HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

123
Τόμος 1 • Τεύχος 1 • ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2010 ISSN 1792-4944 ellenic journal of Ather oscler osis Τόμος 1 • Τεύχος 1 • ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2010 4ο Πανελλήνιο Συνέδριο Αθηροσκλήρωσης με διεθνή συμμετοχή 13–16 Οκτωβρίου 2010 Συνεδριακό Κέντρο Ξενοδοχείου Du Lac Ιωάννινα Περιλήψεις Προφορικών και Αναρτημένων Ανακοινώσεων Volume 1 • No 1 • SEPTEMBER-DECEMBER 2010

description

Official Publication of the Hellenic Atherosclerosis Society / ISSN 1792 - 4944

Transcript of HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Page 1: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Τόμος 1 • Τεύχος 1 • ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2010

ISSN 1792-4944

ellenic journal of Atherosclerosis

Τόμος 1 • Τεύχος 1 • ΣΕΠΤΕΜ

ΒΡΙΟΣ-Δ

ΕΚΕΜΒΡΙΟ

Σ 2010

4ο Πανελλήνιο Συνέδριο Αθηροσκλήρωσηςμε διεθνή συμμετοχή

13–16 Οκτωβρίου 2010

Συνεδριακό Κέντρο Ξενοδοχείου Du Lac Ιωάννινα

ΠεριλήψειςΠροφορικών και Αναρτημένων

Ανακοινώσεων

Volume 1 • No 1 • SEPTEMBER-DECEMBER 2010

Page 2: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Τόμος 1 • Τεύχος 1 • ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2010

ISSN 1792-4944

ellenic journal of Atherosclerosis

Τόμος 1 • Τεύχος 1 • ΣΕΠΤΕΜ

ΒΡΙΟΣ-Δ

ΕΚΕΜΒΡΙΟ

Σ 2010

4ο Πανελλήνιο Συνέδριο Αθηροσκλήρωσηςμε διεθνή συμμετοχή

13–16 Οκτωβρίου 2010

Συνεδριακό Κέντρο Ξενοδοχείου Du Lac Ιωάννινα

ΠεριλήψειςΠροφορικών και Αναρτημένων

Ανακοινώσεων

Volume 1 • No 1 • SEPTEMBER-DECEMBER 2010

Page 3: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010
Page 4: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010
Page 5: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

HELLENIC JOURNALOF ATHEROSCLEROSIS

Τετραμηνιαία Έκδοσητης Ελληνικής Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης

www.atherosclerosis-gr.org [email protected]

Αδριανείου 3 & Κατεχάκη, 115 25 Αθήνα (Ν. Ψυχικό) Τηλ.: 210-67 14 371 – 210-67 14 340, Fax: 210-67 15 015

E-mail: [email protected], Ε-shop: www.betamedarts.gr, EN ISO 9001:2000

Υπεύθυνος τυπογραφείου Α. Βασιλάκου, Αδριανείου 3 – 115 25 Αθήνα, Τηλ.: 210-67 14 340

Four-monthly Journal of the Hellenic Atherosclerosis Society

3, Adrianiou str., GR-115 25 Αthens-Greece Τel.: (+30)210-67 14 371 – (+30)210-67 14 340, Fax: (+30)210-67 15 015E-mail: [email protected], E-shop: www.betamedarts.gr, EN ISO 9001:2000

Printing supervision A. Vassilakou 3, Adrianiou str. – GR-115 25 Athens, Tel.: (+30)210-67 14 340

ΠρόεδροςΆθυρος Βασίλειος

ΑντιπρόεδροςΓανωτάκης Εμμανουήλ

Γεν. ΓραμματέαςΠαναγιωτάκος Δημοσθένης

Ειδ. ΓραμματέαςΝικολάου Βασίλειος

ΤαμίαςΜπιλιανού Ελένη

ΜέληΕλισάφ Μωϋσής

Καραγιάννης ΑστέριοςΛυμπερόπουλος Ευάγγελος

Πίτσαβος ΧρήστοςΤζιόμαλος Κωνσταντίνος

Τσελέπης Αλέξανδρος

ChairmanAthyros Vassilios

Vice-ChairmanGanotakis Emmanouil

Secretary GeneralPanagiotakos Demosthenes

Secretary SpecialNikolaou Vasileios

TreasurerBilianou, Eleni

MembersElisaf MosesKaragiannis AsteriosLiberopoulos EvangelosPitsavos ChristosTziomalos KonstantinosTselepis Alexandros

Ελληνική Εταιρεία ΑθηροσκλήρωσηςΜαιάνδρου 9, 115 28 Αθήνα

Τηλ.: 210-72 10 055, Fax: 210-72 10 055

Τσελέπης Αλέξανδρος

OWNERHellenic Atherosclerosis Society 9 Meandrou str., 115 28 Athens, GreeceTel.: (+30) 210-72 10 055, Fax: (+30) 210-72 10 055

PUBLISHERTselepis Alexandros

Διευθυντής ΣύνταξηςΤσελέπης Αλέξανδρος

Αναπληρωτής Διευθυντής Σύνταξης

Παναγιωτάκος Δημοσθένης

ΜέληΆθυρος Βασίλειος

Αχείμαστος ΑπόστολοςΓανωτάκης Εμμανουήλ

Δεδούσης ΓεώργιοςΕλισάφ Μωϋσής

Καραγιάννης ΑστέριοςΛιονής Χρήστος

Λυμπερόπουλος ΕυάγγελοςΜανωλόπουλος Ευάγγελος

Μηλιώνης ΧαράλαμποςΜπιλιανού ΕλένηΜυγδάλης Ηλίας

Νικολάου ΒασίλειοςΠίτσαβος Χρήστος

Τζιόμαλος ΚωνσταντίνοςΧρυσοχόου Χριστίνα

Editor-in-ChiefTselepis Alexandros

Associate EditorPanagiotakos Demosthenes

MembersAthyros VassiliosAchimastos Apostolos Bilianou EleniChrysohoou ChristinaDedousis Georgios Elisaf MosesGanotakis EmmanouilKaragiannis AsteriosLiberopoulos EvangelosLionis ChristosManolopoulos EvangelosMigdalis IliasMilionis Charalambos Nikolaou VasileiosPitsavos ChristosTziomalos Konstantinos

EXECUTIVE COMMITTEE

EDITORIAL BOARD

Page 6: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Clopidogrel 75mg / 300mg(Hydrogen Sulphate)

Iscover-75_210x280_corr.indd 1 04/10/2010 14:00

Page 7: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Άρθρο Σύνταξης ........................................................... 11

Προφορικές Ανακοινώσεις ....................................... 12

Αναρτημένες Ανακοινώσεις ..................................... 30

Ευρετήριο Συγγραφέων .......................................... 115

CONTENTS

Editorial ..............................................................................11

Oral Presentations ......................................................... 12

Poster Presentations .................................................... 30

Index of Αuthors ......................................................... 115

HELLENIC JOURNALOF ATHEROSCLEROSIS

Τετραμηνιαία Έκδοσητης Ελληνικής Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης

Four-monthly Journal of the Hellenic Atherosclerosis Society

Page 8: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Genzyme Eλλάς EΠΕΛεωφόρος Βουλιαγµένης 599, Αργυρούπολη Τ.Κ. 164 52, Αθήνα, ΕλλάδαΤηλ. 210 9949270, 210 9949280, 210 9949290, Φαξ: 210 9944062

ΟΝΟΜΑΣΙΑCholestagel 625mg δισκία επικαλυµµένα µε λεπτό υµένιο. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗΚάθε δισκίο περιέχει 625 mg υδροχλωρικήςκολεσεβελάµης (αναφεροµένη καθ’εξής ως κολεσεβελάµη). ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΕΝ∆ΕΙΞΕΙΣΤο Cholestagel συγχορηγούµενο µε έναν αναστολέα της HMG-CoA ρεδουκτάσης (στατίνη)ενδείκνυται ως συµπληρωµατική θεραπεία στη δίαιτα για την περαιτέρω ελάττωση των επι-πέδων της LDL χοληστερόλης (LDL-C) σε ασθενείς µε πρωτοπαθή υπερχοληστερολαι-µία, οι οποίοι δεν είναι επαρκώς ρυθµισµένοι µε τη µονοθεραπεία µε στατίνη. Το Cholestagel ως µονοθεραπεία ενδείκνυται ως συµπληρωµατική θεραπεία στη διαίταγια την ελάττωση των αυξηµένων επιπέδων της ολικής και LDL χοληστερόλης σε ασθε-νείς µε αµιγή πρωτοπαθή υπερχοληστερολαιµία οι οποίοι δεν µπορούν να λάβουν ή να ανεχθούν καλά τις στατίνες. Το Cholestagel µπορεί επίσης να χρησιµοποιηθεί σε συν-δυασµό µε εζετιµίµπη, µε ή χωρίς στατίνη, σε ενήλικες ασθενείς µε πρωτοπαθή υπερχο-ληστερολαιµία, συµπεριλαµβανοµένων ασθενών µε οικογενή υπερχοληστερολαιµία.ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣΟι ανεπιθυµήτες ενέργειες ήταν σε γενικές γραµµές ήπιες ή µέτριας βαρύτητας. Σε κλι-νικές µελέτες στις οποίες συµµετείχαν περίπου 1400 ασθενείς, στη θεραπευτική οµάδατου Cholestagel, δυσκοιλιότητα και δυσπεψία αναφέρθηκαν σε ποσοστά 10% και 6%αντιστοίχως. Ποσοστό 2% των ασθενών που έλαβαν Cholestagel εµφάνισαν αύξηση τωνεπιπέδων των τριγλυκεριδίων 6 mmol/L· ποσοστό 7% εµφάνισε αύξηση των επιπέδωντων τριγλυκεριδίων 4 mmol/L. Αύξηση των επιπέδων των τρανσαµινασών ορού 3 φορέςτων ανώτερων φυσιολογικών ορίων παρατηρήθηκε σε ποσοστό 0,1% των ασθενών πουέλαβαν µονοθεραπεία µε Cholestagel. Επιπρόσθετα, ποσοστό 0,4% των ασθενών µετάαπό θεραπεία µε Cholestagel εµφάνισε µυαλγία. Το Cholestagel σε συνδυασµό µε κά-ποια στατίνη δεν προκάλεσε την εµφάνιση κάποιας συχνής ανεπιθύµητης ενέργειας συγ-κριτικά µε τη µονοθεραπεία µε στατίνη.

ΕΙ∆ΙΚΕΣ ΠΡΟΕΙ∆ΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗΠριν από την έναρξη της αγωγής µε Cholestagel, δευτεροπαθείς αιτίες υπερχοληστε-ρολαιµίας (δηλαδή, κακά ελεγχόµενος σακχαρώδης διαβήτης, υποθυρεοειδισµός, νε-φρωσσικό σύνδροµο, δυσπρωτεϊναιµίες, αποφρακτική ηπατική νόσος, άλλεςφαρµακευτικές θεραπείες, αλκοολισµός) θα πρέπει να εξαιρούνται.. Όταν το Cholestagelσυγχορηγείται µε κάποια στατίνη, θα πρέπει να µελετάται το SPC της συγκεκριµένης στα-τίνης για την ύπαρξη κάποιας προειδοποίησης ή προφύλαξης κατά τη χορήγηση. Ασθε-νείς µε επίπεδα τριγλυκεριδίων µεγαλύτερα των 3,4 mmol/L (300mg/dL) θα πρέπει νααντιµετωπίζονται µε προσοχή, λόγω της αυξητικής δράσης που ασκεί στα τριγλυκερίδιατο Cholestagel. Η ασφάλεια και η αποτελεσµατικότητα σε ασθενείς µε επίπεδα τριγλυ-κεριδίων µεγαλύτερα των 3,4 mmol/L (300mg/dL) δεν έχει αποδειχθεί, καθώς οι συγκε-κριµένοι ασθενείς εξαιρέθηκαν των κλινικών µελετών. Η ασφάλεια και ηαποτελεσµατικότητα του Cholestagel σε ασθενείς µε δυσφαγία, διαταραχές κατάποσης,φλεγµονώδη νόσο του εντέρου, ηπατική ανεπάρκεια ή ιστορικό µεγάλης επέµβασης στογαστρεντερικό σύστηµα δεν έχουν αποδειχθεί. Κατά συνέπεια, η χορήγηση Cholestagelσε ασθενείς µε τις συγκεκριµένες διαταραχές θα πρέπει να γίνεται µε προσοχή. ΤοCholestagel µπορεί να προκαλέσει ή να επιδεινώσει προϋπάρχουσα δυσκοιλιότητα. Οκίνδυνος εµφάνισης δυσκοιλιότητας θα πρέπει να λαµβάνεται σοβαρά υπόψιν ειδικά σεασθενείς µε στεφανιαία νόσο και στηθάγχη. Η αντιπηκτική θεραπεία θα πρέπει να παρα-κολουθείται στενά σε ασθενείς που λαµβάνουν ουαρφαρίνη ή παρόµοια φάρµακα,καθώς έχει αποδειχθεί ότι τα δεσµευτικά των χολικών οξέων ελαττώνουν την απορρό-φηση της βιταµίνης Κ και παρεµβαίνουν στην αντιπηκτική δράση της ουαρφαρίνης. ΑΝΤΕΝ∆ΕΙΞΕΙΣ Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα Εντερική ή χολικήαπόφραξη. Όταν το Cholestagel συγχορηγείται µε κάποια στατίνη, θα πρέπει να µελετά-ται το SPC της συγκεκριµένης στατίνης για την ύπαρξη κάποιας αντένδειξης.

ΣΥΝΤΜΗΣΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ

∆ιαβάστε προσεκτικά ολόκληρο το φύλλο οδηγιών χρήσης προτού αρχίσετε να παίρνετε αυτό το φάρµακο.

Κάτοχος άδειας κυκλοφορίας: Genzyme Europe B.V. Gooimeer 10, NL-1411DD Naarden, ΟλλανδίαΑρ. Αδείας Κυκλοφορίας: EU/1/03/268/001-003

Για περαιτέρω µείωση της LDL- χοληστερόλης απουσία συστηµατικής έκθεσης

Όταν οι πρότυπες θεραπείες δεν είναι επαρκείς

ή καλώς ανεκτές

CHOL/07/09/10

advert_genzyme_21X28:Σχέδιο 1 4/10/2010 3:01 µµ Σ δ 1

Page 9: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

http://www.galenica.gr

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ: ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ: Zodin 1000mg καψάκιο, μαλακό. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ: Ένα καψάκιο, μαλακό περιέχει: Αιθυλεστέρες των ω–3λιπαρών οξέων 90, 1000mg που περιλαμβάνουν 840mg του αιθυλεστέρα του eicosapentaenoic acid (EPA) (460mg) και του αιθυλεστέρα του docosahexaenoic acid (DHA) (380mg). Θεραπευτικές ενδείξεις: Μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου:Επικουρική αγωγή για δευτερογενή πρόληψη μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου ως συμπλήρωμα της κύριας αγωγής (π.χ. στατίνες, αντιαιμοπεταλιακά φάρμακα, β-αποκλειστές, αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης (α-ΜΕΑ)). Υπερτριγλυκεριδαιμία: Ενδογενής υπερτριγλυκεριδαιμία ως συμπλήρωμα στη δίαιτα όταν τα διαιτητικά μέτρα από μόνα τους κρίνονται ανεπαρκή για να προσφέρουν ικανοποιητική απόκριση: τύπου IV σε μονοθεραπεία, τύπου IIb/III σεσυνδυασμό με στατίνες, όταν ο έλεγχος των τριγλυκεριδίων είναι ανεπαρκής. Αντενδείξεις: Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία, στη σόγια ή σε οποιοδήποτε από τα έκδοχα. Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση:Λόγω της μέτριας αύξησης του χρόνου ροής (στην υψηλή δοσολογία, δηλ. 4 καψάκια) οι ασθενείς που λαμβάνουν αγωγή με αντιπηκτικά πρέπει να παρακολουθούνται και, αν χρειαστεί, η δοσολογία του αντιπηκτικού να προσαρμόζεται (βλ.Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης). Η χρήση του Zodin δεν καταργεί την ανάγκη παρακολούθησης που συνήθως απαιτείται για ασθενείς αυτού του τύπου. Να λαμβάνεται υπ’ όψη ο αυξημένος χρόνος ροήςστους ασθενείς με υψηλό κίνδυνο για αιμορραγία (εξαιτίας σοβαρού τραύματος, χειρουργικής επέμβασης, κλπ). Επειδή δεν υπάρχουν σχετικά στοιχεία αποτελεσματικότητας και ασφάλειας, δεν συνιστάται η χορήγηση του Zodin σε παιδιά καιεφήβους. Το Zodin δεν ενδείκνυται στην εξωγενή υπερτριγλυκεριδαιμία (τύπου 1 υπερχυλομικροναιμίας). Δεν υπάρχει επαρκής εμπειρία σε δευτερογενή ενδογενή υπερτριγλυκεριδαιμία (ιδιαίτερα μη ρυθμισμένο διαβήτη). Δεν υπάρχει εμπειρίαόσον αφορά την αντιμετώπιση της υπερτριγλυκεριδαιμίας σε συνδυασμό με φιμπράτες. Απαιτείται τακτική παρακολούθηση της ηπατικής λειτουργίας (ASAT και ALAT) σε ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία (ειδικά στις υψηλές δόσεις, δηλ. 4καψάκια). Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης: Από του στόματος αντιπηκτικά: Βλ. Παράγραφο Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση. Το Zodin έχει συγχορηγηθεί με βαρφαρίνηχωρίς να παρουσιαστούν αιμορραγικές επιπλοκές. Πρέπει, όμως, να ελέγχεται ο χρόνος προθρομβίνης όταν το Zodin συγχορηγείται με βαρφαρίνη ή όταν διακόπτεται η αγωγή με Zodin. Ανεπιθύμητες Ενέργειες: Οι συχνότητες τωνανεπιθύμητων ενεργειών ιεραρχούνται σύμφωνα με τα ακόλουθα: πολύ συχνές (>1/10), συχνές (>1/100, <1/10), όχι συχνές (>1/1000, <1/100), σπάνιες (>1/10000, <1/1000), πολύ σπάνιες (<1/10000), περιλαμβανομένων μεμονωμένων αναφορών.Λοιμώξεις και παρασιτώσεις: Όχι συχνές: γαστρεντερίτις. Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος: Όχι συχνές: υπερευαισθησία. Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης: Σπάνιες: υπεργλυκαιμία. Διαταραχές του νευρικού συστήματος:Όχι συχνές: ζάλη, δυσγευσία Σπάνιες: κεφαλαλγία. Αγγειακές διαταραχές: Πολύ σπάνιες: υπόταση. Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του μεσοθωρακίου: Πολύ σπάνιες: ξηρότητα ρινικού βλεννογόνου. Διαταραχέςτου γαστρεντερικού συστήματος: Συχνές: δυσπεψία, ναυτία. Όχι συχνές: κοιλιακό άλγος, διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος, γαστρίτις, άλγος άνω κοιλιακής xώρας. Σπάνιες: γαστρεντερικό άλγος. Πολύ σπάνιες: αιμορραγία του κατώτερουγαστρεντερικού σωλήνα. Διαταραχές ήπατος και των χοληφόρων: Σπάνιες: ηπατικές διαταραχές. Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού: Σπάνιες: ακμή, κνησμώδες εξάνθημα. Πολύ σπάνιες: κνίδωση. Γενικές διαταραχές και καταστάσειςτης οδού χορήγησης: Σπάνιες: ασαφώς καθοριζόμενες διαταραχές. Παρακλινικές εξετάσεις: Πολύ σπάνιες: αυξημένος αριθμός λευκοκυττάρων, αυξημένη γαλακτική αφυδρογονάση του αίματος. Μέτρια αύξηση των τρανσαμινασών έχει αναφερθείσε ασθενείς με υπερτριγλυκεριδαιμία. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: Δικαιούχος σήματος: Pronova BioPharma Norge AS, Norway. Υπεύθυνος Κυκλοφορίας: Ferrer Galenica A.E., Ελευθερίας 4, Κηφισιά 145 64, τηλ.: 210 5281700.ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 69212 / 21-11-2005. Τρόπος Διάθεσης: Το φάρμακο αυτό χορηγείται με ιατρική συνταγή. Για πλήρεις συνταγογραφικές πληροφορίες παρακαλείσθε να απευθύνεστε στην Galenica A.E.

Μ. Π

ΙΤΣΙ

ΛΙΔΗ

Σ Α.

Ε.

Bοηθείστε να γίνουν τα φάρμακα πιο ασφαλή:Συμπληρώστε την “ΚΙΤΡΙΝΗ ΚΑΡΤΑ”

Aναφέρατε:• ΟΛΕΣ τις ανεπιθύμητες ενέργειες για τα Nέα φάρμακα• Tις ΣOBAPEΣ ανεπιθύμητες ενέργειες για τα Γνωστά φάρμακα

NΑθήνα: Ελευθερίας 4, Κηφισιά 145 64, τηλ.: 210 5281700, Θεσσαλονίκη: Κουντουριώτου & Φασιανού 2, τηλ.: 2310 542685Επιστημονικό Τμήμα: τηλ.: 210 5281731, Τμήμα Φαρμακοεπαγρύπνησης: τηλ.: 210 5281805

ad zodin 10/1/10 1:21 PM Page 1

Page 10: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Θεοτοκοπούλου 4 & Αστροναυτών, 151 25 Μαρούσι, ΑθήναΤηλ.: 210 6871500, Fax: 2106859195, Τηλ. παραγγελιών: 210 5596970-72, Fax: 210 5596973www.astrazeneca.gr

R

rosuvas ta t in

Η Περίληψη Χαρακτηριστικών του Προϊόντος δημοσιεύεται εντός του παρόντος εντύπου

CR

E/00

095/

0/01

10

Crestor_kataxorisi_21x28:Layout 1 1/22/10 12:22 PM Page 1

Page 11: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΤΑΞΗΣ Editorial

Αγαπητοί Συνάδελφοι,

Με ιδιαίτερη χαρά και τιμή σας καλωσορίζω στο πρώτο τεύχος της «ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ ΑΘΗ-ΡΟ ΣΚΛΗΡΩΣΗΣ», επίσημης έκδοσης της Ελληνικής Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης. Η σημαντική πρόοδος που συνεχώς συντελείται στην κατανόηση της παθοφυ-σιολογίας της αθηροσκλήρωσης και της καρδιαγγεια-κής νόσου, έχει οδηγήσει σε νέες προσεγγίσεις ως προς τις μεθόδους πρόληψης, διάγνωσης και θεραπευτικής αντιμετώπισης της νόσου. Παράλληλα έχει αναδείξει την πολυπλοκότητα των μηχανισμών που συμβάλλουν στην ανάπτυξη της νόσου. Προκειμένου να καταστεί δυνατή η πολύπλευρη και ολοκληρωμένη προσέγγιση του επιστημονικού πεδίου της Αθηροσκλήρωσης, είναι σήμερα αναγκαία η σύνθεση και η συμπληρωματική δραστηριότητα επιστημόνων που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα επιστημονικών εξειδικεύσεων, όπως βιοχημεία, μοριακή βιολογία, φαρμακολογία, διαιτολογία, επιδη-μιολογία, καρδιολογία, υπέρταση, διαβητολογία, λιπι-διολογία, κ.λπ. Για το λόγο αυτό το ΔΣ της Ελληνικής Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης, ακολουθώντας τη διεθνή πρακτική, αποφάσισε να προχωρήσει στην έκδοση του επίσημου επιστημονικού περιοδικού της με την επωνυ-μία «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΩΣΗΣ», πι-στεύοντας ότι με τον τρόπο αυτό θα συμπληρώσει ένα μεγάλο κενό στο χώρο των επιστημονικών εκδόσεων στη χώρα μας.

Η συντακτική επιτροπή θα κάνει κάθε δυνατή προ-σπάθεια ώστε η ύλη του περιοδικού να είναι υψηλού

επιστημονικού επιπέδου και να καλύπτει όλο το φά-σμα των εξειδικεύσεων που σχετίζονται με την αθη-ροσκλήρωση, καθιστώντας το περιοδικό χρήσιμο σε επιστήμονες διαφορετικών ειδικοτήτων. Απώτερος στόχος της συντακτικής επιτροπής είναι η δημιουργία της αγγλικής έκδοσης της «ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΩΣΗΣ», έτσι ώστε το περιοδικό αυτό να ενταχθεί στις διεθνείς βάσεις δεδομένων και να απο-κτήσει συντελεστή απήχησης και διεθνή αναγνώριση. Η «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΩΣΗΣ» θα κυκλοφορήσει αρχικά σε τρία τεύχη ετησίως, παράλλη-λα όμως θα καταβληθεί κάθε προσπάθεια ώστε ο ετήσι-ος αριθμός τευχών να αυξηθεί με την πάροδο του χρό-νου, διατηρώντας το υψηλό επιστημονικό επίπεδο. Το πρώτο τεύχος του περιοδικού θα φιλοξενήσει τις περι-λήψεις του 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου της Ελληνικής Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης.

Η συντακτική επιτροπή του περιοδικού καλεί όλους τους επιστήμονες που δραστηριοποιούνται στο χώρο της αθηροσκλήρωσης και της καρδιαγγειακής νόσου να συμμετέχουν ενεργά στη νέα αυτή προσπάθεια της Ελληνικής Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης, καθιστώντας την «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΩΣΗΣ» ένα από τα εγκυρότερα ελληνικά επιστημονικά περιο-δικά με διεθνή εμβέλεια.

Αλέξανδρος ΤσελέπηςΔιευθυντής Σύνταξης

Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1):11 Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1):11

Page 12: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

12 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ε Σ Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Σ Ε Ι Σ

Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1):12–29 Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1):12–29

ΠΑ1

Μεσογειακή διατροφή, μεταβολικό σύνδρομο και παράγοντές του:Μετα-ανάλυση 50 μελετών με 534.906 συμμετέχοντες

Χ. Καστορίνη,1,2 Χ. Μηλιώνης,1 K. Esposito,3 D. Giugliano,3 Ι. Γουδέβενος,1 Δ. Παναγιωτάκος2 1Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, Ελλάδα, 2Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο,

Αθήνα, Ελλάδα, 3Τμήμα Γηριατρικής και Μεταβολικών Νοσημάτων, Δεύτερο Πανεπιστήμιο Νάπολης, Νάπολη, Ιταλία

Εισαγωγή-Σκοπός: Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η μετα-ανάλυ-

ση επιδημιολογικών μελετών και κλινικών δοκιμών που έχουν εξετάσει

τη σχέση μεταξύ της Μεσογειακής Διατροφής και του μεταβολικού συν-

δρόμου, καθώς και των παραγόντων αυτού. Υλικό-Μέθοδος: Μετά από

αναζήτηση στη διεθνή βιβλιογραφία (Pubmed, Scopus, SCI) στην ανάλυση

εντάχθηκαν 50 μελέτες (2 προοπτικές, 13 συγχρονικές και 35 κλινικές δο-

κιμές), με 534.906 συμμετέχοντες. Η ανάλυση τυχαίων επιδράσεων εφαρ-

μόσθηκε για να εξαχθεί το συνολικό αποτέλεσμα. Αποτελέσματα: Το συ-

νολικό αποτέλεσμα δείχνει ότι η προσκόλληση στη Μεσογειακή Διατροφή

προστατεύει όσον αφορά στην εμφάνιση μεταβολικού συνδρόμου [log

(ΣΚ): –0,36, 95% ΔΕ: –0,63 έως –0,09)]. Επίσης, το συνολικό αποτέλεσμα

από τα ευρήματα επιδημιολογικών μελετών δείχνει ότι η προσκόλληση στη

Μεσογειακή Διατροφή προστατεύει όσον αφορά στους επιμέρους παρά-

γοντες του συνδρόμου: περιφέρεια μέσης: –4,87 cm, 95% ΔΕ: –6,21 έως

–3,53, HDL-χοληστερόλη: 2,04 mg/dL, 95% ΔΕ: 1,01 έως 3,07, τριγλυκερί-

δια: –8,63 mg/dL, 95% ΔΕ: –14,89 έως –2,36, ΣΑΠ: –1,41 mmHg, 95% ΔΕ:

–4,08 έως 1,27, ΔΑΠ: –1,88 mmHg, 95% CI: –5,42 έως 1,67, γλυκόζη: –3,32

mg/dL, 95% ΔΕ: –5,90 έως –0,74. Επιπλέον, τα αποτελέσματα των κλινι-

κών δοκιμών επιβεβαιώνουν αυτά των επιδημιολογικών μελετών, δηλαδή

ότι η Μεσογειακή Διατροφή συσχετίζεται με μικρότερη περιφέρεια μέσης:

–0,42 cm, 95% ΔΕ: –0,82 έως –0,02, χαμηλότερες τιμές HDL-χοληστερόλης:

1,17 mg/dL, 95% ΔΕ: 0,38 έως 1,96, τριγλυκεριδίων: –6,14 mg/dL, 95%

ΔΕ: –10,35 έως –1,93, συστολικής (ΣΑΠ): –2,35 mmHg, 95% ΔΕ: –3,51

έως –1,18 και διαστολικής αρτηριακής πίεσης (ΔΑΠ): –1,58 mmHg, 95%

ΔΕ: –2,02 έως –1,13, γλυκόζης: –3,89 mg/dL, 95% CI:–5,84 έως –1,95.

Συμπεράσματα: Η Μεσογειακή Διατροφή ασκεί προστατευτικό ρόλο

όσον αφορά στην εμφάνιση του μεταβολικού συνδρόμου καθώς και των

επιμέρους παραγόντων αυτού.

Εισαγωγή-Σκοπός: Να διερευνηθεί η 12ετής (1997–2008) διαχρονική εξέλι-

ξη του επιπολασμού του υπέρβαρου και της παχυσαρκίας σε παιδιά από αστι-

κές και αγροτικές περιοχές της Ελλάδας. Υλικό-Μέθοδος: Τα πληθυσμιακά

δεδομένα προήλθαν από την ετήσια σχολική μελέτη υγείας η οποία διεξάχθηκε

μεταξύ του 1997 και του 2008, σε >80% του συνόλου των σχολείων. Το ύψος

και το βάρος από 725.662 παιδιά ηλικίας 8 έως 9 ετών (αγόρια: 51,2%) αναλύ-

θηκαν. Για τον προσδιορισμό των cut-off points του Δείκτη Μάζας Σώματος

χρησιμοποιήθηκαν τα κριτήρια του International Obesity Task Force ανά φύλο.

Η κατανομή μεταξύ αστικών και αγροτικών περιοχών βασίστηκε στα κριτήρια

της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (απογραφή 2001). Αποτελέσματα: Ο

πίνακας 1 παρουσιάζει τον επιπολασμό του υπέρβαρου και της παχυσαρκίας

σε αστικές και αγροτικές περιοχές ανά φύλο. Τα τελευταία δύο χρόνια (2007–

2008) τα παιδιά των αγροτικών περιοχών παρουσιάζουν σημαντικά υψηλότε-

ρα ποσοστά παχυσαρκίας (p<0,05) σε σχέση με τους συνομηλίκους τους των

αστικών περιοχών, ενώ για τα προηγούμενα χρόνια (1997–2006) δεν κατα-

γράφηκαν σημαντικές διαφορές. Επιπροσθέτως, περαιτέρω ανάλυση ανέδειξε

ότι, το τελευταίο έτος της έρευνάς μας (2008), οι περιοχές με τα υψηλότερα

ποσοστά παχυσαρκίας ήταν η Κρήτη, τα Δωδεκάνησα και τα νησιά του νοτίου

Αιγαίου. Συμπεράσματα: Καθώς ο επιπολασμός της παχυσαρκίας μεταξύ των

παιδιών της χώρα μας είναι ήδη ανησυχητικά υψηλός, στις αγροτικές περιοχές

συνεχίζεται η αυξητική του τάση αντίθετα από την τάση σταθεροποίησης των

αστικών, ενώ παράλληλα περιοχές οι οποίες παραδοσιακά ήταν πιο κοντά στη

Μεσογειακού τύπου διατροφή όπως η Κρήτη εμφανίζουν τα υψηλότερα ποσο-

στά παχυσαρκίας.

ΠΑ2

Διαχρονική εξέλιξη (1997–2008) του υπέρβαρου και της παχυσαρκίας,σε όλα τα παιδιά ηλικίας 8–9 ετών, αστικών και αγροτικών περιοχών

K. Τάμπαλης, Δ. Παναγιωτάκος, Λ. ΣυντώσηςΤμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα

Πίνακας 1. Διαχρονική εξέλιξη του υπέρβαρου και της παχυσαρκίας μεταξύ των παιδιών αστικών και αγροτικών περιοχών.

Αγόρια Κορίτσια

% υπέρβαρων % παχύσαρκων % υπέρβαρων % παχύσαρκων

Έτος Αστικές Αγροτικές p Αστικές Αγροτικές p Αστικές Αγροτικές p Αστικές Αγροτικές p

1997 19,7 17,7 0,013 8,1 8,2 0,884 20,2 19,4 0,335 7,2 7,0 0,742

2008 25,5 23,6 0,017 12,6 14,1 0,017 29,5 28,6 0,381 11,4 13,0 <0,001

Page 13: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 13

Εισαγωγή-Σκοπός: Στην προσπάθεια να αξιολογήσουμε τα επίπεδα των

παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου στην Ικαρία, πραγματοποιήθηκε

μια πληθυσμιακή έρευνα υγείας και διατροφής, η μελέτη ΙΚΑΡΙΑ. Σε αυτή

την εργασία παρουσιάζεται ο σχεδιασμός και η μεθοδολογία της μελέτης,

όπως τα κλινικά χαρακτηριστικά και οι συνήθειες τρόπου ζωής των συμ-

μετεχόντων. Υλικό-Μέθοδος: Από τον Ιούνιο έως τον Οκτώβριο του 2009

συμπεριελήφθηκαν τυχαία 673 υπερήλικες (μέση ηλικία 75±6,5, 49% άν-

δρες) και 657 άτομα <65 ετών (μέση ηλικία 54±7,46% άνδρες) μόνιμοι

κάτοικοι Ικαρίας. Καταγράφηκαν πάνω από 300 δημογραφικές, τρόπου

ζωής, συμπεριφοράς, διατροφικές, κλινικές και βιοχημικές παράμετροι.

Αποτελέσματα: Οι υπερήλικες είχαν χαμηλότερη επίπτωση καπνίσματος

(17% έναντι 42%), υψηλότερη συχνότητα υπέρτασης (65% έναντι 29%), δια-

βήτη (23% έναντι 13%), καρδιαγγειακής νόσου (21% έναντι 4%), υπερλιπι-

δαιμίας (42% έναντι 40%), μεγαλύτερη συχνότητα μεταβολικού συνδρόμου

(58% έναντι 45%) σε σχέση με τους μεσήλικες (όλα p<0,05). Οι υπερήλικες

είχαν υψηλότερα επίπεδα συστολικής αρτηριακής πίεσης (143±19 έναντι

134±19, p=0,001), χαμηλότερα επίπεδα διαστολικής αρτηριακής πίεσης

(79±11 έναντι 82±11, p=0,01) χαμηλότερο δείκτη μάζα σώματος (28±4

έναντι 29±5, p=0,01), χαμηλότερη χοληστερίνη (197±41 έναντι 207±42,

p=0,001), LDL χοληστερόλη (123,7±33 έναντι 133±35, p=0,001), τριγλυ-

κερίδια (140±73 έναντι 144±96, p=0,001) και υψηλότερες τιμές γλυκόζης

(108±33 έναντι 100±26, p=0,001). Οι υπερήλικες κατανάλωναν πιο συχνά

ψάρι, λαχανικά, όσπρια και τσάι και λιγότερο συχνά κόκκινο κρέας, αλκοόλ,

καφέ και ζυμαρικά και παρουσίαζαν υψηλότερο μεσογειακό διατροφικό σκορ

(p=0,001), διέθεταν περισσότερο χρόνο για μεσημεριανό ύπνο (p=0,001),

είχαν χαμηλότερα ποσοστά κατάθλιψης (p=0,01), ενώ παρουσίαζαν τα ιδία

επίπεδα σωματικής δραστηριότητας, και συμμετείχαν λιγότερο συχνά στα

κοινωνικά δρώμενα (p=0,02) σε σχέση με τους μεσήλικες. Συμπεράσματα: Η συχνότητα των συνήθων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου στον πλη-

θυσμό υπερηλίκων της νήσου Ικαρίας είναι υψηλή παρόλο που οι υπερήλικες

ακολουθούν πιο υγιεινή διατροφή, καπνίζουν λιγότερο και έχουν λιγότερη

καταθλιπτική διάθεση σε σχέση με τους μεσήλικες.

ΠΑ3

Μακροβιότητα και παράγοντες καρδιαγγειακούκινδύνου σε υπερήλικες με υψηλά ποσοστά επιβίωσης:

Επιδημιολογικά στοιχεία. Η μελέτη ΙκαρίαΧ. Χρυσοχόου, Γ. Τσιτσινάκης, Κ. Ζήσιμος, Γ. Λάζαρος, Μ. Ζαρομυτίδου, Ν. Γαλιατσάτος, Θ. Δερμάτης,

Σ. Μαματάς, Χ. Πίτσαβος, Χ. ΣτεφανάδηςΑ΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Ο ρόλος των διατροφικών υπηρεσιών, και η επίδρα-

σή τους στις διατροφικές συνήθειες ηλικιωμένων ατόμων έχει ελάχιστα

διερευνηθεί. Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν να διερευνηθεί η σχέ-

ση μεταξύ των παρεχόμενων διατροφικών υπηρεσιών και του βαθμού

υιοθέτησης της Μεσογειακής διατροφής του ηλικιωμένου πληθυσμού.

Υλικό-Μέθοδος: Το 2010, συλλέχθηκαν πληροφορίες που αφορούσαν

στις διατροφικές υπηρεσίες από 9 ελληνικά νησιά (Σαμοθράκη, Λέσβος,

Λήμνος, Νάξος, Σύρος, Κρήτη, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Ζάκυνθος) και την

Κύπρο, μέσω συνεντεύξεων από όλους σχεδόν τους διαιτολόγους (n=89,

ποσοστό συμμετοχής ανά νησί: Νάξος 100%, Σύρος 67%, Λέσβος 100%,

Ζάκυνθος 100%, Κρήτη 60%, Κέρκυρα 55%, Κύπρος 39%, Σαμοθράκη

και Λήμνος 0%, τα δυο αυτά νησιά δε διέθεταν διαιτολόγους) που εργά-

ζονταν στα νησιά αυτά. Ο βαθμός υιοθέτησης της Μεσογειακής διατρο-

φής (MedDietScore 0–55) βασίστηκε στην επιδημιολογική μελέτη MEDIS.

ΠΑ4

O ρόλος των διατροφικών υπηρεσιών στο βαθμό υιοθέτησηςτης μεσογειακής διατροφής μεταξύ ηλικιωμένων ατόμων

που ζουν σε επιλεγμένα νησιά της ΜεσογείουΣ. Τυροβολάς,1 Ε. Πολυχρονόπουλος,1 Γ. Τούντας,2 Δ. Παναγιωτάκος1

1Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2Τμήμα Δημόσιας Υγείας, Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής, Ιατρική Σχολή, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα

Αποτελέσματα: Η πλειοψηφία των ηλικιωμένων που επισκέπτονται το

διαιτολόγο για τη θεραπεία της παχυσαρκίας (p=0,04) φάνηκε να βρί-

σκονται στο χαμηλότερο τριτημόριο υιοθέτησης Μεσογειακής διατροφής,

αντίστοιχα τα μεγαλύτερα ποσοστά των ατόμων με υπερχοληστερολαιμία

φάνηκαν να βρίσκονται στο μεσαίο και το υψηλό τριτημόριο του βαθμού

υιοθέτησης (p=0,008). Η πολλαπλή γραμμική παλινδρόμηση έδειξε, ύστε-

ρα από προσαρμογή για πιθανούς συγχυτικούς παράγοντες, ότι η παρου-

σία δέκα χρόνων και περισσότερο ενός διαιτολόγου στο νησί σχετίζεται

με 2,2% (1,2 βαθμούς) αύξηση του βαθμού υιοθέτησης της Μεσογειακής

διατροφής (p=0,03). Συμπεράσματα: Ενισχύοντας το ρόλο των διατρο-

φικών υπηρεσιών μέσα στο σύστημα υγείας, μπορεί να συνεισφέρουμε

στην καλύτερη διατήρηση υγιεινών διατροφικών προτύπων, μεταξύ των

ηλικιωμένων, βελτιώνοντας έτσι την ποιότητα ζωής τους.

Page 14: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

14 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

Εισαγωγή-Σκοπός: Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν να διερευ-

νηθεί η σχέση της διατροφικής συμπεριφοράς με τους παράγοντες

που εμπλέκονται στην ανάπτυξη του μεταβολικού συνδρόμου. Υλικό-Μέθοδος: Υγιείς ενήλικες προσερχόμενοι για τακτικό επανέλεγχο στο

ΓΝΑ «Πολυκλινική», συμμετείχαν στη μελέτη (ν=490, 46±16 ετών, 40%

άνδρες). Η διατροφική συμπεριφορά αποτιμήθηκε μέσω ενός δείκτη

(Healthy Behavior Index, HBI) ο οποίος αφορά σε πρακτικές και συνή-

θειες των συμμετεχόντων (κατανάλωση ορατού λίπους τροφίμων, κατα-

νάλωση τροφίμων εκτός σπιτιού, λήψη πρωινού και αριθμός συνολικών

γευμάτων), στα πλαίσια των διατροφικών τους συνηθειών (εύρος τιμών

0–15, υψηλές τιμές: καλή διατροφική συμπεριφορά). Ανθρωπομετρικά

(περιφέρεια μέσης), κλινικά (συστολική/διαστολική αρτηριακή πίεση)

και βιοχημικά χαρακτηριστικά (γλυκόζη, HDL-χοληστερόλη, τριγλυκερί-

δια) μετρήθηκαν με τυποποιημένες διαδικασίες. Αποτελέσματα: Άτομα

τα οποία χαρακτηρίζονται από καλή διατροφική συμπεριφορά, είναι

μεγαλύτερης ηλικίας (48±17 vs 44±14, p=0,002), έχουν αυξημένες τι-

μές HDL-χοληστερόλης (52±14 vs 48±13, p=0,012) και χαμηλότερες

τιμές τριγλυκεριδίων (105±59 vs 118±71, p=0,04). Αναφορικά με τους

υπόλοιπους παράγοντες κινδύνου, δε φαίνεται να υπάρχει διαφορά στην

περιφέρεια μέσης, στη συστολική/ διαστολική αρτηριακή πίεση και στα

επίπεδα γλυκόζης, έναντι των ατόμων που δε χαρακτηρίζονται από κα-

λή διατροφική συμπεριφορά. Παρόλα αυτά, αύξηση του ΗΒΙ κατά μία

μονάδα, μειώνει την περιφέρεια μέσης κατά 0,5 εκ (β± ΤΣ: -0,47±0,21,

p=0,024) και τη συστολική και διαστολική πίεση κατά 0,5 και 0,3 μονά-

δες αντίστοιχα (β±ΤΣ: -0,49±0,30, p=0,10, β± ΤΣ: -0,32±0,19, p=0,09),

λαμβάνοντας υπόψη το φύλο, την ηλικία και τις καπνιστικές συνήθειες.

Συμπεράσματα: Η συνύπαρξη των προαναφερθέντων μεταβολικών δι-

αταραχών οδηγεί σε αυξημένη επίπτωση κυρίως καρδιαγγειακών επεισο-

δίων. Η υιοθέτηση απλών, υγιεινών διατροφικών πρακτικών φαίνεται να

βελτιώνει κάποιους ενοχοποιητικούς παράγοντες.

ΠΑ5

Διατροφική συμπεριφορά και παράγοντες μεταβολικού συνδρόμουΒ. Μπουντζιούκα,1 Χ. Κατσαγώνη,1 Α. Γιωτοπούλου,1 Ε. Βογιατζάκης,2 Μ. Μπόνου,3

Ν. Βαλλιάνου,3 Ι. Μπαρμπετσέας,3 Π. Αυγερινός,3 Δ. Παναγιωτάκος1

1Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2Αιματολογικό Εργαστήριο, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Πολυκλινική», Αθήνα, 3Τομέας Παθολογίας, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Πολυκλινική», Αθήνα

ΠΑ6

Διατροφικό και κλινικό προφίλ των ατόμων που καταναλώνουνσυμπληρώματα διατροφής

Β. Μπουντζιούκα,1 Α. Γιωτοπούλου,1 Χ. Κατσαγώνη,1 Ε. Βογιατζάκης,2 Α. Ευαγγελόπουλος,1

Μ. Μπόνου,3 Ν. Βαλλιάνου,3 Ι. Μπαρμπετσέας,3 Π. Αυγερινός,3 Δ. Παναγιωτάκος1

1Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2Αιματολογικό Εργαστήριο, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Πολυκλινική», Αθήνα, 3Τομέας Παθολογίας, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Πολυκλινική», Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Ο σύγχρονος τρόπος ζωής επιτάσσει τη λήψη δια-

τροφικών σκευασμάτων, με σκοπό τη συμπλήρωση της συνήθους δίαιτας.

Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν να διερευνηθεί το διατροφικό, κλινικό

και βιοχημικό προφίλ των ατόμων που λαμβάνουν συμπληρώματα διατρο-

φής. Υλικό-Μέθοδος: Υγιείς ενήλικες προσερχόμενοι για τακτικό επα-

νέλεγχο στο ΓΝΑ «Πολυκλινική», συμμετείχαν στη μελέτη (ν=490, 46±16

ετών, 40% άνδρες). Οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν ένα αναλυτικό ερω-

τηματολόγιο συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων, ενώ παράλληλα ρωτή-

θηκαν για το εάν λαμβάνουν συμπληρώματα διατροφής. Ανθρωπομετρικά

(δείκτης μάζας σώματος, περιφέρεια μέσης) και κλινικά (λιπιδαιμικό προ-

φίλ, πρωτεΐνες οξεία φάσης) μετρήθηκαν με τυποποιημένες διαδικασίες.

Αποτελέσματα: Το 15% των συμμετεχόντων δήλωσαν ότι λαμβάνουν

συμπληρώματα διατροφής, με τις γυναίκες να αποτελούν το 12% αυτών

(p<0,001). Διαφορές μεταξύ των ατόμων που λαμβάνουν συμπληρώματα

διατροφής και αυτών που δε λαμβάνουν δεν παρατηρήθηκαν για το βαθ-

μό παχυσαρκίας (p=0,47), την κεντρικού τύπου παχυσαρκία (p=0,99), τη

φυσική δραστηριότητα (p=0,17) και το κάπνισμα (p=0,23). Άτομα που

καταναλώνουν συμπληρώματα διατροφής φαίνεται να καταναλώνουν

περισσότερα λαχανικά (p=0,03), φρούτα (p=0,02), γαλακτοκομικά προ-

ϊόντα (p=0,03), ψάρι (p=0,02) και λιγότερα αλκοολούχα ποτά (p=0,01).

Διαφορές δεν παρατηρήθηκαν μεταξύ των ομάδων αναφορικά με το λι-

πιδαιμικό προφίλ και τις πρωτεΐνες οξείας φάσεως (όλες οι τιμές p>0,05).

Συμπεράσματα: Η χρήση συμπληρωμάτων διατροφής φαίνεται να συνο-

δεύεται με καλύτερες διατροφικές επιλογές και ενδείκνυται στις περιπτώ-

σεις όπου δεν ακολουθείται ισορροπημένη διατροφή, ώστε να προληφθεί η

ανάπτυξη χρόνιων νοσημάτων.

Page 15: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 15

Εισαγωγή-Σκοπός: Η παχυσαρκία αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την

εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου. O λιπώδης ιστός συμμετέχει στη διαδι-

κασία της αθηροσκλήρωσης με διάφορους μηχανισμούς, στους οποίους

κεντρικό ρόλο διαδραματίζει η παραγωγή και η έκκριση λιποκινών. Τα

φλαβονοειδή είναι πολυφαινολικές ουσίες με αντιαθηρογόνες και καρδι-

οπροστατευτικές ιδιότητες. Σκοπός της μελέτης είναι η διερεύνηση της

επίδρασης των φλαβονοειδών στην έκκριση λιποκινών από ανθρώπινα λι-

ποκύτταρα, σε καλλιέργεια. Υλικό-Μέθοδος: Καλλιεργήθηκαν ανθρώπι-

νοι ινοβλάστες τύπου SGBS και διαφοροποιήθηκαν σε ώριμα λιποκύτταρα.

Στη συνέχεια έγινε επίδραση διαφορετικών συγκεντρώσεων (10 και 25 μM)

κουερσετίνης, γαλλικού εστέρα επιγαλλοκατεχίνης (EGCG) και ρεσβερατρό-

λης για 24 και 48 ώρες. Στο υπερκείμενο προσδιορίστηκαν στις αντίστοιχες

χρονικές στιγμές οι συγκεντρώσεις λεπτίνης, αδιπονεκτίνης και βισφατίνης

με ELISA και στο κυτταρόλυμα οι συγκεντρώσεις τριγλυκεριδίων και ολι-

κής πρωτεΐνης. Αποτελέσματα: Κατά τη διάρκεια της καλλιέργειας των

ώριμων SGBS απουσία των φλαβονοειδών παρατηρήθηκε έκκριση όλων

των παραπάνω λιποκινών. Ο EGCG δεν επηρέασε την έκκριση βισφατίνης,

ενώ η κουερσετίνη στη συγκέντρωση των 10 μΜ την ανέστειλε σημαντικά

κατά 16,6% και 18% σε 24 και 48 ώρες αντίστοιχα, και κατά 47% και 48%

στις αντίστοιχες χρονικές στιγμές στη συγκέντρωση των 25 μΜ. Επίσης, η

ρεσβερατρόλη μείωσε την έκκριση βισφατίνης μόνο στη μεγαλύτερη δόση

των 25 μΜ κατά 28% και 38%, σε 24 και 48 ώρες αντίστοιχα. Κανένα από τα

παραπάνω φλαβονοειδή δεν επηρέασε την έκκριση των λιποκινών λεπτίνη

και αντιπονεκτίνη. Συμπεράσματα: Από τα φλαβονοειδή που μελετήθη-

καν, η κουερσετίνη και η ρεσβερατρόλη μείωσαν την έκκριση βισφατίνης.

Το φαινόμενο αυτό πιθανά αποτελεί μία ευεργετική επίδραση των παρα-

πάνω φλαβονοειδών στο λιπώδη ιστό και συμβάλλει στις αντιαθηρογόνες

δράσεις αυτών των ουσιών.

ΠΑ7

Επίδραση φλαβονοειδών στην έκκριση λιποκινώναπό ανθρώπινα λιποκύτταρα

Χ. Δερδεμέζης,1,2 Μ. Πετράκη,2 Μ. Ελισάφ,3Δ. Κιόρτσης,1 Α. Τσελέπης2

1Εργαστήριο Φυσιολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 3Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

ΠΑ8

Διατροφικές συνήθειες ασθενών με Οξύ Στεφανιαίο Σύνδρομο (ΟΣΣ),σε δείγμα ασθενών τριτοβάθμιου Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης

Α. Μπουφίδου,1 Κ. Καδόγλου,2 Π. Χαραλαμπίδης,1 Ζ. Παπά,1 Γ. Παπασωζόμενος,1

Α. Παρισιάδου,1 Μ. Καραμούζης,2 Ι.Χ. Στυλιάδης1

1Α΄ Καρδιολογική Κλινική, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης ΑΧΕΠΑ, Θεσσαλονίκη, 2Βιοχημικό Εργαστήριο, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης ΑΧΕΠΑ, Θεσσαλονίκη

Εισαγωγή-Σκοπός: Καταγράφηκαν οι διατροφικές συνήθειες ασθενών

με ΟΣΣ σε σχέση με τη Μεσογειακή Δίαιτα (ΜΔ), συσχετίσθηκαν με την

προΰπαρξη ή μη ΣΝ, και μελετήθηκαν τα επίπεδα LDL-C σε σχέση με δι-

ατροφή και λήψη στατίνης. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήθηκαν προοπτικά,

95 συνεχόμενοι ασθενείς με ΟΣΣ. Καταγράφηκαν τα δημογραφικά χαρα-

κτηριστικά, ερωτηματολόγιο με την εβδομαδιαία συχνότητα κατανάλω-

σης τροφών στο πλαίσιο ΜΔ. Το score διατροφικών συνηθειών κυμάνθηκε

από 0 έως 5, όταν η συχνότητα κατανάλωσης τροφών ήταν η βέλτιστη

για ΜΔ. Προσδιορίστηκαν οι λιποπρωτεΐνες ορού μετά 12ωρη νηστεία

την επομένη της εισαγωγής. Οι ασθενείς χωρίστηκαν σε δύο ομάδες,

ΠΣΝ: Το ΟΣΣ ήταν η πρώτη εκδήλωση ΣΝ, ΓΣΝ: Όταν υπήρχε γνωστή ΣΝ.

Αποτελέσματα: Δε διέφερε σημαντικά το ποσοστό ασθενών που κατα-

νάλωνε κρέας μέχρι 2 φορ/εβδ, ούτε >4 φορ/εβδ μεταξύ ΠΣΝ και ΓΝΣ

(66,7% vs 60% και 33,3% vs 32% αντίστοιχα). Η κατανάλωση λαχανικών

μέχρι 2 φορ/εβδ (68,9% vs 60%) ή >4 φορ/εβδ (31,1% vs 38%) δε διέφε-

ρε σημαντικά μεταξύ ΠΣΝ και ΓΣΝ. Σημαντικά υψηλότερο ποσοστό ασθε-

νών με ΓΣΝ έκανε χρήση ψαριών >4 φορ/εβδ (16 % vs 2,2%, p=0,046). Η

καθημερινή κατανάλωση φρούτων ήταν χαμηλή και στις 2 ομάδες (0% vs

6%, p=NS). Δε διέφερε σημαντικά η χρήση αλκοόλ μέχρι 3 ποτήρια/ημ

μεταξύ ΠΣΝ και ΓΣΝ (48,9% vs 42%). Η χρήση ελαιολάδου ήταν καθολι-

κή στον πληθυσμό. Το score ΜΔ ήταν οριακά σημαντικά υψηλότερο στην

ΓΣΝ (8,8±2,6 vs 7,9±1,7, p=0,056). Η κατανάλωση κρέατος συνδεόταν

με σημαντικά χαμηλότερη LDL-C στους λαμβάνοντες στατίνη (77±11,5 vs

121,25±23 p<0,01). Συμπεράσματα: Οι ασθενείς με ΟΣΣ και γνωστή ΣΝ,

είχαν υιοθετήσει οριακά καλύτερη Μεσογειακή Διατροφή, και σε σημαντι-

κά υψηλότερο ποσοστό, κατανάλωναν ψάρια >4 φορ/εβδ συγκρινόμενοι

με την ομάδα ΠΣΝ. Η λήψη στατίνης στους συχνά καταναλίσκοντες κρέας

εξασφάλιζε σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα LDL-C.

Page 16: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

16 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

Εισαγωγή-Σκοπός: Κλινικές μελέτες που αξιολογούν την επίδραση δια-

τροφικών παραγόντων στα αισθήματα που σχετίζονται με την όρεξη και

την επακόλουθη διαιτητική πρόσληψη, εστιάζουν στην πρόσληψη θρεπτι-

κών συστατικών ή τροφίμων, ενώ ελάχιστα δεδομένα υπάρχουν για την επί-

δραση συνολικών διατροφικών προτύπων. Στόχος της παρούσας διασταυ-

ρούμενης μελέτης, ήταν η διερεύνηση της επίδρασης ενός «Μεσογειακού»

τύπου πρωινού γεύματος στα υποκειμενικά αισθήματα που σχετίζονται

με την όρεξη, καθώς και στην επακόλουθη ενεργειακή πρόσληψη υγιών

εθελοντών. Υλικό-Μέθοδος: Στην έρευνα συμμετείχαν 16 υγιείς άνδρες,

μη παχύσαρκοι και μη-καπνιστές, ηλικίας 25±4 ετών. Οι εθελοντές προ-

σήλθαν 2 διαφορετικές μέρες στη Μεταβολική Μονάδα του Χαροκοπείου

Πανεπιστημίου και κατανάλωσαν 2 διαφορετικά πρωινά γεύματα. Τα γεύ-

ματα ήταν ισοθερμιδικά, παρόμοιας περιεκτικότητας σε μακροθρεπτκά

συστατικά: το ένα ήταν «Μεσογειακού» τύπου πρωινό (ΜΠ), με χαρακτη-

ριστικά τρόφιμα της Κρητικής δίαιτας, πλούσιο σε διαιτητικές ίνες, και το

άλλο «Δυτικού» τύπου πρωινό (ΔΠ). Τέσσερις ώρες μετά την κατανάλωση

κάθε πρωινού, οι εθελοντές κλήθηκαν να καταναλώσουν «κατά βούληση»

από ποικιλία τροφίμων και η διαιτητική τους πρόσληψη καταγράφηκε. Πριν,

αμέσως μετά και κάθε 30 λεπτά μετά τη λήψη του πρωινού και μέχρι το «κα-

τά βούληση» γεύμα, οι εθελοντές κατέγραφαν τα αισθήματα της πείνας, της

πληρότητας και της επιθυμίας για λήψη τροφής σε 10-βάθμιες αναλογικές

κλίμακες. Αποτελέσματα: Στατιστικά σημαντική διαφορά βρέθηκε μετα-

ξύ των δύο τύπων πρωινού γεύματος αναφορικά με την επιθυμία για λήψη

τροφής, με τους εθελοντές να σημειώνουν μικρότερη βαθμολογία μετά την

κατανάλωση του ΜΠ (p=0,016). Επιπλέον, μετά από έλεγχο για την ενερ-

γειακή πρόσληψη την προηγούμενη ημέρα, η ενεργειακή πρόσληψη στο

«κατά βούληση» γεύμα ήταν μεγαλύτερη μετά την κατανάλωση του ΔΠ σε

σχέση με το ΜΠ (1674±416 kcal και 1488±468 kcal, αντίστοιχα, p=0,045).

Συμπεράσματα: Η κατανάλωση ενός «Μεσογειακού» πρωινού οδηγεί σε

μικρότερη ενεργειακή πρόσληψη στο μεσημεριανό γεύμα σε σχέση με ένα

«Δυτικό» πρωινό. Το αποτέλεσμα αυτό ενδέχεται να οφείλεται στην υψηλό-

τερη περιεκτικότητα του «Μεσογειακού» πρωινού σε διαιτητικές ίνες.

ΠΑ9

Επίδραση ενός «μεσογειακού» τύπου πρωινού στην επακόλουθηενεργειακή πρόσληψη και σε αισθήματα που σχετίζονται με την όρεξη

Σ. Κοϊνάκη,1 Δ. Αγγελοπούλου,1 Ν. Γιαννακούρης,2 Μ. Γιαννακούλια1

1Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2Τμήμα Οικιακής Οικονομίας και Οικολογίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα

ΠΑ10

H κατανάλωση ψαριών βελτιώνει την καταθλιπτική συμπτωματολογίασε ηλικιωμένους άνδρες και γυναίκες. Η μελέτη Ικαρία

Κ. Ζήσιμος, Ι. Σκούμας, Σ. Μαματάς, Ι. Φελέκος, Β. Μεταξά, Β. Ψαρουδάκη, Β. Ζούλια,Ε. Γιακουμή, Χ. Πίτσαβος, Χ. Στεφανάδης

Α΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Η κατάθλιψη αποτελεί συχνή αιτία νοσηρότητας και

σχετίζεται με αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο. Η κατανάλωση ψαριών,

μέσω ωμέγα-3 λιπαρών οξέων, έχει ευεργετική επίδραση στην κατάθλιψη.

Η νήσος Ικαρία έχει αναγνωριστεί ως τόπος με υψηλά ποσοστά μακρο-

ζωίας. Στην παρούσα μελέτη εξετάστηκε η συσχέτιση της καταθλιπτικής

συμπτωματολογίας με τις διατροφικές συνήθειες, σε ηλικιωμένα άτομα.

Υλικό-Μέθοδος: Από τον Ιούνιο μέχρι τον Οκτώβριο του 2009, μελετή-

σαμε 343 άνδρες και 330 γυναίκες, ηλικίας 65 έως 100 ετών. Μετρήθηκαν

παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου και η κατάθλιψη αξιολογήθηκε με

την κλίμακα γηριατρικής κατάθλιψης (GDS 0–15), ενώ οι διατροφικές συ-

νήθειες αξιολογήθηκαν μέσω ενός ερωτηματολογίου συχνότητας κατανά-

λωσης τροφίμων. Αποτελέσματα: Οι γυναίκες είχαν υψηλότερες τιμές GDS

συγκριτικά με τους άνδρες (4,8±3,4 έναντι 3,2±3, p=0,001). Τα άτομα στο

ανώτερο τριτημόριο της GDS είχαν υψηλότερο επιπολασμό μεταβολικού

συνδρόμου (67% έναντι 53%, p=0,01), χαμηλότερη σωματική δραστηρι-

ότητα (p=0,001) και υψηλότερο επιπολασμό καρδιαγγειακών νοσημάτων

(25% έναντι 17%, p=0,05). Όσοι βρίσκονταν στο ανώτερο τριτημόριο της

GDS έτρωγαν λιγότερο συχνά λαχανικά, φρούτα, ψάρια και συχνότερα δη-

μητριακά ολικής αλέσεως. Κατανάλωναν επίσης μεγαλύτερες ποσότητες

αλκοόλ, σε σύγκριση με όσους βρίσκονται στο χαμηλότερο τριτημόριο της

GDS (για όλα p<0,05). Το 50% των συμμετεχόντων ανέφεραν κατανάλωση

ψαριών 1–2 φορές εβδομαδιαίως, 32% 3–5 φορές εβδομαδιαίως, 11% 2–3

φορές μηνιαίως, 4,5% σπάνια και 2,5% καθημερινά. Όσοι κατανάλωναν

ψάρι 3–5 φορές εβδομαδιαίως είχαν χαμηλότερη βαθμολογία κατάθλιψης

(1,8±0,8 έναντι 2,5±0,8, p=0,001) και χαμηλότερο επιπολασμό γνωστών

καρδιαγγειακών νοσημάτων (20% έναντι 30%, p=0,05), σε σύγκριση με

όσους έτρωγαν ψάρι σπάνια ή ποτέ. Η πολλαπλή λογαριθμιστική παλινδρό-

μηση, μετά προσαρμογή για πολλούς συγχυτικούς παράγοντες αποκάλυψε

αντίστροφη συσχέτιση μεταξύ κατανάλωσης ψαριών και καταθλιπτικής

συμπτωματολογίας (β=–0,166, p=0,003). Λογαριθμιστική παλινδρόμηση

έδειξε ότι η σπάνια κατανάλωση ψαριών τριπλασιάζει την πιθανότητα υψη-

λής βαθμολογίας στην κλίμακα κατάθλιψης [Exp(b)=3,42, p=0,037], μετά

από προσαρμογή για γνωστούς συγχυτικούς παράγοντες. Συμπεράσματα:

Συχνή κατανάλωση ψαριών φαίνεται να δρα ευεργετικά στην καταθλιπτική

διάθεση ηλικιωμένων ατόμων.

Page 17: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 17

Εισαγωγή-Σκοπός: Η ενδοθηλιακή δυσλειτουργία αποτελεί πρωταρχικό

στάδιο της αθηροσκλήρωσης και σχετίζεται με αυξημένη επίπτωση καρ-

διαγγειακών νοσημάτων. Η κατανάλωση τσαγιού, μέσω αντιοξειδωτικών

δράσεων, φαίνεται να σχετίζεται με θετικές δράσεις στο καρδιαγγειακό.

Αξιολογήσαμε τη συσχέτιση μεταξύ της πρόσληψης τσαγιού και της ενδο-

θηλιακής λειτουργίας, σε ένα δείγμα μέσης και μεγάλης ηλικίας, διαβητικών

και μη, κατοίκων της Ικαρίας, που έχει αναγνωρισθεί παγκοσμίως ως τόπος

με χαμηλά ποσοστά καρδιαγγειακής θνητότητας. Υλικό-Μέθοδος: Από

τον Ιούνιο έως τον Οκτώβριο του 2009 επιλέχθηκε τυχαία ένα δείγμα του

πληθυσμού της μελέτης ΙΚΑΡΙΑΣ, αποτελούμενο από 135 άνδρες και 145

γυναίκες, μέσης ηλικίας 63 ετών που εξετάστηκε υπερηχογραφικά με τη

μέθοδο της ενδοθηλιοεξαρτώμενης αγγειοδιαστολής (FMD) για την εκτίμη-

ση της ενδοθηλιακής λειτουργίας. Οι διατροφικές συνήθειες αξιολογήθηκαν

μέσω ερωτηματολογίου συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων. Η διάγνωση

του σακχαρώδους διαβήτη ετέθη όταν η γλυκόζη νηστείας ήταν μεγαλύ-

τερη από 125 mg/dL ή επί ιστορικού χρήσης αντιδιαβητικών φαρμάκων.

Αποτελέσματα: 22% των ανδρών και 15% των γυναικών ήταν διαβητικοί,

15% των ανδρών και 10% των γυναικών ανέφεραν γνωστή καρδιαγγειακή

νόσο, 69% των ανδρών και 72% των γυναικών είχαν υπερχοληστερολαι-

μία, 58% των ανδρών και 63% των γυναικών είχαν υπέρταση. Το 54% των

συμμετεχόντων δήλωσαν ότι καταναλώνουν τσάι τουλάχιστον μία φορά την

εβδομάδα. Στους μη διαβητικούς ασθενείς βρέθηκε συσχέτιση μεταξύ της

κατανάλωσης τσαγιού και του FMD (r=0,157, p=0,082), ενώ δε βρέθηκε

αντίστοιχη συσχέτιση σε διαβητικούς ασθενείς. Στους μη διαβητικούς συμ-

μετέχοντες, ακόμα και μετά από προσαρμογή για διάφορους συγχυτικούς

παράγοντες (ηλικία, καπνιστά, υπέρταση, υπερχοληστερολαιμία, ιστορικό

ύπαρξης καρδιαγγειακής νόσου), βρέθηκε η κατανάλωση τσαγιού να βελ-

τιώνει την ενδοθηλιακή λειτουργία (beta=0,220, p=0,02). Συγκεκριμμένα

βρέθηκε ότι στους μη διαβητικούς αύξηση της κατανάλωσης τσαγιού κα-

τά 100 mL/ημέρα οδηγεί σε κατά μέσο όρο βελτίωση του FMD κατά 0,6%.

Συμπεράσματα: Η κατανάλωση τσαγιού σχετίζεται με βελτίωση της εν-

δοθηλιακής λειτουργίας αποτυπώνοντας άλλη μία καρδιοπροστατευτική

διατροφική παράμετρο των μέσης και μεγάλης ηλικίας κατοίκων, με υψηλά

ποσοστά μακροζωίας, της νήσου Ικαρίας.

ΠΑ11

Η κατανάλωση τσαγιού έχει ευεργετική επίδραση στην ενδοθηλιακήλειτουργία των μέσης και μεγάλης ηλικίας μη διαβητικών ανδρών

και γυναικών. Η μελέτη ΙκαρίαΕ. Οικονόμου, Γ. Σιάσος, Δ. Τούσουλης, Μ. Ζαρομυτίδου, Κ. Ζήσιμος, Γ. Μαρίνος,

Α. Πλαστήρας, Θ. Παρασκευόπουλος, Χ. Πίτσαβος, Χ. ΣτεφανάδηςΑ΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα

ΠΑ12

Η επίδραση του καφέ και της περιεχόμενης καφεΐνης σε δείκτες φλεγμονής υγιών εθελοντών

Α. Γαβριέλη,1 Μ. Γιαννακούλια,1 Ε. Φραγκοπούλου,1 Δ. Μαργαριτόπουλος,1 J. Chamberland,2

Χ. Μαντζώρος2

1Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, Ελλάδα 2Beth Isreal Deaconess Medical Center, Harvard Medical School, Boston, USA

Εισαγωγή-Σκοπός: Ο καφές είναι ένα από τα δημοφιλέστερα ποτά πα-

γκοσμίως. Τα ερευνητικά δεδομένα, όμως, σχετικά με την επίδρασή του

μεταγευματικά σε μεταβολικούς δείκτες είναι περιορισμένα. Σκοπός της

παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση της επίδρασης του καφέ με ή χωρίς

καφεΐνη σε δείκτες που σχετίζονται με τη φλεγμονή σε υγιείς εθελοντές.

Υλικό-Μέθοδος: Δεκαέξι, υγιείς άνδρες (ηλικία: 27,8±5,2 έτη, ΒΜΙ:

25,5±2,3 kg/m2) συμμετείχαν σε τρεις δοκιμασίες μιας ημέρας με τυ-

χαία σειρά. Σε κάθε δοκιμασία οι εθελοντές λάμβαναν ένα τυποποιημένο

πρωινό γεύμα μαζί με 200 mL είτε καφεϊνούχου καφέ (3 mg καφεΐνης/kg

σωματικού βάρους), είτε ντεκαφεϊνέ καφέ ή νερού (πρωινό αναφοράς).

Σε διάστημα 3 ωρών και 15 λεπτών, εννέα δείγματα αίματος λήφθηκαν

στη νηστεία και σε τακτά χρονικά διαστήματα μετά το πρωινό γεύμα. Τα

αίματα αναλύθηκαν για τις συγκεντρώσεις κορτιζόλης, ιντερλευκίνης-6

(IL-6), ιντερλευκίνης-18 (IL-18) και αδιπονεκτίνης. Αποτελέσματα: Όσον

αφορά στις αλλαγές στα επίπεδα της κορτιζόλης, βρέθηκε στατιστικά

σημαντική αλληλεπίδραση του χρόνου με τις δοκιμασίες (p=0,02). Οι

επιμέρους αναλύσεις στις χρονικές στιγμές έδειξαν ότι τα επίπεδα της

κορτιζόλης μετά την κατανάλωση του πρωινού γεύματος με καφεϊνούχο

καφέ ήταν στατιστικά σημαντικά υψηλότερα στα 60, 90, 120, 150 και 180

λεπτά σε σχέση με τα αντίστοιχα μετά την κατανάλωση του πρωινού γεύ-

ματος αναφοράς (όλα τα p<0,05). Οι τιμές της κορτιζόλης στο αίμα μετά

την κατανάλωση πρωινού με ντεκαφεϊνέ καφέ διέφεραν σε σχέση με τις

αντίστοιχες του πρωινού αναφοράς μόνο στα 90 λεπτά (p=0,04). Για τους

υπόλοιπους δείκτες, αδιπονεκτίνη, IL-6 και IL-18, δε βρέθηκε στατιστικά

σημαντική συνολική επίδραση ούτε στατιστικά σημαντική αλληλεπί-

δραση μεταξύ χρόνου και δοκιμασιών. Συμπεράσματα: Η κατανάλωση

πρωινού γεύματος με καφεϊνούχο καφέ οδηγεί σε υψηλότερα μεταγευμα-

τικά επίπεδα κορτιζόλης σε σχέση με την κατανάλωση πρωινού γεύματος

χωρίς καφέ. Η επίδραση του ντεκαφεϊνέ καφέ δεν ήταν αντίστοιχα ση-

μαντική, υποδεικνύοντας πιθανή δράση περισσότερο της καφεΐνης, και

λιγότερο των άλλων συστατικών του καφέ, στα μεταγευματικά επίπεδα

της κορτιζόλης.

Page 18: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

18 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

Εισαγωγή-Σκοπός: Κλινικές μελέτες έχουν δείξει αυξημένα επίπεδα ολι-

κής χοληστερόλης (CEM) στις ερυθροκυτταρικές μεμβράνες ασθενών με

οξέα στεφανιαία σύνδρομα (ΟΣΣ) συγκριτικά με αυτά ασθενών με σταθε-

ρή στηθάγχη (ΣΣ). Η σφιγγομυελίνη (SM) «αιχμαλωτίζει» τη χοληστερόλη

εντός της μεμβράνης εμποδίζοντας την κίνησή της εντός και εκτός του

κυττάρου. Οι μηχανισμοί με τους οποίους η ερυθροκυτταρική μεμβράνη

φορτίζεται με χοληστερόλη είναι ακόμη άγνωστοι. Με την παρούσα μελέτη

διερευνήσαμε τη συσχέτιση της περιεκτικότητας των ερυθροκυτταρικών

μεμβρανών σε SM (SMEM) με τη CEM. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήσαμε 72

ασθενείς εκ των οποίων 21 με ΣΣ, 39 με ΟΣΣ και 12 με φυσιολογικά στεφα-

νιαία αγγεία (ομάδα ελέγχου). Τα επίπεδα SMEM και CEM προσδιορίσθηκαν

με ενζυματικές μεθόδους. Αποτελέσματα: Τα επίπεδα SMEM ήταν υψη-

λότερα στην υπο-ομάδα με ΟΣΣ (156,8 ±60,9 ug/mg) συγκριτικά με την

υπο-ομάδα με ΣΣ (127,7±28,8 ug/mg, p=0,028) και την ομάδα ελέγχου

(108,5±8,6 ug/mg, p=0,003). Τα επίπεδα SMEM ήταν παρόμοια μεταξύ

ασθενών με ΣΣ και την ομάδα ελέγχου (p=0,271). Παρατηρήθηκε μια θε-

τική γραμμική συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων CEM και SMEM (r=0,476,

p<0,001). Σε πολυπαραγοντικό μοντέλο γραμμικής συσχέτισης (R=0,608)

τα επίπεδα SMEM παρέμειναν ανεξάρτητα σε θετική συσχέτιση με τα επίπε-

δα CEM (b=0,444, p=0,001). Δεν παρατηρήθηκε συσχέτιση των επίπεδων

TCEM και SMEM με τα επίπεδα λιπιδίων πλάσματος. Συμπεράσματα: Η

παρούσα μελέτη έδειξε ότι τα επίπεδα SMEM είναι αυξημένα σε ασθενείς

με ΟΣΣ συγκριτικά με ασθενείς με ΣΣ. Επιπροσθέτως, αναδείχθηκε μια ανε-

ξάρτητη και θετική γραμμική συσχέτιση μεταξύ των επίπεδων SMEM και

CEM η οποία καταδεικνύει έναν παθοφυσιολογικό ρόλο της SM στη διαχεί-

ριση της χοληστερόλης μεταξύ ερυθροκυττάρων και πλάσματος.

ΠΑ13

Η περιεκτικότητα σε σφιγγομυελίνη των ερυθροκυτταρικών μεμβρανών είναι αυξημένη σε ασθενείς με οξέα στεφανιαία σύνδρομα

και σε γραμμική συσχέτιση με το φορτίο χοληστερόλης της μεμβράνης Δ. Τζιακάς,1 Γ. Χαλικιάς,1 Δ. Στάκος,1 Ι. Τέντες,2 Α. Θωμαΐδη,1 Π. Κίκας,1

Κ. Μητρούση,1 Α. Λαντζουράκη,1 Χ. Μπουντούλας,3 Σ. Κωνσταντινίδης1

1Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Αλεξανδρούπολη, 2Εργαστήριο Βιοχημείας, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Αλεξανδρούπολη, 3Κέντρο Κλινικών Ερευνών, Ίδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών, Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα

ΠΑ14

Βέλτιστη διαχείριση του διαβήτη τύπου 2 (ΔΤ2) συμπεριλαμβανομένηςτης συγκριτικής αξιολόγησης και της καθιερωμένης θεραπείας.

Τα ελληνικά δεδομένα έναρξης της μελέτης OptimiseΜ. Ελισάφ,1 Γ. Γουργιώτη,2 Ν. Νίκας2

1Β΄ Παθολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Ιατρικό Τμήμα, Astrazeneca AΕ, Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: O ΔΤ2 εξελίσσεται σε μία παγκόσμια πανδημία. Παρά

τη διαθεσιμότητα θεραπειών για την αντιμετώπιση των παραγόντων κιν-

δύνου, είναι φανερό ότι ο ΔΤ2 δεν ελέγχεται επαρκώς. Έχουν προταθεί

διάφοροι τρόποι βελτίωσης της παρεχόμενης περίθαλψης. Στόχος της

παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση του ρόλου της συγκριτικής αξιολό-

γησης (benchmarking, η διαδικασία σύγκρισης της απόδοσης ενός ατόμου

με αυτή άλλων) σε επίπεδο πρωτοβάθμιας περίθαλψης, αναφορικά με τον

έλεγχο του ΔΤ2, ως προς το ποσοστό των ασθενών οι οποίοι επιτυγχάνουν

προκαθορισμένους στόχους για την HbA1c, την LDL-C και τη Συστολική

Αρτηριακή Πίεση (ΣΑΠ). Υλικό-Μέθοδος: Η OPTIMISE (NCT00681850)

ήταν μία Ευρωπαϊκή μελέτη παρατήρησης (προοπτική, κοορτής), η οποία

διεξήχθη σε 6 χώρες. Συμπεριέλαβε ασθενείς με ΔΤ2 οι οποίοι παρακολου-

θήθηκαν 4 φορές για ένα διάστημα 12 μηνών. Κατά τη διάρκεια των επι-

σκέψεων, μεταξύ άλλων εξετάσεων ρουτίνας, οι ασθενείς υποβλήθηκαν σε

μέτρηση της ΑΠ, ενώ έγινε αιμοληψία για μέτρηση των γλυκαιμικών και λι-

πιδαιμικών παραμέτρων από κεντρικό εργαστήριο. Οι ερευνητές τυχαιοποι-

ήθηκαν (3:1) στην ομάδα συγκριτικής αξιολόγησης ή στην ομάδα ελέγχου.

Όλοι τους λάμβαναν ενημέρωση για τους παράγοντες κινδύνου των ασθε-

νών τους. Επιπρόσθετα, οι ιατροί της ομάδας της συγκριτικής αξιολόγησης

λάμβαναν ενημέρωση αναφορικά με τον έλεγχο της HbA1c, της LDL-C και

της ΣΑΠ σε σύγκριση με τους συναδέλφους τους, ανώνυμα. Παρουσιάζονται

τα δεδομένα έναρξης της Ελλάδας. Αποτελέσματα: 84 ιδιώτες ιατροί (61

ομάδα συγκριτικής αξιολόγησης/23 ομάδα ελέγχου) ενέταξαν 796 ασθε-

νείς (57,29% άνδρες, 24,37% καπνιστές). Στο σύνολο της κοορτής, η μέ-

ση ηλικία ήταν 63,79±10,72 έτη και ο μέσος BMI ήταν 29,61±4,97 kg/m2.

Υπέρταση, ΣΝ, ΠΑΝ, εγκεφαλικό και αμφιβληστροειδοπάθεια αναφέρθηκαν

σε 77,23%, 23,79%, 11,1%, 6,29% και 7,21% των ασθενών, αντίστοιχα. Η

μέση ΣΑΠ ήταν 138,31±17,24 mmHg, η μέση HbA1c ήταν 7,17±1,31% και η

μέση LDL-C ήταν 111,79±35,47 mg/dL. Κατά την έναρξη, τα ποσοστά των

ασθενών στην Ελλάδα οι οποίοι είχαν πετύχει τους στόχους σύμφωνα με τις

κατευθυντήριες οδηγίες για τη ΣΑΠ (<130 mmHg), την HbA1c (<7%) και

την LDL-C (<100 mg/dL) ήταν 27,35%, 52,9% και 30,89%. Μόνον 5% των

ασθενών στην Ελλάδα είχαν πετύχει και τους 3 προκαθορισμένους στόχους.

Συμπεράσματα: Τα δεδομένα έναρξης έδειξαν ανεπαρκή έλεγχο του ΔΤ2

στην πρωτοβάθμια περίθαλψη, στην Ελλάδα. Τα αποτελέσματα στους 12

μήνες θα δώσουν απάντηση για το ρόλο της συγκριτικής αξιολόγησης στην

ποιότητα περίθαλψης του ΔΤ2. Χορηγός της μελέτης ήταν η AstraZeneca.

Page 19: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 19

Εισαγωγή-Σκοπός: Η πλειονότητα των ασθενών με δυσλιπιδαιμία αντι-

μετωπίζεται με στατίνες. Ωστόσο, πολλοί ασθενείς δεν επιτυγχάνουν τους

θεραπευτικούς στόχους και οι συνυπάρχουσες λιπιδαιμικές διαταραχές πι-

θανά συμβάλλουν στον αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο αυτών των ασθε-

νών. Υλικό-Μέθοδος: Έγινε επιδημιολογική καταγραφή των ασθενών με

δυσλιπιδαιμία που αντιμετωπίζονται με στατίνες. Συλλέχθηκαν στοιχεία

775 διαδοχικών ασθενών (μέση ηλικία 63,3 έτη, 62,7% άνδρες), που προ-

σέρχονταν στο ιατρείο 78 παθολόγων και καρδιολόγων. Όλοι οι ασθενείς

υποβλήθηκαν σε κλινική εξέταση και καταγράφηκαν οι πιο πρόσφατες (3

μηνών) τιμές λιπιδίων υπό αγωγή με στατίνη. Αποτελέσματα: Από τους

ασθενείς, το 22,4% ήταν καπνιστές, το 68,6% είχε υπέρταση, το 28,7% δι-

αβήτη και το 29,5% θετικό οικογενειακό ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου.

Το 72,6% ήταν ασθενείς υψηλού κινδύνου. Το 29% είχε ΒΜΙ >30 kg/m2 και

το 61,8% είχε μεταβολικό σύνδρομο. Συμπεράσματα: Η πλειονότητα των

υπό στατίνη ασθενών στην Ελλάδα ήταν εκτός στόχου όσον αφορά στην

LDL CHOL και/ή είχαν παθολογικές τιμές HDL-CHOL και τριγλυκεριδίων. Τα

αποτελέσματα αυτά καταδεικνύουν ένα χάσμα μεταξύ των συστάσεων των

κατευθυντήριων οδηγιών και της κλινικής πρακτικής, καθώς και την ανά-

γκη πιο εντατικού και εμπεριστατωμένου ελέγχου των λιπιδίων σε αυτό τον

υψηλού κινδύνου πληθυσμό.

ΠΑ15

Υψηλός επιπολασμός επιμενουσών διαταραχών των λιπιδίωνσε ασθενείς που θεραπεύονται με στατίνες στην Ελλάδα:

Αποτελέσματα από τη μελέτη Dysis (Dyslipidemia International Study)Φ. Βλασερού,1 Ι. Παπαγεωργαντάς,1 Ζ. Μητρογιάννη,2 Μ. Δούμας,2 Μ. Ελισάφ2

1Ιατρικό Τμήμα, VIANEX/MSD, Αθήνα, 2Β΄ Παθολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

ΠΑ16

The effect of simvastatin versus combined simvastatin/ezetimibe treatment on the concentration of small dense low-density lipoprotein

particles in patients with primary hypercholesterolemiaM. Florentin,1 E. Liberopoulos,1 E. Moutzouri,1 C. Rizos,1 C. Kostara,1 A. Tselepis,2 M. Elisaf1

1Department οf Internal Medicine, Medical School, University οf Ioannina, Ioannina2Laboratory οf Biochemistry, School of Chemistry, University οf Ioannina, Ioannina

Aim: To compare the effects of simvastatin 40 mg versus simvastatin/

ezetimibe 10/10 mg on small dense low-density lipoprotein cholesterol

(sdLDL-C) concentration in patients with primary hypercholesterolemia.

Methods: After a 3-month period of lifestyle changes patients with LDL-

C levels above those recommended by the National Cholesterol Education

Program Adult Treatment Panel III (NCEP-ATP III) based on each patient

risk factors were randomly allocated to open-label simvastatin 40 mg

(n=50) or simvastatin/ezetimibe 10/10 mg (n=50) daily. Small dense

LDL-C levels, LDL particle size and lipid profile were blindly assessed

at baseline and 3 months post-treatment. Results: Both simvastatin/

ezetimibe 10/10 mg and simvastatin 40 mg decreased total cholesterol

(–36% and –31%, respectively), LDL-C (–49% and –43%, respectively),

triglycerides (–19% and –17%, respectively), non-high-density lipo-

protein cholesterol (non-HDL-C; –46% and –40%, respectively) and

sdLDL-C levels (–46% and –42%, respectively, all p<0.000) and

increased LDL particle size (+0.7% and +0.5%, respectively, both

p<0.05) compared with baseline. The changes in total cholesterol, LDL-

C and non-HDL-C were more pronounced with simvastatin/ezetimibe

treatment (all p<0.05). To determine the factors affecting the changes

in sdLDL-C levels we performed multivariate analysis including several

parameters (age, gender, smoking, waist circumference, body mass index,

choice of lipid-lowering agent as well as baseline levels and changes in

triglycerides, LDL-C and non-HDL-C) as predictors. The only significant

predictors were the baseline levels of sdLDL-C and triglycerides but

not the choice of hypolipidaemic agent. Similarly, baseline LDL particle

size and triglyceride levels were the only significant predictors for the

alterations in LDL size. Conclusions: The combination of low-dose

simvastatin (10 mg) plus ezetimibe (10 mg) is at least equally effective in

improving sdLDL-C concentration and LDL particle size with simvastatin

40 mg in patients with primary hypercholesterolemia.

Πίνακας 1. Διαταραχές λιπιδίων, σύμφωνα με τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες (ESC).

Όλοιοι ασθενείς

Υψηλού κινδύνου ασθενείς*

με ΣΝ με ΣΔχωρίς ΣΝ

ESC-Score ≥5% ESC-Score<5%

N=755 N=548 N=349 N=91 N=108 N=207

LDL-C εκτός στόχου (%)+ 62,8 61,0 53,5 64,0 82,9 67,3

Χ αμηλή HDL-C (<40/45 mg/dL άνδρες/γυναίκες) (%) 30,6 32,9 37,1 28,6 22,9 24,3

Υψηλά TG (>150 mg/dL) (%) 39,9 41,7 42,3 46,1 36,2 35,2

* Υψηλού κινδύνου: ΣΝ, ΣΔ και/ή κίνδυνος βάσει ESC-Score ≥5%, + LDL ≥115 mg/dL σε ασθενείς με ESC-Score <5% και LDL ≥100 mg/dL σε ασθενείς με ESC-Score ≥5% ΣΔ και/ή ΣΝ

Page 20: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

20 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

Εισαγωγή-Σκοπός: Ο Παράγοντας Ενεργοποίησης Αιμοπεταλίων (PAF)

εμπλέκεται στην παθογένεση της αθηροσκλήρωσης και ορισμένων εκ-

δηλώσεων της HIV-λοίμωξης. Σκοπός ήταν η διερεύνηση πιθανών διατα-

ραχών του μεταβολισμού του PAF, η αλληλεπίδραση αντιρετροϊκής θερα-

πείας (HAART) και PAF και ο ρόλος τους στην αύξηση του καρδιαγγειακού

κινδύνου σε ασθενείς με HIV-λοίμωξη. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήθηκαν:

Οι in vitro επιδράσεις των αντιρετροϊκών σε δράσεις/μεταβολισμό του

PAF σε πλυμένα αιμοπετάλια κουνελιού (WRPs) και καλλιέργειες ανθρώ-

πινων μεσαγγειακών κυττάρων (HMCs). Ο μεταβολισμός του PAF στο

αίμα 8 μη προθεραπευμένων (naive) ασθενών με πρώιμη HIV-λοίμωξη

που δεν έχρηζαν θεραπείας, 19 naive ασθενών αμέσως πριν την έναρξη

HAART και 18 υγιών μαρτύρων. Τα επίπεδα/μεταβολισμός του PAF στο

αίμα naive ασθενών με HIV-λοίμωξη πριν την έναρξη HAART και 1,3,6

μήνες μετά με τα σχήματα tenofovir-DF/emtricitabine/efavirenz (ομάδα Α,

n=8) και abacavir/lamivudine/efavirenz (ομάδα Β, n=10). Έλεγχος κανο-

νικής κατανομής έγινε με τη μέθοδο Kolmogorov-Smirnov, η στατιστική

ανάλυση με τις μεθόδους t-test, ANOVA και Repeated-Measures-ANOVA.

Αποτελέσματα: Παρατηρήθηκε ισχυρή in vitro ανασταλτική δράση ορι-

σμένων αντιρετροϊκών έναντι του PAF στα WRPs, τα οποία ανέστειλαν

τη βιοσύνθεση και ενεργοποίησαν την αποικοδόμηση του PAF στα HMCs.

Στους naive ασθενείς, σε σχέση με υγιείς μάρτυρες, διαπιστώθηκε αυξη-

μένη βιοσύνθεση του PAF, η οποία ήταν πιο ενεργοποιημένη σε πιο προχω-

ρημένη HIV-λοίμωξη. Η αποικοδόμηση του PAF βρέθηκε επίσης αυξημένη,

πιθανόν ως απόκριση στα ανωτέρω. Χορήγηση σχήματος HAART ισχυρής

αντι-PAF δράσης στην ομάδα Α προκάλεσε μείωση τόσο στη βιοσύνθεση

όσο και στα επίπεδα του PAF. Αντίθετα, στην ομάδα Β η χορήγηση σχήμα-

τος με abacavir, που έχει ενοχοποιηθεί για την αύξηση του καρδιαγγεια-

κού κινδύνου, οδήγησε σε αύξηση της βιοσύνθεσης και των επιπέδων του

PAF. Συμπεράσματα: Κατά την εξέλιξη της HIV-λοίμωξης παρατηρείται

ενεργοποίηση της βιοσύνθεσης του PAF, που μεταβάλλεται περαιτέρω

ανάλογα με το είδος της HAART. Η γνώση της αντι-PAF δράσης της HAART

μπορεί να συμβάλλει στην επιλογή ευνοϊκότερου σχήματος όσον αφορά

στον καρδιαγγειακό κίνδυνο σε ασθενείς με HIV-λοίμωξη.

ΠΑ17

Επίδραση της HIV λοίμωξης και της αντιρετροϊκής θεραπείαςστον παράγοντα ενεργοποίησης των αιμοπεταλίων και συσχέτισή της

με τον κίνδυνο καρδιαγγειακών επιπλοκώνΑ.Β. Τσούπρας,1 Β.Δ. Παπακωνσταντίνου,1 Μ. Χίνη,2 Ν. Μαγκαφάς,2 Α. Λιονή,2

Σ. Αντωνοπούλου,3 Κ.Α. Δημόπουλος,1 Π. Γαργαλιάνος-Κακολύρης,4 Μ.Κ. Λαζανάς2

1Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα, 2Γ΄ Παθολογικό Τμήμα-Μονάδα Λοιμώξεων, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Κοργιαλένειο-Μπενάκειο ΕΕΣ» (Ερυθρός Σταυρός), Αθήνα, 3Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα

Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 4Α΄ Παθολογικό Τμήμα-Μονάδα Λοιμώξεων,Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών « Γ. Γεννηματάς», Αθήνα

ΠΑ18

Σφυροβραχιόνιος δείκτης: Ένας ανεξάρτητος προγνωστικός παράγονταςθνητότητας σε ασθενείς με αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο

Α. Σκαφίδα, Π. Σάββαρη, Α. Βέμμου, Α. Μέλλου, Ι. Ζαφειρίου, Κ. Ψυχογιός, Κ. ΒέμμοςΘεραπευτική Κλινική Εθνικό και Καποδιαστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Αλεξάνδρα», Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Ο σφυροβραχιόνιος δείκτης (ABI) αποτελεί δείκτη

αθηρωμάτωσης με σημαντικό ρόλο στην εκτίμηση του καρδιαγγειακού

κινδύνου και της θνησιμότητας στο γενικό πληθυσμό. Παρόλα αυτά, λίγα

είναι γνωστά για την προγνωστική του αξία σε ασθενείς με οξύ αγγειακό

εγκεφαλικό επεισόδιο (AEE). Σκοπός: Στόχος της μελέτης είναι να εκτιμη-

θεί η πιθανή συσχέτιση του ABI με τη θνητότητα σε ασθενείς με οξύ AEE.

Υλικό-Μέθοδος: Προοπτική μελέτη 565 ασθενών, με οξύ πρώτο ΑΕΕ που

νοσηλεύτηκαν στη μονάδα οξέων ΑΕΕ του νοσοκομείου «Αλεξάνδρα» για

μία περίοδο 5 ετών. Εκτίμηση της νευρολογικής βαρύτητας στην είσοδο με

την κλίμακα National Institute of Health Stroke Scale (NIHSS), καταγραφή

παραγόντων κινδύνου, δημογραφικών στοιχείων και διερεύνηση της αιτίας

του ΑΕΕ. Ο ΑΒΙ μετρήθηκε κατά τη νοσηλεία του ασθενούς, ενώ τιμές του

<0,9 θεωρήθηκαν παθολογικές. Παρακολούθηση των ασθενών για 5 έτη και

στατιστική ανάλυση με καμπύλες επιβίωσης και Cox proportional hazards

model. Αποτελέσματα: Μελετήθηκαν 565 ασθενείς, μέσης ηλικίας

67,5±11,8 (387 άνδρες και 178 γυναίκες). Μέσος χρόνος παρακολούθησης

30,7±21,5 μήνες. ABI<0,9 είχαν 112 (19,8%) ασθενείς. Κατά την παρακο-

λούθηση των ασθενών συνέβησαν 46 θάνατοι. Η πολυπαραγοντική ανάλυ-

ση, περιλαμβάνοντας μία σειρά παραγόντων (ηλικία, φύλο, νευρολογική

βαρύτητα μέσω της κλίμακας NIHSS, παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου,

κατηγορίες ΑΕΕ) ανέδειξε ως ανεξάρτητους προγνωστικούς παράγοντες

πενταετούς επιβίωσης την ηλικία (HR 1,11, 95% CI 1,07–1,14) για κάθε 10

έτη αύξηση της ηλικίας, την κλίμακα NIHSS (HR 1,14, 95% CI 1,10–1,18) για

κάθε μονάδα αύξησης και τoν ΑΒΙ. Ασθενείς με ΑΒΙ<0,9 είχαν HR 2,34, 95%

CI 1,30–4,19. Η πενταετής επιβίωση ήταν σημαντικά χαμηλότερη για τους

ασθενείς με ΑΒΙ<0,9 συγκρινόμενοι με τους ασθενείς με ΑΒΙ>0,9 (75% ένα-

ντι 94,1% αντιστοίχως, Long rank=24,1, p<0,0001). Συμπεράσματα: Ο

σφυροβραχιόνιος δείκτης είναι ισχυρός ανεξάρτητος προγνωστικός παρά-

γοντας θνητότητας σε ασθενείς με ΑΕΕ. Μπορεί επομένως να διαδραματίσει

σημαντικό ρόλο τόσο στην αναγνώριση ασθενών με εγκεφαλικό υψηλού

κινδύνου όσο και στην καλύτερη αντιμετώπισή τους.

Page 21: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 21

Εισαγωγή-Σκοπός: Ο μηχανισμός αθηρoσκλήρωσης των στεφανιαίων

αρτηριών σε μοριακό επίπεδο δεν είναι ακόμη γνωστός. Στην παρούσα ερ-

γασία η υπέρυθρη φασματοσκοπία (Fourier Transform Infrared, FT-IR) μία

απόλυτα μη καταστρεπτική μέθοδος χρησιμοποιείται για τη μελέτη των πο-

λύπλοκων βιολογικών αθηρωμάτων των αρτηριών. Από τις μεταβολές των

φασμάτων των αρτηριών εξάγονται συμπεράσματα για το ρόλο των ελευ-

θέρων ριζών στην αθηρογένεση. Υλικό-Μέθοδος: 15 αθηρώματα στεφα-

νιαίων αρτηριών ασθενών ηλικίας 53 μέχρι 80 ετών, που υποβλήθηκαν σε

στεφανιαία ενδαρτηρεκτομή κατά τη διάρκεια αορτοστεφανιαίας παράκαμ-

ψης μελετήθηκαν με υπέρυθρη φασματοσκοπία μετασχηματισμού Fourier

(FT-IR) σε συνδυασμό με ηλεκτρονική μικροσκοπία σάρωσης, Scanning

Electron Microscopy (SEM). Αποτελέσματα: Από τα FT-IR φάσματα βεβαι-

ώνεται ότι οι ελεύθερες ρίζες υδροξυλίου (ΗΟ.) αντιδρούν με τις πρωτεΐνες

με αποτέλεσμα τη σχάση των ενδο και διαμοριακών δεσμών υδρογόνου

καταστρέφοντας την α-έλικα κυρίως του κολαγόνου σχηματίζοντας ινίδια.

Η παρουσία της ταινίας στα 1735 cm-1, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την

ανίχνευση μαλονδιαλδεΰδης, ενώ η ταινία στα 1711 cm-1, επιβεβαιώνει

την προσθήκη ελευθέρων των ριζών υδροξυλίου στη LDL, αφού σχηματί-

ζεται ακόρεστη ανθρακική αλυσίδα. Η μορφή των ταινιών στην περιοχή

700–400 cm-1 και η ταινία στα 523 cm-1 δείχνει την οξείδωση της ενδο-

προστατευτικής γλουταθειόλης (GSH), προς σχηματισμό GSSG, αυξάνοντας

τις γέφυρες S-S, με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η περαιτέρω προστασία

των αρτηριών. Συμπεράσματα: Από τα FT-IR φάσματα των στεφανιαίων

αθηρωμάτων φαίνεται ότι η αθηρωμάτωση αρχίζει με την επίδραση των

οξειδωτικών ριζών (ROS) και σχηματισμό τοξικών προϊόντων, που ευνοούν

τη συσσώρευση ιόντων ασβεστίου. Οι ενδογενείς προστατευτικές ενώσεις

καταστρέφονται για την αντιμετώπιση του οξειδωτικού στρες στα αρχικά

του στάδια, οδηγώντας στην ανάπτυξη της νόσου.

ΠΑ19

Υπεροξείδωση ενδογενών θειολών και αθηρογένεση στεφανιαίων αρτηριώνΚ. Πισσαρίδη,1 Ε. Κουτουλάκης,1,2 Γ. Καραγκιούζης,1,3 Χ. Κωτούλας,3 Ι. Μαμαρέλης,1,2

Β. Δρίτσα,1 Ι. Αναστασοπούλου1

1Τμήμα Ακτινοχημείας και Βιοφασματοσκοπίας, Σχολή Χημικών Μηχανικών, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αθήνα2Καρδιολογική Κλινική, 401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών, Αθήνα

3Καρδιοχειρουργική Κλινική, Γενική Κλινική Αθηνών «Ιασώ», Αθήνα

ΠΑ20

Συσχέτιση της σύστασης των λιπαρών οξέων στη μεμβράνητων ερυθροκυττάρων υγειών εθελοντών με το μεταβολισμό του PAF

Ε. Αλεπουδέα,1 Ε. Φραγκοπούλου,1 Β. Ντεντοπούλου,1 Τ. Νομικός,1 Γ. Σταματάκης,2

N. Καλογερόπουλος,1 Σ. Αντωνοπούλου1

1Τμήμα Επιστήμης Διατροφής-Διαιτολογίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα 2 Τμήμα Χημείας, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Η κατανάλωση τροφίμων που χαρακτηρίζονται από

χαμηλό λόγο ω-6 προς ω-3 λιπαρών οξέων έχει αναδειχθεί από πληθώρα

επιδημιολογικών και κλινικών μελετών ότι έχει ευεργετική δράση σε φλεγ-

μονώδεις παθήσεις. Παρόλα αυτά δεν υπάρχουν δεδομένα για την επίδρασή

τους στο μεταβολισμό του PAF. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η διε-

ρεύνηση της σχέσης της σύστασης των λιπαρών οξέων στα ερυθρά κύτταρα

των υγειών εθελοντών με τις διατροφικές τους συνήθειες και με το μεταβο-

λισμό του PAF. Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη συμμετείχαν 103 φαινομενικά

υγιείς άνδρες και γυναίκες. Η αξιολόγηση της διαιτητικής πρόσληψης των

εθελοντών έγινε με τη χρήση κατάλληλων ερωτηματολογίων. Εκτός των

κλασικών βιοχημικών δεικτών μετρήθηκαν τα επίπεδα του PAF στο αίμα, η

LpPLA2 στον ορό, τα ένζυμα λυσο-PAF-ΑΤ, PAF-CPT και PAF-AH στα λευκο-

κύτταρα, και τα λιπαρά οξέα στις μεμβράνες των ερυθρών κυττάρων των

εθελοντών. Για τη στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων χρησιμοποιήθη-

κε το στατιστικό πρόγραμμα SPSS. Πραγματοποιήθηκαν partial συσχετίσεις

λαμβάνοντας ως συγχυτικούς παράγοντες την ηλικία, το φύλο και το BMI

καθώς και την ενεργειακή πρόσληψη των εθελοντών όταν χρησιμοποιήθηκε

η κατανάλωση τροφίμων. Αποτελέσματα: Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η

περιεκτικότητα σε συνολικά ω-3, σε EPA και σε DHA των ερυθρών κυττάρων

σχετίζεται με την κατανάλωση ψαριού και την υιοθέτηση Μεσογειακής δι-

ατροφής. Το σύνολο των πολυακόρεστων οξέων (PUFA) και το αραχιδονικό

(ΑΑ) και το DPA συσχετίστηκε θετικά με την κατανάλωση φυτικών ροφημά-

των, ενώ το 18:2ω6 με την κατανάλωση ξηρών καρπών. Τα επίπεδα του PAF

σχετίστηκαν αρνητικά με τα PUFA, τα ω-6 και το λόγο ΑΑ/EPA και θετικά με

τα επίπεδα του 24:1ω-9. Τα MUFA και το 18:1ω9 σχετίστηκαν θετικά με τη

LpPLA2, ενώ τα MUFA αρνητικά με την PAF-ΑΤ και την PAF-CPT. Το ΑΑ σχε-

τίστηκε αρνητικά με τη LpPLA2, και θετικά με τα δυο βιοσυνθετικά ένζυμα.

Συμπεράσματα: Η περιεκτικότητα των ερυθρών κυττάρων σε PUFA σχετί-

ζεται με αυξημένη βιοσύνθεση και μειωμένη αποικοδόμηση του PAF, ενώ η

περιεκτικότητα σε MUFA παρουσιάζει τις αντίθετες συσχετίσεις.

Page 22: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

22 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

Εισαγωγή-Σκοπός: Η ιντεγκρίνη αIIbβ3 παίζει αποφασιστικό ρόλο στη συσσώ-

ρευση των αιμοπεταλίων. Το ενδοκυττάριο τμήμα της αIIb υπομονάδας της περι-

έχει μια όξινη, μη οργανωμένη, απομακρυσμένη από τη μεμβράνη αλληλουχία,

την 1000LEEDDEEGE1008. Πεπτίδιο τροποποιημένο με λιπίδιο, που αντιστοιχεί

στην παραπάνω αλληλουχία, το παλμιτοΰλ- K-1000-1008, εισχωρεί στα αιμοπε-

τάλια και αναστέλλει την αιμοπεταλιακή συσσώρευση που προκαλεί η Θρομβίνη

ή το πεπτίδιο αγωνιστής, που αντιστοιχεί στην πλησίον της μεμβράνης αλλη-

λουχία 989KGVFFKR995.1 Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να αναζητηθούν

τα κατάλοιπα τα υπεύθυνα για την ανασταλτική δράση καθώς και ο μηχανισμός

δράσης του πεπτιδίου. Υλικό-Μέθοδος: Πεπτιδική σύνθεση και αιμοπεταλιακή

συσσώρευση περιγράφονται στη βιβλιογραφική παραπομπή 1. Η πρόσδεση της

ταλίνης στον αIIbβ3 σε αιμοπεταλιακό NP-40 λύμα έγινε με ανοσοκαταβύθιση

και αποτύπωση κατά western. Η φωσφορυλίωση των πρωτεϊνών μελετήθηκε με

ανοσοαποτύπωση κατά western σε SDS/EDTA λύμα αιμοπεταλίων. Οι πρωτεΐνες

διαχωρίστηκαν με SDS-PAG ηλεκτροφόρηση. Αποτελέσματα: (α) Ελέγχθηκε η

ανασταλτική δραστικότητα (1) λιπιδικά τροποποιημένου πεπτιδίου με ανακατε-

μένη την όξινη αλληλουχία, (2) τροποποιημένων πεπτιδίων με αντικατάσταση

με αλανίνη των αμινοξέων 1001,1003,1004,1005, (3) δύο μικρότερων πεπτιδίων

του παλμιτοΰλ-K-1000LEEDDE1005 και του παλμιτοΰλ-K-1005EEGE1008. Τα απο-

τελέσματα υποδεικνύουν ότι το σύνολο της όξινης αλληλουχίας, παρά κάποιο

συγκεκριμένο κατάλοιπο, ευθύνεται για την ανασταλτική δράση. (β) Το παλμι-

τοΰλ-K-1000-1008 ανέστειλε εξαρτημένα από το χρόνο τη πρόσδεση της κυττα-

ροσκελετικής πρωτεΐνης ταλίνης στον αIIbβ3. (γ) YMESRADR, ένα πεπτίδιο που

αντιστοιχεί στην εξωκυττάρια αλληλουχία 313-320 του αIIb, αναστέλλει την αι-

μοπεταλιακή ενεργοποίηση.2 Το παλμιτοΰλ-K-1000-1008 μαζί με το YMESRADR,

ανέστειλαν συνεργατικά την αιμοπεταλιακή συσσώρευση καθώς και τη φωσφο-

ρυλίωση των σηματοδοτικών πρωτεϊνών ERK και FAK. Συμπεράσματα: Όξινα

διαπερατά πεπτίδια είναι μοριακοί διακόπτες της από τα μέσα προς τα έξω ενερ-

γοποίησης του αIIbβ3 και θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση μιας μη RGD

αντιαιμοπεταλιακής φαρμακολογίας.

1Koloka A et al. Platelets 2008, 19: 502–511, 2Mitsios J et al. Eur J Biochem 2004, 271:855–862 FEB

ΠΑ21Πεπτίδια προερχόμενα από το ενδοκυττάριο τμήμα της αΙΙb υπομονάδας.

