ΠEPIEXOMENA - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9786180301694-1121715.pdf · Το κοιτάζω...

8

Transcript of ΠEPIEXOMENA - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9786180301694-1121715.pdf · Το κοιτάζω...

Page 1: ΠEPIEXOMENA - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9786180301694-1121715.pdf · Το κοιτάζω και σκέφτομαι τι έγραψα στο λεύκωμα της Τζίνι:
Page 2: ΠEPIEXOMENA - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9786180301694-1121715.pdf · Το κοιτάζω και σκέφτομαι τι έγραψα στο λεύκωμα της Τζίνι:

ΠEPIEXOMENA

Προλεγόμενα του μεταφραστή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 9

Τριλοβίτες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .17

Γούβα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 41

Ένα μόνιμο δωμάτιο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 61

Το κυνήγι της αλεπούς . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .71

Ξανά και ξανά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 101

Η σφραγίδα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .109

Ο καβγατζής . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 125

Τιμή στους πεσόντες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 145

Έτσι έχουν τα πράγματα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 161

Η σωτηρία μου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 169

Εν τω ξηρώ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 187

Πρώτη μέρα του χειμώνα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .211

Σημειώσεις του μεταφραστή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 221

Χρονολόγιο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 231

Page 3: ΠEPIEXOMENA - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9786180301694-1121715.pdf · Το κοιτάζω και σκέφτομαι τι έγραψα στο λεύκωμα της Τζίνι:

[ 17 ]

Τριλοβίτες

Ανοίγω την πόρτα του φορτηγού και πηδάω στο λιθόστρωτο .

Κοιτάζω ξανά τον λόφο Κόμπανι, που στέκει κακόμοιρος και

ανεμοδαρμένος . Πολύ παλιά δέσποζε επιβλητικός και τραχύς

και πρόβαλλε σαν νησί μέσα απ’ τα νερά του Τέιζ1 . Για να λειαν­

θούν οι πλαγιές του χρειάστηκαν ένα εκατομμύριο χρόνια και

βάλε . Δεν έχω αφήσει γωνιά του που να μην ψάξω για τριλοβίτες .

Σκέφτομαι ότι ο λόφος βρισκόταν ανέκαθεν στη θέση του και ότι

εκεί θα μείνει για πάντα – ή τουλάχιστον για όσο με νοιάζει . Η

ζέστη αχνίζει στον αέρα . Ένα σμήνος ψαρόνια πλέει στον ουρα­

νό . Γεννήθηκα σ’ αυτά τα χώματα και δεν μου πέρασε ποτέ απ’

το μυαλό να τα εγκαταλείψω . Θυμάμαι πώς με κοίταζαν τα άψυ­

χα μάτια του μπαμπά . Ήταν εντελώς ανέκφραστα . Το βλέμμα

του μου στέρησε κάτι που δεν θα ξανάβρω ποτέ . Κλείνω την

πόρτα και πάω προς την καφετέρια .

Βλέπω ένα τσιμεντένιο μπάλωμα στον δρόμο . Το σχήμα του

μοιάζει με τη Φλόριντα . Το κοιτάζω και σκέφτομαι τι έγραψα

στο λεύκωμα της Τζίνι: «Θα ζούμε με μάνγκο και αγάπη» . Κι

Page 4: ΠEPIEXOMENA - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9786180301694-1121715.pdf · Το κοιτάζω και σκέφτομαι τι έγραψα στο λεύκωμα της Τζίνι:

B R E E C E D ’ J P A N C A K E

[ 18 ]

αυτή έφυγε και με άφησε μόνο – δυο χρόνια ζει εκεί κάτω χωρίς

εμένα . Μου στέλνει κάρτες με φλαμίνγκο και μασίστες που πα­

λεύουν με αλιγάτορες . Δεν με ρωτάει ποτέ το παραμικρό . Νιώ­

θω τελείως βλάκας γι’ αυτό που έγραψα, έπειτα μπαίνω στην

καφετέρια .

Μέσα στην άδεια αίθουσα απολαμβάνω τη δροσιά του κλιμα­

τιστικού . Η μικρή αδερφή του Τίνκερ Ράιλι μου βάζει καφέ . Έχει

ωραία μπούτια, μοιάζουν λιγάκι με της Τζίνι . Όμορφα στρώνουν

οι καμπύλες τους και δένουν με τις γάμπες . Τέτοια μπούτια και

τέτοιες γάμπες ανεβαίνουν τις σκάλες των αεροπλάνων . Η κο­

πέλα πάει στην άκρη του πάγκου και καταβροχθίζει το υπόλοιπο

παγωτό της . Της χαμογελάω, αλλά είναι ανήλικη ακόμη, πιπίνι .

