Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της...

242
* ·« ';· ,'ν-Α ΐ<ν1· * *1 1 ίΛΙΑ ΒΕΝΕΖΗ ΤΒ ΝΟΥΜΕΡΟ ■Μ ! ΠΡΩΤΗ ΧΙΛΙΑΑΑ ΜΥΤΙΛΗΝΗ 193 1

description

Πρόκειται για την 1η έκδοση του 1931, από τον Εκδοτικό Οίκο "Ν. Θεοφανίδης & Σ. Λαμπαδαρίδης". Αξίζει η σύγκριση με τις μεταγενέστερες εκδόσεις του βιβλίου, προκειμένου να σημειωθούν οι παρεμβάσεις και διορθώσεις του συγγραφέα στο αρχικό κείμενο, ως προς το "εθνικιστικότερον" .

Transcript of Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της...

Page 1: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

*·«';· ,'ν-Αΐ<ν1 ·

* * 1

1 ίΛΙΑ ΒΕΝΕΖΗΤΒ ΝΟΥΜΕΡΟ

■Μ!

Π ΡΩ Τ Η ΧΙΛΙΑΑΑ

ΜΥΤΙΛΗΝΗ

1 9 3 1

Page 2: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

ΣΤΗΝ ΤΥΡΑΓΝΙΣΜΕΝΗ ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ,

S ’ ΟΛΕΣ ΤίΣ ΜΗΤΕΡΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ,

Η. Β.

Β IB Λ I Ο θ ΗΚΗ ΜΕΛΠΩΣ ΚΑΙ OCTAVE

M E R L I E R

Page 3: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

-------ΕΗ&ΟΤΙΗΟΣ « Μ Τ ?η 0ΓΡΛ«ΡίΚ0Σ Q1R9 I

Η, ΘΕΟΦΛΚίΔΗ & Σ- ΑΡΙΜΠΗ&ΡΙΡΙΔΗ©&&C λεωχάφονς 2$ — ' Λ ί) ν α j. -— :—

Page 4: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

Η ΑΙΑ B E N E Z H

ΤΟ ΝΟΥΜΕΡΟ3 1 3 2 8

(ΣΚΛΑΒΟΙ ΣΤΑ ΕΡΓΑΤΙΚΑ ΤΑΓΜΑΤΑ ΤΗ Σ ΑΝΑΤΟΛΗΣ)

Ρ Ο Μ Α Ν Τ Σ Ο

Μ Υ Τ Ι Λ Η Ν Η 19 3 1

Page 5: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

τον ΙΑΙΟΥ.Ο ΜΑΝΩΛΗΣ Λ ΕΚ ΑΣ {Διηγήμ,αχβ. 1928, εξαντλημένο)

ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥΤΟ ΣΤΗ Μ ΠΡΟΤΗ ΤΟΥ Μ ΟΡ­ΦΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΕΤΤ1ΦΥΛΛΙΔΑ ΣΤΗΝ «ΚΑΜΠΑΝΑ» ΤΗΣ Μ ΥΤΙΛΗΝΗΣ ΣΤΑ 132*.

Page 6: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

ΤΟ ΝΟΥΜΕΡΟ 31328

1

1922. Ή ’Ανατολή γλυκύτατη, πάνΐα— γιά σονέττσ, ~λ.άτι τέτιο. "Ολα ήταν ήμερ'α καί αβρά αυτό τό φθινό­πωρο. Πολύ ώβρά— βαρώνη, βαρωνίσκη Στάφ. 'Ο Ιχτρδς είχε κατεβεϊ στην πόλη μας τ’ ’Αϊβαλή. Και στο λιμάνε άραξαν βαπόρια μέ άμερικάνικες παντιέρες. Διαταγή;

'Τό σάπιο εμπόρευμα, τά παιδάκια κ’ οι γυναίκες, ·θά μπαρκέρναν για την 'Ελλάδα. Μά οι άντρες, από δεκα­οχτώ ίσαμε σαρανταπέντε χρονώ θα φεΰγαν για τό εσω­τερικό, αιχμάλωτοι. στα εργατικά τάγματα.

Ή εϊοηση εφερε ενα δυνατό τίναγμα στους δικούς μας. Τά εργατικά τάγματα ήταν ενα μακρινό παρελθόν Απ' το μεγάλο πόλεμο. Είχε γίνει θρύλος. Χιλιάδες χρι­στιανοί είχαν άψήσει εκεί τά κόκκαλά τους. Τά δάκρια. στις μητέρες δεν είχαν στερέψει ακόμα.

IV αυτό στην αρχή κανένας άπ ’ τά νιάτα δεν εκανε •κουράγιο νά παραδο&εΐ. Μά σιγά-σιγά τό πήραν Απόφαση. 'Ένα μπόγο στο χέρι. Σά μαζεύουνταν διάκο­νοι τρακόσοι ά'νθρωποι τούς στέλναν μέ συνοδεία για τα ■εσωτερικό.’Α π ’ την ά'λλη, τά βαπόρια, αραιά αραιά στην αρχή, ίίστεοα ολοένα πιο γεμάτα, άρχισαν νά βιάζουνται,. Σφύριζαν Πολλοί καπνοί. Οΐ γυναίκες ξεπροβόδιζαν τούς άντρες τους πού οΐ Τοΰρκοι τούς σέρναν μέσα κ’ ενα δι?ο μέρες δεν τ’ αποφάσιζαν νά μπαρκάρουν κ’ οί ίδιες μέ τ5 άμερικάνικα* φοβούνταν πώς ετσι τούς εγκαταλεί­πουν. Μά τά βαπόρια βγάζαν πολύ καπνό. Είχαν διο- «ία, μέρες. "Οποιος Ιμεινε, εμεινε. Σφυρίγματα, φωνές.

Page 7: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

s

Σιγά, σιγά, ή θερμή ανάσα ξαπλώθηκε, χΰμηξε, άλώ- λιααε σ’ «λες τις καρδιές. "Ολοι άρχισαν νά βιάζουνται. Αντός είνιΐΛ ο πανικός ;

"ΙΙμονν δεκαοχτι·.· χρονώ — δεν ήμουν εμπόρευμα για τήν Ελλάδα, μήτε ;.;ιά όκ«, λίγο σάπιο πράμα τίποτα.

*

Κρυμμένος στο σπίτι μας παρακολουθούσα την τρίτη αποστολή πού εφευγε για τύ εσωτερικό. *Ηταν ϊσαμε τρακόσοι άνθρωποι σέ μια διπλή σειρά. Πίσω τους τρέ- χαν έξαλλες γυναΰκες- φονάζαν δίες μαζί, μπαίναν μές τή γραμμή, οΐ στρατιώτες τις σπρώχναν, αυτές τίποτα, ξαναγυρίζαν και λέγαν— λέγαν. Τούς άρμηνεΰαν νά φν- λάγουνται απ’ τά βρώμια νερά γιατί γυρίζει «λνσιντερία*·,. (Ιπ* τό κρύο. Μια φώναζε πώς τό κουτάλι του τοχει μές τό κουτί μέ τη ζάχαρη- μιά άλλη για μια μάλλινη φα­νέλα κόκκινη, μιά αλλη γιά μ.ιά χούφτα τίλιο πού τον είχε βάλει κάπου. Και ξαφνικά, ενφ ό λόγος ήταν γιά τον τίλιο, τοΰτη ή τελευταία μπήγει τις φωνές, κάτι σπαρα­χτικά άγαρμπα κλιάμιιατα.

- "Α χ , X ριστέ μοί', δέ θα τό ξαναδω... δέ θά τό ξα- ναδώ ...

— Παιδάκι μου κάνε υπομονή, παρακαλοΰσε μιά. ά'λλη ένα παλληκαράκι. Μην τούς αντιμιλάς, μή σε χτυ­πούν...

Ή τ α ν μιά ζαρωμένη γριοΰλα- στη μάτια της προ­σπαθούσαν νά Ισορροπήσουν, νά βγουν μαζί, μαζί, πα­ρέα, δυο αδιαφόρετα δάκρια.

’Έβλεπα κρυμμένος πίσο) άπ’ τό παράθυρο. Μές την αποστολή ξεχωρίζω τό μουσικό τον Κώστα τό Λέλεκα. Ή ' αν ένα ον μ ή μου απτού, μονόφθαλμο και χλωμό— περίπου ποίημα τοϋ 19ου αιώνα. ΕΤχε άριβάρει ξαφνικά, πριν από ένα χρόνο στον τόπο μας. ’Έπαιζε σ’ έναν κα φενέ. Ή πελατεία νύσταζε. ’Ήταν μιά μουσική— δάκρυ προτιμάτε η μειδίαμα, χκρίς αίμα, όλοάδε:ανες φλέβες..

Page 8: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

Τυΰ είπαν V s αλλάξει ρότα, νά βάλει λίγο λαδό'ξνδο στις πνοές. Τυλίχτηκε μες τό γλιτζασμένο οαχκώα του κ’εδωσε is’ ο/.άκεοο τον εαυτό του ένα «οχι» επίμονο και θερμό — απορούσες πώς μπόρεσε να το συντηρήσει. 'Έ ναν καιρό πεινούσε. "Υστερα τον λυπήθηκαν. ΤΗταν φθι- · σικός.

Ό Αέλεκας βάδιζε μες την αποστολή στή δεξά α ­ράδα. Στα χέρια βαστοΰαε τό κουτί μέ τό βιολί. "Ενας άσπρος αδύνατος μπόγος στήν πλάτη άντιδροϋσε από-· τομα στο μαύρο σακκάκι. Οι γυναίκες εξακολουθοϋσαν: νά φωνάζουν, ν* αφήνουν γειά, νά δίνουν μωρά νά τά φιλήσουν οι άντρες. Μά ό Κώστας ήταν ήσυχος. Αυτόν δεν τον ενοχλούσε κανείς.

Ξαφνικά ό αξιωματικός διατάζει.— "Αλτ !Κοίταξε πλάϊ ‘ λαμποκοπούσαν χρώματα, κίτρινα,

κόκκινα, άσπρα, ένα σωρό οί γυναίκες πού ακολουθού­σαν τό θέαμα. ’Ήθελε νά κάνει επίδειξη.

— Κάτσετε χάμου ! διατάζει.Γ ονάτισαν.Ό αξιωματικός εστριι^ε τό μουστάκι του κ’ έφερε

βόλτα, άπ5 τή μιά ώς τήν άλλη, τή γραμμή : ’Ή ταν σάν ένα ποτάμι πού λοΰπαξε. Μιά γυναίκα εχωσε μες τό πο­τάμι ένα μα>ρό πού έκλαιγε. __

— Όλέν, τί εινε τοϋτο ; στέκεται..μέ- απορία ο αξιω­ματικός μπρος στο κουτί μέ τό βιολί τοΰ Λέλεκα.

Αυτός δεν καταλάβαινε τουρκικά, έτρεμε απ ’ τό φόβο,. σηκώνει τό μοναδικό μάτι του καί κάνει νά χαμογελάσει» 'Ο αξιωματικός ανοίγει τό κουτί. Και ξαφνικά, αναπάν­τεχα, τεζέρνει στά γελοία.

—-Όλέν, α υ τ ό τό κουβαλάς γιά κ ε I κ ά τ ο υ ;....Χά , χά,-χά, χά. Γιά κει κάτου, έ ;

Τολεγε, τό ξανάλεγε κ ’ έσκαζε στά χάχανα.'Όλοι τον κοίταζαν ξαφνιασμένοι : Γιατί γελά ;— Παίξε ! λέει στο τέλος σάν καλμάρησε.Οι δικοί μας γνέφονν στο Λέλεκα να σηκωθεί.

9 * —- ■

Page 9: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

— Βάλτε τίποτα να πατήσει! φωνάζει δ άςιο>ματικός.Τοΰ βάλαν, ν’ ανεβεί, δνο μεγάλες πέτρες. Στην

άρχη έτρεμε. "Ενας χαμένος τόνος. "Υστερα άποτραβή- γνν,χε στον εαυτό του. ’Έκλεισε και το γέρο μάτι. "ίίταν ενας σκοπός περίεργος κι ανεξήγητος —ένα φρέσκο αίμα τινάζεται σά μια κραυγή. ’Έπειτα πάλι πέφτει, γίνεται ολοένα άδΰνατβς, μά δέ σωπαίνει, ολοένα λέει σιγά.

Ό αξιωματικός γνέβει κρυφά σ° εν α στρατιώτη. Ψι, ψι. Σέ λίγο νοΐ’ φέρνουν εν αν κονβά νερό. Τον ζυγιάζει, τον παίζει λίγο. Τέλος τον σαβονρντα.

— Τσάφ !Ό Λέλεκσς εκανε να βασταχτεί, μά δέ βάσταξε. Βιο-

-Αιά, νερά, μούτρα, κουτρουβάλησαν χαμού.— Άλέστα ! φωνάζει ο αξιωματικός, βαστο>ντας την

■■κοιλιά του απ’ τά χάχανα, νά σηκωθεί τό κοπάδι.Σηκώθηκαν. Στο μοϋτροτον Αέλεκα ετρεχε λίγο αίμα

κι άνεκατεΰουνταν μέ τά νερά. Το μάτι του Ετρεμε συγ- κινημένο σά νά'κανε ερωτική εξομολογηση. Ξεκίνι]σαν. Μια γυναίκα φώναζε. "Ενα μωρό. "Υστερα πολλές μαζί. Μια τρέχει πλάϊ σ’ εναν άντρα και κλαίει. Βλέπει λίγο χώμα πού είχε κολλήσει στο πανταλόνι του γιατί είχε .καθίσει, καταγίς. Τό τινάζει, χωρίς νά ξαίρει τί κάνει.

*

Την άλλη μέρα 2φνγε ακόμα μιά αποστολή. Κατά τό ■βράδι, μόλις νύχτωσε, ενας κουρελιασμένος, μισόγυμνος άνθρωπος επεσε εξαντλημένος, χτυπώντας- την πρώτη πόρτα στην άν.ρη τ' Άϊβαλιοΰ. Είχε μιά λαβωματιά μέ λόγχη στον ώμο, ήταν χωμένος στο αίμα, τά μάτια του •δεν τολμούσαν νά κοιταξονν άπ ’ τον τρόμο.

Πρωΐ, πρωΐ ή τρομερή είδηση γέμοσε δλη τήν πόλη:— Σφάξαν την πρώτη αποστολή στον κάμπο τ’ "Αη

Γιωργιοΐ !Χαλασμός. Οι διαδόσεις παίρναν καί δίναν. ’Άλλος

■«λεγε πώς ήταν ή δε-ότερη αποστολή, άλλος, αντόι πού

Page 10: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

II =

■«ρΰγαν χτες. Γιά πολλές ώρες τό γεγονός δεν απασχολούσε κανένα μέ τή φοβερή του ά'ξία, δσο νά μάθει ό καθένας πού είχε δικούς του ποια αποστολή ήταν. ΟΙ γυναίκες κάναν τήν πιο μεγάλη φασαρία.

— ΕΤνε ή δεύτερη ! φωνάζαν αυτές πού είχαν δικούς τους στην τρίτη αποστολή.

— Δεν είναι ! Δέν είναι ! Δεν εΐναι ! ωλόλυζαν οί άλλες.

. ’Έρχουνταν στα χέρια, σκίζαν τά μοϋτρα τους μέ τά νύχια καί κλαίγαν.

Τέλος τό πράμα ξεκαθαρίστηκε. Ό λαβωμένος πού γλύτωσε κάνοντας τον πεθαμένο ήταν άπ5 την τρίτη αποστολή. Μέ τό Λέλεκα. Μέ τό λίγο χώμα πού είχε λε­ρώσει τό πανταλόνι καί τό σκούπισαν.

*

Τό περιστατικό τούτο έ'γινε σαν ενα φρένο. Στοπ. Τ ’ ορμητικό ρέμα σταμάτηξε. Άφρισμένο μούγκριζε ζερ­βά δεξά, για σωτηρία. Ή τ α ν φανερό πώς δλες οι απο­στολές είχαν τήν ίδια τύχη. Πολλοί πιάσαν νά κρύβουν- ται— για πόσες μέρες ;

Τά βαπόρια σφύριζαν και φεύγαν ολοένα. Ό στρα­τός άρχισε να \[ιάζει τά σπίτια. Κάμποσοι άπ’ τά νιάτα, πήραν τήν απόφαση καί πολεμούσαν νά μπαρκάρουν κρυφά. "Αλλοι ντύνουνταν γυναίκες, ά'λλοι πληρώναν τούς σκοπούς νά τούς άφήσουν/Ο καθένας δ,τι μπορούσε.

ΓΙιάσαν έ'ναν τή στιγμή πού πληρούνε τό σκοπό νά μπαρκάρει. ’Άμεση διαδικασία : Τον τουφέκισαν έπι τό­που. "Αλλον έ'ναν. Κ ’ επειδή ολοένα πληθύναν τούτοι οι τορπιλίσοι, αμα τούς πιάναν τούς κλείναν χα>ριστά, σ ’ ενα υπόγειο. IV αύτουνούς πια <3 καθένας τό ηξαιρε πώς εινε ξεγραμμένοι.

'Ως τόσο κάθε μέρα μαθαίνουμε πώς ξέφυγε ό τάδες, δ τάδες. ’Έρχεται καί μού τά λέει ή μητέρα μου στην -αποθήκη, στο υπόγειο τού σπιτιού μας πού έχω κρυφτεί.

Page 11: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= 12

Το ,λέει πώς φύγαν, αλήθεια, φΰγαν και κεί πού πάει. νά. προχωρήσει κόβεται. Μένουμε κ’ οΐ δυο βουβοί. “Ενα σωρό μικρά ασήμαντα κομματάκι» τοΰ ζού πού συχάζουν μέσα στά δεκαοχτώ μου χρόνια βγαίνουν ενα-έ'να, άτα­χτα, παλεύουν, χτυπιούνται, κάνουν αστεία. Μιά σειρά γερά δόντια, δυο σειρές— νά τις χώσεις μέ λΰσσα και νά. μασσήξεις, ε, tijv τύχη ένοΰς ανθρώπου, τοΰ τάδε, τοΰ τάδε, που αυτός, αλήθεια, μπόρεσε.

*■

'Η συνοικία μας ολοένα αδειάζει. Τώ πράματα έχουν σφίξει. Περισσότεροι φύλακες στο μουράγιο. Είνε κίντυ- νος— θάνατος νά κάνεις την απόφαση νά ξ,εφύγεις. Θά παίξεις: μονά, γιά; ζυγά. Στο σπίτι μας τά μάτια χαμη­λώνουν δσο πάει πιο πολύ σά μέ κοιτάζουν. Ί ί μητέρα μου δέ θέλει νά φύγει απ τήν αποθήκη. Μένουμε μαζί ώρες.

’Από μιά μικρή τρύπα μπορώ νά βλέπω στύ δρόμο- τούς στρατιώτες πού γυρίζοα>ν περίπολο, ένα «λογο. Τη νύχτα ενα ά'στρο, μόλις βραδιάσει, πετιέται ολωσδιόλου ξαφνικά, στον ίδιο τόπο κάθε βράδι, Δέν τοΰ ήρτε πλήξη— τράβα καί πιο κάτω παιδί μου.

Δέν ανάβουμε φώς γιά νά μην προδοΰοϋμε. Έμενα με παίρνει ό ύπνος μ.ά ή μητέρα μου κάθεται.

° Από ώρα σέ ώρα, μέ τον πιο ασήμαντο θόρυβο πε~ τάγουμαιτρομαγμένος.

— Τί έ'χεις ; μέ ρωτα ανήσυχη.— Τίποτα. Ποντίκι ήταν ;— Ναί, ποντίκι θά ήταν.Τής παραπονιέμαι πώς δέ μέ μάθαν, από μικρόν, νά

μή φοβάμαι τά ποντίκια. Μέ είχαν μή μου απτού.— Μου κάνατε κακό, τής λέω.Αίσθάνούμαι το βαρσανισμένο πρόσωπό της νά κου­

νιέται από πάνω μου σαν «να ανήσυχο ζό.Δέ λέει τίποτα.

Page 12: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

1*3 =

Μονάχα έρχεται πιό σιμά. Τυλίγει τα χέρι της στο κεφάλι μου. ’Έτσι εί ναι πολύ ζεστά και ήμερα.

*

Το περιθώριο λιγοστεύει. Δέ μένει παρά μιά μονάχα Χύση : Γιά, θά παραδοθώ, γιά, «μονά—ζυγά». Κα­νένας δε θέλει νά μιλήσει πρώτος. Τέλος ό πατέρας μου στέλνει και φωνάζει τή μητέρα μου στην κάμαρά του. "Ολοι νοιώθουμε πώς πρόκειται γιά «κείνο».

Μες την κάμαρα μένουν κλεισμένοι οί δυό τους ίσαμε ένα κάρτο. "Υστερα ερχουνται μαζι στην αποθήκη. Ή μητέρα μου (ραίνεται, πώς έ'κλαψε πολΰ.

Σηκώνουμαι απάνω. Καταλαβαίνω νά χάνοι τό θάρ­ρος μου. Τους βλέπω πού μέ κοιτάζουν ετσι κ’ οί δυο στην πόρτα και δε μιλοϋν.

— Λοιπόν..., μουρμουρίζει ό γέρος σιγά.Στέκεται. Πολεμά νά πάρει θάρρος, νά δώσει το γνώ­

ριμο κρύο τόνο στη φωνή του. Τον κοιτάζο). Τό ξαίρω πια— δεν υπάρχει περιθοίιριο.

— Αύριο, πριν ξημερώσει, θά φύγεις. Θά «ταγίσω» τούς φύλακες στο μουράγιο.

— Θά φύγω, πατέρα.

"Η μητέρα μ,ο\» δεν το κουνά. πια μήτε μιά στιγμή «πό κοντά μου. Βραδιάζει. "Ενα ενα κατεβαίνουν στην αποθήκη και τ° άλλα τά παιδιά μας, τ’ αδέρφια μου. Τέσσερα κορίτσια. Ό Θάνος είναι τό μικρότερο παιδί, δέκα χρονώ. Καταλαβαίνει κι αυτό πώς κάτι σπουδαίο γίνεται μέ μένα. “Ολοι είναι γύρω μου σά νά θέλουν νά με προφυλάξουν.Ή Άνθίππη, ή μεγαλείτερη, πολεμά νά κυριαρχήσει πάνου σ ’ δλες τις φωνές— μιά προσπάθεια νά δώσει θάρρος. Five γεμάτη καλωσύνη, την αγαπούμε Ίτλοι Ίστερα άπ ’ τή μητέρα μας. Τής λέγαμε τά μυβτι-

Page 13: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= ι4

κά μας.— Τάμαθες, μητέρα, μέ τούς Μαντάδες ; λέει καί πο­

λέμα νά γελάσει. Ντυσαν γυναίκα τον Ηρόδοτο, νά τον περάσουν- μάλιστα τοΰ βάλαν καί κοιλιά νά μοιάζει εγγυος...

— ’Ά σε τώρα τις ανοησίες ! παρατηρά κείνη αυ­στηρά. Αυτό ελέιπε τώρα, ο 'Ηρόδοτος...

Κι δμως, τό κορίτσι διαμαρτύρεται πώς έτσι. είναι. Τοΰ είχαν, λέει, άρμηνέψει νά χαμογελά ά'μα βλέπει κανένα σκοπό, καί τοΰΐος τον πρώτο πού είδε άρχισε νά κουνιέται καί νά κάνει τζά. ΤΙάει κοντά <5 έρίφης, τό τουρκί, νά γλΰψει τίποτα, κάνει νά τοΰ πιάσει τά φου­σκωμένα στήθεια καί βουτά μες τά σακούλια μέ τά κου- ρελόπανα.

— Τον πιάσαν ; ρωτά ή μητέρα μου.— Έ μ° τον άφησαν; ’Έγινε χαλασμός κυρίου, λέει,

ν.π τά γελοία στο μουράγιο. ΓΙέσαν πάνα) του δλοι οΐ σκοποί, τοΰ πετοΰσαν τις κοιλιές καί τά στήθεια κι αυτός φώναζε : εν, δυο, τρία" εν, δυο, τρία...

Ό "Ηρόδοτος ηταν ενας παίδαρος, άπ ’τά μικράτα του· αγαθός τφ πνεύματι. Στον ευρωπαϊκό πόλεμο γιά νά μην τον πάρουν οΐ Τούρκοι στα εργατικά τάγματα οΐ δι­κοί του τοΰ είχαν κάνει εναν κρυψώνα στο ταβάνι τοΰ σπιτιοΰ. Μόλις ή αστυνομία μπλόκερνε τά σπίτια γιά ερευνά, νά βρει κρυμμένους, τοΰ είχαν τοΰ Ήρύδoτo^;

. μάθει γιά ώρα ανάγκης τό σύνθημα: έ'ν, δύο, τρία·. Τότες ό 'Ηρόδοτος, μόλις ά'κουγε τό σύνθημα, επρεπε νά τρέξει στον κρυψώνα του. Αυτί) ή ιστορία βάσταξε δυο χρόνια. Τό εν, δΰο, τρία σιγά σιγά, πηρε μια μόνιμη θέση ατον κέφαλο τοΰ άγαθοΰ. "Ολη ή ζωή του περιχαρακώθηκε σ’ αυτούς τούς τρεις αριθμούς. Δέ μπορούσε νά ξεφΰγει άπ’ την κυριαρχία τους. Κι οταν τελείωσε δ πόλεμος τό πράμα έ'γινε αστείο, πότε οΐ δικοί του, πότε ή γειτονιά τοΰ τό πετοΰσαν ξαφνικά έ'ν, δύο... κι αυτός εβαζε τις τρε­χάλες. “Οταν πάλι δ πατέρας του ήθελε νά τον δείρει, έ'δενε, αυτός προσπαθούσε νά τόν καλοπιάσει, ή γλώσσα

Page 14: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

15 =

του δεν εΰρισκε τίποτα άλλο u.i' τά νούμερα : τά πετοΰσε ικετευτικά, εν, δυο κ’ εκλαιγε.

— Οι Μαντάδες φΰγαν ; ρωτά ι) μητέρα μου.— Φύγαν, λέει ή Άνθίππη. Και δεν προψτάξαν νά.

τ ’ άφ ήσουν τοΰ φουκαρά τοΰ 'Ηρόδοτου μήτε ενα μπόγο- ροϋχα.

Αυτή ή εγκατάλειψΐ) φαίνεται σαν κάτι φοβερό- μ ' δλον πού ξαίρουμε πώς γιά όσους παν στο υπόγειο δεν πρόκειται νά χρειαστούν ασπρόρουχα.

Περνά λίγη ώρα.— ’Αλήθεια, λέει πάλι ή ΆνΕΚ.τπη. Πρέπει νά τον-

τοιμάσουμε καί μείς κανένα μπόγο. Τίποτα κινίνο...— Γιά ποιόν; ρωτά ή μητέρα μου.— Γιά τον Ήλία, κάνει αυτή δισταχτικά.— Θά πάρουμε εμείς τά ροϋχα του μέ τ’ άλλο βαπό­

ρι, τήν αποστομώνει, σοβαρή. Κινίνο, χί νά το κάνει— ’Έλεγα...Αυτή ή ΰπεν&ΰμιση γεμόζει από ησυχία τήν αποθή­

κη. 'Υπάρχει κάτι, ενα προαίσθημα πού σέρνεται, γλυστρά, εινε πολύ κρΰο νά τ’ αγγίξεις. 'Ο καθένας πο­λεμά ν’ «ποφΰγει αυτή τήν επαφή.

Νύχτωσε πολΰ.— Άνθίππη, πάρε τά παιδιά, να κοιμηθείτε, λέει ή

μητέρα μου.Χαδεΰω τό μικρό Θάνο. Τό παιδί, σφίγγεται στο πο­

δάρι μου, ξεχώριζα)'τά μικρά δάχτυλά του, ενα— ενα,. πάνω μου.

Σηκώνουνται νά φΰγουν.— Άνθίππη... λέει πάλι ή μάνα.Κομπιάζει.— Άνθίππη... Γιά κείνον τό μπόγο, λέω. Δεν πειρά­

ζει... Τοίμασε λίγα πράματα..— Καλά μητέρα.'Ο θάνος γυρίζει πίσα>. Πολεμά νά βρει τό πρόσωπό*

μου μες τό σκοτάδι.

Page 15: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

— ι6

— θά βάλω καιγώ κιά τσικολάτα, μοΰ λέει εμπιστει*-

τι;<ά, νά μέ κατασυχάσει,

*

Ή νύχτα είναι ήσυχη. Σά νά μην υπάρχει κάν μιΰ άνάσα %άχον ώπ* τ’ αστρα. Αέ βρήκε τόπο. Μά αυτό 6έ ’βαστά πολύ. "Ενα περίπολο γυρίζει. Μιλοϋν δυνατά. Οι, ήχοι είναι πολύ άνεκατεμένοι, μπερδεμένοι. Τσα, χσον. Σίγουρα (F ανησυχούν πολύ τό ραχάτι τοϋ Θεοΰ, ποΰ

: είναι Ικανοποιημένος απόψε— λίγο κάτον, λίγο πάνου •.ire’ r ’ άστρα.

;Έ να βαπόρι σφυρίζει στο λιμάνι. Δε μπορεΤ. παρά νάναι άπο κείνα πού κουβαλούν τά γυναικόπαιδα στην

' Ελλάδα.—Φεύγει, γιά, ερχεται μητέρα ;— ΤΙ σε νοιάζει παιδί μου ;— Τίποτα.ΙΙερνα λίγο. Τό βαπόρι σφυρίζει πιό βαθιά.—Πρέπει νά φεύγει, μητέρα.— “Ετσι θά'ναι. Θά φεύγει-Πάλι μένουμε βουβοί. Αυτή ή φυγή, έ'να βαπόρι ποϊι

-βφυρίζει πολύ βαθιά...’Απόψε δεν τολμά νά είναι τρυφερή. Μήτε εγώ. ‘Υ ­

πάρχει ένας φόβος νά προδοθοϋμε συναμεταξύ μας, εγώ και κείνη.

— Νά κοιμηθείς, παιδί μου, λέει. Αύριο θά ξυπνή­σεις πολύ πρωί. .

— Θά κοιμηθώ.Συμμαζώνουμαι κοντά της, πολύ κοντά. Ή θέρμη

ϊυραγνισμένη άνάσα της άκουμπά στο μάγουλό μου «τά •μιά ζωντανή ουσία—νά την πιάσεις μέ τά χέρια.

'Ένα ποντίκι πάλι ετριξε στο βάθος.Συγκρυάζουμαι καί σαλεύω.— Δεν κοιμήθηκες ; μοΰ λέει.— “Οχι, μητέρα. Εΐνε τά ποντίκια. Φοβούμαι...

Page 16: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

17 =

Νοιώθω το αδύνατο χέρι της ν<3ρχεται μ·έ δειλία cto μάγουλό μου, σά νά μην τολμά. Πολύ αργότερα, υταν έ'χει νομίσει πώς αποκοιμήθηκα, την άκονγω πού αρχίζει νά μουρμουρίζει μονάχη της, σά νά συνομιλεί μέ τό Θεό. Τ ό συνήθιζε έτσι, από παιδάκια πού είμαστε, σά μάς -κοίμιζε.

Στη νύχτα δεν υπάρχει- πια τίποτα. Είτε μονάχα ί; νύχτα. Είμαι, ακόμα, εγώ και κείνη.

2

Ή φυλακή ήταν τό υπόγειο ένοίίς σπιτιού πού to χρησιμοποιούσαν γι’ αστυνομία. Σά μάς σπρώξαν μέσα, δέ ξεχώριζα τίποτα. Τόσο ήταν σκοτεινά.

Μάς πιάσαν τρεις «τορπιλίσους», πριν χαράξει ακόμα, πάνω στο μουράγιο. Ό αξιωματικός, ενας αψηλός ξαν­θός μέ πολλά μουστάκια. Βαστοΰσε έ'να καμτσι και χτυ­πούσε μες τά μοΰτρα σά νά ειχε πινέλο— μπογιάντιζε φου­τουριστικά σχέδια. 'Ο ένας «τορπιλίσος», ένας γιαπιτζής, μπρος σε τούτη την άνίλεη ζωγραφική ούρλιαζε σά σκύ­λος άπ5 τον πόνο και μιλοΰσε γλήγορα-γλήγορα τουρ­κικά, ικετεύοντας τον αξιωματικό νά σταματήξει. 'Ύ ­στερα βλέποντας πώς δέν υπάρχει σωτηρία επκσε μπρού­μυτα χαμού, δάγκανε τό χώμα κι οπως ό αξιωματικός τόν τσαλαπατοΰσε δαιμονισμένα μες τά πλευρά, τό κορμί του σπάραζε σά ν’ άδειαζε ερωτικά.

Ό δεύτερος, ενας τρατάρης μέ σταρένιο αψύ μοΰτρο, στέκουνταν μέ μιά ακατανόητη αξιοπρέπεια. Είχε χαμη­λώσει τό κεφάλι' κάθε φορά πού τό καμτσί τοϋ όργω­νε τό μοΰτρο έσκυβε λίγο, έ'να νευρικό τίκ, καί πάλι ερ- χουνταν στή θέση του.

Κ ’ εγώ γιά νά προφυλαχτώ , σήκωνα τά χέρια μου

2

Page 17: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

iS

ψηλά, 8πω·; κάνουν στά δράματα, παρακαλώ νιας.— Σκυλιά, γουρούνια, άτιμο μιλλέτ ! άφριζε » αξιω­

ματικός καί φώναζε στους στρατιώτες πού ήταν έκεϊ γύ­ρο» νά σηκώσουν καί νά κολλήσουν ίσα στον τοίχο τό γιαπιτζή πού εγλυφε τή γίς. Για νά μπορεϊ νά τον χτυ ηα στά μούτρα.

Ά π ο μακριά, σ’ εκατό μέτρα τόπο, 6 πατέρας μου στέκοχινταν και κοίταζε χαμένος.

*

Στο υπόγειο αρχίζω σιγά σιγά, μόλις συνηθίζουν τά μάτια μου, νά ξεχωρίζω. Πολλοί άνθρωποι μιλούν σιγα­νά. Κάμποσοι κοντεύουν στο μέρος μας, στην πόρτα, νά δοϋν αν τούς είναι κανένας από μας γνώριμος. Δέν ξαί- $ω κανέναν. Τό υπόγειο είναι πολύ χαμηλό, μόλις μπο- ρεΐς νά στέκεσαι δλόρτος. Δυο μικρά παράθυρα μέ σταυ­ρωτά κάγκελα, πρός τό μέρος τοΰ δρόμου. "Ισαμε σαράν­τα άνθρωποι. Και τρία άλογα πού τρων, μέ τέμπο. Μ υ­ρίζει καβαλίνες.

Κάθουμαι. Είναι ακόμα πολύ πρωί. Γεμάτος αϋπνία, τσακισμένος. "Ενα δυνατό τσούξιμο στο πρόσωπο αντι­δρά στην εγκατάλειψη, σά μιάν ενεση υγείας. Π ά ω νά χαδέψω αυτό τον πόνο και καταλαβαίνω τό χέρι μου νά παρακολουθεί τις ραβδωτές γραμμές πού άρχισαν νά πρίζουνται.

QI φυλακισμένοι μάς τριγυρίζουν καί μάς ρωτούν πώς εγινε, ποΰ μάς πιάσαν καί τά λοιπά. Φλυαρίες. Δέν ξαίρο».

— Μωρέ εσύ είσαι μωρό ακόμα, μοϋ λέει Ι’νας. Τί θ’ «ηογίνεις ;

Ή ερώτηση κάνει στούς άλλουνούς την αίσθηση πού πρέκει :

— Βρε μάπα, τί σχέση εχει «αύτό» μέ την ήλι,κί*; Κ ' εβν, πού τά λέμε, τί θ’ απογίνεις ;

-—’Έτσι τό είπα, λέει ο πρώτος καί- μένει «κελτικός.

Page 18: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

• — Κοντεύει v’ αδειάσει; ρωτά ο άλλο; γιά τ5 ’Αϊβαλή. — Ναί, κοντεύει.— "Υστερα ;— Δεν εχει υστέρα, κόβει ξερά ενας άλλος."Ενας ενας άποτραβιέται στή γωνιά του.Στο βά&ος τοϋ απόγειου «κούγω σιγανά χάχαν*.

!Μιά φωνή. Μά αυτή μοΰ είναι γνώριμη !— Βρε πόσα κέρατα έχουν τά γίδια ; ρωτά εκεί κά­

ποιος.— "Εν...—-Και τά βόδια ;— Δυο...— Κι ό Μαντάς, βρε, 6 πατέρας σου ;— "Εν, δυο... μουρμουρίζει ή φο^νή πού πνίγεται μες

ζα χάχανα τίυν άλλουνών.Ό Ηρόδοτος !Κοντεύω. Τον έχουν τριγυρίζει καμιά δεκαριά ά'ν-

-ΐρες. Πολεμούν νά κάνουν άγαρμπα αστεία. Τον ρω- τοδν πού ά'φησε τά βυζά του, πώς τά εμπιστεύτηκε σέ ξένα χέρια καί τά λοιπά.

— Τά κρύψε γιά τις σκάλες, λέει ενας.— ’Όχι, βρε, τάστειλε νά τά κάνει τράμπα, ξηγά κά­

ποιος ά'λλος. Γιατί τά βαρέθηκε, τά ίδια και πάλι τά ίδια.ϊ * Ό 'Ηρόδοτος κοιτάζει μέ όλάνοιχτα τ’ αγαθά του .μάτια- δεν ξαίρει τι νά μιλήσει. Μονάχα σάν καταλα­βαίνει νά σφίγγουνται πολύ άπο πάνω του κάνει ένα κί­νημα φόβου, νά λυτρωθεί, τραυλίζει ασυναίσθητα, εν...

Χάχανα.*Όξου άπ ’ το παράθυρο άκοΰγουνται στριγγες φω-

W6C- Γυναίκες τσιοίζουν καί χτυπιούνται." — Τ ίεΙνε;

— 'Η μητέρα τον Χρήστου χον Ταμπάκη εινε, λέει νας. Και τ’ άλλουνοΰ, τοϋ Δημητροϋ._ _ “Α !

Μιά αταραξία σάν τούς πεθαμένους άκινητεΐ μονο-

I f =

Page 19: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= ..2 0

μιας ολα τοϋτα τά μούτρα πού γελούσαν. Εινε τόσι?.· απότομη ή αλλαγή— απορείς πώς πρόφταξε νά γίνει σέ τόσο ασήμαντη στιγμή. Λέ μιλούν νΰ καταλαβω κ ’ εγώ. Προαισθάνονμαι πώς κάτι φοβερό έ’χει γίνει, γιά, μέλλει...

— "Οσο γιαύτοιινούς τώρα...μουρμουρίζει κάποιος.— Τί τρέχει, μπάρμπα ; ρωτώ εναν περασμένο, σα­

ρανταπεντάρη.Μέ κοιτάζει μέ απορία. "Υστερα σ« νά 'θυμάται:— ’Ά ! εσύ σήιιεοα ήρτε;;— Ναί.Μοΰ ;ηγά, άκρες μέσες.— Θά δεις. Θά δεις... μουρμουρίζει δ άνθρωπος.Οί δυο γριοΰλες κλαιν και φωνάζουν, κάνουν μιά:'

προσπάθεια μην τούς λείψει ή δύναμη καί πάψουν.— ’Ά χ ! λέει ή μιά. Δέ μπορεΐ νάγινε. Δέ μπορεΐ...

’Έκατσα καί τοΰ μπάλωσα μιά φανέλλα χτες τή νύχτα...Στο χέρι της τρέμει έ'να μικρό πακετάκι.—- Καί τώρα ;... άνερωτιέται, χαμένη, σά ναναι τό

ζήτημα τί νά τό κάνει τό πακέτο.’Έφυγαν. Τό πακετάκι. μένει οζου απ ’ τά κάγκελα.

Κάποιος απ’ τούς φυλακισμένους απλώνει τό χέρι τον και τό παίρνει. Τ ’ ανοίγει, κοιτάζει τή μπαλωμένη φα­νέλα. Πολύ. "Υστερα πολεμά νά τή δοκιμάσει, νά τιΥ βάλει.

— Στο μπόϊ μου, λέει μονάχα, σάν τελείωσε.Είναι ακόμα έκεϊ, στα κάγκελα'' ενα άλλο δεματάκι

τυλιγμένο σέ μιά λερή πετσέτα φαντή. "Ενα πιάτο, πι­λάφι, ελιές, μισό μαΰρο ψωμί. "Ενα βρασμένο κοτόπουλο. Τό παράτησε ή αλλη γριοΰλα εκεί.

Οι δικοί μας τ’άνοίγουν. Μιά στιγμή διστάζουν. "Υ ­στερα αποφασιστικά, ενας κόβει ενα ποδάρι απ’ τό κοτό­πουλο και τό μασσά.

— Καί μένα ! φωνάζει ενας άλλος νά τοΰ δώσουνΤό μοιράζουνται πέντε-εξ στόματα.— ’Ήθελε αλάτι, παρατηρα ενας.— Ναί, ήθελε.

Page 20: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

21

Μασσοΰν σιωπηλά.— Φουκαράδες... λέει πάλι δ τελευταίος καί στέ­

κεται.Αυτός πού παρατήρησε γιά τό αλάτι, μπουκωμένος,

περιμένει νά καταπιεί γιά νά μιλήξει.— Αές νά τούς τυραγνούν π ρώ τα ; ρωτά μόλις αδειά­

σει τό στόηα. τού.'0 6.. ., ;. σηκώνει τούς ωμούς. Τον κοιτάζει. Τό στό-

ψ α χηυ ανοιγοκλείνει πιο αργά, σά μιά μηχανή πού λίγο λίγο σώνεται δ ατμός.

— Θά τό δούμε, λέει.

*

'Η μητέρα μου έχει γονατίσει στο πλακόστρωτο όξο>’ -«π’ .τό μικρό παράθυρο, εκεί πλάϊ, και δέ φωνάζει πιά, κλαίει. Στην αρχή μόλις ηρτε δ σκοπός δεν την ά(ρηνε νά κοντέψει" εκανε τον κόσμο άνω κάτου σαν παλαβή. Στο τέλος τή σπρώξαν πρός τό παράθυρο. ’Έπεσε μπρού­μυτα. Τό γλυκό μαύρο πρόσωπό της εκανε μπρούπ πά- νου στα κάγκελα. ’Έκανε μιάν απελπισμένη προσπάθεια νά σηκωθεί , έπιασε ξαπλωμένη τό κάγκελα και ■φώναίε:

— ■Ή λ ία ! Ήλία !Ή θερμή γνώριμη κραυγή γέμοσε τό υπόγειο σαν ή-

,λεχτρικό ρέμα. Μέ βρήκε σέ μιάν ά'κρη και μέ τίναξε. ’Έ- τρεςα στο παράθυρο. Μέ κοίταζε μέ τά εκπληχτα μάτια της μες τούς άγνωστους ανθρώπους, μες τ’ άλογα, μόλις μέ ξεχώριζε μες τό ύποπτο φ<ύς, άπλωνε μέσα τά χέρια της να μ ’ αγγίξει, δεν ήξαιρε τί ελεγε. Τό χέρι της κτρεμε μες τό κενό, ερχουνταν σέ. μένα, καί πάλι άπο- τραβιόταν, — ενα ζό πού ήθελε νά πιει καί δεν τ’ αποφάσιζε.

— Και κείνο έτρεμε, χτες, γιά τά ποντίκια, γιά τά ποντίκια..., ελεγε απελπισμένα σά νά μιλούσεμέ κάποιον 7α άνεροφούσε. Θέ μου, τί νά κάνω ;

Page 21: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

22

Τί νά κάνει; Μέρεψε. Δέ φωνάζει πιά. Συμμάζωξε tec πόδια της, εγινε 2να κουβαράκι κόκκαλα και μελαψέ· κρέας.

— Κακόμοιρο παιδάκι... Κακόμοιρο παιδάκι... μουρ­μουρίζει μονάχα από ώρα σέ ώρα και κλαίει.

Τό στόμα της ανοίγει και κλείνει νευρικά. Τά μάτια- δέν τά σφουγγίζει πιά, τοχει ξεχάσει. Τά δάκρικ κατε­βαίνουν στο μάγουλο, σιγανά κι αδιάφορα— δέν προσέ­χουν νά κατεβαίνουν τουλάχιστο σέ αρμονικές γραμμές γράφουν ζίκ—ζάκ, χώνουνται μες τις ρυτίδες. Πότε, πότε έ'νας σπασμός χτυπά τό πρόσωπό της πού γίνεται πε­ρισσότερο ά'σχημο' είναι πολύ αστείο ετσι πού πετάγεται στον αγέρα ένα άρμηρό- υπόλοιπο από δάκρια πού ειχε κρυφτεί κάπου, σέ μιά ζάρα.

"Οταν σηκώνεται νά φύγει εγώ στέκουμαι πολλή ώρα·, εκεί και βλέπω τό λίγο τόπο πού έπιανε δίπλα στά κάγ­κελα, εναν τόπο μιά σταλιά.

01 πιο πολλοί τους εδώ μέσα είναι ά'νθρα>«ΐϋΐ τ%. •θάλασσας. ’Όχι τίποτα μεγάλες καιλαρές θάλασσες, φου­γάρα, Ζαμάνια πού βουίζουν. ’Όχι : Φουκαράδες, τρατα- ροί, ψαράδες, φτωχές βρωμιές θάλασσες μέ τραχιά xt άτίθασσα κύματα. Παρθένο, αψύ αίμα και μιά καρδιά, ζεστή— ποΰ νά τήν αγγίξεις...

Καί μιά γνωριμία: Σέ μιάν άκρη πού δέ φαίνεται κα­θόλου είναι χωμένος δ Ιάκωβος Μούρας. Είναι έ'νας περασμένος άνθρωπος ίσαμε πενήντα χρονώ. ’Ή ταν ξενοδόχος και πατριώτης λόγιος. "Οταν ήρταν οί "Ελλη­νες στην ’Ανατολή εβγαλε έ'να λόγο άπ ’ τό μπαλκόνι tow ξενοδοχείου του. Τόσος ήταν δ ενθουσιασμός του 3ϊο& επειδή δέν είχε έτοιμη παντιέρα νά σιάρει, σαστισμένο·?· άπ ’ τήν ευγλωττία του, άρπαξε καί σίαρε ενα σεττ4ΐ. πβύ μύριζε ύποπτα πράματα.

— Ζήτ» ή ελευθερία !

Page 22: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

2ίγουρα θά τον προδώσαν γι’ αυτό. Κάθεται ζαμου- ®ι»βμένος, ενα κουβαράκι καί συλλογίζεται. Αυτό τό «- πβμακςυσμένο σεντόνι άρχίζει νά μυρίζει, τώρα μόλις, σά νά χρειάστηκε νά περάσει τόσος κανρός γιά νά πάρει αξία τό οίρωμά. του,

— Πολύ συλλογίζεσαι μπάρμπα-F ιάκίύβε, τοΰ λέει ενας.

Κουνά τό κεφάλι του : Ναί.— Τί τον ήθελες φουκαρά κ’ εσύ κείνον τον κατου-

ρημένβ διάολο, τότες !— ΤΙ τον ήθελα, γιά! μουρμουρίζει κι δ γέρος.Σέ λίγο ερχουνται τά παιδιά του στο παράθυρο.

Πολλά ·ψι—-ψι συναμεταξύ τους. Μαθαίνουμε και μεΐς σέ λίγο τί τρέχει : Ό Γϊά^ωβος φεύγει. Είναι ’ Ιταλός ν- πήκοος. Σέ λίγες ώρες θά τον λευτερώσουν.

Στο γερασμένο μοϋτρο του γίνεται μια ακατανόητη αλλαγή. Σά νά τό περάσαν λούστρο καί γιαλίζει. Είναι ενα φως πού πετιέται ϊσα απ ’ τά μάτια του.’Αφήνει τήν κόχη του καί γυρίζει πέρα δώθε μες τό υπόγειο, σέ μια αδιάκοπη κίνηση. Σαν κουράστηκε πια μάς μαζεύει, νά μάς αφήσει γειά.

— Παιδιά, έ'νοια σας, μάς λέει. Τό πράμα θά κανο­νιστεί. Κουράγιο. Μόλις πατήσω στη Μυτιλήνη, θά πάω στον ’Ιταλό πρόξενο καί θά τοΰ πώ πώς δεν ήμουν μο­νάχος εγώ, μά καί σείς. Θά στείλει τότες ενα πολεμικό. Σίγουρα.

Κ ’ επειδή κανένας δε μιλά, υποπτεύεται μιά αμφιβο­λία καί πολέμα νά μας βεβαιώσει αλλη μιά φορά γιά τό σκοπό του.

— Κάνετε καί σείς λίγη υπομονή, λέει πιο σιγανά. Έ π ί τετρακόσια συναπτά ετη υπό τον ζυγόν ό Ελλη­νισμός...

'Έ να θαματουργό αγεράκι. φαίνεται νά εβαλε τύ χέρι του. ’Α π ’ τή στιγμή πού ό Γιάπυ,ιβος κατάλαβε πώς δεν κιντυνεύει φαίνεται πώς εσβυσε κ’ ή πιο ελάχιστη υπ©·ψία απ3 τό μακρινό ιίρωμα τοΰ οεντονιοϋ πβύ ϊιχϊ

Page 23: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

άναστηθεΐ σά Λάζαρος. Μά οί δικές μας οί μ\ίτβς έπι- μέναν νά τό μυρίζουν.

— Πόσβς μέρες θά χρειαστεί νά περιμένουμε, μπάρ­μπα Γιάκωβε ; ρωτα ένας.

'Ο Γιάκωβος υπολογίζει : ίσαμε νά κουνηθεί τό βα­πόρι, τοντο, κείνο.

— Τέσσεοες-rTEvrr.··. λέει τέλος. Έσεϊς βάλτε εξ, νδστε μέσα.

— Έμεΐ-ο ·:ϊοο'ι/ΐ ; επιμένει δ άλλος.— Σαραντα.— Μέ τό εφτά ;— Τί;— Διαίρεσε το μέ τό εφτά !— Πέντε και κάτι...— "Ε, συμπεραίνει ό σύντροφος μας μέ μιά φαρμα­

κερή ίιρεμία. "Ισαμε νά τελειώσει ή διορία σου, εξ μέρες, τό «ξάφρισμα» θά μας εχει νετάρει όλου νους. Θά θέλει καί ρέστα...

Αϊτός δ μαθηματικός λογαριασμός πέφτει πάνου στα τεζαρισμένα απ ’ την ελπίδα μοΰτρα σαν ενα κομμάτι πάγος.

— Σωστό, συμφωνεί ένας μελαγχολικά.Σωστό. Κι υμωςστό βάθος δλες οί καρδιές χτυποΐν.

Αρχίζουμε: ν’ άγωνιοΰμε μπας και δέ φΰγει, δΓιάκωβος.

’Α π ’ τό σπίτι μοΰ φέραν κατά τό βράδι κουβέρτές» δυο μαξιλάρια, ένα βραστό κοτόπουλο. Αυτές τις μέρες συμπάσχουμε τά δυο γένη, εμείς καί τά κοτόπουλα. Ό κόσμος τά σφάζει γραμμή, -θυσία. Τί να τά κάνει, άφοΰ φεύγει ; Ό αγέρας είνε γεμάτος από αγωνία καί ποΰπουλα.

Μοΰφερε τά πράματα στη φυλακή δ μικρός Θάνος. Τό μωρό καταλαβαίνει τή σοβαρή θέση μου, θέλει ν« μοΰ δώσει κουράγιο.

Page 24: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

— Άδερφάκι μου, μ ή' φοβασαι, μου λέει. Τ@έχ#υμεγιά σένα.

— Ιϊοιός τρέχει, Θανο— ’Εγώ κ’ ή μαναΰλα, λέει.Κάνει νά φΰγει, μά γυρίζει ξανά.— Ήλία !— Τ£ ;— Κι ά δέ αε γλυτώσουμε Φάρτουμε μαζί σού.Βγάζο) τό χέρι μου απ ’ τά κάγκελα νά τό χαδέψί».— ’Εγώ κ’ ή μανοΰλα, θαρτουμε..., βεβαιώνει τό

Ί·'> π^ακολουθ ώ Λού χάνεται, τρεχάτο μες τό δ@όμο>.2X0ύ σκοτεινιάζει.

*

"Οσο> πέφτει ή νύχτα τά νεΰρά άρχίζουν νά μην πει­θαρχούν πιά. "Ολοι κουνιοΰνται, πολλές φορές μιά με­γάλη στιγμή σιωπής ακίνητε! την ατμόσφαιρα" τότες ,μπορεϊς νά διακρίνεις τόν ελάχιστο ήχο: 'Έ να μαμούδι^ έτριξε, μιά μπουκιά άχυρο έπεσε απ ’ τό στόμα τοϋ αλό­γου, ένας στεναγμός ξέφυγε προδοτικά.

Δυό-τρία σπαρματσέτα άνάψαν εδώ %’ έκεΐ. Πάνί» στά όγρά ντουβάρια οΐ σκιές μεγαλώνουν σάν τέρατα.

Διψώ. ’Έχει ενα κιοϋπι μέ σάπιο νερό πού βρωμά καί βγάζει κουνοΰπια. Σκΰβω και πίνο).

Φωνάζω τόν Πέπα νά ξαπλώσει στίς κουβέρτες μου. Είναι έ'νας αψηλός άντρας, τόν πιάσαν κατά τά σου­ρουπώματα. ’Έβγαζε μιά μικρή φημερίδα, στον καιρό τής κατοχής' τό κατά δΰναμιν «συνεισέφερε» ή εγχώρια Αρτηριοσκλήρωση, οι τροφοδότες τοΰ στρατού κ’ οι σχε­τικοί νέοι μέ άσματα εις πεζόν. Ό Πέπας ήταν έ'νας άν­θρωπός λεπτοκαμωμένος, σιγανός, ήμερος, υποχόνδριος, ..■εργένης καί εκ νεότητας συφιλιδικός.

—-Κύριε Πέπα δεν έχεις στρωσίδια; ’Έλα νά ξαπλώ­σουμε μαζί.

25 — -

Page 25: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= -J.%>

— K= εγώ δεν εχω, λέει μιά άλλη φωνή άπ’ τά σκο­τεινά. Νάρτω;

Τά βολεύω καί για τούς τρεϊς.— ’Έλα!ΕΙνε ένα μελαψό μούτρο, γεμάτο ζωηρές γραμμές, δυο

μάτια που γιαλίζουν από φώς" δυο μασέλες τραβοΰν ένα τετράγωνο σχέδιο μέ τό κεφάλι.

Τό μέρος πού ξαπλώνουμε είνε κοντά στ3 αλόγα. "Ο ­λες οΐ άλλες γωνιές εΐνε πιασμένες άπ’ τούς συντρόφους πού ηρταν πιο μπροστά. Τό χώμα από κάτον είνε γεμάτο καβαλίνες καί υγρασία.

Πέφτουμε δ ένας κοντά στον άλλον, οί τρεις.— Πώς σέ λεν; ρωτώ τον ξένβ.— Έμενα; Μανώλη.— Ξωχάρης είσαι;— ’Όχι’ Καπετάνιος από τά Μοσχονήσα.

. — ’Έχεις μέρες εδώ;— Ναί, τρεϊς.Μ«ς λέει πώς έ'χει μιά γυναίκα καί δυο μ«ορά. Τ&

μ-παρκάρησε προχτές. Μας περιγράφει τό καθένα απ ’ τ« παιδιά τίλογια είναι, ξανθό, μελαχροινό, τό πιο μικρό έ'χει κ’ έ'να σημάδι καταμεσή στο κούτελο, μιά ασήμαντη σκισμάδα. Αυτός ό μικρός διάολος σοΰ σκαρώνει κάτι φελούκες μέ τον πεύκο...’Άνοιξε τό:’στόμα του καί λέει, λέει. Στο τελευταίο ταξίδι του, στην Κό, εΐχε πάρει καί τό μικρό. Στο Τσανταρλή τούς έ'πιασε τό μπουρίνι. ΤΗταν μιά θεοπάλαβη θάλασσα. Τάφερε σκούρα. ’Άρχισε νά κάνει τό σταυρό του, μιά ■φορά, δυο φορές.

— Έγ.ώ τί νά φοβηθώ; λέει σά νά θέλει νά μη μας αφήσει καμιά υποψία για τό θάρρος του. Μά, §λα πού ήταν τό μωρό...

Ή νΰχτα είναι %τυχη όξω απ’ τό υπόγειο. Ά π ’ τό κάτω μέρος ή θάλασσα είναι μόλις δέκα μέτρα. Ά κοΰμε τά μικρά κύματα— σποΰν μέ μιά αδιαφόρετη πειθαρχία, τδνα πίσοί) άπ’ τ’ άλλο.

Page 26: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

37 = -

— Πεινώ, λέει ό καπετάνιος.θνμονμαι τό θάνυ πού μ ” tqtQC τβ πακέτο. Α*ν τ',

«γγιξα.— ’Έχω εγώ, τοΰ λέω.Άνβίγοι τό δέμα καί τον δίνΐο.— Φάγε.Κόβει ενα κομμάτι απ ’ τό κονλΐ κι βρχίζει ν* τφώίί

μέ βουλιμία.— Έ σ ύ θέλεις ; ρωτώ τον Πέπα.Μουρμουρίζει, οχι. Στριφογυρίζει, παραπονιέται πώς:

εχει υγρασία. Είναι φοβερά μΰωψ καί λέει πώς δέ βλέπβ·*.- γιατί δέν εχει γιαλιά. Τοΰ-τάσπασε μέ τά δυο χ«*τ««— κια πού τουδωσε ό άξιωματικός μόλις τον πιάσαν.

— Κ ’ εσύ δέν τρώς ; μέ ρ<οτα ό καπετάνιος.Παίρνω μηχανικά καί μασσΰι 2να κομμάτι «©?.«?.

Δέν κατεβαίνει. Τά παρατώ καί ξαπλώνουμαι πάλι. Ξ α ­πλώνει ξανά κι υ καπετάνιος. Τον άκοΰγω τώρ« jio& μασση πιο αργά.

— Μωρέ όρεξη ! αγανακτεί μιά φωνή άπ3 ωντίκρν.... Βρε, δεν καταλαβαίνεις· λοιπόν πώς κοντεύει ή ωρα ;

— Για * κείνο» λες ; λέει μπουκωμένος 6 καπετάνιος.■— Έ μ για ποιό ! Για τό «ξάφρισμα» |5ρέ...Μιά στιγμή σιωπής. Τό στόμα τοΰ καπετάνιου δέν

τό άκοΰγω νά μασσα σά νά εκάνε στοπ. "Υστερα πάλι αρχίζει σιγά, σιγά κι ολοένα παίρνει τό κανονικό τον* βάδην.

— Κι ά δέ φάγω, τι .αλλάζει ; μουρμουρίζει. Είναι υλ αυτό ενα όφελος...

Ά κοΰγω άκομα τά χριτς-χριτς πού κάνουν τά δόν­τια του. "Υστερα αρχίζω νά τ’ άνεκατε\>ω μέ ανάλογο ■ •θόρυβο πού κάνει τ5 «λογο εκεί δίπλα, υστέρα.μέ τή Φα- λασοα πού μουρμουρίζει κι ολοένα ώπομακρννεται στ»· βάθος,· ολοένα. ’Αργά, αργά σβΰνουν δλα. Δέν άκοΰγο» πιά τίποτα. Είμαι ?να τσακισμένο αδύνατο παιδί, δεκαο­χτώ χρόνια γεμάτα φρέσκο αίμα και .όνειρα πού κ«·«ρά-

Page 27: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

στηκαν.

’Ήταν, λέει, άνοιξη. Έ γ ώ και κείνη είχαμε άποτρα- βηχτεϊ ν.άτον από ενα δέντρο. Ή ταν , λέει, και πουλιά από πάνου ματ— έ'ψαλλανΕτσίου τσίο\) καί κοτσίλιζαν. Την κοίταξα βαθιά και τής είπα πώς δέ μπορεϊ παρά νά ξεϊ δ θεός αφοί ετσι λάμπουν τά μάτια της. Μοΰ παρα- πονέθηκε πώς της λέω δλο ανοησίες. Κ ’ έσκυψε και μέ •φίλησε θερμά.

"Ενα χέρι μέ σπρώχνει δυνατά. 'Ύστερα μιά κλω­τσά. Ξυπνώ απότομα. Μες τό λίγο φώς, στα δυό-τρία.

-«σπαρματσέτα πού άναψαν πάλι στο υπόγειο, ξεχωρίζω τις πυκνές σκιές που κουνιούνται και σπρώχνοννται πρός την πόρτα. Φωνές από δώ, από κεΐ : Όνόματα, Χρηστό, Κώστα. Δυο τρεις στρατιώτες γυρίζουν σ’ όλες τις γω­νιές μην από μείνε κανένας και κλωτσούν.

— Σηκωθείτε !'Ο καπετάνιος μ ’ έσπρωξε. Τον ρωτώ σαστισμένος σά

νά'ρχουμαι από άλλον κόσμο.— Τί είναι ;— Τό «ξάφρισμα»... μουρμουρίζει μέ μιά φωνή πού

βόλεμα νά μην τρέμει.Μας βγάζουν άπ ’ τό κάτου μέρος τοΰ υπόγειου. Στη

•μικρή πόρτα στριμωχνοΰμαστε ώσπου νά βγοΰμε. ,Άκοΰ- γω, μιά στιγμή, τό Γιάκωβο δίπλα μου νά μουρμουρίζει «εις τό δνομα τοΰ πατρός, τοΰ υίοΰ κα! τοΰ πάτρός και. τοΰ υΐοϋ...» πολλές φορές.

Μάς άραδιάζουν σέ διπλή σειρά. ’Εκεί πλάϊ στη θά- ,λασσα. Μες τό λιμάνι άνάβουν τά φώτα ένοΰς βαποριού από κείνα πού παίρνουν τά γυναικόπαιδα. Θάναι περα­σμένα μεσάνυχτα. Τό υποθέτω άπ’ τη μεγάλη αρκούδα πού κοντεύει νά βασιλέψει. "Ενας συμμαθητής μου κα­ταγινόταν πολύ μέ τ άστρα. Αυτός μοΰ ,τά εμαθε. 'Ο

Page 28: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

2 9 =

Σείριος; Τόσες, τόσες χιλιάδες, τόσα δέκατα, τόσα χιλιο­στά μακριά. Μήτε ενα λιγότερο ; Μήτε. Τ’ αγιάζι είναι · πολύ. Τουρτουρίζουμε.

Είμαι στην πρώτη σειρά. Δίπλα μου ό καπετάνιος. ’Από πίσου ό 'Ηρόδοτος, ενας σκοτεινός βώλος, κοιτάζει μέ τά μεγάλα ηλίθια μάτια του απορημένος και τρέμει-

Στο σπίτι, πόνου απ’ τό υπόγειο, πού είναι τά γρα­φεία τής ’Αστυνομίας, πολλά φώτα. Μεθυσμένες φωνές τραγουδούν. Περιμένουμε.

Τέλος ανοίγει ή πόρτα. "Ενας στρατιώτης κατεβαίνει με μιά λάμπα στο χέρι: ’Από πίσω του έ'ρχεται ενας αξι­ωματικός. Είναι στουπί στο μεθύσι. Παραπατά.

— ’Ελάτε ! ’Ελάτε ! φωνάζει ό αξιωματικός κάποιον" άλλον από μέσα. ’Απόψε έ'ναν παραπόνου γιά σάς !

’Α π ’ τό σπίτι ενας άλλος αξιωματικός βγαίνει και τον ακολουθεί. 'Ο στρατιώτης παγαίνει στην άκρη τής γραμμής μας, χαμηλώνει τήν λάμπα μές τά μούτρα μας νά φωτιστούν, περιμένει.

Πλησιάζει εκεί ό πρώτος αξιωματικός. Είναι αυτός δ ϊδιος πού μας χτυπούσε τό πρωί, τά φουτουριστικά σχέ­δια. Τό ξανθό μουστάκι του άπ ’ τή δεξά μεριά εχει γΰ- ρει λίγο περισσότερο— κι δ Σείριος;...'Ο αξιωματικός βλέ­πει μέ τό φως καί τραβά ενα δικό μας δξου άπ ’ τή γραμμή, στο πλάι. Τον κοιτάζει, γελά, ύστερα προχο,)ρεΐ παρακάτου. Τραβά ά'λλον έ'ναν.

— Κ ’ εσύ, παλιόσκυλο ! λέει."Αλλον έ'ναν. Τό φως, ό στρατιώτης μέ τή λάμπα,,

πλησιάζει ολοένα στο μέρος μας. Αυτό τό φως λάμπει σά νά εχει μιά φοβερή υποχρέωση— ε'τσι, νά πρέπει. Μιά γλήγορη στιγμή άνερωτιέμαι αν διαλέγει μικρούς, γιά,, μεγάλους. Μά βλέπω πού παίρνει άνεκατωτά, απ ’,ολα τά. τσισίτια. Στο μεταξύ τό φως ε'φταξε. Είναι μπροστά μου. Αισθάνουμαι τά μικρά μου χρόνια άπροφΰλαχτα, ετσι στήθος μέ στήθος. Ή ανάσα κόβεται. Τό- χέρι τοΰ αξιωματικού απλώνει νά μέ τραβήξει. Μ ά τήν ίδια ακριβώς στιγμή, μιά τιποτένια στιγμή, τάκ, &·■>

Page 29: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

βιωματικός Λαεραπάτησε άπ* to μεθύσι. Γβλ<ϊ. Kfitva. •μιά π<?οσΛά#εια νά Ισορροκήσει, άλλα. μέ την χινηση τούτη ή θέση τον άλλαζε,*., κατά δυο πόντους. Δυο τι- .χοτένιοι πόντοι: Το χέρι του πέφτει ϊσα πάνου στον κα ­πετάνιο, δίπλα μου.

Άνεσαίνω βαθιοί. ”Α, εκεί βαθιοί, είναι μιά σκληρή χαρά, μιά τ|τια σκληρή χαρά...

Ξεχωριστήκαν εξ σύντροφοι. "Υστερα άλλος ενας, εγι- ναν εφτά. Βλέπω μιά διμοιρία στρατιώτες πού ετοιμά- ζουνται. Κατεβαίνουν μέ τον οπλισμό τους, ενας ?νας Μαζεύουνται σέ μ<άν <2κρη, δίπλα μας.

— Φτάνει ! λέει δ αξιωματικός στο στρατιώτη μέ τή λάμπα.

Μά αμέσως, σά νά θυμάται, γυρίζει πρός to μέρος τ' άλλοι>νοΰ αξιωματικού :

— ’Ά , αλήθεια, κ’ έναν γιά σάς ! λέει. Διαλέξτε IΤοΰτος ό ά'λλος πλησιάζει στη γραμμή. Ή καρδιά

μας πάλι χτυπά παλαβά. Τραβά εναν. Σκύβουμε νά δοϋ- με : 'Ο Γιάκωβος.

— ’Όχι εγώ, όχι εγώ, παρακαλεΐ μέ απελπισία ό φου- ■καράς. Έγώ .Ίτάλια ταμπαασί(*)Ίτάλια ταμπάασι... Αυ- ?·ριο θά μέ γυρέψουν...

— Σκύλο ! μουγκρίζει ό ξανθός αξιωματικός καί τον τραβά στη μπάντα.

'Ύστερα διατάζει στο άπόσπασμα :— Νά γυρίσετε γλήγορα!Οί στρατιώτες κοντεύουν τούς συντρόφους πού ξεχω-

'«ίστηκαν.—-’Ά ν έχετε τίποτα, πάρτε το ! φωνάζει ό επικεφαλής

το5 άποσπάσματος.Μάς βάζουν πρώτα εμάς μές τό υπόγειο. “Υστερα ξω-

κίσον μας Ιρχουνται κ’ ot Άλλοι, μηχανικά, νά πάρουν νδ,τι δχονν. Γιά ποιο λόγο ;

— Γλήγορα! φωνάζει ό λοχίας απ ’ δξου, βλέποντας

{*) " Υ ί ή χ ο β ς .

Page 30: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

ζβως άργοπορουν.Τό ΰπόγειο είνε γεμάτο σούσουρο. "Ενας άνθρωπος

κλαίει νευρικά. Κάποιος άλλος λέει, γειά σας. 'Η ώρα πέρνα. Ό λοχίας διατάζει πιο άγριά.

— Γλήγορα !Στη γωνιά πού εχω λουπάξει πλησιάζει δ βαρύς ογ-

y.og τοΰ καπετάνιου. Τον βλέπω πού έρχεται κα'ι μέ πιά­νει φόβος. Σκύβει σιωπηλά. Κάνει νά σκαλίζει έκει στο προσκέφαλό μας, σάματις νά εχει κάτι νά πάρει.'Ύαττερβ, πάλι σηκώνεται.

— Δέν εχ<» τίποτα, μουρμουρίζει άφηρημένα, σά νά θυμάται, αλήθεια, πώς δέν εχει τίποτα νά πάρει.

Κάνύ) κουράγιο.— Νά Μανώλη, λέω. Πάρε τις δικές μου κου­

βέρτες.Τό λέω έ'τσι ασυλλόγιστα, μιά προσπάθεια νά τοΰ

•φανώ την τελευταία στιγμή τόσο δά χρήσιμος, μ ’ δλον :τού είμαι σίγουρος πώς τίποτα δεν τοΰ χρειάζεται πιά.

— Τί τίς -θέλω; άνερωτιέται κι αυτός σιγανά.Ό λοχίας βρίζει τρίτη φορά τώρα.— "Αιντε, δλέν !Εΐνε φανερό πώς δλοι προσπαθούν νά μείνουν λίγο

«κόμα, δσο είναι δυνατό, ν’ άργοπορέσουν.Τέλος ό Μανώλης κουμπώνεται απότομα, σά νά πήρε

την απόφαση. Δυο τρία γράμματα τρίζουν στα δόντια του. Μόλις κατορθώνουν ν= ανταμώσουν.

-—’Έ , γειά σας.Βάζει τά χέρια του μες τις τσέπες καί χυμα στην

πόρτα. 'Ο μεγάλος δγκος του διαλύεται μες τό σκοτάδι.Χαμένος, παραλυμένος άκούγω ένα διάστημα τά βή­

ματά τους ό'ξω, πού φεύγουν. Σβύσαν.Συμμαζώνουμαι πιό κοντά στον Πέπα. Τρέμει. Κ ύ­

ριε, Κύριε...μουρμουρίζει. Ή καρδιά του χτυπά, τίκ-τάκ.-—■"Άραγες μέ τι τρόπο ρωτά σιγανά και στέκεται

·*« νά φοβαται νά προχωρήσει.Τά μάτια μου πολεμούν πολεμούν ν’ άντιστα#οΰν, δέ

Page 31: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

=■= .32

βαστούν πιά, μούσκεψαν. Ή σκηνή ερχεται καί ξανάρχε­ται %s\ μες στο ύποπτο φώς, στο ΰύλο τού υπόγειοί’, tv ex. παραπάτημα, δυο πόντοι. Αίστάνουμαι νά μέ πλακώνει τό φρικτό βάρος πολεμώ νά παλαίψω. Μά τί φταίω ; τι <ρταίω ; Αύριο θαμαι εγώ, γιά, μεθαύριο. Όλοένα γίνε­ται περισσότερη ησυχία στο ί’πόγειο. Τα σπαρματσέτα έ'να, ένα σβι'ινουν. ’'Ισαμε μιά ώρα πέρασε. Ό Πέπας στριφογυρίζει, δέ μπορεΐ νά συχάσει. Τ= αλογο, δίπλα μας, μετακινιέται, φαίνεται πώς θέλει κι αυτό νά ξα­πλώσει. Λίγο ακόμα νά τον πατήσει, τόν Πίπα.

— “Εχει τόπο παρακάτου ; με ρωτά ανήσυχος.Τραβιέμαι δσο μπορώ, πρός τον τόπο πού άφησε ο

Μανώλης.— Δεν εχει πιά παραβάτου, λέω. Είναι άλλοι.Ό Π έπος σηκώνεται, λύνει τό σκοινί πού είναι, δεμέ­

νο τό ζό απ’ τό χαλκά και τό τραβά.Ξαναδένει υστέρα τόν κόμπο πιο κοντά" δεν εχει αφή­

σει παρά δυο πιθαμές μονάχα σκοινί απ’ τό στόμα τα?· ζού.

Πάλι ερχεται και ξαπλώνει.— Δέ ·θά μπορέσει, ετσι, νά πέσει χάμου, λέει.Μά τ” άλογο χλιμιντρίζει. ’Αδιάκοπα. ET.vs φανερί>

πώς διαμαρτύρεται. *0 σκοπός οξου άντ̂ σαχΐ··'·. Μπαίνει μέσα. Βλέπει τό κοντό δέσιμο τοΰ ζοί> κι° ανάβει.

— Τκιαούρ! βλαστημά και δίνει μιά κλωτσά ®τύν Πέπα. "Υστερα αφήνει λάσκα ναχει άνεση τό ζό.

Θάχαν περάσει δνό ώρες. Ό Πέπας σιιμμαζώχτηκε, κά&εται γονατισμένος, νά συχάσει τό ζό.

Δεν άκούγουνται πιά παρά ελάχιστοι -θόρυβοι, σπα- σμωδικοί- Χάνουνται γλήγορα. Μά σιγά - .-ιγά V.αφτί. μου παίρνει στο βάΦος πολλά βήματα. Σιγά - σιγά. Ό ­λοένα πλησιάζουν, γίνουνται πιο καθαρά. ’Έχουνται απ ’’ οξου, απ ’ τό μέρος πού έφυγαν ο! άλλοι, ποίν δυο ώρες. Άφουγκράζουμαι μέ όλάνοιχτα μάτια. Τέλος: σταματούν 3ξου άπ ’ τό σπίτι. Μιλούν συναμεταξύ τον, τούρκικα,δέν καταλαβαίνω.

Page 32: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

33 =

— Γύρισαν... μουρμουρίζει δ Πέπας.— Ναί, γύρισαν.Είναι τό άπόσπασμα. Τελείωσε.Μαζεύω τά ποδάρια μου καί κουκλοάνουμαι δλος, ως

τό κεφάλι. ’Έτσι πού είμαι τραβηγμένος, είναι ϊσα— ισα δ τόπος τοΰ Μανώλη, εδώ καί λίγες ώρες. ’Από κάτον απ ’ τό προσκέφαλο, στην ακρη ένας μικρός βώλος μποδί­ζει την ησυχία μου. Λέω, θόίναι τίποτα ψωμί. Π ά ω να τό βγάλω. Βάζω τό χέρι μου. Τραβώ. Είναι άλλο πράμα Τό πασπατεύω : Μιά καπνοσακούλα. Χώνω τά δάχτυλά μου μέσα κα'ι πιάνω έ'να σκληρό μικρό πραματάκι. Α ­νάβω έ'να σπίρτο, κοιτάζω, κοιτάζω καί πολεμώ νά θυ­μηθώ. Είναι ενα μικρό φελουκάκι ένα τόσο δά πράμα, μιά μύτη μπροστά, μιά γραμμή για καρίνα από κάτου. "Ενα άτεχνο φελουκάκι, μιά σταλιά, από πεύκο.

-*

Τό πρωΐ, οΐ πρώτοι άνθρωποι πού βλέπουμε στα κάγκελα είναι τρία παιδιά. Δυο αγόρια κ3 έ'να κοριτσάκι. Κανένα δεν είναι παραπάνω από δεκαπέντε χρονώ. Σκύ­βουν καί πολεμούν καί τά τρία νά δοϋν στο υπόγειό, γυ­ρίζουν εδώ εκεϊ τά μάτια τους.

— Πατέρα... φωνάζει τό έ'να.— Ποιόν γυρεύετε; ρωτά κάποιος άπό μάς πού δεν τά

ί'ΐςαιρε.— Τό Γιάκωβο Μούρα ! Είναι πατέρας μας,— “Ά , πατέρας σας είναι ; μουρμουρίζει, δ ά'ν-

!τρας.Συλλογίζεται.— "Εφυγε, λέει ξερά.Τά παιδιά αρχίζουν νά φοίνάζουν καί τα τρία μαζί

καί νά γυρεύουν τον πατέρα τους. Ό σκοπός ενοχλείται. ’Έχει δίκιο. Αυτές οι ψιλές φωνές σκίζουν τον πρωϊνόν αγέρα, δεν έχουν μιά τόση δά προσπάθεια για λίΐ'η στοι­

3

Page 33: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

χειώδη αρμονία, νά μην παραφωνοΰν.Τά διώχνει νά φυγουν μέ κλωτσές. Μά κείνα τρα­

βιούνται λίγο πιο πέρα, κατάντικρυ στο μικρό παράθυ­ρο, στο πεζοδρόμι, κάθουνται κεΐ χάμου, μαζεύουν τις μίξες τους καί συνεχίζουν νά παραφωνοΰν, χωρίς συστο­λή, μέ μικρές διακοπές.

Τέλος τό έ'να σηκώνεται, κλιαμένο ακόμα, καί λέει στ3 αλλα νά φύγουν.

— Πάμε...Σηκώνουνται ένα— ενα καί χάνουνται μέ σιγανά

βήματα.Ή πρωινή φθινοπωρινή γαλήνη ξαναβρίσκει αΙ­

οί ως την αρμονία πού είχε ταραχτεί.Σέ λίγο ήρθε κ’ ή μητέρα μου.Χύνουμαι πρδς τό παράθυρο μόλις άκούγω τή γλυκιά

<ρωνή της νά μέ ζητά. Μέ τά μάτια πρισμένα άπ’ τύν αϋπνία κι απ’ τον τρόμο, μέ μιά καρδιά τσακισμένη, έ'να σώμα χωρίς νεϋρα, χωρίς δύναμη πού πάλαιψε, πά- λαιψε' τεντώνω τά χέρια μου ικετεύοντας νά μέ σο>σουν.

— Μητέρα γλυτώστε μ ε ! Μητεροϋλα ! Γλήγορα ! Γλήγορα !

’Α π ’ ολάκερο τό τεντωμένο κορμί, από κάθε νεϋρο, από κάθε σπασμό βγαίνει ή ίδια απελπισμένη κραυγή : Γλήγορα !

Τό καημένο της τό μικρό της κεφάλι κουνιέται σπα­σμωδικά μπρος σ’ αυτή την έξαλλη ικεσία, εϊνε τόση ή σαστισμάδα της, δέ σκέβεται μήτε ν’ αφήσει τά δά- κρια της. Σηκώνεται τρέμοντας νά φύγει.

— Παιδάκι μου...παιδάκι μου...τρέχουμε...,τραυλίζει. Κ ’ εγώ κι δ πατέρας σου...

— Γλήγορα μητεροϋλα ! Μητεβούλα, γλήγορα!.. Μην κρτει ή νύχτα...

’Έφυγε.Στο υπόγειο οι χτεσινές αναμνήσεις είναι ακόμα

φρέσκες. Ή κουβέντα είναι στον ίδιο σκοπό.— Γιατί ετσι λίγους-λίγους, λέει ενας κι δχι, μιά καί

Page 34: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

35 * »

καλή όλουνοΰς ;— Γι άπλοχωριά, τον κάνει κάποιος άλλος ξερά.

Ναχούμε τόπο, δσοι μένουμε. Νά μή στεναχωριούμαστε."Ισως. Μιά φορά στο υπόγειο δέ μποροΰν νά χωρέ-

σουν παραπάνω από σαράντα άνθρωποι. Είναι κιόλας γεμάτο. Κι 8 μ ως κάθε μέρα φέρνουν τέσσερες-πέντε ακόμα. Λοιπόν, πρέπει νά γίνεται μιά άραίωση— ξεβο­τανίζεις ενα κομμάτι γίς πού επεσε πολύς σπόρος.

— Κ ’ υστέρα, σά δεν εχει πια ά'λλους νά'ρθουν ;— ”Ε, τότες μπορεΐ και μιά βραδιά μαζί...— Αυτό τό ξαίρει τό κέφι πού θά'χει αυτός.. ,βεβαιώ­

νει σκληρά μιά άλλη φωνή, γιά τον ξανθό αξιωματικό.Ό καθένας μας παρακαλεϊ νά μήν ερτουν άλλοι. Πια-

νοΰμαστε άπό μιά καθαρή ανοησία. ”Α δεν έρθουν ■άλλοι, μπορεΐ νά μήν εχει ξάφρισμα τό βράδι.