Πιθανός μηχανισμός δράσης τους ως αναστολέων της αιμοπεταλιακής συσσώρευσηςΚ. Κιουπτσή, Α. Γκουρογιάννη, Β. Κολόκα, Β. Τσίκαρης, Ε. Πάννου, Μ. Σακαρέλλου-Δαϊτσιώτη, Δ. Τσουκάτος

Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

ΠΑ22Φαρμακογενετική των καρδιολογικών φαρμάκων: Αποτελέσματα φαρμακογε-

νετικών μελετών και εφαρμογή στην κλινική πράξηΕ.Γ. Μανωλόπουλος, Γ. Ράγια, Α. Ταυρίδου

Εργαστήριο Φαρμακολογίας, Ιατρική Σχολή, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Αλεξανδρούπολη

Εισαγωγή-Σκοπός: Ο τομέας της φαρμακογενετικής αναφέρεται στη μελέτη

των γενετικών παραγόντων που συμβάλλουν στην ποικιλόμορφη απόκριση στα

φάρμακα. Η εφαρμογή της φαρμακογενετικής στην κλινική πράξη συμβάλλει ση-

μαντικά στον καθορισμό της κατάλληλης δόσης των φαρμάκων και στην πρόβλε-

ψη και αποφυγή των ανεπιθύμητων ενεργειών αυτών. Τα τελευταία χρόνια το πε-

δίο της φαρμακογενετικής των καρδιολογικών φαρμάκων αναπτύσσεται ραγδαία.

Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η παρουσίαση των σημαντικότερων γενετι-

κών παραγόντων που επηρεάζουν την απόκριση των ασθενών στις διάφορες κα-

τηγορίες των καρδιολογικών φαρμάκων, όπως αντιαιμοπεταλιακά (κλοπιδογρέλη),

αντιπηκτικά (κουμαρινικά παράγωγα), υπολιπιδαιμικά (στατίνες) και αντιυπερτα-

σικά (αναστολείς μετατρεπτικού ενζύμου αγγειοτενσίνης-αΜΕΑ, ανταγωνιστές

των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης ΙΙ και β-αναστολείς). Υλικό-Μέθοδος: Με τη

χρήση κατάλληλων λέξεων κλειδιά (φαρμακογενετική, αντιαιμοπεταλιακά, αντι-

πηκτικά, υπολιπιδαιμικά, αντιυπερτασικά, γενετικοί πολυμορφισμοί) αναζητήθη-

καν συναφείς μελέτες από τη διεθνή βιβλιογραφία. Τα αποτελέσματα των μελετών

αξιολογήθηκαν ανά κατηγορία φαρμάκου. Αποτελέσματα-Συμπεράσματα: Η

έρευνα της φαρμακογενετικής των καρδιολογικών φαρμάκων επικεντρώνεται κυ-

ρίως σε τρεις ομάδες υποψήφιων γονιδίων: (1) γονίδια που κωδικοποιούν πρωτε-

ΐνες που συμμετέχουν στο μεταβολισμό και/ή μεταφορά των φαρμάκων (φαρμα-

κοκινητική διάσταση), (2) γονίδια που κωδικοποιούν πρωτεΐνες που συμμετέχουν

στο μηχανισμό δράσης των φαρμάκων (φαρμακοδυναμική διάσταση), (3) γονίδια

που κωδικοποιούν πρωτεΐνες που σχετίζονται με την εμφάνιση της παθολογικής

κατάστασης. Τα σημαντικότερα γονίδια των οποίων οι γενετικοί πολυμορφισμοί

σχετίζονται με την ανταπόκριση στις διάφορες κατηγορίες φαρμάκων παρου-

σιάζονται στον πίνακα 1. Θα συζητηθούν η επίδραση και η σημασία αυτών των

γενετικών παραγόντων στην κλινική απόκριση στα καρδιολογικά φάρμακα. Το

πεδίο της φαρμακογενετικής των καρδιολογικών φαρμάκων μπορεί να συμβάλλει

σημαντικά στη βελτίωση των κλινικών εφαρμογών των φαρμάκων αυτών.

Πίνακας 1. Γονίδια που σχετίζονται με την ποικιλόμορφη ανταπόκριση στα καρδιολογικά φάρμακα.Κατηγορία καρδιολογικών φαρμάκων Γονίδια που σχετίζονται με την ανταπόκριση στα καρδιολογικά φάρμακα

Αντιαιμοπεταλιακά Κλοπιδογρέλη CYP2C19Αντιπηκτικά Ασενοκουμαρόλη

Βαρφαρίνη CYP2C9/VKORC1Φαινπροκουμόνη

Υπολιπιδαιμικά Στατίνες CYP3A5/CYP2C9/OATPsΑντιυπερτασικά αΜΕΑ ACE

Ανταγωνιστές υποδοχέων αγγειοτενσίνης ΙΙ CYP2C9/AT1Rβ-αναστολείς CYP2D6/β1 υποδοχέας

CYP: Cytochrome P450, VKORC1: Vitamin K Epoxide Reductase Subunit 1, OATPs: Organic Anion Transporters, αMEA: αναστολείς μετατρεπτικού ενζύμου αγγειοτενσίνης, ACE: Αngiotensin

Converting Enzyme, AT1R: Angiotensin Receptor Type 1

Page 23: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 23

Εισαγωγή-Σκοπός: Πληθώρα μελετών συσχετίζουν διατροφή πλούσια σε

υδατάνθρακες χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη (ΧΓΔ) σε αντίθεση με υψηλού

(ΥΓΔ) με μετρήσιμα πλεονεκτήματα για την υγεία όπως ρύθμιση των επιπέ-

δων γλυκόζης αίματος, της ινσουλιναιμίας, της λιπιδαιμίας και του σωματι-

κού βάρους. Περαιτέρω έρευνες είναι απαραίτητες για να έχουμε ασφαλή

συμπεράσματα σχετικά με την επίδραση της διατροφής σε πειραματικά μο-

ντέλα χειρισμού μεταβολικού προφίλ. Σκοπός της παρούσης μελέτης είναι

να εξετάσει την επίδραση διατροφής ΥΓΔ και ΧΓΔ στο μεταβολικό προφίλ

ποντικιών C57BL/6. Υλικό-Μέθοδος: Θηλυκά ενήλικα ποντίκια C57BL/6

(n=10) χωρίστηκαν σε 2 ομάδες: ΥΓΔ (45% υδατάνθρακας-αμυλοπεκτί-

νη) και ΧΓΔ (45% υδατάνθρακας-αμυλόζη). Στην κάθε ομάδα χορηγήθηκε

διαφορετικού τύπου ισοθερμιδική διατροφή για 4 μήνες. Διενεργήθηκαν

μέτρηση σωματικού βάρους και αιμοληψίες ανά 20 ημέρες στις οποίες

προσδιορίστηκαν: γλυκόζη, ινσουλίνη, ολική χοληστερόλη, LDL, HDL χο-

ληστερόλη και τριγλυκερίδια. Αποτελέσματα: Η ομάδα ΧΓΔ παρουσίασε

σημαντικά υψηλότερη HDL χοληστερόλη και χαμηλότερη γλυκόζη από την

ομάδα ΥΓΔ από τον 1ο μήνα διατροφής. Η ομάδα ΥΓΔ τον 3ο μήνα εμφάνι-

σε σημαντικά υψηλότερη ολική χοληστερόλη από τη ΧΓΔ. Τον 4ο μήνα η

ομάδα ΥΓΔ παρουσίασε σημαντική αύξηση βάρους και υψηλότερο βάρος

και ινσουλίνη από τη ΧΓΔ, ενώ η γλυκόζη νηστείας παρουσίασε σημαντική

ελάττωση και στις δυο ομάδες και ιδιαίτερα στη ΧΓΔ. Τα τριγλυκερίδια πα-

ρουσίασαν στατιστικά σημαντική μείωση στην ομάδα ΧΓΔ, ενώ η μεταβολή

τους στην ΥΓΔ δεν ήταν σημαντική. Συμπεράσματα: Κατανάλωση διατρο-

φής πλούσια σε υδατάνθρακες ΥΓΔ προκαλεί αύξηση βάρους και τριγλυ-

κεριδίων. Σε σχέση με τη ΧΓΔ, διατροφή, η ΥΓΔ αυξάνει την ινσουλίνη και

τη χοληστερόλη. Η δυτικού τύπου διατροφή πλούσια σε ευαπορρόφητους

υδατάνθρακες και ελαττωμένη σε προστατευτικά αντιοξειδωτικά μπορεί να

οδηγήσει σε αυξημένη επικινδυνότητα υπερινσουλιναιμίας και καρδιαγγει-

ακών νοσημάτων σε αντίθεση με διατροφή μεσογειακού τύπου πλούσια σε

ΧΓΔ υδατάνθρακες. Η δημιουργία πρότυπου μεταβολικού μοντέλου μυών

C57/BL6 με διατροφή, χωρίς τη χορήγηση φαρμακευτικών σκευασμάτων

αποτελεί σημαντική συμβολή στον πειραματικό χώρο.

ΠΑ23

Πειραματική μελέτη διερεύνησης νέας διατροφικής παρέμβασηςστο χειρισμό μεταβολικού προφίλ σε C57BL/6 ποντίκια

Ε. Τζανετάκου, Η. Δουλάμης, Ι. Βλάχος, Α. Παντοπούλου, Ι. Ντούπης, Ν. Κατσιλάμπρος, Δ.Ν. ΠερρέαΕργαστήριο Πειραματικής Χειρουργικής και Χειρουργικής Ερεύνης, «ΝΣ Χρηστέας»,

Ιατρική Σχολή, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα

ΠΑ24

Σχεδιασμός και ανάπτυξη υποχοληστερολαιμικώνμορίων που βασίζεται στην παθοβιοχημεία της νόσουΠ. Κουρουνάκης,1 Ε. Ρέκκα,1 Κ. Τσιακιτζής,1 Δ. Γαλανάκης,1 Α. Κουρουνάκη2

1Τομέας Φαρμακευτικής Χημείας, Τμήμα Φαρμακευτικής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη2Τομέας Φαρμακευτικής Χημείας, Τμήμα Φαρμακευτικής, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα

Τα καρδιαγγειακά νοσήματα κατέχουν την πρώτη θέση, από άποψη θνητό-

τητας, στις χώρες του δυτικού τρόπου διαβιώσεως. Η αθηρωμάτωση είναι

η σημαντικότερη αιτία των καρδιαγγειακών. Κατά την αθηρωμάτωση συμ-

μετέχουν δυσλιπιδαιμία, οξειδωτικό στρες και φλεγμονή. Επιπλέον, είναι

γνωστή η εμπλοκή βιολογικού στρες στα καρδιαγγειακά νοσήματα και στο

οξειδωτικό στρες. Βιολογικό στρες είναι η ομοιοστατική, μη ειδική, από-

κριση του οργανισμού σε κάθε πρόκληση. Εκδηλώνεται με ενιαία σειρά

αλλαγών, μορφολογικών, βιοχημικών και λειτουργικών, που μπορούν να

χρησιμεύσουν ως δείκτες για την εκτίμηση του βιολογικού στρες. Το βιο-

λογικό στρες διεκπεραιώνεται με τη διέγερση του άξονα υποθάλαμος-υπό-

φυση-επινεφρίδια και τον άξονα συμπαθητικού/κατεχολαμινών-μυελού

επινεφριδίων. Ο δεύτερος διεγείρεται σχεδόν αμέσως, ο πρώτος μερικά

λεπτά μετά το δεύτερο. Κυριότερος σκοπός αυτών είναι η προμήθεια του

οργανισμού με εύκολα διαθέσιμη ενέργεια για το έργο της προσαρμογής.

Παρουσιάζουμε πρωτότυπες ενώσεις, οι οποίες αναμένεται να έχουν ευ-

νοϊκή δράση στην αθηρωμάτωση, καθώς έχουν σχεδιαστεί ώστε να ελατ-

τώνουν τη δυσλιπιδαιμία, να παρουσιάζουν αντιφλεγμονώδη, αντιοξειδω-

τική δράση και να μειώνουν το βιολογικό στρες. Τη σύνθεση των ενώσεων

ακολουθεί έλεγχος για: α) Αντιδυσλιπιδαιμική δράση: Επάγεται δυσλιπι-

δαιμία με τυλοξαπόλη, προσδιορίζονται ολική χοληστερόλη, LDL-χοληστε-

ρόλη και τριγλυκερίδια στο πλάσμα. β) Αντιοξειδωτική δράση: Αναστολή

λιπιδικής υπεροξείδωσης με χρήση ηπατικών μικροσωμικών μεμβρανών,

σύστημα FeSO4/ασκορβικό οξύ και χρωματομετρικός προσδιορισμός μη-

λονικής διαλδεΰδης, ως προϊόντος που αντιδρά με το 2-θειοβαρβιτουρικό

οξύ. γ) Αντιφλεγμονώδης δράση: (i) In vivo πρότυπο οιδήματος άκρου

ποδός προκαλουμένου από καρραγενίνη, (ii) in vitro αναστολή λιποξυγο-

νάσης, με υπόστρωμα λινελαϊκό νάτριο και φασματοφωτομετρικό προσ-

διορισμό. δ) Έλεγχος επίδρασης στο βιολογικό στρες: Χρησιμοποιούμενοι

δείκτες, ελάττωση βάρους θύμου, αύξηση βάρους επινεφριδίων, αύξηση

ουροπεψινογόνου. Όλες οι ενώσεις που δοκιμάστηκαν κατέχουν τις ανα-

μενόμενες από το μοριακό σχεδιασμό βιολογικές ιδιότητες. Πιστεύουμε

ότι πολυαιτιολογικές καταστάσεις όπως η αθηροσκλήρωση είναι δυνατόν

να αντιμετωπίζονται επιτυχέστερα με τη βοήθεια πολυλειτουργικών φαρ-

μακοθεραπευτικών μέσων.

Page 24: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

24 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

Aim: Atherosclerotic cardiovascular diseases are the leading causes

of mortality in industrialized countries. There is a significant effort to

understand the molecular mechanisms underlying the pathophysiology

of atherosclerosis and the factors that play a role in cholesterol

metabolism. A key factor in cholesterol metabolism is a class of enzymes

known as neutral cholesteryl ester hydrolases (NCEH). These enzymes

hydrolyze cholesteryl esters to generate free cholesterol, which can then

be effluxed, metabolized to oxysterols, bile acids or directly excreted

depending on the cell type. This study examines the role of a rat hepatic

NCEH, ES-4 in cholesterol metabolism. Methods: The present study was

designed to identify the role of ES-4 as a nCEH by employing multiple

types of assays, including functional measurements of CE hydrolysis in

intact primary rat hepatic cells. To explore the role of ES-4 in vivo we

over-expressed ES-4 in LDLrKO mice. Results: The suppression of ES-4

led to a significant decrease in hepatic CE hydrolysis (55% of control),

while over-expression of ES-4 led to a significant increase (140% above

control). In vivo studies revealed that there was a significant decrease in

serum cholesterol (30% reduction in total cholesterol) and decreased

CE in livers of LDLrKO mice injected with adenovirus over-expressing

ES-4. In addition we also see increased lipid excretion into the stool

in LDLrKO mice over-expressing ES-4. Conclusions: ES-4 is a neutral

cholesteryl ester hydrolase and over-expression of ES-4 led to decrease

in total cholesterol and CE pools in vitro and in vivo. This may have anti-

atherogenic properties.

ΠΑ25

Neutral cholesteryl ester hydrolase ES-4 changes significantly cholesterol metabolism in mice

M. Darvari, S. Parathath, E.A FisherDepartment οf Cardiology, School οf Medicine, New York University Medical Center, New York, USA

ΠΑ26

H αμοιβαία ρύθμιση της αφυδρογονάσης τύπου Ι των 11β-υδροξυστεροειδών και του υποδοχέα των γλυκοκορτικοειδών από τη δεξαμεθαζόνη

αναστέλλει τον πολλαπλασιασμό λείων μυϊκών κυττάρων ανθρωπίνωνστεφανιαίων αγγείων in vitro

Γ. Μίχας,1,2 Μ. Liberman,1 Κ. Becker,1 D. Handy,1 J. Loscalzo,1 J. Leopold1

1Cardiovascular Division, Department of Medicine, Brigham and Women΄s Hospital, Harvard Medical School, Boston, USA2Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Μοριακής Ιατρικής, Τμήμα Ιατρικής, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ηράκλειο, Eλλάδα

Εισαγωγή-Σκοπός: Οι κυτταρικές δράσεις των γλυκοκορτικοειδών μεσο-

λαβούνται κατά ένα μέρος από την αφυδρογονάση τύπου Ι των 11β-υδρο-

ξυστεροειδών (11β-HSD1) η οποία μετατρέπει κορτιζόνη σε κορτιζόλη. Τα

γλυκοκορτικοειδή αναστέλλουν τον πολλαπλασιασμό αγγειακών λείων

μυϊκών κυττάρων (ΛΜΚ). Σκοπός της εργασίας ήταν να εξετάσουμε το

ρόλο της 11β-HSD1 στον έλεγχο του πολλαπλασιασμού ΛΜΚ παρουσία

ή απουσία γλυκοκορτικοειδών. Υλικό-Μέθοδος: Καλλιεργήσαμε ΛΜΚ

ανθρώπινων στεφανιαίων αγγείων παρουσία 10-9M-10-6M δεξαμεθα-

ζόνης. Μελετήσαμε το mRNA με qRT-PCR και προσδιορίσαμε τα επίπε-

δα πρωτεΐνης με ανοσοαποτύπωση. Μετρήσαμε τη δραστικότητα της

11β-HSD1 χρησιμοποιώντας ραδιενεργό υπόστρωμα. Χρησιμοποιήσαμε

εξειδικευμένα siRNA για την αναστολή της έκφρασης των πρωτεϊνών-

στόχων. Προσδιορίσαμε τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό με μέτρηση

ενσωμάτωσης BrdU στο DNA διαιρούμενων ΛΜΚ. Αποτελέσματα: H

δεξαμεθαζόνη με δοσοεξαρτώμενο και χρονοεξαρτώμενο τρόπο αύξησε

την έκφραση (14,16±1,6 φορές, p<0,001) και τη δραστικότητα (6,21±1,2

φορές, p<0,001) της 11β-HSD1 μετά από 72 h. Η αύξηση ήταν αποτέλεσμα

της ενεργοποίησης του υποδοχέα των γλυκοκορτικοειδών (ΥΓ) και των

μεταγραφικών παραγόντων C/EBPβ και C/EBPδ. Επιπρόσθετα, σε ΛΜΚ

διαμολυσμένα με siRNA προς την 11β-HSD1 η έκφραση του ΥΓ αυξήθηκε.

Το γεγονός αυτό συσχετίσθηκε με ενεργοποίηση της πρωτεϊνικής κινάσης

Α και φωσφορυλίωση του μεταγραφικού παράγοντα CREB. Για να μελετή-

σουμε την επίδραση της 11β-HSD1 στον πολλαπλασιασμό ελαττώσαμε την

έκφραση της 11β-HSD1 και διεγείραμε τα ΛΜΚ με αιμοπεταλιακό αυξητικό

παράγοντα (PDGF) (10 ng/mL). Ελαττωμένη έκφραση της 11β-HSD1 προ-

κάλεσε αύξηση του κυτταρικού πολλαπλασιασμού σε σχέση με την ομάδα

ελέγχου τόσο παρουσία PDGF (236,10 ±13,11%, n=4, p<0,001) όσο και

απουσία του. Παράλληλα, σε ΛΜΚ διαμολυσμένα με siRNA προς την 11β-

HSD1 η ανασταλτική επίδραση της δεξαμεθαζόνης στον πολλαπλασιασμό

τους μετριάστηκε. Η ελάττωση της έκφρασης της 11β-HSD1 συσχετίσθηκε

με ελαττωμένη έκφραση του αναστολέα p27kip1 και αυξημένη φωσφο-

ρυλίωση του ρετινοβλαστώματος. Συμπεράσματα: Τα αποτελέσματά μας

φανερώνουν ότι στα ΛΜΚ στεφανιαίων αγγείων η έκφραση της 11β-HSD1

είναι απαραίτητη για τον έλεγχο του κυτταρικού πολλαπλασιασμού επη-

ρεάζοντας την G1 φάση του κυτταρικού κύκλου τόσο παρουσία όσο και

απουσία γλυκοκορτικοειδών.

Page 25: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 25

Εισαγωγή: Είναι γνωστό ότι ο τύπος προσωπικότητας συμμετέχει στην

παθογένεια και τις εκδηλώσεις της καρδιαγγειακής νόσου. Το μεταβολικό

σύνδρομο (ΜΣ) χαρακτηρίζεται από την ταυτόχρονη παρουσία και αλλη-

λεπίδραση πολλαπλών διαταραχών και συσχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο

εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου. Σκοπός: Η ανάλυση και σύνθεση των

διαθέσιμων κλινικών και επιδημιολογικών δεδομένων, και η διερεύνηση

περαιτέρω του ρόλου της προσωπικότητας στην εμφάνιση του ΜΣ σε σχέ-

ση με την υποκείμενη παθοφυσιολογία. Υλικό-Μέθοδος: Έγινε ανασκό-

πηση των διαθέσιμων βιβλιογραφικών δεδομένων PubMed με τη χρήση

συνδυασμών λέξεων-κλειδιών των θεματικών περιοχών: προσωπικότητα,

παχυσαρκία, κορτιζόλη, υποκλινική φλεγμονή και αυτόνομο νευρικό σύ-

στημα, μεταβολικό σύνδρομο. Συνολικά χρησιμοποιήθηκαν 226 άρθρα

(1999-2010). Από αυτά 79 πληρούσαν τα κριτήρια εισαγωγής στη μελέτη

μας. Αποτελέσματα: Από την ανάλυση των μελετών προέκυψε ότι οι

παθοφυσιολογικοί μηχανισμοί που σε συνάρτηση με την προσωπικότητα

εμπλέκονται στην εμφάνιση του ΜΣ μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε

τρεις ενότητες: (α) Οι ψυχοκοινωνικοί παράγοντες και ο τύπος προσωπι-

κότητας που παρεμβαίνουν στον άξονα υποθάλαμος-υπόφυση-επινεφρί-

δια, αυξάνοντας την έκκριση γλυκοκορτικοστεροειδών, (β) το άγχος, η

κατάθλιψη και η ψυχική διάθεση που πιθανόν επηρεάζουν τη δραστηρι-

ότητα του συμπαθητικού νευρικού συστήματος, και (γ) η συσχέτιση των

χαρακτηριστικών της προσωπικότητας και των συναισθηματικών διατα-

ραχών με τους δείκτες φλεγμονής. Συμπεράσματα: Οι μεταβολικές δια-

ταραχές που χαρακτηρίζουν το ΜΣ φαίνεται ότι προάγονται από το στρες

με τη διαμεσολάβηση αλλαγών στη νευροενδοκρινική και ανοσολογική

απόκριση. Προοπτικές μελέτες συσχέτισης των επιπέδων των κυκλοφο-

ρούντων κυτταροκινών που ευοδώνουν τη φλεγμονή με χαρακτηριστικά

του ΜΣ και ψυχολογικές ή φαρμακευτικές παρεμβάσεις σε πρώιμο στάδιο

θα προσφέρουν στη διατύπωση ψυχολογικών συστάσεων και στην οργά-

νωση μελετών παρέμβασης.

ΠΑ27

Από τον τύπο προσωπικότητας στο μεταβολικό σύνδρομο:Ανασκόπηση επιδημιολογικών και κλινικών δεδομένων

Δ. Τζιάλλας, Κ. Σάββας, Μ. Κωσταπάνος, Λ. Χριστογιάννης, Μ. Δούμας, Ε. Μπίκα,Χ. Μηλιώνης, Π. Σκαπινάκης, Μ. Ελισάφ, Β. Μαυρέας

Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων & Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

Εισαγωγή-Σκοπός: Οι υπερτασικοί ασθενείς εμφανίζουν συχνά σακχαρώ-

δη διαβήτη ή προδιαβητικές καταστάσεις. Σκοπός της παρούσας μελέτης

ήταν η εκτίμηση του επιπολασμού της διαταραχής της γλυκόζης νηστείας

σε υπερτασικούς ασθενείς που παρακολουθούνται σε τακτικά εξωτερι-

κά ιατρεία. Υλικό-Μέθοδος: Αναλύθηκε η πιο πρόσφατη επίσκεψη στο

υπερτασιολογικό ιατρείο της κλινικής μας 1810 υπερτασικών ασθενών

(40,4% άνδρες, μέση ηλικία 56,5+/-13,5 έτη). Αποτελέσματα: Το 37,1%

των ασθενών είχαν διαταραχή της γλυκόζης νηστείας. Οι ασθενείς με δια-

ταραχή της γλυκόζης νηστείας ήταν πιο ηλικιωμένοι από τους ασθενείς με

φυσιολογικές τιμές γλυκόζης νηστείας (57,8+/-12,9 έναντι 55,0+/-14,1 έτη

αντίστοιχα, p<0,05) και υψηλότερα επίπεδα LDL χοληστερόλης (160+/-65

έναντι 142+/-52 mg/dL αντίστοιχα, p<0,005). Αντίθετα, δε διαπιστώθηκαν

σημαντικές διαφορές στο βάρος, το δείκτη μάζας σώματος και την περί-

μετρο μέσης μεταξύ των 2 ομάδων. Ο επιπολασμός της στεφανιαίας νόσου

και του αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου ήταν παρόμοιος στους ασθενείς

με διαταραχή της γλυκόζης νηστείας και στους ασθενείς με φυσιολογικά

επίπεδα γλυκόζης νηστείας (στεφανιαία νόσος: 7,2% και 7,2% αντίστοιχα,

p=1,00 και αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο: 4,3% και 5,1% αντίστοιχα,

p=0,86). Το 57,4% των ασθενών με διαταραχή της γλυκόζης νηστείας λάμ-

βαναν διουρητικά ή β-αποκλειστές, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με άλλα

αντιυπερτασικά. Συμπεράσματα: Η διαταραχή της γλυκόζης νηστείας εί-

ναι πολύ συχνή στους υπερτασικούς ασθενείς. Ωστόσο, η παρούσα μελέτη

δε δείχνει αυξημένο επιπολασμό καρδιαγγειακών νοσημάτων σε ασθενείς

με διαταραχή της γλυκόζης νηστείας, πιθανώς διότι πρόκειται για μελέτη

χρονικής στιγμής. Επιπλέον, με δεδομένο ότι οι ασθενείς με διαταραχή της

γλυκόζης νηστείας δεν ήταν πιο παχύσαρκοι και λάμβαναν στην πλειοψη-

φία τους αντιυπερτασικά φάρμακα με διαβητογόνο δράση, είναι πιθανό ότι

η διαταραχή της γλυκόζης νηστείας σε ένα σημαντικό ποσοστό ασθενών

οφειλόταν στην αντιυπερτασική αγωγή. Επομένως, η διαταραχή της γλυ-

κόζης νηστείας που σχετίζεται με τη λήψη β-αποκλειστών ή διουρητικών

δε φαίνεται να αυξάνει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο όσο η διαταραχή της

γλυκόζης νηστείας λόγω παχυσαρκίας.

ΠΑ28

Η διαταραχή της γλυκόζης νηστείας είναι συχνή στους υπερτασικούςασθενείς αλλά δε φαίνεται να αυξάνει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο

Κ. Τζιόμαλος, Μ. Μπαλτατζή, Χ. Σαββόπουλος, Η. Ευθυμίου, Κ. Ψιάνου, Δ. Μάγκου,Γ. Ζερβόπουλος, Φ. Ηλιάδης, Τ. Διδάγγελος, Α. Χατζητόλιος

Α΄ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης ΑΧΕΠΑ, Θεσσαλονίκη

Page 26: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

26 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

Εισαγωγή-Σκοπός: Η λιποπρωτεϊνική φωσφολιπάση Α2 (Lp-PLA2) είναι

ένας ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο. Ασθενείς

με β-θαλασσαιμία χαρακτηρίζονται από αυξημένα επίπεδα δεικτών φλεγ-

μονής και οξειδωτικού στρες στο πλάσμα και εμφανίζουν πρώιμη αθηρο-

σκλήρωση καρωτίδων. Μελετήσαμε τα επίπεδα της Lp-PLA2 σε σχέση με

τα επίπεδα των λιπιδίων, των 8-ισοπροστανίων και της φερριτίνης στο πλά-

σμα, το προφίλ των υποκλασμάτων της LDL, καθώς και το πάχος του έσω-

μέσου χιτώνα των καρωτίδων (ΙΤΜ) σε ασθενείς με β-θαλασσαιμία. Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη συμμετείχαν 35 ασθενείς με μείζονα β- θαλασσαιμία

(β-TM), 25 ασθενείς με ενδιάμεση β-θαλασσαιμία (β-TI) και 30 φυσιολογικά

άτομα (ομάδα ελέγχου). Μετρήθηκαν η ενεργότητα και η μάζα της Lp-PLA2,

στο πλάσμα και στα υποκλάσματα της LDL, το λιπιδαιμικό προφίλ, τα επί-

πεδα φερριτίνης και 8-ισοπροστανίων καθώς και το IMT των ασθενών.

Επίσης, προσδιορίσθηκε η ενεργότητα της Lp-PLA2 που εκκρίνεται από

τα μονοκύτταρα, in vitro. Αποτελέσματα: Οι ασθενείς με β-θαλασσαιμία

εμφανίζουν μειωμένα επίπεδα LDL-χοληστερόλης αλλά αυξημένα επίπεδα

μικρών-πυκνών σωματιδίων LDL (sdLDL). Επίσης, εμφανίζουν αυξημένα

επίπεδα 8-ισοπροστανίων, φερριτίνης καθώς και ενεργότητας και μάζας

της Lp-PLA2 του πλάσματος, σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. Τα επίπεδα

των παραπάνω παραμέτρων είναι σημαντικά αυξημένα στους ασθενείς με

β-ΤΜ σε σχέση με τους β-ΤΙ. Η ενεργότητα και η μάζα της Lp-PLA2 συσχετί-

ζονται θετικά με τα επίπεδα των 8-ισοπροστανίων και της φερριτίνης, κα-

θώς και με τις τιμές ΙΤΜ. Τέλος, παρατηρήθηκε αυξημένη έκκριση Lp-PLA2

από τα μονοκύτταρα των ασθενών σε σχέση με αυτή της ομάδας ελέγχου.

Συμπεράσματα: Οι ασθενείς με β-θαλασσαιμία εμφανίζουν υψηλά επίπε-

δα Lp-PLA2 παρά τις πολύ χαμηλές συγκεντρώσεις LDL-χοληστερόλης. Το

φαινόμενο αυτό αποδίδεται στην αυξημένη έκκριση του ενζύμου από τα

μονοκύτταρα/μακροφάγα καθώς και στην ύπαρξη αυξημένων επιπέδων

sdLDL στο πλάσμα. Η συσχέτιση της Lp-PLA2 με το IMT των καρωτίδων που

παρατηρήθηκε στους ασθενείς αυτούς, υποδηλώνει ότι η Lp-PLA2 πιθανώς

εμπλέκεται στην πρόωρη καρωτιδική αθηροσκλήρωση που παρατηρείται

στους ασθενείς με β-θαλασσαιμία.

ΠΑ29

Αυξημένα επίπεδα λιποπρωτεϊνικής φωσφολιπάσης Α2(Lp-PLA2) σε ασθενείς με β-θαλασσαιμία

Κ. Τέλλης,1 Γ. Χάχαλης,2 Ε. Παπαβασιλείου,1 Π. Μηλωνά,2 Α. Κουράκλη,3 Δ. Αλεξόπουλος,2 Α. Τσελέπης1

1Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Τμήμα Καρδιολογίας, Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Πατρών, Πάτρα, 3Τμήμα Αιματολογίας, Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Πατρών, Πάτρα

ΠΑ30

Συσχέτιση μεταβλητότητας καρδιακού ρυθμούμε το λιπιδαιμικό προφίλ ασθενών με χρονία νεφρική ανεπάρκεια σταδίου 4

Μ. Μυλωνοπούλου,1 Σ. Αντωνόπουλος,2 Μ. Αρβανίτης,3 Ν. Ρούσσος,3

Π. Φουντάς,1 Γ. Γιαννούλης,3 Ν. Τεντολούρης4

1Μονάδα Τεχνητού Νεφρού Γλυφάδας "Nephrolife", Αθήνα, 2Ιατρείο Προληπτικής Ιατρικής, Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά «Τζάνειο», Πειραιάς, 3Β΄ Παθολογικό Τμήμα, Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά «Τζάνειο», Πειραιάς, 4Α΄ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική Εθνικό

& Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Λαϊκό», Αθήνα

Η ελαττωμένη μεταβλητότητα του καρδιακού ρυθμού (HRV) μπορεί να

είναι προγνωστική για την επιβίωση των ασθενών με χρόνια νεφρική ανε-

πάρκεια (ΧΝΑ) σταδίου 4. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνη-

ση πιθανής συσχέτισης των παραμέτρων της HRV με το λιπιδαιμικό προφίλ

ασθενών με ΧΝΑ σταδίου 4 και ασθενών με ΧΝΑ σταδίου 4 με σακχαρώδη

διαβήτη τύπου 2 (ΣΔΤ2) με μέσο όρο ηλικίας τα 66 έτη. 25 ασθενείς με

ΧΝΑ σταδίου 4 και 25 ασθενείς με ΧΝΑ σταδίου 4 με ΣΔΤ2 υποβλήθηκαν σε

24ωρο Holter καταγραφής καρδιακού ρυθμού. Μετρήθηκαν επίσης η ολι-

κή και η HDL-χοληστερόλη, τα τριγλυκερίδια, οι απολιποπρωτεΐνες Α, Β, Ε

και η λιποπρωτεΐνη a, ενώ υπολογίσθηκε η LDL-χοληστερόλη. Στους ασθε-

νείς με ΧΝΑ σταδίου 4 με ΣΔΤ2 καταγράφηκαν χαμηλότερες τιμές για τις

time-domain παραμέτρους της HRV, Mean RR, SDNN, SDANN/5 min και SD

(p=0,01, p<0,001, p<0,001 και p<0,001 αντίστοιχα) και υψηλότερες τιμές

HR (p=0,01) σε σύγκριση με ασθενείς με ΧΝΑ σταδίου 4. Αναφορικά με τις

frequency-domain παραμέτρους, οι ασθενείς με ΧΝΑ σταδίου 4 με ΣΔΤ2

είχαν χαμηλότερες τιμές για τις VLF και LF/HF (p<0,001 και p=0,001 αντί-

στοιχα) συγκρινόμενοι με τους ασθενείς με ΧΝΑ σταδίου 4. Διαπιστώθηκε

θετική συσχέτιση της Total Power με την ολική και την LDL-χοληστερόλη

(p=0,006 και p=0,007 αντίστοιχα) και της LF με την ολική χοληστερόλη,

τη LDL-χοληστερόλη και την απολιποπρωτεΐνη Β (p=0,02, p=0,007 και

p=0,03 αντίστοιχα). Τέλος διαπιστώθηκε αρνητική συσχέτιση των SDNN

και SD με την απολιποπρωτεΐνη Ε (p=0,03 και για τις 2 παραμέτρους).

Συμπερασματικά (i) οι νεφροπαθείς σταδίου 4 με ΣΔΤ2 παρουσιάζουν στα-

τιστικά σημαντική μείωση της συμπαθητικής και παρασυμπαθητικής δρα-

στηριότητας συγκριτικά με τους νεφροπαθείς σταδίου 4, ενώ καταγράφηκε

(ii) αρνητική συσχέτιση της απολιποπρωτεΐνης Ε με παραμέτρους της συ-

μπαθητικής δραστηριότητας και (iii) θετική συσχέτιση απολιποπρωτεΐνης

Β, ολικής και LDL-χοληστερόλης με παραμέτρους της συμπαθητικής και

παρασυμπαθητικής δραστηριότητας.

Page 27: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 27

Εισαγωγή-Σκοπός: Η αερόβια άσκηση έχει υποτριγλυκεριδαιμική δράση

(υποTG) εφόσον η ενεργειακή δαπάνη (ΕΔ) είναι επαρκής (>500–600 kcal).

Για να διατηρηθεί η υποτριγλυκεριδαιμία για χρονικό διάστημα μεγαλύτε-

ρο των 48 ωρών απαιτείται ακόμα υψηλότερη ΕΔ (>800 kcal). Πρόσφατα

δείξαμε πως η προπόνηση αερόβιας άσκησης υψηλής και εναλλασσόμενης

έντασης (HI-EX) για 3 μήνες μειώνει σημαντικά τη συγκέντρωση των TG στις

λιποπρωτεΐνες πολύ χαμηλής πυκνότητας (VLDL) 48 ώρες μετά την τελευ-

ταία συνεδρία άσκησης παρόλο που η ΕΔ ήταν χαμηλότερη (~446±29 kcal).

Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να εξεταστεί εάν μια και μόνο συνεδρία

HI-EX οδηγεί σε σημαντική υποτριγλυκεριδαιμία. Υλικό-Μέθοδος: Έξι

υγιείς άνδρες (ΔΜΣ: 23±2 kg/m2, ηλικία: 21,8±3,4 years), μη δραστήριοι,

(μέγιστη πρόσληψη οξυγόνου VO2peak: 31,7±3,7 L/min) υποβλήθηκαν σε

2 δοκιμασίες: α) αερόβια άσκηση στο 60 και 90% της VO2peak εναλλασσό-

μενη ανά 4 min με συνολική διάρκεια 32 min και b) ανάπαυση (παρέμβαση

ελέγχου). Μετά από 48 ώρες κάθε δοκιμασίας καθώς και 12ωρη νηστεία

μετρήθηκαν οι συγκεντρώσεις των TG και των VLDL-TG. Οι εθελοντές ακο-

λούθησαν το ίδιο διαιτολόγιο για τις 2 ημέρες πριν από κάθε δοκιμασία και

απέφυγαν κάθε είδους φυσική δραστηριότητα. Αποτελέσματα: Η ενεργει-

ακή δαπάνη της άσκησης ήταν 297±35 kcal. Τα επίπεδα των ολικών TG πλά-

σματος και των VLDL-TG ήταν κατά 13% (0,74±0,16 και 0,85±0,22 mmol/L

p<0,05) και 28% (0,29±0,09 και 0,40±0,13 mmol/L p<0,05) χαμηλότε-

ρα 48 ώρες μετά τη δοκιμασία της άσκησης σε σχέση με την ανάπαυση.

Συμπεράσματα: Η οξεία αερόβια άσκηση υψηλής και εναλλασσόμενης

έντασης μειώνει την τριγλυκεριδαιμία νηστείας σε άνδρες 48 ώρες μετά τη

συνεδρία άσκησης. Αυτό το είδος της άσκησης έχει υποτριγλυκεριδαιμική

δράση ακόμα και μετά από 48 ώρες, παρόλο που η ΕΔ είναι χαμηλή. Ο μη-

χανισμός που εξηγεί την επίδραση αυτή (μειωμένη παραγωγή ή αυξημένη

εκκαθάριση VLDL-TG) δεν έχει ακόμα διαλευκανθεί.

ΠΑ31

Ενεργειακή δαπάνη 300 kcal μέσω άσκησης υψηλής έντασης αρκεί για να επιφέρει σημαντική μείωσηστην τριγλυκεριδαιμία 48 ώρες μετά την άσκηση

Ε. Μπέλλου, Ρ. Σιώπη, Μ. Γαλάνη, Μ. Μαράκη, Λ. ΣυντώσηςΧαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα

ΠΑ32

Επίδραση της υπολιπιδαιμικής αγωγής στην έκφραση των υποδοχέων τύπου Toll (Toll Like Receptors) στα μονοκύτταρα υπερχοληστερολαιμικών ασθενών

Ε. Μουτζούρη,1 Κ. Τέλλης,2 Α. Αγγουρίδης,1 Α. Κεή,1 Ε. Λυμπερόπουλος,1

Χ. Μηλιώνης,1 Μ. Ελισάφ,1 Α. Τσελέπης2

1Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα,2Τομέας Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

Εισαγωγή-Σκοπός: Οι υποδοχείς τύπου Toll (Toll Like Receptors, TLRs)

εκφράζονται από πλειάδα κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος και

συμμετέχουν στις φλεγμονώδεις και ανοσολογικές αντιδράσεις. Στους

ανθρώπους έχουν αναγνωρισθεί 10 τύποι υποδοχέων ΤLR, από τους οποί-

ους οι υποδοχείς TLR2 και TLR4 φαίνεται ότι συμμετέχουν ενεργά στην

παθογένεια της αθηροσκλήρωσης. Σκοπός της μελέτης: Μελετήθηκε η

έκφραση των υποδοχέων TLR2 και TLR4 στα περιφερικά μονοκύτταρα

υπερχοληστερολαιμικών ασθενών σε σύγκριση με νορμολιπιδαιμικά άτο-

μα (ομάδα ελέγχου), καθώς και η επίδραση της υπολιπιδαιμικής αγωγής.

Υλικό-Μέθοδος: 30 υπερχοληστερολαιμικοί ασθενείς (μέση τιμή ΤCHOL

264 mg/dL, LDL-C 180 mg/dL, TRG 133 mg/dL, HDL 58 mg/dL) τυχαιοποιή-

θηκαν σε θεραπεία με εζετιμίμπη/σιμβαστατίνη, 10 mg/10 mg ημερησίως

(N=15) (Ομάδα ΕΣ) ή σιμβαστατίνη, 40 mg ημερησίως (N=15) (Ομάδα

Σ). Στη μελέτη επίσης συμμετείχαν 30 νορμολιπιδαιμικά άτομα της ίδιας

ηλικίας και φύλου. Η μεμβρανική έκφραση των TLR2 και TLR4 στα μονο-

κύτταρα του περιφερικού αίματος μελετήθηκε με κυτταρομετρία ροής

πριν και μετά από 6 εβδομάδες θεραπείας, με τη χρησιμοποίηση των μο-

νοκλωνικών αντισωμάτων anti-CD14-FITC, anti-human-TLR4-PE και anti-

human-TLR2-PE. Αποτελέσματα: Παρατηρήθηκε αυξημένη έκφραση

τόσο των TLR2 όσο και των TLR4 και στις 2 ομάδες ασθενών σε σύγκριση

με την ομάδα ελέγχου (p<0,01 και για τις δύο συγκρίσεις). Παράλληλα

με την αναμενόμενη παρόμοια μείωση των επιπέδων της LDL-C και στις

2 ομάδες των ασθενών παρατηρήθηκε σημαντική μείωση της έκφρασης

του TLR2 (Ομάδα ΕΣ: –43%, Ομάδα Σ: –28%, p<0,05 σε σύγκριση με τις

αρχικές τιμές) και του TLR4 (Ομάδα ΕΣ: –32%, Ομάδα Σ: –25%, p<0,05 σε

σύγκριση με τις αρχικές τιμές). Συμπεράσματα: Οι ασθενείς με πρωτο-

παθή υπερχοληστερολαιμία εμφανίζουν αυξημένη έκφραση των TLR2 και

TLR4, η οποία μειώνεται τόσο από τη μονοθεραπεία με σιμβαστατίνη όσο

και από το συνδυασμό εζετιμίμπης με σιμβαστατίνη, με τον οποίο παρατη-

ρείται σχετικά μεγαλύτερη μείωση.

Page 28: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

28 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

Εισαγωγή-Σκοπός: Να μελετηθούν οι παράγοντες που συσχετίζονται

με την αρτηριακή σκληρία σε εφήβους και νεαρούς ενήλικες. Υλικό-Μέθοδος: Τον πληθυσμό της μελέτης αποτέλεσαν 136 συνεχείς ασθενείς,

ηλικίας 14–24 ετών. Η αρτηριακή σκληρία εκτιμήθηκε ως η μέση τιμή

τριών μετρήσεων της ταχύτητας ροής του καρωτιδο-μηριαίου σφυγμικού

κύματος (PWV). Όλοι οι ασθενείς υπεβλήθησαν σε 24ωρη καταγραφή της

αρτηριακής πίεσης (ΑΠ). Αποτελέσματα: Η PWV συσχετιζόταν με την

ηλικία (r=0,43, p<0,001), την συστολική ΑΠ ιατρείου (r=0,31, p<0,001),

τη διαστολική ΑΠ ιατρείου (r=0,35, p<0,001), τη συστολική ΑΠ 24ώρου

(r=0,34, p<0,001), τη μεταβλητότητα της συστολικής ΑΠ 24ώρου (r=0,39,

p<0,001), τη διαστολική ΑΠ 24ώρου (r=0,27, p<0,01), τη μεταβλητότητα

της διαστολικής ΑΠ 24ώρου (r=0,26, p<0,01), το δείκτη μάζας σώματος

(r=0,26, p<0,01), την περίμετρο μέσης (r=0,32, p<0,001) και την περίμε-

τρο μηρών (r=0,26, p<0,01). Στην πολυπαραγοντική ανάλυση συνδιακύ-

μανσης η PWV συσχετιζόταν με την ηλικία (p<0,01), την περίμετρο μέσης

(p<0,05) και τη μεταβλητότητα της συστολικής ΑΠ 24ώρου (p<0,01). Το

95% CI of μέσων τιμών της PWV των ασθενών μετά από διόρθωση για

την ηλικία, το φύλο, το δείκτη μάζας σώματος, την περίμετρο μέσης, την

περίμετρο γλουτών, τη συστολική και διαστολική ΑΠ 24ώρου, τη συστο-

λική και διαστολική ΑΠ ιατρείου, ήταν 7,33 έως 8,01 και 8,07 έως 10,83

για ασθενείς με μεταβλητότητα της συστολικής ΑΠ 24ώρου μικρότερη και

μεγαλύτερη από την 90ή ΕΘ, αντίστοιχα (p<0,01, μετά από τη διόρθωση

του Bonferroni για πολλαπλές συγκρίσεις). Συμπεράσματα: Η ηλικία, η

περίμετρος μέσης και η μεταβλητότητα της ΑΠ 24ώρου είναι ανεξάρτη-

τοι προγνωστικοί παράγοντες της αρτηριακής σκληρίας σε εφήβους και

νεαρούς ενήλικες.

ΠΑ33

Παράγοντες που συσχετίζονται με την αρτηριακήσκληρία σε εφήβους και νεαρούς ενήλικες

Σ. Σταμπουλή,1 Σ. Παπακάτσικα,2 Ι. Καραφύλης,2 Σ. Γουλοπούλου,2 Β. Κώτσης2

1Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Ιπποκράτειο», Θεσσαλονίκη, 2Ιατρείο Υπέρτασης-24ωρης Καταγραφής Αρτηριακής Πίεσης, Γ΄ Παθολογική Κλινική Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης,

Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Παπαγεωργίου», Θεσσαλονίκη

ΠΑ34

Διαφορές στη βραχυπρόθεσμη έκβαση των διαφόρων κατηγοριώνμεταβολισμού γλυκόζης μετά από οξύ στεφανιαίο σύμβαμαΑ. Χαραμής,1 Α. Κουτσοβασίλης,1 Α.Μ. Τσαντάνη,1 Α. Σερέτη,1 Μ.Π. Κουκούλη,1

Α. Καμαράτος,1 Ι. Πρωτοψάλτης,1 Ν. Πατσουράκος,2 Σ. Φούσας,2 Α. Μελιδώνης1

1Διαβητολογικό Κέντρο, Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά «Τζάνειο», Πειραιάς2Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά «Τζάνειο», Πειραιάς

Εισαγωγή-Σκοπός: Το γλυκαιμικό προφίλ των ασθενών με ΟΣΣ αποτε-

λεί σημαντικό παράγοντα έκβασής τους. Σκοπός της μελέτης αυτής είναι

ο καθορισμός του επιπολασμού των διαφόρων κατηγοριών διαταραχής

μεταβολισμού γλυκόζης σε ασθενείς με ΟΣΣ, καθώς και η συσχέτιση των

κατηγοριών αυτών με την εμφάνιση βραχυπρόθεσμων επιπλοκών. Υλικό-Μέθοδος: 506 ασθενείς, ηλικίας 65,42±12,13 έτη, με ΟΣΣ οι οποίοι νοση-

λεύθηκαν στη μονάδα εμφραγμάτων εντάχθηκαν στη μελέτη. Ακολούθησε

παρακολούθηση και καταγραφή των τελικών σημείων τα οποία ήταν: θά-

νατος (καρδιοαγγειακής αιτιολογίας), έμφραγμα του μυοκαρδίου, καρδι-

ακή ανεπάρκεια (κλινικο-εργαστηριακά τεκμηριούμενη) και αρρυθμίες

τις πρώτες 30 μετά το ΟΣΣ. Όλοι οι μη διαβητικοί ασθενείς υποβλήθηκαν

σε δοκιμασία ανοχής γλυκόζης (OGTT) μετά την έξοδό τους από το νοσο-

κομείο και έγινε η κατηγοριοποίηση των IGTs. Αποτελέσματα: Από τους

506 ασθενείς, 149 (29,4%) ήταν γνωστοί διαβητικοί (Ομάδα Α), 54(10,6%)

νέοι διαβητικοί (Ομάδα Β), 105΅(20,7%) με διαταραχή ανοχής γλυκόζης

IGT (Ομάδα Γ) και 308 (39,3%) με φυσιολογική ανοχή γλυκόζης (Ομάδα Δ).

Όσον αφορά στην έκβαση των ασθενών κατά τις πρώτες 30 ημέρες μετά το

ΟΣΣ, η ομάδα Β είχε χειρότερη έκβαση (HR:2,55 CI:1,109–4,189 p=0,001)

και ακολουθούσαν οι ομάδες Α (HR=2,36 CI:1,362–5,998 p=0,005) και

Γ (HR=1,38 CI:1,112–2,880 p=0,029) με ομάδα αναφοράς την ομάδα Δ

και μετά από προσαρμογή ως προς την ηλικία, το φύλο, την HDL, τα τρι-

γλυκερίδια, την LDL, την υπέρταση, την περίμετρο μέσης και το ιστορικό

στεφανιαίας νόσου. Συμπεράσματα: Ο διαταραγμένος μεταβολισμός της

γλυκόζης είναι συνήθης ανάμεσα σε ασθενείς με ΟΣΣ. Οι νέοι διαβητικοί

με ΟΣΣ παρουσιάζουν χειρότερη βραχυπρόθεσμη έκβαση σε σύγκριση

με τους γνωστούς διαβητικούς. Επιβάλλεται ως εκ τούτου ο έλεγχος και η

ανίχνευση του σακχαρώδους διαβήτη στα ΟΣΣ ώστε να δοθεί έμφαση και

στη μεταβολική αντιμετώπιση των ασθενών αυτών.

Page 29: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 29

Aim: To examine the effect of the TaqIB and I405V polymorphisms of

cholesteryl ester transfer protein (CETP) on the lipid response after

atorvastatin treatment in hypercholesterolaemic patients. Methods: Patients (n=133) attending the Lipid Clinic were genotyped and their

response to atorvastatin was evaluated. The effect of these genetic variants

on atorvastatin treatment was further evaluated in patients with low

(<40 mg/dL) and high (≥40 mg/dL) high-density lipoprotein cholesterol

(HDL-C) levels. Results: The changes of triglyceride, total cholesterol, HDL-

C and low-density lipoprotein cholesterol (LDL-C) levels after atorvastatin

treatment did not differ significantly between the TaqIB and I405 V alleles

or genotypes. In individuals with HDL-C levels ≥40 mg/dL, the II genotype

(I405V) was associated with greater decrease of (LDL-C) compared with

the IV genotype (–47 vs–37%, p=0.039). Conclusions: The CETP I405 V

polymorphism seems to modify the response to atorvastatin treatment

concerning the decrease of LDL-C levels in the group of patients with HDL-C

≥40 mg/dL (≥1 mmol/L). This knowledge may help design more effective

hypolipidaemic drugs since there are possible differences in response

between various statins.

ΠΑ35

Pharmacogenetic study of cholesteryl ester transfer protein geneand atorvastatin treatment in hypercholesterolaemic subjects

K. Anagnostopoulou,1 V. Kolovou,1 P. Kostakou,1 C. Mihas,2 V. Giannakopoulou,1 M. Stamatelatou,1

O. Diakoumakou,1 S. Mayrogeni,1 D. Degiannis,1 D.P. Mikhailidis, G. Kolovou3,1

11st Cardiology Department, "Onassis" Cardiac Surgery Center, Athens, Greece, 2Internal Medicine Department, General Hospital οf Kimi, Kimi, Greece, 3Department of Clinical Biochemistry (Vascular Prevention Clinic), Royal Free Campus, Medical School, University

College London (UCL), London, UK

ΠΑ36

Πολυμορφισμοί στο γονίδιο της συνθετάσης της προστακυκλίνης (PGI2)αυξάνουν τον κίνδυνο στεφανιαίας νόσου

Ε. Θεοδωράκη,1 Μ. Δημητρίου,1 T. Nikopensius,2 Γ. Κολοβού,3 Β. Πεππές,4

Ν. Ζακόπουλος,4 A. Metspalu,2 Γ. Δεδούσης1

1Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, Ελλάδα, 2University, of Tartu, Tartu, Estonia3Α΄ Καρδιολογική Κλινική, Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο, Αθήνα, Ελλάδα, 4Θεραπευτική Kλινική Εθνικό & Καποδιστριακό

Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Αλεξάνδρα», Αθήνα, Ελλάδα

Εισαγωγή-Σκοπός: H PTGI2 παίζει σημαντικό ρόλο στην ομοιοστασία

των αγγείων, δρώντας ως αγγειοδιασταλτικός παράγοντας που ανα-

στέλλει την πρόσδεση των λευκοκυττάρων στο ενδοθήλιο και τη συσ-

σώρευση αιμοπεταλίων. O στόχος της μελέτης ήταν να διερευνήσουμε

το ρόλο πολυμορφισμών του γονιδίου PTGIS στη στεφανιαία νόσο σε 329

ασθενείς και σε 311 υγιείς. Υλικό-Μέθοδος: Η διάγνωση της στεφανι-

αίας νόσου έγινε με στεφανιογραφία (στένωση >50% σε ένα ή περισ-

σότερα από τα 3 κύρια στεφανιαία αγγεία) ή ασθενείς που είχαν υποστεί

οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου ή ασταθή στηθάγχη (ΟΣΣ). Οι υγιείς είχαν

απουσία στένωσης των στεφανιαίων αγγείων, ή αρνητική δοκιμασία κό-

πωσης ή απουσία συμπτωμάτων στεφανιαίας νόσου. Επιλέχθηκαν 7 πο-

λυμορφισμοί (rs574113, rs5629, rs6090996, rs5628, rs501908, rs477627,

rs693649) χρησιμοποιώντας τον αλγόριθμο Carlson από το HapMap CEU

(η συχνότητα σπάνιου αλληλομόρφου 10%). Η γονοτύπηση πραγμα-

τοποιήθηκε με την τεχνολογία APEX-2, ενώ για τη στατιστική ανάλυση

χρησιμοποιήθηκε το πρόγραμμα SPSS 13,0. Αποτελέσματα: Οι γονότυ-

ποι ήταν σε ισορροπία Hardy-Weinberg. Τα χαρακτηριστικά των ατόμων

φαίνονται στον πίνακα 1. Ο πολυμορφισμός rs5629 A>C ήταν πιο συχνός

στους ασθενείς σε σχέση με τους υγιείς [0,36 vs 0,31, OR (95% CI): 1,31,

0,96–1,79, p=0,088]. Μετά από διόρθωση από γνωστούς παράγοντες

κινδύνου η επίδραση του πολυμορφισμού βρέθηκε στατιστικά σημα-

ντική [OR(95%CI): 1,47, 1,03–2,10, p=0,034]. Συμπεράσματα: O πολυ-

μορφισμός rs5629 στο γονίδιο PTGIS φαίνεται να συνδέεται με αυξημένο

κίνδυνο στεφανιαίας νόσου.

Πίνακας 1.Χαρακτηριστικά Ασθενείς (n=329) Υγιείς (n=311) pΣταθερή CAD (%) 37,4 – –

ΟΣΣ (%) 62,6 – –

Ηλικία (yrs) 63,1±11,4 60,4±14,9 <0,001

Άνδρες (%) 81,6 70,3 0,001

Υπερχοληστερολαιμία (%) 76,8 59,2 <0,001

Σακχαρώδης διαβήτης (%) 32,2 15,4 <0,001

Υπέρταση (%) 71,9 58,6 0,001

Οικογενειακό ιστορικό ΟΣΣ (%) 29,5 16,7 <0,001

Κάπνισμα (%) 74,5 60,8 <0,001

Page 30: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

A N Α Ρ Τ Η Μ Ε Ν Ε Σ Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Σ Ε Ι Σ

Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1):30–115 Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1):30–115

ΑΑ1

Διαφορές στα επίπεδα βιταμίνης Β12, φυλλικού οξέος, σιδήρουκαι φερριτίνης σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2

που λαμβάνουν ή όχι μετφορμίνηΕ. Ρίζος, A. Παπαζαφειροπούλου, Α. Σωτηρόπουλος, Ο. Αποστόλου, Η. Ταμβάκος,

Θ. Πέππας, Σ. Mπούσμπουλας, Σ. ΠαππάςΓ΄ Παθολογική Κλινική και Διαβητολογικό Κέντρο, Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας-Πειραιά «Άγιος Παντελεήμων», Πειραιάς

Εισαγωγή-Σκοπός: Έχει αναφερθεί ότι η χορήγηση μετφορμίνης σε ασθε-

νείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (ΣΔΤ2) μπορεί να επηρεάζει τα επίπεδα

της βιταμίνης Β12. Σκοπός της μελέτης ήταν η σύγκριση των επιπέδων Β12,

φυλλικού οξέος, σιδήρου και φερριτίνης σε ασθενείς με ΣΔΤ2 που λαμβά-

νουν ή όχι μετφορμίνη. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήσαμε 239 διαβητικούς

ασθενείς (156 σε μετφορμίνη έναντι 83 χωρίς μετφορμίνη). Η στατιστική

ανάλυση έγινε με t-test (SPSS version 15.0). Αποτελέσματα: Τα επίπεδα

Β12 πλάσματος βρέθηκαν σημαντικά ελαττωμένα στους διαβητικούς που

ελάμβαναν μετφορμίνη έναντι εκείνων που δεν ελάμβαναν (537±288 έναντι

647±334 pg/mL, αντίστοιχα, p=0,01). Αντίθετα, δεν παρατηρήθηκαν στα-

τιστικά σημαντικές διαφορές στα επίπεδα πλάσματος φυλλικού οξέος [10±5

έναντι 13±2 ng/mL, αντίστοιχα, p=μη στατιστικά σημαντικό (ΝS)], σιδήρου

(91±35 έναντι 96±60 μg/mL, αντίστοιχα, Ρ=NS) και φερριτίνης (75±70

έναντι 93±70 ng/mL, αντίστοιχα, p=NS). Τα επίπεδα του αιματοκρίτη δε δι-

έφεραν μεταξύ των δύο ομάδων (40±3% έναντι 40±2%, αντίστοιχα, p=NS).

Συμπεράσματα: Οι διαβητικοί ασθενείς που λαμβάνουν μετφορμίνη έχουν

χαμηλότερα επίπεδα βιταμίνης Β12 στο πλάσμα. Αντίθετα, οι υπόλοιποι τρο-

φικοί παράγοντες δεν επηρεάζονται από τη χορήγηση του φαρμάκου. Θα

πρέπει να σημειωθεί ότι τα επίπεδα Β12 πλάσματος ήταν εντός φυσιολογι-

κών τιμών (>225 pg/mL) και συνεπώς δε χρειάστηκε υποκατάσταση.

ΑΑ2

Επιπολασμός μικροαγγειακών επιπλοκών σε ασθενείςμε σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 με και χωρίς στεφανιαία νόσο

Α. Παπαζαφειροπούλου, Ε. Ρίζος, Α. Σωτηρόπουλος, Ο. Αποστόλου, Θ. Πέππας, Η. Ταμβάκος,Σ. Mπούσμπουλας, Σ. Παππάς

Γ΄ Παθολογική Κλινική και Διαβητολογικό Κέντρο, Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας-Πειραιά «Άγιος Παντελεήμων», Πειραιάς

Εισαγωγή-Σκοπός: Είναι γνωστό ότι μεγάλο ποσοστό ασθενών με σακ-

χαρώδη διαβήτη τύπου 2 (ΣΔΤ2) παρουσιάζει μικροαγγειακές επιπλοκές.

Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η εκτίμηση του επιπολασμού των

μικροαγγειακών επιπλοκών σε ασθενείς με ΣΔΤ2 και ιστορικό στεφα-

νιαίας νόσου (ΣΝ) έναντι ασθενών με ΣΔΤ2 χωρίς ΣΝ. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήσαμε 200 διαβητικούς ασθενείς με ΣΝ (104 άνδρες/96 γυναίκες,

μέση ηλικία ±SD: 65±8 έτη) και 200 διαβητικούς ασθενείς χωρίς ΣΝ

(102 άνδρες/98 γυναίκες, μέση ηλικία ±SD:67±10 έτη) που προσήλθαν

στο Διαβητολογικό Ιατρείο του ΓΝ Νίκαιας το τελευταίο έτος. Η στατι-

στική ανάλυση έγινε με test x2 (SPSS version 15.0). Αποτελέσματα:

Αμφιβληστροειδοπάθεια παρουσίασε 27% των διαβητικών ασθενών με ΣΝ

έναντι 15% των διαβητικών ασθενών χωρίς ΣΝ (p=0,003). Νευροπάθεια

παρουσίασε 9% των διαβητικών ασθενών με ΣΝ έναντι 6% των διαβητι-

κών ασθενών χωρίς ΣΝ [p=μη στατιστικά σημαντικό (ΝS)] και νεφροπά-

θεια (μικρο- ή μακρολευκωματινουρία) παρουσίασε 58% των διαβητικών

ασθενών με ΣΝ έναντι 49% των διαβητικών ασθενών χωρίς ΣΝ (p=NS).

Συμπεράσματα: Η αμφιβληστροειδοπάθεια είναι συχνότερη στους δια-

βητικούς ασθενείς με ΣΝ. Αντίθετα, δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά ση-

μαντικές διαφορές στις δύο ομάδες της μελέτης όσον αφορά στη νευρο-

πάθεια και τη νεφροπάθεια.

Page 31: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 31

ΑΑ3

Σύγκριση επιπέδων C-αντιδρώσας πρωτεΐνης και ουρικού οξέοςπλάσματος σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2

με και χωρίς στεφανιαία νόσοΕ. Ρίζος, Α. Παπαζαφειροπούλου, Α. Σωτηρόπουλος, Ο. Αποστόλου, Α. Ζερβού, Χ. Σαλίχου,

Σ. Mπούσμπουλας, Σ. ΠαππάςΓ΄ Παθολογική Κλινική και Διαβητολογικό Κέντρο, Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας-Πειραιά «Άγιος Παντελεήμων», Πειραιάς

Εισαγωγή-Σκοπός: Τα επίπεδα της υψηλής ευαισθησίας C-αντιδρώσας

πρωτεΐνης (CRP) και του ουρικού οξέος έχουν συνδεθεί με αυξημένο καρδι-

αγγειακό κίνδυνο. Σκοπός της μελέτης ήταν η σύγκριση των επιπέδων CRP

και ουρικού οξέος σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (ΣΔΤ2) και

ιστορικό στεφανιαίας νόσου (ΣΝ) έναντι ασθενών με ΣΔΤ2 χωρίς ΣΝ. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήσαμε 150 διαβητικούς ασθενείς με ΣΝ (78 άνδρες/72

γυναίκες, μέση ηλικία ±SD: 63±9 έτη) και 150 διαβητικούς ασθενείς χωρίς

ΣΝ (80 άνδρες/70 γυναίκες, μέση ηλικία ±SD: 64±10 έτη) που προσήλθαν

στο Διαβητολογικό Ιατρείο του Γ.Ν. Νίκαιας το τελευταίο έτος. Η στατιστική

ανάλυση έγινε με t-test (SPSS version 15.0). Αποτελέσματα: Τα επίπεδα

CRP πλάσματος δε διέφεραν μεταξύ διαβητικών ασθενών με ΣΝ έναντι εκεί-

νων χωρίς ΣΝ [3,7±1,6 έναντι 4,0±1,8 mg/dL, αντίστοιχα, p=μη στατιστικά

σημαντικό (ΝS)]. Όμοια, τα επίπεδα ουρικού οξέος πλάσματος δε διέφεραν

μεταξύ διαβητικών ασθενών με ΣΝ έναντι εκείνων χωρίς ΣΝ (5,4±1,6 ένα-

ντι 4,9±1,4 mg/dL, αντίστοιχα, p=ΝS). Συμπεράσματα: Τα επίπεδα των

αναφερόμενων ως δευτερογενών παραγόντων κινδύνου, όπως η CRP και το

ουρικό οξύ δε διέφεραν μεταξύ διαβητικών ασθενών με ΣΝ έναντι εκείνων

χωρίς ΣΝ.

ΑΑ4

Σύγκριση επιπέδων καλίου πλάσματος σε ασθενείςμε σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και υγιείς μάρτυρες

Α. Παπαζαφειροπούλου, Ε. Ρίζος, Α. Σωτηρόπουλος, Ο Αποστόλου, Χ. Σαλίχου,Α. Ζερβού, Σ. Mπούσμπουλας, Σ. Παππάς

Γ΄ Παθολογική Κλινική και Διαβητολογικό Κέντρο, Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας-Πειραιά«Άγιος Παντελεήμων», Πειραιάς

Εισαγωγή-Σκοπός: Έχει αναφερθεί ότι τα επίπεδα καλίου πλάσματος στα

άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (ΣΔΤ2) είναι υψηλά λόγω υπορενιναι-

μικού υποαλδοστερονισμού. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η σύγκριση

των επιπέδων καλίου σε ασθενείς με ΣΔΤ2 έναντι υγιών μαρτύρων. Υλικό-Μέθοδος: Σε σύνολο 200 διαβητικών ασθενών και 100 υγιών μαρτύρων

μελετήσαμε 48 ασθενείς με ΣΔΤ2 και 47 υγιείς μάρτυρες που δεν ελάμβαναν

φάρμακα που επηρεάζουν τα επίπεδα καλίου (αναστολείς μετατρεπτικού

ενζύμου αγγειοτενσίνης, αναστολείς των υποδοχέων αγγειοτενσίνης και

διουρητικά). Η στατιστική ανάλυση έγινε με t-test και x2 (SPSS version 15.0).

Αποτελέσματα: Δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στα

επίπεδα καλίου πλάσματος μεταξύ διαβητικών και μη ατόμων [4,46±0,40

έναντι 4,50±0,30 mg/dL, αντίστοιχα, p=μη στατιστικά σημαντικό (ΝS)]. Η

διαφορά παρέμεινε μη στατιστικά σημαντική κατά τη σύγκριση των ατόμων

με υψηλά επίπεδα καλίου (>5 mg/dL) [11% (n=5) των διαβητικών έναντι

15% (n=7) των υγιών, p=ΝS]. Συμπεράσματα: Τα επίπεδα καλίου πλάσμα-

τος δε διαφέρουν στατιστικά σημαντικά μεταξύ διαβητικών και μη ατόμων.

Όμοια, δεν παρατηρήθηκε διαφορά ανάμεσα στις δυο ομάδες όσον αφορά

στα υψηλά επίπεδα καλίου (>5 mg/dL).

Page 32: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

32 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

ΑΑ5

Συχνότητα συνταγογράφησης υπολιπιδαιμικώνκαι αντιαιμοπεταλιακών σκευασμάτων σε ασθενείς με σακχαρώδη

διαβήτη τύπου 2 με και χωρίς στεφανιαία νόσοO. Αποστόλου, A. Παπαζαφειροπούλου, E. Ρίζος, A. Σωτηρόπουλος, Σ. Mπούσμπουλας, Σ. ΠαππάςΓ΄ Παθολογική Κλινική και Διαβητολογικό Κέντρο, Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας - Πειραιά «Άγιος Παντελεήμων», Πειραιάς

Εισαγωγή-Σκοπός: Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η εκτίμηση της

συχνότητας συνταγογράφησης υπολιπιδαιμικών και αντιαιμοπεταλιακών

σκευασμάτων σε ασθενείς με ΣΔΤ2 και ιστορικό στεφανιαίας νόσου (ΣΝ)

έναντι ασθενών με ΣΔΤ2 χωρίς ΣΝ. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήσαμε 150 δι-

αβητικούς ασθενείς με ΣΝ (78 άνδρες/72 γυναίκες, μέση ηλικία ±SD: 63±9

έτη), 150 διαβητικούς ασθενείς χωρίς ΣΝ (80 άνδρες/70 γυναίκες, μέση

ηλικία ±SD: 64±10 έτη) που προσήλθαν στο Διαβητολογικό Ιατρείο του ΓΝ

Νίκαιας το τελευταίο έτος και 150 διαβητικούς ασθενείς χωρίς ΣΝ (76 άν-

δρες/74 γυναίκες, μέση ηλικία ±SD: 61±7 έτη) που παρακολουθούνται στο

τακτικό παθολογικό ιατρείο. Η στατιστική ανάλυση έγινε με test x2 (SPSS

version 15.0). Αποτελέσματα: Υπολιπιδαιμική αγωγή ελάμβανε το 89%

των διαβητικών ασθενών με ΣΝ έναντι 67% των διαβητικών ασθενών χωρίς

ΣΝ του διαβητολογικού ιατρείου και 22% των διαβητικών ασθενών χωρίς

ΣΝ του τακτικού παθολογικού ιατρείου (p<0,001 για όλες τις συγκρίσεις).

Ασπιρίνη ελάμβανε το 71% των διαβητικών ασθενών με ΣΝ έναντι 42% των

διαβητικών ασθενών χωρίς ΣΝ του διαβητολογικού ιατρείου και 15% των δι-

αβητικών ασθενών χωρίς ΣΝ του τακτικού παθολογικού ιατρείου (p<0,001

για όλες τις συγκρίσεις). Αντίστοιχα, κλοπιδογρέλη (μόνη ή σε συνδυασμό με

ασπιρίνη) ελάμβανε το 39% των διαβητικών ασθενών με ΣΝ έναντι 10% των

διαβητικών ασθενών χωρίς ΣΝ του διαβητολογικού ιατρείου και 3% των δι-

αβητικών ασθενών χωρίς ΣΝ του τακτικού παθολογικού ιατρείου (p<0,001

για όλες τις συγκρίσεις). Συμπεράσματα: Η συνταγογράφηση και συμμόρ-

φωση των διαβητικών ασθενών με πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη

που παρακολουθούνται σε τακτικό διαβητολογικό ιατρείο κρίνεται ικανο-

ποιητική με βάση τις υπάρχουσες κατευθυντήριες οδηγίες σε σύγκριση με

τους διαβητικούς ασθενείς που παρακολουθούνται σε παθολογικό ιατρείο.

ΑΑ6

Επίδραση της υπολιπιδαιμικής αγωγής στα επίπεδα του ουρικού οξέοςκαι της υψηλής ευαισθησίας C αντιδρώσας πρωτεΐνης

σε ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμίαΑ. Αγγουρίδης, Z. Μητρογιάννη, Β. Τσιμιχόδημος, Μ. Ελισάφ

Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

Εισαγωγή: Η υψηλής ευαισθησίας C αντιδρώσα πρωτεΐνη (hsCRP) απο-

τελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση καρδιαγγειακής

νόσου. Πρόσφατες επιδημιολογικές μελέτες έδειξαν ότι υπάρχει συσχέτιση

μεταξύ των αυξημένων επιπέδων του ουρικού οξέος (UA) και της καρδιαγ-

γειακής νοσηρότητας και θνησιμότητας. Σκοπός: Η μελέτη της επίδρασης

του συνδυασμού χαμηλής δόσης ροσουβαστατίνης με φαινοφιμπράτη σε

σύγκριση με το συνδυασμό χαμηλής δόσης ροσουβαστατίνης με ω-3 λιπα-

ρά οξέα στα επίπεδα του UA και της hsCRP σε ασθενείς με μεικτή δυσλιπι-

δαιμία. Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη συμμετείχαν 59 ασθενείς με μεικτή

δυσλιπιδαιμία. Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν σε συνδυασμό ροσουβαστα-

τίνης 10mg με φαινοφιμπράτη 200 mg (RF) την ημέρα (n=29) ή σε συν-

δυασμό ροσουβαστατίνης 10 mg με ω-3 λιπαρά οξέα 2 g (RΩ) την ημέρα

(n=30). Πριν την έναρξη και μετά από 3 μήνες θεραπείας εκτιμήθηκε το

λιπιδαιμικό προφίλ και τα επίπεδα του UA και της hsCRP. Αποτελέσματα:

Η χορήγηση του συνδυασμού RF είχε ως αποτέλεσμα μεγαλύτερη μείω-

ση της επιπέδων των τριγλυκεριδίων σε σύγκριση με το συνδυασμό RΩ

(p<0,001). Tα επίπεδα του UA μειώθηκαν περισσότερο με τη χορήγηση

του συνδυασμού RF (από 6,14±1,38 σε 4,95±1,06 mg/dL) σε σύγκριση με

τη χορήγηση του συνδυασμού RΩ (από 6,26±1,77 σε 6,03±1,59 mg/dL),

(p=0,001, για τη σύγκριση μεταξύ των δύο ομάδων). Αντίστοιχα, τα επί-

πεδα της hsCRP μειώθηκαν περισσότερο με τη χορήγηση του συνδυασμού

RF (από 2,39±1,45 σε 1,75±1,23 mg/L) σε σύγκριση με τη χορήγηση του

συνδυασμού RΩ (από 2,15±1,8 σε 2,02±1,84 mg/L), (p<0,001, για τη σύ-

γκριση μεταξύ των δύο ομάδων). Συμπεράσματα: Ο συνδυασμός χαμηλής

δόσης ροσουβαστατίνης με φαινοφιμπράτη έχει ευνοϊκότερη επίδραση

στα επίπεδα των τριγλυκεριδίων, του UA και της hsCRP σε σύγκριση με το

συνδυασμό χαμηλής δόσης ροσουβαστατίνης με ω-3 λιπαρά οξέα σε ασθε-

νείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία.

Page 33: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 33

ΑΑ7

Eπίδραση της υπολιπιδαιμικής αγωγής στη συγκέντρωσητων μικρών, πυκνών, χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνών

σε ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμίαΑ. Αγγουρίδης,1 Θ. Φιλιππάτος,1 Ζ. Μητρογιάννη,1 Β. Τσιμιχόδημος,1 Α. Τσελέπης,2 Μ. Ελισάφ1

1Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας,Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

Εισαγωγή: Πολλές μελέτες έδειξαν ότι η επικράτηση στον ορό των μι-

κρών πυκνών LDL (sdLDL) σωματιδίων αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα

κινδύνου για την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου. Σκοπός: Η μελέτη της

επίδρασης της μονοθεραπείας με υψηλή δόση ροσουβαστατίνης vs συνδυ-

ασμός χαμηλής δόσης ροσουβαστατίνης με φαινοφιμπράτη vs συνδυασμός

χαμηλής δόσης ροσουβαστατίνης με ω-3 λιπαρά οξέα στο φαινότυπο των

LDL σε ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία. Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη

συμμετείχαν 92 ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία. Οι ασθενείς έλαβαν υπο-

θερμιδική δίαιτα και τυχαιοποιήθηκαν σε ροσουβαστατίνη 40 mg (R) την

ημέρα (n=31), σε συνδυασμό ροσουβαστατίνης 10 mg με φαινοφιμπράτη

200 mg (RF) την ημέρα (n=30) ή σε συνδυασμό ροσουβαστατίνης 10 mg με

ω-3 λιπαρά οξέα 2 g (RΩ) την ημέρα (n=31). Πριν την έναρξη και μετά από

3 μήνες θεραπείας εκτιμήθηκε το λιπιδαιμικό προφίλ και προσδιορίστηκε

ο φαινότυπος των LDL, με τη μέθοδο της ηλεκτροφόρησης σε πήκτωμα

3% πολυακρυλαμιδίoυ. Αποτελέσματα: Η χορήγηση του συνδυασμού

RF είχε ως αποτέλεσμα μεγαλύτερη αύξηση της μέσης διαμέτρου των LDL

σωματιδίων σε σύγκριση τόσο με τη χορήγηση της R (p=0,004) όσο και

με τη χορήγηση του συνδυασμού RΩ (p=0,017). Τόσο η χορήγηση της R

όσο και των συνδυασμών RF και RΩ είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση της

συγκέντρωσης των sdLDL (p<0,001 για όλες τις συγκρίσεις). Ωστόσο, το

ποσοστό των sdLDL στο σύνολο των LDL σωματιδίων μειώθηκε περισσό-

τερο με τη χορήγηση του συνδυασμού RF σε σύγκριση με τη χορήγηση της

R (p=0,031), καθώς και σε σύγκριση με τη χορήγηση του συνδυασμού RΩ

(p=0,014). Συμπεράσματα: Και τα τρία θεραπευτικά σχήματα είχαν ως

αποτέλεσμα τη μείωση της συγκέντρωσης των sdLDL. Ο συνδυασμός χαμη-

λής δόσης ροσουβαστατίνης με φαινοφιμπράτη έχει ευνοϊκότερη επίδραση

στις ποιοτικές διαταραχές των λιποπρωτεϊνών σε σύγκριση με τη μονοθε-

ραπεία με υψηλή δόση ροσουβαστατίνης και με τη χορήγηση του συνδυα-

σμού χαμηλής δόσης ροσουβαστατίνης με ω-3 λιπαρά οξέα σε ασθενείς με

μεικτή δυσλιπιδαιμία.

ΑΑ8

Επίδραση της υπολιπιδαιμικής αγωγής στη λιποπρωτεϊνικήφωσφολιπάση Α2 σε ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία

Α. Αγγουρίδης,1 Π. Καζάκου,1 Θ. Φιλιππάτος,1 Z. Μητρογιάννη,1 Κ. Τέλλης,2

Μ. Ελισάφ,1 Α. Τσελέπης2

1Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας,Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

Εισαγωγή: Η λιποπρωτεϊνική φωσφολιπάση Α2 (LpPLA2) αποτελεί ανε-

ξάρτητο παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου.

Σκοπός:Η μελέτη της επίδρασης της μονοθεραπείας με υψηλή δόση

ροσουβαστατίνης vs συνδυασμός χαμηλής δόσης ροσουβαστατίνης με

φαινοφιμπράτη vs συνδυασμός χαμηλής δόσης ροσουβαστατίνης με ω-3

λιπαρά οξέα στην ενεργότητα της LpPLA2 σε ασθενείς με μεικτή δυσλιπι-

δαιμία. Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη συμμετείχαν 92 ασθενείς με μεικτή

δυσλιπιδαιμία. Οι ασθενείς έλαβαν υποθερμιδική δίαιτα και τυχαιοποιή-

θηκαν σε ροσουβαστατίνη 40 mg (R) την ημέρα (n=31), σε συνδυασμό

ροσουβαστατίνης 10 mg με φαινοφιμπράτη 200 mg (RF) την ημέρα

(n=30) ή σε συνδυασμό ροσουβαστατίνης 10 mg με ω-3 λιπαρά οξέα 2

g (RΩ) την ημέρα (n=31). Πριν την έναρξη και μετά από 3 μήνες θεραπεί-

ας εκτιμήθηκε το λιπιδαιμικό προφίλ και προσδιορίσθηκε η ενεργότητα

και η μάζα της LpPLA2. Αποτελέσματα: Η χορήγηση της R προκάλεσε

μεγαλύτερη μείωση της ολικής και της LDL χοληστερόλης σε σύγκριση

με τη χορήγηση των συνδυασμών RF και RΩ (p<0,001). Τόσο η χορήγηση

της R όσο και των συνδυασμών RF και RΩ είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση

της ενεργότητας της LpPLA2 (p<0,001 για όλες τις συγκρίσεις). Ωστόσο,

η ενεργότητα της LpPLA2 μειώθηκε περισσότερο με τη χορήγηση της R

σε σύγκριση με τη χορήγηση του συνδυασμού RF (P=0,045), καθώς και

με τη χορήγηση του συνδυασμού RΩ (p=0,006). Η χορήγηση της R και

του συνδυασμού RΩ είχαν ως αποτέλεσμα μεγαλύτερη μείωση της μάζας

της LpPLA2 σε σύγκριση με τη χορήγηση του συνδυασμού RF (p=0,003

και p=0,024, αντίστοιχα). Συμπεράσματα: Η μονοθεραπεία με υψηλή

δόση ροσουβαστατίνης έχει ευνοϊκότερη επίδραση στην ενεργότητα της

LpPLA2 σε σύγκριση με τη χορήγηση του συνδυασμού χαμηλής δόσης ρο-

σουβαστατίνης με φαινοφιμπράτη ή με ω-3 λιπαρά οξέα σε ασθενείς με

μεικτή δυσλιπιδαιμία.

Page 34: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

34 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

ΑΑ9

Επίδραση της υπολιπιδαιμικής αγωγής στη συγκέντρωσητων απολιποπρωτεϊνών CII και CIII σε ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία

Α. Αγγουρίδης,1 Χ. Κωσταρά,2 Ζ. Μητρογιάννη,1 Β. Τσιμιχόδημος,1 Ε. Μπαϊρακτάρη,2 Μ. Ελισάφ1

1Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Εργαστήριο Κλινικής Χημείας, Ιατρική Σχολή,Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

Εισαγωγή: Η απολιποπρωτεΐνη CII (apoCII) ενεργοποιεί τη λιποπρωτεϊνική

λιπάση (LPL) και συντελεί στην αποτελεσματική λιπόλυση των πλούσιων σε

τριγλυκερίδια λιποπρωτεϊνών. Αντίθετα, οι αυξημένες συγκεντρώσεις της

apoC-II αναστέλλουν την υδρόλυση των τριγλυκεριδίων διαμέσου της LPL. Η

απολιποπρωτεΐνη CIII (apoCIII) είναι αναστολέας της LPL. Σκοπός: Η μελέτη

της επίδρασης της μονοθεραπείας με υψηλή δόση ροσουβαστατίνης vs συν-

δυασμός χαμηλής δόσης ροσουβαστατίνης με φαινοφιμπράτη vs συνδυασμός

χαμηλής δόσης ροσουβαστατίνης με ω-3 λιπαρά οξέα στη συγκέντρωση των

apoCII και apoCIII σε ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία. Υλικό-Μέθοδος: 92

ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία τυχαιοποιήθηκαν σε ροσουβαστατίνη 40

mg (R) την ημέρα (n=31), σε συνδυασμό ροσουβαστατίνης 10 mg με φαινο-

φιμπράτη 200 mg (RF) την ημέρα (n=30) ή σε συνδυασμό ροσουβαστατίνης

10mg με ω-3 λιπαρά οξέα 2 g (RΩ) την ημέρα (n=31). Πριν την έναρξη και

μετά από 3 μήνες θεραπείας εκτιμήθηκε η μεταβολή των συγκεντρώσεων

των apoCII και apoCIII. Αποτελέσματα: Τόσο η χορήγηση της R όσο και των

συνδυασμών RF και RΩ είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση των συγκεντρώσε-

ων των apoCII και apoCIII. Στην ομάδα R (mg/dL): apoCII από 7,07±2,48 σε

5,11±1,53 (p<0,001) και apoCIII από 15,59±7,46 σε 12,05±4,15 (p<0,01),

στην ομάδα RF (mg/dL): apoCII από 9,37±2,68 σε 5,74±1,17 (p<0,001) και

apoCIII από 20,65±6,98 σε 11,65±2,56 (p<0,001), στην ομάδα RΩ (mg/dL):

apoCII από 7,20±2,05 σε 5,29±1,58 (p<0,001) και apoCIII από 16,75±5,36

σε 13,10±5,09 (p<0,001). Ωστόσο, παρατηρήθηκε μεγαλύτερη μείωση των

επιπέδων των apoCII και apoCIII με τη χορήγηση του συνδυασμού RF σε σύ-

γκριση τόσο με τη χορήγηση της R (p=0,04 και p=0,004, αντίστοιχα) όσο

και με τη χορήγηση του συνδυασμού RΩ (p=0,05 και p=0,007, αντίστοιχα).

Συμπεράσματα: Ο συνδυασμός χαμηλής δόσης ροσουβαστατίνης με φαινο-

φιμπράτη έχει ευνοϊκότερη επίδραση στις ποσοτικές μεταβολές των ApoCII

και ApoCIII σε σύγκριση τόσο με τη μονοθεραπεία με υψηλή δόση ροσουβα-

στατίνης όσο και με το συνδυασμό χαμηλής δόσης ροσουβαστατίνης με ω-3

λιπαρά οξέα σε ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία.

ΑΑ10

Eπίδραση της εζετιμίμπης σε παραμέτρους του οξειδωτικού στρεςA. Σπύρου,1 M. Κωσταπάνος,1 E. Γαζή,1 Ε. Λυμπερόπουλος,1 Α. Τσελέπης,2 Μ. Ελισάφ1

1Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας,Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

Εισαγωγή-Σκοπός: Η εζετιμίμπη είναι ένα αποτελεσματικό φάρμακο όσον

αφορά στη μείωση των επιπέδων της LDL-χοληστερόλης, όταν χορηγείται

είτε ως μονοθεραπεία είτε σε συνδυασμό με στατίνες. Ωστόσο, δεν είναι

γνωστό εάν αυτό το φάρμακο εμφανίζει και άλλες αντιαθηρωγόνες ιδιότη-

τες που συσχετίζονται ή όχι με την υπολιπιδαιμική της δράση. Σκοπός της

μελέτης είναι η εκτίμηση της επίδρασης της εζετιμίμπης σε παραμέτρους

του οξειδωτικού στρες σε ασθενείς με πρωτοπαθή δυσλιπιδαιμία. Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη συμμετείχαν 30 ασθενείς με ήπια ή μέτρια πρωτο-

παθή δυσλιπιδαιμία, οι οποίοι πήραν μονοθεραπεία με εζετιμίμπη 10 mg/

ημέρα. Πριν από την έναρξη της αγωγής καθώς και μετά από 12 εβδομάδες

προσδιορίσθηκε το λιπιδαιμικό προφίλ, καθώς και παράμετροι του οξειδωτι-

κού στρες, και συγκεκριμένα οι συγκεντρώσεις της οξειδωμένης LDL (oxLDL),

των 8-ισοπροστανίων (8-epiPGF2a), καθώς και των ενεργών μεταβολιτών

οξυγόνου (d-ROMs). Αποτελέσματα: Η χορήγηση της εζετιμίμπης μείωσε

την ολική χοληστερόλη κατά 17,8% (p<0,001), την LDL-χοληστερόλη κατά

24,2% (p<0,001), καθώς και την απολιποπρωτεΐνη Β κατά 16,0% (p<0,001).

Ωστόσο, δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές μεταβολές των τριγλυκεριδίων

και της HDL-χοληστερόλης. Επιπρόσθετα, η εζετιμίμπη μείωσε σημαντικά

τα επίπεδα της oxLDL κατά 20,3% (p<0,001), καθώς και του κλάσματος της

oxLDL προς την ολική LDL κατά 63,6% (p<0,001). Η μείωση των επιπέδων

της oxLDL συσχετίζονταν με τη μείωση των επιπέδων της LDL-χοληστερό-

λης (r=0,54, p=0,02). Τα επίπεδα των 8-epiPGF2a μειώθηκαν κατά 14,1%

(p=NS), ενώ δεν παρατηρήθηκε σημαντική μεταβολή της συγκέντρωσης

των d-ROMs. Συμπεράσματα: Η εζετιμίμπη μειώνει το οξειδωτικό στρες σε

ασθενείς με πρωτοπαθή δυσλιπιδαιμία. Αυτή η δράση της εζετιμίμπης φαί-

νεται ότι έως ένα βαθμό συσχετίζεται με την υπολιπιδαιμική της δράση.

Page 35: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 35

ΑΑ11

Ο αθηρωματικός δείκτης ΑΡΟΒ/ΑΡΟΑ1 και ο κίνδυνος εμφάνισηςοξέων ισχαιμικών, μη εμβολικών αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων

σε ηλικιωμένους ασθενείςΜ. Κωσταπάνος,1 Χ. Μηλιώνης,1 Λ. Χριστογιάννης,1 Ε. Μπίκα,1 Ε. Μπαϊρακτάρη,2

Ι. Γουδέβενος,1 Μ. Ελισάφ1

1Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα2Εργαστήριο Κλινικής Χημείας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

Εισαγωγή-Σκοπός: Επιδημιολογικές μελέτες έδειξαν ότι ο αθηρωματικός

δείκτης apoB/apoA1 είναι ισχυρός προγνωστικός δείκτης για την εμφάνιση

ισχαιμικών αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων (ΑΕΕ). Ωστόσο, η προγνω-

στική του αξία φαίνεται ότι μειώνεται με την αύξηση της ηλικίας. Σκοπός

της μελέτης είναι η εκτίμηση της προγνωστικής αξίας του δείκτη apoB/

apoA1 για την εμφάνιση ισχαιμικών ΑΕΕ σε άτομα ηλικίας >70 ετών. Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη συμμετείχαν 163 άτομα (88 άνδρες) ηλικίας >70

ετών που νοσηλεύθηκαν εξαιτίας ενός πρώτου ισχαιμικού ΑΕΕ (ασθενείς),

καθώς και 166 υγιείς εθελοντές (87 άνδρες) ηλικίας >70 ετών χωρίς γνωστή

καρδιαγγειακή νόσο (ομάδα ελέγχου). Στον πληθυσμό της μελέτης εκτιμή-

θηκαν: το ιστορικό καπνίσματος, αρτηριακής υπέρτασης, σακχαρώδη δια-

βήτη και χορήγησης φαρμάκων, καθώς και κλινικά στοιχεία, όπως ο δείκτης

μάζας σώματος (ΒΜΙ) και η περίμετρος μέσης. Παράλληλα προσδιορίσθη-

καν: το λιπιδαιμικό προφίλ, η κρεατινίνη του ορού, καθώς και παράμετροι

του μεταβολισμού των υδατανθράκων. Αποτελέσματα: Τα επίπεδα του δεί-

κτη apoB/apoA1 ήταν υψηλότερα στους ασθενείς σε σύγκριση με την ομάδα

ελέγχου (1,04±0,33 έναντι 0,86±0,22 αντίστοιχα, p<0,001). Σε λογιστική

ανάλυση παλινδρόμησης, ο δείκτης apoB/apoA1 συσχετίζονταν σημαντικά

με την εμφάνιση ισχαιμικού ΑΕΕ [OR 1,27 (95% CI=1,15–1,39, p<0,001)].

Αυτή η συσχέτιση ήταν σημαντική ακόμη και μετά από διόρθωση για την

ηλικία, το φύλο, το κάπνισμα, το ΒΜΙ, την περίμετρο μέσης, την παρουσία

υπέρτασης και σακχαρώδη διαβήτη καθώς και τα επίπεδα της γλυκόζης, της

ινσουλίνης και των λιποπρωτεϊνών του ορού [OR 1,13 (95%, CI=1,00-1,27,

p<0,05]. Συμπεράσματα: Σε ηλικιωμένους ασθενείς, ο αθηρωματικός δεί-

κτης apoB/apoA1 αποτελεί ισχυρό και ανεξάρτητο προγνωστικό δείκτη για

την εμφάνιση ισχαιμικών, μη εμβολικών ΑΕΕ.

ΑΑ12

Τα επίπεδα χοληστερόλης των ερυθροκυτταρικών μεμβρανώνσυσχετίζονται με τη δημιουργία και το μέγεθος του λιπώδους

πυρήνα σε πειραματικά μοντέλα αθηροσκλήρωσηςΔ. Τζιακάς,1 Γ. Χαλικιάς,1 Δ. Στάκος,1 Α. Θωμαϊδη,1 Α. Καπελούζου,2

Σ. Κωνσταντινίδης,1 Χ. Μπουντούλας2

1Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Αλεξανδρούπολη, 2Κέντρο Κλινικής Έρευνας,Ίδρυμα Βιοϊατρικής Έρευνας, Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Η περιεκτικότητα σε ολική χοληστερόλη των ερυ-

θροκυτταρικών μεμβρανών (CEM) αναδεικνύεται ως ένας νέος δείκτης

κλινικής αστάθειας στη στεφανιαία νόσο. Είναι πιθανό, η χοληστερόλη των

ερυθροκυτταρικών μεμβρανών να συμμετέχει στην αύξηση του μεγέθους

του λιπώδη πυρήνα και συνεπώς στην αστάθεια της αθηροσκληρωτικής

πλάκας. Με την παρούσα μελέτη διερευνήσαμε την επίδραση των επι-

πέδων CEM στη δημιουργία αθηροσκληρωτικών πλακών σε θωρακικές

αορτές πειραματοζώων. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήσαμε 14 αρσενικούς

κονίκλους Νέας Ζηλανδίας. Τα ζωικά πρότυπα χωρίστηκαν σε 2 ομάδες

ανάλογα με τη διατροφή τους (Ομάδα Α: 6 κόνικλοι με φυσιολογική τροφή

και Ομάδα Β: 8 κόνικλοι με τροφή εμπλουτισμένη κατά 0,75% χοληστερό-

λη) και παρακολουθήθηκαν για χρονικό διάστημα 5 μηνών. Ανά μήνα έγινε

προσδιορισμός των επιπέδων CEM των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Στο τέλος

της παρακολούθησης προσδιορίσθηκε το μέγεθος του λιπώδους πυρήνα

στις αθηροσκληρωτικές πλάκες της θωρακικής αορτής. Αποτελέσματα: Μεταξύ των κονίκλων της ομάδας Α τα επίπεδα CEM κατά τη διάρκεια της

παρακολούθησης δε διέφεραν σημαντικά μεταξύ των διαδοχικών δειγματο-

ληψιών (p=0,200). Αντίθετα, μεταξύ των κονίκλων της ομάδας Β παρατη-

ρήθηκε σημαντική μεταβολή των επιπέδων τους (p<0,001). Συγκεκριμένα,

παρατηρήθηκε αύξηση των επιπέδων CEM κατά τον 5ο μήνα (89,5 μg/mg,

IQ 38,3 μg/mg) συγκριτικά με τα επίπεδα κατά την εισαγωγή (33 μg/mg,

IQ 29 μg/mg, p=0,004) και κατά τον 1ο μήνα (35,5 μg/mg, ΙQ 31,8 μg/mg,

p=0,025). Κατά τη δειγματοληψία του 5ου μήνα παρατηρήθηκαν επίσης

σημαντικά υψηλότερες (p=0,005) τιμές CEM στους κονίκλους της ομάδας

Β (89,5 μg/mg, IQ 38,3 μg/mg) συγκριτικά με αυτές της ομάδας Α (29,5

μg/mg, IQ 14 μg/mg). Τα επίπεδα CEM κατά τη δειγματοληψία του 5ου

μήνα συσχετιζόταν με το μέγεθος του λιπώδους πυρήνα (Spearman’s rho

= 0,794, p=0,001) στη θωρακική αορτή. Συμπεράσματα: Τα ευρήματα

της μελέτης αυτής συνηγορούν υπέρ της αιτιοπαθολογικής σχέσης μεταξύ

των επιπέδων της χοληστερόλης στις ερυθροκυτταρικές μεμβράνες και το

σχηματισμό και την εξέλιξη του λιπώδους πυρήνα στις αθηροσκληρωτικές

πλάκες.

Page 36: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

36 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

ΑΑ13

Η προσκόλληση στο μεσογειακό διατροφικό πρότυπο συσχετίζεται θετικά με το λόγο LDL-χοληστερόλη/LDL-apo-B. Mελέτη Αττική

Χ. Καστορίνη,2 Δ. Παναγιωτάκος,2 Χ. Χρυσοχόου,1 Χ. Πίτσαβος,1 Ι. Σκούμας,1 Σ. Βέλλας,1

Μ. Κάμπαξης,1 Χ. Στεφανάδης1

1Α΄ Καρδιολογική Κλινική, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα, 2Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Σκοπός αυτής της εργασίας είναι να αξιολογηθεί η σχέ-

ση μεταξύ της προσκόλλησης στη Μεσογειακή Διατροφή και των επιπέδων

του λόγου LDL-χοληστερόλη/LDL-apo-Β, ο οποίος εκφράζει τα επίπεδα των

μικρών και πυκνών LDL σωματιδίων. Υλικό-Μέθοδος: Η μελέτη ΑΤΤΙΚΗ,

είναι μια επιδημιολογική μελέτη με 3042 συμμετέχοντες, 1528 άνδρες και

1514 γυναίκες (ηλικίας >18 ετών), επιλεγμένους με τυχαίο τρόπο και κατά

αντιστοιχία με το φύλο και ηλικία του πληθυσμού της περιοχής της Αττικής,

κατά τη διάρκεια 2001–2002. Για την αξιολόγηση της προσκόλλησης στη

Μεσογειακή Διατροφή χρησιμοποιήθηκε το σκορ MedDietScore (θεωρητικό

εύρος: 0–55). Ο λόγος LDL-χοληστερόλη/LDL-apo-B υπολογίστηκε με βάση

τον τύπο (0,94χοληστερόλη 0,94 HDL–0,19 τριγλυκερίδια)/(apo-B 0,09 χο-

ληστερόλη+0,09 HDL–0,08 τριγλυκερίδια). Χαμηλότερες τιμές αυτού του

λόγου σχετίζονται με αυξημένη παρουσία μικρών και πυκνών LDL σωματι-

δίων. Αποτελέσματα: Μετά από έλεγχο για πιθανούς συγχυτικούς παράγο-

ντες, οι συμμετέχοντες στο χαμηλότερο τριτημόριο και στο δεύτερο τριτη-

μόριο του MedDietScore (δηλ. <27), είχαν μικρότερο λόγο LDL-χοληστερό-

λης/LDL-apo B, σε σχέση με αυτούς στο υψηλότερο τριτημόριο (B=–0,055,

p=0,027, B=–0,043, p=0,022, αντίστοιχα). Επιπρόσθετα τα αποτελέσματα

από την πολλαπλή λογαριθμιστική παλινδρόμηση έδειξαν ότι οι συμμετέχο-

ντες που ακολουθούν πιστά το Μεσογειακό Πρότυπο Διατροφής έχουν 36%

(95% ΔΕ: 0,42–0,97) μικρότερη πιθανότητα να έχουν επίπεδα του λόγου

LDL-χοληστερόλη/LDL apo-B χαμηλότερα από τη διάμεσο, δηλαδή 1,35, σε

σχέση με όσους τηρούν μια πιο δυτικού τύπου διατροφή. Επίσης, φαίνεται

ότι η προστατευτική δράση της Μεσογειακής Διατροφής είναι πιο εμφανής

στις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες. Συμπεράσματα: Η υιοθέτηση του

Μεσογειακού Προτύπου Διατροφής σχετίζεται με χαμηλότερα επίπεδα των

πιο αθηρογόνων μικρών και πυκνών LDLσωματιδίων, που θεωρούνται ση-

μαντικός παράγοντας κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο.

ΑΑ14

Διατροφικές συνήθειες και πιθανότητα ανάπτυξης οξέοςστεφανιαίου συνδρόμου:

Προκαταρκτικά αποτελέσματα επιδημιολογικής μελέτης ασθενών-μαρτύρωνΧ. Καστορίνη,1,2 Χ. Μηλιώνης,1 Α. Ιωαννίδη,2 Ε. Γεωργουσοπούλου,2 Μ. Κωσταπάνος,1

Ε. Μπίκα,1 Β. Νικολάου,3 Ι. Γουδέβενος,1 Δ. Παναγιωτάκος2

1Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα,3Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Κοργιαλένειο-Μπενάκειο ΕΕΣ» (Ερυθρός Σταυρός), Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η αξιολόγηση

της σχέσης μεταξύ της προσκόλλησης σε διατροφικά πρότυπα και της ανά-

πτυξης καρδιαγγειακών νοσημάτων. Υλικό-Μέθοδος: Κατά τη διάρκεια

2009–2010, όλοι οι διαδοχικοί ασθενείς με ΟΣΣ (n=119) εντάχθηκαν στη

μελέτη, 100 άνδρες (60±12 ετών) και 19 γυναίκες (63±15 ετών). Επιπλέον,

στη μελέτη εντάχθηκαν 122 υγιείς εξομειωμένοι ως προς το φύλο και την

ηλικία με τους ασθενείς, 97 άνδρες (58±11 ετών) και 25 γυναίκες (65±12

ετών). Έγινε λεπτομερής καταγραφή των πληροφοριών σχετικά με τα:

ιατρικό ιστορικό, κοινωνικοοικονομική κατάσταση, ανθρωπομετρικά στοι-

χεία, ψυχολογική κατάσταση, φυσική δραστηριότητα και καπνιστικές συ-

νήθειες. Οι διατροφικές συνήθειες αξιολογήθηκαν με χρήση ημιποσοτικού

ερωτηματολογίου συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων. Αποτελέσματα: Για την ανίχνευση των διατροφικών προτύπων των συμμετεχόντων χρη-

σιμοποιήθηκε η πολυμεταβλητή μέθοδος, ανάλυση σε κύριες συνιστώσες.

Αναδείχτηκαν 6 κύρια διατροφικά πρότυπα που ερμηνεύουν 60% της συ-

νολικής μεταβλητότητας της πληροφορίας. Το πρότυπο 1 χαρακτηρίζεται

από την κατανάλωση οσπρίων και μαγειρεμένων λαχανικών, το πρότυπο

2 από την κατανάλωση κόκκινου και επεξεργασμένου κρέατος, τυριών

και πατάτας, το 3 από την κατανάλωση ψαριού και σαλάτας, το 4 από την

κατανάλωση ζυμαρικών, γλυκών, γάλακτος και γιαουρτιού, το 5 από την

κατανάλωση αλκοόλ και καφέ και το 6 από την κατανάλωση πουλερικών.

Η πολλαπλή λογαριθμιστική παλινδρόμηση μετά από έλεγχο για πιθανούς

συγχυτικούς παράγοντες έδειξε ότι τα άτομα που ακολουθούν το πρότυπο

3 έχουν 35% (95%ΔΕ: 0,468–0,916) μικρότερη πιθανότητα να εκδηλώσουν

οξύ στεφανιαίο σύνδρομο. Δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές συσχετίσεις

για τα υπόλοιπα διατροφικά πρότυπα. Συμπεράσματα: Η τήρηση ενός

υγιεινού διατροφικού προτύπου σχετίζεται με προστασία έναντι στην εκ-

δήλωση οξέων στεφανιαίων συνδρόμων.

Page 37: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 37

ΑΑ15

Αξιολόγηση της αντίληψης της σπουδαιότητας των παραγόντωνκαρδιαγγειακού κινδύνου από ασθενείς με πρώτη εκδήλωση

οξέος στεφανιαίου συνδρόμου και από υγιή άτομα:Προκαταρκτικά αποτελέσματα επιδημιολογικής μελέτης ασθενών-μαρτύρων

Χ. Καστορίνη,1,2 Χ. Μηλιώνης,1 Ε. Ντζιού,2 Κ. Καλαντζή,1 Β. Σαλμά,1 Α. Κραμβής,3 Φ. Λιόλιου,3

Β. Νικολάου,3 Ι. Γουδέβενος,1 Δ. Παναγιωτάκος2

1Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 3Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Κοργιαλένειο-Μπενάκειο ΕΕΣ» (Ερυθρός Σταυρός), Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η αξιολόγηση της

αντίληψης της σπουδαιότητας των παραγόντων κινδύνου για την εκδήλωση

καρδιαγγειακών νοσημάτων από ασθενείς με πρώτη εκδήλωση οξέος στεφα-

νιαίου επεισοδίου και από υγιή άτομα. Υλικό-Μέθοδος: Κατά τη διάρκεια

2009–2010, όλοι οι διαδοχικοί ασθενείς με ΟΣΣ (n=119) εντάχθηκαν στη με-

λέτη, 100 άνδρες (60±12 ετών) και 19 γυναίκες (63±15 ετών). Επιπλέον, στη

μελέτη εντάχθηκαν 122 υγιείς εξομειωμένοι ως προς το φύλο και την ηλικία

με τους ασθενείς, 97 άνδρες (58±11 ετών) και 25 γυναίκες (65±12 ετών). Έγινε

λεπτομερής καταγραφή των: ιατρικό ιστορικό, κοινωνικοοικονομική κατά-

σταση, ανθρωπομετρικά στοιχεία, ψυχολογική κατάσταση, φυσική δραστηρι-

ότητα, καπνιστικές συνήθειες, διατροφικές συνήθειες. Επίσης, αξιολογήθηκε

η σπουδαιότητα 8 παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου με χρήση κλίμακας

από 1–9, μεγαλύτερες τιμές υποδηλώνουν μεγαλύτερη επίδραση του πα-

ράγοντα. Αποτελέσματα: Οι ασθενείς θεωρούν σπουδαιότερο παράγοντα

καρδιαγγειακού κινδύνου το άγχος, ενώ οι υγιείς το κάπνισμα. Τόσο ασθενείς,

όσο και υγιείς θεωρούν λιγότερο σημαντικό παράγοντα το παθητικό κάπνισμα.

Σε σχέση με τους υγιείς, οι ασθενείς πιστεύουν ότι το άγχος σχετίζεται ση-

μαντικά εντονότερα με την εκδήλωση καρδιαγγειακών νοσημάτων, ενώ αντί-

θετα οι υγιείς θεωρούν ότι οι υπόλοιποι παράγοντες σχετίζονται σημαντικά

εντονότερα με την εκδήλωση καρδιαγγειακών νοσημάτων σε σχέση με τους

ασθενείς (οικογενειακό ιστορικό, ατομικό ιστορικό υπερχοληστερολαιμίας-

υπέρτασης-διαβήτη, υπερβάλλον βάρος, κάπνισμα, καθιστική ζωή, κακή δια-

τροφή). Δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές μεταξύ ασθενών και υγιών

ως προς τη σημαντικότητα του παθητικού καπνίσματος. Συμπεράσματα: Παρατηρούνται διαφορές στις αντιλήψεις για τη σοβαρότητα των παραγό-

ντων καρδιαγγειακού κινδύνου σε ασθενείς και υγιείς, αναδεικνύοντας το ρό-

λο της κατάστασης υγείας για την προτεραιότητα που δίνουν τα άτομα στους

παράγοντες κινδύνου.

