John_Haldon_Μαρξισμός_και_ιστοριογραφία._Πρόσφατες_εξελίξεις_και_σύγχρονες_συζητήσεις_στη_Βρετανία.__1992...
-
Upload
nikos-tsivikis -
Category
Documents
-
view
69 -
download
2
description
Transcript of John_Haldon_Μαρξισμός_και_ιστοριογραφία._Πρόσφατες_εξελίξεις_και_σύγχρονες_συζητήσεις_στη_Βρετανία.__1992...
Μ Α Ρ Ξ ΙΣΜ Ο Σ ΚΑΙ ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΟ Γ Ρ Α Φ ΙΑ ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΣΥΖΗ ΤΗΣΕΙΣ
ΣΤΗ ΒΡΕΤΑΝΙΑ
JOHN HALDON
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ Π Ρ Ο Σ Φ Α Τ Ε Σ Ε Ξ Ε Λ ΙΞ Ε ΙΣ ΚΑΙ Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Ε Σ Σ Υ Ζ Η Τ Η Σ Ε ΙΣ Σ Τ Η Β ΡΕ ΤΑ Ν ΙΑ
Μ ετάφραση: ΚΩ ΣΤΑΣ ΓΑΓΑΝ ΑΚΗ Σ
Ε.Μ.Ν.Ε. - ΜΝΗΜΩΝ 1992
ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ Μ ΕΛ ΕΤΕΣ ΙΣΤΟ ΡΙΑ Σ 12
ISBN 960-7089-04-9
β Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, Άνακρέοντος 24-28, 162 31 ’Αθήνα
Π ΡΟ Λ Ο ΓΙΚ Ο ΣΗ Μ ΕΙΩ Μ Α
Το άνά χεΐρας βιβλίο γράφηκε από τον John Frederick Haldon ε ιδ ικά γιά τις έκδόσεις τής Ε.Μ.Ν.Ε.-ΜΝΗΜΩΝ. Το χειρόγραφο έφθα- σε τον ’Ιούνιο τοϋ 1990 καί ή μετάφραση ολοκληρώθηκε το Σ ε πτέμβριο τοϋ 1991. Ό συγγραφέας είναι καθηγητής τής βυζαντινής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο τοϋ Birmingham (Centre for Byzantine & Modern Creek Studies). Ά πό τις μελέτες του έχουν έκδοθεΐ αΰτοτελώς οί έξής: Recruitment and conscription in the Byzantine army c. 550-950: a study o f the origins o f the 'stratiotika ktemata ’ (Βιέννη 1979), Byzantine Praetorians: an administrative, institutional and social survey o f the Opsikion and Tagmata c. 580-900 (Β ερολίνο/Βόννη 1984), Constantine Porphyrogenitus, Three Treatises on Imperial Military Expeditions, (εισαγωγή, έκδοση, μετάφραση καί σχολιασμός) Βιέννη 1989, Byzantium in the Seventeenth Century: the Transformation o f a Culture (Cambridge University Press 1990). Έ χ ε ι έκδόσει, μαζί με τον I. Κουμουλίδη, Perspectives on Byzantine History and Culture (Ά μστερνταμ 1986). Διευθύνει το περιοδικά Byzantine and Modern Greek Studies καί ανήκει σε ένα κύκλο ιστορικών γύρω άπό τον Rodney Hilton, καθηγητή τής μεσαιωνικής ιστορίας καί συνεκδότη τοϋ περιοδικοΰ Past and Present.
Ή μετάφραση τοϋ έργου έγινε άπό τον Κώστα Γαγανάκη, διδάκτορα ιστορίας τοϋ Πανεπιστημίου τής Γλασκώβης. Προσέ- κρουσε σε πολλές δυσκολίες, κυρίως στην απόδοση θεωρητικών ορών, οί όποιες άξίζει να μνημονευθοΰν. Υπήρξαν δυσκολίες πού προέρχονται άπό τό γεγονός ότι στις δυτικές γλώσσες δημιουρ- γοΰνται θεωρητικοί νεολογισμοί με την άντληση ριζών τόσο άπό τό λατινικό όσο καί άπό τό έλληνικό άπόθεμα, ένώ ή νέα έλληνική ΰποχρεοΰται να περιορίζεται μόνο στό τελευταίο. Ά λλες δυσκολίες προέρχονται άπό τη διάζευξη τοϋ νοήματος τών δάνειων άπό τά άρχαϊα έλληνικά νεολογισμών στις δυτικές γλώσσες, άπό τό νόημα
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
που οί fStoi όροι διατηρούν σ τ * νέα έλληνικά. Τέλος συναφείς με τις προηγούμενες δυσκολίες είναι έκεΐνες πού προέρχονται άπό τήν άπουσία θεωρητικών επεξεργασιών στή νεοελλληνική γλώσσα, γ εγονός πού δημιουργεί ένα συνεχώς διευρυνόμενο χάσμα άνάμεσα στο σύγχρονο θεωρητικό λόγο πού κατά κύριο λόγο διατυπώνεται
.στις δυτικές γλώσσες, καί στη δυνατότητα νά άποδοθεΐ στα νέα έλληνικά. Τον κίνδυνο αύτό γ ια τη γλώσσα μας δέν φαίνεται νά τον συνειδητοποιούμε. Τελικά υΐοθετηθηκε μια άναλυτικοϋ τύπου μεταφραστική προσέγγιση με άλλοτε μικρή καί άλλοτε μεγαλύτερη άπόκλιση άπό το κείμενο (π.χ. ό όρος conventionalism άποδόθηκε ώς νέο επιστημολογικό ρεϋμα), με κύριο στόχο νά άποδοθοϋν τα νοήματα τοϋ έργου σε ενα πλαίσιο άναφορών, κατά το δυνατον οικείο στόν άναγνώστη, ώστε νά τά άναγνωρίζει.
Άντώνης Λιάκος
Π ΡΟ Λ Ο ΓΟ Σ
Ή μαρξιστική ή Ιστορική υλιστική ιστοριογραφία εχει αναμφισβήτητα προσφέρει μερικές άπό τις παραγωγικότερες καί προκλητικότερες αναλύσεις της νεότερης κοινωνικής και οικονομικής ιστοριογραφίας. Αύτό είναι γεγονός τόσο για τή Βρετανία και τήν Ευρώπη, δυτική και ανατολική, όσο καί για τις ΗΠΑ καθώς καί για εκείνες τ ις χώρες οι όποιες κατατάσσονται, όμολογουμένως κάπως άκομψα, άπό τούς πολιτικούς και οικονομικούς σχολιαστές στον Τρίτο Κόσμο. Καί όμως, ή μαρξιστική ιστορία καί ερευνά παραμένει στή Βρετανία (καί κατέληξε πρόσφατα στή Γαλλία ) ενας σχετικά περιθωριοποιημένος τομέας ό όποιος, όπως θά άναφέρω και στο τέλος αύτης της μελέτης, άντιμετωπίζεται μέσα στά πλαίσια της πολεμικής πού ξέσπασε μετά τά πρόσφατα γεγονότα στήν Ε Σ Σ Δ καί στήν ’Ανατολική Εύρώττη.
'Ανεξάρτητα άπό την περίοδο καί τό άντικείμενο τοϋ ενδιαφέροντος τους, οί βρετανοί ιστορικοί υιοθετούν αύτό πού εντελώς γενικευμένα μπορεϊ νά περιγράφειώς μ ία φιλελεύθερη καί πλουρα- λιστική προσέγγιση. Κάποιοι υιοθετούνμιά σκληρή άντιθεωρητική στάση, μ ε τόν ισχυρισμό ότι τό ιστορικό έργο πρέπει νά βασίζεται στή βαθιά γνώση τών πηγών, σε μ ιά κάποια «ενστικτώδη» άντί- δραση στήν ιστορική πληροφορία καί τέλος στή «διαίσθηση» γιά την ιστορία1. Αύτή ή τάση, έκφραση μιας μακρας βρετανικής έμ- πειριστικής παράδοσης, άνάγεται στά πρώτα χρόνια τοϋ δέκατου ίνατου αιώνα καί πέρα. Σύμφωνα μ ε αύτήν την προσέγγιση, οΐ ιστορικοί δεν δημιουργοϋνται (με τήν κοινωνικο-πολιτισμική έννοια) άλλά « γεννιούνται».
Μ ία εναλλακτική, πιό «σύγχρονη» προσέγγιση υιοθετεί ό,τι
1. Λ.χ. G. R. Elton, The Practice o f History, Sydney 1967.
10 ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
θεωρεί ώς τ ις χρησιμότερες πλευρές οίουδήποτε συνόλου ίστοριχών -αναλυτικών προτάσεων συναντά χαί, αγνοώντας τις επιστημολογικές έπιπλοχές μιας τέτοιας έκλεκτικής διαδικασίας, τις συνδυάζει μ ε την παραδοσιακή άρχειαχή προσέγγιση. Σ έ συνδυασμό μ έ την (υποτιθέμενη) «κοινή λογιχή» τών ιστορικών, ή προσέγγιση αύτή προσφέρει εν αν ελαστικότερο —άλλα κάποιες φορές ευφάνταστο— τρόπο ερμηνείας2.
Ένας τρίτος τύπος ιστοριογραφίας διαμορφώθηκε άπό την έπιρροή τών Annales στη Γαλλία. Έν γένει υλιστικός, ό τρόπος αυτός ερμηνείας τείνει να άπορρίφει τις γενικές κατηγορίες της μαρξιστικής ιστορικής άνάλυσης ώς πολύ περιοριστικές, προτιμώντας να κρατα τις επιλογές του άνοιχτές, ιδιαίτερα εκείνες πού συνδυάζουν τη χρήση στατιστικών μ έ τήν κοινωνική ανθρωπολογία. Εντύπωση μου είναι ότι, στήν πλειοφηφία τους, οΐβρετανο'ι ιστορικοί κινούνται γενικά στα όρια αύτών τών τριών κατηγοριών. Ή μαρξιστική ιστορία αντιπροσωπεύει τόν τέταρτο τύπο της σύγ
χρονης βρετανικής ιστοριογραφίας.Ό μαρξισμός δεν είναι πλέον —αν ήταν ποτέ— ένα κλειστό
σύστημα. Αντίθετα, ιδιαίτερα στο τέλος της δεκαετίας του 1950 και στά πρώτα χρόνια της δεκαετίας τοϋ i9 6 0 , ή δυτική Εύρώπη και ή βόρεια 'Αμερική γνώρισαν έναν δραματικό κατακερματισμό τοϋ μαρξιστικού θεωρητικού σώματος καί τό ούσιαστικό ξεκίνημα μιας συζήτησης καί διαμάχης ανάμεσα σέ διαφορετικές, άνταγωνιστικές καί συχνά άντίπαλες έκφράσεις της μαρξιστικής κοινωνικοοικονομικής άνάλυσης. Αύτό ήταν έν μέρει άποτέλεσμα της άνα- θεώρησης πού συνέβη μετά τό 1956, ιδιαίτερα της σταδιακής άπο- γύμνωσης της φύσης τοϋ Σταλινισμού 6χι μόνον ώς συστήματος κρατικής καταστολής μ έ τις φυσικές καί φυχολογικές του άπολή- ξεις, άλλά κυρίως ώς τρόπου διανοητικής καταπίεσης, χειραγώγησης καί άποκλεισμοΰ.
Είνα ι ίσως άτυχία τό ότι ή γνώση αύτών τών «δυτικών» εξελ ίξεων έμεινε εξαιρετικά περιορισμένη στον σοβιετοκρατούμενο κό-
2. Βλέπε τά σχόλιά μου στά «'jargon' vs. 'the facts’? Byzantine History-writing and Contemporary debates», Byzantine and Modern Creek Studies 9 (1984-85) 95 κ.έξ.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 11
σμομέ αποτέλεσμα νά μην μπορούν στις χώρες αύτές να διακρίνουν τις πραγματικές διαφορές μεταξύ της σταλινικής και τής μετα- σταλινικής κρατικής ιδεολογίας τοϋ «μαρξισμοϋ-λενινισμοϋ»· της επίσημης εκδοχής τοϋ διαλεκτικού ύλισμοϋ αφενός, καί της ανεξάρτητης εξέλιξης τοϋ «δυτικού» ιστορικού ύλισμοϋ αφετέρου.
Ό πραγματικός κατακερματισμός όμως έπηλθε μ έ την έμφά- νιση τοϋ έργου του Louis Althusser, ό όποιος και αμφισβήτησε ευθέως τ ις βασικές προτάσεις αύτης πού κατόπιν ονομάσθηκε μαρξιστική ανθρωπιστική παράδοση. Πολλά έχουν ειπ ω θεί γιά την έγκυρότητα και τη σημασία τοϋ έργου τοϋ Althusser και των μαθητών του, ιδιαίτερα τοϋ Etienne Balibar. Είναι γενικά αποδεκτό, ιδ ιαίτερα στούς βρετανικούς μαρξιστικούς κύκλους, ότι ή πρόκληση τοϋ Althusser, αν καί στόχευσε σωστά σέ προγενέστερες, άνεπαρ- χώς ανεπτυγμένες θεωρήσεις γιά τό ρόλο και τη λειτουργία τοϋ ατόμου στην κοινωνική δομή, τή φύση της ιδεολογίας, τή δύναμη τών δομικών άνταγωνισμών κ.&., διεπόταν ωστόσο άπό σοβαρές άδυναμίες: οι δομιστικές βάσεις της δέν της έπέτρεπαν νά προσεγγίσει ολοκληρωμένα διαχρονικές έξελίξεις, ένώ ή έντελώς σχετικι- στική πραγμοποίηση (reification) τοϋ ανθρώπινου παράγοντα δέν άφηνε περιθώριο στήν άτομική καινοτόμο πράξη ή τήν έπαναστα- τική αλλαγή.
Σίγουρα, ή βιβλιογραφία πάνω στο θέμα είναι τεράστια καί έδώ περιορίζομαι σέ κάποιες μόνον άναφορές3. “Όμως οΐ άλτουσε- ριανές καί μετα-αλτουσεριανές (δομιστικές καί μετα-δομιστικές) μελέτες ύποχρέωσαν τούς μαρξιστές νά άναθεωρήσουν άρκετά άπό τά βασικά στοιχεία τοϋ έπιστημολογικοϋ τους οπλοστασίου. Καί αύτό ίσχυσε ιδιαίτερα γιά τούς ιστορικούς. Σ το έπόμενο μέρος θά προσπαθήσω νά σκιαγραφήσω μ έ περισσότερη λεπτομέρεια τις βασικές θεωρητικές καί μεθοδολογικές τάσεις της βρετανικής ιστοριογραφίας καί νά έπιχειρήσω κάποιες άπαντήσεις στις κρ ιτικές πού —έντελώς νόμιμα— έκτοξεύθηκαν κατά καιρούς έναντίον τών μαρξιστικών ιστορικών μεθόδων.
3. Γιά μιά χολή έπισχόπηση αύτής τής εξέλιξης στήν ιστορική, διανοητική χαί πολίτικη της διάσταση, βλ. G. McLennan, Marxism and the Methodologies o f History, Λονδίνο 1981 χαί ιδιαίτερα T. Benton, The Rise and Fall of Structuralist Marx- ism, Λονδίνο 1984.
Μ Ε Ρ Ο Σ A'
1. ΌριομοΙ
Θα ξεκινήσω μέ μιά προσπάθεια περιγραφής ορισμένων βασικών στοιχείων στή θεωρία της ιστορίας τα όποια καί προκάλεσαν συζήτηση μετά τή δεκαετία τοϋ 1950. Ή «ιστορία» αύτή καθ’ έαυτή ύπόκειται σέ ποικίλους όρισμούς. ’Εδώ, τή χρησιμοποιώ στήν εύρύ- τερή της έννοια, ως σύνολο δηλαδή μεθόδων καί συγκεκριμένων προσεγγίσεων στή μελέτη τοϋ παρελθόντος, πού συμπεριλαμβάνουν τήν ιστορία της τέχνης καί της πολιτισμικής παραγωγής γενικότερα, τή μελέτη τοϋ ρόλου της συμβολικής άναπαράστασης στήν πίστη καί στήν πρακτική, τή μελέτη της δομής καί της μετεξέλιξης τών κοινωνικών σχηματισμών καθώς καί τών πολιτικών καί θεσμικών έξελίξεων κ.ο.κ. Οί ιστορικοί —ανεξάρτητα άπό τήν έξειδί- κευσή τους— άσχολοΰνται όλοι με τό άνθρώπινο παρελθόν καί άπό αύτή τήν άποψη τό Ιργο τους προϋποθέτει μιά γενική όπως καί μία έξειδικευμένη προοπτική. Καί αύτό είναι πού συσχετίζει άμεσα τήν έμπειρική έρευνα με τις διαμάχες τών ιστορικών, όσο κι άν αύτές εμφανίζονται θεωρητικές καί άπομακρυσμένες άπό τήν ιστορική πραγματικότητα.
Οί διαμάχες καί ή πολλαπλότητα τών μεθοδολογικών τάσεων δεν πρωτοαναπτύχθηκαν βέβαια στή δεκαετία τοϋ 1950, ούτε καί ή διάσταση άνάμεσα στή «θεω ρία» καί τήν «έμπειρική πρακτική» έπισημάνθηκε τότε. Ωστόσο ή δεκαετία τοϋ 1950 καί τά πρώτα χρόνια τής δεκαετίας τοϋ 1960 είδαν τήν άπαρχή τοϋ κατακερματισμού αύτής πού ήταν, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, μιά σχετικά ενοποιημένη παράδοση ύπό τήν κυριαρχία μιας έμπειρι- κής, ανθρωπιστικής συναίνεσης σε όλο τό εύρος τών κοινωνικών καί ιστορικών έπιστημών. Αύτό φυσικά δέ σήμαινε παντελή άπουσία έναλλακτικών προτάσεων. Στήν ιστορία, γιά παράδειγμα, ύπήρξε ή έξέλιξη τοϋ ρεύματος τών Annales στις δεκαετίες τοϋ 1940 καί
14 ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
τοϋ 1950 καί ή ύπαρξη ποικίλων μαρξιστικών προσεγγίσεων πού άφηναν πολλά περιθώρια για άναθεώρηση. ΤΗταν όμως μόνον στα ύστερα χρόνια τής δεκαετίας τοϋ ’50 πού αύτές οί έναλλακτικές προτάσεις, μαζί με τήν έκρηξη τών κοινωνιολογικών καί κοινωνι- κών-άνθρωπολογικών προσεγγίσεων οδήγησαν σε ριζικές έπιστη- μολογικές ανακατατάξεις. Ή παλιά συναίνεση έσπασε, άλλα διατήρησε κάποια άπό τήν παλιά της δύναμη τήν οποία διατηρεί καί σήμερα, άν μή τ ι άλλο, έπειδή πολλοί ιστορικοί —έκπαιδευμένοι στις παραδόσεις καί τις άρχές της— τή μεταλαμπαδεύουν στους μαθητές τους. Ποιά ήταν όμως τά κυρίαρχα χαρακτηριστικά αύτής της παράδοσης;
Μπορώ νά παρουσιάσω μόνο μιά περίληψη έδώ, μέ τήν προειδοποίηση ότι οί περιλήψεις τείνουν νά ύπεραπλουστεύουν καί νά άγνοοΰν παραλλαγές καί ιδιομορφίες πού κρύβονται πίσω άπό τό γενικό περίγραμμα. Καί ίσως είναι καλύτερο νά ξεκινήσω μέ κάποιους γενικούς όρισμούς, έπειδή ή άφθονία τεχνικών όρων πού έμπλέκονται σέ μιά συζήτηση όπως ή δική μας δρα συνήθως άπο- θαρρυντικά γιά τόν μελετητή. Ε π ιπλέον, ή άκριτη χρήση αυτών τών όρων, ή άκόμα ή παρερμηνεία της καταλληλότητας της χρήσης τους έχει δυστυχώς —καί έντελώς δικαιολογημένα— προκαλέσει μιά έντονη δυσφορία άπέναντι στήν έμφάνισή τους κάτω άπό όποι- εσδήποτε περιστάσεις! Είναι άναγκαΐο νά έπισημάνουμε πολύ συνοπτικά τις άξίες πού οί όροι αύτοί περικλείουν καθώς καί τό γενικό πλαίσιο μέσα στό όποιο συνήθως έμφανίζονται. Κάτι τέτοιο μπορεΐ νά θεωρηθεί άπό πολλούς μιά περιττή (καί άναπόφευκτα έπιφανειακή) άπόπειρα, άλλα θεωρώ ότι έξυπηρετεΐ κάποιο σκοπό.
Ό ροι όπως εμπειρισμός, ορθολογισμός, ιδεαλισμός, ρεαλισμός καί ούτω καθ’ έξης πλημμυρίζουν τις σελίδες θεωρητικών συζητήσεων. Γ ιά νά γίνω σαφέστερος, παραθέτω έναν σύντομο κατάλογο. Προφανώς «θά δείξω στόν παππού ποΰ είναι τά άμπελοχώραφά του», άλλά έλπίζω πώς αύτό θά άποτελέσει μιά χρήσιμη άφετηρία της προσέγγισής μου.
Ό εμπειρισμός άναφέρεται σέ μιά ιδιαίτερη ομάδα θεωριών της γνώσης. Προϋποθέτει έναν πραγματικό κόσμο, άνεξάρτητο άπό σκέψη ή συνείδηση καί προσεγγίσιμο μέσω της άντίληψης ή τής έμπειρίας. Ό μως ό εμπειρισμός «της κοινής λογικής» τείνε ι νά ταυτίσει τήν οντολογία μέ τήν έπιστημολογία. Κάθε γνωσιολογική
ΟΡΙΣΜΟΙ 15
θεωρία κρύβει μέσα της μια ένυπάρχουσα οντολογία, δηλαδή μιά θεωρία τοϋ πώς είναι ό κόσμος καί τοϋ τ ί υπάρχει μέσα σ’ αύτόν. Γ ιά τον έμπειρισμό, ό,τιδήποτε είναι αληθινό πρέπει να ύπόκειται στήν αντίληψη ή την έμπειρία. Συχνά όμως, με το να καθιστά αύτο ώς το μόνο κριτήριο τής πραγματικότητας, ό έμπειρισμός συνθλίβει αύτο πού μπορεΐ νά γίνει γνωστό μέσα σε αύτο πού είναι γνωστό. Γ ιά τον έμπειρισμό λοιπόν, ό κόσμος ορίζεται ώς απαρτιζόμενος άπό γεγονότα τά όποια είναι άντικείμενα τής εμπειρίας. Θεμελιώδης παράμετρος αύτής τής έπιστημολογίας είναι βέβαια το συνειδητό γιγνώσκον ύποκείμενο, με άλλα λόγια το άτομο πού βιώνει, συλλαμβάνει καί γ ι’ αύτο πραγματώνει τή γνώση. Είνα ι ή λειτουργία καί ή συγκρότηση αύτοΰ τοϋ μή προβληματικού —γιά τον έμπειρισμό— ύποκειμένου πού βρέθηκε στό επίκεντρο τών κριτικών τής έμπειριστικής θεωρίας. 'Ωστόσο, πολλοί έμπειριστες είχαν γνώση άρκετών άπό αύτά τά προβλήματα ήδη άπό τον 18ο αιώνα κι έχουν προσφέρει ποικιλία εμπεριστατωμένων άπαντήσεων4.
Ό θετικισμός είναι μία πιο περιορισμένη καί άνελαστική εξέλιξη τοϋ έμπειρισμοϋ, τουλάχιστον στις βασικές του μορφές. ’ Ισχυρίζεται πώς ή γνώση μπορεΐ νά έπιτευχθεϊ μόνο μέ τή χρήση
4. Γ ιά παράδειγμα, στό πεδίο τής ιστορίας, τό νομολογιχό μοντέλο τοϋ Hempel καί ή «ύποθετιχο-παραγωγική» μέθοδος τοϋ Popper. Βλέπε είδιχότερα, Κ. R. Popper, The Logic o f Scientific Discovery, Λονδίνο 1974· C. C. Hempel, Aspects of Scientific Explanation and Other Essays in the Philosophy o f Science, Νέα Ύάρκη 1965 (περιλαμβάνεται μία έπανέχδοση τής πρώτης είσήγησης τοϋ 1943). Βλ. έπΐ- σιχ Μ. Mandelbaum, «The problem of 'covering laws’», στό P. Gardiner (έκδ.), The Philosophy of History, ’Οξφόρδη 1974, 51-65 (άρχιχά στό History and Theory 1 (1961) 229-242), γιά μ(α περαιτέρω έξέταση χαί βιβλιογραφία. Ή καλύτερη γενική έπισχόπηση όλων αύτών τών χινημάτων χαί φιλοσοφικών προβλημάτων, έχτός τών πιό προσφάτων, είναι άχόμα ή μελέτη τοϋ Bertrand Russell, History o f Western Philosophy (νέα Ιχδοση, Λονδίνο 1961). Γ ιά χαλές, γενιχίς παρουσιάσεις τής έμ- πειριστιχής, θετιχιστιχής χαί ρασιοναλιστικής προσέγγισης στό πρόβλημα τής πραγματικότητας χαί τής γνώσης, άλλα άπό μια χριτιχή ρεαλιστική σκοπιά, βλ. Roy Bhaskar, A Realist Theory o f Science, Brighton 1978· τοϋ Ιδιου, The Possibility of Naturalism: a Philosophical Critique of the Contemporary Human Sciences, Brighton 1979· R. Harré, Philosophies o f Science: an Introductory Survey, ’Οξφόρδη 1972. Βλέπε έπ(σης, D. Hillel-Ruben, Marxism and Materialism, Brighton 1979* C. McLennan, Marxism and the Methodologies o f History, Λονδίνο 1981 χαί τοϋ (διου, Marxism, Pluralism and Beyond, Cambridge 1989.
16 ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
μεθόδων τών φυσικών επιστημών ή, τουλάχιστον, στή βάση συναφών μεθοδολογικών κατευθύνσεων, θεω ρε ί δεδομένη τή διαθεσιμότητα τών άντικειμένων στήν υποκειμενική έμπειρία καί τήν άν- θρώπινη σύλληψη ώς τή μόνη πηγή γνώσης. Καί πάλι, στον πυρήνα του βρίσκεται ή προϋπόθεση καί ή άναγκαιότητά του «γιγνώσκον- τος υποκειμένου».
Ό ιδεαλισμός, όπως ό έμπειρισμός, ήταν προϊόν τοϋ ύστερου 17ου-18ου αιώνα καί άποτελοΰσε κυρίως προσπάθεια υπέρβασης τοϋ δυϊσμοΰ πού ήταν έγγενής στον καρτεσιανό ορθολογισμό. Σ ε αντίθεση με τον έμπειρισμό, ό ιδεαλισμός θεωρούσε τις διανοητικές κατασκευές —δημιουργήματα τοΰ έλεύθερου άνθρώπινου πνεύματος— ώς τή βάση τής γνώσης τοϋ κόσμου. Ό ορθολογισμός, όπως αναπτύχθηκε άπό τόν Καρτέσιο (Σκέφτομαι, άρα υπάρχω), πρέσβευε εναν δυϊσμό νόησης καί ύλης, σύμφωνα μέ τόν όποιο τό μυαλό, παρά οί αισθήσεις, είναι τό μόνο σίγουρο στοιχείο, ό μοναδικός γνώστης τών εξωτερικών πραγμάτων. Σχετικά πρόσφατα, ό ορθολογισμός καί τό έπιστημολογικό ρεϋμα τοϋ Kuhn έπέστρεψαν στις καρτεσιανές τους ρίζες —άν καί σέ μιά πολύ έξελιγμένη μορφή— γιά νά άμφισβητήσουν τόν εμπειρισμό τών κοινωνικών καί ιστορικών έπιστημών.
Τό «νέο έπιστημολογικό ρεϋμα», πού άναπτύχθηκε κυρίως στό εργο του Τ. Kuhn καί τών οπαδών του5, ισχυρίζεται ότι ή σύλληψη τών αισθήσεων καί ή έμπειρία τελικά έξαρτώνται άπό τή «θεω ρία», δηλαδή άπό ΰποβόσκουσες άντιλήψεις γιά τόν κόσμο. Έ τσ ι, τό τ ί συλλαμβάνουμε έξαρτάται άπό συστήματα δεδομένων υποθέσεων. Ή γνώση δέν μπορεΐ νά έπικυρωθεΐ μέσω τής εμπειρίας, έπειδή ή τελευταία καθορίζεται μέ τή σειρά της άπό υποθέσεις, θεωρώντας έτσι αύταπόδεικτα τά έρωτήματα στά όποια καλείται νά άπαντήσει. Τελικά, γ ιά τόν Kuhn ό κόσμος συγκροτείται μέσα καί μέσω της «θεωρίας». Ό μω ς μιά προφανής κριτική είναι ότι, έφόσον δέν υπάρχουν άντικειμενικοί τρόποι έπιλογης άνάμεσα σέ
5. T. S. Kuhn, The Structure of Scientific Revolutions, Σικάγο 1970 χαΐ τή διαμάχη ανάμεσα οτόν Kuhn χαί τούς όπαδοΰς τοΰ Popper, στό: I. Lakatos, A. Musgrave (έχΐ.), Criticism and the Growth o f Knowledge, Cambridge 1970. Γιά ρεαλιστικές κριτικές τής θεωρίας τοΰ Kuhn, βλ. σημ. 2.
ΟΡΙΣΜΟΙ
θεωρίες καί ή μόνη μας πρόσβαση στήν έξωτερική πραγματικότητα συντελεΐται μέσω θεωριών οί όποιες καί την περιγράφουν με αμοιβαία αποκλειστικό τρόπο, ή ιδέα της πραγματικότητας ώς αύτόνομης κατάστασης πέραν της ανθρώπινης υποκειμενικότητας καθίσταται άκυρη. Ένώ αναγνωρίζει σωστά τήν κοινωνική συγκρότηση τής γνώσης, ό Kuhn τελικά υπονοεί ότι ή πραγματικότητα καθορίζεται άποκλειστικά άπό τή θεωρία —σέ άντίθεση μέ τον άφελή έμπειρισμό— καθώς καί ότι υπάρχουν τόσες πραγματικότητες όσες καί οί άντίστοιχες θεωρίες.
Τέλος, ό ρεαλισμός, ό όποιος στις νεότερες εκδοχές του (συχνά άποκαλεΐται νεο-ρεαλισμός) μπορεΐ νά θεωρηθεί μιά προσπάθεια ξεπεράσματος τών δυσκολιών τοϋ έμπειρισμοϋ καί τών απόψεων τοϋ Kuhn. Ό ρεαλισμός έμπεριέχει στοιχεία καί άπό τά δύο ρεύματα. ’Αφενός υπογραμμίζει τήν ύπαρξη ένός πραγματικοΰ κόσμου, έξωτερικοϋ άπό τήν άνθρώπινη έμπειρία, ό όποιος δέν μπορεΐ νά συλληφθεϊ μόνον μέσω τής γλώσσας ή της θεωρίας, άλλα παραμένει παρ’ όλα αΰτά αναγνωρίσιμος, άφετέρου θεωρεί ότι ή γνώση συγκροτείται κοινωνικά, καθώς καί ότι γλώσσα καί έμπ ειρία καθορίζονται κοινωνικά καί πολιτισμικά, δηλαδή, σύμφωνα μέ τή σκέψη τοϋ Kuhn, είναι διαποτισμένες άπό θεωρίες. Καί όμως σκοπός τής γνώσης είναι νά παράγει γνώση τοϋ πραγματικοΰ, όντολογικά άνεξάρτητου κόσμου, κι οχι απλά σειρές λογικών, συνεκτικών θεωριών, οί όποιες άντιστοιχοϋν πρός τις έσωτερικές λογικές λειτουργίες, σύμφωνα μέ τή θεωρία του Kuhn. Γ ιά νά πραγματώσει τή γνώση τοϋ άληθινοϋ, έπομένως, ό ρεαλισμός υιοθετεί μιά «θεωρία άντιστοιχιών» («correspondence theory») κι αύτό άντίθε- τα μέ τόν Kuhn ό όποιος δέν χρειάζεται μιά τέτοια θεωρία, έπειδή δέν πρεσβεύει τήν ύπαρξη μιας άνεξάρτητης πραγματικότητας στήν όποία πρέπει νά άντιστοιχοϋν οί παράγωγές της θεωρίες.
Σ έ άντίθεση μέ τόν έμπειρισμό ό όποιος ταυτίζει τήν «πραγματικότητα» μέ τόν έμπειρικό κόσμο όπως αύτός συλλαμβάνεται στό έπίπεδο της έμπειρίας (παρατήρησης ή πειράματος), οί θεωρίες τοϋ ρεαλισμοϋ άναφέρονται σέ όντολογικές δομές οί όποιες καί γεννοϋν τα διάφορα άντιληπτά άπό τόν παρατηρητή φαινόμενα. Οί θεωρίες έρμηνεύουν φαινόμενα γ ια τί αύτά είναι αίτιακά συνδεδεμέ- να μέ τις δομές πού τά δημιουργοϋν. Έπομένως, ή πραγματικότητα γιά τόν ρεαλισμό δέν είναι αύτή ή όποία μπορεΐ νά συλληφθεϊ
1Η ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
εμπειρικά ή νά εξαχθεί άπό τήν παρατήρηση. Ό μως ή πραγματικότητα εχει έπιδράσεις καί είναι άκριβώς ή σχέση άνάμεσα στήν (παρατηρήσιμη) έπιφάνεια καί το υπόβαθρο πού τελικά καθιστά δυνατή τήν προσέγγιση τοϋ «πραγματικοΰ»6. Ά πό αύτή τήν άποψη, καί ό μαρξισμός είναι ρεαλισμός —άν καί υπήρξαν καί έπιρροές τοΰ έμπειρισμοΰ, ΐδεαλισμοΰ καί, πρόσφατα, τοΰ Kuhn —κάτι πού ωστόσο κρύβει ή πληθώρα τών διαφόρων έκδοχών του, όπως καί τών ισχυρισμών άκριβοΰς αναπαραγωγής της «γνήσιας μαρξικής σκέψης».
Πολλά περισσότερα θά μποροΰσαν νά είπωθοΰν γιά όλα αυτά τά φιλοσοφικά ρεύματα καί φοβοΰμαι πώς δέν ήμουν άκριβοδίκαιος στήν άπόδοσή τους. Ό μω ς, παρά τή σημαντική ύπεραπλούστευση, πιστεύω ότι έχουμε κατοχυρώσει κάποια άντίληψη αύτών τών θεμελιωδών ζητημάτων πού θά μάς επιτρέψει νά παρακολουθήσουμε τή συζήτηση έντάσσοντάς την σέ ενα άμεσα άναγνώσιμο πλαίσιο.
6. Βλ. τό έργο τών Bhaslcar, HillelRuben xai McLennan στήν παραπομπή 4. ’Επίσης τά άρθρα στό: J. Mepham, D. Hillel Ruben (έχί.), Issues in Marxist Philosophy 111: Epistemology, Science, Ideology, Brighton 1979.
2. Σύγχρον«ς έπιλογές χαί προκλήσεις
Κυρίαρχο χαρακτηριστικό της έμπειριστικής ιστοριογραφικής παράδοσης υπήρξε, όπως ήταν Αναμενόμενο, ή πεποίθηση ότι το παρελθόν πρέπει νά θεωρείται ώς μή προβληματικό καί όντολογικά πραγματικό. Έ ργο τοϋ ίστορικοΰ ορίζεται ή περιγραφή της πα- ρελθούσας πραγματικότητας. Σ ε αΰτή τήν προσέγγιση συχνά πα- ρατηρεΐται μια διάσταση ανάμεσα στήν πεποίθηση δτι το παρελθόν είναι άληθινό καί σε εκείνη πού πρεσβεύει ότι τό παρελθόν είναι άμεσα άντιληπτό. Ή πρώτη είναι άφελής ρεαλιστική προσέγγιση, ή δεύτερη πιό καθαρά έμπειριστική. Καί οΐ δύο Ιχουν καταστεί —στις χονδροειδέστερες μά καί τις πιό έπεξεργασμένες μορφές τους— αντικείμενα σκληρής κριτικής άπό άλλες μεθοδολογικές τάσεις.
Θά πρέπει πάντως νά τονισθεϊ ότι ή έμπειριστική ιστοριογραφία είναι συχνά έμπνευσμένη καί εκλεπτυσμένη στις διαπιστώσεις της (κάτι πού συχνά ύποβαθμίζεται άπό τούς έπικριτές της) καθώς επίσης πώς έλάχιστοι είναι οί έμπειριστές ιστορικοί πού θά ίσχυρι- σθοΰν ότι συλλαμβάνουν άπευθείας τό παρελθόν7. Περισσότερο, έντοπίζουν στοιχεία τοϋ παρελθόντος, τά όποια κατόπιν μποροΰν νά άποδώσουν μέ άληθοφανή τρόπο. Ιστορικοί όλων τών άποχρώ- σεων θά συμφωνούσαν προφανώς ότι εργάζονται μέσα σέ ένα πλαίσιο άναφορών τό όποιο καθορίζει τό άντικείμενο, ή περίοδος ένδια- φέροντός τους, οί πηγές τους, καθώς καί οΐ έρμηνευτικές πιθανότητες καί οΐ συγκριτικές καί άναλογικές ύποθέσεις πού έπηρεάζουν τήν κατεύθυνση της ερευνάς καθώς καί τά συμπεράσματά της. Τό πλαίσιο καθ’ έαυτό προσδίδει, έμμεσα ή άμεσα, μιά θεωρία άνώτε- ρης κλίμακας στό ολοκληρωμένο προϊόν τής έρευνας. Κ ι αύτό γ ιατί
7. Βλ. τήν παρουσίαση τοϋ McLennan, Marxism and the Methodologies of History, ειδικά σ. 66 κ. έξ„ 97 κ. έξ.
20 ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
οί άρχικές ομάδες άναφορών ύπόκεινται σέ ορισμένες τάσεις οί όποιες είναι παρούσες σε όποιοδήποτε ιστοριογραφικά κείμενο. Τό τελικό, συνδυασμένο τους άποτέλεσμα θα διαφέρει ανάλογα με τόν καθορισμό τους άπό έμπειριστικές, ρεαλιστικές ή άλλες άπόψεις γιά τή φύση τών άποδείξεων καί τή συγκρότηση τής γνώσης τοϋ παρελθόντος. Τό πρόβλημα στήν έμπειριστική προσέγγιση έγκειτα ι στό γεγονός ότι δεν γίνεται άποδεκτός ή άγνοεΐται ό καθοριστικός ρόλος τών άπόψεων τοϋ ίδιου τοϋ ίστορικοΰ. Τά γεγονότα συχνά έκλαμβάνονται σά νά συγκροτοΰνται άναλλοίωτα άπό τό παρελθόν ή στό παρελθόν.
Ένώ ό ιστορικός μπορεΐ νά έπεξεργασθεϊ τήν περιγραφή ή τις αίτιακες συνδέσεις πού ενυπάρχουν σ ’ αύτά τά διακριτικά άποδει- κτικά στοιχεία, τά τελευταία άποτελοΰν μιά σταθερά ή όποία μπορεΐ νά παραβλεφθεΐ ή καί νά ύποβαθμισθεΐ, δεν μπορεΐ όμως νά άλλάξει. Μιά τέτοια άντίληψη είναι βέβαια σημαντικότατη. Γ ια τ ί έάν οί ιστορικοί άγνοοΰν τόν καθοριστικό ρόλο πού οί ίδ ιοι παίζουν στήν άποσαφήνιση καί επιλογή τών άποδεικτικών στοιχείων, καί συνακόλουθα τό ρόλο πού παίζουν οί δικές τους άντιλήψεις, π.χ. στόν καθορισμό της φύσης καί τοϋ τύπου τών αίτιακών σχέσεων τις όποιες συλλαμβάνουν, έπόμενο είναι οί ιστορικές τους περιγραφές νά άναπαράγουν άενάως αΰτο-αναπαραγόμενα μοντέλα της ίδιας τους της κουλτούρας (ή οποίου τμήματός της συλλαμβάνουν).
