Steven Pinch, Urban Social Geography an Introduction, Pearson Ltd‘Ε12Κ... · 2015-10-14 ·...

34
Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί μετάφραση του κεφαλαίου 9 του βιβλίου Paul Knox και Steven Pinch, Urban Social Geography an Introduction, Pearson Ltd Η μετάφραση είναι υπό έκδοση στις εκδόσεις Σαβάλλας. Διατίθεται μόνο για τις ανάγκες των φοιτητών του σεμιναρίου «όψεις του αστικού φαινομένου στην Ελλάδα». Απαγορεύεται η κάθε άλλη χρήση ή διανομή του. 1

Transcript of Steven Pinch, Urban Social Geography an Introduction, Pearson Ltd‘Ε12Κ... · 2015-10-14 ·...

Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί μετάφραση του κεφαλαίου 9 του βιβλίου

Paul Knox και Steven Pinch, Urban Social Geography an Introduction, Pearson Ltd Η μετάφραση είναι υπό έκδοση στις εκδόσεις Σαβάλλας. Διατίθεται μόνο για τις ανάγκες των φοιτητών του σεμιναρίου «όψεις του αστικού φαινομένου στην Ελλάδα». Απαγορεύεται η κάθε άλλη χρήση ή διανομή του.

1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ENATO

Γειτονιά, κοινότητα και η κοινωνική κατασκευή του τόπου

Βασικά ζητήματα που συζητούνται στο κεφάλαιο αυτό

• Τι επίπτωση είχε η αστικοποίηση στην ζωή της κοινότητας;

• Με ποιο τρόπο οι άνθρωποι κατασκευάζουν εικόνες για το αστικό περιβάλλον και πως οι εικόνες αυτές επηρεάζουν τον τρόπο ζωής τους.

• Ποια είναι τα κοινωνικά νοήματα που ενσωματώνονται στο δομημένο περιβάλλον;

Κεντρικό θέμα που διατρέχει ολόκληρο το βιβλίο είναι το γεγονός ότι στις πόλεις, η εναλλαγή πολλών διαφορετικών κουλτούρων, μέσα σε σχετικά περιορισμένους χώρους, συχνά οδηγεί στη δημιουργία νέων πολιτισμικών μορφών αλλά και σε κοινωνικό διαχωρισμό (βλ. Κεφάλαια 3 και 7). Τέτοιου τύπου πολιτισμικές ανταλλαγές εμπλέκουν ανθρώπους με ποικίλα και σύνθετα κοινωνικά δίκτυα – κάποια επικαλυπτόμενα και κάποια διαχωρισμένα. Για τους αστικούς κοινωνικούς γεωγράφους βασικά ερωτήματα αποτελούν: το αν μερικά από αυτά τα δίκτυα συγκροτούν μια «κοινότητα», το αν η έννοια αυτή είναι συνώνυμη της «γειτονιάς» ή της «τοπικότητας» (Locality) και αν ναι κάτω από ποιες συνθήκες.

Σύμφωνα με την κλασική κοινωνιολογική θεωρία, οι κοινότητες δε θα έπρεπε να υπάρχουν στις πόλεις ή στην καλύτερη περίπτωση [θα έπρεπε] να εμφανίζονται με ασθενέστερη μορφή. Αυτή η ιδέα πρωτοεμφανίστηκε στην κοινωνιολογία τον δέκατο ένατο αιώνα με τα γραπτά του Ferdinand Tonnies που ισχυρίστηκε ότι δυο βασικές μορφές ανθρώπινης σχέσης μπορούν να αναγνωριστούν σε κάθε πολιτισμικό σύστημα (Tonnies 1963). Το πρώτο από αυτά, την κοινότητα (“Gemeinschaft”), την απέδωσε στην προγενέστερη εκείνη περίοδο, κατά την οποία η βασική μονάδα οργάνωσης ήταν η οικογένεια ή η συγγενική ομάδα, με τις κοινωνικές σχέσεις να χαρακτηρίζονται από βάθος, συνέχεια, συνοχή και ικανοποίηση. Το δεύτερο, η Gesselschaft, θεωρήθηκε ότι είναι προϊόν της αστικοποίησης και της εκβιομηχάνισης που οδήγησε σε οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις βασισμένες στην ορθολογικότητα, την αποδοτικότητα και τις συμβολαιακές σχέσεις μεταξύ ατόμων των οποίων οι ρόλοι εξειδικεύτηκαν. Η άποψη αυτή ενισχύθηκε στη συνέχειa από τα γραπτά κοινωνιολόγων όπως οι Durkheim, Simmel, Sumner, και Wirth, και έγινε τμήμα της συμβατικής γνώσης ότι η ζωή της πόλης δεν είναι «επωφελής» για την κοινότητα, όπως κι αν την ορίσουμε. Αυτή η άποψη έγινε γνωστή ως το επιχείρημα για την «απώλεια της κοινότητας». (community lost argument).

2

9.1 Γειτονιά και κοινότητα Υπάρχουν όμως πληθώρα τεκμηρίων για να υποστηριχθεί η ιδέα ότι υπάρχουν κοινωνικά συνεκτικές κοινότητες στις πόλεις. Από πολύ νωρίς η πόλη απεικονίστηκε από διάφορους συγγραφείς ως εγγενώς ανθρώπινος τόπος, όπου η κοινωνικότητα και η φιλικότητα είναι φυσικές συνέπειες της κοινωνικής οργάνωσης στο επίπεδο της γειτονιάς (βλ. πχ Jacobs, 1961). Επιπλέον, η άποψη αυτή υποστηρίζεται από εμπειρικές κοινωνιολογικές και ανθρωπολογικές έρευνες, οι οποίες κατέδειξαν την ύπαρξη διακριτών κοινωνικών κόσμων, οι οποίοι είναι εδαφικά περιορισμένοι (territorially bounded) και οι οποίοι διαθέτουν μια ζωτικότητα που εκδηλώνεται σε τοπικούς θεσμούς όπως ταβέρνες, μπιλιάρδα και πλυντήρια (π.χ. Liebow, 1967, Suttles 1968). «Το τοπίο της νεωτερικότητας, λοιπόν, είναι πολύ περισσότερο από ένα απλό προϊόν της βιομηχανικής μετεγκατάστασης, των αγορών ακινήτων, του αρχιτεκτονικού γραφείου, των ονείρων του σχεδιαστή, των κυβερνητικών ρυθμίσεων, και του συστήματος των μηχανικών. Είναι επιπρόσθετα προϊόν των διαφορετικών ανθρώπων που διαμορφώνουν τις γειτονιές (Ward and Zung, 1992).

Αστικά χωριά: η διάσωση της κοινότητας; Ο Herbert Gans, σε συνέχεια της κλασσικής του έρευνας για το West End στη Βοστόνη πρότεινε ότι δεν είναι απαραίτητο να θρηνήσουμε την εξαφάνιση των συνεκτικών κοινωνικών δικτύων και την έννοια της προσωπικής ταυτότητας που σχετίζονται με την ζωή των χωριών γιατί, υποστήριξε, τέτοιες ιδιότητες υπήρχαν εντός των κεντρικών αστικών περιοχών σε μια σειρά από «αστικά χωριά» (Gans 1962). Η προοπτική αυτή έγινε γνωστή ως η «διάσωση της κοινότητας» (community saved). Αντικείμενο της μελέτης του Gans αποτέλεσε ένα «εθνοτικό χωριό» (η Ιταλική συνοικία) όμως μελέτες σε άλλες πόλεις περιέγραψαν αστικά χωριά βασισμένα περισσότερο σε ταξικές και λιγότερο σε εθνοτικές σχέσεις. Το στερεοτυπικό παράδειγμα αστικού χωριού είναι το Bethnal Green στο Λονδίνο οι κάτοικοι του οποίου έγιναν κάτι σαν το κλασικό κοινωνιολογικό στερεότυπο. Επέδειξαν ‘μια αίσθηση κοινότητας… ένα αίσθημα αλληλεγγύης μεταξύ ανθρώπων που καταλαμβάνουν μια κοινή εδαφική περιοχή’ που θεμελιώνονταν σε ισχυρά τοπικά δίκτυα που ενδυναμώνονταν από εντοπισμένα πρότυπα απασχόλησης, αγοράς και δραστηριοτήτων αναψυχής (Young and Wilmott, 1957, σελ. 89, έμφαση επιπρόσθετη, δες και πλαίσιο 9.1.). Παρόμοιες συνθήκες έχουν περιγραφεί σε μια σειρά διαδοχικών ερευνών της αστικής ζωής στο κέντρο και από τις δυο πλευρές του Ατλαντικού, πρόσφατα από τον Thomas Jablosnky στην έρευνα του για τις γειτονιές στις «Πίσω αυλές» του Σικάγο όπου το «κοινοτικό πνεύμα …εξαρτάτο, και μάλιστα δημιουργούνταν, από χωρικές δυνάμεις. Η κουλτούρα της κοινότητας αναδύονταν εν μέρει μέσα από την εδαφική αφοσίωση και χωρικές συνήθειες» (Jablonsky 1993, σ. 152, έμφαση πρόσθετη). Παρότι η χρησιμότητα τέτοιων μελετών είναι περιορισμένη από την σχετική ανομοιογένεια των ερευνητικών στόχων και την ποικιλομορφία των ίδιων των γειτονιών, τα εντοπισμένα κοινωνικά δίκτυα που περιγράφουν τείνουν να έχουν κοινές καταβολές. Εν συντομία, τα αστικά χωριά είναι πιο πιθανό να αναπτύσσονται στις ιστορικά διαμορφωμένες περιοχές της

3

εργατικής τάξης, που ως επί το πλείστον παρουσιάζουν σταθερό πληθυσμό και περιορισμένο εύρος επαγγελμάτων. Η σημασία της μονιμότητας και της μη-κινητικότητας για την υποβοήθηση της ανάπτυξης τοπικών κοινωνικών συστημάτων έχει τονιστεί από πολλούς συγγραφείς. Η σχετικά χαμηλή κινητικότητα των εργατικών τάξεων (νοούμενη από κάθε άποψη: προσωπική, επαγγελματική, και οικιστική κινητικότητα) είναι ένας εξαιρετικά σημαντικός παράγοντας. Η χαμηλή κινητικότητα έχει αποτέλεσμα την ενδυνάμωση των κάθετων δεσμών της συγγένειας και των οριζόντιων δεσμών της φιλίας. Ο υψηλός βαθμός οικιστικής γειτνίασης μεταξύ των μελών της οικογένειας σε εργατικές περιοχές όχι μόνο ενισχύει την ένταση των διαδράσεων μεταξύ συγγενών αλλά επιπλέον διευκολύνει το σημαντικό ρόλο της μητριαρχίας στην ενίσχυση των δεσμών αυτών. Η μητριάρχης είχε παραδοσιακά παίξει σημαντικό ρόλο στην παροχή πρακτικής βοήθειας (πχ μεγαλώνοντας τα εγγόνια, και έτσι διευκολύνοντας τη νύφη να πιάσει δουλειά) και στη μετάδοση των στάσεων, πληροφοριών, πιστεύω και κανόνων συμπεριφοράς. Η πρωτογενής κοινωνική διάδραση μεταξύ φίλων επίσης ενισχύει την οικιστική γειτνίαση που προκύπτει από τη χαμηλή κινητικότητα. Σχέσεις ομηλίκων που διαμορφώνονται στο σχολείο μεταφέρονται στη ζωή του δρόμου και στις ερωτικές γνωριμίες, και αργότερα στην επιδίωξη κοινωνικών δραστηριοτήτων σε λέσχες, pubs, και αίθουσες για bingo. Ένας ακόμη παράγοντας για την ανάπτυξη πυκνών και επικαλυπτόμενων δικτύων στις εργατικές περιοχές είναι η οικονομική διαίρεση της κοινωνίας η οποία εκθέτει αρκετούς ανθρώπους στην περιοδικότητα και τους κινδύνους της φτώχειας. Η κοινή και επαναλαμβανόμενη εμπειρία των «δύσκολων καιρών» μαζί με τη συνοχή και τη λειτουργική αλληλεπίδραση που προκύπτουν από τη σύσφιξη των δεσμών στα συγγενικά και φιλικά δίκτυα, δημιουργούν στις εργατικές περιοχές την αμοιβαιότητα αισθημάτων και στόχων: αμοιβαιότητα που είναι η βασική πηγή διαμόρφωσης των κοινωνικών θεσμών, των τρόπων ζωής και του «κοινοτικού πνεύματος» που αποδίδεται στα αστικά χωριά.

Πλαίσιο 9.1

Κεντρικά θέματα συζήτησης στην αστική κοινωνική γεωγραφία- Πως έμοιαζαν πραγματικά οι εργατικές κοινότητες;: Η περίπτωση του East-End στο Λονδίνο

Για πολλά χρόνια, η βασική πηγή αντιπαράθεσης στις αστικές σπουδές σχετίζονταν με την αληθινή φύση των παλαιότερων εργατικών κοινοτήτων στις βιομηχανικές πόλεις. Βασικό έργο αποτελεί το κλασικό βιβλίο των Young και Wilmott «Οικογένεια και Συγγένεια στο Δυτικό Λονδίνο» το οποίο εξέτασε τη ζωή της εργατικής τάξης στη δεκαετία του 1950 και έγινε ένα από τα πλέον δημοφιλή και μεγάλης επιρροής έργα της κοινωνικής επιστήμης που εκδόθηκαν ποτέ στη Βρετανία. Αρκετοί ισχυρίστηκαν ότι οι περιγραφές των οικογενειακών δικτύων, της αμοιβαιότητας, της αυτοβοήθειας και της τοπικής κοινωνικής αλληλεγγύης αποτέλεσαν μια μάλλον ρομαντική και συναισθηματική εικόνα που οι Young και Wilmott μετέφεραν για το Bethnal Green. Πράγματι, αρκετά χρόνια αργότερα ο Michael Young παραδέχτηκε ότι αρκετά πράγματα του διέφυγαν κατά τη διάρκεια των ερευνών του (αρχικά είχε προβλήματα στην κατανόηση των διαλέκτων της Cockney) και ότι ίσως υπερτόνισε την ύπαρξη κάποιων

4

χαρακτηριστικών σε αυτή την κοινότητα όπως ήταν οι ζεστές οικογενειακές σχέσεις (χαρακτηριστικά που ο ίδιος θεωρούσε ότι έλειψαν στη δική του αυστηρή μεσοαστική ανατροφή).

Οι κριτικές στο συγκεκριμένο έργο επισημαίνουν ότι, εκτός από την υπερβολή, οι Young και Wilmott παρέλειψαν να δείξουν το διττό χαρακτήρα των στενών δεσμών στις κοινότητες: η έντονη ενασχόληση με τη συμπεριφορά των φίλων και των συγγενών μπορούσε να είναι όχι μόνο υποστηρικτική αλλά και καταπιεστική. Επιπρόσθετα οι γυναίκες σήκωναν το μεγαλύτερο βάρος των κοινωνικών ευθυνών στις κοινότητες αυτές. Υποστηρίχτηκε ακόμη ότι μεγαλοποιήθηκαν τα κοινωνικά προβλήματα που σχετίζονταν με την μετεγκατάσταση των οικογενειών του Bethnal Green σε δημοτικές κατοικίες στα προάστια του Greenwich. Με την πάροδο του χρόνου οι κοινοτικοί δεσμοί συγκροτήθηκαν ξανά στις νέες περιοχές κατοικίας.