ΑΑ16

Μελέτη του λιπιδαιμικού προφίλ ασθενών με ιστορικό οξέος ισχαιμικού αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου και συσχέτισή του

με την ηλικία εμφάνισής τουΣ. Πατιάκας,1 Χ. Χαραλάμπους2

1Μικροβιολογικό Εργαστήριο, Γενικό Νοσοκομείο Καστοριάς, Καστοριά2Εξωτερικό Ιατρείο Λιπιδίων & Αθηροσκλήρωσης, Παθολογική Κλινική, Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη

Εισαγωγή-Σκοπός: Να διερευνηθούν τα επίπεδα τριγλυκεριδίων (TRIG),

ολικής χοληστερόλης (TCHOL), HDL και LDL χοληστερόλης, σε περιπτώσεις

ασθενών με ιστορικό οξέος ισχαιμικού αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου

(ΑΕΕ) και να αναζητηθεί πιθανή συσχέτισή τους με την ηλικία εμφάνισης

του ΑΕΕ. Υλικό-Μέθοδος: Υλικό της μελέτης μας αποτέλεσαν 117 ασθενείς

(65 άνδρες - 52 γυναίκες) οι οποίοι υπέστησαν στο παρελθόν οξύ ισχαιμικό

ΑΕΕ. Επρόκειτο για 14 ασθενείς ηλικίας 35–55 ετών (ομάδα Α), για 34 ηλικίας

56-70 ετών (ομάδα Β) και για 69 ασθενείς 71–92 ετών (ομάδα Γ). Σε όλους,

προσδιορίστηκαν τα επίπεδα TRIG, HDL και LDL χοληστερόλης, σε αυτόματο

βιοχημικό αναλυτή, ύστερα από 12ωρη νηστεία, και ελέγχθηκε η τυχόν λήψη

υπολιπιδαιμικής φαρμακευτικής αγωγής. Αποτελέσματα: Αυτά συνοψίζο-

νται στον πίνακα 1, ενώ υπολιπιδαιμική αγωγή διαπιστώθηκε σε 5 ασθενείς

TCHOL mg/dL HDL mg/dL LDL mg/dL TRIG mg/dL<200 200–300 >300 <50 >50 <130 >130 <150 150–200 >200

Ομάδα Α 5 7 2 9 5 6 8 7 4 3

Ομάδα Β 15 14 5 23 11 14 20 18 10 6

Ομάδα Γ 34 27 8 56 13 36 33 41 17 11

στην ομάδα Α, σε 12 στην ομάδα Β και σε 23 στην ομάδα Γ. Συμπεράσματα: Σε μικρότερες ηλικίες παρατηρείται υψηλότερο ποσοστό, τόσο ολικής χο-

ληστερόλης μεγαλύτερης από 200 mg/dL (64,3% και 50,7% αντίστοιχα στις

ομάδες Α και Γ), όσο και LDL χοληστερόλης μεγαλύτερης από 130 mg/dL

(57,1% και 47,8%), ενώ η υπολιπιδαιμική αγωγή είναι σχεδόν παρόμοια σε

όλες τις ηλικίες. Ενισχύεται, επομένως, η άποψη που θεωρεί τις υψηλές τιμές

της ολικής και της LDL χοληστερόλης στις ηλικίες 35–70 ετών, ως ισχυρό ανε-

ξάρτητο παράγοντα κινδύνου στην παθογένεση του ΑΕΕ σε άτομα μικρότερα

των 70 ετών, ενώ υπογραμμίζεται η επιτακτική ανάγκη να υπάρξει «επιθετι-

κότερη» υπολιπιδαιμική αγωγή από νωρίς, στις μικρότερες δηλαδή ηλικίες,

προκειμένου να προληφθεί και να περιοριστεί στο ελάχιστο δυνατό ο κίν-

δυνος ισχαιμικού ΑΕΕ.

Page 38: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

38 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

ΑΑ17

Μελέτη συσχέτισης φερριτίνης και Mεταβολικού Συνδρόμου (ΜΣ)Σ. Πατιάκας,1 Χ. Χαραλάμπους2

1Μικροβιολογικό Εργαστήριο, Γενικό Νοσοκομείο Καστοριάς, Καστοριά, 2Εξωτερικό Ιατρείο Λιπιδίων & Αθηροσκλήρωσης, Παθολογική Κλινική, Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη

Eισαγωγή-Σκοπός: Να διερευνηθεί η πιθανή συσχέτιση μεταξύ των τιμών

της φερριτίνης του ορού του αίματος αφενός, και του δείκτη της μάζας του

σώματος (ΒΜΙ) και των επιμέρους παραμέτρων του ΜΣ αφετέρου, δεδομέ-

νου ότι η φερριτίνη αποτελεί πρωτεΐνη οξείας φάσεως, ενώ στην παχυσαρ-

κία «ενεργοποιείται» ευκολότερα η διαδικασία της αθηρωμάτωσης, και συνε-

πώς, αυξάνεται ο κίνδυνος καρδιαγγειακού συμβάματος. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήθηκαν συνολικά 64 ασθενείς με ΜΣ, η διάγνωση του οποίου βασίστη-

κε στα μείζονα κριτήρια του NCEP ATP III (National Cholesterol Education

Program Third Adult Treatment Panel) στα οποία περιλαμβάνονται, ως

γνωστόν: (α) Περίμετρος μέσης >102 cm για τους άνδρες, και >88 cm για τις

γυναίκες, (β) Αρτηριακή Πίεση >130/85 mmHg, (γ) Σάκχαρο αίματος >110

mg/dL, (δ) Tριγλυκερίδια >150 mg/dL, και τέλος (ε) HDL-χοληστερόλη <40

mg/dL για τους άνδρες, και <50 mg/dL για τις γυναίκες. Σε όλους υπολο-

γίστηκε ο ΒΜΙ και μετρήθηκε η τιμή της φερριτίνης του ορού του αίματος

με ανοσοχημική μέθοδο, ενώ η στατιστική ανάλυση της συσχέτισης των πα-

ραπάνω παραμέτρων με τα επίπεδα της φερριτίνης που ακολούθησε, πραγ-

ματοποιήθηκε με τη χρήση του προγράμματος SPSS και τη συσχέτιση κατά

Spearman, δεδομένου ότι η τιμή της φερριτίνης δεν ακολουθεί κανονική

κατανομή. Αποτελέσματα-Συμπεράσματα: Αποδείχθηκε ότι η φερριτίνη

δεν παρουσιάζει στατιστικά σημαντική συσχέτιση ούτε με την ΑΠ, ούτε με

τον ΒΜΙ, αλλά ούτε και με κανένα από τα επιμέρους στοιχεία του λιπιδαιμι-

κού προφίλ (τριγλυκερίδια, HDL-χοληστερόλη) που ελέγχθηκαν. Επίσης, η

συσχέτισή της με τα επίπεδα του σακχάρου, δεν τεκμηρίωσαν στατιστικά

σημαντική σχέση. Αντίθετα, ο συντελεστής συσχέτισης r κατά Spearman της

φερριτίνης με την περίμετρο της μέσης ήταν +0,232, γεγονός που αποδει-

κνύει στατιστικά σημαντική συσχέτιση των δύο παραμέτρων (p<0,001).

ΑΑ18

H επιβαρυντική δράση της προστιθέμενης κατανάλωσης άλατοςστην πιθανότητα εμφάνισης οξέος στεφανιαίου συνδρόμου.

Προκαταρκτικά αποτελέσματα επιδημιολογικήςμελέτης ασθενών-μαρτύρων

Χ. Καστορίνη,1,2 Χ. Μηλιώνης,1 Μ. Συμεοπούλου,2 Ζ. Κονιδάρη,2 Α. Λιτσαρδοπούλου,2

Γ. Παπαγιαννοπούλου,2 Λ. Παπαδημητρίου,3 Β. Νικολάου,3 Ι. Γουδέβενος,1 Δ. Παναγιωτάκος2

1Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα,3Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Κοργιαλένειο–Μπενάκειο ΕΕΣ» (Ερυθρός Σταυρός), Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η εκτίμηση της

σχέσης μεταξύ της κατανάλωσης αλατιού στο μαγείρεμα και στο τραπέζι

και της εκδήλωσης οξέος στεφανιαίου συνδρόμου (ΟΣΣ). Υλικό-Μέθοδος: Κατά τη διάρκεια 2009–2010, όλοι οι διαδοχικοί ασθενείς με ΟΣΣ (n=119)

εντάχθηκαν στη μελέτη, 100 άνδρες (60±12 ετών) και 19 γυναίκες (63±15

ετών). Επιπλέον, στη μελέτη εντάχθηκαν 122 υγιείς εξομειωμένοι ως προς το

φύλο και την ηλικία με τους ασθενείς, 97 άνδρες (58±11 ετών) και 25 γυναί-

κες (65±12 ετών). Έγινε λεπτομερής καταγραφή των πληροφοριών σχετικά

με τα: ιατρικό ιστορικό, κοινωνικοοικονομική κατάσταση, ανθρωπομετρικά

στοιχεία, ψυχολογική κατάσταση, φυσική δραστηριότητα και καπνιστικές

συνήθειες. Οι διατροφικές συνήθειες αξιολογήθηκαν με χρήση ημιποσοτικού

ερωτηματολογίου συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων. Αποτελέσματα: Τα

αποτελέσματα από την πολλαπλή λογαριθμιστική παλινδρόμηση, μετά από

έλεγχο για το φύλο, την ηλικία, το δείκτη μάζας σώματος, τη φυσική δρα-

στηριότητα και τις καπνιστικές συνήθειες, έδειξαν ότι η προσθήκη αλατιού

κατά τη διάρκεια του μαγειρέματος σχετίζεται με 25% αυξημένη πιθανότη-

τα εκδήλωσης οξέος στεφανιαίου συνδρόμου (95%ΔΕ: 0,583–2,670), ενώ η

προσθήκη επιπλέον αλατιού στο σερβιρισμένο φαγητό σχετίζεται με 99%

μεγαλύτερη πιθανότητα για εκδήλωση οξέος στεφανιαίου συνδρόμου

(95%ΔΕ: 1,095–3,327). Συμπεράσματα: Αυξημένη πρόσληψη αλατιού τό-

σο στο μαγείρεμα, όσο και στο σερβιρισμένο φαγητό, σχετίζεται με αύξηση

της πιθανότητας εμφάνισης οξέος στεφανιαίου συνδρόμου.

Page 39: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 39

ΑΑ19Η ευεργετική επίδραση της μεσογειακής δίαιτας στη σχέση μεταξύ

καταθλιπτικής συμπτωματολογίας και πρώιμης έκβασης των ασθενώνπου επιβιώνουν μετά από ένα οξύ στεφανιαίο επεισόδιο

Χ. Χρυσοχόου,1 Π. Αγγελόπουλος,1 Κ. Λιόντου,1 Χ. Καστορίνη,2 Δ. Τσιαχρής,1 Ε. Τσιάμης,1

Ε. Βαβουρανάκης,1 Α. Αγγελής,1 Χ. Πίτσαβος,1 Χ. Στεφανάδης1

1Α΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα, 2Τμήμα ΕπιστήμηςΔιαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα

ΑΑ20

Η μακροχρόνια υιοθέτηση ενός φυσικά δραστήριου τρόπου ζωήςφαίνεται να διατηρεί τη φυσιολογική συστολική λειτουργία της αριστερής κοιλίας μέσω της μείωσης της αντιφλεγμονώδους απάντησης σε ασθενείς

με οξύ στεφανιαίο σύνδρομοΠ. Αγγελόπουλος, Χ. Χρυσοχόου, Κ. Λιόντου, Ε. Χριστοφοράτου, Γ. Μεταλληνός, Χ. Αντωνίου,

Ν. Ιωακειμίδης, Λ. Ραυτόπουλος, Χ. Πίτσαβος, Χ. ΣτεφανάδηςΑ' Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Τα πρόσφατα καταθλιπτικά επεισόδια (ΚΕ) έχουν συ-

σχετιστεί με δυσμενή έκβαση σε στεφανιαίους ασθενείς, ενώ η Μεσογειακή

Δίαιτα (ΜΔ) έχει δείξει ευνοϊκά αποτελέσματα στην πρωτογενή και δευτε-

ρογενή πρόληψη των καρδιαγγειακών νοσημάτων. Εκτιμήσαμε το ρόλο των

πρόσφατων ΚΕ στο πρώιμο κλινικό αποτέλεσμα (30 ημερών) σε ασθενείς που

επιβίωσαν μετά από οξύ στεφανιαίο σύνδρομο (ΟΣΣ). Ένα διαιτητικό σκορ

που εκτιμά τα χαρακτηριστικά της ΜΔ αναπτύχθηκε για κάθε άτομο (εύρος

0–55). Υλικό-Μέθοδος: Καταγράψαμε τις μη θανατηφόρες εισαγωγές των

ΟΣΣ στο νοσοκομείο μας κατά τη διάρκεια των ετών 2007–2008. Μεταξύ δια-

φόρων κοινωνικο-δημογραφικών, βιοκλινικών, διαιτητικών χαρακτηριστι-

κών, συνηθειών τρόπου ζωής, παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου και βιο-

χημικών παραμέτρων εκτιμήθηκε και η αξιολόγηση των ΚΕ κατά τη διάρκεια

του προηγούμενου μήνα, βασισμένη στην κλίμακα CES-D. Αποτελέσματα: 1000 ασθενείς συμπεριλήφθησαν στη μελέτη (ηλικίας 64±13 χρονών, 79%

άνδρες, 79% οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου). Το μέσο σκορ του CES-D ήταν

24±13. Χωρίσαμε τους ασθενείς ανάλογα με την κλίμακα CES-D σε τριτημόρια

(<17, 17026,>26) και βρήκαμε ότι οι ασθενείς στο ανώτερο τριτημόριο είχαν

υψηλότερη επίπτωση πρώιμων καρδιαγγειακών επεισοδίων (18% έναντι

12%, p=0,01) και υπέρτασης (67% έναντι 53%, p=0,05) και οριακά χαμη-

λότερο σκορ ΜΔ (18±4 έναντι 19±4, p=0,06), συγκριτικά με τους ασθενείς

στο χαμηλότερο τριτημόριο. Η πολυπαραγοντική ανάλυση αποκάλυψε ότι αύ-

ξηση κατά μία μονάδα στην κλίμακα CES-D συσχετιζόταν με 4% υψηλότερο

κίνδυνο (95% ΔΕ1,00–1,82, p=0,04) υποτροπής επεισοδίων (θανάτου/επα-

νεισαγωγής), μετά από έλεγχο για διάφορους συγχυστές. Όταν η ΜΔ εισήχθη

στο μοντέλο, το σκορ CES-D έχασε τη σημαντικότητά του (p=0,3). Όταν έγινε

διαστρωμάτωση ανάλογα με το τριτημόριο του σκορ ΜΔ, η καταθλιπτική

συμπτωματολογία παρέμεινε σημαντική μόνο μεταξύ των ασθενών με το

χαμηλότερο σκορ ΜΔ (p=0,05). Συμπεράσματα: Τα σοβαρά πρόσφατα ΚΕ

συσχετίζονται με χειρότερη πρόγνωση των 30 ημερών στους ασθενείς που

επιβιώνουν μετά από ΟΣΣ, παρόλο που σ’ αυτή τη σχέση παρεμβαίνουν οι

διατροφικές συνήθειες. Η υιοθέτηση της ΜΔ φαίνεται να παρέχει προστασία

έναντι στη δυσμενή επίδραση της κατάθλιψης στην πρώιμη έκβαση.

Εισαγωγή-Σκοπός: Η τακτική φυσική δραστηριότητα έχει συσχετιστεί με μει-

ωμένη σοβαρότητα των οξέων στεφανιαίων συνδρόμων (ΟΣΣ), μειωμένη ενδο-

νοσοκομειακή θνησιμότητα και καλύτερη πρώιμη πρόγνωση. Προσπαθήσαμε

να εκτιμήσουμε τη σχέση μεταξύ του επιπέδου φυσικής δραστηριότητας, της

ανάπτυξης συστολικής δυσλειτουργίας της αριστερής κοιλίας (ΣΔΑΚ) και της

φλεγμονώδους απάντησης σε ασθενείς με ΟΣΣ. Υλικό-Μέθοδος: Κατά τη

διάρκεια των ετών 2006–2009, 710 ασθενείς με ΟΣΣ εισήχθησαν στη μελέτη.

Από αυτούς 256 άνδρες (ηλικίας 64±14 ετών) και 64 γυναίκες (ηλικίας 71±12

ετών) ανέπτυξαν ΣΔΑΚ (ΚΕ<40%), ενώ 304 άνδρες (ηλικίας 62±12 ετών) και

86 γυναίκες (ηλικίας 67±12 ετών) διατήρησαν φυσιολογική συστολική λειτουρ-

γία αριστερής κοιλίας (ΚΕ>40%). Τα μοντέλα λογαριθμιστικής παλινδρόμησης

εφαρμόστηκαν προκειμένου να εκτιμηθεί η επίδραση του επιπέδου φυσικής

δραστηριότητας (που εκτιμήθηκε με τη χρήση του Διεθνούς Ερωτηματολογίου

Φυσικής Δραστηριότητας, IPAQ) στην ανάπτυξη ΣΔΑΚ, η οποία εκτιμήθηκε

υπερηχοκαρδιογραφικά την 5η ημέρα νοσηλείας και στη φλεγμονώδη απάντη-

ση κατά την εισαγωγή. Αποτελέσματα: Η έλλειψη φυσικής δραστηριότητας

παρουσίασε υψηλότερη επίπτωση σε αυτούς που ανέπτυξαν ΣΔΑΚ συγκριτικά

με τους υπόλοιπους ασθενείς (62% έναντι 57%, p=0,01), υποδεικνύοντας μι-

κρότερη μακροχρόνια υιοθέτηση της άσκησης. Επιπλέον, η φυσική δραστηρι-

ότητα, τα έτη, η διάρκεια και η ένταση άσκησης συσχετίστηκαν με μικρότερη

πιθανότητα ανάπτυξης ΣΔΑΚ μετά από ΟΣΣ (ΣΛ=0,79, 95% ΔΕ=0,66–0,95,

ΣΛ=0,98, 95% ΔΕ=0,96–1,00, ΣΛ=0,99, 95% ΔΕ=0,98–0,99, ΣΛ=0,86, 95%

ΔΕ=0,84–1,00 αντίστοιχα), μετά από έλεγχο για συγχυστές, όπως κάπνισμα,

υπέρταση, διαβήτη, υπερχοληστερολαιμία, εγκεφαλικό νατριουρητικό πε-

πτίδιο, χρονικό διάστημα καθυστέρησης, πρωτοεμφανιζόμενο επεισόδιο και

κάθαρση κρεατινίνης. Επιπρόσθετα, η φυσική δραστηριότητα συσχετίστηκε

αντίστροφα με τον αριθμό των λευκών αιμοσφαιρίων (r=–0,068, p=0,05),

ενώ τα έτη και η διάρκεια της άσκησης ήταν επίσης αντιστρόφως σχετιζόμενα

με τον αριθμό λευκών αιμοσφαιρίων, τα επίπεδα της C-αντιδρώσας πρωτεΐνης,

τροπονίνης Ι και ιντερλευκίνης 6 (σε όλα p=0,05). Συμπεράσματα: Η μακρο-

χρόνια υιοθέτηση ενός τρόπου ζωής που περιλαμβάνει την φυσική δραστηριό-

τητα φαίνεται να συνεισφέρει περαιτέρω καρδιοπροστασία μέσω μείωσης της

φλεγμονώδους αντίδρασης και διατήρησης της συστολικής λειτουργίας της

αριστερής κοιλίας σε ασθενείς με οξύ στεφανιαίο σύνδρομο.

Page 40: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

40 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

ΑΑ21

Μελέτη της πορείας της νόσου των ασθενών με τυχαίωμα επινεφριδίων.Εμπειρία ενός κέντρου

Π. Αναγνωστής,1 Σ. Πολύζος,1 Μ. Σαπρανίδης,1 Ι. Λίτσας,1 Σ. Κατεργάρη,1 Δ. Σελαλματζίδου,1

Ζ. Ευσταθιάδου,1 Α. Καραγιάννης,2 Μ. Κήτα1

1Ενδοκρινολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Ιπποκράτειο», Θεσσαλονίκη, 2Β΄ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Ιπποκράτειο», Θεσσαλονίκη

ΑΑ22

Εφαρμογή και αξιολόγηση συστήματος διαχείρισης ποιότηταςστην κλινική πρακτική της Β Παθολογικής Κλινικής του ΠΓΝΙ

Δ. Τζιάλλας,1 Ε. Kατσιώρα,1 Κ. Κύρκος,1 Χ. Μηλιώνης,2 Γ. Λιάμης,2 Μ. Ελισάφ2

1Β΄ Παθολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Ιατρική Σχολή,Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

Εισαγωγή: Οι τυχαίοι επινεφριδιακοί όζοι (incidentalomas) αποτελούν

ένα εύρημα στο 0,6–2% των απεικονιστικών εξετάσεων που γίνονται για

μη επινεφριδιακές παθήσεις. Σκοπός: Η μελέτη της νόσου των ασθενών

με incidentaloma επινεφριδίων και η εκτίμηση της μορφολογικής και ορ-

μονικής τους εξέλιξης. Υλικό-Μέθοδος: Αναδρομική μελέτη ασθενών με

incidentaloma επινεφριδίων. Οι ασθενείς παρακολουθήθηκαν ανά έτος, κλινι-

κά, απεικονιστικά (CT ή MRI) και εργαστηριακά (βασικός και δυναμικός έλεγ-

χος του άξονα υποθαλάμου-υπόφυσης-επινεφριδίων, του συστήματος ρενί-

νης και αλδοστερόνης και του μυελού των επινδεφριδίων. Αποτελέσματα:

64 ασθενείς (22 άνδρες και 42 γυναίκες), ηλικίας διάγνωσης 61,6±1,2 έτη,

βρέθηκαν με incidentaloma επινεφριδίων, με μέσο χρόνο παρακολούθησης

3,1±0,4 έτη. 5 ασθενείς υποβλήθηκαν σε επινεφριδεκτομή (4 καλοήθη αδέ-

νωματα, 1 φαιοχρωμοκύττωμα). Από την ιστολογική εξέταση και από τον

κλινικοεργαστηριακό έλεγχο βρέθηκαν να πάσχουν από: σύνδρομο Cushing

(n=1 ή 1,6%), φαιοχρωμοκύττωμα (n=2 ή 3,1%), αλδοστερόνωμα (n=1 ή

1,6%). Στους 3 από τους 4 ασθενείς η διάγνωση έγινε στον αρχικό έλεγχο, ενώ

στον 4ο ασθενή κατά τον 3ο επανέλεγχο. Οι υπόλοιποι 60 ασθενείς (94%) πα-

ρουσίαζαν μη-ορμονοπαραγωγό όζο ή ήπια διάχυτη διόγκωση των επινεφρι-

δίων [8 ασθενείς με πιθανό μυελολίπωμα (12,5%) και 8 με οζώδη υπερπλασία

(12,5%)]. Αμφοτερόπλευρη εντόπιση όζου παρατηρήθηκε σε 11 περιπτώσεις

(17,2%). Αύξηση των διαστάσεων (5–13 mm) παρατηρήθηκε σε 9 ασθενείς

(14%), >10 mm στους 4 (6,3%), και μείωση (5–19 mm) σε 4 (6,3%). Ορμονική

εξέλιξη δεν παρατηρήθηκε σε κανέναν ασθενή. Χαρακτηριστικά, η καμπύλη

Kaplan-Maier, όταν θεωρήθηκε ως γεγονός κάποια από τις διαγνώσεις που

απαιτούν πιο δραστική αντιμετώπιση (σύνδρομο Cushing, αλδοστερόνωμα

και φαιοχρωμοκύττωμα) ή αύξηση του μεγέθους, ουσιαστικά δε μεταβάλλε-

ται μετά την αρχική διάγνωση. Συμπεράσματα: Οι ασθενείς με τυχαιώματα

επινεφριδίων έχουν στην πλειοψηφία τους καλοήθη διάγνωση και εξέλιξη.

Μετά τον αρχικό κλινικοεργαστηριακό έλεγχο φαίνεται πως διαγιγνώσκεται

η πλειοψηφία των παθήσεων που απαιτούν δραστικότερη αντιμετώπιση. Η

μεταβολή των διαστάσεων των όζων δεν είναι συχνή και η ορμονική εξέλιξη

είναι εξαιρετικά σπάνια.

Εισαγωγή: Η βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών υγεί-

ας σε ένα οργανισμό δεν εξαρτάται μόνο από το επίπεδο της Ιατρικής και

Νοσηλευτικής πρακτικής. Το διοικητικό μοντέλο, το όραμα της ηγεσίας, η

στοχοθεσία, ο έλεγχος και η ανατροφοδότηση, αποτελούν στοιχεία σημα-

ντικά που προάγουν την ποιότητα, αλλά πολύ λίγο τις λαμβάνουμε υπόψη.

Οι σημερινές συνθήκες στην κλινική πρακτική απαιτούν την υιοθέτηση

στρατηγικών, όπως της διαπίστευσης των παρεχόμενων υπηρεσιών με ένα

σύστημα διαχείρισης ποιότητας. Σκοπός: Η διερεύνηση των επιπτώσε-

ων της 3ετούς εφαρμογής ενός συστήματος διαχείρισης ποιότητας σε μια

Πανεπιστημιακή Παθολογική κλινική, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από κλι-

νικά αποτελέσματα και μετρήσιμους δείκτες ποιότητας. Υλικό-Μέθοδος: Έγινε αξιολόγηση της κλινικής εμπειρίας εφαρμογής των διαδικασιών ποι-

ότητας, καθώς και των αποτελεσμάτων της εφαρμογής συστήματος διαχεί-

ρισης ποιότητας ISO 9001 στη Β΄ Παθολογική κλινική του Πανεπιστημιακού

Νοσοκομείου Ιωαννίνων, όπως αυτή προκύπτει από τα αρχεία ποιότητας.

Τα δεδομένα σχετικά με την εφαρμογή των συστημάτων διαχείρισης ποιό-

τητας και τις διαδικασίες διασφάλισης της ποιότητας συλλέχθηκαν από το

2007 έως σήμερα. Αποτελέσματα: Η πρόοδος εφαρμογής ήταν αργή και το

ενδιαφέρον για τη διαπίστευση περιορισμένο. Διαπιστώθηκε δυσκολία στη

μετάδοση και την κατανόηση των βασικών εννοιών διαχείρισης ποιότητας

στην κλινική πρακτική. Οι στόχοι ποιότητας που έθεσε η κλινική μέσα από

συλλογικές διαδικασίες, είχαν επιτυχία σε ό,τι αφορούσε τους μετρήσιμους

δείκτες ποιότητας (λοιμώξεις, θρομβοφλεβίτιδες, μέση διάρκεια νοσηλείας,

ικανοποίηση ασθενών, εφαρμογή πρωτοκόλλων κ.λπ.), όχι όμως και ό,τι

αφορούσε σε υλικούς και ανθρώπινους πόρους και τη δέσμευση της διοίκη-

σης στην υλοποίησή τους. Συμπεράσματα: Η εφαρμογή ενός συστήματος

διαχείρισης ποιότητας στην κλινική πρακτική και η συμμετοχή των εργαζο-

μένων και των ασθενών στην αξιολόγηση των παρεχόμενων υπηρεσιών, έχει

θετική επίδραση στη μείωση των ανεπιθύμητων αποτελεσμάτων και την

προοδευτική βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών.

Page 41: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 41

ΑΑ23

Η επίδραση της κατανάλωσης αλκοόλ στην πιθανότηταεμφάνισης οξέος στεφανιαίου συνδρόμου.

Προκαταρκτικά αποτελέσματα επιδημιολογικής μελέτης ασθενών-μαρτύρωνΜ. Συμεοπούλου,2 Χ. Καστορίνη,1,2 Χ. Μηλιώνης,1 Ε. Μπίκα,1 Μ. Κωσταπάνος,1 Β. Σαλμά,1 Κ. Καλαντζή,1

Β. Νικολάου,3 Ι. Γουδέβενος,1 Δ. Παναγιωτάκος2

1Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 3Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Κοργιαλένειο-Μπενάκειο ΕΕΣ» (Ερυθρός Σταυρός), Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν να εκτιμηθεί

η επίδραση της κατανάλωσης αλκοόλ στην πιθανότητα εμφάνισης οξέoς

στεφανιαίου συνδρόμου (ΟΣΣ). Υλικό-Μέθοδος: Κατά τη διάρκεια 2009–

2010, όλοι οι διαδοχικοί ασθενείς με ΟΣΣ (n=119) εντάχθηκαν στη μελέτη,

100 άνδρες (60±12 ετών) και 19 γυναίκες (63±15 ετών). Επιπλέον, στη με-

λέτη εντάχθηκαν 122 υγιείς εξομειωμένοι ως προς το φύλο και την ηλικία

με τους ασθενείς, 97 άνδρες (58±11 ετών) και 25 γυναίκες (65±12 ετών).

Έγινε λεπτομερής καταγραφή των πληροφοριών σχετικά με τα: ιατρικό

ιστορικό, κοινωνικοοικονομική κατάσταση, ανθρωπομετρικά στοιχεία,

ψυχολογική κατάσταση, φυσική δραστηριότητα και καπνιστικές συνή-

θειες. Οι διατροφικές συνήθειες αξιολογήθηκαν με χρήση ημιποσοτικού

ερωτηματολογίου συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων. Αποτελέσματα:

Μετά από στάθμιση για ηλικία, φύλο, δείκτη μάζα σώματος, φυσική

δραστηριότητα και καπνιστικές συνήθειες, η πολλαπλή λογαριθμιστική

ανάλυση έδειξε πως η καθημερινή κατανάλωση αλκοόλ σχετίζεται με

61% λιγότερες πιθανότητες εκδήλωσης ΟΣΣ σε σύγκριση με τη σπάνια

κατανάλωση (95% ΔΕ: 0,17–0,88). Επίσης, η κατανάλωση, κατά κύριο

λόγο, μπύρας, λευκού και κόκκινο κρασιού συσχετίσθηκε με 67% (95%

ΔΕ: 0,11–0,95), 86% (95%ΔΕ: 0,05–0,41) και 62% (95% ΔΕ: 0,15–0,97) μι-

κρότερη πιθανότητα αντίστοιχα, για εμφάνιση ΟΣΣ, σε σχέση με τη σπά-

νια κατανάλωση. Συμπεράσματα: Παρατηρείται ευεργετική συσχέτιση

μεταξύ της τακτικής κατανάλωσης αλκοόλ και της εμφάνισης ΟΣΣ, ενώ

αναδεικνύεται η προστατευτική δράση της πρόσληψης λευκού κρασιού,

κόκκινου κρασιού και μπύρας.

ΑΑ24

Συσχέτιση της χρόνιας νεφρικής νόσου και της στεφανιαίας νόσουσε υπερτασικούς ασθενείς

Κ. Τζιόμαλος, Μ. Μπαλτατζή, Η. Ευθυμίου, Κ. Ψιάνου, Ν. Παπαστεργίου, Δ. Μάγκου, Γ. Ζερβόπουλος,Ε. Καρλάφτη, Χ. Σαββόπουλος, Α. Χατζητόλιος

Α΄ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης ΑΧΕΠΑ, Θεσσαλονίκη

Εισαγωγή-Σκοπός: Η αρτηριακή υπέρταση αποτελεί μείζονα παράγοντα

κινδύνου για την εμφάνιση στεφανιαίας νόσου και χρόνιας νεφρικής νό-

σου. Οι ασθενείς με στεφανιαία νόσο εμφανίζουν επίσης συχνά έκπτωση

της νεφρικής λειτουργίας η οποία αυξάνει περαιτέρω τον καρδιαγγειακό

τους κίνδυνο. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η εκτίμηση της συσχέ-

τισης της στεφανιαίας και της χρόνιας νεφρικής νόσου σε υπερτασικούς

ασθενείς που παρακολουθούνται σε τακτικά εξωτερικά ιατρεία. Υλικό-Μέθοδος: Αναλύθηκε η πιο πρόσφατη επίσκεψη στο υπερτασιολογικό

ιατρείο της κλινικής μας 1810 υπερτασικών ασθενών (40,4% άνδρες, μέση

ηλικία 56,5+/–13,5 έτη). Η παρουσία χρόνιας νεφρικής νόσου ορίστηκε

ως εκτιμώμενος ρυθμός σπειραματικής διήθησης < 60 mL/min/1,73 m2,

υπολογιζόμενος με την εξίσωση Modification of Diet in Renal Disease.

Αποτελέσματα: Το 9,1% των ασθενών είχαν στεφανιαία νόσο. Οι ασθε-

νείς με στεφανιαία νόσο είχαν χαμηλότερο εκτιμώμενο ρυθμό σπειραμα-

τικής διήθησης από τους ασθενείς χωρίς στεφανιαία νόσο (68,0+/–19,0

έναντι 79,1+/–22,5 mL/min/1,73 m2 αντίστοιχα, p<0,001) και υψηλότε-

ρο επιπολασμό χρόνιας νεφρικής νόσου (30,2 έναντι 18,6% αντίστοιχα,

p<0,05). Ο επιπολασμός του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2 ήταν επίσης

υψηλότερος σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο (19,8 έναντι 7,3% στους

ασθενείς χωρίς στεφανιαία νόσο, p<0,001). Αντίθετα, δε διαπιστώθηκαν

σημαντικές διαφορές στην αρτηριακή πίεση ή το λιπιδαιμικό προφίλ με-

ταξύ ασθενών με ή χωρίς στεφανιαία νόσο. Συμπεράσματα: Η στεφανι-

αία νόσος αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης χρόνιας νεφρικής νόσου στους

υπερτασικούς ασθενείς. Εκτός από τη γενικευμένη αθηροσκλήρωση των

υπερτασικών ασθενών με στεφανιαία νόσο, ο αυξημένος επιπολασμός

του σακχαρώδους διαβήτη φαίνεται επίσης να συμβάλλει στην εμφάνιση

χρόνιας νεφρικής νόσου. Η απουσία διαφορών στην αρτηριακή πίεση και

στο λιπιδαιμικό προφίλ μεταξύ των ασθενών με ή χωρίς στεφανιαία νόσο

πιθανώς οφείλεται στο σχεδιασμό της παρούσας μελέτης (μελέτη χρονι-

κής στιγμής).

Page 42: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

42 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

ΑΑ25

Οικογενής υπερχοληστερολαιμία στην ΑλβανίαΜ. Διάκου,1 Γ. Μιλτιάδου,1 Σ. Ξενοφώντος,2 Μ. Καριόλου,2 Ν. Heta,3 Ι. Korita,3 Α. Bulo,3

Ε. Refatllari,3 Ε. Μπαϊρακτάρη,1 Μ. Ελισάφ1

1Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, Ελλάδα, 2Iνστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου, Λευκωσία, Κύπρος, 3University Hospital Centre «Mother Teresa», Tirana, Albania

Εισαγωγή-Σκοπός: Η οικογενής υπερχοληστερολαιμία (FH) χαρακτηρί-

ζεται από υψηλά επίπεδα LDL-χοληστερόλης (LDL-C) και πρώιμη εμφάνιση

στεφανιαίας νόσου. Οφείλεται σε μεταλλάξεις του γονιδίου που κωδικοποιεί

τον υποδοχέα των LDL (LDLR). Σκοπός της μελέτης ήταν η ανίχνευση των

μεταλλάξεων του LDLR που προκαλούν FH σε ασθενείς από την Αλβανία.

Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη συμμετείχαν 50 ασθενείς που πληρούσαν τα

κλινικά κριτήρια για τη διάγνωση της ετερόζυγης FH. Μετά από γραπτή

συγκατάθεση των ασθενών, ακολούθησε απομόνωση του γενετικού υλικού

από δείγμα αίματος του κάθε ασθενή. Στη συνέχεια, έγινε γενετική ανάλυση

του γονιδίου του LDLR με τη μέθοδο της ανεύρευσης της αλληλουχίας των

βάσεων του γενετικού κώδικα (sequencing). Αποτελέσματα: Σε 30 ασθε-

νείς η κλινική διάγνωση επιβεβαιώθηκε σε γενετικό επίπεδο. Συγκεκριμένα,

σε 21 ασθενείς ανιχνεύθηκε η μετάλλαξη 1646G>A στο εξόνιο 11, ενώ 9

ασθενείς είχαν τη μετάλλαξη 81T>G στο εξόνιο 2 του γονιδίου του LDLR.

Συμπεράσματα: Στη μελέτη περιγράφονται για πρώτη φορά στη διεθνή

βιβλιογραφία μεταλλάξεις του γονιδίου που προκαλούν FH σε ασθενείς από

την Αλβανία. Τα δεδομένα αυτά αποτελούν την αφετηρία για την καταγραφή

των μεταλλάξεων του LDLR στη γειτονική χώρα.

ΑΑ26

Γενετικό φάσμα της οικογενούς υπερχοληστερολαιμίαςστη Βορειοδυτική Ελλάδα

Μ. Διάκου,1 Γ. Μιλτιάδου,1 Σ. Ξενοφώντος,2 Π. Μανώλη,2 Μ. Καριόλου,2 Μ. Ελισάφ1

1Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, Ελλάδα, 2Ινστιτούτο Νευρολογίαςκαι Γενετικής Κύπρου, Λευκωσία, Κύπρος

Εισαγωγή-Σκοπός: Η οικογενής υπερχοληστερολαιμία (FH) χαρακτηρίζε-

ται από υψηλά επίπεδα LDL-χοληστερόλης (LDL-C) και πρώιμη εμφάνιση στε-

φανιαίας νόσου. Οφείλεται σε μεταλλάξεις του γονιδίου που κωδικοποιεί τον

υποδοχέα των LDL (LDLR). Πρόσφατες μελέτες έδειξαν 3 επιπλέον γενετικές

διαταραχές που προκαλούν παρόμοια κλινικοεργαστηριακή εικόνα με τη FH.

Συγκεκριμένα, έχουν περιγραφεί μεταλλάξεις του γονιδίου που κωδικοποιεί

την απολιποπρωτεΐνη (apo) Β και μεταλλάξεις των ARD και PCSK9 γονιδίων.

Σκοπός της μελέτης ήταν η ανίχνευση αυτών των γενετικών διαταραχών

σε ασθενείς από τη Βορειοδυτική Ελλάδα με κλινική διάγνωση FH. Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη συμμετείχαν 254 ασθενείς με κλινική διάγνωση FH.

Σε βιολογικά δείγματα από αυτούς τους ασθενείς έγινε γενετική ανάλυση

των γονιδίων του LDLR, της apoΒ, του ARD και της PCSK9. Χρησιμοποιήθηκε

η μέθοδος της ανεύρευσης της αλληλουχίας των βάσεων του γενετικού

κώδικα (sequencing). Αποτελέσματα: Σε 169 ασθενείς ανιχνεύθησαν 9

μεταλλάξεις του γονιδίου του LDLR. Συγκεκριμένα, ανιχνεύθησαν οι μεταλ-

λάξεις: 81T>G, 1775G>A, 517T>C, 858C>A, 1352T>C, 1285G>A, 761A>C,

1195G>A και 1646G>A. Αντίθετα, δεν ανιχνεύθηκαν μεταλλάξεις των apoΒ,

ARD και PCSK9 γονιδίων. Συμπεράσματα: Τα αποτελέσματα της μελέτης

μας αποδεικνύουν την ετερογένεια των μεταλλάξεων του LDLR που προκα-

λούν FH στη Βορειοδυτική Ελλάδα. Η γνώση των υπεύθυνων μεταλλάξεων

θα βοηθήσει στην ανάπτυξη μεθόδων ελέγχου του πληθυσμού (multiplex

detection assays) για την έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία της FH.

Page 43: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 43

ΑΑ27

Validation of a semi-quantitative food frequency questionnaire designed for children aged 10–12 years:

The panacea-FFQG. Antonogeorgos,1 D. Grigoropoulou,2 A. Papadimitriou,1 K.N. Priftis,3 M. Anthracopoulos,4

P. Nikolaidou,1 D.B. Panagiotakos2

13rd Department of Paediatrics, Medical School, University of Athens, Attikon Hospital, Athens, 2Department of Nutrition-Dietetics, Harokopio University, Athens, 3Department of Allergy-Pneumonology, Penteli Children's Hospital, Athens, 4Respiratory Unit,

Department of Paediatrics, University of Patras, Patras

Aim: The aim of the present work was to evaluate the validity of a

food frequency questionnaire (FFQ) that could be used for children

aged 10–12 years living in Mediterranean areas. Methods: The

semi-quantitative FFQ included questions regarding the frequency of

consumption of the main food groups and beverages typically consumed

in the Mediterranean areas, as well as some questions regarding eating

habits of children. During 2007–2008, 125 children (10.9±1.2 yrs, 38%

boys) were studied. Agreement of the FFQ with the 3-day food records

was evaluated using the Bland-Altman method, the Kendall's tau-b and

Spearman's rho correlation coefficients. Results: Between 3-day food

records and the FFQ, moderate agreement for refreshments/juices (tau-

b=0.29, p=0.004) and for the dairy products (tau-b=0.26, p<0.001)

was found. Low, but still significant, agreement for starchy products

(tau-b=0.13, p=0.057), vegetables (tau-b=0.23, p=0.006), fruits (tau-

b=0.19, p=0.017), sweets/snacks (tau-b=0.14, p=0.057) and toasts/

pizzas (tau-b=0.19, p=0.017) were also observed. The corresponding

rho coefficients of the aforementioned food groups were from 0.18-0.39

(all p<0.05). Those findings were further boosted by the high percentage

of agreement (i.e., >91%) according to the Bland and Altman method.

Conclusions: The suggested FFQ seems to be a reasonably valid measure

of dietary intake and can be used in children aged 10–12 years living in

the Mediterranean areas.

Table 1. Validation of the FFQ Questionnaire of the PANACEA study.

Food Group (g-mL/day) Bland & Altman method

Kendall’s tau-b Mean of difference Limits of agreement (%) of agreement Spearman’s rho

Dairy products 0.26* 0.74 (–0.97,2.45) 94.3 0.35*

Starchy products (cereals,

pasta, potato)

0.13* 1.18 (–0.97,3.33) 92.5 0.18*

Meat (red, poultry, products) 0.12 0.65 (–0.48,1.78) 94.1 0.16

Fish 0.13 0.25 (–0.232,0.722) 97.8 0.14

Legumes 0.13 0.32 (–0.16,0.79) 93.8 0.16

Vegetables 0.23* –0.62 (–3.86,2.62) 94.9 0.31*

Fruits 0.19* –1.01 (–3.97,1.97) 96.5 0.27*

Sweets-Snacks 0.14* 0.70 (–1.34,2.73) 95.4 0.19*

Refreshments/Juices 0.29* 0.30 (–0.98,1.58) 91.8 0.38*

Toasts/pizzas 0.19* 0.49 (–0.35,1,33) 93.1 0.24*

* p<0.05

Page 44: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

44 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

ΑΑ28

Μεταβολές του λιπιδαιμικού προφίλ με τη συγχορήγησηροσουβαστατινής με σαρτάνες διαφορετικής ικανότητας

ενεργοποίησης των PPARγ υποδοχέωνΧ. Ρίζος,1 Ε. Λυμπερόπουλος,1 X. Κωσταρά,2 Z. Μητρογιάννη,1 Α. Αγγουρίδης,1 Α. Κεή,1 Μ. Ελισάφ1

1Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Εργαστήριο Κλινικής Χημείας, Ιατρική Σχολή,Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

Εισαγωγή: Οι σαρτάνες διαφέρουν όσον αφορά στην ικανότητά τους να

προκαλούν μερική ενεργοποίηση των PPARγ πυρηνικών υποδοχέων, οι οποίοι

επηρεάζουν διάφορες μεταβολικές παραμέτρους, μεταξύ των οποίων και τα

επίπεδα των λιπιδαιμικών παραμέτρων. Σκοπός: Η μελέτη της επίδρασης στο

λιπιδαιμικό προφίλ της θεραπείας με συγχορήγηση ροσουβαστατίνης με σαρ-

τάνες διαφορετικής ικανότητας μερικής ενεργοποίησης των PPARγ υποδοχέων

σε ασθενείς με υπέρταση, δυσλιπιδαιμία και διαταραχή γλυκόζης νηστείας.

Υλικό-Μέθοδος: Σε 151 ασθενείς (73 άνδρες, μέση ηλικία 58 έτη) με ήπια

υπέρταση (140–159/90–99 mmHg), διαταραχή γλυκόζης νηστείας (100–125

mg/dL), αυξημένα τριγλυκερίδια (≥150 mg/dL) και LDL χοληστερόλη (≥160

mg/dL), δόθηκαν υγιεινοδιαιτητικές οδηγίες και ροσουβαστατίνη 10 mg/ημέ-

ρα. Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν επιπρόσθετα σε (α) μια σαρτάνη με σημαντι-

κή ικανότητα μερικής ενεργοποίησης των PPARγ υποδοχέων (τελμισαρτάνη

80 mg/ημέρα, ομάδα Ρ/Τ), (β) μια σαρτάνη με μικρή ικανότητα μερικής ενερ-

γοποίησης των PPARγ υποδοχέων (ιρμπεσαρτάνη 300 mg/ημέρα; ομάδα Ρ/Ι)

και (γ) μια σαρτάνη χωρίς σημαντική ικανότητα μερικής ενεργοποίησης των

PPARγ υποδοχέων (ολμεσαρτάνη 20 mg/ημέρα, ομάδα Ρ/Ο). Πριν την έναρξη

και μετά από 6 μήνες θεραπείας προσδιορίσθηκε το λιπιδαιμικό προφίλ, κα-

θώς και οι απολιποπρωτεΐνες Α-Ι, Β, C-II, C-III, E και Lp(a). Αποτελέσματα: Σε

όλες τις ομάδες μειώθηκαν σημαντικά τα επίπεδα της ολικής χοληστερόλης

(–35%, p=0,001, –37%, p=0,001, –36%, p=0,001, στις ομάδες Ρ/Τ, Ρ/Ι και

Ρ/Ο, αντίστοιχα), των τριγλυκεριδίων (25%, p=0,001, –28%, p=0,001, –23%,

p=0,001 στις ομάδες Ρ/Τ, Ρ/Ι και Ρ/Ο, αντίστοιχα) και της LDL χοληστερόλης

(–42%, p=0,001, –44%, p=0,001, 046%, p=0,001 στις ομάδες Ρ/Τ, Ρ/Ι και

Ρ/Ο, αντίστοιχα). Αντίθετα, η HDL χοληστερόλη δε μεταβλήθηκε σημαντικά σε

καμία ομάδα. Επιπρόσθετα, παρατηρήθηκε σημαντική μείωση των απολιπο-

πρωτεϊνών Β, E, C-II και C-III σε όλες τις ομάδες χωρίς να υπάρχουν διαφορές

μεταξύ των ομάδων. Αντίθετα, η απολιποπρωτεΐνη Α-Ι, καθώς και η Lp(a) πα-

ρέμειναν αμετάβλητες σε όλες τις ομάδες. Συμπεράσματα: Η συγχορήγηση

της ροσουβαστατίνης με σαρτάνες με διαφορετική ικανότητα ενεργοποίησης

των PPARγ υποδοχέων συσχετίζεται με παρόμοιες μεταβολές των λιπιδαιμικών

παραμέτρων.

ΑΑ29

Μεταβολές του λιπιδαιμικού προφίλ σε ασθενείς με οξεία λοίμωξηαπό Εpstein-Βarr

Φ. Αποστόλου,1 Ε. Λυμπερόπουλος,1 Ε. Γαζή,1 Θ. Φιλιππάτος,1 Χ. Κωσταρά,2 Ε. Μπαϊρακτάρη,2

Α. Τσελέπης,3 Μ. Ελισάφ1

1Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Εργαστήριο Κλινικής Χημείας, Ιατρική Σχολή,Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 3Τομέας Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

Εισαγωγή-Σκοπός: Μεταβολές των λιποπρωτεϊνών παρατηρούνται σε φλεγ-

μονώδεις καταστάσεις και πιθανά συσχετίζονται με την εξέλιξη της αθηρω-

μάτωσης. Ωστόσο, υπάρχουν λίγα δεδομένα για τις μεταβολές των λιποπρω-

τεϊνών σε ασθενείς με λοίμωξη από τον ιό Epstein-Barr. Υλικό: Μελετήθηκαν

29 ασθενείς (16Α/10Γ, ηλικίας 24,3±14,6 ετών) με λοίμωξη από τον ιό Epstein-

Barr κατά τη διάγνωση και 4 μήνες μετά την αποδρομή της λοίμωξης, καθώς

και 30 υγιή άτομα της ίδιας ηλικίας και φύλου. Μέθοδος: Σε όλα τα άτομα της

μελέτης προσδιορίσθηκαν οι παρακάτω παράμετροι: ολική χοληστερόλη (TC),

χοληστερόλη των υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνών (HDL-C), τριγλυκερίδια

(TGs), χοληστερόλη των χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνών (LDL-C), απολι-

ποπρωτεΐνες (Αpo) AΙ, B και E, λιποπρωτεΐνη (a) [Lp(a)], ενεργότητα της ολικής

Lp-PLA2 (lipoprotein-associated phospholipase A2), ενεργότητα της PON1

(paraoxonase1), (paraoxonase/arylesterase), κυτταροκίνες (IL-1β, IL-6 και

TNFa), καθώς και τα υποκλάσματα των LDL με τη μέθοδο Lipoprint LDL System.

Αποτελέσματα: Στους ασθενείς κατά τη διάγνωση σε σύγκριση με τις αντί-

στοιχες τιμές 4 μήνες μετά την αποδρομή της λοίμωξης παρατηρήθηκαν χα-

μηλότερα επίπεδα TC, HDL-C, LDL-C, ApoAI, ApoB, Lp(a), αύξηση του λόγου

apoB/apoAI, των TGs, της sdLDL-C και των κυτταροκινών. Τέσσερις μήνες μετά

την οξεία λοίμωξη σε σύγκριση με τις αντίστοιχες τιμές της ομάδας ελέγχου

δε βρέθηκαν σημαντικές διαφορές στα επίπεδα των παρακάτω παραμέτρων:

TGs, apoE, Lp(a), sdLDL-C, κυτταροκίνες, μέγεθος των LDL σωματιδίων, λόγος

apoB/apoAI, ενεργότητα της Lp-PLA2. Ωστόσο, οι ενεργότητες της PON1 στη

διάγνωση της νόσου καθώς και μετά από 4 μήνες ήταν χαμηλότερες σε σύ-

γκριση με την ομάδα ελέγχου. Συμπεράσματα: Η λοίμωξη από Epstein-Barr

προκαλεί σημαντικές μεταβολές των λιποπρωτεϊνών και των λιπιδίων που δεν

αποκαθίστανται πλήρως 4 μήνες μετά την αποδρομή της λοίμωξης.

Page 45: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 45

ΑΑ30

Safety and impact on cardiovascular events of long-term statin treatmentin patients with coronary heart disease and abnormal liver function tests:

A post hoc analysis of the greace studyV.G. Athyros,1 K. Tziomalos,2 T. Gossios,3 T. Griva,1 P. Anagnostis,4 K. Kargiotis,1 E. Pagourelias,3

E. Theocharidou,1 A. Karagiannis,1 D.P. Mikhailidis5

1Β΄ Propaedeutic Pathological Clinic, School of Medicine, University of Thessaloniki, Thessaloniki, Greece, 2Α' Propaedeutic Pathological Clinic, School of Medicine, University of Thessaloniki, 3Α΄ Cardiology Clinic, School of Medicine, University of Thessaloniki,

Thessaloniki, Greece, 4Endocrinology Clinic, School of Medicine, University of Thessaloniki, Thessaloniki, Greece, 5Department of Clinical Biochemistry, Royal Free Campus, Medical School, University College London, London, UK

Aim: To evaluate the safety and impact on cardiovascular morbidity

and mortality of long-term statin treatment in patients with coronary

heart disease and abnormal liver function tests (LFTs). Methods: This

is a post hoc analysis of the GREek Atorvastatin and Coronary Heart

Disease Evaluation (GREACE) Study. All patients of the GREACE study

(n=1,600) were included in this analysis. Results: Liver-related adverse

effects of statin treatment were infrequent (0.08%). Among patients

with abnormal LFTs at baseline [possibly associated with non-alcoholic

fatty liver disease (NAFLD) as diagnosed by ultrasonography], those

treated with a statin (mainly atorvastatin 24 mg/d; n=227) exhibited

a substantial improvement in LFTs whereas those not treated with

statins (n=210) showed further worsening of LFTs. Cardiovascular events

occurred in 22/227 patients with abnormal LFTs who were treated with

a statin (3.2 events/100 patient years) and in 63/210 patients with

abnormal LFTs who did not receive statins [10 events/100 patient years;

68% relative risk reduction (RRR), p<0.0001]. This cardiovascular benefit

was greater (p=0.0074) than in patients with normal LFTs [90/653 events

in statin-treated patients (4.6/100 patient years) vs 117/510 events in

statin-untreated patients (7.6/100 patient years; 39% RRR, p<0.0001)].

Conclusions: Statin treatment is safe, can improve LFTs and reduce

cardiovascular morbidity in patients with mild to moderately abnormal

LFTs possibly due to NAFLD.

ΑΑ31

Εφαρμογή ενός γενετικού δείκτη για την αξιολόγηση της προσθετικής δράσης γονιδίων σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο

Ε. Θεοδωράκη,1 Μ. Δημητρίου,1 T. Nikopensius,2 K. Krjutškov,2 Γ. Κολοβού,3

Β. Πεππές,4 Ν. Ζακόπουλος,4 A. Metspalu,2 Γ. Δεδούσης1

1Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, Ελλάδα, 2University of Tartu, Tartu, Estonia,3Α΄ Καρδιολογική Κλινική, Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο, Αθήνα, Ελλάδα, 4Α΄ Θεραπευτική Κλινική Εθνικό & Καποδιστριακό

Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Αλεξάνδρα», Αθήνα, Ελλάδα

Εισαγωγή-Σκοπός: Η αθηροσκλήρωση, ως παθογενετικός μηχανισμός

της στεφανιαίας νόσου (ΣΝ), είναι το αποτέλεσμα αλληλεπιδράσεων

γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Ο σκοπός της μελέτης

ήταν να αξιολογήσουμε την προσθετική δράση πολυμορφισμών που

συνδέονται με ΣΝ σε μία μελέτη ασθενών μαρτύρων. Υλικό-Μέθοδος: Γονοτυπήσαμε 297 tagSNPs σε 41 γονίδια εφαρμόζοντας την τεχνολογία

APEX-2 σε ένα δείγμα ασθενών (n=305) μαρτύρων (n=305). Ανάλυση

λογιστικής παλινδρόμησης εφαρμόστηκε για να υπολογίσουμε τους σχε-

τικούς κινδύνους (ORs), καθώς και τα διαστήματα εμπιστοσύνης (95%

CIs), πριν και μετά από διόρθωση με συγχυτικούς παράγοντες. Οι πολυ-

μορφισμοί που συνδέθηκαν με τη νόσο από την πρώτη ανάλυση χρησι-

μοποιήθηκαν για τη δημιουργία του γενετικού δείκτη. Αποτελέσματα:

15 από τους 297 πολυμορφισμούς που μελετήθηκαν συνδέθηκαν με τη

νόσο, τόσο πριν, όσο και μετά από διόρθωση των παραγόντων κινδύνου.

Η εφαρμογή του γενετικού δείκτη στο δείγμα μας έδειξε ότι για κάθε 1

μονάδα αύξησης του δείκτη, αυξάνεται η πιθανότητα στεφανιαίας νόσου

κατά 24,5% (OR:1,245, 95%, CI:1,158–1,338, p=<0,001). Η προσθετική

δράση των πολυμορφισμών στη ΣΝ ήταν ακόμα πιο έκδηλη όταν συγκρί-

ναμε το χαμηλότερο με το υψηλότερο τριτημόριο του δείκτη, καθώς η

αύξηση του κινδύνου βρέθηκε να είναι 244,2% (OR: 3,442, 95%CI: 2,229–

5,153, p=<0,001). Συμπεράσματα: 15 πολυμορφισμοί συνδέθηκαν με

ΣΝ στον πληθυσμό της μελέτης. Η ήπια επίδραση των πολυμορφισμών,

ενισχύθηκε σημαντικά, όταν εφαρμόστηκε ο γενετικός δείκτης για την

αξιολόγηση της προσθετικής δράσης των πολυμορφισμών.

Page 46: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

46 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

ΑΑ32

Η επίδραση της χορήγησης νικοτινικού οξέος στα επίπεδα του ουρικού οξέος, της γλυκόζης νηστείας, της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης

και του φωσφόρου σε ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμίαΑ. Κεή, Ε. Λυμπερόπουλος, Ε. Μουτζούρη, Χ. Ρίζος, Μ. Ελισάφ

Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

Εισαγωγή-Σκοπός: Η χορήγηση νικοτινικού οξέος έχει συσχετισθεί με

βελτίωση όλων των παραμέτρων του λιπιδαιμικού προφίλ. Ωστόσο, η

χρήση του συνοδεύεται από ορισμένες ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως αύ-

ξηση των επιπέδων γλυκόζης, γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης, ουρικού

οξέος και μείωση των επιπέδων φωσφόρου του ορού. Σκοπός: Η μελέτη

της επίδρασης του νικοτινικού οξέος/laropiprant στα επίπεδα γλυκόζης

νηστείας, γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης, ουρικού οξέος και φωσφόρου

του ορού σε ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία. Υλικό-Μέθοδος: Στη με-

λέτη έλαβαν μέρος 30 ασθενείς. Όλοι οι ασθενείς έπαιρναν μία συμβατική

δόση στατίνης (10–40 mg σιμβαστατίνη ή 10–20 mg ατορβαστατίνη ή

5–20 mg ροσουβαστατίνη) και δεν είχαν επιτύχει το στόχο όσον αφορά

στα επίπεδα LDL ή non-HDL χοληστερόλης. Χορηγήθηκε επιπρόσθετη

θεραπεία με νικοτινικό οξύ/laropiprant (1000/20 mg για 1 μήνα και στη

συνέχεια 2000/40 mg για τους επόμενους 2 μήνες). Πριν την έναρξη και

μετά από 3 μήνες θεραπείας εκτιμήθηκαν τα επίπεδα γλυκόζης νηστείας,

γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης, ουρικού οξέος και φωσφόρου του ορού.

Αποτελέσματα: Η χορήγηση του νικοτινικού οξέος συσχετίσθηκε με μία

όχι σημαντική τάση αύξησης των επιπέδων της γλυκόζης νηστείας κατά

5% (από 107±21 σε 112±28 mg/dL, p=NS) και της γλυκοζυλιωμένης αι-

μοσφαιρίνης κατά 3% (από 6,5±0,6% σε 6,7±1,0%, p=NS). Τα επίπεδα

του ουρικού οξέος στον ορό αυξήθηκαν κατά 5% (από 6,2±1,5 σε 6,5±1,6

mg/dL, p=0,04), ενώ παρατηρήθηκε μείωση της κλασματικής απέκκρι-

σης του ουρικού οξέος κατά 54% (από 13,0±0,6% σε 6,0±0,3%, p<0,01).

Τα επίπεδα του φωσφόρου στον ορό μειώθηκαν κατά 14% (από 3,5±0,7 σε

3,0±0,6 mg/dL, p=0,003), ενώ παρατηρήθηκε μία όχι σημαντική αύξηση

της κλασματικής απέκκρισης του φωσφόρου κατά 23% (από 10,0±0,6%

σε 13,0±0,9%, p=NS). Δεν παρατηρήθηκαν μεταβολές στα επίπεδα των

ηπατικών ενζύμων και της κινάσης της κρεατινίνης. Επιπρόσθετα, ο

ρυθμός σπειραματικής διήθησης (MDRD-eGFR) παρέμεινε αμετάβλητος.

Συμπεράσματα: H χορήγηση νικοτινικού οξέος/laropiprant συνοδεύεται

από μικρή αύξηση των επιπέδων γλυκόζης, γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρί-

νης και ουρικού οξέος και μείωση των επιπέδων φωσφόρου στον ορό.

ΑΑ33

Η επίδραση της χορήγησης νικοτινικού οξέος στο λιπιδαιμικό προφίλ ασθενών με μεικτή δυσλιπιδαιμία

Α. Κεή, Ε. Λυμπερόπουλος, Ε. Μουτζούρη, Χ. Ρίζος, Μ. ΕλισάφΤομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

Εισαγωγή: Πρόσφατα κυκλοφόρησε στην Ελλάδα νικοτινικό οξύ μαζί με

laropiprant για τη μείωση των εξάψεων. Σκοπός: Η μελέτη της επίδρασης

του νικοτινικού οξέος/laropiprant στα επίπεδα της ολικής, LDL, HDL χο-

ληστερόλης και των τριγλυκεριδίων σε ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία.

Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη έλαβαν μέρος 30 ασθενείς. Όλοι οι ασθενείς

έπαιρναν μία συμβατική δόση στατίνης (10–40 mg σιμβαστατίνη ή 10–20

mg ατορβαστατίνη ή 5–20 mg ροσουβαστατίνη) και δεν είχαν επιτύχει το

στόχο όσον αφορά στα επίπεδα LDL ή non-HDL χοληστερόλης. Χορηγήθηκε

επιπρόσθετη θεραπεία με νικοτινικό οξύ/laropiprant (1000/20 mg για 1

μήνα και στη συνέχεια 2000/40 mg για τους επόμενους 2 μήνες). Πριν την

έναρξη και μετά από 1 και 3 μήνες θεραπείας εκτιμήθηκε το λιπιδαιμικό

προφίλ των ασθενών. Αποτελέσματα: Η χορήγηση 1000/20 mg νικοτινι-

κού οξέος/laropiprant οδήγησε σε μείωση των επιπέδων ολικής χοληστερό-

λης κατά 9% (από 213±47 σε 194±39 mg/dL, p=0,007) και των τριγλυκερι-

δίων κατά 31% [από 226 (85-655) mg/dL σε 156 (54-407) mg/dL, p<0,001],

αύξηση των επιπέδων HDL χοληστερόλης κατά 6% (από 47±12 σε 50±15

mg/dL, p=0,02), ενώ παρατηρήθηκε μία όχι σημαντική κατά 6% μείωση

των επιπέδων LDL χοληστερόλης (από 119±36 σε 112±30 mg/dL, p=NS).

Με το διπλασιασμό της δόσης του νικοτινικού οξέος/laropiprant τα επίπε-

δα ολικής χοληστερόλης μειώθηκαν κατά 15% (από 213±47 σε 180±44

mg/dL, p<0,001), της LDL χοληστερόλης κατά 17% (από 119±36 σε 99±38

mg/dL, p=0,001), των τριγλυκεριδίων κατά 44% [από 226 (85–655) σε 126

(39–297) mg/dL, p<0,001], ενώ τα επίπεδα HDL χοληστερόλης αυξήθηκαν

κατά 19% (από 47±12 σε 56±19 mg/dL, p=0,004), σε σύγκριση με τα αρχικά

επίπεδα αυτών των παραμέτρων. Συνολικά, 22/30 ασθενείς (73%) πέτυχαν

το στόχο όσον αφορά στην LDL και non-HDL χοληστερόλη μετά από 3 μήνες

θεραπείας με νικοτινικό οξύ/laropiprant. Συμπεράσματα: Η συγχορήγηση

νικοτινικού οξέος/laropiprant με συμβατική δόση στατίνης βελτιώνει συ-

νολικά και με δοσοεξαρτώμενο τρόπο το λιπιδαιμικό προφίλ και συμβάλλει

στην επίτευξη των στόχων της υπολιπιδαιμικής αγωγής.

Page 47: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 47

ΑΑ34

Επαναληψιμότητα και εγκυρότητα ερωτηματολογίων συχνότηταςκατανάλωσης τροφίμων σε σχέση με τον αριθμό των ερωτήσεών τους

Γ. Πούνης, Β. Μπουντζιούκα, Α. Γιωτοπούλου, Ε. Παγουρτζή, Κ. Τσουτσουλοπούλου,Α. Μητσοπούλου, Δ. Παναγιωτάκος

Ομάδα Βιοστατιστικής, Επιδημιολογίας και Μεθοδολογίας της Έρευνας, Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής,Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Η μελέτη της επαναληψιμότητας και της εγκυρότη-

τας της διατροφικής πληροφορίας για την πρόσληψη μακροθρεπτικών

συστατικών όπως αυτή προκύπτει από 2 ημιποσοτικά ΕΣΚΤ συναρτήσει

του αριθμού των ερωτήσεών τους. Υλικό-Μέθοδος: Η αξιολόγηση της

επαναληψιμότητας έγινε σε 500 (μέση ηλικία 37±15έτη, 37,8% άντρες)

και 250 συμμετέχοντες (μέση ηλικία 37±14έτη, 34,0% άντρες) αντίστοι-

χα, ενώ οι 2 επαναλαμβανόμενες συμπληρώσεις απείχαν 20–30 ημέρες. Η

εγκυρότητα των ΕΣΚΤ ελέγχθηκε σε 3ο δείγμα 431 συμμετεχόντων (μέση

ηλικία 46±16έτη, 39,4% άντρες), χρησιμοποιώντας ως μέθοδο αναφοράς

ένα 3ήμερο ημερολόγιο καταγραφής (οι 2 συμπληρώσεις απείχαν 20–30

ημέρες). Ο υπολογισμός των θρεπτικών συστατικών έγινε με τη χρήση πι-

νάκων σύνθεσης τροφίμων του USDA. Η επαναληψιμότητα αξιολογήθηκε

με τους συντελεστές συσχέτισης Spearman’s rho, Kendall’s tau-b και τη

γραφική μέθοδο Bland-Altman. Η σύγκριση αυτών των μεγεθών έγινε με

τη χρήση απλής γραμμικής παλινδρόμησης όπου εξαρτημένες μεταβλη-

τές ήταν οι δείκτες συμφωνίας για τα θρεπτικά συστατικά και ανεξάρτητη

κάθε φορά ο αριθμός των ερωτήσεων του ΕΣΚΤ. Αποτελέσματα: Και τα

2 ΕΣΚΤ παρουσίασαν ικανοποιητικότατο βαθμό συμφωνίας για τα θρεπτι-

κά συστατικά μεταξύ 2 επαλαμβανόμενων καταγραφών στο σύνολο των

2 δειγμάτων που εφαρμόστηκαν αλλά και σε υποομάδες του πληθυσμού

(Spearman’s rho, Kendall’s tau-b 0,4–0,8, p για όλα <0,05% συμφωνίας

Bland-Altman 90–99%). Αρκετά καλή ήταν και η εγκυρότητα των ΕΣΚΤ

(Spearman’s rho, Kendall’s tau-b 0,11–0,45, p για όλα <0,05, % συμφω-

νίας Bland-Altman 93,7–95,8%). Παρατηρήθηκε αντίστροφη συσχέτιση

του αριθμού των ερωτήσεων του ΕΣΚΤ και συντελεστές συσχέτισης του

Spearman και του Kendall (b1=–0,13, 95% ΔΕ –0,16 –0,11 και b1=-0,11,

95% ΔΕ –0,14 –0,09, αντίστοιχα). Δεν παρατηρήθηκε σημαντική συσχέ-

τιση του αριθμού των ερωτήσεων με την εγκυρότητα του ΕΣΚΤ (p>0,05).

Συμπεράσματα: Τα 2 ΕΣΚΤ είναι επαναλήψιμα και έγκυρα στο σύνολο

του δείγματος και σε υποομάδες του. Επιπρόσθετα, ο αριθμός των ερωτή-

σεων ενός ΕΣΚΤ συσχετίζεται αντίστροφα με το βαθμό επαναληψιμότητας

του, ενώ δε φαίνεται να επηρεάζεται η εγκυρότητά του.

ΑΑ35

Η επίδραση του συνδυασμού ροσουβαστατίνης με σαρτάνεςδιαφορετικής ικανότητας ενεργοποίησης των PPARγ υποδοχέων

στο φαινότυπο των LDL σωματιδίωνΧ. Ρίζος,1 Ε. Λυμπερόπουλος,1 Μ. Φλωρεντίν,1 Ε. Μουτζούρη,1 Ζ. Μητρογιάννη,1 Α. Τσελέπης,2 Μ. Ελισάφ1

1Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Τομέας Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας,Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

Εισαγωγή: Ο φαινότυπος των LDL σωματιδίων φαίνεται ότι επηρεάζει την

εξέλιξη της αθηροσκλήρωσης. Στην κλινική πράξη σε άτομα με υπέρταση και

δυσλιπιδαιμία συχνά συγχορηγούνται μια στατίνη με μια σαρτάνη. Σκοπός: Σκοπός της μελέτης ήταν η διερεύνηση του συνδυασμού ροσουβαστατίνης

με σαρτάνες διαφορετικής ικανότητας ενεργοποίησης των PPARγ υποδοχέ-

ων στην κατανομή των υποκλασμάτων των LDL σε ασθενείς με υπέρταση,

δυσλιπιδαιμία και διαταραχή γλυκόζης νηστείας. Υλικό-Μέθοδος: Σε 102

ασθενείς (51 άνδρες, μέση ηλικία 56 έτη) με υπέρταση σταδίου 1, διαταραχή

γλυκόζης νηστείας, αυξημένα τριγλυκερίδια (≥150 mg/dL) και LDL χοληστε-

ρόλη (≥160 mg/dL) δόθηκαν υγιεινοδιαιτητικές οδηγίες και ροσουβαστα-

τίνη 10 mg/ημέρα. Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν επιπρόσθετα σε (α) μια

σαρτάνη με σημαντική ικανότητα μερικής ενεργοποίησης των PPARγ υπο-

δοχέων (τελμισαρτάνη 80 mg/ημέρα; ομάδα Ρ/Τ), (β) μια σαρτάνη μικρής

ικανότητας μερικής ενεργοποίησης των PPARγ υποδοχέων (ιρμπεσαρτάνη

300 mg/ημέρα; ομάδα Ρ/Ι) και (γ) μια σαρτάνη που δεν ενεργοποιεί τους

PPARγ υποδοχείς (ολμεσαρτάνη 20 mg/ημέρα; ομάδα Ρ/Ο). Προσδιορίσθηκε

το λιπιδαιμικό προφίλ, η συγκέντρωση και ο φαινότυπος των υποκλασμά-

των των LDL με τη χρήση του Lipoprint LDL System πριν και 6 μήνες μετά τη

θεραπεία. Αποτελέσματα: Σε όλες οι ομάδες μειώθηκαν εξίσου τα επίπεδα

των λιπιδίων (TCHOL/TRG/LDL-C) με εξαίρεση την HDL-C που δε μεταβλή-

θηκε σημαντικά σε καμία ομάδα. Επιπρόσθετα, παρατηρήθηκε παρόμοια

μείωση της συγκέντρωσης της χοληστερόλης των μεγάλων και των μικρών

πυκνών LDL υποκλασμάτων. Το μέγεθος των LDL σωματιδίων αυξήθηκε ση-

μαντικά εξίσου σε όλες τις ομάδες. Στην ομάδα Ρ/Τ παρατηρήθηκε σημαντι-

κή μείωση του ποσοστού της χοληστερόλης των μικρών πυκνών LDL σωμα-

τιδίων (από 8,6% σε 5,7%, p=0,01) σε αντίθεση με τις ομάδες Ρ/Ι (από 7,5%

σε 6,1%, p=0,14) και Ρ/Ο (από 8% σε 6%, p=0,126), χωρίς η διαφορά μεταξύ

των 3 ομάδων να είναι στατιστικά σημαντική. Συμπεράσματα: Σε όλες τις

ομάδες μειώθηκαν τα επίπεδα της χοληστερόλης των μικρών πυκνών LDL

σωματιδίων. Επιπρόσθετα, στην ομάδα της ροσουβαστατίνης/τελμισαρτά-

νης παρατηρήθηκε σημαντική μείωση του ποσοστού της χοληστερόλης των

μικρών πυκνών LDL σωματιδίων.

Page 48: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

48 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

ΑΑ36

Υπερτρανσαμινασαιμία σε ασθενή με νόσο Αddison.Περιγραφή μιας περίπτωσης

Π. Αναγνωστής,1 Β. Άθυρος2 Θ. Βασιλειάδης,2 Θ. Γρίβα,2 Κ. Πατσιαούρα,3 Α. Καραγιάννης2

1Ενδοκρινολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Ιπποκράτειο», Θεσσαλονίκη, 2Β΄ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Ιπποκράτειο», Θεσσαλονίκη, 3Παθολογοανατομικό

Τμήμα, Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Ιπποκράτειο», Θεσσαλονίκη

Εισαγωγή: Η νόσος Addison μπορεί να συσχετισθεί με υπερτρανσαμινα-

σαιμία στα πλαίσια του αυτοάνοσου πολυενδοκρινικού συνδρόμου (APS)

τύπου 1, όταν συνυπάρχει με αυτοάνοση ηπατίτιδα (ΑΗ) (5–31% των πε-

ριπτώσεων). Έχουν αναφερθεί όμως αυξημένα επίπεδα τρανσαμινασών σε

ασθενείς με Ν. Addison χωρίς τη συνύπαρξη ΑΗ (17 περιπτώσεις στη βι-

βλιογραφία). Παρουσίαση Περιστατικού: Παρουσιάζεται η περίπτωση

άνδρα 29 ετών ο οποίος προσήλθε προς διερεύνηση συμπτωματολογίας

απώλειας βάρους (6 kg), αδυναμίας (ιδίως κάτω άκρων), υπότασης από

6μήνου και αυξημένων τιμών τρανσαμινασών (3–4 φορές των φυσιολο-

γικών) από έτους. Κλινικώς, ο ασθενής παρουσίαζε υπέρχρωση, ατροφία

άνω-κάτω άκρων και ήπια διόγκωση τραχηλικών λεμφαδένων. Δεν εμ-

φάνιζε σημεία ηπατικής νόσου, ούτε υπήρχαν αξιόλογα στοιχεία από το

ατομικό και οικογενειακό ιστορικό, πλην υπερχοληστερολαιμίας του ιδίου

και των γονέων του. Δεν ανέφερε κατάχρηση αλκοόλ. Ο εργαστηριακός

έλεγχος έδειξε επιπλέον: αυξημένα αποφρακτικά ένζυμα, λεμφοκυττά-

ρωση (49%), μονοκυττάρωση (13%), υπερκαλιαιμία (5,6 mEq/l) και υπο-

νατριαιμία (130 mEq/l). Ο ιολογικός και απεικονιστικός έλεγχος καθώς και

η Mantoux απέβησαν αρνητικά. Από το ανοσολογικό προφίλ, υπήρξε μόνο

θετικότητα για τα ASMA (1/160). Τα επίπεδα των anti-LKM, α1-αντιθρυψί-

νης και των ανοσοσφαιρινών ήταν φυσιολογικά. Υπεβλήθη σε βιοψία ήπα-

τος η οποία δεν έδειξε ιδιαίτερα ευρήματα ηπατικής νόσου. Λαμβάνοντας

υπόψη την κλινικοεργαστηριακή εικόνα, τέθηκε η υπόνοια της νόσου

Addison. H τιμή της πρωινής κορτιζόλης ήταν 2,2 μg/dL (φτ 5–25) και η

ACTH 1591 pg/mL (φτ 9–52). Το Cosyntropin test έδειξε βασική κορτιζόλη

2,3 μg/dL, στα 30’ 2 μg/dL και στα 60’ 1,9 μg/dL. Δεν υπήρχαν στοιχεία

άλλης αυτοάνοσης (ενδοκρινικής ή μη) πάθησης. Χορηγήθηκαν 30 mg

υδροκορτιζόνης (20–10) με 0,1 mg fludrocortisone την ημέρα. Ο ασθενής

παρουσίασε κλινική βελτίωση και ομαλοποίηση των τιμών των ηπατικών

ενζύμων τις επόμενες εβδομάδες. Συμπεράσματα: Η υπερτρανσαμι-

νασαιμία που οφείλεται αποκλειστικά σε νόσο Addison είναι εξαιρετικά

σπάνια. Ο ακριβής παθογενετικός μηχανισμός δεν είναι εξακριβωμένος.

Πιθανολογείται η ηπατοκυτταρική νέκρωση συνεπεία λεμφοκυτταρικής

διήθησης, υποβοηθούμενη από την υποκορτιζολαιμία. H χορήγηση υδρο-

κορτιζόνης οδηγεί σε ομαλοποίηση των ηπατικών ενζύμων.

ΑΑ37

Θετική συσχέτιση των TNF-857C>T, TNFRSF1A 36A>Gκαι TNFRSF1B 676T>G πολυμορφισμών

με τα ισχαιμικά εγκεφαλικά επεισόδια στον ελληνικό πληθυσμόΣ. Μάρκου,1 Σ. Μαρκούλα,1 Α. Xατζηκυριακίδου,2 Σ. Γιαννόπουλος,1 Δ. Χατζηστεφανίδης,1

Ι. Γεωργίου,2 Α. Κυρίτσης1

1Νευρολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Εργαστήριο Γενετικής, Ιατρική Σχολή,Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

Εισαγωγή-Σκοπός: Ο παράγοντας νέκρωσης όγκων (TNF-α) είναι μια

σημαντική κυτοκίνη, η οποία συμμετέχει στη διαδικασία της φλεγμονής

με τους κύριους υποδοχείς της, τον TNFRSF1A και τον TNFRS1B. Μεγάλο

ποσοστό των ισχαιμικών αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων αποδίδεται

στην αθηροσκλήρωση, μια φλεγμονώδη διαδικασία. Ερευνήσαμε τον πι-

θανό ρόλο των γονιδίων που κωδικοποιούν τον ΤΝF και επιδρούν στη λει-

τουργία των TNFRSF1 και TNFRSF1B στην παθογένεια των ισχαιμικών εγκε-

φαλικών στον ελληνικό πληθυσμό. Υλικό-Μέθοδος: Σχεδιάστηκε μια

προοπτική μελέτη που περιλάμβανε 173 ασθενείς με πρωτοεμφανιζόμενο

ισχαιμικό αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, σε μια αυστηρά περιορισμένη

γεωγραφική περιοχή στη Βορειοδυτική Ελλάδα. Ένας αριθμός 100 υγιών

εθελοντών, σε αντιστοιχία με τους ασθενείς όσον αφορά στην ηλικία, φύ-

λο και γνωστούς παράγοντες κινδύνου για εγκεφαλικό, χρησιμοποιήθηκαν

ως ομάδα ελέγχου. Αποτελέσματα: Οι TNF-857 TT, TNFRSF1A 36 AA και

TNFRSF1B 676 TT γονότυποι βρέθηκαν ιδιαίτερα αυξημένοι στην ομάδα

των ασθενών με p=0,008, OR=2,47 (1,26–4,84), p=0,005, OR=1,97 (1,22–

3,17) και p=0,003, OR=2,2 (1,43–3,37) p=0,008, OR=2,47 (1,26–4,84),

p=0,005, OR=1,97 (1,22–3,17) και p=0,003, OR=2,2 (1,43–3,37) αντί-

στοιχα. Όσον αφορά στα αλληλόμορφα, τα TNFRSF1A 36A και TNFRSF1B

676T ήταν επίσης σημαντικά αυξημένα, με p=0,009, OR=1,48 (1,1–2) και

p=0,001, OR=1,75 (1,25–2,46). Συμπεράσματα: Η υψηλή επίπτωση

των TNFα-857 TT, TNFRSF1A 36 AA και TNFRSF1B 676 TT γονότυπων και

των αλληλομόρφων TNFRSF1A 36A και TNFRSF1B 676T στην ομάδα των

ασθενών με αγγειακό εγκεφαλικό, υποδηλώνουν μια δυνητική σχέση με

τη συγκεκριμένη νόσο. Ωστόσο, χρειάζονται μεγάλες πολυκεντρικές προ-

οπτικές μελέτες για να την επιβεβαιώσουν.

Page 49: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 49

ΑΑ38

Οι ασθενείς με ιδιοπαθή υπέρταση έχουν σημαντικά αυξημένηεπίπτωση μεταβολικού συνδρόμου

Ι. Παπαδάκης, Ε. Μαυρογένη, Γ. Βρέντζος, Μ. Ζενιώδη, Γ. Φάντη, Ε. ΓανωτάκηςΥπερτασικό Ιατρείο, Παθολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου, Ηράκλειο

Εισαγωγή-Σκοπός: Το Μεταβολικό Σύνδρομο (ΜΣ) αποτελεί μια ομάδα πα-

ραγόντων κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα. Μελετήσαμε την επίπτωση

του ΜΣ, όπως ορίζεται από τα κριτήρια του Adult Treatment Panel (ATP) III,

όπως τροποποιήθηκαν το 2005, σε ασθενείς με ιδιοπαθή υπέρταση. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήσαμε 541 υπερτασικούς (205 άντρες), ενδιάμεσης ηλικίας

60 ετών (εύρος ηλικίας 19–87). Συμπληρώθηκε ένα λεπτομερές ερωτηματο-

λόγιο για κάθε ένα συμμετέχοντα, το οποίο περιλάμβανε ερωτήσεις για ατο-

μικό ιστορικό σακχαρώδη διαβήτη (ΣΔ) και ισχαιμικής καρδιοπάθειας, συνή-

θειες καπνίσματος και φαρμακευτική αγωγή. Μετρήθηκαν η περιφέρεια μέσης

και η αρτηριακή πίεση. Ελήφθησαν δείγματα αίματος νηστείας για υπολογισμό

γλυκόζης και πλήρους λιπιδαιμικού προφίλ. Αποτελέσματα: Τριακόσιοι εξή-

ντα ένας από τους 541 υπερτασικούς (66,7%) συμπλήρωναν τα κριτήρια για

μεταβολικό σύνδρομο. Η επίπτωση του ΜΣ στις γυναίκες ήταν μεγαλύτερη

από ό,τι στους άνδρες (70,2% έναντι 61,0%, p<0,05, αντιστοίχως). Η ανωτέ-

ρω ευρεθείσα συνολική επίπτωση του ΜΣ στους υπερτασικούς ήταν περίπου

3 φορές μεγαλύτερη από ό,τι στο συνολικό γενικό Ελληνικό πληθυσμό (20%).

Όταν χωρίσαμε τους ασθενείς μας σε 3 ομάδες αναλόγως με την ηλικία τους

(μικρότεροι από 45, μεταξύ 45 και 65 και μεγαλύτεροι από 65 ετών), δεν ανα-

δείχθηκε στατιστικώς σημαντική διαφορά όσον αφορά στην επίπτωση του ΜΣ

σε αυτές (57,7%, 65,4% και 72,3%, αντιστοίχως). Από τους παράγοντες του ΜΣ,

η αυξημένη περίμετρος μέσης ήταν ο πιο συχνός (90,3%) στους υπερτασικούς

που πληρούσαν τα κριτήρια για ΜΣ. Οι ασθενείς που ελάμβαναν αντιϋπερτα-

σική αγωγή είχαν αυξημένο κίνδυνο να έχουν ΜΣ από ό,τι οι υπόλοιποι (70,7%

έναντι 60,5%, p=0,01). Ογδόντα πέντε από τους 93 (91,4%) διαβητικούς ασθε-

νείς είχαν ΜΣ. Δεν υπήρχε στατιστικώς σημαντική διαφορά στην επίπτωση του

καπνίσματος μεταξύ των υπερτασικών με και χωρίς ΜΣ (23,0% έναντι 18,2%).

Συμπεράσματα: Τα αποτελέσματα μας δείχνουν πολύ αυξημένη επίπτωση

ΜΣ στους υπερτασικούς, ιδίως στις γυναίκες, συγκριτικά με το μέσο Ελληνικό

πληθυσμό. Επιπλέον, δεν υπήρχε σημαντική αύξηση της επίπτωσης του ΜΣ με

την πρόοδο της ηλικίας.

ΑΑ39

Η επίδραση της παχυσαρκίας και του είδους της εκτίμησης-αξιολόγησης(κλινικής ή/και υπερηχογραφικής, U/S) στην επιβίωση

της αρτηριοφλεβικής αναστόμωσης (arteriovenous fistula, AVF)σε χρονίως αιμοκαθαιρομένους ασθενείς

Δ. Κουμουτσέα,1,2,3,4 Β. Τσιλιγγίρης,5,6 Ι. Γριβέας,1,2,4 Γ. Σταυγιαννουδάκης,1,2,4 Α. Σαλαπάτα,1,2

Ε. Χουλιάρας,7 Χ. Ναστούλης,7 Α. Γαλήνας,1,2,4 Ι. Αγγελάκας,5,6 Κ. Καραμήτσος1,2,3

1Μονάδα Τεχνητού Νεφρού, 401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών, Αθήνα, 2Μονάδα Τεχνητού Νεφρού, 417 Νοσηλευτικό Ίδρυμα Μετοχικού Ταμείου Στρατού, Αθήνα, 3Μονάδα Τεχνητού Νεφρού, Κλινική Ίασις Πειραιά (Όμιλος Ιατρικού Αθηνών), Πειραιάς,

4Μονάδα Τεχνητού Νεφρού, Όμιλος Euromedica, 5Αγγειοχειρουργικό Τμήμα, 401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών, Αθήνα 6Αγγειοχειρουργικό Τμήμα, Κλινική Ίασις Πειραιά (Όμιλος Ιατρικού Αθηνών), Πειραιάς, 7Αναισθησιολογικό Τμήμα,

401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών, Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Να μελετηθεί αν η παχυσαρκία (ΒΜΙ>30) επηρεάζει

την επιβίωση της αρτηριοφλεβικής αναστόμωσης (AVF) και να διερευνη-

θεί αν η προεγχειρητική υπερηχογραφική (U/S) εκτίμηση ρουτίνας βελτι-

ώνει την έκβαση. Υλικό-Μέθοδος: Cohort μελέτη μίας σειράς 120 ασθε-

νών που είχαν επακριβώς μετρημένο ΒΜΙ ως μέρος τυχαιοποιημένης και

ελεγχόμενης μελέτης κλινικής και υπερηχογραφικής (U/S) εκτίμησης της

αρτηριοφλεβικής αναστόμωσης (AVF). Κλινική και υπερηχογραφική εκτί-

μηση πραγματοποιήθηκε από δύο ανεξάρτητους παρατηρητές. Το τελικό

σημείο (end point) ήταν η επιβίωση της AVF. Πολυμεταβλητή-πολυπαρα-

γοντική ανάλυση επιβίωσης της AVF έγινε με STATA. Αποτελέσματα: 42

ασθενείς ήταν παχύσαρκοι (ΒΜΙ>30) και 78 ήταν φυσιολογικού βάρους

ή/και υπέρβαροι [μη παχύσαρκοι (ΒΜΙ<30)]. Υπήρχαν περισσότεροι δια-

βητικοί (69% vs 26%) και ασθενείς με υπέρταση (93% vs 72%) μεταξύ των

παχυσάρκων. Η εμπειρία των αγγειοχειρουργών που συμμετείχαν ήταν

συγκρίσιμη μεταξύ των δύο ομάδων. Η αναλογία της AVF στον πήχυ ήταν

παρόμοια (παχύσαρκοι 58%, μη παχύσαρκοι 59%). Άμεση αποτυχία κατα-

γράφηκε στο 2,38% των παχυσάρκων και στο 6,41% των μη παχυσάρκων

(p<0,35). Πρώιμη αποτυχία καταγράφηκε στο 40,47% των παχυσάρκων

και στο 24,35% των μη παχυσάρκων (p<0,12). Cox proportional hazard

analysis έδειξε ότι ο διαβήτης, η υπερηχογραφική εκτίμηση (U/S) και η

αντιαιμοπεταλιακή αγωγή συσχετίζονταν ανεξάρτητα με μειωμένο κίνδυ-

νο αποτυχίας της αρτηριοφλεβικής αναστόμωσης (fistula). Παχυσαρκία:

hazard ratio=0,72 (0,33–1,52 , 95% CI), p<0,35, U/S εκτίμηση: hazard

ratio=0,54 (0,27–1,00 , 95% CI), p<0,05, Διαβήτης: hazard ratio=2,08

(1,02–4,24, 95% CI), p<0,05, Αντιαιμοπεταλιακή αγωγή υπό ασπιρίνη:

hazard ratio=0,38 (0,19–0,72, 95% CI), p<0,003 (Cox proportional

hazard model of primary assisted patency). Συμπεράσματα: Η παχυ-

σαρκία έχει μόνον μία μέτρια μάλλον επιβλαβή επίδραση στη συχνότητα

αποτυχίας της AVF (fistula). Η υπερηχογραφική εκτίμηση ρουτίνας φαίνε-

ται ότι σχετίζεται με αυξημένη επιβίωση της AVF (fistula).

Page 50: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

50 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

ΑΑ40

Κοιλιακή παχυσαρκία και αύξηση σωματικού βάρους μετά από επικουρική χημειοθεραπεία με ταξάνες για πρώιμο καρκίνο μαστού

Μ.E. Ζενιώδη,1 Ε. Σαλούστρος,2 Κ. Κουτσουδάκη,2 Μ. Νικολουδάκη,2 Α. Μαργιωλάκη,2

Ε. Λιουδάκη,1 Β. Γεωργούλιας,2 Δ. Μαυρουδής,2 Ε. Γανωτάκης1

1Παθολογική Κλινική Πανεπιστημίου Κρήτης, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου, Ηράκλειο, 2Ογκολογική Κλινική Πανεπιστημίου Κρήτης, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου, Ηράκλειο

Εισαγωγή-Σκοπός: Γυναίκες που λαμβάνουν επικουρική χημειοθεραπεία

(ΧΜΘ) για καρκίνο του μαστού συνήθως παρουσιάζουν αύξηση σωματικού

βάρους (ΣΒ). Η επίδραση της ΧΜΘ βασισμένης στις ταξάνες στο ΣΒ και στη

κοιλιακή παχυσαρκία δεν έχει μελετηθεί επαρκώς. Σκοπός της μελέτης ήταν

η εκτίμηση της επίδρασης της ΧΜΘ με ταξανούχους συνδυασμούς, στο ΣΒ

και στη κοιλιακή παχυσαρκία. Υλικό-Μέθοδος: Συμπεριλήφθηκαν προ- και

μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες (98 προεμμηνοπαυσιακές). Η κοιλιακή παχυ-

σαρκία εκτιμήθηκε με μέτρηση περιμέτρου μέσης (ΠΜ) και το ΣΒ μετρήθηκε

πριν και με την ολοκλήρωση της ΧΜΘ. Αποτελέσματα: Συμπεριλήφθηκαν

151 γυναίκες, διάμεσης ηλικίας 54 έτη (εύρος: 25–78). Στο συνολικό πλη-

θυσμό, ενενήντα-τέσσερις (62,3%) παρουσίασαν αύξηση ΣΒ (μέση αύξηση

4,024 kg, 5,6%; p<0,0001), μείωση 21 (2,65 kg, 3,4%, p<0,0001) και σταθε-

ρότητα 36. Η μεταβολή του ΣΒ ήταν αποτέλεσμα της αύξησης του κοιλιακού

λίπους (μέση αύξηση ΠΜ 2,53 cm, p<0,0001). Οι μεταβολές αυτές στο ΣΒ

και στη ΠΜ ήταν διαφορετικές ανάλογα με την ορμονική κατάσταση των

ασθενών. Αύξηση ΣΒ παρουσίασε το 81% των προεμμηνοπαυσιακών έναντι

52,0% των μετεμμηνοπαυσιακών (p=0,002). Η μέση αύξηση ήταν ,4 vs 3,6

kg (p=0,037) ή 6,6% vs 4,9% (p=0,007) αντιστοίχως. Τέλος, η μέση αύξη-

ση της ΠΜ ήταν μεγαλύτερη, αν και όχι σημαντική, για τις προεμμηνοπαυ-

σιακές (4,81 vs 3,71 cm, p=0,152). Συμπεράσματα: Η αύξηση ΣΒ και της

κοιλιακής παχυσαρκίας αποτελεί σημαντική ανεπιθύμητη ενέργεια της ΧΜΘ

με ταξάνες. Με δεδομένη την αρνητική επίδραση της αύξησης του ΣΒ στη

πρόγνωση του καρκίνου του μαστού αλλά και στην υγεία γενικότερα, είναι

απαραίτητη η ενημέρωση και η ενθάρρυνση των ασθενών στη διατήρηση

σταθερού ΣΒ κατά τη διάρκεια και μετά την ολοκλήρωση της συστηματικής

θεραπείας.

ΑΑ41

Ο ρόλος των πολυμορφισμών του γονιδίου του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης στην εμφάνιση ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου

Δ. Χατζηστεφανίδης,1 Σ. Μαρκούλα,1 Χ. Κωστούλας,2 Σ. Γιαννόπουλος,1 Σ. Μάρκου,1

Ι. Γεωργίου,2 Α. Κυρίτσης1

1Νευρολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Εργαστήριο Ιατρικής Γενετικής,Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

Εισαγωγή-Σκοπός: Από τη βιβλιογραφία συνάγεται η ύπαρξη ενός γενε-

τικού στοιχείου στην πρόκληση εγκεφαλικών επεισοδίων. Στην παρούσα

μελέτη, εξετάζουμε τη συσχέτιση μεταξύ του πολυμορφισμού NG011648

(Insertion/Deletion) του γονιδίου του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγει-

οτενσίνης με την εμφάνιση ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου. Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη συμπεριελήφθησαν, προοπτικά και για διάστημα 18

μηνών, ασθενείς με πρωτοεμφανιζόμενο ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο,

από μια καλώς ορισμένη γεωγραφικά περιοχή της Βορειοδυτικής Ελλάδας.

Η ομάδα ελέγχου δημιουργήθηκε από άτομα που αντιστοιχήθηκαν με τους

ασθενείς σύμφωνα με την ηλικία, το φύλο και τους γνωστούς παράγοντες

κινδύνου για εγκεφαλικό επεισόδιο. Τόσο για την ομάδα των ασθενών όσο

και για την ομάδα ελέγχου συλλέχθηκαν δημογραφικά δεδομένα, το ιατρικό

ιστορικό και οι αγγειακοί παράγοντες κινδύνου. Ο γονότυπος προσδιορίστη-

κε με αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης (PCR) και ανάλυση με περιορι-

στικά ένζυμα. Η σύγκριση μεταξύ των δυο ομάδων έγινε αναφορικά με τον

επιπολασμό του πολυμορφισμού NG011648. Αποτελέσματα: Στη μελέτη

συμπεριελήφθησαν 176 ασθενείς με ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο και 178

άτομα της ομάδας ελέγχου και προσδιορίστηκε ο πολυμορφισμός NG011648

(I/D) του γονιδίου του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης. Δεν πα-

ρατηρήθηκαν διαφορές στην κατανομή των αλληλίων και του γονότυπου

μεταξύ της ομάδας ελέγχου και των ασθενών, ούτε μεταξύ των υποομάδων

κενοτοπιωδών (lacunar) εγκεφαλικών και εγκεφαλικών λόγω θρόμβωσης

μεγάλης αρτηρίας. Ωστόσο, η ανάλυση με βάση το φύλο ανέδειξε μια χα-

μηλή επίπτωση της ομοζυγωτίας ΙΙ στις γυναίκες σε σχέση με τους άντρες

ασθενείς (p=0,013, Z score: –2,49). Συμπεράσματα: Κάποιοι γονότυποι

μπορεί να επηρεάζουν τις αθηροσκληρωτικές νόσους, όπως το ισχαιμικό

εγκεφαλικό επεισόδιο, κάτι που μπορεί να γίνει ορατό μόνο όταν ο πληθυ-

σμός στρωματοποιείται με βάση το φύλο. Τα αποτελέσματα της παρούσης

μελέτης υποδηλώνουν, πως οι πολυμορφισμοί I/D (εισαγωγής/διαγραφής)

μπορεί να παίζουν κάποιο ρόλο στην εγκατάσταση ενός εγκεφαλικού επει-

σοδίου, ανάλογα με το φύλο, με πιθανή ευεργετική δράση του γονοτύπου II

για τις γυναίκες.

Page 51: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 51

ΑΑ42

Επιδραση του ουρικού οξέως στην αθηρογένεσηΙ. Μαμαρέλης,1,2 Κ. Πισσαρίδη,1 Β. Δρίτσα,1 Β. Τσιλιγγίρης,3 Ι. Αναστασοπούλου1

1Τμήμα Ακτινοχημείας και Βιοφασματοσκοπίας, Σχολή Χημικών Μηχανικών, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αθήνα,2Καρδιολογική Κλινική, 401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών, Αθήνα,

3Αγγειοχειρουργική Κλινική, 401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών, Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Το ουρικό οξύ αποτελεί προϊόν μεταβολισμού των

πρωτεϊνών και η διαταραχή από τα φυσιολογικά όρια επηρεάζεται από την

ορθή λειτουργία των μολυβδαινο-ενζύμων. Σκοπός της εργασίας είναι ο ρό-

λος του ουρικού οξέος στην αθηρογένεση. Υλικό-Μέθοδος: 30 αθηρώμα-

τα ελήφθησαν από ασθενείς 53–85 ετών με χειρουργική ενδαρτηρεκτομή

καρωτίδων αρτηριών. Τα FT-IR φάσματα καταγράφηκαν με φασματοφω-

τόμετρο Nicolet 6700, resolution 4 cm-1 και 120 scans/φάσμα, ενώ το SEM

μικροσκόπιο ήταν της Εταιρείας Fei Co. Αποτελέσματα: Τα FT-IR φάσματα

αθηρωμάτων από ασθενείς με υπερουρεξαιμία έδειξαν, έναντι φυσιολογικών

ασθενών, σημαντικές αποκλίσεις. Η μείωση των εντάσεων των ταινιών στην

περιοχή 1600–1510 cm-1, αποδίδεται στη μείωση των απολιποπρωτεϊνών

ApoI και ApoIΙ, που ρυθμίζουν το μεταβολισμό της HDL, και είναι ανάλογη

της αύξησης της ταινίας στα 1740 cm-1, αποτέλεσμα της LDL. Η SEM ανά-

λυση έδειξε παρουσία μολυβδαινίου στο αθήρωμα ασθενών με ουρεxαιμία,

γεγονός ότι το μολυβδαινοένζυμο ξανθίνη ρεντουκτάση (xo) δεν καταλύει

την οξείδωση της ξανθίνης προς υποξανθίνη, με αποτέλεσμα την αύξηση

του ουρικού οξέος και την παρεμπόδιση της ομαλής λειτουργίας του κύκλου

ΝΟ, που τελικά οδηγεί στην έναρξη καρδιαγγειακών παθήσεων. Τέλος, από

τις ταινίες μεταξύ 500–400 cm-1, που αντιστοιχούν στις απορροφήσεις

των ομάδων C-S, S-S, και δείχνουν την καταστροφή των θειολών, προστα-

τευτικών ενώσεων του οργανισμού. Συμπεράσματα: Από τα πειραματικά

δεδομένα συμπεραίνεται ότι στους ασθενείς με αυξημένο ουρικό οξύ στο

αίμα τα μολυβδαινοένζυμα δεν μπορούν να ρυθμίσουν την επανοξείδωση

της ξανθίνης σε υποξανθίνη, η δε βλάβη φαίνεται να είναι αποτέλεσμα της

κατανάλωσης των προστατευτικών ουσιών (θειόλες) του οργανισμού για την

αντιμετώπιση του οξειδωτικού στρες στα αρχικά στάδια.

υποξανθίνη+Η2Ο2+Ο2 →xo

ξανθίνη+Η2Ο2 →xo

ουρικό οξύ+ Η2Ο2

ΑΑ43

Η αλληλεπίδραση των μικροσωματιδίων των αιμοπεταλίωνμε τις λιποπρωτεΐνες του πλάσματος και ο ρόλος της στην ενεργοποίηση

των ενδοθηλιακών κυττάρωνA. Δημητρίου, Ι. Μήτσιος, Α. Τσελέπης

Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

Εισαγωγή-Σκοπός: Τα μικροσωματίδια των αιμοπεταλίων (PMPs) πα-

ράγονται κατά τη διάρκεια της ενεργοποίησης των αιμοπεταλίων και

διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην παθοφυσιολογία της αθηροθρόμ-

βωσης. Μελετήσαμε την πιθανή σύνδεση των PMPs με τις χαμηλής και

υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνες του πλάσματος (LDL και HDL, αντί-

στοιχα) καθώς και το ρόλο της στην ενεργοποίηση των ανθρώπινων

ενδοθηλιακών κυττάρων ομφαλίου λώρου (HUVECs). Υλικό-μέθοδος: Παρασκευάστηκαν PMPs από πλυμένα αιμοπετάλια ενεργοποιημένα με

ιονοφόρο Ca2+–A23187. Επίσης, απομονώθηκαν η LDL και η HDL με

διαδοχικές υπερφυγοκεντρήσεις και η επισήμανσή τους έγινε με FITC.

Η πιθανή σύνδεση των PMPs με τις επισημασμένες με FITC λιποπρωτε-

ΐνες πραγματοποιήθηκε με κυτταρομετρία ροής. Η δράση των PMPs ή

των συμπλεγμάτων τους με τις λιποπρωτεΐνες μελετήθηκε ως προς την

ενεργοποίηση των HUVECs (5h και 24h επώαση) με μέτρηση των μορί-

ων προσκόλλησης ICAM-1 (ενδοκυττάριο μόριο προσκόλλησης-1) και

VCAM-1 (αγγειακό μόριο προσκόλλησης-1) με κυτταρομετρία ροής χρη-

σιμοποιώντας τα φθορισμένα μονοκλωνικά αντισώματα anti-CD54-PE

και anti-CD106-FITC. Αποτελέσματα: Τόσο η LDL όσο και η HDL έχουν

την ικανότητα να δεσμεύονται στα PMPs κατά δοσοεξαρτώμενο τρόπο.

Τα PMPs επάγουν την ενεργοποίηση των HUVECs κατά δοσο-εξαρτώμενο

τρόπο σε συγκέντρωση που κυμαίνεται από 5–50 μg/mL αλλά και κατά

χρονο-εξαρτώμενο τρόπο (μέγιστη δράση στις 24 h). Οι λιποπρωτεΐνες

δεν προκαλούν σημαντικές μεταβολές στην έκφραση των παραπάνω

προσκολλητικών μορίων (στην περιοχή συγκεντρώσεων 5–25 μg/mL). Η

σύνδεση τόσο της LDL όσο και της HDL με τα PMPs έχει ως αποτέλεσμα

τη σημαντική μείωση της ενεργοποιητικής τους δράσης κατά δοσοεξαρ-

τώμενο τρόπο στις 5 h επώασης, ενώ αντίθετα στις 24 h παρατηρήθηκε

σημαντική αύξηση της ενεργοποιητικής δράσης των PMPs. Δεν παρατη-

ρήθηκαν διαφορές ως προς την επίδραση των λιποπρωτεϊνών στις παρα-

πάνω βιολογικές δράσεις των PMPs. Συμπεράσματα: Η εργασία αυτή

δείχνει για πρώτη φορά ότι οι λιποπρωτεΐνες του πλάσματος συνδέονται

με τα PMPs και επηρεάζουν σημαντικά την ενεργοποιητική τους δράση

στα HUVECs. Η σημασία των παραπάνω ευρημάτων στην παθοφυσιολο-

γία της αθηροσκλήρωσης παραμένει υπό διερεύνηση.

Page 52: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

52 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

ΑΑ44

Η επίδραση των οξειδωμένων μορφών των μικροσωματιδίωντων αιμοπεταλίων στην ενεργοποίηση των ενδοθηλιακών κυττάρων

A. Δημητρίου, Ι. Μήτσιος, Α. ΤσελέπηςΕργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

Εισαγωγή-Σκοπός: Τα μικροσωματίδια των αιμοπεταλίων (PMPs) πα-

ράγονται κατά τη διάρκεια της ενεργοποίησης των αιμοπεταλίων και

συμμετέχουν σε διάφορες παθοφυσιολογικές καταστάσεις συμπεριλαμ-

βανομένης και της αθηροθρόμβωσης. Το οξειδωτικό στρες διαδραματίζει

σημαντικό ρόλο στην αθηροσκλήρωση, όπως στην τροποποίηση διαφό-

ρων λιποπρωτεϊνικών σωματιδίων. Μέχρι σήμερα δεν είναι γνωστό εάν τα

PMPs είναι ευαίσθητα στην επίδραση του οξειδωτικού στρες και αν αυτό

επηρεάζει τη βιολογική τους δραστικότητα. Μελετήσαμε εάν το οξειδω-

τικό στρες επηρεάζει το πρωτεϊνικό και λιπιδικό περιεχόμενο των PMPs,

καθώς και τη βιολογική τους δράση στην ενεργοποίηση των ανθρώπινων

ενδοθηλιακών κυττάρων ομφαλίου λώρου (HUVECs). Υλικό-Μέθοδος: Τα PMPs παρασκευάστηκαν από πλυμένα αιμοπετάλια ενεργοποιημένα

με ιονοφόρο Ca2+–A23187. Η οξείδωση των PMPs πραγματοποιήθηκε

είτε με CuSO4 είτε με το σύστημα MPO (μυελοϋπεροξειδάση)/H2O2/Cl-. Ο

έλεγχος της οξείδωσής τους πραγματοποιήθηκε με κυτταρομετρία ροής

και με τον προσδιορισμό των καταλοίπων των λυσινών. Η επίδραση των

οξειδωμένων PMPs στην ενεργοποίηση των HUVECs (5 h και 24 h επώα-

ση) πραγματοποιήθηκε με μέτρηση της μεμβρανικής έκφρασης των μο-

ρίων προσκόλλησης ICAM-1 (ενδοκυττάριο μόριο προσκόλλησης-1) και

VCAM-1 (αγγειακό μόριο προσκόλλησης-1) με κυτταρομετρία ροής χρη-

σιμοποιώντας τα φθορισμένα μονοκλωνικά αντισώματα anti-CD54-PE και

anti-CD106-FITC. Αποτελέσματα: Η οξείδωση των PMPs τόσο με Cu2+

όσο και με την MPO επηρεάζει το λιπιδικό (μείωση της Αννεξίνης-V, που

αναγνωρίζει την φωσφατιδυλοσερίνη) και το πρωτεϊνικό τους περιεχόμε-

νο και προκαλεί σημαντική μείωση των καταλοίπων των λυσινών. Τα PMPs

εμφάνισαν μια δοσο- και χρονοεξαρτώμενη ενεργοποιητική δράση στα

HUVECs όπως αυτή φαίνεται με την αύξηση της μεμβρανικής έκφρασης

του ICAM-1 και του VCAM-1. H οξειδωτική τροποποίηση των PMPs οδή-

γησε στην αύξηση της έκφρασης των παραπάνω προσκολλητικών μορίων.

