Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

169
165

description

 

Transcript of Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Page 1: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 165

θετε τι συμβαίνει απ' το δικό μου το στόμα κι όχι από το στόμα

ενός άλλου, μόλο που ποτέ μου δεν· τα κατάφερα να μιλήσω μπρο­

στά σε τόσον κόσμο χωρίς να τα χάσω».

Ο Σλάκμπριτζ κούνησε το κεφάλι του, λες κι ήθελε μέσα στην

πίκρα του να το ρίξει από τους ώμους του .

«Είμαι ο μόνος εργάτης στο εργοστάσιο του Μπαουντερμπάη

που δεν είμαι σύμφωνος με τη νέα οργάνωση. Δεν μπορώ να τη δε­

χτώ , φίλοι μου. Αμφιβάλλω αν μπορεί να μας ωφελήσει σε τίποτε.

Το πιθανότερο είναι πως θα μας βλάψει».

Ο Σλάκμπριτζ γέλασε, σταύρωσε τα χέρια του και μάζεψε τα

φρύδια του μ' ένα ύφος σαρκαστικό.

«Μα δεν είναι αυτός ο λόγος που μ' έκανε ν' αρνηθώ να γίνω μέ­

λος της Ομοσπονδίας. Αν ήταν αυτό μονάχα, θα 'μπαινα κι εγώ μα­

ζί με τους άλλους. Όχι, οι λόγοι που μ' εμποδίζουν είναι προσωπι­

κοί. Κι όχι μόνο για τώρα, μα για πάντα -για πάντα- όσο θα ζω!»

Ο Σλάκμπριτζ πετάχτηκε μ' ένα πήδημα και βρέθηκε πάλι δί­

πλα στον εργάτη, τρίζοντας τα δόντια:

«Ω, φίλοι μου, μα τι άλλο σας είπα κι εγώ; Για τι άλλο σας προ­

ειδοποίησα; Πώς σας φαίνεται λοιπόν η άναντρη διαγωγή ενός

ανθρώπου που νιώθει το ίδ ιο κι αυτός πάνω στους ώμους του το

βάρος των άνισων νόμων; Ω, συμπατριώτες μου, σας ρωτώ και πά­

λι, πώς σας φαίνεται αυτή η προδοσία από έναν συνάδελφό σας,

που δέχεται την καταδίκη τη δική του και τη δική σας, την καταδί­

κη των παιδιών σας και των παιδιών τ_ων παιδιών σας;»

Μερικά χειροκροτήματα και μια δυο κραυγές aποδοκιμασίας

για κείνον τον άνθρωπο ακούστηκαν στη συνέλευση . Μα το μεγα­

λύτερο μέρος του κόσμου έμεινε ήρεμο . Κοιτούσαν το κουρασμέ­

νο πρόσωπο του Στέφανου, που είχε γίνει ακόμα πιο μελαγχολικό

από τις οικογενειακές περιπέτειές του και, μέσα στη φυσική καλο­

σύνη τους, ένιωθαν περισσότερη θλίψη παρά αγανάκτηση.

«ΤΟ επάγγελμα του αντιπροσώπου αυτού είναι να μιλάει» είπε

ο Στέφανος, «πληρώνεται γι' αυτό και ξέρει καλά τη δουλειά του.

Ας την κάνει λοιπόν. Ας μη νοιάζεται για όσα έχω τραβήξει εγώ.

Δεν τον ενδιαφέρουν . Δεν ενδιαφέρουν κανέναν άλλον εκτός από

μένα» .

Τα λόγια αυτά είχαν τόση σεμνότητα, για να μην πούμε αξιο­

πρέπεια, που το ακροατήριο έγινε ακόμα πιο ήσυχο, πιο προσεχτι-

Page 2: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

166 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτJΚΕΝΣ

κό. Ακούστηκε πάλι η ίδια δυνατή φωνή: «Σλάκμπριτζ, άφησε τον

άνθρωπο να μιλήσει και κράτα τη γλώσσα σου!» Μια βαθιά σιωπή

έγινε αμέσως στην αίθουσα.

«Αδέρφια μου>> είπε ο Στέφανος, που η σιγαλή φωνή του ακου­

γόταν καθαρά τώρα, «σύντροφοι και συνάδελφοί μου -γιατί, όπως

ξέρω, δικοί μου σύντροφοι και συνάδελφοι είσαστε κι όχι αυτού

του αντιπροσώπου- δεν έχω να σας πω παρά μόνο δυο λόγια· κι

ούτε θα μπορούσα να πω περισσότερα, κι αν ακόμα μιλούσα ώς

αύριο το πρωί. Ξέρω καλά τι με περιμένει. Ξέρω πως είστε απο­

φασισμένοι να κόψετε κάθε σχέση μ' έναν εργάτη που aρνιέται να

σταθεί δίπλα σας σ' αυτή την υπόθεση . Ξέρω καλά πως, αν με βρί­

σκατε ετοιμοθάνατο στο δρόμο σας, θα το θεωρούσατε σωστό να

προσπεράσετε, σαν να ήμουνα άγνωστος και ξένος. Μα αυτό που

είπα θα το κάνω».

«Στέφανε Μπλάκπουλ>> είπε ο πρόεδρος και σηκώθηκε από τη

Θέση του, «σκέψου το πάλι. Σκέψου το ακόμα μια φορά, παιδί μου,

προτού aποξενωθείς από τους παλιούς σου φίλους» .

Ακούστηκε ένας γενικός ψίθυρος που φανέρωνε την ίδια σκέ­

ψη, μόλο που κανένας δεν πρόφερε λέξη. Όλα τα μάτια ήταν καρ­

φωμένα στο πρόσωπο του Στέφανου. Αν άλλαζε γνώμη, θα ξαλά­

φρωνε τις καρδιές τους από ένα βάρος.

Το κατάλαβε αυτό από μια ματιά που έριξε γύρω του. Δεν ένιω­

θε τον παραμικρό θυμό γι' αυτούς. Τους ήξερε πολύ βαθύτερα,

παρά τις επιφανειακές τους αδυναμίες και πλάνες, τους ήξερε

όπως μονάχα ένας πραγματικός σύντροφος Θα μπορούσε να τους

ξέρει.

«Το έχω σκεφτεί πολλές φορές, κύριε. Δεν μπορώ να 'ρθω μαζί

σας. Πρέπει να τραβήξω το δρόμο που ανοίγεται μπροστά μου.

Πρέπει να φύγω από δω».

Τους χαιρέτησε σηκώνοντας ψηλά τα χέρια του κι έμεινε μια

στιγμή έτσι, χωρίς να μιλά, ύστερα τα κατέβασε πάλι σιγά σιγά.

«Έχουμε πέι τόσα όμορφα πράγματα με πολλούς απ' τους συ­

ναδέλφους που βρίσκονται εδώ μέσα. Βλέπω εδώ κάμποσους απ'

αυτούς που γνώρισα στα νιάτα μου, όταν η καρδιά μου ήταν πιο

ελαφριά. Ποτέ σ' όλη τη ζωή μου δεν τσακώθηκα με κανέναν απ'

τους συντρόφους μου. Ο Θεός το ξέοει πως: εγώ δε φταίω για τον

αποψινό καβγά. Θα με πείτε προδότη και δεν ξέρω τι άλλο -σε

Page 3: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 167

σας μιλάω>> είπε στον Σλάκμπριτζ «μα είναι πιο εύκολο να το λέει

κανείς από να τ' aποδείχνει. Ας είναι!>>

Είχε κάνει ένα δυο βήματα για να κατέβει από το βάθρο, όταν

θυμήθηκε πως είχε κάτι ακόμα να πει και γύρισε πίσω:

«Ίσως» είπε, γυρίζοντας αργά αργά γύρω το ρυτιδωμένο του

πρόσωπο, σαν να 'θελε να μιλήσει χωριστά στον καθένα από τους

ακροατές του, στους πιο κοντινούς όσο και στους πιο μακρινούς,

«ίσως, όταν ξαναγίνει συζήτηση πάνω σ' αυτό το θέμα, ν' απειλη­

θεί απεργία, αν οι εργοδότες μ' αφήσουν να δουλεύω μαζί σας.

Ελπίζω να πεθάνω προτού γίνει ένα τέτοιο πράγμα. Αν όμως δε

γίνει, θα δουλεύω παράμερα από σας, όχι βέβαια για να σας προ­

καλέσω, παρά για να ζήσω. Δεν ξέρω καμιά άλλη δουλειά για να

βγάζω το ψωμί μου, και πού αλλού μπορώ να πάω εγώ, που εργά­

ζομαι από παιδί στο Κοκτάουν; Δε θα σας έχω παράπονο αν από

δω κι εμπρός με θεωρείτε αποδιωγμένο από την τάξη σας κι αν θα

με περιφρονείτε γι' αυτό. Ελπίζω όμως να μ' αφήσετε να ζήσω. Αν

έχω ακόμα κάποιο δικαίωμα, φίλοι μου, δεν είναι άλλο απ' αυτό,

νομίζω».

Δεν ειπώθηκε ούτε μια λέξη . Δεν ακούστηκε άλλος ήχος εκτός

απ' τον ελαφρό θόρυβο που 'καναν οι εργάτες, καθώς παραμέρι­

ζαν λίγο απ' το διάδρομο για να κάνουν χώρο να περάσει ο άν­

θρωπος αυτός, που όλοι τους είχαν συμφωνήσει να κόψουν κάθε

σχέση μαζί του. Χωρίς να κοιτάξει κανέναν, προχωρώντας ολόι­

σια στο δρόμο του, με κείνη τη σεμνή σταθερότητα που τίποτε δεν

απαιτεί, τίποτε δε θέλει, ο Στέφανος βγήκε απ' την αίθουσα, παίρ­

νοντας μαζί του ολόκληρο το φορτίο της πίκρας του.

Τότε ο Σλάκμπριτζ, που 'χε κρατήσει το χέρι του τεντωμένο σε

μια πόζα ρητορική, την ώρα που ο Στέφανος προχωρούσε κατά

την έξοδο, λες και κρατούσε δαμασμένα με μια υπέρτατη προσπά­

θεια και μία τεράστια ηθική δύναμη τα έντονα πάθη του πλήθους,

βάλθηκε να ξεσηκώσει τη συνέλευση. «Μήπως, αγαπητοί μου συ­

μπατριώτες βρετανοί, δεν είχε κι ο ρωμαίος Βρούτος καταδικάσει

σε θάνατο τον ίδιο το γιο του; Μήπως κι οι σπαρτιάτισσες μάνες,

σύντροφοί μου εσείς στη βέβαιη νίκη, δεν έσπρωχναν τα παιδιά

τους πάνω στα σπαθιά των εχθρών τους; Δεν είχαν λοιπόν κι οι ερ­

γάτες του Κοκτάουν ιερή υποχρέωση απέναντι των προγόνων

τους, απέναντι σ' όλον αυτό τον κόσμο που τους .ακολουθεί και

Page 4: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

168 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

τους θαυμάζει, δεν είχαν καθ1Ίκον, απέναντι των απογόνων που

θα πάρουν αργότερα τη θέση τους, να διώξουν τους προδότες μα­

κριά από τις σκηνές, που είχαν στήσει γι' έναν τίμιο κι ιερό σκοπό;

Ναι, απαντούσαν οι ουρανοί. Ένα μεγάλο ναι ερχόταν από ανα­

τολή και δύση, νότο και βορρά. Ας φωνάξουμε λοιπόν τρία ζήτω

για την Πανεργατική μας Ομοσπονδία!»

Ο Σλάκμπριτζ, παίζοντας το ρόλο του μαέστρου, έδωσε το σύν­

θημα, και τα πρόσωπα, που ήταν σαν από κάποια τύψη διστακτι­

κά, ζωήρεψαν μ' αυτή την κραυγή, που την άρπαξε αμέσως το κά­

θε στόμα. Τα προσωπικά αισθήματα πρέπει να υποχωρούν μπρο­

στά στο γενικό συμφέρον: Ζήτωωω! Έτρεμε ακόμα η στέγη από ·

τη δόνηση της ζητωκραυγής, όταν η συνέλευση διαλύθηκε.

Δε χρειάστηκε τίποτε άλλο, για να βρεθεί ο Στέφανος Μπλάκ­

πουλ ολότελα έρημος κι απομονωμένος, ανάμεσα σ' ένα γνώριμο

πλήθος. Εκείνος που σε μια ξένη χώρα αναζητά μάταια ανάμεσα

σε δέκα χιλιάδες πρόσωπα μια ανταπόκριση, χωρίς ποτέ να τη

βρίσκει, είναι σε καλύτερη θέση από εκείνον που βλέπει κάθε μέ­

ρα να του γυρίζουν την πλάτη δέκα άνθρωποι, που κάποτε ήταν

φίλοι του. Αυτή θα 'ταν από δω κι εμπρός, σε κάθε στιγμή της ζωής

του, η μοίρα του Στέφανου. Στη δουλειά του, στο δρόμο του, κα­

θώς θα πήγαινε ή θα γύριζε από το εργοστάσιο, στην πόρτα του

σπιτιού του, στο παράθυρο, παντού. Είχαν κιόλας συμφωνήσει να

μην πηγαίνουν ποτέ στο δρόμο απ' τη μεριά που συνήθιζε ο Στέ­

φανος να περπατάε ι. Την άφηναν αποκλειστικά γι' αυτόν.

Από πολλά χρόνια ο Στέφανος ήταν ένας ήσυχος και σιωπηλός

άνθρωπος, που πολύ λίγο αποζητούσε τη συντροφιά των άλλων,

συνηθισμένος να μένει μόνος με τις δικές του τις σκέψεις. Δεν το

'χε καταλάβει ώς τότε πόσο είχε η καρδιά του ανάγκη από έναν

χαιρετισμό, ένα φιλικό βλέμμα, μια λέξη. Δεν είχε καταλάβει το

απέραντο βάλσαμο που 'χυναν στάλα στάλα στην ψυχή του αυτά

τα μικροπράγματα. Δεν το πίστευε ποτέ πως θα του ήταν τόσο δύ­

σκολο να ξεχωρίσει, μέσα στη συνείδησή του, την εγκατάλειψη

των συντρόφων του από ένα άδικο συναίσθημα aτίμωσης: και ντροπής. Οι τέσσερις πρώτες μέρες αυτής της δοκιμασίας του φά­

νηκαν τόσο aτέλειωτες και βαριές, που το μέλλον άρχισε να τον τρομάζει. Όχι μόνο δεν έβλεπε, όλο αυτό τον καιρό, τη Ραχήλ, μα

κι απόφευγε κάθε ευκαιρία να τη συναντήσει. Γιατί, μόλο που

Page 5: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 169

ήξερε πως η απαγόρευση κάθε επικοινωνίας μαζί του δεν αφο­

ρούσε τυπικά τις γυναίκες που δούλευαν στο εργοστάσιο, πρόσε­

ξε ωστόσο πως μερικές γνωστές του εργάτριες είχαν αλλάξει στά­

ση απέναντί του · και φοβόταν να μιλήσει και στις άλλες , κι έτρεμε

μήπως κόψουν κάθε σχέση και με τη Ραχήλ, αν την έβλεπαν να κά­

νει παρέα μαζί του. Είχε ζήσει λοιπόν κατάμονος τις τέσσερις αυ­

τές μέρες και δεν είχε μιλήσει σε κανέναν, όταν κάποιο βράδυ,

καθώς γύριζε απ' τη δουλειά του, τον πλησίασε στο δρόμο ένας νέ­

ος με ξέθωρο πρόσωπο.

«Είστε ο Στέφανος Μπλάκπουλ, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο νέος.

Ο Στέφανος κοκκίνισε, όταν ένιωσε πως αυθόρμητα είχε στα­

θεί με το καπέλο στο χέρι, από ευγνωμοσύνη για τον άνθρωπο που

καταδέχτηκε να του μιλήσει ή από το αναπάντεχο ξάφνιασμα ή

ίσως κι απ' τα δυο μαζί. Έκανε πως ταχτοποιούσε τάχα τη φόδρα

του καπέλου του κι είπε: «Μάλιστα».

«Εσείς δεν είστε ο εργάτης που έχουν αποκηρύξει;» ρώτησε

πάλι ο νέος με το ξέθωρο πρόσωπο, που δεν ήταν άλλος από τον

Μπίτζερ .

«Μάλιστα» είπε πάλι ο Στέφανος.

«Τότε πηγαίνετε κατευθείαν στο σπίτι του κυρίου Μπαουντερ­

μπάη» είπε ο Μπίτζερ. «Σας περιμένουν . Δεν έχετε παρά να πείτε

τ' qνομά σας στην υπηρέτρια . Είμαι υπάλληλος στην τράπεζα, κι

αν πάτε μονάχος σας ώς εκεί, θα με γλιτώσετε από ένα δρόμο, για­

τί εγώ ήρθα μονάχα για να σας ειδοποιήσω».

Ο Στέφανος, που πήγαινε κατά την αντίθετη διεύθυνση, γύρισε

σαν από καθήκον και τράβηξε κατά το κάστρο με τα κόκκινα τού­

βλα του γίγαντα Μπαουντερμπάη.

Page 6: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

ΚΕΦΑΛΑΙΟS

ΕΡΓΑΤΕΣ ΚΑΙ ΑΦΕΝΤΙΚΑ

Λ ΟΙΠΟΝ, Στέφανε» είπε με τη βροντερή του φωνή ο

Μπαουντερμπάη, «τι είν' αυτά που μαθαίνω; Τι σου

« 'καναν λέει αυτοί οι παλιάνθρωποι; Έλα μέσα και πες μου τα όλα>>.

Τον προσκαλούσε να μπει μέσα στο σαλόνι. Το τραπέζι ήταν

στρωμένο για τσάι και στο δωμάτιο βρίσκονταν η νεαρή γυναίκα

του κυρίου Μπαουντερμπάη, ο αδερφός της κι ένας σπουδαίος

κύριος από το Λονδίνο. Ο Στέφανος τους χαιρέτησε όλους αυ­

τούς, κι αφού έκλεισε την πόρτα, στάθηκε δίπλα τους με το καπέ­

λο στο χέρι.

«Αυτός είναι ο εργάτης που σας έλεγα, Χαρτχάουζ>> είπε ο κύ­

ριος Μπαουντερμπάη. Ο κύριος, που ο τραπεζίτης του είχε απευ­

θύνει το λόγο και που καθόταν στον καναπέ κουβεντιάζοντας με

την κυρία Μπαουντερμπάη, σηκώθηκε, λέγοντας μ' ένα κουρα­

σμένο ύφος: «Α, έτσι;» και πήγε νωχελικά κοντά στο τζάκι όπου

στεκόταν ο κύριος Μπαουντερμπάη.

«Και τώρα» Είπε ο Μπαουντερμπάη, «Πες μας τα».

Ύστερα από τις τέσσερις μέρες που είχε περάσει, αυτά τα λό­

για aντήχησαν σκληρά και παράφωνα στ' αυτιά του Στέφανου.

Γιατί όχι μόνο ανασκαλέψανε άπονα την πληγή της ψυχής του, μα

έμοιαζαν κιόλα σαν να τον έδειχναν στ' αλήθεια έναν εγωιστtΊ λι­

ποτάκτη, όπως τον έλεγαν οι συνάδελφοί του.

«Τι θέλετε από μένα, παρακαλώ>> ρώτησε ο Στέφανος.

«Μα σου είπα>> απάντησε ο Μπαουντερμπάη, «μια και είσαι

άντρας, μίλα σαν άντρας, ελεύθερα. Πες μας τι έγινε μ' εσένα και

μ' Εκείνη την κλίκα».

Page 7: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 171

«Να με συμπαθάτε, κύριε» είπε ο Στέφανος Μπλάκπουλ, «δεν

έχω τίποτα να πω» .

Ο κύριος Μπαουντερμπάη, που έδινε πάντα λίγο-πολύ την

εντύπωση μιας θύελλας, βρίσκοντας τώρα κάποιο εμπόδιο μπρο­

στά του, άρχισε να φυσά και να ξεφυσά.

«Ορίστε, Χαρτχάσυζ» είπε, «να ποιοι είναι οι εργάτες σου.

Όταν πριν από μέρες είχε ξανάρθει αυτός ο άνθρωπος εδώ, τον

είχα προειδοποιήσει να προσέχει τους ξένους απατεώνες, που πά­

ντα τους γυροφέρνουν -και που πρέπει να τους κρεμά κανείς

όπου τους βρίσκει- και του το 'πα καθαρά πως έπαιρνε άσκημο

δρόμο. Τώρα ποιος θα το πίστευε πως, μόλο που του 'χουν κολλή­

σει αυτή τη ρετσινιά, εξακολουθεί να μένει σκλάβος τους και φο­

βάται ν' ανοίξει το στόμα του να μιλήσει γι' αυτούς».

«Είπα πως δεν έχω να πω τίποτε, κύριε, κι όχι πως φοβάμαι ν'

ανοίξω το στόμα μου» .

«Σωστά, σωστά, είπες .. . Ωστόσο εγώ ξέρω τι είπες, κι ακόμα πιο καλά ξέρω τι θέλεις να πεις. Δεν είναι, διάβολε, πάντα το ίδιο

πράγμα. Άλλο το ένα, βλέπεις, κι άλλο τ' άλλο. Το καλύτερο που

είχες να κάνεις ήταν να μας πεις αμέσως πως αυτός ο κατεργάρης

ο Σλάκμπριτζ δεν ήρθε στην πόλη με σκοπό να ξεσηκώσει σε

ανταρσία τον κόσμο, και πως δεν είναι ένας αναγνωρισμένος κι

άξιος λα'ίκός ηγέτης: δηλαδή ένας τέλειος κανάγιας. Καλύτερα

Ίlταν να μας τα πεις έτσι αμέσως. Δεν μπορείς να γελάσεις εμένα.

Αυτά θες να μας πεις, γιατί λοιπόν δεν τα λες;>>

«Λυπούμαι, κύριε, όσο κι εσείς, όταν ένας λα'ίκός ηγέτης δεν εί­

ναι αυτός που πρέπει>> είπε ο Στέφανος κουνώντας το κεφάλι του .

«Παίρνουν όποιον λάχει. Μα ίσως δεν είναι το μικρότερο κακό γι'

αυτούς που δεν μπορούν να βρουν αρχηγούς καλύτερους>>.

Η θύελλα άρχισε ν ' αγριεύει.

«Αυτό πάλι πώς σας φαίνεται, Χαρτχάουζ; Δεν είναι σπου­

δαίο;» είπε ο κύριος Μπαουντερμπάη. «Ασφαλώς θα λέτε με το

νου σας: Να ένα χαριτωμένο δείγμα που φανερώνει με τι ανθρώ­

πους έχουν να κάνουν οι φίλοι μου . Μα δεν είδατε τίποτα ακόμα,

κύριε. Τώρα θ' ακούσετε τι ερώτηση θα κάνω σ' αυτόν τον άνθρω­

πο: Παρακαλώ, κύριε Μπλάκπουλ>> -η θύελλα φούντωνε ολοένα

και περισσότερο- «μπορώ να πάρω το θάρρος να σας ρωτήσω πώς

έγινε ν' aρνηθείτε να γίνετε μέλος σ' εκείνο το σωματείο;»

Page 8: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

172 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

«Πώς έγινε;»

«Ναι» είπε ο κύριος Μπαουντερμπάη με τους aντίχειρες στα

πέτα του σακακιού του, τινάζοντας το κεφάλι και κλείνοντας τα

μάτια σαν να μιλούσε εμπιστευτικά στον τοίχο που ήταν απέναντί

του. «Ναι, πώς έγινε;»

«Θα προτιμούσα να μη μιλήσω γι' αυτό, κύριε. Μια όμως που με

ρωτάτε, κι επειδή δε θα 'θελα να φανώ κακότροπος, σας απαντώ

πως το 'κανα γιατί είχα δώσει το λόγο μου» .

«Όχι σε μένα βέβαια» είπε ο Μπαουντερμπάη.

(Η θύελλα πάντα σε ένταση, με μικρά ενδιάμεσα απατηλής γα­

λήνης. Σ' ένα τέτοιο ενδιάμεσο βρισκόμαστε τώρα).

«Ω, όχι σε σας, κύριε, όχι σε σας!»

«Βέβαια, όχι σε μένα. Εμένα δε με λογαριάζετε καθόλου σε τέ­

τοια ζητήματα» είπε ο Μπαουντερμπάη σαν να μιλούσε πάντα με

τον τοίχο. «Αν το μόνο εμπόδιο για να μπεις στο σωματείο εκείνο

ήταν ο Ιοσίας Μπαουντερμπάη του Κοκτάουν, θα 'μπαινες χωρίς

να δυσκολευτείς καθόλου, έτσι;»

«Βέβαια, κύριε, θα 'μπαινα» .

«Μόλο που ξέρει» είπε ο κύριος Μπαουντερμπάη, ξεσπώντας

τώρα, ίδιος τυφώνας, «πως όλοι αυτοί είναι ένα μπουλούκι κατερ­

γαρέοι κι επαναστάτες, που η εξορία θα 'ταν γι' αυτούς μια πολύ

μικρή τιμωρία. Πέστε μου λοιπόν, κύριε Χαρτχάουζ, εσείς που

έχετε γυρίσει όλον τον κόσμο, έχετε συναντήσει αλλού πουθενά,

έξω από τον ευλογημένο αυτό τόπο, έναν εργάτη σαν αυτόν εδώ;»

Κι ο κύριος Μπαουντερμπάη έδειξε μ' ένα δάχτυλο οργισμένο

το Στέφανο.

«Όχι, κυρία» είπε ο Στέφανος Μπλάκπουλ, μ' ένα ύφος έντο­

νης διαμαρτυρίας για κείνους τους χαρακτηρισμούς, μιλώντας σαν

από ένστικτο στη Λουίζα, αφού πρώτα της έριξε μια ματιά. «Δεν

είναι ούτε κατεργαρέοι ούτε επαναστάτες. Δεν είναι τέτοιοι, κυ­

ρία, δεν είναι τέτοιοι. Δε μου φέρθηκαν βέβαια καλά, αυτό το βλέ­πω και το αισθάνομαι, μα δεν υπάρχουν μέσα σ' αυτούς, κυρ(α,

σΊ)τ.F. flf.κrι rίνΑσωποι -δέκα; C)1Jτf' πF:ντε!- που να μην πιστι;:ύουν

πως έκαναν το καθήκον τους και απέναντι στους άλλους και απέ­

ναντι στον εαυτό τους. Εγώ που όλη μου τη ζωΊi την έχω περάσει

μαζί τους και τους ξέρω τόσο καλά, εγώ Που έφαγα κι ήπια μαζί

τους, που δούλεψα μαζί τους, που τους αγάπησα, δεν το θέλει ο

Page 9: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 173

Θεός να μην πω το δίκιο τους, από σεβασμό στην αλήθεια, ό,τι κι

αν μου 'καναν>>.

Μιλούσε με την τραχιά ζωηρότητα της τάξης του και του χαρα­

κτήρα του, μεγαλωμένη ίσως απ' την περήφανη επίγνωση πως

έμεινε πιστός στους συναδέλφους του, παρ' όλη τη δυσπιστία που

του 'δειξαν εκείνοι. Ωστόσο δεν ξεχνούσε καθόλου πού βρισκό­ταν και δεν ύψωνε τον τόνο της φωνής του .

«Όχι, κυρία, όχι. Είναι τίμιοι ο ένας στον άλλον, πιστοί ο ένας

στον άλλον, αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλον. Ο κάθε φτωχός ανά­

μεσά τους, ο κάθε άρρωστος, καθένας που υποφέρει από τα χίλια

μύρια κακά που φέρνουν την πίκρα στην πόρτα του φτωχού, θα

τους βρει στοργικούς και aφοσιωμένους, θα νιώσει την καλοσύνη

και τη συμπόνια τους. Να 'στε σίγουρη γι' αυτό, κυρία ... Θα προτι­

μήσουν να γίνουν χίλια κομμάτια παρά να φερθούν αλλιώς» .

«Με δυο λόγια» είπε ο κύριος Μπαουντερμπάη, «επειδή είναι

τόσο γεμάτοι αρετές, σ' aποκήρυξαν και σ' έδιωξαν. Τελείωνε

λοιπόν , μια κι άρχισες. Άντε, λέγε» .

«Δεν ξέρω πώς γίνεται αυτό, κυρία>> ξανάρχισε ο Στέφανος,

βρίσκοντας πάλι το φυσικό του καταφύγιο στο πρόσωπο της Λουί­

ζας, «να καταντάει να μας φέρνει μονάχα πίκρα, στενοχώρια και

δυστυχία ό,τι πιο καλό έχουμε μέσα μας, εμείς οι φτωχο ί. Μα έτσι

είναι . Το ξέρω, όπως ξέρω πως πάνω απ' το κεφάλι μου και πέρα

κει, πίσω απ' τους καπνούς, είναι ο ουρανός. Κι όμως έχουμε υπο­

μονή και θέλουμε πάντα να κάνουμε το σωστό. Κι ούτε μπορώ πά­

λι να πιστέψω πως είναι δικό μας όλο το φταίξιμΟ>> .

«Άκου δω, φίλε μου>> είπε ο κύριος Μπαουντερμπάη, που χωρίς

βέβαια να το καταλαβαίνει ο Στέφανος, τον είχε νευριάσει απίστευ­

τα με το να μιλά σ' έναντρίτοκιόχισ' αυτόν. «Αν είχες την καλοσύνη

να με προσέξεις μισό λεπτό, θα σου 'λεγα δυο λογάκια. Πριν από λί­

γο μας βεβαίωσες πως δεν είχες τίποτα να μας πεις γι' αυτή την υπό­

θεση. Είσαι εντελώς βέβαιος γι' αυτό, προτού συνεχίσουμε;»

<<Μάλιστα, είμαι βέβαιος, κύριε». «Βρίσκεται εδώ μαζί μας ένας τζέντλεμαν από το Λονδίνο» -ο

κύριος Μπαουντερμπάη έδειξε με το μεγάλο του δάχτυλο πάνω

από τον ώμο του τον κύριος τζέημς Χαρτχάουζ- «ένας τζέντλεμαν

πολιτευόμενος. Θα 'θελα ν' ακούσει ένα μικρό διάλογο μεταξύ

μας, αντί να του πω εγώ μόνος μου πώς έχουν τα πράγματα -γιατί

Page 10: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

174 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

ξέρω πολύ καλά τι πρόκειται να πεις. Έχε υπόψη σου πως κανέ­

νας δεν τα ξέρει αυτά τα πράγματα καλύτερα από μένα». Ο Στέφανος χαιρέτησε μ' ένα σκύψιμο του κεφαλιού τον τζέντλε­

μαν από το Λονδίνο κι ένιωσε τη στενοχώρια του να μεγαλώνει. Άθε­

λα γύρισε τα μάτια του στο καταφύγιό του, μα ένα βλέμμα από κείνη

τη μεριά (ω, ένα βλέμμα εκφραστικό, αν και τόσο φευγαλέο) τον ανάγκασε να τα στρέψει στο πρόσωπο του κυρίου Μπαουντερμπάη.

«Ποια είναι λοιπόν τα παράπονά σου;» ρώτησε ο κύριος Μπαου­

ντερμπάη.

«Δεν ήρθα εδώ, κύριε» του θύμισε ο Στέφανος, «για να κάνω

παράπονα. Ήρθα γιατί με φωνάξατε».

«Ποια είναι» ξανάπε ο κύριος Μπαουντερμπάη, σταυρώνοντας

τα χέρια στο στήθος, «τα παράπονα που έχετε γενικά εσείς οι ερ­

γάτες».

Ο Στέφανος τον κοίταξε διστακτικά μια στιγμή, ύστερα φάνηκε

σαν να π1Ίρε την απόφασή του.

«Κύριε, ποτέ δεν τα κατάφερνα να κάνω παράπονα, μόλο που

υποφέρω κι εγώ το ίδιο με τους άλλους. Τι μπερδεμένος που είναι

αλ1Ίθεια ετούτος ο κόσμος! Ρίχτε μια ματιά στην πόλη -που 'ναι τό­

σο πλούσια- και κοιτάχτε όλους αυτούς που έρχονται εδώ για να

δουλέψουν στ' αργαλειά, να ξαίνουνε το μαλλί, να βολέψουνε τη

ζωή τους, παλεύοντας το ίδιο σκληρά απ' την κούνια ώς τον τάφο.

Κοιτάχτε μας πόσοι είμαστε, πώς ζούμε και πού ζούμε, δέστε τη

μοίρα μας και τη ζωή που κάνουμε καθημερινά, χωρίς καμιά αλ­

λαγή. Κι απ' την άλλη μεριά, κοιτάχτε τα εργοστάσια πώς δουλεύ­

ουν πάντα και πως δε μας βοηθούν να προχωρήσουμε κι εμείς ένα

βήμα σε κάτι άλλο εκτός από το θάνατο. Κοιτάχτε τι ιδέα έχετε για

μας, τι γράφετε για μας, τι λέτε για μας, τι μηνάτε για μας στους

υπουργούς, πως πάντα έχετε εσείς το δίκιο κι εμείς τ' άδικο και

πως απ' τον καιρό που γεννηθήκαμε δεν ξέρουμε τι μας γίνεται.

Κοιτάχτε πώς το κακό μεγαλώνει και πλαταίνει ολοένα και γίνε­

ται πιο αβάσταχτο από χρόνο σε χρόνο, από γενιά σε γενιά. Ποιος

μπορεί να τα δει όλα αυτά, κύριε, και να μην πει, και μ' όλο το δί­

κιο του, πως ο κόσμος είναι πολύ μπερδεμένος;>>

«Σωστά» είπε ο κύριος Μπαουντερμπάη. «Θα 'θελες ίσως τώρα

να πεις στον κύριο πώς θα βγούμε απ' αυτό το μπέρδεμα, όπως σ'

αρέσει να το λες;>>

Page 11: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΆ 175

«Δεν ξέρω, κύριε. Πώς μπορεί να περιμένετε από μένα να ξέ­

ρω τέτοια πράγματα; Δεν πρέπει να ρωτάτε εμένα. Αυτό το ξέ­

ρουν εκείνοι που είναι παραπάνω από μένα, παραπάνω απ'

όλους μας. Αν δεν μπορούν να το λύσουν αυτό, κύριε, τότε τι μπο­

ρούν να λύσουν;»

«Θα σου πω εγώ πώς θ' αρχίσουμε» αποκρίθηκε ο Μπαουντερ­

μπάη . «Θα πάρουμε για παραδειγματισμό μισή ντουζίνα απ' αυ­

τούς τους aχρείους τους Σλάκμπριτζ. Θα τους περάσουμε από δί­

κη για προδοσία και θα τους στείλουμε στα κάτεργα».

Ο Στέφανος κούνησε σκεφτικός το κεφάλι του.

«Μη μου πεις πως δε θα το κάμουμε» είπε ο κύριος Μπαου­

ντερμπάη, ξεσπώντας τώρα σαν σίφουνας, «γιατί έχουμε πάρει

κιόλας την απόφαση! »

«Κύριε» αποκρίθηκε ο Στέφανος με την ήρεμη αυτοπεποίθηση

του ανθρώπου που είναι απόλυτα βέβαιος, «Κι αν ακόμα πιάσετε

εκατό Σλάκμπριτζ -κι είναι από δαύτους δέκα φορές τόσοι- και

ράψετε τον καθένα τους μέσα σ' ένα σακί και τους πετάξετε στην πιο βαθιά θάλασσα που έγινε από τότε που πλάστηκε ο κόσμος,

το μπέρδεμα θ' απομείνει ολόιδιο όπως είναι και τώρα. Οι ξένοι

απατεώνες!» είπε ο Στέφανος μ' ένα ανήσυχο χαμόγελο. «Από

τον καιρό που πρωτάρχισα να θυμάμαι, σας ακούω να μιλάτε για

ξένους απατεώνες. Δεν έγινε απ' αυτούς το κακό, κύριε. Δεν άρ­

χισε μ' αυτούς. Δεν τους έχω καμιά συμπάθεια -δεν έχω κανένα

λόγο να τους συμπαθώ- μα είναι μάταιο κι aνωφέλευτο να ονει­

ρεύεται κανένας πως θα τους κάνει να παρατήσουν τη δουλειά

τους -αντί να σκέφτεται πώς να πάρει από τα χέρια τους τη δου­

λειά. Ό,τι βρίσκεται γύρω μου, μέσα σε τούτη την κάμαρη, ήταν

και προτού έρθω στην ίδια θέση, κι όταν φύγω πάλι, σ' αυτή την

ίδια θέση θα μείνει. Φορτώστε σ' ένα καράβι αυτό το ρολόι και

στείλτε το στο νησί του Νόρφολκ. Ο χρόνος δε θ' αλλάξει μ' αυτό

την πορεία του. Το ίδιο γίνεται και με τους Σλάκμπριτζ, απαράλ­

λαχτα το ίδιο».

Γυρίζοντας για μια στιγμή τη ματιά του στο πρώτο του καταφύ­

γιο, πρόσεξε πως η Λουίζα έριχνε ένα ανήσυχο βλέμμα στην πόρ­

τα -ένα είδος προειδοποίησης. Γύρισε πίσω κι έβαλε το χέρι του

στο πόμολο. Μα δεν είχε πει όλα όσα ήθελε να πει, το 'νιωfJε μ'

όλη την καρδιά του σαν ανάγκη, σαν μια ευγενική εκδίκηση, να

Page 12: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

176 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΤΠ<ΕΝΣ

μείνει ώς το τέλος πιστός σ' αυτούς που τον είχαν αποδιώξει. Στά­

θηκε λοιπόν ν' αποτελειώσει τη σκέψη του.

«Με τα λίγα που ξέρω και με το δικό μου τον τρόπο, δεν μπο­

ρώ να πω στον κύριο το πώς θα διορθωθεί η κατάσταση -αν και

είναι άλλοι εργάτες στην πολιτεία που ξέρουν πολύ πιο πολλά

από μένα και θα 'ταν σε θέση να του το πουν- μπορώ όμως να

του πω τι δε θα τη διορθώσει ποτέ. Η βία δε φελάε ι καθόλου, η

νίκη κι ο θρίαμβος δεν κάνουν τίποτα. Το να συμφωνάτε να δίνε­

τε πάντα δίκιο στη μια μεριά και πάντα άδικο στην άλλη, είναι

αφύσικο κι ολωσδιόλου ανώφελο. Το να μη νοιάζεστε πάλι, δε

βοηθάει καθόλου. Αν τ' αφήσετε όλα αυτά τα εκατομμύρια τους

ανθρώπους να ζούνε μονάχοι τους , την ίδια ζωή , μέσα στο ίδιο

μπέρδεμα, θα φτιάξουν έναν κόσμο δικό τους που θα χωρίζεται

απ' το δικό σας τον κόσμο με μια σκοτεινή άβυσσο, όσον καιρό

-λίγο ή πολύ, δεν ξέρω- μπορεί να κρατήσει μια τέτοια δυστυ­

χία. Αν δεν πλησιάσει κανείς με καλοσύνη κι υπομονή και καλή

διάθεση αυτούς τους ανθρώπους, που μέσα στα τόσα βάσανα

που τους δέρνουν, στέκουν ο ένας τόσο κοντά στον άλλον, και

που μ' όλη τη μιζέρια τους και τη φτώχεια τους βοηθούνε κι υπο­

στηρίζουν ο ένας τον άλλον -όπως κατά την ταπεινή μου γνώμη

δεν κάνουν οι άνθρωποι που μπορεί να γνώρισε ο κύριος στα τα­

ξίδια του- η κατάσταση δε θ' αλλάξει ώς τη συντέλεια του κό­

σμου. Κι ακόμα λιγότερο, όταν τους λογαριάζουν σαν μιαν άψυ­

χη δύναμη, σαν νούμερα, ή σαν μηχανές, ανίκανους να 'χουν

αγάπες, συμπάθειες, αναμνήσεις και προτιμήσεις, όταν δεν τους

αναγνωρίζουν πως έχουν κι αυτοί μια ψυχή που κουράζεται κι ελπίζει. Το να τους μεταχειρίζεται κανείς όταν μένουν ήσυχοι σαν

να μην είχαν τίποτα απ' όλα αυτά και να τους κατηγορεί όταν ξε­

σηκώνονται πως τους λείπε ι η aνθρωπιά κι η ευγένεια, ε, αυτό, κύ­ριε, δεν μπορεί να διορθώσει την κατάσταση εις τον αιώνα τον

άπαντα, όσο στέκεται τούτος ο κόσμος».

Ο Στέφανος στάθηκε με το χέρι του στην ανοιχτή πόρτα περιμέ­

νοντας να δει αν τον ήθελαν τίποτ' άλλο. «Περίμενε μια στιγμή>> είπε ο κύριος Μπαουντερμπάη, που το

πρόσωπό του είχε γίνει κατακόκκινο. «Την περασμένη φορά που είχες έρθει εδώ να μου κάνεις παράπονα, σου είπα πως το καλύτε­

ρο που είχες να κάνεις ήταν να τ' aφήσεις αυτά και να πάρεις άλ-

Page 13: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 177

λο δρόμο. Και σου είπα ακόμα, αν θυμάσαι, πως ήξερα καλά τις

αξιώσεις σας να τρώτε με χρυσά κουτάλια».

«Εγώ δεν είχα ποτέ μου τέτοια αξίωση, κύριε ... Σας βεβαιώνω γι' αυτό».

«Το βλέπω καθαρά τώρα πως είσαι κι εσύ απ' αυτούς που πά­

ντα παραπονιούνται για κάτι· και γυρίζεις εδώ κι εκεί και ξεση­

κώνεις τους άλλους. Αυτή τη δουλειά έχεις κι εσύ για επάγγελμα,

φιλαράκο!»

Ο Στέφανος κούνησε το κεφάλι του σε βουβή διαμαρτυρία.

Όχι, άλλη δουλειά έκανε για να κερδίζει το ψωμί του.

«Είσαι ένα υποκείμενο τόσο ύπουλο, τόσο διεστραμμένο, τόσο

ελεεινό» είπε ο κύριος Μπαουντερμπάη, «που ακόμα και το ίδιο

σου το σινάφι, οι άνθρωποι που σε ξέρουν καλύτερα, δε θέλουν να

'χουν καμιά σχέση μαζί σου. Ποτέ δεν το φανταζόμουν πως αυτοί

οι άνθρωποι θα μπορούσαν να 'χουν δίκιο σε κάτι. Μα άκου τώρα

και τούτο. Για πρώτη φορά είμαι σύμφωνος μαζί τους κι από σήμε­

ρα κόβω κι εγώ κάθε σχέση μαζί σου».

Ο Στέφανος κοίταξε μ' ένα ζωηρό βλέμμα τον Μπαουντερ­

μπάη.

<<Μπορείς να τελειώσεις την εργασία που έχεις αρχίσει» είπε ο

κύριος Μπαουντερμπάη, μ' ένα πολυσήμαντο κούνημα του κεφα­

λιού, «κι ύστερα να πας αλλού να 'βρεις δουλειά» .

«Το ξέρετε πολύ καλά, κύριε» είπε ο Στέφανος ζωηρά, «πως αν

εσείς με διώξετε απ' τη δουλειά, δε θα μπορέσω να δουλέψω αλ­

λού πουθενά». Η απάντηση ήταν: «Ξέρω αυτό που ξέρω· κι εσύ ξέρεις αυτό

που ξέρεις. Δεν έχω να πω τίποτ' άλλο».

Ο Στέφανος ξανακοίταξε τη Λουίζα, μα εκείνη δε σήκωσε πια

τα μάτια της, για να συναντήσουν τα δικά του. Άφησε λοιπόν ένα

στεναγμό, μουρμούρισε με ξεψυχισμένη φωνή <<0 Θεός να μας βοηθΊiσει σ' αυτόν τον κόσμο» κι έφυγε .

Page 14: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ6

ΗΦΥΓΗ

Ε ΙΧΕ ΑΡΧΙΣΕΙ να σκοτεινιάζει, όταν ο Στέφανος βγήκε

από το σπίτι του Μπαουντερμπάη. Οι σκιές της νύχτας εί­

χαν τόσο γρήγορα πυκνώσει, που κλείνοντας την πόρτα

δεν έριξε γύρω του ούτε μια ματιά, μα προχώρησε ολόισια στο

δρόμο. Τίποτε δεν ήταν τόσο μακριά από τη σκέψη του όσο η πα­

ράξενη εκείνη γριά που είχε συναντήσει στην προηγούμενη επί­

σκεψή του στο ίδιο εκείνο σπίτι, όταν άκουσε πίσω του ένα γνώρι­

μο βήμα και, γυρίζοντας το κεφάλι, την είδε μαζί με τη Ραχήλ.

Είδε πρώτα τη Ραχήλ, όπως πρώτα είχε ακούσει και το βήμα της.

«Α, καλή μου Ραχήλ! Κι εσύ, κυρούλα, είσαι μαζί της;»

«Παραξενεύεσαι, ε; Και με το δίκιο σου» είπε η γριά. «Εδώ εί-

μαι πάλι, καθώς βλέπεις».

«Μα πώς βρέθηκες με τη Ραχήλ;» ρώτησε ο Στέφανος συνται­

ριάζοντας το βήμα του με το δικό τους, περπατώντας ανάμεσα στις

δυο και κοιτάζοντας πότε τη μια και πότε την άλλη.

«Να, έκανα τη γνωριμία της καλής κι όμορφης αυτής κοπέλας, το

ίδιο όπως έκανα και τη δική σου» είπε πρόσχαρα η γριά, που προ­

θυμοποιήθηκε να δώσει την απάντηση. «Άργησα λίγο τούτη τη χρο­

νιά να κάνω τη συνηθισμένη μου επίσκεψη, γιατί με πείραξε το

άσθμα, κι έτσι περίμενα να καλυτερέψει και να ζεστ:άνει ο καιρός. Για τον ίδιο λόγο δεν κάνω όλο το ταξίδι σε μια μέρα, παρά το κόβω

στα δυο, κοιμάμαι μια βραδιά στο Καφενείο του Ταξιδιώτη κοντά

στο σταθμό (είναι πολύ καλό και καθαρό ξενοδοχείο) και γυρίζω στις έξι το πρωί με το τρένο. Θα μου πεις τώρα τι σχέση έχουν όλα

αυτά με τούτη την καλή κοπέλα; Θα σου απαντήσω αμέσως . Έμαθα

το γάμο του κυρίου Μπαουντερμπάη. Το διάβασα στην εφημερίδα,

Page 15: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 179

σαν κάτι πολύ σπουδαίο ... Ω! Τι σπουδαίο που ήταν αλήθεια!» τόνι­

σε με παράξενο ενθουσιασμό η γριά «Και θέλω να δω τη γυναίκα

του. Δεν την έχω δει ποτέ μου. Θα το πιστέψεις πως από το μεσημέ­

ρι δε βγήκε καθόλου έξω από το σπίτι; Για να μην πάει λοιπόν χαμέ­

νος ο κόπος μου, είπα να κάνω ακόμα μερικές βόλτες. Έτσι, συνά­

ντησα δυο τρεις φορές αυτή την καλή κοπέλα, κι επειδή το προσω­

πάκι της είναι τόσο καλόγνωμο, της μίλησα και μου μίλησε και κεί­

νη. Αυτό ήταν!» είπε η γριά στο Στέφανο . «Όλα τ' άλλα μπορείς να

τα μαντέψεις μονάχος σου, πιο γρήγορα απ' ό,τι θα στα 'λεγα εγώ!»

Για μια ακόμα φορά ο Στέφανος χρειάστηκε να πνίξει μέσα του

την αυθόρμητη αντιπάθεια που ένιωθε γι' αυτή τη γριά, μόλο που ο

τρόπος της ήταν όσο γίνεται απλός και τίμιος. Με μια καλοσύνη,

που ήταν τόσο φυσική σ' αυτόν όσο ήξερε πως ήταν και στη Ραχήλ,

συνέχισε τη συζήτηση πάνω στο θέμα που κινούσε το ενδιαφέρον

της γριάς .

«Εγώ λοιπόν, κυρούλα» είπε, «έχω δει την κυρία, κι είναι νέα κι

όμορφη. Με μεγάλα, μαύρα, στοχαστικά μάτια και τόσο ήσυχη και

απλή, Ραχήλ, όσο δεν έχω δει άλλη!»

«Νέα κι όμορφη, ναι!» φώναξε καταχαρούμενη η γριά. «Δρο­

σερή σαν το ρόδο! Και τι ευτυχισμένη γυναίκα!»

«Ναι, κυρούλα, φαντάζομαι πως θα 'ναι ευτυχισμένη>> είπε ο

Στέφανος. Μα έριξε ένα βλέμμα στη Ραχήλ γεμάτο αμφιβολία .

«Φαντάζεσαι πως θα 'ναι; Πρέπει να 'ναι! Δεν είναι η γυναίκα

του αφεντικού σου;>> ρώτησε η γριά.

Ο Στέφανος έγνεψε καταφατικά.

«Αν και, όσο γι' αυτό>> είπε ρίχνοντας μια ματιά στη Ραχήλ,

«δεν είναι πια αφεντικό μου. Τέλειωσαν όλα μεταξύ μας>>.

«Έφυγες από το εργοστάσιό του, Στέφανε;» ρώτησε ζωηρά κι

ανήσυχα η Ραχήλ.

«Να σου πω, Ραχήλ» αποκρίθηκε, «είτε εγώ έφυγα από το ερ­

γοστάσιο, είτε το εργοστάσιο έφυγε από μένα, το ίδιο πράγμα εί­

ναι. Εγώ και το εργοστάσιό του χωρίσαμε. Καλύτερα έτσι -αυτό

σκεφτόμουν όταν σας είδα. Θα 'χα ένα σωρό στενοχώριες, αν έμε­

να. Μπορεί αυτό να 'ναι καλό για πολλούς άλλους μπορεί να 'ναι καλό καL γLα μένα. Μα όπως και να 'ναι, δε γίνεται αλλιώς. Για την

ώρα, αγαπητή μου, πρέπει να φύγω από το Κοκτάουν και να γυρέ­

ψω αλλού την τύχη μου, ξαναρχίζοντας τη ζωή μου>>.

Page 16: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

180 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΓΙΚΕΝΣ

«Πού θα πας, Στέφανε;»

«Δεν ξέρω ακόμα» είπε βγάζοντας το καπέλο του και στρώνο­ντας τα μαλλιά του με την παλάμη του. «Μα δε θα φύγω απόψε,

Ραχήλ· ούτε κι αύριο. Δεν είναι εύκολο ν' αποφασίσω πού θα πάω, μα δε θα χάσω δα και το κουράγιο μου».

Του 'δινε θάρρος το συναίσθημα πως η σκέψη του δεν είχε κα­

μιά ιδιοτέλεια. Πριν ακόμα κλείσει καλά καλά την πόρτα του κυ­

ρίου Μπαουντερμπάη, είχε συλλογιστεί πως ήταν καλό για τη Ρα­

χήλ που αυτός θ' αναγκαζόταν να φύγει, γιατί έτσι δε θα 'χε πια το

φόβο να εκτεθεί επειδή δεν έκοψε κάθε σχέση μαζί του. Μόλο

που θα του στοίχιζε πολύ να την αφήσει και μόλο που δεν ήξερε

κανένα άλλο μέρος σαν το Κοκτάουν, όπου θα μπορούσε να πάει,

χωρίς να τον κυνηγάει η καταδίκη του, ίσως ήταν σχεδόν ξαλά­

φρωμα γι' αυτόν που θ' αναγκαζόταν να φύγει από τη δοκιμασία

των τελευταίων τεσσάρων ημερών, έστω κι αν ακόμα πήγαινε να

συναντήσει άγνωστες δυσκολίες και στενοχώριες.

Της είπε λοιπόν με κάθε ειλικρίνεια :

«Δεν είναι τόσο δύσκολο, Ραχήλ, όσο το φοβήθηκα στην αρχή» .

Εκείνη δεν ήθελε να μεγαλώσει το βάρος της δυστυχίας του.

Του απάντησε μ' ένα παρήγορο χαμόγελο και συνέχισαν κι οι

τρεις μαζί το δρόμο τους.

Τα γεράματα, και ιδιαίτερα όταν προσπαθούν να φαίνονται

πρόσχαρα κι ευχαριστημένα από τον εαυτό τους, βρίσκουν πολλ1Ί

κατανόηση στους φτωχούς. Κι οι δυο τους είχαν πολύ συμπαθήσει

τη γριά, γιατί έδειχνε τόση εγκαρτέρηση και αξιοπρέπεια και τό­

σο λίγο παραπονιόταν για τις γεροντικές aρρώστιες της, αν και εί­

χαν χειροτερέψει από τότε που είδε για πρώτη φορά το Στέφανο.

Ήταν αρκετά ευκίνητη ώστε να μην αναγκάζει τους άλλους να

περπατούν σιγά για χάρη της, ένιωθε ευγνωμοσύνη όταν της μι­

λούσαν κι ήταν πρόθυμη ν' ανοίξει aτέλειωτες συζητήσεις. Έτσι,

όταν έφτασαν στη δικ1Ί τους τη συνοικία, έγινε πιο ζωηρ1i και πιο

εύθυμη.

«Έλα στο φτωχικό μου, κυρούλα» είπε ο Στέφανος;. «να πάρεις

ένα φλιτζάνι τσάι· έτσι θα μπορέσει να 'ρθει κι η Ραχήλ. Ύστερα

θα σε πάω εγώ στο ξενοδοχείο σου. Ποιος ξέρει, Ραχήλ, πότε θα

ξανασυναντηθούμε!»

Δέχτηκαν, και πήγαν κι οι τρεις μαζί στο σπίτι του Στέφανου.

Page 17: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 181

Όταν έστριψαν στο στενό δρομάκι, ο Στέφανος έριξε μια ματιά

στο παράθυρό του, μ' έναν τρόμο που τον συνόδευε πάντα κάθε

φορά που γύριζε στην ερημική του κατοικία· μα όχι, ήταν ανοιχτό,

όπως το 'χε αφήσει. Κανείς δεν ήταν εκεί. Το κακό πνεύμα της ζω­

ής του είχε πάλι πετάξε ι μακριά, κι από τότε δεν είχε άκούσει τί­

ποτα γι' αυτό. Το μόνο που μαρτυρούσε το τελευταίο του πέρασμα

ήταν τα λιγότερα έπιπλα του σπιτιού του και τα περισσότερα γκρί­

ζα μαλλιά του.

Άναψε ένα σπαρματσέτο, έβγαλε το μικρό τραπεζάκι του τσα­

γιού, πήρέ ζεστό νερό από κάτω, κι αγόρασε λίγο τσάι και ζάχαρη,

ένα καρβέλι και λίγο βούτυρο από το πιο κοντινό μαγαζί. Το ψωμί

ήταν αφράτο και καλοψημένα, το βούτυρο ήταν φρέσκο κι η ζάχα­

ρη σε καραμέλες, φυσικά -για να επιβεβαιωθεί η επίμονη μαρτυ­

ρία των μεγιστάνων του Κοκτάουν πως οι άνθρωποι αυτοί ζούσαν

σαν πρίγκιπες, κύριε. Η Ραχήλ έφτιαξε το τσάι (για μια τόσο με­

γάλη συντροφιά χρειάστηκε να δανειστούν ένα φλιτζάνι) κι η γριά

ευχαριστήθηκε εξαιρετικά. Ήταν η πρώτη φορά, από πολλές μέ­

ρες, που ο Στέφανος ένιωθε τη χαρά της επικοινωνίας με άλλους

ανθρώπους. Κι ο ίδιος, μόλο που ο κόσμος ανοιγόταν μπροστά του

σαν μια απέραντη κι άγονη έρημος, κάθισε μ' ευχαρίστηση στο

τραπέζι -ένα ακόμα επιχείρημα για τους μεγιστάνες, που υποστή­

ριζαν πάντα πως οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν καθόλου το πνεύμα

της οικονομίας, κύριε.

«Ακόμα δε σκέφτηκα να ρωτήσω τ' όνομά σου, κυρούλα>> είπε ο

Στέφανος.

Η γριά συστήθηκε σαν κυρία Πέγκλερ.

«Θα 'στε χήρα;» είπε ο Στέφανος.

«Ω! από πολλά χρόνια!» Ο άντρας της κυρίας Πέγκλερ (ένας

από τους καλύτερους του κόσμου) είχε πεθάνει, κατά τους υπολο­

γισμούς της κυρίας Πέγκλερ, πριν γεννηθεί ο Στέφανος.

«Κρίμα να χάσετε έναν τόσο καλό σύζυγο>> είπε ο Στέφανος.

«Έχετε παιδιά;>>

Το φλιτζάνι της κυρίας Πέγκλερ, καθώς άφησε ένα τρεμουλια­

στό ήχο, καταχτυπώντας πάνω στο πιατάκι που κρατούσε στο χέρι

της, έδειξε πως η γριά ένιωσε κάποια νευρικότητα.

«'Οχι» είπε. «Δεν έχω πια, δεν έχω πια».

«Πέθαναν, Στέφανε>> είπε σιγά η Ραχήλ.

Page 18: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

182 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

«Να με συμπαθάτε που σας ρώτησα» είπε ο Στέφανος. «Έπρεπε ·

να σκεφτώ πως ίσως ν' άγγιζα κάποια πληγή. Εγώ ... εγώ φταίω». Καθώς της μιλούσε έτσι, το φλιτζάνι της γριάς άρχισε να κατα­

χτυπάει ολοένα πιο δυνατά. «Είχα ένα γιο» είπε με μια παράξενη

έκφραση πόνου, που δεν είχε κανένα από τα συνηθισμένα γνωρί­

σματα της λύπης, «Κι ήταν ευτυχισμένος, πολύ ευτυχισμένος. Μα

δεν πρέπει να μιλάμε γι' αυτόν, σας παρακαλώ. Είναι ... » Ακουμπώ­ντας το φλιτζάνι της στο τραπέζι, έκανε με τα χέρια της μια κίνηση,

σαν να 'θελε να πει «νεκρός!» Ύστερα είπε δυνατά: «Τον έχασα».

Ακόμα δεν είχε σβήσει η λύπη του Στέφανου για τον πόνο που

'χε δώσει στη γριά, όταν η σπιτονοικοκυρά του ανέβηκε σκουντου­φλώντας τη στενή σκάλα και φωνάζοντάς τον στην πόρτα του ψι­

θύρισε κάτι στ' αυτί. Η κυρία Πέγκλερ, που δεν ήταν καθόλου

κουφή, άκουσε τ' όνομα που του ψιθύρισε.

«0 Μπαουντερμπάη!» φώναξε με πνιγμένη φωνή και πετάχτη­κε μακριά απ' το τραπέζι. «Ω, κρύψτε με! Να μη με δει, για τ' όνο­

μα του Θεού! Μην τον αφήσετε να μπει ώσπου να φύγω. Σας πα­

ρακαλώ, σας παρακαλώ». Έτρεμε όλη κι ήταν υπερβολικά ταραγ­

μένη. Καθώς η Ραχήλ προσπαθούσε να την ησυχάσει, εκείνη κρυ­

βόταν από πίσω της και φαινόταν σαν να τα 'χε ολότελα χαμένα.

«Για στάσου, κυρούλα μου, ησύχασε» είπε ο Στέφανος γεμάτος

κατάπληξη . «Δεν είναι ο κύριος Μπαουντερμπάη, είναι η γυναίκα

του. Δεν πιστεύω να τη φοβάσαι. Πριν από μια ώρα ήσουν ξετρε­

λαμένη μαζί της».

«Μα είσαι βέβαιος πως είναι η κυρία κι όχι ο κύριος;» ρώτησε

τρέμοντας ακόμα η γριά.

«Βεβαιότατος!»

«Τότε κάντε μου τη χάρη να μη μου μιλάτε εμένα, κι ούτε να με

προσέχετε καθόλου» είπε η γριά, «να μ' αφήσετε μόνη μου σ' αυτή

τη γωνιά».

Ο Στέφανος κούνησε καταφατικά το κεφάλι -και κοίταξε τη

Ραχήλ ζητώντας μια εξήγηση, που εκείνη ήταν ολότελα ανίκανη

να του δώσει- πήρε το σπαρματσέτο, κατέβηκε κάτω και σε λίγο

γύρισε, φέγγοντας στη Λουίζα να μπει μέσα στο δωμάτιο. Τη συ­

νόδευε το κουτάβι.

Η Ραχήλ είχε σηκωθΕί και στΕκόταν παράμερα, κρατώντας στο

χέρι το καπέλο και το σάλι της, όταν ο Στέφανος, πολύ παραξενε-

Page 19: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 183

μένος κι αυτός από τούτη την επίσκεψη, έβαλε το σπαρματσέτο

στο τραπέζι. Ύστερα στάθηκε κι εκείνος, με το χέρι του ακουμπι­

σμένο κλειστό πάνω στο τραπέζι, κοντά στο σπαρματσέτο, περιμέ-

νοντας να του μιλήσει. . Για πρώτη φορά στη ζωή της, η Λουίζα έμπαινε στο σπίτι ενός

εργάτη του Κοκτάουν· για πρώτη φορά στη ζωή της, βρισκόταν πρό­

σωπο με πρόσωπο μ' έναν απ' αυτούς. Ήξερε πως ήταν πάρα πολ­

λοί, εκατοντάδες, χιλιάδες. Ήξερε τι απόδοση σε δουλειά μπορού­

σε να 'χει, σ' έναν ορισμένο χρόνο, ένας ορισμένος αριθμός απ' αυ­

τούς. Ήξερε πως μπαινόβγαιναν κοπαδιαστά στις φωλιές τους, σαν

τα μυρμήγκια και τα σκαθάρια. Μα από τα βιβλία που 'χε διαβάσει

ήξερε πολύ περισσότερα για τις συνήθειες που έχουν αυτά τα φιλό­

πονα έντομα, παρά για τους ανθρώπους της δουλειάς.

Κάτι που το βάζουν να δουλεύει τόσο, το πληρώνουν τόσο, κι αυ­

τό είν' όλο. Κάτι που ρυθμίζεται αλάθευτα από τους νόμους της

προσφοράς και της ζήτησης κάτι που καμιά φορά πήγαινε ενάντια

σ' αυτούς τους νόμους και δημιουργούσε δυσκολίες κάτι που σφίγ­

γει το ζωνάρι του όταν το σιτάρι είναι ακριβό και υπερτιμά τον εαυ­

τό του όταν το σιτάρι είναι φτηνό· κάτι που μεγαλώνει τόσο τα εκα­

τό το χρόνο, και τροφοδοτεί κατά ένα τόσο ποσοστό το έγκλημα και

κατά ένα τόσο ποσοστό τη ζητιανιά· ένα είδος χονδρικής εκμετάλ­

λευσης, που. χρησιμεύει για να φτιάχνονται τεράστιες περιουσίες

κάτι που καμιά φορά ξεσηκώνεται, σαν φουρτουνιασμένη θάλασ•

σα, και κάνει μερικές καταστροφές και ζημιές (πιο πολύ στον ίδιο

τον εαυτό του) κι ύστερα πάλι ξαναπέφτει. Κάτι τέτοιο ήξερε πως

ήταν οι εργάτες του Κοκτάουν. Μα δεν είχε ποτέ σκεφτεί να ξεχω­

ρίσει αυτό το κάτι σε άτομα, όπως ποτέ δεν είχε σκεφτεί να ξεχωρί­

σει τη θάλασσα στις σταγόνες που την αποτελούσαν.

Στάθηκε για μια στιγμή κοιτάζοντας ολόγυρα το δωμάτιο . Το βλέμμα της έπεσε στις λίγες καρέκλες, τα λίγα βιβλία, τις φτηνές

ζωγραφιές και το κρεβάτι, έπειτα κοίταξε τις δυο γυναίκες και το

Στέφανο .

~~ΎστΕρα απ' όσα έγιναν σήμεοα στο σπίτι μου, ήρθα για να

σας πω κάτι. 9α 'θελα να σαs βοηθήσω, αν μου ιοnιτρέπcτc. Αυτή

είναι η κυρία σας;»

Η Ραχήλ σήκωσε τα μάτια της, που της απάντησαν καθαρά

«όχι», κι ύστερα τα χαμήλωσε πάλι.

Page 20: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

184 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΤΙΚΕΝΣ

«Θυμάμαι» είπε η Λουίζα, κοκκινίζοvtας για το λάθος της, «θυ­

μάμαι πως άκουσα τις οικογενειακές σας aτυχίες, αν και δεν πρό­

σεξα τις λεπτομέρειες . Δεν είχα την πρόθεση να ρωτήσω κάτι που

θα μπορούσε να πικράνε ι κάποιον εδώ μέσα. Αν τύχει και ξανακά­

νω καμιά ερώτηση που να 'χει το ίδιο αποτέλεσμα, σας παρακαλώ

να μη με παρεξηγήσετε, γιατί δεν ξέρω πώς πρέπει να σας μιλάω».

Όπως πριν λίγη ώρα ο Στέφανος απευθυνόταν αυθόρμητα σ' αυ­

τήν, έτσι κι εκείνη τώρα απευθυνόταν αυθόρμητα στη Ραχήλ. Ο τρό­

πος της, κοφτός κι απότομος, ήταν ωστόσο διστακτικός και δειλός.

«Σας είπε την ιστορία που είχε με τον άντρα μου; Ασφαλώς σε

σας θα βρίσκει καταφύγιο στις δύσκολες στιγμές της ζω1Ίς του».

«Άκουσα το τέλος της, μικρή μου κυρία» είπε η Ραχήλ.

«Αν κατάλαβα καλά, μια και τον έδιωξαν από ένα εργοστάσιο,

δεν μπορεί πια να βρει εργασία σε άλλο; Μου φαίνεται πως είπε

κάτι τέτοιο».

«Είναι πολύ δύσκολο, μικρή μου κυρία -σχεδόν αδύνατο- για

έναν εργάτη που έχει βγάλει κακό όνομα ανάμεσα στους εργο­

στασιάρχες>>.

«Τι εννοείτε κακό όνομα;»

«Το όνομα του ταραχοποιού>>.

«Ώστε λοιπόν αυτός θυσιάζεται έτσι κι αλλιώς, είτε από τις

προκαταλήψεις της δικής του της τάξης είτε από τις προκαταλή­

ψεις της άλλης. Είναι λοιπόν τόσο βαθιά χωρισμένες οι δυο αυτές

τάξεις σ' αυτή την πόλη, που να μην υπάρχει θέση μεταξύ τους για

έναν τίμιο εργάτη;»

Η Ραχήλ κούνησε σιωπηλά το κεφάλι.

«Κίνησε τις υποψίες των συναδέλφων του>> είπε η Λουίζα, «για­

τί είχε, λέει, δώσει την υπόσχεση να μην μπει στο σωματείο τους.

Σε σας θα 'χει δώσει, πιστεύω, αυτή την υπόσχεση. Μπορώ να ρω­

τήσω γιατί την έδωσε;>>

Η Ραχήλ ξέσπασε σε κλάματα. «Δεν του ζήτησα ποτέ τέτοιο

πράγμα. Καημένο παιδί! Τον παρακάλεσα μονάχα ν' αποφεύγει

τις φασαρίες, για το καλό του, μα δε φαντάστηκα πως θα γινόμουν

αιτία να φτάσει ώς εκεί το πράγμα. Ξέρω όμως πως θα προτιμού­

σε να πεθάνει εκατό φορές, παρά να μην κρατήσει το λόγο του. Όσο γι' αυτό, τον ξέρω καλά!»

Ο Στέφανος έμενε ακίνητος και προσεχτικός, στην ίδια πάvtα

Page 21: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 185

σκεφτική στάση του, με το χέρι στο πηγούνι. Μίλησε, κι η φωνή

του δεν είχε πια τη συνηθισμένη της σταθερότητα.

«Κανείς άλλος, εκτός από μένα, δεν μπορεί να ξέρει γιατί και

πόσο τιμώ κι αγαπώ και σέβομαι τη Ραχήλ. Όταν της έδωσα αυτή

την υπόσχεση, της είπα ειλικρινά πως ήταν ο άγγελος της ζωής

μου. Η υπόσχεσή μου ήταν ιερή. Και την έδωσα για πάντα» .

Η Λουίζα γύρισε το πρόσωπό της προς το μέρος του και το χαμή­

λωσε μ' ένα αίσθημα σεβασμού, που ήταν ολότελα καινούριο γι' αυ­

τήν. Κοίταξε ύστερα τη Ραχήλ και το πρόσωπό της γλύκανε. «Τι σκέ­

φτεστε να κάνετε;» τον ρώτησε. Κι η φωνή της είχε το ίδιο γλυκάνει.

«Τι να κάνω, κυρία» είπε ο Στέφανος μ' ένα χαμόγελο, προ­

σπαθώντας όσο μπορούσε να πάρει πρόσχαρο ύφος. <<Μόλις ξε­

μπερδέψω μ' αυτά που έχω στη μέση, πρέπει να φύγω από δω και

να γυρέψω αλλού δουλειά. Τυχερός ή άτυχος, πρέπει κανένας να

κάνει ό,τι μπορεί. Τίποτα δε γίνεται χωρίς προσπάθεια -εκτός αν

θέλει κανείς να ξαπλώσει καταγής και να πεθάνει».

<<Πώς θα ταξιδέψετε;»

«Με τα πόδια, καλή μου κυρία, με τα πόδια>> .

Η Λουίζα κοκκίνισε κι ένα πορτοφόλι φάνηκε στο χέρι της.

Ακούστηκε το σούρσιμο ενός χαρτονομίσματος που το ξεδίπλωσε

και τ' απόθεσε στο τραπέζι.

<<Θέλεις, Ραχήλ, να του πεις εσύ -γιατί εσύ ξέρεις τον τρόπο,

χωρίς να τον προσβάλεις- πως αυτό μπορεί να το πάρει ελεύθερα,

για το ταξίδι του; Θέλεις να τον παρακαλέσεις να το δεχτεί;»

«Αυτό δεν μπορώ να το κάνω, μικρή μου κυρία>> απάντησε εκεί­

νη, γυρίζοντας αλλού το πρόσωπο. <<Ο Θεός να σας ευλογεί που

σκεφτήκατε να του δείξετε αυτή την καλοσύνη. Ωστόσο, μονάχα

εκείνος ξέρει την καρδιά του . Ας κάνει λοιπόν ό,τι τον φωτίσει».

Η Λουίζα φάνηκε στην αρχή διστακτική, ύστερα ταράχτηκε, συ­

γκλονίστηκε από μια ξαφνική συμπόνια, όταν είδε αυτόν τον άνθρω­

πο, που 'χε τόση αυτοκυριαρχία, που ήταν τόσο απλός και σταθερός

στη συζήτηση που 'χε πριν από λίγο με τον άντρα της, να χάνει μέσα

σε μια στιγμή την ψυχραιμία του και να στέκεται τώρα έτσι, μc; το

πρόσωπο σκεπασμένο απ' το ένα του χέρι. Άπλωσε το δικό της, σαν

να 'θελε να τον αγγίξει· ύστερα συγκρατήθηκε κι έμεινε ακίνητη.

«Ακόμα κι η Ραχήλ» είπε ο Στέφανος, όταν ξεσκέπασε το πρό­

σωπό του, <<δε θα μπορούσε να βρει λόγια που να κάνουν πιο ευ-

Page 22: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

186 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

γενική μια τέτοια προσφορά. Για να σας δείξω πως δεν είμαι πα­

ράλογος κι αχάριστος, θα πάρω δυο λίρες. Θα τις δανειστώ και θα

σας τις δώσω αργότερα πίσω. Για μένα θα 'ναι η μεγαλύτερη ευ­

χαρίστηση να δουλέψω για να μπορέσω να δείξω ακόμα μια (pο­ρά, πληρώνοντας το χρέος μου, την αιώνια ευγνωμοσύνη μου γι'

αυτή σας την καλοσύνη».

