ηλιας βενεζης το νουμερο 31328

16
Γραμματολογική τοποθέτηση του έργου Το Ηλίας Βενέζης είναι ψευδώνυμο του Ηλία Μέλλου, μυθιστοριογράφου και διηγηματογράφου της γενιάς του 1930. Γεννήθηκε στο Αϊβαλί (Κυδωνιές) της Μικράς Ασίας και έζησε όλο το δράμα της μικρασιατικής καταστροφής. Ένα χρόνο αργότερα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου εργάστηκε ως υπάλληλος στην Τράπεζα, ενώ παράλληλα επιδόθηκε στη λογοτεχνία. Το πεζογραφικό του έργο, που διακρίνεται για την τρυφερότητα, τη νοσταλγία και το χαμηλόφωνο τόνο του, αναφέρεται κυρίως στη «χαμένη πατρίδα» και τις δυσκολίες των προσφύγων να προσαρμοστούν στην καινούρια πατρίδα τους. Το νούμερο 31328 είναι ένα μυθιστόρημα ντοκουμέντο, στο οποίο δίνονται οι εμπειρίες του συγγραφέα από τη διαβίωσή του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης που δημιούργησε ο τουρκικός στρατός για τους Έλληνες αιχμαλώτους μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Βρισκόμαστε στο 1922. Η μικρασιατική καταστροφή έχει συντελεστεί. Η ελληνική Ανατολή παραδόθηκε στο αίμα και στη φωτιά και οι Έλληνες έχασαν τις προαιώνιες εστίες τους. Όσοι γλίτωσαν από το θάνατο σύρθηκαν αιχμάλωτοι στα βάθη της Ασίας, για να δουλέψουν στα «εργατικά τάγματα». Ανάμεσά τους είναι και ο ίδιος ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου που για δεκατέσσερις μήνες έζησε τις δραματικές περιπέτειες που μας αφηγείται. Από το βιβλίο, μαζί με τη φρίκη και την καταδίκη της ανθρώπινης αγριότητας, βγαίνουν και εικόνες ζεστής ανθρωπιάς, συμπαράστασης και αλληλεγγύης. Πρωτοεκδόθηκε το 1931. Περίληψη του βιβλίου Η αφήγηση αρχίζει με την επιλογή των εφήβων και των νέων που οι Τούρκοι τους προορίζουν για τα τάγματα εργασίας. Η επιλογή αυτή πραγματοποιείται τη στιγμή που το αλλόφρον πλήθος αναζητάει ένα μέσο για να περάσει από τις ακτές της Ιωνίας στη μητροπολιτική Ελλάδα. Όσοι επιλέχτηκαν οδηγούνται σε πρόχειρα καταλύματα, όπου επισημαίνονται εκείνοι που θα εκτελεστούν. Κατά διαστήματα απάγονται ομάδες ολόκληρες αιχμαλώτων που οδηγούνται στο εκτελεστικό απόσπασμα. Το μίσος και τα πάθη των νικητών δεν ικανοποιούνται από τα δεινοπαθήματα μόνο των αιχμαλώτων αλλά πρέπει να κορεστούν από την εξόντωσή τους. Η διαδικασία αυτή που γεμίζει φόβο τους αιχμαλώτους και τους υποχρεώνει να ζουν με την αγωνία του αναμενόμενου θανάτου κρατάει μέρες ολόκληρες, ώσπου όσοι επέζησαν, συνταγμένοι σε ομάδες, μπουλούκια για την ακρίβεια, παραλαμβάνονται από ένοπλους φρουρούς για να μεταφερθούν στο εσωτερικό της Μ. Ασίας. Έτσι αρχίζει μια μαρτυρική πορεία που κρατάει μέρες ολόκληρες. Στη διάρκειά της η κούραση, η πείνα, η δίψα και οι εξευτελισμοί αφαιρούν κάθε ανθρώπινο συναίσθημα από το πλήθος αυτό και το μεταβάλλουν σε απλά ζώα, που το μόνο που τους απομένει ζωντανό είναι το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, η ελπίδα και η προσπάθεια τους να

Transcript of ηλιας βενεζης το νουμερο 31328

Page 1: ηλιας βενεζης το νουμερο 31328

Γραμματολογική τοποθέτηση του έργου

Το Ηλίας Βενέζης είναι ψευδώνυμο του Ηλία Μέλλου, μυθιστοριογράφου και

διηγηματογράφου της γενιάς του 1930. Γεννήθηκε στο Αϊβαλί (Κυδωνιές) της Μικράς Ασίας και

έζησε όλο το δράμα της μικρασιατικής καταστροφής. Ένα χρόνο αργότερα εγκαταστάθηκε στην

Αθήνα όπου εργάστηκε ως υπάλληλος στην Τράπεζα, ενώ παράλληλα επιδόθηκε στη λογοτεχνία.

Το πεζογραφικό του έργο, που διακρίνεται για την τρυφερότητα, τη νοσταλγία και το χαμηλόφωνο

τόνο του, αναφέρεται κυρίως στη «χαμένη πατρίδα» και τις δυσκολίες των προσφύγων να

προσαρμοστούν στην καινούρια πατρίδα τους.

Το νούμερο 31328 είναι ένα μυθιστόρημα ντοκουμέντο, στο οποίο δίνονται οι εμπειρίες του

συγγραφέα από τη διαβίωσή του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης που δημιούργησε ο τουρκικός

στρατός για τους Έλληνες αιχμαλώτους μετά τη Μικρασιατική καταστροφή.

Βρισκόμαστε στο 1922. Η μικρασιατική καταστροφή έχει συντελεστεί. Η ελληνική Ανατολή

παραδόθηκε στο αίμα και στη φωτιά και οι Έλληνες έχασαν τις προαιώνιες εστίες τους. Όσοι

γλίτωσαν από το θάνατο σύρθηκαν αιχμάλωτοι στα βάθη της Ασίας, για να δουλέψουν στα

«εργατικά τάγματα».

Ανάμεσά τους είναι και ο ίδιος ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου που για δεκατέσσερις μήνες

έζησε τις δραματικές περιπέτειες που μας αφηγείται. Από το βιβλίο, μαζί με τη φρίκη και την

καταδίκη της ανθρώπινης αγριότητας, βγαίνουν και εικόνες ζεστής ανθρωπιάς, συμπαράστασης και

αλληλεγγύης. Πρωτοεκδόθηκε το 1931.

Περίληψη του βιβλίου

Η αφήγηση αρχίζει με την επιλογή των εφήβων και των νέων που οι Τούρκοι τους

προορίζουν για τα τάγματα εργασίας. Η επιλογή αυτή πραγματοποιείται τη στιγμή που το

αλλόφρον πλήθος αναζητάει ένα μέσο για να περάσει από τις ακτές της Ιωνίας στη μητροπολιτική

Ελλάδα. Όσοι επιλέχτηκαν οδηγούνται σε πρόχειρα καταλύματα, όπου επισημαίνονται εκείνοι που

θα εκτελεστούν. Κατά διαστήματα απάγονται ομάδες ολόκληρες αιχμαλώτων που οδηγούνται στο

εκτελεστικό απόσπασμα. Το μίσος και τα πάθη των νικητών δεν ικανοποιούνται από τα

δεινοπαθήματα μόνο των αιχμαλώτων αλλά πρέπει να κορεστούν από την εξόντωσή τους. Η

διαδικασία αυτή που γεμίζει φόβο τους αιχμαλώτους και τους υποχρεώνει να ζουν με την αγωνία

του αναμενόμενου θανάτου κρατάει μέρες ολόκληρες, ώσπου όσοι επέζησαν, συνταγμένοι σε

ομάδες, μπουλούκια για την ακρίβεια, παραλαμβάνονται από ένοπλους φρουρούς για να

μεταφερθούν στο εσωτερικό της Μ. Ασίας. Έτσι αρχίζει μια μαρτυρική πορεία που κρατάει μέρες

ολόκληρες. Στη διάρκειά της η κούραση, η πείνα, η δίψα και οι εξευτελισμοί αφαιρούν κάθε

ανθρώπινο συναίσθημα από το πλήθος αυτό και το μεταβάλλουν σε απλά ζώα, που το μόνο που

τους απομένει ζωντανό είναι το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, η ελπίδα και η προσπάθεια τους να

Page 2: ηλιας βενεζης το νουμερο 31328

επιζήσουν. Δεν πρόκειται πλέον για τους ανθρώπους αλλά για απλούς αριθμούς. Την

προσωπικότητά τους την αντικαθιστά ο αριθμός, το νούμερο, που ο καθένας φέρνει στο στήθος του

σαν σημάδι αναγνώρισης. Κάποτε επιτέλους όσοι αιχμάλωτοι επέζησαν φτάνουν στο Κίρκαγατς.

Εκεί οι συνθήκες της ζωής τους αλλάζουν, γίνονται πιο ανθρώπινες, και αυτό έχει ως συνέπεια να

ξαναβρούν σε κάποιο μέτρο τουλάχιστο, τον παλιό τους εαυτό. Είναι υποχρεωμένοι να εργαστούν.

Προσλαμβάνονται συνήθως σε αγροκτήματα. Και εκεί, ανάλογα με τους ανθρώπους στους οποίους

θα τύχουν, βρίσκουν συχνά τη ζεστασιά της ανθρώπινης παρουσίας, την καλοσύνη, την ανθρωπιά,

ακόμα και τον έρωτα. Παρά την τραγική θέση τους και την πολύ σκληρή συνήθως εργασία, έχουν

το συναίσθημα ότι είναι άνθρωποι. Τα συναισθήματα και οι ψυχικές τους αντιδράσεις που ήταν

ναρκωμένες, αρχίζουν πάλι να λειτουργούν κανονικά. Οι αριθμοί μεταβλήθηκαν σε ανθρώπους.

