Με τον τροχό του κεραμέα · 2012-06-12 · έρενας,...

36
ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ Με τον τροχό του κεραμέα Προσεγγίζοντας την κεραμεική της Ύστερης Αρχαιότητας Α΄ ΚΥΚΛΟΣ ΔΙΑΛΕΞΕΩΝ 22 Νοεμβρίου 2011 - 31 Ιανουαρίου 2012 ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΩΝ & ΒΑΣΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Αθήνα 2012

Transcript of Με τον τροχό του κεραμέα · 2012-06-12 · έρενας,...

  • ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ

    ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

    ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

    Με τον τροχό του κεραμέα

    Προσεγγίζοντας την κεραμεική της Ύστερης Αρχαιότητας

    Α΄ ΚΥΚΛΟΣ ΔΙΑΛΕΞΕΩΝ

    22 Νοεμβρίου 2011 - 31 Ιανουαρίου 2012

    ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΩΝ & ΒΑΣΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

    Αθήνα 2012

  • Επιμέλεια τεύχους: Αλεξάνδρα Σ. Σφυρόερα

    Οι περιλήψεις και η βιβλιογραφία δημοσιεύονται όπως παραδόθηκαν από τους συγγραφείς. Τηρείται η σειρά

    των διαλέξεων.

    Φωτογραφίες εξωφύλλου (από πάνω προς κάτω):

    1. Πλάτων Πετρίδης: Κεραμεικά εργαστήρια Δελφών, 6ος – 7ος αι..

    2. Βασίλης Κορώσης: Κεραμέας που εργάζεται σε χαμηλό τροχό. Ανάγλυφη παράσταση στο σώμα

    λαγύνου των 3ου- 4ου αι. μ.Χ, με ερυθρό επίχρισμα από τα εργαστήρια της

    Βορείου Αφρικής. (Προέλευση: Bonifay, M. Etudes sur la céramique romaine

    tardive d’ Afrique, Oxford 2004, 58-59).

    3. Δημήτρης Γρηγορόπουλος: Σκηνή από εργαστήριο κεραμικής. Πομπηία, Hospitium dei Pulcinella (Peña &

    McCallum 2009).

    4. Αλεξάνδρα Κωνσταντινίδου: Μονή των Συρίων (Dayr al-Sūrian) στο Wādī al-Naṭrūn: η τράπεζα (φωτο. Α.

    Κωνσταντινίδου).

    5. Χαρίκλεια Διαμαντή: Μερικοί από τους βασικότερους τύπους υστερορωμαϊκών /

    πρωτοβυζαντινών αμφορέων [κατά την τυπολογία J. A. RILEY, 1979 και

    1981. Το σχέδιο του Σαμιακού Αμφορέα προέρχεται από το T. OĞUZ

    ALPÖZEN - A. HARUN ÖZDAS - B. BERKAYA, Commercial amphoras of the

    Bodrum museum of underwater archaeology - Maritime trade of the

    Mediterranean in ancient times, Bodrum 1995, 108].

    6. Μισέλ Ρογκενμπούκε: Μονάδα Συντήρησης: εργαστηριακές ασκήσεις φοιτητών.

    Φωτογραφία οπισθοφύλλου:

    Προθήκη της Διδακτικής Συλλογής Βυζαντινής κεραμεικής και Μικροτεχνίας με τα διαδοχικά στάδια κατασκευής

    μιας βυζαντινής κούπας (φωτογραφία Νίνας Μπάκα).

    © Μουσείο Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης - ΕΚΠΑ

  • ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

    ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ

    ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

    ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

    Α΄ ΚΥΚΛΟΣ ΔΙΑΛΕΞΕΩΝ

    22 Νοεμβρίου 2011 – 31 Ιανουαρίου 2012

    Με τον τροχό του κεραμέα

    Προσεγγίζοντας την κεραμεική της Ύστερης Αρχαιότητας

    ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΩΝ & ΒΑΣΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

    Αθήνα 2012

  • 1

    Περιεχόμενα

    Ο Α΄ Κύκλος Διαλέξεων του Μουσείου Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης με θέμα

    Με τον τροχό του κεραμέα. Προσεγγίζοντας την κεραμεική της Ύστερης Αρχαιότητας. 3

    Εισαγωγή 5

    Πλάτων Πετρίδης Κεραμείς και κεραμεία στην Ύστερη Αρχαιότητα. Ιστορία της

    έρευνας, μεθοδολογία, νέες ανακαλύψεις και προοπτικές. 7

    Βασίλης Κορώσης Το επάγγελμα του κεραμέα κατά την Ύστερη Αρχαιότητα. Η τέχνη

    και ο τεχνίτης. 11

    Δημήτρης Γρηγορόπουλος Ρωμαϊκή κεραμική στον ελλαδικό χώρο: Παραδόσεις, νεωτερισμοί,

    επιδράσεις και επιβιώσεις. 15

    Αλεξάνδρα Κωνσταντινίδου Ιστορίες για αγγεία και αγγεία με ιστορία. Ο μοναχισμός της Κάτω

    Αιγύπτου μέσα από κεραμική και κείμενα. 21

    Χαρίκλεια Διαμαντή Ο υστερορωμαϊκός / πρωτοβυζαντινός αμφορέας. 25

    Μισέλ Ρογκενμπούκε Η συγκόλληση και η συντήρηση των κεραμεικών ευρημάτων.

    Πρακτική άσκηση στη Μονάδα Συντήρησης του Μουσείου

    Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης. 29

  • 2

  • 3

    Ο Α΄ Κύκλος Διαλέξεων του Μουσείου Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης με θέμα

    Με τον τροχό του κεραμέα Προσεγγίζοντας την κεραμεική της Ύστερης Αρχαιότητας.

    Σε μια προσπάθεια να παίξει ένα πιο ενεργό ρόλο στην εκπαιδευτική διαδικασία του Τμήματος και

    συγχρόνως να αναδείξει τις συλλογές του, το Μουσείο Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης οργάνωσε κατά το

    ακαδημαϊκό έτος 2011-12 τον Α΄ Κύκλο Διαλέξεων δίνοντας πρόσφορο βήμα κυρίως σε νεώτερους επιστήμονες

    για να αναπτύξουν τα πορίσματα των ερευνών τους απευθυνόμενοι σε φοιτητές –προ-και μεταπτυχιακούς–

    καθώς και σε ένα ευρύτερο κοινό. Με αφορμή τη Διδακτική Συλλογή Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Κεραμικής,

    οι ομιλίες επικεντρώθηκαν σε παρουσιάσεις για την κεραμεική της ύστερης αρχαιότητας και των

    πρωτοβυζαντινών χρόνων. Αναδείχτηκαν, μεταξύ άλλων, θέματα παραγωγής, χρήσης, διακίνησης, τοπικών

    εργαστηρίων και αλληλοεπιδράσεων και τέθηκαν ζητήματα μεθοδολογίας και διεπιστημονικής προσέγγισης.

    Ο επίκ. καθηγητής του Τμήματός μας Πλάτων Πετρίδης εγκαινίασε τον κύκλο διαλέξεων με μία εποπτική

    παρουσίαση, εν είδει πλαισίου για το σύνολο των ομιλιών. Ανέδειξε θέματα ιστορίας της έρευνας, έθεσε

    ζητήματα τεχνολογίας, μορφολογίας, εργαστηρίων, τεχνιτών και οικονομικής ιστορίας, επεσήμανε τις νέες

    κατευθύνσεις στην έρευνα και αναφέρθηκε στη συμβολή των θετικών επιστημών (χημικές και πετρογραφικές

    αναλύσεις) στη μελέτη της κεραμικής.

    Στη συνέχεια το βήμα δόθηκε σε νέους ερευνητές. Ο Βασίλης Κορώσης, υποψήφιος διδάκτωρ του

    Πανεπιστημίου Αθηνών, ανέδειξε το επάγγελμα του κεραμέα και τις μεθόδους εργασίας του με βάση τις

    γραπτές πηγές, τις επιγραφικές μαρτυρίες και τα αρχαιολογικά κατάλοιπα. Ο δρ. Δημήτρης Γρηγορόπουλος

    μίλησε για τη ρωμαϊκή κεραμεική των αυτοκρατορικών χρόνων (1ος-3ος αι. μ.Χ). Έδωσε ένα πανόραμα των

    κατηγοριών της ρωμαϊκής κεραμεικής που έχει βρεθεί στον ελλαδικό χώρο. Ερμήνευσε τα χαρακτηριστικά της

    κεραμεικής αυτής ως μετεξέλιξη της ελληνιστικής παράδοσης με επιρροές νεωτερικών στοιχείων και πρόσφερε

    ένα στέρεο υπόβαθρο για τις δύο ομιλίες που ακολούθησαν σχετικά με την κεραμεική της ύστερης αρχαιότητας

    / πρωτοβυζαντινών χρόνων.

    Στην κεραμεική των μοναστικών κέντρων της Κάτω Αιγύπτου αφιέρωσε την ομιλία της η Αλεξάνδρα

    Κωνσταντινίδου, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Leiden. Με βάση τα κεραμεικά ευρήματα και τις

    πληροφορίες των παπύρων και των αγιολογικών κειμένων έθεσε θέματα αντιστοίχισης σχημάτων και

    ονοματολογίας καθώς και ζητήματα χρήσης των αγγείων από τους μοναχούς. Με τους υστερορωμαϊκούς /

    πρωτοβυζαντινούς αμφορείς ασχολήθηκε η Χαρίκλεια Διαμαντή, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών.

    Ανέδειξε τη σημασία τους για την οικονομική ιστορία του Βυζαντίου και επεσήμανε τη συμβολή των

    αρχαιομετρικών αναλύσεων στη μελέτη της προέλευσης των αμφορέων και των τοπικών εργαστηρίων. Με βάση

    τις επιγραφές και κυρίως τα σφραγίσματα πάνω στους ίδιους τους αμφορείς ανέδειξε ζητήματα που φωτίζουν

    τον κρατικό έλεγχο και παρεμβατισμό στις διαδικασίες παραγωγής και διακίνησης των αμφορέων και των

    προϊόντων που περιείχαν.

    Τον κύκλο των διαλέξεων έκλεισε ο Μισέλ Ρογκενμπούκε, συντηρητής, επικεφαλής της Μονάδας

    Συντήρησης του Μουσείου, ο οποίος τόνισε την ανάγκη λήψης σωστικών μέτρων κατά την ανασκαφή και

    εξέθεσε στη συνέχεια τις βασικές μεθόδους συντήρησης των κεραμικών ευρημάτων με στόχο τη διατήρησή τους

    αλλά και τη διάσωση όλων των πληροφοριών που μπορεί να φέρουν.