Μια ακόμη κριτική είναι ότι οι Young και Wilmott αγνόησαν τη μακρά και πολύπλοκη ιστορία του East End στο Λονδίνο και άρα υποβάθμισαν την κοινωνική ποικιλότητα που προέκυπτε από προγενέστερα κύματα μεταναστών. Κάτι τέτοιο επίσης σήμαινε ότι αγνόησαν τις συγκρούσεις μεταξύ αυτών των ομάδων. Για παράδειγμα, σε προηγούμενους αιώνες είχαν σημειωθεί βίαιες συγκρούσεις μεταξύ των Ιρλανδών μεταναστών και του Ουγενότων υφαντών μεταξιού, ενώ αργότερα σημειώθηκαν συγκρούσεις ανάμεσα σε διάφορες Εβραϊκές σέχτες (ειδικά εντάσεις μεταξύ των Εβραίων μεταναστών με καταγωγή από τις πόλεις έναντι εκείνων από τις αγροτικές κοινότητες). Στη δεκαετία του 1930 οι λευκοί εργάτες του East End εξεγέρθηκαν εναντίον των Εβραίων μεταναστών και πιο πρόσφατα δημιουργήθηκαν εντάσεις μεταξύ των λευκών εργατών και εποίκων από το Μπαγκλαντές (Bangladesh). Κατά ένα ειρωνικό τρόπο πολλοί από τους μετανάστες από το Μπαγκλαντές φαίνεται πως έχουν τα χαρακτηριστικά που οι Young και Wilmott διαπίστωσαν στις παραδοσιακές εργατικές κοινότητες του Bethnal Green- εκτεταμένες οικογένειες και συστήματα αμοιβαίας υποστήριξης.

Συνεπώς οι Young και Wilmott παρέλειψαν τον τοπικισμό, την ξενοφοβία και το ρατσισμό που συχνά εμφανίζονταν στο Δυτικό Λονδίνο. Ίσως όμως το πιο διαχρονικό χαρακτηριστικό της περιοχής να είναι η δυνατότητα της, παρά τις εντάσεις, να απορροφά με σχετικά επιτυχή τρόπο στην πάροδο των ετών διαφορετικούς μετανάστες από πολλές περιοχές του κόσμου (η πιο πρόσφατη ομάδα αποτελείται από Σομαλούς πρόσφυγες).

Βασικές έννοιες που σχετίζονται με το Δυτικό Λονδίνο (βλέπε γλωσσάρι)

Κοινότητα, Εθνοτικό χωριό, Γειτονιά, Ετερότητα (κατασκευή της- othering), πρωτογενείς σχέσεις

Επιπλέον βιβλιογραφία

Young, M., and Wilmott P., (1957) Family and Kinship in East London, Routledge and Kegan Paul, London

Συνδέσεις με άλλα κεφάλαια

Κεφάλαιο 4: Πλαίσιο 4.3. Γίνονται πολωμένες οι Δυτικές Πόλεις;

Κεφάλαιο 13: Πλαίσιο 13.1 Η ανάδυση των χωρικών συγκεντρώσεων αιτούντων άσυλο και προσφύγων

5

Η ευθραυστότητα της κοινοτικότητας Η συνοχή και η κοινοτικότητα που προκύπτει από την χαμηλή κινητικότητα και την οικονομική στέρηση αποτελούν ωστόσο εύθραυστα φαινόμενα. Κάτω από τη αμοιβαιότητα του αστικού χωριού υπάρχουν πιέσεις και εντάσεις που δημιουργούνται από την κοινωνική εγγύτητα και την οικονομικά ανασφάλεια, και αρκετές μελέτες σε εργατικές συνοικίες έχουν καταγράψει όχι μόνο τη συνοχή και την κοινοτικότητα αλλά και τη σύγκρουση και την αταξία. Η παράμετρος που έχει τραβήξει την περισσότερη προσοχή, από αυτή τη σκοπιά, είναι η πίεση που δημιουργείται από την ανεπάρκεια χώρων στις εργατικές περιοχές. Οι υψηλές πυκνότητες έχουν ως αποτέλεσμα την ενόχληση από το θόρυβο, την ανεπάρκεια χώρων για παιχνίδι ή λειτουργικών ανέσεων και συνδέονται με τη συναισθηματική πίεση και την προσωπική κόπωση. Τα παιδιά κυρίως υφίστανται τις ψυχολογικές συνέπειες από την έλλειψη ιδιωτικότητας. Το εύθραυστο της εργατικής κοινοτικότητας διαμορφώνεται από αρκετούς παράγοντες, ένας από τους οποίους είναι η σύγκρουση αξιών που μπορεί να προκύψει από την αντιπαράθεση ανθρώπων που, παρά τα κοινά οικονομικά τους βιώματα, προέρχονται από ποικίλα εθνοπολιτισμικά περιβάλλοντα. Μια ακόμη απειλή στην κοινοτικότητα είναι η διάρρηξη των σχέσεων που προκύπτει όταν μια γενιά κατοίκων γερνάει, πεθαίνει και αντικαθίσταται από νεότερες οικογένειες, οι οποίες, παρότι ουσιαστικά ανήκουν στην ίδια τάξη και έχουν τον ίδιο τρόπο ζωής, αντιπροσωπεύουν μια ενοχλητική διείσδυση στην ήσυχη ζωή των παλαιότερων κατοίκων. Ένας τρίτος παράγοντας για τη διάρρηξη της κοινοτικότητας συνδέεται με την παρουσία ανεπιθύμητων στοιχείων – «προβληματικές οικογένειες», διερχόμενοι, και πόρνες- στο κέντρο περιοχών που κατοικούνται από κατά τ’ άλλα «αξιοπρεπείς οικογένειες». Η σχετική ισχύς που ασκεί καθένας από αυτούς τους παράγοντες πίεσης μπορεί να είναι καθοριστική για να μεταβληθεί η ισορροπία σε μια κεντρική γειτονιά της πόλης και από «αστικό χωριό» να μετατραπεί σε ένα τύπο που χαρακτηρίζεται από την ανομία και την κοινωνική αποδιοργάνωση της θεωρίας του Wirth. Προαστιακές γειτονιές: ο μετασχηματισμός της κοινότητας; Σε αντίθεση με τα πυκνότητα των κοινωνικών δικτύων των αστικών χωριών, η προαστιακή ζωή θεωρείται από αρκετούς παρατηρητές ως η αντίθεση της «κοινότητας». O Lewis Mumford για παράδειγμα έγραψε ότι τα προάστια αντιπροσωπεύουν «μια συλλογική προσπάθεια για τη δημιουργία ιδιωτικής ζωής» (Mumford, 1940, σελ.215). Την άποψη αυτή υιοθέτησαν οι πρώτες μελέτες της προαστιακής ζωής όπως η μελέτη του Lynds (1956) για το Muncie στην Indiana, και του Lunt (1941) για την «Yankee City» (New Haven). Μετέπειτα κοινωνιολογικά έργα όπως το “Organisation Man”, του Whyte (1956), και το “The Eclipse of Community”, του Stein (1960), ενίσχυσαν την εικόνα του προαστίου ως περιοχή με αραιούς δευτερογενείς δεσμούς όπου ο τρόπος ζωής εστιάζονταν στην επιδίωξη της πυρηνικής οικογένειας για χρήμα, κύρος και διαρκή καταναλωτικά αγαθά, και στην ιδιωτικότητα εντός της οποίας τα απολάμβανε.

Μετέπειτα διερευνήσεις ωστόσο φανέρωσαν την ανάγκη για αναθεώρηση του μύθου της προαστιακής «μη-κοινότητας».

6

Παρότι υπάρχουν ελάχιστα τεκμήρια για την ύπαρξη προαστιακών χωριών, τέτοιων που θα ήταν συγκρίσιμα με τα αστικά χωριά στα κέντρα των πόλεων, είναι δεδομένο ότι πολλές προαστιακές γειτονιές περιέχουν τοπικά κοινωνικά δίκτυα με σημαντικό βαθμό συνοχής όπως για παράδειγμα έδειξε ο Gans (1967) στην κλασική μελέτη του Levittown. Οι προαστιακές γειτονιές μπορούν να εννοηθούν ως «κοινότητες περιορισμένης ευθύνης» - ως μια από τις κοινωνικές εκείνες επικράτειες, στις οποίες οι κάτοικοι των πόλεων μπορούν να επιλέξουν να συμμετάσχουν. Η άποψη αυτή αποδόθηκε ως «ο μετασχηματισμός της κοινότητας» ή η «απελευθέρωση της κοινότητας». Αντί λοιπόν να διαλύονται, οι αστικές κοινότητες διαιρούνται σε έναν αυξανόμενο αριθμό από ανεξάρτητες υποομάδες, κάποιες από τις οποίες έχουν τοπικό υπόβαθρο.

Προτάθηκε από αρκετούς ότι τα κοινωνικά δίκτυα των κατοίκων των προαστίων είναι στην πραγματικότητα περισσότερο εντοπισμένα και συνεκτικά από τα αντίστοιχα δίκτυα των κατοίκων του κέντρου, ακόμη κι αν τους λείπει κάτι από την «αίσθηση» της αμοιβαιότητας. Αυτή η οπτική δίνει έμφαση στα υψηλά επίπεδα «γειτονίας» στα προάστια τα οποία μπορεί να οφείλονται σε έναν ή περισσότερους παράγοντες:

Η μονοκατοικία ευνοεί την τοπική κοινωνική ζωή

Τα προάστια τείνουν να είναι πιο ομοιογενή κοινωνικά και δημογραφικά από άλλες περιοχές.

Συχνά όσοι έρχονται να εγκατασταθούν στα νέα προαστιακά συγκροτήματα επιδεικνύουν μια «προθυμία αναζήτησης» φίλων

Οι κάτοικοι των προαστίων αποτελούν μια ομάδα αυτό-επιλογής που συγκροτείται στην βάση όμοιων προτιμήσεων για κοινωνικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες.

Οι φυσικές αποστάσεις από άλλου τύπου δραστηριότητες αναγκάζει τους ανθρώπους να επιδιώκουν κοινωνικές επαφές

Η συνεκτικότητα των προαστιακών κοινοτήτων ενισχύεται περισσότερο από τα κοινωνικά δίκτυα που αφορούν στις εθελοντικές οργανώσεις κάθε είδους: σύλλογοι γονέων και δασκάλων, λέσχες κηπουρικής, αθλητικά σωματεία, επαγγελματικοί σύλλογοι κοκ. Επιπλέον, από τα υπάρχοντα δεδομένα φαίνεται ότι οι προαστιακές σχέσεις δεν είναι λιγότερο ή περισσότερο επιφανειακές από τις αντίστοιχες στις κεντρικές περιοχές της πόλης.

Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες ομάδες για τις οποίες η ζωή στα προάστια έχει αποτέλεσμα την εξασθένιση της κοινωνικής επαφής. Τα μέλη κάθε είδους μειονοτήτων ή ανθρώπων με λιγότερο τυπικές αξίες ή τρόπους ζωής δεν μπορούν εύκολα να βρουν φίλους ή να ικανοποιήσουν τα ενδιαφέροντα τους στα προάστια. Αυτό για τους ίδιους συνεπάγεται ότι πρέπει να ταξιδεύουν μεγάλες αποστάσεις για να διατηρήσουν τις κοινωνικές τους σχέσεις. Όσοι δεν μπορούν ή δεν θέλουν να ταξιδεύουν υφίστανται ως ένα βαθμό την κοινωνική απομόνωση, εν μέρει ως κόστος της επιλογής τους να εγκατασταθούν στα προάστια.

7

Κατακερματισμένη αστικότητα και η ποικιλότητα της προαστιακής ζωής Πρέπει να αναγνωριστεί ότι η φύση και η ένταση της κοινωνικής διάδρασης στις προαστιακές γειτονιές τείνει να διαφέρει ανάλογα με τον τύπο του προαστίου που κάθε φορά εξετάζεται. Ένα από τα αποτελέσματα της κατακερματισμένης αστικότητας που περιγράφηκε στο Κεφάλαιο 1 είναι ότι η προαστιακή ζωή διαφοροποιείται όλο και περισσότερο. Η διαφοροποίηση αυτή συνοδεύεται από την αναδιοργάνωση του πολιτισμικού χώρου στη βάση διαφορετικών τρόπων ζωής που ποικίλλουν ανάλογα με τους επαγγελματικούς, οικογενειακούς, «περιβαλλοντικούς» ή άλλους προσανατολισμούς, τους περιορισμούς εισοδήματος και τα χαρακτηριστικά του κύκλου ζωής των ατόμων και των νοικοκυριών. Συνοδεύεται επίσης από την αυξανόμενη τάση των ανθρώπων να προτιμούν την απόσυρση σε «θύλακες εδαφικής άμυνας» (territorially defended enclaves) που κατοικούνται από ανθρώπους με κοινή νοοτροπία, στην προσπάθεια να βρουν καταφύγιο μακριά από ανταγωνιστικές ομάδες. Το αποτέλεσμα είναι η ανάδυση διακριτών «οικειοθελών περιφερειών» (voluntary regions) στα προάστια, μέσα από μια διαδικασία που τροφοδοτείται από τον πολλαπλασιασμό των τύπων προαστιακής κατοικίας οι οποίοι πια περιλαμβάνουν κοινότητες ιδιωτικής πολεοδόμησης, ιδιόκτητα διαμερίσματα σε συγκροτήματα κατοικιών (condominiums), εξοχικές κατοικίες, και κοινότητες συνταξιούχων. Ως αποτέλεσμα ένα «αρχιπέλαγος» από όμοιες προαστιακές κοινότητες εκτείνεται από τη δυτική ως την ανατολική ακτή των ΗΠΑ, με εξαιρετικές περιπτώσεις σε κάθε μητροπολιτικό δακτύλιο. Στη λεπτομερή σύνθεση της η προαστιακή ζωή (suburbia) είναι ένα μωσαϊκό από κοινωνιο-δημογραφικά σύνολα καθένα από τα οποία διαθέτει ένα ιδιαίτερο πρότυπο κοινωνικής διάδρασης. Μπορούμε ωστόσο να διακρίνουμε τέσσερεις βασικούς τύπους (κατά Muller, 1981). Προάστια αποκλειστικά για τα ανώτερα εισοδήματα (Exclusive upper income suburbs). Οι γειτονιές αυτές βρίσκονται κυρίως στις πιο απομακρυσμένες περιοχές της πόλης και αποτελούνται από ένα αριθμό μεγάλων οικοπέδων περιφραγμένων με δέντρα και θάμνους στο εσωτερικό των οποίων βρίσκονται ευρύχωρες μονοκατοικίες. Η δόμηση αυτή δυσχεραίνει την συχνή επικοινωνία με τους γείτονες και έτσι τα τοπικά δίκτυα συγκροτούνται κυρίως μέσω της συμμετοχής σε εθελοντικές οργανώσεις, τοπικές λέσχες και εκκλησίες. Προάστια μεσοαστικών οικογενειών (middle class family suburbs). Η κυρίαρχη μορφή του μεσοαστικού προαστίου είναι η οικογενειακή μονοκατοικία, και το κυρίαρχο πρότυπο κοινωνικής διάδρασης βασίζεται στην πυρηνική οικογένεια. Όπως και στα πιο απομωνομένα προάστια η κοινωνικότητα με τους συγγενείς είναι σπάνια και η επιμονή στην ιδιωτικότητα της οικογένειας τείνει να περιορίζει την κοινωνική διάδραση. Καθώς η φροντίδα των παιδιών αποτελεί το κεντρικό μέλημα, το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνικής επαφής πραγματοποιείται μέσω οργανώσεων που απευθύνονται στις οικογένειες όπως (PTA) οι σύλλογοι γονέων, οι πρόσκοποι/οδηγοί, τα αθλητικά σωματεία, και η κοινωνική συνοχή της γειτονιάς σε μεγάλο βαθμό προκύπτει από την επικάλυψη των κοινωνικών δικτύων που σχετίζονται με αυτές τις οργανώσεις. Ωστόσο η