Τέλος, όσοι επέζησαν, αναχωρούν για να μεταφερθούν στο ελληνικό έδαφος.

Πρόλογος του συγγραφέα στη δεύτερη έκδοση

Το βιβλίο τούτο είναι γραμμένο με αίμα. Ένας κριτικός του σημείωνε κάποτε για το υφός

του: «Έχει κάτι απ' τη φονική λαμπρότητα των πολεμικών όπλων, τη φονική λαμπρότητα του

αδυσώπητου φωτός». Αλλά εγώ δε μιλώ για το ύφος. Λέω για την καυτή ύλη, για τη σάρκα που

στάζει το αίμα της και πλημμυρίζει τις σελίδες του. Για την ανθρώπινη καρδιά που σπαράζει, όχι

για την ψυχή. Εδώ μέσα δεν υπάρχει ψυχή, δεν υπάρχει περιθώριο για ταξίδι σε χώρους της

μεταφυσικής. Όταν καίγεται έτσι που καίγεται εδώ, με πυρωμένο σίδερο η σάρκα, παντοδύναμη

θεότητα υψώνεται αυτή, κι όλα τ' άλλα σωπαίνουν. Έχουν να λένε πως κανένας πόνος δεν μπορεί

να είναι ισοδύναμος με τον ηθικό πόνο. Αυτά τα λένε οι σοφοί και τα βιβλία. Όμως, αν βγεις στα

τρίστρατα και ρωτήσεις τους μάρτυρες, αυτούς που τα κορμιά τους βασανίστηκαν ενώ πάνω τους

σαλάγιζε ο θάνατος —και είναι τόσο εύκολο να τους βρεις, η εποχή μας φρόντισε και γέμισε τον

κόσμο— αν τους ρωτήσεις, θα μάθεις πως τίποτα, τίποτα δεν υπάρχει πιο βαθύ και πιο ιερό από ένα

σώμα που βασανίζεται.

Το βιβλίο τούτο είναι ένα αφιέρωμα σ' αυτό τον πόνο.Πάνε είκοσι ένα χρόνια από το 1924

που έγραψα στην πρώτη του μορφή, γυρίζοντας, παιδί, απ' τα κάτεργα της Ανατολής, το χρονικό

τούτο. Το ξαναδούλεψα στο 1931 όταν βγήκε σε βιβλίο. Από τότε δεν το είχα πιάσει στα χέρια μου.

Με είχε πολύ βασανίσει όταν το έγραφα, με είχε αναστατώσει το επίμονο στριφογύρισμα στην

πυκνή και φοβερή ύλη της πικρής αυτής ζωής που έπρεπε να πάρει έκφραση. Είχα τότε περάσει

πολλές νύχτες που, κυνηγημένος απ' τους εφιάλτες και τις αναμνήσεις, δεν μπορούσα να βρω

καταφύγιο μήτε στον ύπνο. Γι' αυτό, όταν βγήκε πια σε βιβλίο «Το Νούμερο 31328», δεν

τολμούσα, δεν ήθελα να το ξαναδώ — τελοσπάντων η ζωή, όταν είσαι γερός και είσαι νέος, έχει

τόση δύναμη, σου το επιβάλλει να θέλεις να ξεχνάς.

Η ανάγκη να ξαναγυρίσω στις σελίδες του «Νούμερου 31328», να κάμω να ξυπνήσουν πάλι

μέσα μου οι δοκιμασίες των πρώτων νεανικών μου χρόνων ήρθε με τις νέες δοκιμασίες μας, με τη

συμφορά της πατρίδας μου. Αντίμαχες δυνάμεις με είχαν κυβερνήσει τον καιρό της κατοχής. Ένα

διάστημα ήταν η ανάγκη να ξαναζήσει μες στη φουρτούνα του πολέμου και την οδύνη η εποχή της

γαλήνης, να θυμηθείς πως κάποτε υπήρχαν οι άνθρωποι, υπήρχαν οι γενναίες πράξεις, το αίσθημα

και η καλοσύνη στη γη. Από μια τέτοια ανάγκη βγήκε το απλό βιβλίο των καλών ανθρώπων, η

«Αιολική Γη». Η αντίμαχη ακριβώς δύναμη που ήρθε έπειτα ήταν εκείνη που, όταν υποφέρνεις, σε

σπρώχνει να μασάς και να ξαναμασάς τον πόνο, ίσως γιατί, μη έχοντας διέξοδο για τη χαρά, πρέπει

να ισοφαρίσεις τη στέρησή της με τον πιο κορυφαίο τόνο της λύπης. Έτσι, ευθύς έπειτα από την

«Αιολική Γη» ξαναγύρισα στο βιβλίο τούτο, το έζησα, το ξανάζησα δουλεύοντάς το επίμονα τρεις

φορές χωρίς να πειράξω τον τραχύ χαρακτήρα του. Και είδα τότε μες στη φοβερή άνοιξη και στο

καλοκαίρι του 1944 πόσο «Το Νούμερο 31328», γραμμένο έπειτα από ένα μεγάλο πόλεμο, πόσο

Page 3: ηλιας βενεζης το νουμερο 31328

είχε συγγένεια αίματος, συγγένεια «ύφους», είκοσι χρόνια αργότερα, με τις μέρες του νέου μεγάλου

πολέμου.

Έτσι το βιβλίο τούτο —χρονικό μιας βασανισμένης στιγμής της Ελλάδας από τις τόσες—

απαγορεμένο χρόνια τώρα απ' τις λογοκρισίες, έχει το θλιβερό προνόμιο, όπως βγήκε για πρώτη

φορά σε μια ώρα παγκόσμιου πένθους, να ξαναβγαίνει τώρα στο τέλος ενός άλλου πολέμου, όταν

πάλι το πένθος σκεπάζει τις ρημαγμένες εστίες και τους τάφους των παιδιών, των γυναικών, των

γερόντων και της νιότης του κόσμου. Και όπως τότε, πριν από είκοσι ένα χρόνια, «Το Νούμερο

31328» ήταν η διαμαρτυρία ενός παιδιού εναντίον του πολέμου, μένει πάλι, τώρα, η διαμαρτυρία

ενός ανθρώπου.Καλοκαίρι του 1945

Η.Β.

Πάνω στον κορμό του βιβλίου τού Βενέζη, στηρίχτηκε και η ταινία του Νίκου Κούνδουρου

«1922». Η προβολή της ταινίας είναι μέχρι και σήμερα, ουσιαστικά απαγορευμένη στην Ελλάδα,

ενώ δεν έχει προβληθεί ποτέ στην Θράκη. Η ταινία απαγορεύτηκε από τον Κωνσταντίνο

Καραμανλή, μετά από διαμαρτυρία του τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών, με το αιτιολογικό ότι

δυναμιτίζει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ο Νίκος Κούνδουρος κατάφερε να εξασφαλίσει ένα

αντίγραφο της ταινίας και το πρόβαλλε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπου

σάρωσε τα βραβεία (καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, φωτογραφίας, Α’ ανδρικού ρόλου [Βασίλης

Λάγγος] και Α’ γυναικείου ρόλου [Ελεωνόρα Σταθοπούλου]). Το 1982, με παρέμβαση του

ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, απαγορεύθηκε η προβολή της ταινίας και στο Φεστιβάλ

Κινηματογράφου της Βουδαπέστης.

Κριτική του έργου από βιβλιοκριτικούς

1.(Απ. Σαχίνης) Το Νούμερο 31328 είναι ένα ζεστό κομμάτι τραγικής και απελπισμένης ζωής, μιας

ζωής που προσπαθεί να πιαστεί από τον εαυτό της. Η εικόνα μιας μαρτυρικής και οδυνηρής

πραγματικότητας που υπήρξε ακριβώς έτσι όπως περιγράφεται, μα που ο αναγνώστης δεν θέλει ν α την

πιστέψει και να την παραδεχτεί. Στις σελίδες του αντικρίζουμε πρόσωπο με πρόσωπο, το θάνατο

δοκιμάζουμε την αντοχή του ανθρώπου στη δύναμη του μαρτυρίου και του πόνου, παρακολουθούμε

την προσπάθεια του ζώου, που υπάρχει μέσα στον άνθρωπο, να κρατηθεί στη ζωή. Αλλά, γενικότερα,

ο συγγραφέας στο Νούμερο 31328 δε θέλησε να πλάσει μοναδικούς και ιδιαίτερους χαρακτήρες με

αυτόνομη υπόσταση και ανεξάρτητη ζωή. Έτσι ο Ηλίας Βενέζης τα χρησιμοποιεί μόνο και μόνο για

να παρουσιάσει και να μορφοποιήσει πεζογραφικά τα περιστατικά, τις πράξεις και τις εικόνες της

αιχμαλωσίας.

2. (Α. Καραντώνης) Το Νούμερο 31328,σημείωσε μια εξαιρετική επιτυχία και συνέβαλε σημαντικά

στην εντύπωση, πως επιτέλους αρχίζουμε να αποχτούμε πεζογραφία. Ήταν ένα αφήγημα πληθωρικό

και ακατάστατο, γεμάτο από την παρουσία των ανθρώπων, πλουτισμένο από φοβερά επεισόδια

μαρτυρίων και από φόβο. Πολλοί το θεωρούν ως το αριστούργημα του Βενέζη ίσως γιατί είναι το πιο

αντικειμενικό από τα έργα του παρά την παρουσία του συγγραφέα ως κεντρικού προσώπου όλης της

αφήγησης. Αλλά ήταν ένα βιβλίο πολύ νεανικό, γραμμένο σε μια ηλικία που ο συγγραφέας δεν

αισθανόταν την ανάγκη να γυρέψει τίποτα γιατί ήταν πολύ φυσικό να νομίζει ότι τα είχε όλα.

