VICTOR HUGO – Les misérables · 2017. 7. 31. · 13 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΦΑΝΤΙΝΑ 1 Ο...

24

Transcript of VICTOR HUGO – Les misérables · 2017. 7. 31. · 13 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΦΑΝΤΙΝΑ 1 Ο...

  • Σειρά: Γαλάζια Βιβλιοθήκη

    Συγγραφέας & τίτλος πρωτοτύπου:VICTOR HUGO – Les misérables

    Παραγωγή: MINΩAΣ A.E.E. 1η έκδοση: Σεπτέμβριος 2011

    Διασκευή – Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Καραδήμας Σχεδιασμός εξωφύλλου – Σελιδοποίηση: Ιάκωβος Ψαρίδης Εικόνα εξωφύλλου © Getty Images

    Copyright © για την παρούσα έκδοση:Eκδόσεις MINΩAΣΤ.Θ. 504 88, 141 10 N. Hράκλειο, AΘHNAτηλ.: 210 27 11 222 – fax: 210 27 76 818www.minoas.gr • e-mail: [email protected]

    ISBN 978-960-481-574-6

  • ΒΙΚΤΟΡ ΟΥΓΚΟ

    ΟΙ ΑΘΛΙΟΙ (Α’ τόμος)

    Διασκευή: Δημήτρης Καραδήμας

  • H Γαλάζια Βιβλιοθήκη επιστρέφει ανανεωμένη

    ΗΓαλάζια Βιβλιοθήκη, η σειρά που καθιερώθηκε στη συνείδηση του αναγνωστικού κοινού για την ποιό-τητα και τον σεβασμό της στην παιδική ψυχή, επανα-κυκλοφορεί ανανεωμένη σε νέες, μοντέρνες εκδόσεις, αποσκοπώντας να κάνει προσιτά σε μικρούς και μεγά-λους τα αριστουργήματα της ελληνικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας.

    Από τον Ντίκενς και τον Μπαλζάκ έως τον Μαλό και τον Ουγκό, όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς έδωσαν το παρών μέσα από διαλεκτά αριστουργήματα που, κυκλοφορώ-ντας για πρώτη φορά το 1966, μύησαν τους νέους στον κόσμο του πνεύματος και καλλιέργησαν στην παιδική ψυχή ευγενικά αισθήματα και ανώτερα ιδανικά.

    Βιβλία που δεν πρέπει να λείπουν από καμία βιβλιοθήκη, επιμελημένες εκδόσεις που χαρίζουν την αίσθηση του κλασικού επανακυκλοφορούν διασκευασμένες και προ-σεκτικά επιμελημένες με συμπυκνωμένα νοήματα που κεντρίζουν τη δημιουργική φαντασία των παιδιών και με όλες εκείνες τις παιδαγωγικές αξίες που πρέπει να περιέ-χονται σε ένα καλό παιδικό βιβλίο.

    Γιάννης Κωνστανταρόπουλος, Εκδότης

  • Όσο οι νόμοι και τα ήθη θα γεννούν την κοινωνική

    δυστυχία, δημιουργώντας τεχνητά μες στην καρ-

    διά του πολιτισμού μια κόλαση και μπερδεύοντας

    το θεϊκό ριζικό με την ανθρώπινη συμφορά, όσο

    δε θα βρίσκουν λύση τα τρία προβλήματα του

    αιώνα –η στέρηση των δικαιωμάτων του άντρα με

    τη σκλαβιά του μεροκαματιάρη, ο ξεπεσμός της

    γυναίκας με την πείνα, η αδυναμία του παιδιού

    με τη νυχτερινή δουλειά–, όσο θα είναι δυνατή

    η κοινωνική ασφυξία σε ορισμένες περιοχές, με

    άλλα λόγια, όσο θα υπάρχει στη γη αμάθεια και

    εξαθλίω ση, βιβλία όπως τούτο εδώ ίσως να μη

    σταθούν ανώφελα.

    Οτβίλ-Χάουζ, 1η Ιανουαρίου 1862

  • 1 3

    ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

    ΦΑΝΤΙΝΑ

    1 Ο Επίσκοπος Μυριήλ

    Στα 1815, ο θεοφιλέστατος Κάρολος-Φραγκίσκος-Καλωσόριστος Μυριήλ ήταν επίσκοπος στην Ντιν. Ήταν γέρος, καμιά εβδομηνταριά χρόνων. Κρατούσε την έδρα της Ντιν από τα 1806.

    Ο θεοφιλέστατος Μυριήλ ήταν γιος συμβούλου στο Κοινοβούλιο του Εξ. Έλεγαν πως ο πατέρας του λογάριαζε να του αφήσει κληρο-νομιά το αξίωμά του, πως τον είχε παντρέψει πολύ μικρό, στα δεκα-οχτώ ή στα είκοσι χρόνια του, σύμφωνα με τη συνήθεια που επικρα-τούσε τότε στις οικογένειες των πολιτευτών. Ο Κάρολος Μυριήλ ήταν καλοκαμωμένος άνθρωπος. Μικρόσωμος, αλλά κομψός, χαριτωμέ-νος και έξυπνος. Τα πρώτα νεανικά του χρόνια τα πέρασε κάνοντας κοσμική ζωή. Μα έφτασε η Επανάσταση, το ένα περιστατικό ερχόταν απανωτά στο άλλο, οι οικογένειες των βουλευτών αποδεκατίστηκαν, κυνηγήθηκαν, καταδιώχτηκαν, σκόρπισαν. Ο κύριος Κάρολος Μυρι-ήλ, από τις πρώτες κιόλας ημέρες που ξέσπασε η Επανάσταση, πήγε κι εγκαταστάθηκε στην Ιταλία. Εκεί πέθανε η γυναίκα του πριν από καιρό. Δεν είχαν κάνει παιδί.

    Ποιο στάθηκε αποκεί και πέρα το ριζικό του κυρίου Μυριήλ; Μή-πως γεννήθηκαν μέσα του ιδέες να παρατήσει την κοσμική ζωή και ν’ αγαπήσει τη μοναξιά; Μήπως τις απέκτησε όταν είδε να γκρεμίζεται η παλιά γαλλική κοινωνία και να ξεπέφτει η δική του οικογένεια; Κανείς

  • 1 4

    Β Ι Κ Τ Ο Ρ Ο Υ Γ Κ Ο

    δε θα μπορούσε να πει τι γινόταν μέσα στην καρδιά του κυρίου Μυ-ριήλ. Ήταν μόνο γνωστό πως γύρισε από την Ιταλία παπάς. Στα 1804 ήταν εφημέριος στο Μπρινιόλ. Είχε πια γεράσει και ζούσε μέσα σε βαθιά περισυλλογή.

    Την εποχή που ο Ναπολέοντας στέφθηκε αυτοκράτορας, ο κύριος Μυριήλ πήγε στο Παρίσι, για κάποια άγνωστη μικροϋπόθεση της ενο-ρίας του. Μέσα στα άλλα ισχυρά πρόσωπα, πήγε να παρακαλέσει για τους ενορίτες του και τον καρδινάλιο Φες. Μια μέρα, ο αυτοκράτορας πήγε να κάνει επίσκεψη στο θείο του, τον καρδινάλιο, και ο άξιος εφη-μέριος Μυριήλ βρέθηκε στο πέρασμα του Ναπολέοντα.