'Ως τόσο τό μικρό πορτί τοΰ υπόγειου ανοίγει σέ λίγο. Μπλοκάρουν πεντέξη στρατιώτες" σκοΰν στα χά­χανα. Τριγυρίζουν ενα δικό μας και τον σπρώχνουν νά μπει μέσα.

Είναι μιά νέα έκδοση 'Ηρόδοτου : "Ενα παλληκα- ράκι πού είχε ντυθεί γυναίκα γιά νά τό σκάσει καί τον πιάσαν στο μουράγιο. Φορεΐ ακόμα ενα φουστάνι πού κρέμεται κουρέλια από τό τράβηγμα. Of. στρατιώτες κά­νουν αστεία, άλλος τοΰ πιάνει τούς γοφούς, άλλος τά «τήθια, τοΰ γνέβονν ζίκ-ζίκ και γελούν, σκοΰν στα γε­λοία. "Ενας τον γαργάλιζε κάτου απ ’ τή μασχάλη. Τό παλληκάρι κάνει μιά τρομερή προσπάθεια— δαγκάνει με τά δόντια τή γλώσσα του, κατάχλωμο, νά κρατηθεί Και ξαφνικά, ανίκανο, ανοίγει τό στόμα του καί μπήγει ενα δυνατό σπαραχτικό χάχανο.

Αυτό εδωσε αφορμή. Οι στρατιώτες πιάσαν νά τον Υαργαλοΰν δλοι μαζί, στον αφαλό, στίς μασχάλες, στο στήθος. Τά παιδί κατρακύλησε ανάσκελα, χύμηξαν κι. «ύτοί πάνο) του και τον γαργαλοΰσαν Μες τά γελοία τους ξεχώριζε τό δικό του ακράτητο χάχανο πού χύνουν- ταν απ ’ τά δόντια του. 'Ένας στρατιώτης έσκυψε,.

Page 35: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

== 3&

«φλάντιασε, καράταρε κ’ υστέρα έφτυσε μέ δύναμη μές π αυτό τό ανοιγμένο στόμα πού σπάραζε.

*

Πρός τό βράδι μέ γΰρειΙ>αν μέ τ° όνομά μου. 'Ένας λοχίας. Ξαίρω πώς τρέχουν οί δικοί μου στους αξιωματι­κούς, στο Φρουραρχείο. Πολεμούν νά τούς καταφέρουν πώς είμαι μικρός, δέν είμαι μές τό οριο, εχω καί μιά γαλλική προστασία. Ή καρδιά μου χτχιπΰ.

Μέ παν στο γραφείο τού ξανθού αξιωματικού. Είναι έ'/.εΐ ή γριοϋλα ή μητέρα μου. Κλαίει γονατιστή καί παρακαλεΐ. Ξαίρει λίγα τούρκικα απ ’ τον καιρό πού εί­χαμε παραγιούς Τούρκους. Τό μάτι τοΰ αξιωματικού μέ κοιτάζει από πάνω ως κάτου. "Υστερα κάνει ενα κίνημα αηδίας.

— Γιά τούτο τό μούργο εινε; λέει στη μητέρα του.:— Ναί.,.αύτό είναι, Κύριε...— Α σιχτίρ! βλαστημά και γυρίζει φωνάζοντας νά

μέ πάρουν.Μέ γυρίζουν πάλι πίσω. Τό σωστό, σωστό. Είμαι

ενας μούργος— ποτές μου δέ διακρίθηκα επί ώραιότητι δυο παραδιώ. Ή νύχτα πλησιάζει' εΐναι πολύ σιμά. Βρά- διασε. Πέφτω στη γωνιά μου. Δέν περιμένω τίποτα.

*

Ή δεύτερη νύχτα πέρασε πάνω κάτου σαν την πρώτη. Μας πήραν πέντε μονάχα στο ξάφρισμα. Μές σ’ αύτουνούς ήταν καί τά δυο φουστάνια: Ό 'Ηρόδοτος καί τ’ άλλο τό παλληκάρι πού τό γαργαλοϋσαν. Τό σχέ­διο στην αρχή ειχε πάρει μονάχα τοΰτον τον τελευταίο. Μά ό άποσπασματάρχης θύμισε στον αξιωματικό πώς απ5 το ίδιο εμπόρευμα είναι κι άλλος ένας- εννοούσε τον Ηρόδοτο. Ό αξιωματικός γέλασε, χά-χά, καί βρω­μούσε πιοτό.

Page 36: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

37

— Λες νά παν π αρέα ; κάνει στο λοχία.— Έ μ , κορίτσι πράμα, μπορεϊ νά μή θέλει νά πάει

μονάχο του, άστειεΰουνταν αυτός σέ σοβαρό τόνο.— Σωστό, αποφασίζει τελειωτικά ό αξιωματικός.Ό λοχίας προχώρησε καί τράβηξε στη μπάντα τό χον-

τρόν ογκο τοΰ 'Ηρόδοτου. Τοϋτος τον κοίταζε μέ τ’ αγαθά μάτια του κι ήταν έτοιμος ν” αρχίσει, εν...‘Ο αξι­ωματικός είδε τό σουλούπι τοχ', γέλασε, υστέρα έσπρωξε ίναν άπ3 τούς πέντε πού είχε ξεχωρίσει, νά πάει στη γραμμή πίσω, άφοϋ αντικαταστάθηκε.

Οι ξεχωρισμένοι πέντε μπήκαν μαζί μας στο ι'πόγειο νά πάρουν ο,τι, έχουν. Αυτό ήταν μιά ανόητη διαδικασία πού κανείς μας δέ ροιτοϋσε τί θέλει καί γίνεται.

Ό 'Ηρόδοτος στέκουνταν εκεί στον τόπο του, ανα­ποφάσιστος.

— Δεν εχεις τίποτα έσν, βρέ; τον ρα>τά ό άποσπασμα-

τόο'χης.Δεν καταλάβαινε, τι ν’ απαντήσει. Μονάχα πο­

λεμούσε νά χαμογελάσει λίγο παρακαλεστικά, σά νά προαισθάνουνταν.

— Δεν εχει τίποτα, τσαούς, κάνει ενας δικός μας.’Αλήθεια, δεν είχε τίποτα. Οι δικοί του μπαρκάραν.

Κάνεις δεν ερχουνταν στο παραθυράκι, τό πρωΐ, νά ρω ­τά γι αυτόν. Τον είχα δει τή μέρα πού κοίταζε τά στό­ματα, τούς δικούς μας σάν τρώγαν και τοΰ έδωσα ψωμί— είμαι βλέπεις κ” έλεήμων. Είχε νά φάγει δυο μέρες.

Ο! καταδικασμένοι αργούσαν νά βγουν. Ό 'Ηρόδο­τος κάθουνταν έκεΐ μονάχος, μες τή νΰχτα, τούς περίμε- νε- κοίταζε τον ουρανό πού είχε ά'στρα.

-—“Αιντε, δλέν ! φώναζε δ λοχίας νά βιαστούν νά βγουν.

Βγήκαν μονάχα τρεις. Ό τέταρτος πολεμούσε νά κρυφτεί ανάμεσα μας, πίσω άπ ’ τό κιούπι μέ τό νερό, νά γλυτοόσει. 01 στρατιώτες μπήκαν μέσα καί κάναν ανο> κάτόυ τον κόσμο. Ρωτούσαν ποιος είναι. Κανείς μας δεν τολμούσε νά δείξει.

Page 37: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= 3S

Ό λοχίας τότες φώναξε.— Πάρτε έναν, οποίον και ναναι!Τότες δλα τά στόματα μαζί τινάχτηκαν : Έκεΐ ϊ

Έκεΐ! και τά χέρια δείχναν τό κιοϋπι. Κανένας δέν ήθε­λε ν° αλλάξει τή μοίρα του. Ot στρατιώτες τον βγάλαν απ’ τόν πρόχειρο κρυψώνα του και τον σερναν κι αυτός βέλαζε σαν αρνί.

Στο υπόγειο στάθηκε γιά κάμποσο έπειτα μιά πη^ χτή σιωπή. Τά κορμιά τά τσακισμένα νεΰρα, ακίνητα. Μά σέ μιά ώρα κοιμούμαστε δλοι. Κ ’ εγώ. Σιγά-σιγά. «ρχίζω νά συνηθίζω.

*

Τό πρωί' έ'νας στρατιώτης μπήκε στο υπόγειο νά τιμα- ρέψει τ’ αλογο. Είναι έ'νας ανατολίτης χωριάτης, δεμένο- κορμί, πολλά μουστάκια, ξουρισμένο τό κεφάλι στήν κορ­φή, ένα στρογγυλό κύκλο. Μερικοί δικοί μας πιάνουν κουβέντα μαζί του.Αυτός στήν αρχή δέν καταδέχεται, μά μόλις καταλαβαίνει πώς εδώ είναι κυρίαρχος καί κάθκ λόγο άπ’ τό στόμα του περιμένουν νά τον ρουψήξουν τό­σοι υποτελείς, δ εγωισμός τόν γαργαλά και λύνεται ή γλώσσα του.

ΤΗταν μες τό χτεσινό άποσπασμα πού πήρε τόν 'Η ­ρόδοτο καί τούς άλλουνους. Ό κύκλος μας γύρω τον γίνεται πιο μεγάλος. "Ολοι πλησιάζουμε.

— Μέ τι, τρόπο ; ρωτά έ'νας, κι δλα τά μάτια στέκουν τεζαρισμένα, σάματις νά είναι νά χορτάσουν απ ’ τήν α­πάντηση.

Ό στρατιώτης σταματά τό ξυστρισμα απότομα. Μάς κοιτάζει κι αυτός.

— Μέ τή λόγχη, λέει" σέ μιά μάντρα.'Ένας έ'κανε νά φύγει, δέ στέκουνταν, τόν κΐΐνηγοϋ-

σαν μες τή μάντρα και βλαστημούσαν γιατί τούς παί­δευε δ κερατάς . . Τόν στρίμωξε, λοιπόν, ό στρατιώτης μά ιότες πού τοιμαζόταν νά τοΰ τήν φέρει, αυτός χΰμη-

Page 38: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

39 =

ξε απ ’ τό πλάι κ’ εχωσε τά δόντια τον στή χούφτα πού κρατούσε τή λόγχη. Σά λυσσασμένο τό σκυλί. Μά τον κ σπρώξε, λέει, δ στρατιώτης και την εχωσε σά ναταν μπαμπάκι, . . . .

Τά μάτια χόρτασαν. Οι καρδιές χτυπούν δυνατά. ’Α π ’ τά σουσούμια ποΐι μάς δίνει καταλαβαίνουμε πώς ήταν δ 'Ηρόδοτος πού τούς παίδεψε.

'Ο στρατιώτης, ικανοποιημένος, πιάνει πάλι νά ξυστρίσει. Ή μιά χούφτα του είναι δεμένη— ενας επί­δεσμος, ή δαγκαματιά, χτες. Φτύνει λίγο μές την ά'λλη χούφτα, ύστερα μέ τό φτύμα αυτό πολέμα νά γιαλίσει τό κούτελο τ’ αλόγου. Τό χαδεύει. “Ημερα. "Ημερα.

Προσέχουμε πολύ σ’ αυτές τ'ις τελευταίες κινήσεις του. Π άρα πολύ, στα χέρια του, στά δάχτυλα— σά ναταν μπαμπάκι..

— Τό κοιτάζει καλά τό ζό . . . μουρμουρίζει ενας ά- φηρημένα.

Μιά αλλη φωνή. "Ίδιος, τόνος :— Ναι, καλά . . .

*

Τρίτη νύχτα. Μήτε σ’ αυτή δέν ήταν ή σειρά μοΐ'. Πήραν δυο μονάχα από μάς. Φταναν, γιατί είχαν καί μιά φαμίλια πού πιάσαν κ’ έπρεπε νά πάει οίκογενειακώς Ή τ α ν δυο κορίτσια, ένας γέρος πατέρας, ενα μικρό παιδί, κ’ ενας αδερφός. Ή τ α ν "Ελληνες υπήκοοι κι δ γιος τους εΐχ'ε πάει κι ολας στον πόλεμο.

"Οταν τό άπόσπασμα τούς εβαλε στη μέση γιά νά ξε­κινήσουν, μές τό υπόγειο άκοΰγαμε όξω τό ένα κορίτσι πού εκλαιγε και φώναζε.

— Πατέρα, πατέρα, τ! θά γίνουμε ;...Είχε μαύρα μαλλίά, δυο μεγάλα μάτια γεμάτα έ'ρωτα,

ενα χνούδι πάνου στο σταρένιο μούτρο, εκεί δίπλα άπ^ τ’ αφτιά. Ό Τίλιος, ενας συμμαθητής μου πού «ωμίλει, και την Άγγλικήν» μέ βεβαίωνε, κάποτες πώς κάτου άπ=

Page 39: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

αυτό τό χνούδι, μάλιστα, κάτου από κεΐ, κρύβεται δλη ή σοφία τής γίς. Ό ίδιος φίλος μου πον περηφανεύουνΐαν πώς τον αγαπούσαν ο! γυναίκες μ ’ ελεγε μιά μερα πως κείνη τοΰ είχε χαμογελάσει. Κ ’ εγώ τον κοροΐδευα :

— Σαχλαμάρα...

*

Τελείωσε. I ” ’Αϊβαλή οίδειασε πιά. Τ’ άπόγεμα φεύ­γει to τελευταίο βαπόρι. "Οσοι είναι νά φύγουν, θα φύ­γουν. Άλλοιώς δεν έ'χει άλλο.

’Απ’ τό Θάνο μαθαίνω πώς κλαϊν δ'λοι στο σπίτι. Ή μητέρα μου δέ θέλει νά φύγει. Ό γέρο - πατέρας μοι> τήν παρακαλεϊ και τής λέει πώς έχουμε κορίτσια. Πρέπει.

’Έρχεται και σέ μένα και μέ ρα>τά άπ ’ τό παράθυρο, τί νά κάνει. Είναι πολύ συντριμμένος.

— Πατέρα, γλήγορα! τοΰ φωνάζω.Θυμούμαι τή φαμίλια μέ τό κορίτσι, που πήραν χτες

τή νύχτα.— Φύγετε, γλήγορα, πατέρα !Κατά τις τρεις τ’ άπόγεμα τέλος τήν καταφέρνουν

και τή μητέρα μου πώς πρέπει.’Έρχουντα στη φυλακή και παρακαλοΰν τον άξια>-

ματικό, μιά τελευταία ικεσία : νά τούς αφήσει νά μπουν μές τό υπόγειο νά μ ’ αποχαιρετίσουν. Μέ πολλές δυσκο­λίες τούς δίνουν τήν άδεια.

Είναι δλοι, δ γέρο πατέρας μου, ή μητέρα μου, ο Θάνος, ή ’Ανθίππη, ολοι. Μ’ αγκαλιάζουν πρώτα και μέ φιλούν τά παιδιά. "Ενα - ενα, μόλις κάνουν τό καθήκον τους φεύγουν δ'ξω. Οι σύντροφοι μου μάς έχουν τριγυρί­ζει.Παρακολουθούν σιωπηλά. Μέ πιάνει άπ ’ τούς ώμους δ πατέρας μου. Δεν τον είχα δει νά κλάψει ποτές. Μέ κρατδ μιά'μακριά στιγμή έτσι, άπ ’ τούς ώμους, υστέρα σκύβει καί μέ φιλά στο μέτωπο. "Ενα νευρικό έχει πιά- σει τά ματόκλαδά του "Υστερα, έ'χει ξοδέψει πιά όλες τις

Page 40: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

δυνάμεις' κατεβάζει τά χέρια του.Άλλα ή μητέρα μου, πού ερχεται τελευταία, δέ •θέ­

λει νά ξεκολλήσει από πάνω μου. Είμαστε εκεί μιά μάζα, εχω χώσει τό κεφάλι, μου μές τό μαραμένο κόρφο της, νά κρατήσω γιά τελευταία φορά αυτή τή ζέστη πάνω αχο μάγουλό μου. Μέ σφίγγει, δέ ι^έλει νά μ ’ αφήσει. Τά δά- κριά της μποδίζουν τά λόγια νά βγαίνουν καθαρά, μόλις καταλαβαίνω πώς λέει πώς δέ θά τό,βαστάξει και θά πε- θάνει γλήγορα' τό ξαναλέει, σά νά είναι κάτι πού μοΰ τό υπόσχεται. Σηκώνει τό πρόσωπό της, πιάνει τό δικό μου μέ τά χέρια της καί μέ κοιτάζει σά μιά εικόνα πού δεν πρόκειται νά τή δει, ποτές πιά, σκύβει πάλι, μοΰ μαζεύει, τό σακάκι, ασυναίσθητα, νά μέ κουμπο>σει μήν κρυώνω, σαν πού ειμουν παιδάκι...

Ό πατέρας μου την τραβά.— Δέ θά προφτάξουμε τό ■ βαπόρι. Δέ θά προφτά­

νουμε ... μουρμουρίζει συγκινημένος.Κ ” εγώ τή σπρώχνω, μήν τυχόν καί δεν προφτάξουν.— Μανούλα, νά φύγετε. Θά σέ θυμούμαι.Βγαίνουν δξοο. "Ως που νά στρίψουν τή, γωνιά τή

$λέπο> πού τή σέρνουν τά παιδιά μας καί κείνη γυρίζει καί κοιτάζει πίσω, μήπως μέ διακρίνει.

—· Μητέρα σου είναι; λέει ό σκοπός πού παρακολού­θησε ολη τή σκηνή.

— Δέ μιλώ.— Ναί, λέει ένας δικός μας. Μητέρα του είναι.Ό σκοπός κουνά δυο φορές τό κεφάλι σκεφτικός.

Σέ λίγη ώρα, , μέρα ακόμα, μας βγάζουν ολους ό'ξω. Λεν εχει πιά άλλους νάρθουν. Μονάχα έκεΐ δ’ξω, τήν τε­λευταία στιγμή, μάς φέρνουν εναν πού τον πιάσαν μό­λις. "Ενα παιδί, φίλο μου, τον Ά ργύρη .

Είμαστε σαράντα τρεις σωστοί. Α π ’ τή μιά κι απ ’ τήν αλλη σέ διπλή σειρά, μάς βάζουν, στη μέση στρα­τιώτες. Στήν πόρτα, στο κεφαλόσκαλο βλέπουμε τον ξανθό αξιωματικό. Γελα φχαριστημένος. Γυρίζω τό προ-

Page 41: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= 42

οωπό μου αδιάφορα. Δεν έ'χω πια τή δύναμη πού χρειο. ζεται νά μισήσεις έ'ναν άνθρωπο.

Ξεκινούμε. Ό ήλιος κατεβαίνει. 'Η Ά για Παρασκευή;, ί’νας λόφος στο βάθος, αλλάζει ενα σωρό χρώματα. Τα βαπόρι στο λιμάνι σαλπάρει, eG καπνός του άνεβαίνεί- μές τή βραδινή ησυχη ατμόσφαιρα, 'ίσα, δλόϊσα. Προσέχω πολύ ώρα σ’ αυτήν τήν αδιατάραχτη στήλη — κρέμετκι- σάν κάποιος νά τή βαστά άπό πάνου. Βαδίζω και κοι­τάζω έκεΐ πίσω. Τέλος ό καπνός χάνεται.

Κατεβάζω τά μάτια μου.Δυο χιλιόμετρα μακριά είναι κάτι εξοχικοί πύργοι.

Μάς βάζουν μέσα. Τί τρέχει; Σέ λίγο μας φέρνουν μιά νέα γυναίκα, πατριώτισσά μας, τον άντρα της κι ενα παιδάκι τριώ χρονώ, μέ κομμένα τά ξανθά μαλλάκιο. μπροστά" ενα παιδάκι θάμα. Τήν "ήξαιρα. ’Έπαιζε και πιάνο. 'Ο ά'ντρας της ήταν ρολογάς.

Τό μωρό κλαίει. ”Εχω ενα μικρό δέμα : μιά πετσέτα, λίγο ψωμί. Έκεΐ μέσα εχω ρίξει και τό φελουκάκι άπό πεΰκο. Τοΰ τό δίνω. Τοΰ δίνω καί ψωμί. Παίζει μέ τό φελουκάκι και σωπαίνει.

Κατά τις δέκα, τή νΰχτα, μάς ξαναβγάζουν πάλι δλους δξω. Ό Πέπας κρυώνει. Ή νΰχτα είναι ψυχρή, έ'χει φεγγάρι. Μάς τακτοποιούν πάλι σέ δυο αράδες. 01 στρατιώτες, τόσοι οσοι είμαστε κ= εμείς, μας βάζουν στή μέση. 'Ο άξιοίματικός διατάζει εφ’ δπλου λόγχη. 01 λόγ-- χες γιαλίζουν πολΰ. Κάνουν κρότο ως που νά μπουν στα τουφέκια.

Ό αξιωματικός παραγγέλνει στους ά'ντρες:— Ά ν κάνει κανείς τους νά ξεφΰγει απ’ τή γραμ­

μή, μιά καί στον τόπο ! Εμπρός !Τά'στρα γιαλίζουν πολΰ. Τά δέντρα δέ σαλεΰονν.

Μήτε μιά άνεσαμιά. Κάπου τέτια ωρα θά είναι.Απόψε. Στην κάμαρα πολλά φώτα. Φωτιά, λίγο τσάι. Μερικοί μπιχιμίχοι μέ γιαλιστερά μαλλιά, λιλιά διάφορα. Ή χν- ρία θά λέει μέ νωχέλεια πώς προτιμά άξαφνα τό Μνσσέ

Page 42: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

-4 3 -

άπ’ τόν... τόν... νά ποϋμε τόν... Μότσαρτ που είναι πολν βαρύς, ναί, ναί.

3

Βαδίζαμε σιωπηλοί μες τή νύχτα. Ό ’Αργυρής περ­πατούσε πλάι μου. Συμφωνήσαμε νά παγαίνουμε μαζί- μαζί. Μοϋ ήρθε σά χαρά πού βρέθηκε δ ° Αργυρής τήν τελευταία ώρα. Είμαστε συμμαθητές, στην ηλικία μου,, δέ θά'χα τό παράπονο πώς είμαι μονάχα εγώ άπ’ τήν τάξη μας. Τόν ζουλεύαμε στο σχόλιό γιατί ήταν ό ωραι­ότερος Ι'φηβός. Δυο μεγάλα μάτια, έ'να κορμί χυμένο άπ ’ τό Θεό στις καλλίτερες ώρες του. Αυτό τ° ωραίο κεφάλι ήξαιρε τήν καλλίτερη κοσμογραφία στο Γυμνάσιο. Δικαι- ωματικά— γιατί εμείς οΐ άλλοι, οί μούργοι, δέ μπορού­σαμε νάχουμε δοϋναι-λαβεΐν μέ τ° άστρα. Ερχόταν τα­χτικά στο σπίτι μας καί διεβάζαμε μαζί, συν πλήν πλήν καί βρίσκαμε πώς κάπου έπεΐ είναι ό Σείριος.

— Θά μας τουφεκίσουν, Ή λ ία ;’Έτρεμε πολΰ. Θάταν άπ’ τ’ αγιάζι.— Μή μιλάς, τοΰ λέω συγκινημένος.Ειχε τήν ϊδια αγωνία που είχαμε δλοι μας στο υπό­

γειο: «Μέ τί τρόπο;» Σά νάταν φόβος ν’ αγγίξουμε κατ’ εύθεϊαν τό θάνατο καί φέρναμε βόλτες γνρω α?τΓ τό σκληρό σώμα του ώσπου νά τό πλησιάσουμε.

Οί στρατιώτες δίπλα μας μάς περιεργάζουνταν μέ ά ­γριες ματιές, βουβοί σάν τή νΰχτα.

Ξαφνικά προσέχω τό θόρυβο πού κάναν τά παγού­ρια τους, κρεμασμένα άπ’ τή μέση. Κάπου χτυπούσαν.

— Κοίτα..., λέω τοΰ ’Αργυρή ανατριχιάζοντας.ΤΗταν κάτι μικρά τσεκούρια τοΰ μηχανικού, κρέμουιτ

ταν στις ζώνες τους.

Page 43: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= u

’Έσφιξε τα χέρια του στα χέρια μου. Δεν τολμούσαμε να βγάλουμε κίχ. Προχωρούσαμε μ ’ ολοένα πιο αβέβαιο βάδισμα.

— Ξαίρεις πόση ώρα περπατούμε ; ρωτά μιά φωνή Γϊίγανά από πίσω.

— Θάναι δυο ώρες, λέει μιά ά'λλη φωνή.•— ’Αργεί νά ξημερώσει;

^— Δεν ξαίρω. Γιατί ;— ΓΑν ξημερωθούμε μπορεϊ να μή μας σκοτοίσουν.Σηκοίνω τά μάτια μου ψηλά.— Κοντεύει νά ξημερώσει, ’Αργυρή;Ψάξαμε στον ουρανό, κεϊ πρός την ’Ανατολή, μπάς

τα ήταν καμιά μικρή υποψία τής αυγής, ν” άραιώνει λίγο ή νΰχτα.

— Δε φαίνεται...μουρμουρίζει απελπισμένα ο σΰν- τροφός μου. ’Αργεί...

’Αρχίσαμε τότες νά παρακαλοΰμε από μέσα μας νά μή σταθούμε. Μιά ασυνείδητη επιθυμία κυκλοφορούσε πάνω στα κουρασμένα μέλη μας : Νά καθήσουμε. Μά «ντιδροΰσε σαν καμένο σίδερο τό ζεστό αίμα πού ετρεχε ■■■σκοτεινά στις φλέβες— δεν ήθελε νά πήξει.

Περνούσαμε έ'ναν έλιωνα. Μες στά λιόφυλλα κατρα­κυλούσε τό φεγγάρι, μιά όγρή ανήσυχη οδσια— νά στάξει, τάκ, τακ. Κατακάθαρος ό ουρανός— ενα μοϋτρο ελληνι­κός παρθένου πριν τό 14. Σαλεΰαν τόσο αλαφριά τά «ρΰλλα.

— Ντοΰρ 1 (*)Σταματούμε στο πρόσταγμα απότομα. “Ενα δυνατό

χέρι χυμά μέσα μου καί τον ανακατεύει, τον κΰριο, κυρι­αρχικά— χράπ.

— Ήλία— μουρμουρίζει δ ’Αργυρής. Ήλία, θά μας •σκοτώσουν. .

Οι στρατιώτες κάνουν ενάν κΰκλο γΰρώ μας. Καμιά δεκαριά μέτρα αλάργα. Μας διατάζουν νά καθήσουμε.

(* ) ' Α λ τ !

Page 44: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

Καθήσαμε.Λίγο πιο μπροστά από μας ήταν ή μητέρα και τό μ1-·

κρό παιδάκι. Κοιμόταν.— Νικόλα... Νικόλα..., φώναζε απελπισμένα ή γνναί—

κα στον αντρα της.Κι αυτός χαμένος, βουρκωμένος, τής έ'λεγε νά τό σκε­

πάσει :— Σώπα...Τό φεγγάρι βασίλε\[>ε. Οί ΰπαξιαιματικοί δίναν οδη­

γίες, τοντο εκείνο.Καλά καλά δέ διακρίναμε. Άπαντέχαμε από στιγμής,

σέ στιγμή νά μάς ρίξουν, σχεδόν δεν άνεσαίναμε.Ά κοΰγω κάποιον πίσω μου πού μουρμουρίζει:— Δέ Όά μας τουφεκίσουν. Ά φ ο ΰ κάναν κΰκλο.

Ο ! σφαίρες μπορεΐ νά πάν καί στους δικοΰς τους.,’Έχει δίκιο. Τότες ίΚιμουμαι τό στρατιώτη ποί! μας

διηγόταν στο υπόγειο πώς έγινε μέ τον Ηρόδοτο.— Θά χυμήξουν μέ τή λόγχη...Κοιτάζαμε βουβοί πρός τό μέρος τοΰ κιίκλου. Π ε ­

ριμέναμε μέ τεζαρισμένα μάτια. ’Από ένστικτο πολεμώ νά δώ αν υπάρχει καμιά γοΰβα στη γίς, νά χωθείς, τί­ποτα τόπος νά ξεφΰγεις και νά τρέχεις.

Μά ήταν έ'νας λόφος γυμνός και γΰροΰ μας δ κύκλος αδιαπέραστος.

— Κουνιοΰνται..Σφαλνώ τά μάτια. Περιμένω ενα δευτερόλεπτο, δυό,

τώρα, τώρα.— Γιά κοίτα, που τους πάν ; άκοΰγω τή φωνή τοΰ

’Αργυρή. ’Ανοίγω μ ’ έκπληξη τά μάτια. Δυο σύντροφοί μας της πρώτης σειράς, μόλις διακρίνουνταν. Κατέβαιναν ΐό λόφο. Τους ακολουθούσαν δυο στρατιώτες. Σέ λίγο κρύφτηκαν απ’ τά μάτια μας.

— ”Α ! έτσι, λίγους λίγους ....Στηλώσαμε τ’ αφτιά μας και περιμέναμε ν’ άκοΰσου-

με καμιά κραυγή.Τίποτα. Σέ λίγο πήραν άλλους δυό. Τή δεύτερη σειρά,

45 =

Page 45: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

zxcz 40

ύστερα τήν τρίτη. Άκούγαμε τά ψιθυρίσματα αύτουνών πού φεΰγαν, πού κλαίγαν κι αποχαιρετούσαν τούς άλ­λους. Σιγά—σιγά ή σειρά μας εφταξε. Παίρναν δυό-δυό, τρεις δπως τύχαινε. Βλέπω τον Άργύρη νά τον τραβούν από δίπλα μου. Σηκώνουμαι %’ εγώ ασυναίσθητα, μά δέ ■μέ πήραν. Μέ σήκωσαν στην ά'λλη παρτίδα— υστέρα από λίγα λεφτά. Βάδιζα και κοίταζα στο πλάϊ μου πότε θά ριχτούν. Τίποτα. Προχωροιίσαμε. Είχαμε κατεβεί τό λό- ■φο σάν άρχισα νά διακρίνω κάτι άσπρα πράματα πού κουνιούνταν λίγο πιο κάτου. Σιγανά μουρμουρητά. Στα- <) ήκαμε.

— Τσικάρ ! (*) λεν οί στρατιώτες και δείχνουν τά παλτά μας.

Δέν κατάλαβα, μά είδα τούς άλλους δυο πού πιάσαν νά ξεντυνουνται, ’Άρχισα καί γώ. Τσικάρ, τσικάρ φωνά- ζαν ολοένα οί στρατιώτες. Βγάλαμε σιωπηλοί τά σακκά- v.ux, υστέρα τά πανταλόνια, τά παπούτσια, τις κάλτσες. Σά μείναμε μονάχα μέ τή φανέλα καί τό σώβρακο μάς ■•σπρώξαν πρός τις ά'σπρες σκιές που μουρμούριζαν πα­ραπέρα.

’Ή μουν χαμένος, δεν ήξαιρα τί ήμουν.Φωνάζίο σιγά :— Άργΰρη ! Άργΰρη !Μιά φωνή, ενας μικρός θόρυβος. ‘Ο Άργύρης, γυ­

μνός κι αυτός χυμά πάνω μου.— Ήλία, Ήλία, βλέπεις δέ μάς σκότωσαν! Βλέ-

xsig . .Άγκαλιαζούμαστε άπ ’ αυτή τήν αναπάντεχη χαρά.— Θά ζήσουμε, θά ζήσουμε, έ'λεγε δακρισμένος.— Θά ζήσουμε, ελεγα κ’ εγώ.Ή τα ν σά-ν άξαφνα νά μπήκαμε στήν αθανασία.— Μένα, μοϋ άφησαν καί τά παπούτσια. Τά ξεχάσαν,

λ.'.'ει ό φίλος μου.— Ξαίρετε, τί είναι αυτό μέ μάς ; άκοϋμε μιά παγω-

{*) βγάλτο.

Page 46: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

4χ —

ίιένη φωνή δίπλα μας.Τόσο παγωμένη πού κανείς δέν τολμά.— Λοιπόν . . . Ό «λευκός θάνατος». Ποιος <̂̂ά

Ιΐ ο: στάξει ;— "Α, εμείς θά βαστάξουμε, θά βαστάξουμε ! Ε ί­

μαστε νέα παιδιά.’Ίσαμε μιά ωρα Μ βάσταξε αυτή ή ιστορία τοΰ «Τσι-

χάρ». Ξεγνμν ο; θ ή κ α ν πιά ολοι ο! σΰντροΓροι, ροϋχα, κουβέρτες, δλα, 8λα. Ξεκινήσαμε.

Χάραζε. Μονάχα ενας δεν ήρθε μαζί μας : Ό Πέ- ?Γας. Δυο στρατιώτες μείναν μ “ αυτόν. Σέ καμιά ώρα σταθήκαμε καί περιμέναμε. Οι δυο στρατιώτες γύρισαν μονάχοι.

'Ο Όχΐώβρης πλησιάζει, νά τελειώσει.Βαδίσαμε ολη τή μέρα στο δρόμο τοΰ Άγιασμάτ.

Κεΐ πέρα απ ’ τις άλικες, σέ μιά στιγμή ενας στρατιώτης πρόσεξε τά παπούτσια τ3 ’Αργυρή. Τοΰ είπε νά τά βγά­λει. Τά'βγαλε. Τά δοκίμασε. Τοΰ πάγαιναν. Ό στρα­τιώτης τά κράτησε, πέταξε τά δικά του στον ’Αργυρή. 5 Ηταν κάτι τεράστιες παλιαρβΰλες, κομένες στά μισά— καί «τό στρατιώτη θά ηταν πολύ μεγάλες.

— Πάρε τή μιά, μοϋ λέει δ φίλος μου. ’Ά ν φορώ .καί τις δυο μπορεί νά μοΰ τις πάρουν.

Πήρε κείνος τή ζερβιά κ’ εγώ τήν ά'λλλη."Ολη τή μέρα είμαστε σχεδόν ευτυχισμένοι γιατί δέν

πεθάναμε. Δέ σκεβοΰμαστε τίποτα. Κατά τό βράδι είχαμε «ποκάνει.

Μά δέν τό λέγαμε.

Page 47: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

48 =

Νυχτωθήκαμε στ’ ’Αγιασμάτ. Μας πήγαν σ’ενα σκο­τεινό χαμηλό χτίςιο. Μόλις μπήκαμε μέσα μας χτύπησε μιά μυρουδιά από κοπριά, από θιάφι κι άγιωσΰνη. Κα­ταλάβαμε πώς πρόκειται γιά μιά τέως διαμονή τοΰ υψί- στου πού χρησίμευε τώρα γιά σταϋλο ή γι’ αποθήκη.

Νεκρή ησυχία βασίλευε: χύσαμε μέ τις χούφτες το θόρυβο πού εβγαινε άπ’ τ ά ' πικραμένα στόματά μας. "Υστερα ξαπλώσαμε πάνου στις πλάκες, οπως βρεθήκαμε δ. καθένας. Ό ’Αργυρής κοντά μου. Στο βάθος, πρός τό μέρος τοΰ Ιεροΰ πηγε ή φαμίλια. Τό καταλαβαίνω άπ ’ τό παιδάκι πού κλαίει. Θά φοβάται τό πολύ σκοτάδι.

Ή πόρτα εκλεισε. Είμαστε μονάχοι οί αιχμάλωτοί. ΓΙέρασε ίσαμε μιά ώρα. ’Από καιρό σέ καιρό, σέ αραιά διαστήματα, γινόταν σιωπή. "Υστερα άκουγόταν ένα μουγκριχτό σέ μιάν άκρη. Κάποιος σύντροφός μας. Κι. δσο προχωρούσε ί\ νύχτα αυτές οί βαριές υπόκωφες κραυγές ολοένα πολλαπλασιάζουνταν. Τά μισόγυμνα κορ­μιά, δσα δέν ήταν δουλεμένα στην τραχιά ζωή, σπαρά- ζαν. "Οσο περπατάς δέν καταλαβαίνεις γρυ απ ’ την ■ύπουλη σκηνή πού γίνεται κάτου άπ’ τό πετσί, μές τά νεΰρα. Μά μόλις καθήσεις είναι αδύνατο πια νά σαλέ­ψεις χωρ'ις νά δαγκάνεις, νά βγει αίμα απ’ τον πόνο. Πεινούσαμε.

— Ήλία, θά βαστάξουμε, δέν είναι έ'τσι ; μέ ξανα- ρωτά δ ’Αργυρής, νά πάρει κουράγιο από μένα.

Κ ’ εγώ θέλω νά μή λειποψυχίσω.— Θά βαστάξουμε, ’Αργύρη.— Ελπίζεις ;— ’Ελπίζω.'Λίγο έπειτα μου παραπονιέται γιά τά πόδια του. Τό

ενα πού ήταν όλότελα γυμνό άρχισε νά πρίζεται, νά κά­νει φουσκαλίδες. "Ενα δυο άπ’ αυτές σπάσαν στο δρόμο

Page 48: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

=·.·.

καί τσούζουν. Και τ’ άλλο, μέ τή συντροφική παπούτσα εχει πληγώσει. Δέ μπορώ νά βλέπω τ’ ωραίο χλωμό του πρόσωπο, γιατί, είναι σκοτεινοί. Μ ά τόν άκοΰγω πού κλαίει σιγανά. Τοΰ λέω πώς ΰποφέρνω κ5 εγώ, σώπα.

Ξεχνιέται μιά στιγμή μά πάλι ξανάρχεται στο ίδιο μοτίβο.

— Ήλία, άδερφάκι μου, μπας καί δέ βαστάξουμεΘά ήταν έντεκα ώρες ή νύχτα όταν έτριξε ή πόρτα.Δυό-τρεΐς στρατιώτες μιλούσαν σιγανά.Στριμώχτηκα κοντά στον ’Αργυρή καί κείνος σιμά

μου και βλέπαμε. "Ενα φως άναψε 'Έ να κερί. 01 στρα­τιώτες άρχισαν νά ψάχνουν. Κοντεύουν μέ τό κερί στά μούτρα καί κοιτάζουν. Γυρεύουν.

Σάν έφταξαν σέ μάς, τά δυο παιδιά, σταθήκαν.— Θέλεις ; λέει ό ένας δείχνοντας τόν Ά ργύρη .'Ο ά'λλος σκέφτηκε, υστέρα λέει:— ’Όχι. Γιά τήν ώρα...— Τή γυναίκα ;— Ναί.— Θά περιμένεις σειρά, λέει ο πρώτος.— Θά περιμένω.Άπομακρύνουνται.Ό ’Αργυρής τά καταλαβαίνει δλα γιατί ξαίρει τούρ­

κικα. Μά καί γώ τά ύποπτεύουμαι. Είναι τόσο κοντά μου πού άκοΰγω τήν καρδιά του πού χτυπά γλήγορα. Μά γλήγορα. Σφίγγεται πάνω μου.

— Ή λ ία .. μουρμουρίζει συγκινημένος. ”Α , «αυτό» έχι ! “Όχι !

Κ ’ εμένα μ ’ εχει περίχυσε» δ ϊδρος άπ ’ τό φόβο. «Αυτό» δεν τό είχα υποπτευτεί, δέν τό υπολόγιζα, θ υ­μούμαι μονομιάς ένα σωρό Ιστορίες πού είχα «κοΰβει. Μιά ξαφνική Αξιοπρέπεια τινάζεται σά λόχη μες «πό κεϊ, άπ ’ τό ταπεινωμένο ζό. Μιά περηψάνεια, μές τις μίξες, τή γύμνια, τά δάκρια— ναί, ήτβν ίλότελα ^«μικό.

Παίονοί αμέσως τήν άπόφαση :

4

Page 49: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= s®

— Άργύρη, εγώ -θά προτιμήσω νά πεθάνω. Θά κάνω ο,τι μπορώ.

Δεν άκοΰγω τήν απάντησή του. ’Ίσως γιατί τρέμει. Δέ θέλει ν’ αγγίξει τή βεβαιότητα πώς δέν πρόκειται νά ψήσουμε. Γιατί, γιατί είναι ετσι ωραία νά εχεις μιά θερμή καρδιά, νά είναι ήλιος, ή θάλασσα...

— ’Αλλά «αυτό», όχι ! "Οχι «αυτό»..., μουρμούριζε πάλι, ολοένα.

Τό κερί έ'φταξε στον προορισμό του, στο ιερό. ’Ακοϋμε μιά στριγγή γυναικεία κραυγή πού ςεπετιέται άπό κεΐ, στο βάθος' χαστουκίζει ενα γλήγορο λεφτό τον πικρόν ά- γέρα."Υστερα άλλη μιά. Μά τούτη σβύνει απότομα άπό κάποιο χέρι πού βούλ(οσε τό στόμα πού φώναζε. Οί στρα­τιώτες φαίνεται νοιάζουνταν μή γίνει θόρυβος. Οί σύν­τροφοι σηκώνουνται σιωπηλά μέ προφυλάξεις και κου­νιούνται πρός τό ιερό, νά δοϋν. Σηκώνουμαι καί γώ ■και κόντευα* τοϊχο-τοΐχο, κρυμένος στο μισοσκόταδο.

Ή γυναίκα βαστοΰσε τον άντρα της μέ τά δυο χέρια και δέν ήθελε νά ξεκολλήσει. Τό παιδάκι είναι ξαπλωμέ­νο ανάμεσα τους. Δέ ξύπνησε ακόμα. Μιά μπούκλα γε­μάτη σκόνη εχει κολλήσει πάνου στο μέτωπο, πέφτει κεΐ πλάϊ, στο κατεβασμένο βλέφαρο. Είναι τόσο ήμερο- μιά μπούκλα. Θά δνειρεύουνταν. Ό στρατιώτης τραβούσε τή γυναίκα στην αρχή αδύνατα,, ήθελε νά είναι αβρός, μά ολοένα δυνάμωνε, ολοένα τό τράβηγμα. Άνυπομονοϋσε. Τά μάτια του ήταν τεζαρισμενα άπ ’ τήν επιθυμία κι ο πως ή αντίσταση τής γυναίκας συνεχίζουνταν μιά γλή- γορη λάμψη χύμηξε μέσα τους και τ’ ά'λειψε μέ φως.

— Γλυτώστε με ! Γλυτώστε με !Ό άντρας άκούγει τή γυναίκα του, εχει ενα χαμένο

ύφος ή μιλιά είναι δεμένη μές τό στόμα του, άλυχτοϋσε νά βγει. Δέν εβγαινε.

— Κ° §σύ δέ μέ σκοτώνεις! τού φώναζε ή γυναίκα μέ μιά άπελπισμένη οργή. Δέ μέ σκοτώνεις!

Συγκινημένος, χαμένος, κατορθώνει τέλος νά Ικετέ­ψει, τούς στρατιώτες.

Page 50: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

5* 5=*

— Λυπηθείτε μας ! Λυπηθείτε μας !Ά ν α σ ηκώ θηκε λίγο πρός τά μπρος, έ'κανε μιά προσ-

ακίθεια νά y-ρατηθεΐ σ’ αυτή τή στάση τής αδέξιας γο- νυκλισίας.

Μιά κλωτσά στα πλευρά. 'Ο μεγάλος δγκος τβυ έ'πε- ·<οε απότομα πίσω. Κ = ΐς( γυναίκα εχασε την επαφή μαζί του. "Έκανε νά πιαστεί κά'που κι ά'ρπαξε τό ποδαράκι. τοΰ παιδιοΰ. Κι αυτό, πού ξύπνησε, ξεφώνιζε μα­ζί της.

— Μητερούλα... Μητεροΰλα..."Ενα μικρό διάστημα τή σέρναν. ’Έσερνε καί τό παι­

δάκι μαζί της. "Υστερα τό παράτησε.Βγήκαν απ ’ τό ιερό.Σταμάτησαν κοντά στην εί'σοδο, πίσω από μιά κο-

ΐιώνα. "Ενας τους πήρε μιά πλατιά σανιδένια τάβλα που ήταν στην πόρτα καί την άκοΰμπησε στήν κολώνα νά προφυλάξει τό μέρος νά μή βλέπουμε. Μά γιά τό σκοπό ίοϋΐον ή τάβλα ήταν. μικρή, πιο μικρή άπ" τό μπόϊ τ ’ άν- 9ρώπου. Λίγα πράματα μονάχα κρΰβοΐΐνταν.

— Έ δ ώ μέσα, μες τά μάτια μας... μουρμουρίζει ενας jig φρίκη. Τά σκυλιά...

— Σοΰτ! κάνει κάποιος άλλος.Κρυμμένοι μες τό σκοτάδι, είχαμε κολλήσει τά μάτια

«κεΐ. 01 καρδιές χτυποΰσαν. Κοιτάζαμε μέ μιά περιέρ- ■γι,α αδυσώπητη, σά λΰσσα, μή μάς φΰγει ή πιο ελάχιστη .λεπτομέρεια. Ό ένας στρατιώτης πολεμούσε νά τή ρίξει Ανάσκελα χαμόν. Αέν επεφτε. Τότες τήν πιάσαν οι δυο ■air’ τά χέρια κι ο τρίτος άπ3 τά ποδάρια. Άφησαν πια κατά μέρος τήν αβρότητα. Τά χέρια τους, τά κορμιά τους κουνιοΰνταν μέ γλήγορες νευρικές κινήσεις, δεν οίντεχαν πιά. Τή ξαπλίόσαν ανάσκελα. Ό μεσαίος στρατιώτης ;;Ριάζουνταν νά τή λευτερώσει από ενα δυο ροΰχα. Οι άλ­λοι τήν κρατούσαν μέ τά χέρια κολλημένα πάνου στο ■στήθος. Γιά μιά τελευταία φορά πολέμησε νά μαζέψει τις δυνάμεις της ν’ άντισταθεϊ. Ξέφυγε, στριφογύριζε σά -φίδι ουρλιάζοντας :

Page 51: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= 52

— Σκοτώστε με ! Σκοτώστε με !Τή' φέραν πάλι ατά Ίδια-, ανάσκελα με κολλημένα

ίιήνω της τά τρία ζευγάρια χέρια. Μήν έχοντας πιά νά. κάνει τίποτα άλλο επιασε νά χτυπά το κεφάλι της άπα- νιοτά, απελπισμένα, στις πλάκες. Ό βουβός κρότος νοιάζουνταν νά διατηρηθεί μιά στιγμή μες τις φωνές της πού ολοένα αδυνάτιζαν.

Τέλος μέρεψε οριστικά. Άκοΰγουνταν μονάχα ένα σιγανό, κλαμένο μουρμουρητό, ενα παράπονο. Και πολύ* αραιά, ενα— δυο τελευταία χτυπήματα τοΰ κεφαλιοί?· στις πλάκες— κάτι καθι στερημένα χειροκροτήματα,μές τή λα­χανιασμένη άνάσα τοΰ ζοΰ, από πάνω της,πού εκ­φράζουν τ αν.

Γύρισα τά μάτια. Δυο τρεις σύντροφοι είχαν μαζευ­τεί κοντά-κοντά ολόρτοι και κάναν ένα προπέτασμα γύρω στον άντρα της νά μή βλέπει. Ειχε ζαρώσει, εκεί,, κουρελιασμένος, μισόγυμνος, συντριμμένος, εσκιβε πό­νου στο μικρό παιδάκι του μέ τις μποΰκλες, πού βέλαζε,. τδσφιγγε.

— Πώς θά τό βαστάξω ; Πώς θά τό βαστάξω ; μουρ­μούριζε μές τά δάκρια του.

"Ενας απ’ τούς δικούς μας θέλησε νά τον συχάσει.— Σύντροφε, δεν εινε ντροπή. "Ολοι μας μιά μέρα

μπορούμε νά τό βεβαιώσουμε πόσο ήταν αδύνατο να κά­νεις τίποτα εσύ . . .

'Ο σιγανός δλολυγμός ερχόταν ολοένα πιό αδύνατος άπ" τ= αλλο το φτωχό μισολιποθυμισμένο πλάσμα, εκεί. Ιϊερνοΰσε μές απ’ τό προπέτασμα πού κάναμε γύρω· στον αντρα της’ εφτανε σά λυρική νότα, ένας στίχος μέ σούρουπο, ένα παρών.

— Δεν είναι ντροπή σύντροφε . .■— Μά είναι γι5 αυτό τώρα ; τινάζεται απελπισμένα..

Δεν τήν άκούτε εκεί χωρίς βοήθεια: Τ ώ ρ α τί νά κάνω! Τ ώ ρ α ! Τ ώ ρ α ! ■

Περιμέναμε. ’Ήθελα νά γυρίσω πάλι νά δ«> έκεΐ πού προβφέρουντβν ή θυσία, αν τελείωσαν. Ντρεπόμουν..

Page 52: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

53 =

Ft’ βα»τό γύριζα μέ δόσεις, έκανα πώς κοίταζα παραδώ, ?ηο μέσο τής έκκλησάς, στο <&όλο. Στην κοντήτερη, στα ίερό, κολώνα ήταν ζουγραφισμένος ενας μισοξυσμένος *χγιος, ψηλά ψηλά. Μόλις τον διέκρινα ατο λίγο φώς, ήταν αξιοδάκρυτος, σάν ενας ά'ν&ροοπος ΰπο&έσεοιν πού τον παράτησε ή πελατεία του.

θά περάσαν ως τρία κάρτα τής ώρας σάν έφυγαν οΐ βτρατιώτες. Ξεχάσαν και τό κερί. Πήγαμε σιγά, έκεϊ πού τήν άφησαν, σωπαίνοντας, σά νά μήν τολμούσαμε. Ή τ α ν σχεδόν αναίσθητη. Τή σκεπάσαμε δπως— δποος μέ τά ροΰχα της καί τή σηκώσαμε στα χέρια μας μέ προφυλά­ξεις σάν πολύτιμο και ευθραστο πράμα. Τό χλωμό πρό­σωπο άκινητοϋσε τραβηγμένο απ’ την πείνα κι απ ’ τά δάκρια. Τά μάτια κλειστά. "Ενα ήμερο παράπονο παιδιού σάλευε στα πανιασμένα χείλια. ’Έτσι τή φέραμε κοντά στον άντρα καί στο παιδάκι της.

Χύθηκαν κι οι δυο πόνου της, τήν αγκάλιαζαν, τή φιλούσαν, φωνάζαν.

Αυτή τίποτα. Δεν κουνιόταν. Κάποιος ετρεξε κ° εφερε τό κερί. "Ολοι θέλαμε νά δώσουμε μιά μικρή βοήθεια. "Ένας ε πια σε νά τής κατεβάζει χαστούκια νά συνέρΦει' .us τά χτυπήματα τινάχτηκαν δυο τρεις στάλες συχαμένα δάκρια. Τά χείλια της λαστιχάρισαν μιά, τάκ. "Ολοι φω ­νάζαν, πανδαιμόνιο.

Μές σ’ αυτή τή γενική φασαρία βλέπω τον αντρα της ■χαμένον, εξω έαυτοΰ, νά γυρίζει δίπλα του. 'Απλώνει- τ» -χέρι σέ μιά κουβάρα κίτρινη σκόνη χυμένη καταγίς, άρ- •πα μιά χούφτα καί κάνει νάτήν καταπιεί.

"Ενας δικός μας χύνεται καί τοΰ πιάνει τό χέρι.— Τί κάνεις ! φωνάζει.— Τί είναι ; Τί είναι ; τόν ρ»τώ.— Αέν τό βλέπεις ; Θιάφι !— Θιάφι ;— Θέλει νά ■ψακωΦεΙ ! Τό <ρουκ᧫...Τόν σήκα*σαν μέ to ζόρι και τόν πήγαν πιο πέρα, ν*

§ιή (SKejtei.

Page 53: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

eH απελπισία του είχε απορροφήσει δλο τόν οιχτί» χών συντρόφων μου. Ή τιμή του πού στραπατσαρίστηκε.- Άσυναίσθητα ενας ένας τραβήχτηκαν άπ’ τόν κύκλο πού κάναν γύρα> στη γυναίκα, πρός τό μέρος εκείνου.. Σαν από μιά φυλετική αλληλεγγύη.

Στο μεταξύ κ’ ή γυναίκα έπιασε νά συνέρχεται. Γ ύ ­ρεψε τό παιδάκι της. ’Έσκυψε πάνβί του σαν eva τερά­στιο πουλί, γύρισε τό κεφάλι της στά σκοτεινά' ετ<® γυρμένη, γεμάτη ντροπή, άρχισε πάλι νά κλαίει ήμερα,, ανθρώπινα, σχεδόν πολιτισμένα.

’Έφυγε κι ό τελευταίος από σιμά της. Μείναμε εγώ- μονάχα κι <5 Άργύρης. Όλόρτοι. Τόν βλέπω πού σκύβει «πάνου της διακριτικά, απλώνει τό χέρι του στον ώ μο της μέ φόβο. Μόλις τήν αγγίζει.

-— Μην κλαΐτε .., της λέει.’Έτσι. Μην κλαΐτε. Σέ πληθυντικό.Μ ’ αυτή ή απρόοπτη ευγένεια τ% φέρνει εναν tftie.*

κλονισμό, πού αρχίζουν ποτάμι οΐ λυγμοί.— ’Αφήστε με...αφήστε με...Γνέβω τόν Ά ργύρη νά τήν άςρήσουμε. Στη γωνιά:,

γιαλίζει ή μικρή κίτρινη κουβάρα, τό θιάφι. Θαχε σκορ­πίσει από κανέ σακκί. Τό βλέπω. Π άω σιγά καί παίρνο* μιά χούφτα.

Γυρίζουμε στο μέρος μας και ξαπλώνουμε στις πλά­κες Μιά μικρή στιγμή δέ λέγαμε τίποτα. Φοβούμαστε ποιος ν* αρχίσει. Τά νεύρα είναι τσακισμένα. Κ 5 ή καρ­διά. Είναι, πλημμυρισμένη.

— Ήλία, τί λές ;Τί νά πώ ;— Τίποτα, Άργύρη.Περνά λίγο. Μες τό σκοτάδι ή σκηνή ξανάρχεται άπΓ

τήν αρχή, ένα, ένα.— Ήλία, τί ·θά γίνει άν..., λέει πάλι καί στέκεται».θυμάται «εκείνο». Τώρα μόλις θυμάται πάλι τόν.-

εαυτό του.Μες σ° ένα βρώμιο παλιόπανο πού βώζεται απ ' τά.

*= 5^

Page 54: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

5S =

υπάρχοντά μου έ'χω τυλίξει τή χουφτιά τό θιάφι.Τοΰ τό λέω:— Σέ ωρα ανάγκης τελειώνουν δλα.— Είναι φαρμάκι ; ρωτά αδύνατα.— Δεν είδες πού ήθελε νώ ψακωθεϊ ό ρολογάς ; Ησυχία.— Θέλεις ;Ά κοΰγω πού στριφογυρίζει χτυπημένος απ ’ τή

σκληρή υπόμνηση, κάνει μιά τελευταία απόπειρα ν’ «ν- τισταθεΐ μ° δλη τή θερμή παιδιάτικη ύπαρξή του. Tor πήρε κι αυτόν τό παράπονο.

— Τί φταίξαμε ; τί φταίξαμε ; λέει ολοένα. ’Αργότερα, λίγο αργότερα, ήσυχα, έ'χει πάρει πιά τήν

άπόφαση.— ’Έτσι είναι, Ήλία, μοϋ λέει. Καλλίτερα ετσι. ’Έτσι, σύμφωνοι, κοντέψαμε 6 ένας τον ά'λλον νά

ζεσταθούμε. Ή αυγή πλησίαζε. Κρύωνε. Τό κεφάλι του άκουμποΰσε πάνω στον κόρφο μου. ’Αποκοιμηθήκαμε.

5

Ξεκινήσαμε πολίι νωρίς. Φεύγοντας μας φέραν μιά νέα συντρόφισσα. "Ενα κορίτσι, μιά χωριανή, από κεΐ γΰρω, ίσαμε είκοσι χρονώ. Αυτή καί κάτι άλλοι χριστια­νοί δεν πρόφτακαν νά μπαρκάρουν γιά τήν 'Ελλάδα.

— Τους πήραν μέσα ; τή ρωτούμε.— ’Όχι. Τους σφάξαν.— ’Ή ταν κανείς δικός σου ;— Ναί, ήταν ό πατέρας μου.— Έ σ ΰ ;Εκείνη ήταν νέα. Χρειάστηκε.Ή νέα πόστα που μάς παράλαβε ήταν καβαλλαρέοι.

Page 55: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

Ε1χ«ν μιά λαμπρή ιδέα : Άφήβταμε τον ΐβ» δρβμο' πέσαμε μές τά χωράφια. Αυτό 'ήταν μιά άλιίπητη δοκι­μασία γιάτπ γυμνά φουσκαλιασμένα ποδάρια μας. Οί βώλοι τό χώμα ήταν ξεροί και ντούροι απ’ τον ήλιο. Δέν είχε βρέξει ακόμα. Κοιτάζαμε νά τού; άποφυγουμε γιατί Ιέ μπορεϊς μαζί τους νά κρατήσεις ισορροπία, ξυπό- λι>τος. Μά πέφταμε στην άλλη ευλογία, κάτι παλιάγκαθα πού μας παλάβωναν.

— Δέ μπορώ ! Δέ μπορώ πια !“Ολοι φώναζαν. Κι δμως ολοι τρέχαμε μή μείνουμε

πίσ®. Τρέμαμε πώς οποίος μείνει τελευταίος θά τον σκο­τώσουν. 'Ο ενας βιάζουνταν νά προσπεράσει τον άλλον και τον άλλον, ενας παλαβός συναγωνισμός πού πνιγό­ταν στά μουγκριχτά μας. Ξεκολλούσαμε στά πεταχτά τ’ αγκάθια άπ5 τις πατούνες καί τρέχαμε. Τρέχαν άπό πί- σου μας κ5 οί στρατιώτες μέ τ’ άλογα καί χτυπούσαν μέ τά κοντάκια, μή σταθούμε. Είμαστε ενα κοπάδι σαν τ’ άναμαλλιασμένα ζά— τρέχουν στον κάμπο νά σταλιάζουν κάπου γιατί μυρίστηκαν τό μπουρίνι.

Δέ μπορούσα νά σηκά>σω τό βάρος τής συντροφικής παποΰτσας. Τό ίδρωμένο βροίμιο ποδάρι μου γλυστροϋσε και χόρευε μέσα της. Τήν τράβηξα και τή βαστοϋσα στά χέρια. Μά τότες ή πατούνα, συνηθισμένη στο άσυλο, άρ­χισε νά σπαράζει απ ’ τό ύπαιθρο. ’Άναβε, πετοΰσε «πίθες.

’Έσκισα ενα κομμάτι απ’ τό πουκάμισο που μ ’ αφη- <r«v καί τήν τύλιξα.

Ό Άργΰρης μέ συμβουλεύει νά κάνουμε άλλαξά τά παπούτσια.

— Δοκιμάζουμε.Τ ’ άλλαξαμε. "Εδωσα τό ζερβι και πήρα τό δεξί. Τά

φορέσαμε τρέχοντας. Πιο πέρα κάναμε πάλι άλλαξά. Και πάλι.

Ό ήλιος ανέβαινε καφτος, έχτρικά, χωρίς οιχτο. Μές τον δχτώβρη έ'νας τέτιος ήλιος! ’Άρχισε νά μας καίει ή δίψα. .Ή σκόνη κολλούσε.στίς γλώσσες πού μπαινόβγαι-

Page 56: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

57 =

■·ν«ν *άν κουρντισμένες. Φτούσαμε νά φύγει ή πίκρα. Μά νά στόματα ήταν ξερά. Κι <5ν εβγαινε λίγο «ρτύμα μετα- νιώνβμε ύστερα γιά τήν όγρή ουσία πού αφήσαμε νά ξοδευτεί -

-—Νερό ! Νερό !— Τί; λέει ό αξιωματικός τής *υνο&είας.— Σού ! Σου ! φωνάζαμε τούρκικα.— Σού ; Μάλιστα !Κοντεύαμε σέ μιά πηγή. Μάς κρατήσαν σέ καμιά ει­

κοσαριά μέτρα αλάργα. Οί στρατιώτες παγαίναν διαδο­χικά, πίναν, πότιζαν τ5 ά'λογα, γεμόζαν τά παγούρια τους. Πίναν μέ τις χούφτες. Βλέπαμε τό νερό πού ξέ- φευγε και χύνουνταν απ ’ τά στόματα τους. “Ολα τά κορμιά γερνάν πρός αυτή τή φευγαλέα καθαρή γραμμή πού «κορποϋσε κατά γίς. Άκούγαμε τόν ήχο της. Τόν ■άκονγαμε. Μέ μάτια γεμάτα πυρετό γέρναμε πρός τά ε­κεί. ’Έτσι πώς γέρνουν τά διψασμένα δέντρα.

— ’Ίλεος !Τίποτα.Μάς κρατούσαν μακριά, κολλημένους στο

θέαμα. Ά φησαν μονάχα τις γυναίκες και τό παιδάκι νά παν νά πιουν.

— ΑυπηΦεϊτε μας ! Λυπηθείτε μας ! φωνάζαμε.'Η γυναίκα τοΰ ρολογά γέμοσε τις χούφτες νερό κ’

«κάνε νά τό φέρει στον άντρα της. Σιγά. Κοιτάζαμε μέ .μίσος αυτή τή χούφτα πού πλησίαζε.

'Ένας στρατιά>της πάει από πίσου κλέφτικα και ξ α ­φνικά χώνει τά χέρια του κάτου άπ ’ τις μασχάλες τϊς γυ­ναίκας. Τή γαργαλούσε. Αυτή κάνει μιά προσπάθεια, λίγο ακόμα, νά τρέξει, νά σώσει τό νερό. Μά κι ό άλλος -δός του, δός του, τή γαργαλοΰσε. Κι’ αυτή δέ βάσταξε. Έ μπ η ξε τά χάχανα. Αίγα μέτρα μπροστά μας. "Ανοιξε τά χέρια της νά προφυλαχτεΐ: Τό νερό χύθηκε κατά γίς.

’Ή ρθε και σκορπίστηκε δίπλα στον άντρα της σά λέσι. Αυτός, μ ’ άγκρηλα>μένα μάτια, πού τ’ άβλάκωνε α ­κόμα τ’ όραμα χύμηξε και τής έγλυφε τά βρεμένα δάχτυ­λα, έ'να, εν«, μέ λύσσα, σά νά&ελε νά τά καταπιεί.

Page 57: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

Ξεκινήσαμε. Στο δρόμο ό ’Αργυρής βρήκε έ'να κομ­μάτι παλιοτσούβαλο. Εύρημα 1

— Θά τυλίξο·ϋμε τά ποδάρια μόλις σταθούμε ! με>~ λέει.

Δόξα σοι δ Θεός. Καθένας εκανε κά, γιά ενα τέτι« πράμα. "Ήταν μιά γλήγορη χαρά.

— Βάστα το καλά, "Αργυρή !Σταθήκαμε σε καμμιά μισή ωρα. Βρήκαμε ενα βάλτο-:

νέρι σ’ έ'να μακρύ χαντάκι. Καταπράσινα χορτάρια φύ­τρωναν έκεΐ σιμά. Πολλά κουνούπια. Χαί τά δέντρα έ­καναν ίσκιο. Ή τα ν και καστροπούλια μες τά φύλλα, θά έρωτεύουνταν.

— Έ δ ώ ! λέει δ αρχηγός τοΰ άποσπσματος. Πιείτε IΠήρε το κορίτσι κα’ί τράβηξε νά «εκφραστεί». *Μ£

τά καστροπούλια.Πέσαμε μες τό βαλτονέρι καί πίναμε χουφτιές χου~

φτιές τό βρώμιο νερό. Χύναμε πάνου στ’ αναμμένα μού­τρα μας, βρέχαμε τά στήθεια, δλο τό αιμα, δλη ή ton] μας νά πλημμυρίσει νερό, νερό.

— Μή ! φωνάζει ενας δικός μας. Μην πίνετε έ'τσι σύντροφοι! Είναι δ «λευκός θάνατος»!

Λευκός, μαύρος, πράσινος ας ερ&ει, ας ερθει αδερφέ:. —■ Θά μάς πιάσει λυσιντερία ! πολεμά μιά τελευτοάα

απόπειρα σωτηρίας ό σύντροφος.’Αλλά μπρος στο κύμα τά στόματά μας πού στάζαν

νερό, μπρος στην ασυγκράτητη αυτή πρόκληση, τινά­χτηκε κι αυτός, έ'χωσε τό μούτρο τοί’ μες τό βαλτονέρι. και ρουφούσε— ρουφούσε.

’Έτσι λαφάξαμε τή δίψα μας. Ξάπλωσα στή γίς, άνοιξα το στόμα μου κι άνέσανα βαθιά. Τό μούτρο μον άκουμπούσε πάνω στα δροσερά χορτάρια. Τί ώραΐα πού ήτ«ν.

Σηκώνουμαι. Ζουλώ νά σπάσουν οι φουσκαλίδες στά ποδάρια, τις τρίβω μέ ξερό χώμα, νά στύψουν. Κάποιος δίπλα μου μασσά σιωπηλά. Κοιτάζω to βτόμα του. Μασ-

== 5*

Page 58: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

βοϋσε χορτάρια, τά φτοϋσε έπαιρνε νέα. Χαμηλώνω και δαγκάνω καί γώ. Κάμποση ωρα μασσώ τήν πικρή, στε­ρεή ουσία τους. ’Έτσι άπ’ τήν κρυφή χαρά νά θυμηθώ· πώς τρώει δ άνθρωπος.

Κάποιος μ ’ έκο\1)ε.— Κοίτα ! λέει. Τί κάνει δ σύντροφός σου ;Ό Άργΰρης είχε γΰρει στο βαλτονέρι, μέ τρόπο νάχε*

τις πλάτες του στους στρατιώτες. ’Έκανε πώς πίνει. Μ ύ 8έν επινε πιά. ’Έσκυβε και ξανάσκυβε, έπαιρνε λάσπη κι άλειβε δαχτυλιές στο μοϋτρο του, στα μάγουλα, στο. κούτελο.

Σηκώνουμαι καί τον κοντεύω.— Τί κάνεις ;Γυρίζει απότομα. Μοΰ γνέφει φοβισμένα, μήν τον

μυριστοϋν.— Σ©ύτ '. Δεν καταλαβαίνεις τί κάνω ;Τον κοιτάζω. Τό μισό μοΰτρο του, άπ ’ τ’ δνα μά ­

γουλο, ήταν καθαρό. Δεν τό ειχε ακόμα λασπώσει. Γιά- λιζε απ ’ τή φρέσκια δροσά, δέ θαθελε πολύ νά θυμηθόί» τ’ ωραίο πρόσωπο τοΰ έφηβου πού ήταν πριν λίγες μέ­ρες. ’Έλαμπε.

— Δεν καταλαβαίνεις ; μοΰ ξαναλέει σιγανά. Φοβά­μαι ...

Ξαφνικά τό θυμούμαι καί συγκρυάξουμαι.— Ά , αλήθεια Ά ργΰρη ...— Αλείψου καί σΰ..., μοΰ λέει. Τό μοϋτρο σου για-

λίζει ...’Έ σκυψα καί γιόμισα καί γώ μέ λάσπη τό μοΰτρ©·

μου. "Υστερα πήγαμε καί κάτσαμε κ ’ οί δυο παραπέρα.— Βρε παιδιά γιατί γινήκατε ετσι; ρωτά ό σύντροφος:

δίπλα μας νά μάθει.Αυτός πού μέ ρώτησε καί πρίν. *Ηταν μιά άγαΦή·

μορφή. Δεν τον ηξαιρα. Τοΰ τό λέω. Γι° α υτ ό .’Έτσι, βρώμιους, δέ θά μας προσέξουν. Μπορεΐ. Ά π ό αηδία...

— Καημένα παιδιά..., μο-νρμουρίζει δ άνθρωπος μέ· καλωσΰνη.

59 —

Page 59: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= δβ

Ό ’Αργυρής έ'βγαλε απ’ τη μέση του τό κομμένο πα/αοτσούβαλο. Κοίταζε νά τό κόψει σέ δυό,νά μοϋ δώσει τό μισό. Σέ κείνο τό μεταξύ ενας δικός μας, λίγο παρέ- κει, προσέχει τό τσουβάλι. Χύμα και τ’ άρπα απ ’ τά χέ- οια τοΰ φίλου μου. Αυτός εκανε μιά μικρή αντίσταση.

— Ά ς το, κουτάβι, μή σ’ αλλάξω τόν αδόξαστο !— Μά τό βρήκα... διαμαρτΰρουνταν δ ’Αργυρής δειλά.— Δέν πά νά τδβρες ! Κα'ι γώ τό παίρνω !"ίϊταν έ'νας άντρας γερός μέ κάτι τεράστιες ποδάρες,

μελαψός, σκληρές πατούνες.— Δέν τά βλέπεις ; παίρνει τό λόγο ή καλή φάτσα

δίπλα μας, οργισμένη. Είναι ασυνήθιστα παιδιά.— Νά συνηθίσουν ! λέει ο ά'λλος σκληρά και φεύγει.Ό σύντροφος, ή φάτσα, σκέβεται, υστέρα ξετυλίγει

σιγά τή φασκιά τοΰ ποδαριού του. ΤΗταν έ'να μεγάλο κομμάτι παλιοτσοΰβαλο. Ά μ α τδβγαλε φάνηκε ή πα­τούνα του, κόκκινη, γεμάτη φουσκαλίδε;.

Μάς πετά τό τσουβάλι.— Μοιραστείτε το ! λέει.— ’Εσύ ;— Θά βγάλω ενα κουρέλι απ ’ τ’ άλλο ποδάρι. ‘Έ ν ­

νοια σας.Το πήραμε, τό κόψαμε σέ δυο και τυλίξαμε δ κα­

θένας τό γυμνό ποδάρι του. Κι δ άνθρωπος ξετΰ- ■ λιξε τό κουρέλι άπ’ τ’ άλλο ποδάρι, τοκοψε στά δυό. ’ Ηταν μικρό τό κομμάτι καί ψιλό, δέ θά τόν προστάτευε. Σκέβεται τίλογια νά τά βολέψει. Κόβει χορτάρια, τά βάζει άπο κάτου στις πατούνες, μπροστά στά δάχτυλα καί κοιτάζει νά τά φέρει βόλτα, νά τά τυλίξει τά χορτά­ρια μες το κουρέλι.

Δέ μιλήσαμε. Λέω πώς δέ θά τόν ξεχάσω ως τήν τε­λευταία μέρα, ολες τις μέρες πού μοϋ λείβουνΐαι ακόμα.

*

Τ® μεσημέρι μάς βρήκε στον κάμπο κάτου άπ ’ τά

Page 60: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

6 ι —

βουνά, τά Κιμιντένια. Ά π ό μακριά διακρίναμε τά σπί­τια, τίς καλύβες στο χτήμα τοΰ παποΰ μου. Πόσες χα­ρούμενες καλοκαιρινές μέρες, πέρυσι ακόμα, είχα χαθεί μές τά κατατόπια τούτα κυνηγώντας.’Ή ξαιρα ποΰ τρέχει τό νερό, ποΰ ήταν οί φωλιές των άηδονιών, ποΰ κατέβαι­νε ό λαγός, ποΰ πατούσαν τά τσακάλια.

— Πάμε έκεΐ νά φ άμε ! λέει ό αρχηγός τοΰ άπθσπά- σματος.

Καί τραβήξαμε πρός τά έκεϊ.’Ό ξω άπ τή μεγάλη πορτάρα στο χτήμα ήταν

ενας μεγάλος πλάτανος. Έκεΐ θάψαμε τον παποϋ μο\?- τήν άνοιξη. Είχε βρέξει τή νΰχτα. Κλάψαμε πολύ μέ τήν αδερφή μου τήν ’Αγάπη. "Υστερα ή μητέρα μας μας είπε να βγοϋμε οξω.

'Η ταν μαζί μας κ ’ ενα γλυκό ξανθό κορίτσι. Τό φι­λοξενούσαμε. Πήγαμε κάτου άπό μιά αμυγδαλιά, λυπημέ­νοι,βουρκοομένοι ακόμα. Κ ’οί τρεις. Τότες εγώ γιά νά κάνω· κάτι κούνησα τό βρεμένο δέντρο. Οί καθαρές στάλες τι­νάχτηκαν στά μοϋτρα μας, βρέξαν τά γυμνά μπράτσα των κοριτσιών, τό λαιμό. "Ενα σΰγκρυο. Κοιταχτήκαμε μές τά μάτια, % οί τρεις. Κι άξαφνα, απ’ τή χαρά τής υγείας πού μάς γέμοαε, σ’ αυτό τό ανοιξιάτικο πρωΐ, ή. φρέσκια δροσιά πού έ'σταξε στή σάρκα μας καί τήν πικά­ρισε, μπήξαμε τά γέλοια. Είμαστε νέοι.

Τά θυμόμουνα βλέποντας τούς στρατιώτες νά μασ- σοΰν έπιδειχτικά τό ψωμί τους. ’Άλλοι άπ5 τούς δικούς μας είχαν' ξαπλώσει καί βογγοΰσαν, άλλοι ψάζαν νά βρουν τίποτα νά τυλίξουν τά γυμνά ποδάρια τους. Τά μάτια μου πέσαν στήν απιδιά, λίγο παρέκει απ’ τή δεξιά μεριά τής πορτάρας.

Τό θυμήθηκα.— *Ά ! Αλήθεια, είναι κι δ τάφος τοΰ κουναβιού'

«κεΐ...— Τί λες ; ρωτά δ Αργυρής.— Τίποτα. Τήν αδερφή μου θυμούμαι, λέω.Στηλώνει τά πικραμένα μάτια του απάνω μου.

Page 61: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= 62

— Την Α γάπη ;— Ναί, τήν Α γά πη .’Ανοησίες. Μιά μέρα σκότωσα ά'ναντρα, καθιστάς, μέ

την ησυχία μου ενα κουνάβι, ενα συμπαθητικό απροστά­τευτο ζό. Ή ’Αγάπη χάλασε τόν κόσμο. ’Έκλαιγε σά μωρό. ’Έ θαψ ε τό κουνάβι κάτου άπ’ την απιδιά. Κ ’ ήταν *)λο επισημότητα τά δάκριά της πού τρέχαν.

— Ή τα ν ενα ευαίσθητο πλάσμα..., μουρμουρίζει σιγά ό "Αργυρής, άποτραβηγμένος κι αυτός στ'ις αναμνή­σεις του.

— Ναί...Ναί. Ή τ α ν πολύ φίλοι οί δυό τους.

Σκληρές γυναικείες φωνές. Σάλια μπάλια. Οί στρα­τιώτες σάν άπόφαγαν θέλαν καί νά εκφραστούν. Τρα­βούσαν τίς γυναίκες κι αυτές κάναν τή συνηθισμένη αντίσταση. "Υστερα τις πήραν καί χάθηκαν έκεϊ σιμά .μές τά μεγάλα κλήματα τ’ αμπελιού. Μείναν μονάχα δυό νά μας φυλάγουν. Ά π ’ τά κοντήτερα κλήματα κόψαμε καί μεΐς φύλλα καί τά μασσοΰσαμε.

— ’Ά ραγες γιά πού πάμε ; ρωτά ένας τούς άλλουνούς.— Ά π ’ τό δρόμο φαίνεται πώς πάμε γιά την Πέρ­

γαμο, τοΰ άπαντά κάποιος.Ό ρολογάς πετιέται άπ’ τό μέρος πού είναι ζαμου-

•ριασμένος.— Γιά πού λέει; ρωτά μέ τρόμο.— Γιά την Πέργαμο.— Βρέ παιδιά, μή ! Χάθηκα !Είναι τόση ή τρομάρα ίου, θαρρείς πώς ξεχνά

’μονομιάς δλα τ’ άλλα, πώς κεΐ πίσου άπ’ τά κλήματα ή γυναίκα του...

— ’Ά ν πάμε καί μέ γνωρίσουν χάθηκα...Δέν καταλαβαίνω. "Ενας δίπλα μάς τό ξηγά.— Βαστά άπ’ την Πέργαμο. Ή τα ν καί στο 4ο. Γι

■αυτό.’Ά , ήταν κι αυτός; Γνώριμη ιστορία. Στην κα­

Page 62: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

63 =*

τοχή, οξω απ’ τήν Πέργαμο βρέθηκαν τά πτώματα, καμιά σαρανταριά φαντάροι δικοί μας, σφαγμένοι και πεταλωμένοι. "Υστερα πήγε εκεί τό 4ο Σύνταγμα. ’Έ γι- νε ενα «Συνεργείο ’Αντιποίνων». Τοποθετήθηκε ενα νέο .-εαιδί, Μυτιληνιός. Ή τ α ν μάνα. Σκαρφίζουνταν ενα σωρό χράματα: Τό κρανίο κόβεται σιγά-σιγά μέ το πριό­νι, έ'ναν κύκλο γύρω, τά χέρια λιανίζουνται μέ μιά βα­ριά, δυο μάτια βγαίνουν εύκολα μέ δ,τι νάναι,

Οί εχτροί κουβανιούνταν στην παράγκα τοΰ Συνερ­γείου, βλέπαν καί περιμέναν σειρά.

Κάπνιζε τό τσιγαράκι του σαν κουράζουνταν.—Θέ μου, βοήθα..., παρακαλούσε ολοένα ό ρολογάς,

μήν πάμε στήν Πέργαμο.Οί στρατιώτες δεν άργησαν πολύ μέ τις γυναίκες. "Ε ­

νας ένας άρχισαν νάρχουνται. Τά ματόκλαδά τους πέ- φταν βαριά, περπατούσαν μέ αργές κινήσεις, σά λυρικοί Ι'ίρωες κινηματογράφου. "Υστερα ήρθαν κ’ οΐ γυναίκες. Τό κορίτσι έ'σαζε λίγο τά στραπατσαρισμένα ροΰχα του. Μά ή άλλη, ή μητέρα, τίποτα. Ή ρ θ ε άνάμεσό μας κοιτά­ζοντας ϊσα, αδιάφορα. Στο στραγγισμένο μούτρο τά χεί­λια της σφιγμένα κι ακίνητα. Σά νά νοιάζουνταν νά διατηρήσουν μές τά δόντια μιά περήφανη αταραξία ΰποταγής— μή βγει καί σκορπίσει.

Ξεκινήσαμε, Περπατούσαμε ίσαμε δυο ώρες μές στα χωράφια. Τότες ήρθε ή νέα συμφορά. Τό παιδάκι ήταν αδύνατο πιά νά βαδίσει. Κάθισε κάτου κ’ εκλαιγε. Ό πατέρας του αναγκάστηκε νά τό σηκώσει στον ώμο. Τό τρυφερό βάρος λύγισε τήν εξαντλημένη αντοχή του σ' απελπιστικό βαθμό. Ή τ α ν πολύ χοντρός. Βουτη- μένος στον ΐδρο καί στή σκόνη ετρεχε νά προφτάξει τό καραβάνι. 'Ολοένα εμενε πίσω. Μέ τά χέρια του πον (·]αστοϋσαν τώρα τό μωρό δέ μπορούσε νά καθαρίζει τά γυμνά ποδάρια του άπ5 τ° αγκάθια. ’Έτσι, δταν ό πόνος γίνουνταν άβάσταγος, γιά, χτυπούσε σέ καμιά 'πέτρα ε- ,μπηγε τις φωνές. Πηδούσε, ετρεχε μιά στιγμή μ’ ενα πο­δάρι, ύστερα τό λίπος του έχανε τήν ισορροπία, τσούπ.

Page 63: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= 64

Ή τα ν ωραίο, νά σκάς στά γελοία. Τά δάκρια του τρέ*- γαν' μαύριζαν τήν ίδια στιγμή απ’ τή σκόνη που βιά- ζουνταν νά κολλήσει πάνω τους.

— Γιά δέν κοίταζες τότε που καθήσαμε νά τυλίξεις κ’ εσύ τά ποδάρια σου σέ κανέ παλιόπανο ! τοΰ φώναξε κάποιος δικός μας.