3.(Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος) Το Νούμερο 31328 δεν συγκίνησε μονάχα με την τραγικότητα του αλλά

συγκίνησε και με την καλοσύνη του με το καρτερικό μοίρασμα της κακομοιριάς που εξαγιάζει την

ανθρώπινη ύπαρξη. Θα ήθελα ακόμα να προσθέσω πως καθώς στη μορφή του βιβλίου στην όλη του

Page 4: ηλιας βενεζης το νουμερο 31328

έκφραση δεν υπάρχει καμία προσπάθεια κομψογραφίας έτσι και στην προσφορά του ανθρώπινου

τύπου και τη πράξης δεν βρίσκεται καθόλου περίσσεια. Το δράμα της αυτοσυντήρησης ανάμεσα στην

αντικειμενική ανάγκη και στην ατομική αντίδραση.

4. (Δημήτρης Δασκαλόπουλος) Το Νούμερο 31328 το χαρακτηρίζει ως «το πιο λογοτεχνικό

κείμενο, ανάμεσα στα θεματικώς συγγενή βιβλία, αν δεν υπήρχε το όψιμο επίτευγμα του Κοσμά Πολίτη, το μυθιστόρημά του Στου Χατζηφράγκου (1962), με πρωταγωνιστή την ίδια την πόλη της

Σμύρνης προ και κατά τη διάρκεια της Καταστροφής». Σημειώνει, μάλιστα, ότι «αξίζει να μελετηθούν περισσότερο οι αναλογίες, τα κοινά σημεία και η δραστικότητα των έργων αυτών, όπως η πρώιμη Ιστορία ενός αιχμαλώτου (1928) του Στρατή Δούκα, βιβλίο με το οποίο ανοίγει ο

κύκλος των λογοτεχνικών έργων για τα γεγονότα της Μικρασίας, και η περισσότερο φιλόδοξη, μα όχι πάντοτε επιτυχής σύνθεση της Διδώς Σωτηρίου Ματωμένα χώματα (1962)».

Η αξία και το ενδιαφέρον που προκαλεί το βιβλίο του Βενέζη δεν προκύπτει μόνον από το γεγονός

ότι βρισκόμαστε μπροστά στη μαρτυρία ενός ανθρώπου που έζησε από πρώτο χέρι μια κρίσιμη

ιστορική στιγμή με όλες τις ταλαιπωρίες, τις στερήσεις και τον εξευτελισμό της προσωπικότητάς

του. Η ατομική περίπτωση υποχωρεί μπροστά στα δεινά της κοινής μοίρας, γίνεται το χρονικό ενός

συλλογικού και συνάμα διαχρονικού μαρτυρίου, στο οποίο πρωταρχικό χαρακτηριστικό είναι η

σωματική βάσανος, κάτω από το βάρος της οποίας ισοπεδώνονται οι οποιεσδήποτε διαφορές και

αντιθέσεις εθνικού, ιδεολογικού και θρησκευτικού χαρακτήρα και εξαφανίζονται όλα τα ιδιαίτερα

γνωρίσματα κάθε ανθρώπινης προσωπικότητας. Ολόκληρο το βιβλίο προκαλεί την εντύπωση μιας

διαρκώς χαίνουσας σωματικής πληγής. Και ο αναγνώστης μοιάζει να το εισπράττει πρώτα ως

σωματική δοκιμασία και δευτερευόντως ως διανοητικό ερέθισμα:

«Οι μέρες περνούν, σβήνουν, η μία, η άλλη. Στο στρατόπεδο οι σκλάβοι πλησιάζουμε ολοένα ο ένας

τον άλλον. Δε θυμούμαστε ονόματα συναμεταξύ μας, μήτε νούμερα. Μα είναι η καρδιά. Ζυμώνεται με

το ίδιο αίσθημα κι απ' τα ίδια χέρια. Λαχταρούμε τα ίδια πράγματα, υποφέρνουμε τις ίδιες πίκρες. Η

ζωή δε φκιάνει ποτές ίδια τα μούτρα των ανθρώπων, μετανιώνει, πολεμά να ταχτοποιήσει τη διαφορά

αλλιώς.»

«Τις μέρες δουλεύουμε σκληρά. Δεν υπάρχει περιθώριο για σκέψεις. Τίποτα περαστικά καστροπούλια

φεύγουν κυνηγημένα σαν αστραπή. Σα βραδιάσει, πάλι τα ίδια. Το μυαλό, αν έχει ουσίες, τις χύνει στα

τυραγνισμένα κορμιά, στα κόκαλα και στις φλέβες, να τονωθεί το αίμα γιατί έχασε δυνάμεις. Έτσι οι

σκέψεις απορροφιούνται — για να υπάρχει μεδούλι και αίμα.»

«Ολένα τ' αχνάρια του κόσμου ξεμακραίνουν και σβήνουν. Κάποτε δε θα θυμόμαστε πια. Α, σίγουρα

θα 'ρθει κι αυτό. Ας έρθει! Τότες πια δε θα μένει παρά μονάχα η σκοτεινή αγάπη για τη ζωή. Θα

υπάρχουμε επειδή θα υπάρχει. Τίποτα άλλο δε θα θυμίζει πως δεν είμαστε μες στους νεκρούς.»

Το νούμερο 31328 μπορεί να μιλά για το συγκεκριμένο ιστορικό περιστατικό, αλλά δεν διακρίνει

νικητές και ηττημένους, δεν ξεχωρίζει καλούς και κακούς, τουλάχιστον στις πρώτες του εκδόσεις

όπου ήταν σαφέστερες και εντονότερες, απ' ό,τι στις μεταγενέστερες εκδόσεις, οι καταγγελίες για

τις φρικαλεότητες του πολέμου, τόσο από πλευράς Ελλήνων όσο και από πλευράς Τούρκων. («Τον

Άνθρωπο ατίμασαν στη Μικρά Ασία Έλληνες και Τούρκοι», έγραφε ο Καζαντζάκης.) Μιλά για τον

πόνο και την οδύνη όλων των λαών, για τα σπάνια ίχνη ανθρωπιάς που κάποτε συντηρούνται μέσα

στη φρίκη, για την πολύ διδακτική αλλά τελικώς ανεκπλήρωτη ελπίδα ότι κάποτε θα συνετιστούν

οι ισχυροί της γης και θα πάψει η επαναλαμβανόμενη οδύσσεια του ανωνύμου πλήθους. Δυo

χρόνια μετά την κυκλοφορία του βιβλίου, στην καρδιά της Ευρώπης, ο Χίτλερ ανεβαίνει στην

εξουσία και η ανθρωπότητα θα γνωρίσει νέα, περισσότερο απάνθρωπα «αμελέ ταμπουρού»... Ο

Βενέζης δεν μεροληπτεί. Δεν προσπαθεί να κατηγορήσει τους αντιπάλους και τους εχθρούς.

Αισθάνεται οίκτο και συμπόνια για τους βασανιστές του, τρυφερότητα και συμπάθεια για τους

Page 5: ηλιας βενεζης το νουμερο 31328

παρασυρμένους στη δίνη του δράματος. Από αυτή τη στάση και από αυτή τη θέση αναδύεται και η

τραγωδία της επανάληψης κάθε πολεμικού παραλογισμού.

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

1. Δομή – Πλαγιότιτλοι

Ενότητα 1η : «Οι μαφαζάδεςπου μας φυλάνε… τον κρύο οχτρό στο προσκήνιο». Πλαγιότιτλος: «Οι φύλακες και η σχέση τους με τους σκλάβους»

Ενότητα 2η : «Μια μέρα οι μαφαζάδες μάθανε … Τι μας ένοιαζε;». Πλαγιότιτλος: «Η συμβουλή των σκλάβων στους μαφαζάδες και η επιτροπή των δεύτερων στο διοικητή»

Ενότητα 3η : «Την άλλη μέρα ξημέρωνε … ε, αυτός ήταν μαύρος». Πλαγιότιτλος: «Η τιμωρία του μαστιγώματος των μαφαζάδων»

Ενότητα 4η : «Το ίδιο βράδυ. …. Γυρίζει απότομα και φεύγει». Πλαγιότιτλος: «Η σωτηρία του τούρκου φρουρού από τους σκλάβους»

Ενότητα 5η: «Έτσι με τον καιρό, … Λοιπόν;».

Πλαγιότιτλος: «Η προσέγγιση σκλάβων και μαφαζάδων»

Ενότητα 6η: «Όλοι τους είναι φουκαράδες …. Δυο μάτια που ακινητούν έτσι». Πλαγιότιτλος: «Η αθλιότητα των μαφαζάδων και η συμπόνοια των σκλάβων»

Ενότητα 7η: «Ώρες ώρες αποτραβιούνται … κοίτα τα δακρυσμένα μάτια μας»

Πλαγιότιτλος: «Τα θρηνητικά τραγούδια των μαφαζάδων»

2.Αφηγηματικές Τεχνικές:

Ο αφηγητής της ιστορίας είναι δραματοποιημένος, συμμετέχει δηλαδή στα αφηγούμενα

γεγονότα, και συνάμα αυτοδιηγητικός, καθώς αφηγείται περιστατικά στα οποία είτε

πρωταγωνιστεί είτε τα παρακολουθεί ως αυτόπτης μάρτυρας. Πρόκειται δηλαδή για έναν αφηγητή πρώτου βαθμού (βασικός αφηγητής), ο οποίος διηγείται την ιστορία του.

