Στην Ερμιόνη Αλλοτε και τώρα (12 τεύχος)

32
Ερμιόνη στην άλλοτε και τώρα ΤΕΥΧΟΣ 12 - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2012 Περιοδική έκδοση για την ιστορία, την τέχνη, τον πολιτισμό και την κοινωνική ζωή της Ερμιόνης
  • Upload

    d
  • Category

    Documents

  • view

    1.016
  • download

    8

description

Παρασκευή Σκούρτη ..

Transcript of Στην Ερμιόνη Αλλοτε και τώρα (12 τεύχος)

Page 1: Στην Ερμιόνη  Αλλοτε και τώρα (12 τεύχος)

Ερμιόνηστην

άλλοτε και τώρα

ΤΕΥΧΟΣ 12 - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2012Περιοδική έκδοση για την ιστορία, την τέχνη, τον πολιτισμό και την κοινωνική ζωή της Ερμιόνης

Page 2: Στην Ερμιόνη  Αλλοτε και τώρα (12 τεύχος)

περιεχόμενα

Ερμιόνηστην

άλλοτε και τώρα

ΕΤΟΣ Δ’ΤΕΥΧΟΣ 12ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2012

ΕκδότηςΠαρασκευή Σκούρτη

Συντακτική Επιτροπή Λίνος ΜπενάκηςΓιάννης ΣπετσιώτηςΚώστας Τσεφαλάς

Διόρθωση ΚειμένωνΚαλλιόπη ΚαλποδήμουΑντώνης ΖαραφωνίτηςΦιλόλογοι

Υπεύθυνος σύμφωνα με το νόμοΠαρασκευή ΣκούρτηΕρμιόνη Αργολίδος, 210 51Τηλ.: 27540 31523Τηλ.: 210 4116650

Σχεδιασμός – Εκτύπωση – ΒιβλιοδεσίαΑRTION ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ210 4831792

Διανέμεται δωρεάν

Εξώφυλλο: «Οι Ψαράδες». Πίνακας του Μιχάλη Παπαφράγκου

Σελ. 3 Απόστολος Θ. Γκάτσος | Ο φλόμος

Σελ. 4 Ιωάννης Αγγ. Ησαΐας | Το μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων και οι πέντε ιστορικές - γραπτές μαρτυρίες κατά τον 17ο και 18ο αιώνα

Σελ. 6 Λίνος Γ. Μπενάκης | Ερμιόνη ή Καστρί. Η μαρτυρία των γεωγραφικών χαρτών

Σελ. 8 Νίκος Κυρ. Τσέλλος | «Εσθλών απ εσθλά μαθησέαι, ην δε κακοίσι συμμι-σγής απολείς και τον εόντα νόον»

Σελ. 13 Κατερίνα Παπαμιχαήλ – Ρήγα | Η Κου

Σελ. 14 Θεοδώρα N. Βογανάτση | Λίγες σκέψεις…

Σελ. 16 Λάμπης Π. Παυλίδης | Οι ζουναράδες

Σελ. 18 Κωνσταντίνος Αρισ. Σκούρτης | Ωραίο μου μπακάλικο…

Σελ. 20 Γιάννης Μ. Σπετσιώτης | Οι... δικές μας παροιμίες, γιατί στο χωριό μου λένε...(4ο)

Σελ. 22 Παρασκευή Δ. Σκούρτη | Η Κασσάνδρα του μαντολίνου, του τραγουδιού, του… Πολιτισμού

Σελ. 25 Δημήτρης Καπογιάννης, Απόλλωνας Γλύκας | Ερμιονίτες καλλιτέχνες αυτοπαρουσιάζονται

Σελ. 26 Έφη Βελέντζα-Λαδά | Νανούρισμα στην πόλη μας

Σελ. 26 Επιτυχόντες στα Α.Ε.Ι και Τ.Ε.Ι.

Σελ. 27 Νέο βιβλίο | «Οι σφουγγαράδες της Ερμιόνης»

Σελ. 27 Οι χαρές & οι λύπες μας

Σελ. 28 Εν Ερμιόνη…

Σελ. 30 Παρασκευή Δ. Σκούρτη, Σοφία Μέλλου – Τσαμαδού | Κολκοτσανοκεφτέδες

Page 3: Στην Ερμιόνη  Αλλοτε και τώρα (12 τεύχος)

ερμιόνη 3

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Θ. ΓΚΑΤΣΟΣ

Ένας από τους πολλούς τρόπους ψαρέματος είναι και το ψάρεμα με φλόμο. Ο φλόμος κατά τους βοτανολόγους είναι ένα θαμνώδες και δηλητηριώδες φυτό, από το οποίο παράγεται μια υγρή ναρκωτική ουσία που κι αυτή ονομάζεται φλόμος, όπως και το φυτό που την παράγει. Η ουσία αυτή έχει την ιδιότητα να ζαλίζει τα ψάρια και γι αυτό ίσως απαγορεύεται η χρήση της μέχρι και σήμερα.

Κατά τους βοτανολόγους επίσης, υπάρχουν 70 είδη φλόμου, ένα από τα οποία φύεται στο γει-τονικό μας Δοκό σε μέρη απότομα, κρημνώδη, απάτητα ακόμα και από τα κατσίκια του Δοκού. Το ξερίζωμά του ήταν επικίνδυνο και ενίοτε θανατηφόρο. Θυμάμαι, ήμουν μικρό παιδί, τον τραγικό θάνατο του ψαρά Γεωργίου Πασχάλη, πατέρα του μακαρίτη φίλου Νίκα Πασχάλη και παππού του επίσης μακαριστού μητροπολίτη Σάμου Παντελεήμονος. Στην προσπάθειά του ο ατυχής ψαράς να ξεριζώσει φλόμο, έπεσε στο γκρεμό και σκοτώθηκε. Τον έφεραν στην Ερμιό-νη στα Μαντράκια με τη βάρκα του τυλιγμένο σε μια κόκκινη τέντα. Τόση εντύπωση μου είχε προκαλέσει το γεγονός που το θυμάμαι ακόμη.

Το ψάρεμα με φλόμο ήταν κουραστικό και δύσκολο, χρειαζόταν επιδέξιο ψαρά. Ο ένας εκ των δύο ψαράδων, συνήθως ο καραβοκύρης, ως πιο έμπειρος, έμπαινε στο πορτέλο της βάρκας και ο άλλος ήταν στα κουπιά. Πορτέλο της βάρκας λέγεται το στρογγυλό άνοιγμα της πλώρης στο

οποίο μπαίνει ο ψαράς όταν πρόκειται να ψαρέψει με γυαλί. Το γυαλί είναι και αυτό όργανο ψαρι-κής. Είναι ένα δοχείο στρογγυλό ύψους περί τα 80εκ και διαμέτρου περί τα 50εκ και ως βάση έχει ένα προσαρμοσμένο χονδρό κρύσταλλο (γυαλί) από το οποίο πήρε και τ’ όνομά του.

Ο καραβοκύρης ψαράς είναι μισός από την κοιλιά και κάτω μέσα στο πορτέλο κι επάνω σκυφτός, χωμένος μέσα στο γυαλί ερευνά τον πυθμένα της περιοχής στην οποία ψαρεύει. Όταν δει ψάρι (κυρίως μαυρόψαρο) να μπαίνει σε καμιά ρωγμή, αρχίζει η κυρίως επιχείρηση. Περιβάλλει τη ρωγμή με το δίχτυ του και κατόπιν χτυπά ένα κλαρί φλόμου στην πλώρη της βάρκας ώστε να βγει το ναρκωτικό υγρό του φυτού, το προσαρμόζει στο καμάκι του και το κατευθύνει στη ρωγμή που έχει καταφύγει το ψάρι. Το ψάρι ζαλισμένο από

την οσμή του φλόμου πετάγεται από την ρωγμή και τυλίγεται στο δίχτυ προς μεγάλη χαρά του ψαρά, ο οποίος αργά και με προσοχή σηκώνει το δίχτυ. Αν κατά την περιγραφή του ψαρέματος με φλόμο έχει γίνει κάποια παράλειψη, ο φίλος Λάμπης ας μας το συγχωρήσει.

Αναφορικά με την απαγόρευση του ψαρέματος με φλόμο ο μακαρίτης φίλος μας Γιάννης Μπούρλας ή Μπούζος μας διηγείτο ένα αστείο επεισόδιο. Σημειώνω ότι ο Γιάννης ήταν υπάλ-ληλος του Υπουργείου Οικονομικών, στην υπηρεσία διώξεως λαθρεμπορίου και υπηρετούσε σ’ ένα από τα σκάφη της υπηρεσίας αυτής. Κύρια πρόσωπα στο επεισόδιο ήταν ο πατέρας του Γιάννη, (ο μπάρμπα Νικολός ο Μπούζος) και ο μπάρμπα Νικολός ο Βογανάτσης. Ο πρώτος ήταν άνθρωπος ολιγόλογος και σκεπτικός. Ήταν επίσης ο λογιστής των ψαράδων στον οποίο ανέθε-ταν την τακτοποίηση των λογαριασμών τους μετά από το μακροχρόνιο ταξίδι τους στο εσωτερικό ή στην Μπαρμπαριά. Ο μπάρμπα Νικολός ο Βογανάτσης ήταν ένας χαρούμενος άνθρωπος με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο να διηγείται, με τα καλαμπούρια του, πάντα αγαπητός στις παρέες του. Δε γνωρίζω αν υπάρχουν πλέον συγγενείς του ενός ή του άλλου εν ζωή.

Ο φλόμος

To φυτό φλόμος

Page 4: Στην Ερμιόνη  Αλλοτε και τώρα (12 τεύχος)

4 ερμιόνη

Ο Γιάννης λοιπόν μου διηγεί-το: Περιπολούσαμε στην περιοχή από Τσελεβίνια μέχρι Θερμήσι. Σε κάποια στιγμή βλέπω από μακριά μια ψαράδικη βάρκα. «Παιδιά» λέω στους συναδέλφους μου «η βάρκα αυτή είναι του πατέρα μου, πάμε κο-ντά να τους κάνουμε πλάκα». Σε λίγο ζυγώσαμε. Κατέβασα το πηλήκιό μου μέχρι τα μάτια για να μη με γνωρί-σουν. Ο πατέρας μου έμεινε ακίνητος μέσα στο πορτέλο με το γυαλί του στα χέρια. Αντίθετα ο μπαρμπα-Νικολός ο Βογανάτσης έδειξε κάποια ανησυ-χία από την παρουσία μας.

-Ε! Εσείς οι ψαράδες τι κάνετε? Ψαρεύετε με φλόμο;

-Όχι! Πετάχτηκε ο μπαρμπα-Νικο-λός ο Βογανάτσης φοβισμένος.

-Ε τότε ψαρεύετε με σκόνη (χλώ-ριο) που κι αυτό απαγορεύεται.

- Οχι γιέτ. Απάντησε με αρβανίτι-κη φιλοφρόνηση.

- Πρέπει να κάνω έρευνα να δω αν λέτε αλήθεια! Είπα και μπαίνω στη βάρκα κατευθυνόμενος προς το αμπάρι της πρύμνης, στο μέρος που ο μπάρμπα Νικολός κρατούσε τα κουπιά. Καθώς πήγαινα προς τα εκεί βλέπω τον μπαρμπα- Νικολό φοβι-σμένο και γέλασα. Τότε με ανεγνώ-ρισε.

- Τι γιέ βρε κερατά, ε δε να πρέβε γκιακν; Μου είπε αρβανίτικα δηλα-δή: «Εσύ είσαι βρε κερατά και μας έκοψες τα αίματα;» Και σκάσαμε όλοι στα γέλια.

Τους προσφέραμε κονσέρβες από τις δικές μας, «σάρανε» το πανί (λατίνι) και κατ’ ευθείαν για τα Μαντράκια, όπου και στο αγκυ-ροβόλι της βάρκας του πατέρα μου, τέλειωσε τη διήγησή του ο Γιάννης.

Υστερόγραφο: Οφείλω χάριτας στο φίλο συνταξιούχο ναυπηγό και έμπειρο ερασιτέχνη ψαρά Γιώργο Κοτ-ταρά για τις πληροφορίες σχετικά με το θέμα. Είναι γνωστό ότι ο Γιώργος κατασκεύασε διαφόρων τύπων σκάφη και έχω τη γνώμη ότι θα πλούτιζε την τοπική ναυπηγική τέχνη αν δεν είχε συνταξιοδοτηθεί τόσο πρόωρα.

Η τρίτη γραπτή πηγή είναι το «Σιγίλλιον» του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίου του Γ , με τον οποίον επικυρώνεται η σταυ-ροπηγιακή αξία «του εν τη επαρχία Ναυπλίου και Άργους και μεταξύ των χωρίων Κρανίδι και Καστρί κειμένου μοναστηρίου των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού» (του έτους 1720). Το σιγίλλιο αυτό φυλάσσεται στη βιβλιοθήκη των Παρισίων και δημοσιεύτηκε από τον Δ. Α. Ζακυθηνό, στο περιοδικό «Ελληνικά» τ. Β΄ (1929). Αντίγραφο αυτού υπάρχει κορνιζαρι-σμένο εντός της Μονής.Η τέταρτη γραπτή πηγή είναι το Πατριαρχικό και Συνοδικό Γράμμα, επί πατριαρχίας Σωφρονίου, που υπογράφτηκε τον Αύγουστο του 1776 από την Πατριαρχική Σύνοδο και τον οικείο Μητροπολίτη Ναυπλίου Νικόδη-μο. Το προαναφερόμενο πατριαρχικό γράμμα βρέθηκε στα αρχεία της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους και απευθύνεται στους πατέρες (μοναχούς) της Μονής των Αγίων Αναργύρων, στους προεστώτες και γέ-ροντες της περιοχής και τους χριστιανούς της Ερμιόνης και των γύρω χω-ριών. Αρχικά αναφέρονται οι πληροφορίες κάποιας κοινής και έγγραφης αναφοράς των πατέρων της Μονής και των προεστώτων της επαρχίας του Κάτω Ναχαγιέ (Ερμιονίδας) προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη και παράλ-ληλα τονίζεται ότι το Μοναστήρι είχε περιέλθει σε άθλια κατάσταση, ύστε-ρα από την αρπαγή και απώλεια όλων των μοναστηριακών πραγμάτων, με τη μερική οικειοποίηση κτημάτων της Μονής από κάποιους «ιερόσυλους». Για τούτο η Πατριαρχική Σύνοδος τοποθέτησε ηγούμενο και επιστάτη, το έτος 1776, τον προηγούμενο της Μονής Μεγίστης Λαύρας, Ιερομόναχο Θεοδόσιο, άνδρα ευλαβή και έμπειρο, ώστε να ανορθώσει το Μοναστήρι και να το αποκαταστήσει στην παλιά του μορφή και αίγλη. (Ησαΐα Ιωάννη, Ιστορικές σελίδες του Δήμου Ερμιόνης και των Δημοτικών Διαμερισμάτων Ηλιοκάστρου και Θερμησίας, σελ. 308 έως 309).Η πέμπτη γραπτή μαρτυρία: Τον Μάρτιο του 1798 έγινε η τελευταία ανανέωση της σταυροπηγιακής προνομίας της Μονής από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε . Το πατριαρχικό αυτό γράμμα βρισκόταν μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα στη Μονή Προφήτου Ηλιού Ύδρας, όπως αναφέρει ο Κρανι-διώτης Ιωάννης Βασιλείου στο βιβλίο του «Η Ερμιονίς από των αρχαιοτά-των χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς». Από τότε μέχρι σήμερα δε γνωρίζουμε το χώρο φύλαξης και αναζήτησης αυτού και παραμένει ανέκδοτο.Την προαναφερόμενη χρονική περίοδο ο εθνομάρτυρας Πατριάρχης ανανέωσε τα σταυροπηγιακά προνόμια όλων των μοναστηριών, που συνδέονταν με τον Οικουμενικό Θρόνο για λόγους πνευματικούς, ηθι-κούς, εθνικούς αλλά και οικονομικούς. Είναι γνωστή η εγκύκλιος του

Το μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων και οι πέντε ιστορικές - γραπτές μαρτυρίες κατά τον 17ο και 18ο αιώνα

ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΓΓ. ΗΣΑΙΑΣ

(2ο μέρος συνέχεια από το 11ο τεύχος)

Page 5: Στην Ερμιόνη  Αλλοτε και τώρα (12 τεύχος)

ερμιόνη 5

Πατριάρχη σ’ όλα τα σταυροπηγιακά μοναστήρια ν’ ανανεώσουν την πατριαρχική εξάρτηση, αποστέλλοντας στο Πατριαρχείο το τελευταίο πατριαρχικό σιγίλλιο. Μετά τη συγκέντρω-ση των παλαιών πατριαρχικών σιγιλλίων απελύθησαν τα νέα ανανεωτικά και ομοιότυπα σιγίλλια του Γρηγορίου Ε΄ (πρώτη πατριαρχία) προς τα μοναστήρια, ενώ τα παλαιά, που είχαν συγκεντρω-θεί διέρρευσαν σε διάφορες κατευθύνσεις. Το γεγονός όμως ότι βρέθηκε το σιγίλλιο του Ιερεμίου του Γ΄ για τη Μονή των Αγίων Αναργύρων στη βιβλιοθήκη των Παρισίων, επαληθεύει τη μαρτυρία ότι υπήρχε και μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα φυλάσσονταν στη Μονή Προφήτου Ηλιού Ύδρας το νέο σιγίλλιο του Γρηγορίου Ε΄ (1798).Μεταξύ των διατάξεων των ανανεωτικών σιγιλλίων σημειώνονταν ότι η Μονή απαλλάσσονταν από κάθε εξαρχική εξουσία, με την υποχρέωση να αποστέλλει χρηματικό ποσό ως ετήσιο δικαίωμα στον Οικουμε-νικό Θρόνο και ταυτόχρονα αποστέλλονταν απόδειξη εξοφλητική (Αναγραφή των πατριαρχικών επικυρω-τικών γραμμάτων από τον Πατριάρχην Γρηγόριον Ε , δημοσίευσε ο Περικλής Ζερλέντης στο περιοδικόν «Ο Νέος Ποιμήν», τεύχος 1ον, 1920). Μάλιστα για το μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ είχε καθορίσει με το προαναφερόμενο σιγίλλιο (1798) ετήσια εισφορά μόνο 26 γρόσια, επειδή τη χρονική αυτή περίοδο βρισκόταν σε άθλια οικονομική κατάσταση.Εκτός των άλλων πιθανολογείται ότι το σιγίλλιο αυτό ίσως φυλάσσεται σε κάποιον άλλο αρχειακό χώρο της Ύδρας, όπως ακριβώς βρέθηκε τελευταία στο Ιστορι-κό Αρχείο-Μουσείο Ύδρας το ανέκδοτο σιγίλλιο του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ (1797) της Ιεράς Σταυροπη-γιακής Μονής Κοιμήσεως Θεοτόκου (Φανερωμένης) Ύδρας.Αυτές είναι οι πρώτες γραπτές και σημαντικές μαρτυ-ρίες για την παλαίφατη Μονή των Αγίων Αναργύρων Ερμιόνης.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΓΓ. ΗΣΑΙΑΣ

Μονή Αγ. Αναργύρων. Το εσωτερικό του τρισυπόστατου ναού.Πίνακας: Νάντια Αντωνακάτου

Page 6: Στην Ερμιόνη  Αλλοτε και τώρα (12 τεύχος)

6 ερμιόνη

ΛΙΝΟΣ Γ. ΜΠΕΝΑΚΗΣ

Η πρόσφατη έκδοση σε καλλιτεχνικό Ημερολόγιο τοίχου 2012 μεγάλου σχήματος (50Χ65 εκ.) δώδεκα χαρτών της Πελοποννήσου του 16ου-18ου αιώνα από το Συλλέκτη και καλλιτε-χνικό τυπογράφο Γεώργιο Κωστόπουλο, σε συνδυασμό με την επισκόπηση της μεγάλης Συλ-λογής παλαιών χαρτών του αείμνηστου Β. Κωνσταντακόπουλου στο Τουριστικό Συγκρότημα «Costa Navarino» και δύο ακόμη παλιών χαρτών (1609 και 1674) της Συλλογής του γιατρού Παναγιώτη Σουκάκου (σελ. 59 και 43 του ωραίου Καταλόγου της σύγχρονης έκθεσης) με οδήγησαν να ερευνήσω το θέμα της παρουσίας του ονόματος ΚΑΣΤΡΙ σε αυθεντικά «ντοκου-μέντα» των περασμένων αιώνων.

