ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

67
7 Το Πρόβλημα του ‘Μετασχηματισμού των Εργασιακών Αξιών σε Τιμές’ * Η σύλληψη των τιμών των εμπορευμάτων ως μεταμορφωμένες-μετασχηματισμένες ποσότητες εργασίας, καθώς και η διερεύνηση των ποσοτικών σχέσεων ανάμεσα σε αυτά τα μεγέθη, συγκροτεί το – θεμελιώδες για την κλασική και μαρξική θεωρία – ‘πρόβλημα του μετασχηματισμού των εργασιακών αξιών σε τιμές’. Το παρόν δοκίμιο αναπτύσσει μία προσέγγιση-λύση του προβλήματος, η οποία βασίζεται στην έννοια της ‘κοινωνικής, αφηρημένης εργασίας’, και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι εργασιακές αξίες των εμπορευμάτων προσδιορίζονται από και ισούνται με τις ισχύουσες στην αγορά τιμές των. Τέλος, πραγματεύεται κριτικά τη λεγόμενη ‘Νέα Προσέγγιση-Λύση’, την οποία ανέπτυξαν, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, οι G. Duménil και D. K. Foley, και αποδεικνύει ότι αυτή δύναται να θεωρηθεί, υπό όρους, ως ειδική περίπτωση της εδώ προτεινόμενης προσέγγισης. ‘Μία συνέπεια της διάλυσης αυτής του πραγματικού είναι ότι η μέτρηση γεννά την τιμή. Στο γνωστό μας κόσμο, τα αντικείμενα υπάρχουν με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους πριν, κατά και μετά την παρατήρηση. Δεν χρειάζεται να μετράω το εμβαδόν ενός ποδοσφαιρικού γηπέδου κάθε πέντε λεπτά για να επαληθεύω ότι δεν έχει αλλάξει διαστάσεις. Στη κβαντομηχανική, αντιθέτως, κάθε μέτρηση προσδίδει στο αντικείμενο μία πραγματική τιμή μέσα σε μία γκάμα πιθανών τιμών. Είναι κάπως σαν τις τιμές στην αγορά. Ένα εμπόρευμα έχει ολόκληρη γκάμα πιθανών τιμών πριν από τον πλειστηριασμό. Η τιμή όμως που του αποδίδεται κατά την πώληση αλλάζει την ίδια του την φύση. * Μία πρώτη εκδοχή του παρόντος, αρκετά διαφορετική σε δευτερεύοντα σημεία, δημοσιεύθηκε στο Political Economy. Review of Political Economy and Social Sciences, τ. 10, 2002, ενώ μία σημαντικά αναδομημένη, και συντομευμένη, εκδοχή αυτής δημοσιεύθηκε στο Indian Development Review. An International Journal of Development Economics, Special Issue: Distribution, Development and Prices. Critical Perspectives, vol. 4, No. 1, June 2006, και αναδημοσιεύθηκε στον τόμο Τ. Mariolis and L. Tsoulfidis (eds) (2006) Distribution, Development and Prices. Critical Perspectives , New Delhi, Serials Publications. Για ορισμένα σχόλια και παρατηρήσεις ευχαριστώ τους Duncan K. Foley, Alan Freeman, David Laibman, Kώστα Λαπαβίτσα, Σταύρο Μαυρουδέα, Ian Steedman και Λευτέρη Τσουλφίδη.

Transcript of ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

Page 1: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

7 Το Πρόβλημα του ‘Μετασχηματισμού των Εργασιακών Αξιών

σε Τιμές’*

Η σύλληψη των τιμών των εμπορευμάτων ως μεταμορφωμένες-μετασχηματισμένες ποσότητες εργασίας, καθώς και η διερεύνηση των ποσοτικών σχέσεων ανάμεσα σε αυτά τα μεγέθη, συγκροτεί το – θεμελιώδες για την κλασική και μαρξική θεωρία – ‘πρόβλημα του μετασχηματισμού των εργασιακών αξιών σε τιμές’. Το παρόν δοκίμιο αναπτύσσει μία προσέγγιση-λύση του προβλήματος, η οποία βασίζεται στην έννοια της ‘κοινωνικής, αφηρημένης εργασίας’, και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι εργασιακές αξίες των εμπορευμάτων προσδιορίζονται από και ισούνται με τις ισχύουσες στην αγορά τιμές των. Τέλος, πραγματεύεται κριτικά τη λεγόμενη ‘Νέα Προσέγγιση-Λύση’, την οποία ανέπτυξαν, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, οι G. Duménil και D. K. Foley, και αποδεικνύει ότι αυτή δύναται να θεωρηθεί, υπό όρους, ως ειδική περίπτωση της εδώ προτεινόμενης προσέγγισης.

‘Μία συνέπεια της διάλυσης αυτής του πραγματικού είναι ότι η μέτρηση γεννά την τιμή. Στο γνωστό μας κόσμο, τα αντικείμενα υπάρχουν με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους πριν, κατά και μετά την παρατήρηση. Δεν χρειάζεται να μετράω το εμβαδόν ενός ποδοσφαιρικού γηπέδου κάθε πέντε λεπτά για να επαληθεύω ότι δεν έχει αλλάξει διαστάσεις. Στη κβαντομηχανική, αντιθέτως, κάθε μέτρηση προσδίδει στο αντικείμενο μία πραγματική τιμή μέσα σε μία γκάμα πιθανών τιμών. Είναι κάπως σαν τις τιμές στην αγορά. Ένα εμπόρευμα έχει ολόκληρη γκάμα πιθανών τιμών πριν από τον πλειστηριασμό. Η τιμή όμως που του αποδίδεται κατά την πώληση αλλάζει την ίδια του την φύση. Ο πίνακας καθίσταται αυθεντικός ή όχι ανάλογα με το αν πουλήθηκε ακριβά ή σε τιμή ευκαιρίας, το άλογο είναι αγώνων ή ψωράλογο και το βαρέλι του πετρελαίου αγαθό σπάνιο και περιζήτητο ή, αντιθέτως, πληθωριστικό που το αποφεύγεις. Το μέγεθος δεν προϋπήρχε και δεν εμφανίζεται απαραίτητα ίδιο και στην επόμενη μέτρηση, αφού η ίδια ή αξιολόγηση το αλλάζει.’François de Closets, Μη λέτε στο Θεό τι πρέπει να κάνει. Η ζωή του Άλμπερτ Αϊνστάιν (2004)

1. Εισαγωγή* Μία πρώτη εκδοχή του παρόντος, αρκετά διαφορετική σε δευτερεύοντα σημεία, δημοσιεύθηκε στο Political Economy. Review of Political Economy and Social Sciences, τ. 10, 2002, ενώ μία σημαντικά αναδομημένη, και συντομευμένη, εκδοχή αυτής δημοσιεύθηκε στο Indian Development Review. An In-ternational Journal of Development Economics, Special Issue: Distribution, Development and Prices. Critical Perspectives, vol. 4, No. 1, June 2006, και αναδημοσιεύθηκε στον τόμο Τ. Mariolis and L. Tsoulfidis (eds) (2006) Distribution, Development and Prices. Critical Perspectives, New Delhi, Seri-als Publications. Για ορισμένα σχόλια και παρατηρήσεις ευχαριστώ τους Duncan K. Foley, Alan Free-man, David Laibman, Kώστα Λαπαβίτσα, Σταύρο Μαυρουδέα, Ian Steedman και Λευτέρη Τσουλφίδη.

Page 2: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

Η σύλληψη των τιμών των εμπορευμάτων ως μεταμορφωμένες ή, αλλιώς, ‘μετασχηματισμένες’ ποσότητες εργασίας, καθώς και η διερεύνηση των ποσοτικών σχέσεων ανάμεσα σε αυτά τα μεγέθη, συγκροτεί το – θεμελιώδες για την κλασική και μαρξική θεωρία – ‘πρόβλημα του μετασχηματισμού των εργασιακών αξιών σε τιμές’. Στα πλαίσια του παρόντος δοκιμίου (i) προτείνεται μία λύση ή, για την ακρίβεια, προσέγγιση του προβλήματος, την οποία αποκαλούμε ‘Γενική Προσέγγιση-Λύση’ (ΓΠ, εφεξής),1 και (ii) αυτή η προσέγγιση συγκρίνεται με τη λεγόμενη ‘Νέα Ερμηνεία ή Προσέγγιση2-Λύση’ (ΝΠ, εφεξής) των Duménil (1980) και Foley (1982). Η σύγκριση με τη ΝΠ είναι απαραίτητη, διότι τόσο η ΝΠ όσο και η ΓΠ συλλαμβάνουν την εργασιακή αξία ως ‘κοινωνική, αφηρημένη εργασία’ και, έτσι, διαφορίζονται, εξολοκλήρου, από την παραδοσιακή (και μέχρι σήμερα κυρίαρχη) αντίληψη του προβλήματος, η οποία βασίζεται στη σύλληψη της εργασιακής αξίας ως ‘αποκρυσταλλωμένη-ενσωματωμένη εργασία’. Το υπόλοιπο του παρόντος δομείται ως εξής: Στην Ενότητα 2 συγκροτείται η ΓΠ. Στην Ενότητα 3 εκτίθεται η ΝΠ. Στην Ενότητα 4 διερευνώνται οι σχέσεις ανάμεσα στη ΓΠ και τη ΝΠ, και, ειδικότερα, υποστηρίζεται ότι η δεύτερη δύναται να θεωρηθεί, υπό όρους, ως ειδική περίπτωση της πρώτης. Τέλος, στην Ενότητα 5 συνοψίζονται τα συμπεράσματα της συζήτησης.

2. Η Προτεινόμενη Γενική ΠροσέγγισηΠροκειμένου να αποφευχθούν περιπλοκές άσχετες με το κεντρικό επιχείρημα, θεωρούμε μια γραμμική, μη διασπώμενη και βιώσιμη τεχνική απλής (single) παραγωγής à la Sraffa (1960, Part 1), και υποθέτουμε, επιπλέον, ότι η εργασία είναι ομοιογενής.3

Ως γνωστόν, στη βάση αυτών των υποθέσεων, το διάνυσμα των ενσωματωμένων στα επιμέρους εμπορεύματα ποσοτήτων εργασίας είναι μονοσήμαντα προσδιορίσιμο και θετικό. Η παραδοσιακή αντίληψη περιστρέφεται αέναα γύρω από το ακόλουθο ερώτημα, το οποίο εκλαμβάνει ως θεμελιώδες για τη μαρξική θεωρία: υπάρχει, άραγε, κάποια σχέση (και εάν ναι,

1 Ανέπτυξα, κατά πρώτον, τις βασικές γραμμές αυτής της προσέγγισης στο Μαριόλης (1998) και στην ημερίδα ‘Η Εργασιακή Θεωρία της Αξίας’ (Πάντειο Πανεπιστήμιο, 18 Μαρτίου 1998), την οποία διοργάνωσε η επιθεώρηση Ουτοπία και το Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα. Τα πρακτικά της ημερίδας δημοσιεύθηκαν στην Ουτοπία, τ. 28, 1998, ενώ μία αγγλική εκδοχή της σχετικής εισήγησής μου δημοσιεύθηκε στο Political Economy. Review of Political Economy and Social Sciences, τ. 5, 1999.2 Προτιμούμε, ως περισσότερο ακριβείς, αυτούς τους όρους από τον όρο ‘Νέα Λύση’. Επ’ αυτού, βλ. Saad-Filho (1996, pp. 116-118) και Foley (1997, p. 45).3 Το γεγονός ότι μία τεχνική απλής παραγωγής είναι μη διασπώμενη σημαίνει ότι όλα τα παραγόμενα εμπορεύματα είναι βασικά (Sraffa, 1960, §§ 6-8), και το ότι είναι βιώσιμη σημαίνει ότι το οικονομικό σύστημα που τη χρησιμοποιεί δύναται να παράξει ένα θετικό καθαρό προϊόν (βλ. π.χ. Kurz and Sal-vadori, 1995, ch. 4).

2

2

Page 3: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

τότε ποια) προσδιορισμού των τιμών διά των ενσωματωμένων ποσοτήτων εργασίας, σε ένα κεφαλαιοκρατικό σύστημα παραγωγής; Έναν αιώνα έπειτα από το προδρομικό έργο των Mühlpfordt (1893, 1895),4 Dmitriev ([1904] 1974), von Bortkiewicz (1906-7, 1907), και μισό αιώνα έπειτα από τους Okishio (1955, 1963), Seton (1957), Sraffa (1960), Schwartz (1961, Part A) και Johansen (1963), θα πρέπει να λεχθεί, με βεβαιότητα, ότι το ερώτημα αυτό δεν έχει νόημα (βλ. και Steedman, 1977, 2008, Bidard, 1991, ch. 6, Μαριόλης 1998). Κυρίως, διότι (i) σε κάθε δεδομένη τεχνική παραγωγής αντιστοιχεί μοναδικό διάνυσμα ενσωματωμένων ποσοτήτων εργασίας και άπειρα διανύσματα τιμών, κάθε ένα εκ των οποίων συνδέεται, μονοσήμαντα, με μία ορισμένη, και εξολοκλήρου άσχετη από αξιακά μεγέθη, κατανομή του εισοδήματος σε μισθούς και κέρδη, και (ii) τα εν λόγω διανύσματα είναι ασύμμετρα μεταξύ των (εφόσον τα στοιχεία του κατά σειρά πρώτου μετρώνται σε μονάδες εργασίας ενώ αυτά του δεύτερου σε μονάδες χρήματος) και, άρα, το εγχείρημα της ποσοτικής συσχέτισής των προαπαιτεί τον προσδιορισμό και την οικονομική ερμηνεία εκείνης της χαρακτηρίζουσας τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής σταθεράς, η οποία καθιστά τις τιμές διαστατικά ομοιογενείς με τις ενσωματωμένες ποσότητες εργασίας,5 πράγμα που είναι (ή, τουλάχιστον, μοιάζει να είναι) παράλογο.

Ωστόσο, εάν οι αναλύσεις του Marx (περί αξίας-υπεραξίας και χρήματος) δεν προσεγγισθούν ως μια θεωρία ποσοτικού προσδιορισμού των τιμών διά των ενσωματωμένων ποσοτήτων εργασίας, αλλά ως προσπάθεια συγκρότησης μιας Γενικής Θεωρίας της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, τότε δύνανται να υποστηριχθούν, επιπλέον, τα εξής:6

2.1. Ανεξάρτητα από το πώς ακριβώς προσδιορίζονται και το τι ακριβώς εκφράζουν οι τιμές που προσιδιάζουν σε έναν ορισμένο τρόπο παραγωγής, η ίδια η έννοια της αξίας και της τιμής προϋποθέτει, ως αναγκαία και ικανή

4 Η ύπαρξη της συμβολής του Mühlpfordt γνωστοποιήθηκε από τους Howard and King (1987). 5 Κατά αναλογία, για παράδειγμα, με τη διαδικασία συγκρότησης του νευτώνειου ‘νόμου της παγκόσμιας έλξης’

όπου είναι η ‘σταθερά της παγκόσμιας έλξης’, η τιμή της οποίας προσδιορίζεται πειραματικά και εξαρτάται από τις φυσικές μονάδες μέτρησης.6 Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, πως η θέση που αναπτύσσεται εδώ βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία με ό,τι έγραψε ο Marx. Κρίνουμε, ωστόσο, ότι βρίσκεται σε συμφωνία με τον πυρήνα της μαρξικής θεωρίας και εκφράζει, περαιτέρω, μια προσπάθεια ανασύστασής του. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι η παρούσα προσέγγιση σχετίζεται, σε σημαντικό βαθμό, με τις αναλύσεις του Rubin ([1927] 1994, [1928] 1972) και του Goldmann (1959), οι οποίοι – παρά τις επιμέρους διαφορές των και παρά την ύπαρξη ορισμένων ανολοκλήρωτων αναπτύξεων ή, ακόμα, και αντιφάσεων στα γραπτά των – πραγματεύθηκαν ορθά, κατά την άποψή μας, το ζήτημα. Τέλος, οφείλω να αναφέρω ότι, σύμφωνα με παρατήρηση του D. K. Foley, επί μίας παλαιότερης εκδοχής του παρόντος, η εδώ υποστηριζόμενη θέση δεν απέχει πολύ από αυτήν των Reuten and Williams (1989, Parts 1-2) (με την οποία δεν είμαι, ωστόσο, εξοικειωμένος).