Δύο πράγματα δεν ακουμπάω ούτε με σφαίρες – τα πιπίνια και

τα ποντικόφιδα . Μια φορά έπιασα ένα ποντικόφιδο, του έκοψα

το κεφάλι και το έκανα καμουτσίκι, αλλά ο μπαμπάς το άρπαξε

και με λιάνισε . Ώρες ώρες ο μπαμπάς μού ανέβαζε το αίμα στο

κεφάλι . Χαμογελάω .

Σκέφτομαι το τηλεφώνημα της Τζίνι χθες βράδυ . Ο γέρος της

την πήρε με τ’ αμάξι απ’ το αεροδρόμιο του Τσάρλστον . Η Τζίνι

είχε προλάβει κιόλας να βαρεθεί . Να βρεθούμε; Να βρεθούμε .

Να πάμε για καμιά μπίρα; Να πάμε . Κλασικός Κόλι . Κλασική

Τζίνι . Δεν έβαζε γλώσσα μέσα . Ήθελα να της πω ότι πέθανε ο

μπαμπάς και ότι η μαμά το πάει φιρί φιρί να πουλήσει τη φάρμα,

αλλά αυτή τον χαβά της . Μιλούσε και μου σηκωνόταν η τρίχα .

Έτσι ακριβώς μου σηκώνεται η τρίχα τώρα, καθώς κοιτάζω

τις κούπες . Τις παρατηρώ που κρέμονται απ’ τους γάντζους στη

βιτρίνα . Είναι όλο σκόνη και λίγδα . Στη ράχη τους είναι κολλη­

μένα τα ονόματα των θαμώνων που τις χρησιμοποιούν . Απ’ τις

τέσσερις κούπες, η μία είναι του μπαμπά, όμως άλλος είναι ο

Page 5: ΠEPIEXOMENA - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9786180301694-1121715.pdf · Το κοιτάζω και σκέφτομαι τι έγραψα στο λεύκωμα της Τζίνι:

Τρ ι λ ο β ί τ ε ς

[ 19 ]

λόγος που ανατριχιάζω . Η καθαρότερη κούπα είναι του Τζιμ .

Είναι καθαρή γιατί τη χρησιμοποιεί ακόμη, και όμως την κρε­

μούν μαζί με τις υπόλοιπες . Απ’ το παράθυρο τον βλέπω που

διασχίζει τον δρόμο . Η αρθρίτιδα τον έχει γονατίσει . Αναρωτιέ­

μαι πότε θα έρθει και η δική μου ώρα να τα τινάξω, αλλά ο Τζιμ

είναι γέρος, γι’ αυτό ανατριχιάζω βλέποντας την κούπα του στον

γάντζο . Πάω στην πόρτα να τον βοηθήσω .

«Πες την αλήθεια τώρα» λέει και με τσιμπάει στον ώμο με τη

χερούκλα του .

«Δεν γίνεται να την πηδήξω» . Τον κρατάω για να ανέβει στο

σκαμπό .

Βγάζω απ’ την τσέπη μου μια στρογγυλωπή πέτρα και την

κοπανάω στον πάγκο, μπροστά στον Τζιμ . Τη φέρνει σβούρα με

τα σταφιδιασμένα του δάχτυλα και την περιεργάζεται . «Γαστε­

ρόποδο» λέει . «Μάλλον της Πέρμιας Περιόδου . Πάλι εσύ κερ­

νάς» . Δεν τον νικάω με τίποτα, ξεχωρίζει όλα τα είδη .

«Ακόμη να βρω τριλοβίτη» λέω .

«Έχουν μείνει κάμποσοι, λίγοι . Στην περιοχή τα περισσότερα

πετρώματα σχηματίστηκαν αφότου είχαν χαθεί πια οι τριλοβί­

τες» .

Η μικρή γεμίζει την κούπα του Τζιμ και του φέρνει τον καφέ

του . Τη χαζεύουμε να γυρίζει στην κουζίνα κουνιστή και λυγι­

στή . Ωραία μπούτια .

Ο Τζιμ γνέφει προς το μέρος της . «Τα είδες;»

«Θα μας κλείσουν μέσα» . Τα ξέρω καλά εγώ τα πιπίνια .

«Γαμώτο, όταν ήμασταν στο Μίσιγκαν με τον μπαμπά σου,

δεκάρα δεν δίναμε αν η γκόμενα ήταν πιτσιρίκα ή σιτεμένη» .

