύ, θά πάρω κι’ έγώ».Ξαναλέγει του ο Αντώνιος : «Έγώ είμαι μοναχός».

Τού άπαντα ό Παύλος : «Κι’ έγώ θέλω νά γίνω μοναχός».Τέλος, ό Αντώνιος άφού τόν έπέρασεν άπό ολες τις δοκιμασίες, τού λέγει : «Ήμπορείς όλα αύτά νά τά κάμνγ]ςΛέγει του ό Παύλος : «Αυτά ναί. Αν έχη καί άλλα άκόμα, λέγε μού τα».Τότε ό Αντώνιος τού κτίζει ένα κελλίον διακόσια μέτρα παρά πέρα άπό τό ίδικόν του καί του τό έδωσε νά μένη μόνος του, καί τού λέγει: «Κάθισε τώρα, εδώ, νά δοκιμάσης καί τούς δαίμονες».Ύστερα άπό ένός χρόνου άσκησιν ό Παύλος ήξιώθη νά φθάση εις τό άκρον της αρετής, ώστε έλαβε καί τό χάρισμα κατά των δαιμόνων.Κάποτε λοιπόν, έφεραν ένα νέον πού είχε δαίμονα άρχικόν καί έβλασφημούσε τόν Θεόν, καί τόν έπαρουσίασαν εις τόν Αντώνιον, νά τόν θεραπεύσγ).Ο Αντώνιος μόλις τόν άντίκρυσε τούς είπε : «Αυτόν μόνον ό Παύλος ή μπορεί νά τόν θεραπεύση. Εις εκείνον νά τόν πάρετε».Τούς έσυνώδευσε όθεν ο ίδιος ό Αντώνιος καί ήλθανε καί τόν έφεραν εις τό κελλίον τού Παύλου.Καί λέγει ό Αντώνιος : «Παύλε, βγάλε τό δαιμόνιον άπό τό παιδί, γιατί έγώ έχω όλίγην δουλειά». Κι’ έφυγεν άμέσως ό Αντώνιος.Κάμνει προσευχήν ό Παύλος καί λέγει : «Δαιμόνιον, ο Αντώνιος είπε νά έβγής άπό τό παιδί, διά νά γίνη καλά καί νά δόξά ση τόν Θεόν».Ό Δαίμονας τότε άρχισε νά βλασφημά καί νά λέγη : «Δέν βγαίνω, φαγά, γέρο, πολυλογά !».Ο Παύλος έπειτα έπιασε τό επανωφόρι του καί τόν έκτυπούσε στήν πλάτη, λέγοντάς του: «Έβγα έξω, σού λέω. Τό είπεν ό Αντώνιος».Ό δέ δαίμονας έβριζεν ακόμη περισσότερον καί τόν Αντώνιον καί τόν Παύλον καί έλεγε: «Ψωμάδες, κοιμησουλάδες, αχόρταγοι, πού δέν σας φθάνουν τά όσα έχετε. Τί ζητάτε άπό έμας ; Τί μάς τυραννατε ;».Τέλος, λέγει ό Παύλος στον δαίμονα : «Δέν βγαίνεις ; τώραθά πάω νά τά είπώ εις τον Χρίστον κι’ άλοίιχονόν σου τί θά σέ κάμη

!»..Και έβλασφήμησεν ό άνήμερος καί αύτον τον Κύριον 1Τότε ώργίσθη πλέον κατά τού Δαίμονος ό Παύλος ό Απλός, κι’ ένώ ήτανε κάψα τού μεσημεριού ,οπού έκαιγεν ο ήλιος ώσάν τί» καμίνι της Βαβυλώνας, έπηγε σέ μιάν μεγάλην πέτραν, έστάθη έπάνω, έπροσευχήθη καί είπε : «Μέ βλέπεις, ώ Ίησού Χριστέ, ό Σταυρωθείς έπί Ποντίου Πιλάτου. Δεν θά κατεβώ από αυτήν τήν πέτραν, δέν θά φάγω, δέν θά πιω έως νά πεθάνω, εάν δέν μέ άκούσης καί δέν βγάλης τον δαίμονα από το πλασμα σου».Πριν τελείωση ό Παύλος τά λόγια του, εκραξ,εν ό δαίμονας μέ το στόμα τού παιδιού καί λέγει :«Βγαίνω, βγαίνω άμέσως από τον άνθρωπον. Φεύγω. Η απλότητα τού Παύλου μέ διώχνει καί δέν ήξεύρω πού νά πάγω.»Κι1 έβγηκε το ακάθαρτον πνεύμα κι’ έγινε πελώριον φίδι εβδομήντα πήχες κι’ έσύρετο κατά γης κι’ έπηγε κι’ έπεσε μέσα εις τήν Έρυθράν Θάλασσαν καί έπνίγη.

ΑΣΘΕΝΕΙΑΈνας Γέροντας κάποτε άρρώστησε μέσα είς το κελλί. Καί επειδή δέν είχε κανένα νά τον βοηθήση έμενεν ολομόναχος καί έίτρωγεν 5,τι πρόχειρον εδρισκε.Έπέρασαν ετσι τριάντα ημέρες, κι’ επειδή δέν ήλθε κανένας νά τον ίδή, έστειλεν ο Θεδς Άγγελον νά τον υπηρέτη καί έμεινε μαζί του έπτά ήμέρας. Κατόπιν ένθυμήθηκαν οί αδελφοί καί ήλθαν νά τον έπισκεφθούν. Αλλά μόλις έκτύπησαν τήν θύραν, έφυγεν ο Άγγελος. Ο δέ Γέρων από μέσα άνασηκώθη καί τούς λέγει : «Φύγετε άπ’ έδώ, άδελφοί».Εκείνοι τότε έσπρωξαν τήν θύραν, έμβήκαν καί τον ήρώτησαν : «διατί φωνάζεις ;»Ο δέ Γέρων άπεκρίθη εΕς αύτούς : «Τριάντα ήμέρας υποφέρω καί δέν έφάνη κανείς νά μέ ίδη καί τώρα είναι έπτά ή μέρεςόπού Ιστειλεν ο Θεός Άγγελον καί μέ υπηρετεί. Μόλις όμως ήλθατε

έσείς, έφυγεν άπό κοντά μου ο Άγγελος».Καί άμα είπεν αυτά, ευθύς έκοιμήθη. Οί δέ αδελφοί έθαύμασαν καί έδόξασαν τόν Θεόν.

* * *Ένας μοναχός ο όποιος ήγωνίζετο καθ’ όλα έναντίον τού Σατανά, συνέβη καί έχασε τό φώς του. Ώστόσον όμως δέν έπροσηύχετο διά νά ξαναβλέψη, παρά μόνον έσυνέχιζεν νά ύπομένη τό πάθημα μέ γαλήνην.Όθεν ο Θεός είδε τήν καρτερίαν του καί έχάρισε πάλιν είς αυτόν τήν δρασιν καί έξανάβλεψαν οί οφθαλμοί του.

* * *Έτερος Γέρων ίπασχεν άπό χρόνιον νόσημα καί ύπέφερε. Μίαν χρονιάν όμως επαυσεν ή άρρώστεια του καί δέν έπασχε.Τότε άρχισε νά άνησυχή πάρα πολύ καί ήρχετο στιγμή, όπου έκλαιγε καί έλεγε : «Τώρα είναι πού φοβούμαι μήπως ο Θεός μέ έγκατέλειψε καί δέν μέ επισκέπτεται».

* * *Είπεν ο άββάς Ποιμήν : «Έάν ζούνε μαζί τρείς αδελφοί καί, ο μέν πρώτος πέρνα τήν ησυχίαν του, μέ άρετήν, ο δεύτερος είναι άρρωστος καί ευχαριστεί τόν Θεόν, ο δέ τρίτος εργάζεται μέ καθαρόν λογισμόν, νά ξεύρετε ότι καί οί τρεις αύτοί είναι ώσάν νά κάμνουν τήν ίδιαν δουλειάν».

ΑΥΤΑΠΑΡΝΗΣΙΣΤέσσερις μοναχοί άπό μίαν σκήτην, έπηγαν κάποτε καί ηύρον τόν μέγαν άσκητή Παμβώ.Καί οί τέσσερις ήτανε ντυμένοι άντί ρούχο, μέ δέρματα· κι’ άρχισεν ένας ένας νά λέγη διά τις άρετές τού άλλου.Ό πρώτος ένήστευε πολύ. Ο δεύτερος δέν κατείχε τίποτε

άλλο στον κόσμον τούτον, έχτός άπό τήν προβιά πού φορούσε. Ο

τρίτος πάλι έκρυβε μεγάλην άγάπην στήν καρδιά του. Ο δέ τέταρτος, επί είκοσιδύο χρόνια έζούσε κοντά εις τόν Γέροντά του μέ τελείαν ύπακοήν.Άποκρίθη λοιπών ό άββάς Παμβώ καί τούς λέγει ότι, άπό όλους ό τέταρτος έχει την πιό μεγάλην άρετή.Διότι, ό καθένας άπό τούς τρεις σας, οποιαν άρετήν άπόχτησε, τήν έκράτησε μέ τό θέλημά του, αυτός όμως ό τέταρτος, έκοψε τό ίδικόν του θέλημα καί κάμνει τό θέλημα άλλουνού, καί γι’ αυτό είναι παρά πάνω άπό όλους σας.Καί νά ξεύρετε καλά ότι, όσοι τό κατορθώσουν αυτό, είναι τω οντι ωσάν ομολογητές, αν ήμπορέσουν βέβαια καί κρατηθούν έως τό τέλος είς τήν ύπακοήν.

ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΈπήγανε κάποτε μερικοί στόν άββάν Αγάθωνα, ό όποιος ήτανε πολύ διακριτικός, καί θέλοντας νά τόν δοκιμάσουν άν θυμώνη, άρχισαν νά τόν έρωτούν μέ ένα πειρακτικόν τρόπον καί νά τού λένε : «Έσύ είσαι ό Άγάθωνας ; Έ μάθαμε διά λόγου σου πώς είσαι πόρνος καί υπερήφανος· άλήθεια είναι ; »Εκείνος άπήντησε καί τούς λέγει : «Ναί, έτσι είναι, όπως τά λέτε».Τόν ξαναρωτούν πάλι καί τού λένε : «Έσύ είσαι ό Αγάθων ό κουτσομπόλης, πού έχεις όλοένα τό στόμα σου άνοιχτό καί παίζει, κι’ έχεις νά κάμης πότε μέ τόν ένα καί πότε μέ τόν άλλον ;»Τούς λέει πάλιν εκείνος, ότι «έγώ είμαι».Τρίτη φορά ξανά έκείνοι τού λένε : «Έσύ είσαι ό Αγάθων ό αιρετικός ;».Τούς άπεκρίθη τότε έκείνος καί τούς λέει : «Αιρετικός δέν είμαι».Ύστερα τόν παρακάλεσαν καί τού λένε : «Γιά πές μας. Δια τί τόσα πού σού είπαμε τά έδέχτηκες, καί τούτον τόν λόγον τόν τελευταίον δέν τόν έβάσταξες

Τούς λέγει λοιπόν ότι, «Τά πρώτα τά έδέχτηκα γιατί έβγαλα

ωφέλειαν διά τήν ψυχήν μου. Τό δέ «αιρετικός» είναι «χωρισμός άπό τόν Θεόν».Όταν άκου σαν πλέον έκείνοι τά τόσον διακριτικά αυτά λόγια του, έθαύμασαν καί έφυγαν κερδισμένοι είς τήν ψυχήν.

* * *’Έλεγαν διά τόν άββάν Άμμωνάν ότι μερικοί ήλθαν και τόν εύρηκαν μίαν ημέραν, γιά νά τούς λύση κάποιαν διαφορά, σάν δικαστής νά είπούμε.Ο Άμμωνας όμως, μόλις τούς είδε, άρχισε νά κάμνη τόν κουτό καί νά λέγη λόγια παράλογα.Τότε έρχεται κοντά του μία γυναίκα καί λέγει: «Αύτός ό Γέρος είναι τρελλός ».Τήν άκουσε λοιπόν εκείνος και γυρίζει καί της λέγει: «Τόσους καί τόσους κόπους ύπέφερα έδώ μέσα στήν έρημιά διά V άποχτήσω αύτήν τήν τρέλλα, καί σήμερα νά τήν χάσω γιά σένα καί μόνον ; Όχι.»

* * *Όταν έχειροτονούσανε ιερέα τόν άββαν Μωυση, ό Αρχιεπίσκοπος τού έφόρεσε λευκόν φελώνιον καί τού λέγει : «Έ ! τώρα πιά, άββα Μωύσή, άπό μαύρος πού ήσουνα, έγινες ολόλευκος!»Αποκρίνεται λοιπόν ο Μωύσης καί τού λέγει : «Άραγε, Παπία, κουρεύεις μόνον τά άπ’ έξω, ή καί τά άπό μέσα ;».Θέλοντας δέ ό Αρχιεπίσκοπος νά τόν δοκιμάση, λέγει στούς κληρικούς : «Όταν θά έλθη ό Μωύσης στό Πρεσβυτερείον, μή τόν άφήσετε νά έμπη μέσα, άλλά νά τόν διώξετε, καί νά πάη κατόπιν ένας μυστικά άπό κοντά του, νά ίδούμεν τί θά είπη. Καί ελάτε νά μού τό είπητε.»Έπήγε λοιπόν διά νά έμπη μέσα ό Μωύσης καί τόν έδιωξαν λέγοντάς του : «Φύγε έξω, Άράπη !».Έκείνος έγύρισεν αμέσως πίσω νά φύγη καί, καθώς έβγαινεν έξω, εμονολογούσε καί έλεγεν είς τόν εαυτόν του : «Καλά σουκάμανε, Νέγρο, μαυροτόμαρο ! Τί θέλεις καί πάης μέ ανθρώπους,

άφού δέν είσαι άνθρωπος ;»

ΒΑΠΤΙΣΜΑΠροσέξετε πού θά σας διηγηθώ κατά ποιον τρόπον έγίναμεν χριστιανοί καί,άφιερωθήκαμεν εις τον Θεόν καί έκαινουργέψαμεν τις ψυχές μας μέ τόν Χριστόν.Όσοι είδωλολάτρες πιστέψουν μέ τήν καρδιάν τους εις τά όσα εμείς κηρύττομεν καί παραδεχθούν ότι είναι αληθινά καί ύποσχεθούν ότι ήμπορούν νά ζήσουν σύμφωνα μέ αυτά, πρώτα πρώτα αυτούς τούς διδάσκομεν νά προσεύχωνται καί νά ζητούν μέ νηστείαν άπό τόν Θεό συγχώρησιν γιά όλα όσα άμαρτήσανε πριν. Καί μαζί μέ αύτούς προσευχόμεθα καί νηστεύομεν καί ήμείς.Κατόπιν τούς παίρνουμε σέ τόπον οπού έ'χει νερό καί τούς βαπτίζομεν εις τό Όνομα τού Πατρός καί τού Τίού καί του Αγίου Πνεύματος. Καί ξαναγεννούνται μέ τόν ί'διον τρόπον πού ξαναγεννηθήκαμεν κι’ εμείς. Γιατί, είπεν ο Χριστός : «άν δέν ξαναγεννηθήτε, δέν θά μπητε στήν Βασιλείαν των Ουρανών». Όχι δηλαδή ότι θά ξαναμπούνε μέσα στήν μήτραν της μάνας πού τούς έγέννησε, γιατί αυτό είναι άδύνατον, άλλά ότι θά γεννηθη μέσα τους ένας άλλος άνθρωπος, μιά καινούργια ψυχή. Σάν νά κάμουν λουτρόν, καί καθαρίζονται άπό τις λέρες, κοίθώς τό έπροφήτεψε καί ο Ήσαίας πού είπε, πώς θά άποφύγουνε τις αμαρτίες όσοι άμαρτήσανε καί θά μετανοήσουν : —Λουσθήτε, καθαρισθήτε, βγάλτε τις πονηριές άπό τις ψυχές σας, μάθετε νά κάμετε τό καλάν, δόστε τό δίκαιον στήν χήρα, καί στό όρφανόν κι’ έλάτε νά συζητήσουμεν. Κι’ άν είσθε ολοκόκκινοι άπό τίς αμαρτίες, θά σας ξεπλύνω καί θά σας κάμω ολόλευκους σάν τό χιόνι. Άν όμως δέν μ’ άκούσετε, θά σάς φάη τό μαχαίρι. Γιατί αύτά τά λόγια τά έλάλησε τό στόμα τού Κυρίου.Κι’ ένα άλλο άκόμα έμάθαμεν άπό τούς Αποστόλους. Ότι δηλαδή, ό πρώτος άνθρωπος τού Παραδείσου, ο Αδάμ έγινε από

φύσιν έλεύθερην καί αγαθήν εμείς 8μως έγεννηθήκαμεν μέ φυσικήν άνάγκην, από ύγρόν σπέρμα, έπειδή έσμιξαν οί γονείς μας μεταξύ τους μέσα σέ στιγμές γεμάτες φαύλην συνήθειαν καί πονηρά ταιριάσματα.Λοιπόν, για νά μήν έξακολουθούμεν νά είμαστε παιδιά της φυσικής ανάγκης καί για νά άποχτήσωμεν τήν πρώτην ελευθερίαν καί γνῶσιν τού Παραδείσου καί γιά νά συχωρεθούν οί προτινές μας αμαρτίες, βαπτιζόμεθα πρώτα στο όνομα τού Πατρός Θεού, πού τ’ όνομά του είναι ένα καί άναντικατάστατον, δεύτερον στό όνομα τού Ίησού Χριστού πού έσταυρώθη έπί Ποντίου Πιλάτου καί τρίτον στο όνομα τού Αγίου Πνεύματος, το όποιον έπροκήρυξε μέ τούς Προφήτες όλα τά τού Ίησού.Το όνομάζομεν δέ το λουτρόν αυτό Φωτισμόν, γιατί όσοι το απολαύσουν καί μάθουνε τά παραπάνω, φωτίζεται πλέον ό νούς των.Άφού δέ τελειώση τό λούσιμόν έκείνου όπού ζητεί μέ τήν θέλησίν του νά βαπτισθή, υστέρα τον φέρνουμεν έκεί όπου είναι μαζεμένοι οί άδελφοί (Εκκλησία) καί κάμνουμεν όλοι μαζί προσευχές καί γιά μας καί γιά τον βαπτιζόμενον καί γιά τούς πιστούς χριστιανούς, σέ οποιονδήποτε μέρος της γης κι’ άν βρίσκωνται καί προσευχόμεθα από τά βάθη τής καρδιας μας, μέ ολην τήν ψυχήν μας, γιά νά μας άξιώση ό Θεός νά μάθωμεν το σωστον καί νά πράξωμεν στην ζωήν μας όσα διέταξεν ό Αρχηγός μας Ίησούς Χριστός καί νά φανούμενέτσι, πώς καί τω όντι ζούμεν σύμφωνα μέ εκείνα πού πιστεύομεν καί νά άποδειχθώμεν ότι φυλάγομεν τά διαταγμένα, γιά νά έπιτύχωμεν έτσι τήν ποθητήν καί αίωνίαν σωτηρίαν μας.Κατόπιν σταματούμεν τίς προσευχές καί άσπαζόμεθα ό ένας τον άλλον, ώσάν άδέλφια. Έπειτα φέρνομεν μπροστά στον ιερέα ένα ψωμί καί ένα ποτήρι μέ κρασί καί νερό ανακατωμένα. Ο Ιερέας τά παίρνει, δοξάζει τόν Πατέρα διά τού ονόματος τού Τίου καί τού Αγίου Πνεύματος καί εόχεται νά τόν άξιώση ο Θεδς νά κοινωνήση καί εκείνος καί εμείς.Όταν τελειώσουν οί εύχές άπό τον ιερέα, τότε ολος ο λαός

πού παραστέκει, λέγει μέ μιάν φωνήν «Αμήν», δηλαδή, έτσι άς γίνη.Σάν τελειώση δέ ή Εύχαριστία, οί διάκονοι δίνουν σέ όλους τούς εκκλησιασμένους νά μεταλάβουν, φέρνουν δέ τήν Αγίαν Κοινωνίαν και εις εκείνους πού άπουσίαζαν στα σπίτια τους.Μόνον οί βαπτισμένοι και οί πιστοί, πού ζούνε κατά τό θέλημα τού Χριστού, γεύονται τήν τροφήν πού λέγεται εύχαριστία και κανένας άλλος. Γιατί ή τροφή αύτή δέν είναι σάν τό συνηθισμένο ψωμί καί τό κρασί πού τρώει καί πίνει ό καθένας γιά νά θρέψη τις σάρκες του καί τά πάχυτά του καθώς τό ζώον, άλλά στήν εύχαριστίαν γίνονται Σώμα καί Αίμα τού σαρκωθέντος Ίησού, μέ τά όποια τρέφει ό Χριστός τήν ψυχή καί τό κορμί μας καί μάς δίνει ζωήν άφθαρτη, ζωήν αληθινή, ζωήν αίωνίαν. Πράγμα πού πασχίζουν καί οί πονηροί δαίμονες νά τό μιμηθούν, μέ τό νά παριστάνουν τάχα τά ίδια μυστήρια στίς τελετές τών αιρετικών, 6που προσφέρουν καί καταπίνουν τό ψωμί καί τό πιόμα, καθώς οί μεθυσμένοι στά καπηλεία.Ενώ εμείς έχομεν είς τόν νούν μας όσα είπεν ό Χριστός, καί ή Θεία Κοινωνία Του μάς κάμνει όλους ένα σώμα, μιά ψυχή, καί βοηθούμεθα μεταξύ μας, καί παραστέκει πάντα ό ενας πλάι στόν άλλον.Κάθε βράδυ γίνεται ώς έξης : Τήν ώρα πού θά σχολάσουν όλοι οί άδελφοί καί θά ρθούν άπό τά χωράφια των, μαζευόμεθα είς τήν έκκλησίαν καί διαβάζομεν άναγνώσματα άπό τό Εύαγγέλιον καί άπό τούς Αποστόλους καί άπό τούς προφήτες. Συνέχεια ό ίερεύς άρχίζει καί μάς παρακινά, ώστε όσα έδιαβάσαμε νά τά πράξουμε. Μετά σηκωνόμεθα όλοι καί προσευχόμεθα καί στό τέλος γίνεται ή Εύχαριστία, ψάλλουμεν όλοι μαζί Ύμνους καί μεταλαβαίνουμεν μέ τήν σειράν καί τήν τάξιν μας.Όταν πλέον γίνη ή άπόλυσις καί καθώς φεύγουμε, ό καθένας άπό έκείνα πού έχει, ρίχνει μέσα στόν δίσκον ό,τι θέλει, είτε χρήματα είτε φαγόσιμα, κι’ όσα μαζευθούνε τά παίρνει ό ίερεύς καί τά στέλνει μέ τούς διακόνους στά ορφανά καί στίς χήρες καί στούς αρρώστους καί στούς φυλακισμένους καί στούς ξένους καί στούςπεραστικούς καί στούς φτωχούς καί μέ αυτόν τόν τρόπον

νοιαζόμεθα όλους αυτούς πού έχουν άνάγκη καί όσους άλλους άκόμα γιά τόν άλφα ή βήτα λόγον δέν ήλθανε εις τήν εκκλησίαν.Αύτό γίνεται τις καθημερινές ήμερες κάθε βράδυ.Τήν Κυριακή όμως πρωί, πρωί, γιατί δέν έργαζόμεθα, έπειδή είναι ή ημέρα πού άναπαύθηκεν ό θεός άπό τά έργα του καί άναστήθηκεν ό Χριστός.Έτσι ζούμεν εμείς οί Χριστιανοί.Όθεν, έσείς ώ Ρωμαίοι και Ποντίφηκες, άν τά βρίσκετε καλά, τιμήσετέ τα. Άν πάλι τά νομίζετε ανόητα, περιφρονήσετέ τα. Μή έξακολουθείτε όμως νά μας έχθρεύεσθε, μηδέ νά μελετάτε θάνατον γιά έμας, πού κανένα δέν άδικούμεν.Αλλοιώς νά τό ξεύρετε καλά, και σας τό λέμεν άπό τώρα, ότι δέν θά ξεφύγετε τό Δικαστήριον πού θά στήση έναντίον σας ό Κύριος, άν έπιμένετε εις τήν άδικίαν.Καί τότε, εμείς δέν θά έχουμε τίποτε άλλο νά πούμε, παρά μόνον τούτο :«Ό φίλον τω Θεω, τούτο γινέσθω».(Ιουστίνου τού Φιλοσόφου καί Μάρτυρος)

ΒΛΑΣΦΗΜΙΑΈνας άπό τούς πατέρας τής σκήτης, κάποτε έπηγεν εις τόν Άγιον μάρτυρα καί έπίσκοπον Αλεξανδρείας Πέτρον και τού έξωμολογήθη, ότι έχει ένόχλησιν άπό ενα λογισμόν βλασφημίας.Ο δέ μακάριος Πέτρος άπεκρίθη είς αυτόν : «Πήγαινε εις τό καλόν, παιδί μου. Φρόντισε διά όλα τά άλλα άμαρτήματά σου. Καί όσον διά τό κρίμα αύτού τού λογισμού σου της βλασφημίας, άφησέ το είς έμένα. Διότι, όποιος πιστεύει μέ τήν ψυχήν του καί προσκυνά τόν Θεόν, δέν έχει κανένα κρίμα άπό τέτοιον λογισμόν, ό όποιος προέρχεται καθ’ όλοκληρίαν άπό συνέργειαν τού διαβόλου. Επειδή ό διάβολος θέλει νά μάς έμποδίση άπό τόν άγώνα πού κάμνωμεν κατ’ έπάνω του καί νά μας ξεκολλήση άπό τήν άγάπην καί άπό τήν υποταγήν μας είς τόν Θεόν. Τό ίδιον είχα πάθει καί έγώ κάποτε, πού

μέ ένοχλούσεν ό λογισμός αυτός καί έπήγα διά νά εξομολογηθώ είς τόν δούλον του Θεου Παφνούτιον. Οδτος δέ ακριβώς μού είπεν ότι ((είς τόν καιρόν της ομολογίας μου μέσα είς τό δικαστήριον όπου μέ έδίκαζαν, οταν έξέσχιζαν τό σώμα μου μέ ειδών ειδών φοβερά βασανιστήρια καί μέ έψηναν έπάνω είς τήν φωτιάν, τήν ίδιαν ώραν μέσα είς τήν ψυχήν μου ό δαίμονας μού έσφυρούσε βλασφημίες έναντίον τού Θεού. Πλήν, έγώ τότε τόν έφοβέριξα μέ θυμόν καί τού είπα : ΤΩ Πονηρέ καί πάσης κακίας δημιουργέ ! Όλον τόν έαυτόν μου τόν παρέδωκα σέ αναρίθμητες τιμωρίες καί θανάτους διά νά μήν άρνηθώ τόν Κύριόν μου καί νά μή βλασφημήσω, καί σύ μού λαλείς λογισμούς βλασφημίας ; Πώς είναι δυνατόν νά βλασφημήσω τόν Θεόν μου, άφού πρός χάριν Αύτού χύνω τό αίμα μου καί δέχομαι νά κομματιάζουν τό σώμα μου ; Τόν Θεόν μου μόνον ομολογώ καί τούτον προσκυνώ εμπρός είς όλους. Έννόησον όθεν ότι, ή μέν καλή ομολογία καί ή μαρτυρία είναι ίδική μου, ή δέ βλασφημία κατά τού Θεού είναι ίδική σου. Καί επιστρέφει κατ’ έπάνω σου».

* * *Ό όσιος Παμβώ κάποτε ένωχλήθη καί αυτός άπό τόν δαίμονα της βλασφημίας. Όθεν έδέετο είς τόν Θεόν.Τότε ήκουσεν άνωθεν φωνήν λέγουσαν είς αυτόν : «Παμβώ, Παμβώ, μή . στενοχωρείσαι διά τέτοιαν αμαρτίαν ή όποια είναι ξένη. Νά φροντίσης μόνον διά τάς ίδικάς σου πράξεις. Τάς δέ βλασφημίας τού Πονηρού νά τάς άφήσης κατεπάνω είς αυτόν».Μόνον ή περιφρόνησις πρός τόν πονηρόν της βλασφημίας λογισμόν μάς άπαλλάττει άπό αυτόν, χάριτι Θεού.

Ο ΓΕΛΩΤΑΣΈνας άδελφός ήλθε κάποτε πρός τόν άββάν Αγάθωνα καί τού λέγει : «Θέλω νά πάω νά κατοικήσω μαζί μέ άλλους άδελφούς. Είπέ μου λοιπόν, μέ ποιον τρόπον πρέπει νά κατοικώ μαζί τους;

Τού άπαντα, ό Γέρων, ώς έξης: «Κατά τήν διαγωγήν πού θά δείξης

τήν πρώτην ημέραν πού θά πάγης κοντά τους, έτσι νά έξακολουθήσης νά συμπεριφέρεσαι ολον το διάστημα τής διαμονής σου έκεί, διά νά μή τυχόν ξεθαρρέψης άπέναντί τους.»Τόν έρωτα κατόπιν ο άββας Μακάριος και τού λέγει : «Τί κακόν ήμπορεί νά γίνη μέ τό νά ξεθαρρέψη ;».Άπεκρίθη ό Γέρων : «Τό νά ξεθαρρέψης'καί νά πάρης πολύ άέρα, αυτό πλέον ο μοιάζει μέ τήν μεγάλην κάψα, ή οποία όταν άνάψτ), όλοι παίρνουν δρόμον και φεύγουν μακρυά της. Η κάψα ή μεγάλη καίει άκόμα καί τούς καρπούς τών δένδρων ».Ξαναρωτα πάλιν ο άββάς Μακάριος : «Ώστε, τόσον επικίνδυνον είναι τό νά ξεθαρρέψης ; » Και έπρόσθεσεν ο άββάς Άγάθων : «Δέν ύπάρχει χειρότερον κακόν άπό τό νά ξεθαρρέψης και τούτο είναι πού γέννα όλα τά πάθη».

* * *Έλεγαν διά τόν άββάν Παμβώ ότι ούδέποτε έγέλασεν. Μίαν περίστασιν όμως οί δαίμονες ήθέλησαν νά τόν κάμουν νά γελάση καί τί έκαμαν; έπιασαν ενα φτερόν καί τό έδεσαν μέ ένα σχοινί πολύ σφιχτά, καί τό έκρατούσαν γερά πολλοί πολλοί μαζί, γιά νά μή τύχη τάχατες καί τούς φύγη! Συνάμα δέ μέ τις φωνές των έσήκωσαν μεγάλην όχλοβοήν καί έκραζαν : «Άλλοίμονόν μας άν μας φύγη ! άλλοίμονόν μας, αν μας φύγη !)>Τότε έγύρισε καί τούς είδεν ο άββας Παμβώ καί έγέλασεν. Οί δέ δαίμονες άμέσως άρχισαν να χοροπηδούν καί νά λέγουν : «Άχάχά ! άχάχά ! ο Παμβώ έγέλασε !».Ο Παμβώ όμως άπεκρίθη καί τούς είπε : «Δέν έγέλασα, άλλά σας έπεριγέλασα, άφού δέν έχετε καθόλου δύναμιν καί κρατάτε τόσοι καί τόσοι ένα φτερό γιά νά μή σας φύγη 1».

* * *Είπεν ο άββάς Ήσαίας : «Άμα συμβή νά άκουσθή άνάμόσά σας μία λέξις πού είναι γιά γέλια, προσέξτε νά μή βγάλετε άπό τό στόμα σας ούτε άχνη. Άν δέν φυλαχθήτε, σημείον ότι είσθε στυλιάρια

καί δέν έχετε φόβον Θεού καί ότι δέν υπάρχει, μήτε

παρατηρητήριο';, μήτε φυλάκιον είς τό σύνορον της ψυχής σας, έπειδή εις τις ήμερες τις ίδικές μας έξέσπασε πλέον ή οργή τού Θεού έπάνω στήν Οικουμένην».

ΓΥΜΝΟΤΗΣΟ Μέγας Αντώνιος έζούσε πάντοτε μέ μεγάλην άσκησιν διότι ένήστευε συνέχεια. Τό ένδυμά του ήταν άπό μέσα τρίχινον καί απέξω τομαρίσιο, καί αυτό έφορούσε μέχρι τόν θάνατόν του. Ωσαύτως δέν έδέχθη ποτέ νά λούση τό λερωμένον κορμί του, μήτε καί νά άγγίξη τά πόδια του μέσα σέ νερό,παρεκτός μόνον έν ανάγκη. Άλλ’ ούτε καί είδε κανείς ποτέ τό σώμα του γυμνόν άπό τότε πού έγινε μοναχός.Μίαν λοιπόν φοράν ό Μέγας Αντώνιος ένώ καθότανε έπάνω είς ένα βουνόν, έκοίταξε πρός τά υψηλά καί είδε κάποιον, ό όποιος ανέβαινε πρός τόν ουρανόν καί όσοι τόν συναντούσαν είς τόν άέρα «ίσθάνοντο μεγάλην χαράν καί άγαλλιασιν.Ένώ δέ ό Αντώνιος έθαύμαζε τόν δρώμενον καί τόν έμακάριζε καί ήθελε νά μάθη ποιος ήταν αυτός, ήκουσε φωνήν ή οποία είπεν : «αύτή είναι ή ψυχή τού Άμμούν τού έν τη Νιτρία μοναχού».Πράγματι ό Άμμούν ήτο άσκητής έως τά γηράματά του καί λέγουν ότι έκαμε πολλά θαύματα καί ένα άπό αύτά είναι καί τό έξης :Κάποτε ο Άμμούν ώδοιπορούσε μαζί μέ έναν άδελφόν Θεόδωρον όνομαζόμενον, καί συναντήσανε τόν ποταμόν τόν καλούμενον Λύκον, ο όποιος έκείνην τήν στιγμήν ήταν πλημμυρισμένος ! Τότε ό Άμμούν διέταξε τόν Θεόδωρον νά πάη πολύ μακράν του, διά νά μήν ίδη ο ένας τόν άλλον, όπού θά έδιάβαιναν τό ποτάμι μέ άνασηκωμένον τό ένδυμά των.Όταν λοιπόν ο Θεόδωρος έφυγε μακράν του, ό Άμμούν έντρέπετο άκόμα καί τόν έαυτόν του, γιά νά μήν τύχη δηλαδή καί ίδή μήτε τό ιδικόν του σώμα γυμνόν. Όθεν καθώς έστέκετο

καί έσυλλογίζετο τί νά πράξη, έξαφνικά τον άρπαξε Θεού Δύναμις καί τον μετέφερε διά τού άέρος είς τήν άλλην όχθην.