3

3

Page 4: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

συνθήκη, την ανταλλαγή των προϊόντων της εργασίας. Προϋποθέτει, δηλαδή, μόνον έναν τρόπο παραγωγής, στον οποίο ο κοινωνικός καταμερισμός-συνδυασμός της εργασίας διαμεσολαβείται από το θεσμό της αγοράς και, κατά συνέπεια, στον οποίο σχετικά αυτόνομοι και ανεξάρτητοι παραγωγοί δεν παράγουν απλώς και μόνον αξίες χρήσης (ήτοι αγαθά) αλλά και ανταλλακτικές αξίες (ήτοι εμπορεύματα). Ως εκ τούτου, ο κεφαλαιοκρατικός συνιστά έναν από τους τρόπους παραγωγής που ενέχουν την εν λόγω προϋπόθεση, ενώ η ‘κοινωνία των ελεύθερων ανθρώπων’ ή ‘ένωση ελεύθερων συνεταιριζόμενων παραγωγών’, την οποία αναφέρει, εν παρόδω, ο Marx (προκειμένου να εκθέσει (και) παραστατικά τη θεωρία της αξίας και να αναδείξει περαιτέρω την ουσία του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής), δεν ενέχει την προϋπόθεση αυτή.

Διαμέσου της ανταλλαγής, τα προϊόντα της εργασίας των επιμέρους παραγωγών αποκτούν κοινωνικό χαρακτήρα, οι ιδιωτικές εργασίες (δηλ. η εργασία κάθε επιμέρους παραγωγού) μεταμορφώνονται σε κοινωνική εργασία και οι συγκεκριμένες εργασίες (δηλ. οι εργασίες που εισέρχονται άμεσα και έμμεσα στην παραγωγή μιας ορισμένης αξίας χρήσης) μεταμορφώνονται σε αφηρημένη εργασία. Κοινωνικοποιείται, επομένως, η εργασία και η παραγωγή, το σύνολο των αυτόνομων, ανεξάρτητων παραγωγών συγκροτείται σε κοινωνία, και τα προϊόντα ιδιωτικών, συγκεκριμένων εργασιών μεταμορφώνονται σε ‘περιβλήματα’ κοινωνικής, αφηρημένης και, άρα, ομοειδούς ανθρώπινης εργασίας (γίνονται, δηλαδή, ομοούσια, ενώ δεν ήταν). Σχετικά, ο Marx τονίζει: ‘Επομένως, οι άνθρωποι δεν συσχετίζουν μεταξύ τους τα προϊόντα της εργασίας τους σαν αξίες επειδή τα πράγματα αυτά χρησιμεύουν για αυτούς σαν απλά εμπράγματα περιβλήματα ομοειδούς ανθρώπινης εργασίας. Αντίστροφα. Εξισώνοντας στην ανταλλαγή το ένα με το άλλο τα διαφορετικά προϊόντα τους σαν αξίες, εξισώνουν μεταξύ τους τις διάφορες εργασίες τους σαν ανθρώπινη εργασία. Δεν το ξέρουν αυτό μα το κάνουν. Έτσι λοιπόν, δεν είναι γραμμένο στο κούτελο της αξίας τι πράγμα είναι. Η αξία αντίθετα μετατρέπει κάθε προϊόν της εργασίας σε κοινωνικό ιερογλυφικό. Αργότερα οι άνθρωποι προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν το νόημα του ιερογλυφικού και να ανακαλύψουν το μυστικό του δικού τους κοινωνικού προϊόντος, γιατί ο καθορισμός των αντικειμένων χρήσης σαν [ως – Θ. Μ.] αξίες είναι δικό τους κοινωνικό προϊόν, όπως λ.χ. η γλώσσα.’ (Μαρξ, 1978, τ. 1, σελ. 87 – πρόσθετη έμφαση).7

7 Στα πλαίσια μίας ενδιαφέρουσας παρέμβασής του, όπου μάλλον αδικείται, ωστόσο, ο Marx, o κλασικός θεωρητικός του αναρχισμού Piotr Kropotkin υποστηρίζει: ‘[Η] διάρκεια του χρόνου που αφιερώνεται σε μία οποιαδήποτε εργασία [έργο – Θ. Μ.] δεν δίνει το μέτρο της κοινωνικής χρησιμότητας του έργου που έχει συντελεσθεί. και οι θεωρίες της αξίας, που από τον Άνταμ Σμιθ έως τον Μαρξ θέλησαν να τις βασίσουν μόνο στο κόστος της παραγωγής, υπολογισμένο σε εργασία, δεν μπόρεσαν να λύσουν το πρόβλημα [ζήτημα – Θ. Μ.] της αξίας. Από τη στιγμή που υπάρχει ανταλλαγή, η αξία ενός αντικειμένου γίνεται μέγεθος περίπλοκο, που εξαρτάται κυρίως [και – Θ. Μ.] από το

4

4

Page 5: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

Αξία ενός εμπορεύματος είναι η ποσότητα της ομοειδούς ανθρώπινης εργασίας που αυτό ‘περικλείει’-αντιπροσωπεύει. Η σχέση την οποία συνάπτουν, στα πλαίσια του κοινωνικού καταμερισμού-συνδυασμού της εργασίας, οι επιμέρους παραγωγοί, και διαμέσου της οποίας συγκροτούνται σε κοινωνία, συνιστά το περιεχόμενο της αξίας. Περιεχόμενο της αξίας είναι, επομένως, η κοινωνική σχέση που συνδέει τους εν λόγω παραγωγούς. Ουσία της αξίας είναι η κοινωνική, αφηρημένη εργασία. Διότι η κοινωνική, αφηρημένη εργασία προκύπτει από την αμοιβαία σύμφυση και την – επακόλουθη – μεταμόρφωση ιδιωτικών, συγκεκριμένων εργασιών. Εκφράζει, δηλαδή, μια σχέση μεταξύ ιδιωτικών, συγκεκριμένων εργασιών και, έτσι, εκφράζει εμμέσως την υπάρχουσα κάθε φορά σχέση ανάμεσα σε σχετικά αυτόνομους, ανεξάρτητους παραγωγούς. Τέλος, επειδή το σύνολο των παραγωγών συγκροτείται σε κοινωνία διά της ανταλλαγής και επειδή η ανταλλαγή ορίζεται από τις σε χρήμα εκφρασμένες τιμές, έπεται ότι στις τιμές δεν μπορεί παρά να συμπυκνώνεται η ολότητα των γνωρισμάτων της κοινωνικής σχέσης που συνδέει τους παραγωγούς. Κατά συνέπεια, η τιμή και το χρήμα αποτελούν τις αναγκαίες μορφές εμφάνισης της αξίας και της ουσίας της αξίας (της κοινωνικής, αφηρημένης εργασίας), αντιστοίχως.

Η σύλληψη του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής προϋποθέτει την ερμηνεία του κέρδους, τον προσδιορισμό της ‘πηγής’ του (Marx). Επειδή, όμως, το κέρδος είναι η σε χρήμα εκφρασμένη τιμή ενός συγκεκριμένου εμπορεύματος (του υπερπροϊόντος), έπεται ότι η σύλληψη του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής προϋποθέτει την ερμηνεία του εμπορεύματος, της τιμής και του χρήματος. Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες οικονομικές θεωρίες, οι οποίες επικεντρώνονται στην απεικόνιση των παραγόντων που προσδιορίζουν το ύψος των τιμών και στην ανάλυση των λειτουργιών του χρήματος, η μαρξική θεωρία – χωρίς να παραγνωρίζει αυτά τα ζητήματα – εκκινεί από τη γενική ερμηνεία του εμπορεύματος, της τιμής και του χρήματος, ως αναγκαίων μορφών εμφάνισης ορισμένων κοινωνικών περιεχομένων. Διότι, μόνον έτσι είναι δυνατή, εν συνεχεία, η σύσταση μίας θεωρίας του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. 2.2. Έστω, πιο συγκεκριμένα τώρα, ένα – υποθετικό – σύνολο παραγωγών, στα πλαίσια του οποίου κάθε παραγωγός: (i). Είναι ιδιοκτήτης των μέσων και, συνεπώς, των προϊόντων της παραγωγής του.

βαθμό ικανοποίησης που προσφέρει στις ανάγκες – στις ανάγκες όχι του ατόμου, όπως έλεγαν άλλοτε μερικοί οικονομολόγοι, αλλά ολόκληρης της κοινωνίας παρμένης στο σύνολό της. Η αξία είναι γεγονός κοινωνικό. Αποτέλεσμα μίας ανταλλαγής έχει διπλή όψη: την πλευρά κόπος [εργασία – Θ. Μ.] και την πλευρά ικανοποίηση [των αναγκών – Θ. Μ.], και τις δύο αντιληπτές στην κοινωνική κι όχι στην ατομική προοπτική [διάσταση – Θ. Μ.].’ (Κροπότκιν, 1896, σελ. 97).

5

5

Page 6: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

(ii). Παράγει ξοδεύοντας τη δική του εργασιακή δύναμη, και μόνον αυτήν (συνεπώς, η εργασιακή δύναμη δεν είναι εμπόρευμα). (iii). Αποφασίζει ο ίδιος τι θα παράγει και πώς θα το παράγει. (iv). Παίρνει ορισμένα από ή όλα τα μέσα της παραγωγής και της κατανάλωσής του από τους υπολοίπους παραγωγούς, ανταλλάσσοντας τα δικά του προϊόντα με χρήμα και το χρήμα με τα προϊόντα των υπολοίπων παραγωγών. Η ανταλλαγή, επομένως, των προϊόντων διαμεσολαβείται από το χρήμα και ορίζεται ποσοτικά από τις ισχύουσες, στην αγορά, σχετικές τιμές των.

Είναι εμφανές ότι αυτό το σύνολο των σχετικά ανεξάρτητων, άμεσων και αυτόνομων παραγωγών μεταμορφώνεται σε ένα σύνολο αλληλεξαρτώμενων παραγωγών (δηλ. σε κοινωνία) διαμέσου της ανταλλαγής των προϊόντων των. Διά της ανταλλαγής των προϊόντων ανάμεσα στους επιμέρους παραγωγούς, ανταλλαγή η οποία διαμεσολαβείται από το χρήμα και ορίζεται ποσοτικά από τις εκάστοτε ισχύουσες τιμές, ανταλλάσσονται και οι ποσότητες των αντιστοίχων, ενσωματωμένων στα επιμέρους προϊόντα, ιδιωτικών, συγκεκριμένων εργασιών. Μέσω, λοιπόν, αυτής της κοινωνικής διαδικασίας, και χωρίς να συνιστά επιδίωξη ή, έστω, να υπόκειται στη γνώση των επιμέρους παραγωγών, πρώτον, τα προϊόντα της εργασίας μεταμορφώνονται σε εμπορεύματα, δεύτερον, η διαδικασία παραγωγής κάθε παραγωγού γίνεται και διαδικασία αξιοποίησης, τρίτον, η ιδιωτική παραγωγή κάθε παραγωγού μεταμορφώνεται σε κοινωνική παραγωγή, και, τέταρτον, οι προαναφερθείσες ποσότητες ιδιωτικών, συγκεκριμένων εργασιών μεταμορφώνονται, αντιστοίχως, σε ποσότητες κοινωνικής, αφηρημένης εργασίας, και παριστάνονται ως διαφορετικές, αλλά σύμμετρες, ποσότητες ενός και του αυτού πράγματος, ήγουν του χρήματος.8

Ας υποθέσουμε, τώρα, ότι στην εν λόγω κοινωνία χρησιμοποιείται η προαναφερθείσα τεχνική παραγωγής, δηλ. μια γραμμική, μη διασπώμενη και βιώσιμη τεχνική απλής παραγωγής. Όπως εύκολα αποδεικνύεται, οι σχετικές

8 Συμπαράγωγο αυτής της διαδικασίας είναι, κατά την άποψη του Evgeny B. Pashukanis (1891-1937), η ‘νομική μορφή-δίκαιο’: ‘Σε μία κοινωνία όπου υπάρχει το χρήμα, στην οποία κατά συνέπεια η ιδιωτική κατ’ άτομο εργασία δεν γίνεται κοινωνική παρά μόνο με τη διαμεσολάβηση του γενικού ισοδυνάμου [του χρήματος – Θ. Μ.], είναι πλέον δοσμένοι οι όροι της νομικής μορφής με όλες τις αντιθέσεις της ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο, στο υποκειμενικό και το αντικειμενικό στοιχείο (Πασουκάνις, [1924] 1977, σελ. 53). [Τ]η στιγμή που το προϊόν της εργασίας αποκτά τις ιδιότητες του εμπορεύματος και γίνεται φορέας αξίας, ο άνθρωπος καθίσταται υποκείμενο δικαίου και φορέας ενός δικαίου (σελ. 118). Οι σχέσεις των ανθρώπων στην παραγωγική διαδικασία αποκτούν έτσι, σε κάποιο στάδιο ανάπτυξης, διπλά αινιγματική μορφή. Εμφανίζονται από τη μία σαν σχέσεις μεταξύ πραγμάτων (εμπορευμάτων) και από την άλλη σαν βουλητικές σχέσεις μεταξύ μονάδων αμοιβαία ανεξάρτητων και ίσων (τα υποκείμενα δικαίου). Πλάι στη μυστικιστική ιδιότητα της αξίας προβάλλεται κάτι εξίσου αινιγματικό: το δίκαιο (σελ. 123). Κάθε άνθρωπος έγινε άνθρωπος γενικά . κάθε εργασία έγινε χρήσιμη κοινωνική εργασία γενικά, κάθε υποκείμενο έγινε αφηρημένο υποκείμενο δικαίου. Ταυτόχρονα, ο κανόνας αποκτά επίσης την πλήρη νομική μορφή του γενικού αφηρημένου νόμου (σελ. 126)’.

6

6

Page 7: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

τιμές των εμπορευμάτων (δηλ. οι λόγοι ανταλλαγής των) ισούνται με τις σχετικές ποσότητες εργασίας που έχουν ενσωματωθεί στα εμπορεύματα αυτά (δηλ. τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται βάσει των ενσωματωμένων ποσοτήτων εργασίας) όταν, και μόνον όταν, το ονομαστικό-τιμιακό καθαρό προϊόν του συστήματος κατανέμεται στους επιμέρους παραγωγούς σε συμφωνία με το ποσοστό που καταλαμβάνει η ποσότητα της άμεσης εργασίας κάθε παραγωγού στη συνολική ποσότητα άμεσης εργασίας του συστήματος ή, διαφορετικά ειπωμένο, όταν, και μόνον όταν, τα εμπορεύματα εμφανίζονται στη συνείδηση των επιμέρους παραγωγών, και συνεπώς ανταλλάσσονται, ως ό,τι πράγματι είναι, δηλ. ως προϊόντα, αποκλειστικώς και μόνον, εργασίας. Διότι, ο προαναφερθείς ‘κανόνας’ κατανομής του ονομαστικού-τιμιακού καθαρού προϊόντος του συστήματος έχει συγκεκριμένο οικονομικό νόημα όταν, και μόνον όταν, τα εμπορεύματα εμφανίζονται, και συνεπώς ανταλλάσσονται, ως προϊόντα εργασίας.9 Εάν τα εμπορεύματα εμφανίζονταν, και συνεπώς ανταλλάσσονταν, ως προϊόντα κάποιου άλλου (ή/και κάποιου άλλου), πλην της εργασίας, παράγοντα, τότε η κατανομή του ονομαστικού-τιμιακού καθαρού προϊόντος του συστήματος στους επιμέρους παραγωγούς βάσει της εργασίας των θα ήταν εγγενώς α-νόητη και, έτσι, οι τιμές των εμπορευμάτων θα απέκλιναν συστηματικά από τις ενσωματωμένες ποσότητες εργασίας.