Πρώτη γενική διαπίστωση σε κανένα παλαιό χάρτη από το 1590 έως το 1785 που ελέγξα-

με (25 χάρτες) δεν συναντούμε το όνομα Καστρί.

Σε όλους ανεξαιρέτως τους χάρτες αυτούς η Ερμιόνη αναγράφεται ως HERMIONE (ενδι-αφέρουσα η παρουσία και άλλων γειτονικών τοπονυμίων, Thermisia, Pronos, Ilei, Mazetes (Μάσης), Halice (Αλιείς), Scyllaeum κ.α.). Επομένως η πληροφορία του Ι. Ησαΐα, Ιστορικές Σελίδες (2005) ότι «τον 14ο αιώνα παρουσιάζεται στις πηγές το όνομα «Καστρί» από το οχυ-ρωματικό περιτοίχισμα στην χερσόνησο «Μπίστι» (σελ. 23) και ότι «από τον Hopf μαθαί-νουμε ότι το Καστρί το 1311 βρισκόταν κάτω από την δικαιοδοσία του Γουλιέλμου, γαλλικής καταγωγής, που το κληρονόμησε κατόπιν η αδελφή του Βεατρίκη» (σελ 115) δεν επιβεβαιώ-νεται τουλάχιστον από τους χάρτες του 16ου αιώνα και μετά.

Γεγονός ωστόσο είναι ότι το ΚΑΣΤΡΙ εμφανίζεται συχνά (αλλά όχι αποκλειστικά) στα προεπαναστατικά χρόνια, στα χρόνια της Επανάστασης του 1821 και ως το 1830 τουλάχιστον. Σημαντικές μαρτυρίες: οι αγωνιστές του 21 αδελφοί Μητσαίοι αποκαλούνται και «Καστριώ-τες» - σε ανταπόκριση από την Ελλάδα μέσω Βιέννης στην Γαλλική εφημερίδα L’Etoile της 4 Μαΐου 1827 αναγράφεται «Υπάρχουν αυτή την στιγμή δύο Εθνικές Αντιπροσωπείες στην Ελλάδα, η μία στην Αίγινα και η άλλη στο Καστρί (την αρχαία Ερμιόνη) - σε χάρτη της Συλλογής Κωνσταντακόπουλου “Carte de la Moree execute en 1829-1831 par general Pelet, Paris 1832” στη θέση της Ερμιόνης διακρίνουμε καθαρά Kastri / Hermione !

Το θέμα μένει να διερευνηθεί πλατύτερα, πρώτον ως προς τις παλαιότερες πηγές πλην των χαρτών για τον 14ο αιώνα και μετά, και δεύτερον για προεπαναστατικά και επαναστατι-κά (1821-1830) έγγραφα.

Ερμιόνη ή ΚαστρίΗ μαρτυρία των γεωγραφικών χαρτών

Page 7: Στην Ερμιόνη  Αλλοτε και τώρα (12 τεύχος)

ερμιόνη 7

ΛΙΝΟΣ Γ. ΜΠΕΝΑΚΗΣ

Χάρτης Ν1: Χάρτης της Ελλάδας του Pierre di Val, Παρίσι 1674 (Συλλογή Π. Σουκάκου). Απόσπασμα.Διακρίνεται καθαρό το τοπωνύμιο Her-mione.

Χάρτης Ν2: Χάρτης του Μοριά (de la Moree) του στρατηγού Pelet, Παρίσι 1832 (Συλλογή Β. Κωνσταντακόπουλου). Απόσπασμα.Ο μόνος γνωστός χάρτης των επαναστατικών χρόνων, όπου και οι δύο ονομασίες ΕΡΜΙΟΝΗ και ΚΑΣΤΡΙ.

Page 8: Στην Ερμιόνη  Αλλοτε και τώρα (12 τεύχος)

8 ερμιόνη

(Από τους καλούς, μαθαίνεις καλά πράγματα. Αν όμως ανακατεύεσαι με κακούς, χάνεις και τον δικόν σου νου)

Την Πρώτη τάξη του Δημοτικού σχολείου, την τελείωσα στο Βαλτέτσι. Ήταν ένα κλασσικό ορεινό Διθέσιο σχολείο, που λειτουργούσε κατά τους θερινούς μήνες, αφού τα παιδιά προερ-χόμασταν από νομαδικές οικογένειες. Μέχρι τις πρώτες ημέρες του Νοέμβρη, οι οικογένειές μας μετακινούνταν με τα κοπάδια τους στα χειμαδιά τους, οπότε τα μαθήματα διακόπτονταν και το σχολείο έκλεινε. Ξανάνοιγε πάλι με τον ερχομό της άνοιξης. Γύρω τ’ Αγιωργιού, που οι οικογένειές μας ξαναγύριζαν στα ‘’βουνά’’, όπως λέγαμε και λέμε. Το σχολικό έτος, άρχιζε στις 20 ή στις 21 Αυγούστου, ανάλογα, αν έπεφτε Κυριακή στις 20. Τα μαθήματα διεξάγονταν μέχρι τέλος Οκτώβρη ή αρχές Νοέμβρη. Ακολουθούσε η αναγκαστική χειμερινή διακοπή των μαθημάτων και της λειτουργίας του σχολείου, μέχρι την άνοιξη. Τότε συνέχιζαν τα μα-θήματα και στις 6 Αυγούστου (του Σωτήρος), είχαμε την λήξη του σχολικού έτους. Μεσολα-βούσε το διάστημα των θερινών μας διακοπών. Ήταν και το πανηγύρι στο χωριό, τρείς ημέρες (τρία ημερόνυχτα όλο κλαρίνα και χορό), το Δεκαπενταύγουστο… Και στις 20 ή 21 Αυγούστου συνεχίζαμε, στην επόμενη τάξη. Εφ’ όσον είχαμε εξασφαλίσει βέβαια, οι περισσότεροι, ένα πέντε (5) ή έξι (6), ως βαθμό προβιβασμού.

Στη Δεύτερη τάξη, άρχισα τα μαθήματα στο Βαλτέτσι και στη συνέχεια κατά τον Νοέμβρη, πήρα μεταγραφή για το Διθέσιο (τότε) Δημοτικό σχολείο Θερμησίας. Ήταν πλησιέστερο στον τόπο κατοικίας μας, στην Αχλαδίτσα (Δάρδεζα), αντίκρυ και στα βόρεια της σκάλας Μεταλ-λείων. Το λεωφορείο, από Ερμιόνη προς Θερμησία, πέρναγε κατά τις 6:30 το πρωί. Το κου-δούνι χτύπαγε στις 8:15. Χειμώνας… Κρύο… Μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι, καθόμουνα στο μαγαζί, μπακάλικο-ταβέρνα, που είχαν τα πρώτα μου ξαδέρφια, ο Κώστας Μπαντζάνης και η σύζυγός του Γεωργία (της θεια-Καλλιρόης). Ήτανε όμως, πολλές οι ώρες της αναμονής. Με έπαιρνε κι ο ύπνος στην καρέκλα, δίπλα στη σόμπα... Πήγα δύο-τρείς φορές με το λεωφορείο. Μετά, τέρμα το λεωφορείο. Πήγαινα με τα ‘’πόδια’’. Συν τω χρόνω, γνωρίστηκα με τους και-νούργιους συμμαθητές μου. Άλλωστε οι πιο πολλοί, ήσαν Βαλτετσιώτες. Κατά τη διαδρομή προς το σχολείο, συναντούσα και άλλα παιδιά. Το Φώτη, το Βασίλη, τον Αντώνη, τον Κώστα και πηγαίναμε παρέα στο σχολείο. Έτσι, πέρα-δώθε, κάθε ημέρα, γίναμε καλοί φίλοι. Αργού-σαμε και καμιά φορά να πάμε στο μάθημα, αφού παίζαμε στη διαδρομή, και για να μην τρώμε ξύλο από το δάσκαλο, δεν μπαίναμε ούτε στο προαύλιο του σχολείου. Μάλλον δε φθάναμε καθόλου στο Θερμήσι. Είχε και πολλές βροχές εκείνη τη χρονιά. Κατέβαζε συνέχεια το Ρορό. Για το λόγο αυτό, δε μπορούσαμε να περάσουμε από τον επάνω δρόμο, από το τυροκομείο του Συνεταιρισμού. Βέβαια, ούτε σκέψη να πάμε από τον κάτω δρόμο, τον κεντρικό με τη γέφυ-ρα. Μας ερχότανε μακριά. Μεγάλος κύκλος, βλέπεις. Έτσι, βολευόμασταν να συνεχίζουμε το παιχνίδι όλη την ημέρα. Πηγαίναμε στη λίμνη για ψάρεμα… Προς το Κάστρο για πουλιά… Τέτοια. Είχαμε φυτέψει και ένα μποστανάκι, μέσα στο χτήμα του Φώτη και του Βασίλη, που είχε και νερό. Με ντομάτες, πιπεριές, αγγούρια. Τέτοια. Χορτάσαμε παγωτά την άνοιξη! Γιατί τα προϊόντα μας, τα πουλάγαμε και είχαμε και εισπράξεις. Μια φορά, χωρίς να καλοσκεφτώ τις συνέπειες, πήρα λίγες ντομάτες και κάτι αγγουράκια και τα πήγα στους γονείς μου. Θερί-ζανε τότε, μια ώρα ανήφορος από το μποστάνι μας. Μόλις έφτασα, τους λέω με χαρά και με καμάρι:

– Έφερα ντομάτες και αγγούρια, να φτιάξουμε σαλάτα! Η απάντηση όμως, ήταν μια ερώτη-ση καταπέλτης.

«Ἐσθλῶν ἀπ ἐσθλὰ μαθήσεαι, ἢν δέ κακοῖσι συμμισγῆς ἀπολεῖς καὶ τὸν ἐόντα νόον» (Θέογνις, ποιητής των Αρχαϊκών χρόνων)

ΝΙΚΟΣ ΚΥΡ. ΤΣΕΛΛΟΣ

Page 9: Στην Ερμιόνη  Αλλοτε και τώρα (12 τεύχος)

ερμιόνη 9

– Πού τα βρήκες;

Τι να απαντήσω εγώ, τώρα! Ότι είναι από το μποστάνι που καλλιεργούμε με το Φώτη, το Βασίλη και τους άλ-λους; Και τι θα τους έλεγα αν με ρωτούσαν, και δικαίως: «Καλά, δεν πάς στο σχολείο; Μποστάνια καλλιεργείς;» Οπότε, τσιμουδιά! Η επόμενη ερώτηση όμως, ήταν να χωθώ κάτω απ’ τη γης.

– Από πού τα πήρες; Πάλι τσιμουδιά. Αφού

‘’έφαγα’’ μερικές, ξεγλίστρησα και απομακρύνθηκα. Δεν είχε και κανείς τους κουράγιο να με κυνηγήσει για να με ξα-ναπιάσει, αφού θέριζαν μεσ’ τον ήλιο όλη την ημέρα.

– Να τα πάρεις και να πάς να τα δώκεις του ανθρώπου που τα πήρες, γιατί, θα τα κλαίει!

Τα πήρα και εγώ, με την ουρά στα σκέλια, πάει η χαρά και το καμάρι μου, και κατευ-θύνθηκα προς το Θερμήσι. Τάχα, πως θα τα επιστρέψω στη θέση τους. Από εκεί που τα πήρα. Πέρασα τις «Βεζυ-ρόρραχες», κάθισα σε μια μεριά με πολύ ωραία θέα, τα σκούπισα με το μπλουζάκι μου και τα ‘φαγα όλα. Το βράδυ με ρωτήσανε αν τα επέστρεψα και με συμβούλεψαν να μην το ξανακάνω, γιατί πηγαίνω στο σχολείο να μάθω γράμματα κι όχι να μαζεύω και να παίρνω πράγματα άλλων ανθρώπων.

Κόντευε να τελειώσουν τα μαθήματα, είχανε πιά-σει και οι ζέστες, είχαν ξεβγεί και τα μποστανικά μας… Φοβόμασταν και τα φίδια στη λίμνη και στους λόγγους, για ψάρεμα ή κοτσύφια. Επιθυμήσαμε και τους άλλους συμμαθητές μας… Και έτσι, μια ημέρα πήγαμε στο σχο-λείο, μπήκαμε και στο μάθημα. Ούτε να συλλαβίσω δεν μπορούσα, όταν με έβαλε ο δάσκαλος να διαβάσω το μά-

θημα, όπως θυμάμαι. Είχα ξεμάθει εντελώς, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι στην αρχή του σχολικού έτους και όσο πήγαινα σχολείο στο Βαλτέτσι, είχα συναγωνισμό με την Παναγιούλα Μητσοπούλου (από τα κοφτερότερα μυαλά που έχω συναντήσει στη ζωή μου) ποιός από τους δυο μας θα διαβάσει καλλίτερα το παρακάτω μάθημα. Με περισ-σότερο χρώμα και καλλίτερη ροή, χωρίς κομπιάσματα. Μόνο εμάς τους δύο έβαζε εκείνος ο δάσκαλος, να διαβά-ζουμε το παρακάτω μάθημα. Τέλος πάντων, τέλειωσαν τα

μαθήματα εκείνης της ημέρας στο σχολείο στο Θερμήσι, χτύπησε το κουδούνι, πήραμε τις σάκες μας και ετοιμάστηκα να φύγω, όπως όλα τα παιδιά. Μόλις βγήκα στον προθάλα-μο, με φώναξε ο Διευθυντής. Πήγα στο γραφείο του και μου έδωσε έναν φάκελο κλειστό. Ένα γράμμα.

– Μην το χάσεις! Να το δώσεις του πατέρα σου. Μού είπε αυστηρά. Ούτε που πήγε ο νους μου, τι να έγραφε Το βράδυ, μετά το φαγητό, έδωσα το φάκελο στον πατέρα μου.

– Μού το έδωσε ο Δάσκαλος, του λέω.

– Για φέρ’ το ‘δώ. Τι να λέει άρα-γες; Το πήρε και άνοιξε το φάκελο. Σε ένα μικρό κομμάτι χαρτί κάτι είχε γράψει ο δάσκαλος. Το διάβασε ο πατέρας μου! Με κοίταξε! Το ξανα-διάβασε! Με ξανακοίταξε! Ξανάβαλε το χαρτάκι στο φάκελο, τον τοπο-θέτησε στα χαρτιά του (όπου κανείς

άλλος δεν είχε δικαίωμα πρόσβασης) και συνέχισε να ασχολείται με δουλειές που συνήθιζε να κάνει τα βράδια μετά το φαγητό και πριν κοιμηθούμε. Δεν είπε τίποτα για το γράμμα. Την άλλη ημέρα το πρωί, ετοιμάστηκα να φύγω για το σχολείο, όπως έκανα κάθε ημέρα, γύρω στις 7:00.

– Μη φεύγεις, μου λέει ο πατέρας μου, θα πάμε με το άλογο. Έχω και εγώ μια δουλειά στο Θερμήσι. Ευγενι-κός, όπως πάντα, όταν είχε να αντιμετωπίσει αδύναμες περιπτώσεις. Αντιθέτως δε, όταν αντιμετώπιζε ισχυρές περιπτώσεις ήταν μαχητικότατος, σε συνδυασμό με μία

Η κυρα-Κατίνα, σπουδάστρια του Ραλλείου Διδασκαλείου Πειραιά, με τις φίλες της.

ΝΙΚΟΣ ΚΥΡ. ΤΣΕΛΛΟΣ

Page 10: Στην Ερμιόνη  Αλλοτε και τώρα (12 τεύχος)

10 ερμιόνη

ΝΙΚΟΣ ΚΥΡ. ΤΣΕΛΛΟΣ

καταπληκτική ευελιξία. Τέτοια, όπως όταν χόρευε τον αγαπημένο του χορό, το τσάμικο.

– Το μεσημέρι με το καλό, έρχεσαι μοναχός σου. Δε θα μείνω και πολλές ώρες εκεί. Ακόμα, δεν είχα πάρει χαμπάρι τίποτα. Απλά περίμενα, να τελειώσει με τις πρω-ινές δουλειές του. Κάποια στιγμή, τον βλέπω και πιάνει ένα αρνί. Του δένει τα πόδια και το βάζει σε ένα ταγάρι. Φορτώνει το ταγάρι με το αρνί στο άλογο και μου λέει:

– Έλα, ανέβα στο άλογο, φεύγουμε. Και πάλι εγώ δεν είχα καταλάβει το παραμικρό. Φτάνουμε στο Θερμήσι και κατευθυνόμαστε προς το σχολείο. «Δε θέλει να περπα-τήσω πολύ, μήπως και κουραστώ», σκέφτηκα με ικανοποίηση.Φτάνουμε στη δυτική πλευρά του σχο-λείου, ξεπεζεύει, δένει το άλογο και κατεβάζει και το ταγάρι με το αρνί.