Ινι αυτός παρακαλοΰσε νά τον λυπήσουμε.— Μ ή μ’ αφήνετε ! Ικέτευε σπαραχτικά.Σέ λίγο γονάτισε. "Εμεινε. Ά π ’ τά πόδια του ετρεχε~

μαϋρο σκοτωμένο αίμα, έκεϊ πρός τά χτυπημένα δάχτυλα.Τό κοπάδι στάθηκε. Οί στρατιώτες πολέμησαν νά τόν

κάνουν να πέσει πάλι στο δρόμο. Τόν σπρώχναν. Τί­ποτα. Τόν χτυπούσαν μέ τά -κλαδιά. "Υστερα μέ τά κον­τάκια. Τό παιδάκι έ'μπηξε τις φωνές.

— Θά τόν σκοτώσετε, δεν τό βλέπετε ! χύμα έξαλλη ή γυναίκα μπαίνοντας ανάμεσα στους «τρατιώτες. θ « τό σηκώσω εγώ τό παιδί !

’Έτρεμε τ’ αχείλι της. Ή ματιά ήταν κρΰα και σκλη­ρή. Τέντωσε τ’ αδύνατα χέρια κ5 Ι'βαλε τό παιδί που s'- κλαιγε στον ώμο της. Δεν τό χάδεψε. Κανένας μας δεν κινήίί ηκε νά προσφερθεΐ.

— Δέ -&ά βαστάξει, γυναίκα είναι, λέει έ'νας δικός: μας.

— Ναί, δέ θα βαστάξει.Γύρισα καί κοίταξα τό διπλανό μου. Κι αυτός κοί­

ταζε παρακάτου. Κοιτάζαμε ο έ'νας τόν άλλον. Θά ήταν ενα τελευταίο ’ίχνος ντροπής—άπ° τήν παλιά ζεστή καρ­διά, ποϋ νά τήν αγγίξεις... Μά κανείς δέν κινήθηκε.

'Ο ρολογάς σηκώθηκε καί ξεκινήσαμε. Σέ λίγ· ή γυ­ναίκα, ή σκληρή ματιά, χαμήλωσε. ’Έπιασε νά μερεύει. Κι επειτα σιωπηλά, βοΐίρκωσε.

"Επεσε λίγο πιο πέρα. "Αρπαξε φρενιασμένη τ® Λαιδάκι στην αγκαλιά της καί ξέσπασε στά δάκρια.

— Α φήστε μας, αφήστε μας νά τελειώνουμε .., φώ­ναζε μές τ° άναφυλλητά.

— “Έ ! λέει φουρκισμένος ό αρχηγός τής συνοδείας.

Page 64: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

6 s =

Πάβτε Ινας άλλος τό παιδίΚάναμε ολοι μιά ασυναίσθητη κίνηση νά φύγουμε

εναν κίλ'τυνο. 01 στρατιώτες άρπαξαν εναν ά π ’ τούς τε­λευταίους της γραμμής καί τοΰ καθίσαν τό παιδί στον ώμο. Πιο πέρα αυτός φώναξε νά το δώσουν και σ’ άλλον. 'Η ρ θ ε κ5 ή σειρά μου. Ή τα ν αληθινό μαρτύριο, γιατί τρέχαμε, πεινούσαμε, είμαστε γυμνοί, είμαστε γιά νά πέ­σουμε από στιγμή σέ στιγμή εμείς ο! ίδιοι.

Βάδιζα τρικλίζοντας, υστέρα φώναξα νά τό πάρει, κι άλλος. "Ολοι τρέχαν νά βρεθοΰν στις πρώτες γραμμές, νά ξεφύγουν. Σαν τό ξαφορτώθηκα επιασα -//εγώ νά τρέχω μ.ή μοΰ τό ξαναδώσουν. Είχε γίνει φόβητρο, ενα παιδάκι. 'Η οργή σκλήρυνε ολοένα τϊς τυραγνισμένες καρδιές.

—Τί θέλει καί δέ ψοφά! ξέσπασε, άξαφνα, ενας άγρια.— Μπας κ’ είναι νά βαστάξει ; λέει ενας άλλος που·

νοιάζουνταν νά βρει καί μιά δικαιολογία. ΜΑς τό σκοτώ­σουν νά συχάσει.

Κανείς δεν είπε πώς είναι κρίμα.Ή τ α ν μίσος γιά ένα παιδάκι; Ναί. Ή τα ν .

Νυχτωθήκαμε σέ χωριό. Μές τήν καρδιά ένοΰς δά­σους. Μύριζε πεϋκο. ΓΙολλά νερά. Τσάμ—Κιόϊ. Τό κα­τοικούσαν μιά φυλή «τονρκομένηδες».

Μας βάλαν σ’ ενα σταΰλο. Μας δώσαν κι ανάψαμε δαδιά νά μάς βλέπουν. ’Α π’ τό παράθυρο ερχουνταν καί κοιτάζαν χωριάτες και γυναίκες. Αυτές δέν κρύβουν τό πρόσωπο. Μας ριχναν πέτρες κα'ι γελούσαν.

— Θά σάς φέρουμε τραχανά ! μάς λεν. ΧαζιρευτεϊτεΙΠεριμέναμε, ανοίγαμε καί κλείναμε τά στόματα μας.

Δέν ήρθε φύλλο νά μασσήξουμε. Μονάχα οί στρατιώτες μαζί μέ ντόπια παλληκάρια ήρθαν αργά καί πήραν τις γυναίκες.

— Ε ΐναι -ψόφιες δεν τό βλέπετε ; τούς παρακαλεΐ ο ρολογάς.

—Σκασμός! κάνει απειλητικά έ'νας καί τον κλώτβησε.Σηκωθήκαν κ«ί βγήκαν σιωπηλές.

5

Page 65: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

Τά δαδιά τελείωσαν, αβύσαν. "Ενας ενας οι σύντρο­φοι αποκοιμούνται.

Τουρτουρίζαμε άπ’ τό ψυχρό αγέρι πού φυσούσε. ‘Όσο έκαιγαν οι μέρες τόσο οι νύχτες ήταν ψυχρές. 'Ο ’Αργυρής δίπλα μου έ'χει ακόμα ανοιχτά τά μάτι» ίου. Τά βλέπω μες τό σκβτάδι.

—Συλλογίζεσαι, ’Αργυρή ;“Ενα κίνημα ταραχής.—Έ γώ ; ’Ό χ ι. Θυμήθηκα, νά δεις...—;Τι πράμα ;—Κείνο τον τάφο τού κουναβιού, λέα>. ’Αστείο δεν

είναι ;.—Γιά τήν ’Αγάπη λές ;— Ναί, γιά τήν ’Αγάπη.Μιά στιγμή πάλι. 'Ησυχία, Αισθάνουμαι πού ερχεται

πιο σιμά μου. Μουρμουρίζει, μόλις άκοΰγεται.— Ξαίρεις...Σταματα. Τότες απότομα, ά'ξαφνα, αναπάντεχα, τι­

νάζεται στο σκοτάδι, κατακάθαρο:Καταλαβαίνω μονομιάς. ”Α, δλες λοιπόν αυτές οιφιλί-

λίες τους...'Ησυχία.—Είναι σίγουρο πώς έφυγαν ; ροκά σιγανά δ ’Α ρ­

γυρής.—Ναί, έφυγαν.—Κείνη δεν ήξαιρε τίποτα, Ή λία. Τ ’ δρκίζουμαι.’Α π’ τ ’ ανοιχτό παράθυρο φαίνεται ένα κομμάτι ου­

ρανός. Πέντε δέκα άστρα. 8 ά μπορούσες νά τά μετρή­σεις. Κάποιος φώναξε πολύ βαθιά, στο δάσος: "Ενα κρούσταλλο πού ελιωσε, ελιωσε, έ'πεσε. Μες τή νύχτα.

— Μήπως σέ πείραξα, Ή λία ;— Έμενα; Γιατί, ’Αργυρή ;Π ια δέ μιλήσαμε. Μονάχα τό δάσος βούιζε, Ιγλυφε

τή νύχτα. Ό ϊδιος ψίθυρος, ακατάπαυτα ίδιος, ή αιωνιό­τητα, Κάτι ήταν. Δέ θά είποβθεϊ ποτέ, ποτέ.

Page 66: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

”£γυρα πιο σιμά του, γιατ'ι έτρεμε :— Κρυώνεις, ’Αργυρή ;— Κρυώνω Ή λία ...Tew έσφιξα θερμά νά ζεσταθεί.

6

Αυγή αυγή ξεκινήσαμε. ’Αρχίσαμε νά πέφτουμε πί- <>(ο άπ’ τά βουνά τοΰ Τσάμ— Κιόΐ. Μιά στιγμή σταθή­καμε νά γεμόσουν νερό τά παγούρια τους οΐ στρατιώτες. Τότες ενας σκλάβος γύρισε καί κοίταξε στο βάθος μακριά.

— Παιδιά, λέει. Ή θάλασσα.Γυρίσαμε κ’ εμείς καί τήν κοιτάξαμε σιωπηλοί. Τό

πέλαγο θά ήταν ταραγμένο. Ύποπτευού μαστέ τά κύματα πού θ ’ ανεβοκατέβαιναν δκνά, το ενα πίσου άπ’ τ’ ά'λλο. Τά υποπτευο\>μαστε. Μά στα μάτια μας πού μέναν στη- λω μ ένα εκεί δέν έφτανε μήτε μιά ελάχιστη κίνηση. Τί­ποτα. Τό πέλαγο εμενε έτσι ακίνητο, μέ μεγάλες ραβδω­τές γραμμές πού θά ήταν τά κύματα, ετσι ακίνητα γιατί βαρέθηκαν.

— Δέ θ ά τή ξαναδοϋμε...Μέ ήμερα, λυπημένα μάτια την κοιτάζαμε σιωπηλοί.

Κάμποση ωρα, σάν πέσαμε στο δρόμο, πάλι γυρίζαμε «ί- <τω καί βλέπαμε. "Ως πον χάθηκε.

Γ ιά σου, παιδί μου.

*

Βρήκαμε ένα πτώμα φουσκωμένο, μαΰρο, μισοφαγω- μένο άπ* τά τσακάλια. Πάρα κάτου βρήκαμε χι αλλα τέ~ τι,α λέσια. Τά μυριζουμαστέ απ’ τόν αγέρα.

Page 67: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= 68

— Θά φανεί.22έ λίγο, φαίνουντίχν. θ ίίταν καμιά «λλη άποοτολί»,.

πριν από μ α ς .Κοντεύαμε α~ ενα ρέμα. Ά κοϋμε μιά εξαντλημένη

γυναικεία φωνή πού καλούσε. Κοιταχτήκαμε μες τά μάτια.

Μάς τράβηξαν πρός τή φωνή. Σέ λίγο τή βρήκαμε. "Ηταν μιά χριστιανή, δική μας. Τα φουστάνια της ήταν κομμένα, πεταμένα δίπλα, απ’ τή μέση και κάτον σχεδόν γυμνή. Ο! δυο γυναίκες πού είχαμε μαζί μας τρέξαν κον­τά της, μά οι στρατιώτες τις μπόδισαν. Στέκαμε κάμπο- σα μέτρα αλάργα και κοιτάζαμε. Ό αρχηγός τοΰ άπο- σπάσματος τή ρωτούσε νά μά·&ει. *Ηταν μιά προηγούμε­νη αποστολή. Αυτή ήταν ετοιμόγεννη, άπόβαλε, τήν πα­ράτησαν έκεΐ νά τυραγνιστεΐ ως που νά πεθάνει. Πάνου στά χαμόκλαδά, πηχτά κομμάτια αίμα γιάλιζαν στον ήλιο σά γιούσουρο.

Ό λοχίας έφτυσε μέ αηδία. Ή γυναίκα τραβούσε έ'να στρατιώτη άπ= τό παντελόνι, νά τή σκοτώσει. Αυτός ζήτησε διαταγή. Τού είπαν νά μ ή τήν πειράξει. ’Έτσι

1 τήν αφήσαμε ζωντανή και προχωρήσαμε.

*

Νά λοιπόν κι° ύ «λευκός -θάνατος»— δ Μάριος καί ή. Τιτίκα, μιά βορεινή κυρία άλά Χ άμσονν. Πλημμυρίσαμε κ° εμείς από λευκότητα καί αρωμα.

Τό κακό ά'ρχισε νά χτυπά στήν αρχή αραιά, ύστερα έσφιξε τά δόντια του. Δυσεντερία. Τά βρώμια νερά πού. κατεβάζαμε μες τ3 αδειανά οίντερά μας επιασαν νά ψι­θυρίζουν άπο μέσα, ν= άπαγγέλνουν στίχους καί νά μουγκρίζουν. Οι άνθρωποι τρέχαν σάν τούς ερχόταν ή. ανάγκη, βιάζουντβν νά τραβηχτούν απ’ τή γραμμή, έτσι στά πεταχτά, καί πάλι τρέχαν. Νά προφτάξουν. Τά μού­τρα τεζέρναν σέ σπασμούς, ό ήλίος έκαιγε, χύνουνταν, φωνάζαμε: τελείωνε. "Υστερα ή συναίσθηση πού έφερνε

Page 68: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

•αυτή ·$ χραυγή—τελείωσε, τένχ&νε σέ μιά απελπισμένη προσπάθεια τό κορμί πού πάλευε και πάλι παίρναμε δυ­νάμεις και τρέχαμε.

Τέλος κοντά στο μεσημέρι ενας επεσε. Ά νάσαινε λα­χανιασμένα καί τό μοϋτρο του δλο σπαρτάριζε. Μονάχα τά μάτια του στέκαν ακίνητα, σαν τοΰ ζού πού παραμο­νεύει.

Οί στρατιώτες λύσσαξαν.— Σ κ υ λ ί ! Θά σ ’ άφνσονιιε στον τόπο ! Σήκ(® !Μαζευτήκαμε από πάνω του:— Κουράγιο ! Κουράγιο σύντροφε ! φωνάζαμε α­

πελπισμένα.Στο κορμί αυτό πού λύγισε δέν κοιτάζαμε παρά

«μας τούς ϊδιους, εναν κίντννο πού κρέμουνταν ά- πάνου μας νάρθει, σέ λίγο. ’’Η ταν ενα αδιόρατο σύνθημα πού δίναν τά ζά, μπρος σ’ αυτό πού επεσε, μιά κραυγή γιά (Βοήθεια.

— Κουράγιο ! Κουράγιο !Τίποτα. Ά διίνατο. Τά ματόκλαδα σαλάγιξαν μονά·*

να γ.αϊ πέταξαν λίγη σκόνη. Καί. τά μάτια, πού στέκαν «κίτητα, πλημμύρισαν άπό μιά θολή τσίπα. Τ ’ ασχρα χεί­λια μόλις μπορούσαν νά σαλεύουν.

—Θά μείνω, θ ά μείνο>...“Αργά, γύρισε και, μάς είδε ολους, σχεδίάν εναν ενα.

Κ’ υστέρα, ή τσίπα υγράθηκε, ήμερα—ενα θολό πράμα, κάτι θ ά νποκρί,νοννταν.

'Ο αρχηγός φώναξε δυο στρατιώτες. 'Οδηγίες. Οί δυο στρατιώτες μείναν μέ'τό σύντροφό μας κ5 εμείς ξεκι­νήσαμε.

Ή τα ν μιά παλαβή αλλοφροσύνη ετσι που πιάσαμε νά τρέχουμε. 'I I φρέσκια δύναμη, ή αγωνία, λαστιχά- «ριζε τά μελαψά κορμιά πού άντιδροΰσαν στην εγκατά­λειψη. Τρέχαν σά νά τά κυνηγούσε δ αγέρας, μιά λόχη —ήταν φόβος νά σβΰσει ά’ν σταθούν.

Οί δυο στρατιώτες μάς φτάξαν *β λίγο. Μονάχοι. Τε­λείωσε.

Page 69: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= 7ο

"Υστερα «πο ώρα. μΰς σταμάτησαν πάλι νά πιού­με, σ’ ενα βούρκο. Μιά λίγη σαγμί'ι διστάσαμε, μά ί’σ η - οα χυμήξαμε στο νερό. Τό σύνθημα τό δώσ*ν αυτοί ποί’ τούς είχε m d c s i κι άλας to κόψιμο. Κ° οί άλλοι βρήκαν σ’ αυτό μιά δικαιολογία.

'Ο Ά ργύρης έ'πιασε νά βολέψει τό τσουβάλι πού τύ­λιγε τήν πατούνα του. Είχε φαγωθεί κ’ ήθελε νά τ<> γυρίσει άπ3 ά'λλο μέρος.

Ξαφνικά τό θυμήθηκε.—’Ά , ήταν αυτός.., μουρμουρίζει συγκινημένος. Ή -

λία, ξαίρεις πώς τον λέγαν ;’Ή θελε να μάθει πώς τον λέγαν. Τό σύντροφο πού

έμεινε. Βογγούσα απ’ τούς πόνους, κυλιόμουν στις γίς, πεινούσα, Θέ μου, πεινούσα.

—Δεν ξαίρω, τοΰ λέω σκληρά.—Είναι κείνος πού μάς εδωσε το τσουβάλι, τούτο

?.δώ. Δεν τον θυμάσαι ;Μιά γλήγορη στιγμή ή αγαθή μορφή του περνά απ’'

τά μάτια μου. Ά λλά χάνεται μονομιάς. Δεν υπάρχει. Δεν υπάρχω παρά έγώ.

—’Ά φησε με! φωνάζω αγριεμένος στο σύντροφόμου. "Άφησέ με !

Μέ κοίταζε φοβισμένα, κάτι ήθελε νά πεΤ, μά δεν τόλμησε.

*

"Ενας ακόμα. ’Έπεσε. ’Έγυρε, εγυρε, τέλος στρώ­θηκε στη γις αναίσθητος μέ τό κεφάλι μπρός, σά νάθελε νά τή φιλήσει. Ά π 3 τό στόμα του βγαίναν άφροί. Σβοϋ- ©αν σύντομα—έ'να ακρογιάλι, μικρά κύματα, φσ, φσ, εγινε ό στίχος. Ό αρχηγός τού άποσπάσματος τραβούσε λυσσασμένα στο μούτρο τοΰ συντρόφου καμτσιές νά σν- ■νέρθει. Τίποτα.Γϊά ποιο λόγο; Ε ίνα ι ώραϊα. "Ετσι. Α ν τ ίο , σύντροφε.

Τραβήξαμε και περιμέναμε παρά κάτον νά

Page 70: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

μας φτάξονν οί στρατιώτες πού μειναν γ!« ν« τον Αποτελειώσουν. ΤΙ καλά ήταν πού καθήσαμε ! Τά ψοςρήμια ανέβαιναν βαθιά, παίρναν δυνάμεις.

— "Άχ ! "Ας αργούσαν ! μουρμουρίζει ένας Ικετευ­τικά.

— "Οπου ναναι ·&ά φανούν, βιάζεται να πατάξει κά­ποιος δλλος την δπογοήτευση. Μονάχα αν τον βασα­νίσουν...

Κοιτάζαμε προς τό μέρος πού ήταν νά φανοΰν ο'ϊ στρατιώτες. Καί στο βάθος δλοι παρακαλούσαμε αυτή τή φοβερή ικεσία :

— "Ας αργοΰοαν ! "Ας αργούσαν !Δεν άργησαν.Πέσαμε πάλι στο δρόμο, κι ολο τό κοπάδι τά ζά,

βόγγηξε απ’ τούς πόνους. Μά ολοένα τα βογγητά άρχι­σαν ν'1 αδυνατίζουν. Τ α γόνατα λυγίζαν. *Ηταν σά νά μεγάλωνε το βάρος, ολοένα. Τά κορμιά χαμήλωναν. 'Ο ήλιος γιάλιζε, ήταν καφτός, μά ολοένα σκοτείνιαζε , σκοΰραινε, γίνουνταν πιό αόριστος. Πολλά πράματα κρέμουνταν στον αγέρα στριφογύριζαν, τονα πά στ’ άλλο, χτυπιούνταν. Μές τήν καρδιά, στο κορμί όλύκερο μιά στερεή ουσία χάνεται, διαλύεται κι ολος 6 τόπος μένει αδειανός. "Ενα κορμί αδειανό.

Τότες, στήν κρίσιμη ώρα, ακουγω τή ξεψυχισμένη φωνή τοΰ ’Αργυρή νά ζητά βοήθεια.

— Ή λία ! Ή λ ία ! Μή μ’ αφήνετε...— Ά ργΰρη ! μαζβΰω τις απελπισμένες δυνάμεις μου

και τοΰ φωναζιο. ’Αργυρή ! Κοντεύουμε στήν Πέργαμο, νά...

Περιμένω νά μέ φτάξει. Τον παίρνω απ’ τό χέρι, τόν κουνώ.

— Νά ’Αργυρή, σιμά είμαστε. Σιμά. Γιά δες...Ρωτούσα τούς άλλους, ετσι δεν είναι, παιδιά ; Κα­

νείς δεν απαντούσε, δλοι τρέχαν κ’ εγώ επαναλάμβανα σάν παλαβός, ετσι δεν είναι ; Γιατί, γιατί άν. εφευγε κι αύτό τό καταφύγιο, ή φριχτή χαρά νά μήν είμαι μο-

Page 71: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

— 72

■νάχβς...“Α π’ τά μάτια τον πέρνα ενα γλήγορβ φωτεινό φύ­

σημα.— ’Αλήθεια ; λέει. Κοντεύουμε ;— Ναί, ’Αργνρη. Μόλις στρίψουμε τό βουναράκι..,Ποϋ ήξαιρα τά κατατόπια; Τοΐίλεγα αράδα ψέμματα.— Μην τον άκοϋς ! Μήν τόν άκοϋς ! πετιέται μιά

τσακισμένη φωνή. ’Εγώ ξαίρω. Δέν είναι κοιτά δω ή Πέργαμος...

Ό ρολογάς.Γυρίζω άγριος. Τό μούτρο του σπαρταρα, τεζαρι-

βμένο άπ’ τόν τρόμο γεμάτο άπ’ αυτό τό ό'νομα.Τοΰ φωνάζω λυσσασμένα.— Σκάσε !— Δέν είναι... δέν είναι... ελεγε αυτός ολοένα σιγανά.— Είσαι ενας κ’ είμαστε δλοι. Σκάσε! Νά ’Αργυρή,

μόλις στρίψουμε...Ό ’Αργυρής κόλλησε τά μ.άτια του στο βουναράκι.

πότε θά στρίψουμε. Σά φτάςαμε στή στροφή, ή καρδιά μου χτυποΰσε νά σπάσει. ’Έλεγα, τώρα τί θα γίνει ;

— Λίγο παρακεΤ ακόμα. Λίγο ακόμα...“Ετσι, μέ τά ψέμματα τόν έσυρα τις δυό ώρες πού χά­

ναμε ως πού νά φτάξουμε στην Πέργαμο. Μπαίναμε πια μές τήν πολιτεία δταν συντριμμένος άπ’ την αγωνία καί τ« βάσανα κουτρουβάλησε στή γίς, λιποθυμισμένβς. Τόν φέραν μές την αποθήκη πού μάς βάλαν, βρήκαμε έκεϊ νερό, ενας βρέθηκε νά τοΰ χΰσει, νά σ\η'έρθει.

Πήγα σέ μιά άκρη, στην αποθήκη, δέ νοιάστηκα πια γι’ αυτόν, έπεσα μπρο\1μυτος στις πλάκες, σκέπασα τό μοϋτρο μέ τά χέρια μου καί μές τά βογγητά μ ον επιασκ νά τή φωνάζω σιγανά,

— Μητερούλα. Μητεροΰλα.

Page 72: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

73 =

τΐίτ « ν μιά καπναποθήκη εκεί πού μας ρίξαν. Τά •κορμιά σπαράζαν πάνου στις πλάκες μισόγυμνα, πρισμέ- να, γεμάτα λάσπες, αυτόματα—σάν πράματα.

Ντόπιοι τοΰρκοι ερχόταν και μας κοίταζαν, νά αον- σουμιάσουν. Έρευνοΰσαν τά ·ν··';·/-.τα, εμάς, νά τά άνα- συνθέαουν, τρυποϋσαν γιά 8να ίχνος πού ίσως νά είχε ξεχαστεΐ. Αυτό τό ίχνος σπαρτάρισε μιά στιγμή σά νεογέννητο μες τά σκονισμένα μάτια τοΰ ρολογά—σάν f/στρο πού πέφτει. Τόν γνώρισαν.

"Ολη ή Πέργαμος βοΰϊ'ξε άπ3 τό νέο—τ° άστρο. Τά πλήθη ερχόταν καί τό κοίταζαν, ά'νοιγαν τά στόματα, δείχναν τά κίτρινα δόντια, νά τό συντρίψουν.

• Μ’ επισημότητα μπήκε κ’ ένας αρχηγός. “Ηταν ά π ' τά παλληκάρια πού δέν έσκυψαν στην κατοχή κάτου α π ’ τόν 'Έλληνα, πήραν τό βουνό καί σπαταλονσαν τήν πε­ρηφάνια, σάν ά'χρηστη.

— Μέρ χαμπάρ, (*) Νικόλα.Τον εδωσε τό χέρι. Ό δικός μας δίστασε μπρος σ’

αυτό τό χέρι πού προσψέρουνταν σά φωτιά. ’Έ πειτα , σκληρά, σάν άνθρωπος πού πνίγεται, τό χούφτιασε.

— Κ ” ή φαμίλια εδώ ; ρωτά ό Τούρκος.Ναί. Κ’ ή φαμίλια. 'Η γυναίκα καί τό παιδί. Τούς

είχαν σ ' εν α χωριστό πάτωμα, απάνω.'Ο Τοΰρκος εβγαλε τήν καπνοσακκούλα του, τράβηξε

μιά μεγάλη πρέζα καπνό καί τοΰ τήν εδωσε. Καί μιά φυλλάδα τσιγαρόχαρτο. "Υστερη βγήκε ό'ξω.

Γύρισε σε κανένα κάρτο. Βαστοΰσε εναν κουβά μέ σταφύλια, ψωμί. Μέ σ.-βασμό ο σκοπός τοΰ εδειξε τήν πόρτα πρός τ ’ απάνω πάτωμα. Ξανακατέβηκε από κεϊ «β λίγα λεφτά. Ή τ α ν βαρΰς, αυστηρός κι αμίλητος— σάν «Λ'#ο«*πβς,

ί*) Τ χ ti>j<susit0i.

7

Page 73: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

Κ ύ ϋ 'qcs :χύΧι κοντ u. στο ρολογά και Τϋλ\£·ε χΰίγαρο. Φουμάριζε αδιάκοπα. Μασσοΰσε τά χείλια του ποίΓ τρέμαν.

— Τις είδες ; ρωτά δειλά δ δικός μας.Ό τοΰρκος παρατά το τσιγάρο καί τον κοιτάξει μες

ΐά μάτι*.— θυμάσαι, Νικόλα, τή Νατζιε ; τον λέει σιγκινη-

μένος.Τή θυμήθηκαν. 7Ηταν ενα 'ίιμερο νεανικό πρόσωπο,

ήταν καλή σαν παιδάκι— Θέ μον, πώς τό έπέτρεψες σέ μιάν αντίχριστη ; Οί δυο γυναίκες, τοΰ τούρκου καί το? χριστιανού, αγαπιούνταν σαν αδερφές. Τά καλοκαίρια μέναν μαζί στον κάματο, οί δυο φαμίλιες. Δέ χάριζαν- Μονάχα σαν έπεφτε ή νύχτα αποτραβιοννταν ό καθένας νά θεηΦεΓ στο Θεό τον. "Υστερα πάλι ξαναδερφώ- νουνταν.

— ίίόσβ χρόνια ε ίν α ι; ρωτά δ δικός μας σά ναναι ενα παρελθόν τόσο μακρινό.

— 3Από τότε πού σκοτώθηκε ; Τρία.Τή Νατζιέ τήν είχε βρει μιά σφαίρα στις μερ«ς τη;

κατοχής.— Δέ ζούσαμε καλά, Νικόλα; λέει δ Τούρκος.Τότες ό δικός μας πέφτει στα πόδια του, παρακα­

λώ ντας.— Σώσε μας ! Σώσε μας !—Δεν πράξατε καλά Νικόλα ! τον κόβει α·&στ>)ρά δ·

τοΰρκος και τον τράβα νά σηκανθει.—Κ 3 εγώ τι φταίω ; Tt ψχαίω ; μουρμούριζε ό Εικός

μ,ας μέ δάκρια.— Ό Θεός κρίνει, μπιλαντέρ. Αυτός, βλέπεις, δέν

ξέχνα.Σηκώθηκε. Ό ά'λλος παρακαλοϋσε ακόμα. Μά δ

Τοΰρκος τον εκο*ψε. Τώρα πια ήταν στή μέοη ο Θεός. , Αυτός διατάζει—τι μπορει νά κάνει ό ανθρ^απος ;

— ΛΑλλάχ Τσμαλαντίκ. (*} Νικόλα.(*) Τούρκικος χαιρςτιβμάς.

- 7 4·

Page 74: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

75 -

* l l t u v πολύ.ννχτα σαν ήρ$αν καί τόν πήραν. Παρα-· καλοϋσε νά τον «φήσουν νά δει τό παιδάκι το·υ για τε~- λ,ενταία φορά, νά τ* αποχαιρετίσει.’Ανοησίες. Τδκοψαν.

νΟχι.

Πολλή ωρα αργότερα.—Μπας και τόν άφησε ; ρωτά μιά φωνή μές τήν /η­

συχία.- Τ ί ;—Τόν καπνό, λέω.Πέρνα μιά στιγμή ώς πού νά “ψάξει ό άλλος μπας καί

τόν ξεχασε ό ρολογάς τόν καπνό.— ’Ό χι. Δέ βλέπω τίποτα.Ή άλλη φωνή λέει :— ■ Τ ί τόν η&ελε ;

*

Τήν άλλη, τό πρωί, μάς φέραν ενα βαρέλι σαρδέλλες πάστες. Μάς μοίρασαν κ 3 ενα κάρτο ψωμί τόν καΦένα. Πέσαμε σάν παλαβοί. Μές τις χαραμάδες, στίς πλάκες νής αποθήκης, y-αμπόσοι βρήκαν κάτι απομεινάρια από σκόνη καπνό. Σέ μιά γωνιά βρέθηκε και μιά φυλλώδα, ενα τεφτέρι. Τή σκί,σαν καί τύλιξαν τσιγάρο. 01 άλλοι που δέν προφταξαν κοίταζαν μ3 άναμένα μάτια, έτοιμα νά χυμήξουν, τό γαλαζο καπνό πού Ιβγαινε uzi τά στό­ματα.

"Ενας σηκιονεται και κοντεύει σιγά. Βλέπει τόν άλλον πού φουμερνε : ήταν ξυπόλητος. νΥστερα ρίχνει τή 'μ α ­τιά στά δικά του ποδάρια, τυλιμένα μ* ενα παλιοτσον-- βαλο πού είχε βρει.

Μιά στιγμή διστάζει.—Κολλήγα, λέϊΐ τέλος άποφασιστικά. Σου τό itym*.- Τ ί ;—Τό τσουβάλι μου, λέω. ’Αμάν, δυό ρουφηξές IΌ άλλος σταματά νά φουμέρνει.

Page 75: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

Κβιτάζ^ι. "Υστερα γνέφει καταφατικοί.—Μ.™.

#-

Κοντά μεσημέρι άκοΰσαμε πολύ βουητό. Ή πόρτα τ% «ποΦηκης άνοιξε και χύΰ-ηκε μέσα άλλαλάζόντας τό νέο πράμα. Στην αρχή τρομάξαμε, προσπαθούσαμε νά νοιώσονμε τι ναταν τά σκέδια τοΰτα και μόλις μέ πολλή

■<ί>ρα γεμάτο ·θαμα<τμό, τούς αναγνωρίσαμε.—-Μωρέ ’. Μωρέ !’Ή ταν ενα τεράστιο συγκρότητα από κοιλιές πού πρό-

β α λ α ν στην αρχή* Παραγεμισμένες, αξιοπρεπείς, άλλες yi'-μνές, στα φόρα, άλλες κρυμμένες πίσω άπ* τά λινά μακριά σώβρακα πού ξεφτοΰσαν στα λασπωμένο ποδά­ρια. "Υστερα ήρ&αν τά κεφάλια, μάτια, κοτσίδες γένια, μαλλιά-κουβάρια σά νά γΰριζαλ' από καυγά. Ιναΐ. πίσω -ύ.·κ ολα αυτά τον είδαμε, τον είδαμε. ΤΗταν δ Θεός.

— Μωρέ, οί παπάδες μ α ς!Ή τ α ν καμιά τριανταριά, δλη ή Ιερή ομοσπονδία τ’

Ά ϊβαλιοΰ. Σέ λιγοστούς μονάχα κυμάτιζαν κάτι άπο- -μεινάρ\α από ράσα. "Ενα δυο διατηρούσαν ακόμα στρα­βά, εφέδιζα, τσαλακωμένα, απ’ τά χτυπήματα, τά καλι- -μανχια. 01 άλλοι ήταν ολόγυμνοι, μέ τΙς φανέλες και τά σώβρακα.

Ρίχτηκαν χάμον και φώ ναζαν δλοι μαζί, επί παραγ­γελία. "Υστερα μυρίσαν μιά τον αγέρα, άλλη μιά φυσή- ξαν τά ρου-θοΰνια—άνϋ-ρωπινό κρέας μυρίζει, λέει δ δρά­κος—μωρέ παστό μυρίζει φωνάζουν και χνμονν τά ράσα. Ά ρποϋσαν τις σαρδέλλες και τις κατέβαζαν μονοκόμα- τες μέ τά λέπια, πίναν κουβαδιές νερό καί τά ξαναβάζαν ηπρός. "Υστερα, οποίος έιτρόλαβε τον κύριον είδε, χώναν μες τούς γυμνούς κόρφους τους δρμηοά, χουφτιές, χον- <ρτιές. μην xvrsi καί τελέψουν. Ευλογία.

Μονάχα δυο, ετσι πού πάσαν δέν μετακινήθηκαν- Μιά v ia , ημερη άχαμνή μορφή πού ρεζίλευε τό είδος κ’ ενας

■j6 =»

Page 76: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

77 =

γέρος πάνου «πό εβδομήντα χρονω.Στέναζαν.Οί ααπάδες εί χαν κάνει τόν ’ίδιο δρόμο μέ μας μιά

μέρα αργότερα. Τους ρωτούσαμε νά μάθουμε νέα.Δέν πρύκαναν να μας πουν. 'Ή ρ θ ε τό άπόϋπααμα.

Μάς σηκώνουν γιά δρόμο. Ε μ ε ίς είχαμε συνέρ·&ει λίγο·· απ’ τόν ΰπνο της ννχτας καί τό ψωμί. Μά οί ίερωμένοΐ- ηταν νά τούς κλαϊς. Προπάντων οί δυό δέ Οέλαν νά. στ]κωθοΓ>·ν.

Τούς βιάσαν.Πέσαμε στο δρόμο. Αριστερά γιάλιζε ή Ακρόπολη:

—’Ά τταλος δ τρίτος, διαζευχθείς τήν σννζννον αυτο ί.....Ή πομπή σταμάτησε. Φασαρία- Οί στρατιώτες βλα­

στημούσαν, φώναζαν. Ό γέρο παπάς δέν ήθελε νά προ- χωρήσει. ’Έπεσε.

— Πιάστετον δυό άπ’ τά χέρια ! διατάζει δ αρχηγός.Τόν πι.άσαμε δυό άπ’ τις μασχάλες και προχωρήσαμε.

Μά τά ποδάρια του εμεναν, σέρνουνταν.Σταματήσαμε πάλι.Ό λοχίας εξω φρένων ερχεται από πίσω. Μέ τήν

μποϋκα τοΰ τουφεκιού τοΰ φέρνει μιά, δυό, τρεις στή μέση νά τόν ζωντανέψει. Ξέφυγε άπ’ τά χέρια μας, βά­ρυνε, επεσε. Είδαν κι «πόειδαν τόν τράβηξαν στην άκρη τοΰ δρόμου, τόν άμόλαραν μπρούμυτα κι άρχισαν νά τοΰ κατεβάζουν απανωτές κοντακιές. Ούτε καν στέναζε. Μονάχα ή γλώσσα του εγλυςρε τή γις νά δοκιμάσει, στυ- »ρή είναι, πικρή είναι.

Ά π ’ τό λόφο, αντίκρυ στον ’Ά τταλο, λίγα μέτρα α­πό μας, τά παιδάκια, τά τουρκι,ά, πού παίζαν ροβόλησαν κατά τή σκηνή. Οί στρατιώτες άποτραβήχτηκαν γιά νά ξεκινήσουμε. Τά παιδάκια πιάσαν δ'λα μαζί νά πετρο­βολούν από σιμά τό πτώμα πού ξεψυχούσε.

Κάμποσο άκούγαμε τό βουβό χτύπο πού έκαναν α! πέτρες, δσο ολοένα στοιβάζουνταν. Τρεις φορές μον ε ίχε δώβει μικρόν τή ΐ>εία μετάλειψη. Φορ©ϋσα τά «&λ« μ·υ..

Page 77: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

» 7S

Πολύ γλήγορα αρχίσαμε νά διψούμε πάλι φοβερά. Τά χασχα ζωντάνευαν στ’ άντερά μας, κολυμπούσαν. Μά δέ μας σταματούσαν νά πιούμε.

— Νεράκι! Λίγο νεράκι! ικέτευαν οΐ παπάδες στρέ­φοντας τά μάτια τους στους στρατιώτες.

Κι δπως αυτοί ήταν άλύγιστοι πιάσαν νά μοιρολογούν:— Τί τά θέλαμε. Τί τά θέλαμε...Καί τά πετούσαν μέ πίκα άπ’ τούς κόρφους των, τά

•σύνεργα τοΰ διαόλου, ΐ ’ αρμυρά.Δόξα δ Κύριος δέν είχαμε πια νά σηκώνουμε τδ παι­

δάκι. ’Έμεινε μαζί μέ τή μητέρα του στήν Πέργαμο. Τί, απογίνε ; Μας δάισαν 8μως δυο κορίτσια, νά μή μάς λ«ίψει τό είδος.

Νυχτωθήκαμε σ’ ενα χωριό καί κοιμηθήκαμε σ’ ενα σταϋλο. Τή νΰχτα κρύωνε πολύ. Μά είχε άχερο -κ’ «ΐμαστε αγκαλιασμένοι μέ τον ’Αργυρή. Δέ μάς άποφά- νηκε.

Αυγή αυγή πάλι πέσαμε στο δρόμο.

-*

Τ ά δυο κορίτσια που πήραμε άπ’ τήν Πέργαμο μάς θώσαν πολΰ άνεση. ΤΗταν έ'να έδαφος ακαλλιέργητο καί κάθε τόσο είχαμε στάση. ΟΙ στρατιώτες τις μοιράζουν- ταν, άποτραβιοΰνταν, γύριζαν κι αρχίζαμε ξανά τήν πορεία. Τούτη ή διακοσμητική μάς εκανε καλό. Ξεκου- ■ραζούμαστε. ΓΏς τόσο πάλι κατά τό μεσημέρι άποχαιρε- τήσαμε ?να σύντροφο πού άπόκανε. Βρωμούσε άπ’ τά λερώματά του—τον εϊχε καταπάρει. Δέν ξαίρω πώς τό·ν λεν αν—-τι χρειάζεται ;

"Όταν δμως τ’ απομεσήμερο δλοι οι στρατιώτες είχα\ rcux «εκφραστεί» οΐ στάσεις κοπήκαν. Μάς σπρώχναν νο τρέχουμε, αυτό βαστοΰσε ώρες καί μεΐς φωνάζαμε άπ! ιούς πόνους. Τά κορίτσια κλαίγαν καί παρακαλοΰσαν μ«

*

Page 78: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

79 =

■τις αδύνατες φωνές νά σταθούμε. Μά δέ φελοΰσε.Τότες ή μιά, αυτή πού εϊχαμε απ’ τ ’ Ά γιασμάτ,

έ'τρεξε πιο πολΰ, σύρθηκε ως τον αρχηγό τοΰ άποσπά- σματος κ’ επιασε νά τρίβεται πάνω του και νά γλαρώ­νει τά μάτια της κοιτάζοντας τον. Μά ήταν δυο μάτια πολύ κόκκινα, τσιμπλιασμένα καί γεμάτα δάκρια, δεν ήταν βολετό νά συγκρατήσουν μιά πονηρή έκφραση που κάτι νά υπόσχεται, ανθρώπινα. Ό άποσπασματάρχης, ένας κρεμανταλάς μέ ξουρισμένο κεφάλι, τήν έσπρωξε, μπουχτισμένος, μέ τ'ις δυο χερούκλες του πού ήταν τόσο αβρές, σά φτιάρια. Τό φτ<»χό πλάσμα ξαναπήρε δυνάμεις ξανασΰρ-θ-ηκε κοντά του σά χταπόδι' ξαίροντας πόσο ήταν μάταιο νά προκαλεϊ μέ τό πρόσωπο έ'βαλε μπρος mo σίγουρα μέσα :

"Α πλω σε τά χέρια της κ5 επιασε νά τον γαργαλά κ" ετρεχε, γιατί τρέχαμε, κι ολοένα χαμήλωνε τά χέρια, χα­μηλότερα, στά κρυφά του μέρη. Ό λοχίας τήν εσπρωξε πάλι μιά στιγμή, προχωρούσε αδιάφορα, μά αυτή έπέμε- νε, τον γαργαλοϋσε και τά μάτια της τώρα τον κοίταζαν στο πρόσωπο μέ αγωνία—νά δοϋν τις αντιδράσεις απ’ τό πείραμα. Καί τ’ άλλα μάτια τά δικά μας, στηλώθηκαν εκεί καί κοίταζαν στο μέρος τοΰ χταποδιού που κινιοϋν- ταν αδιάκοπα, σαλαγοΰσε τά πλοκάμια του κ* ε'γλυφε καί Ικέτευε. Κινούσαμε κ ’ έμεϊς τά χέρια μας άσυναίσί)·ητ«3 νά ένισχύσουμε τά δυο εκείνα χέρια, μήν πάψουν. Γ ιατί ή σκηνή ήταν ωραία καί ιερή— γι’ αυτό.

Τέλος τό μοΰτρο τοΰ κρεμανταλά άρχισε νά ταράζεται Έ να ς σπασμός τό πέρασε σάν τό μπουρίνι τή θάλασσα. Κι απότομα έρριςε μιά κραυγή.

Τό χταπόδι κατάλαβε. Τό δόλωμα επιασε. ’Εξαντλη­μένο απ’ τήν αγωνία μολάρισε σιγά σιγά" σωριάστηκε χάμου.

Ό λοχίας κοιτάζει ΐό θαλασσινό στά πόδια του. "Υστερα τά μάτια του πέφτουν στο πιό νέο κορίτσι πού πήραμε άπ’ τήν Πέργαμο.Χυμά καί τ’ άρπα. Αυτό εκλαι- γε καί φώναζε γιατί ήταν πολύ μικρό.

Page 79: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

4β =

Ά«οτραβήχτη-/.ε βιαστικά άγριος απ’ την {.πι^υμία.

Ξεκουραστήκαμε κάμποσο.Σάν ξαναπέσαμε στο δρυμό καί περάσαν εν α δνο ί -

ρες αρχίσαμε πάλι -νά φωνάζουμε άπ’ τούς πόνους, Οί γυναίκες κλαΐγαν. Ή κοπέλλα τοΰ Ά γιασμάτ ήταν πιά αδύνατο νά προκαλέσει, μάλιστα μπουχτισμένους αν­θρώπους’ τόσο ήταν ερειπωμένη και λερή. Οί στρατιώτες, δέν τήν πιάναν εύκολα μά κ° ή ίδ ια δέν είχε πιά δυνά­μεις γιά τίποτα.

Γιαύτό, έσπρωχνε τή μικρή συντρόφισσά της, το «παιδί».

— :“Αιντε κ’ εσύ... δοκίμασε... — τό έσπρωχνε κ’ ε- κλαιγε.

Το λέγαμε «παιδί», γιατί δέ -&ά'ταν παραπό­νου από δέκα πέντε χρονώ. λεν αντεχε πιά, τό είχαν ρημάζει, είχε γεμόσει στά αίματά τον.

Φοβισιχένο, έξαλλο, έτρεχε βελάζοντας.- Ά χ ! Ά χ ! Ά χ ! ^Μά άλλη σωτηρία δέν ήταν. Κλαίγοντας, &-ύρ#ηκε

πρός τόν αρχηγό. Ή ιερή σκηνή τού χταποδιού επανα- λήφθηκε, Μέ χίλιες δυσκολίες, μέ αγωνία, μέ δάκρια, τό σίδερο λύγισε, ξύπνησε, ερεθίστηκε. Καί βγήκε πάλι απ’ τ’ αγρίμι μιά κραυγή πού τά σκέπασε δλα.

Νυχτωθήκαμε σέ μιά μάντρα. "Οσοι προλάβαν βρή­καν μιά γωνιά μέ άχερο. Οι ά'λλοι, η επρε«ε νά μεί­νουν όλόρτοι, η νά ξαπλώσουν στϊς δγρές καβα­λίνες.

Τό «παιδί» 'Λ εγώ κι ό Ά ργύρης δέν προκάναμε.— Κάνετε λίγο τόπο καί γιά τό παιδί... παρακαλώ

από μιά ξαφνική φιλευσπλαχνία—νά κολλήσω % εγώ.Κανείς δέν κινήθηκε. Μέναμε δλόρτοι. "Υστερα τά

σώματά μας βάραιναν, λύγισαν. Κυλήσαμε χάμου στ» λασπωμένο έ'δαφος σάν καδένες πού τις λασκάραν. Τό παιδί έ'γυρε τβ κεφαλάκι του πάνω μου κ’ έγ» Imov.u-

Page 80: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

8 ι =

πησα στον ώμο του. Κάμποση ώρα πάκούγαμε τους λυγ­μούς του—κάποιον χαλούσε. "Υστερα σώπασε.

— Κοιμήθηκε ; ρωτά σιγανά ο Ά ργύρης.Α γγίζω τό χέρι τοΰ παιδιοΰ, νά δοκιμάσου. Δέ

σάλευε.— Ναι, κοιμήθηκε.'Ησυχία.— Ή λία.·.— Τ ί ;— Συλλογίσου πως αν δέν ήταντό παιδί κι’οι άλλες...Σταματά."Ενα δυνατό σύγκρυο: Δέ θάταν οΐ γυναί­

κες. Θαμαστε εμείς, τά δυο αγόρια. Και οι στάσεις...— Φυλάγεις τό θιάφι, ’Αργυρή ;Ψάζεται.— Ναι, Ή λία.Βολεύω τό μικρό κορίτσι νάναι πιο αναπαυτικά στά

γόνατά μο'υ. Νοιάζόυμαι πολΰ. Θάναι περισσότερο απ’ τή μητέρα του έτσι πού νοιάζουμαι γιά τήν υγεία του, τοΰτη τήν Ιερή στιγμή.

*

Πάει καί τό παιδί. Τό αφήσαμε σάν τήν αΰριο σέ μιά χαράδρα. ΛΑπό πάνου κρέμουνταν ενα βουνό πολύ ξερό και πολύ λείο. Κι από κάτω έ’τρεχε το μικρό πο­τάμι. "Α, ήταν ωραία !

Δέν τό θάψαμε—αυτά εινε λυρισμοί" δέν είχαμε και­ρό γιά «καθαρή ποίηση». Τοΰ σεβαστήκαμε τήν αξιο­πρέπεια νά μείνει κάτου άπ’τόν ουρανό—ίσως τά ποϋνε τέτ-ά-τέτ.

"Οταν ξαπλώθηκε χάμου, ανίκανο νά βαδίσει, μισο- λιποθυμισμένο, δ άποσπασματάρχης δίστασε μιά στιγμή. ’Ή ταν ο ίδιος πού είχαμε χτες, δέν αλλάξαμε πόστα, δυο φορές ειχε εκφραστεί μαζί του χτες. Ε ιπε νά τό σύρουμε μά είδε σέ λίγο πώς ήταν μάταιο. Τότες πιά τό παραδέ­χτηκε πώς ήταν μιά πηγή πού δέν είχε να τοΰ προσφέρει

6

Page 81: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

82

τίποτα πιά.Κοίταξε κάτου. Τό νερό έ'τρεχε ανάμεσα σέ μεγάλα

βράχια. Είμαστε σ’ ενα ύψος έκεϊ, περισσότερο άπό δέκα μέτρα. ’Έφερε σιγά τό πόδι του, δίστασε, επειτα εσπρωξε μ’ αταραξία.

Τό μικρό σώμα κατρακύλησε, εκανε μιά στιγμή νά μπλέξει κάπου, υστέρα πάλι κύλησε μέ τό βάρος. Ά κού- σαμε καθαρά τον κρότο πού εκανε μόλις εφταξε στο τέ­λος. "Έμεινε στριμωγμένο ανάμεσα σέ δυο μεγάλα βρά- χια. Τό κεφαλάκι. κοίταζε ψηλά καί τό λίγο νερό μιά στιγμή εκανε νά λοξοδρομήσει. Μά ύστερα άλλαξρ γνώμη, πέρασε πάνου απ’ δλο τό μικρό σώμα καί ξακολούθησε. Ό άποσπασματάρχης μάς είπε νά καθήσουμε. Ή τα ν κι αυτός κουρασμένος, τσακισμένος — δ£ν ξαίρ» τί ήταν. Δέ μιλούσε. Κοιτάζαμε κάτου τί ήσυχα πού ί^ταν —τό νερό έτρεχε, βέβαια καί λίγο μούρμουρο καί τό μι­κρό πρόσωπο θά ήταν παστρικό σά θά τό κοίταζε ο Θεός.

'Έ νας σηκώνει τά μάτια του στον ουρανό.— ’Ακόμα αργεί., λέει μέ απελπισία.— Γιά τό παιδί λες ; Τώρα πια θά τελείωσε...■— ’Ό χι, γιά τή νΰχτα λέω.Ναί, ό ήλιος ήταν ψηλά, αργούσε ακόμα.Καθένας μας ά'ρχισε πάλι νά μαζεύεται στον εαυτό

του. Τό παιδί γιά μιά στιγμή μας είχε πλησιάσει στον άνθρωπο. Ή τα ν παρασπονδία. Ξαναγυρίζαμε στο μικ§ό αγρίμι πού λοιίφαζε.

'Ο λοχίας έ'βγαλε ψωμί νά φάει. Κατέβασε δυο μπου­κιές. Μασσούσε αργά. "Υστερα μετάνοιωσε. Δέν είχε &- ρεξη. Κι ώς τόσο ήταν ετσι ωραία, άπό κάτου τό μοΰ@- μουρο, ό φλοίσβος...

Κόβει τό ψωμί σέ δυο κομμάτια καί τό πετά μέ νευ­ρικές κινήσεις στις δυο γυναίκες πού μάς άπόμειναν. "Υ­στερα διατάζει σκληρά.

—Κάκινιζ! **£ηκω §εϊτε.

Page 82: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

S3 =

Αέν κάναμε ως τή νύχτα κανένα σταθμό. 'Ο «- .ποσπαματάρχης ήταν αμίλητος. Κι όταν απ’ τους πό­νους φωνάζαμε κλαίγοντας κα'ί παρακαλοΰσαμε, ενας θυ­μήθηκε τό π α ιδ ί:

—’Ά χ , γιατί νά μείνει, γιατί; "Αν ήταν τώρα ·8«...Ναί, γιατί νά μείνει ;

δ

'Η πείνα σιγά σιγά ρουφά τις τελευταίες δυνάμεις. ^Αρχίζουμε νά τον παρακαλοΰμε νάρθει, νά τελειώνουμε. Ό ’Αργυρής λέω, θά πέσει πριν από μένα.

τΗταν κατά τό μεσημέρι τήν αλλη μέρα. Περπατού­σαμε στον κάμπο. Ξαφνικά μές τήν ερημιά μας μπλο- ν.άρησε ενα τσούρμο καβαλλάρηδες. "Ήταν τσέτες, εψ- φέδες, αρματωμένοι, ίσαμε τά μπουνιά.

—Σταθείτε !Τι θέλαν ; Πήραν τούς στρατιώτες κατά μέρος καί

μιλούσαν, στην αρχή σιγανά, υστέρα πιάσαν νά φωνά­ζουν και νά μαλώνουν. Δέ συμφωνοϋσαν. Ξαφνικά, σ’ 'ένα σύνθημα οι καβαλλάρηδες τραβήξαν τά πιστόλια τους και τά στηλώσαν κατά πάνου μας και κατά πάνου ■στους στρατιώτες. ’Έ γινε πανδαιμόνιο. Μπήξαμε τ'ις τσι- ρίδες και τρέχαμε δ καθένας νά κρυφτεί πίσου άπ3 τά δέντρα εκεί γύρω. Έά συνήρθαμε είδαμε τούς καβαλλά­ρηδες νά χάνουνται μέ μιά άπίστευτη γληγοράδα. Πέσαν κάτι τουφεκιές από δώ κι από κεΐ. ’Έ πειτα εγινε ήσυχία.

Μαζευτήκαμε κ= είδαμε πώς ένα άπ5 τά δυο κορίτσια δέν ήταν πιά μαζί μας. 01 στρατιώτες βλαστημούσαν. Κ 3 ή τελευταία γυναίκα πού μάς άπόμενε, τό κορίτσι τοΰ "Λγιασμάτ, έκλαιγε γιά την τύχη τής συντρόφισσάς της.

’Αργότερα, κάμποσες ώρες, σά μάς έ'πιασε πάλι ή •απελπισία άπ’ τό δρόμο αρχίσαμε νά τον παρακαλοΰμε, πάλι. τό θάναιβ.

— Γι«τ! ν* μή οταθοΰμε πρίν... φωνάζει ένας

Page 83: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

εαυτού. Τρέξαμε σαν παιδαρέλια...Ναι. Τώρα πια θάταν τελειωμένα. Έ γώ , γιά, ένας; ■

άλλος κ’ ένας άλλος— τί καλός, θάνατος, μιά σφαίρα.—Γιατί νά μή σταθούμε; Γιατί; Γιατί;Τό'λεγε και τό ξανάλεγε δ σύντροφος, τό μασσοΰσκ

στά δόντια του μαζί μέ τις σκόνες καί τον πόνο που γλυ- στροϋσε.

Ξαφνικά τον βλέπουμε αυτόν να βγαίνει απ’ τή. γραμμή καί νά στρίβει μές τά χωράφια μέ μιά τρελλή τρεχάλα. ’Έτρεχε, πατούσε στους βώλους τά χο&ματα, στά. βάτα, πηδούσε απ’ τούς πόνους πού κάναν στά γυμνά, του ποδάρια, λύγιζε κι ολοένα έτρεχε σά χτυπημένο ζαρ­κάδι. ’Ή ταν αυτός πού είχε αλλάξει, γιά δυό ρουφηξές, τσιγάρο, τά τσουβάλια στην Πέργαμο.

Οι στρατιώτες τά χάσαν. "Ενα δυό πέσαν πίσω του, φώναζαν βλαστημώντας. Μά αυτός δσο ενοιωθε τις φω­νές τους νά κοντεύουν άνοιγε ολοένα, παλαβά, υ,τι μπο­ρούσε καί δέ γύριζε νά δει πίσω του. Μή λειποψυχήσει.

—Ρίξτε! φωνάζει άπ’ τό μέρος πού είμαστε 6 αρ­χηγός. ^

Έ π ί τέλους ! 01 στρατιώτες σταθήκαν, σκοπέυσαν λίγο. Οι πρώτες τουφεκιές δέν πιάσαν. "Υστερα άλλες δυό. Κι άλλες. Τό ζαρκάδι σταμάτησε’ ενα τιποτένιο λε­φτό, λύγισε. "Υστερα κατρακύλησε χάμου νά φιλήσει τή γ ί ς · Σαν ξαναπέσαμε στο δρόμο λίγο διάστημα τον συλ— λογιζοΰμαστε. ’Έτσι πού σύχασε οριστικά.

—Μωρέ γλίτωσε ! Γλύτωσε !—Μπάς κ ’ είναι νά σταματήσουμε μαθέ ποτές;Κι δ'λοι λέγαμε πώς ας ξανάρθει μιά καβαλλαρία τσέ~

τες. “Ας γίνει κάτι τέτιο. "Α, θά δεις, θά δεις.Τώρα πιά ήταν αλήθεια. Είχαμε ανάγκη από μιά

αρχή. Π ριν δέκα μέρες μιά τέτια απόφαση θάταν πιό εύκολη. Γιατί μές τό κοπάδι, οΐ πιό πολλοί ήταν γερά κορμιά, άι[>ύ αίμα, μπρούσικη ράτσα. Τώρα επρεπε νά. βρεθεί έ'νας γιά νά τον άκολούθήσουν, τόση ήταν ή άπο-

3=- .

Page 84: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

§ 5 -

αύνθεση.Λοιπόν, τοϋρα ήταν to ζαρκάδι.

*

Μέ τό σούρουπο κοντεύαμε σ’ ενα χίοριό. Λίγο πιο ΰξω βλέπουμε έ'ναν αξιωματικό καβάλλα, μέ τόν ακό­λουθό του από πίσω. Θαβγαινε περίπατο. *Ητα·ν ενα ώραϊο παιδί, καλοντυμένος, σιδερωμένα ροϋχα, ξουρι­σμένο μουστάκι, φρέσκος, φρέσκος—νά έτσι π. χ. θά εί­ναι οΐ άνθροίποι.

Κόλλησα τά μάτια μου και τόν παρακολουθούσα. ’Έ λεγα τί καλά πού θάναι νασαι πλυμένος πάνου σ’ ένα αλογο.

Γυρίζει στον ακόλουθό του και κάτι τοΰ λέει, δυο λόγια—από αλόγου.

Ό στρατιώτης ξεκαβαλλικεύει, παίρνει τό κορίτσι και τραβά μαζί του πιο πέρα. Χάθηκαν πίσω από κάτι βάτα.

Περιμέναμε κανένα κάρτο, πιο λίγο. Τέλος φάνηκαν. Ό στρατιώτης σάζουνταν και χαμογελούσε, φραμένος.

Στέκεται μπροστά στον αξιωματικό του σέ προσοχή και τόν χαιρετά στρατιωτικά.

Αυτός ατάραχα τόν ρωτά.— Λοιπόν; ’Έ γινε;— ’Έ γινε, μουλεζιμ έβέλ. (*)Χτύπησε τ’ άλογό του και χάθηκαν.Κάτι τέτιο θά είναι ό άνθρωπος— φρέσκος-φρέσκος,

•καβάλλα σ’ άλογο, θάχει ίσως καί μάτια πού θά γλα- ρίόνουν.

— ’Αργυρή!Ό Ά ργύρης μαζεύει κάτι τελευταίες δυνάμεις γιά

νά σηκωθεί. Τό μοϋτρο λαστιχέρνει σ’ αυτήν τήν ΰπε- ρένταση, οι λάσπες πού εινε γεμάτο σκίζουν, κάνουν αυ­λάκια. Στά θολά μάτια του δέ γιαλίζει πιά τίποτα. Καίει ■στον πυρετό.

(*) 'Ύ π ο λ ο χ α γέ .

Page 85: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

*0 δρόμος ώς τό χωριό ήταν πολύ λίγος. Τόν εσυρα- «£>ς που νά σταυλιστοΰμε.

Τή νύχτα κρύωνε πολΰ. "Ενα δυο φορές ξύπνησα. Τό μοΰτρο τοΰ ’Αργυρή τράνταζε, γελούσε.

— ’Έ , τοΰ λέω σιγανά καί τον έσπρωξα.Αέν απάντησε. Κοιμόταν.— Καλά, είπα. ’Όνειρο είναι.Τον αγκάλιασα πιο αλαφριά μή ξυπνήσει.Τό πρωί' ήταν ακόμα, άπ3 τή νΰχτα, χαρούμενος.

Είχε πέσει κι ό πυρετός.— Ή λία, πιστεΰεις ; μέ ρωτά" συγκινημένος.— Σέ τί Ά ργΰρη ;■— Πιστεύεις στά όνειρα ;— Δέν πιστεΰω, Ά ργΰρη. Σέ τίποτα...— ’Ό χ ι ! ’Ό χ ι ! φωνάζει. Θά τό δεις. Θά σολθοΰμε

Ή λ ία ! Ή τα ν τόσο καθαρό. Περπατούσαμε οι δυό μας πάνου σέ μιά φωτιά ατέλειωτη, υστέρα σά νά'νοιξε ή γϊς καί πέσαμε. Πέφταμε, πέφταμε—λέγαμε τί βάθος νάχει «ραγές ή γί·ς ; Κι αξαφνα χωθήκαμε, πλημμυρίσαμε, γε~ μόσαν τά ροΰχα μας, γεμόσαν τά χέρια μας, ουρανό παι­δί μου, ουρανό. Ή τα ν σά χρυσή λάσπη. Τον πιάναμε, τον χαδεΰαμε, τον αισθανοΰμαστε, μήτε κουβέντα, ήταν γνήσιος—Βρε, ουρανός είναι ! λες εσύ— Έ μ τί θαρρείς —Μωρέ ό κ. Μέγας στά φυσικά δέ μάς ελεγε πώς.:.

Μάς βγάζουν στην αυλή. Είχε ήλιο, άφθονο—χωρίς «■κόπο. ’Άρχισαν ναρχουνται πάλι ντόπιοι, άγριοι, τρα­χείς σά σίδερα. Μάς κοίταζαν. Γυρεΰαν φιρί - φιρί αν ε’ίχαμε κανέναν Ά ρμένη. Ή λΰσσα τους γι άΰτοννοΰς: ήταν δέκα φορές χειρότερη.

Λεν είχαμε.’Ά ξαφνα τρεις σταθήκαν από πάνου μας, εμένα καί

τον Άργΰρη. Τυλίγαμε κείνη τήν ωρα τά ποδάρια μας μέ τά παλιοτσοΰβαλα τοιμάζοντάς τα γιά τό δρόμο. ΕΙδά. τίς «κιές τους που «χάθηκαν.

Page 86: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

8 7 =

— ’Έ ! λέει αυστηρά ό ενας άπ’ τούς τρεις.Γυρίσαμε.Χώνουν τά μάτια τους στο μοϋτρο τοΰ Άργυρ?].

Ψάζαν.— Δέν είναι, λέει ό ενας δισταχτικά.— Ε ίναι σοΰ λέω ! φωνάζει ό άλλος. Τώρα θά

δείτε !Και γυρίζοντας στον Ά ργΰρη τόν διατάζει.— ’Ά νοιξε τό στόμα σου !Τ άνοιξε, ετσι νά φανοϋν τά δόντια του.— Βλέπετε ; φωνάζει μέ χαρά τύ Τουρκί.Στή σειρά τ’ άσπρα δόντια τ’ Ά ργΰρη ελαμπε ενα

χρυσό δόντι. Γιάλιζε στον ήλιο— σά γυναίκα, τόσο ω ­ραία.

— Γκιαούρ ! βλαστήμησαν τότες κ’ ο! τρεις μαζί και τρέξαν νά βγουν ό'ξου.

— Ή λία ... μουρμουρίζει ανήσυχο τό παιδί. Τ ί θέλαν;Τίποτα. Πέρασε κάμποση ώρα. Τό ξέχασε. Ή τ α ν

και τ’ όνειρο πού τόν είχε γεμόσει ουρανό, ή χρυσή λά­σπη. Σέ μιά ώρα ξεκινήσαμε. Μάς παράλαβε αλλη πό­στα. Δέν είχαμε βγει ακόμα όξω άπ’ τό χωριό σάν ε ί­δαμε νά κοντεύει στο «πόσπασμα ενα τσούρμο, καμιά πενηνταριά ντόπιοι. Μάς σταμάτησαν. Ψάζαν στή γραμ­μή μας γυρεύοντας. Τέλος σταθήκαν σέ μάς τούς δυό.

—■ Τσαοΰς, λέει δ ενας άπ’ τούς τρεις πού ήταν στήν αύλή. Αυτόν θά μάς τόν δώσεις.

Δείχναν τόν Ά ργΰρη. 'Ο λοχίας πλησίασε. Τοΰ ξη- γοϋν: Αυτός ήταν αστυνομικός στα χρόνια τής κατοχής, εκανε τό καί τό, θά μάς τόν δώσεις.

Τό παιδί δίπλα μου έ'πιασε νά τρέμει, τόν κοίταξα, ενα κίτρινο χρώμα πασπάλισε τό μοϋτρο του, οπου δέν ήταν λάσπη.

— ’Εγώ ;... εγώ τραύλιζε.— Κοίταξε τό στόμα του ! δείχναν οί πολίτες στό λο-

χία. Είχε ενα χρυσό δόντι. Κοίταξε το !— ’Ή μουν στο σχόλιό... ελεγε τό παιδί. Νά, από δι»

Page 87: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

== 88

ήταν* σύντροφός μου. Ποτές δεν έ'χω ερθει κατά δώ...Μά δσο μιλούσε, τόσο τον σουσούμιαζαν. "Ολο τό

τσούρμο τώρα ούρλιαζε.— Θά μας τον δώσεις 1 Θά μάς τον δώσεις !Οι τσέτες τραβήχτηκαν λίγο παράμερα μέ τό λο-

χία. Πίς, πίς. Ή χαρά άστραψε στά πρόσωπά τους σάν τό δόντι.

—-Εμπρός !’Αρχίσαμε νά βαδίζουμε. ’Από πίσω, άπ’ τά πλά- .

για άκο?>.ουθοϋσε τό τσούρμο βουΐζοντας. 'Ο κίνδυνος σπιρούνιαζε τον αγέρα, τό παιδί μ’ έσφιγγε τή χούφτα.Τά ψιλά του δάχτυλα τρέμαν. Τά κρατούσα—ετσι χεράκι χεράκι. Μιά παλιοντενεκεδένια κατσαρόλα ήταν πεταμένη μές τό δρόμο. "Ενας άπ’ τό τσούρμο τήν πήρε καί τήν εχωσε στό κεφάλι τ ’ ’Αργυρή. Τά μεγάλα σγουρά γλι- τσασμένα μαλλιά κρύφτηκαν.

— Ή λία , Ή λία , θά μέ σκοτώσουν...Τοΰ σφίγγω τό χέρι πιό πολύ.— Σώπα...— Άρκαντάς(*)...’Αρκαγτάς... γυρίζει, έξαλλο, στό

στρατιώτη που βάδιζε δίπλα μας. Δεν είμαι γώ...’Αταραξία.— Σοϋ λέω, δεν είμαι, άρκαντάς...— Γκιαοΰρ ! φωνάζει τότες ό στρατιώτης.Σώπασε φοβισμένο.Βγήκαμε δξω άπ’ τό χωριό.— Κάτσετε χάμου !Καθήσαμε. Τότες ενας άντρας αψηλός και βαρύς μάς

πλησιάζει. Ειχε τά χέρια του κρεμασμένα πίσω. Δέ βλέ­παμε.

Στηλώνει μιά ματιά στόν Ά ργύρη.— Βγάλτο αυτό ! τοΰ λέει άγρια γιά τήν κατσαρόλα.Τρέμει. Τό βγάζει, τ ’ απιθώνει χάμου και σηκώνει

στό δήμιο τά δακρισμένα μάτια του. Αυτός, αργά, λύνει τά χέρια του. Κι απότομα, σά ζαρκάδι, τοΰ κατεβάζει

(*) Suvtyotpe.

Page 88: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

Αΐιά, μ ’ ενα σφυρί πού κρατούσε, στο κεφάλι. 'Η κραυγή τοΰ παιδιού σκίζει τον αγέρα σά λεπίδι. Τά ψιλά δάχτυλα «ου μέ σφίγγαν χαλάρωσαν.

"Ολο τό τσούρμο μουντάρισε σ’ αυτό τό σιή'θημα. Τον τράβηξαν στην άκρη κι ενα σωρό χέρια κουνιούν­ταν, ανέβαιναν, κατέβαιναν.

Δέν πρόφταξα νά δώ τίποτα ά'λλο. Οί στρατιώτες μάς σήκωσαν εμάς τούς άλλους' πέσαμε στο δρόμο. Μάς σπρώχναν, τρέχαμε. Μόλις άκοΰγαμε ενα δυο τελευταίες κραυγές πιο αδύνατες, πού διαλύουνταν. Τις ρουφούσε ~η σκόνη.

Περπατήσαμε ολη τή μέρα.

*

Σουρουπώνει. Τά σύννεφα χτυπιούνται αψηλά, τά φύλλα τρέμουν. Και τά γόνατα. 'Ο κάμπος είναι μαβής κ’ έρημος, έρημος.

Τό τέλος σιμώνει.Νύχτωσε. Σ ’ ενα χωριό. Μάς βάλαν στην ανλη τοΰ

χανιού σ’ ενα υπόστεγο. Σέ λίγο επιασε νά βρέχει. Κρύο. ’Ή ρθα ν καί μάς σήκωσαν ά χ ” τό υπόστεγο. Έ κ ε ΐ, μάς

.-είπαν: Ξέσκεπα. Ναί, κάτου απ’ τον ουρανό.—Είμαστε γυμνοί, ολόγυμνοι! φωνάζαν οι σκλάβοι

μέ απελπισία.Τίποτα.Βγήκαμε στο ξέσκεπο.Γύρω γύρω στο υπόστεγο μείναν μονάχα οι σκοποί

τυλιγμένοι, στούς μαντύες τους καί παρακολουθούσαν. "Ενα μεγάλο φανάρι μας φώτιζε. Στριμωχτήκαμε κου- βάρες, κουβάρες. Κολλήσαμε δ ενας στ’ άλλουνοΰ τις πλάτες, μπας καί μείνει ενα μέρος στά κορμιά άβρεχτο.

Δέ βαριέσαι. Τό νερό κατρακυλούσε άπ’ τό κεφάλι, γλυστροϋσε, σιγά σιγά ολοένα τό αιμα κρύωνε. Σιωπούσε. Τά δόντια χτυπούσαν. Σά νά λιώνουν τά κόκκαλα. Τ ά κε­φάλια χαμηλώνουν αργά καί. τά κορμιά σταματούν νά σα­

8g ==

Page 89: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= 90

λεύουν. Είναι ενας γλυκός, μακάριος -ύπνος πού έρχεται,.— Μή παιδιά ! Βασταχτείτε... μουρμουρίζει κάποιος,

τρέμοντας. Μπορεϊ να μή ξυπνήσουμε.Καμιά απάντηση.Σηκώνω γιά μιά τελευταία φορά τό μουσκεμένο μού­

τρο στή νύχτα. Πλημμύρισε. Ε ίνα ι ή βροχή, τίποτα άλλο.. Τ ’ αφήνω νά γείρει οριστικά.

*

Μάς έδειρε ως τό πρωΐ. Δεν ζαίρω πια πότε ζαλί­στηκα κι’ έμεινα ακίνητος. “Οταν 'ξυπνήσαμε—αλήθεια, ξυπνήσαμε—ό ουρανός είχε καθαρίσει. Σε λίγο βγήκε <> ήλιος.

Τά πρόσωπα ήταν κίτρινα άπ’ τό μαρτύριο, φρέσκα, φρέσκα. Τό κορίτσι τ ’ Ά γιασμάτ τουρτούριζε σά βρε- μένο γατί. Οι παπάδες ήταν σαν περίεργα τέρατα, πού προβέλναν, τζά, απ’ τήν Κιβωτό τού Νώε.

Κάμποσοι σκλάβοι πιάσαν νά βγάζουν τις φανέλες νά στεγνώσουν. 01 γυμνές πλάτες γιάλισαν τότες σαν άνθη, μουδιασμένες, χλωμές, μέ ριγωμένο τό δέρμα, άπ' το πότισμα, ψιλά ψιλά σκουλικάκια.

—Ποιος ϋ-ά βαστάξει ύστερα άπ’ αυτό ; μουρμουρίζει ένας μελαγχολικά.

Κάποιος άλλος μέ συμβουλεύει:— Δέ βγάζεις και σύ τή φανέλα !Κάνω νά τή βγάλα). Κοιτάζω .μπροστά μου. Ή

μουσκεμένη φανέλα σ’ ένα μέρος εινε κίτρινη, λίγο κί­τρινη. Βάζω τό χέρι μου από μέσα κατακρέατα. ΤΙ νόίναι;

Μιά λάσπη. Τή βγάζω, τήν κοιτάζω, μέ χαμένα μάτια.

—Τι ε ΐν α ι; λέει ενας δίπλα.:—-Γιά δέ ! Γιά δέ! Θιάφι εΐναι, λέει ένας άλλος. Π ο ΐ'

βρέ-θηκέ;Κουβεντιάζουν οι δνό. Δέ μιλώ.

Page 90: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

— ’Αλήθεια, λέει ο πρώτος, θυμάσαι τό ρολογά. "Η ­θελε νά -ψαχωθεϊ μέ τό θ ιάφ ιϊΆ κοΰς, μέ τό θιάφι..

Ό άλλος λέει :— ”Ε, κ α ί;—Μέ τό θιάφι τσακώνεται κανείς, μωρέ ; Ά ίρον τέ·

δίνουν καί στά σκυλιά γιά γιατρικό..— Α, ετσι..Χαμένος, παραλυμένος τ’ άκοΰγω ολα.’Ά , ετσι..Ζουλώ τήν κίτρινη λάσπη—το καταφύγιο. Τήν κοι­

τάζω, τήν κοιτάζω. Σαλεΰοιη’ τά δάχτυλα—πόσα δά- κρια, πόσα δάκρια, ως πού νά τ’ αποφασίσει, έ'να γιατρι- κάκι.

Η συχία. Τά δάχτυλα ανοίγουν, σιγά. Τσάφ, τσάφ έ'πεσε, χύθηκε.

"Ενας παπάς κοντά μου προσέχει τή μοναδική μεγά­λη παπούτσα πού εχω αφήσει εκεί δίπλα νά στεγνώσει,

—Ποΰ είναι το ταίρι ; μέ ρωτα.Λεν άπαντώ.—Τό ταίρι ; Ά , τοχε τ ’ άλλο τό παιδί, λέει ο δι­

πλανός μου.—’Ά , αυτό πού άπόμεινε ;—Ναί, αυτό.—Δέ σοΰ είναι μεγάλο ; μέ ρωτά πάλι δ Θεός ν° 2'

κοιτάζοντας μέ βουλιμία το παπούτσι.Τσιμουδιά.Ό Θεός τό παίρνει, τό βάζει, τό δοκιμάζει, τοΰ ερ-

χεται ίσα ίσα.—Μοϋ τό δίνεις, παιδάκι ; μέ ρωτά. Τί σοΰ χρει­

άζεται ;Κουνώ τούς ωμο\>ς αδιάφορα. Τ ί μοϋ χρειάζεται ;— Θά δέομαι γιά κείνον, λέει δ Θεός κ’ είναι χαρού­

μενος. Εί'σαστε φίλοι, παιδάκι μου ;Τινάζουμαι όλόρτος, απεγνωσμένα, παλαβά, Ασυγ­

κράτητα :— ’Ά φησε με, άνθρωπε !— Λέω, αν εί'σαστε φίλοι... κάνει αυτός εκπληκτ·ς,„

Page 91: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

φοβισμένα.— ’Ά φησε με, σοΰ λέω!Σταυροκοπιέται. Παίρνει το παπούτσι κι άπομα-

scQvt'erai.Σέ λίγο ξεκινούμε. Οί χωριανές μέ τούς φερετζέδες

κάθουνται στο δρόμο καί μας κοιτάζουν. ’Άλλες ερχουν- ται πιο σιμά καί μάς χτυπούν. Μιά γριοΰλα, ενα ερείπιο, δέ νοιάζεται νά φυλαχτεί. Στο γερασμένο μοΰτρο βαραί­νει ή πίκρα, ενα πυκνό στρώμα. Δέ βλέπει, μισό- τυφλη.

'Απλώνει τά μικρά χέρια πού τρέμουν.— Α μ ά ν ! παρακαλεϊ τούς στρατιώτες. Δόστε με

έ'ναν...Στη γραμμή βαδίζω μέ αβέβαιο βήμα. 'Έ να ψόφιο

πράμα. Ταλαντεύεται, δεξά, ζερβά. Τά μάτια χάνουνται μπρος. Δέν υπάρχει τίποτα. Πλάϊ μου είναι έ'ρημα—και κάπου αλλοΰ.^Ειναι έ'ρημα.

— Νά, άνά, (*) λέει ό στρατιώτης στη γριοΰλα καί μέ σπρώχνει.

Στέκουμαι. 'Έ να άδΰνατο χεράκι. Χράπ. Μόλις τυ διακρίνω. Σά νά είναι σέ δνειρο. Μέ χτυπά, νά εκδικη­θεί. Ε ΐνε αλαφριά, πολΰ, πολΰ. Σά νά μέ χαδεΰει.

(*) μητέρα.

Page 92: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

9

Βαδίσαμε ακόμα κάμποσες μέρες. ’Άσκοπα. Κάθε μέρα έ'λεγα πώς ήταν πιά ή τελευταία! Δέν ήταν. Δέν ήξαιρα, ζοϋσα, οχι. Δέν ξαίραμε. ΤΗ ταν μιά εγκατάλειψη μιά κατάσταση οπου μπερδεύονται τά δρια της αίσθησης αν είναι κρύο ή θέρμη, αν είναι πόνος η ξαλάφρωμα. "Ενακαρφί είχε χωθεί στήν πατούνα μου' πονοΰσε πολύ. Δέ βαριέσαι. “Εμπιωσε.

Τέλος σταθήκαμε. Ή τ α ν στο Κιρκαγάτς. Μιά μέρα πριν φτάξουμε έκεΐ είδαμε άξαφνα στο δρόμο κάτι ά λλο- σούσουμα ΰντα. Σ π άζαν τσακίλι. Ή τ α ν γυμνοί, κουρε­λιασμένοι, χλωμοί, άξούριστοι.

— Μωρέ τί νά'ναι ;— Σά χριστιανοί μοιάζουν, λέει έ'νας.Σίγουρα—πώς μπορούσε ναταν αλλοεθνείς ; Μάς

κοίταζαν κι αυτοί.— Α δέρφια, από ποΰ ερχόσαστε;Μπάμ ! “Εσκασε. Βιαστικά, σιγανά δίναμε τΙς απαν­

τήσεις και τούς ρωτούσαμε τρέχοντας.— ’Έ χετε καιρό εδώ ;;— "Ενα μήνα.— Πεινάτε ;— Πεινάμε.— Θά ζήσουμε ;— Θά ζήσουμε. Μή φοβάστε. Σ ’ ενα μήνα φεύγουμε.

Μέ τήν ειρήνη.Ειρήνη. Τί πράμα .ναταν αυτό ; Πρώτη φορά τ© φέρ­

ναμε στο στόμα μας. Γ ιά λίγο διάστημα οΐ πιο πολλοί άρπιοϋνται άπ5 αυτό τό σωσσίβιο. Μά δέ μπορούν νά κρατηθούν γιά πολύ. Ειρήνη θά πει τίποτα ποδάγρα στ»

Page 93: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

αιαλο, κάτι ανάλογο. Ε μ ε ίς γιά ενα μονάχα ικετεύαμε ·' Νά σταθούμε κάποτες! Νά σταθούμε!

Πέρα απ’ αυτό, νά σταθείς στον ίδιο τόπο μιά μέρα, δυό μέρες,τρεις μέρες—μιά ακινησία στα ποδάρια οχι στο μ,ιαλό, δέ θά υπάρχει τίποτα. Θά τελειώνει δ κόσμος. Οάναι ειρήνη.

Σταθήκαμε στο Κιοκαγάτς.Σταυλιστήκαμε σ’ ένα μεγάλο κελλάρι μιας εκκλησίας.

Ε ίχε πριν άλογα. Τά βγάλαν και μπήκαμε εμείς. Ή τα ν στενό, μόλις χωρούσαμε τόσοι νομάτοι, νά στεκοΰμαστε όλόρτοι, παστωμένοι.

Σάν ήρθε ή νύχτα λέγαμε πώς θά μας παν . πουθενά ■άλλου, γιά νά μπορέσουμε νά ξαπλώσουμε.

Δέ μας πήγαν.—· Παιδιά, εδώ θα μείνουμε.Μέ τή φωνή τοΰτη που άκούστηκε, δλα τά κορμιά,

ασυνείδητα, άμολάραν νά πέσουν κατά γίς, νά προκά­νουν ενα λιγοστό τόπο γιά ΰπνο. Τό κελλάρι γέμοσε φω­νές. “Ο ενας πατοϋσε τόν άλλον, ό ενας επεφτε στον άλ­λον—ήταν ολοσκότεινα.