    —Ποιος είναι τούτος εδώ ο ανθρωπάκος που με κοιτάζει;—Μεγαλειότατε, αποκρίθηκε ο Μυριήλ, εσείς κοιτάτε έναν ανθρω-

    πάκο κι εγώ κοιτώ έναν μεγάλο άντρα. Ο καθένας μας μπορεί να ωφε-ληθεί.

    Εκείνο το ίδιο βράδυ, ο αυτοκράτορας ζήτησε από τον καρδινάλιο το όνομα εκείνου του παπά. Και ύστερα από μικρό διάστημα, ο κύριος Μυριήλ απόρησε πολύ μαθαίνοντας πως είχε ονομαστεί επίσκοπος στην Ντιν.

    Ο κύριος Μυριήλ έφτασε στην Ντιν μαζί με μια γεροντοκόρη, τη δεσποινίδα Βαπτιστίνη, αδελφή του και δεκαοχτώ χρόνια μικρότερή του.

    Μοναδική τους υπηρεσία είχαν μια γυναίκα, στην ίδια ηλικία με τη δεσποινίδα Βαπτιστίνη, την κυρα-Δοξαστή. Αυτή, από υπηρέτρια στου κυρίου εφημέριου, αποκτούσε τώρα διπλό τίτλο: έγινε καμαριέ-ρα της δεσποινίδας και οικονόμος του θεοφιλέστατου.

    Η δεσποινίδα Βαπτιστίνη ήταν ψηλόλιγνη, χλωμή, γλυκιά.Δεν υπήρξε ποτέ ωραία. Όλη της η ζωή πέρασε με αδιάκοπες αγα-

    θοεργίες, που άφησαν στο τέλος επάνω της μια λευκότητα κι ένα φως. Έτσι, γερνώντας, απέκτησε αυτό που μπορεί να ειπωθεί ομορφιά της καλοσύνης. Η αδυναμία που είχε στα νιάτα της έγινε στην ωριμότητά της διαφάνεια. Και μέσ’ από τη διαφάνεια έβλεπες τον άγγελο. Ήταν κάτι παραπάνω από ψυχή παρθένα. Έλεγες πως ήταν πλασμένη από

  • 1 5

    Ο Ι Α Θ Λ Ι Ο Ι ( Α’ Τ Ο Μ Ο Σ )

    ίσκιο: λιγοστή ύλη, που έκλεινε μέσα της φως. Είχε πάντα χαμηλωμέ-να τα μάτια της, πρόσχημα για να μένει μια ψυχή καρφωμένη στη γη.

    Η κυρα-Δοξαστή ήταν μια γριούλα ασπρομάλλα, παχιά, μεγαλό-σωμη, πολυάσχολη, πάντα λαχανιασμένη, πρώτα πρώτα γιατί ήταν πολύ δραστήρια και ύστερα γιατί έπασχε από άσθμα.

    2 Ο κύριος Μυριήλ γίνεται

    Επίσκοπος Καλωσόριστος

    To επισκοπικό μέγαρο στην Ντιν βρισκόταν πλάι πλάι στο νοσοκομείο. Ήταν απέραντο και όμορφο πέτρινο κτίριο. To είχε χτίσει ο επίσκο-πος Ανρί Πιζέ, καθηγητής της Θεολο γίας στη Σχολή του Παρισιού, στα 1712. Ήταν σωστό αρχοντικό. Όλα εκεί μέσα είχαν μεγαλείο: τα διαμερίσματα του επισκόπου, τα σαλόνια, οι κάμαρες, η αίθουσα υποδοχής, πολύ μεγάλη, με αψιδωτές βεράντες, με κήπους γεμάτους θαυμάσια δέντρα.

    To νοσοκομείο ήταν στενό, χαμηλοτάβανο και μονώροφο, με μι-κρό περιβόλι.

    Τρεις μέρες ύστερα από τον ερχομό του, ο επίσκοπος επισκέφθη-κε το νοσοκομείο. Αφού το γύρισε όλο, κάλεσε το διευ θυντή.

    —Πόσους αρρώστους έχετε για την ώρα; τον ρώτησε.—Είκοσι έξι, θεοφιλέστατε.—Τόσους λογάριασα κι εγώ.—Τα κρεβάτια, συνέχισε ο διευθυντής, είναι πολύ κολλητά το ένα

    στο άλλο.—Το πρόσεξα.

  • 1 6

    Β Ι Κ Τ Ο Ρ Ο Υ Γ Κ Ο

    —Οι θάλαμοι είναι απλά δωμάτια. Ο αέρας δύσκολα ανανεώνεται εκεί μέσα.

    —Έτσι μου φαίνεται.—Κι ύστερα, όταν έχει λίγο ήλιο, το περιβόλι είναι πολύ μικρό γι’

    αυτούς που βρίσκονται σε ανάρρωση.—Αυτό έλεγα κι εγώ.—Κι όταν πέφτουν επιδημίες... Φέτος είχαμε τύφο. Πριν από δύο

    χρόνια είχαμε τη γνωστή στρατιωτική αρρώστια με τους άφθονους ιδρώτες. Σε τέτοιες περιπτώσεις έχουμε και εκατό αρρώστους μαζε-μένους. Δεν ξέρουμε τι να κάνουμε.

    —To συλλογίστηκα.—Τι τα θέλετε, θεοφιλέστατε... Πρέπει να το πάρουμε απόφαση...Τούτη η συζήτηση γινόταν στην τραπεζαρία-πινακοθήκη, στο ισό-

    γειο.—Κύριε, είπε ο επίσκοπος, πόσα κρεβάτια λέτε να χωράει τούτη η

    αίθουσα;—Η τραπεζαρία του θεοφιλέστατου; απόρησε ο διευθυντής σα-

    στισμένος.Ο επίσκοπος γυρόφερνε με τα μάτια την αίθουσα και φαινόταν

    πως έκανε μετρήσεις και υπολογισμούς.—Χωρούν μια χαρά είκοσι κρεβάτια! είπε σαν να μιλούσε στον

    εαυτό του. Και, υψώνοντας τη φωνή, πρόσθεσε: —Κύριε διευθυντά! Ακούστε με τι θα σας πω: Είναι ολοφάνερο

    πως κάποιο λάθος έχει γίνει. Εσείς, είκοσι έξι πρόσωπα, μένετε μέσα σε πέντ’ έξι καμαρούλες. Εμείς εδώ, τρεις άνθρωποι, έχουμε τόπο για εξήντα. Έχει γίνει λάθος, σας λέω. Εσείς κρατάτε το σπίτι μου κι εγώ το δικό σας. Δώστε μου πίσω το σπίτι μου. Εδώ βρισκόμαστε στο δικό σας.

    To άλλο πρωί, οι είκοσι έξι φτωχοί εγκαταστάθηκαν στο επισκοπι-κό μέγαρο και ο επίσκοπος στo νοσοκομείο.

    Ο κύριος Μυριήλ δεν είχε καμιά περιουσία. Η οικογένειά του είχε

  • 1 7

    Ο Ι Α Θ Λ Ι Ο Ι ( Α’ Τ Ο Μ Ο Σ )

    καταστραφεί στην Επανάσταση. Η αδελφή του είχε σύνταξη πεντα-κόσια φράγκα, που της έφταναν μια χαρά για τα ατομικά της έξοδα.