* * *

Τά παλαιά εκείνα χρόνια, όταν οί βάρβαροι Σαρακηνοί έσκότωναν καί έλήστευαν τόν κόσμον, έτυχε νά περάσουν καί άπό ενα καλύβι έρημικόν, όπου άσκήτευεν ένα παιδάριον, τό όποιον είχε μίαν ψυχήν πολύ ένάρετον καί γενναίαν.Έφοβέριξαν λοιπόν οί Σαρακηνοί τό παιδί καί τού είπαν ότι θά τό σκοτώσουν έάν δέν γδυθη καί δέν πάγη μαζί τους νά τούς δείξη τά άπόκρυφα μέρη όπου ήσαν κτισμένα μοναστήρια κάπου έκεί γύρω.Τό παιδί όμως δέν έδέχετο ούτε τήν θύραν νά έβγη, ούτε τό φόρεμά του νά βγάλη. Απήντησε μάλιστα είς αύτούς ορθά καί καθαρά ότι δέν θά προδώση ούτε άνθρώπους ούτε τόν νόμον τού Θεού, ούτε τήν συνείδησίν του. «Θά προτιμήσω είπε, νά πεθάνω ένδεδυμένος εδώ μέσα είς τό καλύβι, όπου άγωνίζομαι τόσον καιρόν, καί νά χύσω τό αίμα μου καί νά ταφώ, παρά νά άρνηθώ τούς τόσους ιδρώτες μου».Κατόπιν τούτου, οί αλιτήριοι δέν έβάσταξαν τόν θυμόν τους έμπρός είς τό θάρρος αυτό τού παιδιού καί τό έπιασαν καί τό έκοψαν μέ τά μαχαίρια τους καί τό έ'καμαν ώσάν κιμά. Καθώς δέ έφευγαν, έμετανοούσαν διατί νά μήν έμπήξη ό καθένας των άλλην μίαν άκόμη μαχαιριάν είς τό παιδάριον έκείνο.

* * *

Ο άββάς Παλλάδιος, είσελθών κάποτε, μετά τού άββα Δανιήλ είς Αλεξάνδρειαν καί ίδών κάποιον νέον αδελφόν νά βγαίνη άπό τό λουτρόν λουσμένος, είπεν ότι : «αυτός ό νέος άδελφός μίαν τών ημερών θά γίνη αιτία νά βλασφημηθη ό Θεός». Ακολούθως τόν έπλησίασαν , ό δέ Γέρων Παλλάδιος τού έκαμε τήν παρατήρησιν, άλλην φοράν νά άποφεύγη παρόμοιον σκανδαλισμόν.

Ο νέος όμως ούτος άδελφός ήρχισε νά δικαιολογηταί καί νά άντιλέγη : «μή κρίνετε, ίνα μή κριθήτε».Τότε ο Γέρων έβαλεν είς αυτόν μετάνοιαν καί τού είπε : «Συγχώρησέ με, έσφαλα». Όταν δέ άπεμακρύνθησαν λέγει ό Δανιήλ : «Μήπως ο αδελφός είναι άρρωστος ;» Ό δέ Γέρων στενάξας καί δακρύσας είπεν :«Έπληροφορήθηκα μέ δραμα καί τόν είδα τήν ώρα πού έλούετο νά τόν έχουν περικυκλωμένον πεντήκοντα δαίμονες, οίτινες περιέχυναν τό κορμί του μέ βόρβορον καί μία αίθιόπισσα έκάθητο είς τόν ώμον του καί τόν έφιλούσε καί άλλη μία έμπρός του τόν έστόλιζε καί τόν έδίδασκε τήν άδιαντροπίαν».Πράγματι, υστέρα άπό λίγες ημέρες ήκούσθη ότι ο αδελφός αυτός εύρέθη νά μοιχεύη τήν γυναίκα τού Σελενταρίου καί πρός τιμωρίαν τόν έκαμαν εύνούχον.Μόλις ήκουσε τούτο ο άββάς Δανιήλ είπεν : «ή πτώσις τού ενός γίνεται δίδαγμα διά τούς ύπερηφάνους».

Η ΓΛΩΣΣΑΈδιηγείτο ένας πατέρας ότι, τήν ώραν πού έκάθηντο γέροντες καί ώμιλούσαν περί ώφελείας της ψυχής, ύπήρχεν άνάμεσά τους καί ένας διορατικός, ό οποίος έβλεπεν Αγγέλους νά κατεβαίνουν καί νά τούς έπαινούν. Όταν όμως άλλαζαν ομιλίαν γιά άλλα ανώφελα ζητήματα, έφευγαν οί Άγγελοι καί έμαζεύοντο άνάμεσά τους χοίροι βρωμεροί καί εκυλίοντο .Καί πάλιν, άμα άρχιζαν νά δμιλούν περί ώφελείας της ψυχής, ξαναήρχοντο οί Άγγελοι καί τούς έπαινούσαν.

* * *Είπε γέρων: Καί όταν άκόμη δμιλής γιά ωφέλειαν τής ψυχής καί τότε πρέπει νά προσέχης οί λέξεις σου νά είναι μετρημένες καί τά παραπανιστά λόγια νά τά σιωπάς. Γιατί, καθώς όμιλείς τό καλόν, γλυστρά είς τόν λόγον σου καί τό κακόν.

ΔΑΙΜΟΝΕΣΟ όσιος Πατήρ ήμών Ιωάννης ό έν Λυκῷ, διηγήθηκε κάποτε τήν παρακάτω ιστορία :Τόν καιρό εκείνο σέ μια πόλι έζούσε ένας νέος, ό όποιος είχε πράξει πολλά κακά στήν ζωήν του. Όμως, ήλθε μιά ώρα καί, μέ τήν χάριν τού Θεού, μετενόησε. Καί τί έκαμε ; Έπηγε καί ηύρε ένα μνημείο καί κλείσθηκε μέσα καί έκλαιγε γιά τά όσα είχε πράξει καί έκείτετο καί έβγαζε άναστεναγμούς άπό τά βάθη της ψυχής του.Είχε περάσει έτσι ή πρώτη εβδομάδα, όταν έξαφνα μιά νύχτα, ήλθαν καί τόν έπλησίασαν Δαίμονες, αυτοί οί ίδιοι πού τόν είχαν κακοποιήσει πρίν, καί άρχισαν νά μουρμουρίζουν μέ άγριες καί βραχνές φωνές καί νά λένε :«Πού είναι αυτός δά ό μαγεμένος, πού τόσο καιρό έζούσε μές στις βρωμιές μας ; Νάτος, μάς παρουσιάσθη άπότομα γιά φρόνιμος. Σάν νά μήν έκανε τίποτε ! Πάει πλέον τώρα, είναι πολύ άργά γιά νά μας κάμης τόν χριστιανό, έσύ πού χώθηκες μέσα στή λάσπη έως τόν λαιμό. Μά τί καλό περιμένει πια στόν εαυτόν του άπό δώ καί μπρός ; Σήκου όγλήγορκ άποκεί. Έλα πάλι μαζί μας στά συνηθισμένα σου. Οί πόρνες σέ περιμένουνε στό καταγώγιο. Καύμένε, δέν θέλεις νάρθης, ί ; Νά ξέρης ότι θάχης νά πάθης κρίσι μεγάλη. Διατί πάεις σάν στραβός νά πέσης πάνω στήν τιμωρία σου ; Ελεεινέ ! Τί γυρεύεις νά ρίξης κατά πάνω σου μιά ώρα άρχίτερα τά βάσανά σου ; Όλα τά άνομα σου τάκουσες. Έγινες υπεύθυνος άπέναντι σέ όλους μας καί τολμάς νά ξεφύγης ; Μίλα, δέν άπαντας ; δέν θάρθης ;»Έκείνος ήταν συνεπαρμένος άπό τόν πόνο καί την μετάνοια τής ψυχής του. Ούτε τούς απαντούσε, ούτε καί έδινε προσοχή στά ξεφωνητά τους. Οί δαίμονες τότες πεισματωμένοι άπό τήν κακία τους, έπειδή δέν ήμπορούσαν νά τόν καταφέρουν, άρχισαν νά κεντούνε καί νά ξεσχίζουνε τό σώμα του μέ βελόνες καί νά κάμνουν πάνω στό δέρμα του αύλάκια καί πληγές, άπό τό κεφάλι μέχρί

τά νύχια των ποδιών του συνέχεια, έως ότου τον άφησαν μισοπεθαμένον καί έφυγαν.Έκείνος ώστόσον έξακολουθούσε νά μένη σταθερός στήν μετάνοια του κι’ Αμετακίνητος, προσπαθώντας νά πνίξη τούς στεναγμούς τής καρδιας του.Στο αναμεταξύ ήλθαν ίδικοί του άνθρωποι, διά νά τόν μεταφέρουν άλλου καί νά τόν περιποιηθούνε. Αύτός όμως δέν δέχτηκε μέ κανένα τρόπο. Τήν δεύτερη νύχτα νά πάλι οί δαίμονες, ήλθαν καί τόν έτυραννούσαν μέ χειρότερα βάσανα, μά αμέσως ξαναέφθασαν πάλι οί συγγενείς του νά τόν καταφέρουν νά φύγη. Εκείνος όμως έδήλωσε όρθά κοφτά, ότι θά προτιμήση νά πεθάνη έκεί, παρά νά ξαναγυρίση στόν κόσμον, δηλαδή στήν προτινή άσωτεία.Τήν τρίτη νύχτα οί δαίμονες μέ τόση λύσσα ώρμησαν κατά πάνω του καί τόν έβασάνιζαν, ώστε ολίγον άλειψε νά ξεψυχήση.Τέλος, άφού είδαν καί άποείδαν ότι δέν ήμπορούσαν νά τόν κάμουν νά ύποχωρήση, οί δαίμονες, έγύρισαν πίσω νά φύγουν καί ντροπιασμένοι, έβογγούσαν καί έλεγαν : «Μας ένίκησες, μας ένίκησες, μας ένίκησες ! ...»Από τή στιγμήν εκείνην ό νέος αυτός δέν ξανασυνάντησε πιά άλλο κακό. Ασκήτευε καί έγυμνάζετο στήν άρετήν κι’ έζησε καθαρός Ιως τό τέλος τής ζωής του κι’ έκατοικούσε μέσα στό μνημούρι κι’ έφάνη τιμημένος μέ δύναμι κι’ έπαρουσίασε μεγάλα θαύματα εμπρός είς τόν Θεόν.Τούτο είναι έκείνο πού λέγει καί τό Εύαγγέλιον : «Είσέλθετε διά τής στενής πύλης».

ΔΕΗΣΙΣ«Χάρισε με, Θεέ μου, νά Σέ ποθώ μέ ολη μου τήν καρδιά. Νά Σέ ποθώ, γιά νά Σέ ζητώ· νά Σέ ζητώ, γιά νά Σέ εύρω· νά Σέ εύρω, γιά νά Σ’ άγαπήσω' νά Σ’ άγαπήσω, γιά ν’ άπαλλαγώ άπό τούς πόνους καί τά κακά πού μέ βασανίζουν.... Νά μή ξαναγυρίσω ποτέ πιά στά ίδια !

Δός μου, Κύριε, μετάνοια στήν ψυχή, κατάνυξι στήν καρδιά, βρύσι άπό δάκρυα στά μάτια μου, καί στά χέρια μου άφθονες έλεημοσύνες.Σβύσε , Βασιλέα μου, τις φλογερές όρέξεις τής σαρκός μου, κι’ άναψε μές στήν ψυχή μου τή φωτιά τής ίδικής Σου άγνής άγάπης.Σωτήρα μου, διώξε μακρυά μου κάθε Ιδέα περηφάνειας, και δός μου τήν μεγάλη Σου καλωσύνη.Προστάτη μου, άπόστρεψε άπό πάνω μου τόν θυμό Σου, καί χάρισέ μου υπομονήν άπέραντη.Πλάστη μου, ξερίζωσε άπό τόν λογισμό μου τήν πίκρα πού μέ σιγοτρώει, κι’ έλάφρωσε τόν νούν μου μέ τή γλυκειά Σου φώτισι.Σύ, πού είσαι Πατέρας τής χάρης καί τής συμπόνοιας, δώρησέ μου πίστιν άσάλευτη, ελπίδα χωρίς έντροπή καί παντοτεινήν άγάπη.Σύ, ό όδηγητής μου, διώξε μακρυά μου 6λα τά τιποτένια πράγματα, τήν άκαταστασία τού μυαλού, τις άσχημες λαχτάρες, τήν κακογλωσσιά, τήν περηφάνεια, τήν άχορτασία, τήν κακοτροπιά, τήν συλλογισμάρα, τό γαργάλισμα γιά περιέργεια, τήν βρεξι γιά πλουτισμό, τήν άρχομανία, τήν ύποκρισία, τήν κολακεία, τήν άσπλαχνία, τήν σκληρότητα άπέναντι στούς άδύνατους, τήν παραδοπιστία καί τήν βλασφημία, πού φέρνει χαύμόν.Δημιουργέ μου, λύτρωσέ με άπό τήν άπελπισία, τήν άχαριστία, τό πείσμα, τήν ταραχή, τήν άμέλεια, τήν άναισθησία τής καρδιάς, τήν ψευτοπαλληκαρωσύνη τού μυαλού, τήν βραδυκινησία στό καλό, τήν έλευθεροστομία, τήν διαβολιά, τήν άστοργίαν άπέναντι στούς άνθρώπους πού έξαρτώνται άπό μένα.Θεέ μου, Σύ μόνο μ’ άγαπας άληθινά ! Γονατίζω έμπρός Σου καί Σέ παρακαλώ, γιά χάρι τού Αγαπημένου Σου ίίού. Νά μού φυτέψης διάθεσι γιά ψυχικά. Αξίωσέ με νά φέρομαι μέ καλόν τρόπο άπέναντι σέ ίλους. Νά συμπονώ μαζί μέ τούς θλιμμένους. Νά συμβουλεύω όσους παρασύρονται εύκολα. Νά βοηθώ τούς κουρασμένους. Νά δίδω στούς φτωχούς ό,τι τούς λείπει. Νά συγχωρώ

όσους μού έφταιξαν. Νά άγαπώ εκείνους που μου έκαμαν κακό,

αποδίδοντας τους καλό.Χάρισε μου, Πατέρα μου, υπομονή στις δυστυχίες καί σωφροσύνη στις εύτυχίες. Βάλε κλειδί στό στόμα μου, γιά νά σωπαίνω όταν πρέπει καί νά μιλώ καθώς πρέπει.Άξίωσέ με νά καταπατήσω τις τιποτένιες επιθυμίες της γης καί νά ποθώ μόνο τά αιώνια Μεγαλεία τού Ούρανού !».

ΔΙΑΚΡΙΣΙΣΈνας άνθρωπος όνομαζόμενος Ήρωνας, άναχωρήσας είς τήν έρημον, ήγωνίζετο έκεί έπί πεντήκοντα ολόκληρα έτη μέσα είς μεγάλην σκληραγωγίαν καί εγκράτειαν, προσπαθών ύπέρ πάντα άλλον ασκητήν, νά φθάση είς τήν άκροτάτην γυμνασίαν καί μόνωσιν. Ύστερα όμως άπό τούς τόσους κόπους, επεσεν είς μεγάλον κίνδυνον, επειδή δέν είχεν είς τήν ψυχήν του τήν διάκρισιν. Διότι άκολουθούσε τόν ίδικόν του λογισμόν, τόσον δέ πολύ ένήστευε καί άπέφευγε τούς άνθρώπους, ώστε καί αύτήν τήν έορτήν άκόμα τού Αγίου Πάσχα δέν ήρχετο είς τήν εκκλησίαν, διά νά μή τυχόν συναναστραφη μέ τούς πατέρας καί άδελφούς καί άναγκασθή οίίτω νά φάγη ολίγον όσπριον, ή άλλο τι μαγειρευμένον φαγητόν καί νομίση κατ’ αυτόν τόν τρόπον ότι έξέπεσεν άπό τόν προορισμόν του.Άφού λοιπόν έπί πολύ διάστημα έβάδιζε μέ τήν επιθυμίαν του αύτήν καί έξεμάκρυνεν άπό τούς πατέρας, κατόπιν ύπεδέχθη ενα δαίμονα ώσάν Άγγελον φωτός· καί έπροσκύνησεν αυτόν. Τότε παίρνει άπό αυτόν διαταγήν, κατά τά μεσάνυχτα, νά ύπάγη νά πέση μέσα είς ένα πηγάδι βαθύτατον, διά νά άποδειχθη τάχατες άπό τήν ίκβασιν ότι ό Θεός τόν έτίμησεν, ένεκα της μεγάλης αρετής του καί τών κόπων του διά τόν Θεόν, καί ότι πλέον είς τό μέλλον δέν θά ξαναπέση είς κανένα κίνδυνον.Οδτος όμως δέν έκαμε διάκρισιν είς τόν λογισμόν αυτόν, ώς πρός τό ποιος ήτο έκείνος όπού τού έβαλεν αύτήν τήν συμβουλήν, άλλά έπίστευσεν είς τήν πλανεμένην ιδέαν, ώς άληθινήν,

καί έπηγε καί έπεσε κατά τά μεσάνυχτα μέσα είς τό πηγάδων.Ύστερα δέ άπό όλίγον, κατ’ οικονομίαν Θεού, κατάλαβαν οί αδελφοί του τό γενόμενον καί ήλθαν κχί άνέσυραν έπειτα άπό πολλούς κόπους, άπό μέσα άπό τό πηγάδι, τό σώμα του μισοπεθαμένον. Ωστόσον, ήμπόρεσε καί έπέζησεν ακόμα δύο ή μέρας, τήν δέ τρίτην άπέθανεν, άφήσας είς τούς άδελφούς καί είς τόν πρεσβύτερύν Παφνούτιον πένθος άπαρηγόρητον. Άλλά παρ’ ολον τούτο, ό Όσιος Παφνούτιος, άπό τήν μεγάλην συμπάθειάν του, καί επειδή ένεθυμείτο τούς πολλούς άγων ας τού άνθρώπου έκείνου καί τά πολυάριθμα χρόνια πού ύπομόνευσεν ούτος έν τη έρημα), δέν έπαυσε νά τον μνημονεύη μαζί μέ τά άλλα ένόματα των κεκοιμημένων κατά τήν Αγίαν Προσφοράν, διά νά μή συναριθμηθη ή ψυχή του μετά τών βιοθανάτων.

* * *

Δύο άδελφοί έμόναζαν πέραν της ερήμου της Θηβαίδος, έκεί όπου άλλοτε ήσκήτευεν ό μακάριος Αντώνιος.Μίαν φοράν λοιπόν έσκέφθησαν άμφότεροι νά πορευθούν είς τήν ένδοτέραν έρημον, ήτις ήτο απέραντη καί ακαλλιέργητη. Συνάμα όμως έλαβαν μέ τόν νουν των καί τήν έξης ιδέαν, νά μή πάρουν άπό άνθρωπον καμμίαν τροφήν, παρά μόνον εκείνην πού ο ίδιος ό Θεός θά τούς έχορηγούσε μέ θαύμα.Άφού έν συνεχείς έπί πολύν καιρόν περιεπλανώντο μέσα είς τήν έρημον, καί έλυωναν ολονέν άπό τήν πείνα, τότε οί Μάκιζες, οί όποιοι είναι οί πλέον άγριοι καί σκληροί άπό όλα τά έθνη, μόλις τούς είδαν άπό μακρόθεν νά έχουν γίνη ώσάν σκελετοί καί νά άναπνέουν πολύ ολίγον, άμέσως, κατά θείαν πρόνοιαν, μετέβχλαν τήν φυσικήν άγριότητά των είς φιλανθρωπίαν καί έπρούπαντούσαν μέ τά ψωμιά είς τάς χείρας των τούς δύο άναχωρητάς. Καί, ο μέν ένας, χάρις είς τήν διάκρισιν, ήτις είσήλθεν είς τήν ψυχήν του, συνήντησε τούς Μάκιζες μέ χαράν καί μέ εύχαρίστησιν καί, άφού έφαγεν, έδυνάμωσε, διότι έσυλλογίσθη ότι ήτο άδύνατον οί άγριοι αύτοί καί αιμοχαρείς άνθρωποι νά τούς λυπηθούν

διά τήν πείναν και τήν αδυναμίαν των, έάν δέν τούς έπαρακινούσεν ό Θεός.Ο δέ άλλος, άφησε καί δέν έγεύθηκε κάν τήν τροφήν, ώσάν νά τήν είχε προσκομίσει άνθρωπος καί έπέμενεν είς τήν άδιάκριτον ιδέαν, όθεν καί άπέθανεν άπό τήν άσιτίαν καί άπό τήν έξάντλησιν.Έξ αρχής βέβαια καί οί δύο συνέλαβαν κακήν σκέψιν, άλλά ό μέν ένας, μέ τό νά χρησιμοποιήση τήν διάκρισιν ήμπόρεσε νά διορθώση τόν λογισμόν πού είχε λάβει χωρίς νά τό καλοσκεφθή. Ό έτερος όμως, επειδή έπροσκολλήθη είς τήν άνόητον σκέψιν καί εύρέθη έξω άπό τήν διάκρισιν, διά τούτο μόνος του έσυρε κατεπάνω του τόν θάνατον, άπό τόν όποιον ό Κύριος ήθελε νά τόν άπαλλάξη.

ΔΟΚΙΜΑΣΙΑΚάποιος γέροντας άββάς είχεν ένα μαθητήν, ό όποιος έπί ένα διάστημα ήτανε είς τήν ύπακοήν.Ένώ όμως ό μαθητής αυτός ήταν άκόμη άτελής, ήθελε νά πάη σέ ήσυχαστήριο, μόνος του. Μίαν ήμέραν, λοιπόν, ήλθεν είς τόν γέροντα, τού βάνει μετάνοιαν καί τού λέγει: «Πάτερ, κάμε με μοναχόν, διά νά κατοικήσω χωριστά».Τού λέγει ό Γέροντας : «Εύρε κατάλληλον μέρος καί νά σέ κτίσουμεν έκεί κελλίον.»Έπήγεν άμέσως έκείνος καμιά πεντακοσαριά μέτρα παραπέρα, ηύρεν ένα τόπον καί έγύρισε καί τό είπε στόν Γέροντα.Έτσι έκτίσανε έκεί τό κελλί.Λέγει κατόπιν ό Γέροντας είς τόν άδελφόν : «Νά, αυτό πού έζητούσες. Κάθου τώρα πλέον είς τό κελλί σου μέσα, τρώγε, πίνε, όταν πείνας, καί ήσύχαζε. Έξω άπό τό κελλί σου νά μή βγαίνης. Μόνον κάθε Σάββατο νά έρχεσαι νά μέ βρίσκης».Άφού τόν έσυμβούλευσε μέ αύτά τά λόγια ό Γέροντας, έφυγε. Ο δέ άδελφός, κατά τήν διαταγήν, καθότανε δύο ή μέρες μέσα στο κελλί' τήν δέ τρίτην τόριξε στήν ξεγνοιασιά, καί είπε αόνος του : «Τί είναι αυτό πού μού έκαμεν ό Γέροντας ;» Έπειτα

έσηκώθηκε, έψαλλε κάμποσους ψαλμούς, έφαγε μετά την δύσιν τού ήλιου κι’ άφού προσευχήθηκε, έπηγε νά κοιμηθή έπάνω είς τήν ψάθαν του. Καί,... βλέπει έναν Άράπη νά τον άγριοκοιτάζη καί νά τρίζη τά δόντια του. Αμέσως, άφησε κατατρομαγμένος τό κελλί καί τρεχάτος ήλθε στόν Γέροντα, έκτύπησε τήν πόρτα καί τού λέγει : «Άββα, λυπήσου με καί άνοιξε.»Ο δέ Γέροντας δέν τού άνοιξεν έως τό πρωί.Ξημέρωμα πλέον άνοιξε καί τόν ηδρε νά κλαίη γονατιστός καί νά λέγη: «Λυπήσου με. Δέξου με σέ παρακαλώ νά ξαναμένω κοντά σου. Γιατί, τήν ώραν πού έκοιμώμουνα, είδα άγριον Άράπη νά στέκεται έπάνω στήν ψάθα μου κι’ έτριζε τά δόντια του εναντίον μου. Καί φοβούμαι πλέον νά κοιμηθώ έκεί ».Ό Γέροντας τότε τόν έλυπήθη καί τόν έβαλε μέσα καί τόν Ιδυνάμωσε τήν καρδία του είς τά πρέποντα τού μοναχικού βίου καί σιγά σιγά ίγινε ένας δόκιμος μοναχός .

ΕΓΓΥΗΣΙΣΟ άββάς Δανιήλ μίαν ήμέραν έφυγεν άπό τό άσκητήριόν του καί έκατέβηκε στήν Θηβαίδα, μαζί μέ ένα μαθητήν του.Έτυχε δέ νά βραδυασθούνε έκεί καί δέν ήξεραν πού νά πάνε νά μείνουν. Όθεν έστέκοντο μέσα εις τήν άγοράν καί έπαρακαλούσαν τόν Θεόν νά τούς στείλη βοήθειαν.Όπου λοιπόν, μέσα στό σκοτάδι, βλέπουν ένα γέροντα άνθρωπον μέ τό φανάρι στό χέρι, ο όποιος έζητούσε, άν υπήρχε κανένας φτωχός ή ξένος νά τόν πάρη στό σπίτι του.Ό γέροντας αυτός μόλις είδε τόν άββαν Δανιήλ, τόν έπροσκύνησε, έφίλησε τά πόδια του μέ δάκρυα στά μάτια καί μαζί μέ τόν μαθητήν του καί όσους άλλους φτωχούς καί ξένους συνάντησε, τούς έπηρε σπίτι του.Έκεί έπλυνε πρώτα τά πόδια τους καί κατόπιν τούς έβαλε νά φάνε, ώσπου χορτάσανε, τά δέ περισσεύματα όλα τά έριξε στά σκυλιά, γιατί τό είχε έτσι ταμένο, νά μήν κρατά τίποτε διά τήν αυριον.

Υστερα άπό τό δείπνον, έσυζητούσαν ολην τήν νύχτα λόγια ψυχωφελή. Ό δέ Γέροντας ίκλαιγεν άπό τήν μεγάλην κατάνυξιν καί εύλάβειαν.Τήν άλλην ήμέρα παρεκάλεσεν ό μαθητής τόν Όσιον Δανιήλ, νά τού είπη, ποιός ήταν ό γέροντας ό τόσον καλόκαρδος καί περιποιητικός.Κι’ ό Δανιήλ άπεκρίθη. Αύτός είναι ό Εύλόγιος. Η δουλειά του είναι λατόμος, ήγουν πετροκόπος κι’έχει αύτήν τήν καλήν συνήθειαν νά φιλόξενη. Είναι ένάρετος καί νηστεύει άπό τό πρωί έως τό βράδυ, παρ’ ολον οπού δουλεύουν τά χέρια του χωρίς νά σταματήσουν.Καί όσα χρήματα πάρη άπό τήν δουλειά του τά έξοδεύει τό βράδυ είς τό νά φιλεύη τούς ξένους καί τούς φτωχούς. Τώρα θά είναι σέ ήλικίαν έκατόν χρόνων καί πλέον. Καί ό Θεός τού δίνει δύναμιν τού καλότυχου καί δουλεύει τήν βαρείαν αύτήν δουλειάν, άπό μικρό παιδί έως τά σήμερα.Σαράντα χρόνια τώρα, οποτε έρχομαι είς τήν Θηβαίδα διά νά πουλήσω τά έργόχειρά μου, μέ φιλοξενεί ό γέρο Εύλόγιος, μαζί μέ άλλους φτωχούς καθώς είδες.Βλέποντας δέ έγώ τόν καλόψυχον τούτον γέροντα, ένήστευα πολλές έβδομάδες καί παρεκάλεσα τόν Θεόν νά τού δώση πλούτη, διά νά έχη νά φιλόξενη περισσότερους φτωχούς. Έπάνω στις είκοσι ήμέρες, καθώς έκειτόμουνα άπό τήν νηστείαν, βλέπω ένα ένδοξον καί σεβαστόν πρόσωπον καί μού λέει :—Τί έχεις, Δανιήλ ; Καί τού άποκρίθηκα τά έξης :—Έγώ έταξα τού Δεσπότου Χρίστου νά μή φάγω τίποτε έως ίτου μέ ύπακούση καί πλουτήση τόν Εύλόγιον διά νά κάμνη πολλές εύεργεσίες.Μού ξαναλέγει αυτός πού παρουσιάσθηκε :—Τί σέ μέλει έσένα διά τόν Εύλόγιον ;Καί έγώ άπεκρίθηκα—Διά νά δοξασθη δι αύτού τό όνομά Σου τό Άγιον.Λέγει μου πάλιν έκείνος.—Έάν θέλης νά τού δώσω πλούτη, γένου έγγυητής διά τήν ψυχήν του ίτι θά σωθη καί νά κάμω καθώς έπιθυμείς.Τότε έγώ ό ανόητος τού ύπεσχέθηκα λέγοντας: «Έγώ νά είμαι

χρεώστης καί νά άπολογηθώ διά τήν ψυχήν του έν ώρα. τής Κρίσεως»."Τστερα μού έφάνη ώσάν νά βρέθηκα είς τήν Αγίαν Άνάστασιν τού Χρίστου καί ένας νέος έκάθητο είς τόν λίθον του μνήματος, είς δέ τίιν δεξιάν αύτού ό Εύλόγιος. Ό δέ νέος στρέφεται καί μού λέγει :«Έσύ είσαι πού έγγυήθης τόν Εύλόγιον;».Καί είπα: —Ναί. κύριε.Καί τότε βλέπω δύο νέους καί έγέμισαν τόν κόλπον τού Εύλογίου άπό χρυσά νομίσματα. Από τό δραμα αυτό έκατάλαβα, ότι ήκουσεν ό Θεός τήν παράκλησίν μου.Πράγματι, ό Γέρο Εύλόγιος, έκεί πού έδούλευε μιάν ήμέραν συνήντησε στό Πετροκοπιόν ένα κούφωμα καί, σπάζοντας τήν πέτρα, εύρήκεν άφθονον μάλαμα. Καί άπό τήν μιά διελογίζετο πού νά τό κρύψη, άπό τήν άλλην έφοβείτο μήπως τό μάθη ό άφέντης του. Έτσι, άπεφάσισε καί άφησε τό σπιτάκι του καί τήν φιλοξενίαν πού έκαμνε καί έφυγεν είς τήν Κωνσταντινούπολή, διά νά μή τόν καταλάβη κανένας, πέρνόντας μαζί του καί τόν θησαυρόν.Έκεί έδωσε πολλές δωρεές είς τόν Βασιλέα καί είς τούς άρχοντας καί τόν έκαμαν ’Έπαρχον, κι’ αγόρασε Παλάτι μεγάλο κι’ έζούσε άμέριμνα μέ δόξαν καί φαντασίαν πολλήν, ξεχνόντας τήν πρώτην του ταπείνωσιν.Μετά άπό δύο χρόνια, βλέπω έτερον δραμα. Είδα τόν ’Άγγελον καί μπροστά του ένας Άράπης έτραβούσε δεμένον τόν Εύλόγιον. Όταν έξύπνησα έκατάλαβα τό νόημα καί έ'κλαιγα λέγοντας. —Αλλοίμονο μουί διότι έκόλασα τήν ψυχήν μου ό άσύνετος μέ τήν έγγύησιν πού έκαμα. Κατεβαίνοντας τήν άλλην ήμέραν είς τήν Θηβαίδα έμαθα τά καθέκαστα διά τόν Εύλόγιον καί μέ μεγάλην μου λύπην έβαλα προσπάθειαν καί έπήγα είς τήν Κωνσταντινούπολή νά τόν εύρω.Έστάθηκα είς τήν θύραν τού Παλατίου του καί είδα νά βγαίνη

μέ συνοδείαν πολλών υπηρετών, καί του είπα. —Εκλαμπρότατε, Σέ παρακαλώ, νά σού είπώ ένα λόγον. Καί οί μέν ύπηρέται μέ έκλώτσησαν' έκείνος δέ περνώντας, δέν ήξίωσεν ούτε μέ το βλέμμα του νά μέ κοιτάξη.Έπί τέσσερεις έβδομάδες έμενα έκεί άπρακτος. Όθεν έγονάτισα έμπρδς είς τήν είκόνα τού Χριστού καί της Παναγίας καί παρακαλούσα νά μέ λύσουν άπό τήν έγγύησιν. Τότε ή Παναγία μού λέγει. «Δέν έχω νά κάμω τίποτε είς αύτήν τήν ύπόθεσιν, μόνον τελείωσε τήν ύπόσχεσιν. Επηγα ξανά είς τήν πόρταν τού Παλατιού, άλλά ο θυρωρός καί οί φύλακες μέ έδειραν τόσον, ώστε έμεινα μισοπεθαμένος.Τότε έπηγα καί έμπηκα μέσα είς ένα καράβι διά νά έπιστρέψω είς τήν σκήτην μου, έχοντας τήν έλπίδα ότι ο Θεός κάποτε θά φέρη όπίσω τόν Εύλόγιον.Έκεί πού έταξιδεύαμεν διά τήν Αλεξάνδρειαν, έκοιμήθηκα. Καί βλέπω πάλιν τόν Άγγελον αύστηρόν καί μού είπε :«Διατί, άφρον, δέν κάμνεις έκείνο πού έταξες; Ηθελες νά φανής πιό διακριτικός άπό έμένα νά πλουτίσης τόν Εύλόγιον; Μάθε τώρα νά μήν έπιχειρής πάρα πέρα άπό τήν δύναμίν σου. Καί διέταξε υπηρέτες καί δέσανε τά χέρια μου καί μέ έκρέμασαν ώσάν κατάδικον. Τότε βέπω τήν Παναγίαν, τήν Βασίλισσα τών Αγγέλων, νά πέρνα μέ δόξαν άφάνταστην καί της είπα μέ κλάματα: —Λυπήσου με, Δέσποινα, τόν ταλαίπωρον καί γλύτωσέ με άπό τού Εύλογίου τήν έγγύησιν. Τότε ή Παναγία έφίλησε τά πόδια τού Χριστού καί τόν έπαρακάλεσε γιά μένα. Καί ό Χριστός μού είπε. Φυλάξου καί μή πράξης πλέον άλλο τι δμοιον πταίσιμον. Εγώ δέ έζήτησα συγγνώμην καί μέ έλυσεν ο Κύριος άπό τήν έγγύησιν κι’ έτσι έπορεύθηκα είς τήν σκήτην μου, έχοντας τήν ύπόσχεσιν τού Χριστού ότι θά φέρη οπίσω καί τόν Εύλόγιον.Σέ όλίγον διάστημα, άνέλαβεν άλλος βασιλιάς είς τήν Κωνσταντινούπολιν, ο όποιος έζητούσε νά έξοντώση τόν Εύλόγιον. Ό δέ Εύλόγιος γιά νά σώση τουλάχιστον τήν ζωήν του, έμπήκε κρυφά σέ πλοίον κι’ έγύρισε στήν Θηβαίδα. Καί ξανάρχισε πάλι

τήν δουλειά του νά κόβη πέτρες καί νά φιλόξενα ξένους καί φτωχούς. Σέ ολίγες ήμερες κατέβηκα καί έγώ είς τήν Θηβαίδα καί τόν συνήντησα, τόν Εύλόγιον, καί μέ έφιλοξένησεν όπως πρώτα στο σπιτάκι του καί έδοξάσαμεν πάλι μαζί τόν Θεόν.