8

τάση των νέων ανθρώπων να αναβάλουν το γάμο, και των νέων ζευγαριών να αναβάλουν την τεκνοποιία, καθώς και η αύξηση των αξιών γης και του κατασκευαστικού κόστους, συνέβαλαν στη δημιουργία ενός ιδιαίτερου τύπου προαστίου που βασίζεται στη ζωή του διαμερίσματος. Η κοινωνική διάδραση σε τέτοιες γειτονιές τείνει να επηρεάζεται λιγότερο από τους τοπικούς δεσμούς προσεγγίζοντας περισσότερο στην ιδέα μιας αχωρικής κοινότητας συμφερόντων. Προαστιακά κοσμοπολίτικα κέντρα (suburban cosmopolitan centres). Η φαινομενικά αντιφατική αυτή ονομασία δίνεται στο μικρό, αλλά ταχύτατα αυξανόμενο, αριθμό των προαστιακών γειτονιών που συγκροτούνται οικιοθελώς ως θύλακες κατοικίας επαγγελματιών, διανοουμένων, φοιτητών, καλλιτεχνών, συγγραφέων και των δημιουργικών τάξεων (Florida 2002), ανθρώπων με ευρείς κι όχι στενούς τοπικούς ορίζοντες, των οποίων όμως τα ιδιαίτερα συμφέροντα και ο τρόπος ζωής μπορούν να παράγουν μια συνεκτική κοινότητα, μέσω μιας σειράς επικαλυπτόμενων κοινωνικών δικτύων που συγκροτούνται στη βάση πολιτιστικών δραστηριοτήτων, επαγγελματικών συμφερόντων, και εθελοντικών οργανώσεων. Τέτοιες γειτονιές είναι ένα πολύ σύγχρονο φαινόμενο που συνδέεται κυρίως με τα προάστια κοντά σε πανεπιστήμια και κολέγια. Εργατικά προάστια: Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ο αριθμός των εργατικών προαστίων αυξήθηκε τόσο γρήγορα ώστε σήμερα σε πολλές πόλεις να αποτελούν εξίσου συνηθισμένο τύπο με τα μεσοαστικά προάστια. Παρότι στις γειτονιές αυτές η οικογενειακή μονοκατοικία είναι κυρίαρχη, τα πρότυπα της κοινωνικής συναναστροφής είναι αρκετά διαφορετικά από αυτά στα μεσοαστικά προάστια. Η εντατική χρήση του κοινοτικού υπαίθριου χώρου διαμορφώνει ένα υψηλό επίπεδο τοπικών πρωτογενών κοινωνικών επαφών και η κοινοτική συνοχή ενδυναμώνεται από ένα περισσότερο προσωποκεντρικό και λιγότερο υλιστικό τρόπο ζωής. Επιπλέον, η χαμηλή γεωγραφική κινητικότητα των βιομηχανικών εργατών σημαίνει ότι οι άνθρωποι αυτοί αντιμετωπίζουν τις κατοικίες ως τόπους μόνιμης εγκατάστασης και συνεπώς είναι πιο πρόθυμοι να δημιουργήσουν τοπικούς δεσμούς. Πανικός κύρους και κοινοτικότητα κρίσης Κοινό γνώρισμα στις προαστιακές γειτονιές φαίνεται πως είναι η έλλειψη αμοιβαιότητας, του μόνιμου και μη-μετρίσιμου «κοινοτικού πνεύματος» που ήταν χαρακτηριστικό των αστικών χωριών. Μια προφανής εξήγηση για την έλλειψη αυτή είναι το ότι οι προαστιακές κοινότητες δημιουργήθηκαν προσφάτως και δεν είχαν το χρόνο να αναπτύξουν πλήρως ένα τοπικό κοινωνικό σύστημα. Ωστόσο, είναι εξίσου εύλογη η εξήγηση ότι οι κάτοικοι των προαστιακών γειτονιών μάλλον δεν πρόκειται να αναπτύξουν την αίσθηση αμοιβαιότητας που είχαν οι κάτοικοι των αστικών χωριών γιατί δεν εκτίθενται στα ίδια επίπεδα στέρησης και πίεσης.

Η συγκεκριμένη επιχειρηματολογία εν μέρει προέκυψε από μια ιδιαίτερη μορφή κοινοτικότητας, την κοινοτικότητα κρίσης, η οποία εκδηλώνονταν στις προαστιακές γειτονιές όταν εμφανίζονταν μια ασυνήθιστα ισχυρή απειλή για την εδαφική αποκλειστικότητα και τις ανέσεις των κατοίκων ή τις αξίες των ακινήτων. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα τέτοιας μορφής κοινοτικότητας που δημιουργήθηκε από την πρόκληση πανικού κύρους, κλασικό παράδειγμα είναι τα Τείχη του Cutteslowe. Το 1932

9

το δημοτικό συμβούλιο της Οξφόρδης έχτισε ένα συγκρότημα κοινωνικών κατοικιών δίπλα σε ένα ιδιωτικό συγκρότημα μεσοαστικών κατοικιών που βρίσκονταν σε μια προαστιακή περιοχή στα Βόρεια της πόλης. Οι ιδιοκτήτες των κατοικιών ενώθηκαν από το φόβο πως θα μειωθεί το κύρος της γειτονιάς και η αξία των ακινήτων και, έχοντας την κοινή επιθυμία να διατηρήσουν την κοινωνική απόσταση από τους νέους προλετάριους γείτονες τους, συνεργάστηκαν για να χτίσουν ένα τείχος, ψηλό και μακρύ όσο περίπου ένα κτίριο, που αποτέλεσε φράχτη ανάμεσα στα δυο συγκροτήματα (Collinson 1963). Τεκμήρια υπάρχουν και για άλλα παραδείγματα που κυρίως σχετίζονται με το φαινόμενο «NIMBY» (Not Ιn Μy Backyard, «μακριά απ’ την πόρτα μας») και φόβους για τη χωροθέτηση αστικών αυτοκινητοδρόμων, αεροδρομίων ή επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.

Κοινότητες και γειτονιές: ορισμοί και ταξινομήσεις Όπως είδαμε η φύση και η συνεκτικότητα των κοινωνικών δικτύων διαφέρουν ανάλογα με τις κοινωνικές και οικονομικές περιστάσεις και επομένως δεν είναι εύκολο να διαπιστωθεί αν υπάρχουν κάποιες συνθήκες οι οποίες αντανακλούν την ύπαρξη της «κοινότητας», πολύ περισσότερο μάλιστα αν κάποιες από αυτές χαρακτηρίζουν μια ιδιαίτερη γεωγραφική περιοχή. Ωστόσο είναι δυνατό να σκεφτούμε με όρους μια χαλαρής ιεραρχικής σχέσης μεταξύ της γειτονιάς, της κοινότητας και της κοινοτικότητας. Έτσι οι γειτονιές είναι επικράτειες που περιλαμβάνουν ανθρώπους με παρόμοια εν γένει δημογραφικά, οικονομικά, και κοινωνικά χαρακτηριστικά, χωρίς ωστόσο να αποτελούν απαραίτητα και βάση κοινωνικής διάδρασης. Οι κοινότητες εμφανίζονται όπου ένα βαθμός κοινωνικής συνοχής αναπτύσσεται στη βάση αλληλεπίδρασης, που με τη σειρά της παράγει μια ομοιομορφία εθίμων, προτιμήσεων, τρόπων σκέψης και ομιλίας. Οι κοινότητες είναι κόσμοι που θεωρούνται αυτονόητοι και ορίζονται από ομάδες αναφοράς που μπορεί να προσδιορίζονται με βάση τον τόπο, το σχολείο, την εργασία, ή τα μέσα επικοινωνίας. Η κοινοτικότητα ή η «κοινωνική μέθεξη» (communion) υπάρχει ως εκείνη η μορφή ανθρώπινης συνύπαρξης που εδράζεται σε συναισθηματικούς δεσμούς. Αποτελεί εμπειρία κοινότητας στο επίπεδο της συνείδησης, αλλά απαιτεί και έντονη αμοιβαία συμμετοχή η οποία είναι δύσκολο να διατηρηθεί και έτσι εμφανίζεται μόνο κάτω από συνθήκες πίεσης.

Σε τελική ανάλυση κάθε γειτονιά είναι αυτό που νομίζουν οι κάτοικοι της ότι είναι. Αυτό σημαίνει ότι οι ορισμοί και οι ταξινομήσεις των γειτονιών και των κοινοτήτων πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις γεωγραφικές κλίμακες αναφοράς που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι. Σ’ αυτό το πλαίσιο μπορεί να είναι χρήσιμο να διακρίνουμε ανάμεσα στις άμεσες γειτονιές, (που μπορεί να είναι μικρές, επικαλυπτόμενες μεταξύ τους, και να χαρακτηρίζονται μάλλον από προσωπικές σχέσεις παρά από διαδράσεις ανάμεσα σε επίσημες ομάδες, θεσμούς ή οργανώσεις), στις παραδοσιακές γειτονιές (που χαρακτηρίζονται από κοινωνικές σχέσεις οι οποίες ενισχύονται από την κοινή χρήση τοπικών υποδομών και τη συμμετοχή σε τοπικές οργανώσεις), και στις αναδυόμενες γειτονιές (οι οποίες είναι μεγάλες και ποικίλες αλλά παρουσιάζουν σχετικά χαμηλά επίπεδα κοινωνικής διάδρασης).

Μια διαφορετική προσέγγιση των γειτονιών και των κοινοτήτων επικεντρώνεται στις λειτουργίες τους. Είναι δυνατό, για παράδειγμα, να σκεφτούμε τις γειτονιές με όρους υπαρξιακών λειτουργιών (που σχετίζονται με τους συναισθηματικούς δεσμούς των ανθρώπων και την αίσθηση του ανήκειν), οικονομικών λειτουργιών (που αναφέρονται

10

στην κατανάλωση), διοικητικών λειτουργιών (που αναφέρονται στην παροχή και οργάνωση των δημόσιων υπηρεσιών), χωροταξικών λειτουργιών (που αφορούν στα υλικά και κοινωνικά οφέλη μιας τοποθεσίας), δομικών λειτουργιών (που αφορούν στα κοινωνικά αποτελέσματα του αστικού σχεδιασμού), πολιτικών λειτουργιών (που σχετίζονται με την έκφραση τοπικών ζητημάτων), λειτουργιών κοινωνικής αναπαραγωγής (που σχετίζονται με τη ευρύτερη πολιτική οικονομία της αστικοποίησης).

11

9.2 Η κοινωνική κατασκευή των αστικών τόπων Ο ‘Τόπος’, παρατηρεί ο David Harvey «πρέπει να είναι μια από τα πλέον πολυεπίπεδες και πολυσήμαντες λέξεις στη γλώσσα μας» (Harvey, 1993, σελ. 4). Αυτή η διαβάθμιση των σημασιών αντανακλά τον τρόπο με το οποίο οι τόποι κατασκευάζονται κοινωνικά – με την απόδοση διαφορετικών νοημάτων από διαφορετικές ομάδες με διαφορετικούς στόχους. Αντανακλά επίσης την δυσκολία της ανάπτυξης θεωρητικών εννοιών για τον τόπο:

«Υπάρχει πλειάδα λέξεων όπως περιβάλλον (milieu), τοπικότητα (locality), τοποθεσία (location), τόπος δρώμενων (locale), γειτονιά (neighbourhood), περιφέρεια (region), επικράτεια (territory), και οι συναφείς οι οποίες αναφέρονται στις γενικές ιδιότητες του τόπου. Υπάρχουν άλλοι όροι όπως πόλη, χωριό, μεγαλούπολη και κράτος που αναφέρονται σε συγκεκριμένα είδη τόπων. Υπάρχουν επίσης άλλες λέξεις όπως σπίτι, εστία, «χωράφι» («turf»), κοινότητα, έθνος και τοπίο που έχουν ισχυρές συνδηλώσεις στον τόπο ώστε θα ήταν δύσκολο να τις χρησιμοποιήσει κανείς χωρίς να αναφερθεί σε αυτόν»

(Harvey, 1993, σελ. 4)

Σ’ αυτό το πλαίσιο είναι χρήσιμο να αναγνωρίσουμε την «διαμεσότητα του τόπου» («betweenness of place»), δηλαδή την εξάρτηση του τόπου από την προοπτική. Οι τόποι υπάρχουν και κατασκευάζονται από υποκειμενικές οπτικές, αλλά ταυτόχρονα κατασκευάζονται και θεωρούνται εξωτερικά ως «άλλοι» από όσους είναι εκτός (outsiders). Όπως το έθεσε ο Nicholas Entrikin «Η γειτονιά μας είναι τόσο μια περιοχή με επίκεντρο τον εαυτό μας και το σπίτι μας, όσο και μια περιοχή που περιέχει σπίτια, δρόμους και ανθρώπους που μπορεί να τα δούμε από μια απόκεντρη και εξωτερική προοπτική». Έτσι τόπος είναι και το επίκεντρο του νοήματος και το εξωτερικό πλαίσιο των πράξεων μας» (Entirkin 1991, σελ. 7). Επιπλέον οι θεωρήσεις «από τα έξω» μπορεί να διαβαθμίζονται ως προς την αφαιρετικότητά τους, ξεκινώντας από τη θεώρηση από ένα συγκεκριμένο σημείο και καταλήγοντας στη θεώρηση από το πουθενά (μια τελείως αφηρημένη μη-προοπτική θεώρηση) (Sack 1992) (δες Πλαίσιο 9.2).

Πλαίσιο 9.2 Κεντρικές τάσεις στην αστική κοινωνική γεωγραφία: Η ανάπτυξη νέων «ιερών χώρων» Μέχρι πρόσφατα οι γεωγράφοι είχαν δείξει μικρό ενδιαφέρον σε θρησκευτικά ζητήματα. Ένας πιθανός λόγος για αυτή την αμέλεια μπορεί να είναι η (λαθεμένη;) υπόθεση ότι οι δυτικές κοινωνίες εκκοσμικεύονται όλο και περισσότερο. Ο Chris Park ισχυρίζεται ότι τα θρησκευτικά ζητήματα είναι σχετικά περιθωριοποιημένα στην ακαδημαϊκή ανάλυση εξαιτίας της «υποτιθέμενης ορθολογικότητας της μετα-διαφωτιστικής επιστήμης η οποία χαρακτηρίζει ως ανορθολογικά (και επομένως ανάξια ακαδημαϊκής μελέτης) θεμελιώδη ζητήματα όπως το μυστήριο, η πνευματικότητα και το δέος (Park, 1994, σελ.1). Ας σημειωθεί εδώ ότι οι βασικοί κοινωνικοί στοχαστές του 19ου αιώνα που θεμελίωσαν τη σύγχρονη κοινωνική θεωρία – Marx, Weber, Durkheim- όλοι τόνισαν τους τρόπους με

12

τους οποίους η θρησκεία χρησιμοποιήθηκε για τη διατήρηση της υπάρχουσας κοινωνικής τάξης, δικαιολογώντας τις ανισότητες και παρηγορώντας τους πένητες με την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή μετά. Πρόσφατα ωστόσο αυξήθηκαν οι γεωγραφικές εργασίας για τη θρησκεία. Οι λόγοι για αυτό πρέπει να είναι τώρα σαφείς μετά τα όσα αναπτύχθηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια για την κουλτούρα, την ταυτότητα, τον χώρο και την εθνοτικότητα (ethnicity). Για πολλούς ανθρώπους στις Δυτικές κοινωνίες οι θρησκευτικές αξίες εξακολουθούν να παίζουν σημαντικό ρόλο στο σχηματισμό της αίσθησης της ταυτότητας τους. Πραγματικά, η ίδια η ιδέα ότι η «θρησκεία» μπορεί να οριστεί ως μια ιδιαίτερη ξεχωριστή σφαίρα ζωής αποτελεί ιδιαίτερη Δυτική αντίληψη. Σε πολλές θρησκείες περιλαμβανομένων του Σιχισμού (Sikhism) και του Ισλάμ (οι οποίες είναι τώρα αρκετά διαδεδομένες στις Δυτικές πόλεις) η ίδια η ιδέα της διάκρισης των θρησκευτικών από τις μη-θρησκευτικές σφαίρες αποτελεί ανάθεμα. Παρότι σημειώθηκε μείωση στους αριθμούς όσων παρακολουθούν τις καθιερωμένες μορφές χριστιανικής λατρείας, υπήρξε μια σημαντική αύξηση σε εναλλακτικών μορφών λατρείας όπως οι ευαγγελιστές. Επιπρόσθετα, τόποι θρησκευτικής λατρείας όπως εκκλησίες, παρεκκλήσια, καθεδρικοί ναοί και τζαμιά μπορούν να έχουν ισχυρή συμβολική ισχύ. Πρόκειται για τόπους στους οποίους προσέρχονται τα μέλη μιας θρησκευτικής κοινότητας για να ενισχύσουν την πίστη τους μέσω διάφορων τελετουργιών. Μερικές θρησκείες όπως του Σιχισμού (Sikhism) θεωρούν ότι όλος ο κόσμος είναι ιερός χώρος πλήρης με την παρουσία του Θεού, όπως όμως και οι περισσότερες άλλες θρησκείες και ο …διαθέτει κτίρια και χώρους ιδιαίτερης πνευματικής σημασίας. Οι περισσότερες θρησκείες διακηρύσσουν καθολικές ηθικές αξίες οι οποίες μεταδόθηκαν στην ανθρωπότητα από κάποιο παντοδύναμο όν(τα) δια μέσω των προφητών και των γκουρού. Αυτή η θέση βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τις κοσμικές ανθρωπιστικές προσεγγίσεις που τονίζουν ότι οι αξίες αντιστοιχούν σε συγκεκριμένους τόπους και ιστορικές περιόδους. Στην πράξη, πολλά θρησκευτικά συστήματα αξιών μετατράπηκαν με την πάροδο των χρόνων προκειμένου να προσαρμοστούν στις μεταβαλλόμενες στάσεις της κοινωνίας έναντι ζητημάτων όπως ο ρόλος των γυναικών και της επιστήμης. Ωστόσο, είδαμε πρόσφατα διάφορες μορφές φονταμενταλισμού και θρησκευτικά κινήματα ευαγγελιστών, τα οποία, αντιδρώντας στον μεταμοντέρνο ηθικό σχετικισμό και στην κρατική εκκοσμίκευση, προβάλλουν το απόλυτο των ηθικών αρχών σε μια σειρά ζητήματα από την ομοφυλοφιλία μέχρι τις αμβλώσεις, την ένδυση και τη δίαιτα. Βασικές έννοιες σχετικές με τους ιερούς χώρους (δες Γλωσσάρι). Ουσιοκρατία (Essentialism), Ταυτότητες (identities), Σήμανση (signification) Πρόσθετα αναγνώσματα: Jackson, R.H. and Henrie, R., (1993) Perception of sacred space, Journal of Cultural Geography, 3, 94-107 Park, C. (1994) Sacred Worlds, Routledge, London Σύνδεσμοι με άλλα κεφάλαια Κεφάλαιο 8: Πλαίσιο 8.2. Η δημιoυργία της Eruv