Όταν, όμως, τα εμπορεύματα δεν εμφανίζονται, και συνεπώς δεν ανταλλάσσονται, ως προϊόντα εργασίας, οι τιμές αποκλίνουν από το διάνυσμα των ενσωματωμένων ποσοτήτων εργασίας και λαμβάνει χώρα το εξής:10 διά

της οριζόμενης από το λόγο , , ανταλλαγής (ήτοι 1

μονάδα του εμπορεύματος ανταλλάσσεται με μονάδες του

εμπορεύματος ), οι μονάδες εργασίας, , που είναι ενσωματωμένες σε 1

μονάδα του εμπορεύματος εξομοιώνονται με τις μονάδες εργασίας,

, που είναι ενσωματωμένες σε μονάδες του εμπορεύματος

, ήτοι

και συνιστούν, έτσι, ίσες ποσότητες μιας – εντελώς διαφορετικής από τη δικιά των, και συνεπώς – ‘νέας’ ποιότητας: της κοινωνικής, αφηρημένης εργασίας.11

9 Ο αναγνώστης δεν θα πρέπει να ξεχνά ότι για να δύνανται τα εμπορεύματα να εμφανίζονται ως προϊόντα εργασίας πρέπει οι ιδιωτικές, συγκεκριμένες εργασίες να είναι ομοιογενείς. Διότι στην αντίθετη περίπτωση η έκφραση ‘ως προϊόντα εργασίας’, δεν έχει κανένα νόημα. 10 Υποθέτουμε ότι παράγονται στο πλήθος εμπορεύματα. Με συμβολίζουμε τις τιμές των

εμπορευμάτων ( ) και με τις ενσωματωμένες σε 1 μονάδα αυτών των

εμπορευμάτων ποσότητες εργασίας, αντιστοίχως. Τέλος, με συμβολίζουμε την εργασιακή

αξία 1 μονάδας αυτών των εμπορευμάτων, έτσι όπως αυτή η έννοια ορίζεται στα αμέσως ακόλουθα.11 Επειδή η ανταλλαγή των εμπορευμάτων προϋποθέτει την παραγωγή των και η παραγωγή των

7

7

Page 8: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

Συνιστούν, δηλαδή, , κατά σύμβαση, μονάδες κοινωνικής, αφηρημένης εργασίας (όπου είναι ένας αυθαίρετος, θετικός πραγματικός αριθμός). Επειδή, σύμφωνα και με τον Marx, η κοινωνική, αφηρημένη εργασία αποτελεί την ουσία της αξίας και συνεπώς η αξία μετράται σε μονάδες κοινωνικής,

αφηρημένης εργασίας, έπεται ότι η εργασιακή αξία, , 1 μονάδας του

εμπορεύματος είναι , κατά σύμβαση, μονάδες κοινωνικής, αφηρημένης

εργασίας, και η εργασιακή αξία, , 1 μονάδας του εμπορεύματος είναι

μονάδες κοινωνικής, αφηρημένης εργασίας.12 Εναλλακτικά, θα

μπορούσαμε να επιλέξουμε, εξίσου αυθαιρέτως, ως μονάδα μέτρησης της κοινωνικής, αφηρημένης εργασίας τις – έστω – μονάδες εργασίας που έχουν ενσωματωθεί σε ένα παραγόμενο από το σύστημα ‘σύνθετο’ εμπόρευμα

, όπου είναι ένα διάνυσμα, δηλ. σε ένα ‘καλάθι’ μεμονωμένων-απλών εμπορευμάτων. Σε αυτήν την περίπτωση, η οποία υφίσταται μόνον όταν η εργασία είναι ομοιογενής, η αξία 1 μονάδας του εμπορεύματος θα είναι

, και η αξία 1 μονάδας του εμπορεύματος θα είναι

όπου είναι το διάνυσμα των μοναδιαίων ενσωματωμένων ποσοτήτων

εργασίας, το διάνυσμα των μοναδιαίων τιμών των εμπορευμάτων,

το διάνυσμα των μοναδιαίων αξιών, η ενσωματωμένη σε 1

μονάδα του εμπορεύματος ποσότητα εργασίας, η μοναδιαία αξία του

εμπορεύματος , και η μοναδιαία τιμή του. Προφανώς, εάν επιλέξει

κανείς , όπου το διάνυσμα του καθαρού προϊόντος του

προϋποθέτει ανταλλαγές που έλαβαν χώρα σε προγενέστερη χρονική στιγμή, δεν ομιλούμε για μια από χρονική άποψη ‘νέα’ ποιότητα, αλλά για μία από λογική άποψη ‘νέα’ ποιότητα. Για αυτό τοποθετούμε τη λέξη: νέα, εντός εισαγωγικών. 12 Εάν, όπως υποθέτουμε εδώ, οι ποσότητες ιδιωτικών, συγκεκριμένων εργασιών είναι ομοιογενείς, τότε η ανταλλαγή οδηγεί σε ένα ‘νέο’ μέτρο ισοδυναμίας των εμπορευμάτων, τουτέστιν την κοινωνική, αφηρημένη εργασία, το οποίο ακυρώνει (όπως θα δούμε παρακάτω) το ‘αρχικό’ μέτρο ισοδυναμίας των, τουτέστιν την ενσωματωμένη εργασία. Εάν οι ποσότητες ιδιωτικών, συγκεκριμένων εργασιών είναι ετερογενείς, τότε δεν υπάρχει κανένα ‘αρχικό’ μέτρο ισοδυναμίας των εμπορευμάτων. Μόνον ως κλάσματα της συνολικής κοινωνικής, αφηρημένης εργασίας τα εμπορεύματα είναι ισοδύναμα. Ως γνωστόν, στα πλαίσια της νεοκλασικής θεωρίας προϋποτίθεται, διαμέσου των λεγομένων ‘συναρτήσεων οφέλους του καταναλωτή’, η ύπαρξη ενός ‘αρχικού’ μέτρου ισοδυναμίας των εμπορευμάτων (άρα, πρόκειται για ένα γνήσια υποκειμενικό μέτρο ισοδυναμίας), ενώ το ‘νέο’ μέτρο ισοδυναμίας των, το οποίο εκφράζεται από τις προσδιοριζόμενες διαμέσου της ‘αλληλεπίδρασης προσφοράς-ζήτησης’ σχετικές τιμές των εμπορευμάτων, ταυτίζεται, τελικά, με το ‘αρχικό’: ο λόγος ανταλλαγής των εμπορευμάτων, καίτοι δεν συνάγεται άμεσα από τις ‘συναρτήσεις οφέλους’ (δηλαδή, χωρίς να ληφθούν υπόψη η τεχνολογία της παραγωγής, η μορφή των αγορών και οι διαθέσιμες ποσότητες των αρχικών εισροών-συντελεστών παραγωγής), εκφράζει πάντοτε, στα πλαίσια της εν λόγω θεωρίας, ένα συνδυασμό ποσοτήτων εμπορευμάτων, οι οποίες είναι ‘ίσου οφέλους’. Δύναται, λοιπόν, να λεχθεί ότι η νεοκλασική θεωρία είναι θεμελιωδώς ταυτολογική και, επιπλέον, ότι έχει ορθώς χαρακτηριστεί ως ‘υποκειμενική θεωρία της αξίας’. Πάντως και η λεγόμενη ‘αντικειμενική θεωρία της αξίας’ είναι, στο βαθμό που προϋποθέτει την αξία ως ενσωματωμένη εργασία, ‘εξίσου’ υποκειμενική (σχετικά, βλ. και τα σχόλια του Dickinson, 1963, στη συμβολή του Johansen, 1963).

8

8

Page 9: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

συστήματος, και , τότε η αξία 1 μονάδας καθαρού προϊόντος θα είναι ίση

με την ποσότητα της ενσωματωμένης σε αυτό εργασίας (δηλ. ίση με )

και, άρα, η αξία 1 μονάδας του εμπορεύματος θα είναι ίση με ,

όπου είναι το διάνυσμα των εισροών του συστήματος σε άμεση εργασία ανά μονάδα παραγόμενου εμπορεύματος, και το διάνυσμα του ακαθάριστου προϊόντος του συστήματος.13

Συμπεραίνουμε, επομένως, ότι οι αξίες των εμπορευμάτων είναι πάντοτε, δηλ. ανεξαρτήτως των επιλογών του παρατηρητή, ανάλογες των εκάστοτε ισχυόντων, αγοραίων τιμών των, δηλαδή ισχύει

ενώ οι τιμές είναι ανάλογες των ποσοτήτων ενσωματωμένης εργασίας όταν, και μόνον όταν, τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται ως προϊόντα εργασίας.

Ωστόσο, η αυθαίρετη επιλογή του μέτρου των αξιών και της μονάδας μέτρησης της κοινωνικής, αφηρημένης εργασίας είναι μια περιττή και χωρίς νόημα πράξη, διότι αυτή η πράξη έχει ‘ήδη’ επιτελεστεί εντός της ίδιας της παρατηρούμενης οικονομικής πραγματικότητας: η ανταλλαγή διαμεσολαβείται από το χρήμα και, επομένως, το χρήμα αποτελεί το μέτρο της αξίας, ενώ η μονάδα του χρήματος αποτελεί τη μονάδα μέτρησης της κοινωνικής, αφηρημένης εργασίας. Τελικά, λοιπόν, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι εργασιακές αξίες δεν προσδιορίζονται μόνον από εκάστοτε ισχύουσες τιμές, αλλά και ισούνται με αυτές.14

13 Εάν είναι η μήτρα των τεχνικών συντελεστών, όπου το παριστά τις μονάδες

του εμπορεύματος που απαιτούνται για την παραγωγή 1 μονάδας εμπορεύματος , ως ακαθάριστου προϊόντος, τότε μπορούμε να γράψουμε

και

όπου είναι η μοναδιαία μήτρα. Συνδυάζοντας τις δύο σχέσεις προκύπτει . Είναι,

περαιτέρω, εμφανές ότι το καθαρό προϊόν, , δεν αποκλείεται να περιέχει και αρνητικά στοιχεία (επειδή και επειδή η τεχνική παραγωγής είναι μη διασπώμενη και βιώσιμη, και, άρα,

, έπεται ότι μία, τουλάχιστον, συνιστώσα του θα είναι, προφανώς, θετική), και, σε

μία τέτοια περίπτωση, υφίσταται διαδικασία (-ες) παραγωγής του συστήματος, η οποία θα αναπαραχθεί, κατά την επόμενη περίοδο, σε χαμηλότερη κλίμακα (εκτός εάν το σύστημα διαθέτει αποθέματα – αναλυτικά, βλ. Μαριόλης, 1999, Mariolis, 2003). Φαίνεται, λοιπόν, ότι για να έχουν νόημα τα όσα γράφουμε περί αξιών, πρέπει και αρκεί η τιμή του καθαρού προϊόντος να είναι θετική. Διότι στην αντίθετη περίπτωση, καίτοι οι σχετικές αξίες όλων των απλών εμπορευμάτων είναι θετικές, οι απόλυτες αξίες των θα είναι είτε απροσδιόριστες είτε αρνητικές. Στο ζήτημα αυτό θα επανέλθουμε.14 Για την ακρίβεια η επιλογή του μέτρου των αξιών και της μονάδας μέτρησης της κοινωνικής, αφηρημένης εργασίας δεν είναι μόνον μια περιττή και χωρίς νόημα πράξη, αλλά οδηγεί και σε παράλογες καταστάσεις. Αρκεί να σκεφθούμε τα όσα ελέχθησαν στην υποσημείωση 13: εάν

επιλέξουμε , τότε για να προκύψει , πρέπει και αρκεί να ισχύει . Στην

9

9

Page 10: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

Βεβαίως, δεν είναι το χρήμα αυτό που μεταμορφώνει τα προϊόντα εργασίας σε σύμμετρα μεγέθη. Το ακριβώς αντίστροφο ισχύει: ανταλλασσόμενα σε αναλογίες που εκφράζουν, κατά βάση, τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της συγκροτούμενης κοινωνίας, τα προϊόντα εργασίας γίνονται σύμμετρα και μπορούν να μετρηθούν σε όρους κάποιου ομοιογενούς, εκτατικού πράγματος.15 Κατά αυτόν τον τρόπο, το εν λόγω πράγμα (το οποίο δεν είναι κατανάγκην κάποιο εμπόρευμα) μεταμορφώνεται σε κοινό μέτρο της αξίας των εμπορευμάτων ή χρήμα. Το χρήμα (η τιμή) αποτελεί, λοιπόν, την αναγκαία μορφή ύπαρξης της ενσωματωμένης εργασίας (της ποσότητας ενσωματωμένης εργασίας), η οποία έχει ‘πρώτα’ μεταμορφωθεί σε κοινωνική, αφηρημένη εργασία (σε ποσότητα κοινωνικής, αφηρημένης εργασίας). Όταν τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται ως προϊόντα εργασίας, οι τιμές εκφράζουν από ποιοτική άποψη, κυρίως, στρεβλά τις αντίστοιχες ποσότητες ενσωματωμένης εργασίας. Διότι, ενώ τα διανύσματα είναι συγγραμμικά (οπότε οι σχετικές τιμές των εμπορευμάτων ισούνται με τις σχετικές ποσότητες ενσωματωμένης

εργασίας), το στοιχείο έχει διάσταση: [μονάδες χρήματος/μονάδα

πραγματικότητα, βέβαια, τίποτε δεν εμποδίζει την ισχύ της . Ενώ, όταν ισχύει αυτή η

τελευταία σχέση, τίποτε δεν μας εμποδίζει να επιλέξουμε ένα διαφορετικό , και, έτσι, να μετατρέψουμε τις απροσδιόριστες ή αρνητικές αξίες των απλών εμπορευμάτων σε θετικές (!).15 Για παράδειγμα, στο απλό ‘ρικαρδιανό’ υπόδειγμα εξωτερικού εμπορίου (βλ. π.χ. Krugman and Ob-stfeld, 1994, ch. 2, καθώς και το Δοκίμιο 11 του παρόντος), η σχετική τιμή των εμπορευμάτων προσδιορίζεται, σε κατάσταση ισορροπίας, ως συνάρτηση των διαθέσιμων ποσοτήτων εργασιακής δύναμης, της ποιότητας των εργασιακών δυνάμεων και των καταναλωτικών προτιμήσεων στις δύο ‘χώρες’-παραγωγούς. O λόγος ανταλλαγής των εμπορευμάτων συνοψίζει, λοιπόν, την ολότητα των γνωρισμάτων της συγκροτούμενης ‘διεθνούς’ κοινωνίας (και δεν θα μπορούσε να συμβαίνει διαφορετικά). Σημειώνεται, τέλος, ότι επειδή δεν αποκλείεται ένα ορισμένο εμπόρευμα να παράγεται, σε κατάσταση ισορροπίας, και από τις δύο ‘χώρες’, είναι απολύτως δυνατόν οι ποσότητες εργασίας που ενσωματώνονται στις επιμέρους μονάδες ενός και του αυτού εμπορεύματος να είναι ετερογενείς. Ως εκ τούτου, σύμμετρα δεν γίνονται μόνον τα επιμέρους εμπορεύματα, αλλά, στη γενική περίπτωση, και οι επιμέρους μονάδες ενός και του αυτού εμπορεύματος, οι οποίες παράγονται υπό διαφορετικές τεχνικές συνθήκες. Ο μαρξιστής θεωρητικός Μπουχάριν ([1921] χ.χ., σελ. 8) γράφει: ‘[Η] τιμή δεν διαμορφώνεται σύμφωνα με τη θέληση ή τις απαιτήσεις ούτε των εμπόρων, ούτε των αγοραστών. Η διαμόρφωση της τιμής είναι ένα φαινόμενο πέρα για πέρα κοινωνικό. είναι η συνισταμένη των θελήσεων, απαιτήσεων και, προ πάντων, των αλληλεπιδράσεων των ανθρώπων. Αυτή την αλληλεπίδραση πρέπει να την εννοούμε με την πιο πλατειά της έννοια, και σε παγκόσμια κλίμακα. Η τιμή όχι μόνο δεν είναι ο μέσος όρος, η συνισταμένη των θελήσεων και των εκτιμήσεων των ανθρώπων μίας περιορισμένης κοινωνίας (έθνους π.χ.), αλλά ούτε και των εκτιμήσεων των ανθρώπων της κοινωνίας στο σύνολό της, της παγκόσμιας δηλαδή κοινωνίας. Οι προτιμήσεις, οι εκτιμήσεις αυτές είναι κάτι προσωπικό, κάτι που αφορά τους ανθρώπους και βγαίνει μέσα από την ψυχολογία τους. Η τιμή όμως είναι κάτι που ξεπερνάει όλα τα παραπάνω κι’ όχι μόνο αυτό, αλλά που επιβάλλεται, που βαραίνει στον κάθε άνθρωπο και στις οποιεσδήποτε επιθυμίες του. γίνεται κάτι ανεξάρτητο, κάτι αντικειμενικό, κάτι που, από τη στιγμή της εμφάνισής του ή, πιο σωστά, της διαμόρφωσής του, πρέπει να το λαβαίνουμε σοβαρά υπ’ όψη. Είναι, με λίγα λόγια, κάτι καινούργιο που έχει μία δική του, ανεξάρτητη ύπαρξη. Ό,τι συμβαίνει με την τιμή, που από τη στιγμή της δημιουργίας της γίνεται μία ανεξάρτητη οντότητα που επιβάλλεται στους ανθρώπους και μεταβάλλεται σε ρυθμιστικό παράγοντα της ζωής τους, το ίδιο γίνεται και με τα άλλα, τα ‘πνευματικά’ φαινόμενα, τη γλώσσα π..χ., ή την επιστήμη, την τέχνη, τη φιλοσοφία, τη θρησκεία ή την πολιτική ιδεολογία, τη μόδα ή τα έθιμα, που όλα ανεξαιρέτως είναι φαινόμενα και προϊόντα της κοινωνικής ζωής των ανθρώπων και που δημιουργούνται από την αλληλεπίδραση και τη συνεχή επαφή τους.’.