ΕΓΚΑΡΤΕΡΗΣΙΣΤόν καιρόν όπού ό μακάριος Συμεών έπενόησε πρώτος τήν νέαν μοναχικήν μέθοδον, νάκάθεται έπάνω είς τόν στύλον, καί διαδόθηκεν ή φήμη αύτή παντού, οί άγιοι Πατέρες πού άσκήτευαν στήν έρημιάν, όταν έμαθαν ένα τέτοιο παράξενον πραγμα, άπορήσανε.Στέλλουν, λοιπόν, μερικούς άδελφούς καί τούς λένε: «Πηγαίνετε νά τόν άνταμώσετε καί νά τόνε μαλλώσετε, γιά τις άλλοιότικες έφευρέσεις αύτές τού μυαλού του, καί νά τού μιλήσετε νά περπατά τόν συνειθισμένον δρόμον, πού έπερπάτησαν καί οί πατέρες οί άγιοι, καί νά μή καταφρονά τόν δρόμον αυτόν, πού έδιάβηκαν τόσοι χοροί άγιων κι’ άνέβηκαν είς τά ούράνια».Ώστόσον όμως, έπειδή είχανε καί τόν φόβον, μήπως τό έπινόημα αυτό ήτανε άπό Θεού κι’αύτοί τό κρίνανε μέ τόν άνθρώπινο λογισμόν, γιαυτό παραγγέλλουν είς τούς άπεσταλμένους καί τά έξης: «Εάν τόν ίδήτε καί θέληση νά άποτραβηχθή άπό τήν ίδέα του καί κατεβή μόνος του άπό τόν στύλον, νά τόν άφήσετε άμέσως ήσυχον καί νά τού είπητε νά κάμνη τήν δουλειάν του όπως τό νομίζει. Γιατί αυτό θάνε άπόδειξις, ότι ή ίδέα του είναι Θεού φώτισις καί σίγουρα θά έχη καλά άποτελέσματα. Εάν όμως ό Συμεών ίδιοτροπήση καί δέν φανή πρόθυμος νά δεχθη τήν συμβουλήν σας ούτε στό παραμικρό, άλλά μέ τό έτσι θέλω επιμένη είς τήν γνώμην του, πλέον θά φανή όλοκάθαρα ότι βρίσκεται πολύ μακρυά άπό τήν ταπεινοφροσύνην, βάζοντας είς τόν νούν του αύτούς τούς λογισμούς. Τότε εσείς, νά τόν άρπάξετε άπό τόν στύλον καί νά τόν τραβήξετε διά της βίας κάτω».Αύτήν τήν διαταγήν έδωσαν οί Άββάδες.Όταν δέ οί άπεσταλμένοι έφθασαν κοντά στόν Συμεώνα,

τον πατέρα αύτον της υπομονής καί της ταπεινοφροσύνης καί άντικρύσανε την αγίαν του μορφήν, μέ τον χαιρετισμόν πού τού είπαν, έντροπιασθήκανε καί δέν ήμπορούσαν ούτε νά τού ξαναμιλήσουν. Έπειδή όμως είχανε διαταγήν από τούς πατέρας καί διά νά φανούν έν τάξει μέ τήν διακονίαν τους, λέγουν είς τον Συμεώνα όλα τά καθέκαστα.Ο δέ Συμεών, ο πράος και ταπεινός τη καρδία άφού έδέχθη μέ πραότητα τήν έπιτίμησιν, δέν άντιμίλησε, δέν έστενοχωρήθη, δέν τήν έπεριφρόνησεν, ώστε νά είπη «γιατί μού τά λέτε αύτά», παρά μόνον, μέ πρόσωπον χαρούμενον, καλοδέχτηκε τήν κατσάδα κι’ εύχαριστούσε τον θεό καί ώμολογούσε χάριν είς τούς πατέρας διά τήν φροντίδα πού δείχνανε γιαυτον καί, χωρΙς νά χάση καιρόν, έπιχειρούσε νά κατεβή από τον στύλον.Οί δέ άπεσταλμένοι μοναχοί, τον έσταμάτησαν άμέσως, φανερώνοντας του συνάμα τον πραγματικόν σκοπόν, διά τον όποιον τούς Ιστειλαν οί πατέρες.Τελευταία, άφού τού ευχήθηκαν νά μένη πάντα έπάνω στήν κολώνα και νά εύργ] ή ψυχή του πολύν μισθόν από τον Θεόν γιά τούς συνεχείς κόπους του, έστρεψαν οπίσω καί έφυγαν.

ΕΓΡΗΓΟΡΣΙΣΟ άγιος Πατριάρχης της Αλεξανδρείας, Ιωάννης ό έλεήμων, ήθελε πάντα νά έχη μέσα εις τον νούν του τήν ένθύμησιν τού θανάτου κι’ άν ήταν δυνατον άκόμη, νά βλέπη έμπρδς είς τά μάτια του χωρίς διακοπήν τήν παράστασιν τού θανάτου.Τί έκαμε λοιπόν;Διέταξε νά κτίσουν τον τάφον του από ζώντα του! Παρήγγειλε μάλιστα είς τούς εργολάβους, νά μή τελειώσουν τον τάφον, άλλά νά τον άφήσουν μισοτελειωμένον.Έδωσε δέ καί τρίτην δδηγίαν, σύμφωνα μέ τήν όποίαν, τήν ώραν όπου έγίνοντο τά Πατριαρχικά Συμβούλια, ένας ύπηρέτης έπαρουσιάζετο είς τον Πατριάρχην καί τού έλεγε: «Δέσποτα, ο τάφος σου μένει άκόμη έτσι. Λοιπόν βγάλε προσταγήν νά τελειώση

διότι δέν ήξεύρεις ποίαν στιγμήν θα έλθη ό κλέφτης ο θάνατος».

* * *

Ένας Γέροντας άσκητής, άπό τήν ώρα πού άνεχώρησεν είς τήν έρημον, Ιως τήν ώραν τού θανάτου του, ο νους του ήτανε νά έχηέτοιμηυ τήν ψυχήν του.Καθότανε λοιπόν καί έπλεκε καλάθια κατόπιν έσταματούσε έλίγον. έσήκωνε τό κεφάλι στόν ουρανόν καί έλεγεν: «άραγε, τί γίνεται!».Μετά άρχιζε τήν δουλειά καί έλεγε πάλι τά ίδια λόγια, ώσπου ήλθεν ή ώρα του καί παρέδωσεν έτοιμασμένην τήν ψυχήν του καί καθαράν.

ΠΕΡΙ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΣΚαθώς ή πηγή τοί* Παραδείσου έτρεχε πάντοτε χωρίς νά ξηραίνεται, έτσι καί ή πηγή τής ψυχής πού λέγεται ελεημοσύνη, πρέπει νά σκορπά τό νάμα της άφθονο και άδιάκοπο, χάριν των ενδεών. Τούτο ακριβώς προξενεί τήν άληθινήν χαράν είς τόν εύεργετούμενον.Όσο έσύ δέν κλείνης τήν πηγήν τής ελεημοσύνης σου, τόσο καί ό Θεός έχει ανοικτούς γιά σένα τούς κρουνούς τού έλέους καί των απείρων αγαθών Του.Κανένα άκαρπο δένδρο ίς μή φυτρώση κοντά στή δροσερή αύτή πηγή, γιά νά μείνη ή φλέβα της καθαρή κι’ άμόλυντη. Έχεις χρήματα; μή παρασυρθής είς τήν τρυφήν. Διότι, τέτοιας λογής είναι ή καλοπέραση. Έξοδεύει πολλά καί τίποτε δέν έσοδεύει, άλλά αφανίζει καί τό απόθεμά σου. Μή φυτέψης λιγαριάν, ούτε όμοια άλλα δένδρα, πού άπομυζούν τήν γή καί καρπό δέν δίνουν. Η πολυτέλεια, τά στολίδια, είναι καλά μόνο γιά νά τά βλέπεις, τίποτε άλλο δέν χρησιμεύουν. Κληματαριές φύτεψε, ψυχικά, ολο καρποφορία στά χέρια των πτωχών. Δέν υπάρχει πιό λιπαρή γη άπό τήν παλάμη. Μικρή, είναι. άλλά τό δένδρο πού φυτεύουμε σ’ αύτήν, ανεβαίνει έως τόν Ούρανόν καί στέκει έκεί άσφαλισμένον.

Παρηγόρησε την στενοχωρημένην κοιλίαν τού πτωχού, γιά νά μή πίεσης την ίδικήν σου τήν εύρύχωρον.Δέν βλέπεις τί γίνεται καί μέ τά δένδρα; έκείνα πού ποτίζονται υπέρμετρα, σαπίζουν άπ’ τή ρίζα, κι’ όσα ποτίζονται κανονικά, αύτά μόνον αύξάνουν. Μή λοιπόν καί σύ ποτίζης τήν κοιλία σου πολύ, μή μαραθή τού δένδρου ή ρίζα καί σβύση τής άγάπης ή πηγή.Πότιζε πιότερα τήν άλλη πού διψά, γιά νά σού φέρη τόν πολύ καρπό, της άφθαρσίας τόν πλούτο.Αί πηγαί άναβλύζουν είς τά υψηλά μέρη. Έτσι &ν οί ψυχές μας σηκωθούν πιό ανώτερα, γρήγορα θά άπολαύσουμε τά άπειρα θεία έλέη.Τό τί θά είπη ελεημοσύνη, μόνο οί μεγάλες καί ευγενικές καρδιές τό ξέρουν.Όποιος δέν αγαπά τά χρήματα, αυτός πάτα γερά τήν ρίζαν τού κακού.Αί πηγαί υπάρχουν συνήθως στις ερημιές.Άς σταματήση ή ζάλη καί ό θόρυβος τής κοσμικότητος, άς πάψη ή άσωτεία τών κέντρων άν θέλουμε νά πλημμυρήση σ’ ολων τις ψυχές ή άγάπη ολόχαρη καί κάθε άγαθού ή πλησμονή.Αί πηγαί, όσο καθαρίζονται, τόσο πληθαίνει τό νερό τους. Έτσι κι’ εμείς όσο δίνουμε τόσο πλουτίζουμε.Όποιος έχει πηγή δέν φοβάται νά διψάση. Όποιος δέν άποχωρισθή τήν έλεημοσύνη, δέν φοβάται τήν ζωή,Παντού τής ελεημοσύνης τό νερό είναι χρήσιμο. Γιά πιόσιμο γιά άρδευσι, γιά κτίσιμο γιά όλα. Δέν υπάρχει καλύτερο νάμα άπό τούτο, γιατί δέν ξεύρει τι θά πή «μεθύσι».Προτιμώτερο, αύτήν νά έχης τήν πηγή, παρά βρύσι άπό χρυσάφι. Κι’ άπό τό μεταλλείον πιό άνώτερη είναι ή ψυχή, πού έχει πηγήν τής ελεημοσύνης τό χρυσάφι. Γιατί αύτή μάς άνεβάζει όχι άπλώς σέ μέγαρα έπίγεια πού είναι συνήθως ταραγμένα, άλλά σ’ αύτά τά αιώνια στερεώματα τού Ούρανού, πού βασιλεύει ή ψυχική γαλήνη.Τό χρυσάφι τής Ελεημοσύνης, αυτό είναι τό στόλισμα της

Εκκλησίας. Άπ’ αύτά κατασκευάζεται «ή μάχαιρα τού Πνεύματος», μέ τήν όποίαν κομματιάζεται ό Δαιμονικός Δράκων.Άπό τά λιθάρια δέν βγαίνει λάδι. Άλλο τόσο καί άπό τήν αδικίαν είναι άδύνατον νά προκύψη φιλανθρωπία.Ελεημοσύνη πού γίνεται άπό χρήματα άρπαγης ή πλεονεξίας, ομοιάζει μέ τήν Θυσίαν τού Κάίν.Αύτήν όχι μόνον τήν άποστρέφεται καί τήν μισεί ό Θεός, άλλά καί τήν τιμωρεί.Άντιστρόφως, ή ελεημοσύνη πού πηγάζει άπό τό δίκαιον άπόκτημα, αύτή καί μόνον θεραπεύει τά υστερήματα τῶν ανθρώπων καί πιό πέρα άναλύεται στόν ώραιότερον δμνον άπέναντι τού Θεού.Άπό τήν πηγήν της άληθινής έλεημοσύνης προέρχονται «οί λίθοι, οί περί τήν Κεφαλήν τού Παμβασιλέως Χριστού».

ΕΛΠΙΣΈλεγαν διά τόν άββάν Μωύση ότι, τόν καιρόν όπού,όστερα άπό πολλές κακουχίες ήλθε καί κατώκησε πλέον, μέσα είς τήν σπηλιάν, άρχισε νά συλλογίζεται καί νά λέγη: «Πώς ήμπαρώ νά κουβαλώ τό νερό μέσα στήν ερημιάν αύτήν».Τού ήλθε λοιπόν φωνή άνωθεν, ήτις έλεγεν εις αυτόν:«Έμπα μέσα καί μήν σκέπτεσαι τίποτε».Τότε έμπήκεν ύστερα δέ άπό ολίγον, ήλθαν νά τόν έπισκεφθούν μερικοί πατέρες, άλλά τό νερόν τό όποιον έφερε μαζύ του ήταν ολο ολο ένα μικρόν λαγίνιον, καί τό νερόν αυτό έν τω μεταξύ τό είχεν έξοδεύσει ολο διά νά ψήση φακήν.Όθεν ό Γέρων Μωύσης έλυπείτο, άπό δέ τήν άγωνίαν του έμπαινε καί έβγαίνε τήν σπηλιάν προσευχόμενος είς τόν Θεόν. Αμέσως τότε έφανερώθη ένα σύννεφον άπό πάνω άπό τήν σπηλιάν καί έβρεξε τόσον πολύ, ώστε έγέμισαν νερό όλα τά άγγεία του.Κατόπιν τόν έρώτησαν οί πατέρες πού ήλθαν νά τόν συναντήσουν «Διατί Γέροντα, όλοένα έμπαινες καί έβγαινες;».Καί ό Μωύσης τούς άπεκρίθη : «Είχα δικαστήριον μέ τόν

Θεόν καί τού έλεγα: «μέ έφερες έδώ πέρα καί δέν έχω νερό διά νά πίωσιν οί δούλοι σου ούτοι». Δι’ αυτό έμπαινα καί έβγαινα καί παρακαλούσα τόν Θεόν, έως ότου μάς στείλη βροχή.

Κάποτε ένας κηπουρός όσα έκέρδιζεν άπό τήν έργασίαν του τά εδινεν είς τούς πτωχούς καί έκρατούσε μόνον όσον έχρειάζετο διά νά συντηρηθή.Αργότερα, όμως, ό Σατανάς του έβαλε μίαν ιδέαν καί τού είπε : «Μάζεψε καί διά λόγου σου μερικά χρηματάκια μήπως γηράσης, οπότε θά κακοπέρασης άμα τύχη νά λάβης ανάγκη».Έσύναξε λοιπόν χρήματα καί έγέμισεν ένα κουμπαρά. 'Ύστερα άρρώστησε καί τό πόδι του έσάπισεν, όθεν έξώδευσεν ολον τό χρήμα του είς τούς ιατρούς, χωρίς νά ίδή θεραπείαν μηδέ ωφέλειαν.Κατόπιν έρχεται ένας έμπειρος ιατρός καί τού λέγει : «Εάν δέν κοπή τό ποδάρι σου, θά σαπίση ολον τό σώμα σου». Διά τούτο άπεφάσισαν νά τού κόψουν τήν άλλην ήμερα τό πόδι του μέ τά πριόνι.Εν τώ μεταξύ τήν νύχταν έκείνην ό κηπουρός έσκέφθη καθώς έπρεπε, καί μετενόησε διατί έσύναξε τά χρήματα καί διατί είχε δώσει τήν ελπίδα του μάλλον είς τά χρήματα παρά είς τόν Θεόν, ό όποιος κυβέρνα καί τρέφει τά πάντα. Εστέναξεν, όθεν καί έκλαυσε καί είπεν : «Ένθυμήσου, Κύριέ μου, πρώτα τήν φιλανθρωπίαν σου καί έπειτα καί τάς μικράς έλεημοσύνας πού έδινα πρωτίτερα είς τούς πτωχούς άδελφούς μου, καί συγχώρησέ με κατά τό μέγα έλεός σου».Μόλις είπεν αύτά παρουσιάσθη έμπρός του ένας Άγγελος Κυρίου καί τού λέγει : «Πού είναι τά χρήματα πού έσύναξες ; καί πού είναι ή ίδέα πού έδέχθης άπό τόν Σατανάν ;».Ούτος δέ συγκινηθείς κατάκαρδα έδάκρυσε καί είπεν : «Ήμάρτησα Κύριε, συγχώρησέ με καί είς τό έξης δέν θά τό ξανακάμω».Τότε ήγγισεν ό Άγγελος τό πόδι του καί άμέσως έθεραπεύθη.

Έσηκώθη δέ τήν επαύριον λίαν πρωί καί έπορεύθη είς τό χωράφι διά νά έργασθή.

ΠΕΡΙ ΤΑΦΗΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝΌ Άγιος Έφραίμ, όταν έμελλε νά μεταβή είς τήν άλλην ζωήν τήν αιώνιον, έδιδε παραγγελίας καί έλεγε: «Μή ψάλλετε άσμα είς τον Έφραίμ. Μή μέ Θάψετε μέ πολυτελές ένδυμα. Μή κατασκευάσετε ίδιαίτερον τάφον διά το σώμα μου, διότι έδωσα λόγον εις τόν Θεόν νά ένταφιασθώ μαζί μέ τούς ξένους. Διότι ξένος είμαι καί έγώ καί παρεπίδημος, καθώς όλοι οί πατέρες μου. Καί, έάν κανείς μού ήτοίμασεν άπό αγάπην ένδυμα πολυτελές, άς τό δώση είς τούς πτωχούς.Έν τῷ μεταξύ, όμως, κάποιος ο όποιος τόν ύπερηγάπα ήτοίμασε πολυτελές καί τιμητικόν ένδυμα καί έσκόπευε μέ αυτό νά ένδυση τό σώμα τού Έφραίμ μετά θάνατον. Έπειτα δέ, μαθών τήν εντολήν τού Έφραίμ, έλυπήθη πολύ, έπειδή δέν θά έγίνετο τό θέλημά του. Όθεν ανέβαλλε καί δέν τό έδιδεν είς τούς πτωχούς καί έπροτίμα μάλλον νά δώση είς αύτούς τόσα νομίσματα χρυσά, όσα ήξιζε τό ένδυμα.Δι’ ο ούτος, ένεκα τής παρακοής του ταύτης έτιμωρήθη, πληγείς άπό πονηρόν δαίμονα. Καί έρχεται πλησίον τής κλίνης τού Έφραίμ είς άθλίαν κατάστασιν, ή γουν διαστρέφων τάς χείρας του καί τούς δφθαλμούς του καί τρίζων τούς δδόντας του καί άφρίζων ,καθώς ό μανιακός.Τότε ό θεοφώτιστος Έφραίμ, τού λέγει: «Έκατάλαβες ότι αυτό πού έπαθες είναι αποτέλεσμα τής άμαρτίας ; καί διατί, άνθρωπέ μου, νά μή πράξης τό πρέπον, καί έφθασες είς αυτόν τόν κίνδυνον, ώστε ή τρέλλα σου ήδη νά φανερώνη τήν άνομίαν σου καί τήν παρακοήν σου;».Τούτον λοιπόν ό Άγιος Έφραίμ, εύσπλαχνισθείς διά τό πάθος του, καί δεχθείς τήν έξομολόγησίν του, τόν έθεράπευσε, μέ ευχήν μόνον καί μέ έπίθεσιν των χειρών αύτού, καί τόν άττήλλαξε άπό τόν δαίμονα.

Ο Άββας Αρσένιος, ότε έπλησίαζε νά άποθάνη, παρήγγειλεν είς τούς μαθητάς αύτού λέγων: «Μή φροντίσετε δι’ έμέ καθόλου. Διότι, έάν εγώ έκαμα καλόν, αυτό θά εύρω».Οί δέ μαθηταί αύτού βλέποντες αυτόν νά έχη φθάση είς τά τελευταία του, έταρ άχθη σαν.Ούτος δέ λέγει είς αύτούς. Ακόμη δέν ήλθεν ή ώρα καί όταν έλθη θά σάς τό είπώ. Πλήν, έχω νά σάς προσθέσω καί τούτο, ότι, έάν δώσετε τό λείψανόν μου διά τιμάς, θά δικασθητε μαζί μου ένώπιον τού Χριστού. Ουτοι δέ είπον: «Τί λοιπόν νά πράξωμεν ,άφού δέν γνωρίζομεν πώς νά σέ ένταφιάσωμεν;».Λέγει είς αυτούς ό Γέρων: «Δέν γνωρίζετε νά δέσετε σχοινίον εις τόν πόδα μου καί νά μέ σύρετε είς τό δρος;».Τέλος, άμα έφθασεν ή ώρα του, τόν είδον νά κλαίη καί λέγουσιν εις αυτόν οί αδελφοί: «Φοβάσαι καί σύ, Πάτερ;» Ο δέ λέγει είς αύτούς: «Ό φόβος αυτός μέ κατέχει άπό τότε πού έγινα μοναχός». Καί τούτο είπών έκοιμήθη.

Είς άναχωρητής είς τήν έρημον τής Νειλουπόλεως, έλάμβανε τροφήν άπό ένα θεοσεβή διακονητήν. Είς δέ τήν πόλιν Αλεξάνδρειαν όπήρχεν ένας ασεβής πλούσιος. Συνέβη λοιπόν νά άποθάνη ο πλούσιος καί έτάφη μέ λαμπάδας καί θυμιάματα καί μέ έπίσκοπον καί μέ λαμπράν πομπήν ολης της πόλεως. Μετέβη δέ ό διακονητής όστερον καί είς τήν έρημον καί βλέπει τόν άναχωρητήν φαγωμένον άπό ύαιναν. Όθεν, πίπτει κατά πρόσωπον Θεού, παρακαλών καί λέγων: «Κύριε, δέν θά σηκωθώ, έάν δέν μέ πληροφορήσης, τί είναι αύτά. Διατί εκείνος ό ασεβής καί μετά τόν θάνατόν του έλαβε τοσαύτην φαντασίαν, ουτος δέ ό δουλεύων σοι νύκτα καί ήμέραν άπέθανε κατ’ αυτόν τόν τρόπον;». ΤΗλθε λοιπόν Άγγελος Κυρίου καί είπεν είς αυτόν : «έκείνος ό άσεβής είχε κάποιον καλόν έργον ελάχιστον, καί τό άπήλαυσεν είς αυτόν τόν πρόσκαιρον κόσμον, διά νά μή ευρη άνάπαυσιν είς τόν άλλον, τόν αιώνιον. Οδτος δέ ό άναχωρητής έπειδή ήτο στολισμένος μέ πάσαν άρετήν, είχεν όμως ώς άνθρωπος καί αυτός ένα μικρόν σφάλμα,

το έπλήρωσεν είς αυτήν τήν ζωήν, διά νά εύρεθη καθαρός ένώπιον τού Θεού».Όθεν, πληροφορηθείς ταύτα ό άνθρωπος άπηλθε δοξάζων τόν Θεόν διά τά κρίματα Αύτού, τά δίκαια καί άκατάληπτα.

ΕΞΑΓΟΡΕΥΣΙΣΜια φορά καί έναν καιρό έρώτησαν κάποιον Άββάν: «Γέροντα, άν τύχη ο άνθρωπος νά έχη ενόχλησιν άπό ένα λογισμόν καί βλέπει τήν ψυχήν του νά νικάται καί διαβάζει μέν τά όσα είπαν οί πατέρες διά τόν λογισμόν αυτόν καί πασχίζει, άλλά δέν ήμπορεί νά τά βγάλη πέρα, τότε τί είναι τό καλύτερον νά κάμη; Νά πάη νά είπη σέ πνευματικόν τόν λογισμόν ή νά βάλη καί άλλην προσπάθειαν στόν έαυτόν του σύμφωνα μέ τά όσα έδιάβασε καί νά στηριχθη μόνον στήν ίδικήν του συνείδησιν;».Άπεκρίθη ό Άββάς καί είπε: «πρέπει νά τό είπη σέ πρόσωπον πού ήμπορεί νά τόν ώφελήση καί νά μήν έχη έμπιστοσύνην στήν ίδικήν του δύναμιν. Διότι δέν ήμπορεί ό άνθρωπος μόνος του νά βοηθήση τόν έαυτόν του, τήν στιγμήν μάλιστα πού είναι νικημένος άπό τό πάθος. Κι’ έγώ, τούς λέει, ένα τέτοιο κακό έπαθα, όταν ήμουν άκόμα νέος. Είχα, δηλαδή, ένα πάθος στήν ψυχήν μου καί μέ νικούσε.Σάν έμαθα δέ διά τόν Άββα Ζήνωνα, ότι πολλούς πού έπασχαν ώσάν έμένα, τούς έκαμε καλά, έσκέφθηκα νά πάω καί έγώ καί νά τού τά είπώ. Ο Σατανάς όμως μέ εμπόδιζε καί μού έκρυφόλεγε στό αύτί τά έξης λόγια: «Καλότυχε, άφού ξέρεις κι’ άφού έδιάβασες έκείνο πού πρέπει νά κάμης, τι άνάγκη νά πας νά δώσης βάρος καί στόν Γέροντα;»,Όταν πάλιν έπερνα άπόφασιν νά πάω καί νά τού τά είπώ, τότε κατά συνέργειαν τού Σατανά, τό πάθος έσταματούσε καί δέν μέ ένοχλούσεν, έπίτηδες, διά νά μήν πάω. Άλλά καί μόλις άλλαζα γνώμην κι’ έλεγα νά μήν πάω, πάλιν άρχιζε τό πάθος κι’ έκυριαρχούσε στήν ψυχήν μου. Καί μέ αυτό τό τέχνασμα μέ έδούλευε πολύν καιρό ο διάβολος καί μέ έμπόδιζε νά τά είπώ στόν

Γέροντα. Άλλα καί πολλές φορές έπηγα καί τόν ηδρα με τόν σκοπόν νά τού είπώ τόν λογισμόν, καί δέν μέ άφινεν ο έχθρός' κι’ έντρεπόμουνα κι’ έλεγα μόνος μου: «άφού έμελέτησες καί γνωρίζεις τόν τρόπο πώς πρέπει νά γιατρευτης, τί άνάγκη νά τό είπης καί σέ άλλον; δέν είσαι έσύ άπό εκείνους πού άμελούν τόν έαυτόν τους· τό ξέρεις πολύ καλά τό τί είπαν οί πατέρες».Αύτά μού έβαζε στό αύτί ό Σατανάς, γιά νά μή φανερώσω τό πάθος στόν γιατρόν καί θεραπευθώ.Ο Γέροντας, ώστόσο, έκαταλάβαινεν ότι είχα λογισμούς, όμως δέν μέ έκακολογούσεν, άλλά μέ άφινε γιά νά τούς είπώ μόνος μου. Μού έκαμνε διαδασκαλία, μού έλεγε ποιός είναι ό σωστός ό δρόμος καί μέ άφινεν.Ύστερα άπό τά πολλά, έκάθησα μόνος μου κι έσκέφθηκα καί είπα: «Έως πότε, άθλία μου ψυχή, δέν θά θέλης νά γιατρευθης; Τόσοι καί τόσοι έρχονται άπό μακρυά στόν Γέροντα καί θεραπεύονται καί σύ δέν έντρέπεσαι, νά έχης κοντά σου τόν γιατρόν καί νά μή θέλης νά γιατρευθής ;».Τέλος, μίαν ή μέραν έβαλα τά δυνατά μου· έσηκώθηκα καί είπα: «Θά πάω στόν Γέροντα κι’ άν τόν ευρω μόνον του, θά είπη ότι είναι θέλημα Θεού νά τού είπώ τόν λογισμόν. Πράγματι, έπηγα καί ήταν όλομόναχος. Ό δέ Γέροντας άρχισε νά μέ διδάσκη καθώς είχε συνήθειαν, διά τήν σωτηρίαν της ψυχής καί πώς ήμπορεί ο καθένας νά καθαρισθή άπό τούς βρωμερούς λογισμούς.Τότε μέ έπιασε πάλιν ή έ ντροπή καί δέν τού έφανέρωσα τίποτα καί ήμουν έτοιμος νά ξεκινήσω ξανά νά φύγω. Έσηκώθη, λοιπόν κι’ ό Γέροντας κι’ έκαμε προσευχήν μυστικήν καί περιπατούσεν έμπρός μου, γιά νά μέ κατευοδώση μέχρι τήν έξώπορταν. Μά έγώ πού έβασανιζόμουνα άπό τό πάθος, νά τό είπώ ή νά μήν τό είπώ, περιπατούσα άπό πίσω του σιγά σιγά καί κοντοστεκόμουνα. Έστρεψε λοιπόν έκείνος, ήλθε κοντά μου καί, καθώς μέ είδε νά βασανίζωμαι άπό τήν σκέψιν, μέ κτυπα στό στήθος καί μού λέει: «Τί έχεις; καί γώ άνθρωπος είμαι».Άμα είπεν αύτά τά λόγια ίννοιωσα ώσάν νά έλάφρωσα καί ώσάν νά Λναιξεν ή καρδιά μου. Πέφτω έτσι ώσάν ξερός στά πόδια

του καί τόν έπαρακαλούσα μέ κλάματα καί τού έλεγα: «Ελέησε με».Ο δέ Γέροντας μού λέει : «Τί έχεις ;».Λέω του έγώ: «Δέν ξέρεις τί έχω ;».Κι ’εκείνος είπε: «Εσύ πρέπει νά το είπης».Τότε πλέον μέ μεγάλην εντροπήν είπα το πάθος μου. Καί μού λέγει ο Γέροντας: «Διατί τόσον καιρόν έντρεπόσουνα νά μού το είπής; Δέν είμαι καί έγώ άνθρωπος.; Θέλεις νά σού τό είπώ καί εκείνο πού ξεύρω; Τρία χρόνια δέν είναι τώρα οπού έρχεσαι έδώ, χωρίς νά λέγης τούς λογισμούς σου;»Αρχίζοντας πάλιν έγώ τά κλάματα καί παρακαλώντας τον νά μέ έλεήση διά τον Κύριον, έκείνος μέ είπε: «Πήγαινε, μήν άμελής νά προσεύχεσαι καί μή καταλαλήσης κανένα».Αφού έγύρισα είς το κελλί μου από τότε, έπρόσεχα στά όσα μού είπεν ο Γέροντας καί δέν ξαναενοχλήθηκα, πλέον, καθόλου από το πάθος έκείνο.'Ύστερα από ένα χρόνον, μού ήλθεν άλλη μία σκέψις καί μού είπε: «Μήποτε ό Θεός έποίησε μετά σού το έλεος αύτού καί ούχί ένεκεν τού γέροντος;» . Όθεν έπηγα καί τον ξανασυνάντησα καί τού έβαλα μετάνοιαν καί τού είπα:«Πάτερ, παρακαλώ τήν Θεοφιλίαν σου, εύχήσου γιά μένα, διά εκείνον τον λογισμόν πού σού είχα είπή πριν ένα χρόνον». Κι’ έκείνος μέ άφισε όλίγην ώραν γονατιστόν καί κατόπιν μού λέγει: «Σήκου έπάνω. Έχε πίστιν καί μή χάνης το θάρρος σου».Έγώ, όταν ήκουσα αύτά, από τήν εντροπήν μου σάν νά ήθελα νά άνοιξη ή γη καί νά μέ καταπιή. Σηκώθηκα καί δέν είχα πρόσωπον νά γυρίσω νά ίδώ τον Γέροντα.