Η Λουίζα αναγκάστηκε να πάρει το χαρτονόμισμα αντικαθι­

στώντας το με το πολύ μικρότερο ποσό που είχε δεχτεί ο Στέφα­

νος. Ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν ούτε κομψός, ούτε ωραίος, ούτε

γραφικός, κι όμως ο τρόπος που δέχτηκε την προσφορά της κι

έδειξε την ευγνωμοσύνη του, χωρίς περιττά λόγια, είχε τόση χάρη,

όση δε θα μπορούσε ο λόρδος Τσέστερφιλντ να διδάξει στο γιο του μέσα σ' έναν ολόκληρο αιώνα.

Ο Τομ είχε καθίσει στο κρεβάτι, κουνώντας το ένα του πόδι και

πιπιλίζοντας το μπαστούνι του, μ' αρκετή ώς εκείνη τη στιγμή

αδιαφορία. Βλέποντας τώρα την αδερφή του έτοιμη να φύγει, ση­

κώθηκε κάπως βιαστικά και είπε :

«Περίμενε μια στιγμή, Λου. Ήθελα να μιλΊΊσω λίγο μαζί του,

πριν φύγουμε. Σκέφτηκα κάτι. Αν θέλεις να 'ρθεις μαζί μου έξω

στη σκάλα, Μπλάκπουλ, θα σου πω εκείνο που θέλω. Μη γυρεύεις

φως!>> Ο Τομ έδειξε μεγάλη ανυπομονησία, καθώς είδε τον Στέφα­

νο να πηγαίνει στο ντουλάπι για να πάρει κερί. «Δε χρειάζεται>>.

Ο Στέφανος βγήκε έξω μαζί του κι ο Τομ έκλεισε την πόρτα χω­

ρίς ν' αφήσει το πόμολο από το χέρι του.

«Άκου!» ψιθύρισε. «Νομίζω πως μπορώ κι εγώ να σε βοηθήσω.

Μη με ρωτάς πώς, γιατί μπορεί να μην πετύχω. Μα δε χάνω τίποτα

να δοκιμάσω».

Η ανάσα του έπεφτε σαν μια πύρινη φλόγα στ' αυτί του Στέφα­

νου, τόσο ήταν καυτή.

<<Αυτός που σου 'φερε την ειδοποίηση να 'ρθεις απόψε, ήταν ο

κλητήρας μας. Λέω ο κλητήρας μας, γιατί κι εγώ εργάζομαι στην

Τράπεζα>>.

Τι βιάση που έχει, σκέφτηκε ο Στέφανος. Μιλούσε τόσο μπερ­

δεμένα .

«Λοιπόν» είπε ο Τομ, «άκου τώρα! Πότε φεύγεις; >>

«Σήμερα είναι Δευτέρα» απάντησε ο Στέφανος λογαριάζοντας

τις μέρες, «λέω να φύγω Παρασκευή-Σάββατο κύριε» .

Page 23: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 187

«Παρασκευή-Σάββατο» είπε ο Τομ. «Κοίτα να δεις! Δεν είμαι

βέβαιος αν θα μπορέσω να κάνω αυτό που θέλω για σένα -η κυρία

που είναι μέσα, ξέρεις, είναι αδερφtΊ μου- ίσως όμως κάτι να κα­

ταφέρω, μα κι αν δεν πετύχω, δε χάλασε ο κόσμος. Δε μου λες, αν

ξαναδείς τον κλητήρα μας, θα τον γνωρίσεις;»

«Ναι, βέβαια» είπε ο Στέφανος.

«Ωραία>> αποκρίθηκε ο Τομ. «Τις μέρες που θα μείνεις ακόμα

εδώ, όταν σχολνάς το βράδυ από τη δουλειά σου, κάνε καμιά ώρα

βόλτες γύρω στην Τράπεζα. Αν τύχει και σε δει, να κάνεις εντελώς

τον αδιάφορο, γιατί δε θα τον βάλω να σου μιλήσει, παρά μονάχα

αν βεβαιωθώ εντελώς πως μπορώ να σου κάνω την εξυπηρέτηση

που θέλω. Στην περίπτωση αυτή , θα σου δώσει ένα σημείωμα ή

μια ειδοποίηση, αλλιώς τίποτα. Για πες μου τώρα, είσαι βέβαιος

πως κατάλαβες; >>

Μες στο σκοτάδι, είχε περάσει ένα του δάχτυλο σε μια κουμπό­

τρυπα του σακακιού του Στέφανου, και έστριβε ολοένα και πιο

σφιχτά την άκρη του ρούχου του, μ' έναν παράξενο τρόπο.

«Κατάλαβα, κύριε>> είπε ο Στέφανος.

«Κοίτα δω, τώρα!>> ξανάπε ο Τομ. «Πρόσεξε μην κάνεις κανένα

λάθος ή μην ξεχάσεις τίποτα. Μόλις γυρίσω στο σπίτι, θα πω το

σχέδιό μου στην αδερφή μου κι είμαι βέβαιος πως θα το εγκρίνει.

Εντάξει, λοιπόν; Τα κατάλαβες όλα; Ωραία ! Πάμε, Λου ! »

Άνοιξε με μια σπρωξιά την πόρτα και φώναξε την αδερφή του, μα

δεν ξαναμπήκε ο ίδιος στο δωμάτιο κι ούτε περίμενε να του φέξουν

για να κατεβεί τη στενή σκάλα. Είχε φτάσει στο τελευταίο σκαλοπά­τι όταν εκείνη άρχισε να κατεβαίνει, κι όταν επιτέλους τον πρόλαβε

και τον έπιασε από το μπράτσο είχαν βγει κιόλας στο δρόμο.

Η κυρία Πέγκλερ έμε ινε στη γωνιά της, ώσπου έφυγαν τα δυο

αδέρφια και γύρισε ο Στέφανος με το σπαρματσέτο στο χέρι. Βρι­

σκόταν σε μια έκσταση θαυμασμού για την κυρία Μπαουντερ­

μπάη και, σαν ακατανόητη γριά που ήταν, άρχισε να κλαίει «γιατί

ήταν τόσο όμορφη και γλυκιά ! >> Ωστόσο όμως η κυρία Πέγκλερ

ήταν πολύ ανήσυχη μήπως κατά τύχη ξαναγυρίσει το αξιοθαύμα­

στο αυτό πρόσωπο που τόσο την είχε συγκινήσει ή έρθει κανένας

άλλος. Έτσι έχασε εντελώς το κέφι της κείνο το βράδυ. Ήταν κιό­

λας αργά για τους ανθρώπους που ξυπνούν αχάραγα και δουλεύ­

ουν σκληρά· γι' αυτό η συντροφιά διαλύθηκε· ο Στέφανος κι η Ρα-

Page 24: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

188 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

χήλ συνόδεψαν την αλλόκοτη γνωριμιά τους ώς την πόρτα του Κα­

φενείου του Ταξιδιώτη, όπου την άφησαν κι έφυγαν.

Περπάτησαν μαζί ώς τη γωνιά του δρόμου όπου καθόταν η Ρα­

χήλ, κι όσο περισσότερο πλησίαζαν, τόσο πιο πολύ τους τύλιγε η

σιωπή . Κι όταν έφτασαν στη σκοτεινή γωνιά, όπου έπαιρναν τέλος

οι σπάνιες συναντήσεις τους, σταμάτησαν, σιωπηλοί πάντα, σαν

να φοβούνταν κι οι δυο να μιλήσουν.

«Θα προσπαθήσω να σε ξαναδώ, Ραχήλ, πριν φύγω, αν όμως δε

σε δω ... »

«Δε θα με δεις, Στέφανε, το ξέρω. Το καλύτερο είναι να 'μαστε

ειλικρινείς μεταξύ μας» .

«Έχεις δίκιο. Αυτό είναι το καλύτερο και το πιο σωστό. Σκέ­

φτηκα, Ραχήλ, πως, καθώς δε μένουν παρά μια δυο μέρες ακόμα,

καλύτερα για σένα, αγαπημένη μου, να μη σε δουν μαζί μου . Μπο­

ρεί να βρεις το μπελά σου, χωρίς λόγο».

«Δε σκοτίζομαι γι' αυτό, Στέφανε . Ξέρεις όμως την παλιά μας

συμφωνία. Γι' αυτό δε θέλω».

«Σωστά, σωστά» είπε. «Όπως και να το πάρεις, αυτό είναι το

καλύτερο».

«Θα μου γράφεις το νέα σου, Στέφανε;»

«Ναι. Και τώρα δε μένει παρά να σ' αποχαιρετήσω. Ο Θεός μα­

ζί σου, Ραχήλ, να σ' ευλογεί και να σου πληρώσει, Αυτός που είναι

άξιος, τα όσα έχεις κάνει για μένα».

«Και μαζί σου, Στέφανε , να σε προστατεύει εκεί που πας και να

σου χαρίσει πια ξεκούραση και γαλήνη».

«Σου το 'πα, αγαπημένη μου, κείνο το βράδυ» είπε ο Στέφανος

Μπλάκπουλ. «Κάθε φορά που θα σκέφτομαι ή θα βλέπω κάτι που

θα ξυπνά μέσα μου την οργή, θα σε νιώθω κοντά μου -εσένα, που

είσαι τόσο καλύτερή μου, να μου παραστέκεσαι . Να, και τώρα εσύ

με κάνεις να βλέπω πάλι τα πράγματα με καλύτερο μάτι. Ευλογη­

μένη να είσαι. Καλή σου νύχτα».

Δεν ήταν παρά ένας βιαστικός aποχαιρετισμός σ' έναν κοινό

δρόμο, κι όμως θα ήταν μια ιεQή ανάμνηση για τους: δυο εκείνους κοινούς ανθρώπους. Ωφελιμιστές οικονομολόγοι, δασκαλικά σκέ­

λεθρα, κομισάριοι της: πραγματικότητας, άπιστοι κομψοί και βα­

ριεστημένοι, όλοι εσείς που πρεσβεύετε και διακηρύσσετε πλήθος

από σκουριασμένες ιδέες, μην ξεχνάτε πως θα 'χετε πάντα κοντά

Page 25: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 189

σας φτωχούς ανθρώπους. Καλλιεργήστε λοιπόν μέσα τους, όσο εί­

ναι ακόμα καιρός, τη χαρά της φαντασίας και του αισθήματος, για

να στολίσουν μ' αυτά τη ζωή τους, που έχει ανάγκη από διακόσμη­

ση· γιατί αλλιώς, την ημέρα του θριάμβου σας, όταν θα 'χει χαθεί

κάθε ρομαντισμός από την ψυχή τους και θα ζουν μιαν αποστε­

γνωμένη ζωή , ή πραγματικότητα μπορεί να πάρει μορφή λύκου

και να σας καταπιεί!

Ο Στέφανος δούλεψε την άλλη μέρα και την παράλλη χωρίς ν'

ακούσει από κανέναν ένα λόγο παρήγορο. Τον aπόφευγαν όλοι.

Στο τέλος της δεύτερης μέρας είχε τελειώσει σχεδόν κι η δουλειά

του , στο τέλος της τρίτης το αργαλειό του ήταν άδειο πια .

Τις δυο πρώτες βραδιές, έκανε περισσότερο από μια ώρα έξω

από την Τράπεζα· μα τίποτα δεν έγινε, ευχάριστο ή δυσάρεστο.

Για να μη νομίζουν πως δεν κράτησε το λόγο του, αποφάσισε, την

τρίτη και τελευταία βραδιά, να περιμένει δυο ολόκληρες ώρες.

Η κυρία που έμενε άλλοτε στο σπίτι του κυρίου Μπαουντερ­

μπάη , καθόταν στο παράθυρο του πρώτου πατώματος, όπως την

είχε ξαναδεί· κι ο κλητήρας πότε της μιλούσε, πότε κοιτούσε το

παραθυρόφυλλο του ισογείου με την επιγραφή ΤΡΑΠΕΖΑ και πό­

τε πήγαινε στην πόρτα και στεκόταν στα σκαλοπάτια για να πάρει

αέρα. Την πρώτη φορά που βγήκε έξω, ο Στέφανος σκέφτηκε πως

ίσως να γύρευε αυτόν και πέρασε από κοντά του , μα ο κλητήρας

τον κοίταξε φευγαλέα με κείνα τα μάτια του που aνοιγόκλειναν

ολοένα και δεν είπε λέξη.

Ήταν πολύ για το Στέφανο να γυρίζει δυο ώρες στους δρόμους,

ύστερα από την κοπιαστική δουλειά της ημέρας. Πότε καθόταν

στο πεζούλι μιας πόρτας, πότε ακουμπούσε στον τοίχο κάτω από

κάποια στοά, πότε έκοβε βόλτες πάνω κάτω, πότε aφουγκραζόταν

το ρολόι της εκκλησιάς και πότε στεκόταν και κοίταζε τα παιδιά

που έπαιζαν στο δρόμο. Είναι φυσικό να κινήσει την προσοχή του

κόσμου ένας άνθρωπος που γυρίζει ώρες άσκοπα στους δρόμους.

Όταν πέρασε η πρώτη ώρα, ο Στέφανος άρχισε να νιώθει ένα δυ­

σάρεστο συναίσθημα, σαν να 'παιζε κάποιον ύποπτο ρόλο.

Ύστερα πέρασε ο φανοκόρος, αφήνοντας πίσω του , σ' όλο το

μάκρος του δρόμου, δυο σειρές από φώτα, πο't•, όσο πήγαινε,

μπερδεύονταν και χάνονταν στην απόσταση . Η κυρία Σπάρσιτ

έκλεισε το παράθυρο του πρώτου πατώματος, κατέβασε τις κουρ-

Page 26: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

190 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

τίνες κι ανέβηκε επάνω. Σε λίγο ένα φως aνηφόρισε τη σκάλα πί­

σω της, περνώντας πρώτα το φεγγίτη της πόρτας κι ύστερα τα δυο

παράθυρα της σκάλας. Κάποια στιγμή σάλεψε η μια άκρη της

κουρτίνας του δεύτερου πατώματος, σαν να 'χε βάλει εκεί το μάτι

της η κυρία Σπάρσιτ. Το ίδιο σάλεψε κι η άλλη άκρη, σαν να 'χε

βάλει εκεί το μάτι του ο κλητήρας. Κανείς δεν είχε ακόμα μιλήσει

στο Στέφανο. Ένιωσε μεγάλη ανακούφιση όταν πέρασαν οι δυο

ώρες. Έφυγε με γοργό βήμα, σαν να 'θελε ν' αποζημιωθεί για το

οκνό του περπάτημα επί δυο ολόκληρες ώρες.

Δεν είχε παρά ν' αποχαιρετήσει τη σπιτονοικοκυρά του και να

ξαπλώσει στο πρόχειρο κρεβάτι που του 'χε στρώσει στο πάτωμα·

γιατί το δέμα του ήταν έτοιμο, κι όλα είχαν ταχτοποιηθεί για την

αναχώρησή του . Ήθελε να βρίσκεται πολύ νωρίς έξω από την πό­

λη, πριν ξεχυθούν οι εργάτες στους δρόμους.

Μόλις χάραζε όταν, ρίχνοντας ένα βλέμμα aποχαιρετισμού στο

δωμάτιό του, με τη θλιβερή σκέψη πως ίσως και να μην το ξανά­

βλεπε, βγήκε έξω. Η πολιτεία ήταν τόσο έρημη· θα 'λεγες πως οι

κάτοικοί της προτίμησαν να την εγκαταλείψουν για να μην έρθουν

σε καμιά επαφή μαζί του. Όλα φαίνονταν χλομά κείνη την ώρα.

Ακόμα κι ο ήλιος, ανατέλλοντας, έχυσε μια τόσο χλομή απόχρωση

στην απεραντοσύνη τ' ουρανού, που την έκανε να μοιάζει με με­

λαγχολική θάλασσα.

Πέρασε από το μέρος όπου ήταν το σπίτι της Ραχήλ -μόλο που

δεν ήταν από κει ο δρόμος του· ύστερα από το δρόμο με τα κόκκι­

να τούβλα· από τα σιωπηλά εργοστάσια, που ακόμα δεν είχαν αρ­

χίσει να τρέμουν· από το σιδηροδρομικό σταθμό, όπου τα φώτα

κινδύνου χλόμιαζαν όσο προχωρούσε η μέρα· από την πολύπαθη

συνοικία του σιδηροδρόμου, όπου άλλα σπίτια ήταν μισογκρεμι­

σμένα κι άλλα μισοχτισμένα· από τις σκόρπιες επαύλεις με τα κόκ­

κινα τούβλα, τριγυρισμένες από καπνισμένα αειθαλή δέντρα, πα­

σπαλισμένα με βρώμικη σκόνη, σαν ακατάστατοι εραστές του τα­

μπάκου· από δρομάκια γεμάτα καρβουνόσκονη κι από ένα πολύ­

μορφο πλήθος aσκήμιες, ο Στέφανος έφτασε στην κορφή του λό­

φου και κοίταξε γύρω του.

Η μέρα λαμποκοπούσε πάνω στην πολιτεία και τα καμπανάκια

καλούσαν τους εργάτες για την πρωινή δουλειά. Στα σπίτια δεν εί­

χαν ανάψει ακόμα φωτιές, κι οι ψηλές καμινάδες νέμονταν μόνες

Page 27: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

ΔΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 191

τους τον ουρανό. Ξ ε χύνοντας τους φαρμακερούς καπνούς τους, θα

τον έκρυβαν σε λίγο ολότελα· μα για μισή ώρα, πολλά παράθυρα

της πολιτείας έλαμπαν χρυσά, δείχνοντας έτσι στους κατοίκους

του Κοκτάουν, σαν μέσα από ένα καπνισμένο γυαλί, έναν ήλιο

που βρισκόταν σ' αιώνια έκλειψη.

Τι θαυμαστή αλλαγή να φεύγεις από τις καμινάδες των εργο­

στασίων και να βρίσκεσαι άξαφνα ανάμεσα στα πουλιά! Τι θαυ­

μαστή αλλαγή να νιώθε ις τις σκόνες του δρόμου κάτω απ' τα πόδια

σου, αντί το καρβουνίδι! Τι παράξενο να 'χεις φτάσει σ' αυτή την

ηλικία κι όμως να νιώθεις πως είσαι παιδί, αυτό το καλοκαιριάτι­

κο πρωινό! Μ' αυτούς τους ρεμβασμούς και με το δέμα κάτω από

τη μασχάλη, ο Στέφανος άπλωνε το βλέμμα του εξεταστικό σ' όλο

το μάκρος του μεγάλου δρόμου . Και τα δέντρα έγερναν από πάνω

του και του ψιθύριζαν πως άφηνε πίσω του μια πιστή καρδιά που

τον αγαπούσε.

Page 28: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

ΚΕΦΑΛΑΙ07

ΗΜΠΑΡΟΥΊ'Η

ο ΚΥΡΙΟΣ ΤΖΕΗΜΣ ΧΑΡΤΧΑΟΥΖ, θέλοντας να δει τι

μπορούσε να κάνει για το κόμμα της εκλογής του, άρχι­

σε να λογαριάζει τους ψήφους που πίστευε κερδισμέ­

νους. Με μερικές ακόμα διαφωτιστικές ομιλίες για τα σοφά πολι­

τικά κεφάλια, με λίγο ακόμα κομψό μπλαζεδισμό για την κοινω­

νία, γενικά με αρκετό σερβίρισμα κακοήθειας κάτω απ' την επί­

φαση της εντιμότητας, που είναι και το πιο αποτελεσματικό και το

πιο αγαπημένο απ' τα Θανάσιμα αμαρτήματα του καλού κόσμου,

άρχισε πολύ γρήγορα να λογαριάζεται σαν ένας άνθρωπος με

μέλλον . Το να μη σκοτίζεται ποτέ για τίποτα, ήταν γι' αυτόν ένα

μεγάλο πλεονέκτημα, που τον έκανε να φαίνεται σαν να 'ταν από

τα γεννοφάσκια του στο κόμμα των ανθρώπων της στέρεης πραγ­

ματικότητας, κι aντιπολιτευόταν όλα τ' άλλα, σαν γεμάτα συνειδη­

τή υποκρισία .

«Που ούτε κανείς από μας πιστεύει σ' αυτά, αγαπητέ μου κύριε

Μπαουντερμπάη, ούτε κι οι ίδιοι οι οπαδοί τους. Η μόνη διαφορά

ανάμεσα σε μας και στους προφέσορες της aρετής 1l της ευσπλα­

χνίας ή της φιλανθρωπίας -ή όπως θέλετε πέστε τους- είναι που

εμείς ξέρουμε πως όλα αυτά δεν έχουν καμιά σημασία και το λέ­

με, ενώ εκείνοι το ξέρουν το ίδιο καλά, μα δεν το λένε ποτέ!»

Γιατί τάχα θα 'πρεπε η Λουίζα να προσβληθεί ή ν' ανησυχήσει

μ' αυτά του τα κηρύγματα; Δεν είχαν δα καμιά ουσιαστική διαφο­

ρά απ' τις αρχές του πατέρα της, ή από τη δική της βασική μόρφω­

ση, για να την τρομάζουν τόσο. Πού ήταν η μεγάλη διαφορά ανά­

μεσα στις δυο σχολές, αφού κι οι δυο την κρατούσαν αλυσοδεμένη

στις υλικές πραγματικότητες και δεν την άφηναν να πιστέψει σε

Page 29: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ XPONIA 193

τίποτ' άλλο; Τι είχε στην ψυχή της που θα μπορούσε να το κατα­

στρέψει ο Τζέημς Χαρτχάουζ και που ο Θωμάς Γκραντγκράιντ το

είχε καλλιεργήσει εκεί, όταν η ψυχή της ήταν αθώα κι αγνή;

Στην περίπτωση τούτη ήταν ακόμα χειρότερα γι' αυτήν, γιατί το

πνεύμα της -που υπήρχε πριν ακόμα ο «εξόχως πρακτικός» πατέ­

ρας της καταπιαστεί με τη διαμόρφωσή του- σε μια απεγνωσμένη

προσπάθεια να πιστέψει σ' έναν κόσμο πιο aνοιχτόκαρδο και πιο

ευγενικό παρ' όσο τον είχε ακούσει, πάλευε ασταμάτητα με την

αμφιβολία και την αγανάκτηση. Με την αμφιβολία, γιατί της είχαν

πνίξει κάθε πνευματική ανάταση στα νεανικά της χρόνια· με την

αγανάκτηση, για την αδικία που της είχαν κάνει, κι ας είχε ακού­

σει ένα μονάχα αχνό ψιθύρισμα της αλήθειας . Σε μια φύση σαν τη

δική της, συνηθισμένη στην αυτοκαταστροφή, τόσο ταλαιπωρημέ­

νη και κομματιασμένη, η φιλοσοφία του Χαρτχάουζ ήρθε σαν μια

ανακούφιση και σαν μια δικαίωση. Αν όλα ήταν κούφια και χωρίς

αξία, τότε ούτε είχε χάσει, ούτε είχε θυσιάσει τίποτα. Τι σημασία

έχει, είπε στον πατέρα της, όταν της πρότεινε να πάρει τον άντρα

που πήρε. Τι σημασία έχει, έλεγε και τώρα. Ρωτούσε τον εαυτό

της, με μια υπεροπτική αυτοπεποίθηση: Τι σημασία έχει οτιδήπο­

τε; ... και τραβούσε το δρόμο της. Για πού; Β1Ίμα το βήμα, προχωρούσε και κατέβαινε προς το

τέρμα, μα τόσο αργά κι ανεπαίσθητα, που πίστευε πως έμενε aσά­

λευτη. Όσο για τον κύριο Χαρτχάουζ, ούτε κι ο ίδιος σκεφτόταν ή

σκοτιζόταν για το πού τραβάει. Δεν είχε κανένα ιδιαίτερο πρό­

γραμμα ή σχέδιο μπροστά του· ακόμα και τα πάθη του δεν ήταν

αρκετά δραστήρια, για να ταράζουν τη βαριεστημάρα του. Για την

ώρα διασκέδαζε κι έδειχνε ενδιαφέρον, όσο ταίριαζε σ' έναν τό­

σο κομψό τζέντλεμαν· ίσως μάλιστα περισσότερο παρ' όσο θα του

επέτρεπε η φήμη του να παραδεχτεί. Λίγο ύστερα από τον ερχομό

του στο Κοκτάουν, έγραψε νωχελικά στον αδερφό του, το αξιότι­

μο αυτό και πνευματωδέστατο μέλος της Βουλής, ότι οι Μπαου­

ντερμπάη ήταν «πολύ διασκεδαστικοί», κι ακόμα πως ο θηλυκός

Μπαουντερμπάη δεν ήταν καθόλου η στρίγκλα που περίμενε, πα­

ρά μια νέα κι εξαιρετικά όμορφη γυναίκα. Μετά απ' αυτό, δεν ξα­

νάγραψε πια τίποτα γι' αυτούς, αν και περνούσε μαζί τους όλες τις

ελεύθερες ώρες του. Πήγαινε πολύ συχνά στο σπίτι τους, όταν

έκανε τις περιοδείες του στην περιοχή του Κοκτάουν· κι ο κύριος

Page 30: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

194 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΠΚΕΝΣ

Μπαουντερμπάη ευνοούσε αυτές τις επισκέψεις. Ήταν τόσο σύμ­

φωνο με τον καυχησιάρικο χαρακτήρα του Μπαουντερμπάη να

παινεύεται σ' όλο τον κόσμο πως δεν έδινε δυάρα για τους ανθρώ­

πους που κρατούσαν από μεγάλα τζάκια, και πως αν η γυναίκα

του , η κόρη του Τομ Γκραντγκράιντ, τους έβρισκε του γούστου

της, ήσαν ευπρόσδεχτοι στο σπίτι του.

Ο κύριος 'Γζέημς Χαρτχάουζ άρχισε να σκέφτεται πως θα 'ταν

κάτι καινούριο γι' αυτόν, αν το πρόσωπο που έπαιρνε μια τόσο

όμορφη αλλαγ1Ί στην έκφρασή του για το κουτάβι, έπαιρνε μια μέ­

ρα αυτή την έκφραση γι' αυτόν.

Ήταν καλός παρατηρητ1Ίς είχε καλή μνήμη και δεν ξεχνούσε

ούτε λέξη από τις aποκαλύψεις του αδερφού. Τις συνταίριαζε με

όλα όσα έβλεπε σχετικά με κείνην κι άρχισε να την καταλαβαίνει.

Η αλήθεια είναι πως το καλύτερο και βαθύτερο μέρος του χαρα­

κτήρα της δεν μπορούσε να το νιώσει· γιατί στις ανθρώπινες φύ­

σεις, όπως και στις θάλασσες, το ένα βάθος διαδέχεται τ' άλλο.

Ωστόσο άρχισε να μελετά την επιφάνεια με το μάτι του σπουδαστή.

Ο κύριος Μπαουντερμπάη είχε αποκτήσει ένα σπίτι κι ένα πάρ­

κο, κάπου δεκαπέντε μίλια μακριά από την πόλη και σ' ένα δυο μί­

λια απόσταση από το σιδηρόδρομο, που περνούσε, από πολλές γέ­

φυρες, πάνω από μιαν άγρια περιοχ1Ί, υπονομευμένη από εγκατα­

λειμμένα πηγάδια ανθρακωρυχείων και διάσπαρτη τις νύχτες από

φωτιές και μαύρα σχήματα aτμομηχανών, σταματημένων στις

μπούκες των ορυχείων . Η περιοχή αυτή έχανε σιγά σιγά την αγριά­

δα της, όσο πλησίαζε στην εξοχική κατοικία του Μπαουντερμπάη, κι έπαιρνε εκεί τη μορφή ενός αγροτικού τοπίου, που το χρύσωναν

τα ρείκια, κι οι λευκάκανθες του 'διναν ένα κατάλευκο χρώμα την

άνοιξη κι όλο το καλοκαίρι δροσιζόταν από τους ίσκιους που τρε­

μόπαιζαν, καθώς ο άνεμος σάλευε τα φυλλώματα των δέντρων. Η

Τράπεζα Μπαουντερμπάη είχε πάρει σε πλειστηριασμό αυτό το

ωραίο χτήμα. Το 'χε βάλει υποθήκη ένας από τους ισχυρούς του

Κοκτάουν, που από την πολλή του βιάση να μεγαλώσει την περιου­

σία του έπεσε έξω διακόσιες χιλιάδες λίρες. Αυτά τα ατυχήματα γί­

νονταν καμιά φορά και στις πιο καλά οργανωμένΕς οικογένειες

του Κοκτάουν, μα οι χρεοκόποι δεν είχαν καμιά σχέση με τις τά­

ξεις εκείνες των ανθρώπων που δεν έχουν προνοητικότητα.

Ήταν εξαιρετική ικανοποίηση για τον κύριο Μπαουντερμπάη

Page 31: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ XPONIA 195

να εγκατασταθεί σ' αυτό το ωραίο μικρό χτήμα και με επιδεικτική

ταπεινοφροσύνη να καλλιεργεί λαχανικά στον ανθόκηπο. Του

άρεσε να ζει, σαν σε στρατώνα, ανάμεσα στα κομψά έπιπλα, και

καυχιόταν και σ' αυτούς ακόμα τους ζωγραφικούς πίνακες για την

καταγωγή του.

«Ξέρετε , κύριε» έλεγε σε κάποιον επισκέπτη, «με βεβαίωσαν

πως ο Νίκιτς» -ο προηγούμενος ιδιοκτήτης- «έδωσε εφτακόσιες

λίρες γι' αυτή τη θαλασσογραφία. Να σας πω την αλήθεια, θα 'ναι

πολύ αν εγώ, σ' όλη μου τη ζωή, ρίξω εφτά ματιές σ' αυτή την εικό­

να, για εκατό λίρες τη ματιά. Όχι, μα τον α·ί-Γιώργη . Δεν ξεχνάω

ποτέ πως είμαι ο Ιοσίας Μπαουντερμπάη του Κοκτάουν. Χρόνια

και χρόνια, οι μόνες ζωγραφιές που aπόκτησα ή που θα μπορούσα

ν' αποκτήσω, μ' έναν οποιοδήποτε τρόπο, εκτός αν τις έκλεβα,

ήταν οι εικόνες ενός άνθρώπου που ξυριζόταν μπροστά σ' ένα πα­

πούτσι για καθρέφτη. Ήταν μια ρεκλάμα κολλημένη στα μπουκά­

λια του βερνικιού που μ' άρεσε να μεταχειρίζομαι όταν γυάλιζα

παπούτσια και που, σαν άδειαζαν, τα πουλούσα μια πεντάρα το

κομμάτι κι ήμουν κι ενθουσιασμένος σαν τσέπωνα τον παρά».

Ύστερα γύριζε με το ίδιο ύφος στον κύριο Χαρτχάουζ.

«Χαρτχάουζ, έχεις φέρει εδώ ένα ζευγάρι άλογα. Αν θέλεις, φέ­

ρε ακόμα μισή ντουζίνα, και θα βρεθεί χώρος να τα βάλεις . Υ πάρ­

χουν στάβλοι στο χτήμα για δώδεκα άλογα. Κι αν δεν έλεγε ψέματα

ο Νίκιτς, οι στάβλοι του ήταν πάντα γεμάτοι. Μια ολόκληρη ντουζί­

να άλογα, κύριε! Όταν ο άνθρωπος αυτός ήταν παιδί, σπούδαζε στο

Γουεστμίνστερ. Σπούδαζε στο Γουεστμίνστερ σαν βασιλόπουλο,

όταν εγώ ζούσα με τ' αποφάγια που έβρισκα στα σκουπίδια και κοι­

μόμουν στα κοφίνια της αγοράς. Κι αν ακόμα ήθελα να κρατήσω

μια ντουζίνα άλογα -πράγμα που ποτέ δεν το σκέφτηκα, γιατί ένα

μου φτάνει- δε θα το σήκωνε η καρδιά μου να τα βλέπω μέσα σ' αυ­

τούς τους περίφημους στάβλους και να σκέφτομαι πού έμενα εγώ

στα παιδικά μου χρόνια. Δε θα μπορούσα ούτε στιγμή να τα δω εκεί

μέσα, κύριε , και να μη διατάξω αμέσως να τα πετάξουν έξω. Ωστό­

σο, έχει ο καιρός γυρίσματα. Βλέπετε αυτό το χηΊμα; Το ξέρετε κα­λά! Ξέρετε πως, στο είδος του, δεν υπάρχει πιο τέλειο σ' όλη την

Αγγλία ή αλλού -δε μ' ενδιαφέρε ι πού- και να που, στη μέση, σαν

το σκουλήκι στο καρύδι, στρογγυλοκάθεται ο Ιοσίας Μπαουντερ­μπάη. Κι ο Νίκιτς, που έκανε λατινικές aπαγγελίες στις σχολικές

Page 32: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

196 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΠΚΕΝΣ

παραστ:άσεις του Γουεσtμίνσtερ και τον καταχειροκροτούσαν ο

αρχιδικαστ:ής κι όλοι οι αριστ:οκράτες του τόπου, κλαίει τούτη τη

στιγμή τη μοίρα του -κλαίει τη μοίρα του , κύριε!- στο πέμπτο πάτω­

μα, σ' ένα στ:ενό, σκοτεινό σοκάκι της Αμβέρσας».

Σ' αυτό το χηiμα, κάτω από τους πυκνούς ίσκιους των δέντρων,

τις μεγάλες ζεστ:ές καλοκαιριάτικες μέρες, ο κύριος Χαρτχάουζ

άρχισε να πειραματίζεται πάνω σtο πρόσωπο που τον είχε τόσο πολύ καταπλήξει όταν το είδε για πρώτη φορά, και να προσπαθεί

να το κάνει ν' αλλάξει έκφραση γι' αυτόν.

«Κυρία Μπαουντερμπάη , το θεωρώ εντελώς εξαιρετική τύχη

που σας βρίσκω μόνη εδώ. Από καιρό αισθάνομαι ιδιαίτερη επι­

θυμία να μιλήσω μαζί σας>>.

Δεν ήταν καμιά θαυμαστή τύχη που τη βρήκε εκεί, γιατί αυτή

την ώρα της ημέρας ήταν πάντα μόνη σε κείνο το μέρος, που τ'

αγαπούσε ιδιαίτερα. Ήταν ένα ξέφωτο στ;η μέση ενός σκοτεινού

δάσους, με κάμποσα δέντρα κομμένα και ριγμένα καταγής, όπου

συνήθιζε να κάθεται κοιτάζοντας τα σωριασμένα φύλλα του περα­

σμένου φθινόπωρου, όπως κοίταζε άλλοτε τις σωριασμένες σtά­

χτες στο τζάκι του πατρικού της σπιτιού.

Κάθισε πλάι της, κοιτάζοντάς την στ:ο πρόσωπο.

«0 αδερφός σας. Ο νεαρός μου φίλος Τομ ... >> Το χρώμα της ζωήρεψε, και τον κοίταξε με πολύ ενδιαφέρον.

«Σ' όλη μου τη ζωή>> σκέφτηκε ο Χαρτχάουζ, «δεν είδα τίποτε τό­

σο εξαίσιο, τόσο γοητευτικό, σαν τη λάμψη που φωτίζει αυτό το

πρόσωπο!>> Η μορφή του πρόδωσε τις σκέψεις του -ίσως χωρίς να

προδώσει τον ίδιο, γιατί τέτοιες φαίνεται ήταν οι μυσtικές οδηγίες

που της είχε δώσει.

«Με συγχωρείτε. Η έκφραση του αδελφικού σας ενδιαφέρο­

ντος είναι τόσο ωραία ... Ο Τομ πρέπει να 'ναι περήφανος ... Ξέρω πως αυτό που κάνω δεν είναι σωστό, μα δεν μπορώ να κρατήσω το

θαυμασμό μου».

«Έτσι aυθόρμητος που είσαστε>> είπε ήρεμα η Λουίζα.

«Όχι, κυρία Μπαουντερμπάη: ξέρετε πως είμαι ειλικρινής μαζί

σας. Ξέρετε ακόμα πως είμαι ένα πολύ φτηνό δείγμα από την αν­

θρώπινη φύση, έτοιμος να πουλήσω τον εαυτό μου στ:ον πρώτο που

θα μου προσφέρει μια καλή τιμή, κι εντελώς ανίκανος για βουκο­

λικά ειδύλλια».

Page 33: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 197

«Περιμένω» του αποκρίθηκε, «ν' ακούσω τι έχετε να μου πείτε

για τον αδερφό μου» .

«Είστε αυστηρή μαζί μου, και το αξίζω. Αναγνωρίζω πως είμαι

ένα παλιόσκυλο, δεν είμαι όμως ψεύτης -όχι, δεν είμαι ψεύτης.

Μα με ξαφνιάσατε, με κάνατε και τα 'χασα κι έτσι ξέφυγα από το

θέμα μου. Έλεγα για τον αδερφό σας. Ενδιαφέρομαι γι' αυτόν».

«Ενδιαφέρεστε λοιπόν για κάτι, κύριε Χαρτχάουζ>> ρώτησε η

Λουίζα, με δυσπιστία κι ευγνωμοσύνη.

«Αν μου είχατε κάνει αυτή την ερώτηση όταν πρωτόρθα εδώ, θα

σας έλεγα όχι. Τώρα όμως -με κίνδυνο να κινήσω δίκαια τη δυσπι­

στία σας και να νομίσετε πως προσποιούμαι- πρέπει να πω ναι».

Η Λουίζα έκανε μιαν ανεπαίσθητη κίνηση, σαν να 'θελε να μι­

λήσει και δεν μπορούσε· επιτέλους είπε: «Κύριε Χαρτχάουζ, πι­

στεύω πως ενδιαφέρεστε για τον αδερφό μου>> .

«Ευχαριστώ. Νομίζω πως πρέπει να με πιστεύετε . Ξέρετε πως

δεν έχω μεγάλες απαιτήσεις, αυτό όμως το απαιτώ. Έχετε κάνει

τόσα πολλά γι' αυτόν, τον αγαπάτε τόσο πολύ· όλη σας η ζωή, κυ­

ρία Μπαουντερμπάη, εκφράζει μια τόσο γοητευτική αυταπάρνη­

ση για χάρη του ... Μα σας ζητώ και πάλι συγνώμη .. . ξεφεύγω από το θέμα μου, το ενδιαφέρον μου για τον αδερφό σας προέρχεται

απ' αυτόν τον ίδιο».

Είχε κάνει μια εντελώς ανεπαίσθητη κίνηση , σαν να 'θελε να

σηκωθεί βιαστικά και να φύγει. Μα την ίδια ακριβώς στιγμή ο

Χαρτχάουζ γύρισε αλλού την κουβέντα του, κι η Λουίζα έμεινε.

«Κυρία Μπαουντερμπάψ> ξανάπε εκείνος με πιο ήρεμο ύφος,

μα και με μια επίδειξη της προσπάθειας που έκανε για να το πετύ­

χει, και που ήταν ακόμα πιο εκφραστική από το ύφος που είχε

πριν . «Δεν είναι ασυγχώρητο αμάρτημα για έναν νέο, της ηλικίας

του αδερφού σας, να 'ναι λιγάκι επιπόλαιος, άσκεφτος και σπάτα­λος -λίγο άσωτος, όπως λέμε. Συμφωνείτε;»

«Ναι>>.

«Επιτρέψτε μου να μιλήσω ελεύθερα. Ξέρετε αν παίζει ο αδερ­

φός σας;»

<<Νομίζω πως βάζει στοιχήματα». Καθώς ο κύριος Χαρτχάουζ

περίμενε, σαν να μην ήταν ολοκληρωμένη η απάντησ11 της, η Λουί­

ζα πρόσθεσε: «Είμαι βέβαιη γι' αυτό>>.

«Και φυσικά χάνει;»

Page 34: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

198 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΠΚΕΝΣ

«Ναι» .

«Όλοι όσοι βάζουν στοιχήματα χάνουν. Μου επιτρέπετε να ρω­

τήσω αν του δίνετε καμιά φορά χρήματα γι' αυτό το σκοπό;»

Η Λουίζα καθόταν με κατεβασμένα τα μάτια. Μα σ' αυτή την

ερώτηση, σήκωσε τα μάτια της ερευνητικά, με μια έκφραση θυμού.

«Δεν έχω καμιά αδιάκριτη περιέργεια, αγαπητή μου κυρία

Μπαουντερμπάη ... Φοβάμαι πως ο Τομ θα βρεθεί πολύ άσχημα μπλεγμένος μια μέρα και θέλω να τον βοηθήσω μ' όλη την πικρή

μου πείρα -πρέπει να ξαναπώ πως αυτό το κάνω μονάχα γι' αυ­

τόν; Είναι ανάγκη;»

Φάνηκε σαν να 'θελε να του απαντήσει, μα δε μίλησε.

«Για να σας πω ειλικρινά όλα όσα πέρασαν απ' τη σκέψη μου»

είπε ο τζέημς Χαρτχάουζ, ξαναπαίρνοντας, με την ίδια επίδειξη

προσπάθειας, το ήρεμο ύφος του, «θα σας εμπιστευτώ την αμφιβο­

λία μου, αν η ανατροφή του ήταν αυτή που έπρεπε να 'ναι. Κι ακό­

μα -επιτρέψτε μου να το πω- αν είχε ποτέ δημιουργηθεί εμπιστο­

σύνη ανάμεσα σ' αυτόν και στον άξιο πατέρα του».

«Δε μου φαίνεται πιθανόν» του είπε κοκκινίζοντας απ' τις ανα­

μνήσεις που της έφερε αυτή η ερώτηση.

«Ή ανάμεσα σ' αυτόν και -είμαι βέβαιος πως δε θα παρεξηγή ­

σετε τη σκέψη μου- στον αξιότιμο γαμπρό του».

Κοκκίνιζε ολοένα περισσότερο, έτσι που τα μάγουλά της ήταν

εντελώς ξαναμμένα όταν του απάντησε με πιο αδύνατη φωνή:

«Ούτε κι αυτό μου φαίνεται πιθανόν».

«Κυρία Μπαουντερμπάψ> είπε ο Χαρτχάουζ, ύστερα από μι­

κρή σιωπή, «δεν μπορούμε να 'χουμε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη με­

ταξύ μας; Ο Τομ έχει δανειστεί από σας σημαντικά ποσά;»

«Καταλαβαίνετε, κύριε Χαρτχάουζ» αποκρίθηκε η Λουίζα,

ύστερα από ένα μικρό δισταγμό -μόλο που ήταν αναποφάσιστη

και ταραγμένη από τότε που άρχισε αυτή η συζψηση , δεν έχασε

ωστόσο την αυτοκυριαρχία της- «καταλαβαίνετε πως αν απαντώ

στις ερωτήσεις σας, δεν το κάνω ούτε για να παραπονεθώ ούτε για

να εκφράσω λύπη. Δε θα παραπονιόμουν ποτέ για τίποτα και δε

μετανοώ καθόλου για ό,τι έχω κάνει». <<Και τι θαρραΜα γυναίκα!» σκέφτηκε ο τζtημς Χαρτχάουζ.

«'Οταν παντρεύτηκα, είδα πως ο αδερφός μου ήταν και τότε

ακόμα βαθιά βουτηγμένος στα χρέη . Θέλω να πω βαθιά για έναν

Page 35: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 199

άνθρωπο της σειράς του. Κι αρκετά βαθιά για ν' αναγκαστώ να

πουλήσω μερικά κοσμήματα. Δεν ήταν καμιά θυσία. Τα πούλησα

χωρίς λύπη. Δεν τους είχα δώσει αξία ποτέ. Ήταν εντελώς άχρη­

στα για μένα».

Είτε γιατί διάβασε στο πρόσωπό του πως το 'χε μαντέψει, είτε

γιατί η συνείδησή της την έκανε να φοβάται μήπως καταλάβει ότι

μιλούσε για δώρα του συζύγου της, σταμάτησε κι έγινε κατακόκκι­

νη. Αν δεν το 'χε καταλάβει από την αρχή , αυτό το απότομο κοκκί­

νισμα του προσώπου της θα το φανέρωνε και σ' έναν άνθρωπο λι­

γότερο παρατηρητικό από τον Χαρτχάουζ.

«Από τότε έδινα κάθε τόσο στον αδερφό μου όσα χρήματα μπο­ρούσα να οικονομήσω. Δηλαδή όσα είχα. Επειδή έχω εμπιστοσύνη

σε σας, εξαιτίας του ενδιαφέροντος που δείχνετε γι' αυτόν, θα σας

τα πω όλα. Από τότε που αρχίσατε να 'ρχεστε εδώ, χρειάστηκε κά­

που εκατό λίρες μαζεμένες . Δεν μπόρεσα να του τις δώσω. Ανησύ­

χησα φυσικά για τις συνέπειες που μπορούσαν να 'χουν αυτές οι

οικονομικές του ανωμαλίες, μα τις κράτησα μυστικές ώς αυτή τη

στιγμή που τις εμπιστεύομαι σε σας. Δεν είχα εμπιστοσύνη σε κα­

νέναν γιατί ... μα εσείς το μαντέψατε κιόλας». Σταμάτησε απότομα. Ήταν άνθρωπος με γοργή αντίληψη, κι είδε κι άρπαξε αμέσως

την ευκαιρία που του δόθηκε να της παρουσιάσει την εικόνα της,

ελαφρά καμουφλαρισμένη με την εικόνα του αδερφού της.

«Κυρία Μπαουντερμπάη, αν και δεν είμαι παρά ένας ασήμα­

ντος κοσμικός τύπος, σας βεβαιώ πως αισθάνομαι το μεγαλύτερο

ενδιαφέρον γι' αυτά που μου λέτε. Δεν μπορώ να φανώ αυστηρός

για τον αδερφό σας. Καταλαβαίνω και συμμερίζομαι τη σοφή κα­

τανόηση που δείχνετε για τα σφάλματά του. Μ' όλο το σεβασμό

που έχω για τον κύριο Γκραντγκράιντ και τον κύριο Μπαουντερ­

μπάη, νομίζω πως ο Τομ δε στάθηκε τυχερός στην ανατροφή και

την εκπαίδευσή του. Κι επειδή ακριβώς η ανατροφ1Ί του αυτή δεν

του 'δωσε τα απαραίτητα εφόδια για να παίξει άξια το ρόλο του

στην κοινωνία, δόθηκε τώρα σ' αυτές τις ακρότητες, ξεφεύγονταs

από τις αντίθετες εκείνες ακρότητες, που τον είχαν τόσον καιρό

υποχρεώσει -πάντα βέβαια με τις καλύτερες προθέσεις- να ζει. Η

γεμάτη μεγαλοπρέπεια κομπορρημοσύνη και γνήσια εγγλέζικη

ανεξαρτησία του κυρίου Μπαουντερμπάη, μόλο που είναι τόσο

χαριτωμένη , δεν προκαλεί -όπως παραδεχτήκατε και σεις- την

Page 36: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

200 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΥΙΚΕΝΣ

εμπιστοσύνη. Αν μου επιτρέπατε να προσθέσω πως δεν έχει σχε­

δόν καμιά από τις λεπτότητες εκείνες που μόνο σ' αυτές θα μπο­

ρούσε να στραφεί, για να ζητήσει παρηγοριά και χειραγώγηση,

μια παρεξηγημένη νεανική καρδιά, ένας παραγνωρισμένος χαρα­

κτήρας, μια ύπαρξη με ικανότητες που δεν τις έβαλαν στο σωστό

δρόμο -θα σας έδινε έτσι εντελώς ολοκληρωμένη τη σκέψη μου».

Καθώς η Λουίζα καθόταν, κοιτάζοντας ολόισια μπροστά της,

πάνω απ' τις τρεμάμενες aνταύγειες που χόρευαν στη χλόη , τα

σκοτεινά βάθη του δάσους, ο Χαρτχάουζ είδε στο πρόσωπό της

πως κατάλαβε ποιον αφορούσαν τα τόσο ξεκάθαρα λόγια του.

«Επιβάλλεται λοιπόν» συνέχισε ο Χαρτχάουζ, «κάθε επιείκεια.

Ωστόσο, βρίσκω πως ο Τομ έχει ένα μεγάλο ελάττωμα, που δεν μπο­

ρώ να του το συγχωρήσω και που του το καταλογίζω αυστηρά».

Η Λουίζα γύρισε στο πρόσωπό του τα μάτια της και τον ρώτησε

ποιο ήταν αυτό το ελάττωμα.

«Ίσως» αποκρίθηκε, «πρέπει να σταματήσω εδώ. Ίσως δε θα

'πρεπε να κάνω αυτόν τον υπαινιγμό».

«Με τρομάζετε , κύριε Χαρτχάουζ. Σας παρακαλώ, εξηγήστε

μου».

«Για να μη σας κάνω να τρομάζετε άδικα -κι αφού αυτή η

εμπιστοσύνη ως προς τον αδερφό σας, που την εκτιμώ περισσότε­

ρο από καθετί στον κόσμο, υπάρχει μεταξύ μας- υπακούω. Δεν

~ιπορώ να συγχωρήσω στον Τομ το ότι δεν αισθάνεται όσο πρέ­

πει, με κάθε λέξη, βλέμμα 1l έργο της ζωής του, την αγάπη και την αφοσίωση του καλύτερου φίλου του -της αδερφής του την αφιλο­

κέρδειά της, την αφοσίωσή της. Όπως έχω προσέξει, πολύ λίγο

φαίνεται να τα αναγνωρίζει. Ύστερα απ' όλα όσα έχει κάνει γι'

αυτόν η αδερφή του, θα 'πρεπε να της δείχνει ατελείωτη ευγνω­

μοσύνη κι αγάπη, κι όχι κακή διάθεση και πείσμα. Όση απάθεια

και να 'χω, δεν είμαι τόσο αδιάφορος, ώστε να παραβλέψω αυτό

το ελάττωμα του αδερφού σας, ή να το θεωρήσω άξιο για να του

το συγχωρήσει κανείς».

Το δάσος τρεμόπαιζε μπροστά της, γιατί τα μάτια της ήταν πνιγ­

μένα στα δάκρυα. Ανάβρυζαν από μια βαθιά πηγή , κρυμμένη από καιρό, κι η καρδιά της ήταν γεμάτη από έναν δυνατό πόνο, που

δεν έβρισκε καμιά ανακούφιση σ' αυτά.

«Με δυο λόγια, κυρία Μπαουντερμπάη, πρέπει να κάνω ό.τι

Page 37: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 201

μπορώ για να διορθώσω τον αδερφό σας. Ξέρω καλύτερα τις συν­

θήκες της ζωής του και με την καθοδήγησή μου και τις συμβουλές

μου -που θα 'ναι πολύτιμες, γιατί θα προέρχονται από έναν άν­

θρωπο που έκανε πολύ περισσότερες τρέλες στη ζωή του- θα μπο­

ρέσω ν' αποκτήσω κάποια επιρροή επάνω του, που θα τη χρησιμο­

ποιήσω για να φτάσω στο σκοπό μου. Μα είπα αρκετά ... ίσως πά­ρα πολλά. Μοιάζω σαν να θέλω να παραστήσω τον άγιο, ωστόσο,

μα την πίστη μου, δεν έχω καθόλου τέτοια πρόθεση. Εκεί κάτω,

ανάμεσα στα δέντρα» πρόσθεσε, αφού σήκωσε τα μάτια του και

κοίταξε γύρω -γιατί ώς τώρα τα 'χε καρφωμένα στη Λουίζα­

«βλέπω τον ίδιο τον αδερφό σας. Θα 'ρθε μόλις τώρα. Φαίνεται να

τραβάει κατά δω. Ας πάμε καλύτερα να τον aνταμώσουμε. Τελευ­

ταία ήταν πολύ σιωπηλός και βαρύθυμος. Ίσως να τον κεντάει η

αδερφική του συνείδηση, αν πραγματικά υπάρχουν συνειδήσεις.

Γιατί, μα την πίστη μου, ακούω να γίνεται πάρα πολύς λόγος γι'

αυτές, για να πιστέψω πως υπάρχουν».

Τη βοήθησε να σηκωθεί κι εκείνη τον πήρα από το μπράτσο και

προχώρησαν για να συναντήσουν το κουτάβι. Ερχόταν μ' ένα νω­

χελικό βάδισμα, χτυπώντας τα κλαδιά· ή έσκυβε πολεμώντας κα­

κότροπα να ξεριζώσει τη χλόη γύρω από τους κορμούς των δέ­

ντρων. Ταράχτηκε όταν ήρθαν κοντά του, σε μια στιγμή που βρι­

σκόταν σ' αυτή την απασχόληση, κι άλλαξε χρώμα.

«Ω!» τραύλισε, «δεν το 'ξερα πως είσαστε εδώ».

«Ποιο όνομα» είπε ο κύριος Χαρτχάουζ, βάζοντας το χέρι του

στον ώμο του κι αναγκάζοντάς τον να κάνει μεταβολή, έτσι που κι

οι τρεις να βρεθούν με κατεύθυνση προς το σπίτι, «Ποιο όνομα χά­

ραζες πάνω στα δέντρα, Τομ;»

«Ποιο όνομα;» αποκρίθηκε ο Τομ. ~<Α ! θέλετε να πείτε ποιο γυ­

ναικείο όνομα;»

«Έχω την υποψία πως σκάλιζες το όνομα κάποιας ωραίας στο

φλοιό του δέντρου, Τομ».

«Πού τέτοιο πράγμα, κύριε Χαρτχάουζ! Μακάρι να το 'κανε ο

διάβολος να μ' ερωτευτεί μια ωραία γυναίκα με στρογγυλή προί­

κα. Μα κι αν ακόμα ήταν άσχημη, δε θα 'χε φόβο να με χάσει,

φτάνει να 'ταν πλούσια. Αν το 'θελε, θα σκάλιζα τ' όνομά της σ'

όλα τα δέντρα του δάσους».

«Φοβάμαι πως είσαι παραδόπιστος, Τομ».

Page 38: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

202 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

«Παραδόπιστος;» ξανάπε ο Τομ. «Και ποιος δεν είναι παραδό­

πιστος; Ρωτάτε την αδερφή μου >>.

«Ανακάλυψες λοιπόν πως έχω αυτό το ελάττωμα, Τομ;» είπε η

Λουίζα, χωρίς να παραπονεθεί για το κακότροπο ύφος του.

«Εσύ το ξέρε ις καλύτερα από μένα, Λου>> είπε με σκυθρωπό

ύφος ο αδερφός της.

«0 Τομ είναι σήμερα μισάνθρωπος. Συμβαίνει αυτό καμιά φο­ρά στους ανθρώπους που πλήττουν στη ζωή» είπε ο κύριος Χαρτ­

χάουζ. «Μην ακούτε τι λέει, κυρία Μπαουντερμπάη. Ούτε ο ίδιος

δεν τα πιστεύει. Θα σας πω εγώ μερικές γνώμες του για σας, που μου

τις έχει πει ιδιαιτέρως, εκτός αν ο Τομ παραδεχτεί το λάθος του».

«Οπωσδήποτε, κύριε Χαρτχάουζ» είπε ο Τομ μαλακωμένος κά­

πως, από θαυμασμό στον προστάτη του, μα κουνώντας πάντα σκυ­

θρωπός το κεφάλι, «δεν μπορείτε να της πείτε πως την επαίνεσα

επειδή είναι παραδόπιστη. Μπορεί να την έχω παινέσει για το

αντίθετο, και θα την παινέσω πάλι, άμα έχω σοβαρό λόγο γι' αυτό.

Μα δε βαριέστε! Τι ενδιαφέρον μπορεί να 'χουν αυτά τα πράγμα­

τα για σας! Κι εξάλλου βαρέθηκα πια αυτή την ιστορία».

Προχώρησαν στο σπίτι, όπου η Λουίζα άφησε το μπράτσο του

συνοδού της και μπήκε μέσα . Ο Χαρτχάουζ στάθηκε και την πα­

ρακολούθησε ν' ανεβαίνει τα σκαλοπάτια και να χάνεται στη σκιά

της πόρτας ύστερα ακούμπησε πάλι το χέρι του στον ώμο του

αδερφού της και μ' ένα εμπιστευτικό νόημα τον κάλεσε να κάνουν

έναν περίπατο στον κήπο.

«Τομ, φιλαράκο μου, θέλω να τα πούμε λίγο».

Σταμάτησαν μέσα σ' ένα σύθαμνο από παραμελημένες τριαντα­

φυλλιές -μια από τις εκδηλώσεις της ταπεινοφροσύνης του κυρίου

Μπαουντερμπάη ήταν να διατηρεί τις τριανταφυλλιές του Νίκιτς,

σε μικρότερη όμως κλίμακα- κι ο Τομ κάθισε σ' ένα παραπέτο και

βάλθηκε να κόβει και να μαδάει τα μπουμπούκια των ρόδων, εδώ

ο δυνατός του φίλος στεκόταν από πάνω του, με το ένα του πόδι

στο παραπέτο και το κορμί του στηριγμένο με πολλή άνεση στο

μπράτσο που ακουμπούσε πάνω σ' εκείνο το γόνατο. Φαίνονταν

από το παράθυρό της κι ίσως να τους έβλεπε η Λουίζα>~. «Τι σου συμβαίνει, Τομ;»

«Ω! Κύριε Χαρτχάουζ>> είπε στενάζοντας ο Τομ, «δεν έχω δε­

κάρα και ι:ίμαι τρομερά στενοχωρημένος».

Page 39: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 203

«Το ίδιο είμαι κι εγώ, φίλε μου».

«Εσείς!» αποκρίθηκε ο Τομ. «Μα εσείς είσαστε η προσωποποίη­

ση της αμεριμνησίας! Κύριε Χαρτχάουζ, είμαι πολύ άσχημα μπλεγ­

μένος. Δεν μπορείτε να φανταστείτε σε τι δύσκολη θέση βρίσκομαι.

Κι όμως η αδερφή μου μπορούσε να με γλιτώσει, αν ήθελε>>.

Βάλθηκε τώρα να κόβει τα μπουμπούκια των ρόδων και να τα

κομματιάζει με τα δόντια του και τα χέρια του, που έτρεμαν σαν χέ­

ρια γέρου σακάτη. Αφού τον κοίταξε μ' ένα έντονα εξεταστικό βλέμ­

μα, ο σύντροφός του πήρε πάλι το ανάλαφρο νωχελικό ύφος του.

«Είσαι παράλογος, Τομ· ζητάς πάρα πολλά απ' την αδερφή

σου. Ξέρεις κα~ά, παλιόπαιδο, πως σου 'χει δώσει αρκετά λεφτά

ώς τα τώρα».

«Το ξέρω, κύριε Χαρτχάουζ. Πώς αλλιώς θα τα 'βγαζα πέρα;

Από τη μια μεριά έχεις το γερο-Μπαουντερμπάη να καυχιέται ολο­

ένα πως, όταν ήταν στην ·ηλικία μου, ζούσε με δυο πένες το μήνα ή

κάτι τέτοιο. Από την άλλη έχεις τον πατέρα μου που έχει φτιάξει

ένα πρόγραμμα, όπως το λέε ι, και με κρατάει από μωρό χεροπόδα­

ρα δεμένο σ' αυτό. Η μητέρα μου πάλι δεν έχε ι τίποτα δικό της,

εκτός από τη γκρίνια της. Πού να βρει λοιπόν κανείς λεφτά; Κι από

πού να τα ζητήσω, αν δεν τα ζητήσω από την αδερφή μου;»

Έκλαιγε σχεδόν και σκορπούσε ντουζίνες τα μπουμπούκια. Ο

κύριος Χαρτχάουζ τον έπιασε από το πέτο του σακακιού του με

διαλλακτικό ύφος.

«Μα, αγαπητέ μου Τομ, αν η αδερφή σου δεν έχει τα χρήματα

που θες;»

«Δεν έχει τα χρήματα που θέλω, κύριε Χαρτχάουζ; Μήπως εγώ

είπα πως τα 'χει; Μπορεί να χρειάζομαι περισσότερα απ' όσα έχει.

Έπρεπε όμως να τα βρει. Μπορούσε να τα βρει. Δεν υπάρχει κα­

νένας λόγος να σας κρατάω μυστικά, ύστερα απ' όσα σας έχω πει

ώς τώρα. Ξέρετε πως δεν τον παντρεύτηκε το γερο-Μπαουντερ­

μπάη, ού-ι;ε για -ι;ο δικό της κέφι, ούτε για το δικό του, παρά μονάχα

για το δικό μου χατίρι. Γιατί λοιπόν δεν του παίρνει όσα χρήμωα

χρειάζομαι, για να μου κάνει το χατίρι; Δεν είναι υποχρεωμένη να

πει τι θα τα κάνει· είναι αρκετά πονηρή· αν ήθελε, θα μπορούσε να

του τα πάρει με λίγα καλοπιάσματα. Γιατί λοιπόν δε θέλει, αφού

της είπα τι σημασία έχουν για μένα αυτά τα χρήματα; Μα όχι! Στέ­

κεοαι πλάι του σαν μάρμαρο, αντί να του γίνεται ευχάριστη για να

Page 40: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

204 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΠΚΕΝΣ

του τα παίρνει πιο εύκολα. Δεν ξέρω πώς σας φαίνεται αυτό, εγώ

πάντως βρίσκω εντελώς aφύσικη τη διαγωγή της» .

Πίσω του, ακριβώς κάτω από το παραπέτο, ήταν μια διακοσμητι­

κή στέρνα, γεμάτη νερό, κι ο κύριος τζέημς Χαρτχάουζ ένιωσε πολύ

έντονα την επιθυμία να πετάξει εκεί μέσα τον κύριο Θωμά Γκραντ­

γκράιντ τον νεότερο, όπως οι αδικημένοι βιομήχανοι του Κοκτάουν

απειλούσαν να πετάξουν τις περιουσίες τους στον Ατλαντικό. Μα κράτησε την ήρεμη στάση του. Και δεν έριξε πάνω απ' τα πέτρινα

κάγκελα τίποτα πιο στέρεο από ένα πλήθος μπουμπούκια ρόδων,

που σάλευαν πάνω στο νερό σχηματίζοντας ένα πλωτό νησάκι.

«Ας πούμε, αγαπητέ μου Τομ, πως γίνομαι εγώ τραπεζίτης σου».

«Για όνομα του Θεού» απάντησε άξαφνα ο Τομ, «μη μιλάτε για

τραπεζίτες!» Και φαινόταν κατάχλομος πλάι στα τριαντάφυλλα.

Κατάχλομος.

Ο κύριος Χαρτχάουζ, σαν άνθρωπος με ανεπίληπτη ανατροφή,

συνηθισμένος να ζει στην καλύτερη κοινωνία, δεν ήταν δυνατόν

να δείξει πως ξαφνιάστηκε -θα 'ταν σαν να φανέρωνε τα αισθή­

ματά του- σήκωσε μόνο ελαφρά τα βλέφαρά του, σαν να παραξε­

νεύτηκε κάπως. Μόλο που ήταν τόσο αντίθετο στις αρχές της σχο­

λής του να παραξενεύεται, όσο ήταν αντίθετο και στα δόγματα του

Κολεγίου Γκραντγκράιντ.

«Τι ποσό χρειάζεσαι τώρα, Τομ; Τριψήφιο; Λέγε. Πες μου, πό­

σα θέλεις;»

<<Κύριε Χαρτχάουζ» αποκρίθηκε ο Τομ, κλαίγοντας τώρα πραγ­

ματικά· και τα δάκρυά του άξιζαν περισσότερο από τα παράπονά

του, όσο αξιοθρήνητο και να 'ταν το θέαμα που παρουσίαζε· «εί­

ναι πολύ αργά· για την ώρα τα λεφτά μου είναι άχρηστα. Θα 'πρε­

πε να τα 'χω νωρίτερα. Ωστόσο σας είμαι υπόχρεος. Είστε ένας

αληθινός φίλος».

Είναι αληθινός φίλος! «Κουτάβι, κουτάβι!>> σκέφτηκε νωχελικά

ο Χαρτχάουζ· «τι γα'ίδούρι που είσαι!>>

«Θεωρώ σαν εξαιρετική καλοσύνη την προσφορά σας>> είπε ο

Τομ, aρπάζοντας το χέρι του. «Σαν εξαιρετική καλοσύνη, κύριε

Χαρτχάουζ>>.

«Ε, λοιπόν» απάντησε ο άλλος, «ίσως αργότερα να σου χρεια­

στούν περισσότερα . Κι αν θέλεις, φίλε μου, να 'ρχεσαι σε μένα,

όταν σε ζορίζουν πολύ αυτές οι στενοχώριες, ίσως μπορώ εγώ να

Page 41: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 205

σου βρίσκω πιο εύκολο τρόπο για να ξελασπώσεις».

«Ευχαριστώ» είπε ο Τομ κουνώντας πένθιμα το κεφάλι και μα­

σώντας μπουμπούκια ρόδων. «Θα 'θελα να σας είχα γνωρίσει νω­

ρίτερα, κύριε Χαρτχάουζ».

«Βλέπεις, Τομ» είπε ο κύριος Χαρτχάουζ συμπερασματικά -πε­

τώντας κι αυτός ένα δυο τριαντάφυλλα, σαν μια προσφορά στο

πλωτό νησάκι, που σερνόταν διαρκώς στον τοίχο, λες κι ήθελε να

ενωθεί με τη στεριά- «ό,τι κι αν κάνει ο άνθρωπος, έχει την ιδιοτέ­

λειά του. Κι εγώ δεν διαφέρω καθόλου από τους άλλους ανθρώ­

πους. Σε παρακαλώ λοιπόν πολύ» -η έκφρασή του είχε πάρει τώ­

ρα μια τροπική χαύνωση- «να 'σαι πιο καλός με την αδερφή σου,

είναι καθήκον σου· να την αγαπάς περισσότερο και να 'σαι ένας

ευχάριστος αδερφός -κι αυτό είναι καθήκον σου».

«Θα κάνω αυτό που μου ζητάτε, κύριε Χαρτχάουζ».

«Το γοργό και Χ,άριν έχει. Ν' aρχίσεις αμέσως».

«Και βέβαια θ' αρχίσω. Θα σας το πει κι η αδερφή μου».

<Πώρα που κλείσαμε τη συμφωνία, Τομ» είπε ο Χαρτχάουζ,

χτυπώντας τον πάλι στον ώμο, μ' ένα ύφος που τον άφηνε ελεύθε­

ρο να πιστέψει -όπως πίστεψε το δυστυχισμένο αυτό κουτάβι- ότι

ο όρος αυτός του ζητήθηκε με την ανυστερόβουλη και καλόγνωμη

πρόθεση να λιγοστέψει το βάρος της υποχρέωσής του, «θα χωρί­

σουμε ώς την ώρα του φαγητού».

Όταν ο Τομ παρουσιάστηκε στο γεύμα, μόλο που οι σκέψεις

του ήταν ακόμη βαριές, ένιωθε το κορμί του ζωηρό κι ανάλαφρο.

Παρουσιάστηκε πριν έρθει ο κύριος Μπαουντερμπάη. «Δεν ήθε­

λα να σε πικράνω, Λου» είπε δίνοντάς της το χέρι του και φιλώ­

ντας την. «Ξέρω πως μ' αγαπάς, και σ' αγαπώ κι εγώ, το ξέρεις>>.

Ύστερα απ' αυτό, στο πρόσωπο της Λουίζας χαράχτηκε ένα

χαμόγελο που απευθυνόταν σε κάποιον άλλον. Αλίμονο, σε κά­

ποιον άλλον!

«Νά που δεν ενδιαφέρεται πια μονάχα για το κουτάβι» συλλο­

γίστηκε ο τζέημς Χαρτχάουζ, aντιστρέφοντας τη σκέψη που 'χε , , , I , , '

κανε ι την πρωτη μερα πο'l! γνωρισε το ωραιο της προσωπο.

I

Page 42: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

ΚΕΦΑΛΑΙΟS

ΕΚΡΗΞΗ

τ Ο ΑΛΛΟ πρωινό ήταν πάρα πολύ όμορφο, για να το πε­

ράσει στο κρεβάτι. Έτσι, ο Τζέημς Χαρτχάουζ σηκώθηκε

νωρίς και κάθισε πλάι στο παράθυρο της κάμαράς του,

καπνίζοντας τον σπάνιο εκείνο καπνό, που είχε τόσο ευεργετική

επίδραση στο φίλο του. Καθισμένος νωχελικά στη λιακάδα, με χυ­

μένο ολόγυρά του το άρωμα της ανατολίτικης πίπας του , ενώ ο

ρεμβαστικός καπνός έσβηνε αργά και χανόταν μες στον αγέρα,

που ήταν τόσο aπαλός και τόσο πλούσιος από τ' αρώματα του κα­

λοκαιριού, λογάριαζε τα πλεονεκτήματά του, όπως ένας έμπειρος

παίχτης λογαριάζει τα κέρδη του. Ώς τώρα δεν είχε πλήξει ακόμα

κι έτσι μπορούσε να βάλει όλη του την προσοχή.

Είχε δημιουργήσει μια μυστική ατμόσφαιρα εμπιστοσύνης μαζί

της, μακριά απ' τον άντρα της μια ατμόσφαιρα που μεγάλωνε

σταθι;ρά τη" αδιαφορία της για τον άντρα της Ηαι πλάταινc το ψυ­

χικό και πνευματικό χάος ανάμεσά τους. Την είχε, με τρόπο, αν

και πολύ καθαρά, βεβαιώσε ι πως ήξερε την καρδιά της ώς τα πιο μυστικά βάθη της. Έθιξε το πιο τρυφερό αίσθημα της καρδιάς της

για να την πλησιάσει τόσο πολύ. Συμμερίστηκε το αίσθημά της αυ­

τό, κι έτσι γκρεμίστηκε το φράγμα, που πίσω του είχε οχυρωθεί η

Λουίζα. Όλα αυτά ήταν τόσο αλλόκοτα και τόσο ευχάριστα.

Κι όμως, και τώρα ακόμα, δεν είχε καμιά κακή πρόθεση μέσα

του. Στον αιώνα που ζούσε , ήταν καλύτερα γι' αυτόν καθώς και για ολόκληρη τη λεγεώνα των ομοίων του, να 'ναι και στις δημόσιες και

στις ιδιωτικές του σχέσεις κακός και διεφθαρμένος, παρά αδιάφο­

ρος και καιροσκόπος. Τα παγόβουνα που παρασύρονται από τα

ρεύματα των ωκεανών είναι εκείνα που βουλιάζουν τα καράβια.

Page 43: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 207

Όταν ο Διάβολος τριγυρνάει σαν ένα λιοντάρι που βρυχιέται,

τριγυρνάει με μια μορφή που πολύ λίγους τραβάει κοντά της,

εκτός από τους άγριους και τους κυνηγούς. Όταν όμως στολίζεται,

χτενίζεται και βερνικώνεται, σύμφωνα με τη μόδα, όταν είναι κου­

ρασμένος από την ασωτία, κουρασμένος κι από την αρετή, βαριε­

στημένος από τις φλόγες της κόλασης, βαριεστημένος κι από τις

χαρές του παραδείσου, τότε, είτε καταπιάνεται με την πολιτική, εί­

τε προσπαθεί ν' ανάψει ερωτικές φλόγες, είναι ο πραγματικός

Διάβολος.

Έτσι λοιπόν, ο Τζέημς Χαρτχάουζ ήταν ξαπλωμένος πλάι στο

παράθυρο καπνίζοντας νωχελικά και λογαριάζοντας ώς πόσο είχε

προχωρήσει στο δρόμο που έτυχε να πάρει. Έβλεπε καθαρά πού

τον οδηγούσε αυτός ο δρόμος, μα δεν νοιαζόταν καθόλου γι' αυτό.

Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει.

Επειδή είχε να κάνει πολύ δρόμο καβάλα κείνη τη μέρα -θα γι­

νόταν κάποια πολιτική συγκέντρωση σ' αρκετή απόσταση από την

πόλη και του δινόταν μια καλή ευκαιρία να δουλέψει για το κόμμα

του Γκραντγκράιντ- ντύθηκε νωρίς και κατέβηκε να πάρει το πρό­

γευμά του. Ανησυχούσε να δει μήπως η Λουίζα είχε αλλάξει από

χτες βράδυ. Όχι. Ξαναβρέθηκε εκεί που είχε σταματήσει. Το

βλέμμα της ήταν πάλι γεμάτο ενδιαφέρον γι' αυτόν.