Αύτός είναι άκριβώς ό κίνδυνος τόν όποιο προσπάθησε νά άπο- φύγει τό ίστορικιστικό κίνημα τοϋ ύστερου 19ου καί τοϋ πρώιμου 20οϋ αιώνα. Ή άνυπαρξία «θεωρητικοποίησης», ή άδυναμία άπο- σαφήνισης τών έπιστημολογικών άρχών πάνω στις όποιες βασίζετα ι ή ιστορική άνάλυση δεν είναι βέβαια έγγενής στήν έμπειριστική σκέψη. Ά π οτελεϊ μάλλον μίαν έπιλογή ή όποία χαίρει μιας παραδοσιακής πρωτοκαθεδρίας στό διάστημα άρκετών γενεών. Γ ιατί οί κάθε λογης άφαιρέσεις θεωροϋνται τελικά άποπροσανατολισμοί άπό τόν κύριο σκοπό της συλλογής, τακτοποίησης καί έπεξεργασί- ας τών στοιχείων, τών γεγονότων πού μόνο αύτά μποροϋν νά μας προσφέρουν γνώση τοϋ παρελθόντος. Επ ιπλέον, συχνά εχει προβληθεί μια θεμελιώδης άντίφαση άνάμεσα στήν «ιστορία» άφενός καί τή «θεωρία» άφετέρου. Αύτό οδήγησε στήν άποψη σύμφωνα με τήν όποία ή «ιστορία» καθίσταται μιά μοναδική έμπειρία άντιλη- πτή μόνο μέ τό «βάπτισμα» τοϋ ίστορικοΰ στα κείμενα καί τις
ΣΪΤΧΡΟΝΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ 21
πηγές της έποχής —γιά τά όποια άπαιτεϊται κάποια διαίσθηση— καί τά όποια τελικά γίνονται ή καθοριστική άρχή της έρμηνευτικής μεθόδου.
Αύτό τό χαρακτηριστικό —τό όποιο δχι εντελώς δίκαια απορρίπτετα ι άπό τούς έπικριτές του ώς «ουμανιστικό»— έμφανίζεται σήμερα ώς τό κυρίαρχο στοιχείο στή βρετανική, τήν πλειοψηφία τής δυτικοευρωπαϊκής καί τή βορειο-αμερικανική ιστορική παραγωγή καί λειτουργεί άνασταλτικά σε κάθε προσπάθεια θεωρητι- κοποίησης8. ’Αποτέλεσμα: ύπηρξε μιά πλήρης εναντίωση καί άρνηση άποδοχής της έγκυρότητας κάθε κριτικής, πού δέν στηρίχτηκε παρά στήν πεποίθηση ότι ό θεωρητικισμός, έφόσον δέν βασίζεται έμφανώς σέ γεγονότα, είναι όλότελα υποκειμενικός καί γι* αύτό άχρηστος καί άποπροσανατολιστικός9.
8. Γιά κάποιες γενικές παρατηρήσεις, βλ. McLennan, Marxism and the Methodologies o f History, 97-111. Βέβαια, υπάρχουν πολλά στοιχεία σέ αύτό το παράδειγμα, χαί οϊ εκπρόσωποί του σίγουρα θά διαφωνούσαν μέ μιά τέτοια πρόχειρη παρουσίαση: Ή ανελαστική προσέγγιση τοϋ θετικισμού, όπως αντιπροσωπεύεται στο έργο τοΰ Ranke, ή έμφαση τών ΐστοριχιστών σέ μία σχετικιστική ερμηνευτική μέθοδο (δχι εντελώς ανόμοια στις εφαρμογές της αν καί ριζικά διαφορετική στις μεθόδους της άπό τον δομισμό τοΰ Lévi-Strauss), τέλος, πιό πρόσφατες συζητήσεις πάνω στά προβλήματα παραγωγής ιστορικών/κοινωνιολογικών νόμων (έπιστρέφοντας, για παράδειγμα, στή διαμάχη πού αναζωπυρώθηκε άπό τούς Hempel καί Dray), ίλα αύτά άποδειχνύουν τό βάθος τής συζήτησης καί τήν αυξανόμενη συνειδητοποίηση τών έπιστημολογιχών δυσκολιών πού κληρονόμησε ή έμπειριστική καί θετιχιστική παράδοση στή σύγχρονη μή μαρξιστική ιστοριογραφία. Γ ιά περαιτέρω διαπραγμάτευση τοΰ θέματος καί βιβλιογραφία, βλ. Κ. Η. Lembeck, «Die Gultigkeit histori- schen Wissens: zum Zusammenhang von Ceschichtstheorie une Geschichts- theologie bei Ernst Troeltsch», Saeculum 33 (1982) 103-208’ H. Schnadelbach, Geschichtsphilosophie seit Hegel. Die Problème des Historismus, Freiburg/Munchen 1974. Βλ. έπίσης τήν υπόλοιπη άρθρογραφία στο Saeculum 33 (1982), ειδικότερα 0 . Marquard, «Universalgeschichte und Multiversalgeschichte», 106-115. Γιά γενιχές επισκοπήσεις, βλ. Μ. Mandelbaum, The Anatomy o f Historical Knowledge, Βαλτιμόρη 1977' P. Gardiner, The Philosophy o f History. Ειδικότερα γιά τόν ίστορικι- σμό, βλέπε τό προαναφερμένο άρθρο τοΰ Lembeck καί, βέβαια, F. Meinecke, Die Entstehung des Historismus, Μόναχο 1936· έπίσης, Μ. Mandelbaum, History, Man and Reason, Βαλτιμόρη 1971, σ. 429, 113 x. έξ.
9. Τά δύο άκρα συνοψίζονται μέ τόν καλύτερο τρόπο στό Β. Hindess and P. Q. Hirst, Mode of Production and Social Formation, Λονδίνο 1977 — μία χονβενσιονα-
22 ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
Πριν προχωρήσουμε στήν έξέταση κάποιων πρόσφατων εξελ ίξεων της εύρύτερης έμπειριστικής παράδοσης, θά πρέπει νά ασχοληθούμε μέ ορισμένες άπό τις έναλλακτικές προτάσεις. Τό πρόβλημα όμως έδώ είναι ότι κάποιες έναλλακτικές προτάσεις στήν ούσία μοιράζονται άρκετές έπιστημολογικές άντιλήψεις μέ τό έμ- πειριστικό ρεϋμα ή πέφτουν σέ παρόμοιες παγίδες μ’ αΰτό. Ά λλες έναλλακτικές προτάσεις δέν υποπίπτουν άναγκαστικά σέ τέτοια σφάλματα, άνάλογα μέ τό πώς προσεγγίζουν τό πρόβλημα τοϋ παρελθόντος. Γ ιά νά γίνω σαφέστερος, θά χωρίσω αυτές τις έναλλακτικές προτάσεις σέ τρεις εΰρεΐες ομάδες: αυτήν της εύρύτερης μαρξιστικής ή ίστορικο-υλιστικής κατεύθυνσης, αύτήν τής παράδοσης τών Annales καί αύτήν τών δομιστικών καί μετα-δομιστικών κριτικών. Ό λες Ιχουν στοιχεία κοινά- όλες έμπεριέχουν κάποιες ιδιαίτερες υπογραμμίσεις· όλες έχουν έπωφεληθεϊ άπό τήν άμοι- βαία άνταλλαγή προβληματισμών, άσχετα μέ τούς συχνά σκληρούς διαξιφισμούς μεταξύ τους. Καί όλες ύπήρξαν έπικριτικές τής στοι- χειο-θηρικής καί άκριτης έρμηνείας τών πηγών πού χαρακτηρίζει τήν έμπειριστική ή τή θετικιστική παράδοση.
Ο ί μαρξιστικές άπόψεις είναι πιθανόν οί δυσκολότερες νά περι- γραφοΰν, έν μέρει έξαιτίας της συχνής κακοποίησης τοϋ ορού κι έν μέρει έξαιτίας τών ποικιλιών στήν έμφαση της «μαρξιστικής» τους ύπόστασης. Δέν θά έπιχειρήσω κάποια έκτεταμένη άναφορά στις διαφορές τους. Πάντως, μποροΰμε νά έπισημάνουμε τρία κυρίαρχα ρεύματα, όλα τους βασισμένα στόν τεράστιο δγκο τοϋ μαρξικοϋ έργου, άλλά καί έπηρεασμένα άπό τις προκλήσεις τής μή μαρξιστικής άλλά καί της μαρξιστικής ιστοριογραφίας. Ά πό τή μιά μεριά, μία οίκονομιστική τάση, μέ μεγάλη έμφαση στις παραγωγικές δυνάμεις καί στή δυναμική τους ύπέρβασης ξεπερασμένων παραγωγικών σχέσεων, καθώς καί στό μοντέλο «βάση-ύπερδομή», πού προκάλεσε βαθύτερες άναλύσεις τών κοινωνικών καί οικονομικών σχέσεων άλλά ταυτόχρονα προήγαγε μιά παραμόρφωση της μαρξιστικής ιστορικής έρμηνείας10.
λιστική απόρριψη όλόκληρης τής ιστορίας ώς αναπόφευκτα έμπειριστικής. Βλ. έπί- σης, τή μάλλον περιφρονητική απόρριψη κάθε θεωρητικοποίησες άπό τόν J. Hexter στό The History Primer, Λονδίνο 1972.
10. Γιά μια καλή έπισκόπηση —καί κριτική— αυτής τής τάσης όπως άντιπρο-
ΙΊΤΧΡΟΝΚΣ ΚΠΙΛΟΓΚΣ ΚΑΙ ΠΡΟΚΛΗΣΚΙΙ
Ά πό τήν άλλη, οί δομιστιχοί μαρξισμοί άσκησαν κριτική τόσο στις προηγούμενες απόψεις όσο καί στή φιλελεύθερη ιστοριογραφία, καί άποπειράθηκαν νά ύπογραμμίσουν έκ νέου τήν πολιτισμικά ένεργή φύση τών κοινωνικών σχέσεων καί τήν ένότητα τής κοινωνικής δομής, ύποβιβάζοντας ετσι τό μοντέλο τής βάσης-ύπερδο- μής καί τήν κεντρική θέση τοϋ δημιουργικού άνθρώπου-παραγω- γοϋ. Παράλληλα με αύτες έμφανίσθηκε —αν καί Ιλκει μακρά παράδοση πίσω της— μια αύστηρά ρεαλιστική ύλιστική κριτική καί τών δύο τάσεων, έπικριτική τής τελεολογίας καί τοϋ οίκονομι- σμοΰ τής πρώτης καί τών μηχανιστικών, συχρονιστικών καί, τ ελ ικά, ίδεαλιστικών άντιλήψεων τής δεύτερης. Αύτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δέν ύπήρξαν έξαιρετικά γόνιμες καί παραγωγικές έκφρά- σεις τής πρώτης τάσης, ούτε φυσικά ότι ή δεύτερη ταυτίζεται άπο- κλειστικά μέ τούς Althusser καί Balibar, ή τούς Hindess καί Hirst11, ή άκόμα, ότι αύτή ή κριτική ετυχε γενικής άποδοχής ή καί ελυσε
σωπευόταν πριν λίγο στή σοβιετική καί άνατολικοευρωπαϊκή ιστορική γραφή, βλ. McLennan. Marxism and the Methodologies o f History, ειδικότερα 2-14 για τόν «διαλεκτικό υλισμό». ’Επίσης, γιά μιά υπεράσπιση μιας εξελιγμένης προσέγγισης τής «βάσης καί υπερδομής», βλ. C. A. Cohen, Karl Marx's Theory o f History: A Defense, ’Οξφόρδη 1979.
11. Οί κλασικές δομιστικές κριτικές αναπτύσσονται στά: L. Althusser, Ε. Balibar, Reading Capital (άγγλ. μετφρ., Λονδίνο 1974)' L. Althusser, For Marx (άγγλ. μετφρ. Harmondsworth 1969). Γιά κάποιες κριτικές βλ. Ν. Geras, «Althusser’s Marxism: an account and assessment», New Left Review 71 (1972) 71-86' S. Clarke, «Althusserian Marxism», στό One-Dimensional Marxism (έκδ. S. Clarke κ.ά.), Λονδίνο 1980, άκόμα γιά μία έντονότερη —καί άποδοτικότερη— πολεμική, Ε. P. Thompson, The Poverty of Theory, Λονδίνο 1979. Γ ιά τούς «μετα-άλτουσεριανούς», βλ. τό έργο τών Hindess καί Hirst (σημ. 9), καθώς καί τό ίργο τους Pre-Capitalist Modes of Production, Λονδίνο 1977' P. Hirst, «Althusser’s theory of ideology», Economy and Society 5 (1976). Καμμία άπό αυτές τις εργασίες δέν είναι άπολύτως αντιπροσωπευτική ίλης τής προβληματικής στήν «περιοχή» τους, ώστόσο παρέχουν μιάν ιδέα γιά τά θεμελιώδη προβλήματα καί τις διαμάχες. Ή πιό χρήσιμη άνάπτυξη τής ρεαλιστικής θέσης άπό τή σκοπιά τοΰ ίστορικοΰ είναι πάντα McLennan, Marxism and the Methodologies o f History. Βλ. έπίσης τή σύνοψη τών σύγχρονων συζητήσεων στό: C. McLennan, «Philosophy and History: some issues in recent Marxist theory», στο Making Histories: Studies in History-Writing and Politics, (έκδοση τοΰ CCCS), Λονδίνο 1982,133-152 καί N. Mouzelis, «On the Crisis of Marxist Theory», British Journal o f Sociology 35 (1984) 112-121.
24 ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
όλα τά προβλήματα τών προηγούμενων δύο. Τουναντίον, ή διαμάχη ακόμα διεξάγεται καί βρισκόμαστε μάλλον μακριά άπό τήν οριστική της έπίλυση. Αύτό όφείλεται έν μέρει στο γεγονός ότι αύτές οί άπόψεις μοιράζονται κοινό έδαφος, καθώς καί στο ότι πλέκονται ή μία με τήν άλλη τόσο σέ έπιστημολογικό (οί κατηγορίες γιά έμπειρισμό καί ορθολογισμό είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς) όσο καί σέ μεθοδολογικό επίπεδο. Τέλος, στό ότι οί διάφοροι τόνοι έμφασης πού προέκυψαν τά τελευταία χρόνια άντανακλοϋν σέ μ ικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, καί άρκετά συνειδητά, τις πολιτικές έπιδιώξεις τών άμεσα έμπλεκομένων στις διαμάχες καί, τελικά, τήν πολιτική άναγκαιότητα τοϋ άγώνα γιά τήν έπικράτηση τοϋ σοσιαλισμού, οποιοσδήποτε νά ύπήρξε καί όπως νά ορίζεται αύτός, καί όποιαδήποτε τά ούσιαστικά του άποτελέσματα12.
Έ τσ ι, ή έμφαση στήν ταξική πάλη, γιά παράδειγμα, ένισχύε- τα ι άπό τήν άπόπειρα —πολύ πρόσφατα έμφανή στό έργο τοϋ Derek Sayer καί άλλω ν"— άμφισβήτησης ορισμένων βασικών προτάσεων τοϋ «κλασικού» μαρξισμού: τής διάκρισης άνάμεσα σέ βάση καί ύπερδομή καί τής πρωτοκαθεδρίας τών παραγωγικών δυνάμεων. Αύτή ή άμφισβήτηση διατείνεται ότι οί κοινωνικές σχέσεις δέν περιορίζονται σέ μιά στενή άντίληψη τής «οικονομίας», ούτε καί ύπόκεινται στις παραγωγικές δυνάμεις. Οί παραγωγικές δυνάμεις είναι οί ίδιες ένσωματωμένες στις κοινωνικές σχέσεις καί δέν ορίζονται μέ καμία αιτιότητα άλλά άντίθετα άπό τήν άνοιχτή φύση τής κοινωνικής διαπάλης καί άλλαγής. "Ως ενα βαθμό, αύτό
12. ’Αξίζει νά το τονίσουμε. Οί οπαδοί τής μαρξιστικής/υλιστικής έρμηνείας τής ιστορίας είναι συνήθως έν γένει «σοσιαλιστές» ένός ή άλλου τύπου. Δεν είναι όμως μοναδικοί. Όπως έχουμε δεϊ, όλοι οί ιστορικοί εργάζονται μέ θεωρίες, έμμεσα ή άμεσα, καί οί μέθοδοι καί τά συμπεράσματά τους άντανακλοϋν μέ τή σειρά τους τις «πολιτικές» τής ιδιαίτερης κοινωνικής καί πολιτισμικής τους πραγματικότητας. 'Ακόμη καί ό πιό έντονα «άπολιτικός» μελετητής είναι άναπόφευκτα πολιτικός/ή στή διανοητική πρακτική καί στις συνέπειές της. Γ ιά μια χρήσιμη παρουσίαση, βλ. R. Blackburn (έκδ.), Ideology in Social Science: readings in critical social theory, Λονδίνο 1972, ειδικότερα C. Stedman-Jones, «History: The Poverty of Empiricism», 95-115.
13. Βλ. D. Sayer, Marx's Method, Brighton 1979’ D. Sayer, «Science as Critique: Marx vs. Althusser», στό Issues in Marxist Philosophy III (όπως καί στή σημ. 6).
ς ιτ χ ρ ο ν κ ς ε π ιλ ο γ ή ς και π ρ ο κ λ ή σ ε ις
άποτελεϊ μέρος τής ρεαλιστικής απάντησης στην άλτουσεριανή κριτική καί μαζί μια προσπάθεια έπανεκτίμησης κλασικών μαρξιστικών θέσεων υπό τό φώς τής κριτικής τοϋ δομιστικοΰ μαρξισμού. Ά πό τήν άλλη όμως, ήρθε σέ σύγκρουση μέ άλλους άντιπροσώπους τοΰ ρεαλισμού.
Οί μαρξιστικές έρμηνεΐες, έπομένως, είναι πολλές καί ποικίλες. Οί 8υό θεμελιώδεις οπτικές πού αναπτύχθηκαν άπό τό 1890 καί συνέβαλαν στόν γόνιμο άλληλοεπηρεασμό μέ άλλα στοιχεία έντός καί έκτός τοϋ μαρξικοϋ θεωρητικού σώματος έξακολουθοϋν νά βρίσκονται σέ άντίθεση. Αύτές οί δύο οπτικές —μία φιλοσοφική/έξε- λικτική πού ύπογραμμίζει τή φύση τής ιστορίας ώς διαδικασίας τής έξέλιξης καί ολοκλήρωσης τοΰ άνθρώπου (μέ άπορρέουσα τήν τάση πρός τελεολογικές καί ντετερμινιστικές εξηγήσεις) καί μία εμπ ειρική/ιστορική προσέγγιση, ή όποία ύπογραμμίζει τήν πρωτοκαθεδρία τών κοινωνικών σχέσεων τής παραγωγής καί τών παραγωγικών δυνάμεων καθώς καί τήν άναφορά τής ιστορικής άλλαγής καί τών ιδεών στή διαδικασία παραγωγής καί άναπαραγωγής τής ύλι- κής ζωής— εξακολουθούν νά τροφοδοτούν τή διαμάχη. Ό μως, πάνω άπ’ όλα, καί οί δυό πρόσφεραν καί έξακολουθοϋν νά προσφέρουν σπουδαίες έναλλακτικές λύσεις.
'Η ιστορική πρόταση τών Annales ή όποία καί έδραιώθηκε στις δεκαετίες τοΰ 1930 καί τοΰ 1940 άσκησε, όπως κι ό ιστορικός υλισμός, εύρεία έπίδραση στή θετικιστική άλλά καί στή μαρξιστική ιστοριογραφία. Βασική της άρχή ήταν ή έμφαση σέ «οικολογικά στοιχεία» —όπως δημογραφικοί παράγοντες— καί στήν έπίδρασή τους στή διαμόρφωση καί άνάπτυξη συγκεκριμένων κοινωνιών στά πλαίσια ένός εύρύτερου ίστορικοΰ πλαισίου, τόσο τοπικά όσο καί χρονικά. Ή «μεγάλη διάρκεια» είναι προφανώς τό γνωστότερο έννοιολογικό έργαλεΐο αύτής τής μεθόδου. Σ τατιστικές μέθοδοι άνάλυσης συνδυάζονται μέ γενικές θεωρίες τής άνθρώπινης έξέλ ιξης, όπως αύτή επηρεάζεται άπό περιβαλλοντολογικούς περιορισμούς.
Ά π ό μιά σχετικά πρόσφατη μαρξιστική οπτική, μπορούμε νά προσάψουμε σέ αύτές τις οικολογικά προσανατολισμένες θεωρίες μιά μορφή ντετερμινισμοΰ, σύμφωνα μέ τήν όποία οί κοινωνικές καί πολιτικές σχέσεις τείνουν νά συμμορφώνονται μέ τις «φυσικές» συνθήκες ύπαρξής τους κατά εναν μονοδιάστατο τρόπο. Αύτή ή
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
ντετερμινιστική τάση εχει έν μέρει ξεπερασθεΐ μέ τήν παραδοχή τής ύπαρξης σειράς διαφορετικών καί συχνά άντιμαχόμενων ρυθμών οί όποιοι διέπουν τά διάφορα καθοριστικά στοιχεία τής ΰπό διερεύνηση κοινωνίας καί έπιτρέπουν στό υποκείμενο (άτομο ή κοινωνική όμάδα) εναν περιορισμένο βαθμό άνεξαρτησίας.
Ή παράδοση τών Annales υπογράμμισε έπιπλέον τήν άναγκαιό- τητα τής διεπιστημονικής σύνθεσης καί της έξαγωγής άπό τά υλικά τεκμήρια μιας εύρύτερης θεωρητικής προοπτικής. Ό λα αύτά τά στοιχεία συγκροτούν τήν ιστοριογραφική άποψη τών Annales. 'Ωστόσο πρέπει νά έπισημανθεϊ ότι ιστορικοί πού τοποθετούν τούς έαυτούς τους στό εσωτερικό τοϋ κινήματος έχουν διαφορετικές άπό- ψεις, τόσο ώς πρός τήν προσέγγισή τους όσο καί ώς πρός τις έπιμέ- ρους μεθοδολογίες τοϋ κινήματος. Οί διαφορές αύτές έντοπίζονται τόσο άνάμεσα στις διάφορες «γενεές», όσο καί στό έσωτερικό μιας συγκεκριμένης γενεάς: γιά παράδειγμα, πολλές καί έμφανεϊς είναι οΐ διαφορές στις προσεγγίσεις καί τή μέθοδο άνάμεσα στους Marc Bloch καί François Furet14.
Ά πό πολλές πλευρές, οί ιστορικοί τών Annales λειτούργησαν καί λειτουργοΰν σέ Ινα πλαίσιο όχι πολύ διαφορετικό άπό τόν ρεαλιστικό ύλισμό πολλών μαρξιστών, πλαίσιο πού άνήκει στή βεμπε-
14. Γιά μερικές γενικές επισκοπήσεις τής ιστοριογραφίας τών Annales, βλ. Κ. Ε. Born, «Neue Wege der Wirtschafts · und Sozialgeschichte in Frankreich. Die Histori- ker-Gruppe der "Annales” », Saeculum 15 (1964) 298-309' V. Rittner, «Ein Versuch systematischer Aneignung von Ceschichle: die "Schule der Annales"», στό I. Ceiss, R. Tamchina, Ansichten einer kiinftigen CeschichIswissenschafl I (1974) 153-172' G. C. Iggers, New Directions in European Historiography. Middletown. Conn. 1975' τοϋ Γδιου, «Die "Annales” und ihre Kritiker», Hislorische Zeitschrift 219 (1974) 578-608. Επίσης, τά έργα αντιπροσώπων τών Annales: Μ. Bloch, The Historian’s Craft, Manchester 1954· Slavery and Serfdom n the Middle Ages: Selected Essays, Berkeley 1975' L. Febvre, A Geographical Introduction to History, Λονδίνο 1932· P. Burke (Ικδ.), A New Kind o f History: from the writings of Febvre, Λονδίνο 1973' E. Le Roy Ladurie, The Territory of the Historian, Hassocks 1979' F. Braudel, The Mediterranean and the Mediterranean World in the Age of Philip II, 2 τόμοι, (άγγλ. μετφρ. Λονδίνο 1975), ειδικά τήν εισαγωγή. F. Furet, «Quantitative History», στό F. Gilbert, S. Craubard, Historical Studies Today, Νέα Ύόρκη 1971, 45-61. Γιά ένα συγκεκριμένο στοιχείο τής παράδοσης τών Annales, βλ. Ρ. Η. Hutton, «The History of Mentalities: the New Map of Cultural History», History and Theory 20 (1981) 237-259.
ΣΤ'ΓΧΡΟΝΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ 27
ριανή μάλλον παρά στή μαρξιστική παράδοση. Εξάλλου ή ιστοριογραφία τών Annales επηρεάστηκε σημαντικά άπό τόν δομισμό, ιδιαίτερα στις άνθρωπολογικες μελέτες. 'Ιστορικοί σαν τόν Jacques Le Goff καί τήν βυζαντινολόγο Evelyne Patlagean έπιχείρησαν νά ένσωματώσουν στό εργο τους στοιχεία τοϋ λεβιστρωσιανοΰ δομι- στικοΰ παραδείγματος15. Ή έπιρροή της ιστοριογραφίας τών Annales υπήρξε βαθιά. *Αν καί πολλές άπό τις προτάσεις καί μεθόδους της έχουν ένσωματωθεΐ στή δεσπόζουσα θετικιστική ιστοριογραφία, αΰτή διατηρεί τήν ίδιαιτερότητά της καί έξακολουθεϊ νά έπηρεάζει τήν ιστορική ερευνά καί νά διαλέγεται με άλλες ιστοριογραφικές οπτικές.
Σ τ ις δεκαετίες τοϋ 1960 καί 1970 ή δομιστική καί «μεταδομι- στική» θεωρία άμφισβήτησε έντονα τόν «άνθρωπισμό» τών Annales καί της παραδοσιακής μαρξιστικής ιστορίας. Ώ ς μεθοδολογικό ρεΰμα, ό δομισμός εχει μακρά καί διακεκριμένη ιστορία. Οί γνωστότεροι εκφραστές του υπήρξαν άνθρωπολόγοι ή γλωσσολόγοι, δπως οί Claude Lévi-Strauss, Ferdinand de Saussure, Roman Jacobson καί άλλοι. Ή σπουδαιότερη συνεισφορά του στήν άνθρωπολογική θεωρία είναι ή πρόταση ότι ή πολυμορφία καί τό τυχαίο μπορεΐ νά προκληθοΰν άπό τή λειτουργία ένός περιορισμένου άριθμοϋ άρχών καί ότι, πέρα άπό τις έμφανίσεις καί τά φαινόμενα που συγκροτούν τόν κόσμο όπως τόν άντιλαμβανόμαστε, ΰπόκειται μιά βαθύτερη ένότητα καί συστηματικότητα. ’ Ισχυρίζεται επίσης ότι τά φαινόμενα αύτά άναλύονται πιό ολοκληρωμένα ΰπό τόν τύπο διπλών άντιθετικών ζευγών, τά όποια συγκροτούν σαφές νόημα μέσω τής σύζευξης ή της άντίθεσής τους. Στό σύνολό της, ή προσέγγιση αύτή πηγάζει άπό τή γλωσσολογία. Συγκεκριμένα άπό τήν έννοιολογική διαφορά άνάμεσα στή γλώσσα ώς άφηρημένο σύστημα καί τή γλώσσα «έν χρήσει», δπως καί άνάμεσα στό «σημαίνον» καί τό «σημαινόμενο». Τ ις δύο δψεις δηλαδή τοϋ γλωσσολογικοΰ κώδικα οί όποιες καθορίζουν τό νόημα σύμφωνα με τά συμφραζόμενα κι
15. Βλ. elSixà J. Le Goff, P. Nora (έκδ.), Faire de l'histoire, Παρίσι 1974· Ε. Patlagean, Pauvreté économique et pauvreté sociale à Byzance, 4e-7e siècles, Παρίσι 1974 χαί τά άρθρα trri Structure sociale, famille, chrétienté i Byzance, Λονδίνο, Variorum, 1981.
28 ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
επιτρέπουν μ’ αύτόν τον τρόπο τήν έπικοινωνία, όπως τις έπεξερ- γάσθηκε στό εργο του ό Saussure16.
Σ έ ό,τι άφορα τήν άποψη οτι δομικές άρχές βρίσκονται πίσω άπό τά φαινόμενα τοϋ άντιληπτοΰ κόσμου, ό λεβιστρωσιανός δομισμός Ιχει αρκετά κοινά σημεία μέ μαρξιστικές προσεγγίσεις όπως καί —σέ μια διαφορετική κατεύθυνση— μέ τή φροϋδική ψυχανάλυση ή όποία ισχυρίζεται έπίσης ότι δομικοί ή αίτιακοί μηχανισμοί καθορίζουν τήν πολλαπλότητα τών έπιφανειακών φαινομένων. Ή προσοχή τοΰ Lévi-Strauss συγκεντρώθηκε κυρίως στους μετασχη- ματιστικούς μηχανισμούς στό έσωτερικό μιας δεδομένης κοινωνι- κο-πολιτισμικής δομής, πολλοί όμως δομιστές άνθρωπολόγοι τόνισαν ιδιαίτερα τή δυνατότητα τής άνθρωπολογικής προσέγγισης νά ερμηνεύει τή μετάβαση άπό μιά δομή σέ μιάν άλλη. Γ ιά παράδειγμα, τή μετάβαση άπό τήν κοινωνία τών καστών στήν ταξική, ή άπό ενα σύστημα συγγένειας σέ ενα άλλο.
Ή δομιστική άνθρωπολογία —καί οί ιστορικές έκφράσεις της— παρουσιάζει βέβαια μιά πολυμορφία, άπό τήν άποψη τών προβλημάτων στά όποια δίνει έμφαση, στά πλαίσια αύτοΰ τοΰ γενικοΰ σχήματος, καί επηρέασε σημαντικά συγγενείς έπιστημες17. Συνδυασμένη μέ στοιχεία άπό τή μαρξιστική σκέψη καί τή φροϋδική καί μετα-φροϋδική ψυχανάλυση ήταν καθοριστική στή δημιουργία αύτοΰ πού ονομάσθηκε «μετα-δομισμός» ή «άπο-δομισμός» (de-constructionism).
Καί οί δυό όροι είναι άσαφεΐς, μιά καί περιγράφουν τις γενικές κατευθύνσεις ένός συνόλου κριτικών οί όποιες, ξεκινώντας άπό διαφορετικές προοπτικές, εστιάζουν τήν προσοχή τους σε θεμελιώδη
16. Γιά μιά πολύ σύντομη παρουσίαση, βλ. J. F. Haldon, «On the Structuralist Approach to the Social History of Byzantium», BS 42 (1981) 203 χ.έξ.
17. Βλ. M. Godelier, Horizon, trajets marxistes en anthropologie, Παρίσι 1973' M. Auge, «Towards a rejection of the meaning-function alternative». Critique of Anthropology 13/14 (1979) 61-75 (άρχιχάστό L'Homme 18 (1978) 139-154)· τοΰ Ιδιου, The Anthropological Crete: Symbol, Function, History, (Cambridge Studies in Social Anthropology, 37), Cambridge 1982· M. Glucksman, Structural Analysis in Contemporary Social Thought: a Comparison o f the Theories o f Claude Lévi-Strauss and Louis Althusser, Λονδίνο 1974 καί A. Assiter, «Althusser and Structuralism», British Journal of Sociology 35 (1984) 272-296.
ΣΤΓΧΡΟΝΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ 29
στοιχεία μιας έξίσου πλατιάς ποικιλίας άλλων προσεγγίσεων. Σπουδαιότατη θέση σε όλες τ ις μετα-δομιστικές άναπτύξεις κατέχει ή κριτική της θέσης τοϋ «υποκειμένου», δηλαδή τοΰ ατόμου τοϋ προικισμένου με ορισμένες κριτικές ιδ ιότητες καί μιά έλευθερία ανταπόκρισης στο περιβάλλον στο όποιο ζεΐ. Πάντως άρκετοί οπαδοί αύτής της κατεύθυνσης δεν έπιθυμοΰν νά συμπεριληφθοΰν στούς «μετα-δομιστες» κι έξακολουθοΰν νά δηλώνουν «μαρξιστές» ή «δομιστές». ' Επομένως, τ ί άποτελεϊ ό «μεταδομισμός»;
Ίσως θα ήταν χρήσιμο νά απαριθμήσουμε τά κύρια στοιχεία τά όποια συνδυάσθηκαν στήν παραγωγή αύτοΰ τοΰ ρεύματος: τόν δο- μιστικό μαρξισμό τοΰ Althusser, τή σημειολογία καί τίς σημειω τικές προσεγγίσεις στή συμβολική άναπαράσταση καί γλώσσα καί, τέλος, τήν ψυχανάλυση τοϋ Jacques Lacan, χωρίς νά παραλείψουμε τίς κριτικές τοΰ άλτουσεριανοΰ έργου στό έσωτερικό τοΰ μαρξιστι- κοϋ στρατοπέδου. Δίχως άμφιβολία, ό αναγνώστης έχει ήδη μπερδευτεί!
Ό δομιστικός μαρξισμός τοΰ Althusser, άναπτυγμένος στίς δεκαετίες τοΰ 1950 καί 1960, άποτελοΰσε κυρίως μία κριτική τών οίκονομιστικών μαρξιστικών αναλύσεων στίς όποιες ή σχέση « ιδ εολογίας» μέ τήν κοινωνική πρακτική καθώς καί μέ τό οικονομικό έπίπεδο μιας κοινωνικής δομής εμφανιζόταν άπλουστευτική καί χωρίς προβλήματα. Ό Althusser προσπάθησε νά διορθώσει τά πράγματα αποβάλλοντας άπό τό μαρξιστικό σώμα τίς άνθρωπιστικές, έμπειριστικές καί ίστορικιστικές έρμηνεΐες. ’Ανθρωπισμό θεωροΰ- σε τήν πλάνη ότι ή άνθρώπινη υποκειμενικότητα έκλαμβάνεται άκριτα ώς ό ρυθμιστής τών πάντων καί έμπειρισμό τήν άποψη ότι ή γνώση μπορεΐ νά προέλθει άπό έναν «άληθινό» κόσμο καί νά καταστεί γνωστή μέσω της έμπειρίας.
Καταρχήν, ό Althusser ισχυρίστηκε ότι ήταν άναγκαΐο νά άπορριφθεΐ τό παραδοσιακό μοντέλο της «βάσης-έποικοδομήμα- τος» τών κοινωνικών σχηματισμών. Τό θεωρούσε έμπειριστική διατύπωση ή όποία άντιπροσωπεύει μια δυϊστική άντίθεση άνάμεσα στή νόηση καί τήν ύλη, σύμφωνα μέ τήν όποία οί ιδέες θεωροΰνται μόνον άντανακλάσεις τής υλικής πραγματικότητας, μέρος τοΰ «έποικοδομήματος». ’Αντίθετα, είσηγήθηκε ένα μοντέλο κοινωνι- κοΰ σχηματισμού άποτελούμενο άπό σειρά κοινωνικών πρακτικών ή έπιπέδων, τά όποια άλληλεξαρτώνταν αν καί ήταν σχετικά αύτό-
30 ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
νομα. Τ à προσδιόρισε ώς οικονομικό, πολιτικό, ιδεολογικό καί θεωρητικό έπίπεδο. Τά έπίπεδα ή οί πρακτικές αύτές θεωρούνται στήν ολότητά τους ότι «ύπερκαθορίζονται» (ό όρος δανεισμένος άπό τόν Φρόϋντ) συγκυριακά άπό μία συγκεκριμένη πρακτική. Τό οικονομικό θεωρείται καθοριστικό «μόνον στήν έσχατη περίπτωση», οσο οί σχέσεις παραγωγής καθορίζουν τήν άποτελεσματικό- τητα τών άλλων έπιπέδων στήν ολότητα ένός κοινωνικού σχηματισμού. Επ ιπλέον, ό Althusser προτείνει καί μιά γνωσιοθεωρία: γνώση δέν είναι κάτι πού ένυπάρχει στόν πραγματικό κόσμο καί άποσπαται μέσω της έμπειρίας, άλλα τό άποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης πρακτικής μέσω τής όποίας τά άτομα συγκροτούνται μέσα σέ συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις, τις όποιες έπειτα οί ίδιοι άναπαράγουν μέ τή σειρά τους ώς «φορείς» της ίδιας τής κοινωνικής πραγματικότητας. Ή έννοια τής ιδεολογίας είναι σπουδαία έδώ γ ια τί είναι μέσω τών «βιωμένων» ιδεολογιών —συγκεκριμένων μορφών παραγωγής γνώσης πού προκαλοϋνται άπό τις πρακτικές συγκρότησης άτόμων στις όποιες άναφερθήκαμε προηγουμένως— πού τά άτομα δέχονται τόν χαρακτήρα καί τήν προσωπικότητά τους. Ή ιδεολογία θεωρείται ετσ ι ότι καθορίζει αύτό πού τά άτομα πιστεύουν ότι γνωρίζουν γιά τόν κόσμο.
Σ τή σκέψη τοϋ Althusser, έπομένως, γνώση καί ιδεολογία δέν θεωροΰνται σώματα σκέψης τά όποια άντανακλοϋν τήν έμπειρία, άλλα πρακτικές καθ’ έαυτές, τό ίδιο «ύλικές» όπως καί άλλες πού περικλείουν συγκεκριμένες έπιδράσεις/άποτελέσματα, όπως τό «γνωσιολογικό» καί τό «ιδεολογικό»18.
18. Βλ. τό Ιργο καί τις κριτικές τοϋ Althusser στήν παρ. 11, πιό πάνω. Ή προσέγγισή του τής ιδεολογίας (5ν καί άπό τότε προσπάθησε να τήν τροποποιήσει άνάλογα μέ όρισμένες κριτικές που δέχθηκε) έκφράζεται καλύτερα στό: «Ideology and Ideological State Apparatuses (notes towards an investigation) », Lenin and Philosophy and Other Essays, Λονδίνο 1977,121-173. Γιά σχολιασμό καί συζήτηση, βλ. G. McLennan, V. Molina, R. Peters, «Althusser’s theory of ideology». On Ideology (Centre for Contemporary Cultural Studies, University of Birmingham, Working Papers 10 ,2 1977), Λονδίνο 1978, 75-105· P. Q. Hirst, «Althusser’s Theory of Ideology», Economy and Society 5 (1976). Ό Althusser οφείλει κάτι καί στόν Gramsci, ιδιαίτερα άναφορικά με τήν ιδέα τής ιδεολογίας ώς μηχανισμού χοινωνιχής συνοχής. Βλ. S. Hall, R. Lumley, G. McLennan, «Politics and Ideology: Gramsci», On Ideology, 45 κ. έξ.
ΙΪΤΧΡΟΝΚΣ ΚΠΙΛΟΓΚ1 ΚΑΙ ΠΡΟΚΛΗΣΗ!!
Κεντρική θέση στή θεωρία τοϋ Althusser —καί ταυτόχρονα, τό άφετηριακό σημείο τών κριτικών τοϋ άλτουσεριανοϋ έργου— κατέχει τό Ιργο τοϋ ψυχαναλυτή Lacan. Ό τελευταίος ανέπτυξε ένα μοντέλο συγκρότησης τοϋ ατόμου, τοϋ υποκειμένου, τό όποιο έπη- ρεάστηκε —αν καί διαφοροποιήθηκε ριζικά— άπό τό έργο τοϋ Freud. Ό Lacan έπικέντρωσε τό ένδιαφέρον του στό φροϋδικό οιδιπόδειο σύμπλεγμα— άπό τό όποιο περνούν θεωρητικά όλα τά άγό- ρια — άντιμετωπίζοντας τις διάφορες φάσεις καί διαδικασίες πού αύτό περιέχει ώς καθοριστικές γιά τήν «έξοδο» τοϋ παιδιού στήν κοινωνία καί τή γλώσσα. ’Αποτέλεσμα είναι ενα ύποκείμενο τό όποιο είναι προϊόν τοϋ συνδυασμού προκατασκευασμένων εικόνων, είναι έπομένως άνερμάτιστο, καί χαρακτηρίζεται άπό ύπαρκτες καί έν δυνάμει έντάσεις καί άντιφάσεις. Ούσιαστικά, δεν ύπάρχει άνθρώπινο ύποκείμενο ούτε άνθρώπινη φύση, παρά μιά συνάθροιση άπό ιδεολογικές έπιδράσεις καί εικόνες τοϋ «έαυτοϋ» πού προέρχονται άπό τά κοινωνικά καί πολιτισμικά περιβάλλοντα μέσα στά όποια μεγαλώνει τό παιδί. Ό συλλογισμός τοϋ Lacan δεν τελειώ νει έδώ' είναι πολύ πιό σύνθετος καί πολύπλοκος. Ό μω ς έχουμε ήδη π ει άρκετά γιά νά διαφανεϊ ή σπουδαιότητά του στον άλτουσε- ριανό ορισμό τών ιδεολογικών πρακτικών ώς έκείνων οί όποιες καθορίζουν τό χαρακτήρα καί τήν ύποκειμενικότητα19.