Η αφήγηση δίνεται σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, με τον αφηγητή να εντάσσει τον εαυτό του στο σύνολο των Ελλήνων αιχμαλώτων που βιώνουν από κοινού τις ίδιες εμπειρίες. Η

πρωτοπρόσωπη αφήγηση ενισχύει την αίσθηση πως τα αφηγούμενα γεγονότα αποτελούν προσωπικά βιώματα του αφηγητή και τους προσδίδει έτσι την αλήθεια της προσωπικής

εμπειρίας. Η διήγηση, αν και πρωτοπρόσωπη, οπότε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μίμηση,

εμπλουτίζεται και με τη χρήση διαλόγου, οπότε έχουμε μεικτό τρόπο αφήγησης.

Εκτός από τους διαλόγους, ο αφηγητής χρησιμοποιεί επίσης ελεύθερο πλάγιο λόγο. Στον ελεύθερο πλάγιο λόγο, οι λέξεις ή οι φράσεις ενός ήρωα μεταφέρονται από τον αφηγητή

χωρίς την ύπαρξη κάποιου λεκτικού ρήματος που να τις εισάγει, χωρίς δηλαδή να υπάρχει ρήμα εξάρτησης, όπως στον πλάγιο λόγο.

Για παράδειγμα, όταν ο αφηγητής λέει «Δεν ξέραν με τι τρόπο να μας φχαριστήσουν για την ορμήνια», αποδίδει ουσιαστικά τα λόγια των Τούρκων, ενσωματώνοντας τα στην

αφήγησή του, χωρίς να τα δώσει σε ευθύ λόγο ή να τα εξαρτήσει από κάποιο λεκτικό ρήμα.

Επίσης, όταν σχολιάζει την αντίδραση του Διοικητή: «Τόσα χρόνια μπίνμπασης δε θυμόταν κάτι παρόμοια φοβερό», εντάσσει στην αφήγησή του λόγια που ειπώθηκαν από το

Διοικητή. [Το σημείο αυτό είναι ένα παράδειγμα πως ο ελεύθερος πλάγιος λόγος μπορεί να

Page 6: ηλιας βενεζης το νουμερο 31328

δημιουργήσει την εντύπωση ότι ο αφηγητής παραβιάζει την εσωτερική εστίαση, λειτουργώντας ως παντογνώστης. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, ο αφηγητής δε γνωρίζει τις σκέψεις του άλλου προσώπου, απλώς μεταφέρει τα λόγια του, χωρίς όμως να

χρησιμοποιήσει κάποιο ρήμα εξάρτησης που να δηλώνει ότι πρόκειται για μεταφορά πληροφορίας που εκφράστηκε λεκτικά από το άλλο πρόσωπο.]

Στην αφήγηση εντοπίζουμε επίσης και σχόλια του αφηγητή. Για παράδειγμα στη φράση:

«Μονάχα ο αράπης- ε, αυτός ήταν μαύρος», ό,τι ακολουθεί μετά την παύλα αποτελεί σχόλιο του αφηγητή.

Η αφήγηση δίνεται με εσωτερική εστίαση, έχουμε δηλαδή περιορισμένη θέαση της

πραγματικότητας και ο αφηγητής μας παρουσιάζει μόνο ό,τι αντιλήφθηκε και βίωσε ο ίδιος. Έτσι, στις διηγήσεις με εσωτερική εστίαση ο αφηγητής δε μπορεί να γνωρίζει τις μύχιες

σκέψεις και τα συναισθήματα των άλλων προσώπων, όπως γίνεται στις διηγήσεις με μηδενική εστίαση, όπου ο αφηγητής είναι παντογνώστης.

Τα γεγονότα της ιστορίας δίνονται με τη σειρά που έγιναν (γραμμική αφήγηση), χωρίς να

υπάρχουν αναχρονίες στην αφήγηση, χωρίς δηλαδή ο αφηγητής να κάνει αναδρομές στο παρελθόν ή αναφορές σε μελλοντικά γεγονότα (προλήψεις).

Οι χρονικοί προσδιορισμοί «Μια μέρα», «Την άλλη μέρα», «Το ίδιο βράδυ», αποκαλύπτουν πως τα κεντρικά γεγονότα της ιστορίας καλύπτουν ουσιαστικά ένα διάστημα δύο ημερών. Ενώ ο προσδιορισμός «με τον καιρό» υποδηλώνει την επιτάχυνση στην αφήγηση (την

παράλειψη δηλαδή γεγονότων δευτερεύουσας σημασίας), καθώς ο αφηγητής συνοψίζει σε μερικές παραγράφους γεγονότα πολλών ημερών.

Ενώ στα γεγονότα των βασικών επεισοδίων της ιστορίας (το αίτημα των μαφαζάδων στο Διοικητή, το μαστίγωμά τους, το επεισόδιο με το σκοπό) έχουμε μοναδική αφήγηση (αφήγηση μια φορά αυτού που στην ιστορία συνέβη μια φορά), όταν ο αφηγητής

συνοψίζει τα γεγονότα των επόμενων ημερών [Έτσι με τον καιρό, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, τυφλά αρχίσαμε, οι μαφαζάδες κι εμείς, να ερχόμαστε σιμά. Να

πλησιάζουμε. Τα βράδια έρχουνται πιο τακτικά και κάνουν παρέα μαζί μας. Λέμε μαζί τα βάσανά μας. ...], έχουμε θαμιστική αφήγηση, καθώς ο αφηγητής αφηγείται μία φορά γεγονότα που συνέβησαν αρκετές φορές.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

1. Ο συγγραφέας λέει ότι κανονικά πρέπει να μισούν τους Τούρκους σκοπούς. Εντούτοις

προσπαθούν να τους βοηθήσουν. Τι είναι αυτό που τους συνδέει;

Οι Έλληνες αιχμάλωτοι αισθάνονται εύλογα μίσος για τους Τούρκους, μιας κι είναι αυτοί που

τους έχουν φέρει σε μια τόσο δεινή θέση. Το μίσος τους όμως είναι γενικευμένο και απρόσωπο, και

φανερώνει περισσότερο τον πόνο που αισθάνονται για τις τρομερές απώλειες που τους προκάλεσε

ο τουρκικός στρατός. Έτσι, όταν στα εργατικά τάγματα έρχονται σ’ επαφή με τους μαφαζάδες, με

τους Τούρκους σκοπούς, που ζουν μαζί τους υπό άθλιες συνθήκες, παρόλο που ξέρουν ότι είναι κι

αυτοί τμήμα του τουρκικού στρατού, τους είναι δύσκολο να τους μισήσουν πραγματικά.

Αν και νιώθουν πως πρέπει να τους κρατούν σε απόσταση και πως πρέπει να τους μισούν,

εντούτοις βλέπουν πως κι εκείνοι βιώνουν μια δική τους σκλαβιά, αφού βρίσκονται εκεί παρά τη

θέλησή τους, κι αντιλαμβάνονται σιγά-σιγά πως όσα τους ενώνουν είναι περισσότερα και

ουσιαστικότερα από όσα τους χωρίζουν. Οι Τούρκοι φύλακες παύουν να είναι μέρος του

απρόσωπου τουρκικού εχθρού, αποκτούν στα μάτια των Ελλήνων ανθρώπινη υπόσταση και

γίνονται κομμάτι της καθημερινότητάς τους.

Έτσι, παρά το γεγονός πως αυτοί είναι οι αιχμάλωτοι κι εκείνοι είναι οι φύλακές τους, γίνεται

από νωρίς σαφές πως βρίσκονται στην ίδια μοίρα και πως μαζί θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν

καλύτερα τις δυσκολίες της κοινής «αιχμαλωσίας» τους. Οι Έλληνες επομένως βοηθούν τους

Page 7: ηλιας βενεζης το νουμερο 31328

Τούρκους σκοπούς, όχι γιατί έχουν δώσει άφεση στον εχθρό, αλλά γιατί αναγνωρίζουν πως οι

άνθρωποι αυτοί βιώνουν μαζί τους την ίδια δυστυχία.

2. Να επισημάνετε χωρία του κειμένου στα οποία ο συγγραφέας τονίζει τα κοινά σημεία που

υπάρχουν ανάμεσα στους σκλάβους και τους φύλακες.

Οι Τούρκοι φύλακες, άνθρωποι μεγάλης ηλικίας, είναι εκείνοι που κατά τη διάρκεια του

πολέμου το είχαν σκάσει στα βουνά για να μην πολεμήσουν και τους οποίους, με το πέρας των εχθροπραξιών, η τουρκική κυβέρνηση άρχισε να εντοπίζει προκειμένου να υπηρετήσουν μέρος της οφειλόμενης θητείας τους. Το γεγονός, λοιπόν, ότι οι Τούρκοι φύλακες δε βρίσκονται εκεί

με τη θέλησή τους, αποτελεί έναν πρώτο κοινό σημείο με τους Έλληνες αιχμαλώτους. «Στην αρχή τους είπαν πως θα υπηρετήσουν τρεις μήνες. Οι μήνες γίναν έξι, γίναν εφτά, οχτώ, κι

αυτοί ολοένα μέναν μαζί μας και ζυμώνουνταν.»

Οι Τούρκοι φύλακες μαθαίνοντας πως η δική τους σειρά είχε απολυθεί απ’ το στρατό, ζητούν από τους Έλληνες συμβουλή για το τι πρέπει να κάνουν κι ακολουθώντας την υπόδειξή τους ζητούν από το Διοικητή το χαρτί της απόλυσης. Ο Διοικητής, που θα εξαγριωθεί από το θράσος

των στρατιωτών του, θα τους τιμωρήσει μαζί με κάποιους Έλληνες τσαουσάδες, μαστιγώνοντάς τους. Η τιμωρία είναι κοινή για τους Τούρκους φύλακες και τους Έλληνες υπαξιωματικούς,

τονίζοντας ακόμη περισσότερο την κοινή τους πορεία. Άλλωστε, μετά το μαστίγωμα ο Διοικητής δίνει την εντολή να εργαστούν οι μαφαζάδες δέκα μέρες μαζί με τους σκλάβους. «- Σε τι λοιπόν ξεχωρίζανε αν ήταν Χριστιανοί για Τούρκοι; Σε τι ξεχωρίζανε; Εμείς ήμαστε

γεσήρ, ήμαστε δεμένοι. Εμ αυτοί που ήταν λεύτεροι; Το αίμα αυλάκωσε και τα εννιά κορμιά -τι

διαφορά είχε;»

Το επεισόδιο με το όπλο του σκοπού αναδεικνύει την αλληλεγγύη που έχει αναπτυχθεί ανάμεσα στους Τούρκους σκοπούς και τους Έλληνες.