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙΣΝά μή έντρεπόμεθα, χριστιανοί μου, νά έξομολογούμεθα, τις άμαρτίες μας. Τόν Θεόν μόνον νά φοβούμεθα, ο όποίος καί έδώ βλέπει όσα γίνονται καί στον ολλον κόσμον θά τιμώρήση τούς άμετανοήτους. Έμείς κάμνουμεν ολωσδιόλου τά αντίθετα. Τόν

Θεόν πού πρόκειται νά μας κρίνη, δέν τόν φοβούμεθα, ένῶ τρέμομεν έμπρός εις τούς ισχυρούς τού κόσμου, μήπως δέν φανούμεν έν τάξει άπέναντι στίς έπιθυμίες τους καί μας έντροπιάσουν. Γι’ αυτό ακριβώς καί θά τιμωρηθούμεν, έπειδή φοβούμεθα αύτούς.Άφού έδώ τώρα υπολογίζεις μόνον τήν έντροπήν τών άνθρώπων, ένώ δέν έντρέπεσαι νά κάμης όποιοδήποτε κακό έμπροστά στά μάτια τού Θεού, πού τά βλέπει όλα, άμα πεθάνης καί δέν μετανοήσης, τότε θά ρεζιλευθης τήν ώραν της Κρίσεως τού Θεού, 6χι μόνο άπέναντι σέ ένα ή σέ δύο πρόσωπα, άλλά έμπρός στά μάτια ολης τής Οικουμένης. Καλά καί κακά, όλα θά ξεσκεπασθούν τήν ήμέραν έκείνην. «Δει γάρ παραστηναι έμπροσθεν τού βήματος τού Χριστού, ίνα κομίσηται έκαστος τά διά τού σώματος όσα έπραξεν, είτε άγαθόν, είτε κακόν». (Β' Κορινθ.)Καί πάλιν : «Ός φανερώσει τά κρυπτά τού σκότους» (Α’ Κορινθ. δ. 5).Έκαμες κάτι πονηρόν ή έστω τό σκέφθηκες καί πασχίζεις νά τό κρύψης ρίχνοντας στάχτη στά μάτια τών άνθρώπων. Τόν Θεόν, όμως, δέν ήμπορείς νά τόν κάμης νά μήν ίδή. Μολοντούτο τόν Θεόν δέν τόν λογαριάζεις, ένώ τά μάτια τών άνθρώπων τά φοβάσαι. Ξέρε όμως καλά, ότι τήν ήμέραν της Κρίσεως, ούτε τούς άνθρώπους δέν θά τούς άποφύγης. Διότι τότε θά ξετυλιχθούν έμπρός στά μάτια μας όλα καί καθένας θά άντικρύση καθαρά τήν κρίσιν του. Ό σκληρόκαρδος πλούσιος πού σ’ αυτόν τόν κόσμο περιφρονούσε τόν πτωχό Λάζαρο, στήν άλλη ζωή τόν άντικρύζει κατάματα κι’ ένώ έδώ έσυχαίνετο τό χέρι του, έκεί λαχταρά νά τό έγγίση γιά νά άνακουφισθή.Άν δέν θέλης, λοιπόν, αδελφέ μου, νά ρεζιλευθής τήν φοβεράν ήμέραν της Κρίσεως, άνοιξε τήν καρδιά σου καί άράδιασε ένα ένα τά άμαρτήματά σου καί βάλε πάνω στίς άμαρτωλές πληγές σου τά φάρμακα τής μετανοίας καί θά θεραπευθης έστω κι’ άν έχης χιλιάδες πληγές: «Εάν γάρ άφήτε, άφέωνται ύμίν αί άμαρτίαι· εάν δέ μή άφήτε, ούκ άφέωνται» (Ματθ. ς 14). Καθώς στό βάπτισμα καταχώνονται τά αμαρτήματα κι’ ούτε ξαναφαίνονται

πιά, έτσι κι’ έδώ εξαφανίζονται άμα μετανοήσουμε κι’ έξομολογηθούμε.Καί μετάνοια θά πη, νά μή ξανακάμουμε πια τά ίδια. Διότι εκείνος πού θά ξαναπέση πάλι στά ίδια κακά, μοιάζει μέ τό σκύλο, πού ξανατρώει τά ξεράματά του, καθώς καί μέ εκείνον πού πολέμα νά γέμιση τό καλάθι μέ νερό. Άς άποδιώξουμε λοιπόν άπό τήν πραξι κι’ άπό τή γνώμη μας 8σα παρανομήσαμε κι’ άς βάλουμε τ’ άντίθετα φάρμακα στίς πληγές πού μας άφισαν. Σάν νά λέμε: Άρπαξες κι’ έπλούτισες; Διώξε τήν άρπαγή καί βάλε στή πληγή ελεημοσύνη. Έπόρνεψες; Βγάλε τήν πορνεία καί βάλε εγκράτεια. Έκακολόγησες τόν άδελφό σου καί τόν έβλαψες; Πάψε νά τόν κακομιλάς καί περιποιήσου τον μέ καλόν τρόπο. Καί γιά τό κάθε αμάρτημά μας έτσι άς κάμνουμε, χωρίς νά τό ρίχνουμε έξω. Γιατί έκόντεψε ό καιρός πού ό Θεός θά ζητήση ευθύνες κι’ εμείς θά δώσουμε λόγο. Ο Παύλος έλεγε στούς χριστιανούς της έποχής του: «Ό Κύριος έγγύς, μηδέν μεριμνάτε» (Φιλιπ. δ. 5). Διότι οί χριστιανοί, τότε, περνώντας διωγμούς καί πόνους καί άγώνες, ή σαν άγνοί, έν τάξει άπέναντι στό Θεό.Έμείς όμως οί σημερινοί χριστιανοί, πού ζούμε μέσα σέ άρπαγές καί γλέντια, πρέπει ν’ άκούσουμε καί νά πράξουμε τό αντίθετο. »Ό Κύριος έγγύς, μεριμνάτε!».Όσος καιρός κι’ αν ύπολείπεται άκόμη, πάντως θάρθη ή συντέλεια κι’ όσο περνούν τά χρόνια ή πλάση γέρνει στό τέλος της. Αύτό δείχνουν οί πόλεμοι, οί πίκρες, οί σεισμοί καί προπάντων έπειδή έπάγωσεν ή άγάπη τού κόσμου. Τό σώμα πού ψυχομαχεί καί κοντεύει νά πεθάνη, βγάζει πολλά άγκουμαχητά. Τό σπίτι όταν πρόκειται νά πέση ,ρίχνει πολλά χώματα άπό τή σκέπαση, άπό τούς τοίχους. Έτσι καί τού κόσμου ή συντέλεια κοντεύει καί γι’ αυτό στίς μέρες μας ξεσπούν παντού κακά. Κι’ άφού στόν καιρό τού Παύλου ο Κύριος ήταν πλησίον, άρα σέ μάς είναι πολύ πιό κοντά. Μή ξεχνούμε ότι ο χρόνος κυλα καί, χωρίς νά το καταλάβουμε θάρθη τό τέλος μας. Ποιός ήμπορεί νά μάς άποδείξη τό έναντίον; Κανένας.Άς συμμαζευθούμε λοιπόν, κι’ ας βάλουμε μέσα μας το φόβο

τού Θεού. Τό σπουδαίο είναι ότι ή Δευτέρα Παρουσία θά γίνη ξαφνικά, όταν εμείς θά είμεθα ξέγνοιαστοι καί δέν θά περιμένουμε τίποτε. Ο Χριστός το είπε: «Ώσπερ έν ταίς ήμέραις τού Νώε καί έν ταίς ήμέραις τού Λώτ, ούτως έσται καί έν τη συντελεια τού αίώνος τούτου (Ματθ. ηδ. 27). Καί ό Παύλος γράφει: «Όταν δέ λέγωσιν' Ειρήνη καί άσφάλεια, τότε αιφνίδιος αύτοίς έφίσταται ολεθρος καί ώσπερ ή ώδίν τη έν γαστρί έχούση». (Α' Θεσσαλ. ε 3). Πολλές φορές οί κυρίες οί Ιγκυες, τήν ώρα πού διασκεδάζουν ή φτιάνονται ή κάνουν περίπατο έξω χωρίς νά μαντέψουν τίποτε γιά τήν ένδιαφέρουσα κατάστασί τους, ξαφνικά, τις πιάνει ό κοιλόπονος. Καί ή συντέλεια έτσι ξαφνικά θάρθη. Άς είμεθα, λοιπόν, πάντα έτοιμοι όσο ζούμε έδώ, διότι «είς τον Άδην δέν ήμπορεί κανένας πιά νά έξομολογηθη» (Υαλμ. σ 6). Τώρα νά μετανοήσουμε γιά νά συγχωρεθούμε τήν φοβεράν ήμέραν της Κρίσεως πού κανένας μας δέν θά τήν ξεφύγη»

(Ίωάν. Χρυσοστόμου)

ΕΡΓΑΣΙΑΈπαρακάλεσαν κάποιοι αδελφοί τόν Θεοφιλέστατον Επίσκοπον Φιλόρωμον, όταν έκόντευε νά άποθάνη καί τού έζήτησαν νά τούς άφίση τις τελευταίες του συμβουλές.Ό δέ υπομονητικός έπίσκοπος τούς λέγει :«Έγώ, παιδιά μου, άπό τότε πού έβαπτίσθηκα έως τήν ώραν αύτήν, δέν έφαγα δωρεάν ψωμί άπό κανένα, άλλά άπό τά χέρια μου καί άπό τήν δουλειά μου καί άπό τόν κόπο μου. Όσα χρήματα μέ περισσεύανε, τά έδινα εις τούς λεπρούς. Έπερπάτησα ήμέρες καί χρόνους μέ τά πόδια μου κι’ έπηγα καί έπροσκύνησα στά Ιεροσόλυμα καί σέ άλλους Άγιους Τόπους. Καί άξιώθηκα νά κάμω φίλον μου τόν Μέγαν Βασίλειον καί νά άντιγράφω έως τήν ώραν αύτήν μέ τό χέρι μου χειρόγραφα καί νά ζήσω όγδόντα χρόνια κι’ ό νούς μου νά μή φύγη ούτε στιγμήν άπό τήν έννοιαν τού θεού

Ένας μοναχός είργάζετο μίαν ήμέραν, πού ήτανε εορτή Μεγαλομάρτυρας. Τόν είδε λοιπόν έτερος αδελφός καί τού έκαμε παρατήρησιν καί τού λέγει : «Επιτρέπεται τέτοιαν μεγάλην ημέρα νά δουλεύης;»Κι’ έκείνος άπεκρίθη καί τού λέγει* «Σάν σήμερα ό δούλος τού Θεού, ό Μάρτυρας, έβασανίζετο καί έτυρανείτο, κι’ έγώ δέν πρέπει νά κουρασθῶ όλίγον στήν δουλειάν;»

Ο ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΣ (Προσευχή)

Είμαι πεσμένος σέ μεγάλη αμαρτία καί νοιώθω ότι είμαι γεμάτος κρίματα. Μά ώστόσο δέ φτάνω σέ άπελπισμό, γιατί ξέρω ότι «όπου έπλεόνασεν ή άμαρτία έκεί ύπερεπερίσσευσεν ή χάρις». Όποιος δέν έλπίζει ότι οί άμαρτίες του παίρνουν συγχώρησι αυτός δέν δέχεται Θεόν μέ εύσπλαχνία. Βρίζει φοβερά τόν Κύριον όποιος δέν πιστεύει στο ίλεός του. Αύτός διώχνει άπό μέσα του τήν ίδέα της άγάπης τού Θεού, πού άπάνω σ’ αυτή κρατιέται ολη ή έλπίδα μου.Όταν δέν έχει έ άνθρωπος δρεξι γιά τήν άγάπη τού Χριστού, τότε τόν πιάνει σάν μιά τρελλαμάρα καί τόν κάμνει νά γογγύζη καί νά διερωτάται : «Δέν βαρυέσαιί Τί θά είπη άγάπη τού Χριστού; Καί τι ήμπορεί τάχα νά σού δώση;». Μά κι’ έγώ έχω νά άπαντήσω σ’ αυτόν μέ θάρρος έτσι: «Ξέρω καλά τό τί πιστεύω, Ξέρω ότι Εκείνος πού πιστεύω δέν είναι ψεύτης στίς ύποσχέσεις του, κι’ ό,τι, λέει τό κάνει. «Δύναται γάρ όσο καί βούλεται». Όσο πολλές κι’ άν είναι οί άμαρτίες μου, δέν έχω νά φοβηθώ τίποτε, γιατί πάει ό νούς μου στόν θάνατο τού Κυρίου καί σκέπτομαι ότι οί δικές μου άμαρτίες δέν ήμπορούν νά σταθούν παραπάνω άπό τόν Σταυρόν Εκείνου.Τά καρφιά καί ή λόγχη μού φωνάζουν ότι γίνομαι κι’ έγώ ένα μέ τόν Χριστόν, άν Τόν άγαπήσω. Ό Λογγίνος μέ τή λόγχη του έτρύπησε τό πλευρό τού Ίησού κι’ έγώ, άν είσέλθω έκεί μέσα θά ξεκουρασθώ ήσυχα. Όποιος φοβάται, ας άγαπήση·

διότι ή άγάπη διώχνει τόν φόβον. Κανένα φάρμακο δέν είναι τόσο δυνατό γιά νά σβήση τήν φωτιά της ακολασίας, ίσο ό θάνατος τού Σωτηρος.Ετέντωσε ό Χριστός τό σώμα Του έπάνω στό Σταυρό καί άπλωσε τά χέρια Του κι’ έτοιμάστηκε νάγκαλιάση τούς άμαρτωλούς πού τόν πλησιάζουν. Μέσα στήν άγκαλιά τού Σωτηρος μου καί νά ζώ θέλω καΙ νά πεθάνω λαχταρώ. Εκεί ήσυχα καί θαρρετά θά ψάλλω : «'Υψώσω Σε Κύριε, ότι ύπέλαβές με. καί ούκ’ εύφρανας τού έχθρούς μου έπ’ έμέ». Έγειρε τό κεφάλι του ο Σωτηρας όταν έπέθαινε σάν νά ήθελε νά γλυκοφιλήση εκείνους πού άγάπησει.

(Ίερού Αυγουστίνου)

ΘΑΝΑΤΟΣΣέ ένα Μοναστήρι ήταν ένας μοναχός, καλούμενος Μέρουλος, ο οποίος έζούσε μέ δάκρυα άφθονα, κάμνοντας συνάμα πολλά ψυχικά.Ή προσευχή δέν έλειπε ποτέ από τό στόμα του, έκτός μόνον ίταν έτρωγε και όταν έκοιμάτο.Μίαν νύχταν λοιπόν τού παρουσιάσθη δραμα και σάν νά είδεν ένα στεφάνι άπό κάτασπρα λουλούδια νά κατεβαίνη άπό τόν Ούρανόν και ήλθε καί έστάθη γύρω είς το κεφάλι του.Ύστερα άπό ολίγον καιρόν, ο μοναχός αυτός άρρώστησε ξαφνικά καί έπέθανε ξέγνοιαστος καί γαλήνιος κι’ έλαμπε τό πρόσωπόν του ώσάν ήλιος, άπό άγαλλίασιν πνευματικήν.Άφού έπέρασαν από τότε 14 χρόνια, ο ήγούμενος τού Μοναστηριού, πού έλέγετο Πέτρος, ήθέλησε νά κάμη τάφον γιά τόν εαυτόν του. Κι’ ένώ άνοίγανε τό μνήμα τού Μέρουλου, καθώς διηγούνται όσοι ήσαν έκεί, τέτοια εύωδία έβγηκεν άπό τά κόκκαλά του, ώσάν νά ήτανε μαζεμένα έκεί όλα τά μυρωδάτα λουλούδια καί οί άνθοί τού κόσμου.Από τούτο κατάλαβαν, ότι και τῷ όντι ήτανε άληθινόν το νυχτερινόν έκείνο όραμά του, όταν είχεν ίδή τό λουλουδένιο στεφάνι.

Έχουν νά είπούνε διά τόν Όσιον Δανιήλ τόν Στυλίτην, ότι τρεις ημέρες πριν άποθάνη, ακριβώς τά μεσάνυχτα, ήλθαν καί τόν συναντήσανε οί άπό αιώνες άγιοι, οί Προφήται, οί Απόστολοι, οί Μάρτυρες κι’ ολες οί Ουράνιες Δυνάμεις καί τόν ήσπάζοντο καί τόν έκαλοδέχοντο καί τού έλεγαν νά λειτουργήση. Πράγματι δέ, τόν είδαν νά κάμνη τήν Θείαν Μυσταγωγίαν καί έχοινώνησεν ό ίδιος τά Άχραντα Μυστήρια καί μετέδωκε καί είς έκείνους που ήτανε άξιοι.

Κι’ όταν πιά ό Όσιος έφθασε στις τελευταίες άναπνοές του καί έμαζεύθησαν πολλοί άπό μακρυνά καί κοντινά μέρη, έφέρανε κι’ ένα άνθρωπον δαιμονισμένον, ό όποιος έπροχώρησε κάτω άπό τόν Στύλον τού Οσίου καί άρχισε νά κράζη καί νά λέη καθαρά καθαρά μέ τά ονόματα τους. όλους τούς Άγιους καί τούς Αγγέλους πού κατεβαίνανε κοντά στόν Όσιον. Καί έπρόσθεσεν ακόμη στό τέλος, ότι στις εννέα ή ώρα πριν άπό τό μεσημέρι, ό Δανιήλ θά άνεβή στόν Κύριον καί τό ακάθαρτον πνεύμα πού κατοικούσε μέσα του άπό χρόνια, θά τό έδιωχνεν ό Θεός νά πάη στό εξώτερον.Καί ώ τού θαύματος ! Μόλις ήλθεν ή ώρισμένη ώρα, καθώς τά είπε καί τά δύο,έτσι καί έγιναν.

* * *Κάποτε έξεκίνησεν ό Άγιος Αντώνιος καί έπηγε νά συνάντηση τόν Παύλον τόν Θηβαίον, ό όποίος άπό δέκα χρονών παιδί ήτανε ό πρώτος άναχωρητής της ερήμου.Έφθασε λοιπόν έξω άπό ένα χαλασμένον Πύργον, όπου ήτανε τό έρημητήριον τού Παύλου, κι’ άρχισε νά κτυπά τήν πόρτα. Περνά μία ημέρα, περνά δεύτερη ούτε φωνή ούτε άκρόασις. Τήν τρίτην ήμέραν άνοιξεν ό Όσιος Παύλος καί μόλις είδε τόν Αντώνιον, άγκαλιασθήκανε καί φιληθήκανε. Κι’ άφού έψαλλαν όλην τήν ήμέραν προσευχές, κατά τό δειλινόν κατεβήκανε πιό κάτω, σέ μίαν βρυσούλαν καί έκάθησαν.Σέ λίγο, ήλθεν ένας κόρακας κι’ έφερε δύο ψωμιά, ένώ τις άλλες ήμέρες έφερνε μόνο ένα. Έτσι εγινεν ή φιλοξενία.

Ό Παύλος ήτανε πλέον 110 χρονών. Καί λέει στόν Άντώνιον. «Μια χάρι σου ζητώ. Νά πάης νά μού φέρης τό ένδυμα τό πολύτιμον τού Αθανασίου νά τό φορέσω, γιατί πλησιάζει τό μεγάλο μου ταξίδι».Ξεκινά λοιπόν, βιαστικός βιαστικός, ό Αντώνιος καί πηγαίνει στους αδελφούς τού Μοναστηριού καί πέρνει τό ένδυμα τού μακαρίου Αθανασίου, πού ήτανε πλεγμένο άπό ψαθί καί γυρίζει, πάλι βιαστικός, γιά νά προλάβη στήν ζωήν τόν Παύλον. Στόν δρόμον όπού έπέστρεφε, βλέπει σέ δψος 100 μέτρα, χορόν Αγγέλων καί κρατούσανε άνάμεσά τους μίαν ψυχήν λαμπερήν καί τήν ανεβάζανε μέ υμνωδίες στόν Ουρανόν.Συνεχίζει ό Αντώνιος τρεχάτος τόν δρόμον του, έρχεται μέσα στόν Πύργον καί βλέπει τόν Όσιον γονατιστόν καί μέ τά χέρια υψωμένα στόν Ούρανό. Φωνάζει «Παύλο, Παύλο»· ούτε νά μιλήση ούτε νά κινηθή. Ξαναφωνάζει, τίποτε. Πλησιάζει καί βλέπει ότι ήταν άποθαμμένος κι’ έκατάλαβεν ότι ήταν ή ψυχή του εκείνη πού ανέβαζαν μαζί τους οί Άγγελοι, καί ότι έπίτηδες τον έστειλε στό ένδυμα, γιά νά μήν ίδή τόν θάνατό του καί λυπηθή.Έκλαιγε, λοιπόν, ό Αντώνιος καί έσυλλογιζότανε στό μεταξύ, πώς νά θάψη τό σκήνωμα τού Οσίου, άφού δέν είχε έργαλεία. Όπου, λοιπόν, βλέπει κι’ έρχονται τήν στιγμήν εκείνην δύο λεονταράκια, τά όποια έπήγανε κοντά στόν Όσιον καί έκλαίγανε, γιατί ήτανε φίλοι του. Ύστερα άρχισαν μέ τά νύχια τους νά άνοίγουν ένα λάκκο καί μόλις τόν τελειώσανε, έσταμάτησαν. Τότε ό Αντώνιος έπιασε τό σώμα τού Όσίου, καθώς ήταν στετό κι’ ανάλαφρο, τού έφόρεσε τό ψάθινον ένδυμα, τό έβαλε μέσα στόν λάκκον καί παρατήρησε ότι στό φάρδος καί στό μάκροςήτανε ίσα ’ίσα μέ τό σκήνωμα. Μετά, παρεμέρισεν όλίγον καί είδε πάλιν τούς σκύμνους νά ρίχνουν τό χώμα μέσα εις τόν Τάφον μέ τά ποδάρια τους.

ΘΑΥΜΑΤΑΕις τό δρος της Νιτρίας ήταν ένας θαυμαστός άνθρωπος, καλούμενος Βενιαμίν, όστις έζησε μίαν ζωήν ένάρετον επί 80

χρόνια. Καί μέ τό νά φθάση είς τό άκρον της άσκήσεως καί της αγιοσύνης, ήξιώθη άπό τόν Θεόν νά λάβη χάρισμα ιαμάτων. Τόσον, ώστε είς όποιονδήποτε ήθελεν επιθέσει τάς χείρας του, ή ήθελεν άλείψει αυτόν μέ εύλογημένον ελαιον, έθεραπεύετο ούτος άπό κάθε άρρώστειαν.Ο Βενιαμίν λοιπόν αυτός, όκτώ μήνες πριν άποθάνη, έπαθεν άπό ύδρωπικίαν. Καί τόσον πολύ έξωγκώθη άπό την άσθένειαν ολον αύτού τό σώμα, ώστε τό μικρόν δακτυλάκι του δέν ήμπορούσες νά τό άγκαλιάσης μέ τίς δυό σου παλάμες.Όθεν ημείς, μή δυνάμενοι νά τόν βλέπωμεν μέσα είς ένα τέτοιον πάθος, έστρέφαμεν άλλού τά μάτια μας.Τότε λέγει είς όλους τούς άδελφούς ό μακάριος Βενιαμίν : «Τέκνα μου, προσευχηθήτε νά μή πάθη ύδρωπικίαν ή ψυχή μου. Διότι τό σώμα μου, ούτε μέ ώφέλησεν είς τίποτε όταν εύρίσκετο είς τήν υγείαν του, άλλ’ ούτε τώρα πού έχει τήν άρρώστεια μέ έβλαψε καθόλου».Παρόλον δέ όπού ό Βενιαμίν εύρίσκετο είς τοσούτον πάθος, ώστε νά μήν ήμπορη μήτε έπί της κλίνης αύτού καν νά έξαπλωθη, ώστόσον έξακολουθούσε καί έθεράπευεν όλους τούς άλλους άπό όποιονδήποτε νόσημα καί άν ύπέφεραν.Τέλος, όταν άπέθανε καί ήλθεν ή στιγμή της εκφοράς του, ή θύρα τού κελλίου του έφάρδυνε μόνη της τόσον, ώστε έχώρεσε καί έβγαλαν έξω τό σώμα τού άοίδιμου Βενιαμίν.

* * *Είς τήν Εκκλησίαν της πόλεως Αγκώνων, ήταν ένας Επίσκοπος, ονομαζόμενος Μαρκελλίνος, πολύ εύλαβής. Αύτός έπαθεν άπό τήν άρρώστειαν της ποδαλγίας, τόσον δέ πολύ ύπέφερεν, ώστε δέν ήμπορούσε διόλου νά περπατήση καί όπου ήταν άνάγκη νά πάη τόν μετεκόμιζαν μέ φορείον.Κάποτε λοιπόν έτυχεν άπό άμέλειαν ένός άνθρώπου νά άρπάξη φωτιάν ή πόλις Αγκώνων.Ενώ δέ ή φωτιά άπλώνετο ολοένα είς τήν πόλιν καί τήν κατέκαιε

χωρίς νά ύπάρχη κανένας πού νά σκεφθή πώς ήμπορούσαν νά τήν σβύσουν, κι’ ένώ έκινδύνευε σχεδόν όλη ή πόλις νά άφανισθή, τότε ό έπίσκοπος Μαρκελλίνος, ξαπλωμένος μέσα στό φορείον, έλυπείτο πάρα πολύ διά τήν καταστροφήν πού έπάθαινεν ή πόλις. Όθεν έπρόσταξε καί τόν μετέφεραν είς τό μέρος έκείνο άκριβώς, όπου έφερνεν ό άνεμος τήν φωτιάν.Μόλις έγινε αυτό, τότε συνέβη έμπρός είς τά μάτια ίλων τούτο τό θαύμα, ήγουν άρχισεν άμέσως ή φωτιά νά συμμαζεύεται καί νά όπισθοχωρή, ώσάν νά έσεβάσθη τόν Επίσκοπον, έτσι όπού ή φλόγα εκείνη ώσάν νά ώ μίλησε καί είπεν : «δέν ή μπορώ πλέον νά προσπεράσω». Καί έτσι έσταμάτησεν ή πυρκαίά καί ύπεχώρησε καί ίσβυσεν όλότελα.

ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΕυχάριστουμεν Σε, Πατέρα μας! Εύχαριστούμεν Σε, διότι μας έστειλες τό Παιδί Σου τόν γλυκύτατον Ίησούν, ο όποιος έδρόσισε τίς ψυχές μας μέ τό Ναμα της Ουρανίας Αμπέλου Σου.Άς έχης αιωνίαν δόξαν 1Εύχαριστούμεν Σε ακόμα διότι μας έχάρισες, μέ τήν Θυσία τού Χριστού Σου, τόν άρτον της ζωής καί της γνώσεως.Άς είναι τίνομά Σου αιώνια δοξασμένον.Καθώς, πρίν γίνη ή προσφορά, τό σιτάρι ήταν σπαρμένο στούς κάμπους καί στά βουνά κι’ έμαζεύθη κι’ έγινε ένα, έτσι άς ενωθούν καί οί σκορπισμένες ψυχές τών Χριστιανών μέσα στήν Εκκλησία Σου,ΤΩ, Καλέ μας Πατέρα! Έσύ μόνον μέ τόν Χριστό σου δίνεις την δύναμι στούς αιώνες!Κι’ άς μή τολμήση νά φάγη καί νά πιή άπό τήν τράπεζα της Θείκής χαράς κανείς άλλος, εκτός άπό τούς βαπτισμένους στό Άληθινόν Πνεύμα τής Αγίας Κολυμβήθρας.Τρομερή είναι ή διαταγή τού Κυρίου!«Μή δώτε τό άγιον τοίς κυσί».

(Άπό τήν διδαχήν τών Αποστόλων)

ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ«Κάποτε ό Ιώβ έ'λεγε γιά τούς υπηρέτες του, επειδή τούς άγαπούσε πάρα πολύ, ότι έπιθυμούσε νά τούς χώση μέσα στά κρέατα του κι’ εκείνοι πάλι, δείχνοντας τήν ίδιαν άγάπη στόν Κύριό τους, έλεγαν : «τις άν δώη ήμίν τών σαρκών αύτού έμπλησθήναι!».Μιάν τέτοιαν άμοιβαίαν άγάπην καί άπόλαυσιν έπραγματοποίησεν ό Χριστός γιά μάς τούς πιστούς του μέ τήν Μετάληφιν της θείκής Σαρκός του. ‘Έτσι μας έδωσε τρόπο όχι μόνο νά τόν ίδούμε, όσοι τόν επιθυμούμε, άλλά καί νά τόν αγγίξουμε καί νά τόν φάμε, νά σμίξουμε, νά γίνουμε ένα μαζί Του, νά Τόν χορτάσουμε.Σάν λεοντάρια πού φυσούν φωτιά, έτσι άναχωρούμεν άπό τό θυσιαστήριο, φοβεροί άπέναντι στόν Διάβολο, νοιώθοντας τόν Αρχηγό μας καί τήν άγάπη πού έδειξε γιά μάς.Πολλές φορές οί γονείς δίνουν τά παιδιά τους νά τά άναθρέψουν άλλοι· έγώ όμως ο Χριστός, δέν τό κάμνω αυτό, άλλά τά άνατρέφω μέ τά κρέατά μου. Τόν εαυτό μου σας προσφέρω, θέλοντας όλοι νά είσθε ευγενικοί, δίδοντάς σας άλάθευτες ελπίδες γιά τό μέλλον. Αφού έδώ σάς δίνω τόν εαυτόν μου, πολύ περισσότερο καί στό μέλλον. Ήθέλησα νά γίνω άδελφός ίδικός σαςανταμώθηκα μέ σάρκα καί αίμα γιά σάς· καί πάλι τή σάρκα καί τό αίμα πού πήρα σάς τά δίνω πίσω.Αύτό τό Αίμα. μάς κάμνει ζωντανές εικόνες τού Χριστού. Αύτό φέρνει τέλειαν ομορφιά. Αύτό δέν άφίνει νά μαραθη ή ευγένεια τής ψυχής, μά τήν ποτίζει καί τήν τρέφει παντοτινά.—Τό αίμα πού πέρνουμε άπό τις τροφές, δέν τό πέρνουμε αμέσως, άλλά ύστερα άπό τήν πέψιν, ενώ τό αίμα τού Χριστού άμέσως ποτίζει καί δυναμώνει τήν ψυχή.—Τούτο τό αίμα διώχνει μακρυά τούς δαιμόνους καί φέρνει κοντά μας τούς Αγγέλους καί τόν Δεσπότην τών Αγγέλων.—Αληθινά, όπου ίδούν τό αίμα τού Κυρίου, οί δαίμονες φεύγουν καί μαζεύονται οί Άγγελοι.—■Τούτο τό αίμα χύθηκε κι’ έξέπλυνε τήν οικουμένην. Τό αίμα

αυτό καθηγίασε τό χρυσόν Θυσιαστήριον. Χωρίς αυτό δέν έτολμούσε ό Άρχίερεύς νά μπη μέσα στά Άδυτα. Αύτό τό αίμα έχειροτόνησεν Ιερείς, αυτό έκαθάρισεν αμαρτίες· αυτό είναι ή σωτηρία της ψυχής μας. Μ’ αυτό λούεται ή ψυχή, μ’ αυτό στολίζεται, μ’ αυτό θερμαίνεται' αυτό κάμνει τόν νού μας πιό λαμπρό κι’ άπ’ τό φως, τήν καρδιά μας πιό άστραφτερή κι’ άπ’ τό χρυσάφι. Τό αίμα αυτό χύθηκε κι’ έκαμε τόν Ούρανόν Πατητών. Φρικτό είναι, άλήθεια, τό Θυσιαστήριον 1!!Άπό τόν Παράδεισον άνέβαινε πηγή πού σχημάτιζε ποταμούς ύδάτινους, μά άπ’ τό Θυσιαστήριον βγαίνει πηγή πού άναβλύζει ποταμούς πνευματικούς. Κοντά στήν πηγή αύτή είναι φυτευμένες ίχιέτιές άκαρπες, όπως στήν Έδέμ, άλλά δένδρα πού φθάνουν ώς τόν Ούρανόν, μέ καρπούς ώριμους κι’ άμάραντους. Όποιος καψώνει, ας έρχεται στήν δροσιά της, νά σβύνη τή φλόγα του. Μόνο αύτή σβήνει τά πυρωμένα βέλη τού διαβόλου. Αύτή είναι πηγή φωτός, αύτή χύνει άχτίδες άλήθειας. Αύτό τό αίμα προτυπώθηκε στά θυσιαστήρια, μέ τις σφαγές τών δικαίων. Μέ αυτό άγόρασε κι’ έστόλισεν ό Χριστός τήν Εκκλησίαν. Χαρά σέ κείνον πού μεταλαμβάνει άξια' άλλοίμονον σέ κείνον πού κοινωνεί ανάξια. Άκου τί λέει ό Παύλος :«Άθετήσας τις τόν Νόμον Μωυσέως, χωρίς οίκτιρμών έπί δυσίν ή τρισί μάρτυσιν άποθνήσκει' πόσψ δοκείτε, χείρονος άξιωθήσεται τιμωρίας ό τόν Τίόν τού Θεού καταπατήσας καί τό αίμα της Διαθήκης κοινόν ήγησάμενος, έν ώ ήγιάσθης;».Η Θεία Κοινωνία σώζει άπ’ τά κτηνώδη πάθη πού κατατυραννούν τήν άνθρώπινη ζωή.

(Ίωάν. Χρυσοστόμου)

ΘΕΟΔΙΚΙΑ'Υπήρχε κάποτε ένα μοναστήρι κτισμένον κοντά σέ ένα ποτάμι καί είχε πολλούς μοναχούς.Έτυχε δέ κάποτε ένας άπό τούς αδελφούς νά άμαρτήση· όθεν ό

ηγούμενος έκαμε συμβούλιον καί έβγαλαν άπόφασιν νάτόν κλείσουνε τόν άδελφόν αυτόν σέ περιορισμόν επί ένα μήνα, διά έπιτίμιον.Τόν έκλεισαν λοιπόν μέσα σέ ένα έσωτερικόν θόλον, όλο σκέτεινον καί πότε τόν έννοιάζοντο, πότε δέν τόν έννοιάζοντο.Στό μεταξύ ό άδελφός μέσα σ’ εκείνον τό θολάρι μετενόησε καί άφωσίωσε τήν ψυχήν του στόν Θεόν καί έπροσευχότανε.Σάν περάσανε κάμποσες ήμέρες, ο καιρός άρχισε νά χαλα.Μαύρα σύννεφα άρχισαν νά ζώνουν τόν ούρανόν καί δέν άργησε νά ξεσπάση άγρια καταιγίδα καί νεροποντή. Ημέρες καί νύχτες άστραφτε κι’ έβροντούσε καί ή βροχή έπεφτε σάν καταρράχτης. Τό δέ ποτάμι έφούσκωνε τόσο πολύ, ώστε έκινδύνευε καί τό μοναστήρι όλόκληρο νά τό ξεριζώση καί νά τό παρασύρη.Απάνω στόν φρικτόν αυτόν κίνδυνον, μαζεύονται όλοι μαζί οί μοναχοί κι’ ό ήγούμενος, είς τίς άκρες του ποτάμιου καθώς κατέβαινε μουγκρίζοντας, γονατίζουν καί, μέ δάκρυα στά μάτια, παρακαλούν τόν Θεόν νά τούς λυπηθη καί νά σταματήση τόν κατακλυσμόν.Τότε έρχεται μια μυστική φωνή τού Θεού σέ ένα μοναχό καί τού λέει : «Έάν δέν βγάλετε τόν άδελφόν άπό τό θολάρι καί δέν τόν φέρετε τόν ίδιον έδώ νά προσευχηθή, δέν θά παύση ή θύελλα».Είπε συνέχεια ό μοναχός τόν μυσηκόν αυτόν λόγον τού Θεού στούς συναγμένους άδελφούς καί τό καλοσκεφθήκανε καί πήγανε καί βγάλανε τόν άδελφόν άπό τό θολάρι καί τόν έφέρανε έκεί νά προσευχηθή. Καί μόλις ό άδελφός άρχισε νά προσεύχεται, άμέσως, ώ, της φιλανθρωπίας σου Κύριε καί της άγαθότητός Σου, έπαυσε ή τρικυμία έκείνη, έβγηκεν ό ήλιος, καί ύπεχώρησαν τά όρμήματα τού ποταμού.