Τό τρίτο σκέλος της μετα-δομιστικής σκέψης είναι λιγότερο έσωτερικό. Άναφέρεται στά γλωσσολογικά στοιχεία τοϋ δομισμού, συγκεκριμένα, στή θεωρία τών δύο όψεων ένός κώδικα έπι- κοινωνίας, τοϋ «σημαίνοντος» καί τοϋ «σημαινόμενου», καθώς καί στήν ύπαρξη διπλών ζευγών καί άντιθέτων. Σύμφωνα με αύτή τήν προσέγγιση, ή θέση ή ή άντιστροφή τών σημείων —γλωσσολογικών ή, εύρύτερα, «πολιτισμικών»— μπορεΐ νά άλλάξει τό νόημα τό
19. Βλ. L. Althusser, «Freud and Lacan», New Left Review 55 (1969), D. Adlam et al., «Psychology, Ideology and the Human Subject», Ideology and Consciousness 1 (1977) 5-56, καί σύγκρινε μέ τήν απάντηση τοϋ S. Hall, «Some Problems with the Ideology/Subject Couplet», Ideology and Consciousness 3 (1978) 113-121. Βλ. έπί- σης, R. Wollheim, New York Review of Books, τόμ. 25,σημ. 21-2 ( Ίαν. 1979). Γιά περαιτέρω ανάπτυξη, βλ. R. Coward, «Lacan and Signification: an Introduction», Edinburgh '76 Magazine 1 (1976) 6-20.
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
όποιο, καθοριζόμενο άπό τή θέση καί ετσι άπό τό πλαίσιο άναφο- ράς του, δέν μένει ποτε άναλλοίωτο.
' Ερμηνεία (γιά παράδειγμα, ένός κειμένου ή μιας ομάδας πολιτισμικών φαινομένων) σημαίνει πρώτα άπ’ όλα προσδιορισμό τοϋ πλαισίου, καθορισμό τών στοιχείων τά όποια ένεργοΰν ώς σημαίνοντα καί σημαινόμενα, καθώς καί τοϋ τρόπου λειτουργίας τους. Τό νόημα καθίσταται ετσι μονίμως «άνοιχτό». Τελικά, οί προθέσεις τοΰ συγγραφέα δεν έχουν καμία σχέση μέ τήν πραγματική λειτουργία τοΰ κειμένου, γ ια τί νέα νοήματα συνεχώς άντλοΰν- ται, άνάλογα με τό πολιτισμικό πλαίσιο άναφορίς τοΰ άναγνώστη. Καί έφόσον καί ό άναγνώστης συγκροτείται άπό τό κοινωνικό πλαίσιο στό όποιο ζεϊ, όπως καί άπό τό πλαίσιο στό όποϊο έγγρά- φεται ή «άνάγνωση», οί πιθανές άναγνώσεις πού μποροΰν νά άπο- δοθοΰν σε ενα κείμενο γίνονται άναριθμητές20. Φυσικά, οί όροι «κείμενο» καί «άνάγνωση» πρέπει νά έκληφθοΰν στήν εύρύτερη δυνατή εννοιά τους.
Αύτά είναι τά κύρια ρεύματα της μετα-δομιστικής ή «άποδομι- στικής» σκέψης. Ά πό κοινοΰ με τίς εννοιες τοΰ «λόγου» (discourse) καί τής «πρακτικής τοΰ λόγου» (discursive practice) —όπως αυτές τελειοποιήθηκαν στό εργο τών δομιστών γλωσσολόγων καί ιδ ιαίτερα τοΰ Michel Foucault— άσκησαν σκληρή κριτική τόσο στήν παραδοσιακή λογοτεχνική κριτική όσο καί στή μαρξιστική καί μή μαρξιστική ιστοριογραφία21. Ό λόγος (discourse) άναφέρεται ού-
20. Βλ., γιά παράδειγμα, R. Giraud, Semiology, Λονδίνο 1975· R. Barthes, Elements o f Semiology, Λονδίνο 1970' P. Macherey, A Theory of Literary Production, Λονδίνο 1978- M. Foucault, «What is an author?», στο D. F. Bouchard (έκδ.), Language. Counter-Memory, Practice: Selected Essays and Interviews, Νέα Ύόρκη 1977.
21. To έργο τοϋ Foucault προκάλεσε εύρεία συζήτηση στα πεδία πού άναφέρα- με. Βλ. είδιχότερα τό Archaeology o f Knowledge, Λονδίνο 1972, The Order of Things: An Archaeology of the Human Sciences, Λονδίνο 1973, The History o f Sexuality I: An Introduction, Λονδίνο 1978, «Politics and the study of discourse». Ideology and Consciousness 3 ( 1978). Γ ιά μια χρήσιμη άνάλυση χαί παρουσίαση τοϋ έργου, τής έπιρροής, καί τής εξέλιξης τών ιδεών του, βλ. J. Weeks, «Foucault for Historians», History Workshop Journal 14 (1982) 106-119 μέ βιβλιογραφία χαί επίσης P. Η. Hutton, The History o f mentalities (όπως χαί παρ. 14), ιδιαίτερα 251 κ.
ΣΪΤΧΡΟ.ΝΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ
σιαστικά σε μιά πολιτισμική γλώσσα ή «σημαίνουσα πρακτική». Σ το σύνολο δηλαδή τών κωδίκων συμπεριφοράς, σκέπτεσθαι καί γλώσσας, τούς οποίους συνεπάγεται κάποιος πολιτισμικά καθορισμένος ρόλος —ή σύνολο ρόλων— όπως, για παράδειγμα, αυτός τοϋ «παντρεύομαι» ή «είμ α ι ιστορικός». Συνήθως, χρησιμοποιείται με εύρύτερη έννοια, ώς «λόγος» τοΰ κοινωνικού όλου, δηλαδή του συνόλου τών τρόπων έπικοινωνίας καί ανταλλαγής στα πλαίσια τοϋ όποιου συγκροτείται καί άναπαράγεται ή κοινωνική ύπαρξη.
Στήν πιό αναπτυγμένη της διατύπωση, ή προσέγγιση αύτή διατείνετα ι ότι δεν μπορεΐ νά γ ίνει διάκριση ανάμεσα «στό χώρο τοΰ λόγου» καί «στό χώρο τών άληθινών άντικειμένων», στόν όποιο ό πρώτος άντιστοιχεΐ. ’Αντίθετα, υ ιοθετείται ή άποψη ότι είναι αδύνατο νά άναφερθοΰμε σέ οτιδήποτε έκτός λόγου σά μέτρο άπόδει- ξης ή έγκυρότητας αύτοΰ τοΰ λόγου. Δεν αμφισβητείται ή ύπαρξη ένός «πραγματικοΰ» κόσμου· όμως έφόσον ή ανθρώπινη ύποκειμε- νικότητα συγκροτείται μέσω τοΰ λόγου, οί όροι τοΰ οποίου καθορίζουν τούς τρόπους με τούς οποίους οτιδήποτε μπορεΐ νά γ ίνει γνωστό, μάλιστα αύτό πού μπορεΐ νά γ ίνει γνωστό, τότε τίποτε δεν μπορεΐ νά ειπω θεί καταρχήν γιά αύτόν τόν κόσμο. Σ τή βάση αύτής της ύπόθεσης, δεν μπορεΐ νά υπάρξει επικοινωνία διά μέσου λόγων. ’Επιχειρήματα πού προέρχονται άπό τό έσωτερικό ένός λόγου δεν μπορούν νά άνασκευάσουν καί νά άκυρώσουν έκεϊνα πού προέρχοντα ι άπό τό έσωτερικό ένός άλλου. Πρόκειται για δύο άσυμβίβαστες ομάδες παραλλαγών γιά τις όποιες δέν ύπάρχει άλλη δυνατότητα άπό τήν άπλή άντιπαράθεση. Ό μόνος τρόπος άντιμετώπισης ένός θεωρητικοΰ λόγου είναι ή ύποβολή του σε μιά αύστηρή έσωτερική έξέταση, σε άναζήτηση έσωτερικών άντιφάσεων καί άσυνεπειών.
Ή «πρακτική τοΰ λόγου» άφορα τό σύνολο τών πρακτικών —διανοητικών καί ύλικών— πού συνδυάζονται γιά νά διατηρήσουν καί νά άναπαράγουν Ινα δεδομένο λόγο. «Δια-λογικές πρακτικές» (inter-discursive practices) είναι έκείνες πού έπιτρέπουν στόν άνθρωπο νά τροποποιήσει τήν πρακτική του, περνώντας άπό τούς περιορισμούς ένός λόγου σε έκείνους ένός άλλου22.
έξ. A. Megill, «Foucault, Structuralism and the Ends of History», Journal of Modern History 51 (1979) 451-503.
22. Τά σαφέστερα παραδείγματα αύτοΰ τοΰ έπιχειρήματος ίχουν παρατεθεί
ΜΑΡΞΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
Καθίσταται σαφές ότι αύτή ή προσέγγιση είναι επηρεασμένη άπό τόν ορθολογισμό καί τή σκέψη τοϋ Kuhn, άρα ύπόκειται στήν ίδ ια άκριβώς κριτική. Στήν ούσία, άποτελεϊ μιά άντιστροφή τοϋ έμπειρισμοΰ καί συναντά τις ίδ ιες δυσκολίες, εγγενείς στό έργο τοϋ Saussure καί «κληρονομημένες» στή μετα-δομιστική σκέψη. Τό πρόβλημα τής μετα-δομιστικής θεωρίας γενικότερα παραμένει αυτό τής κατανόησης τοϋ τρόπου μέ τόν όποιο στοιχεία τά όποια άντλοΰν τό νόημά τους άπό τή θέση τους μέσα σε ενα σύστημα είναι δυνατό νά άναφέρονται σέ πραγματικά άντικείμενα τά όποϊα καί έχουν μία άνεξάρτητη ύπαρξη, πέραν τοϋ συστήματος αύτοΰ2·1.
Αύτό τό όποιο συνέβη —έν μέρει έξαιτίας τής ένασχόλησης τοϋ μετα-δομιστικοΰ λόγου μέ τήν πολιτισμική παραγωγή (λογοτεχνία, κινηματογράφο, κ.ά.)— είναι ότι ή γλώσσα, άπό τή θέση της ώς κατεξοχήν συστήματος έπικοινωνίας, κατέλαβε τή δεσπόζουσα θέση στή διαδικασία συγκρότησης τής πραγματικότητας. Ή πραγματικότητα καθίσταται μία λειτουργία της γλώσσας. Ταυτόχρονα, δύο στοιχεία κυρίαρχα σέ όποιαδήποτε άπόπειρα έρμηνείας τής κοινωνικής άλλαγής, τής πολιτικής σύγκρουσης καί τής ιδεολογικής μετεξέλιξης, δηλαδή ή άνθρώπινη έπενέργεια καί οί δομικές
άπό τούς Β. Hindess καί P. Q. Hirst, Mode of Production and Social Formation (ό.π. σημ. 9). Βλ. έπίσης, Macherey, A Theory o f Literary Production (δ.π. σημ. 20), P. Q. Hirst, «The Social Theory of Anthony Ciddens: a New Syncretism?» Theory, Culture and Society 1 (1982)· τοϋ ίδιου, On Law and Ideology, Λονδίνο 1979. Αύτά άναφέ- ρονται κυρίως σέ ένα κοινωνιολογικό/ιστορικό πλαίσιο* όμως ή μεγάλη σπουδαιότατα τής γλώσσας καί τής γλωσσικής κατασκευής είναι σαφής, καί εκφράζεται στό έργο τών Macherey καί Barthes, όπως καί σέ έκεϊνο τοϋ Pecheux: R. Woods, «Discourse Analysis: The work of Michel Pecheux», Ideology and Consciousness! (1977) 57-59. Βλ. επίσης, C. Haroche, P. Henry, M. Pecheux, «La semantique et la coupure Saussurienne: langue, langage, discours», Langages 24 (1971), 93-106.
23. Βέβαια, πολλοί μετα-δομιστές θά ισχυρίζονταν πώς δέν υπάρχει κανένας λόγος έρμηνείας αυτών τών σχέσεων, έπειδή κάθε λόγος είναι όλοκληρωμένος άπό μόνος του καί άναφέρεται μόνο στό έσωτερικό του. Αύτό οδηγεί στήν παραδοχή ότι οί λόγοι έρχονται σέ σύγκρουση στή βάση τής τύχης, καί ότι τά «νοήματα πού εμφανίζονται νά έχουν περίπου ίδιες άξίες σέ διαφορετικούς λόγους τό κάνουν τυχαία». Έάν δεχθούμε αύτή τή συλλογιστική, δέν ύπάρχει καμία άπολύτως δικαιολό- γηση τής μελέτης τόσο τοϋ παρελθόντος όσο καί τής λογοτεχνίας, έκτος ίσως γιά λόγους προσωπικής εύχαρίστησης.
ΣΪΤΧΡΟΝΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ 35
επιδράσεις της κοινωνικής πρακτικής πάνω στον χρόνο, υποβαθμίζονται σέ θέση άσημαντότητας. Έ τσ ι γ ίνεται αδύνατο νά έρμηνευ- θεΐ ή γένεση τής άλλαγής, μόνιμο πρόβλημα τής δομιστικής άνάλυ- σης24. Πρέπει πάντως νά έπισημάνουμε σέ αύτο το σημείο ότι ή ακραία άπο-δομιστική λογική —πού έκπροσωπεϊται για παράδειγμα άπό τον Jaques Derrida— δέν εγινε ευρέως άποδεκτή στή με- τα-δομιστική σχολή, ένώ πολλοί υπήρξαν καί κριτικοί άπέναντί της, συμπεριλαμβανομένου καί τοϋ Foucault.
Σχετικά πρόσφατα, γιά παράδειγμα, ή μετα-δομιστική σκέψη έστιασε το ένδιαφέρον της στίς μή γλωσσολογικές δυνάμεις πού καθορίζουν τίς μορφές τοΰ λόγου. Σ έ άντίθεση μέ τήν έμφαση στήν προτεραιότητα τοΰ συμβολικοΰ έπιπέδου —γραφής, μορφής τέ χνης, έπικοινωνίας μέσω σημασιοδότησης (σημαίνον - σημαινόμε- νο)— διανοητές όπως ό Cilles Deleuze, ό François Lyotard καί ό Foucault προσπάθησαν νά άναπτύξουν μια θεωρία συγκρότησης τοΰ υποκειμένου μέσω τοΰ λόγου τοϋ έπικεντρωμένου στή δύναμη καί τήν έπιθυμία —τή «φιλοσοφία τής έπιθυμίας» όπως αυτή εγινε γνωστή. ’Αμφισβητώντας τήν προγενέστερη άποψη'ότι είναι τά συστήματα έπικοινωνίας, δηλαδή άνταλλαγής συμβόλων, τά όποια συγκροτοΰν τό κοινωνικό, αύτή ή προσέγγιση διατείνεται ότι οί συμβολικές δομές στήν ουσία έξυπηρετοΰν τήν κάλυψη τών σχέσεων έξουσίας, οί όποιες συμπεριλαμβάνουν καί «σχέσεις έπιθυμίας» στήν εύρύτερή τους έννοια. Τά επιχειρήματα ύπήρξαν σύνθετα καί οί πλευρές πού άποσαφηνίστηκαν πολύ σημαντικές. Ωστόσο μιά άπό τίς δυσκολίες πού προέκυψαν ήταν ή παραγωγή τής έννοιας τής έξουσίας ή όποία ένυπάρχει στίς δομές τής κοινωνικής ζωής καί ή συνακόλουθη ύποστασιοποίηση τής έξουσίας καί τής έπιθυ-
24. Γιά τή μετα-δομιστική ότττική, βλ. D. Adlam, A. Salfield, «A Matter of Language: Review of R. Coward, J. Ellis, Language and Materialism: Developments in Semiology and the Theory o f the Subject, Λονδίνο 1977», στό Ideology and Consciousness 3 (1978) 95-111. Για κριτικές βλ. Bob Scholte, «From Discourse to Silence: the Structuralist Impasse», Towards a Marxist Anthropology: Problems and Perspectives, (έκδ. S. Diamond), Νέα Ύόρκη-Χάγη 1979, 31-67 καί D. E. Coodfriend, «Plus ça change, plus c'est la même chose: the Dilemma of the French Structuralist Marxists», στο ίδιο, 91-124.
36 ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
μίας, κάτι πού ό μεταδομισμός στάθηκε άνίκανος νά αντιμετωπίσει25.
Οί συζητήσεις αύτές προκάλεσαν πληθώρα επιχειρημάτων καί ιιυκνή άρθρογραφία. ’ Ιδιαίτερα, ή κριτική πού άσκησαν οί μετα- δομιστες στόν εμπειρισμό καί τον ιστορικό υλισμό, τόσο στις λογοτεχνικές όσο καί στις καθαρά ιστορικές τους έκφράσεις, προκάλεσε νέες έξελίξεις στή διαμάχη γύρω άπό τή συγκρότηση της γνώσης καί τοϋ ρόλου πού παίζουν σ’ αύτή τή διαδικασία οί άφηγηματικες μορφές. Ή αφήγηση είναι σπουδαία γ ια τί είναι μιά μορφή κοινή, τόσο στή λογοτεχνία, ώς μυθοπλασία, όσο καί στήν ιστορία: καί οί δύο χρησιμοποιοΰν άφηγηματικες δομές οί όποιες ένσωματώνουν ρητορικά στοιχεία μέ σκοπό νά πείσουν τό άναγνωστικό κοινό γιά τήν έγκυρότητα κάποιου έπιχειρήματος. Βέβαια, ό άπώτερος σκοπός της λογοτεχνίας είναι διαφορετικός άπό αύτόν της ιστορίας, όμως παραμένουν άρκετά κοινά στοιχεία ικανά νά προκαλέσουν κοινά προβλήματα. ’Επιπλέον, ή διαμάχη γύρω άπό τήν άφήγηση δέν άφορα μόνο τή μορφή. Τό ζήτημα τοΰ κατά πόσο οί άφηγημα- τικες δομές, πέραν άπό τις λειτουργίες έπικοινωνίας καί πειθοΰς, συγκροτοΰν άμεσα τήν ιστορική γνώση καθ’ έαυτή, είναι σαφώς στενά συνδεδεμένο με τά προαναφερθέντα έπιστημολογικά προβλήματα.
Ισω ς ό γνωστότερος έκφραστής αύτης της άποψης είναι ό Hayden White ό όποιος υποστήριξε ότι, έφόσον ή άφηγηματική μορφή άποτελεΐ καταρχήν μέρος της λογοτεχνικής φαντασίας, ή ιστορία μπορεΐ νά «διασωθεί» άπό τ ις έπιστημες (δηλαδή, άπό τήν άποστεωτική έφαρμογή συστημάτων άποδείξεων, όπως αύτή έφαρμόζεται στις φυσικές έπιστημες) μέσω της έμφασης της συγγέ- νειάς της μέ τή λογοτεχνία16.
25. Γιά μιά καλή σύνοψη τών πρόσφατων συζητήσεων σέ αύτή τήν περιοχή, βλ. P. Dews, «Power and Subjectivity in Foucault», New Left Review 144 (Μάρτιος-’Απρίλιος 1984) 72-95 κι έπίσης, Cary Wickham, «Power and Power Analysis: Beyond Foucault?», Economy and Society 12 (1983) 468-498.
26. Hayden White, Metahistory: The Historical Imagination in Nineteenth-Cen- tury Europe, Βαλτιμόρη 1973, Tropics o f Discourse, Βαλτιμόρη 1978. Βλ. έπίσης, L. J. Goldstein, Historical Knowing Austin, Τέξας/Λονίίνο 1976, P. Munz, The Shapes of Time: A Mew Look at the Philosophy of History, Connecticut 1977.
Σ1ΓΧΡ0ΝΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ 37
Αύτή ή «άφηγηματιστική» θέση συνδέεται άπό πολλές πλευρές μέ τις απόψεις τών μετα-δομιστών κριτικών στή θεωρία τής λογοτεχνίας. Πρεσβεύεται ότι τό παρελθόν δέν μπορεΐ νά νοηθεί ώς καθορισμένη πραγματικότητα, στοιχεία τής όποίας αναμένουν νά ανακαλυφθούν άπό τόν ιστορικό —κάτι πού, άλλωστε, άποτελεϊ μιά πλατιά διαδεδομένη κριτική τοϋ άφελοΰς έμπειρισμοϋ. ’Α ντίθετα, τό παρελθόν συλλαμβάνεται σαν ενα χαοτικό συνονθύλευμα στοιχείων, στερούμενο νοήματος, πάνω στό όποιο άποκρυσταλλώ- νεται Ινα νόημα μέσω τής έφαρμογής τής άφηγηματικής δομής. ’Αλλά έφόσον υπάρχει ποικιλία άφηγηματικών δομών ή μορφών, συνεπάγεται ότι δέν υπάρχει μοναδική «σωστή» έρμηνεία μέσω τής όποίας μπορεΐ νά συλληφθεΐ τό «νόημα» τοϋ παρελθόντος, άλλά μιά πολυμορφία άντιμαχόμενων νοημάτων άνάμεσα στά όποια ό ιστορικός καλείται νά έπ ιλέξει έκεΐνο τής άρεσκείας του. Μ ’ αύτόν τόν τρόπο, οί ιστορικοί είναι έλεύθεροι νά έρμηνεύσουν σύμφωνα μέ τις δικές τους άπόψεις, καί μοναδική αιτία έπιλογής μιας συγκεκριμένης άποψης είναι ότι αύτή πιθανόν φωτίζει καλύτερα τό άντι- κείμενο, σύμφωνα πάντοτε μέ τ ις άνάγκες τοϋ έρμηνευτή άλλά καί τοϋ άναγνωστικοΰ κοινοΰ. Ή έπιλογή αύτή βασίζεται στή δυνατότητα ορισμένων μετα-ιστορικών δομών νά άποδίδουν νόημα σέ κάτ ι τό όποιο άπό μόνο του στερείται νοήματος. Αύτές οί μετα-ιστο- ρικές δομές είναι κοινές τόσο στή λογοτεχνική όσο καί τήν ιστορική άφήγηση.
Ή μετα-ιστορία, όπως έγινε γνωστή αύτή ή τάση, όφείλει κάτι στις κριτικές έναντίον τοϋ όντολογικοΰ έμπειρισμοϋ καί τοϋ άφε- λοϋς ρεαλισμού καθώς καί στις μετα-δομιστικές κριτικές τών διαφόρων μορφών τοϋ ιστορικού ύλισμοϋ. 'Ωστόσο ή κύρια κριτική πού της άσκήθηκε άναφέρεται στις μεγάλες έσωτερικές της άντιφάσεις. Γ ιά παράδειγμα, ή άποδοχή έκ μέρους της ότι υπάρχουν άποδει- κτικά στοιχεία στό παρελθόν προϋποθέτει τή σύλληψη τοϋ παρελθόντος ώς πραγματικότητας27.
27. Κριτικές τής μετα-ίστορίας μπορούν νά βρίθουν ατό History and Theory 19/ 4 (1980 (=Metahistory: six critiques. History and Theory Beiheft 19). Βλ. ιδιαίτερα P. Pomper, «Typologies and Cycles in Intellectual History», 30-38 καί M. Mandelba- um, «The Presuppositions of Metahistory», 39-54.
38 ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ό μω ς, ή ιδέα τής αφήγησης συνάντησε καί άλλους, έλαφρώς διαφοροποιημένους στον προσανατολισμό τους, οπαδούς όπως ό Lawrence Stone ό όποιος καί έπιχειρηματολόγησε έναντίον αΰτοϋ πού ό ίδιος ονομάζει «ΰπερέμφαση στό ρόλο της δομής» στήν ιστορία καί ύπερ μιας έπιστροφής στόν άνθρωπιστικό πυρήνα τής δυτικής ιστοριογραφίας. Ό Stone προτρέπει τούς ιστορικούς νά είναι καί πλουραλιστες καί έκλεκτικοί σέ οτιδήποτε δανείζονται άπό τίς κοινωνικές έπιστήμες καί, τελικά, νά χρησιμοποιούν μόνον αύτό πού έξυπηρετεΐ τίς άμεσες καί ιδιαίτερες άνάγκες τους. Ή άποψη τοϋ Stone, άν καί έλαστικότερη τών μετα-ιστορικών, ετυχε κι αυτή σφοδρής κριτικής28. Ά ρκεΐ νά ποΰμε ότι ή διαμάχη συνεχίζεται καί ότι παρήγαγε, σχετικά πρόσφατα, μιά άσαφή στήν έστίασή της τάση, άποκαλούμενη στίς ΗΠΑ —όπου καί χαίρει τής μεγαλύτερης έκτίμησης— ώς «Ν έα Ιστορία». Ή «Ν έα Ιστορ ία » όμως ύπήρξε σαφώς λιγότερο νεωτεριστική άπό τήν «Ν έα ’Αρχαιολογ ία » ή όποία άσκησε βαθιά έπίδραση στους άρχαιολόγους καί άν- θρωπολόγους29.
Τέλος, θά πρέπει νά άναφερθοϋμε στή «δομίζουσα» άποψη τών
28. Βλ. L. Stone, «The Revival of Narrative: Reflections on an Old New History», Past and Present 85 (Νοέμβριος 1979) καί τό The Past and the Present, Princeton, N.J. 1982 (συλλογή άρθρων). Γιά κριτικές, βλ. Hobsbawm, «The revival of Narrative: Some Comments», Past and Present 86 (Φεβρουάριος 1980) 308, καί Ph. Abrams, «History, Sociology», Past and Present (Μάιος 1980) 3-16.
29. Βλ. Th. K. Rabb, R. I. Roberg (êxS.), The New History: the 1980s and Beyond, Princeton 1982. Ή «Νέα Ιστορία» είναι ένα μίγμα διαφορετικών κι έκλεκτικών απόψεων, παρά μία διακριτή άποψη ή σύνολο απόψεων. ’Αντίθετα, ή «Νέα ’Αρχαιολογία», όπως αντιπροσωπεύεται άπό τή δεκαετία τοΰ 1960, ιδιαίτερα άπό τό έργο τών Lewis Binford καί Graham Clark, παρουσιάζει μιά πιό συμπαγή εικόνα. Ξεκίνησε μιά προσπάθεια μύησης τών άρχαιολόγων στήν κοινωνιολογική καί άν- θρωπολογική ιστορία καί διεύρυνσης τόσο τής οπτικής όσο καί τής αντίληψης τών μελετητών. Βέβαια, είναι πολύπλευρη, περιλαμβάνοντας άπό «σφιχτές» στατιστικές προσεγγίσεις έως καί τήν πιό θεωρητική δημιουργία ερμηνευτικών μοντέλων, σίγουρα πάντως παρουσιάζει ένα βαθμό ενότητας καί μια σαφή εξέλιξη. Βλ. ειδικότερα Κ. Paddaya, «Myths about the New Archaeology», Saeculum 34 (1983) 70-104, μιά έξοχη ανάπτυξη καί ανάλυση τών δυσκολιών που παρουσιάζονται στήν προσπάθεια δημιουργίας μιας «θεωρητικοποιημένης» άρχαιολογίας. Βλ. έπίσης, D. Bayard, «15 jahre "New Archaeology” : eine kritische Cbersicht», Saeculum 29 (1978) 69-106.
ΣΤΓΧΡΟΝΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ 39
βρετανών κοινωνιολόγων Anthony Giddens καί Philip Abrams. Ό Giddens ισχυρίζεται πώς ιστορία καί κοινωνιολογία άποτελοϋν ουσιαστικά τήν ίδ ια έπιστημη. Πώς έχουν δηλαδή ταυτότητα ένδια- φερόντων καί στις άρχές καί στή λειτουργία τους30. Αύτή ή ταυτότητα έντοπίζεται στον κοινό στόχο της ερμηνείας. Σύμφωνα μέ αύτή τήν άποψη, ή κοινωνική ιστορία/ιστορική κοινωνιολογία ξεχωρίζει όχι μόνον έξαιτίας τοϋ μεθοδολογικοΰ πλουραλισμού της, άλλά κι έξαιτίας της συγκεκριμένης έρμηνευτικης υποχρέωσης της νά έρευνήσει —άλλά καί νά θεωρητικοποιήσει πάνω σ’ αυτήν— τήν αλληλεπίδραση τοϋ ανθρώπινου παράγοντα καί τών κοινωνικών δομών στό χρόνο. Καί αύτό είναι ενα έγχείρημα ταυτόχρονα θεωρητικό στις προθέσεις του καί πρακτικό στις συγκεκριμένες άναφο- ρές του.
Αύτή ή άποψη άμφισβητεΐ τή θέση τών μεθοδολογικά έκλεκτι- κών περί «έπιστημολογικής άπεραντοσύνης» τοΰ κοινωνικοΰ κόσμου καί θέτει ώς άφετηριακό θεώρημα τήν υπόθεση ότι ή άνθρώ- πινη δράση καί ιδιαιτερότητα δεν θά έπικαλυφθοϋν άπό δομικές ολότητες καί γενικές λειτουργίες. Βασική έννοια σέ αύτή τήν προσέγγιση είναι ή «δομοποίηση» (structuration) ή «ή προβληματική τοϋ δομεϊν» (problematic of structuring). Αύτός ό όρος περιγράφει ιστορικές διαδικασίες καί έμφανίζεται εύλογα σάν πρόκληση στόν άφηρημένο δομισμό. Ταυτόχρονα όμως, υπονοεί τή δυνατότητα έκτίμησης ορισμένων κεντρικών καί άντικειμενικά έξαναγκαστι- κών σχέσεων στήν ιστορία, κατασκευασμένων άπό τόν άνθρώπινο παράγοντα, άλλά έπίσης διαποτισμένων άπό μιά πραγματικότητα πέραν της δίκης τους μεταβαλλόμενης σύνθεσης. Αύτό άποτελεΐ μιά σημαντική πρόοδο, τόσο άπό τις παραδοσιακές μή-μαρξιστι- κές, όσο καί άπό τις παραδοσιακές μαρξιστικές άπόψεις περί «βάσης καί εποικοδομήματος».
Καί αύτή ή θεωρία δέν στερείται άδυναμιών. Χαρακτηρίζεται άπό μιά κάποια έκλεκτική επιλογή κοινωνικών μεθοδολογιών μέ περιορισμένη προσοχή σέ πιθανές έπιστημολογικές άντιφάσεις31.
30. A. Giddens, Central Problems in Social Theory, Λονδίνο 1979, Ph. Abrams, Historical Sociology, Shepton Mallet 1982.
31. Γιά ένα γενικό σχολιασμό αυτής τής προσέγγισης, βλ. G. Stedman-Jones,
40 ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
Καί αύτή καθ’ έαυτή ή διαδικασία άνάλυσης, βασισμένη πάνω σε πληθώρα νέων προσδιορισμών καί ευρηματικών εννοιών τις όποιες έπικαλεΐται λόγου χάρη ό Giddens, παραμένει άσαφής. Ή λειτουργία τής «δυαδικότητας τής δομής» (οί δομές ώς προϊόντα άλλά καί παραγωγοί τής άνθρώπινης παρέμβασης) παραμένει δύσκολο νά έφαρμοσθεΐ, έφόσον δεν υπάρχει όρατή επικυριαρχία κάποιων δομών —ή δομιστικών πρακτικών— πάνω σε άλλες. Συνεπώς, οί αίτιακες προτεραιότητες είναι δύσκολο νά έντοπισθοϋν. Ή άποψη τοϋ Giddens κατηγορήθηκε γιά άκατάσχετο συγκρητισμό. "Αν καί βασίζεται έμφανώς στόν ιστορικό υλισμό, έρχεται σε άντίθεση μέ ορισμένες άπό τις βασικές άπολήξεις τής σύγχρονης (δυτικής) μαρξιστικής θεωρίας12.
Αύτά είναι τά γενικά ρεύματα τής τριάδας ιστορία - κοινωνιο- λογία - φιλοσοφία μέ τά όποια ό ιστορικός υλισμός συνυπάρχει καί τά όποια άνταγωνίζεται στή δυτική Εύρώπη καί ειδικότερα στή Βρετανία. Είναι προφανές ότι οί παραδοσιακοί ιδεολογικοί άντί- παλοι τής μαρξιστικής ιστοριογραφίας έντοπίζονται στό έμπειρι- στικό-θετικιστικό ρεϋμα, γ ια τί θά ήταν σωστό νά έπισημάνουμε ότι τό μετα-αλτουσεριανό έπιστημολογικό ρεϋμα —τουλάχιστον στήν ιστορία— εχει υποχωρήσει τελείως. Ή μαρξιστική ιστοριογραφία εκανε σημαντικές προόδους κατά τά τελευταία 15-20
XP0vl“·.......................Αύτό πού θά ήθελα νά κάνω τώρα είναι νά ασχοληθώ έκτενέ-
στερα μέ τις πιό πρόσφατες καί δημιουργικές άμφισβητήσεις της ίστορικής-ύλιστικής θεωρίας στόν άγγλόφωνο κόσμο, αύτές που έπικεντρώνονται στή «θεωρία τοϋ κράτους». Σίγουρα, αύτές δέν άντιπροσωπεύουν τή μόνη πρόκληση στόν ιστορικό υλισμό. Ό μαρξισμός δέν κατέχει κανενός είδους μονοπώλιο τοϋ φιλοσοφικού ρεαλισμοΰ. Κατά μιά έννοια, ή φεμινιστική ιστορία πήγασε άπό τή πολιτικά κατανοητή άπουσία συναφούς προβληματισμοΰ σέ άλλα
«From Historical Sociology to Theoretical History», British Journal o f Sociology 27 (1976). Ειδικότεροι πάνω στόν Giddens, βλ. C. McLennan, «Critical or Positive Theory? a Comment on the Status of Anthony Ciddens' Social Theory», Theory, Culture and Society 2/2 (1984) 123-129.
32. C. McLennan, Marxism, Pluralism and Beyond, Cambridge 1989, 204 κ.έξ.
ΣΪΓΧΡΟΝΈΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ «I
ρεύματα σκέψης, συμπεριλαμβανομένου καί τοϋ μαρξισμοϋ, καί έπισήμανε τον κεντρικό χαρακτήρα τών κοινωνικών σχέσεων πού βασίζονται στή γονιμότητα, τον καταμερισμό τής σπιτικής έργα- σίας καί ιδεολογίες περί φύλου στα πλαίσια πατριαρχικών κοινωνι- κο-πολιτισμικών σχηματισμών. Τέτοιες σχέσεις έχουν κάποια έν- νοιολογική συνοχή, ώστόσο ύπόκεινται σέ άλλαγή καί έξέλιξη. Ή φεμινιστική θεωρία προσπάθησε νά διαμορφώσει ενα έρευνητικό πρόγραμμα (ή προγράμματα, έπειδή υπάρχει πληθώρα θέσεων στο έσωτερικό της) το όποιο θα αντικαταστήσει τό μαρξισμό καί άλλα ρεύματα σκέψης πού δέν έδωσαν τή δέουσα προσοχή σε θέματα σχετιζόμενα με τό φύλο στήν κοινωνία. Πάντως, ύπάρχει πάντοτε ό κίνδυνος ταύτισης τών κοινωνικών σχέσεων με τό φύλο (κάτι άνάλογο μέ τόν οίκονομισμό τοΰ παραδοσιακού μαρξισμοϋ) καί άξίζει νά έπισημάνουμε ότι ή σύγχρονη φεμινιστική θεωρία καί ιδιαίτερα ή ιστοριογραφία εχει συνδεθεί πιό στενά μέ μια υλιστική σύλληψη τής γνώσης·*·1.
33. A. Weir, Ε. Wilson, «The British Women's Movement», New Left Review 148 (Νοέμ.-Δεκ. 1984) 74-103. Γ ιά μιά χρήσιμη πρόσφατη επισκόπηση, βλ. P. Anderson, «A culture in Contraflow», New U ft Review 180 (Μάρτιος-Απρίλιος 1990)
Μ Ε ΡΟ Σ Β'
1. Μαρξισμός Mai Octdpta τοΰ κράτους: τό πρόβλημα τοΰ κράτους
Στό υπόλοιπο μέρος αύτης της έργασίας, θά έξετάσω μιά συγκεκριμένη σύγχρονη πρόκληση στήν ίστορικο-υλιστική άνάλυση καί θεωρία καί θά προσπαθήσω νά δείξω ότι μιά ολοκληρωμένη καί έξελιγμένη υλιστική άνάλυση παραμένει ή πιό χρήσιμη ευρηματική καί έρμηνευτική προσέγγιση στήν κατανόηση τών τρόπων έξέλιξης καί λειτουργίας τών παρελθουσών κοινωνιών.
Ή θεωρία τοϋ κράτους έκπροσωπεΐται, καί σε μεγάλο βαθμό θεμελιώθηκε, άπό τήν ’Αμερικανίδα ιστορικό Theda Skocpol καί τό έργο της γιά τις κοινωνικές έπαναστάσεις·’'·. Τό εργο της Skocpol άποτελεΐ σημαντική πρόοδο στό χώρο τοΰ ίστορικοΰ ρεαλισμοΰ. Συνδυάζει ύπό κοινό πρίσμα κοινωνικές έπιστημονικές (θεωρητικές) έννοιες καί έμπειρική έργασία;,\ Ή Skocpol άντιμετωπίζει τις κοινωνικές έπαναστάσεις σαν υπαρκτά, δομικά καί σύνθετα γεγονότα στή νεότερη ιστορία, στό υπόστρωμα τών οποίων βρίσκονται σαφείς οργανωτικές προϋποθέσεις. Αύτές περιλαμβάνουν, μέ μιά έμπειρική ματιά, τήν άριστοκρατική άντίδραση, τήν άποτυχία στόν πόλεμο, καί τήν πάλη τών τάξεων στήν ύπαιθρο. ’Αντί όμως νά άντιμετωπίσει τά αποτελέσματα τών κοινωνικών άγώνων καί έπαναστάσεων ώς έξαρτώμενα άπό τήν ταξική πάλη ή τό τυχόν πλεονέκτημα μιας συγκεκριμένης τάξης (όπως στό μαρξιστικό μοντέλο), ή Skocpol υπογραμμίζει τόν άποφασιστικό καί συχνά άπρόβλεπτο ρόλο τών περιφερειακών έλ ίτ οί όποιες έμφανίζονται σαν οί άνορθωτές τοΰ νέου κράτους. Ή οπτική της συνδυάζει μέ
34. Τ. Skocpol, Stales and Social Revolutions, Cambridge 1979.35. Γιά μιά λεπτομερή κριτική καί αποτίμηση αυτής τής εξέλιξης, βλ. C.
McLennan, Marxism, Pluralism, and Beyond, ό.π., 224 κ.έξ.
44 ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
αύτόν τον τρόπο θεωρητικές καί έμπειρικές παρατηρήσεις. Γ ιά πολλούς μαρξιστές, αύτή ή θεωρητικοποίηση, μέ το συνδυασμό τοϋ έπιστημολογικοϋ ρεαλισμού καί μιας συγκεκριμένης έκφρασης τών κυρίαρχων ρευμάτων στήν έξέταση συγκεκριμένων κοινωνικο- ιστορικών διαδικασιών, άποτελεϊ σημαντική πρόοδο σέ σχέση μέ τήν άφηρημένη διαμάχη άνάμεσα στή θεωρία (φιλοσοφία τής ιστορίας) καί τήν άπλή έμπειριστική ιστοριογραφική πρακτική.
Σημαντικό κέντρισμα στο ένδιαφέρον τών ιστορικών γιά το κράτος καί το σχηματισμό του άπό τούς άρχαίους χρόνους εως τή νεότερη περίοδο άποτέλεσε σειρά συγκριτικών ιστορικών καί κοινωνιολογικών μελετών οί όποιες άσχολήθηκαν μέ τίς αίτιακές σχέσεις πού όδηγοϋν στήν πολυμορφία τών πολιτικών δομών καί τών μορφών κατανομής τής έξουσίας στήν άνθρώπινη κοινωνία. Δύο άπό αύτές τίς μελέτες άντιπροσωπεύουν καί τίς σημαντικότερες άμφισβητήσεις τής βεμπεριανής καί τής μαρξιστικής προσέγγισης στό πρόβλημα, αν καί οί ίδιες είναι σαφώς έπηρεασμένες άπό αύτές τίς παραδόσεις. Αύτές είναι οί μελέτες τοΰ Michael Mann, The Sources o f Social Power, καί τοΰ W. G. Runciman, A Treatise on Social Theory (ιδιαίτερα ό δεύτερος τόμος)18.