Συμπεράσματα: Η εργασία αυτή δείχνει για πρώτη φορά ότι τα PMPs

είναι ευαίσθητα στο οξειδωτικό στρες, in vitro και ότι η οξειδωτική τους

τροποποίηση αυξάνει σημαντικά τη βιολογική τους δράση στην ενεργο-

ποίηση των HUVECs. Η σπουδαιότητα των παραπάνω ευρημάτων στους

μηχανισμούς της αθηροθρόμβωσης βρίσκονται υπό διερεύνηση.

ΑΑ45

Υπεροξείδωση καρδιαγγειακού συστήματος και υπέρυθρη φασματοσκοπία.Quo vadis;

Ι. ΑναστασοπούλουΤμήμα Ακτινοχημείας και Βιοφασματοσκοπίας, Σχολή Χημικών Μηχανικών, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Οι ελεύθερες ρίζες αναφέρονται συστηματικά στην

έναρξη σειράς ασθενειών που σχετίζονται με την υπεροξείδωση. Η υπέ-

ρυθρη φασματοσκοπία μετασχηματισμού Fourier (FT-IR) θα μπορούσε να

χρησιμοποιηθεί στην προδιάγνωση και την παρακολούθηση της εξέλιξης

της ασθένειας. Στην παρούσα εργασία καταγράφονται τα FT-IR φάσματα των

αθηρωμάτων και συνδέονται με την επικείμενη νόσο. Υλικό-Μέθοδος: 70

αθηρώματα (15 στεφανιαίων και 55 καρωτίδων αρτηριών) λήφθηκαν από

ασθενείς 53–85 ετών με χειρουργική ενδαρτηρεκτομή. Τα FT-IR φάσματα

καταγράφηκαν με φασματοφωτόμετρο Nicolet 6700, ενώ το SEM μικροσκό-

πιο ήταν της Εταιρείας Fei Co. Αποτελέσματα: Οι μεταβολές στις διάφορες

περιοχές των FT-IR φασμάτων συσχετίσθηκαν με την κλινική κατάσταση των

ασθενών και αποδόθηκαν στις αντιδράσεις που προκαλούν οι ελεύθερες ρί-

ζες (ΗΟ.) και τα ιόντα (Ο2–.). Η παραγωγή των ελευθέρων ριζών πέραν του

μεταβολισμού οφείλεται και στο οξειδωτικό στρες που προκλήθηκε στους

ασθενείς τόσο από το κάπνισμα, όσο και από το τοξικό εργασιακό περιβάλλον,

δεδομένου ότι ανιχνεύθηκαν τοξικά μέταλλα (Ag, Pb, Cu). Οι κυριότερες με-

ταβολές αφορούσαν στη μετατροπή της δομής των πρωτεϊνών από α-έλικα

σε τυχαία δομή και την έντονη φωσφοριλύωση των στεφανιαίων αρτηριών,

με αποτέλεσμα τη διαταραχή της ομοιοστασίας του ασβεστίου και παραγω-

γή CaCO3. Η παρουσία δεσμών S-S και C-S στα αθηρώματα δείχνει την κατα-

στροφή των ενδογενών προστατευτικών ουσιών που καταναλώθηκαν για την

αντιμετώπιση του οξειδωτικού στρες (σχήμα 1). Συμπεράσματα: Το οξειδω-

τικό στρες πράγματι επιφέρει βλάβες στις ενδογενείς προστατευτικές ουσίες

με αποτέλεσμα η βλάβη να επεκτείνεται και σε ένζυμα παρεμποδίζοντας την

ορθή λειτουργία του αμυντικού συστήματος. Η FT-IR φασματοσκοπία θα μπο-

ρούσε να χρησιμοποιηθεί για τη μελέτη του μηχανισμού της αθηρογένεσης.

4000 3500

Στεφανιαία αρτηρία

Καρωτίδααρτηρία

ΟΗ

AmI

AmII

LDL

S-S

C-S

O-P

-O-D

NA

CaCO

3

ΝΗ

=CH

νCH2 νCH3

=CH

3000 2000 1500 1000 500

0,45

0,40

0,35

0,25

0,20

0,15

0,10

0,05

0,00

0,30

Abs

orba

nce

Page 53: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 53

ΑΑ46

Η επίδραση του συνδυασμού ορλιστάτης με εζετιμίμπη στα υποκλάσματα και στις ενεργότητες των ενζύμων των HDL σωματιδίων σε υπέρβαρους

και παχύσαρκους ασθενείς με υπερλιπιδαιμίαΘ. Φιλιππάτος,1 Ζ. Μητρογιάννη,1 Χ. Δερδεμέζης,1,2 Ε. Νάκου,1 Μ. Γεωργούλα,1 Γ. Χρήστου,1,2

Δ. Κιόρτσης,2 Α. Τσελέπης,3 Μ. Ελισάφ1

1Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Εργαστήριο Φυσιολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 3Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

Εισαγωγή: Η υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη (HDL) συμπεριλαμβάνει δι-

αφορετικά υποκλάσματα. Τα HDL σωματίδια έχουν αντιαθηρογόνες ιδιότη-

τες, οι οποίες έχουν ως ένα βαθμό συσχετισθεί με ένζυμα, όπως η σχετιζόμε-

νη με λιποπρωτείνες φωσφολιπάση Α2 (HDL-LpPLA2) και η παραοξονάση-1

(PON1). Σκοπός: Η εκτίμηση της επίδρασης του συνδυασμού εζετιμίμπης με

ορλιστάτη στα υποκλάσματα και στα ένζυμα των HDL σωματιδίων σε υπέρ-

βαρους και παχύσαρκους ασθενείς (δείκτης μάζας σώματος >28 kg/m2) με

υπερχοληστερολαιμία (ολική χοληστερόλη >200 mg/dL). Υλικό-Μέθοδος: Ογδόντα έξι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν να λάβουν ορλιστάτη 120 mg τρεις

φορές την ημέρα (ομάδα O) ή εζετιμίμπη 10 mg την ημέρα (ομάδα E) ή συν-

δυασμό ορλιστάτης – εζετιμίμπης στις δόσεις που προαναφέρθηκαν (ομάδα

OE). Όλοι οι ασθενείς έλαβαν υποθερμιδική δίαιτα και η διάρκεια παρακο-

λούθησης ήταν έξι μήνες. Αποτελέσματα: Τα επίπεδα της HDL χοληστερό-

λης και της απολιποπρωτεΐνης ΑΙ δε μεταβλήθηκαν σημαντικά σε καμία ομά-

δα. Στην ομάδα O η χοληστερόλη των μεγάλων HDL-2 σωματιδίων αυξήθηκε

σημαντικά (p<0,05), ενώ η χοληστερόλη των μικρών HDL-3 σωματιδίων

μειώθηκε σημαντικά (p<0,05). Στις ομάδες Ε και ΟΕ η χοληστερόλη των με-

γάλων HDL-2 σωματιδίων δε μεταβλήθηκε, ενώ η χοληστερόλη των μικρών

HDL-3 σωματιδίων μειώθηκε σημαντικά (p<0,05). Παρατηρήθηκε επίσης

μία μη στατιστικά σημαντική μείωση της ενεργότητας της HDL-LpPLA2 και

της PON1 σε όλες τις ομάδες. Ωστόσο, ο λόγος της ενεργότητας των 2 ενζύ-

μων προς τη χοληστερόλη των χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνών (LDL)

αυξήθηκε σημαντικά σε όλες τις ομάδες. Συμπεράσματα: Η χορήγηση της

εζετιμίμπης, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με ορλιστάτη, παρά το γεγονός

ότι δε μετέβαλε σημαντικά τα επίπεδα της HDL χοληστερόλης, οδήγησε σε

μεταβολές των HDL-2 και HDL-3 υποκλασμάτων. Η ενεργότητα τόσο της HDL-

LpPLA2 όσο και της PON1 ανά mg LDL χοληστερόλης αυξήθηκε σημαντικά

σε όλες τις ομάδες της μελέτης.

ΑΑ47

Αθηρογένεση και οξειδωτικό στρες.FT-IR φασματοσκοπική μελέτη

Β. Δρίτσα,1 Κ. Πισσαρίδη,1 Ι. Μαμαρέλης,1,2 Β. Τσιλιγγίρης,3 B. Tζιλαλής,3 Ι. Αναστασοπούλου1

1Τμήμα Ακτινοχημείας και Βιοφασματοσκοπίας, Σχολή Χημικών Μηχανικών, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αθήνα, 2Καρδιολογική Κλινική, 401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών, 3Αγγειοχειρουργική Κλινική, 401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών, Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Ο μηχανισμός της αθηρoγένεσης δεν έχει ακόμη

διευκρινισθεί σε μοριακό επίπεδο. Στόχος μας είναι η μελέτη με FT-IR φα-

σματοσκοπία σειράς αθηρωμάτων, αφού οι μεταβολές των εντάσεων και

μετατοπίσεων των ταινιών των χαρακτηριστικών ομάδων των λιπιδίων, λιπο-

πρωτεϊνών, φωσφολιπιδίων και DNA οδηγούν σε ασφαλή συμπεράσματα για

την επικείμενη νόσο, την επίδραση του περιβάλλοντος και του οξειδωτικού

στρες. Υλικό-Μέθοδος: 50 αθηρώματα ελήφθησαν από ασθενείς (53–85

ετών) με χειρουργική ενδαρτηρεκτομή καρωτίδων αρτηριών. Τα FT-IR

φάσματα καταγράφηκαν με φασματοφωτόμετρο Nicolet 6700, resolution

4 cm-1 και 120 scans/φάσμα, ενώ το SEM μικροσκόπιο ήταν της Εταιρείας

Fei Co. Αποτελέσματα: Από τις διαφορές των FT-IR φασμάτων των ασθε-

νών διαπιστώθηκε ότι οι μεταβολές ήταν ανάλογες της κλινικής εικόνας. Οι

ταινίες στα 3080 cm-1 και 1740 cm-1 αποτελούν δείκτη της LDL χοληστερό-

λης. Από τις μετατοπίσεις των συχνοτήτων των Amide I προς μικρότερους

κυματαριθμούς συμπεραίνεται μετατροπή της μοριακής δομής από α-έλικα

σε τυχαίο σχηματισμό, ως αποτέλεσμα της υπεροξείδωσης των μεμβρανών

και λιποπρωτεϊνών. Τέλος, από τα υπέρυθρα φάσματα και την ανάλυση SEM

βεβαιώνεται η παρουσία βαρέων μετάλλων που προκαλούν το σχηματισμό

ελευθέρων ριζών και επομένως την υπεροξείδωση. Συμπεράσματα: Από τα

βαρέα μέταλλα, του εργασιακού κυρίως περιβάλλοντος, προκαλείται οξει-

δωτικό στρες (ROS), που θεωρείται το πρωταρχικό αίτιο υπεροξείδωσης των

λιπιδίων και λιποπρωτεϊνών με αποτέλεσμα τη μείωση των προστατευτικών

ουσιών του οργανισμού, τη σχάση των αλυσίδων και σχηματισμό αλάτων.

Page 54: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

54 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

ΑΑ48

Απολιποπρωτεΐνες C-II και C-III και επίπεδα της χοληστερόληςτων μικρών πυκνών LDL σωματιδίων σε μη διαβητικούς ασθενείς

με μεταβολικό σύνδρομοΘ. Φιλιππάτος,1 Β. Τσιμιχόδημος,1 Ζ. Μητρογιάννη,1 Μ. Κωσταπάνος,1 Χ. Δερδεμέζης,1,2

Χ. Κωσταρά,3 Χ. Τζάλας,1 Ε. Μπαϊρακτάρη,3 Α. Τσελέπης,4 Μ. Ελισάφ1

1Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Εργαστήριο Φυσιολογίας, Ιατρική Σχολή,Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 3Εργαστήριο Κλινικής Χημείας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα,

4Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

Εισαγωγή-Σκοπός: Η απολιποπρωτεΐνη C-II ενεργοποιεί τη λιποπρωτεϊνι-

κή λιπάση (LPL) και συντελεί στην αποτελεσματική λιπόλυση των πλούσι-

ων σε τριγλυκερίδια λιποπρωτεϊνών. Ωστόσο, οι αυξημένες συγκεντρώσεις

της απολιποπρωτεΐνης C-II αναστέλλουν την υδρόλυση των τριγλυκεριδίων

διαμέσου της LPL. Η απολιποπρωτεΐνη C-III είναι αναστολέας της LPL. Τα

τριγλυκερίδια αποτελούν το σημαντικότερο παράγοντα που επηρεάζει τα

επίπεδα της χοληστερόλης των μικρών πυκνών LDL σωματιδίων (sdLDL-C).

Έτσι, οι απολιποπρωτεΐνες C-II και C-III μπορεί να επηρεάζουν τα επίπεδα

της sdLDL-C, διαμέσου της επίδρασής τους στη συγκέντρωση των τριγλυ-

κεριδίων του ορού. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήσαμε την πιθανή επίδραση

των επιπέδων των απολιποπρωτεϊνών C-II και C-III στη συγκέντρωση της

sdLDL-C σε 73 παχύσαρκους ασθενείς με μεταβολικό σύνδρομο, αλλά χωρίς

διαβήτη ή γνωστή καρδιαγγειακή νόσο. Αποτελέσματα: Τα επίπεδα των

τριγλυκεριδίων και των απολιποπρωτεϊνών C-II και C-III προοδευτικά αυξά-

νονταν όταν οι ασθενείς της μελέτης χωρίσθηκαν σε τριτημόρια ανάλογα

με τη συγκέντρωση της sdLDL-C (p<0,001 για όλες τις παραμέτρους). Η

πολυπαραγοντική ανάλυση έδειξε ότι τα επίπεδα της απολιποπρωτεΐνης C-

III συσχετίζονταν ανεξάρτητα με τη συγκέντρωση των τριγλυκεριδίων, ενώ

τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων και της απολιποπρωτείνης Β συσχετίζονταν

ανεξάρτητα με τη συγκέντρωση της sdLDL-C. Οι απολιποπρωτεΐνες C-II και

C-III συσχετίζονταν με τα επίπεδα της sdLDL-C μόνο στη μονοπαραγοντική

ανάλυση, αλλά όχι στην πολυπαραγοντική ανάλυση. Συμπεράσματα: Οι

απολιποπρωτεΐνες C-II και C-III δεν επηρεάζουν τη συγκέντρωση της sdLDL-C

σε παχύσαρκους ασθενείς με μεταβολικό σύνδρομο.

ΑΑ49

Μελέτη της έκφρασης των υποδοχέων τύπου Toll (TLRs)στα μονοκύτταρα ασθενών με διαβητική νεφροπάθεια

Κ. Ρουσούλη,1 Ξ. Ζήκου,2 Κ. Τέλλης,1 Κ. Κατωπόδης,2 Κ. Σιαμόπουλος,2 Α. Τσελέπης1

1Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Νεφρολογική Κλινική,Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

Εισαγωγή-Σκοπός: Οι υποδοχείς τύπου Toll (TLRs) διαδραματίζουν ση-

μαντικό ρόλο στις φλεγμονώδεις και ανοσολογικές αντιδράσεις. Άτομα με

χρόνια νεφρική νόσο (ΧΝΝ) έχουν αυξημένη επίπτωση καρδιαγγειακής

νόσου. Ιδιαίτερα η συνύπαρξη σακχαρώδη διαβήτη και ΧΝΝ (διαβητική

νεφροπάθεια) αυξάνει ακόμα περισσότερο τον κίνδυνο για καρδιαγγειακή

νόσο. Μελετήσαμε τη μεμβρανική έκφραση των υποδοχέων TLR2 και TLR4

σε μονοκύτταρα περιφερικού αίματος ασθενών με διαβητική νεφροπάθεια.

Υλικό-Μέθοδος: Μελετήθηκαν 40 μη αιμοκαθαιρόμενοι ασθενείς με ΧΝΝ

όλων των σταδίων (σπειραματική διήθηση: 36,2±25 mL/min/1,73 m2). Οι

ασθενείς ταξινομήθηκαν σε δύο ομάδες, 30 ασθενείς με ΧΝΝ (21 άνδρες,

9 γυναίκες, με μέση ηλικία 66,0±13,5 έτη) χωρίς σακχαρώδη διαβήτη

(ομάδα 1) και 10 ασθενείς (8 άνδρες, 2 γυναίκες, με μέση ηλικία 69,3±8,0

έτη) με διαβητική νεφροπάθεια (ομάδα 2). Οι δύο ομάδες συγκρίθηκαν

με 18 υγιή άτομα, ίδιας ηλικίας και φύλου (ομάδα ελέγχου). Ασθενείς που

ελάμβαναν στατίνη, ή είχαν ιστορικό καρκίνου ή αυτοάνοσου νοσήματος,

ή νοσηλεύθηκαν το τελευταίο τρίμηνο για ασθένεια λοιμώδους αιτιολο-

γίας αποκλείσθηκαν από τη μελέτη. Η έκφραση των TLRs μελετήθηκε με

κυτταρομετρία ροής χρησιμοποιώντας τα μονοκλωνικά αντισώματα anti-

CD14-FITC, anti-TLR2-PE και anti-TLR4-PE. Αποτελέσματα: Η ομάδα

1 παρουσίασε αυξημένη έκφραση των TLR2 στα μονοκύτταρα σε σχέση

με την ομάδα ελέγχου (μέση ένταση φθορισμού-MFI: 135±28 έναντι

117±24, p<0,04), ενώ δεν παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική αύξηση

της έκφρασης των TLR4. Η ομάδα 2 παρουσίασε αυξημένη έκφραση των

TLR2 και TLR4 στα μονοκύτταρα, συγκρινόμενη με την ομάδα 1 (161±44

και 58±31 έναντι 135±28 και 41±15, αντίστοιχα, p<0,04) και με την

ομάδα ελέγχου (161±44 και 58±31 έναντι 117±24 και 37±7, p<0,04).

Συμπεράσματα: Οι ασθενείς με ΧΝΝ χαρακτηρίζονται από αυξημένη

έκφραση των TLRs στα μονοκύτταρα, ένα φαινόμενο το οποίο είναι περισ-

σότερο εμφανές στους ασθενείς με διαβητική νεφροπάθεια. Η αυξημένη

έκφραση των TLR2 και TLR4 στους ασθενείς με διαβητική νεφροπάθεια

σε σχέση με της ΧΝΝ μπορεί να συμβάλλει στον αυξημένο καρδιαγγειακό

κίνδυνο που εμφανίζουν οι ασθενείς αυτοί.

Page 55: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 55

ΑΑ50

Επίδραση της υπολιπιδαιμικής αγωγής στα πρόδρομα ενδοθηλιακάκύτταρα σε ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία

Β. Χαντζηχρήστος,1 Α. Αγγουρίδης,2 Μ. Ελισάφ,2 Α. Τσελέπης1

1Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή,Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

Εισαγωγή-Σκοπός: Τα πρόδρομα ενδοθηλιακά κύτταρα (EPCs) είναι μονο-

πύρηνα κύτταρα, τα οποία ανιχνεύονται στο περιφερικό αίμα και συμβάλ-

λουν στην αγγειογένεση και στην αναγέννηση του ενδοθηλίου. Ο σκοπός της

μελέτης ήταν η διερεύνηση της επίδρασης της υπολιπιδαιμικής αγωγής στα

EPCs σε ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία. Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη

συμμετείχαν 23 άτομα, 12 ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία (TChol: 275±45,

LDL: 174±45 , TRG: 269±125, HDL: 48±9) και 11 νορμολιπιδαιμικά άτομα

παρόμοιας ηλικίας και φύλου. Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν να λάβουν ρο-

σουβαστατίνη 40 mg (n=6) ή ροσουβαστατίνη/ελεύθερα λιπαρά οξέα, 10

mg/2 g ημερησίως (n=6). Προσδιορίστηκε η μεμβρανική έκφραση των χα-

ρακτηριστικών αντιγόνων των EPCs, CD34 και KDR (χρήση μονοκλωνικών

αντισωμάτων anti-CD34-FITC και anti-KDR-PE αντίστοιχα) σε ολικό αίμα με

τη μέθοδο της κυτταρομετρίας ροής. Επίσης, απομονώθηκαν τα μονοπύρη-

να κύτταρα από περιφερικό αίμα και καλλιεργήθηκαν τα EPCs. Μετά από 7

μέρες καλλιέργειας, μετρήθηκε ο αριθμός αποικιών των κυττάρων αυτών.

Οι παραπάνω προσδιορισμοί έγιναν πριν τη χορήγηση της υπολιπιδαιμικής

αγωγής και 3 μήνες μετά. Αποτελέσματα: Δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά

σημαντικές διαφορές ως προς την έκφραση του CD34 μεταξύ ασθενών και

νορμολιπιδαιμικών ατόμων. Αντίθετα, παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντικά

μειωμένη έκφραση του KDR στα δυσλιπιδαιμικά άτομα σε σχέση με τα νορ-

μολιπιδαιμικά (MFI: 22,8±7,5 έναντι 34,2±14,7 αντίστοιχα, p<0,03). Τέλος,

ο αριθμός των αποικιών των EPCs των ασθενών ήταν στατιστικά σημαντικά

μικρότερος σε σχέση με αυτόν των νορμολιπιδαιμικών (48,6±41,4 έναντι

86,9±37,0 αντίστοιχα, p<0,04). Τόσο η ροσουβαστατίνη, όσο και ο συνδυ-

ασμός ροσουβαστατίνης με ελεύθερα λιπαρά οξέα αύξησαν την έκφραση

του KDR και τον αριθμό των αποικιών. Συμπεράσματα: Τα άτομα με μεικτή

δυσλιπιδαιμία εμφανίζουν μικρότερο αριθμό EPCs στο περιφερικό αίμα και

μειωμένη ικανότητα δημιουργίας αποικιών σε σύγκριση με τα νορμολιπι-

δαιμικά άτομα, ένδειξη ότι η δυσλιπιδαιμία επηρεάζει την ικανότητα επα-

νενδοθηλιοποίησης. Η υπολιπιδαιμική αγωγή τόσο με ροσουβαστατίνη όσο

και με το συνδυασμό της με ελεύθερα λιπαρά οξέα βελτιώνει τις παραπάνω

παραμέτρους.

ΑΑ51

Επίδραση του οξειδωτικού στρες στη μάζα και την ενεργότητατης λιποπρωτεϊνικής φωσφολιπάσης Α2 (Lp-PLA2)

Χ. Κουμπαρή, Κ. Τέλλης, Α. ΤσελέπηςΕργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

Εισαγωγή-Σκοπός: Η λιποπρωτεϊνική φωσφολιπάση Α2 (Lp-PLA2) είναι

μια φωσφολιπάση A2 που συνδέεται με τις λιποπρωτεΐνες, κυρίως με τη

LDL. Η LDL-Lp-PLA2 εμφανίζει διάφορες προφλεγμονώδεις και προαθη-

ρογόνες δράσεις. Αντίθετα, η HDL-Lp-PLA2 πιθανώς συμβάλλει στις αντι-

αθηρογόνες δράσεις της HDL. Τόσο η LDL όσο και η HDL είναι ευαίσθητες

στο οξειδωτικό στρες, το οποίο προκαλεί σημαντικές φυσικοχημικές και

δομικές μεταβολές των σωματιδίων τους. Υλικό-Μέθοδος: Η LDL και η

HDL παρασκευάσθηκαν από φρέσκο πλάσμα με διαδοχικές υπερφυγοκεν-

τρήσεις. Η οξειδωτική τροποποίηση της LDL και της HDL έγινε παρουσία

5μΜ Cu2+ υπό συνεχή παρακολούθηση της οξειδωτικής τροποποίησης

στα 234 nm, στους 37 °C για 6 h. Μετρήθηκε η ενεργότητα της Lp-PLA2,

με τη μέθοδο ιζηματοποίησης με τριχλωροξεϊκό οξύ, καθώς και η μάζα

του ενζύμου με τη μέθοδο ELISA, πριν την οξείδωση, στο τέλος της λαν-

θάνουσας φάσης, στο τέλος της παραγωγικής φάσης, καθώς και στο τέ-

λος οξείδωσης. Αποτελέσματα: Παρατηρήθηκε βαθμιαία μείωση της

ενεργότητας της LDL-Lp-PLA2, η οποία έφθασε στο μέγιστο στο τέλος της

παραγωγικής φάσης (από 28,35±6,26 nmol/min/mg σε 7,40±0,96 nmol/

min/mg, p<0,01). Αντίθετα, δεν παρατηρήθηκε μεταβολή της μάζας του

ενζύμου (3,93±1,88 ng/mg LDL) με αποτέλεσμα να μειωθεί σημαντικά η

ειδική ενεργότητα του ενζύμου, η οποία έφθασε στο μέγιστο στο τέλος

της λανθάνουσας φάσης οξείδωσης. Η ενεργότητα της HDL-Lp-PLA2 επί-

σης μειώθηκε και έφθασε στο μέγιστο στο τέλος της λανθάνουσας φάσης

(από 2,61±0,61 nmol/min/mg σε 1,02±0,53 nmol/min/mg, p<0,01).

Παράλληλα, υπήρξε σταδιακή μείωση της μάζας της HDL-Lp-PLA2 σε με-

γαλύτερο ποσοστό από αυτό της ενεργότητας με αποτέλεσμα να υπάρξει

σταδιακή αύξηση της ειδικής ενεργότητας του ενζύμου κατά τη διάρκεια

της οξειδωτικής τροποποίησης της HDL. Συμπεράσματα: Kατά την οξεί-

δωση της HDL παρατηρείται σταδιακή αύξηση της ειδικής ενεργότητας

της HDL-Lp-PLA2, αποτέλεσμα που επιτρέπει να υποθέσουμε ότι κατά την

οξείδωση της HDL ενισχύεται η αντιοξειδωτική και η αντιφλεγμονώδης

δραστικότητά της. Η σημασία αυτού στην παθογένεση της αθηρωμάτω-

σης χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση.

Page 56: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

56 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

ΑΑ52

Επίπεδα της λιποπρωτεϊνικής φωσφολιπάσης Α2 (Lp-PLA2) στο αρτηριακό τοίχωμα ασθενών που υποβάλλονται σε αορτοστεφανιαία παράκαμψη

Χ. Κουμπαρή,1 Σ. Σισμανίδης,2 Κ. Τέλλης,1 Β. Μούσης,1 Δ. Τσουκάτος,1

Σ. Συμινελάκης,2 Α.Δ. Τσελέπης1

1Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Καρδιοχειρουργική Κλινική, ΠανεπιστημιακόΓενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

Εισαγωγή-Σκοπός: Η αθηροσκλήρωση είναι μια χρόνια φλεγμονώδης

πολυπαραγοντική νόσος του αρτηριακού τοιχώματος. Η λιποπρωτεϊνική

φωσφολιπάση Α2 (Lp-PLA2) είναι ένα ένζυμο που μεταφέρεται στο πλάσμα

κυρίως από τη χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη. Τα επίπεδα του ενζύ-

μου στο πλάσμα αποτελούν έναν ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για την

καρδιαγγειακή νόσο. Ωστόσο, ο παθοφυσιολογικός ρόλος της Lp-PLA2 στην

αθηρογένεση είναι αντιφατικός, καθώς έχουν προταθεί τόσο προαθηρογό-

νες όσο και αντιαθηρογόνες δράσεις του ενζύμου. Στην εργασία αυτή μελε-

τήθηκαν τα επίπεδα της ενεργότητας και μάζας της Lp-PLA2 στο τοίχωμα

αορτών, μαστικών και στεφανιαίων αρτηριών, ασθενών που υποβλήθηκαν

σε αορτοστεφανιαία παράκαμψη. Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη συμμετεί-

χαν 18 ασθενείς με στεφανιαία νόσο που υποβλήθηκαν σε αορτοστεφανιαία

παράκαμψη. Τεμάχια αρτηριακού τοιχώματος (αορτή, μαστική και στεφα-

νιαία αρτηρία) που πάρθηκαν κατά την επέμβαση εκπλύθηκαν εκτενώς με

διάλυμα HEPES-EDTA pH=7,4, ομογενοποιήθηκαν με υπέρηχους στον πάγο

σε ρυθμιστικό διάλυμα ομογενοποίησης HEPES-EDTA-CHAPS και ακολού-

θησε φυγοκέντρηση για την απομάκρυνση του ιζήματος. Στο υπερκείμενο

έγινε προσδιορισμός ολικής πρωτεΐνης και μετρήθηκαν η ενεργότητα και η

μάζα της Lp-PLA2 με τη μέθοδο ιζηματοποίησης με τριχλωροξεικό οξύ και

με μέθοδο ELISA, αντίστοιχα. Αποτελέσματα: Η ενεργότητα της Lp-PLA2

στις αθηρωματικές στεφανιαίες αρτηρίες και αορτές είναι σημαντικά μικρό-

τερη σε σχέση με αυτή στις μαστικές αρτηρίες (0,14±0,08 και 0,12±0,07

nmol/mg protein/min, αντίστοιχα, έναντι 0,2±0,09 nmoL/mg protein/min).

Αντίθετα, η μάζα του ενζύμου στις αθηρωματικές στεφανιαίες αρτηρίες και

αορτές είναι σημαντικά μεγαλύτερη σε σχέση με αυτή στις μαστικές αρτηρί-

ες (4,16±1,28 και 2,93±1,17 ng/mg protein, αντίστοιχα, έναντι 0,061±0,03

ng/mg protein). Συμπεράσματα: Η ύπαρξη αθηρωματικής πλάκας στο

αρτηριακό τοίχωμα συνδυάζεται με αυξημένα επίπεδα ενζύμου το οποίο

όμως εκφράζει μειωμένη ενεργότητα, πιθανώς εξαιτίας του αυξημένου οξει-

δωτικού στρες στην περιοχή του αθηρώματος. Το εύρημα αυτό αποτελεί ένα

σημαντικό βήμα στην προσπάθεια κατανόησης του ρόλου της Lp-PLA2 στην

αθηρογένεση.

ΑΑ53

Η ευεργετική επίδραση της μεσογειακής διατροφήςστο μεταβολικό προφίλ των υπερηλίκων καταθλιπτικών ατόμων.

Μελέτη ΙκαρίαΧ. Χρυσοχόου, Γ. Τσιτσινάκης, Ε. Γιακουμή, Β. Μεταξά, Γ. Λάζαρος, Δ Τσιαχρής, Α. Μαργαζάς,

Κ. Ζήσιμος, Χ. Πίτσαβος, Χ. ΣτεφανάδηςΑ΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Οι κάτοικοι της Ικαρίας παρουσιάζουν προσδόκιμο

ζωής μεγαλύτερο του μέσου όρου. Υπάρχουν ενδείξεις για προστατευτική

επίδραση της Μεσογειακής Διατροφής (ΜΔ). Μελετήθηκε η επίδραση της

ΜΔ στην κλινική κατάσταση και στον καρδιαγγειακό κίνδυνο υπερήλικων

ατόμων, μονίμων κατοίκων Ικαρίας. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήθηκαν 343

άνδρες και 330 γυναίκες 65–100 ετών. Χρησιμοποιήθηκε ένα σκορ ΜΔ

(όρια 0–55). Η υιοθέτηση της ΜΔ εκτιμήθηκε σε σχέση με τη παρουσία

παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου. Τα συμπτώματα κατάθλιψης ορί-

στηκαν χρησιμοποιώντας τη σύντομη έκδοση της ΚΛΙΜΑΚΑΣ ΓΗΡΙΑΤΡΙΚΗΣ

ΚΑΤΑΘΛΙΨΗΣ (GDS όρια 0–15). Αποτελέσματα: 23% των ανδρών και 19%

των γυναικών ανέφεραν γνωστή καρδιαγγειακή νόσο, 32% και 25% αντί-

στοιχα διαβήτη, 75% και 68% υπέρταση, 62% και 69% υπερχολεστερολαι-

μία, 29% και 30% παχυσαρκία. Υιοθέτηση της ΜΔ αναφέρθηκε σε >90%

των συμμετεχόντων για >30–40 έτη, ενώ το μέσο ΜΔ σκορ ήταν 35±3 και

στα δυο φύλα. Οι συμμετέχοντες που ανήκαν στο υψηλότερο τριτημόριο

του GDS σκορ είχανε μεγαλύτερη επίπτωση μεταβολικού συνδρόμου (ΜΣ)

(66% έναντι 53%, p=0,02), λιγότερα χρονιά εκπαίδευσης (7±1,5 έναντι

8,5±1,4, p=0,05), μεγαλύτερη επίπτωση υπέρτασης (66% έναντι 58%,

p=0,04), διαβήτη (27% έναντι 20%, p=0,04), καρδιαγγειακής νόσου (23%

έναντι 16%, p=0,04), χειρότερη φυσική κατάσταση σε σχέση με εκείνους

που ανήκαν στο χαμηλότερο τριτημόριο της κλίμακας GDS. Κάθε αύξηση

μιας μονάδας GDS σκορ συνδεόταν με αύξηση κατά 12% της πιθανότητας

να έχουν έναν επιπρόσθετο παράγοντα κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο.

Μετά από διαστρωμάτωση της ανάλυσης, στους υπερήλικες με υψηλές τι-

μές κατάθλιψης, βρέθηκε ότι η ΜΔ σχετιζόταν αντίστροφα με τον αριθμό

των παραγόντων του μεταβολικού συνδρόμου (b=–0,219, CI=–0–17–0,

p=0,05) έχοντας ελέγξει για συγχυτικούς παράγοντες. Συμπεράσματα: Υπάρχει θετική συσχέτιση της κατάθλιψης με τους παράγοντες καρδιαγγει-

ακού κινδύνου, την καρδιαγγειακή νόσο και την επίπτωση του ΜΣ στους

υπερήλικες, ανεξάρτητα του τρόπου ζωής. Η συμμόρφωση στη ΜΔ φαί-

νεται να προστατεύει έναντι των παραγόντων του ΜΣ στους υπερήλικες

ακόμα και σε αυτούς με υψηλά ποσοστά κατάθλιψης.

Page 57: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 57

ΑΑ54

Η ευεργετική επίδραση της φυσικής δραστηριότητας στη μάζατης αριστερής κοιλίας στα ηλικιωμένα άτομα με παχυσαρκία.

Μελέτη ΙκαρίαΧ. Χρυσοχόου, Ε. Χριστοφοράτου, Γ. Λάζαρος, Γ. Τσιτσινάκης, Χ. Συκαράς, Γ. Τριανταφύλλου,

Ε. Ζούλια, Σ. Βογιατζόγλου, Χ. Πίτσαβος, Χ. ΣτεφανάδηςΑ΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Η υπερτροφία της αριστερής κοιλίας (LV) θεωρείται

ισχυρός προγνωστικός δείκτης δυσμενών καρδιαγγειακών συμβαμά-

των, ενώ αυξάνεται με το δείκτη μάζας σώματος (BMI) και τη γήρανση.

Η σωματική άσκηση συνδέεται με αιμοδυναμικές αλλαγές, ενώ έχει δεί-

ξει ευεργετική επίδραση στην αρτηριακή πίεση. Στην παρούσα μελέτη

ερευνήθηκε ο ρόλος της σωματικής άσκησης στη μάζα της αριστερής

κοιλίας (LVM) στα παχύσαρκα ηλικιωμένα άτομα. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήθηκαν 343 άνδρες και 330 γυναίκες, ηλικίας 65–100 ετών, μόνιμοι

κάτοικοι Ικαρίας. Η σωματική δραστηριότητα αξιολογήθηκε χρησιμοποι-

ώντας το IPAQ. Σε όλα τα άτομα πραγματοποιήθηκε υπερηχοκαρδιογρα-

φικός έλεγχος, ενώ η LVM υπολογίστηκε σύμφωνα με τις διεθνείς οδηγίες.

Αποτελέσματα: Συμπεριλήφθηκαν 488 παχύσαρκoι ηλικιωμένoι, μέσης

ηλικίας 75±6 χρονών, (άντρες 51%) με μέση LVΜ=215,48 g. Σύμφωνα με

την ταξινόμηση IPAQ, 88 άτομα ορίστηκαν ως χαμηλής φυσικής δραστη-

ριότητας, 297 ως μέτριας και 103 ως υψηλής. Τα άτομα υψηλής σωματικής

δραστηριότητας ήταν μεγαλύτερης ηλικίας (77±7 έναντι 75±6, p=0,001),

άντρες (68% εναντίον 36%, p=0,001), κάπνιζαν περισσότερο (17% έναντι

7%, p=0,05), κατανάλωναν περισσότερο οινόπνευμα (80% έναντι 51%,

p=0,001), είχαν μικρότερη επίπτωση καρδιαγγειακής νόσου (16% έναντι

35%, p=0,01), μικρότερο BMI (29±3 έναντι 30±4, p=0,013), υψηλότερα

επίπεδα κάθαρσης κρεατινίνης (77±19 έναντι 70±24, p=0,016), χαμηλό-

τερη LVΜ (213±51 έναντι 214±50, p=0,06) και υψηλότερα επίπεδα γλυ-

κόζης (117±38 έναντι 114±46, p=0,03) σε σχέση με τα άτομα χαμηλής

σωματικής δραστηριότητας, ενώ καμία διαφορά δεν παρατηρήθηκε στα

επίπεδα της αρτηριακής πίεσης, της περιφέρειας μέσης, της αντιυπερτα-

σικής θεραπείας. Η στατιστική ανάλυση γραμμικής παλινδρόμησης απο-

κάλυψε ότι στους παχύσαρκους υπερήλικες η σωματική δραστηριότητα

μειώνει την LVM (b=–0,087, CI=–15,3–0,78, p=0,05), έχοντας ελέγξει

για συγχυτικούς παράγοντες. Συμπεράσματα: Η συστηματική σωματική

δραστηριότητα στα ηλικιωμένα παχύσαρκα άτομα μπορεί να έχει ευερ-

γετική επίδραση στην υποστροφή της LVM, ανεξάρτητα από τα επίπεδα

της αρτηριακής πίεσης και τα άλλα κλινικά χαρακτηριστικά. Φαίνεται ότι

η συστηματική άσκηση ακόμα και στους ηλικιωμένους σχετίζεται με τη

μακροζωία σε όλες τις ηλικιακές κατηγορίες.

ΑΑ55

Η ολική αντιοξειδωτική ικανότητα βελτιώνεται με τη σωματική άσκησηκαι τη μεσογειακή διατροφή σε άτομα χωρίς καρδιαγγειακή νόσο.

Μελέτη ΑττικήΧ. Χρυσοχόου, Δ.Β. Παναγιωτάκος, Χ. Πίτσαβος, Γ. Τσιτσινάκης, Α. Σταύρος,

Δ. Κάβουρας, Κ. Μασούρα, Α. Ζεϊμπέκης, Ι. Σκούμας, Χ. ΣτεφανάδηςΑ΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Η φυσική δραστηριότητα και η υγιεινή διατροφή

έχουν ευεργετικές επιδράσεις στα ποσοστά θνητότητας και νοσηρότητας

στο γενικό πληθυσμό. Το οξειδωτικό στρες φαίνεται να διαδραματίζει ση-

μαντικό ρόλο στην παθοφυσιολογία του διαβήτη και της καρδιαγγειακής

νόσου. Ως ολική αντιοξειδωτική ικανότητα (ΟΑΙ) ορίζεται η συνολική δράση

όλων των αντιοξειδωτικών που κυκλοφορούν στον ορό και στα σωματικά

υγρά, ενώ αποτελεί περισσότερο ένα σύνολο παραμέτρων παρά ένα απλό

άθροισμα των μετρούμενων αντιοξειδωτικών. Στη μελέτη αυτή εξετά-

σαμε τη επίδραση της σωματικής δραστηριότητας και της μεσογειακής

διατροφής στην ΟΑΙ. Υλικό-Μέθοδος: Ένα τυχαίο δείγμα 1514 ανδρών

και 1528 γυναικών επιλέχθηκε από διάφορες περιοχές της Αττικής. Η φυ-

σική δραστηριότητα μετρήθηκε με τη χρήση του μεταφρασμένου έγκυρου

ερωτηματολογίου «Διεθνές Ερωτηματολόγιο Φυσικής Δραστηριότητας»

(Ιnternational Physical Activity Questionnaire, IPAQ). Η κατανάλωση τρο-

φής εκτιμήθηκε με το έγκυρο FFQ. Η τήρηση της μεσογειακής διατροφής

εκτιμήθηκε με το MedDietScore, που συμπεριλαμβάνεται στα εγγενή χαρα-

κτηριστικά της δίαιτας. Αποτελέσματα: Η ολική αντιοξειδωτική ικανότητα

σχετιζόταν θετικά με το βαθμό της φυσικής δραστηριότητας (p<0,05) και

με το MedDietScore (r=0,24, p<0,001). Η ανάλυση κατά στρώματα με βάση

το επίπεδο διατροφής αποκάλυψε ότι τα πιο επωφελή αποτελέσματα παρα-

τηρήθηκαν στην ομάδα των ατόμων με υψηλό επίπεδο σωματικής δραστη-

ριότητας σε σύγκριση με τα αδρανή άτομα, που επίσης ακολουθούσαν τη

μεσογειακή διατροφή (19,7±7,4 μmol/L, p=0,03), μετά από διόρθωση για

τους διάφορους συγχυτικούς παράγοντες. Συμπεράσματα: Το υψηλό επί-

πεδο σωματικής δραστηριότητας και η τήρηση της μεσογειακής διατροφής

σχετιζόταν με αυξημένη αντιοξειδωτική ικανότητα και μειωμένα επίπεδα

οξειδωμένης LDL-χοληστερόλης, αντικατοπτρίζοντας έναν πιθανό προστα-

τευτικό μηχανισμό του υγιεινού τρόπου ζωής στην καρδιαγγειακή υγεία.

Page 58: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

58 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

ΑΑ56

Επίπεδα κάθαρσης κρεατινίνης και καρδιαγγειακοί παράγοντεςκινδύνου σε υγιή άτομα.

Μελέτη ΑττικήΧ. Χρυσοχόου, Δ.Β. Παναγιωτάκος, Γ. Τσιτσινάκης, Χ. Πίτσαβος, Ι. Σκούμας, Μ. Τούτουζα,

Κ. Ζεϊμπέκης, Μ. Κάμπαξης, Κ. Μασούρα, Χ. ΣτεφανάδηςΑ΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Στη μελέτη αυτή, διάρκειας πέντε ετών, εκτιμήθηκε η

συσχέτιση μεταξύ της νεφρικής λειτουργίας και των παραγόντων κινδύνου για

καρδιαγγειακή νόσο, καθώς και ο ρόλος της νεφρικής λειτουργίας στην επί-

πτωση των καρδιαγγειακών συμβαμάτων, σε ενήλικες Έλληνες χωρίς γνωστή

καρδιαγγειακή νόσο, που προέρχονταν από την περιοχή της Αττικής. Υλικό-Μέθοδος: Συνολικά συμμετείχαν 1514 άνδρες και 1528 γυναίκες (ηλικίας >18

ετών) από την περιοχή της Αττικής, ελεύθεροι καρδιαγγειακής νόσου. Η εμφά-

νιση καρδιαγγειακής νόσου ορίστηκε σύμφωνα με τα κριτήρια WHO-ICD-10. Η

νεφρική λειτουργία μετρήθηκε με βάση το ποσοστό κάθαρσης της κρεατινί-

νης (Ccr), στην αρχή της μελέτης χρησιμοποιώντας τον τύπο Cockcroft-Gault,

καθώς και τις συστάσεις της Εθνικής Εταιρείας Νεφρού. Η συμμόρφωση στη

Μεσογειακή Διατροφή (ΜΔ) ορίστηκε με βάση ένα αναγνωρισμένο διατροφι-

κό σκορ (MedDietScore) που συμπεριλάμβανε τα εγγενή χαρακτηριστικά αυ-

τής της δίαιτας. Αποτελέσματα: Το ποσοστό της μετρίου προς σοβαρού βαθ-

μού νεφρικής νόσου ήταν 4% στους άνδρες και 10% στις γυναίκες. Ο βαθμός

σωματικής δραστηριότητας, το κάπνισμα, το ιστορικό υπέρτασης και υπερχο-

λεστερολαιμίας, τα επίπεδα ομοκυστεΐνης και η μεγαλύτερη συμμόρφωση στη

ΜΔ, σχετίζονταν αντίστροφα με το ποσοστό κάθαρσης κρεατινίνης (Ccr), ενώ

δε βρέθηκε συσχέτιση με το ιστορικό διαβήτη. Μη διορθωμένη ανάλυση για

συγχυτικούς παράγοντες έδειξε ότι τα άτομα με μέτρια προς σοβαρή νεφρι-

κή νόσο είχαν 5,13 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν καρδιαγγειακά

συμβάματα. Η μετρίου προς σοβαρού βαθμού νεφρική νόσος συσχετίστηκε

με 3,21 φορές υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών συμβαμάτων

(95%CI 1,98–5,19), μετά από διόρθωση για το ιστορικό υπέρτασης (hazard

ratio=2,15, 95%CI 1,48–3,11), την υπερχολεστερολαιμία (hazard ratio=1,37,

95%CI 0,98–1,98), το διαβήτη (hazard ratio=3,28, 95%CI 2,15–5,00), το κά-

πνισμα (hazard ratio=0,89, 95%CI 0,60–1,32) και το επίπεδο σωματικής δρα-

στηριότητας (hazard ratio=0,86, 95%CI 0,56–1,21). Συμπεράσματα: Τα επί-

πεδα κάθαρσης της κρεατινίνης συσχετίζονται αντίστροφα με τον ανθυγιεινό

τρόπο ζωής και με την αύξηση των δεικτών φλεγμονής, ενώ το περιορισμένο

ποσοστό κάθαρσης κρεατινίνης αυξάνει τον κίνδυνο καρδιαγγειακών συμβα-

μάτων κατά τον πενταετή επανέλεγχο σε φαινομενικά υγιή άτομα.

ΑΑ57

Στατιστικά μοντέλα που αξιολογούν το ρόλο των διατροφικών υπηρεσιών στο σύστημα υγείας, σε σχέση με την παρουσία διαβήτη ΙΙ

και παχυσαρκίας ηλικιωμένων κατοίκων που ζουνσε επιλεγμένα νησιά της Μεσογείου

Σ. Τυροβολάς,1 Ε. Πολυχρονόπουλος,1 Γ. Τούντας,2 Δ. Παναγιωτάκος1

1Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2Τμήμα Δημόσιας Υγείας, Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής, Ιατρική Σχολή, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Ο ρόλος των συστημάτων υγείας και ειδικότερα των

διατροφικών υπηρεσιών, στην κατάσταση υγείας και συγκεκριμένα στην

ποιότητα ζωής, ηλικιωμένων ατόμων έχει ελάχιστα διερευνηθεί. Σκοπός

της παρούσας εργασίας, ήταν να διερευνηθεί η σχέση μεταξύ των παρεχό-

μενων διατροφικών υπηρεσιών και της κατάστασης υγείας του πληθυσμού.

Υλικό-Μέθοδος: Το 2010, συλλέχθηκαν πληροφορίες που αφορούσαν

στις διατροφικές υπηρεσίες από 9 ελληνικά νησιά (Σαμοθράκη, Λέσβος,

Λήμνος, Νάξος, Σύρος, Κρήτη, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Ζάκυνθος) και την

Κύπρο, μέσω συνεντεύξεων από όλους σχεδόν τους διαιτολόγους n=89

ποσοστό συμμετοχής ανά νησί: Νάξος 100%, Σύρος 67%, Λέσβος 100%,

Ζάκυνθος 100%, Κρήτη 60%, Κέρκυρα 55%, Κύπρος 39%, Σαμοθράκη και

Λήμνος 0% τα δυο αυτά νησιά δε διέθεταν διαιτολόγους) που εργάζονταν

στα νησιά αυτά. Η κατάσταση υγείας του ηλικιωμένου πληθυσμού (π.χ. επι-

πολασμός υπέρτασης, διαβήτη, υπερχοληστερολαιμίας, παχυσαρκίας) βα-

σίστηκε στην επιδημιολογική μελέτη MEDIS. Αποτελέσματα: Οι κύριοι λό-

γοι που οι ηλικιωμένοι επισκέπτονται έναν διαιτολόγο ήταν η ρύθμιση της

γλυκόζης (78%), των λιπιδίων (76%) και του σωματικού τους βάρους (70%).

Το 91% των ηλικιωμένων επισκέπτονται τον διαιτολόγο μετά από σύσταση

ιατρού και το 79% αυτών ολοκληρώνει τις διατροφικές συνεδρίες. Μέσω

της ιεραρχικής πολυμεταβλητής ανάλυσης φάνηκε ότι όσο μεγαλύτερη εί-

ναι η χρονική εργασιακή παρουσία που έχει ένας διαιτολόγος σε κάθε νησί,

τόσο μικρότερη είναι και η πιθανότητα να παρατηρηθεί o επιπολασμός δια-

βήτη II και παχυσαρκίας πάνω από τη διάμεσο τιμή του μελετώμενου πλη-

θυσμού [π.χ. Σχετικός Λόγος, 95%ΔΕ: 0,77 (95%ΔΕ 0,61, 0,96), 0,65 (95%ΔΕ

0,45,0,95), αντίστοιχα], ύστερα από προσαρμογή για πιθανούς συγχυτικούς

παράγοντες. Επιπλέον, οι οικονομικοί λόγοι και η απόσταση από το γραφείο

του διαιτολόγου αποτελούν τους κύριους λόγους για να σταματήσει ένας

ηλικιωμένους τη διατροφική συμβουλευτική. Συμπεράσματα: Προώθηση

των διατροφικών υπηρεσιών μέσα στο γενικότερο σύστημα υγείας μπορεί

να συνεισφέρει στη μείωση του επιπολασμού παραγόντων καρδιαγγειακού

κινδύνου σε ηλικιωμένα άτομα, και συνεπώς να οδηγήσει στη βελτίωση της

ποιότητας ζωής τους.

Page 59: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 59

ΑΑ58

Ο ρόλος των διατροφικών υπηρεσιών σε σχέσημε το συνολικό καρδιαγγειακό κίνδυνο ηλικιωμένων κατοίκων

που ζουν σε επιλεγμένα νησιά της ΜεσογείουΣ. Τυροβολάς,1 Ε. Πολυχρονόπουλος,1 Γ. Τούντας,2 Δ. Παναγιωτάκος1

1Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας - Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2Τμήμα Δημόσιας Υγείας,Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής, Ιατρική Σχολή, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Ο ρόλος των συστημάτων υγείας και ειδικότερα των δι-

ατροφικών υπηρεσιών, στην κατάσταση υγείας και συγκεκριμένα στην ποιό-

τητα ζωής, ηλικιωμένων ατόμων έχει ελάχιστα διερευνηθεί. Σκοπός της πα-

ρούσας εργασίας, ήταν να διερευνηθεί η σχέση μεταξύ των παρεχόμενων δι-

ατροφικών υπηρεσιών και της συνολικής κατάστασης υγείας του πληθυσμού.

Υλικό-Μέθοδος: Το 2010, συλλέχθηκαν πληροφορίες που αφορούσαν στις

διατροφικές υπηρεσίες από 9 ελληνικά νησιά (Σαμοθράκη, Λέσβος, Λήμνος,

Νάξος, Σύρος, Κρήτη, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Ζάκυνθος) και την Κύπρο, μέσω

συνεντεύξεων από όλους σχεδόν τους διαιτολόγους (n=89, ποσοστό συμμε-

τοχής ανά νησί: Νάξος 100%, Σύρος 67%, Λέσβος 100%, Ζάκυνθος 100%,

Κρήτη 60%, Κέρκυρα 55%, Κύπρος 39%, Σαμοθράκη και Λήμνος 0% τα δύο

αυτά νησιά δε διέθεταν διαιτολόγους) που εργάζονταν στα νησιά αυτά. Η

κατάσταση υγείας του ηλικιωμένου πληθυσμού (π.χ. επιπολασμός υπέρτα-

σης, διαβήτη, υπερχοληστερολαιμίας, παχυσαρκίας) βασίστηκε στην επιδη-

μιολογική μελέτη MEDIS. Συγκεκριμένα, για την αποτίμηση του συνολικού

κινδύνου αθροίστηκαν όλοι οι επιπολασμοί των προαναφερθέντων νόσων

από τη μελέτη MEDIS. Αποτελέσματα: Η πολλαπλή γραμμική παλινδρόμη-

ση έδειξε, ύστερα από προσαρμογή για πιθανούς συγχυτικούς παράγοντες,

ότι η παρουσία πέντε χρόνων και περισσότερο, ενός διαιτολόγου στο νησί

σχετίζεται με μείωση 16 μονάδων του συνολικού καρδιαγγειακού κινδύνου

(p=0,04). Επιπλέον, το επίπεδο εκπαίδευσης του διαιτολόγου [βασική εκ-

παίδευση vs περαιτέρω εκπαίδευση (π.χ. Msc ή Phd)] φάνηκε να σχετίζεται

με μείωση 12 μονάδων του συνολικού καρδιαγγειακού κινδύνου (p=0,02).

Συμπεράσματα: Οι ηλικιωμένοι αποτελούν μια ομάδα ατόμων με ιδιαίτε-

ρες ανάγκες. Οι διατροφικές υπηρεσίες μέσα στο γενικότερο σύστημα υγείας

μπορεί να συνεισφέρουν στη μείωση του συνολικού καρδιαγγειακού κιν-

δύνου σε ηλικιωμένα άτομα, και συνεπώς να οδηγήσουν στη βελτίωση της

συνολικής εικόνας της υγείας και της ποιότητας ζωής τους.

ΑΑ59

Validation of a semi-quantitative food frequency questionnairedesigned for healthy as well as CVD patients living

in mediterranean regionE. Georgousopoulou,1 C.M. Kastorini,2 H. Milionis,2 J. Goudevenos,2 D.B. Panagiotakos1

1Department οf Nutrition Science - Dietetics, Harokopio University, Athens, 2School οf Medicine, University οf Ioannina,Ioannina

Aim: The aim of the present work was to evaluate the validity of a

food frequency questionnaire (FFQ) that could be used for individuals

[cardiovascular disease (CVD) patients or disease-free)] living in

Mediterranean areas. Methods: The semi-quantitative FFQ included

90 questions regarding the frequency of consumption of the main food

groups and beverages typically consumed in the Mediterranean areas, as

well as some questions regarding eating behaviors. An effort was given to

include all food or food groups that have been associated in the literature

with CVD development. During 2010, 59 males (40±14 yrs) and 77 females

(40±13 yrs) were studied. Agreement of the FFQ with the 3-day food

records was evaluated using the Bland-Altman method and the Kendall’s

tau-b coefficient. Results: Between 3-day food records and the FFQ,

moderate agreement for coffee (tau-b=0.56, p<0.001), fruits (tau-b=0.48,

p<0.001), fast-food consumption (tau-b=0.47, p<0.001), alcohol (tau-

b=0.47, p<0.001), sweets (tau-b=0.36, p<0.001), vegetables (tau-b=0.32,

p<0.001) and red meat (tau-b=0.31, p<0.001) were found, while low,

but still significant agreement for greens (tau-b=0.22, p=0.004), cereals

(tau-b=0.21, p<0.001) and dairy products (tau-b=0.18, p=0.007) were

observed. According to the Bland-Altman method the level of agreement

varied from 90% to 99%. Sensitivity analyses by sex, age category (< or

>55 yrs), and obesity status showed similar validity of the FFQ in each

sub-group. Conclusions: The suggested FFQ seems to be a reasonably

valid measure of dietary intake and can be used in persons living in the

Mediterranean areas.

Page 60: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

60 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

ΑΑ60

Συγκριτική μελέτη της αντιαιμοπεταλιακής δράσης της βεσυλικήςκλοπιδογρέλης έναντι της όξινης θειικής κλοπιδογρέλης

σε ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσοΜ. Τσουμάνη,1 Κ. Καλαντζή,2 Α. Δημητρίου,1 Ι. Γουδέβενος,2 Α. Τσελέπης1

1Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Καρδιολογική Κλινική,Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

Εισαγωγή-Σκοπός: H κλοπιδογρέλη είναι ένα ευρέως χρησιμοποιούμενο

αντιαιμοπεταλιακό φάρμακο. Σήμερα, διατίθενται ουσιωδώς όμοια σκευά-

σματα κλοπιδογρέλης που διαφοροποιούνται από το πρωτότυπο σκεύασμα

(όξινη θειική κλοπιδογρέλη, CHS) στη φαρμακοχημική σύσταση του άλατος το

οποίο είναι βενζυλοσουλφονικό (βεσυλικό, CB) ή υδροχλωρικό άλας. Μελέτες

σε υγιείς εθελοντές απέδειξαν τη βιοϊσοδυναμία των δύο αλάτων. Ωστόσο, δεν

υπάρχουν δεδομένα σχετικά με τη βιοϊσοδυναμία των δυο αλάτων κλοπιδο-

γρέλης σε ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσο. Η παρούσα εργασία παρουσιάζει

προκαταρκτικά αποτελέσματα μιας υπό εξέλιξη μελέτης που αφορά στην αντι-

αιμοπεταλιακή δράση των δύο αλάτων κλοπιδογρέλης σε ασθενείς με καρδι-

αγγειακή νόσο. Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη έχουν συμμετάσχει 28 ασθενείς

με ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου ή αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου [17

άνδρες, 11 γυναίκες (ηλικία 58±12 έτη)] οι οποίοι λαμβάνουν θεραπεία είτε με

CHS (n=12) είτε με CB (n=16) (75 mg/ημέρα) για περισσότερο από 30 ημέρες.

Μελετήθηκε η συσσώρευση των αιμοπεταλίων στους αγωνιστές ΑDP (10, 5, 2.5

μΜ), Αραχιδονικό οξύ (10 μΜ) και TRAP-14 (10 μΜ) με τη μέθοδο LTA (Light

Transmission Aggregometry). Επίσης, προσδιορίστηκε η μεμβρανική έκφραση

της Ρ-σελεκτίνης καθώς και η αλληλεπίδραση των αιμοπεταλίων με τα ουδετε-

ρόφιλα και τα μονοκύτταρα με κυτταρομετρία ροής. Τέλος, ελέγχθηκε η αντα-

πόκριση των ασθενών στην κλοπιδογρέλη με τη μέθοδο VASP. Αποτελέσματα: 4 ασθενείς που λάμβαναν CHS (30%) και 5 ασθενείς που λάμβαναν CB (32%)

παρουσίασαν κακή απόκριση στην κλοπιδογρέλη (τιμές PRI; Platelet Reactivity

Index >50). Δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές ως προς τη συσσώρευ-

ση των αιμοπεταλίων καθώς και ως προς την έκφραση της P-σελεκτίνης ή την

αλληλεπίδραση των αιμοπεταλίων με τα ουδετερόφιλα και τα μονοκύτταρα, με-

ταξύ των ασθενών που ελάμβαναν θεραπεία με CHS ή με CB. Συμπεράσματα: Τα προκαταρκτικά αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι η αντιαιμοπεταλιακή

δράση της CB δε διαφοροποιείται από αυτή της CHS σε ασθενείς με καρδιαγγει-

ακή νόσο ούτε εμφανίζονται διαφορές μεταξύ των δύο αλάτων κλοπιδογρέλης

ως προς την ανταπόκριση των ασθενών στην κλοπιδογρέλη.

ΑΑ61

Η επίδραση της ροσουβαστατίνης και της αλλοπουρινόλης στα επίπεδα των προγονικών ενδοθηλιακών κυττάρων σε ασθενείς με καρδιακήανεπάρκεια. Ο ρόλος της φλεγμονής και του οξειδωτικού φορτίου

Ι. Ανδρέου,1 Δ. Τούσουλης,1 Χ. Παπαδημητρίου,2 Κ. Τεντολούρης,1 Μ. Τσιατάς,2 Α. Μήλιου,1

Γ. Σιάσος,1 Ι. Κοτρογιάννης,1 Μ. Δημόπουλος,2 Χ. Στεφανάδης1

1Α΄ Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο»,2Θεραπευτική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Αλεξάνδρα», Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Τα προγονικά ενδοθηλιακά κύτταρα (ΠΕΚ) συμβάλ-

λουν στη διατήρηση της ενδοθηλιακής ακεραιότητας και λειτουργικότητας.

Διερευνήσαμε την επίδραση της ροσουβαστατίνης και της αλλοπουρινόλης

στα ΠΕΚ σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια και τις συσχετίσεις των προ-

φλεγμονωδών κυτοκινών και του οξειδωτικού φορτίου με τα επίπεδα αυτών

των κυττάρων. Υλικό-Μέθοδος: Εξήντα ασθενείς με συστολική καρδιακή

ανεπάρκεια τυχαιοποιήθηκαν να λάβουν ροσουβαστατίνη 10 mg/ημέρα,

αλλοπουρινόλη 300 mg/ημέρα ή εικονικό φάρμακο και παρακολουθήθηκαν

για 1 μήνα. Ο αριθμός των CD34+/KDR+ και CD34+/AC133+/KDR+ΠΕΚ στο

αίμα αξιολογήθηκε με κυτταρομετρία ροής. Η ενδοθηλιακή λειτουργία αξιο-

λογήθηκε με τη μεσολαβούμενη από τη ροή αγγειοδιαστολή της βραχιονίου

αρτηρίας. Η φλεγμονώδης κατάσταση εκτιμήθηκε μετρώντας τα επίπεδα της

μυελοϋπεροξειδάσης, της ιντερλευκίνης-6, της ιντερλευκίνης-1β, της μεταλ-

λοπρωτεϊνάσης της θεμέλιας ουσίας-9, του αγγειακού ενδοθηλιακού αυξητι-

κού παράγοντα και της υψηλής ευαισθησίας C-αντιδρώσας πρωτεΐνης, ενώ το

οξειδωτικό φορτίο εκτιμήθηκε μετρώντας τα επίπεδα των υπεροξειδίων των

λιπιδίων και της οξειδωμένης LDL. Αποτελέσματα: Ο αριθμός των κυκλο-

φορούντων CD34+/KDR+ και CD34+/AC133+/KDR+ κυττάρων αυξήθηκε

στους ασθενείς που έλαβαν ροσουβαστατίνη [από 0,023 (0,017–0,038) και

0,001 (0,0008–0,0024) σε 0,039 (0,023–0,052) και 0,0019 (0,0008–0,0033)

κύτταρα/100 μονοπύρηνα, p=0,004 και p=0,008 αντίστοιχα], ενώ παρέ-

μεινε αμετάβλητος στους ασθενείς που έλαβαν αλλοπουρινόλη [από 0,029

(0,016–0,047) και 0,001 (0,0007–0,002) σε 0,028 (0,018–0,037) και 0,0011

(0,0007–0,0019) κύτταρα/100 μονοπύρηνα, p=NS και για τα δύο]. Η πολυ-

μεταβλητή ανάλυση παλινδρόμησης έδειξε ότι μεταξύ των διάφορων φλεγ-

μονωδών και οξειδωτικών δεικτών, η μυελοπεροξειδάση ήταν ο ισχυρότερος

ανεξάρτητος προγνωστικός δείκτης των επιπέδων των κυκλοφορούντων

ΠΕΚ (β=0,49, p=0,047). Συμπεράσματα: Η βραχυπρόθεσμη θεραπεία με

ροσουβαστατίνη, αλλά όχι με αλλοπουρινόλη, αυξάνει σημαντικά τον αριθμό

των κυκλοφορούντων ΠΕΚ, εύρημα που παρέχει νέες προοπτικές για το ρόλο

των στατινών στη θεραπεία των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια. Επιπλέον,

τα επίπεδα των ΠΕΚ συνδέονται σημαντικά με τα επίπεδα της μυελοπεροξει-

δάσης του πλάσματος υποδεικνύοντας έναν πιθανό ρόλο του ενζύμου αυτού

στην κινητοποίηση των ΠΕΚ σε αυτή την κατηγορία ασθενών.

Page 61: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 61

ΑΑ62

Αξιολόγηση των κρίσιμων τιμών της περιμέτρου μέσηςγια την εμφάνιση μεταβολικού συνδρόμου

στο σύνολο των μαθητών ηλικίας 9–11 ετών της ΕλλάδαςΚ. Τάμπαλης, Γ. Ψαρρά, Δ. Παναγιωτάκος, Λ. Συντώσης

Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας - Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Η περίμετρος μέσης συσχετίζεται θετικά με τον κίνδυνο

ανάπτυξης μεταβολικού συνδρόμου (ΜΣ) στα παιδιά. Σκοπός της παρούσας

μελέτης ήταν (α) να αξιολογήσει τις διεθνώς προτεινόμενες κρίσιμες τιμές

της περιμέτρου μέσης για ανάπτυξη ΜΣ σε παιδιά ηλικίας 9-11 ετών στην

Ελλάδα και (β) να διερευνήσει την συσχέτιση μεταξύ της περιμέτρου μέσης

και της παρουσίας παχυσαρκίας. Υλικό-Μέθοδος: Η περίμετρος μέσης, το

ύψος και το βάρος μετρήθηκαν σε 71.737 μαθητές της Γ΄ και 64.752 μαθητές

της Ε΄ τάξης Δημοτικού (αγόρια: 51,2%, >85% του συνόλου των σχολείων

της χώρας) και ο Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) υπολογίστηκε ως βάρος/

ύψος2. Για τον προσδιορισμό των κλάσεων παχυσαρκίας χρησιμοποιήθηκαν

τα κριτήρια του International Obesity Task Force (2000) ανά φύλο και ηλικία.

Ως διαχωριστικό κατώφλι για την ανάπτυξη ΜΣ στα παιδιά, ακολουθήθη-

καν οι συστάσεις του International Diabetes Federation το οποίο προτείνει

για παιδιά ηλικίας 6–10 ετών την περίμετρο μέσης ≥90ού εκατοστημόριου

ανά φύλο. Αποτελέσματα: Ο Πίνακας παρουσιάζει τη μέση τιμή ±ΤΑ της

περιμέτρου μέσης καθώς και το ποσοστό του συνόλου, των υπέρβαρων και

παχύσαρκων παιδιών ανά φύλο και τάξη με περίμετρο μέσης ≥90ού εκα-

τοστημόριου της κατανομής του πληθυσμού. Συμπεράσματα: Περίπου 1

στα 10 ελληνόπουλα έχει αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης ΜΣ (αν θεωρηθεί το

90ό εκατοστημόριο της περιμέτρου μέσης ως το «όριο επικινδυνότητας»).

Αξιοσημείωτο είναι ότι, ένα σημαντικό ποσοστό παχύσαρκων αγοριών (28%

της Γ΄ τάξης & 35% της Ε΄ τάξης) και κοριτσιών (35% της Γ΄ τάξης και 41%

της Ε΄ τάξης), δεν εμφανίζουν κοιλιακή παχυσαρκία και, συνεπώς, ίσως δεν

έχουν αυξημένο κίνδυνο για ανάπτυξη ΜΣ. Το τελευταίο μπορεί να αποτε-

λέσει βάση για περαιτέρω προβληματισμό αναφορικά με την επικρατούσα

άποψη για τη σχέση του σωματικού βάρους με το ΜΣ στα παιδιά.

Πίνακας 1.

Γ΄τάξη (8–9 ετών), Ν=71737

Περίμετρος μέσης (cm)

Mέση τιμή+ΤΑ 90ό εκτοτοσημόριο (%) παιδιών (%) υπέρβαρων παιδιών (%) παχύσαρκων παιδιών (υψηλή) με υψηλή περίμετρο με υψηλή περίμετρο με υψηλή περίμετρο μέσης μέσης μέσης

Αγόρια 65,9±9,6 78,9 13,8 15,0 72,2

Κορίτσια 64,2±9,3 77,0 10,1 10,5 58,5

Γ΄τάξη (10–11 ετών), Ν=64752

Αγόρια 71,2±10,1 85,2 10,1 10,7 65,2

Κορίτσια 69,7±10,1 84,0 10,0 13,4 64,3

Page 62: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

62 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

ΑΑ63

Επίδραση της οικογένειας στις καπνιστικές συνήθειεςτου ελληνικού πληθυσμού

Θ. Χειμώνας,3 Π. Πετρίκκος,1 Ε. Φανουράκη,2 Μ. Σοϊλεμεζίδης,1 Π. Παπασάββας,1 Η. Χειμώνας2

1Υγειονομικό Σώμα Πολεμικής Αεροπορίας, 2Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης,3Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

Εισαγωγή-Σκοπός: Το οικογενειακό περιβάλλον ενός ατόμου επηρεάζει

βαθιά τον τρόπο ζωής και τις συνήθειές του, μεταξύ των οποίων και το κά-

πνισμα. Σκοπός της παρούσας ανάλυσης ήταν η διερεύνηση της επίδρασης

της οικογένειας στις καπνιστικές συνήθειες ενός νεανικού, κατά κύριο λόγο,

ελληνικού πληθυσμού. Υλικό-Μέθοδος: Συμμετείχαν 2925 άτομα από το

προσωπικό της Πολεμικής Αεροπορίας, ηλικίας από 18 έως 65 ετών (μέση

ηλικία 28,2±8,2), εκ των οποίων 92,1% άνδρες και 7,9% γυναίκες. Σε όλους

δόθηκε να συμπληρώσουν ένα ανώνυμο ερωτηματολόγιο σχετικά με τις κα-

πνιστικές τους συνήθειες. Αποτελέσματα: Όταν ερωτήθηκαν για κοντινούς

συγγενείς που καπνίζουν, το 41,6% του συνόλου των συμμετεχόντων δήλω-

σαν ότι καπνίζει ο πατέρας τους, το 29,2% η μητέρα και το 42,1% κάποιος

αδελφός/-ή. Οι καπνιστές ήταν πιθανότερο να έχουν συγγενή καπνιστή [πα-

τέρας καπνιστής στο 47,7% έναντι 36,0% στους μη καπνίζοντες (p<0,001)],

μητέρα καπνίστρια στο 35,3% έναντι 23,6% (p<0,001) και αδελφός/-ή

καπνιστής 56,8% έναντι 28,7% (p<0,001), αντίστοιχα). Με χρήση multiple

linear regression analysis διαπιστώθηκε ότι ισχυρότερη συσχέτιση με το κά-

πνισμα εμφάνιζε η ύπαρξη κάποιου στενού συγγενή που καπνίζει, ακολου-

θούμενη από το χαμηλότερο βαθμό απολυτήριου λυκείου. Ο σταθμισμένος

λόγος πιθανοτήτων (adjusted odds ratio, OR) να καπνίζει κανείς, υπολογι-

ζόμενος με multiple logistic regression ήταν 2,6 (95% CI 2,1–3,2) για την

ύπαρξη συγγενή καπνιστή και 1,1 (95% CI 1,1–1,2) για το χαμηλότερο βαθμό

λυκείου. Δεν βρέθηκε συσχέτιση μεταξύ καπνίσματος και φύλου, ηλικίας,

ετών σπουδών ή οικογενειακού εισοδήματος. Η ύπαρξη συγγενή που καπνί-

ζει καθιστούσε πιθανότερο να καπνίζει κανείς >20 τσιγάρα/ημέρα (OR 1,4,

95% CI 1,1–1,9) και δυσχέραινε την επιτυχή διακοπή του καπνίσματος (OR

1,9, 95% CI 1,3–2,8). Συμπεράσματα: Η ύπαρξη στενών συγγενών που κα-

πνίζουν αυξάνει την πιθανότητα κάποιος να ξεκινήσει το τσιγάρο και να είναι

βαρύς καπνιστής και δυσχεραίνει τις προσπάθειες διακοπής του. Σημείο

κλειδί για την καταπολέμηση της μάστιγας του καπνίσματος είναι η παρέμ-

βαση σε οικογενειακό, και όχι μόνο ατομικό, επίπεδο.

ΑΑ64

Αίτια και συνθήκες που συμβάλλουν στην έναρξη του καπνίσματοςστον ελληνικό πληθυσμό

Θ. Χειμώνας,1 Ε. Κωστόπουλος,3 Π. Πετρίκκος,3 Ε. Φανουράκη,2 Χ. Καρκαντάρης,3 Η. Χειμώνας2

1Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης3Υγειονομικό Σώμα Πολεμικής Αεροπορίας

Εισαγωγή-Σκοπός: Είναι γνωστό ότι η προσπάθεια διακοπής του κα-

πνίσματος είναι εξαιρετικά δύσκολη. Η αποτελεσματικότερη παρέμβαση

είναι λοιπόν η πρόληψη της έναρξής του. Σκοπός της παρούσας ανάλυσης

ήταν η διερεύνηση των συνθηκών και αιτιών έναρξης του καπνίσματος

σε ένα νεανικό, κατά κύριο λόγο, ελληνικό πληθυσμό. Υλικό-Μέθοδος: Συμμετείχαν 2925 άτομα από το προσωπικό της Πολεμικής Αεροπορίας,

ηλικίας από 18 έως 65 ετών (μέση ηλικία 28,2±8,2), εκ των οποίων

92,1% άνδρες και 7,9% γυναίκες. Σε όλους δόθηκε να συμπληρώσουν

ένα ανώνυμο ερωτηματολόγιο σχετικά με τις καπνιστικές τους συνήθειες.

Αποτελέσματα: Η μέση ηλικία έναρξης του καπνίσματος ήταν τα 17,2

έτη, με το 8% των καπνιστών να έχουν ξεκινήσει το κάπνισμα πριν το

14ο έτος της ηλικίας. Οι γυναίκες ξεκινούν το τσιγάρο σχεδόν 1½ χρόνο

αργότερα από τους άνδρες (18,5±4,4 έναντι 17,1±3,2 ετών, αντίστοιχα,

p=0,001). Στο 87,7% των περιπτώσεων, το πρώτο τσιγάρο το έδωσε κά-

ποιος φίλος/-η, στο 5,5% ερωτικός σύντροφος και στο 6,7% αδελφός/-

ή ή άλλος συγγενής. Μόνο στο 55,1% των καπνιζόντων άρεσε αυτό το

πρώτο τσιγάρο. Αλλά και μεταξύ αυτών που δεν τους άρεσε το πρώτο

τσιγάρο, το 40,0% είναι τώρα βαρείς καπνιστές. Μεταξύ των λόγων που

τους ώθησαν να αρχίσουν και να συνεχίσουν το κάπνισμα, οι καπνιστές

ανέφεραν ότι το έκαναν από περιέργεια (52,4%), επειδή τους άρεσε από

την πρώτη φορά (24,9%), για να κάνουν εντύπωση στους γύρω (12,0%),

από αντίδραση (9,3%), γιατί έτσι έκαναν όλοι (8,2%), για να κάνουν κάτι

απαγορευμένο (7,0%), για να νιώσουν πιο μεγάλοι (6,8%), για να αρέ-

σουν στο άλλο φύλο (3,9%), επειδή τους επηρέασε κάποιος μεγαλύτερος

(3,5%), επειδή επηρεάστηκαν από την τηλεόραση/ταινίες (2,7%) και

επειδή εντυπωσιάστηκαν από διαφημίσεις (1,2%). Συμπεράσματα: Η

πλειοψηφία των καπνιζόντων ξεκινά το κάπνισμα από την εφηβεία, μετά

από προσφορά τσιγάρου από κάποιο φίλο. Η εκστρατεία για την πρόλη-

ψη του καπνίσματος αξίζει λοιπόν να επικεντρωθεί στην ενημέρωση του

πληθυσμού σχολικής ηλικίας.

Page 63: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 63

ΑΑ65

Επίδραση του φύλου στον επιπολασμό των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου και του αντίστοιχου 10ετούς καρδιαγγειακού κινδύνου

σε άτομα με μεταβολικό σύνδρομοΘ. Χειμώνας,1 Β. Άθυρος,2 Ε. Γανωτάκης,3 Ν. Βασιλείου,4 Δ. Παναγιωτάκος,5 Μ. Ελισάφ1

1Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Ιατρική Σχολή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη,3Τμήμα Ιατρικής, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ηράκλειο, 4Α΄ Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Κοργιαλένειο-Μπενάκειο

ΕΕΣ» (Ερυθρός Σταυρός), Αθήνα, 5Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Ο επιπολασμός της καρδιαγγειακής νόσου είναι μεγαλύ-

τερος στους άνδρες σε σχέση με τις γυναίκες. Αυτό μπορεί να αποδοθεί εν μέ-

ρει και στη διαφορά στη συχνότητα των καρδιαγγειακών παραγόντων κινδύ-

νου. Στόχος της παρούσας ανάλυσης ήταν η μελέτη των διαφορών μεταξύ των

φύλων σε έναν ελληνικό πληθυσμό ασθενών με μεταβολικό σύνδρομο (ΜΣ).

Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη συμπεριλήφθηκε ένα τυχαίο δείγμα 824 ανδρών

και 1199 γυναικών με ΜΣ (κατά NCEP ATPIII), χωρίς όμως ΣΔ ή εγκατεστημέ-

νη καρδιαγγειακή νόσο, από διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Εκτιμήθηκαν

οι διάφοροι παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου. Η πιθανότητα εμφάνισης

οποιουδήποτε θανατηφόρου καρδιαγγειακού συμβάματος στη διάρκεια της

επόμενης δεκαετίας υπολογίστηκε με χρήση του αλγόριθμου ESC SCORE και

αυτού της μελέτης Framingham. Αποτελέσματα: Οι γυναίκες ήταν ελαφρώς

μεγαλύτερες σε ηλικία από τους άνδρες (57,6±10,3 έναντι 55,7±11,1 ετών,

p<0,001). Τα αυξημένα επίπεδα ΑΠ και η υπερτριγλυκεριδαιμία ήταν συχνό-

τερα στους άνδρες από ό,τι στις γυναίκες (90,0 έναντι 85,9% και 86,8 έναντι

75,2%, αντίστοιχα, p<0,001), ενώ τα χαμηλά επίπεδα HDL-χοληστερόλης και

η κοιλιακή παχυσαρκία ήταν συχνότερα στις γυναίκες (59,1% έναντι 65,1% και

83,6% έναντι 97,0%, p<0,001). Ο συνολικός αριθμός μεταβολικών κριτηρίων

ήταν παρόμοιος μεταξύ των δύο φύλων, με 35,0% των ανδρών έναντι 32,7%

των γυναικών να εμφανίζει 3 οποιαδήποτε κριτήρια, 39,4 έναντι 39,9% οποι-

αδήποτε 4 κριτήρια και 25,6 έναντι 27,4% να εμφανίζει και τα πέντε κριτήρια

του ΜΣ (p μη σημαντικό για όλες τις συγκρίσεις). Ο 10ετής κίνδυνος θανατη-

φόρων καρδιαγγειακών συμβαμάτων ήταν σχεδόν τρεις φορές υψηλότερος

στους άνδρες σε σχέση με τις γυναίκες (υπολογιζόμενος ως 8,0±8,7% έναντι

3,0±3,8%, p<0,001 με το SCORE και ως 8,6±8,1% έναντι 3,6±4,2%, p<0,001

με το Framingham). Συμπεράσματα: Το ΜΣ χαρακτηρίζεται από διαφορε-

τικούς μεταβολικούς παράγοντες κινδύνου στους άνδρες και τις γυναίκες, με

τους άνδρες να διατρέχουν σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακής

νόσου. Οι πληροφορίες αυτές μπορούν να αξιοποιηθούν για τον καλύτερο σχε-

διασμό της φροντίδας υγείας από τις αρμόδιες αρχές.

ΑΑ66

Παράγοντες που επηρεάζουν την πιθανότητα επιτυχούς διακοπήςτου καπνίσματος στον ελληνικό πληθυσμό

Θ. Χειμώνας,1 Μ. Σοϊλεμεζίδης,2 Π. Πετρίκκος,2 Ε. Φανουράκη,3 Π. Παπασάββας,2 Η. Χειμώνας3

1Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Υγειονομικό Σώμα Πολεμικής Αεροπορίας3Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης

Εισαγωγή-Σκοπός: Η διακοπή του καπνίσματος αποτελεί ιδιαίτερα αποτε-

λεσματική παρέμβαση υγείας, μειώνοντας τη νοσηρότητα και θνησιμότητα

και αυξάνοντας το προσδόκιμο ζωής. Σκοπός της παρούσας ανάλυσης ήταν

η διερεύνηση των παραγόντων που προάγουν ή υπονομεύουν τις προσπά-

θειες διακοπής του καπνίσματος σε ένα νεανικό, κατά κύριο λόγο, ελληνικό

πληθυσμό. Υλικό-Μέθοδος: Συμμετείχαν 2925 άτομα από το προσωπι-

κό της Πολεμικής Αεροπορίας, ηλικίας από 18 έως 65 ετών (μέση ηλικία

28,2±8,2), εκ των οποίων 92,1% άνδρες και 7,9% γυναίκες. Σε όλους δόθηκε

να συμπληρώσουν ένα ανώνυμο ερωτηματολόγιο σχετικά με τις καπνιστι-

κές τους συνήθειες. Αποτελέσματα: Μεταξύ των καπνιστών, 57,7% έχει

προσπαθήσει κάποια στιγμή να κόψει το κάπνισμα. Καθένας έχει κάνει κατά

μέσο όρο 2,3 απόπειρες, με μέση μέγιστη διάρκεια αποχής 190,9 ημέρες. Οι

συχνότερα χρησιμοποιούμενες μέθοδοι ήταν η απότομη διακοπή (70,2%),

η σταδιακή μείωση (31,2%) και οι τσίχλες/αυτοκόλλητα νικοτίνης (17,4%).

Από όσους είχαν επιχειρήσει να διακόψουν το κάπνισμα, μόνο το 16,8% δεν

κάπνιζε πλέον. Ο σημαντικότερος παράγοντας που σχετιζόταν με την επι-

τυχή διακοπή ήταν η ηλικία του καπνιστή. Έτσι, για κάθε 1 έτος αύξησης

της ηλικίας, ο σταθμισμένος λόγος πιθανοτήτων (adjusted odds ratio, OR)

επιτυχούς διακοπής ήταν 1,1 (95% CI 1,07–1,15). Η ύπαρξη συγγενή που

καπνίζει δυσχέραινε την επιτυχή διακοπή (OR 1,9, 95% CI 1,3–2,8). Η πιθα-

νότητα επιτυχούς διακοπής δεν επηρεαζόταν από το φύλο, τα έτη σπουδών,

το οικογενειακό εισόδημα ή τον αριθμό των προηγούμενων προσπαθειών

διακοπής. Όταν ρωτήθηκαν τι τους εμποδίζει να διακόψουν το κάπνισμα, οι

καπνιστές το απέδωσαν στη συνήθεια (52,5%), στην ευχαρίστηση που τους

προσφέρει (33,8%), στην ανακούφιση από το άγχος (23,0%), στα σωματικά

συμπτώματα του συνδρόμου στέρησης (16,0%) και στο φόβο τους μήπως

παχύνουν (6,5%). Συμπεράσματα: Η διακοπή του καπνίσματος παρουσιά-

ζει ιδιαίτερες δυσκολίες, ιδίως για τα νεότερα άτομα. Απαιτείται πιο ενεργός

παρέμβαση των λειτουργών υγείας, ενδεχομένως και με φάρμακα, για την

υποστήριξη των προσπαθειών των καπνιστών να διακόψουν.

Page 64: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

64 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

ΑΑ67

Επιδημιολογικά χαρακτηριστικά του καπνίσματοςστον ελληνικό πληθυσμό

Θ. Χειμώνας,1 Χ. Καρκαντάρης,2 Ε. Κωστόπουλος,2 Π. Πετρίκκος,2 Ε. Φανουράκη,3 Η. Χειμώνας3

1Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Υγειονομικό Σώμα Πολεμικής Αεροπορίας3Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης

Εισαγωγή-Σκοπός: Η επιδημιολογική μελέτη του καπνίσματος μπορεί να βο-

ηθήσει στο σχεδιασμό αποτελεσματικότερων στρατηγικών για την πρόληψη

και αντιμετώπισή του. Σκοπός της παρούσας ανάλυσης ήταν η διερεύνηση των

χαρακτηριστικών των καπνιστών σε ένα νεανικό, κατά κύριο λόγο, ελληνικό

πληθυσμό. Υλικό-Μέθοδος: Συμμετείχαν 2925 άτομα από το προσωπικό της

Πολεμικής Αεροπορίας, ηλικίας από 18 έως 65 ετών (μέση ηλικία 28,2±8,2), εκ

των οποίων 92,1% άνδρες και 7,9% γυναίκες. Σε όλους δόθηκε να συμπληρώ-

σουν ένα ανώνυμο ερωτηματολόγιο σχετικά με τις καπνιστικές τους συνήθειες.

Αποτελέσματα: Το 48,1% των συμμετεχόντων ήταν καπνιστές, 46,4% ήταν

μηδέποτε καπνίσαντες και 5,5% πρώην καπνιστές. Δεν υπήρχε διαφορά μετα-

ξύ των φύλων σε ό,τι αφορά στη συχνότητα καπνίσματος (48,1% στους άνδρες

έναντι 47,2% στις γυναίκες, p=NS). Δεν παρατηρήθηκε διαφορά μεταξύ καπνι-

στών και μη καπνιστών σε ό,τι αφορά στη μέση ηλικία, τα έτη σπουδών και το

οικογενειακό εισόδημα, αλλά οι μη καπνιστές είχαν υψηλότερη βαθμολογία στο

απολυτήριο λυκείου από τους καπνιστές (16,5±2,2 έναντι 16,0±2,3, p<0,001).

Βαρείς καπνιστές (>20 τσιγάρα την ημέρα) ήταν το 47,2% των καπνιστών. Τα

άτομα αυτά ήταν ελαφρώς νεότερα (27,5±8,1 έναντι 28,4±7,4, p=0,02), εί-

χαν ξεκινήσει όμως το κάπνισμα σχεδόν 2 χρόνια νωρίτερα (18,0±3,5 έναντι

16,2±2,9 ετών, p<0,001) και ήταν πιθανότερο να έχουν κάποιο στενό συγγενή

που καπνίζει (81,4% έναντι 74,7%, p=0,003). Δεν υπήρχε στατιστικά σημαντι-

κή διαφορά μεταξύ των φύλων όσον αφορά στους βαρείς καπνιστές. Το 38,6%

των συμμετεχόντων κατοικούσαν στην Αττική και το 61,4% στην περιφέρεια.

Δεν παρατηρήθηκε διαφορά μεταξύ των δύο αυτών ομάδων σε ό,τι αφορά στη

συχνότητα καπνίσματος, το ποσοστό των βαρέων καπνιστών και την ηλικία

έναρξης του τσιγάρου. Συμπεράσματα: Το κάπνισμα είναι μια επιδημία που

πλέον δεν κάνει διακρίσεις ως προς το φύλο, την ηλικία, τον τόπο κατοικίας και

το κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο. Η έναρξη του τσιγάρου σε μικρότερη ηλικία

καθιστά περισσότερο πιθανή και τη βαριά χρήση του.

ΑΑ68

Παράγοντες διατροφικής συμπεριφοράς επηρεάζουν την προσκόλληση στη μεσογειακή διατροφή

Β. Μπουντζιούκα,1 Χ. Κατσαγώνη,1 Α. Γιωτοπούλου,1 Μ. Μπόνου,2 Ν. Βαλλιάνου,2 Ι. Μπαρμπετσέας,2

Π. Αυγερινός,2 Δ. Παναγιωτάκος1

1Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2Τομέας Παθολογίας, Γενικό ΝοσοκομείοΑθηνών «Πολυκλινική», Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Oι διατροφικές συνήθειες και συμπεριφορές επηρεά-

ζουν την προοδευτική εκδήλωση χρόνιων νοσημάτων. Σκοπός της παρού-

σας εργασίας ήταν να διερευνηθεί η σχέση των διατροφικών συμπεριφορών

με τη Μεσογειακή διατροφή, της οποίας η προστατευτική δράση είναι πλέον

τεκμηριωμένη. Υλικό-Μέθοδος: Υγιείς ενήλικες προσερχόμενοι για τακτι-

κό επανέλεγχο στο ΓΝΑ «Πολυκλινική», συμμετείχαν στη μελέτη (ν=490,

46±16 ετών, 40% άνδρες). Οι διατροφικές πληροφορίες συλλέχθηκαν μέσω

ενός ερωτηματολογίου συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων. Η διατροφι-

κή συμπεριφορά αποτιμήθηκε μέσω ενός δείκτη (Healthy Behavior Index,

HBI) ο οποίος δημιουργήθηκε από ερωτήσεις, αναφορικά με πρακτικές και

συνήθειες των συμμετεχόντων, στα πλαίσια των διατροφικών τους συνηθει-

ών (εύρος τιμών 0–15, υψηλές τιμές: καλή διατροφική συμπεριφορά). Το

MedDietScore χρησιμοποιήθηκε ως δείκτης προσκόλλησης στη Μεσογειακή

διατροφή (εύρος τιμών 0–55, υψηλές τιμές: αυξημένη προσκόλληση).

Αποτελέσματα: Το γυναικείο φύλο, το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο (≤12

έτη), η ηλικία, η αποχή από το κάπνισμα και η μέτρια κατανάλωση αλκοόλ

συσχετίζονται με υψηλότερες τιμές του ΗΒΙ (όλες οι τιμές p<0,05). Άτομα

με υψηλές τιμές του δείκτη χαρακτηρίζονται από υψηλότερη πρόσληψη

λαχανικών, φρούτων, οσπρίων, γαλακτοκομικών και χαμηλότερη πρόσλη-

ψη κόκκινου κρέατος και αλκοολούχων ποτών (όλες οι τιμές p<0,05). Το

MedDietScore είναι υψηλότερο σε αυτά τα άτομα (23±3 vs, 22±3, p=0,003).

Επιπρόσθετα, αύξηση του δείκτη ΗΒΙ κατά μια μονάδα, οδηγεί σε 0,2 μο-

νάδες αύξηση του MedDietScore λαμβάνοντας υπόψη το φύλο, την ηλικία,

το μορφωτικό επίπεδο, τη φυσική δραστηριότητα, το κάπνισμα και το

δείκτη μάζας σώματος. Συμπεράσματα: Η υιοθέτηση σωστής διατροφι-

κής συμπεριφοράς και καθημερινών συνηθειών μπορούν να εξασφαλίσουν

μακροπρόθεσμα καλύτερη ποιότητα ζωής, προλαμβάνοντας την εμφάνιση

χρόνιων νοσημάτων.

Page 65: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 65

ΑΑ69

Συσχέτιση διατροφικού προτύπου κατανάλωσης ποτώνμε τα επίπεδα απτοσφαιρίνης

Β. Μπουντζιούκα,1 Α. Γιωτοπούλου,1 Α. Ευαγγελόπουλος,1 Χ. Κατσαγώνη,1 Ν. Βαλλιάνου,2

Μ. Μπόνου,2 Ε. Βογιατζάκης,3 Ι. Μπαρμπετσέας,2 Π. Αυγερινός,2 Δ. Παναγιωτάκος1

1Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2Τομέας Παθολογίας, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Πολυκλινική», Αθήνα, 3Αιματολογικό Εργαστήριο, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Πολυκλινική», Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Η μελέτη των διατροφικών προτύπων αποκτά και

ολοένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον καθώς αποτιμά τη συνολική διατροφική

πρόσληψη. Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν να αποτιμηθεί η σχέση

μεταξύ των διατροφικών προτύπων και επιπέδων απτοσφαιρίνης. Υλικό-Μέθοδος: Υγιείς ενήλικες προσερχόμενοι για τακτικό επανέλεγχο στο

ΓΝΑ «Πολυκλινική», συμμετείχαν στη μελέτη (ν=490, 46±16 ετών, 40%

άνδρες). Οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν ένα αναλυτικό ερωτηματολόγιο

συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων. Τα επίπεδα απτοσφαιρίνης στον ορό

μετρήθηκαν με τυποποιημένες διαδικασίες. Η ανάλυση σε κύριες συνι-

στώσες χρησιμοποιήθηκε ως τεχνική ανίχνευσης διατροφικών προτύπων.

Αποτελέσματα: Οκτώ διατροφικά πρότυπα προκύπτουν από την ΑΚΣ

(ιδιοτιμές>1, ΚΜΟ=0,69), τέσσερα από τα οποία είναι και τα πιο σημαντι-

κά, καθώς επεξηγούν το 35% της συνολικής διακύμανσης («δυτικού τύπου

διατροφή», «μεσογειακού τύπου διατροφή», «χαμηλά θερμιδικά προϊόντα»

και «πρότυπο κατανάλωσης ποτών και ροφημάτων»). Συγκεκριμένα το 4ο

πρότυπο, χαρακτηρίζεται από αυξημένη κατανάλωση αλκοολούχων ποτών

(κρασί, μπύρα, λοιπά οινοπνευματώδη), καθώς επίσης και από αυξημένη κα-

τανάλωση καφέ και τσαγιού. Το πρότυπο αυτό φαίνεται να συσχετίζεται με

τα επίπεδα απτοσφαιρίνης στον ορό. Ειδικότερα, προσκόλληση σε αυτό το

πρότυπο φαίνεται να μειώνει περίπου κατά 6 mg/dL τα επίπεδα απτοσφαι-

ρίνης (αρνητική συσχέτιση, β±ΤΣ: -5,9±2,7, p=0,03), λαμβάνοντας υπόψη

το φύλο, την ηλικία, το δείκτη μάζας σώματος, τη φυσική δραστηριότητα

και τις καπνιστικές συνήθειες. Συμπεράσματα: Το πρότυπο κατανάλωσης

«ποτών και ροφημάτων» συσχετίζεται με μείωση των επιπέδων της απτο-

σφαιρίνης, αναστέλλοντας την εμφάνιση φλεγμονώδους νόσου, στα πλαίσια

όμως ισορροπημένης κατανάλωσης ποτών σύμφωνα με τις συστάσεις.

ΑΑ70

Η κατανάλωση τσαγιού μειώνει τα επίπεδα απτοσφαιρίνηςΒ. Μπουντζιούκα,1 Α. Γιωτοπούλου,1 Χ. Κατσαγώνη,1 Ν. Βαλλιάνου,2 Α. Ευαγγελόπουλος,1 Μ. Μπόνου,2

Ε. Βογιατζάκης,3 Ι. Μπαρμπετσέας,2 Π. Αυγερινός,2 Δ. Παναγιωτάκος1

1Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2Τομέας Παθολογίας, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Πολυκλινική», Αθήνα, 3Αιματολογικό Εργαστήριο, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Πολυκλινική», Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Η κατανάλωση ροφημάτων και κυρίως τσαγιού έχει

συσχετισθεί με μειωμένο κίνδυνο καρδιαγγειακών νοσημάτων. Σκοπός της

παρούσας εργασίας ήταν να αποτιμηθεί η σχέση μεταξύ της κατανάλωσης

τσαγιού και καφέ με δείκτες φλεγμονής. Υλικό-Μέθοδος: Υγιείς ενήλικες

προσερχόμενοι για τακτικό επανέλεγχο στο ΓΝΑ «Πολυκλινική», συμμε-

τείχαν στη μελέτη (ν=490, 46±16 ετών, 40% άνδρες). Οι συμμετέχοντες

συμπλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων

με 76 ερωτήσεις. Ως δείκτες φλεγμονής επιλέχθηκαν η C-αντιδρώσα πρω-

τεΐνη και η απτοσφαιρίνη, τα επίπεδα των οποίων στον ορό, μετρήθηκαν με

τυποποιημένες διαδικασίες. Αποτελέσματα: Το 28% των συμμετεχόντων

καταναλώνουν 1 φλυτζάνι καφέ/ημέρα, μόλις το 10% των συμμετεχόντων

καταναλώνει 1 φλυτζάνι τσάι/ημέρα, ενώ το 25% των συμμετεχόντων κα-

ταναλώνει > 2 φλυτζάνια ροφημάτων (καφέ/τσάι)/ ημέρα. Η κατανάλωση

ροφημάτων (καφέ και τσαγιού) συσχετίζεται αρνητικά με τα επίπεδα απτο-

σφαιρίνης (β±ΤΣ: –0,03±0,02, p=0,05), λαμβάνοντας υπόψη το φύλο, την

ηλικία, το κάπνισμα και τη φυσική δραστηριότητα. Ειδικότερα, η κατανά-

λωση ημερησίως 100 mL τσαγιού και καφέ μειώνει τα επίπεδα κατανάλω-

σης απτοσφαιρίνης κατά 3 mg/dL. Επιπρόσθετα, η κατανάλωση τσαγιού

φαίνεται να μειώνει τα επίπεδα απτοσφαιρίνης (αρνητική συσχέτιση, β±ΤΣ:

–0,05±0,03, p=0,08), ενώ η κατανάλωση καφέ φαίνεται να τα αυξάνει (θε-

τική συσχέτιση, β±ΤΣ: 0,03±0,02, p=0,06). Αντίστοιχη δράση των διεγερ-

τικών ροφημάτων, τόσο στο σύνολό τους όσο και στα επιμέρους ροφήματα

(καφές και τσάι) δεν παρατηρήθηκε στα επίπεδα της C-αντιδρώσας πρωτε-

ΐνης (όλες οι τιμές p>0,1). Συμπεράσματα: Η προστατευτική δράση του

τσαγιού στη μείωση της φλεγμονώδους απόκρισης, φαίνεται να υπερισχύει

αυτής του καφέ. Μέσα από αυτή τη μελέτη αναδεικνύονται επιπλέον καρδιο-

προστατευτικοί μηχανισμοί των τροφίμων που καταναλώνονται συχνά από

τον ελληνικό πληθυσμό.

Page 66: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

66 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

ΑΑ71

Ιncreased pulse wave velocity in patients with inflammatorybowel disease:

Preliminary results of an ongoing studyE. Theocharidou,1 M. Mavroudi,2 K. Soufleris,1 A. Mpoumponaris,1 A. Nakos,1 T. Griva,2

N. Grammatikos,1 E. Mavroudi,2 P. Geleris,2 N. Evgenidis1

12nd Propaedeutic Internal Medicine Clinic, Department of Gastroenterology and Hepatology, Hippokration General Hospitalof Thessaloniki, Thessaloniki, 22nd Propaedeutic Internal Medicine Clinic, Department of Cardiology, Hippokration

General Hospital of Thessaloniki, Thessaloniki

Aim: It remains controversial whether inflammatory bowel disease (IBD)

patients are predisposed to atherosclerosis, as a result of chronic inflammatory

process. Aortic stiffness is a surrogate marker of atherosclerosis and an important

predictor of cardiovascular (CV) events. We used non-invasive markers of aortic

stiffness –pulse wave velocity (PWV) and augmentation index (AIx)- to assess

atherosclerotic burden in such patients. Methods: Common CV risk factors

were assessed in 18 patients with Crohn's disease, 6 with ulcerative colitis and 24

healthy controls matched for age, sex, body mass index and smoking status. IBD

patients had no history of CV disease and were all on remission. Carotid-femoral

PWV and AIx were measured using the SphygmoCor CPV system. Results: PWV was significantly increased in IBD group (6.71±1.05 m/sec) compared to

controls (5.79±0.99 m/sec; p=0.003). No significant difference was found in

AIx (15.46±15.05 vs 6.75±18.34%; p=0.079). Non-smoking IBD patients (n=13)

had increased PWV (6.38±0.77 m/sec) compared to non-smoking controls

(n=20; 5.6±0.96 m/sec; p=0.017). Augmentation index was 11.15% (±14.87)

in the first group and 5% (±18.55) in the second group (p=0.324). There was

no significant difference in PWV and AIx between smoking and non-smoking

IBD patients (7.1±1.24 vs 6.38±0.77 m/sec; p=0.115 and 20.55±14.26 vs

11.15±14.87%; p=0.130 respectively). Patients on anti-TNF therapy (n=12) had

no significant difference in PWV and AIx compared to those on aminosalicylates

and/or azathioprine (6.6±1.19 vs 6.8±0.94 m/sec; p=0.638 and 18.25±12.9 vs

12.67±17.04%; p=0.375 respectively), but the first group had longer disease

duration (11.25 vs 5.6 years; p=0.053). Nevertheless disease duration correlated

neither with PWV nor with AIx. Conclusions: IBD might be associated with

early atherosclerosis as suggested by increased PWV. Anti-TNF therapy did not

seem to ameliorate the risk in our group of patients. These results should be

confirmed in larger studies, which would also evaluate disease duration as well

as severity of intestinal inflammation.

ΑΑ72

Η επίδραση της ηπατικής στεάτωσης στην ανταπόκρισηστην αντιική θεραπεία και στην εξέλιξη της ίνωσης

στη χρόνια ηπατίτιδα CΕ. Θεοχαρίδου,1 Θ. Γρίβα,1 Σ. Μπασδέκας,1 Κ. Σουφλέρης,1 Ο. Γιουλεμέ,2 Ν. Γραμματικός,1

Κ. Πατσιαούρα,3 Θ. Βασιλειάδης,2 Ν. Ευγενίδης1

1Β΄ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική, Τμήμα Γαστρεντερολογίας-Ηπατολογίας, Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης«Ιπποκράτειο», Θεσσαλονίκη, 2Α΄ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική, Τμήμα Γαστρεντερολογίας-Ηπατολογίας,

Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης ΑΧΕΠΑ, Θεσσαλονίκη, 3Τμήμα Παθολογικής Ανατομικής,Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Ιπποκράτειο», Θεσσαλονίκη

Εισαγωγή-Σκοπός: Η ηπατική στεάτωση αποτελεί συχνό εύρημα στη χρόνια

ηπατίτιδα C (ΧΗC) και φαίνεται ότι έχει δυσμενή επίδραση στην έκβαση της αντι-

ικής θεραπείας και στην εξέλιξη της ηπατικής ίνωσης. Σκοπός της μελέτης ήταν

η διερεύνηση της έκβασης της θεραπείας και της εξέλιξης της ίνωσης σε μη κιρ-

ρωτικούς ασθενείς με ΧΗC και στεάτωση. Υλικό-Μέθοδος: Εκατόν τριάντα επτά

ασθενείς με ΧΗC έλαβαν θεραπεία με ιντερφερόνη α και ριμπαβιρίνη. O βαθμός

της στεάτωσης εκτιμήθηκε σε βιοψίες ήπατος πριν από την έναρξη της θεραπεί-

ας. Σε 50 περιπτώσεις ακολούθησε επαναληπτική βιοψία ήπατος μετά το τέλος

της θεραπείας. Η μεταβολή των ιστολογικών παραμέτρων εκτιμήθηκε στα ζεύ-

γη βιοψιών ήπατος. Αποτελέσματα: Παρουσία στεάτωσης διαπιστώθηκε στο

51,9% των βιοψιών ήπατος, ενώ μέτρια-σοβαρή στεάτωση (>33%) στο 20,9%.

Οι παράγοντες που συσχετίσθηκαν με την παρουσία στεάτωσης ήταν η ηλικία, ο

δείκτης μάζας σώματος (ΒΜΙ) και ο γονότυπος 3. Όταν εξαιρέθηκαν οι ασθενείς

με γονότυπο 3, οι παράγοντες που συσχετίσθηκαν με τη στεάτωση ήταν η ηλικία,

η γλυκόζη νηστείας, τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων και ο ΒΜΙ. Σαράντα εννέα

ασθενείς (35.8%) πέτυχαν μη ανιχνεύσιμο HCV-RNA 6 μήνες μετά το τέλος της

θεραπείας (παρατεταμένη ιολογική ανταπόκριση-SVR). Οι ασθενείς που πέτυχαν

SVR ήταν νεότεροι (p=0,02) και είχαν χαμηλότερο ΒΜΙ (p=0,034). Η ηλικία και

η στεάτωση <33% ήταν ανεξάρτητοι προγνωστικοί παράγοντες του SVR. Στις

επαναληπτικές βιοψίες ήπατος η επιδείνωση του σταδίου της ίνωσης έτεινε να

συσχετισθεί με την παρουσία στεάτωσης στην αρχική βιοψία, χωρίς ωστόσο η

συσχέτιση να είναι στατιστικώς σημαντική. Συμπεράσματα: Τα αποτελέσματα

της μελέτης δείχνουν ότι ο γονότυπος 3, η ηλικία και ο ΒΜΙ αποτελούν προγνω-

στικούς παράγοντες της στεάτωσης στη ΧΗC. Στους γονοτύπους εκτός του 3 είναι

εμφανέστερη η επίδραση των μεταβολικών παραγόντων. Επιπλέον, επιβεβαιώ-

νεται ότι η μέτρια-σοβαρή στεάτωση και ο αυξημένος ΒΜΙ έχουν δυσμενή επί-

δραση στην έκβαση της αντιικής θεραπείας. Τέλος, είναι πιθανό ότι η στεάτωση

έχει κάποια επίδραση στην εξέλιξη της ίνωσης.