    Όσο για τα επισκοπικά έσοδα, άδειες γάμου, προτάσεις για συγ-χωροχάρτια, ευχέλαια, κηρύγματα, εγκαίνια εκκλησιών, αγιασμούς, γάμους κλπ., ο επίσκοπος έπαιρνε την αμοιβή του από τους πλού-σιους με φιλοχρηματία τόσο μεγάλη όση και η προθυμία του να τη χαρίζει στους φτωχούς.

    Μέσα σε λίγο διάστημα οι χρηματικές προσφορές πλήθυναν. Πλούσιοι και φτωχοί χτυπούσαν, δίχως παράλειψη, την πόρτα του επισκόπου Μυριήλ, άλλοι για να ζητήσουν βοήθεια κι άλλοι για ν’ αφήσουν χρήματα. Μέσα σ’ ένα χρόνο, ο επίσκοπος είχε γίνει θησαυ-ροφύλακας κάθε ευεργεσίας και ταμίας κάθε δυστυχίας. Σημαντικά ποσά περνούσαν από τα χέρια του. Αυτό όμως σε τίποτα δεν άλλαξε τον τρόπο που ζούσε, ούτε και πρόσθετε το παραμικρό περιττό έξοδο στις ανάγκες του.

    Κάθε άλλο! Καθώς υπάρχει πάντα περισσότερη δυστυχία στα χαμηλά στρώματα από την αδελφοσύνη που υπάρχει στην ανώτερη κοινωνία, όλα τα έσοδα είχαν κιόλας δοθεί πριν καλά καλά περάσουν από τα χέρια του Μυριήλ. Ήταν όπως το νερό στο ξερό χώμα. Μάταια έπαιρνε ο επίσκοπος χρήματα: δεν είχε ποτέ.

    To έθιμο απαιτούσε να γράφουν oι επίσκοποι πάνω πάνω στις εντολές και στις παραινετικές επιστολές τους το μικρό τους όνομα. Έτσι, οι φτωχοί άνθρωποι του τόπου, με το στοργικό τους ένστικτο, διάλεξαν από τα μικρά ονόματα και το παρατσούκλι του επισκόπου, εκείνο που είχε γι’ αυτούς ένα νόημα, και τον φώναζαν επίσκοπο Κα-λωσόριστο.

    Θα κάνουμε κι εμείς το ίδιο, κι έτσι θα τον λέμε όταν έρχεται η ευκαιρία. Άλλωστε, τούτη η προσφώνηση του άρεσε.

    —To αγαπώ αυτό το όνομα! έλεγε. To «Καλωσόριστος» διορθώνει το «θεοφιλέστατος»...

  • 1 8

    Β Ι Κ Τ Ο Ρ Ο Υ Γ Κ Ο

    3 Tα έργα ίδια με τα λόγια

    Ήταν συμπαθητική, χαρούμενη η κουβέντα του Μυριήλ. Μιλούσε έτσι ώστε να τον καταλαβαίνουν oι δυο γερόντισσες που περνούσαν τη ζωή τους κοντά του. Όταν γελούσε θαρρούσες πως γελά μαθητής.

    Ήταν ο ίδιος με τους κοσμικούς και με τους ανθρώπους του λαού. Τίποτα δεν καταδίκαζε βιαστικά και χωρίς να μελετήσει σχετικά περι-στατικά. Έλεγε: «Ας κοιτάξουμε από ποιο δρόμο πέρασε το σφάλμα».

    «Είναι εξαίρεση να είσαι άγιος» έλεγε «μα να είσαι δίκαιος είναι κανόνας. Σφάλλετε, λιγοψυχάτε, αμαρτάνετε, μα να είστε δίκαιοι».

    «Όσο λιγότερη αμαρτία γίνεται, είναι του ανθρώπου ο νόμος. Κα-μιά αμαρτία, είναι του αγγέλου το όνειρο. Καθετί γήινο σηκώνει αμαρ-τία. Η αμαρτία τραβά σαν μαγνήτης».

    Βλέποντας όλο τον κόσμο να φωνάζει πολύ δυνατά και πολύ γρή-γορα να θυμώνει, έλεγε χαμογελώντας:

    «Οχ! Θα είναι, φαίνεται, μεγάλο κρίμα αυτό, αφού το κάνει όλος ο κόσμος. Να, οι μεγάλες υποκρισίες φοβήθηκαν και βιάζονται να διαμαρτυρηθούν, να βρουν δικαιολογία και κάλυψη!».

    Όπως βλέπετε, είχε έναν παράξενο, δικό του τρόπο να κρίνει οτι-δήποτε. Υποψιάζομαι πως θα το πήρε αυτό από το Ευαγγέλιο.

    Τον θεοφιλέστατο μπορούσες να τον φωνάξεις οποιαδήποτε ώρα στο προσκεφάλι των αρρώστων και των ετοιμοθάνατων. Ήξερε καλά πως εκεί βρισκόταν το πιο μεγάλο του χρέος, το πιο τρανό του έργο. Οι οικογένειες με τις χήρες και τα ορφανά δεν είχαν ανάγκη να τον ζητήσουν. Πήγαινε από μόνος του. Ήξερε να κάθεται και να σωπαίνει ώρες ατέλειωτες κοντά στον άντρα που είχε χάσει τη γυναίκα που αγαπούσε, κοντά στη μάνα που είχε χάσει το παιδί της. Κι όπως ήξερε ποια στιγμή να σωπαίνει, ήξερε και ποια στιγμή να μιλά. Τι θαυμάσιος παρηγορητής! Έλεγε:

  • 1 9

    Ο Ι Α Θ Λ Ι Ο Ι ( Α’ Τ Ο Μ Ο Σ )

    «Προσέξτε με τι τρόπο αντιμετωπίζετε τους νεκρούς. Μη σκέφτε-στε εκείνο που σαπίζει. Καρφώστε ψηλά τα μάτια. Θα δείτε στ’ ουρα-νού τα βάθη το ζωντανό φως του πολυαγαπημένου σας νεκρού».

    Ο επίσκοπος γνώριζε πως η πίστη είναι υγεία. Πάσχιζε να συμβου-λεύει και να καταπραΰνει τον απελπισμένο, δείχνοντάς του με το δά-χτυλο τον άνθρωπο τον καρτερικό, και να μεταμορφώνει τον πόνο που κοιτάζει το μνήμα, δείχνοντάς του τον πόνο που κοιτάζει ένα αστέρι.

    4 Τα ράσα του θεοφιλέστατου

    Όποιος ήταν σε θέση να προσέξει τον θεοφιλέστατο από κοντά, θα έβλεπε ένα σοβαρό και γοητευτικό μαζί θέαμα: τη θεληματική του φτώχεια.

    Όπως όλοι οι γέροι και οι πιο πολλοί στοχαστές, ο επίσκοπος κοι-μόταν λίγο. Ο σύντομος ύπνος του ήταν βαθύς. To πρωί συγκεντρω-νόταν κάπου μία ώρα στον εαυτό του. Ύστερα έκανε τη λειτουργία του, είτε στη μητρόπολη είτε στο μικρό του προσευχητάρι. Αφού λειτουργούσε, έτρωγε ψωμί από σίκαλη, βουτηγμένο στο γάλα των γελαδιών του. Ύστερα στρωνόταν στη δουλειά.