— Τό Θεό σου, τράγο !— Κουνήσου, κέρατά ! Μέ σκότωσες !Τή μεγαλείτερη ζημιά κάναν οί'παπάδες, πού ήταν

χοντροί %’ είχαν κοιλιές. "Ολοι αύτουνούς βλαστημούσαν.Τότες, κάτω άπ’ τήν ανάγκη, δλα τ ’ άποκαμωμένα

κορμιά στηλώθηκαν σιγά-σιγά. “Έ μειναν όλόρτα. Σιγά -σιγά σφάλιζαν και τά βλέφαρα. Ό ύπνος ερχόταν—■ -άπ’ τήν κορφή. Χΰνουνταν στο αϊμα.

Σέ λίγο δλη ή παστωμένη μάζα άκινήτησε. Ή τα ν σάν τά πουλιά πού σταλιάζουν.

ΓΙότε-πότε ενα κοιμισμένο σωμα επεφτε— μπουνάτσα, μιά πέτρα επεσε στή θάλασσα, δ μικρός σάλος θά χυθεί

-Λβντοϋ: ’Έ τσ ι—δλη ή κοιμισμένη μάζα δέχουνταν τόν «ντίχτυπο. Ξυπνούσαμε και φωνάζαμε νά σηκωθεί αυ­τές πού εγειρε. Αυτό γινόταν πολλές φορές.

Τβ πρα»ΐ δλα τά μάτια ήταν κόκκινα απ’ τήν αϋπνία:

= 94

Page 94: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

Μάς βάλαν νά παστρέψουμε τούς δρόμους. °Αφ?ίσαν «βνάχα στο κελλάρι εκείνους πού είχαν πουντιάσει, ■τή νύχτα της βροχής. Α ϊτο ί δέ δούλεψαν, γιατί ήταν άρ­ρωστοι. Φάγαν μονάχα ξύλο, γιατί νά'ναι.

Στο δρόμο ο'ι χωριανοί μαζεύουνταν, μάς βλέπαν καί ίίάς φτοΰσαν.

"Οσο βράδιαζε τόσο ή εξάντληση βάραινε.—Γιά συλλογιστείτε τό νύπνο, πάλι, τή -νύχτα !—Τι θά κάνουμε ! Τί θά κάνουμε ! μουρμουρίζαμε

-ύπε λπισμένα.Θυμηθήκαμε τούς αρρώστους μας. Αυτοί θά κοιμή­

θηκαν δλη τή μέρα. Ζουλεύαμ,ε τήν τύχη τους: Μακάρι νοίχαμε πουντιάσει. "Ο,τι ήταν νά γίνει ας γινόταν. "Ομως θάχαμε κοιμηθεί.

Μας πήγαν στο κελλάρι. Σέ λίγο ήρθαν στο μικρό παράθυρο τά τουρκιά, τά παιδιά, νά παίξουν. Βαστοϋ- -σαν κομμάτια ψα>μί, αποτσίγαρα, πεπονόφλουδες. Τ« .πετοϋσαν μέσα καί κάναν χάζι νά παρακολουθούν τί σού­σουρο γίνουνταν στο σκοτάδι μ’ εμας, ποιος νά πρωταρ- «άξει το μάνα.

'Η αδυναμία τους ήταν οι παπάδες μέ τά σώβρακα κ«ί τά μεγάλα γένια. Αυτοί μουντέρναν πιο λυσσασμένα' τά μωρά. ζύγιαζαν νά πέφτουν οί πεπονόφλουδες ί'σα -οτά γένια τους κι απάνω στις κοιλιές τους. Οί άλλοι οί παπάδες πού δέν τούς τύχαινε ή ευλογία μούγκριζαν νχ άπλωναν τά χέρια τους, νά βουτήξουν, στις διπλανές κοιλιές, τίς επικράτειες πού τις ευνοούσε ή τύχη. Τούτες τότες φωνάζαν κ’ επικαλούνταν τί,ς αρχές τής ελευιϊ-έρας •δι,αθέσεως των λαών.

Καί τή νύχτα αυτή καί τήν άλλη σταλιάξαμε ετσι. Όλόρτοί. Πες δέν -κοιμηθήκαμε. Παρακαλούσαμε πριν 'τήν εΙρήνη νάρθει στα ποδάρια μας. Τώρα αρχίσαμε ν& τήν ίκετεύουμε ν ’ ανέβει, νάρθει καί λίγο στο κεφάλι. Λίγος δπνος, μιά σταλιά, μιά αγκαλιά τόπος γιά ν« γεί­ρεις—αυτό, ολο κι’δλο, Κύριε ...

95 ==

Page 95: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

96

Οι άρρωστοί μας ήταν κι αυτοί νά τούς κλαις. Σά. μαζευούμαστε, τή νύχτα, τους λέγαμε νά σηκωθούν γιά νά χωρέσουμε—τί νά κάνουμε; Τούς δίναμε μονάχα τόπο στον τοίχο ν3 άκουμποΰν, νά μην πέφτουν.

3Αποπατούσαμε εκεΐ μέσα. Βρωμούσε να σκάσεις.

Τήν τέταρτη μέρα κατά το σούρουπο μας μαζεύουν- βιαστικά καί μας άραδιάζουν σέ διπλή σειρά στον αυλό­γυρο της εκκλησίας. "Ενας αξιωματικός έρχεται κι αρχί­ζει νά ξεδιαλέγει.

Τραβούσε συντρόφους* τούς εβαζε χωριστά—σάν τό «ξάφρισμα» βτό μουράγιο τ3 Ά 'ΐβαλιοΰ.

Ε ίμαι υτήν πρώτη σειρά. Α συναίσθητα κάνω ένα βήμα πίσω, νά πάω στη δεύτερη* νά μην είμαι πρόχει­ρος. Ό τόπος μου μένει άδιανός στην αράδα. cO αξιω­ματικός ήταν κοντά. Τό προσέχει. Σκύβει πρός τό μέ­ρος μου.

—’Άρρωστος είσαι, όλέν ;’Έτρεμα. "Έβρεχε σιγά.— *Όχι, λέει γιά μένα ενας διπλανός μου. Εΐναι μο­

νάχα τό ποδάρι του πληγωμένο.— 3Έ βγα οξου, λέει δ αξιωματικός.Ξεχωριστήκαμε είκοσι τρεις νομάΐοι. ΙΊεριμέναμε από

στιγμή σέ στιγμή νά μάς πάρουν. Δέ μας σεήραν. Μάς βάλαν πάλι πίσω στο κελλάρι, τούς είκοσιτρείς. Ά π σ πει άπ5 τό παράθυρο, μόλις ξεχωρίζαμε' τι γίνουνταν οξου. Φαίνεται πώς φέραν σκοινιά και τούς δέσαν τον ενα μέ τον άλλον, τούς άρρωστους, ιούς παπάδες και τούς ρέστους συντρόφους. Μαζί καί τό κορίτσι τοΰ Ά ­γιασμάτ. Τό άκούγαμε πού εκλαιγε ελεγε πώς είναν σφιχτά, τι θά μάς κάνετε ;

"Υστερα χάθηκαν μες τή νύχτα.Μιά λίγη, μιά τιποτένια μονάχα στιγμή ιούς συλλο­

γιστήκαμε-—ποΰ παν μες τή νύχτα ; Κ 3 υστέρα γείραμε. Ξαπλώσαμε. "Ανεση ! Ή τ α ν μιά ευτυχία πού μπουκά­ρισε σά νά τήν πίεζε μιά τρομερή δύναμη νά χυθεί. Χυ-

Page 96: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

θηκε. Τήν αρπάξαμε. Μπήκε μές τους πόρους, μές το αίμα, τό αναστάτωσε.

—Τι χαλά πού φΰγαν !Ξαιραμε πάνω—κάτου, γιά ποΰ φΰγαν, δεμένοι.

*

Τήν δλλη μέρα μας πήγαν υλουνούς νά δουλέψουμε στο σταθμό. Πριν ξεκινήσουμε ό αξιωματικός πού εκα­νε τό ξεδιάλεμα χτες, ήρθε μας κοίταξε καί μας είπε,

— Θά δουλέψετε!ΤΗ ταν ενας τόνος τόσο αυστηρός ετσι πού τό πρόφε-

$ε. Ζαρώσαμε.— Ειδεμή, θά φύγετε, σαν τούς άλλουνούς!Μουρμουρίζουμε τρέμοντας :— Θά δουλέψουμε, ζαμπιτ(*)Στο σταθμό ήταν βαγόνια γεμάτα προμήθειες του

στρατού. Στοίβες σακκιά, καρποί, σιτάρια, δ,τι θές. ’Έ πρεπε νά τά ξεφορτώσουμε σέ μιά αποθήκη, καμιά, κατοστή μέτρα από κεΐ. Ο!, μισοι μπήκαμε μές τά βαγό­νια νά κατεβάζουμε τά σακκιά, καί νά φορτώνουμε τούς άλλους. Μά σέ καμιά μισή ώρα αυτοί οί άλλοι γυρήραν ν* αλλάξουμε πόστα : ν5 ανεβούν αυτοί κ* εμείς νά κου- βανοΰμε.

*Ηταν σακκιά ογδόντα όκάδες. Τούς παρακαλούσα νά μέ λυπηθούν, τούς εδειχνα τήν πληγή τοΰ ποδαριού μου, τούς Ιλεγα πώς ποτέ μου δέ σήκα>σα βάρος, ήμουν ενα αδύνατο παιδί.

Οι πιο πολλοί ©ωαΐαίναν. Μά ενας έπέμενε.— "Όχι, δ χ ι!— Είσαι χριστιανός; τού φωνάζω. Λυπήσου με...— Μωρέ, θαρρείς δέ μας γέννησε μάνα εμάς!

"Οποιος ζήσει !Ή τ α ν ό ϊδιος πού ειχε αρπάξει τό τσουβάλι στο δρό­

μο άπ’ τον * Αργυρή. Τον λέγαν Χρηστό, αραμπατζή.

Ί

97 =

(*) αξιωματικός.

Page 97: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

Μπήκαν στή μέση βί στρατιώτες πού μας φύλαγαν. Συμφώνησαν κι αυτοί ν5 αλλάξουμε πόστα.

’Αλλάξαμε.Μέ φόρτωσαν ενα σακκί. Δεν εΐνε τίποτα— βνας μι­

κρός ψιλός αριθμός μές σ’ ενα γραφείο μέ γιαλιστερά μόμπιλα καί μέ μιά κοιλιά γεμάτη άντερα. Καταλάβαινα τό βάρος τοΰ γλυκού ουρανού νά μαζεύεται εκδικητικά πάνου στις μικρές πλάτες πού γερνάν — φοβόμουν νά σπάσουν.

’Έ κανα τό πρώτο βήμα' άλλο,εν<χ. "Υστερα εγώ κι ο ουρανός κατρακυλήσαμε. Θά χτύπησα κάπου, στό μούτρο κατάλαβα μαζί μέ τήν όγρή λάσπη νά τρέχει θερμό αι- μα. Μέ σήκωσαν, δεν ελεγα τίποτα. Μονάχα τά δάκρια τρέχαν.

— Ε ίναι κρ ίμα! φωνάζει αυστηρά ενας δικός μας <ϊπ’ τά βαγόνια.

Πηδά χάμου και με δείχνει ν5 ανεβώ στη θέση του.— Στον εαυτό σου είσαι αφέντης. Δεν πά νά κάνεις

ο,τι θές ! λέει ό άλλος."Ως τό βράδι, στό νούμερό του ό σύντροφος

μοΰ εδινε τή θέση του. Μιά φορά μονάχα δέ μπόρεσε— γιά λίγο. ’Έ τσι δεν κουβάλησα κείνη τήν πρώτη μέρα παρά μονάχα πέντε σακκιά. Κουτσά στραβά τά πήγα. ’Έπεσα κάμποσες φορές κάτου. Οί φρουροί μας είχαν σκυλιάσει γιατί λέρωναν τά τσουβάλια πού πέφταν στις λάσπες—χτυπούσαν μέ τό κοντάκι αλύπητα.

*Ηταν κ’ έ'νας άλλος σάν· καί μένα. ’Αδύνατος, ψαρά γένια, αψηλός σά λεύκα—βυζαντινή είκών διά χειρός Φω­τίου Κόντογλου. Αυτός δέν εκλαιγε, δέν παρακαλούσε' εβαζε μονάχα τό κεφάλι του κάτω καί στέναζε—ενα πα­ράπονο παιδιού.

— Τέτια ψοφήμια τί τά θέλαν ; Δέν τά στέλναν μέ τούς άλλουνούς ! φώναζε ενας μαφαζάς.

— Θάτρωγαν τώρα καί πιλάφ μέ τον προφήτη τους! χαριτολογούσε ενας άλλος στρατιώτης.

Τό μεσημέρι σά σταθήκαμε μισή ωρα νά φαν οί στρα­

= $8

Page 98: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

τιώτες ή βυζαντινή εικόνα κά'&ησε κοντά μου.—Καλλίτερα νά φεΰγαμε μέ τους άλλους, μοΰ λέει

.πολύ σιγά, πολύ ήμερα—σά νάλεγε γιά ταξίδι αναψυχής.—Μπορεΐ, σύντροφε.Μείναμε σύμφωνοι, πώς δέν υπάρχει πιο σκληρά

πράμα νά σηκώνεις σακκιά. Τον λέγαν Στυλιανό. Ή τα ν πράκτορας σ3 ασφαλιστικές εταιρείες, πρέμια καί τά λοιπά.

*

Τό ίδιο βράδι, τή νΰχτα πιάσαμε τή φιλία μέ τό Γιάννη τό γιαπιτζή. Ή τα ν σαραντάρης, ήμερα ψιλά μά­τια, αδύνατο πρόσωπο

Ά νάμεσά μας, στους εικοσιτρεΐς- ανθρώπους, μόλις «φύγε άπ’ τή μέση ή υπόθεση τής πορείας μόλις είπαμε μένουμε, άρχισε νά γίνεται μιά περίεργη ζύμωση. Τά κορμιά άνασυνθέτουνταν άπ’ τήν εγκατάλειψη, πολε­μούσαν νά πάρουν πάλι στάση αντίκρυ στή ζωή. Κ αδέ­νας κοίταζε νά πλησιάσει σ’ εναν άλλον—μυρίζαμε τά χνώτα μας, σάν τά ζά πού φερμάρουν. "Ήταν ενα πλη­σίασμα γεμάτο επιφύλαξη και. φόβο—νΰχτα, τ0 αγρίμια βγαίνουν άπ’ τις σπηλιές τους γιατί πείνασαν ανήσυ­χα—ετσι.

Ό Γιάννης κάπνιζε ακατάπαυτα τ’ αποτσίγαρα πού είχε μαζέψει τή μέρα. Δέ μιλοϋσε. Ά π ’ τή λίγη φωτιά που άναβε στήν ά'κρη τοΰ τσιγάρου, σά ρουφοΰσε, τά μάτια τον γιάλιζαν— δυο φουσκαλίδες νερό στή νύχτα' πάλι σβΰναν.

— ευχαριστώ, τοΰ λέω.Μιά φωνή αδιάφορη :—Γιατί πράμα ;—Γιά τό πρωΐ, λέω.Ή τ α ν αυτός πού τό πρωΐ, στά σακκιά φώναξε «είναι

■κρίμα» κι αλλάξαμε τ'ις θέσεις μας.—•Καλά, καλά, κουνά κουρασμένα τδ κεφάλι.

Page 99: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

ΙΟΟ

Πότε πότε τά σαγόνια του σαλεύουν σά νά μασσοΰν.. “Οχι, δέν πείνα. 'Ως τόσο ξαίρω πώς δέν Ι'φαγε απόψε δπως κ5 εγώ. Δέ βρήκαμε τίποτα στο δρόμο.

CQ, νους του είναι άλλοϋ.—Λέω, τι ναγιναν κεϊ κάτου;... μουρμουρίζει σά νά

μιλά στον εαυτό του.*Ηταν γιά μιά γυναίκα καί δυο παιδιά. Μοϋ τό λέει.—Θά'ναι καλά, Γιάννη.—Χμ. Μιά φορά είχαν μείνει ως τήν τελευταία μέρα..

Δέ θέλαν ν ’ άκοΰσουν καί ν« μπαρκάρουν.Φΰγαν ; Δέ φΰγαν ; Οί δυύ μικρές φουσκαλίδες τό-

νερό μένουν ακίνητες μές τή νΰχτα.—Θυμάσαι τό μικρό παιδί ; Τή γυναίκα τοΰ ρολο­

γά ;.. λέει πάλι.Τοΰ τό βεβαιοίνω, χωρίς νά ξαίρω τίποτα, δσο μπορώ»

νά τό πιστέτρο;» κ5 εγώ :—Θάφυγαν, Γιάννη.Κρυώνει πολύ'. Νοέμβρης. Κοντεΰουμε όλοι μας, ο

ενας τόν άλλον, νά ζεσταθούμε.—Αΰριο ποΰ λές θά δουλέψουμε, Γ ιάννη;—Ά κουσα Φά μάς χωρίσουν σ’ ένα δυο μέρες. "Α ν

γυρέψουν τεχνίτες έ'λα μέ μένα. Νά πεις πώς δοΰλευες σέ γιαπιά.

Μείναμε σύμφωνοι.Πιο πέρα άλλοι σύντροφοι μιλούσαν σιγανά γιά κεί­

νους πού μάς πήραν χτές τή νΰχτα μέ τή βροχή.—Ποιος νά τδλεγε, μουρμουρίζει ενας, πώς αυτή τή

φορά τό ξάφρισμα...- Ύί/ '— Ν ά..., πώς... Φαρχόταν μαθέ άπ’ τΐ|ν ανάποδη....

Ε μ ά ς πού ξεδιάλεξαν μείναμε. Κ5 οί άλλοι...— Μά είναι άραγες σίγουρο ...— Ου', τώρα πιά ! -θά τρων, λέει, καί πιλάφ μέ τό

Θεό...’Υπάρχει, λέει, ενα πολΰξαιρο ένστικτο τής ζωής.

Χτές τή νΰχτα, στο τελευταίο ξάφρισμα, έκανα ενα |3ήμα:.

Page 100: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

Ι Ο Β =

πίσω: Νά πέσω μές τήν άλλη παρτίδα. Μέ τό πιλάφ. Τό πολύςαιρο ένστιχτο φαίνεται χτες τή νΰχτα...—ά, έ'βρεχε θάχε λιώσει.

*

Τήν άλλη μέρα άργησαν νά μας πάρουν απ’ τή φυ­λακή μας. Σά μάς βγάλαν ΰξω, παγαίνοντας γιά τή δου- λιά είδαμε στό δρόμο, ψηλά σ’ ενα δέντρο, ένα παρά­ξενο πουλί. Ή τα ν ένα «σκέδιο» μέ μακριά σώβρακα, μέ .μιά φανέλα γλιτζασμένη, σχισμένη εδώ κ’ εκεί, μέ γυμνά ποδάρια γεμάτος γένια. "Από κάτω είχαν μαζευτεί ένα ■σωρό τουρκιά. Βλέπαν και γελούσαν. Δυό τρεΤς στρατιώ­τες βλαστημούσαν και φωνάζαν νά κατεβεϊ κάτω' μά «ΰτός, τό «σκέδιο» έβγαζε τή γλώσσα του, έκανε πώς ανοίγει τά χέρια του— μαθέ πώς πετα—και φώναζε ψι­λά, λυρικά, σάν πριμαντόνα.

— Τσίπιν ! Τσίπιν ! Τσίπιν ! <Στάθηκαν κ’ οΐ δικοί μας μαφαζαδες νά κάνουν

χάζι. Σταθήκαμε κ! εμείς. Κι δσο προσέχαμε τόσο τά μάτια μας άνοιγαν άπ3 τό ξάφνιασμα. Τό «σκέδιο» τώρα άλλαξε τόνο, έκανε τό φλώρι, τιριλού-τιριλού, τό σπίνο— πάλι ξαναγΰριζε στό καρδερίνι..

— Τσίπιν, τσίπιν, τσίπιν.— Μ&)ρέ αυτός δέν είναι ;Βέβαια ήταν αυτός. Τ όν {θυμηθήκαμε.Ποιος άλλος θά

μπορούσε νά κάνει έ'τσι πετυχημένα τις φωνές των που­λιών; Μήν εκανε κι άλλη δουλι,ά στήν πατρίδα ; Μο­νάχα πού ήταν δεξός ψάλτης στήν Κάτω Παναγιά. "Ο- λον τόν άλλο καιρό έστηνε ξόβεργα γιά τά καρδερίνια καί τά φλώρια. "Υστερα τά πουλοϋσε μές σέ φρεσκοβαμένα κλουβιά μέ μπιχλιμπίδια και χάντρες—μεράκι Καί τις άποκρηές ήταν τό καλλίτερο νούμερο, μαζί μέ τόν Καμ- πέσα, τήν αρκούδα, τήν ’Αμαλία, «δ έ'ρωτας μέ τά πτε­ρά στή ράχη.» Αυτός ήταν ό «βασιλέας των πτηνών» — Ινα κίτρινο τεράστιο καναρίνι βουτημένο σέ φτερά από

Page 101: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= 1 0 2

κοτόπουλα βαμένα κίτρινα- καί πίσω του τρέχαν τόε πτηνά, καμιά δεκαριά μπαγάσηδες, άλλος κοράκι, άλ­λος σπίνος, άλλος καρδερίν;. τσίου, τσίου.

01 μαφαζάδες μάς τραβούν νά φύγουμε.—Πώς βρέθηκε εδώ, πώς βρέθηκε; άνερωτιοΰμαστε.— Μπάς κ5 ήρθε τή νΰχτα καμιά νέα αποστολή :'Ό λη τή μέρα, ώς πού νά βραδιάσει νά γυρίσουμε

στο κελλάρι, μάς βαστοϋσε ή ίδια αγωνία. Τά μάτια τοΰ Γιάννη πετοϋσαν. Ά ν ήταν νέα αποστολή θά μάθαινε, φύγαν—δέ φύγαν οι δικοί του κεΐ κάτου.

Α λήθεια τό βράδι λυθήκαν τά μάγια: Μάς τούς φέ- ραν στο κελλάρι. Ή τα ν μιά τελευταία αποστολή άπ’ τήν πατρίδα—ξεκίνησαν τριανταδυό, ήρθαν εννιά. Μαζί τους. κι ό Έρμόλαος τό«ΓΙλί».Ό μικρότερος άδερφός του ήταν κι αυτός στήν αποστολή μά ε'μεινε, κάπου έκεΐ κατά τό· Σόμα. Τόν αποτελείωσαν μέ τ'ις λόγχες άφοϋ δέ μπο­ρούσε νά βαδίσει. Τό «πλί» φώναζε καί πολεμούσε νά: δαγκάσει τά χέρια πού κρατούσαν τις λόγχες. "Έφαγε ενα ξΰλο πού φτοΰσε αίμα. Σάν τόν παράτησαν σηκοί- θηκε κ’ έ'πιασε νά γυρίζει γΰρω γύρω στο σκοτωμένο έδερφό του. Τότες, ξαφνικά, έ'ρριξε γιά πρώτη φορά τή χαρούμενη, ανοιξιάτικη κραυγή:

— Τσίπιν, τσίπιν, τσίπιν.Ρωτάμε τούς νέους συντρόφους καί γιά άλλα νέα. Δέ

ξαίραν τίποτα. Ό Γιάννης βρήκε εναν άπ’ τή γειτο­νιά του.

— Πέμε ! ΓΙέμε ! τόν παρακαλονσε με δάκρια στά. μάτια...

Αυτός τόν βεβαίωσε μ’ δση δΰναμη είχε πώς μπαρ- κάραν, μά ναί, τούς είδε, τή γυναίκα καί τά παιδάκια μαζί.

'Ο Γιάννης μέ παίρνει κατά μέρος.— Ρώτα τον και σύ. . Ρώτα τον και σν.·.Τόν φώναξα απόμερα, τό γείτονα, καί τόν ρώτησα^

Στήν αρχή δίστασε μά ύστερα μοΰ τδ π ε :— Δέ φΰγαν. Τοΰ τό λέμε πιο ύστερα σά θδχει πε­

λάσει ή μπόρα.

Page 102: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

10 3 —

Κείνη τή νύχτα οΐ καινούργιοι σύντροφοι μείναν μαζί μας. °Αργά ήρθαν στο κελλάρι νά κάνουν χάζι μιά μπα- τόλια μεθυσμένοι ύπαξκοματικοί. Γύρευαν τόν «καραγ- κιόζ», αυτόν πού ε'κανε τά πουλιά. Κοιμόταν. Τόν είχε πάρει ό ύπνος- Τόν ξύπνησαν κι αυτός ά'ρχισε μέ τό κα­τευθείαν τό σκοπό του, τσίπιν. Οι Τούρκοι τοΰ γυρεύαν νά κάνει καί τοΰτο τό πουλί καί κείνο καί κείνο, λέγαν κάτι ονόματα δικά τους, πτηνά ά'γνωστα. Αυτός δέν κα­ταλάβαινε, δέν ήξαιρε τί σόϊ κελάδισμα θέλαν. Τόν χτυ­πούσαν καί φωνάζαν.

— Γκιαοΰρ ! Γκιαούρ !"Έβαζε δλες τις δυνάμεις του νά τούς φχαριστήσει.

Γ έλουσαν καί χτυπούσαν ακατάπαυτα.— ’Ό χι αύτό, δλέν ! ’Ό χ ι αυτό !“Έγειρε, έγειρε, κατρακύλησε χάμου ζαλισμένος απ’

τά χτυπήματα, σά βόδι, κι ολοένα τσίριζε αδύνατα, λυ­ρικά, σάν ικεσία.

— Τιριλοΰ, τσίπιν, τσίπιν...Τολεγε πολύ ώρα ακόμα σά φύγαν οί Τούρκοι, ζα­

ρωμένος στη γωνιά του καί τρέμοντας σά φύλλο.Το πρωί τούς πήραν. Δέν τούς ξανάδαμε.

-*

Τ ό ’ίδιο πρωί σά φύγαν οί μουσαφιρέοι εμάς μάς χώ­ρισαν σέ συντεχνεΐες. Μεγαλείτερη ανάγκη είχαν από χτίστες. Γιατί δ τόπος, κει κατά τ’ ’Αρμένικα, ήταν κα­μένος άπ’ τόν εχτρό πού είχε φύγει. Λοιπόν, σά διάταξε ό αξιωματικός :

— Οι γιαπιτζήδες νά'βγβυν ένα βήμα μπρος !Ικανα ενα βήμα καί βγήκα. Κι ό Γιάννης. Κ ’ έ'νας

άλλος. Ό Στυλιανός ό Βέργας, τά πρέμια—προμήθειαι- άντιπροσωπεΐαι.

Πιάσαμε δουλιά σ’ ενα γιαπί ένοϋς ντόπιου. Νά χτί­σουμε ένα γκρεμισμένο τοίχο. 'Ο Γιάννης έπιασε καί μά­λαξε τή λάσπη καί μοϋ εδειξε—ετσι θά κάνεις. Αέν ήταν

Page 103: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

— ιο 4

σπουδαία πράματα. 'Ως το μεσημέρι ήξαιρα φίνα. Μά δ φουκαράς ό ασφαλιστές, ό Βέργας, που δηλώθηκε μά- σχορης,τάβρε σκούρα. Δεν ήξαιρε καλά-καλά. τίλογια νά κουλαντρίσει το μιστρί, δσο πια γιά τις γωνιές έκεΐ ήταν κι,5 αν ήταν.

Είχε πιάσει τή μιά μεριά τοΰ τοίχου δ Γιάννης κα'ι τήν άλλη δ Στυλιανός. "Υστερα από κα νε δυο ώρες στή μεριά τοΰ ασφαλιστή τό εργο μας παράστηνε κάτι σά γαστέρα ακαδημαϊκή— περίπου.

'Ο χωριάτης, δ ίδιοχτήτης, πού μάς παρακολουθούσε άναψε και κόρωσε.

— Ό λέν, γκιαοΰρ, ποΰ έ'χεις τό νοϋ σου ;"Αρπαξε μιά μουρελάνα και σοϋ τον άρχισε τό Στυ­

λιανό. Νά κι από δώ νά κι αποκεΐ. "Ετρωγε τό ξύλο χω­ρίς παράπονο, ελεγε μονάχα πώς «λάθος έ'γινε» γιαγνίς δλντοϋ. Κι δ Γιάννης δ φουκαράς τί νά κάνει, βεβαίωνε τον αφέντη πώς τό βαρίδι δέ θά δούλεψε καλά, "κάτι τέτιο και θά δεις, πώς θά σάξει τό πράμα, αφέντη, θά δεις.

Γκρεμίσαμε την ακαδημαϊκή γαστέρα και ξαναρχί­σαμε, φτοϋ και ξαναρχής. "Ως τό βράδι πάνου κάτου αυτό κάναμε: χτίζαμε γκρεμίζαμε καί ξαναρχίζαμε. Κι δ Στυλιανός ετρωγε ξύλο.

—■ ’Έ λα μωρέ Στυλιανέ, ελα μωρέ ! δέ βαστιόταν ώρες ώρες δ Γιάννης πού ήταν αναγκασμένος νά κάνει δ ίδιος τή δουλειά.

Μά τό βράδι, σά σχολνούσαμε, πήρε έμπιστευτικά τον τοϋρκο καί τοΰ είπε γιά το Στυλιανό πώς : τον βλέπεις αυτόν ; ήταν δ καλλίτερος τεχνίτης ,στήν πατρίδα, αλλά νά μην τον συνορίζεσαι γιατί εφαγε πολύ ξΰλο στο δρόμο •καί δεν είναι στά καλώ του.

Ό χωριάτης πικαρισμένος δέ μας εδωσε νά μασσή- σουμε τίποτα. Μονάχα στο Γιάννη εδωσε μιά πρέζα κα­πνό. Τον μοιραστήκαμε σά φύγαμε.

Περνίόντας από ενα αλάνι βρήκαμε πεπονόφλουδες—

Page 104: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

ι ο 5 =

στο Κιρκαγάτς βγαίνουν τά καλλίτερα πεπόνια. Δε χορ­τάσαμε, μά ήταν κάτι πολύ δροσερό, σά γυναίκα ία^ινή.

*

Τή νύχτα, σά μαζευούμαστε από τις αγγαρείες λέγαμε δ καθένας πού πήγε καί πώς τά πέρασε. Αυτοί πού δού­λευαν στά βαγόνια, στα σακκιά, μούγκριζαν μονάχα απ1 τούς πόνους. Τούς λυπούμαστε καί λέγαμε μή καταντή­σουμε πάλι εκεί. Κι δ Στυλιανός πού είχε πόνους στά νε­φρά ά π ' τά καλά χρόνια επιανε τά χέρια τοΰ Γιάννη καί τόν παρακαλοΰσε νά μην τόν αφήσει. Μά δ Γιάννης ήταν χαρούμενος γιατί εκεί κάτου φύγαν, οί δικοί το\>, φύγαν. Κ’ ελεγε ναί, πώς δέ θά τόν αφήσει.

"Ένα δυό μέρες άκόμ,α πήγαμε μαζί οί τρεις."Υστερα μάς χώρισαν. Ε μ ένα καί τό Στυλιανό μας πήγαν γιά «να (ίλλο γιαπί.

Ό ασφαλιστής εκανε στο δρόμο τό σταυρό του:— Θέ μου , τί θάβγει;Βγήκε ενας φούρνος. "Ενας μικρός σπιτικός φούρνος.Ή δουλιά βάσταξε μιά βδομάδα. Ό Στυλιανός ήταν

σέ μιά απερίγραφτη ταραχή. Είχε κι αυτός μα>ρά πού φύγαν καί μιά γυναίκα. Πεινούσε καί κρύωνε. Μά δέ νοιάζουνταν γιά τίποτα. Τά βράδια σά μαζευούμαστε δέ ρωτούσε τίποτα, δέν απαντούσε τίποτα. Τόν εβλεπε στον ύπνο του καί πετάγουνταν απάνω, δ φούρνος, δ φούρ­νος. ’Έ δινε αναφορά στο Γιάννη, κάθε μέρα τί εκανε, τό καί τό κ’ έπαιρνε δδηγίες πώς θά τά πάει αύ'ριο.

'Ως πού νά γίνει ή βάση τοΰ φούρνου ας πούμε πώς τά πράματα πήγαν καλά. "Επρεπε «ν5 άλφαδιάσουμε» τόν πάτο. Δέ βαριέσαι. ”Ας εβγαινε. στραβός. Μά σάν ήρθε ή ώρα νά κάνουμε τήν κουκούλα του μέ τούβλα τά πράματα σκουρήναν.Ό χωριάτης πού μάς είχε στή δού­λεψή του ήταν ενας αγαθός ανατολίτης' Σκάλιζε τά γέ­νια τοΐ> καί παρακολουθούσε τό κατασκεύασμα sow

Page 105: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= 1 ο 6

ανέβαινε ίσα μέ γωνιές και πού ήταν νά πα^αστήσει φούρνο. Ή απορία του μεγάλωνε μέρα μέ τή μέρα. Δέν έ'λεγε τίποτα μά μιά στιγμή πιά δέν to βάσταξε.

—Ό λέν, ούστά (*) μπας κα'ι κάνεις λάθος; Φούρνος •θά γίνει τούτο;

50 Στυλιανός εβαλε δλες τί,ς δυνάμεις του νά χαμογε­λάσει.

—Καλά δά νά μήν ξαίρουμε τήν τέχνη μας! ’Έννοια σου αφέντη, καί θά δεις!

"Επιανε τό τούβλο, τό στριφογύριζε στήν παλάμη;, του, τό πετούσε λίγ® ψηλά, έφέδικα, πριν τό δουλέψει μέ τό μιστρι—σαν άνθρωπος πού έ'χει τό χού.

—Μπάρμπα Στυλιανέ πώς τά βλέπεις ; τον ρωτώ α­νήσυχα ρίχνοντας μπροστά του τή λάσπη.

—Παρακάλα παιδάκι μου. Ό Θεός νά βάλει τό χέρι του...

Χτίζοντας και γκρεμίζοντας ανεβάσαμε κάμποσο τήν κουκούλα. ’Ή θελε καμιά μέρα δουλιά ακόμα.

Ό ουρανός βούρκωνε. Γυρίσαμε και τον κοιτάξαμε μέ αγωνία.

— Θά βρέξει.—Μήν τό λες, μήν τό λες., μουρμούριζε ό Στυλιανός.Ξαίραμε πώς τό έ'ργο μας δέν ήθελε πολλά πράματαί

γιά νά κατρακυλήσει.’Έβρεξε δλη τή νύχτα. Τουρτουρίζαμε oAot στο κελ­

λάρι, κλαίγαμε τή μοίρα μας.—ΤΙ θά γίνουμε ; Τι θά γίνουμε...Κι ό Στυλιανός δέ σφάληξε μάτι. Στατ'ροκοπιοϋνταν,.

μ ά θ ε νιάζουνταν μήτε γιά τή μοίρα του μήτε γιά τή μοίρα μας.

—Κεΐ κάτου τί νοίγινε Θέ μου, κεί κάτου τ'ι ναγινε..Μέ σφιγμένη καρδιά πλησιάσαμε τήν ά'λλη μέρα στο-

σπίτι πού δουλεύαμε. Μάς περίμενε αγριεμένος © γιος τοΰ χωριάτη. Δέν ‘είχαμε καλά καλά μπει στήν αυλή* ρίχτηκε κι ά'ρχισε τό μάστορα στο ξύλο, πού σέ πβνεϊ

(*) Μάστορη.

Page 106: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

ποΰ δέ σέ πονεΤ."Ολη ή κουκοΰλα κοίτουνταν στον πάτο λάσπες καΐ-

τοϋβλα, νά τα χαίρεσαι.’Α π’ τήν πόρτα φάνηκε κι ό γέρο χωριάτης :—Ό λέν, γιατί δέν τολεγες πώς δέν ηξαιρες! φώναζε

στο Στυλιανό.— Ή ξαιρα , ηξαιρα αφέντη..Κάθουνταν ζαμουριασμένος, τις έτρωγε άπ’ τον

νεαρόν κΰριο κι ολοένα to ξανάλεγε, πώς ήξαιρε, αλλά δ σεϊτάν * -θ-ά μπήκε στη μέση.

Δουλέψαμε ενα δυο ώρες νά μαζέψουμε σέ μιά γωνιά τά τούβλα. 'Ο γέρο χωριάτης ήταν αμίλητος και χολίο- μένος. Πήγε μας εφερε μισό ψωμί σταρένιο καί μας έ­διωξε.

— "Αϊντε κ ι άπ’ τό Θεό νά τό βρείτε.Ό Στυλιανός δήλωσε τό βράδι στον Τσαούς πώς τά

καταφέρνει καλλίτερα γιά μαραγκός. Δηλαδή ξαίρει κ». άπό χτίστης άλλά καθαυτό νά ποϋμε, ή δουλιά του ή τα ν μαραγκός.

107=

10

Οί μέρες περνούσαν. Κρύωνε πολύ. Πολεμούσαμε νά': φυλάξουμε τή γΰμνια μας τό κατά δυναμιν. Ε ίχα βρει ένα μισό σακκί πεταμένο. ’Έ κανα μιά τρΰπα στη μέση, πέρασα μέσα τό κεφάλι μου τδδεσα στη μέση μου μ’ ενα σπάγγο. Ή τα ν καλά. Μάζευα καί παλιόχαρτα, ταβα- ζα άπό μέσα κατακρέατα. Τέλος πάντων.

Κ ’ οΐ άλλοι σύντροφοι κάναν δ,τι μπορούσαν. Δυο - είχαν καταφέρει νά ζητιανέψουν κάτι γυναικεία πα- λιόρουχα, χρώματα χρώματα. Σά βρισκοΰμαστε δλβι μαζί.

(*) διάολβς

Page 107: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= io S

τούτοι οί κολοράτοι ξεχίόριζαν ανάμεσα μιας σάν παρα­δείσια πτηνά.

Ύποφέρναμε ακόμα άπ’ τά πόδια γιατί είμαστε ξυ­πόλητοι. 'Υποφέρναμε κι άπό σκέπασμα, τή νΰχτα. Δέν «ΐχαμε. IV αντ& μαζευούμαστε ολοι κοντά' ετσι πλα­γιάζαμε φυσώντας δυνατά νά μαζεύουνται πολλά ζεστά χνώτα.

*

"Αρχισαν νά μάς δίνουν μισό ψωμί ΐή μέρα. Ζητια­νεύαμε υλ δλας σάν περνούσαμε μπρος άπ’ τά σπίτια. "Αλλοι μάς δίναν, άλλοι βγάζαν τή γλώσσα τους και μας γελούσαν.

Έ γώ δέν ήθελα νά γυρεύω, γιατ'ι τήν πρώτη μέρα πού άπλωσα τό χέρι μέ χτύπησε ενας σκληρά καί μ ’ ε- φτυσε. "Οσο είμαστε σέ πορεία τούτο δέ θά μοΰκαιγε καρφί. Τώρα μέ κόστιζε. Σιγά σιγά είχαμε άρχίσει νά παίρνουμε πάλι στ>νήθειες ανθρώπινες. Μά στο τέλος ειπα πως δέν πειράζει—ας γράψουμε δυο πόντους λιγό- τερη αξιοπρέπεια.

*

Τρεις σύντροφοι μας πέσαν άρρωστοι. Κ ρ ύ ο , πούν­τα. Τούς πιάσαμε βεντούζες μέ δυο κουτιά ντενεκεδένια πού τά βρήκαμε μέσα σ’ ενα αλάνι.Γι’ αύτουνούς ζητια­νεύαμε τίποτα τίλιο ή φασπο’μιλιά.

"Ενα βράδι ενας δικός μας, αυτός πού μ’ εβαζε νά δουλέψω στά σακκιά, δ Χρηστός, εφερε ενα μεγάλο δι- .πλό τσουβάλι. Τό ξεδίπλωσε νά μάς τό δείξει. Τό β-ααά- ζαμε. Τότε ενας είπε:

—Αυτό πρέπει νά τό δώσουμε στους αρρώστους νά •σκεπαστούν.

Ό Χρηστός άναψε καί κόρωσε.— ’Αστειευόσαστε, μωρέ; φώναζε. Καί ποιος σας λέει

Jicbg δέ θ ’ άρρωστήσω και γώ;

Page 108: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

ΐί>9—

Μά τότες άναψαν %’ οί, άλλοι δλοι.— Θά τό δώσεις ! Θά τό δοίσεις! φώναξαν λυσσα­

σμένα. Χριστιανός είσαι σύ μωρέ, γιά, τοϋρκος;"Ηθελε δέν ήθελε πέσαμε δλοι απάνω του, σκύλιασε,.

τό'δωσε.Δέν ξαίρω τί ήταν αυτό μέ μας. ’Ίσω ς ναταν αλη­

θινή αγάπη γιά τ ’ αδέρφια πού κείτουνταν—φιλόπτω­χος αδελφότης καί τά ρέστα. ’Ίσως νά'ταν καί γιατί τόν ζουλεΰαμε αυτόν πού βρήκε τό τσουβάλι, δηλαδή γιατί, στό βάθος, τόν μισούσαμε. Δέν ξαίριο.

*-

'Η δουλιά στά βαγόνια κάθε μέρα γίνουνταν πιο σκληρή. Ο!, πιο πολλοί πού δούλευαν Ικεϊ ήταν θ α ­λασσινοί, δέν ξαίραν τέχνη. Τό είχαν πει πώς δέν ξαί- ρουν καί γιαυτό δούλευαν εκεί. Τώρα μετάνοιωναν πικρά..

— Ά χ , γιατί μοίρέ; Γιατί νά μη δηλώσουμε τέχνη;θ ά λέγαν πώς ήταν. Καί γώ στήν πατρίδα ήμουν

γιαπιτζής. Αναστέναζαν καί πολεμούσαν νά σκαρφι­στούν τίποτα. Μά ήταν άνθρωποι τής θάλασσας, μικρές , θάλασσες—τέτιες κάνουν τούς ανθρώπους ντόμπρους.

"Ενας μονάχα ανάμεσα τους ήταν σπίρτο. Είχε τα­ξιδέψει σέ μεγάλα λιμάνια, στά καράβια."Ήταννά ζουλεύ- εις τις κομπίνες πού εκανε. "Αλλαζε ενα φύλλο τσιγαρό­χαρτο, πού είχε ζητιανέψει, μέ τρία κάρτα καπνό από αποτσίγαρα. Μιά οργιά σπάγγο μ’ έ'να κομμάτι πα- λιοτσοΰβαλο. Μιά φέτα ψωμί μέ τρεις πεπονόφλουδες γιά δροσιστικό.

Τόν ε’ίχαμε μάθει’ κάθε βράδι, σά μαζευούμαστε, τόν κοντεύαμε:

— Τί δίνεις σήμερα ;Αΰτός ελεγε τί έχει γιά τράμπα. Κι ά'ρχιζε ro παζάρι..

Τόν λέγαν Γλάρο.Μιά μέρα γύρισε ζαμουριασμένος άπ’ τά βαγόνια.,

Τόν είχαν δείρει σκληρά.

Page 109: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

— I I ·

— Ρέ, εγώ θά φΰγω α π’ τά τραίνα ! μας λέε(. Αέν τ 3 αφήνω εύκολα τ« κόλα. Θά δείτε !

Κι Αληθινά έ'φνγε.’Έ γινε ετσι :Μιά μέρα βρέθηκε στο Κιρκαγάτς ο χότζας ενός μα-

,κρινοϋ χωριοΰ. Τό [5ράδι ήρθε στό κελλάρι μας.— Είναι κανείς άπό σάς σοΰγιουλτζης ; (*) ρωτά.Κανείς δέν κουνιούνταν."Αξαφνα άκοϋμε μιά φωνή :— Έ γώ είμαι ίΚοιτάζουμε : ο Γλάρος !— Ξαίρεις, δλέν;—Ά κοΰς εκεί ! Μπορώ νά σοϋ πώ σ’ ενα μίλι α­

λάργα ποϋ εχει νερό ή γίς, χότζα έφέντη !—- Τό μυρίζεσαι, ολέν; κάνει απορημένος δ χότζας.— Βαλαΐ ! φωνάζει δ Γλάρος. Θά τό δεις !— Καλά.Τήν άλλη μέρα δ Γλάρος εφυγε μέ τό Χότζα. Γύρε­

ψαν κ ’ έ'ναν ΰπομάστορα νά πάει μαζί : Βγήκε ό Στυ­λιανός, τά πρέμια.

, Φύγαν κ ’ οι δυό.

*

Ά π ’ τό Σόμα μάς φέραν γιά ενίσχυση τρεις νέους «αιχμαλώτους. "Εναν άπ’ αυτούς καί μένα μάς πήραν ■καί μας δείξαν μιά αποθήκη γεμάτη τεράστια κουτούκια. Μας λεν πώς ή δουλιά μας θάναι να τά κόψουμε, γιά τήν υπηρεσία τοΰ στρατού. Δέν εχει πιά γιαπί. Θά κοιμούμα­στε σ’ ενα μικρό ντάμι έκεϊ δίπλα, μές σέ μιά αυλή. Στήν ίδ ια αυλή ήταν κ’ ενα σπίτι. ’Εκεϊ μέναν οι στρα­τιώτες.

— Ξαίρεις από κόψιμο ; ρωτώ τό σύντροφό μου <4νήσυχα.

,— Δέν ξαίρω, λέει παραπονετικά.(*) Νερουλάς.

Page 110: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

Είναι νέο παιδί ώς είκοσι τριώ χρονώ πολύ χλωμός, μεγάλα μάτια. Τά μισοκλείνει στον πολύν ηλιο. “Εχει μεγάλη μυωπία. Ε ΐνε τόσο απελπιστικά αδύνατος απ’ τή δυσεντερία πού είχε. Πώς δέν πέθανε, εΐνε θάμ«.

Μάς δώσαν μπαλτάδες. "Οπως δίίως πιάσαμε να κό­βουμε.

— Τί σέ λεν ; μέ ρωτά ό σύντροφος.— ’Εμένα ; Ή λία.— Κα'ι μένα, Ζάκ.— Ζάκ ; Ρωμιός είσαι ;— Βέβαια, βέβαια, κάνει βιαστικά τό παιδί.— Κι δμως μιλάς άλλοιώτικα.’Αλήθεια μιλούσε σαν τσιβδά, έτρωγε τίς καταλήξεις

τάχανε στους χρόνους—έπαιρνες δρκο πώς ήταν ξένος. Δέν επέμενα.

'Ό λη ή μέρα πέρασε πικρή. Δέν ξαίραμε πώς νά δου­λέψουμε. Οί στρατιώτες ερχουνταν κάθε τόσο, βλέπαν και βρίζαν.

— ’Ακόμα τόσα μονάχα ;Μάς χτυπούσαν. Τέλος ωρίσαν πόσα κουτούκια επρεπε

■νά'χουμε κομματιάσει ώς τό βράδι."Οσο έπαιρνε νά βραδιάζει τόσο κάναμε δ,τι μπορού­

σαμε. Κρύωνε. Δεκέμβρης. Ό ϊδρος έ'βγαινε μέ τήν απε­γνωσμένη προσπάθεια' πάγωνε μονομιάς μόλις στεκούμα- •στε ν ’ άνεσάνουμε. Κι οσο βιαζούμαστε τόσο πιο πολύ ■οί μπαλτάδες ξεφεύγαν απ’ τό στόχο τους καί βρίσκαν στο πλακόστροηο. Ό Ζάκ κατά τά σουρουπώματα χτύ­πησε δυνατά καί τό ποδάρι του. ’Έτρεξε πολύ αίμα. ’Έκοψα ένα κομμάτι άπ’ τό τσουβάλι πού φοροϋσα' δέσαμε τήν πληγή.

— *’Αχ, ποΰ ναβλεπες στο γιαπί Ζάκ. Τί καλά πού Ί τ α ν !

— ’Αλήθεια Ή λία ; ’Αλήθεια ; μουρμούριζε.’Αλήθεια Ζάκ. Παίρνεις τον άσβεστη. "Ενα φ.β.σ.σ,

νερό μέσα, υστέρα ά'μμο. Δόστου καί μαλάζεις, είναι μα­λακά. Μαλακά. ’Αλήθεια, Ζάκ.

1 1 1 =

Page 111: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

— 112

Κι ο Ζάκ άνοιγε το στόμα του μπρος στβν παράδεισο πού ελεγα καί τά μικρά χέρια του μέναν κρεμασμένα σά νεκρά.

—Τί θά κάνουμε Ή λία ; ΤΙ θά κάνουμε ; Ε ΐνε αλλη δουλιά πιο δύσκολη δπδ τοΰτη εδώ ;

Δεν ειχε δίκιο. Ε ίναι, γιά, καί τά σακκιά. Δεν to δοκίμασε. Τόσον καιρό εσπαζε μονάχα τσακίλι στο Σόμα.

—Ναί, μά καί τά κουτοΰκια ;Ναί, μείναμε σύμφωνοι, πόσους παράδες πιάνει νά

μάθεις πώς τό οίθροισμα τής ΰποτεινο\)σης... Νά μάθεις νά λιανίζεις ενα κουτούκι—αιιτοϋ -σέ θέλω.

Τή νύχτα εβρεξε' χιονόνερο. Τό μικρό ντάμι έσταζε. Ζαρώσαμε σέ μιά γωνιά. Είχαμε έ'να μικρό λυχνάρι.

—Τί δουλιά εκανες, Ζάκ ;— "Επαιζα πιάνο. Ά ρτίστ.—"Α ! Α λήθεια Ζάκ ;—Καί σν ;Τοΰ είπα.Μάς πήρε μιά παιδιάτικη χαρά, κείνον καί μένα. Θά

μιλούσαμε καί θά ταιριάζαμε. Πιο πολύ χάρηκε αυτός. Δεν είχε βρεί ά'νθρωπο κεΐ πάνου στο Σόμα πού ήταν : τον κοροΐδευαν γιατί τούς είχε πει πώς έπαιζε πιάνο πριν πιάσει τό τσακίλι.

—Θά'μαστε φίλοι, Ή λία ;— Θάμαστε, Ζάκ.Τότες τοΰ είπα καί γιά τον ’Αργυρή πού άφήσαμε

στο δρόμο, γιά νοίναι ό τρίτος μας φίλος.Ό ύπνος μάς πήρε πολύ αργά. Σά νά'χαμε ξεχάσει

πώς ήταν κ’ ενα κορμί κατατσακισμένο—δεν τό νιαζοΰ- μαστε. Ό Ζάκ ελεγε, ελεγε. Έ βρεχε ολοένα ό'ξω στη νΰχτα καί τά μεγάλα του μάτια γιάλιξαν. Θυμόταν ακόμα τό κομμάτι πού έπαιζε τήν τελευταία φορά πριν τον πιάσουν.

—Ξαίρεις, Ή λία , Γκλοΰκ;... λέει, Ό ρφέα, Ευριντίκη,.

Page 112: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

λέει...Κ'αΙ μουρμούριζε σιγανά ενα γλυκό σκοπό άον λέει

για μιά Ευρυδίκη πού χάθηκε.

*

Τ ’ απομεσήμερο τήν άλλη μέρα σταματήσαμε γιά κανέ δυό ώρες τή δουλιό στά 'ξύλα. Μας πήγαν νά κα­θαρίσουμε τό διπλανό σπίτι. Θά γίνουνταν λέσχη των αξιωματικών.

Στο υπόγειο τοΰ σπιτιού βρήκαμε πολλά βιβλία και χαρτιά. ’Ανάμεσα τους ήταν νΤ ενα δυό φ ύλλα α π ' ενα περιοδικό. Ταχωσα στον κόρφο μου.

Σά μείναμε μονάχοι άνοιξα κρΉφα. και διάβασα. 7Η ­ταν κάτι νέο, υστέρα από τόσον καιρό. Σά ναχαν ξεσυ­νηθίσει τά μάτια—-γι’ αυτό θάταν που τρέμαν τά ματό­κλαδα.

—Κοίτα, λέω τοΰ Ζάκ, συγκινημενος.—Τί, λέει;’'Η ταν ενα τραγούδι. Νησιωτικό. ’Έλεγε γιά ενα

πάιδι πού μπάρκαρε στά ξένα. Περάσαν χρόνια. Μιά μέρα ή μάνα του κατέβηκε στήν αμμουδιά. ''Η ­ταν έκεϊ ναύτες και μικρά μουτσόπουλα' παίζαν στον άμμο. Τούς ρώτησε απελπισμένη μήν τόν είδαν. Αύτο'ι γύρεψαν τά σουσούμια του. Ή τα ν ψηλός, ήταν λιγνός... Τότες οί ναύτες τής είπαν πώς ψες, προψές τόν είδαν στά μέρη τής Μπαρμπαριας. Ε ιχε γιά πάπλωμα τά φύ- «ια κα'ι τά σγουρά του τά μαλλιά τά ειχε προσκεφα- λάρι. Τόν έτρωγαν μαΰρα πουλιά κι άλλα άσπρα τόν τρι~ γυρνοΰσαν. Κ ’ ενα πουλί, καλό πουλί, δέν ήθελε νά φάει...

—Διάβασε το Ζάκ, τοΰ λέω μέ βουρκωμένη καρδιά.Δίσταζε στεναχωρεμένος.— Λεν ξαίρω, λέει τέλος.Τοΰ τό διάβασα. Μείναμε συλλογισμένοι κι αμίλητοι

πολλή ώρα. Τότες δέ σκέ<ρτηκα νά τόν ρωτήσω πως γ ί-

ι * 3 =

8

Page 113: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

νεται νά μην ξαίρει νά διαβάζει. Μ5 αργότερα τό συλλο­γιζόμουν:

—Τί συμβαίνει μέ τό Ζάκ;

*

Τό χτυπημένο ποδάρι τοΰ Ζάκ πονονσε πολΰ. Ά ν α γ- κάζουνταν κάθε τόσο νά σταματήσει τό κόψιμο στά ξυλά. Τότες εγω έβαζα τά δυνατά μου γιά νά βγάλω κ’ ενα μέρος άπ’ τή δουλιά πού δέ θά'βγαζε δ Ζάκ. Δέν ποό- φταινα. Μας χιυποΰσαν πολΰ.

"Ετσι μοϋ ήρθε κάποτε ή Ιδέα:—Τό ξαίρουν πώς είσαι μουσικός ; λέω στο φίλο μου.— ’’Οχι δέν τό ξαίρουν.— Γιατί μωρέ Ζάκ ; Γιά συλλογίσου. ’Ά ν σέ χρειά-

ζουνταν, σώθηκες.— Λες νά τό πώ ;Τον βίασα νά τό πει. Κείνες τις μέρες μάθαμε πώς

ήρθε κ’ ενα θέατρο στο Κιρκαγάτς. Κάτι καρακάξες έ- βραΐες άπ’ τή Σμύρνη. Παίζαν στη μεγάλη εκκλησία. Μπορεΐ νά τον θέλαν και yia κεΐ.

’Έτσι τοπε στον άξιωματικό.Τήν άλλη μέρα έσκασε ή μπόμπα. Κόβαμε ξΰλα σάν

προσέξαμε μιά εξαιρετική κίνηση οξον άπ’ τή μικρή αυλή. Στρατιώτες. Φωνές. ’Αξιωματικοί. Τέλος φάνηκε ενας αψηλός άντρας, πλάκα τρία άστρα στο τετράγωνο πανί τοΰ γιακά. Συνταγματάρχης.

— ΙΊοιός είναι ; ρωτά.Αείξαν τό Ζάκ.—■ Αυτός είναι.Παρατήσαμε τους μπαλτάδες και στεκοΰμαστε ευλα­

βητικά.— Ξαίρεις μουσική ; λέει στο Ζάκ δ συνταγματάρχης

κοιτάζοντας τον ά π ’ τό κεφάλι cog τά πόδια.— Ξαίρα»,—- Παίζεις πιάνο;

= ι ΐ 4

Page 114: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

— Παίζω.— Κ αλά."Εφυγε.Κατά το μεσημέρι φέραν στό Ζάκ ενα καλοκαιρινό

«μπέχωνο, λίγο φορεμένο, ενα παντελόνι κ’ ενα ζε\;γάρι αρβν/.α. Τ ον είπαν θά τόν παν στό λόχβ νά ξουριστεί και νάναι έτοιμος γιά αύριο το πρωΐ.

— Βλέπεις Ζάκ ! Βλέπεις Ζάκ !Ό Ζάκ άστραβε άπό χαρά. "Αλλαξε τά ρούχα. Μά­

ζεψα τά π α λ ι ο τ σ ο ύ β α λ α που φορούσε και τύλιξα μ’αύτά τά ποδάρια μου. Τά δικά μου είχαν κουρελιαστεί. "Εβαλα στις πατούνες κ’ ενα ψιλό πάτο άπό σανίδι. "Ετσι ήταν πολύ καλά. Μοΰ περίσσεψε μάλιστα και ρε­ζέρβα τσουβάλι, ν’ αλλάζω, σά θ ά γέμοζε άπό λάσπη και νερό αυτό που φορούσα.

*

Φέραν έ'ναν άλλον νά δουλεύει μαζί μου στά ξύλα. ’’ Ηταν ενας άντρας, γερό σκαρί, μά ήταν τόση ή πείνα του π ο ν είχε λιγνέψει,—σά θηλυκό πολυτελείας μέ ξου­ρισμένα φρύδια. Οί μπαλτάδες πού δουλεύαμε ηταν φραν- τσέζικοι, μιά χούφτα κιλά βάρος.

Ποΰ θαβγαινε και μέ τούτον ;— ζ\οΰλευε κολλήγα, δούλευε ! τοΰ φώναζα δσο ε-

βλεπα νά βραδιάζει καί νά μή βγαίνει ή δουλιά που ήταν ωρισμένη.

-— Τι νά κάν<»; ελεγε αυτός απελπισμένα. Τί νά κάνω, γιά ;

’Αναστέναζε, ζαυλοϋσε τήν κοιλιά του,— "Ας είχα νά φάγω, σύντροφε, άς είχα κ’ εβλε-

πες...Κοντά τό σούρουπο μ’ επιασε καί μένα απελπισία.

Χτυποΰσα παλαβά, νευρικά, γεμάτος τρόμο. Ή ίβιασύνη' άντίς γιά καλό πλήθαινε τις φάλτσες μπαλταδιές.

— Χ τνπα ! Χ τ ν π α I φώναζα στο σύντροφο. Τώρα

Page 115: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

« = Ι ΐ 6

θάρθουν !’Έ χ α ν ε ο,τι μπορούσε δ φουκαράς. Χ τύ π ο ν σε. Μά;

κόβουνταν τά χέρια του μαραμένα.“Έ τσι βραδιαστήκαμε τήν πρώτη μέρα τής συνεργα­

σίας μας. Φάγαμε, βέβαια, μαζί το 'ξύλο. Αυτός jruV πολύ, μιά πού ήταν νέος στη δουλιά.

Τή νύχτα σά λουπάξαμε στή φωλιά μας καλούμαστε ζαμουριασμένοι. Δέ μιλούσαμε.

—Ό Ζάκ ήταν πιο καλός από σένα στα 'ξύλο., τοΰ λέω τέλος. Κ ι άς ήταν μουζικάντης.

— Τί νά κάνω άδερψάκι μου, τι νά κάνω ; μουρμου­ρίζει πικραμένος. Μένα τό σκαρί μου θέλει φα ΐ. "Ας, είχα...

Τ ί νά κάνει ;Ξαφνικά τοΰ ερχεται ή ιδέα. Διστάζει μιά στιγμή..

Τέλος τό πετα'.—’Αδερφάκι, πέμε, τρως πολύ ;Τον κοιτάζω :—Γιατί ;—’Ά κου πού σοΰ λέω! Μοΰ δίνεις τό μισό ταΐνι σου;Μοΰ |η γα : Νά τοΰ δίνω κάθε μέρα τό μισό τα ΐνι

μου, τό \|><ομί. ’Έ τσ ι θά τά φέρνει βόλτα μέ τό στομά­χι του.

—Θά βγάζω στην πάρτα μου πολλή δονλιά. Έσύ- είσαι μικρός κι ασυνήθιστος. ’Έ τσ ι θ ’ άλαφρώσεις.

Τό ψωμί, τό ψωμί..Διστάζω. Τέλος τβϋ λέω, καταφατικά.—Ναί.Συμφωνήσαμε.Τήν αλλη μέρα πραγματικά είχε και τό δικό μου τό·-

μισό ταΐνι. Δουλεύοντας τό ζεκοκκαλοϋσε. Καί μονάχα άπ° τήν ιδέα πώς εβαζε πρόσθετη τροφή στο στομάχι του τά χέρια του κουνιούνταν πιό σβέλτα, σά συνοημενα μέ τ° άντερά του.

Έ γώ Ικανα οικονομία. Μασσοϋσα κάθε μπουκιά πολλή ώρα.

Page 116: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

ι ΐ 7= '

Τό προσέχει.—’Έ τσι τρως εσύ; λέει άπορημένος.Τί· νά τοΰ πΰ>;— ’Έ τσι, λέω.Σταματά απότομα to μάβαημ,α καί μέ κοιτάζει:— Άδερφατα, μπάς καί θαρρείς πώς... Γ ιά καλό καί.

τεών δυονώ μας ύ ν α ι πβύ...Ε ίνα ι ενα ήμερο, γνήσιο, ανθρώπινα μάτι πού άκι-

νητεΐ.— Τό ξαίρω, σύντροφε.

Βγήκε αυτή τή μέρα καλή δουλιά. Τό βράδυ παρακα- λέσαμε ν ! αφήνουν νά παγαίνουμε σΐό κελλί νά κοιμ,οό- ,μαστέ μέ τούς άλλους. Τό δέχτηκαν καί μάς πήγαν.

’Αργά ήρθε στο κ«λλΙ κι ο Ζάκ. Τόν £φερε ενας «εττοατιώτης.

— Ή λία ; Ή λία !Γελούσε «’ έτρεχε σέ μένα σάν παιδάκι. ’Έβγαλε

κι άδειαζε τις τσέπες τον. Πάρε κι από τοΰτο καί τοΰτο -καί τοΰτο. Ή τ α ν Ινα σωρό γλυκά λογιώ-λογιώ, σπιτίσα ft,’ αμύγδαλο. "Εγλυφα τά δάχτυλα, ετσι πού πεινούσα.

— Ποΰ ήταν αυτό τό καλό, Ζάκ; Ποΰ -ήταν;Μανοΰλα μου, fjrctv από χέρι θηλυκό.—Βρε αμάν!—

’’Ά κ ο υ που σοΰ λέωΤΌ Ζάκ είχε γίνει δάσκαλος τοΰ πιάνου στήν κόρη

τοΰ συνταγματάρχη.

'Η δουλιά εστρωσε στά ξυλά. 'Q σιίντροφός μου «παίρνε κά-θε μέρα και τό μισό Απ’ τό δικό μου ψωμί, ·δ6ΰλευε πιο δυναμωμένα' δέν τρώγαμε ξυλο.

Μάς ήρθε κ* ενα τυχερό: "Ενα πρωί στάθηκε στήν πόρτα τής αυλής ενα γεροντάκι, χωριανός, άσπρα γένια. Κρυφά-κρτκβά. Λεν ήταν κανείς άλλος. Μας γνέβει νά τοΰ δώσουμε τή χούφτα μας. Α νο ίγε ι τή δική τοΰ, μας τ» δίνει καί φεύγει (Μαστικά. ΤΗταν μιά πρέζα καπνό, ϊσα ϊα α γιά δυο τσιγάρα. Μά ίσα ίσ α - καί δυο φ ύλλα τσιγαρ»-

Page 117: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

* = ι ι8

χαρτο. Τήν αλλη μέρα πάλι, τσοΰπ-τσοΰπ τό γεροντάκι. Πάλι γιά δυο τσιγάρα. Μά τά μετροΰσε μέ τό βιζινέ;

Γινόταν ταχτικά. Τό λογαριάζαμε σάν απαραίτητο ε*οδβ. .

— ’Έ , ρέ, τόν τσιγκοΰναρβ! μουρμούριζε δ σύντροφός μου. -

Μιά μέρα δέ βάσταξε, τοΰ γΰρε\|ιε:—’Ακόμα λίγο, μπάρμπα!

·■— Ά , οχιΐ οχι! διαμαρτύρουνταν τό γεροντάκι.

*

'Ο ’ Ζάκ εφευγε τό πρωί ®τοΰ συνταγματάρχη καί γύριζε τό βράδι. Τόν τάΐζαν καλά κι άρχισε νά'ρχετοα «τόν εαυτό του.

'Έ ν α βράδι ήρθε συλλογισμένβς.— Γιατί ετσι;—Κακά μαντάτα, Ή λία .— Τί τρέχει;’Έ πιασε τά χέρια μου- έτρεμε.—Φοβάμαι...■—Μά τί είναι λοιπόν;Μουδωσε νά καταλάβ<Μ. Ποΰ θα βγει μ ’ αυτό το

θεοπάλαβο θηλυκό; "Ενα δυο μέρες τιόρα άρχισε νά τόν βλέπει άλλοιώτικα. Στήν αρχή τοΰ φέρνουνταν ξένιαστα —τόν άγγιζε, τόν πείραζε, δέν τον λογάριαζε γι° αρσε­νικό. "Ελεγε πώς ήταν ενα πράμα, σάν τό πιάνο νά πού­με' τής εϊιζαν : δικό σου εϊναι. Μά ·δ Ζ ά κ . τρώγον­τας επιασε ναρχεται κοντά στον παλιό Ζάκ. Καί τοΰτος ί> παλιός Ζάκ ήταν ενα γλυκό παιδί μέ μεγάλα.' μάτια.

— ”Ανοιξε τα τέσσερα ! τόν συμβουλεύω αυστηρά. Αέν είμαστε γιά Ευριδίκες τώρα. Ά ν σέ πιάσουν χά­θηκες. Πες πώς είσαι σίδερο.

Ύ ποσχέθηκε νά πει πώς είναι σίδερο.

Page 118: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

, ι ΐ 9 = -

Ό χειμώνας πλάκωσε γενναία. Γυρίζοντας το βράδι απ’ τή δουλιά, είχαμε συμφωνήσει ολοι οι σ-όντροφοι νά φέρνουμε ό καθένας τίποτα παλιόξυλα, κλαδιά, ο, τι βρίσκαμε. Κι έγώ έ'κλεβα καμπόσες σκίζες. “Ανάβαμε φωτιά.

Γιά νά'χουμε στρώμα σκεφτήκαμε ά'λλο: ξεράναμε τήν κοπριά, τις καβαλλίνες πού ήταν στο κελλί μας. φέρνον­τας τις μέ τις χοΰφτες δίπλα στή φωτιά. "Υστερα δ καθέ­νας πήρε τό μερδικό του κι εκανε μ’αύτή τό στρώμα του, ίσαμε τό κορμί του. Σ ιγά—σιγά ή κοπριά πατήθηκε στή μέση" εγιναν έτσι μικροί λάκκοι. Ή τα ν σάν τάφοι —τό­σοι τάφοι δσοι έμεϊς. Ό καθένας ήξαιρε τό δικό του. Δέ μαλλώναμε.

Ή πρώτη δουλιά, άμα ά'ναβε ή φωτιά ήταν ο­ρισμένη :

—’'Α ϊντε παιδιά, γιά τις ψείρες !Μαζευοΰμαστε τέσσερες—τέσσερες, πέντε—πέντε,

πάνω άπ° τή φ<»τιά. Βγάζαμε τά τσουβάλια μας' ετσι τσίτσιδοι τ ’ ανοίγαμε πάνω άπ’ τή λόχη νά πέφτουν ot ψείρες. Τις άκονγαμε τζο'ϋ κάναν ηατατράκ. Πολεμούσα­με νά καρατάρουμε σάν πόσες ναναι.

— ’Έ , ά'ϊ.ντε ντε I φώ ναζαν οΐ ά'λλοι πού περιμέναν σειρά.

Τραβιοΰμαστε, ν αρθεί ή άλλη πόστα.Πότε πότε γλυκαμένος άπ’ τή φωτιά έμπαινε μες τό

κελλί μας κι δ σκοπός πού μας φύλαγε. Συγκινημένος άπ’ τό θέαμα εβγαζε κι αύτός τ ’ άμπέχωνό του νά ψει­ριστεί. Προσέχαμε τίλογις θάναι. αυτές οΐ αλλοεθνείς ψείρες. Ό τοϋρκος τις επιανε μέ τό χέρι, τάπ, τις πε- τοϋσε δίπλα στο χώμα. Δεν τις εκαιγε.

— Έ μ σερί, γ ια τ ί; τον ρίοτοΰμε.— Γιαζίκ. 'Αμαρτία, λέει αυτός.Τότες τομάθα πώς τδχουν γι’ αμαρτία νά καϊν τις

■ψείρες ή ν« τΙς σκοτώνουν—σύλλογος υπέρ των δικαιο>-

Page 119: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= 120

μάτων τοΰ ανθρώπου' και γιά τις ψείρες τον.Μά οσο κι αν τις ξολοθ'ρέβαμδ «ποσπεροΰ τ* άλλο

βράδι είμαστε πάλι φίσκα.— ’Α στό διάολο ! Θάναι άπ’ τούς μαφαζάδες πού

δέν τις σκοτώνουν ! κάνει οργισμένα ένας.— Βρε δέν παρακαλας πού βρίσκουνται t λέει ένας

«λλος. Ά λλοιώς τί θά κάναμε ;’Αλήθεια, οσο νά'ρθει ό ΰπνος τί θ« κάναμε ; Αύ-

τές οί χειμωνιάτικες νύχτες είναι μακριές. Τις βγάλαμε «κουβάρια». Eive γεμάτες κίντυνο γιά το μιαλό. Μέ τις ψείρες—νά' ξυστεΐς, νά ματώσεις τό κορμί, νά τΙς κά­ψεις, περνά ενα μεγάλο κομμάτι απ’ τό κουβάρι. K? υ ­στέρα ερχεται <5 ύπνος. Άλλοιώς μπορεις νά θυμηθείς δυο παιδικά μάτια πού σβυσαν. Μες σέ τούτον τόν α­γαθό λαό πού σέβεται τΙς ψείρες δέ μπορούσε αραγες νά γεννηθεί κι αυτός μιά ψείρα ; Ένδιαφέρουνταν γιά το Σείριο. Λοιπόν, καλά νά πάθει.

' "Ενα βράδι ό Ζάκ ήρθε αργά. Ή μέρα μου εΐ'/,ε .πε­λάσει πικρή. 'Ο σύντροφός μου στά ξΰλα είχε άρρωστή- σει, έβγαλα λίγη δουλιά, δ,τι μπορούσα’ έφαγα ξύλο.

— Τί θά κάνω άδερφάκι μου ; Τί θά κάνο.) ; επιασε νά νιανιαρίζει δ Ζάκ.

— "Αφησε με καί συ μέ τήν Ευριδίκη σου ! τόν «όβω απότομα.

Μέ κοίταζε γεμάτος παράπονο.— Γιατί Ή λ ία ;— Γ ιατί εσύ δέν εφαγες ξΰλο ! Μένα μέ σκότωσαν IΔέ μιλά. Σέ λίγο, μονάχα, μοΰ λέει, δισταχ«κά..— Αύριο θά σοΰ φέρω κάτι’- Τ ί ;— Θά δεις ! Θά δεις !Και μοΰ ςήγησε πώς ή Εύριδίκη σήμερα , ήταν πιο

παλαβή απ’ δλες τις μέρες. Μιά στιγμή, ξαφνικά, χΰμηξε καί τόν φίλησε στο στόμα. Τουπέ : Ζήτησέ μου. δ,τι θέλεις. Αυτός γύρεψε ενα παλιό αμπέχωνο γιά μένά.

Page 120: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

Τήν άλλη νΰχτα αληθινά μοΰ τοφερε. ’Εγώ πετοΰσά «από χαρά μά αυτός ήταν ζαλισμένος.

— Που θά'βγει αυτή ή δουλιά ; Ποΰ θάβγέΐ; άνε- ίφΐ&ΐιόΐαν, γιά τήν Εύριδίκη. ’Έ ρχεται—λέει— μέ πιάνει, $ίε σκαλίζει, άκουμπα στά γόνατά μου, μέ ψιλά, μέ λέει «σερ!» κ ’ εγώ στέκω ντούρος σά σίδερο. Μήπως δεν βΤσαι αντρας ; μέ ρώτησε ξαφνικά.

—Μήν άκοΰς Ζάκ, μήν άκοΰς! τοΰ ξάναλέω έγώ. Βαστάξου!

Τή νΰχτα δέν είχα ΰπνο. Μές τά σκοτεινά ά'κουγα το Ζάκ που κι’ αυτός άγκομαχοΰσε.

—Σκέβεσαι; τόν ρώτώ σιγά.—Ά σ ε με! ’Ά σε με! Καλλίτερα νά μήν ερχόταν

<*̂ τό· Νάμουν σάν καί πρίν, στά ξΰλα.’Έρχουμαι κοντά, όλότελα στ’ αυτί τον:— Ε ίναι λοιπόν... ομορφη, Ζάκ;"Αν ήταν δμορφη; Τά μάτια της, έτσι τό φρέσκο

δέρμα, πώς γιαλίζει δ μικρός κόρφος, σάν κά>·ει πώς γέρ­νει—μιά στιγμή,

’Έλεγε, έ'λεγε.Ό ΰπνος μάς πήρε πολύ αργά. Δέ φτάναν ολα, ξα­

φνικά μάς ήρθε κα'ι τοΰτο τό μήνυμα τοΰ εαρος. Τρίζαμε τά δόντια καί στριφογυρίζαμε κ ’ οί δυό σά δεμένα ζά Λού σπάραζαν κι άπ’ τό στόμα τρέχαν άφροί.

*

Τό μαρτΰριο τοΰ Ζάκ νά παριστάνει τό σίδερο βά­σταξε άκόμα μιά βδομάδα. "Υστερα ενα βράδι ή παρά­σταση τελείωσε λιτά κι αδιάφορα σάν κακό θεατρικό έργο — δίχως καν ενα θάνατο επί σκηνής.

Σά γυρίσαμε στό κελλί, κείνο τό βράδι, ό Ζάκ είχε ϊβ θε ι λίγη ώρα πριν άπό μάς. Ε ιχε ζαρώσει σά σκυλί. Τό μοϋτρο του δέ φαίνουν-ταν, χωμένο, μές τις χ·ΰ - "φτες του.

’Έσκυψα καϊ τον ρώτησα τί εχει. Δέν απαντούσε.

1 2 1 =

Page 121: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= 1 2 2

Μβνάχα έκρυβε τό μοΰτρο σά νά ντρέπουνταν. Κατέβασα, μέ τό ζόρι τά χέρία του· τότες στο λιγοστό φώς διά- κρινα τό χλωμό πρόσοοπο παραμορφωμένο άπ’ τις ρα­βδωτές γραμμές, γαλάζες και κόκκινες. Τό ενα μάτι κλεισμένο άπ’ τά πριξήματα δέν έδειχνε τίποτα. Μά τ’ άλλο ήταν μούσκεμα άπ’ τά δάκρια.

— Αυτή σέ χτύπησε ;Ναι αυτή ήταν. Λυσσασμένη, σάν αγρίμι, τον ειχε

προκαλέσει σήμερα όλότελα ανοιχτά. Μά αυτός ήταν σί­δερο—ένα μικρό κρύο σίδερο. Άντιστέκουνταν. Τότες τι­νάχτηκε άπάνου, τά μάτια άστράχμα1'», άρπαξε ένα καμ- τσι τοΰ πατέρα της %ι· άρχισε νά τον χτυπά λυσσασμένα στο μοΰτρο, στο κεφάλι, παντοΰ.

— Γκιαοΰρ ! Γκιαοΰρ ! Γκιαοΰρ ! . ,Τον χτυποΰσε πάνου άπό ένα κάρτο. Κουράζβυνταν,

σταματούσε, πάλι ά'ρχιζε. "Υστερα τον έδιωξε νά μή ζαναγυρί®ει.

Τ’ άλλο πρωΐ ένας στρατιώτης ήρθε άαιό μέρος της καί γύρεψε τά ροϋχα ποΰ είχαν δώσει και φοροϋσε ό Ζάκ. Τάβγαλε καί τάδωσε. Κρύωνε πολΰ. Τοΰ είπα νά πάρει τό σαπκάκι πού είχε φέρει σέ μένα νά τό φορέσει. Ά ρνή- -Θ·ηκε επίμονα—Μονάχα δέχτηκε τά τσουβάλια ποΰ τοΰ είχα πάρει.

ΊΙιάσάμε πάλι μαζί δουλιά στά ξΰλα. Μισούσαμε αυτό τό σιχαμένο σκουλίκι τή νΰχτα δαγκάναμε τή γις και. βογγοΰσαμε σά βόδια άπ’ τήν επιθυμία νά τό είχαμε.

Page 122: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

1 1

Τό Μπακίρ - κιοϊ εΐνε Τσαμε μιά ωρα άπ’ τό Κιρκα-·- γάτς. Αυτό τ5 δνομα τό τρέμαμε. Ή τα ν ή πατρίδα τοΰ Μπακιρλή έφέ. Αυτός τόν καιρό πού ό στρατός μας κρα­τούσε στην ’Ανατολή στάθηκε ενα αληθινό παλληκάρι», Δέν έσκυψε, πήρε τό βουνό και πολεμούσε. Οί δικοί μας τότες τον τρέμαν. Μιά νύχτα πατήσαν τό χωριό καί τόν γυρί-ύαν. Δέν τόν βρήκαν. Του σκότωσαν τή μητέρα του· καί τήν άρρεβωνιαστικιά. Αυτήν μάλιστα λέγαν πώς τή ν κάψαν ζωντανή μές τό οπίτι που βάλαν μπουρλότο.

"Ενα πρωΐ μάς πήραν πέντε συντρόφους, και μάς· πή­γαν έκεϊ. Ή τ α ν μαζί κι ό Γιάννης ό γιαπιτζής. Τώρα πια έ'βρεχε,' η χιόνιζε κάθε μέρα καί δέ δουλεύαν τά γιαπιά. Ή τα ν ακόμα, μέ τούς πέντε, κι ο Σπίνος. Τόν βγάλαμε ετσι γιατί δλο έλεγε, ελεγε·—ανοησίες, ήταν καλή καρδιά, μά δέν ηξαιρε άπ’ ' τήν ανάγκη τής. σιωπής.

Μάς είπαν θά μείνουμε έκεϊ, στο Μπακίρ.Δουλέψαμε τή μέρα σέ κάτι αποθήκες και τή νύχτα.·

μάς μαντρίσαν σ’ ένα μικρό τετράγωνο μαγαζί. Μιά.τρύ­πα—ισα ίσα μάς χωρούσε νά ξαπλώσουμε. Δέ μάς βάλαν· σκοπό. Ποΰ θά'παγαίναμε αν φεύγαμε ; Τό μαγαζί δέν ειχε παράθυρο, μά απ’ τόν τοϊχο οί σουβάδες ήταν πε­σμένοι' έμπαινε μέσα χονφτιές χουφτιές ό χειμοίνας. Φω­τιά τίποτα. Πικραμένοι ώς σέ θάνατο θυμούμαστε- τ®. Κιρκαγάτς, τή φωτιά, τις νύχτες μέ τις ψείρες.

Μονάχα ό Γιάννης άντιστέκουνταν.— Μή μωρέ παιδιά ! Μήν τά χάνετε ! Νά δείτε δλ α .

θά στρώσβυν ...

Page 123: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= 1 3 4

Είχε μιά τρομερή εμπιστοσύνη αυτό τό καχό- poigo κορμί. Ε νενήντα στά εκατό ειχε πιστέψει 3*ώς τά παιδιά τον χάθηκαν. Κι όταν τοΰ ήρθε τό άλλο μήνυμα παν φέραν οί σύντροφοι μέ τον Τσίπιν—Τσί­πιν, ήταν τόσο πολύ—σά ν ’ άνοιξε μιά καινούργια φλέβα και μπούκαρε φρέσκο α ΐμ α στην καρδιά του.

Δάγκανα, τά χείλια, εγώ πού ήξαιρα.— Τί νά πιστεύουμε ! Τί νά πιστεύουμε! φώναζα θ έ­

λοντας νά συχάσω τον εαυτό μου πού τον θαρρούσα αν­τίκρυ μου ένοχο.