– Έλα, κατέβα τώρα, μου λέει. Μια και δυο, μπρο-στά ο πατέρας μου με το αρνί στο ταγάρι, πίσω εγώ, μπαίνουμε στο προαύλιο. Με έλουσε κρύος ιδρώτας. Ντρεπόμουνα κιόλας και τα άλλα παιδιά… Κατ’ ευθείαν στο γραφείο του Διευθυντή ο πατέρας μου. Ακολουθού-σα και εγώ. Η συζήτηση, ή μάλλον ο σχεδόν μονό-λογος, ολιγόλεπτος και κοφτός.

– Καλημέρα, δάσκαλε!– Καλημέρα, μπαρμπα-

Κυριάκο. – Και δε μου το ‘λεγες

νωρίτερα, Χριστιανέ μου! Κάτι απάντησε ο δάσκαλος και αμέσως

– Τέλος πάντων. Σου τα ‘φερα και τα δύο! Όποιο θέλεις κράτα, όποιο θέλεις πέρνα. Και καλό καλοκαίρι! Άφησε ο πατέρας μου το ταγά-ρι με το αρνί στο γραφείο κι έφυγε, χωρίς άλλη κουβέντα. Έμεινα σύξυλος. Εκείνη την ώρα κατάλαβα τι είχε συμβεί και τι έγραφε το γράμμα που πήγα χθες στον πατέρα μου! Περίπου: « Ή μου φέρνεις ένα αρνί, μπαρμπα-Κυριάκο, ή ο γιός σου θα μείνει στην ίδια τάξη».

Έτσι, ο δάσκαλος πήρε το αρνί και εγώ πήρα το δεύτε-ρο μεγαλοπρεπές εξάρι μου (6) και προβιβάστηκα στην Τρίτη τάξη. Όταν, μετά από κάποια χρόνια (στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου), συζητούσαμε την περίπτωση με

τον πατέρα μου καλαμπουρίζοντας, χαμογέλασε με αρκετή ικανοποίηση, αλλά κάποια στιγμή αγρίεψε.

– Μα, το …. (και έδωσε έναν χαρακτηρισμό) να μου το

πει τελευταία στιγμή! Πού ήτανε τόσους μήνες! Κι αν εσύ είχες κιόλας πάρει στραβό δρόμο; Μικρό παιδάκι ήσου-να! Τι θα γινότανε; Δεν αισθανόταν καμία ευθύνη για τα παιδιά του κοσμάκη; Το κάθε παιδί! Ίσα για να παίρνει το μισθό του ενδιαφερότανε; Αλλά και πάλι καλά που τον ‘’φώτισε’’ μέχρι εκεί! Δόξα τω Θεώ! Παναγίτσα μου! Και έκανε το σταυρό του.

Με αυτό το εξάρι (6), ξαναγράφτηκα το καλοκαί-ρι στο Βαλτέτσι, για την Τρίτη τάξη. Παρακολούθη-σα τα μαθήματα μέχρι τ’ Άϊ – Δημητριού και ακολού-θως πήρα μεταγραφή για το Δημοτικό σχολείο της Ερμιόνης.

Είχε ήδη παρθεί και απόφαση από την οικογέ-νεια, να ανοίξει μπακάλικο (παντοπωλείο) ο μεγάλος μου αδελφός ο Γιάννης, στο ιδιόκτητο κτίριο όπου και σήμερα κατοικούμε. Έτσι, υπήρχε η δυνατό-τητα να διαμένω και εγώ στην Ερμιόνη μαζί με τον αδελφό μου και να παρακο-λουθώ τα μαθήματα, αντί να τρέχω στη λίμνη του Θερμησιού για ψάρεμα, είτε στο Κάστρο για κο-τσύφια, είτε να καλλιεργώ μποστανικά!

Η Τρίτη τάξη του εξατα-ξίου Δημοτικού σχολείου Ερμιόνης, έκανε μάθημα στην δυτική από τις δύο

μεγάλες, συνεχόμενες αίθουσες με τη φυσαρμόνικα. Καμιά σαρανταπενταριά παιδιά στην τάξη. Δασκάλα, η αείμνηστη κυρα- Κατίνα Βρεττού-Σπετσιώτη. Άλλο σχο-λείο, άλλη κοινωνία και κοινωνική δομή, άλλα παιδιά. Άλλες συμπεριφορές, άλλες αντιδράσεις. Εγώ βέβαια, δεν έπαυσα να είμαι ένα ατίθασο με τα μαθήματα και συχνά σκληρό με τους συμμαθητές μου παιδί. Προσπάθησα στην αρχή να ακολουθήσω, ως προς την παρακολούθηση των μαθημάτων, την ίδια τακτική όπως και τον προηγούμενο χρόνο στο Θερμήσι. Διαπίστωσα όμως πολύ γρήγορα, ότι ήταν ανέφικτο, αφού ούτε αντίστοιχες παρέες εύ-

Το βιβλίο που της είχε δοθεί ως βραβείο, επειδή αρίστευσε στις εξετάσεις, κατά τη λήξη του ακαδημαϊκού έτους 1932-33.

Page 11: Στην Ερμιόνη  Αλλοτε και τώρα (12 τεύχος)

ερμιόνη 11

ΝΙΚΟΣ ΚΥΡ. ΤΣΕΛΛΟΣ

ρισκα, ούτε ο χώρος (η διαμόρφωση του οικισμού της Ερμιόνης) το επέτρεπε. Είναι πολύ συνεκτικός, βλέπεις. Όχι διάσπαρτος. Και μάλιστα δεν τον γνώριζα καθόλου. Βρήκα όμως μία ενδιάμεση λύση. Με δικαιολογία προς τη δασκάλα ότι πηγαινοέρχομαι στην Δάρδεζα, δεν παρακο-λουθούσα τα απογευματινά μαθήματα. Κάτι ήταν κι αυτό σα συνέχεια. Αλλά ούτε και αυτό κράτησε για πολύ.

Την πρώτη φορά που θα παρακολουθούσα απογευ-ματινό μάθημα (πρέπει να ήταν τέλη Νοέμβρη ή αρχές Δεκέμβρη), μας είπε η κυρα-Κατίνα μόλις σχολάγαμε το μεσημέρι, ότι το απόγευμα θα μας έλεγχε τα τετράδια της αριθμητικής και της γραμματικής. Με έκοψε κρύος ιδρώ-τας όταν το άκουσα. Είχα κάποιες εβδομάδες να γράψω και η ‘’βέργα’’ της, δεν ήταν καθόλου ευχάριστη εμπειρία. Ζήτησα από συμμαθητές μου και μου έδωσαν τα τετράδιά τους για να τα αντιγρά-ψω. Αν θυμάμαι καλά, από τον Άγγελο τον Οικονόμου που είμα-στε και γείτονες και το Σταμάτη Μπενάρδο. Ήταν άριστοι μαθη-τές και οι δυο τους. Ο Σταμάτης, βέβαια, ήταν ο καλύτερος και συνεχώς ο πρώτος στην τάξη μας, μέχρι και την Πέμπτη τάξη του Γυμνασίου. Στην Έκτη τάξη, πήγε στην Αθήνα. Κάθισα λοιπόν στην ταρατσούλα, απέναντι από το σπίτι του Σταμάτη. Εξείχε λίγο, περίπου μισό μέτρο, πάνω από τον δρόμο, που πάμε προς την Παναγίτσα. Το ισόγειο αυτό κτιριάκι, το χρησιμοποιούσαν σα βοηθητικό χώρο για το χασάπικό τους, που ήταν σχεδόν απέναντι, τα ξαδέλφια μου Γιώργος, Κώστας και Τάσος Τσέλλος. Έπιασα λοιπόν όλο το μεσημέρι, από τις 12:30 έως τις 2:00, και έγραφα μανιωδώς για να προλάβω. Τι να προλάβω… Και τι, πρα-σινάλογα. Ευτυχώς, δεν έβρεχε εκείνη την ημέρα. Ήταν καλός ο καιρός. Λιακάδα. Τι είδους γράμματα έκανα και αν διαβάζονταν, ακόμα και από εμένα τον ίδιο και πόσα πρόλαβα να γράψω, μη με ρωτάτε. Τέλος πάντων. Πήγα-με στο σχολείο για το απογευματινό μάθημα και κάποια στιγμή ήρθε η ώρα του ελέγχου των τετραδίων. Πρέπει να ήμουν ο τρίτος ή ο τέταρτος μαθητής που ελέγχθηκε.

– Τσέλλος! Ακούστηκε η στεντόρεια και μεταλλική φωνή της κυρα-Κατίνας. Πήρα και εγώ τα τετράδιά μου και κατευθύνθηκα προς την έδρα της δασκάλας. (Δύο δω-δεκάφυλλα με λεπτό εξώφυλλο. Έτσι βέβαια ήταν όταν τα

πρωταγόρασα. Γιατί εν τω μεταξύ, αφού δεν τα είχα ‘’ντύ-σει’’, είχαν ‘’φύγει’’ τα εξώφυλλα και κάποια από τα πρώτα εσωτερικά φύλλα. Οπότε είχαν καταντήσει οκτάφυλλα ή ίσως και εξάφυλλα, χωρίς εξώφυλλα). Όσο ζύγωνα, τόσο και άρχιζε να «σκοτεινιάζει» γύρω μου, αφού ήξερα καλά τι με περίμενε. Φθάνω στην έδρα.

– Τα τετράδιά σου! Μου λέει με το αυστηρό της ύφος η δασκάλα μας. Προτείνω και εγώ, με στόχο να τα ακουμπή-σω στην έδρα, τα «ίχνη» τετραδίων που είχα στα χέρια μου. Μόλις τα είδε, και πριν τα ακουμπήσει, αναφωνεί:

– Τι είναι αυτά! Με τον αυστηρότερο τόνο. Τους «δίνει μία» με τη βέργα και τα εξοβέλισε από τα χέρια μου. Μα-κριά! Και ταυτόχρονα σηκώθηκε και κατέβηκε από την έδρα.

– Άνοιξε τα χέρια σου! Και ακολούθησε ότι, κατά τα ειωθότα της διδακτικής τακτικής της εποχής, ακολουθού-σε σε τέτοιες περιπτώ-σεις. Μόλις ολοκλη-ρώθηκε η διαδικασία, με τα χέρια μου στις μασχάλες κατευθύνθη-κα προς το θρανίο μου. Ούτε που κοίταξα να μαζέψω τα «τετράδιά» μου. Η δασκάλα μας όμως, πριν καλέσει τον επόμενο μαθητή για έλεγχο, πήγε, μάζεψε τα «τετράδιά» μου και τα έβαλε μαζί με τα άλλα χαρτιά της επάνω στην

έδρα. «Ώχ! σκέφτηκα. Θα τα πάει στον αδελφό μου και θα έχουμε και δεύτερη παρτίδα το βράδυ».

Σχολάσαμε εκείνο το απόγευμα, περάσανε και κάποιες ημέρες χωρίς να έχω την παραμικρή ένδειξη ότι είχε ενημερωθεί ο αδελφός μου ο Γιάννης ή οι γονείς μου και ξέχασα και τα τετράδια και το περιστατικό. Η δασκάλα μας όμως, δεν είχε ξεχάσει. Τρίτη ή τέταρτη ημέρα, μόλις χτύπησε το κουδούνι για ένα διάλειμμα και όλοι ορμή-σαμε στην πόρτα να προλάβουμε να παίξουμε, ακούω την αυστηρή φωνή της:

– Τσέλλος! Έλα εδώ. «Και στο διάλειμμα ακόμα!» σκέ-φτηκα. Ζύγωσα με περίσσεια φόβου.

– Ορίστε τα τετράδιά σου. Μου λέει με ζεστή φωνή και μητρικό ύφος.

– Και να πάρεις καινούργια. Και να τα ‘’ντύσεις’’. Με το ίδιο ύφος.

Η κυρά Κατίνα στην τάξη της στις αρχές της δεκαετίας του 60Φώτο: Στέφος

Page 12: Στην Ερμιόνη  Αλλοτε και τώρα (12 τεύχος)

12 ερμιόνη

– Και να γράφεις τα μαθήματα της κάθε ημέρας! Συ-νέχισε με το αυστηρό, πάλι, ύφος της.

Στη συνέχεια, με συμπεριέλαβε σε ομάδα με τους άριστους των μαθητών της τάξης, για την εκτέλεση ομαδικών εργασιών όπως τα γύψινα ανάγλυφα της Ερ-μιονίδας και της Αργολίδας, καθώς και το τετραγωνικό μέτρο αργότερα, με σχοινάκια καρφωμένα σε ξύλινες πήχες. Οι συμμαθητές μου αυτοί, προέρχονταν από οικογένειες της Ερμιόνης σημαντικά ανώτερου οικο-νομικού και κοινωνικού επιπέδου. Τις εργασίες αυτές, τις εκτελούσαμε κυρίως στο σπίτι της Νέλης Φοίβα, με πλουσιοπάροχη περιποίηση από την κυρα-Πελαγία, τη μητέρα της, κάθε φορά.

Πέρασε ο καιρός και ήρθε η ώρα των ελέγχων, κατά τα Χριστούγεννα. Μόλις πήρα τον έλεγχο στα χέρια μου, γούρλωσα τα μάτια μου! ΟΚΤΩ (8)!

Σε όλα τα άλλα μαθήματα, τα γνωστά μου εξάρια και Αριθμητική: ΟΚΤΩ (8)!

Δεν είχα ξαναδεί οκτώ (8) σε επίδοσή μου στα μαθήματα, μέχρι τότε! Τώρα, πόσο έσκυψε, και πόσο έψαξε η κυρά-Κατίνα στα ‘’τετράδια-πατσαβούρες’’ που τα μάζεψε από το πάτωμα και τα πήρε μαζί της στο σπίτι της και τι διέκρινε ανάμεσα στις μουντζαλιές και τα ορ-νιθοσκαλίσματά μου, και το κράτησε και το αντάμειψε με οκτώ(8); Ένας Θεός ξέρει! Και ας είχε και τα άλλα, περισσότερα από σαράντα, παιδιά στην τάξη της.

Ας την αναπαύει ο Κύριος στην αιωνιότητα!Εμένα μου άλλαξε δια μιας και δια βίου τη στάση

και τη συμπεριφορά μου, τουλάχιστον ως προς την πο-ρεία μου στον τομέα της εκπαίδευσής μου. Όλα εξάρια (6) και αριθμητική ΟΚΤΩ (8)! Άρα, είμαι καλός στην αριθμητική! Ήταν το άμεσο συμπέρασμα. Και αφού είμαι καλός, μπορώ να γίνω και καλλίτερος. Και όχι μόνον στην αριθμητική! Η επόμενη και αποφασιστική σκέψη.

Τελικά, το ΟΚΤΩ (8)!!! της αριθμητικής στον έλεγχο, εξελίχθηκε και σε βαθμό προβιβασμού μου, για την Τε-τάρτη τάξη! Αργότερα, όταν πήγαινα στο Γυμνάσιο και στη συνέχεια όταν σπούδαζα στο Πολυτεχνείο, όταν τη συναντούσα και της απηύθυνα τον δέοντα χαιρετισμό, μου έδειχνε, με τη σεμνότητά της, την μεγάλη αγάπη και εκτίμησή της. Απλά, χωρίς πολλές και περιττές κουβέντες. Χωρίς μεγαλοστομίες. Και πάντα μου ευχό-ταν. Μέσα από την καρδιά της.

– Καλή σου πρόοδο! Και εις ανώτερα!

Κυρα- Κατίνα, εκεί ψηλά που βρίσκεσαι! Δεν ξέρω αν στη διαδρομή μου πέτυχα να εφαρμόσω, έστω και σε κάποιο μικρό ποσοστό, αυτό που κυρίως μού ‘μαθες: Να σκύβω σε κάθε άνθρωπο που με οποιονδήποτε τρόπο και λόγο έρχομαι σε συνεργασία. Σε κάθε περίπτωση ξεχωριστά! Έστω κι αν κατ’ αρχήν φαίνεται να μοιάζει

για ‘’σκουπίδι’’! Να ψάχνω, να εντοπίζω την έστω και ελάχιστη θετική πλευρά, που σίγουρα υπάρχει! Να την τονίζω! Να την καλλιεργώ κατά το δυνατόν και να ανταμείβω και την ελάχιστη προσπάθεια, που πολλές φορές ίσως και να μην είναι εξ αρχής εμφανής! Γιατί κάπου θα υπάρχει.Όχι κατ’ ανάγκη, κατά τα δικά μου στερεότυπα, αλλά του συνανθρώπου μου. Αρκεί, εκ μέρους του, έστω και κάποια ελάχιστη αρχική προσπά-θεια. Ίσως, στη συνέχεια, η προσπάθειά του να ενταθεί, προς τη σωστή κατεύθυνση. Και σίγουρα αξίζει! Με τον οποιονδήποτε υποτιθέμενο κόπο ή οσοδήποτε υποτιθέ-μενο ‘’κόστος’’.

Ας είναι, αυτές οι λίγες αράδες, μια φτωχική ανα-φορά στην Μνήμη της, για τον πλούτο που με έργα και ελάχιστα ή σχεδόν καθόλου λόγια, μου πρόσφερε. Και κυρίως, ανυστερόβουλα. Χωρίς καμία απαίτηση, αντα-πόδοση ή ανταμοιβή.

Ως διδάσκαλος, που δίδει και ασκεί. Χωρίς ταξικές, κοινωνικές και οικονομικές κατατά-

ξεις, διαχωρισμούς και αποκλεισμούς. Απλά. Ανθρώπινα. Από αυτό που είχε. Από της καρ-

διάς της το περίσσευμα.

ΝΙΚΟΣ ΚΥΡ. ΤΣΕΛΛΟΣ

Page 13: Στην Ερμιόνη  Αλλοτε και τώρα (12 τεύχος)

ερμιόνη 13

Έτος 1935. Τεσσάρων χρόνων η Κου και σήμερα πλέει σε πελάγη ευτυχίας που η μητέρα της έφερε από την Αθήνα μια μικρή παιδική ομπρελίτσα για τον ήλιο, σαν κι αυτές που κρα-τάνε οι καλοντυμένες κυρίες. Την καμάρωσε αρκετά, αλλά έπρεπε να τη δείξει και στ’ άλλα παιδιά. Όμως ως το βραδάκι που θα μαζευόταν το μπουλούκι στην πλατεία της Παναγίας για παιγνίδι δε μπορούσε να περιμένει. Σκέφθηκε πως στο σχολείο θα εύρισκε πολλά παιδιά να κάνει τη φιγούρα της. Μια και δυο ξεκινάει για το Δημοτικό σχολείο που ήταν στην άκρη του χωριού.