    Ένας επίσκοπος είναι πολυάσχολος. Είναι αναγκασμένος να δέ-χεται κάθε μέρα το γραμματέα της επισκοπής, που, κανονικά, είναι ιερωμένος. Να δέχεται σχεδόν κάθε μέρα τους επισκοπικούς επι-τρόπους, να ελέγχει τα θρησκευτικά τάγματα, να δίνει προνόμια, να εξετάζει ολόκληρες εκκλησιαστικές βιβλιοθήκες, να δέχεται ενορίτες, ανθρώπους από την εκκλησιαστική διοίκηση και άλλα πολλά. Έχει να γράψει μηνύματα, να εγκρίνει κηρύγματα, να καταφέρει τους δημάρ-χους να συμφωνήσουν με τους παπάδες, να αλληλογραφεί με τον

  • 2 0

    Β Ι Κ Τ Ο Ρ Ο Υ Γ Κ Ο

    κλήρο, να αλληλογραφεί από τη μια με το κράτος, κι από την άλλη με την Αγία Έδρα, να κάνει χίλιες δυο δουλειές.

    Όση ώρα έμενε στον επίσκοπο της Nτιν απ’ όλες αυτές τις ασχο-λίες εκείνος την έδινε πρωταρχικά σε όσους την είχαν ανάγκη, στους άρρωστους και τους πονεμένους. Την ώρα που του άφηναν οι άρρω-στοι και οι πονεμένοι την αφιέρωνε στην εργασία. Πότε έσκαβε το χώμα στο περιβόλι του, πότε διάβαζε κι έγραφε. Για τούτες τις δυο λογιών δουλειές μεταχειριζόταν την ίδια λέξη: «καλλιεργώ».

    «Τo πνεύμα είναι κήπος» έλεγε.To μεσημέρι έτρωγε. To γεύμα του έμοιαζε με το πρωινό του.Κατά τις δύο, όταν ο καιρός ήταν ωραίος, έβγαινε να κάνει περί-

    πατο, πότε στην εξοχή και πότε μέσα στην πόλη, μπαίνοντας συχνά στις τρώγλες. Τον έβλεπες να τραβά ολομόναχος, βυθισμένος στις σκέψεις του, με τα μάτια χαμηλά, στηριγμένος στο μακρύ ραβδί του.

    Όπου κι αν παρουσιαζόταν, ήταν γιορτή. Θα ’λεγε κανείς πως το πέρασμά του είχε κάτι που θέρμαινε και φώτιζε. Παιδιά και γέροι πή-γαιναν στο κατώφλι του επισκόπου σαν για να πάρουν ήλιο. Ευλογού-σε και τον ευλογούσαν. Όποιος κι αν βρισκόταν σε κάποια ανάγκη, το σπίτι εκείνου του έδειχναν.

    Πού και πού, ο επίσκοπος Μυριήλ σταματούσε. Μιλούσε στα μικρά αγόρια και κορίτσια, χαμογελούσε στις μανάδες. Όταν είχε χρήμα-τα, πήγαινε κι έκανε επίσκεψη στους φτωχούς. Όταν δεν είχε, στους πλούσιους.

    To βράδυ, στις οχτώμισι, έτρωγε μαζί με την αδελφή του. Όρθια πίσω τους, η κυρα-Δοξαστή τούς σερβίριζε στο τραπέζι. Όταν όμως ο επίσκοπος είχε τραπέζι σε κάποιον παπά, η κυρα-Δοξαστή έβρισκε την ευκαιρία να σερβίρει στον θεοφιλέστατο ένα εξαίρετο λιμνίσιο ψάρι ή καλό κυνήγι από τo βουνό. Κάθε παπάς ήταν δικαιολογία για καλό φαΐ. Πέρα απ’ αυτό, το συνηθισμένο διαιτολόγιό του ήταν βρα-στά χόρτα και λαδόσουπα. Για τούτο έλεγαν στην πολιτεία:

    —Όταν ο επίσκοπος δεν τρώει σαν παπάς, τρώει σαν καλόγερος.

  • 2 1

    Ο Ι Α Θ Λ Ι Ο Ι ( Α’ Τ Ο Μ Ο Σ )

    5 Ποιος του φύλαγε το σπίτι

    Όπως είπαμε και πιo πριν, το σπίτι του επισκόπου είχε ένα ισόγειο κι ένα μόνο πάτωμα: τρεις κάμαρες στο ισόγειο, τρεις στο επάνω πάτωμα κι ένα πατάρι. Πίσω από το σπίτι, περιβόλι, το τέταρτο ενός στρέμματος. Oι δύο γυναίκες έμεναν στο επάνω πάτωμα. Ο επίσκοπος στο κάτω. Την πρώτη κάμαρα, που έβλεπε στο δρόμο, την είχε για τραπεζαρία, τη δεύτερη κρεβατοκάμαρα, την τρίτη προσευχητάρι. Δεν μπορούσες να βγεις από το προσευχητάρι δίχως να διαβείς την κρεβατοκάμαρα, ούτε να βγεις απ’ αυτήν δίχως να περάσεις από την τραπεζαρία. Μέσα στο προσευχητάρι, στο βάθος, υπήρχε ένα είδος κλειστής καμάρας με κρεβάτι, για την περίπτωση φιλοξενίας. Ο κύριος επίσκοπος πρόσφερε τούτο το κρεβάτι στους εφημέριους που έρχονταν από τα χωριά στην Ντιν για τις ανάγκες του ποιμνίου τους.

    Η δική του κάμαρα ήταν αρκετά μεγάλη και αρκετά δύσκολο να ζε-σταθεί στις κακοκαιρίες. Καθώς τα ξύλα στοίχιζαν πολύ ακριβά στην Ντιν, ο Μυριήλ είχε σκεφτεί να κάνει ένα κλειστό σανιδένιο χώρισμα μέσα στο στάβλο με τις αγελάδες. Εκεί περνούσε τα βράδια του στις μεγάλες παγωνιές. Και το έλεγε «χειμωνιάτικο σαλόνι».

    Μέσα σε τούτο το χειμωνιάτικο σαλόνι, όπως και μέσα στην τραπε-ζαρία, τα μόνα έπιπλα ήταν ένα τετράγωνο τραπέζι από άσπρο ξύλο και τέσσερις ψάθινες καρέκλες. Η τραπεζαρία είχε στολίδι της κι έναν παλιό μπουφέ, βαμμένο με ξέθωρο τριανταφυλλί χρώμα. Από έναν τέτοιο μπουφέ, κατάλληλα στρωμένο με άσπρα τραπεζομάντιλα και ψεύτικες δαντέλες, είχε φτιάξει ο επίσκοπος μια Άγια Τράπεζα στο μικρό του προσευχητάρι.

    Μέσα εκεί είχε δύο αναλόγια ψάθινα για την προσευχή και μέσα στην κάμαρά του μια μεγάλη ψάθινη πολυθρόνα. Όταν τύχαινε να δε-χτεί εφτά οχτώ πρόσωπα μαζί, το νομάρχη ή το στρατηγό ή το επιτε-

  • 2 2

    Β Ι Κ Τ Ο Ρ Ο Υ Γ Κ Ο

    λείο του συντάγματος της φρουράς ή μερικούς μαθητές από το μι-κρό κατηχητικό, αναγκαζόταν να φέρνει από το στάβλο τις καρέκλες του χειμωνιάτικου σαλονιού, από το προσευχητάρι τα αναλόγια και από την κάμαρά του την πολυθρόνα. Έτσι, μπορούσε και μάζευε ως έντεκα καθίσματα για τους καλεσμένους του. Σε κάθε νέα επίσκεψη, άδειαζαν ένα δωμάτιο.