Η μέρα πέρασε όσο ευχάριστα ή δυσάρεστα ήταν δυνατόν μ'

αυτές τις τόσο κουραστικές συνθήκες, κι ο Τζέημς Χαρτχάουζ γύ­

ρισε , καβάλα στ' άλογό του, κατά τις έξι το απόγευμα. Η απόστα­

ση από την εξωτερική είσοδο ώς το σπίτι ήταν κάπου μισό μίλι, και

ο Χαρτχάουζ προχωρούσε αργά πάνω στην καλοστρωμένη άμμο

της αλέας, που ήταν πριν ιδιοκτησία του Νίκιτς, όταν άξαφνα πε­

τάχτηκε ο Μπαουντερμπάη μέσα απ' τα θάμνα, με τόση βία, που τ'

άλογο τρόμαξε και τραβήχτηκε στην άλλη πλευρά του δρόμου.

«Χαρτχάουζ!» φώναξε ο κύριος Μπαουντερμπάη. «Τ άκουσες;»

«Τι ν' ακούσω;» είπε ο Χαρτχάουζ γαληνεύοντας τ' άλογό του

και βλαστημώντας από μέσα του τον κύριο Μπαουντερμπάη.

«Τότε λοιπόν δe;ν τ' άκουσες!»

«Άκουσα εσάς το ίδιο και τ' άλογό μου . Δεν άκουσα τίποτ' άλλο».

Ο κύριος Μπαουντερμπάη, κόκκινος και ξαναμμένος, στάθηκε

στη μέση του δρόμου, μπροστά στο κεφάλι του αλόγου, για να τι­

νάξει πιο αποτελεσματικά τις μπόμπες του.

Page 44: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

208 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΠΚΕΝΣ

«Λήστεψαν την Τράπεζα!»

«Τι μου λες!»

«Τη λήστεψαν χτες βράδυ, κύριε. Τη λήστεψαν μ' έναν πολύ πα­

ράξενο τρόπο. Τη λήστεψαν μ' ένα αντικλείδι».

. «Έκλεψαν πολλά;»

Ο κύριος Μπαουντερμπάη ήθελε να μεγαλοποιήσει όσο πιο πο­

λύ μπορούσε το πράγμα, και στενοχωρήθηκε που αναγκάστηκε ν'

απαντ1Ίσει: «Χμ! ... δηλαδή .. . όχι και πολλά πράγματα. Μπορούσε όμως να 'κλεβαν πολύ περισσότερα».

«Πόσα έκλεψαν;»

«Ω, όσο για το ποσό -αν επιμένεις να το μάθεις- δεν είναι πα­

ραπάνω από εκατόν πενήντα λίρες» είπε με νευρικότητα ο κύριος

Μπαουντερμπάη. «Μα δεν έχει σημασία το ποσό· σημασία έχει το

γεγονός, και το γεγονός είναι πως η Τράπεζα ληστεύτηκε. Απορώ

πώς δεν το καταλαβαίνεις αυτό».

«Αγαπητέ μου Μπαουντερμπάψ> είπε ο Τζέημς, πεζεύοντας και δίνοντας στον υπηρέτη το χαλινάρι, «το καταλαβαίνω πολύ

καλά κι είμαι όσο θέλεις ταραγμένος από την εικόνα που παρου­

σίασες στη φαντασία μου. Ωστόσο, θα μου επιτρέψεις, ελπίζω, να

σε συγχαρώ -και, σε βεβαιώ, το κάνω μ' όλη μου την καρδιά- που

δεν έπαθες μεγαλύτερη ζημιά».

«Ευχαριστώ» απάντησε ο Μπαουντερμπάη, μ' έναν κοφτό κι

απότομο τρόπο. «Μα τούτο σου λέω μόνο: Μπορούσε να 'χαν κλέ­

ψει και είκοσι χιλιάδες λίρες>>.

«Το φαντάζομαι κι εγώ».

«Το φαντάζεσαι! Μα την πίστη μου, μπορείς να φαντάζεσαι ό,τι

θέλεις!» είπε ο κύριος Μπαουντερμπάη, κουνώντας απειλητικά το

κεφάλι του. «Ε, λοιπόν, μπορούσε να 'ταν και δυο φορές τόσες.

Κανείς δεν μπορεί να ξέρει πόσες μπορούσε να 'ταν, αν οι κλέ­φτες έμεναν ανενόχλητοι>> .

Εκείνη τη στιγμή ήρθαν η Λουίζα, η κυρία Σπάρσιτ κι ο Μπίτζερ.

«Να η θυγατέρα του Τομ Γκραντγκράιντ, που ξέρει πολύ καλά

πόσες μπορούσε να 'ταν, αν εσύ δεν το ξέρεις>> φώναξε γεμάτος

έξαψη ο Μπαουντερμπάη. «Έπεσε χάμου ξερή, σαν να δέχτηκε

μια σφαίρα κατάστηθα, μόλις της το 'πα. Πρώτη φορά την είδα να

κάνει έτσι. Και με το δίκιο της, δεν ήταν μικρό πράγμα>>.

Φαινόταν ακόμα εξαντλημένη και χλομή . Ο Τζέημς Χαρτχάουζ

Page 45: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 209

της πρόσφερε το μπράτσο του και, καθώς προχωρούσαν αργά, τη

ρώτησε πώς έγινε η ληστεία.

«Θα σου πω εγώ» είπε ο Μπαουντερμπάη, δίνοντας το μπράτσο

του στην κυρία Σπάρσιτ, μ' ένα ερεθισμένο ύφος. «Αν δεν είχες

δείξει τόσο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το ποσό, θα 'χα αρχίσει από

πριν. Ξέρεις αυτή την κυρία (γιατί είναι μια πραγματική κυρία)

-την κυρία Σπάρσιτ;»

«Είχα την τιμή να .. . >> «Ωραία! Κι αυτόν εδώ το νέο, τον Μπίτζερ, τον γνώρισες την

ίδια μέρα; ... » Ο κύριος Χαρτχάουζ έγειρε καταφατικά το κεφάλι κι ο Μπίτζερ χαιρέτησε, φέρνοντας το χέρι στο μέτωπο.

«Ωραία. Μένουν στην Τράπεζα. Το ξέρεις, νομίζω, πως μένουν

στην Τράπεζα; Ωραία. Χτες το απόγευμα, μόλις τέλειωσε η δου­

λειά, καθετί ταχτοποιήθηκε όπως κάθε μέρα. Το πόσα χρήματα

ήταν στο σιδερένιο δωμάτιο, που έξω από την πόρτα του κοιμάται

ο Μπίτζερ, δεν έχει σημασία. Στο μικρό χρηματοκιβώτιο, που βρί­

σκεται στο γραφείο του νεαρού Τομ και που το χρησιμοποιούμε

για μικροσυναλλαγές, ήταν κάπου εκατόν πενήντα λίρες».

«Εκατόν πενήντα τέσσερις λίρες, εφτά σελίνια και μια πένα»

είπε ο Μπίτζερ.

«Σιωπή!>> φώναξε ο Μπαουντερμπάη, σταματώντας για να γυ­

ρίσει·να τον κοιτάξει. «Σου απαγορεύω να με διακόπτεις . Δε φτά­

νει που με λήστεψαν την ώρα που εσύ ροχάλιζες, γιατί βρήκες,

φαίνεται, καλό χουζούρι, μόνο θέλεις τώρα και να με διορθώνεις

με τις τέσσερις λίρες σου, τα εφτά σελίνια σου και τη μια σου πέ­

να. Σε πληροφορώ πως, όταν εγώ ήμουν στην ηλικία σου, δε ροχά­

λιζα. Δεν έτρωγα αρκετά για να μπορώ να ροχαλίζω. Και δεν

αντίσκοβα τους άλλους για τέσσερις λίρες, εφτά σελίνια και μια

πένα, κι αν ακόμα ήξερα το σωστό ποσό>> .

Ο Μπίτζερ ξανάφερε με πολύ ταπεινό ύφος το χέρι του στο μέ­

τωπο. Του έκανε μεγάλη εντύπωση και τον επηρέασε βαθιά το πα­

ράδειγμα της ηθικής εγκράτειας του κυρίου Μπαουντερμπάη. «Κάπου εκατόν πενήντα λίρες>> ξανάρχισε ο κύριος Μπαου­

ντερμπάη. «Αυτό το ποσό είχε κλειδώσει ο νεαρός Τομ στο χρη ­

ματοκιβώτιό του -ένα χρηματοκιβώτιο όχι και τόσο γερό, αν και

αυτό δεν έχει σημασία τώρα. Όλα ήταν εντάξει. Κάποια στιγμή

μες στη νύχτα, την ώρα που ο νεαρός από δω το 'χε ρίξει στο ροχα-

Page 46: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

210 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

λητό .. . είπατε, κυρία Σπάρσιτ, πως τον ακούσατε να ροχαλίζει;» «Κύριε» αποκρίθηκε η κυρία Σπάρσιτ, «δεν μπορώ να πω ακρι­

βώς πως τον άκουσα να ροχαλίζει, κι έτσι δεν πρέπει να το κατα­θέσω υπεύθυνα. Μα τα χειμωνιάτικα βράδια, όταν τον έπαιρνε ο

ύπνος στο τραπέζι του, τον άκουγα ν' αναπνέει μ' έναν τρόπο σαν

να πνιγόταν. Τον άκουσα σ' αυτές τις περιπτώσεις να βγάζει κάτι

παράξενους ήχους, σαν αυτούς που ακούμε καμιά φορά ν' αφή­

νουν τα ολλανδέζικα ρολόγια του τοίχου. Όχι» είπε η κυρία

Σπάρσιτ με το υπεροπτικό ύφος του ανθρώπου που κάνει μια εντε­

λώς ακριβολογημένη μαρτυρική κατάθεση, «Πως θέλω να θίξω τον

ηθικό του χαρακτήρα . Κάθε άλλο . Θεωρούσα πάντα τον Μπίτζερ

σαν ένα νέο με τας πιο υγιείς αρχάς και αυτό ακριβώς είναι που

επιθυμώ να καταθέσω>>.

«Καλά» είπε νευριασμένος ο Μπαουντερμπάη. «Την ώρα_ που

αυτός ροχάλιζε ή πνιγόταν ή έκανε σαν ολλανδέζικο ρολόι ή και

ό,τι άλλο θέλετε , βυθισμένος στον ύπνο, κάποιοι, που είτε είχαν

κρυφτεί από πρωτύτερα στην Τράπεζα είτε όχι -κι αυτό θα μας το

δείξει η ανάκριση- έφτασαν στο χρηματοκιβώτιο του νεαρού Τομ,

το παραβίασαν και το άδειασαν. Τότε άκουσαν κάποιο θόρυβο

και το 'σκασαν. Βγήκαν από την κεντρική είσοδο, τη διπλοκλείδω­

σαν (ήταν διπλοκλειδωμένη και το κλειδί κάτω από το προσκέφα­

λο της κυρίας Σπάρσιτ), μ' ένα αντικλείδι που .βρέθηκε στο δρόμο,

κοντά στην Τράπεζα, κατά τις δώδεκα η ώρα σήμερα. Κανείς δεν

πήρε είδηση, ώς την ώρα που ο Μπίτζερ άνοιξε τα γραφεία για ν'

αρχίσει η δουλειά. Τότε, κοιτάζοντας το χρηματοκιβώτιο του Τομ,

βλέπει μισάνοιχτη την πόρτα και βρίσκει παραβιασμένη την κλει­

δαριά. Τα λεφτά είχαν κάνει φτερά!»

«Αλήθεια, πού είναι ο Τομ;» ρώτησε ο Χαρτχάουζ κοιτάζοντας

γύρω του.

«Βοηθούσε την αστυνομία» είπε ο Μπαουντερμπάη, «κι έχει

μείνει στην Τράπεζα. Θα 'θελα να είχαν δοκιμάσει αυτοί οι κανά­

γιες να με κλέψουν όταν ήμουν στην ηλικία του Τομ. Θα 'χαναν τ' αυγά και τα καλάθια>>.

«Υποψιάζονται κανέναν;»

«Αν υποψ ιάζονται; Λέω δα πως κάποιον θα υποψιάζονται. Μα

το Θεό!» είπε ο Μπαουντερμπάη, αφήνοντας το μπράτσο της κυ­

ρίας Σπάρσιτ για να σκουπίσει το θερμασμένο του κεφάλι. «Δεν

Page 47: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 211

μπορεί να ληστεύεται ο Ιοσίας Μπαουντερμπάη του Κοκτάουν και

να μην υποψιάζονται κανέναν. Αυτό δε γίνεται» .

Θα μπορούσε ο κύριος Χαρτχάουζ να ρωτήσει ποιον υποψιά­

ζονται;

«Ε, λοιπόν» είπε ο Μπαουντερμπάη, σταματώντας και κοιτάζο­

ντας γύρω του για να τον δουν όλοι. «Θα σας πω. Μα να μη γίνει

λόγος παραπέρα για να μην πάρουν αυτοί οι κανάγιες τα μέτρα

τους (είναι συμμορία ολόκληρη). Σας το λέω λοιπόν ε~ιπιστευτικά.

Μα περιμένετε μια στιγμή». Ο κύριος Μπαουντερμπάη ξανα­

σκούπισε το κεφάλι του . «Τι θα λέγατε» -τόνισε μ' ένα ορμητικό

ξέσπασμα- «αν μαθαίνατε πως σ' αυτή την υπόθεση είναι ανακα-τεμένος ένας εργάτης;» ·

«Ελπίζω>> είπε νωχελικά ο Χαρτχάουζ, «να μην πρόκειται για

το φίλο μας τον Μπλάκποτ;»

«Βάλτε Πουλ αντί Ποτ, κύριε» αποκρίθηκε ο Μπαουντερμπάη,

«Κι αυτός είναι ο άνθρωπός μας>> .

Η Λουίζα άφησε μια αδύνατη φωνΊi γεμάτη κατάπληξη και δυ­

σπιστία.

«Μάλιστα! Ξέρω!» είπε ο Μπαουντερμπάη, που τ' αυτί του άρ­

παξε αμέσως αυτή τη φωνή. «Ξέρω πολύ καλά! Τα 'χω συνηθίσει

κάτι τέτοια! Τα ξέρω όλα. Είναι οι καλύτεροι άνθρωποι του κό­

σμου. Είναι σπουδαίοι λογάδες, πολύ σπουδαίοι! Δε θέλουν παρά

μονάχα να τους εξηγήσει κανείς τα δικαιώματά τους, τίποτ' άλλο.

Μα εγώ θα σας πω ποια είναι η αλήθεια. Δείξτε μου έναν δυσαρε­

σiημένο εργάτη, και θα σας δείξω εγώ έναν άνθρωπο που είναι ικανός για κάθε κακό».

Ένα ακόμα λα'ίκό παραμύθι του Κοκτάουν, που χρειάστηκε

λίγος κόπος για να διαδοθεί -και που μερικοί το πίστευαν πραγ­

ματικά.

«Μα τους ξέρω εγώ καλά αυτούς τους ανθρώπους» είπε ο Μπα­

ουντερμπάη. «Μπορώ να διαβάσω την ψυχή τους σαν ανοιχτό βι­

βλίο. Κυρία Σπάρσιτ, επικαλούμαι τη μαρτυρία σας. Τι προειδο­

ποίηση έκανα σ' αυτό τον άνθρωπο, την πρώτη φορά που πάτησε

το πόδι του σ' αυτό το σπίτι, με τον ξεκαθαρισμένο σκοπό να δει πώς θα μπορ6σΕL να τινάξει στον αέρα τη θρησκι;:ία και να γκρφί­

σει την καθιερωμένη Εκκλησία; Κυρία Σπάρσιτ, ρωτώ εσάς, που

με την υψηλή σας καταγωγή βρίσκεστε στο επίπεδο της αριστο-

Page 48: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

212 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

κρατίας -είπα ή δεν είπα σ' αυτόν τον άνθρωπο: "Δεν μπορείς να

μου κρύψεις εμένα την αλήθεια· δεν είσαι από τους ανθρώπους

του γούστου μου· θα 'χεις κακά ξετελέματα" ;»

«Ασφαλώς, κύριε>> αποκρίθηκε η κυρία Σπάρσιτ, «του κάνατε

αυτή την προειδοποίηση με πολύ εντυπωσιακό τρόπο>>.

«Όταν σας πρόσβαλε, κυρία» είπε ο Μπαουντερμπάη, «όταν

πρόσβαλε τα αισθήματά σας;»

«Μάλιστα κύριε» αποκρίθηκε η κυρία Σπάρσιτ μ' ένα ήρεμο

κούνημα του κεφαλιού. «Η αλήθεια είναι ότι έγινε κι αυτό. Ίσως

επειδή , σ' αυτά τα ζητήματα, τα αισθήματά μου είναι πολύ πιο εκλε­

πτυσμένα -ή πιο κουτά, αν προτιμάτε- παρ' όσο θα μπορούσαν να

'ναι, αν βρισκόμουν από την αρχή στη θέση που βρίσκομαι τώρα».

Ο κύριος Μπαουντερμπάη κοιτούσε ακτινοβολώντας από πε ­

ρηφάνια τον κύριο Χαρτχάουζ, σαν να του 'λεγε: «Εγώ είμ~ι ο

ιδιοκτήτης αυτής της γυναίκας, και νομίζω πως αξίζει να την προ­

σέξεις». Ύστερα συνέχισε την ομιλία του.

«Κι εσύ, Χαρτχάουζ, μπορείς να θυμηθείς τι του είπα όταν τον

είδα μπροστά σου. Δε μάσησα τα λόγια μου. Τους τα λέω πάντα

έξω από τα δόντια. Δεν τους λογαριάζω. Τους ΞΕΡΩ. Τους ξέρω

πολύ, καλά, κύριε. Ύστερα από τρεις μέρες εξαφανίστηκε . Το

'σκασε , κανείς δεν ξέρει πού πήγε -όπως έκανε κι η μητέρα μου

όταν ήμουν παιδί· με τη διαφορά πως τούτος εδώ είναι χειρότερο

υποκείμενο από τη μητέρα μου, αν μπορεί να γίνει τέτοιο πράγμα.

Τι έκανε πριν φύγει; Τι θα λέγατε» -ο κύριος Μπαουντερμπάη,

που κρατούσε στο χέρι το καπέλο του, το χτυπούσε κάθε τόσο

στην κορφή, σαν να 'ταν ταμπούρλο, σε κάθε φράση της ομιλίας

του- «αν μαθαίνατε πως τον είδαν να κατασκοπεύει την Τράπεζα

-τρία βράδια συνέχεια; Να παραμονεύει εκεί γύρω -μόλις σκοτεί­

νιαζε; Πως η κυρία Σπάρσιτ σκέφτηκε ότι δεν μπορούσε να παρα­

μονεύει για καλό; Πως το 'πε ύστερα στον Μπίτζερ και τον είδαν

κι οι δυο μαζί; Και πως τον πρόσεξαν κι οι γ ε ι τόνοι, όπως εξακρι­

βώθηκε από την ανάκριση;» Αφού έφτασε σ' αυτή την κορόνα, ο

κύριος Μπαουντερμπάη έβαλε το ταμπούρλο του στο κεφάλι σαν ανατολίτισσα χορεύτρια.

~~Ύποπτος>> είπε ο τζtημς Χαρτχάουζ, «Πολύ ύποπτος». ,/Ετσι νομίζω, κι εγώ κύριε>> είπε ο Μπαουντερμπάη με προκλη­

τικό ύφος. «Έτσι νομίζω. Μα είναι κι άλλοι ανακατεμένοι. Είναι

Page 49: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 213

στη μέση μια γριά. Αυτά τα πράγματα δεν τα παίρνει κανείς είδηση

ώσπου να γίνει το κακό. Πρέπει να κλέψουν πρώτα το άλογο για ν'

ανακαλύψουν πως δεν είναι στέρεη η πόρτα του στάβλου. Τώρα πα­

ρουσιάστηκε κι αυτή η γριά· μια γριά που, όπως φαίνεται, έρχεται

κάθε τόσο στην πόλη, ακουμπώντας σ' ένα σκουπόξυλο. Κατασκο­

πεύει καλά καλά το μέρος μια ολόκληρη μέρα ώσπου να 'ρθει εκεί­

νος να την αντικαταστήσει, και, τη νύχτα που τον είδατε, φεύγει μα­

ζί του , και συνεννοείται μαζί του -ασφαλώς για να του δώσει ανα­

φορά τελειώνοντας τη βάρδια της και να την πάρει ο διάβολος».

«Ήταν πραγματικά μια τέτοια γριά στο σπίτι του Μπλάκπουλ

εκείνο το βράδυ και κρυβόταν να μην τη δουν>> σκέφτηκε η Λουίζα>>.

«Δεν είναι μόνο αυτοί, όπως ξέρουμε» είπε ο Μπαουντερμπάη,

κουνώντας το κεφάλι με κρυφό νόημα. «Μα αρκετά είπα για την

ώρα. Θα 'χετε την καλοσύνη να τα κρατήσετε μυστικά, να μην πεί­

τε τίποτα σε κανέναν. Μπορεί να χρειαστεί καιρός, μα θα τους βά­

λουμε στο χέρι. Το σύστημά μας είναι να τους αφήνουμε λάσκο

στην αρχή. Δε βλάφτει καθόλου>>.

«Φυσικά θα τιμωρηθούν μ' όλη την αυστηρότητα του νόμου, όπως

λένε κι οι διάφορες απαγορευτικές πινακίδες» απάντησε ο τζέημς

Χαρτχάουζ, «και τους αξίζει. Εκείνοι που ληστεύουν τις τράπεζες

πρέπει να πληρώνουν τις συνέπειες. Αν δεν ήταν οι συνέπειες, όλοι

θα ληστεύαμε τράπεζες». Πήρε αβρά την ομπρέλα της Λουίζας από

το χέρι της και την άνοιξε πάνω απ' το κεφάλι της και περπατούσε

κάτω απ' τον ίσκιο της, μόλο που εκεί δεν ήταν ήλιος.

«Προς το παρόν, Λου Μπαουντερμπάψ> είπε ο σύζυγός της,

«πρέπει να κοιτάξουμε την κυρία Σπάρσιτ. Τα νεύρα της κυρίας

Σπάρσιτ ταράχτηκαν πολύ μ' αυτή την ιστορία και θα μείνει μια

δυο μέρες μαζί μας. Να την περιποιηθείτε λοιπόν».

«Ευχαριστώ πάρα πολύ, κύριε» είπε η διακριτική αυτή κυρία.

«Μην ενοχλείσθε για μένα. Εγώ περνάω με ό,τι να 'ναι».

Φάνηκε πολύ γρήγορα πως, αν η κυρία Σπάρσιτ είχε ένα ελάττω­

μα στις σχέσεις της μ' αυτό το σπίτι, ήταν ότι αδιαφορούσε ολότελα για τον εαυτό της και πρόσεχε τόσο πολύ τους άλλους, που γινόταν

ενοχλητική. Όταν την οδήγησαν στο δωμάτιό της, έδειξε τόσο τρο­

μερή ευαισθησία βλέποντας την πολυτέλεια και τις ανέσεις του, που

δε δίστασε να δηλώσει πως θα προτιμούσε να κοιμηθεί στο τραπέζι

του πλυσταριού. «Βέβαια οι Πάουλερ και οι Σκάτζερς ήταν μαθη-

Page 50: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

214 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΠΚΕΝΣ

μένοι οτην πολυτέλεια, μα είναι καθήκον μου να θυμάμαι» άρεσε

στην κυρία Σπάρσιτ να λέει με υπεροπτικ11 χάρη, και ιδιαίτερα όταν

ψαν μπροστά κάποιος από το υπηρετικό προσωπικό του σπιτιού,

«πως δεν είμαι πια ό,τι 1iμουν άλλοτε. Αν, αλήθεια, μπορούσα να

κάνω να λησμονηθεί πως ο κύριος Σπάρσιτ ήταν ένας Πάουλερ, ή

ότι εγώ κρατάω από την οικογένεια των Σκάτζερς, ή αν ακόμα μπο­

ρούσα να σβήσω την πραγματικότητα και να παρουσιάζομαι σαν

ένα πρόσωπο από ταπεινή γενιά, με κοινούς συγγενείς, θα το 'κανα

ευχαρίστως. Θα το θεωρούσα, κάτω από τις σημερινές συνθήκες,

δίκαιο και σωστό». Το ίδιο πνεύμα της aπάρνησης την έκανε να μη

δέχεται εκλεκτά φαγητά και κρασιά στα γεύματα, παρά μονάχα

όταν την πρόσταζε φιλόφρονα ο κύριος Μπαουντερμπάη· τότε του

έλεγε : «Είστε πολύ καλός, κύριε» και ακύρωνε την απόφασή της,

που την είχε καθαρά διακηρύξει σ' όλο τον κόσμο, να παίρνει «μό­

νο λίγο σκέτο αρνάκι». Ζητούσε χίλιες συγνώμες όταν χρειαζόταν

το αλάτι και, νιώθοντας την υποχρέωση να επιβεβαιώσει, όσο ήταν

δυνατό, τη δήλωση που 'χε κάνει ο Μπαουντερμπάη για τα νεύρα

της, ακουμπούσε πότε πότε στη ράχη της καρέκλας κι έκλαιγε σιω­

πηλά. Και τότε, μπορούσε κανείς να δει (ή μάλλον έβλεπε ασφα­

λώς, γιατί η κυρία Σπάρσιτ φρόντιζε πάντα να τραβάει την προσοχή

των άλλων) ένα μεγάλο δάκρυ, σαν κρυστάλλινο σκουλαρίκι, να γλιστράει από τη ρωμα·ίκή της μύτη και να πέφτει κάτω.

Μα το σπουδαιότερο χαρακτηριστικό της κυρίας Σπάρσιτ ήταν

πάντα η απόφασή της να λυπάται τον κύριο Μπαουντερμπάη. Κα­

μιά φορά, κοιτάζοντάς τον, κουνούσε αθέλητα το κεφάλι της, σαν

να 'λεγε: «Αλίμονο, φτωχέ Γιόρικ!» Αφού λοιπόν άφηνε να προ­

δοθούν αυτά τα σημάδια της συγκίνησής της, χαμογελούσε ελα­

φρά κι ύστερα ξεσπούσε σε κρίσεις ευθυμίας λέγοντας: «Δόξα τω

Θεώ, διατηρείτε πάντα το κέφι σας, κύριε>>. Και φαινόταν να θεω­

ρεί σαν εξαιρετική ευτυχία το ότι ο κύριος Μπαουντερμπάη κρα­

τιόταν ακόμα γερά. Πολλές φορές ζητούσε συγνώμη και για μια

άλλη χαρακτηριστική της συνήθεια, που δυσκολευόταν πολύ να τη

νικήσει. Είχε μια παράξενη τάση να λέει την κυρία Μπαουντερ­

μπάη «δεσποινίδα Γκραντγκράιντ>>, κάι το ίδιο εκείνο βeάδυ υπο­χώρησε σ' αυτή την αδυναμία της πάνω από εξήντα φορές. Η συ­

χνή αυτή επανάληψη δημιουργούσε στην κυρία Σπάρσιτ μια σεμνή

σύγχυση· αληθινά, έλεγε, της φαινόταν τόσο φυσικό να τη λέει δε-

Page 51: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 215

σποινίδα Γκραντγκράιντ, το να πείσει όμως τον εαυτό της πως η νεαρή κυρία, που είχε την ευτυχία να τη γνωρίζει από παιδί, ήταν

σίγουρα και πραγματικά η κυρία Μπαουντερμπάη, το 'βρισκε

σχεδόν αδύνατο. Μια άλλη χαρακτηριστική λεπτομέρεια σ' αυτή

την υπόθεση ήταν ότι, όσο περισσότερο το σκεφτόταν, τόσο πιο

αδύνατο το 'βρισκε . «Είναι τόσο χτυπητές οι διαφορές» έλεγε.

Στο σαλόνι, μετά το γεύμα, ο κύριος Μπαουντερμπάη δίκασε

την υπόθεση της ληστείας, εξέτασε τους μάρτυρες, κράτησε σημει­

ώσεις των καταθέσεων, κήρυξε τους κατηγορουμένους ενόχους

και τους τιμώρησε με το ανώτατο όριο της ποινής που προβλέπει ο

νόμος . Ύστερα έστειλε τον Μπίτζερ στην πόλη, με την παραγγελία να συστήσει στον Τομ να γυρίσει σπίτι με το ταχυδρομικό τρένο.

Όταν έφεραν τα φώτα, η κυρία Σπάρσιτ μουρμούρισε: «Μην

είστε τόσο βαρύθυμος, κύριε. Θέλω να σας βλέπω εύθυμο, όπως

άλλοτε» . Ο κύριος Μπαουντερμπάη, που αυτές οι παρηγοριές εί­

χαν αρχίσει να του ξυπνούν ένα χοντροκομμένο ανόητο αισθημα­

τισμό, αναστέναξε σαν φώκια. «Δεν μπορώ να σας βλέπω έτσι, κύ­

ριε» είπε η κυρία Σπάρσιτ. «Δεν παίζετε μια παρτίδα τάβλι, όπως

κάνατε όταν είχα την τιμή να μένω κάτω από τη στέγη σας;»

«Από τότε δεν ξανάπαιξα τάβλι, κυρία>> είπε ο Μπαουντερμπάη.

«Ναι, κύριε>> είπε με παρηγορητικό τόνο η κυρία Σπάρσιτ, «το

ξέρω πως δεν παίξατε. Θυμάμαι πως η δεσποινίς Γκραντγκράιντ

δεν ενδιαφέρεται γι' αυτό το παιχνίδι. Θα ήμουν όμως πολύ ευτυ­

χής, κύριε, αν θέλατε να ... >> Έπαιζαν κοντά σ' ένα παράθυρο που έβλεπε στον κήπο. Ήταν

μια όμορφη νύχτα· δεν είχε φεγγάρι, μα ήταν ζεστή κι aρωματι­

σμένη. Η Λουίζα κι ο Χαρτχάουζ έκαναν περίπατο στον κήπο και

μέσα στην ησυχία ακούγονταν οι ομιλίες τους, χωρίς όμως να ξε­

καθαρίζονται και τα λόγια τους. Η κυρία Σπάρσιτ, από τη θέση

της μπροστά στο τάβλι, τέντωνε ολοένα τα μάτια της για να τρυπή­

σει τους εξωτερικούς ίσκιους.

«Τι συμβαίνει, κυρία; » είπε ο κύριος Μπαουντερμπάη. «Μή­

πως βλέπετε καμιά πυρκαγιά;>>

«Ω, όχι, κύριε» απάντησε η κυρία Σπάρσιτ. «Σκεφτόμουν την

υγρασία» .

<<Και τι σας ενδιαφέρει η υγρασία, κυρία;» είπε ο κύριος Μπα­

ουντερμπάη.

Page 52: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

216 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτJΚΕΝΣ

«Δεν πρόκειται για μένα, κύριε» αποκρίθηκε η κυρία Σπάρσιτ.

«Φοβάμαι μην αρπάξει κανένα κρυολόγημα η δεσποινίς Γκραντ­

γκράιντ».

«Ποτέ δεν κρυολογεί» είπε ο κύριος Μπαουντερμπάη.

«Αλήθεια, κύριε;» είπε η κυρία Σπάρσιτ. Και την έπιασε ένας

βαθύς βήχας.

Όταν ήρθε η ώρα να χωρίσουν, ο κύριος Μπαουντερμπάη πήρε

ένα ποτήρι νερό.

«Ω, κύριε!» είπε η κυρία Σπάρσιτ. «Γιατί δεν παίρνετε το ζεστό

σας τσέρι με φλούδα λεμονιού και μοσχοκάρυδο;»

«Μπα! την ξέχασα πια αυτή τη συνήθεια, κυρία» είπε ο κύριος

Μπαουντερμπάη.

«Τόσο το χειρότερο, κύριε» αποκρίθηκε η κυρία Σπάρσιτ.

«Αρχίζετε να χάνετε όλες σας τις καλές παλιές συνήθειες. Μην

απογοητεύεστε, κύριε! Αν μου επιτρέψει η δεσποινίς Γκραντ­

γκράιντ, θα σας ετοιμάσω εγώ, όπως άλλοτε» .

Η δεσποινίς Γκραντγκράιντ ήταν πάντα πρόθυμη να επιτρέπει

στην κυρία Σπάρσιτ να κάνει ό,τι θέλει, κι έτσι η προνοητική αυτή κυ­

ρία έφτιαξε το πιοτό και το πρόσφερε στον κύριο Μπαουντερμπάη.

«Θα σας κάνει καλό, κύριε. Θα ζεστάνει την καρδιά σας. Πρέπει να

το παίρνετε ταχτικά. Είναι ό,τι σας χρειάζεται κύριε». Κι όταν ο κύ­

ριος Μπαουντερμπάη είπε: «Στην υγειά σας, κυρία!» του απάντησε

με πολύ αίσθημα: «Ευχαριστώ, κύριε. Σας εύχομαι κι εγώ υγεία, μα

κι ευτυχία μαζί>>. Τέλος τον καληνύχτισε με πολύ πάθος, κι ο κύριος

Μπαουντερμπάη πήγε να πλαγιάσει, πιστεύόντας, μέσα σ' έναν νο­

σηρό αισθηματισμό, πως του 'χαν στερήσει από τη ζωή του κάτι τρυ­

φερό, χωρίς όμως να μπορεί καθόλου να πει τι ακριβώς ήταν.

Η Λουίζα είχε γδυθεί κι είχε πέσει στο κρεβάτι κι έμενε άγρυ­

πνη από ώρα πολλή, περιμένοντας τον αδερφό της. Ήξερε πως δε

θα 'ρχόταν πριν από τη μία μετά τα μεσάνυχτα, μα μέσα στη σιωπή

της εξοχής, που κάθε άλλο παρά γαλήνευε την ταραχή του μυαλού

της, οι ώρες δεν έλεγαν να περάσουν.

Το σκοτάδι μεγάλωνε τη σιωπή κι η σιωπή το σκοτάδι. Άκουσε

το κουδούνι της εξώπορτας. Ένιωθε πως θα 'ταν ευχαριστημένη

να τ' ακούει να χτυπάει ώς το πρωί· μα σταμάτησε, και τα τελευ­

ταία κύματα των ήχων του έσβησαν σιγά σιγά μες στον αγέρα, κι

όλα βυθίστηκαν πάλι σε νεκρική σιωπή.

Page 53: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 217

Περίμενε ακόμα ένα τέταρτο της ώρας, όπως υπολόγισε. Ύ στε­

ρα σηκώθηκε, φόρεσε μια ρόμπα, βγήκε από το δωμάτιό της, χω­

ρίς ν' ανάψει το φως, κι ανέβηκε στο δωμάτιο του αδερφού της. Η

πόρτα ήταν κλειστή. Την άνοιξε απαλά και του μίλησε, πλησιάζο­

ντας αθόρυβα στο κρεβάτι του .

Γονάτισε πλάι του, πέρασε το μπράτσο της γύρω στο λαιμό του

και τράβηξε κοντά της το πρόσωπό του. Ήξερε πως έκανε τον κοι­

μισμένο , μα δεν του είπε τίποτα. Σε λίγο ανασηκώθηκε, σαν να ξύ­

πνησε εκείνη τη στιγμή, και ρώτησε ποιος ήταν και τι ήθελε.

«Τομ, δεν έχεις να μου πεις τίποτα; Αν μ' αγάπησες ποτέ στη

ζωή σου κι έχεις κάποιο μυστικό που το κρατάς κρυφό απ' όλους

τους άλλους, πες το σε μένα>>.

«Δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις, Λου. Μην ονειρεύτηκες τί­

ποτα;»

«Αγαπημένε μου αδερφούλψ> -ακούμπησε το κεφάλι της στο

μαξιλάρι του και τα μαλλιά της ξεχύθηκαν πάνω στο πρόσωπό του,

σαν να 'θελε να τον κρύψει απ' όλους, εκτός από τον εαυτό της.

«Δεν έχεις τίποτα να μου πεις; Τίποτα που να μπορείς να μου το

πεις, αν θέλεις; Ό,τι κι αν μου πεις, να ξέρεις πως εγώ δε θα πάψω

να σ' αγαπάω. Ω, Τομ, πες μου την αλήθεια!»

«Δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις, Λου!»

«Όπως είσαι τώρα εδώ πλαγιασμένος μονάχος σου, αδερφούλη

μου, μέσα στη μελαγχολική τούτη νύχτα, έτσι θα χρειαστεί να πλα­

γιάσεις κάποια άλλη νύχτα, που ακόμα κι εγώ αν βρίσκομαι στη ζωή,

θα πρέπει να σ' αφήσω. Όπως είμαι τώρα πλάι σου, γυμνόποδη,

άντυτη, αθέατη μες στο σκοτάδι, έτσι θα πρέπει να μείνω κι εγώ ξα­

πλωμένη ολόκληρη τη νύχτα της φθοράς μου, ώσπου να γίνω σκόνη.

Σ' εξορκίζω, Τομ, σ' αυτή την υπέρτατη νύχτα, πες μου την αλήθεια!»

«Τι είν' αυτό που θέλεις να μάθεις;»

«Μπορείς να 'σαι βέβαιος» -μες στην ορμή της αγάπης της τον

έσφιξε στο στήθος της, σαν να 'ταν παιδί- «πως δε θα σε κατηγο­

ρήσω. Μπορείς να 'σαι βέβαιος πως θα σταθώ πλάι σου γιομάτη

συμπόνια κι αγάπη. Μπορείς να 'σαι βέβαιος πως θα σε σώσω με

κάθε θυσία. Ω, Τομ, δεν έχεις λοιπόν να μου πεις τίποτα; Ψιθύρι­

σέ μου το απαλά! Πες μου μονάχα ένα ναι και θα σε καταλάβω».

Γύρισε τ' αυτί τηc; στα χείλη τον. μα εκείνος έμΕινι= πFιπιιατιχά

σιωπηλός.

Page 54: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

218 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

«Ούτε μια λέξη, Τομ;»

«Πώς μπορώ να πω ναι, ή πώς μπορώ να πω όχι, αφού δεν κα­

ταλαβαίνω τι μου λες; Λου, είσαι ένα γενναίο, ευγενικό κορίτσι κι

αρχίζω να πιστεύω πως σου αξίζει ένας αδερφός καλύτερος από

μένα. Τίποτ' άλλο δεν έχω να σου πω. Π1iγαινε να πλαγιάσεις, πή­

γαινε να πλαγιάσεις».

«Είσαι κουρασμένος» του ψιθύρισε σε λίγο, κι η φωνή της είχε

τώρα το συνηθισμένο της τόνο.

«Ναι, είμαι πτώμα από την κούραση».

«Είχες τόσες δουλειές και τόσες φασαρίες σήμερα. Έχουμε

νέα από την ανάκριση;»

«Τίποτα, εκτός από κείνα που άκουσες από .. . αυτόν» .

«Τομ, είπες σε κανέναν πως πήγαμε σ' αυτούς τους ανθρώπους

και πως είδαμε αυτά τα τρία πρόσωπα μαζί;»

«Όχι. Δε μου είχες πει να το κρατήσω μυστικό, όταν μου ζήτη -

σες να 'ρθω μαζί σου;»

«Ναι. Μα τότε δεν ήξερα πως θα γινόταν αυτό που έγινε» .

«Ούτε κι εγώ. Πώς μπορούσα να ξέρω;»

Βιάστηκε πολύ να της πει τα τελευταία αυτά λόγια.

«Ύστερα απ' αυτό που έγινε, μήπως θα 'πρεπε να πω πως έκα­

να αυηΊ την επίσκεψη;>> είπε η αδερφή του και σηκώθηκε όρθια

πλάι στο κρεβάτι. <<Μήπως είναι σωστό να το πω; Μήπως πρέπει

να το πω;>>

<<Για το Θεό, Λου>> αποκρίθηκε ο αδερφός της. <<Ποτέ δεν είχες

τη συνήθεια να ζητάς συμβουλές από μένα. Κάνε ό,τι θέλεις . Αν

εσύ το κρατήσεις μυστικό, θα το κρατήσω κι εγώ. Αν το πεις, πάει,

τέλειωσε» .

Ήταν πολύ πυκνό το σκοτάδι για να βλέπει ο ένας του άλλου το

πρόσωπο· μα κι οι δυο τους είχαν μια έκφραση εντατικής προσο­

χής και σκέφτονταν πολύ πριν μιλήσουν.

«Τομ, πιστεύεις πως ο άνθρωπος αυτός που του 'δωσα τα χρή -ματα είναι ανακατcμένος σ' αυτό το έγκλημα;»

<<Δεν ξέρω. Ωστόσο δε βλέπω γιατί να μην είναι>>.

«Μου φάνηκε τόσο τίμιος άνθρωπος».

<<Κι άλλος μπορεί να σου φαίνεται παλιάνθρωπος και να μην

είναι>>.

Έγινε σιωπή, γιατί ο Τομ έμεινε διστακτικός και σταμάτησε.

Page 55: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 219

«Ε, λοιπόν» ξανάρχισε ο Τομ, σαν να πήρε την απόφαση,

«αφού μ' αναγκάζεις να στο πω, μου 'κανε τόσο κακή εντύπωση αυτός ο άνθρωπος, που τον πήρα έξω για να του πω, με τρόπο, πως

έπρεπε να είναι πολύ ευχαριστημένος ύστερα από το ουρανοκατέ­βατο δώρο που του 'δωσε η αδερφή μου, και πως είχα την ελπίδα

ότι θα 'κανε καλή χρ1iση αυτού του δώρου. Θυμάσαι αν τον πήρα

έξω ή όχι; Δε θέλω βέβαια να τον κατηγορήσω· μπορεί να 'ναι

ένας καλός άνθρωπος, ξέρω κι εγώ; Μακάρι να 'ναι!»

«Δεν του κακοφάνηκε που του μίλησες έτσι;>>

«Όχι, καθόλου μάλιστα. Μου φέρθηκε μ' αρκετή ευγένεια.

Πού είσαι, Λου;» Ανασηκώθηκε στο κρεβάτι του και τη φίλησε.

«Καληνύχτα, αδερφούλα μου, καληνύχτα!»

«Δεν έχεις να μου πεις τίποτ' άλλο;»

«Όχι. Τι άλλο να 'χω; Δε θα 'θελες βέβαια να σου πω κανένα

ψέμα;>>

«Δε θα το 'θελα αυτό, Τομ, τούτη τη νύχτα, μέσα απ' όλες τις νύ­

χτες της ζωής σου, που εύχομαι να 'ναι πολλές και πολύ πιο ευτυχι­

σμένες και γαλήνιες».

«Σ' ευχαριστώ, καλή μου Λου. Είμαι τόσο κουρασμένος, που

απορώ πώς δε σου λέω ό,τι να 'ναι για να μ' aφήσεις να κοιμηθώ.

Πήγαινε να πλαγιάσεις, πήγαινε να πλαγιάσεις».

Την ξαναφίλησε, γύρισε από το άλλο πλευρό, τράβηξε την κου­

βέρτα πάνω από το κεφάλι του κι έμεινε τόσο ακίνητος, που θα

'λεγες πως είχε φτάσει η νύχτα εκείνη, που στ' όνομά της τον είχε

ορκίσει. Η Λουίζα στάθηκε για λίγο πλάι στο κρεβάτι κι ύστερα

έφυγε αργά. Σταμάτησε στην πόρτα, την άνοιξε, κοίταξε πίσω της

και τον ρώτησε αν τη φώναξε. Μα εκείνος έμεινε aσάλευτος, κι η

Λουίζα έκλεισε σιγά την πόρτα και γύρισε στο δωμάτιό της.

Και τότε ο άθλιος εκείνος νέος σήκωσε με προφύλαξη το κεφά­

λι κι αφού βεβαιώθηκε πως η αδερφή του είχε φύγει, κατέβηκε

αθόρυβα απ' το κρεβάτι, κλείδωσε την πόρτα του κι ύστερα ,ρίχτη­

κε ξανά πάνω στο μαξιλάρι του κι άρχισε να τραβά τα μαλλιά του

και να κλαίει πικρά, νιώθοντας πως την αγαπούσε πάντα, μόλο

που ήταν πεισματωμένος μαζί της, μισώντας τον ίδιο τον εαυτό

του, μα μένοντας πάντα αμετανόητος, με μια μάταιη περιφρόνηση

για ό,τι καλό υπάρχει στον κόσμο.

Page 56: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ9

ΕΝΑΤΕΛΟΣ

Η ΚΥΡΙΑ ΣΠΑΡΣΙΤ, που αναπαυόταν στο εξοχικό σπίτι

του κυρίου Μπαουντερμπάη για να τονώσει τα νεύρα της,

είχε στήσει, μέρα και νύχτα, μια τόσο άγρυπνη σκοπιά,

κάτω από τα ρωμα'ίκά της φρύδια, που τα μάτια της, σαν δυο φάροι

πάνω σ' έναν άγριο κάβο, θα προειδοποιούσαν κάθε συνετό ναυτικό

ν' αποφεύγει το φοβερό αυτό βράχο -τη ρωμα'ίκή της μύτη- και τη

σκοτεινή κι απόκρημνη περιοχή ολόγυρά του, αν δεν τους καθησύ­

χαζε η γαλήνια στάση της . Μόλο που ήταν πάντα άγρυπνα τα κλασι­

κά της εκείνα μάτια, κι η αλύγιστη μύτη της φαινόταν εντελώς αδύ­

νατο να υποκύψει σ' οποιαδήποτε κατευναστική επίδραση, έτσι που

ήταν πολύ δύσκολο να πιστέψει κανείς πως, το ν' aποτραβιέται κάθε

βράδυ στο διαμέρισμά της, δεν ήταν παρά μια καθημερινή υπόθεση

ετικέτας, ωστόσο ο τρόπος που καθόταν, ο τρόπος που έστρωνε τα

άβολα, για να μην τα πούμε σκληρά, γάντια της (έμοιαζαν με το συρ­

μάτινο δίχτυ των φαναριών που φυλάμε τα φαγητά), κι ο τρόπος της

να ταξιδεύει φανταστικά σ' άγνωστους τόπους, καβάλα στ' άλογο,

με το πόδι της στον μπαμπακερό της αναβολέα, ήταν τόσο απόλυτα

γαλήνιος, ώστε ο καθένας που την έβλεπε θα 'πρεπε να υποθέσει

πως ήταν μια περιστέρα, μεταμορφωμένη, από κάποια ιδιοτροπία

της φύσης, σ' ένα aρπακτικό πουλί με γαμψό ράμφος.

Είχε έναν θαυμαστό τρόπο να φέρνει βόλτα ολόκληρο το σπίτι.

Πότε βρισκόταν απ' το ένα πάτωμα στ' άλλο, ήταν άλυτο μυmήριο .

Δεν ήταν βέβαια δυνατ6 να υποπτευθεί κανένας; πως; μια κυQία με τόση ευπρέπε ια, από τέτοιο μεγάλο σόι, μπορούσε ποτέ να πηδάει

τα κάγκελα ή να τα καβαλάει και να κάνει τσουλήθρα, κι όμως η κα­

ταπληκτική ευκολία που είχε να μετακινείται, δικαιολογούσε ώς κι

Page 57: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 221

αυτή την καταπληκτική σκέψη. Μια άλλη αξιοσημείωτη ιδιότητα της

κυρίας Σπάρσιτ ήταν που δεν βιαζόταν ποτέ. Κατέβαινε μ' όλη τη

γρηγοράδα από τη σοφίτα ώς το ισόγειο, κι όμως, τη στιγμή που

έφτανε εκεί, ούτε λςιχανιασμένη ήταν, ούτε την αξιοπρέπειά της

έχανε. Κι ούτε την είδε ποτέ ανθρώπινο μάτι να περπατάει βιαστικά. Δέχτηκε με πολλή διάχυση τον κύριο Χαρτχάουζ κι είχε μια ευ­

χάριστη συζήτηση μαζί του, λίγο ύστερα από την άφιξή της στο

εξοχικό σπίτι. Ένα πρωί, πριν από το πρόγευμα, του έκανε στον

κήπο τη μεγαλόπρεπή της υπόκλιση.

«Μου φαίνεται, κύριε, σαν να 'ταν μόλις χτες» είπε η κυρία

Σπάρσιτ, «Που είχα την τιμή να σας δεχτώ στην Τράπεζα, όταν εί­

χατε την καλοσύνη να 'ρθείτε να μου ζητήσετε τη διεύθυνση του

κυρίου Μπαουντερμπάψ>.

«Ασφαλώς είναι ένα γεγονός που δε θα το ξεχάσω ποτέ, κι αν ακόμα ζήσω χίλια χρόνια>> είπε ο κύριος Χαρτχάουζ, γέρνοντας το

κεφάλι του προς το μέρος της, με το πιο χαύνο ύφος του κόσμου.

«Ζούμε σ' έναν πολύ παράξενο κόσμο, κύριε» είπε η κυρία

Σπάρσιτ.

«Είχα κάποτε την τιμή , από μια σύμπτωση που με κάνει πολύ

περήφανο, να εκφράσω μια σκέψη σαν τη δική σας, όχι όμως τόσο

ε πι γραμματικά>> .

«Είπα έναν παράξενο κόσμο, κύριε» συνέχισε η κυρία Σπάρσιτ,

απαντώντας στο φιλοφρόνημά του μ' ένα χαμήλωμα των σκοτεινών

φρυδιών της, που δεν είχε ωστόσο την απαλή εκφραστικότητα της

φωνής της με τους γλυκερούς τόνους της, «σχετικά με τους στενούς

δεσμούς που δημιουργούμε, σε μια στιγμή, με πρόσωπα που μας

ήταν πριν εντελώς άγνωστα. Θυμάμαι, κύριε , πως φτάσατε τότε να

πείτε πως η δεσποινίς Γκραντγκράιντ σας προκαλούσε φόβο>>.

«Η μνήμη σας μου κάνει περισσότερη τιμή απ' όση αξίζω. Οι

πληροφορίες που είχατε την καλοσύνη να μου δώσετε έδιωξαν από

μέσα μου το φόβο . Περιττό βέβαια να προσθέσω πως ήταν ακριβέ­

στατες. Η ικανότητα της κυρίας Σπάρσιτ για ... για ... με μια λέξη για καθετί που χρειάζεται ακρίβεια ... σε συνδυασμό με διανοητική δύ-ναμη ... και οικογενειακό πνεύμα ... είναι πάρα πολύ γνωστή για να μπορεί κανείς να την αμφισβητήσει>> . Παρά λίγο να τον πάρει ο

ύπνος, καθώς έκανε αυτό το φιλοφρόνημα · χρειάστηκε τόση ώρα

για να το τελειώσει και φαινόταν να 'χει αλλού το μυαλό του.

Page 58: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

222 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΠΚΕΝΣ

«Βρήκατε τη δεσποινίδα Γκρανιγκράιντ -ξέρετε, μου είναι αδύνα­

το να τη λέω κυρία Μπαουντερμπάη, μου φαίνεται πάρα πολύ κουτό­

τόσο νέα όσο σας την είχα περιγράψει;» ρώτησε η κυρία Σπάρσιτ.

«Μου δώσατε τέλεια την εικόνα της>> είπε ο κύριος Χαρτχάουζ.

«Η ομοιότητα ήταν απόλυτη».

<<Πολύ aξιαγάπητη γυναίκα κύριε>> είπε η κυρία Σπάρσιτ· κά­

νοντας να τυλιχτούν σιγά σιγά τα γάντια της, to ένα μέσα στ' άλλο. <<Πάρα πολύ>>.

«Είχαν άλλοτε την ιδέα» είπε η κυρία Σπάρσιτ, <<πως η δεσποι­

νίς Γκραντγκράιντ δεν ήταν αρκετά ζωηρ11· ομολογώ όμως, πως,

τώρα τελευταία, έχει κάνει προόδους πάνω σ' αυτό, που μ' έχουν

μάλιστα καταπλήξει. Μα να, έρχεται κι ο κύριος Μπαουντερ­

μπάη! >> φώναξε η κυρία Σπάρσιτ κουνώντας συνέχεια το κεφάλι

της, σαν να μη μιλούσε παρά μονάχα γι' αυτόν και να μη σκεφτό­

ταν άλλον απ' αυτόν . <<Πώς είστε σήμερα, κύριε; Δώστε μας τη χα­ρά να σας βλέπουμε πάντα εύθυμο, κύριε>>.

Η επίμονη αυτή προσπάθεια της κυρίας Σπάρσιτ να θέλει ν' ανα­

κουφίσει την κακοτυχία του και ν' αλαφρύνει το βάρος του φορτίου

του, είχε αρχίσει να κάνει τον κύριο Μπαουντερμπάη πιο αβρό απ'

ό,τι ήταν συνήθως απέναντί της και πιο απότομο σ' όλους τους άλ­

λους, από τη γυναίκα του και κάτω. Έτσι, όταν η κυρία Σπάρσιτ είπε

με προσποιητή ευθυμία: <<Πρέπει να πάρετε το πρόγευμά σας, κύριε.

Ελπίζω να μην αργήσει να 'ρθει η δεσποινίς Γκρανιγκράιντ να πά­

ρει τη θέση της στο τραπέζι>> ο κύριος Μπαουντερμπάη αποκρίθηκε:

«Αν περίμενα να ενδιαφερθεί για μένα η γυναίκα μου, ξέρω καλά

πως θα χρειαζόταν να περιμένω ώς τη Δευτέρα Παρουσία. Κάνετε

λοιπόν τον κόπο να σερβίρετε σεις το τσάι>>. Η κυρία Σπάρσιτ προ­

θυμοποιήθηκε και πήρε την παλιά της θέση στο τραπέζι.

Ήταν μια καινούρια ευκαιρία για την εξαίρετη εκείνη γυναίκα

να δείξει την πλούσια αισθηματικότητά της. Ήταν κιόλας τόσο τα­

πεινή, που μόλις φάνηκε η Λουίζα, σηκώθηκε λέγοντας πως, κάτω

από τις σημερινές συνθήκες, ποτέ δε θα σκεφτόταν να καθίσει σ' αυ­

τή τη θέση -μόλο που τόσα χρόνια είχε την τιμή να ετοιμάζει το πρό­

γευμα του κυρίου Μπαουντερμπάη- πριν η κυρία Γκρανιγκράιντ

-συγνώμη ... ήθελε να πει η κυρία Μπαουντερμπάη ... έλπιζε να την συγχωρήσουν .. . αληθινά δεν μπορούσε ακόμα να την πει σωστά ... αν και πίστευε πως σιγά σιγά θα συνηθίσει να πάρει τη θέση που

Page 59: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 223

έχει σήμερα. Αυτό έγινε (πρόσθεσε), επειδή η δεσποινίς Γκραντ­γκράιντ έτυχε να καθυστερήσει λίγο, κι ο χρόνος του κυρίου Μπα­

ουντερμπάη ήταν τόσο πολύτιμος, και επειδή ήξερε από παλιά πό­

σο ήταν απαραίτητο να παίρνει ακριβώς στην ώρα του το πρόγευμά

του , πήρε το θάρρος να υπακούσει στην επιθυμία του ανθρώπου

που η θέλησή του ήταν από πολλά χρόνια νόμος γι' αυτήν.

«Μείνετε εκεί που είσαστε, κυρία» είπε ο κύριος Μπαουvτερ­

μπάη, «μείνετε εκέί που είσαστε! Η κυρία Μπαουντερμπάη, πιστεύω,

θα ευχαριστηθεί πολύ αν την aπαλλάξετε απ' αυτόν τον κόπο».

«Μην το λέτε αυτό, κύριε» αποκρίθηκε η κυρία Σπάρσιτ, σχε­

δόν αυστηρά. «Είναι προσβλητικό για την κυρία Μπαουντερμπάη. Και δεν είναι στο χαρακτήρα σας να προσβάλλετε τους άλλους».

«Μπορείτε να είστε ήσυχη, κυρία .. . Δεν πιστεύω να σε πείραξε, Λου, ε;» είπε κάπως απότομα στη γυναίκα του ο κύριος Μπαου­

ντερμπάη.

«Ασφαλώς όχι. Τι με νοιάζει! Τι σημασία έχει για μένα;»

«Τι σημασία έχει, κυρία Σπάρσιτ;» είπε ο κύριος Μπαουντερ­

μπάη, μ' ένα αίσθημα πληγωμένης αξιοπρέπειας. «Δίνετε πολλή · σημασία σ' αυτά τα πράγματα, κυρία. Μα τον α·ί-Γιώργη, εδώ θα

σας κάνουν ν' aποκηρύξετε μερικές σας συνήθειες. Έχετε παλιές

ιδέες, κυρία . Ζείτε πολύ πίσω από την εποχή των παιδιών του Θω­

μά Γκραντγκράιντ».

«Τι πάθατε;» ρώτησε με ψυχρή κατάπληξη η Λουίζα. «Σας πρό­

σβαλε κανείς;»

«Με πρόσβαλε κανείς!» είπε ο Μπαουντερμπάη. «Έχετε τη

γνώμη πως, αν με πρόσβαλε, δε θα το 'λεγα και δε θα ζητούσα ικα­

νοποίηση; Είμαι ντόμπρος άνθρωπος κι ό,τι αισθάνομαι το λέω

ανοιχτά».

«Υποθέτω πως δε δόθηκε ποτέ η ευκαιρία σε κανέναν να σας νομίσει πολύ διακριτικό ή πολύ λεπτό» απάντησε ήρεμα η Λουίζα. «Εγώ τουλάχιστο δε σκέφτηκα ποτέ τέτοιο πράγμα για σας, ούτε

όταν ήμουν παιδί ούτε και τώρα που είμαι γυναίκα. Δεν καταλα­

βαίνω λοιπόν τι θέλετε~~-

«Τι θέλω;» αποκρίθηκε ο κύριος Μπαουντερμπάη. «Τίποτα.

Μήπως δεν το ξέρετε πολύ καλά, Λου Μπαουντερμπάη, πως εγώ

ο Ιοσίας Μπαουντερμπάη του Κοκτάουν, αν ήθελα κάτι, θα το

'παιρνα οπωσδήποτε;»

Page 60: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

224 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΤΙΚΕΝΣ

Καθώς χτύπησε το τραπέζι κι έκανε να τραντάξουν τα φλιτζά­

νια του τσαγιού, η Λουίζα τον κοίταξε με το πρόσωπο ξαναμμένα

από περηφάνια. Κι αυτό ήταν μια καινούρια αλλαγή, σκέφτηκε ο

κύριος Χαρτχάουζ.

«Είστε ακατανόητος σήμερα» είπε η Λουίζα. «Μην κάνετε, πα­

ρακαλώ, τον κόπο να εξηγηθείτε περισσότερο. Δεν είμαι περίερ­

γη να μάθω τι θέλετε να πείτε. Τι σημασία έχει άλλωστε!»

Δεν ειπώθηκε τίποτ' άλλο πάνω σ' αυτό το θέμα, και ο κύριος

Χαρτχάουζ άρχισε να μιλάει, με μια νωχελική ευθυμία, για πράγ­

ματα αδιάφορα. Από κείνη όμως την ημέρα, η επίδραση της Σπάρ­

σιτ πάνω στον κύριο Μπαουντερμπάη έκανε πιο στενό το δεσμό

της Λουίζας και του 'Γζέημς Χαρτχάουζ και μεγάλωνε την επικίν­

δυνη αποξένωση της νέας γυναίκας από τον άντρα της και την

εμπιστοσύνη της σ' έναν ξένο, μια εμπιστοσύνη που δημιουργήθη ­

κε μέσα της τόσο σιγά κι ανεπαίσθητα, που δε θα μπορούσε πια,

όσο και να 'θελε, να γυρίσει πίσω.

Η κυρία Σπάρσιτ συγκινtiθηκε τόσο βαθιά απ' αυτό το περιστατι­

κό, που, καθώς έδινε στον κύριο Μπαουντερμπάη το καπέλο του με­

τά το πρόγευμα, και βρέθηκε μόνη μαζί του στο χωλ, απόθεσε ένα

σεμνό φιλί στο χέρι του, ψιθυρίζοντας «ευεργέτη μου!» κι έφυγε

πλημμυρισμένη από λύπη. Ωστόσο, είναι αναμφισβήτητο γεγονός,

για το συγγραφέα αυτής της ιστορίας, πως πέντε λεπτά ύστερα από

την αναχώρησή του από το σπίτι, με το ίδιο εκείνο καπέλο στο κεφά­

λι, η ίδια εκείνη aπόγονος των Σκάτζερς και συγγενής «εξ αγχι­

στείας» των Πάουλερ, κούνησε απειλητικά το δεξί της γάντι στο πορ­

τρέτο του, έκανε μια περιφρονητική γκριμάτσα σ' αυτό το έργο τέ­

χνης και είπε: «Καλά σου 'κανε, ηλίθιε. Είμαι πολύ ευχαριστημένη».

Μόλις είχε φύγει ο κύριος Μπαουντερμπάη, όταν έκανε την εμ­

φάνισή του ο Μπίτζερ . Είχε έρθει, φέρνοντας ένα βιαστικό μήνυ­

μα από το Πέτρινο Σπίτι, με το τρένο που ούρλιαζε κι αγκομαχού­

σε, περνώντας τις aτέλειωτες γέφυρες πάνω από την άγρια περιο­

χή των ανθρακωρυχείων. Ήταν ένα βιαστικό σημείωμα που πλη­

ροφορούσε τη Λουίζα ότι η κυρία Γκραντγκράιντ ήταν βαριά άρ­ρωστη. Ποτέ δεν ήταν καλά, όσο τουλάχιστο θυμόταν η κόρη της,

μα είχε χειροτερέψει τις τελευταίες μέρες, κι όλη τη νύχτα η κατά­

στασή της γινόταν ολοένα πιο κρίσιμη· και τώρα ήταν τόσο κοντά

στο θάνατο, όσο της επέτρεπαν οι περιορισμένες της ικανότητες

Page 61: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 225

να βρίσκεται σε μια οποιαδήποτε κατάσταση που για να την ξεπε­

ράσει θα χρειαζόταν έστω και μια σκιά από θέληση.

Με τη συνοδεία του κλητήρα, του άξιου αυτού άχρωμου παρα­

στάτη της πόρτας του θανάτου, που την έκρουε τώρα η κυρία

Γκραντγκράιντ, η Λουίζα ταξίδεψε στο Κοκτάουν, πάνω απ' τα

παλιά και τα καινούρια ανθρακωρυχεία, και ρίχτηκε στα καπνι­

σμένα σαγόνια του . Έδιωξε το μαντατοφόρο και πήγε μ' ένα αμά­

ξι στο παλιό της σπίτι.

Ύστερα από το γάμο της, σπάνια πήγαινε στο πατρικό της σπίτι.

Ο πατέρας της τον περισσότερο καιρό βρισκόταν στο Λονδίνο και

κοσκίνιζε και ξανακοσκίνιζε το σωρό της βουλευτικής του στάχτης

(χωρίς ποτέ να βρίσκει κάτι που ν' αξίζει) κι ήταν και τώρα πολύ

απασχολημένος μ' αυτή τη σοβαρή δουλειά στον εθνικό σκουπιδό­

λακκο. Η μητέρα της, ξαπλωμένη πάντα στον καναπέ της, έβρισκε

ενοχλητικές τις επισκέψεις. Η Λουίζα δε θεωρούσε τον εαυτό της

κατάλληλο να κρατάει συντροφιά στα παιδιά και διατηρούσε πάντα

την ψυχρή της στάση απέναντι στη Σ ίση, από κείνη τη νύχτα που η κό­

ρη του σαλτιμπάγκου σήκωσε τα μάτια της να κοιτάξει την υποψήφια

σύζυγο του κυρίου Μπαουντερμπάη. Τίποτε δεν την τραβούσε στο

πατρικό της σπίτι, και γι' αυτό δεν είχε πάει παρά ελάχιστες φορές.

Ούτε και τώρα που το πλησίαζε, ένιωθε να ξυπνάει μέσα της κα­

μιά από τις ωραίες εκείνες αναμνήσεις, που δένονται με το παλιό

πατρικό σπίτι. Τα όνειρα της παιδικής ηλικίας ... τ' αγέρι να παραμύ­θια της τα χαρούμενα, γοητευτικά, τρυφερά, απίθανα στολίδια ενός

φανταστικού κόσμου, που τόσο καλό μας κάνει να 'χουμε κάποτε πι­

στέψει σ' αυτά, που τόσο καλό μας κάνει να τ' αναπολούμε, όταν μας

παίρνουν τα βαθιά γεράματα· γιατί ακόμα και το πιο μικρό απ' αυτά

παίρνει την έκταση μιας άπειρης καλοσύνης στην καρδιά, που αφή­

νει τα μικρά παιδάκια να μαζεύονται εκεί και να φτιάχνουν με τ'

αγνά τους χεράκια, ανάμεσα στους βραχόσπαρτους δρόμους τούτου

του κόσμου, έναν ολάνθιστο κήπο, όπου θα 'ταν καλύτερα, για όλους

τους aπογόνους του Αδάμ, να 'ρχονται πιο συχνά και να λιάζονται μ'

εμπιστοσύνη κι απλότητα, αφήνοντας κατά μέρος την εγκόσμια σο­

φία της -τι σχέση είχε εκείνη μ' όλα αυτά; Αναμνήσεις το~ πώς έφτ-α­σε ν' αποκτήσει τις μικρές της γνώσεις από τους μαγεμένους εκεί­

νους δρόμους, που αυτή κι εκατομμύρια αθώα πλάσματα είχαν φα­

νταστεί· και λαχταρήσει· του πώς, όταν πρωτογνώρισε τη λογική, μέ-

Page 62: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

226 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

σα απ' το τρυφερό φως της φαντασίας, την είχε δει σαν έναν ευεργε­

τικό θεό που υποκλινόταν σ' άλλους θεούς, το ίδιο σαν αυτόν μεγά­

λους όχι σαν ένα βλοσυρό είδωλο άγριο και παγερό, με τα θύματά

του δεμένα χεροπόδαρα και την πελώρια βουβή μορφή του να κοι­

τάζει με τα τυφλά κι άδεια του μάτια, ένα είδωλο που δεν μπορούσε

να κινηθεί παρά μονάχα με τη δύναμη τόσων σοφά υπολογισμένων

μοχλών -τι σχέση είχε εκείνη μ' όλα αυτά; Οι αναμνήσεις της από το

πατρικό σπίτι και την παιδική της ηλικία ήταν η αποστέγνωση κάθε

πηγής που ανάβρυζε από τη νεανική καρδιά της. Τα ολόχρυσα νερά

δεν ήταν εκεί. Κυλούσαν για τη γονιμοποίηση της γης όπου τρυγού­

σαν σταφύλια απ' τ' αγκάθια και σύκα από τους βάτους.

Μπήκε στο σπίτι και στο δωμάτιο της μητέρας της με μια βαριά

λύπη που 'χε πετρώσει μέσα της. Από τότε που έφυγε, η Σίση ζού­

σε σαν ίση με τ' άλλα μέλη της οικογένειας. Η Σίση ήταν πλάι στην

άρρωστη κι η τζέην, η αδερφή της Λουίζας, δέκα ή δώδεκα χρο­

νών τώρα, ήταν κι αυτή μέσα στο δωμάτιο.

Δυσκολεύτηκαν πολύ για να δώσουν στην κυρία Γκραντγκράιντ

να καταλάβει πως ήταν εκε ί η μεγάλη της κόρη. Ήταν ξαπλωμένη

σ' έναν καναπέ, ακουμπώντας σε ψηλά μαξιλάρια, κατά την παλιά

της συνήθεια, όσο ήταν δυνατό να την κρατήσει ένα τόσο εξαντλη­

μένο κι αδύναμο πλάσμα. Είχε αρνηθεί κατηγορηματικά να πέσει

στο κρεβάτι της, με τη δικαιολογία πως, αν έπεφτε, δε θα 'βλεπε

ποτέ το τέλος αυτής της ιστορίας.

Η αδύναμη φωνή της ερχόταν τόσο απόμακρη μέσ' απ' τα πυ­

κνά της σκεπάσματα, κι η φωνή των άλλων που της μιλούσαν θα

'λεγες πως αργούσε πολύ να φτάσει ώς τ' αυτιά της, σαν να 'ταν

ξαπλωμένη στο βάθος ενός πηγαδιού. Η δυστυχισμένη γυναίκα

ήταν πιο κοντά παρά ποτέ στην αλήθεια.

Όταν της είπαν πως ήταν εκεί η κυρία Μπαουντερμπάη, απά­

ντησε, νομίζοντας ότι μιλούσαν για το γαμπρό της, πως ποτέ δεν

τον είχε πει έτσι από τότε που παντρεύτηκε τη Λουίζα, πως ίσαμε

να του βρει ένα κατάλληλο όνομα τον έλεγε τζ ... , και πως δεν μπορούσε τώρα να παραβεί τον κανόνα, αφού δεν είχε βρει ακό­

μα άλλο όνομα για ν' αντικαταστήσει το πρώτο. Η Λουίζα είχε κα­θίσει πλάι της λίγα λεπτά και της είχε μιλήσει πολλές φορές πριν η

μητέρα της καταλάβει ποια ήταν. Τότε η άρρωστη σαν να βγήκε

άξαφνα από έναν λήθαργο.

Page 63: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 227

«Λοιπόν, αγαπητή μου» είπε η κυρία Γκραντγκράιντ, «ελπίζω

να 'σαι ευχαριστημένη. Όλα αυτά τα χρωστάς στον πατέρα σου.

Ήταν τ' όνειρό του. Για το καλό σου».

<<Ας μη μιλάμε για μένα, μητέρα. Θέλω να μάθω τι κάνετε εσείς» .

«Τι να κάνω εγώ, κόρη μου; Αυτό τ' ακούω πρώτη φορά εδώ μέ­

σα, που κανείς δεν ενδιαφέρεται για μένα. Δεν είμαι καθόλου κα­

λά, Λουίζα. Είμαι πολύ εξαντλημένη και ζαλίζομαι».

<<Πονάτε πουθενά, μητέρα;»

<<Μου φαίνεται πως υπάρχει ένας πόνος κάπου μέσα στο δωμά­

τιο» είπε η κυρία Γκραντγκράιντ, «μα δεν είμαι βέβαιη αν τον έχω

εγώ».

Ύστερα απ' αυτή την παράξενη απάντηση, έμεινε για λίγο σιω­

πηλή. Καθώς η Λουίζα της κρατούσε το χέρι, δεν ένιωθε να χτυπάει

ο σφυγμός της, μα σαν το 'φερε στα χείλη της, αισθάνθηκε σαν να

πετάριζε ένα λεπτό, ανεπαίσθητο νήμα ζωής.

<<Σπάνια βλέπεις την αδερφή σου» είπε η κυρία Γκραντγκράιντ.

<<'Οσο μεγαλώνει, σου μοιάζει. Θα 'θελα να τη δεις. Φέρ' την εδώ,

Σ ίση>>.

Την έφερε. Έμεινε όρθια, με το χέρι της στο χέρι της αδερφής

της. Η Λουίζα την είχε δει πρωτύτερα με το χέρι της γύρω στο λαι­

μό της Σ ίσης κι ένιωσε τη διαφορά αυτής της υποδοχής. <<Βλέπεις πόσο σου μοιάζει, Λουίζα!>>

«Ναι, μητέρα. Φαίνεται πως μου μοιάζει πολύ. Μα ... »

<<Ε; Ναι, έτσι λέω πάντα>> φώναξε η κυρία Γκραντγκράιντ μ'

αναπάντεχη ζωηρότητα. «Κι αυτό μου θυμίζει ... Θε ... θέλω να σου μιλήσω, αγαπητή μου. Σίση, καλό μου κοριτσάκι, άφησέ μας μια

στιγμή μόνες>> .