10

10

Page 11: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

εμπορεύματος ], ενώ το στοιχείο έχει διάσταση: [μονάδες ενσωματωμένης

εργασίας/μονάδα εμπορεύματος ]. Σε αυτήν την περίπτωση, επομένως, υπάρχει ένα εσωτερικό-εμμενές (η ενσωματωμένη εργασία) και ένα εξωτερικό (το χρήμα) μέτρο της αξίας. Όταν τα εμπορεύματα δεν ανταλλάσσονται ως προϊόντα εργασίας, οι τιμές εκφράζουν στρεβλά, τόσο από ποιοτική όσο και από ποσοτική άποψη, τις αντίστοιχες ποσότητες ενσωματωμένης εργασίας. Σε αυτήν την περίπτωση, επομένως, υπάρχει ένα, και μόνον ένα, μέτρο της αξίας, ήτοι το χρήμα. Ακριβώς για αυτό, οι ποσότητες ενσωματωμένης εργασίας παύουν, πλέον, να έχουν για τους επιμέρους παραγωγούς οποιαδήποτε έγκυρη σημασία, πράγμα το οποίο αντανακλάται, κατά πρώτον, στο ότι, για αμετάβλητες τεχνικές συνθήκες παραγωγής και αμετάβλητη σύνθεση της εκροής του συστήματος, το ποσοστό του τιμιακού καθαρού προϊόντος του παραγωγού στο τιμιακό καθαρό προϊόν του συστήματος αυξάνεται με κάθε

μείωση των λόγων , , και, κατά δεύτερον, στο ότι το

τιμιακό καθαρό προϊόν ορισμένων παραγωγών δύναται να μην είναι θετικό

(δηλ. είναι απολύτως δυνατόν να ισχύει , καίτοι το σε

ενσωματωμένες ποσότητες εργασίας εκφρασμένο καθαρό προϊόν κάθε παραγωγού είναι αναγκαστικά θετικό, δεδομένου ότι ισχύει ).

Με μια λέξη, κάθε επιμέρους παραγωγός αντιλαμβάνεται, πλέον, ότι τόσο το τμήμα του κοινωνικού καθαρού προϊόντος, το οποίο δύναται αυτός να αποκτήσει, όσο και η ίδια η ύπαρξη ενός θετικού, για αυτόν, τιμιακού καθαρού προϊόντος εξαρτώνται αποκλειστικά από τις τιμές των εμπορευμάτων και, ταυτοχρόνως, είναι τελείως ανεξάρτητα από την ανθρώπινη εργασία που έχει ξοδευτεί (δηλ., από το μοναδικό παράγοντα που δημιουργεί το καθαρό προϊόν).16 Πρόκειται, ωστόσο, για μια κατάσταση, την οποία, από τη μία πλευρά, οι ίδιοι οι παραγωγοί δημιούργησαν (χωρίς να το επιδιώκουν ή, ακόμα, να το γνωρίζουν), και στα πλαίσια της οποίας, από την άλλη πλευρά, η εν λόγω αντίληψή των δεν διαψεύδεται, αλλά επαληθεύεται συστηματικά και αποτελεί, επομένως, έγκυρο όρο της δράσης των.17 Έτσι, εάν δανεισθούμε έναν όρο του Perniola (1991), τότε μπορούμε να πούμε ότι το χρήμα συνιστά ένα 16 Είναι επομένως ορθό αυτό που ελέχθη στην υποσημείωση 12: το ‘νέο’ μέτρο ισοδυναμίας των εμπορευμάτων καταργεί το ‘αρχικό’. Αυτά τα μέτρα ισοδυναμίας μόνον στη νόηση δύνανται να συνυπάρχουν, γεγονός που ωθεί ορισμένους μαρξιστές στο να πιστεύουν στην ύπαρξη ‘άνισης ανταλλαγής’ και, άρα, ‘μεταφοράς αξίας’ (ή ‘μεταφοράς υπεραξίας’, όταν πρόκειται για ένα κεφαλαιοκρατικό σύστημα). 17 Σε αυτό το σημείο θα μπορούσαμε να επεκταθούμε, άμεσα, στα ζητήματα περί ‘φετιχιστικού χαρακτήρα του εμπορεύματος’ (Μαρξ, 1978, τ. 1, σσ. 83-97 και 125-126), ‘ψευδούς συνείδησης και πραγμοποίησης’ (Ένγκελς, 1893, Λούκατς, [1922] 1975, Δοκίμια 3-4, Goldmann, 1959). Επίσης, θα μπορούσαμε να επεκταθούμε, αλλά όχι αδιαμεσολάβητα, και σε ορισμένες, συνδεδεμένες με τα προαναφερθέντα ζητήματα, διαστάσεις του φαινομένου των οικονομικών κρίσεων (πράγμα που δεν εν είναι, ωστόσο, αναγκαίο για τους σκοπούς της παρούσης συζήτησης – σχετικά, βλ. το Παράρτημα 10 στο Δοκίμιο 10 του παρόντος).

11

11

Page 12: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

ομοίωμα (‘simulacro’) των ενσωματωμένων ιδιωτικών, συγκεκριμένων εργασιών. Σύμφωνα με τον Perniola, το ομοίωμα ‘δεν είναι ένα σύμβολο (Sinnbild) (σελ. 17) […] [είναι] μια εικόνα χωρίς πρωτότυπο (σελ. 55) […] η οποία δεν εξαρτάται με τρόπο άμεσο από το πρωτότυπο, αλλά είναι προικισμένη με δική της αυτονομία και ιδιαιτερότητα (σελ. 131) […] [ειδικότερα, πρόκειται – Θ. Μ.] για μια εικόνα χωρίς ταυτότητα: δεν είναι ταυτόσημο με κανένα εξωτερικό πρωτότυπο και δεν έχει δική του αυτόνομη αυθεντικότητα (σελ. 137)’. Επίσης, ‘το ομοίωμα διαλύει την αντίθεση αλήθειας-ψέματος […] δεν είναι δηλαδή οι φαντασιώσεις των υποκειμένων που γίνονται κοινωνικές και συνεπώς τελεσφόρες, αλλά απεναντίας τα ομοιώματα της κοινωνίας που επιβάλλουν τη δική τους γεγονότητα (effettiv-ità/Faktizität) στα υποκείμενα (σελ. 55)’.18 Εάν, τέλος, μεταφέρουμε, ως μια αναλογία, το σχήμα του Perniola (1991, σσ. 123-38), για τις σχέσεις εικονομαχίας-εικονολατρίας, στο κεντρικό ζήτημα του παρόντος, τότε μπορούμε, επιπροσθέτως, να παρατηρήσουμε ότι η ορθόδοξη οικονομική θεωρία είναι μάλλον ‘εικονοκλαστική’, στο βαθμό που τείνει να μην αναγνωρίζει καμία σχέση (ibid., σελ. 125-126) ανάμεσα στην ‘εικόνα’ (χρήμα) και το ‘πρωτότυπο’ (ενσωματωμένες ιδιωτικές, συγκεκριμένες εργασίες), καίτοι αυτή η θεωρία ‘λατρεύει’ την εικόνα, ενώ η παραδοσιακή αντίληψη της αξίας είναι μάλλον ‘εικονολατρική’, στο βαθμό που τείνει να θεωρεί ότι ανάμεσα στην εικόνα και στο ‘πρωτότυπο’ ‘υπάρχει μια σχέση ταυτότητας, ή τουλάχιστον μια μεταφυσική συνάφεια’ (ibid., σελ. 124), καίτοι αυτή η αντίληψη οδηγεί στη ‘λατρεία’ του πρωτοτύπου. Συνεπώς, η θεωρητική θέση που υποστηρίζεται εδώ (δηλ. η ΓΠ) αντιστοιχεί, από ό,τι μπορούμε να κρίνουμε, στη θεωρία των εικόνων του R. Bellarmino (16ος αιώνας), ο οποίος ‘υποστηρίζει τη ‘λατρεία της εικόνας καθεαυτήν και η οποία της οφείλεται ιδιαιτέρως’, δηλαδή μια θετική θεώρηση της εικόνας […] [κατ’ αυτόν] οι ιερές εικόνες πρέπει να τιμώνται ‘με εντελώς άλλο τρόπο’ από εκείνο με τον οποίο τιμάται το πρωτότυπο. [Έτσι] διαλύει την άμεση σχέση μεταξύ εικόνας και πρωτοτύπου που συνιστά το θεμέλιο της εικονολατρείας, χωρίς ωστόσο να πέφτει στην εικονομαχία, ούτε άλλωστε σε μια υποτίμηση της εικόνας.’ (ibid., σελ. 131).

18 Στο ίδιο, τρόπον τινά, συμπέρασμα καταλήγει και ο Ilienkov (1983, σσ. 199-207), ο οποίος σημειώνει ότι κατά το σχηματισμό της λεγόμενης ‘γενικής μορφής της αξίας’ (όπου ένα εμπόρευμα παίζει το ρόλο του ‘γενικού ισοδυνάμου της αξίας’, δηλ. αποτελεί μέσο έκφρασης και μέτρο της αξίας όλων των άλλων εμπορευμάτων) λαμβάνει χώρα η ‘μετατροπή ενός πράγματος σε σύμβολο’, ενώ κατά τη μετατροπή της γενικής μορφής της αξίας στη ‘χρηματική μορφή’ της (όπου ως γενικό ισοδύναμο της αξίας λειτουργεί το χρήμα) λαμβάνει χώρα και η ‘μετατροπή του συμβόλου σε σημείο’, δηλαδή ‘σε αντικείμενο που αυτό καθεαυτό δε σημαίνει πλέον τίποτε, παρά μονάχα εκπροσωπεί και εκφράζει ένα άλλο πράγμα, με το οποίο δεν έχει τίποτε το κοινό (όπως η ονομασία του πράγματος με το ίδιο το πράγμα).’ (ibid., σελ. 206).

12

12

Page 13: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

2.3. Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς το εξής: στα πλαίσια της προαναφερθείσας κοινωνίας, όταν τα εμπορεύματα δεν ανταλλάσσονται ως προϊόντα εργασίας, σε ποια βάση ανταλλάσσονται; Είναι προφανές ότι για τις ανάγκες της παρούσης διερεύνησης αυτό το ερώτημα δεν έχει καμία συγκεκριμένη σημασία.19 Μπορεί, ωστόσο, να απαντηθεί, μονοσήμαντα, όσον αφορά στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, και αυτό κάνουμε ευθύς αμέσως. Όπως το έδειξε ο Marx, σε μια κοινωνία ανεξάρτητων και αυτόνομων παραγωγών, η οποία διαφέρει από αυτήν που πραγματευθήκαμε στα προηγούμενα κατά το ότι η εργασιακή δύναμη έχει μετατραπεί σε εμπόρευμα (κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής), τα προϊόντα της εργασίας αναγκαστικά εμφανίζονται, και συνεπώς, ανταλλάσσονται, ως προϊόντα των επιμέρους κεφαλαίων, δηλαδή ως προϊόντα των μέσων παραγωγής κάθε παραγωγού και του τμήματος των μισθών που αυτός προκαταβάλλει (για μια ιδιαίτερα εύστοχη ανάπτυξη των σχέσεων ανάμεσα στις προαναφερθείσες κοινωνίες, βλ. Λένιν ([1893, 1937] 1986), σσ. 88-89 και 103-106). Αυτό συνεπάγεται, βεβαίως, ότι στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, πρώτον, ο κοινωνικός καταμερισμός-συνδυασμός της εργασίας διαμεσολαβείται από την ανταλλαγή και την επιδίωξη της μεγιστοποίησης του ονομαστικού υπερπροϊόντος ανά μονάδα προκαταβεβλημένου ονομαστικού κεφαλαίου (: μαρξικός ‘νόμος της αξίας’ για τον κεφαλαιοκρατικό τρόπος παραγωγής), και, δεύτερον, το διάνυσμα των τιμών, , αποκλίνει συστηματικά από το διάνυσμα των ενσωματωμένων ποσοτήτων εργασίας, .

Εάν, όμως, εφαρμόσουμε την προσέγγιση περί της έννοιας και του μεγέθους της αξίας που αναπτύξαμε στα προηγούμενα, τότε είμαστε σε θέση να αποφανθούμε τα εξής: το διάνυσμα των αξιών των εμπορευμάτων είναι το

και η μοναδιαία αξία της εργασιακής δύναμης είναι το ονομαστικό-χρηματικό ωρομίσθιο, . Ως εκ τούτου, θα πρέπει επίσης να λεχθεί ότι οι σύμμετρες ποσότητες εργασίας που έχουν ενσωματωθεί στο καθαρό προϊόν, στους πραγματικούς μισθούς και στο υπερπροϊόν του συστήματος (όπως, επίσης, και αυτά τα ασύμμετρα, στη γενική περίπτωση, καλάθια εμπορευμάτων) έχουν – διά της οριζόμενης από τα μεγέθη , και διαμεσολαβούμενης από το χρήμα ανταλλαγής μεταμορφωθεί σε σύμμετρες ποσότητες μιας ‘νέας’, όμως, ποιότητας (της κοινωνικής, αφηρημένης 19 Μόνον για να δώσουμε μια εικόνα αναφέραμε στην υποσημείωση 15 τη συνήθη ‘παραβολή’ του εξωτερικού εμπορίου. Στα πλαίσια, λοιπόν, αυτής της ‘παραβολής’, τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται ως προϊόντα μια πλήρως απασχολούμενης, ετερογενούς και αμετακίνητης ανάμεσα στις δύο ‘χώρες’ εργασιακής δύναμης και έτσι ώστε να ικανοποιούνται οι καταναλωτικές προτιμήσεις των παραγωγών. Για μία ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, σχετική συζήτηση, η οποία αφορά, ωστόσο, στο σοσιαλιστικό οικονομικό σύστημα και στην οποία δίνεται έμφαση στην έννοια της κοινωνικής, αφηρημένης εργασίας, βλ. Lichtenstein (1989).