Αύτές οί μελέτες άντιπροσωπεύουν μιά πρόκληση έπειδή πηγάζουν άπό Ολιστικές έπιστημολογικες θέσεις (αν καί διαφοροποιούνται άπό τά «παραδοσιακά σημεία» αύτών τών θέσεων) καί προτείνουν νέους τρόπους σύλληψης καί άνάλυσης τών κοινωνικών σχέσεων (μέ τήν οικονομική, πολιτικο-ιδεολογική ή κοινωνική-δομική έννοια). Συγκεκριμένα, καί οί δύο άποτελοΰν μέρος μιας εύρύτερης άναπτυσσόμενης άναλυτικής προσέγγισης, στήν όποία κεντρική έν
36. Michag) Mann, The Sources o f Social Power, x. 1 :4 History of Power from the Beginning to A.D. 1760, Cambridge 1986, W. C. Runciman, A Treatise on Social Theory, τ. 1 : The Methodology of Social Theory, Cambridge 1989 — βλ. ιδιαίτερα τόν 2o τόμο. Μιά τρίτη δημοσίευση άσχολεϊται παρομοίως μέ τέτοια φαινόμενα, όμως άπό μιά πιό περιορισμένη σκοπιά καί δέν προσφέρει νέες θεωρητικοποιήσεις: Joseph A. Tainler, The Collapse of Complex Societies, Cambridge 1988. Βέβαια, τό κλασικό έργο είναι: Barrington Moore Jr., Social Origins o f Dictatorship and Democracy. Harmondsworth 1967/1973. Γ ιά μιά έπισκόπηση τής συζήτησης γιά τά καπιταλιστικά κράτη, βλ. Ralph Miliband, «State Power and Class Interests». New Left Review 138 (1983) 57-68.
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ TOI' ΚΡΑΤΟΤΣ
νοια είναι ή σχέση ανθρώπινου παράγοντα-κοινωνικής δομής. ’Α μφισβητούν τήν τάση άγνόησης τοϋ δομικοΰ ρόλου τής άνθρώπινης υποκειμενικότητας, τήν όποία θεωρούν έγγενή στή μαρξιστική σύλληψη τής άνθρώπινης έπενέργειας καί αιτιότητας. Επ ίσης, προσπαθούν νά άποκαταστήσουν ύπό διάφορες μορφές αύτό πού θά ονομάζαμε μεθοδολογικό άτομικισμό, κάτι πού θέτει προβλήματα καί άντιπροσωπεύει μιά άμφισβήτηση τής ΐστορικο-υλιστικής ιστορίας καί κοινωνιολογίας. Τέλος, άποτελοϋν τμήμα ένός διογ- κούμενου ρεύματος ύπερ τής μακρο-ιστορικής κοινωνιολογίας, τής άνάλυσης δηλαδή μακροπρόθεσμων ιστορικών καί κοινωνικών εξελίξεων, μέσω μικρο-ιστορικών άναλύσεων.
Στό εργο τοϋ Mann, γιά παράδειγμα, κεντρική είναι ή έννοια τής κοινωνικής δύναμης, ή όποία καί θεωρείται θεμελιώδης στήν τελική διαμόρφωση διαφορετικών δικτύων κοινωνικών σχέσεων καί τών κρατικών σχηματισμών πού άπορρέουν άπό αύτά. Εξίσου σημαντική είναι ή θεώρηση τοϋ κράτους ώς αύτόνομου παράγοντα στήν έξέλιξη κοινωνικο-οικονομικών καί έξουσιαστικών σχέσεων17. Φυσικά, καμία άπό αύτες τις δύο εννοιες δεν είναι ξένη πρός τή μαρξιστική άνάλυση (στά πλαίσια τής όποίας άσκώ τις δικές μου παρατηρήσεις), άλλά πιστεύω ότι χρειάζονται έπαναπροσδιορισμό σε πολλές καί σημαντικές τους πλευρές.
’Αντίθετα, τό βιβλίο τοϋ Runciman προχωρεί σε πιό γενικευμέ- νες συγκρίσεις καί δεν άφοσιώνεται τόσο στή μακροπρόθεσμη ιστορική έξέλιξη. Ένώ ό Mann προσπαθεί νά εξηγήσει τούς λόγους καί τις διαδικασίες πίσω άπό τήν παγκόσμια ιστορική έπικυριαρχία τής Δύσης, ό Runciman ένδιαφέρεται γιά τά μικροδομικά στοιχεία τά όποια καθιστούν δυνατή τήν άλλαγή στις κοινωνικές σχέσεις καί τά όποια όδηγοϋν στήν έξέλιξη ή τή φαλκίδευση ορισμένων τρόπων κατανομής τής έξουσίας. Πάντως, καί τά δύο εργα, όπως καί άρκε- τά άλλα πού έμφανίσθηκαν τά τελευταία χρόνια38, έδωσαν νέα
37. Μ. Mann, «The Autonomous Power of the State: its origins, mechanisms, and results». Stales in History, έκδ. J. A. Hall, ’Οξφόρδη 1986, 109-136.
38. Skocpol, States and Social Revolutions, S.it., έπίσης τά άρθρα στό J. A. Hall, β.π.,χαθώςχαί R. Cohen & E. R. Service (έχδ.), Origins o f the State. The Anthropology o f Political Evolution, Φιλαδέλφεια 1978, H. J. M. Claessen, P. Skalnik (έχδ.),
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
έρεθίσματα σε όσους προσπαθούν νά κατανοήσουν τούς λόγους για τούς οποίους τά κράτη έξελίσσονται καί αναπτύσσονται όπως άναπτύσσονται, καθώς καί για τό πώς, γ ια τί καί έάν τά κράτη τροποποιούν ή όχι τις κοινωνικές σχέσεις στις όποιες βασίστηκαν καί άπό τις όποιες πήγασαν.
Έχοντας ύπόψη αύτή τή σπουδαία καί συνεχιζόμενη διαμάχη, όσο καί τό γεγονός ότι ή μακρόχρονη μαρξιστική ένασχόληση μέ τό σχηματισμό τοϋ κράτους εχει δώσει πλήθος έναλλακτικών έρμη- νειών σχετικά μέ τή σχέση κρατών καί κοινωνικών σχηματισμών39, θά ήθελα νά ασχοληθώ μέ ενα συγκεκριμένο πρόβλημα στήν παρούσα έργασία: ποιά είναι ή σχέση άνάμεσα στις κρατικές δομές, τό προσωπικό τους (κρατικές έλ ίτ) καί τις σχέσεις παραγωγής, στους προ-καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς; Μέ άλλα λόγια, πόσο «αύτόνομα» μπορούν νά άποβοΰν αύτά τά κράτη καί κάτω άπό ποιές συνθήκες; Ά λλά έφόσον αύτό τό έρώτημα θέτει αύτομά- τως τό ζήτημα τοϋ καθορισμού ή μή τών τρόπων μέ τούς οποίους αύτή ή σχέση έξελίσσεται άπό τό οικονομικό έπίπεδο, θά άσχολη- θώ καί μέ αύτό τό πρόβλημα, καί πάλι στό συγκεκριμένο πλαίσιο τών προκαπιταλιστικών κρατικών σχηματισμών.
Γ ιά τούς μαρξιστές ιστορικούς αύτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Πάρα πολλές ήταν οί κριτικές, εμμεσες ή άμεσες, τών μαρξιστικών έργων γιά τό κράτος καί τό σχετιζόμενο ζήτημα τών ταξικών καί
The Study o f the State, Χάγη 1981, H. J. M. Claessen, P. Skalnik, The Early State, Χάγη 1978 καί J. H. Kautsky, The Politics o f Aristocratic Empires, Chapel Hill 1982.
39. Οί έμπειρική αναλύσεις καί τό μεγάλο ένδιαφέρον γιά τά κράτη καί τήν καταγωγή τους όφείλουν πολλά στις πρωτοπόρες προσπάθειες τοΰ F. Engels, The Origins o f the Family, Private Property and the State, πρωτοδημοσιευμένο στα 1877 (άγγλ. μτφρ. Ε. Leacock, Λονδίνο 1972): έργο τό όποιο προτείνει μιά έξελιχτιχή προσέγγιση τών κρατών ώς τών άναγχαίων πολιτικών μηχανισμών μέσω τών όποιων έλέγχονται οί ταξικοί ανταγωνισμοί καί διατηρείται ή ήγεμονιχή θέση τής άρχουσας τάξης καθώς αναπτύσσεται ό κοινωνιχός καταμερισμός τής εργασίας. Ό Engels πίστευε ότι τά κράτη μπορούσαν νά δημιουργηθοϋν μέσω μιας διαδικασίας κατάχτησης καί τής άνάπτυξης άρχηγικών έπικρατειών, οί όποιες σταδιακά δημιουργούσαν τούς θεσμικούς μηχανισμούς τών κρατών κι έτσι αντιπροσώπευαν τελικά τά συμφέροντα τής κυρίαρχης έλίτ. Βλ. F. Engels, Anti-Dühring, (δημ. 1877/78, άγγλ. μτφρ. Νέα Ύάρκη 1939, 197 κ.έξ.).
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ TOT ΚΡΑΤΟΤΣ 47
οικονομικών σχέσεων. Παράδειγμα το βιβλίο πού έπιμελήθηκε ό J. A. Hall, States in History (1986)40, καί στο όποιο ή πλειοψηφία τών συντελεστών εκδηλώνει μια φανερή δυσπιστία καί, σε μερικές π εριπτώσεις, εχθρα άπέναντι στήν ίστορικο-υλιστική προσέγγιση. Παρ’ όλα αύτά, όλες οί συνεργασίες ήταν παραγωγικές, προκλητικές καί χρήσιμες. Λαμβάνοντας ύπόψη τίς έμφανεΐς αποτυχίες τής παραδοσιακής μαρξιστικής προσέγγισης, έμπειρικής καί θεωρητικής, άπέναντι στό πρόβλημα τοϋ κράτους, αύτή ή έπικριτική στάση δεν είναι διόλου άναπάντεχη, άκόμη περισσότερο όταν είναι σαφές ότι ή μετα-αλτουσεριανή καί άλλες έκφράσεις τής μαρξιστικής σκέψης άρθρωσαν μόνο μία ισχνή άντεπίθεση άπέναντι στίς μή-μαρξι- στικες θεωρίες περί αύτονομίας τών πολιτικών καί ιδεολογικών πρακτικών άπό τήν οικονομική «βάση».
Αύτή βασίσθηκε κυρίως στήν έννοια τής «σχετικής αύτονομίας» άπό τήν όποία άπορρέει ή διάκριση άνάμεσα στόν καθορισμό άπό τή μια μεριά καί τήν κυριαρχία άπό τήν άλλη. Έ τσ ι ό Νίκος Που- λαντζάς, άκολουθώντας τόν Althusser, ίσχυρίσθηκε ότι άν καί ή οικονομία (οί σχέσεις παραγωγής καί άναπαραγωγής ένός κοινωνικού σχηματισμού) είναι τελικά καθοριστική, δεν σημαίνει άναγ- καστικά ότι παίζει τόν κυρίαρχο ρόλο: καθοριστικό ρόλο μποροΰν νά παίξουν ορισμένα στοιχεία «τοϋ εποικοδομήματος» — φερ’ εί- πεΐν, ή ιδεολογία—, αν καί οί πιθανότητες μιας τέτοιας κυριαρχίας εντάσσονται στή δομή τής οικονομικής σφαίρας. Με αύτό τόν τρόπο, στοιχεία τά όποια με τή κλασική άντίληψη άνήκουν στό έποι- κοδόμημα, μποροϋν νά διακρίνονται άπό μιά «σχετική αύτονο- μ ία »41. Ό μω ς καί αύτή ή άποψη παραμένει άνοιχτή στήν κριτική
40. J. A. Hall (έκδ.), States in History, 'Οξφόρδη 1986.41. Ή πιό έγκυρη λεπτομερής θεωρητική άνάπτυξη αϋτής τής προσέγγισης
παραμένει τό ίργο τοϋ Ν. Poulantzas, Political Power and Social Classes (Παρίσι 1968/Λονδίνο 1978). Πρέπει νά έπισημάνουμε πώς ή Εννοια τής «τελικής ανάλυσης» πρωτοδιατυπώθηκε άπό τόν Engels (γράμμα στόν J. Bloch: Marx, Engels, Selected Works, Λονδίνο 1968,682-83) σέ μιά προσπάθεια άποφυγής μιας ντετερ- μινιστικής καί άναγωγιστικής απόδοσης. Ό Engels δυσανασχετεί μέ τό γεγονός πώς ή έννοια τής «παραγωγής καί άναπαραγωγής τής πραγματικής ζωής ώς τοϋ τελικά καθοριστικού στοιχείου στήν ιστορία» είχε ήδη τροποποιηθεί σαν «τό οικονομικό στοιχείο ώς τό μόνο καθοριστικό»: « Ό Marx χι εγώ εύθυνόμαστε έν μέρει
48 ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
όσων ισχυρίζονται ότι δέν αφήνει περιθώρια στήν αυτόνομη δράση τοϋ πολιτικοϋ, καθώς καί άπό εκείνους που θεωροϋν απαράδεκτη τή μαρξιστική θεωρία τής τάξης καί τής ταξικής πάλης. Τέλος, υπήρξαν καί πολλές κριτικές αυτής τής προσέγγισης (όπως καί έκείνης τοϋ οίκονομικοϋ καθορισμοϋ) άπό τό έσωτερικό τοϋ μαρξι- στικοϋ στρατοπέδου. Ό πως θά δείξω, ή συνεχιζόμενη χρήση (ή κατάχρηση) τοϋ μοντέλου «βάσης-έποικοδομήματος» άποτελεϊ καί τήν πηγή τών περισσότερων άδυναμιών τοϋ άλτουσεριανοϋ εγχειρήματος. Έ νας στόχος αύτής τής μελέτης, έπομένως, είναι νά κατα- δείξει ότι μιά τέτοια κριτική τελικά βασίζεται σέ μιά θεμελιώδη παρεξήγηση τοϋ πώς ορίζονται ή τάξη καί ή ταξική πάλη στήν ιστορική έρμηνεία.
Στήν πραγματικότητα, βέβαια, δέν είναι μόνον οί μαρξιστές ιστορικοί υπόλογοι γ ιά τάσεις άναγωγισμοϋ. Ή σχολή τών Annales (έάν ή λέξη «σχολή» μπορεΐ πράγματι νά καλύψει παρόμοιο εύρος έρευνητικών προγραμμάτων καί πολυμορφία προσανατολισμών), όπως έκφράζεται στό εργο τοϋ Braudel καί ιδιαίτερα στήν έννοια τής «μεγάλης διάρκειας», μπορεΐ κάλλιστα νά κατηγορηθεΐ γιά μιά συρρικνωτική προσέγγιση τοϋ πολιτικού, σύμφωνοι μέ τήν όποία φυσικές, κλιματικές, γεωπολιτικές κ.λπ. δομές εκμηδενίζουν τις άνθρώπινες, άτομικές περιστάσεις τής κοινωνικής έξέλιξης καί άλλαγής. Όδηγούμαστε ετσι στό συμπέρασμα ότι αύτές οί αμφισβητήσεις τοϋ μαρξισμού άντιπροσωπεύουν κάποια άπό τις δύο βασικές θεωρητικές στάσεις: ε ίτε άποτελοϋν άπάντηση στήν επ ιτυχία τών μαρξιστικών ερμηνειών τόσο στόν προσδιορισμό έρωτη- μάτων όσο καί στήν δυνατή έπίλυσή τους, ε ίτε είναι άντανάκλαση της πολιτικής καί ιδεολογικής εχθρότητας στόν μαρξισμό, όπως αύτή έμφανίζεται στή δυτική Εύρώπη καί τή βόρεια ’Αμερική άπό τή δεκαετία τοϋ 1980.
γιά τόν ύπερτονισμό τοϋ οίχονομιχοΰ από τούς νεότερους. Έπρεπε νά τοϋ δώσουμε έμφαση σάν άπάντηση ατούς αντιπάλους μας, πού τό άρνοΰνταν... Δυστυχώς, συμβαίνει συχνά οι άνθρωποι νά πιστεύουν πώς ΐχουν κατανοήσει πλήρως μιά νέα θεωρία xai μπορούν νά την έφαρμόσουν άμεσα άπό τη στιγμή πού αφομοίωσαν τις χύριες άρχές της, άχόμα χι ίταν τις έχουν παρερμηνεύσει, xai Si μπορώ νά έξαιρέ- σω μεριχούς άπό τούς πρόσφατους "μαρξιστές”, γιατί οί πιό ίχπληχτυάς ανοησίες έχουν διατυπωθεί χαί άπό αύτόν τόν χώρο».
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ TOT ΚΡΑΤΟΤΣ
Μιά δεύτερη κατηγορία κριτικών σχετικών με το ίδιο ζήτημα άναφέρεται στο πρόβλημα τοϋ κοινωνικοΰ ανθρωπισμού τοΰ Μάρξ. 'Η φιλοσοφική ανθρωπολογία ή όποία ένέπνευσε πολλά γραπτά του καί διαμόρφωσε τα σοσιαλιστικά του ιδανικά, άναμφισβήτητα άποτελοΰσε μιά έξελικτική ήθική άποψη σύμφωνα μέ τήν όποία ή άνθρώπινη ιστορία θα κατέληγε στο μαρασμό τών κρατών κα'ι τήν παλινόρθωση τών ουσιαστικά καλών, μή άνταγωνιστικών γνωρισμάτων της άνθρωπότητας. Έάν άποδεχθοΰμε αυτήν τήν άποψη, είμαστε αναγκασμένοι νά άποδεχθοΰμε έπίσης τήν υποτελή καί, στήν ούσία, μή αΐτιακή φύση τοΰ κράτους (γιά παράδειγμα) τό όποιο καθίσταται άπλώς Ινα έξάρτημα της ταξικής κοινωνίας.
Αύτή ή έπισήμανση εγινε σέ σχέση τόσο μέ μαρξιστικές άπό- πειρες έρμηνείας τοΰ κράτους κα'ι τοΰ σχηματισμοΰ τών κρατών, όσο καί μέ μαρξιστικές προσεγγίσεις σέ ιστορικές διαδικασίες στις όποιες πρωτεύοντα ρόλο παίζει ό πόλεμος. Ό πως έπισήμανε ό Ernest Gellner, κεντρική ιδέα της μαρξιστικής προσέγγισης, όπως έμφανίζεται, είναι πώς ή ρίζα της διαμάχης, τών δεινών καί τής δυσκολίας προσαρμογής στήν κοινωνία είναι ή ταξική έκμετάλλευ- ση. Ό πολιτικός έξαναγκασμός στερείται όντολογικής θεμελίω- σης, έφόσον άποτελεΐ άπλώς μόνον άντανάκλαση της ταξικής πάλης στις θεσμοποιημένες δομές τοΰ κράτους42.
42. Γ ιά ένα σχολιασμό τής αντιμετώπισης τοΰ πολιτικού άπό τόν Braudel, βλ. C. McLennan, Marxism and the Methodologies of History, Λονδίνο 1981, 136 κ.έξ. Έπίσης, βλ. τήν κριτική τοϋ Christopher Hill στήν προσέγγιση τοΰ πολιτικοΰ άπό τά Annales, «Braudel and the State», The Collected Essays of Christopher Hill, 3: People and Ideas in Seventeenth-Century En^/aW, Brighton 1986,125-142. Γιά μιά καλή άνάλυση τών ήθικοφιλοσοφυιών τάσεων στή μαρξιχή σκέψη καί τών τρόπων μέ τούς όποίους αύτές αφομοιώθηκαν άπό τούς μεταγενέστερους μαρξιστές, βλ. John Elster, Making Sense of Marx, Cambridge 1985. Γ ιά τήν κριτική τοΰ Gellner, βλ. «Soviets against Wittfogel: or, the Anthropological Preconditions of Mature Marxism», Hall (έκδ.), States in History, 78-108 (άνατύπωση άπό τό Theory and Society 14 [1985]). Γιά μιά καλή έπισκόπηση τοΰ έργου τοΰ Gellner, βλ. τά άρθρα στό State and Society in Soviet Thought, ‘Οξφόρδη 1988 (τό όποιο περιλαμβάνει μιά έλαφρά αναθεωρημένη μορφή αυτής τής μελέτης μέ τόν τίτλο «The Asiatic Trauma», 39- 68). Όμως οί έπικρίσεις τοΰ Gellner στηρίζονται συχνά σέ μιά έθελοτυφλούσα κατανόηση τής δυναμικής τής μαρξιστικής άνάλυσης καί τοΰ πολιτικοΰ της στόχου, όπως έπισημαίνεται εύστοχα άπό τήν Ellen Meiksins Wood, «Marxism and the Course of History», New Left Review 147 (1984) 95-107, ιδιαίτερα 99-100.
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
Δεύτερος στόχος αύτής τής μελέτης είναι νά προτείνει ότι αύτή άποτελεΐ μιά μόνον πιθανή άνάγνωση τών γραπτών τοϋ Μάρξ καί τών έπιγόνων του. Είνα ι όμως γεγονός ότι ό ιστορικός υλισμός, ώς ολοκληρωμένο διανοητικό καί πολιτικό σύστημα, δεν δεσμεύεται άπό όποιαδήποτε θρησκευτική προσήλωση στο εργο τοΰ Μάρξ ούτε καί στον θεωρητικο-ίδεολογικο λόγο στά πλαίσια τοΰ οποίου αύτος κινήθηκε.
2. Ιστορικός ύλισμός: ή έσωτεριχή άποψη
Προτοϋ ασχοληθώ με το κράτος καθ’ έαυτό, οφείλω λοιπόν μια μερική άπάντηση σε κάποιες άπό αύτές τίς θεμελιώδεις κριτικές, ξεκινώντας άπό το όλο ζήτημα τής φιλοσοφικής θεμελίωσης τοϋ μαρξικοΰ εγχειρήματος· κι έδώ, θά κάνω δύο κύριες έπισημάνσεις:
Καταρχήν, θεωρώ πώς οί μαρξιστές έξαναγκάσθηκαν άπό τίς ιδεολογικές άνάγκες τών ιστορικών συγκυριών μέσα άπό τίς όποιες διεξήγαγαν τόν πολιτικό τους άγώνα νά δώσουν μεγαλύτερη έμφαση, έμμεσα ή άμεσα, στή «μαρξολογική» τους κληρονομιά, παρά στή δομή ένός ίστορικοΰ ύλισμοϋ4·1. Είναι γενικά άποδεκτό ότι τά γραπτά τοΰ Μάρξ γιά τήν ιστορία περικλείουν τρεις κυρίως κατευθύνσεις. Ή άρχική τους διατύπωση καί ή άκόλουθη έξέλιξή τους ήταν άλληλεξαρτώμενες, άλλά ή ύπαρξη κάθε μιας άπό αύτές τίς κατευθύνσεις δέν προϋπέθετε τίς άλλες.
Ή πρώτη άπό αύτές τίς τρεις κατευθύνσεις άποδόθηκε ώς μιά γενική φιλοσοφία τής ιστορίας. Συνεπάγεται μιά έννοια προόδου καί έξέλιξης, καθώς καί μιά ήθική άποψη, ή όποία περιλαμβάνει τή διαδικασία τής άνθρώπινης ολοκλήρωσης μέσω τής σύγκρουσης καί τής επίλυσης τών άντιφάσεων στή δομή τής παραγωγικής διαδικασίας καί τής κατανομής τοΰ πλούτου. Ό ίδιος ό Μάρξ δέν ήταν ποτέ σαφής άναφορικά μέ αύτόν τόν όραματισμό, τή σχεδόν νομοτελειακή έκφραση στό εργο του, τάση σαφώς κληρονομημένη άπό τόν Hegel. Ό μω ς αύτή είναι όρατή στά πολιτικά του γραπτά καί, σέ κάποιο βαθμό, στό πιό άναλυτικό του εργο.
Ή δεύτερη κατεύθυνση άφορα μιά γενική θεωρία ιστορικής αιτιότητας καί άλλαγής, βασισμένη στήν θεωρούμενη πρωτοκαθεδρία τών παραγωγικών δυνάμεων. ’Αναπτύχθηκε, άργότερα τρο-
43. Βλ. τίς εργασίες τής Ellen Meilcsin Wood, καί χυρίως «Marxism and the Course of History», δ.π., 102.
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
ποποιήθηκε, μετά άπορρίφθηκε άπό τον Cohen καί συνεχίστηκε άπό άλλους44. Ή προσέγγιση αύτή δέχθηκε σφοδρή κριτική στο έσωτερικό τοϋ μαρξιστικού στρατοπέδου. Α ιτία ήταν άφενός ό Θεωρούμενος ντετερμινισμός της, άφετέρου το γεγονός ότι οί παραγωγικές δυνάμεις προσδιορίζονται διαφορετικά άπό ιστορικό σέ ιστορικό. Όπως έπισήμανε ό Gregor McLennan, έρωτήματα τά όποια πηγάζουν άπό αυτά τά έπιχειρήματα μπορούν νά άπαντη- Θοϋν μόνο σέ ενα έξαιρετικά άφηρημένο καί φορμαλιστικό έπίπεδο. Ή έγγενής τελεολογία στή χρήση της πρωτοκαθεδρίας τών παραγωγικών δυνάμεων ώς θεμελιώδους αιτίου άλλαγης καί έξέλιξης, τήν καθιστά άστήρικτη ώς τυπική κατηγορία καί άνεπαρκή άπέ- ναντι στις άπαιτήσεις μιας έμπεριστατωμένης άνάλυσης πραγματικών ιστορικών διαδικασιών καί τών στοιχείων τά όποια αύτές δημιούργησαν4·11.
Τέλος, ύπάρχει ή άναλυτική κατεύθυνση, ή όποία αφορά τις εννοιες τών τρόπων παραγωγής, τήν ιστορική τους διαδοχή καί τή σχέση τών κοινωνικών σχηματισμών μέ τις ευρηματικές εννοιες μέσω τών οποίων αύτοί προσεγγίζονται. Πρόσφατες θεωρήσεις τείνουν νά έπικεντρώνονται σέ αύτή τήν τρίτη κατεύθυνση καί είναι σέ αύτό τό έπίπεδο πού προβλήματα σχετικού καθορισμού ή αίτια- κής αύτονομίας άντιμετωπίσθηκαν μέσω μιας θεωρητικά έπεξερ- γασμένης εμπειρικής ερευνάς.
Δέν μπορώ νά προσεγγίσω έκτενώς αύτές τ ις σύνθετες συζητήσεις. Ό μω ς σχετικά πρόσφατα οί μαρξιστές Ιχουν άρχίσει νά άπομακρύνονται άπό τ ις ιδιαίτερες άπόψεις τοϋ Μάρξ γιά νά συγκροτήσουν μιά σύγχρονη καί έπιστημολογικά ρεαλιστική ίστορικο-
44. C. A. Cohen, Karl Marx's Theory o f History: a Defense, 'Οξφόρδη 1978. Τοΰ ίδιου, «Reconsidering Historical Materialism», στο J. Chapman, J. R. Pennock (έκδ.), Marx and Legal Theory, Νέα Ύόρκη 1983 (= Nomos 24), D. Laibman, «Modes of Production and Theories of Transition», Science and Society 48/3 (1984).
45. Βλ. τήν έξοχη σύντομη ανασκόπηση τοΰ C. McLennan, «Marxist Theory and Historical Research: between the hard and the soft options». Science and Society 50/ 1 (1986) 125-142. Για μία θετικότερη εκτίμηση βλ. C. Bertram, «International competition in Historical Materialism», New Left Review 138 (Σεπτέμβριος-'Οκτώβριος 1990) 116-128 καί J. McMutry, The Structure o f Marx’s World View, Princeton 1978.
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΓΛΙΣΜΟΣ: Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΠΟΨΗ 53
υλιστική εκδοχή τής κοινωνικής άλλαγής. Ο ί Μάρξ καί Ένγκελς άφησαν πληθώρα κειμένων διαμορφωμένων άπό κάποιες άναλυτι- κές άρχές, άρχές πού διαποτίζουν τά ύστερά τους γραπτά. Ά πό αύτές —παρά τίς κάποιες ελλείψεις, άσάφειες ή καί άντιφάσεις— μπορεΐ νά άντληθεϊ στίς γενικές της γραμμές μ ιά συμπαγής υλιστική θεωρία τής ιστορίας. Ό μω ς ουδέποτε άποκρυστάλλωσαν τίς άπόψεις τους καί αύτή ή έλλειψη προκάλεσε τ ίς διαμάχες άνάμεσα σέ άντιμαχόμενες θεωρήσεις τοϋ έργου τους.
Θα Ιλεγα πώς, αν καί οί Μάρξ καί Ένγκελς ήταν σίγουρα οί άρχικοί προωθητές τής ύλιστικής σύλληψης τής ιστορίας όπως τήν άντιλαμβανόμαστε σήμερα, ή τελευταία δέν χρειάζεται πλέον τίς χεγκελιανές έπιδράσεις πού, όμολογουμένως, διαπερνούν τή σκέψη τοΰ Μάρξ46. Μιά τέτοια θεωρία πρέπει νά είναι σέ θέση νά άνταπο- κριθεΐ μέ έλαστικότητα τόσο στίς απαιτήσεις μιας έπί τόπου έμ- πειρικής ερευνάς, όσο καί σ’ αύτές μιας υψηλότερης μορφής μετα- θεωρίας τής άνθρώπινης κοινωνικής εξέλιξης καί τών αίτιακών άρχών πού καθορίζουν τήν άλλαγή καί τή μετάλλαξη. Ό πως έπέ- μεναν οί ίδιοι οί Μάρξ καί Έ νγκελς, τά βασικά στοιχεία μιας ευρηματικά χρήσιμης έννοιολόγησης τής άνθρώπινης κοινωνίας πρέπει νά άντληθοϋν άπό τή λεπτομερειακή μελέτη συγκεκριμένων ιστορικών περιπτώσεων καί δέν πρέπει νά προέλθουν έκ τοϋ μηδενός, στή βάση συνειδητών ή άσυνείδητων τελεολογικών άντιλήψεων47.
Δέν μπορώ έδώ παρά νά παραφράσω τή προσέγγιση τοΰ McLennan ό όποιος τόνισε πώς μιά ρεαλιστική έπιστημολογία παρέχει τό πλαίσιο στό έσωτερικό τοΰ όποιου έγγράφεται άριθμός
46. Κυρίαρχος εκπρόσωπος τής ρεαλιστιχής ΰλιστιχής άποψης υπήρξε & Roy Bhaskar, «Emergence, Explanation and Emancipation» στό P. F. Secord (έκδ.), Explaining Human Behaviour: Consciousness, Human Action and Social Structure, Beverley Hills 1982, 275-31· A Realist Theory o f Science, Brighton 1978’ Scientific Realism and Human Emancipation, Λονδίνο 1987. Βλ. έπ(σης τά έπιχειρήματα τοΰ Terry Lovell, Pictures o f Reality, Λονδίνο 1980, ιδιαίτερα 9-28. Ή συζήτηση γύρω άπό αύτό τό πρόβλημα χαι τήν « αναθεώρηση» τοϋ μαρξισμοϋ στους βρετανιχούς χαί βορειο-αμεριχανιχούς χόχλους έχει συνοψισθεϊ άπό τόν McLennan, «History and Theory: contemporary debates and directions». Literature and History 10/2 (1984) 139-164. ['Ελληνική μετάφραση: «'Ιστορία χαί θεωρία: σύγχρονες διαμάχες χαΐ κατευθύνσεις», θεωρία καί Κοινωνία, 3 (Δεκέμβριος 1990) 177-221],
47. «History and Theory», δ.π., 156-162.
54 ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
διαφορετικών ιστοριογραφικών καί κοινωνιολογικών τάσεων, καί μέσα στο όποιο μπορούν νά παρακαμφθοϋν οΐ έγγενεϊς τους άντα- γωνισμοί, οχι μέ τήν αναφορά τους σέ κάποιον κοινό παρονομαστή, άλλα μέ τήν παραδοχή τών διαφορετικών λειτουργικών τους προθέσεων καί κάλυψης. Σύμφωνα μέ τόν McLennan, ό ρεαλισμός περικλείει μιά σύνθετη άλλά ένιαία σύλληψης τής ιστορίας. Επίσης περιλαμβάνει —καί αύτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό άπό τή σκοπιά μας— μιά θεωρία άντιστοιχιών (correspondence theory) γιά τήν άλήθεια στήν ιστορία48. Έτσι, άπορρίπτεται ή άποψη ότι άντίπα- λα ερευνητικά προγράμματα είναι μεταξύ τους άσυμβίβαστα. Ή θέση τοϋ McLennan άντίκειται στόν έπιστημολογικό πλουραλισμό, ώστόσο έπιτρέπει τόν πλουραλισμό στήν ιστοριογραφική διαμάχη. Τέλος υπογραμμίζει τή σύνθετη καί άλληλένδετη δομή τών αίτια- κών διαδικασιών.
Ό ιστορικός υλισμός, ό όποιος είναι ρεαλισμός καί ταυτόχρονα είναι σέ θέση νά λάβει ΰπόψη άντιμαχόμενες ρεαλιστικές έρμηνευ- τικές θέσεις (π.χ. τήν ιστοριογραφία τών Annales, τή θεωρία τοϋ σχηματισμοΰ τοϋ κράτους, τή φεμινιστική θεωρία κ.λπ.) περιέχει ενα μοντέλο βραχυπρόθεσμης καί μακροπρόθεσμης δομικής άλλα- γής καί μπορεΐ νά έξετάζει καί συγχρονικά καί διαχρονικά στοιχεία. Ή θεωρία του γιά τούς τρόπους παραγωγής άποτελεΐ εναν ολιστικό τρόπο έννοιολόγησης τών αΐτιακών καί λειτουργικών σχέσεων στή μακρά διάρκεια, καί είναι έπίσης παραγωγικός στόν προσδιορισμό τών γενικών τάσεων. Οΐ θεμελιακές του κατηγορίες άποτελοΰν άπό μόνες τους τή βάση γιά έναλλακτική δια-ιστορική έρμηνεία βασισμένη, γιά παράδειγμα, στήν άνάλυση τής έξουσίας καί τών έξουσιαστικών σχέσεων.
Ό πω ς τόνισε ή Ellen Meiksins Wood, έκτός άπό τις γενικές άρχές μιας (ρεαλιστικής) υλιστικής προσέγγισης στή μελέτη τής κοινωνίας, ό Μάρξ διατύπωσε δύο σπουδαία άφετηριακά σημεία: « Ένα σημείο εισόδου στις ιστορικές διαδικασίες... ίναν τρόπο ανακάλυψης μιας λογικής της διαδικασίας στην ιστορία, κυρίως μέσω τών γενικών του άρχών. Δηλαδή τής κεντρικότητας της παραγωγικής διαδικασίας στήν ανθρώπινη κοινωνική οργάνωση και
48. D. Hillel-Ruben, Marxism and Materialism, Λονδίνο 1979.
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΓΛΙΣΜΟΣ: Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΠΟΨΗ
τής πρότασης οτι τό "βαθύτερο μυστικό" της κοινωνικής δομής είναι ή συγκεκριμένη μορφή με την όποια εξάγεται ή υπεραξία άπό τούς άμεσους παραγωγούς». Επίσης, ό Μάρξ μας έφοδίασε μέ μια λεπτομερή, παραγωγική καί συγκεκριμένη έφαρμογή αύτών τών γενικών άρχών στήν ανάλυση τοϋ καπιταλισμού49. Σημειωτέον ότι λογική μιας διαδικασίας δέν είναι λογική μιας προόδου ούτε λογική τοϋ άναπόφευκτου.
Όμως πρέπει νά τονισθεϊ καί Ινα ακόμη σημείο: αύτή ή αναθεώρηση τής μαρξικής σκέψης δέν συνεπάγεται έγκατάλειψη τοϋ σοσιαλιστικοΰ έγχειρήματος πραγματοποίησης τών συνθηκών χειραφέτησης κάτω άπό τις όποιες θά έξαφανισθοΰν ή καταπίεση καί έκμετάλλευση. Ούτε καί τής άνάγκης νά έκλάβουμε τις οικονομικές σχέσεις ώς καθοριστικές τής δομής καί τών πιθανοτήτων, άλλαγης, μεταμόρφωσης ή καί εξαφάνισης τών κοινωνικών σχηματισμών, άρα, έρμηνευτικές τής πορείας τής άνθρώπινης ιστορίας καί αίτια γιά συγκεκριμένες ιστορικές έξελίξεις καί προοδευτικά «άλματα πρός τά εμπρός».
Καταρχήν, κάθε ιστορική άνάλυση έπηρεάζεται άπό μιά θεωρία ή όποία διαμορφώνεται άπό τά πολιτισμικά συμφραζόμενα καί τήν παράδοση καί γι* αύτό είναι διαποτισμένη έπίσης μέ μιά γενική φιλοσοφία τής άνθρώπινης έξέλιξης (άκόμα κι αν αύτή είναι άρνητική, άντιτελεολογική). Δέν μοΰ φαίνεται παράλογο νά άσπα- ζόμασ-ct μιά πιό θετική προσέγγιση στά προβλήματα τοϋ κόσμου, αν καί συνήθως οΐ σοσιαλιστικές πολιτικές υποδεικνύουν τήν άνάγ- κη γιά μιά πιό άγνωστικιστική άνάγνωση μελλοντικών δυνατοτήτων καί κατευθύνσεων. Όμως, πέρα ά π ’ αύτό, ή άνθρώπινη ιστορία ώς σύνολο υπήρξε —τόσο άπό ποσοτική όσο καί άπό ποιοτική άποψη— ή ιστορία τής έπέκτασης τής χρήσης τών πόρων καί τής δημιουργίας πλούτου, άκόμα κι αν ήταν έξίσου μιά ιστορία συνε- χοΰς πολυπλοκότητας τοϋ κατακερματισμοΰ τής έργασίας, τών τρόπων ιδιοποίησης καί κατανομής τής υπεραξίας, τόσο σέ τοπικό, όσο καί σέ διεθνές έπίπεδο. Υπήρξε έπίσης, σέ ορισμένες περιπτώσεις, ή ιστορία τών συνειδητών προσπαθειών βελτίωσης τής κοινωνίας γιά τό γενικό καλό, άσχετα μέ τό αν θεωροΰμε πώς
49. Ε. Meiksins-Wood, «Marxism and (he Course of History», 6.rt.
56 ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
τέτοιες απόπειρες ήταν λιγότερο άπό έπιτυχεΐς άπό πολλές πλευρές. Ίσως ενας άπό τούς λόγους της άποτυχίας όφείλεται καί στό γεγονός ότι διέφυγαν άπό τήν προσοχή όσων έπιδίωκαν αύτές τις άλλαγές πολλές άπό τις μικρο-δομικές όψεις ειδικά αύτών τών πλευρών τών άνθρώπινων καί κοινωνικών έξουσιαστικών σχέσεων.
Ή μελέτη τής ιστορίας είναι σέ θέση (ή, τουλάχιστον, θά επρε- πε νά είναι) νά έξηγήσει τό γιατί καί τό πώς μιά τέτοια διαδικασία συμβαίνει σέ ορισμένες περιοχές καί όχι σέ άλλες, καί μέ ποιούς συγκεκριμένους τρόπους, καθώς καί ποιά θά ήταν τά αποτελέσματα σέ περιοχές όπου αύτή δέν ήταν πρωταρχικής σημασίας. Αύτό άναμφίβολα βαραίνει στις προσπάθειες τοϋ Cohen νά θεωρητικοποιήσει τις αίτιακές έπιδράσεις τών δυνάμεων παραγωγής στήν κίνηση της άνθρώπινης ιστορίας καί, πιό εύλογα, στή μεταφορική άπόδοση της κοινωνικής έξέλιξης ώς «μεταλαμπάδευσης» στό έργο τοΰ Elster50. Έπειδή βασίζεται στις καθοριστικές έπιδράσεις τών οικονομικών σχέσεων, ό μαρξισμός —ή ό ιστορικός ύλισμός—δέν μπορεΐ νά άποκοπεΐ άπό τό σοσιαλιστικό εγχείρημα καί νά καταστεί απλά μιά άπό τις πολλές έναλλακτικές ιστοριογραφικές καί κοινωνιολογικές προτάσεις. Οί δυνατότητες γιά ενα σοσιαλιστικό μέλλον έξαρτώνται σέ σημαντικό βαθμό άπό ζητήματα παραγωγής καί κατανομής τοΰ πλούτου στήν πρωταρχική τους σημασία (γιατί άν καί ό πολιτικός έλεγχος καί ό γεωπολιτικός άνταγωνι- σμός μποροΰν νά καθορίζουν τήν κατανομή τοΰ πλούτου, αύτά τά στοιχεία καθορίζονται καταρχήν άπό τήν πρόσβαση στόν έλεγχο καί τήν κατανομή τών μέσων παραγωγής).