Το πρώτο πρόσωπο που συνάντησε ήταν η επιστάτρια.-Μπα; Πώς από δω ζμρ (καρδιά μου);- Θέλω τη δασκάλα.-Είναι μέσα στην τάξη. Εκεί σ’ αυτήν την πόρτα είναι η διευ-

θύντρια, η κυρία Κατίνα. Όμως μην μπεις έτσι. Να χτυπήσεις την πόρτα.

Χτύπησε την πόρτα και άνοιξαν τα παιδιά. Μπαίνει με την ομπρελίτσα. Ομπρελίτσα τεντωτή στη δόξα της. Κάποιοι μαθη-τές της Ε΄ και Στ΄ τάξης γέλασαν, μα αυτή βάδιζε στο σκοπό της. Ο Πέτρος μάλιστα έβαλε τις δυο παλάμες στο κούτελο με ανοι-χτά κινούμενα τα δάχτυλα σαν κέρατα. Έβγαλε και τη γλώσσα του, συμπλήρωμα της ειρωνείας. Η δασκάλα της έγνεψε να πλησιάσει.

-Τι θέλεις χρυσό μου; Πώς αυτή η επίσκεψη;-Θέλω να μου βάλετε ποίημα. (Είχε δει τις σχολικές γιορτές

και της είχε ανοίξει η όρεξη).-Έλα κοντά μου και κλείσε την ομπρελίτσα.Τα γέλια των παιδιών δεν την πτόησαν. Ήταν αποφασισμέ-

νη να φτάσει στο σκοπό της. «Περίμενε», της είπε η δασκάλα. Πήρε το κόκκινο μολύβι που διόρθωνε την ορθογραφία κι έγραψε στο χαρτί ένα ποίημα.

«Έχω μια κούκλα στο κουτί, μια κούκλα στο καλάθι, μα σαν την κούκλα που’ χω εγώ στον κόσμο δεν υπάρχει.Της έμαθα τα γαλλικά, το ένα-δύο-τρία και τα μονά και τα ζυγά και όλη τη σοφία».

Εν μέσω της παιδικής βαβούρας ως γίνεται συνήθως, πήρε το χαρτί ευχαριστημένη, χαι-ρέτησε, άνοιξε ξανά την ομπρελίτσα, αμ τι; Γι αυτό δεν είχε έρθει; Και τράβηξε για το σπίτι αργοπορημένη. Έτοιμη η επίπληξη της μητέρας για την αδήλωτη απουσία. Όταν όμως είδε τι είχε βγάλει η πρωτοβουλία της Κου, πήρε το χαρτί, γέλασε από καρδιάς και επιδόθηκε στην αποστήθιση της μικρής, του προϊόντος της τολμηρής έμπνευσής της.

Εμ! καινούργια ομπρελίτσα ήταν αυτή, που αλλού να την επιδείξει; Εκεί ήσαν τα πολλά μάτια. Άλλωστε διττός ο σκοπός. Μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια!

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ-ΡΗΓΑ

Η Κου

Η Αργυρώ Βλάσση-Πογκόη και η Κατερίνα Παπαμιχαήλ στην αυλή

του σπιτιού της.

Page 14: Στην Ερμιόνη  Αλλοτε και τώρα (12 τεύχος)

14 ερμιόνη

ΘΕΟΔΩΡΑ Ν. ΒΟΓΑΝΑΤΣΗ

Αφορμή για το άρθρο, μου έδωσαν δύο άρθρα του 7ο τεύχους του έγκριτου περιοδικού σας, Μάρτιος 2011. Το ένα είναι αυτό του Ιωάννη Στ. Καραγεωργίου με τίτλο Μικρασιατική Κατα-στροφή, Ο ερχομός των Ατταλειωτών προσφύγων στην Ερμιόνη και το άλλο σχετικά με το ει-σαγωγικό σημείωμα του Λίνου Μπενάκη στο ίδιο τεύχος, για το άρθρο του, Εντυπώσεις από τους Πελοποννησίους του Γιώργου Μ. Θεοτοκά στο οποίο αναφέρει: «Ένας από τους κύριους σκοπούς του περιοδικού μας είναι η αυτογνωσία μας, δηλαδή η καλή γνώση και εκτίμηση της ιστορίας μας, της κοινωνικής ζωής των παραδόσεων και των εθίμων μας. Μέσα από την γνώση αυτή κατανοούμε καλύτερα το παρόν και τα σύγχρονα προβλήματά μας, αξιολογούμε γεγονότα και καταστάσεις του σήμερα και αποφασίζουμε πιο σωστά για τα καλά και συμφέροντα»

Η μελέτη των πρακτικών του Κοινοτικού Συμβουλίου που τηρούνται στο Αρχείο της ση-μερινής Δημοτικής μας Κοινότητας θεωρώ ότι δίνουν μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για την επίτευξη του παραπάνω στόχου. Εκείνο το διάστημα, Μάρτης 2011, είχα στα χέρια μου τον τόμο που: «Άρχεται από 9η Ιουνίου 1921 μέχρι 21ην Σεπτεμβρίου 1926». Ενώ είναι γνωστό ότι ο Δήμος Ερμιόνης με Β.Δ. στις 28 Απριλίου/10 Μαΐου 1834 (ΦΕΚ 19/Α/20.5.1834) «Περί της οροθεσίας και της εις δήμους διαιρέσεως του νομού Αργολίδας και Κορινθίας», κατατάχτηκε στη Γ’ τάξη, με έδρα την Ερμιόνη και η Ερμιόνη λειτούργησε ως δήμος μέχρι το 1912, οπότε εφαρμόστηκε ο νόμος ΔΝΖ΄ (4057/14.2.1912) «Περί συστάσεως Δήμων και Κοινοτήτων και ο Δήμος μετατράπηκε σε Κοινότητα», εν τούτοις δεν έχουν διασωθεί προηγούμενοι τόμοι.

Βιβλίο ογκώδες, με φθαρμένα από το χρόνο φύλλα, γραμμένο με καλλιγραφικά γράμματα αρκετά δυσανάγνωστα και στην καθαρεύουσα. Μερικούς μήνες αργότερα συναντήθηκα με τον συμπατριώτη μας Γιώργο Φασιλή, ο οποίος όπως μου είπε έκανε έρευνα σχετικά με την άφιξη των προσφύγων στην Ερμιόνη. Είχε πληροφορηθεί ότι είχα αυτό το βιβλίο και με ρώ-τησε αν υπάρχει στα πρακτικά της τότε Κοινότητας κάποιο στοιχείο σχετικό. Του απάντησα ότι το θέμα με έχει ήδη απασχολήσει, θα το έχω στο νου μου και αν βρω κάτι θα του το δώσω. Τα ελάχιστα που υπήρχαν βεβαίως του τα έδωσα και τα ανέφερε φέτος το καλοκαίρι στην ομι-λία του, στον αύλειο χώρο του Δημαρχείου, με θέμα: «Η τραγωδία του 1922. Η υποδοχή και η ζωή των προσφύγων στην Ερμιόνη».

Για το ίδιο θέμα ήξερα και εγώ ότι ο παππούς ο Αλέκος ο Τράκης, που τότε είχε έρθει από την Αμερική, είχε παραχωρήσει το σπίτι που είχε στην ιδιοκτησία του στην Παναγία, σε κάποια οικογένεια προσφύγων όταν αποβιβάστηκαν στην Ερμιόνη. Του το είχε ζητήσει ο άλλος παππούς ο Νικολάκης Βογανάτσης που αργότερα για αρκετά χρόνια (1925 – 1929 και 1934-1938) εκλεγόταν σύμβουλος με τον συνδυασμό του Μιχαήλ Δεληγιάννη, ήταν δηλαδή «άνθρωπος της Μάντρας» όπως χαρακτηριστικά λεγόταν. Ο Μιχαήλ Δεληγιάννης δε, είχε παίξει καθοριστικό ρόλο στην αποβίβαση των προσφύγων στο λιμάνι της μικρής μας κωμό-πολης. Μας έλεγε αργότερα η μητέρα μου από διηγήσεις της γιαγιάς της Ερηνιώς ότι έβγαζαν τις λίρες, που τις είχαν κρύψει, μέσα σε βάζο με βούτυρο. Αργότερα η οικογένεια αυτή έφυγε για τον Πειραιά όπως και πολλές άλλες. Ο παππούς ο Αλέκος κράτησε φιλία μαζί τους και όποτε πήγαινε στον Πειραιά τους συναντούσε.

Τα βιβλία αυτά τελικά κρύβουν πραγματικά έναν πολύτιμο «θησαυρό» πληροφοριών. Τα παλαιότερα δε ξεφυλλίζοντάς τα μου έδιναν την αίσθηση ότι ζούσα σε μίαν άλλη εποχή. Μια σύντομη ανάγνωση αρχικά και μετά προσεκτική μελέτη, όσο βέβαια επέτρεπαν οι γνώσεις μου γιατί δεν είμαι ιστορικός. Έπρεπε να ανατρέξω στην ιστορική αυτή περίοδο, Ελληνικός Μεσοπόλεμος 1923-1940. Μόνο έτσι θα μπορούσα να καταλάβω και να εκτιμήσω όσο γινό-ταν σωστότερα πόσο οι εξελίξεις, πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές στον ευρύτερο Ελλαδι-κό χώρο, επηρέαζαν τη μικρή μας κωμόπολη, τους κατοίκους της που πάλευαν σκληρά για το μεροκάματο κυρίως ως ψαράδες ή γεωργοί.

Λίγες σκέψεις… με την ευκαιρία των 90 χρόνων από τη Μικρασιατική καταστροφή

Page 15: Στην Ερμιόνη  Αλλοτε και τώρα (12 τεύχος)

ερμιόνη 15

ΘΕΟΔΩΡΑ Ν. ΒΟΓΑΝΑΤΣΗ

Στο εσωτερικό της χώρας οι επιπτώσεις της ήττας του 1922 (με πρώτη την προσφυγική συρροή) είχαν προ-καλέσει μια σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων. H πτώση του βιοτικού επιπέδου των μεσαίων τάξεων και η γενική δυσαρέσκεια από την πορεία των εθνικών εξελίξεων αντανακλώνται στο νέο προσανατολισμό των μεταρρυθ-μιστικών και δημοκρατικών κομμάτων, που ιδρύθηκαν την εποχή αυτή. Κυρίαρχο ρόλο σ’ αυτά παίζουν προ-σωπικότητες που είχαν αποχωρήσει από το Βενιζελικό κίνημα, το οποίο στην πάροδο του χρόνου έχει χάσει την πρώτη αναμορφωτική του ορμή. Aνάμεσά τους ξεχωρίζει ο Aλέξανδρος Παπαναστασίου, ο πολιτικός που κατεξοχήν συνέδεσε το όνομά του με την εγκα-θίδρυση της Δημοκρατίας στο Μεσοπόλεμο. H αντιμετώπιση των μεγάλων εσωτερικών προβλημάτων (προσφυγικό κ.ά.) είχε προτεραιότητα έναντι της χάραξης εξωτε-ρικής πολιτικής. Mολονότι στην περίοδο 1923-40 λείπουν τα βαρυσήμαντα γεγο-νότα του άμεσου παρελθόντος (Bαλκανι-κοί Πόλεμοι, Mικρασιατική Εκστρατεία), η ιδιαίτερα δυσμενής για την Ελλάδα διεθνής συγκυρία επιτρέπει άλλοτε την πρόκληση επεισοδίων σε βάρος της χώρας (κατάληψη της Kέρκυρας από τους Iταλούς) και άλλοτε την πραγματοποίηση σπασμωδικών κινήσεων (π.χ. τη σύναψη ατυχών διπλωματι-κών συμφωνιών). Το κράτος, μεταξύ των ετών 1923-28, εξέδωσε έξι δάνεια υπέρ των προσφύ-γων ύψους 10,5 εκατομμυρίων αγγλικών λιρών, με ευνοϊκούς όρους αποπληρωμής.

Σχετικά με την εξέλιξη του προσφυγικού ζητήματος. Το φαινόμενο της μαζικής άφιξης του τεράστιου προσφυ-γικού δυναμικού της περιόδου 1922-23 έχει δύο όψεις. Αφενός επιβάρυνε δυσβάστακτα τον ήδη υπερχρεωμένο κρατικό προϋπολογισμό, αφετέρου αποτέλεσε κίνητρο και προϋπόθεση ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Στις δύσκολες συνθήκες της διεθνούς οικονομικής κρί-σης, το έργο της αποκατάστασης των προσφύγων λειτούρ-γησε ως εφαλτήριο αναδιάρθρωσης της οικονομίας.

«Η κατάστασις στην Ελλάδα ήτο πολύ ασταθής» μου είπε ο συμπατριώτης μας κ. Απόστολος Γκάτσος το καλο-καίρι του 2011 στα Μαντράκια, όταν τον ρώτησα κάποιες απορίες που μου γεννήθηκαν διαβάζοντας τα πρακτικά. Όμως στη μικρή μας κωμόπολη φαίνεται ότι όλα κυλού-σαν ήρεμα, καθημερινά. Ως Πρόεδροι που εισηγούνται και τα θέματα της ημερησίας διατάξεως, αναφέρονται οι:

Δημ. Παναγιώτου από 6-6-1921 έως 6-10-1922, ο Ευάγ. Παπαμιχαήλ από 5-11-1922 έως 23-12-1925, ο Γ. Γκάτσος το 1921 και το 1922 αναπληρωτής Πρόεδρος, ο Μιχ. Δε-ληγιάννης από 24-12-1925 έως 31-12-1927,ο Γρηγόριος Καραγιάννης από 26-3-1928 έως 31-8- 1929 αναπληρω-τής Πρόεδρος.

Αποφάσεις όπως: περί του τρόπου «διαθέσεως της χορ-τονομής», περί χορηγίας επιδόματος εις τον αγροφύλακα της Κοινότητας «ο μισθός δι έκαστον τούτων εκ δρχ. 150 δεν επαρκεί και δέον το συμβούλιον να ψηφίσει ανάλογον πίστωσιν…», περί του τρόπου της «διαθέσεως του φόρου

επί του γλεύκους των αμπέλων», έγκριση χορήγη-σης δανείου «εις τον ενταύθα ανακαινιζόμενον

Ιερόν Ναόν Κοιμήσεως Θεοτόκου εκ δραχμών 10.000 επί ετησίω τόκω 6% εκ του ταμείου

της Κοινότητος Ερμιόνης αφού μάλιστα τούτο ευρίσκεται εν ανθηρά οικονομική κα-ταστάσει, λαμβανομένου του ποσού τούτου εκ του αποθεματικού κεφαλαίου γενικού μέρους προϋπολογισμού», «εξέτασις του υποβληθέντος απολογισμού της κοινοτικής διαχειρίσεως της χρήσεως 1920 -1921…»

και πολλές άλλες.Κύριο χαρακτηριστικό είναι ότι ενώ όλες

οι αποφάσεις παίρνονταν ομόφωνα∙ ξεχωρίζει η παρακάτω.

1922. Πρόταση για προσφορά εκ του αποθε-ματικού κεφαλαίου 3.000 δρχ «προς περίθαλψιν και στέγασιν απόρων προσφύγων» Το συμβούλιο απέρριψε την πρόταση του κ. Προέδρου.

 Αλλά και στις 20 Αυγούστου 1927 ο Μιχ. Δεληγιάννης κατά την εισήγησή του: Έχοντας υπόψιν ότι «ταπητουργοί, υφανταί, οικοδόμοι, υποδηματοποιοί, και άλ-λοι τεχνήται εκ των προσφύγων, αποκαθιστάμενοι εις την πρωτεύουσα της Κοινότητός μας, ούσα παράλια και έχουσα κλίμα και ύδατα πόσιμα υγιεινά και άφθονα θα εύρωσιν εργασίαν προς συντήρησιν των οικογενειών αυτών και θα αποβώσιν χρήσιμοι στο σύνολον των κατοίκων της Κοινότη-τος, θέλει το συμβούλιον συντελέσει εις την αποκατάστασιν αυτών» Αποφασίζει παμψηφεί. Να παραχωρηθούν δωρε-άν τα Κοινοτικά οικόπεδα τα ευρισκόμενα εις το δυτικόν άκρον προς οικοδόμησιν οικημάτων. Στη συνέχεια της έρευνάς μου διαπίστωσα ότι αυτό δεν συνέβη.

Πηγές: Διαδίκτυο (Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού), Αρχείο Πρακτικών

Κ.Σ. Ερμιόνης

Ο πρόεδρος της κοινότητας Ερμιόνης(1921-1922) Δημήτρης

Παναγιώτου

Page 16: Στην Ερμιόνη  Αλλοτε και τώρα (12 τεύχος)

16 ερμιόνη

ΛΑΜΠΗΣ Π. ΠΑΥΛΙΔΗΣ

Οι γυαλάδες εκτός από τους πολλούς τρόπους ψαρέματος που είχαν δημιουργήσει με την εφευρετικότητά τους, είχαν βρει πώς θα τους απέδιδαν περισσότερο οι τρόποι αλιείας που κάθε φορά χρησιμοποιούσαν. Για παράδειγμα, πώς θα μπορούσε η όρασή του να συγκεντρω-θεί μέσα στο γυαλί, ώστε «να τρυπάει» τη θάλασσα μέχρι τον βυθό σαν προβολέας αυτοκινή-του που διαπερνά το σκοτάδι. Ο κάθε γυαλάς σουγγαράς φόραγε στο κεφάλι του ένα τσεμπέρι, όπως ακριβώς το φόραγαν οι γυναίκες. Τους έκρυβε τα μάγουλα και όλο τους το κεφάλι μέχρι το σβέρκο εξασφαλίζοντάς τους σκιά στα μάτια έτσι ώστε να μη σκορπάει η όρασή τους από τα πλάγια και να εστιάζει ευθεία στο βυθό. Αυτό ήταν και το μυστικό της χρήσης του τσεμπεριού, δηλαδή κάτι σαν παρωπίδες. Εμένα δε μου άρεσε να φοράω τσεμπέρι με αυτόν τον τρόπο, τον έβλεπα σα γυναικείο, έτσι έβαψα το εσωτερικό του γυαλιού μου με μαύρο χρώμα και έδενα στο κεφάλι μαύρο πανί σαν τους πειρατές που έβλεπα στις κινηματογραφικές ταινίες. Αυτό στην ουσία δε βοηθούσε σε τίποτα αφού η όραση του πιτσιρικά των δεκαπέντε είκοσι χρό-νων δε χρειαζόταν ιδιαίτερη βοήθεια∙ όμως εμένα το στυλ και ο τρόπος που έδενα το μαύρο μαντήλι, με έκαναν να νιώθω σαν πειρατής. Επίσης πώς θα μπορούσε ο γυαλάς να δουλεύει

όλη τη μέρα κρεμασμένος από τη μέση και πάνω από μια τρύπα, το κοστάκι της βάρκας και να μην κόβεται το σώμα του στα δυο; Το ζουνάρι μάλλινο, μαλακό και ελαστικό, αποτελούσε εργαλείο δουλειάς, αφού κρατούσε τη μέση σταθερή, εμποδίζοντάς την να «ανοίγει» και δεν έβγαινε από τη μέση του γυαλά παρά μόνο το βράδυ στον ύπνο. Για τους άλλους ψαράδες το ζουνάρι δεν ήταν τόσο απαραίτητο, παρ’ όλα αυτά το φορούσαν όλοι γιατί ήταν «φάρμακο» για τη μέση τους. Έτσι οι γυαλάδες είχαν απο-κτήσει και το παρατσούκλι «ζουναράδες».