13

Οι διακρίσεις αυτές αναδεικνύουν τη σημασία της κατανόησης των αστικών χώρων και τόπων από την πλευρά του «εντός» (insider), του προσώπου που διαμένει και χρησιμοποιεί ένα συγκεκριμένο τόπο ή σκηνικό. Ωστόσο, το «από τα μέσα» (insideness) και το «από τα έξω» (outsideness) πρέπει να νοούνται ως άκρα ενός συνεχούς μεταξύ των οποίων μπορεί να ταυτοποιηθούν διαφορετικοί τρόποι της τοπικής εμπειρίας (modes of place experience). Το βασικό επιχείρημα εδώ είναι ότι οι τόποι νοηματοδοτούνται σε άμεση εξάρτηση με το βαθμό που οι άνθρωποι αισθάνονται ότι είναι «μέσα» σ’ αυτούς: «εδώ αντί εκεί, περιεχόμενοι αντί εκτεθειμένοι, ασφαλείς αντί απειλούμενοι» (Relph, 1976). Σημαντικό στοιχείο στην κατασκευή του τόπου είναι ο ορισμός του άλλου με τρόπο στερεοτυπικό και αποκλειστικό. Κάτι τέτοιο αποτελεί μέρος της ανθρώπινης στρατηγικής για εδαφοκυριαρχία (territoriality): «μια χωρική στρατηγική με την οποία οι τόποι γίνονται εργαλεία εξουσίας» (Sack, 1992). Ο αυτοπροσδιορισμός (self-definition) γίνεται σε σχέση με τον άλλο, τους ανθρώπους και τους τόπους εκτός των ορίων (πραγματικών και αντιληπτών) που εγκαθιστούμε.

Ένα ακόμη βασικό συστατικό της κατασκευή του τόπου αποτελεί το υπαρξιακό κίνητρο των ανθρώπων να ορίσουν τον εαυτό τους σε σχέση με τον υλικό κόσμο. Οι ρίζες της ιδέας αυτής βρίσκονται στη φιλοσοφία του Martin Heidegger, ο οποίος υποστήριζε ότι άνδρες και γυναίκες εκκινούν από μια συνθήκη αλλοτρίωσης για να καθορίσουν τους εαυτούς τους, μεταξύ άλλων και, με χωρικό τρόπο. Η δημιουργία του χώρου παρέχει στους ανθρώπους τις ρίζες τους και ταυτόχρονα οι εστίες και οι τοπικότητες τους γίνονται οι βιογραφίες αυτής της διαδικασίας της δημιουργίας (Heidegger 1971) Κεντρική στη φιλοσοφία του Heidegger είναι η έννοια του «κατοικείν»: η βασική ικανότητα να επιτευχθεί η πνευματική ενότητα ανάμεσα στους ανθρώπους και τον υλικό κόσμο. Μέσα από επαναλαμβανόμενες εμπειρίες και πολύπλοκες συνδέσεις η ικανότητα του «κατοικείν» μας επιτρέπει να κατασκευάζουμε τόπους, να τους δίνουμε νοήματα που αποκτούν βάθος και πολλαπλές ποιότητες με την πάροδο του χρόνου.

Εδώ ωστόσο ο Heidegger εισήγαγε ένα πρόσθετο επιχείρημα: ότι η εμβάθυνση και ο πολλαπλασιασμός των επιπέδων του νοήματος στο σύγχρονο κόσμο υπονομεύεται από την διάδοση της τεχνολογίας των τηλεπικοινωνιών, τον ορθολογισμό, τη μαζική παραγωγή και τις μαζικές αξίες. Το αποτέλεσμα, όπως υπέδειξε, είναι η απώλεια της αυθεντικότητας των τόπων. Οι χώροι των πόλεων γίνονται «μη-αυθεντικοί», «άτοποι» μέσα από μια διαδικασία που, με ειρωνικό τρόπο, ενισχύεται καθώς οι άνθρωποι αναζητούν την αυθεντικότητα μέσα σε επαγγελματικά σχεδιασμένους και εμπορικά κατασκευασμένους χώρους και τόπους όπου οι επινοημένες παραδόσεις, οι αποστειρωμένοι και απλουστευμένοι συμβολισμοί, και η εμπορευματοποίηση της πολιτισμικής κληρονομιάς συμβάλλουν περισσότερο στην σύγκλιση και λιγότερο στην χωρική ταυτότητα.

Ωστόσο η κατασκευή του τόπου από τους «από μέσα» δε μπορεί να επιτελεστεί ανεξάρτητα από τις κοινωνικές νόρμες και τις αναπαραστάσεις του κόσμου: αυτό που η Larissa Lomnitz ονόμασε την «πολιτισμική γραμματική» η οποία κωδικοποιεί τις κοινωνικές κατασκευές των χώρων και των τόπων (Lomnitz and Diaz 1992). Τόσο η εδαφοκυριαρχία (territoriality) όσο και η αίσθηση του «κατοικείν» διαμορφώνονται από

14

ευρέως διαδεδομένες αντιλήψεις για τις κοινωνικές αποστάσεις, τρόπους συμπεριφοράς, μορφές κοινωνικής οργάνωσης, κοινωνικές αξιολογήσεις, κοκ. Διαπιστώνουμε λοιπόν εδώ μια ακόμη σημαντική διαλεκτική σχέση: αυτήν ανάμεσα στις κοινωνικές δομές και στις κοινωνικές πρακτικές των «εκ των έσω» δρώντων, που με υποκειμενικά κατασκευάζουν τους χώρους και τους τόπους. Ζούμε μέσα στους τόπους αλλά και διαμέσω των τόπων, όπως σε προηγούμενα κεφάλαια του βιβλίου επισημάναμε. Ο τόπος λοιπόν είναι κάτι περισσότερο από ένα δοχείο ή μια νοητική κατασκευή. Είναι ταυτόχρονα κείμενο (text) και συγκείμενο (context), το σκηνικό (setting) της κοινωνικής διάδρασης το οποίο μεταξύ άλλων (Thrift 1985):

Δομεί τις καθημερινές ρουτίνες (routines) τις οικονομικής και κοινωνικής ζωής

Δομεί τις διαδρομές ζωής (life paths) των ανθρώπων προσφέροντας τους ευκαιρίες και περιορισμούς

Προσφέρει μια αρένα στην οποία συγκεντρώνεται η καθημερινή γνώση της «κοινής λογικής» και εμπειρίας

Προσφέρει ένα πεδίο για τις διαδικασίες της κοινωνικοποίησης και της κοινωνικής αναπαραγωγής

Προσφέρει μια αρένα για την εφαρμογή και αμφισβήτηση των κοινωνικών νορμών και κανόνων

Αστικοί βιόκοσμοι, τυποποίηση του χωρο-χρόνου, και διυποκειμενικότητα

Η δυναμική αυτή σχέση διαμορφώνει το δυναμισμό και τη δομή της κοινωνικής γεωγραφίας της πόλης:

«Η κοινωνική πραγματικότητα της πόλης δεν απλά δεδομένη. Είναι επίσης κατασκευασμένη και διυποκειμενικά διατηρούμενη σε έναν ημίκλειστο κόσμο επικοινωνίας και κοινών συμβολισμών. Οι ρουτίνες της καθημερινής ζωής δημιουργούν μια ειδική οπτική του κόσμου και εξουσιοδότηση για δράση. Ο αυτό-α-συνείδητος (unself-consious) και αδιαμφισβήτητος χαρακτήρας του κάνουν το βιόκοσμο τόσο δεσμευτικό στα μέλη του και διασφαλίζουν ότι οι πραγματικότητές του δεν θα απειληθούν».

(Ley 1983, σελ 203)

Κρίσιμη ιδέα αποτελεί εδώ ο βιόκοσμος, το αδιαμφισβήτητο σχήμα και πλαίσιο της καθημερινής ζωής μέσω του οποίου οι άνθρωποι οργανώνουν την καθημερινότητά τους χωρίς αυτή να αποτελεί αντικείμενο συνειδητής προσοχής (Madsen and Plunz 2001). Μερικές φορές το σχήμα αυτό επεκτείνεται σε συλλογικές στάσεις και αισθήματα: μια αυτοσυνειδητή αίσθηση του τόπου συμπληρώνεται από ένα σύνολο γνωστικών στοιχείων που αναφέρονται στο δομημένο περιβάλλον, τους ενδυματολογικούς κώδικες, τα πρότυπα της ομιλίας, τα δημόσια ήθη και τα υλικά αγαθά. Αυτό που ο Raymond Williams ονόμασε δομή της αίσθησης (Williams, 1973). Η βάση για τους ατομικούς βιόκοσμους και τη συλλογική δομή της αίσθησης είναι η διυποκειμενικότητα: κοινά νοήματα που προκύπτουν από τη βιωμένη εμπειρία της καθημερινής πρακτικής. Μέρος

15

της θεμελίωσης της διυποκειμενικότητας αποτελεί η τυποποίηση (routinisation) της ατομικής και κοινωνικής πρακτικής στο χρόνο και στο χώρο. Όπως προτείνεται στο Σχήμα 9.1. η χρονικότητα της κοινωνικής ζωής τέμνεται σε τρία επίπεδα, κάθε ένα από τα οποία αλληλεπιδρά με τα υπόλοιπα (Simonsen, 1991). Η μακρά διάρκεια της κοινωνικής ζωής είναι συνδεδεμένη με την ιστορική εξέλιξη των θεσμών (του δικαίου, της οικογένειας, κλπ). Εντός του Dasein, ή της διάρκειας του βίου, η κοινωνική ζωή επηρεάζεται από τον κύκλο ζωής των ατόμων και των οικογενειών και από τις κοινωνικές συνθήκες, που αλληλεπιδρώντας με τη μακρά διάρκεια, είναι χαρακτηριστικές κάθε γενιάς. Τέλος εντός της διάρκειας της καθημερινής ζωής οι ατομικές ρουτίνες αλληλεπιδρούν με τη δομή των θεσμικών πλαισίων και με τους ρυθμούς του δικού τους κύκλου ζωής.

Η χωρικότητα της κοινωνικής ζωής μπορεί επίσης να αναλυθεί σε τρεις διαστάσεις. Στην ευρύτερη κλίμακα υπάρουν οι θεσμικές χωρικές πρακτικές, οι οποίες αναφέρονται στην κατασκευή του χώρου σε συλλογικό επίπεδο. Ο «τόπος» μπορεί τότε να θεωρηθεί ότι σχετίζεται με την ανθρώπινη συνείδηση και τις κοινωνικές σημασίες που προσδίδονται στους αστικούς χώρους. Τέλος οι ατομικές χωρικές πρακτικές αναφέρονται στη φυσική παρουσία και στη χωρική διάδραση των ατόμων και των ομάδων. Αυτά τα τρία επίπεδα της χωρικότητας με τη σειρά τους μπορούν να συσχετιστούν τα τρία επίπεδα της χρονικότητας της κοινωνικής ζωής όπως απεικονίζεται στο Σχήμα 9.2.. Στο σχήμα αυτό παρουσιάζεται ένα πολυδιάστατο πλαίσιο εντός του οποίου η τυποποίηση του χωρο-χρόνου μπορεί να υποστηρίξει τη διυποκειμενικότητα από την οποία εξαρτώνται οι βιόκοσμοι των ανθρώπων.

μακρά διάρκεια (long duree)

Dasein

(διάρκεια του βίου)

διάρκεια της καθημερινής ζωής

Μακρά διάρκεια (long duree)

Θεσμικός χρόνος

Ιστορία

Σύνδεση ιστορίας και ιστορίας ζωής

Γενιά

Διαλεκτική μεταξύ των θεσμών και της καθημερινής ζωής

Dasein

(διάρκεια του βίου)

Ιστορία Ζωής

το «Εγώ»

Σχέση μεταξύ των στρατηγικών ζωής και της καθημερινής ζωής

Διάρκεια της καθημερινής ζωής

Καθημερινές ρουτίνες

(χρήση του χρόνου)

Σχήμα 9.1.: Αλληλεπιδράσεις μεταξύ των διαστάσεων της χρονικότητας

Πηγή: Simonsen (1991), Σχ. 1, σελ 427

16

μακρά διάρκεια (long duree)

Dasein διάρκεια της καθημερινής ζωής

Θεσμικές χωρικές πρακτικές

Κοινωνικοχωρική ανάπτυξη

(ιστορική γεωγραφία)

Στρατηγικές ζωής σε χωρικό συγκείμενο

Γεωγραφικοί περιορισμοί των καθημερινών ρουτίνων

Τόπος Τοπική ιστορία, κουλτούρα και παράδοση

Βιογραφίες στο χρόνο και στο χώρο

Ταυτότητα

Χωρικά εδραιωμένες «φυσικές στάσεις»

Ατομική χωρική πρακτική

Ιστορικοί περιορισμοί των χωρικών πρακτικών

Σχέση μεταξύ των στρατηγικών ζωής και των χωρικών πρακτικών

Καθημερινές χωρο-χρονικές ρουτίνες

(χρονο-γεωγραφία)

Σχήμα 9.2. : Χρονικότητα, χωρικότητα και κοινωνική ζωή.