Page 67: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 67

ΑΑ73Λιπιδαιμικό προφίλ ασθενών με χρονία νεφρική ανεπάρκεια σταδίου 4

με και χωρίς σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2Μ. Μυλωνοπούλου,1 Σ. Αντωνόπουλος,2 Μ. Αρβανίτης,3 Ν. Ρούσσος,3 Π. Φουντάς,1 Γ. Γιαννούλης,3

Ν. Τεντολούρης4

1Μονάδα Τεχνητού Νεφρού Γλυφάδας "Nephrolife" Αθήνα, 2Ιατρείο Προληπτικής Ιατρικής, Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά «Τζάνειο», Πειραιάς, 3Β΄ Παθολογικό Τμήμα, Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά «Τζάνειο», Πειραιάς, 4Α΄ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική Εθνικού

& Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Λαϊκό», Αθήνα

Η ανίχνευση πολλαπλών παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου, μεταξύ των οποίων

και οι διαταραχές στο μεταβολισμό των λιπιδίων, στους ασθενείς με χρόνια νεφρική

ανεπάρκεια (ΧΝΑ) οδήγησε στο χαρακτηρισμό τους ως ομάδα «υψηλού κινδύνου»

για την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου και αιφνιδίου καρδιακού θανάτου. Σκοπός

της παρούσας μελέτης είναι να προσδιοριστεί το λιπιδαιμικό προφίλ ασθενών με

ΧΝΑ σταδίου 4 με και χωρίς σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (ΣΔΤ2). Μελετήθηκαν 50

ασθενείς με ΧΝΑ σταδίου 4, 25 με ΣΔΤ2 και 25 χωρίς ΣΔΤ2. Παράλληλα μελετήθη-

καν 25 ασθενείς με ΣΔΤ2 χωρίς νεφρική βλάβη και 25 υγιείς εθελοντές. Οι ομάδες

που χρησιμοποιήθηκαν ήταν ομοιογενείς ως προς την ηλικία, το φύλο και τα κυ-

ριότερα δημογραφικά και κλινικά χαρακτηριστικά τους. Στα πλαίσια της μελέτης

καταγράφηκαν οι τιμές της ολικής και της HDL-χοληστερόλης, των τριγλυκεριδίων,

των απολιποπρωτεϊνών Α, Β, Ε και της λιποπρωτεΐνης a, ενώ υπολογίσθηκε η LDL-χο-

ληστερόλη (πίνακας 1, συγκεντρωτικά αποτελέσματα εργαστηριακών ευρημάτων).

Συμπερασματικά διαπιστώθηκαν στατιστικά σημαντικά, (i) χαμηλότερες τιμές ολι-

κής χοληστερόλης στους νεφροπαθείς με ΣΔΤ2 σε σχέση με τους υγιείς μάρτυρες και

με τους ΣΔΤ2 χωρίς ΧΝΑ, (ii) υψηλότερες τιμές HDL-χοληστερόλης και LDL-χοληστε-

ρόλης στους ΣΔΤ2 σε σχέση με τους νεφροπαθείς σταδίου 4 με ή χωρίς ΣΔΤ2, (iii) η

απολιποπρωτεΐνη Α ήταν χαμηλότερη στους νεφροπαθείς χωρίς ΣΔΤ2 σε σχέση με

τους υγιείς μάρτυρες και με τους διαβητικούς, (iv) η απολιποπρωτεΐνη Ε ήταν υψη-

λότερη στους ασθενείς με ΧΝΑ σταδίου 4 και ΣΔΤ2 σε σχέση με τους ασθενείς με ΧΝΑ

σταδίου 4 και (v) η λιποπρωτεΐνη-α ήταν υψηλότερη στους νεφροπαθείς ασθενείς με

ή χωρίς ΣΔΤ2 σε σχέση με τους υγιείς μάρτυρες.

ΑΑ74

Συσχέτιση του νευροπεπτιδίου Υ με την υπερτροφία του μυοκαρδίουκαι την περιφερική αγγειακή νόσο σε υπερτασικούς ασθενείς.

Ο ρόλος της παχυσαρκίαςM. Mπαλτατζή,1 Χ. Σαββόπουλος,1 Γ. Κολιάκος,2 Ν. Κατσίκη,1 Κ. Τζιόμαλος,1 Ε. Καρλάφτη,1

Α. Χατζητόλιος1

1Α΄ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης ΑΧΕΠΑ, Θεσσαλονίκη, 2Εργαστήριο Βιολογικής Χημείας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη

Εισαγωγή: Η Αρτηριακή Υπέρταση (ΑΥ) και η παχυσαρκία αποτελούν προδιαθεσικούς

παράγοντες καρδιαγγειακής νόσου. Το ορεξιογόνο νευροπεπτίδιο Υ (NPY) συμμετέχει

στη ρύθμιση της ενεργειακής ισορροπίας, στην παθογένεση της ΑΥ της παχυσαρκί-

ας, ενώ συνδέεται σε πειραματόζωα με την υπερτροφία των λείων μυικών ινών των

αγγείων και των μυοκαρδιακών κυττάρων συμμετέχοντας πιθανώς στην περιφερική

αγγειακή νόσο (ΠΑΝ) και την υπερτροφία του μυοκαρδίου. Σκοπός: Μελέτη του NPY

σε υπερτασικούς ασθενείς και συσχέτισή τους με το σωματικό βάρος, το σφυροβρα-

χιόνιο δείκτη (ΣΒΔ) ως δείκτη ΠΑΝ και τα ευρήματα του υπερηχοκαρδιογραφήματος.

Υλικό-Μέθοδος: 160 άτομα διαιρεμένα ανάλογα με το Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ)

σε φυσιολογικού βάρους (ΦΒ), υπέρβαρους (ΥΒ) και παχύσαρκους (Π), και ανάλογα με

την ΑΠ, σε υπερτασικούς (Υ+) και μη (Υ–). Ο ΣΒΔ μετρήθηκε με σφυγμομανόμετρο και

Doppler (τιμές<0,9 ενδεικτικές ΠΑΝ). Το υπερηχοκαρδιογράφημα έδειξε φυσιολογικά

ευρήματα, διαστολική δυσλειτουργία ή υπερτροφία αριστεράς κοιλίας. Το NPY μετρή-

θηκε με ELISA, η στατιστική ανάλυση έγινε με SPSS.15. Αποτελέσματα: Ο ΣΒΔ ήταν

χαμηλότερος στους υπερτασικούς από τους νορμοτασικούς ασθενείς (0,89 vs 0,94; p

=0,011), προοδευτική μείωσή του εμφανίστηκε με την αύξηση του ΔΜΣ (0,98, 0,91,

0,88 σε ΦΒ, ΥΒ, Π, p<0,001). Οι ασθενείς με ΠΑΝ εμφάνιζαν υψηλότερο NPY συγκρι-

νόμενοι με εκείνους χωρίς ΠΑΝ (0,52 vs 0,39, p<0,001). O ΣΒΔ σχετιζόταν αρνητικά

με το NPY, στατιστικά σημαντικά στα υπερτασικά (r =–0,554, p<0,01) αλλά όχι στα

μη υπερτασικά άτομα (r =–0,054, p=0,64). Επίσης, στατιστικά σημαντική ήταν η συ-

σχέτιση μεταξύ ΣΒΔ και NPY σε άτομα ΥΒ/Π (r=–0,292, p<0,01) αλλά όχι ΦΒ (r=0,07,

p =0,61). Τα επίπεδα NPY δε συσχετίσθηκαν με τα υπερηχοκαρδιογραφικά ευρήματα

στους υπερτασικούς ασθενείς (p=0,9). Συμπεράσματα: Το NPY είναι υψηλότερο σε

ΠΑΝ πιθανολογώντας συμμετοχή του στην παθογένεση της αθηροσκλήρωσης, ρόλο

εμφανέστερο σε άτομα υπερτασικά και αυξημένου ΔΜΣ, ενώ δε σχετίζονται με την

υπερτροφία μυοκαρδίου σε υπερτασικά άτομα.

Πίνακας 1. Συγκεντρωτικά αποτελέσματα εργαστηριακών ευρημάτων

ΧΝΑ σταδίου 4 και ΣΔΤ2 ΧΝΑ σταδίου 4 ΣΔΤ2 Υγιείς μάρτυρες p

Xοληστερόλη (mg/dL) 163,6±8,56α,β 173,64±9,33α,β 201,84±8,31 201,68±8,65 0,003HDL-c (mg/dL) 42,92±2,52β 41,24±2,3α,β 49,6±2,29 48,28±2,1 0,03Τριγλυκερίδια (mg/dL) 125,04±10,57 122,56±10,23 109,6±8,73 119,6±13,8 NSLDL-c (mg/dL) 95,7±7,43α,β 107,88±7,9 130,32±6,61 129,48±7,38 0,002ApoA (mg/dL) 137,12±7,86 124,76±6,68α,β 144,64±3,96 147,16±3,99 0,03ApoB (mg/dL) 87,06±6,43 94,89±6,7 95±3,59 102,52±5,76 NSApoE (mg/dL) 4,5±0,28γ 3,74±0,2 4,22±0,17 4,28±0,35 NSLp(a) (mg/dL) 45,15±10α,β 34,98±5,06α 21,04±4,71 10,12±1,44 0,001

Στατιστική σημαντικότητα έναντι: (α) υγιών μαρτύρων, (β) ατόμων με ΣΔΤ2, (γ) ατόμων με ΧΝΑ σταδίου 4 και (δ) έναντι ατόμων ΧΝΑ σταδίου 4 και ΣΔΤ2

Page 68: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

68 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

ΑΑ75

Σύγκριση της επίδρασης της ατενολόλης, της κιναπρίληςκαι της αλισκιρένης στην αορτική σκληρία σε ασθενείς

με αρτηριακή υπέρτασηΧ. Κουμαράς,1 Ε. Σταυρινού,2 Ε. Παγκουρέλιας,4 Θ. Γρίβα,1 Κ. Καργιώτης,1 Ε. Θεοχαρίδου,1

Θ. Γκόσιος,4 Β. Άθυρος,1 Π. Γκελερής,3 Α. Καραγιάννης1

1Β΄ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Ιπποκράτειο», Θεσσαλονίκη, 2Νεφρολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Ιπποκράτειο», Θεσσαλονίκη, 3Γ΄ Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης

«Ιπποκράτειο», Θεσσαλονίκη, 4Α΄ Καρδιολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης ΑΧΕΠΑ, Θεσσαλονίκη

Η αρτηριακή υπέρταση (ΑΥ) αποτελεί μείζονα παράγοντα κινδύνου για καρ-

διαγγειακά συμβάματα. Η αορτική σκληρία αποτελεί ανεξάρτητο παράγο-

ντα κινδύνου. Σε αυτή την προοπτική τυχαιοποιημένη μελέτη, 46 ασθενείς

με πρωτοδιαγνωσθείσα, ανεπίπλεκτη ήπια-μέτρια ΑΥ τυχαιοποιήθηκαν να

λάβουν ατενολόλη (n=15) ή κιναπρίλη (n=16) ή αλισκιρένη (n=15). Για τη

μέτρηση της αρτηριακής πίεσης (ΑΠ) χρησιμοποιήθηκε υδραργυρικό πιεσό-

μετρο, ενώ η κεντρική αορτική πίεση, η κεντρική (αορτική) πίεση σφυγμού,

ο δείκτης ανάκλασης του σφυγμικού κύματος, η ταχύτητα του σφυγμικού

κύματος, που αποτελούν δείκτες αορτικής σκληρίας, προσδιορίστηκαν

πριν, 2 εβδομάδες και 8 εβδομάδες μετά την έναρξη της θεραπείας, με τη

μη επεμβατική τεχνική του συστήματος SphygmoCor. Διαπιστώθηκε ότι μο-

λονότι η περιφερική ΑΠ, η περιφερική πίεση σφυγμού, η κεντρική αορτική

πίεση και η ταχύτητα του σφυγμικού κύματος μειώθηκαν σε ανάλογο βαθμό

με οποιοδήποτε από τα 3 φάρμακα, η κεντρική (αορτική) πίεση σφυγμού

και ο δείκτης ανάκλασης του σφυγμικού κύματος βελτιώθηκαν στατιστικά

σημαντικά μόνο στους ασθενείς που έλαβαν κιναπρίλη (από 38±10,8 σε

31,9±7,3 mm Hg, p=0,005 και από 24±7,8 % σε 16,6±9,7%, p=0,001, αντί-

στοιχα) και αλισκιρένη (από 45,9±11,6 σε 34,8±7,2 mm Hg, p=0,001 και

από 28,7±9,9% σε 24,1±11,5%, p=0,001, αντίστοιχα). Για την ατενολόλη οι

τιμές διαμορφώθηκαν από 38,4±11,9 mmHg σε 34,5±9,9 mmHg, p=0,139

για την πίεση σφυγμού και από 22,5±8,7% σε 19,1±12,4%, p=0,078 για το

δείκτη ανάκλασης του σφυγμικού κύματος. Συμπερασματικά, τα φάρμακα

που χρησιμοποιήθηκαν, αν και έχουν συγκρίσιμα ευνοϊκά αποτελέσματα ως

προς σημαντικές παραμέτρους της ΑΠ και της αορτικής σκληρίας, εντού-

τοις διαφέρουν ως προς την επίδραση στην κεντρική πίεση σφυγμού και

το δείκτη ανάκλασης του σφυγμικού κύματος, που αποτελούν παράγοντες

κινδύνου σε ασθενείς με ΑΥ και το γεγονός αυτό ενδέχεται να επηρεάζει τις

θεραπευτικές επιλογές.

ΑΑ76

Επίδραση της υπολιπιδαιμικής αγωγής στο οξειδωτικό στρεςσε ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία

Α. Αγγουρίδης,1 Κ. Τέλλης,2 Ζ. Μητρογιάννη,1 Χ. Ρίζος,1 Μ. Ελισάφ,1 Α. Τσελέπης2

1Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας,Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

Εισαγωγή: Το ισοπροστάνιο 8-iso-PGF2a (8-iso-προσταγλανδίνη F2a)

του πλάσματος θεωρείται ο πλέον αξιόπιστος βιοχημικός δείκτης σε κατα-

στάσεις με έντονη λιπιδική υπεροξείδωση και αυξημένο οξειδωτικό στρες

λόγω υπερπαραγωγής ελευθέρων ριζών (κυρίως οξυγόνου και αζώτου).

Σκοπός: Η μελέτη της επίδρασης της μονοθεραπείας με υψηλή δόση

ροσουβαστατίνης vs συνδυασμός χαμηλής δόσης ροσουβαστατίνης με

φαινοφιμπράτη vs συνδυασμός χαμηλής δόσης ροσουβαστατίνης με ω-3

λιπαρά οξέα στο οξειδωτικό στρες σε ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία.

Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη συμμετείχαν 92 ασθενείς με μεικτή δυσλιπι-

δαιμία. Οι ασθενείς έλαβαν υποθερμιδική δίαιτα και τυχαιοποιήθηκαν σε

ροσουβαστατίνη 40 mg (R) την ημέρα (n=31), σε συνδυασμό ροσουβα-

στατίνης 10mg με φαινοφιμπράτη 200 mg (RF) την ημέρα (n=30) ή σε

συνδυασμό ροσουβαστατίνης 10 mg με ω-3 λιπαρά οξέα 2 g (RΩ) την ημέ-

ρα (n=31). Πριν την έναρξη και μετά από 3 μήνες θεραπείας εκτιμήθηκε

το λιπιδαιμικό προφίλ και προσδιορίσθηκε το 8-iso-PGF2a στο πλάσμα με

τη μέθοδο ELISA. Αποτελέσματα: Η χορήγηση της R προκάλεσε μεγαλύ-

τερη μείωση της ολικής και της LDL χοληστερόλης σε σύγκριση με το συν-

δυασμό RF και RΩ (p<0,001). Αντίθετα, η χορήγηση του συνδυασμού RF

οδήγησε σε μεγαλύτερη μείωση των επιπέδων των τριγλυκεριδίων σε σύ-

γκριση τόσο με τη χορήγηση της R όσο και του συνδυασμού RΩ (p<0,001

για όλες τις συγκρίσεις). Τόσο η χορήγηση της R όσο και των συνδυασμών

RF και RΩ είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση της συγκέντρωσης του 8-iso-

PGF2a (p=0,026, p=NS, p=NS, αντίστοιχα). Ωστόσο, η συγκέντρωση του

8-iso-PGF2a στο πλάσμα μειώθηκε περισσότερο με τη χορήγηση της R

σε σύγκριση με τη χορήγηση του συνδυασμού RF (p=0,01), καθώς και με

τη χορήγηση του συνδυασμού RΩ (p=0,05). Συμπεράσματα: Η μονοθε-

ραπεία με υψηλή δόση ροσουβαστατίνης έχει ευνοϊκότερη επίδραση στο

οξειδωτικό στρες σε σύγκριση με το συνδυασμό χαμηλής δόσης ροσουβα-

στατίνης με φαινοφιμπράτη ή με ω-3 λιπαρά οξέα σε ασθενείς με μεικτή

δυσλιπιδαιμία.

Page 69: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 69

ΑΑ77

Η επίδραση της χορήγησης νικοτινικού οξέος/laropiprantστην ενεργότητα της λιποπρωτεϊνικής φωσφολιπάσης Α2 (Lp-PLA2)

σε ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμίαΑ. Κεή,1 Κ. Τέλλης,2 Ε. Λυμπερόπουλος,1 Χ. Ρίζος,1 Μ. Ελισάφ,1 Α. Τσελέπης2

1Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα2Τομέας Βιοχημείας-Κλινικής Χημείας, Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

Εισαγωγή-Σκοπός: Η λιποπρωτεϊνική φωσφολιπάση Α2 (Lp-PLA2) του

πλάσματος κυκλοφορεί στην πλειοψηφία της (70–80%) συνδεδεμένη

με LDL σωματίδια και αποτελεί έναν ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για

την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου. Ένα μικρό ποσοστό της Lp-PLA2 του

πλάσματος συνδέεται με HDL σωματίδια (HDL-Lp-PLA2) και συμβάλλει στις

αντιαθηρογόνες δράσεις της HDL. Μελετήθηκε η επίδραση της χορήγησης

νικοτινικού οξέος στην ενεργότητα της Lp-PLA2 σε ασθενείς με μεικτή δυσ-

λιπιδαιμία. Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη συμμετείχαν 30 ασθενείς με μει-

κτή δυσλιπιδαιμία. Όλοι οι ασθενείς έπαιρναν μία συμβατική δόση στατίνης

(10–40 mg σιμβαστατίνη ή 10–20 mg ατορβαστατίνη ή 5–20 mg ροσου-

βαστατίνη) και δεν είχαν επιτύχει το στόχο όσον αφορά στα επίπεδα LDL- ή

non HDL-χοληστερόλης. Χορηγήθηκε επιπρόσθετη θεραπεία με νικοτινικό

οξύ/laropiprant (1000/20 mg για 1 μήνα και στη συνέχεια 2000/40 mg για

τους επόμενους 2 μήνες). Πριν την έναρξη και μετά από 3 μήνες θεραπείας

προσδιορίστηκε η ολική ενεργότητα της Lp-PLA2 στο πλάσμα καθώς και

η HDL-Lp-PLA2 των ασθενών. Αποτελέσματα: Η χορήγηση νικοτινικού

οξέος/laropiprant οδήγησε σε μείωση της ενεργότητας της Lp-PLA2 του

πλάσματος κατά 16% (από 54±11 σε 45±10 nmol/mL/min, p=0,02) και αύ-

ξηση της HDL-Lp-PLA2 κατά 45% (από 2,0±0,7 σε 2,9±1,1 nmol/mL/min,

p<0,001) σε σύγκριση με τα επίπεδα αυτών των παραμέτρων πριν την έναρ-

ξη της θεραπείας. Συμπεράσματα: Η xορήγηση επιπρόσθετης θεραπείας

με νικοτινικό οξύ σε ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία που λαμβάνουν μία

συμβατική δόση στατίνης οδηγεί σε μείωση της ενεργότητας της Lp-PLA2

του πλάσματος και αύξηση της ενεργότητας της HDL-Lp-PLA2. Αυτή η δρά-

ση του νικοτινικού οξέος πιθανά συμβάλλει στη μείωση του καρδιαγγειακού

κινδύνου σε ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία.

ΑΑ78

Επίδραση της θεραπείας με εζετιμίμπη/σιμβαστατίνη, σιμβαστατίνηή ροσουβαστατίνη στο μεταβολισμό της γλυκόζης

σε ασθενείς με πρωτοπαθή δυσλιπιδαιμίαΕ. Μουτζούρη, Χ. Μηλιώνης, Κ. Κωσταπάνος, Μ. Φλωρεντίν, Χ. Ρίζος,

Ε. Λυμπερόπουλος, Μ. ΕλισάφΤομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

Εισαγωγή: Η θεραπεία με στατίνες έχει συσχετισθεί με αρνητική επίδρα-

ση στο μεταβολισμό της γλυκόζης και με αύξηση του κινδύνου εμφάνισης

σακχαρώδη διαβήτη. Σκοπός: H σύγκριση της επίδρασης 3 διαφορετικών

σχημάτων υπολιπιδαιμικής θεραπείας στο μεταβολισμό της γλυκόζης.

Υλικό-Μέθοδος: 150 ασθενείς με πρωτοπαθή δυσλιπιδαιμία τυχαιοποι-

ήθηκαν να πάρουν θεραπεία με συνδυασμό εζετιμίμπης 10 mg/σιμβαστα-

τίνης 10 mg (Ν=50), σιμβαστατίνη 40 mg (Ν=50) ή ροσουβαστατίνη 10

mg (Ν=50) για 12 εβδομάδες. Πριν και μετά τη θεραπεία προσδιορίστηκαν

οι λιπιδαιμικές παράμετροι (TCHOL, HDL-C, LDL-C), η γλυκοζυλιωμένη αι-

μοσφαιρίνη (HbA1c), καθώς και ο δείκτης HOMA-IR (homeostasis model

assessment-insulin resistance). Αποτελέσματα: Οι μεταβολές των λιπι-

δαιμικών παραμέτρων δε διέφεραν σημαντικά μεταξύ των 3 ομάδων. Η

χορήγηση σιμβαστατίνης 40 mg και ροσουβαστατίνης 10 mg είχε ως απο-

τέλεσμα αύξηση του δείκτη HOMA-IR κατά +2,2% και +11% αντίστοιχα,

p<0,05 σε σύγκριση με τις αρχικές τιμές. Αντίθετα, ο συνδυασμός εζετι-

μίμπης 10 mg με σιμβαστατίνη 10 mg δεν είχε σημαντική επίδραση στο

δείκτη HOMA-IR, ενώ μείωσε σημαντικά την HbA1c (–5,4%, p<0,01). Η

θεραπεία με σιμβαστατίνη 40 mg ή ροσουβαστατίνη 10 mg δεν είχε ση-

μαντική επίδραση στα επίπεδα της HbA1c. Συμπεράσματα: Η χορήγηση

σιμβαστατίνης 40 mg ή ροσουβαστατίνης 10 mg συνοδεύεται από σημα-

ντική αύξηση του δείκτη HOMA-IR χωρίς σημαντικές αλλαγές των τιμών

της HbA1c. Η χορήγηση του συνδυασμού εζετιμίμπης 10 mg με σιμβαστα-

τίνη 10 mg δεν επηρεάζει σημαντικά το δείκτη HOMA-IR, ενώ παράλληλα

μειώνει τα επίπεδα της HbA1c.

Page 70: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

70 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

ΑΑ79

Η προγνωστική σημασία των δεικτών διαστολικής λειτουργίαςτης δεξιάς κοιλίας στην υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια

Θ. Γκόσιος, Ε. Παγκουρέλιας, Δ. Παρχαρίδου, Β. Καμπερίδης,Γ. Ευθυμιάδης, Ι. Στυλιάδης

Εργαστήριο Μυοκαρδιοπαθειών, Α΄ Καρδιολογική Κλινική Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης ΑΧΕΠΑ, Θεσσαλονίκη

Εισαγωγή-Σκοπός: Ο καθορισμός της προγνωστικής αξίας των δει-

κτών διαστολικής λειτουργίας της Δεξιάς Κοιλίας (ΔΚ) (διατριγλωχινική

ροή και Tissue Doppler τριγλωχινικού δακτυλίου) στην Υπερτροφική

Μυοκαρδιοπάθεια (ΥΜΚ). Υλικό-Μέθοδος: Μελετήσαμε 386 ασθενείς με

ΥΜΚ (49,3 ±17,2 έτη; 65% άρρενες) για μια διάμεση περίοδο 67 μηνών (εύ-

ρος 6 έως 463 μήνες). Τελικά σημεία της μελέτης θεωρήσαμε τη θνητότητα

από καρδιακή ανεπάρκεια (ΚΑ) (13 ασθενείς) και τη συνολική καρδιαγγειακή

θνητότητα (ΣΚΘ) [ΚΑ, Αιφνίδιος Θάνατος και τα ισοδύναμα του (35 ασθε-

νείς)]. Αποτελέσματα: Ασθενείς με αυξημένο E/Ea της ΔΚ είχαν 1,6 φορές

μεγαλύτερο κίνδυνο για θνητότητα από ΚΑ [Relative Risk (RR): 1,6, 95% (CI):

1,1 με 2,4, p=0,03], ενώ ασθενείς με βραχύ deceleration time του κύματος Ε

της διατριγλωχικής ροής (DTE) είχαν 1,1 φορά μεγαλύτερο κίνδυνο για ΣΚΘ

(RR: 1,1, 95% CI: 1,01 με 1,2, p=0,03). Με ROC ανάλυση, βρέθηκαν τα σημεία

μεγαλύτερης προγνωστικής αξίας των δεικτών της ΔΚ (E/Ea ΔΚ=6,88, ευ-

αισθησία 75%, ειδικότητα 77,4%, AUC 0,847, p=0,017) για θνητότητα από

ΚΑ και (DTE<239 msec, ευαισθησία 62,5%, ειδικότητα 56,7%, AUC 0,642,

p=0,05) για την πρόγνωση του σύνθετου τελικού σημείου. Συμπεράσματα: Η εμφάνιση περιοριστικής φυσιολογίας της ΔΚ φαίνεται να έχει ισχυρή προ-

γνωστική αξία στην ΥΜΚ ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη άλλων δυσμενών

προγνωστικών παραγόντων κινδύνου.

ΑΑ80

Το κόστος της μεσογειακής διατροφήςΚ. Βλησμάς,1 Δ. Παναγιωτάκος,1 Χ. Πίτσαβος,2 Χ. Χρυσοχόου,2 Γ. Σκούμας,2

Μ. Σιταρά,1 Γ. Υφαντόπουλος,3 Β. Σταυρινός,1 Χ. Στεφανάδης2

1Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα,2Α΄ Καρδιολογική Κλινική, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα,

3Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Να υπολογιστεί το τρέχον κόστος της μεσογειακής

διατροφής στην Ελλάδα. Υλικό-Μέθοδος: Οι τιμές που χρησιμοποιήθη-

καν για τον υπολογισμό του κόστους της μεσογειακής διατροφής προήλθαν

από 2 μεγάλα σούπερ μάρκετ στην Αθήνα και 4 εβδομαδιαίες λαϊκές αγο-

ρές. Οι κατηγορίες των τροφίμων προήλθαν από τη μεσογειακή πυραμίδα

τροφίμων και υπολογίστηκαν οι διάμεσες τιμές σύμφωνα με τις τρέχουσες

τιμές της αγοράς. Το μέγεθος της μερίδας που χρησιμοποιήθηκε βασίστη-

κε στις διατροφικές οδηγίες για ενήλικες στην Ελλάδα. Το συνολικό κόστος

της μεσογειακής διατροφής ήταν ίσο με το άθροισμα όλων των τροφίμων

σε ευρώ/εβδομάδα. Αποτελέσματα: Το τρέχον κόστος της μεσογεια-

κής διατροφής υπολογίστηκε σε 31,20 ευρώ/εβδομάδα. Σε αναλογία, το

εκτιμώμενο κόστος της μεσογειακής διατροφής αποτελεί το 18,3% του

βασικού ελληνικού μηνιαίου μισθού σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat,

το οποίο είναι κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 22% ως ποσοστό του

διαθέσιμου εισοδήματος που δαπανάται σε τρόφιμα. Ωστόσο, πρέπει να

ληφθεί υπόψη ότι στην Ευρώπη, οι τιμές των τροφίμων έχουν την τάση να

ποικίλλουν μεταξύ των χωρών με τη δυτική Ευρώπη να είναι πιο ακριβή

από την ανατολική. Ως εκ τούτου, το κόστος της μεσογειακής διατροφής

αυξάνεται στη δυτική Ευρώπη, όπου για παράδειγμα τα επίπεδα τιμών στα

φρούτα και τα λαχανικά είναι σαφώς πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο

στις περισσότερες χώρες. Σε διεθνές επίπεδο, το εκτιμώμενο κόστος της

μεσογειακής διατροφής είναι πολύ κοντά στο κόστος του The Thrifty Food

Plan (μία οικονομικά αποδοτική υγιεινή διατροφή που δημιουργήθηκε

στις ΗΠΑ από το Υπουργείο Γεωργίας και καλύπτει τόσο τη Συνιστώμενη

Ημερήσια Πρόσληψη σε θρεπτικά συστατικά όσο και τις κατευθυντήριες

γραμμές της Διατροφικής Πυραμίδας). Συμπεράσματα: Φαίνεται ότι το

εκτιμώμενο κόστος της μεσογειακής διατροφής κυμαίνεται σε λογικά επί-

πεδα για ένα μεσαίο εισόδημα.

Page 71: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 71

ΑΑ81

Εγκυρότητα συντετμημένων δοκιμασιών ανοχής λίπουςγια την εκτίμηση της μεταγευματικής λιπαιμίας

Μ. Mαράκη, Ν. Αγγελοπούλου, Ν. Χριστοδούλου, Χ. Κατσαρού, Σ. Κάβουρας, Λ. ΣυντώσηςΤμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Η μεταγευματική λιπαιμία εκτιμάται με τη διεξαγωγή

της δοκιμασίας ανοχής λίπους (oral fat tolerance test, OFTT), η οποία δι-

αρκεί έξι ώρες και απαιτεί ωριαίες δειγματοληψίες αίματος. Με σκοπό την

απλοποίηση της δοκιμασίας έτσι ώστε να καταστεί ευκολότερη η χρήση της

στην κλινική πράξη, διερευνήθηκε εάν η OFTT που διαρκεί λιγότερο από έξι

ώρες ή απαιτεί αραιότερες χρονικά αιμοληψίες δύναται να εκτιμήσει τη με-

ταγευματική λιπαιμία σε παρόμοιο βαθμό με τη συμβατική OFTT, σε υγιή και

μη-υγιή άτομα σε διάφορες συνθήκες. Υλικό-Μέθοδος: Εβδομήντα δύο

άτομα (25 παχύσαρκα άτομα, 9 παχύσαρκα άτομα μετά από 10% απώλεια

σωματικού βάρους, 7 ήπια υπερτριγλυκεριδαιμικά, 19 νορμοβαρή άτομα

και 12 νορμοβαρείς γυναίκες μετά από μια συνεδρία άσκησης ή μετά από

μια ημέρα υποθερμιδικής δίαιτας), υποβλήθηκαν σε μια συμβατική OFTT (6

ώρες, 7 αιμοληψίες). Η μεταγευματική λιπαιμία προσδιορίστηκε ως ολική

και αυξανόμενη επιφάνεια κάτω από την καμπύλη συγκέντρωσης τριγλυ-

κεριδίων προς το χρόνο. Η εγκυρότητα των συντετμημένων δοκιμασιών

εκτιμήθηκε με ανάλυση γραμμικής παλινδρόμησης και, για τις δοκιμασίες

με τις λιγότερες αιμοληψίες, με ανάλυση των Bland-Altman, παράλληλα.

Αποτελέσματα: (α) OFTT μικρότερης διάρκειας. Η 4ωρη-OFTT δύναται

να προβλέψει τη μεταγευματική λιπαιμία σε κάθε ομάδα που εξετάσθη-

κε (R2=0,707–0,954, p<0,01), εκτός από τους υπερτριγλυκεριδαιμικούς

(p=0,338), (β) OFTT ίδιας διάρκειας με μειωμένη συχνότητα αιμοληψιών. Η

OFTT με 4 αιμοληψίες (0, 2, 4, 6 h) ή με 3 αιμοληψίες (0, 3, 6 h) δύναται να

προβλέψει τη μεταγευματική λιπαιμία σε κάθε ομάδα ξεχωριστά και σε όλο

το δείγμα των εθελοντών (R2=0,746–0,995, p<0,001), ενώ μόνο 4 εθελο-

ντές βρέθηκαν εκτός των 95% ορίων συμφωνίας (95% limits of agreement).

Συμπεράσματα: Συμπεραίνουμε ότι μια 6ωρη OFTT με 3 ή 4 χρονικά ση-

μεία αιμοληψίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναλλακτικά της συμβατικής

OFTT, έτσι ώστε να είναι πιο εύκολη στο κλινικό περιβάλλον, ενώ μια χρονι-

κά συντετμημένη OFTT (4ωρη) δύναται να είναι κατάλληλη μόνο για υγιή και

όχι για υπερτριγλυκεριδαιμικά άτομα.

ΑΑ82

Επίπεδα C-αντιδρώσας πρωτεΐνης και γ-γλουταμικής τρανσφεράσηςστην παιδική παχυσαρκία

Κ. Μακέδου, Α. Ζορμπά, Α. Μακέδος, Ε. Μοσχούς, Α. Κούρτης, Α. ΜακέδουΙατρείο Λιπιδίων και Πρόληψης των Καρδιαγγειακών Νοσημάτων, Β΄ Παιδιατρική Κλινική Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου

Θεσσαλονίκης, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης ΑΧΕΠΑ

Εισαγωγή-Σκοπός: Η C-αντιδρώσα πρωτεΐνη (CRP) θεωρείται δείκτης φλεγ-

μονής και αθηρωματικής διεργασίας στα καρδιαγγειακά νοσήματα και συστη-

ματικής φλεγμονής στην παχυσαρκία. Η γ-γλουταμική τρανσφεράση (γGT)

έχει φανεί ότι είναι δυνατόν να αποτελεί δείκτη οξείδωσης και φλεγμονής,

σχετιζόμενο με την αθηροσκλήρωση. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η

διερεύνηση των επιπέδων της γ-GT σε παιδιά με παχυσαρκία, και η συσχέτισή

τους με τα επίπεδα της CRP, ως δείκτης φλεγμονής στην παχυσαρκία. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήθηκαν 891 παιδιά, ηλικίας 10,55±1,19 έτη, 234 (26,26%)

υπέρβαρα, τα 77 (8,64%) παχύσαρκα και 580 (65,09%) φυσιολογικού βάρους

(μάρτυρες). Προσδιορίστηκαν τα επίπεδα των CRP με νεφελόμετρο (Boehring)

και γ-GT στον ορό με τη χρήση βιοχημικού αναλυτή (ROCHE). Η στατιστική

ανάλυση έγινε με το πρόγραμμα SPSS v.15. Η μελέτη χρηματοδοτήθηκε από

το ερευνητικό πρόγραμμα INTERREG IIIA. Αποτελέσματα: Η διάμεσος τιμή

(εύρος) των επιπέδων της γ-GT ήταν 11 (3–23) U/L, 11 (5-48) U/L και 10 (1–34)

U/L, στις τρεις ομάδες παιδιών, αντίστοιχα. Επίπεδα γ-GT >17 U/L παρουσία-

ζαν 16 (6,8%) από τα υπέρβαρα παιδιά, 11 παιδιά (14,3%) από τα παχύσαρκα

και 16 παιδιά (2,8%) από την ομάδα των μαρτύρων. Στα υπέρβαρα και στα πα-

χύσαρκα παιδιά, η διάμεση τιμή και το εύρος των επιπέδων της CRP ήταν 0,09

(0,01–2,76) mg/dL και 0,19 (0,03–1,84) mg/dL, αντίστοιχα. Επιπλέον, 6,4% και

14,3% των παιδιών, αντίστοιχα, είχαν παθολογικές τιμές CRP (>0,5 mg/dL).

Μεταξύ των παιδιών με φυσιολογικό βάρος σώματος και εκείνων με υπερβάλ-

λον σωματικό βάρος υπήρξε στατιστικά σημαντική διαφορά στα επίπεδα της

CRP και της γ-GT (p<0,05). Τέλος, τα επίπεδα της CRP και της γ-GT παρουσί-

αζαν σημαντική θετική, αλλά όχι γραμμική, συσχέτιση. Συμπεράσματα: Η

παρουσία αυξημένων επιπέδων CRP και γ-GT στα παιδιά με υπερβάλλον σω-

ματικό βάρος δείχνει ότι από την εξέλιξη της παιδικής παχυσαρκίας προάγεται

η φλεγμονή και η οξείδωση και πιθανόν να αποτελούν δείκτες κινδύνου για

αθηροσκλήρωση από την παιδική ηλικία.

Page 72: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

72 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

ΑΑ83

Μεταβολισμός του παράγοντα ενεργοποίησης αιμοπεταλίωνστο αίμα κουνελιών που τράφηκαν με αθηρογόνο δίαιτα

εμπλουτισμένη με πολικά λιποειδή ψαριούK. Νασοπούλου,1 Α.Β. Τσούπρας,2 Χ. Καραντώνης,3 K.A. Δημόπουλος,2 Ι. Ζαμπετάκης1

1Εργαστήριο Χημείας Τροφίμων, Τμήμα Χημείας, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα2Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα

3Τμήμα Επιστήμης Τροφίμων και Διατροφής, Σχολή Περιβάλλοντος, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Μυτιλήνη

Εισαγωγή-Σκοπός: Εκχυλίσματα πολικών λιποειδών ψαριού έχουν επι-

δείξει in vitro ανασταλτική δράση έναντι του Παράγοντα-Ενεργοποίησης-

Αιμοπεταλίων (PAF), ο οποίος εμπλέκεται στην αθηρογένεση. Επιπλέον,

διατροφή υπερχολεστερολαιμικών κουνελιών εμπλουτισμένη με εκ-

χύλισμα πολικών λιποειδών ψαριών προκάλεσε μείωση κατά 70% του

πάχους της αθηρωματικής πλάκας στο εσωτερικό της κεντρικής αρτη-

ρίας κουνελιών. Σκοπός της παρούσης εργασίας, αποτέλεσε η μελέτη για

πρώτη φορά του μεταβολισμού του PAF στο αίμα αυτών των κουνελιών.

Υλικό-Μέθοδος: Χρησιμοποιήθηκαν τσιπούρες ιχθυοτροφείου (Sparus

aurata). Προσδιορίστηκαν οι δραστικότητες των μεταβολικών ενζύμων

του PAF: PAF-φωσφοχολινοτρανσφεράση (PAF-CPT), λυσο-PAF-ακετυ-

λοτρανσφεράση (Lyso-PAF-AT) και PAF-ακετυλοϋδρολάση (PAF-AH) στα

έμμορφα στοιχεία αίματος 6 κουνελιών που τράφηκαν με αθηρογόνο

δίαιτα (Ομάδα-Α) και 6 άλλων κουνελιών που τράφηκαν με αθηρογόνο

δίαιτα εμπλουτισμένη με εκχύλισμα πολικών λιποειδών ψαριού (Ομάδα-

Β) για 45ημέρες. Η στατιστική ανάλυση πραγματοποιήθηκε με μέθοδο

Repeated-Measures-ANOVA και ο έλεγχος κανονικής κατανομής έγινε

με μέθοδο Kolmogorov-Smirnoff. Αποτελέσματα: Στα κουνέλια της

ομάδας-Α παρατηρήθηκε αύξηση της δραστικότητας και των δύο βιοσυν-

θετικών ενζύμων του PAF, PAF-CPT και Lyso-PAF-AT, στα λευκοκύτταρα

και στα αιμοπετάλια. Επιπλέον, παρατηρήθηκε μείωση της δραστικό-

τητας του αποικοδομητικού ενζύμου του PAF, PAF-AH, και στα δύο είδη

κυττάρων. Αντίθετα, στα κουνέλια της ομάδας-Β παρατηρήθηκε μείωση

της Lyso-PAF-AT και στα δύο είδη κυττάρων. Η PAF-CPT αυξήθηκε στα

αιμοπετάλια, ενώ στα λευκοκύτταρα αρχικά αυξήθηκε και μετά το πέρας

της δίαιτας επανήλθε στα αρχικά της επίπεδα. Παρόμοια συμπεριφορά

παρατηρήθηκε για την PAF-AH των λευκοκυττάρων, ενώ μειώθηκε στα

αιμοπετάλια. Συμπεράσματα: Η αθηρογόνος δίαιτα προκάλεσε ενεργο-

ποίηση της βιοσύνθεσης και ελάττωση του ομοιοστατικού μηχανισμού

της αποικοδόμησης του PAF στο αίμα κουνελιών της ομάδας-Α. Αντίθετα,

τα αποτελέσματα της ομάδας-Β που αφορούν στη μείωση της δράσης της

εμπλεκόμενης σε αθηρογένεση Lyso-PAF-AT, σχετίζονται με τις ευεργε-

τικές δράσεις των πολικών λιποειδών του ψαριού έναντι της αθηρωμά-

τωσης. Η εργασία αυτή είναι μέρος της ερευνητικής μας προσπάθειας να

βελτιστοποιήσουμε τη διατροφική αξία των ψαριών ιχθυοτροφείου ως

προς την αναστολή της αθηρογένεσης.

ΑΑ84

Αναστολή της οξείδωσης των απομονωμένων LDL και των λιποπρωτεϊνών του αίματος in vitro, μετά από επίδραση τριών τύπων ελαιολάδου

Σ. Ηλιάδης, Κ. Μακέδου, Θ.Ε. Φεσληκίδης, Γ. ΠαπαγεωργίουΕργαστήριο Βιολογικής Χημείας, Ιατρική Σχολή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη

Εισαγωγή-Σκοπός: Το ελαιόλαδο έχει αντιοξειδωτική δράση κατά την

υπεροξείδωση των λιποπρωτεϊνών του αίματος, η οποία θεωρείται βασικός

παθογενετικός παράγοντας στην ανάπτυξη της αθηρωμάτωσης. Έτσι, ένας

πιθανός τρόπος πρόληψης των καρδιαγγειακών παθήσεων θα μπορούσε

να είναι η μείωση της οξειδωτικής τροποποίησης των λιποπρωτεϊνών από

φυσικά ή συνθετικά αντιοξειδωτικά. Στην παρούσα εργασία εκτιμήθηκε

η αντιοξειδωτική δράση τριών τύπων ελαιόλαδου (ελαιόλαδο, εξαιρετικά

παρθένο ελαιόλαδο και αγουρέλαιο), στις λιποπρωτεΐνες του πλάσματος.

Υλικό-Mέθοδος: Οι αντιοξειδωτικές ουσίες του ελαιόλαδου παρελήφθησαν

με μεθανόλη και αποσταγμένο νερό σε αναλογία 80:20. Η οξείδωση των λιπο-

πρωτεϊνών έγινε με 5μΜ θειικό χαλκό σε δείγματα απομονωμένων LDL πλά-

σματος και με 100 μΜ θειικό χαλκό σε δείγματα αραιωμένου ορού 1/100. Όλα

τα δείγματα περιείχαν εκχύλισμα αντιοξειδωτικών ουσιών των τριών τύπων

ελαιόλαδου του εμπορίου. Η παρακολούθηση της οξείδωσης έγινε με φασμα-

τοφωτόμετρο θερμοστατημένο στους 37 °C, σε μήκος κύματος 234 nm για τις

απομονωμένες LDL και 245 nm για τις μη απομονωμένες. Από τη χαρακτηρι-

στική καμπύλη οξείδωσης των λιπιδίων υπολογίστηκε ο χρόνος καθυστέρη-

σης της οξείδωσης (lag time). Αποτελέσματα: Συγκέντρωση εκχυλίσματος

20 μL/mL από το «ελαιόλαδο», το «εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο» και το

«αγουρέλαιο», ανέστειλε το χρόνο καθυστέρησης κατά 115%, 173% και 263%,

αντίστοιχα στις λιποπρωτεΐνες ορού. Αντίστοιχα, στις απομονωμένες LDL η

ίδια ποσότητα εκχυλίσματος ανέστειλε το χρόνο καθυστέρησης κατά 100%,

153% και 283%, αντίστοιχα. Συμπεράσματα: Οι αντιοξειδωτικές ουσίες που

περιέχονται γενικά στο ελαιόλαδο και ιδιαίτερα στο «αγουρέλαιο» και στο

«εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο» αυξάνουν in vitro την αντίσταση των λιπο-

πρωτεϊνών στην οξείδωση και φαίνεται να έχουν ευεργετική επίδραση στην

αντίσταση του οργανισμού για τη δημιουργία της αθηρωματικής πλάκας και

γενικότερα στην πρόληψη των καρδιοαγγειακών νοσημάτων.

Page 73: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 73

ΑΑ85

Επίδραση του σησαμέλαιου στην οξείδωση των χαμηλής πυκνότηταςλιποπρωτεϊνών (LDL) πλάσματος

Κ. Μακέδου, Σ. Ηλιάδης, Γ. ΠαπαγεωργίουΕργαστήριο Βιολογικής Χημείας, Ιατρική Σχολή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη

Εισαγωγή-Σκοπός: Μελετήθηκε η in vitro οξείδωση των απομονωμένων

χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνών (LDL) πλάσματος με σκοπό τη διερεύνη-

ση της ύπαρξης αντιοξειδωτικής δράσης του σησαμελαίου. Υλικό-Μέθοδος: Εκχυλίστηκαν οι αντιοξειδωτικές ουσίες από το σησαμέλαιο με μεθανόλη σε

αποσταγμένο νερό (60:40). Μετά από υπεφυγοκέντρηση του πλάσματος,

απομονώθηκαν οι LDL και υποβλήθηκαν σε οξείδωση με CuSO4, μετά την

προσθήκη εκχυλίσματος σησαμελαίου σε διάφορες αραιώσεις (1/100, 1/500

και 1/1000), ενώ έγινε σύγκριση με μάρτυρα (δείγμα LDL χωρίς σησαμέλαιο).

Η οξείδωση παρακολουθήθηκε φασματοφωτομετρικά στα 234 nm, στους 37

°C. Τα πειράματα έγιναν εις τριπλούν. Από τις καμπύλες που προέκυψαν υπο-

λογίστηκαν ο χρόνος καθυστέρησης της οξείδωσης (lag time), ο ρυθμός οξεί-

δωσης και η μέγιστη απορρόφηση των συζευγμένων διενίων που παράγονται

κατά την οξείδωση. Η στατιστική ανάλυση έγινε με το στατιστικό πρόγραμμα

SPSS v.15. Στατιστικά σημαντικό θεωρήθηκε το p<0,05. Αποτελέσματα: Με

τη μικρή αραίωση του εκχυλίσματος σησαμελαίου (1/100) υπήρξε σημαντική

αύξηση του lag time, με στατιστικά σημαντική ελάττωση του ρυθμού οξεί-

δωσης και της μέγιστης απορρόφησης διενίων σε σχέση με το μάρτυρα. Με

την αραίωση 1/500 παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση του lag time, χωρίς

μεταβολή στο ρυθμό οξείδωσης ή στη μέγιστη απορρόφηση. Αντίθετα, με

τη μεγαλύτερη αραίωση του σησαμελαίου (1/1000), δεν υπήρξε σημαντική

αντιοξειδωτική προστασία μετά την προσθήκη του σησαμελαίου σε σχέση

με το μάρτυρα, αφού παρόλο που ο ρυθμός παραγωγής διενίων ελαττώθηκε,

δεν αυξήθηκε σημαντικά ο lag time της οξείδωσης. Συμπεράσματα: Η δρά-

ση του σησαμελαίου φαίνεται ότι είναι προστατευτική για τις LDL, κάτω από

συνθήκες οξείδωσης και η κατανάλωσή του πιθανόν να είναι ευεργετική για

την πρόληψη των καρδιαγγειακών νοσημάτων.

ΑΑ86

Η επίδραση των επιπέδων υδάτωσης στη λειτουργίατου ενδοθηλίου σε υγιείς ενήλικες

Γ. Αρναούτης,1 Σ.Α. Κάβουρας,1 Κ.Α. Αναστασίου,1 Ν. Στρατάκης 1, Κ. Σταματελόπουλος,2

Μ. Λύκκα,2 Χ. Παπαμιχαήλ,2 Λ.Σ. Συντώσης1

1Εργαστήριο Διατροφής & Κλινικής Διαιτολογίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2Αγγειολογικό Εργαστήριο,Τμήμα Θεραπευτικής Ιατρικής, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Αλεξάνδρα», Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Είναι αποδεδειγμένο ότι μέτρια επίπεδα αφυδάτωσης

προκαλούν πλήθος αρνητικών φυσιολογικών μεταβολών. Σκοπός της πα-

ρούσας έρευνας ήταν να μελετηθεί εάν η αφυδάτωση επηρεάζει και τη λει-

τουργία του ενδοθηλίου. Υλικό-Mέθοδος: Δέκα υγιείς, φυσικά δραστήριοι

αλλά μη προπονημένοι άνδρες συμμετείχαν στη μελέτη (σωματικό βάρος:

80,8±4,3 κιλά, ηλικία: 24,3±1,6 έτη). Η λειτουργία του ενδοθηλίου μετρή-

θηκε μέσω αγγειοδιαστολής μέσω ροής (FMD). Το FMD μετρήθηκε στην αρ-

χή, μετά από 24 ώρες αφυδάτωσης και μετά από τρεις ώρες επανυδάτωσης.

Η αφυδάτωση προκλήθηκε με συνδυασμό στέρησης νερού για 24 ώρες (0,5

λίτρα νερού και όχι άλλα υγρά) και δίωρης άσκησης μέτριας έντασης σε δι-

άδρομο (25 λεπτά στο 70% της μέγιστης καρδιακής συχνότητας με 5 λεπτά

διάλειμμα στους 31 °C). Η επανυδάτωση ολοκληρώθηκε με την κατανάλωση

ποσότητας αθλητικού ποτού ίσης με το 150% των συνολικών σωματικών

απωλειών. Αποτελέσματα: Η αφυδάτωση προκάλεσε μία μείωση της τά-

ξεως του 1,9±0,1% στο σωματικό βάρος (p<0,001) με παράλληλη μείωση

του όγκου πλάσματος (3,5±1,8%) ο οποίος αναπληρώθηκε πλήρως μετά την

επανυδάτωση. Το FMD μειώθηκε από 8,2±1,2% στην αρχή σε 6,0±1,0% με-

τά το πέρας της αφυδάτωσης και παρέμεινε μειωμένο 5,4±0,8% ακόμα και

μετά την επανυδάτωση (p<0,05). Οι τιμές του ειδικού βάρους των ούρων

για τις αντίστοιχες χρονικές στιγμές ήταν 1,014±0,003 mg/dL, 1,029±0,002

mg/dL, 1,008±0,004 mg/dL αντίστοιχα (p<0,05). Συμπεράσματα: Τα απο-

τελέσματα προτείνουν ότι η μέτρια αφυδάτωση προκαλούμενη από άσκηση

και απαγόρευση κατανάλωσης υγρών φαίνεται να επηρεάζει αρνητικά τη

λειτουργία του ενδοθηλίου, όπως φαίνεται από το μειωμένο FMD.

Page 74: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

74 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

ΑΑ87

Παράγοντες που επηρεάζουν τη γνωστική λειτουργίαστη χρονία νεφρική νόσο

Δ. Καρασαββίδου,1 Ρ. Καλαϊτζίδης,1 Γ. Σπανός,1 Ε. Παππάς,1 Κ. Κατωπόδης,1

Ε.Σ. Πελίδου,2 Κ.Χ. Σιαμόπουλος1

1Νεφρολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Νευρολογική Κλινική,Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

Εισαγωγή: Οι ασθενείς υπό αιμοκάθαρση (ΑΜΚ) εμφανίζουν σημαντική

διαταραχή της γνωστικής λειτουργίας (ΓΛ) με μόλις το 13% να εμφανίζει

φυσιολογικά ευρήματα στην εγκεφαλική φλοιική λειτουργία. Σκοπός: H εκτίμηση της ΓΛ ασθενών με χρόνια νεφρική νόσο (ΧΝΝ) σταδίων 3–4,

αιμοκαθαιρόμενων με τεχνητό νεφρό (ΤΝ) και με περιτοναϊκή κάθαρ-

ση (ΠΚ), καθώς και η διερεύνηση των παραγόντων που επηρεάζουν τη

ΓΛ. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήσαμε 93 σταθεροποιημένους ασθενείς με

ΧΝΝ [24 σταδίου 3 (GFR=30–59), 20 σταδίου 4, (GFR=15–29), 26 σε ΤΝ

και 23 σε ΠΚ]. Η μέση ηλικία τους ήταν 61±15 έτη και 68% ήταν άν-

δρες. Η εκτίμηση της ΓΛ διενεργήθηκε με τη χρήση 5 ερωτηματολογίων.

Αποτελέσματα: Οι ομάδες ήταν συγκρίσιμες με παρόμοια δημογραφι-

κά χαρακτηριστικά. Η μέση συστολική, διαστολική και η πίεση σφυγμού

ήταν 133±21, 78±11 και 55±20 mmHg, αντίστοιχα. Πιστοποιήθηκε

η διαταραχή της ΓΛ από τα πρώιμα στάδια 3–4 της ΧΝΝ. Οι ασθενείς

στον ΤΝ εμφάνισαν διαταραχή της ΓΛ σε ποσοστό 81%, σε αντίθεση με

22% των ασθενών που υποβάλλονται σε ΠΚ. H ΓΛ σε όλες της ομάδες

εμφάνισε αρνητική συσχέτιση με την ηλικία (p=0,001), το ιστορικό

καρδιαγγειακής νόσου (p=0,009), το σακχαρώδη διαβήτη (p=0,001)

τους παράγοντες που διέπουν το δευτεροπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό

(PΟ4-p<0,001, CaxPΟ4=p<0,001, PTH=p<0,001) και το κάπνισμα

(p=0,001). Επιπλέον, στους αιμοκαθαιρόμενους ασθενείς διαπιστώ-

θηκε αρνητική συσχέτιση της ΓΛ και της ποιότητας κάθαρσης: (URR,

p<0,05) και της Kt/V (p<0,05). Η χορήγηση αντιϋπερτασικής αγωγής

στο σύνολο των ασθενών και η βιταμίνη D (p=0,04) στους ασθενείς που

υποβάλλονται σε εξωνεφρική κάθαρση με ΤΝ και ΠΚ, βελτίωσαν τη ΓΛ.

Συμπεράσματα: Παράγοντες όπως ηλικία, το ιστορικό καρδιαγγειακής

νόσου, ο σακχαρώδης διαβήτης, ο δευτεροπαθής υπερπαραθυρεοει-

δισμός δρουν αρνητικά στη ΓΛ. Η αντιϋπερτασική αγωγή είχε θετική

επίδραση στη ΓΛ, καθώς και η βιταμίνη D στους αιμοκαθαιρόμενους

ασθενείς.

ΑΑ88

Βελτιωμένες καρδιοπροστατευτικές ιδιότητες τσιπούρας ιχθυοτροφείου τρεφόμενη με δίαιτα εμπλουτισμένη με ελαιοπύρηνα

K. Νασοπούλου,1 Β. Γκογκάκη,1 Γ. Σταματάκης,2 Κ.Α. Δημόπουλος,2 Ι. Ζαμπετάκης1

1Εργαστήριο Χημείας Τροφίμων, Τμήμα Χημείας, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα, 2Εργαστήριο Βιοχημείας,Τμήμα Χημείας, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Τα ψάρια και το ελαιόλαδο αποτελούν βασικά συστα-

τικά της διατροφής του ανθρώπου δρώντας προστατευτικά έναντι των καρ-

διαγγειακών παθήσεων. Τα δυο αυτά τρόφιμα και ο ελαιοπυρήνας (OP) –πα-

ραπροϊόν ελαιουργίας– εμφάνισε in-vivo αναστολή του σχηματισμού αθη-

ρωματικών πλακών και in-vitro ανασταλτική δράση έναντι του Παράγοντα-

Ενεργοποίησης-Αιμοπεταλίων (PAF), ενός ισχυρού προφλεγμονώδους

παράγοντα, εμπλεκόμενου στην αθηρογένεση. Σκοπός της παρούσας ερ-

γασίας αποτέλεσε η μελέτη της ανάπτυξης των τσιπούρων-ιχθυοτροφείου

που τράφηκαν με τροφή εμπλουτισμένη με ελαιοπυρήνα (OP-δίαιτα) και

της βιολογικής δραστικότητάς τους. Υλικό-Μέθοδος: Χρησιμοποιήθηκαν

τσιπούρες ιχθυοτροφείου (Sparus aurata) που τράφηκαν 90 ημέρες με OP-

δίαιτα. Προσδιορίστηκαν η βιολογική δραστικότητα των ολικών λιποειδών

(TL) των ψαριών, τα επίπεδα των λιπαρών οξέων τους και εντοπίστηκαν οι

βιολογικά δραστικές περιοχές των πολικών λιποειδών (PL) των ψαριών με

HPLC. Η στατιστική ανάλυση πραγματοποιήθηκε με μη-κανονικοποιημένο

test-Wilcoxon. Αποτελέσματα: Οι τσιπούρες που τρέφονταν με OP-δίαιτα

εμφάνισαν παραπλήσια ανάπτυξη με εκείνες που τρέφονταν με ιχθυοτρο-

φή-εμπορίου, τα TL όμως έδειξαν ισχυρότερη in vitro βιολογική δραστικό-

τητα αναστολέων-PAF και μειωμένα επίπεδα ακόρεστων λιπαρών οξέων

συγκριτικά με τα ψάρια που τρέφονταν με ιχθυοτροφή-εμπορίου. Τέλος, οι

βιολογικά δραστικές περιοχές των PL και των δυο κατηγοριών ψαριών εντο-

πίστηκαν στην περιοχή που εκλούονται τα γλυκολιποειδή του ελαιολάδου.

Συμπεράσματα: Η αντικατάσταση του ιχθυελαίου με ελαιοπυρήνα στην

ιχθυοτροφή των τσιπούρων είναι εφικτή, αφού τα ψάρια αναπτύσσονται

με παρόμοιο ρυθμό με εκείνα που τρέφονταν με ιχθυοτροφή-εμπορίου. Η

αυξημένη βιολογική δραστικότητα και τα μειωμένα επίπεδα των λιπαρών

οξέων των ψαριών που τράφηκαν με OP-δίαιτα σε σχέση με εκείνα που τρέ-

φονταν με ιχθυοτροφή-εμπορίου, υποδεικνύει αφενός ότι η παρουσία των

αναστολέων του PAF, που έχουν εντοπιστεί στον ελαιοπυρήνα, ενίσχυσαν τη

βιολογική δράση των ψαριών που τρέφονταν με OP-δίαιτα, αφετέρου ότι

η ενισχυμένη αυτή βιολογική δράση δεν μπορεί να αποδοθεί στα λιπαρά

οξέα του ψαριού, αφού τα επίπεδά τους μειώνονται. Έτσι, δημιουργείται η

προοπτική παραγωγής ενός νέου είδους τσιπούρας με πιθανές ενισχυμένες

καρδιοπροστατευτικές δράσεις.

Page 75: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 75

ΑΑ89

Κλασικοί και νεότεροι παράγοντες κινδύνου στην καρδιαγγειακή έκβαση των ασθενών με χρονία νεφρική νόσο

Ε. Ντουνούση,1 Β. Κιάτου,2 Α. Κίτσος,1 Ε. Τριάντου,1 Κ. Παππάς,1 Α. Παπαγιάννη,3

Ν. Κοτζαδάμης,2 Δ. Τσακίρης,4 Κ.Χ. Σιαμόπουλος1

1Νεφρολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Νεφρολογικό Τμήμα,Γενικό Νοσοκομείο Βέροιας, Βέροια, 3Νεφρολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Ιπποκράτειο», Θεσσαλονίκη,

4Νεφρολογικό Τμήμα, Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Παπαγεωργίου», Θεσσαλονίκη

Εισαγωγή: Περίπου 25–50% των ασθενών με μετρίου βαθμού χρόνια νε-

φρική νόσο (ΧΝΝ) καταλήγουν λόγω καρδιαγγειακής (ΚΑ) νόσου πριν την

ένταξη στην αιμοκάθαρση. Έχει επίσης δειχθεί ότι στην αυξημένη ΚΑ νοση-

ρότητα εμπλέκονται κλασικοί και νεότεροι παράγοντες κινδύνου. Σκοπός: Να προσδιοριστεί η επίδραση των κλασικών και νεότερων παραγόντων

κινδύνου στην εμφάνιση ΚΑ συμβάματος (στεφανιαίο ισχαιμικό επεισόδιο,

περιφερικό αγγειακό επεισόδιο, ΑΕΕ). Υλικό-Μέθοδος: μελετήθηκαν 201

διαδοχικοί, ασθενείς με ΧΝΝ σταδίου 1–4 (μέση ηλικία τα 65±12 έτη, 51%

άνδρες) και παρακολουθήθηκαν προοπτικά επί τριετία. Δεν συμπεριλή-

φθηκαν στην ανάλυση ασθενείς που εντάχθηκαν στην αιμοκάθαρση. Στην

έναρξη της μελέτης, ο eGFR (MDRD) ήταν 55±28 mL/min. Μελετήθηκαν

οι παρακάτω παράγοντες: ηλικία, φύλο, κάπνισμα, ΒΜΙ, συστολική και δι-

αστολική αρτηριακή πίεση, eGFR, λεύκωμα ούρων 24ώρου, χοληστερόλη,

αλβουμίνη, αιμοσφαιρίνη, παραθορμόνη, δείκτης μάζας αριστεράς κοιλίας

(LVMI), ιστορικό σακχαρώδη διαβήτη και ΚΑ νόσου, ινωδογόνο, CRP, IL-6,

TNF-α, ICAM-1, VCAM-1, PAI και VEGF. Αποτελέσματα: Tο 18% των ασθε-

νών εμφάνισαν συνολικά 36 ΚΑ συμβάματα με μέσο χρόνο εμφάνισής τους

21±12 μήνες. Στατιστικά σημαντικοί παράγοντες ήταν οι: LVMI (p=0,01),

VCAM-1 (p=0,005) και αλβουμίνη (p=0,017). Ο κίνδυνος εμφάνισης ΚΑ

συμβάματος σε κάθε χρονική στιγμή αυξάνεται κατά 9,5% για κάθε 10 μο-

νάδες αύξησης του LVMI, κατά 9% περίπου για κάθε 100 μονάδες αύξησης

του VCAM-1, ενώ για κάθε δέκατο της μονάδας μείωσης της αλβουμίνης, ο

κίνδυνος αυξάνεται κατά 33%. Συμπεράσματα: O κίνδυνος εμφάνισης ΚΑ

συμβάματος ανά χρονική στιγμή σε ασθενείς με ΧΝΝ σταδίου 1–4, μπορεί

να εκφραστεί καλύτερα από ένα μοντέλο που περιέχει συνδυασμό κλασικών

(LVMI, αλβουμίνη) και νεότερων (VCAM-1) παραγόντων κινδύνου.

ΑΑ90

Παράγοντες κινδύνου στεφανιαίας νόσου.Οι γνώσεις των φοιτητών Νοσηλευτικής

Β. Καπλάνη,1 Π. Λυκουρέντζου,1 Α. Αργυριάδης,2 Ο. Καδδά,3 Γ. Αργυρίου,4 Ε. Κυρίτση1

1ΤΕΙ Αθήνας, Αθήνα, 2Ελεύθερος Επαγγελματίας, 3Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο, Αθήνα4Γενικό Νοσοκομείο Νοσημάτων Θώρακος Αθηνών «Η Σωτηρία», Αθήνα

Εισαγωγή: Η στεφανιαία νόσος αποτελεί τον κυριότερο εκπρόσωπο των

καρδιαγγειακών νοσημάτων. Κοινός παρονομαστής σε όλα τα νοσήματα

αυτά είναι η ανάπτυξη αθηρωματικών αλλοιώσεων και η ενοχοποίηση

συγκεκριμένων παραγόντων κινδύνου. Η ύπαρξη ενός παράγοντα κινδύ-

νου για κάποιο νόσημα σχετίζεται με αυξημένη πιθανότητα μελλοντικής

εμφάνισης του αντίστοιχου νοσήματος. Σκοπός: Σκοπός της παρούσας

εργασίας είναι η διερεύνηση της γνώσης των φοιτητών νοσηλευτικής

στους παράγοντες που ενοχοποιούνται για την εμφάνιση στεφανιαίας

νόσου. Υλικό-Μέθοδος: Τον πληθυσμό της μελέτης αποτέλεσαν 478

φοιτητές του τμήματος Νοσηλευτικής Α΄ του ΤΕΙ Αθήνας. Από τους 478

φοιτητές το 25,7% ήταν άνδρες. Ο χρόνος διεξαγωγής της έρευνας ήταν

12 μήνες. Για τη συλλογή των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε ειδικό ερωτη-

ματολόγιο, 53 ερωτήσεων κλειστού τύπου, που βασίστηκε σε αντίστοιχο

ερωτηματολόγιο προγενέστερης μελέτης. Για την επεξεργασία των δεδο-

μένων χρησιμοποιήθηκε το στατιστικό πακέτο SPSS.17. Αποτελέσματα: To 39,6% του δείγματος φοιτά στο 1ο έτος, το 10,9% στο 2ο, το 21,3%

στο 3ο και το 25,2% στο 4ο. Θετικό οικογενειακό ιστορικό στεφανιαίας

νόσου αναφέρει το 11,3% του δείγματος. Όσον αφορά στις αντιλήψεις

για τους κλινικούς παράγοντες κινδύνου, το 35,7% του δείγματος γνωρί-

ζει το ανώτερο επίπεδο φυσιολογικών τιμών για την ολική χοληστερόλη.

Το 35,6% δε γνωρίζει τη διαφορά μεταξύ HDL και LDL χοληστερόλης. Το

49,1% του δείγματος γνωρίζει το ανώτερο επίπεδο φυσιολογικών τιμών

για τη γλυκόζη. Το 36,2% των φοιτητών του 4ου έτους δε γνωρίζει το

ανώτατο επίπεδο των φυσιολογικών τιμών της ολικής χοληστερόλης

(p<0,001). Το 39,7% του 4ου έτους δε γνωρίζει το ανώτατο επίπεδο

φυσιολογικών τιμών της γλυκόζης (p<0,001). Συμπεράσματα: Υπάρχει

σε κάποιο βαθμό ενημέρωση για τους προδιαθεσικούς παράγοντες της

Στεφανιαίας Νόσου, δίχως όμως να υπάρχει απόλυτη κατανόηση αυτών.

Το έλλειμμα γνώσης είναι εμφανές κυρίως στα μεγαλύτερα εξάμηνα φοί-

τησης. Η ανάγκη για συστηματικότερη εκπαίδευση των φοιτητών στους

παράγοντες που ενοχοποιούνται για την πρώτη αιτία θανάτου στον κό-

σμο είναι αναγκαία.

Page 76: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

76 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

ΑΑ91

Τροποποιήσιμοι παράγοντες κινδύνου και εξέλιξητου καρδιονεφρικού συνδρόμου

Ε. Ντουνούση,1 Β. Κιάτου,2 Κ. Παππάς,1 Ξ. Ζήκου,1 Γ. Σπανός,1 Ε. Παππάς,1 Ρ. Καλαϊτζίδης,1

Ν. Κοτζαδάμης,2 Δ. Τσακίρης,3 Κ.Χ. Σιαμόπουλος1

1Νεφρολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Νεφρολογικό Τμήμα, Γενικό Νοσοκομείο Βέροιας, Βέροια, 3Νεφρολογικό Τμήμα, Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Παπαγεωργίου», Θεσσαλονίκη

Εισαγωγή-Σκοπός: Διάφοροι τροποποιήσιμοι παράγοντες κινδύνου

συμβάλλουν στην εξέλιξη της χρόνιας νεφρικής νόσου (ΧΝΝ) και ευθύ-

νονται και για την αυξημένη καρδιαγγειακή νοσηρότητα στους ασθενείς

αυτούς. Σκοπός: Η εκτίμηση της αποτελεσματικότητας της θεραπευτικής

παρέμβασης στους τροποποιήσιμους παράγοντες, στην εξέλιξη του καρ-

διονεφρικού συνδρόμου. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήθηκαν και παρακολου-

θήθηκαν επί τριετία 225 ασθενείς με ΧΝΝ σταδίου 1–4. Oι παράμετροι που

εκτιμήθηκαν στην ένταξη και εν συνεχεία ανά έτος ήταν: eGFR (MDRD, mL/

min), συστολική (ΣΑΠ), διαστολική (ΔΑΠ) αρτηριακή πίεση, Hb, Chol, TG,

LDL, Alb, Ca++xPO3–4 και PTH. Στην ένταξη και στο τέλος προσδιορίστηκε

ο δείκτης μάζας αριστερής κοιλίας (LVMI). Αποτελέσματα: Επιτεύχθηκε

ο στόχος της ΣΑΠ και ΔΑΠ σε ποσοστό 50% και 62% αντίστοιχα. Στη δι-

άρκεια της μελέτης, εντός θεραπευτικών ορίων ήταν το 96–97% των

ασθενών για την Hb και το 97–99% για την Alb ορού. Βελτιώθηκαν σημα-

ντικά και οι τρεις παράμετροι του λιπιδαιμικού προφίλ. Η PTH αυξήθηκε

σημαντικά εκτός θεραπευτικού στόχου στα στάδια 3 και 4. Στο σύνολο των

ασθενών παρατηρήθηκε μικρή, αλλά στατιστικά σημαντική μείωση της

MDRD. Η μέση τιμή του LVMI, δε μεταβλήθηκε σημαντικά στην τριετία.

H πολυπαραγοντική ανάλυση παλινδρόμησης στην ένταξη, έδειξε ότι το

ανδρικό φύλο, η ηλικία και η PTH συνέβαλαν σημαντικά στη διαμόρφωση

των τιμών του LVMI. Στο τέλος της μελέτης η Alb του ορού επηρέαζε τα

επίπεδα του LVMI αντιστρόφως ανάλογα. Συμπεράσματα: Η συνολική

θεραπευτική παρέμβαση ελαχιστοποίησε την απώλεια νεφρικής λει-

τουργίας ιδιαίτερα στους διαβητικούς ασθενείς. Παρά τον ικανοποιητικό

έλεγχο των τροποποιήσιμων παραγόντων κινδύνου δεν κατέστη δυνατή

η βελτίωση του LVMI.

ΑΑ92

Παράγοντες κινδύνου πρόκλησης αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου (ΑΕΕ) ισχαιμικής αιτιολογίας

Π. Κόντι, Α. Γιαννουλάκης Τμήμα Νοσηλευτικής, ΤΕΙ Αθήνας, Αιγάλεω

Εισαγωγή-Σκοπός: Σκοπός της παρούσης εργασίας ήταν η ανασκόπηση

της βιβλιογραφίας ως προς τους παράγοντες κινδύνου που ευθύνονται για

την πρόκληση ΑΕΕ, ισχαιμικής αιτιολογίας. Η μεθοδολογία της εργασίας

περιελάμβανε αναζήτηση ανασκοπικών και ερευνητικών μελετών κυρίως

της τελευταίας 8ετίας στις ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων PubMed που

αναφέρονταν στους παράγοντες κινδύνου πρόκλησης ΑΕΕ, ισχαιμικής αι-

τιολογίας. Αποτελέσματα: Στην πλειοψηφία των ερευνητικών μελετών,

οι παράγοντες που ευθύνονται για την πρόκληση αγγειακού εγκεφαλικού

επεισοδίου ταξινομούνται ανάλογα με τη δυνατότητα τροποποίησής τους:

σε τροποποιήσιμους και μη τροποποιήσιμους. Οι κυριότεροι μη τροποποιή-

σιμοι παράγοντες κινδύνου είναι η ηλικία, το φύλο, η εθνικότητα-φυλή και

η κληρονομικότητα. Από τους τροποποιήσιμους παράγοντες, κυριότερος

είναι η αρτηριακή υπέρταση, διότι αφενός προάγει την αθηροσκλήρυνση

των αγγείων αφετέρου οδηγεί σε εκφυλιστικές αλλοιώσεις και στενώσεις

των μικρών αγγείων του εγκεφάλου. Η κολπική μαρμαρυγή αποτελεί τον

πλέον σημαντικό παράγοντα κινδύνου πρόκλησης ΑΕΕ, καθώς ευθύνεται

για το 50% των θρομβοεμβολικών επεισοδίων. Επίσης, οι ασθενείς με σακ-

χαρώδη διαβήτη διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο για ΑΕΕ, σε σύγκριση με

τα υγιή άτομα, ενώ ο κίνδυνος αυξάνεται περισσότερο στα ινσουλινοεξαρ-

τώμενα άτομα. Η υπερλιπιδαιμία και οι διαταραχές της ολικής χοληστερό-

λης ευθύνονται για την αθηροσκλήρωση των στεφανιαίων αγγείων αλλά

και της καρωτίδας. Αναλυτικότερα, η καρωτιδική στένωση >50% σε άτομα

άνω των 65 χρόνων αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου πρόκλησης

ΑΕΕ. Παρότι, η σχέση καπνίσματος και κινδύνου πρόκλησης ΑΕΕ δεν έχει

ακόμα πλήρως κατανοηθεί, εντούτοις, οι καπνιστές ανήκουν στην ομάδα

υψηλού κινδύνου διότι το κάπνισμα σχετίζεται με την αθηροσκλήρυνση.

Επιπροσθέτως, οι παθήσεις του αίματος και κυρίως η δρεπανοκυτταρική

αναιμία ευθύνονται για την πρόκληση ΑΕΕ ισχαιμικής αιτιολογίας καθώς η

προοδευτική στένωση των αγγείων εμποδίζει την παροχή οξυγόνου στον

εγκέφαλο και τους ιστούς. Συμπεράσματα: Καθένας από τους παραπάνω

παράγοντες ευθύνεται σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό για την εμφάνιση

αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου. Η οργάνωση προγραμμάτων εκπαί-

δευσης και ενημέρωσης του πληθυσμού θα συνεισφέρει μελλοντικά στην

πρόληψη των συνεπειών ενός ΑΕΕ.

Page 77: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 77

Aim: Endothelial adherence junctions (AJ) play an important role in pul-

monary hypertension. Vascular endothelial cadherin (VE-cadherin) is a

transmembrane cell surface protein (130 kDa) and the most important

adhesive component of endothelial AJs. The extracellular domain of VE-

cadherin forms homotypic cell-cell contacts between adjacent endothelial

cells. Several studies have shown that VE-cadherin plays essential role in

controlling vascular permeability, leukocyte transmigration, vasculogen-

esis and angiogenesis. Alterations in VE-cadherin expression and distri-

bution contribute also to pulmonary hypertension. Such alteration is the

“cadherin shedding”, a phenomenon caused by inflammatory mediators,

like thrombin, and is the process of proteolytic cleavage of cell surface

proteins. These inflammatory factors activate a mechanism by which trans-

membrane disintegrin metalloproteinases (ADAMs) cleave VE-cadherin.

Our purpose is to examine the mechanism of VE-cadherin shedding and

establish this protein as biomarker in pulmonary hypertension. Methods:

Production of three specific monoclonal antibodies against VE-cadherin,

immunoprecipitation in serum samples from patients with pulmonary hy-

pertension and quantitative western blot analysis in lungs from rats treated

with pyrrolizidine alkaloid monocrotaline (MCT). Results: We studied the

expression levels of VE-cadherin in rats treated with monocrotaline. We

found that it is reduced between 24 hours to 15 days after MCT treatment.

We also examined the presence of VE-cadherin in serum samples from 10

patients with pulmonary hypertension. We detected two proteolytic frag-

ments with molecular weight 80 kDa and 90 kDa, and we are in the proc-

ess of establishing an ELISA assay to quantitate their amount using three

anti-VE-cadherin specific monoclonal antibodies raised in our laboratory.

Conclusions: VE-cadherin soluble fragments are found in the serum and

this property may be exploited to establish this molecule as a biomarker in

the future, provided that the degree of shedding should be quantified and

correlated with the disease's progression.

ΑΑ93

The role of vascular endothelial-cadherin in pulmonary hypertensionand its potential use as biomarker

P.I. Karras,1 A.D. Ntouhaniari,1 N. Maniatis,2,3 P. Kouklis1

1Laboratory of Biology, School of Medicine, University of Ioannina, Ioannina, 22nd Department of Critical Care, National & Kapodistrian University of Athens, Athens, 3Medical School, National & Kapodistrian University of Athens, Athens

Εισαγωγή-Σκοπός: Η ολιστική αποτίμηση της διατροφής κερδίζει συνε-

χώς έδαφος στη διατροφική επιδημιολογία. Σκοπός της παρούσας εργα-

σίας ήταν να διερευνηθεί ο βαθμός συμφωνίας των τιμών ενός σύνθετου

διατροφικού δείκτη όπως αυτός προκύπτει από δύο διαφορετικά εργαλεία

διατροφικής αξιολόγησης (ένα ερωτηματολόγιο συχνότητας κατανάλωσης

τροφίμων, ΕΣΚΤ και ένα τριήμερο ημερολόγιο καταγραφής, 3ΗΚΤ). Υλικό-Μέθοδος: Υγιείς ενήλικες προσερχόμενοι για τακτικό επανέλεγχο στο ΓΝΑ

«Πολυκλινική», συμμετείχαν στη μελέτη (ν=272, 46±16 ετών, 40% άνδρες).

Οι διατροφικές συνήθειες των συμμετεχόντων αποτιμήθηκαν μέσω ενός

ΕΣΚΤ και ενός 3ΗΚΤ. Ο διατροφικός δείκτης MedDietScore (εύρος τιμών

0–55), ο οποίος εκτιμήθηκε έμμεσα από τα δύο εργαλεία, χρησιμοποιήθη-

κε για τον έλεγχο του βαθμού συμμόρφωσης με τη μεσογειακή διατροφή.

Παράλληλα, πραγματοποιήθηκε αιμοληψία (~100 mL), ακολουθώντας τυπο-

ποιημένη διαδικασία, για τον προσδιορισμό βιοχημικών δεικτών που σχετί-

ζονται με τη διατροφική κατάσταση. Αποτελέσματα: Βρέθηκε μια χαμηλή,

αλλά στατιστικά σημαντική συμφωνία μεταξύ των τιμών του MedDietScore

όπως αυτό προέκυψε από το ΕΣΚΤ και από το 3ΗΚΤ (tau-b=0,240, p<0,001).

Η συμφωνία φάνηκε να είναι ισχυρότερη στις γυναίκες από ό,τι στους άν-

δρες (tau-b =0,300 vs tau-b =0,145<0,3) και ακόμα μεγαλύτερη όταν τα

άτομα ήταν υπέρβαρα/παχύσαρκα σε σχέση με αυτά φυσιολογικού βάρους

(tau-b =0,330 vs tau-b =0,202). Επίσης, με βάση τα μοντέλα παλινδρόμη-

σης παρατηρήθηκε παρόμοια τάση της σχέσης του MedDietScore είτε αυτός

υπολογίστηκε από το ΕΣΚΤ είτε από το 3ΗΚΤ αναφορικά με κλινικούς και

βιοχημικούς δείκτες (αρτηριακή πίεση, LDL-χοληστερόλη και C-αντιδρώσα

πρωτεΐνη). Συμπεράσματα: Ο χαμηλός βαθμός συμφωνίας που παρατηρή-

θηκε μεταξύ του MedDietScore όπως αυτός υπολογίστηκε από τα δύο δια-

φορετικά εργαλεία επιβεβαιώνει την αναγκαιότητα περαιτέρω μελέτης της

μεθοδολογίας κατασκευής των διατροφικών δεικτών.

ΑΑ94

Έλεγχος εγκυρότητας διατροφικού δείκτη αποτίμησης της μεσογειακής διατροφής, όπως αυτός εκτιμάται από διαφορετικά εργαλεία

διατροφικής αξιολόγησηςΑ. Γιωτοπούλου,1 Β. Μπουντζιούκα,1 Χ. Κατσαγώνη,1 Ν. Βαλλιάνου,3 Μ. Μπόνου,3 Α. Ευαγγελόπουλος,1

Ε. Βογιατζάκης,2 Π. Αυγερινός,3 Ι. Μπαρμπετσέας,3 Δ.Β. Παναγιωτάκος1

1Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2Αιματολογικό Εργαστήριο, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Πολυκλινική», Αθήνα, 3Τομέας Παθολογίας, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Πολυκλινική», Αθήνα

Page 78: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

78 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

ανδρών και 54% των γυναικών είχαν ολική χοληστερόλη ορού>200 mg/dL.

Από αυτούς 57% των ανδρών και 58% των γυναικών δήλωσαν άγνοια της

κατάστασής τους. 20% των ανδρών και 8% των γυναικών είχαν HDL-C <35

mg/dL. 42% των ανδρών και 46% των γυναικών είχαν LDL>130 mg/dL.

Από εκείνους που είχαν γνωστή υπερλιπιδαιμία, το 54% των ανδρών και

το 72% των γυναικών ακολουθούσαν δίαιτα, 73% των ανδρών και 61%

των γυναικών ελάμβανε φαρμακευτική αγωγή. Οι συμμετέχοντες, στο άνω

τριτημόριο της κλίμακας ΜΔ είχαν χαμηλότερες τιμές LDL-C και μη-HDL-

C (127±27 έναντι 121±35 και 147±41 έναντι 153±28, αντίστοιχα). Από

αυτούς όσοι ελάμβαναν στατίνες, είχαν χαμηλότερο λόγο LDL προς HDL

(b =–0,36, p=0,032) και χαμηλότερα επίπεδα LDL-C (β=–0,0188,

p=0,04), συγκριτικά με εκείνους που δεν ελάμβαναν αγωγή και ακολου-

θούσαν δυτικού τύπου διατροφή. Συμπέρασμα: Μεγάλο ποσοστό ηλικι-

ωμένων έχει υπερλιπιδαιμία. Η Μεσογειακή δίαιτα μπορεί να αποτελέσει

συμπλήρωμα στη φαρμακευτική αγωγή για τη μείωση των επιπέδων των

λιπιδίων του αίματος.

Εισαγωγή-Σκοπός: Σε μια προσπάθεια αξιολόγησης των καρδιαγγειακών

παραγόντων κινδύνου και της σχέσης τους με τη μακροβιότητα στη νήσο

Ικαρία διεξαγάγαμε μια πληθυσμιακή μελέτη υγείας και διατροφής. Στην

παρούσα εργασία εκτιμήθηκαν τα επίπεδα λιπιδίων αίματος και ο ρόλος της

μεσογειακής διατροφής σε ένα δείγμα ηλικιωμένων ατόμων χωρίς καρδι-

αγγειακή νόσο. Υλικό-Μέθοδος: Από τον Ιούνιο μέχρι τον Οκτώβριο του

2009, μελετήσαμε 343 άνδρες και 330 γυναίκες ηλικίας 65 έως 100 ετών.

Οι διαιτητικές συνήθειες αξιολογήθηκαν μέσω ερωτηματολογίου κατανά-

λωσης τροφίμων, και υπολογίστηκε το σκορ μεσογειακής διατροφής (ΜΔ)

(εύρος 0–55). Αποτελέσματα: 23% των ανδρών και 19% των γυναικών

ανέφεραν καρδιαγγειακή νόσο και εξαιρέθηκαν από την ανάλυση, 32%

των ανδρών και 25% των γυναικών είχαν σακχαρώδη διαβήτη, 75% των

ανδρών και 68% των γυναικών είχαν υπέρταση, 62% των ανδρών και 69

% των γυναικών είχαν υπερχοληστερολαιμία, 29% των ανδρών και 30%

των γυναικών ήταν παχύσαρκοι. Η ανάλυση συμπεριέλαβε 245 άνδρες και

270 γυναίκες, χωρίς καρδιαγγειακή νόσο, μέσης ηλικίας 75 ετών. 43% των

ΑΑ95

Η προσήλωση στο μεσογειακό πρότυπο διατροφής σε συνδυασμόμε τη φαρμακευτική θεραπεία με στατίνη μπορεί σημαντικά να μειώσειτα επίπεδα των λιπιδίων σε ηλικιωμένους ασθενείς. Μελέτη Ικαρία

Μ. Ζαρομυτίδου, Γ. Σιάσος, Χ. Χρυσοχόου, Σ. Λαγουδάκου, Ε. Οικονόμου, Γ. Βογιατζή, Σ. Κυβέλου,Ν. Γαλιατσάτος, Χ. Πίτσαβος, Χ. Στεφανάδης

Α΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα

ΑΑ96

Ο ρόλος των μεταλλάξεων του γονιδίου του υποδοχέα της λιποπρωτεΐνης χαμηλής πυκνότητας στο βαθμό υποκλινικής αθηρωμάτωσης,

σε ασθενείς με οικογενή υπερχοληστερολαιμίαΒ. Μεταξά, Χ. Πίτσαβος, Α. Μήλιου, Ι. Σκούμας, Κ. Αζναουρίδης, Ε. Οικονόμου,

Κ. Μασούρα, Κ. ΣτεφανάδηςΑ΄ Καρδιολογική Κλινική Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Η οικογενής υπερχοληστερολαιμία οφείλεται σε με-

ταλλάξεις του γονιδίου του υποδοχέα λιποπρωτεΐνης χαμηλής πυκνότητας

(LDLR). Χαρακτηρίζεται από αυξημένα επίπεδα LDL και πρώιμη αθηρωμά-

τωση. Σκοπός: Η μελέτη της επίδρασης, των μεταλλάξεων του γονιδίου LDLR,

στο βαθμό υποκλινικής αθηρωμάτωσης. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήθηκαν

116 άτομα μέσης ηλικίας 29,63±17,15 (49 άνδρες, 67 γυναίκες), με κλινική

διάγνωση ετερόζυγου οικογενούς υπερχοληστερολαιμίας σύμφωνα με τα

κριτήρια Dutch Lipid Clinic, χωρίς υπολιπιδαιμική φαρμακευτική αγωγή

στο παρελθόν. Υποβλήθηκαν σε μοριακή ανάλυση του υποδοχέα της LDL

με αλληλούχιση και αγγειακή υπερηχογραφία για τη μέτρηση του πάχους

έσω-μέσου χιτώνα των καρωτίδων. Αποτελέσματα: Συνολικά, κάποια με-

τάλλαξη βρέθηκε στο 57% του πληθυσμού. Σε 42 άτομα (35,6%) βρέθηκε η

μετάλλαξη Genoa-Palermo (1646 G>A), σε 18 άτομα (15,3%) η Africaner 2

(1285 G>A), σε 4 άτομα (3,4%) η Greece 2 (858C>A) και σε 3 άτομα (2,5%) η

Sicily (1775G>A). Στο 72,9% του πληθυσμού βρέθηκε ο πολυμορφισμός SNP

1773T/C. Συνολικά 41 ασθενείς είχαν κάποια μετάλλαξη και τον πολυμορφι-

σμό. Επειδή ο αριθμός των ασθενών με Greece 2 και Sicily ήταν μικρός, μελε-

τήσαμε τις διαφορές στα κλινικά χαρακτηριστικά των ασθενών με Africaner

2 και Genoa-Palermo. H ανάλυση με student’s t test έδειξε ότι οι ασθενείς

με Genoa-Palermo είχαν σημαντικά παχύτερο ενδοθήλιο καρωτίδων συ-

γκρινόμενοι με τους ασθενείς με Africaner 2 (1,00±0,11 mm vs 0,78±0,15,

p<0,001), ενώ δε βρέθηκε διαφορά στην ηλικία, το φύλο, BMI, τα επίπεδα

των TC, LDL, HDL, APOA1, APOB, LPa. Η ανάλυση πολλαπλής γραμμικής πα-

λινδρόμησης έδειξε ότι, το πάχος του ενδοθηλίου επηρεάζεται στατιστικά

σημαντικά από το είδος της μετάλλαξης (οι ασθενείς με Genoa-Palermo εμ-

φανίζουν, κατά μέσο όρο, ενδοθήλιο καρωτίδων κατά 0,2 mm παχύτερο από

αυτούς με Africaner 2), μετά από προσαρμογή για πληθώρα παραγόντων

όπως ηλικία, φύλο, LDL, HDL, APOA1, APOB, LPa, BMI, αρτηριακή υπέρταση,

κάπνισμα, γλυκόζη νηστείας (beta=554, p=0,001). Συμπεράσματα: Το εί-

δος της μεταλλαγής του γονιδίου LDLR και δη οι μελετηθείσες μεταλλάξεις

Genoa-Palermo και Africaner 2 φαίνεται ότι έχουν διαφορετική επίδραση

στο βαθμό υποκλινικής αθηρωμάτωσης.

Page 79: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 79

Εισαγωγή-Σκοπός: Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μεταβολική διαταραχή

που επηρεάζει μεγάλο μέρος του ηλικιωμένου πληθυσμού και σχετίζεται με

αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο. Ακόμη και μη διαβητικά άτομα με υψηλά

επίπεδα γλυκόζης νηστείας έχουν αυξημένη καρδιαγγειακή νοσηρότητα. Η

κατανάλωση τσαγιού, μέσω αντιοξειδωτικών δράσεων, έχει συσχετισθεί με

καρδιοπροστατευτική δράση. Στην παρούσα μελέτη αξιολογήθηκε η σχέση

μεταξύ κατανάλωσης τσαγιού και επιπέδων γλυκόζης, σε δείγμα διαβη-

τικών και μη, ηλικιωμένων κατοίκων της Ικαρίας, που έχει αναγνωριστεί

παγκοσμίως ως τόπος υψηλής μακροβιότητας και χαμηλής καρδιαγγειακής

θνητότητας. Υλικό-Μέθοδος: Από τον Ιούνιο έως τον Οκτώβριο του 2009,

μελετήθηκαν 343 άνδρες και 330 γυναίκες, ηλικίας 65 έως 100 ετών. Ένα

διατροφικό σκορ αξιολόγησης των εγγενών χαρακτηριστικών της μεσογεια-

κής διατροφής (ΜΔ) υπολογίσθηκε για κάθε άτομο βασισμένο σε ερωτημα-

τολόγιο συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων. Η διάγνωση σακχαρώδους δι-

αβήτη ετέθη όταν η γλυκόζη νηστείας πλάσματος ήταν μεγαλύτερη από 125

mg/dL ή επί ιστορικού χρήσης αντιδιαβητικών φαρμάκων. Αποτελέσματα: 28% των ηλικιωμένων έπασχαν από σακχαρώδη διαβήτη. Οι διαβητικοί σε

σύγκριση με τους μη διαβητικούς είχαν την ίδια ηλικία (76±6 έναντι 75±6,

p=NS), ήταν περισσότεροι άνδρες (55% έναντι 47%, p=0,02), είχαν χα-

μηλότερο επιπολασμό καπνιστών (16% έναντι 18%, p=0,02), χαμηλότερη

κατανάλωση τσαγιού (50% έναντι 57%, p=0,03), υψηλότερη συστολική

αρτηριακή πίεση (148±21 έναντι 141±19, p=0,001), υψηλότερα ποσοστά

καρδιαγγειακής νόσου (26% έναντι 19%, p=0,07), υψηλότερο δείκτη μάζας

σώματος (29±4,5 έναντι 28±4, p=0,01) και χαμηλότερα επίπεδα χοληστε-

ρόλης (190±44 έναντι 200±40, p=0,01), ενώ δεν παρατηρήθηκαν διαφο-

ρές στο επίπεδο φυσικής δραστηριότητας, στα επίπεδα κρεατινίνης, στην

κάθαρση κρεατινίνης και στη ΜΔ. Η ανάλυση γραμμικής παλινδρόμησης

ανέδειξε ότι η κατανάλωση τσαγιού συσχετίζεται με χαμηλότερα επίπεδα

γλυκόζης μόνο μεταξύ των μη διαβητικών ηλικιωμένων ατόμων (beta=

–0,143) p=0,039). Αντίθετα, η κατανάλωση τσαγιού δεν είχε επίδραση στη

γλυκόζη νηστείας σε διαβητικούς. Συμπεράσματα: Η κατανάλωση τσαγιού

σχετίζεται με μειωμένη γλυκόζη νηστείας σε ηλικιωμένα, μη διαβητικά άτο-

μα, αποτυπώνοντας μια καρδιοπροστατευτική διατροφική παράμετρο των

ηλικιωμένων κατοίκων, με υψηλά ποσοστά μακροζωίας, της νήσου Ικαρίας.

ΑΑ97

Ευεργετική επίδραση του μαύρου και πράσινου τσαγιού στα επίπεδαγλυκόζης των μη διαβητικών ηλικιωμένων ανδρών και γυναικών

από τη μελέτη ΙκαρίαΕ. Οικονόμου,1 Χ. Χρυσοχόου,1 Γ. Σιάσος,1 Κ. Μασούρα,1 Γ. Τριανταφύλλου,1 Ν. Γαλιατσάτος,1

Μ. Κάμπαξης,1 Κ. Καττέ,2 Χ. Πίτσαβος,1 Χ. Στεφανάδης1

1Α΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα, 2Κέντρο Υγείας Ευδήλου, Ικαρία

ΑΑ98

Ευεργετική επίδραση της κατανάλωσης μαύρου και πράσινου τσαγιού στο λιπιδαιμικό προφίλ ηλικιωμένων ανδρών και γυναικών από τη μελέτη Iκαρία

Ε. Οικονόμου, Χ. Χρυσοχόου, Ν. Γαλιατσάτος, Ι. Ανδρέου, Α. Βαλατσού, Α. Μήλιου, Γ. Βογιατζή,Χ. Συκαράς, Χ. Πίτσαβος, Χ. Στεφανάδης

Α΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Η υπερλιπιδαιμία και ο διαβήτης είναι μεταβολικές

διαταραχές που απαντώνται συχνά στους ηλικιωμένους και σχετίζονται

με αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο. Στην παρούσα μελέτη αξιολογήθηκε

η επίδραση της πρόσληψης τσαγιού στα επίπεδα λιπιδίων αίματος, σε ένα

δείγμα ηλικιωμένων, διαβητικών κατοίκων της Ικαρίας, που έχει αναγνωρι-

σθεί παγκοσμίως ως τόπος υψηλής μακροβιότητας. Υλικό-Μέθοδος: Από

τον Ιούνιο μέχρι τον Οκτώβριο του 2009, μελετήσαμε 343 άνδρες και 330

γυναίκες, κατοίκους της Ικαρίας, ηλικίας 65 έως 100 ετών. Ένα διατροφικό

σκορ που αξιολογεί τα εγγενή χαρακτηριστικά της μεσογειακής διατροφής

υπολογίσθηκε για κάθε άτομο βασισμένο σε ερωτηματολόγιο κατανάλωσης

τροφίμων. Μετρήθηκαν επίσης η γλυκόζη νηστείας και τα λιπίδια αίματος.

Αποτελέσματα: 23% των ανδρών και 19% των γυναικών ανέφεραν γνω-

στή καρδιαγγειακή νόσο, 32% των ανδρών και 25% των γυναικών είχαν

διαβήτη, 75% των ανδρών και 68% των γυναικών είχαν υπέρταση, 62%

των ανδρών και 69% των γυναικών είχαν υπερχοληστερολαιμία, και 29%

των ανδρών και 30% των γυναικών ήταν παχύσαρκοι. Περισσότερο από το

90% των συμμετεχόντων καταγράφηκαν συνεπείς ως προς τις διατροφι-

κές τους συνήθειες για τουλάχιστον τις 3–4 τελευταίες δεκαετίες. 68% των

συμμετεχόντων δήλωσαν ότι καταναλώνουν τσάι, τουλάχιστον μία φορά

την εβδομάδα (μέση κατανάλωση 1,6±1,1 φλιτζάνι/ημέρα). Σημαντική

αλληλεπίδραση παρατηρήθηκε μεταξύ της κατανάλωσης τσαγιού και των

επιπέδων λιπιδίων ορού (p<0,001), καθώς η κατανάλωση τσαγιού συσχε-

τιζόταν με υψηλότερα επίπεδα HDL-C και χαμηλότερο λόγο της LDL προς

την HDL (p<0,05). Μετά από προσαρμογή για διάφορους συγχυτικούς πα-

ράγοντες, η πρόσληψη τσαγιού συσχετίστηκε με χαμηλότερα επίπεδα τρι-

γλυκεριδίων και χοληστερόλης σε μη διαβητικούς (p για τάση<0,05), ενώ

φάνηκε να μειώνει τα τριγλυκερίδια και τη χοληστερόλη σε διαβητικούς

ασθενείς (p<0,01). Επιπλέον, η κατανάλωση μαύρου τσαγιού μειώνει τα

επίπεδα κρεατινίνης στους διαβητικούς (p=0,04), τα επίπεδα της μη-HDL

(p=0,01) και το λόγο LDL προς HDL (p=0,001). Συμπεράσματα: Η κατα-

νάλωση τσαγιού σχετίζεται με μειωμένα επίπεδα λιπιδίων αίματος σε ηλι-

κιωμένα διαβητικά άτομα, αποτυπώνοντας άλλη μια καρδιοπροστατευτική

διατροφική παράμετρο των ηλικιωμένων κατοίκων, με υψηλά ποσοστά

μακροζωίας, της νήσου Ικαρίας.

Page 80: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

80 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

Εισαγωγή-Σκοπός: Τα καρδιαγγειακά νοσήματα αποτελούν κύρια αιτία νο-

σηρότητας και θνητότητας. Η ενδοθηλιακή δυσλειτουργία αποτελεί πρωταρ-

χικό στάδιο στην εξέλιξη της αθηροσκλήρωσης και σχετίζεται με αυξημένη

επίπτωση καρδιαγγειακών νοσημάτων. Η μεσογειακή διατροφή μέσω αντι-

φλεγμονωδών δράσεων φαίνεται να ασκεί ευνοϊκές δράσεις στο καρδιαγγει-

ακό. Στην παρούσα μελέτη αξιολογήσαμε τη συσχέτιση μεταξύ μεσογειακής

διατροφής και ενδοθηλιακής λειτουργίας σε ένα δείγμα, μέσης και μεγάλης

ηλικίας κατοίκων της νήσου Ικαρίας που αναγνωρίζεται παγκοσμίως ως τόπος

με χαμηλά ποσοστά καρδιαγγειακής θνητότητας. Υλικό-Μέθοδος: Από τον

Ιούνιο έως τον Οκτώβριο του 2009 επιλέχθηκε τυχαίο δείγμα του πληθυσμού

της μελέτης ΙΚΑΡΙΑΣ, αποτελούμενο από 135 άνδρες και 145 γυναίκες, κατοί-

κους της νήσου Ικαρίας μέσης ηλικίας 63 ετών που εξετάστηκε υπερηχογραφι-

κά με τη μέθοδο της ενδοθηλιοεξαρτώμενης αγγειοδιαστολής (FMD) για την

εκτίμηση της ενδοθηλιακής λειτουργίας. Ένα διατροφικό σκορ που αξιολογεί

τα εγγενή χαρακτηριστικά της μεσογειακής διατροφής (ΜΔ) (εύρος 0–55)

υπολογίσθηκε για κάθε άτομο βασισμένο σε ερωτηματολόγιο συχνότητας κα-

τανάλωσης τροφίμων. Αποτελέσματα: 15% των ανδρών και 10% των γυναι-

κών ανέφεραν γνωστή καρδιαγγειακή νόσο, 22% των ανδρών και 15% των γυ-

ναικών ήταν διαβητικοί, 69% των ανδρών και 72% των γυναικών είχαν υπερ-

χοληστερολαιμία, 58% των ανδρών και 63% των γυναικών είχαν υπέρταση. Ο

μέσος βαθμός ΜΔ ήταν 26. Η ανάλυση πολλαπλής γραμμικής παλινδρόμησης

μετά από προσαρμογή για γνωστούς συγχυτικούς παράγοντες έδειξε ότι ο

δείκτης ΜΔ συνδέεται με βελτίωση του FMD (beta=0,182, p=0,032). Βρέθηκε

ότι για κάθε αύξηση του δείκτη ΜΔ κατά 10 μονάδες το FMD αυξάνεται κατά

μέσο όρο 0,35%. Βρέθηκε επίσης ότι μετά από προσαρμογή για τους ανωτέρω

συγχυτικούς παράγοντες η ΜΔ συμβάλλει στη βελτίωση του FMD (beta=0,811,

p=0,041) μόνο των υπερχοληστερολαιμικών ασθενών που δε λαμβάνουν θε-

ραπεία. Για τους υπερχοληστερολαιμικούς ασθενείς που λαμβάνουν αγωγή δε

βρέθηκε αντίστοιχη συσχέτιση. Συμπεράσματα: Η μεσογειακή διατροφή

συμβάλλει στη βελτίωση της ενδοθηλιακής λειτουργίας καταδεικνύοντας έτσι

τον καρδιοπροστατευτικό της ρόλο σε κατοίκους μέσης και μεγάλης ηλικίας

της νήσου Ικαρίας.

ΑΑ99

Η προσήλωση στο μεσογειακό πρότυπο διατροφής έχει ευεργετικήεπίδραση στην ενδοθηλιακή λειτουργία των μέσης και μεγάλης ηλικίας

ατόμων από τη μελέτη ΙκαρίαΜ. Ζαρομυτίδου, Δ. Τούσουλης, Γ. Σιάσος, Ε. Οικονόμου, Χ. Χρυσοχόoυ, Κ. Ζήσιμος, Θ. Παρασκευόπουλος,

Κ. Μανιάτης, Χ. Πίτσαβος, Χ. ΣτεφανάδηςΑ΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα

ΑΑ100

Η μέτριας έντασης σωματική δραστηριότητα έχει ευεργετική επίδραση στην ενδοθηλιακή λειτουργία των μέσης και μεγάλης ηλικίας ατόμων

από τη μελέτη ΙκαρίαΚ. Ζήσιμος, Δ. Τούσουλης, Γ. Σιάσος, Μ. Ζαρομυτίδου, Ε. Οικονόμου, Η. Γιαλάφος, Γ. Μαρίνος,

Σ. Κιούφης, Χ. Πίτσαβος, Χ. ΣτεφανάδηςΑ΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Η ενδοθηλιακή δυσλειτουργία αποτελεί πρωταρχικό

στάδιο στην εξέλιξη της αθηροσκλήρωσης και σχετίζεται με αυξημένη επί-

πτωση καρδιαγγειακών νοσημάτων. Η φυσική δραστηριότητα φαίνεται να

σχετίζεται με βελτίωση της ενδοθηλιακής λειτουργίας. Αξιολογήσαμε τη συ-

σχέτιση μεταξύ μέτριας έντασης φυσικής δραστηριότητας και ενδοθηλιακής

λειτουργίας σε δείγμα ατόμων μέσης και μεγάλης ηλικίας κατοίκων της νήσου

Ικαρίας που έχει αναγνωριστεί παγκοσμίως ως τόπος με χαμηλά ποσοστά καρ-

διαγγειακής θνητότητας. Υλικό-Μέθοδος: Από τον Ιούνιο έως τον Οκτώβριο

του 2009 επιλέχθηκε τυχαία ένα δείγμα του πληθυσμού της μελέτης ΙΚΑΡΙΑΣ,

αποτελούμενο από 135 άνδρες και 145 γυναίκες, μέσης ηλικίας 63 ετών που

εξετάστηκε υπερηχογραφικά με τη μέθοδο της ενδοθηλιοεξαρτώμενης αγγει-

οδιαστολής (FMD) για την εκτίμηση της ενδοθηλιακής λειτουργίας. Η φυσική

δραστηριότητα κάθε συμμετέχοντα εκτιμήθηκε με ένα ερωτηματολόγιο κα-

ταγραφής συχνότητας και έντασης φυσικών δραστηριοτήτων. Στη στατιστική

ανάλυση των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος των κύριων συνιστω-

σών. Αποτελέσματα: 16% των ανδρών και 17% των γυναικών ανέφεραν

γνωστή καρδιαγγειακή νόσο και εξαιρέθηκαν από την ανάλυση. Το 30% των

συμμετεχόντων ανέφεραν μέσης έντασης σωματική δραστηριότητα καμία ή

μία ημέρα εβδομαδιαίως, 22% δύο έως πέντε ημέρες την εβδομάδα και 47%

ανέφερε σχεδόν καθημερινή μέσης έντασης σωματική δραστηριότητα. 78%

ανέφερε έως μία ημέρα την εβδομάδα ενασχόληση με έντονη σωματική δρα-

στηριότητα, 9% δύο έως πέντε φορές την εβδομάδα και 13% ανέφερε σχεδόν

καθημερινή έντονη σωματική δραστηριότητα. Βρέθηκε θετική συσχέτιση με-

ταξύ FMD και συχνής άσκησης μέτριας έντασης (r=0,145, p=0,029), ενώ δε

βρέθηκε αντίστοιχη συσχέτιση μεταξύ έντονης σωματικής δραστηριότητας

και FMD. Η ανάλυση πολλαπλής γραμμικής παλινδρόμησης έδειξε ότι αύξη-

ση της μέτριας έντασης σωματικής δραστηριότητας σχετίζεται με καλύτερη

ενδοθηλιακή λειτουργία ακόμα και μετά από προσαρμογή για γνωστούς συγ-

χυτικούς παράγοντες όπως η ηλικία, τα επίπεδα ολικής χοληστερόλης ορού, η

χρήση αντιλιπιδαιμικών φαρμάκων, το ιστορικό ύπαρξης υπέρτασης ή σακχα-

ρώδους διαβήτη. Συμπεράσματα: Η μέτριας έντασης σωματική δραστηριό-

τητα σχετίζεται με βελτίωση της ενδοθηλιακής λειτουργίας, αποτυπώνοντας

μία καρδιοπροστατευτική παράμετρο των μέσης και μεγάλης ηλικίας ατόμων

της Ικαρίας.

Page 81: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 81

Εισαγωγή: Η οικογενής υπερχοληστερολαιμία οφείλεται σε μεταλλάξεις

στο γονίδιο του υποδοχέα λιποπρωτεΐνης χαμηλής πυκνότητας (LDLR).