    Όταν τύχαινε να είναι οι επισκέπτες δώδεκα, τότε ο επίσκοπος μπάλωνε την κατάσταση μένοντας ορθός μπροστά στο τζάκι το χει-μώνα ή προτείνοντας έναν περίπατο στο περιβόλι το καλοκαίρι.

    Η δεσποινίδα Βαπτιστίνη είχε τη φιλοδοξία να αγοράσει βελούδινο σαλόνι από την Ουτρέχτη, μαζί με καναπέ. Μα θα στοίχιζε πεντακόσια φράγκα, το λιγότερο, κι αυτή είχε οικονομήσει μόλις σαράντα δύο φράγκα και δύο δεκάρες, μέσα σε πέντε χρόνια. Κι ύστερα, ποιος πετυχαίνει το ιδανικό του;

    Τίποτα πιο απλό από το να φανταστούμε την κρεβατοκάμαρα του επισκόπου. Μια τζαμόπορτα έβγαζε στον κήπο, αντίκρυ στο κρε-βάτι. Δύο πόρτες, η μια κοντά στο τζάκι, οδηγούσαν η πρώτη στο προσευχητάρι και η άλλη κοντά στη βιβλιοθήκη, στην τραπεζαρία. Η βιβλιοθήκη ήταν μεγάλη τζαμωτή ντουλάπα, γεμάτη βιβλία. To τζάκι, από ξύλο βαμμένο σαν μάρμαρο, έμενε τις πιο πολλές φορές χωρίς φωτιά. Από πάνω, στο μέρος που μπαίνει ο καθρέφτης, ήταν ένας μπρούντζινος Εσταυρωμένος που είχε χάσει το ασήμι του, καρφωμέ-νος πάνω σε ξεφτισμένο μαύρο βελούδο, μέσα σ’ ένα ξύλινο πλαίσιο. Κοντά στην τζαμόπορτα, ένα μεγάλο τραπέζι μ’ ένα καλαμάρι, φορ-τωμένο ανακατεμένα χαρτιά και τόμους. Μπροστά στο κρεβάτι, ένα αναλόγιο παρμένο από το προσευχητάρι.

    Ο επίσκοπος είχε στο παράθυρό του μια παλιά κουρτίνα από χο-ντρό μάλλινο ύφασμα. Είχε παλιώσει τόσο που, για να ξεφύγουν από το έξοδο της καινούριας, αναγκάστηκε η κυρα-Δοξαστή να της φτιά-ξει στη μέση ραφή σε σχήμα σταυρού. Ο επίσκοπος το παρατηρούσε συχνά:

    —Τι καλό που έγινε! έλεγε.

  • 2 3

    Ο Ι Α Θ Λ Ι Ο Ι ( Α’ Τ Ο Μ Ο Σ )

    Όλες οι κάμαρες του σπιτιού, χωρίς εξαίρεση, ήταν ασβεστωμέ-νες, όπως στους στρατώνες και στα νοσοκομεία. Ήταν στρωμένες με κόκκινα πλακάκια, που τα έπλεναν κάθε βδομάδα, και μπρος στο κάθε κρεβάτι βρισκόταν από μια πλεχτή ψάθα. Οι δύο γυναίκες βαστούσαν όλο το σπίτι, από πάνω ως κάτω, πεντακάθαρο. Τούτη εδώ ήταν η μοναδική πολυτέλεια που άφηνε ο επίσκοπος. Έλεγε:

    «Η πάστρα δεν παίρνει τίποτε απ’ τους φτωχούς...».Ωστόσο, πρέπει να παραδεχτούμε πως, από τα παλιά του πλούτη,

    του είχαν απομείνει έξι ασημένια σερβίτσια και μια ασημένια κουτάλα της σούπας. Η κυρα-Δοξαστή τα καμάρωνε κάθε μέρα ευτυχισμένη να λαμποκοπούν ωραία πάνω στο άσπρο υφαντό τραπεζομάντιλο.

    Αφού, λοιπόν, περιγράφουμε εδώ τον επίσκοπο της Ντιν έτσι όπως ήταν, πρέπει να προσθέσουμε πως έτυχε πολλές φορές να πει:

    —Με κόπο θα μπορούσα να στερηθώ τα ασημικά στο φαΐ μου. Σε τούτα τα ασημικά πρέπει να προσθέσουμε και δύο μεγάλα κη-

    ροπήγια ολόχρυσα, κληρονομιά από κάποια μεγάλη θεία. Εκείνα τα κηροπήγια είχαν δύο λαμπάδες και βρίσκονταν πάνω στο τζάκι του επισκόπου. Όταν είχαν φιλοξενούμενο, η κυρα-Δοξαστή άναβε τις δύο λαμπάδες κι έβαζε τα δύο κηροπήγια στo τραπέζι.

    Στην κάμαρα του επισκόπου, κοντά στο κεφαλάρι του κρεβατιού, βρισκόταν ένα μικρό ντουλάπι. Μέσα εκεί νοικοκύρευε κάθε βράδυ η κυρα-Δοξαστή τα έξι ασημένια σερβίτσια και τη μεγάλη κουτάλα. Μα το κλειδί από το ντουλάπι δεν το σήκωναν ποτέ.

    To περιβόλι είχε τέσσερις δεντροστοιχίες σε σχήμα σταυρού, τριγύρω σε μια στέρνα. Μια άλλη δεντροστοιχία έκανε το γύρο του κήπου, πλάι πλάι με τον ασβεστωμένο τοίχο της μάντρας. Oι δεντρο-στοιχίες αυτές άφηναν ανάμεσά τους τέσσερα τετράγωνα πλαισιω-μένα με δέντρα. Στα τρία τετράγωνα, η κυρα-Δοξαστή καλλιεργούσε λαχανικά. Στο τέταρτο, ο επίσκοπος είχε βάλει λουλούδια.

    Καμιά πόρτα του σπιτιού δεν έκλεινε με κλειδί. Όπως είπαμε, η πόρτα της τραπεζαρίας έβγαζε στην πλατεία της μητρόπολης. Παλιό-τερα, την έκλειναν με κλειδαριές και αμπάρες κι έμενε μέρα και νύχτα

  • 2 4

    Β Ι Κ Τ Ο Ρ Ο Υ Γ Κ Ο

    κλειδαμπαρωμένη, σαν πόρτα φυλακής. Ο επίσκοπος όμως τα έβγαλε όλα εκείνα τα σιδερικά. Έτσι, η πόρτα έκλεινε μόνο με το πόμολο κι ο κάθε περαστικός μπορούσε, όποια ώρα και να ’ταν, να τη σπρώξει και να μπει.

    Στην αρχή, οι δύο γυναίκες βασανίζονταν πολύ που η πόρτα δεν έκλεινε ποτέ. Αλλά ο θεοφιλέστατος της Ντιν τους είχε πει:

    —Αν θέλετε, βάλτε κλειδαριές στις κάμαρές σας.Στο τέλος, μοιράστηκαν ή έκαναν κι αυτές πως μοιράστηκαν την

    εμπιστοσύνη του επισκόπου. Ωστόσο, μόνο η κυρα-Δοξαστή δοκίμαζε φόβους από καιρό σε καιρό. Όσο για τον επίσκοπο, η σκέψη του μπο-ρεί να εξηγηθεί με τούτες τις τρεις γραμμές που έγραψε ο ίδιος στο περιθώριο ενός Ευαγγελίου:

    «Η πόρτα του γιατρού δεν πρέπει να είναι ποτέ κλειστή. Η πόρτα του παπά πρέπει να είναι πάντα ανοιχτή».