Μά τά ψιλά μικρά μάτια πέφταν τόσο ήμερα πάνω •στά πράματα καί τούς ανθρώπους— κι δλα γερνάν συγ- κατίχνβύοντας.

Συχάσαμε σά μάθαμε πώς δ Μπακιρλη Ιφές βρί- σκουνταν άπό μήνες τώρα στ ή Μάγνησά. Μά μιά νύχτα

"Xs ή δμπιστοσύνη τοΰ Γιάννη εγειρε σά φύλλο.Ή τα ν πολύ αργά οταν άκούσαμε στο δρόμο ενα ψί­

θυρο. Ή τ α ν τρεις τέσσερις νομάτοΓ κουβέντιαζαν σιγανά «ξου άπ’ τήν πόρτα μας.

Στηλώσαμε τ’ αφτιά, ζαμουριάσαμε κι άκοΰγαμε.Ξαφνικά δ Γιάννης σφίγγει τά δάχτυλά του στο

φπράτσο μου.— Τί είναι ;—■ Δέν X* άκουσες ; μουρμουρίζει πνιχτά. Κάνουν

σχέδιο νά μας σφάξουν.Τότες μές τον τρόμο πού μάς επιασε αυτή τή'χειμω­

νιάτικη νύχτα μπήξαμε τΙς φωνές γιά νά πάρουν είδηση «ί στρατιώτες πού ήταν στρατωνισμένοι, έκεΐ δίπλα. Τδν- τις ήρθε ένας ύπαξιωματικός μέ δυο στρατιώτες βλαστη­μώντας καί μάς ρώτησε τί τρέχει. Οί ντόπιοι χωριανοί στο μεταξύ είχαν χαθεί.

Πέσαμε στά ποδάρια του παρακαλώντας νά μπει ένας σκοπός νά μας φυλάγει. Ό ύπαξίωματικός δέχτηκε % ήρθε ενας σκοπός— μιά πού εϊμ,αστε πράματα τοΰ ■στρατόν.

Page 124: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

κ » 5 =

"Ολη τή νΰχτα άκοΰγαμε τί» νεφέρ (*) ν« παγαινβέρ- χεται καί νά βλαστήμα γιατί χιόνιζε. Τάβαζε μέ τούς χωριανούς πού δέ βιαστήκαν πςίν φωνάξουμε : ’Αλλάχ, γιατί νά μήν προφτάξουν;... Γιατί, γιά; ”Αν προφταΐ- ναν αυτός τώρα θά κοιμόταν.

Δέν τολμήσαμε νά σφαλήξουμε μάτι. Συλλογιζούμα- στε πώς πέντε ανθρώπους μές τήν Τουρκιά, δέ θά μάς έπαιρνε κανείς είδηση αν μιά τέτια νΰχτα—τί ήταν, τί χάθηκε. Μιά νύχτα στο Μπακίρ.

*

'Η μέρα πού έτρεμα ή ρθε .Ό πυρετός μ5 έ'δειρε δλη τή νύχτα. 'Ώ ς τό μεσημέρι μ3 άναγκάσαν νά δουλέψω μέ τον πυρετό, νά παστρέψουμε τούς δρόμους απ’ τό χιόνι. Μά «ατά τό μεσημέρι τά γόνατα λύγισαν. Στρώθηκα χάμω.

Οί δικοί μας μέ κουβάλησαν τότες στο θολάμι μας, πάλι φΰγαν. ’Απόμεινα μονάχος ώς τό βράδι καί βο­λόδερνα σαν πληγωμένο αγρίμι πού τό παράτησαν.

"Αμα γυρίσαν οί σύντροφοι τή νΰχτα είχαν μαζί τους δυο κεραμίδες. Τραβήξαν δυο πήχες άπ’ τό χαλα­σμένο γιαρμά, άνάψαν φωτιά, τις ζέσταναν. Μοΰ τις βά- λαν στις πλάτες. Μοΰ έκανε καλό. ’Ά νοιξα τά μάτια μου καί είπα στο Γιάννη ήσυχα πώς θ ά πεθάνω. Μέ χάδεψε τά μεγάλα γλιτζασμένα μαλλιά και μέ παρηγόρεσε era μητέρα.

Κατά τ= απομεσήμερο τήν άλλη μέρα. ’Ή μουν μονά­χος στο θολάμι. "Ενας μικρός μαύρος ο'γκος ήρθε καί στάθηκε στήν πόρτα. 'Ή τα ν μιά γριοΰλα μισοσκεπα- <?μένη μέ τό φερετζέ. Ρίχνει μιά ματιά ανήσυχη γΰρω στο καλντερίμι. "Υστερα πετα βιαστικά πρός τό μέρος μου ενα μεγάλο κομμάτι ζεστό ψωμί κ’ ένα κυδώνι.

— Θέλεις τίποτα., όγλούμ;(*) ρωτά φθβισμένα ή φωνήI*) 2 τραιιίότη.(*) Π α ιδ ί μου.

Page 125: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= ι * 6

τρέμοντας κάτω από τό μαϋρο πέπλο.Στέκω χαμένος, χτυπημένος. Ε ίνα ι μιά φα>νή τόσο

ήμερη— μά μπορεΐ, λοιπόν, στά τουρκικά νά γίνει τέτιος τόνος;

—-Θέλεις τίποτα;... ξαναρωτά ή φωνή ανυπόμονα.’Απροετοίμαστος μόλις κατορ-θώνω νά τό συλλαβίσω

..πώς τίποτα,—Ευχαριστώ, άνά...'Η σκιά χαΦηκε.Περνά μιά ωρα δυο ώρες. Σουρουπώνει. ’Αρχίζει σι­

γανά, υστέρα δυναμώνει. 'Ολοένα·. Μιά φωνή, άπ’ τό μ,ιναρέ πού προσεύχεται. Είναι κάτι λυρικές νότες: θ ά κολλούν στο χιόνι πού πέφτει—πώς 9-ά τα καταφέρνουν νά πάν -ψηλά;

— Ά λλέν φενά. ’Αλλάχ Ίκπέρ ...

Τό βράδι πού εχουνται οι σύντροφοι τούς δίνω to ψωμί καί τό κυδώνι. Γλΰφα> κ’ εγώ ενα κομμάτι γιά δροσά. "Εχει ακόμα και τό κοτσάνι του δεμένο μ’ §Γνα κομμάτι σπόγγο' Φοίταν κρεμασμένο, χειμωνιάτικο. Πολλή ωρα δλοι σωπαίνουν. Σωπαίνω κ’ έγο>.

Ό πυρετός πάλι εχει ανέβα. Τό κεφάλι βουίζει, τό μιαλό βουίζει, ή νύχτα Φά είναι θολή. Άκοΰγο> μόλις τό Σπίνο, πού ρωτα·'

—Μά λέτε λοιπόν, ναταν αλήθεια... Τουρκάλα;Τσιμουδιά.Λίγο αργότερα σά νά ξεχωρίζω πάλι τή φωνή τοΰ

Γιάννη πού λέει πώς φοβάται στο Μπακίρ:—Είναι πολλοί αιχμάλωτοι, μουρμουρίζει, άπ’ τό χω-

qio αντίκρυ. ’Έ τσ ι εμαθε. Τούς κουβανήσαν οί δικοί μας σά φευ γ αν.

*

'Ο πυρετός όλη τή νΰχτα στάθηκε πολΰς. Είμαι κου­ρασμένος, εξαντλημένος.

Οί σύντροφοι έφυγαν γιά τή δουλιά τό πρωΐ. Σέρ-

Page 126: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

127 —

νουμαι πρός τή μικρή πόρτα, τυλίγουμαι στά τσουβάλια μου" βλέπω τούς ανθρώπους πού περνούν.

• Ξαφνικά το προσέχω. ΕΙνε ενας αξιωματικός πού πέρασε. Στό γιακά του τό διακριτικό τρίγοονο, είναι βυσ- ■σινί. Γιατρός.

Περιμένω νά ξαναγυρίσει. Παίρνω τήν απόφαση. Μαζεύω άπό δώ, άπό κεΐ, μέ τά νΰχια, τσουγκρανιές, κάτι αξιοδάκρυτα φραντσέζικα πού μοΰ μένουν—ελάτε, μωρέ, ελάτε. Τά μαζεύω, φορμάρω τή φράση κ3 έτοι- μάζουμαι.

Τέλος δ γιατρός ανεβαίνει. ’Έ φταξε. Α νοίγω τό στό­μα ικετεΰοννας ··

—Ντοκτόρ μπέη ! Ντοκτόρ μ π έη ! A yez p itie de moi ... Ayez p itie ...

cO άνθρωπος σταματά άπότομα χτυπημένος άπό τοΰτη τήν πολιτισμένη, σέ γαλλικό πληθυντικό ικεσία. ’Ανοίγει τά μάτια του, νά. Κάτι τέτιο στό Μπακίο! Κοι­τάζει, κοιτάζει κι ολοένα μεγαλώνει ή απορία του. Ψ ά­ξει τό σουλούπι μου—χωμένος μές τις βρώμες, τά μεγά­λα μαλλιά, τυλιμένος στά τσουβάλια, — τό σακκάκιτοϋ Ζάκ τό φορούσα κατακρέατα μή μοΰ τό πάροχΎ.

— Τι είστε ; μοΰ λέει τέλος, γαλλικά.—Γεσίρ.— ’Ά ρρω στος;— Ναι, άρροιστος.Θέλει κάτι νά μέ ρωτήσει ακόμα, τι εχω, μά στέκεται

νά κάνει έπιστράτεψη στά γαλλικά του. Ε ίναι πιο α­ξιολύπητα άπ’ τά δικά μου.

Τέλος τά παρατά.—De la f ie v re ; λέει μονάχα.—Ναί, ναί, πυρετός.Μοΰ γνέβει πώς θ ά ξαναγυρίσει καί φεύγει. Ε ίνα ι νέο

παιδί, εικοσιπέντε—εικοσιέξ χρονώ. Α ργότερα τό έμαθα πώς μόλις κείνη τή μέρα ειχε έρθει στό Μπακίρ.

Σέ λίγο ξανάρχεται. Μοΰ φέρνει ενα σωληνάριο κινίνο, κάτι άλλες σκούνες.

Page 127: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

—Αΰριο, όίν είσαι καλλίτερα θά πώ ν έ θ ε ι ς στ*. Ιατρείο—μοΰ δίνει νά καταλάβω.

Σ 3 έ'να δυο μέρες ήμουν καλλίτερα. ’Έπεσε ό πυρε­τός. 'Ο γιατρός πέρασε και μ° είδε. "Υστερα Εστειλε ενα · στρατιώτη καί μέ πήγαν στο ιατρείο του. Ή τ α ν έχει καΐ_ t o σπίτι πού εμενε.

Μέ δείχνει νά καθήσω :—Είσαι πολύ νέος, μοΰ λέει. ΤΙ δουλιά έκανες ;—Πάγαινα σχόλιό.— "Ε, και πώς σέ π ιάσαν;—"Ετσι.Ό γιατρός σωπαίνει—σίγουρα δέ βρίσκει τή γαλλική

λέξη ν’ αρχίσει τη νέα κουβέντα.— Δεν ξαίρ&ις τούρκικα; μέ ρωτά αργότερα.— ’Ό χι, ο,τι μαθαίνω τώρα.Π άλι σωπαίνει. "Υστερα λέει πώς πρέπει ετσι αδύνα­

τος νά μή δουλέψω κάμποσες μέρες. Μά τίλογια ;Σκέβεται, νά βρεΐ, τέλος τό βρίσκει :— Θά πώ πώς θάχεις δουλιά σέ μένα. Νά ξηγας

φραντσέζικες οδηγίες."Ετσι έ'γινε. Πάγαινα τό πρωΐ στο ιατρείο και γύριζα'

τό βράδι στο κουβοΰσι μας.Ό γιατρός μ3 εδωσε ένα παντελόνι κι’ έ'να ζευγάρι

«ρβΰλες. Κάθε βράδι μέ γέμιζε καί ψωμιά, σάν έφευγα*.— Γιά τούς συντρόφους σου.Ε ιχε κάτι όδηγίες φραντσέζικες άπό γιατρικά. Δεν-

τοΰ ήταν εύκολο νά τις ξηγήσει. Μήτε μέ τό λεξικό. Γ ια­τ ί τά'χανε στούς χρόνους, δέν ήξαιρε νά βρεΐ τ ’άπαρέμφα- το. Λοιπόν τον βοηθούσα σ’ αυτό. Εΰρισκα τή γαλλική, λέξη στο γαλλοτουρκικό λεξικό, καί τοΰ έδινα νά διαβά­σει τήν αντίστοιχη τουρκική. ’Έ τσ ι δουλεΰαμε ώρες.

Ή τ α ν πολύ νέο παιδί, μόλις είχε βγει άπ’ τό Πανε­πιστήμιο, μέ θερμά ανατολίτικα μάτια. ’Ανθυπίατρος.

Μιά μέρα μεταφράζαμε μιά οδηγία «pour les jeunea. mere;?».

’Έψαξα γιά μιά λέζη. Τή βρίσκω και τοΰ δίνω τό λε-

= 12 8

Page 128: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

ξικό. Τά χέρια μου μένουν κρεμασμένα. Δέν το παίρνει.

Γυρίζω καί τόν κοιτάζω. Μ’ εβλεπε κατάματα.— Ή λιά ... (Πάντα μέ φώναζε ετσι, τονίζοντας τό ά.)

"Εχεις μητέρα ;— Ναί, τον λέο:>. ’Έχω.— Γλύτωσε ;— Ναί, γλύτωσε."Εμεινε σιωπηλός. ’Έ κανε κάτι νά πει, μά σταμάτη­

σε. Συνεχίσαμε τή μετάφραση. "Ως τό βράδι ήταν κα­τσουφιασμένος.

Άνερωτιόμουν : Τί έ'παθε ;Τ ’ ά'λλο πρωΐ δ γιατρός έ'φυγε στό Κιρκαγάτς. Θά

γύριζε τό βράδι. "Εμεινα μέ τόν υπηρέτη τον, τον ’Ισμαήλ κ«ί τόν βοήθησα νά μαγειρέψει.

Σάν τελειώσαμε τις δουλιές καθήσαμε.‘Ο Ισμαήλ ήταν έ'να αγαθό ζό άπ’ τό Ντιαρμπεκίρ.

Μ5 εβλεπε μέ τόν αφέντη του νά κουλαντρίζω κάτι βι­βλία, «σού καντάρ», τά λεξικά, νά τοΰ μιλώ φραντσέζικα, κι δ θαμασμός του ήταν τόσο απεριόριστος πού φούσκω­νε στά μάτια του. Δέν ξαίρω γιατί είδους δν μέ περ­νούσε.

Τσάτρα - πάτρα κουβεντιάζαμε.— ’Από ποΰ είναι δ Κιαμήλ Μπ-έης ; τόν ρωτώ γιά

τό γιατρό.— Ά π ’ τήν Προΰσα, λέει.— Έ κ ε ΐ εινε ή φαμίλια του ;— Ναί. Δηλαδή ο πατέρας του. Τή μάνα του...

Αυτή τή σκότωσαν οί δικοί σας.Ό ’Ισμαήλ λέει κι άλλα πολλά. Δέν τόν άκοτίγω. Ναί,

εΐνε γιατί δέν τά πολιοκαταλαβαίνω.

*

Μιά μέρα δ Ισμαήλ μέ παίρνει κατά μέρος, ό γιατρός έλειπε, κα! μέ παρακαλά επίμονα γιά κάτι. Βαστοΰσε ενα

3 2 9 “

■ 9

Page 129: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= 1 3 °

χαρτί κ’ ενα μολυβί. Μέ τά πολλά καταλαβαίνω τί γυ~ ρεύει : ’Ή θελε νά τοΰ μάθω νά γράφει τ 3 όνομά του «φρανσίζ». Τοΰ τό γράφω στο στρατσόχαρτο: «Ismael».

Τό παίρνει μέ φχαριστδ μέ τά μάτια. "Υστερα αρχί­ζει υπομονετικά, μέ τό σταγονόμετρο τήν αντιγραφή. Καί τήν άλλη μέρα και τήν ά'λλη τόν εβλεπα, σά δέν είχε δου- λιά, νά κάθεται σκυμένος πάνου στο χαρτάκι μου που είχε m a στραπατσαριστεϊ, ν’ αντιγράφει, νά παραβά­λει, νά σάζει τήν καμπούρα τοΰ I πού δέν τήν είχε τρα­βήξει δσο εγώ. Γέμοσε καί τά ντουβάρια τής αυλής : Ism ael, Ism ael.

— Τί θ ά τό κάνεις πού τ* ομαθες; τοΰ λέω γε­λώντας.

Κουνά τό κεφάλι του χαρούμενα κ’ ευτυχισμένα :— Ποϋ νά ξαίρεις...Ποϋ νά ξαίρω ;Μιά μέρα θ ά γυρίσει στο Ντιαρμπεκίρ. Θά τόν ρω­

τούν : "Ε, τί εμαθες κεΐ κάτου, στόν κόσμο,’Ισμαήλ;Αυ­τός τότε·; θ ά κάθεται καί θά τούς λέει πόσο λογιώ τρό­πους εμαθε νά σκοτώνει ανθρώπους. “Υστερα θά λέει : Και ποΰ νά δείτε ακόμα! Θά σαλιώνει τό καλέμι του, θά παίρνει ενα χαρτί καί θ ’ αρχίζει νά ζουγραφίζει : I —s—m —a —e —1.

Οι άλλοι θ ’ ανοίγουν, νά, τά μάτια τους, μπρος σ’ αυτά τά μυστήρια πού θά γράφουνται δχι άπ’ τά δεξ« πρός τά ζερβά, μ’ ανάποδα, θ ά ζαρώνουν καί θά τόν καλούν γεμάτοι τρόμο καί δ έο ς :

— Α λλά χ ! ’Αλλάχ

Διαταγή νά γυρίσουμε στο Κιρκαγάτς.Ό γιατρός, δ Κιαμήλ, μοΰ δίνει το χέρι του.— Γλήγορη λευτεριά, Ή λιά .Τόν φχαριστω. Μ’ αφήνει γειά κι δ ’Ισμαήλ.2τ® δρόμο δ στρατιώτης πού μάς συνοδεύει προσέχει

τις άρβΰλες μου καί τό παντελόνι.— Τσικάρ !

Page 130: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

Τ ’ άβγαλα κ«ί τοΰ τ«δω#«. Καλά νά πάθω. Τουλά­χιστο τό παντελόνι θ ά μπορούσα νά τό φο(χά κατακρέατ* κι από πάνω τό τσουβάλι, δποις το σακκάκι πού μέ χά­ρισε δ Ζάκ.

Στο Κιρκαγάτς οί σύντροφοι μας δεχτήκαν μ’ αλη­θινή χαρά. Μάς χαιρετούσαν, μας φιλούσαν.

Γυρεύω τό Ζάκ.— Ζάκ! Ζάκ!—-Ό Ζάκ; Π έθανε, μοΰ λέει ενας.Τό στόμα μένει ανοιχτό.— Πέσανε; πώς πέθανε;...— Νά, πέθανε.’Η ταν πούντα, γιά πλευρΐτις. Κάτι τέτιο. Δέ βά­

σταξε περισσότερο από μιά βδομάδα. Μάλιστα μιά νύχτα μέ θυμήθηκε. Μές τά παραμιλητά του με καλοϋσε: Ή λία , Ή λία . "Υστερα επιασε νά φωνάζει ενα αλλο πρόσοβπ® πιο σιγανά, πιο ήμερα. Δέν ξαίραν τί ήταν, υπόθετα ν πώς θάταν ή μητέρα του. Τής μιλούσε αρμένικα. Ά π ’ «υτό κατάλαβαν δλοι πώς θάταν άρμένης.

—Φαντάσου—λέει δ σύντροφος—τόσον καιρό και δέν το καταλάβαμε. Τί τά θέλεις, παμπόνηρη ράτσα, ε;.·.

Παραλυμένος, άφωνος τον παρακολουθώ, τό σύν­τροφο πού λέει' μονάχα ενα κίνημα τοΰ κεφαλιού—ναί, ναί, παμπόνηρη ράτσα...

*

Σέ καμπόσες μέρες μας γύρισαν πίσω και οί σου- γιουλτζήδες: Ό Στυλιανός τά πρέμια, κι δ Γλάρος. Κ«- λαθρεμένοι μέ τσαρούχια στά ποδάρια, ντυμένοι μέ ντό­πια τρίχινα ροϋχα.

Τούς βλέπαμε θαμάζοντας.— Μωρέ απ’ τ’ όίστρα έρχόστε;— Έ μ τί θαρρείς;Μανοϋλα μου πώς περάσαν! Τις τρεις πρώτες μέρες

τούς είχαν και κάθουνταν. Τούς ταγίζαν μοναχά γιά νά. συνέρθουν. 'Ο Χότζας. ’Έ τυχε νά παντρεύεται αυτές τις μέρες κι δ «μουχτάρ»τοϋ χωριοϋ. Στή γιορτή τούς φωνά-

Σ$Χ—

Page 131: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

£αν κι αντοννούς. Πήγαν στ* βλάνι πού ·&ά γίνουντα^· το μπάλαιμα. Ε ίχε μαζευτεί εκεί ολάκερο τό χωριό» μωρά, γυναίκες, μ’ δλο τό κρύο πού εκανε.

—Γεσιρλέρ! Γεσιρλέρ! φώναζαν οί γυναίκες σαν είδαν τούς δικούς μας.

Τούς πλησίαζαν, τούς βλέπαν περίεργα και τούς πέ­του σαν σταφίδες ·νά φαν.

Παλαίψαν δυο παλληκάρια. Τήν ώρα πού δλα τά μά­τια •ήταν στηλοομένα πάνω τους ό Γλάρος ξεμοναχιάζει ενα μωρό, τουρκί, καί τό ρωτα κατά ποΰ πέφτει τό νερό.. Τό τουρκί τοΰ δείχνει ενα μικρό λόφο :

—Κατά κεΐ.—Καλά, λέει ό Γλάρος.Τό μπάλαιμα τέλεψε. Ό Χότζας ερχεται κοντά στους

δικούς μας.— "Αϊντε, τούς λέει. Και σείς !- Τ ί ;—Νά μπαλαίψετε.—Βρε α μ ά ν!—’Ά ιν τε Λοιπόν, σ«σκίνΐ]δες ! Θά βγάλετε «στερα και

δίσκο. Γ ι αυτό !‘Ο Γλάρος γνέβει στά πρέμια.—Τι λες;—Μωρέ παλαβώθηκες, τοΰ κάνει τούτος γεμάτος τρό­

μο. "Αν λύσουν στο μπάλαιμα τά τσουβάλια μας ; Θά μας λυσσάξουν...

'Ο Γλάρος τό λέει τοΰ Χ ότζα:—Ε ίνα ι φόβος νά μείνουμε τσίτσιδοι, χότζα έφ>έντη[

"Ας λείπει !— Διαόλοι δέν είναι ανάγκη νά γίνει και στ’ αλή­

θεια ! αγανακτεί χολωμένος δ τοΰρκος. Κάνετε μονάχα πώς πιανούσαστε στά χέρια. *Ιστέ !

Θέλαν δέ θέλαν σηκωθήκαν. Ό Γλάρος εκανε προ­καταρκτικά κάτι τσαλίμια : χτυποΰσε τά χέρια του στά μπούτια, κατά πώς κάνουν ©ί μπεχλιβάνηδες.

Τέλος τά βούτηξε τά πρέμια.

— 13*

Page 132: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

— Τό νοΰ σου... τοΰ φώναζε τούτος σιγανά και τά δούλευε μονάχα μέ το ενα χέρι, γιατί μέ τ’ αλλο βαστού­με καλά τά τσουβάλια του μή λύσουν.

— Νά πέσω ;—’Ακόμα, βάστα.Τέλος από δώ σοϋ τόν είχε ο Γλάρος, από ν.εΐ τον

είχε τόν ξάπλωσε τό Στυλιανό ανάσκελα. Τό κοινό χο\'- γιαξε από χαρά.

Ό Γλάρος γύρισε δίσκο και μάζεψε ενα σωρό -.μπαξίζ».

Σάν τέλεια>σαν δ Χότζας τούς πήρε νά τους πάει στο γιατάκι τους.

— ’Έ , αύριο ν’ αρχίσουμε, λέει.— Ν5 αρχίσουμε.— Έ μ ’ δέ θά μας αργήσει και πολλή fj δουλιά, 3ΐρο-

«τθέτει δ Γλάρος. ’Έ τσ ι πού εϊναι τό νερό κοντά...Ό Χότζας στέκει καί τόν κοιτάζει.— Ξαίρεις ποϋ μπορεϊ νάναι τό νερό, ουστά.Τότες στέκει κι δ Γλάρος. Σκύβει καί παίρνει ένα λι­

θάρι. Τό κοιτάζει σοβαρά. Τσούπ, τό πετά ψηλά.Τό παρακολουθεί μέ εμβρίθεια ως πού νά πέσει.

"Ύστερα πέφτει χάμου κι δ Υδιος κι «φουγκράζεταιτη γίς·

‘Ο Χότζας παρακολουθεί αποσβολωμένος δλα τούτα τά μυστήρια.

— *Απ’ δσο μοΰ λέει ή τέχνη μου, κάπου κεϊ, πρέ­πει νά βρίσκεται τό ·νερό, χότζα έφέντη— λέει 'ό Γλάρος.

Κ ’ εδειξε τό μικρό λόφο.— ’Αλλάχ ! ’Αλλάχ ! ετίιασε νά τραβα τά γένια του δ

Χότζας. Ό λέν. Ποϋ τό κατάλαβες ;Τό βράδι απ’ τή χαρά του τούς πήγε νά φαν «χου-

σάφ'-. (*)Τήν άλλη μέρα πιάσαν δουλιά. Δέν ηταν τί-

{*) Ε ίναι ενα εθνικό γλύκισμα π ο ύ γίν*τ«ι μέ σταφίδες β β α - <ιμένες σέ νεβό μέ ζά χα ρη .

Ι 3 3 ~

Page 133: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= 1 3 4

ποτα : Νά φέρουν σ’ ενα Ιπίπεδο χαμηλότερο απ’ τήν πηγή -κάτι τοΰμπα, γιά νάρθει τό νερό. "Οσες μέρες μείναν τρώγαν αγριογούρουνο τοΰ γάλακτος. Τά σκότω­ναν βί τοϋρκοι και τούς λέγαν πώς οέ τάδε μέρος είναι. Γιατί αυτοί τδχουν αμαρτία και νά τ ’ αγγίξουν ακόμα. Θ! δικοί μας τότες πήγαιναν μ’ εναν ταξιλντάρ, {**) τά. κβυβαλοΰβαν και τά συγύριζαν κατά πώς πρέπει.

12

Κείνες τις μέρες ξεφύτρωσε. ’Από ποΰ έρχόταν Φορούσε ενα γλιτζασμένο χακί σακκάκι. Κεΐ πάνου; κρέμουνταν ένα σωρό σειρίτια χρωματιστά, κορδελ- λίτσες πιασμένες μέ πρόκες, ειχε κ’ ενα φιόγκο Τ ’ αδύ­νατο μοϋτρο ήταν γεμάτο από σιχαμερά κανελιά σημά­δια, ίιάτι μικρά σπειριά, πιτσοΰλες—τόσο μπόλικες σά νά μην είχαν ποΰ νά παν άλλοΰ. Δυο ψιλά άνήσυχα ματά­κια. Και τό μικρό κεφάλι ξουρισμένο μπίτ. Μονάχα στην κορφή είχε μείνει ένα κομμάτι μαλλιά, μιά αχαμνή βρου- λίδα πού στέκουνταν ντοΰρα απ’ τή γλίτζα.

Τήν πρώτη μέρα πού τον είδαμε τον είχαν στή μέση, οι στρατιώτες. ’Έκανε έ'να σωρό μασκαραλίκια. Αύτοι σκοΰσαν στά γέλια. Σάν είδε εμάς ετρεξε στο μέρος μας εκανε μιά βαθιά υπόκλιση κι άρχισε νά ρωτα διά τό αίσιον τής υγείας μας. "Υστερα μέ τό δαχτυλάκι του· χτύπησε τή μύτη τοΰ καθενοϋς μας σά νά δοκίμαζε τ·ν % °·

Μέναμε ακίνητοι και τρίζαμε τά δόντια από οργή.— Σκουλήκι... μουρμούριζε μονάχα ενας μας.Αυτός σά νά ύποπτεύθηκε τοϋτον τον ψίθυρο, γυ­

ρίζει ξαφνικά, μας κοιτάζει μέ τρομαγμένα μάτια -καί(**) Αγροφύλακα.

Page 134: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

χάνεται στον πλαϊνό δρόμο τρέχβντ,ας.—Ντόχτορ! Ντόχτορ! φώναζαν από πίσω tot) ·!

στρατιώτες.Μά αυτός δέ γύριζε.Τό βράδι λέγαμε σάν τί νά'ναι άραγες τό σαμιαμίδι

τοΰτο. “Ενας εμαθε πώς ήταν τοΰρκος άπ5 τήν Κόνια. Μά κάποιος άλλος είπε τήν υποψία, πώς μπορεΐ ναναι Ά ρμένης καί νά κρύβεται. Σάν τό Ζάκ.

*-‘Ο «ντόχτορ»— ετσι τόν παρονόμιαζαν—Κγινε «ω-

στή σκιά μας. Ε ίχε βρεϊ ενα μισοκαταστραμένο κυλΰβι στον αρμένικο μαχαλά τοΰ Κιρκαγάτς. Τοκλεισε οπως οπως μέ πέτρες κ° εστρωσε τό γίατάκι του- ’Από κεΐ ξεμποΰκαιρνε μέ τά χαράματα κ= ερχουνταν δξω απ’ τ® κελλί μας.

Ξεκινούσαμε γιά τή δουλιά. ’Έ πεφτε μπροστά μας κι αμα φτάναμε στους καφενέδες τοΰ χωριοϋ άρχιζε τά μασκαραλίκια, νά τόν βλέπουν οί ντόπιοι. "Ήταν μιά προσπάθεια γεμάτη αγωνία κα'ι τρόμο— νά τούς βεβαιώ­σει πώς αλήθεια μας περιπαίζει. Κάποτε ξεχνιούνταν στήν προσπάθεια τοΰτη. Άγκρήλωνε τά μάτια κ’ έπαιζε λίγες φορές, βαριά, τά ματόκλαδα. Αυτό τό άνοιξε — κλείσε τόν συνέφερνε, τοΰ θύμιζε πώς ήταν παλαβός. Τότες σήκωνε ψηλά τό κεφάλι, εβγαζε τό σκοϋφο του καί βλέ­ποντας μας μέ πιτηδευμένη σοβαρότητα εδινε διαταγές σέ μας, τά στρατά του.

— Ό λέν, εφελελέρ! Βήξτε!"Αλλοι «πό μάς χαμήλων*ν τά μάτια, ά'λλοι τά στύ­

λωναν πάνω του καί τοΰ κεντούσαν τό σιχαμερό πετσί μέ μίσος.

— Βήξατε μοσιοΰδες ; ρωτούσε μαλακώτερα 6 ντό­χτορ.

Καί δίχως νά περιμένει απάντηση έ'πιανε τή βρουλι- δίτσα τής κορφής καί μας εκανε μιά ρεβεράντσα.

— Μέ τις υγείες σας.Είμαστε δλο λΰσσα γιά τό σκουλήκι τοΰτο. cO κύριος

*35=

Page 135: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

*=ι 36

θά μπορούσε νά τό είχε στείλει σέ τίποτα χορτασμένες κοιλιές νά τις γαργαλά στη χώνεψη τους.

ΓΈ να βράδι δ ντόχτορ πηδηξε μές το κελλί μας μέ · τόση βιασύνη σά νά τον κηνυγοΰσαν. Μαζί του μπουκά­ρισε κι ό παγωμένος αγέρας πού κατέβαινε ά π5 τά βουνά τοΰ Κιρκαγάτς.

— Μουσαφιρέοι ! Σάς ήρθαν-μουσαφιρέοι ! φώναζε. Είναι τρεις. Οί δυό τους είναι σαν αρκούδες, «£έ μπίρ μαϊμούν». Καί μιά μαϊμού !

Τό κόκκι νο μοϋτρο του γιάλιζε άπ’ τή χαρά που ετρε- χε μές απ’ τά μάτια του κα'ι τοΰ χάδευε τά λασπωμένα μάγουλα.

Μάς τούς κουβάλησαν υστέρα από μισή ώρα. Στο διάστημα αυτό πού τούς περιμέναμε, ολους μάς είχε πιάσει μιά ά νεξήγητη ανησυχία. Συμπεραίναμε πώς σί­γουρα άπ’ τή Σμύρνη θά'ρχουνται γιά νά τούς φέρνουν μέ τραίνο. ’Έ , τί μπόλικα νέα θά'πρεπε νάχουν τοΰτοι οί νέοι σύντροφοι !

Σάν ήρθαν τούς τριγυρίζαμε, ανάψαμε μιά μεγάλη φωτιά. Ό καθένας πολεμούσε νά τούς κάνει μιά τσιρι­μόνια περισσότερη. "Ολοι μας θέλαμε νά δείξουμε πώς είμαστε καλλίτεροι άπ’ οα φαινούμαστε μες τά τσουβάλια —-σά νά τούς ντρεπούμαστε' παλιές συνήθιες ανθρώπινες

-— Λοιπόν, αδέρφια ; Ά π ’ τή Σμύρνη ;— Ναί, άπ* τή Σμύρνη.—■ Τί γυρεύατε κεΐ κάτου ;— Περάσαμε από στρατοδικείο.Α νοίξαμε τά μάτια μας γεμάτα τρόμο.— Α λήθεια , από στρατοδικείο ;— Α λή θεια .Ναί, τούς είχαν κατηγορήσει πώς ήταν άπ’ τούς πρώ­

τους πού βάλαν φωτιά στή Μαγνησά. Μά αυτοί δέν είχαν αγγίξει κουνούπι. ’Έτσι. Τούς σουσούμιασαν.

— Καί πώς γλυτώσατε, μωρέ παιδιά ;—- Ό Θεός to ξαίρει. Και μεϊς δέν τό πιστεύαμε.

Page 136: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

Μά ενας μαφαζάς μας τό βεβαίωσε, σά φεύγαμε άπ’ τό Δικαστήριο, πώς μας αθώωσαν.

Τούς δείχνουμε μέ κάθε τρόπο τή χαρά μας γι αυτό.Ή κουβέντα γυρίζει. Ό Γλάρος λέει μιά ανοησία:— Λοιπόν... είδατε σά νά λέμε, και τή θάλασσα εΕ ίνα ι ανοησία, ώς τόσο οι καρδιές χτυπούν.— Σάν πού τήν ξαίρατε, λέει δ ένας τους. Δεν αλ-

λαξε τίποτα.Τί ν ’ αλλάξει ;— Και τί λέν κεΐ κάτου; Θά φύγουμε— ”Ω αυτό είνε σίγουρο. Κανένα μήνα ακόμη. Τό

πολύ.Τούς περιεργαζούμαστε σάν περίεργα φαινόμενα.

'Η τα ν ντυμένοι σάν κ’ εμάς, μέ τσουβάλια. Τίποτα νέο. Μά ξαφνικά τό μάτι ενοϋς δικού μας τό τσάκωσε.

— Μωρέ, τί εινε τοΰτο ;"Εδειχνε κάτι ντενεκεδένια «σκέδια» ποΰ φορούσαν

οί τρεις στά χέρια, στον καρπό. Ή τα ν δεμένα εκεί μέ σπάγγο, τετράγωνα ντενεκεδάκια, μ5 εναν τούρκικο αριθ­μό, στάμπα.

T 9 Τ O Sεινε αυτα ;— Αυτά ; Τά νούμερά μας εινε, λέει ενας μ’ έκπλη­

ξη. Δεν εχετε σείς ;— "Οχι, δεν έχουμε μεϊς.Τότες μάς λέν πώς τούς νουμεράρισαν πριν από ενα

μήνα. Ά π ό τότες γινήκαν δ καθένας ένα νούμερο. Μπήκαν σ’ έ'να χαρτί. Μά πρ'ιν δεν είχε λογαριασμό. Καί δέκα κ’ είκοσι νά χάνουνταν σέ μιά βραδιά α π ’ τό στρα­τόπεδο ποιος ρωτούσε ; Τούς τά δώσαν τά νούμερα στή Μαγνησά. Έ κ ε ΐ εινε ίσαμε τρεις χιλιάδες αιχμά­λωτοι.

Τότες εμείς κοιταχτήκαμε δ ενας τον άλλο μέ τρο­μαγμένα μάτια.

- — Δηλαδή εμείς είμαστε έ'τσι ξεκρέμαστοι ; Ποιος θ ά ρωτήσει κάποτες γιά μάς, αν...

— Μά ό'χι ! ’Ό χ ι !.. πολεμούσαν νά μάς ησυχάσουν

Ι 3 7 =

Page 137: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

αυτοί. Και σεις κάπου θαστε γραμμένοι. Μοναχά πού δέ- σας δώσαν τά νούμερα.

Μείναμε και κοιτάζαμε κείνα τά μικρά ντενεκεδά- δια, πού γίνεσαι ένα νούμερο. Τούς ζουλεύαμε— οά μιάν εύτυχία πού δέν τήν είχαμε.

— Βλέπεις τά'χουν δουλεμένα κιόλας... παρατηρά ενας δικός μας.

— Δουλιά δέν είχαμε, σκαλίζαμε πάνω τονς μπιχλι­μπίδια μές τή φυλακή.

— Αυτό ε ίν α ι;— Δέ σοΰ λέω τ’ άγαποΰμε κιολας. Εϊνε σά νά σέ·

φυλάγουν...Μές τή λογοδιάρροια το\>τη δέν ε’ίχαμε προοέξει πώς

μοναχά οι δυο απ’ τούς τρεις νέους συντρόφους μας μι­λούσαν. Ό άλλος, αυτόν πού ό ντόχτορ τον βάφτισε «Μαϊμουν», δέν εβγαζε μιλιά. ’Ή ταν ενα αψηλό ξερα­κιανό παιδί ως εϊκοσιπέντε χρονώ. Είχε ξαπλώσει τά μα­κριά ποδάρια του κοντά στή φωτιά' τήν εβλεπε μέτ προσοχή, σά νά γίνουνταν έκεΐ τίποτα σπουδαία πράμ- ματα.

— Βλέπεις; Φωτιά μιά ίρορά, άδερφάκι ! λέει δ Σπί­νος πλησιάζοντας και χαδεΰοντάς τον στις πλάτες.

Ή μαϊμούν γύρισε, κοίταξε τό Σπίνο πού τόν είχε αγγίξει. "Υστερα εψερε τά μάτια γιίρω σ’ δλους μας. Ή τ α ν πολύ κόκκινα, ενα αραιό κόκκινο χρώμα—εσταζε λουρίδες, λουρίδες στ’ ασπράδι. Ή τα ν καθαρό πώς αυτά τά κόκκινα μάτια μας ψχαριστοΰσαν.

"Υστερα τά στήλωσε στούς δυο συντρόφους του.— Ά ! λέει τότες ενας άπ’ αυτούς σά νά τό θυμά­

ται Ξέχασα. Μην τοΰ μιλάτε. Ε ίναι μουγγός.— Ά , άλήΦεια ;...Ναί, δηλαδή τοΰ ξέκοψαν καί λίγο τά μιαλά. Δέ μπό­

ρεσε νά βαστάξει στο 'ξνλο καί στήν υγρασία κεΐ κάτβυ*. Γ ι αυτό.

— "Α ! Σάν τόν Τσίπιν—Τσίπιν...Ποιος τόν θυμήθηκε τόν Τσίπιν—Τσίπιν ;

= J 3 S

Page 138: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

1 39==

Στο κελλί γίνεται σιωπή. "Ενα λεφτό, δυο λεφτά.— Ουφ ! διαμαρτύρεται τέλος γιά τήν ησυχία ταντίί

δ Σπίνος. Τι είναι μαθέ; Μακάρι νά...Μιά ψιλή ζαρωματιά κουνιέται πάνω στο κούτελό του.

Σ ά νά τήν επιασε νευρικό. "Υστερα πάλι ήστ^χία.Κάμποσην ωρα βλέπαμε απ’ τό μικρό παράθυρο

ν ’ ανάβει ή φωτιά στο σπιτάκι τής αυλής πού μέναν ο ί μαφαζάδες μας. Πλάγιασα μαζί μέ τή μαϊμούν, τό νού­μερο 1283. Τοΰτο, δπως και τ’ ά'λλα βράδια, ώς τό τε­λευταίο. Βάλαμε σ’ ενα σακκί πού είχα βρει καί τό χρησιμοποιούσα γιά στρώμα τέσσερα ποδάρια. Τά δικά μου και κεινοϋ. "Υστερα κοντέψαμε τις αγκαλιές μας νά ζεσταθούν κι αλλάξαμε τις ψείρες μας «δερφικά.

*

Τήν άλλη μέρα οι τρεις σύντροφοι πιασαν μαζι μέ μένα καί διό άλλους δουλιά στο σταθμό.

'Η γίς ήταν βρεμένη. Τό ποΰσι κάθβ\>νταν άπάνα> στον κάμπο ακίνητο, σά νάταν κοιμισμένο άπ’ τή νύχτα.

"Ενα τραίνο σφύριξε. Ε ίναι τόσο -θολά τό πρωί" ή σφυριγματιά εκανε μιά στρογγυλή μικρή τρύπα στον αγέρα — υστέρα φ.σ.σ.σ. τδσκασε από κεΐ μέσα.

Κουβαλούσαμε άπ3 τό σταθμό κουλοϋρες συρματοπλέ­γματα. Τά φέρναμε σέ μιά αποθήκη, δέκα λεφτά μα­κριά. Πάνε κ’ έ'λα δέ μάς σταματούσαν νά ξεκβυρα- στοΰμε. Ή τ α ν δυο μαφαζάδες. Ό ενας μάς πάγαινε άπ’ τό σταθμό στήν αποθήκη. Κάθουνταν εκεί καί ξε- κουράζουνταν' μάς παραλάβαινε ό άλλος, δ ξεκου­ρασμένος. "Ολο ετσι, Έ μ εΐς γλύφαμε τον αγέρα νά δο­κιμάσουμε, γιά γοϋστο, πόσο εινε κρύος καί τρέχαμε— ετσι γιά γοϋστο.

Τό 1283, ή μαϊμούν, δούλευε όλότελα μηχανικά. Τον άρμήνεψα μέ τί τρόπο νά μπαίνει μές τήν κουλούρα καί νά τή σηκώνει μέ τά δυο χέρια- "Υστερα άπέ κάμ- ποσες δοκιμές συνήθισε.

Page 139: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

’Ή θελε πολλή ωρα νά'ρθει το μεσημέρι κι είμαστε κιδλας κατατσακισμένοι. Μονάχο δ Ζαφείρης, τό 21388, τραγουδοΰσε σιγά ενα σκοπό. τΗ ταν ήμερος και γλυκός -σάν τήν ’Ανατολή.

—Αυτό είναι κουράγιο μιά φορά, σύντροφε! τοΰ λέω πικαρισμένα. Βέβαια τί μάς λείπει γιά νά χορεύουμε χι δλας!

'Η 'Ανατολή στέκει κομένη, ξεκρέμαστη πά στά χεί­λια τοΰ Ζαφείρη, πού κάποτε ήταν λουκαντιέρης.

Μέ κοιτάζει μέ αγαθότητα.—Παιδί μου, δλα τά πράματα έ'χουν ενα τέλος, λέει

ήσυχα. Μονάχα νά μή σοΰ λείψει ή εμπιστοσύνη. Γιατί .λοιπόν νά μην τραγουδάς; Έ γώ είμαι σίγουρος.

—Μέ τά χάλια τοΰτα! τοΰ φωνάζα) οργισμένα. Σίγου­ρος, ε; Πώς θάρθει το τέλος !

—Ναί, πώς θάρθει τό τέλος.Δέν τοΰ αντιμίλησα. *Ηταν κο μένος άπ” τή ράτσα

•«κείνη πού ξαίρουν νά βολεΰουνται στή ζωή δπως ερθει. ’Ακόμα κ’ οί μασσέλες του ήταν κομένες στο μοϋτρο του έ'τσι διακριτικά, μην πιάνουν παραπανίσο τόπο.

Παρακαλέσαμε τούς μαφαζάδες να σταθούμε μιά στιγ­μή. Δέ θέλαν ν’ άκούσουν. Σέ κεΐνα τά χέρια ήρθε δ ντόχτορ. Μάς άκλουθά στή στράτα. Γυρίζει μαζί μας. ’Άλλη μιά. Κουράστηκε. Τότες προσέχει εμάς πού εί­δαμε Αποκάνει· Δέ λέει τίποτα. Μά μόλις φτάνουμε στο •σταθμό ξαφνικά πετιέται ψηλά χορεύοντας.

—Νά δεις τώρα τί έχει νά γίνει! φωνάζει στο μαφα- -ζά. ’Έχεις, έμ σερί, άρρεβωνιαστικιά;

—’Έ χω, λέει αυτός.—Τό λοιπόν, θά σέ φκιάξω τώρα ενα κάντρο, εσένα

τόν ίδιον, ζουμπουλού—μουμουλοΰ, νά λυσσάξει τό κο- πελλοΰδι μόλις τοΰ τό στείλεις. Βαλαΐ. Θά βάλουμε κ’ «να σπαθί στή μέση, νά μοιάζεις σά ζαμπίτ ..

« w >*·% at·*Ιουλεγε, τουλεγε." 'Η περηφάνια ξυπνά μές τό μαφαζά, τσούπ. *Ηταν

•ένας σαραντάρης απ’ τά χωριά τοΰ Σεμπάς. Σίγουρα θά -

= 1 4 0

Page 140: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

χε ενα σωρό μωρά' κεΐ κάτω τούς παντρεύουν οΐ γονοί τους δεκαπέντε χρονώ μιξάρικα. Μά τώρα λέει πώς εχει άρρεβωνιαστικιά στή Σμύρνη, γιά μεγαλείο.

Κάθεται χάμου κι αρχίζει νά σάζεται. *0 ντόχτο^ βγάζει ενα παλιόχαρτο λαδωμένο κι’ ενα μολυβί.

— Δεξιώτερα ! Τ ό καλπάκι πιο στραβά, στή μπάντα I. Έ κεΐ! Ντοΰρος!

Κ ’ επιασε νά ζωγραφίζει. Ή τα ν κάτι σά Μεγάλε— ξαντρος αυτό πού ά'ρχισε νά γίνεται, η, κανένα καρα- βομπάμπορο μέ τά'ρμενα—τίποτα τέτιο.

’Ε μείς στο μεταξύ είχαμε ξαπλώσει στή γίς καί ζου­λούσαμε τήν κοιλιά μας πού γουργούλιζε χωρίς διάκριση σέ τούτο τό αβρό τοπίο.

Ή ωρα περνούσε. 'Ο μαφαζάς έστεκε ολοένα κορδοι- μένος. "Αρχισε ν ’ άνυπομονει. Σείστητε από δώ, σείστη­κε!. 'Ο ντόχτορ τή δουλιά του.

Τότες κι αυτός δέ βάσταξε.— Μωρέ μπάς κ ’ είναι τό μούτρο μου κανένα χάνι

μέ παράθυρα και δέν τελειώ νει; φωνάζει χολωμένος. Δυο μάτια και δυο ρουθούνια είναι δλο—ολο ! Τά πα­ρατώ !

— Τελείωσε! Τελείωσε ! φώναζε κι ό ντόχτβρ.Τραβά έ'να δυό τελευταίες γραμμές βιαστικά βιαστικά

και δίνει τό χαρτί. Τά μάτια του βλέπουν μιά τό στρα­τιώτη καί μιά τό πλάϊ—νάναι έτοιμος γιά δρόμο.

Ό μαφαζάς κοιτάζει από δώ τό χ«ρτί, τό κοιτάζει άπ° τήν αλλη, σά νά τοΰ γενιέται μιά αμφιβολία—καρα- βοπάμπορο, ή, Μεγαλέ'ξαντρος ;— Στό τέλος Αναγνωρί­ζει τόν εαυτό και λάμπει από χαρά.

Είχαμε ξεκουραστεί.

Τό μεσημέρι καθήβαμε νά φάμε τό μαύρο ψωμί μας. Μιά γριά τού σταθμού πού εμενε εκεί σ’ ενα σπιτάκι γύρεψε άπ’ τό μαφαζά εναν από μας νά τής πλύνει τά πατώματα, ώσπου νά ξαναπιάσου με δονλιά.

— Θά πάω, εγώ, λέει δ Βασίλης, ό άλλος απ’ τούς

141—■

Page 141: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= = 1 4 2

τρεις μουσαφιρέους, πσν μυρίστηκε πώς κάτι θά βγει.Έπι,μέναμε νά πάει τό 1283, ή μαϊμούν, ίσως τοΰ

δώσουν τίποτα νά σκεπάσει τή γύμνια τον. Τουρτούριζε, ηταν σάν καθυστερημένο εαρινό αν&ος που τό βρήκε δ χειμώνας.

Πήγε. Μαζί του κ* ένας δικός μας. Τοΰδειξε τί ·&ά κάνει και γύρισε.

'Έ να επιβατικό τραίνο ήρθε. Φωνές. Βλαστημούν. Καλοσωρίσματα. 'Απλοι ά'νθ·ρωποι, πλούσιοι, με γιαλι-

■·αχερά φέσα. "Ενας αξιωματικός εχει ψαλλιδίσει τό ενα μέρος άπ’ τό μουστάκι του πολύ πιό λίγο απ’ τ’ άλλο. Τά δυό τοΰτα δάχτυλα οι τρίχες σά ;νά κηνυγιοΰνται «τ! αστεία" τό κοντό σφίχτηκε νά προφτάξει τ 5 ά'λλο.

Ό αξιωματικός δίνει τό χέρι του στό βαγόνι σέ μιά χανούμ. ’Έ τσι πού βάζει τό πόδι της στή σκάλα ή κοντή φούστα της τραβιέται. Γ ιά ενα δεύτερο λεπτοΰ φαίνεται

-ενα άσπρο κομμάτι κρέας' Δαγκάνω τό ψωμί κι «φηριέ- μαι νά ααασώ τό χώμα πού γρατσουνίζει μές τά δόντια μου: ενας κομμάτι άσπρο κρέας—-νά χώσεις τά νύχι®, ετσι γεμάτα βρώμα καί λύσσα...

Έτοιμαζούμαστε νά ξαναπιάσουμε δουλιά. 'Ο Βασί- -λης σά σκυλί πού μυρίζεται, τράβηξε νά φωνάξει τή μα'ί- μούν άπ τήν εξΐρα άγγαρεία τής γριάς.

Γύρισαν μαζί αυτός κ’ ή μαϊμούν. 'Ο Βασίλης φο­ρούσε ενα μπαλωμένο χακί σακκάκι—περίφημο. Ή γριά τουρκάλα τό ειχε δώσει στή μαϊμούν μαζί μ ’ ενα σακκί αδιανό. Ό Βασίλης άνοιξε τό σακκι στή μέση, τό πέοασε μέσα άπ’ τό κεφάλι τοΰ μουγγοΰ. Κράτησε γιά τόν

•καυτό του τό σακκάκι.Γινήκαμε εξω φρένων.—- Δός τό σακκάκι ! τοΰ φωνάζαμε.—■ ’Εσύ είσαι παστωμένος στά τσουβάλια σάν αστα­

κός ! τοΰ λέει κι δ Ζαφείρης δ σύντροφός του. Δέν τό .λυπάσαι ;

Page 142: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

•— Ξεζάλιζε με λουκαντα ! κάνει οργισμένα δ Βασί- λής. Μοΰ χρειάζεται και τό κρατώ !

— θ ά τό δοΰμε ! τοΰ λέω.— Θά τό δοΰμε.Τό βράδι σά μαζευτήκαμε στο κουβούσι μας τέ είπα

■στους συντρόφους μας.— Τί σάς νιάζει εσάς! φωνάζει δ Χρηστός δ δικός

μας, τό παλιοτόμαρο.Δεν τό ξεχνούσε πώς κάποτες, μονιασμένοι ολοι τοΰ

πήραμε τά σακκιά καί τά δώσαμε στους άρρωστους ■συντρόφους.

Μά οί ά'λλοι δλοι, γινήκαμε πάλι ενα. Ά ’/κρηλώσαμε τά μάτια καί τρίξαμε τά δόντια. Ό Βασίλης δέ δέχουν- ταν μέ κανένα τρόπο νά δώσει τό σακκάκι. Πέσαμε πάνω του καί τοΰ τ 3 αρπάξαμε. Λύσσαξε και μας φοβέ­ριζε-

— Σκυλιά !Μά δέν τον άκούγαμε. Ή μαϊμονν καλούνταν κοντά

«τή φωτιά, αδιάφορος καί δέ μποροΰσε νά ξηγήσει τί ήθελε τόσος σαματάς.

’Από κείνη τή μέρα τό Βασίλη δέν τον χωνεύαμε. 7 Ηταν ενα σιχαμένο τομάρι ποΰ νιάζουνταν σέ κάθε περίσταση τίλογια νά ρίξει στους άλλουνούς έ'να βάρος ποΰ έ'πτρεπε νά σηκώσει αυτός. Στη δουλιά ολο κοίταζε νά ξεφύγει. Γκρίνιαζε. Τή νΰχτα ήθελε τδν καλλίτερο τόπο κοντά στή φωτιά νά τον πιάσει δλάκερον. Γιά λίγο καιρό ταιριάξαν μέ τό δικό μας τό Χρηστό—ταίρια­ζαν τά χνώτα τους. “Υστερα μαλώσαν και μ ’ αυτόν ■στή μοιρασά — ποιος νά κοιμάται πιο σιμά στή φωτιά, ποιος νά δουλεύει λιγότερο. Μιά νύχτα ήρθαν καί ατά χέρια. Κόντεψαν νά σκοτωθούν μέ τά ξύλα. Ή τα ν μα­τωμένοι, ξεσκισμένοι:

— "Ενας απ’ τούς δυο πρέπει νά λείψει! φώναξε « Χρίστος.

—Ναί, σκύλο! τοΰ απάντησε « Βασίλης. Μά πβιός ;

' r 4 3 ~

Page 143: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= 1 4 4

"Ετσι δ Βασίλης απομονώθηκε όλότελα. Δέν τοΰ μι­λούσε χάνεις. Μονάχα ό παλιός του σύντροφος ο Ζαφεί- ρης τον λυπόταν. Τόν πλησίαζε.

—Βασίλη, γιατί είσαι ετσι; τον συμβούλευε γλυκά. Έ δώ , στο κουρμπέτπρέπει ναμαστε σάν αδέρφια.

—"Αφησε με ! σήκωνε τούς ωμούς του δ άλλος.—’Έ τσι δέν σκέβεται έ'νας άντρας μέ καρδιά. Πρέπει

ναναι κάνεις καλός. Νά δεις τότες δλα πώς ερχουνται βολικά γιατί τό βλέπει κι δ Θεός...

Δέν τοΰ απαντούσε. Τότες κι αυτός άποτραβιουνταν. Ό Βασίλης πάλι εμενε ολομόναχος στις σκέψεις του. Έ μ εϊς λέγαμε συναμεταξύ μας τά όνειρα, τίς ελπίδες μας. Παρηγοριούμαστε. Μ’ αυτός εμενε μονάχος. Δέν τόν ρωτούσε κανείς. Στήλωνε κάπου τά μάτια του καί τά κρατούσε ακίνητα. Σά ναβλεπε δράματα. Ρώτησα μιά μέρα τό Ζαφείρη: Μοϋ είπε γι αυτόν πώς κάπου εινε κάτι μιξάρικα μωρά πού τόν περιμένουν.

Πέρασε καμιά βδομάδα.Μιά βραδιά δ ντόχτορ πιάνει ενα δικό μας. Κρυφά.

Μέ μασσημένα λόγια, φοβισμένος, τέλος τοΰ τό λέει. Ή τ α ν καθαρό. Τάκουσε στοΰ κομαντάν. Τήν αυγή θά κρεμάζαν τούς τρεις συντρόφους. Ή τ α ν καταδικασμένοι σέ θάνατο.

Μαζευτήκαμε αργά στο κελλάρι άπ’ τίς δουλιές. Τό φοβερό μυστικό πέρνει βόλτα. Ποιος θ ά τούς τό π ε ι ; Συνεννοούμαστε μέ γνεψίματα. Κανένας δέν ήθελε.

’Ό λα τά μάτια πέσαν τότες στό Σπίνο. Τινάχτηκε σά ■ψάρι πού τό καμακίζουν. Δέ δέχουνταν. Μά είμαστε ο- λοι κι αυτός ενας. ’Έγειρε.

Φώναξε τό Ζαφείρη κρυφά σέ μιά γωνιά. Που νά σκεφτει γιά τό Βασίλη ; Θά ήταν φόβος νά τόν σκίσει. Ό Ζαφείρης ήταν αγαθός—τοΰτοι αντέχουν παντού.

Ψ ί—·ψί. ’Αρχίζει νά τοΰ τό λέει."Ολα τά μάτια κοιτάζουν στή φωτιά σά νά φο­

βούνται.—"Αχ! άκοΰμε τήν κραυγή τοΰ Ζαφείρη.

Page 144: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

Τό κορμί too λυγίζει καί κουτρουβαλά στά ~/:δι·α τον Σπίνον.

Τρέχουμε δλοι.—Τί είναι, βρε; φωνάζει ό Βασίλης. Παλαβό.η'}φίατε;Χτυπούσαμε μέ χαστούκια τό μοϋτρο τον Ζαφείρη

νά συνέρθει. Φασαρία, φωνές.Ό Βασίλης μη καταλαβαίνοντας είχε γίνε! ?|<η φρέ­

νων.— Θά μιλήσεις βρε; τρίζει, τά δόντια στο Σπίνο «αΐ.

κάνει ενα βήμα κατά τό μέρος του απειλητικά.Τί νά κάνει κι ό φουκαράς ό Σπίνος; "Ετρεμε. Τον

είχαμε εγκαταλείπει. “Φωνάζει σπαραχτικά, απελπισμένα, μέ λυγμούς.— ’Αδερφούλη!... Άδερφούλη! Μήν τρομάζει.;!.. Θά

σάς κρεμάσουν!...

Ό Βασίλης μούγκρισε, μούγκρισε, μάτωσε τι; γρο­θιές—σύχασε.

Καθούμαστε ζαρωμένοι καί βλέπαμε μέ φόβο τό θε­ριό που τίναζε. "Υστερα σάν καλμάρισε πάλι φοβούμα­στε νά τό πλησιάσουμε.

Κανείς δέ μιλα. ‘Η σιωπή είναι βαριά και πηχτή σά λίπος. Ποιος ν’ αρχίσει πρώτος νά τή σπάσει.;

'Ο Σπίνος σηκώνεται καί σβύνει τό λυχνάρι. "Ολα τά κορμιά άνεσαίνουν βαθιά γεμάτα ανακούφιση. Παίρ­νουμε κουράγιο νά τους πλησιάσουσε γιά ενα λόγο παρη­γοριάς.

Καί που ξαίρουμε; λέει, ενας δικός μας. Μπορεΐ νόίναι και ψέμματα...

Μά όξω στήν πόρτα απόψε φυλάγουν δυο σκοποί. Μάς κλείδωσαν. Είναι καθαρό.

Πάλι εγινε σιωπή. Πέρασε πολύ ωρα. Ή κόχη τής φωτιάς τραβούσε βαριές σκιές— στους τοίχοι.); καί στά μούτρα. *0 Σπίνος κάνει ξανά μιά τρομερή προσπάθεια νά γίνει ή ατμόσφαιρα πιο μαλοική, ν ’άραιώσει το βάρος.

—-Νά πούμε τίποτα .. λέει άξαφνα.

1 4 5 =

10

Page 145: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

Τσιμουδιά.Αέ χάνει τό θάρρος. Αρχίζει, μιά ιστορία, ετσι που

κάνουν τις νύχτες μπρος σ’ ενα νεκρό, νά μερώσουν τούς ζωντανούς πού τον κλαιν. «Μιά φορά, λέει, πά- γαιναν στο δρόμο δυο φτωχοί : ενα μουλάρι κ’ ενας μυ­λωνάς. ”Ε! λέει το ζό, προσταχτικά, αδερφέ μυλωνά, εσέ­να η μοίρα σου είναι πιο καλή. Γιατί μα-θές; Θά τή βά­λουμε κάτω νά εο&ουμε Ισα ίσα. Τότες έκαναν άλλαξά τά δυο ζά. Τό μουλάρι εγινε μυλωνάς καί τοϋτος εγινε ενα ζό' κ’ είδαν πώς τίποτα δέν άλλαξε.'Ο μυλωνάς, τό ζό...»

Χ ρ ά π ! Ό Σπίνος κόβει τήν ιστορία απότομα σά ■νά κατρακύλησε νερό μές το στόμα του. Κι, αρχίζει νά κλαίει.

Κ’ οί δυό τους, ό Βασίλης κι δ Ζαφείρης, δέ σα- λεύαν.

'Η μαϊμούν, κι αυτός.'Ο φουκαράς δέν είχε καταλά­βει, τίποτα. Είδε μονάχα πό>ς ξαγρυπνοΰσαν ολοι, ξαγρν- πνοΰσε κι αυτός.

"Ενας δικός μας προσέχει, τό Ζαφείρη που έτρεμε. Ά π ’ τήν ωρα πού τον συνεφέροιμε δέν είχε βγάλει τσι­μουδιά. Μονάχα έ'τρεμε.

— Νά σέ τρίψω λίγο τά ποδάρια νά ζεσταίνεις ; τόν ρωτά ό δικός μας σχεδόν μέ τρυφερότητα.

— Τόν κοιτάζει. Γνέφει κουρασμένα : ’Όχι,Σέ μιά στιγμή μέσα τοΰ έ'λειψε ή πίστη. Κατρακύ­

λησε. 'Η ταν καταστροφή. Τί σημασία λοιπόν εχει, νά ε ί­σαι καλός, η, κακός ; Δέν τό πίστευε πώς ό Θεός #<>. έφτανε ετσι στό τέλος...

’Ή μουν ανάμεσα στους τρεις καταδικασμένους. Ξα­φνικά μές τή λόχη τής φωτιάς προσέχω τή ματιά τοΰ Βασίλη. Ή τα ν στηλωμένη κάπου. Γυρίζαι νά δω. 'Η μαϊμούν σκάλιζε τό ποδάρι του .Έ κεΐ, στά δάχτυλα, ήταν ματωμένο—πολεμούσε μέ μακαριότητα νά τό δέσει..

Ό Βασίλης κοιτάζει, κοιτάζει καί ξαφνικά κεΐ πού ήταν ήσυχος τινάζεται Φπάνου.

— Βρέ θέν καταλαβαίνετε λοιπόν εσείς!...

==146

Page 146: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

Μ 7 =

Χύνεται μονομιάς πρός τβ μέρος τοΰ μουγγοϋ, ν* τοΰ δώσει νά καταλαβει.

ΙΤβσαμε μπροστά τον.— Βασίλη ! Βασίλη ! Μη ' Νά μην καταλαβει !Τόν πήραμε καί τόν βάλαμε νά καθήσει μέ τό ζόρι.

Βλαστήμησε γιά τΰν πόλεμο, τούς "Ελληνες, είχε ανάψει πάλι, ετριςε τά δόντια — τέλος τό ξερόκλαδο κάηκε ορι­στικά.

Κατά τις αυγές είχε συχάσει όλότελα* σάν τό Ζα- «ρείρη. Τά μάτια ύγρά'&ηκαν. ’Ά ρχισε νά νοματίζει τά παιδιά τον ενα ενα, πολύ σιγά, και νά τά μοιρολογα πού ίΜ μεναν ερμα.

Χάραζε σάν ήρθαν οί στρατιώτες νά τούς πάριηη’. Ή μαϊμούν κοιμόταν. Είχε χώσει τά ποδάρια τον μές το σακκί μας. Τά είχα χώσει κ’ εγώ αγρυπνώντας, γιατί κρΰωνε. Είχαν μπλέξει. Τά ξέμπλεξα καί τόν ξύπνησα.

Μέ ρώτησε μέ τ ’ αγαθά μάτια του : Γιατί ;Τόν χάδεψίΐ στην πλάτη, σάν παιδάκι.πού τϊ> κοιμί­

ζουν:— Τίποτα.

Τά τρία πτώματα κουνιούνταν κρεμασμένα τό καθέ­να από ενα κλαδί τοΰ πλατάνου, στή μέση τοΰ Κιρκα- 7«τς. ’Έβρεχε. Τό νερό τούς εκανε μοί'σκεμα. ’Έσταζε « π ’ τά γυμνά ποδάρια τους. Τό στόμα τής μαϊμούν ή-

/ C Λ ~ ~ ν 5“ταν μισανοιγμενο' η γλωσσά τον πετιοννταν οςω, με­λαψή, σάν ενα κομμάτι σπλήνα. Πότε' πότε καμιά στά­λα βροχής επεφτε πάνου της' υστέρα εσταζε κάτου. Τό σκοτεινό αυτό στόμα ήταν σάν ενα μάτι πού 8α- ■κρίζει.

Οί χωριανοί μαζεΰουνταν παρέες παρέες, βλέπαν μέ περιέργεια τούς κρεμασμένους, φτοΰσαν, φεύγαν, ικα­νοποιημένοι, νά ζεστάνουν.

Κι δ ντόχτορ τό ειχε στρώσει εκεί στον πλάταν». ’Έκανε δ,τι περνούσε άπ’ τό χέρι του γιά νά δώσ& ποι­κιλία στο Φέαμα. Χόρευε κάτου άπ’ τούς κρεμασμένους.

Page 147: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= 148

Τραγουδούσε εναν παλαβό σκοπό σάν τδ μουγκή ηχτό· ενοΰς ζοΰ, άγριο, χωρίς λογαριασμό,— κάτι συρμένες.. κραυγές πού κόβουνταν δταν δέν το περίμενες.

Μιά στιγμή τό κεφάλι του χτύπησε στό ποδάρι έ νοΰς κρεμασμένου. Γιά νά εκδικηθεί επιασε τά ποδά­ρια τους εναν, έναν, καί τά γύριζε. "Υστερα τ ’ άφηνε: τά κορμιά στριφογύριζαν σβέλτα άπ’ τή μιά κι άπ” τήν αλλη. Στάζαν πιο πολύ.

Τούς κατεβάσαν καί μας τους δο>σαν νά τούς θάψου­με πολύ αργά. Τή μέρα εγώ κι ό Σπίνος ανοίξαμε ένα μεγάλο λάκκο μές σ’ έ'να ντερέ καί γιά. τούς τρεις. Λοι­πόν Σπίνο—ήταν έ'να ζό κ’ έ'νας μυλωνάς, κ° έκαναν άλ- λαξά κ ήταν πάλι ένα ζό...

Ό ντοχτορ παρακολούθησε τή σκηνή ως τό τέλος πού τούς θάιραμε. Γύρεψε μέ τό στανιό κ’ έβγαλε τό σακκάκι πού είχε δώσει στή μαϊ-μούν ή γριοϋλα τον σταθμού. Πήρε κ° έ'να σώβρακο πού φορούσε ό Βασί- λης. Τούς ξεγύμνωσε.

— Σκουλίκι !*

Πέρασαν μέρες. “Ενα βράδι είχαμε μαζευτεί, νωρίς. ’Από μιά μικρή τρύπα βλέπαμε τά χιονισμένα δέντρα στήν αυλή. Ά πάνου στά κλαδιά είχαν σχεδιαστεί. , τόσο· ωραία πράγματα μέ τό χιόνι — πώς τά προτιμάτε, κυρία μου ;

Κάποιος ήρθε στό υπόγειο φοβισμένα. Γυρίζουμε νά δοϋμε.

Ό ντόχτορ!. Ποΰ ήταν τό βίζιτο τοΰτο;’Από κείνη τή μέρα πού κρέμασαν τούς τρεις δέν

τόν είχαμε δει. Τά χείλια του ήταν άσπρα. ’Αδύνατος. *Ητ«ν καθαρό πώς πεινούσε, μόλις θά σηκώθηκε άπ’ τό στρώμα.

Στηλώνουμε τά μάτια μας απάνω του σκληρά.Ό ντόχτορ δέν κατεβάζει τά δικά του. Κάνει, πρός

τά μάς δυο αβέβαια βήματα' ύστερα σά νά τον mccvst. φόβος ξεκουμπώνει γλήγορα τό σακκάκι του μέ τά ντε- νεκεδένια παράσημα, βγάζει ένα μικρό πακέτο, τό πεΐα.

Page 148: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

1 4 9 =

'.Στρίβει βιαστικά.Παλαβός δέν είναι·;Ό Χρηστός, ο δικός μας, χυμα κι άρπα τό πακέτο,

.μη χάσει. Τ ’ ανοίγει.Ε ίναι ένα σακκάκι κι από κάτω ενα λερό σώβρακο.

.Ζαρωμένα. Κοκκαλιασμένα.—Τό ζακέτο της μαϊμού ν... λέει ενας δικός μας «-

νοίγοντας τά μάτια άηο έκπληξη.Ναί, ναί, κα ιτό σώβρακο τοΰ Βασίλη.Τσιμουδιά.— Έ , Χρηστό «ενας άπ5 τούς δνό πρέπει νά λείψει».

Τό "θυμάσαι ποΰ φαγωνούσαστε;Νά λοιπόν...—κάνει ενας δικός μας.

Μένουμε ακίνητοι μπρος σ’ αΐιτη τή σκληρή ενθύμη­ση. Κι δ Χρηστός δέν άπαντα. Γυρίζει μονάχα καί ρωτα -σιγανά, τρέμοντας.

— Τά θέλει κανείς;...’Έλεγε γιά τά ροΪ7.α : ^ό ζακέτο.Καμιά απάντηση.— Καλά, λέει αυτός. Τά κρατώ...Κάνει νά τά τυλίξει. Σιγά. Τά δάχτυλα αργούν, αρ­

γούν. Στόπ. Στάθηκαν. Τό γερό κορμί γέρνει πρός τά μπρός. "Ενας σπασμός περνά τ’ αλύγιστο μοΰτρο. Γέρ­νει. Κι αξαφνα αρχίζει νά κλαίει.

13

Τό είχε ή μοίρα μας. 'Έ’να βράδι μάς ειδοποίησαν •■εμένα καί δυο άλλους. Θά φεύγαμε τ ’ άλλο πρωΐ, απο­στολή. Γιά ποΰ, δέ μάς είπαν.

Τρομάξαμε. θυμηθήκαμε τον αριθμό τρεϊς. Τρία ήταν καί τα νούμερα, οΐ σύντροφοι που κρέμασαν.

Page 149: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

Μά οί άλλοι οί δικοί μας μας σΰχαζαν και μάς παρηγο­ρούσαν. Λέγαν πώς είμαστε καλότυχοι γιατί ποιος ξαίρει, μπορεϊ νά παγαίναιιε κοντότερα στή θάλασσα. Θά πέ­φταμε κιβλας μές στο μεγάλο κανάλι, στά στρατόπεδα των αιχμαλώτων πού εί ναι, χιλιάδες. Έ κ ε ΐ δέν είχαμε φόβο γιατί θά παίρναμε κ ' ένα νούμερο.

Το πρωΐ μέ σκληρή καρδιά <:ρορτύ>0·ήκαμε τά τσου­βάλια μας κι αποχαιρετίσαμε. τους συντρόφους μας. Ή τα ν δλοι σνγκινημένοι. Στό ί'ά'ίτος ωοβονντα*.' πώς δέν ήταν νά ξ#να&<>ϋοΰμε. Mr; φίλυ,σ·· ό Στι.’λια'νός, τά πρέμια. "Υστερα αγκαλι«στίζαμε μέ τύ ίΥ·ϊννη τό για­πιτζή.

— ”Αν φύγεις, Ή λ ία , νωρίτερα ·0ά πας νά βρεις· τούς δικούς μον ;

— Θά πάω, Γιάννη.—Νά τούς πεις πως είμαι, εδώ καί. περιμένω. Μήν

τούς πεις τ ί ύποφέρνουμε καί πικραθού ν.—Δέ θά τούς τό πώ.—“Έ χω τό λόγο σου;—Ναί, Γιάννη.Αυτή τήν τελευταία ώρα μοΰ ήρθε νά τοΰ φανερώσου

τήν αλήθεια—νά τό πάρε, σ:γα—σιγά απόφαση πώς δέν ήταν νά τούς ξανηδει. Μι': *jjοi'J>/;ΐΐ ί|>cr;.

Τού έσφιξα σκληρά τα ροΌ.ασιιένη; χέρια.Ξεκινήσαμε μέ τύ τραίνο. 'Έ νας μονάχα σκοπός

μας συνόδευε. Στο δρόμο τούτος εκανε αστεία. Τόν ρ (0- τούσαμε.

— Ποϋ πάμε;— Κίχ, κίχ, ελεγε αυτός %' ί:φερνε τό χέρι ατό λαιμό·

του, θέλοντας νά πει π ώ : θά ;·:·όφ«ιιν.Δέν τό πήραμε στα σο^,'ίίά. Μά 6 οτοι/ίΐώτης τολεγε,

το ξανάλεγε. Σ ιγά— σιγώ αρχίσαμε «λ·»|θιν« νά φοβού­μαστε.

Τό τραίνο ετρεχε—βίβαια τί άλλο θάχανε. Πρώτη φορά έμπαινα σέ σιδες>«ιδρομο. ’Έβλεπα ο'Εω τούς στύ­λους, τά δέντρα, , τή γίς" περνούσαν καί σβύναν..

= ι5®

Page 150: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

ι 5 ι = :

’Έ τοι, t>' ένα τέτιο δαιμονισμένο τρέξιμο τά πράματα χάνουν ’-να—lr« τήν προσωπικότητά τοι>ς. Γίνοννται ένας βουβός δγκος κ’ οί άνθρωποι πού είναι άνάμεσά τονς γίνο',’νται μια πηχτή μάζα— καρδιές, κόκκαλα, hd- κρια. Ε\ ναι μιΰ vs-α κι αλλόκοτη λύτρωση—γι αυτό λοι­πόν κάνουν ο! νεόννμψοι ταξίδια τοΰ μέλιτος ;

. Ε ίχαμε καίΗίστέρηση. Κάτι χώματα είχαν πέσει, σ’ ενα μέρος τής γραμμής. Μαζί μ’ άλλους εργάτες Τούρ­κους χρησιμοποιη^ήκαμε και μεϊς, καμιά ώρα νά τήν καθαρίσουμε. Τά φτιιίρια μάς χάλασαν τή λύτρωση: ή πηχτή μάζα εγινε πάλι στόματα πού διάταζαν και χέ­ρια πού χτνποΰσαν. Ιίαρηγορηΰήκαμε οπως μπορού­σαμε.

Κατά το μεσημέρι κατεβήκαμε στ’ Ά ξάρ ."Ως τό βράδι μάς βάλαν και δουλεύαμε, κάτι μικρο-

αγγαρείες. Τή νύχτα μάς πήγαν σ’ ένα χαμηλό χτίριο. Θάταν πριν αποθήκη γιά γεννήματα. Κατάντικρι? σ’ ενα τζαμί. Σά μπήκαμε μέσα άκούσαμε πολύ θόρυ­βο. "Ενα δυο λυχνάρια άναβαν εδώ κ’ έκεΐ.. Μιλού­σαν αράδα τούρκικα. Ά π ’ το ντύσιμο τους καταλά­βαμε πώς ήταν έκεΐ μέσα δλο τουρκιά. ’Άλλοι ήταν στρατιωτικά ντυμένοι, άλλοι πολιτικά, σαρίκια στο κε­φάλι, πλατιά κόκκινα ζουνάρια, κοντά βρακιά, ζεϊμπέ- κια. Τραβηχτήκαμε κ’ οί τρεις σέ μιάν άκρη. Είχαν κουβέντα και δέ μάς μίλησαν.

— Λέτε ναναι φυλακή έδα>; άνερ<ι>τιούμαστε σιγανά.ΙΙοιός τοξαιρε; Ό διάολος μάς κέντησε νά το μά­

θουμε.— Θά ρ<ι>τήσ£υ, λέει ένας μας, δ Γιωργής.Σηκώθηκε και πήγε στήν πριότη παρέα.— Έ μ σερί, τί είναι εδά>;Στέκουν ξαφνιασμένοι.— Δέν ξαίρεις τί είναι;—’Ό χι.Ψιλίστηκαν. Τότες πρόσεξαν τήν περιβολή τοΰ Γιωρ-

γή πού ήταν ντυμένος μέ τσουβάλια.— Γιά στάσου! Έ σύ μωρέ τί είσαι;

Page 151: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

—Γεσηρ, λέει. αυτός.Ή μπόμπα εσκασε.— Ά , Γεσι'ιρ !2!’ ολη την αποθήκη βοΰηξε τό νέο:—Γκιαούρηδες! Μ«ς ήρθαν γκιαούρηδες!Ή τ α ν τόσο έχτρικός αυτός δ τόνος πού ό φουκαράς ό

Γιωργής άποτραβήχτηκε .άλλοσοί'σουαος. Μά μαζί του σά νά τήν είχε ιιαγνητίσει σηκ>''.·')η:·.ε κι &Q%we νά σέρ­νεται πρός τά μάς κι δλη ή τουρκιά πού Vjt>tv κεΐ μέσα, καμιά πενηντάρι» νομ,άτοι. 'Η τα ν άγριοι άνθρωποι μέ μεγάλα γένια, ξουρισμένα, κεφάλια. Ή τα ν κ’ ενας άράπης—δλοι λιποτάχτες κι άνυπόταχτοι, οπως μάθαμε αργότερα.

Τούς βλέπαμε, βλέπαμε τά μεγάλα μάτια τους πού γιάλιζαν σαν αγρίμια που βρήκαν λεία .

— ’Ά , λοιπόν ά π’ αν τα τά σκυλιά είστε καί σεις ; Έ ;—Κοίτα ! Κοίτα ! ελεγε ο ενας τον άλλον.Γ(.) .Γιωργής ήταν πιο μπροστά από μάς τούς άλλους

δυό.Έ να ς κοντεύει και τοΰ δίνει μιά κλωτσά μές τήν

κοιλιά.—Σήκω άπάνου σκυλί ! τον διατάζει..Σ-ηκοίϋηχε. Τό τουρκΐ τον κοιτάζει. Σάν αστραπή τοΰ

έρχεται ή ιδέα. Δίπλα εκεί ήταν κάτι άχερένια στρώμα­τα : μεγάλα σακκιά φουσκωμένα μέ άχερο.

Τό τουρκι, άρπα ενα καί λέει στους άλλους νά πιά- σουν τις άκριες.

—’Έ μπα μέσα ! διατάζει υστέρα τό Γιωργή.Τί νά κά νει, μπήκε. Τότες ο?, φυλακισμένοι πιάσαν

νά τον τινάζουν ψηλά μέ δύναμη Ή τα ν γέροι άνθρωποι κι άγαντέρναν στο βάρος. 'Ο Γιωργής τινάζουνταν κα'ι κατέβαινε καί πάλι. ξανανέβαινε—είχα δει κάποτε μιά γκραβούρα μέ τό Σάντσο Πάντσα, ετσι. Ο?. Τούρκοι

■φωνάζαν ενθουσιασμένοι άπ’ τ& παιχνίδι. Σέ μιά στιγμή συ νοημένοι μόλις δ Γιωργής τινάχτηκε ψηλά τράβηξαν τό στρώμα. 'Ο βαρύς δγκος έκανε μπλάπ πάνου

Page 152: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

1 5 3 =

•βτις πλάκες. Στο κούτελο άρχισε νά τρέχει α ίμ α .Ζαλισμένος, ματιομένος, τούς παρακαλοϋσε.— ’Αφήστε με. ’Αφήστε με...θέλαν νά συνεχισουν. Μά τον παράτησαν γιατί είχαν

κουραστεί.Τραβήχτηκαν καί πήγαν δ καθένας στον τόπο τους.

Κάμποση ώρα μιλούσαν ακόμα. ''Ύστερα σιγά. σιγά ξα- πλώσαν νά κοιμηθούν. Οι. φοινές λιγόστεψαν. ’Έ γινε •σκοτάδι.