Η Λουίζα είχε αφήσει το χέρι της. Σκέφτηκε πως το πρόσωπο της

αδερφής της ήταν πιο ωραίο και πιο ζωντανό παρ' όσο ήταν ποτέ το

δικό της. Είδε σ' αυτό, όχι χωρίς κάποια μνησικακία, ακόμα και κεί­

νη την ώρα μέσα σε κείνο το δωμάτιο, κάτι απ' την πραότητα και την

καλοσύνη του άλλου προσώπου που ήταν στο δωμάτιο -του γλυκού

προσώπου, με κείνα τα μάτια τα γεμάτα εμπιστοσύνη, που ένα στε­

φάνι από πυκνά μαύρα μαλλιά του 'δινε ακόμα περισσότερη χλομά­

δα παρ' όση είχε πάρει απ' την αγρύπνια και τη συμπόνια. Σαν έμεινε μόνη με τη μητέρα της, είδε ν ' απλώνεται μια θανάσι­

μη γαλήνη στο πρόσωπό της. Ήταν η έκφραση του ανθρώπου που,

Page 64: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

228 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΊΊΚΕΝΣ

καθώς πλέει στα νερά ενός μεγάλου ποταμού, έχει εγκαταλείψει πια

κάθε αντίσταση κι αφήνεται μ' ευχαρίστηση για να τον παρασύρει το

ρεύμα. Η Λουίζα έφερε πάλι στα χείλη της εκείνο τον ίσκιο που 'χε

απομείνει απ' το χέρι της μητέρας της και την έκανε να συνέλθει.

<<Κάτι θέλατε να μου πείτε, μητέρα».

«Ε; Ναι, έχεις δίκιο, παιδί μου . Ξέρεις πως ο πατέρας σου βρί­

σκεται πάντα μακριά. Πρέπει λοιπόν να του γράψω γι' αυτό».

<<Για ποιο, μητέρα; Μη στενοχωριέστε έτσι. Για ποιο πράγμα;»

<<Θα πρέπει να θυμάσαι, κόρη μου, πως κάθε φορά που λέω κά­

τι, ό,τι να 'ναι, δεν μπορώ ποτέ να βρω την άκρη. Γι' αυτό είναι

καιρός τώρα που δε λέω τίποτα. Έμαθες πάρα πολλά πράγματα,

Λουίζα, το ίδιο κι ο αδερφός σου. " ... ολογίες" κάθε λογής, απ' το

πρωί ώς το βράδυ. Αν έμεινε καμιά " .. . ολογία", που δεν ξετινά­

χτηκε ολότελα μέσα σ' αυτό το σπίτι, το μόνο που ζητάω είναι να

μην ακούσω ποτέ να μου μιλήσουν γι' αυτήν».

<<Σας ακούω, μητέρα. Μπορείτε να συνεχίσετε;»· το είπε αυτό

για να την εμποδίσει να εγκαταλειφθεί στο ρεύμα του ποταμού.

<<Μα υπάρχει κάτι, που δεν είναι καθόλου" ... ολογία" και που ο πατέρας σου το 'χει παραλείψει ή το 'χει ξεχάσει, Λουίζα. Δεν ξέ­

ρω τι ακριβώς είναι · το σκεφτόμουνα συχνά, όταν η Σίση καθόταν

πλάι μου . Δε θα μπορέσω πια να βρω τ' όνομά του . Ίσως όμως να

το βρει το πατέρας σου . Γι' αυτό είμαι τόσο ανήσυχη . Θέλω να του

γράψω, να μου πει, για το Θεό, να μου πει τ' όνομά του. Δώσε μου

μια πένα, δώσε μου μια πένα».

Μα είχε χαθεί ακόμα και η δύναμη της ανησυχίας, εκτός μονά­

χα από το φτωχό της κεφάλι, που μόλις μπορούσε να γυρίζει από

τη μια στην άλλη πλευρά.

Φαντάστηκε όμως πως της έδωσαν αυτό που ζήτησε και πως η

πένα, που δεν μπορούσε να την κρατήσει, βρισκόταν στο χέρι της.

Δεν έχει σημασία τι λογής θαυμαστά κι ακατανόητα σχήματα άρχι­

σε να χαράζει πάνω στα σκεπάσματά της. Το χέρι σταμάτησε στη

μέση · το φως που ήταν πάντα aσθενικό και θαμπό στην εξαντλημέ­

νη και διάφανη μορφή της, έσβησι;. Και ακόμα η κυρία Γκραντ­

γκράιντ, καθώς αναδύθηκε από το σκοτάδι, όπου οι άνθρωποι μά­

ταια παλεύουν και δέρνονται, πήρε την έκφραση της επιβλητικής

και βαριάς μεγαλοπρέπειας των σοφών και των πατριαρχών.

Page 65: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ10

Η ΣΚΑΛΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΣΠΑΡΣΙΤ

Ε ΠΕΙΔΗ aργούσαν να συνέλθουν τα νεύρα της κυρίας

Σπάρσιτ, η αξιόλογη αυτή γυναίκα έμεινε μερικές εβδο­

μάδες στο εξοχικό σπίτι του κυρίου Μπαουντερμπάη,

όπου, παρά την aσκητική στροφή που 'χε πάρει το πνεύμα της,

βασισμένη στην αξιοπρεπή επίγνωση της παλιάς της κοινωνικής

θέσης, καταδέχτηκε, ευγενικά εγκαρτερημένη, να ζει μ' όλες τις

ανέσεις και να τρέφεται μ' όλα τα αγαθά της γης. Σ' όλη αυτή την

περίοδο, που είχε αποχωρήσει από τη θέση της στην Τράπεζα, η

κυρία Σπάρσιτ στάθηκε υπόδειγμα επιμονής. Εξακολουθούσε να

δείχνει ανοιχτά τον οίκτο και τη συμπόνια της στον κύριο Μπαου­

ντερμπάη, μια συμπόνια που είναι ζήτημα αν γνώρισε ποτέ άλλος

άντρας, και, μιλώντας με το πορτραίτο του, να του λέει κατάμου­

τρα, με τη μεγαλύτερη πικρία και περιφρόνηση, πως δεν είναι πα­

ρά ένας ηλίθιος.

Ο εκρηκτικός κύριος Μπαουντερμπάη, μια και το 'βαλε στο

μυαλό του πως η κυρία Σπάρσιτ ήταν πολύ ανώτερη γυναίκα και

γι' αυτό είχε καταλάβει πως σ1Ίκωνε στους ώμους του το σταυρό

μιας γενικής και άδικης αντιπάθειας (μόλο που κι ο ίδιος δεν ήξε­

ρε τι ακριβώς ήταν), κι ακόμα πως η Λουίζα δε θ' ανεχόταν τις συ­

χνές επισκέψεις της -αν ήταν ποτέ δυνατόν ν' αντιταχθεί σ' οτιδή­

ποτε ήθελε ο αφέντης και κύριός της- πήρε την απόφαση να μην

αποχωριστεί εύκολα την κυρία Σπάρσιτ. Όταν λοιπόν τα νεύρα

της τονώθηκαν αρκετά, ώστε να μπορe;ί πάλι να παίρνει τα μπιφτέ­

κια της στη μοναξιά της Τράπεζας, της είπε, καθώς έπαιρναν το

γεύμα τους την παραμονή της ημέρας που θα 'φευγε: «Ακούστε

κυρία. Όσο ο καιρός είναι καλός, θα 'ρχεστε εδώ κάθε Σάββατο

Page 66: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

230 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΠΚΕΝΣ

και θα μένετε ώς τη Δευτέρα>> . Κι η κυρία Σπάρσιτ, μόλο που δεν

είχε προσχωρήσει στη μωαμεθανική θρησκεία, απάντησε πρόθυ­

μα: «Ακούω θα πει υπακούω>>.

Βέβαια, η κυρία Σπάρσιτ δεν ήταν γυναίκα με ποιητικές εξάρ- ' σεις. Ωστόσο, της ήρθε στο νου μια ιδέα σαν αλληγορική φαντα­

σία. Με το να παρακολουθεί τη Λουίζα και να προσέχει την

ανεξιχνίαστη διαγωγή της -πράγμα που ακόνιζε πολύ το πνεύμα

της κυρίας Σπάρσιτ- ανέβηκε σε σφαίρες υψηλής έμπνευσης.

Έστησε με τη φαντασία της μια πελώρια σκάλα μ' ένα σκοτεινό

βάραθρο ντροπής και αφανισμού στη βάση της κι έβλεπε τη

Λουίζα να κατεβαίνει μέρα τη μέρα, ώρα την ώρα, τα σκαλοπά­τια της.

Κι έγινε ο σκοπός της ζωής της κυρίας Σπάρσιτ να κοιτάζει αυ­

τή τη σκάλα και να παρακολουθεί τη Λουίζα να κατεβαίνει. Άλλο­

τε αργά, άλλοτε γρήγορα, καμιά φορά να πηδάει πολλά σκαλοπά­

τια μαζί, yα σταματάει πότε πότε, μα να μη γυρίζει ποτέ πίσω. Και

μια φορά μόνο αν γύριζε πίσω, η κυρία Σπάρσιτ μπορούσε να πε­

θάνει από μελαγχολία και θλίψη.

Η Λουίζα κατέβαινε σταθερά ώς την ημέρα, και όλη εκείνη τη

μέρα, που ο κύριος Μπαουντερμπάη κάλεσε την κυρία Σπάρσιτ να

'ρχεται κάθε Σαββατοκύριακο. Η κυρία Σπάρσιτ ήταν στα κέφια

της κι είχε όρεξη για κουβέντα .

«Αλήθεια, κύριε» είπε, «αν μου επιτρέπετε να ρωτ11σω κάτι που

εσείς αποφεύγετε να το θίξετε -είναι βέβαια τολμηρό από μέρους

μου, γιατί ξέρω πως ποτέ δεν κάνετε τίποτα χωρίς λόγο, έj<ετε κα-

μιά νεότερη πληροφορία για τη ληστεία;» 1

«Όχι, κυρία· όχι ακόμα. Κι όπως είναι τα πράγματα, δfν περί­

μενα να 'χω. Η Ρώμη δε χτίστηκε σε μια μέρα, κυρία». «Πολύ σωστά, κύριε» είπε η κυρία Σπάρσιτ, κουνώντας το κε­

φάλι της.

«Ούτε και σε μια βδομάδα, κυρία>>. «Ασφαλώς όχι, κύριε» αποκρίθηκε η κυρία Σπάρσιτ, μ' ελαφρά

μελαγχολικό ύφος.

«Μπορώ λοιπόν να περιμένω κι εγώ>> είπε ο Μπαουντερμπάη.

«Αν ο Ρωμύλος κι ο Ρώμος μπορούσαν να περιμένουν, μπορεί να

περιμένε.ι κι ο Ιοσίας; Μπαουντερμπάη . Εκείνοι όμως γνώρισαν

πιο ευτυχισμένα νιάτα από μένα. Είχαν μια λύκαινα για παραμά:-

Page 67: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 231

να. Εγώ είχα μια λύκαινα γιαγιά . Αντί γάλα μου 'δινε κλοτσιές. Α,

όσο γι' αυτό ήταν μια πραγματική Ώλδερνη*>>.

<<Α ! >> στέναξε, ριγώντας η κυρία Σπάρσιτ.

«'Οχι, κυρία>> συνέχισε ο Μπαουντερμπάη, «δεν έμαθα τίποτα

νεότερο. Ωστόσο η υπόθεση βρίσκεται σε καλά χέρια· κι ο νεαρός

Τομ, τώρα κοιτάζει κάπως τη δουλειά του -πράγμα εντελώς και­

νούριο γι' αυτόν· αφού δε σπούδασε, βλέπετε, στο ίδιο σχολείο με

μένα- βοηθάει όσο μπορεί την αστυνομία. Η σύσταση που τους

έχω κάνει είναι: "Μη λέτε τίποτα κι αφήστε να ξεχαστεί το πράγ­

μα. Μυστικά κάνετε ό,τι θέλετε, μα μην αφήνετε να σας ξεφύγει

τίποτα, γιατί αλλιώς θα βρεθούν πολλοί απ' αυτούς τους παλιαν­

θρώπους, για να κρύψουν το ληστή και να μας εμποδίσουν να τον

πιάσουμε . Μη λέτε τίποτα, κι οι κλέφτες θα ξεθαρρέψουν σιγά σι­

γά και θα πέσουν στη φάκα"».

<<Πολύ έξυπνο, κύριε>> είπε η κυρία Σπάρσιτ. <<Πολύ ενδιαφέ­

ρον. Η γριά που λέγατε, κύριε ... >> <<Η γριά που έλεγα, κυρία» είπε ο Μπαουντερμπάη κόβοντας τη

συζήτηση, μια και δεν του άφηνε περιθώριο για καυχησιολογίες,

<<δεν πιάστηκε ακόμα· μα πού θα μας πάει; Δε θα γλιτώσει, κι ούτε

θα μπορέσει να μας ξεγελάσει. Ωστόσο, κυρία, η γνώμη μου, εί­

ναι, αν θέλετε να τη μάθετε, πως όσο λιγότερο μιλάμε γι' αυτή την

υπόθεση, τόσο καλύτερα>> .

Το ίδιο βράδυ η κυρία Σπάρσιτ, αφού ετοίμασε τα πράγματά της,

κάθισε πλάι στο παράθυρο του δωματίου της και ξεκουραζόταν, κοι­

τάζοντας τη μεγάλη της σκάλα και τη Λουίζα που κατέβαινε πάντα.

Εκείνη καθόταν πλάι στον κύριο Χαρτχάουζ, σε μια κόχη του κή­

που. Μιλούσαν πολύ χαμηλόφωνα· εκείνος στεκόταν σκυφτός από

πάνω της και το πρόσωπό του άγγιζε σχεδόν τα μαλλιά της . «Σα να

'ναι η πρώτη φορά ! » είπε μέσα της η κυρία Σπάρσιτ, τεντώνοντας

όσο μπορούσε τα γερακίσια της μάτια. Η κυρία Σπάρσιτ βρισκόταν

πολύ μακριά για ν' ακούσει και μια λέξη ακόμα απ' όσα έλεγαν ή να

καταλάβει πως μιλούσαν τρυφερά. Το μάντευε όμως από την έκ­

φρασή τους. Μα να τι έλεγαν:

* Ώλδερνη (Alderney): Αγγλικό νησί της Μάγχης, γνωστό για τις περίφημες αγε­λάδες του.

Page 68: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

232 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

«Τον θυμόσαστε αυτό τον άνθρωπο, κύριε Χαρτχάουζ;»

«Ω, πολύ καλά».

«Το πρόσωπό του, τους τρόπους του και τα λόγια του;>>

«Εντελώς. Και μου 'κανε φριχτή εντύπωση . Είναι τρομερά φα-

φλατάς κι ανάλατος . Εξάλλου ήταν πολύ κατεργάρικο από μέρους

του να μιλήσει, όπως μίλησε, με κείνο το μισοκακόμοιρο ύφος του

ταπεινού κι ενάρετου ανθρώπου. Σας βεβαιώ πως εκείνη τη στιγ­

μή σκέφτηκα: "Τα παραλές, φιλαράκο μου!">>

«Μου είναι πολύ δύσκολο να σκεφτώ κακό γι' αυτόν».

«Αγαπητή μου Λουίζα -όπως λέει κι ο Τομ>> ( η αλήθεια είναι πως εκείνος δεν το 'λεγε ποτέ), «ξέρετε τίποτα καλό γι' αυτόν τον άνθρωπο;>>

«Ασφαλώς όχι».

«Ούτε για κανέναν άλλον άνθρωπο σαν αυτόν;>>

«Πώς μπορώ» αποκρίθηκε με το παλιό της ύφος, που φαινόταν

να το 'χε ξεχάσει τελευταία, «αφού δεν τους ξέρω καθόλου;»

«Αγαπητή μου Λουίζα, δεχθείτε λοιπόν ν' ακούσετε τις γνώμες

που σας υποβάλλε ι ταπεινά ο αφοσιωμένος φίλος σας, που ξέρει

κάπως μερικές ποικιλίες των λαμπρών συνανθρώπων του -γιατί εί­

ναι πραγματικά λαμπροί κι ε ίμαι πρόθυμος να το παραδεχτώ, μόλο

που έχουν τη μικρή αδυναμία ν' αρπάζουν ό,τι βρεθεί μπροστά

τους. Αυτός ο άνθρωπος ξέρει να μιλάει. Τι μ' αυτό; Και ποιος δεν

ξέρει να μιλάει σήμερα; Κάνει κηρύγματα ηθικής. Κι οι κάθε λο­

γής τσαρλατάνοι παριστάνουν τους ηθικολόγους . Από τη Βουλή ώς

τα Σωφρονιστικά Ιδρύματα, όλοι κηρύσσουν την ηθική, εκτός από

το δικό μας το κόμμα· κι αυτή ακριβώς η εξαίρεση είναι που δίνει

ζωντάνια στους ανθρώπους μας. Είδατε κι ακούσατε την υπόθεση .

Ήρθε ένας από την τάξη των χνουδωτών ανθρώπων, κι ο aξιότιμος

φίλος μου κύριος Μπαουντερμπάη, που, όπως ξέρουμε, δεν έχει

μεγάλες λεπτότητες και βαράει πάντα στο ψαχνό, τον έβαλε στη

θέση του, όπως του άξιζε. Ο χνουδωτός άνθρωπος στενοχωρήθηκε, θύμωσε κι έφυγε από το σπίτι γκρινιάζοντας, συνάντησε κάποιον

που του πρότεινε να του δώσει μερτικό για να κάνουν μαζί αυτή

την επιχείρηση στην Τράπεζα, δέχτηκε, έβαλε κάτι στην τσέπη του

που ήταν πάντοτε άδεια, κι ησύχασε . Θα 'ταν αληθινά πολύ παρά­

ξενο, αν άφηνε να χαθεί μια τέτοια ευκαιρία. Ίσως μάλιστα να την

έβαζε μπροστά μόνος του, αν είχε την εξυπνάδα>>.

Page 69: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 233

«Σχεδόν έχω τύψεις» αποκρίθηκε η Λουίζα, αφού έμεινε λίγο σκεφτική, <<Που είμαι τόσο πρόθυμη να συμφωνήσω μαζί σας και

που αισθάνομαι ανακούφιση από τα λόγια σας».

«Λέω μονάχα ό,τι είναι λογικό · τίποτα παραπάνω. Το κουβέ­

ντιασα πολλές φορές με το φίλο μου τον Τομ -φυσικά υπάρχει πά­

ντα απόλυτη εμπιστοσύνη μεταξύ μας- κι είναι εντελώς σύμφωνος

μαζί μου, όπως κι εγώ μαζί του . Θέλετε να περπατήσουμε λίγο;»

Προχώρησαν στις αλέες, που άρχισαν να σκοτεινιάζουν με το

πέσιμο του σούρουπου . Η Λουίζα ακουμπούσε στο μπράτσο του

και πολύ λίγο σκεφτόταν πως κατέβαινε, κατέβαινε ασταμάτητα

τη σκάλα της κυρίας Σπάρσιτ.

Μέρα και νύχτα την κρατούσε όρθια η κυρία Σπάρσιτ. Όταν η

Λουίζα θα 'φτανε στο τελευταίο της σκαλοπάτι και θα εξαφανιζό­

ταν στην άβυσσο, η σκάλα μπορούσε, αν ήθελε, να γκρεμιστεί από

πάνω της. Μα, ιός τότε, θα 'μεν ε εκεί στητ11, μπροστά στα άγρυπνα

μάτια της κυρίας Σπάρσιτ. Κι η Λουίζα θα την κατέβαινε γλιστρώ­

ντας ολοένα πιο κάτω, ολοένα πιο κάτω! ... Η κυρία Σπάρσιτ έβλεπε τον Ί'ζέημς Χαρτχάουζ να 'ρχεται και

να φεύγει· άκουγε εδώ κι εκεί να γίνεται λόγος γι' αυτόν· έβλεπε,

όπως κι εκείνος, τις αλλαγές στο πρόσωπο της Λουίζας. Πρόσεχε,

όπως κι εκείνος, πώς και πότε συννέφιαζε, πώς και πότε ξαστέρω­

νε. Κρατούσε τα μαύρα της μάτια ορθάνοιχτα, χωρίς οίκτο, χωρίς

τύψη , συνεπαρμένη από τη δικ1Ί της λαχτάρα, τη λαχτάρα να βλέ­

πει τη Λουίζα να ζυγώνει ολοένα, χωρίς να βρίσκεται κανένα χέρι

να τη σταματήσει, στο τελευταίο σκαλοπάτι της γιγάντιας αυτής σκάλας.

Μ' όλο το σεβασμό της για τον κύριο Μπαουντερμπάη (που τον

ξεχώριζε από τον ηλίθιο του πορτραίτου) η κυρία Σπάρσιτ δεν ε ί­

χε την παραμικρή πρόθεση να συγκρατήσει το κατρακύλισμα της

Λουίζας. Λαχταρώντας να το δει ολοκληρωμένο, μα χωρίς και να

χάνει την υπομονή της, περίμενε το τελευταίο της πέσιμο, που

αποτελούσε την ολοκλήρωση των ελπίδων της. Καραδοκούσε σιω­

πηλά, κρατώντας τ' άγρυπνα μάτια της καρφωμένα στη σκάλα· και

καμιά φορά κουνούσε απειλητικά το δεξί της γάντι (με τη γροθιά της μέσα) στη μορφή.

Page 70: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

ΚΕΦΑΛΑΙ011

ΟΛΟΕΝΑ ΠΙΟ ΚΑΤΩ

Η ΛΟΥΙΖΑ κατέβαινε σταθερά τη μεγάλη σκάλα, τραβώ­

ντας πάντα, σαν μια πέτρα σε βαθιά νερά, για τη μαύρη

άβυσσο που ανοιγόταν στη βάση της.

Μόλις ο κύριος Γκραντγκράιντ έμαθε το θάνατο της γυναίκας

του, έφυγε από το Λονδίνο και την έθαψε όπως ταιριάζει σ' έναν

πρακτικό άνθρωπο. Ύστερα βιάστηκε να γυρίσει στο σωρό της

εθνικής στάχτης και ξανάρχισε το κοσκίνισμα, ψάχνοντας να βρει

το ένα και το άλλο που ζητούσε , και βάλθηκε πάλι να κορο.ίδεύει

τους άλλους, που κάτι γύρευαν και κείνοι να βρουν -με δυο λόγια

ξαναγύρισε στα βουλευτικά του καθήκοντα.

Στο μεταξύ η κυρία Σπάρσιτ συνέχιζε αυστηρά την επαγρύπνη ­

σή της. Μόλο που ολόκληρη την εβδομάδα τη χώριζε από τη σκάλα

της η σιδηροδρομική γραμμή ανάμεσα στο εξοχικό σπίτι και το

Κοκτάουν, δεν έπαυε να παρακολουθεί τη Λουίζα, όπως η γάτα το

ποντίκι, χρησιμοποιώντας, σαν aνυποψίαστα ενδιάμεσα, τον άντρα

της, τον αδερφό της, τον Τζέημς Χαρτχάουζ, τα φάκελα των επι­

στολών, τα περιτυλίγματα των δεμάτων και καθετί, έμψυχο ή άψυ­

χο, που πλησίαζε κατά κάποιο τρόπο τη σκάλα της. «Φτάνει να πα­

τήσεις το τελευταίο σκαλοπάτι, κυρά μου» έλεγε η κυρία Σπάρσιτ

με τη βοήθεια του απειλητικού της γαντιού, μιλώντας στη μορφή

που κατέβαινε, «Κι όλη σου η τέχνη δε θα μπορέσει πια να με ξε­

γελάσει».

Ωστόσο, ε ίτε με την τέχνη της, είτε με τη φυσική της εκδήλωση,

χάρη στον πρωτόγονο χαρακτήρα της ή στις αντιδράσεις που της

προκαλούσαν οι περιστάσε ις, η Λουίζα, με την παράξενη επιφυ­

λακτικότητά της, χαλούσε τα σχέδια της κυρίας Σπάρσιτ και της

Page 71: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 235

κινούσε το πείσμα. Ήταν στιγμές που ακόμα κι ο κύριος Τζέημς

Χαρτχάουζ δεν ήταν βέβαιος γι' αυτήν. Ήταν στιγμές που δεν

μπορούσε να διαβάσει αυτό το πρόσωπο, που τόσον καιρό το

σπούδαζε · στιγμές που η ερημική αυτή γυναίκα ψαν γι' αυτόν με­

γαλύτερο μυστήριο από μια οποιαδήποτε κοσμική κυρία, που έχει

γύρω της έναν κύκλο δορυφόρων και τη βοηθούν να κρύβει τα συ­

ναισθήματά της.

Έτσι περνούσε ο καιρός, ώσπου κάποτε ο κύριος Μπαουντερ­

μπάη χρειάστηκε να λείψει τρεις τέσσερις ημέρες απ' το Κοκτά­

ουν για δουλειές. Ήταν Παρασκευή όταν το είπε στην κυρία

Σπάρσιτ, μέσα στην Τράπεζα, και πρόσθεσε: «Μα εσείς θα πάτε κάτω. Θα πάτε σαν να 'μουν κι εγώ εκεί. Δεν έχει καμιά σημασία

για σας».

«Επιτρέψτε μου, κύριε» αποκρίθηκε επιτιμητικά η κυρία Σπάρ­

σιτ, «να σας παρακαλέσω να μην το λέτε αυτό. Η απουσία σας έχει

πολύ μεγάλη σημασία για μένα, και νομίζω πως το ξέρετε αυτό πο­

λύ καλά, κύριε».

«Τότε, κυρία» είπε ευχαριστημένος ο Μπαουντερμπάη , «πρέ­

πει να προσπαθήσετε να περάσετε όσο πιο καλά μπορείτε τις μέ­

ρες που θα λείψω».

«Κύριε Μπαουντερμπάη>> αποκρίθηκε η κυρία Σπάρσιτ, «η θέ­

λησή σας είναι για μένα νόμος διαφορετικά, ίσως να 'φερνα μερι­

κές αντιρρήσεις στις ευγενικές σας διαταγές, γιατί δεν είμαι βέ-

. βαιη αν η δεσποινίς Γκραντγκράιντ θα 'θελε να με δεχτεί με την ίδια ευχαρίστηση που με δέχεστε εσείς, με τα τόσο φιλόξενα αι­

σθήματά σας. Μα δε χρειάζεται να προσθέσετε τίποτ' άλλο, κύριε.

Αφού με καλείτε, θα πάω» .

«Μα, κυρία, όταν σας καλώ στο σπίτι μου» είπε ο Μπαουντερ­

μπάη, γουρλώνοντας τα μάτια του, «ελπίζω πως δεν έχετε ανάγκη

από άλλη πρόσκληση».

«Ασφαλώς όχι, κύριε» αποκρίθηκε η κυρία Σπάρσιτ, «το ελπί­

ζω κι εγώ. Ας μη μιλάμε πια γι' αυτό. Θα 'θελα μονάχα, κύριε, να

σας ξαναδώ πάλι εύθυμο, σαν άλλοτε» .

~~τι θέλετε να πείτε, κυρία;» φώναξε ο Μπαουντερμπάη. I <<Κύριε» απάντησε η κυρία Σπάρσιτ, <<βλέπω με λύπη μου πως

δεν έχετε πια την αισιοδοξία που είχατε άλλοτε. Μη χάνετε το κέ­

φι σας, κύριε!>>

Page 72: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

236 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

Ο κύριος Μπαουντερμπάη, επηρεασμένος από τη δύσκολη αυ­

τή παραίνεση, που η κυρία Σπάρσιτ την υποστήριζε μ' ένα βλέμμα

γεμάτο πάθος, το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να ξύσει το κε­

φάλι του μ' ένα αμφίβολο και γελοίο ύφος και να κάνει αργότερα

αισθητή από μακριά την παρουσία του, βάζοντας, όλο το πρωί, τις

φωνές στους μικρούς υπαλλήλους της Τράπεζας.

«Μπίτζερ» είπε κείνό το απόγευμα η κυρία Σπάρσιτ, όταν ο κύ­ριός της είχε φύγει πια κι έκλεινε η Τράπεζα, «πήγαινε να πεις

τους χαιρετισμούς μου στον νεαρό κύριο Θωμά και παρακάλεσέ

τον να 'ρθει να δειπνήσουμε απόψε μαζί. Έχουμε, πες του, κοτολέ­

τες aρνίσιες, σάλτσα με καρύδι και μπίρα». Ο νεαρός κύριος Θω­

μάς, που ήταν πάντα πρόθυμος για κάτι τέτοια, ανταποκρίθηκε μ'

ενθουσιασμό στην πρόσκληση και βιάστηκε να το δείξει με την πα­

ρουσία του. «Κύριε Θωμά» είπε η κυρία Σπάρσιτ, «ελπίζω να σας

κινήσει την όρεξη το φτωχό δείπνο που βλέπετε στο τραπέζι μου».

«Ευχαριστώ, κυρία Σπάρσιτ» είπε το κουτάβι και ρίχτηκε αμί­

λητος στο φαγητό.

«Τι γίνεται ο κύριος Χαρτχάουζ, κύριε Τομ;» ρώτησε η κυρία

Σπάρσιτ.

«Ω, είναι πολύ καλά» είπε ο Τομ.

«Πού μπορεί να βρίσκεται τώρα;» ρώτησε η κυρία Σπάρσιτ μ'

ένα αδιάφορο ύφος, αφού πρώτα έστειλε τον Τομ σ' όλους τους

διαβόλους της κόλασης, γιατί ήταν τόσο λίγο aποκαλυπτικός.

«Κυνηγάει στο Γιορκσάιρ» είπε ο Τομ. «'Εστειλε χτες στη Λου

ένα πελώριο καλάθι».

«Με την πρώτη ματιά που του ρίχνει κανείς» είπε ευγενικά η

κυρία Σπάρσιτ, «καταλαβαίνει πως είναι καλός κυνηγός!»

«Σπουδαίος» είπε ο Τομ.

Είχε από μικρός τη συνήθεια να κρατάει χαμηλωμένο το βλέμ­

μα. Μα τον τελευταίο καιρό το κακό είχε παραγίνει. Δε σήκωνε

ποτέ τα μάτια για να κοιτάξει κατά πρόσωπο κανέναν περισσότε­

ρο από τρία δευτερόλεπτα. Έτσι η κυρία Σπάρσιτ μπορούσε, αν

ήθελε , να τον κοιτάζει και να τον μελετά με όλη της την άνεση.

«Συμπαθώ εξαιρετικά τον κύριο Χαρτχάουζ» είπε η κυρία

Σπάρσιτ, «όπως κι όλοι όσοι τον γνώρισαν. Λέτε να τον ξαναδού­

με γρήγορα;»

«Μα βέβαια, τον περιμένω αύριο» αποκρίθηκε το κουτάβι.

Page 73: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 237

«Να ένα ευχάριστο νέο!» φώναξε ικανοποιημένη η κυρία

Σπάρσιτ.

«Έχουμε κανονίσει να τον συναντήσω αύριο βράδυ στο σταθ­

μό>> είπε ο Τομ, <<Κι ύστερα πιστεύω να δειπνήσω μαζί του . Θα κά­

νει κάπου δέκα μέρες να 'ρθει στο εξοχικό σπίτι, γιατί έχει δουλει­

ές αλλού. Έτσι τουλάχιστο είπε. Ωστόσο δε θα παραξενευτώ αν μείνει εδώ την Κυριακή και πάει ώς εκεί μια βόλτα>>.

«Αλήθεια, καλά που το θυμήθηκα!» είπε η κυρία Σπάρσιτ. «Θα

μπορούσατε να διαβιβάσετε μια παραγγελία μου στην αδερφή

σας, κύριε Τομ;»

<<Θα προσπαθήσω>> αποκρίθηκε με κακή διάθεση το κουτάβι,

«φτάνει να μην είναι μεγάλη».

<<Μπα δεν είναι τίποτα! Θα της υποβάλετε μονάχα τα σέβη

μου» είπε η κυρία Σπάρσιτ, <<Και θα της πείτε ότι φοβάμαι πως δε

θα την ενοχλήσω αυτή την εβδομάδα με την παρουσία μου. Είμαι

ακόμα λίγο νευρική και προτιμώ να μείνω μόνη μου».

«Ω, αν είναι αυτό μονάχα» παρατήρησε ο Τομ, «δεν είναι σπου­

δαίο, κι ούτε πειράζει αν το ξεχάσω, γιατί η Λου, όταν δε σας βλέ­

πει, δε σας σκέφτεται καθόλου».

Αφού πλήρωσε την περιποίηση μ' αυτή την ευχάριστη φιλοφρό­

νηση, βυθίστηκε πάλι στην πεισματάρικη σιωπή του, και μονάχα

όταν σώθηκε η μπίρα, είπε: «Και τώρα, κυρία Σπάρσιτ, πρέπει να

φύγω!» -κι έφυγε.

Όλη την άλλη μέρα -που ήταν Σάββατο- η κυρία Σπάρσιτ κα­

θόταν πλάι στο παράθυρό της και κοιτούσε τους πελάτες που

μπαινόβγαιναν, τους ταχυδρόμους, παρακολουθούσε την κίνηση

του δρόμου, σκεφτόταν χίλια δυο πράγματα, προπαντός κρατούσε

άγρυπνη την προσοχή της στη σκάλα της . Μόλις βράδιασε, φόρε­

σε το καπέλο και το σάλι της και βγήκε βιαστική έξω, γιατί είχε

λόγους να τριγυρνάει μυστικά στο σταθμό, όπου θα 'φτανε ένας

ταξιδιώτης από το Γιορκσάιρ, και να προτιμά να κατασκοπεύει

κρυμμένη πίσω απ' τις κολόνες, χωμένη σε μια κάποια γωνιά, ή πί­

σω απ' τα παράθυρα της αίθουσας αναμονής, παρά να παρουσιά­

ζεται φανερά.

Ήταν εκεί κι ο Τομ κι έκοβε βόλτες, ώσπου έφτασε το τρένο που

περίμενε. Μα δεν έφερε τον κύριο Χαρτχάουζ. Ο Τομ έμεινε

ώσπου διαλύθηκε ο κόσμος και σταμάτησε ο θόρυβος συμβουλεύ-

Page 74: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

238 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

τηκε έναν τοιχοκολλημένο πίνακα των δρομολογίων, και ζήτησε

πληροφορίες από τους υπαλλήλους. Ύστερα ξεμάκρυνε τεμπέλικα

από το σtαθμό. Σταματούσε κάθε τόσο σtο δρόμο, κοιτάζοντας γύ­

ρω του, έβγαζε κι έβαζε το καπέλο του, χασμουριόταν, ανακλαδιζό-

. ταν, δείχνοντας όλα τα συμπτώματα της θανάσιμης πλήξης του αν­θρώπου που είναι υποχρεωμένος να περιμένει το επόμενο τρένο,

ξέροντας πως θα φανεί ύστερα από μια ώρα και σαράντα λεπτά.

«Αυτό είναι κόλπο για να τον βγάλει από τη μέση» είπε η κυρία

Σπάρσιτ, φεύγοντας από το σκοτεινό παράθυρο του σταθμού, απ'

όπου είχε δει για τελευταία φορά τον Τομ. «0 Χαρτχάουζ είναι τώρα με την αδερφή του!»

Ήταν σύλληψη μιας εμπνευσμένης σtιγμής, κι έτρεξε αμέσως

μ' όλη τη γρηγοράδα της για να την εκμεταλλευτεί. Ο cπαθμός του

σιδηροδρόμου που περνούσε από το εξοχικό σπίτι ήταν στην άλλη

άκρη της πολιτείας, ο δρόμος ήταν άσχημος, και δεν την έπαιρνε η

ώρα· μα κατάφερε με τόση βιασύνη ν' ανεβεί σ' ένα άδειο αμάξι,

να πηδήσει ύστερα έξω, να δώσει τα λεφτά της, ν' αρπάξει το εισι­

τήριό της και να χωθεί στο τρένο, που θα 'λεγες πως κάποιο σύν­

νεφο τη συνεπήρε και την ταξίδεψε πάνω απ' τις σιδηροδρομικές

γέφυρες στην περιοχή των ανθρακωρυχείων.

Σ' όλο το ταξίδι, όπως τα μαύρα μάτια του προσώπου της έβλε­

παν τα ηλεκτρικά σύρματα να σχηματίζουν ένα ατέλειωτο μουσικό

πεντάγραμμο πάνω σtο βραδινό ουρανό, έτσι και τα μαύρα μάτια

της ψυχής της έβλεπαν, ακίνητη στον αέρα, μα πάντα μπροστά της,

τη γιγάντια σκάλα, με τη μορφή που την κατέβαινε και που τώρα

βρισκόταν πολύ κοντά στο τελευταίο της σκαλοπάτι, cπο χείλος

της αβύσσου.

Το συννεφιασμένο εκείνο σούρουπο του Σεπτέμβρη, είδε, με το

πέσιμο της νύχτας, κάτω από τα βαριά βλέφαρά του, την κυρία

Σπάρσιτ να γλιcπράει έξω από το βαγόνι της, να κατεβαίνει τα ξύ­

λινα σκαλοπάτια του μικρού σταθμού και να βγαίνει στον πετρό­

σπαρτο δρόμο, να τον περνάει, να μπαίνει σε μια πράσινη αλέα

και να χάνεται μέσα στα δέντρα. Ένα δυο καθυστερημένα πουλιά

που τιτίβιζαν νυσταγμένα στις φωλιές τους, μια νυχτερίδα που

περνούσε και ξαναπερνούσε μ' ένα βαρύ πέταγμα από μπροστά

της, κι ο πνιγμένος ήχος των βημάτων της στην παχιά σκόνη που

έμοιαζε σαν βελούδο, 1iταν όλα όσα είδε κι άκουσε η κυρία Σπάρ-

Page 75: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 239

σι τ, ιός τη στιγμή που έκλεισε πίσω της αθόρυβα μια εξώπορτα.

Ζύγωσε στο σπίτι, πάντα κρυμμένη στα θάμνα, και το 'φερε βόλ­

τα κοιτάζοντας με προσοχή τα χαμηλά παράθυρα ανάμεσα απ' τα

φύλλα. Τα περισσότερα ήταν ανοιχτά, όπως γίνεται συνήθως όταν

ο καιρός είναι ζεστός, μα δεν είχαν ακόμα ανάψει τα φώτα κι όλα

ήταν βυθισμένα στη σιωπή. Ερεύνησε τον κήπο χωρίς καλύτερο

αποτέλεσμα. Σκέφτηκε το δάσος και τράβηξε κατά κει -αψηφώ­

ντας τα ψηλά χορτάρια και τ' αγκάθια, τα σκουλ1Ίκια, τα σαλιγκά­

ρια και τους γυμνοσάλιαγκους κι όλα τα σερνάμενα ζούδια. Με τε­

ντωμένα τα μαύρα της μάτια και με τη γαμψή μύτη της πάντα μπρο­

στά, η κυρία Σπάρσιτ άνοιγε αθόρυβα το δρόμο της ανάμεσα στα

πυκνά θάμνα, τόσο προσηλωμένη στο σκοπό της, που δε θα την

ένοιαζε καθόλου κι αν ακόμα ήταν γεμάτο έχιδνες το δάσος.

Άκου!

Τα μικρά πουλάκια θα 'πεφταν από τις φωλιές τους, μαγνητι­

σμένα από τη λάμψη των ματιών της κυρία Σπάρσιτ μέσα στο σκο­

τάδι, καθώς στάθηκε κι αφουγκράστηκε.

Χαμηλές φωνές έρχονταν από κάπου κοντά. Η δική του φωνή

κι η δική της. Το ραντεβού ήταν κόλπο για να κρατήσει μακριά τον

αδερφό! Νάτους εκεί, στα κομμένα δέντρα.

Σκύβοντας χαμηλά στην υγρή χλόη, η κυρία Σπάρσιτ ήρθε ακό­

μα πιο κοντά τους. Σηκώθηκε όρθια και κρύφτηκε πίσω από ένα

δέντρο, σαν το Ροβινσώνα Κρούσο όταν παραμόνευε τους ανθρω­

ποφάγους. Τόσο κοντά τους, που μ' ένα πήδημα, μ' ένα μικρό πή­

δημα μονάχα, θα μπορούσε να τους άγγιζε. Ο Χαρτχάουζ είχε πάει

κρυφά, χωρίς να φανεί καθόλου από το σπίτι. Είχε έρθει με τ' άλο­

γο, και θα πέρασε από τα γειτονικά χωράφια· γιατί το άλογό του

ήταν δεμένο στο λιβάδι, έξω από τον περίβολο, λίγα βήματα πιο

πέρα.

«Ακριβή μου αγάπη» έλεγε, <<τι μπορούσα να κάνω; Αφού έμα­

θα πως είσαστε μόνη, ήταν δυνατόν να μην έρθω;»

«Μπορείς όσο θέλεις να σκύβεις το κεφάλι σου, για να φαίνεσαι

πιο νόστιμη· δεν καταλαβαίνω τι σου βρίσκουν, όταν το κρατάς όρ­

θιο» σκέφτηκε η κυρία Σπάρσιτ· «ωστόσο, ακριβή μου αγάπη, πολύ

λίγο υποψιάζεσαι ποια μάτια είναι καρφωμένα επάνω σας!»

Κρατούσε πραγματικά σκυμμένο το κεφάλι της. Τον παρακι­

νούσε να φύγει, τον διέταζε να φύγει, μα ούτε γύριζε να τον κοιτά-

Page 76: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

240 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

ξει, ούτε καν σήκωνε το πρόσωπό της. Μα αυτό που πρόσεξε ιδι­

αίτερα η aξιαγάπητη εκείνη γυναίκα, που παραμόνευε πίσω από

το δέντρο, ήταν η ακινησία της. Ποτέ, σε καμιά περίοδο της ζωής

της, δεν την είχε δει τόσο ήρεμη. Τα χέρια της ήταν το ένα πάνω

στ' άλλο, σαν τα χέρια ενός αγάλματος, κι ακόμα ο τρόπος που μι­

λούσε ήταν εντελώς γαλήνιος.

«Αγαπημένο μου παιδί» έλεγε ο Χαρτχάουζ -η κυρία Σπάρσιτ

είδε με χαρά της πως την είχε αγκαλιάσει με το μπράτσο του- «δε

θέλεις λοιπόν να μείνω λίγο κοντά σου;»

«Όχι εδώ».

«Πού, Λουίζα;»

«Όχι εδώ» .

«Μα έχουμε τόσο λίγο καιρό μπροστά μας, κι ήρθα από τόσο

μακριά, γεμάτος ταραχή και λατρεία! Ποτέ σκλάβος τόσο αφο­

σιωμένος δε γνώρισε μεγαλύτερη κακομεταχείριση από την κυρά

του. Εκεί που περίμενα το θερμό σου καλωσόρισμα, που θα μου

χάριζε καινούρια φτερά στη ζωή, νιώθω τώρα να σκίζεται η καρ­

διά μου, βλέποντας με πόση ψυχρότητα με δέχεσαι».

«Πόσες φορές πρέπει να σας το πω πως θέλω να μείνω μόνη;»

«Μα πρέπει να βλεπόμαστε, αγαπημένη μου Λουίζα. Πού θα

βλεπόμαστε;»

Ξαφνιάστηκαν κι οι δυο τους. Ξαφνιάστηκε κι η κατάσκοπος, μ'

ένα συναίσθημα ενοχής, νομίζοντας πως βρισκόταν κι άλλος κα­

τάσκοπος κρυμμένος στα δέντρα. Δεν ήταν παρά η βροχή που άρ­

χιζε να πέφτει σε χοντρές στάλες.

«Θέλετε να ξανανεβώ στ' άλογο και να 'ρθω σε λίγο στο σπίτι,

με την αθώα δικαιολογία πως θα 'ναι μέσα ο κύριος και θα χαρεί

πολύ να με δει;»

«Όχι!»

«Οι σκληρές διαταγές σας πρέπει να εκτελούνται κατά γράμμα,

αν και είμαι ο πιο άτυχος άνθρωπος του κόσμου, όταν σκέφτομαι

πως έμεινα aσυγκίνητος μπροστά σ' όλες τις άλλες γυναίκες, για

να βρεθώ στο τέλος θύμα κάτω από τα πόδια της πιο όμορφης, της πιο γοητευτικής, της πιο περήφανης γυναίκας. Μα όσο κάνετε μια

τόσο σκληρή κατάχρηση της εξουσίας σας, αγαπημένη μου Λουί­

ζα, ούτε εγώ μπορώ να φύγω, ούτε εσάς ν' αφήσω να φύγετε».

«Η κυρία Σπάρσιτ τον είδε να την εμποδίζει να φύγει, κρατώντας

Page 77: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 241

την αγκαλιασμένη με το μπράτσο του, και τον άκουσε να της μιλάει,

με φωνή αρκετά δυνατή ώστε να μην ξεφεύγει από την άπληστη

ακοή της (της κυρίας Σπάρσιτ) , να της λέει πως την αγαπάει και πως

είναι πρόθυμος να θυσιάσε ι τα πάντα για χάρη της. Πως τίποτα δε

λογάριαζε πια μπροστά σε κείνην · πως εξαιτίας της αδιαφορούσε

για τη σχεδόν βέβαιη εκλογική του επιτυχία και πως θα εξακολου­

θούσε τις εκλογικές του προσπάθειες μόνο αν τον βοηθούσαν να

βρίσκεται κοντά της, και θα τις παρατούσε ολότελα αν τον ανάγκα­

ζαν να την αποχωριστεί· πως ήταν πρόθυμος να φύγει μαζί της, αν

το 'θελε κι εκείνη, να κρατήσει μυστικό τον έρωτά τους, αν αυτή

ήταν η επιθυμία της, ήταν πρόθυμος για όλα .. . για όλα, φτάνει να έμενε πιστή σ' αυτόν ... που ήξερε την εγκατάλειψή της και που, από την πρώτη κιόλας συνάντησή τους, του είχε εμπνεύσει έναν απεριό­

ριστο θαυμασμό κι ένα ενδιαφέρον που θεωρούσε άλλοτε τον εαυ­

τό του ανίκανο να το νιώσει, σ' αυτόν που της είχε εμπνεύσει τόση

εμπιστοσύνη και που της ήταν αφοσιωμένος και τη λάτρευε. Όλα

αυτά, κι άλλα ακόμα μέσα στη βιασύνη του, και στη δική της βιασύ­

νη, μέσα στη ζάλη της ικανοποιημένης κακίας της, στο φόβο μην

ανακαλυφθεί, στο θόρυβο της βροχής που μεγάλωνε ολοένα ανάμε­

σα στα φύλλα των δέντρων, και κάτω από την απειλή της καταιγίδας

που ερχόταν ... η κυρία Σπάρσιτ τα 'βαλε στο μυαλό της, τόσο μπερ­

δεμένα και θολά, που όταν ο Χαρτχάουζ πήδησε το φράχτη κι έφυ­

γε με τ' άλογό του, δεν ήταν βέβαιη πού είχαν κανονίσει να συνα­

ντηθούν και ποια ώρα, εκτός μόνο πως θα συναντιόντουσαν το ίδιο

εκείνο βράδυ.

Μα η Λουίζα ήταν ακόμα εκεί μπροστά της, μέσα στο σκοτάδι,

κι όσο θα μπορούσε να την παρακολουθεί, όλα θα πήγαιναν καλά!

«Ω, ακριβή μου αγάπη» σκέφτηκε η κυρία Σπάρσιτ, «ούτε το βάζει

ο νους σου πόσο σε προσέχω! »

Η κυρία Σπάρσιτ την είδε να βγαίνει από το δάσος, την είδε να

μπαίνει στο σπίτι. Τι θα 'κανε τώρα; Η βροχή είχε δυναμώσει πολύ.

Σωστός κατακλυσμός. Οι άσπρες κάλτσες της κυρίας Σπάρσιτ ε ίχαν

γίνει πολύχρωμες, με κυρίαρχο χρώμα το πράσινο· αγκάθια είχαν

μπει στα παπούτσια της, κάμπιες είχαν φτιάξει κούνιες γύρω από τα

ρούχα της τα νερά έτρεχαν ποτάμι από το καπέλο της και τη ρωμα·ί­

κή της μύτη . Σ' αυτή την κατάσταση, η κυρία Σπάρσιτ στεκόταν,

κρυμμένη στα πυκνά θάμνα, και σκεφτόταν: τι θα 'κανε τώρα;

Page 78: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

242 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

Μα να, η Λουίζα έβγαινε από το σπίτι! Φόρεσε βιαστικά το

παλτό της, κουκουλώθηκε και το 'σκασε! Πάει να βρει τον εραστή

της! Πέφτει από το τελευταίο σκαλοπάτι, και την καταπίνει η

άβυσσος!

Αψηφώντας τη βροχή και περπατώντας με σταθερό και γρήγο­

ρο βήμα, πήρε ένα πλα"ίνό μονοπάτι που προχωρούσε παράλληλα

στην κεντρική αλέα. Η κυρία Σπάρσιτ παρακολουθούσε τη Λουί­

ζα, μες στη σκιά τό)V δέντρων, από πολύ μικρή απόσταση, γιατί δεν

ήταν εύκολο να τη βλέπει, καθώς περπατούσε βιαστικά, μέσα σε

κείνο το σύθαμπο.

Όταν η Λουίζα σταμάτησε για να κλείσει αθόρυβα τη μικρ1i

καγκελόπορτα, σταμάτησε κι η κυρία Σπάρσιτ. Όταν ξεκίνησε

πάλι, ξεκίνησε κι η κυρία Σπάρσιτ. Πήγαινε από το δρόμο που 'χε

έρθει η κυρία Σπάρσιτ, βγήκε από την πράσινη αλέα, πέρασε τον

πετρόσπαρτο δρόμο κι ανέβηκε τα ξύλινα σκαλοπάτια του σταθ­

μού. Η κυρία Σπάρσιτ ήξερε πως σε λίγο θα περνούσε ένα τρένο

από το Κοκτάουν. Κατάλαβε λοιπόν πως θα πήγαιναν πρώτα στο

Κοκτάουν.

Καθώς ήταν ολομούσκευτη και σε κακά χάλια, η κυρία Σπάρσιτ

δε χρειάστηκε να πάρει προφυλάξεις για να μην την αναγνωρί­

σουν. Στάθηκε μονάχα πίσω από έναν τοίχο του σταθμού, δίπλωσε

ανάποδα το σάλι της και το 'βαλε πάνω απ' το καπέλο της. Έτσι

μεταμφιεσμένη, δε φοβήθηκε πως θα την αναγνωρίσει κανένας

όταν ανέβηκε τα σκαλοπάτια του σταθμού κι έβγαλε το εισιτήριό

της στο μικρό γραφείο. Η Λουίζα καθόταν σε μια γωνιά και περί­

μενε. Κι οι δυο τους άκουγαν το δυνατό κύλισμα της βροντής, τη

βροχti που ξεχυνόταν από τη στέγη και καταχτυπούσε στα παρα­

πέτα. Δυο τρεις λάμπες είχαν σβήσει από τα νερά της βροχής κι

από τον άνεμο· έτσι έβλεπαν κι οι δυο τους, σ' όλη τη λάμψη της,

την αστραπή, καθώς τρεμόπαιζε μ'· ένα γρ1Ίγορο ζιγκ ζαγκ πάνω

στις σιδερένιες ράγες.

Ο σταθμός άρχισε να τρέμει και σιγά σιγά να τραντάζεται βα­

θιά σαν μια καρδιά ταραγμένη: έφτανε το τρένο. Φωτιά κι ατμοί

και καπνός και κόκκινο φως, ένα σφύριγμα, ένας πάταγος, ένα

κουδούνισμα, ένα σκούξιμο. Η Λουίζα μπήκε σ' ένα βαγόνι. Η κυ­

ρία Σπάρσιτ μπήκε σ' ένα άλλο. Ο μικρός σταθμός δεν είναι πια

παρά ένα ερημικό σημάδι μέσα στην καταιγίδα.

Page 79: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 243

Μόλο που καταχτυπούσαν τα δόντια της από την υγρασία και

το κρύο, η κυρία Σπάρσιτ ήταν ενθουσιασμένη . Η Λουίζα είχε κυ­

λιστεί στο γκρεμό κι η κυρία Σπάρσιτ έβλεπε τον εαυτό της να πε­

ριποιείται το πτώμα της. Ύστερα από τόσους κόπους που είχε πε­

ράσει για να πετύχει το μακάβριο αυτό θρίαμβο, πώς να μην είναι

ενθουσιασμένη; «Θα φτάσει στο Κοκτάουν πολύ πριν απ' αυτόν»

σκέφτηκε η κυρία Σπάρσιτ, «όσο και να 'ναι γρήγορο τ' άλογό του.

Πού θα πάει άραγε να τον περιμένει; Κι ύστερα για πού θα τραβή­

ξουν οι δυο τους; Υπομονή . Θα δούμε».

Η φοβερή βροχή έφερε μεγάλη σύγχυση όταν το τρένο σταμάτη­

σε στον προορισμό του. Υδροσωλήνες και οχετοί είχαν σπάσει,

υπόνομοι είχαν ξεχειλίσει, κι οι δρόμοι ήταν πλημμυρισμένοι νερά. Μόλις κατέβηκε από το βαγόνι, η κυρία Σπάρσιτ έριξε με αγωνία

το βλέμμα της στ' αμάξια που περίμεναν και που είχαν μεγάλη ζή­

τηση . «Θα μπει σ' ένα>> συλλογίστηκε, «Και θα φύγει πριν προλάβω

να πάρω εγώ ένα άλλο για να την παρακολουθήσω. Μ' όλο τον κίν­

δυνο να πέσω και να τσακιστώ, πρέπει να δω τον αριθμό του αμα­

ξιού που θα πάρει και ν' ακούσω τι διαταγή θα δώσε ι στον αμαξά>> .

Μα η κυρία Σπάρσιτ έπεσε έξω στους υπολογισμούς της. Η

Λουίζα δεν πήρε αμάξι κι είχε κιόλας φύγει πεζή. Τα μαύρα μάτια

καρφώθηκαν στο βαγόνι που είχε ταξιδέψει η Λουίζα, όταν πια

ήταν αργά. Βλέποντας για κάμποσα λεπτά πως η πόρτα δεν άνοι­

γε , η κυρία Σπάρσιτ πέρασε και ξαναπέρασε μπροστά, δεν είδε τί­

ποτα, κοίταξε μέσα και το βρήκε άδειο. Βρεγμένη ώς το κόκαλο·

με τα πόδια της να κάνουν φλατς φλιτς μες στα παπούτσια της κα­

θώς περπατούσε· με τη βροχή να σταλάζει από το κλασικό της

πρόσωπο· μ' ένα καπέλο σαν παραωριμασμένο σύκο· με στραπα­

τσαρισμένα όλα της τα φορέματα· με υγρά αποτυπώματα, πάνω

στην αριστοκρατική της ράχη, κάθε κουμπιου, κάθε σιριτιού και

κάθε αγκράφας που φορούσε· γεμάτη εδώ κι εκεί μ' αχνές πρασι­

νάδες, σαν αυτές που μαζεύονται στους παλιούς φράχτες των πάρ­

κων, η κυρία Σπάρσιτ το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να ξε­σπάσει σε πικρά δάκρυα και να πε ι: «Πάει, την έχασα! »

Page 80: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ12

ΗΠΤΩΣΗ

ο Ι ΕΘΝΙΚΟΙ σκουπιδιαρέοι, αφού διασκέδασαν ο ένας

τον άλλον μ' ένα πλήθος θεαματικές και κραυγαλέες aψι­

μαχίες μεταξύ τους, διαλύθηκαν για την ώρα, και ο κύ­

ριος Γκραντγκράιντ πήγε να περάσει τις διακοπές στο σπίτι του .

Καθόταν κι έγραφε, στο δωμάτιο με το θανάσιμα στατιστικό

ρολόι, προσπαθώντας δίχως άλλο ν' αποδείξει κάτι -ίσως πως ο

Καλός Σαμαρείτης ήταν ένας κακός οικονομολόγος. Ο θόρυβος

της βροχής δεν τον ενοχλούσε πολύ· τραβούσε όμως την προσοχή

του όσο χρειαζόταν για να σηκώνει κάθε τόσο το κεφάλι του , σαν

να επιτιμούσε τα στοιχεία. Όταν βροντούσε πολύ δυνατά, έριχνε μια ματιά στο Κοκτάουν με τη σκέψη πως ίσως έπεσε κεραυνός σε

κάποια από τις ψηλές καμινάδες του.

Το απόηχο της βροντής χανόταν στην απόσταση και η βροχή

έπεφτε κατακλυσμός, όταν άνοιξε η πόρτα του γραφείου του. Κοί­

ταξε πίσω απ' τη λάμπα, που ήταν πάνω στο τραπέζι, και είδε με

κατάπληξη τη μεγάλη του κόρη .

«Λουίζα!»

«Πατέρα, θέλω να σας μιλήσω».

«Τι συμβαίνει; Τι παράξενο ύφος που έχεις! Για το Θεό» είπε

με ολοένα μεγαλύτερη κατάπληξη ο κύριος Γκραντγκράιντ, «ήρ­

θες εδώ μ' αυτή τη θύελλα;»

Έβαλε το χέρι της πάνω στο ρούχο της, σαν να μην το 'χε πάρει είδηση πως ήταν μούσκεμα. <<Ναι>>. Ύστερα ξεσκέπασε το κεφάλι

της, κι αφήνοντας να πέσουν στο πάτωμα το παλτό κι η κουκούλα

της, στεκόταν και τον κοιτούσε -τόσο χλομή , τόσο αναμαλλιασμέ­

νη , τόσο απειλητική κι απελπισμένη , που τη φοβήθηκε.

Page 81: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 245

«Τι τρέχει; Σ' εξορκίζω, Λουίζα, πες μου τι συμβαίνει».

Σωριάστηκε σε μια καρέκλα μπροστά του κι ακούμπησε το πα­

γωμένο της χέρι στο μπράτσο του.

«Πατέρα, εσείς μ' αναθρέψατε από τότε που ήμουν ακόμα

μωρό».

«Ναι, Λουίζα».

<<Καταραμένη η ώρα που γεννήθηκα για να 'χω αυτή την τύχη>>.

Την κοίταξε μ' αμφιβολία και τρόμο, κι έλεγε και ξανάλεγε, σαν να

τα 'χε ολότελα χαμένα: «Καταραμένη η ώρα; Καταραμένη η ώρα;>>

<<Πώς μπορέσατε να μου δώσετε τη ζωή κι ύστερα να μου πάρε­

τε όλους εκείνους τους aτίμητους θησαυρούς που την κάνουν να

ξεχωρίζει απ' την κατάσταση ενός ζωντανού θανάτου; Πού είναι

οι ομορφιές της ψυχής μου; Πού είναι τα αισθ1Ίματα της καρδιάς

μου; Τι κάνατε, πατέρα, τι κάνματε το περιβόλι που θα 'πρεπε να

'χε λουλουδίσει κάποτε σ' αυτήν εδώ την απέραντη έρημο;»

Χτύπησε το στήθος της με τα δυο της χέρια.

«Αν ήταν κάποτε εδώ μέσα αυτό το περιβόλι, κι οι στάχτες του

μόνο θα 'φταναν για να με σώσουν από το χάος, όπου γκρεμίζεται

ολόκληρη η ζωή μου. Δεν ήθελα να το πω αυτό· μα θυμάστε, πατέ­

ρα, την τελευταία φορά που μιλήσαμε σ' αυτό το δωμάτιο;»

Ήταν τόσο aπροετοίμαστος για όλα τούτα, που μόλις μπόρεσε

ν' απαντήσει: «Ναι, Λουίζα>>.

<<Αυτό που ανέβηκε τώρα στα χείλη μου, θ' ανέβαινε στα χείλη

μου τότε, αν μου δίνατε μιας μονάχα στιγμής βοήθεια . Δε σας κα­

τηγορώ, πατέρα. Αυτό που δεν aφήσατε ποτέ ν' ανθίσει μέσα μου,

δεν aφήσατε ποτέ ν' ανθίσει ούτε στον εαυτό σας μα, ω, αν το 'χα­

τε κάνει τότε που ήταν ακόμα καιρός, ή αν με είχατε τουλάχιστο

αφήσει στον εαυτό μου, πόσο καλύτερο, πόσο πιο ευτυχισμένο

πλάσμα θα 'μουνα σήμερα! »

Ακούγοντας τούτα τα λόγια, ύστερα απ' όλες τις φροντίδες του,

έγειρε στην παλάμη το κεφάλι του και στέναξε βαριά.

<<Αν ξέρατε, πατέρα, την τελευταία φορά που βρεθήκαμε εδώ

μέσα οι δυο μας, τι ήταν αυτό που φοβόμουν και πάλευα να το νι­

κήσω -γιατί απ' τα παιδικά μου χρόνια δεν έκανα τίποτ' άλλο πα­

ρά να παλεύω να νικήσω κάθε φυσική παρόρμηση της καρδιάς

μου· αν ξέρατε πως κρύβονταν στα στήθη μου συγκινήσεις, αισθή­

ματα, αδυναμίες που μπορούσαν να αναπτυχθούν και να δυναμώ-

Page 82: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

246 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

σουν, αψηφώντας όλους τους aνθρώπινους υπολογισμούς, κι εί­

χαν τόση σχέση με την αριθμητική των ανθρώπων, όση κι η αριθ­

μητική με το Δημιουργό τους, θα με δίνατε σ' αυτόν τον άντρα που

σήμερα είμαι βέβαιη πως τον μισώ;»

Είπε: «Όχι. Όχι, δυστυχισμένο μου παιδί».

«Θα με καταδικάζατε ποi:έ στην παγωνιά και στο μαρασμό, που με σκλήρυναν και με έφθειραν; Θα μου κλέβατε ποτέ -χωρίς μ' αυ­

τό να ωφελείτε κανέναν άλλον, και μονάχα για να ερημώνεται πε­

ρισσότερο τούτος ο κόσμος- το άυλο μέρος του εαυτού μου, ·την

άνοιξη και το θέρος από την πίστη μου, το καταφύγιό μου μπροστά

στην ασκήμια και την κακία, το σχολείο μου, όπου θα 'πρεπε να μά­

θω να βλέπω τον κόσμο με περισσότερη καλοσύνη και πίστη και να

ελπίζω να τον κάνω καλύτερο, μέσα στο μικρό μου τον κύκλο;»

«Ω, όχι, όχι. Όχι, Λουίζα>>.

«Ωστόσο, πατέρα, κι αν ακόμα ήμουν εντελώς τυφλή, κι έβρισκα

το δρόμο μου ψηλαφητά κι ήξερα μονάχα απ' την αφή τα σχήματα και

τις επιφάνειες των πραγμάτων, μπορούσα όμως να κινήσω τη φαντα­

σία μου ελεύθερα, θα 'μουν χίλιες φορές πιο σοφή, πιο ευτυχισμένη,

πιο στοργική, πιο ικανοποιημένη, πιο αθώα και πιο γυναίκα παρ' ό,τι

είμαι τώρα με τα μάτια που έχω. Ακούστε τώρα τι ήρθα να σας πω>>.

Κινήθηκε για να τη βοηθήσει να σηκωθεί, την ίδια όμως στιγμή

η Λουίζα σηκώθηκε μόνη της, κι έτσι βρέθηκαν όρθιοι ο ένας κο­

ντά στον άλλον. Η Λουίζα ακουμπούσε το ένα της χέρι στον ώμο

του και τον κοιτούσε κατάματα.

«Με μια πείνα και μια δίψα, που δεν έσβησαν ούτε μια μόνη

στιγμή, και με τη φλογερή λαχτάρα μέσα μου για έναν κόσμο, όπου

οι κανόνες, οι ορισμοί και τα νούμερα δεν είναι οι απόλυτοι κυ­

ρίαρχοι, μεγάλωσα παλεύοντας σ' όλη μου τη ζωή!»

«Ποτέ δεν ήξερα πως ήσουν δυστυχισμένη, Λουίζα, παιδί μου>>.

«Εγώ το 'ξερα πάντα, πατέρα. Σ' αυτή την πάλη νίκησα και σύ­

ντριψα τον καλό μου άγγελο, για να τον αντικαταστήσω μ' έναν

δαίμονα. Όσα έμαθα δε χρησίμεψαν σε τίποτ' άλλο παρά στο να

γεννήσούν μέσα μου αμφιβολίες, να με γεμίσουν αλαζονεία και

πλάνη και να με κάνουν να λυπάμαι για όσα δεν έμαθα, κι η μόνη

θλιβερή παρηγοριά μου ήταν η σκέψη πως η ζωή θα τέλειωνε γρή­

γορα και πως δε μου πρόσφερε τίποτα που ν' αξίζει τον κόπο να

αγωνίζομαι γι' αυτό».

Page 83: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 247

«Και να 'σαι τόσο νέα, Λουίζα! >> είπε ο πατέρας της με συμπόνια.

«Τόσο νέα. Κι ήμουν σ' αυτή την κατάσταση, πατέρα -γιατί σας

φανερώνω τώρα, χωρίς φόβο, μα και χωρίς ελπίδα, πόσο νεκρω­

μένη ήταν τότε η θέλησή μου- όταν μου προτείνατε να παντρευτώ

το σύζυγό μου. Τον παντρεύτηκα. Ποτέ δεν προσποιήθηκα, ούτε σ'

εκείνον ούτε σε σας, πως τον αγαπούσα. Το 'ξερα, το ξέρατε και

σεις, πατέρα, το 'ξερε και κείνος πως δεν τον αγάπησα ποτέ. Δεν

ήμουν όμως εντελώς αδιάφορη, γιατί είχα την ελπίδα πως θα ευ­

χαριστήσω τον Τομ και θα του φανώ χρήσιμη . Ρίχτηκα σ' αυτή την

απελπισμένη διέξοδο, που ήταν το τελευταίο μου φανταστικό κα­

ταφύγιο, και σιγά σιγά είδα πραγματικά πόσο ήταν απεγνωσμένη.

Μα ο Τομ ήταν ο μόνος άνθρωπος που του αφιέρωσα τη λίγη τρυ­

φερότητα της ζωής μου· ίσως γιατί ήξερα με τι τρόπο να τον συ­

μπονώ. Μα αυτό δεν έχει πια καμιά σημασία, εκτός μονάχα αν

σας κάνει να βλέπετε μ' επιείκεια τα σφάλματά του>>.

Καθώς ο πατέρας της την κρατούσε στην αγκαλιά του, η Λουίζα

ακούμπησε το άλλο της χέρι στον άλλο του ώμο και, κοιτάζοντάς

τον πάντα κατάματα, συνέχισε:

«Όταν πια δέθηκα άλυτα με το γάμο, ξύπνησε μέσα μου, σαν

επανάσταση ενάντια σ' αυτό το δεσμό, ο παλιός αγώνας, πιο

άγριος τώρα μ' όλες εκείνες τις διαφορές που χωρίζουν τις δυο

ανόμοιες φύσεις μας, και πού, για μένα, όλοι οι γενικοί σας κανό­

νες και νόμοι δε θα μπορέσουν ποτέ να τις καθορίσουν, πατέρα,

όσο δεν μπορούν να οδηγήσουν τον ανατόμο πού να βυθίσει το νυ­

στέρι του για να βρει τα μυστικά της ψυχής μου».

«Λουίζα!» είπε ο πατέρας, κι ο τόνος του ήταν ικετευτικός για­

τί θυμόταν καλά τη συνομιλία τους, την τελευταία φορά που συνα­

ντήθηκαν στο ίδιο εκείνο δωμάτιο.

«Δε σας κατηγορώ, πατέρα· δεν παραπονιέμαι. Για άλλο σκοπό

ήρθα εδώ>>.

«Τι μπορώ να κάνω, παιδί μου; ... Ζήτησέ μου ό,τι θέλεις». «Θα σας το πω αμέσως. Η τύχη έφερε τότε στο δρόμο μου μια

καινούρια γνωριμία, πατέρα· έναν άντρα που όμοιό του δεν είχα

γνωρίσει · έναν άνθρωπο του κόσμου · ευχάριστο, καλλιεργημένο,

κομψό· που δεν προσπαθούσε να φανεί καλύτερος απ' ό,τι ήταν·

που διαλαλούσε την περιφρόνησή του για όλα εκείνα που εγώ και

νοερά ακόμα φοβόμουν να τα κρίνω · που μ' έκανε να νιώσω, από

Page 84: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

248 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

την πρώτη κιόλας στιγμή, δεν ξέρω με ποιον τρόπο και με ποια μέ­

σα, πως με καταλάβαινε και διάβαζε τη σκέψη μου . Δεν έβλεπα να

'ναι χειρότερος από μένα. σαν να μας έδενε μια στεν1Ί συγγένεια.

Παραξενευόμουν μονάχα πώς ένας άνθρωπος που δε νοιαζόταν

για τίποτα έπαιρνε τον κόπο να ενδιαφερθεί τόσο πολύ για μένα».

«Για σένα, Λουίζα!>>

Ίσως ο πατέρας της να χαλάρωνε αυθόρμητα το αγκάλιασμά

του, αν δεν ένιωθε πως η κόρη του είχε χάσει τις δυνάμεις της κι

αν δεν έβλεπε μια άγρια λάμψη στα μάτια της, που ήταν πάντα

καρφωμένα πάνω του.

«Δε λέω τίποτα για το πώς κέρδισε την εμπιστοσύνη μου . Αυτό

δεν έχει μεγάλη σημασία. Την κέρδισε όμως, πατέρα. Αυτό που

ξέρετε σεις για την ιστορία του γάμου μου τα 'μαθε γρ1Ίγορα και

κείνος, το ίδιο καλά>>.

Το πρόσωπο του πατέρα της έγινε κατάχλομο. Την κράτησε και

με τα δυο του χέρια.

«Αυτό είναι όλο, πατέρα . Δε σας aτίμασα. Αν όμως με ρωτήσε­

τε αν αγάπησα ή αν αγαπώ αυτόν τον άνθρωπο, σας λέω ειλικρινά

πως μπορεί. Δεν ξέρω!>>

Πήρε άξαφνα τα χέρια της απ' τους ώμους του πατέρα της κι έπια­

σε την καρδιά της, ενώ στην όψη της, εντελώς αλλαγμένη τώρα -και

σ' όλη την ύπαρξή της, που ορθώθηκε αποφασισμένη να τελειώσει

με μια στερν1Ί προσπάθεια αυτό που είχε να πει- ξεχύθηκαν άξαφνα

όλα τα αισθήματα που τόσον καιρό συνθλίβονταν μέσα της.

«Απόψε, που ο άντρας μου λείπει, ήρθε και μου ξομολογήθηκε

τον έρωτά του. Αυτή τη στιγμή με περιμένει. Μ' άλλον τρόπο δεν

μπορούσα να ξεφύγω από κοντά του. Δεν ξέρω αν είμαι λυπημέ­

νη, δεν ξέρω αν νιώθω ντροπή, δεν ξέρω αν ξέπεσα στην ίδια μου

τη συνείδηση. Ξέρω μόνο πως η φιλοσοφία σας και η ηθική σας δε

θα με σώσουν. Λοιπόν, πατέρα, εσείς με φέρατε σ' αυτή τη θέση.

Σώστε με τώρα μ' όποιον άλλο τρόπο μπορείτε!»

Πρόλαβε κι έσφιξε γύρω της τα χέρια του για να την εμποδίσει να

πέσει, μα η Λουίζα lάφησε μια σπαραχτική κραυγή: «Θα πεθάνω, αν με κραηΊσετε! Αφήστε με κάτω!» Την απόθεσε πάνω στο πάτωμα, κι

είδε έτσι την περηJάνια της καρδιάς του και το θρίαμβο του συστή­ματός του να κείτοJται, ένας άψυχος σωρός, μπρος στα πόδια του .