Ο ΘΥΜΟΣΕίπεν ό άββας Ισίδωρος : «έπηγα κάποτε είς τήν άγοράν διά νά πωλήσω μερικά κανατάκια. Λοιπόν, μόλις έφθασα έπί τόπου καί είδα τήν όργήν εκείνην καί τήν άντάρα τού κόσμου νά

μέ πλησιάζη, άκούμπησα έκεί χάμω τα κανάτια καί έφυγα».* * *

Μίαν φοράν κάποιοι αίρετικοί άρειανοί ήλθαν πρδς τον Άββαν Σισώην καί άρχισαν νά κατηγορούν τούς ορθοδόξους. Ό γέρων Σισώης δέν τούς άποκρίθηκε καθόλου, άλλά έφώναξε τον μαθητήν του τον Αβραάμ καί τού λέγει :—«Πάρε το βιβλίον τού Μεγάλου Αθανασίου καί άνάγνωσε από έδώ έως έκεί».Ο Αβραάμ άρχισε νά άναγινώσκη το κατά αιρέσεων κεφάλαιον τού βιβλίου τούτου. Οί δέ έπισκέπται ήκουαν μέ κλειστον το στόμα. Καί, άφού άνεγνώσθη το χωρίον το σχετικόν μέ τήν αίρεσιν αύτών, ο άββας άπέλυσεν αύτούς μέ ήσυχίαν καί έφυγαν.

* * *Ενας άδελφδς συνέβη νά άρπαχθή από όργήν έναντίον άλλου. Λοιπόν, διά μίαν στιγμήν έστάθη καί άρχισε νά προσεύχεται καί νά παρακαλή τον Θεόν νά τού δώση ύπομονήν καί μακροθυμίαν απέναντι στον άλλον άδελφόν, ώστε νά πατήση τον πειρασμόν καί νά μή ζημιώση τήν ψυχήν του. Καί παρευθύς βλέπει καί έβγηκε από το στόμα του ένας καπνδς άχνισμένος.

* * *Ο Μακάριος Ζωσιμας συνήντησε κάποτε τον ήγούμενον της Πεδιάδος Σέργιον καί τον παρεκάλεσε νά τού έξηγήση το ρητον έκείνο τού Παροιμιαστού όπου λέγει: «έν πολλοίς ξύλοις θάλλει πύρ»· καί ο άββας Σέργιος άπεκρίθη : «Καθώς τά ξύλα είναι ή αιτία καί το ύλικόν της φωτιάς καί όταν παύσης νά θέτης άλλα ξύλα οπωσδήποτε σβήνεται ή φωτιά, έτσι καί είς τά πάθη ύπάεχουσιν αιτίες, οί όποίεί άμα κοπούν, τότε παύουν καί τά πάθη. Παραδείγματος χάριν, τά αίτια της όργης είναι το νά έχης δούναι καί λαβείν καί το νά θέλης νά κάμης το ίδικόν σου θέλημα καί το νά σού άρέση νά δασκαλεύης καί νά έπιδείχνεσαι είς τούς ανθρώπους, καί το νά νομίζης πώς είσαι μυαλωμένος».

Είπεν ο άββας Άμμωνάς: «διά νά μού δώση ο Θεός χάριν καί νά μέ άξιώση νά νικήσω τήν οργήν, έπηγα καί έκλείσθηκα μέσα σέ μίαν σπηλιάν καί έπροσευχόμουνα ήμέραν καί νύχταν έπί δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια».

I Σ X Υ ΣΌταν ό άγιος Παχώμιος έσχόλασε, παρουσιάσθηκεν ο έξωαποδώ καί ήλθε κοντά του καί τού λέει :«Έγώ είμαι ό Χριστός καί ήλθα σέ σένα τόν φίλον μου».Ό Άγιος, έσκέπτετο μόνος του καί έλεγεν: «ή παρουσία τού Χριστού γίνεται μέ πασαν χαράν καί χωρίς φόβον, ενώ έγώ τώρα δά νοιώθω καί είμαι γεμάτος σκέψιν καί ταραχήν».Έπηρε, λοιπόν, θάρρος έκείνην τήν στιγμήν καί αμέσως σηκώνεται κι’ απλώνει κατά πάνω στόν δαίμονα, διά νά τόν πιάση άπό τόν λαιμόν. Κι’ έφύσηξεν ο Άγιος καί είπε : «Φύγε άπό κοντά μου, Διάβολε. Καταραμένη νά είναι ή δψις σου καί οί πονηριές σου». Κι’ άμέσως ο διάβολος έίγινε ώσάν διαλυμένος καπνός, κι’ έγέμισεν ο τόπος εκείνος άπό βρώμα καί δυσωδίαν.

ΚΑΘΑΡΣΙΣΕίς τά μέρη τής Ανατολής ήταν ενας ίερεύς, ο όποιος έποίμαινε μέ φόβον Θεού τό ποίμνιον τής Εκκλησίας του. Ο ίδιος αυτός ίερεύς, σάν πέρασαν κάμποσα χρόνια άπό τότε πού έχειροτονήθη, άποτραβήχτηκεν άπό τήν παπαδιάν του καί τήν είχε ώσάν άδελφήν του. Τήν άγαπούσεν όπως πρώτα, άλλά καί τήν έφοβότανε καί δέν τήν άφινε πλέον νά τόν άγγίξη καθόλου καί της είχε βγάλει άπό τό μυαλό της ένα τέτοιο πονηρό πράγμα.Τό έχουνε, βλέπεις, καί τούτο τό χάρισμα οί άγιοι άνθρωποι, όχι μόνον νά κρατούν σέ άπόστασιν κάθε τι τό άταίριαστο, άλλά καί τό ταίρι τους άκόμη νά ήμπορούν νά τό άποκόβουν.Έτσι καί ο εύλογημένος αυτός παπας, διά νά μή τυχόν καί άμαρτήση, μέ τό νά συγκολληθή κοντά του, δέν έδέχετο ούτε στό παραμικρό νά τόν ύπηρετήση έκείνη.

Λοιπόν, άφού έπέρασαν τά χρόνια του κι’ έφθασε στά βαθειά γηράματα τής ζωής του, έξαφνα τόν έπιασε μίαν ήμέραν πυρετός μεγάλος, σαράντα χρόνια υστέρα άπό τήν χειροτονίαν του: καί έκόντευε πλέον, στά τελευταία του, νά άποθάνη.Σάν είδεν ή πρεσβυτέρα ότι όλα τά μέλη τού παπα είχαν νεκρωθή καί μόνον τό ξεψύχημα πλέον άπέμεινεν, έβαλε τό αυτί της στά ρουθούνια του, κι’ έλόγιαζε νά καταλάβη άν άκόμη υπήρχε μέσα του κάποια πνοή ζωτική.Ωστόσο, εκείνος τό άντελήφθηκε τούτο τό κίνημα κι’ άς τού έμενε μία λεπτή πνοή στήν ζωή του’ καί, άνασαίνοντας, μέ τήν δύναμιν τού Αγίου Πνεύματος, έμπόρεσε νά βγάλη άπό τό στόμα του μερικές λέξεις καί είπε: «Φύγε άπό κοντά μου, γυναίκα, γιατί ή φωτιά άκόμη δέν έσβησε. Σήκωτο τό άχυρο».Μόλις εκείνη ύπεχώρησεν, έδυνάμωσε τό κορμί τού παπα καί άρχισε μέ μεγάλην χαράν καί ευφροσύνην νά λέγη : «Καλώς έρχονται, οί κύριοί μου, καλώς ώρίσατε, οί κύριοί μου. Πώς ήταν αυτό νά έλθετε στόν άνάξιον δούλον σας; Ερχομαι, έρχομαι. Εύχαριστώ σας, εύχαριστώ σας».Όσοι γνωστοί του έτυχε νά εύρίσκωνται έκεί, άφού τόν ήκουαν νά λέγη όλοένα τά ίδια λόγια, τόν έρώτησαν και τού λένε : «Τί έχεις, Δέσποτα;»Κι’ εκείνος τούς άποκρίθηκε μέ μίαν θαυμασίαν έκφρασιν : «Δέν βλέπετε τούς Θείους Αποστόλους οπού ήλθαν έδώ;Ίδέστε τόν Πέτρον, ίδέστε τόν Παύλον, τούς πρώτους Αποστόλους !».Μετά έστράφηκε πάλιν είς τό δραμα πού έβλεπε καί λέγει : «Έδώ είμαι, έρχομαι’ έδώ είμαι, έρχομαι......»Καί μέ αύτά τά λόγια, παρέδωκε τήν άγίαν ψυχήν του.Τούς είδε, στάλήθεια, τούς Αποστόλους καί τούς άκολούθησέν είς τόν Ουρανόν.

ΚΑΤΑΛΑΛΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΚΡΙΣΙΣτΗλθαν κάποτε μερικοί αιρετικοί πρός τόν άββαν Ποιμένα καί ήρχισαν νά καταλαλούν έναντίαν τού Αρχιεπισκόπου Αλεξάνδρειάς, ότι έχειροτονήθη άπό πρεσβυτέρους.Ο Ποιμήν τότε, έφώναξεν ιδιαιτέρως τόν άδελφόν ό όποιος ήτο μαζί του καί τού λέγει. «Στρώσε τό τραπέζι, βάλε είς αυτούς νά φάγουν καί στείλε τους νά φύγουν μέ ήσυχίαν».

* * *Ή ρώτησαν Γέροντα, τί διαφέρει ή καταλαλιά άπό τήν κατάκρισιν; καί ό Γέρων άπεκρίθη : «Ή καταλαλιά λέγεται είς τά ιδιώματα της ψυχής, καθώς όταν λέγης· έ δείνα είναι καλός,άλλά πεισματάρης ή άδιάκριτος. *Η δέ κατάκρισις λέγεται είς τάς πράξεις όπως παραδείγματος χάριν όταν λέγης: έκείνος έκαμεν άπα» την ή αρπαγήν. Καί βέβαια, έννοείται, ότι ή κατάκρισις είναι χειρότερη άπό τήν καταλαλιάν».

* * *Είπε Γέρων: Εάν καταλαλήσης τού άδελφού σου καί σέ τύπτει ή συνείδησίς σου, πήγαινε βάλε μετάνοιαν είς αυτόν καί είπέ του: «Σέ κατηγόρησα». Καί φυλάξου είς τό έξής νά μή ξαναγελαστής διότι ή καταλαλιά είναι θάνατος της ψυχής.

* * *Εάν καταλαλήση άδελφός άδελφόν έμπροσθέν σου, πρόσεξε μήν παρασυρθης καί είπης, ναί, έτσι είναι’ άλλά ή σώπασε, ή πέςτου: «Εγώ, άδελφέ, είμαι κολασμένος καί δέν ή μπορώ νά κρίνω άλλον». Κι’ έτσι θά σωθήτε καί σύ καί έκείνος.

* * *Άς άποφύγωμεν, άδελφοί, τόν ψιθυρισμόν, διά νά μή στερήση ήμας τού Παραδείσου καί μας ρίξη μέσα είς τήν γέενναν τού πυρός. Διότι ό δφις ψιθυρίσας, έδιωξε τήν Εύαν άπό τόν Παράδεισον.

* * *Δέν ύπάρχει ποτέ καταλαλιά ή όποία νά γίνεται άπό εύθύτητα

καρδίας. Διότι δέν είναι άνάγκη νά κρημνΕσης τό ίδικόν σου σπίτι διά νά κτίσης τού άλλου.

* * *Είπε Γέρων: «Καθώς έκείνος πού δέχεται μέσα είς τόν κόλπον του φωτιάν, καίεται άπό αύτήν, έτσι καί όποιος δέχεται τάς συναναστροφάς τών πολλών, δέν θά άποφύγη τήν καταλαλιάν.

* * *Είπεν ό Άββας ‘Υπερέχιος: «Προτίμησε νά φάγης κρέας καί νά πιης κρασί, καί ίχι νά φάγης τάς σάρκας τού άδελφού σου μέ τήν καταλαλιάν».

* * *Ό άββας Άμμωνας κάποτε έπηγεν είς μίαν μονήν, όπου κατοικούσεν ένας άδελφός, όστις είχε κακήν φήμην. Έτυχε δέ τότε νά εύρίσκεται μέσα είς τό κελλίον τού άδελφού αύτού καί ή γυναίκα μέ τήν όποίαν είχε τό πάθος.Άφού έν τψ μεταξύ έμαθαν όλοι έκεί γύρω ότι ήλθε πλησίον των ό έπίσκοπος Άμμωνας, προσηλθον καί τόν παρεκάλεσαν νά ύπάγη μαζί των είς τό κελλίον τού κακοφημισμένου καί έμπροστά είς όλους νά τόν έλέγξη καί νά τόν διώξουν.Άλλά ό άδελφός έκείνος τό έμαθεν έγκαίρως καί έπρόλαβε καί έκρυψε τήν γυναίκα μέσα σέ ένα μεγάλο πιθάρι καί τούτο τό έστοχάσθη ό άββας Άμμωνας.Μόλις λοιπόν έμβήκαν όλοι μέσα είς τό κελλίον, ό Άββας Άμμωνάς έκάθησεν έπάνω είς τό πιθάρι καί κατόπιν τούς λέγει: «Ψάξετε είς ολον τό κελλί».Άφού έψαξαν παντού, δέν εύρέθη ή γυναίκα.Τότε λέγει ό Άββας Άμμωνας: «Ό θεός νά σας συγχωρήση». Καί μετά έδωσε τις εύχές του είς όλους καί τούς έκαμε καί έφυγαν μέ τήν σειράν τους ένας ένας.Είς τό τέλος έπιασε καί τόν άδελφόν άπό τό χέρι καί τού είπε: «άδελφέ, πρόσεχε τόν έαυτόν σου».Καί άνεχώρησεν.

KATAPAΕίς τά μέρη της Νουρσίας έσυγκατοικούσαν, εις ένα άσκητήριον, δύο μοναχοί, οί όποιοι έζούσαν μέ σεμνότητα καί ώνομάζοντο ό μέν Φλωρέντιος, ό δέ Εύτύχιος.Ο Εύτύχιος είχε πνευματικόν ζήλον καί έσωζε πολλές ψυχές μέ τάς καλάς συμβουλάς του. Άργότερον δέ έκτισεν έκεί πλησίον ίδικόν του ξεχωριστών μοναστήριον, όπου έγκατεβίωσε μαζί μέ τέσσερεις μοναχούς καί ώδήγησεν εις τήν άρετήν πολλές άλλες ψυχές. Τόσην δέ άγιωσύνην είχεν, ώστε καί αυτό τό ένδυμά του πολλάς θεραπείας έπετέλεσε καί ύδωρ έκ τού ούρανού εν καιρῷ ξηρασίας κατεβίβασε.Ο δέ Φλωρέντιος έξακολουθούσε νά άσκητεύη, μόνος του πλέον, είς τό πρώτον άσκητήριον καί παρακαλούσε τόν Θεόν νά τόν βοηθήση. Μίαν ήμέραν λοιπόν, άφού είχε τελειώσει τήν προσευχήν του, είδεν είς τήν θύραν τού κελλίου του μίαν αρκούδαν ή οποία είχε τό κεφάλι στήν γην καί ήταν σταλμένη άπό τόν Θεόν διά νά ύπηρετήση τόν Φλωρέντιον. Ο Φλωρέντιος μόλις είδε τό ζώον, ηύχαρίστησε τόν Θεόν, καί ακολούθως παρέδωσε τά τέσσερα πρόβατά του είς τήν άρκούδα καί τήν παρεκάλεσε καί της λέγει: «Πήγαινε τα νά τά βοσκήσης, επειδή δέν έχω τσοπάνη καί κατά τις έξη ή ώρα νά γυρίσης». Η άρκούδα έβοσκε τά πρόβατα κάθε ημέρα σύμφωνα άκριβώς μέ τό πρόγραμμα πού έλαβε. Καί αυτό τό παράξενο θαύμα διεδόθη παντού.Όταν τό έμαθαν οί τέσσερεις μαθηταί τού Εύτυχίου, έφθόνησαν διατί ο Εύτύχιος, ό ήγούμενός των, δέν ήμπορούσε νά κάμνη θαύματα.Ο Φλωρέντιος έν τώ μεταξύ μίαν εσπέραν, επειδή είδεν ότι είχεν άργήσει ή άρκούδα νά έπιστρέψη μέ τά πρόβατα, έβγήκε νά τήν εδρη, διότι τήν άγαπούσε πολύ καί τήν ώνόμαζεν «αδελφόν». Άφού δέ έρεύνησεν ολην τήν νύκτα, τήν εύρήκε, κατά τις πρωινές πλέον ώρες, σκοτωμένην καί άρχισε νά κλαίη. Περισσότερον, όμως, έκλαιε διά τούς τέσσερεις εκείνους μαθητάς τού Εύτυχίου, άμα έμαθε πώς αύτοί ήσαν οί φονιάδες.

Ο δέ σεβάσμιος Ευτύχιος, μόλις έπληροφορήθη το λυπηρών τούτο, ήλθε πρός τόν Φλωρέντιον διά νά τον παρηγορήση. Καί ό δούλος τού Θεού Φλωρέντιος, αναστέναξε καί είπε: «Ελπίζω είς τόν Παντοδύναμον Θεόν, ότι αύτοί πού έσκότωσαν τήν άρκούδα μου χωρίς νά τούς πειράξη σέ τίποτε, θά τιμωρηθούν είς τήν ζωήν αύτήν διά τήν κακίαν τους».Τήν ιδίαν στιγμήν έπεσε πράγματι ή έκδίκησις τού Θεού, οί δέ τέσσερεις φονιάδες μοναχοί, έγέμισαν άπό λέπραν καί στο τέλος άπέθαναν μέ σάπια σώματα. Ύστερα όμως άπ’ αυτό ό άνθρωπος τού Θεού, ο Φλωρέντιος, έφοβήθη, έπειδή τούς κατηράσθη, καί ώνόμαζε τον έαυτόν του φονιαν καί έθρηνούσε σέ ολην του τήν ζωήν καί έπαρακαλούσε τον Θεόν νά τόν συγχωρέση.Αύτό τό έκαμεν ό Θεός διά νά μή τολμήση ό άκακος αυτός άνθρωπος, ό Φλωρέντιος, άπάνω είς τόν πόνον του, νά ξαναβγάλη άπό τό στόμα του τό βόλι της κατάρας εναντίον κανενός.

ΚΛΟΠΗΈνας γαλακτοπώλης, ό όποιος ένόθευε τό γάλα πού έπωλούσε, μέ άλλο τόσο νερό, είς τά τέλη της ζωής του άπεφάσισε νά πάη είς τούς Αγίους Τόπους, διά νά γίνη Χατζής.Κατά τό ταξίδι όμως, ένώ έκοιμάτο είς τό κατάστρωμα τού πλοίου, ένας πίθηκος τού άφήρεσε σιγά σιγά τό «πουγγί», όπου έφύλαγε τά χρήματά του! Όταν έξύπνησε είδεν επάνω στό κατάρτι τόν πίθηκον, ό όποιος μέ τό ένα χέρι έκρατούσε τό «πουγγί» ανοικτό, καί μέ τό άλλο τού έκαμνε νόημα νά έτοιμασθή γιά νά τού ρίξη χρήματα...Πράγματι ό γαλακτοπώλης άπλωσε φαρδειά πλατειά ένα σεντόνι άκριβώς κάτω άπό τό «πουγγί» κι’ έπερίμενε...Τότε ό πίθηκος ήρχισε νά ρίχνη ένα νόμισμα στό σεντόνι κι’ ένα στή θάλασσα.Ό γαλακτοπώλης αμέσως γεμάτος ταραχή είπε στόν πίθηκο: «Γιατί ρίχνεις τά μισά χρήματα στό νερό της θάλασσας;».Καί ό πίθηκος άπήντησε: «Αύτό είναι τό δίκαιο. Μισά άνήκουν

σέ σένα, γιά το γάλα πού έπώλησες καί μισά στο νερό, μέ το όποιον τό ένόθευσες!!!»

ΠΩΣ ΚΑΘΙΕΡΩΘΗΣΑΝ ΤΑ ΚΟΛΛΥΒΑΌταν ό Ιουλιανός ό Παραβάτης έκράτησε τά σκήπτρα τής βυζαντινής βασιλείας καί άπεστάτησεν άπό τήν πίστιν τού Χριστού είς τήν ειδωλολατρίαν, ευθύς έγείρεται μέγιστος διωγμός εναντίον τών χριστιανών, καί είς τά φανερά καί είς τά κρυπτά. Καί άφ’ ένός μέν ό δυσσεβής ούτος τύραννος ύπέβαλλεν άναφανδόν τούς χριστιανούς εις απάνθρωπα καί ώμά βασανιστήρια, άφ’ ετέρου δέ, άπό αισχύνην συνάμα καί άπό δολιότητα κινούμενος, έσκέφθη νά μιάνη τούς πιστούς μέ άπατηλόν τρόπον, ό ανόσιος.Όθεν, κατά τήν πρώτην εβδομάδα τών Αγίων τούτων Νηστειών, ήρχισε νά τηρή καθώς καί οί Χριστιανοί, ολην τήν νηστείαν καί τόν άγνισμόν, καί νά υποκρίνεται ότι, τάχα, παραδέχεται τόν Θεόν. Εξ άλλου, όμως, διέταξε τόν Έπαρχον της Πόλεως νά άπαγάγη όλα τά συνήθη νηστήσιμα τρόφιμα άπό τήν αγοράν, καί νά έγκαταστήση άλλα ό ψώνια καί ποτά, τά όποια έμίαναν προηγουμένως μέ αίματα τών θυσιών αύτού καί τά έμόλυναν μέ τά είδωλα τών θυσιών είς τρόπον ώστε οί χριστιανοί νά τά άγοράσουν καί άντί νά καθαρθούν, μάλλον νά μιανθούν.Αμέσως τότε ο Έπαρχος θέτει είς πραξιν τήν διαταγήν, καί έκθέτει εις τήν αγοράν τά μεμολυσμένα ίν τών θυσιών τρόφιμα καί ποτά.Πλήν, ό όφθαλμός τού Θεού, όστις βλέπει τά πάντα καί συλλαμβάνει τούς πονηρούς έν τη πανουργία αύτών καί ό όποιος φωτίζει πάντοτε τούς πιστούς δούλους αύτού, διέλυσε καί τάς εναντίον ήμών μυσαράς τού παραβάτου δολιότητας. Διότι έστείλεν είς τόν Αρχιεπίσκοπον τής Πόλεως Εύδόξιον τόν Μέγαν Αύτού Άθλοφόρον Θεόδωρον, τόν άπό τού Τηρωνικού Τάγματος, όστις ειδοποιεί αυτόν κατ’ 8ναρ καί τού λέγει: «Έγέρθητι τάχιστα καί συνάθροισε τό ποίμνιον τού Χριστού, καί διάταξε κανείς άπολύτως νά μήν άγοράση τίποτε άπό έκείνα τά όποια έτοποθέτησαν

είς τήν αγοράν, διότι όλα έμιάνθησαν μέ αίματα τών θυσιών άπό τόν άσεβή τύραννον».Ένώ δέ ό Αρχιεπίσκοπος διηπόρει καί ήρώτησε νά μάθη, κατά ποιον τρόπον θά ήτο δυνατόν οί στερούμενοι νά μή προμηθευθούν άπό τά έκθέματα αύτά της αγοράς, ό Άγιος Θεόδωρος είπε: «Νά δώσετε είς αύτούς Κόλλυβα, διά νά παρηγορήσουν τήν στέρησίν των».Άφού δέ πάλιν ό Αρχιεπίσκοπος άντερώτησε τί πράγμα είναι αύτά τά Κόλλυβα, ό Μέγας Θεόδωρος είπε: «Κόλλυβα είναι ο έψημένος σίτος, διότι ούτω συνηθίζομεν ήμείς νά τά λέγωμεν έν Εύχαίταις».Τέλος, ό Πατριάρχης ζητήσας πληροφορίαν ποιος ήτο ό άγγελιοφόρος ούτος τού Χριστωνύμου λαού, ό Άγιος τού Χρίστου Μάρτυς Θεόδωρος πάλιν είπεν: «Ο παρ’ Αύτού τού Χρίστου άποσταλείς ταύτην τήν στιγμήν πρός βοήθειάν σας».Τότε πλέον ήγέρθη ό Πατριάρχης αμέσως, καί άφού άνήγγειλεν είς τον λαόν τά όσα ώραματίσθη, καί άφού έπραξεν Ακριβώς σύμφωνα μέ αύτά, διετήρησεν ούτω τό ποίμνιον τού Χριστού καθαρόν άπό τήν κακοβουλίαν τού έχθρού καί Παραβάτου,·Ό δέ Παραβάτης όταν είδε ότι έφανερώθη ή ένέδρα του καί ότι δέν τού ώφέλησεν είς τίποτε, κατησχύνθη καί διέταξε νά έπαναφέρουν είς τήν άγοράν τάς συνήθεις νηστησίμους τροφάς.Καί ό μέν λαός τού Χρίστου, άφού έτελείωσεν ή έβδομάς, διά νά Αποδώσουν τήν ευχαριστίαν είς τόν Εύεργέτην καί Μάρτυρα κατά τό παρόν Σάββατον, ήγουν τήν παραμονήν της Κυριακής της Ορθοδοξίας, έώρτασαν τήν μνήμην τού Αγίου μέ κόλλυβα. Έκτοτε δέ καί μέχρι σήμερον οί πιστοί, άνανεώνοντες τό θαύμα, ίνα μή έξαλειφθη μέ τήν πάροδον τού χρόνου τό τοιούτον εύεργέτημα τού Μάρτυρος, γεραίρομεν τόν Μέγαν Θεόδωρον διά Κολλύβων.

ΛΟΓΙΣΜΟΙΚάποτε ό Άγιος Αντώνιος έπήρε ενα γράμμα άπό τόν Βασιλέα Μέγαν Κωνσταντίνον διά νά πάη στήν Κωνσταντινούπολή.Καί έσυλλογίζετο τί νά πράξη.Λέγει λοιπόν είς τόν Παύλον τόν Άπλόν, τόν μαθητήν του.«Έσύ τί λέγεις, πρέπει νά πάω;».Καί ό Παύλος τού λέει: «Έάν πάης θά λέγεσαι Αντώνιος. Έάν όμως δέν πάης θά λέγεσαι Άββας Αντώνιος».Έτσι τόν ύπήκουσε καί δέν έπήγε.

ΜΑΚΡΟΘΥΜΙΑΚάποτε ήλθαν τρεις λησταί καί εύρηκαν τόν Άββαν Θεόδωρον μέσα είς τό άσκητήριόν του. Αμέσως οί δύο τόν ήρπασαν καί τόν έκράτουν, ο δέ τρίτος έκουβαλούσε τά σκεύη άπό τό άσκητηριον. Όταν τά έκουβάλησαν όλα, καθώς καί τά βιβλία, ήθελαν τέλος νά πάρουν καί τό μοναδικόν ράσον, τό όποιον ο Γέροντας έφορούσε διά νά πηγαίνη είς τήν εκκλησίαν. Λέγει τότε ο άββάς είς τούς ληστάς. «Τό ράσον αφήστε το». Αυτοί όμως δέν ήθελαν, όπότε, τινάσσει ό άββάς άπότομα τά χέρια του καί έ σώριασε τούς δύο ληστάς κάτω στό χώμα καί έτρομοκρατήθησαν. Κατόπιν τούς λέγει. Μή φοβηθήτε, παρά μόνον μοιράσετε τά πράγματα σέ τέσσερα μέρη, πάρετε τά τρία καί άφήσετε τό ράσον διά τό ίδικόν μου μερίδιον. Καί αυτό τό έκαμε, διά νά μή στερηθή τό ράσον του.

* * *Έλεγαν διά τόν άββαν Ίωάννην τόν Πέρσην ότι, όταν μίαν φορά τού παρουσιάστηκαν κακούργοι διά νά τόν ληστέψουν, αμέσως έβαλε νερόν καί έπέμενε νά πλύνη τά πόδια των, οπότε εκείνοι άπό έντροπήν καί άπό φιλότιμον μετενόησαν καί έφυγαν.

* * *Ήλθαν κάποτε είς τό κελλί ένός Γέροντος λησταί καί τού

λέγουν. «Ήλθαμε νά πάρουμε όλα όσα υπάρχουν είς το κελλί σου»,Ο δέ γέρων τούς λέγει: «Παιδιά μου, ό,τι σας άρέσει πάρετε». Έ πήραν λοιπών ό,τι εύρηκαν καί έφυγαν. Τούς έξέφυγεν όμως ενα δισάκκιον τό όποιον ήτο κρεμασμένον άπόμερα. Όθεν τό έξεκρέμασεν ό Γέρων καί έτρεχε πίσω άπό τούς ληστάς καί έφώναζε: «Παιδιά, πάρτε καί τό δισάκκιον αυτό πού τό έξεχάσατε είς τό κελλί σας».Οί λησταί τότε, άφού είδαν τήν άγαθωσύνην τού Γέροντα, έπέστρεψαν πίσω όλα τά πράγματα πού είχαν παρμένα καί μετανοημένοι πλέον έλεγαν άναμεταξύ των: «Καί τῷ όντι, ό γέροντας αυτός είναι άνθρωπος τού Θεού».

* * *Ένας Γέροντας είχεν ανάγκην άπό ρούχο καί έπηγεν είς τήν πόλιν διά νά άγοράση. Άφού λοιπόν έμπηκεν είς τό κατάστημα καί τό ήγόρασεν, Ιθεσεν άκολούθως τό ρούχον είς τήν άκρην τού τραπεζιού καί ό ίδιος άκούμπησεν είς τό ταμείον διά νά πληρώση. Τήν στιγμήν όμως εκείνην ένας κλέπτης έπλησίασεν είς τό τραπέζι καί μέ κρυφόν τρόπον άφαιρούσε τό ρούχο.Ό Γέρων τό άντελήφθη άμέσως, άλλά έκαμε πώς δέν έκατάλαβε καί καθυστερούσε στό μέτρημα τών χρημάτων, επίτηδες, έως ότου ό κλέπτης έπηρε τό ρούχο καί έφυγεν. Έτσι ό Γέροντας άφού έξώφλησεν ολην τήν άξίαν. έφυγε χωρίς νά πάρη τίποτε μαζί του.

ΜΑΤΑΙΟΤΗΣΒάρος μεγάλο είναι, Θεέ μου, ή ζωή αύτή. Όσο βρίσκομαι στόν ψεύτικο κόσμο, τόσο βασανίζομαι. Πηληοζωή, πρόσκαιρη καί τιποτένια. Ζωή ολο άγωνία καί άγανάκτησι. Ζωή μόνο γιά τούς πονηρούς καί τούς ξεπεσμένους. Ζωή άβάστακτη! Καλύτερα νά τήν ώνόμαζαν θάνατο. Καί πού ζούμε, κάθε ώρα καί στιγμή πεθαίνουμε καί ξαναπεθαίνουμε...

Ζωή είναι αυτό τό μαρτύρων πού περνούμε σέ τούτην εδώ τήν πλάση;Ζωή θά τήν που με αύτή, πού τά ζουμιά τήν παχαίνουν καί οί στενοχώριες τήν άχαμναίνουν; Πού οί ζέστες τήν χαυνώνουν κι’ ο άέρας τήν παραδέρνει; Τό φαγητό τήν εξογκώνει κι’ ή άναφαγιά τήν άποξηραίνει; Ή καλοπέραση τήν μαλακώνει καί το καθήσ1 τή μαραζώνει; ή σκέψη τήν ζαλίζει κι’ ή τεμπελιά τήν βαραίνει; τά πλούτη τήν φουσκώνουν κι’ ή φτώχεια τήν αχρηστεύει; Ή νειότη τήν τεντώνει καί τό γήρας τήν κατσουφιάζει; Η ακεφιά τήν λυγίζει κι’ ή άρώστεια τήν τσακίζει;Καί μήπως είναι μόνον αύτά τά κακά; Στό τέλος ερχεται κι’ ό θάνατος, καί ή κατάληξις είναι σάν νά μή υπήρξε καθόλου ή ζωή αύτή!Αύτός λοιπόν, ό θανατάς της ζήσης, αύτή ή πεθαμένη ζωή, βλέπετε μέ πόσες πίκρες είναι άνακατωμένη. Κι’ όμως—δυστυχία μου! πόσους ανθρώπους γοητεύει καί πόσους τραβα μέ τά τάματά της τά πλάνα!Καί πρώτοι άπ’ όλους τήν γνωρίζουν όσοι τήν έδοκίμασαν, όσοι πιάστηκαν στά δίχτια της καί πήραν κακή πείρα.Είναι πολλοί κι’ ούτε μπορούν νά μετρηθούν οί ελαφρόμυαλοι αυτοί πού γελάστηκαν κι’ ήπιαν άπό τό μαγεμένο ποτήρι της κι’ έγιναν στραβοί άπό τό μεθύσι της.Χαρά σέ κείνους, όσοι μπόρεσαν κι’ άπόδιωξαν μακρυά τους τά ύπουλα δώρα τής πλανεύτρας αυτής ζωής, χαρά σέ οποιους άπόκοψαν μιά γιά πάντα άπό τις φθοροποιές γλύκες της, γιά νά μή χαθούν μαζί της κι’ αύτοί κι’ ή ψυχή τους.