    Θερμές ευχαριστίες οφείλονται στο συνάδελφο Πλάτωνα Πετρίδη για τη συμβολή του στον

    προγραμματισμό των διαλέξεων, στο συνάδελφο Στέλιο Κατάκη για τη συμμετοχή του στην κατάρτιση του

    καταλόγου των ομιλητών, στη δρα Αλεξάνδρα Σφυρόερα που ανέλαβε εξ ολοκλήρου τα οργανωτικά θέματα και

  • 4

    επιμελήθηκε το καλαίσθητο τεύχος των περιλήψεων καθώς και στους ομιλητές που πρόθυμα ανταποκρίθηκαν

    στην πρόσκλησή μας να συμμετάσχουν σε αυτή την εκδήλωση του Μουσείου.

    Σοφία Καλοπίση-Βέρτη

    Διευθύντρια Μουσείου Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης

  • 5

    Εισαγωγή

    Το Μουσείο Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης επιδιώκοντας να ενισχύσει αλλά και να ανανεώσει τους

    άρρηκτους δεσμούς των Διδακτικών Συλλογών του με την εκπαιδευτική διαδικασία στο Τμήμα Ιστορίας και

    Αρχαιολογίας σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο, αποφάσισε τη διοργάνωση ετήσιων κύκλων

    διαλέξεων. Οι διαλέξεις απευθύνονται σε φοιτητές προπτυχιακού και μεταπτυχιακού επιπέδου, αλλά και σε ένα

    ευρύτερο ενδιαφερόμενο κοινό. Μετά το τέλος κάθε διάλεξης είναι δυνατή κατά περίπτωση η πραγματοποίηση

    πρακτικών ασκήσεων σε φοιτητές σε εκθέματα του Μουσείου.

    Στα κριτήρια επιλογής του θέματος κάθε κύκλου συγκαταλέγονται η σχέση του με κάποια από τις Διδακτικές

    Συλλογές, η αυτοτέλειά του, η σημασία του στην προαγωγή της γνώσης, όπως επίσης η περιορισμένη

    ενασχόληση με αυτό στα πλαίσια της διδασκαλίας. Ως θέμα του πρώτου κύκλου διαλέξεων επιλέχθηκε η

    κεραμεική της ύστερης αρχαιότητας και των πρώτων βυζαντινών χρόνων. Στην αφετηρία του βρίσκεται η

    Συλλογή Βυζαντινής κεραμεικής και μικροτεχνίας. Η Συλλογή περιλαμβάνει περίπου 300 όστρακα και 12 ακέραια

    αγγεία που εκτίθενται σε τέσσερεις διδακτικές ενότητες: τεχνική κατασκευής, θεματολογία, διαχρονική εξέλιξη

    και κεραμοπλαστικός διάκοσμος των κτισμάτων. Συνοδεύεται από κατάλογο με πλήρη φωτογραφική

    τεκμηρίωση: Καλοπίση-Βέρτη, Σ. (επιμ.) 2003. Διδακτική Συλλογή Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Κεραμικής.

    Αθήνα. Πρόσφατα η Συλλογή εμπλουτίστηκε χάρη στην παραχώρηση με πενταετή δανεισμό από την Ι΄ Εφορεία

    Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων δεκαεπτά κεραμεικών αντικειμένων της πρωτοβυζαντινής περιόδου.

    Τα αντικείμενα αυτά προέρχονται από τις ανασκαφές των πρώην Επιστημονικών Μελών της Γαλλικής

    Αρχαιολογικής Σχολής στους Δελφούς κ. V. Déroche και κ. Π. Πετρίδη και καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα οικιακών

    και βιοτεχνικών δραστηριοτήτων. Αποτελούν δε το πρώτο ολοκληρωμένο σύνολο πρωτοβυζαντινής κεραμεικής

    της Διδακτικής Συλλογής Βυζαντινής Κεραμεικής και Μικροτεχνίας του Μουσείου μας.

    Επιδιώκοντας αυτοί οι κύκλοι διαλέξεων να αποτελέσουν όχι μόνο ευκαιρία για γνώση και γόνιμο διάλογο,

    αλλά και σημείο αναφοράς για όσους επιθυμούν να εντρυφήσουν περισσότερο σε κάποιο θέμα, κρίθηκε καλό

    να συνταχθεί ηλεκτρονικό τεύχος περιλήψεων και βιβλιογραφίας για αυτές. Επιπλέον, όσοι ομιλητές το

    επιθυμούν, είναι ευπρόσδεκτοι να αναρτήσουν τα κείμενα και/ή τις παρουσιάσεις τους στην ιστοσελίδα του

    Μουσείου.

    Αλεξάνδρα Σ. Σφυρόερα, Δρ.

  • 6

  • 7

    Πλάτων Πετρίδης, επίκ. Καθηγητής

    Πανεπιστήμιο Αθηνών

    Κεραμείς και κεραμεία στην Ύστερη Αρχαιότητα

    Ιστορία της έρευνας, μεθοδολογία, νέες ανακαλύψεις και προοπτικές

    Η ειδικότητα του κεραμολόγου, ειδικά για

    περιόδους όπως η πρωτοβυζαντινή που βρίσκεται

    στο μεταίχμιο μεταξύ αρχαιότητας και μεσαίωνα,

    άργησε πολύ να καθιερωθεί στη συνείδηση του

    επιστημονικού κόσμου. Η ενασχόληση με το

    πρωτογενές κεραμεικό υλικό αποτελεί εργασία

    μονήρη και χρονοβόρα που αργεί να δώσει

    καρπούς. Γίνεται συχνά κάτω από υπερβολικά

    αντίξοες συνθήκες, ειδικά σε ό,τι αφορά τον

    ελλαδικό χώρο και συχνά χωρίς τη βοήθεια

    συντηρητών, σχεδιαστών κ.ά.

    Την τελευταία εικοσαετία ωστόσο, υπάρχει ένα

    σταθερό ενδιαφέρον για την ειδικότητα αυτή εκ

    μέρους νέων επιστημόνων, ενώ ταυτόχρονα

    δημοσιεύθηκαν, αναλογικά πολύ λίγες, αλλά

    σημαντικές μονογραφίες που αφορούν μια

    κατηγορία υλικού ή το σύνολο της κεραμεικής που

    βρέθηκε σε έναν αρχαιολογικό χώρο.

    Πρωτοστατούν οι δημοσιεύσεις των ξένων

    αρχαιολογικών σχολών όπως η Αμερικανική και η

    Γαλλική με έργα που εντάσσονται σε μεγάλες

    εκδοτικές σειρές αλλά δεν λείπουν και άλλες,

    μικρότερες σειρές όπως τα Δημοσιεύματα του

    Αρχαιολογικού Δελτίου ή η Σαριπόλειος Βιβλιοθήκη.

    Σημαντικότατη υπήρξε η συμβολή εκθέσεων και

    κυρίως συνεδρίων ειδικών για την κεραμεική αυτής

    της περιοχής που, συμπτωματικά, έλαβαν χώρα στη

    Θεσσαλονίκη.

    Βασισμένοι σε αυτή την παραγωγή μονογραφιών

    αλλά και σε πολυάριθμα άρθρα που σχετίζονται με

    την κεραμεική της περιόδου από τον 3ο ως τον 7ο αι.

    μ.Χ. μπορούμε πλέον να προσδιορίσουμε με αρκετή

    ακρίβεια πολλά χαρακτηριστικά της κεραμεικής

    αυτής όπως:

    - τις υποδομές των εργαστηρίων (κυρίως κλιβάνους

    αλλά και άλλου είδους εγκαταστάσεις),

    - την τεχνολογία παραγωγής (θερμοκρασίες

    οπτήσεως, χρήση μητρών κ.ά.) ,

    - τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των

    παραγόμενων προϊόντων (σχήμα και διακόσμηση),

    - τη σύνδεση των τελευταίων με την τοπική

    οικονομική ιστορία κάθε περιοχής,

    - την αναζήτηση της ακριβούς χρήσης τους και τέλος

    - την προσωπογραφία των τεχνιτών ή καλύτερα των

    ιδιοκτητών των εργαστηρίων, όπου αυτή είναι

    δυνατό να ταυτιστεί με βάση τις υπογραφές ή άλλες

    γραπτές μαρτυρίες όπως οι επιτύμβιες στήλες.

    Μια άλλη διάσταση που μελετήθηκε τα

    τελευταία χρόνια είναι οι σφαίρες επιρροής των

    εισαγόμενων προϊόντων, κυρίως αμφορέων και

    ερυθροβαφούς κεραμεικής.

    Επίσης, πολύ σημαντική υπήρξε και η συμβολή

    των θετικών επιστημών στην καλύτερη κατανόηση

    ζητημάτων τεχνολογίας αλλά και εμπορίου. Οι πολύ

    διαφορετικές σε μεθοδολογία και στοχοθεσία

    αναλύσεις προσέφεραν πλήθος πληροφοριών, ενώ

    τα αποτελέσματά τους άλλαξαν τον τρόπο

    θεώρησης της κεραμεικής γενικότερα.

  • 8

    Βιβλιογραφία

    ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΕΡΑΜΕΙΚΗ ΤΗΣ ΥΣΤΕΡΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ

    Abadie-Reynal C., «Céramique et commerce dans le bassin égéen du IVe au VIIe s.», στο Hommes et

    Richesses dans l'Empire Byzantin I, VIème au VIIème siècle, Réalités byzantines

    1989, 143-159.

    Abadie-Reynal C. - Sodini J.-P., La céramique paléochrétienne de Thasos, EtThas 13, 1992.

    Adamsheck B., Kenchreai, Eastern Port of Corinth IV. The Pottery, 1979.

    Aupert P., «Céramique slave à Argos (585 ap. J.-C.)», Etudes Argiennes, BCH Suppl. VI

    (1980), 373-394.

    Aupert P., «Objets de la vie quotidienne à Argos», Etudes Argiennes, BCH Suppl. VI (1980),

    395-457.

    Boardman J., «The Finds» στο Ballance M. - Boardman J. - Corbet S. - Hood S., Excavations in

    Chios 1952-1955. Byzantine Emporio, BSA Suppl. 20 (1989), 86-142.

    Bovon A., Lampes d'Argos, EtPélop V, 1966.

    Broneer O., Terracotta Lamps, Corinth IV2, 1930.

    Broneer O., Terracotta Lamps, Isthmia III, 1977.

    Bruneau Ph., «Lampes corinthiennes» BCH 95 (1971), 437-501.

    Bruneau Ph., «Lampes corinthiennes (II)», BCH 101 (1977), 249-295.

    Bruneau Ph., Les Lampes, EAD XXVI, 1965.

    Davidson G., The Minor Objects, Corinth XII, 1952.

    Déroche V. - Spieser J.-M. (éd.), Recherches sur la céramique byzantine, BCH Suppl. XVIII (1989).

    Eiwanger J., Keramik und Kleinfunde aus der Damokratia-Basilika im Demetrias, Demetrias IV,

    1981.

