Αφιέρωμα Παραλλαγές2lyk-diap-ellin.att.sch.gr/efimerida/horis_synora.1.8.pdf ·...

30
Το περιοδικό εφημερίδα του 2 ου Λυκείου Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης Έτος 1, αριθ. φύλλου 8 (Ιούνιος 2007) τιμή: 0€ Ε Ε 1 Ε Ξ Ξ Ξ Τ Τ Τ Ρ Ρ Ρ Α Α Α Τ Τ Τ Ε Ε Ε Υ Υ Υ Χ Χ Χ Ο Ο Ο Σ Σ Σ Ε Ε Ε Ξ Ξ Ξ Ε Ε Ε Τ Τ Τ Α Α Α Σ Σ Σ Ε Ε Ε Ν Ν Ν ( ( ( Σ Σ Σ Υ Υ Υ Ν Ν Ν Ε Ε Ε Χ Χ Χ Ι Ι Ι Ζ Ζ Ζ Ο Ο Ο Υ Υ Υ Μ Μ Μ Ε Ε Ε ) ) ) 5 μέρες! σελ. 4 Μνήμεςρίζες σ.11-12 Ξένη λογοτεχνία σ. 20-22 Οικολογία σ.28 Παλιοί μαθητές σ.23-26 Σχόλια σελ. 30 Κόμικς σελ. 5-10 Απόψεις σελ.27 Αφιέρωμα: Παραλλαγές Σελ. 13-19

Transcript of Αφιέρωμα Παραλλαγές2lyk-diap-ellin.att.sch.gr/efimerida/horis_synora.1.8.pdf ·...

  • Το περιοδικό – εφημερίδα του 2ου Λυκείου Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης Έτος 1, αριθ. φύλλου 8 (Ιούνιος 2007) τιμή: 0€

    ΕΕ

    1

    ΕΞΞΞΤΤΤΡΡΡΑΑΑ ΤΤΤΕΕΕΥΥΥΧΧΧΟΟΟΣΣΣ ΕΕΕΞΞΞΕΕΕΤΤΤΑΑΑΣΣΣΕΕΕΩΩΩΝΝΝ (((ΣΣΣΥΥΥΝΝΝΕΕΕΧΧΧΙΙΙΖΖΖΟΟΟΥΥΥΜΜΜΕΕΕ………)))

    5 μέρες! σελ. 4 Μνήμες… ρίζες σ.11-12

    Ξένη λογοτεχνία σ. 20-22Οικολογία σ.28

    Παλιοί μαθητές σ.23-26 Σχόλια σελ. 30

    Κόμικς σελ. 5-10 Απόψεις σελ.27

    Αφιέρωμα: Παραλλαγές

    Σελ. 13-19

  • Αυτό είναι το τελευταίο τεύχος της σχολικής χρονιάς. Το τεύχος των εξετάσεων. Η αλήθεια είναι πως οι εξετάσεις είναι κάτι διπλά δυσάρεστο για μένα. Γιατί δεν σηματοδοτούν μόνο μια εποχή άγχους, αλλά και το τέλος ενός ακόμα χρόνου στο σχολείο. Καλά, τρελός είσαι; θα φωνάξουν στο σημείο αυτό αρκετοί μαθητές μου (ίσως και κάποιοι από τους καθηγητές). Μετά τις εξετάσεις έρχονται οι διακοπές! Έρχονται, και τις έχουμε τόσο ανάγκη όλοι… Αλλά, αφήνοντας πίσω μου μια χρονιά που (πέρα από τα όσα ευχάριστα και δυσάρεστα έκρυβε για τον καθένα από μας) επεφύλαξε για όλο το σχολείο ένα σημαντικό (!;…) εκδοτικό γεγονός, έρχεται μοιραία η ώρα των απολογισμών, και, μαζί μ’ αυτούς, των αποχαιρετισμών. Οι περισσότεροι από τους μαθητές με τους οποίους, μια ολόκληρη χρονιά, τσακωνόμασταν και συνεργαστήκαμε για την έκδοση της εφημερίδας, δεν θα είναι του χρόνου εδώ μαζί μας. Περάσαμε πολλά μαζί. Υποστηρίξαμε ο ένας τον άλλο όταν δεχτήκαμε αδικαιολόγητες (μερικοί ισχυρίζονται: δικαιολογημένες) επιθέσεις, σπάσαμε ο ένας τα νεύρα του άλλου, υποβάλαμε τις παραιτήσεις μας, ο ένας στον άλλο. (Την τελευταία φορά, ήμουν εγώ αυτός που το διέπραξε… «Αν δεν μπορείτε να συνεργαστείτε μαζί μου, ψάξτε να βρείτε άλλο καθηγητή…»). Σ’ αυτά τα παιδιά, που δεν θα είναι στο σχολείο του χρόνου, θέλω να αναφέρεται το τελευταίο μου κείμενο στο τελευταίο τεύχος της πρώτης χρονιάς του Χωρίς Σύνορα. Χωρίς αυτά, άλλωστε, δεν θα είχε υπάρξει ούτε πρώτο, ούτε τελευταίο τεύχος. Χωρίς τη Γιασμίν, που σχεδόν με έσπρωξε (σχεδόν παρά τη θέλησή μου) να συμμετέχω σ’ αυτή την προσπάθεια. Χωρίς τις εμπνεύσεις, τις παρορμήσεις της Ναταλί (που συνέχισε ακούραστη να φέρνει τα κείμενά της μέχρι την τελευταία στιγμή, όταν ο περισσότερος κόσμος είχε πια κλατάρει). Χωρίς τη σίγουρη, την καθησυχαστική σχεδόν βοήθεια της Σάντρας. Χωρίς το κουράγιο της Σάρας, που αρκετές φορές επέμενε μόνη της στα φωτοτυπικά, όταν οι άλλοι είχαν (πια) το μυαλό τους αλλού. Χωρίς την ψυχραιμία του Μπάρτος και το ενδιαφέρον του Λουκά. Χωρίς τα κόμικς και τα σχέδια της Όλγας. Χωρίς το “υφάκι”, αλλά και τις ιδέες του Άρβεν. Χωρίς τα κείμενα της Άιζα, που (επαν)εμφανίστηκε στο σημείο εκείνο που η εφημερίδα την είχε περισσότερη ανάγκη (αναφέρομαι, φυσικά, στην αρχή). Χωρίς την Κλεμεντίνα, τέλος, που, χωρίς το (πρώτο) κείμενό της στα χέρια μου, δύσκολα θα είχα πειστεί να αναλάβω αυτή την έκδοση…

    M.C. Escher, Απελευθέρωση

    Παιδιά, δεν ξέρω αν θα θυμάστε (και για πόσο) αυτό το σχολείο κι αυτή την εφημερίδα. Όμως είμαι σίγουρος πως το σχολείο (και η εφημερίδα) θα σας θυμούνται για πολύ…

    Γ. Σ.

    2

    Συντακτική ομάδα : Μπιάνκα , Σαντρα , Ναταλι , Ιουλ ια , Κλεμεντινα , Γιασμιν , Μπάρτος , Λουκας , Αιζα , Σαρα Σελιδοποίηση : Όλγα , Γιασμίν , Λουκάς , Μπιάνκα , Ιουλ ία , Μπάρτος Δακτυλογράφηση : Μπιάνκα , Γιασμίν , Μπάρτος Τι -Τζει , Σαντρα , Λουκας , Ναταλι Ειδησεογραφία Γιασμιν , Σαρα , Αιζα , Γιάννης Συνεντεύξεις Κλεμεντ ινα Εικονογράφηση Αρβεν , Ολγα , Σαντρα Επιφυλλίδα Παυλος , Μπάρτος , Αιζα , Γ ιασμιν Engl ish dept. Αντρεα Τέχνη / Πολιτ ισμός Σάντρα , Όλγα , Σαρα , Ναταλι , Γιοχαν , Μπάρτος Μουσική Γιοχαν , Λουκας , Ναταλι , Μπάρτος Τεχνολογία / Οικολογία Λουκας , Ιουλ ια Αθλητικά Παυλος , Τι -Τζει , Μπάρτος , Μπιανκα , Γιαννης , Λουκας , Γ ιασμιν Κριτ ική Ιουλ ια Ποίηση - Λογοτεχνία Αιζα , Ναταλι , Κλεμεντινα Ειδικά Θέματα Παυλος , Γ ιασμιν , Σαντρα , Μπαρτος , Λουκας , Αιζα Καθηγητές : Γιώργος Σαραφιανός , Άννα Μαρία Μαργαρίτη

  • Το άγχος των μαθητών της τρίτης λυκείου όλο και αυξάνεται: ημέρα 19 Μαΐου του 2007, οι μαθητές γράψαμε πανελλήνια το μάθημα της έκφρασης έκθεσης γενικής παιδείας, ευτυχώς τα θέματα ήταν πιο εύκολα απ’ ό,τι φανταζόμασταν. Βγαίνοντας από την αίθουσα 2 στην οποία έγραφα, άκουγα τους συμμαθητές και φίλους μου να μιλάνε ενθουσιασμένοι για τα αποτελέσματα· αυτό φυσικά μου έδωσε μεγάλη χαρά! το να γράφει κανείς εξετάσεις είναι κάτι το οποίο δε μας είναι και πολύ ευχάριστο, για αυτό και χρειαζόμαστε και τη κατάλληλη στήριξη από γονείς, φίλους και ειδικά από τους καθηγητές μας. Μέσα από αυτό το άρθρο πάνω στο θέμα των εξετάσεων, θα ήθελα να ευχαριστήσω δυο μέντορες και ‘’συνεργάτες’’ μου, τον κύριο Γ. Σαραφιανό και τη περσινή μας καθηγήτρια των νέων ελληνικών, τη κυρία Ε. Αντωναράκου, η οποία με έχει στηρίξει σημαντικά! Αυτό φυσικά δε σημαίνει πως και οι υπόλοιποι καθηγητές δε στέκονται δίπλα μας και μας υποστηρίζουν. Όπως και εμείς, το ίδιο και εκείνοι έχουν μεγάλο άγχος για τα αποτελέσματα, κουράγιο κυρία Σιούτη, όλα θα πάνε καλά!! Μακάρι να είναι και τα άλλα θέματα των πανελληνίων τόσο εύκολα, και όταν λέω εύκολα εννοώ κατανοητά, διότι συνήθως τις εκφωνήσεις είναι δύσκολο να τις καταλάβεις, άσε που και οι επιτηρητές απαγορεύεται να σου κάνουν καμία διευκρίνηση γιατί το λέει ο νόμος· ξέρετε τι μου θυμίζει αυτό? ένα παλιό μας ένθετο με θέμα τη κλειστή πόρτα!!...σκεφτείτε το!