13

13

Page 14: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

εργασίας) και παριστάνονται ως μονάδες χρήματος (τιμή καθαρού

προϊόντος), μονάδες χρήματος (συνολικοί ονομαστικοί μισθοί) και

μονάδες χρήματος, αντιστοίχως, όπου είναι τα συνολικά κέρδη του συστήματος ή, αλλιώς, η τιμή του υπερπροϊόντος του. Έτσι, για παράδειγμα, το μέγεθος (δηλαδή, η υπεραξία σύμφωνα με τη ΓΠ) είναι θετικό όταν και

μόνον όταν , δηλαδή όταν, και μόνον όταν, η νέα αξία,

, την οποία παράγει το ξόδεμα 1 μονάδας εργασιακής δύναμης είναι

μεγαλύτερη από την αξία 1 μονάδας εργασιακής δύναμης, , κατάσταση η οποία – όπως δύναται να αποδειχθεί αναλυτικά – ούτε προϋποθέτει ούτε συνεπάγεται ότι η ποσότητα της ενσωματωμένης στο υπερπροϊόν του συστήματος εργασίας (δηλαδή, η υπεραξία σύμφωνα με την παραδοσιακή αντίληψη) είναι θετική.20

Θα πρέπει, λοιπόν, να γίνει παραδεκτό ότι άπαξ τα εμπορεύματα δεν ανταλλάσσονται ως προϊόντα εργασίας (και στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής δεν ανταλλάσσονται ποτέ ως τέτοια), κάθε θεώρηση σε όρους ενσωματωμένης εργασίας είναι, απλώς, χωρίς σημασία. Διότι έχει την ίδια ακριβώς εγκυρότητα με μία, για παράδειγμα, θεώρηση σε όρους μάζας ή βάρους (βλ. επίσης Foley, 1997, pp. 44-45). Γιατί, ωστόσο, οφείλει κανείς, ακολουθώντας τον Marx, να εκκινεί από μια παράσταση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, σύμφωνα με την οποία η εργασία θεωρείται ομοιογενής και οι τιμές θεωρούνται ανάλογες ή ίσες των ποσοτήτων ενσωματωμένης εργασίας; Όχι για να συγκροτήσει, εν συνεχεία, ένα πιο ρεαλιστικό υπόδειγμα ποσοτικού προσδιορισμού των τιμών (και για να μελετήσει ποσοτικά την απόκλιση ανάμεσα στα διανύσματα και ), αλλά για να κατανοήσει, βαθμιαία, τι εκφράζουν οι τιμές και το χρήμα και, τελικά,

να συλλάβει τη συνθήκη κερδοφορίας , στην οποία

υπεισέρχονται οι τιμές (και όχι οι ποσότητες εργασίας), ως μια έχουσα συγκεκριμένο κοινωνικό-οικονομικό περιεχόμενο συνθήκη και όχι ως μια ταυτολογική συνθήκη, η οποία εξάγεται από την ταυτότητα

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, έχοντας δηλαδή εκ των προτέρων κατανοήσει τις θεμελιώδεις οικονομικές μορφές (μισθός-τιμή-κέρδος) που προσιδιάζουν στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, θα είναι, εν συνεχεία, σε θέση να προσδιορίσει την ουσία αυτού του τρόπου παραγωγής, να αναπτύξει τους θεμελιώδεις ‘νόμους της κίνησής του’ και να εξηγήσει γιατί αυτός ο τρόπος

20 Αναλυτικά, βλ. Μαριόλης (1999), Mariolis (2003, 2006), ενώ για μία συνοπτική πραγμάτευση, βλ. το Παράρτημα 2 του παρόντος.

14

14

Page 15: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

παραγωγής εμφανίζεται ως κάτι, το οποίο δεν είναι, δηλ. σύστημα παραγωγής εμπορευμάτων και κέρδους μέσω εμπορευμάτων, και δεν εμφανίζεται ως αυτό που πράγματι είναι, δηλ. σύστημα παραγωγής εμπορευμάτων και κέρδους μέσω ανθρώπινης εργασίας.21

3. Η Νέα ΠροσέγγισηΌπως ακριβώς η ΓΠ, έτσι και η ΝΠ, των Duménil (1980) και Foley (1982), δεν προϋποθέτει (δεν είναι απαραίτητο να προϋποθέσει) την ύπαρξη γραμμικών τεχνικών απλής παραγωγής και τιμών παραγωγής. Προκειμένου, όμως, να μην επιβαρύνουμε ασκόπως τη συζήτηση, θα παρουσιάσουμε στα ακόλουθα τη ΝΠ κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις (για την παρουσίαση της ΝΠ, βλ. επίσης Glick and Ehbar, 1987, Mohun, 1994, Saad-Filho, 1996, Foley, 1997).

Θεωρούμε, λοιπόν, ένα σύστημα, το οποίο χρησιμοποιεί μια μη διασπώμενη τεχνική παραγωγής και στο οποίο οι τιμές είναι τιμές παραγωγής. Χωρίς να μας απασχολεί το πώς ακριβώς διαμορφώνεται το ύψος των, τα μεγέθη θεωρούνται δεδομένα και είναι οικονομικά σημαντικά, ενώ η σύνθεση και το ύψος του πραγματικού ωρομισθίου θεωρούνται άγνωστα, εκ των προτέρων, μεγέθη (για τη δικαιολόγηση αυτής της επιλογής, την οποία, ωστόσο, δεν θεωρούμε σημαντική, βλ. Duménil, 1980, ch. 7 και pp.

21 Επειδή η ανάπτυξη του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής δεν μπορεί παρά να ενέχει την υπαγωγή όλων των όψεων και εκφάνσεων της ανθρώπινης ζωής στη διαδικασία αξιοποίησης (συμπεριλαμβανομένης και αυτής, εδώ, της ιδέας ή πρότασης), έπεται ότι η διερεύνηση των οικονομικών, ιδεολογικών, πολιτικών και ψυχικών συνεπειών αυτής της υπαγωγής κάθε άλλο παρά αποτελεί παράλογη ή ασήμαντη υπόθεση. Και πράγματι αυτό επιχείρησε να κάνει ο Debord ([1967] 1971), ακολουθώντας, βασικά, τις αναλύσεις των Μαρξ (1978, τ. 1, σσ. 83-97), Λούκατς ([1922] 1975, Δοκίμια 3-4) και Κορς ([1923] 1981), μέσω της έννοιας ‘θέαμα’ (‘spectacle’): ‘Όλη η ζωή των κοινωνιών στις οποίες επικρατούν οι σύγχρονες συνθήκες της παραγωγής, παρουσιάζεται ως μία απέραντη συσσώρευση θεαμάτων (Debord, [1967] 1971, § 1). Το θέαμα δεν είναι ένα σύνολο εικόνων, αλλά μία κοινωνική σχέση ατόμων μεσολαβημένη από τις εικόνες (§ 4) [όπως στο λεγόμενο ‘διαδίκτυο’; - Θ. Μ.]. Αυτό που ολοκληρώνεται απόλυτα μέσα στο θέαμα είναι η αρχή του φετιχισμού του εμπορεύματος, η κυριαρχία της κοινωνίας από ‘πράγματα υπεραισθητά που γίνονται και αισθητά’... (§ 36). Το θέαμα είναι είναι η άλλη όψη του χρήματος: το αφηρημένο γενικό ισοδύναμο όλων των εμπορευμάτων. Εάν, όμως, το χρήμα εξουσίασε την κοινωνία ως αναπαράσταση της κεντρικής ισοδυναμίας, δηλ. του ανταλλάξιμου χαρακτήρα των διαφόρων αγαθών, των οποίων η χρήση παρέμενε μη συγκρίσιμη [ασύμμετρη – Θ. Μ.], το θέαμα είναι το σύγχρονο, ανεπτυγμένο συμπλήρωμά του, όπου η ολότητα του κόσμου των εμπορευμάτων εμφανίζεται συλλήβδην ως μία γενική ισοδυναμία απέναντι σε αυτό που η κοινωνία, στο σύνολο της, μπορεί να είναι και να κάνει. Το θέαμα είναι το χρήμα που μόνο το κοιτάζουμε, γιατί μέσα του η ολότητα της χρήσης έχει ήδη ανταλλαγεί με την ολότητα της αφηρημένης αναπαράστασης. Το θέαμα δεν είναι μόνον ο υπηρέτης της ψευδο-χρήσης, αλλά και ήδη, καθαυτό, η ψευδο-χρήση της ζωής (§ 49). Επεκτείνει σε όλη την κοινωνική ζωή την αρχή που ο Hegel, στη Realphilosophie της Ιένας [διαλέξεις που έδωσε ο Hegel στο Πανεπιστήμιο της Ιένας, στις αρχές της δεκαετίας του 1800 – Θ. Μ.], συλλαμβάνει ως αρχή του χρήματος. είναι ‘η ζωή εκείνου που είναι νεκρό και κινείται καθαυτό’ (§ 215)’. Για μία προσεγμένη ανάλυση του εγχειρήματος του Debord, βλ. Jappe (1998), ενώ για ένα άλλο, καίτοι όχι τόσο ανομοιογενές, καταρχάς, εγχείρημα, αυτό του Jean Baudrillard, το οποίο εκκίνησε με την εισαγωγή της έννοιας ‘σημειακή αξία’ (‘valeur-signe’) στη θεωρία της αξίας, έννοια προερχόμενη από την επιστήμη της μελέτης συστημάτων σημείων (σημειολογία), βλ. Poster (1988) και το εξαιρετικά κατατοπιστικό άρθρο του Kellner (2006).

15

15

Page 16: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

121-125, Foley, 1982, p. 43, Mohun, 1994, pp. 400-402). Βάσει αυτών,

μπορούμε, λοιπόν, να υπολογίσουμε το λόγο (ήτοι το αντίστροφον

της παραγωγικότητας της εργασίας), ο οποίος καλείται, στα πλαίσια της ΝΠ,

‘value of money’, και τον οποίο θα συμβολίζουμε με .22 Εάν, τώρα, η αξία

μιας μονάδας εργασιακής δύναμης, , ορισθεί ως το γινόμενο της ‘value of money’ επί το ονομαστικό ωρομίσθιο, τότε η υπεραξία του συστήματος, , η

οποία ισούται, εξορισμού, με (δηλ. με τη διαφορά ανάμεσα στη

συνολική άμεση εργασία, , και την αξία της συνολικής εργασιακής

δύναμης, ), θα ισούται (και) με . Κατά συνέπεια το γινόμενο

της ‘value of money’ με τα συνολικά κέρδη, , θα ισούται με την υπεραξία, . Εάν, τέλος, αναδιατάξει κανείς τον ορισμό της ‘value of money’, και λάβει υπόψη την προαναφερθείσα σχέση ανάμεσα στην υπεραξία και τα συνολικά κέρδη, τότε εξάγεται μια παραλλαγμένη (ως προς το καθαρό προϊόν) ‘μαρξική διπλή ισότητα’: για κάθε , (i) η αξία του καθαρού προϊόντος ισούται με το γινόμενο της ‘value of money’ με την τιμή του καθαρού προϊόντος, και (ii) η υπεραξία ισούται με το γινόμενο της ‘value of money’ με τα κέρδη.23

Θα είναι εμφανές ότι το κρίσιμο σημείο της ΝΠ δεν είναι παρά ο ορισμός που εισάγεται σχετικά με τη μοναδιαία αξία της εργασιακής δύναμης (διότι, εάν αποδεχτεί κανείς αυτόν τον ορισμό, τότε φαίνεται ότι δεν θα έχει τίποτε να αντιτείνει στη ΝΠ). Έτσι, θα μπορούσε να θεωρηθεί, ενδεχομένως, ότι διαμέσου αυτού του ορισμού εισάγεται άρρητα η ακόλουθη αξίωση: η ποσότητα της ενσωματωμένης στο πραγματικό ωρομίσθιο εργασίας ισούται με τη μερίδα των συνολικών ονομαστικών μισθών στο ονομαστικό καθαρό προϊόν. Δηλαδή, ότι, καίτοι το πραγματικό ωρομίσθιο είναι a priori άγνωστο ως προς τη σύνθεση και το ύψος, οι εισηγητές της ΝΠ αξιώνουν (άρρητα) την ισχύ της ακόλουθης συνθήκης: η ποσότητα της εργασίας που έχει ενσωματωθεί σε όλα εκείνα τα καλάθια εμπορευμάτων, τα οποία οι εργαζόμενοι είναι σε θέση να αγοράσουν με το ισχύον ονομαστικό ωρομίσθιο, ισούται με τη μερίδα των συνολικών ονομαστικών μισθών στο ονομαστικό καθαρό προϊόν.

Εάν είχαν έτσι τα πράγματα (πράγμα που έχει υποστηριχθεί από 22 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ΝΠ δεν αξιώνει την (ημι-) θετικότητα του καθαρού προϊόντος. Όταν, όμως, οι τιμές αποκλίνουν από τις τιμές παραγωγής, αξιώνει τη θετικότητα της τιμής του καθαρού προϊόντος (όταν οι τιμές είναι τιμές παραγωγής και η τεχνική είναι μη διασπώμενη, η ισχύς της αξίωσης αυτής είναι πάντοτε δεδομένη), διότι θεωρεί ότι στην αντίθετη περίπτωση ‘the idea of the ‘transformation problem’ becomes self-contradictory’ (Duménil, 1984, p. 347). Σε αυτό το ζήτημα θα επανέλθουμε. 23 Εάν οι απόλυτες τιμές των εμπορευμάτων δεν είναι δεδομένες, τότε μπορούμε να εισαγάγουμε την

ακόλουθη εξίσωση τυποποίησης των σχετικών τιμών: . Έτσι θα προκύψει

. Για την αλγεβρική έκθεση της ΝΠ, βλ. το Παράρτημα 3 του παρόντος.

16

16

Page 17: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

ορισμένους μελετητές), τότε η ΝΠ θα ήταν ορθή μόνον κατ’ εξαίρεση. Δηλαδή, θα ήταν ορθή είτε κατά σύμπτωση ή στα πλαίσια ορισμένων αυθαίρετων-ειδικών ‘κατασκευών’ (π.χ. όταν οι πραγματικοί μισθοί έχουν την ίδια σύνθεση με το καθαρό προϊόν), οι οποίες δεν έχουν, προφανώς, κανένα συγκεκριμένο οικονομικό νόημα.24 Στην πραγματικότητα, ωστόσο, οι εισηγητές της ΝΠ δεν αξιώνουν την ισχύ της προαναφερθείσας συνθήκης (βλ. και Mohun (1994, pp. 398-399), αλλά διατείνονται κάτι εντελώς διαφορετικό. Έτσι, ο Foley (1982, p. 42), ερμηνεύει τον ορισμό της μοναδιαίας αξίας της εργασιακής δύναμης, , ως εξής: ‘The basic insight of the labor theory of value is its claim that value forms, money, commodities, and so on, are expres-sions of abstract social labour. Thus in any transaction involving value, what is changing hands is control over some part of total abstract social labor time. The value of labor power, in this perspective, is the fraction of the total abstract so-cial labor time claimed by workers in the form of the wage. This is an exchange of abstract labor in the form of money for the particular labor power a worker has to offer on the market. If we follow this path, we would interpret the value of labor power in general as the money wage multiplied by the value of money’ [πρόσθετη έμφαση], ενώ παράλληλα, σε κάποια άλλα σημεία, διευκρινίζει ότι: ‘A unit of money […] can be thought of as a claim to a certain amount of the abstract social labor expended in the economy (p. 37). The advantage of inter-preting the value of money as the ratio of aggregate labor time to aggregate money value added is that the sum of the value gained and lost by all the pro-ducers in exchange will be zero. In other words, this interpretation of the value of money corresponds to the idea that value is created in production but con-served in exchange (p. 41). [Thus – Θ. M.] we retain at the global level the re-lation between money and embodied labor which is central to the idea that money is a form of value and that the substance of value is abstract social labor (p. 41)’. Τέλος, ο Mohun (1994, pp. 404-405) συνοψίζει τη ΝΠ ως εξής (βλ. επίσης Duménil, 1980, pp. 94-96, Duménil, 1984, pp. 340-343): ‘It is an ag-gregative theory in which total labour performed defines the value of net out-put; the value of net output and aggregate value added in money terms defines the value of money; and the value of money and the money wage define the value of labour-power. A price system is then a method of distributing aggreg-ate labour-time expended across individual commodities. Hence prices are al-ways […] representations or forms of value, of abstract labour [πρόσθετη έμφαση] […]. Market processes of exchange commensurate commodities, and hence a posteriori commensurate the labour-times objectified in their produc-tion. Abstraction from concrete labours occurs as heterogeneous commodities

24 Αναλυτικά, βλ. το Παράρτημα 4 του παρόντος.

17

17

Page 18: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

are valued in units of homogeneous money. Value is then labour-time as it ap-pears as money.’.

Βάσει όλων αυτών συνάγεται ότι στα πλαίσια της ΝΠ ισχύουν τα ακόλουθα:

3.1. Το μέγεθος θεωρείται ως η συνολική ποσότητα κοινωνικής,

αφηρημένης εργασίας που αντιστοιχεί σε ένα δεδομένο σύστημα παραγωγής. Κατά συνέπεια, ως μονάδα μέτρησης της κοινωνικής αφηρημένης εργασίας επιλέγεται η 1 μονάδα εργασίας που έχει ενσωματωθεί στο καθαρό προϊόν, , του συστήματος.