    Gregory T., «Diporto: an Early Byzantine Maritime Settlement in the Gulf of Corinth», ΧΑΕ,

    295-297.

    Gregory T., «An early Byzantine (dark-age) settlement at Isthmia: preliminary report», The

    Corinthia in the Roman Period, JRA Suppl. 8 (1993), 149-160.

    Hayes J.W., «The Villa Dionysos Excavations, Knossos. The Pottery», BSA 78 (1983), 97-169.

    Karivieri A., The Athenian Lamp Industry in Late Antiquity, Papers and Monographs of the

    Finnish Institute at Athens 5, 1996.

    Kübler K., «Mitteilungen aus dem Kerameikos V. Spätantike Stempelkeramik», AM LVI

    (1931), 75-86.

    Oikonomou A., «Lampes paléochrétiennes d’Argos», BCH 112 (1988), 481-502.

    Perlzweig J., Lamps of the Roman Period, Agora VII, 1961.

    Petridis Pl., «Les lampes corinthiennes de Kritika», BCH 116 (1992), 649-671.

    Petridis Pl., «Échanges et imitations dans la production des lampes romaines et

    paléochrétiennes en Grèce Centrale », στο Blondé Fr. - Müller A. (éds), L’artisanat

    en Grèce ancienne. Les productions, les diffusions. Actes du Colloque de Lyon, 10-

    11 décembre 1998, UL3 Travaux et Recherches, 2000, 241-250.

    Pétridis Pl., «Delphes dans l’Antiquité tardive : première approche topographique et

    céramologique», BCH 121 (1997), 681-695.

    Pétridis Pl., «Les ateliers des potiers à Delphes à l’époque paléochrétienne», TOPOI 8 (1998),

    703-710.

  • 9

    Petridis Pl., «Ateliers de potiers protobyzantins à Delphes », στο Bakirtzis Ch. (éd.), VIIe

    Congrès International sur la Céramique Médiévale en Méditerranée. Thessaloniki,

    11-16 octobre 1999, 2003, 443-446.

    Petridis Pl., «Relations between pottery workshops in the Greek mainland during the Early

    Byzantine period » στο Böhlendorf-Arslan B. - Uysal A.O. - Witte-Orr J. (eds.),

    Çanak. Late Antique and Medieval Pottery in Mediterranean Archaeological

    Contexts. International Symposium, Çanakkale 31 May - 3 June 2005, Byzas 7

    (2007), 43-54.

    Petridis Pl., La céramique protobyzantine de Delphes : Une production et son contexte, École

    française d’Athènes, Fouilles de Delphes V, Monuments Figurés 4, Paris 2010

    Πετρόπουλος M., Τα εργαστήρια των ρωμαϊκών λυχναριών της Πάτρας και το Λυχνομαντείο, 1999.

    Poulou - Papadimitriou N., «Lampes paléochrétiennes de Samos», BCH 110 (1986), 583-610.

    Pierrart M. - Thalmann J.-P., «Céramique romaine et médiévale d'Argos», Etudes Argiennes, BCH Suppl. VI

    (1980), 459-492.

    Siebert G., «Lampes corinthiennes et imitations au Musée National d'Athènes», BCH 90

    (1966), 472-513.

    Slane K.W., «Two deposits from the Early Roman Cellar Building, Corinth», Hesperia 55

    (1986), 271-318.

    Slane K.W., The Sanctuary of Demeter and Kore. The Roman Pottery and Lamps, Corinth XVIII,

    2, 1990.

    Vogt Chr., «The Early Byzantine Pottery», στο Θέμελης Π. (εκδ.), Πρωτοβυζαντινή

    Ελεύθερνα, 2000, 37-199.

    Williams H., Kenchreai : Eastern Port of Corinth V, The Lamps, 1981.

    Yangaki A., La céramique des IVe-VIIIe s. ap. J.-Chr. d’Eleutherna, 2005.

  • 10

    Κεραμεικά εργαστήρια Δελφών, 6ος – 7ος αι.

    Οι θετικές επιστήμες στην υπηρεσία της κεραμολογίας (φωτ. Κ. Κουζέλη).

  • 11

    Βασίλης Δ. Κορώσης, υποψ. Δρ.

    Πανεπιστήμιο Αθηνών

    Το επάγγελμα του κεραμέα κατά την Ύστερη

    Αρχαιότητα (3ος - 7ος αι. μ.Χ.):

    η τέχνη και ο τεχνίτης

    Η παρουσία του τεχνίτη κεραμέα στο ιστορικό

    περιβάλλον της Ύστερης Αρχαιότητας (3ος – 7ος αι.

    μ.Χ.) έχει τύχει λίγης προσοχής, αναλογικά με την

    κεραμική παραγωγή της περιόδου, η οποία έχει

    αποτελέσει επί δεκαετίες το αντικείμενο

    αναλυτικών τυποχρονολογικών και ερμηνευτικών

    μελετών. Στην προκείμενη ερευνητική απόπειρά

    μας, η γνώση του τρόπου συγκρότησης και

    λειτουργίας του εργαστηρίου κεραμικής κρίθηκε ως

    το βασικό μέσο για την κατανόηση του

    επαγγέλματος. Η διαδικασία παραγωγής και

    διάθεσης των προϊόντων, όπως αποκαλύπτεται

    διαμέσου των αρχαιολογικών τεκμηρίων και των

    γραπτών πηγών της περιόδου, ανασυνθέτει την

    εικόνα της τέχνης και του τεχνίτη.

    Τα υλικά κατάλοιπα των εργαστηρίων

    κεραμικής της Ύστερης Αρχαιότητας που

    αποκαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια ανασκαφών

    (κλίβανοι κεραμικής, υδατοδεξαμενές και

    δεξαμενές ωρίμανσης πηλού, οπές στήριξης

    ποδοκίνητου τροχού αγγειοπλαστικής, στηρίγματα

    όπτησης αγγείων, μερικώς ή ολικώς κατεστραμμένα

    κατά την όπτηση αντικείμενα), καθώς και οι θέσεις

    και οι χώροι εγκατάστασής τους (εκτός του

    οργανωμένου πολεοδομικού ιστού, εντός

    εγκαταλελειμμένων δημόσιων ή ιδιωτικών,

    κοσμικών ή θρησκευτικών χώρων, με πρόσβαση σε

    πρώτες ύλες [πηλό, νερό, καύσιμες ύλες]),

    τεκμηριώνουν την εξάσκηση της εν λόγω

    δραστηριότητας σε έναν τόπο, ενώ παράλληλα

    προσφέρουν μια παραδειγματική ανάγνωση της

    εργασιακής και κοινωνικής πραγματικότητας των

    τεχνιτών. Πολύτιμη βοήθεια στην κατανόηση των

    τεχνικών αγγειοπλαστικής και πλινθοκεραμουργίας

    παρέχεται από τις εθνολογικές μελέτες για τα

    νεώτερα εργαστήρια, (ιδιαίτερα αυτές του Κέντρου

    Μελέτης Νεώτερης Κεραμικής) και από τις

    διεπιστημονικές προσεγγίσεις στη μελέτη της

    κεραμικής (αναλύσεις δακτυλικών αποτυπωμάτων

    σε σκεύη, αναλύσεις πηλών). Οι γραπτές πηγές της

    περιόδου, σε συνδυασμό με τις επιγραφικές

    μαρτυρίες (επιτύμβιες στήλες, επιγραφές σε σκεύη

    και αντικείμενα) και την αρχαιολογία, μας

    αποκαλύπτουν τα ονόματα των κεραμέων και

    πληροφορούν σχετικά με τις μεθόδους εργασίας, τις

    ειδικότητες, ιδιότητες, ηλικίες και έμφυλες

    ταυτότητές τους.

    Η μελέτη του επαγγέλματος του κεραμέα, μιας

    τέχνης διαρκώς παρούσας στον πρακτικό βίο της

    υπό εξέταση περιόδου και ενός βάναυσου τεχνίτη

    που χρησιμοποιεί τα γενεσιουργά στοιχεία της

    ανθρώπινης δραστηριότητας κατά τη χριστιανική

    (πηλός στα χέρια του Δημιουργού Θεού) ή την

    αναξιμάνδρεια και την αριστοτελική κοσμολογία (τα

    τέσσερα δημιουργικά στοιχεία: γη, αέρας, νερό,

    φωτιά), συμβάλει στην προσπάθεια προσέγγισης

    των ανωνύμων δημιουργών των αρχαιολογικών

    ευρημάτων και στην κατανόηση του υλικού και

    πνευματικού πολιτισμού του καθημερινού κόσμου

    της Ύστερης Αρχαιότητας.

    .

  • 12

    Βιβλιογραφία

    Πηγές

    Maspero, J., Catalogue générale des antiquités Egyptiennes au musée du Caire. Papyrus grecs

    de l époque byzantine, (τ. 1-3) 1911-1916 (κυρίως τ. 1-2, 67110,67228).

    Ἀρτεμιδώρου του Δαλδιανοῦ, Ὁνειροκριτικόν , R. Hercher.(ed) Leipzing 1864.

    Γέννεση, Ἔξοδος: Παλαιά Διαθήκη (εκδ. Αποστολικής Διακονίας).

    Ἰουλιανοῦ τοῦ Ἀσκαλωνίτου, Περί τῶν νόμων, ἥτοι ἠθών ἐν Παλαιστίνη: Saliou, C. Le traité d’ ubanisme

    de Julien d’ Ascalon. Droit et architecture en Palestine au VIe siècle, Travaux et

    Mémoires 8, Paris 1996.

    Κασσιανοῦ Βάσσου, Γεωπονικά: Beck, H.G, Cassiani Bassi, Geoponika, Leipzing 1895

    Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου, Ὁμιλίαι, PG, 34 : Minge, J.P. , Patrologiae Cursus Completus. Series Graeca,

    Paris 1857-1866.

    Σχετικά με την κεραμική τεχνολογία

    Γιαννοπούλου, Μ. – Δεμέστιχα, Σ., Τσκαλαριά. Τa εργαστήρια της περιοχής Μανταμάδου Λέσβου, Κέντρο

    Μελέτης Νεώτερης Κεραμικής, Αθήνα 1998.

    Kαλοπίση-Βέρτη, Σ. (επιστ. επιμ.), Διδακτική Συλλογή Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Κεραμικής, Αθήνα 2003.

    Mε αφορμή μια στάμνα, έκδ. Κέντρου Μελέτης Νεώτερης Κεραμικής , Αθήνα 1999.

    Παπαδόπουλος, Σ., Παραδοσιακά αγγειοπλαστεία της Θάσου, Αθήνα 1999.

    Ράπτης, Κ.Θ., “Kλίβανοι-κάμινοι βιοτεχνικών εργαστηρίων (4ος -14οςαι.). Θέματα παραγωγικής

    Τεχνολογίας” , στο Αρχαία Ελληνική Τεχνολογία, 2ο διεθνές συνέδριο, Αθήνα,

    228-236, σχ 1-6.