Πηγή: Simonsen (1991), Σχ. 3

Στους γεωγράφους το γνωστότερο στοιχείο αυτού του πλαισίου είναι η χρονο-γεωγραφία της καθημερινής ζωής που επεξεργάστηκε ο Torsten Ηagerstrand (Carlstein et al, 1978). Το βασικό μοντέλο του (Σχήμα 9.3) συλλαμβάνει τους περιορισμούς του χώρου και του χρόνου στις καθημερινές ατομικές χωρικές πρακτικές. Φανερώνει τον τρόπο με το οποίο οι άνθρωποι χαράζουν «μονοπάτια» στο χώρο και στο χρόνο, μετακινούμενοι από ένα τόπο (ή «σταθμό») σε έναν άλλο καθώς επιδιώκουν την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων (ή σχεδίων- «πρότζεκτς»). Η κίνηση αυτή, όπως θεωρητικοποιήθηκε, ανακόπτεται από τρία είδη περιορισμών: (1) «περιορισμούς δυνατοτήτων» (capability constraints) - κυρίως το χρόνο που είναι διαθέσιμος για ταξίδι και την ταχύτητα των διαθέσιμων μέσων μεταφοράς, (2) «περιορισμούς εξουσίας» (authority constraints), νόμους και έθιμα που επηρεάζουν το ταξίδι και την προσβασιμότητα, και (3) «περιορισμούς συνδέσεων» (coupling constraints) που προκύπτουν από τις συγκεκριμένες περιόδους στη διάρκεια των οποίων είναι διαθέσιμα και προσπελάσιμα συγκεκριμένα σχέδια. Η ιδιαίτερη σημασία των χρονο-γεωγραφιών είναι στο παρόν συγκείμενο ότι ομάδες ανθρώπων με παρόμοιους περιορισμούς συγκεντρώνονται μέσα σε «ανύσματα («bundles») χρονο-χωρικών δραστηριοτήτων: καθιερωμένα πρότυπα που αποτελούν σημαντικές συνθήκες για την ανάπτυξη της διυποκειμενικότητας.

Εδώ το Σχήμα 9.3 (Figure 9.3. p198)

17

Δομοποίηση και το γίγνεσθαι του τόπου Τα ζητήματα αυτά είναι κεντρικά στη θεωρία της δομοποίησης, η οποία πραγματεύεται με ποιο τρόπο δομούνται οι κοινωνικές πρακτικές στο χώρο και στο χρόνο. Όπως αναπτύχθηκε από τον Anthony Giddens (1979, 1981, 1984, 1985, βλ. και Bryant & Jarry 1991) η θεωρία της δομοποίησης αποδέχεται και επεξεργάζεται την περίφημη φράση του Karl Marx ότι οι άνθρωποι «δημιουργούν την ιστορία, όχι όμως μέσα στις συνθήκες που έχουν επιλέξει». Από γεωγραφική σκοπιά και σύμφωνα με τα βασικά στοιχεία της θεωρίας της δομοποίησης τα ανθρώπινα τοπία…

«δημιουργούνται από δρώντες (ή φορείς δράσης) με την ικανότητα γνώσης που λειτουργούν μέσα σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο (ή δομή). Η σχέση δομής- φορέα δράσης μεσολαβείται από μια σειρά θεσμικών διευθετήσεων οι οποίες αφενός διευκολύνουν και αφετέρου περιορίζουν τη δράση. Άρα μπορούν να εντοπιστούν τρία επίπεδα ανάλυσης: οι δομές, οι θεσμοί και οι φορείς δράσης. Οι δομές περιλαμβάνουν τις μακρόχρονες, γερά ριζωμένες, κοινωνικές πρακτικές που κυβερνούν την καθημερινή ζωή όπως ο νόμος και η οικογένεια. Οι θεσμοί αντιπροσωπεύουν τις φαινόμενες μορφές των δομών που περιλαμβάνουν για παράδειγμα το μηχανισμό του κράτους. Οι φορείς δράσης είναι εκείνοι οι ανθρώπινοι δρώντες με επιρροή που καθορίζουν τα ακριβή και παρατηρήσιμα αποτελέσματα κάθε κοινωνικής διάδρασης».

(Dear and Wolch, 1989, p.6)

Είμαστε λοιπόν όλοι δρώντες (απλοί πολίτες, ισχυροί επιχειρηματίες, μέλη ομάδων συμφερόντων, γραφειοκράτες ή εκλεγμένοι πολιτικοί) και αποτελούμε μέρος του δυισμού στον οποίο οι δομές (οι επικοινωνιακές δομές της γλώσσας και της νοηματοδότησης όπως επίσης και οι τυπικές ή άτυπες οικονομικές, πολιτικές ή νομικές δομές) διευκολύνουν τη συμπεριφορά μας, που με τη σειρά της αναπαράγει, και ενίοτε αλλάζει, τις δομές αυτές. Οι δομές μπορεί να ενεργούν ως περιορισμοί της ατομικής δράσης αλλά είναι επίσης ταυτόχρονα το μέσο και το αποτέλεσμα της συμπεριφοράς που επαναλαμβανόμενα οργανώνουν. Επιπρόσθετα, η θεωρία της δομοποίησης αναγνωρίζει ότι είμαστε όλοι μέλη συστημάτων κοινωνικών δρώντων: δικτύων, οργανώσεων, κοινωνικών τάξεων, κοκ.

Η ανθρώπινη δράση θεωρείται ότι βασίζεται στην «πρακτική συνείδηση», εννοώντας ότι ο τρόπος με τον οποίο κατανοούμε τις δικές μας πράξεις και τις πράξεις των άλλων και ο τρόπος με τον οποίο παράγουμε νόημα στον κόσμο είναι ριζωμένος σε ρουτίνες της καθημερινότητας που στο μυαλό μας βρίσκονται κάπου ανάμεσα στο συνειδητό και στο ασυνείδητο. Η επαναληπτικότητα, η συνεχόμενη αναπαραγωγή των ατομικών και κοινωνικών πρακτικών μέσω της ρουτίνας (η τυποποίηση του χωρο-χρόνου) συμβάλλει στην κοινωνική ολοκλήρωση, στην ανάπτυξη των κοινωνικών συστημάτων και δομών μεταξύ φορέων δράσης σε συγκεκριμένους τόπους.

Επιπλέον οι δομές και τα κοινωνικά συστήματα μπορεί να θεωρηθεί ότι αναπτύσσονται σε ευρύτερα χωρικά και χρονικά διάστημα μέσω της συστημικής ενσωμάτωσης, η οποία διενεργείται μέσω της αποστασιασιοποίησης του χρονο-χώρου (time-space distanciation): την επέκταση των κοινωνικών σχέσεων στο χρόνο και στο χώρο καθώς

18

ιδέες, στάσεις, και νόρμες διαχέονται, για παράδειγμα, μέσω των έντυπων και ηλεκτρονικών μέσων. Ωστόσο η επαναληπτικότητα και η ολοκλήρωση δεν οδηγούν σε στασιμότητα εφόσον η δομοποιητική προσέγγιση θεωρεί ότι κάθε ανθρώπινη δράση περιλαμβάνει απρόβλεπτες ή αγνοημένες συνθήκες και μη-ηθελημένες συνέπειες που τροποποιούν ή αλλάζουν τη φύση των επαναλαμβανόμενων πρακτικών (Σχήμα 9.4).

Εδώ το Σχήμα 9.4.: Μοντέλο της δομοποίησης του αστικού χώρου

Πηγή: Moos and Dear (1986) σελ. 245

Η προσέγγιση αυτή μας επιτρέπει να θεωρούμε τους αστικούς χώρους και τόπους σε διαρκή μεταβολή, «εν τω γίγνεσθαι». Ο τόπος με άλλα λόγια είναι μια ιστορικά εξαρτημένη/ απρόβλεπτη διαδικασία κατά την οποία δομή και πρακτική συμπίπτουν μέσω της διαπλοκής επαναλαμβανόμενων ατομικών και κοινωνικών πρακτικών και δομημένων εξουσιαστικών σχέσεων. Ταυτόχρονα ο τόπος περιλαμβάνει διαδικασίες (κοινωνικοποίηση, γλωσσική εκμάθηση, ανάπτυξη προσωπικότητας, κοινωνικό και χωρικό καταμερισμό εργασίας, κλπ.) μέσω των οποίων επίσης συγκλίνουν οι ατομικές βιογραφίες και οι συλλογικοί τρόποι ζωής. Η δομοποιητική προσέγγιση άσκησε σημαντική επιρροή στη σύγχρονη ανθρωπογεωγραφία, και ιδιαίτερα στην αστική κοινωνική γεωγραφία, επειδή έθεσε την χωρο-κοινωνική διαλεκτική στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Αποδείχτηκε όμως δύσκολο να ενταχθεί σε συγκεκριμένες ερμηνείες για το σχηματισμό των γειτονιών και των πόλεων. Κριτική επίσης της ασκήθηκε για την έμφασή της στην επαναληπτικότητα (και συνεπώς στη παραμέληση της σημασίας του απρόβλεπτου και μη ηθελημένου παράγοντα), και για το ότι δεν έδωσε επαρκή προσοχή στο ρόλο του ασυνείδητου, και σε ζητήματα κουλτούρας, κοινωνικού φύλου, και εθνοτικότητας.

Η κατασκευή του τόπου μέσω των χωρικών πρακτικών Το πλέγμα των χωρικών πρακτικών (Πίνακας 9.1) του David Harvey παρέχει ένα τρόπο οργάνωσης μιας ποικιλίας ευρύτερων θεμάτων που αναφέρονται στο πως κατασκευάζονται και βιώνονται οι τόποι, πως αναπαριστώνται και πως χρησιμοποιούνται ως συμβολικοί χώροι. Ο συγκεκριμένος πίνακας βοηθάει να εστιάσουμε την προσοχή μας στη διαλεκτική αλληλεπίδραση μεταξύ εμπειρίας, αντίληψης, και φαντασίας και να διευκρινήσουμε τις σχέσεις μεταξύ αποστασιοποίησης, οικειοποίησης, κυριαρχίας και παραγωγής των τόπων. Όμως, δεν είναι η περίληψη μιας θεωρίας: είναι απλώς ένα πλαίσιο μέσω του οποίου μπορούμε να ερμηνεύσουμε τις κοινωνικές σχέσεις της τάξης, του φύλου, της κοινότητας, και της φυλής. Οι τρεις διαστάσεις του κάθετου άξονα του στον πίνακα προέρχονται από τη διάκριση του Lefebvre (1991) ανάμεσα στο χώρο της εμπειρίας, της πρόσληψης, και της φαντασίας:

Οι Υλικές χωρικές πρακτικές αναφέρονται στις διαδράσεις που επιτελούνται στο χώρο και στις ροές που διατρέχουν το χώρο και αποτελούν μέρη θεμελιωδών διαδικασιών της οικονομικής παραγωγής και της κοινωνικής αναπαραγωγής.

19

Οι αναπαραστάσεις του χώρου περιλαμβάνουν όλα τα σημεία, σύμβολα, κωδικοποιήσεις και γνώσεις που επιτρέπουν την άρθρωση λόγου γύρω από τις υλικές χωρικές πρακτικές και την κατανόησή τους. (που μας επιτρέπουν να μιλήσουμε για τις χωρικές πρακτικές και να τις κατανοήσουμε)

Οι χώροι της αναπαράστασης είναι νοητικές κατασκευές όπως ουτοπικά σχέδια, φαντασιακά τοπία, πίνακες ζωγραφικής και συμβολικές δομές που φαντάζονται νέα νοήματα ή δυνατότητες για χωρικές πρακτικές.

Οι τέσσερεις διαστάσεις του οριζόντιου άξονα στον πίνακα θεωρείται ότι είναι αμοιβαία αλληλεξαρτώμενες. Προσβασιμότητα και αποστασιοποίηση, είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος: του ρόλου της τριβής της απόστασης στις ανθρώπινες σχέσεις. Η απόσταση, όπως είδαμε στο Κεφάλαιο 8, είναι φραγμός αλλά και άμυνα έναντι της κοινωνικής διάδρασης. Η αποστασιοποίηση «είναι απλώς ένα μέτρο για το βαθμό στον οποίο έχει ξεπεραστεί η τριβή του χώρου επεκτείνοντας την κοινωνική διάδραση» (Harvey, 1989b, σελ.222). Η οικειοποίηση του χώρου αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο ο χώρος καταλαμβάνεται από τα άτομα, κοινωνικές ομάδες, δραστηριότητες (πχ. χρήσεις γης) και αντικείμενα (κατοικίες, εργοστάσια, δρόμους). Η κυριαρχία του χώρου αναφέρεται στον τρόπο που η οργάνωση και παραγωγή των χώρων και των τόπων μπορεί να ελεγχθεί από άτομα ή ομάδες ισχύος: μέσω της νομοθεσίας για τα ακίνητα, τους πολεοδομικούς κανονισμούς, τις οικιστικές ζώνες και περιορισμούς, (νοητές ή πραγματικές) πύλες κλπ. Η παραγωγή του χώρου αναφέρεται στο τρόπο με τον οποίο διαμορφώνονται νέα (πραγματικά ή φανταστικά) συστήματα χωροταξικής οργάνωσης, χρήσεις γης μεταφορές και συγκοινωνίες, κλπ., καθώς και νέοι τρόποι για την αναπαράστασή τους (βλ. Πλαίσιο 9.3). Στη συνέχεια του παρόντος κεφαλαίου θα χρησιμοποιήσουμε αυτόν το πίνακα για να εξετάσουμε τους τρόπους με τους οποίους οι υλικοί και κοινωνικοί κόσμοι αποκτούν νόημα μέσω των πολιτισμικών πολιτικών, όπου η πολιτική και οικονομική ισχύς προβάλλεται μέσω της αστικής μορφής, και όπου ο χώρος και ο τόπος οικειοποιούνται μέσω συμβολισμών και κωδικοποιημένων μηνυμάτων. Πίνακας 9.1.: Το «Πλέγμα» των χωρικών πρακτικών

Προσβασιμότητα και αποστασιοποίηση

Οικειοποίηση και χρήση του χώρου

Κυριαρχία και έλεγχος του χώρου

Παραγωγή του χώρου

Υλικές χωρικές πρακτικές (εμπειρία)

Ροές αγαθών, χρήματος, ανθρώπων, εργασίας, ισχύος, πληροφορίας κλπ. Μεταφορικά και επικοινωνιακά συστήματα. Αγορές και αστικές ιεραρχίες. Συγκενρτώσεις

Χρήσεις γης & δομημένα περιβάλλοντα- κοινωνικοί χώροι και άλλοι turf designations – κοινωνικά δίκτυα επικοινωνίας και αμοιβαίας βοήθειας.

Ιδιωτική ιδιοκτησία γης- Κρατικές και διοικητικές διαιρέσεις του χώρου- Κλειστές Γειτονιές και κοινότητες - Ζώνες επιλεκτικής πολεοδόμησης και άλλες μορφές κοινωνικού ελέγχου

Παραγωγή φυσικών υποδομών (μεταφορές και επικοινωνίες- δομημένα περιβάλλοντα- εκχερσώσεις κλπ) – εδαφική οργάνωση των κοινωνικών υποδομών (τυπικών και

20

(αστυνόμευση και επιτήρηση)

άτυπων).