Page 85: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ - Η ΣΟΔΕΙΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟl

ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ ΧΡΗΣΙΜΟ

Η ΛΟΥΙΖΑ ξύπνησε από έναν λήθαργο κι άνοιξε αργά τα

μάτια της. Ήταν ξαπλωμένη στο παλιό της κρεβάτι, στο

πατρικό σπίτι, στο παλιό της δωμάτιο. Στην αρχή είχε

την αίσθηση πως όλα όσα έγιναν, από τότε που αυτά τα πράγματα αποτελούσαν τον καθημερινό της περίγυρο, δεν ήταν παρά οι

σκιές ενός ονείρου. Μα σιγά σιγά, καθώς έπαιρναν το αληθινό

σχήμα τους, άρχισαν και τα περιστατικά να ξεκαθαρίζουν στη

σκέψη της.

Το κεφάλι της πονούσε και ήταν τόσο βαρύ, που δυσκολευόταν

να το κουνήσει. Τα μάτια της ήταν κουρασμένα κι ένιωθε μεγάλη

εξάντληση . Είχε πέσει σε μια παράξενη απάθεια και για κάμποση

ώρα δεν πρόσεξε πως ήταν μέσα στο δωμάτιο η μικρή της αδερφή .

Ακόμα κι όταν συναντήθηκαν τα βλέμματά τους κι η αδερφή της

πλησίασε στο κρεβάτι, η Λουίζα την κοίταξε λίγα λεπτά σιωπηλά,

την άφησε να της πιάσι::ι δι::ιλά το χέρι, κι ύστερα ρώτησε:

«Πότε μ' έφεραν σ' αυτό το δωμάτιο;>>

«Χτcς βράδυ, Λουίζα».

«Ποιος μ' έφερε;>>

«Η Σ ίση, νομίζω».

«Γιατί νομίζεις;>>

Page 86: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

250 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

«Γιατί τη βρήκα εδώ σήμερα το πρωί. Δεν ήρθε στο κρεβάτι μου

να με ξυπνήσει, όπως κάθε μέρα. Πήγα λοιπόν να τη βρω. Δεν

ήταν ούτε στο δωμάτιό της. Τη γύρεψα σ' όλο το σπίτι κι επιτέλους

τη βρήκα εδώ μέσα να σε φροντίζει και να δροσίζει το κεφάλι σου.

Θέλεις να δεις τον πατέρα; Η Σίση μου παράγγειλε να τον ειδο­

ποιήσω μόλις ξυπνήσεις>> .

«Τι φωτεινό που είναι το πρόσωπό σου, Ί'ζέην!>> είπε η Λουίζα,

καθώς η μικρή αδερφή της έσκυβε -πάντα με κάποια δειλία- να τη

φιλήσει.

<<Αλήθεια; Μ' ευχαριστεί πολύ που το λες. Είμαι βέβαιη πως

αυτό το χρωστάω στη Σίσψ> .

Το χέρι της Λουίζας, που είχε αρχίσει ν' αγκαλιάζει το λαιμό

της αδερφής της, έπεσε κάτω. <<Αν θέλεις, μπορείς να ειδοποιή­

σεις τον πατέρα». Ύστερα, σταματώντας την για μια στιγμή, είπε:

<<Εσύ έκανες το δωμάτιό μου τόσο πρόσχαρο και του 'δωσες αυτή

την ευχάριστη όψη;»

<<Ω, όχι, Λουίζα, είχε γίνει πριν έρθω εγώ. Ήταν ... » Η Λουίζα γύρισε πάνω στο προσκέφαλό της και δεν άκουσε

πια τίποτα. Σαν έφυγε η αδερφή της, ξαναγύρισε πάλι το κεφάλι

της, και κοιτούσε την πόρτα, ώσπου την είδε ν' ανοίγει και να

μπαίνει μέσα ο πατέρας της.

Είχε ένα κουρασμένο, ανήσυχο ύφος, και το χέρι του, που συνή­

θως ήταν σταθερό, έτρεμε μέσα στο δικό της. Κάθισε πλάι της,

στην άκρη του κρεβατιού, τη ρώτησε τρυφερά τι κάνει, και της σύ­

στησε να μείνει εντελώς ήσυχη, ύστερα από την ταραχή της χθεσι­

. νής νύχτας και το δρόμο που είχε κάνει μέσα στη θύελλα. Της μι-λούσε με χαμηλή και ταραγμένη φωνή, πολύ διαφορετική από το

συνηθισμένο δικτατορικό του ύφος, και πολλές φορές δυσκολευό­

ταν να βρει τις κατάλληλες λέξεις.

«Λουίζα μου. Καημένη μου κόρη». Σ' αυτό το σημείο έχασε τόσο

πολύ τα λόγια του, που σώπασε εντελώς. Ύστερα δοκίμασε πάλι.

«Άτυχό μου παιδί!» Δεν μπόρεσε πάλι να εκφραστεί όπως ήθε­

λε κι έκανε μια καινούρια προσπάθεια .

«Περιπό να σου πω, Λουίζα, πόσο με σύντριψαν οι χτεσινές

aποκαλύψεις. Το χώμα που πατώ δεν είναι πια στέρεο κάτω από τα πόδια μου. Το μόνο στήριγμα που είχα και που μου φαινόταν και

μου φαίνεται ακόμα αδύνατο ν' αμφισβητήσει κανείς την αντοχή

Page 87: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 251

του, έσπασε μέσα σε μια μόνο στιγμή. Τα 'χω ολότελα χαμένα. Δεν

υπάρχει κανένας εγωισμός σ' αυτά που λέω· βρίσκω μόνο πως εί­

ναι πάρα πολύ βαρύ το χτύπημα που δέχτηκα χτες το βράδυ».

Η Λουίζα δεν μπορούσε καθόλου να τον παρηγορήσει πάνω σ'

αυτό. Ολόκληρη η ζωή της είχε ναυαγήσει πάνω στους ίδιους

βράχους.

«Δε θα πω, Λουίζα, πως, αν από κάποια ευτυχισμένη σύμπτω­

ση, με είχες βγάλει, εδώ και κάμποσον καιρό, από την πλάνη μου,

θα 'ταν καλύτερα και για τους δυο μας. Καλύτερα για την ησυχία

τη δική σου και τη δική μου. Γιατί καταλαβαίνω πως το σύστημά

μου δεν άφηνε ίσως κανένα περιθώριο για τέτοιες εκμυστηρεύ­

σεις. Απόδειξα το σύστημά μου πάνω στον ίδιο τον εαυτό μου και

το εφάρμοσα με αλύγιστη αυστηρότητα. Είμαι, λοιπόν, υπεύθυνος

για την αποτυχία του. Σε παρακαλώ μονάχα να πιστέψεις, αγαπη­

μένο μου παιδί, πως ο σκοπός μου ήταν καλός>>.

Μιλούσε με συγκίνηση και, για να πούμε την αλήθεια, ήταν

πραγματικά καλός ο σκοπός του. Βυθομετρώντας απύθμενα βάθη

με το μικρό και άθλιο ραβδί του και σκουντουφλώντας σ' όλη τη γη

με το σκουριασμένο και σκληρό διαβήτη του, πίστευε πως θα 'κα­

νε μεγάλα πράγματα. Μέσα στα στενά όρια του μαγκανοπήγαδου

που ήταν δεμένος, ποδοπατούσε και κατέστρεφε τα λουλούδια της

ζωής με μεγαλύτερη ειλικρίνεια στις προθέσεις του, από όση εί­

χαν πολλοί από τους φωνακλάδες συναδέλφους του.

«Είμαι εντελώς βέβαιη γι' αυτό, πατέρα. Ξέρω πως ήμουν το

αγαπημένο σας παιδί. Ξέρω πως θέλατε να με κάνετε ευτυχισμέ­

νη. Ούτε σας κατηγόρησα, ούτε θα σας κατηγορήσω ποτέ>>.

Πήρε το απλωμένο της χέρι και το κράτησε στο δικό του.

«Αγαπημένη μου κόρη, πέρασα όλη τη νύχτα στο γραφείο μου

και σκεφτόμουν και ξανασκεφτόμουν την οδυνηρή χθεσινή συνο­μιλία μας. Όταν συλλογίζομαι το χαρακτήρα σου, όταν συλλογίζο­

μαι πως αυτό που έμαθα τώρα, μέσα σε λίγες ώρες, μου το κρατού­

σες χρόνια κρυφό· όταν σκέφτομαι τις σκληρές δοκιμασίες που σε

ανάγκασαν να κάνεις αυτή την ομολογία· δεν μπορώ παρά να φτά­

σω στο συμπέρασμα πως πρέπει να δυσπιστώ στον εαυτό μου». Θα μπορούσε να πει ακόμα πάρα πολλά, αντίκρυ σε κείνα τα

μάτια που τον κοιτούσαν . Ίσως να τα 'πε πραγματικά, καθώς

άπλωσε το χέρι του και σήκωσε απαλά τα μαλλιά που έπεφταν

Page 88: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

252 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

ακατάστατα στο μέτωπό της. Τέτοιες απλές θωπείες, ασήμαντες

για έναν άλλο, για τον κύριο Γκραντγκράιντ είχαν πολύ μεγάλη

σημασία· κι η κόρη του τις δέχτηκε σαν να 'ταν λόγια συντριβ1Ίς

και μετάνοιας.

«Αν όμως>> είπε αργά, διστακτικά και με θλιβερή αποθάρρυνση

ο κύριος Γκραντγκράιντ, «έχω λόγους να δυσπιστώ στον εαυτό

μου για το παρελθόν, θα πρέπει να δυσπιστώ το ίδιο και για το πα­

ρόν και για το μέλλον. Και για να σου μιλήσω ανεπιφύλακτα, αυτό

κάνω. Όσο κι αν χτες ακόμα αισθανόμουν αλλιώτικα, σήμερα δε

νιώθω καθόλου τον εαυτό μου άξιο της εμπιστοσύνης που μου δεί­

χνεις, ή ικανό ν' ανταποκριθεί στην έκκλησή σου, κι ούτε νομίζω

πως έχω μέσα μου το κατάλληλο ένστικτο -αν για μια στιγμή πα­

ραδεχτούμε πως υπάρχε ι τέτοιο πράγμα στον άνθρωπο- για να σε

βοηθήσω και να σε βάλω στο σωστό δρόμο, παιδί μου».

Η Λουίζα είχε γυρίσει από την άλλη μεριά πάνω στο μαξιλάρι

της κι ακουμπούσε το πρόσωπό της στο μπράτσο της, έτσι που ο

πατέρας της δεν μπορούσε να το δει. Όλη η ορμή και το πάθος της

είχαν καταπέσει· ωστόσο, μόλο που τώρα ένιωθε μια τρυφερή συ­

γκίνηση, δεν εδάκρυσε . Τόση ήταν η αλλαγή του πατέρα της, που

θα χαιρόταν αν την έβλεπε με δακρυσμένα τα μάτια.

«Μερικοί άνθρωποι πιστεύουν» συνέχισε , διστάζοντας ακόμα,

«Πως υπάρχει σοφία του μυαλού και σοφία της καρδιάς . Εγώ δεν

το πίστεψα ποτέ, μα, όπως είπα, δεν έχω πια εμπιστοσύνη στον

εαυτό μου. Πίστευα πως το μυαλό έφτανε για όλα. Φαίνεται όμως

πως δε φτάνει για όλα. Πώς να τολμ1iσω σήμερα να πω πως φτά­

νει! Αν αυτό το άλλο είδος της σοφίας είναι κείνο που παραμέλη­

σα, αν βρίσκεται εκεί το κατάλληλο ένστικτο, Λουίζα ... » Τα λόγια του ήταν ακόμα γεμάτα αμφιβολία, σαν να μην ήθελε

ούτε και τώρα να παραδεχτεί την αποτυχία του. Η Λουίζα δεν τού

'δωσε απάντηση, ξαπλωμένη στο κρεβάτι μπροστά του, μισοντυμέ­

νη ακόμα, σχεδόν όπως όταν την είδε πεσμένη στο πάτωμα του

γραφείου του, την περασμένη νύχτα.

«Λουίζα» -και το χέρι του ακούμπησε πάλι στα μαλλιά της- «τον

τελευταίο καιρό λείπω πολύ από το σπίτι· και μόλο που η ανατροφή

της αδερφής σου έγινε σύμφωνα με ... το σύστημα ... >> -φαινόταν

σαν να 'λεγε με πολλή δυσφορία αυτή τη λέξη- «Επηρεάστηκε ανα­

γκαστικά από τις καθημερινές συναναστροφές, που άρχισε από

Page 89: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 253

πολύ μικρή ηλικία. Σε ρωτώ λοιπόν, κόρη μου -ταπεινά κι αναγνω­

ρίζοντας την άγνοιά μου- είναι καλύτερα έτσι; Τι νομίζεις;»

«Πατέρα>> απάντησε, χωρίς καθόλου να κουνηθεί, «αν ξύπνη ­

σαν μέσα στη νεανική της καρδιά κάποιες aρμονίες, που στη δική

μου την καρδιά έμειναν βουβές, ώς τη στιγμ1Ί που εκδηλώθηκαν σε

παράφωνους τόνους, ας ευλογεί το θεό γι' αυτό, κι ας συνεχίσει

τον ευτυχισμένο δρόμο της, μακαρίζοντας τον εαυτό της που ξέφυ-

γε το δικό μου δρόμο». · «Ω, παιδί μου, παιδί μου!» είπε απελπισμένα ο πατέρας της,

«είμαι πολύ δυστυχισμένος που σε βλέπω έτσι. Τι μ' ωφελεί που δε

με κατηγορείς εσύ , όταν εγώ ο ίδιος κατηγορώ τόσο πικρά τον

εαυτό μου! >> Έσκυψε το κεφάλι του κι άρχισε να της μιλάει χαμη ­

λόφωνα: «Λουίζα, έχω μια αόριστη υποψία πως σ' αυτό το σπίτι

γίνεται σιγά σιγά μια αλλαγή μέσα μου, μόνο από την επίδραση

της αγάπης και της ευγνωμοσύνης πως αυτό που δεν έκανε κι ού­

τε μπορούσε να κάνει το μυαλό, ίσως να το 'κανε σιγά σιγά και σιω­

πηλά η καρδιά. Μπορεί να γίνει αυτό;>>

Δεν του 'δωσε απάντηση.

«Δεν το λέω για να περηφανευτώ, Λουίζα. Πώς θα μπορούσα

να καυχηθώ για οτιδήποτε , όταν εσύ είσαι μπροστά μου; Γίνεται

αυτό, παιδί μου; Είναι δυνατό τάχα;»

Την κοίταξε πάλι, ξαπλωμένη εκεί, σαν aπόβλητη από τη ζωή ,

και χωρίς να πει άλλη λέξη, βγ1Ίκε από το δωμάτιο. Λίγο πιο ύστε­

ρα η Λουίζα άκουσε ανάλαφρα βήματα κοντά στην πόρτα και κα­

τάλαβε πως κάποιος στεκόταν πλάι της.

Δε σήκωσε το κεφάλι της. Στη σκέψη πως την έβλεπαν σ' αυτή

τη θλιβερή κατάσταση και πως το άθελο εκείνο βλέμμα της συμπό­

νιας, που τόσο την είχε εξοργίσει άλλοτε, θα 'βρισκε πάλι τη δι­

καίωσή του, ένιωσε ν' αναδεύεται μέσα της, σαν κακή φωτιά, ένας

υπόκωφος θυμός. Όλες οι αυστηρά περιορισμένες δυνάμεις ξε­

σπούν κάποτε και φέρνουν το χαλασμό. Ο αέρας που δίνει την

ανάσα στη γη, το νερό που την πλουτίζει, η θερμότητα που την

ωριμάζει, αν περιοριστούν, την καταστρέφουν. Αυτό έγινε στην

καρδιά της Λουίζας: Οι πιο εξαιρετικές ιδιότητες που είχε, με το να καταθλίβονται τόσον καιρό μέσα της, έγιναν μια μάζα σκληρή,

που απειλούσε τώρα μια πραγματική φίλη της.

Ήταν ευχάριστο που ήρθε κείνο το απαλό χάδι στο λαιμό της

Page 90: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

254 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

και που κατάλαβε πως η φίλη της νόμιζε ότι κοιμόταν. Το συμπο­

νετικό εκείνο χέρι δεν μπορούσε να ξεσηκώσει την οργή της. Ας

μένει, ας μένει.

Έμεινε εκεί, δίνοντας με τη ζεστασιά του ζωή σε πιο τρυφερές

σκέψεις. Καθώς ήταν συγκινημένη από τη γαλήνη και τη στοργή

που ένιωθε γύρω της, λίγα δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της. Ένα

πρόσωπο άγγιξε το δικό της και κατάλαβε πως ήταν κι αυτό βρεγ­

μένο με δάκρυα, δάκρυα που εκείνη τα 'χε προκαλέσει.

Η Λουίζα έκανε πως ξυπνούσε κείνη τη στιγμή, και ανακάθισε

στο κρεβάτι. Η Σίση aποτραβήχτηκε και στάθηκε ήρεμη πλάι στο

προσκέφαλό της.

«Ελπίζω να μη σας aνησύχησα. Ήρθα να σας ρωτήσω αν θέλε­

τε να μείνω μαζί σας».

«Γιατί να μείνεις μαζί μου; Η αδερφή μου θα σ' aποζητά. Είσαι

το παν γι' αυτήν».

«Αλήθεια;>> απάντησε η Σίση, κουνώντας το κεφάλι της. «Θα

'θελα να 'μουν και για σας κάτι, αν μπορούσα».

«Τι;» ρώτησε σχεδόν αυστηρά η Λουίζα.

«Ό,τι χρειάζεστε περισσότερο, αν μου είναι δυνατό. Οπωσδήπο­

τε, θα 'θελα να σας φανώ όσο μπορώ πιο χρήσιμη. Κι όσο κι αν βα­

στάξει αυτό, δε θα κουραστώ ποτέ. Θέλετε να μου το επιτρέψετε;»

«Σ' έστειλε ο πατέρας μου να μου το ζητήσεις;>>

«Όχι>> αποκρίθηκε η Σίση. «Μου είπε μόνο πως μπορούσα να

'ρθω τώρα, ενώ το πρωί μ' έδιωξε από το δωμάτιο ... ή μάλλον ... >> Δίστασε και σταμάτησε.

«Ή μάλλον τι;» είπε η Λουίζα, κοιτάζοντάς την μ' ένα ερευνητι­

κό βλέμμα.

«Σκέφτηκα πως ήταν καλύτερα να φύγω, γιατί δεν ήμουν καθό­

λου βέβαιη αν θέλατε να με βρείτε εδώ μέσα>>.

«Τόσο πολύ λοιπόν σε μισούσα πάντα;»

«Δεν το πιστεύω. Εγώ πάντως σας αγαπούσα κι ήθελα πάντα να

σας δείχνω την αγάπη μου. Μα σεις αλλάξατε μαζί μου, λίγο πριν

φύγετε από το σπίτι. Κι ούτε παραξενεύτηκα καθόλου γι' αυτό.

Σεις ξέρατε τόσο πολλά κι εγώ τόσο λίγα· κι ήταν τόσο φύσικό, αφού θα πηγαίνατε να ζήσετε με καινούριους φίλους, που δεν είχα

κανένα λόγο να παραπονιέμαι κι ούτε δυσαρεστήθηκα καθόλου».

Κοκκίνισε καθώς τα 'λεγε αυτά μ' έναν τόνο σεμνό και βιαστι-

Page 91: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 255

κό. Η Λουίζα κατάλαβε αυτή την τρυφερή της προσποίηση κι

ένιωσε τύψεις.

«Μπορώ να δοκιμάσω» είπε η Σ ίση, που ξεθαρρεύτηκε τώρα ν'

απλώσει το χέρι της στο λαιμό που έγερνε προς το μέρος της.

Η Λουίζα, κατεβάζοντας εκείνο το χέρι που θα την αγκάλιαζε

σε λίγο, το κράτησε στο δικό της κι απάντησε:

«Πρώτα πρώτα, Σ ίση, ξέρεις τι είμαι; Είμαι τόσο περήφανη και

τόσο σκληρή, τόσο ταραγμένη και στενοχωρημένη, τόσο μνησίκα­

κη και άδικη με όλους και με τον εαυτό μου , που καθετί μέσα μου

είναι τρικυμισμένο, σκοτεινό και πονηρό. Δε σε τρομάζει αυτό;»

«Όχι!»

«Είμαι τόσο δυστυχισμένη κι είναι τόσο γκρεμισμένο καθετί που

θα μπορούσε να φέρει μια κάποια αλλαγή στα αισθήματά μου , που,

αν είχα μείνει ώς τώρα χωρίς καμιά μόρφωση κι αντί να γίνω τόσο

σοφή όσο με νομίζεις, άρχιζα από σήμερα να μαθαίνω τις πιο απλές

αλήθειες, δε θα 'χα τόσο φοβερή ανάγκη από έναν οδηγό για να

μου δείξει το δρόμο της γαλήνης, της ευτυχίας, της τιμής και κάθε

αγαθού που μου λείπει. Δε σε τρομάζει αυτό;»

«Όχι!» \ Με την αθωότητα και το θάρρος που της έδινε η αφοσίωση , μ~

το ξεχείλισμα του παλιού αισθηματισμού της, η κόρη εκείνη , πο~ ένιωσε κάποτε την πικρία της εγκατάλειψης, έλαμψε σαν ένα

ωραίο φως πάνω στο σκοτάδι της άλλης.

Η Λουίζα σήκωσε το χέρι της Σ ίση για να μπορέσει ν' αγκαλιά­

σει το λαιμό της, σμίγοντάς το εκεί με το άλλο της χέρι. Έπεσε στα

γόνατα και, σφίγγοντας στην αγκαλιά της την κόρη του σαλτιμπά­

γκου, την κοιτούσε σχεδόν με ευλάβεια.

«Συχώρεσέ με , λυπήσουμε, βοήθησέ με! Σπλαχνίσου με στη με­

γάλη μου δυστυχία κι άφησε να γείρω το κεφάλι μου πάνω σε μια

στοργική καρδιά!»

«Ω, ακούμπησε εδώ ! >> φώναξε η Σίση. «Ακούμπησε εδώ, αγα­

πημένη μου!»

Page 92: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ2

ΠΟΛΥ ΓΕΛΟΙΟΣ

ο ΚΥΡΙΟΣ ΤΖΕΗΜΣ ΧΑΡΊΧΑΟΥΖ πέρασε ένα ολό­

κληρο μερόνυχτο σε τέτοια ταραχή, που ο κόσμος, ακό­

μα και με το καλύτερο ματογυάλι του, θα δυσκολευόταν,

στο διάστημα αυτό της πνευματικής του παράκρουσης, ν ' αναγνω­

ρίσει στο πρόσωπό του τον αδερφό τζεμ του αξιότιμου και πνευ­

ματωδέστατου μέλους της Βουλής. Ήταν πραγματικά πολύ ταραγ­

μένος. Μίλησε κάμποσες φορές με μια ζωηρότητα που θύμιζε χυ­

δαίο όχλο . Μπαινόβγαινε χωρίς σκοπό, μ' έναν τρόπο ακατανόη­

το. Κάλπαζε σαν ληστής των βουνών. Με δυο λόγια, ήταν τόσο φο­

βερά εκνευρισμένος, που ξέχασε πως και στον εκνευρισμό του

ακόμα έπρεπε να κρατάει ορισμένους aπαράγραπτους κανόνες.

Σα να μην ήταν γι' αυτόν παρά ένα άλμα, όρμησε με τ' άλογό

του στο Κοκτάουν, αψηφώντας τη θύελλα, και περίμενε εκεί όλη

τη νύχτα. Χτυπούσε κάθε τόσο με μανία το κουδούνι του και κατη­

γορούσε το γκαρσόνι, που είχε νυχτερινή υπηρεσία, πως του κατα­

κρατεί κάποιο γράμμα ή κάποιο μήνυμα, που οπωσδήποτε του εί­

χαν στείλει, και ζητούσε να του το δώσει αμέσως. Χαράζει η αυγή,

προβάλλει ο ήλιος, έρχεται η μέρα, κι ούτε μήνυμα φέρνουν ούτε

γράμμα. Πήγε στο εξοχικό σπίτι. Εκεί έμαθε πως ο κύριος Μπα­

ουντερμπάη είχε πάει ταξίδι και η κυρία Μπαουντερμπάη βρισκό­

ταν στην πόλη . Έφυγε άξαφνα χτες βράδυ για την πόλη . Δεν το

'ξεραν μάλιστα πως είχε φύγει, ώσπου έλαβαν ένα μήνυ~ιά ηκ να μην την περιμένουν για την ώρα.

Όπως ήρθαν τα πράγματα, δεν είχε παρά να τη ζητήσει στην

πόλη. Πήγε στο σπίτι. Η κυρία Μπαουντερμπάη δεν ήταν εκεί.

Πέρασε μια ματιά από την Τράπεζα. Ο κύριος Μπαουντερμπάη

Page 93: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 257

έλειπε το ίδιο κι η κυρία Σπάρσιτ. Έλειπε λοιπόν και η κυρία

Σπάρσιτ; Πού να φανταστεί πως θα 'φτανε στην ανάγκη να λυπά­

ται που δεν μπορούσε να συναντήσει αυτή τη δράκαινα!

«Πού να ξέρω» είπε ο Τομ, που είχε δικούς του λόγους ν' ανη­

συχεί γι' αυτή την απουσία. «Έφυγε σήμερα το πρωί με τα χαρά­

ματα. Μυστήρια γυναίκα! Τη μισώ κι αυτήν κι εκείνον τον aσπρου­

λιάρη τον Μπίτζερ, που δε λέει να σηκώσει από πάνω σου τα τρε­

μάμενα μάτια του».

«Πού ήσουν χτες βράδυ, Τομ;»

«Πού ήμουν χτες βράδυ!» είπε ο Τομ. «Καλό κι αυτό! Περίμενα

εσάς, κύριε Χαρτχάουζ, ώς τη στιγμή που έπιασε η φοβερότερη

βροχή που είδα ποτέ στη ζωή μου. Ακούς εκεί, πού ήμουν! Ίσως

θέλετε να πείτε, πού είσαστε σεις».

«Δεν μπόρεσα να 'ρθω ... με κράτησαν». «Σας κράτησαν!» μουρμούρισε ο Τομ. «Μας κράτησαν λοιπόν

και τους δυο . Τόσο πολύ μάλιστα με κράτησαν εμένα, που σας πε­

ρίμενα ώσπου πέρασαν όλα τα τρένα, εκτός από το ταχυδρομικό.

Ωραία θα 'ταν να γυρίσω μ' αυτό μια τέτοια νύχτα και να πάω σπί­

τι τσαλαβουτώντας στα νερά. Αναγκάστηκα λοιπόν να κοιμηθώ

στην πόλη».

«Πού;»

«Πού; Μα στο κρεβάτι μου, στο σπίτι του Μπαουντερμπάψ>.

«Είδες την αδερφή σου;»

«Πώς διάβολο να δω την αδερφή μου>> απάντησε ο Τομ, κοιτά­

ζοντάς τον με απορία, «αφού βρίσκεται δεκαπέντε μίλια μακριά;>>

Αγανακτισμένος μ' αυτές τις γρήγορες απαντήσεις του νεαρού

τζέντλεμαν, που γι' αυτόν ο κύριος Χαρτχάουζ ένιωθε μια τόσο ει­

λικρινή φιλία, έκοψε τη συνομιλία τους, χωρίς πολλές διατυπιδ­

σεις, κι αναρωτήθηκε για εκατοστή φορά τι να σημαίνουν άραγε

όλα τούτα . Ωστόσο, ένα πράγμα έβλεπε καθαρά! Είτε η Λουίζα

βρισκόταν στην πόλη, είτε έξω από την πόλη , είτε αυτός βιάστηκε

να εκδηλωθεί σε μια γυναίκα που δυσκολευόταν να καταλάβει, εί­

τε εκείνη έχασε το θάρρος της, είτε τους ανακάλυψαν, ε ίτε έγινε

κάποιο ατύχημα ή κάποια παρεξήγηση, ακατανόητη για την ώρα,

το μόνο που του 'μεν ε να κάνει ήταν να μείνει ν' αντιμετωπίσει την

κατάσταση , όποια και να 'ταν. Το ξενοδοχείο, όπου ήξεραν όλοι

πως έμενε , όσο ήταν καταδικασμένος να ζει σ' αυτόν τον τόπο της

Page 94: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

258 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

μαυρίλας, ήταν ο πάσσαλος του μαρτυρίου όπου τον κρατούσαν

δεμένο. Όσο για τ' άλλα ... ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει!

«Ωστόσο, είτε εχθρικό μήνυμα περιμένω, είτε ραντεβού, είτε τη

γκρίνια της μετανοημένης Λουίζας, είτε κανέναν αγώνα πάλης με

το φίλο μου Μπαουντερμπάη, κατά το σύστημα του Λανκσάιρ

-όλα είναι πιθανά εκεί που έφτασαν τα πράγματα- πρέπει πρώτα

να φάω» είπε ο κύριος 'Γζέημς Χαρτχάουζ. «0 Μπαουντερμπάη έχει το πλεονέκτημα να 'ναι πιο βαρύς από μένα. Κι αν πρόκειται

να εξηγηθούμε κατά το βρετανικό σύστημα, πρέπει να προπονηθώ

γερά».

Χτύπησε λοιπόν το κουδούνι, ξαπλώθηκε νωχελικά σ' έναν κα­

ναπέ και παράγγειλε «ένα γεύμα στις έξι -με μπιφτέκι» , και στο

μεταξύ σκότωνε τον καιρό του όσο καλύτερα μπορούσε. Δεν ήταν

και τόσο εύκολο πράγμα, γιατί βρισκόταν πάντα σε τρομερή αμη ­

χανία και, καθώς έφευγαν οι ώρες και καμιά εξήγηση δεν ερχό­

ταν, η αμηχανία του μεγάλωνε ακόμα περισσότερο.

Ωστόσο, αντιμετώπισε την κατάσταση όσο πιο ψύχραιμα μπο­

ρούσε κι αρκετές φορές διασκέδασε με την αστεία ιδέα της προ­

πόνησης. «Δε θα 'ταν άσχημα» σκέφτηκε κάποια στιγμή, καθώς

χασμουριόταν, «να 'δι να πέντε σελίνια στο γκαρσόνι και να το άρ­

χιζα στις γροθιές». Αργότερα πάλι έκανε τη σκέψη: «Θα μπορού­

σα να νοικιάσω με την ώρα κάποιον, γύρω στα ογδόντα πέντε κι­

λά». Μα όλα τούτα τ' αστεία δεν μπόρεσαν να τον διασκεδάσουν

πραγματικά ή να ξεγελάσουν την αδημονία του και, να πούμε την

αλήθεια, οι ώρες ήταν aτέλειωτες και βαριές.

Του ήταν αδύνατο, ακόμα και πριν από το γεύμα, να μην κάνει

κάμποσες βόλτες πάνω στα ξόμπλια του χαλιού, κοιτάζοντας έξω

από το παράθυρο, βάζοντας αυτί στην πόρτα κάθε φορά που

άκουγε βήματα, και νιώθοντας αρκετή έξαψη όταν τα βήματα πλη­

σίαζαν στο δωμάτιό του. Ύστερα όμως από το γεύμα, σαν έπεσε

το σούρουπο κι ήρθε η νύχτα χωρίς ακόμα να πάρει καμιά είδηση ,

άρχισε να νιώθει, όπως έλεγε, «το αργό μαρτύριο της Ιεράς Εξε­

τάσεως>>. Παρ' όλα αυτά, πιστός στην πεποίθησή του πως ο αληθι­

νά καλός τρόπος βρίσκεται στην αδιαφορία (αυτή ήταν η μόνη πε­

ποίθηση που είχε), επωφελήθηκε απ' αυτή την κρίση για να ζητή ­

σει κεριά και μιαν εφημερίδα .

Είχε μισή ώρα που προσπαθούσε μάταια να διαβάσει αυτή την

Page 95: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 259

εφημερίδα, όταν παρουσιάστηκε το γκαρσόνι και είπε με ύφος τα­

πεινό και γεμάτο μυστήριο.

«Συγνώμη, κύριε. Σας ζητούν» .

Ο κύριος Χαρτχάουζ θυμήθηκε αόριστα πως κάπως έτσι έβαζε

χέρι η αστυνομία στους καλοντυμένους πορτοφολάδες και, γεμά­τος αγανάκτηση, ρώτησε το γκαρσόνι τι διάβολο εννοούσε με κεί­

νο το «σας ζητούν».

«Με συγχωρείτε, κύριε. Είναι έξω μια νέα κυρία και θέλει να

σας δει».

«Έξω; Πού έξω;»

«Έχω απ' το δωμάτιό σας, κύριε» .

Αφού διαβολόστειλε το γκαρσόνι, ο κύριος Χαρτχάουζ τσακί­

στηκε να βγει στο διάδρομο. Μια νέα γυναίκα, που ποτέ δεν την

είχε δει, στεκόταν εκεί. Ντυμένη απλά, πολύ ήρεμη, πολύ όμορφη.

Καθώς την οδηγούσε στο δωμάτιο και της πρόσφερε κάθισμα,

πρόσεξε, με το φως των κεριών, πως ήταν πιο όμορφη παρ' όσο

του φάνηκε στην αρχή . Το πρόσωπό της ήταν αθώο και δροσερό κι

είχε εξαιρετικά ευχάριστη έκφραση. Ούτε τον φοβήθηκε, ούτε

ήταν καθόλου ταραγμένη. Φαινόταν τόσο aπορροφημένη από το

σκοπό της επίσκεψής της, που είχε ξεχάσει και τον ίδιο τον εαυτό

της .

«Έχω την τιμή να μιλάω στον κύριο Χαρτχάουζ» ρώτησε όταν

έμειναν μόνοι.

«Μάλιστα, στον κύριο Χαρτχάουζ>> και πρόσθεσε μέσα του:

«Και του μιλάς με την πιο αθώα έκφραση που είδα ποτέ σε μάτια

και την πιο θερμ1Ί (αν και τόσο ήρεμη) φωνή που άκουσα ποτέ».

«Αν δεν ξέρω -κι ομολογώ πως δεν ξέρω, κύριε>> είπε η Σίση,

«τι υποχρεώσεις τιμής σας δημιουργεί σε άλλα ζητήματα ο τίτλος

του τζέντλεμαν» -το αίμα ανέβηκε πραγματικά στο πρόσωπό του,

καθώς η Σίση άρχισε να λέει αυτά τα λόγια- «είμαι βέβαιη πως

μπορώ να στηριχθώ στο λόγο σας ότι θα κρατήσετε μυστικ1Ί την

επίσκεψή μου, καθώς και αυτά που θα σας πω. Θα στηριχθώ λοι­

πόν σ' αυτόν, αν μου τον δώσετε ... >>

«Μπορείτε να στηριχθείτε στο λόγο μου». «Είμαι νέα, όπως βλέπετε . Είμαι μόνη, όπως βλέπετε . Όταν ξε­

κίνησα να 'ρθω εδώ, κύριε, δε στηρίχτηκα στη συμβουλή ή στην εν­

θάρρυνση κανενός . Στηρίχτηκα μονάχα στη δική μου ελπίδα>>.

Page 96: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

260 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

Παρακολουθώντας ένα στιγμιαίο ανάβλεμμά της ο κύριος Χαρ­

τχάουζ σκέφτηκε: «Φαίνεται ωστόσο πως η ελπίδα αυτή είναι πο­

λύ δυνατή» . Ύστερα σκέφτηκε πάλι: «Πολύ περίεργη αρχή. Να

δούμε πού θα καταλήξουμε>>.

«Πιστεύω» είπε η Σίση, «πως έχετε κιόλας μαντέψει με ποιο

πρόσωπο ήμουν πριν έρθω εδώ>> .

«Τις τελευταίες εικοσιτέσσερις ώρες (που μου φάνηκαν εικοσι­

τέσσερις αιώνες) βρίσκομαι σε μεγάλη αγωνία και ανησυχία>> της

αποκρίθηκε, «για κάποια κυρία. Ελπίζω να μη με απατά η ελπίδα

μου ότι έρχεστε από μέρος αυτής της κυρίας».

«Πριν από μια ώρα ήμουν μαζί της>>.

«Είσαστε μαζί της, πού;»

«Στο σπίτι του πατέρα της>> .

Ο κύριος Χαρτχάουζ, παρ' όλη την ψυχραιμία του, έμεινε άναυ­

δος κι η αμηχανία του μεγάλωσε. <Πώρα πραγματικά>> σκέφτηκε,

«δεν καταλαβαίνω πού πρόκειται να καταλήξουμε>>.

«Ήρθε βιαστικά χτες βράδυ. Ήταν τρομερά ταραγμένη κι

έμεινε αναίσθητη όλη τη νύχτα. Μένω στο σπίτι του πατέρα της κι

ήμουν μαζί της. Μπορείτε να είστε βέβαιος, κύριε, ότι δεν πρόκει­

ται πια να την ξαναδείτε».

Ο κύριος Χαρτχάουζ πήρε μια βαθιά ανάσα. Σας έτυχε ποτέ να

δείτε άνθρωπο που να τα 'χει ολότελα χαμένα και να μην ξέρει τι

να πει; Αυτό είχε πάθει ο κύριος Χαρτχάουζ. Η παιδική απλο·ίκό­

τητα της Σ ίση , η σεμνή τόλμη της, η ανεπιτήδευτη ειλικρίνειά της, η

απόλυτη αυταπάρνησή της στην αποφασιστική και ήρεμη επιδίω­

ξη του σκοπού της, όλα αυτά, μαζί με την πεποίθησή της στην υπο­

χρέωση που της είχε δώσει με τόση ευκολία -και που σχεδόν του

έκανε ντροπή- δημιούργησαν μιαν ατμόσφαιρα που του ήταν

εντελώς ξένη και του αχρήστευε τα συνηθισμένα του όπλα, τόσο

που δεν έβρισκε ούτε μια λέξη για να υπερασπίσει τον εαυτό του.

Επιτέλους κατάφερε να πει:

«Μια τόσο καταπληκτική πληροφορία, που δίνεται με τόσο

θάρρος κι από τέτοια χείλη, είναι φυσικό να με κάνει να τα χάνω

ολότελα. Μου επιτρέπετε να ρωτήσω αν σας έστειλε η κυρία για

να μου φέρετε αυτή την τόσο σκληρή είδηση;>>

«Δε μ' έστειλε κανένας».

«0 πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται. Χωρίς να θέλω να

Page 97: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 261

θίξω την κρίση σας ή ν' αμφισβητήσω την ειλικρίνειά σας, παρα­

καλώ να μου επιτρέψετε να σας πω πως εξακολουθώ να ελπίζω

ότι δεν είμαι καταδικασμένος σε ισόβια εξορία μακριά απ' αυτή την κυρία» .

«Να μην ελπίζετε καθόλου. Ο κυριότερος λόγος που ήρθα εδώ,

κύριε, είναι να σας βεβαιώσω πως πρέπει να· πιστέψετε ότι δεν

υπάρχει καμιά ελπίδα να μιλήσετε πια μαζί της. Από χτες βράδυ

που γύρισε στο σπίτι του πατέρα της, είναι πεθαμένη για σας».

«Πρέπει να το πισtέψω; Μα αν δεν μπορώ ... ή αν, από μια φυ­

σική ατέλεια, ήμουν πολύ πεισματάρης και δεν ήθελα ... »

«Και πάλι δε θα 'χατε καμιά ελπίδα» .

Ο Τζέημς Χαρτχάουζ την κοίταξε μ' ένα χαμόγελο δυσπιστίας

στα χείλη· μα η δική της σκέψη πετούσε μακριά, πολύ πέρα απ' αυ­

τόν, και το χαμόγελό του πήγε χαμένο .

Δάγκωσε το χείλι του κι έμεινε λίγη ώρα σκεφτικός.

«Λοιπόν! Αν εξακριβώσω πως είμαι οριστικά καταδικασμένος

σ' αυτή την εξορία, δε θα ενοχλήσω βέβαια πια την κυρία. Είπατε

όμως ότι δε σας έστειλε η ίδια;»

«Μ' έστειλε η αγάπη μου γι' αυτήν κι η δική της αγάπη για μένα.

Ο μόνος τίτλος που έχω, είναι ότι ήμουν μαζί της από την πρώτη

στιγμή που γύρισε στο πατρικό της σπίτι κι ότι μου άνοιξε την καρ­

διά της. Κι ακόμα πως ξέρω λίγο το χαρακτήρα της και τις συνθή­

κες του γάμου της. Ω, κύριε Χαρτχάουζ, νομίζω πως αυτά τα ξέρε­

τε και σεις!»

Ο θερμός τόνος αυτής της μομφής τον έκανε να νιώσει μια συ­

γκίνηση στον άδειο εκείνο χώρο, όπου θα 'πρεπε να βρίσκεται η

καρδιά του -σ' αυτή τη φωλιά με τ' αυγά τα παρατημένα, που τα

πετεινά τ' ουρανού θα 'χαν καθίσει να τα ζεστάνουν, αν δεν τα

'χ αν τρομάξει.

«Δεν ανήκω στο σινάφι των ηθικών ανθρώπων» είπε, «Κι ούτε

θέλησα ποτέ να περάσω για τέτοιος. Είμαι όσο παίρνει ανήθικος.

Αν έγινα όμως αφορμή να νιώσει και την ελάχιστη στενοχώρια η

κυρία, που για χάρη της γίνεται τούτη η συζήτηση, ή αν είχα την

ατυχία να την εκθέσω κατά κάποιο τρόπο, ή αν τόλμησα να της εκ­

φράσω αισθήματα που θίγουν ... ας πούμε την έννοια της οικογέ­

νειας, ή αν επωφελήθηκα από το ότι ο πατέρας της δεν είναι παρά

μια μηχανή, ο αδερφός της ένα κουτάβι κι ο άντρας της ένα κτή-

Page 98: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

262 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΠΚΕΝΣ

νος, παρακαλώ να μου επιτρέψετε να σας διαβεβαιώσω ότι δεν εί­

χα καμιά κακή πρόθεση. Γλίστρησα από σκαλοπάτι σε σκαλοπάτι

με μια ευκολία τόσο διαβολική, που ούτε καν υποψιάστηκα πως

είχα γράψει κιόλας τόσα κεφάλαια στο αισθηματικό μου αυτό βι­

βλίο, ώς τη στιγμ1Ί που άρχισα να το ξεφυλλίζω. Κι όμως βλέπω

τώρα» πρόσθεσε ο κύριος Τζέημς Χαρτχάουζ, «Πως πραγματικά

έχει γίνει ένα πολύτομο μυθιστόρημα» .

Αν και όλα αυτά τα 'πε με το συνηθισμένο του ελαφρό τρόπο,

ήταν φανερό πως, τούτη τη φορά, προσπαθούσε να δώσει ένα ευ­

γενικό λουστράρισμα σε μια πρόστυχη επιφάνεια. Έμεινε για μια

στιγμή σιωπηλός κι ύστερα συνέχισε, με περισσότερη αυτοκυ­

ριαρχία, αν και με κάποια σημάδια οργής και aπογοήτευσης, που

δεν μπορούσε να τα κρύψει.

«'Υ στερα απ' αυτά που έμαθα τώρα και μ' έναν τρόπο τόσο

αναμφισβήτητο -από καμιά άλλη πηγή δε θα τα δεχόμουν τόσο

πρόθυμα- είμαι υποχρεωμένος να σας πω, αφού είστε πρόσωπο

της εμπιστοσύνης της, ότι δεν μπορώ να μη λάβω υπόψη μου την

πιθανότητα (όσο κι αν είναι αναπάντεχη) πως δε θα ξαναδώ πια

την κυρία . Εγώ μόνο φταίω που ήρθαν έτσι τα πράγματα ... και ... και δε φαντάστηκα» είπε, προσπαθώντας με κόπο να δώσει ένα

γενικό τέλος στη συζήτηση, «Πως θα γίνω ποτέ ένας ηθικός τύπος,

ούτε κι έχω την παραμικρή πίστη στους ηθικούς τύπους».

Το πρόσωπο της Σίση έδειχνε καθαρά ότι η αποστολή της δεν

είχε ακόμα τελειώσει.

«Μιλήσατε» είπε ο κύριος Χαρτχάουζ, καθώς η Σίση σήκωσε

πάλι τα μάτια της να τον κοιτάξει, «για τον κυριότερο σκοπό σας.

Πρέπει να υποθέσω πως υπάρχει κι άλλος;»

«Μάλιστα» .

«Θα 'χατε την καλοσύνη να μου τον εμπιστευτείτε;»

«Κύριε Χαρτχάουζ» αποκρίθηκε η Σίση μ' ένα ευγενικό, μα και

σταθερό ύφος που τον aφόπλισε, και με μια ήρεμη πεποίθηση

στην υποχρέωσή του να κάνει ό,τι του ζητούσε, που τον έφερε σε

πολύ μειονεκτική θέση, «η μόνη επανόρθωση που μένει να κάνετε

είναι να φύγετε απ' το Κοκτάουν αμέσως και για πάντα. Είμαι

εντελώς βέβαιη πως δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να μετριάσετε

το κακό που έχετε κάνει. Είμαι εντελώς βέβαιη πως αυτό είναι η

μόνη αποζημίωση που μπορείτε να προσφέρ~τε . Δε λέω πως είναι

Page 99: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 263

πολλή, ούτε καν αρκετή· μα είναι κάτι, κάτι απαραίτητο. Γι' αυτό,

μόλο που δεν έχω άλλους τίτλους απ' αυτούς που σας είπα πρωτύ­

τερα, κι όλα αυτά δεν τα ξέρει κανείς άλλος εκτός από σας κι εμέ­

να, σας ζητώ να φύγετε από την πόλη, απόψε κιόλας, με την υπο­

χρέωση να μην ξαναγυρίσετε εδώ ποτέ».

Αν είχε προσπαθήσει να τον επηρεάσει με κάτι άλλο εκτός από

την πίστη της πως αυτά που έλεγε ήταν σωστά· και δίκαια· αν έδει­

χνε και την παραμικρή αμφιβολία ή τον ελάχιστο δισταγμό ή αν,

παρ' όλη την καλή της πρόθεση, έδειχνε κάποια επιφύλαξη Ίl προ­

σποίηση· αν είχε δείξει ή είχε νιώσει και το ελάχιστο ίχνος ευαι­

σθησίας για τη γελοία του θέση, την κατάπληξή του Ίl οποιαδήποτε

διαμαρτυρία του, θα 'χ αν ε ολότελα τη μάχη σ' αυτό το σημείο. Μα

ευκολότερα θα μπορούσε να συννεφιάσει τον ουρανό μονάχα με

το βλέμμα του, παρά να την επηρεάσει.

«Μα έχετε υπόψη σας» ρώτησε, ολότελα σαστισμένος, <<τι μου

ζητάτε; Ίσως δεν ξέρετε πως βρίσκομαι εδώ για ένα είδος δημό­

σιας υπηρεσίας, αρκετά ανόητη ς βέβαια, μα που οπωσδήποτε την

έβαλα μπροστά, ορκίστηκα να την τελειώσω και υποτίθεται πως

της είμαι ολότελα αφοσιωμένος. Ίσως να μην το ξέρετε αυτό, σας

βεβαιώ όμως πως αυτή είναι η πραγματικότητα» .

Είτε ψαν αυτή η πραγματικότητα, είτε όχι, η Σίση δε συγκινή ­

θηκε καθόλου.

«Κι εξάλλου» πρόσθεσε ο κύριος Χαρτχάουζ κάνοντας μια δυο

βόλτες μέσα στο δωμάτιο, με διστακτικό ύφος, «είναι τόσο φοβερά

κουτό. Είναι γελοίο να καταπιάνεται κανείς με μια τέτοια δουλειά

κι ύστερα να την παρατάει μ' έναν τόσο ακατανόητο τρόπο>>.

«Είμαι εντελώς βέβαιη>> ξανάπε η Σίση, «πως αυτή είναι η μόνη

επανόρθωση που μπορείτε να κάνετε. Είμαι εντελώς βέβαιη, κύ­

ριε , αλλιώς δε θα 'ρχόμουν εδώ καθόλου».

Έριξε μια ματιά στο πρόσωπο της Σ ίση κι άρχισε πάλι να κόβει

βόλτες στο δωμάτιο. «Μα την πίστη μου, δεν ξέρω τι να πω. Είναι

τόσο απίστευτα κουτό!>>

«Αν ήταν να κάνω ένα τόσο γελοίο πράγμα» είπε σταματώντας

άξαφνα κι ακουμπώντας στο τζάκι, «θα τ' aποφάσιζα μονάχα με τον όρο της απόλυτης μυστικότητας>> .

«Εγώ έχω εμπιστοσύνη σε σας κύριε» αποκρίθηκε η Σίση, «και

πρέπει να 'χετε και σεις εμπιστοσύνη σε μένα>>.

Page 100: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

264 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

Καθώς ακουμπούσε στο τζάκι, ο Χαρτχάουζ θυμήθηκε τη βρα­

διά που βρέθηκε στο ίδιο εκείνο δωμάτιο με το κουτάβι. Ήταν

ακριβώς το ίδιο τζάκι κι είχε κάπως την αίσθηση πως τούτο το

βράδυ το κουτάβι ήταν αυτός. Ήταν τόσο πολύ μέσα στα καλού­

πια του.

«Δε φαντάζομαι να βρέθηκε ποτέ άνθρωπος σε πιο γελοία θέ­

ση>> είπε αφού πρώτα κοίταξε το πάτωμα, ύστερα το ταβάνι, γέλα­

σε, ζάρωσε τα φρύδια, πήγε λίγα βήματα πιο πέρα και ξαναγύρι­

σε. «Μα δε βλέπω καμιά διέξοδο. Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει.

Έτσι είναι. Πρέπει να φύγω, φαντάζομαι ... Με δυο λόγια, σας δί­

νω το λόγο μου πως θα φύγω» .

Η Σίση σηκώθηκε . Το αποτέλεσμα αυτό δεν την ξάφνιασε, μα

ήταν ευτυχισμένη και το πρόσωπό της έλαμπε.

«Θα μου επιτρέψετε να πω>> συνέχισε ο κύριος Χαρτχάουζ,

«πως αμφιβάλλω αν κανείς άλλος aπεσταλμένος ή απεσταλμένη

θα μπορούσε να με αντιμετωπίσει με τόση επιτυχία. Όχι μόνο

πρέπει να παραδεχτώ πως βρίσκομαι σε πολύ γελοία θέση, αλλά

και πως νικ1Ίθηκα κατά κράτος. Θα 'χατε την καλοσύνη να μου

πείτε με ποιο όνομα πρέπει να θυμάμαι εκείνην που με νίκησε;»

<Ποδικό μου όνομα θέλετε;» ρώτησε η Σίση .

«Είναι το μόνο όνομα που θα μπορούσε να μου κινήσει το εν­

διαφέρον απόψε>>.

«Σίση Τζιουπ>>.

«Συγχωρήστε μου μια τελευταία περιέργεια. Έχετε καμιά συγ­

γένεια μαζί τους;>>

«Δεν είμαι παρά ένα φτωχό κορίτσι>> αποκρίθηκε η Σίση. «Χω­

ρίστηκα από τον πατέρα μου -δεν ήταν παρά ένας σαλτιμπάγκος­

και με πήρε σπίτι του ο κύριος Γκραντγκράιντ. Ζω από τότε μαζί

τους».

Έφυγε.

«Αυτό μονάχα έλειπε για να συμπληρωθεί η ήττα μου» είπε ο

κύριος Χαρτχάουζ και ρίχτηκε με ύφος υποταγής στον καναπέ,

αφού πρώτα στάθηκε για λίγο ακίνητος. «Η πανωλεθρία μου ολο­κληρώθηκε. Ένα φτωχό κορίτσι ... δεν ήταν παρά ένας σαλτιμπά-γκος ... Μονάχα ο τζέημς Χαρτχάουζ δεν μπόρεσε ποτέ να κάνει κάτι ... μον6.χα ο Τζέημs Χαρτχάουζ e:ίναι μια μεγάλη πυραμίδα από αποτυχίες».

Page 101: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 265

Η μεγάλη πυραμίδα του 'βαλε την ιδέα να ξαναγυρίσει στο Νεί­

λο. Πήρε αμέσως μια πένα κι έγραψε το παρακάτω σημείωμα (με

τα κατάλληλα ιερογλυφικά) στον αδερφό του:

«Αγαπητέ Τζακ, όλα τέλειωσαν στο Κοκτάουν. Βαρέθηκα.

Πάω να καταπιαστώ με τις καμήλες ... Δικός σου, Τζεμ». Χτύπησε το κουδούνι.

«Φωνάξτε τον υπηρέτη μου>>.

«Πήγε να κοιμηθεί, κύριε».

«Πείτε του να σηκωθεί και να ετοιμάσει τις αποσκευές μου».

Έγραψε δυο σημειώματα ακόμα. Ένα στον κύριο Μπαουντερ-

μπάη, που του γνωστοποιούσε την αποχώρησή του από την περιο­

χή του Κοκτάουν και του έλεγε πού θα μπορούσαν να τον βρουν

τις δυο επόμενες εβδομάδες . Κι ένα άλλο, με παρόμοιο περιεχό­

μενο, στον κύριο Γκραντγκράιντ. Δεν είχε ακόμα στεγνώσει το με­

λάνι πάνω στα φάκελα, κι είχε κιόλας αφήσει πίσω του τις ψηλές

καμινάδες του Κοκτάουν. Βρισκόταν σ' ένα βαγόνι του σιδηρο­

δρόμου, που έτρεχε σπιθοβολώντας πάνω στο σκοτεινό τοπίο.

Ίσως οι ηθικοί τύποι να υποθέτουν ότι ο τζέημς Χαρτχάουζ

έβγαλε αργότερα μερικά χρήσιμα συμΠεράσματα από τη βιαστική του αυτή αναχώρηση, που ήταν μια από τις λίγες εξιλεωτικές πρά­

ξεις της ζωής του και που τον γλίτωσε από ένα άσχημο μπλέξιμο. Μα δεν έγινε τέτοιο πράγμα. Μια κρυφή αίσθηση πως είχε αποτύ­

χει κι είχε γίνει γελοίος -ένας φόβος για το τι θα 'λεγαν εις βάρος

του οι άλλοι που έκαναν την ίδια δουλειά μ' αυτόν, αν το μάθαι­

ναν- τον βασάνιζε τόσο πολύ, που έφτασε να κρατάει μυστική,

σαν κάτι που τον ντρόπιαζε , την καλύτερη πράξη της ζωής του.

Page 102: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

ΚΕΦΑΛΑΙ03

ΠΟΛΥ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΣ

Η ΑΚΑΤΑΠΟΝΗΤΗ κυρία Σπάρσιτ, μόλο που ήταν φο­

βερά κρυολογημένη κι η φωνή της ακουγόταν σαν ένα

ψιθύρισμα, μόλο που η επιβλητική της μορφή είχε τσακί­

σει από τ' ατελείωτα φταρνίσματα και κινδύνευε να διαμελιστεί,

κυνήγησε τον προστάτη της ώσπου κατάφερε να τον πετύχει στην

πρωτεύουσα. Με όλο το μεγαλείο της, παρουσιάστηκε άξαφνα

μπροστά του, στο ξενοδοχείο του στη Σαιν τζέημς Στρητ, και

έσκασε τη μπόμπα της. Αφού τέλειωσε μ' απέραντη ευχαρίστηση

την αποστολή της, η μεγαλόφρονη αυτή γυναίκα έγειρε λιπόθυμη

στον ώμο του κυρίου Μπαουντερμπάη.

Η πρώτη φροντίδα του κυρίου Μπαουντερμπάη ήταν να τινάξει

από πάνω του την κυρία Σπάρσιτ και να την αφήσει πάνω στο πάτω­

μα να τα βολέψει όπως μπορούσε με τις διάφορες φάσεις της λιπο­

θυμίας της. Ύστερα φρόντισε να χρησιμοποιήσει τα πιο δραστικά

μέσα για να την κάνει να συνέλθει. Έστριψε τους αντίχειρές της, τη

χτύπησε στα χέρια, της έχυσε άφθονο νερό στο πρόσωπο και της

έβαλε αλάτι στο στόμα. Όταν, χάρη σ' αυτές τις φροντίδες, ήρθε

στα συγκαλά της η κυρία Σπάρσιτ (κι αυτό δεν άργησε καθόλου να

γίνει), την έβαλε στο εξπρές, χωρίς άλλη περιποίηση, και την έφερε

πίσω στο Κοκτάουν περισσότερο πεθαμένη παρά ζωντανή.

Σαν κλασικό ερείπιο η κυρία ΣΠάρσιτ ήταν ένα πολύ αξιοπρό­

σεκτο θέαμα όταν έφτασε στον προορισμό της μα από κάθε άλλη

άποψη, οι ζημιές που 'χε πάθει ήταν τόσο μεγάλες, που ελάττωναν

σημαντικά τις απαιτήσεις της πάνω στο θαυμασμό των άλλων. Χω­

ρCς να δCνει καμιά προσοχή στην άθλια εμφάνισή της και στην κα­

κή κατάσταση της υγείας της, αδιάφορος στα παθητικά της φταρ-

Page 103: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 267

νίσματα, ο κύριος Μπαουντερμπάη την έβαλε αμέσως σ' ένα αμά­

ξι και την έφερε στο Πέτρινο Σπίτι.

«Τομ Γκραντγκράιντ» είπε ο Μπαουντερμπάη, μπαίνοντας σαν

σίφουνας στο δωμάτιο του πεθερού του, αργά τη νύχτα, «σου φέρ­

νω μια κυρία, την κυρία Σπάρσιτ -την ξέρεις την κυρία Σπάρσιτ­

που έχει να σου πει κάτι που θα σου κόψει τη λαλιά!»

«Δεν πήρες το γράμμα μου!» φώναξε ο κύριος Γκραντγκράιντ

κατάπληκτος απ' αυτή την εμφάνιση .

«Δεν πήρα το γράμμα σας, κύριε!» ούρλιαξε ο Μπαουντερ­

μπάη . «Δεν είναι τώρα καιρός για γράμματα. Κανείς δεν μπορεί

να μιλάει για γράμματα στον Ιοσία Μπαουντερμπάη του Κοκτά­ουν, όταν το μυαλό του βρίσκεται σ' αυτή την ταραχή!»

«Μπαουντερμπάη>> είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ με πιο ήρεμο

ύφος, «μιλάω για ένα εντελώς ειδικό γράμμα που σου έστειλα

σχετικά με τη Λουίζα».

«Τομ Γκραντγκράιντ» απάντησε ο Μπαουντερμπάη, χτυπώντας

δυνατά το τραπέζι κάμποσες φορές με την παλάμη του, «μιλάω για

ένα εντελώς ειδικό μήνυμα που έλαβα σχετικά με τη Λουίζα . Κυ­

ρία Σπάρσιτ, προχωρήστε παρακαλώ».

Η άτυχη εκείνη γυναίκα, καθώς προσπαθούσε να δώσει την

«κατάθεσή» της χωρίς καθόλου φωνή και με οδυνηρές χειρονο­

μίες, που έδειχναν πως ο λαιμός της ήταν ερεθισμένος, είχε τέτοια

κούραση κι έκανε τέτοιους μορφασμούς, που ο κύριος Μπαου­

ντερμπάη, χάνοντας την υπομονή του, την άρπαξε από το μπράτσο

και την τράνταξε.

«Αν δεν μπορείτε να μιλήσετε, κυρία» είπε ο Μπαουντερμπάη,

«αφήστε να τα πω εγώ. Όσο και να 'στε aριστοκράτισσα, δε δια­

λέξατε την κατάλληλη ώρα για να ξεροκαταπίνετε και να χάνετε

τη φωνή σας. Τομ Γκραντγκράιντ, η κυρία Σπάρσιτ άκουσε προ­

χτές τυχαία μια συζήτηση που έγινε έξω από το σπίτι, ανάμεσα στην κόρη σου και στον περίφημο τζέντλεμαν και φίλο σου κύριο

Τζέημς Χαρτχάουζ» .

«Αλήθεια!» είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ.

«Μάλιστα. Αλήθεια!» φώναξε ο Μπαουντερμπάη. «Και σ' αυτ11 τη συζήτηση ... »

<<Περιττό να μου τα ξαναπείς, Μπαουντερμπάη· ξέρω τι έγινε».

<<Α, έτσι! Τότε!» είπε ο Μπαουντερμπάη, κοιτάζοντας κατάμα-

Page 104: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

268 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

τα τον ήρεμο κι ασυγκίνητο πεθερό του, «ίaως να ξέρεις πού βρί­

σκεται αυτή τη στιγμή η κόρη σου;»

«Ασφαλώς. Είναι εδώ>>.

«Εδώ;»

«Αγαπητέ μου Μπαουντερμπάη, θα μου επιτρέψεις να σε πα­

ρακαλέσω να μην εξάπτεσαι. Η Λουίζα είναι εδώ. Μόλις μπόρεσε

να ξεφύγει από τη συζήτηση με το πρόσωπο που λες, και που λυ­

πάμαι πολύ που σ' το γνώρισα, η Λουίζα βιάστηκε να έρθει εδώ

για να ζητήσει προστασία. Λίγες ώρες ύστερα από το γυρισμό μου

στο σπίτι, τη δέχτηκα εγώ ο ίδιος εδώ -μέσα σ' αυτό το δωμάτιο.

Ήρθε στην πόλη με το τρένο, έτρεξε από την πόλη ώς εδώ μέσα

στη θύελλα και παρουσιάστηκε μπροστά μου σαν τρελή. Από τότε

φυσικά μένει εδώ. Σε παρακαλώ λοιπόν, για το δικό σου το καλό

και για το δικό της, να ηρεμήσεις λίγο».

Ο κύριος Μπαουντερμπάη κοίταξε σιωπηλός μερικές στιγμές

γύρω του προς όλες τις διευθύνσεις, εκτός από τη διεύθυνση όπου

βρισκόταν η κυρία Σπάρσιτ· ύστερα στράφηκε απότομα στην ανι­

ψιά της λαίδης Σκάτζερς κι είπε στη δυστυχισμένη εκείνη γυναίκα:

«Και τώρα, κυρία, θα 'μαστε πολύ ευτυχείς να μάθουμε τι δικαι­

ολογίες έχετε να μας πείτε για το τόσο βιαστικό σας ταξίδι στην

εξοχή, χωρίς αποσκευές».

<<Κύριε» ψιθύρισε η κυρία Σπάρσιτ, «τα νεύρα μου αυτή τη στιγ­

μή είναι τόσο τσακισμένη κι η υγεία μου τόσο κλονισμένη, που δεν

μπορώ να κάνω τίποτ' άλλο παρά να ζητήσω καταφύγιο στα δά­

κρυα>>. (Κι αυτό έκανε.)

«Κυρία» είπε ο Μπαουντερμπάη, «θα μου επιτρέψετε να πω, μ'

όλο το σεβασμό που οφείλω στην αριστοκρατική σας καταγωγή,

πως πρέπει κάπου αλλού να ζητήσετε καταφύγιο. Αυτό που σας

χρειάζεται είναι ένα αμάξι. Και αφού το αμάξι που μας έφερε εδώ

περιμένει στην πόρτα, θα μου επιτρέψετε να σας βάλω μέσα και να

σας στείλω στην Τράπεζα. Το καλύτερο που έχετε να κάνετε μόλις φτάσετε εκεί, είναι ένα πολύ ζεστό ποδόλουτρο, ύστερα να πιείτε

ένα ποτήρι καυτό ρούμι με βούτυρο, αφού όμως πέσετε πρώτα στο

κρεβάτι σας>>. Μ' αυτά τα λόγια, ο κύριος Μπαουντερμπάη πρόσφε­

ρε το δεξί του χέρι στη δακρυσμένη κυρία και τη συνόδεψε ώς τ'

αμάξι. Σ' όλο το δρόμο η κυρία Σπάρσιτ άφηνε κλαψιάρικα φταρνί­

σματα. Ο κύριος Μπαουντερμπάη γύρισε σε λίγο μόνος του.

Page 105: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 269

«Όπως κατάλαβα από το ύφος σου, Τομ Γκραντγκράιντ, θέλεις

να μου μιλήσεις» είπε. «Σ' ακούω λοιπόν. Σου λέω όμως καθαρά

και ξάστερα πως δεν είμαι καθόλου στα κέφια μου. Αυτή η ιστο­

ρία δε μ' αρέσει καθόλου, παρ' όλες τις εξηγήσεις που μού 'δωσες.

Κι εξάλλου δε νομίζω πως η κόρη σου έδειξε ποτέ το σεβασμό και

την υποταγή που θα 'πρεπε να περιμένει από τη γυναίκα του ο Ιο­

σίας Μπαουντερμπάη του Κοκτάουν. Εσύ βέβαια έχεις τη γνώμη

σου· μα έχω κι εγώ τη δική μου. Αν έχεις σκοπό να μου πεις απόψε

τίποτα αντίθετο σ' αυτή τη βασική αλήθεια, καλύτερα να σταματή­

σουμε εδώ τη συζήτηση».

Όσο πιο ήρεμος και διαλλακτικός ήταν ο κύριος Γκραντγκράιντ,

τόσο ο κύριος Μπαουντερμπάη προσπαθούσε να φαίνεται σκλη ­

ρός και δύσκολος. Ήταν η αγαπημένη του συνήθεια.

«Αγαπητέ μου Μπαουντερμπάη ... » άρχισε ο κύριος Γκραντ­

γκράιντ.

«Με συγχωρείς» είπε ο Μπαουντερμπάη, «μα δε μ' αρέσει να

είμαι πολύ αγαπητός. Αυτό για ν' αρχίσουμε . Όταν αρχίζω να γί­νομαι αγαπητός σε κάποιον, καταλαβαίνω αμέσως πως κάτι πάει

να μου σκάσει. Δε σου μιλάω ευγενικά. Μα, όπως ξέρεις, δεν εί­

μαι ευγενής. Αν σ' αρέσουν οι ευγένειες, ξέρεις πού θα τις βρεις.

Έχεις τους φίλους σου τους τζέντλεμαν, που μπορούν να σου πα­

σάρουν όση ευγένεια γουστάρει η ψυχή σου· μη ζητάς όμως από

μένα τέτοιο πράγμα».

«Μπαουντερμπάη>> συνέχισε ο κύριος Γκραντγκράιντ, «όλοι

κάνουμε λάθη ... » «Νόμιζα πως εσύ δεν μπορούσες να κάνεις λάθη» τον έκοψε ο

Μπαουντερμπάη.

«Ίσως είχα κι εγώ αυτή την ιδέα κάποτε. Ωστόσο σου ξαναλέω

πως όλοι μας κάνουμε λάθη· και θα σου χρωστούσα ευγνωμοσύνη

αν είχες τη λεπτότητα να με aπαλλάξεις από τους υπαινιγμούς σου

για τον Χαρτχάουζ. Εγώ δε λέω τίποτα για τις ιδιαίτερες φιλίες που

είχες μαζί του, ούτε και για το θάρρος που του έδωσες. Σε παρακα­

λώ λοιπόν πάψε ν' αναφέρεις κι εσύ τις δικές μου σχέσεις μαζί του>> .

«Εγώ ούτε τ' όνομά του δεν είπα!>> διαμαρτυρήθηκε ο Μπαου­

ντερμπάη.

«Καλά, καλά>> αποκρίθηκε ο κύριος Γκραντγκράιντ, με καρτε­

ρικό, σχεδόν υποτακτικό ύφος. Κι έμεινε για λίγο βυθισμένος σε

Page 106: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

270 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

σκέψεις. «Μπαουντερμπάη, έχω λόγους ν' αμφιβάλλω αν μπορέ­

σαμε ποτέ να νιώσουμε τη Λουίζα».

«Γιατί λες να "νιώσουμε"; Ποιον άλλον εννοείς;>>

«Ας πούμε λοιπόν "να νιώσω" αποκρίθηκε, απαντώντας σ' αυτή

τη βάναυση ερώτηση. «Αμφιβάλλω αν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω

τη Λουίζα. Αμφιβάλλω αν ήταν σωστή η μόρφωση που της έδωσα>>.

<<Τώρα βάρεσες διάνα!>> αποκρίθηκε ο Μπαουντερμπάη. «Σ'

αυτό συμφωνώ μαζί σου. Το βρήκες επιτέλους ε; Η μόρφωση! Θα

σου πω εγώ τι είναι μόρφωση -να σε πετάνε έξω με τις κλοτσιές

και να τα στερείσαι όλα μεμιάς, εκτός από το ξύλο! Αυτό είναι

μόρφωση για μένα».

«Νομίζω πως η ευθυκρισία σου>> παρατήρησε ταπεινά ο κύριος

Γκραντγκράιντ, «θα σου λέει ότι, όσα πλεονεκτήματα και να 'χει αυ­

τό το σύστημα, θα 'ναι δύσκολο να εφαρμοστεί γενικά στα κορίτσια».

«Δεν το βλέπω καθόλου, κύριε» αποκρίθηκε ο πεισματάρης

Μπαουντερμπάη.

«Ας είναι» αναστέναξε ο κύριος Γκραντγκράιντ, <<δε θα συζη­

τήσουμε τώρα γι' αυτό . Σε βεβαιώ πως δε θέλω καθόλου ν' αρχίσω

διαπληκτισμούς μαζί σου. Προσπαθώ μονάχα να διορθώσω ό,τι

είναι στραβό, αν μπορέσω, κι ελπίζω πως θα 'χεις κι εσύ την καλή

θέληση να με βοηθήσεις, Μπαουντερμπάη, γιατί είμαι παρά πολύ

στενοχωρημένος».

«Και πάλι δε σε καταλαβαίνω>> είπε ο Μπαουντερμπάη με το

ίδιο πείσμα, «κι έτσι δεν μπορώ να δώσω καμιάν υπόσχεση».

<<Μέσα σε λίγες ώρες, αγαπητέ μου Μπαουντερμπάψ> συνέχισε ο

κύριος Γκραντγκράιντ, με τον ίδιο ταπεινό κι εξιλεωτικό τόνο, <<έμα­

θα για το χαρακτήρα της Λουίζας πολύ περισσότερα απ' όσα είχα μά­

θει μέσα σ' ολόκληρα χρόνια. Αυτή η αποκάλυψη ήταν πολύ οδυνηρή

για μένα και δεν την έκανα εγώ ο ίδιος. Όσο κι αν θα σου φανεί πα­

ράξενο, πιστεύω πως η Λουίζα έχει ορισμένες φυσικές τάσεις που ... που παραμελήθηκαν σκληρά και ... διαστρεβλώθηκαν λίγο. Και ... και θα έλεγα πως, αν είχες την καλοσύνη να δεχτείς να κάνουμε μαζί μια

προσπάθεια ν' αφήσουμε για λίγο τη Λουίζα ελεύθερη στις φυσικές

κλίσεις της. .. και να τη βοηθήσουμε σ' αυτό με την τρυφερότητα και την παρακολούθηmΊ μας, θα... θα 'ταν καλύτερα για την ευτυχία

όλων μας. Η Λουίζα>> είΠε ο κύριος Γκραντγκράιντ, σκεπάζοντας το

πρόσωπό του με το χέρι του , «ήταν πάντα το αγαπημένο μου παιδί>>.

Page 107: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 271

Ο ορμητικός Μπαουντερμπάη, ακούγοντας εκείνα τα λόγια,

κοκκίνισε και φούσκωσε σε τέτοιο βαθμό, που θα 'λεγες πως θα

πάθει αποπληξία. Ακόμα και τ' αυτιά του είχαν πάρει ένα ζωηρό

κόκκινο χρώμα με βυσσινιές βούλες. Ωστόσο, συγκράτησε την

αγανάκτησή του και είπε:

<<Θέλεις να την κρατήσεις εδώ για λίγο καιρό;»

«Εί ... είχα σκοπό να σου συστήσω, αγαπητέ μου Μπαουντερ­

μπάη, να δεχτείς να μείνει η Λουίζα εδώ για λίγο καιρό. Θα την

περιποιείται η Σ ίση (θέλω να πω η Σεσίλια Τζιουπ), που την κατα­

λαβαίνει κι έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη της».