    Σε ένα άλλο βιβλίο, με τον τίτλο Φιλοσοφία της ιατρικής επιστή-μης, είχε γράψει ένα άλλο σημείωμα:

    «Σάμπως δεν είμαι, όπως κι αυτοί, γιατρός; Έχω κι εγώ τους αρ-ρώστους μου. Πριν απ’ όλα, έχω τους δικούς τους, αυτούς που εκεί-νοι ονομάζουν ασθενείς. Ύστερα, έχω τους δικούς μου, που τους λέω δυστυχισμένους».

    Και κάπου αλλού είχε γράψει:«Μη γυρεύεις να μάθεις πώς τον λένε αυτόν που καταφεύγει σ’

    εσένα. Ίσα ίσα, αυτός που τον φέρνει σε δύσκολη θέση το όνομά του, αυτός έχει ανάγκη από άσυλο».

    Έξω από την Ντιν, εκεί που δεν υπήρχε κανένα σπίτι, ζούσε ένας άνθρωπος σαν αγρίμι: απομονωμένος, ακοινώνητος. Ήταν παλιό μέ-λος της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης, που τόσο αίμα έχυσε για να επι-βάλει τη δημοκρατία.

    Τον άνθρωπο τον έλεγαν Γ. Όλοι μέσα στην Ντιν μιλούσαν γι’ αυ-τόν με φρίκη. Όλοι τον κουτσομπόλευαν και τον κακολογούσαν, όπως οι χήνες πάνω από το πεσμένο γεράκι.

    Μα να ήταν τάχα γεράκι ο Γ.;

  • 2 5

    Ο Ι Α Θ Λ Ι Ο Ι ( Α’ Τ Ο Μ Ο Σ )

    Αν κρίνουμε από την άγρια μοναξιά του, ήταν. Γιατί ζούσε μακριά από την πόλη, μακριά από κάθε χωριό και δρόμο. Και αν μπόρεσε να μείνει στη Γαλλία και να μην εξοριστεί, χωρίς να τον πιάσει το διάταγ-μα για την εξορία, το πέτυχε γιατί δεν είχε ψηφίσει τη θανατική κατα-δίκη του βασιλιά. Τώρα, χάθηκε ακόμα και το μονοπάτι που έβγαζε στο μέρος όπου έμενε. Μιλούσαν για το μέρος αυτό σαν να ήταν το σπίτι του δήμιου.

    Μια μέρα, μαθεύτηκε πως ήρθε στην πολιτεία το βοσκόπουλο που υπηρετούσε τον επαναστάτη να φωνάξει γιατρό. Αποπληξία τον είχε χτυπήσει τον παλιόγερο και χαροπάλευε.

    —Δόξα να ’χει ο Θεός! είπαν μερικοί μερικοί.Ο επίσκοπος Καλωσόριστος, όμως, είχε διαφορετική γνώμη. Φό-

    ρεσε το μενεξελί του πανώρασο πάνω από το τριμμένο του ράσο, πήρε το ραβδί του και ξεκίνησε.

    Όταν έφτασε στον καταραμένο τόπο, κόντευε πια ο ήλιος να γεί-ρει. Τι αγριοφωλιά! Δρασκέλισε ένα χαντάκι, πήδησε ένα φράχτη χα-μηλό, σήκωσε κάτι κλαριά που έφραζαν την είσοδο και μπήκε σ’ έναν έρημο, μαντρωμένο τόπο. Έκανε μερικά βήματα και τότε είδε το κα-λύβι: χαμηλό, καθαρό, απέριττο, με μια κληματαριά μπροστά.

    Εκεί, έξω από την πόρτα, σε μια παλιά καρέκλα καθόταν ένας ασπρομάλλης γέρος χαμογελώντας στον ήλιο. Την ώρα που ο δεσπό-της τον κοίταξε, φώναξε:

    —Ευχαριστώ. Τίποτε άλλο πια δε θέλω.Και παίρνοντας το χαμόγελό του από τον ήλιο, το άφησε να πέσει

    πάνω στο βοσκόπουλο. Άκουσε τότε τα πατήματα του δεσπότη και γύρισε προς το μέρος του το κεφάλι. Η πιο μεγάλη απορία γράφτηκε στο πρόσωπό του.

    —Πρώτη φορά μπαίνει άνθρωπος σπίτι μου, τόσον καιρό που βρί-σκομαι εδώ πέρα..., είπε. Ποιος είστε;

    —Με λένε Καλωσόριστο Μυριήλ.—Καλωσόριστο Μυριήλ! Ακουστά το έχω αυτό το όνομα. Μην εί-

    στε ο επίσκοπος;

  • 2 6

    Β Ι Κ Τ Ο Ρ Ο Υ Γ Κ Ο

    —Ίσως.—Πέρασε, κύριε.Ο επαναστάτης άπλωσε το χέρι στον επίσκοπο, αυτός όμως δεν

    το έπιασε. Είπε μόνο:—Με γέλασαν και χαίρομαι πολύ. Δε φαίνεσαι άρρωστος.—Πάω να γιατρευτώ, αποκρίθηκε ο γέρος. Σώπασε μια στιγμή και πρόσθεσε:—Σε τρεις ώρες πεθαίνω... Είμαι λιγάκι γιατρός. Ξέρω πως

    έφτασε η τελευταία μου ώρα. Χθες, ήταν παγωμένα μονάχα τα πό-δια μου. Σήμερα μου πάγωσαν τα γόνατα. Νιώθω τo κρύο που μου ανεβαίνει στη μέση. Όταν το πάγωμα θα φτάσει στην καρδιά, θα σβήσουν όλα. Είπα να μου κυλήσει ο μικρός την πολυθρόνα έξω, να αγναντέψω για στερνή φορά τη φύση. Μίλα μου. Δεν κουράζο-μαι καθόλου ν’ ακούω. Καλά έκανες και ήρθες να δεις έναν ετοι-μοθάνατο. Καλό είναι να έχει μάρτυρες μια τέτοια στιγμή. Πώς θα ’θελα να βαστάξω ως την αυγή! Αλλά τρεις ώρες το πολύ μου μένουν ακόμα. Θα σκοτεινιάσει. Μα τι πειράζει; To πιο απλό πράγμα είναι να σβήσεις. Δεν είναι ανάγκη δα να είναι και πρωί. Ας είναι κι έτσι... Θα πεθάνω κάτω από τ’ αστέρια.