    Arnold, D., “Linking society with the compositional analyses of pottery: A model from

    comparative ethnography”, στο Livingstone Smith, A. - Martineau, R. (εκδ.),

    Pottery manifacture processes: Reconstruction and Interpretation, Acts of the

    XIVth UISPP Congress, University of Liège, Belgium 2-8 September 2001, British

    Archaeological Reports International series 1349, Oxford 2005, 15-47.

    Boucheron, P. – Broise,H. -Thébert, Y., La Brique antique et médiévale, Rome 2000.

    Brun, J.-P. – Jockey, Ph. (εκδ.), Τέχναι. Techniques et Sociétés en Méditerranée. Hommage à M.-C. Ammouretti,

    Maison Méditerranéenne des sciences de l’ homme, Paris 2001.

    Cockle, H., “Pottery manufacture in Roman Egypt”, Journal of Roman Studies 71 (1981), 87-

    97.

    Giannopoulou, M., Pithoi. Technology and distribution of storage vessels through the ages, British

    Archaeological Reports International series 2140, England 2010.

    Kilikoglou, V.- Hein, H. - Maniatis, Y. (εκδ.), Modern trends in the scientific study of ancient ceramics, British

    Archaeological Reports International series 1011, England 2002.

    Kourkoumelis, D. - Demesticha, St., “Les outils de potier de l’atelier de Figaretto à Corfu” στο Bulletin de

    Correspondance Hellénique 121 (1997), ii (Etudes, Chroniques et Rapports), 553-

    571.

    Dictionnaire Archéologique des techniques, τ.1-2, Paris 1963.

    Van Lith, J.P., La Céramique. Dictionnaire encyclopédique, Paris 2000.

  • 13

    Σχετικά με τους κεραμείς, τα εργαστήρια, την παραγωγική δραστηριότητά τους και την παρουσία τους κατά

    την Ύστερη Αρχαιότητα.

    Θεοχαρίδου, Κ., “Συμβολή στη μελέτη οικοδομικών κεραμικών προϊόντων στα Βυζαντινά και

    Μεταβυζαντινά χρόνια”, Δελτίο Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας ΙΓ (1985-

    86), 97-112.

    Κουκουλές, Φ., Βυζαντινῶν Βίος καί Πολιτισμός, τ. Β2, Ἀθήναι 1949.

    Κωνσταντινίδου, Αλ., Παραγωγή κεραμικής στην Αίγυπτο (4ος - 7ος αι. μ.Χ), (διπλωματική εργασία)

    Αθήνα 2004.

    Λαΐου, Αγγ. (γεν. εποπτεία), Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, τ.1-3, Αθήνα 2006.

    Μέντζου-Μεϊμάρη, Κ., Συμβολαί εἰς τὴν μελέτην τοῦ οἰκονομικοῦ καὶ κοινωνικοῦ βίου τῆς

    πρωΐμου Βυζαντινῆς περιόδου (δ.δ.), Ἐν Ἀθήναις 1975.

    Μπακιρτζής, Χ., Βυζαντινά Τσουκαλολάγηνα, Αθήνα 1989.

    Μπακιρτζής, Χ. (εκδ.), 7ο Διεθνές Συνέδριο Κεραμικής της Μεσογείου, Θεσσαλονίκη 11-16 Οκτωβρίου

    1999, Πρακτικά, Αθήνα 2003.

    Παπανικόλα-Μπακιρτζή, Δ. (εκδ.), Ώρες Βυζαντίου. Καθημερινή Ζωή στο Βυζάντιο, Αθήνα 2002.

    Πετρίδης, Πλ., “Βιοτεχνικές εγκαταστάσεις της πρώιμης βυζαντινής περιόδου στους Δελφούς”,

    στο Αρχαιολογικά Τεκμήρια βιοτεχνικών εγκαταστάσεων κατά την Βυζαντινή

    εποχή 5ος- 15ος αιώνας, Αθήνα 2004, 243-256, εικ.1-13.

    Ράπτης, Κ., “Αρχαιολογικά τεκμήρια κεραμικών εργαστηρίων στον Ελλαδικό χώρο” Δελτίο

    Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας ΛΒ (2011), 173-195.

    Barral, Y. - Altek, I. (εκδ.), Artistes, artisans et production artisanale au Moyenne Age, Paris 1986.

    Cvetićanin, T., Late Roman Glazed Pottery. Glazed pottery From Moesia Prima, Dacia Ripensis,

    Dacia Mediterranea and Dardania, Belgrade 2006.

    Demians d’Archimband, G.(επιμ.), La céramique Médiévale en Méditerranée. Actes du VIe congrès de A.I.M.C.M.

    2, Aix-en Provence 1997.

    Dzierzykray-Rogalski,T. - Grzeszyk, C., “ Les Dermatoglyphes-empreintes des lignes papillaires-relevés sur les

    lampes Alexandrines de Kôm el-Dikka (Alexandrie)”, Cahiers de la Céramique

    Egyptienne 2 (1991), Le Caire, 125-8.

    Guidicelli, N., “Le travail des femmes à l’époque romaine à travers l’exemple de l’ artisanat ”

    στο Instrumentum 30 (2009), 38-42.

    Hayes, J., Handbook of the Mediterranean Roman pottery, London 1997.

    Jones, H.M., The Later Roman Empire. A social economic and administrative survey (τ. 1-4),

    Oxford 1973 (ειδικότερα τ. 2, 824-72).

    Karivieri, A., The Athenian Lamp Industry in Late Antiquity, Helsinky 1996.

    Kiourtzian, G., “Enépigraphos plinthos” στο Travaux et Memoires 15, Μélanges Jean-Pierre

    Sodini, Paris 2005, 381-398.

    Laufer, S., Diokletians Preisedict, Berlin 1971.

    Lavan, L. - Zanini, E. - Sarantis, A. (εκδ.), Technology in Transition A.D. 300-650, Late Antique Archaeology 4, Brill

    2006.

    Lawall, M.L. - Lund, J. (εκδ.), Pottery in the archaeological record. Greece and Beyond, Acts of the

    International Colloquium held at the Danish and Canadian Institutes in Athens,

    June 20-22 2008, England 2011.

    LeBohec, Y., “Les soldats comme producteurs sous l’ Haute Empire Romain”, στο Morel, J.P.

    (εκδ.) Les travailleurs dans l’Antiquité: Status et Conditions, Paris 2011, 99-112.

    Lund, J., “Writing long term history with potsherds: problems-prospects”, στο Malfitana,

    D. – Poblome, J., Lund, J. (επιμ.) Old pottery in a new century. Innovating

  • 14

    prospects on Roman Pottery Studies. Atti del convegno internatonalle di studi,

    Catania 22-24 Aprile 2004, Roma 2006, 213-227.

    Morisson; C. - Sodini; J.P. , “Ὁ ἕκτος αἰώνας” (μτφ. Σόλμαν, Μ.), στο Λαΐου, Αγγ. (γεν.εποπτ.), Οικονομική

    Ιστορία του Βυζαντίου, Αθήνα 2006, τόμος 1, 281-360.

    Orton, Cl. - Tyers, P. - Vince, A., Pottery in Archaeology. Cambridge 1993.

    Ousterhout, R., Master Builders of Byzantium, Princeton 2000.

    Ousterhout, R., “Secular Architecture”,στο Evans, H- Wixom , Will. (eds).The Glory of Byzantium,

    2006, 192-199.

    Peacock, D.P.S., Pottery in the roman world, an ethnoarchaeological approach, London and New

    York 1982.

    Pẽna, Th., Roman pottery in the archaeological record, New York 2007.

    Pétridis, Pl., La céramique protobyzantine des Delphes. Une production et son contexte,

    Fouilles de Delphes V, Monuments figurés 4, Paris–Athènes 2010.

    Rice, Pr.M., Pottery analysis: a sourcebook, Chicago 1987.

    Saliou, C., Le traité d’urbanisme de Julien d’ Ascalon, Paris 1996.

    Sodini, J.P., “L’artisanat urbain à l’ époque paléochrétienne (IVem-VIIems.)”, Ktema 4, (1979)

    71-119, fig. 1-4.

    Sodini, J.P., “Archaeology and Late Antique social structures”, στο Lavan, L. - Bowden, W.

    (επιμ.) Theory and Practice in Late Antique archaeology, Late Antique

    Archaeology 1, Brill 2003, 25-56.

    Tchernia, A., Le vin Romain Antique, Grenoble 1999.

    Vroom, J., “Piecing together the Past. Survey pottery and deserted settlements in Medieval

    Boetia” στο Belke, K.- Hild, F.- Koder, J. - Soustal, P. (επιμ), Byzanz als Raum. Zu

    methoden und inhalten der historiche geographie des Östelichen

    mittalmeerames, Wien 2000, 245-259.

    Vroom, J., After Antiquity. Ceramics and society in the Aegean from the 7th to the 20th

    century A.C. A case study from Beotia, Leiden 2003.

    Wickham, C., Framing the Middle Ages 400-800 A.D., Oxford University Press, Great Britain

    2005.

    Κεραμέας που εργάζεται σε χαμηλό τροχό. Ανάγλυφη παράσταση στο σώμα λαγύνου των 3ου- 4ου αι. μ.Χ, με ερυθρό επίχρισμα από τα εργαστήρια της Βορείου Αφρικής. (Προέλευση : Bonifay, M. Etudes sur la céramique romaine tardive d’ Afrique, Oxford 2004, 58-59)

    Κλίβανος κεραμικής (6ος αι. μ. Χ.), εγκατεστημένος στο τρικλίνιο αστικής οικίας στους Δελφούς. (Προέλευση: Pétridis, Pl. La céramique protobyzantine des Delphes. Une production et son contexte, Fouilles de Delphes V, Monuments figurés 4, Paris–Athènes 2010, 35-38, fig. 16)

  • 15

    Δημήτρης Γρηγορόπουλος, Δρ.

    Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο

    Ρωμαϊκή κεραμική στον ελλαδικό χώρο:

    Παραδόσεις, νεωτερισμοί, επιδράσεις και επιβιώσεις

    Από τα τέλη του 19ου αι., όταν ξεκίνησε η

    συστηματική μελέτη της ρωμαϊκής κεραμικής στις

    δυτικές επαρχίες μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα, οι

    γνώσεις μας για τους τύπους, τη χρονολόγηση, τη

    χρήση και τη διακίνηση των κεραμικών ειδών στη

    ρωμαϊκή αυτοκρατορία έχουν αυξηθεί σημαντικά.