Αναπαραστάσεις του χώρου (αντίληψη)

Κοινωνικά, ψυχολογικά και φυσικά μέτρα της απόστασης- χαρτογραφία- θεωρίες της τριβής της απόστασης (αρχή ελάσσονος προσπάθειας, ακτίνα αγαθού, κεντρικός τόπος και άλλες μορφές στη θεωρία χωροθέτησης)

Προσωπικός χώρος, νοητικοί χάρτες και κατειλημμένοι χώροι, χωρικές ιεραρχίες, συμβολική αναπαράσταση χώρων, χωρικοί Λόγοι

Απαγορευμένοι χώροι- «ανάγκη εδαφοκυριαρχίας» - κοινότητα- περιφερειακές κουλτούρες- εθνικισμός- γεωπολιτική- ιεραρχίες

Νέα συστήματα χαρτογράφησης, οπτικής αναπαράστασης, επικοινωνίας, κλπ.- νέοι καλλιτεχνικοί και αρχιτεκτονικοί Λόγοι- σημειωτική

Χώροι της αναπαράστασης

(φαντασίας)

Έλξη/Απώθηση- Απόσταση/επιθυμία- Πρόσβαση/άρνηση

Υπερβατικότητα «το μέσο είναι το μήνυμα»

Οικειότητα- σπίτι και εστία- ανοιχτοί τόποι- τόποι λαϊκού θεάματος (δρόμοι, πλατείες, αγορές) εικονογραφία και γκράφιτι- διαφήμιση

Ανοίκειο- χώροι φόβου- ιδιοκτησία και κατοχή- μνημειακότητα και κατασκευασμένοι χώροι τελετουργίας- συμβολικά εμπόδια και συμβολικό κεφάλαιο- κατασκευή της παράδοσης- χώροι απώθησης

Ουτοπικά σχέδια- φαντασιακά τοπία- οντολογίες και χώροι επιστημονικής φαντασίας- καλλιτεχνικά σχέδια- μυθολογίες του χώρου και του τόπου- ποιητική του χώρου- χώροι επιθυμίας

Πηγή: Harvey (1989b) σελ. 220-221

Πλαίσιο 9.3.:

Σημαντικοί στοχαστές στην αστική κοινωνική γεωγραφία- Henri Lefebvre

Η έκδοση το 1991 της αγγλικής μετάφρασης του έργου του Henri Lefebvre «η Παραγωγή του Χώρου» (πρώτη Γαλλική έκδοση το 1974) αντιμετωπίστηκε από ορισμένους γεωγραφικούς κύκλους σαν την ανακάλυψη του Αγίου Δισκοπότηρου! Στις προηγούμενες δυο δεκαετίες λίγοι μόνο γεωγράφοι, γνώστες του έργου, μιλούσαν με δέος για ένα Γάλλο στοχαστή, ο οποίος είχε αναπτύξει μια ριζική ανασυγκρότηση της Μαρξικής θεωρίας που έβαζε το χώρο κι όχι τον χρόνο στην καρδιά της ανάλυσης. Με την έκδοση του το βιβλίο του Lefebvre φάνηκε πως ήταν ένα πυκνογραμμένο και μερικές φορές αδιαπέραστο κείμενο που αναπόφευκτα οδήγησε σε αποκλίνουσες ερμηνείες γύρω από το πραγματικό νόημα του έργου του. Ωστόσο, η επίδραση του Lefebvre στην αστική κοινωνική γεωγραφία δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Ειδικότερα, είχε μεγάλη επιρροή στο έργο του David Harvey, τον πιο σημαίνοντα, μάλλον, ανθρωπογεωγράφο στα τέλη του εικοστού αιώνα (βλ. Πλαίσιο 1.1.). Σημαντική συμβολή υπήρξε η διάκριση του Lefebvre μεταξύ διαφορετικών εννοιών του χώρου:

21

Από τη μια ο Lefebvre αναφέρονταν στις αναπαραστάσεις του χώρου – τους κυρίαρχους τρόπους με τους οποίους απεικονίζονται οι πόλεις, όπως τα πολεοδομικά έγγραφα (μερικές φορές αποκαλούνται «διανοητικοποιημένος χώρος»). Οι αναπαραστάσεις συνδέονται με τις υπάρχουσες καπιταλιστικές νόρμες γύρω από ζητήματα όπως τα δικαιώματα ιδιοκτησίας και το εργατικό δίκαιο. Από την άλλη επεσήμανε ότι υπάρχουν χώροι της αναπαράστασης, τα προσωπικά αισθήματα των ανθρώπων για τους χώρους που αναπτύσσουν τις καθημερινές τους συναναστροφές (μερικές φορές αποκαλούνται «αντιληπτός χώρος»). Το κρίσιμο ζήτημα είναι ότι αυτές οι δυο έννοιες του χώρου συνδέονται και μπορεί να συγκρούονται μεταξύ τους. Για παράδειγμα ο τρόπος που απεικονίζεται το κέντρο της πόλης σε επίσημα κυβερνητικά έγγραφα τονίζοντας τα προτερήματα του για τους καταναλωτές και τους επενδυτές μπορεί να είναι διαφορετικός από τον τρόπο που οι ντόπιοι κάτοικοι σκέφτονται τον ίδιο χώρο. Οι χαμηλόμισθοι εργάτες υπηρεσιών μπορεί να έχουν μια διαφορετική ιδέα του αναζωογονημένου κέντρου της πόλης από τους υψηλόμισθους εργάτες των υψηλών τεχνολογιών ή τους τουρίστες που το επισκέπτονται.

Ο Henri Lefebvre είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις διαδικασίες που οδηγούσαν στην δημιουργία τέτοιων κυρίαρχων αναπαραστάσεων του χώρου και στον αποκλεισμό εναλλακτικών οπτικών. Ως κοινωνικός οραματιστής ο Lefebvre έλπιζε ότι οι άνθρωποι θα μπορούσαν να δημιουργήσουν νέες έννοιες του χώρου. Εφόσον τοποθετούσε το χώρο στην καρδιά της ανάλυσης του, η ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή δεν θα έπρεπε να περιλαμβάνει μόνο την αλλαγή των μέσων παραγωγής αλλά επίσης και νέες έννοιες για το χώρο μέσα στον οποίο οι άνθρωποι ζουν την καθημερινή ζωή τους.

Στον Lefebvre ασκήθηκε κριτική γιατί αγνόησε τη νέα πολιτισμική πολιτική (Blum and Nast, 1996) όμως ενέπνευσε έναν αριθμό μαρξιστών γεωγράφων που εξέτασαν τις πρόσφατες αλλαγές στις πόλεις (π.χ. Smith 1984, Merrifield 1993).

Βασικές έννοιες συνδεδεμένες με τον Henri Lefebvre (δες Γλωσσάρι) Υλικές πρακτικές, αναπαραστάσεις του χώρου, χώροι αναπαραστάσεων

Πρόσθετα αναγνώσματα: Blum, V. and Nast, H (1996) Where’s the difference? The heterosexualisation of alterity in Henri Lefebvre and Jacques Lacan, Environment and Planning D: Society and Space, 14, 559-580.

Merrifield, A., (1993) Space and Place: a Lefebvrian reconciliation Transactions of the Institute of British Geographers, 19, 516-531

Shields, R. (1999) Henri Lefebvre: Love and Struggle: Spatial Dialectics Routledge, London

Shields, R., (2004) Henri Lefebvre, in P. Hubbard, R. Kitchin and G. valentine (eds) Key Thinkers on Space and Place, Sage, London

Smith, N., (1984) Uneven Development: Nature, Capital and the Production of Space, Blackwell, Oxford

22

Τόπος, κατανάλωση και πολιτισμική πολιτική Στο πλέγμα των χωρικών πρακτικών του Harvey υπάρχει άρρητο ένα σημαντικό μάθημα: δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την «κοινωνία» ξεχωριστά από την «οικονομία», την «πολιτική», την «κουλτούρα» ή τον «τόπο». Περνάμε έτσι στο πεδίο της «πολιτισμικής πολιτικής» που ορίζεται από τον Peter Jackson ως:

… η περιοχή μέσα στην οποία κατασκευάζονται και πραγματεύονται τα νοήματα, όπου οι σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής ορίζονται και αμφισβητούνται ….Σε αντίθεση με την μονοδιάστατη αντίληψη της κουλτούρας ως καλλιτεχνικό και διανοητικό προϊόν μιας ελίτ, «η πολιτισμική πολιτική» επιμένει στην πολλαπλότητα των κουλτούρων, όπου κάθε μια ορίζεται ως «τρόπος ζωής», και όπου οι ιδεολογίες ερμηνεύονται σε σχέση με τα υλικά συμφέροντα που εξυπηρετούν. Από αυτή τη σκοπιά το πολιτισμικό είναι πάντα πολιτικό.

(Jackson, 1991a, σ.219)

Οι εμπειρίες μας των υλικών και κοινωνικών κόσμων πάντα μεσολαβούνται από σχέσεις εξουσίας και κουλτούρας. «Κοινωνικά» ζητήματα διάκρισης και «πολιτισμικά» ζητήματα αισθητικής, γούστου και ύφους, δεν μπορούν να διαχωριστούν από «πολιτικά» ζητήματα εξουσίας και ανισότητας ή από «έμφυλα» ζητήματα κυριαρχίας και καταπίεσης. Όπως επισημάνθηκε στο Κεφάλαιο 3, η κατασκευή του τόπου συνδέεται με την κατασκευή της τάξης, του κοινωνικού φύλου, της σεξουαλικότητας, της εξουσίας και της κουλτούρας. Αναφέροντας ξανά τον Peter Jackson, «οι ταξικές σχέσεις έχουν μια πολιτισμική όσο και μια οικονομική διάσταση και… η πατριαρχία δεν μπορεί να περιοριστεί σε ερωτήματα γύρω από τη σεξουαλικότητα, το γάμο, ή την οικιακότητα. «Σπίτι» κι «εργασία» δεν μπορούν εύκολα να διαχωριστούν καθώς οι σχέσεις κυριαρχίας κι υποταγής που καθιερώνονται στη μια περιοχή μεταφέρονται στην άλλη» (Jackson, 1989, σελ.115).

Habitus Σημαντική υπήρξε η συμβολή του Γάλλου κοινωνιολόγου Pierre Bourdieu στην ανάπτυξη μιας τέτοιας προοπτικής. Η έννοια του habitus [έξη] που επεξεργάστηκε, όπως και η έννοια της «δομής της αίσθησης» του Raymond Williams που αναφέρθηκε παραπάνω, αναφέρονται στην κατασκευή του νοήματος στους καθημερινούς βιόκοσμους. Το habitus διαμορφώνεται μέσω της ανταπόκρισης σε συγκεκριμένες αντικειμενικές συνθήκες ταξικών, φυλετικών, και έμφυλων σχέσεων σε συγκεκριμένους τόπους. Ωστόσο, δεν είναι απλώς το άθροισμα των επιμέρους στοιχείων του. Αποτελείται από ένα διακριτό σύνολο αξιών, γνωστικών δομών, και πρακτικών προσανατολισμού: ένα συλλογικό σχήμα πρόσληψης και αξιολόγησης που δημιουργείται από τις καθημερινές εμπειρίες των μελών του και λειτουργεί σε υποσυνείδητο επίπεδο μέσω καθημερινών πρακτικών, ενδυματολογικών κωδίκων, χρήσεων της γλώσσας, και πρότυπα υλικής κατανάλωσης. Το αποτέλεσμα είναι μια ιδιαίτερη πολιτισμική πολιτική «ρυθμισμένων αυτοσχεδιασμών» την οποία «κάθε διάσταση του τρόπου ζωής συμβολίζει μαζί με τις υπόλοιπες [διαστάσεις του συγκεκριμένου τρόπου ζωής]» (Bourdieu, 1984, σελ. 173).

23

Σύμφωνα με τον Bοurdieu, κάθε ομάδα θα επιδιώκει να διατηρήσει και να επεκτείνει το δικό της habitus (και οι νέες κοινωνικο-χωρικές ομάδες θα επιδιώκουν να εγκαθιδρύσουν ένα habitus) μέσω της ιδιοποίησης συμβολικού κεφαλαίου: καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες που αντανακλούν την καλαισθησία και την διάκριση του ιδιοκτήτη. Σε αυτή τη διαδικασία δεν αποδέχονται όλες οι ομάδες αναγκαστικά το γούστο και τις διακρίσεις των ελίτ και των επαγγελματιών της αισθητικής που διαθέτουν το «πολιτισμικό κεφάλαιο» να ασκήσουν εξουσία πάνω στους κανόνες της «καλαισθητικής» και της «υψηλής κουλτούρας». Σε κάθε περίπτωση, τέτοιοι κανόνες και ορισμοί βρίσκονται εν δυνάμει σε μια διαδικασία απαξίωσης από τη λαϊκή διάθεση των αγαθών και των πρακτικών που προηγούμενα ήταν προνόμια των εκλεκτών.

Το γεγονός ότι το συμβολικό κεφάλαιο υπόκειται σε απαξίωση και είναι ευαίσθητο στις μεταβολές της καλαισθητικής της πρωτοπορίας το καθιστά, βεβαίως, αποτελεσματικό μέτρο διάκρισης. Αυτό επίσης συνεπάγεται ότι οι κυρίαρχες ομάδες θα πρέπει συνεχώς να επιδιώκουν την εκλέπτυνση και την πρωτοτυπία του τρόπου ζωής τους και του συνόλου των υλικών αγαθών και της ιδιοκτησίας τους. Ταυτόχρονα, προκειμένου να επιτύχουν τη διάκριση, οι λιγότερο κυρίαρχες ομάδες θα πρέπει να βρίσκουν και να νομιμοποιούν εναλλακτικούς τρόπους ζωής, σύμβολα και πρακτικές. Στις υποδεέστερες/ κυριαρχούμενες ομάδες δεν απομένει κατ’ ανάγκη να φτιάξουν ένα habitus που είναι φτηνό αντίγραφο τoυ habitus των άλλων: μπορούν, και συχνά έτσι κάνουν, να αναπτύξουν ένα habitus το οποίο ενσωματώνει διαφορετικές αξίες και «τελετουργίες αντίστασης» (Hall and Jefferson, 1976, Jackson 1991a) που ιδιοποιούνται και μετασχηματίζουν το νόημα των πραγμάτων.

Όλα αυτά παραπέμπουν στη σημασία της κατανάλωσης και στην αισθητικοποίηση της καθημερινής ζωής που αναπτύχθηκαν στο Κεφάλαιο 3. Η κατανάλωση

«επιδιώκει να εξορκίσει την απειλή να βρεθεί η ύπαρξη μας μέσα σε ένα κόσμο ξένων. Οι διαφημίσεις μας λένε τι να προσδοκούμε, τι είναι αποδεκτό και τι δεν είναι, και τι χρειάζεται να κάνουμε ώστε να ανήκουμε κάπου. Είναι τα κύρια οχήματα για την παραγωγή και μετάδοση πολιτισμικών συμβόλων. Η [κατανάλωση] δεν παράγει και διακινεί απλά νόημα, διασυνδέει και αλλάζει τις δυνάμεις και τις προοπτικές και μας ενδυναμώνει στις καθημερινές ζωές μας να αλλάξουμε την κουλτούρα μας, να μετασχηματίσουμε τη φύση, να δημιουργήσουμε τόπους»

(Sack, 1992)

Η κατανάλωση είναι ενδογενώς χωρική. Η εγγύτητα των αντικειμένων και του τόπου διευκολύνει την εγκαθίδρυση πολιτισμικής εξουσίας : Τα αντικείμενα που επιδεικνύονται το ένα δίπλα στο άλλο ανταλλάσουν συμβολικές ιδιότητες και οι τόποι μετασχηματίζονται σε εμπορεύματα. Ο κόσμος του καταναλωτή δεν αποτελείται μόνο από σκηνικά όπου τα αντικείμενα αγοράζονται και καταναλώνονται (καταστήματα, εμπορικά κέντρα, πάρκα αναψυχής και διασκέδασης, βλ. Wringley and Lowe, 1996) αλλά επίσης από σκηνικά και συγκείμενα που δημιουργούνται από την αγορά και μέσω της αγοράς αγαθών (σπίτια, γειτονιές, βλ. Duncan and Duncan, 2004). Όλα αυτά τα σκηνικά εμπεριέχουν σημεία και σύμβολα που συλλογικά συνιστούν «χάρτες νοήματος».