Με το πέρασμα του χρόνου οι Τούρκοι σκοποί συγχρωτίζονται ολοένα και περισσότερο με τους Έλληνες αιχμαλώτους, περνούν μαζί τις δύσκολες ώρες της νοσταλγίας, βιώνουν από κοινού τις

ίδιες στερήσεις και δείχνουν με κάθε τρόπο τη μεταξύ τους συμπαράσταση. «Έτσι με τον καιρό, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, τυφλά αρχίσαμε, οι μαφαζάδες κι εμείς, να

ερχόμαστε σιμά. Να πλησιάζουμε. Τα βράδια έρχονται πιο τακτικά και κάνουν παρέα μαζί μας.

Λέμε μαζί τα βάσανά μας. Και στην κουβέντα δε μας λεν πια “γεσήρ”. Με τη βαριά ανατολίτικη

φωνή τους το πρεφέρνουν γεμάτο θερμότητα και καλοσύνη: - Αρκαντάς (σύντροφε).»

Ακόμη κι ο φόβος που έχουν οι μαφαζάδες για τους Έλληνες τσαουσάδες είναι ένα σημείο επαφής με τους Έλληνες αιχμαλώτους. Φύλακες κι αιχμάλωτοι μισούν και φοβούνται τους

Έλληνες που με κάθε τρόπο προσπαθούν να είναι αρεστοί στην τουρκική διοίκηση. «-Τι να κάνουμε, αρκαντάς; Ο θεός να μας λυπηθεί, κι εσάς κι εμάς. Να μας λυπηθεί. “Κι εσάς κι

εμάς”. Το λεν πια σχεδόν μόνιμα. Άρχισαν να μη μπορούν να ξεχωρίσουν τις δυο μοίρες, τη δική

τους και τη δική μας. Τρέμουν τους αξιωματικούς τους και τους τσαουσάδες τους δικούς μας.

Αυτούς τους μισούμε κι εμείς. Ικετεύουν για το “μεμλεκέτ”, ένα καλύβι κάπου. Κι εμείς.»

Επιπλέον, οι στερήσεις είναι κοινές τόσο για τους Τούρκους φύλακες όσο και για τους Έλληνες.

«Όλοι τους είναι φουκαράδες. Μα πολύ. Δεν τους δίνουν τίποτα για χαρτζιλίκι. Φαίνεται τους

κλέβουν οι αξιωματικοί. Υποφέρνουν απ’ όλες τις στερήσεις, ακόμα κι απ’ τον καπνό. Εμείς

μαζεύουμε αποτσίγαρα λεύτερα –αυτοί, όσο να ‘ναι διστάζουν. Δε θέλουν να ταπεινωθούν τόσο.

Μα, άμα δεν τους βλέπουμε...»

3. Τι συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε α) από το επεισόδιο με την επιτροπή και β) από το

επεισόδιο με το όπλο του σκοπού;

α)

Page 8: ηλιας βενεζης το νουμερο 31328

Το επεισόδιο με την επιτροπή λειτουργεί ως η πρώτη ουσιαστική ένδειξη για τους Έλληνες

αιχμαλώτους πως οι Τούρκοι φύλακες βρίσκονται στην ίδια μοίρα μ’ αυτούς. Η βάναυση τιμωρία που τους επιβάλλει ο Διοικητής και φυσικά η άρνησή του να τους αφήσει να

επιστρέψουν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους, καθιστά σαφές στους Έλληνες πως κι οι μαφαζάδες είναι αιχμάλωτοι και κρατούνται στο τάγμα εργασίας χωρίς να το θέλουν.

Παράλληλα, το γεγονός ότι οι Τούρκοι φύλακες στρέφονται στους Έλληνες για να ρωτήσουν πως θα πρέπει να διαχειριστούν το ζήτημα της απόλυσής τους, δείχνει την εμπιστοσύνη που έχουν στους αιχμαλώτους, τους οποίους προφανώς εμπιστεύονται περισσότερο από τους

ομοεθνείς τους, αξιωματικούς. Οι μαφαζάδες είναι άπειροι στα θέματα του στρατού και δέχονται με χαρά τη συμβουλή των

Ελλήνων, η οποία όμως βασιζόταν στον τρόπο λειτουργίας του ελληνικού στρατού. Όπως θα φανεί από την αντίδραση του Διοικητή, ήταν ανήκουστο για τα τουρκικά δεδομένα να διατυπώνουν οι στρατιώτες αιτήματα: «Τόσα χρόνια μπίνμπασης δε θυμόταν κάτι παρόμοια

φοβερό.» Στον τουρκικό στρατό κυριαρχεί η λογική της απόλυτης υποταγής, με το Διοικητή να έχει κάθε

εξουσία απέναντι στους στρατιώτες. Ο Διοικητής μπορεί να παρατείνει τη θητεία τους κατά βούληση, μπορεί να τους τιμωρεί με υπέρμετρη σκληρότητα και ουσιαστικά να παραβιάζει κάθε έννοια ανθρώπινου δικαιώματος. Το γεγονός, άλλωστε, ότι τους μαστιγώνει και κατόπιν

δίνει την εντολή να εργαστούν μαζί με τους Έλληνες, δείχνει πως τους θεωρεί και τους αντιμετωπίζει ως σκλάβους.

Οι μαφαζάδες αισθάνονται -δικαιολογημένα- φόβο απέναντι στο Διοικητή και γι’ αυτό ομολογούν, χωρίς δεύτερη σκέψη, πως οι Έλληνες σκλάβοι ήταν εκείνοι που τους συμβούλευσαν να ζητήσουν την απόλυσή τους. Η ομολογία τους αυτή οφείλεται βέβαια στο

φόβο τους, αλλά και στο γεγονός πως δεν αισθάνονται ότι έχουν κάποιο λόγο να προστατέψουν τους Έλληνες. Όσο κι αν οι δύο ομάδες έχουν έρθει κοντά, δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί μεταξύ

τους ένας ικανός δεσμός αλληλεγγύης.

β)

Κατά τη διάρκεια της βάναυσης τιμωρίας των μαφαζάδων, ο Διοικητής βάζει έναν στρατιώτη,

που είναι της ίδιας σειράς με τους μαφαζάδες, να συνεχίσει το μαστίγωμα. Ο στρατιώτης, όπως

είναι φυσικό, υποφέρει με τον πόνο που προκαλεί στους συμπατριώτες και φίλους του. Έτσι, το

ίδιο βράδυ, συντετριμμένος ψυχικά κι εξουθενωμένος από την επώδυνη αυτή εμπειρία, αν και

έχει σκοπιά, αποκοιμιέται.

Ο επιλοχίας που κάνει τη νυχτερινή έφοδο και βλέπει το σκοπό να κοιμάται, παίρνει το όπλο

του και το δίνει σ’ έναν υπηρέτη που βρισκόταν εκεί κοντά. Αμέσως μετά σπεύδει να

ειδοποιήσει τον αξιωματικό, προκειμένου να τιμωρηθεί βαρύτατα ο Τούρκος σκοπός, που

αποκοιμήθηκε εν ώρα υπηρεσίας.

Η άμεση επέμβαση των Ελλήνων στρατιωτών, που ξύπνησαν τον Τούρκο σκοπό και

ανάγκασαν τον υπηρέτη να του δώσει πίσω το όπλο, συνετέλεσε ώστε ο Τούρκος σκοπός να

γλιτώσει την τιμωρία.

Η επέμβαση αυτή των Ελλήνων υποδηλώνει πως τα αισθήματα αλληλεγγύης ανάμεσα στους

Έλληνες και τους Τούρκους μαφαζάδες είχαν πια εδραιωθεί. Οι Έλληνες, έχοντας δει το

μαστίγωμα των Τούρκων σκοπών, τους θεωρούν πια περισσότερο δικούς τους παρά εχθρούς.

Έτσι, παρά το γεγονός ότι οι μαφαζάδες υπό τις απειλές του Διοικητή, είχαν αποκαλύψει πως το

αίτημα για απόλυση προέκυψε ύστερα από συμβουλή των Ελλήνων, δεν τους κρατούν κακία

και βοηθούν το σκοπό που κινδυνεύει.

Είναι εμφανή σ’ αυτό το περιστατικό τα συναισθήματα συμπόνιας, κατανόησης και

αλληλεγγύης που διαπνέουν τις πράξεις των Ελλήνων αιχμαλώτων. Ενώ, μέσα από αυτό το

επεισόδιο θα μπορέσουν πια κι οι Τούρκοι φύλακες να εμπιστευτούν πλήρως τους Έλληνες

Page 9: ηλιας βενεζης το νουμερο 31328

αιχμαλώτους. Η πράξη, επομένως, των Ελλήνων θα λειτουργήσει καταλυτικά, ώστε να

εξαλειφθεί οποιαδήποτε καχυποψία να είχαν απέναντί τους οι Τούρκοι φύλακες.