    Οι σχέσεις της ρωμαϊκής κεραμικής τόσο με αυτή

    της ελληνιστικής εποχής όσο και με εκείνη της

    Ύστερης Αρχαιότητας από άποψης

    κατασκευαστικής, τεχνολογίας, διακόσμησης και

    σχηματολογίου έχουν επίσης καταστήσει σαφές ότι

    πρόκειται για ένα φαινόμενο που δεν εντάσσεται

    εύκολα σε συμβατικά ιστορικά πλαίσια. Επιπλέον,

    ολοένα γίνεται πιο φανερό το γεγονός ότι αυτό που

    ονομάζουμε πολιτισμό των αυτοκρατορικών χρόνων

    – μέρος του οποίου αποτελεί και η κεραμική –

    αποτελεί το αποτέλεσμα της συνύπαρξης και

    αλληλεπίδρασης πολιτισμικών στοιχείων,

    παραδόσεων και επιδράσεων τόσο από το κέντρο

    όσο και από την περιφέρεια αλλά ακόμη και έξω

    από τα στενά γεωγραφικά όρια της ρωμαϊκής

    επικράτειας.

    Η διάλεξη έχει σκοπό να προσφέρει μια γενική

    εισαγωγή σε ορισμένα βασικά ζητήματα που

    αφορούν στη μελέτη της ρωμαϊκής κεραμικής. Στο

    πρώτο μέρος θα αναφερθώ στη ρωμαϊκή κεραμική

    γενικά, επιχειρώντας 1) να εξηγήσω τι εννοούμε με

    τον όρο "ρωμαϊκή κεραμική" και να ορίσω το γενικό

    χρονολογικό της πλαίσιο, 2) να απαριθμήσω τις

    γενικές κατηγορίες που περιλαμβάνει, και 3) να

    κάνω μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία της

    έρευνάς της. Στο δεύτερο μέρος, η παρουσίασή μου

    θα επικεντρωθεί σε ένα περίγραμμα των γνώσεων

    μας για τη ρωμαϊκή κεραμική στον ελλαδικό χώρο.

    Πιο συγκεκριμένα, εκεί θα επιχειρήσω να δείξω πώς

    η κεραμική των αυτοκρατορικών χρόνων, μεταξύ

    του τέλους του 1ου αι. π.Χ. και του 3ου αι. μ.Χ.,

    αποτελεί ουσιαστικά το αποτέλεσμα

    μετασχηματισμού των παραδόσεων που

    κληροδοτήθηκαν από την Ελληνιστική εποχή, όσο

    και της επενέργειας νεωτερισμών και επιδράσεων

    στο πλαίσιο της ένταξης των επαρχιών του

    ελλαδικού χώρου στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία.

  • 16

    Bιβλιογραφία

    Γενικά έργα

    Greene, K., Roman Pottery. London 1992.

    Hayes, J.W., A Handbook of Mediterranean Roman Pottery. London 1997.

    King, A., “Pottery,” στο: M. Henig (επιμ.) A Handbook of Roman Art. A Survey of the Visual

    Arts of the Roman World. London 1992.

    Peacock, D.P.S., Pottery in the Roman World: An Ethnoarchaeological Approach. London 1982.

    Κατηγορίες και κεραμικά είδη

    Λεπτή κεραμική με στιλπνό ερυθρό επίχρισμα (terra sigillata)

    Ettlinger, E. κ.α. Conspectus formarum terrae sigillatae Italico modo confectae, Bonn 1990.

    Hayes, J.W., Late Roman Pottery. Rome 1972.

    Oswald, F. & Pryce, T.D., An Introduction to the Study of Terra Sigillata. London 1920.

    Oxé, Α., Comfort, H. & Kenrick P., Corpus Vasorum Arretinorum. A Catalogue of the Signatures,Shapes and

    Chronology of Italian Sigillata. Bonn 2000.

    Lund, J., “Eastern sigillata B. A Ceramic Fine Ware Industry in the Political and Commercial

    Landscape of the Eastern Mediterranean,” στο: C. Abadie‐Reynal (επιμ.) Les

    céramiques en Anatolie aux époques hellénistique et romaine : actes de la Table

    ronde d’Istanbul, 22‐24 mai 1996. Istanbul 2003, 125–136.

    Pugliese‐Caratelli, G. (επιμ.), Enciclopedia dell’arte antica, classica e orientale. Atlante delle forme ceramiche I:

    Ceramica fine romana nel bacino Mediterraneo (Medio e Tardo Impero). Roma

    1981.

    Pugliese‐Caratelli, G. (επιμ.), Enciclopedia dell’arte antica, classica e orientale. Atlante delle forme ceramiche I:

    Ceramica fine romana nel bacino Mediterraneo. Ceramica fine romana nel Bacino

    mediterraneo (tardo ellenismo e primo Impero). Roma 1985.

    Vickers, M., “Nabataea, India, Gaul, and Carthage. Reflections on Hellenistic and Roman Gold

    Vessels and Red‐Gloss Pottery,” AJA 98 (1994), 231–248. (προσβάσιμο στο

    JSTOR: www.jstor.org)

    Λεπτά επιτραπέζια κεραμεικά είδη περιφερειακής εμβέλειας (ανατολική Μεσόγειος)

    Kögler, P., Import, Export, Imitation. Trade and the Economic Power of Late Hellenistic and

    Early Imperial Knidos according to Fine Pottery, στο: M. Berg Briese & L.E. Vaag

    (επιμ.), Trade Relations in the Eastern Mediterranean from the Late Hellenistic

    period to Late Antiquity: The Ceramic Evidence: Acts from a PhD Seminar for

    Young Scholars, Sandbjerg Manorhouse, 12‐15 February 1998. Odense 2005, 50–

    62.

    Kögler, P., Feinkeramik aus Knidos: Vom mittleren Hellenismus bis in die mittlere Kaiserzeit

    (ca.200 v. Chr. bis 150 n. Chr.). Wiesbaden 2010.

    Malfitana, D., "Corinthian" Relief Ware: New Studies and Preliminary Results, στο: M. Berg

    Briese & L.E. Vaag (επιμ.), Trade Relations in the Eastern Mediterranean from the

    Late Hellenistic period to Late Antiquity: The Ceramic Evidence: Acts from a PhD

    Seminar for Young Scholars, Sandbjerg Manorhouse, 12‐15 February 1998.

    Odense 2005, 83‐97.

    Poblome, J., Sagalassos Red Slip Ware: Typology and Chronology. Turnhout 1999.

    Αγγεία με λεπτά τοιχώματα

    http://www.jstor.org/

  • 17

    Marabini‐Moevs, M.T., The Roman Thin‐Walled Pottery from Cosa (1948‐1954). Memoirs of the

    American Academy at Rome v. 32. Rome 1973.

    Κεραμική με εφυάλωση

    Greene, K., “Late Hellenistic and Early Roman Invention and Innovation: The Case of

    Lead‐Glazed Pottery,” AJA 111 (2007) 653–671.

    Hochuli‐Gysel, A., Kleinasiatische glasierte Reliefkeramik, (50 v. Chr. bis 50 n. Chr.) und ihre

    oberitalienischen Nachahmungen. Bern 1977.

    Nenna, M.‐D., La vaisselle en faïence d’époque gréco‐romaine : catalogue du Musée

    Gréco‐Romain d’Alexandrie. Etudes Alexandrines 4. Le Caire 2000.

    Χρηστική κεραμική και μαγειρικά σκεύη

    Lüdorf, G., Römische und frühbyzantinische Gebrauchskeramik im westlichen Kleinasien:

    Typologie und Chronologie. Rahden 2006.

    Hayes, J.W., “North Syrian Mortaria,” Hesperia 36 (1967), 337‐347. (προσβάσιμο στο JSTOR:

    www.jstor.org)

    Peacock, D.P.S., “Pompeian Red Ware,” στο: D.P.S. Peacock (επιμ.) Pottery and Early Commerce:

    Characterization and Trade in Roman and Later Ceramics. London 1977, 147–162.

    Αμφορείς

    Callender, M.H., Roman Amphorae. London 1965.

    Peacock, D.P.S. & Williams, D.F., Amphorae and the Roman economy: an introductory guide. London 1986.

    Roman Amphorae: A Digital Resource ‐ διαδικτυακή πύλη του Τμήματος Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου

    Southampton για τους ρωμαϊκούς αμφορείς, προσβάσιμη μέσω του συνδέσμου:

    http://archaeologydataservice.ac.uk/archives/view/amphora_ahrb_2005/?CFID=

    5200304&CF TOKEN=42132656

    Λύχνοι

    Bailey, D.M., Greek and Roman Pottery Lamps. London 1963.

    Goethert, K., Römische Lampen und Leuchter: Auswahlkatalog des Rheinischen

    Landesmuseums Trier. Trier 1997.

    Hayes. J.W., Ancient Lamps in the Royal Ontario Museum: I. Greek and Roman Clay Lamps: A

    Catalogue. Toronto 1980.

    Αγγεία ειδικής χρήσης

    Anderson‐Stojanović, V., “The Chronology and Function of Ceramic Unguentaria,” AJA 91 (1987), 105–122.

    (προσβάσιμο στο JSTOR: www.jstor.org)

    Ειδικά θέματα

    Παραγωγή και οργάνωση των εργαστηρίων

    Bémont, C. & Jacob, J.‐P., La terre sigillée gallo‐romaine: lieux de production du Haut Empire : implantations,

    produits, relations. Paris 1986.

    Bémont, C., “L’écriture à La Graufesenque (Millau, Aveyron). Les vaisselles sigillées inscrites

    comme sources d’information sur les structures professionnelles,” Gallia 61

    (2004), 103–131.

    Bezeczky, T., The Laecanius amphora stamps and the villas of Brijuni. Wien 1998.

    Cockle, H., “Pottery Manufacture in Roman Egypt,” JRS 71 (1981), 87–87 (προσβάσιμο στο

    JSTOR: www.jstor.org)

    http://www.jstor.org/http://www.jstor.org/

  • 18

    Harris, W.V., “Roman terracotta lamps. The organization of an industry,” JRS 70 (1980), 126–

    145. (προσβάσιμο στο JSTOR: www.jstor.org)

    Kenrick, P., “Italian Terra Sigillata. A Sophisticated Roman Industry,” Oxford Journal of

    Archaeology 12 (1993), 235–242.

    Peña, J.T. & McCallum, M., “The Production and Distribution of Pottery at Pompeii: A Review of the

    Evidence. Part 1, Production”, AJA 113 (2009), 57–79.

    Zabehlicky-Scheffenegger, S., “C. Sentius and his Commercial Connections,” στο: C. Abadie‐ Reynal (επιμ.) Les

    céramiques en Anatolie aux époques hellénistique et romaine : actes de la Table

    ronde d’Istanbul, 22‐24 mai 1996. Istanbul 2003, 125–136.117-119.