«Την αλήθεια πες μου» .

«Αυτό που άκουσες . Όμως θέλει να υπολογίσεις καλά την

Page 6: ΠEPIEXOMENA - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9786180301694-1121715.pdf · Το κοιτάζω και σκέφτομαι τι έγραψα στο λεύκωμα της Τζίνι:

B R E E C E D ’ J P A N C A K E

[ 20 ]

ώρα, ώστε με το που θα ανεβάσεις το σώβρακο να μπουκάρεις

στο πρώτο τρένο – κι άντε γεια!»

Κοιτάζω το περβάζι . Είναι γεμάτο ξεραμένες μύγες . «Γιατί

φύγατε με τον μπαμπά απ’ το Μίσιγκαν;»

Οι ρυτίδες των ματιών του χαλαρώνουν . «Μας πήραν στον

πόλεμο» λέει και πίνει αργά μια γουλιά από τον καφέ του .

«Ο μπαμπάς δεν μπόρεσε να ξαναπάει σ’ εκείνα τα μέρη» .

«Ούτε κι εγώ . Μια ζωή έλεγα πως θα γυρίσω – ή εκεί ή στη

Γερμανία . Μόνο για να τα δω» .

«Μου είχε υποσχεθεί ότι θα μου έδειχνε πού θάψατε τα αση­

μικά και τα υπόλοιπα λάφυρα τον καιρό του πολέμου» .

«Στον Έλβα» λέει . «Θα τα έχουν ξεχωνιάσει τώρα» .

Η κόγχη του ματιού μου καθρεφτίζεται στον καφέ . Το πρό­

σωπό μου βυθίζεται στους αχνούς και νιώθω να με κοντοζυγώνει

πονοκέφαλος . Σηκώνω το βλέμμα για να ζητήσω μια ασπιρίνη

απ’ την αδερφή του Τίνκερ, την ακούω όμως που χασκογελάει

στην κουζίνα .

«Αποκεί του έμεινε η πληγή» λέει ο Τζιμ . «Στον Έλβα το

έπαθε . Είχε βγει έξω για πολλή ώρα . Έκανε κρύο, ψόφο σού λέω .

Εγώ τον είχα για πεθαμένο, αλλά επέστρεψε . Μου λέει: “Όλο

τον κόσμο γύρισα, Τζιμ” . Και μετά: “Ωραιότατη η Κίνα”» .

«Παραληρούσε;»

«Δεν ξέρω . Χρόνια τώρα έχω πάψει να τα σκέφτομαι αυτά» .

Η αδερφή του Τίνκερ έρχεται κρατώντας την καφετιέρα, μπας

και τσιμπήσει κάνα ψιλό . Της ζητάω ασπιρίνη και προσέχω ένα

σπυράκι στον λαιμό της . Δεν θυμάμαι να έχω δει φωτογραφίες

απ’ την Κίνα . Κοιτάζω τα μπούτια της .

«Ο Τρεντ θέλει ακόμη τα χωράφια σας για πολυκατοικίες;»

«Ναι» απαντάω . «Και νομίζω ότι η μαμά θα τα δώσει . Εγώ

Page 7: ΠEPIEXOMENA - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9786180301694-1121715.pdf · Το κοιτάζω και σκέφτομαι τι έγραψα στο λεύκωμα της Τζίνι:

Τρ ι λ ο β ί τ ε ς

[ 21 ]

δεν μπορώ να τα φροντίσω όπως ο μπαμπάς . Οι καλαμιές είναι

στα μαύρα τους τα χάλια» . Αδειάζω την κούπα μου . Βαρέθηκα

να μιλάω για τη φάρμα . «Θα βγω με την Τζίνι απόψε» λέω .

«Για δώσ’ της αυτό, από μένα με αγάπη!» Απλώνει το χέρι και

μου πατάει μια τσιμπιά στο καυλί . Δεν μ’ αρέσει να μιλάει έτσι

για την Τζίνι . Το καταλαβαίνει και το χαμόγελό του σβήνει . «Εί­

χα βρει μπόλικο φυσικό αέριο για την εταιρεία του γέρου της .

Μέχρι που τον άφησε η γυναίκα του, ήταν φοβερός τύπος» .

Κάνω μια περιστροφή πάνω στο σκαμπό και τον χτυπάω φι­

λικά στον γέρικο ώμο του . Φέρνω στον νου μου τον μπαμπά και

το γυρίζω στην πλάκα . «Μιλάμε, ζέχνεις τόσο, που ο νεκροθά­

φτης σε περιμένει στη γωνία» .