    Καλή επιτυχία σε όλους !!! Χαλάουι ναταλί Υστερόγραφο:

    i'll miss them

    Θα μου λείψει το σχολείο...θα μου λείψει η φωνή και το χιούμορ της Δανδρή και οι καραμέλες του Ανδριανόπουλου

    η συντροφιά της Μπαμπίλη και η κομψότητα της Καβάσιλα το ξεχωριστό μάθημα του Μανέλη και η φιλοσοφία του Σαραφιανού το χαμόγελο του Δημόπουλου και η απλότητα της Μαστοράκου

    η σοβαρότητα του Ατσαλόγλου και η τρυφερότητα της Μαργαρίτη οι συμβουλές της Λουκά και η προσωπικότητα της Νικολοπούλου η υπευθυνότητα της Σιούτη και το διδυμό της, ο κύριος Λαλούσης

    επίσης θα μου λείψει η φαντασία της Σάντρας και την ωριμότητα της Όλγας

    η ζωηρότητα του Μάριου και η τέχνη του Άρβεν η εξυπνάδα του Λουκά και η ησυχία του Γιάννη η απουσία του Κώστα και οι πλάκες του Μπάρτου

    η σοβαρότητα του Ιάσωνα και η υπευθυνότητα της Κλεμεντίνας η αδιαφορία του Ζακ και το να μας σπάει τα νεύρα ο Παύλος η τρυφερότητα της Καρίνας και η κομψότητα της Σάρας

    τα κείμενα της Άιζας και οι ιδέες της Νάταλι και τέλος η προσωπικότητα της Έλενας.

    Yasmine...Γ1

    3

  • 5 μέρες!!!

    (πριν φύγουμε)

    όλοι οι μαθητές της τρίτης λυκείου περιμένουν κάθε χρόνο αυτή την εκδρομή... Εμείς αργούμε να φέρουμε τα χρήματα γιατί κάποιοι από μας δουλεύουν στην οικοδομή... Μετά από σκληρή δουλειά η τάξη μας την αξίζει περισσότερο απο κάθε άλλη... Θα πάμε με τους καθηγητές μας και θα περάσουμε 5 μέρες με τρέλα μεγάλη... Περάσαμε πολλά μέχρι που καταφέραμε να μαζευτούμε για αυτό και στην εκδρομή μας δε θα χωριστούμε.... Πριν από το Πάσχα μαζεύουμε χρήματα ,τις οικονομίες μας για να περάσουμε φίνα... Αρκεί να πάμε εκδρομή και ας πεθάνουμε απ’ την πείνα.... Κρήτη, σου ’ρχεται το διαπολιτισμικό... Το πιο super σχολείο στο Ελληνικό...

    ΝΑΤΑΛΙ ΧΑΛΑΟΥΙ!

    Στη Κρήτη ήμασταν στις 24 του μήνα... στις 29 γυρίσαμε και πάλι στην Αθήνα ... με χαρά και γέλια πήγαμε στα Χανιά... μα με λύπη και δάκρια γυρίσαν τα παιδιά... το πρωινό το ξύπνημα του Ανδριανό μας λείπει... που η φωνή του χάθηκε από τα φωναχτά λες και του ΄ρθε γρίπη... χαβαλές και γέλια στο λεωφορείο... ζαλάδες και ναυτίες αργότερα στο πλοίο... 5 μέρες ήταν μόνο,5 μέρες ξεχωριστές ... Στο βαρελάδικο περάσαμε δυο νύχτες φανταχτερές... Στου Βενιζέλου τη σπιταρόνα κάναμε μια στάση.... Τη ξεναγό δε την ακούγαμε όλοι κολλάγαν στα λόγια του Θανάση... Πεινάγαμε κάθε μία ώρα και ο Ανδριανό... Τσαντιζόταν γιατί δε ξυπνάγαμε για πρωινό... Όλοι τιμήσαμε τους καθηγητές μας με αξιόλογα δώρα... Και οι καθηγητές μας το χάρηκαν, κέρασαν απ’ όλα.... Halaoui Natalie!

    4

  • Horror stories: Ένα κόμικ για τις εξετάσεις

    Από την Όλγα Λεβκίβσκα (based on true events…)

    5

  • 6

  • 7

  • 8

  • 9

  • 10

  • Για μια κολώνα Πάγο Σαν αντικρίζεις τα Κύθηρα Κοιτάς τη θάλασσα Αναρωτιέσαι, βρίσκεσαι σε απέραντη αμηχανία. Κτυπά τον αφρό της θάλασσας το αεράκι που έρχεται από την Ελαφόνησο και σου έρχεται έμπνευση . Μεγάλη αναζήτηση περασμένων χρόνων Σε παιδική ηλικία που Ερχόσουν κάποτε Να πάρεις πάγο και να Ανηφορίσεις για το Λάχι. Το γαϊδουράκι με την κομμένη ουρά θα φτάσει. Το καφενείο που βρίσκεται δίπλα στο Άγιο θα είναι έτοιμο να σε δεχθεί. Με καθυστέρηση ό,τι έχει απομείνει από του ήλιου τις ακτίνες μια κολώνα μισή από πάγο. Ζητάς κάτι να φας γιατί έχουν περάσει πολλές ώρες, έχεις εξοντωθεί από το φόρτωμα της κολώνας σημαντική για την εποχή αυτή.

    Νίκος Ι. Λαλούσης (Μαθηματικός)

    11

  • ΟΙ ΕΠΟΧΕΣ ΤΗΣ ΦΡΟΝΗΣΗΣ

    Της Αλεξάνδρας Μουγγού

    Μπορώ να πω πως πριν από εφτά χρόνια πίστευα πως η ζωή μου ήταν η καλύτερη,

    πως δεν είχα κανένα πρόβλημα, πως η οικογένειά μου ήταν η πιο τέλεια που υπήρχε.

    Μα πώς, ήμουν μόλις δέκα χρονών, όλα μου φαινόντουσαν παραμυθένια. Ψάρεμα στα

    βράχια, μονοήμερες εκδρομές, οικογενειακές εξόδους και ό,τι μπορεί να φανταστεί το

    παιδικό μυαλό, και όχι μόνο αυτό· νόμιζα πως οι άλλοι άνθρωποι είχαν την ίδια ζωή με

    μένα. Μου φαινόταν παράλογο να μην ήταν σαν εμένα.

    Τώρα που είμαι στα δεκαεπτά χρόνια της ζωής μου, ξέρω πλέον πως όλα ήταν απλώς

    μια εικόνα για τους άλλους να θαυμάζουν. Ούτε είχαμε την τέλεια ζωή, ούτε την τέλεια

    οικογένεια. Πολλά προβλήματα! Ίσως δεν θέλανε να μας πληγώσουν, μικρά που

    ήμασταν. Τελικά η αλήθεια πονάει, και το ψέμα είναι ο σωτήρας μας. Έχω μπει πλέον

    στη δική μου εποχή της φρόνησης, και είναι τρομερά οδυνηρή.

    Gustav Klimt, Οι τρεις εποχές

    12

  • λογοτεχνία

    Αφιέρωμα: Παραλλαγές Τρεις παραλλαγές πάνω σε ένα διήγημα του Αντώνη Σαμαράκη

    Παραλλαγή 1η Του Λουκά Κουρόφσκι

    Δεν με ένοιαζε η διαταγή που πήραμε. Ήθελα μόνο για τελευταία φορά να κολυμπήσω στο ποτάμι. Μάζεψα ό,τι είχα να μαζέψω και έφυγα. Στο δρόμο προς τα εκεί συνάντησα διάφορα ζώα, μεγάλα και μικρά, που μερικά από αυτά ήταν στην αρχή της ζωής τους. Εκείνη τη στιγμή συγκινήθηκα, γιατί αμέσως πέρασε από το μυαλό μου η σκέψη, πόσο ωραία είναι να ’σαι παιδί, με λίγα λόγια δε σε νοιάζει τίποτα και δεν πρέπει να ρισκάρεις τόσο πολύ τη ζωή σου. Όπως κάναμε εγώ κι οι συνάδελφοί μου. Ωχ, νάτο το ποτάμι, πώς γυαλίζει, πόσο όμορφο είναι!... Χωρίς να σκέφτομαι άλλο, έβγαλα ό,τι φορούσα πάνω μου και έτρεξα να κολυμπήσω. Τόση χαρά είχα εκείνη τη στιγμή, που νόμισα ότι τίποτε δεν μπορεί να μου τη χαλάσει. Όμως άλλα έρχονται στη ζωή μας… Ξαφνικά να το, από την απέναντι πλευρά του ποταμιού είδα τον αντίπαλό μου. Θα μπορούσα αμέσως να τρέξω έξω να οπλιστώ και να τον σκοτώσω, αλλά με τόσο φόβο που είχα μέσα μου δεν ήξερα τι να κάνω. Όμως και ο άλλος θα ένιωθε το ίδιο, γιατί ακίνητοι κοιταζόμασταν στα μάτια, για λίγα λεπτά, λες και πρώτη φορά είδαμε άνθρωπο. Μετά από λίγο σα να ξύπνησα, και άρχισα να σκέφτομαι ότι αν δεν τρέξω πρώτος να πιάσω το όπλο θα το κάνει αυτός. Με όλες τις δυνάμεις μου άρχισα να τρέχω, δεν με ένοιαζε τίποτα, μόνο να προφτάσω τον αντίπαλο. Το έπιασα το όπλο μου, γύρισα και με κλειστά μάτια πυροβόλησα, μια δυο, τρεις φορές, ακούστηκε όμως άλλη μία. Εκεί που είχα ακόμα κλειστά τα μάτια μου είδα το θάνατό μου, σα να έφευγα από αυτό τον κόσμο, ένιωθα πολύ άσχημα γιατί δεν ήθελα να τελειώσει έτσι η ζωή μου. Όμως να, έγινε το θαύμα, άνοιξα τα μάτια μου και στεκόμουνα στο ίδιο σημείο, χωρίς γρατζουνιά στο σώμα μου. Χαιρόμουν όμως λίγο, γιατί είδα τον αντίπαλο να είναι γεμάτος αίματα, πεθαμένος, και εκείνη τη στιγμή ένιωσα πιο άσχημα από ό,τι πριν ανοίξω τα μάτια, γιατί ήξερα το συναίσθημα, αφού και αυτός ήταν άνθρωπος σαν εμένα, και σαν όλους εμάς.