3.2. Η διάσταση της ‘value of money’, δηλ. του μεγέθους , δεν είναι μόνον:

[μονάδες ενσωματωμένης εργασίας/μονάδα χρήματος], αλλά και: [μονάδες κοινωνικής, αφηρημένης εργασίας/ μονάδα χρήματος]. Για αυτό ακριβώς, το

ορίζεται ‘as the coefficient which enables a translation between prices into

labour-times’ (Mohun, 1994, p. 402), ενώ το ύψος του εκφράζει πόσες μονάδες κοινωνικής, αφηρημένης εργασίας παριστά μία μονάδα χρήματος (βλ. Foley, 1982, p. 41).3.3. Το οριζόμενο μέγεθος έχει διάσταση: [μονάδες κοινωνικής, αφηρημένης εργασίας/μονάδα ξοδεμένης εργασιακής δύναμης]. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα μέγεθος το οποίο διαφέρει ολοκληρωτικά από τη μοναδιαία αξία της εργασιακής δύναμης, όπως αυτή ορίζεται παραδοσιακά (ήτοι, ως ποσότητα της ενσωματωμένης στο πραγματικό ωρομίσθιο εργασίας). Επίσης, το μέγεθος έχει διάσταση: [μονάδες κοινωνικής, αφηρημένης εργασίας/μονάδα υπερπροϊόντος]. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα μέγεθος, το οποίο διαφέρει ολοκληρωτικά από την ποσότητα της ενσωματωμένης στο υπερπροϊόν του συστήματος εργασίας (ήτοι, από την υπεραξία, όπως αυτή ορίζεται παραδοσιακά). 3.4. Τα μεγέθη προσδιορίζονται (εξαιρουμένων των τεχνικών συνθηκών παραγωγής και του ακαθάριστου προϊόντος) διαμέσου των μεγεθών

και μεταβάλλονται με αυτά. Ωστόσο, το άθροισμα της υπεραξίας και της αξίας της συνολικής εργασιακής δύναμης ισούται, πάντοτε, με τη συνολική

ποσότητα κοινωνικής αφηρημένης εργασίας, , διότι το ορίζεται ως

και το προσδιορίζεται ως .

3.5. Η αξία του καθαρού προϊόντος, της εργασιακής δύναμης και του υπερπροϊόντος μετράται σε μονάδες κοινωνικής, αφηρημένης εργασίας. Σταθερών των τεχνικών συνθηκών παραγωγής και του ακαθάριστου προϊόντος του συστήματος, όταν μεταβάλλονται τα (όχι αναλογικά), δεν μεταβάλλεται η σε μονάδες κοινωνικής, αφηρημένης εργασίας εκφρασμένη αξία του καθαρού προϊόντος (διότι ισούται με ), αλλά μεταβάλλεται η αξία

18

18

Page 19: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

της εργασιακής δύναμης και του υπερπροϊόντος, διότι στα εν λόγω εμπορεύματα αντιστοιχούν, πλέον, διαφορετικά κλάσματα της συνολικής κοινωνικής, αφηρημένης εργασίας του συστήματος. Έτσι, ο Duménil (1984, pp. 341-2) τονίζει: ‘The amount of labour time expended in a given period is the value of a given bundle of commodities. A price system expresses the real-location of these hours of productive labor time to this bundle of commodities. The total amount of labor time expended in a period being the value of the net output of the period, this quantity of labor must be reallocated to this net out-put. Thus, Marx’s first equalities (sum of value = sum of prices), must be defined for the net output of the period and not the gross output as in the old solution’.

Αυτά ακριβώς τα σημεία συνθέτουν το ‘κεντρικό μήνυμα’ της ΝΠ, και το μόνο που απομένει είναι ο έλεγχος της συνοχής και της σημασίας του.

4. Οι σχέσεις ανάμεσα στη Γενική και τη Νέα ΠροσέγγισηΘα μπορούσε να λεχθεί ότι η ΝΠ συνιστά μία ειδική περίπτωση (ανάμεσα σε άπειρες) της ΓΠ, διότι προκύπτει από την τελευταία διαμέσου κατάλληλης επιλογής-εισαγωγής του μέτρου της αξίας και της μονάδας μέτρησης της κοινωνικής, αφηρημένης εργασίας. Πράγματι, εάν, πρώτον, εισαγάγουμε ως μέτρο της αξίας τη νοούμενη ως διάφορη του χρήματος κοινωνική, αφηρημένη εργασία, και, δεύτερον, επιλέξουμε (όταν η τιμή του καθαρού προϊόντος του συστήματος είναι θετική) ως μονάδα μέτρησης της κοινωνικής, αφηρημένης εργασίας τη 1 μονάδα εργασίας που έχει ενσωματωθεί στο καθαρό προϊόν του συστήματος, τότε ο συντελεστής αναλογίας μεταξύ αξιών-τιμών, μοναδιαίας αξίας της εργασιακής δύναμης-ονομαστικού ωρομισθίου και συνολικής υπεραξίας-συνολικού κέρδους θα είναι ενιαίος και ίσος με τη ‘value of money’.25

Ωστόσο, εγείρονται ορισμένα σοβαρά (και αλληλεξαρτώμενα) ζητήματα:26

4.1. Η ΝΠ όχι μόνον δεν θεμελιώνει, αλλά ούτε καν αποδέχεται την αναλογία μεταξύ αξιών-τιμών: ‘[I]t is clear that in general the price of any commodity multiplied by the value of money as defined here will not be equal to the labor value of the commodity (Foley,1982, p. 43). The price of a commodity in this interpretation is the amount of money for which it exchanges on the market, an

25 Αναλυτικά, βλ. το Παράρτημα 5 του παρόντος.26 Δεν κρίνουμε ως ‘δίκαιες’ τις κριτικές που έχουν αναπτυχθεί, κατά της ΝΠ, όπως π.χ. αυτές των Roemer (1990, p. 1728), Shaikh and Tonak (1994, p. 179), Sotirchos and Stamatis (1998), Stamatis (1998-99), Febrero Paños (2000) και Mavroudeas (2001), διότι στα πλαίσια των η ΝΠ δεν αποτυπώνεται πιστά (βλ. επίσης Mohun, 2000). Θεωρούμε, ωστόσο, ότι είναι ακριβώς τα ζητήματα που εκθέτουμε στα ακόλουθα, ό,τι ακριβώς παρεμποδίζει την κατανόηση και, άρα, την πιστή αποτύπωση της ΝΠ.

19

19

Page 20: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

amount of money which may represent more or less social labor than is embod-ied in the commodity itself and which determines its labor value (p. 44)’. Έτσι, στην πραγματικότητα, στα πλαίσια της ΝΠ οι εργασιακές αξίες τριών, και μόνον τριών, εμπορευμάτων (του καθαρού προϊόντος, της εργασιακής δύναμης και του υπερπροϊόντος) ορίζονται-εκφράζονται σε μονάδες κοινωνικής, αφηρημένης εργασίας, ενώ οι αξίες όλων των υπολοίπων, απλών ή σύνθετων, εμπορευμάτων ορίζονται-εκφράζονται σε μονάδες ενσωματωμένης εργασίας. Με άλλα λόγια, η ΝΠ (και χωρίς, μάλιστα, να εξηγεί το γιατί) ορίζει ένα και το αυτό μέγεθος, την αξία, σε διαφωνία (όταν πρόκειται για να προαναφερθέντα εμπορεύματα) και, ταυτοχρόνως, σε συμφωνία (όταν πρόκειται για οποιοδήποτε άλλο εμπόρευμα) με την παραδοσιακή αντίληψη. Αυτό το αντιφατικό γεγονός δεν μένει, βέβαια, χωρίς συνέπειες, διότι η ερώτηση: ‘με τι ισούται η αξία του υπερπροϊόντος;’ δέχεται, στα πλαίσια της ΝΠ, δύο αλληλοαποκλειόμενες απαντήσεις: (i) επειδή το υπερπροϊόν συντίθεται από ορισμένα κάθε φορά απλά εμπορεύματα, έπεται ότι η αξία του ισούται με το άθροισμα των ποσοτήτων της εργασίας που έχουν ενσωματωθεί στα εμπορεύματα αυτά, και, (ii) επειδή η συνολική κοινωνική αφηρημένη εργασία ισούται με και επειδή η αξία της συνολικής εργασιακής δύναμης ισούται

με , έπεται ότι η αξία του υπερπροϊόντος ισούται με .

Σε αυτό το σημείο εντοπίζεται, επομένως, μια εσωτερική, λογική ασυνέπεια της ΝΠ (για ένα παρεμφερές, κριτικό επιχείρημα, βλ. Sinha, 1997, p. 52).4.2. Ακόμα κι αν απαλλάξουμε τη ΝΠ από αυτήν την εσωτερική ασυνέπεια (θεμελιώνοντας τη σχέση αναλογίας μεταξύ αξιών-τιμών), εκκρεμεί ένα ζήτημα, στο οποίο αναφερθήκαμε κατά τη συγκρότηση της ΓΠ. Η εισαγωγή του μέτρου των αξιών και της μονάδας μέτρησης της κοινωνικής αφηρημένης εργασίας είναι μια περιττή και χωρίς νόημα πράξη, διότι η πράξη αυτή έχει ‘ήδη’ επιτελεστεί εντός της ίδιας της οικονομικής πραγματικότητας: η ανταλλαγή διαμεσολαβείται από το χρήμα και, επομένως, το χρήμα αποτελεί το μέτρο της αξίας, ενώ η μονάδα του χρήματος αποτελεί τη μονάδα μέτρησης της κοινωνικής, αφηρημένης εργασίας. Βέβαια, όπως ήδη είδαμε, οι εισηγητές της ΝΠ δικαιολογούν την εν λόγω επιλογή των ως εξής: ‘The advantage of in-terpreting the value of money as the ratio of aggregate labor time to aggregate money value added is that the value gained and lost by all the producers in ex-change will be zero. In other words, this interpretation of the value of money corresponds to the idea that value is created in production but conserved in ex-change’ (Foley, 1982, p. 41 – βλ. και Duménil, 1984, pp. 346-347, Mohun, 1994, pp. 402-403).

Ωστόσο, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι:

20

20

Page 21: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

(i). Η ‘αξία’ σε όρους ενσωματωμένης εργασίας είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό (όπως ήδη δείξαμε) από την αξία σε όρους κοινωνικής αφηρημένης εργασίας. Έτσι, η αξίωση ύπαρξης μιας οποιασδήποτε σύνδεσης

ανάμεσα σε αυτά μεγέθη (δηλαδή, όχι μόνον της , η οποία κατά τη

ΝΠ εκφράζει μια ‘αρχή διατήρησης’) δεν έχει κανένα οικονομικό νόημα και είναι, συνεπώς, παράλογη. (ii). Προκειμένου να εκφρασθεί η ‘idea that value is created in production but conserved in exchange’ δεν είναι διόλου αναγκαίο να εισαχθεί η ‘αρχή

διατήρησης’ , διότι κάθε ανταλλαγή είναι, πάντοτε, ανταλλαγή

ισοδυνάμων πραγμάτων, ήτοι ανταλλαγή ίσων αξιών (Marx), και, ως εκ τούτου, ποτέ δεν προκύπτουν ‘κέρδη’ και ‘ζημίες’ στα πλαίσια κάθε επιμέρους ανταλλαγής (τα οποία αλληλοαναιρούνται, δήθεν, όταν λαμβάνει κανείς υπόψη το σύνολο των πραγματοποιούμενων ανταλλαγών). Το να διατείνεται κανείς

ότι, όταν ανταλλάσσεται 1 μονάδα του εμπορεύματος με μονάδες

του εμπορεύματος , προκύπτει κέρδος και ζημία, επειδή ,

έχει την ίδια ακριβώς οικονομική σημασία με το να διατείνεται ότι προκύπτει κέρδος και ζημία, επειδή οι ποσότητες που ανταλλάσσονται δεν έχουν το ίδιο βάρος ή την ίδια μάζα. (iii). Τέλος, ακόμα κι αν αγνοήσουμε, προς στιγμήν, τα προηγούμενα ζητήματα, είναι εμφανές ότι, όταν η εργασία είναι ετερογενής, κάθε απόπειρα ανεύρεσης μίας ‘αρχής διατήρησης’ αποδεικνύεται κενή – όχι μόνον νοήματος, αλλά και – περιεχομένου. Πράγματι, σε αυτήν την περίπτωση οι ποσότητες ενσωματωμένης εργασίας προσδιορίζονται από το σύστημα

από το οποίο έπεται και , όπου είναι η μήτρα

των εισροών σε άμεση εργασία, το πλήθος των ετερογενών εργασιών, η μήτρα των ποσοτήτων ενσωματωμένης εργασίας, και το

διάνυσμα που συμβολίζει την ποσότητα της άμεσης εργασίας του συστήματος. Έτσι, η προσπάθεια ανεύρεσης μιας οποιασδήποτε, οικονομικά

αιτιολογημένης, σύνδεσης ανάμεσα στο μονόμετρο μέγεθος και το

διανυσματικό μέγεθος δεν έχει κανένα περιεχόμενο.27

Εν κατακλείδι, η ΝΠ (ή, για την ακρίβεια, η ΝΠ διορθωμένη με τη θεμελίωση της ύπαρξης αναλογίας μεταξύ αξιών-τιμών) ταυτίζει τη συνολική

27 Σημειώνεται ότι ο Foley (1997, p. 45) δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα αυτό ευθέως, αλλά τείνει να το μεταθέσει στο εμπειρικό επίπεδο, γράφοντας: ‘There are also issues of measurement of […] the liv-ing labor expended. In principle it is necessary to adjust total hours worked for the skill levels of work-ers. A variety of methods, some based on relative wage weights, and others on more direct measures of skill, have been proposed to make this adjustment […]. In the rest of this paper I will assume (contrary to reality) that some agreement has been made on these measurement issues.’.

21

21

Page 22: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

κοινωνική αφηρημένη εργασία με την ποσότητα . Εν συνεχεία, θεωρεί ότι

αυτή η ποσότητα, αφενός εμφανίζεται ως τιμή του καθαρού προϊόντος, ,

και αφετέρου ανακατανέμεται στα επιμέρους εμπορεύματα σύμφωνα με το λόγο της τιμής κάθε επιμέρους εμπορεύματος προς την τιμή του καθαρού

προϊόντος του συστήματος, ήτοι , ‘κανόνας’

ανακατανομής, ο οποίος, ενέχει, προφανώς, την ισχύ των σχέσεων

(‘αρχή διατήρησης’). Ακριβώς για αυτό, η ΝΠ δεν μπορεί

παρά να διατείνεται (πράγμα που είναι βέβαια εσφαλμένο) ότι όταν η τιμή του καθαρού προϊόντος δεν είναι θετική, ‘the idea of a ‘transformation problem’ becomes self-contradictory’ (Duménil, 1984, p. 347). Εάν, όμως, η εργασία είναι ετερογενής, τότε κάθε συλλογισμός που βασίζεται στην ύπαρξη μιας, οποιασδήποτε, ‘αρχής διατήρησης’ καταρρέει, πράγμα το οποίο αποδεικνύει, οριστικά και αμετάκλητα, ότι η ΝΠ θέτει εσφαλμένα το ζήτημα της κοινωνικής, αφηρημένης εργασίας.

5. Συμπερασματικές ΠαρατηρήσειςΣτα πλαίσια του παρόντος αναπτύχθηκε μία προσέγγιση του λεγόμενου ‘προβλήματος του μετασχηματισμού των εργασιακών αξιών σε τιμές’, την οποία ονομάσαμε, για λόγους που θα έγιναν κατανοητοί, ‘Γενική Προσέγγιση’. Βασίζεται στην έννοια της κοινωνικής, αφηρημένης εργασίας, και καταλήγει στα ακόλουθα δύο πορίσματα: (i). Οι ποσότητες εργασίας που έχουν ενσωματωθεί στα επιμέρους εμπορεύματα δεν θα πρέπει, σύμφωνα (και) με την ουσία της μαρξικής θεωρίας, να νοούνται (και, άρα, να ορίζονται) ως οι εργασιακές αξίες των.(ii). Οι εργασιακές αξίες των εμπορευμάτων προσδιορίζονται από και ισούνται με τις εκάστοτε ισχύουσες, στην αγορά, τιμές των. ΄Ετσι, η Γενική Προσέγγιση υπερβαίνει όλες τις κριτικές που έχουν αναπτυχθεί κατά της παραδοσιακής προσέγγισης του ‘προβλήματος του μετασχηματισμού’ και, ταυτοχρόνως, προτείνει μία ανασύσταση του πυρήνα του μαρξικής θεωρίας, η οποία είναι, κατά την άποψή μου, συνεκτική και γόνιμη.