24

9.3 Τα κοινωνικά νοήματα του δομημένου περιβάλλοντος Στο πιο γενικό επίπεδο, το τοπίο των πόλεων μπορεί να θεωρηθεί ως αντανάκλαση της επικρατούσας ιδεολογίας (με την έννοια του πολιτικού κλίματος, του Zeitgeist, ή του «πνεύματος»). Η ιδέα ότι αστικός ιστός μπορεί, εν μέρει τουλάχιστον, να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα ευρύτερων πολιτικών, κοινωνικο-οικονομικών και πολιτιστικών δυνάμεων διατυπώθηκε σε πολλά κείμενα περί αστικοποίησης. Μπορούμε να δείξουμε την ισχύ της ιδέας αυτής αναφέροντας το απλό παράδειγμα του συμβολισμού του πλούτου και των επιτευγμάτων των εύπορων ομάδων εμπόρων και βιομηχάνων. Πρώιμες τέτοιες περιπτώσεις αποτελούν οι βιομήχανοι της Βικτοριανής εποχής που αισθάνονταν την επιτακτική ανάγκη να εκφράσουν τα επιτεύγματά τους σε κτήρια (Domosh, 1996). Η περιοχή της Cross Street στο κεντρικό Manchester, κατασκευάστηκε με πρωτοβουλία των Βικτοριανών ελίτ και κυριαρχείται ακόμη από την επιβλητική Γοτθική αρχιτεκτονική, που εξέφραζε τη διάθεση συσσώρευσης πλούτου, επίδειξης αλλά και μια φιλισταϊκή τάση προς την αισθητική. Καθώς η μικροαστική τάξη των μικρών εμπόρων και βιομηχάνων υποχωρούσε έναντι του οργανωμένου και διεθνούς κεφαλαίου η συμβολοποίηση της επιτυχίας και της ευμάρειας κυριαρχούνταν από τις εταιρικές δομές. Μεγάλα συγκροτήματα γραφείων όπως το κτήριο της Prudential στην Βοστόνη, και το κτίριο της Pirelli στο Μιλάνο πέρα από τις διοικητικές ή οικονομικές λειτουργίες τους σχεδιάστηκαν σκόπιμα για να δηλώσουν την δύναμη και τα επιτεύγματα των εταιριών. Φυσικά σε ένα γενικότερο επίπεδο το συνολικό σύμπλεγμα γραφείων και καταστημάτων στις περιοχές του κέντρου μπορεί να ερμηνευθεί ως συμβολισμός της δύναμης των «ελίτ του κέντρου» (central district elite) σε σχέση με την υπόλοιπη πόλη. Στο μεταξύ κι άλλοι θεσμοί προσέθεσαν τις δικές τους δηλώσεις στο παλίμψηστο του αστικού ιστού. Χορηγοί πανεπιστημίων, έδρες των συνδικάτων, πολιτιστικά κέντρα και άλλοι συναφείς θεσμοί, οι οποίοι είτε δεν είχαν τη δύναμη είτε δεν είχαν τη διάθεση να χρησιμοποιήσουν το αγενές μήνυμα ενός ουρανοξύστη, σε γενικές γραμμές, προτίμησαν ένα συνδυασμό νεοκλασικισμού και μοντερνισμού που έγινε το βασικό αρχιτεκτονικό στυλ για τα κτήρια που επιδιώκουν να δηλώσουν την εξουσία μέσω μιας εικόνας υψηλού πνεύματος κι όχι ωμής δύναμης.

Η οικειοποίηση του χώρου και του τόπου: συμβολισμός και κωδικοποιημένα νοήματα Το κοινωνικό νόημα που κληροδοτείται στο δομημένο περιβάλλον σπάνια είναι απλό, μονοσήμαντο ή μονοδιάστατο. Καταρχήν πρέπει να γίνει μια διάκριση ανάμεσα στο «σκόπιμο-εμπρόθετο» νόημα της αρχιτεκτονικής και στο «προσλαμβανόμενο» νόημα του δομημένου περιβάλλοντος όπως το αντιλαμβάνονται οι άλλοι. Η διάκριση είναι ουσιώδης για την ορθή κατανόηση του κοινωνικού νοήματος του δομημένου περιβάλλοντος. Η μελέτη του David Harvey για την Sacre-Coeur στο Παρίσι, για παράδειγμα, φανερώνει πως ο εμπρόθετος συμβολισμός του κτίσματος– μια απόπειρα

25

επιβεβαίωσης της Μοναρχίας έναντι της εξέγερσης της Παρισινής Κομμούνας- «για πολλά χρόνια θεωρείτο πρόκληση για εμφύλια σύρραξη» και ακόμη ερμηνεύεται από το επικρατούν ρεπουμπλικανικό αίσθημα του Παρισινού πληθυσμού μάλλον ως πρόκληση παρά ως σύμβολο ενότητας (Harvey 2003). Ένα ακόμη κρίσιμο ζήτημα είναι ότι το κοινωνικό νόημα του δομημένου περιβάλλοντος δεν είναι στατικό. Τα νοήματα που είναι συνδεδεμένα με ιδιαίτερα σύμβολα και συμβολικά περιβάλλοντα τείνουν να μεταβάλλονται καθώς αλλάζουν οι κοινωνικές αξίες, οι τρόποι ζωής και τα πρότυπα κοινωνικο-οικονομικής οργάνωσης. Ταυτόχρονα, ο δανεισμός ισχυρών συμβόλων και μοτίβων από παλαιότερες περιόδους μπορεί συχνά να νομιμοποιήσει μια νέα κοινωνική τάξη όπως η χρήση συμβόλων της αρχαίας Ρώμης από το Μουσολίνι ήταν προσπάθεια νομιμοποίησης της αστικής αναδιοργάνωσης από το φασισμό. Κατ’ ένα επίσης ειρωνικό τρόπο, τέτοιο παράδειγμα ήταν, η επιλογή μοτίβων της κλασικής Ευρωπαϊκής περιόδου από τον Jefferson και τους ιδρυτές του Αμερικανικής πολιτείας (τους πατέρες του Αμερικανικού έθνους) για την αρχιτεκτονική των δημόσιων και τελετουργικών χώρων της Washington, DC. Πως μπορούν όλα αυτές οι παρατηρήσεις να ενσωματωθούν σε ένα συνεκτικό πλαίσιο ανάλυσης για να δοθούν απαντήσεις σε θεμελιώδη ερωτήματα της επικοινωνίας από ποιόν, σε ποιο κοινό, για ποιο σκοπό, και με τι αποτέλεσμα; Οι ερωτήσεις αυτές οδήγησαν αρκετούς συγγραφείς να αξιοποιήσουν τη δομική κοινωνική θεωρία προκειμένου να προσεγγίσουν ερωτήματα για το κοινωνικό νόημα του δομημένου περιβάλλοντος. Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή το δομημένο περιβάλλον, ως τμήμα της κοινωνικοοικονομικού εποικοδομήματος που πηγάζει από τον κυρίαρχο τρόπο παραγωγής (φεουδαρχία, εμπορικό καπιταλισμό, βιομηχανικό καπιταλισμό κλπ) αντανακλά το Zeitgeist του επικρατούντος συστήματος. Αποτελεί επίσης, όπως και τα άλλα στοιχεία του εποικοδομήματος, ένα από τα μέσα αναπαραγωγής των συνθηκών εκείνων που είναι απαραίτητες για την συνέχεια του συστήματος. Από τους πρώτους που σκιαγράφησαν τις σχέσεις ανάμεσα στις κοινωνικές διαδικασίες και στην αστική μορφή ήταν ο David Harvey, ο οποίος επεσήμανε τους κινδύνους της σκέψης με όρους μονοσήμαντης αιτιότητας και τόνισε την ανάγκη για μια ευέλικτη προσέγγιση κατά την οποία η αστικότητα μπορεί να παίρνει ποικιλία μορφών σε κάθε κυρίαρχο τρόπο παραγωγής, ενώ παρόμοιες μορφές μπορεί να εμφανίζονται ως προϊόντα διαφορετικών τρόπων παραγωγής (Harvey, 1978). Μέσα στο ευρύ πλαίσιο που διαμόρφωσε ο Harvey, άλλοι συγγραφείς συνέβαλαν με λεπτομερείς μελέτες για τη μορφή, το εσωτερικό και το εξωτερικό σχέδιο διάφορων στοιχείων του δομημένου περιβάλλοντος που διαμορφώθηκαν ως αντίδραση στην κοινωνική αναδιοργάνωση του βιομηχανικού καπιταλισμού (Ford, 1994, Schein 1997). Αναφέροντας μερικά μόνο παραδείγματα: Ο Rob Shields (1989) αντλώντας από τη διάκριση του Lefebvre μεταξύ των χώρων της αναπαράστασης και των αναπαραστάσεων του χώρου (βλ. τον Πίνακα 9.1 με το «πλέγμα» του Harvey για τις κοινωνικές πρακτικές) ανέλυσε την «κοινωνική χωρoποίηση» (social spatialisation) του δομημένου περιβάλλοντος χρησιμοποιώντας ως μελέτη περίπτωση το West Edmonton Mall, ενώ οι Jon Goss (1993) και Margaret Crawford (1992) διερεύνησαν τη δομοποίηση του τόπου στην περίπτωση των χώρων λιανικού εμπορίου στα πολυκαταστήματα (malls). H

26

Cristine Boyer (1992) περιέγραψε την εμπορευματοποίηση της ιστορίας στις παράκτιες αναπλάσεις και η Sharon Zukin (1991) περιέγραψε την κοινωνική κατασκευή του δομημένου περιβάλλοντος σε σχέση με διαφορετικά είδη «τοπίων εξουσίας» όπως οι βιομηχανικές γειτονιές, τα εμπορικά πολυκέντρα, οι εξευγενισμένες γειτονιές και ο κόσμος του Disney. Η Barbara Rubin τεκμηριώνοντας την ανάδυση των «δομών υπογραφής» [επώνυμης] (signature structures) και της «δικαιοπρακτικής αρχιτεκτονικής» (franchise architecture) σημείωσε ότι το «καλό γούστο» στην αστική σύνθεση έγινε μέρος μιας ιδεολογίας που χρησιμοποιήθηκε για τον έλεγχο και την εκμετάλλευση του αστικού χώρου. Στην “ιδεολογία της αμερικανικής αισθητικής είναι κατανοητό ότι αυτοί που φτιάχνουν το γούστο κάνουν και λεφτά, κι αυτοί που κάνουνε λεφτά φτιάχνουν το γούστο” (Rubin 1979, σελ. 360). Κι αυτό μας φέρνει πίσω στο σημαντικό ρόλο επιμέρους δρώντων για την κοινωνική παραγωγή του δομημένου περιβάλλοντος, στην προκειμένη περίπτωση των επαγγελμάτων του σχεδιασμού.

Αρχιτεκτονική, αισθητική και κοινωνικοχωρική διαλεκτική Ο ρόλος του αρχιτέκτονα ως μεσολαβητή, δημιουργού και χειραγωγού του στυλ μπορεί να ερμηνευθεί ως μέρος μιας διαδικασίας κατά την οποία οι μεταβαλλόμενες σχέσεις στην κοινωνία, εν γένει, εκφράζονται στο «εποικοδόμημα» των ιδεών των θεσμών και των αντικειμένων. Αυτό μας επιτρέπει να θεωρήσουμε τις σημαντικές αλλαγές στο αρχιτεκτονικό στυλ και τη διαλεκτική αντίδραση στο αναδυόμενο zeitgeist της αστικής-βιομηχανικής κοινωνίας- ως τμήμα μιας σειράς ευρύτερων διανοητικών και καλλιτεχνικών αντιδράσεων κι όχι απλά ως προϊόντα απομονωμένων καινοτομιών από εμπνευσμένους αρχιτέκτονες. Για παράδειγμα η Art Nouveau και η Jugendstil αρχιτεκτονική στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα μπορούν να θεωρηθούν ως μια αρχιτεκτονική έκφραση της ρομαντικής αντίδρασης σε αυτό που Lewis Mumford ονόμασε «παλαιοτεχνική» περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης: μιας αντίδραση που εκφράστηκε πρώτα στο κίνημα της Τέχνης και των Τεχνών (Craft and Arts movement) και στην ιμπρεσιονιστική ζωγραφική. Μέχρι το 1900 το στυλ Art Nouveau είχε εδραιωθεί καλά ως στυλ σνομπισμού, συνειδητά ελιτίστικο δείγμα «υψηλής αρχιτεκτονικής». Η διαλεκτική αντίδραση περιλάμβανε μια σειρά καλλιτεχνικών και διανοητικών κινημάτων, ξεκινώντας με τον Κυβισμό, που σε μια προσπάθεια να διαχωρίσουν τον εαυτό τους από τους «καπιταλιστικούς» κανόνες της φήμης και της εξουσίας, οδηγήθηκαν στη δραματοποίηση της σύγχρονης τεχνολογίας αναζητώντας μια ανώνυμη και συλλογική μέθοδο σχεδιασμού. Έτσι αναδύθηκε το κίνημα των Κονστρουκτιβιστών και των Φουτουριστών, η σχολή Bauhaus, και αργότερα, η CIAM (Les Congres Internationaux d’ Architecture Moderne) και η MARS (Modern Architecture Research Group) που πίστευαν ότι η νέα αρχιτεκτονική και οι νέες έννοιες του αστικού σχεδιασμού δεν εξέφραζαν μόνο ένα νέο αισθητικό είδωλο αλλά την ίδια την ουσία των νέων κοινωνικών συνθηκών στη δημιουργία των οποίων συνέβαλαν.

27

Στη συνέχεια όμως, η όσμωση και ο μετασχηματισμός αυτών των κινημάτων στην επιτηδευμένη “Esperanto” του Διεθνούς Στυλ και η ταυτόχρονη υιοθέτηση του ως προσφιλές είδωλο του επιχειρηματικού και γραφειοκρατικού συντηρητισμού, της συνέπειας και του σεβασμού προσφέρουν ένα σημαντικό παράδειγμα για τον τρόπο με τον οποίο η κυρίαρχη κοινωνική τάξη μπορεί να προστατεύει τον εαυτό της από τις αντίθετες ιδεολογικές δυνάμεις. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα η ενέργεια των αντίθετων ιδεολογικών δυνάμεων- του ιδεαλιστικού ριζοσπαστισμού- εξετράπη με επιδεξιότητα σε άμυνα του status quo. Το ερώτημα είναι: πως; Εμπορευματοποίηση Μια απάντηση είναι ότι η επαγγελματική ιδεολογία και δομή μέσα στις οποίες λειτουργούν οι περισσότεροι αρχιτέκτονες στην πράξη (σε αντίθεση με την avant-garde) προσανατολίζονται στις αξίες του κατεστημένου και συντονίζονται με την υπάρχουσα θεσμική οργάνωση και οικονομική τάξη. Συνεπώς το νόημα και ο συμβολισμός των νέων αρχιτεκτονικών στυλ που ξεπηδούν από ριζοσπαστικές περιοχές τείνουν να τροποποιηθούν, καθώς θεσμοποιούνται και μετατρέπονται σε εμπορικότητα, ενώ το ίδιο το κυρίως κίνημα, έχοντας απεμπολήσει τη δύναμή του στη διαδικασία της εμπορευματοποίησης, περνάει αθόρυβα στη μυθολογία της αρχιτεκτονικής εκπαίδευσης και στα επιτραπέζια βιβλία των φιλότεχνων. Υπάρχει εδώ ένας παραλληλισμός με την τρόπο που η φιλελεύθερη ιδεολογία του πολεοδομικού κινήματος μετατράπηκε σε αμυντικό βραχίονα του αστικοποιημένου κεφαλαίου, συστηματικά δουλεύοντας προς το συμφέρον της μεσοαστικής κοινότητας, εν γένει, και της επιχειρηματικής κοινότητας, ειδικότερα. Σύμφωνα με αυτή την προοπτική, οι αρχιτέκτονες, όπως και οι πολεοδόμοι, μπορεί να θεωρηθούν ως ακούσιοι λειτουργοί του συστήματος, τμήμα μιας σειράς «εσωτερικών μηχανισμών διάσωσης» που εξελίχθηκαν ανταποκρινόμενοι στις ανάγκες του αστικοποιημένου κεφαλαίου. Πλαίσιο 9.4.:

Σημαντικοί στοχαστές στην αστική κοινωνική γεωγραφία- Nigel Thrift Δεν θα μπορούσε κάποιος να φτάσει μακριά στην περιήγηση της ανθρωπογεωγραφίας χωρίς να συναντήσει το έργο του Nigel Thrift. Πράγματι, αν ο Richard Florida είναι το γεωγραφικό ισοδύναμο του Michael Porter, ειδικού στις εκλαϊκευμένες σπουδές των επιχειρήσεων (βλ. Πλαίσιο 11.2), τότε ο Nigel Thrift πρέπει να είναι το ισοδύναμο του διαπρεπούς κοινωνικού επιστήμονα Anthony Giddens. Όπως ο Giddens, ο Thrift αντλεί ένα μεγάλο εύρος ιδεών από πολλές πηγές. Ένας από τους παραγωγικότερους συγγραφείς στο πεδίο, με πληθώρα άρθρων και βιβλίων, το εύρος της δουλειάς του Thrift είναι τεράστιο, από τη φύση του καπιταλισμού (1997) μέχρι την παγκοσμιοποίηση και την περιφερειακή ανάπτυξη (Amin and Thrift, 1992), το χαρακτήρα του χρήματος (Leyshon and Thrift, 1997) και το ρόλο του χρόνου στην κοινωνική ζωή (Thrift 1997) (για να αναφέρουμε μόνο μερικά!). Είναι αδύνατο να συμπυκνωθεί το γιγάντιο σώμα της εργασίας αυτής, ωστόσο την εξαιρετική της ποικιλία διατρέχουν μερικά κεντρικά θέματα.