    Παραλλαγή 2η Της Ελένης Βόλκοβα

    Ήταν μια ωραιότατη νύχτα. Όλο ηρεμία, καθαρός ουρανός με τα αστέρια που λάμπουν σαν να είναι ήλιος. Τίποτα δεν ακουγόταν, τίποτα και κανένας. Και αυτό με ησύχασε, γιατί δεν ξέρω για ποιο λόγο ένιωθα πως τη νύχτα αυτή θα γίνει κάτι που θα με απασχολεί για πολύ καιρό. Είχα ένα προαίσθημα, όπως πάντα. Έτσι καθόμουν μέσα στο δάσος κοντά στο ποτάμι σε ένα κούρβουλο, περίπου για δυο ώρες. Όλο σκεφτόμουν – γιατί άραγε έβγαλαν αυτή τη διαταγή της Μεραρχίας; Σκεφτόμουν, πότε, μα πότε θα τελειώσει αυτός ο πόλεμος;;; Κουράστηκα πια. Για μένα, το ποτάμι αυτή τη στιγμή ήταν ένα γεγονός, και μου δημιουργούσε γαλήνη. Το ποτάμι για μένα ήταν ένας πειρασμός. «Θέλω, αλλά δεν μπορώ!» Ήθελα, αλλά δεν

    13

  • μπορούσα – η διαταγή της Μεραρχίας. «Θα μπω στο ποτάμι!» - σκέφτηκα εγώ. Σήμερα είναι ξεχωριστή νύχτα, που θα συμβεί κάτι! Κάτι καλό… Δεν ξέρω… Πάντως γδύθηκα, ήμουν ολόγυμνος. Έβαλα τα ρούχα μου σε ένα δέντρο και άφησα εκεί το τουφέκι μου. Όταν βούτηξα μέσα, αισθάνθηκα τέτοια χαρά, που δεν με ένοιαζε τίποτα πια – ήμουν ελεύθερος! Κολυμπούσα δέκα λεπτά περίπου, όταν άκουσα κάτι – από την άλλη μεριά να κολυμπά και κάποιος άλλος!!! Τον είδα και με είδε. Κοιτούσαμε ο ένας τον άλλον, ακίνητοι. Μετά φταρνίστηκε αυτός, και ήταν σαν σημάδι – τρέξαμε και οι δύο προς τις όχθες μας. Βγήκε πρώτος. Δεν ήξερα ακόμα αν ήταν κάποιος από τους δικούς μου, ήταν και αυτός γυμνός – σαν δύο δίδυμοι. Άρπαξε το τουφέκι του, άρπαξα κι εγώ το δικό μου. Δεν καταλάβαινα τι κάνω, ήμουν σε τέτοια αμηχανία που… μπαμ!... τράβηξα εγώ τη σκανδάλη… και αυτός από την άλλη μεριά έπεσε με το πρόσωπο στο χώμα. Σκότωνα ανθρώπους στον πόλεμο, αλλά αυτός ήταν ξεχωριστός από τους υπόλοιπους… Δεν ήταν μάταιο το προαίσθημά μου πως θα γινόταν κάτι που θα το θυμάμαι για πολύ καιρό. Και στ’ αλήθεια έχω τύψεις – γιατί μπήκα στο ποτάμι;… Ήταν ένας πειρασμός…

    Παραλλαγή 3η Της Αλεξάνδρας Μουγγού

    Ήταν άνοιξη, κι όμως μέσα του ήταν σαν να έμπαινε και πάλι ο χειμώνας, ή σαν να ήταν πάντοτε χειμώνας. Μαύρες σταγόνες βροχής πλημμύριζαν την ψυχή του και τύψεις ήταν πια η ζωή του. Δεν ήθελε ποτέ να σκοτώσει κάποιον, δεν το ήθελε ειλικρινά. Όμως αναγκάστηκε, ήταν σαν να του το διέταξε η χακί στολή του, ήταν σαν μία επίμονη φωνή που του μίλαγε και του έλεγε… «Πάτα τη σκανδάλη βλάκα, δεν είναι δικός σου», και όντως δεν ήταν, ήταν από τους άλλους, από την απέναντι όχθη του ποταμού. «Ξανά ρίξε, είναι ακόμα ζωντανός, δε βλέπεις;» Του ξαναέριξε και πάλι στα πλευρά, μα εκείνος παρόλα αυτά κατάφερε και χάθηκε στο δάσος. Ίσως να έζησε, ίσως και όχι. Όμως, το βράδυ εκείνης της ημέρας, στο κρεβάτι του, το μόνο που ήλπιζε ήταν να ζούσε ο άλλος. Δεν τον κυριαρχούσε πια η χακί στολή του, η τόσο επίμονη αυτή στολή. Ήταν ελεύθερος να ονειρευτεί στο κρεβάτι του, να σκεφτεί μόνος του, χωρίς επιρροή. Ίσως να ήταν το μόνο μέρος στο στρατόπεδο που μπορούσε να αισθανθεί έτσι. Πραγματικά, δεν ήθελε να τον σκοτώσει, ούτε και τους άλλους δύο… μα αυτή η φωνή! «Αυτοί ή εσύ… ΑΥΤΟΙ Ή ΕΣΥ!!!» Το μόνο που θέλανε αυτοί ήταν μόνο μια στιγμή, μια βουτιά στο ποτάμι… να νιώσουν ελεύθεροι, κάτι που νοσταλγούσε και ο ίδιος. Ένα μπάνιο στο ποτάμι, χωρίς στολή, χωρίς όνομα, ΓΥΜΝΟΣ από αυτά. Ίσως έτσι να αισθανόταν το άγγιγμα της άνοιξης, ίσως έτσι ξαναγεννιόταν. Το πήρε απόφαση λοιπόν, και την επόμενη μέρα πήγε προς το ποτάμι. Άφησε το ντουφέκι του κάτω, έβγαλε τη στολή και βούτηξε στο ποτάμι, ούτε καν σκέφτηκε να κοιτάξει γύρω του. Σαν να μην τον ένοιαζε πια, χωρίς τη στολή. Ήταν γυμνός από αυτήν, σαν ελεύθερο πουλί, όπως αυτά που πετάγανε ακριβώς από επάνω του. «Ουφ, αυτό το κλαρί, παραλίγο να μου βγάλει το μάτι». Το έσπρωξε πιο κει και συνέχισε να απολαμβάνει το τόσο σπουδαίο γι’ αυτόν μπάνιο. Ήταν πράγματι άνοιξη! Το αισθανόταν τώρα. Ήθελε αυτό το μπάνιο να κρατήσει για πάντα. Πόσο όμορφη ήταν η ζωή… Ξαφνικά, περίπου στα τριάντα μέτρα είδε ένα κεφάλι… τον είδε και αυτός. Πάγωσε το αίμα του. «Αψού!» Φταρνίστηκε ο άλλος και έβρισε σε μια ξένη γλώσσα. Τότε άρχισε να κολυμπάει προς το όπλο του. «Πιο γρήγορα, θα σε σκοτώσει», του έλεγε και πάλι η χακί στολή του. «Δεν θέλεις να ζήσεις; ΓΡΗΓΟΡΑΑΑ!!... δεν προλαβαίνεις». Πράγματι, τώρα τον στόχευε ο άλλος, αλλά δεν του έριχνε. «Έχω ελπίδα, έχω ακόμα ελπίδα!» Άρπαξε το όπλο του και του φύτεψε μια στο κεφάλι. Το βράδυ εκείνο, όμως, αναρωτιόταν γιατί δεν του έριξε ο άλλος. Βρήκε χίλιες πιθανές απαντήσεις, όμως ποτέ δεν θα μπορούσε να βρει την μοναδική πραγματική απάντηση. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι στάθηκε πολύ τυχερός! Τυχερός να ζήσει, όμως με χίλιες τύψεις.

    14

  • Τρία Άλμπουμ Φωτογραφιών

    Άλμπουμ Του Ιάσωνα Ευφραιμίδη

    Φάκελος με φωτογραφίες, φάκελος χαρτιών ή καλύτερα φάκελος με στιγμές της ζωής μας, από μνήμες. Το άλμπουμ, η αντικατάσταση της μνήμης του ανθρώπου, με ένα τεχνητό τρόπο διάσωσης μνημών. Η αντιμετώπιση των ανθρωπίνων ικανοτήτων με έλλειψη σεβασμού. Χρησιμοποιείται το άλμπουμ, καταργείται η μνήμη. Η ανάδειξη ενός αντικειμένου μικρής σημασίας, αλλά η μεταμόρφωσή του σε κάτι σημαντικότερο από τον άνθρωπο.

    Το Άλμπουμ

    Της Γιασμίν Σαΐντ

    Γιατί έφυγες; Γιατί με άφησες μόνη μου; Το μόνο που μου έμεινε είναι το άλμπουμ που περιέχει τις φωτογραφίες, οι φωτογραφίες που κουβαλάνε τις αναμνήσεις μας, τις ευχάριστες και τις δυσάρεστες στιγμές που ζήσαμε μαζί. Όσο αγαπάω αυτές τις φωτογραφίες, άλλο τόσο τις μισώ, γιατί είναι το μόνο πράγμα που έχει μείνει από σένα. Κάθε φορά που τις βλέπω, τις βλέπω κλαίγοντας και μετανιώνοντας πώς σου επέτρεψα να φύγεις. Ένα άλμπουμ μπορεί να είναι αντικείμενο που αποθηκεύει τις στιγμές που ζεις, αλλά για μένα είναι η αποθήκευση των σταδίων της ζωής μου. Φαντάζεσαι τι σημαντικά που είναι; Όταν έφυγες, ο κόσμος πια δεν είχε κανένα νόημα για μένα.