    Γύρισε τότε ο γέρος και είπε στο βοσκόπουλο:—Άντε να πλαγιάσεις. Ξενύχτησες και είσαι κουρασμένος.To παιδί μπήκε μέσα στο καλύβι. Ο γέροντας το ακολούθησε με τα

    μάτια και, σαν να κουβέντιαζε με τον εαυτό του, πρόσθεσε:—Την ώρα που ο μικρός θα κοιμάται, εγώ θα πεθαίνω. Αντίθετα απ’ ό,τι θα μπορούσε κανείς να φανταστεί, ο επίσκοπος

    δεν είχε νιώσει καμιά συγκίνηση. Του φαινόταν πως ο Θεός απου-σίαζε από έναν τέτοιο θάνατο. Δεν πρέπει να παραλείψουμε τίποτε απ’ αυτό. Γιατί, μαζί με όλα τα άλλα, πρέπει να μας απασχολούν οι μικρές αντιθέσεις μέσα στις μεγάλες καρδιές. Ο Μυριήλ, που κορόι-δευε τον τίτλο του, είχε πειραχτεί που ο επαναστάτης δεν τον φώναζε θεοφιλέστατο. Του ήρθε έτσι για μια στιγμή η διάθεση να φωνάξει κι αυτός τον άλλοτε «πολίτη». Να του μιλήσει με την απότομη οικειότητα

  • 2 7

    Ο Ι Α Θ Λ Ι Ο Ι ( Α’ Τ Ο Μ Ο Σ )

    που συνηθίζουν οι παπάδες και οι γιατροί. Μα δεν το έκανε. Στο κάτω κάτω, ο άνθρωπος που είχε μπροστά του στάθηκε κάποτε ένας από τους ισχυρούς της γης. Και, για πρώτη ίσως φορά στη ζωή του, ο επίσκοπος ένιωθε τη διάθεση να φανεί αυστηρός.

    Στο μεταξύ, ο επαναστάτης τον κοίταζε με ειλικρίνεια γεμάτη σε-μνότητα. Μα ο επίσκοπος τον παρατηρούσε με μια προσοχή που δεν είχε πηγή τη συμπάθεια, κι ας πάλευε συχνά με την περιέργεια, που σύμφωνα με τη γνώμη του συγγένευε με την προσβολή. Αν είχε τώρα μπροστά του άλλον άνθρωπο κι όχι αυτόν, τον επαναστάτη, ο επί-σκοπος θα βρισκόταν σε αντίθεση με τη συνείδησή του. Μα είχε την εντύπωση πως ένας επαναστάτης βρίσκεται έξω από τo νόμο. Ακόμα κι έξω από το νόμο της συμπόνιας.

    Ο Γ. ήταν από εκείνους τους μεγαλόσωμους ογδοντάρηδες που κάνουν τους γιατρούς να τους θαυμάζουν. Ήταν άνθρωπος ήρεμος, πλατύστερνος, με φωνή βροντερή. Πολλούς τέτοιους άντρες είχε να δείξει η Επανάσταση, θρέμματα της εποχής τους. Φαινόταν άνθρω-πος δοκιμασμένος. Αν και το τέλος του ζύγωνε, όλες του οι χειρονο-μίες θύμιζαν υγεία. Στην ξάστερη ματιά του, στη σταθερή του φωνή, στο κούνημα των δυνατών του ώμων πλανιόταν ένα φως που ακόμα και το χάρο θα ξάφνιαζε. Έλεγες πως ο Γ. πέθαινε γιατί το ήθελε ο ίδιος. Μέσα στην αγωνία του υπήρχε ελευθερία. Μόνο τα πόδια του έμεναν ασάλευτα. Μόνο εκείνα είχαν βυθιστεί στο σκοτάδι. Μα αν ήταν πεθαμένα και κρύα τα πόδια του, το κεφάλι του ζούσε την πιο ζωηρή κι ολόφωτη ζωή. Εκείνη τη γεμάτη μεγαλείο στιγμή, έμοιαζε με παραμυθένιο ρήγα της Ανατολής, μισός μάρμαρο, μισός σάρκα.

    Εκεί κοντά βρισκόταν μια πέτρα. Ο επίσκοπος κάθισε κι άρχισε να κουβεντιάζει.

    —Τα συγχαρητήριά μου, είπε απότομα. Εσύ τουλάχιστον δεν ψή-φισες το θάνατο του βασιλιά.

    To χαμόγελο χάθηκε απ’ το πρόσωπο του επαναστάτη.—Μη βιάζεσαι και τόσο, κύριε. To ψήφισα το τέλος του τυράννου.

    Έδωσα με σοβαρότητα την απάντησή μου στη σκληρότητα.

  • 2 8

    Β Ι Κ Τ Ο Ρ Ο Υ Γ Κ Ο

    —Τι θέλεις να πεις μ’ αυτό;—Θέλω να πω τούτο: Έναν τύραννο έχει ο άνθρωπος, την αμά-

    θεια. Και ψήφισα το τέλος αυτού του τυράννου. Τούτος ο τύραννος είχε θρέψει τη βασιλεία, την εξουσία που είναι θεμελιωμένη πάνω στην ψευτιά. Μα η επιστήμη είναι η εξουσία που θεμελιώνεται πάνω στην αλήθεια. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να έχει άλλον κυβερνήτη από την επιστήμη.

    —Κι από τη συνείδηση, πρόσθεσε ο επίσκοπος.—To ίδιο είναι. Η συνείδηση είναι το κεφάλαιο της επιστήμης που

    βρίσκεται μέσα μας.Πολύ καινούρια ήταν εκείνη η γλώσσα για τον θεοφιλέστατο Κα-

    λωσόριστο. Άκουγε αφηρημένος τον επαναστάτη.—Όσο για τον Λουδοβίκο ΙΣΤ’, είπα όχι. Νομίζω πως δεν έχω το

    δικαίωμα να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Έχω όμως το χρέος να εξολο-θρεύσω το κακό. Ψήφισα το τέλος του τυράννου. Δηλαδή, το τέλος του ξεπεσμού για τη γυναίκα, το τέλος της σκλαβιάς για τον άντρα, το τέλος της νύχτας για το παιδί. Ψηφίζοντας τη δημοκρατία, όλα τούτα ψήφισα. Ναι, ψήφισα την αδελφοσύνη, την ομόνοια, την αυγή. Βοήθησα να γκρεμιστούν οι πλάνες και οι προλήψεις. To γκρέμισμά τους γεννάει το φως. Εμείς οι επαναστάτες γκρεμίσαμε τον παλιό τον κόσμο. Σωστό κουτί της Πανδώρας, ο παλιός ο κόσμος αναποδογυρί-στηκε πάνω στο ανθρώπινο γένος. Άλλαξε τώρα μορφή κι έγινε κέρας της Αμάλθειας και σκόρπισε παντού τη χαρά.

    —Κάπως μπερδεμένη τούτη η χαρά, είπε ο επίσκοπος.—Μπερδεμένη... Δε λες καλύτερα θολωμένη; Σήμερα μάλιστα,

    ύστερα από το ολέθριο πισωγύρισμα στα περασμένα, που τo λέμε «1814», χαρά χαμένη. Αλίμονο! Παραδέχομαι πως αφήσαμε ατέλειω-το το έργο μας. Όσο κι αν καταργήσαμε το πολίτευμα, δεν καταφέ-ραμε να το ξεριζώσουμε κι απ’ το μυαλό των ανθρώπων. Πρέπει ν’ αλλάξουν τα ήθη. Δεν υπάρχει πια ο μύλος. Υπάρχει όμως ο άνεμος...

    —Μπορεί ένα γκρέμισμα να είναι χρήσιμο, αλλά δεν έχω εμπιστο-σύνη στο γκρέμισμα που γίνεται με οργή.