Πώς ο φλομοτζής θα έζωνε με το δίχτυ του το θαλάμι, τη φωλιά δηλαδή της σφυρίδας, χωρίς να βλέπει τον πάτο της θάλασσας, αφού τα νερά ήσαν θολά εξαιτίας της μεταφοράς λάσπης που προερχόταν από τα νερά της βροχής που έπεφταν στο λιμάνι, στην Κάπαρη, αλλά και

στο Θερμήσι και σε όλη την ακρογιαλιά μέχρι και το Μετόχι; Όλοι τους σε τούτο ήσαν καλοί, αλλά κάποιοι ξεπερνούσαν στη μαστοριά και τα σημερινά τζι-μπι-ες, όσο κι αν ακούγεται υπερβολικό, και αυτοί ήσαν, ο μπαρμπα-Γιάννης Νίκας (Τζάνης), ο μπάρμπα-Μιχάλης Κα-ραλής (Κοντίλης) και ο Μιχαλάκης Κοτσιγκιώνης.

Οι φλομοτζήδες που αναφέρω έβαζαν σημάδια στη στεριά με τον «τορό»* που έπαιρναν με το γυαλί βλέποντας το βυθό∙ πήγαιναν πάνω από θαλάμι και ήξεραν με σιγουριά, αν ήταν το ψάρι μέσα ή έξω από αυτό. Αυτό όταν τα νερά έφεγγαν, όταν δηλαδή ήσαν καθαρά και μπο-ρούσαν να δουν τον βυθό.

Θυμάμαι, κάποιες φορές που πήγαινα με τον θείο μου Μιχάλη Κοντίλη∙ με έβαζε στο γυα-λί γύρω στα δεκατέσσερα∙ με πήγαινε πάνω από το θαλάμι όταν τα νερά ήσαν θολά και μου έλεγε: «Άντε, τι κάνεις, πιάσε την άκρη και ζώσε την τρύπα». Πολλές από αυτές τις τρύπες-θαλάμια είχαν διακλαδώσεις υπόγειες που έβγαιναν πιο μακριά από το κυρίως θαλάμι, κάτι σαν υπόγεια τούνελ. Αυτά τα τούνελ τα έφτιαχναν τα ίδια τα ψάρια για την αυτοσυντήρησή τους. Ένα τούνελ με μια μικρή τρύπα, τις περισσότερες φορές μέσα σε φύκια ή καμουφλαρι-

Οι ζουναράδες

Page 17: Στην Ερμιόνη  Αλλοτε και τώρα (12 τεύχος)

ερμιόνη 17

ΛΑΜΠΗΣ Π. ΠΑΥΛΙΔΗΣ

σμένη με φύκια από την ίδια τη σφυρίδα. Ο φλομοτζής έπρεπε να την βρει ψάχνοντας με το καμάκι και στη συνέ-χεια να τη βουλώσει με φλόμο ή με κανένα τσουβάλι ή ό,τι άλλο είχε βολικό, αλλιώς… η σφυρίδα έκανε φτερά.

-Θείε Μιχάλη με κοροϊδεύεις; Αφού η τρύπα δε φαίνε-ται, πώς να την ζώσω;

-Άντε, βρε τετεχίνιου, δεν έχεις δει τι κάνω εγώ, όταν τα νερά είναι θολά; Πάρε το κοντάρι, ψάξε να βρεις την τρύπα και να μου πεις αν η τρύπα είναι άδεια, ή έχει το ψάρι μέσα.

Εγώ σα βρεγμένη γάτα έπαιρνα το κοντάρι με το ειδικό καμάκι για τούτη τη δουλειά, πανούμπιζα* δη-λαδή μάτιζα* το δεύτερο ή και το τρίτο ή τέταρτο καμάκι ανάλογα με το βάθος των νερών της περιοχής, (μέχρι και είκοσι οργιές βάθος) και έψαχνα χτυπώντας το βυθό. Ένα χτύπημα ή ακούμπισμα του βυθού, δεύτερο, τρίτο και τα κοντάρια ξαφνικά έμεναν στο κενό χωρίς να βρίσκουν πάτο. Είχα βρει την τρύπα. Στη συνέχεια κατέβαζα ακόμα τα κοντάρια, έως ότου ξαναβρούν το βυθό και τον πάτο του θαλαμιού. Έβρισκα δηλαδή το πάτωμα του σπιτιού της σφυρίδας.

-Άντε ψάξε, είναι μέσα η νοικοκυρά ή έχει βγει για κουτσομπολιό. Τον κοίταζα με απορία.

-Ικακετού, μου έλεγε. Έβγαινα από το κοστάκι, έμπαινε εκείνος, έπιανε το κοντάρι και ψάχνοντας πέρα – δώθε μου έλεγε: «Αυτή είναι νοικοκυρά! Είναι μέσα».

-Πώς το καταλαβαίνεις θείε Μιχάλη;-Άκου να δεις. Όταν το ψάρι είναι μέσα και συ με το

καμάκι ψάχνεις το σπίτι του, αυτό με την ουρά του χτυπά το καμάκι κι εγώ καταλαβαίνω τις δονήσεις. Γκέ-γκε(κατάλαβες); Τότε κάρφωνε με δύναμη το κοντάρι στο πάτωμα του θαλαμιού και έριχνε το δίχτυ γύρω από αυτό. Αυτό συνέβαινε όταν τα νερά ήτανε θολά όπως έχουμε πει παραπάνω, δηλαδή για καμιά δεκαριά ημέρες, τον υπό-λοιπο χρόνο, ο θείος Μιχάλης «μίλαγε» με τα ψάρια. Γνώ-ριζε αν στο σπίτι ήταν «ο νοικοκύρης» ή η «νοικοκυρά». Πώς; Όταν το θηλυκό ψάρι έμπαινε στο σπίτι, τίναζε την ουρά με δύναμη από μέσα προς τα έξω δυο-τρεις φορές, καθαρίζοντας φωλιά και αυλή μέχρι έξω και γύρω-γύρω, έτσι δεν υπήρχαν υπολείμματα από φύκια, από φαγητό ή ο,τιδήποτε άλλο. Όταν στο σπίτι έμπαινε το αρσενικό ψάρι δε χτυπούσε την ουρά, αλλά στρογγυλοκαθόταν μέσα και το σπίτι έμοιαζε να ήταν έρημο και άδειο και κάποιες φο-ρές ο φλομοτζής ξεγελιόταν και το ψάρι σωζόταν. Το ίδιο συνέβαινε και με τα χταπόδια. Ο μάστορας χταποδάς γνώ-ριζε αν το χταπόδι στο θαλάμι ήταν αρσενικό ή θηλυκό.

Τούτα που γράφω δεν είναι γέννημα φαντασίας αλλά πέρα για πέρα αλήθεια, αφού η τέχνη του γυαλά δε χωρά-ει σε τόμους εγκυκλοπαίδειες και σε χιλιάδες γραμμένες σελίδες. Καταλήγω, ότι για την επιβίωση δούλευαν το μυαλό τους και έβρισκαν λύσεις, λύσεις που η σημερινή τεχνολογία μας παρέχει σκουριάζοντας ταυτόχρονα και το μυαλό μας.

Ο φλόμος είναι ένα περίεργο κίτρινο φυτό, που φύ-τρωνε πάνω στα κοφτερά βράχια, στη νότια πλευρά του Δοκού. Ο καλύτερος Ερμιονίτης φλομοτζής ήταν ο μπαρ-μπα- Γιάννης Νίκας (Τζάνης).

Για να κόψεις το φλόμο, χρειαζότανε να έχεις ικανό-τητες ορειβάτη. Ο θείος Μιχάλης σκαρφάλωνε πάνω στα βράχια σαν κατσίκι, έκοβε το φλόμο και τον αμόλαγε από ψηλά να τον πιάσει ο πατέρας μου και να τον κάνει δεμάτια.

-Εντάξει μπατζανάκη κατέβα, μπόλικο είναι. Ο μπα-τζανάκης όμως έβλεπε κι άλλη ρίζα κοντά του, σερνόταν σαν το φίδι, το έκοβε και σιγά –σιγά και πάλι σέρνοντας κατέβαινε και πηδούσε στη βάρκα. Η βάρκα γέμιζε από μια περίεργη μυρωδιά από το ζουμί, το γάλα όπως το έλε-γαν του φλόμου που έβγαινε καθώς το χτυπούσαν μ’ ένα κοπάνι και το ‘καναν ματσάκια που τα έλεγαν «χεράκια». Στη συνέχεια κάρφωναν ένα «χεράκι» στο καμάκι και το έβαζαν στην τρύπα του θαλαμιού. Η μυρωδιά τρέλαινε τη σφυρίδα που όρμαγε έξω να σωθεί. Όταν ήταν η ώρα να σηκωθεί το δίχτυ, ο θείος Μιχάλης μου έλεγε: « Πήγαινε μπροστά να δεις αν έχει πέσει το ψάρι στο δίχτυ». Εγώ χανόμουνα όλος μέσα στο γυαλί, αλλά ψάρι δεν έβλεπα.

– Τετεχάγιου, έλα εδώ ρε.(Πήγαινα στα κουπιά. Έμπαινε εκείνος στο κοστάκι,

έριχνε μια ματιά). Θα πάρω το κοπάνι του φλόμου και θα σου σπάσω το κεφάλι, κερατά, εδέ του. Άπα τι σόμου. Δεν το βλέπεις; Το ψάρι ούτε αυτός το έβλεπε, αλλά το δίχτυ είχε αλλάξει σχήμα, δεν ήταν το ίδιο όπως όταν το έριξε, είχε κάνει «μύτη». Έπαιρνε το κοντάρι και με το καμάκι πάταγε τα φελά εκεί που ήταν «η μύτη», το μπέρδευε φέρνοντάς το γύρω και τα έφερνε όλα απάνω. Η σφυρίδα ζύγιζε πάνω από δέκα οκάδες και δε χωράτευε. Μπορούσε να κόψει το δίχτυ και να φύγει.

Στον «τορό»: στο δρόμοΠανούμπιζα: έβαζα επάνωΜάτιζα: έβαζα επάνω το άλλο κοντάριΑτ σόμου: για να δούμεΣουγγαράδες: οι σφουγγαράδες στη ναυτική διάλεκτοΘαλάμι: οι ψαράδες το λέγανε θελάμι

Page 18: Στην Ερμιόνη  Αλλοτε και τώρα (12 τεύχος)

18 ερμιόνη

Ο προπάππος μου Ανάργυρος Πασχάλης γεννήθηκε το 1897. Το 1956 όταν η κόρη του και γιαγιά μου Μαρία Πασχάλη ήταν εικοσιτριών χρόνων άνοιξε στο σπίτι του το μπακάλικο που το δούλευαν μαζί με τη μητέρα της Αγγελική Πασχάλη. Εκείνη την περίοδο ο Ανάργυρος Πασχάλης και ο Διαμαντής ο γιός του, ταξίδευαν με τη βάρκα ανάλογα την εποχή από την Ερμιόνη στο Λαύριο, το Σούνιο, τη Χαλκίδα μέχρι και τη Χαλκιδική, όπως μου διηγήθηκε η γιαγιά μου. Το μπακάλικο μικρό, αλλά αρκετό για τα δεδομένα της εποχής, αποτελείτο από ένα και μόνο δωμάτιο. Η πελατεία κυρίως που απασχολούσε τη μικρή εκείνη αγορά ήταν οι πελάτισσες της όμορφης γειτονιάς του Μπιστιού και πελάτες του οι μαθητές του σχολείου

που τότε στεγαζόταν στο κτίριο που σήμερα στεγάζεται η Δημοτική Κοινότητα της Ερμιόνης και έβγαιναν να ψω-νίσουν στα διαλείμματα από ανατολική πλαϊνή πόρτα που υπάρχει και σήμερα.

-Για το δεκατειανό τους, «μού διηγείται η γιαγιά μου», τα παιδιά αγόραζαν τυράκι, σαλάμι, κουλούρι, καραμέλες, σοκολάτες, αλλά το προϊόν που τα ξετρέλαι-νε, φτιαγμένο από τα χέρια της ήταν τα ‘’λουκουμάτα’’ μπισκότα.

-Δηλαδή; Τη ρωτώ καθώς ξαφνιάζομαι από την ονομασία.

-Παίρναμε και βάζαμε τα τετράγωνα μπισκότα, τα πτι-μπερ, με ένα λουκούμι στη μέση, τα πιέζαμε ώσπου αυτό έλιωνε και κόλλαγε μαζί με τα μπισκότα. Αν ήταν μεγάλο το λουκούμι, το κόβαμε στα δύο. Τα φτιάχναμε αποβραδίς, τα βάζαμε σε ένα μεγάλο ταψί και τα προσφέ-ραμε την επόμενη μέρα στα παιδιά του σχολείου. Στα παιδιά άρεσαν πάρα πολύ τα «μπίσκουι». Αυτό το πρω-τότυπο και τόσο απλό γλύκισμα νομίζω ότι εξακολουθεί να συγκινεί ακόμα και σήμερα.

-Κυλικείο ή κάτι σαν κυλικείο δεν υπήρχε στο σχο-λείο;

-Όχι, τίποτα δεν υπήρχε. Πουλούσαμε επίσης μο-λύβια, τετράδια, γόμες, ξύστρες τέτοια πράγματα, αλλά είχαμε και τυράκι, και φυσικά για τις πελάτισσες φασό-λια, ρύζι, αλεύρι, χύμα στα τσουβάλια και κάποια άλλα αναγκαία πράγματα, αλλά λίγα. Περισσότερο στις μέρες μου δουλεύαμε με τα παιδιά του σχολείου.

- Η γειτονία υποστήριζε το μικρό παντοπωλείο;- Ναι, δεν το συζητάω! Αλλά η δουλειά που είχαμε τα

πρωινά δε συγκρινόταν με εκείνη των απογευμάτων.-Το μπακάλικο πώς προέκυψε;- Ο πατέρας μου το άνοιξε για να το έχει μελλοντικά ο Διαμαντής, εκείνος δεν καθόταν

σχεδόν ποτέ εκεί. Άξιος άνθρωπος, της προόδου και αεικίνητος, όταν ήταν στη στεριά θα τον εύρισκες ή στα κτήματα, ή στη βάρκα. Αλλά από πάντα ήθελε να κάνει μαγαζί.

-Ύστερα; Την ξαναρωτώ.- Όταν εγώ αρραβωνιάστηκα και έφυγα από το σπίτι, ανέλαβε ο αδερφός μου ο Διαμαντής

και η αλήθεια είναι πως το αξιοποίησε, το εμπλούτισε περισσότερο, το διαμόρφωσε έως πριν

ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΡΙΣ. ΣΚΟΥΡΤΗΣ

Ωραίο μου μπακάλικο…Το μπακάλικο που «σημάδεψε» μια γειτονιά!

φωτογραφία: Βιβή Σκούρτη

Page 19: Στην Ερμιόνη  Αλλοτε και τώρα (12 τεύχος)

ερμιόνη 19

δέκα χρόνια περίπου που το έκλεισε. Στα βαμμένα με λαδομπογιά ράφια υπήρχε μεγάλη ποικιλία προϊόντων. Τα τυριά και τις μυτζήθρες, τα προμηθευόταν από τα πιο γνωστά τυροκομιά της επαρχίας μας. Μερικές φορές όλο το μαγαζί μύριζε τουλουμοτύρι. Υπήρχαν και άλλες νοστιμιές όπως τα τουρσιά χύμα, οι λακέρδες στα τσίγκινα στρογγυλά κουτιά, το ίδιο και οι σαρδέλες, σε ξύλινα κου-τιά οι ρέγγες και τα φύλλα του μπακαλιάρου χύμα το ένα πάνω στο άλλο. Μοσχοβολούσε ο τόπος. Έχουν περάσει τόσα χρόνια και αυτή η μυρωδιά δεν μπορεί να φύγει από τη μύτη μου.

Ο Διαμαντής στην αρχή ήταν ψαράς στη βάρκα μαζί με τον πατέρα μας και αργότερα ταξίδεψε για καλύτερη τύχη με τα καράβια. Κάποια στιγμή έκανε οικογένεια και «άραξε», ακολουθώντας το δρόμο της μητέρας μας και συ-νεχίζοντας την παράδοση, αφού δεν του έλειπε η εμπει-ρία. Στο διάστημα που ταξίδεψε με τα βαπόρια, το μπακα-λικάκι το κράτησε η γυναίκα του η Μαρίνα. Για κάποιο διάστημα μεγαλώνοντας, το ανέλαβε και ο γιός του, ο Θάνος, μέχρι που σταμάτησε και αυτός και ξανά ανέλαβε ο Διαμαντής, αφού είχε αφήσει πια και τη βάρκα.