Και η λεγόμενη ‘Νέα Προσέγγιση’ του ‘προβλήματος’, η οποία αναπτύχθηκε στη δεκαετία του 1980, βασίζεται στην έννοια της κοινωνικής, αφηρημένης εργασίας και εισάγει, έτσι, μια σύλληψη της εργασιακής αξίας, η οποία διαφορίζεται, εξολοκλήρου, από την παραδοσιακή. Σύμφωνα με αυτήν την πραγματικά νέα σύλληψη, οι εργασιακές αξίες της εργασιακής δύναμης και του υπερπροϊόντος προσδιορίζονται από τις αγοραίες τιμές των και, συγκεκριμένα, ισούνται με το γινόμενο της τιμής των με έναν συντελεστή, ο οποίος καλείται ‘value of money’ (το αντίστροφον της παραγωγικότητας της

22

22

Page 23: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

εργασίας) και εκφράζει τις μονάδες κοινωνικής αφηρημένης, εργασίας που παριστά μία μονάδα χρήματος. Αποδείχθηκε, ωστόσο, ότι η Νέα Προσέγγιση δεν μπορεί να γίνει καταρχήν δεκτή, διότι εμφανίζει μια σημαντική εσωτερική, λογική ασυνέπεια, ήτοι ορίζει-εκφράζει τις εργασιακές αξίες τριών, και μόνον τριών, εμπορευμάτων (του καθαρού προϊόντος, της εργασιακής δύναμης και του υπερπροϊόντος) σε μονάδες κοινωνικής, αφηρημένης εργασίας, και τις εργασιακές αξίες όλων των υπολοίπων εμπορευμάτων, απλών ή σύνθετων, σε μονάδες ενσωματωμένης εργασίας. Εάν την απαλλάξει κανείς από αυτήν την ασυνέπεια, τότε μετατρέπεται σε μία ειδική περίπτωση (από τις άπειρες δυνατές) της Γενικής Προσέγγισης, η οποία (i) δεν έχει οικονομικό νόημα (όπως κάθε άλλη ειδική περίπτωση της Γενικής Προσέγγισης), και (ii) δεν είναι σε θέση να πραγματευθεί την απολύτως ρεαλιστική περίπτωση ύπαρξης ετερογενούς εργασίας, πράγμα που δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι, στα πλαίσια της Νέας Προσέγγισης, η έννοια της κοινωνικής, αφηρημένης εργασίας δεν συγκροτήθηκε ορθά. Ως εκ τούτου, η Νέα Προσέγγιση πρέπει να αξιολογηθεί ως εσφαλμένη-ημιτελής αλλά και, ταυτοχρόνως, ενδιαφέρουσα προσπάθεια υπέρβασης της παραδοσιακής αντίληψης, η οποία, από τη μία πλευρά, επέδειξε αδικαιολόγητη προσήλωση στην ισχύ της ‘μαρξικής διπλής ισότητας’, και, από την άλλη, ακολουθώντας ορισμένες από τις πλέον καινοτόμες υποδείξεις του ίδιου του Marx, κινήθηκε προς την σωστή κατεύθυνση, δηλ. έστρεψε την προσοχή της (μας) στο κοινωνικό περιεχόμενο της εργασιακής θεωρίας της αξίας. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1: Η Γενική ΠροσέγγισηΈστω μια γραμμική, μη διασπώμενη και βιώσιμη τεχνική απλής παραγωγής,

, à la Sraffa. Η μήτρα συμβολίζει τη μήτρα των τεχνικών

συντελεστών και το διάνυσμα συμβολίζει το διάνυσμα των εισροών σε άμεση, ομοιογενή εργασία.

Για τις τιμές των εμπορευμάτων σε συνθήκες απλής (δηλ. μη καπιταλιστικής) εμπορευματικής παραγωγής ισχύει, εξορισμού, το εξής:

(1)

όπου είναι το διάνυσμα των τιμών και διάνυσμα, το στοιχείο του

οποίου συμβολίζει την τιμή του καθαρού προϊόντος της διαδικασίας ανά μονάδα παραγόμενου εμπορεύματος.

Εάν αναφερόμαστε σε μια εμπειρικά δεδομένη πραγματικότητα, και επομένως οι απόλυτες τιμές των εμπορευμάτων είναι εμπειρικά δεδομένες, τότε η ΓΠ εκφράζεται, καταρχάς, βάσει των ακολούθων σχέσεων:

23

23

Page 24: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

(1)

(2)

(3)

όπου η (2) αποτελεί την εξίσωση προσδιορισμού των σχετικών εργασιακών αξιών και η (3) την εξίσωση τυποποίησής (normalization) των. Το συμβολίζει μια θετική σταθερά, η οποία προσδιορίζεται ενδογενώς, και το συμβολίζει μια αυθαιρέτως επιλεγμένη θετική σταθερά, της οποίας η διάσταση είναι: [μονάδες κοινωνικής, αφηρημένης εργασίας/μονάδα του εμπορεύματος

]. Πολλαπλασιάζοντας την (2), από τα δεξιά, με το , και αντικαθιστώντας

στην (3), προκύπτει . Έτσι, το υποσύστημα (2)-(3) είναι το

υποσύστημα προσδιορισμού των απολύτων εργασιακών αξιών.Εάν, όμως, αναφερόμαστε στα πλαίσια μιας απεικόνισης της

οικονομικής πραγματικότητας, και επομένως οι απόλυτες τιμές των εμπορευμάτων δεν είναι δεδομένες, τότε η ΓΠ εκφράζεται, καταρχάς, βάσει των ακολούθων σχέσεων:

(1α)

(4)

(2)

(3)

όπου (1α) είναι το σύστημα προσδιορισμού των σχετικών τιμών των εμπορευμάτων, είναι εκείνο το , το οποίο έχει αναλυθεί, έπειτα από τη διερεύνηση της απεικονιζόμενης πραγματικότητας, στους προσδιοριστικούς του παράγοντες, και το παριστά το numéraire, δηλ. εκείνο το αυθαιρέτως επιλεγμένο ‘καλάθι’ εμπορευμάτων, του οποίου η τιμή τίθεται ίση με – το αδιάστατο μέγεθος – 1. Έτσι, το υποσύστημα (1α), (4) είναι το υποσύστημα προσδιορισμού των απολύτων τιμών των εμπορευμάτων, ενώ για το υποσύστημα (2), (3) ισχύει ό,τι ελέχθη στα προηγούμενα.

Όταν, για παράδειγμα, ο λόγος του ονομαστικού καθαρού προϊόντος κάθε διαδικασίας προς την ποσότητα της άμεσης εργασίας που εισέρχεται στη διαδικασία αυτή είναι ο ίδιος σε όλες τις διαδικασίες (πράγμα το οποίο δεν μπορεί να συμβαίνει παρά μόνον όταν τα εμπορεύματα εμφανίζονται, και συνεπώς ανταλλάσσονται, ως προϊόντα εργασίας), όταν δηλαδή ισχύει (5) όπου είναι θετικός πραγματικός αριθμός, τότε από τις (1α) και (4) προκύπτουν τα εξής:

(6)

24

24

Page 25: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

(7)

όπου είναι η μοναδιαία μήτρα και το διάνυσμα των ποσοτήτων ενσωματωμένης εργασίας, το οποίο προσδιορίζεται, ως γνωστόν, από τη σχέση

ήτοι . Έτσι, από τις (2), (3), (7), προκύπτει, τελικά, ότι:

(8)

Συνεπώς, οι τιμές (άρα, και οι εργασιακές αξίες) είναι οι ανάλογες των ποσοτήτων ενσωματωμένης εργασίας όταν και μόνον όταν τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται ως προϊόντα εργασίας (αποδεικνύεται εύκολα ότι οι σχέσεις (5) και (7) συνδέονται με διπλή συνεπαγωγή), ενώ για να ίσχυε , θα έπρεπε η τιμή του εμπορεύματος να είχε τεθεί ίση με την ποσότητα της ενσωματωμένης σε αυτό εργασίας και, συνεπώς, ως παραστατικό χρήμα (fiat money) να λειτουργούσε η ενσωματωμένη εργασία.

Ωστόσο, όπως έχουμε υποστηρίξει (στο κυρίως κείμενο), η εισαγωγή της (3) είναι, σε κάθε περίπτωση, μια περιττή και χωρίς νόημα πράξη, πράγμα το οποίο συνεπάγεται ότι το είναι αδιάστατο και ίσο με 1 μέγεθος. Ως εκ τούτου, η ΓΠ εκφράζεται, τελικά, με τις σχέσεις {(1), (2), } ή με τις {(1α), (4), (2), }, αντιστοίχως.

Όπως ακριβώς ‘η ουσία του ανθρώπου [εάν κάνουμε την παραδοχή ότι έχει κάποιο νόημα να μιλήσουμε για αυτήν – Θ. Μ.] δεν είναι μια αφαίρεση που ενυπάρχει στο κάθε ξεχωριστό-απομονωμένο άτομο [αλλά είναι], στην πραγματικότητά της, το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων’ (Μαρξ, 1976, σελ. 88, Θέση 6η), έτσι και η κοινωνική, αφηρημένη εργασία δεν είναι μια αφαίρεση που ενυπάρχει στο κάθε ξεχωριστό-μεμονωμένο εμπόρευμα ή, με άλλα λόγια, δεν είναι ο ‘τρίτος όρος της σύγκρισης’ (‘tertium comparationis’), δηλ. η ενσωματωμένη στα ανταλλασσόμενα εμπορεύματα εργασία.28 Είναι, αντιθέτως, η ουσία του διά της ανταλλαγής εκφραζόμενου δεσμού που – όπως πολύ εύστοχα γράφει ο Ilienkov (1983), στα πλαίσια μίας διαφορετικής, πιο γενικής, συνάφειας – ‘συνενώνει τα διάφορα άτομα [εφεξής, αντί για ‘άτομα’, διάβαζε, κατά πρώτον, ‘τα εμπορεύματα ως προϊόντα ιδιωτικών, συγκεκριμένων εργασιών’ και, κατά δεύτερον, τους ‘επιμέρους παραγωγούς’ –

28 Καίτοι αυτή η άποψη διατυπώνεται, αρκετές φορές, και από τον ίδιο τον Marx: ‘[Ό]ταν λέω πως ένα κουώρτερ στάρι ανταλλάσσεται σε μία ορισμένη αναλογία με σίδερο, ή πώς η αξία ενός κουώρτερ στάρι εκφράζεται σε ένα ορισμένο ποσό από σίδερο, λέω πως η αξία του σταριού και το ισοδύναμό της σε σίδερο είναι ίσα με κάποιο τρίτο πράγμα, που δεν είναι ούτε στάρι, ούτε σίδερο, γιατί υποθέτω πως εφράζουν το ίδιο μέγεθος, με δύο διαφορετικές μορφές. Και τα δύο, το στάρι και το σίδερο, πρέπει, κατά συνέπεια, να μπορούν να αναχθούν, ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, σ’ αυτό το τρίτο, που είναι το κοινό τους μέτρο. [...] Επειδή οι ανταλλαχτικές αξίες των εμπορευμάτων είναι μόνο κοινωνικές λειτουργίες αυτών των πραγμάτων και δεν έχουν καμία ολότελα σχέση με τις φυσικές τους ιδιότητες, πρέπει πρώτα να ρωτήσουμε: Ποια είναι η κοινή κοινωνική ουσία σε όλα τα εμπορεύματα; Είναι η εργασία.’ (Μαρξ, 1981, σσ. 51-52).

25

25

Page 26: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

Θ. Μ.] σε κάποιο ‘ένα’, μια κοινή πολλαπλότητα [...]. [Η ουσία αυτή – Θ. Μ.] δεν υποτίθεται και δεν εκφράζεται στο αφηρημένο κοινό χαρακτηριστικό, ή σε κάποιο προσδιορισμό που προσιδιάζει εξίσου και στο ένα και στο άλλο. Μάλλον μια τέτοια ενότητα (ή κοινότητα) δημιουργείται με το χαρακτηριστικό που διαθέτει το ένα άτομο, ενώ δεν διαθέτει το άλλο […]. Το γενικό δεν είναι διόλου η πολλαπλά επαναλαμβανόμενη ομοιότητα στο κάθε ξεχωριστό αντικείμενο, που αντιπροσωπεύεται με τη μορφή γενικού χαρακτηριστικού και προσδιορίζεται με κάποιο σημείο. Το καθολικό είναι πάνω απ’ όλα κανονική σχέση δύο (ή περισσότερων) ιδιαίτερων ατόμων, που τα μετατρέπει σε στιγμές μιας και της αυτής πραγματικής ενότητας. Και είναι πολύ πιο λογικό να φανταστούμε αυτή την ενότητα σα σύνολο διαφόρων, χωριστών στιγμών, παρά με τη μορφή ενός ακαθόριστου συνόλου μονάδων αδιάφορων μεταξύ τους. Το γενικό λειτουργεί εδώ σα νόμος ή αρχή σύνδεσης αυτών των λεπτομερειών στη διαμόρφωση ενός όλου, ή ολότητας, όπως προτιμούσε να την ονομάζει ο Μαρξ, ακολουθώντας τον Χέγκελ (ibid., σσ. 256-257). Το γενικό (το συγκεκριμένο καθολικό) αντιτίθεται στην αισθητά δοσμένη ποικιλία των ιδιαίτερων ατόμων, πριν απ’ όλα όχι σαν διανοητική αφαίρεση, αλλά με την ιδιότητα της δικής τους ουσίας, σα συγκεκριμένη μορφή της αλληλεπίδρασής τους (ibid., σελ. 264)’.29

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2: Η Παραδοσιακή ΠροσέγγισηΠ2.1. Οι Σχέσεις Τιμών-Ποσοτήτων Ενσωματωμένης ΕργασίαςΓια τις τιμές των εμπορευμάτων στα πλαίσια ενός κεφαλαιοκρατικού συστήματος απλής παραγωγής και ομοιογενούς εργασίας ισχύει το εξής:

(1)

όπου το παριστά, τώρα, το διάνυσμα του ονομαστικού υπερπροϊόντος (των κερδών) ανά μονάδα παραγόμενου εμπορεύματος. Εάν υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι οι μισθοί καταβάλλονται εξολοκλήρου στo τέλος της ενιαίας περιόδου παραγωγής, τότε η (1) γράφεται

(1α)

όπου είναι η διαγώνια μήτρα των ποσοστών κέρδους των επιμέρους

διαδικασιών παραγωγής (ή, αλλιώς, των τομεακών ποσοστών κέρδους,

).

Από την (1α) είναι πράγματι δυνατόν να εξαχθούν (όπως εύκολα

29 Σημειώνεται ότι, στο εν λόγω εξαιρετικό βιβλίο του, με τίτλο Διαλεκτική Λογική, ο σοβιετικός φιλόσοφος Evald Vasilievich Ilienkov (1924-1979) δεν κατορθώνει τελικά να υπερβεί την παραδοσιακή αντίληψη της αξίας (βλ. ibid., σσ. 203, 248, 265-266), καίτοι θέτει, σε πολλά σημεία, τους γενικούς όρους αυτής της υπέρβασης (βλ. ibid., σσ. 183-186, 200-206, 242-244, 260-262, 265, 267).

26

26

Page 27: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

διαπιστώνεται) ορισμένες σχέσεις ανάμεσα στα διανύσματα των τιμών και των ποσοτήτων ενσωματωμένης εργασίας (αναλυτικά, βλ. Pasinetti, 1991, κεφ. 5, Παράρτημα, Parys, 1982, Reati, 1986), ήτοι

(2)

(2)

(3)

όπου ,

είναι ο λεγόμενος ‘τελεστής μετασχηματισμού’ των ποσοτήτων

ενσωματωμένης εργασίας σε τιμές, τυχόντα ‘καλάθια’ εμπορευμάτων,

και τα κέρδη ανά μονάδα άμεσης εργασίας στον

‘καθέτως ολοκληρωμένο’ τομέα παραγωγής του ‘καλαθιού’ . Έτσι, η (2)

δηλώνει την ύπαρξη μίας καλά ορισμένης σχέσης ανάμεσα στις τιμές και τις ποσότητες ενσωματωμένης εργασίας, ενώ η (3) δηλώνει την απόκλιση των σχετικών τιμών από τις σχετικές ποσότητες ενσωματωμένης εργασίας.