    Το Άλμπουμ

    Του Βαλεντίν Βάλτσεβ

    Η ζωή είναι όλο εικόνες. Το άλμπουμ είναι μια αποθήκη, που έχει μέσα του στιγμές από τη ζωή μας. Όταν το ανοίγουμε, βλέπουμε τη ζωή μας από την αρχή, τις καλές και τις κακές στιγμές από τη ζωή, αλλά οι καλές είναι περισσότερες, γιατί κανείς δεν θα ήθελε να θυμάται τα κακά πράγματα που έχει πάθει. Και εκεί το άλμπουμ μας είναι η αποθήκη της ζωής μας για πάντα.

    15

  • ΜΕΡΙΚΕΣ (ΑΚΟΜΑ) ΠΛΕΥΡΕΣ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ

    ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΕΙΡΗΝΩΝ

    ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ… Του Άντριαν Φρίντριχ

    Ο Οδυσσέας ξεκίνησε το μεγάλο και πολύ μακρύ ταξίδι του για να φτάσει στην Πατρίδα, στο σπίτι του. Το ταξίδι του ξεκινούσε από μια πόλη, που ήτανε κρυμμένη πέρα από την άκρη του χάρτη που είχε μαζί του ο Οδυσσέας. Σε αυτό το νησί είχε ακούσει από τους χωριάτες έναν παλιό μύθο. Ο μύθος αυτός έλεγε για μαγικές σειρήνες που ήταν τόσο όμορφες, που κανένας δεν μπορούσε να τους αντισταθεί. Ο Οδυσσέας, παρασυρμένος από την περιέργειά του, αποφάσισε να τις βρει και να δει την ομορφιά τους από κοντά. Και έτσι ξεκίνησε το ταξίδι του να ανακαλύψει τις σειρήνες.

    William Etty, Σειρήνες και Οδυσσέας

    Πέρασαν μήνες, χρόνια, και ο Οδυσσέας, έχοντας χάσει εντελώς την ελπίδα του, άκουσε μια όμορφη φωνή μέσα στ’ αυτιά του. Παρασυρμένος από το τραγούδι που ήταν τόσο όμορφο, που

    τον έκανε να νιώθει τόσο καλά, ξαφνικά συνειδητοποίησε πως το πλοίο του έπεσε στα βράχια και πως ο ίδιος δεν μπορούσε να

    κάνει τίποτα. Και καθώς έμενε στα βράχια μαζί με το πλοίο του, τον πλησίασαν οι τρεις σειρήνες. Ο Οδυσσέας, μαγεμένος από τη φωνή τους, δεν έβλεπε το πόσο άσχημες και αηδιαστικές ήταν οι σειρήνες. Ακούγοντας συνέχεια την πανέμορφη μουσική τους στ’ αυτιά του, θέλησε να μείνει μαζί με τις σειρήνες για πάντα. Και έτσι έγινε. Ο Οδυσσέας έμεινε με τις σειρήνες για πάντα, μαγεμένος από το τραγούδι που του τραγουδούσανε για αιώνες.

    Η ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ Του Μάριου Μάχλα

    — Παιδιά, τώρα θα κλείσετε τα αυτιά σας… Εμένα θα μου βάλετε χειροπέδες!!! Το είπε ο Οδυσσέας στους ναυτικούς του. — Άσε μας να ακούσουμε κι εμείς κάτι, ακούστηκε αμυδρά μια φωνή. — Όχι, εγώ είναι ο αρχηγός, εγώ πρέπει να γνωρίσω τον εχθρό μας. Αφού το είπε, ανέβηκε στη σκάλα και περίμενε. Οι σειρήνες τραγουδούσαν, αλλά ο Οδυσσέας δεν μπορούσε να πάει σ’ αυτές… Μετά από πολλές φωνές, μπουνιές και τα λοιπά, ξύπνησε μετά από δύο μέρες… Τα περίγραψε όλα στους ναυτικούς του… Μετανόησε… Γιατί ήθελε να το ξανακούσει!!! Όμως ήξερε πως δεν μπορεί!!!

    Η ΣΕΙΡΗΝΑ ΚΑΙ Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ Της Αγκνιέσκα Γιούζβιακ

    Στις βαθιές θάλασσες βυθίζεται το πλοίο του Μεγάλου Οδυσσέα. Όλοι οι ναυτικοί πνίγηκαν, αλλά αυτός σώθηκε και επιπλέει σε ένα κομμάτι ξύλου, μέχρι που φτάνει στο νησί των σειρήνων. Οι πανέμορφες φωνές τους τον υπνωτίζουν, και χωρίς δύναμη πια πάει προς τον πάτο της θάλασσας, προς την άσπρη άμμο όπου δεν υπάρχει αέρας, το κίνητρο της ζωής του. Εκείνη, η πιο όμορφη σειρήνα, αν μπορέσεις να την ξεχωρίσεις, τον είδε να χαιρετάει τον κόσμο των ζωντανών. Για πρώτη φορά ένιωσε ξαφνικά λύπη και οργή ταυτόχρονα, και πήδηξε να τον σώσει. Όταν έφτασε σ’ αυτόν, κατάλαβε πως ήταν πια αργά, και μάλλον έχασε την αγάπη της. Αγάπη, πρώτη φορά που ένιωσε αυτό το αίσθημα, και για τόσο μικρό χρονικό διάστημα, δύο λεπτά. Δεν μπόρεσε να τον βοηθήσει. Δεν μπόρεσε να βοηθήσει τον εαυτό της. Γύρισε στα βράχια στις άλλες αδελφές της, αλλά από τότε δεν τραγουδούσε. Δεν μιλούσε καν.

    16

  • Απλά καθόταν και κοίταγε τα χέρια που είχαν πιάσει το πτώμα του αγαπημένου της. Από τότε, κάθε χρόνο, μια μέρα μόνο τραγουδούσε. Αλλά με τραγική φωνή σαν της γριάς. Και εκείνες τις μέρες οι άνθρωποι που περνούσαν από κει επιζούσαν, αλλά γύρναγαν κουφοί. Αυτή είναι η κατάρα της Σειρήνας, μέχρι τώρα.

    ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΝΑΥΤΗ, ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΚΑΡΑΒΙ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ Της Τζέμελη Σταλ

    Τη μέρα αυτή δεν θα την ξεχάσω ποτέ.

    Ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του (Ρωμαϊκό ψηφιδωτό)

    Ήμουνα ένας από τους ναύτες του Οδυσσέα. Ήμουνα τρομοκρατημένος μόνο που σκέφτομαι ότι θα περάσουμε το στενό των σειρήνων, με φόβιζαν όλες αυτές οι ιστορίες που είχανε πει, ότι κανένας δεν έχει γυρίσει από κει, και μ’ έκανε να σκέφτομαι αν έκανα καλά που ήρθα ώς εδώ. Όταν ο Οδυσσέας μάς ζήτησε να τον αλυσοδέσουμε στο κατάρτι όταν θα είχε ήδη βάλει κερί στα αυτιά του, κι όταν μας είπε να βάλουμε κι εμείς κερί στα αυτιά μας και να κατεβούμε, με έκανε να φοβηθώ τόσο πολύ, που κατούρησα το παντελόνι μου. Ήθελα να περάσει η ώρα, να φύγουμε μακριά

    τους, αλλά η ώρα μού φαινότανε ατελείωτη. Οι άλλοι ναύτες είχανε πανικοβληθεί, δεν ξέραμε τι να κάνουμε, αφού δεν ακούγαμε τις σειρήνες, αν έπρεπε να πανικοβληθούμε που όλα ήτανε ήσυχα, ή να χαρούμε που δεν τραγουδούσανε. Ευτυχώς όμως περάσαμε το στενό και δεν έγινε τίποτε· όταν βγήκαμε έξω και βγάλαμε τις αλυσίδες από τον Οδυσσέα και το κερί από τα αυτιά μας χαρήκαμε τόσο πολύ, επειδή ήμασταν οι μόνοι που δεν σαγηνευτήκαμε από το τραγούδι των σειρήνων, όταν γυρίσαμε στο νησί μας είχαμε γίνει θέμα σε όλη την πόλη. Χαίρομαι που πέρασε αυτό το γεγονός, και ελπίζω να μην το ξαναζήσω.

    WAITING FOR THEM… By Andrea Irimeasa

    … And there I was, calm and silenced, waiting for them… I wasn’t nervous, actually I was kind of impatient, because I really wanted to finally see them. I wasn’t scared, I knew that if I trusted myself, they couldn’t harm me. And all of a sudden I saw them, right in my face. I couldn’t describe them… Either it was the most beautiful thing I ever saw in my life because I felt so attracted to them, or it was the most frightening thing ever. Suddenly I felt weak, like a victim helpless. They looked straight into my eyes and gently touched my face… it was like a knife cutting my skin, but with all that I still felt useless in front of them. They surrounded me and started turning round and round, making this big circle, making me feel dizzy like I was drunk. They approached my ear and started singing like a soft whisper, but it was like the biggest pain I ever felt. I wanted to say “no”, but it was like I had no voice, I couldn’t scream and I couldn’t move… They seduced me with their diabolical dance and then they left me there, in the middle of nowhere. When I got into my senses it was worse, because I couldn’t feel anything anymore, not even the breeze of the sea or its beautiful smell… I felt like I was rotting inside, no life in my veins, no heart in my chest. All I could feel was coldness running through my body. And then I realized that the sirens took away from me what not everybody has… they took away my soul.

    17

  • ΤΡΙΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΙΔΙΟ ΤΙΤΛΟ

    Η ΣΙΩΠΗ ΣΑΝ ΟΠΛΟ

    Του Νίκου Μουραγιάν

    Την σήμερον ημέρα υπάρχουν πολλά όπλα. Μερικά από αυτά σκοτώνουν, άλλα τραυματίζουν, είτε εμάς «σαν πληγή» είτε την περηφάνιά μας. Αλλά το μεγαλύτερο όπλο που έχουμε είναι το στόμα μας, και καλύτερο η σιωπή. Η σιωπή σαν όπλο μπορεί να κάνει πολλά, όπως το πάρει κανείς. Σωπαίνοντας, μπορείς να βγάλεις τον άλλο «έξω από τα ρούχα του», κάνοντάς τον να κάνει και να πει πράγματα που δεν θέλει.