Γελάει . «Ξέρεις ότι ήσουν το πιο άσχημο μωρό του κόσμου;»

Πάω προς την πόρτα χαμογελώντας . Τον ακούω που φωνάζει

στη μικρή: «Για πλησίασε, χρυσό μου, να σου πω ένα αστειά­

κι . . .» .

Η ατμόσφαιρα έχει θολώσει απ’ τους υδρατμούς . Η ζέστη τσου­

ρουφλίζει το δέρμα μου, το ξεραίνει . Βάζω μπρος το φορτηγό

και πάω προς τα δυτικά, πιάνω τον αυτοκινητόδρομο που ακο­

λουθεί την άδεια κοίτη του Τέιζ . Ο δρόμος διασχίζει πλατιές

ισιάδες . Αριστερά και δεξιά υψώνονται λόφοι . Παρά την κάψα

του ήλιου, απ’ τα ριζά τους σηκώνεται κίτρινος κουρνιαχτός .

Προσπερνάω μια σιδερένια πινακίδα απ’ την εποχή του WPA2:

«Αυτοκινητόδρομος ποταμού Τέιζ, χαραχθείς υπό του Τζορτζ

Ουάσινγκτον» . Στη θέση των γύρω κτιρίων φαντάζομαι χωράφια

και γελάδια, τα βλέπω με τη φαντασία μου όπως ήταν κάποτε,

στο μακρινό παρελθόν .

Page 8: ΠEPIEXOMENA - Publicmedia.public.gr/Books-PDF/9786180301694-1121715.pdf · Το κοιτάζω και σκέφτομαι τι έγραψα στο λεύκωμα της Τζίνι:

B R E E C E D ’ J P A N C A K E

[ 22 ]

Αφήνω τον αυτοκινητόδρομο και στρίβω προς το σπίτι μας .

Στον ουρανό σύννεφα . Ο ήλιος πότε χάνεται, πότε ξεπροβάλλει,

και η αυλή μια φωτίζεται και μια σκοτεινιάζει . Κοιτάζω πάλι το

μέρος όπου ξεψύχησε ο μπαμπάς . Κάποιο από τα ρινίσματα της

παλιάς πληγής του ανέβηκε στον εγκέφαλο και τον σώριασε

φαρδύ πλατύ στο γρασίδι . Θυμάμαι πως, όταν τον αντίκρισα,

σκέφτηκα ότι το πρόσωπό του, έτσι σημαδεμένο απ’ το παχύ

χορτάρι, έμοιαζε δαρμένο .

Μπαίνω στον κεντρικό αχυρώνα και βάζω μπρος το τρακτέρ .

Φτάνω στο ύψωμα στην άκρη της φάρμας, σβήνω τη μηχανή .

Κάθομαι στο τιμόνι, ανάβω τσιγάρο και αγναντεύω τις καλαμιές .

Οι συστοιχίες τους, γράφοντας μικρές καμπύλες, εκτείνονται

πυκνές, όμως το χώμα είναι ξερό και αυλακωμένο σαν πηλός

και τα φύλλα έχουν μια μαβιά απόχρωση . Μαραίνονται απ’ τη

στάχτη, αλλά δεν με νοιάζει . Τα καλάμια είναι ξεγραμμένα, το

ξέρω . Ανώφελο λοιπόν να το σκέφτομαι . Μακριά κάποιος κόβει

ξύλα . Οι τσεκουριές αντηχούν μέχρι εμένα . Ο ήλιος έχει πυρώ­

σει τους λόφους και οι πλαγιές αχνίζουν . Τα γελάδια μας πάνε

προς τη ρεματιά και τα πουλιά τρυπώνουν στις φυλλωσιές, στα

μέρη που αμελήσαμε να αποψιλώσουμε για να τα κάνουμε βο­

σκές . Κοιτάζω τον φαγωμένο πάσσαλο που οριοθετεί τη φάρμα .

Τον έστησε ο μπαμπάς όταν εγκαταστάθηκε εδώ, όταν είχε πά­

ψει πια να γυρίζει από τόπο σε τόπο για το μεροκάματο3 και

είχε υπηρετήσει τη θητεία του . Ο πάσσαλος είναι από χαρουπιά

και θα αντέξει πολλά χρόνια . Τον αγκαλιάζουν λίγες ξερές πε­

ρικοκλάδες .

«Είμαι ανίκανος για τέτοιες δουλειές» λέω . «Γιατί να ξεπατώ­

νεσαι για πράγματα που δεν μπορείς να κάνεις;»

Οι τσεκουριές σταματούν . Αφουγκράζομαι τον ήχο από το