(Ίερού Αυγουστίνου)

ΜΕΘΗΟί μεθυσμένοι είναι πιό ανόητοι καί άπό τά ζώα. Διότι αύτοκαταστρέφονται. Από τό πολύ οινόπνευμα πού πίνουν, γίνονται αλκοολικοί. Τ’ αύτιά των βουίζουν κι’ άκούουν άδιάκοπα θορύβους, σάν νά βρίσκωνται μέσα σέ ταραγμένη θάλασσα. Νομίζουν

ότι ό τρπος σηκώνεται πρός τά πάνω κι’ αισθάνονται νά κινούνται τά βουνά καί νά στριφογυρίζουν. Άλλοτε γελούν, χωρίς νά σταματούν, I άλλοτε κλαίουν Απαρηγόρητα. Άλλοτε κάμνουν τόν παλλη/αρα, άλλοτε τρομοκρατούνται. Άλλοι πάλιν άπό τό μεθύσι κοιμούνται μερόνυκτα ολόκληρα σάν μισοπεθαμένοι· άλλοι τέλος, είναι, μέν ξυπνητοί, άλλά εύρίσκονται είς αναισθησίαν χειροτέραν τού ύπνου. Ή ζωή τούς φαίνεται ονειρο.Ένώ δέν έχουν ρούχο νά φορέσουν, μηδέ φαγητό νά φάνε, έν τούτοίς παριστάνουν τόν Βασιληά καί διατάσσουν οποιον συναντήσουν έμπρός των, σάν νά ήταν δούλος των.Τί άθλιον πραγμα είναι τό μεθύσι καί πόσους κατέστρεψε...Θεέ μου! Σώσε μας άπό τέτοιο κακόί

(Μεγ. Βασιλείου)

ΜΝΗΣΙΚΑΚΙΑΔύο Αδελφοί είς καιρόν διωγμού είχαν συλληφθή καί ώδηγήθησαν διά νά μαρτυρήσουν κι’ άφού κατά πρώτον τούς έβασάνισαν, έπειτα τούς έβαλαν είς τήν φυλακήν. Έκεί μέσα, όμως, άπό δαιμονικήν ενέργειαν συνέβη Αναμεταξύ των μία παρεξήγησις καί έμπάθεια.Ο ένας λοιπόν μετενόησεν Αμέσως καί έβαλε μετάνοιαν είς τόν άλλον λέγοντας: «Αδελφέ, αδριον πλέον είναι τό τέλος μας, όθεν Ας διαλύσωμε τήν έχθραν μας καί Ας άγαπώμεθα πάλιν μεταξύ μας καθώς πρώτα».Ό άλλος όμως δέν έδέχετο. Τήν έπομένην ήμέραν τούς έπήραν πάλιν είς τό δικαστήριον καί τούς υπέβαλαν σέ βασανιστήρια. Έκείνος δέ ό όποιος δέν έδέχθη τήν μετάνοιαν, μέ τόν πρώτον βασανισμόν ήττήθη. Τού λέγει τότε ό άρχων. «Διατί εχθές πού έβασανίσθης περισσότερον δέν ύπεχώρησες είς έμενα;».Ό δέ άποκριθείς είπε1 «διότι εχθές είχα Αγάπην πρός τόν Αδελφόν μου καί μέ έδυνάμωνεν ή χάρις τού Θεού, ένώ τώρα τρέφω πάθος καί μνησικακίαν εναντίον του καί διά τούτο άπεγυμνώθηκα πλέον άπό την προφύλαξι καί τήν παρηγορίαν τού Θεού».

ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣΈνας άπό τούς Γέροντας της Θηβαίδος έλεγεν: «έγώ ήμουνα παιδί ίερέως τών ειδώλων. Μικρός άκόμα, είδα ένα βράδυ— περασμένη ώρα—νά έμβαίνη ό πατέρας μου εις τό είδωλείον διά νά κάμη θυσίαν. Έμπηκα και έγώ μέσα και είδα τόν Σατανάν νά κάθεται καταμεσής καί γύρω τριγύρω του έπαραστέκανε τά δαιμονικά στρατεύματα. Καί ιδού λοιπόν, ένας ένας οί δαίμονες, έπερνούσαν εμπρός άπό τόν Σατανάν και τού έδιναν άναφοράν.Ο πρώτος δαίμονας έπροσκύνησεν έμεινε γονατιστός καί, τού λέγει ό Σατανάς: «Από πού έρχεσαι έσύ;»Καί άπεκρίθη εκείνος: «’Ήμουνα εις τήν δείνα χώραν κι’ έσήκωσα πολέμους κι’ έκαμα τό αίμα νά χυθη ώσάν ποτάμι καί ήλθα νά σου τό είπώ».Τού λέει ό Σατανάς: «Μέσα σέ πόσον καιρόν τό έκαμες αυτό;»Κι’ εκείνος άπήντησε: «σέ τριάντα ημέρες».Μόλις τ’ ίίκουσεν αυτό ό Σατανάς, διέταξε νά τόν κοπανήσουν, καί έπρόσθεσε: «Τόσον καιρόν κι’ έκαμες μόνον αύτοδά; »Συνέχεια έπέρασεν ό δεύτερος δαίμονας καί είπεν: «Έγώ είχα πάει στην θάλασσαν καί την έφούσκωσα μέ τούς ανέμους καί έβούλιαξα πλοία, σωρούς, κι’ έπνιξα πολλούς άνθρώπους κι’ ήλθα νά σόύ τά εξιστορήσω.Ο Σατανάς έρώτησε καί τούτον σέ πόσον διάστημα τά έκαμε αύτά κι’ όταν τού είπε σέ 20 ημέρες, διέταξε καί τόν έκοπάνησαν κι’ αυτόν ώσάν τόν πρώτον, επειδή εκαμεν όλίγην δουλειάν μέσα σέ τόσον καιρόν.’Έπειτα ήλθε καί τρίτος δαίμονας καί διηγήθη ότι έγίνετο σέ μίαν πόλιν γάμος κ’ έπηγε κι’ άναψε έχθραν, όπου, λοιπόν, έσκοτώθησαν καί ό γαμπρός καί ή νύφη. Έδήλωσε δέ ότι μέσα σέ δέκα ημέρες τό έκαμεν αυτό.Όθεν ό Σατανάς διέταξε καί τόν έξυλοκόπησαν κι’ αυτόνε, διότι έχρονοτρίβησεν άδικαιολόγητα.'Ύστερα άπ’ αύτούς έπαρουσιάσθη είς τήν μέσην ένας άλλος καί τόν

έρώτησεν ό Σατανάς: «Έσύ άπό πού έρχεσαι;»Κί’ έκείνος άπήντησεν: «Έγώ ήμουνα είς την ερημιάν έπί σαράντα χρόνια, καί πολεμούσα ένα μονάχον καί, τούτην την νύχταν, τόν έκατάφερα κι’ έπεσεν είς τήν πορνείαν».Ο Σατανάς μόλις άκουσεν αυτό, έσηκώθη αμέσως καί τόν έφίλησε στό κεφάλι κοί διέταξε νά φέρουν Θρόνον δίπλα είς τόν ίδικόν του καί τόν έβαλε νά καθήση κοντά του καί τόν εύχαριστούσε καί τόν ξαναευχαριστούσε καί τού έλεγε: «Πώς ή μπόρεσες καί έπέτυχες ένα τέτοιο κατόρθωμα;»Άφού ό Γέροντας ό Θηβαίος έτελείωσε τόν λόγον αυτόν, έπρόσθεσε:«Άπό τότε πού είδα αυτό τό παράξενον θέαμα, έχατάλαβα πόσον ίσχυρόν είναι τό τάγμα τών Μοναχών, καί πόσον φοβερόν είς τούς δαιμόνους. Δι’ αυτό, αν καί ήμουνα παιδί άκόμα, άπεφάσισα καί έγινα μοναχός».

ΝΕΚΡΩΣΙΣΤόν παλαιόν καιρόν, μέσα εις ένα έρημον μέρος, όπου μόνον δάση μεγάλα καί απέραντα υπήρχαν, έζούσε ένας γέροντας άναχωρητής πού λεγότανε Έββασά. Αύτός λοιπόν διηγήθη σέ ένα άλλον μοναχοκαλόγερον, πού έπηγε νά τόν ίδή, ένα περιστατικόν πού τού συνέβη πριν άκόμη έλθη είς τήν έρημιάν εκείνην διά νά άσκητέψη.Έτυχε, τού λέγει, νά άρρωστήσω τότε πολύ βαρειά. Καί άπέθανα. Δέν έπέρασεν όμως πολλή ώρα, όπου ή ψυχή μου έγύρισε πάλιν όπίσω είς τό σώμα μου καί άρχισα νά λέω τά όσα είδα είς τήν Κόλασιν.Σάν νά είδα, λοιπόν, άτελείωτους τόπους όπου ήτανε άναμμένες πυρκαγιές άθεώρατες καί μέσα στις φλόγες πού άνέβαιναν έφαίνοντο κρεμασμένοι μερικοί άπό αυτούς πού κυβερνούν σήμερα τόν κόσμον.Όταν, λοιπόν, ήλθε καί ή ίδική μου σειρά διά νά μέ ρίξουν μέσα στις φλόγες εκείνες, έξαφνα παρουσιάσθηκε ένας άγγελος

όπως ή άστραπή καί τούς έμπόδισε, και δέν τούς άφησί νά μέ ρίξουν είς τήν φωτιάν.Ό ίδιος Άγγελος κατόπιν, στρέφοντας πρός έμένα, μού λέγει: «Πήγαινε έκεί πού ήσουνα καί. πρόσεχε άπεδώ και εμπρός πώς θά ζής, διά νά μή ξαναέλθης πλέον έδώ πέρα». Κι’ έγύρισα άπό τήν Κόλασιν.Τότε έννοιωσα τά πόδια μου νά σαλεύουν, έκατάλαβα ότι ύπήρχα στήν ζωήν καί σάν νά έξύπνησα από τον αιώνιον ύπνον του θανάτου. 'Ύστερα από όλα αύτά τά φοβερά βασανιστήρια τής κολάσεως πού είδα, έπεσα σέ μεγάλες νηστείες και άγρυπνίες. Η γλώσσα μου έπαψε νά παίζη, το στόμα μου έκλεισε καί μόνον το κορμί μου ώμιλούσε μέ τήν άσκησιν καί μέ τίς μετάνοιες.Έτσι μόνον ήμπόρεσα νά σωθώ.

ΝΗΣΤΕΙΑΚάποτε είς μίαν Σκήτην ήλθεν ένας δαιμονισμένος όστις άφού έκάθησεν άρκετον χρόνον δέν έθεραπεύθη. Οί πατέρες της Σκήτης δέν έδέχοντο νά τον θεραπεύσουν, από ταπεινοφροσύνην.Ένας όμως από τούς έκεί Γέροντας, εύσπλαγχνισθείς τον πάσχοντα, τον έσφράγισε μέ το σημείον τού Τιμίου Σταυρού καΙ παρευθύς έθεραπεύθη ο άνθρωπος ούτος.Πλήν, ο δαίμων μόλις έξήλθεν, από το πείσμα του έγύρισε και είπεν είς τον Γέροντα: αΈσύ μέ εξέβαλες, άλλα έγώ έρχομαι έπάνω σου».Ο Γέρων τότε λέγει είς αυτόν: «Έλα, θά εύχαριστηθώ». Και είσηλθεν είς αύτον το δαιμόνιον (είς τήν πραγματικότητα ό Γέρων έζήτησεν από τόν Θεόν το τοιούτο).Έτσι ο Γέρων έπέρασε δώδεκα χρόνους έχων μέσα του τόν δαίμονα, πλήν συντριβών αυτόν διά τής άσκήσεως. Διότι ή μόνη του τροφή κάθε ή μέραν ήτο δώδεκα κουκούτσια άπό χουρμάδες και τίποτε άλλο.'Ύστερα από αυτό, έξήλθεν ο δαίμων άπό έπάνω του. Όθεν,

βλέπων ό Γέρων τόν δαίμονα έξελθόντα έξ αύτού, είπεν είς αυτόν: «Τί φεύγεις; Μείνε ακόμα».Άπεκρίθη είς αυτόν ό δαίμων καί λέγει:«Μόνον ό Θεός ήμπορεί νά σέ καταργήση. Κανένας άλλος δέν τά βγάζει πέρα μέ σένα».

* * *Είπεν ό άββάς Ιωάννης ό Κολοβός: «εάν θελήση ένας στρατηγός νά καταλάβη μίαν έχθρικήν πόλιν, πρώτα πρώτα άποκόπτει τό νερόν καί τήν τροφοδοσίαν καί έτσι οί έχθροί πού είναι περικυκλωμένοι μέσα είς τήν πόλιν, έξ αιτίας της πείνας ή όποία τούς καταστρέφει, παραδίνονται είς αυτόν. Ομοίως λοιπόν καί τά πάθη τής σαρκός εάν τά πολεμήση ό άνθρωπος μέ τήν έγκράτειαν καί μέ τήν νηστείαν, θά άδυνατίσουν μέσα είς τό φρούριον τής ψυχής του καί θά ύποδουλωθούν ώσάν ήττημένοι έχθροί, είτε πάθη είναι είτε δαίμονες».

* * *Ωσαύτως, είπεν ό άββάς Ιωάννης ό Κολοβός ότι: «ενδέχεται νά είναι ένας ισχυρός ώσπερ λέων, άλλά ένεκα τής κοιλίας του, πέφτει είς τήν παγίδα καί όλη ή δύναμίς του τότε εξευτελίζεται».

ΟΡΑΜΑΤΑΜερικοί μοναχοί άπό ένα μοναστήρι έβλεπαν κάτι όνείρατα καί έβγαίνανε αληθινά.Απορούσανε, λοιπόν, πώς συνέβαινεν, έκείνο πού έβλεπαν άπό τό βράδυ στήν φαντασίαν νά τό συναντούνε ξημέρωμα είς τήν πραξιν καί δεν ήμπορούσαν νά εξηγήσουν, άν αυτό ήταν άπό φώτισιν Θεού ή άπό συνέργειαν τών δαιμόνων.Όθεν, μίαν ήμέραν έξεκίνήσαν φέρνοντες μαζί τους καί ένα γαίδουράκι, νά πάνε νά έρωτήσουν τόν Άγιον Αντώνιον. Είς τά μισά τού δρόμου όμως, καθώς έπήγαιναν, έψόφησε τό γαίδουράκι, κι’ έτσι έπήγανε νά παρουσιασθούν δίχως αυτό.

Ο Άγιος Αντώνιος μόλις τούς είδε νά τον πλησιάζουν, πριν τόν χαιρετίσουν, τούς λέγει: «Έψόφησε λοιπόν το γαίδουράκι στόν δρόμον, έ;».Έκείνοι απορήσανε καί τού λένε: «Μά πώς τό ξέρεις, Άββα Αντώνιε, ότι τό γαίδουράκι έψόφησε στό δρόμο, καί ότι έφέρναμε μαζί μας γαίδουράκι;».Κι’ έκείνος τούς άπάντησε: «μού τό είπαν οί δαίμονες, πριν άκόμη έλθετε έσείς».Τότε πλέον, έλυσαν τήν άπορίαν των καί έκατάλαβαν, ότι καί οί δαίμονες είναι δυνατόν νά βάζουν είς τόν νούν τών άνθρώπων τά μέλλοντα, διά νά τούς έξαπατήσουν.

ΟΡΓΑΝΑ ΜΟΥΣΙΚΑΈνας άνθρωπος εύγενέστατος, όνομαζόμενος Φορτουνάτος, έκάλεσε κάποτε τόν Πανιερώτατον έπίσκοπον τής Φερμήτιδος, Βονιφάτιον, ό όποιος ήταν έξακουστός ιεράρχης διά τά θαύματα όπού έκαμνε, νά έλθη είς τόν οίκον του και νά τόν εύλογήση. Ο Βονιφάτιος, γνωρίζοντας ότι ό Φορτουνάτος τόν ζητα μέ καθαρήν πίστιν, έδέχθη κι’ έπήγεν είς τό σπίτι του. Τήν ώραν όμως όπού έτοίμασαν τό τραπέζι καί πριν είπη ό Πανιερώτατος τήν ώρισμένην προσευχήν της Τραπέζης κάποιος διακονιάρης παρουσιάσθη μέ τό όργανον έμπρός είς τήν πόρταν καί άρχισε νά παίζη διά νά ζητιανέψη μέ αυτόν τόν τρόπον.Ό επίσκοπος, μόλις ήκουσε τό κύμβαλον αυτό, έβαρυγγόμησε καί είπε: «Άλλοίμονόν του ! Εγώ ήλθα σέ τραπέζι θείκής χαράς· άκόμα δέν άνοιξα τό στόμα μου διά νά προσευχηθώ είς τόν Θεόν καί ήλθεν αυτός νά τσαμπούνα! Διά τήν άγάπην τού Θεού δόστε του φαγητό καί πιοτό. Νά ήξεύρετε όμως ότι θά πεθάνη».Ό άθλιος, λοιπόν, έκείνος ζητιάνος, έπηρεν άπό τό σπίτι τό ψωμί καί τό κρασί καί, καθώς έκαμε νά φύγη, μία μεγάλη πέτρα έξαφνικά έπεσεν πάνω άπό τήν σκεπήν, τόν έκτύπησε είς τό κεφάλι καί τού τό έλυωσε.

Τότε τόν έσηκωσαν απ’ έκεί καί. τήν άλλην ήμέραν άπέθανε καθώς τό είχε μελετήσει ό Πανιερώτατος.Άπό τήν ιστορίαν αύτήν μανθάνομεν ότι τά άγια πρόσωπα ξεχωρίζουν ώσάν τις έκκλησίες τού Θεού, καί έάν ποτέ κινηθώσιν άπό ιεράν αγανάκτησήν καί ζήλον, άμέσως ό Θεός πού κατοικεί μέσα των, εργάζεται δύναμιν μέ τά χέρια αύτωνών καί φέρνει εκδίκησιν καί αποτέλεσμα είς τά θελήματα των.

Ο ΟΡΚΟΣ«Ό Χριστός μάς έδωσεν εντολήν νά μή ορκιζόμαστε σέ καμμιά άπολύτως περίπτωσιν. Καί όμως, σήμερα ό όρκος κυκλοφορεί παντού.Στά δικαστήρια ψευδορκούν γιά νά κάνουν χατήρια, ή καί γιά νά πάρουν όλίγα χρήματα!Αδελφέ μου, τί πάεις νά κάμης; πρέπει νά κατεβή ό Θεός μέ τό μαστίγιο γιά νά σταματήσης τό κακό αυτό; ή μήπως νομίζεις ότι, επειδή δέν τιμωρείσαι, δέν είσαι καί ένοχος; Τό ότι δέν τιμωρείσαι δέν προκύπτει άπό τήν ίδική σου διαγωγή, άλλά άπό την φιλανθρωπίαν τού Θεού.Γιά όρκίσου στή ζωή τού παιδιού σου, ή στήν ίδική σου! διστάζεις νά τό κάμης, γιατί άγαπας καί τό παιδί σου καί τόν έαυτόν σου. Έ, λοιπόν! ό Θεός είναι κατώτερος άπό τό παιδί σου, ή άπό τή ζωή σου; Καί όμως ό Χριστός τόσο πολύ μας άγαπά ώστε ένομοθέτησε νά μή ορκιζόμαστε ούτε στό εύτελέστερο πράγμα μας. Ένώ εμείς εξευτελίζουμε τόν Θεόν μέ τούς όρκους πού κάμνουμε συχνά στά Θεία.Όταν πρόκειται γιά κάποιο επίσημο πρόσωπο λέμε: «Νά πλύνης πρώτα τό στόμα σου καί υστέρα νά μιλήσης γι’ αυτόν!» Ένώ στήν περίπτωσιν τού Θεού, άπλώς καί ώς έτυχε, σέρνουμε στή γλώσσα μας τό Τίμιον Όνομά Του, «τό υπέρ παν όνομα, τό Θαυμαστόν έν πάση τη γη».Αγαπητοί μου! είναι άδύνατο μέ τήν παράβασι τών Θείων νόμων, νά έπιτύχουμε κάτι τό καλό στή ζωή μας.

Αύτό πρέπει νά τό καταλάβουμε μια γιά πάντα.Λοιπόν, ας προσπαθήσουμε νά διώξουμε τήν άρρώστια τού όρκου, της επιορκίας καί γενικά τής ψευτιάς άπό τήν ψυχήν μας, άπό τά σπίτια μας, άπό τούς δρόμους, άπό τις άγορές, άπό παντού, γιά νά είναι πάντα ό Θεός μαζί μας καί νά άξιωθούμε νά άπολαύσωμε μέ γαλήνη τά ανεκτίμητα άγαθά Του».

(τού Αγίου Ίωάννου τού Χρυσοστόμου)

ΠΑΙΔΕΥΣΙΣΜίαν φοράν κι’ ένα καιρόν ύπηρχεν ενα παιδί, μά πολύ άκατάστατο παιδί, πού τό έλεγαν Θεόδωρον. Ο Θεόδωρος, λοιπόν, ξεκίνησε κάποτε, όχι άπό θέλησιν άλλά έξ ανάγκης, καί έπήγε κοντά είς τόν άδελφόν του, πού ήτανε μοναχός σέ ένα μοναστήρι.Μά ούτε στό μοναστήρι μέσα ό Θεόδωρος δέν ήθελε μέ κανένα τρόπον νά στρώση καί νά βάλη τήν ζωήν του στό δρομολόγιον του Θεού, καί μήτε έδέχετο νά άκούση κανένα άπό τούς άδελφούς της Μονής, όταν έπάσχιζαν νά τόν συμβουλέψουν κάτι τι.Έτυχεν όμως μίαν περίοδον νά άρρωστήση άσχημα ο Θεόδωρος καί ήλθεν ώρα όπού τό σώμα του έπάγωσε κι’ έγινεν ώσάν νεκρός καί μόνον τό στήθος του έδιατηρουσε όλίγην ζεστασιάν κι’ έσάλευε πότε πότε.Οί αδελφοί, άμα τόν είδαν νά βρίσκεται σ’ αυτό τό χάλι έμαζεύθησαν όλοι κοντά του κι’ έπαρακαλούσαν τόν Θεόν νά τόν έλεήση καί νά τού δώση γλυκύν θάνατον. Κι’ ένώ άκόμα έξακολουθούσαν νά προσεύχωνται, έξαφνα ο Θεόδωρος άρχισε νά βγάζη φωνές δυνατές. Έκοβε τις προσευχές τών άδελφών καί έλεγε: «Τραβηχτήτε άπό κοντά μου, φύγετε ! Διότι νά! ήλθε νά μέ φάη ο δράκος κι’ έπειδή είσθε έδώ έσείς δέν ήμπορεί νά μέ φάη. Μόνον τό κεφάλι μου έχει καταπιή μέσα στόν λάρυγγά του. Φύγετε γρήγορα διά νά μέ φάη καί νά μή μέ βασανίζη. Θά μέ φάη πού θά μέ φάη. Τί κάθομαι καί περιμένω!»Τότε τού λέγουν οί άδελφοί: «Θεόδωρε, κάμε τό σημείον τού σταυρού μέ τό χέρι σου». Έκείνος όμως μέ δυσκολίαν άνοιξε

τό στόμα του καί είπε. «Θέλω νά κάμω τόν σταυρόν μου, άλλά δέν ήμπορώ' διότι τά σάλια τού δράκου μέ έκαμαν κατάβαρο καί δέν έχω δύναμιν μήτε τό χέρι μου νά κινήσω».Μόλις άκούσανε αύτά τά λόγια οί άδελφοί, έγονάτισαν κι’ έπαρακαλούσαν μέ δάκρυα τόν Θεόν νά τόν λυπηθή καί νά τονέ γλυτώση. Καί καθώς έσυνεχίζανε νά προσεύχονται οί άδελφοί, βλέπουν τόν άρρωστον κι’ έγινε καλά καί τούς λέγει μέ χαρούμενην λαλιάν: «Αδελφοί μου, ευχαριστήσετε τόν Θεόν. Ο δράκος είδε τις προσευχές σας κι’ έφυγε καί γλύτωσα. Λοιπόν, τελειώσατε τήν προσευχήν σας γιά μένα νά συγχώρηση ό Θεός τις άμαρτίες μου’ καί θά ίδήτε άπό τώρα κι’ έμπρός πώς θά παρατήσω έκείνες τις άκαταστασίες καί θά διορθωθώ». Καί πράγματι άπό την στιγμήν έκείνην έδυνάμωσε τό κορμί του καί ή καρδιά του έγύρισε πλέον είς τόν Θεόν.Βλέπεις ότι έπρεπε νά παιδευθή τόσον πολύ άπό τήν αρρώστιαν διά νά άλλάξη γνώμην. Έπρεπε νά δοκιμάση έτσι τά βάσανα της κολάσεως, πριν άποθάνη, διά νά μετανοήση. Άλλοι πάλιν τήν ώραν πού ψυχομαχούν, βλέπουν τις τιμωρίες πού κάμνουν οί δαίμονες καί τίς διηγούνται κι’ αμέσως ξεψυχουν. Kι’ όλα αύτά γίνονται έκ Θεού διά νά τά βλέπομεν εμείς καί νά πέρνουμε παράδειγμα καί νά μετανοούμεν ένόσω είμαστε άκόμη είς τήν ζωήν.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΙΣΜΟΣΟ Μωύσης ό Αίθίοψ κατ’ άρχάς ήτο υπηρέτης κοντά είς ένα πολιτευόμενοι κύριον. Επειδή όμως ο Μωύσης ήτο πολύ κακότροπος καί άγριος, όμοιος μέ φονιάν, διά τούτο ό άφεντικός του τόν έδιωξε.Ο δέ Μωύσης έφυγε καί έπήγε καί έγινε ληστής. Καί επειδή ήτο πάρα πολύ δυνατός, έγινε αυτός άρχηγός είς τούς άλλους ληστάς.Μίαν νύκτα λοιπόν, ό Μωύσης έπήγαινε κάπου νά ληστέψη καί ίτυχε νά περάση άπό ένα ποιμνιοστάσιον, όπου οί μανδρόσκυλλοι πέσανε κατά πάνω του, γαυγίζοντας καί τόν ήμπόδισαν.

Όθεν, ό Μωύσης θυμωθείς, έρευνούσε μέ επιμέλειαν νά άνακαλύψη τόν τσοπάνον της μάνδρας εκείνης διά νά τόν σκοτώση. Κάποτε έμαθε ότι ό βοσκός εύρισκέτο άπό τήν άλλην όχθην τού Νείλου ποταμού. Πλήν, την στιγμήν έκείνην ό ποταμός ήτο πλημμυρισμένος, καί τά νερά του έφούσκωναν καί έξεχείλιζαν πρός τήν μίαν πλευράν. Άλλά ό Μωύσης έγδύθη άμέσως τόν χιτωνίσκον πού έφορούσε, τόν έζωσεν ολόγυρα είς τό κεφάλι του ώσάν μανδήλι, καί άφού έδάγκωσε μέ τό στόμα του τό μαχαίρι του, επεσεν είς τόν ποταμόν καί κολυμβώντας έξεπέρασεν είς τό άπέναντι μέρος.Ό δέ ποιμήν, μόλις είδεν άπό μακρόθεν τόν Μωύσην νά κολυμβα είς τόν ποταμόν, έτρεξε γρήγορα καί έκρύφτηκε.Έτσι, άφού ο Μωύσης δέν ήμπόρεσε νά εύρη τόν βοσκόν, έρριξε τήν μανίαν του είς τό ποίμνιον. Καί άφού έσφαξε τέσσερεις κριούς, τούς καλύτερους, τούς έδεσε κατόπιν τόν ένα μέ τόν άλλον καί, κρατώντας τους είς τήν σειράν, διεπέρασε πάλιν κολυμβώντας είς τήν άντίπεραν.Έν συνεχεία ήλθεν είς ενα χάνι καί έγδαρε τούς κριούς. Καί τά μέν καλύτερα ψαχνά ήναψε φωτιάν, τά έψησε καί τά έφαγε. Τά δέ τομάρια τά έπώλησε καί ήγόρασε μέ τά χρήματα δέκα οκτώ φιάλες κρασί καί τό έπιεν ολον, καί μετά ταύτα έπορεύθη πεντήκοντα χιλιόμετρα καί ήλθεν είς τό λησταρχείον του.Αργότερα έξ αιτίας ενός περιστατικού ό Μωύσης ήλθεν είς κατάνυξιν καί, άφού μετενόησε διά τόν προτινόν του βίον, έπηγεν είς μίαν σκήτην καί έγινε μοναχός. Καί άφού κατοίκησεν είς ιδιαίτερον κελλίον, έδειξεν άκραν άσκησιν.Λέγουν δέ ότι, κατά τούς πρώτους καιρούς τής μοναχικής του ζωής, συνέβη μίαν ήμέραν νά έπέλθουν είς τό Μοναστήριον τέσσερεις λησταί, οί όποιοι έμβήκαν μέσα είς τό κελλίον του, χωρίς νά γνωρίζουν ότι αυτός ήτο ό Μωύσης. Τούτους συνέλαβεν άμέσως ο Μωύσης καί τούς έδεσε καί, άφού τούς έβαλεν είς τόν ώμον του, ώσάν ένα σακκίον γεμάτον άπό άχυρον, τούς έφερεν είς τήν εκκλησίαν καί είπεν είς τούς αδελφούς: «Επειδή πλέον δέν μου έπιτρέπεται νά κάμνω κακόν είς κανένα, τί διατάζετε

δι’ αυτούς έδώ, οπού έκαμαν έπίθεσιν μέσα είς το κελλίον μου;».Οί δέ αδελφοί έλυσαν καί τούς τέσσερεις καί τούς άφισαν. Οδτοι όμως έγνώρισαν ότι αυτός ήτο ο Μωυσης καί, βλέποντες τήν μετάνοιαν αύτού, δέν ήθελαν μήτε αύτοί νά ξαναγυρίσουν πλέον είς τόν πρότερον βίον των. Αλλά, συμφώνως μέ τό παράδειγμα τού Μωύσή, έγιναν καί αύτοί μοναχοί δοκιμώτατοι.Ό δέ Μωύσής τόσον περιάκουστον άσκησιν επέδειξε, καί τόσον πολύ έπολέμησε πρός τούς δαίμονας, σκληραγωγού μένος μέ όλους τούς τρόπους της γυμνασίας τής ψυχής, ώστε συγκατηριθμήθη μεταξύ τών μεγάλων καί άκροτάτων Πατέρων, καί ήξιώ&η νά γίνη Πρεσβύτερος καί ελαμψε μέ μεγάλα χαρίσματα τού Πνεύματος καί κοιμηθείς άφισεν έβδομήκοντα μαθητάς.

ΠΙΣΤΙΣΠολλάκις ναυτικοί, ένώ ξεκινούν άπό τό λιμάνι μέ καλοκαιρινόν καιρόν, ναυαγούν είς τό πέλαγος. Άλλοι πάλιν ένώ ταξιδεύουν μέσα εις τόν χειμώνα, δέν παθαίνουν τίποτε.Έτσι γίνεται καί μέ τόν πνευματικόν αγώνα τής ζωής μας.Δι’ αυτό δέν πρέπει νά τό ρίχνουμεν έξω καί νά ξενοιάζουμε είς τήν ευτυχίαν, μήτε πάλι νά τά χάνουμε καί νά μας πιάνη ή απελπισία είς τήν δοκιμασίαν μας.

(Νείλου τού Άσκητού)

ΠΛΕΟΝΕΞΙΑ«Τό πάθος τής πλεονεξίας ο μοιάζει μέ τήν λαιμαργίαν καί τήν πολυφαγίαν. Διότι, καθώς οί λαίμαργοι προτιμούν νά σκάσουν μάλλον άπό τήν πολυφαγίαν παρά νά δώσουν είς τούς πεινασμένους τά υπολείμματα τών φαγητών, έτσι καί οί πλεονέκται. Σφιχτοκλειδώνουν τά χρήματα μέ άμπάρες καίέτσι κάμνουν τήν ψυχήν των νά άσφυκτι^.Ταλαίπωρε πλεονέκτα! Μή νομίζεις ίτι όλα έχουν έτοιμασθή διά τήν κοιλίαν σου, άλλά νά θεωρής ώσάν ξένα αύτά πού έχεις σήμερον είς τά χέρια σου. Μικρόν διάστημα χρόνου θά τά χαίρεσαι’ έπειτα θά

διαρρεύσουν καί θά χαθούν. Θά σού ζητηθή όμως λόγος καί ευθύνη έκ μέρους τού Θεού διά τήν διαχείρισίν των καί μάλιστα μέ πασαν άκρίβειαν!»

(Άπό τήν συλλογήν λόγων τού Μ. Βασιλείου)

ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑ«Είς τήν έποχήν πού ζώμεν, όλοι βλέπουν τό συμφέρον. Κανείς δέν σκέπτεται τόν Χριστόν. Άλλοι τρέχουν είς τήν πορνείαν, άλλοι είς τήν πλεονεξίαν. Αί δέ γυναίκες είς τάς κοσμικάς φαντασίας.Έως πότε θά καθήμεθα είς ύπνον βαθύν; Δέν έχορτάσαμεν άκόμα τά μάταια; Δέν άηδιάσαμεν πλέον τά τιποτένια;Καί πρό Χριστού, οί άσκούντες τήν φιλοσοφίαν, αν καί δέν έγνώριζον τίποτε περί τῶν μελλόντων, έπειδή έκατάλαβαν τήν ευτέλειαν τῶν παρόντων καί προσκαίρων, τά άπέκοψαν άπό τήν ζωήν των. Πῶς, λοιπόν, ήμείς θά συγχωρηθῶμεν, ένόσω δέν δεικνύομεν άνωτερότητα άπέναντι τῶν φθαρτών, χάριν τῶν πνευματικών καί αιωνίων;Άς κατανοήσωμεν, λοιπόν, ποία είναι ή αληθινή φύσις τών πραγμάτων της ζωής καί τού κόσμου τούτου καί άς έχω μεν ύπ’ όψιν ότι άπό τήν πολυτέλειαν καί τήν ήδυπάθειαν, ώφελιμώτεραι είναι ή λιτότης καί ή σκληραγωγία τόσον διά τήν ψυχήν όσον καί διά τό σώμα.Διότι, άλλως φοβούμαι μήπως καί ήμείς άκούσωμεν τό τού Ιερεμίου: «Ούχ’ όρας τι αύτοί ποιούσιν; Οί πατέρες αυτών καίουσι πύρ, οί υιοί αυτών συνάγουσι ξύλα, αί γυναίκες αυτών τρίβουσι σταίς!».