«Απ' όλα αυτά που είπες, Τομ Γκραντγκράιντ» είπε ο Μπαου­

ντερμπάη και σηκώθηκε , χώνοντας τα χέρια στις τσέπες του, «κατα­

λαβαίνω πως έχει τη γνώμη ότι ανάμεσα στη Λ ου Μπαουντερμπάη

και σε μένα υπάρχει αυτό που λένε "ασυμφωνία χαρακτήρων"».

«Φοβάμαι πως για την ώρα υπάρχει μια γενική ασυμφωνία ανάμε­

σα στη Λουίζα και ... και σχεδόν σ' όλες τις κοινωνικές σχέσεις που της έχω δημιουργήσει» ήταν η λυπημένη απάντηση του πατέρα της.

«Άκου δω, Τομ Γκραντγκράιντ» είπε ξαναμμένος ο Μπαουντερ­

μπάη, κοιτάζοντάς τον κατάματα, όρθιος με τα πόδια ανοιχτά, τα χέ­

ρια πιο βαθιά χωμένα στις τσέπες του και τα μαλλιά του σαν ένα χω­

ράφι με στάχυα που τα 'δερνε ο βουερός άνεμος της οργής του, «εί­

πες τα δικά σου· τώρα θα πω κι εγώ τα δικά μου . Είμαι γέννημα και

θρέμμα του Κοκτάουν. Είμαι ο Ιοσίας Μπαουντερμπάη του Κοκτά­

ουν. Ξέρω κάθε τούβλο αυτής της πολιτείας, ξέρω όλα τα εργοστάσια

αυτής της πολιτείας, ξέρω όλες τις καμινάδες αυτής της πολιτείας, ξέ­

ρω όλους τους καπνούς αυτής της πολιτείας, ξέρω όλους τους εργάτες

αυτή της πολιτείας. Όλα αυτά τα ξέρω καλά. Είναι χειροπιαστές . πραγματικότητες. Όταν όμως μου μιλάει κανείς, όποιος και να 'ναι,

για φανταστικές φυσικές τάσεις, του απαντώ πως καταλαβαίνω πολύ

καλά τι ζητάει. Ζητάει χελωνόσουπα και κυνήγι με χρυσά κουτάλια

κι ένα αμάξι με έξι άλογα. Αυτά ζητάει κι η θυγατέρα σου . Αφού λοι­

πόν είσαι της γνώμης πως πρέπει ν' αποκτήσει αυτά που ζητάει, σου

συνιστώ να της τα προμηθεύσεις εσύ. Γιατί, σε βεβαιώνω, Τομ Γκραντ­

γκράιντ, πως δεν πρόκειται ποτέ να τα πάρει από μένα».

«Μπαουντερμπάψ> είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ, «είχα την ελπί­

δα πως, ύστερα από την παράκληση που σου 'καν α, θ' άλλαζες τόνο».

«Για στάσου, σε παρακαλώ» αποκρίθηκε ο Μπαουντερμπάη

Page 108: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

272 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

«εσύ νομίζω Ι είπες όσα είχες να πεις. Σ' άκουσα ώς το τέλος. Άκουσέ με τcqρα κι εσύ, αν έχεις την καλοσύνη, ώς το τέλος. Είσαι

υπόδειγμα α~νέπειας, μη θέλεις να γίνεις και υπόδειγμα αδικίας γιατί, αν λυπάμαι που βλέπω τον Τομ Γκραντγκράιντ στο σημερι­

νό του κατάηημα, θα λυπόμουν διπλά αν τον έβλεπα να πέφτει τό­

σο χαμηλά. Μου 'δωσες λοιπόν να καταλάβω πως υπάρχει κάποια

ασυμφωνία χαρακτήρων ανάμεσα σε μένα και στην κόρη σου. Γι'

απάντηση θα σου δώσω κι εγώ να καταλάβεις πως υπάρχει οπωσ­

δήποτε μια ασυμφωνία πρώτου μεγέθους ... κι αυτή η ασυμφωνία, με δυο λόγια, είναι πως η κόρη σου δεν κατάλαβε ποτέ την αξία

του συζύγου της και, μα τον άι-Γιώργη, δεν ένιωσε όσο πρέπει την

τιμή ενός τέτοιου γάμου. Ελπίζω πως λέω καθαρές κουβέντες».

«Μπαουντερμπάη» είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ, «αυτά που

λες είναι παράλογα».

«Αλήθεια» είπε ο Μπαουντερμπάη. «Χαίρομαι που σ' ακούω

να το λες. Γιατί όταν ο Τομ Γκραντγκράιντ, με τις καινούριες του

ιδέες, ισχυρίζεται πως αυτά που λέω είναι παράλογα, πείθομαι

αμέσως πως είναι πέρα και πέρα σωστά. Με την άδειά σου συνε­χίζω. Ξέρεις από πού κρατάει η σκούφια μου. Και ξέρεις πως για

κάμποσα χρόνια δε χρειάστηκα κόκαλο των παπουτσιών, γιατί

απλούστατα δεν είχα παπούτσια. Κι όμως, είτε θέλεις να το πιστέ­

ψεις είτε όχι, υπάρχουν κυρίες -aριστοκράτισσες- από τζάκια,

μεγάλα τζάκια! Που λατρεύουν το χώμα που πατώ!~> Πέταξε αυτή τη φράση σαν βολίδα στο κεφάλι του πεθερού του.

«Ενώ η κόρη σου>> συνέχισε ο Μπαουντερμπάη, «κάθε άλλο εί­

ναι παρά aριστοκράτισσα . Αυτό πια το ξέρεις καλύτερα από μένα.

Όχι πως εγώ δίνω δεκάρα για τέτοια πράγματα, όπως πολύ καλά το

ξέρεις, μα αυτή είναι η πραγματικότητα, κι εσύ, Τομ Γκραντγκράιντ,

δεν μπορείς να την αλλάξεις. Γιατί όμως στο λέω αυτό;»

«Όχι, βέβαια>> παρατήρησε ο κύριος Γκραντγκράιντ χαμηλό­

φωνα, «για να με καλοκαρδίσε ις>>.

«Άκουσέ με ώς το τέλος» είπε ο Μπαουντερμπάη, «Και μη με

κόβε ις ώσπου να 'ρθει η σειρά σου να μιλήσεις. Στο λέω αυτό, για­

τί κυρίες από aριστοκρατικές οικογένειες έμειναν κατάπληκτες,

βλέποντας με ποιο τρόπο μου φέρνεται η κόρη σου, με την αναι­

σθησία που δείχνει. Απορούν πώς το ανέχομαι. Το ίδιο απορώ κι

εγώ τώρα, και δεν πρόκειται να το ανεχθώ πια>>.

Page 109: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 273

«Μπαουντερμπάη» απάνiησε ο κύριος Γκραντγκράιντ και ση­

κώθηκε όρθιος, «έχω τη γνώμη πως είναι καλύτερα να σταματή­

σουμε γι' απόψε αυτή τη συζήτηση».

«Ίσα ίσα, Τομ Γκραντγκράιντ, έχω τη γνώμη πως είναι καλύτε­

ρα να συνεχίσουμε απόψε αυτή τη συζήτηση . Δηλαδή» -αυτή η

σκέψη τον συγκράτησε- «ώσπου να τελειώσω αυτά που έχω να

πω. Από κει και πέρα σταματάμε όποτε θέλεις. Έρχομαι τώρα σ'

ένα ζήτημα που μπορεί να συντομεύσει τη συζήτηση. Τι εννοείς με

την πρόταση που μου 'κανες πρωτύτερα;»

«Ποια πρόταση, Μπαουντερμπάη;»

«Να μείνει εδώ η κόρη σου!» είπε ο Μπαουντερμπάη μ' ένα

πεισματικό τίναγμα του αναμαλλιάρικου κεφαλιού του.

«Εννοώ πως ελπίζω να δεχτείς φιλικά να επιτρέψεις στη Λουί­

ζα να μείνει εδώ λίγο καιρό για να ξεκουραστεί και να σκεφτεί

ήρεμα -πράγμα που μπορεί σιγά σιγά να καλυτερέψει από πολλές

απόψεις την κατάσταση» .

«Μήπως θ' αλλάξει και τις ιδέες σου για την ασυμφωνία των

χαρακτήρων;» είπε ο Μπαουντερμπάη.

«Αν το θέτεις έτσι το ζήτημα ... » «Και πώς σου ήρθε αυτή η ιδέα» ρώτησε ο Μπαουντερμπάη.

«Φοβάμαι, σου είπα, πως δεν έχουμε καταλάβει τη Λουίζα . Εί-

ναι πάρα πολύ να ζητάω από σένα, που είσαι τόσο πολύ μεγαλύτε­

ρός της, να με βοηθήσεις να τη βάλουμε στο σωστό δρόμο; Έχεις

μεγάλη ευθύνη γι' αυτήν. Την πήρες και για τις χαρές και για τις

λύπες, για ... » Ίσως να μην άκουσε μ' ευχαρίστηση ο Μπαουντερμπάη τα λό­

για αυτά, που ο ίδιος είχε πει άλλοτε στον Στέφανο Μπλάκπουλ.

Έκοψε τον πεθερό του με μια απότομη, θυμωμένη κίνηση.

«Έλα!» είπε . «Περιττό να μου τα λες αυτά! Ξέρω πολύ καλά

γιατί την πήρα, όπως το ξέρεις κι εσύ. Μη σε νοιάζε ι λοιπόν · είναι

δική μου υπόθεση >> .

«Ήθελα μονάχα να πω, Μπαουντερμπάη, πως όλοι μας μπορεί

λίγο πολύ να πέσουμε έξω, ακόμα κι εσύ , και πως λίγη υποχώρηση

από μέρους σου με τη συναίσθηση της ευθύνης που δέχτηκες ν' αναλάβεις, δε θα 'ναι μόνο μια πράξη αληθινής καλοσύνης, μα

ίσως και μια υποχρέωση προς τη Λουίζα>> .

«Εγώ όμως δεν έχω αυτή τη γνώμη» ούρλιαξε ο Μπαουντερμπάη.

Page 110: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

274 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

«Θα τελειώσω αυτή την υπόθεση όπως θέλω εγώ. Δε θα τσακωθώ

μαζί σου γι' αυτό το ζήτημα, Τομ Γκραντγκράιvt. Και, να σου πω την

αλήθεια, το βρίσκω ανάξιο του εαυτού μου και της φήμης μου να

τσακώνομαι για τέτοια πράγματα. Όσο για το φίλο σου τον τζέvtλε­

μαν, μπορεί να πάει όπου διάβολο θέλει. Αν τον πετύχω στο δρόμο

μου, τότε θα τα πούμε ένα χεράκι· αν όμως δεν τον πετύχω, το θεω­

ρώ ανάξιό μου να τον κυνηγήσω. Όσο για την κόρη σου, που την

έκανα Λου Μπαουvtερμπάη και θα 'ταν καλύτερα να την είχα αφή­

σει Λου Γκραvτγκράιντ, αν δεν έρθει στο σπίτι μου ώς αύριο το με­

σημέρι, θα καταλάβω πως προτιμά να μην ξανάρθει. Θα της στείλω

λοιπόν εδώ τα ρούχα της και τ' άλλα της πράγματα κι από κει και πέ­

ρα θα την αναλάβεις εσύ. Αυτό που θα πω στον κόσμο, για την ασυμ­

φωνία που μ' ανάγκασε να πάρω αυτή την απόφαση, είναι τούτο :

Εγώ είμαι ο Ιοσίας Μπαουντερμπάη κι ανατράφηκα με τούτο και με

κείνο τον τρόπο· εκείνη είναι η κόρη του Τομ Γκραντγκράιντ κι ανα­

τράφηκε με τούτο και με κείνο τον τρόπο· τα δυο άλογα δεν μπόρε­

σαν να ταιριάξουν στον ίδιο ζυγό. Ο κόσμος ξέρει καλά πως είμαι

ένας ξεχωριστός άνθρωπος, και δε θ' αργήσει να ·καταλάβεί πως μο­νάχα μια ξεχωριστή γυναίκα θα ταίριαζε στη δική μου τη σειρά».

«Σε παρακαλώ και πάλι να το ξανασκεφτείς, Μπαουντερμπάψ>

είπε ο κύριος Γκραvrγκράιντ, «πριν πάρεις αυτή την απόφαση».

«Μια φορά αποφασίζω» είπε ο Μπαουντερμπάη, πετώντας στο

κεφάλι του το καπέλο του, «Κι ό,τι κάνω το κάνω αμέσως. Θα μου

φαινόταν μάλιστα πολύ παράξενο ν' ακούω τον Τομ Γκραvtγκράιvt

να κάνει μια τέτοια πρόταση στον Ι οσία Μπαουντερμπάη του Κο­

κτάουν, που τον ξέρει τόσο καλά, αν ήταν δυνατό να παραξενευτώ

για ό,τι κι αν κάνει ο Τομ Γκραντγκράιντ, από τότε που το 'ριξε

στις αισθηματολογικές aρλούμπες . Αυτή είναι η απόφασή μου ,

και δεν έχω να πω τίποτ' άλλο. Καληνύχτα» .

Έτσι ο κύριος Μπαουντερμπάη πήγε να κοιμηθεί σπίτι του .

Την άλλη μέρα, στις δώδεκα και πέvtε, έδωσε διαταγή να πακετά­ρουν προσεχτικά τα πράγματα της κυρίας Μπαουντερμπάη και να

τα στείλουν στο σπίτι του Τομ Γκραvrγκράιντ· ύστερα δημοσίευσε

στις εφημερίδες πως πουλάει το εξοχικό του σπίτι σε τιμή ευκαι­

ρίας και ξανάρχισε την εργένικη ζωή του.

Page 111: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ4

ΗΕΞΑΦΑΝΙΣΗ

Η ΚΛΟΠΉ της Τράπεζας δεν έπαψε να κινεί το γενικό εν­

διαφέρον και ν' αποτελεί την κυριότερη απασχόληση

του διευθυντή αυτού του ιδρύματος . Θέλοντας ν' απο­

δείξει, γεμάτος κομπορρημοσύνη, την ακατάβλητη δραστηριότητά

του, σαν ανθρώπου εξαιρετικού κι aυτοδημιούργητου, σαν επιχει­

ρηματία μοναδικού, πιο aξιοθαύμαστου κι από την Αφροδίτη, μό­

λο που αυτός αναδύθηκε από τη λάσπη κι όχι από τη θάλασσα, του

άρεσε να δείχνει πόσο λίγο οι οικογενειακές του υποθέσεις επη­

ρέαζαν την επιχειρηματική του ορμή. Έτσι, από τις πρώτες εβδο­

μάδες της δεύτερης εργένικης ζωής του, ξανάρχισε με περισσότε­

ρη φούρια το συνηθισμένο του θόρυβο, κι έκανε κάθε μέρα τόση

φασαρία με τις καινούριες του έρευνες γύρω από την κλοπή, που

οι αστυνομικοί που είχαν αναλάβει την υπόθεση έφτασαν να κα­

ταριούνται την ώρα και τη στιγμή που έγινε.

Είχαν κιόλας παραπλανηθεί και δεν ακολουθούσαν το σωστό

δρόμο . Μόλο που, ύστερα από την είδηση της κλοπής, κράτησαν

τόση μυστικότητα, ώστε να νομίσει ο κόσμος πως είχε σταματήσει

κάθε έρευνα γύρω απ' αυτή την υπόθεση, δεν παρουσιάστηκε κα­

νένα καινούριο στοιχείο. Κανένας από τους ενόχους, άντρας ή γυ­

ναίκα, δεν ξεθαρρεύτηκε πρόωρα ούτε προδόθηκε μόνος του . Και

το πιο σπουδαίο Ίiταν που δεν ακουγόταν τίποτα για τον Στέφανο

Μπλάκπουλ, κι η παράξενη γριά έμενε πάντα ένα μυστήριο. Εκεί είχαν φτάσει τα πράγματα, και τίποτα δεν έδειχνε πως η

υπόθεση θα 'παιρνε περισσότερο μάκρος, όταν ο κύριος Μπαου­

ντερμπάη πήρε την απόφαση, αφού είχε πια εξαντλήσει τις έρευ­

νές του, να ριψοκινδυνεύσει μια τολμηρή ενέργεια. Τύπωσε μια

Page 112: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

276 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΠΚΕΝΣ

προκήρυξη και πρόσφερε είκοσι λίρες αμοιβή για τη σύλληψη του

Στέφανου Μπλάκπουλ, που ήταν ύποπτος για συνενοχή στην κλο­

πή της Τράπεζας του Κοκτάουν, την τάδε νύχτα. Έδωσε, όσο μπο­

ρούσε πιο λεπτομερειακά, τα χαρακτηριστικά του, ανάστημα,

ρούχα, τρόπους κλπ., έγραψε πώς έφυγε από την πόλη και πού τον

είδαν για τελευταία φορά. Τα τύπωσε όλα αυτά με μεγάλα μαύρα

γράμματα σε άσπρο χαρτί και φρόντισε να τοιχοκολληθούν τα με­

σάνυχτα, σ' όλους τους τοίχους της πολιτείας, για να τα δει άξαφ­

να όλος ο κόσμος το άλλο πρωί.

Τα καμπάνια των εργοστασίων χρειάστηκε να χτυπήσουν πολύ

δυνατά κείνη την αυγή, για να διαλύσουν τις ομάδες των εργατών,

που στέκονταν από τα χαράματα μπροστά στα τοιχοκολλημένα

χαρτιά και τα καταβρόχθιζαν με άπληστα μάτια. Και δεν ήταν λι­

γότερο άπληστα τα μάτια εκείνων που δεν ήξεραν να διαβάσουν.

Οι άνθρωποι αυτοί, ακούγοντας τη φιλική φωνή που διάβαζε δυ­

νατά -πάντα βρισκόταν κάποιος για να τους προσφέρει αυτή τη

βοήθεια- κοιτούσαν τα τυπωμένα γράμματα, που έλεγαν τόσα

πολλά, μ' έναν αόριστο φόβο κι ένα σεβασμό, που θα 'ταν κωμι­

κός, αν κάθε αμάθεια του λαού μπορούσε ποτέ να κλείνει μέσα

της τίποτ' άλλο από την απειλή και τη συμφορά. Πολλά αυτιά και

μάτια ήταν aπασχολημένα μ' αυτή την προκήρυξη, για ώρες αργό­

τερα, ανάμεσα στ' αδράχτια που σβούριζαν, στ' αργαλειά που κα­

ταχτυπούσαν και στους τροχούς που γύριζαν βουίζοντας. Κι όταν

οι εργάτες βγ1Ίκαν πάλι στους δρόμους, τα πλήθη που διάβαζαντις

προκηρύξεις δεν ήταν λιγότερα από το πρωί.

Ο Σλάκμπριτζ, ο αντιπρόσωπος, κάλεσε το ίδιο εκείνο βράδυ σε

σύναξη τους εργάτες. Κι ο Σλάκμπριτζ είχε πάρει από τον τυπογρά­

φο ένα καθαρό αντίτυπο της επικήρυξης και το κρατούσε στην τσέ­

πη του. «Ω, φίλοι μου και συμπατριώτες μου , καταπιεζόμενοι εργά­

τες του Κοκτάουν. Ω, σύντροφοι κι αδέρφια μου , κι ω, συμπολίτες

και συνάνθρωποί μου». Τι ταραχή ξεσηκώθηκε όταν ο Σλάκμπριτζ

ξεδίπλωσε αυτό το «συντριπτικό έγγραφο», όπως το 'λεγε, και το

κράτησε ψηλά, μπροστά στα μάτια της εργατικής κοινότητας, παρα­

δCνοντάς το στην κοινή περιφρόνηση. «Ω, σύντροφοί μου, δέστε τι

είναι άξιος να κάνει ένας προδότης στο στρατόπεδο των μεγάλων

εκείνων ψυχών, που στρατεύονται κάτω από την ιερή σημαία της δι­

καιοσύνης και της ενότητας! Ω, βασανισμένοι μου φίλοι, που σέρνε-

Page 113: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 277

τε στον τράχηλό σας το φοβερό ζυγό της τυραννίας, και που ο δε­

σποτισμός πατάει με το σιδερένιο του πόδι τα πεσμένα κορμιά σας,

πάνω στη σκόνη της γης, όπου οι δυνάστες σας θα χαίρονται να σας

βλέπουν να σέρνεστε με την κοιλιά σ' όλη σας τη ζωή, σαν το φίδι

του παραδείσου. Ω, αδέρφια μου -μα θα 'πρεπε ακόμα να προσθέ­

σω: κι ω, αδερφές μου- τι λέτε τώρα για τον Στέφανο Μπλάκπουλ,

με τους ελαφρά κυρτούς ώμους και με το ένα κι εβδομήντα πέντε

ανάστημα, όπως τον περιγράφει τούτο το εξευτελιστικό κι ατιμωτι­

κό έγγραφο, αυτό το απαίσιο χαρτί, αυτή η φριχτή αφίσα, η τρομερή

αυτή επικήρυξη; Και με πόσο μεγαλόπρεπη αγανάκτηση θα συντρί­

ψετε την οχιά, που ήθελε να ση γ ματίσει και να ντροπιάσει την ιερή

αυτή γενιά, τη γενιά που ευτυχώς πρόλαβε και τον πέταξε μακριά

της για πάντα! Ναι, συμπατριώτες μου, ευτυχώς τον πέταξε μακριά

της για πάντα! Γιατί θυμόσαστε βέβαια, πώς παρουσιάστηκε άλλοτε

μπροστά σας, πάνω σε τούτο το βήμα, θυμόσαστε πώς τον παρακο­

λούθησα πρόσωπο με πρόσωπο, βήμα το βήμα, σ' όλα τα ύπουλα

τερτίπια του. Θυμόσαστε πώς ξεγλιστρούσε, πώς λάκιζε, πώς λοξο­

δρομούσε και στριφογύριζε, ώσπου δεν του απόμεινε πια ούτε μια

σπιθαμή γης για να στηριχτεί, και τον άρπαξα και τον τίναξα πέρα,

μακριά απ' την τίμια εργατική μας οικογένεια -για να τον δείχνει

περιφρονητικά κι αιώνια ο κόσμος με το δάχτυλο, και να τον τσου­

ρουφλίζει και να τον καίει με την εκδικητική του φωτιά κάθε σοβα­

ρό και ελεύθερο πνεύμα. Και τώρα, φίλοι μου, εργάτες -σύντροφοί

μου, γιατί αυτό το στίγμα μού δίνει χαρά και περηφάνια- φίλοι μου,

που τα σκληρά, τα τίμια κρεβάτια σας φτιάχτηκαν με το μόχθο σας,

και το λιγοστό, μα τίμιο ψωμί σας είναι ζυμωμένο με τον ιδρώτα

σας και τώρα, φίλοι μου, λέω, πώς πρέπει να ονομάσουμε αυτόν το

δειλό, αυτόν τον άναντρα, που, με βγαλμένη από το πρόσωπό του τη

μάσκα, φάνηκε μπροστά σας σ' όλη τη φυσική του ασκήμια; -τι εί­

ναι; Ένας κλέφτης! Ένας ληστής! Ένας φυγόδικος, που έχει επι­

κηρυχτεί το κεφάλι του! Μια πληγή κι ένα μόλεμα στο τίμιο όνομα

της εργατιάς του Κοκτάουν! Γι' αυτό, αδέρφια μου, ενωμένα μ' έναν

δεσμό ιερό, που τον έχουν υπογράψει και τον έχουν σφραγίσει με

τα παιδικά τους χεράκια τα παιδιά σας και τ' αγέννητα ακόμα παι­

διά των παιδιών σας, κάνω την πρόταση, από μέρους της Πανεργα­

τικής Ομοσπονδίας, που αγρυπνά πάντα για το καλό σας και νοιά­

ζεται πάντα για την ευτυχία σας, να διακηρύξει η σημερινή μας συ-

Page 114: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

278 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

νέλευση ότι ο Στέφανος Μπλάκπουλ, υφαντουργός, που αναφέρε­

ται σ' αυτή την αγγελία, έχει διαγραφεί επίσημα από την εργατική

οικογένεια του Κοκτάουν, κι έτσι οι παρανομίες του δεν μπορούν

να 'χουν αντίκτυπο στον εργατικό κόσμο. Η εργατιά του Κοκτάουν

δεν έχει καμιά ευθύνη για τις άτιμες πράξεις του Στέφανου Μπλάκ­πουλ!>>

Αυτά είπε ο Σλάκμπριτζ, τρίζοντας τα δόντια και χύνοντας πο­

τάμι τον ιδρώτα. Μερικοί φώναξαν αυστηρά «Όχι! Όχι!>> και κά­

μποσοι άλλοι τους ενίσχυσαν φωνάζοντας «Μπράβο! Μπράβο!»

Ένας εργάτης σηκώθηκε αγαναχτισμένος: «Σλάκμπριτζ, πας πο­

λύ μακριά. Σταμάτα!» Μα αυτοί ήταν νάνοι μπροστά σ' έναν ολό­

κληρο .στρατό . Η μεγάλη πλειοψηφία της συνέλευσης δέχτηκε το

κατά Σλάκμπριτζ ευαγγέλιο, και τον ζητωκραύγασε τρεις φορές,

καθώς καθόταν στο βήμα κι αγκομαχούσε επιδειχτικά.

Οι εργάτες κι οι εργάτριες ήταν ακόμα στους δρόμους, γυρίζο­

ντας ήσυχα στα σπίτια του, όταν η Σίση, που λίγα λεπτά πριν την

είχαν φωνάξει από το δωμάτιο της Λουίζας, ξαναγύρισε πάλι.

«Ποιος είναι;» ρώτησε η Λουίζα.

«Είναι ο κύριος Μπαουντερμπάη>> είπε η Σίση, προφέροντας

δειλά αυτό τ' όνομα, «Κι ο αδερφός σας ο Τομ, και μια νέα γυναί­

κα, που είπε πως τη λένε Ραχήλ και πως την ξέρετε».

«Και τι θέλουν, καλή μου Σίση;»

«Θέλουν να σας δουν. Η Ραχήλ έκλαιγε και φαινόταν θυμωμένη>>.

«Πατέρα» είπε η Λουίζα (γιατί ήταν εκεί κι ο κύριος Γκραντ-

γκράιντ), «δεν μπορώ να μην τους δεχτώ, και θα δείτε γιατί. Μπο­

ρούν να περάσουν εδώ;>>

Ο κύριος Γκραντγκράιντ απάντησε καταφατικά κι η Σίση πήγε

να τους φέρει. Σε λίγο ξαναγύρισε μαζί τους. Ο Τομ ήταν τελευ­

ταίος και στάθηκε στο πιο σκοτεινό μέρος του δωματίου, κοντά

στην πόρτα.

«Κυρία Μπαουντερμπάψ> είπε ο σύζυγός της, μπαίνοντας μέσα

και κάνοντας μια ψυχρή υπόκλιση, «ελπίζω να μη σας ενοχλώ. Η

ώρα είναι ακατάλληλη, μα αυτή η γυναίκα είπε μερικά πράγματα

που μ' ανάγκασαν να κάνω αυτή την επίσκεψη. Τομ Γκραντγκράιντ,

επειδή ο γιος σου επιμένει πεισματικά, δεν ξέρω για ποιο λόγο, να

μη λέει τίποτα γι' αυτά που ισχυρίζεται αυτή η γυναίκα, είμαι υπο­

χρεωμένος να τη φέρω σ' αντιπαράσταση με την κόρη σου>>.

Page 115: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ χΡΟΝΙΑ 279

«Μ' έχετε δει άλλη μια φορά, κυρία» είπε η Ραχήλ και στάθηκε

μπροστά στη Λουίζα.

ΟΤομέβηξε.

«Μ' έχετε ξαναδεί, κυρία>> είπε πάλι η Ραχήλ, καθώς η Λουίζα

δεν απαντούσε, «Κι άλλη φορά>> .

Ο Τομ έβηξε πάλι.

«Μάλιστα» .

Η Ραχήλ κοίταξε περήφανα τον κύριο Μπαουντερμπάη και εί­

πε: «Έχετε την καλοσύνη να πείτε πού με είδατε και ποιος άλλος

ήταν εκεί;>>

«Πήγα στο σπίτι που έμενε ο Στέφανος Μπλακπουλ, τη νύχτα

που απολύθηκε από τη δουλειά του, και σας είδα εκεί. Ήταν κι

αυτός εκεί. Μια γριά, που δε μιλούσε και που δεν μπόρεσα να δια­

κρίνω τα χαρακτηριστικά της, στεκόταν σε μια σκοτεινή γωνιά.

Με συνόδεψε ο αδερφός μου>>.

«Τι σ' εμπόδιζε να τα πεις αυτά, νεαρέ Τομ;» ρώτησε ο Μπαου­

ντερμπάη.

«Είχα υποσχεθεί στην αδερφή μου να μην πω τίποτα σε κανέ­

ναν>>. Η Λουίζα βιάστηκε να επιβεβαιώσει αυτά τα λόγια. «Άλλω­

στε» πρόσθεσε με πικρία το κουτάβι, «τι χρειάζομαι εγώ, αφού τα

λέει η ίδια τόσο καλά και με τόσες λεπτομέρειες;»

«Πέστε, σας παρακαλώ, κυρία>> συνέχισε η Ραχήλ, «γιατί πήγα­

τε στο σπίτι του Στέφανου τη θλιβερή εκείνη βραδιά;»

«Τον λυπήθηκα» είπε η Λουίζα κοκκινίζοντας, «Κι ήθελα να

μάθω τι είχε σκοπό να κάνει ύστερα από την απόλυσή του και να

τον βοηθήσω».

«Δεν του προσφέρατε ένα χαρτονόμισμα;» ρώτησε η Ραχήλ. «Ναι, μα δεν το δέχτηκε· πήρε μόνο δυο χρυσές λίρες».

Η Ραχήλ έριξε πάλι το βλέμματης στον κύριο Μπαουντερμπάη .

«Ω, βέβαια!>> είπε ο Μπαουντερμπάη . «Αν θέλετε να με ρωτή-

σετε αν η γελοία κι απίστευτη ιστορία σας είναι αληθινή ή όχι, εί­

μαι υποχρεωμένος να πω πως επιβεβαιώθηκε πέρα για πέρα».

«Κυρία» είπε η Ραχήλ, «Ο Στέφανος Μπλάκπουλ κατηγορείται

για κλέφτης σε χιλιάδες έντυπα που τοιχοκολλήθηκαν σ' όλη την

πόλη και ποιος ξέρει πού αλλού! Έγινε απόψε μια εργατική συ­

γκέντρωση, όπου μίλησαν γι' αυτόν με τον ίδιο ατιμωτικό τρόπο.

Για τον Στέφανο! Τον πιο τίμιο άνθρωπο, τον πιο ειλικρινή, τον

Page 116: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

280 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

καλύτερο άνθρωπο του κόσμου!» Η αγανάκτησή της ξέσπασε σε

δάκρυα και λυγμούς.

«Λυπούμαι πολύ, λυπούμαι πάρα πολύ» είπε η Λουίζα.

«Ω, κυρία, κυρία» απάντησε η Ραχήλ, «το ελπίζω, μα δεν ξέρω.

Δεν ξέρω τι μπορεί να 'χετε κάνει! Οι άνθρωποι της δικής σας της

dειράς δε μας ξέρουν εμάς, δε νοιάζονται για μας, δεν είναι σαν

εμάς. Δεν είμαι καθόλου βέβαιη γιατί ήρθατε εκείνο το βράδυ. Δεν

μπορώ να πω πως δεν είχατε το σχέδιό σας, χωρίς να σας νοιάζει

για το κακό που θα κάνατε σ' αυτόν το δυστυχισμένο άνθρωπο.

Είπα τότε : Ο Θεός να σας έχει καλά που ήρθατε ... και το 'πα από τα βάθη της καρδιάς μου ... Κι είχατε δείξει τόση συμπόνια γι' αυ­τόν· μα τώρα δεν ξέρω, δεν μπορώ να ξέρω!»

Η Λουίζα δεν μπορούσε να την κατηγορήσει για τις άδικες υπο­

ψίες της ήταν τόσο σταθερή στη γνώμη της για τον Στέφανο και

τόσο βαθιά θλιμμένη.

<<Κι όταν σκέφτομαι>> είπε η Ραχήλ ανάμεσα στους λυγμούς της,

«πόση ευγνωμοσύνη σας έδειξε ο καημένος ο Στέφανος, πιστεύο­

ντας πως θέλατε το καλό του .. . Όταν θυμάμαι πώς σκέπασε με το χέρι του τ' aργασμένο του πρόσωπο, για να κρύψει τα δάκρυα που

του φέρατε στα μάτια ... ω, ναι, ελπίζω πως θα λυπάστε γι' αυτό, μονάχα; Γι' αυτό! Μα πάλι δεν ξέρω, δεν μπορώ να ξέρω ... >>

«Καλή δουλειά και τούτη>> γόγκυξε το κουτάβι, σαλεύοντας

ανήσυχα στη σκοτεινή γωνιά του, «να 'ρχεσαι εδώ χάμου να μας

βρίζεις . Έπρεπε να σε πετάξουμε έξω με τις κλοτσιές, για να μά­

θεις να φέρεσαι. Αυτό σου χρειαζόταν!>>

Η Ραχήλ δεν έδωσε καμιάν απάντηση. Το σιγαλό της κλάψιμο

ήταν ο μόνος ήχος που ακουγόταν, ώσπου μίλησε ο κύριος Μπα­

ουντερμπάη. «Έλα!» είπε. «Αντί να κάθεσαι να κλαις, κοίταξε

καλύτερα να κάνεις αυτό που υποσχέθηκες>>.

«Αλήθεια>> είπε η Ραχήλ σκουπίζοντας τα μάτια της, <<δε μ' αρέσει

καθόλου να με βλέπετε σ' αυτή την κατάσταση · μα δε θα ξαναγίνει

αυτό. Κυρία, όταν διάβασα αυτά που τοιχοκολλήθηκαν για τον Στέ­

φανο -και που έχουν τόση αλήθεια όση θα 'χαν αν ήταν για σας- πή­

γα αμέσως στην Τράπεζα για να τους πω πως ξέρω πού μένει ο Στέ­

φανος και να τους υποσχεθώ πως σίγουρα θα 'ναι εδώ σε δυο μέρες.

Δεν μπόρεσα τότε να συναντήσω τον κύριο Μπαουντερμπάη κι ο

αδερφός σας μ' έδιωξε. Προσπάθησα τότε να δω εσάς, μα δεν μπό-

Page 117: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 281

ρεσα να σας βρω πουθενά και ξαναγύρισα στη δουλειά μου. Απόψε,

μόλις έφυγα από το εργοστάσιο, έτρεξα να μάθω τι λέγανε για το

Στέφανο -γιατί το ξέρω και το λέω με περηφάνια πως θα γυρίσει για

να ντροπιάσει τους συκοφάντες του- κι ύστερα πtΊγα πάλι να ζητήσω

τον κύριο Μπαουντερμπάη, και τον βρήκα, και του είπα όλα όσα

ήξερα. Δεν πίστεψε ούτε λέξη και μ' έφερε εδώ».

«Ίσαμε δω είναι όλα σωστά» βεβαίωσε ο κύριος ·Μπαουντερ­μπάη με τα χέρια στις τσέπες και το καπέλο στο κεφάλι. «Μα την

ξέρω καλά εγώ τη δική σας τη φάρα. Ξέρω πως τη γλώσσα σας δεν

την έχετε βάλει αμανάτι. Σε συμβουλεύω λοιπόν ν' aφήσεις τα

πολλά λόγια και να κάνεις αυτό που υποσχέθηκες. Αυτό μονάχα

με ενδιαφέρει. Τίποτ' άλλο!»

«Έγραψα στο Στέφανο με το ταχυδρομείο που έφυγε σήμερα

το απόγευμα. Του 'χω γράψει κι άλλη μια φορά από τότε που έφυ­

γε» είπε η Ραχήλ. «Θα 'ναι εδώ το αργότερο σε δυο μέρες».

«Ωραία! Τώρα θα σου πω κι εγώ κάτι. Ίσως να μην ξέρεις»

απάντησε ο Μπαουντερμπάη, «πως η αστυνομία παρακολουθού­

σε και σένα, γιατί είχε σοβαρές υποψίες πως είσαι κι εσύ ανακα­

τεμένη σ' αυτή την υπόθεση . Καθένας κρίνεται από τις παρέες που

κάνει. Έγινε έρευνα και στο ταχυδρομείο, κι αυτό που ξέρω είναι

πως κανένα γράμμα δεν ταχυδρομήθηκε για τον Στέφανο Μπλάκ­

πουλ. Αφήνω λοιπόν να μου πεις εσύ τι έγινε το γράμμα σου.

Εκτός βέβαια αν μας κορο·ίδεύεις και δεν το 'γραψες καθόλου».

«Δεν είχε περάσει καλά καλά μια βδομάδα από την ημέρα που

έφυγε, κυρία» είπε η Ραχήλ γυρίζοντας στη Λουίζα, σαν να ζητού­

σε τη βοήθειά της, «όταν έλαβα ένα γράμ~ια του, το μόνο που μου

'στειλε ώς τώρα, και μου έγραφε πως αναγκάστηκε να γυρέψει

δουλειά μ' άλλο όνομα».

«Ω, μα τον α·ί-Γιώργη!» φώναξε ο Μπαουντερμπάη, κουνώντας

το κεφάλι του κι αφήνοντας ένα σφύριγμα, «αλλάζει λοιπόν και τ'

όνομά του! Ε; Πολύ δυσάρεστο αυτό για έναν τόσο άσπιλο άνθρω­

πο! Το θεωρούν, βλέπεις, λίγο ύποπτο στα δικαστήρια, όταν ένας

αθώος βρεθεί με πολλά ονόματα».

«Για τ' όνομα του Θεού κυρία» είπε η Ραχήλ, ξεσπώντας πάλι σε δάκρυα, «τι θέλατε λοιπόν να κάνει; Οι εργοστασιάρχες ήταν

εναντίον του, οι εργάτες εναντίον του, και κείνος το μόνο που ζη­

τούσε ήταν να δουλέψει ειρηνικά και να κάνει αυτό που πίστευε

Page 118: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

282 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

πως ήταν σωστό. Δεν μπορεί λοιπόν ένας εργάτης να 'χει δική του

ψυχή και δική του κρίση ; Πρέπει, θέλοντας και μη, να κάνει ό,τι

του λέει ο ένας κι ο άλλος, για να μην τον κυνηγάνε σαν λαγό;»

«Αλήθεια, τον λυπάμαι μ' όλη μου την καρδιά» αποκρίθηκε η

Λουίζα, «Κι ελπίζω να βρει το δίκιο του» .

«Να μην έχετε κανένα φόβο γι' αυτό, κυρία. Θα το βρει χωρίς

άλλο. Να 'στε βέβαιη».

«Σωστά. Και για να 'μαστε ακόμα πιο βέβαιοι, δε μας δίνεις τη

διεύθυνσή του, ε;»

«Δε θέλω να γίνω εγώ αφορμή να γυρίσει με την άδικη κατηγο­

ρία πως τον έφεραν με το ζόρι. Θα 'ρθει μονάχος του και θ ' απο­

δείξει την αθωότητά του και θα ντροπιάσει όλους εκείνους που

τον συκοφάντησαν, όταν δεν ήταν ο ίδιος εδώ για να υπερασπιστεί

τον εαυτό του. Του 'γραψα όλα όσα έγιναν και ειπώθηκαν ενα­

ντίον του» είπε η Ραχήλ aποτινάσσοντας κάθε δυσπιστία, όπως

ένας βράχος aποτινάσσει τη θάλασσα, «Και θα 'ναι εδώ το αργό­

τερο σε δυο μέρες».

«Κι όμως» πρόσθεσε ο κύριος Μπαουντερμπάη, «όσο πιο γρήγο­

ρα τον πιάσουν, τόσο πιο σύντομα θα μπορέσει να ξεκαθαρίσει τη

θέση του. Όσο για μένα, δεν είπα τίποτα εναντίον σου. Αυτά που

ήρθες και μου 'πες αποδείχτηκαν αληθινά· σου έδωσα όλα τα μέσα

για να τ' αποδείξεις . Δεν έχουμε πια να πούμε τίποτ' άλλο. Σας κα­

ληνυχτίζω όλους. Πρέπει να πάω να κοιτάξω αυτή την υπόθεση».

Ο Τομ βγήκε από τη γωνία του. Μόλις ξεκίνησε ο κύριος Μπα­

ουντερμπάη, ξεκίνησε κι αυτός κρατιόταν πάντα κοντά του κι

έφυγε μαζί του . Είπε με σκυθρωπό ύφος: «Καληνύχτα, πατέρα! »

έριξε ένα βλοσυρό βλέμμα στην αδερφή του και βγήκε έξω.

Από τότε που γύρισε στο σπίτι ο καλός του άγγελος, ο κύριος

Γκραντγκράιντ δε μιλούσε πολύ . Ήταν ακόμα σιωπηλός, όταν η

Λουίζα είπε γλυκά:

«Ραχήλ, όταν με γνωρίσεις καλύτερα, θα πάψεις να με υπο­

πτεύεσαι» .

«Δεν είναι στο χαρακτήρα μου» απάντησε η Ραχ1Ίλ με πιο ήρε­

μο τόνο, «να υποπτεύομαι κανένα. Όταν όμως δείχνουν τέτοιες

υποψίες σε μένα .. . σ' εμάς όλους ... δεν μπορώ να βγάλω εντελώς από το μυαλό μου αυτές τις σκέψεις. Σας παρακαλώ να με συγχω­

ρήσετe για την προσβολή που σας έκανα. Δεν ήξερα τι έλεγα. Κι

Page 119: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 283

όμως μπορεί και να μου ξανάρθουν αυτές οι σκέψεις .. . όταν βλέ­πω την αδικία που έγινε στον δυστυχισμένο το Στέφανο>> .

«Του λέτε στο γράμμα σας>> ρώτησε η Σίση «πως τον υποψιάζο­

νται επειδή τον είδαν να κάνει βόλτες τη νύχτα γύρω στην Τράπε­

ζα; Έτσι θα ξέρει τι πρέπει να εξηγήσει όταν έρθει, και θα 'ναι

έτοιμος>>.

«Ναι, καλ1Ί μου κοπέλα» αποκρίθηκε η Ραχήλ. «Μα δεν μπορώ

να καταλάβω τι γύρευε εκεί. Ποτέ δεν πήγαινε σ' αυτό το μέρος.

Δεν ήταν στο δρόμο του. Ο δρόμος του 1Ίταν ο ίδιος με το δικό μου

και δεν περνούσε καθόλου από κει>>.

Η Σ ίση είχε κι6λας πλησιάσει τη Ραχήλ και τη ρωτούσε πού μέ­νει κι αν μπορούσε να πάει το άλλο βράδυ στο σπίτι της, να μάθει

νέα για τον Στέφανο.

«Αμφιβάλλω>> είπε η Ραχ11λ, «αν μπορέσει να 'ρθει πριν περά­

σουν δυο μέρες>>.

«Τότε θα 'ρθω και μεθαύριο βράδυ>> είπε η Σίση.

Όταν έφυγε η Ραχήλ, αφού πρώτα δέχτηκε την πρόταση της Σ ίση,

ο κύριος Γκραντγκράιντ σήκωσε το κεφάλι του κι είπε στην κόρη του:

«Λουίζα, δε θυμάμαι να 'χω δει ποτέ αυτόν τον άνθρωπο. Πι­

στεύεις εσύ πως είναι ανακατεμένος σ' αυτή την υπόθεση;>>

«Νομίζω πως το 'χα πιστέψει, αν και με πολλή δυσκολία. Τώρα

όμως δεν το πιστεύω πια>>.

«Δηλαδή έπεισες τον εαυτό σου να το πιστέψει, επειδή έβλεπες

τις υποψίες που τον βάραιναν. Η εμφάνισή του, οι τρόποι του πώς

σου φάνηκαν; Δείχνουν ένα τίμιο άνθρωπο;>>

«Πολύ τίμιο».

«Και να μην κλονίζεται καθόλου η πεποίθηση αυτής της γυναίκας!

Να ξέρει τάχα» είπε σκεφτικός ο κύριος Γκραντγκράιντ, «Ο πραγμα­

τικός ένοχος αυτές τις κατηγορίες; Πού να 'ναι; Ποιος να 'ναι;>>

Τα μαλλιά του είχαν αρχίσει τελευταία ν' αλλάζουν χρώμα. Κα­

θώς ακούμπησε πάλι στο χέρι του , γερασμένος και γκριζομάλλης,

η Λουίζα, με μια έκφραση φόβου και λύπης στο πρόσωπο, πήγε

γρήγορα και κάθ ισε πλάι του . Εκείνη τη στιγμή τα μάτια της συνά­

ντησαν τυχαία τα μάτια της Σ ίσης. Η Σ ίση κοκκίνισε ξαφνιασμένη,

κι η Λουίζα έφερε το δάχτυλο στα χείλη της.

Το άλλο βράδυ, όταν η Σίση γύρισε σπίτι, κι είπε στη Λουίζα πως ο Στέφανος δεν είχε γυρίσει, της το 'πε ψιθυριστά. Και το πιο

Page 120: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

284 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

πάνω βράδυ, όταν γύρισε σπίτι με την ίδια είδηση και πρόσθεσε

πως δεν ακούστηκε τίποτα γι' αυτόν, μίλησε με τον ίδιο χαμηλό

φοβισμένο τόνο. Από τη στιγμή που αντάλλαξαν εκείνο το βλέμμα,

χαμήλωναν τη φωνή τους όταν μιλούσαν γι' αυτόν ή ανέφεραν τ'

όνομά του . Και δεν τροφοδοτούσαν καθόλου τη συζήτηση, όταν ο _ κύριος Γκραντγκράιντ μιλούσε για την κλοπή.

Οι δυο προσδιορισμένες μέρες πέρασαν. Κύλησαν τρεις μέρες

και τρεις νύχτες κι ο Στέφανος Μπλάκπουλ, δεν είχε γυρίσει κι

ούτε είχε ακουστεί τίποτε γι' αυτόν. Την τέταρτη μέρα, η Ραχήλ, μ'

ακλόνητη πάντα την πεποίθησή της και πιστεύοντας μόνο πως το

γράμμα της παράπεσε, πήγε στην Τράπεζα κι έδειξε το γράμμα

που της είχε στείλει, μαζί με τη διεύθυνσή του, σε μια από τις πολ­

λές εργατικές περιοχές, έξω από τον κεντρικό δρόμο, εξήντα μί­

λια μακριά. Έστειλαν ανθρώπους σε κείνο το μέρος, κι όλη η πο­

λιτεία περίμενε πως θα 'φερναν την άλλη μέρα το Στέφανο.

Όλον αυτό τον καιρό το κουτάβι ακολουθούσε σαν σκιά τον κύ­

ριο Μπαουντερμπάη και τον βοηθούσε σ' όλες του τις ενέργειες.

Ήταν πολύ ταραγμένο, βρισκόταν σε μια έξαλλη πυρετική κατά­

σταση, δάγκωνε ώς τη σάρκα τα νύχια του, μιλούσε με μια σκληρή

σπασμένη φωνή, και τα χείλη του ήταν μαύρα σαν να 'χ αν καεί στη

φωτιά. Την ώρα που περίμεναν το Στέφανο, το κουτάβι ήταν στο

σταθμό κι έβαζε στοίχημα πως το 'χε σκάσει πριν φτάσουν οι άν­

θρωποι που πήγαν να τον ζητήσουν, και πως δε θα 'ρχοταν.

Το κουτάβι είχε δίκιο. Οι άνθρωποι γύρισαν μόνοι. Το γράμμα

της Ραχήλ είχε φύγει, το γράμμα της Ραχήλ είχε παραδοθεί κι ο

Στέφανος Μπλάκπουλ το 'σκασε αμέσως μόλις το διάβασε και κα­

νείς δεν ήξερε πού είχε πάει. Η μόνη αμφιβολία που είχαν οι κά­

τοικοι του Κοκτάουν, ήταν αν η Ραχήλ κράτησε το λόγο της, πι­

στεύοντας πως θα γύριζε ο Στέφανος, ή αν τον ειδοποίησε να φύ­

γει. Πάνω σ' αυτό οι γνώμες διχάστηκαν.

Έξι μέρες, εφτά μέρες, άρχισε δεύτερη βδομάδα. Το άθλιο

κουτάβι μάζεψε λίγο θλιβερό θάρρος κι άρχισε κιόλας τις προκλή­

σεις. «Αν είναι λέει αυτός ο κλέφτης; Ωραία ερώτηση! Αν δεν εί­

ναι, γιατί κρύβεται; Πού βρίσκεται; Γιατί δεν ήρθε;»

Πού βρίσκεται; Γιατί δεν ήρθε; Μες στα βαθιά μεσάνυχτα, ο

αντίλαλος των λόγων του, που ο Θεός ξέρει ώς πού να 'χε κυλήσει

όλη την ημέρα, γύριζε τώρα πίσω κι έμενε μαζί του ώς το πρωί.

Page 121: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ5

ΗΑΠΟΚΑΛΥΨΗ

Μ ΙΑ ΜΕΡΑ ακόμα και μια νύχτα, μια μέρα ακόμα και

μια νύχτα. Και δε φάνηκε ο Στέφανος Μπλάκπουλ.

Πού ήταν; Και γιατί δεν ερχόταν;

Κάθε βράδυ η Σ ίση πήγαινε στο σπιτάκι της Ραχήλ και καθόταν μαζί της, στο μικρό , καθαρό της δωμάτιο . Όλη τη μέρα η Ραχήλ

μοχθούσε, όπως είναι γραφτό να μοχθούν οι άνθρωποι αυτοί,

όσες στενοχώριες και να 'χουν. Τα φίδια του καπνού αδιαφορού­

σαν ποιος χανόταν ή ποιος βρισκόταν, ποιος ήταν ένοχος ή ποιος

ήταν αθώος. Τα μελαγχολικά έμβολα, σαν τους ανθρώπους της θε­

τικής πραγματικότητας, δε χαλάρωναν τη ρουτίνα τους, ό,τι κι αν

γινόταν. Μια μέρα ακόμα και μια νύχτα, μια μέρα ακόμα και μια

νύχτα. Τίποτα δεν έσπαζε τη μονοτονία του Κοκτάουν . Ακόμα κι η

εξαφάνιση του Στέφανου Μπλάκπουλ άρχισε να παίρνει το γενι­

κό ρυθμό της ζωής και να γίνεται ένα θέμα τόσο μονότονο, όσο

και κάθε μηχανή του Κοκτάουν.

«Αμφιβάλλω» είπε η Ραχήλ, «αν υπάρχουν τώρα στην πόλη και

δέκα άνθρωποι, που να πιστεύουν ακόμα στην αθωότητα του καη­

μένου του Στέφανου>>.

Καθόταν με τη Σ ίση στο δωμάτιό της, που φωτιζόταν μόνο από

το φανάρι της γωνιάς του δρόμου. Είχε πια σκοτεινιάσει όταν ήρ­

θε η Σίση και περίμενε τη Ραχήλ να γυρίσει από τη δουλειά της.

Κάθονταν τώρα οι δυο τους πλάι στο παράθυρο, και δε χρειάζο­

νταν περισσότερο φως για τη θλιμμένη συζήτησή τους. «Αν δεν είχα την παρηγοριά της συντροφιάς σου>> συνέχισε η

Ραχήλ, «μου φαίνεται πως θα 'χανα ολότελα το μυαλό μου. Μα

παίρνω ελπίδα και δυναμη από σέvα. Κι εσύ πιστι::ύι::ις πάντα πως,

Page 122: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

286 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

μόλο που τα φαινόμενα είναι εναντίον του, θ' αποδείξει την αθωό­

τητά του;»

«Το πιστεύω» αποκρίθηκε η Σίση, «μ' όλη μου την καρδιά. Εί­

μαι τόσο βέβαιη πως η πίστη που έχε ις γι' αυτόν, και που σε κάνει

ν' aντιμετωπίζεις με τόσο θάρρος κάθε απογοήτευση, δε θα μπο­

ρούσε ποτέ να σε ξεγελάσει. Γι αυτό τη συμμερίζομαι πέρα για

πέρα. Νιώθω για το Στέφανο την ίδια εμπιστοσύνη, σαν να τον

έχω γνωρίσει και τον έχω δοκιμάσει τόσα χρόνια, όσα κι εσύ».

«Κι εγώ, καλή μου Σ ίση>> είπε η Ραχήλ μ' ένα τρέμουλο στη φω­

νή της, <<τον γνώρισα όλα αυτά τα χρόνια, τόσο καρτερικό, τόσο

αφοσιωμένο σε καθετί καλό και τίμιο, που κι αν ακόμα δεν τον ξα­

ναδώ, κι εκατό χρόνια να ζήσω, θα λέω ώς την τελευταία μου

πνοή : Μάρτυς μου ο Θεός, ούτε μια στιγμή δεν έχασα την εμπιστο­

σύνη μου στον Στέφανο Μπλάκπουλ».

«Κι εμείς όλοι στο σπίτι, Ραχήλ, πιστεύουμε πως αργά ή γρήγο­

ρα θα φανεί η αθωότητά του».

«Όσο βλέπω πως αυτό το πιστεύουν όλοι στο σπίτι σας» είπε η

Ραχήλ, «κι όσο αισθάνομαι με πόση καλοσύνη έρχεσαι για να με

παρηγορήσεις, να μου κρατήσεις συντροφιά και να σε βλέπει ο

κόσμος μαζί μου, παρόλο που υπάρχουν ακόμα υποψίες εναντίον

μου, τόσο πιο πολύ λυπούμαι που μίλησα με τόση δυσπιστία στην

κυρία. Κι όμως ... » «Δεν την υποψιάζεσαι πια, Ραχήλ;»

«Τώρα που, χάρη σε σένα, γνωριστήκαμε καλύτερα, δεν την

υποψιάζομαι πια. Μα δεν μπορώ πάντα να βγάλω από το νου

μου ... » Σα να μιλούσε με τον εαυτό της, η φωνή της είχε γίνει τόσο αρ­

γή και σιγαλή , που η Σ ίση, μόλο που καθόταν πλάι της, χρειάστηκε

να προσέξει πολύ για να την ακούσει.

«Δεν μπορώ πάντα να μην υποψιάζομαι κάποιον. Δεν μπορώ

να πω ποιος είναι, δεν ξέρω γιατί και πώς, μα υποψιάζομαι πως

κάποιος εξαφάνισε τον Στέφανο. Υποψιάζομαι πως, αν ερχόταν

με τη θέλησή του κι απόδειχνε την αθωότητά του σ' όλο τον κόσμο,

κάποιος θα στενοχωριόταν πολύ. Για να τ' αποφύγει λοιπόν, στα­

μάτησε το Στέφανο και τον έβγαλε από τη μέση».

<<Η σκέψη που κάνεις είναι φοβερή» είπε χλομιάζοντας η Σ ίση.

«Ναι, είναι φοβερή η σκέψη πως μπορεί να τον δολοφόνησαν>>.

Page 123: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 287

Η Σ ίση ρίγησε κι έγινε ακόμα πιο χλομή .

«Όταν μπαίνει αυτή η σκέψη στο μυαλό μου, καλή μου Σίσψ>

είπε η Ραχήλ, «και μπαίνει πότε πότε, μόλο που κάνω ό,τι μπορώ

για rα τη διώξω, μετρώντας ώς τα χίλια ή απαγγέλλοντας συνέχεια

ποιηματα που είχα μάθει όταν ήμουν μικρ11, όταν μου 'ρχεται αυτή

η σκέψη, με πιάνει μια τέτοια άγρια τρέλα, μια τόσο φοβερή ταρα­

χή, που όσο και να 'μαι κουρασμένη, θέλω να βγω να περπατήσω,

να τρέξω ολόκληρα μίλια, για να συνέλθω. Είναι αδύνατο να κοι­

μηθώ, αν δε μου περάσει. Θα 'ρθω μαζί σου ώς το σπίτι σας>> .

«Μπορεί, καθώς γύριζε, ν' αρρώστησε στο δρόμο» είπε η Σ ίση,

προσφέροντας δειλά μιαν αμυδρ1Ί, εξαντλημένη ελπίδα, «Κι αν εί­

ναι έτσι, υπάρχουν τόσα μέρη στον κεντρικό δρόμο, όπου θα μπο­

ρούσε να μείνει».

«Μα δεν είναι πουθενά, τον γύρεψαν παντού. Πουθενά δε βρέ­

θηκε».

«Αλήθεια» αναγκάστηκε να παραδεχτεί η Σ ίση.

«Θα χρειαζόταν δυο μέρες για να γυρίσει πεζός. Και για να μην

καθυστερήσει, αν τυχόν τον πονούσαν τα πόδια του και δεν μπο­

ρούσε να περπατήσει, του 'στειλα μέσα στο γράμμα μου χρήματα

για να πάρει το λεωφορείο, επειδή φοβόμουν μήπως δεν τον έφτα­

ναν τα δικά του λεφτά».

«Ας ελπίσουμε πως αύριο θα 'χουμε καλύτερα νέα, Ραχήλ. Πά­

με να πάρουμε λίγο αέρα».

Το στοργικό της χέρι ταχτοποίησε το σάλι της Ραχήλ πάνω στα

λαμπερά, μαύρα μαλλιά της, με το συνηθισμένο τρόπο που το φο­

ρούσε, και βγήκαν έξω. Ήταν μια όμορφη νύχτα. Πού και πού,

στις γωνιές των δρόμων, ήταν μαζεμένοι εργάτες σε μικρές συ­

ντροφιές μα για τους πιο πολλούς tΊταν η ώρα του δείπνου και πο­

λύ λίγος κόσμος κυκλοφορούσε στους δρόμους.

«Τώρα δεν είσαι τόσο ταραγμένη, Ραχήλ, και το χέρι σου είναι

πιο δροσερό».

«Αισθάνομαι καλύτερα, μόλις περπατήσω λίγο κι αναπνεύσω

καθαρό αέρα. Όταν όμως δεν μπορώ να βγω έξω, νιώθω εξάντλη­

ση και χάνω τn νn11 μnΊ Ι»

"Μα πρeπΕι να π\?uσι":~~ιι:.ι<:,, Ρuχrίλ, νu μην uι:_ψωστrjσεις, γιατί

μπορεί από τη μια στιγμή στην άλλη να χρειαστεί να βοηθήσεις το

Στέφανο. Αύριο είναι Σάββατο. Αν δεν έχουμε αύριο κανένα νέο,

Page 124: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

288 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

ας πάμε έναν περίπατο στην εξοχή την Κυριακή το πρωί. Έτσι θα

πάρεις δυνάμεις για όλη τη βδομάδα. Θέλεις;»

«Ναι, καλή μου Σίση».

Περπατούσαν τώρα στο δρόμο όπου ήταν το σπίτι του κυρίου

Μπαουντερμπάη . Έπρεπε να περάσουν από την πόρτα του, για να

φτάσουν στο Πέτρινο Σπίτι, όπου έμενε η Σίση και τραβούσαν κα­

τευθείαν για κει. Μόλις είχε φτάσει στο Κοκτάουν κάποιο τρένο,

που έβαλε σε κίνηση κάμποσα αμάξια και ξεσήκωσε αρκετή φασα­

ρία στην πόλη . Μερικά αμάξια έτρεχαν με θόρυβο μπροστά τους

και πίσω τους, και καθώς κόντευαν να προσπεράσουν το σπίτι του

κυρίου Μπαουνtερμπάη, ένα από τα τελευταία σταμάτησε τόσο

απότομα, που, χωρίς να το θέλουν, γύρισαν να κοιτάξουν. Η δυνατή

λάμψη του γκαζιού πάνω από τα σκαλοπάτια του κυρίου Μπαου­

ντερμπάη τους έδειξε μέσα στ' αμάξι την κυρία Σπάρσιτ, σε μια

έξαλλη κατάσταση, να προσπαθεί ν' ανοίξε ι την πόρτα. Την ίδια

στιγμή τις είδε κι η κυρία Σπάρσιτ, και τους φώναξε να σταθούν.

«Τι σύμπτωση!» φώναξε η κυρία Σπάρσιτ, μόλις άνοιξε την

πόρτα ο αμαξάς. «Η Θεία Πρόνοια σας έστειλε! Έλα έξω, κυρά

μου!» είπε απότομα η κυρία Σπάρσιτ σε κάποια που ήταν μέσα στ'

αμάξι. «Έλα έξω, μη σε βγάλουμε σούρνοντας!»

Η γυναίκα που είδαν κείνη τη στιγμή να κατεβαίνει από τ' αμά­

ξι, δεν 11ταν άλλη από τη μυστηριώδη γριά. Η κυρία Σπάρσιτ την

άρπαξε αμέσως από το γιακά.

«Αφήστε την!» φώναξε επιτακτικά η κυρία Σπάρσιτ. «Να μην

την αγγίξει κανείς! Ανήκει σε μένα. Πέρασε μέσα, κυρά μου».

Ύστερα η κυρία Σπάρσιτ πρόσθεσε, aντιστρέφοντας την πρώτη

διαταγή της: «Έμπα μέσα, να μη σε βάλουμε σούρνονtας!»

Το θέαμα μιας καθώς πρέπει κυρίας με κλασικούς τρόπους,

που αρπάζει από το λαιμό μια ηλικιωμένη γυναίκα και την τραβά­

ει μέσα σ' ένα σπίτι, θα 'ταν, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες,

για κάθε γνήσιο εγγλέζο αργόσχολο που θα 'χε την ευτυχία να δει

αυτή τη σκηνή , ένας αρκετά μεγάλος πειρασμός για να τρυπώσει

στο σπίτι και να παρακολουθήσει το τέλος αυτής της ιστορίας. Αν

όμως το θέαμα έπαιρνε , όπως σ' αυτή την περίπτωση, ακόμα μεγα­

λύτερες διαστάσεις από τη δημοσιότητα και το μυσηiριο της κλο­

πής της Τράπεζας, που είχε ξεσηκώσει τόσο θόρυβο σ' όλη την πο­

λιτεία, θα τραβούσε τους aργόσχολους μ' ακατανίκητη δύναμη, κι

Page 125: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

ΔΥΣΚΟΛΑΧΡΟΝΙΑ 289

αν ακόμα περίμεναν πως θα γκρεμιζόταν η στέγη του σπιτιού πά-·

νω στα κεφάλια τους . Έτσι, όσοι βρέθηκαν τυχαία μάρτυρες αυ­

τής της σκηνής, κάπου εικοσιπέντε από τους πιο περίεργους της

γειτονιάς, στριμώχτηκαν πίσω από τη Σ ίση και τη Ραχήλ, όπως και

κείνες στριμώχτηκαν πίσω από την κυρία Σπάρσιτ και το τρόπαιό

της . Όλος αυτός ο κόσμος έκανε, σαν ένα μπουλούκι, επιδρομή

στην τραπεζαρία του κυρίου Μπαουντερμπάη, κι όσοι είχαν μεί­

νει πίσω δε δίστασαν καθόλου ν' ανεβούν στις καρέκλες για να βλέπουν καλύτερα.

«Φωνάξτε κάτω τον κύριο Μπαουντερμπάη!» φώναξε η κυρία

Σπάρσιτ. «Ραχήλ, ξέρεις ποια είναι αυτή η γυναίκα;>>

«Είναι η κυρία Πέγκλερ>> είπε η Ραχήλ.

«Έτσι λέω κι εγώ!>> φώναξε θριαμβευτικά η κυρία Σπάρσιτ.

«Φώναξε κάτω τον κύριο Μπαουντερμπάη . Τραβηχτείτε πέρα

όλοι σας».

Η γριά κυρία Πέγκλερ τυλίχτηκε στο σάλι της και, καθώς προ­

σπαθούσε να κρυφτεί από τα μάτια του κόσμου, κάτι παρακάλεσε

ψιθυριστά την κυρία Σπάρσιτ . «Μη χάνεις τα λόγια σου>> είπε δυ­

νατά η κυρία Σπάρσιτ. «Σου το είπα πάνω από είκοσι φορές πως

δε θα σ' αφήσω πριν σε παραδώσω στα χέρια του».

Εκείνη τη στιγμή παρουσιάστηκε ο κύριος Μπαουντερμπάη, με

τον κύριο Γκραντγκράιντ και το κουτάβι. Είχε μαζί τους συμβού­

λιο στο πάνω πάτωμα. Ο κύριος Μπαουντερμπάη έμεινε κατάπλη­

κτος και δεν ένιωσε καθόλου φιλόξενα αισθήματα, βλέποντας το

aπρόσκλητο εκείνο πλήθος στην τραπεζαρία.

«Μπα! Τι γίνεται εδώ;» είπε. «Τι συμβαίνει, κυρία Σπάρσιτ;»

«Κύριε» εξήγησε η άξια γυναίκα, «βρίσκομαι στην εξαιρετικά

ευχάριστη θέση να σας παραδώσω ένα πρόσωπο, που από καιρό

επιθυμούσατε να το βρείτε . Κινημένη από την επιθυμία μου να ξε­

κουράσω τη σκέψη σας, κύριε, και με βάση τις αόριστες πληροφο­

ρίες σχετικά με τον τόπο διαμονής αυτής της γυναίκας, όπως μας

τις έδωσε η Ραχήλ, που ευτυχώς είναι εδώ για να βεβαιώσει την

ταυτότητά της, είχα την ευτυχία να επιτύχω το σκοπό μου και να

φέρω μαζί μου αυτή τη γυναίκα -χωρίς βέβαια τη θέλησή της,

όπως καταλαβαίνετε. Φυσικά, αυτό δεν ~γινε χωρίs κόπο. Μα ο

κόπος στην υπηρεσία σας είναι ευχαρίστηση για μένα, κι η πείνα,

η δ(ψα ·x uL Lu ·x.~·du, πραγματικη απόλαυση>>.

Page 126: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

290 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

Εδώ σταμάτησε η κυρία Σπάρσιτ · γιατί είδε στο πρόσωπο του

κυρίου Μπαουντερμπάη, σ' έναν παράξενο συνδυασμό, όλα τα πι­

θανά χρώματα και τις εκφράσεις μιας εξουθένωσης, όταν αποκα­

λύφτηκε μπροστά του η όψη της κυρίας Πέγκλερ.

«Τι σημαίνουν όλα αυτά;» ήταν η εντελώς απροσδόκητη και

επιτακτική απάντηση του κυρίου Μπαουντερμπάη. «Σας ρωτώ, τι

σημαίνουν όλα αυτά, κυρία Σπάρσιτ;»

«Κύριε!» φώναξε μ' αδύνατη φωνή η κυρία Σπάρσιτ.

«Γιατί δεν κοιτάζετε τη δούλειά σας, κυρία;» βρυχήθηκε ο κύ­ριος Μπαουντερμπάη. «Πώς τολμάτε να χώνετε την περίεργη μύ­

τη σας στις οικογενειακές μου υποθέσεις;»

Ο υπαινιγμός αυτός για το κλασικό χαρακτηριστικό του προσώ­

που της, που ήταν το καύχημά της, εξουθένωσε ολότελα την κυρία

Σπάρσιτ. Κάθισε αλύγιστη σε μια καρέκλα, σαν να 'χε παγώσε ι ·

και με το βλέμμα της καρφωμένο στον κύριο Μπαουντερμπάη,

έτριβε αργά το ένα με το άλλο τα γάντια της, σαν να 'χ αν παγώσει

κι εκείνα .

«Γιοσία μου!» φώναξε η κυρία Πέγκλερ, τρέμοντας όλη . «Αγα­

πημένο μου παιδί. Δε φταίω εγώ. Δεν είναι δικό μου το λάθος, Γιο­

σία μου. Το 'πα και το ξανάπα σ' αυτή την κυρία πως ήξερα ότι θα

σε στενοχωρήσει πολύ μ' αυτό που κάνει, εκείνη όμως το χαβά της>> .

«Γιατί την άφησες να σε κουβαλήσει εδώ; Δεν μπορούσες να

της ξεριζώσεις τα μαλλιά, να της σπάσεις τα δόντια, να τη γρα­

τσουνίσεις, να της κάνεις κάτι τέλος πάντων;» ρώτησε ο Μπαου­

ντερμπάη .

«Παιδάκι μου! Με φοβέριζε πως αν aντιστεκόμουν θα μ' έφερ­

νε με την αστυνομία, κι είπα πως ήταν καλύτερα να 'ρθω ήσυχα

ήσυχα, παρά να γίνει φασαρία σ' ένα τόσο» -κι η κυρία Πέγκλερ

έριξε ένα δειλό, μα περήφανο βλέμμα γύρω στο δωμάτιο- «ωραίο

σπίτι. Αλήθεια, δεν είναι δικό μου το φταίξιμο . Αγαπημένο μου,

καλό μου, άξιο μου παιδί! Ζούσα πάντα 1Ίσυχα και μυστικά, Γιο­

σία, αγόρι μου! Ούτε μια φορά δεν έσπασα τη συμφωνία. Ποτέ

δεν είπα πως είμαι μητέρα σου. Σε καμάρωνα από μακριά . Κι αν

ήρθα μερικές φορές στην πόλη , σε πολύ αραιά δ ιαστήματα, για να

σε δω κλεφτά, μα πάντα με την καρδιά μου γεμάτη περηφάνια, το

'κανα χωρίς να με πάρει κανένας είδηση, καμάρι μου, κι έφευγα πάλι κρυφά>> .

Page 127: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 291

Ο κύριος Μπαουντερμπάη, με τα χέρια στις τσέπες, έκοβε βόλ­

τες στην τραπεζαρία, γεμάτος εκνευρισμό και στενοχώρια, ενώ οι

θεατές γύρω άκουγαν άπληστα κάθε συλλαβή που έβγαινε από το

στόμα της κυρίας Πέγκλερ, και σιγά σιγά άρχιζαν να γουρλώνουν

τα μάτια τους από την κατάπληξη. Ο κύριος Μπαουντερμπάη έκο­

βε ακόμα βόλτες, όταν σώπασε η κυρία Πέγκλερ, και μίλησε ο κύ­

ριος Γκραντγκράιντ στην κακοπαθημένη εκείνη γριά:

«Παραξενεύομαι πολύ, κυρία» παρατήρησε αυστηρά, «πώς

τολμάτε , τώρα στα γεράματά σας, να λέτε πως ο κύριος Μπαου­

ντερμπάη είναι γιος σας, αφού του φερθήκατε τόσο απάνθρωπα

και σκληρά στα παιδικά του χρόνια». «Εγώ απάνθρωπη!>> φώναξε η δυστυχισμένη γριά. «Εγώ σκλη­

ρή! Στο αγαπημένο μου παιδί!>>

«Αγαπημένο!>> ξανάπε ο κύριος Γκραντγκράιντ. «Μάλιστα, τώρα

που πλούτισε κι αναδείχτηκε μονάχος του, δεν αμφιβάλλω πως σας

είναι πολύ αγαπημένος. Δε σας ήταν όμως καθόλου, όταν τον παρα­

τούσατε, παιδί ακόμα, στην κτηνωδία μιας αλκοολικής γιαγιάς>>.

<<Εγώ παράτησα το Γιοσία μου!>> φώναξε η κυρία Πέγκλερ πλέ­

κοντας τα χέρια της. «0 Θεός να σας συχωρέσει, κύριε, γι' αυτά

τα άσχημα λόγια σας και τις συκοφαντίες σας στη μνήμη της καη­

μένης της μητέρας μου, που πέθανε στην αγκαλιά μου πριν γεννη­

θεί ο Γιοσίας. Ελπίζω να μετανοήσετε, κύριε, κι εύχομαι να ζήσε­

τε για να προλάβετε να γίνετε καλύτερος>>.