4. Ποια είναι η συναισθηματική διάθεση που κυριαρχεί σ’ αυτό το κεφάλαιο του βιβλίου;

Σ’ ένα βιβλίο όπου ο συγγραφέας καταγράφει την αγριότητα του τουρκικού στρατού και τη

φρίκη των ταγμάτων εργασίας, τα οποία είχαν ως στόχο την εξαθλίωση και την εξόντωση των

Ελλήνων αιχμαλώτων, δε λείπουν και οι διηγήσεις που έρχονται να αναδείξουν τη δύναμη της

ανθρώπινης ευαισθησίας και της αλληλεγγύης.

Ο συγγραφέας αφενός διαπνέεται από αντιμιλιταριστική διάθεση κι αφετέρου επιθυμεί να

τονίσει πως η σκληρότητα του τουρκικού στρατού και της ανώτερης διοίκησης δεν εξέφραζε όλους

τους Τούρκους. Ανεξάρτητα, δηλαδή, από τις σκοπιμότητες της πολιτικής και στρατιωτικής

ηγεσίας, οι απλοί άνθρωποι δεν ένιωθαν μίσος για τους Έλληνες, ούτε θεωρούσαν την εξόντωσή

τους ως θεμιτή επιδίωξη.

Μέσα, λοιπόν, από τη συνύπαρξη των Ελλήνων αιχμαλώτων και των Τούρκων σκοπών, ο

συγγραφέας επιχειρεί να αναδείξει τα κοινά στοιχεία των δύο λαών, τις κοινές επιθυμίες και

ανάγκες τους, καταρρίπτοντας τη στερεότυπη άποψη που θέλει τους δύο λαούς να τρέφουν

ασίγαστο μίσος μεταξύ τους.

Ο εχθρός για τους Έλληνες αιχμαλώτους και για τους μαφαζάδες, είναι κοινός και

εντοπίζεται στο πρόσωπο του αδίσταχτου Διοικητή, αλλά και των Ελλήνων τσαουσάδων. Ο εχθρός

των ανθρώπων δεν είναι ο αλλοεθνής, αλλά εκείνος που δεν τους σέβεται, εκείνος που τους

κακομεταχειρίζεται και φυσικά εκείνος που επιχειρεί να τους εκμεταλλευτεί, για να πετύχει τις

δικές του σκοπιμότητες.

Η βαναυσότητα και η ανθρωπιά είναι οι δύο τρόποι συμπεριφοράς που αντιπαρατίθενται για

να αναδειχθούν με την αντίθεση οι διαχρονικές αξίες (της ανθρωπιάς, της αλληλεγγύης, της

συμπαράστασης) και να καταδικαστούν οι αντίστοιχες απαξίες.

Ο στόχος του συγγραφέα

Είναι να παρουσιάσει την τραγωδία των Ελλήνων αιχμαλώτων στα τάγματα εργασίας και την

αμοιβαία προσέγγιση ανθρωπιάς που καλλιεργήθηκε ανάμεσα σ’ αυτούς και στους φρουρούς τους

κάτω από την απάνθρωπη και βάναυση συμπεριφορά των βαθμοφόρων της στρατιωτικής

μονάδας.Και πέρα από αυτά, να καταγγείλει τη βία του πολέμου και την έλλειψη σεβασμού στην

ανθρώπινη οντότητα και να εξάρει τις πανανθρώπινες αξίες της ανθρωπιάς και της αλληλεγγύης.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ

Γλώσσα - ύφος

Η γλώσσα δεν παρουσιάζει τίποτα το εντυπωσιακό απλά χρησιμοποιεί πολλές τούρκικες

λέξεις που αποδίδουν το κλίμα του τουρκικού στρατοπέδου Στόχοι του συγγραφέα είναι να

καταθέσει μια αυθεντική μαρτυρία για την αιχμαλωσία. Σύνταξη απλή, λόγοι παρατακτικοί, κοφτές

ασύνδετες εκφράσεις και μονολεκτικές προτάσεις και ευρεία χρήση σημείων στίξης.

Το ύφος είναι γλαφυρό, με περίτεχνη χρήση της γλώσσας, παραστατικό με τους διαλόγους

και με τα πάμπολλα ρήματα σε δραματικό ενεστώτα, γοργό με τις μικρές προτάσεις και περιόδους.

Page 10: ηλιας βενεζης το νουμερο 31328

Σχήματα λόγου: Μεταφορές, παρομοιώσεις, ειρωνεία, ασύνδετα, ιδιωτισμοί, ρητορικές

ερωτήσεις.

Ο τρόπος παρουσίασης των προσώπων

Ο συγγραφέας παρουσιάζει τα πρόσωπα με τη δραματική μέθοδο: μέσα από τη συμπεριφορά

τους (δυναμική παρουσιάση) και έτσι ο αναγνώστης αφήνεται να σχηματίσει τη δική του γνώμη για

το χαρακτήρα τους (π.χ. δε δίνεται ούτε ένας χαρακτηρισμός για το διοικητή, αλλά ο αναγνώστης

από τη συμπεριφορά του καταλαβαίνει το ποιόν του)

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

1. Περάσαμε κάβους πολλούς

Απόσπασμα από την ποιητική ενότητα «Αργοναύτες»

Περάσαμε κάβους πολλούς, πολλά νησιά,

τη θάλασσα που φέρνει την άλλη θάλασσα,

γλάρους και φώκιες.

Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμούς

κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά κι άλλες αγριεμένες

γύρευαν το Μεγαλέξανδρο και δόξες

βυθισμένες στα βάθη της Ασίας.

Αράξαμε σ\'ακρογιαλιές γεμάτες αρώματα

νυχτερινά, με κελαηδίσματα πουλιών, νερά

που αφήνανε στα χέρια τη μνήμη μιας μεγάλης

ευτυχίας.

Γιώργος Σεφέρης

ΕΡΩΤΗΣΗ: η βίωση της φρίκης του πολέμου και της αιχμαλωσίας μετατρέπεται με την τέχνη σε

ποίηση και ανθρωπιά. Ερευνήστε πόσο ισχύει η άποψη αυτή μέσα από την τέχνη του Βενέζη, στο

συγκεκριμένο απόσπασμα από «Το νούμερο 31328» και στο απόσπασμα «Περάσαμε κάβους

πολλούς» από την ποιητική ενότητα «Αργοναύτες» του Γ. Σεφέρη.

Page 11: ηλιας βενεζης το νουμερο 31328

Ο Ηλίας Βενέζης (δεύτερος από αριστερά) με συγγραφείς και λογοτέχνες της δεκαετίας του '30.

«Κοντεύαμε σ’ ένα ρέμα. Ακούμε μιαν εξαντλημένη γυναικεία φωνή που καλούσε. Κοιταχτήκαμε μες

στα μάτια. Μας τράβηξαν προς τη φωνή. Σε λίγο τη βρήκαμε. Ήταν μια χριστιανή. Τα φουστάνια της

ήταν κομμένα, πεταμένα δίπλα, απ’ τη μέση και κάτου σχεδόν γυμνή. Οι δυο γυναίκες που είχαμε μαζί

μας τρέξαν κοντά της, μα οι στρατιώτες τις εμπόδισαν. Στέκαμε κάμποσα μέτρα αλάργα, και

κοιτάζαμε. Ο αρχηγός του αποσπάσματος τη ρωτούσε να μάθει. Ήταν σε μια προηγούμενη αποστολή.

Αυτή ήταν ετοιμόγεννη, απόβαλε, την παράτησαν εκεί να τυραγνιστεί ώσπου να πεθάνει. Πάνου στα

χαμόκλαδα πηχτά κομμάτια αίμα γυάλιζαν στον ήλιο σα γιούσουρο. Ο λοχίας έφτυσε με αηδία. Η

γυναίκα τραβούσε ένα στρατιώτη απ’ το πανταλόνι, να τη σκοτώσει. Αυτός γύρεψε διαταγή. Του είπαν

να μην την πειράξει. Έτσι την αφήσαμε ζωντανή και προχωρήσαμε».

Απόσπασμα από το βιβλίο «Το νούμερο 31328»

1. Ο συγγραφέας και το έργο του.

Βενέζης Ηλίας (1904-1973)

Γεννήθηκε στις Κυδωνιές της Μικράς Ασίας και πρωτοπαρουσιάστηκε στα γράμματα, μαθητής

ακόμα, το 1919 σε Σμυρναϊκά περιοδικά. Θύμα της μικρασιατικής καταστροφής, πιάστηκε

αιχμάλωτος από τους Τούρκους και υπηρέτησε στα εργατικά τάγματα της ανατολής με τον κωδικό

αριθμό 31328, που αργότερα του ενέπνευσε στη συγγραφή του έργου « Το νούμερο 31328», έργο

αυτοβιογραφικό, στο οποίο αφηγείται τις κακουχίες και τις στερήσεις που πέρασε.

Το 1922 δραπέτευσε και κατέφυγε στη Μυτιλήνη, όπου έγινε υπάλληλος στην Εθνική Τράπεζα και

έγραψε σε πρώτη μορφή «το νούμερο 31328», δημοσιεύοντας το στην περίφημη εφημερίδα του

Page 12: ηλιας βενεζης το νουμερο 31328

Μυριβήλη «η καμπάνα».Αργότερα πήρε μετάθεση για την Αθήνα και το 1930 έγινε υπάλληλος

στην Τράπεζα Ελλάδος, όπου υπηρέτησε ως το 1951 οπότε έγινε μέλος της Ακαδημίας.

Έργα του Ηλία Βενέζη ήταν τα εξής:

Ο Μανώλης Λέκας κι άλλα διηγήματα(1928), το Νούμερο 31328(1931), Γαλήνη(1939),

Αιγαίο(1941), Αιολική γη (1943). Άνεμοι(1944), Ώρα πολέμου(1946),

Φθινόπωρο στην Ιταλία (1950), Έξοδος (1950), Ωκεανός (1956), Αργοναύτες (1961).

2. Περίληψη του έργου.