Κατά δεύτερο λόγο, ό συσχετισμός ιστορικής έξέλιξης καί οικονομικών σχέσεων θέτει μιά εύρεία θεματολογία άλλά δέν πρέπει κατ’ άνάγκην νά ύπαγορεύει ούτε τις μεθοδολογίες πρός χρήση οΰτε καί τόν σκοπό (καί, συνακόλουθα, τή λειτουργία) συγκεκριμένων ιστορικών ή κοινωνιολογικών άναλύσεων. ’Αφήνει πολλά περιθώρια στή συγκρότηση ένός συγκριτικοΰ έρωτηματολογίου τό όποιο άποτελεΐ τή μορφή μιας τών κυριοτέρων αμφισβητήσεων τοΰ ίστορικοΰ ύλισμοΰ άπό τή συγκριτική άνθρωπολογία καί κοινωνιο- λογία. Τέλος, δέν ύπονομεύεται άπό μιά «μείωση» τοΰ καθοδηγη-
50. J. Elster, Making Sense o f Marx (βλ. σημ. 42).
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ 1’ΛΙΣΜΟΣ: Η ΚΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΠΟΨΗ
τικοΰ ρόλου όποιασδήποτε γενικής καί προγραμματικής θεωρίας πού τον ακολουθεί. Ένας τέτοιος συσχετισμός σίγουρα δέν άπο- κλείει μια λεπτομερή μικρο-ανάλυση συγκεκριμένων στιγμών στήν ιστορία συγκεκριμένων κοινωνικών σχηματισμών οΰτε καί μάς αναγκάζει νά αποδεχθούμε τυφλά κατηγορίες ή αίτιακες σχέσεις χωρίς προηγουμένως νά τίς κρίνουμε στή βάση τής έρμηνευτικής τους δυνατότητας καί άναλυτικής έπάρκειας. Αύτά είναι ενα σημείο πού τονίσθηκε ιδιαίτερα άπό τον Πλεχάνοφ στά 1890, όταν, άναφερόμενος στο ρόλο τών άτόμων στήν ιστορική έρμηνεία καί αιτιότητα, προειδοποιούσε έναντίον κάθε μορφής συρρίκνωσης καί άναγωγής τών αιτιών τοϋ ένός φαινομένου σε άλλο, γιά τον όποιο είναι θεωρητικά υπόλογοι οί μαρξιστές. Εξάλλου αύτά έπισημάν- θηκε με τήν ίδια έμφαση καί πρόσφατα51.
Πάντως, ό μαρξισμός έμφανίζεται έντελώς έκτεθειμένος ειδικά στή σύνδεση άνάμεσα στό γενικό, μακρο-θεωρητικό μοντέλο τής κοινωνικο-οικονομικής έξέλιξης καί τό μικρο-επίπεδο τών συγκεκριμένων κοινωνικών σχηματισμών, τής έσωτερικής τους διάρθρωσης καί δόμησης καί τών ίδεολογικών/προωθητικών «συμφερόντων» τά όποια αύτοί περικλείουν. Αύτό όφείλεται κατά κύριο λόγο στό γεγονός ότι τό ένδιαφέρον τείνει νά έπικεντρώνεται σε θέματα γενικής θεωρίας καί μετα-θεωρίας παρά στήν άπτή έμπειρική έρευνα. Είναι ικανό ένα μοντέλο τό όποιο λειτουργεί σέ έναν τόσο μεγάλο βαθμό άφαίρεσης —όπως αύτό τοΰ τρόπου παραγωγής— νά ερμηνεύσει τά συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τών κοινωνιών
51. Βλ., για παράδειγμα, P. Burke, Sociology and History, Λονδίνο 1980. Τό έργο τών Skocpol, Mann, Runciman χαί άλλων άντιπροσωπεύει μερικές άπό τίς σπουδαιότερες μορφές αύτής τής συγκριτικής κριτικής προσέγγισης. Γ ιά τήν πολύ προγενέστερη άπάντηση τοΰ Plekhanov σέ τμήμα τής χριτιχής που περιέχεται σέ αύτά τά έργα, βλ. C. V. Plekhanov, «On the Question of the Individual's Role in History» (1898), Selected Philosophical Works, II, Μόσχα 1976, 283-315. Βλ. έπίσης, J. Larrain, A Reconstruction o f Historical Materialism, Λονδίνο 1986. Ή άποψη τοΰ Larrain, μέ τήν όποία είμαι γενικά σύμφωνος, όπως χι έχείνη τοΰ McLennan, προτείνει ότι ένας «άνασχευασμένος» ιστορικός υλισμός («έπαναδιατυπωμέ- νος» θα ήταν μάλλον ό όρθότερος όρος) μπορεΐ νά διατηρήσει μιά ισχυρή έννοια τής δομικά καθορισμένης φύσης τής χοινωνιχής άλλαγής χαί ιστορίας, ένώ ταυτόχρονα μπορεΐ νά διατηρήσει τήν κεντρικότητα τής άνθρώπινης έπενέργειας, τής πράξης καί τοΰ ταξιχοΰ άγώνα, ή έκβαση τών όποιων δέν είναι καθόλου προχαθορισμένη.
58 ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
στις όποιες έφαρμόζεται; "Η μήπως οΐ γενικές του κατηγορίες περιλαμβάνουν τά πάντα, ετσι ώστε νά καθίστανται έρμηνευτικά άχρηστες; Κατά τήν άποψή μου, αύτό συνιστα ένα πρόβλημα τό όποιο άντιμετωπίζεται καλύτερα μόνο με άναφορές σέ συγκεκριμένες εφαρμογές.
Οΐ ιστορικές υλιστικές άρχές παρέχουν ένα ευρηματικό πλαίσιο μέσω τοϋ οποίου οΐ ιδιαίτερες μορφές τών δομών τοΰ μακρο-επιπέ- δου μποροΰν νά έντοπισθοΰν στό μικρο-επίπεδο καί νά συνδεθοϋν μέ έξελικτικές κατευθύνσεις σέ ενα δεδομένο κοινωνικό σχηματισμό. Αύτό τό πλαίσιο δέν προκαθορίζει τή μορφή πού παίρνουν οί δομές. Παρέχει όμως Ινα άναλυτικό καί λειτουργικό μοντέλο για τά περιοριστικά, έξαναγκαστικά ή δυναμικά τους άποτελέσματα. Όμως κάτι τέτοιο επιτυγχάνεται μόνον μέσω λεπτομεροΰς έμπει- ρικής άνάλυσης καί μόνον μέ μια τέτοια έργασία μπορεΐ νά συσχε- τισθεΐ αίτιακά ή πολυμορφία τών κοινωνικών, οικονομικών καί πολιτικών παρεμβάσεων στα πλαίσια μιας καθαρά ολιστικής άνάλυσης. Ά πό αύτή τήν άποψη, ΐσως οί μαρξιστές καί οί κριτικοί τους νά περιμένουν πολλά άπό τό πλαίσιο άναφορδς τους. Ό χ ι όμως καί νά μποροΰν νά συσχετίσουν κοινωνικές άλλαγές καί μορφές μέ τις όποιες οΐ σχέσεις παραγωγής έκφράζονται σέ κάθε διαφορετική κουλτούρα σάν νά άποτελοϋν άπευθείας αντανάκλαση άναγκών «οικονομικών» παραγόντων. ΤΗταν άκριβώς αύτή ή βαθιά λαθεμένη κριτική, στηριγμένη σ ’ αύτήν τήν παρεξήγηση, που καταδείχθη- κε καί άπαντήθηκε άπό διανοητές σάν τόν Πλεχάνοφ.
Στήν εύρύτερη δυνατή της έννοια, ή πολιτική οικονομία όποι- ωνδήποτε παραγωγικών σχέσεων θά καλυφθεί άπό μορφές πολιτισμικής πράξης καί σχηματισμοΰ ρόλων άμεσα άναφερόμενων σέ συγκεκριμένες πολιτισμικές περιοχές. Καί είναι αύτή ή «αποκάλυψη» πού συνιστα τό κρισιμότερο σημείο της μαρξιστικής Ιρευνας. Τό Κεφάλαιο τοΰ Μάρξ άποτελεΐ τό κλασικό παράδειγμα της μεθόδου στή συγκεκριμένη καί έφαρμοσμένη της μορφή. Μαρξιστές οί όποιοι προσπάθησαν σκληρά νά συνδέσουν τό μικρο-δομικό έπίπεδο μέ τό μακρο-δομικό πλαίσιο μέσα στό όποιο αύτό γίνεται άντι- ληπτό (σάν τό πρώτο νά ήταν άπλά μιά άντανάκλαση τοΰ δεύτερου), άποτέλεσαν δικαιολογημένα τό στόχο τών κριτικών τόσο τών μαρξιστικών όσο καί τών μή μαρξιστικών θεωριών τοΰ κράτους.
’Από μιά άποψη, λοιπόν, ό ιστορικός ύλισμός, αν καί βαθιά
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΛΙΣΜΟΣ: Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΠΟΨΗ
ριζωμένος στο φιλοσοφικό πεδίο μιας ρεαλιστικής υλιστικής έπι- στημολογίας, είναι περισσότερο εμπειρική θεωρία παρά φιλοσοφία. Δέν βασίζεται σέ άφηρημένα φιλοσοφικά δόγματα άλλά, όπως τονίσαμε, σέ αρχές που μπορούν νά έπαληθευθοϋν μέ έμπειρική ανάλυση. Ή συζήτηση για τό κατά πόσο αυτές οί αρχές μπορούν πράγματι νά έξαχθοΰν μέ αυτόν τόν τρόπο ή άποτελοϋν a priori υποθέσεις συνεχίζεται. Όμως τό έγχείρημα θά δικαιωθεί μόνον στή βάση τής ικανότητάς του νά προσφέρει ενα βιώσιμο έρευνητικό πρόγραμμα. Σέ τελική ανάλυση, λοιπόν, ή προτίμησή μου γιά μιά θεωρία ιστορίας καί δομικής κοινωνικής άλλαγής πού παρέχει προτεραιότητα στήν καθοριστική έπίδραση τοϋ οΐκονομικοΰ βασίζεται στήν ευρηματική της ανωτερότητα. Παρά τήν τελεολογία καί τόν οίκονομισμό μέρους τής μαρξιστικής ιστοριογραφίας, παρά τις έλ- λείψεις καί τά κενά της, αύτή μοΰ φαίνεται ότι άποτελεΐ ακόμη τήν καλύτερη δυνατότητα μιας ολιστικής περιγραφής τής ιστορικής άλλαγής, χωρίς νά χάνει καθόλου τή διαλεκτική πολυπλοκότητα τής ιστορίας, όπως τις «έξουσιαστικές σχέσεις» ή τό πολυσύνθετο τής άνθρώπινης ψυχολογίας καί τών κινήτρων, τών προθέσεων καί τής ταυτότητας πού έμφανίσθηκαν σέ δεσπόζουσα θέση σέ πρόσφατες συζητήσεις. Παράδειγμα τό εργο τοϋ Elster καί ιδιαίτερα τοϋ John Roemer, πού χαρακτηρίσθηκε «μαρξισμός τής ορθολογικής έπιλογής», καί τό όποιο συνέβαλε πολύ στόν έπαναπροσανατο- λισμό της μετα-αλτουσεριανής μαρξιστικής θεωρίας καί στήν έπα- νεκτίμηση τών έπιδράσεων τής «στρουκτουραλιστικής στιγμής»52.
’Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ό ισχυρισμός τοϋ μαρξισμοΰ ότι μπορεΐ νά έρμηνεύσει έξουσιαστικές σχέσεις, κρατικούς σχηματισμούς καί μορφές καταπίεσης καί πάλης στό έννοιολογικό πλαίσιο τών δυνάμεων καί σχέσεων παραγωγής. Τό γεγονός ότι τά προη
52. Βλ. Elster, Making Sense o f Marx (δ.π.) κοù J. Roemer, A General Theory o f Exploitation and Class, Cambridge, Mass. 1982, μέ τή χρήσιμη έπισκόπηση τοΰ Alan Carling, «Rational Choice Marxism», New Left Review 160 (1986) 24-62. Γιά μια αρνητική κριτική αποτίμηση, βλ. Ellen Meiksins Wood, «Rational Choice Marxism: is the game worth the candle?». New Left Review 177 (1989) 41-88. Γ ιά μιά έξαιρετι- κή κριτική τής θεωρίας τοΰ κράτους καί τής προσέγγισης τής «όρθολογικής έπιλογής» βλ. έπίσης P. Cammack, «Statism, New Internationalism and Marxism», Socialist Register, Λονδίνο 1990, 147-170.
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
γούμενα δεν έχουν αναλυθεί έπαρκώς μέχρις στιγμής δέν ακυρώνει άπό μόνο του, όπως ΐσχυρίσθηκαν μερικοί, τή μαρξιστική απόπειρα. 'Οπωσδήποτε όμως παρουσιάζει μιά σειρά προκλήσεων άπέ- ναντι στίς όποιες οί μαρξιστές μόλις άρχισαν νά τοποθετούνται. Αύτό ισχύει ιδιαίτερα γιά τήν «άγγλομαρξιστική» παράδοση όπως τήν ονόμασε ό Perry Anderson53.
Τά παραπάνω άποτελοϋν βέβαια μιά φτωχή διατύπωση τής σχέσης τοϋ μαρξισμοϋ μέ τόν σοσιαλισμό καί ίσως, στήν προσπάθεια άποφυγής κάποιου ντετερμινισμοΰ, νά κατέληξα σε μιά όλό- τελα πλουραλιστική προσέγγιση. Έάν αύτό πράγματι συνέβη, δέν τό θεωρώ άξεπέραστο έμπόδιο. Τό σοσιαλιστικό έγχείρημα άναγ- κάζεται άπό τή φύση του νά τονίσει τήν οικονομική διάσταση τής άνθρώπινης κοινωνικής οργάνωσης σάν θεμελιώδη, άνεξάρτητα άπό τή φύση καί τή δομή τών άτομικών έπιλογών καί τών πρακτικών οί όποιες εμφανίζονται. Ό ιστορικός υλισμός, ό όποιος θεωρεί τίς υλικές συνθήκες ύπαρξης καί άναπαραγωγής τής άνθρώπινης κουλτούρας καθοριστικές, πρέπει νά συνεχίσει νά παρέχει τό νοη- τικό μηχανισμό γιά μιά σοσιαλιστική πολιτική. Σκοπός είναι νά δείξουμε γιατί ό μηχανισμός αύτός δέν χρειάζεται νά είναι ούτε οικονομικά καθοριστικός, ουτε λειτουργιστικός, ούτε πάλι μονο- γραμμικός στόν τρόπο έρμηνείας του. Ή διαλεκτική έρμηνεία δέν περικλείει έκλεκτικιστικό πλουραλισμό, όπως άκριβώς ό οικονομικός καθορισμός δέν προϋποθέτει τήν άπόρριψη τοΰ πολιτικοΰ, συ- ναισθηματικοΰ ή ψυχολογικού στοιχείου ώς κρίσιμων αίτιακών έρεθισμάτων.
Αύτό πού δέν θέλω νά κάνω σέ αύτή τή μελέτη είναι νά προσπαθήσω νά διασώσω παραδοσιακές διατυπώσεις της μαρξιστικής κοινωνικής θεωρίας άπλά μέ τό νά έπιβεβαιώσω τήν άνωτερότητα ή χρησιμότητά τους, ή νά ίσχυρισθώ ότι αύτές ετυχαν παρανόησης ή κακής έφαρμογής άπό μέρους τών έπικριτών τους ( άν καί αύτό συνέβη σέ άρκετές περιστάσεις). Κάτι τέτοιο θα ήταν διανοητικά καί πολιτικά άχρηστο καί θά άποτελοΰσε χάσιμο χρόνου. Όμως μοΰ φαίνεται γεγονός ότι πολλές άπό τίς κριτικές κατά τοΰ μαρξισμού προέρχονται άπό τή συγκεκριμένη μορφή καί έρμηνεία μιας
53. Perry Anderson, In the Tracks o f Historical Materialism, Λονδίνο 1983, 24.
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΛΙΣΜΟΣ: Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΠΟΨΗ 61
ιδιαίτερης παράδοσης της μαρξιστικής ιστοριογραφίας, άπό τήν όποία καί μποροΰν νά πηγάσουν γενικευμένα σημεία διαφωνίας. Καί, στήν πραγματικότητα, θά ήθελα νά τονίσω ότι ή μαρξιστική ιστορική καί κοινωνιολογική άνάλυση είναι γενικά πολύ πιο έκλε- πτυσμένη καί άνοιχτή ά π ’ ό,τι άφήνουν νά διαφανεΐ μερικές άπό τις χονδροειδέστερες άπορρίψεις της. Επιπλέον, πολλές πρόσφατες έπιθέσεις σέ πλευρές της μαρξιστικής θεωρίας —ιδιαίτερα σέ ό,τι άφορα το σχηματισμό κρατών ή τις εξουσιαστικές σχέσεις— είτε φάνηκαν άπρόθυμες νά δοΰν τις διαφορετικές λειτουργικές προθέσεις καί πόσο άνταποκρίθηκε σ ’ αύτές τό έργο στό όποιο συγκεντρώνουν τά πυρά τους, είτε έξαπέλυσαν τήν κριτική τους άπό ενα έπίπεδο άνάλυσης καθαρά άσυμβίβαστο μέ τό εργο τό όποιο καλοΰνται νά άναλύσουν.
Γ ιά παράδειγμα, ή άποψη τοΰ J. A. Hall ότι ό μαρξισμός δέν μπορεΐ νά χειρισθεΐ τό θέμα τών αιτίων τών πολέμων χωρίς νά καταφύγει στόν οίκονομισμό άποτελεΐ άφενός γενίκευση κάποιας μορφής «μαρξιστικής/λενινιστικής σκέψης», καί άφετέρου μιά άν- τίληψη πού συρρικνώνει τόν τρόπο μέ τόν όποιο πρέπει νά συλλη- φθεΐ τό «οικονομικό». Ά πό μιά ίστορικο-υλιστική προοπτική δέν υπάρχει κανένας λόγος νά μήν είναι ό ιμπεριαλισμός «στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα γεωπολιτικής αντιπαλότητας παρά οικονομικής αναγκαιότητας»Μ. Ποιά όμως είναι τά αίτιακά χαρα
54. J. A. Hall (έκδ.), States in History, ό.π., σ. 5. Στήν πραγματικότητα, ή κριτική τοΰ Hall είναι συχνά πολύ έπιφανειαχή γιά νά τύχει κάποιας σοβαρής απάντησης. Φαίνεται ότι στηρίζεται στήν υπόθεση 4τι 1 ) οί μαρξιστές βασίζουν τήν επιχειρηματολογία τους αποκλειστικά στις άναπτύξεις καί υποθέσεις τών Marx, Engels καί Lenin, οί όποιες θεωροΰνται έντελώς άπαλλαγμένες άπό κάθε έσωτερική άντιφατικότητα, αμφιβολία καί πιθανές έναλλακτικές προτάσεις, καί γι' αύτό έχουν ήδη παραποιηθεί άπό τή μεταγενέστερη έργογραφία (μία άποψη άρκετά όμοια μέ έκείνη τοΰ Gellner), όπως έπίσης 2) ότι ό μαρξισμός δέν έχει ιστορία (έξέλιξης, άναζήτησης, κριτικής). Ε κεί πού διαφοροποιείται ό Λένιν άπό τόν Μάρξ, ή έπιχει- ρηματολογία του «δέν είναι διόλου μαρξιστική». Βλ. J. A. Hall, G. John Ikenberry, The State (Milton Keynes 1989) 8. Έπίσης προφανώς ισχυρίζεται (αν καί έπί τροχάδην) ότι ή μαρξιστική θεωρία στήν ΕΣΣΔ, τήν άνατολική καί δυτική Εύρώπη καί τις ΗΠΑ, αντιπροσωπεύει ένα άδιαφοροποίητο block —άγνοώντας μ’ αύτόν τόν τρόπο τό κεντρικό θέμα τοΰ (διού τοΰ έργου του: τήν πολιτική. Τελικά συμπεραίνει πώς τό έργο τοΰ Μάρξ ύπήρξε ή μοναδική καί σπουδαιότερη αιτία τής απώλειας
62 ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
κτηριστικά τά όποια καί καθιστούν τήν γεωπολιτική αντιπαλότητα αύτό πού είναι; Σίγουρα, ό άγώνας γιά τόν έλεγχο καί τήν έκμετάλλευση τών πόρων καί, έπομένως, για τις συγκεκριμένες σχέσεις παραγωγής στις ύπό έξέταση κοινωνίες παίζει έναν κεντρικό ρόλο. Πρέπει βέβαια νά έπισημάνουμε ότι αύτά τά συμφέροντα έμφανίζονται στά ιστορικά ύποκείμενα μέ μιά πολυμορφία ιδεολογικών όρων —έθνική ύπερηφάνεια, μιλιταριστική παράδοση, κ.λπ.,— αύτό όμως δέν άλλοιώνει άπό μόνο του τό γεγονός ότι οί κρατικές ελίτ δέν οδεύουν στόν πόλεμο μόνον γιά χάρη τών ιδεών. Θά μπορούσε άλήθεια νά ΐσχυρισθεϊ κανείς ότι οί ΗΠΑ προχώρησαν στή σύρραξη στό Βιετνάμ ή ή ΕΣΣΔ στό ’Αφγανιστάν μόνο στή βάση ιδεολογικών έπιταγών οί όποιες δέν είχαν καμία εξάρτηση άπό τις κοινωνίες πού τις δημιούργησαν;
τοϋ ενδιαφέροντος τής σύγχρονης κοινωνικής επιστήμης γιά τό κράτος (States in History, 3-4), κάνοντας τεράστια κι αυθαίρετα άλματα άπό τούς Μάρξ-Ένγκελς - Λένιν στή σταλινική περίοδο καί, τέλος, στή σύγχρονη πραγματικότητα. Στήν ουσία, οί παρατηρήσεις τοΰ Hall αντιπροσωπεύουν μία χαμηλής ποιότητας απόρριψη τοΰ μαρξισμού, βασισμένη μάλλον σέ πολιτική καί ιδεολογική εχθρότητα παρά σέ θεωρητική διαπραγμάτευση. 'Αντίθετα, τά έργα τών Skocpol καί Mann παρουσιάζουν μία λιγότερο δογματική, πιό πλουραλιστική καί παραγωγική προσέγγιση, όπως δείχνει καθαρά ή έπισκόπηση τοϋ McLennan. Marxism, Pluralism and Beyond, δ.π., 226 κ.έξ. Καί οί δύο προσεγγίσεις όμως μπορούν νά κατηγορηθοΰν γιά μία έρμηνευτική ύπεραπλούστευση τών αρχών τής ΰ/.ιστικής άνάλυσης. Οί μαρξιστές ίέν προτείνουν μία άναγωγιστική έρμηνεία τής πολιτικής ή τών κρατικών θεσμών, βασισμένη σέ μία θεωρία άντανάκλασης. Ό πω ς θά δείξω στό τέλος αύτοϋ τοΰ κεφαλαίου, ή άποδοχή μιας τέτοιας αντίληψης σημαίνει σύγχυση τής σκέψης τών Μάρξ καί Ένγκελς άπό τή μιά, καί τής σύγχρονης δυτικο-ευρωπαϊκής καί βορειο- αμερικανικής μαρξιστικής άνάλυσης άπό τήν ίλλη, μέ τις πολιτικές προτεραιότητες τοΰ σταλινικού δογματισμού, ένός πολιτικο-ιδεολογικοΰ τρόπου ό όποιος ήταν έξ άνάγκης έχθρικός σέ κάθε λεπτομερή άνάλυση τών κρατικών έλίτ, τής άναπαρα- γωγής τής κρατικής ισχύος καί τών οικονομικών της μηχανισμών καθώς καί τοΰ ρόλου τών χαρισματικών ήγετών. Ό σύγχρονος μαρξισμός έχει σίγουρα υποφέρει (καί έξακολουθεΐ νά υποφέρει) άπό τή σταλινική έπίδραση. Ό μως, όποιος είναι γνώστης τών γραπτών τοΰ Plekhanov —ή, τοΰ λιγότερο γνωστού Bogdanov— θά διαπιστώσει, πέρα άπό μία «άνοιχτή» ανάγνωση τών Μάρξ καί Ένγκελς, πώς ή ίστορικο-υλιστική προσέγγιση, σέ άντίθεση μέ τήν πρακτική έφαρμογή μιας έκφρασης τοϋ μαρξισμού στή σταλινική ιστοριογραφία, είναι άρκετά έπαρκής γιά νά άντιμετωπίσει στόχους γιά τούς οποίους οί θεωρητικοί τοΰ κράτους ισχυρίζονται πώς δέν ταιριάζει έρμηνευτικά.
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΪΛΙΣΜΟΣ: Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΠΟΨΗ
Έφόσον δέν έπιθυμοΰμε νά ύποστασιοποιήσουμε τις ιδεολογίες καί νά άρνηθοΰμε όποιαδήποτε θεμελίωσή τους στή δομή τής κοινωνικής πράξης καί τοϋ κοινωνικοΰ σχηματισμού, αύτό το έπιχεί- ρημα είναι έμφανέστατα άτοπο. Κι αν άκόμα άρνηθοΰμε (ώς ενα βαθμό, δικαιολογημένα) ότι ή ’Ινδοκίνα άντιπροσώπευε κάποιο έμμεσο ή άμεσο οικονομικό όφελος γιά τίς ΗΠΑ (άν καί παντοΰ υπάρχει έν δυνάμει άγορά, καί συνεχώς έξαπλωνόμενες άγορές είναι άπαραίτητες γιά τήν ικανοποίηση τών άναγκών τής καπιταλιστικής παραγωγής) πρέπει παρ’ όλα αύτά νά έξηγήσουμε το πλαίσιο μέσα στο όποιο έγγράφονται «ιδεολογικές έπιταγές». Καί είναι άναμφισβήτητο ότι αύτό τό πλαίσιο άνήκει στόν πολιτικό καί έπομένως στόν οικονομικό άνταγωνισμό άνάμεσα σέ κρατικά συστήματα. Στό έσωτερικό τών κρατών έπίσης ύπάρχει άνταγωνισμός άνάμεσα σέ πολιτικο-οικονομικές φατρίες καί έπενδυμένα συμφέροντα, ή ισχύς τών όποιων μπορεΐ νά διατηρηθεί καλύτερα μέ τήν προώθηση ή τήν άντίθεση σέ έπενδύσεις σέ πολεμικές βιομηχανίες ή στόν ίδιο τόν πόλεμο. Καί οί δύο πλευρές, είτε άναφερόμαστε σέ κράτη είτε σέ πολιτικές φατρίες, παραθέτουν έπιχειρήματα μέ μιά ιδεολογική μορφή. Ή πραγματικότητα όμως τελικά είναι ό έλεγχος τών πόρων καί ή διατήρηση, ένίσχυση καί έπέκταση τοΰ ένός ή τοϋ άλλου συστήματος οικονομικών σχέσεων.
Έκεΐ όπου κράτη έμφανίζονται νά προχωρούν σέ σύρραξη άπο- κλειστικά γιά ιδεολογικούς λόγους (π.χ., οί υποχρεώσεις πού άπορρέουν άπό μιά συνθήκη), μποροΰμε νά είμαστε σίγουροι ότι κάτι κρύβεται πίσω άπό αύτές τίς ιδεολογίες, κάτι πού δέν είναι άπαραίτητα άπευθείας συνδεδεμένο ή άποτελεΐ άντανάκλαση μιας συγκεκριμένης ομάδας συμφερόντων. Εξάλλου θά ήταν έντελώς άκριτο νά δεχθοΰμε a priori ότι οί πηγές μάς λένε πάντα τήν άλή- θεια. Οί ιδέες διαμορφώνονται σέ ένα πλαίσιο άκόμα κι όταν αύτές άντιδροΰν έμφανώς σέ αύτό, καί αύτές οί ιδέες άντιπροσωπεύουν συμφέροντα σέ σχέση μέ τήν έξουσία. Καί ή έξουσία άφορα τόν έλεγχο τών πόρων, άνθρώπινων καί υλικών, μέ σκοπό τήν υλοποίηση ένός συγκεκριμένου στόχου ή συνόλου στόχων: συνήθως τή διατήρηση, άναπαραγωγή καί όπου υπάρχει ή όρατή πιθανότητα (φυσικά καί ιδεολογικά) τήν έπέκταση ένός δεδομένου συνόλου θεσμών —συστημάτων ίεραρχικών σχέσεων— καί, άναπόφευκτα, σχέσεων παραγωγής.
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
Άκόμα κι όταν ή έξουσία διεκδικεϊται γιά χάρη τής έξουσίας (όταν, γιά παράδειγμα, ή κινητήρια δύναμη πίσω άπό μιά συγκεκριμένη πολιτική σύγκρουση είναι, τουλάχιστον φαινομενικά, ή έκφραση μιας συγκεκριμένης ψυχολογίας ή ένός προγράμματος), τά άποτελέσματα αύτής τής σύγκρουσης καί ή επίλυσή της πρέπει νά προσλάβουν τή μορφή τής διατήρησης ή διατάραξης συγκεκριμένων πρακτικών οί όποιες συγκροτούν άπό μόνες τους τίς σχέσεις παραγωγής καί άναπαραγωγής τοϋ κοινωνικού σχηματισμού.
Βέβαια, κανείς δεν θά συνέδεε στα σοβαρά τά αίτια τοΰ Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου με τήν άμεση οικονομική άναγκαιότητα, κάτι πού, σύμφωνα με τόν Hall, ή μαρξιστική θεωρία είναι ύποχρε- ωμένη νά κάνει. Όμως ή διαπίστωση ότι ό πόλεμος άποτελεϊ «τό χαρακτηριστικό προϊόν ένός πολυπολικοΰ κρατικού συστήματος» συνιστά μιά ισχνότατη άντίκρουση τοΰ καθοριστικοΰ ρόλου έπεν- δυμένων ή διαφαινόμενων οικονομικών συμφερόντων αύτών τών κρατών (έξωτερικός παράγων) καί τών εξουσιαστικών σχέσεων στό έσωτερικό αύτών τών κρατών, άπό τήν άποψη τών κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής όπως αύτες εκφράζονται στίς συναφείς τελικές πολιτικές ιδεολογίες (έσωτερικός παράγων).
Εξίσου λαθεμένη είναι ή άποψη τοΰ Hall ότι ή θεωρία τών τάξεων τοϋ Μάρξ εχει άδυναμίες έπειδή οί διάφορες έθνικές έργα- τικες τάξεις δεν κατάφεραν νά ένωθοΰν σέ ενα διεθνικό άντι-καπι- ταλιστικό κίνημα. Ή συντριβή τοΰ προλεταριακού διεθνισμοΰ είναι ενα σημαντικό καί ένδιαφέρον παράδειγμα τής ήττας ένός πολιτικού πιστεύω άπό Ινα άλλο, συναισθηματικά καί πολιτικά ισχυρότερο, παρ’ όλες τίς άντιφάσεις πού προκαλεΐ. Τό γεγονός ότι οί οικονομικές σχέσεις μποροΰν νά ύπερκαθορίζονται άπό ιδεολογίες γιά μεγάλα χρονικά διαστήματα δέν άποτελεϊ ένδειξη ότι οί πρώτες δέν μποροΰν νά είναι διεθνικές. Ή διαφοροποιημένη σχέση τής άγγλικής, γαλλικής καί γερμανικής έργατικής τάξης με τά μέσα παραγωγής είναι άπό τήν άποψη τής συστημικής άνάλυσης ταυτόσημη, παρά τό γεγονός ότι οί πολιτικές καί θεσμικές μορφές μέσω τών όποιων έκφράστηκε αύτή ή σχέση διέφεραν. Καί οί καπιταλιστές άνά τόν κόσμο τείνουν νά άντιδροΰν με τόν ίδιο τρόπο όταν άντιμετωπίζουν ορατές άπειλες στόν τρόπο ζωής τους. Ό πως οί Γάλλοι καπιταλιστές προτίμησαν νά έπενδύσουν στήν τσαρική Ρωσία, όπου άνέμεναν μεγαλύτερα κέρδη άπ ’ ο,τι στή χώρα τους ή
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ Τ ΛΙΣΜΟΣ: Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΠΟΨΗ 65
τις αποικίες, έτσι καί το βρετανικό έπενδυτικό κεφάλαιο διέρρεε παραδοσιακά άπό το 'Ηνωμένο Βασίλειο πρός περιοχές μέ φτηνό καί χειραγωγημένο εργατικό δυναμικό, υψηλότερο βαθμό έκμε- τάλλευσης καί ταχύτερη άπόδοση τών επενδύσεων55.
Τό γεγονός ότι οί οικονομικές τάξεις στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα καθορίζονται έπίσης σέ θέματα πολιτικής δραστηριότητας καί ιδεολογιών άπό έθνικές καί διεθνικές συνειδήσεις δέν άλλοιώνει τήν κοινή οικονομική τους κατάσταση, ούτε καί άπο- κλείει τό ένδεχόμενο τής μελλοντικής εμφάνισης μιας διεθνικής ταξικής πολιτικής. Σέ ένα βαθμό, αύτή είναι ήδη υπαρκτή γιά τούς διεθνείς έπενδυτές κεφαλαίων. Ή έλευση τοϋ 1992 καί ή διαμάχη γύρω άπό τόν Εύρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη ήδη άναδεικνύουν κά- ποιες πιθανότητες πρός αύτή τήν κατεύθυνση.
Παρ’ όλα αύτά, τά σχόλια τοΰ Hall περικλείουν ύπαρκτές καί πολύ άληθινές κριτικές μέρους τής μαρξιστικής ιστορικής καί κοινωνιολογικής γραφής καί ζητούμενη είναι μιά ολοκληρωμένη υλιστική θεωρία τοΰ κράτους ικανή νά άποφύγει αύτούς τούς σκοπέλους. Στό ύπόλοιπο μέρος, θά έπανέλθω συχνά στό ζήτημα τοΰ οίκονομικοϋ.
55. Βλ., για παράδειγμα, τις παρατηρήσεις τοΰ G. Thompson, «The Relationship between the Financial and the Industrial Sectors in the United Kingdom Economy», Economy and Society 6 /3 (1977) χαί Tom Nairn, «The future of Britain’s Crisis», New Left Review 113-114 (1979) 43-69, βλ. 55 χ.έξ.
3. Ή φύση τοΰ κράτους
Γιά νά άναπτύξω περισσότερο αύτές τις σκέψεις, θά ήθελα νά έπανέλθω στό έρώτημα πού έθεσα στήν εισαγωγή μου, άναφορικά μέ μια ΐστορικο-υλιστική προσέγγιση στό κράτος, τις κρατικές έλίτ, τή σχετική ή άπόλυτη αυτονομία τών κρατικών δομών καί πρακτικών, όπως καί τό ρόλο τοϋ οίκονομικοΰ στή μαρξιστική ιστορική έρμηνεία.
Ξεκινώ μέ τό έρώτημα: «τί είναι κράτος;» Ή άπάντηση είναι κατά κάποιον τρόπο προβληματική, έπειδή δέν υπάρχει τυπική ομοφωνία γιά τόν ορισμό τοϋ κράτους άνάμεσα σέ όλους τους ιστορικούς καί κοινωνιολόγους. Έ χει διατυπωθεί πληθώρα ορισμών, άνάλογα μέ τις ιδιαίτερες διανοητικές καί πολιτικές κατευθύνσεις αύτών πού άσχολήθηκαν μέ τό πρόβλημα. Στις γραμμές πού άκο- λουθοΰν, θά χρησιμοποιήσω σαν άφετηριακή περιγραφή τό γενικό ορισμό πού έδωσαν σύγχρονοι μελετητές, συγκεκριμένα οί Skalnik καί Claessen, ό Krader καί, πιό πρόσφατα, ό Mann56: τό κράτος άντιπροσωπεύει ενα σύνολο θεσμών καί προσωπικοΰ οί όποιοι είναι συγκεντρωμένοι σέ ενα μοναδικό σημείο στό χώρο καί άσκοΰν έξουσία σέ μιά διακριτή έπικράτεια. Ό πω ς έπισημαίνει ό Mann57, αύτή ή περιγραφή συνδυάζει θεσμικά καί λειτουργικά στοιχεία πού σχετίζονται μέ τήν ύπαρξη τών κρατικών μηχανισμών, καθώς καί μέ τή λειτουργία καί τις έπιδράσεις τους. Επιπρόσθετα, θά έλεγα πώς τό κεντρικό σημείο στό όποιο φαινομενικά έντοπίζεται ή κρατική ισχύς μπορεΐ νά μετακινείται. Έπίσης, ότι ή έξουσία είναι κατ ’ άρχήν κανονιστική καί δεσμευτική καί στηρίζεται στόν έξα-
56. Mann, «The Autonomous Power of the State», ί.π . καί H. J. M. Claessen, P. Skalnik, «The Early State: Theories and Hypotheses», The Early Stale, ί .π ., 3-29, R. Cohen, «State Origins: a reappraisal». The Early State 31-75, ciSixirepa τά άρθρα τής τρίτης ένίτητας αύτοΰ τοΰ τίμου.
57. Mann, «The Autonomous Power of the State», ί.π ., 112.
Η ΦΤΣΗ TOT ΚΡΑΤΟΤΣ 67
ναγκασμό. Τέλος, ότι ή άποτελεσματικότητα αύτής της έξουσίας έξαρτάται άπό σειρά παραγόντων όπως ή γεωγραφική έκταση τοϋ κράτους, οί θεσμικές μορφές μέσω τών οποίων άσκεΐται ή έξουσία (γιά παράδειγμα, μέσω μιας συγκεντρωτικής καί έλεγχόμενης κεντρικής γραφειοκρατίας ή μέσω μιας άποκεντρωμένης περιφερειακής διοικούσας έλίτ). Μποροΰμε νά συμφωνήσουμε έπίσης μέ τή διαπίστωση τοΰ Radcliffe Brown ότι το κράτος είναι προϊόν κοινωνικών καί οικονομικών σχέσεων καί ότι, έπομένως, δέν μπορεΐ νά προσωποποιηθεΐ ή νά πραγμοποιηθεΐ στή διαδικασία τής άνάλυ- σης. Είναι σημαντικό νά τονίσουμε όμως πώς τό κράτος έχει μιά ταυτότητα ώς πεδίο δράσης καί ένεργός θέση ισχύος καί πρακτικών οί όποιες, κάτω άπό ορισμένες προϋποθέσεις, μποροΰν νά αύ- τονομοΰνται άπό τά οικονομικά καί πολιτικά συμφέροντα που κυ- ριαρχοϋν σέ αύτό. Μιά τέτοια γενική έπισήμανση έχει βέβαια γίνει καί στή μαρξιστική καί στή μή μαρξιστική ιστορία καί κοινωνιολο- γία τά τελευταία χρόνια. Ό μως, όπως έδειξαν καί οί προαναφερ- θεΐσες κριτικές τής μαρξιστικής άνάλυσης, αύτή δέν δοκιμάσθηκε μέ έπιτυχία στήν πράξη, δηλαδή στήν έξέταση καί στήν έρμηνεία τοΰ κράτους58.
Τέλος, άξίζει νά υπογραμμίσουμε πώς, κατά έναν καθαρά λειτουργικό τρόπο, όλα τά κράτη (όπως καί όλες οί όμοιες θεσμοποι- ημένες δομές) έχουν μιά αύτονομία πρακτικής, έφόσον άποτελοΰν ένα πλέγμα έξειδικευμένων ρόλων καί πρακτικών διαχωρισμένων άπό τήν καθημερινή κοινωνική καί πολιτισμική άναπαραγωγή. Τό προσωπικό τους κατέχει καί έκτελεΐ ένα θεσμοποιημένο καί καθοριστικό τής συμπεριφοράς ρόλο, προσιδιάζοντα στίς συμβολικές καί λειτουργικές άνάγκες τοϋ σκοποΰ πού τοΰ ανατέθηκε. Όμως δέν είναι αύτό που άπασχολεΐ τήν ΰπό έξέταση διαμάχη, μάς ένδι- αφέρουν οί οργανωτικές έπιταγές τών κρατικών μηχανισμών καί ό
58. A. R. Radcliffe-Brown, African Political Systems, (έκδ. M. Fortes, Ε. Ε. Evans· Pritchard), Λονδίνο 1940, βλ. IX x. έξ. Γιά τό χράτος ώς «θεσμική μορφή» βλ. Skocpol, Stales and Social Revolutions (όπως χαί σημείωση 34) χαί αύτή έπίσης έπισημαίνει πώς οί μαρξιστές δέν έδωσαν τή δέουσα προσοχή στό κράτος: Τ. Skocpol, «Political Response to Capitalist Crisis: neo-marxist theories of the State and the case of the New Deal», Theory and Society 10/2 (1980), 200.