Χαρακτηρίζεται από αυξημένα επίπεδα LDL, την εμφάνιση κλινικών ση-

μείων (ξανθώματα, ξανθελάσματα, γεροντότοξο) και αυξημένο καρδιαγ-

γειακό κίνδυνο από νεαρή ηλικία. Σκοπός: Η αξιολόγηση της επίδρασης

των μεταλλάξεων του γονιδίου LDLR, στην επίπτωση μειζόνων καρδιαγ-

γειακών συμβαμάτων, σε οικογένειες με οικογενή υπερχοληστερολαιμία.

Υλικό-Μέθοδος: Μελετήθηκαν 116 άτομα από 54 οικογένειες (49 άνδρες,

67 γυναίκες), εκ των οποίων 62 ήταν απόγονοι μέσης ηλικίας 19,5±8,5 έτη

και 54 γονείς μέσης ηλικίας 50±20 έτη, κλινικώς διαγνωσμένοι ως ετερό-

ζυγοι οικογενείς υπερχοληστερολαιμικοί βάσει των κριτηρίων Dutch Lipid

Clinic, στους οποίους πραγματοποιήθηκε μοριακή ανάλυση του γονιδίου

του LDLR με αλληλούχιση. Καταγράφηκαν τα οξέα στεφανιαία συμβάματα

και θάνατοι από καρδιαγγειακά αίτια στους πάσχοντες συγγενείς πρώτου

και δευτέρου βαθμού. Σε όλους τους ασθενείς μετρήθηκαν οι βιοχημικές

παράμετροι, τα λιπίδια του ορού πριν την έναρξη αγωγής και αξιολογήθηκε

η ύπαρξη κλινικών σημείων. Αποτελέσματα: Εννέα οικογένειες (18 άτομα,

9 γονείς, 9 απόγονοι) είχαν τη μετάλλαξη Africaner 2 (1285 G>A, V408M)

και 19 (42 άτομα, 19 γονείς, 23 απόγονοι) την Genoa-Palermo (1646 G>A,

G528D). Το 100% των ασθενών με Genoa-Palermo είχε συγγενείς πρώτου

και δευτέρου βαθμού με πρώιμη καρδιαγγειακή νόσο (<55 έτη για τους

άνδρες και <65 για τις γυναίκες) ενώ στους ασθενείς με Africaner 2 το ποσο-

στό ήταν 78%. Η δοκιμασία FISHER’s exact έδειξε ότι η διαφορά αυτή ήταν

στατιστικά σημαντική (p=0,006). Επίσης, διαπιστώσαμε ότι, τα άτομα με

Genoa-Palermo εμφάνιζαν γεροντότοξο σε μεγαλύτερο ποσοστό (78% vs

23,5%, p<0,001) συγκριτικά με άτομα που είχαν την Africaner 2. Οι πιθανό-

τητες άτομα με Africaner 2, να εμφανίσουν γεροντότοξο, είναι κατά 4 φορές

λιγότερες, συγκριτικά με άτομα που φέρουν την Genoa-Palermo, μετά από

προσαρμογή για την ηλικία και τα επίπεδα της ολικής και LDL χοληστερόλης.

Συμπεράσματα: Η μετάλλαξη του γονιδίου LDLR, Genoa-Palermo, φαίνε-

ται ότι έχει διαφορετική επίδραση στην επίπτωση των καρδιαγγειακών συμ-

βαμάτων σε σχέση με την Africaner 2.

ΑΑ101

Ο ρόλος των μεταλλάξεων του γονιδίου του υποδοχέα λιποπρωτεΐνηςχαμηλής πυκνότητας, στην επίπτωση καρδιαγγειακών συμβαμάτων,

σε ασθενείς με οικογενή υπερχοληστερολαιμίαΒ. Μεταξά, Χ. Πίτσαβος, Α. Μήλιου, Ι. Σκούμας, Ε. Οικονόμου, Κ. Μασούρα, Χ. Στεφανάδης

Α΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα

ΑΑ102

Η ισχυρή συσχέτιση της ηλικίας, του καπνίσματοςκαι της υπερχοληστεριναιμίας με την παρουσία αθηρωματικής πλάκας

στην καρωτίδα σε ασθενείς με νόσο κοινής καρωτίδαςΑ. Καρτάλης,1 Ν. Σμυρνιούδης,1 Π. Μοσχούρης,2 Ν. Παπαγιάννης,1 Σ. Γαρουφαλλής,1

Π. Σγουράκης,1 Ι. Μαλακός,2 Γ. Γεωργιόπουλος1

1Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Χίου «Σκυλίτσειο», Χίος, 2Παθολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Χίου «Σκυλίτσειο», Χίος

Εισαγωγή-Σκοπός: Στο πλαίσιο μιας ευρύτερης εν εξελίξει μελέτης σχετικά

με την καρωτιδική αθηροσκλήρυνση, προσπαθήσαμε να προσδιορίσουμε το

βαθμό συσχέτισης των καρδιαγγειακών παραγόντων κινδύνου με την παρου-

σία αθηρωματικής πλάκας στην καρωτίδα σε ασθενείς με νόσο κοινής καρω-

τίδας. Υλικό-Μέθοδος: Ο πληθυσμός της μελέτης μας ήταν 183 διαδοχικοί

ασθενείς με υπερηχοτομογραφικά αποδεδειγμένο πάχος έσω-μέσου χιτώνα

(ΠΕΜΧ) κοινών καρωτίδων ≥0,10 mm. Μελετήθηκαν 44 γυναίκες μέσης ηλι-

κίας 63,9±8,9 έτη και 139 άνδρες μέσης ηλικίας 62,5±9,8 έτη. Στο δείγμα μας,

το 28,9% των ασθενών έπασχαν από σακχαρώδη διαβήτη, το 67,2% από αρ-

τηριακή υπέρταση και το 77,6% από υπερχοληστεριναιμία. Επίσης, το 42,6%

ήταν καπνιστές. Οι ασθενείς χωρίστηκαν σε 2 ομάδες. Η Α ομάδα περιελάμ-

βανε 51 ασθενείς με αυξημένο ΠΕΜΧ (0,10≤ΠΕΜΧ≤0,13). Η ομάδα Β περιε-

λάμβανε 132 ασθενείς με καρωτιδική πλάκα [ΠΕΜΧ>0,13 mm (εστιακή πά-

χυνση)]. Διερευνήθηκε η τυχόν διαφορά στη συσχέτιση των κλασικών παρα-

γόντων καρδιαγγειακού κινδύνου μεταξύ των δύο ομάδων. Αποτελέσματα: Δημιουργήθηκε ένα μοντέλο λογιστικής παλινδρόμησης (STATA 9,1) με όλους

τους κλασικούς παράγοντες κινδύνου. Η ηλικία OR: 1,04 [95% CI: 1,00–1,09

(p:0,017)], η υπερχοληστερολαιμία OR: 2,94 [95% CI: 1,34– 6,47 (p:0,007)],

και το κάπνισμα OR: 2,65 [CI: 1,20–5,85 (p: 0,015)], συσχετίζονταν στατιστικά

σημαντικά με την καρωτιδική πλάκα. Αντίθετα, το ανδρικό φύλο OR: 1,03 [CI:

0,44–2,37 (p:0,07)], ο σακχαρώδης διαβήτης OR: 1,44 [95% CI: 0,58–3,55

(p:0,42)] και η υπέρταση OR:1,68 [95% CI:0,80–3,52 (p:0,16)] είχαν παρόμοια

συσχέτιση και στις δύο ομάδες. Συμπεράσματα: Στην παρούσα μελέτη,

φαίνεται πως η ηλικία, τα λιπίδια και το κάπνισμα κάνουν τη διαφορά μεταξύ

αυξημένου ΠΕΜΧ και την παρουσία αθηρωματικής πλάκας στην καρωτίδα σε

ασθενείς με νόσο της κοινής καρωτίδας.

Page 82: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

82 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

Εισαγωγή-Σκοπός: Το πάχος έσω-μέσου χιτώνα (ΠΕΜΧ) στην κοινή καρωτί-

δα προδιαθέτει στην ανάπτυξη αθηροσκλήρυνσης και έχει αποδειχθεί ότι συ-

σχετίζεται με καρδιαγγειακά επεισόδια. Στο πλαίσιο μιας ευρύτερης εν εξελίξει

μελέτης σχετικά με την καρωτιδική αθηροσκλήρυνση, πραγματοποιήσαμε μια

πολυπαραγοντική ανάλυση με όλους τους κλασικούς παράγοντες καρδιαγγεια-

κού κινδύνου. Υλικό-Μέθοδος: Το πάχος έσω-μέσου χιτώνα (ΠΕΜΧ) των άπω

2 εκ. της κοινής καρωτίδας εκτιμήθηκε υπερηχοτομογραφικά σε 263 ασθενείς

με 2 ή περισσότερους κλασικούς παράγοντες κινδύνου (κάπνισμα, υπερχολη-

στεριναιμία, σακχαρώδης διαβήτης και υπέρταση). ΠΕΜΧ≥0,10 mm θεωρή-

θηκε ως παθολογική. Αξιολογήθηκαν 71 γυναίκες μέσης ηλικίας 60,4±9,8 έτη

και 192 άνδρες μέσης ηλικίας 59,2±11,1 έτη. Στο δείγμα μας, 21,6% από τους

ασθενείς έπασχαν από σακχαρώδη διαβήτη, 63,1% από υπέρταση και 70,3%

από υπερχοληστεριναιμία. Επίσης, το 40,7% ήταν καπνιστές. Αποτελέσματα:

Εκατόν ογδόντα τρεις (183) ασθενείς εντοπίστηκαν με παθολογικό ΠΕΜΧ της

κοινής καρωτίδας (≥ 0,10 mm). Δημιουργήθηκε ένα μοντέλο λογιστικής πα-

λινδρόμησης (STATA 9,1) με όλους τους κλασικούς παράγοντες καρδιαγγεια-

κού κινδύνου. H ηλικία OR: 1,11 [95% CI: 1,07–1,15 (p=<0,001)], η υπερχολη-

στεριναιμία OR: 2,2 [95% CI: 1,14–4,28 (p=0,018)], το ανδρικό φύλο OR: 2,02

[CI: 0,99–4,11 (p=0,05)], ο σακχαρώδης διαβήτης OR: 3,2 [95% CI: 0,99–10,3

(p=0,051)], το κάπνισμα OR: 1,79 [CI: 0,91–3,52 (p=0,092)] και η υπέρταση

OR: 1,2 [95% CI: 0,62–2,29 (p=0,58)]. Συμπεράσματα: Είναι ενδιαφέρον ότι

σε αυτή εν εξελίξει μελέτη, μόνο η υπερχοληστερολαιμία παρουσιάζει στατι-

στικά σημαντική συσχέτιση με τη καρωτιδική νόσο στην πολυπαραγοντική

ανάλυση. Η υπέρταση δε φαίνεται να έχει στατιστικά σημαντική συσχέτιση με

το ΠΕΜΧ της κοινής καρωτίδας, ενώ το κάπνισμα και ο σακχαρώδης διαβήτης

συσχετίζονται οριακά.

ΑΑ103

Κλασικοί παράγοντες κινδύνου και καρωτιδική αθηροσκλήρυνσησε μια πολυπαραγοντική ανάλυση

Α. Καρτάλης,1 Ν. Σμυρνιούδης,1 Π. Μοσχούρης,2 Ν. Παπαγιάννης,1 Σ. Γαρουφαλλής,1 Π. Σγουράκης,1

Δ. Λύτρα,2 Γ. Γεωργιόπουλος1

1Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Χίου «Σκυλίτσειο», Χίος, 2Παθολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Χίου «Σκυλίτσειο», Χίος

ΑΑ104

Εκτίμηση αγγειακής λειτουργίας σε παιδιάμε οικογενή υπερχοληστερολαιμία:

Μια πιλοτική μελέτηΑ.Π. Βλάχος,1,2 Α. Μπεχλιούλης,2 Κ.Κ. Νάκα,2,3 Κ. Βακάλης,2 Π. Θεοχάρη,1,2 Λ.Κ. Μιχάλης,2,3

Α. Σιαμοπούλου-Mαυρίδου,1 Μ. Ελισάφ,3 Χ. Μηλιώνης3

1Τομέας Υγείας του Παιδιού, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Μιχαηλίδειο Καρδιολογικό Κέντρο, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 3Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

Εισαγωγή-Σκοπός: Η οικογενής υπερχοληστερολαιμία (FH) συσχετίζεται

με αγγειακή δυσλειτουργία και αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο. Σκοπός

της μελέτης είναι η εκτίμηση της αγγειακής λειτουργίας σε παιδιά με FH,

με μη επεμβατικές μεθόδους. Υλικό-Μέθοδος: Εκτιμήθηκαν 30 παιδιά με

FH (ηλικίας 12±2 ετών, εύρος 8–17 έτη) και 30 ηλικιακά εναρμονισμένα

υγιή παιδιά (ομάδα ελέγχου). Κανένας εξεταζόμενος δεν είχε ιστορικό καρ-

διοπάθειας. Εκτιμήθηκε το λιπιδαιμικό προφίλ και έγινε μη επεμβατικός

έλεγχος λειτουργίας του ενδοθηλίου με πανομοιότυπο τρόπο. Μετρήθηκε

η αγγειοδιαστολή διαμέσου ροής της βραχιόνιας αρτηρίας (FMD), η

καρωτιδομηριαία ταχύτητα σφυγμικού κύματος (PWVcf) με μηχάνημα

Sphygmocor, το πάχος του έσω μέσου χιτώνα της κοινής καρωτίδας και

η ενδοτικότητα των μεγάλων και μικρών αγγείων με μηχάνημα HDI/Pulse

Wave 2000 CVProfilorTM. Αποτελέσματα: Οι δύο ομάδες δε διέφεραν

όσον αφορά στις δημογραφικές και εργαστηριακές παραμέτρους, εκτός

από τα επίπεδα της ολικής και LDL χοληστερόλης, απολιποπρωτεϊνης B

και λιποπρωτεΐνης (a) που ήταν υψηλότερα στην ομάδα FH (p<0,05). Το

FMD ήταν ο μόνος αγγειακός δείκτης που διαφοροποιούνταν μεταξύ των

δύο ομάδων (6,23 mm±3,88 vs 9,46 mm±4,54, p<0,004). Παράλληλα

παρατηρήθηκαν τα ακόλουθα όσον αφορά στις τιμές του FMD στην ομά-

δα της FH, σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου: (1) για παιδιά ηλικίας>13

ετών, τιμές 4,60±2,02 vs 8,53±4,46% (p=0,02), (2) για παιδιά ηλικίας

11–13 ετών, τιμές 6,59±3,94 vs 11,77±5,73% (p=0,03), και (3) για παιδιά

ηλικίας 8–10 ετών, τιμές 6,98±4,66 vs 8,63±3,28% (p=0,34), αντίστοιχα.

Χρησιμοποιώντας ανάλυση γραμμικής παλίνδρομης εξάρτησης, η γλυκό-

ζη νηστείας ήταν ο μόνος ανεξάρτητος προγνωστικός παράγοντας που

συσχετίζονταν με το FMD (B –0,16, R2 0,13, p=0,045). Συμπεράσματα: Στα παιδιά με FH παρατηρείται ενδοθηλιακή δυσλειτουργία που είναι ανι-

χνεύσιμη πριν την εμφάνιση εμφανών ανατομικών αγγειακών διαταραχών.

Στην παρούσα μελέτη τα επίπεδα της γλυκόζης των παιδιών με FH ήταν

ανεξάρτητος προγνωστικός παράγοντας δυσλειτουργίας του ενδοθηλίου.

Χρειάζονται επιπρόσθετες μελέτες για εκτίμηση της πρώιμης θεραπευτι-

κής παρέμβασης στη λειτουργία του ενδοθηλίου σε παιδιά με FH.

Page 83: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 83

Εισαγωγή-Σκοπός: Η εκτίμηση της μεταβολής των επιπέδων των λιπι-

δίων και λιποπρωτεϊνών του ορού σε παιδιά με σοβαρές λοιμώξεις. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήθηκαν 53 παιδιατρικοί ασθενείς με σοβαρή λοίμωξη και

16 υγιείς μάρτυρες της ίδιας ηλικίας και φύλου (ομάδα ελέγχου). Σε όλα τα

παιδιά μετρήθηκαν μετά από 12ωρη νηστεία τα επίπεδα της ολικής χοληστε-

ρόλης (ΤC), των τριγλυκεριδίων (TRG), της HDL-C, των απολιποπρωτεϊνών Α

(Apo A) και Β (Apo B), καθώς και της λιποπρωτεΐνης (a) [Lp(a)]. Οι μετρήσεις

στους ασθενείς έγιναν κατά την εισαγωγή, πριν την έξοδο από το νοσοκομείο,

καθώς και 4 μήνες μετά τη νοσηλεία. Αποτελέσματα: Κατά την εισαγωγή οι

ασθενείς με λοίμωξη εμφάνιζαν σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα TC, HDL-C,

LDL-C και Apo A (p<0,05) σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου. Στους ασθε-

νείς με σοβαρή λοίμωξη (πνευμονία, ουρολοίμωξη, λοίμωξη του κεντρικού

νευρικού συστήματος, κλινικές και εργαστηριακές ενδείξεις βακτηριδιαιμί-

ας) τα επίπεδα της TC και της LDL-C αυξήθηκαν κατά την οξεία φάση (48 h από

την εισαγωγή) κατά 20% και 34% (p<0,001), αλλά μειώθηκαν κατά 5% και

κατά 12,5%, αντίστοιχα, 4 μήνες μετά (p<0,01). Η HDL-C, η Apo B και τα

TRG δεν παρουσίασαν σημαντική μεταβολή κατά τη διάρκεια της νοσηλείας.

Ωστόσο, η HDL-C αυξήθηκε κατά 36,5% 4 μήνες μετά τη νοσηλεία (p<0,001),

ενώ τα TRG και η Apo B μειώθηκαν κατά 37,2% και 17,5%, αντίστοιχα

(p<0,01). Στην οξεία φάση η Lp (a) αυξήθηκε κατά 14,3% (p<0,001), ενώ

παρέμεινε σταθερή 4 μήνες μετά. Συμπεράσματα: Κατά τη διάρκεια μιας

σοβαρής λοίμωξης παρατηρούνται σημαντικές ποιοτικές και ποσοτικές με-

ταβολές των λιπιδίων του ορού. Η προγνωστική αξία αυτών των μεταβολών

θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο περαιτέρω διερεύνησης.

ΑΑ105

Μεταβολές των λιπιδαιμικών παραμέτρωνσε παιδιατρικούς ασθενείς με λοιμώξεις

Α.Π. Βλάχος,1 Π. Θεοχάρη,1 Α. Μάκης,1 Α. Σιαμοπούλου-Mαυρίδου,1 Μ. Ελισάφ,2 Χ. Μηλιώνης2

1Τομέας Υγείας του Παιδιού, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή,Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

ΑΑ106

Αρτηριακή σκληρία στη νεφρική νόσοΔ. Καρασαββίδου, Ρ. Καλαϊτζίδης, Ο. Μπαλάφα, Ξ. Ζήκου, Σ. Χατζηδάκης, Κ.Γ. Παππάς,

Ε. Ντουνούση, Σ. Κουντούρης, Κ.Χ. ΣιαμόπουλοςΝεφρολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

Εισαγωγή-Σκοπός: H αρτηριακή σκληρία (ΑΣ) είναι συνδεδεμένη με την

αθηροσκλήρωση των αγγείων. H ταχύτητα του σφυγμικού κύματος (ΤΣΚ)

εκφράζει την ΑΣ και η αύξησή της αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα καρδι-

αγγειακού κινδύνου. Στη χρόνια νεφρική νόσο (ΧΝΝ) η αύξηση της ΤΣΚ κατά

1 m/s συνοδεύεται από αύξηση του κινδύνου για ολική θνησιμότητα κατά

14%. Σκοπός της μελέτης: Η εκτίμηση της ΑΣ σε ασθενείς που βρίσκονται

σε στάδιο 3–4 ΧΝΝ, καθώς και σε ασθενείς που υποβάλλονται σε εξωνεφρι-

κή κάθαρση με τεχνητό νεφρό (ΤΝ) ή περιτοναϊκή κάθαρση (ΠΚ). Υλικό-Μέθοδος: Εκτιμήσαμε την ΤΣΚ σε καρωτιδο-κερκιδικό και καρωτιδο-μη-

ριαίο επίπεδο, με το μηχάνημα Sphygmocor (At Core Medical), πριν από την

τακτική συνεδρία, στο μέσο της εβδομάδας, στους ασθενείς που υποβάλλο-

νταν σε ΤΝ και στην τακτική επίσκεψη στους υπολοίπους. Οι ομάδες ήταν

συγκρίσιμες με παρόμοια δημογραφικά χαρακτηριστικά. Αποτελέσματα: Η μέση συστολική, διαστολική και η πίεση σφυγμού ήταν 133±21, 78±11

και 55±20 mmHg, αντίστοιχα. Η ηλικία εμφάνισε θετική συσχέτιση με την

ΤΣΚ (p<0,05). Υπήρχε αύξηση της ΤΣΚ στην ομάδα σταδίου 4 της ΧΝΝ, σε

σύγκριση με την ομάδα σταδίου 3 της ΧΝΝ κατά 1 m/sec (9,4+3,5 m/sec

vs 8,15±2,1 m/sec). Ωστόσο, δεν παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική

διαφορά της ΑΣ μεταξύ της ομάδας σε εξωνεφρική κάθαρση και όλων των

ασθενών με ΧΝΝ σταδίων 3–4 (μέση τιμή ΤΣΚ=8,59±2,5 vs 8,77±2,1 m/

sec). Στους αιμοκαθαιρόμενους ασθενείς διαπιστώθηκε αρνητική συσχέτιση

ανάμεσα στην ΤΣΚ και τις παραμέτρους που εκφράζουν την ποιότητα κάθαρ-

σης και θετική με το δευτεροπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό (URR, r=–0,5,

p<0,05) και Kt/V (r=–0464, p<0,05), (PΟ4 p<0,001, CaxPΟ4 p<0,001, PTH

p<0,001). Συμπεράσματα: Στα τελικά στάδια της ΧΝΝ, η ΑΣ είναι ανεξάρ-

τητη από την εξέλιξη της νόσου. Η ΑΣ εξελίσσεται στο προτελικό στάδιο της

ΧΝΝ. Σημαντικό ρόλο στην επιδείνωση της ΑΣ παίζει το ουραιμικό περιβάλ-

λον, ο δευτεροπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός και οι επιπλοκές του.

Page 84: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

84 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

Εισαγωγή-Σκοπός: Η παρούσα εργασία είχε ως σκοπό να αξιολογήσει τις

διαφορές μεταξύ φύλων, όσον αφορά στις αλλαγές που παρατηρούνται στην

ποιότητα της διατροφής και στα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας μετά από

τρίμηνη παρέμβαση για τη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου. Υλικό-Μέθοδος: 108 υπερχοληστερολαιμικοί ενήλικες (40–60 ετών) τυχαιοποι-

ήθηκαν σε δύο ομάδες παρέμβασης (που προσλάμβαναν εμπλουτισμένο

και απλό γάλα, αντίστοιχα), οι οποίες παρακολούθησαν επτά συνεδρίες

διατροφικής συμβουλευτικής και αναλύθηκαν μαζί για τις ανάγκες της συ-

γκεκριμένης εργασίας (ΟΠ, n=77) και σε μία ομάδα ελέγχου (ΟΕ, n=31). Για

την αξιολόγηση της ποιότητας διατροφής, υπολογίστηκε ο Healthy Eating

Index 2005 (HEI-2005) ενώ η αξιολόγηση της φυσικής δραστηριότητας

έγινε μέσω ερωτηματολογίου και βηματομετρητών. Αποτελέσματα: Στις

γυναίκες, η ΟΠ βελτίωσε σημαντικά το σκορ για τις παραμέτρους «συνολικά

φρούτα», «φρούτα (χωρίς χυμούς)» και «νάτριο», ενώ έδειξε μία τάση βελ-

τίωσης για τα «σκούρα πράσινα και πορτοκαλί λαχανικά και όσπρια» και το

συνολικό σκορ HEI-2005 σε σχέση με την ΟΕ. Στους άνδρες, παρατηρήθηκε

μόνο μία τάση αύξησης του σκορ στην ΟΠ σε σχέση με την ΟΕ για το «γάλα».

Επιπρόσθετα, οι γυναίκες της ΟΠ αύξησαν τα επίπεδα φυσικής δραστηριό-

τητας σε σχέση με την ΟΕ, ενώ για τους άνδρες δεν παρατηρήθηκαν αλλαγές

μεταξύ των ομάδων. Το συνολικό και τα επιμέρους σκορ του HEI-2005, και τα

επίπεδα της φυσικής δραστηριότητας παρέμειναν χαμηλά ακόμα και μετά το

τέλος της παρέμβασης και για τα δύο φύλα. Συμπεράσματα: Μελλοντικές

έρευνες θα πρέπει να εστιάσουν στους βέλτιστους τρόπους επικοινωνίας

μηνυμάτων διατροφής και άσκησης αλλά και διατήρησης της προσκόλλη-

σης σε αυτές, ώστε να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων.

Παράλληλα, είναι σημαντικό οι επαγγελματίες υγείας να ενημερώνονται και

εκπαιδεύονται σχετικά με τη διαφορετική –ανά φύλο– απόκριση στις δια-

τροφικές παρεμβάσεις, ώστε να μπορούν να καθοδηγήσουν καλύτερα τους

ασθενείς τους στην προσπάθειά τους να αλλάξουν τον τρόπο ζωής τους και

να μειώσουν τους παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα.

ΑΑ107

Διαφορές μεταξύ φύλων στην ποιότητα διατροφής, μέσω του Ηealthy Εating Ιndex-2005, και στα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας μετά

από παρέμβαση για τη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνουΕ. Γραμματικάκη, Μ. Πετρογιάννη, Ι. Μανιός

Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα

ΑΑ108

Eπίδραση διαιτητικού λινολενικού οξέος σε παράγοντεςκαρδιομεταβολικού κινδύνου σε υπερλιπιδαιμικούς ενήλικες

Μ. Πετρογιάννη, Ε. Γραμματικάκη, Ν. Καλογερόπουλος, Α. Περιστεράκη, Ι. ΜανιόςΤμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Η κατανάλωση των ω-3 λιπαρών οξέων έχει φανεί

να έχει ευεργετική επίδραση στους καρδιομεταβολικούς παράγοντες κιν-

δύνου. Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η αξιολόγηση της επίδρασης

συνδυασμού διατροφικής παρέμβασης και εμπλουτισμένου προϊόντος στη

διαιτητική πρόσληψη λινολενικού οξέος, στο περιεχόμενο των μεμβρανών

των ερυθρών αιμοσφαιρίων σε πολυακόρεστα λιπαρά οξέα, και σε επι-

λεγμένους καρδιομεταβολικούς παράγοντες κινδύνου. Υλικό-Μέθοδος: Δείγμα 96 μέτρια υπερχοληστερολαιμικών εθελοντών (40–60 ετών) χω-

ρίστηκαν τυχαία σε τρεις ομάδες. Στην Ομάδα Διατροφικής παρέμβασης

εμπλουτισμένου με φυτικές στερόλες, ω-3 λιπαρά οξέα, βιταμίνες και

αντιοξειδωτικά γάλακτος (ΟΔΦ n=40), στην Oμάδα Διατροφικής παρέμ-

βασης Εικονικού γάλακτος (ΟΔΕ n=36) και στην Oμάδα Ελέγχου (ΟΕ n=20).

Οι εθελοντές των ΟΔΦ και ΟΔΕ κατανάλωναν 500 mL γάλακτος ημερησίως

για 3 μήνες. Οι δύο αυτές ομάδες παρακολούθησαν 7 διατροφικές συνεδρί-

ες στη διάρκεια των 3 μηνών. Αποτελέσματα: Οι ΟΔΦ και ΟΔΕ μείωσαν

σημαντικά το ποσοστό ημερήσιων θερμίδων από ολικό και κορεσμένο λί-

πος. Η πρόσληψη λινολενικού οξέος αυξήθηκε στην ΟΔΦ, ενώ δεν παρατη-

ρήθηκαν αλλαγές στην ΟΔΕ. Το περιεχόμενο των ερυθροκυττάρων σε ΕPA

αυξήθηκε και στην ΟΔΦ και στην ΟΔΕ, ενώ δεν παρατηρήθηκαν διαφορές

μεταξύ των τριών ομάδων για τα υπόλοιπα ω-3 λιπαρά οξέα. Αυτό μπορεί

να οφείλεται στην αύξηση κατανάλωσης λιπαρών ψαριών που παρατηρή-

θηκε και στις δύο ομάδες παρέμβασης. Η αρτηριακή πίεση μειώθηκε ση-

μαντικά και στις δύο ομάδες της παρέμβασης, ενώ δεν παρατηρήθηκαν

αλλαγές στα επίπεδα γλυκόζης, HDL χοληστερόλης, τριγλυκεριδίων και

περιφέρειας μέσης. Συμπεράσματα: Η ποσότητα του λινολενικού οξέος

που εμπλουτίστηκε το προϊόν δεν ήταν αρκετή ώστε να προκαλέσει επι-

θυμητά αποτελέσματα σε καρδιομεταβολικούς παράγοντες κινδύνου και

η επίδραση του εμπλουτισμού επισκιάστηκε από την αύξηση της κατανά-

λωσης λιπαρών ψαριών και από τις αλλαγές στη διατροφή των ομάδων της

παρέμβασης.

Page 85: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 85

Εισαγωγή-Σκοπός: Πολλές έρευνες έχουν δείξει ότι η κατανάλωση

εμπλουτισμένων προϊόντων ως μέρος ενός υγιεινού τρόπου ζωής μπορεί να

έχει θετική επίδραση σε παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου. Ο σκοπός

της συγκεκριμένης εργασίας ήταν να εξετάσει το κατά πόσο οι αλλαγές που

θα προκύψουν μετά από τρίμηνη παρέμβαση με εμπλουτισμένο γάλα, θα

είναι αποτέλεσμα των συστατικών του προϊόντος, των αλλαγών του τρόπου

ζωής ή του συνδυασμού αυτών. Υλικό-Μέθοδος: Δείγμα 95 μέτρια υπερ-

χοληστερολαιμικών εθελοντών (40–60 ετών) χωρίστηκαν τυχαία σε τρείς

ομάδες. Στην Ομάδα Διατροφικής παρέμβασης γάλακτος εμπλουτισμένου

με φυτικές στερόλες, ω-3 λιπαρά οξέα, βιταμίνες και αντιοξειδωτικά (ΟΔΦ

n=33), στην Oμάδα Διατροφικής παρέμβασης Εικονικού γάλακτος (ΟΔΕ

n=31) και στην Oμάδα Ελέγχου (ΟΕ n=31). Οι εθελοντές των ΟΔΦ και ΟΔΕ

κατανάλωναν 500 mL γάλακτος ημερησίως για 3 μήνες. Οι δύο αυτές ομά-

δες παρακολούθησαν 7 διατροφικές συνεδρίες στη διάρκεια των 3 μηνών.

Αποτελέσματα: Στην ΟΔΦ παρατηρήθηκαν σημαντικές αλλαγές σε σχέση

με την ΟΕ στην αλλαγή της ολικής χοληστερόλης (–11% vs –3,5%, p=0,024),

της LDL χοληστερόλης (–14% vs 4%, p=0,011), της απολιποπρωτεΐνης

Β (–12,8% vs –1,8%, p=0,016) και της ομοκυστεΐνης (–19,7% vs +7,6%,

p<0,001). Επιπρόσθετα, η ΟΔΦ αύξησε σημαντικά τα επίπεδα της Β12

και του φυλλικού οξέος στο πλάσμα σε σχέση με τις ΟΔΕ και ΟΕ. Τέλος, το

κλάσμα LDL/HDL μειώθηκε σημαντικά στην ΟΔΦ σε σχέση με τις ΟΔΕ και

ΟΕ. Δεν παρατηρήθηκαν μεταβολές στα επίπεδα της HDL χοληστερόλης,

των τριγλυκεριδίων, της απολιποπρωτεΐνης Α1, του β-καροτενίου και της

ολικής αντιοξειδωτικής ικανότητας μεταξύ των ομάδων. Συμπεράσματα: Η συγκεκριμένη μελέτη έδειξε ότι ο συνδυασμός προγράμματος συμπερι-

φοριστικής παρέμβασης και χρήσης ενός εμπλουτισμένου γαλακτοκομικού

με συστατικά που παρουσιάζουν υπολιπιδαιμική και αντιοξειδωτική δράση

μπορεί να προκαλέσει σημαντικότερες αλλαγές σε διάφορους παράγοντες

καρδιαγγειακού κινδύνου σε σχέση με τη συνήθη διατροφή ή τη συμβου-

λευτική παρέμβαση μόνο.

ΑΑ109

Eπίδραση διατροφικής παρέμβασης και χρήσης εμπλουτισμένουγάλακτος σε επίπεδα χοληστερόλης και αντιοξειδωτικής ικανότητας

σε υπερχοληστερολαιμικούς ενήλικεςΜ. Πετρογιάννη, Ε. Γραμματικάκη, Γ. Μοσχώνης, Κ. Καλλιανιώτη, Δ. Αργυροπούλου,

Α. Βανδώρου, Κ. Κυριακού, Β. Δέδε, Ι. ΜανιόςΤμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα

ΑΑ110

Επίδραση πολικών εκχυλισμάτων κρασιού στα ένζυμα μεταβολισμού του PAFΔ. Ασημακόπουλος, Μ.Ν. Ξανθοπούλου, Ι. Μπακογιάννη, Μ. Σαραντοπούλου,

Σ. Αντωνοπούλου, Ε. ΦραγκοπούλουΤμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Προηγούμενες μελέτες μας έχουν δείξει την ύπαρξη

βιοδραστικών συστατικών στο κρασί με ικανότητα αναστολής της προκα-

λούμενης από PAF-συσσώρευσης αιμοπεταλίων, ικανότητα δέσμευσης ελευ-

θέρων ριζών και αναστολής της λιποξυγονάσης. Δεδομένης της έλλειψης

δεδομένων για την επίδραση εκχυλισμάτων κρασιού στο μεταβολισμό του

PAF, σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η διερεύνηση της επίδρασής τους

στα ένζυμα μεταβολισμού του PAF. Υλικό-Μέθοδος: Χρησιμοποιηθήκαν

εκχυλίσματα πολικών λιποειδών (TPL) από κόκκινο (Cabernet Sauvignon)

και λευκό (Ρομπόλα) κρασί γνωστής περιεκτικότητας σε ολικά και όρθο

φαινολικά, σε γλυκο-και φωσφο-λιποειδή. Μελετήθηκε η επίδρασή τους,

καθώς και πρότυπης ρεσβερατρόλης και κερκετίνης, στα βιοσυνθετικά

ένζυμα CDP-χολίνη: αλκυλακετυλγλυκερόλη φωσφοχολινοτρανσφεράση

(PAF-CPT) και ακετυλο-CoA:λυσο-PAF ακετυλοτρανσφεράση (λυσο-PAF-AT)

και στο αποικοδομητικό ένζυμο PAF-ακετυλοϋδρολάση (PAF-AH) σε σύστη-

μα ελεύθερων κυττάρων χρησιμοποιώντας ως πηγή των ενζύμων ομογε-

νοποίημα U-937 μονοκυττάρων και σε καλλιέργειες U-937 μονοκυττάρων

μετά από επώαση για 24 h με τα πρότυπα φαινολικά. Αποτελέσματα: Τα

TPL του λευκού κρασιού με μεγαλύτερη περιεκτικότητα ορθοφαινολικών

και φωσφολιποειδών έναντι του κόκκινου εμφανίζει μεγαλύτερη αναστολή

της δράσης των βιοσυνθετικών ενζύμων (IC50-PAF-CPT: 0,96 έναντι 2,27

μg/μL, IC50-λυσo-PAF-AT: 0,80 έναντι 1,63 μg/μL). Η ρεσβερατρόλη και η

κερκετίνη παρουσιάζουν παρόμοια ανασταλτική ικανότητα στη δράση της

λυσο-PAF-AT (IC50-λυσo-PAF-AT: 0,17 και 0,19 μg/μL), ενώ η ρεσβερατρό-

λη είναι πιο ισχυρός αναστολέας της PAF-CPT (IC50-PAF-CPT: 0,0052 ένα-

ντι 0,030 μg/μL). Επώαση των κυττάρων με τα πρότυπα φαινολικά έδειξε

αναστολή της λυσο-PAF-AT από τα φαινολικά (IC50-λυσo-PAF-AT: 0,017 και

0,022 μg/μL), ενώ δεν φάνηκε να επηρεάζεται η PAF-CPT. Όσον αφορά, στην

επίδραση των TPL και των δυο κρασιών στη δράση της PAF-AH, ποσότητα

ίση με 0,85 μg/μL δεν έδειξε σημαντική αναστολή του ενζύμου. Ανάλογη

δράση παρουσίασαν και τα πρότυπα φαινολικά όπου ακόμα και σε μεγάλες

ποσότητες δεν παρουσίασαν σημαντική δράση. Συμπεράσματα: Τα TPL

λευκού και κόκκινου κρασιού μπορούν να τροποποιήσουν το μεταβολισμό

του PAF αναστέλλοντας τα βιοσυνθετικά του ένζυμα, ενώ δεν επηρεάζουν σε

σημαντικό βαθμό το κύριο αποικοδομητικό του ένζυμο.

Page 86: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

86 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

Εισαγωγή-Σκοπός: Η λιποπρωτεϊνική φωσφολιπάση Α2 (LpPLA2) υδρο-

λύει στο πλάσμα το φλεγμονώδη διαμεσολαβητή PAF και οξειδωμένα

φωσφολοπίδια, δομικά του ανάλογα, προς λυσοφωσφολιπίδια (λύσο-PL).

Η LpPLA2 έχει ενοχοποιηθεί ως προαθηρογόνος κυρίως λόγω της συσσώ-

ρευσης βλαβερών και φλεγμονωδών λυσο-PL στις αρτηρίες. Στην παρούσα

εργασία μετράμε τη συσσώρευση του αιθερικού ανάλογου των λυσο-PL και

πρόδρομης ένωσης για τη βιοσύνθεση του PAF του λυσο-PAF σε αορτές

με αρχόμενη αθηρωματική βλάβη. Υλικό-Μέθοδος: Σε 34 ασθενείς που

υποβληθήκαν σε αορτοστεφανιαία παράκαμψη αφαιρούνται τεμάχια αορ-

τικού τοιχώματος με τη δυνατόν μικρότερη αθηρωματική βλάβη. Για έλεγχο

χρησιμοποιούνται τεμάχια της υγιούς έσω θωρακικής αρτηρίας των ιδίων

ασθενών. Ιστοχημικός έλεγχος έδειξε ότι οι αορτές παρουσίαζαν αρχόμενη

αθηρωματική βλάβη (Ι έως ΙΙ κατά Stary), ενώ οι θωρακικές αρτηρίες ήταν

υγιείς. Στις αρτηρίες έγινε βιολογικός προσδιορισμός λυσο-PAF μετά από TLC,

RP-HPLC καθαρισμό και ακετυλίωση, η δε ταυτοποίησή του έγινε με ESI-MS

όπως περιγράφονται στη βιβλιογραφική παραπομπή 1. Αποτελέσματα: Στους περισσότερους ασθενείς τα επίπεδα του λυσο-PAF ήταν ανάλογα

μεταξύ αορτών και θωρακικών αρτηριών. Σε 12 ασθενείς παρουσιάστηκαν

υψηλά επίπεδα λυσο-PAF με αποτέλεσμα τα επίπεδα λυσο-PAF στις αορτές

928±475 pg/mg ιστού (Μean±SE) να είναι στατιστικά σημαντικά υψηλότε-

ρα από τις έσω μαστικές αρτηρίες 110±72 pg/mg ιστού (Μean±SE) p<0,02

Mann Whitney U test. Συμπέρασμα: Σε κάποιους ασθενείς η συσσώρευση

λυσο-PAF μπορεί να συμβάλει στην εγκατάσταση και εξέλιξη της αθηρωμα-

τικής βλάβης.

1DC Tsoukatos et al. J Lipid Res 2008 49:2240–2249

ΑΑ111

Συσσώρευση λυσο-PAF σε ανθρώπινες αορτέςμε αρχόμενη αθηρωματική βλάβη

Σ. Σισμανίδης,3 Β. Μούσης,1 Σ. Κουσίσης,2 Α. Γούσια,3 Σ. Συμινελάκης,3 Δ.K. Τσουκάτος1

1Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2ΤΕΙ Αθήνας, Αιγάλεω,3Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

ΑΑ112

Abacavir και αύξηση καρδιαγγειακού κινδύνουσε ασθενείς με HIV λοίμωξη:

Ο ρόλος του παράγοντα ενεργοποίησης αιμοπεταλίωνΑ.Β. Τσούπρας,1 Β.Δ. Παπακωνσταντίνου,1 Μ. Χίνη,2 Ν. Τσόγκας,2 Γ. Τσεκές,2 Σ. Αντωνοπούλου,3

Κ.Α. Δημόπουλος,1 Π. Γαργαλιάνος-Κακολύρης,4 Μ.Κ. Λαζανάς2

1Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα, 2Γ΄ Παθολογικό Τμήμα-Μονάδα Λοιμώξεων, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Κοργιαλένειο-Μπενάκειο ΕΕΣ» (Ερυθρός Σταυρός), Αθήνα, 3Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα

Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 4Α΄ Παθολογικό Τμήμα-Μονάδα Λοιμώξεων,Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Γ. Γεννηματάς», Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Ο Παράγοντας Ενεργοποίησης Αιμοπεταλίων (PAF),

ως ισχυρός διαμεσολαβητής της φλεγμονής, εμπλέκεται στην παθογένε-

ση της αθηροσκλήρωσης και ορισμένων εκδηλώσεων της HIV-λοίμωξης.

Σκοπός μας ήταν η in vivo μελέτη της επίδρασης αντιρετροϊκού σχήματος

με abacavir στο μεταβολισμό και στα επίπεδα του PAF σε μια απόπειρα

διερεύνησης του μηχανισμού αύξησης του καρδιαγγειακού κινδύνου σε

ασθενείς με HIV λοίμωξη. Υλικό-Μέθοδος: Προσδιορίστηκαν τα επίπεδα

του PAF και οι ειδικές δραστικότητες των κύριων μεταβολικών του ενζύμων,

PAF-φωσφοχολινοτρανσφεράση (PAF-CPT), λυσο-PAF-ακετυλοτρανσφερά-

ση (Lyso-PAF-AT) και PAF-ακετυλοϋδρολάση (PAF-AH), στο πλάσμα και στα

έμμορφα στοιχεία αίματος 10 αρρένων ασθενών με HIV λοίμωξη πριν, 1, 3

και 6 μήνες μετά την έναρξη abacavir/emtricitabine/efavirenz. Η στατιστι-

κή ανάλυση πραγματοποιήθηκε με τη μέθοδο Repeated-Measures-ANOVA

και ο έλεγχος κανονικής κατανομής με τη μέθοδο Kolmogorov-Smirnov.

Αποτελέσματα: Κατά τον 3ο μήνα θεραπείας, παρατηρήθηκε στατιστι-

κώς σημαντική αύξηση της ειδικής δραστικότητας της Lyso-PAF-AT στα

λευκοκύτταρα, αιμοπετάλια και ερυθροκύτταρα των ασθενών σε σχέση με

τα αρχικά της επίπεδα πριν τη θεραπεία. Στον 6ο μήνα, η δραστικότητα του

ενζύμου επανήλθε στα αρχικά της επίπεδα στα λευκοκύτταρα και στα αιμο-

πετάλια, ενώ παρέμεινε στατιστικώς σημαντικά αυξημένη στα ερυθροκύτ-

ταρα. Η ειδική δραστικότητα της PAF-CPT αυξήθηκε στατιστικώς σημαντικά

μόνο στα ερυθροκύτταρα στον 3ο μήνα θεραπείας. Η ειδική δραστικότητα

της PAF-AH στο πλάσμα παρέμεινε σταθερή, ενώ αυξήθηκε στατιστικώς ση-

μαντικά μόνο στα λευκοκύτταρα κατά τον 3ο μήνα θεραπείας. Τα επίπεδα

του PAF στο αίμα, κατ’ αναλογία με τη δραστικότητα των βιοσυνθετικών του

ενζύμων, εμφάνισαν στατιστικώς σημαντική αύξηση μόνο στον 3ο μήνα θε-

ραπείας. Συμπεράσματα: Από τα in vivo αποτελέσματά μας, προκύπτει ότι

το αντιρετροϊκό σχήμα abacavir/emtricitabine/efavirenz επάγει τη βιοσύν-

θεση και αυξάνει τα επίπεδα του PAF στο αίμα κατά τον 3ο μήνα θεραπείας,

μια διεργασία που πιθανόν αποτελεί έναν από τους μηχανισμούς αύξησης

του καρδιαγγειακού κινδύνου σε ασθενείς με HIV-λοίμωξη, που λαμβάνουν

abacavir.

Page 87: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 87

Εισαγωγή-Σκοπός: Τα παχύσαρκα παιδιά βρίσκονται σε μεγαλύτερο

κίνδυνο να εμφανίσουν καρδιομεταβολικά νοσήματα. Πρόσφατα, ο λόγος

περίμετρος μέσης/ύψος (WHtR) προτείνεται ως ισχυρά συσχετιζόμενος με

προβλεπτικούς παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου σε παιδιά και ενήλι-

κες. Σκοπός της μελέτης είναι η αποτίμηση της κατανομής του WHtR των

μαθητών ηλικίας 9 ετών όλης της χώρας. Υλικό-Μέθοδος: Το δείγμα της

μελέτης αποτέλεσαν 72.080 παιδιά (50,9% αγόρια) ηλικίας 9 ετών από όλη

τη χώρα. Στα παιδιά μετρήθηκαν το ύψος, το βάρος και η περίμετρος μέσης.

Από αυτά υπολογίστηκαν ο ΔΜΣ, το ποσοστό λιποβαρούς, υπέρβαρου και

παχύσαρκου. Επίσης, υπολογίστηκε ο WHtR και εκτιμήθηκαν τα παιδιά που

βρίσκονταν σε αυξημένο καρδιομεταβολικό κίνδυνο σύμφωνα με την τιμή-

όριο WHtR≥0,5.1 Αποτελέσματα: Το 30,5% των παιδιών (31,8% αγόρια και

29,3% κορίτσια, p<0,05) του δείγματος είχε WHtR≥0,5. Ο δείκτης WHtR

είχε ισχυρή συσχέτιση με το ΔΜΣ των παιδιών (r=0,74, p<0,001). Επιπλέον,

το 62,9% των υπέρβαρων αγοριών και το 47,9% των υπέρβαρων κοριτσι-

ών είχε WHtR≥0,5, ενώ για τα παχύσαρκα παιδιά, το 94,2% των αγοριών

και το 91,7% των κοριτσιών είχε WHtR≥0,5. Επίσης, τα αγόρια εμφάνισαν

χαμηλότερα ποσοστά υπέρβαρου από ό,τι τα κορίτσια (24,1% vs 33,1%,

p<0,05), αλλά υψηλότερα ποσοστά παχύσαρκου (11,7% vs 12,8%, p<0,05).

Συμπεράσματα: Περίπου το 1/3 των παιδιών της χώρας έχει WHtR μεγα-

λύτερο από το διεθνώς προτεινόμενο κατώφλι, αλλά το κατά πόσο αυτή η

ομάδα παιδιών ανήκει στην ομάδα αυξημένου καρδιομεταβολικού κινδύνου,

χρήζει περαιτέρω διερεύνησης.

1 Ashwell M & Hsieh SD. Int J Food Sci Nutr 2005, 56:303–307

ΑΑ113

Εκτίμηση της κατανομής της περιμέτρου μέσης/ύψος στο σύνολοτων μαθητών της Γ΄ Δημοτικού της χώρας

Γ. Ψαρρά, Κ. Τάμπαλης, Δ. Παναγιωτάκος, Λ. ΣυντώσηςΤμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα

ΑΑ114

Βελτίωση της φλεγμονής σε διαβητικούς μη υπερτασικούς ασθενείςμετά από χορήγηση βαλσαρτάνης

Ε. Ζάχαρης,1 Μ. Μαρκέτου,1 Α. Καλογεράκης,1 Δ. Χατζηλιάδου,1 Χ. Γουδής,1 Ε. Σκαλίδης,1 Ι. Κάραλης,1

Ε. Γανωτάκης,2 Π. Βάρδας1

1Καρδιολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου, Ηράκλειο, 2Παθολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου, Ηράκλειο

Eισαγωγή-Σκοπός: Είναι γνωστός ο ρόλος του οξειδωτικού στρες και της

φλεγμονής στις καρδιαγγειακές επιπλοκές που παρουσιάζουν οι ασθενείς

με σακχαρώδη διαβήτη (ΣΔ). Μελετήσαμε την επίδραση της βαλσαρτά-

νης στο οξειδωτικό στρες, την ιντερλευκίνη 6 (IL-6) και τον TNF-α σε μη

υπερτασικούς ασθενείς με ΣΔ τύπου 2. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήσαμε 29

ασθενείς χωρίς υπέρταση (ηλικίας 56±12 ετών, 12 γυναίκες) με ΣΔ τύπου 2,

φυσιολογική νεφρική λειτουργία, χωρίς οργανική καρδιοπάθεια. 17 έλαβαν

θεραπεία με 160 mg/ημέρα βαλσαρτάνης για 6 μήνες και οι υπόλοιποι 12

συμπεριελήφθησαν στην ομάδα ελέγχου. Πριν και μετά τη θεραπεία με βαλ-

σαρτάνη ελήφθησαν δείγματα αίματος για τον προσδιορισμό των επιπέδων

των υπεροξειδίων των λιπιδίων, της IL-6 και του TNF-α. Αποτελέσματα: Δε

σημειώθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στη συστολική αρτηριακή πί-

εση πριν και μετά τη θεραπεία (128±12 mmHg έναντι 110±18 mmHg). Η θε-

ραπεία με βαλσαρτάνη οδήγησε σε μια σημαντική μείωση των υπεροξειδίων

των λιπιδίων, της IL-6 και του TNF-α στους ασθενείς με ΣΔ τύπου 2 (υπερο-

ξείδια των λιπιδίων: 377±100 μmol/L, TNF-α: 3,1±0,7 pg/mL, IL-6:2,9±1,15

pg/mL πριν τη θεραπεία συγκρινόμενα με 257±82 μmol/L, 2,0±0,9 pg/mL,

1,9±0,8 pg/mL μετά τη θεραπεία, p<0,05 για όλα). Συμπεράσματα: Η θε-

ραπεία με βαλσαρτάνη σε μη υπερτασικούς ασθενείς με ΣΔ τύπου 2 οδηγεί

σε σημαντική μείωση του οξειδωτικού στρες και των κυτοκινών.

Λιποβαρή Nορμοβαρή Yπέρβαρα Παχύσαρκα

1,57 7

98,593 93

54,3

45,7

10

0

20

30

40

50

60

70

80

90

100

% Π

αιδι

ών

WHtR≥0,5 WHtR<0,5

Ποσοστό παιδιών με WHtR ≥0,5 ανά κατηγορία

Page 88: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

88 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

Εισαγωγή-Σκοπός: Είναι γνωστό ότι η υπερλιπιδαιμία οδηγεί σε ενδοθη-

λιακή δυσλειτουργία και διαταραχές της μυοκαρδιακής αιμάτωσης ακόμη

και όταν δεν ανευρίσκεται οργανική καρδιακή νόσος. Εξετάσαμε τη σχέση

της δυσλιπιδαιμίας με τις διαταραχές της αδρενεργικής νεύρωσης του μυο-

καρδίου με σπινθηρογράφημα μυοκαρδίου με I-123-MIBG, ενώ παράλληλα

εκτιμήσαμε και την επίδραση της θεραπείας με στατίνες. Υλικό-Μέθοδος: Εξετάσαμε 45 υπερλιπιδαιμικούς ασθενείς (26 άνδρες, ηλικίας 59±10 ετών,

ολική χοληστερόλη >240 mg/dL, LDL-C>160 mg/dL), ενώ στη μελέτη μας συ-

μπεριελήφθησαν και 15 υγιείς εθελοντές στην ομάδα ελέγχου. Όλα τα άτομα

υπεβλήθησαν σε σπινθηρογράφημα μυοκαρδίου με I-123-MIBG. Ελήφθησαν

δισδιάστατες εικόνες 10 min και 4 ώρες, καθώς και τομογραφική απεικόνιση

4 ώρες μετά την ενδοφλέβια χορήγηση 5mCi Ι-123-MIBG. 25 υπερλιπιδαι-

μικοί ασθενείς έλαβαν 40 mg/ημέρα ροσουβαστατίνη για 6 μήνες, ενώ οι

υπόλοιποι 20 έλαβαν εικονικό φάρμακο. Σπινθηρογράφημα μυοκαρδίου με

I-123-MIBG επαναλήφθηκε 6 μήνες μετά. Αποτελέσματα: Η ολική χοληστε-

ρόλη και η LDL-C μειώθηκαν σημαντικά (από 310±138 και 179±87 mg/dL σε

186±75 και 95±39 mg/dL αντίστοιχα, p<0,05 για όλα). Ο λόγος Κ/Μ στα 10

min και στις 4 ώρες στους υπερλιπιδαιμικούς ήταν 1,79±0,21 και 1,73±0,27

αντίστοιχα, σημαντικά χαμηλότερα από τους υγιείς εθελοντές (2,25±0,9

και 2,19±αντίστοιχα, p<0,05 για όλα), ενώ βελτιώθηκε σημαντικά 6 μήνες

μετά τη θεραπεία με ροσουβαστατίνη (1,97±0,7 και 1,9±0,22 αντίστοιχα,

p<0,05). 29 υπερλιπιδαιμικοί ασθενείς (68%) παρουσίαζαν ελλείμματα πε-

ριοχικής αδρενεργικής νεύρωσης του μυοκαρδίου στο κατώτερο τοίχωμα,

17 (36%) παρουσίαζαν ελλείμματα και στο πρόσθιο τοίχωμα και 17 ασθενείς

(40%) στην κορυφή. Συμπεράσματα: Η μελέτη αυτή δείχνει διαταραχές

της αδρενεργικής νεύρωσης σε υπερλιπιδαιμικούς ασθενείς.

ΑΑ115

Επίδραση των στατινών στnν αδρενεργική νεύρωση του μυοκαρδίουσε υπερλιπιδαιμικούς

Ε. Ζάχαρης,1 Μ. Μαρκέτου,1 Α. Καλογεράκης,1 Δ. Χατζηλιάδου,1 Μ. Νταμπούδη,2 Σ. Κουκουράκη,2

Ι. Κάραλης,1 Ε. Γανωτάκης,3 Ν. Καρκαβίτσας,2 Π. Βάρδας1

1Καρδιολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου, Ηράκλειο, 2Τμήμα Πυρηνικής Ιατρικής, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου, Ηράκλειο, 3Παθολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου, Ηράκλειο

ΑΑ116

Επίδραση της βαλσαρτάνης στην αδρενεργική νεύρωσησε διαβητικούς μη υπερτασικούς

Ε. Ζάχαρης,1 Μ. Μαρκέτου,1 Α. Καλογεράκης,1 Δ. Χατζηλιάδου,1 Μ. Νταμπούδη,2 Σ. Κουκουράκη,2

Χ. Γουδής,1 Ε. Γανωτάκης,3 Ν. Καρκαβίτσας,2 Π. Βάρδας1

1Καρδιολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου, Ηράκλειο, 2Τμήμα Πυρηνικής Ιατρικής, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου, Ηράκλειο, 3Παθολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου, Ηράκλειο

Εισαγωγή-Σκοπός: Συχνά οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη (ΣΔ) τύπου

2 παρουσιάζουν διαταραχές στην αδρενεργική νεύρωση του μυοκαρδίου της

αριστερής κοιλίας. Εξετάσαμε την επίδραση της βαλσαρτάνης στις διαταραχές

της αδρενεργικής νεύρωσης του μυοκαρδίου ασθενών χωρίς αρτηριακή υπέρ-

ταση, με ΣΔ τύπου 2. Υλικό-Μέθοδος: Έλαβαν μέρος 29 ασθενείς (ηλικίας

56±12 ετών, 12 γυναίκες) με ΣΔ τύπου 2, χωρίς αρτηριακή υπέρταση, φυσι-

ολογική νεφρική λειτουργία και χωρίς οργανική καρδιοπάθεια. 17 ασθενείς

έλαβαν βαλσαρτάνη 160 mg/ημέρα για 6 μήνες, ενώ οι υπόλοιποι 12 συμπε-

ριελήφθησαν στην ομάδα ελέγχου. Πριν και μετά τη θεραπεία υπεβλήθησαν

σε σπινθηρογράφημα μυοκαρδίου με I-123-MIBG. Ελήφθησαν δισδιάστατες

εικόνες 10 min και 4 ώρες, καθώς και τομογραφική απεικόνιση 4 ώρες μετά

την ενδοφλέβια χορήγηση 5mCi Ι-123-MIBG. Αποτελέσματα: Αρχικά ο λόγος

Κ/Μ στα 10 min και στις 4 ώρες ήταν 1,60±0,7 και 1,48±0,5 αντίστοιχα, ενώ

βελτιώθηκε σημαντικά 6 μήνες μετά τη θεραπεία με περινδοπρίλη (1,87±0,6

και 1,8±0,4 αντίστοιχα, p<0,05 και για τα δύο). 13 ασθενείς (84%) από την

ομάδα της ενεργού θεραπείας παρουσίαζαν ελλείμματα περιοχικής αδρενερ-

γικής νεύρωσης του μυοκαρδίου. Και οι 13 ασθενείς παρουσίαζαν σημαντικά

ελλείμματα νεύρωσης στο κατώτερο και πλάγιο τοίχωμα, 12 ασθενείς παρου-

σίαζαν ελλείμματα και στο πρόσθιο τοίχωμα, ενώ 9 και στο διαφραγματικό.

Μετά τη θεραπεία τα ελλείμματα βελτιώθηκαν σημαντικά, κυρίως στο πρό-

σθιο και διαφραγματικό τοίχωμα. Δεν παρατηρήθησαν στατιστικά σημαντικές

διαφορές στην ομάδα ελέγχου. Συμπεράσματα: Η χορήγηση βαλσαρτάνης

σε ασθενείς με ΣΔ τύπου 2 χωρίς υπέρταση, οδηγεί σε βελτίωση των διαταρα-

χών της αδρενεργικής νεύρωσης του μυοκαρδίου.

Page 89: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 89

Εισαγωγή-Σκοπός: Τα ερευνητικά δεδομένα για τον ενδεχόμενο ρόλο του

καφέ στην ενεργειακή πρόσληψη είναι περιορισμένα. Σκοπός της παρούσας

κλινικής μελέτης είναι η αξιολόγηση της επίδρασης του καφέ στην ενεργει-

ακή πρόσληψη, σε υγιείς εθελοντές. Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη συμμε-

τείχαν 21 υγιείς άντρες, συστηματικοί καταναλωτές καφέ, μη παχύσαρκοι,

ηλικίας 27±6 ετών. Κάθε εθελοντής συμμετείχε με τυχαία σειρά σε δύο

δοκιμασίες. Κάθε δοκιμασία περιελάμβανε την κατανάλωση τυποποιημένου

πρωινού γεύματος μαζί με ένα από τα δύο πειραματικά ποτά: 200 mL καφέ

με 3 mg καφεΐνης/kg σωματικού βάρους ή 200 mL νερό. Τρεις ώρες μετά

την κατανάλωση του πρωινού γεύματος προσφέρθηκε στους εθελοντές ad

libitum μεσημεριανό γεύμα με ποικιλία τροφίμων, το οποίο καταγράφηκε

λεπτομερώς. Επίσης, καταγράφηκε η διατροφική πρόσληψη των εθελοντών

την υπόλοιπη ημέρα καθώς και την προηγούμενη ημέρα του πειράματος.

Τα διατροφικά δεδομένα από το ad libitum γεύμα, την υπόλοιπη και την

προηγούμενη ημέρα αναλύθηκαν ως προς τη σύστασή τους σε ενέργεια και

μακροθρεπτικά συστατικά. Αποτελέσματα: Η πρόσληψης ενέργειας στο

ad libitum γεύμα δεν διέφερε μεταξύ των 2 δοκιμασιών (ενέργεια δοκιμα-

σίας καφέ: 1,565±498 kcal, ενέργεια δοκιμασίας χωρίς καφέ: 1,584±504,

p=0,90). Τα αποτελέσματα δε διέφεραν ακόμα και όταν έγινε έλεγχος για

πιθανούς συγχυτικούς παράγοντες, όπως η ενεργειακή πρόσληψη την

προηγούμενη ημέρα και η ηλικία. Ομοίως, μη στατιστικά σημαντικές ήταν

οι διαφορές στην ενεργειακή πρόσληψη στο υπόλοιπο της ημέρας. Τέλος,

δε βρέθηκαν να διαφέρουν στατιστικά σημαντικά στα βασικά τους χαρα-

κτηριστικά οι εθελοντές που κατανάλωσαν περισσότερη ενέργεια μετά τη

δοκιμασία του καφέ σε σχέση με τη δοκιμασία του νερού, από τους εθε-

λοντές που κατανάλωσαν λιγότερη ενέργεια μετά τη δοκιμασία του καφέ.

Συμπεράσματα: Τα παραπάνω αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι η πρό-

σληψη καφέ δεν επηρεάζει την πρόσληψη ενέργειας στο επόμενο γεύμα σε

υγιείς άντρες εθελοντές. Απαιτείται περαιτέρω έρευνα για επιβεβαίωση των

αποτελεσμάτων και σε γυναίκες εθελόντριες, καθώς και διερεύνηση πιθανής

δοσοεξαρτώμενης επίδρασης της περιεχόμενης στον καφέ καφεΐνης στην

ενεργειακή πρόσληψη.

ΑΑ117

Η επίδραση της κατανάλωσης καφέ στη διατροφική πρόσληψη ενέργειαςΕ. Καρφοπούλου, Π. Καίσαρη, Ε. Καρδάτου, Α. Γαβριέλη, Μ. Γιαννακούλια

Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα

ΑΑ118

Αξιολόγηση παραγόντων που επηρεάζουν τη θεραπεία-«Επίλυση»του μεταβολικού συνδρόμου μετά από παρέμβαση αλλαγής

του τρόπου ζωήςΕ. Φάππα,1 Μ. Γιαννακούλια,1 Ε. Μιχαλάκη,1 Μ. Ιωαννίδου,1 Ι. Σκούμας,2 Χ. Πίτσαβος,2 Χ. Στεφανάδης2

1Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2Α΄ Καρδιολογική Κλινική Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Βασικό συστατικό της θεραπείας του Μεταβολικού

Συνδρόμου (ΜΣ) αποτελεί η παρέμβαση στον τρόπο ζωής, και συγκεκριμένα

στις διαιτητικές συνήθειες και τη φυσική δραστηριότητα. Σκοπός της μελέτης

ήταν να εντοπίσει παράγοντες που επηρεάζουν τη θεραπεία-«επίλυση» του

ΜΣ σε εθελοντές που συμμετείχαν σε πρόγραμμα παρέμβασης του τρόπου

ζωής. Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη συμμετείχαν 43 ασθενείς με ΜΣ (40%

άντρες, ηλικία 24–69 ετών) στους οποίους έγινε παρέμβαση σε συγκεκριμένες

συμπεριφορές διατροφής και φυσικής δραστηριότητας, με σκοπό να βελτι-

ώσουν τους παράγοντες του ΜΣ. Η παρέμβαση είχε διάρκεια 6 μηνών. Στους

συμμετέχοντες έγινε πλήρης διατροφική και βιοχημική αξιολόγηση στην αρχή

και στο τέλος της παρέμβασης. Για την παρούσα μελέτη, οι ασθενείς χωρί-

στηκαν σε δύο ομάδες: εθελοντές χωρίς ΜΣ (n=23) και εθελοντές που συνέ-

χισαν να έχουν ΜΣ μετά το τέλος της παρέμβασης (n=20). Αποτελέσματα:

Η διαχωριστική ανάλυση ανέδειξε την κατανάλωση γαλακτοκομικών πλήρη

σε λιπαρά (p=0,03), τα επίπεδα LDL-χοληστερόλης (p=0,04) και τα επίπεδα

τριγλυκεριδίων (p=0,05) ως παράγοντες που σχετίζονται στατιστικά σημα-

ντικά με το κατά πόσο ασθενείς με ΜΣ θεραπεύονται μετά από την 6μηνη

παρέμβαση. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ανάλυσης λογαριθμικής πα-

λινδρόμησης, μεγαλύτερες πιθανότητες θεραπείας-«επίλυσης» του ΜΣ είχαν

οι ασθενείς που κατανάλωναν λιγότερα πλήρη σε λιπαρά γαλακτοκομικά προϊ-

όντα (OR=1,095, 95% CI: 1,024–1,170), είχαν υψηλότερα αρχικά επίπεδα LDL

χοληστερόλης (OR=0,969, 95% CI: 0,941–0,997) και ήταν άνδρες (OR=0,119,

95% CI: 0,015–0,943). Συμπεράσματα: Φαίνεται ότι οι άντρες ή ασθενείς με

δυσμενέστερο λιπιδαιμικό προφίλ ή με πιο υγιεινές διατροφικές συνήθειες

έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να μην πληρούν τα κριτήρια για το ΜΣ μετά

από 6μηνη παρέμβαση αλλαγής τρόπου ζωής.

Page 90: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

90 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

Εισαγωγή-Σκοπός: Οι διεθνείς οργανισμοί προτείνουν πρωτίστως αλλαγές

στον τρόπο ζωής (δίαιτα και σωματική δραστηριότητα) για τη βελτίωση των

παραγόντων του μεταβολικού συνδρόμου (ΜΣ). Σκοπός της παρούσας μελέ-

της ήταν να αξιολογήσει την επίδραση ενός δομημένου προγράμματος, που

περιλαμβάνει τέτοιες αλλαγές, σε ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά, λιπιδαι-

μικό και γλυκαιμικό προφίλ, καθώς και αρτηριακή πίεση. Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη συμμετείχαν 31 ασθενείς με ΜΣ (42% άντρες, ηλικία 49,1±12,3

ετών), οι οποίοι, κατά την έναρξη της μελέτης, έλαβαν υποθερμιδικό διαι-

τολόγιο και προφορικές οδηγίες σχετικά με τη βελτίωση των διατροφικών

συνηθειών και της σωματικής δραστηριότητας. Στη συνέχεια, χωρίστηκαν

σε δύο ομάδες: (α) στην ομάδα παρέμβασης (n=17), όπου συμμετείχαν σε

7 δομημένες συνεδρίες τροποποίησης του τρόπου ζωής για 6 μήνες, και (β)

στην ομάδα ελέγχου (n=14), στην οποία δεν υπήρξε περαιτέρω παρέμβαση.

Στους συμμετέχοντες έγινε αξιολόγηση των παραγόντων του ΜΣ στην αρ-

χή και μετά από 6 μήνες. Αποτελέσματα: Στο τέλος της 6μηνης περιόδου,

βρέθηκε ότι οι ασθενείς στην ομάδα παρέμβασης, σε σχέση με την ομάδα

ελέγχου, βελτίωσαν στατιστικά σημαντικά το Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ)

(μείωση 1,4 kg/m2 έναντι 0,1 kg/m2 αντίστοιχα, p=0,029). Επιπροσθέτως, η

ομάδα παρέμβασης μείωσε τα επίπεδα συστολικής και διαστολικής πίεσης,

σε αντίθεση με την ομάδα ελέγχου που τα αύξησε (Συστολική Πίεση: μείωση

10,4 mmHg και αύξηση 8,3 mmHg αντίστοιχα για τις δύο ομάδες, p=0,008,

Διαστολική Πίεση: μείωση 10,0 mmHg και αύξηση 3,4 mm Hg αντίστοιχα για

τις δύο ομάδες, p=0,005). Κανένας άλλος παράγοντας του ΜΣ δε βρέθηκε

να διαφέρει μεταξύ των ομάδων. Συμπεράσματα: Τα αποτελέσματα υπο-

δεικνύουν ότι 6μηνη παρέμβαση στον τρόπο ζωής μπορεί να επιφέρει αλ-

λαγές σε ορισμένους, αλλά όχι σε όλους τους παράγοντες του ΜΣ. Απαιτείται

μεγαλύτερη περίοδος παρακολούθησης για την αξιολόγηση της διατήρησης

των αλλαγών αυτών.

ΑΑ119

Αλλαγές σε παράγοντες του μεταβολικού συνδρόμουμετά από 6μηνη παρέμβαση αλλαγής τρόπου ζωής

Ε. Φάππα,1 Μ. Γιαννακούλια,1 Ν. Τιλελή,1 Μ. Ιωαννίδου,1 Ι. Σκούμας,2 Χ. Πίτσαβος,2 Χ. Στεφανάδης2

1Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2Α΄ Καρδιολογική Κλινική Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα

ΑΑ120

Επίδραση διατροφικής παρέμβασης με κατανάλωση εμπλουτισμένουγάλακτος στη δραστικότητα των ενζύμων λυσο-PAF

ακετυλοτρανσφεράση και PAF-ακετυλοϋδρολάση σε λευκοκύτταρακαι ορό υπερχοληστερολαιμικών ασθενών

Α. Ντζουβάνη, Μ. Πετρογιάννη, Β. Δέδε, Γ. Μανιός, Τ. ΝομικόςΤμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Η υπερχοληστερολαιμία συσχετίζεται με τη συστημα-

τική φλεγμονή, χαρακτηριζόμενη από υψηλά επίπεδα προφλεγμονωδών

μεσολαβητών. Ο PAF αποτελεί ισχυρότατο λιποειδικό μεσολαβητή θρόμ-

βωσης και φλεγμονής. Συντίθεται από τη λυσο-PAF ακετυλοτρανσφεράση

(AT) μέσω της οδού ανασχηματισμού, ενώ υδρολύεται από την PAF-ακε-

τυλοϋδρολάση (PAF-AH). Ποικίλοι διατροφικοί παράγοντες έχει βρεθεί ότι

τροποποιούν το μεταβολισμό του PAF in vitro, αλλά αυτό δεν έχει φανεί

με μακροχρόνιες διατροφικές παρεμβάσεις. Σκοπός της μελέτης ήταν η

αξιολόγηση της επίδρασης γάλακτος εμπλουτισμένου σε φυτοστερόλες,

λινελαϊκό και λινολενικό οξύ, αντιοξειδωτικές βιταμίνες, μαγνήσιο και σε-

λήνιο στη δραστικότητα των ενζύμων ΑΤ και Lp-PLA2 (PAF-AH πλάσματος).

Υλικό-Μέθοδος: Δείγμα 95 υπερχοληστερολαιμικών ασθενών (40–60

ετών) χωρίστηκε σε τρεις ομάδες: Ομάδα ελέγχου (CG), ομάδα γάλακτος-

placebo χαμηλού σε λιπαρά (PG) και ομάδα εμπλουτισμένου γάλακτος χα-

μηλού σε λιπαρά (PhG). Οι εθελοντές των ομάδων PG και PhG παρακολού-

θησαν 7 συμβουλευτικές συνεδρίες κατά τη διάρκεια της παρέμβασης. Η

δραστικότητα της AT των λευκοκυττάρων και της LpPLA2 ορού μετρήθηκαν,

πριν την παρέμβαση και 1 και 3 μήνες μετά την παρέμβαση με μεθόδους

της βιβλιογραφίας. Αποτελέσματα: Η πολλαπλή γραμμική παλινδρόμηση

έδειξε ότι οι άνδρες χαρακτηρίζονται από υψηλότερη δραστικότητα της

Lp-PLA2 (Beta=0,336, p=0,008), αλλά χαμηλότερη δραστικότητα της AT

(Beta=–0,294, p=0,019) συγκριτικά με τις γυναίκες. Οι άνδρες της ομάδας

PhG είχαν υψηλότερη δραστικότητα AT συγκριτικά με εκείνους της ομάδας

CG, στον 3ο μήνα (Μ±SE: 5,7±1,3 έναντι 1,9±0,3 nmol/min/mg, p=0,033).

Οι άνδρες της ομάδας CG είχαν χαμηλότερη δραστικότητα AT τον 3ο μήνα

συγκριτικά με την αρχή της μελέτης (M±SE: 1,9±0,3 έναντι 3,1± 0,4 nmol

PAF/min/mg, p=0,039). Συμπεράσματα: Τόσο η αυξημένη κατανάλωση

γάλακτος χαμηλού σε λιπαρά όσο και η κατανάλωση του εμπλουτισμένου

γάλακτος δε διαφοροποιούν τη δραστικότητα της Lp-PLA2. Αντιθέτως, ο

συνδυασμός διατροφικών συμβουλών και κατανάλωσης εμπλουτισμένου

γάλακτος μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της λευκοκυτταρικής AT στους

άνδρες, γεγονός που καταδεικνύει τη σημασία αυτού του ενζύμου στην

τροποποίηση των επιπέδων PAF λόγω διαφορετικών διατροφικών συνη-

θειών.

Page 91: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 91

Εισαγωγή-Σκοπός: Το γλυκαιμικό προφίλ των ασθενών με ΟΣΣ αποτελεί

σημαντικό παράγοντα έκβασής τους. Σκοπός της μελέτης αυτής είναι ο κα-

θορισμός του επιπολασμού των διαφόρων κατηγοριών διαταραχής μεταβο-

λισμού γλυκόζης σε ασθενείς με ΟΣΣ, καθώς και η συσχέτιση των κατηγορι-

ών αυτών με την εμφάνιση μακροπρόθεσμων επιπλοκών. Υλικό-Μέθοδος: 506 ασθενείς, ηλικίας 65,42±12,13 έτη, με ΟΣΣ οι οποίοι νοσηλεύθηκαν στη

μονάδα εμφραγμάτων εντάχθηκαν στη μελέτη. Ακολούθησε παρακολούθη-

ση και καταγραφή των τελικών σημείων τα οποία ήταν: θάνατος (καρδιο-

αγγειακής αιτιολογίας), έμφραγμα του μυοκαρδίου, καρδιακή ανεπάρκεια

(κλινικο-εργαστηριακά τεκμηριούμενη) και αρρυθμίες τις πρώτες 30 ημέρες

και στους 12 μήνες μετά το ΟΣΣ. Όλοι οι μη διαβητικοί ασθενείς υποβλήθη-

καν σε OGTT μετά την έξοδό τους από το νοσοκομείο και έγινε η κατηγο-

ριοποίηση των IGTs. Αποτελέσματα: Από τους 506 ασθενείς, 149 (29,4%)

ήταν γνωστοί διαβητικοί (Ομάδα Α), 54 (10,6%) νέοι διαβητικοί (Ομάδα Β),

105 (20,7%) με διαταραχή ανοχής γλυκόζης-IGT (Ομάδα Γ) και 308 (39,3%)

με φυσιολογική ανοχή γλυκόζης (Ομάδα Δ). Όσον αφορά στην έκβαση των

ασθενών κατά τους πρώτους 12 μήνες μετά το ΟΣΣ, η ομάδα Α είχε χειρότερη

έκβαση (HR=2,65, CI:1,232–5,916 p=0,002) και ακολουθούσαν οι ομάδες Β

(HR=1,81, CI:1,219–3,925 p=0,021) και Γ (HR=1,22, CI:1,115–2,674 p=0,04)

με ομάδα αναφοράς την ομάδα Δ και μετά από προσαρμογή ως προς την

ηλικία, το φύλο, την HDL, τα τριγλυκερίδια, την LDL, την υπέρταση, την περί-

μετρο μέσης και το ιστορικό στεφανιαίας νόσου. Συμπεράσματα: Ο διατα-

ραγμένος μεταβολισμός της γλυκόζης είναι συνήθης ανάμεσα σε ασθενείς με

ΟΣΣ. Το είδος της διαταραχής αποτελεί σημαντικό προγνωστικό παράγοντα

για τη μακροπρόθεσμη έκβαση και η έγκαιρη διάγνωσή της είναι δυνατόν να

προσδιορίσει τον αυξημένο κίνδυνο των ασθενών αυτών.

ΑΑ121

Επίδραση των διαταραχών μεταβολισμού γλυκόζηςστη μακροπρόθεσμη έκβαση των ασθενών

μετά από οξύ στεφανιαίο σύνδρομοΑ. Χαραμής, Α. Κουτσοβασίλης, Κ. Τζιρογιάννης, Ι. Χρυσομάλλης, Γ. Κωνσταντίνου,

Γ. Τσουρούς, Α. Νικολάου, Α. ΜελιδώνηςΔιαβητολογικό Κέντρο, Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά «Τζάνειο», Πειραιάς

ΑΑ122

Επίδραση των διαφόρων κατηγοριών σακχάρου κατά τη νοσηλείαμε την ενός έτους έκβαση των ασθενών

μετά από οξύ στεφανιαίο σύμβαμαΑ. Κουτσοβασίλης, Α. Χαραμής, Α. Αγγελίδη, Χ. Παπούλης, Ι. Πρωτοψάλτης,

Α. Καμαράτος, Σ. Ηρακλειανού, Α. ΜελιδώνηςΔιαβητολογικό Κέντρο, Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά «Τζάνειο», Πειραιάς

Εισαγωγή-Σκοπός: Η υπεργλυκαιμία κατά την εισαγωγή στο πλαίσιο των

Οξέων Στεφανιαίων Συνδρόμων (ΟΣΣ) αποτελεί κοινή παρατήρηση και τα

υπάρχοντα στοιχεία συνηγορούν υπέρ της θετικής συσχέτισης μεταξύ αυτής

και των επιπλοκών μετά από ΟΣΣ. Αξιολογήσαμε τον καθορισμό των τιμών

του σακχάρου (εισαγωγής, νηστείας, μεταγευματικά και μέσα σάκχαρα

νοσηλείας) οι οποίες παρουσιάζουν την ισχυρότερη συσχέτιση με την ενός

έτους έκβαση των ασθενών αυτών. Υλικό-Μέθοδος: 506 ασθενείς, ηλικίας

65,42±12,13 έτη, με ΟΣΣ οι οποίοι νοσηλεύθηκαν στην μονάδα εμφραγμά-

των εντάχθηκαν στη μελέτη. Ακολούθησε παρακολούθηση ενός έτους και

καταγραφή των τελικών σημείων τα οποία ήταν: θάνατος (καρδιοαγγειακής

αιτιολογίας), έμφραγμα του μυοκαρδίου, καρδιακή ανεπάρκεια (κλινικό-ερ-

γαστηριακά τεκμηριωμένη) και αρρυθμίες. Όλοι οι μη διαβητικοί ασθενείς

υποβλήθηκαν σε δοκιμασία ανοχής γλυκόζης (OGTT) μετά την έξοδό τους

από το νοσοκομείο και έγινε η κατηγοριοποίηση των IGTs. Στη στατιστική

ανάλυση χρησιμοποιήθηκαν οι καμπύλες ROC και η περιοχή κάτω από την

καμπύλη (AUC) για κάθε επιμέρους μέτρηση του σακχάρου. Αποτελέσματα: Από τους 506 ασθενείς, 149 (29,4%) ήταν γνωστοί διαβητικοί (Ομάδα Α), 54

(10,6%) νέοι διαβητικοί (Ομάδα Β), 105 (20,7%) με διαταραχή ανοχής γλυκό-

ζης-IGT (Ομάδα Γ) και 308 (39,3%) με φυσιολογική ανοχή γλυκόζης (Ομάδα

Δ). Η AUC για το σάκχαρο εισαγωγής σε σχέση με τα τελικά σημεία του έτους

ήταν 0,712 (95% CI:0,433–0,764, p<0,001) και ακολουθούσαν οι μέσες τι-

μές σακχάρου (AUC=0,675, 95% CI:0,421–0,722, p=0,012) για τις πρώτες

48 ώρες, το σάκχαρο νηστείας (AUC=0,522, 95% CI:0,402–0,595) και το

μεταγευματικό (AUC=0,487, 95%CI=0,385–0,589). Σημαντική η συσχέτιση

του σακχάρου νηστείας με τις επιπλοκές μόνο κατά τους πρώτους 3 μήνες

(AUC=0,708, 95% CI:0,443–0,769, p=0,006). Καμία συσχέτιση με την HbA1c.

Συμπεράσματα: Το σάκχαρο εισαγωγής στα ΟΣΣ παρουσιάζει τη σημαντι-

κότερη συσχέτιση με τα τελικά σημεία παρακολούθησης ένα έτος μετά το

οξύ σύμβαμα, ενώ στα τελικά σημεία του τριμήνου σημαντικός ο ρόλος των

μέσων σακχάρων νηστείας νοσηλείας.

Page 92: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

92 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

ΑΑ123

Μελέτη των παραμέτρων που επηρεάζουν τα επίπεδα του PAFκαι τη δραστικότητα των κυριοτέρων ενζύμων του

σε φαινομενικά υγιείς εθελοντέςΠ. Ντετοπούλου,1 Τ. Νομικός,1 Ε. Φραγκοπούλου,1 Γ. Σταματάκης,2 Σ. Αντωνοπούλου1

1Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2Τμήμα Χημείας, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα

ΑΑ124

Η προγνωστική ικανότητα των διαφορετικών ορισμών του μεταβολικού συνδρόμου στην ταυτοποίηση ατόμων με οξύ στεφανιαίο σύνδρομο

Α. Κουτσοβασίλης, Α. Χαραμής, Α. Αγγελίδη, Γ. Τσουρούς, Α. Νικολάου, Ι. Πρωτοψάλτης,Σ. Ηρακλειανού, Α. Μελιδώνης

Διαβητολογικό Κέντρο, Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά «Τζάνειο», Πειραιάς

Εισαγωγή-Σκοπός: Ο PAF είναι ένας ισχυρός φλεγμονώδης μεσολαβητής,

που εμπλέκεται στην αθηροσκλήρωση. Συντίθεται εξ υπαρχής (de novo)

ή μέσω ανασχηματισμού (remodeling) από μεμβρανικά φωσφολιποειδή.

Κεντρικό ένζυμο στη remodeling πορεία, που ενεργοποιείται σε καταστά-

σεις φλεγμονής είναι η λυσο-PAF: ακετυλο-CoA ακετυλοτρανσφεράση (λυ-

σο-PAF-AT), ενώ στη de novo πορεία είναι η DTT ανεξάρτητη CDP-χολίνη:

αλκυλοακετυλογλυκερόλη φωσφοχολινοτρανσφεράση (PAF-CPT). Ο PAF

αποικοδομείται από την Lp-PLA2 (ισομορφή πλάσματος) ή τη PAF-AH (εν-

δοκυτταρική ισομορφή). Σκοπός της εργασίας ήταν η διερεύνηση των παρα-

γόντων που καθορίζουν τον PAF και τα ένζυμά του σε φαινομενικά υγιή πλη-

θυσμό. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήθηκαν 106 φαινομενικά υγιείς εθελοντές

(n=48 άνδρες), 44±13 ετών με ΔΜΣ 27±5 kg/m2. H δραστικότητα των λυσο-

PAF-AT και PAF-CPT σε παρασκεύασμα λευκοκυττάρων μετρήθηκε μετά από

επώαση με τα κατάλληλα υποστρώματα και προσδιορισμό του παραγόμενου

PAF με βιολογική δοκιμασία συσσώρευσης πλυμένων αιμοπεταλίων κουνελι-

ού. Τα επίπεδα του PAF μετά από απομόνωση και διαχωρισμό προσδιορίστη-

καν με την ανωτέρω βιολογική δοκιμασία. Τα ισοένζυμα αποικοδόμησης του

PAF στον ορό (Lp-PLA2) και σε λευκοκύτταρα (PAF-AH) προσδιορίστηκαν

με τη χρησιμοποίηση ραδιενεργού υποστρώματος. Η αποτίμηση των δια-

τροφικών συνηθειών και του άγχους πραγματοποιήθηκε με κατάλληλα ερω-

τηματολόγια. Aποτελέσματα: Τα επίπεδα PAF ήταν 0,49± 0,85 pmol/mL.

Οι δραστικότητες των ενζύμων λυσο-PAF-AT, PAF-CPT, Lp-PLA2 και PAF-AH

ήταν 8187±5441 pmol/min/mg, 128±83 pmol/min/mg, 22,09±5,37 nmol/

min/mL και 334,8±118,6 pmol/min/mg, αντίστοιχα. Οι άνδρες εμφάνισαν

υψηλότερη δραστικότητα λυσο-PAF-AT, Lp-PLA2 και PAF-AH, ενώ οι γυναί-

κες υψηλότερα επίπεδα PAF. Επιπλέον, εφαρμόστηκαν μοντέλα πολλαπλής

γραμμικής παλινδρόμησης όπου φάνηκε η επίδραση διατροφικών παραγό-

ντων και του άγχους (θετική) στα επίπεδα PAF. Παρατηρήθηκε θετική συ-

σχέτιση της λυσο-PAF-AT με τη PAF-CPT (r=0,293, p=0,003) καθώς και της

PAF-CPT με τον PAF (r=0,221, p=0,030) και την PAF-AH (r=0,212, p=0,034)

ανεξάρτητα από το φύλο και την ηλικία. Συμπεράσματα: Οι δραστικότη-

τες των βιοσυνθετικών ενζύμων του PAF συσχετίζονται, γεγονός που υπο-

δηλώνει ότι οι πορείες βιοσύνθεσής του μπορεί να έχουν κοινά ερεθίσματα.

Περιβαλλοντικοί παράγοντες φαίνεται να επηρεάζουν τα επίπεδα PAF.

Εισαγωγή-Σκοπός: Το μεταβολικό σύνδρομο έχει συχετισθεί με αυξημένο

κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών συμβαμάτων. Η κοιλιακή παχυσαρκία

όχι μόνο έχει συσχετισθεί παθογενετικά με το μεταβολικό σύνδρομο, αλλά

επίσης έχει αναγνωρισθεί ως ανεξάρτητος προγνωστικός παράγων εμφάνι-

σης καρδιαγγειακής νόσου. Όμως, αν και ο κατά IDF ορισμός του ΜΣ δίνει

έμφαση στην περίμετρο της μέσης, η προγνωστική ικανότητα του αναφο-

ρικά με την πρόγνωση καρδιαγγειακής νόσου, δεν αποδείχθηκε υπέρτερη

εκείνης των άλλων ορισμών. Σκοπός της μελέτης η διερεύνηση της διακρι-

τικής ικανότητας μεταξύ των IDF, NCEP και NHLBI ορισμών του μεταβολικού

συνδρόμου, στην πρόβλεψη αμιγώς οξέων στεφανιαίων συμβαμάτων μη συ-

μπεριλαμβάνοντας εν γένει άλλα τελικά σημεία (σύνθετα) καρδιαγγειακής

νόσου. Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη συμμετείχαν 211 ασθενείς με οξύ στε-

φανιαίο σύνδρομο (ΟΣΣ), ενώ 210 άτομα αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου. Ο

συσχετισμός των ορισμών του μεταβολικού συνδρόμου με ΟΣΣ εκτιμήθηκε

με 9 μοντέλα πολλαπλής λογαριθμιστικής εξάρτησης, εκ των οποίων 6 ήταν

προσαρμοσμένα για διάφορους συγχυτικούς παράγοντες, όπως διαβήτης,

υπέρταση, λιπιδαιμικές παράμετροι, φύλο και ηλικία. Η διαχωριστική ικανό-

τητα των μοντέλων (ευαισθησία και ειδικότητα) εκτιμήθηκε με το εμβαδόν

επιφανείας κάτω από την καμπύλη ROC. Αποτελέσματα: Στην πολυπαρα-

γοντική ανάλυση μόνον ο ορισμός κατά IDF συσχετίσθηκε σημαντικά με το

ΟΣΣ. (Λόγος αναλογιών-OR: 2,23, 95% CI: 1,30–3,82, p=0,003). To εμβαδόν

επιφανείας (AUC) κάτω από την καμπύλη ROC, ήταν (0,72, p=0,001), (0,70,

p=0,001), (0,69, p=0,001) για τα μοντέλα IDF, NHLBI-AHA, NCEP αντίστοι-

χα. Η περίμετρος μέσης (waist) παρέμεινε ως ανεξάρτητος προγνωστικός

παράγων ΟΣΣ, (OR: 1,045, CI:1,014–1,078, p=0,005) κατόπιν περαιτέρω

προσαρμογής των ανωτέρω μοντέλων ως προς την κοιλιακή παχυσαρκία.

Συμπεράσματα: Ο ορισμός του μεταβολικού συνδρόμου κατά IDF δεν αυ-

ξάνει μόνον τον επιπολασμό του μεταβολικού συνδρόμου, αλλά ταυτοποιεί

επίσης σε σημαντικό ποσοστό ασθενείς με μελλοντική ανάπτυξη οξέος στε-

φανιαίου συνδρόμου.

Page 93: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 93

ΑΑ125

Impact of a saharan dust episode on cardivascularsyndromes at Crete island

P.T. Nastos,1 K.N. Giaouzaki,2 E. Zacharis,3 A. Dermitzakis,4 N.A. Kampanis1

1Foundation for Research & Technology-Hellas Institute of Applied & Computational Mathematics, Heraklion, 2Department of Cardiology, School of Medicine, University of Crete, Heraklion, 3Department of Cardiology, University Hospital of Crete, Heraklion,

4Department Of Cardiology, Venizeleion General Hospital of Heraklion, Heraklion

Aim: Changes in the frequencies of extreme heat and cold and the profile

of local or trans-boundary air pollution and aeroallergens would directly

affect human health. Many studies have shown that short-term increase

in mean daily levels of particulate matter (PM) may also precipitate

acute cardiac decompensation leading to hospitalization, especially in

patients with ischemic heart disease. The objective of this study is to

examine the relationship of the environmental variability (weather and

particulate air pollution conditions) with cardiovascular and respiratory

syndromes, in Heraklion, Crete, during a Saharan dust episode on March,

22-23-2008. Methods: Daily counts of admissions for cardiovascular and

respiratory syndromes were obtained from the two main hospitals in

Heraklion. The corresponding daily meteorological parameters, such as

maximum and minimum air temperature, relative humidity, wind speed,

cloudiness and atmospheric pressure, from the meteorological station of

Heraklion (Hellenic National Meteorological Service), were manipulated

in multivariate analyses. Besides, the bioclimatic conditions expressed by

the Physiologically Equivalent Temperature (PET), based on the energy

balance models of the human body, are analyzed. Dust concentrations

were derived from the SKIRON forecast model of the University of Athens.

Results: The findings showed that the cardiovascular admissions did not

appear any significant change, while respiratory admissions were 5-fold

than the mean daily admissions on the same day of the emergence of the

Saharan dust episode (key day). Conclusions: The case study of a Saharan

dust event transported over Crete, gave evidence that, adverse effects on

cardiovascular admissions in Heraklion city did not appear. This is likely due

to improvement of the bioclimatic conditions coming along with the south-

eastern wind blow, meaning that weather variability is more important

factor than short term exposure to PMs. On the contrary, short term effects

of the PMs, contained in the Saharan dust, on the respiratory admissions

appear.

ΑΑ126

Σύγκριση δημογραφικών χαρακτηριστικών ασθενών με οξύ στεφανιαίο σύνδρομο και γνωστή ή μη στεφανιαία νόσο

Α. Μπουφίδου,1 Κ. Καδόγλου,2 Π. Χαραλαμπίδης,1 Β. Καμπερίδης,1 Ζ. Παππά,1 Γ. Παπασωζόμενος,1

Λ. Μάντζιαρη,1 Μ. Καραμούζης,2 Ι.Χ. Στυλιάδης1

1Α΄Kαρδιολογική Κλινική, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης ΑΧΕΠΑ, Θεσσαλονίκη, 2Bιοχημικό Εργαστήριο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης

ΑΧΕΠΑ, Θεσσαλονίκη

Εισαγωγή-Σκοπός: Η καταγραφή, σύγκριση, δημογραφικών χαρακτη-

ριστικών, λιπιδαιμικού προφίλ μεταξύ ασθενών με πρωτοδιαγνωσθείσα

ή γνωστή ΣΝ που νοσηλεύτηκαν για οξύ στεφανιαίο σύνδρομο (ΟΣΣ) και

μελετήθηκε η ευαισθητοποίηση των ασθενών με γνωστή ΣΝ ως προς την

αλλαγή τρόπου ζωής. Υλικό-Μέθοδος: Καταγράφηκε πλήρες ιστορικό σε

95 διαδοχικούς ασθενείς που προσήλθαν με ΟΣΣ σε ημέρα γενικής εφημε-

ρίας. Προσδιορίστηκαν μετά 12ωρη νηστεία την επομένη της εισαγωγής,

οι λιποπρωτεΐνες και απολιποπρωτεΐνες ορού. Οι ασθενείς χωρίστηκαν σε

δύο ομάδες: με πρωτοδιαγνωσθείσα ΣΝ (ΠΣΝ) και ήδη γνωστή ΣΝ (ΓΣΝ).

Συγκρίθηκαν μεταξύ τους οι δύο ομάδες ως προς τα ποιοτικά χαρακτηρι-

στικά με χ2 test, και τα επίπεδα λιποπρωτεϊνών και απολιποπρωτεϊνών του

ορoύ με Mann-Whitney test. Αποτελέσματα: Οι δύο ομάδες δε διέφεραν

σημαντικά όσον αφορά σε ηλικία, φύλο, ιστορικό υπέρτασης, ΣΔ. Ορισμένα

δημογραφικά φαίνονται στον πίνακα. Οι τιμές χοληστερόλης, Apo-B ήταν

σημαντικά υψηλότερες στους ασθενείς με ΠΣΝ (174±42 vs 149±33 και

0,84±0,25 vs 0,70±0,24, p<0,001 αντίστοιχα). Επίσης, οι τιμές Lp(α) ήταν

σημαντικά υψηλότερες στην ομάδα ΠΣΝ 26,9 (2–156) vs ΓΣΝ 26,3 (3–257)

(p=0,01). Δεν διέφεραν σημαντικά οι δύο ομάδες ως προς τα επίπεδα HDL,

Apo-A1 και τριγλυκεριδίων.

Παράμετροι ΠΣΝN=45

ΓΣΝN=50

P

LDL-C (mg/dL) 104±37 76±35 <0,001

BMI (kg/m2) 29,62±4,1 28,75±4 NS

Kάπνισμα 17 (38%) 12 (24%) NS

Φ υσική δραστηρι-

ότητα καθιστική

26 (57,7%) 27 (54%) NS

Φ υσική δραστηρι-

ότητα μέτρια

7 (15,5%) 10 (20%) NS

Λήψη στατίνης 20 (44,4%) 34 (68%) 0,02

Ηλικία 64,5± 10,6 65,9±11,1 NS

Page 94: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

94 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

Εισαγωγή-Σκοπός: Το μεταβολικό σύνδρομο (ΜΣ) είναι ένα χρόνιο και

πολυσύνθετο πρόβλημα υγείας που μπορεί να προκαλέσει σωματικά, συ-

ναισθηματικά και ψυχοκοινωνικά προβλήματα. Σκοπός της παρούσας με-

λέτης είναι η διερεύνηση της συσχέτισης ανάμεσα στο ΜΣ και τη σχετιζό-

μενη με την υγεία ποιότητα ζωής των ασθενών αυτών, καθώς και ο ρόλος

των καταθλιπτικών και αγχωδών διαταραχών. Υλικό-Μέθοδος: ασθενείς

που προσήλθαν στα εξωτερικά ιατρεία Λιπιδίων του ΠΓΝΙ από το 2007 έως

το 2009 για την αξιολόγηση και αντιμετώπιση του ΜΣ επιλέχτηκαν για να

συμπεριληφθούν στη μελέτη. Το ΜΣ ορίστηκε σύμφωνα με τον ορισμό

του IDF. Για την εκτίμηση της σχετιζόμενης με την υγεία ποιότητας ζωής,

χρησιμοποιήθηκε το ερωτηματολόγιο (SF-36). Το άγχος και τα συμπτώ-

ματα κατάθλιψης αξιολογήθηκαν από την επικυρωμένη ελληνική έκδοση

της κλίμακας του άγχους και της κατάθλιψης (HADS). Αποτελέσματα: Τριακόσιοι πενήντα εννέα άτομα συμμετείχαν, εκ των οποίων 206 (57,4%)

πληρούσαν τα διαγνωστικά κριτήρια για το ΜΣ και 153 (42,6%), αποτέ-

λεσαν την ομάδα ελέγχου. Το ΜΣ συσχετίστηκε με χαμηλότερο σκορ σε

όλες τις κλίμακες του SF-36 εξαιρουμένης αυτής του σωματικού πόνου.

Η συνοπτική κλίμακα αξιολόγησης της φυσικής κατάστασης του SF-36,

συσχετίζεται σημαντικά με το φύλο (β=2,41, p=0,01), την οικογενειακή

κατάσταση (β=5,18, p=0,001) και το οικογενειακό εισόδημα (β=5,77,

p<0,0001). Η συνοπτική κλίμακα της αξιολόγησης της ψυχικής κατάστα-

σης του SF-36, συσχετίστηκε σημαντικά με το φύλο (β=3,20, p=0,003)

και το ικανοποιητικό οικογενειακό εισόδημα (β=3,94, p=0,02). Στους

ασθενείς με ΜΣ παρατηρήθηκε επικράτηση του άγχους και των συμπτω-

μάτων κατάθλιψης. Συμπεράσματα: Η μελέτη μας έδειξε ότι τα άτομα

με ΜΣ έχουν σημαντικά χειρότερη ποιότητα ζωής από εκείνους που δεν

έχουν ΜΣ και το εύρημα αυτό θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τη

θεραπευτική διαδικασία.

ΑΑ127

Διερεύνηση της ποιότητας ζωής σε ασθενείς με μεταβολικό σύνδρομοΔ. Τζιάλλας,1 Κ. Kαστανιώτη,2 Μ. Κωσταπάνος,1 Κ. Σάββας,3 Κ. Λαγός,1 Β. Τζιάλλας,4 Χ. Μπέλλου,1

Π. Σκαπινάκης,5 Μ. Ελισάφ,5 Β. Μαυρέας5

1Β΄ Παθολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Α΄ ΤΕΙ Καλαμάτας, Καλαμάτα, 3Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 4Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Γ. Γεννηματάς», Αθήνα, 5Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

ΑΑ128

O παράγοντας ενεργοποίησης αιμοπεταλίων επηρεάζειμε χρονοεξαρτώμενο τρόπο τη δράση της ινσουλίνης

σε αιμοπετάλια κουνελιούΑ. Μικελλίδη,1 Γ. Σταματάκης,2 Ε. Φραγκοπούλου,1 Σ. Αντωνοπούλου,1 Κ. Δημόπουλος,2 Τ. Νομικός1

1Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2Τμήμα Χημείας, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Η ενεργοποίηση των μηχανισμών θρόμβωσης κάτω

από συνθήκες έντονου μεταγευματικού υπεργλυκαιμικού και υπερλιπιδαι-

μικού φορτίου αποτελούν προδιαθεσικό παράγοντα της αθηροσκλήρωσης.

Η ινσουλίνη αναστέλλει την ενεργοποίηση αιμοπεταλίων, η δε αναστολή

της αντιαιμοπεταλιακής της δράσης από μεσολαβητές που εκκρίνονται

μετά από ένα γεύμα πιθανόν να αποτελεί μηχανισμό για την παρατη-

ρούμενη μεταγευματική ενεργοποίηση αιμοπεταλίων. Ο Παράγοντας

Ενεργοποίησης Αιμοπεταλίων (PAF) αποτελεί έναν πιθανό αναστολέα

της δράσης της ινσουλίνης, αφού εκκρίνεται σε καταστάσεις οξειδωτικού

στρες και η μεταγωγή σήματός του στα αιμοπετάλια αντιτίθεται σε εκείνη

της ινσουλίνης. Υλικό-Μέθοδος: Αρχικά, πλυμένα αιμοπετάλια κουνελι-

ού (2,5×107 κυτ./mL) προεπωάστηκαν με διαφορετικές συγκεντρώσεις

ινσουλίνης (0,5–100 pM) και μετρήθηκε η ανασταλτική της δράση στην

επαγόμενη από PAF και θρομβίνη συσσώρευση αιμοπεταλίων. Στη συνέ-

χεια, τα αιμοπετάλια προεπωάστηκαν με διαφορετικές συγκεντρώσεις PAF

(45–450 pM) για διαφορετικά χρονικά διαστήματα (10, 30, 60 min) και

στη συνέχεια εξετάστηκε κατά πόσο η ινσουλίνη διατηρεί την ανασταλτική

της δράση έναντι της επαγόμενης από θρομβίνη συσσώρευσης αιμοπε-

ταλίων. Η συσσώρευση των αιμοπεταλίων μετρήθηκε με θολωσιμετρικό

τρόπο, υπό ανάδευση στους 37 ºC σε ειδικό φωτόμετρο. Αποτελέσματα: Βρέθηκε ότι η ινσουλίνη αναστέλλει την επαγόμενη από PAF (450 pΜ) και

θρομβίνη (0,015 U/mL) συσσώρευση αιμοπεταλίων με IC50 37,5 και 40 pM,

αντίστοιχα. Κατά την προεπώαση των αιμοπεταλίων με PAF βρέθηκε ότι η

αντιαιμοπεταλιακή δράση της ινσουλίνης επηρεάζεται με χρονοεξαρτώμε-

νο τρόπο από αυτόν. Συγκεκριμένα, προεπώαση των αιμοπεταλίων για 10

λεπτά με PAF ενίσχυσε την ανασταλτική δράση της ινσουλίνης στην επα-

γόμενη από θρομβίνη συσσώρευση, ενώ προεπώαση των αιμοπεταλίων

με PAF (βέλτιστη συγκέντρωση 90 pM) για μεγαλύτερο χρονικό διάστη-

μα οδήγησε σε σχεδόν πλήρη αναστροφή της ανασταλτικής της δράσης.

Συμπεράσματα: O PAF, σε συγκεντρώσεις φυσιολογικά απαντώμενες και

χαμηλότερες από αυτές που προκαλούν συσσώρευση, μπορεί να επηρεά-

σει την αντιαιμοπεταλιακή δράση της ινσουλίνης. Μέσω αυτή της δράσης

του, πιθανόν να αποτελεί ένα νέο μεσολαβητή της μεταγευματικής ενεργο-

ποίησης των αιμοπεταλίων.

Page 95: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 95

ΑΑ129

Διερεύνηση της σχέσης των διατροφικών συνηθειώνκαι εμφάνισης αθηρωμάτωσης

Μ. Μπούσιου, Δ. Χρονοπούλου, Μ. Κελέση, Γ. Φασόη, Χ. Σοτνίκοβα, Γ. ΤουλιάΤEI Αθήνας, Αθήνα

στο τελευταίο σε 36,7% με τριπλάσια κατανάλωση την εβδομάδα. Η εβδομα-

διαία κατανάλωση «γρήγορου φαγητού», στους πρωτοετείς φοιτητές ανέρ-

χεται σε 10,7%, ενώ στους τελειόφοιτους σε 38,3%. Το 65,1% των πρωτοε-

τών και το 78% των τελειοφοίτων αποφεύγει την υπερβολική κατανάλωση

αλατιού. Συναισθηματικός παράγοντας που επηρεάζει τη διατροφή είναι το

άγχος με ποσοστό 54,2%. Άλλος παράγοντας είναι τα ΜΜΕ, όπου το 58,2%

των πρωτοετών φοιτητών και 43,1% των τελειοφοίτων θεωρεί πως επηρε-

άζεται από πρότυπα που προβάλλονται σε αυτά. Συμπεράσματα: Από τα

αποτελέσματα αναδεικνύεται ότι η γνώση που αποκτούν οι φοιτητές στην

πορεία των σπουδών τους, βελτιώνει τις διατροφικές τους συνήθειες και συ-

νεπώς την πρόληψη καρδιαγγειακών και λοιπών νοσημάτων. Επίσης, γίνεται

αντιληπτό ότι η διατροφική συμπεριφορά των φοιτητών τροποποιείται, με

μείωση κατανάλωσης αλατιού και αύξηση της πρόσληψης φρούτων και γα-

λακτοκομικών. Αντίθετα, η κατανάλωση γρήγορου φαγητού αυξάνεται στα

τελευταία εξάμηνα γεγονός που αποδίδεται στην αύξηση των εργαζομένων

φοιτητών και στην πολύωρη απουσία τους από το σπίτι.