    SILENCE AS A WEAPON By Maco Hapal

    Sometimes, silence could be far more effective than arguing or anything else, probably in a fight or in life in general. Silence could mean a “yes” or a “no”. It could be an ascent or not. Or sometimes it probably just means ignorance. It is most annoying when silence means indifference, like talking to a person (or having a fight with a person), but the other one would just not talk. It could lead you to thinking that that person just doesn’t care at all, neither about you, nor for the subject at hand. So when a person keeps saying really hurtful and insulting things (words) to you and you just react with silence, that other person might probably be curious what is in your mind. He could later feel probably doubt and fear, because he doesn’t know what you’re thinking of, or what you are going to do next. You are somewhat unpredictable. Next thing you know, he’d get tired of talking and probably would quit bugging you.

    Η ΣΙΩΠΗ ΣΑΝ ΟΠΛΟ

    Της Ελένης Μπασιούλ

    Στα βόρεια, εκεί που το χιόνι σκεπάζει τη γη, μη αφήνοντας ούτε ένα σημείο άδειο, ζούσαν λίγες οικογένειες. Σε μια από αυτές υπήρχε ένα αγοράκι, περίπου έξι χρονών. Όλα πήγαιναν καλά, μέχρι που ένα βράδυ ξέσπασε χιονοθύελλα. Το αγοράκι δεν έδωσε πολύ σημασία. Από τότε άρχισε να βλέπει όνειρα κάθε βράδυ, για την ακρίβεια ήταν εφιάλτες. Κάθε βράδυ ερχόταν σε αυτόν, ντυμένος στα άσπρα, πολύ μυστηριώδης. Το αγοράκι άρχισε να φέρεται παράξενα. Δεν μίλαγε, φοβόταν. Η σιωπή του κατατρόμαζε όλους τους κατοίκους. Ονειρευόταν πως τον έπαιρνε μακριά, εκεί που είναι σκοτεινά και δεν υπάρχει κανένας. Ήθελε να τον πάρει κοντά του, να μπει μέσα του και να γίνει πάλι άνθρωπος. Η ιστορία του ήταν πως, πολλά χρόνια πριν, ξέσπασε μια όμοια χιονοθύελλα, όπου έχασε τη ζωή του, για την

    ακρίβεια το σώμα του, γιατί η ψυχή του δεν ανέβηκε ποτέ πάνω. Αυτό που ήθελε απ’ το αγόρι ήταν το σώμα του, για να ζήσει και πάλι. Ήταν πολύ δύσκολο να το καταφέρει αυτό, έπρεπε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του αγοριού. Του πήρε καιρό να τα καταφέρει. Του είπε πως κοντά του εκείνο θα αισθάνεται ασφαλές. Το ξεγέλασε όμως, το εκμεταλλεύτηκε, μπήκε στο σώμα του αγοριού και ξεγέλασε την οικογένειά του. Κανένας δεν ξέρει τίποτα μέχρι σήμερα. Η ψυχή του αγοριού αναζητούσε το σώμα του, δεν ήξερε τι του συμβαίνει, και έτσι στα χιόνια, στον παγωμένο αυτό κόσμο, παρακαλάει μια μέρα να γυρίσει πίσω.

    18

  • 19

    ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΝΟ

    1 Χιονίζει μέσα στην ψυχή, Περνάμε μόνοι τη ζωή, Χωρίς αγάπη ο άνθρωπος δεν ζει… Και ο καθένας πονάει, Στεναχωριέται… Περνάει η ζωή μας, δεν σταματάει Τα όνειρά μας… Και εμείς σαν ποτήρια σπασμένοι, Και ντρέπεται η καρδιά μας Σαν μαχαίρι που μέσα μας πατάει Τελειώνουν όλα, δεν γυρνάει

    Δεν μιλάμε… κλαίει η καρδιά, Κι ας φωνάζουμε, την ψυχή μας πετάει Κάνε ανάσα, να ζεις όπως θες Για σένα το λέω, μην πεθαίνεις ψυχή

    Και πόνος καρδιάς, άσε να πεθάνει Και αίμα στις φλέβες Και όλα περνάει,

    Μπορεί να γυρίσει, να πάει στην αρχή Και λάθη, τα χάνουμε, και σταματάει η ζωή. Γιούλια Γιασούλεβιτς

    2 Δεν φταίγαμε σε τίποτα, που οι καρδιές μας στην στιγμή χτύπησαν σαν μία. Έφυγες καημενούλα μου, μα εγώ εσένα θέλω και καμία. Ευτυχισμένοι, δυστυχισμένοι πάντα όμως δεμένοι… Πού να ’ξερα όμως ώς που θα έφτανε το μυαλό του ανθρώπου; Πού να ’ξερα πόσο θα πονούσαν, οι πληγές του χρόνου; Αν είχα ιδέα, λέξη δεν θα ’παιρνες από μένα. Ούτε βλέμμα, θα κρατιόμουν μακριά μόνο για σένα. Μα δεν υπάρχει γυρισμός, ούτε στο χρόνο, ούτε από κει που είσαι… Δεν φταις που μ’ αγάπησες, δεν φταίγαμε… Πού να ’ναι ο ένοχος, ο πατέρας σου; Δούλε του Χάρου πού να ’σαι; Γιατί ψυχή μου εσένα βρήκα, χωρίς ανάσα στο ποτάμι; Τώρα ποιος, της καρδιάς μου, τις πληγές θα γιάνει; Κανείς… Θα ’θελα μόνο να ξεριζώσω με τα χέρια μου τη μνήμη… Άιζα Λορίλλα

  • Amado V. Hernandez, Kung Tuyo na ang Luha Mo, Aking Bayan

    Lumuha ka, aking Bayan: buong lungkot mong iluha ang kawawang kapalaran ng lupain mong kawawa: ang bandilang sagisag mo’y lukob ng dayong bandila, pati wikang minana mo’y busabos ng ibang wika; ganito ring araw noon nang agawan ka ng laya, labintatlo ng Agosto nang saklutin ang Maynila. Lumuha ka, habang sila ay palalong nagdiriwang, sa libingan ng maliit, ang malaki’y may libangan; katulad mo ay si Huli, naaliping bayad-utan, katulad mo ay si Sisa, binaliw ng kahirapan; wlang lakas na magtanggol, walang tapang na lumaban, tumataghoy, kung paslangin; tumatangis, kung nakawan! Iluha mo ang sambuntong kasawiang nagtalakop na sa iyo’y pampahirap, sa banyaga’y pampalusog: ang lahat mong kayamana’y kamal-kamal na naubos, ang lahat mong kalayaa’y sabay-sabay na natapos; masdan mo ang iyong lupa, dayong hukbo’y nakatanod, masdan mo ang iyong dagat, dayong bapor, nasa laot! Lumuha ka kung sa puso ay nagmaliw na ang layon, kung ang araw sa langit mo ay lagi nang dapithapon, kung ang alon sa dagat mo ay ayaw nang magdaluyong, kung ang bulkan sa dibdib mo ay hindi man umuungol, kung wala nang maglalamay sa gabi ng pagbabangon, lumuha nang lumuha’t ang laya mo’y nakaburol. May araw ding ang luha mo’y masasaid, matutuyo, may araw ding di na luha sa mata mong namumugto ang dadaloy, kundi apoy, at apoy na kulay dugo, samantalang and dugo mo ay aserong kumukulo; sisigaw kang buong giting sa liyab ng libong sulo at ang lumang tanikala’y lalagutin mo ng punlo!

    Amado V. Hernandez, If my country’s tears run dry Translated by Maco Hapal

    Weep my country; with all sadness cry, The pitiful fatelessness of your land. Your symbol is now enveloped by the conqueror’s flag. Even the language you injerited is now the foreigner’s lowly slave. Today is the same day when you were once robbed of your freedom The thirteenth of August, when Manila was seiged. Weep, while all others are celebrating On the grave of the small, the enormous are amused, entertained. You are like Julie, enslaved as payment of debt Just like Sisa, maddened by suffering; With no strength to defend thyself – no courage to fight. Crying in pain, suffering when robbed. Weep the misfortunes that envelop you That for you is a burden, for foreigners, an enrichment: Your riches, now all gone Your freedom, ended

    20Look at your land, guarded by the foreign army

  • 21

    Foreign ships at your seas Weep in your heart all hope and purpose have faded If your sun would not rise again If the waves at your seas won’t heave If the volcano inside your chest won’t even sigh If no one would vigil on the night of your ascend Cry, for your tears are buried. There will come a day when your tears will be exhausted, dried, One day it’s not like tears that would stream in your eyes But blood–like fire, And your blood is nothing but boiling acid Cry out loud with all courage, amidst the flame of a thousand torches And break the old chains with a bullet.

    Zbigniew Herbert, Pijacy

    Pijacy są to ludzie, którzy piją do dna i duszkiem. Ale krzywią się, bo na dnie widzą znów siebie. Przez szyjkę butelki obserwują dalekie światy. Gdyby mieli silniejszą głowę i więcej smaku, byliby astronomami.

    Ζμπίγκνιεβ Χέρμπερτ, Οι μεθύστακες Μετάφραση: Άντριαν Φρίντριχ

    Οι μεθύστακες είναι άνθρωποι, οι οποίοι πίνουν μέχρι τον πάτο και δεν σταματούν μέχρι να το τελειώσουν, αλλά γκρινιάζουν επειδή στον πάτο ξανά βλέπουν τον εαυτό τους. Από το λαιμό ενός μπουκαλιού παρατηρούν τους μακριούς κόσμους αν είχαν δυνατότερο κεφάλι και πιο πολύ γεύση, θα ήτανε αστροναύτες.

    Zbigniew Herbert, Piekło

    Licząc od góry: komin, anteny, blaszany, pogięty dach. Przez okrągłe okno widać zaplątaną w sznury dziewczynę, która księżyc zapomniał wciągnąć do siebie i zostawił na pastwę plotkarek i pająków. Niżej kobieta czyta list, chłodzi twarz pudrem i znów czyta. Na pierwszym piętrze młody człowiek chodzi tam i z powrotem i myśli: jak ja wyjdę na ulicę z tymi pogryzionymi wargami i w rozlatujących się butach? W kawiarni na dole pusto, bo to rano. Tylko jedna para w kącie. Trzymają się za ręce. On mówi: "Będziemy zawsze razem. Proszę pana czarną i oranżadę." Kelner idzie szybko za kotarę i tam dopiero wybucha śmiechem.