Τότε το μπακαλικάκι δούλευε περισσότερο με την «μπιστιότικη» γειτονιά, γιατί τα πράγματα στο σχολείο είχαν διαφοροποιηθεί. Δεν ήταν βέβαια και λίγη η γειτο-νιά μας. Η κυρά Κατίνα και η κόρη της Βιβή (η Κοκκίνα), οι υπάλληλοι της Αστυνομίας, η κυρά Άρτεμης και η κόρη της Κούλα, η Φλώρα του Αντρέα και η μητέρα της η κυρά Κατερίνα, η Γεωργία Βιρβίλη, η οικογένεια του κυρ-Απόστολου του πρώην Κοινοτάρχη, η Ερηνάκη Σπε-τσιώτου και η μητέρα της Κατίνα, η Ματίνα Μορόγλου, η Μίνα Γκάτσου, η κυρά Μαρία Καρακατσάνη (Τζανού) και η αδελφή της Θεοδότη, η Μαρούσα Δαμαλίτου, η Κούλα Σκοπελίτου, η Μαρία του Κοκωνίτσα, η Αντωνία Καρδά-ση, η Γιώτα Βιρβίλη, η Άννα Παπαφράγκου και η κυρά Σοφία η μητέρα της, η κυρά Ελένη Σαντραβέλα, η Μαΐτσα Παπαμιχαήλ, η παπαδιά του παπα-Λουκά, η Γκέλη του Σαρματούπη, η Μαρία του Κωσταντάκη, η κυρά Ευγενία Δωροβάτα (Στράγκενα) και η κόρη της Ρίτα, οι Φλεβα-ράκενες Μαρίνα, Κική, Ελευθερία, Μιμίτσα, η Ντούλα Δημαράκη, η Ματίνα και η Μαρία Κυπραίου, η κυρά Ει-ρήνη Σταματίου, η Ελένη Πρωτόπαπα και άλλες πολλές αργότερα. Ήταν πολύ αγαπημένη γειτονία! Θυμάμαι που έβγαζε ο Διαμαντής ένα τραπεζάκι έξω από το μπακάλικο, είχε και ένα ξύλινο παγκάκι μόνιμα και τα απογεύματα μαζευόντουσαν κι έπιναν όλοι μαζί τον καφέ. Εκεί να είσαι να ακούς, τα αστεία και τα γέλια πήγαιναν σύννεφο.

Η Κούλα Σκοπελίτου πληθωρική πάντα και σε όλα της, νοικοκυρά πρώτη και της προσφοράς, έφτιαχνε χυλό, λουκουμάδες, γκανάκια και έβαζε τη φωνή να μαζευτού-με, «συνεχίζει η γιαγιά».

- Κάποιο αστείο περιστατικό από τη γειτονιά θυμάσαι; Συνεχίζω να κεντρίζω τη μνήμη της.

- Ναι! Θυμάμαι τη μακαρίτισσα Μαρία τη Τζανού, να μας περιγράφει με το δικό της μοναδικό τρόπο το πα-ρακάτω περιστατικό. Ήταν η πείνα της Κατοχής και οι αστυνομικοί στο διπλανό από το σπίτι τους κτίριο, είχαν αγοράσει από τον πατέρα της χταπόδια και τα είχαν απλώ-σει στη βεράντα της Αστυνομίας να στεγνώσουν για να τα μαγειρέψουν την επομένη. Έλα που εκείνη ήθελε να τους τα πάρει; Μα πώς να τα φτάσει; Βρήκε ένα καλάμι με ένα αγκίστρι και τους τα έκλεψε. Για να μην την πάρουν είδηση πήγε και τα πούλησε στο Καρακάσι, ανταλλάσ-σοντάς τα με ψωμί για την οικογένεια. Την άλλη μέρα οι αστυνομικοί έψαχναν τα χταπόδια και η Τζανού κάνοντας την ανήξερη τους είπε: «Δεν πειράζει καλέ, θα πιάσει ο πατέρας άλλα..». Τα αστεία της ήσαν μοναδικά, αλλά περισσότερο οι κινήσεις της και ο τρόπος διήγησης, οι αλλαγές στον τόνο της φωνής της. Κάθε φορά και κάτι μας σκάρωνε.

Κάπως έτσι τελείωσε η περιπλάνηση και των δυο μας σε μια εποχή που έχει φύγει και δεν ξαναγυρνά. Το μπακάλικο αυτό φαίνεται πως σηματοδοτούσε τη ζωή των κατοίκων εκείνης της γειτονιάς και στη θύμηση των τότε αναμνήσεων όλοι νοσταλγούν χρόνια που δε γυρνούν πίσω. Ο προπάππος μου, Ανάργυρος Πασχάλης, απεβίωσε το 1986 μα μέσα από την πορεία του φαίνεται πως σημάδεψε με τον δικό του τρόπο ανθρώπους που τον αγάπησαν πολύ και αυτόν και την οικογένεια του. Το να είσαι νέο παιδί και να ταξιδεύεις μέσα από συζητήσεις σε άλλες εποχές είναι κάτι το μαγικό. Ταξίδεψα σε μια γειτονιά που γνώρισα ελάχιστα, αλλά την αισθάνομαι ως κάτι το ξεχωριστό.

Σ’ ευχαριστώ πολύ γιαγιά μου, για την κατανόηση, την υπομονή αλλά και την προθυμία σου να μου εξιστορήσεις όμορφα γεγονότα και την προσπάθειά σου να μού μεταφέ-ρεις ‘’μυρωδιές’’ που περιπλανούνται στο χρόνο.

ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΡΙΣ. ΣΚΟΥΡΤΗΣ

Page 20: Στην Ερμιόνη  Αλλοτε και τώρα (12 τεύχος)

20 ερμιόνη

Οι...δικές μας παροιμίες,γιατί στο χωριό μου λένε...(4ο)

ΤΤα κόκκινα τα σύννεφα του νότου κι αυτά τα καταγάλανα του σκύλου του σορόκου Τα παλιογάιδουρα στον ελαιώνα κι οι παλαβοί στις εκλο-γέςΤα πέρασε όλα από τον κώλοΤάξαμε και στο γάιδαρο λιβάνι (για να ηρεμήσει η θάλασ-σα)Τετάρτη και Παρασκευή τα νύχια να μην κόψεις, την Κυριακή να μη λουστείς, αν θέλεις να προκόψειςΤην κοπριά όσο τη σκαλίζεις, τόσο βρομάειΤης καλής μάνας το παιδί το πρώτο ναν’ κορίτσιΤι τα θέλεις τα πλούτη, αν έχεις καλά παιδιάΤι τα θέλεις τα πολλά, αν δεν έχεις καλά παιδιάΤίναξε τα πέταλαΤο αγώγι ξυπνάει τον αγωγιάτηΤο αναγέλιο δε γερνάει, στέκει και περιγελάειΤο βαθύ πηγάδι θέλει γερό σχοινί και καλά μπράτσαΤο (γ)ινάτι βγάζει μάτιΤο ‘δεσε κόμπο σε ψιλό μαντήλιΤο δικό μου όνομα πάρτο εσύ γειτόνισσαΤο δουλευτή σου πλήρωνε και ψυχικό μην κάνειςΤο κατσίκι απ΄ το δικό του πόδι κρέμεταιΤο κρασί θέλει κρασί για να φύγειΤο κρύο με το τσουβάλι μπαίνει και με το βελόνι βγαίνειΤο λεμόνι, το λεμόνι χίλια δυο κακά γλιτώνειΤο μήνα που δεν έχει ρο, το κρασί θέλει νερόΤο μοναστήρι να ‘ναι καλά κι από καλόγεροι γεμάτοΤο μονοδέντρι στο βουνό όλοι οι καιροί τ’ ορίζουνΤο πορτοκάλι το πρωί είναι χρυσός, το μεσημέρι ασήμι και το βράδυ σίδεροΤο σκυλάκι, το παιδάκι όπως μάθει από μικράκιΤο τρώει το φαγητό και τον τρώειΤο φαΐ κάνει φαρδύΤον Γενάρη το φεγγάρι λάμπει πιότερο και από του Αλω-νάρη Του ανέβηκε (ή του κάθισε) στο σβέρκοΤου Αυγούστου το φεγγάρι είναι δυο φορές φεγγάριΤου γαϊδουριού η προσβολή είναι πανηγύριΤου γελούσαν και του κώλου του οι (α)μασχάλεςΤου Γενάρη το φεγγάρι ίσαμε του Αλωνάρη Του Γενάρη το φεγγάρι λάμπει σα μαργαριτάριΤου Γενάρη το φεγγάρι παρ΄ ολίγο να ‘ναι μέρα

Του γέρου τα παιγνίδια νερόβραστα κρεμμύδιαΤου γέρου τη συμβουλή ν’ ακούς, την πορδή να μην ακούςΤου ζουρλού το βιος οι φρόνιμοι το τρώνεΤου ήλιου κύκλος άνεμος του φεγγαριού χειμώναςΤου παπά και του μπαρμπέρη ό,τι βάλουνε στο χέριΤου φούσκωσε τον πισινόΤου φτωχού το εύρημα για καρφί για πέταλοΤούμπα Κολοβό κι αν έχεις, μέρες δεν τις χάνειςΤούτα είναι τα βάσανα κι όχι τα περασμέναΤούτα τα μαύρα σύννεφα είναι του Γαρμπή κι αυτά τα καταγάλανα του σκύλου του ΣορόκουΤούτη η κούπα κάνει μούτρα κι όχι του γιατρού η κούτραΤρεις λαλούν και δυο χορεύουν και πέντε-έξι μαγειρεύ-ουνΤρία μήλα μια οκά, πέντε σπίρτα δυο κουτιάΤρώγε ένα σκόρδο την ημέρα, για να έχεις στο σώμα σου αέραΤρώγε κρεμμύδι το πρωί για να έχεις το βήμα σου ταχύΤρώγε κότα το Γενάρη και παπί τον ΑλωνάρηΤρώγε ψάρι της οκάς ή της μπουκιάςΤώρα που έγινε η θάλασσα γιαούρτι δεν έχουμε κουτάλι να την φάμεΤώρα που ξεβγήκανε τα σύκα πήρε κι η γριά σφεντόναΤώρα, την κάτσαμε τη βάρκα

ΥΥγεία και ξερό ψωμί

Φ Φάβα χωρίς κρεμμύδια, γάμος χωρίς παιχνίδια (βιολιά) Φάε αφέντη μου δεσπότη για τα μπουζία (γουρούνια) το έχουμε Φάε φτωχέ απ’ τα ρούχα σουΦάτε μάτια ψάρια και η κοιλιά περίδρομοΦούρνος μην καπνίσειΦύτεψε συκιά για τη ζωή σου και ελιά για το παιδί σου

ΓΙΑΝΝΗΣ Μ. ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ

Page 21: Στην Ερμιόνη  Αλλοτε και τώρα (12 τεύχος)

ερμιόνη 21

ΧΧαρά στα μάτια που ‘δανε δυο ημερών φεγγάρι Χέρι και μαχαίρι και νερό που τρέχει ποτέ κρίμα δεν έχειΧέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις, φίλησέ τοΧέστηκε η φοράδα στο αλώνι

ΨΨάρι που δε λεμόνισες, να μην το μαγειρέψεις Ψωμί, ντομάτα και τυρί τον άνθρωπο διατηρεί

ΩΏσπου να λιώσει το παλιό, καινούργιο το πλακώνει

Συμπληρωματικά…• Άμα σου τρώει ο πισινός, μόνος σου να τον ξύσεις ή μην περιμένεις άλλον(ε) να στον ξύσει • Άσπρο σκυλί στο βαμβακοπάζαρο κάνει ζημιά• Βρήκες αγκάθι, να φας (να βγάλεις) μέλι• Δώδεκα απόστολοι ο καθένας με τη γνώμη του• Εβγήκε και το τζίτζιφο, να πει πως είναι φρούτο• Εγώ σου λέω πάμε να φύγουμε κι εσύ μου λες ρούχα δεν έχω• Μισιακό γαϊδούρι το τρώει ο λύκος• Όπου φούρνος και μαντήλι δες και με τον κυρ-Βασίλη• Στα καλάθια δε χωράει, στα κοφίνια περισσεύει• Τα λεφτά δεν έχουν αδελφό

Αρβανίτικες Παροιμίες• Γκέλι κουρ γκιντόν τ-μπούκουρα-τ ζκιον – Ο κόκκορας όταν κελαηδεί τις όμορφες ξυπνάει• Γκιούμιλι ή χάμουρι; – Νυστάζεις ή πεινάς;• Γκουρ με τσεπ – Όλα εντάξει• Γκουστ σε γκρουστ – Ο Αύγουστος είναι μια φούχτα• Εχά κένι κέπιν; Εχά εδέ κτσεν – Το τρώει το σκυλί το κρεμμύδι; Το τρώει και χορεύει (και λέει κι ένα τραγούδι)• Κα πράπα ντάρδα εκάμπίστιν – Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά• Καλόμαθε η γριά στα σύκα εδε βέτε κάθε ντίτα (και πηγαίνει κάθε μέρα)• Κούλατς με βε – Κουλουράκι με αβγό• Σα τι ρόνι μπαρμπα-Αντώνη χάνε πίνει εδέ κιντώνει. Που τι βτέσει μπαρμπα-Αντώνη μέρε τραστ εδέ κιρκώνει – Όσο ζει ο μπαρμπα-Αντώνης φιάτε, πιέτε και τραγουδή-στε. Άμα πεθάνει ο μπαρμπά-Αντώνης πάρτε το ταγάρι και ζητανιέψτε• Τούτι ντέρα-τ, νιου χουντ κάννε – Όλα τα γουρούνια την ίδια μούρη έχουνε• Τράσνα εντί τι κα μπίρντα – Το ταγάρι ξέρει τι έχει μέσα

Ενδεικτική Βιβλιογραφία• Αραβαντινός Παν. (1863), Παροιμιαστήριον• Κολιτσάρα Ιων. (1964), Παροιμίαι του Ελληνικού Λαού, εκδ. ΧΕΕΛ, Αθήναι• Κουκουλέ Φαιδ. (1950), Τα Λαογραφικά Θεσσαλονίκης Ευσταθίου, Τομ. Β , Αθήναι• Κυριακίδου Στιλ. (1923), Ελληνική Λαογραφία, Τομ. Α , Αθήναι• Πολίτου Νικ. (1902), Παροιμίαι, Αθήναι• Stathes V. (1998), Ελληνικές Παροιμίες με ζωγραφιές του Θεόφιλου, εκδ. ΑΙΟΛΟΣ, Αθήνα

ΓΙΑΝΝΗΣ Μ. ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ

Page 22: Στην Ερμιόνη  Αλλοτε και τώρα (12 τεύχος)

22 ερμιόνη

Η παρουσία της Κασσάνδρας ανήκει στην Ερμιόνη που γλιστράει πίσω στο χρόνο. Μια γυναίκα επιβλητική, με ορμή ζωής, με φωνή δυνατή, χαρακτηριστική, γεμάτη, σχεδόν αρρενωπή, με ένα λόγο καθαρό, ντόμπρο, ευθύ, «αντρίκειο». Μοναχοκόρη και μοναχοπαίδι, μεγάλωσε ανάμεσα σε χάδια, αγάπη, εμπιστοσύνη και προπαντός σε ένα περιβάλλον γεμάτο από κόσμο και κυρίως άνδρες αφού ο πατέρας της είχε την ονομαστή χασαποταβέρνα του Νάνου. Ιδιοκτήτρια σήμερα ενός σπιτιού που της ταιριάζει απόλυτα. Στους τοίχους κρεμασμέ-

νες φωτογραφίες του παλιού λαμπρού παρελθόντος, μικροαντικείμενα και μικροέπιπλα φίνα και φυσικά. Στον τοίχο κρεμασμένο το μαντολίνο της.

Ένα σπίτι που άλλοτε ήταν γεμάτο κόσμο και κίνηση. Παρέα της πάντα η θεία της Φώτω Οικονόμου, φιγούρα βιβλική, σιωπηλή, διακριτική. Δέχτηκε με προθυμία και χιούμορ να μοιραστεί τις αναμνήσεις της και να απαντήσει στις απλές ερωτήσεις μου με ειλικρίνεια, αποκαλύπτοντας αλήθειες που αφορούσαν τον εαυτό της. Με τις αφηγήσεις της, στιγμιότυπα από εκδηλώ-σεις ανθρώπων που επηρέασαν τη ζωή και τον πολιτισμό της πόλης μας και τις παλιές φωτογραφίες που μου δάνεισε -ένας ανεκτίμητος θησαυρός- ώστε να διανθίσω τα άρθρα του περιοδικού μας, με ταξίδεψε νοσταλγικά σε μιαν ατμόσφαιρα του παρελθόντος.

«Στο Δημοτικό σχολείο αμέσως μετά την Κατοχή παίξαμε ένα έργο «Ο Όθωνας και η Αμαλία». Ο Μιχαλάκης εκπαίδευσε στο ρόλο της Αμαλίας δύο μαθήτριες την Καίτη Βόντα και τη Μαρίνα Φοίβα. Τον Όθωνα έπαιζε ο Στέλιος Στεργίου, καχεκτικός και αχαμνός όπως τον ήθελε και ο ρόλος, εξάδελφος του Απόστολου Σιφναίου, σε αντίθεση με τις νταρντάνες «Αμαλίες». Εγώ έκανα τη χωριατοπούλα τη «Νικολέτα» και φορούσα ένα φόρεμα αμερικάνικο άσπρο, με κάτι μαργαρίτες, να! Μ! να σα να θυμάμαι και τα λόγια μου».

Εγώ της ζητώ να μου τραγουδήσει το ρόλο της και φυσικά δε χρειαζόταν δεύτερη κουβέντα. Με σκέρτσο και χάρη, αλλά προπαντός φωνή αναλλοί-

ωτη από το χρόνο μού τραγουδά, κι εγώ τραβώ ηχητικό ντοκουμέντο με τη φωτογραφική μηχανή μου και αποτυπώνω στιγμές και ακούσματα.

«Με λεν μικρή κι απρόσεκτη κι ας ξέρω να διαβάζω κι εγώ σαν με πειράζουνε τους λέω πως δεν τους μοιάζω.Γιατί είμαι πρώτη στις δουλειές απ’ του χωριού τις κοπελιές.Μικρή σχολειό σαν πήγαινα με πλάκα και κοντύλι, μια μέρα δε μου χάριζε η δασκάλα μου σκαμπίλι.

Με τσαμπουνούσε με χαρτιά και μου ξερίζωνε τ’ αυτιά.Είμαι καλό και ντροπαλό, κορίτσι με πολύ μυαλό.

Στο χωριό με λέγανε νοικοκυρά, Νικολέτα που θολώνεις τα νερά».