Εισαγωγή-Σκοπός: Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αλλαγή στις διατρο-

φικές συνήθειες των Ελλήνων, που αποκλίνουν από το Μεσογειακό πρότυπο

διατροφής. Οι αλλαγές αυτές συσχετίζονται με την αύξηση της εμφάνισης

διατροφοεξαρτώμενων νοσημάτων. Σκοπός της έρευνας είναι η αποτίμηση

των αντιλήψεων και γνώσεων των φοιτητών Νοσηλευτικής, σε σχέση με τους

παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου. Υλικό-Μέθοδος: Η περιγραφική

αυτή μελέτη πραγματοποιήθηκε στο ΤΕΙ Αθήνας, και συμμετείχαν φοιτητές

Νοσηλευτικής όλων των εξαμήνων. Τα στοιχεία συλλέχτηκαν με ερωτηματο-

λόγιο. Για την ανάλυση των δεδομένων εφαρμόστηκε το στατιστικό πακέτο

SPSS-15. Αποτελέσματα: Από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν παρατη-

ρείται ότι κατά τη διάρκεια της ημέρας παραλείπονται τα ενδιάμεσα γεύματα,

όπως δεκατιανό (64,5%) και απογευματινό (60,4%). Διαφορά παρατηρείται

στην κατανάλωση φρούτων. Ενώ στα πρώτα εξάμηνα η κατανάλωση φρού-

των «μία φορά την εβδομάδα» αντιστοιχεί σε ποσοστό 28,2%, στα τελευ-

ταία εξάμηνα αυξάνεται σε 41,7% και μάλιστα με τριπλάσια κατανάλωση την

εβδομάδα. Η χρήση γαλακτοκομικών ανέρχεται σε 34% στο Α’ εξάμηνο, ενώ

ΑΑ130

Παχυσαρκία και συνύπαρξη με άλλα νοσήματαΜ. Γκιόκα, Φ. Τριανταφυλλοπούλου, Α.Α. Κομιώτη, Η. Κάγκουρας,

Β.Γ. Γραντζίδης, Ι. ΣπηλιόπουλοςΠαθολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Κρεστένων, Κρέστενα

Εισαγωγή: Η παχυσαρκία, η οποία ορίζεται ως η παθολογική αύξηση του

σωματικού λίπους, αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα των σύγχρο-

νων κοινωνιών. Σύμφωνα με τον ορισμό NCEP-ATP III (2001), η μέτρηση της

περιμέτρου μέσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αναγνώριση υπέρβαρων

– παχύσαρκων ασθενών, οι οποίοι σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες, δι-

ατρέχουν αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών συμβαμάτων. Σκοπός: Nα κατα-

δειχθεί η συσχέτιση της παχυσαρκίας με συνοδά νοσήματα. Υλικό-Μέθοδος: Στη διάρκεια ενός μηνός μελετήθηκαν 136 ασθενείς [52 άνδρες (38%) και 84

γυναίκες (64%)] που προσήλθαν στο εξωτερικό διαβητολογικό ιατρείο και ια-

τρείο παχυσαρκίας και μεταβολικών νοσημάτων. Σε όλα τα άτομα μετρήθηκε η

περίμετρος μέσης (συσσώρευση ενδοκοιλιακού σπλαχνικού λίπους, φυσιολο-

γικές τιμές για τους άνδρες <102 cm και στις γυναίκες <88 cm), ο δείκτης μά-

ζας σώματος ΒMI, η αρτηριακή πίεση και εστάλη έλεγχος για ολική χοληστερό-

λη, τριγλυκερίδια, ουρικό οξύ, γλυκόζη νηστείας. Αποτελέσματα: από τους

136 ασθενείς, οι 18 (34,61%) άνδρες είχαν περίμετρο μέσης >102 cm και οι 40

γυναίκες (47,61%) είχαν περίμετρο μέσης > 88 cm, ΒΜΙ >30 είχαν 19 άνδρες

(36,53%) και 38 γυναίκες (45,23%), Αρτηριακή Πίεση>140/90 mmHg είχαν

112 ασθενείς (82,35%), GLU νηστείας>180 mg/dL, TG>135 mg/dL, HDL<40

για τους άνδρες και HDL<50 για γυναίκες είχαν 16 άνδρες (30,76%) και 34

γυναίκες (40,47%), Ουρικό οξύ >6,5 mg/dL είχαν 26 ασθενείς (19,1%), GLU νη-

στείας >126 mg/dL 38 ασθενείς (27,94%), GLU νηστείας μεταξύ 100–25 mg/dL

δηλαδή IFG (impaired fast glucose) 52pts (38,23%). Συμπεράσματα: Στους

παχύσαρκους ασθενείς παρατηρούνται υψηλότερες τιμές αρτηριακής πίεσης,

χοληστερόλης, τριγλυκεριδίων, HDL χοληστερόλης, ουρικού οξέος, γλυκόζης

αίματος νηστείας, και ως εκ τούτου αύξηση του συνολικού καρδιαγγειακού

κινδύνου.

Page 96: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

96 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

ΑΑ131

Επιπολασμός υπερχοληστερολαιμίας σε άτομαμε αυξημένες τιμές γλυκόζης νηστείας

Μ. Γκιόκα, Ι. Σπηλιόπουλος, Η. Κάγκουρας, Α.Α. Κομιώτη, Β.Γ. Γραντζίδης, Φ. ΤριανταφυλλοπούλουΠαθολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Κρεστένων, Κρέστενα

ήταν συχνότερη στα κορίτσια που βρίσκονταν στα υψηλότερα τεταρτημό-

ρια ολικού κοιλιακού και σπλαγχνικού λίπους συγκριτικά με τα κορίτσια των

χαμηλότερων τεταρτημορίων (36,5% έναντι 18,5%, p=0,007 και 33,3%

έναντι 16,1%, p=0,02). Σταθμίζοντας για το εξελικτικό στάδιο κατά Tanner,

τα κορίτσια που βρίσκονταν στα υψηλότερα τεταρτημόρια ολικού κοιλια-

κού και σπλαγχνικού λίπους είχαν αντίστοιχα 4,00 (95% CI: 1,57–10,3) και

2,96 (95% CI: 1,23–7,16) φορές μεγαλύτερη πιθανότητα υποβιταμίνωσης D

συγκριτικά με αυτά που βρίσκονταν στα χαμηλότερα τεταρτημόρια ολικού

κοιλιακού και σπλαγχνικού λίπους. Στα αγόρια, δεν παρατηρήθηκε καμία

σημαντική συσχέτιση. Δεν παρατηρήθηκαν εποχικές διακυμάνσεις για τις

προαναφερθείσες διαφορές. Συμπεράσματα: Τα αυξημένα επίπεδα ολι-

κού σωματικού και σπλαγχνικού κοιλιακού λίπους βρέθηκαν να συσχετί-

ζονται με αυξημένο επιπολασμό υποβιταμίνωσης D μόνο στα κορίτσια. Τα

αποτελέσματα αυτά υποδεικνύουν ότι η συσχέτιση ανάμεσα στην υποβιτα-

μίνωση D και στην παχυσαρκία ενδεχομένως επηρεάζεται από την κατανο-

μή του σωματικού λίπους.

Εισαγωγή-Σκοπός: Να καταδειχθεί η πιθανή συσχέτιση μεταξύ αυξη-

μένων τιμών ολικής χοληστερόλης και τιμών γλυκόζης νηστείας. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήσαμε δείγμα 965 ατόμων που προσήλθαν στο τακτικό

παθολογικό ιατρείο για τον καθιερωμένο ετήσιο εργαστηριακό έλεγχο.

Αποτελέσματα: Από τα 965 άτομα: Chol<180 mg/dL, Chol: 180–220 mg/

dL, Chol>220 mg/dL 160 ασθενείς, 495 ασθενείς, 310 ασθενείς. Ενώ τα άτο-

μα που είχαν γλυκόζη νηστείας >110 mg/dL στις αντίστοιχες ομάδες ολικής

χοληστερόλης ήταν: 22 ασθενείς στην ομάδα με ολική Chol<180 mg/dL

(13,75%), 63 ασθενείς στην ομάδα με ολική Chol μεταξύ 180–220 mg/dL

(16,76%), 94 ασθενείς στην ομάδα με ολική Chol>220 mg/dL (30,32%).

Συμπεράσματα: Τα άτομα με αυξημένες τιμές ολικής χοληστερόλης είχαν

σε μεγαλύτερο ποσοστό και αυξημένες τιμές γλυκόζης νηστείας, οι οποίες

αμφότερες είναι επιβαρυντικοί προδιαθεσικοί παράγοντες αθηρωμάτω-

σης.

ΑΑ132

Υψηλός κίνδυνος υποβιταμίνωσης D σε μαθητές δημοτικού με αυξημένα επίπεδα ολικής και σπλαγχνικής λιπώδους μάζας.

Healthy Growth StudyΓ. Μοσχώνης,1 Ο. Ανδρούτσος,1,2 Μ. Δρακοπούλου-Βαμπούλη,3 Σ. Τανάγρα,1 Α. Κουμπίτσκι,1

Ε. Χαρμανδάρη,2 Π. Περβανίδου,2 Χ. Κανακά-Gantenbein,2 Ι. Μανιός,1 Γ. Χρούσος2

1Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2Α΄ Παιδιατρική Κλινική Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Νοσοκομείο Παίδων «Αγία Σοφία», Αθήνα, 3Μονάδα Ενδοκρινολογίας, Μεταβολισμού και Διαβήτη,

Α΄ Παιδιατρική Κλινική Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Νοσοκομείο Παίδων «Αγία Σοφία», Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα έδειξαν αρνητική

συσχέτιση των επιπέδων βιταμίνης D ορού και του δείκτη μάζας σώματος σε

ενήλικες. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να διερευνήσει τη σχέση της

σύστασης σώματος και των επιπέδων βιταμίνης D σε μαθητές Δημοτικού,

σε μια χώρα όπως η Ελλάδα με πολύ ηλιοφάνεια. Υλικό-Mέθοδος: Εξετάσθηκε αντιπροσωπευτικό δείγμα 404 παιδιών πρωτοβάθμιας εκπαί-

δευσης, 9–13 ετών, στην Ελλάδα. Η σύσταση σώματος (ολικό σωματικό,

ολικό κοιλιακό και σπλαγχνικό σωματικό λίπος) προσδιορίστηκε με βιο-

ηλεκτρική εμπέδηση. Ως κατωφλικό σημείο για τον ορισμό της υποβιταμί-

νωσης D ορίστηκε η τιμή βιταμίνης D ορού 25 ng/mL. Αποτελέσματα: Ο

επιπολασμός της υποβιταμίνωσης D για το σύνολο του πληθυσμού στη δι-

άρκεια της σχολικής χρονιάς ήταν 27% (21,5% για τα αγόρια και 31,9% για

τα κορίτσια). Παρατηρήθηκε υψηλότερος επιπολασμός υποβιταμίνωσης

D σε παχύσαρκα σε σχέση με υπέρβαρα ή φυσιολογικού βάρους κορίτσια

(59,1% έναντι 32,9% και 26,1% αντίστοιχα, p=0,009). Συγκεκριμένα, η

στρωματοποιημένη ανά φύλο ανάλυση αποκάλυψε ότι η υποβιταμίνωση D

Page 97: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 97

ΑΑ133

Η C-αντιδρώσα πρωτεΐνη ως δείκτης ρύθμισηςτης αρτηριακής πίεσης

Μ. Γκιόκα, Ι. Σπηλιόπουλος, Β.Γ. Γραντζίδης, Η. Κάγκουρας,Φ. Τριανταφυλλοπούλου, Α. Τζελέπης, Α.Α. Κομιώτη

Παθολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Κρεστένων, Κρέστενα

ΑΑ134

Μελέτη της επίδρασης του πολυμορφισμού M235T στο γονίδιοτου αγγειοτασινογόνου στην ενδοθηλιακή λειτουργίακαι στην αρτηριακή σκληρία σε υπερτασικούς ασθενείς

Ε. Ανδρουλάκης, Δ. Τούσουλης, Α. Μήλιου, Κ. Τσιούφης, Ν. Παπαγεωργίου,Ε. Χατζησταματίου, Γ. Μουστάκας, Γ. Σιάσος, Ι. Καλλικάζαρος, Χ. Στεφανάδης

Α΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Να καταδεχθεί εάν η CRP μπορεί να χρησιμοποιηθεί

ως δείκτης καλής ρύθμισης της αρτηριακής πίεσης σε άτομα με αρτηριακή

υπέρταση. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήσαμε 43 άτομα με αρτηριακή υπέρταση

χωρίς φαρμακευτική αγωγή και 45 άτομα υπό αντιϋπερτασική αγωγή. Από

τη μελέτη μας αποκλείσθηκαν άτομα με φλεγμονώδεις διεργασίες (λοιμώ-

ξεις, ρευματικές παθήσεις, κακοήθεις νεοπλάσιες, ισχαιμία ή έμφρακτο ιστών,

καθώς και άτομα σε πρώιμη μετεγχειριτική περίοδο). Αποτελέσματα: Τα

άτομα χωρίς αντιϋπερτασική αγωγή είχαν τιμές CRP=8±1,1, ενώ εκείνα που

λάμβαναν αντιϋπερτασική αγωγή είχαν CRP=6±0,7. Συμπεράσματα: Η C

αντιδρώσα πρωτεΐνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κριτήριο καλής ρύθμι-

σης και ανταπόκρισης της αρτηριακής πίεσης στη θεραπεία καθότι η καλή

ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης συνοδεύεται από μείωση τιμών της CRP.

Εισαγωγή-Σκοπός: O πολυμορφισμός M235T του αγγειοτασινογόνου

(ΑΤ) είναι υπεύθυνος για τα αυξημένα επίπεδα του ΑΤ, ενώ συμβάλλει στην

ανάπτυξη αρτηριακής υπέρτασης (ΑΥ). Στην παρούσα μελέτη εξετάσαμε

την επίδραση του συγκεκριμένου πολυμορφισμού στην επίπτωση της ΑΥ

και στις αγγειακές ιδιότητες. Υλικό-Mέθοδος: Τον πληθυσμό της μελέτης

αποτέλεσαν 94 νεοδιαγνωσθέντες υπερτασικοί ασθενείς και 71 υγιή άτομα.

Η προσδιορισμός του πολυμορφισμού πραγματοποιήθηκε με αλυσιδω-

τή αντίδραση πολυμεράσης (PCR) και κατάλληλο περιοριστικό ένζυμο. Η

ενδοθηλιακή λειτουργία εκτιμήθηκε υπερηχογραφικά με τη μέτρηση της

διαστολής της βραχιονίου αρτηρίας που προκαλείται από τη ροή μετά από

ίσχαιμη περίδεση (FMD). Η αρτηριακή σκληρία εκτιμήθηκε βάσει της ταχύ-

τητας του καρωτιδο-μηριαίου σφυγμικού κύματος (PWV) με τη χρήση της

συσκευής Complior SP. Αποτελέσματα: Η γονοτυπική κατανομή του M235T

στους ασθενείς με υπέρταση (TT=21,7%, MT=40,2%, mm=37,1%) δε διέ-

φερε σημαντικά από αυτήν στην ομάδα ελέγχου (TT=18,7%, MT=50,0%,

mm=31,3%), ενώ ο TT γονότυπος δε συσχετίστηκε με την παρουσία της

ΑΥ (OR: 1,2, 95%, CI 0,7–1,7, p=NS). Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως

υπήρξε σημαντική διαφορά στην FMD μεταξύ mm και TT γονοτύπων στους

υπερτασικούς ασθενείς (4,4±2,1 vs 3,1±1,1, p=0,05). Ομοίως, η ομοζυ-

γωτία 235T ήταν ανεξάρτητα συσχετισμένη με την ελαττωμένη FMD συ-

γκριτικά με τα άτομα που έφεραν το M235 αλλήλιο στην ομάδα ελέγχου

(4,2±0,95 vs 7,7±4,0, p<0,0001). Παρά το γεγονός πως τα ομόζυγα άτομα

για το T αλλήλιο είχαν αυξημένη PWV, ανεξάρτητα της αρτηριακή πίεσης,

συγκριτικά με τους φορείς του M235 αλληλίου, η διαφορά αυτή παρέμεινε

σημαντική μόνο στην ομάδα ελέγχου (8,3±1,4 vs 7,1±1,1 m/s, p<0,05), αλ-

λά όχι και στους υπερτασικούς ασθενείς (9,3±2,1 vs 8,6±1,8 m/s, p=NS).

Συμπεράσματα: O M235T πολυμορφισμός του αγγειοτασινογόνου επη-

ρεάζει την προκαλούμενη από τη ροή αγγειοδιαστολή και την αρτηριακή

σκληρία. Επιπρόσθετα, ο ΤΤ γονότυπος του αγγειοτασινογόνου αποτελεί

ένα γενετικό δείκτη ενδοθηλιακής δυσλειτουργίας και αρτηριακής σκληρί-

ας σε ασθενείς με αρτηριακή υπέρταση.

Page 98: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

98 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

ΑΑ135

Σχέση μεταξύ συχνότητας γεύματος, παχυσαρκίαςκαι σύστασης σώματος σε προεφήβους. Healthy Growth Study

Γ. Μοσχώνης, Ο. Ανδρούτσος, Δ. Μελαδάκη, Ε. Γραμματικάκη, Β. Δέδε, Α.Ε. Κυριακού,Α. Βανδώρου, Σ. Χριστοδούλου, Ο. Κώνστα, Ι. Μανιός

Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα

ΟΛΜ στα αγόρια (OR: 0,39, 95% CI: 0,21–0,7 και OR: 0,47, 95% CI: 0,29–0,76

αντίστοιχα) και στα κορίτσια (OR: 0,32, 95% CI: 0,13–0,77 και OR: 0,41, 95%

CI: 0,25–0,68 αντίστοιχα) που κατανάλωναν 6 γεύματα έναντι των παιδιών

που κατανάλωναν ≤3 γεύματα ημερησίως. Επιπλέον, τα αγόρια που κατανά-

λωναν 6 γεύματα βρέθηκε να έχουν σημαντικά μικρότερη πιθανότητα εμφά-

νισης αυξημένης ΣΛΜ έναντι των αγοριών που κατανάλωναν ≤3 γεύματα

(OR: 0,36, 95% CI: 0,19–0,68). Μετά από διόρθωση για την ενεργειακή πρό-

σληψη και τα επίπεδα ΦΔ, η σχέση ανάμεσα στη συχνότητα κατανάλωσης

γευμάτων με την παχυσαρκία και την αυξημένη ΣΛΜ παρέμεινε σημαντική

στα αγόρια (ΟR: 0,46, 95% CI: 0,25–0,88 και ΟR: 0,38, 95% CI: 0,19–0,76

αντίστοιχα), ενώ η σχέση ανάμεσα στη συχνότητα κατανάλωσης γευμάτων

και αυξημένης ΟΛΜ παρέμεινε σημαντική στα κορίτσια (ΟR: 0,51, 95% CI

0,30–0,87). Συμπεράσματα: Κατά την παρούσα μελέτη παρατηρήθηκε

μια –ανεξάρτητη των παραμέτρων του ενεργειακού ισοζυγίου– σχέση της

συχνότητας κατανάλωσης γευμάτων με την παχυσαρκία και τα αυξημένα

επίπεδα ΣΛΜ στα αγόρια και με την ΟΛΜ στα κορίτσια.

Εισαγωγή-Σκοπός: Η συχνότητα κατανάλωσης γευμάτων έχει συσχετισθεί

με εμφάνιση υπέρβαρου/παχυσαρκίας σε παιδιά και ενήλικες. Σκοπός της

παρούσας μελέτης ήταν να διερευνήσει τη σχέση της συχνότητας κατανά-

λωσης γευμάτων με την παχυσαρκία και περαιτέρω με τα επίπεδα ολικής

(ΟΛΜ) και σπλαγχνικής (ΣΛΜ) λιπώδους μάζας σε μαθητές Δημοτικού στην

Ελλάδα. Υλικό-Μέθοδος: Εξετάσθηκε αντιπροσωπευτικό δείγμα 2660 παι-

διών 9–13 ετών, στα οποία πραγματοποιήθηκαν ανθρωπομετρήσεις [ύψος,

βάρος, περιφέρεια μέσης (ΠΜ)], μετρήσεις βιοηλεκτρικής εμπέδησης (εκτί-

μηση ΟΛΜ και ΣΛΜ), τρεις ανακλήσεις 24ώρου (διαιτητική πρόσληψη, κατα-

γραφή συχνότητας κατανάλωσης γευμάτων) και καταγραφή των επιπέδων

φυσικής δραστηριότητας (ΦΔ) ποιοτικά (ερωτηματολόγια) και ποσοτικά

(βηματομετρητές). Για την εκτίμηση της παχυσαρκίας και της κεντρικής

παχυσαρκίας χρησιμοποιήθηκαν διεθνείς καμπύλες ανάπτυξης (δείκτης

μάζας σώματος και ΠΜ ανά φύλο και ηλικία), ενώ τα επίπεδα ΟΛΜ και ΣΛΜ

κατηγοριοποιήθηκαν σε τεταρτημόρια. Αποτελέσματα: Παρατηρήθηκε

σημαντικά μικρότερη πιθανότητα εμφάνισης παχυσαρκίας και αυξημένης

ΑΑ136

Συνύπαρξη παραγόντων κινδύνου για μεταβολικό σύνδρομομε υποβιταμίνωση D σε μαθητές δημοτικού

Ο. Ανδρούτσος,1,2 Γ. Μοσχώνης,2 Μ. Δρακοπούλου-Bαμπούλη,3 Σ. Τανάγρα,2 Π.Ε. Σιατίτσα,2

Ε. Χαρμανδάρη,1 Π. Περβανίδου,1 Χ. Κανακά-Gantenbein,1 Ι. Μανιός,2 Γ. Χρούσος1

1Α΄ Παιδιατρική Κλινική Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Νοσοκομείο Παίδων «Αγία Σοφία», Αθήνα, 2Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 3Μονάδα Ενδοκρινολογίας, Μεταβολισμού και Διαβήτη,

Α΄ Παιδιατρική Κλινική Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Νοσοκομείο Παίδων «Αγία Σοφία», Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να εξετάσει τη

σχέση μεταξύ της υποβιταμίνωσης D (<25 ng/mL) και διαφόρων παρα-

γόντων κινδύνου για Μεταβολικό Σύνδρομο (ΜΣ) σε μαθητές Δημοτικού.

Υλικό-Μέθοδος: Εξετάσθηκε αντιπροσωπευτικό δείγμα 404 παιδιών

9–13 ετών, στο οποίο πραγματοποιήθηκαν ανθρωπομετρήσεις [περιφέρεια

μέσης (ΠΜ)], αιμοληψίες και αναλύσεις βιοχημικών δεικτών (τριγλυκερίδια,

HDL-χοληστερόλη, ινσουλίνη, βιταμίνη D ορού και γλυκόζη πλάσματος νη-

στείας), καθώς και εκτίμηση της κλινικής εικόνας των παιδιών [μέτρηση

συστολικής και διαστολικής αρτηριακής πίεσης (ΣΑΠ/ΔΑΠ), εκτίμηση στα-

δίου ανάπτυξης κατά Tanner]. Οι τιμές γλυκόζης και ινσουλίνης νηστείας

χρησιμοποιήθηκαν για τον προσδιορισμό δεικτών ινσουλινοαντίστασης

και ινσουλινοευαισθησίας HOMA-IR, FGIR και QUICKI. Αποτελέσματα: Συνολικά ο επιπολασμός της υποβιταμίνωσης D στον υπό μελέτη πληθυ-

σμό ήταν 27% (21,5% στα αγόρια και 31,9% στα κορίτσια), με τα παχύ-

σαρκα κορίτσια να εμφανίζουν στατιστικά σημαντικά υψηλότερο ποσοστό

σε σύγκριση με τα φυσιολογικού βάρους κορίτσια (59,1% έναντι 25,8%,

p=0,009). Επιπλέον, τα υπέρβαρα κορίτσια με υποβιταμίνωση D βρέθηκαν

να έχουν χαμηλότερα επίπεδα των δεικτών ινσουλινοευαισθησίας QUICKI

(0,33±0,03 έναντι 0,31±0,02, p=0,020) και FGIR (7,6±4,0 έναντι 5,6±2,2,

p=0,029), καθώς και της τιμής ΠΜ (75,3±5,8 έναντι 72,2±4,4, p=0,014),

σε σύγκριση με υπέρβαρα κορίτσια με φυσιολογικά επίπεδα βιταμίνης D.

Αντίστοιχα, στα παχύσαρκα αγόρια με υποβιταμίνωση D βρέθηκαν υψη-

λότερα επίπεδα γλυκόζης πλάσματος νηστείας (97,2±8,6 έναντι 89,8±7,8,

p=0,049) και χαμηλότερα επίπεδα του δείκτη ινσουλινοευαισθησίας FGIR

(9,2±2,6 έναντι 6,8±3,2, p=0,043), σε σύγκριση με παχύσαρκα αγόρια

με φυσιολογικά επίπεδα βιταμίνης D. Οι παραπάνω σημαντικές διαφορές

δε διαφοροποιήθηκαν μετά από διόρθωση για το στάδιο κατά Tanner των

αγοριών και κοριτσιών, αντίστοιχα. Συμπεράσματα: Στα υπέρβαρα κορί-

τσια και στα παχύσαρκα αγόρια με υποβιταμίνωση D παρατηρήθηκαν υψη-

λότερες τιμές στους παράγοντες κινδύνου για ΜΣ, κυρίως στους δείκτες

ινσουλινοαντίστασης. Περαιτέρω έρευνα απαιτείται για να διευκρινιστεί η

μεταβολική αιτιολογική βάση αυτών των συσχετίσεων.

Page 99: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 99

ΑΑ137

Συνύπαρξη παχυσαρκίας και σιδηροπενίας σε προεφηβικό πληθυσμόστην Ελλάδα. Healthy Growth Study

Γ. Μοσχώνης, Μ. Καντηλάφτη, Ο. Ανδρούτσος, Ε. Γραμματικάκη, Α. Κουμπίτσκι, Α. Γιαννοπούλου,Ε. Αργύρη, Κ. Μαραγκοπούλου, Ε. Μπιρμπίλης, Ι. Μανιός

Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα

ΑΑ138

Συνδυασμός επιπέδων σωματικού βάρους και φυσικής κατάστασηςστις τιμές δεικτών καρδιαγγειακού κινδύνου.

Healthy Growth StudyΓ. Μοσχώνης, Ο. Ανδρούτσος, Ε. Γραμματικάκη, Α. Μαλανδράκη, Δ. Αργυροπούλου,

Φ. Δενδραμή, Σ. Χριστοδούλου, Σ. Μουζιούρα, Π. Σιατίτσα, Ι. ΜανιόςΤμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Προηγούμενες μελέτες σε εφήβους και ενήλικες έδει-

ξαν ότι η παχυσαρκία συνυπάρχει με τη σιδηροπενία. Σκοπός της παρούσας

μελέτης ήταν να εξετάσει τη σχέση μεταξύ παχυσαρκίας και επιπέδων σι-

δήρου σε μαθητές Δημοτικού. Υλικό-Μέθοδος: Εξετάστηκε αντιπροσω-

πευτικό δείγμα 2035 παιδιών 9–13 ετών. Συλλέχθηκαν ανθρωπομετρικά

(ύψος, βάρος), βιοχημικά (φερριτίνη και κορεσμός τρανσφερίνης), κλινικά

(στάδια ανάπτυξης κατά Tanner, ηλικία εμμηναρχής) και διατροφικά δε-

δομένα. Η παχυσαρκία ορίστηκε βάσει των κριτηρίων ΙΟΤF. Η σιδηροπενία

ορίστηκε ως κορεσμός τρανσφερίνης <16% και η σιδηροπενική αναιμία

(ΣΑ) ως σιδηροπενία με αιμοσφαιρίνη <12 g/dL. Αποτελέσματα: Ο επι-

πολασμός της σιδηροπενίας και της ΣΑ ήταν μεγαλύτερος στα παχύσαρκα

σε σχέση με τα παιδιά φυσιολογικού βάρους (22,4% έναντι 13% και 6,3%

έναντι 1,8%, p<0,001, αντίστοιχα). Παρομοίως, η φερριτίνη ορού ήταν

υψηλότερη στα παχύσαρκα σε σχέση με τα παιδιά φυσιολογικού βάρους

(p<0,01). Η διατροφική πρόσληψη του σιδήρου και των παραγόντων που

ευνοούν (βιταμίνη C) ή που παρεμποδίζουν (ασβέστιο και φυτικές ίνες) την

εντερική απορρόφηση του σιδήρου δε βρέθηκε να διαφέρει σημαντικά

ανάμεσα στις κατηγορίες βάρους και σε παιδιά με φυσιολογικά ή ανεπαρκή

επίπεδα σιδήρου. Η παχυσαρκία βρέθηκε να διπλασιάζει την πιθανότητα

εμφάνισης σιδηροπενίας τόσο στα αγόρια (OR 2,83, 95% CI 1,65–4,85) όσο

και στα κορίτσια (OR 2,03, 95% CI 1,08–3,81), μετά από διόρθωση για κλι-

νικούς και διατροφικούς παράγοντες. Συμπεράσματα: Τα παχύσαρκα παι-

διά βρέθηκε να έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης σιδηροπενίας και ΣΑ

συγκριτικά με παιδιά φυσιολογικού βάρους. Τα μειωμένα επίπεδα σιδήρου

σε συνδυασμό με τα αυξημένα επίπεδα φερριτίνης, μιας πρωτεΐνης οξείας

φάσης, στα παχύσαρκα παιδιά υποδεικνύουν ότι το φαινόμενο αυτό είναι

πιθανώς το αποτέλεσμα της συστηματικής φλεγμονής που προκαλείται

εξαιτίας της παχυσαρκίας.

Εισαγωγή-Σκοπός: Σύμφωνα με μελέτες σε ενήλικες, η διατήρηση μιας

καλής φυσικής κατάστασης φαίνεται να αποτελεί πιο ισχυρό προστατευτικό

παράγοντα καρδιομεταβολικού κινδύνου έναντι της διατήρησης χαμηλότε-

ρου σωματικού βάρους. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να εξετάσει αν

ο συνδυασμός χαμηλού σωματικού βάρους και χαμηλής φυσικής κατάστα-

σης συνδέεται με χαμηλότερο καρδιομεταβολικό κίνδυνο σε σύγκριση με

το συνδυασμό υψηλού σωματικού βάρους και υψηλής φυσικής κατάστασης

σε μαθητές Δημοτικού. Υλικό-Μέθοδος: Εξετάσθηκε αντιπροσωπευτικό

δείγμα 2492 παιδιών ηλικίας 9–13 ετών, στο οποίο πραγματοποιήθηκαν

ανθρωπομετρήσεις (ύψος, βάρος), αιμοληψίες και αναλύσεις βιοχημικών

δεικτών (τριγλυκερίδια, ολική-, HDL-, LDL-χοληστερόλη, ινσουλίνη ορού και

γλυκόζη πλάσματος νηστείας), κλινικές εξετάσεις [μέτρηση συστολικής και

διαστολικής αρτηριακής πίεσης (ΣΑΠ/ΔΑΠ), εκτίμηση σταδίου ανάπτυξης

κατά Tanner] και παλίνδρομο τρέξιμο αντοχής για την εκτίμηση της φυσι-

κής κατάστασης. Τα παιδιά κατηγοριοποιήθηκαν σε τεταρτημόρια φυσι-

κής κατάστασης και Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ), από όπου προέκυψαν

οι εξής τρεις κατηγορίες: Χαμηλού ΔΜΣ και φυσικής κατάστασης (ΧΒ/ΦΚ),

ενδιάμεσου ΔΜΣ και φυσικής κατάστασης, και Υψηλού ΔΜΣ και φυσικής

κατάστασης (ΥΒ/ΦΚ). Αποτελέσματα: Μετά από διόρθωση για το στάδιο

ανάπτυξης κατά Tanner, στα παιδιά με ΧΒ/ΦΚ, και για τα δύο φύλα, παρα-

τηρήθηκαν υψηλότερα επίπεδα HDL-χοληστερόλης και χαμηλότερα επίπεδα

τριγλυκεριδίων, κλάσματος ολικής/HDL-χοληστερόλης, ΣΑΠ και ΔΑΠ, σε σύ-

γκριση με παιδιά του ιδίου φύλου με ΥΒ/ΦΚ, αντίστοιχα (p<0,05). Επιπλέον,

τόσο τα αγόρια όσο και τα κορίτσια με ΧΒ/ΦΚ βρέθηκαν να έχουν χαμηλότε-

ρα επίπεδα ινσουλίνης και HOMA-IR, αλλά υψηλότερα επίπεδα των δεικτών

QUICKI και FGIR, σε σύγκριση με παιδιά με ΥΒ/ΦΚ (p<0,001). Αντίστοιχα, σε

παιδιά με ΧΒ/ΦΚ παρατηρήθηκαν χαμηλότερα ποσοστά υπερτριγλυκεριδαι-

μίας, υπέρτασης και ινσουλινοαντίστασης σε σύγκριση με παιδιά με ΥΒ/ΦΚ

(p≤0,001). Συμπεράσματα: Αντίθετα με τα ευρήματα μελετών σε ενήλι-

κες, η διατήρηση ενός χαμηλότερου-φυσιολογικού σωματικού βάρους στα

παιδιά φαίνεται να συνδέεται πιο ισχυρά με χαμηλότερο καρδιομεταβολικό

κίνδυνο, σε σύγκριση με τα υψηλότερα επίπεδα φυσικής κατάστασης.

Page 100: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

100 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

ΑΑ139

Υψηλός κίνδυνος σιδηροπενίας σε παιδιά με αυξημένη ολικήκαι σπλαγχνική λιπώδη μάζα σώματος. Healthy Growth StudyΓ. Μοσχώνης, Ε. Γραμματικάκη, Ο. Ανδρούτσος, Β. Τζώτζολα, Χ. Μαυρογιάννη, Β. Ιατρίδη,

Μ. Σπυρίδωνος, Ε. Τσικαλάκη, Α. Γιαννοπούλου, Ι. ΜανιόςΤμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα

τεταρτημορίων και για τα δύο φύλα (p≤0,05). Ο επιπολασμός της σιδηροπε-

νίας και της ΣΑ ήταν μεγαλύτερος στα υψηλότερα τεταρτημορία ΟΛΜΣ και

στα δύο φύλα, καθώς και ανάμεσα στα παιδιά με κεντρική παχυσαρκία σε

σχέση με συνομήλικα παιδιά χαμηλότερων τεταρτημορίων ΟΛΜΣ και με τα

παιδιά με ΠΜ≥90ού εκατοστημορίου (p<0,05). Για τα αγόρια, η κατάταξη

στα υψηλότερα τεταρτημόρια ΟΛΜΣ και ΣΛΜΣ αύξανε την πιθανότητα εμ-

φάνισης σιδηροπενίας κατά 2,48 (95% CI: 1,26–4,88) και 2,12 (1,07–4,19)

φορές αντίστοιχα. Συμπεράσματα: Τα υψηλότερα επίπεδα ολικής και

σπλαγχνικής λιπώδους μάζας ήταν οι μόνοι παράγοντες που συσχετίσθηκαν

με την εμφάνιση σιδηροπενίας στα αγόρια. Η συσχέτιση αυτή θα μπορούσε

να αποδοθεί στη συστηματική φλεγμονή (εξαιτίας των υψηλών επιπέδων

ολικής και σπλαγχνικής λιπώδους μάζας), που αυξάνει τα επίπεδα εψιδίνης

(hepcidin), η οποία με τη σειρά της οδηγεί στη μείωση των επιπέδων σιδή-

ρου στο αίμα.

Εισαγωγή-Σκοπός: Η παχυσαρκία συσχετίζεται ισχυρά με τη σιδηροπενία.

Η παρούσα μελέτη εξέτασε τη σχέση ανάμεσα στην κεντρική παχυσαρκία,

την ολική λιπώδη μάζα σώματος (ΟΛΜΣ) και τη σπλαγχνική λιπώδη μάζα

σώματος (ΣΛΜΣ) με τα επίπεδα σιδήρου αίματος σε μαθητές Δημοτικού.

Υλικό-Μέθοδος: Εξετάστηκε αντιπροσωπευτικό δείγμα 1197 παιδιών 9–

13 ετών. Συλλέχθηκαν ανθρωπομετρικά [περιφέρεια μέσης (ΠΜ), σύσταση

σώματος (μέτρηση ΟΛΜΣ και ΣΛΜΣ με βιοηλεκτρική εμπέδηση)], βιοχημι-

κά (φερριτίνη ορού και ολική σιδηροδεσμευτική ικανότητα), αιματολογικά,

κλινικά (στάδια ανάπτυξης κατά Tanner, ηλικία εμμηναρχής) και διατροφικά

δεδομένα. Η κεντρική παχυσαρκία ορίστηκε ως ΠΜ≥90ού εκατοστημορίου

ανά φύλο και ηλικία, η σιδηροπενία ως κορεσμός τρανσφερίνης <16% και

η σιδηροπενική αναιμία (ΣΑ) ως σιδηροπενία με αιμοσφαιρίνη <12 g/dL.

Αποτελέσματα: Η φερριτίνη ήταν υψηλότερη στα υψηλότερα τεταρτη-

μόρια της ΟΛΜΣ και ΣΛΜΣ συγκριτικά με συνομήλικα παιδιά χαμηλότερων

ΑΑ140

Σχέση μεταξύ κατανάλωσης ή αποφυγής πρωινού, παχυσαρκίας ολικής και σπλαγχνικής λιπώδους μάζας σε προεφήβους.

Healthy Growth StudyΓ. Μοσχώνης, Δ. Μελαδάκη, Ε. Γραμματικάκη, Ο. Ανδρούτσος, Π. Ρούσια, Β. Δέδε,

Α. Κυριακού, Ε. Αργύρη, Α. Βανδώρου, Ι. ΜανιόςΤμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας- Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Η παράλειψη του πρωινού γεύματος έχει προηγου-

μένως συσχετισθεί με την εμφάνιση υπέρβαρου/παχυσαρκίας σε παιδιά

και ενήλικες. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να διερευνήσει τη σχέ-

ση μεταξύ της κατανάλωσης πρωινού γεύματος με την παχυσαρκία και

περαιτέρω με τα επίπεδα ολικής (ΟΛΜ) και σπλαγχνικής (ΣΛΜ) λιπώδους

μάζας σώματος σε μαθητές Δημοτικού στην Ελλάδα. Υλικό-Μέθοδος: Εξετάσθηκε αντιπροσωπευτικό δείγμα 2660 παιδιών 9–13 ετών, στα οποία

πραγματοποιήθηκαν ανθρωπομετρήσεις [ύψος, βάρος, περιφέρεια μέσης

(ΠΜ)], μετρήσεις βιοηλεκτρικής εμπέδησης (εκτίμηση ΟΛΜ και ΣΛΜ), τρεις

ανακλήσεις 24ώρου (διαιτητική πρόσληψη, καταγραφή κατανάλωσης/πα-

ράληψης πρωινού) και καταγραφή των επιπέδων φυσικής δραστηριότητας

(ΦΔ) ποιοτικά (ερωτηματολόγια) και ποσοτικά (βηματομετρητές). Για την

εκτίμηση της παχυσαρκίας και κεντρικής παχυσαρκίας χρησιμοποιήθηκαν

διεθνείς καμπύλες ανάπτυξης (Δείκτης Μάζας Σώματος και ΠΜ ανά φύλο

και ηλικία), ενώ τα επίπεδα ΟΛΜ και ΣΛΜ κατηγοριοποιήθηκαν σε τεταρτη-

μόρια. Αποτελέσματα: Παρατηρήθηκε μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης

παχυσαρκίας και αυξημένης ΣΛΜ για τα αγόρια που παρέλειπαν έναντι των

συνομηλίκων τους που κατανάλωναν πρωινό γεύμα (OR: 2,24, 95% CI 1,32–

3,83 και OR: 2,69, 95% CI 1,35–5,39 αντίστοιχα). Αντίστοιχα παρατηρήθηκε

μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης αυξημένης ΟΛΜ στα κορίτσια που παρέ-

λειπαν έναντι των συνομηλίκων τους που κατανάλωναν πρωινό γεύμα (OR:

1,74, 95% CI 1,11–2,71). Μετά από διόρθωση για την ενεργειακή πρόσληψη

και τα επίπεδα ΦΔ, τα αγόρια που παρέλειπαν το πρωινό συνέχισαν να εμφα-

νίζουν μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης παχυσαρκίας και αυξημένης ΣΛΜ

σε σχέση με τους συνομηλίκους τους που κατανάλωναν πρωινό (OR: 2,05, CI

1,18–3,56 και OR: 2,55, CI 1,19–5,47 αντίστοιχα). Συμπεράσματα: Βάσει

των ευρημάτων της παρούσας μελέτης παρατηρήθηκε –μια ανεξάρτητη

των παραμέτρων του ενεργειακού ισοζυγίου– σχέση μεταξύ της παράλει-

ψης πρωινού γεύματος με την παχυσαρκία και τα αυξημένα επίπεδα ΣΛΜ

στα αγόρια.

Page 101: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 101

ΑΑ141

Επίδραση της κατανάλωσης διαφόρων τύπων ελαίων στις προφλεγμονώ-δεις κυτοκίνες και στα μόρια προσκόλλησης σε υγιείς εθελοντές

Α. Γκιολής, Δ. Τούσουλης, Ν. Παπαγεωργίου, Θ. Ψαλτοπούλου, Α. Μήλιου, Π. Στουγιάννος,Ι. Νταρλαδήμας, Χ. Αντωνιάδης, Κ. Τεντολούρης, Χ. Στεφανάδης

Α΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα

431,6±259,2 σε 432,6±208,0 ng/mL, p=NS). Όλοι οι τύποι ελαίων ελάτ-

τωσαν σημαντικά τα επίπεδα ICAM-1. Τόσο η κατανάλωση μουρουνέλαιου

(310,4±126,1 σε 243,6±113,1 ng/mL, p<0,01), όσο η κατανάλωση ελαιολά-

δου (284,7±110,3 σε 210,1±60,4 ng/mL, p<0,01), αλλά και η κατανάλωση

του σογιέλαιου (283,5±113,8 και 208,1±105,3 ng/mL, p<0,01) ήταν εξίσου

ευεργετική στα επίπεδα ICAM-1. Είναι αξιοσημείωτο πως το καλαμποκέλαιο

είχε σημαντική επίδραση στα επίπεδα ICAM-1 (294,8±111,8 σε 226,4±85,1

ng/mL, p<0,01). Τέλος, το ελαιόλαδο (από 1,05±0,23 σε 0,98±0,22 pg/mL,

p<0,05), το σογιέλαιο (από 0,92±0,18 σε 0,82±0,17 pg/mL, p<0,01) και

το μουρουνέλαιο (από 1,24±0,60 σε 1,08±0,60 pg/mL, p<0,01) μείωσαν

σημαντικά τα επίπεδα του TNF-a, σε αντίθεση με το καλαμποκέλαιο που

δε φάνηκε να τα επηρεάζει (από 0,98±0,30 σε 0,97±0,33 pg/mL, p=NS).

Συμπεράσματα: Η οξεία κατανάλωση σογιέλαιου, μουρουνέλαιου και

ελαιολάδου έχει αντιφλεγμονώδη δράση. Τα ευρήματα αυτά υποδεικνύουν

τον προστατευτικό ρόλο της κατανάλωσης διαφόρων τύπων ελαίων, λόγω

των αντιφλεγμονωδών τους δράσεων.

Εισαγωγή-Σκοπός: Tο αγγειακό μόριο προσκόλλησης 1 (VCAM-1), το

διακυτταρικό μόριο προσκόλλησης 1 (ICAM-1) και ογκωτικός παράγοντας

νέκρωσης άλφα (TNF-a) εμπλέκονται στη διαδικασία της αθηρογένεσης. Ο

ρόλος της κατανάλωσης διαφόρων τύπων ελαίου στις προφλεγμονώδεις

κυτοκίνες παραμένει όμως άγνωστος. Στην παρούσα μελέτη εξετάσαμε την

επίδραση της οξείας χορήγησης διαφόρων ελαίων στα προαναφερθέντα

μόρια σε υγιείς ενήλικες. Υλικό-Μέθοδος: 67 υγιείς εθελοντές τυχαιοποι-

ήθηκαν κι έλαβαν μια και μοναδική δόση ελαίου (50 mL). Η φλεγμονώδης

διεργασία εκτιμήθηκε με τη μέτρηση των διαλυτών μορφών των μορίων

VCAM-1, ICAM-1, καθώς και TNF-a με την ανοσοενζυμική μέθοδο ELISA. Τα

επίπεδα των μορίων στον ορό μετρήθηκαν πριν και 3 ώρες μετά τη χορήγη-

ση ελαίου. Αποτελέσματα: Η οξεία κατανάλωση ελαιολάδου (362,6±165,9

σε 312,6±147,8 ng/mL), σογιέλαιου (394,1±195,7 σε 325,8±192,1 ng/mL)

και μουρουνέλαιου (492,4±235,2 σε 415,8±210,6 ng/mL) δεν ελάττωσε

σημαντικά τα επίπεδα VCAM-1 (p=NS για όλα). Στον αντίποδα, η κατανά-

λωση καλαμποκέλαιου αύξησε (μη σημαντικά) τα επίπεδα VCAM-1 (από

ΑΑ142

Ο ρόλος ενός κοινού πολυμορφισμού στο γονίδιο της α-αλυσίδαςτου ινωδογόνου σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο:

Επίδραση στο μηχανισμό πήξηςΝ. Παπαγεωργίου, Δ. Τούσουλης, Α. Μήλιου, Χ. Αντωνιάδης, Μ. Κοζανίτου, Ε. Μποσινάκου,

Ι. Παρούτογλου, Γ. Σιάσος, Γ. Χατζής, Χ. ΣτεφανάδηςΑ΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: O πολυμορφισμός G58A στο γονίδιο της α-αλυσί-

δας του ινωδογόνου σχετίζεται με τα επίπεδα ινωδογόνου σε υγιή άτομα.

Είναι άγνωστο όμως αν ο συγκεκριμένος πολυμορφισμός σχετίζεται με

τη διαδικασία πήξης σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο (ΣΝ). Στην παρού-

σα μελέτη εξετάσαμε την επίδραση του συγκεκριμένου πολυμορφισμού

στα επίπεδα του ινωδογόνου και των D-dimers. Υλικό-Mέθοδος: Τον

πληθυσμό της μελέτης αποτέλεσαν 395 άτομα, εκ των οποίων 246 με

ΣΝ. Ο πολυμορφισμός G58A προσδιορίστηκε με αλυσιδωτή αντίδραση

πολυμεράσης (PCR) και κατάλληλο περιοριστικό ένζυμο. Τα επίπεδα ινω-

δογόνου μετρήθηκαν με τη μέθοδο von Clauss, ενώ τα επίπεδα D-dimers

με κατάλληλη πηξεομετρική τεχνική. Αποτελέσματα: Η γονοτυπική κα-

τανομή ήταν GG: 37,8%, GA: 39,4% και AA: 22,8% για ΣΝ, ενώ ήταν GG:

33,5%, GA: 44,3% και AA: 22,2% για την ομάδα ελέγχου. Οι ασθενείς με

ΣΝ είχαν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα ινωδογόνου (mg/dL) συγκριτικά

με την ομάδα ελέγχου (434,7±132,7 vs 384,7±103,7, p<0,001). Τόσο στους

ασθενείς με ΣΝ, αλλά και στα άτομα της ομάδας ελέγχου τα επίπεδα ινω-

δογόνου δε διέφεραν μεταξύ των 58AA ομοζυγωτών και των φορέων του

58G αλληλίου, 453,6±131,4 vs 441,1±140,6, p=NS και AA: 385,2±129,4

vs GG+GA: 392,6±103,0, p=NS αντίστοιχα. Τα επίπεδα D-dimers (mg/L)

ήταν σημαντικά υψηλότερα στους ασθενείς με ΣΝ συγκριτικά με την ομάδα

ελέγχου (409,7±188,2 vs 332,8±199,4, p<0,0001). Επιπλέον, τα επίπεδα

D-dimers διέφεραν μεταξύ των φορέων του 58G αλληλίου και των 58AA

ομοζυγωτών με ΣΝ (506,4±418,8 vs 662,2±627,1, p<0,05), αλλά όχι και

στην ομάδα ελέγχου (AA: 415,6±289,6 vs GG+GA: 355,9±276,5, p=NS).

Συμπεράσματα: Ο πολυμορφισμός G58A στο γονίδιο της α-αλυσίδας του

ινωδογόνου επηρεάζει σημαντικά τα επίπεδα D-dimers σε ασθενείς με στε-

φανιαία νόσο, προτείνοντας τοιουτοτρόπως ένα πιθανό μηχανισμό που θα

μπορούσε να επηρεάσει τη διαδικασία πήξης.

Page 102: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

102 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

ΑΑ143

Per os αντιμετώπιση υπερτασικής αιχμήςΜ. Γκιόκα, Α.Α. Κομιώτη, Η. Κάγκουρας, Β.Γ. Γραντζίδης, Φ. Τριανταφυλλοπούλου,

Ι. Σπηλιόπουλος, Α. ΤζελέπηςΠαθολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Κρεστένων, Κρέστενα

ακή πίεση τους στα πρώτα 15 min, 32 ασθενείς μείωσαν την αρτηριακή

πίεση τους στα πρώτα 30 min, 16 ασθενείς έλαβαν 1tbl (25 mg) καπτο-

πρίλης υπογλωσσίως και μείωσαν την αρτηρίακη πίεση τους σε μια ώρα,

9 ασθενείς έλαβαν και άλλης κατηγορίας αντιϋπερτασικό φάρμακο. Η

πτώση της συστολικής αρτηριακής πίεσης ήταν από 180±20 mmHg σε

150±20 mmHg, ενώ της διαστολικής από 110±15 mmHg σε 90±10 mmHg.

Συμπεράσματα: Αν και η απότομη και μεγάλη πτώση της αρτηριακής

πίεσης είναι δυνητικά επικίνδυνη (λόγω απότομης ελάττωσης της αιμάτω-

σης των οργάνων), η υπογλώσσια χορήγηση καπτοπρίλης κατέχει σημαντι-

κή θέση στη θεραπεία υπερτασικής αιχμής, καθότι με αυτή επιτυγχάνεται

προοδευτική μείωση της αρτηριακής πίεσης. Η συνεργασιμότητα των

υπερτασικών ατόμων είναι αναγκαία για την επίτευξη των μακροπρόθε-

σμων στόχων της θεραπείας.

Εισαγωγή-Σκοπός: Η ανταπόκριση στην per os χορήγηση καπτοπρίλης

σε ασθενείς με υπερτασική αιχμή (ΣΑΠ/ΔΑΠ>180/110 mmHg). Υλικό-Μέθοδος: Μελετήσαμε ένα τυχαίο δείγμα 78 ασθενών που επισκέφθη-

καν το τμήμα των επειγόντων περιστατικών του νοσοκομείου μας λόγω

ΣΑΠ/ΔΑΠ>180/110 mmHg. Από τους παραπάνω ασθενείς, 38 ήταν άνδρες

(48,71%) και 40 γυναίκες (51,28%), ηλικίας 37–72 ετών με μέσο όρο ηλικί-

ας 51,3 έτη. 11 ασθενείς (ποσοστό 14,10%) δεν είχαν διαπιστώσει υπερτα-

σική αιχμή σε καμία κατ' οίκον μέτρηση της αρτηριακής πίεσης. Σε όλα τα

άτομα δόθηκε ½ tbl (12,5 mg) καπτοπρίλης υπογλωσσίως, λαμβάνοντας

υπόψη τις βασικές αντενδείξεις χορήγησης αυτής, δηλαδή κύηση, αμφο-

τερόπλευρη στένωση των νεφρικών αρτηριών, ιστορικό αγγειοοιδήματος.

Αποτελέσματα: Η αρτηριακή πίεση μετρήθηκε στα 15 min, 30 min και

1 h από τη χορήγηση της καπτοπρίλης. 21 ασθενείς μείωσαν την αρτηρι-

ΑΑ144

Λιπιδαιμικό προφίλ ασθενών με λεπτοσπείρωσηΦ. Αποστόλου,1 Ε. Λυμπερόπουλος,1 Ε. Γαζή,1 Θ. Φιλιππάτος,1 Κ. Τέλλης,2 Χ. Κωσταρά,3

Ε. Μπαϊρακτάρη,3 Α. Τσελέπης,2 Μ. Ελισάφ1

1Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα,2Τομέας Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα,

3Εργαστήριο Κλινικής Χημείας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

Εισαγωγή-Σκοπός: Οι φλεγμονώδεις καταστάσεις συνοδεύονται από με-

ταβολές των λιποπρωτεϊνών και πιθανά συσχετίζονται με την εξέλιξη της

αθηρωμάτωσης. Εκτίμηση των μεταβολών των λιποπρωτεϊνών σε ασθενείς

με λοίμωξη από Leprospira interrogans. Υλικό: Έντεκα ασθενείς με λεπτο-

σπείρωση (10 άνδρες και 1 γυναίκα) κατά τη διάγνωση και 4 μήνες μετά την

έναρξη της θεραπείας. Μέθοδος: Προσδιορίσθηκαν οι εξής παράμετροι:

TC, HDL-C, TGs, LDL-C, απολιποπρωτεΐνες (apo) A-Ι, B και E, λιποπρωτεΐνη

(a) [Lp(a)], κυτταροκίνες (IL-6 και TNFa), καθώς και τα LDL υποκλάσματα με

τη μέθοδο Lipoprint LDL System. Αποτελέσματα: Οι ασθενείς κατά τη διά-

γνωση της λεπτοσπείρωσης είχαν σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα TC, HDL-C,

LDL-C, apoA-I, apoΒ και Lp(a) και υψηλότερα επίπεδα TG σε σύγκριση τις

αντίστοιχες τιμές 4 μήνες μετά την έναρξη της θεραπείας. Επιπρόσθετα, οι

ασθενείς κατά τη διάγνωση της λεπτοσπείρωσης είχαν υψηλότερη εκατο-

στιαία συγκέντρωση της χοληστερόλης των μικρών πυκνών LDL (sdLDL-C%)

σωματιδίων [24(0-35)% vs 3(0-33)%] και μικρότερη μέση διάμετρο των LDL

σωματιδίων (261±5 Å vs 267±6 Å) σε σύγκριση με τις αντίστοιχες τιμές 4

μήνες μετά την έναρξη της θεραπείας. Τέλος, τα επίπεδα των κυτταροκινών

ήταν υψηλότερα κατά τη διάγνωση της λεπτοσπείρωσης σε σύγκριση με τις

αντίστοιχες τιμές 4 μήνες μετά την έναρξη της θεραπείας. Συμπεράσματα: Οι ασθενείς με λεπτοσπείρωση εμφανίζουν ένα αθηρογόνο λιπιδαιμικό προ-

φίλ που χαρακτηρίζεται από αυξημένα επίπεδα TG και sdLDL-C και μειωμένο

μέγεθος LDL σωματιδίων, καθώς και από μειωμένη συγκέντρωση HDL-C.

Page 103: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 103

ΑΑ145

Η προγνωστική αξία του ιστικού Dopplerστην ικανότητα έξι λεπτών βάδισης,

σε ασθενείς με πρόσφατα διαγνωσμένη καρδιακή ανεπάρκειαΙ. Κοτρογιάννης, Χ. Χρυσοχόου, Σ. Μπρίλη, Ι. Ανδρέου, Γ. Μεταλληνός, Κ. Ζήσιμος, Σ. Αθανασοπούλου,

Ε. Χριστοφοράτου, Χ. Πίτσαβος, Χ. ΣτεφανάδηςΑ΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα

σης. Η στατιστική παράμετρος Pearson r coefficient χρησιμοποιήθηκε για την

ανάλυση, έχοντας λάβει υπόψη φύλο, ηλικία, δείκτη μάζας σώματος, καρδιακή

παροχή, επίπεδα κρεατινίνης, υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη και κάπνισμα.

Αποτελέσματα: Ο λόγος E/Emv εμφανίζει αρνητική συσχέτιση με την ικανό-

τητα έξι λεπτών βάδισης (r=-0,3881, P=0,05), ενώ το ύψος του συστολικού

κύματος Smv σχετιζόταν θετικά με την ικανότητα βάδισης (r=0,398, p=0,05).

Συμπεράσματα: Η μελέτη αυτή αναδεικνύει την προγνωστική αξία των δει-

κτών TDI της αριστερής κοιλίας στην ικανότητα 6 λεπτών βάδισης μετά από 6

εβδομάδες παρακολούθησης, σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια. Φαίνεται

ότι το ύψος του συστολικού κύματος (Smv) στο μιτροειδικό δακτύλιο και ο

λόγος E/Emv, που αντανακλά την τελοδιαστολική πίεση της αριστερής κοιλί-

ας, έχουν την καλύτερη προγνωστική αξία για την εκτίμηση της ικανότητας

άσκησης των ασθενών αυτών.

Εισαγωγή-Σκοπός: Η δοκιμασία έξι λεπτών βάδισης έχει χρησιμοποιηθεί για

να εκτιμήσει τη φυσική κατάσταση των ασθενών αλλά και την ανταπόκρισή

τους στη θεραπεία. Σε αυτή τη μελέτη εκτιμήσαμε την πιθανή σχέση μεταξύ

δεικτών ιστικού (TDI) και παλμικού Doppler, οι οποίοι αντικατοπτρίζουν τη

λειτουργία της αριστερής κοιλίας, και της ικανότητας βάδισης 6 λεπτών σε

ασθενείς με πρόσφατα διεγνωσμένη καρδιακή ανεπάρκεια. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήθηκαν 106 διαδοχικοί ασθενείς (μέσης ηλικίας 65+/-13 ετών) με συ-

στολική καρδιακή ανεπάρκεια. Η υπερηχοκαρδιογραφική εκτίμηση στην 3η

ημέρα νοσηλείας τους περιελάμβανε την καταγραφή της διαμιτροειδικής τα-

χύτητας ροής (E και A κύματα) και με το TDI την καταγραφή του συστολικού

(Smv) και των δύο διαστολικών κυμάτων (Emv και Amv) του μιτροειδικού δα-

κτυλίου. Επίσης, υπολογίστηκε ο λόγος του κύματος Ε προς Emv (E/Emv). Έξι

εβδομάδες αργότερα οι ασθενείς υποβλήθηκαν σε δοκιμασία 6 λεπτών βάδι-

ΑΑ146

Οι χαμηλές τιμές του αιματοκρίτη σχετίζονται με διαστολικήδυσλειτουργία της αριστεράς κοιλίαςσε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια

Ι. Κοτρογιάννης, Χ. Χρυσοχόου, Σ. Μπρίλη, Ι. Ανδρέου, Γ. Μεταλληνός, Κ. Ζήσιμος,Σ. Αθανασοπούλου, Ε. Χριστοφοράτου, Χ. Πίτσαβος, Χ. Στεφανάδης

Α΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Η αναιμία αποτελεί κοινό εύρημα σε ασθενείς με καρδια-

κή ανεπάρκεια και συνδυάζεται με δυσμενή πρόγνωση. Η ταχύτητα διάδοσης

ροής Vp που υπολογίζεται μέσω του έγχρωμου m-mode έχει χαρακτηριστεί

ως ένας μη-επεμβατικός τρόπος μέτρησης της χάλασης της αριστερής κοιλίας

ανεξάρτητος του προφορτίου. Στην παρούσα μελέτη ερευνήσαμε τη σχέση

μεταξύ των επιπέδων του αιματοκρίτη και των τιμών του Vp σε ασθενείς με νεο-

διαγνωσθείσα καρδιακή ανεπάρκεια. Υλικό-Μέθοδος: Συμπεριλάβαμε 101

διαδοχικούς ασθενείς μέσης ηλικία 65±13 ετών με νεοδιαγνωσθείσα καρδια-

κή ανεπάρκεια, οι οποίοι νοσηλεύτηκαν στο νοσοκομείο μας. Όλοι οι ασθενείς

εκτιμήθηκαν υπερηχογραφικά την τρίτη ημέρα της νοσηλείας τους και έγινε

μέτρηση του Vp με τη χρήση του έγχρωμου m-mode. Αποτελέσματα: Με τη

γραμμική ανάλυση παλινδρόμησης και μετά από έλεγχο για διάφορους συγχι-

στές, όπως το φύλο, η ηλικία, το κλάσμα εξώθησης, το ΒΜΙ, η αρτηριακή πίεση,

το κάπνισμα, η φυσική δραστηριότητα, η κάθαρση κρεατινίνης, η ύπαρξη ή

μη Σακχαρώδους Διαβήτη φαίνεται ότι οι τιμές του αιματοκρίτη συσχετίζονται

αντίστροφα με τις τιμές του Vp (b=-0,145±0,072, p=0,05). Επιπλέον, η μείω-

ση της τάξης του 1cm/sec στην τιμή του Vp βρέθηκε να σχετίζεται με 2πλάσια

πιθανότητα εμφάνισης αναιμίας στους ασθενείς αυτούς. Συμπεράσματα: Με

τη μελέτη αυτή φαίνεται ότι οι χαμηλές τιμές του αιματοκρίτη σχετίζονται με

προχωρημένη διαστολική δυσλειτουργία της αριστεράς κοιλίας σε ασθενείς με

νεοδιαγνωσθείσα καρδιακή ανεπάρκεια, γεγονός που ερμηνεύει και τη δυσμε-

νή έκβαση των ασθενών με αναιμία.

Page 104: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

104 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

ΑΑ147

Η μέτρια κατανάλωση πρωτεΐνης ελαττώνει την πιθανότητα εμφάνισης καρδιαγγειακών συμβαμάτων σε ασθενείς με νεοδιαγνωσθείσα καρδιακή

ανεπάρκεια κατά τη διάρκεια 12μηνης παρακολούθησηςΙ. Κοτρογιάννης, Χ. Χρυσοχόου, Γ. Πούνης, Ι. Ανδρέου, Γ. Μεταλληνός, Κ. Ζήσιμος, Σ. Αθανασοπούλου,

Σ. Μπρίλη, Χ. Πίτσαβος, Χ. ΣτεφανάδηςΑ΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα

Ο ετήσιος ρυθμός θανατηφόρου συμβάματος ήταν 16%, ενώ το 45% των

ασθενών νοσηλεύτηκαν λόγω καρδιαγγειακού συμβάματος. Σε σύγκριση με

το μικρότερο τεταρτημόριο πρόσληψης πρωτεΐνης (<3,5 mg/dL), οι ασθε-

νείς στο 2ο (3,6–4,5mg/dL) και στο 3ο (4,6–5,5 mg/dL) τεταρτημόριο είχαν

μικρότερο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακού συμβάματος (RR=0,73 για

το 2ο και RR=0,51 για το 3ο, p<0,05). Επιπλέον, οι ασθενείς στο υψηλότε-

ρο τεταρτημόριο κατανάλωσης πρωτεϊνης (>5,5 mg/dL) είχαν 3,6 φορές

μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακου συμβάματος σε σύγκριση

με αυτούς στο χαμηλότερο (p=0,09). Τα παραπάνω παρέμειναν ακόμα και

μετά από έλεγχο για πιθανούς συγχιστές (ηλικία, φύλο, ΒΜΙ και κάπνισμα).

Συμπεράσματα: Η μέτρια κατανάλωση πρωτεΐνης φαίνεται ότι προσφέρει

σημαντική καρδιοπροστασία σε ασθενείς με νεοδιαγνωσθείσα καρδιακή

ανεπάρκεια, ενώ η αυξημένη κατανάλωση συσχετίζεται με υψηλότερο καρ-

διαγγειακό κίνδυνο. Τα αποτελέσματα αυτά δείχνουν το σημαντικό ρόλο της

πρόσληψης πρωτεΐνης στην πρόγνωση των ασθενών αυτών.

Εισαγωγή-Σκοπός: Ο ρόλος της κατανάλωσης πρωτεΐνης στην εμφάνιση

και πρόοδο καρδιαγγειακών συμβαμάτων δεν έχει ακόμα διευκρινιστεί.

Στην παρούσα μελέτη ερευνήσαμε τη σχέση μεταξύ της ποσότητας της κα-

ταναλωθείσας πρωτεΐνης και της εμφάνισης θανατηφόρου ή μη συμβάματος

κατά τη διάρκεια 12μηνης παρακολούθησης σε ασθενείς με νεοδιαγνωσθεί-

σα καρδιακή ανεπάρκεια. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήθηκαν 106 διαδοχικοί

ασθενείς μέσης ηλικίας 65±14 ετών με νεοδιαγνωσθείσα καρδιακή ανεπάρ-

κεια, οι οποίοι νοσηλεύτηκαν στο νοσοκομείο μας. Καταγράψαμε διάφορους

δημογραφικούς, ανθρωπομετρικούς, διαιτητικούς παράγοντες, συνήθειες

ζωής και βιοχημικούς δείκτες. Η κατανάλωση πρωτεΐνης από τη λήψη κρέα-

τος και γαλακτοκομικών προϊόντων υπολογίστηκε με τη χρήση ειδικού ερω-

τηματολογίου διατροφής και πινάκων με την περιεκτικότητα των τροφών.

Κάθε 3 μήνες και για συνολικά 12 μήνες μετά την αρχική εξέταση όλοι οι

ασθενείς επανεκτιμήθηκαν. Κυρίαρχο ερώτημα ήταν η εμφάνιση ή όχι ενός

καρδιαγγειακού συμβάματος (θάνατος ή επανεισαγωγή). Αποτελέσματα:

ΑΑ148

Προγνωστική σημασία της λειτουργικότητας της δεξιάς κοιλίαςσε ασθενείς με νεοδιαγνωσθείσα καρδιακή ανεπάρκεια

Ι. Κοτρογιάννης, Χ. Χρυσοχόου, Σ. Μπρίλη, Ι. Ανδρέου, Γ. Μεταλληνός, Κ. Ζήσιμος, Σ. Αθανασοπούλου,Ε. Χριστοφοράτου, Χ. Πίτσαβος, Χ. Στεφανάδης

Α' Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Η λειτουργικότητα της δεξιάς κοιλίας αποτελεί έναν

σημαντικό προγνωστικό παράγοντα για την εξέλιξη της συστολικής καρ-

διακής ανεπάρκειας. Επίσης, το ιστικό Doppler (TDI) προσφέρει γρήγορη

αξιολόγηση της συνολικής λειτουργίας της δεξιάς και της αριστερής κοι-

λίας. Σε αυτή τη μελέτη διερευνήσαμε την παρουσία συσχέτισης μεταξύ

της συστολικής λειτουργίας της δεξιάς κοιλίας, μέσω του TDI, και των κλι-

νικών συμβαμάτων σε ασθενείς με νεοδιαγνωσθείσα καρδιακή ανεπάρκεια.

Υλικό-Μέθοδος: Μελετήθηκαν 180 διαδοχικοί ασθενείς (μέσης ηλικίας

63+/- 14 ετών) με συστολική καρδιακή ανεπάρκεια. Η υπερηχοκαρδιογρα-

φική εκτίμηση στην 3η ημέρα νοσηλείας τους περιελάμβανε την καταγρα-

φή της διαμιτροειδικής ταχύτητας ροής (E και A κύματα) και με το TDI την

καταγραφή του συστολικού (Smv και Stv) και των δύο διαστολικών κυμάτων

(Emv/Etv και Amv/Atv) του μιτροειδικού και του τριγλωχινικού δακτυλίου,

αντίστοιχα. Υπολογίστηκαν οι όγκοι του αριστερού κόλπου, μέγιστος κατά

το άνοιγμα της μιτροειδούς (LAmax), ελάχιστος κατά το κλείσιμο αυτής

(LAmin) και στην αρχή της κολπικής συστολής (LAp). Επίσης, μετρήθηκαν

ο τελοσυστολικός (LASV) και τελοδιαστολικός όγκος του αριστερού κόλπου

και υπολογίστηκε το κλάσμα απόδοσης (LAEF), ενώ το έργο του αριστε-

ρού κόλπου (LAKE) υπολογίστηκε από την εξίσωση 1/2xLASVx1.06xAmv2.

Χρησιμοποιήθηκε η γραμμική ανάλυση παλινδρόμησης για τη διερεύνηση

της συσχέτισης μεταξύ της συστολικής λειτουργίας της δεξιάς κοιλίας και

των συμβαμάτων στη διετία (θάνατος ή επανεισαγωγή), μετά από έλεγχο

για διάφορους συγχυστές (ηλικία, φύλο, ΒΜΙ, Smv, LAKE, LAEF, κλάσμα

εξώθησης). Αποτελέσματα: Στα δύο χρόνια μετά την έξοδο από το νο-

σοκομείο, 79 ασθενείς (44%) είχαν ένα σύμβαμα (25 θάνατοι). Βρέθηκε

αντίστροφη συσχέτιση ανάμεσα στο ύψος του κύματος Stv και των συμ-

βαμάτων (b=–0,17, p=0,13, OR=84% και CI:0,737-0,965), μετά από έλεγ-

χο για πιθανούς συγχυστές (ηλικία, φύλο, ΒΜΙ, Smv, LAKE, LAEF, κλάσμα

εξώθησης κ.ά.). Συμπεράσματα: Με τη μελέτη αυτή φαίνεται η προγνω-

στική σημασία του δείκτη Stv του ιστικού Doppler, ο οποίος αντανακλά τη

λειτουργικότητα της δεξιάς κοιλίας, σε ασθενείς με νεοδιαγνωσθείσα καρ-

διακή ανεπάρκεια.

Page 105: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 105

ΑΑ149

Αντιμετώπιση σοβαρής υπερτριγλυκεριδαιμίαςΜ. Γκιόκα, Η. Κάγκουρας, Β.Γ. Γραντζίδης, Α.Α. Κομιώτη, Φ. Τριανταφυλλοπούλου,

Ι. Σπηλιόπουλος, Α. ΤζελέπηςΠαθολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Κρεστένων, Κρέστενα

φύση, ενώ από τον εργαστηριακό έλεγχο, η γενική αίματος ήταν εντός φυσιο-

λογικών ορίων, SGOT=42, SGPT=64, γGT=72, αμυλάση ορού=μη παθολογική,

ολική χοληστερόλη (CHOL-TOT)=290, LDL=185, HDL=22, ενώ Tg=1100 mg/dL

(μακροσκοπικά γαλακτώδης όψη ορού). Ο ασθενής ετέθη σε υπολιπιδαιμική

δίαιτα και φαρμακευτική αγωγή με caps Maxepa (σε δόση 2 caps x 3 ημερι-

σίως). Σε επανεξέταση μετά από ένα και τρεις μήνες, τα Tg ήταν 425 mg/dL

και 180 mg/dL αντίστοιχα. Συμπεράσματα: Η χορήγηση ωμέγα-3 πολυακό-

ρεστων λιπαρών οξέων όταν συνοδεύεται με υπολιπιδαιμική δίαιτα μπορεί να

συμβάλλει στη βελτίωση του λιπιδαιμικού profil.

Εισαγωγή-Σκοπός: Η ανταπόκριση ασθενούς με σοβαρή υπερτριγλυκεριδαι-

μία μετά από μονοθεραπεία με ωμέγα-3 πολυακόρεστα λιπαρά οξέα. Υλικό-Μέθοδος: Άνδρας 43 ετών αγρότης, καπνιστής και με καθημερινή χρήση

αλκοόλ (2–3 ποτήρια/ημέρα), με BMI=kg/m2 προσήλθε λόγω κοιλιακού άλ-

γους στο τμήμα επειγόντων περιστατικών. Το άλγος εντοπιζόταν στο κυρίως

επιγάστριο με επέκταση στο αριστερό υποχόνδριο, δε συνοδευόταν από ναυ-

τία ή έμετο. Από την αντικειμενική εξέταση διαπιστώθηκε μόνο ευαισθησία

στο επιγάστριο χωρίς άλλα σημεία οξείας κοιλίας. Αποτελέσματα: Από τον

παρακλινικό έλεγχο η Rο θώρακος και Rο κοιλίας καθώς και το ΗΚΓ ήταν κατά

ΑΑ150

Ταυτόχρονη εκτίμηση του μεταγευματικού μεταβολισμούτων υδατανθράκων και των λιπών με τη χρήση του μεικτού

γεύματος της δοκιμασίας ανοχής λίπουςΜ. Μαράκη, Ν. Αγγελοπούλου, Ν. Χριστοδούλου, Κ. Αναστασίου, Δ. Παναγιωτάκος, Λ. Συντώσης

Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα

το χρόνο). Η ινσουλινοευαισθησία εκτιμήθηκε με το σύνθετο δείκτη ολικής

ινσουλινοευασθησίας (Matsuda's composite whole body insulin sensitivity

index). Αποτελέσματα: Οι μεταγευματικές αποκρίσεις της ινσουλίνης

δε διέφεραν στατιστικά σημαντικά (επίδραση γεύματος: p>0,05), ενώ οι

μεταγευματικές αποκρίσεις της γλυκόζης ήταν στατιστικά σημαντικά υψη-

λότερες κατά τη διάρκεια της OGTT σε σύγκριση με την OFTT (επίδραση

γεύματος: p<0,05), αλλά ο τύπος της καμπύλης ήταν παρόμοιος (αλληλε-

πίδραση γεύματος×χρόνο: p>0,05). Τα επίπεδα γλυκόζης και ινσουλίνης στο

μεταγευματικό στάδιο, η διεγειρομένη από γλυκόζη έκκριση ινσουλίνης, και

η ολική ινσουλινοευαισθησία κατά τη διάρκεια της OGTT σχετίστηκαν στατι-

στικά σημαντικά με τις αντίστοιχες παραμέτρους κατά τη διάρκεια της OFTT

(r=0,51–0,81, p<0,01). Συμπεράσματα: Σε παχύσαρκα άτομα το μεικτό

γεύμα που χρησιμοποιείται για την εκτίμηση διαταραχών στο μεταγευματι-

κό μεταβολισμό του λίπους δύναται να εκτιμήσει παράλληλα και διαταραχές

στο μεταγευματικό μεταβολισμό των υδατανθράκων. Περαιτέρω μελέτες

είναι αναγκαίες για να διαπιστωθεί η εφαρμογή του σε άλλους πληθυσμούς.

Εισαγωγή-Σκοπός: Οι διαταραχές στο μεταβολισμό των υδατανθράκων

και των λιπών προσδιορίζονται ξεχωριστά, με τη διεξαγωγή των δοκιμασιών

ανοχής γλυκόζης και λίπους, αντίστοιχα. Ο σκοπός της συγκεκριμένης με-

λέτης ήταν να διερευνηθεί εάν το μεικτό γεύμα που καταναλώνεται κατά τη

δοκιμασία ανοχής λίπους (oral fat tolerance test, OFTT) μπορεί ταυτόχρο-

να να χρησιμοποιηθεί για την εκτίμηση διαταραχών στο μεταβολισμό των

υδατανθράκων. Υλικό-Μέθοδος: Είκοσι εννέα παχύσαρκοι, μη-διαβητικοί

εθελοντές υποβλήθηκαν σε μια δοκιμασία ανοχής γλυκόζης (oral glucose

tolerance test, OGTT, 75 g γλυκόζης) και σε μια OFTT (86 g λίπους, 75 g

υδατανθράκων, 15 g πρωτεϊνών), με τυχαία σειρά και σε χρονική απόσταση

μεταξύ τους 1–2 εβδομάδες. Οι αποκρίσεις γλυκόζης και ινσουλίνης κατά τη

διάρκεια της OGTT και της OFTT συγκρίθηκαν με ανάλυση διακύμανσης για

επαναλαμβανόμενες μετρήσεις (ANOVA for repeated measures). Η διεγειρο-

μένη από γλυκόζη έκκριση ινσουλίνης (overall glucose-stimulated insulin

secretion) υπολογίσθηκε ως: 2 hAUC Ινσουλίνη/2 hAUC Γλυκόζη (area under

the curve, AUC: επιφάνεια κάτω από την καμπύλη συγκέντρωσης ως προς

Page 106: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

106 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

ΑΑ151

N-acetylcysteine και σησαμέλαιo:Μελέτη της ενδεχόμενης υπολιπιδαιμικής, αντιοξειδωτικής

και αντιαθηρογόνου δράσης τους σε μύεςΛ. Κορού,1 Γ. Αγρογιάννης,2 Α. Παντοπούλου,1 Ι. Βλάχος,1 Θ. Καρατζάς,1 Δ. Ηλιόπουλος,1 Δ. Περρέα1

1Εργαστήριο Πειραματικής Χειρουργικής και Χειρουργικής Ερεύνης «ΝΣ Χρηστέας», Ιατρική Σχολή, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα, 2Εργαστήριο Παθολογικής Ανατομικής, Ιατρική Σχολή,

Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα

ιστολογικά. Αποτελέσματα: Οι μύες που ελάμβαναν NAC παρουσίασαν μει-

ωμένη την ολική και LDL χοληστερόλη, σε σχέση με τους μύες της ομάδας της

χοληστερόλης. Το σησαμέλαιο δε βελτίωσε τη λιπιδαιμική εικόνα των μυών

που το ελάμβαναν, συγκριτικά με την ομάδα της χοληστερόλης. Και οι δύο

παράγοντες μείωσαν τα συνολικά υπεροξείδια στον ορό στα επίπεδα της ομά-

δας control, ενώ μόνο το NAC αύξησε τα επίπεδα NO. Η υπερχολεστερολαιμική

δίαιτα οδήγησε σε μεγάλου βαθμού λιπώδη διήθηση του ήπατος, η οποία ήταν

εμφανώς μειωμένη στους μύες της ομάδας NAC. Συμπεράσματα: Η χορήγηση

σησαμελαίου παρά το ότι εμφάνισε αντιοξειδωτική δραστηριότητα, δε βελτί-

ωσε το διαταραγμένο λιπιδαιμικό προφίλ των μυών, ενώ η ουσία NAC δρώντας

αντιοξειδωτικά, παρουσίασε αντιλιπιδαιμική δράση, μειώνοντας την ηπατική

στεάτωση, ενώ παρουσίασε ενδεχόμενη αντιαθηρογόνο ικανότητα μέσω της

αύξησης των επιπέδων του NO.

Εισαγωγή-Σκοπός: Η N-acetylcysteine (NAC) και το σησαμέλαιο παρουσιάζο-

νται βιβλιογραφικά ως υποσχόμενοι υπολιπιδαιμικοί παράγοντες. Σκοπός της

μελέτης είναι η διερεύνηση της υπολιπιδαιμικής, αντιοξειδωτικής και αντια-

θηρογόνου δράσης τους, σε υπερχολεστερολαιμικούς μύες. Υλικό-Μέθοδος: Χρησιμοποιήθηκαν αρσενικοί μύες C57bl/6 ηλικίας 12 εβδομάδων που χωρί-

στηκαν ως εξής: ομάδα control (n=6), ομάδα υπερχολεστερολαιμικής δίαιτας

(cholesterol diet) (n=6), ομάδα στην οποία χορηγούνταν cholesterol diet και

παράλληλα στο πόσιμο νερό η ουσία NAC (n=8), και ομάδα στην οποία χορη-

γούνταν cholesterol diet ενισχυμένη με σησαμέλαιο (n=8). Δείγματα ορού

ελήφθησαν στην έναρξη της πειραματικής διαδικασίας και 2 μήνες μετά, κατά

την ευθανασία των μυών. Προσδιορίσθηκε το λιπιδαιμικό προφίλ των μυών

και μετρήθηκαν τα επίπεδα των ολικών υπεροξειδίων και οξειδίων αζώτου

(ΝΟ) στο αίμα. Τμήματα ήπατος και αορτής ελήφθησαν για να αξιολογηθούν

ΑΑ152

Μελέτη συσχέτισης του πολυμορφισμού Α54Τ της συνδεδεμένηςμε λιπαρά οξέα πρωτεΐνης 2 (FABP2) με την παιδική παχυσαρκία

στον ελληνικό πληθυσμόΜ. Καραγλάνη, Μ. Ιορδανίδου, Γ. Ράγια, Α. Ταυρίδου, Ε.Γ. Μανωλόπουλος

Εργαστήριο Φαρμακολογίας, Ιατρική Σχολή, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Αλεξανδρούπολη

Εισαγωγή-Σκοπός: Οι επιπτώσεις της παιδικής παχυσαρκίας είναι πολύ σο-

βαρές για την παιδική υγεία, καθώς περιλαμβάνουν την εμφάνιση χρόνιων

ασθενειών, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 και καρδιαγγειακές νόσοι,

αλλά και σοβαρών ψυχολογικών επιπτώσεων. Η εμφάνιση της παχυσαρκίας

είναι μία σύνθετη διαδικασία αλληλεπίδρασης περιβαλλοντικών και γενετι-

κών παραγόντων. Οι μελέτες διερεύνησης των γενετικών παραγόντων που

προδιαθέτουν για παιδική παχυσαρκία εστιάζουν σε γενετικούς πολυμορφι-

σμούς των πρωτεϊνών που συμμετέχουν στο μεταβολισμό ή/και μεταφορά

των λιπαρών οξέων. Η συνδεδεμένη με λιπαρά οξέα πρωτεΐνη 2 (FABP2)

συμμετέχει στην απορρόφηση, τον ενδοκυτταρικό μεταβολισμό και τη

μεταφορά της μακριάς αλυσίδας των λιπαρών οξέων και των ακέτυλο-CoA

εστέρων στα επιθηλιακά κύτταρα του λεπτού εντέρου, αποτρέποντας τη με-

ταφορά αυτών στην αιματική κυκλοφορία. Ο πολυμορφισμός FABP2 Α54Τ

σχετίζεται με αλλαγές στην απορρόφηση των λιπαρών οξέων και στους βα-

σικούς μεταβολίτες που σχετίζονται με την παχυσαρκία. Σκοπός της εργασί-

ας ήταν η διερεύνηση της πιθανής συσχέτισης του πολυμορφισμού FABP2

Α5Τ με την παιδική παχυσαρκία. Υλικό-Μέθοδος: Απομονώθηκε γενωμικό

DNA από 186 παιδιά μέσης ηλικίας 9 ετών (±3 έτη), από τα οποία 109 (68

αγόρια/41 κορίτσια) ήταν φυσιολογικού βάρους, ενώ 77 (49 αγόρια/28 κορί-

τσια) ήταν υπέρβαρα ή παχύσαρκα. Όλοι οι συμμετέχοντες ήταν Έλληνες. Η

γονοτύπηση του πολυμορφισμού FABP2 A54T έγινε με τη μέθοδο PCR-RFLP.

Αποτελέσματα: Ανάμεσα στις δύο ομάδες παρατηρήθηκαν διαφορές σε

ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά όπως το βάρος και η περιφέρεια μέσης και

ισχίων, που ήταν σημαντικά αυξημένα στα υπέρβαρα / παχύσαρκα παιδιά. Η

συχνότητα των γονοτύπων FABP2 AA, AT και TT ήταν 54%, 35,5% και 10,5%

αντίστοιχα, στα υπέρβαρα/παχύσαρκα παιδιά, ενώ στα παιδιά φυσιολογι-

κού βάρους η συχνότητα των γονοτύπων FABP2 AA, AT και TT ήταν 45,5%,

46,4% και 8,1% αντίστοιχα. Η συχνότητα εμφάνισης των γονοτύπων δε δι-

έφερε ανάμεσα στις δύο ομάδες (p=0,334). Συμπεράσματα: Δε βρέθηκε

συσχέτιση του πολυμορφισμού FABP2 A54T με την παιδική παχυσαρκία.

Page 107: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 107

ΑΑ153

Επίδραση της βιταμίνης D και του παράγοντα ενεργοποίησηςτων αιμοπεταλίων στη μορφολογία των ποδοκυττάρων

Σ. Βερούτη,1 Ε. Φραγκοπούλου,2 Γ. Δροσοπούλου,3 Ε. Τσιλιμπάρη,3 Κ. Δημόπουλος,1 Χ. Ιατρού4

1Τμήμα Χημείας, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα, 2Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας – Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 3Ινστιτούτο Βιολογίας, Εθνικό Κέντρο Έρευνας Φυσικών Επιστημών «Δημόκριτος», Αθήνα, 4Νεφρολογικό

Κέντρο «Γ. Παπαδάκης», Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας, Πειραιάς

νης και τα επίπεδα mRNA του VDR και των δυο μεταγράφων του υποδοχέα

του PAF (PAFR). Αποτελέσματα: Eντοπίσθηκε το mRNA του VDR, όσο και

η αντίστοιχη πρωτεΐνη καθώς και το mRNA PAFR (transcript-2) στα HGEC.

Παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση των επίπεδων του VDR στα HGEC: 25

mm σε σχέση με τα HGEC: 5 mm, τόσο σε επίπεδο mRNA όσο και πρωτεΐνης.

Η βιταμίνη D και η παρικαλσιτόλη αύξησαν σημαντικά τα επίπεδα mRNA

του VDR 24 ώρες στα HGEC: 5 mm και τα HGEC: 25 mm. Κανένα από τα δυο

σκευάσματα δεν επηρεάζει σημαντικά τα επίπεδα έκφρασης της CD2AP και

του WT1. Ωστόσο, στα HGEC: 5 mm η βιταμίνη D και η παρικαλσιτόλη αυ-

ξάνει τα επίπεδα έκφρασης της ποδοκαλυκίνης μετά από 4 μέρες. Ο PAF

μείωσε τα επίπεδα έκφρασης της νεφρίνης στις 4 ώρες. Συμπεράσματα: Η βιταμίνη D και το ανάλογό της λειτουργούν προστατευτικά στη διατήρη-

ση και λειτουργία των ποδοκυττάρων τόσο σε νορμο- όσο και σε υπερ-γλυ-

καιμία. Ο φλεγμονώδεις παράγοντας PAF επιδρά αρνητικά στη μορφολογία

των ποδοκυττάρων.

Εισαγωγή-Σκοπός: Η διατήρηση της μορφολογίας των ποδοκυττάρων

είναι εξαιρετικής σημασίας στις νεφρικές παθήσεις. Η βιταμίνη D είναι γνω-

στό ότι έχει πλειοτροπικές δράσεις μεταξύ των οποίων είναι και η νεφρο-

προστατευτική της δράση. Ο Παράγοντας-Ενεργοποίησης-Αιμοπεταλίων

(PAF) είναι ισχυρός μεσολαβητής της φλεγμονής και εμπλέκεται στις

νεφρικές παθήσεις. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να μελετηθεί

η επίδραση της βιταμίνης D και του PAF στη μορφολογία και λειτουργία

των ποδοκυττάρων. Υλικό-Μέθοδος: Χρησιμοποιήσαμε κυτταρική σειρά

ανθρώπινων ποδοκυττάρων (HGEC), τα οποία καλλιεργήθηκαν σε φυσιο-

λογικά (5 mm, HGEC: 5 mm) ή υψηλά επίπεδα γλυκόζης (25 mm, HGEC: 25

mm). Τα ποδοκύτταρα εκτέθηκαν σε βιταμίνη D (Calcijex) ή το ανάλογο της

παρικαλσιτόλη (Zemplar) σε 10-300 nM και σε 10-8 M PAF. Μετρήθηκαν

με ανοσοαποτύπωση τα επίπεδα του υποδοχέα της βιταμίνης D (VDR), της

ποδοκαλυκίνης, της CD2AP και του μεταγραικού παράγοντα WT1, με κυτ-

ταρομετρία ροής τα επίπεδα έκφρασης της νεφρίνης και της ποδοκαλυκί-

ΑΑ154

Συσχέτιση του πολυμορφισμού -2518A>G του γονιδίου MCP-1(Monocyte Chemoattractant Protein 1) με την εμφάνιση ισχαιμικού

εγκεφαλικού επεισοδίουΕ. Γιαννακοπούλου,1 Γ. Ράγια,1 Ε.Γ. Μανωλόπουλος,1 Α. Ταυρίδου,1 I. Eλλούλ,2 Σ. Μαρούση2

1Εργαστήριο Φαρμακολογίας, Ιατρική Σχολή, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Αλεξανδρούπολη, 2Νευρολογική Κλινική Πανεπιστημίου Πάτρας, Πάτρα

Εισαγωγή-Σκοπός: Η προσκόλληση και συσσώρευση λευκοκυττάρων απο-

τελεί καθοριστικό βήμα στην εμφάνιση φλεγμονής και την ανάπτυξη αθηρο-

σκλήρωσης. Η διαδικασία αυτή ελέγχεται πρωτίστως από τις χημειοελκτικές

κυτταροκίνες (χημειοκίνες). Η χημειοελκτική πρωτεΐνη 1 των μονοκυτάρων

(MCP-1) είναι η πιο σημαντική χημειοκίνη που ρυθμίζει τη μετανάστευση και

διείσδυση των μονοκυττάρων και μακροφάγων στους ιστούς. Η πρωτεΐνη

MCP-1 ανιχνεύεται σε αυξημένη συγκέντρωση στον άνθρωπο στις αθηρο-

σκληρωτικές πλάκες και ειδικότερα στις αθηροσκληρωτικές αποθέσεις που

είναι πλούσιες σε μακροφάγα. Η υπερέκφραση της MCP-1 σχετίζεται με

το σχηματισμό αθηροσκληρωτικών αποθέσεων και με αυξημένη απόθεση

οξειδωμένων λιπιδίων και μακροφάγων στις αθηροσκληρωτικές περιοχές.

Γενετικοί πολυμορφισμοί της MCP-1 έχουν συσχετιστεί με την εμφάνιση και

πρόοδο καρδιαγγειακών νόσων καθώς και με επιπλοκές της αθηροσκλή-

ρωσης. Ειδικότερα, ο λειτουργικός πολυμορφισμός -2518A>G του γονιδίου

της MCP-1 σχετίζεται με αυξημένη έκφραση και ποσότητα της πρωτεΐνης

MCP-1 και έχει προσελκύσει έντονο ενδιαφέρον στη διερεύνηση του γενε-

τικού υπόβαθρου των αθηροσκληρωτικών νόσων. Σκοπός της παρούσας

εργασίας είναι η μελέτη της πιθανής συσχέτισης του πολυμορφισμού MCP-1

-2518A>G με την εμφάνιση ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου (ΙΕΕ). Υλικό-Μέθοδος: Απομονώθηκε γενωμικό DNA από 146 άτομα με ΙΕΕ και από 146

άτομα χωρίς κλινικά ευρήματα ΙΕΕ που συνιστούν την ομάδα ελέγχου. Όλοι

οι συμμετέχοντες ήταν Έλληνες. Η γονοτύπηση του πολυμορφισμού MCP-1

-2518A>G έγινε με τη μέθοδο PCR-RFLP. Αποτελέσματα: Δεν παρατηρήθη-

καν διαφορές σε ανθρωπομετρικά και βιοχημικά χαρακτηριστικά ανάμεσα

στις δύο ομάδες. Στην ομάδα ασθενών με ΙΕΕ η συχνότητα των γονοτύπων

MCP-1 -AA, AG και GG ήταν 55,5%, 42,4% και 2,1% αντίστοιχα, ενώ στην

ομάδα ελέγχου η συχνότητα των γονοτύπων MCP-1 AA, AG και GG ήταν

47,6%, 46,2% και 6,2% αντίστοιχα. Η συχνότητα εμφάνισης των γονοτύπων

δε διέφερε ανάμεσα στις δύο ομάδες (p=0,126). Συμπεράσματα: Δε βρέ-

θηκε συσχέτιση του πολυμορφισμού MCP-1 -2518A>G με την εμφάνιση ΙΕΕ.

Page 108: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

108 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

ΑΑ155

Συσχέτιση του πολυμορφισμού -1639G>A του γονιδίου VKORC1(Vitamin k Epoxide Reductase Subunit 1) με την εμφάνιση ισχαιμικού

εγκεφαλικού επεισοδίουΓ. Ράγια,1 Α. Ταυρίδου,1 Ε.Γ. Μανωλόπουλος,1 I. Eλλούλ,2 Σ. Μαρούση2

1Εργαστήριο Φαρμακολογίας, Ιατρική Σχολή, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Αλεξανδρούπολη, 2Νευρολογική Κλινική Πανεπιστημίου Πάτρας, Πάτρα

σχέτιση του πολυμορφισμού VKORC1 -1639G>A με τον κίνδυνο εμφάνισης ΙΕΕ.

Υλικό-Μέθοδος: Απομονώθηκε γενωμικό DNA από 146 άτομα με ΙΕΕ και από

146 άτομα χωρίς κλινικά ευρήματα ΙΕΕ που συνιστούν την ομάδα ελέγχου. Όλοι

οι συμμετέχοντες ήταν Έλληνες. Η γονοτύπηση του πολυμορφισμού VKORC1

-1639G>A έγινε με τη μέθοδο PCR-RFLP. Αποτελέσματα: Δεν παρατηρήθηκαν

διαφορές σε ανθρωπομετρικά και βιοχημικά χαρακτηριστικά ανάμεσα στις δύο

ομάδες. Στην ομάδα ασθενών με ΙΕΕ η συχνότητα των γονοτύπων VKORC1 GG,

GA και ΑΑ ήταν 33,6%, 41,1% και 25,3% αντίστοιχα, ενώ στην ομάδα ελέγχου η

συχνότητα των γονοτύπων VKORC1 GG, GA και ΑΑ ήταν 31,5%, 48,6% και 19,9%

αντίστοιχα. Η συχνότητα εμφάνισης των γονοτύπων δε διέφερε ανάμεσα στις

δύο ομάδες (p=0,370). Συμπεράσματα: Δε βρέθηκε συσχέτιση του πολυμορ-

φισμού VKORC1 -1639G>A με την εμφάνιση ΙΕΕ. Ωστόσο, ποσοστό 22,6% του

πληθυσμού της μελέτης φέρει το γονότυπο VKORC1 -1639ΑΑ και είναι πιθανό να

εμφανίσει ευαισθησία κατά τη χορήγηση κουμαρινικών αντιπηκτικών.

Εισαγωγή-Σκοπός: Η υπομονάδα 1 του συμπλόκου της αναγωγάσης του επο-

ξειδίου της βιταμίνης Κ (VKORC1) είναι το υπεύθυνο ένζυμο για την ολοκλήρωση

της μετατροπής του εποξειδίου της βιταμίνης Κ σε υδροκουινόνη της βιταμίνης

Κ και τη μετα-μεταφραστική γ-καρβοξυλίωση των Gla-πρωτεϊνών που συμμετέ-

χουν στον καταρράκτη της πήξης και την επασβέστωση των αρτηριών. Γενετικοί

πολυμορφισμοί του VKORC1 έχουν συσχετιστεί με την εμφάνιση ευαισθησίας

στα κουμαρινικά αντιπηκτικά καθώς και με την εμφάνιση καρδιαγγειακών

νόσων και επιπλοκών της αθηροσκλήρωσης. Ο λειτουργικός πολυμορφισμός

VKORC1 -1639G>A σχετίζεται με μειωμένη έκφραση, ποσότητα και ενεργότη-

τα της πρωτεΐνης VKOR. Κατά συνέπεια, φορείς του πολυμορφισμού VKORC1

-1639G>A ενδεχομένως εμφανίζουν ελλιπή γ-καρβοξυλίωση των Gla-πρωτε-

ϊνών. Δεδομένου ότι η επασβέστωση των αρτηριών, που αποτελεί αίτιο αλλά

και εύρημα των ισχαιμικών εγκεφαλικών επεισοδίων (ΙΕΕ), είναι αποτέλεσμα

της ελλιπούς γ-καρβοξυλίωσης των Gla-πρωτεϊνών, μελετήσαμε την πιθανή συ-

ΑΑ156

Η μεσογειακού τύπου διατροφή αποτελεί προστατευτικό παράγονταστην εμφάνιση καταθλιπτικής συνδρομής και καρδιαγγειακών συμβάντων

σε ασθενείς με νεοδιαγνωσθείσα καρδιακή ανεπάρκειαΙ. Κοτρογιάννης, Χ. Χρυσοχόου, Γ. Πούνης, Ι. Ανδρέου, Γ. Μεταλληνός, Κ. Ζήσιμος, Σ. Αθανασοπούλου,

Σ. Μπρίλη, Χ. Πίτσαβος, Χ. ΣτεφανάδηςΑ' Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια παρουσιάζουν

συχνά κατάθλιψη, η οποία επιδεινώνει την πρόγνωση. Η μεσογειακή δια-

τροφή αποτελεί προστατευτικό παράγοντα στην ανάπτυξη καρδιαγγειακών

νοσημάτων. Στη μελέτη αυτή διερευνήσαμε το ρόλο των βραχυπρόθεσμων

συμπτωμάτων κατάθλιψης στη μακρόχρονη πρόγνωση σε ασθενείς με καρδι-

ακή ανεπάρκεια. Υλικό-Μέθοδος: Καταγράψαμε 180 διαδοχικούς ασθενείς

(17% γυναίκες, ηλικίας 63±14) με νεοδιαγνωσθείσα καρδιακή ανεπάρκεια.

Αξιολογήσαμε μεταξύ άλλων κοινωνικοδημογραφικά χαρακτηριστικά, δι-

ατροφικές συνήθειες, συνήθειες τρόπου ζωής, παράγοντες κινδύνου καρ-

διαγγειακών νόσων, βιοχημικούς δείκτες και συμπτωματολογία κατάθλιψης

κατά τον τελευταίο μήνα μέσω του CES-D scale (ερωτηματολόγιο αυτοεξέ-

τασης σχεδιασμένο να αξιολογεί τα συμπτώματα της κατάθλιψης στο γενικό

πληθυσμό). Ένα σκορ που αξιολογεί τα χαρακτηριστικά της μεσογειακής δια-

τροφής υπολογίστηκε για κάθε ασθενή. Η γραμμική ανάλυση παλινδρόμησης

χρησιμοποιήθηκε για να αξιολογήσει τη συσχέτιση μεταξύ συμπτωμάτων

κατάθλιψης, διατροφικών συνηθειών και της μακροπρόθεσμης πρόγνωσης

στη διετία στους ασθενείς αυτούς, μετά από έλεγχο για διάφορους συγχυ-

στές. Αποτελέσματα: Στα 2 χρόνια 79 ασθενείς (44%) είχαν ένα σύμβαμα

(25 θανατηφόρο). Οι ασθενείς που βρίσκονταν στο υψηλότερο τριτημόριο

εμφάνισης καταθλιπτικών συμπτωμάτων είχαν μεγαλύτερη συχνότητα εμφά-

νισης καρδιαγγειακών συμβαμάτων (61% αντί 42%), μεγαλύτερη επίπτωση

διαβήτη (33% αντί 20%), οριακά χαμηλότερο σκορ μεσογειακής διατροφής

(28,7±4 αντί 29±4), μεγαλύτερη ηλικία (64±15 αντί 60±15), χαμηλότερο

ΒΜΙ (25,6±3,4 αντί 28,7±6) και ακολουθούσαν καθιστική ζωή (60% αντί

39%, p=0,05) συγκριτικά με τους ασθενείς στο χαμηλότερο τριτημόριο. Η

ανάλυση δεν έδειξε στατιστικά σημαντική διαφορά στην εμφάνιση κλινικών

συμβαμάτων και στην παρουσία κατάθλιψης μετά από έλεγχο για διάφορους

συγχυστές (p=0,564). Όταν στρωματοποιήσαμε την ανάλυσή μας σύμφωνα

με τα τριτημόρια του διατροφικού σκορ, η καταθλιπτική συνδρομή παρέμεινε

στατιστικά σημαντική μόνο στους ασθενείς που βρίσκονταν στο χαμηλότερο

τριτημόριο του διατροφικού σκορ (beta=0,65, p=0,005). Συμπεράσματα: Η βραχυπρόσθεσμη εμφάνιση καταθλιπτικής συνδρομής σχετίζεται με επι-

δείνωση της μακροπρόθεσμης πρόγνωσης σε ασθενείς με νεοδιαγνωσθείσα

καρδιακή ανεπάρκεια. Αντίθετα, η υιοθέτηση του μεσογειακού τύπου διατρο-

φής φαίνεται να αποτελεί προστατευτικό παράγοντα στην εμφάνιση καταθλι-

πτικής συνδρομής και καρδιαγγειακών συμβαμάτων στους ασθενείς αυτούς.

Page 109: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 109

ΑΑ157

Επίδραση του αναλόγου της βιταμίνης D, παρικαλσιτόλης, στον παράγο-ντα ενεργοποίησης αιμοπεταλίων σε ασθενείς υπό αιμοκάθαρση

Σ. Βερούτη,1 Α. Τσούπρας,1 Φ. Αλεβιζοπούλου,2 Π. Καλοχαιρέτης,2 Κ. Δημόπουλος,1 Χ. Ιατρού2

1Τμήμα Χημείας, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα, 2Νεφρολογικό Κέντρο «Γ. Παπαδάκης», Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας, Πειραιάς

Αποτελέσματα: Η παρικαλσιτόλη παρουσιάζει ισχυρή ανασταλτική επί-

δραση στον PAF, συγκρίσιμη με αυτήν κλασικών αναστολέων του, αλλά και

έναντι της θρομβίνης. Η χορήγηση παρικαλσιτόλης σε αιμοκαθαρούμενους

ασθενείς προκάλεσε σημαντική μείωση της δραστικότητας της PAF-CPT

στα λευκοκύτταρα και στα αιμοπετάλια. Η δραστικότητα της Lyso-PAF-AT

παρέμεινε σταθερή, ενώ επήλθε στατιστικώς σημαντική αύξηση της δρα-

στικότητας της PAF-AH λευκοκυττάρων, η οποία παρέμεινε σταθερή στα

αιμοπετάλια και στο πλάσμα, ενώ μειώθηκε στα ερυθροκύτταρα. Επιπλέον,

παρατηρήθηκαν συσχετίσεις μεταξύ των μεταβολικών ενζύμων του PAF

μετά τη χορήγηση παρικαλσιτόλης, οι οποίες δεν παρατηρήθηκαν πριν.

Συμπεράσματα: Η ανασταλτική επίδραση της παρικαλσιτόλης έναντι τόσο

του PAF όσο και της θρομβίνης σε συνδυασμό με την ικανότητά της να προ-

καλεί μετατόπιση του μεταβολισμού του PAF προς την κατεύθυνση μείωσης/

επαναφοράς των επιπέδων του, μετά από χορήγησή της σε ασθενείς υπό αι-

μοκάθαρση, υποδεικνύουν μια αντιφλεγμονώδη ιδιότητα που ίσως αποτελεί

μία από της ευεργετικές πλειοτροπικές δράσεις των εκδόχων της βιταμίνης

D σε νεφρικές παθήσεις και στις επαγόμενες καρδιαγγειακές επιπλοκές.

Εισαγωγή-Σκοπός: Σειρά μελετών υποστηρίζουν τις πλειοτροπικές ευ-

εργετικές δράσεις της παρικαλσιτόλης. Σκοπός της παρούσης εργασίας

είναι η διερεύνηση της επίδρασης της παρικαλσιτόλης στον Παράγοντα-

Ενεργοποίησης-Αιμοπεταλίων (PAF), έναν ισχυρό μεσολαβητή της φλεγ-

μονής, που εμπλέκεται στην πρόκληση και εξέλιξη νεφρικής βλάβης και

των επαγόμενων από αυτή καρδιαγγειακών επιπλοκών. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήθηκε in vitro η επίδραση παρικαλσιτόλης στην προκαλούμενη από

τον PAF και τη θρομβίνη συσσώρευση πλυμένων αιμοπεταλίων και πλά-

σματος πλούσιο σε αιμοπετάλια κουνελιού. Μελετήθηκαν οι δραστικότητες

των βιοσυνθετικών ενζύμων, Φωσφοχολινοτρανσφεράση (PAF-CPT) και

Ακετυλοτρανσφεράση (Lyso-PAF-AT) του PAF, λευκοκυττάρων και αιμοπε-

ταλίων, αλλά και του αποικοδομητικού ενζύμου Ακετυλοϋδρολάση του PAF

(PAF-AH) στο πλάσμα και στα έμμορφα συστατικά του αίματος αιμοκαθα-

ρούμενων ασθενών πριν και 1 μήνα μετά τη χορήγηση 2 μg παρικαλσιτόλης/

ημέρα. Κατά τη χρονική αυτή περίοδο οι παράμετροι αιμοκάθαρσης και λοι-

πής αγωγής διατηρήθηκαν οι ίδιες. Η σύγκριση ενζυμικών δραστικοτήτων

επετεύχθη με t-τεστ, ενώ η αναζήτηση συσχετίσεων με κριτήριο Spearman.

ΑΑ158

Υπολογισμός του ρυθμού σπειραματικής διήθησης με τη νέα CKD-EPIεξίσωση σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2

Φ. Ηλιάδης,1 Α. Ντέμκα,1 Τ. Διδάγγελος,1 Α. Μακέδου,2 Χ. Μαργαριτίδης,1 Ε. Μοραλίδης,3

Κ. Μακέδου,2 Α. Γκοτζαμάνη-Ψαράκου,3 Δ. Γρέκας1

1Α΄ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης ΑΧΕΠΑ, Θεσσαλονίκη , 2Εργαστήριο Λιπιδίων, Β΄ Παιδιατρική Κλινική Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,

Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης ΑΧΕΠΑ, Θεσσαλονίκη, 3Εργαστήριο Πυρηνικής Ιατρικής Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης ΑΧΕΠΑ, Θεσσαλονίκη

Εισαγωγή-Σκοπός: Ο υπολογισμός του ρυθμού σπειραματικής διήθησης

(GFR) με την εξίσωση MDRD (Modification of Diet in Renal Disease) παρου-

σιάζει γνωστά μειονεκτήματα. Πρόσφατα προτάθηκε μία νέα εξίσωση, η CKD-

EPI, που φαίνεται ότι βελτιώνει τον υπολογισμό του GFR σε σχέση με τη MDRD

εξίσωση. Ωστόσο, η εγκυρότητα της νέας εξίσωσης δεν έχει τεκμηριωθεί σε

διαφορετικές ομάδες ασθενών. Έτσι, συγκρίναμε τη MDRD με τη CKD-EPI εξί-

σωση σε ηλικιωμένους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη (ΣΔ) τύπου 2. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήσαμε 368 ασθενείς με ΣΔ τύπου 2 (45,7% άνδρες, ηλικία

65±10 έτη, BMI 30,7± 5,1 kg/m2, HbA1c 7,0±1,5%). Ο GFR μετρήθηκε με την

πλασματική κάθαρση του 51Cr-EDTA (mGFR), με την MDRD εξίσωση και με τη

CKD-EPI εξίσωση. Αποτελέσματα: Ο mGFR ήταν 72,0±22,3 mL/min/1,73

m2, ο MDRDGFR ήταν 84,6±25,0 mL/min/1,73 m2 και ο CKD-EPIGFR ήταν

83,0±20,3 mL/min/1,73 m2 (p<0,05 για διαφορά από mGFR). Το 95,1% και το

95,1% των υπολογισθέντων τιμών για MDRDGFR και CKD-EPIGFR αντίστοιχα,

βρίσκονται μέσα στο ±1,96SD της μέσης διαφοράς. Το σφάλμα (bias-μέση δια-

φορά μεταξύ υπολογιζόμενου GFR και mGFR) ήταν 12,1 και 10,5 mL/min/1,73

m2 για MDRDGFR και CKD-EPIGFR αντίστοιχα (p<0,05). Η πιστότητα (Precision-

SD του σφάλματος) ήταν 16,5 και 13,8 mL/min/1,73 m2 για MDRDGFR και CKD-

EPIGFR αντίστοιχα (p<0,05). Η ακρίβεια (Accuracy) 10% (ποσοστό των υπολο-

γιζόμενων τιμών του GFR που διαφέρουν λιγότερο από ±10% από το mGFR)

ήταν 28,5% και 34,8% για MDRDGFR και CKD-EPIGFR αντίστοιχα (p>0,05). Η

ακρίβεια 30% (ποσοστό των υπολογιζόμενων τιμών του GFR που διαφέρουν

λιγότερο από ±30% από το mGFR) ήταν 69,1% και 72,4% για MDRDGFR και

CKD-EPIGFR αντίστοιχα (p>0,05). Συμπεράσματα: Η νέα CKD-EPI εξίσωση

παρουσιάζει μικρότερο σφάλμα, μεγαλύτερη πιστότητα αλλά την ίδια ακρί-

βεια 10% και 30% σε σχέση με την MDRD εξίσωση. Το αποτέλεσμα αυτό υπο-

στηρίζει τη χρησιμοποίηση της νέας εξίσωσης για τον υπολογισμό του GFR σε

ασθενείς με ΣΔ τύπου 2.