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
βαθμός της ανεξαρτησίας τους άπό τούς βασικούς δομικούς περιορισμούς τοϋ κοινωνικού σχηματισμοΰ στον οποίο ένυπάρχουν.
Επομένως, καί άντίθετα μέ τούς Mann, Hall, ή τήν Skocpol, πιστεύω ότι μιά μαρξιστική θεωρία τοϋ κράτους δέν είναι καθόλου ταξικά συρρικνωτική. Δηλαδή, ή μαρξιστική θεωρία δέν είναι δεσμευμένη νά δεϊ τό κράτος απλώς σάν όργανο τής άρχουσας τάξης. Σίγουρα, οΐ μαρξιστές τείνουν νά δοΰν τό κράτος ώς σύνολο θεσμών οί όποιοι έγγυώνται τή διατήρηση καί άναπαραγωγή τών έκμε- ταλλευτικών ταξικών σχέσεων —καί αύτό κατά τή γνώμη μου άρκετά σωστά. Όμως αύτό δέν σημαίνει ότι άποτελεΐ μιάν άπλοϊ- κή καί συρρικνωτική ή άναγωγιστική άποψη, ούτε έπίσης ότι πρέπει νά υιοθετήσουμε μιά λειτουργική άποψη ότι τά κράτη δημιουρ- γοΰνται μόνο γιά τήν έξυπηρέτηση αύτοΰ τοΰ σκοποΰ.
Ό χονδροειδής λειτουργισμός της οίκονομιστικής μαρξιστικής σκέψης (ιδιαίτερα στή δεκαετία 1930-1950) έχει έπισημανθεΐ καί έπικριθεΐ άπό τόν Giddens. Ό μως, άρκετοί κριτικοί της μαρξιστικής θεωρίας βρίσκουν εύκολότερο νά έπιτίθενται σέ αύτόν τόν εύκολο στόχο, άγνοώντας τούς νεότερους μαρξιστές ιστορικούς. Έτσι, οί μαρξιστικές θεωρίες τοΰ κράτους πού προσπάθησαν νά συσχετίσουν τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής ώς σύνολο μέ τις κρατικές δομές στις όποιες αύτές ένυπάρχουν καί μέ τις όποιες έχουν μιά διαλεκτική σχέση, άπορρίφθηκαν άπό τόν Mann ώς έξης: « Ο ί περισσότερες θεωρίες τοϋ κράτους ήταν λαθεμένες γιατί ήταν άναγωγιστικές. Ταύτισαν τό κράτος με τις προϋπάρχουσες δομές της πολιτικής κοινωνίας. Αύτό Ισχύει Ιδιαίτερα γιά τη μαρξιστική, τή φιλελεύθερη και τή φονξιοναλιστική θεωρία τοΰ κράτους, κάθε μιά άπό τις όποιες άντιμετώπισε τό κράτος σάν ίνα χώρο, μιά άρένα όπου εκφράζεται καί θεσμοποιειται ή πάλη τών τάξεων, οργανωμένων συμφερόντων καί ατόμων»59. Μιά τέτοια γενίκευση μοΰ φαίνεται άδικαιολόγητη, άν καί άντιλαμβανόμαστε τή ρητορική λογική τής δήλωσης. Καί ό Μάρξ καί ό Ένγκελς άναγνώριζαν στό κράτος Ινα σημαντικό βαθμό αύτονομίας. Τό πρόβλημα έγκειται κυρίως στήν άποσπασματική χρήση στοιχείων τοΰ Ιργου τους.
59. Mann, «The Autonomous Power of the Staten, i . it., 110. Έπίσης βλ. A. Ciddens, A Contemporary Critique o f Historical Materialism, Λονδίνο 1982.
Η ΦΤΣΗ TOT ΚΡΑΤΟΤΣ
Στήν έφαρμογή τους δηλαδή σε συγκεκριμένα θέματα άπό μεταγενέστερους μελετητές, δέσμιους τοϋ συγκεκριμένου πολιτικοΰ καί διανοητικοΰ χώρου τους. Προβληματικές είναι έπίσης καί οί συγκεκριμένες ιεραρχήσεις της μαρξιστικής πολιτικής άνάλυσης τοΰ κράτους ή όποία, όπως καί κάθε άλλη άνάλυση, λειτουργεί στά πλαίσια συγκυριακών περιορισμών καί άναγκών.
Άπό τήν άλλη, είναι άληθές ότι ό μαρξισμός άγνόησε τήν κοινωνική ψυχολογία τής «έξουσιολαγνείας» (άτομικής ή συλλογι- κής), τής συμφεροντολογίας καί τής άπληστίας, κάτι πού δέν είναι περίεργο αν λάβουμε ύπόψη ότι ό μαρξισμός έστιασε τήν προσοχή του στις ευρύτερες σχέσεις πού συνδέουν τις κοινωνικές ομάδες. Ό μως αύτό δέν προεξοφλεί ότι είναι άνίκανος νά έξετάσει παρόμοια φαινόμενα60. Οί πρόσφατες κριτικές πέτυχαν νά καταδείξουν
60. Ό πω ς προσπάθησα νά δείξω σέ μία μελέτη για τήν κοινωνικο-πολιτική κρίση στόν ανατολικό Ρωμαϊκό/Βυζαντινό κόσμο στόν ύστερο 7ο αιώνα: J. F. Hal- don, «Ideology and Social Change in the seventh century: military discontent as a barometer», KlioSS (1986) 139-190. Πράγματι, πρόσφατες συζητήσεις σχετικά μέ αύτό πού όνομάαθηκε «μαρξισμός τής όρθολογικής έπιλογής» δείχνουν ξεκάθαρα τήν αναγκαιότητα τοϋ συσχετισμού δια-υποκειμενικών πρακτικών, στάσεων καί τής διαμόρφωσης καί σχηματοποίησης τών ψυχολογιών (μικρο-θεμελιαχή άνάλυση) μέ μακροπρόθεσμες τάσεις καί τις δομικές συνέπειες τής άλληλεπίδρασης μεταξύ άτόμων, όμάδων, ρόλων καί θεσμών, σέ σχέση μέ τήν πορεία μιας όποιασδήποτε πλευράς ένός κοινωνικού σχηματισμού. Κι αύτές μέ τή σειρά τους πρέπει νά συσχε- τισθοϋν μέ τις θεωρητικές καί έννοιολογικές κατηγορίες οί όποιες σχεδιάσθηκαν γιά νά παράσχουν ένα πλαίσιο στό έσωτερικό τοϋ οποίου μποροΰν νά παρατηρηθούν αύτές οί συνέπειες τής κοινωνικής πρακτικής, κι έναν ευρηματικό όδηγό μέσω τοΰ όποιου μποροΰν νά κατανοηθοϋν αύτές καί οί συνέπειές τους. ’Εννοείται ότι δέν σκοπεύω νά προτείνω κάποιον μεθοδολογικό άτομικισμό: μακρο-φαινόμενα δέν μπορούν νά άναχθοΰν στις μικρο-θεμελιώσεις τους σέ μιά βάση £να-πρός-£να. Όμως δέ χωρεΐ καμία άμφιβολία πώς ό προσδιορισμός τής πολλαπλότητας τών αίτιακών σχέσεων οί όποιες συγκροτούν άπό κοινοΰ τάσεις, ρεύματα, «δομές» καί «γεγονότα», άποτελεϊ μία ούσιαστική θεμελίωση τής ιστορικής καί κοινωνιολογικής κατανόησης —όπως διαπίστωσαν πολύ νωρίς οί Μάρξ καί Ένγκελς, άσχετα μέ τό έάν αύτό δέν Ιγινε Ιδιαίτερα άντιληπτό άπό κάποιους άπό τούς έπιγόνους τους. Βλ. Elster, Mating Sense o f Marx, ί.π ., Roemer, A General Theory o f Exploitation and Class, ί.π ., τήν έπισχόπηση τοϋ Carling, «Rational Choice Marxism», ί .π ., καθώς καί τις κριτικές αποτιμήσεις τών A. Levine, Ε. Sober, Ε. Olin-Wright, «Marxism and Methodological Individualism», New Left Review 162 (1987) 67-84. Ellen Meiksins Wood, «Rational Choice Marxism: is the game worth the candle?» (ί.π .) καί Alex
70 ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
τά κενά καί τίς ανεπάρκειες έμπειρικών έργασιών πού βασίστηκαν σε γενικές θεωρίες οί όποιες άγνοοϋν αύτά τά στοιχεία, καθώς καί νά εξαναγκάσουν τούς μαρξιστές νά λάβουν σοβαρά ύπόψη τήν κοινωνικά ένεργό φύση αύτών τών πλευρών τής άνθρώπινης κοινωνίας.
Στήν πραγματικότητα, ό Μάρξ είχε σαφή έπίγνωση τών συμφερόντων καί επιδιώξεων πού μπορεΐ νά άναπτύξει Ινας κρατικός μηχανισμός, άνεξάρτητα άπό τά ιδιαίτερα συμφέροντα τής άρχου- σας τάξης —όπως φαίνεται ιδιαίτερα στή μελέτη του γιά τό γαλλικό κράτος τοϋ 19ου αιώνα61. Παρά τό γεγονός ότι ούτε ό Μάρξ ουτε ό Ένγκελς άναφέρθηκαν έκτενώς στά προ-καπιταλιστικά κράτη (οδηγώντας σέ άναπόφευκτες μεταγενέστερες άντιφάσεις καί άσυνέπειες τοΰ μαρξιστικού λόγου), στό έργο τοϋ Ένγκελς Ή Καταγωγή της Οικογένειας διαφαίνεται μιά συνειδητοποίηση τής πιθανής αύτονομίας τών κρατικών δομών (άν καί έκφρασμένη με μιά ταξικά άναγωγιστική διατύπωση): « Υπάρχουν περίοδοι στις όποιες οι άντιμαχόμενες τάξεις ισορροπούν τόσο ολοκληρωτικά ώστε ή κρατική έξουσία... προσλαμβάνει... ένα σχετικό βαθμό αυτονομίας καί άπό τις δυο...»62.
’Αποδεχόμενοι ή όχι ιδέες όπως ή «σχετική αύτονομία», άπό τή μιά μεριά, ή ή ύπαρξη ένός συνεταιρισμού άνάμεσα στήν κυρίαρχη οικονομικά τάξη καί στήν κρατική έλίτ, καί εκκινώντας άπό μαρξιστική ή όχι κριτική, φαίνεται πώς μιά μαρξιστική θεωρία τοϋ κράτους είναι δυνατή63. ’Οφείλει όμως νά χαρακτηρίζεται άπό τήν ελαστικότητα πού άπαιτοϋν οί σύγχρονες κριτικές της καί νά είναι πολύ καλά θεωρητικά έπεξεργασμένη. ’Από αύτή τήν άποψη, ση
Callinicos, Making History: Agency, Structure and Change in Social Theory, Λονδίνο 1987/1989, καί Gregor McLenann, Marxism, Pluralism and Beyond, Λονδίνο 1989.
61. K. Marx, The Eighteenth Brumaire o f Louis Bonaparte, Marx & Engels, Selected Works, Λονδίνο 1968, 96-179, βλ. 169 - υποσημείωση, καί The Civil War in France, ibid., 271-309, βλ. 285 κ. έξ. Αύτά τά σημεία έχουν τονισθεϊ μέ σαφήνεια χαί ένταση άπ4 τόν Ralph Miliband, «State Power and Class Interests», New Left Review 138 (1983) 57-60.
62. F. Engels, The Origins o f the Family, Private Property and the State, Marx & Engels, Selected Works, δ.π., 461-583, ιδιαίτερα 577 χ,έξ.
63. Ό πω ς ισχυρίζεται i Miliband, «State Power and Gass Interests», i.n., 65-7.
Η Φ Π Η TÜV KPATüVi; 71
μαντική υπήρξε ή έπίδραση τοϋ Gramsci — γιά παράδειγμα ή άποψη ότι ή κυριαρχία τής άρχουσας τάξης πραγματώνεται μέσω συναίνεσης καί έξαναγκασμοΰ καθώς καί ότι τό κράτος παίζει σημαντικό ρόλο στή διαδικασία νομιμοποίησης τής κοινωνικής ιεραρχίας καί έδραίωσης μιας πολιτικής καί πολιτισμικής ήγεμονίας. Αύτές οΐ έπισημάνσεις άφοροΰν κυρίως κράτη τοΰ 20οΰ αιώνα. Παρ’ όλα αυτά είναι σημαντικές γιά τήν κατανόηση άφενός τών κρίσιμων ιδεολογικών καί πολιτικο-οικονομικών σχέσεων σέ εναν κοινωνικό σχηματισμό, άφετέρου τοϋ ρόλου καί τών πράξεων τών κρατικών έλίτ*4.
Συνάγεται ότι τό κράτος εχει πράγματι τή δυνατότητα άσκησης έξουσίας καί πειθοΰς ΰπέρ συμφερόντων τά όποια άνταποκρί- νονται περισσότερο στις έπιταγές μιας συγκεκριμένης πολιτικής ιδεολογίας παρά σέ αύτές τών κυρίαρχων κοινωνικών καί οικονομικών τάξεων. Όμως ταυτόχρονα, άπό μιά μαρξιστική σκοπιά, αύτή ή αύτονομία πρέπει νά θεωρείται περιορισμένη γιατί, όπως θά έπιχειρηματολογήσω πιό κάτω, τό κράτος είναι έπίσης ριζωμένο στόν κοινωνικό σχηματισμό άπό τόν όποιο άντλεΐ τό προσωπικό του καί τή νομιμοποίηση τής ύπαρξής του. Έτσι, τό έρώτημα «αύτονομία άπό τί;» άποκτα ιδιαίτερη βαρύτητα.
Όπω ς είδαμε, ή παραδοσιακή οπτική πού άποδίδεται στούς μαρξιστές είναι ή εξής: τά κράτη, έφόσον άναπτυσσονται άπό τήν αύξηση τής ιδιωτικής περιουσίας, τοϋ κοινωνικού καταμερισμοΰ τής έργασίας καί τήν δξυνση άνταγωνιστικών, ταξικών σχέσεων μεταξύ έξουσιαστικών καί έξουσιαζομένων, κυρίαρχων καί ύποτε- λών στρωμάτων, πρέπει νά λειτουργοΰν πρός τήν κατεύθυνση εξυπηρέτησης τών συμφερόντων τής άρχουσας τάξης, μέσω τών οποίων άλλωστε άναπτύσσονται. Δοσμένη μέ Ιναν τόσο άναγωγι- στικό καί λειτουργιστικό τρόπο, αύτή ή άποψη φαίνεται ιδιαίτερα άπλουστευτική, άν όχι όλότελα λαθεμένη. Ό μω ς αύτό δέν συνιστα
64. Γ ιά κάποιες πλευρές τής διαμάχης αναφορικά μέ τό σύγχρονο χράτος, βλέπε τά επιχειρήματα τών Πουλαντζά καί Miliband, New Left Review 58 (1969), 59 (1970), 82 (1973), τά σχόλια τοΰ Ladau, «The Specificity of the Political: around the Poulantzas-Miliband Debate», Economy and Society 5/1 (1975), δπως έπίσης καί τά σχόλια τοΰ Πουλαντζά, New Left Review, 95 (1976).
72 ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
τή μοναδική άνάγνωση τοϋ έργου τών Μάρξ καί Ένγκελς, ούτε καί της ευρύτερης ΐστορικο-υλιστικής άποψης.
Άντιθέτως, μοΰ φαίνεται ούσιώδες νά προωθήσουμε στα πλαίσια ένός γενικού μοντέλου τής «ταξικής πάλης ώς κινητήρα τής ιστορίας» ένα μοντέλο τοϋ κράτους, αφενός ώς de facto οργάνου ταξικής καταπίεσης καί άρένας για τήν ταξική πάλη, καί άφετέρου ώς θεσμικού πλέγματος έξουσιαστικών σχέσεων τό όποιο δημιουργεί τις δικές του πρακτικές άνεξάρτητα άπό τις ιδιαιτερότητες αύτής τής ταξικής πάλης. Ό μως —καί αύτό είναι σημαντικό γιά τήν ίστορικο-υλιστική προσέγγιση— αύτή ή άνεξαρτησία είναι πάντοτε σχετική. Όσο κι αν μιά γραφειοκρατία ή κρατική έλίτ —ή όποία έχει άποδεσμευθεΐ, ολικά ή μερικά, άπό τις κοινωνικές, οικονομικές καί πολιτισμικές της ρίζες μέσα άπό τήν ύπηρεσία τοΰ κράτους—, θά μποροΰσε νά ταυτιστεί ή νά έπανερμηνεύσει στή βάση τών δικών της θεσμικών συμφερόντων τά δεδομένα συμφέροντα καί λειτουργίες τοΰ κράτους, δύο βασικοί παράγοντες έξα- κολουθοΰν νά λειτουργούν, άπό τήν άποψη τών κυρίαρχων ιδεολογικών μορφών καί τών συνακόλουθων πολιτικών δραστηριοτήτων. Καταρχήν, μιά κυρίαρχη κοινωνική τάξη είναι πάντοτε σέ θέση νά έκμεταλλεύεται τήν ύπαρξη τοΰ κράτους γιά τήν προώθηση τών δικών της συμφερόντων. Αντίστοιχα τό κράτος (ή οί ήγέτες του) μπορεΐ νά έπιβιώσει μόνον εάν διατηρήσει τήν ύποστήριξη αύτής τής τάξης, όσο άνταγωνιστική κι αν είναι αύτή πολιτικά στις συγκεκριμένες έπιλογές μεμονωμένων ήγετών. Κατά δεύτερο λόγο, τό κράτος υπάρχει πάντα στά πλαίσια έκμεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής καί άποτελεΐ άναγκαστικά τήν άρένα ή όποία διευκολύνει τήν προώθηση τών συμφερόντων τής κυρίαρχης τάξης ή, τουλάχιστον, δέν παρεμβαίνει άντιθετικά πρός αύτά. ’Αναφορικά μέ τό καπιταλιστικό πλαίσιο, αύτή ή άποψη έχει διατυπωθεί μέ σαφήνεια άπό τόν Ralph Milliband. Καί τό γεγονός ότι αύτό σπάνια μπορεΐ νά είναι μιά συνειδητή καί ορθολογική πρόθεση τών κρατικών ήγεσιών δέν άκυρώνει τήν παραπάνω διατύπωση65.
65. Ή διατύπωση θεωρεί αυταπόδεικτο τ4 6τι τά χράτη αναπτύσσονται πάντοτε στο πλαίσιο ταξιχών ανταγωνισμών. Ή απάντηση μπορεΐ νά έξετασθεϊ εμπειρικά καί οπωσδήποτε είναι θετιχή. Όλες σχεδόν οϊ συγχριτιχίς ιστορικές χαι χοινω-
Η ΦΪΤΗ TOV ΚΡΑΤΟΊ'Σ 73
Μπορούμε λοιπόν νά έπιβεβαιώσουμε, ελαφρά τροποποιημένη, τήν άρχική διατύπωση τοϋ Ένγκελς ή όποία έχει δεχθεί πολλή κριτική: «έφόσον τά κράτη αναπτύσσονται στα πλαίσια ταξικών ανταγωνισμών, σπάνια δεν παρέχουν συνθήκες εύνοϊκές γιά τά συμφέροντα της οικονομικά άρχουσας τάξης, η οποία μέσω αύτών καθίσταται και πολιτικά άρχουσα και είναι σέ θέση νά διασφαλίσει την άναπαραγωγή τών κυρίαρχων σχέσεων εκμετάλλευσης και κα- θυπόταξης». Άλλά αύτή ή διαπίστωση έ π ’ οΰδενί λόγω άρνεΐται τή δυνατότητα νά άποτελοϋν οΐ κρατικές έλ'ιτ τήν άρχουσα τάξη ή καί νά λειτουργούν βραχυπρόθεσμα μέ κατευθύνσεις άντίθετες πρός τά συμφέροντα τής άρχουσας τάξης. Οΰτε καί άποκλείει τήν πιθανότητα αύτές οί ελίτ νά συμπεριφέρονται μακροπρόθεσμα μέ τρόπο «ταξικά ουδέτερο», όταν υπάρχει μιά έξισορρόπηση άνάμεσα στά δικά τους συμφέροντα καί σέ έκεϊνα τής άρχουσας τάξης. Ό μως, σέ τελική άνάλυση, τό κράτος άποτελεΐ μέρος τών έκμε- ταλλευτικών σχέσεων οί οποίες διατηρούν τις δύο κυρίαρχες ομάδες στήν έξουσία, οικονομική καί πολιτική.
νικο-ανθρωπολογικές εργασίες οί όποιες αντιμετώπισαν τό ζήτημα τής καταγωγής τών κρατών, είτε «πρωτόγονων» είτε «δευτερευόντων», χαί άπό όποιαδήποτε θεωρητική σκοπιά, τό επιβεβαιώνουν: Βλ., άπό μία μαρξιστική οπτική, Jonathan Friedman, «Tribes, States and Transformations», M. Bloch (έκδ.), Marxist Analyses and Social Anthropology, Λονδίνο 1984,161-202' κι άπό μία μή μαρξιστική (αν καί όχι μή-ΰλιστική) σκοπιά, Mann, The Sources o f Social Power, ό.π., 82 κ.έξ., Runciman, A Treatise on Social Theory, 2, 185 κ.έξ., R. Cohen, «State Origins: a reappraisal», στό H. J. M. Claessen, P. Skalnik (έκδ.), The Early State, Χάγη 1978,31-75, ιδιαίτερα 32 χ.έξ. Βλ. έπίσης καί τις άλλες έργασίες αύτοϋ τοΰ τόμου. Μ. Η. Fried, The Evolution o f Political Society, Νέα 'Τόρκη 1967, τοΰ ίδιου, «The State, the Chicken and the Egg: or, what came First?», R. Cohen, E. R. Service (έκδ.), Origins o f the State: the anthropology o f political evolution, Φιλαδέλφεια 1978, 35-47. Εξαίρεση άποτελεΐ ό E. R. Service, Origins o f the State and Gvilisation, Νέα 'Τόρκη 1975, ό όποιος ισχυρίζεται ότι τό κράτος γεννήθηκε σέ μία διαδικασία άμοιβαίων χαί δε- σμευτιχών σχέσεων άνάμεσα σέ διαφορετικές όμάδες καί οικολογικές θέσεις σέ !να δεδομένο κοινωνικο-πολιτιστικό πλαίσιο, στό όποιο τό κράτος άντιπροσωπεύει τά συμφέροντα όλων στήν κατεύθυνση τής καλύτερης δυνατής έξυπηρέτησής τους. "Αν καί αύτή ή πρόταση παρέχει μία ιδεολογική λογική γιά πολλούς κρατικούς σχηματισμούς τοϋ χθές καί τοΰ σήμερα, άποτελεΐ μία στενή φονξιοναλιστική άποψη πού δέ συνάντησε εύρεία υποστήριξη. Γ ιά τό σχόλιο τοΰ Miliband, «State Power and Class Interests», δ.π., 66-67.
7'. ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
Άπό τήν άλλη, δπως θα δοΰμε, ή κυρίαρχη τάξη καί οί ύποστη- ρικτές της μποροΰν νά άκυρώσουν έχθρικές πράξεις, είτε μέ τήν κατάληψη αύτοϋ τοΰ ίδιου τοϋ κράτους, είτε μέ τον έξαναγκασμό άλλαγής πολιτικής μέσω τής μή συνεργασίας, ανοιχτής έξέγερσης ή —στον καπιταλισμό— άπόσυρσης κεφαλαίου καί άλλων μορφών οίκονομικοϋ καί φορολογικοϋ «σαμποτάζ». Τέλος, πρέπει να θυμόμαστε ότι αύτή ή σχετική αύτονομία κρατικών μηχανισμών, πρακτικών καί πολιτικών, πρέπει νά νοείται πάντοτε στα πλαίσια συγκεκριμένων ιδεολογικών όρων: οί λογικές τίς όποιες έπικαλοΰν- ται οί διάφορες φατρίες καί ομάδες οργανωμένων συμφερόντων, καί οί όποιες μποροΰν νά προωθήσουν μια κατεύθυνση δράσης σέ βάρος μιας άλλης, άποτελοΰν τά κύρια στοιχεία γιά νά κατανοήσουμε τό γιατί, καί κάτω άπό ποιες συνθήκες, οί κρατικές έλίτ ή φατρίες στό έσωτερικό τους έκμεταλλεύονται τή σχετική αύτονομία τοΰ μηχανισμοΰ τόν όποιο στελεχώνουν.
Μιά μαρξιστική θεωρία τοΰ κράτους, έπομένως, πρέπει νά βασίζεται στήν οπτική τής κοινωνικής διαστρωμάτωσης μέ τήν οικονομική της έννοια, δηλαδή, τήν άντικειμενική ύπαρξη οικονομικών τάξεων μέ διαφορετικές καί άντιφάσκουσες σχέσεις πρός τά μέσα παραγωγής, συνακόλουθα, άνταγωνιστικές. Πρέπει ταυτόχρονα νά βασίζεται καί στήν ύπαρξη μιας οικονομικά κυρίαρχης τάξης πρός τά συμφέροντα τής όποίας, οικονομικά (ταξικά) καί πολιτικά/ιδεολογικά (φατρίες, οργανωμένα συμφέροντα, κλπ., καθορισμένα άπό συγκυριακές πολιτικο-ιδεολογικές κατευθύνσεις) ή κρατική έλίτ έρχεται ή όχι σέ άντίθεση. Ή σχέση αύτή μπορεΐ νά πάρει μορφές όπως είναι ή έν δυνάμει σχετική αύτονομία τοΰ κράτους κάτω άπό εναν ηγεμόνα καί μιά σχετικά ή ολοκληρωτικά έξαρτημέ- νη ά π ’ αύτόν κρατική έλίτ (ή μιά ομάδα της) ή ό περιορισμός αύτής τής σχετικής αύτονομίας, άπό τήν άποψη τών σχέσεων παραγωγής στά πλαίσια τών οποίων λειτουργοΰν όλα τά μέλη τής κοινωνίας καί οί μηχανισμοί καί θεσμοί πού συγκροτούν. Πρόκειται γιά εναν περιορισμό ό όποιος λειτουργεί δομικά καί χρονικά. Μιά τέτοια θεωρία πρέπει έπίσης νά λάβει ύπόψη τό δομικό ρόλο τής ιδεολογίας καί τοΰ συμβολικοΰ κόσμου μέσα στόν όποιο συγκροτείται ή ύπό έξέταση κουλτούρα. Τή δύναμη δηλαδή ύπερκαθορισμοΰ τών οικονομικών σχέσεων πού διακρίνει τά συστήματα πίστης καί συμβολισμών. Ειδικότερα, πρέπει νά λάβει ύπόψη καί νά μπορεΐ νά
Η ΦΤΣΗ TOT ΚΡΑΤΟΤΣ 75
έξηγήσει το γεγονός ότι ή ύπαρξη ανταγωνιστικών τάξεων στίς προ-καπιταλιστικές κοινωνίες σημαίνει ότι αύτές ήταν έπίσης διαιρεμένες θεσμικά καί ιδεολογικά, δηλαδή στή βάση μή οικονομικών όρων: γιά παράδειγμα, οί «θεσμικά καθορισμένες τάξεις» (Estates) τής μεσαιωνικής Ευρώπης ή ή τριμερής πολιτική διαίρεση τοϋ άνατολικοΰ χριστιανικού κόσμου σε παραγωγούς, πολεμιστές καί ιερείς. Τέτοιες διαιρέσεις πάντως άποτελοϋν μέρος τών σχέσεων παραγωγής καί θά ελεγα πώς οί οικονομικές (ταξικές) σχέσεις καθόριζαν πάντα τίς παραμέτρους στα πλαίσια τών οποίων άναπτύσσονταν καί λειτουργούσαν όλες οί άλλες σχέσεις66.
66. Τό γεγονός ότι τέτοιες διαιρέσεις εκφράζονται νομικά, για παράδειγμα μέσω μιας ιεραρχίας νομικά προσδιορισμένων θέσεων, άποτελεϊ, ώς ένα βαθμό, ζήτημα δευτερεύουσας σημασίας. Αύτό πού προέχει είναι οί τρόποι με τούς όποιους οϊ τάξεις διαιρούνται ή ένώνονται έσωτερικά —μέ δομές συγγενείας ή κοινής καταγωγής, συσπειρώσεις στή βάσΐ) τής κοινωνικής θέσης καί πολιτικές όργανώσεις, τοπικές καί περιφερειακές ταυτότητες ή ιδεολογικές καί θρησκευτικές προσχωρήσεις. Επειδή τέτοιες δομές διαπερνούν κάθετα τις οικονομικές διαιρέσεις, όποιαδή- ποτε προσπάθεια έρμηνείας τής πολιτικής στή βάση μοναχά τής οικονομικής ταξικής θέσης —άσχετα μέ τά ιδεολογικά πλαίσια οτά όποια λειτουργούν οί άνθρωποι— καθίσταται άκυρη. Σχεδόν σέ όλους τούς προβιομηχανικούς κοινωνικούς σχηματισμούς ή γενική οικονομική δομή έχει κερματισθεϊ άπό τέτοιες χάθετες διαιρέσεις, μερικές φορές φέρνοντας ένα στοιχείο μιας οικονομικά κυρίαρχης όμάδας ένάντια σέ ένα άλλο, συχνά διασπώντας τήν άγροτική κοινωνία στή βάση γραμμών συγγενείας καί ταυτότητας καί έπομένως ένώνοντας ιδεολογικά σέ ένα περιφερειακό ή άκόμη πιό περιορισμένο τοπικά έπίπεδο τίς έκμεταλλεύτριες χαί τίς έχμεταλ- λευόμενες τάξεις. Μ' αυτόν τόν τρόπο οί οικονομικά κυρίαρχες τάξεις μπορεΐ νά υποφέρουν πολιτικά στά χέρια εΓτε τοΰ κράτους (όταν αύτό προσκολλάται σέ άλλες τάξεις) ή μιας συμμαχίας υποτελών πολιτικά καί οικονομικά τάξεων ΰπό κανονικές συνθήκες. Αύτό ίμως δέν σημαίνει ίτ ι οί οικονομικές σχέσεις δέν είναι καθοριστικές γιά τίς τυχόν σχηματοποιήσεις σέ ένα δεδομένο κοινωνικό σχηματισμό. Σημαίνει, ιδιαίτερα στήν προ-καπιταλιστική κοινωνία, ότι τό οικονομικό έκφράζεται πάντοτε μέσω δομών —συνόλων πρακτικών— οί όποιες έχουν κι άλλες λειτουργίες, όπως έχουμε δει. Σημαίνει έπίσης ότι οί πολιτικές μορφές άσχησης τής κρατικής έξουσίας καί οί πολιτικές κατευθύνσεις τών κυρίαρχων στρωμάτων, θά καθορίζονται άνά πάσα στιγμή άπό τή σχετική οικονομική δύναμη καί ιδεολογική σπουδαιότητα τέτοιων δομών. Αύτό μπορεΐ νά ιδωθεί όλοκάθαρα, γιά παράδειγμα, στήν έξαιρετι- κή ανάλυση τής έσωτεριχής πολιτικής τών έλληνικών πόλεων-κρατών καί τής ανόδου τής ρωμαϊκής δημοκρατίας καί αύτοχρατορίας άπό τόν C. Ε. Μ. de Ste Croix, The Class Struggle in the Ancient Greek World, Λονδίνο 1981. Ή «ασύμμετρη»
76 ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μιά τέτοια θεωρία πρέπει έπίσης να είναι έξελικτική καί περιγραφική — ή συγχρονικότητα πρέπει νά συμπληρώνεται άπό τή διαχρονικότητα. Οΐ δομές δέν παραμένουν ποτέ παγιωμένες στό χρόνο. Οί θεσμοί, ανεξάρτητα άπό τή φύση τους, είναι στήν ουσία δομές κοινωνικής άναπαραγωγής, δηλαδή είναι έγγενής στήν ίδια τους τήν ύπαρξη μιά διαδικασία μεταβολών. Ή ιστορία πρέπει νά ένσωματώνεται σέ όποιαδήποτε δομική άνάλυση καί νά μήν έκλαμβάνεται σάν πρόσθετο συστατικό τό όποιο θά προστεθεί τήν κατάλληλη στιγμή γιά νά έρμηνεύσει τό, διαφορετικά παράδοξο, φαινόμενο τής άλλαγής.
Είναι σαφές οτι μιά θεωρία τοϋ κράτους πρέπει νά είναι συμβατή μέ μιά ένσωματωμένη θεωρία γιά τόν σχηματισμό καί τήν προέλευση τοΰ κράτους. Όμως, δέν έπιθυμώ νά έπεκτείνω τό συλλογισμό μου —έν μέρει έπειδή πιστεύω ότι πρόσφατες, μή μαρξιστικές προσεγγίσεις στή θεωρία τοΰ κράτους έχουν προωθήσει σημαντικά τή δημιουργία μιας τέτοιας θεωρίας, ή όποία δέν θά είναι άσυμβί- βαστη μέ τήν ίστορικο-υλιστική προσέγγιση, παρ’ όλες τις προα- ναφερθεΐσες διαφορές τους. Συγκεκριμένα, ή τυπολογία κρατών καί κοινωνικών σχηματισμών που άνέπτυξε ό Runciman βασιζόμενος στους Max Weber καί Μάρξ είναι συμβατή μέ αύτή τήν προσέγγιση67, αν καί, όπως ήδη έπεσήμανα, κινείται σέ διαφορετικό έπίπεδο θεωρίας καί άνάλυσης, σέ ένα διαφορετικό βαθμό έξειδίκευσης άπό αύτήν πού συνήθως έπεξεργάζονται τά ίστορικο-υλιστικά προγράμματα. Μέ άλλα λόγια, έχει διαφορετικές λειτουργικές προθέσεις καί συνακόλουθα διαφορετικό βαθμό κάλυψης ορισμένων ζητημάτων.
Ό Runciman διακρίνει τέσσερα κρίσιμα στάδια, έξελικτικές κατευθύνσεις, οί όποιες δέν όδηγοΰν υποχρεωτικά ή μιά στήν άλλη, στις όποιες όμως παίζει θεμελιώδη ρόλο ό βαθμός τής κοινωνικής διαστρωμάτωσης, τοϋ κοινωνικοϋ καταμερισμοϋ έργασίας καί τής άνάπτυξης άντιθετικών σχέσεων παραγωγής. Αύτά συνδέονται μεταξύ τους γιά νά μορφοποιήσουν τρόπους κατανομής τής έξου-
φύση τών ταξιχών σχέσεων στήν προ-βιομηχανιχή κοινωνία τονίζεται ιδιαίτερα άπό τόν Mann, The Sources o f Social Power, ί.π ., 216 χ.έξ.
67. Runciman, A Treatise on Social Theory, ί .π ., τ. 2, 150 χ.έξ.
Η ΦΤΣΗ TOT ΚΡΑΤΟΤΣ 77
σίας, στούς οποίους ή μορφή της οικονομικής, ιδεολογικής καί εξαναγκαστικής (κατασταλτικής) έξουσίας, κατανεμημένης διά μέσου διαφορετικών κοινωνικών ρόλων καί λειτουργιών, προσδίδει σέ κάθε κοινωνική δομή ιδιαίτερη μορφή καί περιεχόμενο68.
Καταρχήν, υπάρχουν κοινωνικοί σχηματισμοί μέ «διασκορπισμένη» ή «μοιρασμένη» έξουσία —γιά παράδειγμα, οί ομάδες κυ- νηγών-συλλεκτών ή, μέ κοινωνικο-ανθρωπολογικους όρους, μικρές προ-ταξικές κοινωνίες οργανωμένες στή βάση τής γραμμής τής καταγωγής. Στις όποιες δηλαδή ή «διαστρωμάτωση» ισχύει σαν κάθετος διαχωρισμός ανάμεσα σέ ομάδες οικογενειών μέ δεδομένες κοινωνικές λειτουργίες παρά σάν οριζόντιος άνάμεσα σέ ομάδες μέ διαφορετική οικονομική δύναμη.
Κατά δεύτερο λόγο, ύπάρχουν ψευδοκράτη, συνήθως πρόσκαιρες έπεκτάσεις τής έξουσίας ένός άρχηγοϋ, αποτέλεσμα πολέμου ή έμφύλιας διένεξης. Τρίτον, προϋποθέτοντας μιά πιό αναπτυγμένη μορφή έξαναγκασμοΰ καί μιά σαφέστερη πολιτική ιδεολογία, ύπάρχουν «πρωτο-κράτη» τά όποια περνοΰν, σύμφωνα μέ τόν Runciman, «άπό τό στάδιο έξειδιχευμένων πολιτικών ρόλων οΐ όποιοι δέν έχουν πραγματώσει ίνα ουσιαστικό μονοπώλιο όλων τών τρόπων εξαναγκασμού, στό στάδιο έν δυνάμει μόνιμων, καθ ’ εαυτό κυβερνητικών θεσμών»69. ' Ο Runciman προχωρεί στή διαμόρφωση πέντε βασικών κατηγοριών κρατών, σύμφωνα μέ αύτό πού ό ίδιος άποκαλεΐ «κατανομή της έξουσίας». Πριν όμως προχωρήσουμε, είναι σκόπιμο νά άναφερθοΰμε σέ ένα θεμελιώδες σημείο —για τό όποιο έχω ήδη μιλήσει περιληπτικά— τόν ρόλο τοΰ «οίκο- νομικοΰ» ώς καθοριστικοΰ παράγοντα στή μαρξιστική άνάλυση τών άνθρώπινων κοινωνιών.
68. Στό Βιο, 148 κ.έξ.69. Στό Ιδιο, 153.
4. Τό οικονομικό: πράξη, έπενέργεια, δομή
Ό πως εχει γίνει ώς τώρα σαφές, οί έπικριτές τής μαρξιστικής προσέγγισης τοϋ κράτους στήριξαν τή διαφωνία τους στο ζήτημα τοΰ κατά πόσον τά κράτη άντιπροσωπεύουν ή έξυπηρετοΰν τήν κυρίαρχη οικονομική τάξη σε εναν δεδομένο κοινωνικό σχηματισμό καθώς καί αν ή άποψη αύτή ενσωματώνει μιά άναπόφευκτα λει- τουργιστική προσέγγιση. Ή διαφωνία αύτή άποτελεϊ άντίδραση στήν έμφαση πού δίνουν οί μαρξιστές στό «οικονομικό» καί τόν ρόλο τής πάλης τών τάξεων. Καθίσταται λοιπόν άναγκαϊο νά άπο- σαφηνίσουμε τό πώς πρέπει νά νοείται αύτή ή διάσταση τής κοινωνικής δομής καί πώς πρέπει νά χρησιμοποιείται στήν άνάλυση.
Μιά έξέταση τής συζήτησης στό έσωτερικό τοΰ μαρξιστικοΰ στρατοπέδου άλλα καί άνάμεσα στόν μαρξισμό καί τούς έπικριτές του φανερώνει μιά μεγάλη έλαστικότητα στή χρήση τής ορολογίας. Ά πό τή μιά μεριά, οί έπικριτές της μαρξιστικής προσέγγισης έχουν συστηματικά παρερμηνεύσει τήν κατεύθυνση πολλών μαρξιστικών έργων. Ξεκινώντας άπό τήν προχειρότητα πού χαρακτηρίζει τή χρήση έννοιών όπως «οικονομική βάση» στούς μαρξιστές, κατηγόρησαν μεγάλο μέρος της μαρξιστικής παραγωγής σαν οίκο- νομιστικό: ότι δηλαδή άπέδιδε πρωτοκαθεδρία στίς οικονομικές σχέσεις έπί τής δομής καί λειτουργίας τών κοινωνικών καί τών ιδεολογικών θεσμών ένώ παράλληλα ύποβάθμιζε άλλα στοιχεία όπως ή πολιτική καί ή ιδεολογία, ή θεσμική άποκρυστάλλωση, ό πόλεμος κλπ. Ά πό τήν άλλη, αν καί ίδιες έπικρίσεις Ιχουν προέλ- θει κατά καιρούς καί άπό μαρξιστές, σημαντική μερίδα μαρξιστικών έργων χαρακτηρίσθηκε άπό μιά ύπερ-ντετερμινιστική καί οί- κονομιστική προσέγγιση ούτως ώστε νά δικαιώνει τήν άμφισβήτη- σή τους. Ιδιαίτερα προβληματική ύπήρξε ή τάση τοΰ οίκονομι- σμοΰ νά άγνοεΐ τήν έπιστημολογικά θεμελιώδη διαλεκτική φύση τής κοινωνικής πράξης καί έτσι νά παράγει ένα είδος λειτουργιστι- κής λογικής ή όποία περιγράφει μάλλον παρά ερμηνεύει.
ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ: ΠΡΑΞΗ, ΕΠΕ.ΝΈΡΓΕΙΑ, ΔΟΜΗ 79
Ό Μάρξ, βέβαια, ένδιαφερόταν κυρίως γιά τή λειτουργία τών καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Τά σχόλια καί οί άναλύσεις του για προκαπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς καί, ιδιαίτερα, προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής, ήταν τό λιγότερο στοιχειώδη. Πάντως, τό έργο τών Μάρξ καί Ένγκελς, όπως καί ή σύγχρονη μαρξιστική παραγωγή προσφέρουν τή δυνατότητα ανάπτυξης ένός βασικού πλαισίου γιά τήν ανάλυση τέτοιων ιστορικών κοινωνιών.
Τί έννοοϋμε, έπομένως μέ τήν «οικονομική βάση», τό «οικονομικό», τις «οικονομικές σχέσεις» καί ουτω καθ’ έξής; Καταρχήν, αύτοί οΐ όροι δέν άναφέρονται σέ κάποια μερική, αποσπασματική μορφή θεσμών ή ύλικών συνθηκών άλλα στό σύνολο τών παραγωγικών σχέσεων ή, μέ άλλα λόγια, τών ταξικών σχέσεων μιας κοινωνίας στήν ολότητά τους. Τό διάσημο άπόσπασμα άπό τήν Εισαγωγή στήν Συμβολή στήν Κριτική τής Πολιτικής Οικονομίας όπου αύτό γίνεται σαφές, επιβεβαιώνεται σέ ολόκληρο τό μαρξιστικό έργο. Γιά παράδειγμα, στόν 3ο τόμο τοϋ Κεφαλαίου ό Μάρξ σημειώνει ότι «είναι πάντα η άμεση σχέση τών κυρίων τών συνθηκών παραγωγής με τούς άμεσους παραγωγούς —μιά σχέση πού πάντοτε άντιστοιχει φυσικά σέ ένα συγκεκριμένο στάδιο τής άνάπτυξης τών μεθόδων έργασίας, συνακόλουθα, τής κοινωνικής της παραγωγικότητας— ή όποία άποκαλύπτει τό βαθύτερο μυστικό, τη κρυμμένη βάση ολόκληρης τής κοινωνικής δομής, και μαζί μ ’ αύτην τις πολιτικές μορφές τών σχέσεων έπικυριαρχίας και έξάρτησης, άπλούστερα, τών άντιστοίχων μορφών τοϋ κράτους»10.
Κατά δεύτερο λόγο, ή μεταφορική χρήση στό χώρο τών έννοιών τής οικονομικής βάσης καί τοϋ έποικοδομήματος μπορεΐ, όπως συχνά γίνεται, νά παρερμηνευθεΐ. Οί Μάρξ καί Ένγκελς είχαν σαφή έπίγνωση αύτοϋ τοΰ κινδύνου. Ό Μάρξ έπέμενε νά τονίζει ότι ή σχέση άνάμεσα στις δύο είναι ιστορική. Έξαρτάται καί άντιστοι- χεΐ, είναι δηλαδή συμβατή, μέ τά θεσμικά, οργανωτικά καί ιδεολογικά δεδομένα τής κοινωνίας στά όποια έπίσης άπέδιδε μιά δυνατότητα έπίδρασης. Ό πω ς λέει ό ίδιος, τό γεγονός ότι είναι ή σχέση άνάμεσα στούς ιδιοκτήτες τών μέσων παραγωγής καί τούς άμε
70. Karl Marx, Capital, Λονδίνο 1970, t . 3, 791.
80 ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
σους παραγωγούς ή όποία « άποκαλύτττει... τήν κρυμμένη βάση ολόκληρης της κοινωνικής δομής» δέν «εμποδίζει τήν ίδια οικονομική βάση —ίδια, στή βάση τών κυρίων συνθηκών της— έξαιτίας καί άμέτρητων διαφορετικών οικονομικών περιστάσεων, τοΰ φυσικοΰ περιβάλλοντος, τών φυλετικών σχέσεων, τών έξωτερικών ιστορικών επιρροών κ.λπ., να παρουσιάζει άπειρες ποικιλίες καί διαβαθμίσεις στήν εμφάνισή της, οί όποιες και μποροΰν νά έξακριβωθοΰν μόνο με τήν άνάλυση εμπειρικά δεδομένων περιστάσεων»1'.
Αύτό ένισχύεται άπό τήν άπάντησή του στήν κριτική ότι ό οικονομικός καθορισμός τών κοινωνικών θεσμών είναι ένα αποκλειστικά καπιταλιστικό φαινόμενο καί δέν άφορα γιά παράδειγμα τήν μεσαιωνική κοινωνία στήν όποία πρωταρχικό ρόλο Ιπαιζαν ή ιδεολογία καί ή πολιτική (θρησκεία). Ό Μάρξ τόνιζε πώς «ό με- σαίωνας δέν μπορούσε νά ζήσει μόνο μέ τόν καθολικισμό, οΰτε καί ό άρχαϊος κόσμος μόνον μέ τήν πολιτική· αύτές όμως ήταν οί μορφές μέσω τών οποίων οί οικονομικές σχέσεις έκφράζονταν ένμέρει, αίτιολογοΰνταν καί βιώνονταν»12. Ά πό τή μεριά του ό Ένγκελς χρησιμοποιούσε τήν έννοια τοϋ «τελικού καθορισμού» άπό τήν οικονομία θέλοντας νά δείξει ότι οί σχέσεις παραγωγής παρέχουν τό πλαίσιο όπου έγγράφονται όλες οί άλλες διαστάσεις τής κοινωνικής ζωής, άλλά όπου, ταυτόχρονα, λειτουργεί μιά διαλεκτική διαδικασία μέσω τής όποίας «δευτερεύουσες δομές» μποροΰν έπίσης νά καθορίσουν τή μορφή καί τήν άνάπτυξη τών οικονομικών σχέσεων73.
Αξίζει νά υπογραμμίσουμε ότι οί Μάρξ καί Ένγκελς κινήθη- καν στά πλαίσια ένός μοντέλου —αΰτοΰ τής βάσης-έποικοδομήμα- τος— ειδικά σχεδιασμένου γιά νά φωτίσει άφενός τίς ανεπάρκειες τής θεώρησης της κλασικής πολιτικής οικονομίας γιά τόν τρόπο λειτουργίας τών κοινωνιών άπό μιά οικονομική προοπτική, καί
71. Στό Ιδιο, 791-2.72. Στό Γδιο, τ. 1, 85 xai σημ. 2. Είναι ένδιαφέρον ίτ ι Ιχ*ι Ιπαναχάμψιι ή
αντίληψη πώς οί προ-καπιταλιστιχοΐ τρόποι παραγωγής δέν μποριΐ νά Αρίζονται οίχονομιχά ίπω ς ό καπιταλισμός. Βλ. τά έπιχειρήματα τοΰ Perry Anderson, The Lineages o f the Absolutist State, Λονδίνο 1974/1979, 401 χ,Ιξ.
73. Engels, γράμμα στόν J. Bloch, στό Marx, Engels, Selected Works, 682-83.
ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ: ΠΡΑΞΗ, ΚΠΚΝΕΡΓΚΙΑ. ΔΟΜΗ ΚΙ
άφετέρου τις ανεπάρκειες τών παραδοσιακών άπόψεων για τή φύση τοϋ κράτους, της ιδεολογίας κλπ. ’Ατυχείς διατυπώσεις τοϋ τύπου «δευτερεύουσες δομές» αναπόφευκτα δίνουν λαβή γιά παρερμηνείες άπό μεταγενέστερους μελετητές. Όμως καί οί δύο άν- τιλήφθηκαν τήν άνεπάρκεια αύτοΰ τοΰ όρισμοΰ στά πλαίσια μιας εύρύτερης άνάλυσης καί προσπάθησαν νά άποφύγουν τό διαφαινό- μενο ντετερμινισμό του μέ σχόλια στά όποια άναφερθήκαμε παραπάνω. « Καί οί δύο υποβαθμίσαμε αύτή τή διάσταση' είναι πάντα ή ίδια ιστορία: ή μορφή παραμελεϊται γιά χάρη τοϋ περιεχομένου»1''. Καί γίνεται κατανοητό γιατί αύτό τό μοντέλο της βάσης καί τοΰ έποικοδομήματος, τό όποιο, αν καί ξεπερνά μιά άπλή μεταφορά, άποσκοποΰσε νά άποτελέσει ένα βασικό όδηγό γιά τόν τρόπο μέ τόν όποιο έπρεπε νά συλληφθοϋν οί οικονομικές καί κοινωνικές σχέσεις, έχει παρερμηνευθεϊ καί παραποιηθεί στή χρήση του7\ Δη-
74. Engels, γράμμα στόν F. Mehring, στό ίδιο, 689-93, δές 690-91.75. Πολλές προσπάθειες έχουν καταβληθείγιά τήν ανάπτυξη μιας πιό έξελιγμί-
νης μορφής αύτοΰ τοΰ μοντέλου, ξεκινώντας άπό τόν Λένιν, ό όποιος, στήν επίθεσή του στόν Μπογχτάνοφ τό 1908, μέ τόν τίτλο Materialism and Empirio-Criticism (Collected Works, 14, Μόσχα 1962) προσπάθησε νά αναπτύξει ένα είδος θεωρίας άντανάχλασης για τήν ιδεολογία χαί τό κράτος (σέ άντίθεση μέ τήν πιό άναλυτιχή του ανάπτυξη τής πολιτικής οργάνωσης). ’Αντίστοιχα, ό Πλεχάνοφ προσπάθησε νά αναπτύξει μια πληρέστερη διατύπωση, άλλα τελικά κατέληξε στή δημιουργία ένός πραγμοποιημένου μοντέλου άλληλουχίας καί χώρου άπό «επίπεδα» καί «ολότητες»: C. V. Plekhanov, Fundamental Problems o f Marxism (Μόσχα 1908), Λονδίνο 1969, 70. ’Αξίζει πάντως νά έπισημανθεΐ πώς ό Μπογκτάνοφ είχε ήδη προχωρήσει στήν άνάπτυξη ένός πιό εξελιγμένου μοντέλου τών κοινωνιχο-οιχονομιχών δομών καί τής φύσης τοΰ καθορισμού άπό τό οικονομικό στό Short Course in the Economic Science (Kralkii kurs ekonomiceskoi nauki, Μόσχα 1897) τό όποϊο άποτέλεσε τή βάση τής κριτικής τοΰ Λένιν. Βλ. R. C. Williams, The Other Bolsheviks, Bloomington 1986,38 χ.έξ. (Είμαι ευγνώμων στόν Julian Cooper γι’ αυτήν τήν αναφορά).
Ή πιό πρόσφατη άπόπειρα υπεράσπισης καί εξήγησης τής μεταφοράς «βάση-ύ- περδομή» υπήρξε τό £ργο τοΰ C. A. Cohen, Karl Marx's Theory o f History: a Defense, ’Οξφόρδη 1978. Κριτιχές στό μοντέλο τής βάσης καί υπερδομής διατυπώθηκαν άπό τούς L. Althusser, Ε. Balibar, Reading Capital, Λονδίνο 1971 χαί τό Ν. Πουλαντζά, Political Power and Social Classes, State, Power, Socialism, Λονδίνο/Νέα 'Τόρχη 1978. Ό Άλτουσέρ έδραίωσε ένα μοντέλο στό όποιο τό έπίπεδο τοΰ οίχονομιχοϋ, τής πολιτιχής χαί τής ιδεολογίας, διαμορφωμένο άπό συγκεκριμένες πρακτικές, σχηματίζει μία δομική ολότητα, στήν όποία ή ιδέα τοΰ καθορισμού αντικαθίσταται
82 ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
μιουργεϊ τήν έντύπωση μιας στατικής καί άντιδιαλεκτικής δομής με παράλληλη ύποβάθμιση τών δυναμικών πλευρών τής κοινωνικής άλλαγής καί τοϋ άλληλεπηρεασμοΰ τών εξουσιαστικών σχέσεων. Τέλος, έμφανίζεται σάν λειτουργιστική καί περιγραφική άπόδοση παρά σάν δυναμική έρμηνευτική πρόταση.
Δύο σχετικές έπισημάνσεις πρέπει νά γίνουν ούτως ώστε νά άποφύγουμε αύτές τις παρερμηνείες καί νά αιτιολογήσουμε τήν έννοια τοΰ καθοριστικοΰ ρόλου τοΰ οΐκονομικοΰ στους τρόπους λειτουργίας όποιουδήποτε κοινωνικού σχηματισμοΰ. Ό ρόλος του θεωρείται καθοριστικός γιατί διατυπώνει πιθανότητες γιά θεσμικές καί πολιτισμικές μορφές καί βάζει όρια στήν έκμετάλλευση τής κοινωνικής δύναμης. Καταρχήν, καί όπως τόνισε ό Maurice Godeli- er, οί διαστάσεις τής κοινωνικής δομής οΐ όποιες έμφανίζονται νά κυριαρχοΰν στις μή καπιταλιστικές κοινωνίες, παρ ’ όλο πού φαίνονται νά μήν είναι οικονομικές, ρυθμίζουν παρ’ όλα αύτά τήν άναπαραγωγή συγκεκριμένων κατηγοριών κοινωνικών σχέσεων. Παράδειγμα ή κυριαρχία τής θρησκείας σέ πολλούς κοινωνικούς σχηματισμούς (όπως στή μεσαιωνική Εύρώπη) ή οί δομές συγγένειας στούς ιθαγενείς τής Αύστραλίας, ή άκόμα ή πολιτική στόν κλασικό κόσμο™. Ό λα αύτά τά παραδείγματα χρησιμοποιήθηκαν
άπό αύτήν τής δομικής αιτιότητας. Παρ' όλα αύτά, τό οικονομικό επίπεδο παραμένει «τελικά διαμορφωτιχό», επειδή είναι αύτό πού καθορίζει ποιό άπό τά επίπεδα είναι κυρίαρχο, καθορίζοντας τά όρια τής σχετικής αυτονομίας τών υπόλοιπων καί παρέχοντας τους τις αναγκαίες για τήν άναπαραγωγή τους λειτουργίες. Ό μως έχει συχνά τονισθεϊ ότι, παρ’ όλο πού αύτό τό εναλλακτικό μοντέλο άμφισβητεϊ τό χυδαίο ντετερμινισμό, στήν ούσία δέν αλλάζει τίποτε σχετικά μέ τό «οικονομικό έπίπεδο». Ή σχετική αύτονομία τών μή-οίκονομικών επιπέδων έξαρτάται άπό τή λειτουργία τους ώς αναγκαίων γιά τήν άναπαραγωγή τοϋ οΐκονομικοΰ επιπέδου, καί στήν ούσία εισάγει ένα διαχωρισμό άνάμεσα στις δικές του συνθήκες άναπαρα- γωγής καί έκεϊνες τής παραγωγής έν γένει. Αύτό άγνοεϊ μία θεμελιώδη διάσταση τών ίστορικο-υλιστικών εννοιών τής διαλεκτικής καί εξελικτικής φύσης τής άνθρώπινης πράξης. Βλ. Μ. Glucksmann, «A Ventriloquist Structuralism», New Left Review 72 (1972) καί τό άρθρο στό S. Clarke κ.ά., One-Dimensional Marxism, Λονδίνο 1980.
76. M. Codelier, «Infrastructures, Societies and History», Current Anthropology 19/4 (1978) 763-771, δημοσιευμένο μέ τόν ίδιο τίτλο καί έλαφρά τροποποιημένο κείμενο στό New Left Review 111 (1978) 84-96.
ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ: ΠΡΑΞΗ, ΕΠΕΝΈΡΓΕΙΑ, ΔΟΜΗ 83
γιά νά κατακεραυνώσουν τή μαρξιστική προσέγγιση γιά τον υποτιθέμενο άναγωγισμό της.
Ό πω ς όμως έχει έπισημάνει ό Μάρξ, καί δπως έπαναβεβαίω- σε ό Godelier, αύτές οί φαινομενικά τελείως μή οικονομικές διαστάσεις τοϋ έποικοδομήματος λειτουργούσαν έπίσης καί ώς σχέσεις παραγωγής, έπειδή δλες οί κοινωνίες άποτελοϋνται άπό δομές οί όποιες λειτουργούν γιά νά διατηρούν καί νά άναπαράγουν τίς δεδομένες σχέσεις παραγωγής άπό τίς όποιες αύτές συντίθενται. Κυρίαρχες μή οικονομικές δομές λειτουργούν έπίσης σέ αύτήν τήν κατεύθυνση. Αύτή ή διατύπωση δέν άποσκοπεΐ νά ισοπεδώσει τήν δλη πραγματικότητα, άνάγοντάς την στό οικονομικό, ούτε καί νά ύπο- βαθμίσει τίς διάφορες διαστάσεις τής κοινωνικής δομής, ταυτίζον- τάς τις μέ όποιαδήποτε όψη πού τυχαίνει νά είναι κυρίαρχη. Οί δομές είναι πάντα πολυλειτουργικές. Παραμένουν όμως καί θεσμικά αύτόνομες καί δομικά άναπόσπαστες άπό τήν άναπαραγωγή τών σχέσεων παραγωγής. Ή καταγωγή, ό γάμος καί ή κληρονομιά ρυθμίζονται σέ δλες τίς κοινωνίες άπό τή συγγένεια (άσχετα άν αύτή άναπαρίσταται μέσω ένός συγκεκριμένου θρησκευτικο-ιδεο- λογικοΰ θεσμοΰ). Ή σχέση τών άνθρώπων μέ τό υπερφυσικό ρυθμίζεται σέ δλες τίς κοινωνίες άπό θρησκείες μέ μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό άνάπτυξης. Καί δμως δέν κυριαρχούνται δλες οί κοινωνίες άπό δομές θρησκείας ή συγγένειας καί ή σαφής λειτουργία αύτών τών ρυθμιστικών συστημάτων, δπου αύτά είναι κυρίαρχα, δέν μπορεΐ άπό μόνη της νά έρμηνεύσει τήν κυριαρχία τους. Κά- ποια άκόμη λειτουργία πρέπει νά δρα, καί αύτή είναι μιας κοινωνικής σχέσης (ή συστήματος σχέσεων) παραγωγής.
Μέ άλλα λόγια, τό σημαντικό στοιχείο πού πρέπει νά έχουμε ύπόψη δέν είναι τό πώς έμφανίζονται οί κοινωνικές σχέσεις —πολιτική, συγγένεια, θρησκεία— άλλά ποιός είναι ό ρόλος τους. Καί είναι στόχος τοΰ ίστορικοΰ νά έντοπίσει τή φύση τής κυριαρχίας μιας συγκεκριμένης διάστασης καθώς καί νά άνακαλύψει γιατί αύτή έξελίχθηκε έπίσης ώς ή άντιπροσωπευτικότερη μορφή τών σχέσεων παραγωγής. Αύτό δμως δέν σημαίνει, έπισημαίνω, πώς πρέπει νά άφεθοΰμε στή λειτουργιστική θεώρηση. «Λειτουργία» καί «άναγκαιότητα» μποροΰν νά χρησιμοποιηθοΰν καί μέ τήν ισχυρή καί μέ τήν άδύνατή τους έννοια. Άνάμεσα στίς άλλες έπιδράσεις τους, οί κοινωνικές άναπαραγωγικές πρακτικές συντηροΰν συγκε
84 ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
κριμένες δομές, ιδιαίτερα τις σχέσεις παραγωγής. Ύπό αύτή τήν έννοια μπορούμε νά άναφερόμαστε στή λειτουργία ένός ιδιαίτερου συνδυασμού πρακτικών έφόσον αυτός ό συνδυασμός άσκεΐ ορισμένες έπιδράσεις. Καί ακριβώς έπειδή οί προθέσεις τών ανθρώπων περιορίζονται άπό τις πολιτισμικές πιθανότητες πού τούς παρέχει τό σύνολο τών πρακτικών τής κοινωνίας τους, τά άσυνείδητά τους άποτελέσματα συντελούν αΐτιακά στήν άναπαραγωγή αύτών τών πολιτισμικά περιοριστικών ή καθοριστικών σχέσεων καί πρακτικών. Όπου συμβαίνουν σημαντικές άλλαγές ή άνατροπές στις σχέσεις πρέπει νά άναμένουμε νά εντοπίσουμε έπίσης ρωγμές τής άποτελεσματικότητας τών πολιτισμικών όρίων πάνω στις σχετικές πρακτικές. Καί μιά τέτοια ρήξη σημαίνει πιθανόν άντιφάσεις στις σχέσεις παραγωγής.
Κατά δεύτερο λόγο, οί άνθρωποι κατέχουν πλειάδα κοινωνικών ρόλων —όπως έχει τονίσει ό Roy Bashkar— καί οί θεσμοί πού συγκροτούνται άπό αύτούς τούς ρόλους είναι έπίσης πολυλειτουρ- γικοί έφόσον έχουν μιά διαλεκτική σχέση μέ άλλους θεσμούς, ρόλους καί άτομα. Αύτή ή άποψη διατυπώνεται τόσο στό έργο τοϋ Mann καί τοϋ Runciman, όσο καί σέ πληθώρα μετα-δομιστικών κειμένων, μέ διαφορετικούς πάντως τονισμούς καί προθέσεις. Συνάγεται ότι τό «οικονομικό» πρέπει νά νοείται στήν εύρύτερή του έννοια, τής «παραγωγής καί άναπαραγωγής τής καθημερινής ζωής», κάτι πού έπισήμανε καί ό ίδιος ό Ένγκελς στήν προσπάθειά του νά προλάβει οίκονομιστικές παραφράσεις τής μαρξιστικής θεωρίας7'.
Βέβαια, είναι ή άνθρώπινη πρακτική πού ούσιαστικά συγκροτεί τις οικονομικές καί άλλες δραστηριότητες στήν ολότητα τής κοινωνικής ζωής. Οΐ οικονομικές σχέσεις είναι λοιπόν πολυδιάστατες πρακτικές οί όποιες έχουν μιά «οικονομική» όψη σέ ένα συγκεκριμένο χώρο δράσης ή πλαίσιο, άλλά έχουν έπίσης άναπόφευκτα καί πολιτισμικές καί κοινωνικές έπιδράσεις. Παρόμοια, ή κοινωνική πρακτική έν γένει είναι άνάλογη πρός τήν κοινωνική άναπαραγω-
77. Bhaskar, «Emergence, Explanation and Emancipation» καί Scientific Realism and Human Emancipation, ο.π. Γ ιά τον Ένγκελς, δες τό γράμμα του στον Μπλόχ τοΰ Σεπτ. 1890 στο Marx, Engels, Selected Works, 682-3.
ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ: ΠΡΑΞΗ, ΕΠΕΝΕΡΓΕΙΑ, ΔΟΜΗ
γική πρακτική. Γι ’ αύτό το λόγο είναι ανάλογη πρός τήν αναπαραγωγή καί διατήρηση συγκεκριμένων παραγωγικών - οικονομικών - σχέσεων. Δίχως τήν ύπαρξη τής υπεραξίας, ή όποία έπιτρέπει στους κοινωνικούς σχηματισμούς νά αλλάζουν, δέν μποροΰν νά ύπάρχουν ποσοτικές κινήσεις στή συσσώρευση καί έκφραση τής έξουσίας, ούτε ποιοτικές στροφές στις οικονομικές σχέσεις. Άπό αύτή τήν άποψη μοΰ φαίνεται λογικό καί αναγκαίο νά θεωρήσουμε τις οικονομικές σχέσεις προσδιοριστικές καί καθοριστικές τών πιθανοτήτων για άλλαγή, πρόοδο ή οπισθοχώρηση τών ανθρώπινων κοινωνιών.
Ό πω ς έχω ήδη αναφέρει, αύτή δέν άποτελεΐ οικεία λογική γιά τούς Mann καί Runciman οί όποιοι παραθέτουν τρεϊς (ή τέσσερις) άλληλεξαρτώμενες άλλα μή άναγώγιμες διαστάσεις τής κοινωνικής έξουσίας. Ό Runciman, γιά παράδειγμα, τονίζει ότι τό νά θεωρούμε μιά διάσταση καθοριστική τών ύπολοίπων, μέ όποιονδή- ποτε τρόπο καί έκτός τών πλαισίων μιας συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας, άποτελεΐ άκριτο καί προκαταβολικό περιορισμό τής άνάλυσης. Ή δυσκολία μέ αύτή τήν έκτίμηση έγκειται, κατά τή γνώμη μου, στόν καθορισμό, έπίσης μέ προκαταβολικό τρόπο, τοϋ έπιπέδου στό όποιο πρέπει νά κινηθεί ή άνάλυση· τοΰ έπιπέδου δηλαδή όπου οικονομικές, ιδεολογικές καί έξαναγκαστικές δυνάμεις άλληλεπιδροΰν γιά νά δρομολογήσουν άλλαγές ή καί νά άλλά- ξουν τις κατευθύνσεις τών πρακτικών. Ό πως θά έπισημάνω, τά μικρο-αναλυτικά πλαίσια τών Mann καί Runciman στοχεύουν (καί καταλήγουν) σέ ένα έπίπεδο άνάλυσης πού μόλις άναδεικνύεται καί τό όποιο πρέπει πρώτα νά όριοθετηθεΐ σέ ένα πρωταρχικό πλαίσιο ή μιά δυναμική δομή.
Θά μπορούσαμε έπίσης νά ίσχυρισθοΰμε ότι οί τρεις βασικοί τρόποι κατανομής τής έξουσίας στόν Runciman λειτουργοΰν μάλλον σάν περιγραφικές καί άξιολογικές κατηγορίες παρά σάν έρμη- νευτικές αίτιακών σχέσεων. Ό πω ς παραδέχεται ό ίδιος ό Runciman, ή χρήσιμη έννοια τής «άνταγωνιστικής έπιλογής πρακτικών» πού παραθέτει στό άφετηριακό του έπιχείρημα λειτουργεί σέ ένα περιγραφικό έπίπεδο, άλλά δέν άπαντά στό έρώτημα τοΰ πώς συν- τελεΐται αύτή ή έπιλογή.
Στήν ούσία, οί άπαντήσεις πού προσφέρει είναι λειτουργικοΰ τύπου: κάποιες πρακτικές έπιλέχθηκαν άνταγωνιστικά έπειδή πρέ
86 ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
πει νά ήταν, ιστορικά καί πολιτισμικά, οΐ καταλληλότερες λειτουργικά γιά νά ικανοποιήσουν τίς συγκεκριμένες άπαιτήσεις τής άναπαραγωγής τών κοινωνικών δομών. Ό Runciman δείχνει πολύ ορθά πώς λειτουργεί αύτό το σχήμα καί γιά κατευθύνσεις κοινωνικής έξέλιξης οΐ όποιες άπέβησαν άδιέξοδες ή, άντίθετα, οδήγησαν σέ σημαντικές ανακατατάξεις. Ό μως τελικά μοϋ φαίνεται ότι αύτή ή πρόταση είναι ίδια μέ τήν άντίστοιχη τοϋ Godelier γιατί, άντίθετα μέ τόν ισχυρισμό του, όλα τά παραδείγματά του ούσια- στικά στηρίζονται σέ οικονομικά κριτήρια: άπειλές, άλλαγές καί έπαναστοιχίσεις στίς παραγωγικές σχέσεις, άν καί έκφρασμένες μέ διαφορετικούς πολιτισμικούς-ίδεολογικούς όρους καί άντιπροσω- πευόμενες άπό διαφορετικές θεσμικές άπαντήσεις σέ διαφορετικές κοινωνίες.
Ή διαφορά άνάμεσα στούς Runciman καί Mann άπό τή μία, καί τήν ιστορική ύλιστική θεώρηση άπό τήν άλλη, έγκειται στούς τύπους τής κοινωνικής πράξης πού μποροΰν νά χαρακτηρισθοΰν αύτόνομοι, καθώς καί στό βαθμό τής δομικής καί αΐτιακής προτεραιότητας πού έπιθυμοϋμε νά τούς προσδώσουμε. Ειδικότερα, έξαρταται άπό τό πλαίσιο στό όποιο κάποιος έπιθυμεΐ νά τούς χρησιμοποιήσει στή διατύπωση συγκεκριμένων ερωτημάτων. Προφανώς, τό πλαίσιο μέσα στό όποιο τίθενται τά ερωτήματα καί οΐ άπαντήσεις πού άναζητοΰμε έχουν μιά βασική λειτουργική σημασία γιά τούς τύπους τών έρωτημάτων τά όποια μποροΰν νά διατυπωθούν. Μιά μαρξιστική προσέγγιση θά θεωρήσει τίς σχέσεις παραγωγής —όπως καί τίς δυνάμεις παραγωγής— πρωταρχικές γιατί, όπως έπισήμανε άπό διαφορετική σκοπιά τό βιβλίο τοϋ Mann, ή άνθρώπινη ιστορία σάν όλον έχει νά έπιδείξει μιά ποιοτική έξέλιξη τοΰ πλούτου καί τής έξουσίας, καί έπειδή αύτή βασίσθηκε στή σταδιακή καί διαρκώς έντεινόμενη παραγωγή, έκμετάλλευση καί κατανομή τών οικονομικών πόρων, άσχετα μέ τό άν αύτή συν- τελέσθηκε μέ έναν μερικό ή σποραδικό τρόπο. Όμως αύτό σίγουρα δέν μάς λέει τίποτε γιά τόν έντοπισμό, τήν πιθανότητα, τήν ταχύτητα, τό βαθμό ή τή συχνότητα μιας τέτοιας άναπτυξιακής άλλα- γής78. Ά πό αύτή τήν άποψη, ή ταξική πάλη άνάμεσα σέ ομάδες μέ
78. Mann, The Sources o f Social Power, 31, ίπου ίσχυρίζίτιι πώς αύτό δέν
ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ: ΠΡΑΞΗ. ΕΠΕΝΕΡΓΕΙΑ. ΔΟΜΗ 87
διαφορετικές καί αντιθετικές σχέσεις μέ τά μέσα παραγωγής καθίσταται σημαντική (άσχετα μέ τό αν έκφράζεται μέσω πολιτικο- ιδεολογικών θεσμών ή μέσω της βίας) καί έπομένως ό Μάρξ είχε δίκιο όταν διαβεβαίωνε ότι ή ανθρώπινη ιστορία ύπήρξε ή ιστορία της πάλης τών τάξεων.
Μια πιό άγνωστικιστική προσέγγιση στό πρόβλημα τοϋ καθορισμού, όπως υιοθετείται άπό τούς Mann καί Runciman, προτιμά μιά πολλαπλότητα αίτιακών στοιχείων τά όποια καθορίζουν καί ύπερκαθορίζουν τό ένα τό άλλο ανάλογα μέ τό πλαίσιο. Δηλαδή τό χρόνο, τό χώρο καί τή δομή. Αύτός ό πλουραλισμός συνιστα άπόρ- ριψη ένός βασικού στοιχείου της μαρξιστικής κοινωνικής καί ιστορικής θεωρίας. Ό μως ή χρησιμοποιούμενη άναλυτική ταξινόμηση (άντίθετα μέ τό βαθμό αίτιακής αύτονομίας πού άποδίδεται σέ συγκεκριμένα στοιχεία στό έσωτερικό της) δέν είναι κατ’ άνάγκην άσυμβίβαστη μέ ένα ίστορικο-υλιστικό πλαίσιο: οί διαλεκτικές σχέσεις άνάμεσα σέ θεσμούς, ρόλους καί πρακτικές είναι αύτονόητες γιά τή μαρξιστική άνάλυση. Πιστεύω πώς στόχος γιά τούς μαρξιστές (όπως ιδιαίτερα τόνισε ό Godelier) είναι νά δείξουν πώς καί γιατί φαινομενικά μή οικονομικές σχέσεις μποροΰν νά έχουν τήν ίδια έπίδραση μέ τις σχέσεις παραγωγής.
Τέλος, ό Runciman κατευθύνει τήν άνάλυση καί τήν έρμηνεία του στις συγκεκριμένες καί συγκυριακές ρωγμές τών κοινωνιών πού έξετάζει. Αύτό όμως άποτελεΐ ένα έπίπεδο άνάλυσης τό όποιο έχει ήδη άπομακρυνθεΐ άπό τή θεμελιακά καθοριστική δομή τών οικονομικών σχέσεων, κάτι πού έχω ήδη έπισημάνει. Άσχολεΐται μέ τις φαινομενικές μορφές, όπως αύτές έξελίχθηκαν σέ κάθε περί-
άποτελεϊ μιάν αναγκαία χαί τελεολογική άλλά, μάλλον, μιά ίξελιχτιχή χαί τυχαία διαδικασία. Ό μως δέν έπιθυμώ νά έπιστρέψω σέ έναν ντετερμινισμό τών παραγωγικών δυνάμεων στόν όποιο μονάχα ή πρωτοκαθιδρία τών παραγωγικών δυνάμεων είναι θεμελιώδης (ίπως υπονοείται στόν Cohen, Karl Marx's Theory o f History). Είναι xai οί κοινωνικές σχέσεις παραγωγής μέσω τών όποίων αυτοί ΰφίστανται καταπίεση, χειραγώγηση χι έχμετάλλευση. Βλ. τά σχόλια τοΰ Hobsbawm, «Marx and History», New Left Review 143 (1984) καί Ιδιαίτερα E. Olin Wright, aCidden's Critique of Marx», New Left Review 138 (1983) 11-35, εΐδιχά 24-31, ίπου συνοψίζεται εύστοχα ένα μή τελεολογικό μοντέλο τής τάσης γιά ανάπτυξη τών παραγωγικών δυνάμεων.
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
πτώση, μέ ιδιαιτερότητες πού προκύπτουν άπό τήν πολιτισμική της φυσιογνωμία καί τόν δεσμευτικό ρόλο τής παράδοσής της. Μέ αύτόν τόν τρόπο, οΐ τρεις διαστάσεις τής κοινωνικής έξουσίας, πού ορίζει, έγγράφονται ήδη στό έσωτερικό τοϋ περιορισμένου (οικονομικού) τους πλαισίου άναφοράς καί πιθανότητας. Ή άνάλυσή του περιστρέφεται γύρω άπό μικρό- καί μεσο-δομικά στοιχεία κοινωνικής πρακτικής καί προσπαθεί νά διαφωτίσει τά πολυπαραγον- τικά χαρακτηριστικά πού προκύπτουν άπό τήν άλληλεπίδρασή τους. 'Ωστόσο αύτό καθ’ έαυτό δέν άποτελεΐ πρόκληση σέ μιά ευρηματική προσέγγιση ή όποία θεωρεί τά οικονομικά σημεία άναφοράς καθοριστικά, μιά καί είναι όλότελα ξεκάθαρο —όπως θά τόνιζε κάθε μαρξιστής ιστορικός— ότι σέ αύτό τό έπίπεδο τό «οικονομικό» πολύ σπάνια παίζει έναν άμεσο ή όρατό ρόλο στήν κίνηση τών κοινωνικών δυνάμεων, στά κοινωνικο-ψυχολογικά «συμφέροντα» (δηλ. τις άντιλήψεις) καί στις συνειδητές δραστηριότητες τών κοινωνικών υποκειμένων, στή διαμόρφωση τών κρατικών πολιτικών καί στις μορφές τις όποιες προσλαμβάνουν οί σχέσεις παραγωγής στή διαδικασία τής άναπαραγωγής των. Μέ αύτή τήν Ιννοια, όπως έπισήμανε ό Milliband, τό έργο τών Skocpol, Mann καί Runciman άποτελεΐ περισσότερο μιά πίεση στούς μαρξιστές νά έφαρμόσουν εμπειρικά τις θεωρίες τους παρά μιά άμφισβήτηση τών βασικών άρχών της ίστορικο-υλιστικής θεώρησης.
Αύτό τό έπιχείρημα διατυπώθηκε εύλογα άπό τόν Norman Geras. Απαντώντας στις παρατηρήσεις τοΰ Νίκου Μουζέλη (ότι όλες οί μορφές τοΰ μαρξισμοϋ περικλείουν μιά άναγωγιστική τάση ή όποία καί υποβαθμίζει άνεπαίσθητα τό πολιτικό, άκόμα καί όταν τοϋ άποδίδει μιά σχετική αύτονομία, στό έπίπεδο τής έπενέργειας καί τής συγκυρίας, δίχως νά τοΰ προσδίδει τό βάρος πού άπαιτοΰν οί διάφορες θεσμικές του δομές γιά νά θεωρητικοποιηθούν ιδίω δικαιώματι), ό Geras σημειώνει ότι στήν ούσία αύτό άντικατοπτρί- ζει τήν έλλειπή άνάπτυξη τοΰ πολιτικοΰ στή μαρξιστική σκέψη. (Στήν πραγματικότητα, βέβαια, όπως τόνισε ό Hall, αύτή ή έλλει- πής άνάπτυξη τοΰ πολιτικοΰ δέν χαρακτηρίζει μόνο τή μαρξιστική έρευνα). Στήν πράξη, οΐ μαρξιστές άπέρριψαν έκδοχές άπόλυτης αυτονομίας τοΰ πολιτικοΰ διότι, άπό τήν ίστορικο-υλιστική σκοπιά, οί άνταγωνιζόμενες έπιδράσεις, όρια καί πιέσεις πού έπιβάλ- λονται άπό τις οικονομικές σχέσεις (έκμεταλλευτικές καί ταξικές δομές) έχουν μεγαλύτερη αίτιακή βαρύτητα.
ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ: ΠΡΑΞΗ, ΕΠΕΝΕΡΓΕΙΑ, ΔΟΜΗ
Ό μως ή σχετική αυτονομία δεν είναι λιγότερο αληθινή, τονίζει ό Geras, έπειδή είναι σχετική: « Ή κρίση την όποία εκφέρουν [οί μαρξιστές] σέ αύτό τό σημείο, σχετικά μέ την έρμηνευτικη πρωτοκαθεδρία τών ταξικών και παραγωγικών σχέσεων» δεν άποτελεϊ «.μία a priori αλήθεια αλλά μιά εμπειρική υπόθεση, αν και μακράς ιστορικής έμβέλειας»19. Καί άξίζει νά προσθέσουμε ότι αν καί το οικονομικό είναι καθοριστικό, δεν είναι περισσότερο αύτόνομο άπό όποιαδήποτε άλλη σχέση ή πεδίο στο έσωτερικο ένός κοινωνικού σχηματισμού. Αύτό είναι άκριβώς πού προσδίδει σε διαφορετικούς κοινωνικούς σχηματισμούς, στηριγμένους στόν ίδιο βασικό τρόπο παραγωγής (ή συνδυασμό τρόπων παραγωγής), τή μοναδικότητά τους καί τον διακριτό τρόπο λειτουργίας τους. Αύτό είναι πού καθιστά δυνατές διαφορετικές έξελίξεις καί μορφές οργάνωσης στό εσωτερικό τοϋ ίδίου βασικοΰ συστήματος οικονομικών σχέσεων — δπως αύτό συλλαμβάνεται άπό τή σκοπιά τής πολιτικής οικονομίας. Καί είναι αύτές οΐ άλλες σχέσεις πού μποροΰν νά ύπερκαθορί- σουν καί νά άντεπιδράσουν στίς παραγωγικές σχέσεις, προκαλών- τας κρίσεις καί άκόμα ύπερβαίνοντάς τις, άνοίγοντας τό δρόμο σέ άνακατατάξεις σέ όλα τά έπίπεδα, άκόμα καί όταν οί λύσεις αύτοΰ τοΰ είδους κρίσεων περιορίζονται μέ τή σειρά τους άπό τήν ολότητα τών σχέσεων παραγωγής. ’Από τά όρια δηλαδή πού προκαλεϊ ό πολλαπλός συνδυασμός τών στοιχείων πού άποτελοΰν τήν «οικονομική δομή» τής κοινωνίας σύμφωνα μέ τή μαρξική διατύπωση. Αύτό είναι άκριβώς πού άπασχολεΐ τούς ιστορικούς καί τούς ιστορικούς κοινωνιολόγους. Ό μως δέν σημαίνει ότι τό οικονομικό είναι μόνον ένα στοιχείο άνάμεσα σέ πλήθος άλλων ισότιμων. 'Αλλά αύτό τό σημείο θά τό τονίσω στήν έπόμενη ένότητα.