    Ζμπίγκνιεβ Χέρμπερτ, Κόλαση Μετάφραση: Άντριαν Φρίντριχ

    Μετρώντας από πάνω: καμινάδα, κεραίες, λαμαρινένια στραβή σκεπή Από το στρογγυλό παράθυρο φαίνεται μια μπερδεμένη με σχοινιά κοπέλα, την οποία το φεγγάρι ξέχασε να πάρει μαζί του, και την άφησε στις αράχνες να την κουτσομπολεύουν. Πιο χαμηλά, μια γυναίκα διαβάζει ένα γράμμα, δροσίζει το πρόσωπό της με την πούδρα, και πάλι διαβάζει. Στον πρώτο όροφο ένας νεαρός άντρας περπατάει πέρα – δώθε και σκέφτεται: πώς να βγω στο δρόμο με τα δαγκωμένα μου χείλη και με τα διαλυμένα παπούτσια μου; Άδεια είναι η καφετέρια κάτω, επειδή είναι πρωί. Μόνο ένα ζευγάρι στη γωνία. Είναι πιασμένοι χέρι – χέρι. Αυτός λέει: «Θα είμαστε για πάντα μαζί. Κύριε, έναν καφέ και μια πορτοκαλάδα». Ο σερβιτόρος πάει γρήγορα πίσω από την κουρτίνα και τότε σκάει στα γέλια.

  • 22

    Kim Addonizio, What Do Women Want?

    I want a red dress. I want it flimsy and cheap, I want it too tight, I want to wear it until someone tears it off me. I want it sleeveless and backless, this dress, so no one has to guess what's underneath. I want to walk down the street past Thrifty's and the hardware store with all those keys glittering in the window, past Mr. and Mrs. Wong selling day-old doughnuts in their cafe, past the Guerra brothers slinging pigs from the truck and onto the dolly, hoisting the slick snouts over their shoulders. I want to walk like I'm the only woman on earth and I can have my pick. I want that red dress bad. I want it to confirm you worst fears about me, to show you how little I care about you or anything except what I want. When I find it, I'll pull that garment from its hanger like I'm choosing a body to carry me into this world, through the birth-cries and love-cries too, and I'll wear it like bones, like skin, it'll be the goddamned dress they bury me in.

    Kim Addonizio, Τι θέλουν οι γυναίκες Μετάφραση: Εύας Γιαννάκου

    Θέλω ένα κόκκινο φόρεμα Το θέλω διαφανές και φθηνό Το θέλω πολύ στενό θέλω να το φορέσω Μέχρι που κάποιος να έρθει και να το σκίσει από Πάνω μου. Το θέλω αμάνικο και εξώπλατο Αυτό το φόρεμα, για να μην μπορεί να μαντέψει Κανείς τι κρύβει από μέσα. Θέλω να προσπεράσω Το μαγαζί Thrifty's και το κατάστημα Σιδηρικών με όλα αυτά τα κλειδιά που αστράπτουν Από το παράθυρο, πιο πέρα από τον κ. και την κ. Wong Που πουλάνε παλιά ντόνατς στο μαγαζί τους Να περάσω τους αδερφούς Guerra να Εκτοξεύουν γουρούνια από το φορτηγό και Να τα βάζουν πάνω στην πλατφόρμα και να Σηκώνουν τις ευχερείς μουσούδες πάνω στους Ώμους τους. Θέλω να περπατάω λες και είμαι Η μοναδική γυναίκα στη Γη και να μπορώ Να διαλέξω. Θέλω αυτό το κόκκινο φόρεμα Να είναι κακό θέλω να επιβεβαιώνει τους Χειρότερους φόβους σου για μένα, να σου δείξω Πόσο λίγο ενδιαφέρομαι για σένα ή ό,τι να ’ναι Εκτός από αυτό που θέλω. Όταν το βρω θα Τραβήξω αυτό το ένδυμα από την κρεμάστρα Σα να διαλέγω ένα σώμα να με κουβαλάει σ’ αυτόν Τον κόσμο, μέσα από το κλάψιμο του μωρού και το Κλάψιμο της αγάπης, και θα το φορέσω σαν Κόκαλο, σαν δέρμα, θα είναι το καταραμένο Το φόρεμα που θα φοράω όταν με θάψουν.

    (Οι μεταφράσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια του μαθήματος της Ευρωπαϊκής λογοτεχνίας)

  • 23

    Παλιοί μαθητές, καινούργιες συνεργασίες

    Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ Της Ριχάμ Σαλάμ

    Σ' αυτή την ιστορία θα μιλήσουμε για πέντε κορίτσια, και θα δούμε πώς αντιμετωπίζουν τα προβλήματά τους και πώς αποφάσισαν να αποκτήσουν την ελευθερία τους. Αυτά τα κορίτσια κατάγονται από μουσουλμανικές χώρες, και όπως γνωρίζουμε υπάρχουν και χριστιανοί, όπως υπάρχουν και μουσουλμάνοι. Θα σας δείξω λοιπόν ότι δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε μουσουλμάνα ή χριστιανή ή από οποιαδήποτε άλλη θρησκεία. Αυτά τα πέντε κορίτσια θα μείνουν σ' ένα σπίτι μαζί και θα είναι ακριβώς σαν αδέλφια, κάθε μία θα ενδιαφέρεται για το μέλλον της άλλης και κάθε μια θα βοηθάει την άλλη. Ποιός όμως ήταν ο λόγος που τους ανάγκασε να φύγουν από τις χώρες τους? και πώς βρέθηκαν από αυτές τις διαφορετικές χώρες σ' ένα σπίτι μαζί? Αυτά θα μάθουμε στην συνέχεια, αλλά πριν ας γνωρίσουμε τα κορίτσια: η Αμίνα από Σουδάν, η Ράνια από την Αίγυπτο, η Μόνα από το Μαρόκο, και η Ντόνια από την Παλαιστίνη που είναι μουσουλμάνες. ενώ η Ντίνα από το Λίβανο είναι χριστιανή. Αυτά τα κορίτσια δέθηκαν πάρα πολύ μαζί και δεν τους ένοιαζε ούτε χρώμα, ούτε πατρίδα, ούτε θρησκεία. Τώρα ας αρχίσουμε με την Ντόνια η οποία γεννήθηκε στην Γαλλία και ζει με την μητέρα της και τον πατέρα της, οι οποίοι είναι από την Παλαιστίνη αλλά ζούσαν 24 χρόνια στην Γαλλία για να βελτιώσουν τα οικονομικά τους. Η Ντόνια δεν είχε συγγενείς στην Παλαιστίνη, απλώς φίλους των γονιών της που τους βλέπει μόνο όταν πηγαίνει εκεί κάθε χρόνο για ένα μήνα. Οι γονείς πήγαν το χειμώνα στην Παλαιστίνη χωρίς αυτήν για πρώτη φορά, αλλά δεν γινότανε αλλιώς λόγω των εξετάσεών της στο πανεπιστήμιο. Δυστυχώς όμως πέθαναν εκεί, τους βομβάρδισαν οι ισραηλινοί, το αίμα τους κύλισε σαν ποτάμι, γέμισε τα δώρα που είχαν φέρει για τος φίλους τους, τους σκότωσαν σ' ένα λεπτό, σε μια στιγμή σαν να μην ήταν άνθρωποι αυτοί!!! Αχ! πολλά πράγματα γίνονται με την βία και κανένας δεν μπορεί ούτε να μιλήσει, ούτε να εκφράσει αυτό που θέλει και όποιος τολμήσει και μιλήσει το τέλος του είναι ο θάνατος. Η Ντόνια στεναχωρήθηκε πάρα πολύ με το θάνατο των γονιών της και δεν ήξερε τι να κάνει! Οι φίλοι των γονιών της στην Παλαιστίνη της είπαν ότι πρέπει να πάει να συνεχίσει την ζωή της εκεί μαζί τους και στην πατρίδα της. Η Ντόνια όταν το σκέφτηκε αυτό το θέμα αποφάσισε πως θα μείνει για πάντα στην Γαλλία επειδή εκεί σπουδάζει, εκεί γνωρίζει τα πάντα και εκεί έχει τους φίλους της, και άμα πάει στην Παλαιστίνη θα καταστρέψει όσα έχει αποκτήσει στην Γαλλία, ειδικά τις σπουδές της. Επίσης αποφάσισε πως θα φέρει τρία - τέσσερα κορίτσια για να μείνουν μαζί της στο σπίτι για να την βοηθήσουν να περάσει την στεναχώρια που έχει και το πιο σημαντικό για τα οικονομικά του σπιτιού και για την παρέα. Κατέβασε αγγελία μια αγγελία στην εφημερίδα για όποια κοπέλα θέλει να ενοικιάσει το σπίτι, αναφέροντας ότι θα μείνουν τέσσερα κορίτσια μαζί για να το ξέρουν και να μην εκπλαγούν. Τώρα θα σας πω την ιστορία της Αμίνας. Η Αμίνα είναι από του Σουδάν και είναι 11 χρονών, πηγαίνει σχολείο και είναι από τις καλύτερες μαθήτριες του σχολείου. Όλοι οι δάσκαλοι λένε στους γονείς της πως είναι πολύ έξυπνη και από τα πιο συγκεντρωμένα παιδιά μέσα στην τάξη. Ο πατέρας της παντρεύτηκε πάρα πολλές φορές, κάθε μήνα μια καινούρια γυναίκα μετά την άφηνε και παντρευόταν μια άλλη. Αυτό είναι μεγάλο πρόβλημα στον ισλαμισμό που δίνει το δικαίωμα στους άνδρες να παντρευτούν τέσσερεις γυναίκες ταυτόχρονα. Έτσι ο πατέρας έχανε ό,τι χρήματα έπαιρνε από την δουλεία του. Με το πέρασμα του καιρού η μητέρα αρρώστησε πολύ σοβαρά και δεν μπορούσε ούτε να κουνηθεί από το κρεβάτι και γι' αυτό ο πατέρας πήγε και έφερε την καινούρια γυναίκα του για να ζήσει μαζί τους. Μόλις έφερε την καινούρια γυναίκα του για να ζήσει μαζί τους στο ίδιο σπίτι, η μητέρα άρχισε να κλαίει και της ήρθε εγκεφαλικό και πέθανε επειδή δεν άντεξε να δει άλλη γυναίκα να παίρνει την θέση της. Η Αμίνα στεναχωρήθηκε πάρα πολύ με το θάνατο της μητέρας της και μίσησε αυτή την γυναίκα και δεν την άντεχε καθόλου. Μακάρι όμως να ήταν καλή, αλλά ήταν πολύ κακή με μαύρη καρδιά,