Μιλούσε με τόση θέρμη κι ήταν τόσο αγανακτισμένη, που ο κύ­

ριος Γκραντγκράιντ, σκανταλισμένος από την υποψία που ξύπνη­

σε άξαφνα μέσα του , είπε με πιο ήρεμο τόνο: · «Αρνείστε, λοιπόν, κυρία, πως aφήσατε το γ ιο σας να μεγαλώ­

σει μέσα σ' ένα χαντάκι;»

<<0 Γιοσίας μέσα στο χαντάκι!» φώναξε η κυρία Πέγκλερ. «Όχι, κύριε ποτέ! Το αγαπημένο μου παιδί ξέρει και θα σας το

πει μονάχο του, πως κι αν οι γονιοί του ήταν φτωχοί, τον αγαπού­

σαν όσο μπορούν ν' αγαπήσουν κι οι πιο πλούσιοι γονιοί, κι ούτε

λογάριασαν ποτέ τους κόπους και βάσανα για να τον μάθουν να

γράφει και να λογαριάζει όμορφα, κι έχω ακόμα τα τετράδιά του

στο σπίτι να σας τα δείξω! Μάλιστα!» είπε η κυρία Πέγκλερ μ' αγανάκτηση και περηφάνια. <<Ο γιόκας μου ξέρει και θα σας το

πει μονάχος του, κύριε, πως όταν πέθανε ο αγαπημένος του πατέ-

Page 128: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

292 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΠΚΕΝΣ

ρας και τον άφησε οχτώ χρονών στην ορφάνια, η μητέρα του δού­

λεψε και βασανίστηκε, όπως ήταν καθήκον της, μα κι ευχαρίστηση

και περηφάνια της, για να τον βοηθήσει στη ζωή και να τον βάλει

σε μια τέχνη. Κι ήταν δουλευτάρικο παιδί κι είχε ένα καλό αφεντι­

κό που τον προστάτεψε κι άνοιξε σιγά σιγά δικές του δουλειές κι

έγινε τρανός και πλούσιος. Και μάθετε από μένα, κύριε -γιατί αυ­

τό δε θα σας το πει το καλό μου το παιδί- πως, μόλο που έχω ένα μικρό μαγαζάκι στο χωριό, δε με ξέχασε ποτέ και μου στέλνει

τριάντα λίρες το χρόνο -είναι περισσότερα απ' όσα χρειάζομαι

και βάζω και στην μπάντα- με τη συμφωνία μόνο να μένω στο χω­

ριό, να μην περηφανεύομαι στον κόσμο πως είμαι μητέρα του και

να μην τον ενοχλώ. Κι έτσι έκανα. Ερχόμουνα όμως μια φορά το

χρόνο να τον δω από μακριά, χωρίς να με παίρνει κανένας είδηση.

Κι είναι πολύ σωστό» είπε με στοργικό ύφος η καημένη η γριά κυ­

ρία Πέγκλερ, θέλοντας να δικαιολογήσει το γιο της, «να μένω στο

χωριό, γιατί, αν ήμουν εδώ, σίγουρα δε θα φερνόμουν καθώς πρέ­

πει. Τώρα όμως είμαι ευχαριστημένη και μπορώ να κρατάω μυστι­

κή την περηφάνια μου για το Γιοσία μου και να τον αγαπώ μόνο

για χάρη της αγάπης . Πρέπει να ντρέπεστε, κύριε» συνέχισε η κυ­

ρία Πέγκλερ, «γι' αυτές τις συκοφαντίες και τις υποψίες σας. Εί­

ναι η πρώτη φορά που μπαίνω εδώ μέσα, κι ούτε θα ερχόμουν πο­

τέ, όσο δεν το 'θελε ο γιος μου. Και δε θα 'μουν εδώ τώρα, αν δε με

κουβαλούσαν με το στανιό. Ντροπή σας, ναι ντροπή σας, να με κα­

τηγοράτε πως είμαι κακή μητέρα, τη στιγμή που είναι ο γιος μου

μπροστά να σας πει την αλήθεια!»

Από τους θεατές, που άλλοι στέκονταν όρθιοι στο πάτωμα κι

άλλοι ήταν ανεβασμένοι στις καρέκλες, ακούστηκε ένα ψιθύρισμα

συμπάθειας για την κυρία Πέγκλερ, κι ο κύριος Γκραντγκράιντ

κατάλαβε πως, χωρίς να θέλει, βρέθηκε σε μια πολύ άσχημη θέση,

όταν ο κύριος Μπαουντερμπάη, που δεν είχε καθόλου διακόψει

τις βόλτες του, φουσκώνοντας ολοένα και περισσότερο, σταμάτη­

σε απότομα.

<<Δεν ξέρω» είπε ο κύριος Μπαουντερμπάη, ~~γιατί ακριβώς θέ­

λησαν όλοι αυτοί οι κύριοι να με τιμήσουν με την παρουσία τους, κι ούτε ενδιαφέρομαι να μάθω. Ωστόσο, ελπίζω πως μόλις ικανοποι­

ήσουν την περιέργειά τους, θα 'χουν την καλοσύνη να φύγουν, ή

μάλλον είτε ικανοποιήθηκε η περιέργειά τους, είτε όχι, θα μου κά-

Page 129: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 293

νουν τη χάρη να φύγουν . Δεν το 'χω σκοπό να κάνω διάλεξη για τις

οικογενειακές μου υποθέσεις. Δεν έχω αναλάβει καμιά τέτοια

υποχρέωση. Όσοι λοιπόν περιμένουν εξηγήσεις πάνω σ' αυτό το

ζήτημα, θα απογοητευθούν -και ιδιαίτερα ο Τομ Γκραντγκράιντ,

που βιάστηκε τόσο πολύ να μπει στη μέση. Όσο για την κλοπή της

Τράπεζας, έχει γίνει κάποια παρεξήγηση σχετικά με τη μητέρα

μου. Αν έλειπε ο υπερβολικός ζήλος, δε θα γινόταν αυτή η παρεξή­

γηση, κι εγώ απεχθάνομαι τον υπερβολικό ζήλο . Καληνύχτα σας!»

Μόλο που πήρε έτσι το πράγμα ο κύριος Μπαουντερμπάη, και

κρατούσε την πόρτα ανοιχτή για να βγει έξω ο κόσμος, μια έκφρα­

ση ντροπής ήταν ζωγραφισμένη στο αλαζονικό του πρόσωπο, και

φαινόταν εξαιρετικά βαρύθυμος και τρομερά aξιολύπητος. Κα­

θώς αποκαλύφθηκε πως δεν ήταν παρά ένας ψευτοπαλικαράς της

ταπεινοφροσύνης, που έχτιζε την αέρινη φήμη του πάνω στα ψέ­

ματα, και πως με την αλαζονεία του δεν είχε λιγότερο απομακρύ­

νει από τον εαυτό του την τίμια αλήθεια, παρ' όσο αν είχε την τα­

πεινή μικρότητα (που δεν υπάρχει ταπεινότερη) να καυχιέται πως

κρατάει από αριστοκρατικό σόι, ο κύριος Μπαουντερμπάη πα­

ρουσίαζε μια πολύ γελοία εικόνα. Έτσι που κρατούσε την πόρτα

ανοιχτή κι έβγαιναν έξω οι επισκέπτες -που, όπως πολύ καλά ήξε­

ρε, δε θ' aργούσαν να διαδώσουν σ' όλη την πόλη όσα είδαν κι

άκουσαν, για να τα πάρουν στα φτερά τους οι τέσσερις άνεμοι- κι

αν ακόμα του 'χ αν κόψει τ' αυτιά, δε θα φαινόταν τόσο άθλιος και

ξεπεσμένος ψευτοπαλικαράς. Ακόμα κι η άτυχη εκείνη γυναίκα, η

κυρία Σπάρσιτ, που έπεσε από το μεσουράνημα του θριάμβου στο

βάραθρο της απελπισίας, δεν ήταν σε τόσο άθλια κατάσταση, όσο

ο αξιόλογος αυτός άνθρωπος, ο aυτοδημιούργητος αγύρτης, ο Ιο­

σίας Μπαουντερμπάη του Κοκτάουν.

Η Ραχήλ και η Σίση, αφήνοντας την κυρία Πέγκλερ να κοιμηθεί

για κείνη τη νύχτα στο σπίτι του γιου της, πήγανε μαζί ώς την εξώ­

πορτα του Πέτρινου Σπιτιού, όπου και χώρισαν. Δεν είχαν ακόμα

προχωρήσει πολύ, όταν τις πρόλαβε ο κύριος Γκραντγκράιντ και

τους μίλησε με πολλ1Ί συμπάθεια για τον Στέφανο Μπλάκπουλ. Εί­χε τη γνώμη ότι, όπως είχαν καταπέσει πανηγυρικά ot υποψίες για την κυρία Πέγκλερ, έτσι δε θ ' αργούσε να φανεί κι η αθωότητα

του Στέφανου.

Όσο κράτησε αυτή η σκηνή, το κουτάβι, όπως έκανε πάντα τον

Page 130: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

294 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

τελευταίο καιρό, δεν ξεκολλούσε από το πλάι του κυρίου Μπαου­

ντερμπάη. Φαινόταν να πιστεύει πως, όσο ο Μπαουντερμπάη δεν

μπορούσε ν ' ανακαλύψει τίποτα για την κλοπή χωρίς να το ξέρει

και κείνος, δεν είχε να φοβηθεί τίποτα. Στην αδερφή του δεν πή­

γαινε ποτέ, και δεν την είχε δει παρά μόνο μια φορά από τότε που

γύρισε στο πατρικό σπίτι · δηλαδή εκείνη τη νύχτα που, όπως είπα­

με, εξακολουθούσε ακόμα να παρακολουθεί σαν σκιά τον κ·.:iριο

Μπαουντερμπάη.

Το μυαλό της Λουίζας βασανιζόταν από έναν σκοτεινό κι αόρι­

στο φόβο, που δεν τον έλεγε ποτέ, και που τύλιγε μ' ένα φριχτό μυ­

στήριο τον aχάριστο αυτό και διεστραμμένο νέο . Η ίδια σκοτεινή

σκέψη πέρασε εκείνη την ημέρα κι από το μυαλό της Σίσης, με το

ίδιο ακαθόριστο σχήμα, όταν η Ραχήλ της είπε πως κάποιος, που

θα στενοχωριόταν πολύ αν γύριζε ο Στέφανος, φρόντισε να τον

βγάλει από τη μέση . Η Λουίζα δεν είχε πει ποτέ σε κανέναν πως

υποψιαζόταν τον αδερφό της για την κλοπή. Με τη Σ ίση δεν είχαν

ποτέ κάνει λόγο γι' αυτό το ζήτημα, έξω από κείνο το βλέμμα που

'χ αν ανταλλάξει, όταν ο πατέρας της ακουμπούσε aνίδεος το γκρί­ζο κεφάλι του πάνω στο χέρι του. Κατάλαβε όμως η μια τη σκέψη

της άλλης κι αυτό το 'ξεραν καλά κι οι δυο τους . Ο καινούριος αυ­

τός φόβος ήταν τόσο φριχτός, που πλανιόταν πάνω απ' τα κεφάλια

τους σαν τη σκιά ενός φαντάσματος. Καμιά τους δεν τολμούσε να

σκεφτεί πως η σκιά αυτή βρισκόταν κοντά της και πολύ λιγότερο

πως βρισκόταν κοντά στη φίλη της.

Ωστόσο το βιασμένο θάρρος που είχε συγκεντρώσει το κουτά­

βι, μεγάλωνε μέσα του. Αν ο Στέφανος Μπλάκπουλ δεν είναι ο

κλέφτης, ας παρουσιαστεί. Γιατί λοιπόν δεν παρουσιάζεται;

Ακόμα μια νύχτα! Μια μέρα ακόμα και μια νύχτα. Και δε φάνη­

κε ο Στέφανος Μπλάκπουλ. Πού ήταν και γιατί δεν ερχόταν;

Page 131: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ6

ΑΣΤΡΟΥ ΦΕΓΓΟΒΟΛΗΜΑ

τ ΗΝ ΕΠΌΜΕΝΗ Κυριακή η Σίση και η Ραχήλ συναντή­

θηκαν τα χαράματα για να κάνουν τον περίπατό τους

στην εξοχή. Ήταν μια όμορφη χινοπωριάτικη μέρα, δρο­

σερή κι ολόφωτη.

Καθώς το Κοκτάουν πασπάλιζε με στάχτες όχι μονάχα τον εαυ­

τό του , μα κι όλα τα περίχωρα -σαν τους θεοσεβούμενους εκεί­

νους ανθρώπους που, για να εξιλεώσουν τα δικά τους ανομήματα,

αναγκάζουν τους άλλους να φορέσουν τον τρίχινο σάκο- όλοι

όσοι λαχταρούσαν ν' αναπνεύσουν λίγον καθαρό αέρα, πράγμα

που δεν είναι βέβαια η πιο aξιοκατάκριτη ματαιότητα της ζωής,

συνήθιζαν να πηγαίνουν με το σιδηρόδρομο λίγα μίλια πιο έξω

και ν' αρχίζουν από κει τον περίπατό τους, στους εξοχικούς δρό­

μους και στα χωράφια. Το ίδιο έκαναν η Σίση και η Ραχήλ για να

ξεφύγουν από τους καπνούς του Κοκτάουν. Κατέβηκαν σ' έναν

σταθμό, στα μισά του δρόμου από την πόλη ώς το εξοχικό σπίτι του κυρίου Μπαουντερμπάη.

Μόλο που το πράσινο τοπίο το λέκιαζαν εδώ κι εκεί σωροί από

κάρβουνα, η πρασινάδα ήταν άφθονη. Πολλά δέντρα ήταν ολόγυ­

ρα, οι κορυδαλλοί τραγουδούσαν (μόλο που ήταν Κυριακή) , ο αέ­

ρας μοσχοβολούσε, κι όλα αυτά κάτω απ' το θόλο ενός καταγάλα­

νου κι ολόφωτου ουρανού. Το Κοκτάουν φαινόταν μέσα στην

απόσταση σαν μια μαύρη ομCχλη, από την άλλη μεριά άρχιζαν να

διαγράφονται ο~ καμπύλΕς: των λόιpων, και πιο π~ρα, στο βά9ος του ορίζοντα, γινόταν μια ανάλαψeη αλλαγή στο φως, που έλαμπΕ

πάνω απ' την απόμακρη θάλασσα. Κάτω από τα πόδια τους ήταν

ολόδροση η χλόη που την ξόμπλιαζαν εδώ κι εκεί τα κλαριά των

Page 132: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

296 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

δέντρων, με τους όμορφους και παιχνιδιάρικους ίσκιους τους οι

φράχτες ήταν καταπράσινοι · όλα ΊΊταν γαλήνια. Οι ατμομηχανές

στα στόμια των ορυχείων και τα γέρικα κοκαλιάρικα άλογα, που

είχαν χαράξει στο χώμα τον κύκλο του καθημερινού μόχθου τους,

ήταν το ίδιο ακίνητα κι ήρεμα. Οι τροχοί είχαν σταματήσει για λί­

γο να γυρίζουν κι ο μεγάλος τροχός της γης περιστρεφόταν τώρα

στον άξονά του χωρίς θόρυβο και τινάγματα.

Περπατούσαν μέσα στα χωράφια και στα σκιερά δρομάκια,

περνώντας πότε πότε πάνω από παλιούς ξύλινους φράχτες τόσο

σάπιους, που μόλις τους άγγιζαν τα πόδια τους, έπεφταν σε κομμά­

τια, κι άλλοτε πάλι κοντά από γκρεμισμένα τούβλα και δοκάρια,

πνιγμένα στ' αγριόχορτα, που σημάδευ'αν τη θέση κάποιου παρα­

τημένου ορυχείου. Προτιμούσαν πάντα τα δρομάκια και μονοπά­

τια, όσο και να 'ταν μακριά, κι aπόφευγαν τα μέρη όπου φύτρωναν

πυκνά και ψηλά χορτάρια, αγκάθια, βάτα κι άλλα αγριόχορτα, για­

τί είχαν ακούσει σε κείνα τα μέρη πολλές πένθιμες ιστορίες για πα­

λιά πηγάδια ορυχείων, κρυμμένα κάτω από τέτοια σημάδια.

Ο 1Ίλιος ήταν ψηλά όταν κάθισαν να ξεκουραστούν. Για ώρα

πολλή δεν είχαν δει άνθρωπο, κοντά 11 μακριά, κι η μοναξιά ήταν αδιατάραχτη. «Είναι τόσο ερημικό αυτό το μέρος, Ραχήλ, και τόσο

απάτητο, που μου φαίνεται πως δεν πέρασε άλλος άνθρωπος από

δω όλο το καλοκαίρι».

Καθώς μιλούσε η Σίση , πρόσεξε ένα άλλο κομμάτι από παλιό,

σάπιο ξύλινο φράχτη πάνω στο χώμα, Σηκώθηκε να το κοιτάξει.

«Σα να μου φαίνεται πως δεν είναι πολύς καιρός που έχει σπάσει.

Δείχνει καινούριο το σπάσιμό του . Βλέπω και πατημασιές ... Ω, Ραχήλ!»

Έτρεξε κι αγκάλιασε το λαιμό της. Η Ραχ1Ίλ είχε κιόλας σηκω-

θεί μ' ένα πήδημα.

«Τι είναι;»

«Δεν ξέρω. Ένα καπέλο πάνω στο γρασίδι» .

Προχώρησαν μαζί. Η Ραχήλ το σήκωσε, τρέμοντας σύγκορμη.

Ξέσπασε σε θρΊ1νους και δάκρυα: τ' όνομα Στέφανος Μπλάκπουλ ήταν γραμμένο στη φόδρα με το ίδιο του το χέρι.

«Ω, το δυστυχισμένο, το δυστυχισμένο! Τον σκότωσαν! Κάπου

εδώ θα 'ναι το πτώμα του!»

«Είναι .. . είναι ματωμένο το καπέλο» τραύλισε η .Σ ίση.

Page 133: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 297

Φοβόντουσαν να κοιτάξουν· μα στο τέλος είδαν πως δεν είχε

κανένα σημάδι β ίας, από μέσα ή απ' έξω. Βρισκόταν εκεί κάμπο­

σες μέρες, γιατί το 'χ αν λεκιάσε ι η πάχνη και η βροχή , και είχε χα­

ραχτεί το aποτύπωμά του πάνω στη χλόη . Κοίταξαν γύρω τους γε­

μάτες τρόμο, χωρίς να σαλέψουν από τη θέση τους, μα δεν μπόρε­

σαν να δουν τίποτ' άλλο. «Ραχήλ» ψιθύρισε η Σ ίση, <<θα προχωρή­

σω λίγο μόνη μου».

Είχε αφήσει το χέρι της, κι ήταν έτοιμη να προχωρήσει, όταν η

Ραχήλ την άρπαξε άξαφνα με τα δυο της χέρια, αφήνοντας μια

κραυγή που aντιλάλησε σ' όλο το απέραντο εκείνο τοπίο. Μπρο­

στά τους, κάτω από τα πόδια τους, ήταν το χείλος ενός βάραθρου

που το 'κρυβαν τα πυκνά χορτάρια . Πισωγύρισαν κι έπεσαν στα

γόνατα, κρύβοντας η καθεμιά το πρόσωπό της στο λαιμό της άλλης.

«Ω Θεέ μου! Είναι εκεί μέσα! Εκεί μέσα!»

Στην αρχή τα λόγια αυτά και τα φοβερά ξεφωνητά της ήταν η

μόνη απάντηση που μπόρεσε να πάρει από τη Ραχήλ η Σίση, παρ'

όλες τις προσπάθειες, τα δάκρυα και τις παρακλήσεις της. Ήταν

αδύνατο να την ησυχάσει. Κι έπρεπε οπωσδήποτε να την κρατάει

γερά, γιατί θα ριχνόταν μέσα στο βάραθρο.

«Ραχ1Ίλ, καλή μου Ραχήλ! Για τ' όνομα του Θεού, μη φωνάζεις έτσι ! Σκέψου το Στέφανο, σκέψου το Στέφανο, σκέψου το Στέφανο!»

Με τη θερμ1Ί επανάληψη αυτής της ικεσίας, μέσα σ' όλη την αγω­

νία της στιγμής, η Σ ίση κατάφερε επιτέλους να την κάνει να σωπά­

σει και να την κοιτάξει μ' ένα αδάκρυτο, πετρωμένο πρόσωπο.

«Ραχήλ, ο Στέφανος μπορεί να 'ναι ακόμα ζωντανός. Δε θα τον

άφηνες βέβαια ούτε μια στιγμή πληγωμένο μέσα σ' αυτό το φοβε­

ρό βάραθρο, αν μπορούσες να τον βοηθήσεις!»

«Όχι, όχι, όχι !»

«Αν τον αγαπάς, μην κουνηθείς καθόλου από τη θέση σου .

Άφησέ με να πάω ν' ακούσω».

Ένιωσε ένα Qίγος, καθώς ζύγωνr στο βάραθρο· μα προχώρησε

σερνάμενη με τα χέρια και τα γόνατα ώς την άκρη του και φώναξε

τnν Στέφανο όσο μπορούσc πιο δυνατά. ΑφουΎιtράσιι ικc, μu δι::ν

πήρε καμιάν απάντηση . Ξαναφώναξε κι αφουγκράστηκε πάλι. Τί­

ποτα. Ξαναφώναξε είκοσι, τριάντα φορές. Πήρε ένα σβόλο χώμα

από το σωρό όπου είχε σκοντάψει και τον έριξε μέσα στο βάρα­

θρο . Δεν μπόρεσε ν' ακούσε ι το πέσιμό του.

Page 134: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

298 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΊΊΚΕΝΣ

Το απέραντο τοπίο, που μόλις λίγα λεπτά πριν ήταν τόσο ωραίο

μέσα στη γαλήνη του, γέμισε σχεδόν μ' απελπισία τη γενναία καρ­

διά της, καθώς σηκώθηκε και κοίταξε γύρω της, χωρίς να βλέπει

καμιά βοήθεια. «Ραχήλ, δεν πρέπει να χάσουμε ούτε στιγμή! Πρέ­

πει να ζητήσουμε βοήθεια. Εσύ θα πας από το δρόμο που ήρθαμε

κι εγώ θα τραβήξω ίσια το μονοπάτι. Όποιον κι αν συναντήσεις, να του πεις τι έγινε. Σκέψου το Στέφανο, σκέψου το Στέφανο!»

Από την έκφραση του προσώπου της Ραχήλ είδε ότι τώρα μπορού­

σε να στηριχτεί σ' αυτήν. Κι αφού στάθηκε για μια στιγμή και την κοι­

τούσε που έτρεχε συστρέφοντας μ' αγωνία τα χέρια της, γύρισε και

τράβηξε το δικό της δρόμο . Σταμάτησε κι έδεσε στο φράχτη το σάλι

της, σημάδι για να μη χάσει το μέρος, πέταξε πέρα το καπέλο της κι

άρχισε να τρέχει με όση γρηγοράδα δεν είχε τρέξει ποτέ στη ζωή της.

Τρέχα, Σίση, τρέχα, για τ' όνομα του Θεού! Μη σταματάς ούτε

για να πάρεις ανάσα. Τρέχα, τρέχα! Δίνοντας θάρρος στον εαυτό

της με τις βουβές αυτές ικεσίες, έτρεχε από χωράφι σε χωράφι,

από στρατί σε στρατί, από τόπο σε τόπο, με όση γρηγοράδα δεν εί­

χε τρέξει ποτέ στη ζωή της, ώσπου έφτασε σ' ένα υπόστεγο, πλάι

στις μηχανικές εγκαταστάσεις ενός ορυχείου, όπου δυο εργάτες

κοιμόντουσαν στον ίσκιο, ξαπλωμένοι πάνω στ' άχυρα.

Καθώς ήταν ξέφρενη και λαχανιασμένη από το τρέξιμο, της ήταν

δύσκολο να τους ξυπνήσει και να τους διηγηθεί τα καθέκαστα. Μό­

λις όμως κατάλαβαν τι τους ήθελε, τινάχτηκαν επάνω πρόθυμοι όσο

κι η Σίση να βοηθήσουν. Ο ένας κοιμόταν βαθιά ύστερα από μεθύ­

σι, μόλις όμως ο σύντροφός του τού φώναξε πως κάποιος έπεσε στο

Παλιό Πηγάδι του Διαβόλου, έτρεξε σ' έναν λάκκο με βρώμικο νε­

ρό, έχωσε μέσα το κεφάλι του και γύρισε πίσω ξεμέθυστος.

Τρέχοντας με τους δυο αυτούς ανθρώπους, η Σίση συνάντησε

μισό μίλι μακρύτερα έναν άλλον . Έτρεξε μ' αυτόν και βρήκε πιο

πέρα κάποιον άλλον, ενώ οι δυο πρώτοι έτρεχαν αλλού. Ύστερα

βρέθηκε ένα άλογο. Παρακάλεσε κάποιον να πάει καβάλα, όσο

πιο γρήγορα μπορούσε, στο σιδηροδρομικό σταθμό και να στείλει

στη Λουίζα ένα σημείωμα που έγραψε και του 'δωσε. Στο μεταξύ είχε αναστατωθεί ένα ολόκληρο χωριό. Μαγκάνια, σκοινιά, πάσ­

σαλοι, κεριά, φανάρια κι άλλα χρήσιμα πράγματα είχαν συγκε­

ντρωθεί για να μεταφερθούν στο Παλιό Πηγάδι του Διαβόλου.

Της φαινόταν πως είχαν περάσει aτέλειωτες ώρες από τη στιγμή

Page 135: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 299

που άφησε τον Στέφανο, θαμμένο ζωνtανό μέσα σ' εκείνο τον τάφο.

Δε βαστούσε πια να μένει μακριά του -ήταν σαν να τον άφηνε στην τύχη του- και βιάστηκε να γυρίσει. Ήταν μαζί της έξι εργάτες κι ανά­

μεσά τους ο μεθυσμένος που ξεμέθυσε μόλις έμαθε τα νέα, και που

ήταν ο πιο πρόθυμος απ' όλους. Όταν έφτασαν στο Παλιό Πηγάδι

του Διαβόλου, το βρήκαν έρημο όπως το 'χε αφήσει αυτή. Οι εργάτες

φώναζαν κι aφουγκράζονταν, όπως είχε κάνει κι εκείνη, κι εξέτασαν

τα χείλη του βάραθρου. Κατάλαβαν πώς έγινε το δυστύχημα, και κά­

θισαν και περίμεναν ώσπου να 'ρθουν τα απαραίτητα εργαλεία.

Κάθε βούισμα εντόμου στον αέρα, κάθε θρόισμα φύλλου, κάθε

ψιθύρισμα των ανθρώπων που ψαν κοντά της, έκανε τη Σίση να

τρέμει, γιατί νόμιζε πως ήταν φωνή από τα βάθη του πηγαδιού.

Μα ο αέρας φυσούσε νωχελικά πάνω απ' το βάραθρο και κανένας

ήχος δεν έφτανε στην επιφάνεια. Καθισμένοι στα χορτάρια περί­

μεναν, περίμεναν. Σε λίγο άρχισαν να μαζεύονται περαστικοί που

έμαθαν το δυστύχημα, ύστερα άρχισαν να φτάνουν και τα απαραί­

τητα εργαλεία. Στο μεταξύ γύρισε κι η Ραχήλ, κι ανάμεσα σε κεί­

νους που την ακολουθούσαν ήταν κι ένας γιατρός, που κρατούσε

λίγο κρασί και φάρμακα. Μα πολύ λίγες ελπίδες είχε όλος αυτός ο

κόσμος πως ο άνθρωΠος θα 'ταν ακόμα ζωντανός στο βάραθρο.

Επειδή είχαν μαζευτεί πολλοί κι εμπόδιζαν τη δουλειά, ο εργά­

της που 'χε ξεμεθύσει, μπαίνοντας μόνος του ή με τη γενική συ­

γκατάθεση επικεφαλής του συνεργείου, χάραξε έναν μεγάλο κύ­

κλο γύρω στο πηγάδι κι έβαλε φρουρούς να το φυλάνε. Εκτός από

τους εθελοντές που έγιναν δεκτοί στο συνεργείο, δεν άφησαν μέ­

σα στον κύκλο παρά μονάχα τη Σίση και τη Ραχήλ. Αργότερα

όμως, όταν, χάρη στο σημείωμα της Σίση, έφτασαν από το Κοκτά­

ουν ο κύριος Γκραντγκράιντ, η Λουίζα, ο κύριος Μπαουντερμπάη

και το κουτάβι, μπήκαν κι αυτοί μέσα στον κύκλο.

Ο ήλιος ήταν τέσσερις ώρες χαμηλότερα από τη στιγμή που η Σ ίση

και η Ραχήλ κάθισαν για πρώτη φορά στα χορτάρια, όταν επιτέλους

κατάφεραν να φτιάξουν με σκοινιά και με πασσάλους ένα μηχάνημα

για να κατεβούν χωρίς κίνδυνο δυο ανθρακωρύχοι μέσα στο πηγάδι.

Το στήσιμο αυτού του μηχανήματος, μόλο που ήταν απλό, παρουσία­

σε πολλές δυσκολίες. Τους έλειπαν αρκετά απαραίτητα υλικά κι ερ­

γαλεία κι αναγκάστηκαν να στείλουν ανθρώπους στο χωριό για να τα φέρουν. Ήταν πέντε η ώρα το απόγευμα της ολόφωτης εκείνης

Page 136: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

300 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΠΚΕΝΣ

φθινοπωριάτικης Κυριακής, όταν κατέβασαν ένα αναμμένο κερί στο

πηγάδι για να δοκιμάσουν τον αέρα. Τρεις τέσσερις ανθρακωρύχοι

σκύβανε τα τραχιά τους πρόσωπα, κοντά κοντά ο ένας στον άλλον,

πάνω απ' το χείλος του βάραθρου, και το παρακολουθούσαν με προ­

σοχή να κατεβαίνει δεμένο στην άκρη του σκοινιού, που το ξετύλι­

γαν οι εργάτες του μαγκανιού σύμφωνα με τις δικές τους οδηγίες. Σε

λίγο ανέβασαν πάλι επάνω το κερί, που άναβε ακόμα με μια μικρή

φλογίτσα, κι έριξαν λίγο νερό μέσα στο πηγάδι. Ύστερα κρέμασαν

από το σκοινί έναν μεγάλο κάδο. Ο εργάτης που 'χε ξεμεθύσει, μαζί

μ' έναν άλλον, μπήκαν μέσα, κρατώντας μαζί τους φανάρια, κι έδω­

καν το σύνθημα ν' αρχίσει το κατέβασμα. «Μάινα!»

Όσην ώρα κατέβαινε το σκοινί, σφιχτό και τεντωμένο, και τριζο­

βολούσε το μαγκάνι, είχε κοπεί η ανάσα όλου εκείνου του πλήθους

των ανθρώπων -ήταν κάπου διακόσιοι άντρες και γυναίκες- που

παρακολουθούσαν με την ψυχή στο στόμα. Το σύνθημα δόθηκε από

κάτω και το μαγκάνι σταμάτησε με άφθονο aξετύλιχτο σκοινί. Η

ώρα που οι εργάτες στέκονταν αργοί πλάι στο μαγκάνι φάνηκε τόσο

ατέλειωτη , που πολλές γυναίκες άρχισαν να ξεφωνίζουνε πως έγινε

κι άλλο δυστύχημα! Μα ο γιατρός, που κρατούσε το ρολόι, είπε πως

δεν είχαν περάσει ούτε πέντε λεπτά και τους σύστησε αυστηρά να

σωπάσουν. Δεν είχε καλά καλά τελειώσει, όταν το μαγκάνι άρχισε

πάλι να γυρίζει, από την άλλη μεριά -ι;ώρα. Πολλοί, που 'χ αν πείρα σ'

αυτά, πρόσεξαν πως το βάρος που τραβούσε ήταν μικρότερο, και

κατάλαβαν πως μονάχα ο ένας ανθρακωρύχος ερχόταν επάνω.

Το σκοινί ανέβαινε, σφιχτό και τεντωμένο, τυλιγόταν κουλού­

ρες κουλούρες γύρω στον κύλινδρο του μαγκανιού, κι όλα τα μά­

τια ήταν καρφωμένα στο άνοιγμα του πηγαδιού. Σε λίγο φάνηκε ο

εργάτης που 'χε ξεμεθύσει και πήδησε ζωηρά πάνω στο χορτάρι. Μια κραυγή βγήκε απ' όλα τα στόματα: «Ζωντανός ή πεθαμένος;»

κι ύστερα έγινε βαθιά σιωπή.

Όταν ο εργάτης είπε: «Ζωντανός!» ακούστηκε ένας χαρούμε ­νος αλαλαγμός ~ιαι πολλά μάτια γέμισαν δάκρυα.

«Μα είναι σε κακά χάλιω> πρόσθεσε, μόλις έγινε σιωπή και

μπορούσαν να τον ακούσουν. «Πού είναι ο γιατρός. Είναι τέτοια

τα χάλια του, κύριε, που δεν ξέρουμε πώς να τον σηκώσουμε».

Άρχισαν να συζητούν πάνω σ' αυτό, κοιτάζοντας μ' ανησυχία το

γιατρό, που κουνούσε το κεφάλι του, καθώς άκουγε τις απαντή~

Page 137: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 301

σεις που του 'δινε ο εργάτης σ' ορισμένες ερωτήσεις του. Ο ήλιος

ΠΊΊγαινε να βασιλέψει και το κόκκινο φως του δειλινού φώτιζε όλα

τα πρόσωπα, δείχνοντας καθαρά τη βαθιά τους αγωνία.

Η συζήτηση τελείωσε, καθώς οι εργάτες του μαγκανιού γύρι­

σαν στη θέση τους, κι ο ανθρακωρύχος κατέβηκε πάλι στο πηγάδι,

κρατώντας μαζί του το κρασί κι άλλα μικροπράγματα. Ύστερα

ανέβηκε επάνω ο σύντροφός του. Στο μεταξύ μερικοί άντρες έφε­

ραν, με τις οδηγίες του γιατρού, μια καλαμωτή , κι άλλοι έφτιαξαν

πάνω σ' αυτήν ένα παχύ στρώμα από ρούχα σκεπασμένα με άχυ­

ρα. Ο ίδιος ο γιατρός ετοίμασε μερικούς επιδέσμους και μασχαλι­

στΊΊρες από σάρπες και μαντίλια. Μόλις ετοιμάστηκαν όλα αυτά,

τα κρέμασε στο μπράτσο του ανθρακωρύχου που θα κατέβαινε

τώρα στο πηγάδι και του 'δωσε οδηγίες πώς να τα χρησιμοποιήσει.

Όπως στεκόταν εκεί, και φωτιζόταν από το φανάρι που κρατούσε

ο ίδιος, κοιτάζοντας πότε στο βάθος του πηγαδιού και πότε το πλή­

θος του κόσμου ολόγυρα, δεν ήταν η πιο ασήμαντη μορφή της σκη ­

νής . Είχε πια σκοτεινιάσει και χρειάστηκε ν' ανάψουν πυρσούς.

Από τα λίγα που είπε ο εργάτης αυτός στους ανθρώπους γύρω

του -και δεν άργησαν κι αυτοί να τα μεταδώσουν στους άλλους­

φάνηκε πως ο Στέφανος είχε πέσει σ' ένα σωρό από θρυμματισμέ­

να χαλάσματα, που είχαν μισογεμίσει το πηγάδι, και πως το πέσι­

μό του συγκρατήθηκε από ένα σωρό χώμα που βρέθηκε πλάι του.

Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα, με διπλωμένο κάτω από τη ράχη

του το ένα του μπράτσο, και, απ' όσο θυμόταν, δεν είχε σαλέψει

σχεδόν καθόλου από τότε που έπεσε παρά μονάχα για να βάλει το

χέρι του σε μια πλα"ίνή τσέπη, όπου ήξερε πως είχε λίγο ψωμί και

κρέας (κατάφερε κιόλας να φάει μερικά ψίχουλα) και για να

παίρνει πότε πότε λίγο νερό με τη φούχτα του . Μόλις έλαβε το

γράμμα, έφυγε αμέσως από τη δουλειά του, κάνοντας όλον αυτό

το δρόμο με τα πόδια, και τραβούσε μέσα στη νύχτα για το εξοχικό

σπίτι του κυρίου Μπαουντερμπάη, όταν έπεσε στο πηγάδι. Πέρα­

σε από την επικίνδυνη αυηΊ περιοχή, μια τόσο cπικίνδυνη ώρα,

yιατί ήταν αGώος από το έγκλημα που τον κατηγορούσαν και. f\ι.π­

ζόταν να 'ρθει από τον πιο σύντομο δρόμο για να παραδοθεί στη δικαιοσύνη. Το Παλιό Πηγάδι του Διαβόλου, είπε ο ανθρακωρύ­χος συνοδεύοντάς το με μια κατάρα, δικαίωσε πάλι πέρα για πέρα

τ' όνομά του. Γιατί, αν και μπορούσε ακόμα ο Στέφανος να μιλάει,

Page 138: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

302 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

η γνώμη του ήταν ότι δε θ' αργούσε να φανεί πως το πηγάδι του 'χε

στραγγίξει ολότελα τη ζωή του.

Όταν όλα ήταν έτοιμα, ο ανθρακωρύχος αυτός, παίρνοντας

ακόμα τις τελευταίες βιαστικές οδηγίες που του 'διναν οι σύντρο­

φοί του κι ο γιατρός, ενώ το μαγκάνι άρχισε να τον κατεβάζει,

εξαφανίστηκε μέσα στο πηγάδι. Το σκοινί ξετυλίχτηκε όπως και

πριν, το σύνθημα δόθηκε όπως και πριν, και το μαγκάνι σταμάτη ­

σε. Τούτη τη φορά όμως οι εργάτες δεν άφησαν το χερούλι του μα­

γκανιού. Το κρατούσαν γερά και περίμεναν, σκυμμένοι πάνω από

το πηγάδι, ν ' ανεβάσουν επάνω τον κάδο. Επιτέλους δόθηκε το

σύνθημα, κι όλος ο κύκλος των ανθρώπων έγειρε μπροστά.

Γιατί το σκοινί ανέβαινε τώρα όσο παίρνει πιο τεντωμένο και

σκληρό, οι εργάτες γύριζαν με κόπο το χερούλι και το μαγκάνι βο­

γκούσε . Ο κόσμος δεν είχε το θάρρος να κοιτάξει το σκοινί, από

φόβο μη σπάσει. Μα αυτό τυλιγόταν σταθερά, κουλούρες κουλού­

ρες, γύρω στον κύλινδρο του μαγκανιού, και σε λίγο φάνηκαν οι

αλυσίδες που κρατούσαν τον κάδο, ύστερα ο ίδιος ο κάδος με τους

δυο εργάτες -ήταν ένα θέαμα που έφερνε ίλιγγο κι έσφιγγε την

καρδιά- που κρατούσαν στοργικά ανάμεσά τους ένα δυστυχισμέ­

νο πλάσμα, μ' ολοφάσκιωτο το κατατσακισμένο κορμί του.

Ένα χαμηλόφωνο ψιθύρισμα συμπόνιας ακούστηκε απ' όλο το

πλήθος, κι οι γυναίκες άρχισαν να κλαίνε δυνατά, όταν οι ανθρα­

κωρύχοι σήκωσαν με προσοχή από το σιδερένιο κάδο το ανθρώπι­

νο αυτό πλάσμα, που ήταν σχεδόν ολότελα παραμορφωμένο, και

το aπόθεσαν στο aχυρένιο στρώμα. Στην αρχή μόνο ο γιατρός πή­

γε κοντά του. Έκανε ό,τι μπορούσε για να τακτοποιήσει το σώμα

πάνω στο φορείο, μα το καλύτερο που μπόρεσε να κάνει ήταν να

το σκεπάσει απαλά. Ύστερα φώναξε κοντά του τη Ραχήλ και τη

Σίση. Και την ώρα εκείνη είδαν ένα χλομό, aφανισμένο, καρτερι­

κό πρόσωπο να κοιτάζει τον ουρανό, με το σπασμένο δεξί χέρι

ακουμπισμένο γυμνό έξω από τα σκεπάσματα, σαν να περίμενε το

σφίξιμο ενός άλλου χεριού .

Του 'δωσαν να πιει, δρόσισαν με νερό το πρόσωπό του και του

'ριξαν στο στόμα μερικές σταγόνες τονωτικού με λίγο κρασί. Αν

και ήταν εντελώς ακίνητος, με το βλέμμα καρφωμένο στον ουρα­

νό, χαμογέλασε και είπε: «Ραχήλ!>>

Αυτή γονάτισε πλάι του στο χορτάρι και έσκυψε από πάνω του,

Page 139: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 303

ώσπου τα μάτια της βρέθηκαν ανάμεσα στα δικά του και στον ουρα­

νό, γιατί εκείνος δεν είχε καν τη δύναμη να γυρίσει να την κοιτάξει.

«Ραχήλ, αγαπημένη μου!»

Πήρε το χέρι του. Εκείνος χαμογέλασε πάλι και της είπε: «Μην

τ' aφήνεις>>.

«Πονάς πολύ, αγαπημένε μου Στέφανε;>>

«Πρώτα πονούσα πολύ, μα τώρα δεν πονάω πια. Ναι, πέρασα

φριχτούς κι aτέλειωτους πόνους, αγαπημένη μου -μα τώρα πια τέ­

λειωσαν. Τι μπέρδεμα, καλή μου Ραχήλ! Όλα είναι ένα μπέρδεμα,

απ' την αρχή ώς το τέλος!>>

Το φάντασμα της παλιάς του έκφρασης φάνηκε να περνάει από

το πρόσωπό του , καθώς έλεγε τα τελευταία αυτά λόγια.

«Έπεσα, αγαπημένη μου, στο πηγάδι αυτό, που, όπως λένε οι

γέροι, έχει φάει κόσμο και κοσμάκη -πατεράδες, παιδιά κι αδέρ­

φια που άφησαν τους αγαπημένους τους, χιλιάδες ψυχές, στη φτώ­

χεια και στην ορφάνια. Έπεσα στο πηγάδι αυτό, που με τη φαρμα­

κερή του ανάσα στάθηκε πιο φονικό κι από έναν πόλεμο. Αυτό το

διάβασα σε μιαν αναφορά που έκαναν οι ανθρακωρύχοι -και που μπορεί να τη διαβάσει ο καθένας- και διπλοπαρακαλούσαν, στ'

όνομα του Χριστού, τους νομοθέτες μας να μην αφήνουν να τους

σκοτώνει η ίδια η δουλειά τους, να τους σώσουν από τούτο το κα­

κό, και να λυπηθούν τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους, που τ'

αγαπάνε το ίδιο όπως αγαπάνε κι οι λόρδοι τα δικά τους. Όταν

δούλευε τούτο το aνθρακωρυχείο, σκότωνε τους ανθρώπους χω­

ρίς λόγο, και τώρα που το παράτησαν, σκοτώνει πάλι χωρίς λόγο.

Πρέπει, βλέπεις, έτσι κι αλλιώς, να πεθαίνουμε κάθε μέρα χωρίς

λόγο, σ' αυτόν το μπερδεμένο κόσμο» .

Μιλούσε με σιγαλή φωνή, χωρίς θυμό για κανέναν, σαν ένας

απλός μάρτυρας της αλήθειας.

«Δε θα 'χεις ξεχάσει τη μικρή σου την αδερφούλα. Και δε θα

την ξεχάσεις, βέβαια, τώρα που πηγαίνω κοντά της . Ξέρεις -φτω­

χούλα, καρτερική και πονεμένη μου Ραχήλ- πόσο κοπίασες γι' αυ­τψ. ΚαΟόταν ύλη τη μέρα στην καρεκλίτσα της, πλάι στο παράθυ­

ρο, και πέθανε νέα και παραμορφωμένη από τα φαρμακερά αέ­ρια, που μπορούσαν, αν ήθελαν, να τα εμποδ(σουν να ξεκληρίζουν

τον κόσμο, και. νη Q(χνουν στο πένθος τα δυστυχισμcνα eργατικά

σπίτια. Τι μπέρδεμα! Τι φοβερ6 μπέρδεμα!»

Page 140: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

304 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

Η Λουίζα πήγε κοντά του, μα καθώς ήταν ξαπλωμένος με το

πρόσωπο γυρισμένο προς τον έναστρο ουρανό, δεν μπορούσε να

τη δει.

«Αν όλα γύρω μας δεν ήταν τόσο μπερδεμένα, αγαπημένη μου,

δε θα χρειαζόταν να 'ρθω εδώ. Αν κι εμείς οι ίδιοι δεν ήμασταν

μπερδεμένοι μεταξύ μας, δε θα με παρεξηγούσαν έτσι οι σύντρο­

φοι κι οι συνάδερφοί μου. Αν ο κύριος Μπαουντερμπάη είχε κα­

ταλάβει ποιος είμαι -αν με είχε νιώσει λιγάκι- δε θα τα 'βαζε μαζί

μου. Δε θα με υποψιαζόταν. Μα κοίτα εκεί ψηλά, Ραχήλ! Κοίτα!»

Ακολουθώντας το βλέμμα του είδε πως κοιτούσε ένα άστρο.

«Μου 'στελνε τη λάμψη του» είπε μ' ευλάβεια, «τις ώρες του πό­

νου και της δυστυχίας μου στο βάθος του πηγαδιού. Έχυνε το φως

του μες στην ψυχή μου. Το κοιτούσα και συλλογιζόμουν εσένα, Ρα­

χήλ, ώσπου σχεδόν ξεκαθάρισε το μυαλό μου απ' αυτό το μπέρδε­

μα. Όπως οι άλλοι δεν μπόρεσαν να καταλάβουν εμένα, έτσι κι

εγώ δεν μπόρεσα να καταλάβω τους άλλους. Όταν πήρα το γράμ­

μα σου, πίστεψα με πολλ1Ί ευκολία πως η νεαρή κυρία που ήρθε και

με βρήκε ήταν συνεννοημένη με τον αδερφό της και μου σκάρωσαν

μαζί αυτή τη συνωμοσία. Όταν έπεσα στο πηγάδι, θύμωσα μαζί της

και παρά λίγο να την αδικήσω, όπως αδίκησαν και μένα οι άλλοι.

Μα πρέπει να μην είμαστε βιαστικοί στις κρίσεις μας, όπως και

στις πράξεις μας, και να υπομένουμε. Στον πόνο και τη δυστυχία

μου, κοιτάζοντας εκεί ψηλά -με το λαμπερό άστρο από πάνω μου­

είδα καθαρά την αλήθεια, κι η τελευταία μου προσευχή ήταν να

συναδελφωθούν οι άνθρωποι και να καταλάβει ο ένας τον άλλον

περισσότερο από όταν εγώ ο ελάχιστος ζούσα στον κόσμο».

Η Λουίζα ακούγοντας τα λόγια του έσκυψε πάνω του απ' την άλλη μεριά, απέναντι στη Ραχήλ, για να μπορέσει να τη δει ο Στέ­

φανος.

«Μ' ακούσατε;» είπε, ύστερα από λίγες στιγμές σιωπής. «Δεν

σας ξέχασα, κυρία>>.

«Ναι, Στέφανε, σ' άκουσα· κι η δική σου προσευχή είναι και δι­

κή μου>>.

«Μπορείτε να πείτε στον πατέρα σας κάτι που θα σας πω;>>

«Είναι εδώ>> είπε η Λουίζα με τρόμο . «Θέλετε να σας τον φέ­

ρω;»

«Σας παρακαλώ».

Page 141: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 305

Η Λουίζα γύρισε με τον πατέρα της. Όρθιοι, κρατώντας ο ένας

το χέρι του άλλου, κοιτούσαν το σοβαρό και γαλήνιο πρόσωπο.

«Κύριε , θα διακηρύξετε την αθωότητά μου και θ ' αποκαταστΊΊ­

σετε το καλό μου όνομα στον κόσμο. Αυτή την παραγγελία σας

αφ1Ίνω».

Ο κύριος Γκραντγκράιντ ταράχτηκε και ρώτησε πώς θα γίνει

αυτό.

«Κύριε» ήταν η απάντηση, «θα σας το πει ο γ ιος σας. Ρωτήστε

τον. Δεν κατηγορώ κανέναν. Δε θέλω να πω τίποτα για κανέναν,

ούτε λέξη . Είδα κάποιο βράδυ το γιο σας και μίλησα μαζί του . Δε

ζητάω τίποτ' άλλο από σας παρά ν' aποκαταστήσετε το καλό μου

όνομα .. . και πιστεύω πως θα το κάνετε>>. Οι άντρες ήταν έτοιμοι τώρα να τον σηκώσουν κι ο γιατρός βια­

ζόταν να τον μεταφέρει. Αυτοί που κρατούσαν τους πυρσούς και

τα φανάρια πήραν θέση μπροστά στο φορείο. Πριν ακόμα τον ση­

κώσουν και την ώρα της προετοιμασίας για την αναχώρηση, ο Στέ­

φανος, κοιτάζοντας πάντα το άστρο, είπε στη Ραχήλ:

«Κάθε φορά που άνοιγα τα μάτια μου και το 'βλεπα, μέσα στη

δυστυχία μου, από το βάθος του πηγαδιού, να φεγγοβολά από πά­

νω μου, μου φαινόταν σαν το άστρο που οδηγούσε στη φάτνη του

Σωτήρα μας . Δεν μπορεί να 'ταν άλλο! >>

Τον σήκωσαν κι ένιωσε μια απέραντη χαρά, καθώς είδε να τον

πηγαίνουν προς την κατεύθυνση όπου νόμιζε πως τον οδηγούσε το

άστρο.

«Πολυαγαπημένη μου, Ραχ1Ίλ, μην aφήνεις το χέρι μου. Μπο­

ρούμε να περπατήσουμε μαζί απόψε, αγάπη μου!>>

«Θα κρατάω το χέρι σου και θα 'μαι πλάι σου, Στέφανε, σ' όλο

το δρόμο».

«0 Θεός να σ' ευλογεί! Ας έρθει κάποιος να μου σκεπάσει το πρόσωπο!»

Τον πήγαιναν προσεχτικά μέσ' απ' τα χωράφια και τα μονοπά­

τια, πάνω από το απέραντο εκείνο τοπίο. Η Ραχήλ κρατούσε πά­

ντα το χέρι του μέσα στο δικό της. Πού και πού, μερικά ψιθυρί­

σματα έκοβαν την πένθψη σιωπή. Η πομπή έγινΕ γρήγορα νΕκρι­

κή. Το άστρο είχε οδηγ1Ίσeι τον Σιt'ψu:νu uτο Θεό των φτωχών αν­

Ε!ρώπων. Με την ταπεινότητα και τη Θλίψη και τη συγνώμη κέρδι­

σι; την αιώ'νια α'νάπαυση του Κυρίου.

Page 142: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ7

ΚΥΝΗΓΩΝΤΑΣ ΤΟ KOYfABI

π ΡΙΝ ΑΚΟΜΑ σπάσει ο κύκλος γύρω από το Παλιό Πη­

γάδι του Διαβόλου, εξαφανίστηκε ένα από τα πρόσωπα

που βρισκόταν μέσα σ' αυτόν. Ο κύριος Μπαουντερ­

μπάη κι ο ίσκιος του δεν ήταν κοντά στη Λουίζα, που κρατούσε

από το μπράτσο τον πατέρα της, μα είχαν μείνει παράμερα μονά­

χοι τους. Όταν φώναξαν τον κύριο Γκραντγκράιντ να πλησιάσει

στο φορείο, η Σίση, που τα πρόσεχε όλα, γλίστρησε πίσω απ' αυ­

τόν τον κακόβουλο ίσκιο -που το τρομοκρατημένο του πρόσωπο

θα τραβούσε όλα τα βλέμματα, αν δεν ήταν αλλού καρφωμένα­

και ψιθύρισε κάτι στ' αυτί του . Χωρίς να γυρίσει το κεφάλι του, μί­

λησε λίγο μαζί της κι εξαφανίστηκε. Έτσι το κουτάβι βγήκε από

τον κύκλο πριν ακόμα ξεκινήσει ο κόσμος.

Όταν ο πατέρας γύρισε στην πόλη, έστειλε ένα σημείωμα στου

κυρίου Μπαουντερμπάη, καλώντας το γιο του να 'ρθει να τον βρει

αμέσως. Του απάντησαν ότι ο κύριος Μπαουντερμπάη είχε χάσει

τον Τομ, μέσα στον κόσμο, και, καθώς δεν τον ξανάδε από τότε ,

νόμισε πως θα 'χε πάει στο Πέτρινο Σπίτι.

«Πιστεύω, πατέρα» είπε η Λουίζα, «πως δε θα γυρίσει απόψε

στην πόλη». Ο κύριος Γκραντγκράιντ γύρισε αλλού το κεφάλι και

δεν είπε λέξη.

Την άλλη μέρα το πρωί πήγε ο ίδιος στην Τράπεζα, μόλις άνοι­

ξαν τα γραφεία, και βλέποντας άδεια τη θέση του γιου του (στην

αρχή δεν είχε το θάρρος να μπει να κοιτάξει), ξαναπήρε το δρό­μο γ~α να συναντήσε~ τον κύριο Μπαουντερμπάη που δε θ' αρ­

γούσε να 'ρθει. Του είπε ότι, για λόγους που θα του εξηγούσε

αργότερα και που τον παρακαλούσε να μην επιμένει τώρα να

Page 143: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 307

τους μάθει, χρειάστηκε να στείλει το γιο του για λίγες μέρες κά­

που έξω απ' την πόλη. Του είπε ακόμα πως είχε αναλάβει την

υποχρέωση ν' αποκαταστήσει τη μνήμη του Στέφανου Μπλάκ­

πουλ και να δηλώσει τ' όνομα του κλέφτη. Ο κύριος Μπαουντερ­

μπάη, που τα 'χε ολότελα χαμένα, έμεινε aσάλευτος, σαν στύλος ,

καταμεσ1Ίς του δρόμου, όταν έφυγε ο πεθερός του, φουσκώνο­

ντας σαν μια πελώρια σαπουνόφουσκα, χωρίς όμως να 'χει και

την ομορφιά της.

Ο κύριος Γκραντγκράιντ γύρισε σπίτι, κλειδώθηκε στο δωμάτιο

του κι έμεινε εκεί όλη την ημέρα. Όταν η Σίση και η Λουίζα χτύ­

πησαν την πόρτα του, είπε χωρίς να την ανοίξει: «Όχι τώρα, παι­

διά μου· το βράδυ». Όταν ξαναγύρισαν το βράδυ, τους είπε: «Δεν

μπορώ ακόμα να σας δω .. . αύριο>>. Δεν έφαγε τίποτα όλη τη μέρα, και δεν άναψε φως όταν νύχτωσε· τον άκουαν να κόβει βόλτες μες

στο δωμάτιο, ώς αργά τη νύχτα.

Το πρωί όμως παρουσιάστηκε τη συνηθισμένη του ώρα στο

πρόγευμα, και πήρε τη συνηθισμένη του θέση στο τραπέζι. Φαινό­

ταν πολύ γερασμένος, τσακισμένος, σωστό συντρίμμι. Φαινόταν

όμως και πιο σοφός, καλύτερος απ' ό,τι ήταν τον καιρό που δε ζη­

τούσε παρά μονάχα πραγματικότητες από τη ζωή. Πριν φύγει από

την τραπεζαρία, τους είπε ποια ώρα να τον ζητήσουν, και βγήκε

έξω με σκυμμένο το γκρίζο κεφάλι του.

«Καλέ μου πατέρα>> είπε η Λουίζα, όταν πήγαν και τον βρήκαν,

«έχετε ακόμα τρία μικρά παιδιά. Αυτά δε θα 'ναι σαν τ' άλλα, θα

γίνουν καλύτερα. Κι εγώ θ' αλλάξω, με τη βοήθεια του Θεού».

Έδωσε το χέρι της στη Σ ίση , σαν να εννοούσε πως γι' αυτό που

είπε θα χρειαζόταν κι η δική της βοήθεια.

«Νομίζεις πως το ελεεινό αυτό υποκείμενο, ο αδερφός σου» εί­

πε ο κύριος Γκραντγκράιντ, «σχεδίασε την κλοπή όταν ήρθε μαζί

σου στο σπίτι του Μπλάκπουλ;>>

«Το φοβάμαι, πατέρα. Ήξερα πως είχε μεγάλη ανάγκη από λε­

φτά, κι είχε κάνει πάρα πολλά έξοδα».

«Κι επειδή έμαθε πως ο δυστυχισμένος αυτός εργάτης θα 'φευ­

γε από την πόλη, έβαλΕ στο μυαλό του τη δολερή σκέψη να ρίξει σ'

αυτόν τις υποψίι::ς;»

«llιστεύω πως αυτή η ιδέα του ήρθε την ώQα που καθόταν εκεί και μι:: ΠΕ(]ίμι::νε. Γιατί εγώ του είπα να πάμε· tlεντο σκfφτηκε αυτός».

Page 144: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

308 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

«Κουβέντιασε λίγο μ' αυτόν τον δυστυχισμένο εργάτη. Μήπως

τον πήρε και μίλησαν ιδιαίτερα;»

«Τον πήρε έξω από το δωμάτιο. Κι όταν αργότερα τον ρώτησα

γιατί το 'κανε αυτό, βρήκε μια πρόφαση, λίγο-πολύ πειστική. Κα­

θώς όμως ξαναθυμάμαι τα περιστατικά, φωτισμένα τώρα με το

καινούριο φως που τους έριξε η χθεσινή νύχτα, φοβάμαι πως μπο­

ρώ να μαντέψω τι ακριβώς ειπώθηκε μεταξύ τους».

«Ας δούμε» είπε ο πατέρας της, «αν ο ένοχος αδερφός σου πα­

ρουσιάζεται στις σκέψεις σου με τα ίδια σκοτεινά χρώματα, όπως

και στις δικές μου».

«Φοβάμαι, πατέρα» είπε διστακτικά η Λουίζα, «Πως θα 'κανε

καμιά πρόταση στον Στέφανο Μπλάκπουλ -είτε εξ ονόματός μου,

είτε εξ ονόματός του- που τον έπεισε να κάνει, κάτι που ποτέ ώς

τότε δεν είχε κάνε ι, να περιμένει δηλαδή, κόβοντας βόλτες γύρω

στην Τράπεζα, εκείνες τις δυο τρεις βραδιές πριν φύγει από την

πόλη!»

«Είναι ολοφάνερο!» αποκρίθηκε ο πατέρας. «Είναι ολοφάνερο!»

Έκρυψε το πρόσωπό του κι έμεινε λίγες στιγμές σιωπηλός.

Όταν συνήρθε, είπε:

«Και τώρα, πώς θα τον βρούμε; Πώς θα τον σώσουμε από τα χέ­

ρια της δικαιοσύνης; Μέσα στις λίγες ώρες που μπορώ ίσως ακό­

μα ν' αφήσω να περάσουν πριν δημοσιεύσω την αλήθεια, πώς θα

μπορέσουμε να τον βρούμε εμείς και μόνο εμείς; Ούτε με δέκα χι­

λιάδες λίρες δε θα το πετυχαίναμε αυτό».

«Το πέτυχε η Σίση, πατέρα» .

Σήκωσε τα μάτια του προς το μέρος όπου στεκόταν η Σ ίση, σαν

άγγελος παραστάτης του σπιτιού, και της είπε με μια φωνή ήρεμη

και γεμάτη ευγνωμοσύνη: «Πάντα εσύ, παιδί μου!»

«Οι φόβοι μας» εξήγησε η Σίση, ρίχνοντας μια ματιά στη Λουί­

ζα, «είχαν αρχίσει από καιρό. Κι όταν σας είδα να 'ρχεστε πλάι

στο φορείο χτες βράδυ, κι άκουγα όλα όσα είπατε με τον Στέφανο

(γιατί όλη την ώρα ήμουν κοντά στη Ραχήλ), πλησίασα τον Τομ,

όταν δε μας έβλεπε κανείς, και του είπα: "Μην κοιτάζετε εμένα. Κοιτάξτε προς το μέρος του πατέρα σας. Φύγετε αμέσως, για χάρη

του και για καλό δικό σας". Έτρεμε πριν ακόμα του μιλήσω, ύστε­

ρα ταράχτηκε κι έτρεμε ακόμα περισσότερο και μου είπε: "Πού

να πάω; Έχω πολύ λίγα χρήματα, και δεν ξέρω κανέναν για να με

Page 145: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 309

κρύψει". Τότε σκέφτηκα το παλιό τσίρκο του πατέρα μου. Θυμά­

μαι ακόμα πού δίνει παραστάσεις αυτή την εποχή ο μίστερ Σλήρη.

Προχτές κιόλα το διάβασα σε κάποια εφημερίδα. Του είπα λοιπόν

να τρέξει αμέσως εκεί, να πει τ' όνομά του και να παρακαλέσει

τον μίστερ Σλήρη να τον κρύψει ώσπου να πάω εγώ να τον βρω.

"Θα είμαι εκεί πριν ξημερώσει" μου είπε. Τον είδα ύστερα να γλι­

στράει μέσ' από το πλήθος και να χάνεται».

«Δόξα τω Θεώ!>> φώναξε ο πατέρας του. «Ίσως είναι ακόμα

καιρός να τον στείλω στο εξωτερικό» .

Οι ελπίδες ήταν ακόμα μεγαλύτερες, γιατί η Σίση τον είχε στεί­

λει σε μια πόλη που ήταν μόλις τρεις ώρες μακριά από το Λίβερ­

πουλ. Από το μεγάλο αυτό λιμάνι μπορούσαν να τον στείλουν σ'

οποιοδήποτε μέρος του κόσμου ήθελαν. Έπρεπε όμως να ενεργή­

σουν με φρόνηση, για να 'ρθουν σ' επικοινωνία μαζί του -γιατί από

στιγμή σε στιγμή μεγάλωνε ο κίνδυνος να τον υποψιαστούν, και κα­

νείς δεν μπορούσε να 'ναι βέβαιος πως ο ίδιος ο κύριος Μπαου­

ντερμπάη, σε μια έκρηξη φανφαρόνικου ζήλου για το δημόσιο συμ­

φέρον, δε θα 'παιζε το ρόλο του Βρούτου. Αποφασίστηκε λοιπόν

να πάνε μόνες τους, η Σίση και η Λουίζα, σ' αυτό το μέρος από

έναν περιφερειακό δρόμο, ενώ ο άτυχος πατέρας του, ξεκινώντας

από την αντίθετη διεύθυνση, θα 'φτανε στο ίδιο σημείο κάνοντας

έναν πλατύτερο γύρο. Συμφώνησαν ακόμη να μην παρουσιαστεί ο

κύριος Γκραντγκράιντ στον μίστερ Σλήρη, και να μην τον κάνει να

υποψιαστεί τις προθέσεις του, και για να μην το μάθει ο γιος του

και ξαναφύγει. Θα πήγαιναν πρώτα η Σίση και η Λουίζα και θα

'φερναν στον αίτιο αυτής της δυστυχίας και της καταισχύνης την εί­

δηση του ερχομού του πατέρα του και θα του εξηγούσαν ποιος

ήταν ο σκοπός τους. Αφού πια συζητήθηκε το σχέδιο αυτό και κα­

τανοήθηκε καλά κι από τους τρεις, έπρεπε να μπει σ' εφαρμογή. Ο

κύριος Γκραντγκράιντ βγήκε πολύ νωρίς το απόγευμα από το σπίτι

του και τράβηξε ίσια στην εξοχή για να πάρει το τρένο. Όταν νύ­

χτωσε, οι δυο γυναίκες ξεκίνησαν από διαφορετικό δρόμο, ευχαρι­

στημένες που δε συνάντησαν ούτε έναν γνωστό τους.

Ταξίδευαν όλη τη νύχτα, εκτός από τα λίγα λεπτά που περίμε­

ναν στις διακλαδώσεις -είτε στην κορφή μιας aτελείωτης σκάλας, είτε στα βάθη μιας υπόγειας σήραγγας, που ήταν η μόνη ποικιλία

αυτών των διακλαδώσεων- και τα ξημερώματα κατέβηκαν σ' ένα

Page 146: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

310 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

βαλτοτόπι, ένα δυο μίλια μακριά απ' την πόλη που πήγαιναν. Από

το μελαγχολικό αυτό μέρος, τους πέρασε ένας γερο-παράξενος

αμαξάς, που έτυχε να ξυπνήσει πρωί και τον είδαν να κλο~σάει

ένα άλογο, προσπαθώντας να το ζέψει στ' αμάξι του. Έτσι τρύπω­

σαν κρυφά μέσα στην πολιτεία, περνώντας απ' όλα τα παράμερα

στενά σοκάκια, όπου κυλιόντουσαν πλήθος γουρούνια· και μόλο

που ο δρόμος αυτός δεν είχε καμιά μεγαλοπρέπεια ούτε καν ευχά­

ριστη όψη, Ίiταν, όπως γίνεται πάντα σ' αυτά τα μέρη, ο πιο πολυ­

σύχναστος δημόσιος δρόμος.

Το πρώτο πράγμα που είδαν μόλις μπΊΊκαν στην πόλη Ίiταν ο

σκελετός του τσίρκου του Σλήρη . Ο θίασος είχε πάει σε μιαν άλλη

πόλη, πάνω από είκοσι μίλια μακριά, κι είχε αρχίσει τις παραστά­

σεις εκεί από το προηγούμενο βράδυ. Οι δυο αυτές πολιτείες συ­

γκοινωνούσαν μεταξύ τους από έναν ορεινό δρόμο με πολλούς

σταθμούς διοδίων, και το ταξίδι από εκεί ήταν αργό και δύσκολο.

Μόλο που δε στάθηκαν παρά μόνο για να πάρουν ένα βιαστικό

πρόγευμα και δεν κοιμήθηκαν καθόλου (πράγμα που θα 'ταν αδύ­

νατο να γίνει με την ανησυχία και την ταραχή που είχαν) είχε πε­

ράσει το μεσημέρι όταν άρχισαν να βλέπουν στους τοίχους τις ρε­

κλάμες του τσίρκου του Σλήρη. Είχε φτάσει μία η ι6ρα, όταν στα­

μάτησαν στην πλατεία της αγοράς. Μόλις πάτησαν στο λιθόστρω­

το, είδαν τον ντελάλη που μ' ένα κουδούνι στο χέρι, ειδοποιούσε

τον κόσμο πως θ' άρχιζε σε λίγο μια μεγάλη πρωινή παράσταση

από το θίασο του τσίρκου . Η Σίση είπε πως, για να μην κινήσουν

την προσοχ1i και γίνει σούσουρο, θα 'ταν καλύτερα να πάνε στην

πόρτα να βγάλουν τα εισιτήριά τους. Αν 11ταν ο ίδιος ο Σλήρη στο

ταμείο, ασφαλώς θα την αναγνώριζε και θα ενεργούσε με διάκρι­

ση. Αν δεν ψαν εκεί, σίγουρα θα τις έβλεπε μέσα στο τσίρκο και

θα την πληροφορούσε με τρόπο για το φυγάδα.

Τράβηξαν λοιπόν προς την παράγκα, που τους ΊΊταν τόσο γνω­

στή, κι η καρδιά τους χτυπούσε δυνατά. Είδαν τη σημαία με την επιγραφή: ΤΣΙΡΚΟ ΤΟΥ ΣΛΗΡΗ· είδαν και τον γοτθικό σηκό· μα

δεν είδαν πουθενά τον μίστερ Σλήρη. Ο κυρ Κιντερμίνστερ, που είχε φτάσει σε μιαν ωριμότητα πάρα πολύ πεζή για να μπορεί κι η

πιο αχαλίνωτη φαντασία να τον παραδεχτεί στο ρόλο του Έρωτα,

είχε λυγίσει κάτω από την ακαταμάχητη δύναμη των περιστάσεων

(και της γενειάδας του) και, με την ικανότητα που είχε να γίνεται

Page 147: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 311

χρήσιμος για κάθε δουλειά, είχε πάρει τώρα τη θέση του ταμία

-κρατώντας πάντα μαζί του κι ένα ταμπούρλο για να διασκεδάζει

τις ώρες της ανάπαυσής του και να ξεσπάει σ' αυτό το περίσσεμα

των δυνάμεών του. Καθώς ήταν τρομερά απασχολημένος στο να

εξετάζει τα χυδαία νομίσματα, ο κυρ Κιντερμίνστερ, στη θέση που

ήταν τώρα, δεν έβλεπε παρά μονάχα τα λεφτά· έτσι η Σίση πέρασε

χωρίς ν' αναγνωριστεί, και μπήκε μέσα στο τσίρκο με τη Λουίζα .

Ο Αυτοκράτορας της Ιαπωνίας, καβάλα σ' ένα ακίνητο γέρικο

άσπρο άλογο με μαύρες πίκες, στριφογύριζε πέντε λεκάνες μαζί,

όπως ήταν η αγαπημένη διασκέδαση αυτού του μονάρχη . Η Σίση,

αν και ήξερε πολύ καλά το βασιλικό του σόι, δε γνώριζε προσωπι­

κά τον τωρινό αυτοκράτορα, που η βασιλεία του ήταν τόσο ειρηνι­

κή. Η δεσποινίδα Γιοζεφίνα Σλήρη , με την περίφημη και τόσο χα­

ριτωμένη εμφάνισή της: Τυρολέζικα λουλούδια, αναγγέλθηκε από

τον καινούριο παλιάτσο (που, θέλοντας να αστειευτεί, είπε το νού­

μερά της Τυρολέζικα κουνουπίδια) κι ο μίστερ Σλήρη την παρου­

σίασε ο ίδιος στο κοινό.

Μόλις ο μίστερ Σλήρη έδωσε στον παλιάτσο το πρώτο του χτύ­

πημα με το μακρύ του μαστίγιο κι ο παλιάτσος είπε: «Αν το ξανα­

κάνεις, θα σου πετάξω το άλογο στο κεφάλι>> η κόρη του κι αυτός

είδαν κι αναγνώρισαν τη Σίση. Συνέχισαν όμως με μεγάλη αταρα­

ξία την παράστασή τους κι ο μίστερ Σλήρη, εκτός από την πρώτη

στιγμ1Ί , δεν έδωσε περισσότερη έκφραση στο γερό του μάτι παρ'

όση είχε δώσει στο στυλωμένο. Το νούμερο φάνηκε κάπως μεγάλο

στη Σίση και στη Λουίζα, ιδιαίτερα μάλιστα όταν χρειάστηκε να

σταματήσει στη μέση για να μπορέσει ο παλιάτσος να διηγηθεί

στον μίστερ Σλ1iρη (που με το μάτι του καρφωμένο στο κοινό και

με το πιο ήρεμο ύφος του κόσμου έλεγε κάθε τόσο στον παλιάτσο:

«Αλήθεια, κύριε!>>), μια ιστορία για δυο πόδια, που κάθονταν πά­

νω σε τρία πόδια, και κοιτούσαν ένα πόδι, κι άξαφνα μπ1Ίκαν μέ­

σα τέσσερα πόδια κι άρπαξαν ένα πόδι και σηκώθηκαν δυο πόδια

κι άρπαξαν τρία πόδια και τα πέταξαν σε τέσσερα πόδια, που το

'βαλαν στα πόδια μ' ένα πόδι . Μόλο που η ιστορία αυτή δεν είναι παρά μια έξυπνη αλληγορία για έναν χασάπη, ένα σκαμνί με τρία

πόδια, ένα σκυλί κι ένα αρνίσιο πόδι, η αφήγησή του κράτησε αρ­

κετή ώρα, κι η Λουίζα κι η Σίση βρίσκονταν σε μεγάλη αδημονία.