Το « Νούμερο 31328», διαδραματίζεται λίγα χρόνια μετά τα γεγονότα της

«Αιολικής γης», όταν ο Ηλίας Βενέζης ήταν 18 χρονών. Την περίοδο εκείνη

(περίπου 1922), συνέβη η Μικρασιατική καταστροφή και ο Βενέζης

αιχμαλωτίζεται και μεταφέρεται στο εσωτερικό.

Η απανθρωπιά των Τούρκων δυσκολεύει την κατάσταση, ενώ οι κακουχίες είναι

απερίγραπτες. Ο Βενέζης και οι υπόλοιποι αιχμάλωτοι μεταφέρονται σ’ ένα

στρατόπεδο και κάθε ελπίδα διαφυγής σβήνει. Εκεί, για περίπου ένα χρόνο ο

Βενέζης θα δουλεύει ασταμάτητα, με τους Τούρκους σαν σκιά πάνω απ΄ αυτόν.

Οι συνθήκες του στρατοπέδου αυτού και ο τρόπος ζωής των αιχμαλώτων, θυμίζουν μεσαιωνικά

χρόνια και η λέξη «άνθρωπος», χάνει όλη της την έννοια.

Παρ΄ όλα αυτά, αφού γλιτώσει το θάνατο πολλάκις, ο συγγραφέας επιστρέφει στα ελληνικά εδάφη,

με την περίφημη ανταλλαγή των αιχμαλώτων.

3. Ανάλυση του έργου

Α. Να καθορίσεις το πλαίσιο του χώρου, του χρόνου, της διάρκειας της δράσης, το ρυθμό της

ανάλογα με τα επεισόδια.

Η δράση του Νούμερου 31328, εκτυλίσσεται στα μικρασιατικά παράλια, συγκεκριμένα στο Άι-

Βαλί, καθώς και στο εσωτερικό της Τουρκίας, τη χρονιά της μικρασιατικής καταστροφής, δηλ. το

1922. η διάρκεια των γεγονότων αυτών είναι περίπου 14 μήνες, όπως αναφέρει ο συγγραφέας.

Β1.Σύγκριση αρχικής-τελικής κατάστασης των ηρώων.

Ο Ηλίας Βενέζης όντας ο ήρωας του έργου, αρχικά, προτού δηλαδή αιχμαλωτιστεί, ήταν ένα

συνηθισμένο αγόρι εκείνης της εποχής, ενώ στο τελείωμα του έργου έχει πλέον γίνει άντρας, ο

χαρακτήρας του και η ψυχή του σκλήρυναν και φυσικά έχει ωριμάσει.

Β2.Η τελική κατάσταση είναι ολοκληρωμένη ή μένει ανοιχτή;

Πιστεύω ότι εφ΄ όσον το έργο τελειώνει κάπως απότομα, είναι φυσικό η κατάσταση του συγγραφέα

να αλλάξει στα χρόνια που θα ακολουθήσουν. Τα σημάδια όμως της φρικτής αυτής αιχμαλωσίας

δεν θα σβηστούν ποτέ από το μυαλό του.

Γ1.Να κάνεις τον κατάλογο και τα πορτρέτα των κυριότερων προσώπων.

Η υπόθεση του έργου είναι τέτοια, ώστε εκτός από τον συγγραφέα, κανένα άλλο πρόσωπο δεν

εμφανίζεται σε περισσότερα από πέντε κεφάλαια, επομένως δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε κάποια

Page 13: ηλιας βενεζης το νουμερο 31328

πρωταγωνιστικά πρόσωπα. Ο συγγραφέας εμφανίζεται σαν ένας άνθρωπος ήπιων τόνων, εύκολος

στις φιλίες και συναισθηματικός. Δεν αντιστέκεται συνήθως σε διαταγές και υποκύπτει στην τύχη

του, κάτι που ίσως του έσωσε τη ζωή και τον κράτησε ζωντανό μέσα από τις κακουχίες.

Γ2.Αν υπάρχει ένα έστω πρόσωπο που μπορούμε να ξεχωρίσουμε, αυτό είναι αναμφιβόλως η

μητέρα του συγγραφέα, στην οποία μάλιστα αφιερώνει και το έργο αυτό. Αποτελεί χαρακτηριστικό

παράδειγμα μάνας που αποχωρίζεται το παιδί της και μπορούμε να πούμε ότι είναι τραγική

φιγούρα, αφού ενώ θεωρεί το παιδί της λογικά χαμένο, αυτός επιζεί.

Γ3.Και τα δυο πρόσωπα αγαπιούνται και δυσκολεύονται πολύ να χωρίσουν. Μέσα τους γνωρίζουν

ότι ίσως δεν θα ξαναδεί ο ένας τον άλλον για χρόνια, ίσως ποτέ.

Δ1. Ο αφηγητής ταυτίζεται με τον συγγραφέα ή είναι κάποιος από τους ήρωες;

Ο αφηγητής δεν είναι άλλος από το συγγραφέα, ο οποίος μας διηγείται μια πολύ σημαντική και

καθοριστική περίοδο της ζωής του.

Δ2. Ο χρόνος της αφήγησης συμπίπτει με τον χρόνο της ιστορίας;

Προφανώς η αφήγηση είναι σε μια μεταγενέστερη εποχή από αυτή των γεγονότων, αφού οι χρόνοι

που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας είναι παρελθοντικοί. Επίσης, όταν λέει ο συγγραφέας π.χ. «ήμουν

δεκαοχτώ χρονών», καταλαβαίνουμε ότι έχει περάσει καιρός από τότε.

Ε. Τα μέσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας.

Το λεξιλόγιο και γενικά η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, είναι λαϊκή και ο τρόπος

αφήγησης λιτός, χωρίς πολλές παρενθέσεις, περιγραφές τοπίων και επίθετα. Χρησιμοποιεί όμως

ποικίλο λεξιλόγιο κυρίως στις περιγραφές προσώπων και καταστάσεων. Σε γενικές γραμμές, η

εικόνα του έργου είναι απλή, λαϊκή και κάπως νοσταλγική ή μελαγχολική.

Στ. Να διατυπώσεις τη γνώμη σου για το έργο.

Το νούμερο 31328 είναι ένα ντοκουμέντο των γεγονότων εκείνων που συνέβησαν μόλις 85 χρόνια

πριν, αλλά είναι άγνωστα-τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος τους, από εμάς τους νέους και όχι

μόνον.

Συνθήκες αδιανόητες, μεταχείριση ανθρώπων προς άνθρωπο παρόμοια με ανθρώπου προς ζώο και

καταστάσεις οι οποίες σοκάρουν με την ωμή σκληρότητά τους, περνούν μέσα απ΄ το μυαλό του

αναγνώστη καθώς διαβάζει το Νούμερο 31328.

Κατά τη γνώμη μου, το βιβλίο και ο Ηλίας Βενέζης ο ίδιος αξίζουν σίγουρα μεγαλύτερη

αναγνώριση. Θεωρώ λάθος το ότι το όνομά του Ηλία Βενέζη το μαθαίνει κάποιος νέος μόνο όταν

διαβάσει την Αιολική γη ή το Νούμερο 31328.

Άποψη μου είναι ότι ο Βενέζης είναι επάξια ένας από τους μεγαλύτερους εκφραστές της ελληνικής

λογοτεχνίας, αλλά ακόμα περισσότερο, του ελληνικού λαού εκείνων των χρόνων.

Page 14: ηλιας βενεζης το νουμερο 31328

Το μυθιστόρημα του Ηλία Βενέζη με τίτλο ‘’Το νούμερο 31328’’ εξελίσσεται στην

Τουρκία, αρχικά στο Αϊβαλί, κατόπιν στα βάθη της Ανατολής και τέλος στην Σμύρνη από

το φθινόπωρο του έτους 1922 μέχρι το τέλος του έτους 1923.

Βασικό πρόσωπο του μυθιστορήματος είναι ο ίδιος ο συγγραφέας αφού ο ίδιος

συμμετέχει στην ιστορία ως πρωταγωνιστής. Δευτερεύοντα πρόσωπα είναι οι

συγκρατούμενοι του και οι Τούρκοι αξιωματικοί με τους δεσμοφύλακες οι οποίοι

εναλλάσσονται όμως κάθε φορά αφού ο ήρωας μας μετακινείται συνεχώς από τόπο σε

τόπο. Σε κάθε νέο τόπο που μεταφέρονται υπάρχουν δύο ή τρία από τα δευτερεύοντα

πρόσωπα που έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο.

Στην αρχή της αιχμαλωσίας και μέχρι να μεταφερθούν στα εργατικά τάγματα της

Ανατολής είναι στοιβαγμένοι σε διάφορα μέρη. Οι συνθήκες διαβίωσης είναι άθλιες. Ζουν

σε υπόγεια ή στάβλους, ανάμεσα σε περιττώματα ζώων με τις διάφορες αρρώστιες -

επιδημίες και το μαρτύριο της πείνας και της δίψας να τους εξουθενώνουν και να τους

εξοντώνουν. Το ζοφερό αυτό σκηνικό το συμπληρώνουν καθημερινά οι δεκάδες εκτελέσεις,

το γνωστό ‘’Ξάφρισμα’’.

Μέχρι να μεταφερθούν στα εργατικά τάγματα δεν είχαν καμιά ασχολία. Κατόπιν έκαναν

κάθε είδους δουλειά όπως να σπάζουν πέτρες, να ανοίγουν δρόμους και να επισκευάζουν

γέφυρες ή σχολεία αποκαθιστώντας τις καταστροφές που είχε προκαλέσει στο προσωρινά

νικηφόρο πέρασμα του ο ελληνικός στρατός, με έκδηλη τη διάθεση των Τούρκων για

εκδίκηση. Επίσης έκαναν κάθε είδους αγγαρεία στον εκάστοτε Τούρκο που τους αγόραζε

καθημερινά από τον επικεφαλής αξιωματικό του τάγματος.