  • 24

    την έδερνε και την μάλωνε, δεν την άφηνε στην ησυχία της, παρόλα όμως αυτά τα πράγματα που έβλεπε η Αμίνα από την γυναίκα του πατέρα της και όλα όσα συνέβαιναν μπροστά της και δεν της άρεσαν, δεν μίλαγε καθόλου επειδή δεν ήθελε νε δημιουργήσει προβλήματα για να μην στενοχωρήσει τον πατέρα της. Προσπαθούσε πάντα η Αμίνα να είναι η πρώτη στα μαθήματά της μέχρι που τελείωσε το σχολείο και πήγε σε Τ.Ε.Ι. και σπούδασε τουριστικές επιχειρήσεις και ήταν η τελευταία της χρονιά και είχε κλείσει τα 19 της χρόνια. Ήξερε να μιλάει πολλές γλώσσες πέρα από την μητρική της, ήξερε Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά. Την ημέρα που απόκτησε το πτυχίο του Τ.Ε.Ι. χάρηκε πολύ και πήγε τρέχοντας στο σπίτι της για να ευχαριστήσει τον πατέρα της. Μπήκε στην κρεβατοκάμαρα για του πει πως πέρασε. Τον βρήκε ξαπλωμένο στο κρεβάτι με κλειστά τα μάτια, τον κούνησε και του είπε πως πέρασε με καλό βαθμό, ο πατέρας όμως τίποτα, δεν κουνιότανε, του έπιασε το χέρι και τον βρήκε πεθαμένο. Τρόμαξε και άρχισε να φωνάζει δυνατά λέγοντας: '' έφυγες και με άφησες μόνη μου σ' αυτήν την ζωή, τώρα για ποιον θα ζω και τι θα κάνω χωρίς εσένα, ποιος θα με παίρνει στην αγκαλιά του και θα με κάνει να νιώθω τη ζεστασιά της ζωής, τώρα το μόνο πράγμα που θα δω θα είναι μαύρο μπροστά μου και το μόνο πράγμα που θα υπάρχει σ' αυτή την ζωή θα είναι ο κεραυνός, το κρύο και η παγωνιά της ζωής''. Η Αμίνα δεν έβρισκε καθόλου δουλεία για να ζήσει, ειδικά που η γυναίκα του πατέρα της την έδιωξε από το σπίτι και βρήκε τον εαυτό της στο δρόμο, αναγκάστηκε να πάει να μείνει στον θείο της. Ο θείος της Αμίνας πάντα της έλεγε ότι πρέπει να πάει να δουλέψει, επειδή αυτός δεν είχε χρήματα να της δώσει, και γι' αυτό την έστειλε να δουλέψει σ' ένα σπίτι. Η Αμίνα κοιμόταν στην δουλεία της όλη την εβδομάδα εκτός από δύο μέρες που κοιμότανε στο σπίτι του θείου της. Ο θείος της είχε ανοίξει το σπίτι του μπουζούκι και κάθε μέρα το βράδυ έφερνε τους φίλους του και μεθάγανε και παίζανε τράπουλα με λεφτά και αυτός πάντα έχανε ή την μία κέρδιζε και τις δέκα έχανε. Γι' αυτό πάντα έπαιρνε τα λεφτά της Αμίνας και δεν την άφηνε να τα χαρεί καθόλου. Μία μέρα είχε χάσει όλο το μισθό του και το μισθό της και δεν ήξερε τι να κάνει για να ξαναφέρει λεφτά και εκείνη την στιγμή η Αμίνα του είπε: ''φρόντισέ με λίγο, πρόσεξέ με λίγο, πάντα είσαι μεθυσμένος και το μυαλό σου αλλού, σ’ αρέσει δηλαδή τώρα που όλο χάνεις και δεν βρίσκεσαι καθόλου στον κόσμο?'' Ο θείος της σταμάτησε να μιλάει για 5 λεπτά και την κοίταγε μέχρι που της είπε ''εγώ ξέρω πώς θα βρω λεφτά'' και του απάντησε αυτή '' πώς? ''. Εκείνος της απάντησε ''τώρα θα μάθεις''. Ο θείος της την πήρε την Αμίνα, την ανιψιά του και την πούλησε σ' έναν άντρα για μια μέρα, όχι λάθος κάνω, μόνο για μια ώρα, για να του δώσει αυτός λεφτά και να κερδίσει. Η Αμίνα δεν ήξερε τι να κάνει με τέτοιο θείο και αποφάσισε να φύγει και όντως έφυγε από το σπίτι, αλλά πήγε από το κακό στο χειρότερο. Πήγε στο δρόμο όπου συνάντησε πολλούς και διάφορους ανθρώπους που θέλανε το σώμα της, αναγκάστηκε να το πουλήσει ώστε να ζήσει, αφού δεν έτρωγε με τις μέρες και δεν έβρισκε μέρος να κοιμηθεί και έψαχνε για δουλειά, αλλά κανείς δεν την έπαιρνε και τότε έλεγε: ''Δηλαδή εγώ διάβαζα και σπούδαζα για να καταλήξω εδώ στο δρόμο, δηλαδή αυτό θα είναι το τέλος μου? και το απολυτήριο τι να το κάνω, να το πετάξω, να πετάξω τα χρόνια της κούρασής μου στο διάβασμα''. Η Αμίνα πήγε ξανά και δούλεψε σε πολλά σπίτια αλλά πάντα τα άφηνε και έφευγε μέχρι που το τελευταίο σπίτι την πήρε στην αγκαλιά του, εκεί πέρα δούλευε σε μια γιαγιά πολύ καλή και ευγενική μαζί της και γι' αυτό κάθισε μαζί της τρείς μήνες. Αλλά η χαρά δεν συνεχίστηκε, η γιαγιά τής είπε πως θα φύγει στην Γαλλία, θα πάει να ζήσει εκεί με τον γιό της, την γυναίκα του και τα εγγόνια της. Η Αμίνα άρχισε να κλαίει και της έλεγε: ''θα φύγεις και θα με αφήσεις μόνη μου και πάλι θα ξαναβρώ τον εαυτό μου στο δρόμο, μην φύγεις κάτσε μαζί μου''. Η γιαγιά την λυπήθηκε και της είπε πως θα την πάρει μαζί της στην Γαλλία. Η Αμίνα χάρηκε πάρα πολύ και όντως έφυγαν και πήγαν στη Γαλλία. Δυστυχώς όμως ο γιός της γιαγιάς δεν δέχτηκε την Αμίνα και άρχισε να φωνάζει στην μητέρα του λέγοντας ''γιατί την έφερες εδώ, για ποιο λόγο''. Η Αμίνα τελικά άφησε το σπίτι και έφυγε επειδή δεν ήθελε να δημιουργήσει προβλήματα στην γιαγιά που την βοήθησε τόσο πολύ και που δεν της είχε τίποτα κακό. Βρέθηκε πάλι στον δρόμο και αναγκάστηκε να κάνει τα ίδια πράγματα που έκανε στο Σουδάν μέχρι που μια μέρα διάβασε τυχαία σε μια εφημερίδα την αγγελία που είχε βάλει η Ντόνια και πήγε αμέσως εκεί στο σπίτι. Τώρα ακολουθεί η ιστορία της Μόνας. Αυτή η κοπέλα είναι 12 χρονών, από το Μαρόκο, πήγαινε σε δημοτικό σχολείο και οι γονείς της ήταν πολύ αυστηροί μαζί της. Μόλις έκλεισε τα 14 της χρόνια