Επιτέλους η μικρή ξανθόμαλλη Γιοζεφίνα έκανε την υπόκλισή της,

Page 148: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

312 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

μέσα σε ζωηρά χειροκροτήματα, κι ο παλιάτσος, μένοντας μόνος

στη σκηνή, ξεθαρρεύτηκε πάλι και είπε: «Τώρα θα κάνω κι εγώ το

νούμερό μου!» όταν κάποιος άγγιξε στον ώμο τη Σίση και της έκα­

νε νόημα να βγε ι έξω .

Αυτή πήρε μαζί της και τη Λουίζα. Ο μίστερ Σλήρη τις δέχτηκε σ'

ένα πολύ μικρό διαμέρισμα με μπάντες από καραβόπανο, χλο'ίσμένο

πάτωμα και γερτό ξύλινο ταβάνι, που οι θεατές του υπερώου, θέλο­

ντας να δείξουν τον ενθουσιασμό τους, το χτυπούσαν δυνατά με τα

πόδια τους, σαν να 'θελαν να μπουν μέσα. «Θεθίλια>> είπε ο μίστερ

Σλήρη, που είχε πλάι του μια μποτίλια κονιάκ. «Χαίρομαι που θε

βλέπω. Εμείθ εδώ θ' αγαπούθαμε πάντα, και πιθτεύω πωθ και θυ

μαθ ετίμηθεθ εκεί που ήθουν, από τότε που χωρίθαμε. Πρέπει πρώ­

τα να δειθ τουθ φίλουθ θου, καλή μου Θεθίλια, κι ύθτερα τα λέμε,

γιατί αλλιώθ θα πεθάνουν από τον καημό τουθ. Να, η Γιοδεφίνα,

που παντρεύτηκε τον Ε.Γ.Μ. Τθάιλντερθ κι έκανε κι ένα αγοράκι,

που αν κι είναι μόλιθ τριών χρονών, κρατιέται γερά θ' όποιο άλογο

και να του δώθεις. Είναι γνωθτό με τ' όνομα· "Το Μικρό Θαύμα τη θ

Τέλειαθ Ιθορροπίαθ". Θα θυμάθαι βέβαια τον Κιντερμίνθτερ, που

λέγανε πωθ θου 'κανε τα γλυκά μάτια; Λοιπόν, παντρεύτηκε κι αυ­

τόθ. Πήρε μια χήρα, τόθο γριά που την παίρνειθ για μητέρα του . Πα­

λιότερα χόρευε πάνω θτο τεντωμένο θκοινί, μα τώρα δεν ακθίδει τί­

ποτα από το πολύ πάχοθ. Έκαναν και δυο παιδάκια, που είναι

θπουδαία θτα παραμυθένια νούμερα και θτιθ παιδικέ θ παραθτάθεις

του τθίρκου . Αν βλέπατε το έργο μαθ "Τα παιδιά που χάθηκαν θτο

δάθοθ " -με τον πατέρα του θ και τη μητέρα του θ να πεθαίνουν μαζί πάνω θτ' άλογο -το θείο του θ να τα παίρνει, για να τα προθτατέπθει,

πάνω θ' ένα άλογο -κι αυτά τα δυο να πηγαίνουν καβάλα για να μα­

δέπθουν μούρα -και να 'ρχονται τα πουλάκια να τα θκεπάθουν με

φύλλα, πάνω θτ' άλογο, θα μολογούθατε πωθ ήταν το πιο τέλειο κομ­

μάτι που είδατε ποτέ θαθ. Θυμάθαι και την Έμμα Γκόρντον, που θου θτάθηκε θα δεύτερη μητέρα; Και βέβαια τη θυμάθαι. Μπορεί

ποτέ να την κθεχάθειθ; Λοιπόν η Έμμα έχαθε τον άντρα τη θ. Γκρε­μίθτηκε ανάθκελα από τη ράχη ενόθ ελέφαντα, όπου παρίθτανε το

Θουλτάνο της Ίντιαθ, και δεν κθαναθηκώθηκε. Η Έμμα κθαναπα­

ντρεύτηκε -πήρε έναν τυρέμπορα που τον ερωτεύτηκε από τα πρώτα

καθίδματα της πλατείαθ. Είναι και ειθπράκτοραθ των φόρων για

τουθ φτωχούθ και πολύ γρήγορα θα κάνει μεγάλη περιουθία>> .

Page 149: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 313

Ο μίστερ Σλήρη, μόλο που ανάσαινε πολύ δύσκολα τώρα, διη­

γήθηκε όλες αυτές τις αλλαγές του θιάσου με πολύ κέφι και προ­

πάντων με θαυμαστή αφέλεια, που δεν τη βρίσκει κανείς εύκολα

σ' έναν παλαίμαχο του τσίρκου κι έναν κρασοπατέρα σαν αυτόν.

Ύστερα έφερε μέσα τη Γιοζεφίνα και τον Ε.Γ.Μ. Τσάιλντερς

(που στο φως, τα σαγόνια του φαίνονταν γεμάτα βαθιές ρυτίδες)

και το Μικρό Θαύμα της Τέλειας Ισορροπίας, και, με δυο λόγια,

ολόκληρο το θίασο . Για τη Λουίζα ήταν πολύ παράξενα πλάσματα

όλα αυτά τα πρόσωπα, με τα λευκορόδινα χρώματα, το ανάλαφρο

ντύσιμο και τις ολόγυμνες γάμπες. Μα ήταν μια πραγματική ευχα­

ρίστηση να τα βλέπεις να μαζεύονται γύρω στη Σίση , που κι αυτή πάλι ήταν πολύ φυσικό να μην μπορεί να κρατήσει τα δάκρυά της.

«Άντε τώρα! Η Θεθίλια φίληθε όλα τα παιδάκια, αγκάλιαθε

όλεθ τις γυναίκεθ κι έδωθε το χέρι τηθ θ ' όλουθ τουθ άντρεθ.

Αδειάθτε μαθ τη γωνιά όλοι κι ειδοποιήθτε ν' αρχίθει η ορχήθτρα

για τη δεύτερη πράκθη!»

Μόλις βγήκαν οι ηθοποιοί, συνέχισε με χαμηλή φωνή : <<Θεθί­

λια, δε μ' αρέθει να μπαίνω θε κθένα μυστικά, μα το κορίτθι από

δω μου φαίνεται πωθ είναι η δεθποινίδα ... » «Είναι η αδερφή του. Δεν έκανες λάθος».

«Κι η κόρη του άλλου. Αυτό ήθελα να πω. Είθτε καλά, δεθποι­

νίθ; Είναι καλά ο κύριοθ;»

«0 πατέρας μου θα 'ναι εδώ σε λίγο» είπε η Λουίζα, που aνυ­

πομονούσε να μπει στην ουσία. «Είναι εντάξει ο αδερφός μου;»

«Θώοθ και ακέραιοθ!» απάντησε. «Θέλω μονάχα να ρίκθετε

μια ματιά θτη θκηνή. Εθύ, Θεθίλια, το κθέρειθ αυτό το νούμερο·

βρεθ μια τρυπούλα να κοιτάκθειθ».

Κοίταξαν από μια χαραμάδα ανάμεσα στα σανίδια.

«Είναι ο τζακ που θκότωθε το Γίγαντα -ένα κωμικό παιδικό

νούμερο» είπε ο Σλήρη. «Θ' αυτό το θπιτάκι που βλέπειθ, θα κρυ­

φτεί ο Τζακ· να κι ο παλιάτθοθ , με μια κατθαρόλα και μια θούβλα

θτο χέρι, που κάνει τον υπηρέτη του Τζακ. Να κι ο μικρόθ Τζακ με

τη ψανταχτερή του πανοπλία. 13ίναι και δυο μιιύΙJUι υπηρέτεΒ, δυο

φορέΕJ πθηλότεροι από το θπιτάκι, που δουλειά τουΑ F.ί.νrιι. νπ τ:ο

φέQνουν μέθα και να το Βνάδουν ~~θω. Κι ο Γίγανται:J (είναι πλε­χτόθ με λυγαριέθ και μου θτοίχι.ΑF. τ:ου κόθμου τα λεφτά), δε φάνη ­

κε ακόμα. Τουθ βλ~πrτr τώρα όλουθ:»

Page 150: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

314 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΠΚΕΝΣ

«Ναι» είπαν κι οι δυο μαζί.

«Κοιτάκθτε τουθ πάλι» είπε ο Σλήρη. «Κοιτάκθτε τουθ καλά.

Τουθ βλέπετε όλουθ; Ωραία. Και τώρα, δεθποινίθ» -τράβηξε ένα

σκαμνί και τις έβαλε να καθίσουν- «έχω τιθ ιδέεθ μου κι ο κύριο θ

πατέραθ θαθ έχει τιθ δικέ θ του. Δε θέλω να μάθω τι έκανε ο αδερ­

φόθ θαθ. Καλύτερα να μην το κθέρω. Το μόνο που έχω να πω εί­

ναι πωθ ο κύριοθ βσήθηθε τη Θεθίλια και θα βοηθήθω κι εγώ τον

κύριο . Ο έναθ απ' αυτούθ τουθ μαύρουθ υπηρέτεθ είναι ο αδερ­

φόθ θαθ».

Η Λουίζα άφησε μια κραυγ1Ί, γεμάτη ταραχή, μα και ικανο­

ποίηση .

«Μάλιθτα» είπε ο Σλήρη. «Μα και τώρα που το κθέρετε, δεν

μπορείτε να κθεχωρίθετε ποιοθ είναι από τουθ δυο. Καλώθ να

'ρθε ι ο κύριοθ. Μετά την παράθταθη θα κρατήθω εδώ τον αδερφό

θαθ. Δε θα του αλλάκθω τη φορεθιά κι ούτε θα του βγάλω τα χρώ­

ματα. Αθ έρθει ο κύριοθ εδώ μετά την παράθταθη, ή ελάτε εθείθ

εδώ μετά την παράθταθη, και θα βρείτε τον αδελφό θαθ να μιλή­

θετε μαδί του όθο θέλετε. Όλο το τθίρκο θα 'να δικό θαθ. Μη θαθ

νοιάδει για την εμφάνιθή του, φτάνει που είναι καλά κρυμμένοθ».

Η Λουίζα ευχαρίστησε πολλές φορές τον μίστερ Σλήρη και,

νιώθοντας ξαλαφρωμένη την καρδιά της, δε θέλησε να τον κρατή­

σει περισσότερο. Έστειλε την αγάπη της στον αδερφό της και τα

μάτια της γέμισαν δάκρυα. Ύστερα έφυγε μαζί με τη Σ ίση, για να

ξαναγυρίσουν το απόγευμα.

Ο κύριος Γκραντγκράιντ έφτασε μια ώρα αργότερα. Κι εκείνος

δεν είχε συναντήσει κανέναν γνωστό του, κι έλπιζε τώρα, με τη

βοήθεια του Σλήρη, να στείλει τη νύχτα στο Λίβερπουλ, τον ντρο­

πιασμένο του γιο. Επειδή δε θα τον συνόδευε κανείς από τους

τρεις τους, από φόβο μην τον αναγνωρίσουν, όσο κι αν ήταν καλά

μεταμφιεσμένος, ο κύριος Γκραντγκράιντ είχε ετοιμάσει ένα

γράμμα για έναν έμπιστο πράκτορά του, και τον παρακαλούσε να

μπαρκάρει τον κομιστή, αδιαφορώντας για τα έξοδα, στο πρώτο

πλοίο που θα 'φευγε για τη Βόρεια ή τη Νότια Αμερική , ή οποια­

δήποτε άλλη μακρινή χώρα όπου θα μπορούσε να τον στείλει όσο

το δυνατό πιο γρήγορα και μυστικά. Αφού τέλειωσε κι αυτό, έκα­

ναν εκεί γύρω τον περίπατό τους περιμένοντας ν' αδειάσει ολότε­

λα το τσίρκο, όχι μονάχα από το κοινό, μα κι από το θίασο και τ'

Page 151: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΆ 315

άλογα. Ύστερα από κάμποση ώρα είδαν τον μίστερ Σλήρη να

βγάζει έξω μια καρέκλα και να κάθεται κοντά σε μια πλα'ίν11 πόρ­

τα, καπνίζοντας, σαν να 'ταν αυτό το σύνθημά του πως μπορούσαν

να πλησιάσουν.

«Δσύλοθ θαθ, αφέντη» είπε χαιρετιόντας με τρόπο, καθώς

έμπαιναν μέσα. «Αν με χρειάδεθτε, θα με βρείτε εδώ. Δεν πρέπει

να θαθ πειράκθει που ο γιοθ θαθ φοράει μια κωμική θτολψ>.

Μπήκαν μέσα κι οι τρεις . Ο κύριος Γκραντγκράιντ κάθισε συ­

ντριμμένος στην καρέκλα του παλιάτσου στη μέση του τσίρκου. Στο

βάθος, πάνω σ' έναν πάγκο, που φαινόταν aπόμακρος στο μισοσκό­

τεινο και παράξενο εκείνο μέρος, καθόταν, σκυθρωπό όπως πάντα,

το άθλιο κουτάβι, που είχε τη δυστυχία να το λέει παιδί του.

Φορούσε έναν αλλόκοτο μανδύα, σαν εκκλησάρης, με μανικέ­

τια και τεράστια πέτα, ένα πελώριο γιλέκο, κοντό πανταλόνι, πα­

πούτσια με φιούμπες κι ένα απίθανο τρικαντό. Τίποτα απ' όλα αυ­

τά δεν ερχόταν στο σώμα του, όλα ήταν καμωμένα από πρόστυχα

υλικά και ήταν σκοροφαγωμένα και γεμάτα τρύπες . Το μαύρο του

πρόσωπο 11tαν aυλακωμένο με άσπρες γραμμές που ο ιδρώτας ,

από το φόβο και τη ζέστη , τις είχε χαράξει περνώντας το στρώμα

της μπογιάς που το σκέπαζε. Ο κύριος Γκραντγκράιντ, αν δεν το

' βλεπε αυτό με τα ίδια του τα μάτια, δε θα πίστευε ποτέ πως υπάρ­χει ένα τόσο απαίσιο, αηδιαστικό, γελοίο και ντροπιασμένο θέα­

μα, σαν αυτό που παρουσίαζε το κουτάβι, μέσα στην κωμικ1Ί του

λιβρέα . Κι όμως ήταν μια χειροπιαστή πραγματικότητα . Και να

σκέφτεται πως ένα από τα υποδειγματικά του παιδιά είχε φτάσει

σ' αυτό το κατάντημα!

Στην αρχ1i το κουτάβι δεν ήθελε να πλησιάσει, μα καθόταν πει­

σματικά μονάχο του στο βάθος του τσίρκου. Επιτέλους υπακούο­

ντας -αν μπορεί κανείς να πει υπακοή μια παραχώρηση που γίνε­

ται με τόσο κακ11 διάθεση- στις επίμονες παρακλήσεις της Σίσης

-γιατί στη Λουίζα δεν έδωσε καμιά σημασία- κατέβηκε από πά­

γκο σε πάγκο ώσπου βρέθηκε όρθιος πάνω στα πριονίδια, στην

άκρη της σκηνής του τσίρκου, όσο μπορούσε πιο μακριά από το

μF:Qος που καθόταν ο πατέρας του.

«Πώς έγινε αυτό;» ρώτησε ο πατέQας . ~~πωn πrί1c {γιν,-;;,, απάντησι; δύστροπα ο γιος.

«Αυτή η κλοπή>> είπε ο πατέρας vονCζοντας ιδιαίτερα τη λέξη .

Page 152: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

316 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΠΚΕΝΣ

«Παραβίασα το χρηματοκιβώτιο το βράδυ και τ' άφησα μισά­

νοιχτο πριν φύγω από το γραφείο. Από καιρό είχα φτιάξει το κλει­

δί που βρήκαν στο δρόμο. Το πέταξα το άλλο πρωί, για να νομί­

σουν πως η παραβίαση έγινε μ' αυτό. Δεν πήρα όλα μαζί τα χρή­

ματα. Κάθε βράδυ έμενα αργά με την πρόφαση πως ήθελα να τα­

χτοποιήσω το ισοζύγιό μου . Τώρα τα ξέρετε όλα>> .

«Κεραυνός να 'πεφτε στο κεφάλι μου» είπε ο πατέρας, «δε θα

με τάραζε τόσο!»

«Δε βλέπω το λόγο» μουρμούρισε ο γιος του. «Αν τόσοι άνθρω­

ποι εργάζονται σ' εμπιστευτικές θέσεις, ένα μικρό ποσοστό απ'

αυτούς θα 'ναι καταχραστές. Σας έχω ακούσει εκατό φορές να λέ­

τε πως αυτό είναι νόμος aπαράβατος. Πώς μπορώ εγώ να τα βάλω

με τους νόμους; Εσείς ο ίδιος, πατέρα, παρηγορούσατε τους άλ­

λους με κάτι τέτοια. Παρηγορηθείτε και σεις τώρα!»

Ο πατέρας σκέπασε το πρόσωπό του με τις παλάμες του κι ο

γιος στεκόταν μέσα στο εξευτελιστικό του μασκάρεμα, μασουλώ­

ντας ένα άχυρο . Τα χέρια του , που στις παλάμες είχε φύγει σχεδόν

το μαύρο τους χρώμα, έμοιαζαν με χέρια πιθήκου. Το σκοτάδι

έπεφτε γοργά. Από καιρό σε καιρό το κουτάβι γύριζε το aσπράδι

του ματιού του προς το μέρος του πατέρα του με στενοχώρια κι

αδημονία. Ήταν το μόνο μέρος του προσώπου του που διατηρού­

σε κάποια έκφραση και ζωντάνια · τόσο παχύ ήταν το στρώμα της

μπογιάς που το σκέπαζε.

«Πρέπει να πας στο Λίβερπουλ και να φύγεις για το εξωτερικό>>.

«Έτσι νομίζω κι εγώ. Πουθενά δε θα κάνω χειρότερη ζωή απ'

αυτήν που έκανα εδώ>> κλαψούρισε το κουτάβι, «aπό τότε που

γνώρισα τον εαυτό μου. Κι αυτό είναι κάτι».

Ο κύριος Γκραντγκράιντ πήγε στην πόρτα και ξαναγύρισε με

τον Σλήρη. «Πώς θα διώξουμε το αξιοθρήνητο αυτό υποκείμενο;» τον ρώτησε.

«Το θκέφτηκα κι εγώ, αφέντη. Δεν έχουμε καιρό για χάθιμο.

Πρέπει να πείτε αμέθωθ ναι ή όχι. Είναι είκοθι μίλια από δω ώθ το

τρένο . Θε μιθή ώρα φεύγει ένα αμάκθι για να προλάβει το ταχυ­

δρομικό τρtνο. Αυτό το τρtνο θα τον πάει ίθια θτο Λίβερπουλ».

«Μα δε βλέπετε τα χάλια του;» στέναξε ο κύριος Γκραντγκράιντ. «Ποιο αμάξι θα ... »

«Δεν έχω θκοπό να τον θτείλω με τη λιβρέα του κωμικού>> είπε

Page 153: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 317

ο Σλήρη. «Πείτε θειθ το ναι, και θα τον κάνω εγώ με το βεθτιάριο

του τθίρκου πρώτη θ γραμμή θ λιμοκοντόρο μέθf! θε πέντε λεπτά>>.

«Δεν καταλαβαίνω>> είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ.

«Αν δεν τον θέλετε λιμοκοντόρο, τον κάνω αμακθά! Πάρτε

γρήγορα μιαν απόφαθη, αφέντη . Πρέπει να αγοράθουμε μπίρα.

Δεν κθέρω τίποτ' άλλο που να καθαρίδει τιθ μπογιέθ από τους

βαμμένουθ αράπηδεθ όπωθ η μπίρα».

Ο κύριος Γκραντγκράιντ δέχθηκε αμέσως ο μίστερ Σλήρη

έβγαλε γρήγορα από ένα μπαούλο μια μπλούζα, ένα καστόρινο

καπέλο κι ό,τι άλλο χρειαζόταν. Το κουτάβι άλλαξε βιαστικά πίσω

από το παραπέτασμα· ο μίστερ Σλήρη έφερε γρήγορα τη μπίρα

και του 'βγαλε τις μπογιές.

«Τώρα» είπε ο Σλήρη, «τρέχα θτ' αμάκθι και πήδα μέθα. Θα

'ρθω μαδί θου ώθ εκεί, και έτθι θα νομίθουν πωθ είθαι άνθρωποθ

του θιάθου μου. Χαιρέτα τουθ δικούθ θου, και γρήγορα!» Λέγο­

ντας αυτά τα λόγια ο Σλήρη aποτραβήχτηκε με λεπτότητα.

«Πάρε το γράμμα σου>> είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ. «Θα σου

Προμηθεύσουν ό,τι σου χρειαστεί. Φρόντισε να εξιλεωθείς, με τη

μεταμέλεια και την αλλαγή της διαγωγής σου, για τη φριχτή σου

πράξη, που είχε τόσο τρομερές συνέπειες . Δώσε μου το χέρι σου,

δυστυχισμένο μου παιδί, κι ο Θεός να σε συγχωρήσει, όπως σε

συγχωρώ κι εγώ!»

Ο ένοχος, συγκινημένος από τα λόγια και τον παθητικό τόνο

του πατέρα του, έχυσε μερικά φτηνά δάκρυα. Μα όταν η Λουίζα

άνοιξε την αγκαλιά της, την αρνήθηκε πάλι.

«Όχι εσύ! Δε θέλω να σε ξέρω!>>

«Ω, Τομ, Τομ, έτσι λοιπόν με aφήνεις, ύστερα απ' όλη μου την

αγάπη!>>

«Ύστερα απ' όλη σου την αγάπη!>> αποκρίθηκε με πώρωση.

«Σπουδαία αγάπη, μα την αλήθεια! Να παρατάς το γερο-Μπαου­

ντερμπάη, να διώχνεις τον καλύτερό μου φίλο, τον κύριο Χαρτχά­

ουζ, και να ξαναγυρίζεις στο σπίτι του πατέρα, όταν εγώ βρίσκο­

μαι στον μεγαλύτερο κίνδυνο. Σπουδαία αγάπη, αλήθεια! Να μο­

λογάς με το νι και με το σίγμα κείνη την επίσκεψή μας, ενώ έβλε­

πες πόσο δύσκολη ήταν η δική μου η θέση. Σπουδαία αγάπη! Δε

λες καλύτερα πως με παράτησες στην τύχη μου! Ποτέ σου δε νοιά­στηκες για μένα!>>

Page 154: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

318 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

«Κάντε γρήγορα» είπε ο Σλήρη από την πόρτα.

Βγήκαν όλοι βιαστικά έξω -ενώ η Λουίζα του φώναζε πως τον

συγχωρούσε και τον αγαπούσε πάντα, και πως μια μέρα θα μετα­

νοούσε που την άφησε έτσι και θα 'ταν ευτυχισμένος όταν αργότε­

ρα θα θυμόταν στην ξεν ιτιά τα τελευταία της λόγια- όταν άξαφνα

κάποιος έτρεξε μπροστά τους. Ο κύριος Γκραντγκράιντ κι η Σ ίση,

που βρίσκονταν μπροστά στον Τομ, ενώ η αδερφή του κρεμόταν

ακόμα από τον ώμο του, σταμάτησαν απότομα και τραβήχτηκαν

πίσω.

Μπροστά τους ήταν ο Μπίτζερ, λαχανιασμένος, με μισάνοιχτα

τα λεπτά του χείλη, τεντωμένα τα λεπτά του ρουθούνια, τα ματο­

τσίνορά του να παίζουν και το άχρωμο πρόσωπό του πιο άχρωμο

παρά ποτέ , λες και το τρέξιμο που ανάβει και κοκκινίζει τους άλ­

λους, έδινε σ' αυτόν περισσότερη χλομάδα. Στεκόταν εκεί, λαχα­

νιάζοντας και φουσκώνοντας, σαν να μην είχε σταματΊiσει καθό­

λου το τρέξιμο, από το μακρινό εκείνο βράδυ που 'χε πάρει στο

κυνήγι τη Σίση .

«Λυπούμαι που σας χαλάω τα σχέδια» είπε ο Μπίτζερ, κουνώ­

ντας το κεφάλι του, «μα δεν μπορώ ν' αφήσω τους σαλτιμπάγκους

να μου τη σκάσουν. Πρέπει να πάρω μαζί μου τον νεαρό κύριο

Τομ· δεν μπορεί να τον φυγαδεύσουν οι σαλτιμπάγκοι· νάτον με

τη μπλούζα, πρέπει να τον συλλάβω».

Κι από το κολάρο μάλιστα. Γιατί από κει τον άρπαξε.

Page 155: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ8

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ

,...-.ι ΑΝΑΜΠΗΚΑΝ στην παράγκα του τσίρκου, κι ο Σλήρη

~ έκλεισε την πόρτα για να εμποδίσει τους περίεργους να ιιι...... μπούνε μέσα. Ο Μπίτζερ, κρατώντας πάντα από το κολά­ρο το ένοχο κουτάβι, που 'χε παραλύσει από τον τρόμο, στεκόταν

στη μέση του τσίρκου, κοιτάζοντας με μισόκλειστα μάτια τον πα­

λιό του προστάτη μες στο σκοτάδι του σούρουπου.

«Μπίτζερ» είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ, τέλεια εξουθενωμέ­

νος και με τόνο ταπεινής υποταγής, «δεν έχε ις καρδιά;»

«Η κυκλοφορία του αίματος, κύριε» αποκρίθηκε ο Μπίτζερ,

χαμογελώντας με την αλλόκοτη αυτή ερώτηση, «δε θα μπορούσε

ποτέ να γίνει χωρίς καρδιά. Κανείς άνθρωπος, κύριε, που ξέρει

τους νόμους της κυκλοφορίας του αίματος σύμφωνα με τη θεωρία

του Χάρβεϋ, δεν μπορεί ν' αμφισβητήσει πως έχω καρδιά».

«Δε νιώθει λοιπόν η καρδιά σου λίγη συμπόνια» φώναξε ο κύ­

ριος Γκραντγκράιντ.

«Νιώθει τη λογική, κύριε» αποκρίθηκε ο λαμπρός νέος. «Και τί­

ποτ' άλλο».

Στέκονταν κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον. Το πρόσωπο του κυρί­

ου Γκραντγκράιντ ήταν τόσο χλομό όσο και το πρόσωπο του διώχτη .

«Ποια αιτία -ποια λογική αιτία- σε κάνει να εμποδίζεις αυτό το

δυστυχισμένο παιδί να φύγει και να συντρίψεις τον άτυχο πατέρα

του; Κοίτα την αδερφή του! Λυπήσου μας!»

«Κύριε» αιτοχρίθψGΕ ο Μπίτζερ, με θετικό και λογικό τρόπο,

«αφού με ρωτάτε ποια αιτία με κάνει να θέλω να πάρω το νεαρό κύ­ριο Τομ πίσω στο Κοκτάουν, είναι πολύ λογικό να σας το πω. Από

την πρώτη αρχή είχα υποψιαστεί το νεαρό κύριο Τομ για την κλοπή

Page 156: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

320 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΠΚΕΝΣ

της Τράπεζας. Τον παρακολουθούσα από καιρό, γιατί 1Ίξερα τη δια­

γωγή του . Δεν είπα σε κανέναν τις παρατηρήσεις μου και συνέχισα

την παρακολούθησή μου. Τώρα έχω αρκετές αποδείξεις εναντίον

του, χωρίς να λογαριάσουμε τη φυγ1Ί του και την ίδια την ομολογία

του , που ήρθα πάνω στην ώρα και την κρυφάκουσα. Χτες το πρωί εί­

χα την ευχαρίστηση να κατασκοπεύσω το σπίτι σας και να σας παρα­

κολουθήσω ώς εδώ. Θα πάρω τον νεαρό κύριο Τομ πίσω στο Κοκτά­

ουν για να τον παραδώσω στον κύριο Μπαουντερμπάη. Κύριε , δεν

έχω την παραμικρ1Ί αμφιβολία πως ο κύριος Μπαουντερμπάη θα με

προβιβάσει στη θέση του νεαρού κυρίου Τομ. Και τη θέλω πολύ αυ­

τή τη θέση , κύριε, γιατί θα μ' εξυψώσει και θα μ' ωφελήσει».

«Αν δεν είναι παρά λόγοι ατομικού συμφέροντος ... >> άρχισε ο κύριος Γκραντγκράιντ.

«Με συγχωρείτε που σας διακόπτω, κύριε>> αποκρίθηκε ο Μπί­

τζερ, «μα το ξέρετε πολύ καλά πως ολόκληρο το κοινωνικό σύστη­

μα βασίζεται στο ατομικό συμφέρον. Δεν πρέπει ν' aποβλέπουμε

παρά μονάχα στο ατομικό συμφέρον. Είναι το μοναδικό μας στή­

ριγμα. Έτσι είμαστε φτιαγμένοι. Όπως ξέρετε, κύριε, από τα μι­

κρά μου χρόνια ανατράφηκα μ' αυτή την κατιΊχηση».

«Τ~ ποσό θα δεχόσουν» είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ, «σ'

αντάλλαγμα της προαγωγής, που λογαριάζεις να πάρεις;>>

«Σας ευχαριστώ, κύριε>> αποκρίθηκε ο Μπίτζερ, «για την πρό­

τασή σας αυτή· μα δεν ανταλλάσσω την προαγωγή μου με κανένα

ποσό . Επειδή ξέρω το πρακτικό σας πνεύμα, ήμουν βέβαιος πως

θα μου προσφέρατε αυτό το αντάλλαγμα. Έκανα λοιπόν τους

υπολογισμούς μου και είδα πως είναι πιο σίγουρο και πιο συμφέ­

ρον για μένα να πάρω την προαγωγή μου στην Τράπεζα, παρά να

συγκαλύψω ένα έγκλημα μ' οποιουσδήποτε όρους».

«Μπίτζερ!>> είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ, aπλώνοντας τα χέρια

του, σαν να 'θελε να πει: Κοίταξε πόσο δυστυχισμένος είμαι!

~~Μπίτζερ , έχω ακόμα μια ελπίδα να σε συγκινήσω. Σπούδασες

πολλά χρόνια στο δικό μου το σχολείο. Αν δεν ξέχασες τους κό­

πους που έκανα για σένα, τότε μπορείς να πείσεις τον εαυτό σου,

ώς ένα βαθμό, να παραβλέψει το σημερινό σου συμφέρον και ν'

aφήσεις ελεύθερο το γιο μου . Σε ικετεύω να τους κάνεις αυτό το

καλό σ' ανάμνηση εκείνης της εποχής>>.

«Ειλικρινά παραξενεύομαι, κύριε>> απάντησε ο πρώην μαθη-

Page 157: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 321

τής, με πολύ επιχειρηματικό τρόπο, «που βλέπω να υποστηρίζετε

μιαν άποψη εντελώς αβάσιμη. Οι σπουδές μου πληρώθηκαν· ήταν

· μια εμπορική πράξη, κι όταν έφυγα από το σχολείο, ο λογαρια­

σμός έκλεισε».

Ήταν βασική αρχή της φιλοσοφίας του Γκραντγκράιντ πως κα­

θετί πρέπει να πληρώνεται. Κανείς δεν πρέπει, για κανένα λόγο,

να δίνει τίποτα σ' οποιονδήποτε, ή να του προσφέρει βοήθεια, χω­

ρίς αντάλλαγμα. Η ευγνωμοσύνη έπρεπε να καταργηθεί, και μαζί

της όλες οι αξίες που πηγάζουν απ' αυτΊΊν. Κάθε στιγμή της αν­

θρώπινης ζωής, απ' τη γέννηση ώς το θάνατο, πρέπει να 'ναι ένα

παζάρεμα πάνω στο τραπέζι ενός ταμείου. Κι αν ο δρόμος αυτός

δε βγάζει στον παράδεισο, ο παράδεισος δεν είναι πολιτικοοικο­

νομική περιοχή, κι έτσι δεν έχουμε καμιά δουλειά μαζί του .

«Δεν αρνούμαι» πρόσθεσε ο Μπίτζερ, «πως οι σπουδές μου

στοίχισαν φτηνά. Είναι σωστό λοιπόν, κύριε, μια και βγήκα από

την πιο φτηνή αγορά, να διαθέσω τον εαυτό μου στην πιο ακριβή>>.

Στενοχωρήθηκε λίγο από το κλάμα της Λουίζας και της Σ ίση.

«Μην κλαίτε, σας παρακαλώ>> είπε, «δε βγαίνει μ' αυτό τίποτα:

μονάχα που μεγαλώνει τη στενοχώρια . Νομίζετε, φαίνεται, πως

έχω προσωπικά με τον κύριο Τομ· μα δεν έχω καθόλου. Θέλω μο­

νάχα, για τους λόγους που σας είπα παραπάνω, να τον πάρω μαζί

μου στο Κοκτάουν. Αν κάνει πως αντιστέκεται, θα βάλω τις φω­

νές: Πιάστε τον κλέφτη! Μα δε θ' αντισταθεί, να 'στε βέβαιοι>>.

Ο μίστερ Σλήρη , που, με το στόμα ανοιχτό και το γερό του μάτι

ακίνητο όπως και το στυλωμένο, άκου ε αυτά τα δόγματα με βαθιά

προσοχή, μπήκε στη μέση.

«Κθέρετε πολύ καλά, αφέντη, όπωθ το κθέρει κι η κόρη θαθ

(καλύτερα από θαθ, γιατί τηθ το 'πα εγώ ο ίδιοθ), πωθ ούτε ήκθε­

ρα τι είχε κάνει ο γιοθ θαθ, ούτε ήθελα να το μάθω -θκέφτηκα

πωθ ήταν καλύτερα έτθι, γιατί νόμιδα πωθ δεν ήταν τίποτα θοβα­

ρό. Τώρα όμωθ που το παλικάρι από δω φανέρωθε πως έκλεπθε

μια Τράπεδα, το πράγμα είναι θοβαρό, πολύ θοβαρό για να το θυ­

γκαλύπθω, όπωθ πολύ θωθτά είπε και το παλικάρι από δω. Γι' αυ­

τό, αφέντη, δεν πρέπει να θυμώθετε μαδί μου αν πάρω το μέροθ αυτού του παλικαριού και πω πωθ έχει πέρα για πέρα δίκιο και

πωθ το κακό δε διορθώνεται. Ωθτόθο κάτι μπορώ ακόμα να κάνω

για θαθ. Θα πάω με τ' αμάκθι το γιο θαθ και το παλικάρι από δω

Page 158: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

322 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΠΚΕΝΣ

ώθ το θταθμό, για να μην του θ βλέπει ο κόδμοθ. Είναι το μόνο που

μπορώ να κάνω, και θα το κάνω».

Η εγκατάλειψή τους κι απ' τον τελευταίο φίλο που τους έμενε,

έγινε αφορμή να ξεσπάσει σε νέους θρήνους η Λουίζα και να με­

γαλώσει ο πόνος του κυρίου Γκραντγκράιντ. Μα η Σ ίση τον κοίτα­

ξε με πολλή προσοχή, και κατάλαβε τους πραγματικούς του σκο­

πούς. Καθώς έβγαιναν όλοι μαζί έξω, ο μίστερ Σλήρη, με μια ανά­

λαφρη κίνηση του γερού του ματιού, της έδωσε να καταλάβει πως

έπρεπε να μείνει λίγο πίσω από τους άλλους. Κλειδώνοντας τότε

την πόρτα, της είπε βιαστικά:

«0 αφέντηθ θτάθηκε κοντά θου θαν αληθινόθ προθτάτηθ, Θεθί­λια, θα θταθώ λοιπόν κι εγώ τώρα πλάι του θαν αληθινόθ φίλοθ. Κι

έχω ένα λόγο παραπάνω, γιατί τούτο το παλιόπαιδο είναι έναθ με­

γάλοθ κατεργάρη θ, κι είναι τθιράκι κείνου του πθωροπερήφανου,

που κόντεπθε να τον πετάκθουν οι άνθρωποί μου από το παράθυ­

ρο. Απόπθε η νύχτα θα 'ναι θκοτεινή. Έχω ένα άλογο που μόνο η

μιλιά του λείπει. Έχω κι ένα πόνυ που τρέχει δεκαπέντε μίλια την

ώρα, φτάνει να τ' οδηγάει ο Τθάιλντερθ. Έχω κι ένα θκυλί που

μπορεί να κρατήθει έναν άνθρωπο, καρφωμένο θτην ίδια θέθη, ει­

κοθτέθερις ολόκληρεθ ώρεθ. Μίληθε θτο νεαρό αφέντη, και πεθ

του πωθ, άμα δει το άλογο να χορεύει, να μη φοβηθεί πωθ θα τον

πετάκθει έκθω, μα να κοιτάκθει να δει ένα αμακθάκι που θα 'ρχε­

ται με το πόνυ. Πεθ του, μόλιθ δει τ' αμακθάκι πλάι του, να πηδήκ­

θει μέθα κι αυτό θα τον πάει άπθε-δβύθε. Όθο για κείνο το παλιό­

παιδο, κόβω το κεφάλι μου πωθ το θκυλί μου δε θα τ' αφήθει ούτε

να θαλέπθει το ποδάρι του. Κι αν τ' άλογό μου δε χορεύει θτην ίδια

θέθη ώθ το πρωί, να μη με λένε Θλήρη. Πάμε τώρα, γρήγορα!»

Όλα ετοιμάστηκαν το γρήγορα, που μέσα σε δέκα λεπτά ειδο­

ποιήθηκε ο μίστερ Τσάιλντερς, που σουλατσάριζε με τις παντού­

φλες στην πλατεία της αγοράς, κι ετοιμάστηκε τ' αμάξι του μίστερ

Σλήρη. Ήταν ένα ωραίο θέαμα να βλέπει κανείς το γυμνασμένο

εκείνο σκυλί να γαβγίζει γύρω του , και τον μίστερ Σλήρη να του

δίνει να καταλάβει, με γνεψίματα του γερού του ματιού, πως έπρε­

πε να παρακολουθεί άγρυπνα τον Μπίτζερ. Μόλις έπεσε το σκο­

τάδι, μπήκαν κι οι τρεις στ' αμάξι και ξεκίνησαν· το γυμνασμένο

σκυλί (ένα φοβερά μεγαλόσωμο ζώο) κρατούσε από την πρώτη

στιγμή το μάτι του καρφωμένο στον Μπίτζερ και δεν απομακρυνό-

Page 159: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 323

ταν από τη ρόδα που ήταν πλάι του, για να είναι έτοιμο να τον αρ­

πάξει μόλις θα 'δειχνε την παραμικρή διάθεση να πηδ1Ίσει κάτω.

Οι άλλοι τρεις κάθονταν όλη νύχτα στο πανδοχείο και περίμεναν

με μεγάλη αδημονία. Στις οχτώ το πρωί έκαναν πάλι την εμφάνισή

τους ο μίστερ Σλήρη και το σκυλί -πασίχαροι κι οι δυο τους .

<<Εντάκθει, αφέντη!» είπε ο μίστερ Σλήρη. «0 γιοθ θαθ θα 'ναι τώρα θτο καράβι . Είχαμε κάνει μιάμιθη ώρα δρόμο, όταν μαθ

έφταθε ο Τθάιλντερθ και τον πήρε. Το άλογο χόρευε πόλκα ώθ­

που δεν μπορούθε πια να θταθεί θτα πόδια του από την κούραθη

(θα χόρευε και βαλθ, αν δεν ήταν ζεμένο), και τότε, με μια λέκθη

που του 'πα, θταμάτηθε και το 'ρ ικθε θτον ύπνο, του καλού καιρού .

Όταν ο μεγάλοθ αυτόθ κατεργάρηθ είπε πωθ θα προχωρούθε με

τα πόδια, το θκυλί κρεμάθτηκε από το λαιμοδέτη του, με τα τέθερα

πόδια του θτον αέρα, τον τράβηκθε κάτω και τον κύληθε καταγήθ.

Κθανανέβηκε λοιπόν θτ' αμάκθι και κάθιθε θτη θέθη του, ώθ τιθ

έκθι και μιθή το πρωί, που κθεκινήθαμε για να γυρίθουμε πίθω».

Ο κύριος Γκραντγκράιντ, όπως ήταν φυσικό, τον γέμισε ευχαρι­

στίες και του 'δωσε να καταλάβει, με πολλή λεπτότητα, πως ήταν

πρόθυμος να του προσφέρει ένα γενναίο ποσό γι' ανταμοιβή.

«Εγώ δεν έχω ανάγκη από χρήματα, αφέντη, μα ο Τθάιλντερθ

είναι φαμελίτηθ άνθρωποθ, κι αν θέλατε να του δώθετε ένα πεντό­

λιρο, μπορεί και να το δεχόταν. Κι αν ακόμα θέλατε να αγοράθετε

ένα κολάρο για το θκυλί ή μια θειρά κουδουνάκια για το άλογο, θα

τα δεχόμουν πολύ ευχαρίθτωθ. Όθο για κανένα ποτηράκι κονιάκ,

δε χαλάω χατίρι». Είχε κιόλας παραγγείλει ένα ποτήρι και τώρα

ζ1Ίτησε δεύτερο . «Κι αν δεν νομίδετε πωθ δητάω πολλά, αφέντη,

κάντε ένα μικρό δώρο θτο θίαθο, ώθ τριάμιθι σελίνια θτον καθένα

(χωρίθ να λογαριάθουμε το θκυλί) και θα του θ ευχαριθτήθετε πο­

λύ όλουθ» . Ο κύριος Γκραντγκράιντ ανέλαβε με μεγάλη ευχαρίστηση να

εκπληρώσει όλα αυτά τα μικρά δείγματα της ευγνωμοσύνης του.

Αν και, όπως είπε, τα θεωρούσε εντελώς ασήμαντα, μπροστά σε

μια τόσο μεγάλη εξυπηρέτηση .

«Εντάκθει, αφέντη. Τότεθ λοιπόν, αν υποθτηρίδετε, όταν μnο­ρείτε, το τθίρκο, κθοφλάτε με το παραπάνω το λογαριαθμό . Και

τώρα, αφέντη, αν μαθ δίνει την άδεια η κόρη θαθ, θα 'θελα να θαθ

πω όυο λόγια πριν χωρίθουμε~~.

Page 160: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

324 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

Η Λουίζα κι η Σίση πέρασαν στο διπλανό δωμάτιο. Ο μίστερ Σλήρη, ανακατεύοντας και πίνοντας το κονιάκ του, συνέχισε:

«Δε χρειάδεται βέβαια να θαθ πω πωθ τα θκυλιά είναι θαυμαθ­

τάζώα».

«Το ένστικτό τους» είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ, «είναι κάτι

θαυμαστό>>.

«Όπωθ και να το πείτε -εγώ δεν έχω ιδέα πωθ το λένε» είπε ο

Σλήρη, «είναι καταπληκτικό. Ο τρόποθ που θε κθαναβρίθκει ένα

θκυλί -κι ο δρόμοθ που μπορεί να κάνει για να θ ε θυνανηΊθει!>>

«Έχει τόσο λεπτ11 όσφρηση>> είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ.

«Δεν έχω ιδέα πωθ το λένε>> ξανάπε ο Σλήρη, κουνώντας το κεφά­

λι του. «Μα εγώ είχα κάποτε ένα θκυλί που ήρθε και με βρήκε μ' έναν

τόθο θαυμαθτό τρόπο, που αναρωτήθηκα μήπωθ και θυνάντηθε ένα

άλλο θκυλί και το ρώτηθε: "Μη τυχόν γνωρίδειθ κάποιον Θλήρη; Κά­

ποιον Θλήρη που γυρίδει με ένα τθίρκο; Είν' έναθ άντραθ ίθαμε κει

πάνω -με χαλαθμένο το ένα του μάτι". Και τ' απάντηθε το άλλο θκυ­

λί: "Δεν μπορώ να θου πω πωθ το κθέρω εγώ ο ίδιοθ, μα κθέρω κά­

ποιο θκυλί που πρέπει να τον γνωρίδει". Κι ύθτερα θκέφτηκε και

κθαναθκέφτηκε το πράγμα κι είπε: "Θλήρη, Θλήρη! Για θτάθου ... Αν, ναι, μάλιθτα! Κάποιοθ φίλοθ μου 'χει μιλήθει γι' αυτόν ... Μπορώ να θου δώθω αμέθωθ τη διεύθυνθή του". Επειδ1l, βλέπειθ, παρουθιά­

δομαι τόθο θυχνά θτο κοινό κι έχω πάει θ ε τόθουθ τόπουθ θα με γνω­

ρίδουν πολλά θκυλιά, που εγώ δεν τα κθέρω καθόλου!»

Ο κύριος Γκραντγκράιντ φαινόταν να τα 'χει ολότελα χαμένα μ'

αυτές τις σκέψεις.

«Πριν από δεκατέθεριθ μήνεθ>> είπε ο Σλήρη, φέρνοντας στα χεί­

λη του το ποτήρι με το κονιάκ, «βριθκόμαθτε θτο Τθέθτερ. Ένα

πρωινό παίδαμε . "Τα παιδιά που χάθηκαν θτο δάθοθ", όταν άκθαφ­

να μπαίνει μέθα θτο τθίρκο, από την πόρτα της θκηνήθ, ένα θκυλί.

Ερχόταν από πολύ μακριά κι ήταν θε πολύ άθχημα χάλια, κουτθό

και θχεδόν τυφλό. Έφερε βόλτα τα παιδιά μαθ, ένα ένα, θα να γύ­

ρευε να βρει κάποιο παιδί που το 'κθερε από παλιά· ύθτερα ήρθε θ ε

μένα, κάθιθε θτα καπούλια του και θτάθηκε όρθιο θτα μπροθτινά

του πόδια, μ' όλη την αδυναμία του, ύθτερα κούνηθε την ουρά του κι

έπε θ ε νεκρό. Αυτό το θκυλί, αφέντη, ήταν ο Θβελτοπόδηθ>>.

«Το σκυλί του πατέρα της Σ ίση!»

«Το γέρικο θκυλί του πατέρα τηθ Θεθιλίαθ. Τώρα αφέντη,

Page 161: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ XPONIA 325

επειδή κθέρω καλά αυτό το θκυλί, μπορώ να ορκιθτώ πωθ ο άν­

θρωποθ αυτόθ πέθανε και θάφτηκε κι ύθτερα ήρθε και μαθ βρήκε

το θκυλί του. Η Γιοδεφίνα κι ο Τθάιλντερθ κι εγώ το θκεφτήκαμε

πολύ αν έπρεπε ή όχι να το γράπθουμε. Θτο τέλοθ αποφαθίθαμε

πωθ "όχι, δεν είναι καμιά ευχάριθτη είδηθη · γιατί να την ταράκ­

θουμε και να την κάνουμε δυθτυχιθμένη;" Έτθι, αν ο πατέραθ τη θ

την άφηθε από αθτοργία και δειλία ή αν προτίμηθε να θπάθει μό­

νοθ του την καρδιά του, παρά να την τραβάει μαζί του θτη δυθτυ­

χία, δε θα το μάθουμε ποτέ, αφέντη, όπωθ δε θα μάθουμε ποτέ και

το πώθ καταφέρνουν τα θκυλιά να μαθ βρίθκουν».

<<Φυλάει ακόμα τη μποτίλια με το φάρμακο, που την είχε στείλει

ν' αγοράσει, και θα πιστεύει στην αγάπη του ώς την τελευταία

στιγμή της ζωής της» είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ.

«Αυτό φαίνεται να μαθ δείχνει δυο πράγματα, δεν είν' έτθι,

αφέντη;» είπε ο μίστερ Σλήρη κοιτάζοντας ρεμβαστικά το βάθος

του γεμάτου ποτηριού του. «Το ένα είναι πωθ υπάρχει αγάπη θτον

κόδμο, που δεν είναι ατομικό θυμφέρον, μα κάτι πολύ διαφορετι­

κό· και το άλλο πωθ αυτή η αγάπη έχει ένα δικό τη θ τρόπο να υπο­

λογίδει ή να μην υπολογίδει, πράγμα που, έτθι ή αλλιώθ, δεν μπο­

ρούμε εύκολα να το εκθηγήθουμε, όπωθ δεν μπορούμε να εκθηγή ­

θουμε και των θκυλιών τα φερθίματα!»

Ο κύριος Γκραντγκράιντ κοίταξε έξω από το παράθυρο και δεν

απάντησε. Ο μίστερ Σλήρη άδειασε το ποτήρι του και φώναξε τις

δυο γυναίκες.

«Θεθίλια, κόρη μου, έλα φίληθέ με και πήγαινε θτο καλό! Δεθ­

ποινίθ, μου είναι πολύ ευχάριθτο που βλέπω να την αγαπάτε θαν

αδερφ1Ί και να την εμπιθτεύεθτε και να την τιμάτε με το παραπάνω.

Εύχομαι να δήθει ο αδερφόθ θαθ, να γίνει αντάκθιόθ θαθ και να

θαθ κάνει πιο ευτυχιδμένη. Αφέντη αθ δώθουμε τα χέρια για πρώτη

και τελευταία φορά! Μην είθτε θκληροί με μαθ τουθ φτωχούθ αλή­

τεθ. Ο κόδμοθ πρέπει να διαθκεδάθει. Δεν μπορεί να μελετά ολοέ­

να και να δουλεύει ολοένα, δεν είναι έτθι καμωμένοθ. Πρέπει να

μα θ παραδέχεθτε και μα θ, αφέντη. Κάντε το θωθτό και το καλό και

πάρτε από μαθ ό,τι καλύτερο έχουμε, όχι ό,τι χειρότερο!»

<<Και ποτέ μου δεν το 'χα θκεφτεί>> είπε ο μίστερ Σλήρη, ~ανα­βάζοντας πάλι το κεφάλι του μέσα από το άνοιγμα της πόοτας, «πως ήμουν έναθ τόθο μεγάλος λογάθ>> .

Page 162: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ9

ΤΟΤΕΛΟΣ

Ε ΙΝΑΙ επικίνδυνο το να δει κανείς κάτι μέσα στον κύκλο

ενός ματαιόδοξου και ξιπασμένου ανθρώπου πριν το προ­

σέξει αυτό ο ίδιος. Ο κύριος Μπαουντερμπάη έβρισκε πά­

ρα πολύ μεγάλο το θράσος της κυρίας Σπάρσιτ, να θελήσει να τον

προλάβει και να κοκορεύεται τώρα πως είναι πιο έξυπνη απ' αυτόν.

Αμείλικτα αγανακτισμένος μαζί της για τη θριαμβευτική από μέρος

της ανακάλυψη της κυρίας Πέγκλερ, συλλογιζόταν την έπαρσή της

αυτή -την έπαρση μιας γυναίκας που δεν ήταν ανεξάρτητη οικονο­

μικά- και καθώς τη στριφογύριζε στο μυαλό του, έπαιρνε ολοένα

μεγαλύτερες διαστάσεις σαν μια πελώρια χιονόσφαιρα. Επιτέλους,

έκανε την ανακάλυψη πως, αν έδιωχνε την aριστοκράτισσα αυτή

-έτσι που να μπορεί να λέει: «Ήταν μια γυναίκα από μεγάλο τζάκι,

που δεν εννοούσε να ξεκολλήσει από δίπλα μου, μα εγώ δεν την

ήθελα και της έδωκα τα παπούτσια στο χέρι» -θα κέρδιζε τη μεγα­

λύτερη αίγλη που μπορούσε να πάρει απ' αυτό το δεσμό και θα τι­

μωρούσε όπως της άξιζε την κυρία Σπάρσιτ.

Συνεπαρμένος απ' τη μεγάλη αυτή ιδέα, ο κύριος Μπαουντερ­

μπάη πήγε στο σπίτι του να γευματίσει και κάθισε στην παλιά τρα­πεζαρία, όπου κρεμόταν το πορτραίτο του. Η κυρία Σπάρσιτ κα­

θόταν κι έπλεκε -πλάι στη φωτιά, με το πόδι της στον μπαμπακερό

αναβολέα, χωρίς να πολυσκοτίζεται για το πού κάλπαζε.

Ύστερα από το επεισόδιο της Πέγκλερ, η aριστοκράτισσα αυτή

κυρία είχε σκεπάσει τον οίκτο της για τον κύριο Μπαουντερμπάη

μ' ένα πέπλο ήρεμης μελαγχολίας και συντριβής. Και εξαιτίας της

αλλαγής αυτής, απέκτησε τη συνήθεια να παίρνει ένα περίλυπο

ύφος . Με το περίλυπο αυτό ύφος κοίταζε τώρα τον προστάτη της.

Page 163: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 327

«Τι συμβαίνει πάλι, κυρία;» ρώτησε στεγνά κι απότομα ο κύ­

ριος Μπαουντερμπάη.

«Σας παρακαλώ, κύριε» αποκρίθηκε η κυρία Σπάρσιτ. «Δεν πι­

στεύω να 'χετε σκοπό να μου φάτε τη μύτη μου».

«Να φάω τη μύτη σας, κυρία!» ξανάπε ο κύριος Μπαουντερ­

μπάη. <Πη δική σας τη μύτη!» αφήνοντας να εννοηθεί, όπως κατά­

λαβε η κυρία Σπάρσιτ, πως ήταν πάρα πολύ μεγάλη για να μπορέσει

κανείς να τη φάει. Ύστερα από τον προσβλητικό αυτόν υπαινιγμό,

έκοψε μια φέτα ψωμί και πέταξε κάτω το μαχαίρι με θόρυβο.

Η κυρία Σπάρσιτ έβγαλε το πόδι της από τον αναβολέα κι είπε:

«Κύριε Μπαουντερμπάη!»

«Λοιπόν, κυρία;» αποκρίθηκε ο κύριος Μπαουντερμπάη . «Τι

με κοιτάζετε έτσι;»

«Με συγχωρείτε, κύριε>> είπε η κυρία . Σπάρσιτ, «μήπως σας

στενοχώρησε κανείς σήμερα;»

«Μάλιστα, κυρία>>.

«Μπορώ να ρωτήσω, κύριε>> συνέχισε η πειραγμένη γυναίκα,

«αν έχω την ατυχία να 'μαι εγώ η αφορμή της κακοκεφιάς σας;»

«Ακούστε δω, κυρία>> είπε ο Μπαουντερμπάη, «δεν ήρθα εδώ

για ν' ακούω τα πειράγματά σας. Μια γυναίκα, όσο και να 'ναι

aριστοκράτισσα, δεν μπορεί να γίνεται ενοχλητική και να στενο­

χωρεί έναν άνθρωπο με τη δική μου τη θέση. Και δεν το 'χω καθό­

λου σκοπό να ανεχτώ από δω και μπρος αυτή την κατάσταση». (Ο

κύριος Μπαουντερμπάη κατάλαβε πως έπρεπε να προχωρήσει

γρήγορα, προβλέποντας πως, αν άφηνε να μπει σε λεπτομέρειες η

συζήτηση, θα 'χανε το παιχνίδι).

Η κυρία Σπάρσιτ στην αρχή ύψωσε, ύστερα σούφρωσε τα ρωμα·ί­

κά της φρύδια, έβαλε το πλεχτό της στο καλαθάκι και σηκώθηκε.

«Κύριε» είπε με μεγαλόπρεπο ύφος, «είναι φανερό πως η συ­

ντροφιά μου δε σας είναι καθόλου ευχάριστη απόψε . Θα πάω στο

διαμέρισμά μου>>.

«Επιτρέψτε μου να σας ανοίξω την πόρτα, κυρία>>.

«Ευχαριστώ, κύριε. Μπορώ να την ανοίξω και μόνη μου>>.

«Αφήστε καλύτερα να την ανοίξω εγώ, κυρία>> είπε ο Μπαου-

ντερμπάη, προσπερνώντας την και πιάνοντας το πόμολο, «γιατί

έτσι θα μπορέσω να σας πω δυο λόγια πριν φύγετε. Έχω την ιδέα,

κυρία Σπάρσιτ, πως είστε πάρα πολύ περιορισμένη εδώ μέσα· τι

Page 164: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

328 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

λέτε και σεις; Μου φαίνεται πως κάτω από την ταπεινή μου στέγη

δεν υπάρχει αρκετός χώρος για μια γυναίκα σαν εσάς, που διαθέ­

τει τόση μεγαλοφυ'Cα για τις υποθέσεις των άλλων».

Η κυρία Σπάρσιτ του 'ριξε μια ματιά γεμάτη βαθύτατη περι­

φρόνηση και είπε με μεγάλη ευγένεια: «Αλήθεια, κύριε ;»

«Το σκέφτηκα, βλέπετε, πολλές φορές, ύστερα από τα τελευ­

ταία γεγονότα, κυρία» είπε ο κύριος Μπαουντερμπάη, «και κατά

τη φτωχή μου κρίση ... >> «Ω, σας παρακαλώ, κύριε» τον έκοψε η κυρία Σπάρσιτ με ζωη­

ρή ευθυμία, «μην υποτιμάτε την κρίση σας. Όλος ο κόσμος ξέρει

πόσο αλάθευτη είναι η κρίση του κυρίου Μπαουντερμπάη. Δεν

υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει κάποια απόδειξη γι' αυτό . Σ '

όλο το Κοκτάουν, κανείς δε μιλάει για τίποτ' άλλο. Υποτιμήστε

ό,τι θέλετε από τον εαυτό σας, ποτέ όμως την κρίση σας, κύριε» εί­

πε η κυρία Σπάρσιτ γελώντας .

Ο κύριος Μπαουντερμπάη , κατακόκκινος και στενοχωρημένος,

συνέχισε:

«Μου φαίνεται, λοιπόν, κυρία, πως σε μια γυναίκα με τις δ ικές

σας ικανότητες θα ταίριαζε ένα πολύ διαφορετικό σπίτι. Ένα σπί­

τι σαν της λαίδης Σκάτζερς, να πούμε . Δε νομίζετε πως εκεί θα

βρείτε αρκετές υποθέσε ις για ν' αναπτύξετε τη δραστηριότητά

σας;»

«Δε μου πέρασε ποτέ από το νου, κύριε>> αποκρίθηκε η κυρία

Σπάρσιτ. «Τώρα όμως που το λέτε , το βρίσκω πολύ πιθανό».

«Δεν κάνετε, λοιπόν, μια δοκιμή , κυρία;>> είπε ο Μπαουντερ­

μπάη , βάζοντας ένα φάκελο μ' ένα τσεκ στο καλαθάκι της . Μπο­

ρείτε να φύγετε όταν θέλετε . Στο μεταξύ όμως, ίσως θα 'ταν πιο

ευχάριστο σε μια γυναίκα με τις δικές σας πνευματικές ικανότητες

να γευματίζει μόνη της, χωρίς να ενοχλείται από κανέναν. Και θα

'πρεπε, βέβαια, να σας ζητΊΊσω συγνώμη -εγώ ο ασήμαντος Ιοσίας

Μπαουντερμπάη του Κοκτάουν- που στάθηκα τόσον καιρό εμπό­διο στη μεγαλοφυ·ια σας>> .

«Μην ενοχλείσθε, κύριε» αποκρίθηκε η κυρία Σπάρσιτ. «Αν

αυτό το πορτραίτο μπορούσε να μιλήσει -μα σε σύγκριση με το

πρωτότυπο έχει το πλεονέκτημα να μη γίνεται καταγέλαστο στους

άλλους και να μην προκαλεί την αηδία- θα μαρτυρούσε πως πέρα­

σε πάρα πολύς καιρός από τότε που το ονόμασα εικόνα ενός ηλί-

Page 165: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 329

θιου. Τα έργα ενός ηλίθιου δεν μπορούν να προκαλέσουν κατά­

πληξη ή αγανάκτηση, προκαλούν μονάχα την περιφρόνηση».

Μ' αυτά τα λόγια η κυρία Σπάρσιτ, που τα ρωμα'ίκά χαρακτηρι­

στικά της έμοιαζαν τη στιγμή εκείνη σαν ένα μετάλλιο που είχε κο­

πεί, θα 'λεγες, για να θυμίζει τη βαθιά περιφρόνησή της για τον

κύριο Μπαουντερμπάη, τον κοίταξε έντονα κι ερευνητικά από την

κορφή ώς τα νύχια, τον προσπέρασε αλαζονικά κι ανέβηκε τη

σκάλα.

Ο κύριος Μπαουντερμπάη έκλεισε την πόρτα και στάθηκε

μπροστά στη φωτιά, κάνοντάς με τον ίδιο πάντα εκρηκτικό τρόπο

την προβολή του εαυτού του μέσα στο πορτραίτο του -και μέσα

στο μέλλον ...

*

Ώς ποιο σημείο μέσα στο μέλλον; Είδε την κυρία Σπάρσιτ να μά­

χεται με τις αιχμές όλων των όπλων του γυναικείου οπλοστασίου,

σ' έναν καθημερινόν αγώνα με τη γκρινιάρα, ιδιότροπη, τσιγκού­

να και τυραννική λαίδη Σκάτζερς, που το πόδι της εκείνο, το γεμά­

το μυστήριο, την κρατούσε πάντα καρφωμένη στο κρεβάτι και που

καταβρόχθιζε το γλίσχρο εισόδημά της ώς τα μισά κάθε τριμηνίας,

σ' ένα μικρό διαμέρισμα που δεν έπαιρνε αέρα από πουθενά και

που, αν για έναν άνθρωπο ήταν μια πολύ στενόχωρη κάμαρα, για

δύο δεν ήταν παρά ένα κοτέτσι. Είδε όμως και τίποτε άλλο εκτός

απ' αυτό; Να πήρε τάχα το μάτι του τον ίδιο τον εαυτό του να δεί­

χνει με περηφάνια, σε κάθε ξένο που επισκεπτόταν την Τράπεζα,

τον Μπίτζερ σαν ένα νέο με μέλλον, τόσο πολύ αφοσιωμένο στα

μεγάλα χαρίσματα του κυρίου του, που είχε κερδίσει τη θέση του

νεαρού Τομ, και θα τον είχε πιάσει κιόλας, αν δεν τον βοηθούσαν

να το σκάσει μερικοί παλιανθρώποι; Να είδε κάποιαν αχνή αντα­

νάκλαση του εαυτού του να κάνει τη ματαιόδοξη εκείνη διαθήκη,

που όριζε εικοσιπέντε απατεώνες πάνω από πενηνταπέντε χρο­

νών, με καρφιτσωμένη στο στήθος τους μια κονκάρδα με το όνομα Ιοσίας Μπαουντερμπάη του Κοκτάουν, να τρώνε σ' όλη τους τη

ζωή στην Αίθουσα Μπαουντερμπάη, να μένουν στα κτίρια του

Μπαουντερμπάη , να κοιμούνται ακούγοντας τα κηρύγματα ενός

πάστορα του Μπαουντερμπάη, να συντηρούνται από την περιου-

Page 166: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

330 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

σία του Μπαουντερμπάη και να φέρνουν ναυτία σε κάθε γερό

στομάχι με μια καλή δόση aνοησίας κι αλαζονείας αλά Μπαου­

ντερμπάη; Να προμάντεψε τάχα πως μια μέρα, πέντε χρόνια αρ­

γότερα, ο Ιοσίας Μπαουντερμπάη του Κοκτάουν θα πέθαινε από

συγκοπή σ' έναν δρόμο του Κοκτάουν, και πως η περίφημη αυτή

διαθήκη θ' άρχιζε τη σταδιοδρομία της μέσα από στρεψοδικίες,

κλεψιές, υπεκφυγές και φαυλότητες που θα ωφελούσαν μόνο τους

δικηγόρους. Μάλλον όχι. Κι όμως το πορτραίτο του έμελλε να τα

δει όλα αυτά.

Να τώρα κι ο κύριος Γκραντγκράιντ, που, την ίδια μέρα και την

ίδια ώρα, κάθεται κι αυτός στο δωμάτιό του, βυθισμένος σε σκέ­

ψεις. Τι να είδε κι αυτός απ' το μέλλον; Είδε τάχα τον εαυτό του,

γέρο με κάτασπρα μαλλιά, να παρακολουθεί τις ώς τότε αλύγιστες

θεωρίες του να λυγίζουν απ' την ανάγκη των περιστάσεων; Να

υποτάσσει τις πραγματικότητες και τα νούμερά του στην Πίστη,

την Ελπίδα, και το Έλεος και να μην προσπαθεί πια ν' αλέσει τη

θεία αυτή Τριάδα μέσα στις σκουριασμένες μικρές μηχανές του;

Να είδε τάχα, τον εαυτό του, ύστερα απ' αυτή την αλλαγή, να γίνε­

ται ο στόχος των πρώην πολιτικών συνεταίρων του; Να τους είδε τάχα στον αιώνα που ζούμε, που είναι ολότελα πια ξεκάθαρο πως

οι εθνικοί σκουπιδιαρέοι μόνο αναμεταξύ τους έχουν δοσοληψίες

και καμιά υποχρέωση στην αφηρημένη αυτή έννοια που λέγεται

λαός, «να κορο:ίδεύουν και να βρίζουν τον αξιότιμο τζέντλεμαν»

με ό,τι τους ερχόταν στο στόμα, πέντε φορές τη βδομάδα, στις νυ­

χτερινές συζητήσεις τους, που κρατούσαν ώς τις πρωινές ώρες;

Μπορεί να 'φτασε σ' αυτή την πρόγνωση, γιατί ήξερε καλά τους

συνεταίρους του.

Να κι η Λουίζα, που την ίδια εκείνη νύχτα κοιτάζει τη φωτιά, όπως άλλοτε, αν και με πιο ήρεμη και ταπεινή όψη. Τι να βλέπει

τάχα από το μέλλον; Αγγελίες με την υπογραφή του πατέρα της,

κολλημένες στους τοίχους της πολιτείας, που απαλλάσσανε το μα­

καρίτη Στέφανο Μπλάκπουλ, υφαντουργό, από κάθε άδικη υπο­

ψία, και διακήρυτταν την ενοχή του δικού του παιδιού, προβάλλο­

ντας σαν ελαφρυντικά το νεαρό της ηλικίας του και το κεντρί του πειρασμού (δεν είχε το κουράγιο να προσtιέσει «Και την εκπαί-

δ / ) ,. ,. " / 'Υ':' .I ευ ση του>> · αυτα ηταν πραγματα του παροντος. tτσι κι η επιτυμ-

βια πλάκα του Στέφανου Μπλάκπουλ, με την εξιστόρηση του θα-

Page 167: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 331

νάτου του γραμμένη από τον πατέρα της, Ίiταν κάτι που είχε τη θέ­

ση του στο παρόν, γιατί η Λουίζα το 'ξερε πως έτσι έπρεπε να 'ναι.

Αυτά μπορούσε να τα δει καθαρά. Μα τι μπορούσε να δει από το

μέλλον ;

Μια εργάτρια -το βαφτιστικό της όνομα Ραχήλ- να παρουσιά­

ζεται πάλι, ύστερα από μια μακρόχρονη αρρώστια, στο εργοστά­

σιο, με το χτύπημα του καμπανιού, να πηγαινοέρχεται τις καθορι­

σμένες ώρες ανάμεσα στους εργάτες του Κοκτάουν· μια γυναίκα

με στοχαστικ1Ί ομορφιά, ντυμένη πάντα στα μαύρα, ήρεμη και γλυ­

κιά, ακόμα και πρόσχαρη· που, μόνη αυτή απ' όλους τους άλλους

ανθρώπους της πολιτείας, φαινόταν να νιώθει συμπόνια για μια

κακομοίρα μεθυσμένη κι εξαθλιωμένη γυναίκα, που την έβλεπαν

καμιά φορά στην πόλη να της ζητάει κρυφά βοήθεια και να κλαίει

μπροστά της μια εργάτρια που δούλευε πάντα, μα ήταν ευχαρι­

στημένη γι' αυτό, και προτιμούσε να βλέπει τη δουλειά σαν τη φυ­

σική της μοίρα, ώς τη στιγμή που δε θα μπορούσε πια να δουλεύει

από τα γεράματα; Το είδε αυτό η Λουίζα; Αυτό Ίiταν κάτι που θα

γινόταν.

Έναν έρημο αδερφό, πολλές χιλιάδες μίλια μακριά, να γράφει

σ' ένα χαρτί μουσκεμένο στα δάκρυα, πως τα λόγια της αλήθεψαν

πάρα πολύ γρήγορα και πως θα 'δινε όλους τους θησαυρούς του

κόσμου -και πάλι θα 'ταν λίγο- για να μπορέσει να δει το αγαπη ­

μένο της πρόσωπο; Κι ύστερα αυτόν τον αδερφό να 'ρχεται πιο κο­

ντά στην πατρίδα, με την ελπίδα να τη δει· και να τον σταματά μια

αρρώστια· κι ύστερα ένα γράμμα με άγνωστο γραφικό χαρακτήρα

να λέει: «Πέθανε στο νοσοκομείο από υψηλό πυρετό την τάδε μέ­

ρα· και πέθανε όλος μετάνοια κι αγάπη για σας η τελευταία του

λέξη ήταν τ' όνομά σας;>> Τα είδε όλα αυτά η Λουίζα; Αυτά ήταν

πράγματα που θα γίνονταν.

Είδε να ξαναπαντρεύεται πάλι και να γίνεται μητέρα, να μεγα­

λώνει με προσοχή κι αγάπη τα παιδιά της, φροντίζοντας να διατη­

ρούν την παιδική τους δροσιά και στο κορμί και στο πνεύμα, γιατί

ήξερε πως αυτό ήταν το πιο ωραίο απ' όλα, ένα απόκτημα που και

το ελάχιστο υπόλειμμά του είναι ευλογία κι ευτυχία και για τους

πιο σοφούς; Το είδε αυτό η Λουίζα; Ένα τέτοιο πράγμα δε θα γι­

νόταν ποτέ.

Είδε όμως τα ευτυχισμένα παιδιά της ευτυχισμένης Σίσης να

Page 168: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)

332 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΠΚΕΝΣ

την τριγυρίζουν μ' αγάπη, είδε να την αγαπούν όλα τα παιδιά, για­

τί ήταν σοφή στη μεταχείριση και ανατροφή τους, με την ακλόνητη

πίστη μέσα της πως δεν πρέπει ποτέ να περιφρονεί κανείς τις αθώ­

ες και χαριτωμένες φαντασίες, με την προσπάθεια πάντα να νιώ­

θει τους πιο ταπεινούς συνανθρώπους της και να ομορφαίνει τη

μηχανικt1 και γεμάτη πραγματικότητες ζωή τους με τις φανταστι­

κές εκείνες χαρές κι ομορφιές που, δίχως αυτές, μαραίνεται η παι­

δική καρδιά, είναι ηθικά νεκρωμένη κι η πιο γερή αντρική ωριμό­

τητα, και θεμελιώνεται πάνω στην άμμο κι η πιο αναμφισβήτητη

κοινωνική άνεση που μπορούν να παρουσιάσουν οι αριθμοί; Να

είδε τάχα τον εαυτό της ν' ακολουθεί την τακτική αυτή, όχι γιατί

έπρεπε να κρατήσει ένα ρομαντικό όρκο ή κάποια υπόσχεση, ούτε

γιατί ήταν μέλος ενός φιλανθρωπικού σωματείου, όχι από κάποια

συμβατική κοινωνική υποχρέωση, παρά απλά, φυσικά, χωρίς φι­

λανθρωπικούς χορούς και φιλανθρωπικές αγορές, μόνο και μόνο

σαν ένα καθήκον; Να είδε έτσι τον εαυτό της η Λουίζα; Αυτά ήταν

τα πράγματα που θα γίνονταν.

Αγαπητέ αναγνώστη! Από σένα κι από μένα εξαρτάται αν θα

γίνουν ή δε θα γίνουν παρόμοια πράγματα στον κύκλο της δικής

μας ζωής. Ας γίνει ό,τι είναι να γίνει. Εμείς μια φορά θα καθόμα­

στε πλάι στο τζάκι, με πιο ανάλαφρο στήθος, παρακολουθώντας

τις στάχτες της φωτιάς μας να γίνονται γκρίζες και να παγώνουν.

Page 169: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 2)