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Δ. ΣΚΟΥΡΤΗ

Η Κασσάνδρα του μαντολίνου, του τραγουδιού, του… Πολιτισμού«Η μόνη περιουσία του καθενός, είναι οι ιστορίες που έχει να διηγηθεί»Γ. Καλαβριανός, σκηνοθέτης

Ο Νίκος Κουτούβαλης και η Κασσάνδρα Οικονόμου

23-3-1955

Page 23: Στην Ερμιόνη  Αλλοτε και τώρα (12 τεύχος)

ερμιόνη 23

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Δ. ΣΚΟΥΡΤΗ

Όταν τελειώνει το τραγούδι χαμογελά με ικανοποίηση.

«Ο ρόλος μου επέβαλε να παίζω ένα μουσικό όργανο∙ αλλά ποιο να παίξω, ποιο να παίξω;

Ο Γιαννάκης Στεργίου είχε μια φυσαρμόνικα, μου την έφερε και μού έδειξε πώς να παίζω το σκοπό της «Σαμιώ-τισσας». Την πήγα στο δάσκαλο, αλλά «απεφάνθη» ότι τον καιρό της Αμαλίας δεν έπαι-ζαν εκείνο το σκοπό, ώσπου έμαθα ένα βάλς, αυτό και έπαιξα και φυσικά μου έμεινε το «κουσούρι» της ενασχόλη-σης με τη μουσική.

Από μικρή ο πατέρας μού είχε πάρει μία κιθαρίτσα και ο Λεωνίδας Νάκος, ο γνωστός βιολιτζής, μού πέρασε πραγ-ματικές χορδές. Στο καφενείο του Μιχαλάκη Σπετσιώτη πατέρα του Γιάννη, δούλευε ένα λιανό παλληκάρι από την Ύδρα ο Γιάννης Παύγοζας, που θυμάμαι ότι ήταν ορφα-νός είχε και δύο αδελφές. Ο Γιάννης έπαιζε καταπληκτικό βιολί και μου έμαθε το τρα-γούδι: «Θέλεις να με βρεις έλα στο λιμάνι, Μαρίτσα μου γλυ-κιά, μπρος το ακρογιάλι…».

Τραγουδάει, γελάει και μιμείται το παίξιμο του μα-ντολίνου.

Το έπαιζα εγώ, περνούσε ο Γιάννης από κάτω και μου φώναζε: «Λάθος!» και δωσ’ του πάλι από την αρχή, όοολη μέρα.

Ο Ηλίας Κουτούβαλης ( Διαμαντάρας),ένας κούκλος πραγματικός, φίλος καρδιάς, που έπαιζε καλή κιθάρα και τραγουδούσε πανέμορφα, μου έδειξε. Γίναμε αυτοκόλλητοι, παίζαμε μαζί σε γλέντια από το βράδυ μέχρι την άλλη μέρα. Τα κενά που έχανα στο μαντολίνο τα κάλυπτα με τη φωνή μου, που ομολογουμένως με βοηθούσε πάρα πολύ. Ο Ηλίας

έπαιζε και τραγούδαγε χωρίς να τρώει, μόνο έπινε. Η μάνα μου του έβαζε το πιάτο μπροστά και του έλεγε: «Φάε βρε, που σου ανεβοκατεβαίνει ο καρύτσος», εννοώντας το καρύδι στο λαιμό του.

Η επιτυχία μας ήταν το τραγούδι: «Εσύ είσαι η αιτία που υποφέρω» και το λέγαμε ομολογουμένως καταπληκτικά. Εμένα μού άρεσαν πολύ τα τραγούδια της Σοφίας Βέμπο

που χωρίς να περιαυτολογώ, θεωρώ ότι τα απέδιδα και πολύ ωραία».

Στην πατρίδα μας αποκαλού-σαν την Κασσάνδρα η Βέμπο της Ερμιόνης ή Βέμπο νούμερο 2.

«Όταν τελείωσα το Γυμνάσιο, ο πατέρας μου παρά το γεγονός ότι με είχε μοναχοκόρη και λο-γικό ήταν να με θέλει κοντά του, μού είπε: «Κασσάνδρα μου κάνε ό,τι θέλεις, πήγαινε όπου θέλεις, φτάνει να είσαι ευτυχισμένη, να σέβεσαι πάντα τον εαυτό σου κι εμάς τους γονείς σου.

Πήγα λοιπόν στην Αθήνα και δούλευα ως δακτυλογράφος σε δύο δικηγορικά γραφεία. Εξοι-κειώθηκα πολύ με τη δουλειά και τους έφτιαχνα μόνη μου τις προτάσεις στις μικροδιαφορές, στις αγωγές.

Όμως το τραγούδι και το μαντολίνο ήσαν η ζωή μου.

Για κάποιο χρονικό διάστημα εμφανιζόμουν σε μια ταβέρνα της γειτονιάς μου ΤΑ ΚΙΟΥΠΙΑ, αλλά

και στην Πλάκα και τραγουδούσα χωρίς αμοιβή φυσικά, έτσι για το κέφι μας. Οι θαμώνες όμως έρχονταν για εμάς και μάς καταχειροκροτούσαν.

Στην πορεία προσλήφθηκα ως φύλακας αρχαιοτήτων στο Εθνικό Μουσείο αρχικά και μετά στην Αρχαιολογική υπηρεσία. Λόγω του ότι ήξερα πολύ καλά γραφομηχανή και

Η Κασσάνδρα με το μαντολίνο τηςΦωτο: Βιβή Σκούρτη

Page 24: Στην Ερμιόνη  Αλλοτε και τώρα (12 τεύχος)

24 ερμιόνη

εξαιτίας της προϋπηρεσίας μου, εργάστηκα ως ιδιαιτέρα γραμματέας του Καθηγητή Μαρινάτου.

Τα πήγαινα πολύ καλά μαζί του. Ωραίος άνθρωπος, σα-φής αλλά δύσκολος. Με εμένα όμως ήταν πάντα ευγενι-κός. Μας ήρθε η Χούντα και με μετακίνησαν στο γραφείο του εκπροσώπου της στο Μουσείο, όπου και δακτυλογρα-φούσα την εμπιστευτική αλληλογραφία. Παρακάλεσα τον κ. Καθηγητή να με ξαναπάρει στο γραφείο του, γιατί εκεί «πνιγόμουν», δεν ένιωθα άνετα.

Οι καιροί άλλαξαν και μας ήρθε το ΠΑΣΟΚ. Ήμουν σ’ ένα μικρό γραφείο και με χώριζε από το γραφείο του επιτελεί-ου της τότε υπουργού Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη ένα νο-βοπάν. Ως εκ τούτου άκουγα όλες τους τις συζητήσεις και μάλλον αυτό τους ενοχλούσε. Έτσι με απομάκρυναν από εκεί και με έστει-λαν στο γραφείο του Γενικού Γραμματέα του ΠΑΣΟΚ. Στο μεταξύ, εί-χαν πραγματοποιηθεί εσωτερικές εξετάσεις στο υπουργείο, στις οποίες έλαβα μέρος, μάλιστα ήρθα δεύτερη, έγινε η μετάταξή μου ως διοικητικός υπάλ-ληλος, όπου έτσι και συνταξιοδοτήθηκα.

Η ζωή μου ήταν η παρέα, το αγνό γλέντι και το τραγούδι. Θυμά-μαι μια χρονιά γιόρταζε ο Άγγελος Μερτύρης∙ κάναμε στο σπίτι του ένα γλέντι μέχρι το πρωί. Είχα ράψει και φορούσα ένα βελουδένιο φόρεμα∙ είχε πρωτοκυκλοφορή-σει το τραγούδι: «Το καινούργιο σου φουστάνι σα πρι-γκίπισσα σε κάνει». Ε! δεν ξέρω πόσες φορές το παίξαμε και το τραγουδήσαμε. Ήταν σα να είχε γραφτεί για την περίπτωσή μου. Άλλη μια χρονιά είχαμε πάει με το καΐκι του Άγγελου στην Παναγίτσα της Τσελεβίνας. Ακούμπη-σα πάνω στο ταμπούκιο του καϊκιού το μαντολίνο μου, κάθισε πάνω του ο Αντρέας Καρδάσης και μου έσπασε το μπράτσο. Πώς θα διασκεδάζαμε τώρα; Βγήκαμε στην Ακρογιαλιά που γλεντούσε η παρέα του Σταμάτη Σταμα-τίου και του Θόδωρου Κανέλλη και οι δυο τους μαστόροι

καλοί ο καθένας στο είδος του. Ο ένας σκέφτηκε να βάλει λάμα, ο άλλος ξύλινη σανίδα. Τελικά μου το έφτιαξαν συνεργατικά κι έτσι εγώ κατάφερα, αν και τα «‘φαγα» τα δάχτυλα, να παίξω στο ολοήμερο γλέντι μας. Στη συντρο-φιά μας μάλιστα έτυχε να είναι και ο ναύαρχος Ψαρούδας, πατέρας της Άννας, που θυμάμαι είχε πολύ ενθουσιαστεί.

Άλλη μια περίπτωση που μου έρχεται στο μυαλό από τα γλέντια μας∙ ο Δημοσθένης Βατικιώτης όταν παντρεύ-τηκε τη Ντούλα Σκούρτη, μας προσκάλεσε στον Πόρο να μας κάνει το τραπέζι. Στην παρέα μας ήσαν όλοι οι Καρ-

δασαίοι, ο Βάσιλας, ο Απόστολος, ο Γιάννης, ο Αντρέας. Φύγαμε από την Ερμιόνη με το καράβι το μεσημέρι, διασκεδάσαμε όλη τη μέρα και συνεχίσαμε ως τη νύχτα κάνοντας καντάδες σηκώνο-ντας όλο το νησί στο «πούπουλο». Ξημε-ρώσαμε έτσι∙ πήραμε το μεσημεριανό πλοίο της επιστροφής και συνεχίσαμε μέσα εκεί με χορό και τραγούδι συμπαρασύροντας και τους υπόλοιπους ταξιδιώτες, μέχρι που ένα ζευγάρι αντί να κατεβεί στις Σπέτσες κατέβηκε στην Ερμιό-νη. Άλλοι καιροί. Αγνή συμπεριφορά, χωρίς περικοκλάδες. Με ένα κρεμμύδι και κρασί, ε! έστελνε και καμιά συκωταριά ο πατέρας, περνούσαμε όλο το βράδυ τραγουδώντας και χορεύοντας».

Αυτή είναι η Κασσάνδρα που δεν είχε ενδοιασμό να «εκθέσει» τον εαυτό της, με τις προσωπικές της αφη-γήσεις, που αφορούσαν στάσεις ζωής, ιδέες, πράξεις. Η αείχρονη γυναίκα, φλογερή, δυναμική, δροσερή, με τη φλόγα της ζωής στα μάτια και τη φωνή.

Όσες αφηγηματικές ιστορίες ζωής φιλοξενούμε στο Περιοδικό μας, σε μάς δημιουργούν πολύτιμα εσωτερι-κά ερεθίσματα, δημιουργούν εικόνες και αποτελούν, σε τούτες τις εποχές της δυσβάσταχτης πενίας, ανακάλυ-ψη, πηγή πλούτου και καταφυγή.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Δ. ΣΚΟΥΡΤΗ

Από το εσωτερικό του σπιτιού της ΚασσάνδραςΦωτο: Βιβή Σκούρτη

Page 25: Στην Ερμιόνη  Αλλοτε και τώρα (12 τεύχος)

ερμιόνη 25

Απ

όλλω

νας

Γλύκ

αςΔ

ημή

τρη

ς Κ

απογ

ιάνν

ης

Γεννήθηκα στην Αθήνα και μεγάλωσα στην Ερμιόνη. Οι πρώτες απόπειρες εικαστικής μου έκφρασης ξεκίνησαν σε μικρή ηλικία αποτυπώνο-ντας σκέψεις και συναι-σθήματα αρχικά σε μπλοκ

σχεδίου και αργότερα σε τοίχους της Ερμιόνης.

Τελειώνοντας το Λύκειο ακο-λουθώντας την οικογενειακή μας παράδοση σπούδασα την τέχνη της φωτογραφίας για τρία χρόνια∙ Οι δικοί μου από το 1948 κατάγο-νται από γενιά φωτογράφων.

Σε εκείνο το διάστημα η ανά-γκη για τον πλήρη έλεγχο πάνω στη διαμόρφωση της εικόνας είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία σκηνοθετημένων κάδρων και έντονο πειραματισμό στο σκοτει-νό θάλαμο.

Πιστεύοντας ότι αυτός είναι ο ‘’σωστός’’ δρόμος παρακολούθησα μαθήματα σχεδίου για τα επόμενα

δυο χρόνια και κατέληξα στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, με καθηγητή το Δημήτρη Σακελλίωνα.

Στη Σχολή πειραματίστηκα με διά-φορα μέσα όπως κολάζ, ασαμπλάζ, γλυπτική, φωτογραφία κ.α., αλλά την πλειοψηφία των έργων καθώς περνούσαν τα χρόνια κατείχαν οι κατασκευές.

Έχω πραγματοποιήσει δυο ατομικές εκθέσεις στο Μιλάνο και στη Λευκωσία και έχω συμμετοχές σε πολλές ομαδικές. Τιμήθηκα με το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό αφίσας για την οδική συμπεριφορά, με το τρίτο βραβείο στο διαγωνισμό του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου και με έπαινο στο διαγωνισμό για τα 100 χρόνια του Παναθηναϊκού.

Σήμερα συνεχίζω να δουλεύω έργα τριών διαστάσεων σε μέταλλο,

plexiglass, ξύλο και σε άλλα υλικά, ενώ η θεματολογία μου περιστρέφεται ανάμεσα σε έννοιες περιορισμού, αυτοαναίρεσης, ειρωνείας.

Γεννήθηκα στην Αθήνα και μεγάλωσα στον Πειραιά, όμως η σχέση μου με την όμορφη Ερμιόνη, πατρίδα της μητέρας μου, είναι κάτι παραπάνω από λατρεία. Εκεί, στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς, έζησα τα πιο ξένοιαστα παιδικά μου χρόνια, παίζοντας με τους φίλους

μου στις όμορφες γειτονιές της. Αξέχαστα καλοκαίρια κολυμπώντας στο Κουλούρι, στο Μαδέρι, στο Μπίστι. Ψαρέματα με πε-τονιά αλλά και ψαροντούφεκο στο Δοκό, στα Φλάμπουρα, στο Μουζάκι (Ολλανδία) αλλά κάνοντας  και καταδύσεις όπου θαύμαζα τους μαγευτικούς βυθούς της. Θα μπορούσα να μιλάω ώρες για χάρη της, αλλά σταματώ εδώ για να μην κουράσω.

Τέλειωσα το Τ.Ε.Σ. και Τ.Ε.Λ. Σιβιτα-νιδείου στην Καλλιθέα και ύστερα μέσω Πανελληνίων εξετάσεων πέρασα στο Τ.Ε.Ι. Φυτικής Παραγωγής στην Άρτα. Αναφέρω τελείως επιγραμματικά αυτά τα στάδια σπουδών μου αφού όπως φάνη-κε στη συνέχεια της ζωής μου, το αντικείμενο που θα τραβούσε το ενδιαφέρον μου θα ήταν άλλο.

Όμως ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Άνοιξη 2003 και κάποια τυχαία γεγονότα τα έφεραν έτσι ώστε να εργαστώ ως εργατοτεχνίτης συμβασιούχος

μέσω της Διεύθυνσης Συντήρησης Αρχαίων και Νεοτέ-ρων Μνημείων σε εργασίες αποκατάστασης ψηφιδωτού δαπέδου, στον Εθνικό Κήπο Αθηνών. Ακολούθησαν άλλες δυο συμβάσεις. Ο ζήλος μου και η αγάπη που έδειξα για το συγκεκριμένο αντικείμενο με βοήθησε γρήγορα να εκτελώ και εγώ εργασίες συντηρητή. Μια

συντηρήτρια και καλή φίλη η Αφροδί-τη, που έβλεπε την αγάπη μου για τη συγκεκριμένη δουλειά με συμβούλεψε να γραφτώ σε κάποιο Ι.Ε.Κ. στο τμήμα συ-ντήρησης. Έτσι κι έγινε! Το 2005- 2008 σπούδασα και τις δυο ειδικότητες ως συντηρητής (Κλασικά-Ζωγραφικά).

Έχω δουλέψει εκτός από τον Εθνικό Κήπο και στο Δεσποτικό Πάρου και στη συνέχεια είχα την ευτυχία για τέσσερις μήνες το 2006 να εργαστώ στην Ερμιό-νη, στη συντήρηση των ψηφιδωτών της Παλαιοχριστιανικής βασιλικής.

Τώρα εργάζομαι σε ιδιωτική εταιρεία συντήρησης έργων τέχνης, κυρίως σε

Ναούς και Νεοκλασικά κτίρια σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Παράλληλα παρακολουθώ για τρίτο χρόνο μαθήματα Αγιογραφίας και όποτε βρίσκω ευκαιρίες ασχολούμαι και με κατασκευές ψηφιδωτών.

ερμιονίτες καλλιτέχνες αυτοπαρουσιάζονται

Page 26: Στην Ερμιόνη  Αλλοτε και τώρα (12 τεύχος)

26 ερμιόνη

ποίημα

Νανούρισμα στην πόλη μας ΕΦΗ ΒΕΛΕΝΤΖΑ -ΛΑΔΑ

Καθώς  μεγαλώνουν τα χρόνια μου, η ζωή μου, με πρόσωπα  αγαπημένα, γλυκαίνουν κι οι εικόνες της πόλης μου, οι μνήμες μου, κι αποτυπώνονται στα βάθη της καρδιάς  μου σαν απόθεμα ζωής. Παρακολουθώντας τη διαδρομή της μέσα στο χρόνο, νοιώθοντας την αυθεντικότητά της κάποτε να δοκιμάζεται , τη φθορά, μαχαίρι στην καρδιά των αναμνήσεων, κι εκείνη αγέρωχη θαρρείς ακόμα, άπλωσα την παλάμη μου να σκουπίσω τον ιδρώτα της και να εμποδίσω  τη ροή του χρόνου, που εχθρεύεται το παλιό κι ανατρέπει την παράδοση ......