Page 110: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

110 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

ΑΑ159

Η επίδραση της ροσουβαστατίνης και ατορβαστατίνης στα επίπεδαλεπτίνης, δεικτών φλεγμονής και ινσουλινοαντιστάσης.

Τυχαιοποιημένη συγκριτική μελέτηΠ. Αναγνωστής,1 Δ. Σελαλματζίδου,1 Σ. Πολύζος,1 Α. Παναγιώτου,1 Α. Σλαβάκης,2

Β. Ζουρνατζή,3 Μ. Κήτα1

1Ενδοκρινολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Ιπποκράτειο», Θεσσαλονίκη, 2Τμήμα Βιοχημείας, Μικροβιολογικό Εργαστήριο, Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Ιπποκράτειο», Θεσσαλονίκη, 3Βιοχημικό Εργαστήριο, Β' & Γ΄ Μαιευτική

Γυναικολογική Κλινική Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Ιπποκράτειο», Θεσσαλονίκη

κατά Bonferonni δεν απέδωσε σημαντικότητα, παρότι υπήρξε τάση ελάττω-

σης από τον πρώτο μήνα. Σχετικά με το δείκτη HOMΑ, παρατηρήθηκε στατι-

στικώς σημαντική ελάττωση (p=0,008) καθώς και στην ινσουλίνη (p=0,005)

μόνο στην ομάδα της ροσουβαστατίνης. Οι διαφορές έγιναν σημαντικές κατά

τον τρίτο μήνα. Δεν παρατηρήθηκαν στατιστικώς σημαντικές διαφορές στις

υπόλοιπες παραμέτρους (HbA1c, hsCRP). Όσον αφορά στη λεπτίνη, υπήρξε

μια μη-σημαντική τάση ελάττωσης τον πρώτο μήνα και επάνοδο στα αρχικά

επίπεδα τον τρίτο στην ομάδα της ροσουβαστατίνης, κάτι που δεν παρατηρή-

θηκε στην ομάδα της ατορβαστατίνης. Συγκριτικά με την ατορβαστατίνη, η

ροσουβαστατίνη μείωσε περισσότερο τα επίπεδα λεπτίνης τον 1ο και 3ο μήνα

(p=0,013 και p=0,03 αντίστοιχα) και τα επίπεδα ινσουλίνης (p=0,019) και δεί-

κτη ΗΟΜΑ (p=0,006) τον 3ο μήνα. Συμπεράσματα: Υπήρξε μία ευνοϊκή επί-

δραση της ροσουβαστατίνης στο δείκτη ινσουλινοαντίστασης και στα επίπεδα

της λεπτίνης, σημαντικά μεγαλύτερη από την ατορβαστατίνη. Η επίδραση των

δύο στατινών στα επίπεδα σακχάρου, HbA1c, eGFR και δεικτών φλεγμονής

ήταν ουδέτερη.

Εισαγωγή-Σκοπός: Οι στατίνες έχουν συσχετισθεί με σειρά πλειοτροπι-

κών δράσεων, όπως η ευνοϊκή επίδραση στα επίπεδα των αδιποκινών, της

C-αντιδρώσας πρωτεΐνης (CRP) και στη νεφρική λειτουργία. Η επίδρασή τους

στο γλυκαιμικό προφίλ και στην ινσουλινοαντίσταση δεν είναι ακόμα γνωστή.

Υλικό-Μέθοδος: Προοπτική ανοιχτή τυχαιοποιημένη μελέτη ασθενών με δυ-

σλιπιδαιμία, χωρίς προηγούμενη λήψη υπολιπιδαιμικής αγωγής ή συνυπάρχο-

ντα σακχαρώδη διαβήτη. Οι ασθενείς έλαβαν 10 mg ροσουβαστατίνης ή 20mg

ατορβαστατίνης ημερησίως και μετρήθηκε η επίδρασή τους στα επίπεδα λιπι-

δίων, λεπτίνης, υψηλής ευαισθησίας CRP (hsCRP), στο ρυθμό σπειραματικής

διήθησης (eGFR) καθώς και στα επίπεδα γλυκόζης νηστείας, HbA1c και δείκτη

ΗΟΜΑ, στην αρχή, στον 1ο και 3ο μήνα αγωγής. Αποτελέσματα: 18 ασθε-

νείς έλαβαν ροσουβαστατίνη και 19 ατορβαστατίνη. Δεν υπήρχαν διαφορές

στα βασικά χαρακτηριστικά και τις βιοχημικές παραμέτρους κατά την έναρξη

θεραπείας. Όσον αφορά στα λιπίδια, παρατηρήθηκε στατιστικώς σημαντική

ελάττωση στην ολική χοληστερόλη, τριγλυκερίδια, LDL στις 2 ομάδες και του

eGFR στην ομάδα της ατορβαστατίνης (p=0,037). Για το eGFR η προσαρμογή

ΑΑ160

Comparison of fibrate, ezetimibe, low- and high-dose statin therapyfor the dyslipidemia of the metabolic syndrome in a mouse model

K.I. Paraskevas,1,2 A. Pantopoulou,1 I. Vlachos,1 G. Agrogiannis,3 D. Tzivras,1 D. Iliopoulos,1

G. Karatzas,4 D.P. Mikhailidis,5 D.N. Perrea1

1Laboratory of Experimental Surgery and Surgical Research "N.S. Christeas", Medical School, National & Kapodistrian University of Athens, Athens, Greece, 2Department of Vascular Surgery, Red Cross Hospital, Athens, Greece, 31st Department of Pathology, Medical

School, National & Kapodistrian University of Athens, Athens, Greece, 43rd Department of Surgery, Medical School, National & Kapodistrian University of Athens, Athens, Attikon University Hospital, Athens, Greece, 5Department of Clinical Biochemistry (Vascular

Disease Prevention Clinics), Royal Free Hospital Campus, Medical School, University College London (UCL), London, UK

Aim: The drug mono- or combination therapy for the optimal management

of the dyslipidemia of the Metabolic Syndrome (MetS) is not defined. We

compared the efficacy of 4 drug regimes for the management of the

dyslipidemia of MetS in a mouse model. Methods: A total of 60 C57Bl6

mice comprised the study group. The first 10 received normal mouse food

for the whole experiment (placebo group). The remaining 50 mice received

atherogenic diet for 14 weeks for the development of the MetS. The mice were

then divided into 5 groups: the 1st group continued receiving atherogenic diet

for another 8 weeks, while the other 4 groups received atherogenic diet plus

ezetimibe, fibrate, low- and high-dose statin respectively. The lipid profile

change was recorded at all stages. All mice were euthanized at the end of the

experiment. Results: High-dose statin therapy achieved the most optimal

lipid profile compared with fibrate, ezetimibe and low-dose statin therapy.

High-dose statin therapy also had the biggest impact on weight reduction

compared with fibrate, ezetimibe and low-dose statin therapy. High-dose

statin therapy reduced the lipid profile in almost pre-atherogenic diet levels.

Conclusions: High-dose statin therapy may achieve more optimal lipid levels

in a mouse model of dyslipidemia. Extrapolating these results to humans

may mean that high-dose statin therapy may achieve a more optimal lipid

profile compared with fibrate, ezetimibe and low-dose statin therapy. These

beneficial effects should be counterbalanced against the occurrence of

adverse events resulting from each drug therapy.

Page 111: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 111

ΑΑ161

Cholesteryl ester transfer protein gene polymorphismsand longevity syndrome

M. Stamatelatou,1 I. Vasiliadis,1 K. Anagnostopoulou,1 C. Mihas,2 V. Kolovou,1 P. Kostakou,1

O. Diakoumakou,1 D.P Mikhailidis,3 G. Kolovou,1 D.V. Cokkinos1

11st Cardiology Department, Onassis Cardiac Surgery Center, Athens, Greece, 2Ιnternal Medicine Department, General Hospital of Kimi, Kimi, Greece, 3Department of Clinical Biochemistry (Vascular Prevention Clinic), Royal Free Campus, Medical School, University

College London (UCL), London, UK

and family history of CHD; 69 met the criteria for LS and 67 did not meet

these criteria and had “normal” HDL cholesterol (>40 and <70 mg/dL; >1.03

and <1.79 mmol/L). All patients were genotyped for the TaqIB and I405V

polymorphisms. Results: The B2 allele frequency of TaqIB polymorphism

was higher in the LS in comparison with the non-LS group (p=0,03) whereas

B1 allele frequency was higher in the non-LS group (p=0,03). Conclusions: In the future, gene polymorphisms (e.g. TaqIB) may help determine the need

for treatment. The identification of genes that predispose to longevity might

lead to insights into the cellular pathways involved in ageing.

Aim: High levels of high density lipoprotein (HDL) cholesterol are associated

with a decreased risk of coronary heart disease (CHD). Subjects with high

levels of HDL cholesterol (>70 mg/dL; 1.79 mmol/L) as well as high levels

of low density lipoprotein (LDL) cholesterol, could represent a group

with longevity syndrome (LS). Since HDL particles are influenced by

cholesteryl ester transfer protein (CETP) activity, it is worth studying the

CETP polymorphism. The aim of the study was to detect whether 2 genetic

variants of the CETP are associated with the LS. Methods: The study

population consisted of 136 unrelated men and women with no personal

ΑΑ162

Εκτίμηση του βαθμού επίτευξης των επιπέδων στόχων,στο λιπιδαιμικό προφίλ ασθενών με οικογενή υπερχοληστερολαιμία

Β. Μεταξά, Ι. Σκούμας, Χ. Πίτσαβος, Ε. Οικονόμου, Χ. Χρυσοχόου, Ε. Τσετσέκου,Κ. Μασούρα, Χ. Στεφανάδης

Α΄ Καρδιολογική Κλινική, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Οι ασθενείς με οικογενή υπερχοληστερολαιμία αντιμετω-

πίζουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης πρώιμης καρδιαγγειακής νόσου. Οι τελευ-

ταίες κατευθυντήριες οδηγίες (NICE) συνιστούν την αντιμετώπιση αυτής της

ομάδας ασθενών ως υψηλού κινδύνου και την περαιτέρω μείωση των επιπέ-

δων της LDL<100 mg/dL. Σκοπός: Η εκτίμηση του βαθμού επίτευξης των επι-

πέδων στόχων της LDL χοληστερόλης, σε ασθενείς με οικογενή υπερχοληστε-

ρολαιμία. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήσαμε 443 ασθενείς με ετερόζυγο οικογενή

υπερχοληστερολαιμία (172 άνδρες, 271 γυναίκες), μέσης ηλικίας 40,48±15 έτη.

Καταγράφηκαν οι βιοχημικές παράμετροι και τα λιπίδια του ορού πριν και με-

τά την έναρξη φαρμακευτικής αγωγής και αξιολογήθηκε ο βαθμός επίτευξης

των επιπέδων στόχων της LDL<100 mg/dL. Αποτελέσματα: Το μεγαλύτερο

ποσοστό των ασθενών βρίσκονταν υπό θεραπεία με στατίνη. Η κατά ζεύγη

t-test ανάλυση έδειξε ότι τα επίπεδα της ολικής χοληστερόλης, LDL, Apo-B,

Lp(a) ελαττώθηκαν κατά μέσο όρο κατά 33%, 42,5%, 37,1% και 14% αντί-

στοιχα (p<0,001), ενώ τα επίπεδα της HDL αυξήθηκαν κατά μέσο όρο 9,9%

(p<0,001). Το 14% των ασθενών (55 άτομα) πέτυχε επίπεδα LDL χοληστερόλης

<100 mg/dL. Από αυτό το ποσοστό, το 64,5% έπαιρναν συνδυασμένη αγωγή

(διπλή ή τριπλή αγωγή με στατίνη, εζετιμίμπη, ρητίνη). Σε όσους δεν κατάφε-

ραν να επιτύχουν επίπεδα LDL<100 mg/dL μελετήσαμε την επίτευξη ενός δευ-

τερεύοντα στόχου, όπως προτείνεται από τις κατευθυντήριες οδηγίες (μείωση

της LDL>50%) και διαπιστώσαμε ότι το 65,5% των ασθενών πέτυχαν αυτό

το στόχο. Από αυτό το ποσοστό, το 79,8% έπαιρναν συνδυασμένη θεραπεία.

Συμπεράσματα: Μόνο ένα μικρό ποσοστό ασθενών με οικογενή υπερχολη-

στερολαιμία επιτυγχάνουν επίπεδα LDL<100 mg/dL.

Page 112: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

112 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

ΑΑ163

Μεσογειακό διαιτητικό πρότυπο στα παιδιά:Χαρακτηριστικά και μέθοδος αξιολόγησης

Σ. Κοϊνάκη,1 Μ. Κοντογιάννη,1 Α. Γαβριέλη,1 Φ. Μαγκανάρη,2 Μ. Γιαννακούλια1

1Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2 Ίδρυμα «Αριστείδης Δασκαλόπουλος», Αθήνα

Σύμφωνα με τις απαντήσεις των εθελοντών στο ερωτηματολόγιο KIDMED, οι

συμμετέχοντες κατηγοριοποιήθηκαν σε τρεις ομάδες: χαμηλής (0–3), μέτριας

(4–7) και υψηλής (8–11) συμμόρφωσης. Οι καταναλώσεις των μη επεξεργα-

σμένων δημητριακών, φρούτων, λαχανικών, γαλακτοκομικών και ελαιολάδου

βρέθηκαν να είναι στατιστικά σημαντικά υψηλότερες στην ομάδα με τη υψηλή

συμμόρφωση στη μεσογειακή δίαιτα (p<0,05) σε σχέση με την ομάδα χαμηλής

συμμόρφωσης. Επιπλέον, η ομάδα υψηλής συμμόρφωσης είχε χαμηλότερη

πρόσληψη σε αναψυκτικά, πατάτες, αλλαντικά και γλυκά. Ο ΔΜΣ βρέθηκε να

διαφέρει σημαντικά στις τρεις ομάδες (20,1±3,9 kg/m2, 19,2±3,8 kg/m2 και

18,6±3,2 kg/m2, αντίστοιχα, p=0,001). Συμπεράσματα: Τα παραπάνω υπο-

δεικνύουν, τόσο την εγκυρότητα του ερωτηματολογίου αυτού χρησιμοποιώ-

ντας ως μέθοδο αναφοράς την ανάκληση 24ώρου, όσο και τη σημασία αυτού

του διαιτητικού προτύπου στη διαχείριση του σωματικού βάρους. Ο δείκτης

KIDMED αποτελεί μία μέθοδο σύντομης αξιολόγησης των διαιτητικών συνη-

θειών παιδιών και εφήβων.

Εισαγωγή- Σκοπός: Το KIDMED αποτελεί ένα σύντομο ερωτηματολόγιο, 16

ερωτήσεων, το οποίο αξιολογεί τη συμμόρφωση παιδιών και εφήβων σε ένα

Μεσογειακού τύπου πρότυπο δίαιτας. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι

να διερευνήσει τη διαιτητική πρόσληψη σε επίπεδο ομάδων τροφίμων και

το Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) παιδιών και εφήβων ανάλογα με το βαθμό

συμμόρφωσής τους στη Μεσογειακή δίαιτα, όπως αξιολογείται από το KIDMED.

Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη συμμετείχαν 1305 άτομα, ηλικίας 3–18 ετών. Το

δείγμα ήταν αντιπροσωπευτικό του ελληνικού πληθυσμού για το φύλο και την

ηλικία, καλύπτοντας όλες τις γεωγραφικές περιοχές, εκτός από τα νησιά του

Ιονίου και του Αιγαίου. Από τους γονείς των παιδιών και τους ίδιους τους εφή-

βους συλλέχθηκαν, μέσω τηλεφωνικής συνέντευξης, πληροφορίες, μεταξύ

άλλων, για τα ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά, τη διαιτητική πρόσληψη και

το δείκτη KIDMED. Με περαιτέρω ανάλυση των δεδομένων που συλλέχθηκαν

με τις ανακλήσεις 24ώρου για το είδος και την ποσότητα των τροφίμων, υπο-

λογίστηκαν οι ημερήσιες καταναλώσεις ομάδων τροφίμων. Αποτελέσματα:

ΑΑ164

Μελέτη της επίδρασης της άσκησης και της χορήγησης στατίνηςστο λιπιδαιμικό προφίλ υπερλιπιδαιμικών ποντικών

Ε. Δουκιαντζάκης, Ε. Τζανετάκου, Α. Παντοπούλου, Α. Καρύδης, Η. Δουλάμης, Δ. Τούσουλης,Χ. Στεφανάδης, Δ. Περρέα

Εργαστήριο Πειραματικής Χειρουργικής και Χειρουργικής Ερεύνης «Ν.Σ. Χρηστέας», Ιατρική Σχολή, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα

σίασε από την 8η εβδομάδα σημαντική αύξηση της ολικής και της LDL-χολη-

στερόλης, με συνοδό μείωση της HDL-χοληστερόλης, σε σχέση με την ομάδα

ελέγχου. Η ομάδα της άσκησης παρουσίασε στις 8 εβδομάδες μείωση της

ολικής χοληστερόλης, αλλά όχι σημαντική διαφορά στην HDL-χοληστερό-

λη σε σχέση με την ομάδα υπερλιπιδαιμικής διατροφής. Παρουσίασε όμως

στις 12 εβδομάδες σημαντική αύξηση της HDL-χοληστερόλης. Η ομάδα που

ελάμβανε άσκηση και στατίνη παρουσίασε στις 12 εβδομάδες σημαντική

αύξηση της HDL-χοληστερόλης, σε σχέση με την ομάδα υπερλιπιδαιμικής

διατροφής. Η ομάδα άσκησης και στατίνης παρουσίασε στις 12 εβδομάδες

σημαντική μείωση της ολικής και της LDL-χοληστερόλης σε σύγκριση με την

ομάδα άσκησης. Συμπεράσματα: Η σωματική άσκηση μείωσε την ολική

και LDL-χοληστερόλη και μακροπρόθεσμα αύξησε την HDL-χοληστερόλη.

Η χορήγηση στατίνης μείωσε επιπλέον την ολική και LDL-χοληστερόλη. Το

συγκεκριμένο πειραματικό μοντέλο υπερλιπιδαιμίας αποτελεί ένα αξιόπιστο

εργαλείο για τη μελέτη της παθογένειας, της εξέλιξης και της αντιμετώπισης

των καρδιαγγειακών νοσημάτων.

Εισαγωγή-Σκοπός: Η χρήση ζωικών προτύπων αποτελεί χρήσιμη μέθοδο

για τη μελέτη των καρδιαγγειακών παθήσεων καθώς και των παραγόντων

που σχετίζονται με την παθογένεια και την εξέλιξή τους. Σκοπός της παρού-

σας εργασίας είναι η δημιουργία ενός αξιόπιστου πειραματικού μοντέλου

υπερλιπιδαιμίας για τη μελέτη της επίδρασης της σωματικής άσκησης και της

χορήγησης στατίνης στο λιπιδαιμικό προφίλ. Υλικό-Μέθοδος: Επιλέχθηκε

η διαιτητική παρέμβαση σε ποντίκια C57BL/6. Χρησιμοποιήθηκαν 34 ποντί-

κια C57BL/6 άγριου τύπου που χωρίστηκαν στις παρακάτω ομάδες: Ομάδα

Α: κανονική διατροφή (ομάδα ελέγχου). Ομάδα Β: υπερλιπιδαιμική διατρο-

φή (τροφή υψηλής περιεκτικότητας σε χοληστερίνη, λιπαρά οξέα και χολικό

οξύ). Ομάδα Γ: υπερλιπιδαιμική διατροφή και σωματική άσκηση σε κυλιό-

μενο τάπητα. Ομάδα Δ: υπερλιπιδαιμική διατροφή και σωματική άσκηση

και χορήγηση στατίνης. Στα πειραματόζωα έγιναν αιμοληψίες στην έναρξη,

μετά από 8 και 12 εβδομάδες και προσδιορίστηκαν η γλυκόζη, η ολική χο-

ληστερόλη, η HDL-χοληστερόλη, η LDL-χοληστερόλη και τα τριγλυκερίδια.

Αποτελέσματα: Η ομάδα που ελάμβανε υπερλιπιδαιμική διατροφή παρου-

Page 113: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 113

ΑΑ165

Πρώιμη και απώτερη έκβαση ασθενών με ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο λόγω αθηροσκληρωτικής νόσου

Α. Βέμμου, Α. Σκαφίδα, Π. Σάββαρη, Α. Μέλλου, Κ. Ψυχογιός, Κ. ΒέμμοςΘεραπευτική Κλινική Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Αλεξάνδρα», Αθήνα

διοαγγειακών συμβάντων. Αποτελέσματα: Η μέση ηλικία των ασθενών

ήταν 66,5±10,2 (360 άνδρες και 106 γυναίκες). Μέσος χρόνος παρακο-

λούθησης 50,7±42,5 μήνες. Εμβολικό μηχανισμό (ΕΜ) είχαν 211 ασθενείς

και χαμηλής ροής (ΧΡ) 255. Η βαρύτητα κατά την είσοδο ήταν διπλάσια

στους ασθενείς με ΕΜ (NIHSS=11,8±8,3) σε σχέση με τους ασθενείς με

ΧΡ (NIHSS=5,6±6,7, p<0,0001). Δεν υπήρξαν διαφορές στην πιθανότητα

10ετούς επιβίωσης των ασθενών: ΕΜ 48,1% έναντι 48,8% των ΧΡ (Log-

rank test=0,08, p=0,78). Ασθενείς όμως με ΧΡ είχαν πιθανότητα να εκδη-

λώσουν περισσότερα καρδιοαγγειακά συμβάντα στα 10 έτη (54%) έναντι

40% των ασθενών με ΕΜ (Log-rank test=7,2, p=0,007). Συμπεράσματα: H αθηροσκληρωτική νόσος των μεγάλων εξωκρανιακών αρτηριών σε βά-

θος χρόνου προκαλεί το ίδιο ποσοστό θανάτων παρά το ότι ασθενείς με ΧΡ

παρουσιάζουν ελαφρύτερα ΙΑΕΕ. Αυτό οφείλεται στο ότι οι ασθενείς με ΧΡ

παρουσιάζουν περισσότερα καρδιοαγγειακά συμβάντα που οδηγούν στο

θάνατο.

Εισαγωγή: Η αθηροσκληρωτική νόσος των μεγάλων εξωκρανιακών

αρτηριών προκαλεί ισχαιμικά αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια (ΙΑΕΕ) με

δύο μηχανισμούς: (α) εμβολή από αρτηρία σε αρτηρία (artery to artery

embolism) και (β) λόγω χαμηλής ροής (low-flow, borderzone infarcts).

Είναι άγνωστο αν οι δύο αυτοί διαφορετικοί μηχανισμοί που καταστρέ-

φουν διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου επηρεάζουν την έκβαση της

νόσου. Σκοπός: Στόχος της μελέτης είναι να εκτιμηθεί η πρώιμη και απώ-

τερη έκβαση ασθενών με πρωτοεμφανιζόμενο ΙΑΕΕ. Υλικό-Μέθοδος: Προοπτική μελέτη 466 ασθενών, με οξύ πρώτο ΙΑΕΕ που νοσηλεύτηκαν

στη μονάδα οξέων ΑΕΕ του νοσοκομείου «Αλεξάνδρα» για μία περίοδο 15

ετών. Εκτίμηση της νευρολογικής βαρύτητας στην είσοδο με την κλίμακα

National Institute of Health Stroke Scale (NIHSS), καταγραφή παραγόντων

κινδύνου, δημογραφικών στοιχείων και διερεύνηση της αιτίας του ΑΕΕ βα-

σιζόμενη στα κριτήρια TOAST. Παρακολούθηση των ασθενών για 10 έτη

με την κλίμακα έκβασης Rankin και καταγραφή των συνδυασμένων καρ-

ΑΑ166

Η επίπτωση των καρδιαγγειακών συμβαμάτων σε υπερτασικούς ασθενείςΔ. Κατεβαίνη,1 Α. Νέστωρ,1 Χ. Μαρβάκη,1 Ε. Καρπάνου2

1ΤΕΙ Αθήνας, Αθήνα, 2Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο, Αθήνα

Εισαγωγή: Σήμερα το 30% των ενηλίκων πάσχει από αρτηριακή υπέρ-

ταση, η οποία είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες κινδύνου

για καρδιαγγειακά νοσήματα. Η σχέση μεταξύ της αρτηριακής πίεσης και

της καρδιαγγειακής νόσου είναι γραμμική, συνεχής και ανεξάρτητη από

άλλους παράγοντες κινδύνου. Πλήθος μελετών έχουν αποδείξει επίσης,

ότι η ηλικία, καθώς και το ανδρικό φύλο, είναι δύο ανεξάρτητοι μη τρο-

ποποιήσιμοι παράγοντες κινδύνου υπέρτασης και καρδιαγγειακής νόσου.

Σκοπός: της μελέτης ήταν: η διερεύνηση της επίπτωσης των καρδιαγγει-

ακών συμβαμάτων σε δείγμα υπερτασικών ατόμων (ανδρών και γυναικών).

Υλικό-Μέθοδος: Τον πληθυσμό της μελέτης αποτέλεσαν 1483 ασθενείς με

ιδιοπαθή αρτηριακή υπέρταση ιδιωτικού θεραπευτηρίου της Αθήνας. Για

τη συλλογή των στοιχείων χρησιμοποιήθηκε ειδικά διαμορφωμένο έντυπο.

Αποτελέσματα: Από τον πληθυσμό που μελετήθηκε ποσοστό 49,6% ήταν

άνδρες και 50,4% ήταν γυναίκες. Η μέση ηλικία του πληθυσμού ήταν 58,4

έτη με τυπική απόκλιση 13,4 και ήταν μεγαλύτερη στις γυναίκες σε σχέση

με τους άνδρες (p<0,001). Από τους 1483 ασθενείς με υπερτασική νόσο,

καρδιαγγειακά συμβάματα παρουσίασαν 181 ασθενείς (ποσοστό 12,1%).

Συγκεκριμένα: έμφραγμα παρουσίασαν 39 ασθενείς (ποσοστό 2,6%), ΑΕΕ

27 ασθενείς (ποσοστό 1,8%), σε επέμβαση αορτοστεφανιαίας παράκαμ-

ψης με μόσχευμα (By-pass) υποβλήθηκαν 40 ασθενείς (ποσοστό 2,7%), σε

επέμβαση αγγειοπλαστικής υποβλήθηκαν 27 ασθενείς (ποσοστό 1,8%) και

παρατηρήθηκε στένωση ή επέμβαση αγγειοπλαστικής καρωτίδων σε 48

ασθενείς (ποσοστό 3,2%). Παρατηρήθηκε ότι οι άνδρες παρουσίαζαν συ-

χνότερα καρδιαγγειακά συμβάματα (ποσοστό 12,2%), σε σχέση με τις γυ-

ναίκες (ποσοστό 6,8%) (p<0,001) καθώς και οι ασθενείς > των 65 ετών πα-

ρουσίαζαν συχνότερα καρδιαγγειακά συμβάματα (ποσοστό 14,1), σε σχέση

με τους ασθενείς <65 ετών (ποσοστό 7,0%) (p<0,001). Συμπεράσματα: Από τα αποτελέσματα της έρευνας συμπεραίνουμε ότι η επίπτωση των

καρδιαγγειακών συμβαμάτων είναι μεγαλύτερη στους υπερτασικούς άν-

δρες και στους ασθενείς ηλικίας >65 ετών.

Page 114: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

114 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

ΑΑ167

Νέες θειομορφολίνες με συνδυασμένη αντιδυσλιπιδαιμικήκαι αντιοξειδωτική δράση

Κ.-Κ. Τοουλιά, Ε.Α. Ρέκκα, Π.Ν. ΚουρουνάκηςΤομέας Φαρμακευτικής Χημείας, Τμήμα Φαρμακευτικής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη

είναι ομάδες που αναμένεται να προσφέρουν και αντιοξειδωτική δράση. Η σύν-

θεση των ενώσεων γίνεται με μεθόδους που έχουμε αναπτύξει στο εργαστήριό

μας και διευκρινίζεται η δομή τους. Η αντιδυσλιπιδαιμική δράση ελέγχεται σε

υπερλιπιδαιμικούς επίμυες με προσδιορισμό ολικής χοληστερόλης, LDL-χοληστε-

ρόλης και τριγλυκεριδίων στο πλάσμα. Η αντιοξειδωτική ικανότητα εξετάζεται in

vitro, ως αναστολή λιπιδικής υπεροξείδωσης ηπατικών μικροσωμικών μεμβρα-

νών. Για αντιπροσωπευτική ένωση μελετάται η αναστολής της συνθετάσης του

σκουαλενίου, χρησιμοποιώντας ηπατικό μικροσωμικό κλάσμα και τριτιωμένο

πυροφωσφορικό φαρνεσύλιο ως υπόστρωμα. Από τα αποτελέσματα φαίνεται ότι

οι ενώσεις έχουν αντιοξειδωτική ικανότητα και μειώνουν τους λιπιδαιμικούς δεί-

κτες. Συμπεραίνεται, λοιπόν, ότι καταλλήλως υποκατεστημένες θειομορφολίνες

μπορεί να εμφανίσουν πολλαπλή δράση, επηρεάζοντας περισσότερους από τους

παράγοντες κινδύνου για αρτηριοσκλήρωση, και αποτελούν χρήσιμες οδηγούς

ενώσεις για αποτελεσματικούς αντιδυσλιπιδαιμικούς παράγοντες.

Τα τελευταία χρόνια κερδίζει έδαφος η άποψη ότι πολυαιτιολογικές νόσοι αντι-

μετωπίζονται καλύτερα με πολυλειτουργικά φαρμακομόρια. Έτσι, επιδιώκεται

η ενσωμάτωση, σε ένα μόριο, δομικών χαρακτηριστικών τα οποία αναμένεται

να προσδίδουν ιδιότητες που απευθύνονται στα επί μέρους αίτια της νόσου. Η

αθηροσκλήρωση είναι παθολογική κατάσταση στην εξέλιξη της οποίας δυσλιπι-

δαιμία, οξειδωτικό στρες και φλεγμονή αποτελούν σημαντικούς παράγοντες κιν-

δύνου. Επομένως, μόρια με αντιδυσλιπιδαιμικές και αντιοξειδωτικές ικανότητες

θα μπορούσαν να αποτελέσουν χρήσιμα μέσα για την αντιμετώπιση της αρτηριο-

σκλήρυνσης. Έχουμε δείξει ότι καταλλήλως υποκατεστημένες 2-διφαινυλο-μορ-

φολίνες μειώνουν τα επίπεδα λιπιδίων και την έκταση αθηρωματικών λύσεων.

Οι ενώσεις αυτές δρουν ως αναστολείς της συνθετάσης του σκουαλενίου. Στην

εργασία αυτή παρουσιάζουμε νέες ενώσεις, οι οποίες διατηρούν τα δομικά χαρα-

κτηριστικά αναστολέων συνθετάσης του σκουαλενίου, όμως ο βασικός δακτύλιος

τώρα είναι θειομορφολινικός. Ως υποκαταστάτης του θειομορφολινικού αζώτου

ΑΑ168

Καταγραφή κλινικής εμπειρίας από τη χρήση του συνδυασμούνικοτινικού οξέος/λαροπιπράντης στην Ελλάδα

Β. Άθυρος, Ε. Μπιλιανού, Ι. Ιωαννίδης, Σ. Παππάς, Γ. Γανωτάκης, Μ. ΕλισάφΕλληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης

Εισαγωγή-Σκοπός: Το νικοτινικό οξύ έχει αποδεδειγμένη δράση στην

αντιμετώπιση των δυσλιπιδαιμιών. Ωστόσο, η χρήση του περιορίζεται εξαι-

τίας μειωμένης ανεκτικότητας. Η λαροπιπράντη αποτελεί ένα πρωτότυπο

ισχυρά εκλεκτικό αποκλειστή των υποδοχέων DP1 και ελαττώνει σημαντικά

την έξαψη που προκαλείται από το νικοτινικό οξύ. Με σκοπό την καταγρα-

φή της κλινικής εμπειρίας από την αρχική χρησιμοποίησή του στην Ελλάδα,

εκτιμήθηκε η έξαψη, καθώς και η αποτελεσματικότητα του συνδυασμού

νικοτινικού οξέος/λαροπιπράντης (Ν/Lar) (2 g/40 mg), σε ασθενείς υψηλού

καρδιαγγειακού κινδύνου. Υλικό-Μέθοδος: Σε ασθενείς που λάμβαναν ήδη

στατίνη και ο θεράπων ιατρός έκρινε ότι η προσθήκη Ν/Lar ήταν κατάλληλη,

έγινε καταγραφή της έξαψης και του λιπιδαιμικού προφίλ πριν και μετά τη

θεραπεία. Αποτελέσματα: Παρατίθενται αποτελέσματα από τους πρώτους

108 ασθενείς που εντάχθηκαν τη μελέτη (μέση ηλικία: 58 έτη, άνδρες: 64).

Έξαψη παρατηρήθηκε σε 21 από τους 108 ασθενείς (19,4%), εκ των οποίων οι

5 διέκοψαν την αγωγή της μελέτης (4 ασθενείς με την αρχική δόση του 1 g/20

mg). Στους υπόλοιπους ασθενείς η έξαψη ήταν ήπιας μορφής, κυρίως στο

πρόσωπο/λαιμό, με συχνότητα 2–3 φορές την εβδομάδα, διάρκειας ολίγων

λεπτών. H αποτελεσματικότητα της αγωγής στις τιμές των λιπιδίων παρουσι-

άζεται στον Πίνακα, όπου περιλαμβάνονται οι μεταβολές λιπιδίων 67 ασθενών,

για τους οποίους υπήρχε πλήρες λιπιδαιμικό προφίλ σε όλες τις επισκέψεις.

Συμπεράσματα: Ο συνδυασμός νικοτινικού οξέος/λαροπιπράντης που χο-

ρηγείται μαζί με μία στατίνη είχε ως αποτέλεσμα σημαντική βελτίωση όλων

των λιπιδαιμικών παραμέτρων, ενώ ταυτόχρονα παρουσίασε ικανοποιητικό

προφίλ ανεκτικότητας, προσφέροντας έτσι μια πολύ σημαντική θεραπευτική

επιλογή σε ασθενείς υψηλού καρδιαγγειακού κινδύνου.

Πίνακας 1. Μεταβολές των τιμών των λιπιδαιμικών παραμέτρων κατά τη διάρκεια της θεραπείαςΑρχική επίσκεψη (πριν τη θεραπεία) Επίσκεψη 1 (μετά 1 μήνα αγωγής) Ν/Lar 1 g/20 mg Επίσκεψη 2 (μετά 3 μήνες αγωγής) Ν/Lar 2 g/40 mg

nonHDL-C (mg/dL)

Μέση τιμή±SD 161±33 141±32 131±29

Μέση Μεταβολή –11,3% –17,1%LDL-C (mg/dL)Μέση τιμή 117±33 107±28 100±29

Μέση μεταβολή –5,5% –12,7%HDL-C (mg/dL)Μέση τιμή±SD 37±10 41±10 44±11

Μέση μεταβολή 10,5% 19,6%Τριγλυκερίδια (mg/dL)Μέση τιμή±SD 228±86 173±63 156±54

Μέση μεταβολή –21% –28,2%p-value <0,0001 για επίσκεψη 1 σε σύγκριση με την αρχική τιμή, p-value <0,0001 για επίσκεψη 2 σε σύγκριση με την αρχική τιμή

Page 115: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 115Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 115

ΑAgrogiannis G, 110

Anagnostis P, 45

Anagnostopoulou K, 29, 111

Anthracopoulos M, 43

Antonogeorgos G, 43

Athyros VG, 45

BBecker Κ, 24

Bulo Α, 42

CChamberland J, 17

Cokkinos DV, 111

DDarvari Μ, 24

Degiannis D, 29

Dermitzakis Α, 93

Diakoumakou O, 29, 111

EElisaf M, 19

Esposito K, 12

Evgenidis N, 66

FFisher ΕΑ, 24

Florentin Μ, 19

GGeleris P, 66

Georgousopoulou Ε, 59

Giannakopoulou V, 29

Giaouzaki KN, 93

Giugliano D, 12

Gossios T, 45

Goudevenos J, 59

Grammatikos N, 66

Grigoropoulou D, 43

Griva T, 45, 66

HHandy D, 24

Heta Ν, 42

IIliopoulos D, 110

KKampanis NA, 93

Karagiannis A, 45

Karatzas G, 110

Kargiotis K, 45

Karras PI, 77

Kastorini CM, 59

Kolovou G, 29, 111

Korita Ι, 42

Kostakou P, 29, 111

Kostara C, 19

Kouklis P, 77

Krjutškov K, 45

LLeopold J, 24

Liberman Μ, 24

Liberopoulos Ε, 19

Loscalzo J, 24

MManiatis N, 77

Mavroudi E, 66

Mavroudi M, 66

Mayrogeni S, 29

Metspalu Α, 29, 45

Mihas C, 29, 111

Mikhailidis DP, 29, 45, 110, 111

Milionis H, 59

Moutzouri, 19

Mpoumponaris A, 66

NNakos A, 66

Nastos PT, 93

Nikolaidou P, 43

Nikopensius T, 29, 45

Ntouhaniari AD, 77

PPagourelias E, 45

Panagiotakos DB, 43, 59

Pantopoulou Α, 110

Papadimitriou A, 43

Paraskevas, ΚΙ, 110

Parathath S, 24

Perrea DN, 110

Priftis KN, 43

Refatllari Ε, 42

Rizos C, 19

SSoufleris K, 66

Stamatelatou M, 29, 111

TTheocharidou E, 45, 66

Tselepis A, 19

Tziomalos K, 45

Tzivras D, 110

VVasiliadis I, 111

Vlachos Ι, 110

ZZacharis E, 93

ΑΑγγελάκας Ι, 49

Αγγελής Α, 39

Αγγελίδη Α, 91, 92

Αγγελόπουλος Π, 39

Αγγελοπούλου Δ, 16

Αγγελοπούλου Ν, 76, 105

Αγγουρίδης A, 27, 32, 33, 34,

55, 68

Αγρογιάννης Γ, 106

Αζναουρίδης Κ, 78

Αθανασοπούλου Σ, 103, 104, 97

Άθυρος Β, 48, 63, 68, 114

Αλεβιζοπούλου Φ, 109

Αλεξόπουλος Δ, 26

Αλεπουδέα Ε, 21

Αναγνωστής Π, 40, 48, 110

Αναστασίου Κ, 105

Αναστασίου ΚΑ, 73

Αναστασοπούλου Ι, 21, 51, 52, 53

Ανδρέου I, 60, 79, 103, 104, 108

Ανδρουλάκης Ε, 97

Ανδρούτσος Ο, 96, 98, 99, 100

Αντωνιάδης Χ, 101

Αντωνίου Χ, 39

Αντωνόπουλος Σ, 26, 67

Αντωνοπούλου Σ, 20, 21, 85, 86

92, 84

Αποστόλου Ο, 30, 31, 32

Αποστόλου Φ, 44, 102

Αρβανίτης Μ, 26, 67

Αργύρη Ε, 99, 100

Αργυριάδης Α, 75

Αργυρίου Γ, 75

Αργυροπούλου Δ, 85, 99

Αρναούτης Γ, 73

Ασημακόπουλος Δ, 85

Αυγερινός Π, 14, 64, 65, 77

ΒΒαβουρανάκης Ε, 39

Βακάλης Κ, 82

Βαλατσού Α, 79

Βαλλιάνου N, 14, 64, 65, 77

Βανδώρου Α, 85, 98, 100

Βάρδας Π, 87, 88

Βασιλειάδης Θ, 48, 66

Βασιλείου Ν, 63

Βέλλας Σ, 36

Βέμμος Κ, 20, 113

Βέμμου Α, 20, 113

Βερούτη Σ, 107, 109

Βλασερού Φ, 19

Βλάχος ΑΠ, 82, 83

Βλάχος Ι, 23, 106

Βλησμάς Κ, 70

Βογιατζάκης E, 14, 65, 88

Βογιατζή Γ, 78, 79

Βογιατζόγλου Σ, 57

Βρέντζος Γ, 49

ΓΓαβριέλη Α, 17, 89, 112

Γαζή Ε, 34, 55, 102

Γαλανάκης Δ, 23

Γαλάνη Μ, 27

Γαλήνας Α, 49

Γαλιατσάτος Ν, 13, 89, 79

Γανωτάκης Γ, 114

Γανωτάκης Ε, 60, 50, 63, 87, 88

Γαργαλιάνος-Κακολύρης Π, 31, 86

Γαρουφαλλής Σ, 81, 82

Γεωργιόπουλος Γ, 81, 82

Γεωργίου Ι, 48, 50

Γεωργούλα Μ, 53

Γεωργούλιας Β, 50

Γεωργουσοπούλου Ε, 36

Γιακουμή Ε, 16, 56

Γιαλάφος Η, 80

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

Page 116: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

116 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)116 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

Γιαννακοπούλου Ε, 107

Γιαννακούλια Μ, 16, 17, 89, 90,

112

Γιαννακούρης Ν, 16

Γιαννόπουλος Σ, 48, 50

Γιαννοπούλου Α, 99, 100

Γιαννουλάκης Α, 76

Γιαννούλης Γ, 26, 67

Γιουλεμέ Ο, 66

Γιωτοπούλου A, 14, 47, 64, 77

Γκελερής Π, 68

Γκιόκα Μ, 95, 96, 97, 102, 105

Γκιολής Α, 101

Γκογκάκη Β, 74

Γκόσιος Θ, 68, 70

Γκοτζαμάνη-Ψαράκου Α, 109

Γκουρογιάννη Α, 21

Γουδέβενος I, 12, 35, 36, 37, 38,

41, 60

Γουδής Χ, 87, 88

Γουλοπούλου Σ, 28

Γουργιώτη Γ, 18

Γούσια Α, 86

Γραμματικάκη Ε, 84, 85, 98, 99,

100

Γραμματικός Ν, 66

Γραντζίδης ΒΓ, 95, 96, 97, 102,

105

Γρέκας Δ, 109

Γρίβα Θ, 48, 66, 68

Γριβέας Ι, 49

ΔΔέδε Β, 85, 90, 98, 100

Δεδούσης Γ, 29, 45

Δενδραμή Φ, 99

Δερδεμέζης Χ, 15, 53, 54

Δερμάτης Θ, 13

Δημητρίου A, 51, 52, 60

Δημητρίου M, 29, 45

Δημόπουλος Κ, 94, 107, 109

Δημόπουλος ΚΑ, 20, 72, 74, 86

Δημόπουλος Μ, 60

Διάκου Μ, 42

Διδάγγελος Τ, 25, 109

Δουκιαντζάκης Ε, 112

Δουλάμης Η, 23, 112

Δούμας Μ, 19, 25

Δρακοπούλου-Bαμπούλη Μ, 96,

98

Δρίτσα Β, 21, 51, 53

Δροσοπούλου Γ, 107

ΕΕλισάφ Μ, 15, 18, 19, 25, 27, 32,

33, 34, 35, 40, 42, 44, 46, 47,

53, 54, 55, 63, 68, 69, 82, 83,

94, 102, 114

Ελλούλ Ι, 107, 108

Eυαγγελόπουλος A, 14, 65, 77

Ευγενίδης Ν, 66

Ευθυμιάδης Γ, 70

Ευθυμίου Η, 25, 41

Ευσταθιάδου Ζ, 40

ΖΖακόπουλος Ν, 29, 45

Ζαμπετάκης Ι, 72, 74

Ζαρομυτίδου Μ, 13, 17

Ζαρομυτίδου Μ, 78, 80

Ζαφειρίου Ι, 20

Ζάχαρης Ε, 87, 88

Ζεϊμπέκης Α, 57

Ζεϊμπέκης Κ, 58

Ζενιώδη Μ, 49

Ζενιώδη ΜΕ, 50

Ζερβόπουλος Γ, 25, 41

Ζερβού Α, 31

Ζήκου Ξ, 54, 76, 83

Ζήσιμος Κ, 13, 16, 17, 56, 80, 103,

104, 108

Ζορμπά Α, 71

Ζούλια Β, 16

Ζούλια Ε, 57

Ζουρνατζή Β, 110

ΗΗλιάδης Σ, 72, 73

Ηλιάδης Φ, 25, 110

Ηλιόπουλος Δ, 106

Ηρακλειανού Σ, 91, 92

ΘΘεοδωράκη E, 29, 45

Θεοχάρη Π, 82, 83

Θεοχαρίδου Ε, 66, 68

Θωμαΐδη Α 18, 35

ΙΙατρίδη Β, 100

Ιατρού Χ, 107, 109

Ιορδανίδου Μ, 106

Ιωακειμίδης Ν, 39

Ιωαννίδη Α, 36

Ιωαννίδης Ι, 114

Ιωαννίδου Μ, 89, 90

ΚΚάβουρας Δ, 57

Κάβουρας Σ, 71

Κάβουρας ΣΑ, 73

Κάγκουρας Η, 95, 96, 97, 102, 105

Καδδά Ο, 75

Καδόγλου K, 15, 93

Καζάκου Π, 33

Καίσαρη Π, 89

Καλαϊτζίδης Ρ, 74, 76, 83

Καλαντζή K, 37, 41, 60

Καλλιανιώτη Κ, 85

Καλλικάζαρος Ι, 97

Καλογεράκης Α, 87, 88

Καλογερόπουλος Ν, 21, 84

Καλοχαιρέτης Π, 109

Καμαράτος Α, 28, 91

Κάμπαξης Μ, 36, 58, 79

Καμπερίδης Β, 70, 93

Κανακά-Gantenbein Χ, 96, 98

Καντηλάφτη Μ, 99

Καπελούζου Α, 35

Καπλάνη Β, 75

Καραγιάννης Α, 40, 48, 68

Καραγκιούζης Γ, 21

Καραγλάνη Μ, 106

Κάραλης Ι, 87, 88

Καραμήτσος Κ, 49

Καραμούζης Μ, 15, 93

Καραντώνης Χ, 72

Καρασαββίδου Δ, 74, 83

Καρατζάς Θ, 106

Καραφύλης Ι, 28

Καργιώτης Κ, 68

Καρδάτου Ε, 89

Καριόλου Μ, 42

Καρκαβίτσας Ν, 88

Καρκαντάρης Χ, 62, 64

Καρλάφτη Ε, 41, 67

Καρπάνου Ε, 113

Καρτάλης Α, 81, 82

Καρύδης Α, 112

Καρφοπούλου Ε, 89

Καστανιώτη Κ, 94

Καστορίνη X, 12, 36, 37, 38, 39,

41

Κατεβαίνη Δ, 113

Κατεργάρη Σ, 40

Κατσαγώνη X, 14, 64, 65, 77

Κατσαρού Χ, 71

Κατσίκη Ν, 67

Κατσιλάμπρος Ν, 23

Κατσιώρα Ε, 40

Καττέ Κ, 79

Κατωπόδης Κ, 54, 74

Κεή A, 27, 44, 46, 69

Κελέση Μ, 95

Κήτα Μ, 40, 110

Κιάτου Β, 75, 76

Κίκας Π, 18

Κιόρτσης Δ, 15, 53

Κιουπτσή Κ, 22

Κιούφης Σ, 80

Κίτσος Α, 75

Κοζανίτου Μ, 101

Κοϊνάκη Σ, 16, 112

Κολιάκος Γ, 67

Κολοβού Γ, 29, 45

Κολόκα Β, 22

Κομιώτη ΑΑ, 95, 96, 97, 102, 105

Κονιδάρη Ζ, 38

Κόντι Π, 112

Κοντογιάννη Μ, 112

Κορού Λ, 106

Κοτζαδάμης Ν, 75, 76

Κοτρογιάννης Ι, 60, 103, 104, 108

Κουκούλη ΜΠ, 28

Κουκουράκη Σ, 88

Κουμαράς Χ, 68

Κουμουτσέα Δ, 49

Κουμπαρή Χ, 55, 56

Κουμπίτσκι Α, 96, 99

Κουντούρης Σ, 83

Κουράκλη Α, 26

Κουρουνάκη Α, 23

Κουρουνάκης Π, 23

Κουρουνάκης ΠΝ, 114

Κούρτης Α, 71

Κουσίσης Σ, 86

Κουτουλάκης Ε, 21

Κουτσοβασίλης Α, 28, 91, 92

Κουτσουδάκη Κ, 50

Page 117: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 117Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1) 117

Κραμβής Α, 37

Κυβέλου Σ, 78

Κυριακού Α, 100

Κυριακού ΑΕ, 98

Κυριακού Κ, 85

Κυρίτση Ε, 75

Κυρίτσης Α, 48, 50

Κύρκος Κ, 40

Κώνστα Ο, 98

Κωνσταντινίδης Σ, 18, 35

Κωνσταντίνου Γ, 91

Κωσταπάνος Κ, 69

Κωσταπάνος Μ, 25, 34, 35, 36,

41, 54, 94

Κωσταρά X, 34, 44, 54, 102

Κωστόπουλος Ε, 62, 64

Κωστούλας Χ, 50

Κωτούλας Χ, 21

Κώτσης Β, 28

ΛΛαγός Κ, 94

Λαγουδάκου Σ, 78

Λαζανάς ΜΚ, 20, 86

Λάζαρος Γ, 13, 56, 57

Λαντζουράκη Α, 18

Λιάμης Γ, 40

Λιόλιου Φ, 37

Λιονή Α, 20

Λιόντου Κ, 39

Λιουδάκη Ε, 50

Λιτσαρδοπούλου Α, 38

Λίτσας Ι, 40

Λύκκα Μ, 73

Λυκουρέντζου Π, 75

Λυμπερόπουλος E, 27, 34, 45, 46,

47, 69, 102

Λύτρα Δ, 82

ΜΜαγκανάρη Φ, 112

Μαγκαφάς Ν, 20

Μάγκου Δ, 25, 41

Μακέδος Α, 71

Μακέδου Α, 71, 109

Μακέδου Κ, 71, 72, 73, 109

Μάκης Α, 83

Μαλακός Ι, 81

Μαλανδράκη Α, 99

Μαμαρέλης Ι, 21, 51, 53

Μαματάς Σ, 13, 16

Μανιάτης Κ, 80

Μανιός Γ, 79

Μανιός Ι, 84, 85, 90, 96, 98, 99,

100

Μάντζιαρη Λ, 93

Μαντζώρος X, 17

Μανώλη Π, 42

Μανωλόπουλος ΕΓ, 22, 106, 107,

108

Μαραγκοπούλου Κ, 99

Μαράκη Μ, 27, 77, 105

Μαρβάκη Χ, 113

Μαργαζάς Α, 56

Μαργαριτίδης Χ, 109

Μαργαριτόπουλος Δ, 17

Μαργιωλάκη Α, 50

Μαρίνος Γ, 17, 80

Μαρκέτου Μ, 87, 88

Μάρκου Σ 48, 50

Μαρκούλα Σ, 48, 50

Μαρούση Σ, 107, 108

Μασούρα Κ, 57, 58, 78, 79, 81, 111

Μαυρέας Β, 25,94

Μαυρογένη Ε, 49

Μαυρογιάννη Χ, 100

Μαυρουδής Δ, 50

Μελαδάκη Δ, 98, 100

Μελιδώνης Α, 28, 91, 92

Μέλλου Α, 20, 113

Μεταλληνός Γ, 40, 103, 104, 108

Μεταξά Β, 16, 56, 78, 81, 111

Μήλιου Α, 60, 78, 79, 81, 97, 101

Μηλιώνης X, 12, 25, 27, 35, 36,

37, 38, 40, 41, 69, 82, 83

Μηλωνά Π, 26

Μητρογιάννη Z, 19, 32, 33, 34, 44,

47, 53, 54, 68

Μητρούση Κ, 18

Μήτσιος Ι, 51, 52

Μητσοπούλου Α, 47

Μικελλίδη Α, 94

Μιλτιάδου Γ, 42

Μιχαλάκη Ε, 89

Μιχάλης Λ.Κ., 82

Μίχας Γ, 24

Μοραλίδης Ε, 109

Μοσχούρης Π, 81, 82

Μοσχούς Ε, 87

Μοσχώνης Γ, 85, 96, 98, 99, 100

Μουζιούρα Σ, 99

Μούσης Β, 56, 86

Μουστάκας Γ, 97

Μουτζούρη Ε, 27, 46, 47, 69

Μπαϊρακτάρη Ε, 34, 35, 42, 44,

54, 102

Μπακογιάννη Ι, 85

Μπαλάφα Ο, 83

Μπαλτατζή Μ, 25, 41, 67

Μπαρμπετσέας Ι, 14, 64, 65, 77

Μπασδέκας Σ, 66

Μπέλλου Ε, 27

Μπέλλου Χ, 94

Μπεχλιούλης Α, 82

Μπίκα Ε, 25, 35, 36, 41

Μπιλιανού Ε, 114

Μπιρμπίλης Ε, 99

Μπόνου M, 14, 64, 65, 77

Μποσινάκου Ε, 101

Μπουντζιούκα B, 14, 47, 64, 65,

77

Μπουντούλας Χ, 18, 35

Μπούσιου Μ, 95

Μπούσμπουλας Σ, 30, 31, 32

Μπουφίδου A, 15, 93

Μπρίλη Σ, 103, 104, 108

Μυλωνοπούλου Μ, 26, 67

ΝΝάκα ΚΚ, 82

Νάκου Ε, 53

Νασοπούλου Κ, 72, 73

Ναστούλης Χ, 49

Νέστωρ Α, 113

Νίκας Ν, 18

Νικολάου Α, 91, 92

Νικολάου Β, 36, 37, 38, 41

Νικολουδάκη Μ, 50

Νομικός Τ, 21, 90, 92, 94

Νταμπούδη Μ, 88

Νταρλαδήμας Ι, 101

Ντέμκα Α, 109

Ντεντοπούλου Β, 21

Ντετοπούλου Π, 92

Ντζιού Ε, 37

Ντζουβάνη Α, 90

Ντουνούση Ε, 75, 76, 83

Ντούπης Ι, 23

ΞΞανθοπούλου ΜΝ, 85

Ξενοφώντος Σ, 42

ΟΟικονόμου Ε, 17, 78, 79, 80, 81,

111

ΠΠαγκουρέλιας Ε, 68, 70

Παγουρτζή Ε, 47

Παναγιωτάκος Δ, 12, 13, 14, 36,

37, 38, 41, 47, 58, 59, 61, 63,

64, 65, 70, 87, 105

Παναγιωτάκος ΔΒ, 57, 58, 77

Παναγιώτου Α, 110

Πάννου Ε, 22

Παντοπούλου Α, 23, 106, 112

Παπά Ζ, 15

Παπαβασιλείου Ε, 26

Παπαγεωργαντάς Ι, 19

Παπαγεωργίου Γ, 72, 73

Παπαγεωργίου Ν, 97, 101

Παπαγιάννη Α, 75

Παπαγιάννης Ν, 81, 82

Παπαγιαννοπούλου Γ, 38

Παπαδάκης Ι, 49

Παπαδημητρίου Λ, 38

Παπαδημητρίου Χ, 60

Παπαζαφειροπούλου Α, 30–32

Παπακάτσικα Σ, 28

Παπακωνσταντίνου BΔ, 20, 86

Παπαμιχαήλ Χ, 73

Παπασάββας Π, 62, 63

Παπαστεργίου Ν, 41

Παπασωζόμενος Γ, 15, 93

Παπούλης Χ, 91

Παππά Ζ, 93

Παππάς Ε, 74, 76

Παππάς Κ, 75, 76

Παππάς ΚΓ, 83

Παππάς Σ, 30–32, 114

Παρασκευόπουλος Θ, 17, 80

Παρισιάδου Α, 15

Παρούτογλου Ι, 102

Παρχαρίδου Δ, 70

Πατιάκας Σ, 37, 38

Πατσιαούρα Κ, 48, 66

Πατσουράκος Ν, 28

Πελίδου ΕΣ, 74

Page 118: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

118 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)118 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)

Πέππας Θ, 30

Πεππές Β, 29, 45

Περβανίδου Π, 96, 98

Περιστεράκη Α, 84

Περρέα Δ, 106, 112

Περρέα ΔΝ, 23

Πετράκη Μ, 15

Πετρίκκος Π, 62–64

Πετρογιάννη Μ, 84, 85, 90

Πισσαρίδη Κ, 21, 51, 53

Πίτσαβος Χ, 13, 16, 17, 36, 39, 56,

57, 58, 70, 78, 79, 80, 81, 90,

103, 104, 108, 111

Πλαστήρας Α, 17

Πολύζος Σ, 40, 110

Πολυχρονόπουλος Ε, 13, 58, 59

Πούνης Γ, 47, 104, 108

Πρωτοψάλτης Ι, 28, 91, 92

ΡΡάγια Γ, 22, 106, 107, 108

Ραυτόπουλος Λ, 39

Ρέκκα Ε, 23

Ρέκκα ΕΑ, 114

Ρίζος Ε, 30, 31, 32

Ρίζος X, 44, 46, 47, 68, 69

Ρούσια Π, 100

Ρουσούλη Κ, 54

Ρούσσος Ν, 26, 67

ΣΣάββαρη Π, 20, 113

Σάββας Κ, 25, 94

Σαββόπουλος Χ, 25, 41, 67

Σακαρέλλου-Δαϊτσιώτη Μ, 22

Σαλαπάτα Α, 49

Σαλίχου Χ, 31

Σαλμά Β, 37, 41

Σαλούστρος Ε, 50

Σαπρανίδης Μ, 40

Σαραντοπούλου Μ, 85

Σγουράκης Π, 81, 82

Σελαλματζίδου Δ, 40, 110

Σερέτη Α, 28

Σιαμόπουλος Κ, 54

Σιαμόπουλος ΚΧ, 74, 75, 76, 83

Σιαμοπούλου-Mαυρίδου Α, 82, 83

Σιάσος Γ, 17, 60, 78, 79, 80, 97, 101

Σιατίτσα Π, 99

Σιατίτσα ΠΕ, 98

Σισμανίδης Σ, 56, 86

Σιταρά Μ, 70

Σιώπη Ρ, 27

Σκαλίδης Ε, 87

Σκαπινάκης Π, 25, 94

Σκαφίδα Α, 20, 113

Σκούμας Γ, 70

Σκούμας Ι, 16, 36, 57, 58, 78, 81,

89, 90, 111

Σλαβάκης Α, 110

Σμυρνιούδης Ν, 81, 82

Σοϊλεμεζίδης Μ, 62, 63

Σοτνίκοβα Χ, 95

Σουφλέρης Κ, 66

Σπανός Γ, 74, 76

Σπηλιόπουλος Ι, 95, 96, 97, 102, 105

Σπυρίδωνος Μ, 100

Σπύρου Α, 34

Στάκος Δ, 18, 35

Σταματάκης Γ, 21, 74, 92, 94

Σταματελόπουλος Κ, 73

Σταμπουλή Σ, 28

Σταυγιαννουδάκης Γ, 49

Σταυρινός Β, 70

Σταυρινού Ε, 68

Σταύρος Α, 57

Στεφανάδης Κ, 78

Στεφανάδης Χ, 13, 16, 17, 36, 39,

56, 57, 58, 60, 70, 78, 79, 80. 81,

89, 90, 97, 101, 103, 104, 108,

111, 112

Στρατάκης Ν, 73

Στυλιάδης Ι, 70

Στυλιάδης ΙΧ, 15, 93

Συκαράς Χ, 57, 79

Συμεοπούλου Μ, 38, 41

Συμινελάκης Σ, 56, 86

Συντώσης Λ 12, 87, 27, 61, 71, 95

Συντώσης ΛΣ, 73

Σωτηρόπουλος Α, 30, 31, 32

ΤΤαμβάκος Η, 30

Τάμπαλης Κ, 12, 61, 87

Τανάγρα Σ, 96, 98

Ταυρίδου Α, 22, 106, 107, 108

Τέλλης Κ, 26, 27, 33, 54, 55, 56,

68, 69, 102

Τέντες Ι, 18

Τεντολούρης Κ, 60, 101

Τεντολούρης Ν, 26, 67

Τζάλας Χ, 54

Τζανετάκου Ε, 23, 112

Τζελέπης Α, 97, 102, 105

Τζιακάς Δ, 18, 35

Τζιάλλας Β, 94

Τζιάλλας Δ, 25, 40, 94

Τζιλαλής Β, 53

Τζιόμαλος Κ, 25, 41, 67

Τζιρογιάννης Κ, 91

Τζώτζολα Β, 100

Τιλελή Ν, 90

Τοουλιά Κ-Κ, 114

Τουλιά Γ, 95

Τούντας Γ, 13, 58, 59

Τούσουλης Δ, 17, 60, 80, 97, 101,

112

Τούτουζα Μ, 58

Τριανταφυλλοπούλου Φ, 95, 96,

97, 102, 105

Τριανταφύλλου Γ, 57, 79

Τριάντου Ε, 75

Τσακίρης Δ, 75, 76

Τσαντάνη Α-Μ, 28

Τσεκές Γ, 86

Τσελέπης A, 4, 26, 27, 33, 34, 44, 47,

51, 52, 53, 54, 55, 60, 69, 69, 101

Τσελέπης ΑΔ, 56

Τσετσέκου Ε, 111

Τσιακιτζής Κ, 23

Τσιάμης Ε, 39

Τσιατάς Μ, 60

Τσιαχρής Δ, 39, 56

Τσικαλάκη Ε, 100

Τσίκαρης Β, 22

Τσιλιγγίρης Β, 49, 51, 53

Τσιλιμπάρη Ε, 107

Τσιμιχόδημος Β, 32–33, 54

Τσιούφης Κ, 97

Τσιτσινάκης Γ, 13, 56–58

Τσόγκας Ν, 86

Τσουκάτος Δ, 22, 56

Τσουκάτος ΔΚ, 86

Τσουμάνη M, 60

Τσούπρας AB, 20, 72, 86

Τσούπρας Α, 109

Τσουρούς Γ, 91, 92

Τσουτσουλοπούλου Κ, 47

Τυροβολάς Σ, 13, 58, 59

ΥΥφαντόπουλος Γ, 70

ΦΦανουράκη Ε, 62–64

Φάντη Γ, 49

Φάππα Ε, 89, 90

Φασόη Γ, 95

Φελέκος Ι, 16

Φεσληκίδης ΘΕ, 72

Φιλιππάτος Θ, 33, 44, 53, 54, 102

Φλωρεντίν Μ, 47, 69

Φουντάς Π, 26, 67

Φούσας Σ, 28

Φραγκοπούλου Ε, 17, 21, 85, 92,

94, 107,

ΧΧαλικιάς Γ, 18, 35

Χαντζηχρήστος Β, 55

Χαραλαμπίδης Π, 15, 93

Χαραλάμπους Χ, 37, 38

Χαραμής Α, 28, 91, 83

Χαρμανδάρη Ε, 96, 98

Χατζηδάκης Σ, 83

Χατζηκυριακίδου Α, 48

Χατζηλιάδου Δ, 87, 88

Χατζής Γ, 101

Χατζησταματίου Ε, 97

Χατζηστεφανίδης Δ, 48, 50

Χατζητόλιος Α, 25, 41, 67

Χάχαλης Γ, 26

Χειμώνας Η, 62–64

Χειμώνας Θ, 62–64

Χίνη Μ, 20, 86

Χουλιάρας Ε, 49

Χρήστου Γ, 53

Χριστογιάννης Λ, 25, 35

Χριστοδούλου Ν, 71, 105

Χριστοδούλου Σ, 98, 99

Χριστοφοράτου Ε, 39, 57, 103,

104

Χρονοπούλου Δ, 95

Χρούσος Γ, 96, 98

Χρυσομάλλης Ι, 91

Χρυσοχόου Χ, 13, 36, 39, 56, 57,

58, 70, 78, 79, 80, 103, 104,

108, 111

ΨΨαλτοπούλου Θ, 102

Ψαρουδάκη Β, 16

Ψαρρά Γ, 61, 87

Ψιάνου Κ, 25, 41

Ψυχογιός Κ, 20, 113

Page 119: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 119

Η «EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΩΣΗΣ», έκδοση της Ελληνικής

Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης, έχει στόχο τη συνεχή επιμόρφωση επιστημόνων

διαφόρων ειδικοτήτων όπως Ιατρών, Βιολόγων, Βιοχημικών, Διαιτολόγων, κ.λπ.

σε θέματα που αφορούν στην παθογένεια, τη διάγνωση και τη θεραπεία της αθη-

ρωματικής νόσου. Για την πραγμάτωση αυτού του σκοπού δημοσιεύονται στο

περιοδικό:

1. Άρθρα Σύνταξης. Σύντομα άρθρα ανασκόπησης σε επίκαιρα ή και αμφι-

λεγόμενα θέματα σχετικά με την αθηροσκλήρωση και την καρδιαγγειακή νόσο,

χωρίς περίληψη (με έως και τρεις λέξεις κλειδιά), τα οποία γράφονται με προτρο-

πή της Συντακτικής Επιτροπής.

2. Ανασκοπήσεις. Ολοκληρωμένες αναλύσεις επίκαιρων θεμάτων σχετικών

με την αθηροσκλήρωση και την καρδιαγγειακή νόσο.

3. Ερευνητικές εργασίες. Κλινικές δοκιμές, πειραματικές και επιδημιολο-

γικές μελέτες προοπτικού ή αναδρομικού χαρακτήρα σχετικές με την αθηρο-

σκλήρωση, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν με βάση ερευνητικό πρωτόκολλο, το

οποίο θα περιγράφεται αναλυτικά στη μεθοδολογία. Οι εργασίες αυτές θα πρέ-

πει να περιέχουν πρωτότυπα αποτελέσματα (εξαιρούνται τα αποτελέσματα που

έχουν δημοσιευθεί με τη μορφή περιλήψεων σε επιστημονικά). Οι κλινικές και

οι επιδημιολογικές μελέτες που αφορούν σε Ελληνικό πληθυσμό και έχουν γενι-

κότερο ενδιαφέρον δημοσιεύονται κατά προτεραιότητα. Κατ’ εξαίρεση και μετά

από απόφαση της Συντακτικής Επιτροπής δύνανται να δημοσιευθούν αυτούσιες

ερευνητικές εργασίες Ελλήνων επιστημόνων οι οποίες δημοσιεύθηκαν σε έγκριτα

διεθνή περιοδικά και των οποίων τα αποτελέσματα αφορούν άμεσα στον ελληνι-

κό χώρο. Οι εργασίες αυτές μεταφράζονται με τη φροντίδα των συγγραφέων οι

οποίοι και μεριμνούν για την εξασφάλιση γραπτής άδειας από τους έχοντες τα

πνευματικά δικαιώματα.

4. Κλινικές απόψεις. Διαγνωστική, θεραπευτική και επιδημιολογική προ-

σέγγιση διαφόρων κλινικών εκδηλώσεων της αθηρωματικής νόσου, με δεδομένα

τα οποία παρουσιάζονται κατά προτίμηση με τη μορφή αλγορίθμου.

5. Ενδιαφέροντα περιστατικά. Γίνονται δεκτά άρθρα (μέχρι 6 συγγραφείς),

τα οποία αφορούν σε νέες ή πολύ σπάνιες κλινικές εκδηλώσεις της αθηρωματι-

κής νόσου, στις οποίες εφαρμόστηκαν νέα διαγνωστικά κριτήρια και για τα οποία

ακολουθήθηκε νέα θεραπευτική προσέγγιση.

6. Συνέδρια, σεμινάρια, στρογγυλά τραπέζια. Περιλήψεις ή σύντομα

κείμενα ομιλιών σε συνέδρια, σεμινάρια ή στρογγυλά τραπέζια σχετικά με την

αθηροσκλήρωση που διοργανώνει ή θέτει υπό την αιγίδα της η Ελληνική Εταιρεία

Αθηροσκλήρωσης ή περιλήψεις που ανακοινώθηκαν με τη μορφή αναρτημένων

ανακοινώσεων (posters) σε συνέδρια της Ελληνικής Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης.

7. Βιβλιοπαρουσιάσεις. Αναφέρονται ο τίτλος του βιβλίου, οι συγγραφείς,

η χρονολογία και ο τόπος έκδοσης, ο εκδοτικός οίκος και η τιμή πώλησης.

8. Γράμματα προς τη Σύνταξη. Περιέχουν κρίσεις για δημοσιευμένα άρθρα,

πρόδρομα αποτελέσματα εργασιών, παρατηρήσεις για ανεπιθύμητες ενέργειες,

κρίσεις για το περιοδικό κ.λπ. Δημοσιεύονται ενυπόγραφα.

Προηγούμενη ή ταυτόχρονη δημοσίευση. Τα άρθρα, που υποβάλλονται

στην «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΩΣΗΣ», θα θεωρούνται για δη-

μοσίευση με την προϋπόθεση ότι τα αποτελέσματα ή το ίδιο κείμενο δεν έχουν

δημοσιευθεί και δεν έχουν υποβληθεί για δημοσίευση σε άλλο περιοδικό. Ο υπεύ-

θυνος για την αλληλογραφία συγγραφέας πρέπει οπωσδήποτε να αναφέρει στη

συνοδευτική επιστολή, ότι η εργασία δεν έχει υποβληθεί για δημοσίευση σε άλλο

περιοδικό. Μπορούν όμως να δημοσιευθούν οριστικά αποτελέσματα εργασιών

που έχουν δημοσιευθεί υπό τη μορφή πρόδρομης ανακοίνωσης. Αν έχουν κατά

οποιονδήποτε τρόπο δημοσιευθεί πρόδρομα αποτελέσματα, θα πρέπει να συνυ-

ποβάλλονται αντίγραφα των δημοσιεύσεων αυτών σε μορφή PDF.

Υποβολή εργασιών. Γίνονται δεκτές εργασίες στην ελληνική ή αγγλική

γλώσσα. Τα προς δημοσίευση άρθρα υποβάλλονται ηλεκτρονικά σε μορφή PDF

στον υπεύθυνο γραμματείας σύνταξης Δρ Τέλλη Κωνσταντίνο (Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, 45 110 Ιωάννι-να, Τηλ.: 26510-08326, Fax: 26510-08785, Ε-mail: [email protected]). Το

άρθρο πρέπει να συνοδεύεται από επιστολή, που υπογράφεται από τον υπεύθυνο

για την αλληλογραφία συγγραφέα και υποβάλλεται επίσης ηλεκτρονικά σε μορφή

PDF. Η συνοδευτική επιστολή πρέπει να περιλαμβάνει δήλωση ότι η εργασία έχει

εγκριθεί από όλους τους συγγραφείς. Επίσης ο υπεύθυνος για την αλληλογραφία

συγγραφέας πρέπει να υποβάλλει ηλεκτρονικά σε μορφή PDF το ειδικό έντυπο

της «ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΩΣΗΣ» υπογεγραμμένο από όλους

τους συγγραφείς με το οποίο τα πνευματικά δικαιώματα μεταβιβάζονται στο πε-

ριοδικό. Σε περίπτωση υποβολής ερευνητικής εργασίας δημοσιευμένης σε περι-

οδικό του εξωτερικού για αναδημοσίευση, θα τονίζεται ρητά ότι οι συγγραφείς

έχουν εξασφαλίσει την έγγραφη άδεια των εχόντων τα πνευματικά δικαιώματα, η

οποία και θα επισυνάπτεται. Όταν η εργασία γίνει αποδεκτή, το τελικό διορθωμέ-

νο κείμενο υποβάλλεται ηλεκτρονικά σε μορφή PDF. Ό,τι δημοσιεύεται στην «ΕΛ-

ΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΩΣΗΣ», δεν επιτρέπεται να αναδημοσιευθεί

χωρίς γραπτή έγκριση του Διευθυντή Σύνταξης.

Έκταση άρθρων. Τα άρθρα σύνταξης δεν πρέπει να υπερβαίνουν τις 1000

λέξεις. Οι ανασκοπήσεις δεν πρέπει να υπερβαίνουν τις 5000 λέξεις συμπεριλαμ-

βανομένων των πινάκων, των τίτλων των εικόνων και της βιβλιογραφίας και μπο-

ρούν να περιέχουν έως 3 εικόνες. Η Σύνταξη διατηρεί το δικαίωμα δημοσίευσης

ανασκοπήσεων με μεγαλύτερη έκταση. Οι ερευνητικές εργασίες πρέπει να είναι

συντομότερες και γενικά να μην υπερβαίνουν τις 4000 λέξεις συμπεριλαμβανο-

μένων των πινάκων, των τίτλων των εικόνων και της βιβλιογραφίας και μπορούν

να περιέχουν έως 6 εικόνες. Οι κλινικές απόψεις δεν πρέπει να υπερβαίνουν τις

1.500 λέξεις, τα ενδιαφέροντα περιστατικά τις 1.000 λέξεις και τα γράμματα προς

τη Σύνταξη τις 500 λέξεις.

Δομή του κειμένου. «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΩΣΗΣ» έχει

αποδεχθεί τις oμοιόμορφες απαιτήσεις για τα Βιοϊατρικά Περιοδικά (σύστημα

Vancouver) και οι οδηγίες της προς τους συγγραφείς είναι σύμφωνες με τις απαι-

τήσεις αυτές. Τα κείμενα πρέπει να δακτυλογραφούνται σε διπλό διάστημα συ-

νηθισμένων διαστάσεων (ISO A4 210×297 mm), με περιθώρια τουλάχιστον 3,5

cm. Πρέπει να χρησιμοποιούνται ξεχωριστές σελίδες για τον τίτλο, την περίληψη

και τις λέξεις-κλειδιά, το κυρίως κείμενο, τις ευχαριστίες, τη βιβλιογραφία, τους

πίνακες και τους τίτλους των εικόνων.

Σελίδα τίτλου. Περιλαμβάνει (α) τον τίτλο του άρθρου (μέχρι 12 λέξεις), (β)

βραχύ τίτλο (όχι μεγαλύτερο των 50 χαρακτήρων), (γ) ονόματα συγγραφέων

(στην ονομαστική) και τίτλο, (δ) το νοσοκομείο (ή νοσοκομεία), την κλινική (ή

κλινικές), το εργαστήριο (ή εργαστήρια) όπου πραγματοποιήθηκε ή εργασία, (ε)

πλήρη ταχυδρομική διεύθυνση, αριθμό τηλεφώνου και FAX καθώς και διεύθυνση

e-mail του υπεύθυνου για επικοινωνία συγγραφέα. Σε περίπτωση αναδημοσί-

ευσης ερευνητικής εργασίας θα αναγράφεται επιπλέον ο πρωτότυπος τίτλος, το

περιοδικό στο οποίο δημοσιεύθηκε καθώς και το έτος, ο τόμος και οι σελίδες του

περιοδικού.

Περίληψη και λέξεις ευρετηρίου. Οι περιλήψεις των ανασκοπήσεων και

των ερευνητικών εργασιών πρέπει να αποτελούνται το πολύ από 250 λέξεις, ενώ

αυτές των επίκαιρων θεμάτων και των περιγραφών περιπτώσεων ασθενών, το

πολύ από 150 λέξεις. Για τις ανασκοπήσεις πρέπει να εφαρμόζονται οι περιγρα-

φικές περιλήψεις (descriptive), οι οποίες αναφέρουν συνοπτικά όλα τα κεφάλαια

που περιέχει το άρθρο και σημαντικά συμπεράσματα. Οι περιλήψεις των ερευ-

νητικών εργασιών πρέπει να χωρίζονται σε τέσσερις παραγράφους, οι οποίες

φέρουν κατά σειρά την ακόλουθη επικεφαλίδα: Σκοπός, Υλικό-Μέθοδος, Αποτε-

λέσματα, Συμπεράσματα. Μετά την περίληψη παρατίθενται 3–10 λέξεις κλειδιά.

Οι λέξεις αυτές πρέπει να αντιστοιχούν στους διεθνείς όρους που χρησιμοποιεί το

Index Medicus-MESH Ελλάς, Έκδοση ΕΙΣ, ΙΑΤΡΟΤΕΚ.

ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

Page 120: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

120 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης

Κείμενο. Οι ερευνητικές εργασίες αποτελούνται συνήθως από τα κεφάλαια:

Εισαγωγή, Υλικό ή ασθενείς και μέθοδος, Αποτελέσματα, Συζήτηση. Η εισαγωγή

περιλαμβάνει τις απαραίτητες βιβλιογραφικές παραπομπές και αναφέρει το λόγο

για τον οποίο πραγματοποιήθηκε η εργασία. Στη μεθοδολογία περιγράφεται το

πρωτόκολλο, με βάση το οποίο εξελίχθηκε η έρευνα. Αναφέρονται λεπτομερώς ο

τρόπος επιλογής ασθενών ή οποιουδήποτε υλικού, καθώς και η μέθοδος η οποία

εφαρμόστηκε, ώστε η ίδια έρευνα να μπορεί να αναπαραχθεί από μελλοντικούς

ερευνητές. Στην περίπτωση ερευνών που αφορούν σε ανθρώπους, πρέπει να

τονίζεται ότι η έρευνα πραγματοποιήθηκε με βάση τη Διακήρυξη του Ελσίνκι

(1975). Οι φαρμακευτικές ουσίες που χρησιμοποιήθηκαν στη μελέτη πρέπει να

αναφέρονται με την κοινόχρηστη ονομασία τους. Περιγράφεται το υλικό που

αξιολογήθηκε κατά τη διάρκεια της μελέτης και το κεφάλαιο ολοκληρώνεται με

τα στατιστικά κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν. Στο επόμενο κεφάλαιο παρου-

σιάζονται τα αποτελέσματα ολοκληρωμένα, αλλά σύντομα. Όσα αναφέρονται

σε πίνακες, δεν επαναλαμβάνονται στο κείμενο. Στη συζήτηση μπορεί να γίνει

σύγκριση με τα αποτελέσματα άλλων ομοειδών εργασιών και περιγράφονται

οι προοπτικές που διανοίγονται με τα αποτελέσματα της μελέτης, καθώς και τα

τελικά συμπεράσματα. Δεν επαναλαμβάνονται όσα έχουν αναφερθεί στα αποτε-

λέσματα, τα οποία πρέπει να συνδέονται με τους στόχους της μελέτης. Πρέπει

να αποφεύγονται αυθαίρετα συμπεράσματα, τα οποία δεν τεκμηριώνονται με

τα αποτελέσματα της εργασίας. Στα ενδιαφέροντα περιστατικά προηγείται η

εισαγωγή και ακολουθούν η περιγραφή του περιστατικού και η συζήτηση. Στα

υπόλοιπα είδη άρθρων, το κείμενο διαμορφώνεται ανάλογα με τις απαιτήσεις και

τους στόχους του συγγραφέα.

Ευχαριστίες. Απευθύνονται μόνο προς τα άτομα, τα οποία έχουν βοηθήσει

ουσιαστικά.

Βιβλιογραφικές παραπομπές. Οι βιβλιογραφικές παραπομπές στο κείμενο

αριθμούνται με αύξοντα αριθμό, ανάλογα με τη σειρά που εμφανίζονται. Σε περί-

πτωση αναφοράς σε ονόματα συγγραφέων στο κείμενο, εφόσον είναι ξένοι, μετά

το επώνυμο του πρώτου συγγραφέα ακολουθεί η συντομογραφία et al, ενώ στους

Έλληνες συγγραφείς «και συν». Εφόσον οι συγγραφείς είναι δύο, μεταξύ των

επωνύμων τοποθετείται η λέξη «και». Όλες οι βιβλιογραφικές παραπομπές του

κειμένου –και μόνον αυτές– πρέπει να υπάρχουν στο βιβλιογραφικό κατάλογο. Ο

αριθμός των βιβλιογραφικών παραπομπών πρέπει να περιορίζεται στον τελείως

απαραίτητο. Στις ανασκοπήσεις, οι βιβλιογραφικές παραπομπές δεν πρέπει να

είναι περισσότερες από 100. Στα άρθρα επικαιρότητας (κλινικές απόψεις, ενδι-

αφέροντα περιστατικά) πρέπει να αναφέρονται μέχρι 10 άρθρα ή μονογραφίες,

για τα οποία ο συγγραφέας πιστεύει ότι είναι απαραίτητα για την ολοκληρωμένη

πληροφόρηση του αναγνώστη για το θέμα. Τα γράμματα προς τη Σύνταξη δεν

πρέπει να έχουν περισσότερες από 5 βιβλιογραφικές παραπομπές.

Η σύνταξη του βιβλιογραφικού καταλόγου γίνεται αριθμητικά, με βάση τον

αύξοντα αριθμό και τη σειρά των βιβλιογραφικών παραπομπών στο κείμενο.

Αναφέρονται τα επώνυμα και τα αρχικά των ονομάτων όλων των συγγραφέων

μέχρι 3 (όταν είναι περισσότεροι ακολουθεί η ένδειξη et al), ο τίτλος της εργα-

σίας, η συντομογραφία του τίτλου του περιοδικού, το έτος, ο τόμος, η πρώτη

και η τελευταία σελίδα της δημοσίευσης· π.χ. You CH, Lee KY, Chey WY et al. The

role of oxidative stress in atherosclerosis. Circulation 1980, 79:311–314. Σε περί-

πτωση που δεν αναφέρεται όνομα συγγραφέως, σημειώνεται η λέξη Ανώνυμος

(για ελληνική δημοσίευση) ή Anonymous. Π.χ. Anonymous. Coff ee drinking and

atherosclerosis (Editorial). Br Med J 1981, 283:628. Παραπομπές οι οποίες ανα-

φέρονται σε εργασίες που δημοσιεύονται σε συμπληρώματα (supplements)

εκδόσεων, πρέπει να συνοδεύονται με τον αριθμό του συμπληρώματος, που

σημειώνεται σε παρένθεση μετά τον τόμο. π.χ. Eur Heart Journal 1996, 54(Suppl

1):26. Οι συντμήσεις των τίτλων των περιοδικών πρέπει να γίνονται με βάση το

Index Medicus. Δεν τοποθετούνται τελείες στα ακρώνυμα των συγγραφέων και

στις συντμήσεις των περιοδικών. Για την καταχώρηση συγγραμμάτων ή μονογρα-

φιών στο βιβλιογραφικό κατάλογο, αναφέρονται στη σειρά τα επώνυμα και τα

αρχικά των συγγραφέων, ο τίτλος, ο αριθμός έκδοσης, ο εκδότης, η πόλη έκδο-

σης, το έτος και οι σελίδες της αναφοράς. Η αναφορά σε κεφάλαιο βιβλίου πρέ-

πει να γίνεται με τον ακόλουθο τρόπο: Παπαθανασίου ΙΒ. Πλειοτροπικές δράσεις

των στατινών. Στο: Υπολιπιδιαμική αγωγή στην αθηρωματική νόσο. ΒΗΤΑ, Αθήνα,

1983:67–113. Αν η βιβλιογραφική παραπομπή αποτελεί κεφάλαιο συγγράμμα-

τος το οποίο έχει γραφεί από άλλο συγγραφέα, η αναφορά γίνεται ως εξής: Κuhn L,

Swartz MN. Toll-like receptors. In: (Στο): Lee WA (ed) (ή eds ή Συντ.) Infl ammation

and Atherosclerosis. Saunders, Philadelphia, 1987:457–472.

Μη δημοσιευμένες εργασίες καθώς και «προσωπικές επικοινωνίες» δε χρησι-

μοποιούνται ως βιβλιογραφικές παραπομπές. Άρθρα, τα οποία έχουν γίνει δεκτά

για δημοσίευση, μπορούν να περιληφθούν στη βιβλιογραφία. Στην τελευταία

περίπτωση, μετά τη συντομογραφία του περιοδικού σημειώνεται η ένδειξη «υπό

δημοσίευση». Η αναφορά της ελληνικής βιβλιογραφίας είναι υποχρεωτική και

είναι δυνατό να αναζητηθεί από τη Ελληνική Βάση Ιατρικής Βιβλιογραφίας (ΙΑ-

ΤΡΟΤΕΚ), www.iatrotek.org.

Αγγλική περίληψη. Περιλαμβάνει τα ονόματα των συγγραφέων και την ιδι-

ότητά τους, τον τίτλο της εργασίας και το ίδρυμα ή το εργαστήριο από το οποίο

προέρχεται η εργασία. Η περίληψη δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 250 λέξεις, ενώ

για τα επίκαιρα θέματα και τις περιγραφές περιπτώσεων ασθενών τις 150 λέξεις.

Η δομή, η έκταση, το περιεχόμενο και οι λέξεις κλειδιά της Αγγλικής περίληψης

πρέπει να είναι αντίστοιχα αυτών της Ελληνικής περίληψης. Η ποιότητα των αγ-

γλικών περιλήψεων πρέπει να είναι αρκετά ικανοποιητική, επειδή αποτελεί σημα-

ντικό κριτήριο αποδοχής του περιοδικού στους διεθνείς καταλόγους βιοϊατρικών

περιοδικών.

Αρίθμηση κεφαλαίων σε ανασκοπήσεις. Όλα τα κεφάλαια αριθμούνται

με αραβικούς αριθμούς: 1, 2, 3 κ.λπ. Τα υποκεφάλαια φέρουν τον αριθμό του αρ-

χικού κεφαλαίου, τελεία και ακολουθεί ο αριθμός του υποκεφαλαίου: 1.1., 1.2. ή

1.1.1., 1.2.1. κ.ο.κ.

Πίνακες. Δακτυλογραφούνται με διπλό διάστημα, σε χωριστή σελίδα. Αριθ-

μούνται με τη σειρά που εμφανίζονται στο κείμενο, με αραβικούς αριθμούς. Πρέ-

πει να φέρουν περιεκτική σύντομη επεξήγηση, ώστε για την κατανόησή τους να

μην είναι απαραίτητο να καταφύγει ο αναγνώστης στο κείμενο. Κάθε στήλη φέρει

επεξηγηματική σύντομη επικεφαλίδα. Οι επεξηγήσεις των συντομογραφιών, κα-

θώς και οι λοιπές διευκρινίσεις, γίνονται στο τέλος του πίνακα.

Εικόνες. Τα σχήματα, σχεδιασμένα σε υπολογιστή και οι φωτογραφίες πρέπει

να στέλνονται στο πρωτότυπο, ώστε να είναι κατάλληλα για άμεση αναπαραγωγή

και εκτύπωση. Οι τίτλοι των εικόνων πρέπει να αναγράφονται με τον αριθμό που

αντιστοιχεί στην εικόνα, σε χωριστή σελίδα. Επεξηγήσεις σχετικές με τις εικόνες

μπορούν να αναφερθούν στον τίτλο. Για το μέγεθος των εικόνων, συμβουλευθεί-

τε το σχήμα του περιοδικού. Εφόσον χρησιμοποιούνται φωτογραφίες ασθενών,

το πρόσωπο δεν πρέπει να φαίνεται. Στην αντίθετη περίπτωση, επιβάλλεται έγ-

γραφη συγκατάθεση του ασθενούς για τη δημοσίευση της φωτογραφίας. Όλες οι

εικόνες αναφέρονται στο κείμενο και αριθμούνται με αραβικούς αριθμούς.

Ονοματολογία και μονάδες μέτρησης. Προκειμένου για την επιλογή των

όρων και των ονομάτων (ουσιών, οντοτήτων, οργανισμών, νοσημάτων κ.λπ.),

κρίνεται σκόπιμο οι συγγραφείς να συμβουλεύονται το Λεξιλόγιο σύγχρονων Ελ-

ληνοαγγλικών λεξικών Βιοϊατρικής Ορολογίας. Οι συγγραφείς πρέπει να χρησιμο-

ποιούν τους παγκοσμίως παραδεκτούς τίτλους και τις μονάδες μετρήσεων του SI.

Διόρθωση τυπογραφικών δοκιμίων. Πραγματοποιείται μία φορά από

τους συγγραφείς. Εκτεταμένες μεταβολές δε γίνονται δεκτές.

Ανάτυπα. Απαγορεύεται η φωτοτυπική αναπαραγωγή των δημοσιευμένων

εργασιών. Η προμήθεια από τους συγγραφείς ανατύπων γίνεται αποκλειστικά

από την εκδοτική εταιρεία ΒΗΤΑ.

Page 121: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

Hellenic Journal of Atherosclerosis 121

The journal HELENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS, edited by the Hellenic

Society of Atherosclerosis, aims at the continuous education of scientists of

various disciplines including Medical doctors, Biologists, Biochemists, Dieticians,

etc in various topics related to the pathogenesis, diagnosis and treatment of

atherosclerosis. To this purpose it is looking to promote scientifi c papers on the

following sections:

1. Editorials: Brief review articles on current and/or ambiguous topics related

to Atherosclerosis and cardiovascular disease without abstract, written after invita-

tion of the Editorial Board. Three key-words should be listed.

2. Reviews: Detailed surveys of medical subjects with the emphasis on cur-

rent points of view related to atherosclerosis and cardiovascular disease.

3. Original papers. Reports on clinical trials or experimental work and

epidemiological prospective or retrospective research in topics related to athero-

sclerosis, based on a research protocol described in detail in the methodology

section. The results of the study should not have been previously published

(except in abstract form). Clinical and epidemiological studies with particular

interest to Greek healthcare workers will be given priority. Quite exceptionally

original papers published in distinguished foreign journals by Greek scientists

especially when their results are relevant for the Greek medical community can

be republished in HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS after been approved

by the Editorial Board. These papers must be translated by the authors, who also

have to obtain written permission by the copyright owners.

4. Clinical points of view. A diagnostic, therapeutic or epidemiological ap-

proach to several clinical syndromes of the atherosclerotic disease; the data for

and against should be in algorithmic form.

5. Case reports. Reports on new or very rare clinical cases of atheroscle-

rotic disease, new diagnostic criteria or new therapeutic methods with proven

results.

6. Conferences, seminars, round tables. Abstracts or short texts of speak-

ers participated in conferences, seminars or round tables related to atheroscle-

rosis organized by, or been under, the auspices of the Hellenic Atherosclerosis

Society or abstracts presented as posters in conferences organized by the Hel-

lenic Atherosclerosis Society.

7. Book presentations. They should refer to the title of the book, the au-

thors’ name(s), the number of pages, the name of the publisher, the date and the

place of publication and the price.

8. Correspondence. Letters containing comments on papers published in

the journal, preliminary results, remarks about untoward eff ects of drugs, judg-

ments concerning the journal etc. They must be signed.

Previous or duplicate publication. Papers submitted to HELLENIC JOUR-

NAL OF ATHEROSCLEROSIS are judged for publication on the condition that the

results or the paper itself have not been previously published or submitted for

publication in another journal. The corresponding author should report in the

cover letter that the research work has not been published or submitted for pub-

lication in an other journal. An exception to this rule is the fi nal research results

that have been published as preliminary results or as an abstract form. In this

case, the author(s) should also submit electronically these previous publications

in a PDF form.

Submission of papers. Papers submitted to the journal should written in

Greek or English. All manuscripts should be submitted electronically in a PDF

form to the responsible of the editorial secretariat Dr Tellis Constantinos (Laboratory of Biochemistry, Department of Chemistry, University of Ioannina, 45 110 Ioannina, Greece, Τel.: +30 26510-08326, Fax: +30 26510-08785, E-mail: [email protected]). All manuscripts must be accom-

panied by a letter, in PDF form, signed by the author responsible for correspond-

ence. The cover letter should include a statement, indicating that the manuscript

has been approved by all authors. The corresponding author should also submit

to the journal the copywrite transfer agreement form signed by all authors. In

case of submission of an original paper been already published in a foreign jour-

nal, it must be clearly stated that the authors have obtained the written permis-

sion of the copyright owners, a copy of which must be attached. The fi nal revised

text will be resubmitted electronically in a PDF form. All papers published in

HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS are owned by the journal and are not

allowed to be republished without the written consent of the Editor in chief.

Length of the articles. Editorials not exceed the 1000 words. Review arti-

cles should not exceed 5000 words including tables, legends to the fi gures and

references and could include up to three fi gures. However, the Editorial Board

may allow the publication of longer reviews upon judgement. Original papers

should be shorter, generally not exceeding 4000 words including tables, legends

to the fi gures and references and could include up to six fi gures. Clinical points

of view should not exceed 1500 words, case reports 1000 words and letters to

the Editor 500 words.

Assembling a manuscript. HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS has

agreed to conform to the Uniform Requirements for Manuscripts submitted

to Biomedical Journals (Vancouver System) and its guidelines for authors are

in accordance to the above requirments. Papers must be typed double-space

of the usual dimensions (ISO A4 2101×297 mm), with margins of at least 3.5

cm. A separate page must be used for the title, the abstract and keywords, the

main text, the acknowledgements, the references, the tables, the fi gures and

the fi gure legends.

Title page. It contains (a) the title of the article, which must be brief (up

to 12 words), (b) running title up to 50 characters, (c) name and position of the

authors(s), (d) institutional affi liation of each author, (e) name, address, tel-

ephone number, fax number of the author responsible for correspondence.

Abstract and key words. Abstracts are limited to 250 words with the excep-

tion of clinical points of view and case reports whose length is limited to 150

words. The abstracts of the reviews must be descriptive, mentioning all chapters

contained and the main conclusions. Abstracts of the original papers, should be

structured into four paragraphs, under the following captions: Aim, Material or

Patients and Methods, Results, Conclusions. In the same page, 3–10 key-words

should be listed, chosen from the MeSH terms of Index Medicus.

Text. Original papers usually contain the following chapters: Introduction,

Material or Patients and Methods, Results, Discussion. The introduction con-

tains the background and the necessary references and cites the objective of

the study. The study protocol must be thoroughly described in the methodol-

ogy section. Details such as the mode of patient or material selection, as well

as the methodology applied must be fully disclosed in order that the research

may be reproduced by future investigators. In the case of research related to

human beings it must be stated that the research was performed according to

the principles of the Declaration of Helsinki (1975). The pharmaceutical sub-

stances used must be mentioned by their generic names. In the same chapter

the data evaluated must be described and the chapter should be completed

by an analysis of the statistical criteria used. In the next chapter the results

should be presented fully but briefl y. Results shown in tables should not be

repeated in the text. In the Discussion, the perspectives opened up by the

results of the study as well as the fi nal conclusions are discussed. The results

must not be repeated in this section. A comparison with the results of other

similar studies may be done. The results may also be related to the objectives

of the study but it is advisable to avoid arbitrary conclusions, not emerging

from the results themselves.

INSTRUCTIONS TO AUTHORS

Page 122: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

LDL-C: –19%γ HDL-C: +20%γ TG: –25%δ

n=469Τιμές προσαρμοσμένες με βάση το placebo

ΒΙΑΝΕΞ Α.Ε. ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΦΑΡΜΑΚΩΝ LICENSEE DISTRIBUTOR OF MERCK SHARP & DOHME,Division of MERCK & CO., Inc., Whitehouse Station, N.J., U.S.A.Γραφεία Επιστημονικής Ενημέρωσης: Οδός Τατοΐου146 71 Ν. Ερυθραία, Τηλ.: 210 8009111

[email protected] INTERNET: http://www.vianex.gr Β. Χατζή 2, Τηλ.: 2310 833893

Μαιζώνος 131, Τηλ.: 2610 221397† Registered Trademark of Merck & Co., Inc., of Whitehouse Station, New Jersey U.S.A. & used under licence from MERCK & Co., INC.

®†

(νικοτινικό οξύ / λαροπιπράντη, MSD)δισκία ελεγχόμενης αποδέσμευσηςΠολυδιάστατη Θεραπεία λιπιδίων

Το TREDAPTIVE (νικοτινικό οξύ/λαροπιπράντη, MSD) σε μορφή δισκίων ελεγχόμενης αποδέσμευσης ενδείκνυται για τη θεραπεία της δυσλιπιδαιμίας, ιδιαίτερα σε ασθενείς με συνδυασμένη μικτή δυσλιπιδαιμία (χαρακτηριζόμενη από υψηλά επίπεδα LDL-C και TG και χαμηλή HDL-C) και σε ασθενείς με πρωτοπαθή υπερχοληστερολαιμία (ετερόζυγο οικογενή και μη οικογενή).Το TREDAPTIVE θα πρέπει, να χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με αναστολείς της HMG-CoA αναγωγάσης (στατίνες), όταν η δράση της μονοθεραπείας με στατίνη στη μείωση της χοληστερόλης, δεν επαρκεί. Μπορεί, να χρησιμοποιηθεί ως μονοθεραπεία, μόνο σε ασθενείς για τους οποίους οι στατίνες θεωρούνται ακατάλληλες ή όχι καλά ανεκτές. Η δίαιτα και οι άλλες μη φαρμακολογικές παρεμβάσεις (π.χ. άσκηση, μείωση του βάρους) θα πρέπει, να συνεχίζονται κατά τη διάρκεια της θεραπείας με TREDAPTIVE.

Επιλεγμένες πληροφορίες ΑσφάλειαςΗ χρήση του TREDAPTIVE αντενδείκνυται σε ασθενείς με υπερευαισθησία στις δραστικές ουσίες ή σε οποιοδήποτε από τα έκ-δοχα, που περιέχει, σε ασθενείς με σημαντική ή ανεξήγητη ηπατική δυσλειτουργία και σε ασθενείς με ενεργό πεπτικό έλκος ή αρτηριακή αιμορραγία.2

To TREDAPTIVE ήταν, γενικά, καλά ανεκτό σε κλινικές μελέτες. Η πλέον κοινή ανεπιθύμητη ενέργεια του TREDAPTIVE είναι η έξαψη.2

Παρακαλούμε συμβουλευθείτε την πλήρη ΠΧΠ του προϊόντος πριν τη συνταγογράφηση.

Με τον κίνδυνο να έρχεται από πολλαπλές κατευθύνσεις, προσθέστε μία πολυδιάστατη λιπιδαιμική θεραπεία.

Το TREDAPTIVE® οδηγεί τα λιπίδια στη σωστή κατεύθυνση.

Σημαντικές βελτιώσεις με την προσθήκη 2g/40mg σε μία στατίνη (p<0,001)1,α,β

Δεδομένα από μελέτη του TREDAPTIVE 2g/40mg σε σχέση με placebo. Το κύριο τελικό σημείο ήταν η ασφάλεια και η ποσοστιαία μεταβολή της LDL-C από τα αρχικά επίπεδα μεταξύ των εβδομάδων 12 με 24. Οι ασθενείς (Ν=1.613, μέση ηλικία: 58 έτη) τυχαιοποιήθηκαν και έλαβαν TREDAPTIVE 1g/20mg (n=800), Νικοτινικό οξύ 1g (σε μορφή παρατεταμένης αποδέσμευσης) (n=543) ή placebo (n=270) για 4 εβδομάδες. Κατόπιν, η δόση αυξήθηκε σε όλους τους ασθενείς κατευθείαν σε TREDAPTIVE 2g/40mg (2 δισκία μία φορά την ημέρα), νικοτινικό οξύ 2g και placebo αντίστοιχα, με συνολική διάρκεια θεραπείας τις 24 εβδομάδες.1

α Κάθε δισκίο TREDAPTIVE περιέχει 1g νικοτινικού οξέος ελεγχόμενης αποδέσμευσης και 20mg λαροπιπράντης, ενός καινοτόμου εκλεκτικού αναστολέα της οδού εμφάνισης έξαψης.2

β Οι ασθενείς ελάμβαναν τις ακόλουθες στατίνες: ατορβαστατίνη (29%), σιμβαστατίνη (54%), άλλες στατίνες (πραβαστατίνη, φλουβαστατίνη, ροσουβαστατίνη, λοβαστατίνη, 17%). Εννέα τοις εκατό των ασθενών ελάμβαναν εζετιμίμπη. Οι αρχικές τιμές για το σύνολο της κοορτής ήταν: LDL-C: 113,5mg/dL (μέση), HDL-C: 50,8mg/dL (μέση), TG: 127,0mg/dL (διάμεσος).1

γ Μέση ποσοστιαία μεταβολή από τις αρχικές τιμές, υπό αγωγή με στατίνη.δ Διάμεση ποσοστιαία μεταβολή από τις αρχικές τιμές, υπό αγωγή με στατίνη.

Βιβλιογραφία: 1. Maccubbin D, Bays HE, Olsson AG, et al. Lipid modifying e cacy and tolerability of extended-release niasin/laropiprant in patients with primary hypercholesterolaemia or mixed dyslipidaemia. Int J Clin Pract. 2008;62:1959-1970. 2. Περίληψη Χαρακτηριστικών του Προϊόντος TREDAPTIVE® (νικοτινικό οξύ/λαροπιπράντη) 1g/40mg δισκία ελεγχόμενης αποδέσμευσης.

ME1

0004

21X28.indd 1 10/5/10 8:52:51 AM

Page 123: HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS  / VOLUME 1 - ISSUE 1 / SEPTEMBER - DECEMBER 2010

122 Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης

Acknowledgements. They are addressed only to persons who have contrib-

uted substantially.

References. They are numbered in the order in which they are fi rst cited in

the text. If author names are cited in the text, fi rst author’s surname is followed

by et al. If there are only two authors, place an “and” between the two surnames.

All references cited in the text –and those only– must be shown in the reference

section. The number of references must be limited to those absolutely necessary.

Reviews must have no more than 100 references, current issues and editorials up

to 10 articles or monographs considered by the author to be necessary for com-

plete information on the subject, and letters to the Editor up to 5 references. The

reference section is organized numerically based on the consecutive numbers

and order of references in the text. Cite the surnames and initials of all authors

up to three (if more, add et al after the third), the title of the article, the abbre-

viation of journal title, the year, volume, fi rst and last page of the publication;

e.g. You CH, Lee KY, Chey WY et al. The role of oxidative stress in atherosclerosis.

Circulation 1980, 79:311–314. In case that no author name is given, cite Anony-

mous; e.g. Anonymous. Coff ee drinking and atherosclerosis (Editorial). Br Med J

1981, 283:628. References of papers published in supplements, must also note

the number of supplement in parenthesis after the volume, e.g. Eur Heart Jour-

nal 1996, 54(Suppl 1):26. The abbreviations of journal titles must be compatible

to Index Medicus. No full stops are placed after author acronyms and journal

abbreviations. For books or monographs, list the surnames and initials of the

authors, the title, and the number of edition, the editor, and the town of edition,

the year and the pages cited. For chapter in a book, the reference must be writ-

ten as follows: Papathanasiou IB. Pleiotropic actions of statins. In: Hypolipidemic

drugs in atherosclerosis. BETA, Athens, 1983:67–113. If the reference consists of

chapter in a book written by another author, it must be written as follows: Κuhn

L, Swartz MN. Toll-like receptors. In: Lee WA (ed) Infl ammation and Atherosclero-

sis. Saunders, Philadelphia, 1987:457–472.

Unpublished material as well as personal communications should not be

used as references, whereas articles accepted for publication but not yet pub-

lished may be included. In this last case after the journal title abbreviation there

should be an indication “to be published”. Citation of Greek references is manda-

tory. Greek literature can be sought at the Data Base of the Greek Medical Litera-

ture (IATROTEK), www.iatrotek.org.

Abstract in English. It must include the title, the names of the authors and

the institutional affi liation of each author. The abstract in English is limited to

250 words with the exception of current issues and case reports whose length

is limited to 150 words. Otherwise it has to be constructed in the same way as

the Greek one. It is important that the quality of the English abstract should be

excellent, because it is a major criterion for the acceptance of the journal in the

international lists of Biomedical journals.

Chapter numbering in reviews and current issues. All chapters must be

numbered with Arabic numbers 1, 2, 3 etc. Subchapters should have the number

of the initial chapter, point and the number of the subchapter, e.g. 1.1., 1.2. or

1.1.1., 1.2.1. etc.

Tables. They are typed double-space, in a separate page. They are numbered

by the order they appear in the text, with Arabic numbers. They should have a

brief, comprehensive explanation so that the reader need not turn to the text.

Each column must have a brief explanatory heading. Explanations of the abbre-

viations should be made at the bottom of the table.

Figures. The fi gures professionally drawn in china ink or prepared using a

computer and high resolution printer and the photographs, must be the original

ones, to facilitate immediate photographic reproduction and printing. Indicate

by pencil on the back the number of the fi gure, its top (with an arrow) and run-

ning title of paper. They must be placed in an envelope between two sheets of

cardboard to prevent wrinkling. Legends for fi gures must be written in a sepa-

rate page and have the number of the corresponding fi gure. Explanations con-

cerning the fi gures may be cited in the legend. Consult the format of the journal

for the size of the fi gures. If photographs of patients are used, make sure that

their face is not shown. In the opposite case, a written consent of the patient al-

lowing the photograph to be published should accompany the fi gure. All fi gures

must be mentioned in the text and be numbered with Arabic numbers.

Terms and units of measurement. The authors must use the universally

accepted terms and the SI units of measurement. For the choice of terms and

names (of substances, entities, organizations, diseases etc.) please consult the

MeSH of Index Medicus.

Review of proofs. It is done once by the authors. Major alterations are not

accepted.

Reprints. Photocopy reproduction of published papers is not allowed. Au-

thors can order reprints directly to the publishing company BETA.