  • 25

    την έβγαλαν από το σχολείο αμέσως και την πάντρεψαν με ένα τριαντάχρονο. Αυτός ο άντρας ήταν πολύ δεμένος με την μητέρα του και πάντα άκουγε τα λόγια της σε ό,τι κι αν έλεγε. Η Μόνα και ο άντρας της ζούσαν στο ίδιο σπίτι με την πεθερά της. Η πεθερά της την μισούσε πάρα πολύ, γιατί νόμιζε πως η Μόνα της πήρε τον γιό της από την αγκαλιά της. Παρ' όλο που η μητέρα του του είχε πει να παντρευτεί μια μικρή και όχι μια στην ίδια ηλικία με αυτόν, νόμιζε πως η μικρή θα είναι δούλα στο σπίτι και δεν θα καταλάβαινε τίποτα, ενώ μια μεγάλη θα μπορούσε να τον κάνει να απομακρυνθεί από την μητέρα του και πως θα έκανε ό,τι θέλει στο σπίτι, και αυτό το πράγμα δεν το ήθελε καθόλου η μητέρα του. Η Μόνα έμεινε έγκυος και γέννησε στα 15 της, ένα κοριτσάκι που την ονόμασε Ντάλια. Η πεθερά της και ο άντρας της ήταν πάρα πολύ θυμωμένοι μαζί της, επειδή ήθελαν αγόρι, δεν ήξεραν πως αυτό το θέμα είναι θέμα θεού και ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα αυτή. Η συμπεριφορά του άντρα της δεν ήταν καθόλου ωραία μαζί της, όλο της φώναζε και τη βάραγε σαν είναι ζώο και η πεθερά της καθόταν όλη μέρα χωρίς να κάνει τίποτα μέσα στο σπίτι, όλα τα έκανε η Μόνα μέχρι που κουράστηκε και δεν άντεχε άλλο. Η Μόνα ήταν δέκα πέντε χρονών και φαινόταν από την πολύ κούραση πενήντα. Πέρασαν περίπου τρία χρόνια και η κατάσταση δεν άλλαζε, και που μίλαγε η Μόνα με τον πατέρα της και του έλεγε πως δεν άντεχε άλλο και πως θέλει να χωρίσει, η μόνη απάντηση που της έδινε είναι να αντέξει για την κόρη της και ούτε καν την βοήθαγε σε κάτι, του ξαναέλεγε η Μόνα, γιατί δεν κάνεις για εμένα την κόρη σου ένα βήμα μπροστά και δεν με βοηθάς σε τίποτα, και της έλεγε συνέχεια: εσύ τώρα εξαρτάσαι από τον άντρα σου, όχι από εμένα, έφυγες από τα δικά μου τα χέρια. Τι να κάνει η Μόνα; τίποτα, το μόνο πράγμα που μπορεί να κάνει είναι να αντέξει για την κόρη της. Αυτές τις μέρες η πεθερά της μουρμούριζε στα αυτιά του γιού της να παντρευτεί μια άλλη γυναίκα που θα του έφερνε τον γιό που δεν είχε και του έλεγε να χωρίσει με την Μόνα και να της πάρει την κόρη της. Αυτός συμφώνησε αμέσως με τα λόγια της μητέρας του σαν να μην ήταν γυναίκα του η Μόνα, αλλά έχει δικαίωμα να κάνει και περισσότερα από αυτά που κάνει, αφού ο πατέρας της την πούλησε πολύ φθηνά και πάνω από όλα δεν την αγάπαγε για να την νιώθει και ήταν πάντα μαγεμένος από τα λόγια της μητέρας του, ήταν σαν τα παπούτσια στα πόδια της. Με λίγα λόγια αυτός ο άντρας χώρισε τη Μόνα, κι εκείνη δεν ήξερε τι να κάνει χωρίς την κόρη της που ήθελαν να της την πάρουν, φύλαγε τα πόδια και τα χέρια της πεθεράς της και της είπε ότι θέλει να γίνει μια δούλα στο σπίτι να την εξυπηρετεί, δεν θα την αφήνει να κουραστεί καθόλου ούτε αυτή ούτε η καινούρια γυναίκα, η πεθερά της συμφώνησε γι’ αυτό και χαιρόταν τόσο πολύ, για ποιο λόγο όμως εγώ δεν ξέρω. Μια μέρα λοιπόν που κοιμόντουσαν όλοι, η Μόνα πήρε την κόρη της και έφυγε από το σπίτι και πήγε σε μια φίλη της μητέρας της που ήταν μορφωμένη γυναίκα με έξυπνο μυαλό γεμάτο με συμβουλές. Αυτή η γυναίκα της είπε να μην ξαναγυρίσει στο σπίτι της πεθεράς της ούτε να πάει στο σπίτι του πατέρα της, γιατί ο πατέρας της δεν θα έκανε τίποτα γι’ αυτήν και θα την πάντρευε με τον πρώτο γαμπρό που θα έβρισκε, και την συμβούλεψε λέγοντας: '' Πάρε την κόρη σου και πήγαινε στην Γαλλία'' '' Να πάω στην Γαλλία! Μα πώς? δεν γνωρίζω κανέναν εκεί''. ''Θα σου δώσω τη διεύθυνση μιας κοπέλας που ονομάζεται Ντόνια, μόλις πέθαναν οι γονείς αυτής της κοπέλας. Τους γνωρίζω από πολύ παλιά, αυτή τώρα ζει μόνη της, πήγαινε και εγώ θα την πάρω τηλέφωνο και θα της το πω, και εσύ μόλις πας εκεί θα προσπαθήσεις να ξεχάσεις όλα αυτά και θα ξεκινήσεις μια καινούρια ζωή''., Η Μόνα συμφώνησε και την ευχαρίστησε και της είπε πως χωρίς αυτήν δεν θα ήξερε τι θα κάνει. Η μητέρα της φίλης της είπε ότι είναι πολύ τυχερή επειδή ξέρει Γαλλικά πολύ καλά από τότε που είχαν κατακτήσει οι Γάλλοι το Μαρόκο και προσπαθούσαν να μας μεταδώσουν τα έθιμά τους και από αυτά μάθαμε την Γαλλική γλώσσα παρά πολύ καλά σαν νεράκι. Έφυγε η Μόνα με την κόρη της στην Γαλλία για να ζήσει στο σπίτι της Ντόνιας. Η προτελευταία ιστορία είναι για μια κοπέλα που λέγεται Ράνια. Η Ράνια είναι από την Αίγυπτο και ζούσε με τον πατέρα της και τη μητέρα της και τα δύο αδέρφια της. Η Ράνια είναι 18 χρονών και σπουδάζει στο πανεπιστήμιο, χαιρόταν πάρα πολύ επειδή άρχισε κάτι καινούργιο στην ζωή της, κάτι διαφορετικό από το σχολείο, μια διαφορετική ζωή γεμάτη ελπίδες και όνειρα για το μέλλον. Ήρθε αυτή την χρονιά ένας γαμπρός στην Ράνια που ήταν πολύ πλούσιος, 23 χρονών, αυτή όμως δεν τον αγαπούσε και γι 'αυτό του είπε πως δεν τον θέλει παρ' όλο που ο πατέρας της συμφώνησε και δεν είχε κανένα πρόβλημα. Η Ράνια επέμενε ότι δεν τον θέλει και πως δεν θα αλλάξει γνώμη ποτέ. Επίσης έλεγε στον πατέρα

  • 26

    της πως όχι επειδή δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά ηλικίας αυτό σημαίνει πως πρέπει να τον παντρευτεί αφού δεν τον αγαπάει τότε δεν την ενδιαφέρει αν θα είναι πλούσιος ή φτωχός επειδή δεν θα παντρευτεί τα λεφτά του, και πρώτα από όλα είναι ακόμα μικρή και επειδή θέλει να σπουδάσει, να δουλέψει και να νιώθει ότι είναι ελεύθερος άνθρωπος και όχι φυλακισμένη. Τον πατέρας της όμως δεν το ένοιαζαν τα λόγια της κόρης του και νόμιζε πως αν την πάντρευε με ένα πλούσιο χωρίς αγάπη θα ζούσε καλά και έλεγε πως έτσι και αλλιώς όλα τα κορίτσια θα παντρευτούν στο τέλος. Ο πατέρας της όμως δεν καταλάβαινε την κόρη του και έκανε πάντα ό,τι ήθελε αυτός και ξέχασε πως τα λεφτά δεν φέρνουν την αγάπη και την ευτυχία σ' ένα ζευγάρι και ας είναι στην ίδια ηλικία και αποφάσισε με το αγόρι πως θα τον αρραβωνιάσει με την κόρη του σε μια εβδομάδα. Η Ράνια όμως αντιμετώπισε αυτό το πρόβλημα με δύναμη και όχι με απελπισία και πήρε απόφαση πως θα αφήσει το σπίτι και θα πάει να ζήσει στο εξωτερικό, για να δείξει στους γονείς της ότι τα κορίτσια μπορούν να δουλέψουν και να πραγματοποιήσουν αυτό που θέλουν στην ζωή. Είχε βάλει στο μυαλό της πως όταν θα γυρίσει στην Αίγυπτο, θα γυρίσει με ψηλά το κεφάλι της και θα κάνει πολλά και διάφορα πράγματα για την πατρίδα της. Μάζεψε λοιπόν από τις φίλες της λεφτά και έφυγε για τη Γαλλία χωρίς να το μάθουν οι γονείς της· απλώς τους έγραψε ένα γράμμα που τους έλεγε να έχουν πάντα το κεφάλι τους ψηλά μπροστά στον κόσμο και πως θα γυρίσει μετά από χρόνια και θα έχει πραγματοποιήσει όλα τα όνειρά της από το μηδέν. Η Ράνια έφτασε στην Γαλλία και δεν ήξερε κανέναν, μια ολόκληρη εβδομάδα κοιμότανε στο κήπο και στους δρόμους, τα λεφτά που είχε μαζέψει από τις φίλες της κόντευαν να τελειώσουν μέχρι που διάβασε την αγγελία που είχε βάλει η Ντόνια και πήγε αμέσως εκεί. Η τελευταία ιστορία είναι αυτή της Ντίνας. Η Ντίνα είναι από το Λίβαβο και είναι 21 χρονών και σπουδάζει ψυχολογία. Ζει με τους γονείς της και τον παππού της, που τον αγαπάει πάρα πολύ και του λέει όλα τα μυστικά της. Όταν τελείωσε τα τέσσερα χρόνια στο πανεπιστήμιο, ήθελε να πάει στη Γαλλία για μεταπτυχιακό, οι γονείς της όμως δεν συμφώνησαν επειδή φοβούνταν πολύ γι’ αυτήν, μέχρι που ο παππούς της τους έπεισε να συμφωνήσουν. Έτσι, η Ντίνα πήγε στη Γαλλία και έμεινε σε μία πανσιόν και έκανε έξι μήνες εξάσκηση στη Γαλλική γλώσσα. Κάθε μέρα η Ντίνα έβγαινε από το πρωί να ψάξει για σπίτι, μέχρι που τυχαία η μαγείρισσα της πανσιόν έμαθε πως η Ντίνα ψάχνει για σπίτι και της είπε για το σπίτι της Ντόνας, και πραγματικά την ίδια μέρα η Ντίνα πήγε σ’ αυτό το σπίτι. [Από το σημείο αυτό και μετά αρχίζει η κοινή ζωή των κοριτσιών στο σπίτι της Ντόνας. Αυτή είναι όμως μια άλλη ιστορία, και το Χωρίς Σύνορα ελπίζει να συνεχίσει τη δημοσίευσή της…]

    Η Ριχάμ κατάγεται από την Αίγυπτο, και τελείωσε το σχολείο μας το 2006, Η συγγραφή ιστοριών ήταν πάντα μια από τις αγαπημένες της ασχολίες. ∆ιαβάζοντας αυτήν εδώ, που την έγραψε ειδικά για την εφημερίδα μας, βλέπω ότι, όσο περνάει ο καιρός, η ματιά της γίνεται όλο και πιο πλατιά, σαν «πολίτης του κόσμου» που είναι κι αυτή, και μπαίνω στον πειρασμό να σκεφτώ πως η ιστορίας της θα μπορούσε (γιατί όχι;) να αποτελέσει τη βάση ενός κινηματογραφικού σεναρίου, απόλυτα ταιριαστού με την «παγκοσμιοποιημένη» (από την καλή και την κακή πλευρά) κοινωνία μέσα στην οποία ζούμε όλοι…

  • Οι παππούδες μας και οι γονείς μας έζησαν σε άλλες εποχές, εποχές που κατά τη γνώμη μου ήταν πιο αληθινές, πιο αγνές, πιο αξιόπιστες. Τη σημερινή εποχή προηγείται η τεχνολογία και η εμπορευματοποίηση, τώρα πια για εμάς παίζει ρόλο το πόσο μοντέρνος μπορεί να γίνει κανείς. Η υπερκατανάλωση είναι η συνέπεια της εξάρτησής μας από τη μόδα, το να είμαστ