Paplomatoy

16
Το δώρο της Παπλωματούς

Transcript of Paplomatoy

Το δώρο της Παπλωµατούς

Κόκκινη κλωστή δεµένη στην ανέµη τυλιγµένη, δώστου

κλότσου να κυλίσει παραµύθι ν΄ αρχινίσει...Μια φορά κι έναν καιρό µια Παπλωµατού ζούσε κάπου ψηλά στα βουνά

τα σκεπασµένα µε γαλάζια οµίχλη, ράβοντας όλη µέρα τα παπλώµατά

της. Από τις πιο µεγάλες πολιτείες, έως τα πιο µικρά χωριά είχε φτάσει

η φήµη ότι τα παπλώµατα εκείνης της γυναίκας είχαν πάνω τους τα

πιο όµορφα χρώµατα που µπορούσε ανθρώπινο µάτι να θαυµάσει.

Τα γαλάζια λες και ερχόντουσαν κατευθείαν από τα βάθη των

ωκεανών, τα λευκά από τα απάτητα χιόνια του παγωµένου

βορρά, τα πράσινα και τα πορφυρά από τα πιο σπάνια

αγριολούλουδα, τα κόκκινα, τα πορτοκαλιά και τα ροζ από τα

πιο εξαίσια ηλιοβασιλέµατα." Όµως δε τα πουλούσε, τα χάριζε

σε όποιον τα είχε ανάγκη. Κατέβαινε τις νύχτες στην κοντινή

πολιτεία και σκέπαζε µε τα ζεστά της παπλώµατα τα

ξυλιασµένα κορµιά όσων πλαγιάζαν στα σκαλοπάτια των

σπιτιών

• Εκεί κοντά ζούσε και ένας πλούσιος και άπληστος βασιλιάς

που ό,τι λαχταρούσε περισσότερο ήταν να του κάνουνε

διάφορα δώρα. Υποχρέωνε τους πολίτες να του προσφέρουν

συνέχεια δώρα και πάλι δε του φτάνανε και έβαλε τους

στρατιώτες του να ψάξουν αν υπήρχε κάποιος στο βασίλειο

που δεν του είχε προσφέρει δώρο. Έτσι έµαθε για την

Παπλωµατού.

• Τη βρήκε και της ζήτησε ένα από τα παπλώµατά της, όµωςεκείνη αρνήθηκε γιατί τα παπλώµατά της ήταν µόνο γι' αυτούςπου τα είχαν ανάγκη. "Χάρισε πρώτα όσα έχεις µαζέψει µέχριτώρα και εγώ θα φτιάξω ένα πάπλωµα για χάρη σου". Οβασιλιάς θύµωσε και διέταξε τους στρατιώτες του νασυλλάβουν τη γυναίκα, να την οδηγήσουν σε ένα άλλο βουνόκαι να την δέσουν πάνω σε ένα βράχο όπου εκεί δίπλακοιµόταν µία αρκούδα. 'Όταν ξύπνησε η αρκούδα αντί να τησκοτώσει έσπασε τις αλυσίδες και την κάλεσε στη σπηλιά τηςνα περάσουν τη νύχτα µαζί γιατί η γυναίκα της έφτιαξε έναµαξιλάρι µε το σάλι της και πευκοβελόνες για να µην κοιµάταικατάχαµα.

• Ο βασιλιάς που η καρδιά του δεν ήταν και τόσο σκληρήσκεπτόταν την καηµένη γυναίκα και δεν µπορούσε να κλείσειµάτι έτσι ξύπνησε τους στρατιώτες του και ξεκίνησαν για τοβουνό. Όταν είδε την Παπλωµατού να παίρνει το πρωινό τηςµαζί µε την αρκούδα ξέχασε τη συµπόνια του και διέταξε να τηναφήσουν σε ένα νησί τόσο δα µικρό ώστε µε δυσκολία θαµπορούσε να σταθεί στο ένα της πόδι, στη µέση µιας λίµνης. Ένα σπουργίτι όµως που προσπαθούσε να περάσει απέναντιξεκουράστηκε στον ώµο της και του έφτιαξε ένα ζεστόπαλτουδάκι από το βυσσινί γιλέκο της για να µην τρέµει από τοκρύο. Σε λίγη ώρα ο ουρανός γέµισε από ένα σµήνος σπουργίτια. Χιλιάδες ράµφη σήκωσαν την παπλωµατού και την µετέφερανστην όχθη της λίµνης"