  • 2 9

    Ο Ι Α Θ Λ Ι Ο Ι ( Α’ Τ Ο Μ Ο Σ )

    —Έχει και το δίκιο την οργή του, δέσποτα. Και είναι στοιχείο προόδου η οργή αυτή του δίκιου. Όσα κι αν λένε, η Γαλλική Επα-νάσταση είναι το πιo γερό βήμα που έκανε η ανθρωπότητα απ’ τον καιρό του Χριστού. Μπορεί να μην έχει ολοκληρωθεί. Είναι όμως ένα βήμα υπέροχο. Ανέδειξε όλες εκείνες τις άγνωστες κοινωνικές δυνάμεις. Γλύκανε τα πνεύματα. Γαλήνεψε. Φώτισε. Kι αν αγρίεψε παραπάνω σε ορισμένα πράγματα, είχε τους λόγους της. To μέλλον θα της συγχωρήσει και την αγριάδα και την οργή της. Αχ... η ψυχή μου βγαίνει. Ναι, επανάσταση ονομάζουμε τις βιαιότητες της προό-δου. Μα όταν oι βιαιότητες περάσουν, τότε όλοι βλέπουμε καθαρά το αποτέλεσμα: δεινοπάθησε, βέβαια, η ανθρωπότητα, μα προχώ-ρησε παραπέρα.

    Ο θεοφιλέστατος Καλωσόριστος ζήτησε να υπερασπίσει την άπο-ψή του.

    —Η πρόοδος πρέπει να πιστεύει στο Θεό, είπε. To καλό δεν μπο-ρεί να έχει υπηρέτες χωρίς σεβασμό. Ο άθεος είναι κακός οδηγός για το ανθρώπινο γένος.

    Ο γέρος αντιπρόσωπος του λαού δεν αποκρίθηκε. Τρεμούλιασε. Γύρισε τη ματιά στον ουρανό και βούρκωσε. Ανάβλυσε αργά το δά-κρυ και κύλησε ως κάτω στο μάγουλο. Και με καρφωμένη στα βάθη τη ματιά, σαν να κουβέντιαζε με τον εαυτό του, ψιθύρισε:

    —Ω, εσύ! Ω, ιδέα! Εσύ μόνη υπάρχεις!Δίχως να θέλει, ο επίσκοπος ταράχτηκε ανεξήγητα.Την άλλη στιγμή, ο γέρος σήκωσε το δάχτυλο στον ουρανό.—Υπάρχει το άπειρο, είπε. Εκεί βρίσκεται. Αν το άπειρο δεν είχε

    Εγώ, το Εγώ θα ’ταν το όριό του. Δε θα ήταν άπειρο. Με άλλα λόγια, δε θα υπήρχε. Ωστόσο, υπάρχει. Άρα; Έχει Εγώ. Τούτο το Εγώ τού απείρου είναι Θεός.

    Τούτα τα λόγια τα πρόφερε ο ετοιμοθάνατος δυνατά, με ανατρι-χίλα γεμάτη έκσταση, λες κι έβλεπε κάποιον. Έπειτα έκλεισε τα μά-τια. Εκείνη η προσπάθεια τον είχε τυραννήσει. Ήταν ολοφάνερο πως μέσα σε μια στιγμή είχε ζήσει τις λίγες ώρες που του απέμεναν. Τα

  • 3 0

    Β Ι Κ Τ Ο Ρ Ο Υ Γ Κ Ο

    λόγια που πάσχισε να πει τον είχαν φέρει κοντά στο θάνατο. Έφτανε τώρα η στερνή του στιγμή.

    Ο επίσκοπος το κατάλαβε. Έπρεπε να βιαστεί. Είχε πάει εκεί ως ιερέας. Δίχως να το υποψιαστεί, είχε φτάσει από την άκρα ψυχρότη-τα στην άκρα συγκίνηση. Κοίταζε εκείνα τα κλεισμένα μάτια. Έπιασε εκείνο το ζαρωμένο χέρι κι έγειρε στον ετοιμοθάνατο.

    —Τούτη η ώρα ανήκει στο Θεό. Δε βρίσκεις πως θα ήταν κρίμα ν’ ανταμώσουμε δίχως αποτέλεσμα;

    Πάλι άνοιξε τα μάτια ο επαναστάτης. Μια σοβαρότητα απλώθηκε στο πρόσωπό του. Η φωνή του βγήκε αργή, ίσως πιο πολύ από αξιο-πρέπεια παρά από εξάντληση:

    —Κύριε επίσκοπε, όλη μου τη ζωή την πέρασα στη μελέτη, στην αυτοσυγκέντρωση και στο στοχασμό. Ήμουν εξήντα χρόνων τότε που με κάλεσε η πατρίδα μου και με πρόσταξε να καταπιαστώ με τα ζητήματά της. Άκουσα το κάλεσμά της. Βρήκα καταχρήσεις και τις πολέμησα. Βρήκα τυραννίες και τις κατάργησα. Βρήκα δικαιώματα κι αρχές, τα υπηρέτησα, τα ανέδειξα. Ξένοι πάτησαν την πατρίδα μου, την υπερασπίστηκα. Κινδύνευε η Γαλλία, έφερα μπρος το στήθος μου. Δεν ήμουν πλούσιος και είμαι φτωχός. Στάθηκα ένας από τους άρχοντες του κράτους. Βοήθησα τους καταπιεζόμενους, ανακούφισα τους δύστυχους. Είναι, βέβαια, αλήθεια πως ξέσχισα το σκέπασμα της Άγιας Τράπεζας. Μα το έκανα για να δέσω μ’ αυτό τις πληγές της πατρίδας. Πάντα υποστήριξα την ανθρωπότητα να πορευτεί στο φως. Πάντα έκανα ό,τι μπόρεσα για ν’ απαλύνω τούτη την πορεία. Όταν το ’φερε η περίσταση, προστάτευσα τους ίδιους μου τους αντι-πάλους, δηλαδή εσάς. Ανάλογα με τις δυνάμεις μου, έκανα πάντα το χρέος μου κι όσο καλό μπόρεσα. Ύστερα μ’ έδιωξαν. Με κυνήγησαν. Με παρακολουθούσαν. Με βασάνισαν. Με συκοφάντησαν. Με σάρκα-σαν και με προπηλάκισαν. Με καταράστηκαν και μ’ εξόρισαν. Χρόνια και χρόνια τώρα, μόλο που άσπρισαν τα μαλλιά μου, νιώθω πολλούς ανθρώπους να νομίζουν πως έχουν το δικαίωμα να με περιφρονούν. Για το δύστυχο, για το ανίδεο τo πλήθος είμαι ένας κολασμένος. Με

  • 3 1

    Ο Ι Α Θ Λ Ι Ο Ι ( Α’ Τ Ο Μ Ο Σ )

    καρτερία δέχομαι την απομόνωση του μίσους. Τώρα, είμαι ογδόντα έξι χρόνων και... πεθαίνω. Τι έρχεσαι να ζητήσεις από μένα, κύριε επί-σκοπε;

    —Την ευλογία σου! αποκρίθηκε ο επίσκοπος και γονάτισε.Όταν ο επίσκοπος ανασήκωσε το κεφάλι, η μορφή του επαναστά-

    τη ακτινοβολούσε, γεμάτη μεγαλείο και γαλήνη.Είχε ξεψυχήσει.Ο επίσκοπος γύρισε σπίτι του βαθιά συλλογισμένος. Όλη τη νύχτα

    την πέρασε με προσευχή. Την άλλη μέρα, κάτι περίεργοι πήγαν να του μιλήσουν για τον επαναστάτη Γ. Ο επίσκοπος περιορίστηκε να δείξει τον ουρανό. Kι από τότε διπλασίασε τη στοργή και την αδελφοσύνη

    του για τους δυστυχισμένους και τα παιδιά.

    Διαβάστε τη συνέχεια στο βιβλίο.