Στήν ουσία, έχουμε νά άντιμετωπίσουμε τίς πολυπληθείς διαφορετικές τάξεις καί έπιδράσεις τής κοινωνικής πράξης άπό τήν άποψη τής άναπαραγωγής τής καθημερινής ζωής. Κάθε μεμονωμέ
79. Γιά τίς παρατηρήσεις τοΰ Hall, States in History, 1 κ. έξ. βλ. Norman Geras, «Ex-Marxism without substance: being a real reply to Laclau and Mouiïe», New Left Review 169 (1988), 40-41. Βλ. έπίσης N. Mouzelis, «Marxism ■ Post-Marxism?», New Left Review 167 (1988) 107-123, βλ. 117 γιά τό ζήτημα τοΰ πολιτιχοΰ χαί τής «ΰποβάθμισής» του.
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
νο μέλος ενός κοινωνικού σχηματισμού καταλαμβάνει σειρά διαφορετικών θέσεων στό δίκτυο της κοινωνικής πράξης. Μέ άλλα λόγια, κάθε συνδυασμός κοινωνικών πρακτικών έχει διαφορετικές έπιδρά- σεις. Τέτοιες θέσεις χαρακτηρίζονται άπό δύο ποιότητες: συμβάλλουν αΐτιακά στή διατήρηση καί άναπαραγωγή ένός άριθμοϋ σχέσεων μέ άλλα μέλη τής κοινωνίας καί προμηθεύουν τόν φέροντα μέ Ινα σύστημα αντίληψης τοϋ έαυτοΰ του καί, κατ’ έπέκταση, τοΰ κόσμου. Διαφορετικοί πολιτισμικοί σχηματισμοί θά τονίσουν ή θά δώσουν προτεραιότητα σέ διαφορετικούς ρόλους καί θέσεις σύμφωνα μέ τό δικό τους συμβολικό κόσμο καί τις πολιτικές ιδεολογίες οί όποιες άναπτύσσονται άπό αύτόν τόν συμβολικό κόσμο. Όμως τελικά ό σύγχρονος μελετητής πρέπει νά άποφασίσει ποιοι συνδυασμοί κοινωνικών σχέσεων συμβάλλουν αΐτιακά στήν κατάρρευση ή τή μεταμόρφωση κοινωνικών καί πολιτισμικών άναπαραγωγικών πρακτικών, καί πώς έξελίσσονται νέες πρακτικές καί γιατί ορισμένες πρακτικές καί όχι άλλες.
Νομίζω ότι οί καθοριστικές τομές γίνονται στόν τύπο τής κοινωνικής άναπαραγωγικής πρακτικής, μέσα δηλαδή στά πλαίσια τών παραγωγικών σχέσεων καί τής κατανομής τής υπεραξίας, παρά στή συστολή ή στή διαστολή τών σχέσεων έξουσίας ή τών μετατοπίσεων στά πρότυπα πίστης. Βεβαίως αύτά καθορίζονται, άλλά μέ τή σειρά τους μποροΰν νά καθορίσουν τή φαινομενική μορφή τών σχέσεων αύτών.
Αύτό δέν σημαίνει ότι ή άνθρώπινη πράξη δέν είναι διαλεκτική καί ότι δέν συγκροτεί (όπως έξάλλου διαμορφώνεται ή συγκροτείται άπό) τις προϋπάρχουσες δομές πρακτικής μέσα στις όποιες γεννιέται κάθε μέλος τής κοινωνίας. ’Αντίθετα, αύτό τό πολυεπί- πεδο καί διαλεκτικό μοντέλο άνθρώπινων κοινωνικών σχέσεων είναι κρίσιμο γιά μιά υλιστική κατανόηση τής κοινωνίας. Στήν υποκειμενική έμπειρία τής καθημερινότητας οί περισσότερες δραστηριότητες προσλαμβάνουν ισότιμη άξια στό κοινωνικό όλον τής ύπαρξης. Μόνον όταν προκύπτουν συγκεκριμένα έρωτήματα καί προβλήματα, μερικές παίρνουν μιά συγκεκριμένη καί έρμηνευτικά λειτουργική σημασία. Αύτό ισχύει γιά τήν ιστορική καί κοινωνιολογική έρμηνεία. Γ ιά νά κατανοήσουμε όχι μόνον τό γεγονός τής άλλαγής, άλλά καί τήν πορεία της, χρειάζεται νά έντοπίσουμε μιά δυναμική ή ένα κινητήρα, νά τονίσουμε συγκεκριμένες σχέσεις γιά
ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ: ΠΡΑΞΗ, ΕΠΕΝΕΡΓΕΙΑ, ΔΟΜΗ
χάρη λειτουργικών αναγκών έρμηνείας καί άποσαφήνισης, οί όποιες πρέπει μετά νά έπανασυσχετισθοΰν μέ τις πραγματικές αΐτιακές σειρές καί δομές πού έπηρεάζουν τις έξεταζόμενες κοινωνίες. Προσ- σπαθώντας νά προσδιορίσει τούς παράγοντες πού κρύβονται πίσω άπό τήν άλλαγή, ό ιστορικός, όσο κι άν είναι περιορισμένη ή οπτική του, θά καταλήξει σέ έκεΐνα τά στοιχεία τά όποια περιορίζουν, προωθούν ή λύνουν οικονομικές, πολιτικές, νομικές καί πολιτισμικές μορφές καί πρακτικές. Θά έλεγα ότι αύτοί οί παράγοντες έντο- πίζονται πάντοτε στό λειτουργικό χώρο τοϋ οικονομικού.
5. Κρατικός σχηματισμός, κοινωνικός σχηματισμός
"Ας έπανέλθουμε στήν τυπολογία τών κρατικών σχηματισμών. Ή προτεινόμενη άπό τον Runciman τούς προσδιορίζει στή βάση τών διαφορετικών τρόπων κατανομής τής έξουσίας. Άναφέρονται πέντε βασικές κατηγορίες: αύτές στις όποιες ύπάρχει μιά θεμελιώδης διάκριση άνάμεσα σέ πολίτες καί μή πολίτες, πολεμιστές καί ύπη- κόους, άνάμεσα σέ μιά γραφειοκρατία στήν ύπηρεσία κάποιου ηγεμόνα καί στό σύνολο τών πολιτών ή ύπηκόων. Υπάρχει ό φεουδα- λικός τύπος, όπου ή έξουσία είναι άποκεντρωμένη, στά χέρια μιας τάξης ισχυρών, καί ό άστικός, όπου ή κυρίαρχη ομάδα τοποθετείται «στό μέσον», άνάμεσα στή μάζα τών υπηκόων ή πολιτών καί σέ έναν άπόλυτο μονάρχη80.
Αύτή ή τυπολογία τέμνει πολιτικο-ιδεολογικές καί οικονομικές σχέσεις καί άφορα ένα ήδη έξελιγμένο σύστημα κοινωνικών πρακτικών. Όλοι οί ορισμοί άντιπροσωπεύουν πολιτικές οργανωτικές δομικές μορφές παρά άμεσα οικονομικές. Ώ ς γενική τυπολογία, διασχίζει έπίσης τό μαρξιστικό πλαίσιο τών τρόπων παραγωγής (ίδεότυποι συστημάτων παραγωγικών σχέσεων) καί κοινωνικών σχηματισμών (συγκεκριμένα ιστορικά παραδείγματα αύτών τών ίδεότυπων, συνήθως σέ συνδυασμό). Ό πω ς παραδέχεται ό Runciman, καί ή δική του σχηματοποίηση βασίζεται σέ ίδεότυπους, αν καί αισθάνεται υποχρεωμένος νά έξετάσει ειδικότερα «υβρίδια» (όπως ή άρχαία Βαβυλωνία καί ή αγγλο-σαξονική ’Αγγλία τοϋ ΐρου καί 11ου αιώνα)81.
Αύτό όμως άποκαλύπτει ένα σημαντικό πρόβλημα, έπειδή ό Runciman προχωρεί στή σχηματοποίηση του βασιζόμενος σέ πραγματικές ιστορικές κοινωνίες, άπό τις όποιες καί άντλεΐ τούς πέντε
80. Runciman, λ Treatise on Social Theory, ί.π ., 2, 155-160.81. Στο ίδιο, 160 χ.έξ.
ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ. ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
βασικούς του τύπους. Άκόμα κι αν δεχθούμε υποθετικά τήν έπιλο- γή τών τύπων, αντιμετωπίζει σαφώς δυσκολίες μέ κοινωνίες πού δεν «χωροϋν» έντελώς στό μοντέλο του. Ένας αριθμός ίδεότυπων άπαιτεΐται για νά περιγράφει όχι μόνον έναν ταιριαστό άριθμό παραλλαγών σέ υπάρχοντα συστήματα, άλλά καί έναν άριθμό συνεκτικών δομών καί σχέσεων οί όποιες είναι έννοιολογικά άπαραί- τητες γιά τή συγκρότηση μιας αίτιακής έρμηνείας τέτοιων συστημάτων, στή βάση ορισμένων κοινών παρονομαστών. Σίγουρα, υπάρχουν πάντα περιπτώσεις πού δέν ταιριάζουν άκριβώς σέ ένα σχήμα. Δεδομένου μάλιστα τοϋ άπειρου βαθμοϋ άποκλίσεων άνάμεσα σέ υπαρκτούς κοινωνικούς σχηματισμούς, οί περισσότερες κοινωνίες έπιδεικνύουν άσυνέπειες καί παραδοξότητες. Αύτό άχρηστεύει αύτή καθ’ έαυτή τήν άπόπειρα έρμηνείας όλων τών υβριδίων γιατί, τελικά, άκυρώνει τή θεωρητική άξία τοϋ σχήματος.
Τό ίδιο πρόβλημα προέκυψε μέ τόν γνωστό «μεταβατικό» τρόπο παραγωγής τοΰ Balibar. Είτε άποδεχόμαστε τό έννοιολογικό πλαίσιο ώς έπαρκές μέ δεδομένους τούς περιορισμούς έρμηνείας όλων τών μεταβλητών, είτε τό έγκαταλείπουμε καί άντιμετωπί- ζουμε κάθε ιστορική κοινωνία σάν ad hoc παραλλαγή τοΰ θέματος «κατανομή τής έξουσίας». Στήν πρώτη περίπτωση βέβαια, πρέπει νά δημιουργήσουμε ένα έννοιολογικό πλαίσιο έξελιγμένο καί ευέλικτο γιά νά άνταποκριθεΐ στήν άποστολή του. Στήν ούσία, ό Runciman χρησιμοποιεί τό σχήμα του άπλώς σάν ένα κώδικα ταξινόμησης: στή βάση ορισμένων περιγραφικών χαρακτηριστικών άπό τήν άποψη τής κατανομής της έξουσίας καί τής πολιτικής οργάνωσης, οί κοινωνίες μποροΰν νά ταξινομηθοΰν σέ πέντε τύπους. Αύτές πού δέν ταιριάζουν μέ αύτό τό σχήμα άντιμετωπίζονται σάν «ύβρίδια». Κάτι τέτοιο όμως δέν μοΰ φαίνεται ότι μάς παρέχει ένα δημιουργικό έρμηνευτικό μοντέλο.
Οί ίδεότυποι έτσι τείνουν νά έξηγοΰνται μέσω υπαρκτών ιστορικών όρων, σέ άντίθεση μέ τήν έννοια τοΰ τρόπου παραγωγής, ή όποία άποτελεΐ έναν ειδικά θεωρητικό χώρο στόν όποιο μποροΰν νά έξετασθοϋν εύρηματικά διάφοροι κοινωνικοί σχηματισμοί.
Άπό τήν ίστορικο-υλιστική σκοπιά, τό πλαίσιο τών τρόπων παραγωγής (παραμερίζοντας πρός στιγμήν τό έρώτημα τοΰ ποιοί τρόποι μποροΰν νά έδραιωθοΰν έννοιολογικά καί τοΰ αν ύπάρχει ή όχι μιά ιστορικά άναγκαία έξελικτική σειρά) άποτελεΐ βεβαίως
94 ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
εναν τρόπο έρμηνείας κοινωνιών άπό τήν πλευρά πρωτίστως τής πολιτικής τους οικονομίας- πρόκειται όμως γιά μιά ολιστική έξέταση. Έτσι, οί κοινωνικοί σχηματισμοί έκλαμβάνονται ώς ολότητες, συμπεριλαμβάνοντας αμοιβαίες σχέσεις καί έπιδράσεις με γειτονικούς πολιτισμούς καί οικονομικά συστήματα, μέ συμπτώσεις καί συνέχειες σε διαφορετικά έπίπεδα ή διαστάσεις — άν καί αύτό συνανταται πολύ περισσότερο στή μαρξιστική έμπειρική ερευνά παρά στή θεωρητικοποίηση. Όμως ή κύρια διαφορά άνάμεσα στήν προσέγγιση τοϋ Runciman καί στή μαρξιστική είναι ότι ή πρώτη άναπαριστά τούς διάφορους τρόπους κατανομής τής έξουσίας πρωταρχικά άπό τή σκοπιά τών πολιτικών δομών. Με αυτόν τόν τρόπο, ή άρχαία καί ή φεουδαλική κοινωνία περιγράφονται άπό τή σκοπιά τών κυρίαρχων μορφών πολιτικής οργάνωσης, ή όποία θεωρείται ώς σύνολο άριθμοϋ πρακτικών καί ρόλων, οί όποιοι έκφρά- ζουν τήν κατανομή τής έξουσίας. 'Ως περιγραφική καί άξιολογική διαδικασία είναι χρήσιμη. Καί έφόσον οί τρεις τρόποι παραγωγής, πειθοΰς καί έξαναγκασμοϋ προσλαμβάνουν ισότιμες αίτιακές άξιες, οί άλλαγές μεταξύ τους καί στό έσωτερικό τους, άπό τήν άποψη τών πρακτικών άπό τίς όποιες αύτοί συγκροτούνται, είναι άρκετές γιά νά δώσουν μιά έπαρκή έρμηνεία τής προέλευσης καί τών άπο- τελεσμάτων τής άλλαγής*-’. Ή κοινωνική πρακτική δεν άγνοεΐται. Άντίθετα, τής άποδίδεται ενας σημαντικός βαθμός πρωτοκαθεδρίας.
Μ ’ αυτόν τόν τρόπο τά άτομα καθίστανται ικανά, άπό τήν έλαστικότητα τών πρακτικών (πού αύτά ένσωματώνουν), νά προσαρμόζονται σέ άλλαγές στό περιβάλλον συνακόλουθα, νά μεταλλάζουν ή νά άνασυνδυάζουν πρακτικές γιά νά διατηρήσουν τήν οικονομική, ιδεολογική καί έξαναγκαστική δύναμη τών ρόλων τους. Δεν ύπάρχει τίποτε τό άντιμαρξιστικό σέ αύτή τήν προσέγγιση111.
82. ’Από αύτή τήν άποψη, ή απόδοση τής ιστορικής αιτιότητας άπό μέρους τοΰ Runciman δέν άπέχει άπό έχείνη τών «πλουραλιστών» μαρξιστών, όπως τοΰ D. Sayer, The Violence o f Abstraction: the Analytic Foundation o f Historical Materialism, ’Οξφόρδη 1987, τοΰ R. Gottlieb, «Feudalism and historical materialism: a critique and synthesis». Science and Society 48/1 (1984).
83. Runciman, A Treatise on Social Theory, 40 χ.έξ., 295. Για μιά παρόμοια
ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ. ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
Όμως γιά τον Runciman, ιστορία είναι στήν ούσία το σύνολο σειρών ολοένα εύρυνόμενων καί άλληλοδιαπλεκόμενων «δεξαμενών» ιδεολογικής, οικονομικής καί έξαναγκαστικής δύναμης, στις όποιες ύποβόσκον κίνητρο καί δυναμική εϊναι ό ανταγωνισμός γιά τήν έξουσία.
Σέ αύτό τό σημείο οί ορισμοί τής «έξουσίας» έχουν σημασία. Στή συζήτηση στήν όποία έχω μέχρι τώρα άναφερθεΐ, ή έξουσία συλλαμβάνεται έν γένει ώς κοινωνική έξουσία, σαν ένα γενικό μέσο έξυπηρέτησης συγκεκριμένων σκοπών. Έξουσία είναι ό έλεγχος πάνω σέ ποικιλία πόρων (πλούτος, άνθρωποι, γνώση), έξαρτώμε- νων άπό τις περιοχές τής κοινωνικής ζωής όπου επιτυγχάνονται αύτοί οί στόχοι. Έ τσι, ή έξουσία μπορεΐ νά άσκηθεΐ σέ πλειάδα έπιπέδων — άπό τό πιό προσωπικό (τήν άσκηση τής έξουσίας ένός άτόμου πάνω σέ ένα άλλο, βασισμένη στή γνώση ή τήν πιθανότητα φυσικού έξαναγκασμοϋ) ώς τό πιό δημόσιο (πολιτικο-στρατιωτική έξουσία πού άσκεΐται σέ στρατούς, άστυνομικά σώματα, τόν έφο- διασμό σέ τρόφιμα κλπ.). Όμως, σέ όλες αύτές τις περιπτώσεις ή άσκηση τής έξουσίας άποσκοπεΐ σέ ένα μόνον σκοπό (άκόμα κι άν, στό παράδειγμα τοϋ προσωπικού φυσικοΰ έξαναγκασμοϋ, δηλαδή τής βιαιοπραγίας, ό σκοπός αύτός δέν είναι τίποτε άλλο άπό τήν ψυχολογική ικανοποίηση).
Ά πό μιά μαρξιστική οπτική, έξουσία είναι ή πολιτική καί ψυχολογική έκφραση τής οικονομικής κυριαρχίας (έφόσον, τελικά, οί πόροι άποτελοϋν ούσιαστικά μιά οικονομική κατηγορία), άν καί αύτό δέν γίνεται υποχρεωτικά φανερό στό σύγχρονο σχολιαστή ούτε καί μπορεΐ νά έννοιολογηθεϊ σάν τέτοιο άπό έκείνους πού τήν άσκοΰν. Γιατί, όπως είδαμε, οί κοινωνικές σχέσεις παραγωγής καί συνακόλουθα ό έλεγχος σέ ζωτικές περιοχές τους, συνήθως άναπα- ρίστανται μέ μιά ιδεολογική μορφή ή όποία δέν έχει ένα προφανές μοναδικό οικονομικό σημείο άναφορίς. Ή έξουσία είναι τό προϊόν τοΰ συνδυασμού καί τής άρθρωσης τής άνθρώπινης ψυχολογίας καί τών πολιτισμικών μορφών μέ τό οικονομικό πλαίσιο. Έστω καί
προσέγγιση τής πρακτικής τών συλλήψεων τής πραγματικότητας καί τοϋ δομικού ρόλου τών αφηγήσεων βλ. J. F. Haldon, «Ideology and Social Change in the Seventh Century», ί.π ., βασισμένο στό ίστορικο-υλιστικό πλαίσιο άνάλυσης.
ΜΑΡΞΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
άν, όπως έχω ήδη πεϊ, ασκείται μέ μια σχετική αυτονομία άπό άλλες δομές άπό τήν άποψη τών άμεσων έπιδράσεών της, δέν είναι έντελώς άνεξάρτητη. Εξουσία, έξαναγκασμός καί ιδεολογία είναι μορφές ή έκφράσεις τής πράξης. Είναι τρόποι μέσω τών οποίων μποροΰν νά διατηρηθοΰν καί νά άναπαραχθοΰν συγκεκριμένες κατηγορίες σχέσεων. Ή έξουσία μπορεΐ νά άποτελεΐ πράγματι τό κεντρικό σημείο άναφοράς τής κοινωνικής θεωρίας. Ό μως ή πάλη γιά τήν έπίτευξη καί άσκηση τής έξουσίας άφορα τούς πόρους καί πρέπει νά νοηθεί έξ όρισμοΰ μέσα στά όρια καί τις πιθανότητες πού θέτουν οί ΰπάρχουσες δυνάμεις καί σχέσεις παραγωγής8*.
Μποροΰμε νά έπιβεβαιώσουμε τή γενική έγκυρότητα τής μαρξιστικής θεωρίας τών καθορισμένων τρόπων παραγωγής, κατά πρώτο λόγο, άπό τις θεμελιώδεις διαφορές άνάμεσα σέ άντιφατικά συστήματα πολιτικής οικονομίας. Σέ αύτή τήν όμάδα κατηγοριών ύπάρχει βέβαια άφθονος χώρος γιά μιά ταξινόμηση σέ ένα δεύτερο έπίπεδο τών πολιτικών καί έξουσιαστικών δομών, όπως αύτή πού προτείνει ό Runciman. Έ τσι είναι δυνατό νά συμφωνήσουμε μαζί του όταν δηλώνει: κή μελέτη τών κοινωνιών είναι μελέτη τών ανθρώπων σε ρόλους και ή μελέτη τών ανθρώπων σέ ρόλους είναι ή μελέτη τοϋ θεσμικοΰ έπιμερισμοϋ της έξουσίας καί έφόσον η έξουσία διακρίνεται σέ τρία μη άναγώγιμα άλλα άλληλεξαρτώμενα εΐδη, οί κοινωνίες μποροΰν νά έκληφθοΰν ώς τρισδιάστατες δεξαμενές στις όποιες οί ρόλοι είναι τροχιές τών όποιων ή σχετική θέση ορίζεται άπό τούς κανόνες τών θεσμών πού οί ίδιοι συγκροτούν» —άλλά στις όποιες ή έξουσία (στις τρεις της μορφές) νοείται ταυτόχρονα σάν γνήσιο προϊόν τής κοινωνικής πράξης καί μιά λειτουργία κοινωνικής άναπαραγωγής.
Ή άξία της μαρξιστικής προσέγγισης έγκειται στήν οικονομική σαφήνειά της. Γ ενικά προσδιορισμένοι τρόποι παραγωγής έπι- τρέπουν στόν ιστορικό νά προτείνει γιά διαφορετικούς κοινωνικούς σχηματισμούς θέσεις σέ ένα δίκτυο κοινωνικών σχέσεων παραγωγής, άπό τήν άποψη τής γενικής δυναμικής τοΰ κοινωνικοΰ σχηματισμού καί τών τρόπων μέ τούς οποίους οί οικονομικές σχέσεις
84. Mann, The Sources o f Social Power, δ.π., 6, καί M. Foucault, The History o f Sexuality, Λονδίνο 1979, 81 κ.έζ.
ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ 97
έκφράζονται θεσμικά, μέσω της πράξης. Μια τέτοια προσέγγιση έξαλλου περιορίζει τούς τύπους τών κοινωνικών σχηματισμών πού μποροΰν νά αναπτυχθούν κάτω άπό συγκεκριμένες παραγωγικές σχέσεις καί, έπομένως, παρέχει 2να δεύτερο αΐτιακό ερμηνευτικό πλαίσιο γιά τήν κατανόηση τοϋ πώς καί γιατί συμβαίνει ή άλλαγή. Στήν έπόμενη ένότητα θά εξετάσω τούς τρόπους άναφορϊς τοΰ φεουδαλικοΰ τρόπου παραγωγής —προσδιορίζοντάς τον άπό τήν άποψη τών θεμελιωδών οικονομικών σχέσεων πού τόν διαφοροποι- οΰν άπό άλλους τρόπους παραγωγής, παρά μέσα άπό τήν περιγραφή τών θεσμικών του μορφών.
6. Ή Ewota τοΰ φΜυδαλιχοϋ τρόπον παραγωγής
Ό φεουδαλικός τρόπος παραγωγής έχει βέβαια άποτελέσει —όπως καί ή ευρύτερη μαρξιστική σχηματοποίηση τών τρόπων παραγωγής— αντικείμενο έντονων συζητήσεων στό έσωτερικό τοϋ μαρξισμοΰ καί κριτικών άπ’ έξω85. Ή κριτική άπό μέρους τών μή μαρξιστών συνήθως παίρνει τή μορφή διαφωνίας μέ τόν ύποτιθέμε- νο οίκονομισμό τής έννοιας ή, ιδιαίτερα άπό πλευράς ιστορικών, μέ τήν έλλειψη ιστορικής σαφήνειας καί θεσμικής συνέχειας διά μέσου διαφορετικών πολιτισμικών μορφωμάτων. Δέν έπιθυμώ νά έπανα- λάβω αύτές τις συζητήσεις, άλλωστε ή πρώτη έπισήμανση έχει ήδη έξετασθεΐ στήν παρούσα έργασία ένώ ή δεύτερη άποτελεΐ μέρος τής ένδο-μαρξιστικής διαμάχης. Αύτή άσχολήθηκε κύρια μέ τό έάν θά έπρεπε νά έπεκταθεΐ ή έννοια τοϋ φεουδαλικοϋ τρόπου παραγωγής, καλύπτοντας μιάν ευρύτερη ομάδα κοινωνικών σχηματισμών άπό έκείνους τών οποίων οί φαινομενικές μορφές καί θεσμικές δομές προσομοιάζουν ή είναι ταυτόσημες μέ τις δύο κατ’ εξοχήν φεουδαλικές κοινωνίες, τή μεσαιωνική δυτική Ευρώπη τοΰ 9ου αιώνα κι έφεξής καί τή μεσαιωνική ’Ιαπωνία άπό τόν 11ο αιώνα.
Ύπό αύτήν τήν έννοια, πρέπει νά θυμηθούμε ότι ή ιστορία τής έννοιας «φεουδαλισμός» υπήρξε έν πολλοΐς ή ιστορία τών προσπαθειών τών εύρωπαίων ιστορικών νά κατανοήσουν τήν ουσία τής
85. Γιά τή σημαντική πρόσφατη συζήτηση βλ. Β. Hindess & P. Q. Hirst, Pre-Capitalist Modes o f Production, Λονδίνο 1975 xal τή διαμάχη που άχολούθησε βλ. τήν έπισχόπηση τών T. Asad χαί Η. Wolpe, Economy and Society, 5 (1976) 470-506. Άναφοριχά μ ΐ συγκεκριμένα ίστοριχέ προβλήματα, βλ. C J. Wickham, «The Uniqueness of the East», Journal o f Peasant Studies 12 (1985) 166-196, Halil Berktay, «The Feudalism Debate: the Turkish end - is 'ta i vs. rent’ necessarily the product and sign of a moral difference?». Journal o f Peasant Studies 14 (1987) 291-333. J. F. Haldon, «The Feudalism Debate once more: the case of Byzantium», Journal o f Peasant Studies 17 (1989) 5-39 χαί τοΰ Βίου, State Theory, State Autonomy and the Medieval State, Λονδίνο 1992.
Η ΕΝΝΟΙΑ TOT ΦΕΟΓΔΑΛΙΚΟΤ ΤΡΟΠΟΤ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ
ευρωπαϊκής κουλτούρας. Έχοντας αύτό ύπόψη μας, είναι σίγουρα καιρός νά περάσουν οΐ ιστορικοί άπό μιά περιγραφική μεθοδολογία της όποίας οί ρίζες άνάγονται στόν άνθρωπιστικό έμπειρισμό τοϋ 18ου αιώνα σε μιάν εύρύτερη καί πιό άναλυτική προσέγγιση. Έ να άπό τά έμφανέστερα άποτελέσματα τής έντεινόμενης ευρωπαϊκής ιστορικής συνειδητοποίησης μή εύρωπαΐκών κοινωνικών σχηματισμών, ύπήρξε ή έπαναδιατύπωση έννοιών δπως ό φεουδαλισμός, δπου ή Εύρώπη δεν έμφανίζεται πλέον ώς τό έπίκεντρο καί τό μέτρο σύγκρισης άλλων κοινωνικών συστημάτων, άλλά στήν όποία βαρύνουν κοινωνικές καί οικονομικές σχέσεις οΐ όποιες μποροΰν νά συνδράμουν στήν άνάλυση άλλων κοινωνιών καί ιστοριών. Σέ αύτή τήν έπαναδιατύπωση, σημαντικότατη ύπήρξε ή συμβολή τών μαρξιστών, τόσο σέ θεωρητικό, δσο καί σέ πρακτικό, έμπειρικό έπίπε- δο. Έ χω έπιχειρηματολογήσει άλλοΰ γιά τήν άνάγκη πλατύτερης έφαρμογής τής έννοιας86. Είναι προτιμότερο νά έξετασθοΰν στό γενικό πλαίσιο τών φεουδαλικών παραγωγικών σχέσεων οί προ- καπιταλιστικοί κοινωνικοί σχηματισμοί, παρά μέσα άπό άναφορές σέ πληθώρα διαπλεκόμενων ύπο-κατηγοριών (ένα άπό τά πιθανά άποτελέσματα τής μεθόδου τών Mann καί Runciman).
Ό φεουδαλισμός πρέπει νά άντιμετωπίζεται ώς ό βασικός καί γενικός προ-καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής στίς ταξικές κοινωνίες. Σίγουρα, συνυπάρχει μέ άλλους τρόπους, άλλά οΐ οικονομικές σχέσεις πού τόν διακρίνουν είναι ιστορικά οΐ κυρίαρχες. Καί άξίζει νά θυμηθούμε δύο σημεία: Πρώτον, ό Μάρξ ούδέποτε άνέ- πτυξε μιά μοναδική, συμπαγή θεωρία περί φεουδαλισμού· άντίθετα, κινήθηκε άνάμεσα σέ μιά περιγραφική καί έμπειρική εύρωπαι- οκεντρική προσέγγιση, στήν όποία κυριαρχούν τά συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τών εύρωπαΐκών φεουδαλικών κοινωνιών, καί σέ μιάν εύρύτερη θεωρητική έπεξεργασία τών φεουδαλικών σχέσεων
86. Haldon, «The Feudalism Debate once more·, 8.π. Έ χει υπάρξει ώς τώρα έχθρότητα βτήν έχτεταμένη χρήση τοϋ όρου «φεουδαλιχός τρόπος παραγωγής» χαί 6 Perry Anderson, Lineages o f the Absolutist State, Λονδίνο 1974/1979, Ιχει έπιχει- ρηματολογήσει για τό ζήτημα αύτό διά μαχρών. Ή θέση του όμως άμφισβητήθηχε άπό τόν Chris Wickham, «The Uniqueness of the East», Economy and Society 4 /4 (1975) 446-475, χαί άπό τόν Haldon, State Theory..., β.π., Ιδιαίτερα στό κεφάλαιο Β'.
100 ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
παραγωγής. Δεύτερον, διατύπωσε τούς τρόπους παραγωγής του μέσω θεωρητικής αφαίρεσης βασισμένης σέ έμπειρικά δεδομένα («ιστορικά γεγονότα»), συλλεγμένα άπό κάθε ιστορικό κοινωνικό σχηματισμό σύμφωνα πρός τό έπίπεδο τών παραγωγικών του δυνάμεων, ώστε νά είναι σέ θέση νά προχωρήσει σέ τέτοιες γενικεύσεις.
Αύτές οί φεουδαλικές οικονομικές σχέσεις άποτελοϋνται άπό τις άκόλουθες, βασικές, διαφοροποιούμενες προτάσεις: 1) Ή έξα- γωγή τής προσόδου, μέ τήν έννοια τής φεουδαλικής προσόδου, κάτω άπό όποιαδήποτε θεσμική ή οργανωτική μορφή (φόρος, φόρος ύποτελείας, ενοίκιο) είναι θεμελιώδης. 2) Ή έξαγωγή τής φεουδαλικής προσόδου, ώς γενική μορφή έκμετάλλευσης προ-καπιταλι- στικών δυναστευόμενων κοινοτήτων χωρικών, δέν έξαρτάται άπό τό έάν αύτοί οί χωρικοί είναι ένοικιαστές κάποιου φεουδάρχη μέ τήν νομικιστική Ιννοια, άλλά άπό τό ότι ό μή οικονομικός έξαναγ- κασμός άποτελεΐ τή βάση έξαγωγής τής ύπεραξίας άπό μιά άρχουσα τάξη ή τούς έντολοδόχους της. 3) Ή σχέση άνάμεσα σέ άρχοντες καί ύποτελεΐς είναι έκμεταλλευτική καί άντιθετική ώς πρός τόν ελεγχο τών μέσων παραγωγής. Ό πω ς έπισημαίνει μέ σαφήνεια ό Halil Berktay, αύτή ή θεμελιώδης ταξική δομή «αντιστοιχεί xai καθορίζεται άπό αύτό τό επίπεδο τών παραγωγικών δυνάμεων οί όποιες έν γένει εμφανίσθηκαν μέ τή νεολιθική έπανά- σταση, και συμπεριλαμβάνει καλλιέργεια της γης βασισμένη σέ όργανική ένέργεια και χειρωνακτικά εργαλεία, ικανή γιά παραγωγή ύπεραξίας καθώς καί άναπαραγωγή της άγροτικης οικογένειας»87.
Στις συγκεκριμένες ιστορικές του ιδιαιτερότητες, ό φεουδαλι- κός τρόπος παραγωγής έκφράζεται σέ κοινωνικούς σχηματισμούς στούς οποίους κυριαρχούν αύτές οί συνθήκες καί σχέσεις παραγωγής. Όμως, ταυτόχρονα, κάθε κοινωνία άναπτύσσει τις ίδιαίτερές της θεσμικές πρακτικές καί ιδεολογικές μορφές μέσω τών όποίων βιώνονται αύτές οί σχέσεις, βασισμένες σέ μιά προϋπάρχουσα πολιτισμική παράδοση. Καί τά κράτη τά όποια έμφανίζονται ή έδραιώνονται σέ κάποιους ή όλους αύτούς τούς πολιτισμικούς σχη
87. Berkley, «The Feudalism Debate: the Turkish end», ί .π ., 311.
Η ΕΝΝΟΙΑ TOT ΦΕΟΤΔΑΛΙΚΟΤ ΤΡΟΠΟΤ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ 101
ματισμούς, θά είναι άντίστοιχα διαφορετικά στή μορφή τους καί στήν ιδεολογική καί νομιμοποιητική τους πρακτική.
Στή βάση τοϋ φεουδαλικοΰ τρόπου παραγωγής έξέτασα άλλοΰ τόν ύστερο ρωμαϊκό, βυζαντινό καί οθωμανικό κρατικό σχηματισμό. Πρόθεσή μου ήταν νά διευκρινησω δύο σημεία: 1) Ό τι οποιοσδήποτε κι άν είναι ό βαθμός αυτονομίας μιας κρατικής δομής καί τής έλίτ που τή στελεχώνει, όσοδήποτε κι αν είναι έκτεταμένη ή θεσμοποιημένη τους έξουσία, τόσο ιδεολογικά (θεωρία) όσο καί ούσιαστικά (πρακτική), ή ιστορική τους εξέλιξη καί ή δυνατότητα μετεξέλιξης καθορίζονται άπό τις οικονομικές σχέσεις, άπό τις σχέσεις παραγωγής που τις δημιουργούν. 2) Τά κράτη μποροΰν νά δράσουν αύτόνομα άπό τήν άρχουσα τάξη τής κοινωνίας τους μόνον γιά μιά περιορισμένη περίοδο καί κάτω άπό ορισμένες ιδεολογικές προϋποθέσεις. Ό ταν άντιτίθεται στά συμφέροντα τής άρχουσας τάξης, προκύπτει μιά πολιτική καί δομική κρίση. Έκεΐ όπου έπι- τυγχάνουν νά προωθήσουν μιά αύτόνομη πολιτική, άνταγωνιστική στά συμφέροντα τής άρχουσας τάξης, τό άποτέλεσμα είναι συνήθως ή κατάρρευση ή ό κατακερματισμός τοϋ κράτους. ’Ακόμα κι όταν τό κράτος είναι σέ θέση νά συγκροτήσει άπό μόνο του μιά άρχουσα τάξη, ή διατήρηση καί άναπαραγωγή αύτής τής έλίτ έχει καθορισθεΐ άπό τις πιθανότητες που παρέχουν οί παραγωγικές σχέσεις στόν έξεταζόμενο κοινωνικό σχηματισμό.
Προσπάθησα νά παρουσιάσω μιά άποψη της πολυπλοκότητας καί τοϋ δυναμισμού πού χαρακτηρίζει τις σύγχρονες συζητήσεις στή βρετανική μαρξιστική, μή μαρξιστική καί άντι-μαρξιστική ιστοριογραφική παραγωγή. ’Αναπόφευκτα, αύτή ή οπτική χρωματίσθη- κε μέ τίς δικές μου έμπειρίες καί έπιδιώξεις ώς ίστορικοΰ τοΰ μεσαιωνικού άνατολικοΰ μεσογειακοΰ κόσμου. Όμως έλπίζω ότι κατάφερα να δείξω δτι οί σχετικές συζητήσεις άφοροϋν όλους τούς ιστορικούς, δχι μόνο τούς μαρξιστές κι δχι μόνο στή Βρετανία. ’Επίσης πρότεινα κάποιες πιθανές απαντήσεις σέ πρόσφατες κριτικές τής μαρξιστικής ιστορικής θεωρίας καί πρακτικής, ειδικότερα σέ έκεΐνες πού διατείνονται δτι ό μαρξισμός είναι έξ ανάγκης Ινας άναγωγιστικός καί οίκονομιστικός τρόπος ανάλυσης. Οί αντιθέσεις άνάμεσα σέ αύτές τίς διαφορετικές παραδόσεις δημιουργοΰν τίς προκλήσεις καί τίς άπαιτήσεις γιά τήν έπίλυση τών προβλημάτων καί τελικά καθίστανται άπό τίς σημαντικότερες προωθητικές δυνάμεις στήν ιστορική άνάλυση καί έρευνα.
Βέβαια, σάν μαρξιστής ιστορικός σέ μιά χώρα πού βρίσκεται ύπό τόν έλεγχο μιας άπό τίς άντιδραστικότερες δεξιές αύτο-απο- καλούμενες «δημοκρατικές» κυβερνήσεις στή δυτική Εύρώπη, θεωρώ δτι ή ιστορική έρευνα προσλαμβάνει άναπόφευκτα καί μιά καθαρά πολιτική διάσταση. Αύτό άκριβώς τό πλαίσιο οδήγησε στήν τόσο ζωντανή συζήτηση πάνω στή φύση καί τή λειτουργία τοΰ κράτους, ιδιαίτερα τονισμένη άπό τήν κατάρρευση τών καταπιεστικών καθεστώτων της άνατολικής Εύρώπης καί τήν άνάγκη διάκρισης άνάμεσα στίς θετικές καί τίς άρνητικές πλευρές αύτών τών έξελίξεων: τό διογκούμενο κύμα έθνικισμοΰ καί ρατσισμοΰ τό όποιο εμφανίσθηκε μέ τήν άποδυνάμωση της κρατικής καταπίεσης, τόν κίνδυνο ολικής άπώλειας τών δποιων έπιτευγμάτων αύτών τών καθεστώτων στίς δομές της κοινωνίας καί της πρόνοιας, τό σάρω- μα τών άδύναμων οικονομιών τους άπό τόν έπιθετικό δυτικό καπι-
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
104 ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
ταλισμο της άγορϊς. Ή συζήτηση συνεχίζεται καί ή ιστορική κατανόηση, άρα ή ιστορική θεωρία, θά παίξει κεντρικό ρόλο στή μελλοντική της πορεία.
’Ιούνιος 1990
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Σελίδες
ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ .............................................. 7-8
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ...................................................................... 9-11
ΜΕΡΟΣ Α'1. 'Ορισμοί ....................................................................... 13-182. Σύγχρονες έπιλογές καί προκλήσεις .......................... 19-41
ΜΕΡΟΣ Β'1. Μαρξισμός καί θεωρία τοϋ κράτους .......................... 43-502. Ιστορικός υλισμός: ή έσωτερική ίποψη .................... 51-653. Ή φύση τοϋ κράτους .................................................... 66-774. Τό οικονομικό: πράξη, έπενέργεια, δομή .................. 78-915. Κρατικός σχηματισμός, κοινωνικός σχηματισμός . . . 92-976. Ή έννοια τοΰ φεουδαλικοΰ τρόπου παραγωγής ......... 98-101
ΕΠΙΛΟΓΟΣ .......................................................................103-104
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ TOT JOHN HALDON ΜΑΡΞΙ ΣΜΟΣ Κ ΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΣΤΓΧΡΟΝΕΣ ΣΤΖΗΤΗ ΣΕΙΣ ΣΤΗ ΒΡΕΤΑΝΙΑ ΣΕ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΩΣΤΑ ΓΑΓΑΝΑΚΗ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΦΟΤΟΓΡΑΦΗΘΗΚΕ ΣΤΗ ΦύΤΟΣΤΝ ΘΕΣΗ «ΠΟΡΕΙΑ», ΤΤΠΩΘΗΚΕ ΣΤΟ ΤΤΠΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΩΝ Κ. ΠΛΕΤΣΑ - Ζ. ΚΑΡΔΑΡΗ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΔΕΤΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ Κ. ΧΩ ΡΙΑΤΑΚΗ ΤΟΝ ΙΟΤΝΙΟ 1992 ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑ ΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ «Ε.Μ.Ν.Ε.-ΜΝΗΜΩΝ»