    Διακίνηση, εμπόριο, οικονομία

    Fulford, M., “Economic Interdependence among Urban Communities of the Roman

    Mediterranean,” World Archaeology 19 (1987‐1988), 58–75. (προσβάσιμο στο

    JSTOR: www.jstor.org)

    Pucci, G., “Pottery and trade in the Roman period,” στο: P. Garnsey, K. Hopkins & C.R.

    Whittaker (επιμ.) Trade in the ancient economy. London 1983, 105–117.

    Χρήση, επαναχρησιμοποίηση και καταναλωτικές συνήθειες

    Peña, J.T., Roman Pottery in the Archaeological Record. Cambridge 2007.

    Poblome, J., “The table ware boom. A socio‐economic perspective from western Asia Minor,”

    στο: Chr. Berns κ.α. (επιμ.) Patris und Imperium: kulturelle und politische Identität

    in den Städten der römischen Provinzen Kleinasiens in der frühen Kaiserzeit.

    Kolloquium Köln, November 1998. Leuven 2002, 275–287.

    Ρωμαϊκή κεραμική στον ελλαδικό χώρο

    Παραγωγή & εργαστήρια

    Hasaki, E., Ceramic Kilns in Ancient Greece: Technology and Organization of Ceramic

    Workshops (αδημ. διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Cincinnati 2002).

    (προσβάσιμη στο διαδίκτυο (ημερομηνία πρόσβασης: 20.12.2011):

    http://etd.ohiolink.edu/view.cgi?acc_num=ucin1023219003).

    Marangou‐Lerat, A., “La production céramique des ateliers crétois à l’époque romaine,” στο: F.

    Blondé, P. Ballet & J.‐F. Salles (επιμ.) Céramiques hellénistiques et romaines:

    productions et diffusion en Méditerranée orientale (Chypre, Egypte et côte

    syro‐palestinienne), Lyon 2002, 67‐71.

    Πετρόπουλος, Μ., Τα εργαστήρια των ρωμαϊκών λυχναριών της Πάτρας και το λυχνομαντείο.

    Αθήνα 1999.

    Δημοσιεύσεις ανά γεωγραφική περιοχή ή θέση

    Αθήνα

    Robinson, H.S., The Athenian Agora V: Pottery of the Roman Period. Princeton, N.J 1959.

    (προσβάσιμο στο JSTOR: www.jstor.org)

    Hayes, J.W., The Athenian Agora XXXII: Fine‐Ware Imports. Princeton, NJ 2008.

    Hayes, J.W., “Tablewares, Functional Ceramics and Ritual Pots: Creating a Typology of Roman‐

    period Athenian Products,” στο: Σ. Βλίζος (επιμ.) Η Αθήνα κατά τη Ρωμαϊκή

    εποχή: πρόσφατες ανακαλύψεις, νέες έρευνες. Αθήνα 2008, 439‐447.

    Άργος

    http://www.jstor.org/http://www.jstor.org/http://etd.ohiolink.edu/view.cgi?acc_num=ucin1023219003http://www.jstor.org/

  • 19

    Abadie‐Reynal, C., La céramique romaine d’Argos : (fin du IIe siècle avant J.‐C. ‐ fin du IVe siècle

    après J.‐C.). Athènes 2007.

    Bόρεια Ελλάδα

    Malamidou, V., Roman Pottery in Context: Fine and Coarse Wares from Five Sites in

    North‐Eastern Greece. Oxford 2005.

    Κνωσός

    Forster, G., “The Roman Period,” στο: Coldstream, J.N., Eiring, J. & G. Forster, Knossos

    Pottery Handbook. British School at Athens Studies v. 7. London 2001, 137–167.

    Hayes, J.W., “Four Early Roman Groups from Knossos”, BSA 66 (1971), 249 – 275.

    (προσβάσιμο στο JSTOR: www.jstor.org)

    Hayes, J.W., “The Villa Dionysos Excavations, Knossos. The Pottery”, BSA 78 (1983), 97–169.

    (προσβάσιμο στο JSTOR: www.jstor.org)

    Sackett, L.H., “The Roman Pottery,” στο: L.H. Sackett (επιμ.) Knossos From Greek City to Roman

    Colony: Excavations at the Unexplored Mansion. London 1992, 147 ‐ 256.

    (προσβάσιμο στο JSTOR: www.jstor.org).

    Κόρινθος

    Hayes, J.W., “Roman pottery from the South Stoa at Corinth”, Hesperia 42 (1973), 416–470.

    (προσβάσιμο στο JSTOR: www.jstor.org)

    Slane, K.W., Corinth XVIII: The Sanctuary of Demeter and Kore. The Roman Pottery and Lamps.

    Princeton, N.J. (προσβάσιμο στο JSTOR: www.jstor.org).

    Ποσοτικές μελέτες, οικονομία και εμπόριο

    Slane, K.W., “Corinth’s Roman pottery. Quantification and meaning,” στο: C.K. Williams II & N.

    Bookidis (επιμ.) Corinth XX: Corinth, the Centenary,1896 ‐ 1996. Princeton. NJ

    2003. (προσβάσιμο στο JSTOR: www.jstor.org).

    Πολιτισμικές επιρροές, παραδόσεις, νεωτερισμοί

    Abadie‐Reynal, C., “Céramique et romanisation de la Grèce. Argos aux Ier siècles av. et ap. J.C. ,”

    στο: Meyza, H. & Młynarczyk, J. Hellenistic and Roman pottery in the eastern

    Mediterranean. Advances in scientific studies. Acts of the II Nieborów Pottery

    Workshop,Nieborów 18 ‐ 20 December 1993. Warsaw 1995, 1–10.

    Rotroff, S., “From Greek to Roman in Athenian Ceramics”, στο: M.C. Hoff και S.I. Rotroff

    (επιμ.) The Romanization of Athens: Proceedings of an International Conference

    held at Lincoln, Nebraska (April 1996). Oxford 1997, 97–116.

    Moore, M., “Roman and Late Antique Pottery of Southern Epirus: Some Results of the

    Nikopolis Survey Project,” στο: J. Isager (επιμ.) Foundation and Destruction.

    Nikopolis and Northwestern Greece. The Archaeological Evidence for the City

    Destructions, the Foundation of Nikopolis and the Synoecism. Athens 2001, 79‐89.

    http://www.jstor.org/http://www.jstor.org/http://www.jstor.org/http://www.jstor.org/http://www.jstor.org/http://www.jstor.org/

  • 20

    Αγγεία με λεπτά τοιχώματα και εφυάλωση διαφόρων εργαστηρίων (Βρετανικό Μουσείο. Φωτογραφία: Δ.

    Γρηγορόπουλος).

    Σκηνή από εργαστήριο κεραμικής. Πομπηία, Hospitium dei Pulcinella (Peña & McCallum 2009).

  • 21

    Αλεξάνδρα Κωνσταντινίδου, Δρ.

    Πανεπιστήμιο Leiden

    Ιστορίες για αγγεία και αγγεία με ιστορία

    Ο μοναχισμός της Κάτω Αιγύπτου μέσα από κεραμική

    και κείμενα

    Παρά το γεγονός ότι η συμβολή της κεραμικής

    στην ανασύνθεση της ιστορίας μίας θέσης ή μίας

    ευρύτερης περιοχής έχει αναγνωριστεί, υπάρχουν

    ακόμη μερικά θέματα που την αφορούν και τα

    οποία παραμένουν σχετικά παραμελημένα. Ένα από

    τα σημαντικότερα αποτελεί η ταυτοποίηση του

    κάθε αντικειμένου, με τη γνώση του πραγματικού

    του ονόματος. Μία τέτοια γνώση δεν μπορεί παρά

    να αναζητηθεί στις γραπτές πηγές, τις οποίες όμως

    οι σύγχρονες τάσεις γενικά παραμελούν,

    αναζητώντας απαντήσεις μέσα από τις θετικές

    επιστήμες. Έτσι, από τη μία η ανάγκη ταξινόμησης

    των ευρημάτων, σύμφωνα με τα μορφολογικά τους

    χαρακτηριστικά, που επέβαλλε τη χρήση

    συμβατικών όρων-κλειδιών, κατανοητών μόνο

    μεταξύ «κεραμολόγων», από την άλλη η

    εμπιστοσύνη αποκλειστικά στα αποτελέσματα των

    χημικών και αρχαιομετρικών αναλύσεων μούδιασε

    κάθε απόπειρα κατανόησης της ταυτότητας και της

    λειτουργίας κάποιου αγγείου με τη βοήθεια των

    γραπτών πηγών και της εθνοαρχαιολογίας.

    Πλούσιο σε γραπτές πληροφορίες υπήρξε

    ανέκαθεν το αιγυπτιακό πεδίο, από πολύ νωρίς

    στην ιστορία του. Μετά τη διάδοση του

    χριστιανισμού στη χώρα, σημαντικό κομμάτι της δεν

    παύει να αποτελεί η γέννηση και διάδοση ενός

    ιδιαίτερου κινήματος: του μοναχισμού. Με

    αφετηρία τα μοναστικά συγκροτήματα της Κάτω

    Αιγύπτου, την έρημο της Νιτρίας, τα Κελλιά και την

    έρημο της Σκήτης, η ομιλία που δόθηκε κατά τον

    κύκλο διαλέξεων «Με τον τροχό του κεραμέα»,

    συνεξέτασε τα αρχαιολογικά τεκμήρια και τα

    αγιολογικά κείμενα, εκείνα που περιγράφουν την

    ιδανική ζωή των μοναχών. Ασφαλέστερες βέβαια

    πηγές θεωρούνται οι πάπυροι και τα όστρακα,

    καθώς αποτελούν πραγματικά τεκμήρια

    καθημερινών πρακτικών και συναλλαγών, αντίθετα

    από τα κάπως πιο «αναξιόπιστα» κείμενα, στα

    οποία επικεντρωθήκαμε.