'Η αποθήκη είχε μονάχα ενα μικρΰ στενό παράθυρο δεμένο μέ κάγκελα, δψηλά. Ή τ α ν καθαρή χειμωνιάτικη "νΰχτα. Ά π ’ αυτή τή μικρή τρύπα έμπαινε και λίγη σε- λήνη. Ή τα ν καλή—σά φιλάνθρωπη κυρία μέ φασαμέν. Μονάχα ό Γιωργής χαλούσε τήν ποίηση γιατί στέναζε. Τον σταματήσαμε τό αίμα βαστώντας πολλή ωρα τά δά­χτυλά μας στο κούτελό του. "Υστερα κολλήσαμε στό πηγμένο αίμα ά'χερο γιά επίδεσμο. Πριν γίνει Σάντσος ήταν άνθρωπος τοΰ θεοΰ καί τής μανιφατούρας. Τρα­γουδούσε λυρικά στους δρόμους τά κασμήρία του καί στον οίκον τοΰ κυρίου», δεξιός ψάλτης, ·?τά μυρίπνοα άνθη τοΰ παραδείσου»

“Ολη τή νύχτα την περάσαμε μέ βάρδια—κοιμόμουν εγώ μιά ώρα καί ξαγρυπνοΰσε ό άλλος σύντροφός μας. Καί πάλι αλλάζαμε, οί δυό. Φοβούμαστε μί| μας σκοτώ­σουν οί φυλακισμένοι χο>ρίς νά πάρουν μυρουδιά οί σκοποί. Στον ελάχιστο θόρ-μβο στήναμε to αφτί. 'Η καρδιά χτυπούσε. 'Ό λο μάς φαίνουνταν πώς κάτι σά­λευε μές τό σκοτάδι.

*

Τήν άλλη μέρα δουλέψαμε στο περιβόλι ενοΰς πασά. Κατά τό βράδι ποΰ γυρίζαμε πώς τοΰ ήρθε τοΰ Γιωργή, νά ξεκόψει άπ’ τό γροΰπο μας γιά νά μαζέψει αποτσί­γαρα. Ό μαφαζάς ιόν ξεγύρεψε, τρόμαξε, εμπη;ε τις ·φο*νές, τέλος τον βρήκε εκεί κοντά. Τον χτύπησε, βλα­

Page 153: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= 1 5 4

στήμησε και σάν πήγαμε στήν έποθήκη τό άνάφερε στόν αξιωματικό πώς ό γεσήρ ήθελε νά τό σκάσει.

—’Α λήθεια ;—’Αλήθεια.Δέ μοΰ είχε τΰχει νά δώ νά μαστιγώνουν <-τεχνικά.:

ανθρώπους. ”Ε, βέβαια, τό κατά δΰναμιν είχα προσκπι.- κή πείρα— μά ήταν χοντρά πράματα, χωρίς «έκφραση καλλιτεχνική».

Ό ζαμπιτ διάταξε νά φέρουν τις βέργες—ξεπίτηδες βέργες, νεϋρα, πειθαρχικά σύνεργα τοΰ λόχοι'. I Ιετάξαν τά τσουβάλια, άπ" τις πλάτες τοΰ Γιωργή, τις άφησαν γυμνές. 'Έ νας στρατιώτης αυστηρά, άνοιξε τά σκέλια του. Ά π ο κάτω τους περάσαν τό κεφάλι τοΰ»σύντροφοί' μας κι ο στρατιώτης τοΰ επιασε τό σαγώνι. Τ ’ άλλο τό κορμί εμεινε λεύτερο πίσω του.

Τουρτούριζε απ’ τό κρύο. Μά πολύ γλήγορα, μέ τά. πρώτα χτυπήματα, τοΰ πέρασε γιατί τό αίμα επιασε νά ταράζει στις φλέβες τον.

Φώναζε.- ' Α χ ! “ΑχΜά 8έν είχε δίκιο—άφοΰ ζεσταίνοννταν. *0 ζαμπιτ

λυσσασμένος δέν τόν παρατούσε. ’Ίσαμε δέκα λεφτά χτυποϋσε. "Υστερα τό μισόγυμνο κορμί μπαντονάρισε, βάρυνε. Ό στρατιώτης δέ μπορούσε νά τό βαστάξει άπ’ τό σαγώνι. Τά'φησε νά πέσει χάμου.

Θά ξανάρχιζαν. Μά κείνη .τήν ώρα άκουστηκε απ’ τό μιναρέ, εκεί κοντά fj φωνή τον Μουεζίνη :

’Αλλάχ έκπέρ...01 στρατιώτες θέλαν νά κάνουν «ναμάζ ». * Ό αξιω­

ματικός «ποτραβήχτηκε. Σηκώσαμε στό χέρια μας τό- σύντροφό μας καί τόν κουβαλήσαμε μέσα, έγω κι ό άλ­λος— ’Ιωσήφ ό εξ ’Αριμαθείας καί Σία.

()ΐ λιποτάχτες θέλαν νά παίξουν κι, απόψε μαζί μας.— ’Αφήστε τονς, κρίμα εΤνε, λέει Ινας τους.Ή τα ν μεγάλος, μεγάλος, περασμένος. Τόν ά'κο'κσαν.

* ϋροσευχή

Page 154: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

1 5 5

'0 Γιωργής στέναζε σιγανά, διακριτικά-—μην ενο­χλήσει.

—"Αν είχατε λίγο λάδι νά τον αλείψετε θακανε καλύ» μας λέει ό τοΰρκος, ύ ΐ’διος πού είχε πεϊ νά μας άφήσουν.

Δέν είχαμε λάδι. Δοκιμάσαμε νά τον τρίψουμε. Δέ δέχουνταν 3γνιγμ·. >. Βονγοϋπε.

— ΙΙοί,ΰς 0ΰ·- (ρτ:ί(,·: ; λέει πάλι ό τοίρκος. Κ’ Ιγ«ν καλά ήμουν :>>·Ί

’’Τίτι.·,·'·· :·λ n izn c αόριστος. Στο λίγο φως τό ϊαοκα- ιιένο μϊ'/ά /'.'i μί^ντρο το:? γιάλ:ζε. Πεταμένα τα μήλα κάτου da* τι',·, ηήτ·.<;.. μογγολική ράτσα. "Ολη τήνύχτα ί'ίηγ,'ί-νΐίαν ι'; m*<>—ύποροΰοες πώς μπυρονκτε νά μοιάζουν τύ pufVT.-u, ενί-c τοΰρκος »* ενας χριστιανός». Ναι—ί,τα γεροντάκι !;τϋ Κΐρκ^γάτς, μιά γριούλα <ηϊ* Μκακίρ, ενα ήλικιωμένο βόδι., καί τοΰτο Ιδώ στ’ *Α- ξάρ : "Ανθρωποι τοΰ ΘεοΓ’. Ή καλωσύνη φυτρώνει λοι­πόν σέ μεγάλες ηλικίες; Φαίνεται θά είναι παρακμή.

*

"Υστερα από μιά βδομάδα είμαστε στή Μαγνησά.. Σ τ’ Ά ξά ρ είχαμε μάθει πώς ό τύφος θερίζει τούς σκλά­βους στα εργατικά τάγματα τής Μαγνησΰς, ΙΙέφταν, πέ- φταν—ενα τζάμι·, χαλάζι, τάπ, τάπ. Σκαπουλάραμε τή μεγάλη φουρτούνα— τότες τό κάτω κάτω θασουν φχα- ριστημένος γιατί πεθαίνεις πρωτότυπα. Μπας κ’ είναι, λοιπόν, τώρα ν’ άη>ήιτουμ? τ« κόλα σιχαμένα καί κοινό­τατα μ’ ενα μικρόβιο στις φλέβες ;

Mac παν σ’ ενα γραφείο.— "Όνομα;Τούς λέμε. Παράνομα, επίσης.—Νούμερο 31828, λέει. 6 γραφιάς καί μοΰ δίνει ίνα.

ντενεκεδένιο νούμερο.Τό Σφίγγω σείς χούφτες μου. Χαρά. Χαρά.01 δυο άλλοι σύντροφοί μου προσκολλήθηκαν σ’αλλα--

τάγμα.

Page 155: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

*Ηταν πρω ΐ. 'Ο δικός μου λόχος έλειπε απ’ τά χαρά­ματα στο βουνό γιά ξύλα. Γίερίμενα νά γυρίσουν.

Σά γύρισαν τούς πήγαν δλους μαζί στο λουτρό, έκεΐ κοντά. Μέ πήρε και μένα, μέ πήγε και μέ παράδωσε 6 σκοπός.

— ’Έ μπα καί συ μέσαί διατάζει ενας αρωματικός.Βγάζω τά τσουβάλια μου, τά κάνω ενα δέμα γιά νά

μποϋν στον κλίβανο καί μπαίνω μές τό λουτρό.“Ηταν μιά μεγάλη ισόγεια σάλα πού φωτίζουνταν

αδύνατα. Θαταν πάνου από εκατό άνΰρωποι κεϊ μέσα ολόγυμνοι. Πλΰνουνταν. Παίρναν ζεστό νερό από ντενε­κέδες ποϋ τούς κουβαλούσαν άπ’ δ'ξιο άλλοι σύντροφοι. Μιλούσαν, φώναζαν, βρωμούσαν.

Είχα νά πλυθώ από τότες πού πιάστηκα, μήνες. Ξούσα από πάνω μου τή βρώμα—δικό μου πράμα ήταν, λυπόμουν. Τά μ,εγάλα νύχια γέμοσαν λέρα'ύστερα άρχισε νά τρέχει καταγίς.

Τελείωσε. Επιχειρώ μιά βόλτα ανάμεσα στους γυ­μνούς ανθρώπους. Σκαλίζω για τή φυσιογνωμία τους μές τις γυμνές πλάτες και τά κορμιά πού γιαλίζουν, νά καταλάβω μέ ποιους θάχω νά κάνω. Ντυμένοι δλοι με τσουβάλια οι άνθρωποι χάνουν τήν προσο:»πικότητά τους. 'Έ να γυμνό κορμί διαφέρνει από ενα άλλο γυμνό.

’Ός(» σέ μιά μεγάλη άλάνα ήταν τά κουρεία τον λό­χου. Τρεις αιχμάλωτοι κάνουν τό μπαρμπέρη. Κάθεσαι πάνω σέ κάτι, αψηλές πέτρες και βγαίνεις γλ ί.Ή ιστορία τελειώνει πολύ σύντομα. Γιατί οι. μπαρμπέρηδές μας δέ συγυρίζουν και μέ τή γλώσσα δ'πως οι συνάδελφοί τους δλου τού κόσμου. ’Έχουν πολλή δουλιά.

"Υστερα από τόσον καιρό νάμ.αι κουρεμένος γλι καί ξουρισμένος. ’Έ χω τήν αίσθηση πώς αδυνάτισα—μονάχα «ύτή τή δυνατή αίσθηση.

Τελείωσε κιαύτό. Τραβούμε δλοι έκεϊ κοντά στο <τταθμό.

Μοιραστήκαμε. ’Ά λλοι σκάβαν μακριά χαντάκια ■γιά ενα καινούργιο δρόμο. ’Ά λλοι κουβαλούσαν τά χώ­

= 1 5 ®

Page 156: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

* 5 7 =

ματα.Έ γ ώ επιασα δουλιά μέ κείνους πού σποΰσαν πέτρα.'Α πό πάνω κρέμουνταν ό Σίπυλος—ό αγέρας τρέμει

άπ’ τό κρΰο, μπορεΐ νά παγώσει" ■&’ άκινητήοει.—Μά ετσι -θά πουντιάσουμε! φωνάζω στο διπλανό

μου, τουρτουρίζοντας υστέρα άπ’ το ζεστό λουτρό.— Δέν έχεις ιδέα! κάνει αντός περιφρονητικά. Οί ψεί­

ρες μιά φορά δέ φΰγαν;—Λέω πώς φΰγαν.— “Ε, αυτό είναι! Δέ χτυπούν ματωμένα όλους τους

εχτρούς. 'Έ ναν—έναν. Ά ν έρθει ό τΰφος, τότες θά δοϋμε...

■—Πεθαίνουν αλήθεια πολλοί; ρωτώ τον άνθρωπο.Μέ κοιτάζει.— Καινούργιος είσαι;—Ναί, σήμερα ήρθα.— Μ ή φοβάσαι. Τώρα είναι γλυτώματα.’Αλήθεια, τιάρα ήταν γλυτώματα. Τό μεγάλο θέρι­

σμα είχε περάσει. Πεθαίναν βέβαια ποΰ καί πού— ήταν νά μή χάνεται ή συνήθεια. Γι αυτό.

Μά πριν λίγες βδομάδες.., Ό τόπος στά κουβοΰσια, δέν τούς χωρούσε τή νΰχτα, τίς χιλιάδες τούς σκλάβους. Κοιμοΰνταν καθιστοί, ζουλιγμένοι ενας πά στον άλλον.

Δίπλα ενα κορμί έγερνε πάνω σου, βαριά, μολυβί» Τδσπρωχνες.

— "Ε !Τίποτα.— Κέρατά, Όά μαζευτείς ;γιλ/I ι,ποτα.Τό χέρι σηκώνουνταν μέ δυσκολία : έπεφτε οργι­

σμένα στο μούτρο τοΰ κέρατά. Μιά, δυό. Ξαφνικά τά δάχτυλα δσφραίνουνταν. Συμμαζεΰουνταν δειλά : '() κε- ρατάς είχε πε-θάνει. Τότες σκουντούσες τό νεκρό κορμί νά γείρει άπ τήν άλλη, στο διπλανό, μέ τρόπο μή σέ πά­ρει τούτος μυρουδιά.

Τό πρωΐ έ'ρχουνταν ό ΰπαξκοματικός. Βαστοϋσε τή

Page 157: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

,^ινΐη του.— Κεμπερίκ βάρμι ; ’Έ χει ψοφήμι ;- ’Έ χε ΐ-, , ·, „Τους παίρναν δέκα—δέκα—είκοσι, όσους ήταν καί

χούς ρίχναν σ’ ενα λάκκο.

Ά ς είναι καλά. Ά π 5 τήν πρώτη νΰχτα βρήκα στό βουβού σι μία γωνιά καί ζάρωσα.

*Τήν αλλη μέρα κατά τά χαράματα ξύπνησα απότομα.

.Στρατιώτες γύριζαν στά γιατάκια μας, γ τύπον σαν με τά

.κοντάκια νά ξυπνήσουμε, ψωνάζαν.— Ό ντουνά ! Ό ντουνά !Ξεκινήσαμε δλος ο λόχος, νύχτα ακόμα. ’Έβρεχε

λίγο. Οΐ άλλοι ήταν συνηθισμένοι, μήτε βογγοΰσαν κάν. Σέ καμιά ωρα σταματήσαμε στις ρίζες ενοΰς άψηλοΰ .βουνού. Ρουμάνι. Οι στρατιώτες μείναν κάτου. Έ μεϊς -«μοληθήκαμε πάνω στό βουνό.

Είχε φέξει.— Τί θά γίνει ; ρωτ» εναν δίπλα, τουρτουρίζοντας.— Κόβε ! λέει αυτός.— Μέ τ ί ; Δέν εχο> τίποτα.— ΙΙανε νά βρεις !Κάμποσοι είχαν οικονομήσει κάτι παληοντενεκέδες.

Τους χρησιμοποιούσαν γ ι“ άξίνες. Μά οί πιο πολλοί ξερίζωναν τά θάμνα καί κόβαν τά κλαδιά μέ τά χέ~ •ρια τοα.'ς.

’Έ τσ ι άρχισα %’ εγώ. 01 χούφτες ματώναν μά ό κα­θένας επρεπε νά κάνει τή δεματι« του.

Μέ τά ξύλα τοΰ τα σά γυρίζαμε στό στρατόπεδο ζε- βταίνουνταν τό νερό καί πλυνοόμαστε γιά νά σταματήσει ο τύφος. Ή Ιστορία έπαναλαμβάνουνταν κάθε δυο-τρεϊς μέρες. Τύχαινε νά μή βρεθοΰν βολικά θάμνα, ή »ρα περνούσε. Κατέβαινα άπ’ τό βουνβ μέ κάτι παλιόφυλλα

Page 158: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

«τά χέρια. Παρακαλονσα νά μέ δανείσουν οι άλλοι, οί τυ­χεροί, καμιά ρίζα. Μά κάθε φορά αυτοί πού y v ρεύαν σαν καί μένα ήταν πολλοί. Καί κανένας απ’ τούς τυχε­ρούς, καί νά'θελε, δέ μπορούσε νά μοιραστεί μέ τόσους τον επιούσιο.

’Ηταν δλοι σκληροί, τυραγνισμένοι κι αμίλητοι, θ υ ­μόμουν τούς συντρόφους τοΰ Κιρκαγάτς. Βαρυγκο- μοϋσα τρώγοντας τό ξύλο, μόλις μαζευούμαστε κάτω άπ’ τό βουνό καί στην Επιθεώρηση πού εκανε ό αξιωματικός τά χέρια μου βρίσκουνταν άδιανά.

— Παραπονιέσαι ; μοϋ λέει μιά μέρα ενας δίπλα μου, -ειρωνικά.

— Κεΐ κάτω, στό Κιρκαγάτς, δέν είμαστε έ'τσι σκλη­ρό*! τοΰ κάνω θυμωμένα.

Παίρνει απότομα ενα τραχύ ΰφος καί μέ κοιτάζει κατάματα.

—"Ακου πιτσιρίκο. Έ σ ύ ήβγες στό βουνό, χτες. Ξαί- ρεις τί ήταν πριν δυό μήνες ;

Κατεβάζω τό κεφάλι μου.—Λοιπόν, μόκο. Είχε γοϋστο νά λυπούμαστε τώρα

καί γιά τις κοντακιές.’Έ τσι ήταν- Μ άθαν νά λυπούνται σέ μεγάλες π ί­

κρες—δέν νπήρχε άλλο περιθώριο. Ξεκινούσαν, τότες τή νΰχτα στό βουνό γιά τά ξύλα πού είχε ανάγκη ό στρα­τός- Δεν είχαν ακόμα νούμερα. Ποτές δέ γυρίζαν τόσοι ■οσοι είχαν ξεκινήσει. Οί στρατιώτες ανέβαιναν μαζί τους στό βουνό. Καί κατά τό κέφι πού είχαν...

—Ξαίρεις πόσο-υς αφήσαμε ετσι ; λέει ό άνθρωπος.Τά σκληρά μάτια ψάζουν τον αγέρα.

— "Ως πού νά χαράξει άκουγόταν οί κραυγές τους μιά εδώ— μιά έκεΐ, ίσαμε νά σβύσονν...

Δέ μιλώ.— ’Έ νά σέ τυχει τίποτα τέτι,ο νά σε. λυπηθώ. Ειδε­

μή ..

Τό ρουμάνι ήταν ωραίο, 2μίνα. Κουμαριάς. Ροδίζαν "ψηλά—ψηλά. Οί στρατιώτες τό βγάλαν «Κιρμιζί ον-

I $ f = ~

Page 159: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

■tot'v»—κόκκινα ξύλα. Κ ’οΙ σκλάβοι ετσι, τό λέγαμε: Κόκ­κινα ξύλα.

*

Είμαστε ενα τάγμα εργατικό». «Ά μελέ ταμποΰρ». Τά τάγματα των στρατιωτικών αιχμαλώτων είναι χώρια από μάς. Αυτοί περνούν καλλίτερα. Έ μ εϊς είμαστε ενα καθαρό τάγμα σκλάβων.

Το στρατόπεδο είναι στύ παλιό φρενοκομείο της Μαγνησ«ς. Χατζή—Χασάν, ενα χτίριο χωμένο κάτω ύ.π τή γίς. Κατεβαίνουμε κάμποσα σκαλιά. Γύρω, γύρω σέ μιά αυλή στέκουνται οί δώδεκα σιδερένιες πόρτες, οι καμάρες—δλως διόλου σκέτες κι ανόητες. Ε ί ναι κ° ενα μεγάλο μπουντρούμι, θολωτό, λίγο φως άπο ψηλά, ενα παραθυράκι. Έ δώ κ3 εκεί οί τοίχοι είναι φαγωμέ­νοι ξεπίτηδες. Κάνουν κάτι κουφάλες ίσαμε τό μπόϊ τ ’ ανθρώπου. Κλοΰν μέ μια πόρτα μέ σιδερένια κάγκε­λα. Έ κ ε ΐ μέσα βάζαν τους παλαβούς σαν τους έπιανε to πολύ κακό- Τώρα εμείς άvάβo^ιμε ΙκεΤ φωτιά.

Στο στρατόπεδο τις πρώτες μέρες π©ύ ήρθα ήταν δ- λα ξένα. Τή νΰχτα έπαιρνα βόλτα σ’ δλα τά κουβούσια. Πολεμούσα νά πάρω μέ τ ’ αφτί μου. Κανείς δέ μέ πρό­σεχε. Τή μέρα ολοι ήταν απλησίαστοι.

— Νά κάτσω ; ρωτώ ενα βράδι, μιά παρέα.Κουβέντιαζαν. Μέ κοιτάζουν παράξενα.—Καί δέν κάθεσαι ! λέει ενας αδιάφορα.Μιλούσαν γιά τή λευτεριά. "Ενας ελεγε πώς σ' ενα

μήνα θά φύγουμε.—Είναι τόσο σίγουρο ;Ή μικρή απορία κάνει νά γυρίσουν δλα τά μάτιι»

πάνω μου άπειληκικά.—Μπας καί δέν τό πιστεύεις εσύ ;— ’Ό χι... δέ λέω.·.—Σ ’ ενα μήνα ! Τ ’ άκοΰς ; 5Γ ενα μήνα !Παρακάτω, άλλες παρέας, λέγαν γιά τά όνειρα."Ενας

= ι'6ο

Page 160: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

- ι 6 ι =

ειδε τ© δραμα χτες. Ή τα ν ενας άγγελος κυρίου,πτερωτός. Τά μαλλιά του γιάλιζαν—ϋά είχαν μπριλλαντίνα. Μές τά μάτια του ήταν δυό μικρά «στοά πού λάμπαν, έκεΐ μές τις κόρες. Ό σκλάβος τόν γνώρισε πώς ϋάταν άγγε­λος'' ήταν, γιά, αυτά τά δυό μικρά άστρα.

— Κύριε, τοΰ λέει, πότε ;Τότες ό άγγελος εκανε μια μεγαλοπρεπή χειρονομία,

χου β α ρ ν τ άδ ι κ η, μιά χορτάτη χειρονομία όπως κάνουν δλοι οι μεγάλοι άνθρωποι. Κοίτάίε πρός τό ατέλειωτο βάθος πού θοίταν ό Κύριός του. Και είπε :

—Σ ’ ενα μήνα.’Έ τσι. Τό είπε. Σ ’ ένα μηνα. Ουτε πόντο λιγότερο.— ’Αλήθεια ; ’Αλήθεια ; ρωτούν οι. άλλοι σύντροφοι

μέ δέος, αυτόν πού είδε τό 8ραμ·α.Μά ·\αί. ’Αλήθεια.Κ ’ υστέρα έκανε, λέει, ό άγγελος μιά βόλτα. Ε μ ε ίς

δλοι πλαγιάζαμε στά κουβούσια μας και βρωμούσαμε σά ψόφια πράματα. Ό άγγελος εκανε τότες τά φτερά του, τάπ, σαν κάργα κι > άψήλΐΰσε ίσαμε μισό μέτρο πάνοτ’ άπ’ τά πλαγιασμένα λέσια. ’Έ τσι τάφερε βόλτα νά τά ευλογήσει μέ τήν ανάσα του— πρόσεχε μην αγγίξει καί λερώσει. Κ ’ υστέρα χάθηκε.

'Ο άνθρωπος πού είδε τό δραμα σωπαίνει. "Ολες οί, καρδιές χτυπούν. Μά άφοΰ ήρθε ν.αί άγγελος ξεπίτηδες για νά μας τό πει ! Μά ναί, θά'ναι αλήθεια. Σ ’ έ'να μήνα ·9ά φύγουμε.

"Ενας σηκώθηκε και πάει νά πει χαρούμενος τό δ­ραμα παρακάτου. Άποτραβιέμαι ζαλισμένος, νάσυχάαω. Ξαπλώνουμαι. Κοιτάζω τό θολο ψηλά. "Ενας θερμός α­γέρας φτεροκοπά μές σ’ δλο τό κουβούσι. "Ολοι πιστεύουν. Ε ίνα ι ενα ρωμαλέο τίναγμα— ετσι σάν όλες τις δυνάμεις τοΰ πλήθους. ’Αδύνατα, σιωπηλά, χωρίς αντίσταση αρχίζω νά έκμηδενίζουμαι. Πολεμώ νά ΰπο- πτενδώ —ετσι θάταν τ’ άγγιλικά μαλλιά πού γιάλιζαν, 3υό μ,ιν.ρα άστρα μές τά μάτια, ναί, ναί, σ’ ενα μηνα.

11

Page 161: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= 1 S z

To «ταμπούρ» είναι χωρισμένο σέ «μπουλούκια», λό­χους. Οι λόχοι σέ μάγγες. * Ή Διοίκηση απ’ ευθείας άπ’ τούς αξιωματικούς τούς τούρκους δέν ήταν εύκολη. Γι αυτό, άπ5 τήν αρχή διορίστηκε σέ κάθε μάγγα ένας τσα­ούς άπ’ τούς δικούς μας πού ξαίραν τούρκικα. Μι- χάλ—τσαούς. Βασιλ—τσαούς. Γιοβάν—-τσαούς. Αυτοί οι τσαούς δέν κάναν καμιά δουλιά. Μονάχα επιστατούσαν. Στά δφφίτσια τούτα, οπως γίνεται πάντα, μπήκαν οί πιο καπάτσοι. Ρωμηοί κι άρμένηδες. Ξεκόλλησαν μονο­μιάς απ’ τήν πηχτή πάστα πού ειμαστέ δλοι—σάν κάπα- λα άπό έ'να πετσί πού δύσκολα τά συγκρατοϋσε.

Γιά νά φανούν ευχάριστοι στό τάγμα μάς ξεζούμι­ζαν στή δουλιά: Δέ φοβούνταν μήτε Θεό μήτε διάολο. Τό βράδι δίναν αναφορά : αυτό εγινε. Τό τάγμα τούς έ'λεγε μπράβο.

*

Κάθε προίΐ μέ τό ξύπνημα γίνεται τό προσκλητήριο δ «γιοκλαμάς». 'Έ νας, δυό, τόσοι. Μάς μετρούν οί δι­κοί μας οί τσαούς κ ’ ενας τούρκος μαζί. "Υστερα αρχί­ζει τό πούλημα.

. Ή Μαγνησά εινε δλη καμένη. Οί χωριανοί χρειά- ζουνταν εργατικά χέρια: χτίστες, μαραγγούς, τεχνίτες, εργάτες. Συμφωνούσαν μιά τιμή μέ τόν άξιωματικό, δέ­κα γρόσα, είκοσι γρόσα, τό κομμάτι κι αγόραζαν. Γιά μιά μέρα.

'Ύστερα ήταν οί εργάτες τού «Μπελεντιέ», τού Δη­μαρχείου. Τόσοι κάθε μέρα γιά νά παστρεύουν τούς δρό­μους. "Υ®τερα· οί. ραφτάδες.

—·Τελείωσε;—Τελείωσε.01 ρέστοι τραβούσαμε γιά τ ις μεγάλες δουλιές τού

κουβέρνου. Δρόμοι, βαγόνια, πολεμοφόδια.Παγαίνοντας μαζεύαμε τ’ αποτσίγαρα—ή πρώτη

*

* Ε νω μοτίες

Page 162: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

1 6 3 =

-•δουλιά. Τά πιο πολλά '«(ταν πάντα δξω άπ® δυο ά'καφτα σπίτια, ποΰ χρησίμευαν γιά λέσχες άξωματικών και τά ρέστα. Σποΰσαμε τί] γραμμή και πέφταμε. Οί τσαοναά- δες μας κ’ οί μαφαζάδες χτυπούσαν: Τό κανονίσαμε συ­ναμεταξύ μας. Τή μιά μέρα χυμοΰσε στον τόπο τής ευ­λογίας μιά παρτίδα, τήν άλλη άλλη. "Ετσι μπήκε τάξη. ΪΙαρακαλοΰσαμε πότε νάρθει ή σειρά μας.

*

Τό βράδι εχει συσσίτιο. Μονάχα τό βράδι. Τις πιο πολλές φορές είναι κουκιά. Τά Ικαζάνια δουλεύουν μα­κριά από τό τάγμα. Τά βρασμένα κουκιά μπαίνουν μές σέ τσουβάλια και κουβαλιούνται. Δέκα ΐσαμα δεκαπέντε σπειριά πέφτουν στον καθένα. Καί λίγο μαβροζοΰμι, ο,τι αναλογεί.

’Άλλοι παίρνουν τό συσσίτιο μές τίς χούφτες. ’Ά λ ­λοι κουβαλήσαν κάτι ντενεκεδάκια απ’ τό δρόμο. ’Άλλοι προτιμούν τά ντενεκεδάκια τούτα νά τά χρησιμοποιούν γιά τή νυχτερινή τους χρεία. Μές τό κουβοΰσι, στον το ί­χο, τά βλέπεις κρεμασμένα γΰρω-γΰρο>. Δέν ξαίρεις ποια «Τναι, γιά τή μιά δουλιά καί ποια γιά τήν άλλη.

~ *

Ή πιο σκληρή δουλιά είναι στά πολεμοφόδια πού φέρνουν τά τραίνα. Μικρές κάσες οβίδες κι άπ’ δξω ή σημείωση: 92 κιλά. Τά κουβαλούσαμε άπ’ τό σταθμό στή μεγάλη άποθήκη ποΰ είναι ίσαμε ενα μίλι αλάργα. Ζευ­γάρια, ζευγάρια: Κάθε δυο σκλάβοι παίρναν μιά κάσα.

Ό ενας φορτώνουνταν κι ό άλλος βοηθούσε από -πίσω. Στά μισά τού δρόμου αλλάζαμε. ’Έτσι.

Τή λέγαμε «μαΰρη άγγαρειά». Μέ τό ό'νομα τούτο -πιάσαν νά τή φωνάζουν κ’ οί στρατιώτες.

— ’Ά ϊντε , πιοί είναι στή «‘μαΰρη άγγαρειά!»Είμαστε, ίσαμε ογδόντα νομάτοι. Κάναμε ενα βήμα

μ π ρ ο ς μέ χαμηλωμένα μάτια.

Page 163: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

Μέρα μέ τή μέρα λιγοστεύαμε δσοι δουλεύαμε εκεί.Τούς έ'βλεπες κεΐ πού τραβούσαν φορτωμένοι, τσάφ.

Τά στόματα άνοιγαν u .a .a , τά μούτρα τεζέρναν νά σπά­σει τό πετσί, σάν πάγος. ΙΙέφταν—τί παΌαίναν ; Τούς: χύναμε νερό νά συνέρ·θουν.

eO τσαούς, δ δικός μας, άνάφερνε τό βράδι :—ΙΙοϋ ύά βγει αυτό; Θά μάς κάνουν ζημιά στις κάσες!Τότες μας φέραν βοδαραμπάδες* κάτι ρόδες, νά. Τούς

φορτώναμε. Δυο σκλάβοι ζεύουνται στό τιμόνι κ’ οί άλ­λοι σπρώχνουν μέ τά χέρια τίς ρόδες. Οί στρατιώτες βα­στούν τό «τσεντρί», τή ντέπλα και κανονίζουν, δπως με τά βόδια, τήν πορεία.

Στό δρόμο εϊναι έ'να πηγάδι. Δυο τρεις δικοί μας ήταν πνιγμένοι κεΐ μέσα. Οί στρατιώτες τό λεν. Πολλές φορές μάς σταματούν.

— Κοιτάχτε μέαα, δλέν !Κοιτάζουμε.— Φ αίνουνται;— ’Ό χι, δέ φαίνουνται.— Νά ρίξουμε εναν νά τούς βρει ; ρωτούν τό Μιχάλ

Τσαούς.Γελούν μαζί. Τ ’ άστεΐο περνά. Τά «βόδια» πέφτουν

πάλι στό δρόμο. Στον αγέρα τρέμει τ ’ αγκομαχητό τών λαχανιασμένων κορμιών πού τεζέρνουν στήν προσπάθεια. Οί ρόδες τρίζουν. Λυρικά. Τρίζ-τρίξ. Οί φλέβες στό λαιμό, σ’ αυτούς πού σέρνουν μπρος, τεντώνουν σάν κόρδες. Οί γυμνές πατούνες σαλαγοΰν στή γίς, ν“ άγαν- τάρουν. Τήν ίκετεύοχιν : δεξου μας στέρεα, από ευσπλα­χνία.

ΙΙάρα κάτω άπ’ τό πηγάδι είναι έ'νας τάφος. "Ενας τοΰρκος είχε σκοτωθεί στον ίδιο τόπο, έςρφές. Τού βά- λαν μιά πλάκα, δλόρτη, μνημείο. Είναι, πά στό δρόμο. Τυχαίνει τά βόδια, οί σύντροφοι πού σέρνουν μπρος, νά μην καρατάρουν καλά: Οί μεγάλες ρόδες τοΰ αραμπά αγ­γίζουν τό υψωμένο χώμα τοΰ τάφου.

— Γιανάς ! σκυλιάζουν οί στρατιώτες καί κεντρίζουν

= ι $ 4

Page 164: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

i 6 S =

λ*’ αλλάξει ρότα τό τιμόνι.Δίπλα στό δρόμο είναι ενα χωράφι σπαρμένο κουκιά.'Έ να δυό ρίζες έχουν κατεβεΐ ίσαμε τον τάφο. Βλα-

στήσαν ρωμαλέα απ’ τό λίπος του. "Ενα δυό πρώϊμα -κουκιά αστράφτουν. Τά βλέπαμε μέ βουλιμία.

'Έ νας δικός μας στό γυρισμό μιά μέρα χυμά καί τά κόβει.

— Πίς μιλλέτ!* τρέχουν οί στρατιώτες κοντά καί τον •αρχίζουν μέ τή ντέπλα. Ό λέν, δέ φοβάστε λοιπόν τί­ποτα εσείς ;

— Τά παλιοτόμαρα ! Τί νά φοβη&οϋ.ν ! Μπάς κ ’έ­χουν Θεό ; συμπληρώνει δ Μιχάλ Τσαούς.

*-

'Έ να ς σύντροφος εχει ειδικευτεί στό ζέψιμο, στό τι­μόνι. ’Έ χει μιά προβιά. Τήν κάνει δυό κάτια καί τήν «κουμπά στό λαιμό. Α πά νω περνά ενα σκοινί πού εί­ναι δεμένο στον αραμπά. ’Έ τσι δέ μπορεΐ νά πληγώσει.

Ζουλεύω τήν ειδικότητα. Μά πιο πολύ τήν προβιά. ιΝϊα τήν είχες γιά τό κρύο!

Μιά μέρα τον ρωτώ.— ΙΙοΰ τή βρήκες ;—Ε ίνα ι άπ’ τήν παλιά μάγγα τοΰ Μιχάλ τσαούς,

λέει σιγά.Δέν καταλαβαίνω.— Ποια μάγγα ;—Δέν ξαίρεις τή μάγγα τοΰ Μιχάλ τσαούς πού χά­

θηκε ;— ’Ό χι, δέν ξαίρω.Τότες μαθαίνω τή μικρή ιστορία :Στην αρχή—αρχή, πρίν ακόμα γίνουμε νούμερα οί

ντόπιοι τοΰρκοι,' φανατισμένοι, ερχουνταν καί γυρεύαν « π ’ τό τάγμα αίχμαλά>τους νά τους σκοτώσουν. Κά·®·ε ,βράδι. Στό μοίρασμα τοΰ ψωμιοΰ. Τότες κάθε τσαοΰς

*Βρώ μιο έ&νος.

Page 165: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= ι 6 6

δικός μας μοίραζε to -ψωμί στή μάγγα του.Ό Μιχάλ τσαούς προσέχει τή φασαρία.

. — Τί γυρευουν ;— Κουρμπάν. *Στο μιαλό του αστράφτει μονομιάς μιά ιδέα. Τ ή ν

καλλιεργεί. Σιγά. 'Ολοένα. Τή λέει του αξιωματικού.— Σύμφωνοι ;—Σύμφωνοι."Ενα βράδι, πολύ νΰχτα, έρχεται στο ,χουβοΰσι £·

Μιχάλ τσαούς. Γυρεύει τή μάγγα του.—Καταπώς εΥσαστε ! Σηκωθείτε 1Οι σκλάβοι ύποθέσαν πώς θαταν τίποτα αγγαρεία.

Πολλές φορές γίνουνταν. 01 αξιωματικοί γιά νά κάνουν- χαρτζιλήκι πωλοΰσαν κρυφά αιχμαλώτους νά δουλεύουν τή νΰχτα, γιά λογαριασμό τους.Τούς φέρναν πίσω τά χα­ράματα καί τό πρωί στο προσκλητήριο ξαναπουλιοΰνΐαν επίσημα απ’ τό Τάγμα.

Μά ή μάγγα τοΰ Μιχάλ τσαΘυς δε ξαναφάνηκε. Τή §οΰφηξε κείνη ή χειμωνιάτικη νΰχτα.

—Τί νάγινε;Κάθε μέρα τά μάτια χαμήλωναν πιο πολύ μπροστά-

στο Μιχάλ τσαοΰς. Οί γροθιές σφίγγουνταν. Τέλος ενας- χυμά μιά βραδιά. 'Γδν άρπα άπ3 τό λαιμό.

— Πέ μας τί τούς εκανες! Πέ μας! Πέ μας!Οι στρατιώτες τρέξαν. ci) σύντροφός μας μέ δια­

ταγή τού αξιωματικού εφαγε τόσο ξύλο που Ι'φτυσε αίμα.Μά δέν πέρασε καιρός και τό πράμα εγινε ντοΰμπανο.

Πάλι άπ3 τούς μαφαζάδες διαδόθηκε : "Ολη ή μάγγα- ε!χε πουληθεί «κουρμπάνι. Τά ψωμιά της δικαιολογούν­ταν κάθε βράδι. Μοι,ράζουνταν τό κέρδος οι δυο, ό ρω­μιός κι ό τούρκος αξιωματικός. c0 Μιχάλ τσαούς ντύ­θηκε άπ3 τήν κορφή ϊσαμε τά νύχια. "Εβαλε και καλ- πάκι από άστραχάν...

Ό σύντροφος τελειώνει τήν Ιστορία. Σωπαίνει. "Υ­στερα σά νά θυμάται γιατί άρχισε:

* 2φαχϊάρι yta θυσία.

Page 166: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

ι6 7 ·

—Τήν προβιά, τήν είχε ξεχά^ει ενας απ’ αΐ-τούς, λεει. Ποιος ξαίνει πον τήν είχε βρει.

*

Κουράστηκα. Θέλω ν3 αλλάξω από βόδι. "Ε να μήνα τώρα στή Μαγνησά δέν τά κατάίρερα νά μ/αγοράσουν σέ κανέ γιαπί, τήν παλιά μου τέχνη. Ζουλεΰω αύτουνούς πού δουλεύουν ατούς ντόπιους. Τυχαίνουν καλά χέρια %αϊ κακά χέρι α. ΜΑν πέσουν στά δεύτερα ο I σκλάβοι, δουλεύουν σά σκυλιά. Γιά νά τούς κεντρίσουν τούς δεί­χνουν τό -ψωμί. "Αμα τελειώσει ή δοτιλιά θά φάτε! Πολλές φορές ή δουλιά νά τελειώσει δέν παίρνουν τό ψωμί. Τότες πλαγιάζουν νηστικοί γιατί τό τάγμα δέ χο­ρηγεί έπιούσιον σέ κείνους πού πουλά.

Μά οι τυχεροί πού πέφτουν σέ χαλά χέρια γυρίζουν τό βράδι στό στρατόπεδο και καψκιένται τί φάγαν. Δεί­χνουν και μιά πρέζα κασενό.

Μιά μέρα ένας χωριάτης, γέρος, γύρευε έ'ναν αμελέ γιά πουργό· Τό μοίτρο γεμάτο κόκκαλα νά σπάσβυν τά μάγουλα νά πεταχτοΰν. Γύρευε φτηνό πράμα.

Βγήκαν κάμποσοι. Πετάγουμαι δξω απ'* τή γραμμή :— Κ3 έγώ ξαίρω 1— νΑ, οσο γιά τοΰτον τά σάζουμε μέ πέντε γρόσα,

λέει ό ζαμπιτ χαμογελώντας.Ό γέρος κοντεύει, πιάνει τά μπράτσα \αον νά γρα­

δάρει τί αξίζουν, τά ζουλά. Κοιτάζω χάμου. "Υστερα ορέρνει τή χούφτα του κάτου άπ3 τό σαγόνι μου και ση­κώνει τό κεφάλι μέ δύναμη. Τά κρύα μάτια του τρέχαν μέ σβελτοσύνη. Ψαζαν to μοΰτρο μου, τ3 άλειβαν παχιά βρώμα. Μύριζε σκόρδο.

— Τόν παίρνω, λέει ατό τέλος.e0 ζαμπιτ γέλασε, Ή τα ν ή πρώττι φορά πού έδινα

κ5 εγώ ένα δφελος. Πήρ£ τό πεντάγροσο.Πέρασα Φεονήστικος μιά μέρα πικρή.Τό βράδι ξαπλώνω στή γωνιά μου συλλογισμένος.

Page 167: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= i6 s

— ’Έφαγες ; μέ ρωτα δίπλα μιά φωνή.— ’Ό Χ1· ,Άνασηκώνεται, σκαλίζει κάπου καί μέ δίνει ενα κομ­

μάτι ψωμί.— Τί ταθελες παιδί μου; μέ συμβουλεύει ήσυχα.

Κ»λά δέν -ήταν στο βοδαραμπά ;— Ναί, σύντροφε.— Κοίτα μήν κάνεις καμιά παλαβάδα πάλι. αΰριο.’Ή ταν αυτός που είδε τ’ δραμα. Τόν λέγαν Τελεμέ.Οί άλλοι τόν φώναζαν κυρ Παναγή. Φχαριστιοΰνταν

πολύ μ’ αυτό τό «Κυρ». Περηφανεύουνταν.Είχε αράξει σέ μιά κουφάλα άπ’ αυτές πού είναι στο

φρενοκομείο. Μέσα έκεΐ φύλαγε τά σάλια μπάλια του τό ψωμί, κανένα παλιόπανο. Συνήθισε. Ξάπλωνε κ5 έρι­χνε τ ' αγαθά μάτια του πάνω στά γράμματα, φάρκα οί τοίχοι, πού άφησαν οί παλαβοί, δσοι κάποτε περάσαν από δώ. αρμένικα, τούρκικα, ρωμέϊκα, τραγούδια, πα- λαβάδες Είχε συμφιλιιοθεΐ μέ δλα αυτά γιά τή νύχτα. Γ ιά τή μέρα ειδικεύτηκε σέ βόδι. Ή ζωή του ήταν σάν κουλούρες-κουλούρες, κύκλοι. Κάθε φορά Υσώ πού νά στρώσει μιά κατάσταση. Συμ,βιβάζουνταν αμέσως.’Έκλεισε 6 κύκλος ; Ε ίναι καλά

Μοΰ τό ξαναλέει :■— Μήν κάνεις καμιά παλαβάδα, πάλι, κοίταξε.."Οχι. Δέν έκανα. Τήν ά'λλη μέρα ήμουν πάλι βόδι.Μά δέν πέρασε καιρός και ρίχτηκα σέ μιά παλαβάδα

τρισχειρότερη. Δέν είμαστε άπ’ τήν ϊδια πάστα.

Στί] Μαγνησά ο! σκοποί από τότες πού γινήκαμε νούμερα μας φύλαγαν πολύ. Οί ντόπιοι αν βρίσκαν κα- νέναν ξεμοναχιασμένον, ξεμπέρδεψε. "Ενα, δυό τέτια κρούσματα γινήκαν/'Εναν τον βρήκαν μέ μιά μπαλταδιά στο κεφάλι, στή μέση, σά σκίζα. Γι αυτό οί σκοποί δε μας άφηναν μήτε μιά στιγμή μοναχούς.Οί μέρες χαράζαν,

Page 168: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

■σβύναν, ερχουνταν οίλλες. Μιά σκιά άπό πίσω μας μέ τί) λόγχη, ϊδια, σήμερα, αΰριο. Σιγά σιγά αυτή ή σκιά μπο­λιάστηκε στη ζωή μας,μπήκε στον αγέρα πού άναπνέαμε. νΕγινε ουσία, σαν το οξυγόνο.

Κάποιος μιά μέρα λέει.— Βρε παιδιά, τίλογια θαναι όίραγες χωρίς μαφαζά;Είναι κάτι νέο. Δέν τολμούμε νά τό υποψιαστούμε."Αλήθεια. Τίλογια θά'ναι ;— Κάνουμε μιά δοκιμή ; τολμά ενας.Τάκ. Οί καρδιές χτυποΰν.Τάλλο βράδι, μόλις γυρίζουμε, σοΰρουπο, άπ’ τά πο­

λεμοφόδια, μαζευούμαστε τρεις. Κοντεύουμε τό μαφαζά στην πόρτα και τοΰ λέμε, νά, έκεΐ δυό μέτρα θά πάμε : νά μαζέψουμε αποτσίγαρα.

Αέ δέχουνταν. Τέλος γινήκαμε τσιμούρι, μάς άφησε. Βγήκαμε δςω απ’ τό στρατόπεδο.

22τήν αρχή τά ποδάρια σαλεύουν δισταχτικά—θ ά ­λασσα, κάτι σαλαγά στον πάτο, έ'τσι. Τά μάτια ψάζουν. Α μίλητοι. Δυό μιναρέδες: τσιμπούν τον ουρανό. Δίπλα. Τους βλέπαμε κάθε μερα πού περνούσαμε. "Ως τόσο τά μάτια τούς ερευνούν. Κάτι ήταν άλλιώτι.κο.

Ό δρόμος, έρημος..—Τίλογια είναι... λέει ένας άιεοβλακωμένα.Καμιά απάντηση. Σά ναρκωμένοι. Νυχτώνει.■— Παιδιά νά γυρίσουμε, λέει σιγανά δ ϊδιος πού μί­

λησε 3CQLV.—Ναί..Κανείς δέ σκέφτηκε νά μαζέψει αποτσίγαρα.Γυρίσαμε. Τά κεφάλια χαμηλά. Π ήγα στή γωνιά μου

καί ξάπλωσα στά τσουβάλια μου. Σά νάχα δουλέψει γιά δυό μέρες. · Ε ίμαι τσακισμένος.

Τήν άλλη μέρα, τήν ίδια ωρα, ξαναμαζευτήκαμε καί ξαναβγήκαμε. Μάς εγινε συνήθεια. Κ άθε βράδι. ”Ερ- χΟυνταν κι άλλοι. Τύχαινε ςιορές πού δ σκοπός μέ κανένα Α·γο δέ δέχουνταν νά μάς αφήσει. Είμαστε λυπημένοι γιβτΐ δέν κάναμε τό ταξίδι.

169=

Page 169: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= 1 7 0

Τό βγάλαμε «Το ταξίδι της λευτεριάς».—Κυρ Παναγη δέν έρχεσαι καί σΰ; πολεμώ να .κα­

ταφέρω καί τόν Τελεμέ.—“Οχι! δχι! επέμενε πεισματικά. Αυτά είναι _παλα~

βάδες κ’ εγώ δέν τάχασα ακόμα! ’Όχι!"Ήταν ή κλεισμένη κουλουρά: βοδαραμπάς, ή κου-

φάλα μέ τά γράμματα, τά όνειρα—ποΰ καί ποΰ κανένας ά'γγελος. Ά ν απ αυτά περίσσευε καιρός ο σύντροφος μας τόν αφιέρωνε σέ μιά θετική δουλιά: Τή μέρα μάζευε άπ’ τό δρόμο παλιοκοΰρελα, πατσαβούρες, δ,τι νάναι. "Ολα αυτά τά ράβει τό βράδι,πάνω στό τσουβάλι που τοΰ- χρησιμεύει γιά στρώμα. Ε ίνα ι έ'νας χοντρός πολύχρωμος- θησαυρός από κουρελαρία πού κολνοϋν όλονών μας τά μάτια πάνω του.

Γιά πιο λόγο, λοιπόν, νά ταραχτεί τούτη ή σειρά ;Μά δ δικός μας ήταν πειρασμός. Κάθε βράδι ή ίδια.

ιστορία. Ή ίδια.— Νά δεις, κυρ Παναγη, τίλογια είναι νά περπατάς

μες το δρόμο λεύτερος καί νά σφυρίζεις! Νά δεις κυρ Π αναγη! Νά δεις κυρ Παναγη !

"Ενα ψιλό κέντρισμα. Σιγά-σιγά μεγαλώνει, εφταξε ίσαμε μιά πρόκα: ή ισορροπία ά'ρχισε νά κάνει γυμνά­σια γιά πήδημα οξα> άπ’ τήν κουλουρά. Στό τέλος τόν- συνεπήρε κι αυτόν ό καμός τής λευτεριάς. Τ° αποφά­σισε. Ή ρ θ ε μαζί, μας.

’Έβλεπε μέ τρομαγμένα μάτια γΰρω, \|)ηλά, τόν ου­ρανό που σκοΐ>ραι/νε, τους τοίχους πού σβΰναν, μακριά τό Σίπυλο.

—ΙΙαιδιά νά γχιρίσουμε.. Παιδάκια μου..—μουρμού­ριζε ολοένα, συγκινημένος.

Δέ θέλαμε νά τόν στενοχωρήσουμε. Γυρίσαμε βιαστι­κά γιατί έτρεμε. Καί τά χοντρά μεριά του ακόμα τά είχε πιάσει ευαισθησία.

Μονάχα αργά τή νΰχτα σιίχασε.— ’Έ καί τί ήταν μ α θ έ ; ελε.γε σά νά μήν ήθελε νά.

φανεί δ,τι ήταν.

Page 170: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

'Ως τόσο ήρθε πάλι μαζί μας, πάλι, πάλι. Μες τή. μι­κρή κουλουρά μπήκε ν.αϊ τοΰτος ο νέος διάολος, ·λοτελ« αδιαφόρετος, μιά πολυτέλεια. Στριμώχτηκε μέ τον άγ­γελο. Τέλος τά πάσαν.

*

W ενα βράδι ήρθε τό κακό. Στο μέτρημα μας βρή­καν λειψοιίς. Μπίρ, ίκι καί τά λοιπά. Λ είπαν τρεις. Δραπέτευση.

Ποΰ παγαίναν ; Κάποιον άπ’ τούς τέσσερις δρόμους •θά πήραν μέ τον καμό νά φτάςουν στή θάλασσα, ίσως γλυτώσουν. Μιά φορά, έ'τσι, γιά αλλιώς, γιά τά τομάρια τους Φά βρίσκουνταν τίποτα τσακάλια, μά εμείς νά πάρει δ διάολος!.

"Οσοι είμαστε οξω, τό βράδι που τοσκασαν οΐ τρεις σύντροφοι, ψάγαμε έ'να διαολόςυλο πού μας άλλαζαν τον αδόξαστο. Ό ΙΙαναγής πού ήταν κι αντός μαζί πασπά­τευε τά μεριά του νά συνέρ·θουν. Ή μελαχρινή μούρη του έγερνε πλάι κ’ επειδή ήταν βράδι έδινε σκιά στα παχιά χείλια του.

’Αντίο ταξίδι τής λευτεριάς.

1 7 1 =

14

’Αλλαγή επαγγέλματος.Μας άγοράσαν τέσσερις συντρόφους νά δουλέψουμε

■σι’ αμπέλια ένοΰς μπέη. Μαζί κι ό Τελεμές.Τό τσιφλίκι πού μάς πήγαν έ'πεφτε κάτω άπ’ τή γραμ­

μή τοΰ Κασαμπά. ’'Η ταν έ'νας ατέλειωτος τόπος αμπέ­λια. Ό κιαγιάς τοΰ μπέη, ενας κρητικός αψηλός, βρα­κιά, ψιλά ποδάρια, ενα μάτι σημαδεμένο μέ σκάγια, μιά

Page 171: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

— Π Ζ

φωνή τσιριχτή, 'ξηρή. Μας παίρνει άπ’ τό χεράκι και μας δείχνει τή θάλασσα τ’ αμπέλια.

—Τά β?·έπετε ;Βέβαια.Τό σκάγι τρέμει μές τ ’ ασπράδι τοΰ ματιοϋ.—Θά τά φάτε ολα ! μάς λέει χαρούμενος.’Άνοιξε ή νέα κουλούρα τοΰ Τελεμέ, νά φάμε τ ’

αμπέλια. Μάς ξυπνούσαν νύχτα ακόμα. Πιάναμε ό κα­δένας μια αράδα, εΐκοσ;, μεγάλα κλήματα σά δέντρα, φυτεμένα αραιά. Αυτή ή αράδα έ'πρεπε νά σκαφτεί μέσα σέ μιά ωρα. "Υστερα ειχε πέντε λεφτά ξεκούρασα. Καί πάλι, άλλη αράδα. Σάν κανείς από μάς τελείωνε πριν περάσει ή μιά ώρα κέρδιζε τό ρέστο ϊσαμε πού να τε­λειώσουν κ’ οι ά'λλοι' ξάπλωνε πιο πολύ από πέντε λε­φτά, τή διαφορά.

"Ενας παραγιός μάς φ ύλα γε καί μάς κανόνιζε τή δονλιά. Ό μπαγάσας δέν ήταν πάνω από είκοσι χρονώ. Μά μέ τήν κυριαρχία του σέ μάς σηκώθηκε ή τρίχα του, άγγιζε, λίγο ακόμα, τόν ουρανό.

Χτυπούσε αλύπητα·— ”Ε καλά, καλά, μουρμούριζε δ Τελεμές τρυφερά,

νά τόν μαλακώσει τόν τύραννο. Καλά μπέη, καλά έφέντη ο ,ίι θέλεις εσύ.

— ΓΙέ μου τί δουλιά έκανες βρέ ; ρωτούσε δ μιξάρης βλέποντας τά παχιά τού κύρ Παναγή.

— Ε γ ώ ; Ε ίχα μπακάλικο, λέει μέ αναστεναγμό δ δικός μας.

Ό άλλος βγάζει νόημα.— ’Ά ! πόσο λοιπόν νά τούς έκλεβες στο ζύγι τούς

δικούς μας όλέν ;—Μά τό Θεό, δέν έκλεβα, μπέ ! διαμαρτύρουνταν δ

Τε/.εμές. Δέν ειχε κάν δικούς σας στην πατρίδα μου.— Δεν έ'χεις ιδέα, λοιπόν, άπ’ to μιλλέτ τό δικό μας

I ; Στάσον νά τό μάθεις !Καί τοΰ εδινε μιά στά πισινά μ’ ενα σκοινί, μ5 δλη

τή δύναμή του.

Page 172: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

'Ο Τελεμές τελείωνε τελευταίος τήν αράδα. Λαχάνιαζε^'Η σκόνη, τό χώμα, πετάγουνταν μές τά μοΰτρα ίου.’Έβγαζε τη γλώσσα να γλυψει λίγη δροσιά" πάνω της

κολνοϋσαν μονομιάς τά χώματα πού σεργιάνιζαν στον αγέρα. Τό πάχος τοΰ κορμιοΰ του ελιωνε, ανέβαινε μές τά μάτια του, μές τό λαρύγγι. Δέ μπορο-ΰσε ν’ άνεσάνει. Δέν εβλεπε. Τά χέρια του είχαν αποκάνει ν’ ανεβο­κατεβάζουν τήν τσάπα.

Ό μπαγάσας ό τοΰρκος, δσο εβλεπε τοΰτη τήν αδυνα­μία τόσο ένθουσιάζουνταν. Έ μ εΐς οί άλλοι είμαστε νέα. παιδιά. Πρώτος τελείωνε τήν αράδα του ό Παράσχος, σέ τρία κάρτα μέσα, υστέρα δ άλλος, υστέρα εγώ.

Καθοΰμαστε.'Ο Παναγής σκάβοντας ακόμα βογγοΰσε. Πάσκιζε νά

μερώσει τον Τοϋρκο που βλαστημούσε.— Σΰχασε, έφέ, σΰχασε, θ ά τελειώσουν δλα, έννοια

σου...Ξεκουραζοΰμαστε άκοΰγοντας τή βαριά ανάσα τοΰ

συντρόφου μας.Ξαφνικά ένας λέει:— ’Άκου, σά σκυλί κάνει. .Σηκώνεται πρώτος ό Παράσχος. Π ιάνει άπ’ τό τέλος

τά κλήματα, τήν αράδα τοΰ Παναγή κι αρχίζει νά σκά­βει γιά νά τον βοηθήσει. Σέ λίγο άνταμώσαν οι δυότους. 'Η αράδα είχε τελειώσει.

Τήν άλλη φορά βοήθησα εγώ, τήν άλλη δ ά'λλος. Μέ τή σειρά δίναμε χέρι.

Μά τ ’ απομεσήμερο, εκεί κατά τό βράδι, είχαμε α­ποκάνει πιά δλοι μας. Κανείς δέν ήταν οέ θέση νά βοηθήσει τον άλλον. 'Έ να ς σιδερένιος χαλκάς στή μέση, πολλά δόντια, ψιλά—χώνουνταν μές τά κόκκαλα, στο με­δούλι. Τά χέρια δέν τεντώνουνταν, λιγοϋσαν.

— Φτάνει ! ικέτευε απελπισμένα δ Παναγής. ’Αδερ­φέ μου φτάνει γιά σήμερα !

—Σκυλιά ! έτριζε τά δόντια δ τύραννος. Μιά αράδα ακόμα !

Page 173: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= ± 7 4 ·

Κάπου εδώ κοντά ήταν. Μές το μικρό ρέμα. Κελαϊδοϋσαν παλαβά, δυνατά, μέ πίκα. ΤΗταν καστρο­πούλια, Οί σκιές πού έκαναν τά κλήματα, τά δέντρα, ενα δυό μικρά βουνά ήταν πολύ ανήσυχες, κουνιούνταν ολοένα, δσο ό αγαθός ήλιος κατέβαινε, μεγάλωναν. 'Ο μιξάρης χτυπούσε απανωτά στήν πλάτη τόν Παναγή νά προχαιρήσει. ’Έ μενε πολύ πίσω. ’Αχούσαμε τις πνιγ­μένες φωνές πού ικέτευαν. Τά μάτια του είχαν μουσκέ­ψει. Έπει,δή ήταν χώματα πάνω στά ματόκλαδα εγινε σά λάσπη.

*

Μέ ενα τέτιο κουτό χέρι πού βαστούσε έ'να πιό κουτό <τκοινί ή κανένα λουρί άνοιξε ή νέα κουλούρα. Στό κορμί τοΰ φουκαρά τού Τελεμέ είχαν σηκωθεί μελανά­δες. Τή νύχτα βογγούσε πολύ ίδια κι ατελείωτα σά νά φοβόταν μήπως σταματήσει καί χάσει ά'ξαφνα τό τέμπο.

• Πιάνουμε τόν κρητικό, καί τοΰ παραπονιούμαστε. Ε πειδή μιλούσαμε τήν ίδια γλώσσα μ5 αύτόν, τά ρω- μέϊκα, είχαμε θάρρος.

— Τί νά σας κάνω κ’ έγώ ; αναρωτιέται σάν κλαψο- παναγιά.

Φοβούμαι νά σάς συντρέξω. Θά τό πει τού μπέη πβύ τόν άκούγει πολύ. Χάνω τότες κ’ έγώ τή δουλιά μου.

— Δέ γίνεται ενα μπαγάσα έκεΐ, κιαγιά, νά τόν βα­στάξεις νά μή χτυπά ! παρακαλοΰσε ό κύρ Παναγής. Δες, δες μελανάδες ! εδειχνε τά κρέατά του.

Ό ά'λλος σηκώνει τις πλάτες κάί τή ματιά τού σκα­γιού αψηλά.

—Τί νά κάνουμε!“Αξαφνα τού έρχεται μιά ιδέα.— ’Ά κου, μωρέ! λέει τού Τελεμέ. Μπορεΐς νά τρα­

γουδάς;Τούτος τόν κοιτάζει ανόητα.—”Ε, βέβαια, μπορώ.

Page 174: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

—Λοιπόν. ’Έτσι μονάχα, κάτι μπορεΐ νά γίνει, θ ά τοαγονδάς, ιστέ! Τ 5 άλλα θάρθουν μονάχα τους. ’Ερωτηματικά. Δηλαδή;

— Νά. Στά σαρκία δ έρίψης είναι πολΰ μερακλής. Θά τον τραγουδάς, αυτός θά λιγώνεται κ’ έτσι θά γλυτώ­νεις κανέ δυό αράδες σκάψιμο. Κατάλαβες;

Τήν ά'λλη μέρα:Τελειώνει τό σκάψιμο τής τρίτης αράδας. Πέφτουμε

.κομένοι. Ξεκούρασα. ’Ά ξαφνα δ Τελεμές γέρνει στό πλάϊ. Στά μάτια του κάτι παλεύει, παλεύει νά διωχτεί. Τέλος παίρνει τήν έκφραση. 'Ιδρωμένα, δλο σπαραγμό, λαφασμένα, αρχίζουν νά βγαίνουν έ'να ένατα «ίμ», ζου­λιούνται, τά τουρκικά ψηφιά τοΰ τραγουδιοϋ. ’Ό φ . "Όςρ! Πότε πότε γύριζε λοξά στό μέρος τοΰ μιξάρη νά γραδάρει τήν εντύπωση πού τοΰ κάνει: 'Η ματιά τότες καρφώ- νουνταν γεμάτη ανησυχία, σβέλτη, σάματις νά ήταν άπό ■δυό διαφορετικά πρόσωπα ή ήμερη φωνή κ ’ ή ματιά.

'Ο μιξάρης, προειδοποιημένος, ειχε σηκώσει τήν απα­λάμη του στό κεφάλι. ’Έ κανε πώς άκοΰγει. Ό Τελεμές δυνάμωνε, δλοένα. Μιά σαρανταποδαροϋσα περνβϋσε κοντά άπ’ τό ποδάρι του. Τό τράβηξε βιαστικά. Ή φωνή κόπηκε τάκ, και πάλι ξανάρχισε σά ν’ ά'λλαξε γνώμη». «Σεβέριμ. 2 ’ αγαπώ γιατί τά χείλια σου είναι κιρμιζά». ’Έλεγε γιά τά χείλια της, γιά τά βυζά της, και τά λοιπά, τά περίγραφε δλα, δλα. Μονάχα τις μΰξες της ξέχανε.

Τέλος τό σαρκί τελειώνει. Ό Τελεμές άπαντέχει ήσυ­χος. Τό Τουρκί θά σηκωνόταν καί θά τον φιλούσε. Θά τοΰ ελεγε :

—Ά διρφέλιμ’ είσαι θησαυρός ! Κάτσε, νά ραχατέ­ψεις !

"Οπου τοΰτος πετιέται απάνω, άρπα μιά βίτσα άπό λιγαριά καί σοΰ τον άρχινα τον Τελεμέ. Νά έδο>, νά ΐμ , να σεβέριμ, νά καί τά λοιπά.

—Ό λέν πεζεβένκ !’Έτρωγε γιά δλα τά τραγουδισμένα, μέ ευσυνειδησί*,

μέρη τοΰ κορμιοΰ της καί μιά παρέα βιτσιές. “Έκανε νά

Page 175: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

=176

τό βάλει στα πόδια. Ό άλλος τον κυνήγησε καί τού εδινε,. •νά, νά.

Γλΰστρησε στα χώματα, μπρουμύτισε κ° επεσε μέ τα μούτρα πάνω σέ μιά κληματαριά. -·

*

Συνηθίζουμε, στο τσιφλίκι, πολύ δύσκολα. Κάθε μέρα* πιο σκληρή άπ’ τις άλλες. Μάς φυλάγουν βήμα μέ βήμα. Δέ μαθαίνουμε τίποτα, μήτε τί γίνεται δ κόσμος, μήτε γιά τήν ειρήνη, τίποτα. Τίλογις νά κλείσει, έτσι εύκολα, ή κουλουρά τοΰ Τελεμέ; Ή ενθύμηση της ζωής ποί> κά­ναμε στο στρατόπεδο δέ μάς άφηνε νά συχάσουμε. Ή χαρά, άμα το αχούσαμε οξω απ’ τό φρενοκομείο, τά νέα πού μαθαίναμε εκεί, τ’ αποτσίγαρα, θ ά μάς εφτανε γιά· τήν ώρα, μονάχα νά γυρίσουμε πίσω, έκεΐ. Μονάχα.

Μιά μέρα, περνώντας άπ’ τό ντερέ στ’ άλλο αμπέλι σηκώθηκα καί κοίταξα πάνω άπ’ τούς βάτους μέσα σ’ ένα χέρσο, χωράφι, ΐσαμε τέσσερα στρέμματα τόπος. 'Η τ α ν παστωμένα, χωρίς λογαριασμό, κουβάρες κόκκαλα ανθρώπινα, κεφάλια, ποδάρια, χέρια, μικρά, γυναίκια, μεγάλα.

Τέτοια, ώρα δέ λογαριάζει κανείς, μά θά ήταν πάν*ο από πεντακόσοι σκελετοί. Κατέβηκα γλήγορα μ’ ανοιγ­μένα μάτια άπ’ τον τρόμο. Ό μιξάρης, ό παραγιός, γε­λούσε δυνατά.

—Τί είναι, βρέ ;Φώναξα νά φύγουμε.—Ε λά τε!—Τούς είδες ; ελεγε δ μιξάρης. Παλιόσπυλα ! Τούς

ξεμπερδέψαμε τότες πού κάψαν τή Μαγνησά. Γουρούνια!Χτυπούσαν τά δόντια μας.—Νά ετσι θά πάτε καί σείς! συμπέραινε to τουρκί*

μέ χαρά κ’ έ'τριβε τά χέρια του.Κουρασμένοι, χωρίς δύναμη, χωρίς θάρρος, εγκατα­

λειμμένοι, δέ σφαλίζαμε, στον αχερώνα πού πλαγιάζαμε

Page 176: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

μάτι κείνο τό βράδυ ! Οί ψύλλοι ανησυχούσαν :ων δέ μΰς βρίσκαν ραχατεμένους, να χυμήξουν καταπάνω μας.

Πετοΰσαν εδώ κι εκεί σνχισμένοι.

*

Μά'&αμε πώς κρέμασαν ενα ίΗκυ μας. Δούλευε σ ' ενα μακρινό τσιφλίκι. Ά π ’ δ,τι λεν φαίνεται πώς τύ κορίτσι τοΰ μπέη τοΰ ρίχτηκε. Αυτός δέ μπόρεσε νά παραοτησει τό σίδερο. Τό θηλυκό υστέρα γιά νά μην τό σκοτώσουν οί. δικοί του είπε πώς ό γκιαούρ τό Ιδίασε.

’Απόφαση. "Αμεση εκτέλεση. Μάθαμε πώς τήν ίδια μέρα κρέμασαν κ° ενα λιποτάχτη δικό τους. Ά π* τό Ιδιο δέντρο, μ ° ενα σκοινί. Τή μιά άκρη δ έ'νας την άλλη ο άλλος.

*

Μέσα σέ μιά τέτια απελπισμένη κατάσταση μας βρήκε ξαφνικά ή ευτυχία.

Σουροΰπωνε. Σκάβαμε ακόμα στ’ άμπέλι, δταν από μακριά φάνηκαν ,δυο στρατιώτες. Τούς γνωρίσαμε. Ή τα ν άπ’ τούς μαφαζάδες τοΰ ταμπουριού μας.

Πετοϋμε από χαρά.—Ξαναγυρί,ζουμε στό φρενοκομείο, σίγουρα ! φωνά­

ζει δ Παράσχος. Γιασά !Οί παχιές χειλάρες τοΰ Παναγη σαλάγηζαν μιά, δυβ

φορές νά μασσήξουν τή συγκίνηση. Θυμηθήκαμε μονβ- μιας τις βόλτες, τις παρέες, τά νέα, δλη τήν ποικιλία πού ηταν εκεί κάτου.

— Καλωσορίσατε ! Καλωσορίσατε, σύντροφοι !'Ο ενας τους, τόν ελεγαν Χαφίζ, σηκώνει τό χέρι του

ψηλά. Χαιρετά γλήγορα, σά νά βιάζεται νά κενοίσει τό ■νέο :

— Α δέρφια, γλυτώσατε !1 2

Page 177: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= 178

— Πάμε στο στρατόπεδο ; ρωτά μέ Αγωνία νά βε­βαιωθεί ό Παναγής.

— Μωρέ τί στρατόπεδο ! Φεύγετε στην πατρίδα ! ’Ή ρθαμε νά σας πάρουμε ! Μουμπαντελέ! *

Μιά τσάπα εμενε στά χέρια τοΰ Τελεμέ. ’Έγραψε μιάi n a ·» / 3/ Ο r rr? V ^«Λαφρη κίνηση, εγκαταλειμμένη, έγειρε χαμού, ία μα~ τια τοΰ Παράσχου καρφώθηκαν μές τόν αγέρα χαζά, σά νά τούς Ιλειψε ή αξία νά κοιτάζουν. Μείναν δπως βρέθηκαν, έτσι.. Κ ’ έπειτα, μονομιάς, σχεδόν μαζί τά ποδάρια τοΰ Τελεμέ χτύπησαν τό χώμα θριαμβευτικά.

Φωνάζαμε, ψιλιούμαστε συναμεταξύ μας, αγκαλιάζα­με τούς μαφαζάδες. 'Ο μικρός δ μιξάρης μόλις μποροΰ«ε νά καταλάβει. Χαμογελούσε. “Υστερα παίρνοντας μέ- ρος άρχισε νά γελά μαζί μας κι αυτός δυνατά :

— ’Τσαλλαΐ ’Ίσαλλα! **Ε πειδή ήταν νύχτα πια οί μαφαζάδες είπαν νά μεί­

νουμε απόψε, κι αυτοί μαζί μας καί νά φύγο\>με αύριο, αυγή, αυγή.

Τήν τελευταία αυτή νύχτα μές τόν άχερώνα ξενυ­χτίσαμε, ήταν αλήθεια. ’Ίσαμε τά μεσάνυχτα καί πιο πολύ κουβεντιάζαμε. Ή ευτυχία ήταν ολωσδιόλου απροσ­δόκητη. "Ολος δ καμός μας μαζεύουνταν εδώ: νά γυρί­σουμε στο στρατόπεδο. Κι άντίς αυτό έρχεται καί σοϋ πετά τή λευτεριά τόσο απλά, μές τήν ερημιά, ενα λόγο, μουμπαντελέ ΤΗταν πολύ φυσικό ή ισορροπία τοΰ Τε­λεμέ πού δέ σήκωνε απότομα τινάγματα, ν ’ αρχίσει νά χορεύει καντρίλιες.

—Βρε παιδιά, συλλογιστείτε το!Ό Παράσχος τραγουδούσε ενα συρτόν εύθυμο, πε­

ταχτό, γεμάτος κέφι.—Τραλαράλα, τραλαρά!—Γειά σου τσουβαλάκι μου ! φώναζε ό Τελεμές.

Γειά σας πατσαβούρες, γειά σας ψείρες, γειά σ«ς

* Άνϊαλλαγη.** Ό Θεός νά δώαεί

Page 178: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

διτβές, γειά »ας.Τ’ Αποχαιρετούσε. Έ κ ε ΐ &«λα στο γιατάκι του ffte-

κοιτνταν iva κουτί άτεό γάλα ιεού το χρησιμοποιούσε γιά καραβάνα. "Ενα κουτάλι ξύλινο. "Ενα κομμάτι πετβί, βγαλμένο άπ’ τά πλάγια Ινοϋς παλιοκάπουτσου πον |5ρήκε στο δρόμο και τό φυλάγει γιά ωρα «νάγκης. cO Τελεμές τά κοιτάζει. Κι άξαφνα, καταλαβαίνοντας πάοο είναι πιά δλα τοΰτα περιττά, αρχίζει νά τά πέτα μέ λύσσα μές τόν αχερώνα.

—Νά! νά! νά!cO ενθουσιασμός του μάς συνεπήρε και μας.Άρποΰσαμε τά σάλια μπάλια μας και τά πετούσαμε,

φωνάζαμε σά ξεβιδωμένοι.— Κάνουμε μιά δουλιά; λέει μές τό πατιρντί ο Τε­

λεμές.— Μπράβο!—’Ελάτε!Βγαίνουμε δξω. ’Απόψε μάς είχαν άφήσβι ολομόνα­

χου;, χωρΐ? κλειδώσουν. Δέν ^ταν φόβος νά τ» στρίψουμε, άφοϋ ςρεΰγαμε πιά. Ό Τελεμές καίρνει μές απ’ τόν άχερώνα μιάν αγκαλιά ξερά κλαδιά και κάνει μιά μεγάλη κουβάρα στήν πόρτα.

— Φέστα;—Ναί, μωρέ παιδιά! Νά τό κάψουμε!01 λόχες πετάχτηκαν ψηλά. Τά τέσσερα χαρούμενα

μοΰτρα γιάλισαν. Θά ήταν καί ίδρος μά χάνουνταν μές τά γένια. Ό Τελεμές δέν ηξαιρε πιά τί εκανε.

Χτυποΰσε τά μεριά του, πηδοϋσε.—Θά τα κάψω μωρέ!Τρέχει μέσα. 'Αρπα τά τσουβάλια πού ειχε γιά στρώ­

μα, τόν περίφημο θησαυρό του, μπαλώματα εδώ, μπα­λώματα Ικεΐ. "Ενας τελευταίος δισταγμός. Κι απότομα τά πέτα στή φωτιά.

—Μ ή ! φωνάζει τρομαγμένος δ Παράσχος. "Ισαμε νά ■μπαρκάρουμε έχουμε δρόμο μωρέ !

—’Ίσαμε νά μπαρκάρουμε θά κάθουμαι ξύπνιος βρε!

Page 179: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= Σ $ 0

άπαντα πηδώντας δ Τελεμές. "Εχει πιά καμιά άςίοκ τοϋτο εδώ;

Πολύ αργά, υστέρα άπ’ τά μεσάνυχτα μας καταπήρε- ή κούραση ν.° ή συγκίνηση. Τά μάτια κλοϋσαν. Τ’ α­γιάζι κρέμουνταν μές τόν αγέρα κι δ ουρανός ήταν κα­θαρός. Τουρτουρίζαμε.

’Έσβησε ή φέστα. Μπαίνουμε μέ τόν αχερώνα.'Ο Τελεμές χωρίς νοικοκυριό, χωρ'ις κανέναν άπ’

τούς συντρόφοιις πού ειχε περιμαζέψει μέ υπομονή, φχαριστημένος, συγκινημένος, σώπασε, κλείστηκε στον εαυτό του. ’Έ μεινε μόνος. ’Έγειρε χάμου κι άκούμπησε τό κεφάλι του σέ μιά πέτρα.

— ’Έ λα, τοΰ γνέφει ό Παράσχος, χαμογελαστά, νά. πέσουν στό δικό του τό στρώμα, τά τσουβάλια, μαζί. Βλέπεις πού σοϋ τά ελεγα ;

'Ο Τελεμές εινε μόνος. Ποιος τά ρωτά τα>ρα αυτά ’Ό χι. Τόν. πιάνει ή περηφάνια. Ε ίναι τόσο ευτυχισμένος, τώρα πού είναι μόνος και τά βλέπει δλα, όπως θά εΐναι σέ λίγο, λεύτερος. ’Ό χι.

—-Είναι τόσο πολΰ.... μουρμουρίζει μονάχα, τρεμου— λιαστά.

Ε ίνα ι πολΰ. Γέμισαν μέσα τά μάτια τοί’· Σψάληξαν. Τό λερό κεφάλι έμεινε εκεί, πάνου στήν πέτρα, φχαρι- στημένο. Σέ λίγο δέν κινήθηκε πιά.

*

Οι μαφαζάδες κοιμήθηκαν στην καλΰβα, μαζί μέ τόν κιαγιά. Αύγή-αύγή είμαστε έ'τοιμοι. Τά χαιρετοΰμε. δλα.

— Κιαγιά σέ ψχαριστοϋμε! ’Αφήνουμε γειά !Ό κρητικός, τί διάολο, εχει ένα ύφος τόσο παμπόνηρο.

Γελά κάτου άπ’ τά μουστάκια του. Κείνη ή τζιριτζάν- τζουλα μές τό μάτι του -θαρρείς πώς γνέφει νά πάρουμε είδηση τί τρέχει...·■»—Γει* σας πα ιδ ιά ! μας αποχαιρετά. Νά μας ·θ·υμό~

Page 180: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

σαστε στην πατρίδα!Μ Ί\ Λ / ·1ι Αογος !Πέφτουμε στο δρόμο. Σέ λίγο βρισκοΰμαστε στϊ| σι­

δηροδρομική γραμμή. Τραβώντας άπάνου της δεξά, σέ μιά ωρα μέσα θά είμαστε στή Μαγνησά. Θά μπαρκέρνα- ,με βέβαια από* κεΐ.

"Ε ; Οί μαφαζάδες μας δείχνουν πώς θά πάρουμε τό δρόμο ΐσα μέσα, άπ’ τήν άλλη μεριά τής γραμμής. ’Ό χι δεξά.

— Μά δέν παμε στή Μαγνησά ; ρο>τοϋμε μέ απορία.— Ναί, ναί, μά πριν, θά μαζευτοϋν δλοι ο! άμελέ στό

ίδιο μέρος, κάπου. ’Από κεΐ θά τραβήξουμε στο σταθμό. Μπρος!

Μάς τσίμπα ενας ψύλλος.—Καταλαβαίνω, λέει δ Τελεμές γιά νά συχάσει. Θά

θέλουν νά πάμε έν σώματι !Στέκεται. Μιά αμφιβολία.— Γιά, μπάς και θέλουν τίποτα νά μάς ντύσουν μέ

ροΰχα, πρ'ιν μας παν νά μάς παραλάβει ή επιτροπή στή Μαγνησά; ανερωτιέται πάλι.

Προχωρούμε. Οί μαφαζάδες μέ τά τουφέκια κρε­μασμένα, ά'ϊντε-ά'ϊντε, τραγουδούν εύθυμα.

— ’Ακόμα λίγο, λέει δ ενας σέ μάς.’Από μακριά διακρίνουμε τις κοϋλες ενοϋς τσιφλικιού.

Πολλά μαϋρα σημάδια κουνιόνταν. Τρέχουν άλογα. "Οσο •κονΐεΰουμε ή έκπληξη μας μεγαλώνει.

— Μθ)ρέ, αυτοί εινε δικοί μας! φωνάζει δ Παράσχος. *Ήταν έκεΐ ίσαμε ογδόντα σύντροφοι μας. Πολλοί Τούρ­κοι μπέηδες,αξιωματικοί, μιά γυναίκα, πάνου σέ αλόγα. “Τρέχουν από δω κι από κεΐ δίνοντας οδηγίες.

Κοντεύαμε, δταν μ’ ένα σύ.νθημα οί δικοί μας σκορ­πίστηκαν σέ παρέες— παρέες κι άρχισαν νά φεύγουν άπό διαφορετικά μέρη.

Μάς ρίχνουν και μάς σ’ έ'να γροϋπο. Τάχουμε χα­μμένα.

— Ποΰ πάμε μωρέ; ρωτά μέ τρομαγμένη φωνή δ Τε­

ι $ ι *

Page 181: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= Ι $ 2

λεμές αρχίζοντας νά μαντεύ«ι μιά διάψευση *άν κατα­στροφή.

—Δέν τ© βλέπεις; λέει ενας έμελέ.Μπροστά απλωνόταν ενα ρουμάνι, αμέτρητος τόπος.,

'Ο «ύντροφος δείχνει μέ τό χέρι τον προς τά έκϊΐ.— Μωρέ πού; Πού; λέει τρέμοντας ύ Τελεμές ecu*

«νυπομονησία.— Ποΰ; Στο ρουμάνι, αδερφέ!— F ιατί;— F ια τ ί ! Γιά τό κυνήγι των γουρουνιων, $ιάολε!.