Στόχος τους ήταν να μπορέσουν να κρατηθούν στη ζωή με οποιονδήποτε τρόπο και

μοναδική τους επιθυμία ήταν η απελευθέρωση και η επιστροφή τους στην πατρίδα για να

ξαναβρούν και να ανταμώσουν την χαμένη οικογένεια τους.

Το κύριο συναίσθημα σε όλο το διήγημα είναι ο φόβος του θανάτου, καθώς βρίσκεται

κάθε στιγμή πάνω από τα κεφάλια τους, που παραλύει τις αισθήσεις και τρελαίνει το νου.

Στην αρχή, όσο διαρκεί η επιλογή των μελλοθανάτων, ο φόβος που κυριαρχεί είναι

εντονότερος, ξυπνώντας τα ζωώδη ένστικτα του ανθρώπου για να κρατηθεί στη ζωή. Όσο

όμως περνά ο καιρός αρχίζουν να εμφανίζονται τα συναισθήματα της συμπόνιας, της

αλληλεγγύης, της αλληλοβοήθειας και της συμπαράστασης για σχεδόν όλους τους

κρατούμενους αφού τους ενώνουν κοινά προβλήματα και έχουν τον ίδιο στόχο.

Καταλαβαίνουν ότι μόνο έτσι μπορούν να επιβιώσουν σε αυτές τις συνθήκες. Μάλιστα για

να ξεφεύγουν από το παρόν, επειδή ο πόνος της αιχμαλωσίας καταρρακώνει τον ψυχικό

κόσμο, αναζητούν την λύτρωση στην ονειροπόληση.

Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν είναι πολλές. Πέρα από τις ατελείωτες εξαντλητικές

οδοιπορίες, με βιασμούς, ξύλο και κάθε είδους αγριότητες και βαρβαρότητες υπάρχει το

πρόβλημα της ένδυσης και της σίτισης. Έτσι αναγκάζονται αντί για ρούχα να φορούν

διάφορα κουρέλια ή τσουβάλια που έβρισκαν για να προστατεύονται από τις κακές

καιρικές συνθήκες και το κρύο, να φτιάχνουν με διάφορα υλικά παπούτσια για να

προφυλάγουν τα πόδια τους και κατόπιν να βρίσκουν οτιδήποτε ήταν δυνατόν να τους

χρησιμεύσει για τροφή και νερό.

Page 15: ηλιας βενεζης το νουμερο 31328

Ένα επί πλέον ζήτημα το οποίο αναδεικνύεται στο μυθιστόρημα και τους απασχολεί,

χαρακτηριστικό γνώρισμα της φυλής μας, είναι οι δωσίλογοι και προδότες, οι ‘’τσαούς’’

στη συγκεκριμένη περίπτωση. Είναι άτομα τα οποία για να περνούν καλά δεν δίσταζαν να

καταδίδουν αλλά και να εκμεταλλεύονται τους συγκρατούμενους τους για λίγα γρόσια.

Σε αυτό το μυθιστόρημα ο συγγραφέας δεν είναι μόνο αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων

αλλά και πρωταγωνιστής. Επομένως τα πρόσωπα που αναφέρονται είναι υπαρκτά και οι

σκηνές που διαδραματίζονται πραγματικές.

Το μυθιστόρημα έχει γραφτεί σε γλώσσα απλή, πρώτο πρόσωπο και χρόνο ενεστώτα για

να δείξει στον αναγνώστη ότι ο χρόνος της ιστορίας είναι το παρόν, δηλαδή τα γεγονότα

αυτά συμβαίνουν ακόμη και σήμερα, ογδόντα χρόνια μετά (Ιράκ), και να του μεταφέρει

ακριβώς τα ίδια συναισθήματα που είχε και ο ίδιος. Έτσι ο Ηλίας Βενέζης περιγράφει με

ρεαλισμό τις απάνθρωπες συνθήκες ζωής και κράτησης των κρατουμένων, την ανθρώπινη

αγριότητα, την εξαθλίωση και τον εξευτελισμό της ανθρώπινης ζωής και την καταπάτηση

της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Οι κρατούμενοι δεν είναι παρά ένα νούμερο στις λίστες

ντροπής των Τούρκων. Ο αφηγητής - συγγραφέας είναι το νούμερο 31328 από το οποίο

προήλθε και ο τίτλος του μυθιστορήματος.

Επομένως ‘’Το νούμερο 31328’’ δεν είναι μόνο μία μαρτυρία του Βενέζη αλλά και μια

κραυγή διαμαρτυρίας του κάθε ανθρώπου, όπου και αν βρίσκεται, που βίωσε παρόμοιες

καταστάσεις και απαιτεί δικαιοσύνη και προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Απο τους 3000 αιχμαλώτους γλύτωσαν μόνο 23, μεταξύ αυτών και ο συγγραφέας.

Είναι ένα μικρό αφιέρωμα στη μνήμη του αδικοχαμένου Έλληνα πιλότου και σε όλους

αυτούς που πιστεύουν στην ελληνοτουρκική φιλία.

ΣΥΝΘΕΤΙΚΕΣ – ∆ΗΜΙΟΥΡΓΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ – ΣΥΝ∆ΕΣΗ ΜΕ ΙΣΤΟΡΙΑ 1.Ενθαρρύνονται οι

µαθητές να αναζητήσουν άλλα αντιπολεµικά κείµενα διαφόρων ιστορικών περιόδων (π.χ. Ιστορία

του Θουκυδίδη, Η εκστρατεία 8 των Αθηναίων στη Σικελία, Στρατή Μυριβήλη, Η Ζωή εν τάφω,

τελική µορφή 1931) όχι µόνον από την Ελληνική, αλλά και την Παγκόσµια Λογοτεχνία [Έριχ Μ.

Ρεµάρκ, Ουδέν νεώτερον από το δυτικό µέτωπο (1929)]. ∆ιαβάζουµε στη τάξη το περίφηµο

κείµενο του Θουκυδίδη για τον πόλεµο και την καταστροφή των Αθηναίων στη Σικελία. 2.Ποιοι

θεωρούνται οι πιο καταστροφικοί πόλεµοι στον 20ο αιώνα ; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας.

3.Μπορούν να επιλέξουν οι µαθητές να παρουσιάσουν εργασίες µε θέµα τους πολέµους µιας

συγκεκριµένης ιστορικής περιόδου που προτιµούν. α. Πόλεµοι στην Αρχαία Ελλάδα β. Πόλεµοι

στη Ρωµαϊκή και Βυζαντινή εποχή γ. Πόλεµοι στη ∆ύση κατά τον Μεσαίωνα δ. Αποικιακοί

πόλεµοι ε. Εµφύλιοι πόλεµοι κατά τις νεότερες εποχές ( π.χ. Εµφύλιος µεταξύ Βορείων και Νοτίων

Πολιτειών της Αµερικής ) στ. Πόλεµοι στη Λατινική Αµερική ζ. Στη σύγχρονη εποχή ποιες

περιοχές του κόσµου βρίσκονται σε εµπόλεµη κατάσταση; ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ – ΙΣΤΟΡΙΑ – ΤΕΧΝΗ

- ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Να αναζητήσετε ζωγραφικούς πίνακες µε πολεµικά και αντιπολεµικά

θέµατα π.χ. « Γκουέρνικα » του Πικάσο. Να αναζητήσετε γλυπτά µε τα ίδια θέµατα. Να δείτε και

να σχολιάσετε ταινίες µε θέµατα πολέµους διαφόρων ιστορικών περιόδων, π.χ. « Όσα παίρνει ο

άνεµος » µε θέµα τον πόλεµο Βορείων και Νοτίων πολιτειών της Αµερικής , « Καζαµπλάνκα », «

Τροία », « Τριακόσιοι (300 ) », « Μέγας Αλέξανδρος », «Κλεοπάτρα»……… Σειρά µε θέµα τον

Page 16: ηλιας βενεζης το νουμερο 31328

µικρασιατικό πόλεµο:« Ματωµένα χώµατα» του Κ. Κουτσοµύτη (µεταφορά για την τηλεόραση

του µυθιστορήµατος της ∆. Σωτηρίου « Ματωµένα χώµατα »)

«Ηταν η μέρα που γύριζα στη Μυτιλήνη από τα κάτεργα της Ανατολής. Η αποβάθρα ήταν γεμάτη

κόσμο. Ολοι ήθελαν να μου σφίξουν το χέρι, να μου μιλήσουν, να με ρωτήσουν για τους δικούς τους, που είχαν μείνει στην απέναντι αιολική γη... Τότε πλησίασε ένας άγνωστος άνθρωπος, ο Μυριβήλης! Μου έσφιξε το χέρι και με ρώτησε:

- Τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα; - Να ξεχάσω! είπα απλά.

- Πρέπει να τα γράψεις όλα. - Ολα; ρώτησα με αγωνία. - Ολα».

Ετσι άρχισαν όλα. Ο Ηλίας Βενέζης μόλις έχει γυρίσει στη Μυτιλήνη, ύστερα από την αιχμαλωσία

του από τους νικητές Τούρκους στα κάτεργα της Ανατολής, και περιγράφει σε μια συνέντευξή του («Απογευματινή», 5.6.1969) πώς ο Μυριβήλης τον έπεισε να αρχίσει να γράφει τα δεινά του. Από αυτές τις προσωπικές μαρτυρίες προέκυψε η άτυπη τριλογία Αιολική Γη, Το Νο 31328, Γαλήνη, η

οποία εκφράζει και τις τρεις περιόδους των περιπετειών των Ελλήνων της αιολικής γης, πριν, κατά και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.