Άπλωσα κι ένοιωσα την πλημμύρα των χρωμάτων και των αισθημάτων στις άκρες των δακτύλων μου, αποτύπωσα και συνεχίζω ν’ αποτυπώνω, όσο ανασαίνω στην ψυχή, την  Ερμιόνη,  την  ιστορία χείμαρρο στο διάβα της, ολόγιομη ιστορία, από τ’ αόρατο  νήμα  που ενώνει τ’ ακροκέραμα των αρχοντι-κών, από τη μελωδία των κιθαρωδών, από τον καμβά των λαϊκών ζωγράφων, που το πινέλο τους χαϊδεύει την αλμύρα του πελάγους και το μεθύσι των αρωμάτων, ως το γαλήνεμα της πόλης που κοιμάται και ξυπνάει ευλογημένη απ’ τους Αγίους της.

επιτυχόντες στα Α.Ε.Ι και Τ.Ε.Ι.

Βουβαλάρη Βασιλική του Παναγιώτη: Παιδαγωγικό Νηπιαγωγών ΙωαννίνωνΓκιώνη Χρυσοβαλάντο του Νεκτάριου: Λογιστική ΤΕΙ ΚαβάλαςΓκεσούλης Αθανάσιος του Κων/νου: Ιατρική ΑθήναςΔάγκλης Ευάγγελος του Χρήστου: Επιστήμες Φυσικής Αγωγής κ΄ Αθλητισμού ΘεσσαλονίκηςΔημαράκης Παναγιώτης του Φωτίου: Οδοντιατρική ΑθηναςΘανασιάς Εμμανουήλ του Ευθυμίου: Ιατρική Κρήτης Κοτσοβός Ιωάννης του Δημητρίου: Ηλεκτρολογίας ΤΕΙ ΧαλκίδαςΚρινή Δήμητρα του Γεωργίου: Νομική ΑθήναςΜαστροκόλιας Σπυρίδων του Ανδρέα: Πολ. Δομικών Έργων ΤΕΙ ΠειραιάΜήτσου Αναστάσιος του Δημητρίου: Τεχνολογίας, Πληροφορικής κ΄Τηλεπ/κοιων, ΤΕΙ ΚαλαμάταςΜίζη Μαρίνα του Σταματίου: Μηχανικών Περιβάλλοντος Πολυτεχνείου ΚρήτηςΜουτσάτσου Αλεξάνδρα του Σπυρίδωνος: Διοίκηση Επιχειρήσεων ΑιγαίουΜπουγιούρα Βασιλική του Αναργύρου: ΑστυφυλάκωνΜπουρίκας Δημήτριος του Θεοδώρου: Αυτοματισμού, ΤΕΙ ΜεσολογγίουΝίκας Αλέξανδρος του Μιχαήλ: Νοσηλευτική, ΤΕΙ ΚρήτηςΝτόκου Λαβέρνα του Αναστασίου: Διοίκηση Κοινωνικών – Συνεταιριστικών Επιχειρήσεων, ΤΕΙ ΜεσολογγίουΠαπαμιχαήλ Αγγελική του Χρήστου: Λογοθεραπείας, ΤΕΙ ΠάτραςΠαπανδριανός Αναστάσιος του Αγγέλου: Επιστήμης και Τεχνολογίας Υπολογιστών Πελοπ/σουΠέππα Ιωάννα του Αναργύρου: Επιστήμες Εκπ/σης στην Προσχολική Ηλικία, ΘράκηΠροκοπίου Ιωάννης του Προκοπίου: Πληροφορική ΙονίωνΣαλογιάννης Σταμάτιος του Γεωργίου: Στατιστική κ Αναλ. Χρηματοοικονομική ΑιγαίουΣτάϊκου Ιφιγένεια του Ανδρέα: Μόνιμων Υπαξιωματικών Στρατού (Σ.Μ.Υ.)Τσαμαδός Νικόλαος του Ιωάννου: Φυσικοθεραπεία Τ.Ε.Ι. ΠάτραςΦλεβαράκη Μαριαλένα του Σταύρου: Επιστήμες Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού Αθήνας

Τους ευχόμαστε καλές σπουδές!

Page 27: Στην Ερμιόνη  Αλλοτε και τώρα (12 τεύχος)

ερμιόνη 27

& οι χαρές μαςοι λύπες μας

ΓάμοιΜπόλλας Νικόλαος-Βόγκλη ΙωάνναΠΛΟΣΚΙ ΜΑΞΙΜΙΛΙΑΝ-Γόντικα ΚυριακήΚατσώρης Αναστάσιος-Προσίλη ΧρυσούλαΠάλλης Δημήτριος- ΧΑΛΕΤΣΜΑΓΙΑ ΙουλίαΚουμάντος Αθανάσιος- Τουτουντζή Έλενα (κόρη της Μαρίκας Κανέλλη)Βερλής Μιχαήλ- Στασινοπούλου Κατερίνα (κόρη της Βάσως Δημαράκη)

Τζίμας Κων/νος- Δημαράκη ΙωάνναΕυαγγελάτος Αναστάσιος-Μάνου ΒασιλικήΒλάσσης Σπυρίδων-Μάγκου ΒασιλικήΜπενίσης Χρυσοβαλάντης - Σχοινά ΣταυρούλαΚαρακατσάνης Γεώργιος- Ευαγγελία Μπόλλα (βάφτι-σαν και το κοριτσάκι τους Κυριακή Καρακατσάνη)Γκολέμης Ιωάννης-Δημαράκη Αδαμαντία

Να ζήσουν ευτυχισμένοι!

ΘάνατοιΚαλιωράκης Ιωάννης του ΕμμανουήλΚαρακατσάνη Μαρία χήρα ΠροκοπίουΚοροντίνης Σταμάτιος του ΔαυίδΜαύρος Δημήτριος του ΑθανασίουΤσατσαρού Παρασκευή συζ. ΔημητρίουΔεστέ Ελένη του ΙωάννουΓάτσινου Ευφροσύνη χήρα ΠαναγιώτουΜπουρλόκα Διαμάντω του ΑθανασίουΜαράκης Ιωάννης του ΑυγουστήΚονδύλης Ιωάννης του Γεωργίου

Ματθαίου Σταματίνα χήρα ΝικολάουΔημαράκης Ανδρέας του ΔημητρίουΜέλλου Πηνελόπη χήρα ΔημητρίουΖάννου (Γανώση) Αθηνά χήρα ΝικολάουΝτανές Αναστάσιος του ΓεωργίουΣαλαμούρης Ιωάννης του ΣωτηρίουΔημαράκης Βασίλειος του ΑναργύρουΣτογιάννος Σταμάτιος του Θεοφύλακτου

Να έχουν καλή ανάπαυση!

νέο βιβλίο

Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο της Βιβής Σκούρτη, «Οι σφουγγαράδες της Ερμιόνης»

Στον πρόλογο του βιβλίου γραμμένος από το Γιώργο Νοταρά, διαβάσαμε:

«Mόνo ένα ευγνώμον τέκνο μπορούσε με τόση πειστικότητα, να περιγράψει το δράμα της οικογένειας των σπογγαλιέων, που πρόσφεραν θυσία στο βωμό μιας καλλίτερης ζωής των τέκνων του, τη δική τους μοναδική προσωπική ζωή!!!

Μόνο ο παλμός μιας ευαίσθητης ψυχής μπορούσε να μεταδώσει, σαν τον ήχο ενός θεϊκού οργάνου, την αίσθηση της υπέρτατης ευθύνης του δημιουργού προς το δημιούργημά του.

Η συγγραφέας κάνει μια νοητή περιήγηση στον τρόπο εργασίας και αγωνιώδους ζωής των πατέρων μας, στη μακρινή δυσπρόσιτη και αφιλόξενη για την εποχή τους Αφρικανική ακτή για ένα κομμάτι αλμυρό ψωμί.

Είναι ένα μνημόσυνο που προσερχόμαστε με την ψυχή γονατισμένη! Σε αυτούς τους ήρωες σπογγαλιείς της Ερ-μιόνης εμείς και τα παιδιά μας, είμαστε ευγνώμονες.»

«Οι σφουγγαράδες της Ερμιόνης»

Page 28: Στην Ερμιόνη  Αλλοτε και τώρα (12 τεύχος)

28 ερμιόνη

Η σχολική χρονιά έκλεισε για το 2ο Νηπιαγωγείο Ερμιόνης με μια εξαιρετική γιορτή/αφιέρωμα στον ελληνικό κινηματογράφο κι ένα σπουδαίο βραβείο από το Υπ. Παιδεί-ας για τις «Καινοτόμες δράσεις του».

Η Δημοτική Κοινότητα και το Δημ. Σχολείο Ερμιόνης, συμμετέχοντας στην εκστρατεία της οργάνωσης ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ SOS «Καθαρίστε τη Μεσόγειο 2012», ασχολήθηκε με την καθαριότητα των παραλιών της πόλης μας.

                                                                      

Διήμερο Μουσικό Φεστιβάλ με τη συμμετοχή 12 συγκροτημάτων διοργανώθηκε για πρώτη φορά στην Ερμιόνη.

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέ-ρα Περιβάλλοντος, διοργανώθηκε στο Πόρτο Χέλι ημερίδα με θέμα το Περιβάλλον, τον Τουρισμό, την Ανάπτυξη και το ρόλο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Οι ταλαντούχοι μικροί ηθοποιοί και η εμψυχώτριά τους Μ. Σκλαβούνου παρουσίασαν το σατυρικό δράμα «ΙΧΝΕΥΤΕΣ» του Σοφοκλή στο θέατρο «ΞΑΛΑΦΤΟ», συμπληρώνο-ντας τέσσερα χρόνια πετυχημένης παρουσίας στα θεατρικά δρώμενα της Ερμιονίδας.

Η αναβίωση του εθίμου του Άι Γιάννη του Κλήδονα, 23 Ιουνίου το βράδυ στα Μαντράκια.

                                                                      

Η νεανική χορωδία Ναυπλίου στην 21η χορωδιακή συνάντηση στην Ερμιόνη.

Το γνωστό έργο των Παπαθανασί-ου – Ρέπα «Μπαμπάδες με ρούμι» παρουσιάστηκε με επιτυχία από το Θεατρικό Όμιλο Ερμιονίδας

                                                                      

Η άφιξη και η υποδοχή του Ελληνο-αυστραλού Τομ Κόκορη στο λιμάνι της Ερμιόνης.

“εν Ερμιόνη...” Εκδηλώσεις, Γεγονότα, ΕιδήσειςΙούνιος - Σεπτέμβριος 2012

Page 29: Στην Ερμιόνη  Αλλοτε και τώρα (12 τεύχος)

ερμιόνη 29

Εκδηλώσεις, Γεγονότα, ΕιδήσειςΙούνιος - Σεπτέμβριος 2012

Θυμηθήκαμε την Ερμιόνη της καντά-δας και απολαύσαμε μια αξέχαστη βραδιά στις 4 Αυγούστου στο Πνευ-ματικό Κέντρο Ερμιόνης από τους «Κανταδόρους».

Περίπατος και ξενάγηση στον αρ-χαιολογικό χώρο στο Μπίστι, από την Πρόεδρο του Ι.Λ.Μ.Ε. κα Ήρα Φραγκούλη-Βελλέ .

Διαγωνισμός φωτογραφίας της Πρωτοβουλίας των Ενεργών Πολι-τών με έκθεσή τους στα Μαντράκια.

Εκδήλωση του Ερμιονικού Συνδέ-σμου με θέμα «Οι Μικρασιάτες πρό-σφυγες στην Ερμιόνη» και ομιλητή το Γιώργο Φασιλή.

Γιορτάζοντας τη δεύτερη πανσέληνο του Αυγούστου στο Μύλο της Ερμιό-νης με τη χορωδία μας.

Από τις εργασίες ανάδειξης του σπη-λαίου Φράγχθι.

                                                                      

Με επιτυχία πραγματοποιήθηκε στο Πνευματικό Κέντρο στην Ερμιόνη η παρουσίαση του βιβλίου-λευκώματος «Οι σφουγγαράδες της Ερμιόνης» της Βιβής Σκούρτη.

Στο πλαίσιο της ημέρας «χωρίς αυ-τοκίνητο» οργανώθηκε από το Δήμο Ερμιονίδας ποδηλατικός γύρος αφι-ερωμένος στον καθηγητή ορθοπεδι-κής Χρήστο Σκορδή.

Τα νεοφυτεμένα πεύκα στο Μπίστι μεγαλώνουν χάρη στην καθημερινή φροντίδα του Γιώργου Μπουκουβά-λα.

Page 30: Στην Ερμιόνη  Αλλοτε και τώρα (12 τεύχος)

30 ερμιόνη

ΒΙΒΗ ΔΗΜ. ΣΚΟΥΡΤΗ, ΣΟΦΙΑ ΜΕΛΛΟΥ- ΤΣΑΜΑΔΟΥ

νοσταλγικά πιάτα

Το καλοκαίρι είναι η εποχή που συνδέει τη συντρο-φιά μας και οι συζητήσεις γύρω από το περιοδικό μας είναι συχνές. Τι να γράψουμε λοιπόν στη στήλη των συνταγών μας, ώστε να θυμίσουμε γεύσεις του παλιού καλού καιρού, από τη μαγειρική τέχνη των γιαγιάδων μας; Η ιδέα ήταν του Γιάννη! «Κολκοτσανοκεφτέδες», οι κεφτέδες από τα κολκοτσάνια. Δεν τους έχει φάει κανένας μας.

Τις πρώτες πληροφορίες μας έδωσε η κυρα-Θωμαή λέγοντάς μας ότι τα κολκοτσάνια είναι ένα είδος φύκιου, ένα χορταράκι της θάλασσας, κάτι σαν ανεμώνη, που φύτρωνε παλιά στις πέτρες σε μικρό βάθος. Οι γυναίκες τα μάζευαν όπως τις πεταλίδες, τους αχινούς, τα θρου-μπίλια. Κατέβαιναν στ’ Αλώνια, στη Μαγγούλα, στο Μπίστι σήκωναν τα φορέματα, έμπαιναν στη θάλασσα, έκοβαν με το μαχαιράκι τους τα κολκοτσάνια και τα πήγαιναν στο σπίτι. Στη συνέχεια τα καθάριζαν από τις ψιλές πετρούλες και την άμμο, τα έλιωναν, τα αναμεί-γνυαν με τα αγαπημένα φρέσκα μυρωδικά, κρεμμυ-δάκι, σκόρδο, άνηθο, δυόσμο και μαϊντανό, έβαζαν το ανάλογο αλεύρι, τα έπλαθαν και τα τηγάνιζαν σε λάδι όπως τους κεφτέδες. Στη διήγησή της θυμήθηκε τη γιαγιά της, που είχαν το ίδιο όνομα τη Θωμαΐτσα Φοίβα (Τσαπάρενα) που οι κολκοτσανοκεφτέδες της είχαν ιδιαίτερη νοστιμιά, ήτανε η σπεσιαλιτέ της. Η γεύση τους ήτανε μοναδική, σα να έτρωγες όλη τη δροσιά της θάλασσας.

Ωραίες και παραστατικές πληροφορίες μάς έδωσε και η κυρα-Μαρούσα του Δαμαλίτη. Τα κολκοτσάνια τα γνώριζε καλά και τους κεφτέδες τούς είχε γευτεί πολλές φορές, αφού η μητέρα της η Μαρίκα και η θεία της η Τσαλίκενα μάζευαν τα κολκοτσάνια στα ρηχά της θά-λασσας, στο Γκουριμέσι. Τα έκοβαν σε ψιλά κομματάκια, τα ζύμωναν κεφτέδες με το γνωστό τρόπο και κάποιες φορές για μεγαλύτερη ευκολία τα έβαζαν στο ταψί και τα έψηναν στον ξυλόφουρνο. Ήτανε ένα φαγητό πολύ νόστιμο και μυρωδάτο που στις μέρες μας στην Ερμιόνη δεν έχουμε την τύχη να το γευόμαστε. Η κυρα-Σοφία, μητέρα της Άννας Παπαφράγκου, τα μάζευε στους βράχους κάτω από το σπίτι της, στο «Μαδέρι». Η Άννα μας έκανε μια ζωντανή περιγραφή της διαδικασίας που τα μάζευαν. Ανέλαβε μάλιστα και να μας τα δείξει. Όσο όμως κι αν ψάξαμε δεν καταφέραμε να τα εντοπίσουμε.

Ήσαν εξαφανισμένα. Ίσως η ρύπανση να εξαφάνισε το είδος, έτσι τις εικόνες που βλέπετε τις δανειστήκαμε από το διαδίκτυο. Στα νησιά τα κολκοτσάνια τα ονομά-ζουν κολιτσιάνους* και ευτυχώς εκεί ακόμα υπάρχουν.

Ο Γιάννης Χατζηπέτρος, θα τον θυμούνται οι μεγα-λύτεροι γιατί έζησε για πολλά χρόνια στον τόπο μας αφού ο πατέρας του εργαζόταν στα Μεταλλεία, σε μια τηλεφωνική επικοινωνία που είχε μαζί μας θυμήθηκε ότι πολλά τέτοια κολκοτσάνια ήταν κολλημένα στους βράχους όπως οι πεταλίδες. «Ορισμένες μόνο γυναίκες ήξεραν να τα μαγειρέψουν. Δυστυχώς η μητέρα μου δεν ήταν από την περιοχή και δε μας τους έφτιαχνε. Όμως γευόμαστε τον εκλεκτό θαλασσινό μεζέ από τις γειτό-νισσες, αφού από τα ανοιχτά παράθυρα η μυρωδιά τους μας έσπαζε τη μύτη κι εμείς πηγαίναμε απρόσκλητοι επισκέπτες».

Μια συνταγή σπάνια, ζυμωμένη με την ίδια τη ζωή, απλή, φτωχική και σοφή συνυφασμένη με αναμνήσεις, που δεν έχει καμιά σχέση με τη γευστική σύγχυση της σημερινής κουζίνας.

Τέτοια φαγητά σαν τους μυρωδάτους κολκοτσανοκε-φτέδες επέτρεπαν στους ανθρώπους να επιβιώσουν σε πολύ δύσκολες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες.

*Κολιτσιάνος ή ανεμώνη της θάλασσας: θαλάσσιο ζώο της ομάδας των κοιλέντερων και ομοταξίας των ανθόζωων

ΚολκοτσανοκεφτέδεςΜε τη γλύκα του παλιού καιρού…

Page 31: Στην Ερμιόνη  Αλλοτε και τώρα (12 τεύχος)

ερμιόνη 31

Page 32: Στην Ερμιόνη  Αλλοτε και τώρα (12 τεύχος)

Φω

το: Β

ιβή

Σκο

ύρτη

«Στου Μιχάλη…»Απαλά η απουσία του κάθεται…Tζένη Nτ.