28

Πάνω από όλα, ο Thrift αντιστάθηκε στην «από τα πάνω» δομική θεωρητικοποίηση των μαρξιστικών προσεγγίσεων. Παρότι αναγνωρίζει την ύπαρξη σύνθετων δικτύων εξουσίας, γνώσης και αυθεντίας, αυτά θεωρούνται ότι είναι αποτέλεσμα της δράσης των ανθρώπων οι οποίοι παίρνουν αποφάσεις στηριζόμενοι σε διαφορετικούς τύπους γνώσης που χρησιμοποιούν στη καθημερινή ζωή τους. Ως εκ τούτου, θέματα όπως παράσταση, υποκειμενικότητα, Λόγος, αναπαράσταση και ταυτότητα εμφανίζονται συχνά στο έργο του Thrift.

Στην ολότητά του, το έργο του Thrift αποτελεί μια αξιοθαύμαστη ανασυγκρότηση, στο γεωγραφικό πλαίσιο, ποικίλων αλλά αλληλένδετων ιδεών από ένα μεγάλο εύρος σημαντικών στοχαστών στις κοινωνικές επιστήμες που περιλαμβάνουν: το έργο του Torsten Hagerstran για τους «χρονο-χωρικούς προϋπολογισμούς»- το έργο του Anthony Giddens για τη θεωρία της δομοποίησης- το έργο του Michel Foucault για τη γνώση και την εξουσία- το έργο του Manuel Castells για τους «χώρους των ροών»- το έργο του Bruno Latour για τη θεωρία των δικτύων δρώντων- και το έργο του Gilles Deleuze για την παράσταση.

Βασικές έννοιες συνδεδεμένες με τον Nigel Thrift (δες Γλωσσάρι) Ενθήκευση (embeddedness), παραστατικότητα (performativity), υποκειμενικότητα

Πρόσθετα αναγνώσματα: Amin, A., and Thrift, N., (1992) NeoMarshallian nodes in global networks, International Journal of Urban and Regional Research, 116, 571-587 Leyshon, A., and Thrift N., (eds) (1997) Money/Space: Geographies of Monetary Transformation Routledge London Thrift, N. (1997) The rise of soft capitalism, in A. Herod, S. Roberts and G. Toal (eds) An Unruly World? Globalisation and Space Routledge London Σύνδεσμοι με άλλα κεφάλαια Κεφάλαιο 4: Πλαίσιο 4.1. Ο Ρόλος της Μη-Αναπαραστατικής Θεωρίας

Αρχιτεκτονική και κυκλοφορία του κεφαλαίου Οι αρχιτέκτονες υπηρετούν επίσης τις ανάγκες του κεφαλαίου συμβάλλοντας στην τόνωση της κατανάλωσης και στην άντληση υπεραξίας. Οι αρχιτέκτονες, εξαιτίας του κύρους και του μυστηρίου που κοινωνικά αποδίδεται στη δημιουργικότητα, προσθέτουν στην ανταλλακτική αξία του κτιρίου με τις αποφάσεις για το σχεδιασμό του, έτσι η ετικέτα «σχέδιο αρχιτέκτονα» προσφέρει ένα τεκμήριο ποιότητας ακόμη κι αν η ποιότητα αυτή δεν είναι προφανής στον απλό παρατηρητή. Επιπρόσθετα, ως κριτές και διαμορφωτές του στυλ στη σύγχρονη κοινωνία, οι αρχιτέκτονες βρίσκονται σε μια ισχυρή θέση από όπου μπορούν να τονώσουν την κατανάλωση κυρίως με τη δημιουργία ή και την υιοθέτηση αλλαγών σε διάφορες όψεις της κτιριακής σύνθεσης. Η επαγγελματική ιδεολογία και η δομή της επαγγελματικής σταδιοδρομίας που ανταμείβουν την καινοτομία και την ικανότητα της αίσθησης του παλμού της μόδας

29

επίσης διευκολύνουν την κυκλοφορία του κεφαλαίου. Χωρίς σταθερή προσφορά νέων στυλ στην εγχώρια αρχιτεκτονική (που ενισχύονται από καινοτομίες στα συστήματα θέρμανσης, στην τεχνολογία και στις συσκευές κουζίνας, κλπ.) οι ενδιάμεσοι μηχανισμοί στους οποίους βασίζεται ολόκληρη η αγορά ιδιόκτητης κατοικίας θα έπεφταν σε επίπεδα απαράδεκτα όχι μόνο για τους κατασκευαστές και τους εργολάβους αλλά και για τα επαγγέλματα στη σφαίρα της ανταλλαγής και των χρηματοοικονομικών θεσμών που εμπλέκονται στην αγορά κατοικίας (μεσίτες, πραγματογνώμονες, κοκ.). Εν συντομία, οι πλούσιοι και τα ανώτερα μεσαία στρώματα πρέπει να ενθαρρύνονται να μετακινούνται από τα άνετα σπίτια τους σε νέες κατοικίες με ακόμη περισσότερο «design» και «ανέσεις», συμβάλλοντας έτσι στη διαμόρφωση επαρκούς κύκλου εργασιών στην αγορά κατοικίας.

Ένας τρόπος που δελεάζονται να μετακινηθούν είναι η διαφήμιση των μοντέρνων σχεδίων και της πλέον εξελιγμένης τεχνολογίας. Έτσι προκύπτει η ταχεία διάχυση καινοτομιών, όπως τα σπίτια εξοικονόμησης ενέργειας, και η μανιώδης αναζήτηση επιτυχημένων θεμάτων design που θα μπορούσαν να «αναβιώσουν» ή να «επανεκδοθούν», όπως οι επινοημένες αναβιώσεις της «υψηλής ραπτικής» και της ποπ μουσικής. Σε κάποιες περιοχές των Η.Π.Α. η διαδικασία έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο ώστε κάποια συγκροτήματα σε προάστια των ανώτερων-μεσαίων τάξεων να μοιάζουν με μικρά κομμάτια από τη Disneyland, όπου το ψευδο-Τυδόρ, το Ισπανικό-αποικιακό, το νέο-Γεωργιανό, το γοτθικό Βικτωριανό, και οι ξύλινες βίλλες βρίσκονται πλάι-πλάι: στυλ στο όνομα του στυλ, χάρμα οφθαλμών. Σε κάποιες άλλες πόλεις οι νέες κατοικίες για τις ομάδες υψηλών εισοδημάτων προωθούνται πλέον μέσω ετήσιων εκθέσεων με τα “design” της χρονιάς, με τον ίδιο τρόπο που οι φορντιστικές βιομηχανίες αυτοκινήτων προγραμμάτιζαν προσεχτικά την απαξίωση των μοντέλων τους.

Δεν είναι όμως μόνο η «υψηλή» αρχιτεκτονική και η ακριβή κατοικία που διευκολύνουν το αστικοποιημένο κεφάλαιο. Μια από τις σημαντικότερες λειτουργίες της αρχιτεκτονικής για τη δομοποίηση των ταξικών σχέσεων, που επιτελείται μέσω των οικιστικών διαφορών, είναι η δημιουργία συμβολικής απόστασης μεταξύ των κοινωνικών ομάδων. Για παράδειγμα, η αποστειρωμένη αισθητική των κοινωνικών κατοικιών στη Βρετανία εξυπηρετεί τη δημιουργία απόστασης ανάμεσα στους κατοίκους τους και στις άλλες, γειτονικές, κοινωνικές ομάδες. Σε ένα άλλο επίπεδο, μπορεί να υποστηριχτεί ότι η σπανιότητα συμβολικών ερεθισμάτων, η οποία ήταν τυπική σε πολλά εργατικά περιβάλλοντα που σχεδιάστηκαν μεταπολεμικά, μπορεί να λειτουργήσει σαν ένα είδος διανοητικού και συναισθηματικού κλοιού που αφενός ελαχιστοποιεί την αυτοεκτίμηση και την αίσθηση ικανότητας και αφετέρου ενισχύει τις στάσεις υπακοής και ηττοπάθειας. Αν και η διαδικασία αυτή δεν έχει προς το παρόν επαρκώς κατανοηθεί, ο ρόλος του αρχιτέκτονα είναι προφανώς κεντρικός για τη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος όχι μόνο με όρους κοινωνικής τάξης στην πόλη αλλά και με όρους που αναφέρονται στο υπαρξιακό νόημα των αστικών χώρων.

Αυτό μας επαναφέρει στον τελευταίο, και κρίσιμο, προβληματισμό: το ρόλο του εαυτού στην αλληλεπίδραση κοινωνίας-περιβάλλοντος. Ένα πλαίσιο για την ανάλυση του

30

ζητήματος απεικονίζεται στο Σχήμα 9.5. Αποδεχόμενο ότι η αρχιτεκτονική σύνθεση αποτελεί μέρος της υπερδομής της κουλτούρας και των ιδεών που πηγάζουν από την βασική κοινωνικοοικονομική οργάνωση (είτε ως μέρος της κυρίαρχης ιδεολογίας είτε ως μέρος της αντι-ιδεολογίας) το πλαίσιο εστιάζει το ενδιαφέρον: (i) στα εμπρόθετα (purposive) μηνύματα που προέρχονται από συγκεκριμένους ιδιοκτήτες/παραγωγούς και μεσολαβούνται από επαγγελματίες «διαχειριστές» (αρχιτέκτονες, πολεοδόμους, κλπ) και (ii) στη πρόσληψη των μηνυμάτων από τους περιβαλλοντικούς «καταναλωτές» μέσα από τα πρίσματα των γνωστικών διαδικασιών, των υπαρξιακών αναγκών και το φίλτρο της κυρίαρχης ιδεολογίας.

Εδώ το Σχήμα 9.5.

Σχήμα 9.5.: Σημεία, συμβολισμοί και σκηνικά: Ένα πλαίσιο ανάλυσης

Πηγή: Knox 1985

Περίληψη Κεφαλαίου 9.1 Παρά τις πολλές απόψεις για το αντίθετο, οι πόλεις δεν οδήγησαν στην καταστροφή

των κοινοτικών δικτύων, τα οποία ωστόσο μετασχηματίστηκαν ριζικά με την αποκέντρωση, την προαστιοποίηση και την κοινωνική πόλωση.

9.2 Οι τόποι περιέχουν σύνθετα πολυεπίπεδα νοήματα ανάλογα με τις απόψεις εκείνων που κατοικούν σε αυτούς, αλλά και εκείνων που κατοικούν έξω από αυτούς. Αυτά τα νοήματα έχουν σημαντική επίδραση στους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι ζουν την καθημερινή τους ζωή

9.3 Τα τοπία των πόλεων τείνουν να αντανακλούν την επικρατούσα ιδεολογία της εποχής- ένα σύνθετο μίγμα των πολιτικών, οικονομικών και πολιτισμικών δυνάμεων

Έννοιες και όροι κλειδιά Aestheticisation: Αισθητικοποίηση

Authority constraint: Περιορισμός

Betweenness (of place): Διαμεσότητα του Τόπου

Capability constraint: Περιορισμός δυνατότητας

Community: Κοινότητα

Community lost- argument: Επιχείρημα για την απώλεια της κοινότητας

Community saved argument: Επιχείρημα για τη διάσωση της κοινότητας

Community transformed argument: Επιχείρημα για το μετασχηματισμό της κοινότητας

Coupling constraint: Περιορισμός σύνδεσης

31

Cultural politics: Πολιτισμική πολιτική

Dasein: Dasein

Distanciation: Αποστασιοποίηση

Ethnic village: Εθνοτικό χωριό

Gemeinschaft: Κοινότητα

Gesselschaft: Κοινωνία

Habitus: Έξη

Intersubjectivity: Διακεικενικότητα

Lifeworld: Βιόκοσμος

Long duree: Μακρά διάρκεια

Material practices: Υλικές πρακτικές

Neighbourhood: Γειτονιά

Place: Τόπος

Representations of space: Αναπαραστάσεις του χώρου

Spaces of representation: Χώροι της αναπαράστασης

Structuration theory: Θεωρία Δομοποίησης

Symbolic capital: Συμβολικό Κεφάλαιο

Territoriality: εδαφοκυριαρχία

Zeitgeist: Πνεύμα των καιρών

Συνιστάμενο διάβασμα Καλή επισκόπηση των εννοιολογήσεων της κοινότητας και της γειτονιάς από χωρο-κοινωνική σκοπιά κάνουν ο Barry Wellman στο The Community Question Re-evaluated (1987: Centre for Urban and Regional Studies, University of Toronto) και τα εισαγωγικά κείμενα των Wayne Davies και David Herbert: Communities within Cities (1993: Pinter, London). Δες ακόμη το Community του Gerarard Delanty (2003: Routledge, London). Περαιτέρω συζήτηση των ιδεών για την διυποκειμενικότητα και τους βιόκοσμους στο κεφάλαιο 2 των Peter Jackson and Susan Smith Exploring Social Geography (1984: Gerge Allen & Unwin, London). Έννοιες του χώρου και του τόπου αναπτύσσονται εκτενώς στο G. Benko U. Strohmayer Space and Social Theory (1997: Blackwell, Oxford)- στο Nick Enrikin Betweenness of Place (1991; Johns Hopkins University Press, Baltimore)- και στο Bob Sack Place, Modernity and the Consumer’s World (1992: Johns Hopkins University Press, Baltimore). Δες επίσης D. Brooks “Patio man and the sprawl people” (Weekly Standard, 2002: 19-29) και D.D. Martin «Enacting neighborhood» (Urban Geography, 2003: 25(5), 361-385). Το δοκίμιο του David Harvey “From space to place and back again” στο J. Bird, ed., Mapping the Futures: Local cultures, Global Change, 1998: Routledge, London, pp. 3-29) αποτελεί καλή εισαγωγή στο ζήτημα της

32

33

κοινωνικής κατασκευής του τόπου, ενώ μια λεπτομερής επισκόπηση των εννοιών της δομοποίησης δίνεται στο Κεφάλαιο 4 των Paul Cloke, Chris Phillo και David Sadler Approaching Human Geography (1991: Guilford Press, London). Για μια εισαγωγή σε ζητήματα του τόπου, της κατανάλωσης και της πολιτισμικής πολιτικής, δες το δοκίμιο του Peter Jackson “Towards a cultural politics of consumption” στο Mapping the Futures: Local Cultures, Global Change (ο.π. σελ. 207-228). To Landscapes of Power (1991: University of California Press, Berkeley) της Sahron Zukin και ο συλλογικός τόμος Variations on a Theme Park (1992: Noonday, New York) με επιμέλεια Michael Sorkin προσφέρουν αρκετά ενδιαφέροντα παραδείγματα για τα κοινωνικά νοήματα στο δομημένο περιβάλλον, ενώ μερικές από τις θεωρητικές πτυχές του συμβολισμού και του νοήματος εξετάζονται στο δοκίμιο του A.P. Lagopoulos (Environment and Planning D: Society and Space, 1993: 11, 255-278). Το Landscapes of Privilige (2003: Routledge, London) των James και Nancy Duncan δείχνει πως τα προαστιακά τοπία σχετίζονται με διαδικασίες αποκλεισμού.

Τρόπος παραγωγής

Ανατροφοδότηση Κοινωνικές ιδέες, πιστεύω

Παραγωγοί Διαχειριστές Επαγγελματική ιδεολογία

Καταναλωτές Υπαρξιακές ανάγκες Ιδιοκτήτες,

Εργολάβοι, κοκ Γραφειοκράτες, Πολεοδόμοι,

Αρχιτέκτονες κοκ

Χρήστες, Ένοικοι κοκ

Τοποφιλία, αίσθηση του τόπου κοκ Θεσμική

οργάνωση κοκ

Πρόσληψη Μηνυμάτων Εμπρόθετα Μηνύματα Σύμβολα, στυλ, σκηνικά,

κοκ

Γνωστικές διαδικασίες

Αλλαγές στο δομημένο περιβάλλον

Σχήμα 9.5.: Σημεία, συμβολισμοί και σκηνικά: Ένα πλαίσιο ανάλυσης

Πηγή: Knox 1985

34