(Ίωάννου τού Χρυσοστόμου)

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΕΣΠΕΡΙΝΗΘεέ μου Πανάγαθε, Σύ πού μ’ έγλύτωσες άπό κάθε πειρασμό της ήμέρας. σώσε με καί άπ’ όλα της νύχτας τά σκοτεινά στοιχεία.'ίψώνω τά χέρι* μου σέ Σένα καί Σέ παρακαλώ:

Δέξου τήν Εσπερινή μου αύτή προσευχή I Αξίωσε με νά ξημερωθώ κι’ απόψε καθαρός, μακρυά άπό κάθε κακό. Έλευθέρωσέ με άπό τις ταραχές καί τούς φόβους τού Σατανα. Χάρισε στήν ψυχή μου κατάνυξι. Φώτισε τόν λογισμό μου γιά νάχω άπό τώρα ενοια τί λόγο θά δώσω σέ ή μέρα Κρίσεως.Νέκρωσε τή σάρκα μου, γιά ν’ απολαύσω μέσα στή γαλήνη τού οπνου τή θεωρία τών Μεγαλείων Σου.Βγάλε άπ’ τό νού σου κάθε άσχημη φαντασία καί επιθυμία βλαβερή. Γι’ αυτό προσεύχομαι. Γιά νά στερεωθώ στήν Πίστι, γιά νά κρατηθώ στό θέλημά Σου.Μέ τήν δύναμι καί τή χάρι Σου, Μεγαλοδύναμε. Αμήν.

(Μεγάλου Βασιλείου)

ΠΡΟΣΟΧΗΌ Άγιος Έφραίμ ό Σύρος, διηγήθηκε κάποτε στούς αδελφούς του τά έξης:«Έτυχε μίαν ήμέραν νά περπατώ είς τόν δρόμον. Κι’ έκεί πού έπερπατούσα συνέβη έμπροστά μου ένα έπεισόδιον. Δηλαδή, έπροχωρούσαν τρεις άνθρωποι καί συνάντησαν ένα λάκκον μέ λάσπην, όπου οί δύο δέν έπρόσεξαν καί έπεσαν μέσα καί έλερώθησαν.Καί καθώς έβγήκανε άπό τόν λάκκον λερωμένοι, ό τρίτος άντικρύζοντας τις λάσπες επάνω στά ρούχα τους, έρωτούσε καί τούς έλεγε: «Μά, πώς δέν έπρόσεξες, έσύ; καί πώς, έσύ, δέν είδες τόν λάκκον, καί έπέσατε μέσα;»Τότε ό ένας λερωμένος άρχισε νά δείχνη τόν άλλον καί νά λέη: «Αύτός έλερώθηκε. Νά, πόσες λάσπες έχει έπάνω του!». Καί ό άλλος πάλιν, λερωμένος, έδειχνε τόν πρώτον καί έλεγε: «Νά, έκείνος είναι πού καταλερώθηκε. Κοίταξε, γεμάτα τά ρούχα του άπό τις λάσπες!».Έτσι λέγοντας οί δύο λερωμένοι, έστριφογύρίζαν κοντά είς τόν λάκκον, έγνεφεν ό ένας στόν άλλον καί προσπαθούσαν νά φέ

ρουν κοντά τους καί τόν άλλον, τόν καθαρόν. Αύτός άπό περιέργειαν τούς έπλησίασε κι’ άρχισε πάλι,ν νά τούς λέγη: «Μά πως εγ'.νεν αυτό τό πράγμα; στραβοί ήσθαν καί οί δύο καί έπέσατε μέσα;». Καί καθώς έστριφογύ ρίζαν οί δύο λερωμένοι, έστρίμωξαν άνάμεσά τους τόν καθαρόν, τόν δίνουν άπό μίαν σπρωξιάν καί τόν ρίχνουν κι’ αυτόν μέσα στήν λάσπην».Καί έπρόσθεσε στό τέλος ό Άγιος Έφραίμ τό συμπέρασμα καί λέει:«Τό παράδειγμα τούτο, άδελφοί μου, νά τό βάζετε στόν νού σας καί νά προσέχετε άπό τούς κακούς συμβούλους πού ξεγελούν τούς άλλους μέ τά λόγια. Καί νά ήξεύρετε καλά, ότι εκείνοι πού πέσουν μέσα στόν βόρβορον τής άσχημοσύνης, δέν ήσυχάζουν, άλλά προσπαθούν νά ρίξουν μέσα στόν ’ίδιον πηλόν καί τούς καλούς. Καί διά τόν σκοπόν αυτόν μεταχειρίζονται χίλιους δυό σατανικούς τρόπους. Δέν φθάνει ότι δέν θέλουν νά έ βγουν αύτοί άπό τόν γκρεμνόν όπού είναι πεσμένοι, άλλά ψαρεύουνε κι’ άλλους μέ δολώματα καί βάζουν τρικλοποδιές καί τολμούν νά λένε: «ΔιατΙ νά ντρεπόμαστε, άφού κι’ ο δείνας κι’ ή τάδε τά ίδια κάμνουν;». Καί μεταχειρίζονται άκόμα λόγια γλυκά καί δμορφα διά νά ξεγελάσουν τούς άθώους, νά τούς χαντακώσουνε κι’ αύτούς έκεί πού είναι κι’ οί ίδιοι καί νά τούς ρίξουν μέσα στήν άσβηστην φωτιάν.Δι’ αυτό, νά φυλάγεσθε, άδελφοί μου, άπό αύτούς».

Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥΟ Μέγας Κωνσταντίνος, μετά τήν έν Νικαία Σύνοδον, άφού ηύχαρίστησε τόν Θεόν διά τήν όμόνοιαν τής εκκλησίας, έσκέφθη ότι έπρεπε νά οίκοδομήση ένα Ναόν είς τά Ιεροσόλυμα επί τού Γολγοθά.Συνάμα ή μήτηρ του Ελένη μετέβη εΕς τά Ιεροσόλυμα διά νά προσευχηθή καί νά ίδή τούς Αγίους Τόπους. Έπειδή δέ είχε μεγάλην εύλάβειαν, κατέβαλε φροντίδας διά νά άνεύρη τόν Τίμιον τού Κυρίου Σταυρόν.

Δέν ήτο όμως εύκολον πραγμα ούτε ό Σταυρός νά άνακαλυφθή, ουτε ό Τάφος. Διότι οί εχθροί της χριστιανοσύνης επίτηδες είχον κοίτα χώσει ολον εκείνον τόν τόπον τού Γολγοθά, είς τρόπον ώστε νά μή φαίνεται τίποτε.Έκόσμησαν μάλιστα την επιφάνειαν τού περιχώρου μέ πλακόστρωτον καί έπ’ αύτού κατεσκεύασαν ναόν της Αφροδίτης, μέ τόν σκοπόν νά εξαναγκάσουν τούς προσερχομένους χριστιανούς νά προσκυνούν τήν Άφροδίτην καί νά άποβάλουν σύν τφ χρόνω τήν ιδέαν ότι ένυπηρχεν έκεί ό Άγιος Τάφος τού Σωτηρος.Όθεν, ό Βασιλεύς Κωνσταντίνος διέταξε καί άνέσκαψαν τόν τόπον εις μέγα βάθος, όπου έπί τέλους έφάνη ένα μέρος τού Τάφου. Έκεί γύρω εύρέθησαν οί τρεις σταυροί. Επίσης εύρέθη καί ή πινακίς μέ τά γράμματα «Ίησούς Ναζωραίος Βασιλεύς τών Ιουδαίων», άλλά ήτο ξεχωριστά πεταμένη. Διά τούτο δέν ήδύνατο κανείς νά διακρίνη ποιος έκ τών τριών ήτο ό Σταυρός τού Χριστού.Όθεν, ό Επίσκοπος Ιεροσολύμων Μακάριος, άφού προσηυχήθη, έφωτίσθη έκ Θεού καί έκαμε τό έξης: Είς τά Ιεροσόλυμα υπήρχε μία γυναίκα άπό επίσημον οικογένειαν, ή όποία ήτο κλινήρης, πάσχουσα άπό άνίατον, βαρυτάτην άσθένειαν.Είς τήν οικίαν αύτης ήλθον ό Επίσκοπος Μακάριος καί ή Βασιλομήτωρ Ελένη. Έφερον δέ καί τούς τρείς σταυρούς. Ο Επίσκοπος τότε λέγει ένώπιον όλων τών παρισταμένων ότι εκείνος έκ τών τριών θά είναι ό Τίμιος Σταυρός, ό όποιος θά άπαλλάξη άπό τήν νόσον τήν γυναίκα. Επέθεσαν λοιπόν έπί της ασθενούς τόν ένα σταυρόν, άλλά δέν έγινε τίποτε. Βλέποντες μάλιστα αύτήν νά ψυχομαχή, οί περισσότεροι έκ τών παρισταμένων περιεγέλων. Κατόπιν επέθεσαν τόν δεύτερον σταυρόν, άλλά πάλιν τίποτε δέν έγινε. Τέλος, μόλις έφεραν τόν τρίτον Σταυρόν καί τόν έπλησίασαν, αμέσως ή γυναίκα έπήδησε άπό τήν κλίνην της καί έγινε ύγιεστάτη.Τοιουτοτρόπως άνεγνωρίσθη ό Ζωοποιός Σταυρός, τού οποίου τό μεγαλύτερον μέρος διατηρείται εντός άργυράς θήκης

είς τά Ιεροσόλυμα. Τό υπόλοιπον τεμάχιον ή Άγια Ελένη έκόμισεν είς τόν υιόν της έν Κωνσταντινουπόλει. Μαζί δ’ επίσης έφερε καί τούς ευρεθέντας ήλους του Σταυρού μέ τούς όποιους κατεσκεύασε περικεφαλαίαν ό Βασιλεύς Κωνσταντίνος,

(Έκκλ^ Ίστορ. Σωζομένου Βιβλ. II)

ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΑΌ Μέγας Ισίδωρος είχεν ανάμεσα είς τούς άδελφούς της Σκήτης του καί ένα διάκονον πολύ ένάρετον, τόν όποιον μάλιστα ήθελε νά κάμη Πρεσβύτερον διά νά τόν άφήση διάδοχόν του, άλλά ό ίδιος δέν έδέχετο νά χειροτονηθή καί έμενε διάκονος.Κατά διαβολικήν δέ επιβουλήν ένας άπό τούς Γέροντας της Σκήτης έφθόνησε τόν διάκονον καί μίαν ήμέραν, ένώ όλοι εύρίσκοντο είς τήν εκκλησίαν όπου είχαν σύναξιν, ό Γέροντας αυτός έπηρεν ένα ίδικόν του βιβλίον καί έπηγε κρυφίως καί τό έβαλε μέσα είς τό κελλίον τού διακόνου. ΤΗλθε κατόπιν είς τόν άββάν Ισίδωρον καί τού λέγει: «κάποιος άπό τούς άδελφούς έκλεψε τό βιβλίον μου».Ό άββας Ισίδωρος έπαραξενεύθη καί είπεν ότι τέτοιον περιστατικόν δέν έξκνάγινε ποτέ μέσα είς τήν σκήτην.Ύστερα, ό Γέρων έκείνος λέγει είς τόν Ισίδωρον: «στείλε δύο πατέρας μαζί μου διά νά έρευνήσωμεν είς τά κελλία». Έπηγαν λοιπόν καί έψηλάφησαν όλα τά άλλα κελλία καί τελευταία ήλθαν καί είς τό κελλίον τού διακόνου, όπου εύρηκαν τό βιβλίον καί τό έφεραν είς τόν Ισίδωρον μέσα είς τήν έκκλησίαν.Τότε ό διάκονος, ό όποιος παρευρίσκετο έκεί καί άντελήφθη, προσηλθε καί έκαμε μετάνοιαν είς τόν άββάν Ισίδωρον, ενώπιον ολων καί λέγει: «Ημάρτησα δόσμου έπιτίμιον». Ο δέ άββας Ισίδωρος τού έδωσεν έπιτίμιον έπί τρεις έβδομάδας νά μή κοινωνήση.Όθεν ήρχετο ό διάκονος είς τήν σύναξιν, έστέκετο γονατιστός έμπροσθεν ολων καί έλεγε: «συγχωρήσατε με διότι ήμάρτησα».

Άφού έπέρασαν έτσι οί τρεις εβδομάδες, τον έδέχθησαν πάλιν είς τήν κοινωνίαν.Τότε, λοιπόν, αμέσως έδαιμονίσθη ό Γέροντας ο όποιος έσυκοφάντησεν καί άρχισε νά έξομολογήται καί νά λέγη: «έσυκοφάντησα τόν δούλον τού Θεού». Ένώ δέ όλοι έκαμναν παρακλήσεις, ό Γέροντας δέν έθεραπεύετο.Τέλος, ό Μέγας Ισίδωρος λέγει εμπρός είς όλους τούς αδελφούς: «Παρακάλεσε καί σύ, διάκονε, τόν Θεόν διά τόν Γέροντα διότι έσύ έσυκοφαντήθης καί δίχως εσένα δέν ήμπορεί νά θεραπευθή »,Πράγμαα, μόλις έπροσευχήθη ό διάκονος, άμέσως ό Γέροντας έγινεν ύγιής.

ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣΤό πρώτον μας καθήκον, χριστιανοί μου, είναι νά μελετήσωμεν μέ προσοχήν καί μέ συναίσθησιν τήν Αγίαν Γραφήν, διά νά έμφυτευθή είς τήν ψυχήν μας ό φόβος τού Θεού. Έτσι θά μετανοήσωμεν είλικρινά καί θά αγαπήσω με μέ τήν καρδιά μας τόν Θεόν.Όσοι έκλέψαμε, άς πλύνωμεν τά χέρια, μέ τήν επιστροφήν καί τήν ελεημοσύνην. Όσοι είμεθα διπλοπρόσωποι, άς καθαρίσωμεν τήν συνείδησιν. Άς άγαπηθώμεν μεταξύ μας είλικρινά. Άς όμιλήσωμεν κι’ εκείνους πού μάς εχθρεύονται γιά νά δοξασθή τό όνομα τού Θεού, καί νά ξανάρθη κοντά μας ή γαλήνη καί ή χαρά: Άς συγχωρήσωμεν ό ένας τόν άλλον μέ μίαν άπόφασιν, διότι κοινός είναι ό έχθρός πού μας πειράζει όλους.Μέ τήν βοήθειαν τού Θεού, άδελφοί μου, ν’ άντισταθώμεν στούς πονηρούς λογισμούς καί νά διώξουμε άπό πάνω μας τις άκάθαρτες ιδέες. Μέ τήν τιμίαν εργασίαν, μέ τήν εγκράτειαν καί μέ τήν άσκησιν, άς καταπονέσωμεν τήν σάρκα, γιά νά τήν ύποτάξωμεν στό πνεύμα. Νά ξεσηκωθώμεν όλοι γιά τά καλά έργα τής άγάπης. Νά μή φθονούμεν κι’ άν τυχόν μας φθονήσουν άλλοι, νά μή άγριέψουμε. Μέ τήν άγάπη καί τήν ταπεινοσύνη, ολα

Θα γιατρευθούν καί θα περάσουν. Να μή κατηγορούμε καί νά μή κοροίδεύουμε κανένα, διότι όλοι είμεθα σάν μιά Οικογένεια.Προ παντός νά μή άδρανούμεν. όταν ό Σατανάς πολέμα νά μας τυλίξη, άλλά νά ζητούμε τήν χάρι τού Χριστού καί θά μας σώση. Φθάνει νά έχω μεν καθαρή καρδιά.«Ότι, έγγύς Κύριος πάσι τοίς έπικαλουμένοις αυτόν έν αληθείς».

(Μαξίμου τού Όμολογητού)

Η ΣΥΝΤΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥΚατά τήν πρψτην Παρουσίαν Του, ό Κύριος, ήλθεν είς τόν κόσμον σωματικώς, πλήν ήσύχως καί χωρίς δόξαν.Εις τήν Δευτέραν όμως Παρουσίαν θα £λθη μέ υπερφυσικά σημεία καί θαύματα. Θά καταβή έκ τού Ούρανού, μέ έξαστράπτουσαν λαμπρότητα, πάλιν σωματικῶς, ώστε νά γνωρίσουν όλοι ότι Αύτός είναι όστις ήλθε καί πρότερον καί έσωσε τό γένος τών ανθρώπων καί μέλλει νά κρίνη αύτούς, έάν έτήρησαν όσα πάρεδόθησαν εις αύτούς.Τό πότε θά γίνη ή Δευτέρα Παρουσία είναι άγνωστον, διότι καί άπό αύτούς τούς Αποστόλους τό άπέκρυψεν ό Κύριος. Αλλ’ έν τοσούτω προείπε μερικά άπό τά σημεία τά όποια θά προηγηθούν, άτινα τινές έκ τών Πατέρων ανέπτυξαν πλατύτερον.Προ τής Δευτέρας Παρουσίας, δηλαδή, θά ελθη ό Αντίχριστος ότις θά γεννηθή άπό μιαράν γυναίκα, ή οποία θά φαίνεται μέν ότι είναι Παρθένος, άλλά δέν θά είναι καί θά κατάγεται άπό Έβραίκήν γενεάν. Θά συμπεριφέρεται ό Αντίχριστος ώς νά διάγη δήθεν τήν κατά Χρίστον ζωήν, καί θά έπιτελέση τόσα θαύματα, οσα καί ό Χριστός, καί θά άναστήση καί νεκρούς άκόμα. Όμως. όσα καί αν πράξη θά τά ένεργήση «κατά φαντασίαν» ώς φησιν ό Απόστολος λέγων: «τότε άποκαλυφθήσεται ό υιός της απώλειας, έν πάση δυνάμει, καί σημείοις, καί τέρασι ψεύδους». Δέν πρόκειται ώστόσον νά μεταστοιχειωθή ό ίδιος ό Διάβολος είς σάρκα, άλλά θά γεννηθή έκ πορνείας άνθρωπος, ό όποιος θά άναλάβη

ολην τήν ενέργειαν τού Σατανά. Θά άναφανη έξαφνα, έπειτα θά παρουσιάζεται είς όλους ώς ηθικός καί ένάρετος καί συγκαταβατικός καί τότε θά συμβη πείνα μεγάλη. Καί ό Αντίχριστος θά δείχνη τάχα, ότι ένδιαφέρεται διά τήν επάρκειαν τού λαού, πρός δέ τούτους θά κάμνη μελετάς, καί σπουδάς τών θείων Γραφών καί θά άσκηση τήν νηστείαν καί θά έπικροτηθη υπό τών άνθρώπων τόσον ώστε θά άνακηρυχθη βασιλεύς καί θά άγαπήση πολύ τό Έβραίκόν γένος καί θά άποκατασταθη είς τήν Ιερουσαλήμ καί θά άνεγείρη τόν Ναόν αύτών.Έπτά χρόνους προτύτερα θά ελθη ό Ένώχ καί ό Ήλίας, οίτινες θά κηρύττουν είς τόν λαόν νά μή δέχωνται τόν Άντίχριστον. Ουτος όμως θά συλλάβη αυτούς καί θά τούς τυραννήση. Κατόπιν θά κόψη καί τάς κεφαλάς άμφοτέρων. Όσοι προτιμήσουν την άγάπην καί τήν πίστιν είς τόν Θεόν, θά φύγουν μακράν. Τούτους, όμως, θά εύρη έπάνω είς τά όρη καί θά τούς ύποβάλη είς πειρασμόν διά μέσου δαιμόνων. Πλήν θά κολοβωθούν τά έπτά έκείνα έτη χάριν τών εκλεκτών. Θά έκσπάση δ’ έν συνεχείς πείνα τρομερά, ώστε όλα τά στοιχεία θά αλλάξουν καί θά κινδυνεύσουν νά έξαφανισθούν όλοι.Μετά ταύτα, αίφνης, θά γίνη ούρανόθεν ή Παρουσία τού Κυρίου, ώσάν αστραπή. Θά προπορεύεται ό Τίμιος Αύτού Σταυρός καί προ Αύτού θά έκχύνεται ποταμός άπό πύρ κοχλάζον καί θά έκκαθαρίζη ολην τήν γην άπό τά μιάσματα.Θά συλληφθή τότε άμέσως ό Αντίχριστος καί οί ύπηρέται αύτού καί θά ριφθούν είς τό αιώνιον πύρ. Άφού δέ σαλπίσουν οί Άγγελοι, θά καταφθάση αύτοστιγμεί άπό τά πέρατα της γης καί έκ πάντων τών στοιχείων, όλον τό ανθρώπινον γένος έν τη Ιερουσαλήμ, όπου είναι ή μέση τού κόσμου καί έκεί «έκάθησαν θρόνοι είς κρίσιν».Θά μεταστοιχειωθούν όλοι, μέ τά ίδια τά σώματά των καί τάς ψυχάς των, άφθαρτοι πλέον, καί θά έχουν μίαν μορφήν, μεταβαλλόμενων τών στοιχείων αύτών είς τήν «επί τό κρείττον άλλοίωσιν». Καί μέ ένα λόγον Του ό Κύριος θά διαχωρίση τούς δικαίους άπό τούς άμαρτωλούς. Καί οί μέν έργασθέντες τά άγαθά,

θά άπολαύουν τήν αιώνιον ζωήν* οί δε αμαρτωλοί τήν αιώνιον βάσανον καί δέν Θά ύπάρχη τέλος είς ταύτα.Σημειωτέον δέ ότι ό Χριστός τότε δέν μέλει νά ζητήση ούτε νηστείαν, ούτε γυμνείαν, ούτε Θαύματα. Καλά είναι καί αύτά, άλλά τά «πολλώ τούτων κρείττονα», έλεημοσύνην δηλαδή καί συμπάθειαν. Διότι θά είπή εξ πράγματα: Έπείνασα καί έδώκατέ μοι φαγείν. Έδίψησα, καί έποτίσατέ με. Ξένος ή μην, καί συνηγάγετέ με. Γυμνός καί περιεβάλετέ με. Ήσθένησα καί έπισκέψασθέ με. Έν φυλακή ή μην, καί ήλθετε πρός με· έφ’ όσον γάρ έποιήσατε ένί τούτων τών ελάχιστων, έμοί έποιήσατε». Διότι αύτά δύναται ό καθείς νά τά πράξη κατά δύναμή.Τότε λοιπόν πάσα γλώσσα έξομολογήσεται, ότι Κύριος Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού Πατρός.Αί μέν βάσανοι της κολάσεως αΕτινες άναγράφονται έν τῷ Ιερῷ Εύαγγελίω είναι αί έξης : «Έκεί έσται ό κλαυθμός καί ό βρυγμός τών όδόντων ό σκώληξ αύτών ού τελευτήσει, καί τό πύρ αυτών ού σβεσθήσεται καί βάλλετε αυτόν είς τό σκότος τό εξώτερον».Πάντα τά ανωτέρω παραδέχεται καθ’ όλοκληρίαν ή Εκκλησία τού Θεού. Βασιλεία τών Ουρανών καί άπόλαυσις θά είναι ή συνδιαγωγή τών άγιων μετά τού Θεού, καί τών άγιων ή άκατάπαυστος έλλαμψις καί «άνάβασις». Βάσανος δέ καί σκότος καί τά τοιαύτα θά είναι ή άπό τού Θεού άπομάκρυνσις καί ή έκδαπάνησις τών ψυχών διά τού συνειδότος καί τό νά στερούνται της θείκής έλλάμψεως ένεκα τής άμελείας των καί χάριν προσκαίρου τρυφής.

Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΑΜΑΡΤΩΛΟΥΈνας μοναχός καθότανε σέ ένα μοναστήρι τής Αίγύπτου κι’ έζούσε μέ πολλήν ταπεινοσύνην. Είχε δέ μίαν αδελφήν μέσα στήν πόλιν, ή όποια έπόρνευε κι’ εφερνε μεγάλον χαλασμόν στις ψυχές.Πολλές φορές οί γέροντες τού Μοναστηριού έπαρακινούσαν

τόν μονάχον αυτόν καί επί τέλους κατώρθωσαν καί τόν έπεισαν νά πάγη νά συναντήση τήν αδελφήν του καί νά τήν συμβουλέψη, μήπως μετανοήση καί πάψη τό κακόν.Εξεκίνησε λοιπόν ό μοναχός περπατώντας καί μόλις έπλησίαζε πλέον νά φθάση επί τόπου, τόν είδε κάποιος γνώριμος κι’ έτρεξεν έμπρός καί ειδοποίησε τήν αδελφήν του καί τής λέεί.: «Ό άδελφός σου ήλθε κκί είναι στήν πόρταν».Εκείνη μόλις τό ακουσε, έσυγκινήθη σύγκορμα, άφισε παρευθύς τούς άγαπητικούς καί ξυπόλυτη καθώς ήτο, έβγήκεν έξω νά άνταμώση τόν άδελφόν της. Κι’ ένώ αύτή άπλωνε τά χέρια της καί τόν άγκάλιαζε, λέει της εκείνος : «Αδελφή μου, γνησία καί άγαπημένη! Λυπήσου τήν ψυχήν σου, γιατί πολλοί καταστρέφονται άπό σένα. Καί πώς θά ή μπόρεσης νά βαστάξης τό άσβηστον καμίνι καί τό φαρμακερόν βασανιστήριον τής κολάσεως;»Όταν ακουσε αύτά εκείνη, άρπάχθη άπό τόν φόβον καί τού λέει: «Ξέρεις άν έχω σωσμόν άπό τήν στιγμήν αύτήν;»Τής λέει ό άδελφός: «Άν θέλης, θά σωθής».Εκείνη άμέσως έπεσε γονατιστή έμπρός του καί τόν έπαρακαλούσε, νά τήν πάρη μαζί του στήν ερημιάν.Εκείνος της άπεκρίθη καί της λέει: « Έμπα πρώτα στό σπίτι, φόρεσε τά παπούτσια σου, ρίξε τό μαντήλι στό κεφάλι σου καί άκολούθα με».Λέει του πάλιν έκείνη: «Πάμε νά φύγουμε κατ’ εύθείαν. Καλύτερα νά μέ κάψη ό ήλιος, προτιμώ νά γδαρθούν τά ποδάρια μου, παρά νά ξαναμπώ μέσα στό μαγαζί αυτό τής άνομίας».Καθώς λοιπόν έπερπατούσαν κι’ έφευγαν, τήν έσυμβούλευεν ό άδελφός πρός τήν μετάνοιαν. Στό μεταξύ έκείνος, επειδή είδεν άπό μακρυά νά έρχωνται κάτι γνωστοί του, της λέει: «Κοντοστάσου ολίγον έως ίίτου μας προσπεράσουν οί γνωστοί μου, αύτοί, γιατί δέν ήξεύρουν πώς είσαι άδελφή μου».Κι’ έκείνη ύπεχώρησεν ολίγον.Ύστερα τήν φωνάζει καί τής λέει: «Προχωρούμε στόν δρόμον μας, άδελφή μου».

Εκείνη όμως δέν άπήντησε τίποτε, άλλά έπεσε χάμω χωρίς πιά νά σαλέψη.Πάει νά τήν πλησιάση έκείνος καί τήν βρίσκει νεκρήν. Βλέπει τά πόδια της καί ήτανε καταματωμένα άπό τά γδαρσίματα.Όταν έφθασεν είς τούς Γέροντας, τούς είπε τά διατρέξαντα καί οί Γέροντες έλογοφέρανε μεταξύ τους, τί άραγε νά άπέγινεν ή ψυχή της.Κι’ ένας άπό τούς Γέροντας, έλαβε θείκήν άποκάλυψιν ότι, επειδή δέν έστάθη νά σκεφθη διά τό κορμί της καί δέν έβαρυγγόμησε καθόλου μέσα σέ τόσην πληγήν, Si’ αυτό έκαλοδέχθηκεν ό Θεός τήν μετάνοιαν της.

ΤΑΠΕΙΝΩΣΙΣΥπηρχεν ένας Επίσκοπος σέ μίαν πόλιν, ό όποιος κατά συνέργειαν τού Σατανα έτυχε καί έπεσε κάποτε εις πορνείαν.Ύστερα έτυχε νά γίνη σύναξις τῶν χριστιανών εις τήν εκκλησίαν, χωρίς νά ήξεύρη κανένας τίποτε διά τήν αμαρτίαν αύτήν τού Επισκόπου. Στό μεταξύ, ήλθε καί ό Επίσκοπος καί ώμολόγησε μόνος του καί είπεν έμπροστά σέ όλους ότι έπεσε στήν πορνείαν. Άφησε τά άμφιά του εις τό Θυσιαστήριον, καί έξεκίνησε νά φύγη, προσθέτοντας : «Δέν ήμπορώ πλέον νά είμαι έπίσκοπός σας».Τότε, έφώναξεν ολος ό κόσμος μέ κλάματα καί τού λέγανε: «Τήν αμαρτίαν σου τήν πέρνουμεν εμείς είς τόν λαιμόν μας. Μόνον σέ παρακαλούμεν νά μείνης είς τήν Επισκοπήν».Έκείνος τούς άπήντησε καί τούς λέει: «Εάν θέλετε νά μείνω είς τήν Επισκοπήν, θά κάμετε ό,τι σας είπώ».Έπηγε λοιπόν ό Επίσκοπος καί έξάπλωσε μπροστά είς τήν πόρταν της Εκκλησίας καί λέει στό έκκλησίασμα : «Δέν είναι χριστιανός όποιος, βγαίνοντας έξω, δέν μέ πατήση».Έκτέλεσαν λοιπόν όλοι τόν λόγον του καί τήν διαταγήν του καί, καθώς έβγαιναν άπό τήν πόρταν της εκκλησίας, τόν έπα

τούσαν είς τήν κοιλίαν, ένας ένας, άπό τόν πρώτον μέχρι τόν τελευταίον.Καί μόλις έβγήκε καί ο τελευταίος, άκούσθηκε φωνή τού Θεού άπό τόν Ούρανόν, πού έλεγε: «Διά τήν μεγάλην του ταπείνωσιν, τού έ συγχώρησα τήν αμαρτίαν».

* * *Κάποτε ό Άγιος Αντώνιος είδεν ολες τις παγίδες τού διαβόλου απλωμένες επάνω στήν γην κι’ άπόρησε λέγοντας μόνος του: «Καί ποιός ήμπορεί νά τις περάση;»Ακούσθηκε λοιπόν φωνή άπό τόν Ούρανόν καί είπε: ((ή ταπεινοφροσύνη».

ΤΕΛΕΙΟΤΗΣΉρώτησεν ό άββας Ποιμήν τόν άββαν Ιωσήφ, λέγων. «Τί πρέπει νά πράξω όταν έρχωνται νά μέ πλησιάσουν τά πάθη; νά άντισταθώ εναντίον των διά νά μή είσέλθουν, ή νά άφήσω αύτά νά είσέλθουν;»Άπεκρίθη ό Γέρων: «Άφησέ τά νά είσέλθουν καί πολέμησε εναντίον των».Επέστρεψε λοιπόν ό Ποιμήν καί έκάθητο είς τήν σκήτην. Κατόπιν ήλθεν είς τήν σκήτην ένας έκ Θηβαίδος άδελφός, όστις διηγείτο καί έλεγεν ότι, ή ρώτησε τόν Άββάν Ιωσήφ τήν έξης έρώτησιν: «Εάν μέ πλησιάζη ένα πάθος, τί πρέπει νά πράξω; νά άντισταθώ, ή νά τό άφήσω νά είσέλθη;» Και μού είπε : «μή άφήσης καθόλου τά πάθη νά είσέλθουν, άλλά άμέσως νά τά άποκόψης».Άκούσας λοιπόν, ό άββας Ποιμήν ότι ταύτα είπεν ό άββας Ιωσήφ είς τόν έκ Θηβαίδος, έσηκώθη καί άπηλθε πρός συνάντησή αύτού καί λέγει είς αυτόν: «Σού ένεπιστεύθην τούς λογισμούς μου, Πάτερ Ιωσήφ, άλλά βλέπω ότι άλλα είπες είς έμένα καί άλλα είς τόν Θηβαίον».Τότε ό Γέρων άπήντησεν ώς έξης: «Δέν γνωρίζεις ότι σέ άγαπώ;» Ο δέ Ποιμήν είπε. «Ναι». Λέγει του πάλιν ό Γέρων.

«Δέν μού είχες είπη νά σέ συμβουλεύσω ώσάν τόν έαυτόν μου; Ο δέ είπε: «έτσι. είναι». Καί συνεχίζει ό Γέρων: «Λοιπόν, καλά σού είπα. Διότι, έάν είσέλθουν τά πάθη καί δώσης καί λάβης μαζί τους, τότε σέ καθιστώσι δοκιμώτερον, καί διά τούτο σού έξηγήθηκα ώσάν τόν έαυτόν μου, Υπάρχουν όμως μερικοί είς τούς οποίους δέν συμφέρει μήτε καν νά πλησιάσουν τά πάθη, έπειδή είναι αδύνατοι, άλλά έχουσιν ανάγκην άμέσως νά κόπτωσιν αύτά». Καί ήμείς λοιπόν, ώς άσθενείς άδελφοί, τούς έμπαθείς λογισμούς όταν μάς πλησιάζουν, ευθύς τούς άποδιώκομεν διά της προσευχής.Πλήν, όποιος είναι δυνατός, κόπτει αύτούς μέ φρόνιμον καί λογικήν άντεπίθεσιν.