αλλά αν κανένα από αυτά δε σε κάνει ευτυχισµένο, τότε

τι όφελος να τα έχεις

• Και πάλι ο βασιλιάς µετάνιωσε και πήγε να την σώσει. Ότανέφτασε εκεί µε τους στρατιώτες του την είδε να κάθεται σ' ένακλαδί κάποιου δέντρου και να φτιάχνει µικροσκοπικάπαλτουδάκια για τα σπουργίτια. "Λοιπόν τα παρατάω" φώναξε. " Πες µου τι θες να κάνω για να µου δώσεις το πάπλωµα". "Θαπρέπει όπως σου έχω πει να χαρίσεις όλα όσα έχεις µαζέψεικαι µε κάθε δώρο που αποχωρίζεσαι, εγώ θα µεγαλώνω κατάένα περισσότερο κοµµάτιτο πάπλωµά σου". "Μα πως µπορώ να κάνω κάτι τέτοιολατρεύω το κάθε τι που έχω µαζέψει!". "Ναι αλλά αν κανένα

από αυτά δε σε κάνει ευτυχισµένο, τότε τι όφελος να τα έχεις;"

• Έτσι άρχισε να χαρίζει ξεκινώντας από τααντικείµενα που θα του έλειπαν λιγότερο. Κάθε φοράόµως που χάριζε κάτι έδινε χαρά και µε βιασύνηέµπαινε στο παλάτι για να διαλέξει κάτι ακόµα, όµωςδεν είχε χαµογελάσει ακόµα. Όταν έβγαλε στο δρόµοτον εξαίσιο τροχό µε τα αληθινά άλογα τα παιδιάάρχισαν να φωνάζουν ευχαριστηµένα και όλοι ναχορεύουν. Ένα παιδάκι τον έσυρε και εκείνον στοχορό και τότε ο βασιλιάς δεν χαµογέλασε απλώς, έσκασε στα γέλια. "Μα πως έγινε αυτό; Πως έγινε καινιώθω τόσο όµορφα την ώρα που µοιράζω τουςθησαυρούς µου; Για φέρτε τα όλα έξω! Αµέσως!"

.

• Έτσι µοίραζε ότι είχε µαζέψει και όταν δεν υπήρχεάνθρωπος που δεν είχε πάρει ένα βασιλικό δώροστη χώρα του, ταξίδεψε σε όλο τον κόσµοµοιράζοντας τους θησαυρούς του και η παπλωµατούδε σταµατούσε να ράβει ώσπου ένα πρωί, κάποιοσπουργίτι κατακουρασµένο ήρθε και κούρνιασε στηνάκρη της βελόνας και εκείνηκατάλαβε πως είχε έρθει η ώρα. Βιάστηκε να βάλειτην τελευταία βελονιά στο πάπλωµα κι ύστερα

κατηφόρισε το βουνό για να συναντήσει το βασιλιά

Νοµίζω πως τώρα είµαι ο πιο πλούσιος

άνθρωπος πάνω στη γη

• Όταν τον συνάντησε είδε πως τα ρούχα του ήτανκουρελιασµένα µα µέσα στα µάτια του λαµπύριζε η χαρά. Έβγαλε το πάπλωµα από το σάκο της και το ξετύλιξε. Ήταντόσο όµορφο που πεταλούδες και εξωτικά πουλιά φτερούγιζανγύρω του. "Τι είναι τούτο εδώ" φώναξε ο βασιλιάς. "Όπως σου είχαυποσχεθεί θα σου έδινα ένα πάπλωµα όταν πια εσύ θα ήσουνπάµπτωχος"του είπε. "Μα δεν είµαι φτωχός" της είπε. "Μπορείέτσι να µε δείχνουν τα ρούχα µου, άλλα η καρδιά µου είναιγεµάτη µε πολύτιµες αναµνήσεις από τη χαρά που πρόσφεραστους άλλους. Ευτυχία έδινα και ευτυχία έχω πάρει. Νοµίζωπως τώρα είµαι ο πιο πλούσιος άνθρωπος πάνω στη γη" "Όπως και να 'ναι" είπε η παπλωµατού "εγώ αυτό το πάπλωµατο έφτιαξα µόνο για σένα".

Στην ∆ραµατοποίηση του

Παραµυθιού συµµετείχαν:

• Ο Σύλλογος Γονέων και Κηδεµόνων του

17ου ∆ηµοτικού Σχολείου Αγρινίου

οι Μαθητές της ΣΤ΄& Ε΄ τάξης µε τη

Μουσικό του Σχολείου Ειρήνη

Μαµασούλα

Προσφορά –αγάπη-καλοσύνη

• «Μπορεί έτσι να µε δείχνουν τα ρούχα

µου, άλλα η καρδιά µου είναι γεµάτη µε

πολύτιµες αναµνήσεις από τη χαρά

που πρόσφερα στους άλλους. Ευτυχία

έδινα και ευτυχία έχω πάρει. Νοµίζω

πως τώρα είµαι ο πιο πλούσιος

άνθρωπος πάνω στη γη»