«παντα στον πιο φυσικό τόνο 6 σύντροφος.Πέσαμε μές τό ρουμάνι. 'Η δουλιά μας ηταν νά φω­

νάζουμε γιά νά πεταχτοϋν τ’ αγριογούρουνα καί νά πέ- «ουν στά πόστα πού τά φύλαγαν καβάλα οι κυνηγοί. Τ* σκυλιά δέν κάναν τίποτα μές σέ τοΰτο τό χάος.

Έ π ρ επ ε νά σειστεί τό ρουμάνι από φωνές. Λοιπόν,, σκεφτήκαν, πώς δέν ηταν πότες φτηνότερη κα'ι καλλί­τερη αντικατάσταση των σκυλιών από τούτην εδώ, εμάς.

Παγαίναμε δέκα—δέκα μαζί. Μάς ακολουθούσε ένας μαφαζάς ή κανένας παραγιός τοΰ τσιφλικιού. Αυτός Ιδινε τό δρντινο κα'ι μεΐς ουρλιάζαμε ολοι μαζί. Τό ρου μάνι ηταν πολύ πυκνό, δέν έφτανε δ ήλιος Σά σωπαί- ναμε άκούγαμε βαθειά ένα άλλο οΰρλιασμα. “Υστερα: άπ’ αλλού ένα αλλο. "Ολοένα πύκνωνε τό μπλοκάρι- *μα, απ’ δλες τις μεριές.

Περπατούσαμε χωρίς θάρρος, εξαντλημένοι, χωρίς έλπίδα, μακάρι νά μή ζούσαμε. Ό Τελεμές ηταν σωστό' πτώμα. Τά παχιά του κουνιούνταν κ’ ετσι πού έριχνε μιά μπρος μιά πίσου τό βάρος τοΰ κορμιού του ελεγες πώς θ ά πέσει.

— Φωνάξτε, ολέν! τσακίζουνταν 6 φύλακας μας, ενας «ρβανίτης, αψηλός, παραγιός.

Φωνάζαμε.—“Α! α! ά'! άού! δ!'Θ κύρ Παναγής ά'ρχισε νκ περπατά βαριά. Μά έ'τσϊ.

π ·ύ ήτ«ν πυκνό to ρουμάνι δέν έ'πρεπε ν° έλαργέψεκ

Page 182: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

.■κανείς άπ’ τό γροίίπβ. Γ t« tl ήταν φόβος νά χαθείς κι «κ·μα πιο πολύ, ξεμοναχιασμένος, νά φας μιά γκραδια. *π® κανένα γιουρούκι, από τοϋτα πού κυνηγούσαν.

—Κουράγιο! τοΰ δίναμε θάρρος εμείς.“Έμενε μιά πίσω και μόλις εβλεπε τον κίνδυνο ν«

ξεμοναχιαστεί σφίγγουνταν νά μας φτάξει. Ά /α ρ γ α ακούγουνταν οι φωνές ποΰ βγάζαν οί σύντροφοι μας. ’Έρχουνταν μέ επισημότητα απ’ τό βάθος σά μια κραυ­γή τοΰ ίδιου τοΰ ρουμανιοϋ.

’Απόγεμα. Τό κυνήγι τελειώνει. Οί κραυγές στό ρου­μάνι λιγοστεύουν, ολοένα. Τέλος κόβουνται. Άκονίγουν- ται μονάχα οί ψίθυροι πού κάνουν τ’ αψηλά θ«μνα. Μάς βγάζουν καί μάς μαζεύουν σ’ ενα μέρος ξέσκεπο.

Καταμεσις είναι τρία αγριογούρουνα σκοτωμένα. Καί, μιά άλεποΰ. Γύρω—γύρω οί κυνηγοί, πολιτισμένοι, μπότες, μπέηδες, ή χανοΰμ. Συζητούν, γελούν, εινε φχα- ριστημένοι. Καθού μαστέ και μεΐς χάμου, ολοι οί σκλάβοι. Τά κοιτάζουμε—τις ντούρες τρίχί-ς πού έχουν τ’ αγρίμια, τή γυναίκα, φοβισμένα, σχεδόν δειλά. Ε ίνα ι νέα, φορει κιλότα, φεμινισμός, ά'νοιξη.

—"Αϊντε, πάρτε τα! μάς λέει αυτή γιά τά γουρούνια. Νά τά φάτε κεΐ κάτου !

Βλέπει τήν αλεπού. "Ενα ζό. κοινή ράτσα. Ή ουρά τους τούτη τήν εποχή πού έχουν γεννήσει εινε μαδημένη. Δέν αξίζει.

—Δέ γίνεται τίποτα μ’ αυτή, ετσι δέν είναι; ρο>τά ένα μπέη.

—’Ά βέβαια, πρόστυχο τρίχωμα' δέν κάνει στό παλ­τό σας...

"Ενας άπό τούς στρατιώτες πού μας είχαν φέρει τό πρωΐ, δ Χαφιζ, παρακολουθεί τήν κουβέντα. Πλησιάζει τή γυναίκα.

—Νά δώσουμε σέ τουτουνούς τούς τέσσερις τήν ά- λκπού; τή ρωτα δειλά καί δείχνει εμας.

Τής ξηγα πώς έμεΐς §έ μένουμε στό στρατόπίδο.

* 8 3 =

Page 183: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= 1 8 4

—Τί tbu τήν κάνουν; Θ« τή φαν; ρωτα αυτή μέ έκ­πληξη.

—Θά τη φαν, χανούμ.Κίνημα αηδίας.—ΙΙάρτε την.Ξεκινούμε νά γυρίσουμε στο τσιφλίκι, οι τέσσερις.

Ά π ό πίσω οι μαφαζάδες.Σουρουπώνει. Ό Χαφίζ βαστά τήν άλεποΰ. "Ενα

διάστημα. "Υστερα τή δίνει τοΰ κυρ Παναγή νά τή ση­κώνει. Αυτός τήν παίρνει. Τά βήματα χαμένα, παραλυ­μένα. Γέρνει εδώ, εκεί. Ή ουρά τοΰ ζού σέρνεται στήγίς.

—Πρόσεχε δλέν! φωνάζει δ Χαφίζ και τόν σπρώχνει, νά μή σέρνεται ή ουρά.

—Τι σέ νιάζει; τόν ρωτα δ άλλος στρατιώτης.Αυτός χαμογέλα. Υπονοούμενα.—Θά τούς τήν άφήσω θαρεΐς; θ ά στείλω τό τομάρι,

κάτου στή γυναίκα. Δέν άκουσες που τό βάζουν, λέει, οί γυναίκες...

Χαριεντίζουνται.—Και δέν έχετε κεΐ κάτω αλεπούδες, δλέν;— Ναί, μά δέν τό ξαίραμε πώς...ΙΙροχωροΰμε.'Ο Χαφίζ. ά'ξαφνα, τό 9-υμαται.— ’Έ , εχει απόψε φέστα, δλέν; ρο)τά έμας.Τσιμουδιά.— ’Αλήθεια τί καίγατε ; ξαναλέει δ ίδιος. Ειχε γεμό-

σει δ τόπος ντουμάνι.■—Ό σύντροφος από δώ—δείχνει δ Παράσχος τόν

ΙΙαναγή. ’Έ καιγε τά τσουβάλια χον,—:Πάν λοιπόν;—Παν.Ό ΙΙαναγής, γυρμένο τό κεφάλι—κάνει τήν τελευ­

ταία προσπά&εια νά βαδίσει. Περνούσαμε από ενα ρέμα.— Νά πιαΰμε, παρακαλεΐ δ Παράσχος.

Οι στρατιώτες μάς ά'φησαν. ’Έρχουνται κι αυ­

Page 184: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

τοί. Ό Παναγη; κοντεύει στο ρέμα. Γονατίζει. Γέρ­νει τό μβΰτρο νά πιει. Τά χείλια άκουμποϋν στο λίγο νερό. Στά χέρια, τό ζαρκάδι—άκουμπδ κι αυτό. 'Ο Χα- -^ίζ άξαφνα γυρίζει πρός τό μέρος τοΰ Παναγη. Κάνει vu φωνάξει, νά μή μουλιάζει ή ουρά. Δέν προφταίνει. Προσέχει τό μπρουμυτισμένο κορμί τοΰ συντρόφου μας: έ'νας σπασμός, δυο τό πέρνα. Οι πλάτες άνεσηκώνουνταν, πέφταν’ πάλι.

'Ο Χαφίζ σηκώνεται και τόν πλησιάζει, σιγά. Τά μάτια γεμάτα απορία.

— Τι εχεις όλέν; τοΰ λέει ήμερα.Τόν χτυπά στον ώμο. Πλησιάζουμε καί μεΐς. Τόν ση­

κώνουμε. Γυρίζει, μάς κοιτάζει μέ τά βουρκωμένα μάτια κ«1 τέλος σπα μες τούς λυγμοΰς:

— Γιατί νά μαςτό κάνουν αυτό ;... Γιατί; Γιατί; Α μίλητοι δλοι, ξαναπέφτουμε στό δρόμο. "Ως πού νά φτάξουμε δέν αλλάξαμε μήτε μιά κουβέντα. Στό τσιφλίκι μ,άς υποδέχεται ό κιαγιάς.

— Καλωσορίσατε! Πώς αυτό ;'Ο Παναγής αφήνει νά πέσει ή άλεποΰ. Πέφτει κι

αυτός δίπλα.— ’Ά ντε, φεύγουμε ! λέει ό έ'νας στρατιώτης στους

συντρόφους του.Ό Χαφίζ, πού ήθελε τό τομάρι, κοντεύει, νά πάρει τό

ζό. Σκύβει. Τό σηκώνει. Μιά στιγμή διστάζει."Υστερα έρ­χεται πιο σιμά στον Παναγη και τ ’ αφήνει στά πόδια του.

—Ά λ ! * τοΰ λέει.Καμιά κίνηση.—Τό τομάρι, γιά τή νύχτα όλέν...—πολεμά νά τοΰ

-δείξει τή χρησιμότητα, αν τό βάζει τή νΰχτα.Τ ’ άφήνει. Μαζι μέ τούς άλλους συντρόφους του

ξεκινούν. Σέ λίγο έχουν χαθεί πίσου απ’ τά κλήματα.

“Ενα μήνα δουλέψαμε ετσι, στ’ αμπέλια. Γυρίζουμε

1 * 5 =

* Πάβϊο.

Page 185: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

*86

« τ· στρατόπεδο. Σέ λίγες μέρες δ Ηαναγης πάΧι μ«ς- ε^ρυγε. Τβν πήραν γιά έ'να οίλλ© τσιφλίκι μαζί μ’ άλλονς,.

15

Ά ρχισαν πάλι οί μεγάλες δουλιές τοΰ κουβέρνβυ:: Β«γόνια, δρόμοι, τσακίλι.

Οι μέρες περνούν, σβήνουν, ή μιά, ή «λλη. Στ®· στρατόπεδο οί σκλάβοι πλησιάζουμε ολοένα δ έ'νας τόν Άλλον. Δέ θυμούμαστε ονόματα συναμεταξύ μας, μήτε νούμερα. Μά είναι ή καρδιά—ζυμώνεται μέ τό ϊδιο «ί- μα κι απ’ τά ίδια χέρια. Λαχταρούμε τά ίδια πράματα, ύποφέρνουμε τις ίδιες πίκρες— ή ζωή δέ φκιάνει ποτές ίδια τά μοϋτρα των ανθρώπων, μετανοιώνει, πολεμά νά ταχτοποιήσει τή διαφορά αλλιώς.

Τις μέρες δουλεύουμε σκληρά. Δέν υπάρχει περιθώ­ριο γιά σκέψεις—τίποτα περαστικά καστροποΰλια φεύ­γουν κυνηγημένα σάν αστραπή. Σά βραδιάσει, πάλι τά ϊδια: Τό μιαλό αν εχει ουσίες τις χΰνει στά τυραγνισμέ- να κορμιά, στά κόκκαλα καί στις φλέβες, νά τονωθεί τό αίμα γιατί εχασε δυνάμεις. ’Έ τσ ι οί σκέχ^εις άπορροφι-- ©ΰνται—γιά νά υπάρχει μεδούλι και αίμα.

'Ολοένα τ ’ αχνάρια τοΰ κόσμου άπομακρύνουνται, σβήνουν. Κάποτε δέ -θά “θυμούμαστε πιά. ’Ά , σίγουρα, θοίρθει κι αυτό. Ά ς ερθει. Τότες πιά δέ θά μένει παρά μονάχα ή σκοτεινή αγάπη γιά τή ζωή. Θά υπάρχουμε— γιατί θά υπάρχει. Τίποτα άλλο δέ θά θυμίζει πώς δέν «Ι'μαστε μές τούς νεκρούς.

*

Σ ’ «υτό τό δέσιμο πού ολοένα γίνεται σφιχτό έν*—

Page 186: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

3j®7cex.

μζβά μας είν&ι μιά πάρχα «η?ντ$οφβι πον στέκουν οξω: Οί ’Αμβρόσιοι και οι Πηγάσ«η. Καμιά πενηνταριά. Τούς κουβαλήσαν απ’ τό τάγμα της “Αγκυρας. Ε ίνα ι ρωμιοί ο.τι τ« μέρη τοΰ Σεμπας, κάτου «τήν Τραπε- ζοϋντ*. Αΰτοι δουλεύουν στά εργατικά τάγματα τρία τέσσερα χρόνια πρ'ιν από μάς. “Ως τά μέρη τους δέν είχ& πάει ο "Ελληνας. Λοιπόν τούς μάζεψε δ Τοΰρκο; και τοΰς εστειλε νά σποϋν τσακίλι. Ξεχωρίζουν ανάμεσα μας γιατί φοροϋν τά ροϋχα τους, δέν τούς τά πήραν. Ε ίνα ι κάτι τρίχινα ροΰχα, μέ βρακιά που κάνουν λίγ·η σέλα και τελειώνουν σφιχτά στις γάμπες. Στά καλά χρόνια γύρι­ζαν δλη τήν ’Ανατολή— «μπαμπάκι τινάζουμε—παπλώ­ματα ράβουμε». Τώρα απ’ τά χαράματα ίσαμε νά πλα­γιάσουν, α δέ σποΰν πέτρα, γυρίζουν ρόκα. Καί στό δρό­μο ακόμα, σάν πηγαίνουμε γιά τήν αγγαρεία, δός τβν τή ρόκα. Ο! πιό πολλοί τους έχουν τέτια ονόματα: ’Α μ­βρόσιος, ΓΙηγάσιος.

Κείνο πού εΐνε χάζι είναι τά ρωμέϊκά τους. Δέ μπο­ρούν νά κόψουν τό ευφωνικό ν, βάζουν πάντα τό ρήμα τελευταία οπως στήν τουρκική σύνταξη, διατηρούν ενα:. σωρό ελληνικούρες, παίρνουν και τουρκικές λέξεις, βά­ζουν ενα ιον και σερβίρουν:

— Τόν Θεόν υψηλά είναι «μερδεβένιον»* πρέπει κά- μωμεν πλησιάσωμεν.

Πλαγιάζουν δλοι στό ίδιο κουβοΰσι, δέ χωρίζουν, δέν άνεκατεύουνται μέ μας. ’Αν κανένας τους παραπέ- σει, αργήσει νά πάει σιμά τους, βγαίνουν δξω στήν πόρτα δλοι μαζί καί φωνάζουν. "Υστερα παίρνουν βόλτα τ ' «λλα κουβοΰσια.

— Πηγάσιον είδατε; ’Αμβρόσιον είδατε;Κ«τι σμυρνιές μάγγες, δικοί μας, τούς παίρνουν *Τ0

μεζέ. Γιά λίγο γίνεται ευΦυμία.

-*Ε ίνα ι και μιά ά'λλη χούφτα σύντροφει απ®μον*>μέ-

* «Μεοντεβέν», οκόλα.

Page 187: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

ν ο ι : Οί «’Αλλάχ— άϊρί»—οί χωριστοί Θεοί. Καμιά δε-, γ.απενχαοιά.

Τις πρώτες μέρες τής αιχμαλωσίας, τότες πού κου- βανιοΰνταν τά κοπάδια στο εσωτερικό κι οί Τούρκοι σκό­τωναν και χτυποΰσαν αράδα, τούτοι πετάχτηκαν απ’ τή γραμμή και φώναζαν στους στρατιώτες.

—Μ ή μας χτυπάτε! Έ μα ς δ Θεός μας εΐνε χώρια ■'«π’ τουτουνούς! «Μπιζίμ "Αλλάχ άϊρί»!

—’Αλήθεια δλέν;Ποΰ νά ξαίραν τά τουρκιά τι διαβαθμίσεις εΐχαν οί

αλλοεθνείς Θεοί.—’Αλήθεια!Μέ τό κόλπο τοϋτο τοΰ χωριστού Θεοΰ κάμποσοι

καλπηδες γλύτωσαν τό τομάρι—μιά θετική θεολογία. Μά είναι περίεργο τούτη τή μανούβρα τό πόπολο δέν τή συ- χώρεσε. Τή θυμάται και διατηρεί ενα μίσος φοβερό.

Τους έ'χει άπομονοόσει. "Ελεγα πώς θαταν από φα­νατισμό χριστιανικό. "Ως τόσο μιά μέρα μάθαμε στο τάγμα πώς ενας σύντροφός μας τά κατάφερε νά γίνει τονρν,ος, μάλιστα νά παντρευτεί κιόλας.

"Ολοι τον μακαρίζαν.— Γλύτωσε! Γλύτωσε!Δέν ήταν τίποτα εχτρικό στον τόνο τους.—Καλά, λέω σ’ έ'ναν. Έ μ° πού άλλαξοπίστησε;— Δέ βαριέσαι! Τό τομάρι του μιά φορά δέ γλύτωσε;— Καλά, τότες γιατί οί «’Αλλάχ άϊρί»...Το μοΰτρο παίρνει αμέσως τήν οργή, στά· μάτια και

■«ττά δόντια.—Γιά τή μπαμπεσιά λες; Αυτό είναι «λλο...Ναί, αυτό ήταν ά'λλο.

a·*

ΤΗ ρθαν και τά άνθη. Ε ίνα ι μικρά λουλούδια, κόκ- . κι να, γάλάζα. Βγήκαν πάνου στις πλαγιές καί τά βάτα,

•ίίπλα στο δρόμο πού φκιάνουμε.

Page 188: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

Μιά μέρα ξ&φνικά τά είδαμε. Σπούβαμε τσβκίλι. "Ενας είπε:

— Ftu δες τε πώς φύτρωσαν...’Άλλοι δέ σαλέψαν τά μάτια. ”Αλλοι σταματήσαν

μιά στιγμή νά χτυποΰν και γύρισαν, κουρασμένα, νά τά δοϋν. ’Έ πειτα μές τό δρόμο πάλι άρχισε, στί,ν αράδα, τό τάκ τάκ τοΰ σφυριοΰ.

Πέρασε κάμποση ώρα. "Υστερα ένας λέει, σά νά τό συλλογίζουνταν σ° δλο αυτό τό διάστημα.

— Δέ μοΰ λες σύντροφε, τοΰτα, τώρα, σέ τι φελοϋν:■—Γιά ποιά λες;— Γιά τά λουλούδια, λέω.—"Α για ΰτά ... Α διαφόρετα πράματα Θυντροφε...Στήν αρχή είπαμε: σ’, ενα μήνα. Σάν τελείωσε είπαμε-

πάλι: σ ' ενα μήνα. "Υστερα ήρθε ένας ά'γγελος. Τώρα τελευταία ήρθαν καί τά ά'νθη. ’Εμείς σποΰμε αδιάκοπα τσακίλι. Κανείς μας πιά δέ λέει : σ’ ενα μήνα. Μήτε σέ δυό. Μπορεϊ νά μήν είναι κιόλας νά τελειώσει κάποτες,.

*

Τώρα μέ τήν ά'νοιςη μας ήρθε κι δ «άλεμάν τσορ- μπασί*· Είναι έ'να πρωινό ρόφημα από αλεύρι από λάδι κι από νερό. Τό λάδι τις πιο πολλές φορές είναι ταγγκό. 'Ως τόσο είναι ζεστό κ’ είναι ωραίο. Στον τβύρ- κικο στρατό τρών μονάχα τό πρωΐ κσι τό βράδι. ’Έ τσι. και μεΐς.

*

Μάς φέραν και καινούργιο λοχαγό. Ε ίνα ι ενας &Q&- πης, αψηλός, γερό δέσιμο. Φορεΐ σκοΰρα γιαλιά. Ε ίνα ι γουστόζο—μιά φορά, άράπης αφοΰ είναι δέ θά τά βλέπει δλα σκοτεινά ;

Διοικητής τοΰ στρατβπέδου είναι ένας ταγματάρχης,. Γιαννιώτης. Σκυλί αλύπητο.

Ι % =

Page 189: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

©εος να μάς λυπηθεί."βς τόσο δέν ήταν ετ<η.Είχαμε ξεχάσει τ® «δντουνά». ’Ή τανε καιρός κ*ί

καιρός πού δέν είχαμε πάει. Ψειριάσαμε πάλι κ ’ ε’ίμ«- •στε, £τσι, στά γνώριμα νερά μας.

"Ostov δ Α ράπης δίνει τή διαταγή:—Αύριο νά έτοιμαστήτε! θ ά πάτε στο βουν® γιά

ξύλ«. Βλαστημήσαμε και τήν οίλλη μέρα πήγαμε στά ξυλά.

Σά γυρίσαμε πλυθήκαμε. Περιμέναμε νά μας παν Αμέσως στή δουλιά. Αέ μάς κίνησαν ολη τή μέρα.

—Τι τρέχει; .• Τό συζητούμε, πολεμούμε νά βρούμε μια Ιξήγηβη.

Είχαμε συνηθίσει τόσους μήνες νά μή μένουμε αργοί, μήτε μιά μέρα. Τούτο §δο> ήταν κάτι νέο κι άκατανβητβ.

—Μπας κ’ είναι νά φύγουμε; τολμά Ινας νά πει μι« •στιγμή.

Μά γλήγορα φεύγουμε άπ3 αυτή τήν υποψία.—"Α, μπά !Κατά τό βράδι ερχεται στά κουβούσια μας » Α ράπης

χτυπά τό καμτσί του στις μπότες, κοιτάζει."Ολα τά μάτια είναι πάνω του.—Λοιπόν ; Ξεψηριάσατε ;—Ναί, εφέντη μ’.—Κάνατε τήν προσευχή σας ;Κοιταζούμαστε μέ απορία. Τί θέλει νά πει ;Ό ’Αράπης ξαναρωτα πιό νευρικά.—Τήν προσευχή σας, λέί», τήν κάνατε;"Ενας δικός μας τολμά νά τοΰ πει τότες, πώς μα-frs

τί ξαίρει δ καθένας τί κάνει ό οίλλος. Αυτό είναι δουλιά τού καθενούς.

Ά π ’ τά κόκκινα μάτια τού άράπη πετιοΰντοα «στρα- -πές.

—Ό λέν, δλέν, μιά δλάκερη μέρα καθήσατε και δέ ■^μαζευτήκατε ολοι νά προσευχηθείτε, ετσι μ α ζ ί; Ό λέν, πώς θ α σας λυπηθεί θ θεός σας;

Page 190: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

Κανείς δέ μιλά.Ό Ά ρά πη ς σκέβεται.— Κά#ε Παρασκευή τό πρωΐ δέ ·&ά δουλεύετε. θ ά

κάνετε προσευχή! λέει αυστηρά.Το βράδι μαθαίνουμε, επί τέλους, τί τρέχει. Ό Ά -

ράπης στό μεγάλο πόλεμο ήταν αιχμάλωτος στους ’Ε γ­γλέζους στην Αίγυπτο. ’Εκεί εμαθε τά «σκέδια» ΐοΰ ΐ« .

— ’Έ τσι μπορούμε νά δοϋμε καμμιά καλή μέρα βνΚ- Αογιζοΰμαστε μονάχοι μας.

Περιμένουμε τήν πρώτη Παρασκευή. Είναι ή μέρα πού δέ δουλεύουν κ’ οι Τούρκοι, ή Κυριακή τους. Τήν περιμένουμε μέ χτυποκάρδι, οπως στό Γυμνάσιο τις βν,έ- λες. ̂ '

Ό Ά ρά πη ς ερχεται πρωΐ—πρωί στά κουβούσια.—Λοιπόν, μπρος !Μαζευούμαστε πάστα-πάστα στό μεγαλείτερο κ®«-

βούσι. Μιά στιγμή ενας προσέχει τούς ’Αλλάχ άϊρί. ’"Η­ταν κολλημένοι σέ μιά γωνιά, γεμάτοι φόβο.

Ό σύντροφος γνέβει ενα δυό άλλους, παν κοντά τους y.ai τούς δείχνουν τήν πόρτα αυστηρά.

—"Οξω !—’Αμάν. Σχωρέστε μας.. παρακαλοΰν σιγανά.Μέ τήν επισημότητα πού έ'χει ή συγκέντρωση, αδιό­

ρατα ή ατμόσφαιρα είναι γεμάτη άπό κάτι σά νάμελλε νάρθει άπό ψηλά. ΤΗταν δυστυχία νά είσαι οξω.

—’Αμάν. ικετεύουν.Τά σκληρά μοϋτρα στέκουν ασυγκίνητα.—“Οζω ! >Βγήκαν μέ χαμηλωμένα κεφάλια.’Αρχίζει ή δέηση. "Ενας δικός μας πού ξαίρει άπ®

«γιωτικά ανεβαίνει σ’ ενα μπάγκο. ’Αρχίζει νά προσεύ­χεται δυνατά :

«Τήν πάσαν ελπίδα μου εις σέ άνατίθημι. Φύλαξόν με υπό τήν σκέπην σου...»

Είναι μιά-φωνή βα$ιά καί λυρική. Σηκώνει τά μάτια

Ι<?*=~

Page 191: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

του ψηλά και κοιτάζει ικετευτικά. Δέν είναι ό ουρανός— εΐνε ενας θόλος μέ άσβεστη. Κοιτάζουμε τό βυντροφά μας που προσεύχεται. Παρακολουθούμε σιωπηλοί. "Οταν κάνει τό σταυρό του, τόν κάνουμε κ = εμείς. Γονατίζει. Γονατίζουμε κ’ εμείς. Πολλή ώρα μένουμε ετσι μέ τά μά­τια στή γίς.

Ό Ά ρά πη ς παρακολουθούσε στήν άκρη ολα τούτα τά τβαλίμια. ΤΗ ταν παράξενη ή ιστορία—μιά δέηση πρός τό χριστιανό Θεό δίπλα σ’ εναν άράπη τοϋρκο πού επό- πτευε.

— Τελείωσε ;—Τελείωσε.Χτύπησε to καμτσι στ'ις μπότες κ° εςρυγε φχαριστη—

μένος.Μείναμε μονάχοι μας. Οί άνθρωποι σκεφτικοί κι

αμίλητοι. "Ενα βάρος επεφτε-επεφτε, άκινητοΰσε τις καρδιές. Κ3 ίσαμε τήν ωρα, τ’ άποσήμερο, πού πήγαμε, στή δουλιά, ή πίεση δέν ελεγε ν ’ άλαψρώσει.

Στό δρόμο, παγαίνοντας γιβ. το τσακίλι, ενας ειπε, γιά νά πει κάτι :

—Έ , καλά δέν ήταν;—Ναί, καλά ήταν.Κάμποσα βήματα.— Ώ ς τόσο είμαι κουρασμένος, λέει πάλι ό πρώτος.

Σά νά δούλευα απ’ τό πρωΐ.—Κ 5 εγώ σύντροφε, μουρμουρίζει ό άλλος. Γιατί;

Είμαστε αδύνατοι, είμαστε σάν τά στάχια. Δέν ορί­ζουμε τίποτα άπ’ τόν εαυτό μας. Ξαίρουμε πώς δ,τι θέ­λουν μάς κάνουν ©ί ά'νθρωποι. Γιατί ήρθες κ’ εσύ, Κύ­ριε, νά μας θυμίσεις πώς δέν είναι μονάχα ©ι «νθρωποι* είσαι και συ;

*

eamiyn

Τό στρατόπεδο ολοένα οργανώνεται. Είμαστε, πές,

Page 192: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

1 9 3 =

μιά μικρή πολιτεία. Κ«ΐ)ε μέρα πού πέρνα γίνεται. πιο σκληρή καί πιο αλύπητη. Ο! τσαούς οί δικοί μας σημα- δέψαν τούς καλούς τεχνίτες καί τους καλούς εργάτες. Κάναν έ'ναν κατάλογο. Συνίννοηθήκαν μέ τόν ταγμα­τάρχη: "Ολη τούτη τήν αφρόκρεμα τή δια'θέτουν μέ χατί­ρια στούς ιδιώτες παίρνοντας μίζες. Τό μεγαλείτερο με­ρίδιο τό παίρνει ό Ταγματάρχης—κάτι σάλια μπάλια παίρνουν κ’ οΐ μεσίτες οί δικοί μας.

"Οσο γιά τούς εργάτες ο! τοΰρκοι χωριανοί κατάλα­βαν τούτο : πώς γιά νά γίνεται παστρική καί πιο γλήγορα ή δουλιά τους έ'πρεπε νά ταγίζουν ανάμεσα καί σέ του- τουνούς κάποιον. Γι αυτό άμα άγοράζαν, ά'ξαφνα, δέκα εργάτες κοίταζαν νά βρουν άναμεσά τουις κανέ τσανάκι· Τίς πιο πολλές φορές τέτια τσανάκια βρίσκουνταν μές σέ κεινούς πού ΐσα-ΐσα δέν ξαίραν από δουλιά. Καί στί} ζωή τους είχαν μάθει νά μί) δουλεύουν. Δίναν, λοιπόν, και σέ τούτους οί χωριανοί μυστικά μιά μίζα. Κι δλοΐ'ς τούς άλλους εργάτες τούς διατάζαν ν’ άκοϋν τυφλά τον ταγισμένο.

"Έτσι, σιγά—σιγά, μές τό στρατόπεδο γινήκαν δυο στρατόπεδα. ’Έ γινε μιά Ιεραρχία άηό αιχμαλώτους πού διατάζαν καί βουτοϋσαν μίζες, καί μεΐς οί ά'λλοι, τό πό­πολο πού εχυνε τόν ΐδρο κι ασχημονούσε στον αγέρα μέ τά βογγητά. Δέν ήταν πιά μονάχα οί «άλλάχ άΐρί» πού στέκουνταν μονωμένοι άπ3 τήν πηχτή πάστα. ’Ή ταν κι δλη τοιίτη ή αριστοκρατία πού ή καλοπέρασή της ζημο>- νουνταν μέ τό λερόν ΐδρο μας.

"Ετσι πού ε'πιαοε νά κυκλοφορεί μονέδα στο στρα­τόπεδο οί τσαούς, οί δικοί μας, σκεφτύκαν καί κάτι ά’λ,λο. Ά νοιξαν κάτι καντίνες : πωλοϋν καπνό, παστά, τυρί, ψωμί ά'σπρο, δ,τι θές. Τά μαγαζάκια τοϋτα μέ τόν καιρό άρχισαν νά κάνουν χρυσές δουλιές. Ή αριστοκρατία τΙ)ουνίζει καί μαγειρεύει χώρια. Δέν καταδέχεται πιά τόν «άλεμάν τσορμπασί.» Τούς βλέπουμε καί τρέχουν τά σάλια μας.

Βραδιές—βραδιές οί ρωμιοί τσαούς απ’ τόν ενα λό-13

Page 193: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

— 1§4

χο καλνοΰν νά φιλέψουν τούς τσαούς άπ’ τούς άλλους λόχους.

Τότες κρυφά, έχουν καί ρακί. ’Έχουν καί χασίς. 'Έ ­νας άρμένης πού κρύβουνταν καί περνούσε γιά ρωμιός ■κάπου κονόμησε, δέν ξαίρω πώς, ενα otm.

’Έ γινε ο μουσικάντης τους.

*

Μιά μέρα ό δικός μας ό Μιχάλ τσαούς μοΰ λέει.—Θά σέ πάρω υπηρέτη. Δέ θά βγαίνεις στή δουλιά’

Θά μέ μαγειρεύεις.Τοΰ λέω κοφτά.—'Ό χι Μιχάλ—τσαοΰς !— Τί λές ; κάνει εξαγριωμένος.—Λέω πώς δέ -θέλω, απαντώ στον ίδιο τόνο*—Καλά. Θά ιδωθούμε."Α, σιχτίρ ! 'Η τα ν ενα γουρούνι εκ Καισαρείας «ς

εκεί πάνου—θάπρεπε νά τοΰ πλύνω τα τσανάκια του. Σέ κάθε τσαούς είχαν κολλήσει τέτια σκουλίκια. Τό παρα- καλοΰσαν. Τις νύχτες πλάγιαζαν μαζί. Τούς γλύβαν. Ά σ ιχ τ ίρ !

Ό Μιχάλ τσαούς δέν to ξέχασε. "Εγινε θεριό ανή­μερο αντίκρυ μου. Ποΰ ήταν ή ;αό σκληρή δουλιά θα~ μουν κ’ έγώ. ’Έρχουνταν μαζί μας τή μέρα κ’ επιστα­τούσε.

Πάντα θόίβρισκε τρόπο νά μή στέκω μήτε μισή όίρα τό μεσημέρι νά φάγω τό ψωμί μου.

*

Στο λαγούμι πού βγάζουμε τήν πέτρα γιά τό δρόμο ή δουλιά είναι μοιρασμένη. Οί «μακαπτσήδες», οί μα- στόροί .τού δουλεύουν τό μακάπ, οί, βοηθοί, οΐ μιναδόροι %’ οί ά'λλοι πού κουβαλούν τις πέτρες. Δεμένοι μέ σκοι­νιά άπό πάνου οί μακαπτσηδες κατεβαίνουν στην πληγή

Page 194: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

πού έχουν ανοίξει στο βουνό κάθετα— νά τήν άνοίξβυν πιο βαθιά , μέ τό μακάπ. Ε ίνα ι ενα λοστάρι μέ πλατιά μύτη ποΰ τρο>ει τήν πέτρα γιά νά μπει ή δυναμϊτις. Κ α­θένας arc3 τους μακαπτσήδες πρέπει ν ’ ανοίξει κάθε μέρα τρεις τρύπες σέ 80 πόντους βάθος.

Καλοκαίρι. 'Ο ήλιος καίει. Οί σύντροφοι πού κρέ- μουνται ποΰ καί ποΰ αλλάζουν κανένα λόγο.

Είναι γιά τήν πέτρα.—Τό «μουγκρί» κοντεύει;'Η φωνή λέει δίπλα:—’Ακόαα, δέν ερχεται γιαλό.”Η βλαστημά. Πότε—πότε τήν πιάνει τή φωνή ενα

άλλαιώτικο πράμα. Τότες σά νά μή μπορεϊ νά βγεΖ κα- -θαρή—μπερδεύεται μ’ ενα απελπισμένο μουρμουρητό.

— Δέ στρώνει, δέ στρώνει σύντροφε. Πότε θ ά τε­λειώσει;. .

Μά ή αλλη ή φωνή μένει "ιμερη:— Θά τελειώσει σύντροφε. Κι υστέρα θαρθει άλλη

κι αλλη..Ε ίνα ι οί άνθρωποι πού δέν ξαίρουν νά τά καταφέ­

ρουν, νά κουμαντάρουν τήν πέτρα. ’Από θαλασσινοί που βγάζαν τά μουγκριά α π ’ to θολάμι, πολεμούν τώρα νά βγάλουν τήν πέτρα d a ' τήν πληγή. Και τούτη γι« νά δουλευτεί θέλει τήν τέχνη της, νά ςαίρείς πώς κατε­βαίνουν τά νερά της κι ανάλογα νά χτυπάς.

Μεσημέρι. Καθούμαστε γιά «παϊντός». *Ό Μιχάλ Τσαούς μ’ ενα τοϋρκο ύπαξιωματικό τρω ν

χώρια κεΐ δίπλα. Τρώμε και μεϊς τό ψωμί μας.Πέφτω ανάσκελα. Κοιτάζω τον ηλιο, πολεμώ νά τον

κοιτάξω. Στραφτοκοπά. Είναι ολας κίντυν© γιά τό μάτι. Ε ίνα ι ωραίος, γεμάτος δυνάμεις δημιουργικές—γιατί νά μή μπορούμε νά τον κοιτάξουμε τον ήΧιο μέ γυμν· μ άτι;

Τεντώνω τά χέρια μου καί χασμουριέμαι.* ’Avanwuorj.

* 9 5 =

Page 195: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= ι φ

- " Α χ . . .Ό Μιχάλ-τσαους γυρίζει "απότομα στο μέρος μου...

Προσέχει, τήν ασέβεια να καλούμαι ανάσκελα μπροστά του. Μασσά μιά από κείνες τις ανεκτίμητες τουρκικές: βρισές-—πού είναι δλο φινέτσα και τέχνη.

— Σήκω άπάν<ο κέρατά! φωνάζει ύστερα.Σηκώνουμαι.—ΙΙανε νά φέρεις κείνη τήν πέτρα εδώ!Δέν εχω πάει ακόμα στο μέρος πού δείχνει, ξα—

ναφωνάζει.—Στάσου!Βλέπει ενα σπερδούκλι ανθισμένο. ’Ίσ α ϊσα στήν

κορφή τής κάθετης πληγής πού είναι ανοιγμένη στ© βουνό, τριάντα μέτρα ύψος.

—ΙΙανε νά τό κόψεις ! διατάζει.Πολεμώ νά σκαρφαλώσω άπ3 τό πλάϊ τής πληγής.

'Η ανέβασα είναι, απότομη, γεμάτη πέτρες. Φτάνω στήν κορφή- Κόβω τό σπερδούκλι. Τό φέρνω καί τό πετώ» μπροστά του.

Μέ κοιτάζει βλοσσυρά.—Γιατί, δλέν, τοκοι^ες;— ’Έ τσ ι δέν είπες;—Γλήγορα! Πάγαινέ το οτόν τόπο του!Δαγκάνω τή γλώσσα, δαγκάνω τά χείλια—γιατί ναναι

δυό, νά'ταν τέσσερα, νάταν εξ.·.Σκαρφαλώνω πάλι, μ,έ τό διάολο στό χέρι. Τόν πετώ

και κατεβαίνω.— “Οχι ! ’Ό χ ι ! Θά τό στήσεις όλόρτο ! διατάζει ξανά

δ Μιχάλ.Γυρίζει στον τοϋρκο σύντροφό του.—Καλό, ε ;—-Καλό, λέει αυτός.και γελούν μαζί.’Έ τσι άνεβαίνο) καί κατεβαίνω ίσαμε μισή ωρα. "Ως

που τά ποδάρια κάποτε σκοντάβουν σέ μιά πέτρα, στήν κατέβασα. Κατρακυλώ καί πέφτο) μπρούμυτα σά μολύβι.

Οί σύντροφοι, τρέχουν. Μαζί κ’οί τοΰρκοι μαφαζάδες»

Page 196: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

1 9 7 =

•θαρρούν πώς είναι τό μάτι πού χύθηκε, άπ' τό αιμ* πβύ τινάζει. Δέν ήταν.

— Όλέν, γιαζίκ.. (*) μουρμουρίζει άγανακτισμένα ενας στρατιώτης, σιγανά, μην τόν άκούσει δ Μιχάλ τσαούς.

Οί, δικοί μας φέραν νερό. Μοΰ χΰνουν αμίλητοι.Ξαφνικά ενας προσέχει. Μοΰ πιάνει τό μούτρο απ’ τ©

•οαγίόνι, τό κρατά, στηλώνει μιά σκληρή ματιά πάνω του-—Βρε ! λέει αυστηρά. Κλαΐς ;Ε ίνα ι ενας τόνος..Τόν κοιτάζω φοβισμένα.— “Οχι: τοΰ λέω. Είναι άπ’ τό πόνο..Βγάζει ενα αποτσίγαρο πού ειχε κρυμμένο, τό 'ξετυ­

λίγει, βάζει τόν καπνό στο μέρος πού άνοιξε τό πετσί καί τρέχει τό αΐμα. Μέ χτυπά δυο φορές στις πλάτες, «σιγά.

Ό Μιχαήλ τσαούς σφύριζε.

Τό βράδι σά γυρίσαμε στά κουβούσια. τράβηξα καί ξάπλωσα στά τσουβάλια μου.

—”Ε ! Γιά τήν καραβάνα ! μέ ειδοποιεί δ διπλανός μου νά σηκωθώ.

Δέν τό κούνησα.'Ο Μιχαήλ τσαούς είχε αυτό τό βράδι γλέντι. Σέ λίγο

ήρθαν πέντε εξ καλεσμένοι του. Πίναν. Ό Ά ρμένης Ε­γερνε στο οΰτι κά'τι τούρκικους σκοπούς σά μαστίχα πού ■δέν κόβουνταν. Τό τραγούδι γύρισε στους συνδαιτημό- ν ε ς : οΐ βραχνές φωνές πέφταν στον αγέρα σά λέρα. "Υ­στερα ήρθε δ λουλάς τό χασίς. Τά μάτια ήταν πυρά, τρέ- χαν τά σάλια τους μέ τις λέξεις. Καί μεϊς καθούμαστε .λουπασμένοι και τούς βλέπαμε.

—”Ε, νά μην τελειώσει ποτές ! φώναξε μιά στιγμή · Μιχάλ.

Κ’ οί άλλοι τό έπανάλαβαν νά μήν τελειώσει ποτές -.αυτή ή ζωή.

(*) "Αμαρτία.

Page 197: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= I®g

Κάποιος έρχεται πρός τό μέρος μου : ανχός πού Ι|5α— λβ τ’ αποτσίγαρο στην πληγή σήμερα. Δέν τον ήξαιρα. Ε ινε μιά σκληρή τυραγνισμ&·νη φάτσα.

— ’Έ φ αγες; μέ ρωτα.— “Οχι.Φεύγει και σέ λίγο έρχεται μέ τήν καραβάνα τοΐ'„

Ε ίνα ι μιισόγεμη, μού τή δίνει.—Φάγε !Αέ θέλω. Τό ξαναλέει έπιταχτικά :—Φάγε !Τρώγω δ,τι μκορώ.Τον λέν Μίλτο.

16

Τώρα μέ τό καλοκαίρι τά σύννεφα αραίωσαν στην κβρυφή τον Σίπυλου. 'Ο σκοτεινές όγκος πήρε κάτι πιο ήμερο, εχασε τό δικαστικό του ύφος. Κ’ οί άνθρωποι, αΐ κύριοι μας- "Οσοι από μας δουλεύουν τώρα στους χωριά- τες ενενήντα στά εκατό τά βράδια δε γυρίζουν μ’ άδιανά χέρια στό στρατόπεδο: Σταφίδες, ψωμί, καπνό, τίποτα παλιόγροσα. Ε ίνα ι δ αψύς ήλιος τής ’Ανατολής πού σιγά- σιγά, δσο δ πόλεμος άπομακρύνεται, αρχίζει υπομονετικά νά τυλίγει ξανά τούς ανθρώπους της. Τέτιος ήλιος δέ βγαίνει πουθενά άλλοι—τούς μελώνει, τους τιθασσεύει, είναι σάν τά μάτια τοΰ φειδιοΰ, κοιτάζει-κοιτάζει τό πουλί, τό ναρκ<όνει πέφτει. Πέφτουν—χωρίς ν ’ αντι­δρούν, χωρίς νά πονηρεύουνται, χωρίς νά μισούν.

Κ 5 οί δεκοχτοΐδες, τά σταχτιά ιερά πουλιά τών τουρ­κικών χα)ριών πού είχαν φύγει μέ τον πόλεμο, άρχισαν ν«· ξαναγυρίζουν. Οί δικοί μας τά σκότωναν αναντρα' γι «ύτο itvs ακόμα τρομαγμένα. Πολεμούν νά κρύβουντβι

Page 198: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

199=

μές τά ερείπια της Μαγνησΰς. Μά μέρα μέ τη μέρα ξε- θαρρεύουνται % Ι'ρχουντκι σιμά στονς άνθρωπον?. Περ­πατούν δίπλα τους, τά π τά π , δκνά.

— Ίχτιάρ {") παπον, μπας κ* M%ti τίποτα νέο γιά μας·Ό γέρο χωριάτης πού ρωτάς γυρίζει, σταματά, σέ

κοιτάζει.—“Οχι, .παιδί μου, λέει ήμερα. Μά ό Θεός εχει

γιά σας.

*

Πιάνω δουλιά στο κάρβουνο. Τό φέρνουν άπ’ τή Σμύρνη τά βαγόνια. Τ° αδιάζουν οξω. Μέ μικρά τσου­βάλια τό κουβανοϋμε σέ μιά αποθήκη. Είναι μιά δου- λιά νά κρεπάρεις άπ’ τά νεύρα. Ή μαύρη σκόνη μέ τή ζέστη χώνεται, κολλά παντού : στή γλώσσα, στά μάτια, στό κορμί. Δέν είναι τίποτα, μά τό αίμα πού είναι γα- λάζο ·&’ δρχισε νά μαυρίζει—αυτό είναι τό σκληρό.

*-

Μιά μέρα πριν 'ξεκινήσουμε γιά τή δουλιά, ήρθε e Ά ρά πη ς στά κουβούσια. Χαρά χαρούμενος.

— ’Έ ! Καλά μαντάτα ! φωνάζει. Μπορείτε νά γρά­ψετε στους δικούς σας. Τούρκικα, ή Γαλλικά. Λίγα λόγια Θά περάσουν άπό λογοκρισία.

Τό νέο επεσε— σάν άεροπλάνο. Πετούσαμε άπό χαρά σά νά'ταν νά φύγουμε μεϊς of, ίδιοι κι δχι τά γράμματα. Τό ϊδιο βράδι κιόλας ό καθένας επιασε νά γράφει. Κόλλες και φάκελλα πουλούσε ή καντίνα. "Οσοι είχαν λεφτά, τίποτα γρόσα άπό καμιά άγγαριά σέ χωριανούς, παγαίναν κι άγοράζαν. Δέν είχα ποτέ μου εδώ τέτιο πράμα. Κοιτάζω νά δανειστώ άπό κανέναν. Τούς λέω νά δουλέψω γιά λογαριασμό τους καμιά μέρα, τό μεσημέρι, κι αυτοί νά ξεκουράζονται. Κανένας γνώριμός μου δέν

* *ίέβο

Page 199: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= 2 0 0

είχε. Είμαστε δλοι άτυχοι φουκαράδες. Γύριζα στα κου- βούσια, παρακαλοΰσα.

—Δόστε μου μιά κόλλα.Μά σάν καί μένα ήταν πολλοί πού ζητιανεύαν.—Τώρα δόσαμε σ’ άλλον.— Μπλίκα εχεις; μέ ρωτά ενας.— ’Ό χι δέν έχω.—’Έ , τί νά τήν κάνεις τήν κόλλα;Τί νά κάνω; Κοίταζα τά σκυμμένα μοϋτρα δίπλα στά

λυχνάρια. Γράψαν σιγά σιγά, μαστορικά, σά νά τά ζω- γραφίζαν, τά λίγα λόγια πού θά ταξίδευαν. *Ηταν άπο- τραβηγμενοι, βουρκωμένοι καί σιωπηλοί.

—Τί νά κάνω; Τί νά κάνω;Ξημέρωνε Παρασκευή. Τραβήξαμε στό βουνό γιά

'ξύλα. Περπατούσα συλλογισμένος, κοιτάζοντας χάμου."Αξαφνα προσέχω τά ποδάρια μου. Ε ίχα βρεΐ πριν

άπβ μέρες κοντά στό σταθμό ένα κομμάτι καουτσούκ άπο παλιό λάστιχο αυτοκινήτου.

Τδχα κόψει σέ δυο κομμάτια Υσαμε τις πατούνες μου καί τάδεσα μέ σπάγγους. *Ηταν σάν πέδιλα.

—Παιδιά, λέω στους διπλανούς μου. Κοιτάξτε τοϋτο!Πολλοί ακόμα είχαν δεμένα τά ποδάρια τους μέ

τσουβάλια. Κοιτάζουν πού τούς δείχνω τά δικά μου, τά πέδιλα.

—Πουλώ τό έ'να !— Πόσα ;— "Ενα κομμάτι χαρτί κ’ έ'να μπλίκο. ΙΙέντε γρόσα.Μέ. τά πολλά βρίσκω έ'ναν. Γύρευε καί τά δυο τά

κομμάτια, μά τοΰ ειπα νά μέ λυπηθεί ν ” αφήσει τό έ'να. ’Ή μουν έτοιμος νά τοΰ τά δώσω—μά δέν έπέμενε. ·

— Καλά λέει. Μόνο τό ενα.Περπατώντας τό ξετυλίγω τήν ϊδια στιγμή μή μετα-

νοιιόσει καί τοΰ τό δίνω. "Ενας πού παρακολουθούσε τή σκηνή ρωτά τον αγοραστή.

—’Εσύ δέν εχεις ανάγκη νά γράψεις;— ’Ό χ ι λέει αυτός. Δέν έχο> κανέναν.

Page 200: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

201=

—’Ορφανός είσαι;~ νΟχιι Μ·® τούς σκότωσαν.

’Ή μουν σχεδόν ευτυχισμένος γιατί τούς σκότωσαν.Στό βουνό τό γυμνό ποδάρι, άρχισε νά ΰποφέρνει.

Ε ίχε ξεσυνηθίσει κάμποσο τώρα μέ τό πέδιλο. Μά δέ μ’ έ'νοιαζε. Κι ό πόνος περ\'θΰσε μέ τήν ευτυχία πού ■είχα.

Σά γυρίσαμε στά κονβονσια πλυθήκαμε. "Υστερα ήρθε ή σειρά τής προσευχής.

— Ά στό διάολο, νά τελειώνουμε λοιπόν!Βιαζόμουν. Τέλος of διάφορες τελετουργίες τής Πα-

·§«σκευής τελείωσαν.’Αγοράζω τό φάκελλο, τό χαρτί, δανείζουμαι ενα

μβλΰβι' ’Αποτραβιέμαι μονάχος.’Αρχίζο} νά τής γράφω:«Μητέρα, ζώ και είμαι καλά. Δέν ξαίρω ποΰ βρισκό­

σαστε. Κουράγιο μητέρα. Σέ φιλώ. Φίλησε καί σύ τά παιδιά μας.—Ή λίας.»

Τελείωσε. Συλλογίζουμαι ποΰ νά τό στείλω τό γράμ­μα. Ποΰ άραγες νάχουν πάει; ’Αποφασίζω νά τό διευ­θύνω σ’ έ'να γνωστό μου, στή Μυτιλήνη. Ά ν τό πά­ρουν μιά μέρα, τί θά κάνουν έ'; Τώρα πιά θά μ’ έχουν ξεγράψει. Θά κλαΐν πότε πότε. μά αυτό θά γίνεται πολύ σπάνια, τις πολλές ώρες θά πεινούν.

Γράφω την άντρέσσα μου από πίσω. «Νούμερο 31328—14ο εργατικό τάγμα.»

Κ λώ τό φάκελλο.

"Υστερα από καιρό έ'ρχεται ενα γράμμα σέ κάποιον. Ε ίναι άπ’ τήν 'Ελλάδα. Τό νέο βοΰϊξε σ’δλο τό στρατό­πεδο. "Υστερα ήρθε κι αλλο ενα, ακόμα κάμποσα. Κ άθε *ιέρα χτυπά ή καρδιά μου Περιμένω, περιμένω. Τή νύ­χτα σφαλνώ τά μάτια καί λέω πώς τό πρωΐ μπορεϊ νάρτει ί] πόστα.

Page 201: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

;2 β 2

Τό τάγμα μας αρχίζει ν’ αραιώνει. Στο εσωτερικό βαθιά στήν Α νατολή, πού είναι αλλα εργατικά τάγ­ματα φα£νεται υπάρχει ζήτηση. Στέλνουν αποστολές από μας. Μας άραδιάζουν στή γραμμή τό βράδι και ξεδια­λέγουν.

Τήν πρώτη φορά πού εγινε αυτό ήταν νΰχτα. Δέν ξαίραμε τίποτα. Μας βγάλαν σέ διπλή σειρά «ξ». "Υστερα ήρθε δ Διοικητής. Ά π ό πίσο\) οί δικοί μας οί τΰαβνς.

’Έ πιασαν και ξεχώριζαν: έσ\ί, εσΰ.—ΤΙ τρέχει;—Ποιος ξέρει.Ξεδιαλεχτήκαν ϊσαμε εκατό άνθρωποι. Τούς πήραν,

τούς βάλαν σέ χωριστό κουβούσι. 01 σκοποί στήν πόρτα μπήκαν διπλοί.

—Παν γιά τό ταγμα τής Κόνιας, μαθαίνουμε τέλος..Τό πρωΐ μπαρκάραν μέ τό τραίνο.—Χαιρετίσματα κεϊ κάτω, στ3 άδέρφια !—Καλή αντάμωση."Υστερα, κάθε τόσο οι αποστολές πιάσαν.νά γίνουν-

ται πιο συχνές. Πότε σαράντα, πότε εξήντα. "Ολοι τρέ­μουμε μή ψΰγουμε πιο βαθιά.

—Τί σημασία εχει ; λέει ενας. Έ δώ , γιά πιο μέσα ...—Δέν είναι τό ίδιο. "Οσο ναναι έδώ είναι κοντότερα

στή ·θάλασσα.Ναί, ετσι είναι· Καλά καλά δέν ελπίζουμε. Ά λ λ α —

ποιος ξαίρει ;'Έ να μεσημέρι πάνω στή δουλιά, ξαφνικά ενας δικός

μας τό φουρνίρει.—Παιδιά αΰριο εχει άποοτολή !—Ποΰ τό ξαίρεις ; τόν ρωτοϋμε ανήσυχα.01 άποστολές γίνουνταν πάντα μυστικά. Κανένας δέν-

ίίξαιρε.— Τί σας μέλλει ; κάνει αυτός μέ πολλά ΰπονοοόμεν*..

*

Page 202: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

3 « 3 =

Θα δείτε.Πραγματικά Ι'γινε αποστολή.— Τδδατε ; μας λέει τήν άλλη μέρα ό σύντροφος.—Μά ποΰ τδξαιρες ; επιμένουμε νά μάθουμε τό μυ-

©τικό.Μέ τά πολλά μάς όρκισε χαΐ μάς τό είπε : Τον τβχε

πει ό Μιχάλ τσαονς. Ό σύντροφός μας είχε μαζέψει σα­ράντα γράσα.'Ο Μιχάλ Τσαονς τό ήξαιρε τοΰ τά γύρεψε και τόν βεβαίωσε πώς νάναι ήσυχος. Δέ θα φύγει.

’Έ τσι άρχισε κι άπ” τΐι μεριά τοΰτη ενα καινούργιο πεδίον δράσεως: Ό Διοικητής ειδοποιούσε τούς προκρί­τους μας πότε θά γίνει αποστολή. Αυτοί ξαίραν ποιοι από μάς τόν φυσοϋσαν — παλιόγροσα, σάλια μπάλια, ζυμωμένα μέ Υδρο. Τά βουτοϋσαν κα! τους εξασφάλι­ζαν. Και τό πόπολο μπαρκάριζε ολοένα γιά βαθιά.

ΙΙεριμένο) κάΐΐε φορά πώς θάμαι κ’ εγώ μαζί τους. Λογαριάζω πώς ό Μιχάλ τσαοΰς θά εκδικηθεί. Μά δέν ήρθε ή σειρά μου. Φαίνεται είναι καλλίτερα νά βασανί­ζεις από σιμά.

Κι ακόμα μιά απρόοπτη αναχώρηση. Ξαφνικά γέμοσε; ή είδηση τό στρατόπεδο : φεύγουν είκοσι γιά τήν 'Ε λ ­λάδα ! Γιά ποϋ λέει ; Μάλιστα γιά τήν Ε λλάδα! ''Η ­ταν ελληνες υπήκοοι. Τοΐ'ς γύρεψαν ονομαστικά «πό κεϊ κάτου.

Κάτι μυρίζει στή δουλιά τοΰτη. Δέ μπορούμε νά ξηγήσουμε πώς ήρθε ετσι ωοτε κ’ οι είκοσι νάναι απ' ’ τήν αριστοκρατία τοΰ στρατοπέδου μας. Μαζί τους ίΐνα ι %ι° δ Γιοβάν τσαοΰς. "Ενα αψηλό γουροΰνι εκ Κ α ι­σαρείας, πάστα ίδια μέ τό Μιχάλ—τσαοΰς.· Δέν εχω καμιά εμπιστοσύνη στους πατριώτες τοΰ Μεγάλου Βασι­λείου «ν τΰχει νάναι αψηλοί.

Τέλος φεΰγουν. Φεΰγουν. Τους βλέπουμε μέ μΐβος,, μήτε κάν τους αποχαιρετούμε.

—Στο κακό συναπάντημα, παλιόοκυλα !

Page 203: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= 2 0 4

1 7

Οί μαφα'ζάδες πού μας φυλάγουν εΐνε μεγάλες ηλι­αίες. "Ολοι απ’ τά βαθιά ϊή ς ’Ανατολής, στον καιρό τοΰ πολέμου τδχαν σκάσει στα βουνά. Τό κουβέρνο τότες δέ μπορούσε νά τούς κυνηγήσει. Μά χώρα πού κάλμαρε τό μέτωπο κι δ "Ελληνας έφυγε, άνοιξαν τά παλιά κα­τάστιχα και τούς μάζεψαν εναν—ε'ναν. Κ ’ επειδή σέ τέτια ηλικία δέν ηταν πιά βολετό νά μάθουν νά σκο-

■τώνοΐ'ν τούς ανθρώπους πολιτισμένα τούς,βάλαν βοηθη­τικούς νά φυλάγουν εμάς.

Στήν αρχή τούς είπαν πώς -θά υπηρετήσουν τρεις μήνες. 01 μήνες εγιναν εξ, εγιναν εφτά, οχτώ κι αυτοί ■ολοένα μέναν μαζί μας καί ζυμώνουνταν.

Οί πιο πολλοί τους έχουν γενειάδα. Σιγά σιγά πιάσαν νά'ρχουνται τά βράδια στις παρέες μας. Ψαζουν μέ τά δάχτυλα τά γένια τους, και λεν κοιτάζοντας μέ τ ’ αγα­θά μάτια τους κάπου:

—"Αχ, μεμλεκέτ... (*)Μας. λεν τον καμό τους, μάς ρωτούν τι νά κάνουν.Δέν έχουμε πολύ κέφι γι αυτές τις παρέες. Τούς ά-

κοϋμε σχεδόν ψυχρά—ανάμεσα τους, κι ανάμεσα μας υ­πάρχει δ σκληρός τοίχος. Αυτοί δέν εΐνε πού μάς κρα­τούν δεμένους; Τούς μισούμε—πρέπει. Κι αν καμιά φορά πιάνεις τον εαυτό σου αφηρημένον σά ναχει ξεχάσει τον «τοίχο »—δέ χρειάζεται παρά μιά σπίθα μιο,λον' φέρνεις τότες πάλι, ντροπιασμένος τον κρΰον εχτρό στο προσκυ­νώ.

Μιά μέρα οΐ μαφαζάδες μάθαν—ενας τούς είπε πώς τδλεγε τό φύλλο—πώς οι ηλικίες τους άπολυθήκαν.

— ΤΙ νά κάνουμε; Τί νά κάνουμε ;’Έρχουνται καί μάς ρωτοΰν γεμάτοι απελπισία.Κάποιος από μάς τούς άρμηνεύει τότες νά σηκοϊθοϋν

(*) Παϊρίδα

Page 204: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

καί νά βγουν στό Διοικητή αναφορά. ~Ετσι γίνεται, τούς, λέει, στό στρατό. Θα τον πείτε : Θέλουμε τό χαρτί μ α ; !

Κοιτάζουνται μέ απορία :Μά έχουν τήν αδεια, λοιπόν, νά κάνουν κάτι τέτι©;—Καί βέβαια εχετε.Δέν ξαίραν τίλογια νά μας ψχαριστήσουν γιά τήν δρ-

μήνια. Βγάλαν συναμεταξύ τους μιά επιτροπή άπό εξ-. Μές σ’ αύτουνούς ηταν κ’ ενας μαΰρος.

Σύμφίονα μέ τις οδηγίες μας ζήτησαν πρώτα τον ΰπαξιωματικό, αυτός τους πήγε στό λοχαγ® κι από κεϊ τούς παρουσίασαν στό Διοικητή, τό Γιαννι,ώτη.

—Τί θέλετε, δλέν ;■—Τό χαρτί μας -θέλουμε γιά τό μεμλεκέτ. Τό λεν οί

γαζέτες.—Τί εκανε, λέει ;—Τό χαρτί μας γιά τό μεμλεκέτ.νΩχ, ποΰ νάσουν μάτια μουΌ Γιαννιώτης τάχασε.Ή ταν ενα πράμα ακατανόητο

γιά τον τούρκικο στρατό. Τόσα χρόνια μπίνμπασης δέ θυμόταν κάτι παρόμοια φοβερό.

-—Ποιός σάς άρμήνεψε κερατάδες; Ποιος σάς άρ­μήνεψε ! φοίναζε εξω φρένων.

Φοβισμένοι σά ζαρκάδια τοΰ τό είπαν : οί αιχμάλω­τοι. Αυτοί ξαίρουν.

’Απασχολημένος κείνη τήν ώρα μέ δουλιές διάταξε νά- τούς κλειδώσουν, δλη τήν επιτροπή, σ’ ενα κελλί.

*Ητ«ν βράδι. Αΰριο θά τούς κανόνιζε.Ή είδηση γέμοσε πίκρα δλους τούς «λλους μαφαζ«-

δες πού περιμέναν μέ αγωνία τό αποτέλεσμα.Είμαστε καί μείς λυπημένοι. Χωρίς λόγο. Τί μας

ενοιαζε ;

Τήν ά'λλη μέρα ξημέρωνε Παρασκευή. Ό Διοικητής' κατά τις δέκα ή ωρα διάταξε ολοι οί λόχοι των αίχμα- λώτοιν νά μαζευτούν στό ύπαιθρο, ενα μεγάλο τόπο. ΤΗταν εκεί κι δ λόχος των μαφαζάδων.

2 0 5 =

Page 205: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

•=2059

Σέ λίγο φέοαν τούς §ξ στρατιώτες πού είχαν βγει χτες στήν άναφορα. Φέραν καί τρεις αιχμαλώτους, κατη- γορεμένους απ’ τούς δικούς μας τούς τσαουσάδες, γιατί δέν τούς κάναν θελήματα.

Τούς ξεγυμνώνουν ολους ως τή μέση. Μ3 ενα μεγάτ λο σκοινί τούς δένουν, τον ενα μέ τόλ' άλλο καί τούς εννιά αράδα. “Ύστερα τις δυο άκρες τό σκοινί τό πιά­νουν, άπ’ τή μιά κι άπ* τήν άλλη, από δυο στρατιώτες.

Σάν τελείωσε ή προετοιμασία τούτη ήρθε δ Διοικη­τής. *Από πίσω του τρεϊς τέσσερις αξιωματικοί. Ό Γιαν- νιώτης μέ δεμένα τά χέρια του στις πλάτες προχο^ρεΐ νευ­ρικά μπρος στην αράδα, τούς δεμένους. Τούς κοιτάζει μες τά μάτια, £ναν-£ναν. Τσιμο\>διά. Ύ στερα γυρίζει

-πάλι πισου. Ξαναπερνά από μπροστά τους, έναν-εναν.Κ’ υστέρα, άξαφνα, απότομα, εσπασε ή θύελλα :—Παλιόσκυλα !. ΙΙαλιόσκυλα! Παλιόσκυλα!Χτυπούσε μέ τό καμτσί από στριμένο τέλι ατό κε­

φάλι, στά μάτια στά γυμνά κορμιά. Αάφαζε, ίδρωνε, έπαιρνε δυνάμεις, ετρεχε ζερβά δεξά σά νά τις ζητούσε κι ολοένα χτυπούσε, λυσσασμένα, αβάσταχτα, τυφλά. Οι δεμένοι ςρωνάζαν σπαραχτικά, κάναν ασυνείδητα μιά προσπάθεια νά συρτούν πότε απ τό ενα μέρος, πότε άπ3 τ 5 άλλο. Μά οί στρατιώτες πού κρατούσαν τό σκοννί βα- οττοΰσαν τήν ισορροπία στή διελκυστίνδα.

Σάν άποκανε πια νά χτυπά φώναξε ενα στρατιώτη καί τού εδωσε τό νεύρο. Ή τα ν καί τούτος άπ9 την ίδια κλάση, στην ιδια μοΐρα μέ τούς εξ.

—Χ τύπαΙ ΧτύπαΙΚι αυτός τρέμοντας χτυπούσε νευρικά, αδέξια, μπρος

στά μάτια τοΰ Διοικητή πού σφούγγιζε τον ιδρο του.Παρακολουθούσαμε τή σκηνή μέ σφιγμένα δόντια.Στά δασά στήθεια των δεμέλ'ων ετρεχε τό α ίμα—#ά-

τρεχε καί στό μαύρο, μά σ3 αυτόν δέ φαίνουνταν γιατί ήταν μαύρος. Βλέπαμε μονάχα πως άνοιγε τό στόμα του

-ααίτό κλοΰσε σπασμίοδικά, σά νά κατάπινε τον αγέρα, γουλιές—γουλιές.

Page 206: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

Τέλος ό Διοικητής άποτρα|5ήχτΐ|κε.—θ ά δουλέψουν δέκα μ?ρες μέ τούς αιχμαλώτους I

διατάζει γιά τούς εξ στρατιώτες.—Μάλιστα !Σάν τούς λύσαν, οι mo πολλοί πέναν χαμού στή γις

|ίογγώντας. Μονάχα δ μαΰρος μόλις εμεινε λεύτερος ε- πιασε νά τρέχει, πηδούσε σάν κατσίκι, ενα κορμί ως εκεί πάνου—θάθελε φαίνεται νά ζεσταθεί.

Τόν κυνήγησαν καί τόν πιάσαν.

Σκορπίσαμε μές τό στρατόπεδο ομάδες—ομάδες. "J3va απροσδιόριστο κΰμα μεγάλωνε, μεγάλωνε, φούσκω­νε—τεζάριζε τόν κορμό rot* σέ μιά γινατωμένη προσπά­θεια πρός τά ψηλά. Κ 3 οι άνθρωποι, το πλήθος, ολοένα συνθλίβουνταν άπ* τό τεράστιο κενό :

— Σέ τέ} λοιπόν, ξεχοορίζουνταν ά'ν ήταν χριστιανοί γιά τοΰρκοι ;

Σέ τί ξεχωριζουνταν; Έ μ εις είμαστε γεσίρ, εϊμ&στε -δεμένοι, έμ* αύτο'ι πού ήταν λεύτεροι ; Τό αίμα ανλάκω- σε και τά εννιά κορμιά—τι διαφορά ε ίχ ε ; Μονάχα ® μαύρος—ε, αυτός ήταν μαύρος..

Τό ίδιο βράδι. Νύχτα. Τώρα πού καλοκαίρνανε οι πόρτες στά κουβούσια μας μέναν ανοιχτές. "Ένα σκοπος φύλαγε πάντα.

Αύτο το βράδι στό δικό μας κουβούσι είχε υπηρεσία ο στρατιώτης πού χτυπουσε τό πρω ί Ε ίναι συντριμένος, τσακισμένος. Τοΰ λέμε νά μην πικραίνεται. ’Έγινε.

— Γιατί ; παραπονιέται μελαγχολικά. Γιατί νά μας ανοίξετε tqc μάτια ;

Κόντευαν μεσάνυχτα. Όλόζεστη ή καλοκαιρινή 5ta. Ξαπλωμένοι δέ μπορούσαμε νά κοιμηθούμε. "Ενας νέος διάολος: Συλλογιζούμαστε. Ό λ ο τό κουβούσι ήτ«ν βυθισμένο στό σκοτάδι. Μονάχα εκεί, προς τό μέρος του μαφαζά, άναβε ενα λυχνάρι* Έ κ εϊ δίπλα ήταν τό γιατά- ύλ του Μιχάλ τσαούς.

Page 207: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

— 2ο 8

Ό σκοπός ειχε καθίσει χαμού. Τ’ δπλο του μέα toe. σκέλια. Θαρρούσαμε πώς ξαγρυπνοΰσε.

Ξαφνικά ενας λέει σιγά.— Κοίτα..Ά π ό στόμα σέ στόμα πήρε είδηση δλο το κονβονσι..

Κοιτάζουμε. Στο λίγο φως, στην πόρτα, διακρίνουμε τον έπιλοχία τοΰ στρατοπέδου. ’"Ηταν ενα νεαρό τριζάτο ■κέρατο. "Εκανε έφοδο. Πατώντας στις μύτες τών παπου- τσιών του πλησιάζει στό μαφαζά και σιγά, μέ προσοχή, τοΰ παίρνει τ ’ δπλο &π° χά χέρια. Κοιμόταν.

Μέ τ ’ δπλο στό χέρι δ . έπιλοχίας ρίχνει μια ματιά, γύρω του. Κοιτάζει πρός τό γιατάκι τοΰ Μιχάλ—τσαούς. Αυτός ρουχάλιζε μά δ υπηρέτης του, τό τσανάκι, παρα­κολουθούσε τή σκηνή.

Ό έπιλοχίας τοΰ γνέβει : σοΰτ. “Υστερα τον κοντεύει, τοΰ δίνει τ ’ δπλο καί κάτι τοΰ λέει. "Υστερα, πάλι προ­σεχτικά, βγαίνει δξω καί χάνεται μές τό σκοτάδι.

Παρακολουθούσαμε τή σκηνή γεμάτοι αγωνία. Κατα­λάβαμε. Πάγαινε νά ειδοποιήσει τον αξιωματικό : Έ ν ωρα υπηρεσίας τ ’ δπλο τοΰ σκοπού στά χέρια ένοΰς α’ιχ- μαλώτου. Κι δ σκοπός ρουχαλίζοντας. Ά ν δέ^ ήταν κρέμασμα μιά φορά σώζουνταν γιά δλη του τή ζωή.

Τότες σ’ δλο τό κουβούσι άμολήθηκε ένα υπόκωφο- βογγητό" ολοένα δυνάμωνε — σάν τά βόδια που τά σφάζουν. Στην αρχή σαλάγιξε μιά σκιά κα'ι σηκώθηκε. "Υστερα ά'λλη, υστέρα δλο τό κουβούσι βρέθηκε στ# ποδάρι. Μέ νευρικά κινήματα βιαζοΰμαστε πρός τήν πόρτα. Είμαστε ίσαμε ογδόντα άνθρωποι στοιβαγμένοι, μέ άγκρηλωμένα μάτια.

— Δός τό τουφέκι ! λέει δ Μίλτος απειλητικά στό τσανάκι.

Αυτός κάνει νά μην άκούσει, κιχ—μιίχ, ρίχνει μιά ματιά δίπλα στον αφέντη του, τό Μιχάλ, πού ρουχάλιζε μεθυσμένος απ’ τό χασίς.

— Γλήγορα σκουλίκι! Δός το !Στό μεταξύ «λλοι είχαν τρέξει πρός τό μαφαζά. Ξΰ-

Page 208: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

πνησε. Κοίταζε μέ τά εκπληχτα μάτια του τόσους αν­θρώπους από πάνω τον, δέ μπορούσε νά κατα/αχβει.

—Γλήγορα ! Γλήγορα !Τοΰ τό ξηγοϋμε μέ λίγα λόγια, άρπονμε το τουφέκι

άπ’ τό τσανάκι καί τοΰ τό δίνουμε. "Υστερα τρέχουμε νά βρεθούμε στον τόπο του δ καθένας.

“Ολα αυτά γινήκαν σ’ ενα—δυο λεφτά. Δέν είχαμε καλά—καλά κατακάτσει, σάν φάνηκε δ μουλεζιμ έβέλ, * δ επιλοχίας καί δυο στρατιώτες. Νευρικοί, βιαστικοί.

Μόλις τούς διακρίνει δ σκοπός παίρνει στάση προσο­χής. Ό αξιωματικός κοιτάζει μέ άποοία τόν έπιλοχία.

— Ποΰ είναι ;Αυτός τά'χασε: Μά ναί, ναί, τόν είδε μέ τά μάτια

του.— Ό λέν, δέν κοιμόσουν ;— ’Εγώ ; ’Ό χ ι ! λέει δ στρατιώτης.Ό επιλοχίας, αποσβολωμένος, κοιτάζει πρός τό μέ­

ρος τοΰ Μιχάλ, νά δει τό τσανάκι. Μά είχε χαθεί άπ’ τό <ρό|5ο τό δικό μας. Κάπου θά είχε χώσει.

Ό μουλεζιμ εβέλ χτυπά, φουρκισμένος, τό καμτσί στίς μπότες του. "Υστερα, νά ξεσπάει κάπου πού τόν ανησύχησαν, τό κατεβάζει, μιά, στά μούτρα τοΰ σκοπού. •Γυρίζει άπότομα καί φεύγει.

*

’Έ τσι, μέ τόν καιρό, ασυνείδητα, τυφλά, αρχίσαμε «ί μαφαζάδες %’εμεϊς νά ερχούμαστε σιμά. Νά πλησιάζουμε. Τά βράδια ερχουνται πιά ταχτικά καί κάνουν παρέα μαζί μας. Λέμε μαζι τά βάσανά μας. Καί στήν κουβέντα δέ μας λέν πιά: «Γεσίρ». Μέ τή βαριά ανατολίτικη ψωνϊ| τους τό προφέρνουν γεμάτο θερμότητα καί καλωσύνη:

— Ά ρκαντάς *

209= =

* ' Υπολοχαγός.* Σύντροφε.

14

Page 209: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

Στις δουλιές που πάμε μήτε χτυπούν met, μήτε βλα­στημούν. Σ« δέν είναι μπροστά κανένας ρωμιός τσαούς -κάνουν πώς δέ βλέπουν και -καθούμαστε. Τουτουνούς τούς τσαούς τούς τρέμουν, γιατί τούς σπιγουνεύουν ά- ναντρα στους αξιωματικούς.

Τό μεσημέρι, στο «πώϊντός» ξαπλώνουμε μαζί κάτου απ’ τόν άψύν ήλιο και τρώμε τό ψωμί μας. Μιλούμε φι­λικά—κ’ ετσι πολλές φορές πέρνα ή προσδιορισμένη ωρα γιά ανάπαυση. Τότες αύτοι φοβισμένοι, ήμερα—ήμερα, μάς σηκώνουν σά νά μάς παρακαλοΰν.

—-’Ά ϊντε , σύντροφοι, σηκωθείτε.Σηκωνούμαστε μέ βαριά καρδιά νά ξαναπιάσθυμε

δουλιά. Κι αυτοί, σά νά φοβούνται μή βαρυγκομοϋμε πά­νω τους, μάς χτυπούν τόν ώμο φιλικά :

—ΤΙ νά κάνουμε, άρκαντάς; Ό θεός νά μας λυπη­θεί καί σάς και μάς...

Νά μάς λυπηθεί" και σάς καί μάς.Τό λεν πιά σχεδόν μόνιμα. ’Ά ρχισαν νά μή μπορούν νά ξεχωρίζουν τις δυό μοίρες, τή. δική τους κα! τή δική μας. Τρέμουν τούς α­ξιωματικούς τους και τούς τσαουσάδες τούς δικούς μ:χς- Αυτούς τούς ίδιους μισούμε κ&ι μεΐς. 'Ικετεύουν γιά τ* ί-μεμλεκέτ» ενα καλύβι κάπου. Κ’ εμείς.

Λοιπόν ;

"Ολοι τους εΐναι φουκαράδες. Μά πολύ. Δέν τούς δίνουν τίποτα γιά χαρτζηλήκι. Φαίνεται τά κλέβουν οί αξιωματικοί. 'Υποφέρνουν άπ’ δλες τις στερήσεις, ακόμα κι άπ’ τόν καπνό. ’Εμείς μαζεύουμε αποτσίγαρα λεύ­τερα—αύτοι δσο ναναι διστάζουν. Δέ θέλουν νά ταπεινω­θούν τόσο. Μά άμα δέν τούς βλέπουμε...

Οί. δικοί μας, δσοι κονομούν άπ’ τή δουλιά στούς χω- ριάτες τίποτα πεντάγροσα τά κάνουν πάντα καπνό.

Μάς κερνούν. Ό μαφαζάς βλέπει. Τό φυτίλι περνά και σ’ αυτόν. Τυλίγει τό τσιγάρο, δίνει πίσω τό φυτίλι. Τό κεφάλι χαμηλά. Τό τσακμάκι.’Ανάβει. Τότες μονάχα, μαζί μέ τήν πρώτη ρουφηξά, τά μάτια σηκώνουνται.

Page 210: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

ΖΪ Ι

Αέ λέει τίποτα. "Α, είναι τεράστιο πράμα δυο μάτι* atou «κινητό ϋν ετσι..

ΓΩρες ώρες άποτραβιούνται μονάχοι τους σέ μιά γο·- ■νια. Κοιτάζουν στο βάθος κι αρχίζουν τραγούδια της .πατρίδας τους. Τούς έχουν μάθει ενα πολεμικό θούριο : •«“Αγκαρανιν τασινά μπάκ Οι γεροί, ρωμαλέοι τ<η'θΐ «δυνατίζουν στά χείλια νους, μερώνουν κ’ ετσι πού τ · τραγουδούν παίρνουν κάτι σάν άπό μοιρολόι :

Κοίτα κατά τούς βράχους τής "Αγκυρας κοίταξε τά δακρισμένα μάτια μας...

18

Μιά μέρα ξαφνικά, δέ βγαίνουμε γιά δουλιά.—Τί τρέχει ;Και τήν άλλη τά ϊδια.Δέ μπορούμε νά ςηγήσουμε. Τέλος τό μαθαίνουμε :

Θά ερχουνταν μιά επιτροπή, ενας Σπανιόλος, λέει, Ντελ- ,λάοας, νά μάς δει πώς τά πάμε.

— ’Αλήθεια, μωρέ παιδιά μου ; Ταύρους δέν είναι που έχουν κεΐ κάτου ;

"Ενα πρωΐ μάς παίρνουν καμιά εξηνταριά σκλά­βους , γιά μιά μικρή άγγαριά. Ε ίναι λίγο ο'ξω άπ’ τή Μαγνησά. Δίπλα στις ράγες τού σιδερόδρομου τελειώνει μιά μεγάλη χαράδρα, ανάμεσα στό Σίπυλο. Τή λεν «Κρι- τι,κ Ντερέ». Μές σ° αυτή τή χαράδρα λογαριάζουν πώς ■θά σκοτωθήκαν ίσαμε σαράντα χιλιάδες άνθρωποι, άπ’ τή Σμύρνη κι άπ’ τή Μαγνησά, αρσενικοί καί θηλυκοί. Τ ις πρώτες μέρες τής καταστροφής. Τά κορμιά λιώ- <sav τό χειμώνα και το νερό τής χαράδρας πού κατέβαινε 4πό πολύ ψηλά έσπρωξε τά κουφάρια πρόςτά κάτω.’Έ τσι

Page 211: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

212

φτάξαν ϊσαμε τό δρόμο, τις ράγες.Ό Ντελλάρας σά θαρχόταν θά φοΰμερνε ενα ποΰρο~-ί

Μές τό «βαγκόν—λί». Θά κοίταζε άπ= τό παραθυ­ράκι δξω και θ ’ άποθαΰμαζε τό τοπίον. Έ κεΐ, άξαφνα, μπορούσε νά προσέξει τά κουφάρια. Κεραμιδαριό ή έκ­σταση—ήταν φόβος νά τοΰ κοπεΐ κ5 ή όρεξη γιά τό σχε­τικό μ,πρεκφάστιον.

Λοιπόν. Ή δουλιά μας δλη τή μέρα ήταν νά σπρώ­ξουμε τά κουφάρια, πού ατάχτησαν, πρός τά μέσα. Νά μή φαίνουνται.

Στήν αρχή μας εκανε κακό νά τά πιάνουμε μέ τά. χέρια μας, άγκαλιές—αγκαλιές και νά τά κουβαλοΰμε_ Μά σέ λίγες ώρες οί πρώτες έντυπώσεις είχαν περασει.

Οί σκλάβοι κάναν κι αστεία.—Τί βαστάς ; ρωτοΰσε ενας.Ό άλλος κοιτάζει τήν αγκαλιά του. Περπατα καί.