* * *Κάποτε ό Ζαχαρίας, ό μαθητής τού άββα Σιλουανού, άπερχόμενος είς διακονίαν, είπεν είς τόν Γέροντα: «Άνοιξε, Πάτερ, τό ύδωρ καί πότισον τόν κήπον».Ο δέ Γέρων έξελθών, έσκέπασε τήν όψιν αύτού μέ τό κουκούλιον τόσον, όσον διά νά βλέπη μόνον τά ίχνη αύτού. Καί έτσι έπότιζε τόν κήπον. Ηλθε δέ καί τόν συνήντησε κατ’ έκείνην τήν ώραν ένας άδελφός, όστις άφού τόν είδε μακρόθεν, έννόησε τόν σκοπόν τού Γέροντος, όταν δέ έπλησίασεν αυτόν, τού λέγει: «Είπέ μου, άββα, διατί έσκέπασες ολωσδιόλου τό πρόσωπόν σου μέ τό κουκούλιον καί μέ αυτόν τόν τρόπον έπότιζες τόν κήπον;», Ο δέ Γέρων άπεκρίθη είς αυτόν: «Διά νά μή ίδωσιν οί οφθαλμοί μου τά δένδρα καί άπασχοληθή ό νούς μου άπό τής έργασίας αύτού είς αύτά».

* * *ΤΗλθε κάποτε είς τό κελλίον τού Άββα Ιωάννου τού Κολοβού ένας άδελφός, διά νά πάρη σακκίδια άπό αυτόν. Καί έκρουσε τήν θύραν. Έξελθών δέ ό Γέρων, λέγει είς αυτόν: «Τί θέλεις, άδελφέ»; Ούτος δέ είπε. «Θέλω σακκούλια, άββα».Άφού δέ ό άββάς είσήλθε διά νά φέρη σακκίδια, έλησμόνησεν

αύτά καί έκάθησε καί έρραπτε. Ένώ δέ έβράδυνεν ό Γέρων, ό αδελφός έκρουσε πάλιν τήν θύραν. Καί καθώς εξηλθεν έκ νέου ό Άββας, λέγει του ό άδελφός. «Φέρε τά σακκούλια, Άββά». Καί άφού είσηλθεν ο Γέρων, πάλιν έλησμόνησε καί έκάθησε νά ράπτη. Επειδή δέ έβράδυνεν, έ'κρουσε πάλιν ο άδελφός. Καί έξελθών ο Γέρων λέγει. «Τί θέλεις, άδελφέ»; Ούτος δέ είπε. «Τό σακκούλι, άββά». Καί ό άββας άφού έκράτησε τόν άδελφόν άπό τήν χείρα, εισήγαγεν αυτόν μέσα λέγων: «Έάν θέλεις σακκούλια, πάρε καί πήγαινε, διότι έγώ δέν άδειάζω δια τέτοια πράγματα».

* * *ΤΗλθαν κάποτε είς τόν Άββάν Αρσένιον γνώριμοι τινές καί τού άνήγγειλαν ότι άπέθανεν ό τάδε συγγενής του όστις τού άφησε μεγάλην περιουσίαν. Τού έπεδείκνυον μάλιστα καί τό χαρτί ον της διαθήκης τού άποθανόντος καί τόν παρεκίνουν διά νά άπολάβη τά δικαιώματά του αυτά. Ό δέ άββάς Αρσένιος λέγει είς αυτούς: «έγώ άπέθανα πριν άπό έκείνον». Καί ταύτα είπών έπειράθη νά σχίση τό χαρτίον της διαθήκης, ένώ οί άλλοι τόν ήμπόδισαν.

* * *Πολλάκις ελεγεν είς τόν άββάν Σισώην ο μαθητής αύτού όταν έφθανεν ή καθωρισμένη ώρα: «Άββά, σήκου νά φάγωμεν». Ό δέ άββας έλεγε πρός αυτόν. «Δέν έφάγαμεν τέκνον»; Καί άπεκρίνετο ό μαθητής, «όχι πάτερ». Καί έλεγεν ό Γέρων : «Έάν δέν έφάγαμεν, φέρε καί τρώγομεν».ΥΠΟΜΟΝΗΗ Αγία Μελάνη είχεν είς τά Ιεροσόλυμα Μοναστήρι ίδικόν της, Κοινόβιον, μέ ένενήντα μοναχές. Καί τίς έδίδασκεν ένα ιδιαίτερον τρόπον της μοναχικής ζωής.Καί πρώτα πρώτα ή Όσια τίς ύπηρετούσε ώσάν δούλα όλες καί τίς 90 καλόγρηες καί έσυμπεριφέρετο άπέναντι τους ώσάν

μάνα κι’ έτσι τις έπαρακινούσε μέ τά έργα πρός τήν ταπεινοσύνην.Τις έλεγεν άκόμη ότι τό παν είς τήν μοναχικήν πολιτείαν είναι ή ύπακοή. Καί καθώς μέσα είς τά κοσμικά βασίλεια όταν λείψη ή πειθαρχία γίνεται τάπάνω κάτω ή Κοινωνία, έτσι καί στήν μοναχικήν ζωήν, άμα λείψη ή ύπακοή δέν ήξεύρεις πλέον τί σού γίνεται. Τις έφερε δέ κάποτε καί ένα παράδειγμα καί τις λέει ότι, μίαν περίστασιν έπηγεν ένας νέος καί παρουσιάσθηκε σέ Μεγάλον γέροντα καί τού έζήτησε νά γίνη καλογεροπαίδι του.Ο Γέροντας άφού στήν αρχήν τού έδωσε νά καταλάβη ποιος πρέπει νά είναι ό δόκιμος, υστέρα φέρνει κοντά του ένα άγαλμα ξύλινο καί τόν διατάζει καί τού λέει: «Κλώτσα το τό άγαλμα καί κτύπα τό νά ίδούμε θά είπη τίποτε;».Καί ύπήκουσεν ό νέος καί τό έκλώτσησε.Κι’ άφού τό άγαλμα φυσικά δέν έμίλησε, ξαναλέει του ό Γέροντας : «ξανακτύπα το δυνατά καί βρίσε το».Ό νέος δεύτερην φοράν έκαμε όπως τού είπε.Κι’ ένώ τό άγαλμα έπεσε κάτω άμίλητο καί άψυχο, ξαναλέει ό Γέροντας: «Κτύπα το καί γιά τρίτην φοράν μέ όλην σου τήν δύναμιν».Άρχισε πάλιν ό νέος καί τό κατακτυπούσεν άποδώ κι’ άπεκεί καί τό άφισε πάλιν σύξυλον καί άφωνον τό ξόανον.Τότε λοιπόν τού λέει ό Γέροντας.«Έάν ήμπορής καί σύ νά ύποφέρης τά όμοια καί νά μή όμιλης καθόλου, ώσάν τό άγαλμα τότε προχώρα μέ θάρρος καί, σιγά σιγά, θά ίδή ή ψυχή σου καί θά χαρή ολην τήν άπόλαψιν της ίδικής μας διδαχής. Εί δέ μή, μήν άποφασίσης καθόλου νά καθήσης κοντά μας».

ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΜίαν φοράν καί ένα καιρόν, ό Μέγας Παχώμιος έκάθητο μαζί μέ άλλους άδελφούς είς τήν αυλήν της Μονής των καί έπλεκεν ό καθείς τό ψαθίον του. Έτερος, όμως, μοναχός έπλεξεν έν τῷ μεταξύ

δύο ψαθία καί τά έθεσε έξω τού κελλίου του, απέναντι τού άββά Παχωμίου καί τών λοιπών άδελφών, επίτηδες, διά νά ίδωσιν ότι ούτος έπλεξεν έντός μιας ήμέρας δύο ψαθιά καί όχι ένα, καθώς ώριζεν ό κανόνας της Μονής. Αύτό δέ τό έκαμεν ό μοναχός άπό υπερηφάνειαν, διά νά τόν έπαινέση ό Όσιος.Πλήν, ό μακάριος Παχώμιος έστοχάσθη τόν σκοπόν της έπιδείξεως όπού είχεν ό μοναχός. Όθεν, άνεστέναξεν άπό τά βάθη της καρδίας του καί είπεν βίς , τούς άδελφούς: «Βλέπετε αυτόν τόν άδελφόν; έργάσθηκεν άπό τό πρωί έως τό βράδυ, πλήν ολον τόν κόπον αύτού τόν έχάρισεν είς τόν διάβολον καί τίποτε άπό τήν κοπίασιν του δέν άφησε διά ωφέλειαν καί παρηγορίαν της ψυχής του. Διότι ήγάπησε τήν δόξαν τών άνθρώπων, μάλλον, ή τού Θεού. Καί τό μέν σώμα του τό έξήντλησε μέ τήν κούρασιν, τήν ψυχήν του όμως τήν έστέρησεν άπό τήν άπόλαυσιν της εργασίας του».Κατόπιν έκάλεσε τόν άδελφόν τούτον καί τοδ έβαλεν έπιτίμιον, οσάκις έτρωγον οί άδελφοί είς τήν τράπεζαν, νά παρουσιάζεται ούτος κρατών τά δύο ψιάθια καί νά λέγη: «Πολύ σας παρακαλώ, άδελφοί μου, νά προσευχηθήτε διά τήν άθλίαν ψυχήν μου, ίνα ό Πανοικτίρμων Θεός μέ συγχώρηση διά τών εύχών σας, επειδή έπροτίμησα τά δύο ψιάθια καί όχι τήν βασιλείαν τών Ουρανών».Έπειτα τού έπέβαλεν έπί πέντε μήνας νά είναι κλεισμένος μόνος του μέσα είς τό κελλίον του νά πλέκη καθ’ έκάστην ήμέραν δύο ψαθία νά τρώγη ξηρόν ψωμίον μέ άλας καί κανένας άπό τούς άδελφούς νά μή ύπάγη νά τόν συναντήσω κατά τό διάστημα τούτο.

* * *Έλεγαν διά τόν άββάν Δανιήλ ότι κάποτε ήλθαν οι βάρβαροι μέσα είς τήν Σκήτην καί εύθύς όλοι οί Πατέρες έπρόλαβαν καί έφυγαν, έμεινε δέ μόνος του ό Δανιήλ καί τότε είπε καθ’ έαυτόν: «Έάν ό Θεός δέν μέ προστατεύσω, τότε διατί ήλθα καί έκάθησα έδώ;».

Όθεν, έβάδισέ διά μέσου τῶν βαρβάρων καί κανένας δέν τόν είδεν.Ύστερα λέγει πάλιν μόνος του. «Ίδού ότι ό Θεός έφρόντισε καί δέν έχάθηκα. Λοιπόν, πρέπει τώρα καί έγώ νά κάμω καθώς οί πατέρες καί νά φύγω».

* * *Κάποτε τρεις άδελφοί προσηλθον είς ένα Γέροντα, ό δέ πρώτος έρωτα καί λέγει: «Άββα, έμαθα τήν Παλαιάν καί τήν Καινήν Διαθήκην άπό στήθους». Ο δέ Γέρων τού άπεκρίθη καί του λέγει: «έγέμισες τόνάέραάπό λόγια». Κατόπιν ήρώτησεν ο δεύτερος λέγων: «Έγώ έγραψα ολην τήν Αγίαν Γραφήν μέ ίδιοχειρόγραφον». Τού άπαντα ό Γέρων: «καί εσύ έγέμισες τάς θυρίδας άπό χαρτιά». Ό τρίτος τέλος, είπεν: «εμένα έσκούριασεν ή χύτρα μου άπό τήν νηστείαν». Λέγει καί είς τούτον ό Γέρων: «καί έσύ έδιωξες άπό τήν Μονήν σου τήν φιλοξενίαν».

Ο ΦΘΟΝΟΣΠολλές φορές οί τρελλοί μπήγουν τό μαχαίρι στό κρέας των. Ένα τέτοιο πράγμα κάμνουν καί οί φθονεροί. Διότι σκέπτονται μόνο πώς θά βλάψουν τόν άλλον, χωρίς νά τούς νοιάζη άν, έξ αιτίας τού φθόνου, πάθη καί ό εαυτός των.Οί άνθρωποι αύτοί είναι θηρία καί κάτι περισσότερο. Διότι τά θηρία γιά νά σέ πειράξουν, ή θά τά ένοχλήσης, ή θά είναι νηστικά. Ένώ οί φθονεροί καί πολλές φορές νά τούς έχης εύεργετήσει σέ θεωρούν εχθρόν! Οί φθονεροί, άκόμη, είναι χειρότεροι καί άπό τούς δαίμονας· διότι οί δαίμονες έχουσι βέβαια άσπονδον έχθραν έναντίον μας, άλλ’ όμως δέν κακοτρέχουν τούς ομόγνωμους των. Ένώ οί φθονεροί ούτε τήν ανθρώπινην φύσιν σέβονται, ούτε τόν έαυτόν των λυπούνται. Όπου στρέψουν τό φθονερό μάτι τους, έκεί χύνουν δηλητήριον καί καταστροφήν, κι* άς μήν υπάρχει ή παραμικρά αίτια.Τί σέ κάμνει, άνθρωπέ μου, νά λυπάσαι επειδή ό διπλανός

σου έχει άγαθά; .. Νά λυπηθης γιά τίς δυστυχίες τίς ίδικές σου, τό καταλαβαίνω, όχι όμως έπειδή βλέπεις τούς άλλους καί προκόβουν !Νά γιατί τό αμάρτημα τού φθόνου δέν πέρνει καμμιά συγχώρησι. Ο κλέφτης έχει νά είπη κάποιαν πρόφασι, τήν φτώχεια. Ο φονιάς τόν θυμόν. Παράλογες, βέβαια, καί άβάσιμες προφάσεις, άλλά τέλος πάντων, προφάσεις. Έσύ, όμως, ό φθονερός ποιάν αιτίαν έχεις νά προβάλης; Τίποτε· μόνο κακία καί πονηριά!Ό Χριστός μας έδίδαξε νά άγαπῶμεν καί τούς εχθρούς μας. Ο φθονερός εχθρεύεται κι’ εκείνους πού τόν άγαπούν! Ό φθόνος καί έκκλησίες άνατρέπει καί τόν κόσμον ολον ταράσσει. Ο φθόνος, άκόμη, είναι ή μάνα πού γεννά τόν φόνον.Άν είπης γιά τόν φθονερόν άνθρωπο τού τωρινού καιρού, κάμνει πολλά, χειρότερα καί άπό τόν φόνο. Εόχεται π.χ. νά κακοτυχήση ό άδελφός του, βάνει παντού διαβολιές, κατηγορεί τίς ενάρετες πράξεις καί λυπάται γιά 6,τι άρέσει στόν Θεό. Καί βέβαια' άφού φθονεί έναν άνθρωπο γιά τά καλά πού έχει, είναι σάν νά φθονη τόν ίδιον τόν Θεόν, γιατί ό Θεός φυσικά είναι έκείνος πού τού τά δίνει.Καί τό σπουδαίον είναι, ότι τό άμάρτημα τού φθόνου δέν θεωρείται καί τόσο μεγάλο, ένώ είναι τό βαρύτερο, άκριβώς έπειδή είναι καί άδιόρθωτο. Ό Κάίν έφθόνησε τόν Άβελ καί, ένώ ό Θεός τόν έκαλούσε ολοένα νά τού γιατρέψη τό πάθος, αυτός απεναντίας άγρίεψε κι’ έβιάζετο νά σκοτώση.Άς έχω μεν, λοιπόν, ύπ’ όψιν όλα αύτά κι’ άς φροντίσωμε νά ξεριζώσωμε άπό παντού τόν φθόνο καί νά φυτέψουμε στη θέσι του την άγάπην. Έτσι μόνο θά στηρίξουμε τούς πιό προοδευτικούς άδελφούς μιας, ώστε ή ευτυχία των νά γίνη καί [δική μας ευτυχία. Αύτό άλλωστε μας συμβουλεύει κι’ ό Απόστολος Παύλος: «Χαίρειν μετά χαιρόντων καί κλαίειν μετά κλαιόντων».

(Τού Ίερού Χρυσοστόμου)

ΦΙΛΟΞΕΝΙΑΔιηγείτο ό πάτερ Παλλάδιος: Κάποτε ήλθαμεν άπό τά Ιεροσόλυμα είς την Αίγυπτον καί έπήγαμεν νά συναντήσωμεν τόν Μέγαν Άπολλώ. Οί άδελφοί, λοιπόν, τού μοναστηριού του έπρότρεξαν καί μάς προύπάντησαν μέ χαράν καί μέ ψαλμωδίες. Διότι αυτό κατά την συνήθειά των έκαμναν είς όλους τούς περαστικούς μοναχούς. Καί έπειτα, άφού έπροσκύνησαν εως τήν γην, μας ήσπάσθησαν. Κατόπι, αύτοί έπροχωρούσαν καί ήμείς άκολουθούσαμεν καί έψάλλαμεν όλοι μαζί, έως ότου έφθάσαμεν πλησίον είς τόν πάτερ Άπολλώ. Οδτος δέ, μόλις ήκουσεν ότι έψάλλαμεν, προσήλθε καί αυτός καί μας προύπάντησε, καθώς εκαμνεν είς όλους τούς έπισκέπτας άδελφούς.Συνέχεια, έπροσκύνησε καί αυτός έως τήν γην καί άφού έσηκώθη, μας ήσπάσθη. Καί μετά ταύτα μας είσήγαγεν είς την Μόνην καί προσηυχήθη. Κατόπιν, άφού ένιψε τά πόδια μας μέ τά χέρια του, μας παρεκάλεσ? νά άναπαυθώμεν. Όλα δέ αύτά συνήθιζε νά τά κάμνη όχι μόνον είς ημάς, άλλά είς όλους. Έλεγε δέ καί είς τούς μαθητάς του, ότι πρέπει τούς άδελφούς πού έρχονται, νά τούς προσκυνούμεν, καθώς καί ό Πατριάρχης Αβραάμ, διότι είναι ώσάν νά προσκυνούμεν τόν ίδιον τόν Θεόν. Διότι, «είδες τόν άδελφόν σου; είδες τόν Θεόν σου».Τούς έλεγεν άκόμα, ότι όφείλομεν τούς έπισκέπτας, νά τούς παρακαλούμεν διά νά δεχθούν νά τούς φιλοξενήσωμεν καί νά τούς ξεκουράσωμεν, όπως καί ό μακάριος Λώτ υποδέχθηκε άπό ίδικήν του προαίρεσιν τούς Αγγέλους.

* * *Ο Άγιος Εφραίμ έσυμβούλευε κάποτε ένα άδελφόν καί τού έλεγεν: «Έάν έλθη είς τό κελλίον σου μοναχός, ή κοσμικός, μή θέλης νά τόν περιποιηθης παρά πάνω άπό τήν δύναμίν σου. Διά νά μή τυχόν, όταν άναχωρήση, μετανοήσης διά όσα έξώδευσες διά λόγου του. Άλλά βάλε του νά φάγη άπό έκείνο πού σού ίχει δώσει ο Θεός. Διότι, καλύτερα νά τού δώσης χορτάρια

μέ εύχαρίστησιν της καρδιάς σου, παρά κρέατα ψητά, καί νά στενοχωρηθης. Καί αύτά σού τά λέγω, όχι διότι θέλω νά σέ άποκόψω άπό την φιλοξενίαν, άλλά διά νά γίνη ή προσφορά σου εύπρόσδεκτη είς τον Θεόν καί ασκανδάλιστος είς τούς άνθρώπους.

* * *Είπεν ο Άββας Ησαίας. «Αδελφέ, έάν ίδής τόν άδελφόν σου περαστικόν, δέξου τον μέ χαράν είς το τραπέζι σου. Καί, όταν φάγη, είπέ του: «φάγε άκόμη ολίγον, φάγε άκόμη ολίγον». Καί παρακάλεσέ τον, νά κάμνη αυτός τάς προσευχάς. Καί όταν θέλει πλέον νά αναχώρηση καί έχει άνάγκην, δός του ο τι δύνασαι, άπό εκείνο πού έχεις».

ΨΑΛΜΩΔΙΑΟ άββάς Παμβώ, έστειλε κάποτε τόν μαθητήν αύτού είς τήν Αλεξάνδρειαν, διά νά πωλήση τά έργόχειρα τά όποια είχον άμφότεροι κατεργασθή.Ό μαθητής έπηγεν είς τήν πόλιν καί έμεινε δέκα έξ ημέρας· έκοιμάτο δέ τάς νύκτας μέσα είς τόν νάρθηκα της εκκλησίας τού άγιου άποστόλου Μάρκου. Έκεί παρηκολούθησε τήν ακολουθίαν τής έκκλησίας, έμαθε μάλιστα καί τροπάρια.Όταν έπέστρεψεν είς τό Άσκητήριον, άκούει τόν Γέροντα Παμβώ νά τού λέγει:— Τέκνον μου, σέ βλέπω νά είσαι ταραγμένος. Μήπως σου συνέβη κανένας πειρασμός εις τήν πόλιν;Άπεκρίθη ό μαθητής καί λέγει:— Γέροντα, μού φαίνεται ότι έκακοσυνηθίσαμεν έδώ πέρα είς τήν έρημίαν καί χάνομεν τάς ήμέρας μας καί άμελούμεν, διότι μήτε κανόνας ψάλλομεν, μήτε τροπάρια. Είς τήν Αλεξάνδρειαν όπου έπήγα, είδα τά τάγματα της εκκλησίας πώς ψάλλουσι καί έκτοτε μέ συνεπήρε πολλή θλίψις έπειδή εμείς δέν ψάλλομεν.Λέγει είς αυτόν ό Γέρων :— Ούαί καί άλλοίμονόν μας, τέκνον! Έφθασαν πλέον αί ήμέραι

κατά τάς όποίας οί μοναχοί θά άφήσουσι τήν στερεάν τροφήν, καθώς είπε τό Άγιον Πνεύμα, καί θά καταγίνωνται μέ τά άσματα. Άλλά ποία κατάνυξις καί ποια δάκρυα προέρχονται άπό τά μελωδήματα αύτά, τήν στιγμήν οπού οί ψάλλοντες στέκονται μέσα εις τήν έκκλησίαν, ή είς τάς αίθούσας καί σηκώνουν τήν φωνήν των ώσάν τά βόδια; Όταν εύρισκώμεθα ένώπιον τού Θεού, όφείλομεν νά παραστέκωμεν μέ μεγάλην κατάνυξιν καί &χι έν μετεωρισμῷ. Διότι οί μοναχοί δέν έξήλθαν εις τήν έρημον διά νά διαχύνωνται ή νά μελωδούσιν άσματα, ή νά ρυθμίζουσιν ήχους, ούτε διά νά σείουν τά χέρια των καί νά μετακινούν τά πόδια των. Παρά μόνον χρεωστούμεν μέ φόβον καί τρόμον Θεού, μέ δάκρυα καί μέ στεναγμούς, μέ εύλαβικήν καί κατανυκτικήν καί μετρίαν καί ταπεινήν φωνήν νά προσφέρωμεν τάς προσευχάς πρός τόν Θεόν. Σού λέγω άκόμα καί τούτο, τέκνον μου, ότι θά έλθουν ήμέρες, οπότε οί χριστιανοί θά προσθέτουν καί θά άφαιρούν καί θά μεταβάλουν τάς βίβλους τών άγίων Εύαγγελίων καί τών Άγίων Αποστόλων καί τών Θεσπεσίων Προφητών καί τών Ιερών Πατέρων καί θά μαλακώνουν τάς Αγίας Γραφάς καί θά γράφουν τροπάρια καί άσματα καί λόγους τεχνολογικούς. Καί ό νούς των θά ξεχυθη είς αυτούς, θά άπομακρυνθη δέ άπό τά Θείκά Πρότυπα. Καί διά τούτον τόν λόγον οι Άγιοι Πατέρες είχαν προαναγγείλει ότι οί μονασταί της έρημου πρέπει νά γράφουν τούς βίους τών Πατέρων όχι έπάνω είς μεμβράνας, άλλά έπάνω είς χάρτινους διφθέρας, διότι ή έρχομένη γενεά θά τούς μεταβάλη σύμφωνα μέ τήν ίδικήν των άρέσκειαν. Όθεν τό κακόν οπού μέλλει νά προέλθη θά είναι φρικτόν.Κατόπιν λέγει ό μαθητής:—Ώστε λοιπόν, Γέροντα, πρόκειται νά αλλάξουν αί παραδόσεις καί τά έθιμα τών χριστιανών; μήπως δέν θά ύπάρχουσι πλέον ιερείς είς τήν Έκκλησίαν άφού θά βαδίση πρός αυτό τό κατάντημα;Τότε ό άββάς έσυνέχισεν—Είς τούς καιρούς έκείνους πλέον θά κρυώση ή άγάπη τού Θεού άπό τις περισσότερες ψυχές καί θά πέση θλίψις μεγάλη είς

τόν κόσμον. Τό ένα έθνος θά ρίχνεται έναντίον τού άλλου. Οί λαοί

θά μετακινούνται άπό τούς τόπους των. Οί άρχοντες θά άνακατωθούν, οί ιερωμένοι θά τό ρίξουν είς τήν άναρχίαν, οί δέ μοναχοί θά ξεκλίνουν είς τήν άμέλειαν. Οί εκκλησιαστικοί ήγέται θά θεωρούν άνάξιον πράγμα νά φροντίζουν διά τήν σωτηρίαν τόσον της ίδικής των ψυχής, όσον καί τού ποιμνίου των καί θά περιφρονούν παντελώς ένα τοιούτον ζήτημα. Όλοι θά δείχνουν προθυμίαν καί δραστηριότητα πρό πάντων διά τά τραπέζια καί διά τάς δρέξεις των. Θά είναι οκνηροί είς τάς προσευχάς καί πρόχειροι είς τάς κατακρίσεις. Τούς βίους καί τάς διδαχάς καί τά παραδείγματα τών άγίων Πατέρων δέν θά ένδιαφέρωνται μήτε νά τά μιμηθούν, μήτε κάν νά τά άκούσουν, άλλά μάλλον θά κατηγορούν καί θά λέγουν ότι, έάν έζούσαμεν καί εμείς είς τά χρόνια έκείνα, έτσι θά συμπεριφερώμεθα. Οί δέ Αρχιερείς θά ύποχωρούν έμπρός είς τούς ισχυρούς της γης. Καί θά λύνουν τις διάφορες ύποθέσεις, βγάζοντες άπό πολλές μεριές δώρα καί άπολαυές λογιών λογιών διά λογαριασμόν των. Τόν πτωχόν δέν θά τόν ύπερασπίζουν είς τό δίκαιόν του, θά θλίβουν τάς χήρας γυναίκας καί θά καταπονούν τά ορφανά. Αλλά καί εις αυτόν τόν λαόν θά είσχωρήση άσωτεία. Οί περισσότεροι δέν θά πιστεύουν είς τόν Θεόν, θά μισούνται αναμεταξύ των καί θά άλληλοτρώγωνται ώσάν τά θηρία, θά κλέπτη ό ένας τόν άλλον καί θά μεθύωσι καί θά περπατούν ώσάν τυφλοί.Τέλος ξαναερωτά ο μαθητής:— Τί λοιπόν πρέπει νά κάμη κανείς είς έκείνην τήν περίστασιν;Καί ο Γέρων Παμβώ άπεκρίθη:— Τέκνον μου, είς έκείνους πλέον τούς καιρούς, όποιος ήμπορέση νά σώση τήν ψυχήν του, καί παρακινά καί τούς άλλους διά νά σωθούν, αυτός θά όνομασθη μέγας είς τήν βασιλείαν τών Ούρανών.

ΨΕΥΔΟΣΔύο γέροντες είχαν στενοχωρηθή συναμεταξύ των. Έτυχε δέ ο ένας άπ’ αύτούς νά άρρωστήση, οπότε ήλθεν ένας άδελφός διά νά τόν έτπισκεφθη. Τότε ό γέρων παρεκάλεσε τόν αδελφόν καί τού λέγει. «Έγώ μέ τόν δείνα Γέροντα είμεθα στενοχωρημένοι μεταξύ μας. Λοιπόν θά ήθελα νά τόν παρακαλέσης νά συμφιλιωθούμεν». Τού άπαντα ό άδελφός: «άφού τό διατάζεις άββα, θά πάγω νά τόνπαρακαλέσω».Έβγήκεν έξω καί καθ’ οδόν διελογίζετο μόνος του, πώς νά χειρισθη τό ζήτημα, διότι έφοβείτο μήπως δέν δεχθή ό Γέροντας τήν μεσολάβησιν, ή μή τυχόν και γίνη μεγαλύτερη διχόνοια.Κατ’ οικονομίαν Θεού δέ, καθώς έβάδιζε, συνήντησεν ένα μοναχόν όστις τού έπρόσφερε πέντε σύκα καί όλίγα συκάμινα. Ο άδελφός τά έπήρε καί τά έθεσε πρώτον μέσα είς τό κελλίον του. Έπειτα έδιάλεξεν ένα σύκο και μερικά άπό τά συκάμινα και τά έφέρεν είς τόν Γέροντα όπου έμελέτησε νά πάγη. Καί τού λέγει: «Άββά, αύτά τά έφερε κάποιος είς τόν τάδε Γέροντα, ό όποιος είναι άρρωστος. Καί, έπειδή εύρέθηκα νά είμαι έκεί μού είπε: Πάρε αύτά καί δόστα είς τόν δείνα Γέροντα». Και σού τά έφερα. Ο δέ άββάς άφού ήκουσε τά λόγια αύτά, έμεινεν άμίλητος κάμποσην ώραν καί κατόπιν είπε: «Σέ μένα τά έστειλεν αύτά;»Ναί, άββά, τού άπεκρίθη ό άδελφός.Τότε τά έπηρεν ό άββάς καί, είπε: «Καλώς ήλθες, καλώς ήλθες».Ύστερα έξαναγύρισεν ό άδελφός είς τό κελλίον του, έπηρε πάλιν άλλα δύο σύκα καί μερικά συκάμινα καί τά έπηγεν είς τόν άλλον Γέροντα, τόν άρρωστον.Κι' άφού τού έβαλε μετάνοιαν είπε: «Δέξου τά αύτά, άββά. Σού τά δωρίζει ο Γέροντας είς τόν όποιον μέ έστειλες».Καί άμέσως ό άββάς άνακουφίσθηκε καί είπε μέ χαράν: «ώστε έσυμφιλιωθήκαμεν;». Ό δέ άδελφός τού άπαντα: «Ναί, άββα, μέ τήν εύχήν σου».

Καί ο γέρων άνέκραξε: «Δόξα σοι ο Θεός».Ήρώτησε κάποτε ό Άββας Άγάθων τόν Άββαν Άλώνιον. «Υπάρχει περίστασις άραγε όπού πρέπει ό άνθρωπος νά είπη ψέμα;».Καί ό άββας Άλωνιος άπεκρίθη ότι υπάρχει, όταν παραδείγματος χάριν ένας κάμη φονικόν καί έλθη είς τό κελλί σου νά τόν κρύψης καί ή έξουσία τόν ζητεί καί σέ έρωτα έάν ξέρεις τίποτε.Εάν δέν ψευτίσης θά παραδώσης τόν άνθρωπον είς τόν θάνατον. Προτίμησε μάλλον νά τόν συγχωρήσης ενώπιον τού Θεού καί όχι νά τόν δέσης.Ο Θεός είναι μόνον πού γνωρίζει τά πάντα.

* * *Είπεν ο άββας Μάρκος ότι, ό καθεαυτού ψεύτης, ομοιάζει μέ τόν υπηρέτην εκείνον, ό όποιος έκτύπησε τόν Κύριον είς τήν σιαγόνα.

ΨΥΧΗΜίαν βραδυάν, έπήγαν καί εύρηκαν μερικοί άνθρωποι τόν Μέγαν Αντώνιον μέσα είς τό Άσκητήριόν του κι’ έσυζητούσαν μαζί του διά τό πώς δουλεύει μέσα μας ή ψυχή καί πού θά πάη ή ψυχή μας όταν άποθάνωμεν.Τήν ίδιαν νύκτα, ένώ ήτανε μόνος του, άκούει κάποιον άπό υψηλά νά τού λέγει: «Αντώνιε, σήκου έπάνω, έβγα έξω καί κοίταξε». Έσηκώθη λοιπόν ό Άγιος Αντώνιος, έβγηκεν έξω, έστρεψε τά μάτια του υψηλά καί τί βλέπει;Βλέπει έναν όλόμακρον καί χωρίς όψιν, πού σέ έπιανε φόβος νά τόν θωρής! Τά πόδια του έπατούσαν είς τήν γην καί ή κεφαλή του έφθανε στά σύννεφα. Καί βλέπει συνέχεια νά ξεπετιούνται άπό έδώ κι’ άπό έκεί διάφοροι, ώσάν φτερουχάτοι, καί ν’ άνεβαίνουν πρός τά πάνω. Καί βλέπει άκόμη τόν όλόμακρον έκείνον

νά άπλώνη τα χέρια του καί, άλλους άπό τούς φτερουχάτους νά τούς έμποδίζη κι’ άλλους πάλιν νά τούς άφίνη νά ξεπερνούν καί νά πορεύωνται πρός τά ούράνια άξέγνοιαστοι. Καί όταν εβλεπεν ό όλόμακρος τούς φτερουχάτους εκείνους πού ξεπερνούσαν στά ούράνια, έτριζε τά δόντια του· ένώ άμα έμπόδιζε τούς άλλους καί τούς άρπαζε καί τούς έτίνασσε κάτω, έφαίνετο χαρούμενος.Τότε ό Άγιος Αντώνιος ήκουσεν άλλην μίαν φωνήν νά τού λέγει: «Νόγατο αυτό πού βλέπεις». Κι’ άμέσως άνοίξανε τά μάτια τού νού του κι’ έκατάλαβεν ότι αύτοί πού ξεπετούσαν ήταν οί ψυχές, κι’ ό όλόμακρος ήταν ό Διάβολος, πού ζηλεύει τούς πιστούς καί δίκαιους άνθρώπους. Όσοι σ’ αύτήν τήν ζωήν έκαμαν τά θελήματα τού Διαβόλου καί ήσαν υπεύθυνοι άπέναντι του, αυτούς τούς έκρατούσε. Όσοι δέν τόν άκουσαν δέν είχε δικαίωμα νά τούς κρατήση κι’ έξεπερνούσαν ψηλά στόν Ούρανόν, μέσα στά Μεγαλεία τού Θεού.Άφού είδεν αύτά ό Άγιος Αντώνιος, τά έβαζεν ολοένα είς τόν νούν του, καί ήγωνίζετο νυχθημερόν νά προχωρή είς τήν άρετήν καί είς τήν αίωνίαν μακαριότητα τού Θεού.

ΤΕΛΟΣ