    Παρόλα αυτά στάθηκε δυνατό να συντεθεί ένας

    πρώτος κατάλογος ονομάτων αγγείων και να

    συγκεντρωθούν σαφείς πληροφορίες για τη χρήση

    και τη σημασία τους στην καθημερινή ζωή του κάθε

    μοναχού. Σε καμία περίπτωση πλήρης, ο κατάλογος

    αυτός έδειξε ότι ακόμα και τα λιγότερο ιστορικά

    κείμενα δε φείδονται χρήσιμων και αληθινών

    πληροφοριών για την καθημερινή ζωή των

    μοναχών, αναφερόμενα μάλιστα και σε θέματα πιο

    «γήινα», όπως τα χρηστικά αντικείμενα. Το πρώτο

    εμπόδιο που συναντήθηκε υπήρξε η αδυναμία

    πλήρους ταύτισης λέξεων και ευρημάτων. Ωστόσο,

    αρκετές από τις ελληνικές λέξεις που

    συγκεντρώθηκαν ταυτίστηκαν με συγκεκριμένα

    αγγεία. Παρατηρήθηκε μάλιστα ότι μερικές από

    αυτές δε διαφέρουν από τις αντίστοιχές τους

    κοπτικές ή και είναι σχεδόν ομόηχες με τις

    μεταγενέστερες αραβικές. Το γεγονός αυτό

    υποδηλώνει μία συνέχεια τόσο σε επίπεδο

    ονομαστικής, όσο και σε επίπεδο μορφολογίας και

    χρήσης των αντικειμένων. Έγινε ακόμα σαφές ότι

    ένα αγγείο θα μπορούσε να προορίζεται για μία

    συγκεκριμένη χρήση, ενώ κάποιο άλλο για μία

    ποικιλία χρήσεων, γεγονός που επιβάλει ξεκάθαρα

    την πιο προσεκτική αντιμετώπιση κάθε

    αντικειμένου, που μία ανασκαφή φέρνει στο φως

    καθώς και την αποφυγή αυθαίρετων ερμηνειών, οι

    οποίες θα αφορούσαν στη λειτουργία του. Καθιστά

    συνάμα αναγκαία τη συνεξέταση των γραπτών

    πηγών, δίπλα στα ασφαλή και αναμφισβήτητα

    αποτελέσματα των εργαστηριακών αναλύσεων,

    κατά την όποια προσπάθεια κατανόησης του απτού

    ρόλου των κεραμικών αντικειμένων μέσα στο

    πρωταρχικό περιβάλλον του κύκλου της ζωής τους.

  • 22

    Bιβλιογραφία

    ΠΗΓΕΣ (επιλογή)

    APOPHTHEGMATA PATRUM:

    Αλφαβητικόν, PG 65, col. 76-440.

    Les Apophtegmes des Pères. Collection Systématique. Εισαγωγή, γαλλική μετάφραση, κριτική έκδοση και

    σημειώσεις J. Cl. Guy, 1-3. Paris 1993-2005 (Sources Chrétiennes).

    Anonyma Collectio: F. Nau, Histoires des Solitaires Egyptiens, Revue de l’Orient Chrétien (1905), (1907), (1908),

    (1909), (1909), (1912).

    Historia Monachorum in Aegypto. Ed. A.-J. Festugière, Brussels 1961.

    Palladius, Historia Lausiaca. Ed. G. J. M. Bartelink, Milan 1974.

    Rufinus, Historia Monachorum sive de vita sanctorum patrum. Ed. E. Schulz-Flügel, Berlin 1990.

    Vita Antonii. Ed. G. J. M. Bartelink, Paris 1994 (Sources Chrétiennes).

    ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ

    AMELINEAU, E.C., Histoire des Monastères de la Basse Égypte, vies des Saints Paul, Antoine,

    Macaire, Maxime et Domèce, Jean le Nain, Annales du Musée Guimet 25, Paris

    1894.

    BACOT, S., La circulation du vin dans les monastères d’Égypte à l’époque Copte. In N. Grimal

    and B. Menu (eds.), Le commerce en Égypte ancienne, Bibliothèque d’étude 121,

    Cairo 2008 (2nd edition), 269-288.

    BAGNALL, R. (ed.), Egypt in Late Antiquity, Princeton 1993.

    BAGNALL, R. (ed.), Egypt in the Byzantine World, 300-700, Cambridge 2007.

    BAILEY, D. M., British Museum Expedition to Middle Egypt. Excavations at El-Ashmunein V.

    Pottery, Lamps and Glass of the Late Roman and Early Arab Periods, London

    1998.

    BALLET, P., De l’empire romain à la conquête arabe, les productions céramiques

    égyptiennes. In G. Démians d’Archimbaud (ed.), La céramique médiévale en

    Méditerranée. Actes du 6e congrès de l’AIΕCM 2, Aix-en-Provence (13-18

    novembre 1995), Aix-en-Provence 1997, 53-61.

    BALLET, P., Potiers et poteries de l’Égypte chrétienne, Les Coptes: vingt siècles de civilisation

    chrétienne en Égypte. Dossiers d’archéologie 226 (1997), 42-49.

    BALLET, P., La céramique. In P. Ballet, N. Bosson and M. Rassart-Debergh, Kellia 2. L’ermitage

    copte QR 195. 2. La céramique, les inscriptions, les décors, Cairo 2003, 1-207.

    BALLET, P., Dépotoirs cultuels, domestiques et « industriels » dans la chôra égyptienne à

    l’époque romaine. In P. Ballet, P. Cordier, N. Dieudonné-Glad, La ville et ses

    déchets dans le monde romain : rebuts et recyclages, Actes du colloque de

    Poitiers (19-21 Septembre 2002), Archéologie et Histoire romaine 10. 2003, 219-

    230.

    BALLET, P., Un atelier d’amphores LRA 5 / 6 à pâte alluviale dans le Delta occidental (Kôm

    Abou Billou / Terenouthis). In S. Marchand and A. Marangou (eds.), Amphores

    d’Égypte de la Basse Époque à l’époque arabe. Cahiers de la Céramique

    Égyptienne 8 / 1 (2007), 157-160.

    BALLET, P., L’approvisionnement des monastères. Production et réception de la céramique.

    In M. Eaton-Krauss, C. Fluck et G.J.M. von Loon (eds.), Egypt 1350 BC – AD 1800,

  • 23

    Art Historical and Archeological Studies for Gawdat Gabra, Sprachen und

    Kulturen des christlichen Orients 20. Wiesbaden, 2011, 27-33.

    BRIDEL P., Le site monastique copte des Kellia. Sources historiques et explorations

    archéologiques, Actes du colloque de Genève (13-15 août 1984), Geneva 1986.

    BRUNE, K.-H., The Multi-ethnic Character of the Wadi al-Natrun. In M. S. A. Mikhail and M.

    Moussa (eds.), Christianity and Monasticism in Wadi al-Natrun, Cairo 2009, 12-

    23.

    Cahiers de la Céramique Egyptienne

    CRUM, W. E., A Coptic Dictionary, Oxford 1939.

    DELATTRE, A., Papyrus coptes et grecs du monastère d’apa Apollô de Baouît, Brussels 2007.

    DIXNEUF, D., Amphores Egyptiennes. Production, Typologie, Contenu et Diffusion (3e s. av. J.-C.

    – 9e s. apr. J.-C. Etudes Alexandrines 22. Alexandria 2011.

    EGLOFF, M., Kellia 3. La poterie copte. Quatre siècles d’artisanat et d’échanges en Basse-

    Égypte, Geneva 1977.

    EVELYN-WHITE, H. G., The Monasteries of the Wâdi ’n Natrun. Part II. The History of the Monasteries of

    Nitria and of Scetis, New York 1932.

    EVELYN-WHITE, H. G., The Monasteries of the Wâdi ’n Natrun. Part III. The Architecture and

    Archaeology, New York 1933.

    GABRA, G., Dair Anba Musa al-Aswad, Bulletin de la Société d’Archéologie Copte 36 (1997),

    71-74.

    GODLEWSKI, W., Coptic and Nubian Pottery, parts 1-2, International Workshop, Nieborów (August

    29-31, 1988), Occasional Paper, National Museum in Warsaw n°1, Warsaw 1990.

    GOEHRING, J., Ascetics, Society, and the Desert. Studies in Early Egyptian Monasticism,

    Harrisburg 1999.

    GROSSMANN, P., Zur Identifizierung des Dair al-Baramūs im Wadi Natrun, Bulletin de la Société

    d’Archéologie Copte 32 (1993), 85-88.

    GROSSMANN, P., Zur Datierung der ersten Kirchenbauten in der Sketis, Byzantinische Zeitschrift 90

    (1997), 367-395.

    HARMLESS, W. S. J., Desert Christians. An Introduction to the Literature of Early Monasticism, New

    York 2004.

    HEIJER J. DEN., Wādī al-Naṭrūn and the History of the Patriarchs of Alexandria. In M. S. A. Mikhail

    and M. Moussa (eds.), Christianity and Monasticism in Wadi al-Natrun, Cairo

    2009, 24-42.

    INNEMÉE, K. C., Deir al-Baramus, Excavations at the so-called site of Moses the Black. 1994-1999, Bulletin de la

    Société d’Archéologie Copte 39 (2000), 123-135.

    INNEMÉE, K. C., The Threatened Sites of the Wadi Natrun, Egyptian Archaeology (The Bulletin of

    the Egypt Exploration Society) 21 (2002), 33-35.

    INNEMEE, K. C., Excavations at the site of Deir al-Baramus 2002-2005, Bulletin de la Société

    d’Archéologie Copte 44 (2005), 55-68.

    KASSER, R. (dir.), Mission Suisse d’archéologie copte de l’université de Genève sous la direction de

    R. Kasser. EK 8184. Survey archéologique des Kellia (Basse Égypte). Rapport de la

    campagne 1981, Louvain 1984.

    KRUIT, N., and WORP, K. A., Metrological notes on measures and containers of liquids in Graeco-Roman and

    Byzantine Egypt, Archiv für Papyrusforschung und verwandte Gebiete 45 / 1

    (1999), 96-127.

    KRUIT, N., and WORP, K. A., Geographical Jar Names: Towards a Multi-disciplinary Approach, Archiv für

    Papyrusforschung und verwandte Gebiete 46 / 1 (2000), 65-146.

  • 24

    KRUIT, N., and WORP, K. A., An Overlooked Arsinoiticon, Archiv für Papyrusforschung und verwandte Gebiete

    47 / 1 (2001), 99-100.

    LAYTON, B., Social Structure and Food Consumption in an Early Christian Monastery: The

    Evidence of Shenoute’s Canons and the White Monastery Federation AD 385-

    465, Le Muséon 115 (2002), 25-55.

    ŁUKASZEWICZ, A., Textual Research and the Life of the Amphorae. Some Evidence from Late Roman

    Alexandria. In S. Menchelli, S. Santoro, M. Pasquinucci and G. Guiducci (eds.),

    LRCW3. Late Roman Coarse Wares, Cooking Wares and Amphorae in the

    Mediterranean: Archaeology and Archaeometry. Comparison between Western

    and Eastern Mediterranean, BAR International Series 2185 (2), Oxford 2010, 941-

    943.

    ORTON C., TYERS P., and VINCE A., Pottery in Archaeology, Cambridge 1993.

    TORALLAS TOVAR, S., Egyptian Lexical Interference in the Greek of Byzantine and Early Islamic Egypt. In

    P. M. Sijpesteijn and L. Sundelin (eds.), Papyrology and History of Early Islamic

    Egypt, Leiden – Boston 2004, 163-198.

    VAN DER VLIET, J., Varia Magica Coptica, Aegyptus 71 (1991) 217-221

    VAN NEER, W., WOUTERS, W., RUTSCHOWSCAYA, M.-H., DELATTRE, A., DIXNEUF, D., DESENDER, K., and POBLOME, J., Salted

    Fish Products from the Coptic Monastery at Bawit, Egypt. Evidence from the

    Bones and Texts. In H. Hüster Plogmann (ed.), The Role of Fish in Ancient Time.