μετρά :—Δυό κεφάλια. Πέντε καλάμια. "Εξ χτένια.—^Αρσενικοί, γιά, θηλυκοί ;— Σάν αρσενικοί μιάζουν.—Δέ ψοΰνισες καλά, σύντροφε..— Γιατί ;Ό άλλος δείχνει θριαμβευτικά τή δική του αγκαλιά.—Κοίτα δ ώ ! Μιά λεκάνη, δυό λεκάνες, τρεις λε­

κάνες.. Και μοιάζει δλο γυναικείο πράμα...Σέ κάμποσα καλάμια, κόκκαλα χεριών, βρίσκαμε δια­

τηρημένο ένα ψιλό σΰρμα. Θάταν δεμένος μέ κάποιον δλλον— μά μέ τό κατρακΰλισμα στή χαράδρα αυτός ό σύντροφος σκελετός ειχε αποχωριστεί. 'Έ να ς δμ.ως άπό μάς στάθηκε τυχερός: Βρήκε τέσσερα κόκκαλα χεριών δεμένα μαζί μαζί. ’Έ τσι μαζί— μαζί τά σήκωσε καί ΐ ά κουβάλησε παραμέσα.

Μεσημέρι. Βαρεμένοι μ’ αυτό τό πάνε—έλα. Περπα­τούμε αργά, ναρκωμένοι άπ* τό φρέσκον ήλιο. Κ° οί κου­βέντες, τ’ άγαρμπα άστεϊα, έχουν σταματήσει. Κανείς δέ

Page 212: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

βγάζει μιλιά. Μονάχα οταν ενας βρήκε ενα μικρό κρανίο τό εδειξε στους άλλουνούς.

—Γιά δες τε, είπε.*Ηταν παιδάκι.—- Α λ λ ά χ . . ’Αλλάχ., μουρμουρίζει ταραγμένος δ μα-

•φαζάς.Καθήσαμε νά φαμε ι\>ωμί. Κάνεις δέν εχ» όρεξη. "Ε ­

νας λέει :—Πόσων χρονώ ναταν ;— Γιά τό παιδάκι λες ;— Ναί.— Τΐ θάταν ; Κανέ δυο χρονώ.

Νωρ'ις—νωρίς τό βράδι είχαμε τελειώσει.'Ο λοχίας πάει στή σιδεροδρομική γραμμή. Κοιτάζει

•«πό κεϊ πάνου αν φαίνεται τίποτα, στ° άνοιγμα της χα­ράδρας. Δέ φαίνουνταν.

—Έ ν τάξει.'Έ να δυο παίρνουν ενθύμια γι αυτή τή μέρα. ’Ά λ ­

λος ενα τέλι. “Αλλος ενα μικρό κόκκαλο.— Τί κουράγιο είναι αυτό ! διαμαρτύρεται ένας σύν­

τροφος.—"Ε, γιά δείγμα, άπαντά τότες έ'νας άπ’ αίιτουνούς.

ΙΣάν πέσαμε στο δρόμο νά γυρίσουμε στο στρατόπεδο έ νοΰς μας δέ μπορούσε νά φύγει από πίσω.

Ή χαράδρα μέ τούς σκελετούς βάραινε κυριαρχικά— :κάτι κουνιούνταν, μας παρακολουθούσε βήμα μέ βήμα;.

Σέ μιά πηγή σταθήκαμε. Πλύναμε τά χέρια μας, τά Λροσώπατά μας.

Σά ν ’ άλαφρώσαμε.■—Τί θά γίνουν τόσα κόκκαλα ; άνερωτιέται. μιά

«στιγμή ένας.Ό Μίλτος τον κοιτάζει ήρεμα:— Δέν ξαίρεις τί γίνεται μέ τά κόκκαλα ;- ’Ό χι.— Κοπριά, σύντροφε.

213=

Page 213: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

—Τί έκανε λέει ;—Κοπριά σύντροφε. Θά δεις μιά μέρα πού θ α μο-

♦κοπουληθοϋν. Θά δεις...ΤΗταν ταξιδεμένος 6 Μίλτος. ’Ήξαιρε."Ω βέβαια ετσι -θά γίνει : Ά π 5 τό Σάουθαμπτον—

■κάποιο τέτιο «μπτόν», “ft5 άριβάρει μιά μέρα ένας μπι- χιμίχος. Θά σάςει τά γιαλιά του, θά ξετάσει τό πράμα r ποιότης εξτρα γιά χημικά λιπάσματα. — ΙΙόσα τόν τόνο ; Τόσα.— ”Ω, μά άλλοΰ, πήραμε τούρκικο πράμα, βουλγά- #ικο πράμα, ροΰσικο πράμα τόσα.— Μά τοΰτο εδώ εινε γνήσιο ελληνικό ! θά τοΰ άντιτάξει ό πλασιέ.—’Αλήθεια: γνήσιο ;— ’Αλήθεια.— "Ε, τότε ας γίνει κεραμιδαριό !

Κι 6 μπιχιμίχος -θά συγκάτατεθεΐ σέ τιμή ενα γρόσί, περισσότερο—γιατί τώρα πιά θά ήταν στή μέση δ Περι­κλής καί 6 ’Ικτίνος.

*

Τ ’ άλλο προοΐ επιθεώρηση. Ό Διοικητής. ’Έβγαλε «τή μπάντα ίσαμε τρακόσους αιχμαλοότους : δσους εΐχαν «ουλουπωθεϊ μέ τίποτα παλιόρουχα ποΰ ζητιανέψαν* καλιαρβίλες. Οι ρέστοι πού είμαστε ντυμένοι ακόμα με βουβάλια πήραμε διαταγή νά ετοιμαστούμε γιά πορεία..

Ξεκινήσαμε κάτω άπ° εναν καςρτόν ήλιο. Περπατβΰ- •αμε μές τά βουνά—ίσαμε δυο ώρες.

—Μά τί είναι, μωρέ ; Τί είναι ;Τέλος, μάς τό ξηγήσαν : Έ μας δέν επρεπε νά μας δεΐ

* Ντελλάρας. Μας πάγαιναν νά μάς κρΰι|κ>υν.Τό βουνό πού ανεβήκαμε γεμάτο θάμνα. Οί αιχμάλω­

τοι πού ήταν ξυπόλυτοι βλαστημούσαν κι άλλαζαν τόν δδόξαστο τοΰ εσπανιόλου, γενεά πρός γενεά.

’Αλήθεια, τόν κέρατά, καλά ήταν μέ τούς ταΰρους. κ*ι μέ τά Τολέδα του, μ" εμας τί ήθελε ; -

"Ολη τή μέρα τήν περάσαμε στο βουνό. Τβ βράδι γν~ §ί*αμε στο στρατόπεδο.

Ρωτούμε νά μάθουμε τ» ί-'νινε.

Page 214: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

2 X 5 =

Τό «σχέδιο», λέει, δ Έσπανιόλος, εκανε μιά γρή­γορη βόλτα μπροστά στους αιχμαλώτους, φορούσε λιλιά διάφορα κ*' ήταν σά βρεμένη πουλάδα μες τον ϊδρο- Σκούπιζε τά μάγουλα κ’ 'έλεγε, μέ τά σάλια του πον τρέχαν.

—Μούτσο Μπουένο ! Μοΰτσο μπουένο ! (*)Οι δικοί μας μόκο. Ποΰ νά βγάλει, κίχ, κανένας. Ό

Γιαννιώτης υστέρα θά τοΰ αλλαζε τήν πίστη.—Πες του πώς κάθε Παρασκευή κάνουν και προ-

■σευχή ! διάταξε στό δραγουμάνο ο Διοικητής.Ό δραγουμάνος τό είπε : ετσι κ= ετσι.Τό «σκέδι,ο», εγλυψε τή γλώσσα του και μιξογέλασε.—Μοΰτσο μπουένο ! Μοΰτσο μπουένο !Μοΰτσο, λοιπόν, παιδιά ! Σ ’ ολο τό στρατόπεδο, τό

$Ιράδι δέν άκουγες παρά τήν ’ίδια κραυγή. Οί σκλάβοι τήν είχαν βρει τοΰ γοΰστου τους, τήν πιπίλιζαν καί χαχανί- ζαν· Κ ’ υστέρα, μέ τόν καιρό, τή βάλαν στήν κουβέντα τους, στ’ έστεΐα καί στά σοβαρά, τήν κολλούσαν όπου* καί ναταν.

19

Τό στρατόπεδο μετακινείται. Χαμηλώτερα. Πρός τή θάλασσα. "Υστερα από τόσους μήνες μπορούμε νά τή βλέπουμε, στό βάθος ποΰ γιαλίζει.

Ή στρατοπέδευση εγινε στό ύπαιθρο. Ε ΐνε μιά σειρά ξύλινες παραγγες, ή μιά δίπλα στί$ν άλλη. Γύρω γύρω είναι έ'νας μεγάλος τόπος ίσαμε 00 στρέμματα. Καί γύ- ga>—γύρω, σέ τρεις πυκνές σειρές, τά συρματοπλέγματα.

Στις παραγγες θαμάστε ίσαμε δυο χιλιάδες σκλάβοι- Στήν άκρη, ξεχωριστά, είναι ή παράγγα ποΰ μένει δ λό-

{*) Πολύ καλά. Π ολύ καλά.

Page 215: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

χος τοΰ στρατοΰ που μας φυλάγει.

Αύγβυστος. Ζεστές μέρες: οΐ γλώσσες κρέμουνται οξω ά π ’ τά χείλια σάν περιττά πράματα—γιατί νά'χουμε δυο αύτιά κι δχι ενα α υ τ ί; cO αγέρας εινε γεμάτος από

—κολλά σά ουσία λιπαρή. Μάθαμε πώς έ'γινε ειρή­νη. Περιμένουμε μια βδομάδα, δυο βδομάδες. "Υστερα ξαναγυρίζουμε πάλι μέ αργά βήματα στον εαυτό - μας. Δέν ξαίρουμε αν περιμένουμε ή δχι.

Αυτές τις μέρες ήρθε κάτι πού δέν τό είχαμε προ- βλέψει : Οι μεγάλες δουλιές κοπήκαν. Μιά μέρα δέ βγή- ■καμε στή δουλιά. Καί τήν αλλη. Και τήν αλλη. Μέρες ολάκερες. Μιά βδομάδα, δυό. Μάς λέν πώς οι δουλιές τοΰ Κουβέρνου λιγόστεψαν. IV αυτό. Τίποτα αλλο.

Καλά.Αέμε καλά είναι. Θά. συχάσουμε. Θά συνέρθουμε.Τήν πρώτη μέρα ήταν σχεδόν χαρά. Τή δεύτερη. "Υ -

ρα ένας ένας αρχισαν ν’ άποτραβιοΰνται — μιά άνάγκη νέα νά μονωθείς γιά λίγο, νά ταχτοποιήσεις...

Καλά.Πρώτη μέρα, δεύτερη μέρα:Τά σκληρά μοϋτρα αρχίζουν νά σκοτεινιάζουν.Τί τρέχει :

Αυτές τις μέρες τής ακινησίας καί τής ζέστης κάθε- πρωΐ εχει προσευχή. ΟΙ σκλάβοι μαζεΰουνται μέ δκνά βήματα κάτω άπ’ τον ήλιο καί περιμένουν. ’Έρχεται ό Ά ράπης. 'Ο «ειδικός» σύντροφος αρχίζει τή δέηση. Κ α­νείς δέν προσέχει. Τά μάτια κοιτάζουν στή γίς. Νά τε­λειώνουμε, νά τελειώνουμε.

Ό δεόμενος μιά στιγμή σταματα νά λέει.—Τελείωσε ; .•—Τελείωσε.

— 2 l6

Page 216: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

»

'Έ νας -ενας δπομακρύνουνται σιωπηλοί.Τήν αλλη μέρα ή ίδια ιστορία. Πολλοί πλαγιάζουν

■οτά κουβούσια. "Αλλοι είναι ξαπλωμένοι οξω, άνάσκε- λ«, μπρούμυτα.

Οί τσαονσάδες., οϊ δικοί μας, γυρίζουν καί χτυπούν τα πτώματα πού συχάζονν:

— Σηκωθείτε ! Σηκωθείτε !— Τί είναι πάλι ;— Προσευχή !Τό προφέρνουν στον ίδιο τόνο δπως, κάποτες, τό t

«δντουνά».— Προσευχή!Οί σκλάβοι βλαστημούν, σηκώνουνται, χασμουριένται,

-τεντώνουν τά χέρια τους νά ξεμουδιάσουν καί κουνιούν­ται πρός το κέντρο τοΰ στρατοπέδου.

—- νΑ, στό διάολσ !

*

Στό στρατόπεδο εχουμε μαζέψει πολλά σκυλιά. Οί βκλάβοι τά κουβαλήσαν άπ’ οξω άπ’ τά χωράςρια πού

-δονλεύαν. Ε ίνα ι μιά τρυφερότητα μές τήν τραχιά ζ» ή τους. Τά πιό πολλά είναι ίζχαμνά—τρων δ,τι περισσεύει. Έ χ ω καί γώ ενα. "Ενα κοπρόσκυλο. Τό λέμε «ή 'Α γία Ζώνη». Γ ιατί ; ’Έ τσ ι: Γιατί έγω είμαι No 31328 ;

Πολλοί κάθουνται, μές τόν ηλιο, μέ υπομονή καί τά ψειρίζουν, νά σκοτωθεί ή ώρα. Βγάζουν τά τσιμούρια τους, πλύνουν τά μάτια τους μέ φτύμα. Τέλος βαριούν­ται καί σηκώνουνται. Σηκώνεται καί τό σκυλί. ’Αρχί­ζουν νά βηματίζουν, από πάνω ώς κάτω στον ηλιο, μιά <ρσρά, δυό φορές, τρεις φορές. Τό σκυλί ακολουθά. "Υστερα ό άνθρωπος βαριέται. Στέκεται. Έ κεΐ, δίπλα στά συρματοπλέγματα. Τό σκυλί τόν κοιτάζει μιά—υστέ­ρα στέκεται κι αυτό χωρίς αλλη διατύπωση.

Στά συρματοπλέγματα πάντα υπάρχει πελατεία. Σά βαρεθούν νά περπατούν οί σκλάβοι παν καί κολλούν κ ά ­

2 1 7 =

Page 217: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= 3 Ι 8

νω τους. Μένοτ>ν στυλωμένοι, μέ τά μάτια οςω, πολλές «δρες. Πολύ σπάνια αλλάζουν μιά κουβέντα; Κοφτά, ι ε ­ρή. Κοιτάζουν στο βάθος—κοιτάζουν. Σά νά ψάχνουν. .

"Ενα μικρό σύννεφο άκουμπά πάνου απ’ τό σΐαχτν- Σίπυλο. Σέ λίγο εχει μεγαλώσει κι οσο πάει ξαπλώνεται. Ε ίναι μιά προσπάθεια αποφασιστική και σίγουρη.

— Σέ λίγο δέ θάναι... μουρμουρίζει ενας.—Ναί, θά φύγει .Τά μάτια γυρίζουν γιά κάπου άλλου. "Ενα χρώμα-

τιστό λουλούδι εχει φυτρώσει κει κάπου. Τά χέρια ακουμ­πισμένα πά στά σύρματα κλειδώνουν, νά ματώσουν ν σφίγγουνται νευρικά, μέ οργή. (Κάποτε, σά δέ θά είμαι, πιά, μονάχα ή μιητέρα μου νά'ρθει καί -θά κλάψει. Μην κοτήσουν και μοΰ φέρουν ανθύλλια και τά λοιπά—θα, βρουκολακιάσω κι α δέν τούς αλλάξω τά χασεδένια νά μή μέ ποΰν Ή λία.)

'Η ώρα πέρασε. 'Ο σκύλος από κάτου γλύφει τά πο­δάρια, τραβά μέ τά δόντια, αλαφριά, τό τσουβάλι πο’ί* παριστάνει παντελόνι.

—ΤΙ είναι βρε ;Ό σκύλος θέλει νά π ε ι : Φτάνει πιά, π«ίμε κατά τον

ϊσκιο.Τότες τά χέρια τόν άρποϋν νευρικά. Τόν πετοϋν

δξου άπ’ τά σύρματα. Τά μάτια προσέχουν μέ πίκα αυτό· τό λεύτερο τίναγμα—ενα τσούπ, τελείωσε, λεύτερος.

Τό σκυλί άνερωτιέται :—Τώρα ;Μέ τά χέρια τοΰ δείχνουμε νά κάνει βόλτα και νάρθει

άπ’ τήν πόρτα."Υστερα πάλι τά μάτια στηλώνουνται στο βάθος καί

ψ«χνουν.Είναι ένα μίσος ρωμαλέο, τραχύ, ακατέργαστο— δέν είναι μονάχα τά λουλούδια, δέν είτε Μιχάλ—τσαονς,, δέν είνε ό Διοικητής, δέν είνε ο Θεός, δέν είνε—δέ φτά­νει. Κανένας δέν ξαίρει. Είμαστε μιά τυφλή θεόβτρα§ι$, jjK/ζα πού τσαλαβούτα στο σκοτάδι, ’ίσως μπορέσει..

Page 218: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

Μιά φωνή άκοΰγεται δίπλα στά σύρματα.—0 ? φ !Ό άνθρωπος αναστενάζει βαθιά σά νά θέλει ν" άλα-

<ρρώσει άπ° τήν καταθλιπτική πίεση.—Τί νά κάνουμε ; Τί νά κάνουμε ; άνερωτιέται απελ­

πισμένα. Μούδιασα.Αέν είναι τό κορμί, είναι κάτι άλλο.—Τί νά κάνουμε ;Ά ναθυιιιοΰνται, χωρίς νά μιλοΰν, τήν εποχή τής,;

αδιάκοπης κίνησης, τότες πού ή ζωή μας κρέμουνταν σ= ενα φΰλλο. Βέβαια ή ζωή μιλά, ε ι\ ε τό έ'νστιχτο, κκνε'ίς:

θέλει νά πεθάνει, αλλά, αλλά..—Θυμάστε τις πρώτες μέρες... λέει ενας και σταματά.."Ολα τά μάτια σπρώχνουνται μέ βουλιμία σ’ αυτό τ<>

μακρινό παρελθόν. Εινε σχεδόν μιά ηδονή. Γιατί, γ ιατί τότες ήταν κάτι, ένα ρωμαλέο τίναγμα—στήθβς μέ στή­θος μέ τή ζωή, νά κρατηθείς. Τέντωνες τό μικρό σου κορμί και τον προκαλοϋσες: σ* σέ βαστά, κΰριε, έλα.

Μά τώρα...— Λέω., λέω., μουρμουρίζει © ίδιος. Γιατί μωρέ πρέ­

πει νά κάθεσαι γιά νά μπορεϊ ς νά συλλογίζεσαι ;’Έ χει ένα ΰφος αγαθό, βοδίσο.— Έ μ τί θέλεις ρέ ; κάνει μιά άλλη φωνή. Μπας καί

μπορείς νάχεις εφαλιχτά μάτι* και νά κοιτάζεις μαζί ;— ’Έ μ βχι..— ”Ε , αυτό είναι.Ό άλλος μένει μ’ ανοιχτό στόμα μπρος στις μεγάλ&ς.

βονλές τον ύψίστου πού έ'τσι τό θέλησε. Συλλογίζεται πώς, σά σέ κυνηγοΰν κα'ι τρέχεις γυμνός, ή άδιάζεις χαμά­λικα βαγόνια, τό μιαλό φαίνεται, θάξατμίζει μές τά-. ποδάρια, τβάφ ταάφ, βάν «τμομηχανή.

Τούς τό λέει :— Αυτό "θάναι.— Ναί, μπορεϊ.— Συλλογιστείτε το ν* γίνει μιά μέρα., ξαναλέει β»

ΐ ί ι · ς , «Ίγ«, ν*τε$ν. «#«.

219= ·

Page 219: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

: = 32 G

- Τ ί ;—Λέω πόσα μιλιοιίνια είναι δ κόσμ©ς ;—Και ποϋ μετριούνται. ;—Ν ά σοϋ τά ξαπλώσουν τά μιλιούνια, πού λες, χα­

μού. Καθένας καί μιά θήκη, σά σαπούνια, πού τά χύνουν •στό σαπουλχανά. Καί νά τ ’ άφήσουν τά σαπούνια ετσι, ακίνητα, ένα μήνα. Τί θά γίνει ;

—”Ε, δέν τό ξαίρεις ; κάνει αμέσους ό άλλος.—’Ό χι.— Ε γ ώ δούλεψα σέ μηχανές. Ρώτα με. Ξέχασε ν ’ ά-

■ίρήσεις τον ατμό νά μπουκώσει και θά δεις !—Σταματα ή μάκινα ;—Τί σταματα, ρέ ! Θά πεταχτεϊ στον αγέρα σά φε-

■λός IΜιά μακριά στιγμή σιωπής."Υστερα έ'νας λέει. σά νά ικετεύει.—’Ά χ ! Τί τά θέλετε τώρα αυτά τά... ελληνικά ;—Ναί, αλήθεια.Φεύγουν κι αρχίζουν νά περπατούν κάτω απ’ τόν

τηλιο, απάνω, κάτω·. Καί, πάλι απάνω. Σιωπηλοί.

Βραδιάζει.'Οήλιος πέφτει μές τό πέλαγο, πάει.Μακριά, ·=στό βάθος, άκούγεται ή φωνή τοΰ μουεζίνη. 'Εσπερινή προσευχή. Λ άΐν—λ ου λ— Α λλάχ. Τά πολλά «λ» γεμάτα πάχος στ») βάζου νται στή νύχτα πού ερχεται. Σάν πα- •στίίιτο.

— θαρρείς πώς εινε δ ίδιος... μουρμουρίζει ενας αφη­γημένα.

ι— 'Η ίδια φωνή, δπως τήν άκουγα στην Κόνια, στο ’Α ϊντίν...

—’Αλήθεια, λέει ενας άλλος. Καί στό ’Αφιόν ίδια ήταν...

Προσέχω. Μά αλήθεια. “Αλήθεια. ’Ανακαλυφτώ τή ^φωνή τοΰ μουεζίνη στό Μπακίρ, στ’ ’Αξάρ, ίδια, ίδια . .Κύριε—ναρκώνεις, λοιπόν, τις καρδιές τών ανθρώπων,

*

Page 220: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

221= - ·

γιά, ισοπεδώνεις τά λαρύγγια τους ;

*

01 τελευταίες καλοκαιρινές νύχτες, μας βρήκαν σ ' ' αυτήν την κατάσταση. Λάδι—μήτε ή ελάχιστη άνεσαμιά. Δουλιά τίποτα. Μπας κ’ είναι τούτος κανένας νέος τρόπος...

Τό στρατόπεδο ολοένα γίνεται πιο βαρύ—πιο άμίλη— το, σι ιό στυφό. Σάν τά μεγάλα κύματα—ετσι, όπως λέν,. στις μακρινές θάλασσες. Δέ σποϋν. Βογγοΰν υπόκωφα. Τ ις νύχτες μας αφήνουν και καθούμαστε δςω ά π= τις., παράγγες. Πιο κάτ<» εινε τά σύρματα. Δέν υπάρχει φό­βος.

Αύτοι πού κοιμούνται νωρίς εινε λίγοι. Τούς μετράς μες τά δάχτυλα.

01 άλλοι, οΐ πολλοί, ξαγρυπνοΰν πολλές ώρες. "Ερ- χουνται κ3 οι μαφαζάδες.

Κοιτάζουμε δλοι μαζί τ’ άστρα."Ενας αρχίζει μιά ιστορία. Τουρκικά, γιά νά καταλα­

βαίνουν κι’ οΐ μαφαζάδες. Ε ίναι φοβερό πόσες ιστο­ρίες λέγονντα ί τις νύχτες στό στρατόπεδο. "Αμα σέ μυ­ριστούν πώς εχεις διεβάσει καί ξαίρεις νά διηγηθεϊς γί­νεσαι μονομιάς πρόσωπο σοβαρό. Μιά φορά μέ βάλαν και τούς είπα % έγώ. Τό Ρομπινσώνα.

Προ πάντων αρέσουν ο! ιστορίες πού υπάρχει κίντυ- νος και κίνηση. "Ολοι άκοΰν μ’ ανοιχτό στόμα. Αυτή ή., ακατάβλητη ορμή τοΰ εξω κόσμου εινε σάν καταφύγιο.

'Η ιστορία πού έ'λεγε κάποιος τελειώνει. Γίνεται ησυ­χία.

Περνά λίγη ώρα. "Υστερα ενας λέει:— ’Αλήθεια, είδατε τις αρκούδες σήμερα ;— ’Ό χι. Τί αρκούδες ;— Έ μ πού νά σάς λέω !Κι αρχίζει γιά τις αρκούδες. Βγήκε, λέει, μισή ώρα-.

Page 221: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

'= 223

•στήν άγγαρια νά φέρουν τό ψωμί μας. Έ κ ε ΐ, σΐ® δρό­μο, τίς είδε. τΗ τα ν μιά φαμίλια: τρεις μεγάλες αρκού­δες, δυο μαϊμούδες καί καμιά δεκαριά γύφτοι. "Εκά- ταν παράσταση.

—Πχΰ νά βλέπατε σκέρτσο ρέ παιδιά...—Ποιες μωρέ ; Οί αρκούδες;— Γ ια τ ί; Μπας και δέ σοΰ γεμίζουν τό μ ά τ ι;—’Έ χει γούστο! κάνει δ ά'λλος περιπαιχτικά. Είδες

-μωρέ, ποτέ σου... παραδείσια πτηνά ;■—ΤΙ λόγι α τάπες ;— Λέω, παραδείσια πτηνά. ’Έ τσι τά λεν κεϊ κάτου

"στή ξενιτιά.—Ξεζάλιζε με αδερφέ μέ τά φραντσέζικα ! ΓΙέμε γι

«ρκούδες, γιά τσακάλια—αυτά είχαμε στο χωριό. ’Ά , ρ ιά φορά μέ μουντάρισε κ’ έ'νας λύκος.

Πάλι μικρή σιωπή. Δέ βαστά πολύ.— Έ γώ ... μένα μ’ αρέσουν παιδιά... τ« βόδια. . λέει

έ'νας ά'λλος, άφηρημένα.— ’Αλήθεια, μωρέ, τά βόδια ; Ζευγάς ήσουν ;’Ό χι δεν ήταν ζευγάς. Μά έ'τσι, νά, παλαβοί νουνταν

μέ τά βόδια. Πάγκινε κοντά τους, τά κοίταζε μές τά μά­τια τά χάδευε.

—Είδατε, μωρέ, πιο αγαθά μάτια ποτέ σας;'Ό ,τι και νά τά κάνεις αυτά δέ θυμώνουν δέν έχουν γινάτι, δέ σαλαγούν, είναι... εινε σάν.. άνθρωπος.

Ή μεγάλη αρκούδα αρχίζει νά βασιλεύει.— Ά ϊν τ ε , παιδιά, νά πλαγιάσουμε, λέει ένας μαφα-

ζάς στους άλλους, εμάς, τό μπουλούκι πού ξαγρυπνοϋμε. Είναι αργά.

Τά στόματα φτοϋν στο χώμα. "Ενας—ενας σηκώ- νοννται σά νά παίρνουν μιά σκληρή απόφαση. Τραβούν στά κουβούσια. Τά σκυλιά μας ακολουθούν από πίσω.

Ξαπλώνουμε. Στο σκοτάδι μένει δ καθένας μόνος. Ά κοΰς τά κορμιά πού στριφογυρίζουν στήν απελπισμέ­νη προσπάθεια νά τά πάρει δ ύπνος. Δέ βαριέσαι. Τό

, μιαλό δουλεύει, οί ανάσες γίνουνται βαριές—ένας άνή-

Page 222: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

<φοοος, πολλά βαγόνια, ή μάκινα βογγά καί τεντώνεται, Αμέτρητα χέρια -θέλουν νά Λιάσουν. 'Η ώρα πέρνα, Τό μιαλό δουλεύει, κουράστηκε, αρχίζει μιά νοσηρή έκμη- ■δένιση. Τά χέρια πέφτουν τυχαία στό σκυ/.i πού κοίτε- ται δίπλα—τό σκαλίζουν. Σιγά, εξακολουθητικά. Τότες ■μες απ’ αυτήν τήν εργασία πού κάνουν τά δάχτυλα ξε- πετ άγεται -θαμπά κι ολοένα δυναμώνει: τά δάχτυλα προσέχουν, συγκεντρώνουνται αύτιάζουνται, πολεμούν νά θυμηθούν— ... μιά φορά ήταν, σά νάχε ζεστόν κόρ- ιρο, ήταν άλλο πράμα, ήταν..

Τά νΰχια χώνουνται μέ πίκα μες τό κορμί τοΰ σκυ­λιού. 'Έ να οΐρλιασμα.

—Σκασμός I φωνάζει μιά φωνή άπ* τό γιατάκι τοΰ Μιχάλ—τσαοΰς.

Τώρα τελευταία, μέ τήν ακινησία ποΰ είμαστε καταδικασμένοι, μας ήρθε καί τοΰτο τό άνθος. ΠρΙν δέν είχαμε καιρό. Φύτρωσε τώρα.

Είναι δυο χιλιάδες κορμιά πού τάχει οργώσει δ αψύς ήλιος. Τέσσερις χιλιάδες μπράτσα, πάει ενας χρόνος τώ­ρα, δέν κλείδωσαν γυναίκα Τή νύχτα στό κουβούσι φτά­νει νά σφαλίζεις τά μάτια. Θά τό π ιά σ ε ις : βουβά, στυ­φά, υπόκωφα, σάν τό ποτάμι πού φούσκωσε ψηλά καί κατεβαίνει, ετσι τό φοβερό κόχλασμα κάτου απ’ τό πετσί.

*

Μέ τό Μίλτο είμαστε πιά αχώριστοι. 'Η φύτρα του *ιναι άπ’ τή Σάμο. Όρφανός κ’ έρημο; ξενιτεύτηκε παι­δάκι. Μιά τραχιά ζωή, τυραγνισμένη, σαράντα χρόνια. Τ ί δέν είχε κάνει στή ζωή τον ! Τά μαλλιά τ ον άσπρισαν. Στο λιγνό κατακίτρινο μοΰτρο τά κόκκαλα ξεχωρίζουν, σά νά'χουν πεταχτεΐ άπ’ τή σκληρή πίεση όξω.

Ύ ποφέρνει στό στομάχι, ΰποφέρνει στά πόδια, δλος του ο οργανισμός μες τά νεΰρα είναι χάρβαλο. Δαγκάνει τά χείλια ν’ άντιδράσει, στους πόνους- δλο τό μοΰτρο

223-=

Page 223: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

συσπάται σ’ αυτήν τήν προσπάι^εια.’Αγαπά κι αυτός τή νύχτα. Ξάγρυπνοι με. 01 σκλά­

βοι τόν αγαπούν πολύ γιατί ξ αίρει τις καλλίτερες καί τις πιό αληθινές ιστορίες. Μαζευούμαστε γύρω του καί τόν πΓ*ρακαλοΰμε. ’Αρχίζει νά λέει σιγά, μέ τή βαθιά φωνή, του, γιά μιά νύχτα στήν έρημο, στήν ’Αφρική, πού τούς μπλοκάρισαν ενα κοπάδι ά'γρια σκυλιά.

"Εναν καιρό δούλεψε καί στά πηγάδια τοΰ Τράνσβαλ. Μεγάλα πηγάδια, σαράντα μέτρα βάθος, ογδόντα μέτρα* σκάβουν γιά χρυσάφι.

Ξέπεσε πεινασμένος—γιατί εκεί μέσα !'νενκγντα. εννιά, «τά εκατό αυτοί πού δουλεύουν είναι μαύροι. Κάτω στό· βάθος είναι γεμάτο λάσπη.“Ολη τή μέρα δουλεύουν μέσα της, μά σάν τούς ανεβάσουν τό βράδι δέ φαίνεται—γιατί είναι μαύροι. Πόσους νά πεις—σαράντα χιλιάδες, έξην τα χιλιάδες. Ε ίνα ι πολλές οί χιλιάδες πού δουλεύουν. Τούς κατεβάζουν τό πρωΐ και τούς ανεβάζουν τό βράδι» Σά βρίσκουνται οξω, στό ύπαιθρο, τούς βλέπεις πού στέκουν μέ. κατεβασμένα κεφάλια σά νά τούς πνίγει ό «γέρας — γιατί δέν βϊναι συνηθισμένοι, γι’ αυτό. Βιάζουνται νά βρεθούν στή λάσπη. Τότες μερώνουν-

Τις νύχτες τούς βάζουν καί κοιμούνται σέ ξεπίτηδες κουβούσια. Καί τούς φυλάγουν οίγρυπνα—πάλι δικοί, τους, μαΰροι, τσαουσάδες νά πούμε, άνθρωποι τής εται­ρείας. Βαστούν καμτσά καί χτυπούν αλύπητα., Πιστόλι; Ε ίνα ι άχρηστο- γιατί τούτα τ ’ αγρίμια, είναι περίεργό,, δέ φοβούνται τό θάνατο. Τρέμουν μονάχα τό ξύλο- Τρων ενα πράμα πού τό λεν «πόριτς». Πολλοί έχουν μα­ζί τις γυναίκες τους καί τά μωρά τους. Ε πειδή δέ φτά­νει νά ζήσουν δουλεύουν δλοι. Σάν ωριμάσουν τά κορί­τσια τά πουλούν στούς άσπρους, γιά τήν αντρική τους χρεία. Μικρό έξοδο. Είναι φχαριστημένες μονάχα νά τις ταγίζεις. Δουλεύουν σά δούλες τή μέρα καί τή νύχτα πλαγιάζουν στό στρώμα τοΰ άσπρου. Σάν τή βαρεθείς Τής λες: δρόμο! Σηκώνεται καί φεύγει χωρίς διαμαρτυρία υπομονητικά. Γυρεύει άλλου δουλιά. ”Α δέ β^,εΐ γυρίζει.

=*£ 24

Page 224: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

τις νύχτες στους δρόμους—δέ ξαίρει μήτε νά παρακα- λέσει.

Ot εταιρείες αγοράζουν τούς μαύρους γιά ενα μεγάλο καιρό, χρόνια. Δουλεύουν ενα χρόνο, δυό χρόνια, τρία χρόνια, υστέρα πεθαίνουν και λιγοστεύουν ολοένα. Τό­τες ή εταιρεία φέρνει καί χύνει νέο πράμα στα πηγάδια. Κανονίζει τήν τιμή μέ τον έμπορο. Είναι τέτιοι έμποροι— μαϋροι κι αυτοί. Ταξιδεύουν βαθιά, είκοσι μέρες, ένα μηνα αλάργα μαζεύουν πράμα, πέντε χιλιάδες—δέκα χιλιάδες. Τούς συμφωνούν ενα μισθό χρονιάς, τόσα. “Υστερα τούς κουβαλούν κβι φέρνουν βόλτα τά πόστα πού μένουν οι εταιρείες.

— Πόσα;— Τόσα.Σά δέ μένει μεγάλο περιθώριο μεσιτείας δέ συμφοϊ-

νοΰν. Τραβούν παρακάτω.'Ο μαύρος ταξιδεύει μονάχα μέ τραίνο. Τρέμει τη

•%-άλασοα. Βέβαια σά δέ γίνεται αλλιώς μπαίνει και στά βαπόρια.

Μιά φορά ό σύντροφός μας δούλευε σ’ ενα μεγάλο φορτηγό, λοστρόμος. Είχαν ναυλώσει κα! κουβαλούσαν ενα ταξίδι, μαύρους. Πιάσαν πολλά λιμάνια. Τούς γυ- ρεύαν γιά ενα κομμάτι ψωμί. Κι ό έμπορος δέν έ'στερ- γε. Βλαστημούσε τούς ά'λ?·αζε τόν αδόξαστο τους. Τότες ^ρ-θε και μιά άλλη ζημιά: Τά ζωντανά τά Ιπιασε ή αρ­ρώστια. "Ενας παλαβός πυρετός—σέ εικοσιτέσσερις ώρες πεθαίναν. Τούς βγάζαν άπ’ τ ’ αμπάρια και τούς πετοΰ- «ταν στο πέλαγο. Οι άλλοι μαύροι μαζεύουνταν πάνου στ© κατάστρωμα—τούς βλέπαν πού χάνουνταν. Ξανα- γυρίζαν στά -θολάμια της. Βρωμούσαν. 'Ο έμπορος δάγ­κανε τή γλώσσα άπ’ τή λύσσα του γιατί τά ζωντανά λιγόστευαν. Κι δσα μέναν «χάμναιναν—οι εταιρείες δέ •θά στέργαν σέ καλή τιμή. 'Ο έ'μπορος δέν ϊΐχε ποΰ να ξεσπάσει, Γύριζε τ= αμπάρια και χτυπούσε μέ τό̂ καμτσ! τήν πηχτή μάζα. Κι αύτο! μπήγαν τις τσιριςές- γιατί Μ ν ξαί§αν τίλβγια νά τόν φχαρι&τήσουν, νά μην πε-

Page 225: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

236

θαίνουν__

Ό σύντροφός μας σταματά. ’Α π’ τά στόματα φεύ­γει μιά βαθιά ανάσα— ολα ζητοϋν νά πάρουν αγέρα, νά τον ανανεώσουν στά πλεμόνια.

Τά μάτια είναι όλάνοιχτα, νά.Η συχία . "Ενα λεφτό, δυό. 'Ύστερα ενας ρωτά, ενας

τόνος όλότελα αποβλακωμένος:— Μά είναι λοιπόν κι αυτοί... νά... νά ποΰμε σάν κ3

εμάς... γεσίρ ;—“Ό χι, λέει ή αλλη φωνή σκληρά. Αυτοί εινε «λεύ­

τεροι.»~ \ Α!·"Π άλι τσιμουδιά. Πολλή ώρα.Τά κορμιά αυτιάζουνται στή σιωπή, νά πιάσουν, τό

βαθύ, τό ύπόκο)φο μουκανητό τής ανθρωπότητας.

*

Μέρα μέ τή μέρα ή κατάσταση χειροτερεύει. Μες τά μάτια πυκνώνει, κουλουριάζεται—έ'να αγρίμι σηκώνεται στά νΰχια, α, α, θά χυμήξει' ετσι( τό στφαγμένο μίσος που βογγά.

Ε ΐναι μιά φοβερή έ7.μηδένιση, ξεφτα ενα ενα τά νεΰρα, τήν καρδιά, τά κύτταρα— γιατί δέν υπάρχει λύ- τρίοση. Δέν υπάρχει ενας εχτρός, σχηματισμένος και β έ ­βαιος. ν ’ άκουμπήσεις.. Αυτό είναι φοβερό.

"Ενας σύντροφος κάθεται κάτου άπ3 τον ήλιο. Ή ■κάψα είναι πολύ. Ξαπλώνει δλο τό κορμί του στή γίς. “Υστερα σιγά—σιγά τοΰ δίνει, τοΰ κορμιού, ενα κύλημα σάν κουβάρι. “Αλλο έ'να. Πιο γλήγορα. Κι άλλο, άλλο, γλήγορα. Τό μοϋτρο τρίβεται σκληρά στό χώμα, στις μι­κρές πέτρες. Γελά σπασμωδικά απ’ τον πόνο:

— Χα, χα,^χα, χα IΙΤά στην ώρα περνά δ Μιχάλ-τσαούς, βλέπει τό σύν­

τροφο.

Page 226: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

227==

■— Βρέ ! τοΰ φωνάζει.Τό κουβάρι σταματά. Στο μοϋτρο πού χαχάνιζε χύ-

■νεται απότομα ένα φύσημα άπ’ τό μπουρίνι.- Τ ί ; :— Τί εΐναί αύτό ; ρωτά δ Μιχάλ-τσαο'ΰς.— Αύτό είναι !Ό Μιχάλ σηκώνει τό καμτσί πού βαστά και τό κατε­

βάζει με δύναμη στο σκοτεινό μοϋτρο. ’Έτσι, χωρίς λόγο.

— Νά!"Υστερα τραβά παρακάτω. Φεΰγει.Ό άλλος σηκώνεται. ’Αργά. Τά ροζιασμένα χέρια

ανεβαίνουν βαριά στο χτυπημένο μοϋτρο. Τ’ αγγίζουν.Μόλις- Τά μάτια πέφτουν στή γίς- Μιά στιγμή, δυό. Τε- ζέρνουν, "Υστερα σιγά, σιγά γυρίζουν πρός τό μέρος -πού εφυγε δ Μιχάλ : εκείνη τήν ώρα ερχόταν πάλι πίσου.

Ό σύντροφος στέκεται όλόρτος. Τον κοιτάζει πού ■Ιρχεται. ’Έφταςε.

Ό Μιχάλ τοΰ ρίχνει μια ματιά περιφρονητική. Προσπερνά. Δέν προφταίνει νά κάνει ένα βήμα παρα­κάτω : '

Ό σύντροφός μας μουντάρισε. Κόλληοε πάνω του καβάλλα, κλείδωσε τά μεριά του σκληρά στο κορμί τοΰ τσαούς κι άρχισε νά τον δαγκάνει μέ λύσσα, παλαβά, στο σβέρκο, στά μάγουλα, στον ώμο. Τά σάλια του τρέ- χαν μο.ζι μέ τό αίμα. Μούγκριζε.

Χάλασε δ κόσμος άπ’ τίς φωνές. Τρέξαν καί τούς χωρίσαν >

Ειδοποιήθηκε αμέσως δ Διοικητής. Φρένιςισε : eO ■σύντροφός μας απομονώθηκε αμέσως. Τ’ άλλο πρωι τον μαστίγωσαν. Και τ’ άλλο. Τρεις μέρες σειρά. “Υστερα

τ ο ν στείλαν. Δέ μάθαμε ποΰ.

*

’Αρχίζω νά φοβάμαι γιά τό Μίλτο. Είναι χειρότερ*

Page 227: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= 2 2 8

άπ’ τον καθένα μας. Δέν τρ<ί>ει, δέν εχει ύπνο. Τά κόκ- καλα στό μοΰτρο πετάγυυνται ολοένα πιό ό'ξω.

Τόν βρίσκω νά γυρίζει κάτω απ’ τόν ήλιο.—Τί κάνεις ; τοΰ λέω.—Λείπει ενα ποδάρι ! Δέ μπορώ νά τό βρώ ! άπαντά,

στεναχω ρεμένα.Μετρούσε απάνω ώς κάτω ενα μικρό τόπο, λοξά, δια­

γώνια, άπ° βλες τις μεριές τόν είχε μετρήσει. Τώρα. εκανε επαλήθευση. Ειχε διαφορά ένα ποδάρι απ’ τήν πρώτη φορά.

—Θέλεις νά τό βροΰμε μαζί ; μέ ρωτά.Τόν παρακαλώ νά τ’ αφήσει. Παγαίνουμε στά συρμα­

τοπλέγματα.Κάτω απ’ τόν πηχτόν ήλιο, στό βάθος, γιαλίζει ένα

κομμάτι θάλασσα. Μιά μικρή στίξη. Λίγος καπνός. Θά. είναι βαπόρι.

Μένουμε ακίνητοι και σιωπηλοί.—Τί λες νά κάνουν τώρα κεΐ μέσα ; λέει ήσυχα μιά.

φωνή δίπλα, σ’ έ'ναν άλλον.—Ξαίρω ;...—’Εγώ λέω θ ά ρίχνουν κάρβουνο...—Μ πορεΐ...Πέρνα ακόμα κάμποση ώρα, έτσι.Τέλος γυρίζω στον σύντροφό μου:— ’Ά ϊν τε , Μίλτο, νά μάς πεις μιά ιστορία. Τότες ποθ­

ήσουν κάτω...Τινάζεται άπότομα, σά νά βγαίνει ξαφνικά άπ’ τις

σκέψεις του:— ’Ά φησε τα !—Δέ θέλεις ;"Ενα σκληρό, επίμονο:

Καθοΰμαστε στί] γίς. Ά π ό κοντά μας περνούν άλλοι σύντροφοι. Περπατούν κι αυτοί, υστέρα κάθουνται.’Ά λ ­λοι πιό πέρα σκαλίζουν τσιμπούκια. ’Ά λλοι γιαλίζουν τα νούμερά τους. Τά σκαλίζουν μέ βελόνες, νά γίνουν

Page 228: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

*ραΐα, τρυπίτσες εδώ, τρυπίτσες εκεΐ.—Ουφ ! άνεσαίνει δ Μίλτος βαθιά.Κοιτάζει τό νούμερό του. Τδχει δέσει στο στήθος.

Τό τραβά. Τό πασπατεύει λίγο. "Υστερα αρχίζει νά τό τρίβει στά γόνατά του, σιγά-σιγά κι ολοένα δυναμώνει. "Ωσπου τά χέρια του φτάνουν σέ μιά τρομερή νευρική κίνηση. Τότες απότομα πέτα κάτω τό νούμερο.

—Περπατούμε ;—Περπατούμε.Σηκωνοΰμαστε κι αρχίζουμε τις ατελείωτες βόλτες

■|ΐές τό κλουβί.

-it-

Τοΰτο φαντάζουμαι θά είναι. Αΰτό πού λεν οι λυ­ρικοί νεανίσκοι: Spleen. Μπορεΐ νάρθει και νά βραδιά­ζει μιά ολάκερη μέρα : τό μιαλό δέ θά φΰγει άπ" τό ση­μείο πού δρχισε τό πρωΐ. Στέκει εκεί, στήν ίδια στίξη. Τή σκαλίζει, τή μαλάζει, νά φτάξει ως τό άκρότατο δριο, οσο χωρεϊ . Κ ’ ετσι πού δέ φτάνει ποτές στό τέλος, •αδύνατο, τό μιαλό, σιγά—σιγά μουδιάζει, ναρκώνεται— ■φαντάζουμαι ι̂ ά- ε ϊν ε μιά ζύμη’ τί θέλει ;

’Έ τσι καί τήν α·ΰριο. Καί τήν αλλη. 'Υπάρχει ενα α­πόθεμα από στίγματα στον δρίζοντα πού μάς κλείνει. Α φ ετηρίες—γιά τις σκέψεις. Τάπ, άρπας ενα σήμερα. €)ά περάβει ή μέρα σου.

"Αν κάποτε φΰγουμε απ’ τά εργατικά τάγματα, ελπί- -ζω νά είμαστε τά πιο κριτικά μιαλά τοΰ κόσμου.

*

Έ π ί τέλους. Μάς ήρθε μιά ξαφνική ποικιλία. Ά ρ ι- $άρισε μιά μπατόλια τοϋρκοι πρόσφυγες άπ’ τήν Ε λ ­λάδα. Τούς βγάλαν στή Σμ\ιρνη. "Υστερα, προσωρινά, τούς μοιράσαν σέ διάφορα μέρη. Φέραν καί κατά μας. ”Ά διάσαν δυο μεγάλες παράγγες στό στρατόπεδο καί τίς

229—

Page 229: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= 2 3 0

χώρισαν μέ σύρματα. Τούς στέγασαν εκεί μέσα.ΤΗταν ίσαμε τρακόσοι άνθρωποι—γυναίκες, παιδιά, ο,τι>. θέλεις. Στήν αρχή κοντεύαμε μέ δυσκολία στά συρματο- ■ πλέγματα πού μας χωρίζαν. Μας βρίζαν φοβερά καί μας πετροβολούσαν. Οι μαφαζάδες τρέχαν πρός τά έκεϊ μή γίνει κανένα επεισόδιο—μάς σπρώχναν μέ καλό τρόπο νά τραβηχτούμε. 'Ύστερα γύριζαν στούς ομοεθνείς τους,, απ’ τήν αλλη μεριά. Τούς φωνάζαν :

—Ά ιπ ! Καί τούτοι ύποφέρνουν σάν καί σάς !Μά· σέ λίγες μέρες τά πράματα στρώσαν. Σέ πολλούς

δικούς μας τό -ψωμί πέρσευε. Ή ορε'ξη είχε λιγοστέψει- Πέρσευε καί τό φ α ΐ. Γιαυτό πολλοί κόντευαν στά σύρ­ματα καί ρίχναν τό περισσό ψοομί άπ5 τήν αλλη μεριά. "Ήταν εκεί γυναίκες καί παιδάκια. Τό μαζεΰαν γιατί τούς δίναν ασήμαντα πράματα, ενα επίδομα, νά ζήσουν πεινούσαν.

Τήν ώρα πού μοιράζουνταν σέ μας τό συσσίτιο άπ’ τήν «λλη μεριά, τά σύρματα, άραδιάζουνταν καί μάς περι- μέναν. Βαστούσαν κάτι τσουκάλια. "Ενας δικός μας Ικα­νέ ώμο. 'Έ νας όίλλος πατούσε κι ανέβαινε.’Έτσι χύ­ναμε πάνω άπ’ τά σύρματα, στά τσουκάλια τους τό φαί πού μας πέρσευε.

"Υστερα προχωρήσαμε: Μάς δίναν μέ τόν ίδιο τρόπο πάνω απ’ τά σύρματα τά παιδάκια τους. 01 αιχμάλωτοι τά κρατούσαν έ'να δυο ώρες. Παίζαν, τά ταΐζαν. Το- βράδι τά δίναν πάλι πίσω. Κ’ ύστερα πολλές ώρες μέναν σκεφτικοί.

’Έ τσι γινήκαν καί διάφορες φιλίες. Κ άθε παιδάκι, είχε έ'να δικό του φίλο στό στρατόπεδο. Αύτοι οι φίλοι, ήταν προπάντων μές σέ κεινούς πού είχαν μεγάλη ήλι- κία— φαμελίτες κάποτες. Μόλις τά παιδάκια βρίσκουν-- ταν στό στρατόπεδο ψάχναν καί τούς γυρεύαν μέ τά·,. μάτια.

— ’Έ κοριτσάκι, τί σέ λέν;— Μελέκ*.* "Αγγ*λθί·

Page 230: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

231=

—Ποιόν γυρεΰεις;Δέν ήξαιρε τ’ 6'νομά του, εγκωνε. Τέλος μουρμούριζε:—Νά, τό γέρο... τό γέρο μπουμπά...Τέλος τόν εβρισκε. Άγκαλιάζουνταν, χαδεΰουνταν,

•δστερα παίζαν κυνηγητό. Κάτι κορμιά ίσαμε κεΐ πάνω, οί δικοί μας τρέχαν, κρΰβουνταν, λαχάνιαζαν στον ηλιο.

Μιά φορά ή Μελέκ γύρευε πάλι το μπουμπά της. Ή - ' τ αν ενα μελαχρινό κοριτσάκι, ενας «άγγελος» ξυπόλυ­τος, έξυπνα μάτια, μιά σειρά δόντια σά χιόνι.

—Πούνε ό μπουμπάς;'Ο μπουμπάς είχε φύγει ξαφνικά γιά λίγες μέρες—

τόν είχαν αγοράσει σ’ ενα τσιφλίκι.Τό λεν στή Μελέκ:— ’Έφυγε.Τότε τό μωρό επιασε νά κλαίγει. Κ’ οΐ άλλοι γιά νά

τό μερώσουν, τοΰλεγαν πώς -θά ξαναγυρίσει.*

Μονάχα δ Μίλτος δέν έπαιζε μέ τά παιδάκια. Γυρί­ζαμε μαζί καί μαζεύαμε αποτσίγαρα. τΗταν πολύ δύ­σκολο νά πετΰχεις μές τό στρατόπεδο. Γιατί καπνίζαν μονάχα οι λίγοι πού είχαν λεφτά. "Ολοι οί άλλοι μα- ζευαν τ5 αποτσίγαρα τουτουνών,

Ό Μίλτος ήταν φοβερός θεριακλής. Τΰχαινε νά μήν πέσουμε πάνω σ’ αποτσίγαρο τρεις και τέσσερις ώρες. Δάγκανε ενα κομμάτι παν! - τοσκιζε.

Μιά μέρα που τόν είδα ετσι νά βασανίζεται είμαστε δίπλα σ’ έ'ναν τσαούς δικό μας: ’Ά νοιγε τό φυτίλι καί ξε- φτοϋσε τόν καπνό, τόν δρόσιζε. Παίρνω τήν απόφαση και κάνα) ενα βήμα—νά τόν γυρέψω ένα τσιγάρο γιά το Μίλτο. Τοϋτος τό κατάλαβε. Μέ τράβηξε ετσι απότομα π:ού έ'πεσα.

Δέ μιλήσαμε.

Παγαίναμε μαζί, καί καθοΰμαστε άποτραβηγμένοι

Page 231: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

ffs μιάν άκρη. Κοιτάζαμε τά παιδάκια πού παίζαν μέ τούς σκλάβους. Τά μάτια του παίρναν αυτή τήν έκφρα­ση πού άρχισε νά γίνεται μόνιμη. Στηλώ νοννταν καί μέναν ακίνητα ώρες στό ίδιο μέρος.

—Παίζουμε καί μεΐς μέ κανένα παιδάκι, Μίλτο;Ά ρνιοϋνταν επίμονα.~ ' ° » ·— Έ γώ θά πάω.Μοϋ ελεγε : πάνε.Πάγαινα κ’ έπαιζα ίσαμε πού κουράζουμουν. "Υστερα

γύριζα σιμά του.—Μές τήν καραβάνα μου είναι ό άλεμάν τσορμπαβί.

Δός τον, μανλεγε μ ’ ενα vcpog κουρασμένο.— Μά δέ -θά φας καθόλου ;— Δέ θέλω.Ή αποσύνθεση μέρα μέ τή μέρα, ωρα μέ τήν ώρα

ολοένα κυρίευε έδαφος σ’ αυτήν τήν τυραγνισμένη καρ­διά. "Εκοψε κα\ "εις βραδινές ιστορίες. Τόν παρακαλοΰ- σαμε νάρθει μάζί μας πού ξαγρυπνοΰσαμε κάτου άπ’ τή νΰχτα. Δέν ήθελε. Τραβιούνταν στό γιατάκι του και πλάγιαζε νωρίς. Δέν κοιμοΰνταν. Κοίταζε μονάχα τό ταβάνι μ’ ανοιχτά μάτια.

"Ενα πρωϊ μην λέει.— Δέ μπβροΰν νά γυρέψουν εργάτες, γιά δξου...— Τί θά κάνεις ;— Θά φύγω.Τόν άρμηνεύω, μπάς καί τολμήσει κάτι τέτιο. Ά π 5

οσο μαθαίνουμε, οί λιγοστοί πού φ εύγουν τώρα ό'ξω κά­νουν ανυπόφορη ζωή. Δουλεύουν σέ μπέηδες, μεγάλα τσιφλίκια, σά σκυλιά.

— Δέν είσαι χώί καλά, Μίλτο. Ποΰ θ ά πας ;— Μά δέν καταλαβαίνεις, λοιπόν, πώς.,.μέ κόβει «-

γριά.Ά , καταλαβαίνω απ’ τά σκοτεινά μάτια του. 'Ο διά-

ολος ξαίρει π οί5 μπορεΐ νά ξεσπάσει τό στυφό μπουρίνι.Σέ λίγες μέρες δέκα εργάτες πάγαιναν νά δουλέψουν

= 2 3 2

Page 232: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

2 3 3 =

στά χτήματα Ινοΰς πασά. Ό Μίλτος ήταν μαζί τους.Μονάχος tov συλλογίζομαι πού εφυγε. Τί θά γίνει

-αυτό τό ξεχαρβαλωμένο κορμί ;

*

Σέ λίγες μέρες ήρθαν στό στρατόπεδο καί γύρεψαν τρεις χτίστες κ ’ εναν πουργό. Θά δούλευαν σ’ ενα σκο- λιό. Τά καταφέρνω νά πάγω γιά πουργός.

""Ηταν νά διορθωθούν κάτι τοίχοι.Τό πρωί πού παγαίναμε τά σκολιόπαιδα δέν είχαν

«ρθει ακόμα. ’Έρχουνταν αργότερα. Καί δυό δασκάλες. Ή τα ν δυό νέα κορίτσια, δέν κρΰβουνταν «πό μας. Το πιο νέο, κατάξανθο εβαζε τά μικρά καί κάναν στό ύπαι­θρο προσευχή. "Υστερα άρχιζε νά τά διδάσκει. Ταλεγε Ιστορίες γιά τούς προγόνους τους.

— Ό ντά ν σόρα...*Τό πρόφερνε γλυκά, μελωδικά. Ά ρ γο πορονσα, περ­

νώντας δίπλα μέ τόπηλοφόρι, γιά ν ’ άκούσω τό «δντάν «όρα*. Τδλεγε πολλές φορές.

— Ό ντά ν σόρα..— Βάλε άσβεστη ! φωνάζαν οΐ χτίστες νά στρώσει ή

,λάσπη.Στή δουλιά, απάνω μας, επιστατούσε ενας δάσκαλος.

’Αψηλός καμιά πενηνταριά χρονώ, αγαθά χέρι», άγα- -θές μασέλες

Μιά μέρα τοϋτος έρχεται από πάνω μου. Σκάλιζα τον άσβεστη. *

— Είσαι πολύ μάστορης, παιδί μου, μοΰ λέει. ΙΙουρ- γός ήσουν καί πρίν ;

Ξεχνώ τή λέξη «μαθητής» στά τούρκικα. Τήν ήξαιρα. Σκαλίζω νά τή βρώ. Τίποτα.

-—’Ό χι. Νά... μεκτέπ.. *—Τ ί ; κάνει απορημένος δ δάσκαλος.* "Υαχερο άπ’ αύτό...* Σκολιεό.

Page 233: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

—Σαν εσΰ, μεκτέπ..— “Α, ά, προςρεσσέρ ; κάνει σά νά μπαίνει στο νόημα.ΤΙ μαθητής, τ'ι δάσκαλος :— Ναί, προφεσσέρ, τοΰ λέω.'Ο δάσκαλος δέν ξαίρει τι λόγια νά δείξει τή χαρά

του γιά τούτη τήν ανεύρεση συναδέλφου. "Αλλο γαλλικό- δέν ήξαιρε. Μέ χαδεΰει στον ώμο.

—=Έ , πάλι θά γίνεις, μήν πικραίνεσαι.Μέ ρωτά αν τά δικά μας σκολιόπαιδα εινε τζαναμπέ-

τικα σαν τά δικά τους. Τσακώνω πού λέει τή λέξη «μα­θητής». Μά δέ μπορώ πιά ν= αλλάξω. Έ δώ που τά λέμε.· και γιά προφεσσέρ δέ μοΰ πάει ά'σκημα.

'Ο δάσκαλος μ’ ά'φην? πολλή ά'νεση στή δουλιά. ’Αρ­γούσα νά πάω τή λάσπη στους μιαστόρους; εκανε πώς. δέν ε'βλεπε. Μονάχα άν τΰχαινε νά φανεί στο κεφα­λόσκαλο ή διεΰθυνση, τρομοκρατημένος, εμπηγε μιά, φωνή :

—"Αϊντε, προφεσσέρ! Τσαμοΰρ ! *Μιά μέρα εβγαλε άπ5 τό λιγδωμένο πορτοφόλι του

κα'ι μ5 εδωσε δυό πεντάγροσα. Νά πάρο) τίποτα άν θέ­λω. Πόσους μήνες είχα νά πιάσω μονέδα ;

Τήν έκρυψα στοργικά.★

Ή δουλιά στο σχολιο βάσταξε οχτώ μέρες. Τήν τε­λευταία, γυρίζοντας στο στρατόπεδο μαθαίνω άπ’ τήν πόρτα κιόλας τό νέο.

— Φέραν τό Μίλτο !Τρέχω στο κουβουσι μας.Είναι ξαπλωμένος. ’Ανάσκελα. "Ενα αψύ κίτρινο

χρώμα τρέχει πάνω στο τσιτωμένο πετσί, στο μοϋτρο.— Μίλτο !Τίποτα.

* Λ άσπη.

= 234 .

Page 234: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

— Μίλτο...Τά μάτια σαλεύουν άργά.—Έ σύ είσαι, Ή λ ία ; ..— Έ γώ είμαι Μίλτο. Γιατί τυκανε;;— ’Έ ...Δέν έχει πυρετό. Δέν ξαίρω τί είναι. 'Αγοράζω τσάϊ

και ζάχαρη μέ τό ενα πεντάγροσο."Ολη τή νύχτα κ’ δλη τή μέρα δέ φεύγω από σιμά

τον. Βράζω τό τσάϊ σ’ ενα ντενεκεδάκι πολλές φορές ως που τό νερό δέν κιτρινίζει, πια.

Δέ βάζει στο στόμα τον τίποτα αλλο. Φαίνεται νά εχει φοβερούς πόνους στο στομάχι. Δαγκάνει τά χείλια.

Τήν ά'λλη μέρα μαθαίνουμε ενα νέο: Στήν αποστολή, οΐ έ'λληνες υπήκοοι πού φύγαν γιά τήν Ελλάδα γινήκαν πράματα κα! θάματα. Οί πιο πολλοί άπ’ αυτούς δέν ήταν οΐ πραγματικό! πού έ'πρεπε νά φύγουν. Ό Διοικη­τής τοΰ τάγματος τά κανόνισε μέ τό Γιοβάν τσαούς. Βούτηξε μίζες κ” έστειλε οποίους ήθελε. ’Έ γιναν ανα­κρίσεις. Διαβάσαν τόν κατάλογο στο στρατόπεδο. Μές τά πραγματικά ονόματα ήταν και τοΰ Μίλτου.

Τοΰ τό λέω.— ’Ήσουν κα! σύ Μίλτο.Δέν πειράζεται, δέν αγανακτεί. Δέν υπάρχει πια από­

θεμα.—Τώρα πιά...μουρμουρίζει κουρασμένα.Μέ παρακαλεΐ νά τοΰ βρω έ'να τσιγάρο.— Μή γυρέψεις...— ’Ό χι Μίλτο. Θά μαζέψω.Βγήκα κα! μάζεψα αποτσίγαρα. Γύρε\1>α μονάχα τσι­

γαρόχαρτο. Τούφκιαϊα τό τσιγάρο μπροστά του, νά βε­βαιωθεί.

Τράβηξε έ'νο δυό ρουφηξές και τό πέταζε.Μέρα μέ τή μέρα πλησιάζει.

Ή Μελέκ, τό παιδάκι, έμενε ακόμα έκεϊ δίπλα. Δέ φύγαν. ’Έρχεται τώρα πιο συχνά στο στρατόπεδο και

235 =

Page 235: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

παίζει. Ε πειδή άρχισε νά κάνει ψυχρά οί αιχμάλωτοι τβ φέρνουν μές τήν παράγγα. Παίζουν μαζι τόν κυνηγητό. Κάνουν θόρυβο.

—”Ε I φωνάζω κάποτες θυμωμένα. ’Εδώ είναι άρρω­στος!

Ό Μίλτος μοϋ πιάνει τό χέρι.— Δέν τ ’ αφήνεις...Ή Μελέκ συμμαζεύεται φοβισμένα κ* ερχεται πρός

τβ μέρος μας.— Τί εχεις μπουμπά ; λέει στό Μίλτο.Καμιά άπάντησιι.Σέ λίγο τό γυρεΰουν. ΦεύγειΤήν αλλη μέρα που ερχεται, πάλι κοντεύει στό Μίλτ©

και τόν ρωτά δειλά.— Τί εχεις μπουμπά ;Τό παίρνω κατά μέρος. ’Έ χω ακόμα ένα πεντάγροσο.

Ό Μίλτος μοϋ γυρεύει μονάχα τσιγάρο. Δίνω στή Με- Αέκ τό χαρτί καί τήν άρμη νεύω.

Φεύγει και γυρίζει σέ λίγο, μ’ ενα φυτίλι καπνό στ»χέρι·

Τό δίνει, φοβισμένα, στό Μίλτο -— Ά λ , μπουμπά...Το σκληρό κοκκαλιασμένο χέρι κουνιέται δειλά σ’αΰτή

ϊήν απρόοπτη τρυφερότητα. Παίρνει τό φυτίλι. Τά δά­χτυλα χαδεύουν αλαφριά τό μικρό χέρι. Μιά, δυό. Τά μάτια στηλώνονται πάνου στό παιδικό μούτρο. Κοιτά­ζουν. Κοιτάζουν.

Τό ϊδιο βράδι ό Μίλτος μέ φωνάζει σιγανά :— Ή λία , κρυώνω...Τόν σκεπάζω μ’ δ,τι τσουβάλια εχο>. Κρυώνει ακόμα. Πολύ αργά τή νύχτα εχει συνέρΦει. Μοϋ λέει ήμερα

πώς mi! $·« ταξιδέψει.— Τί λες ; Τί λ ές! πολεμώ νά τοΰ δώσω κουράγιο.

Πρέπει νά πάμε αντίκρυ.—Ναί, παιδί μου, έσυ ■θά πας. Χρειάζεσαι. ’Εγώ...

= 2 3 6

Page 236: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

Τήν αλλη μέρα ήταν πιο ήρεμος. Κατά το βράδι άρχισε νά χάνει τις αισθήσεις.

Ξάγρυπνοι με μαζί μ’ εναν αλλο σύντροφο. “Ενα λυ­χνάρι άνάβ«ι. Τό λίγο φώς αταχτεί. Τά κόκκαλα πετα­μένα στό μοΐτρο σά νά εχει κοπεί μέ μπαλταδιές, ζερβά, §εξά.

’Έ τσι, κα-θιστόν, μιά στιγμή μέ παίρνει δ ΰπνος.Πόση ώρα πέρασε ; "Ενα χέρι μέ σπρώχνει.—’Έ ...Ξυπνώ. Είναι ό σύντροφός μου. Μοϋ δείχνει τό χέρι

τοΰ Μίλτου.— Πιάσε...Φοβισμένα πάω ν’ αγγίξω τό μαραμένβ χέρι. eG

πάγος απλώνεται στ'ις φλέβες μου μέ τήν πρώτη επαφή.— Δέν είναι ;Τόν κοιτάζω χαμένα:— Ναί, είναι.

Τόν -θάψαμε, τό πρωΐ σ’ έ'να λάκκο οξω άπ’ τά σύρ­ματα. Δούλεψα μ’ έ'ναν Άλλον γιά νά τόν ανοίξουμε. Σάν τόν σκέπασε τό χώμα τό πατήσαμε γιά νά γίνει ενα μέ τήν ά'λλη γίς. Κανένα σημάδι. "Ενα δυο καθυστερη­μένα παλιολονλονδα ήταν δίπλα. Τά ξεριζώσαμε μέ τά σκλη#ά ροζιασμένα χέρια.

Σέ λίγο στό στρατόπεδο ήρτε ή Μελέκ. Τ όν γυρεύει— Τί εγινε δ «χαστά (*) μπουμπάς» ;Τό φυτίλι δ καπνός είναι, πες, άγγιχτο. 'Ο Μίλτος

δέν πρόκανε. Τό δίνω στό μωρό νά τό πουλήσει *έ κα­νένα αιχμάλωτο. Νά πάρει νά «ράει χαλβά. Μά αυτέ επι­μένει.

— Τί εγινε δ μπουμπάς ;— ’Έφυγε, Μελέκ.— Θά ξανάρΦει;Τί νά τοΰ π ώ ; Τοΰ χαδεύω τέ μικρό κεφάλι.— Θά ξαν«ρ#ει, Μελέκ.

{*) ΆρρωοΕος.

237 =

Page 237: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

= 2 38

2 0

Κανένας μήνας ακόμα πέρασε- ΙΙατοΰσα στον 14ο από τότες πού ήμουν στά εργατικά τάγματα.

’Έ πιασε νά κρυώνει. 'Έ να πρωί εβρεξε λίγο. “Ενας ενας αρχίζουν οί σκλάβοι νά ετοιμάζουν τά τσουβάλια τους, νά τά ράβουν, γιά τό κρΰο. Ε ίνα ι θλιβερό. Πολύ.

"Ως τόσο μέρα μέ τή μέρα τά νέα πληθΰνουν. "Ολοι μ«ς λεν τή γλυκιά λέξη :

—Μουμπαντελέ.Α κόμα κ ’ ή Μελέκ τδμαθε καί μάς τό λέει.— ’Αλήθεια, θά φύγετε ;Τέλος ενα βράδι δ άράπης μας τό ανακοινώνει επί­

σημα : Σέ καμιά βδομάδα φεΰγουμε. Θά μπαρκάρουμε απ’ τή Σμύρνη.

Κανείς πιά δέ βγαίνει δξω άπ’ τό στρατόπεδο. Κάτι μικροαγγαρεΐες ποΰ μάς. βγάζοχ>ν, νά κουβανήσουμε τά ψωμιά μας, κ’ εκεί ακόμα κανένας δέ θέλει νά πάει. Φοβούνται.

Αυτές τις τελευταίες μέρες τρώμε καλά. Κρέας. Τό βράδι μάς δίνουν καί χοσάφ. Οί πιο πολλοί δέν έχουν όρεξη: Είναι μιά χαρά πού γεμόζει τά κορμιά, τά χεί­λια, τά μάτια. Μιά άλαφρή συγκίνηση σάν δταν είναι ν’ ανταμωθείς μέ γυναίκ.α.

Τά σκυλιά μας τρων μπόλικο κρέας.Μονάχα οί τσαοΰς οί δικοί μας, μένονν συλλογισμέ­

νοι. Δέ μιλιούνται. Τρέμουν. ’Ατάραχοι είναι κ’ οί Πη- γάσιοι, Σά νά μή γίνεται τίποτα γι’ αύτουνοΰς. Γυρίζουν τή ρόκα. Δέ βαριέσαι.

'Έ να πρωί σταματούν δξω απ’ τό στρατόπεδο μιά σειρά αραμπάδες. Δέματα στολές. ΕΤναι κάτι μαΰρα ρονχα, φτηνό ντόπιο ύφασμα χωρίς φόδρα. Παίρνουμε

Page 238: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

τή διαταγή νά πετάξουμε τά τσουβάλια και νά ντυθούμε μ3 αυτές. Μας δώσαν και κάτι άρβύλες πάνινες μέ ξύλινο πάτο.

"Οσοι έτυχε νά βρεθούν σκόρπιοι, από καιρό, σέ δουλιές στά χωράφια άρχισαν νά συγκεντρώνουντ*ι κι αυ­τοί στό στρατόπεδο. "Ενα μεσημέρι φέραν και τούς πα­λιούς μου συντρόφους dit’ τό ΚΛρκαγάτς.

Τρέχω σιμά. CH χαρά τους δέ γράφεται. 'Ο Γιάν­νης ό γιαπιτζής, μέ χτυπά στον ώμο, μοϋ δίνει χαστού­κια, ψάζει τά μπράτσα μου.

—Μωρέ Ή λία ! Μωρέ Ή λία ! Σύ έ'γινες αντρας !Πιάνει τίς χούφτες μου μέ τό σκληρό πετσί, τά ψη­

μένα χέρια, δές...Δέ μπορεΐ νά τό χορτάσει.— Θυμάσαι πού εκλαιγες στό Κιρκαγάτς, γιά τά σακ-

κιά ; Θυμάσαι...Έ μ δέ θυμάμαι; Τότες δά έτρεμα καί τά ποντίκια.—’Ή μουν παιδί Γιάννη.— "Ωχ τόν ά'ντραρό μου, μέ πειράζει και χαμογελά α­

γαθά.

’Έρχεται τό βράδι. Άποτραβιούμαστε σέ μιά γωνιά μέ τό Γιάννη.

— Ποιος νά τδλεγε Ή λία. Ποιος νά τολεγε πώς θά. ζήσουμε...

Οί μακρινές αναμνήσεις ερχουνται μιά-μιά, περνβϋν, στέκουν. Πάλι περνούν.

—Συλλογίσου—-θυμάται ο Γιάννης. Μ’ επιασε καί μέ τράβηξε. "Υστερα ό τσαούς είπε: εχουμε εναν άλλον. Τό είπε τήν τελευταία στιγμή. Μ’ άφησαν και πήραν •«ύτόν...

Τ ’ άναμασσά άφηρημένος. Δέν καταλαβαίνω.—Γιά τί λες ;■—Γιά τό «ξάφρισμα», λέω. Δέ θυμάσαι ;Τσιμουδιά.— Δέ θυμάσαι πού πήραν τόν Ηρόδοτο ; '0 άξιωμα-

Page 239: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

τικός είχε τραβήξει έμενα, μά υστέρα δ τσαούς τού ε!π& νά πάρουν τόν αγαθό. Μ” άφησαν και πήραν «ύτόν...

— Nett... Ναί... ”Α ! Έ σύ ήσουνΜές τήν ήσυχη ατμόσφαιρα ή λεπτομέρεια έρχεται*,

μουδιάζει τά μάτια, τή φωνή., Ναί. Τότες δέν ήταν % ενα ψελλουκάπι άπό πεϋκο...

Ά κουγω τό Γιάννη πού μουρμουρίζει πώς δ Θεος •θά τ© θέλησε ετσι. Νά τά ξαναϊδεΐ :

Τά δυό παιδάκια π©ύ φυγαν. °Ώχ, θά τοΰ ανοίξουν τ« μικρά χέρια, τραλαρά ! Τραλαρά !

*

Τελευταία βραδιά στό στρατόπεδο. Φωνές, τραγούδια., Gt χαρούμενοι ήχοι ανεβαίνουν ψηλά( γελούν, χάν&νν ρεβερέντσες—φιλώ τό χέρι σας. Οι μαφαζάδες παίρνουν τ'ις καραβάνες κ’ ερχουντβι νά φαν μαζί μας. Κάνουμε μεγάλες παρέες. Στά ήμερα μάτια τους σέρνεται ή χαρά,, μάς τή φανερώνουν μέ κάθε τρόπο.

—Γλυτώσατε, πιά, «ρκαντάς! Γλυτώσατε! Μά εμείς πότε...

Αυτοί πού έχουν κάνει πιό στενές φιλίες μ3 αιχμαλώ­τους, και δέν εινε λίγοι, συλλυγίζουνται πικραμένα πώς δεν είναι πιά νά ξανανταμωθούν. Καμιά φορά. Τό αίσ~ θάνουνται, απόψε, σάν τελευταιον αποχαιρετισμό. Παίρ­νουν εν« δειλό ΰφος, διστάζουν νά τ® ποΰν πώς αν καμ- μιά φορά χτυπούσαν..

— Τι νά κάνουμε καί μεϊς,άρκαντάς.Ποιός τό ήθελε...

'Ο Γιάννης εχει ένα μικρό τσιμπούκι : φτηνό, ενα πεντάγροσο, ξύλινο.

— Ποΰ τ© βρήκες; τόν ρωτώ.— ’Α π’ τόν Σουλεϊμάν.Μοΰ λέει : "Ενας μαφ®ζάς. Ε ιχε κιαυτές τρία παιδά­

κια. Σάν τό Γιάννη. Τά θυμούνταν μαζί.Τήν τϊλευτάία μέρα πού φεύγαν ot δικοί μας άπ5 τ4·

= 2 4 0 .

ι

Page 240: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

2 4 1 =

Κιρκαγάτς δ Σουλεϊμάν εβαλε τό φτηνό τσιμπόΰκι στ« χέρια τοΰ Γιάννη. Και τόν κοίταζε μονάχα. Μονάχα τόν κοίταζε.

'Η διαταγή είναι πώς κανείς δέ θά πάρει σκυλί μαζί του. Τί Ικανέ, λέει ; Κ’ ή -'Α γία Ζώνη» ; Σκίζω ένα τσουβάλι και τό κάνω σακκίδιο. Χώνο3 μέσα τό μι­κρό σκυλί, τό σκεπάζω μέ ψωμιά και παλιόπανα. Τό ζό καταλαβαίνει πώς κάτι τρέχει και δέν κουνιέται.

Πρωί'. Βγαίνουμε δξω απ’ τά σύρματα γιά τό ξεκί­νημα. "Ενας σκοπός κάθεται πίσω στην πόρτα και διο> χνει τά μαντρόσκυλα μην ακολουθήσουν.

Ξεκινούμε. "Ενα βήμα, δυό βήματα, πενήντα μέτρα εκατό. Σιγά σιγά τό στρατόπεδο σβΰνει, χάνεται άπ’ τά μάτια μας. Γυρίζω γιά τελευταία φορά. Πολεμώ νά μαν­τέψω κατά ποΰ νάναι— ενας τάφος.

Τίποτα. 'Η γΐς ίδια, βουβή, ατελείωτη.Σέ λίγο δλα έχουν χαθεί. Μονάχα άπ’ τά σκυλιά πού

ουρλιάζουν δλα μαζί καταλαβαίνοΐ'με κατά ποΰ, πέφτει ό τόπος.

·*Νΰχτα. Τό «Αρχιπέλαγος? κατάφωτο, παστωμένο

μάζα. Ταςιδεΰουμκ. ’Έγιναν κάτι φασαρίες. Οί αιχμά­λωτοι χυμήξαν νά ρίξουν στή θάλασσα τούς τσαουσάδες μας. Ό καπετάνιος γιά νά τούς γλυτοίσει τούς κλείδο)σε.

Σ τ5 αμπάρια κάνει πολύ ζέστη. Μέ τό Γιάννη ανε­βαίνουμε πάνου. Δίπλα στο φουγάρο. Βγαίνει ατμός. 'Η ψύχρα κόβεται.

Κ αθοί’μαστε. Τ" άστρα γιαλίζουν, τρέμουν. Μές άπ’ τό κήτος ανεβαίνει fj ίδια, σάν χτες, χαρούμενη βουή. Οί φωνές φτάνουν άνεκατωμένες, τραγουδοϋν, τεντώ­νουν πρός τά ψηλά, διαλτ'ιουνται— απ’ τόν ατμό,

Ό Γιάννης λέει, λέει. Δέ βαστιέται άπ’ τή χαρά του. Μέτρα πόσες ώρες ακόμα μένουν—μιά μέρα—τό πολύ δυό, πού ΊΜναι μαζί τους.

—Θά μέ περιμένουν ; λέει. ΧΙοϋ ! Τσοΰπ ! <§» πέτα-

Page 241: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

=*s-an#as·..

χτ» σά φάντης. νΩχ, τό. πιό μικρούλη ίΜχ&ι τώρα με­γαλώσει, Φά λέει σωστές κουβέντες...

—Γιάννη !Ή φωνή είναι βαριά, τραχιά. Ξαφνιάζεται. Κόβει τό

παραλήρημα απότομα, τσάφ !Πολέμα νά μέ διακρίνει στό σκοτάδι,— Τί Φέλεις ;Τοΰ πιάνω τό μπράτσο. Τό σφίγγω.— Γιάννη. Κουράγιο...— Τί τρέχει... Φά πεις ! φωνάζει εξω φρενέϋν σά νά

μαντεύει κάτι φοβερό.Τοΰ τό λέω: Δέν είναι πια νά τούς 'ξαναδεϊ.Τά λίγα λόγια πέφτουν ενα-ενα. Τάκ. Τάκ. Τόν βρί­

ζ ο υ ν άνεσηκωμένον·. Τό μοΰτρο του μές τό μοΰτρο μο,υ. Βλέπω τά καθ-αρά μάτια του που σιγά-σιγ.ά άπομακρ,ύ:- νουνται.

Πέφτει χτυπημένος.

Περνοϋν μιά δίρα, δυό ώρες, τρεις; Καμιά κουβέν­τα έγ» κι αυτός. Σιωπή. Ά σ τρα . Κ ’ οί φωνές στό κή- . τος λουπάξαν. Τίποτα. Τό πέλαγο μονάχα, που σπά. Μακριά, σ’ έ'ναν κάβο, sva ψώς σβήνει, ανάβει. Πάλι.

Χαράζει.Τ» σκοτεινό σώμα άντίκρυ μου σαλεύει.Θά μο\>8ιασε.

Ναρκωμένο, ανοίγει τά χέρια, νά δώσει κίνηση στό αιμ*. Άνεσαίνει βα-θιά.- Ά χ . ; .— Κρυώνεις ; τοΰ λέω σιγά,Μιά κουρασμένη κίνηση. Τί σημασία εχει ...—Σέ λίγο Φά βγει 6 ήλιος... μουρμουρίζει αδιάφορα. Κοιτάζω, βαθιά, αυτήν τήν απροσδιόριστη γραμμή,

πού πάει νά γίνει φλόγα.— Ναί, σέ λίγο.

Τ Ι ΛΟΣ

Page 242: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής) - Ηλίας Βενέζης

TO X X EA IO TOY ΕΗΟΦΥΛΛΟΥ Ε ΙΝ Α Ι Δ ΟΥ Λ ΕΜ ΕΝ Ο AIT TO N

ΓΙΑ Ν Ν Η Μ ΑΡΟΥΛΗ