    Proceedings of the 13th Meeting of the International Council of Archaeozoology,

    Fish Remains Working Group (August 4th – October 9th 2005), Rahden – Westfalen

    2007, 147-159.

    WICKHAM, C., Framing the Early Middle Ages. Europe and the Mediterranean 400-800, Oxford

    2005.

    WILSON, P. and GRIGOROPOULOS, D., The West Delta Regional Survey. Beheira and Kafr el Sheikh Provinces.

    Excavation Memoir 86. London 2009.

    WIPSZYCKA, E., Moines et communautés monastiques en Égypte (4e -8e siècle). Journal of Juristic

    Papyrology Supplement 11. Warsaw 2009.

    WISSA WASSEF, C., Pratiques rituelles et alimentaires des Coptes, Cairo 1971.

    WORP, K., A., Survey of ἁπλᾶ, δι(δι)πλᾶ and τριπλᾶ Measures in the Papyri, Zeitschrift für

    Papyrologie und Epigraphik 131 (2000), 145-149.

    WUTMANN, M. and HENEIN, N., L’ermitage copte QR 195. Archéologie et architecture. Fouilles de l’Institut Français

    d’Archéologie Orientale 41. Cairo 2000.

    YOUTIE, H. C., P. Mich. Inv. 347, Verso: The Stubborn Potter, Zeitschrift für Papyrologie und Epigraphik 24 (1977),

    129-132.

    Μονή των Συρίων (Dayr al-Sūrian) στο Wādī al-Naṭrūn: η τράπεζα (φωτο. Α. Κωνσταντινίδου).

    Χάρτης της Κάτω Αιγύπτου (Kasser 1984, Fig. 1).

  • 25

    Χαρίκλεια Διαμαντή, Δρ.

    2η ΕΒΑ, ΥΠΠΟΤ

    Ο υστερορωμαϊκός / πρωτοβυζαντινός αμφορέας

    Οι υστερορωμαϊκοί/πρωτοβυζαντινοί αμφορείς

    (4ος-7ος αι.), αποτελούν σημαντικό αρχαιολογικό

    τεκμήριο της οικονομικής ιστορίας του Βυζαντίου.

    Δεδομένου ότι εξασφάλιζαν τη δια θαλάσσης

    μαζική μεταφορά αγαθών της καθημερινής

    διατροφής, κυρίως κρασιού και λαδιού,

    προσφέρουν πληροφορίες για τις εμπορικές

    σχέσεις μεταξύ των θέσεων παραγωγής και των

    θέσεων κατανάλωσης του περιεχομένου τους.

    Προερχόμενοι κυρίως από κέντρα παραγωγής της

    Ανατολικής Μεσογείου (Μικρά Ασία, Κύπρο, Αιγαίο,

    Παλαιστίνη, Αίγυπτο κ.ά.), γνώρισαν ευρεία

    διάδοση σε οικιστικές θέσεις, στρατιωτικές

    εγκαταστάσεις και εκκλησιαστικά συγκροτήματα σε

    όλη τη Μεσόγειο αλλά και πέρα από αυτή.

    Στην κατεύθυνση ανεύρεσης της προέλευσης

    των αμφορέων, εκτός των αρχαιολογικών

    δεδομένων (κλίβανοι παραγωγής αμφορέων και

    αποθέτες απόρριψης αποτυχημένων αμφορέων),

    συμβάλλει η αρχαιομετρική ανάλυσή τους καθώς με

    τα πετρογραφικά και χημικά αποτελέσματά της

    εντοπίζει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του πηλού

    τους.

    Επιπλέον ιστορικές πληροφορίες παρέχουν οι

    επιγραφές που ενίοτε σώζουν οι

    υστερορωμαϊκοί/πρωτοβυζαντινοί αμφορείς. Είναι

    γραμμένες συνήθως στα ελληνικά. Η χρήση της

    ελληνικής γλώσσας από τους ανθρώπους που

    εμπλέκονταν στη γραμμή παραγωγής και

    διακίνησης των αμφορέων, επιβεβαιώνει την

    επικράτησή της ως μιας “κοινής” γλώσσας

    εμπορίου. Είναι στην πλειονότητα των περιπτώσεων

    συντομογραφημένες και δυσνόητες επιγραφές,

    καθώς σκοπός των ανθρώπων που τις κατέγραψαν

    δεν ήταν η διάσωση ενός σωστά συνταγμένου και

    ευανάγνωστου κειμένου αλλά η γρήγορη

    αποτύπωση μιας συνήθως κωδικοποιημένης

    πληροφορίας εμπορικού χαρακτήρα, που

    απευθυνόταν σε ανθρώπους που γνώριζαν πώς να

    την αποκωδικοποιήσουν.

    Ως προς το είδος της τεχνικής εκτέλεσής τους,

    συχνότερες είναι οι εγχάρακτες και οι γραπτές

    επιγραφές, στον λαιμό και τον ώμο των αμφορέων.

    Σπανιότερα σώζονται ενεπίγραφα σφραγίσματα στο

    λαιμό και τις λαβές τους. Ως προς το περιεχόμενό

    τους, οι γραπτές και εγχάρακτες επιγραφές

    αφορούν σε είδος, ποσότητα ή ποιότητα του

    εμπορεύματος, ονόματα εμπόρων και κατόχων των

    αγαθών και των αγγείων και, τέλος, θρησκευτικές

    επικλήσεις. Τα σφραγίσματα φέρουν απλά ή

    σταυρόσχημα μονογράμματα που συνδέονται με

    ονόματα ανθρώπων ή πόλεων, απεικονίσεις και

    τίτλους αξιωματούχων και, τέλος, σύμβολα. Το

    μοναδικό ως τώρα εντοπισμένης προέλευσης

    χρονολογημένο σύνολο ενσφράγιστων αμφορέων,

    μεταξύ των οποίων κάποιων με απεικόνιση

    αυτοκρατόρων, προέρχεται από την ανασκαφή του

    Πανεπιστημίου Αθηνών στον υστερορωμαϊκό /

    πρωτοβυζαντινό οικισμό της Αλάσαρνας στη νήσο

    Κω και ρίχνει νέο φως στον κρατικό παρεμβατισμό

    στις διαδικασίες παραγωγής και διακίνησης των

    υστερορωμαϊκών/πρωτοβυζαντινών αμφορέων.

  • 26

    Bιβλιογραφία

    Ch. BAKIRTZIS, “Byzantine amphorae”, στο V. Deroche J.-M. Spieser (επιστ. επιμ.), Recherches

    sur la céramique byzantine, BCH Suppl. 18 (1989) 73-77.

    Ch. BAKIRTZIS (επιστ. επιμ.), VIIe congrès international sur la céramique médiévale en Méditerranée,

    Thessaloniki, 11-16 Octobre 1999, Athènes 2003.

    G.F. BASS F.H. VAN DOΟRNICK, Yassi Ada, A seventh century Byzantine shipwreck I, Texas 1982.

    Μ. BONIFAY D. PIÉRI, “Amphores du Ve au VIIe s. à Marseille: nouvelles données sur la typologie et le

    contenu”, JRA 8 (1995) 94-120.

    S. DEMESTICHA, “The Paphos kiln: Manufacturing techniques of LRA 1 amphoras”, RCRF Acta 36

    (2000) 549-554.

    V. DEROCHE J.-M. SPIESER (επιστ. επιμ.), Recherches sur la céramique byzantine, BCH Suppl. 18 (1989).

    Χ. ΔΙΑΜΑΝΤΗ, “Η σημασία των παραλίων της Μικράς Ασίας στην παραγωγή και διακίνηση των

    υστερορωμαϊκών/πρωτοβυζαντινών αμφορέων 1 (=LRA 1). Αρχαιολογικές

    μαρτυρίες και επιγραφικές συμβολές”, Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών

    15 (2008) 11-37.

    Χ. ΔΙΑΜΑΝΤΗ, “Εντόπιοι υστερορωμαϊκοί / πρωτοβυζαντινοί αμφορείς από την Αλάσαρνα της

    Κω” στο Δ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή Ν. Κουσουλάκου (επιστ. επιμ.), Κεραμική

    της Ύστερης Αρχαιότητας στον Ελλαδικό χώρο (3ος-7ος αι. μ.Χ.), Επιστημονική

    Συνάντηση, Θεσσαλονίκη 12-16 Νοεμβρίου 2006, (Δημοσιεύματα Αρχαιολογικού

    Ινστιτούτου Μακεδονικών και Θρακικών Σπουδών 8), Θεσσαλονίκη 2010, 143-

    152.

    Χ. ΔΙΑΜΑΝΤΗ, Εντόπια Παραγωγή και Εισαγωγή Αμφορέων στην Αλάσαρνα της Κω (5ος -7ος αι.).

    Συμβολή στην Έρευνα της Παραγωγής και Διακίνησης των Υστερορωμαϊκών /

    Πρωτοβυζαντινών Αμφορέων της Ανατολικής Μεσογείου (Σαριπόλειος

    Βιβλιοθήκη 115), Αθήνα 2010.

    Ch. DIAMANTI, “Stamped Late Roman/Proto-Byzantine Amphoras production from Halasarna of

    Kos”, Rei Cretariae Romanae Fautorum Acta 41 (2010), 1-8.

    Ch. DIAMANTI, “Halasarnian Stamped Late Roman Amphoras-New Light on the Mechanism of

    Production and Distribution of Koan Stamped Amphoras during Late Antiquity”,

    στο N. Badoud - A. Marangou (επιστ. επιμ.), Analyse et exploitation des timbres

    amphoriques grecs. Colloque international sous le haut patronage de l'Académie

    des Inscriptions et Belles-Lettres, École française d'Athènes, Université de Rennes

    2 – Haute Bretagne (Athènes, 3 - 5 février 2010), BCH Suppl. (υπό δημοσίευση).

    Ch. DIAMANTI, “Byzantine Emperors on Late Roman/proto-Byzantine Amphoras; Or when

    Stamped Late Roman Amphoras Can Serve as the “Coins” of Pottery”, Rei

    Cretariae Romanae Fautorum Acta 42, (υπό δημοσίευση).

    Ch. DIAMANTI, “Amphoras production at the Aegean Sea during the 5th-7th c. The case of a

    workshop at Paros Island -Preliminary results”, στο Tourner autour du pot. Les

    ateliers de potiers médιévaux du Ve au XIIe siècles dans l’espace européen (Douai

    5 - 8 Οctobre 2010), (υπό δημοσίευση).

    J. EIRING J. LUND (επιστ. επιμ.), Transport amphorae and the trade in the eastern Mediterranean, MDIA 5

    (2004).

    J.W. HAYES, Excavations at Sarachane in Istanbul, vol.2, The pottery, Princeton 1992.

    Σ. Κ