Ωστόσο, αυτές οι σχέσεις δεν θα πρέπει να υπερτιμώνται. Συγκεκριμένα, και σε αντίθεση με ό,τι έχει υποστηριχθεί ορισμένες φορές, η (2) δεν ορίζει έναν ‘μετασχηματισμό’ του σε , διότι στον υπεισέρχεται, διαμέσου του , το ή, με άλλα λόγια, δηλώνει ότι το σύστημα των τιμών είναι γραμμικά ομοιογενές ως προς την τιμή του εμπορεύματος εργασιακή δύναμη, . Άρα, η (2) εκφράζει, στην πραγματικότητα, μια διαδικασία αναγωγής των τιμών στην τιμή της εργασιακής δύναμης, για εξωγενώς δεδομένη κατανομή του εισοδήματος.30 Επίσης, η (2) δεν εκφράζει κάποια σύνθεση του από το (έστω διαμέσου του ), η οποία έχει κάποιο οικονομικό νόημα. Διότι, όπως μπορεί να αποδειχτεί αναλυτικά (βλ. κυρίως Steedman, 1977, 1991, 2008), στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, ούτε υπάρχουν οικονομικά υποκείμενα, τα οποία εκλαμβάνουν οποιονδήποτε βασισμένο στο διάνυσμα υπολογισμό ως έγκυρο όρο της δράσης των ούτε από τον – εκ των υστέρων – προσδιορισμό των αποτελεσμάτων της δράσης των οικονομικών υποκειμένων δικαιούμεθα να αποφανθούμε ότι είναι ως εάν τα εν λόγω υποκείμενα να είχαν βασισθεί σε παρόμοιους υπολογισμούς. Τέλος, η (3) προσδιορίζει μεν τη σχέση διάταξης ανάμεσα στις σχετικές τιμές και τις σχετικές ποσότητες ενσωματωμένης εργασίας, αλλά η εν λόγω σχέση

30 Αφού, λοιπόν, οι τιμές προσδιορίζονται διά του εαυτού των (και των τεχνικών συνθηκών παραγωγής), έπεται ότι το εγχείρημα αναζήτησης μίας σταθεράς, η οποία καθιστά τις τιμές διαστατικά ομοιογενείς με τις ενσωματωμένες ποσότητες εργασίας, είναι καταδικασμένο σε αποτυχία (‘φαύλος κύκλος’ ο οποίος δεν ήταν άγνωστος ούτε στον Ρικάρντο, 1938, κεφ. 1, Μέρη 4-6, ούτε στον Μαρξ, 1981, κεφ. 5). Για την περαιτέρω ανάπτυξη αυτού του σημείου κριτικής στην παραδοσιακή προσέγγιση, βλ. το Δοκίμιο 8 του παρόντος.

27

27

Page 28: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

μεταβάλλεται, όπως είναι γνωστό, με την κατανομή του εισοδήματος, και, μάλιστα, κατά τρόπο, ο οποίος δεν είναι a priori γνωστός (βλ. σχετικά, Sraffa, 1960, chs 3 and 6, Schefold, 1976, Mariolis, 2004a, Bidard and Ehrbar, 2007, Mariolis and Tsoulfidis, 2009).

Περαιτέρω, δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται ότι στα πλαίσια γενικότερων υποδειγμάτων εμφανίζονται ορισμένες σοβαρές περιπλοκές για την παραδοσιακή προσέγγιση. Ειδικότερα, εμφανίζονται ‘περιπλοκές’ όταν (i) η τεχνική είναι διασπώμενη (οπότε παράγονται και μη βασικά εμπορεύματα) ή (ii) υφίστανται διαδικασίες συμπαραγωγής (joint production) ή, τέλος, (iii) η εργασία είναι ετερογενής. Στην κατά σειρά πρώτη περίπτωση δύναται να αντιστοιχούν τιμές παραγωγής, οι οποίες δεν είναι οικονομικά σημαντικές (Sraffa 1960, Appendix B, και Δοκίμιο 3 του παρόντος), γεγονός που οδηγεί, προφανώς, την παραδοσιακή αντίληψη περί ‘μετασχηματισμού’ σε αδιέξοδο (αναλυτικά, βλ. Μαριόλης, 1998). Στην δεύτερη περίπτωση (ορισμένα χαρακτηριστικά της οποίας παρουσιάζονται στο Δοκίμιο 2, Ενότητα 4, του παρόντος), οι πράγματι χρησιμοποιούμενες διαδικασίες παραγωγής και οι τιμές παραγωγής των εμπορευμάτων προσδιορίζονται ‘ταυτόχρονα’ μέσω της ‘αλληλεπίδρασης προσφοράς-ζήτησης’ (βλ. Mainwaring, 1975, D’Autume, 1988, Kurz and Salvadori, 1995, ch. 8, Bidard, 1997). Έτσι, δεν δύναται να μιλήσει κανείς περί ποσοτήτων ενσωματωμένης εργασίας (δηλ. για τις αξίες των εμπορευμάτων, όπως αυτές ορίζονται σε συμφωνία με την παραδοσιακή αντίληψη) προτού λάβει υπόψη την εν λόγω ‘αλληλεπίδραση’ (βλ. και Μαριόλης, 1998, σσ. 66-68). Επιπλέον, οι ποσότητες ενσωματωμένης εργασίας είναι θετικά, αλλά μη μονοσήμαντα προσδιορισμένα (δηλαδή, άγνωστα) μεγέθη (βλ. Sraffa, 1960, § 66, Fujimori, 1982, ch. 3, και Duménil and Lévy, 1987 – βλ. και το Δοκίμιο 9, Ενότητα 3, του παρόντος). Τέλος, σε μία τιμή του ωρομισθίου είναι δυνατόν να αντιστοιχούν περισσότερα του ενός, οικονομικά σημαντικά, διανύσματα τιμών παραγωγής (βλ. Steedman, 1992, Mariolis, 2004b). Οι επιπτώσεις αυτής της περίπτωσης στην παραδοσιακή αντίληψη περί ‘μετασχηματισμού’ είναι, επομένως, εμφανείς. Στην τρίτη περίπτωση οι ποσότητες ενσωματωμένης εργασίας είναι, προφανώς, ετερογενή μεγέθη, πράγμα το οποίο δημιουργεί στην παραδοσιακή αντίληψη περί αξίας και υπεραξίας ανυπέρβλητες δυσκολίες (βλ. κυρίως Steedman, 1980, 1985, 1990, και, περαιτέρω, Mariolis, 2003, 2006). Υπάρχει, τέλος, μια περίπτωση που, ενώ παρουσιάζεται ως περίπτωση απλής παραγωγής, στην πραγματικότητα ενσωματώνει τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της συμπαραγωγής (και της ετερογενούς εργασίας): το απλό ‘ρικαρδιανό’ υπόδειγμα εξωτερικού εμπορίου (βλ. π.χ. Krugman and Obstfeld, 1994, ch. 2, Ruffin 1988, καθώς και το Δοκίμιο 11 του παρόντος) ή, ισοδύναμα, το κατά Simpson (1975, ch. 14) ‘Clas-

28

28

Page 29: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

sical System with choice of technology’, το οποίο περιγράφει μια κλειστή οικονομία (για την πραγμάτευσή της βάσει της ΓΠ, βλ. Μαριόλης, 1998, σσ. 74-77). Επίσης, στα πλαίσια ανοικτών οικονομιών οι ποσότητες ενσωματωμένης εργασίας δεν δύνανται, στη γενική περίπτωση, να προσδιορισθούν, αλλά ακόμα και όταν αυτό είναι δυνατόν, τότε προσδιορίζονται (και) μέσω των διεθνών τιμών αγοράς (Steedman and Met-calfe, 1981, Steedman, 2008 – βλ. και το Δοκίμιο 9, Ενότητα 3, του παρόντος)

Βέβαια, όπως θα έχει γίνει κατανοητό, καμία από αυτές τις περιπτώσεις δεν συνιστά πρόβλημα για την ΓΠ. Μόνον η περίπτωση της ετερογενούς εργασίας δημιουργεί πρόβλημα στη ΝΠ (βλ. την Ενότητα 4 του κυρίως κειμένου του παρόντος), ενώ τόσο η ΓΠ όσο και η ΝΠ δεν προαπαιτούν την ύπαρξη ενιαίου ποσοστού κέρδους και, άρα, τιμών παραγωγής (για τη ΝΠ, βλ. Duménil, 1984 – μάλλον αντίθετη, ωστόσο, είναι η άποψη που εκφράζει ο Steedman, 1992, 1993, η οποία και προκάλεσε μία συζήτηση με τον Mohun, 1993a, b).

Π2.2. Συνολικά Κέρδη και Συνολική ‘Υπεραξία’Τώρα, θα εξετάσουμε, εν συντομία, τη σχέση ανάμεσα στα συνολικά κέρδη του συστήματος και στην ποσότητα της εργασίας που ενσωματώνεται στο υπερπροϊόν του (δηλ. στην υπεραξία, όπως αυτή ορίζεται σύμφωνα με την παραδοσιακή αντίληψη). Εάν είναι το διάνυσμα του πραγματικού ωρομισθίου και εάν υποτεθεί ότι η αποταμίευση από μισθούς είναι μηδενική,

όποτε μπορούμε να γράψουμε , τότε από την (1) λαμβάνουμε

Πολλαπλασιάζοντας, από τα δεξιά, και τα δύο μέλη της τελευταίας σχέσης με τους συνολικούς πραγματικούς μισθούς, , όπου , προκύπτει

(4)

η οποία δηλώνει μία σχέση ανάμεσα στο και την ποσότητα της εργασίας

που ενσωματώνεται στο υπερπροϊόν του συστήματος, . Ειδικότερα,

από την (4) συνάγεται ότι (i) εάν , τότε η παραδοσιακά οριζόμενη

υπεραξία είναι θετική, ήτοι ή, ισοδύναμα, , (ii) η

θετικότητα της παραδοσιακά οριζόμενης υπεραξίας δεν διασφαλίζει ότι και, συνεπώς, δεν διασφαλίζει ότι τα συνολικά κέρδη, , είναι θετικά, (iii) εάν οι τιμές είναι ανάλογες των ενσωματωμένων ποσοτήτων εργασίας, ήτοι

, τότε , και, επομένως, η θετικότητα της παραδοσιακά

οριζόμενης υπεραξίας είναι αναγκαία και ικανή συνθήκη της (βλ. και Μαρξ, 1978, τ. 1, κεφ. 6), (iv) η θετικότητα της παραδοσιακά οριζόμενης υπεραξίας είναι αναγκαία και ικανή συνθήκη για την ύπαρξη θετικών κερδών

29

29

Page 30: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

στον ‘καθέτως ολοκληρωμένο’ τομέα παραγωγής (Pasinetti, 1973) των πραγματικών μισθών του συστήματος (και μόνον σε αυτόν), ήτοι για τη

θετικότητα του μεγέθους , και (v) η συνύπαρξη θετικών (μη

θετικών) συνολικών κερδών και μη θετικής (θετικής) υπεραξίας, παραδοσιακά οριζόμενης, είναι απολύτως δυνατή (για μία αναλυτική μελέτη και γενίκευση αυτών των συμπερασμάτων, βλ. Mariolis, 2003, 2006). Έπεται, λοιπόν, ότι ένα από τα δύο συμβαίνει: είτε η θετικότητα της παραδοσιακά οριζόμενης υπεραξίας (ή, αλλιώς, της παραδοσιακά οριζόμενης ‘εκμετάλλευσης των εργαζομένων’) δεν αποτελεί τη μοναδική ‘πηγή’ των θετικών συνολικών κερδών ή η παραδοσιακά οριζόμενη υπεραξία δεν αποτελεί επαρκές μέτρο της κεφαλαιοκρατικής εκμετάλλευσης των εργαζομένων.

Π2.3. Η ‘Λύση’ του MarxΤέλος, θα εκθέσουμε, συνοπτικά, τη ‘λύση’ στο πρόβλημα του μετασχηματισμού που έδωσε ο Marx, στον 3ο τόμο του Κεφαλαίου (βλ. Μαρξ, 1978, τ. 3, κεφ. 9). Ο Marx προσδιορίζει τις τιμές παραγωγής, εξωγενώς δεδομένων των τεχνικών συνθηκών παραγωγής, του πραγματικού ωρομισθίου και του ακαθάριστου προϊόντος, βάσει της σχέσης

(5)

όπου η ‘επαυξημένη’ (κατά τους πραγματικούς μισθούς ανά μονάδα παραγόμενου εμπορεύματος) μήτρα των τεχνικών συντελεστών, και

το ποσοστό κέρδους του συστήματος, εκφρασμένο σε

όρους ενσωματωμένης εργασίας. Πολλαπλασιάζοντας την (5), από τα δεξιά, με προκύπτει

(6)

και, λαμβάνοντας υπόψη τη σχέση ορισμού του ,

(Μ.Ι.1)

ήτοι η τιμή του ακαθάριστου προϊόντος ισούται με την ενσωματωμένη σε αυτό ποσότητα εργασίας, σχέση γνωστή και ως ‘πρώτη μαρξική ισότητα’. Περαιτέρω, εισαγάγοντας την (Μ.Ι.1) στην (6), και αναδιατάσσοντας, λαμβάνουμε

(Μ.Ι. 2)

ήτοι τα συνολικά κέρδη του συστήματος ισούνται με την ενσωματωμένη στο υπερπροϊόν του ποσότητα εργασίας, σχέση γνωστή και ως ‘δεύτερη μαρξική ισότητα’.

Βεβαίως, επειδή, στα πλαίσια της (5) (βλ. το δεξιό μέλος της), το κόστος και το κέρδος κάθε διαδικασίας παραγωγής εκφράζονται σε όρους

30

30

Page 31: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

ενσωματωμένων ποσοτήτων εργασίας (και όχι τιμών παραγωγής), έπεται ότι η μαρξική ‘λύση’ είναι εσφαλμένη (αντιφατική) και, συνεπώς, οι δύο ‘μαρξικές ισότητες’ δεν ευσταθούν (για μία αναλυτική διερεύνηση, βλ. Parys, 1986). Καίτοι ο Marx είχε επίγνωση του λογικού σφάλματος που ενέχεται στην (5) (βλ. Μαρξ, 1978, σσ. 207-208, 257-258 και 261), δεν φαίνεται να επέμεινε στις επιπτώσεις-συνεπαγωγές του, και, έτσι, συνέχισε να θεωρεί δεδομένη την ισχύ της ‘διπλής ισότητας’, πράγμα που δεν είχε αμελητέες συνέπειες στο σύνολο της μαρξι(στι)κής θεωρίας (και στην περαιτέρω ανάπτυξή της). Το σφάλμα του Marx διορθώθηκε από τον Mühlpfordt (1893, 1895) και, ανεξάρτητα, από τους Dmitriev ([1904] 1974) και von Bortkiewicz (1906-7, 1907), αλλά αυτές οι συμβολές δεν έγιναν πλήρως αντιληπτές από την πλευρά των μαρξιστών, οι οποίοι συνέχισαν να θεωρούν δεδομένη την ισχύ ‘διπλής ισότητας’.31 Καίτοι όχι ανάξιες λόγου, από αλγεβρική σκοπιά, οι αργότερα αναπτυχθείσες προσπάθειες αναγωγής της μαρξικής ‘λύσης’ σε μία πρώτη υπολογιστική προσέγγιση των ορθά προσδιοριζομένων τιμών παραγωγής (βλ. Bródy, 1970, Okishio, 1972, Morishima, 1974) είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενες από λογικο-οικονομική άποψη και δεν δύνανται να αποκαταστήσουν την ισχύ της ‘διπλής ισότητας’. Συγκεκριμένα, ας θεωρήσουμε το ορθά-συνεκτικά διατυπωμένο

σύστημα προσδιορισμού των τιμών παραγωγής, ήτοι , και την

ακόλουθη επαναληπτική διαδικασία επίλυσης αυτού:

, (7)

όπου και

(8)

Προφανώς, στο πρώτο ‘βήμα’ της διαδικασίας (7) αντιστοιχεί ένα διάνυσμα

τιμών που συμπίπτει με το μαρξικό, δεδομένου ότι και,

άρα, (βλ. σχέση (5)). Επίσης, από τις (7) και (8) έπεται ότι

από την οποία λαμβάνουμε (πολλαπλασιάζοντας, από τα δεξιά, με )

ήτοι την (Μ.Ι.1). Τέλος, δύναται να αποδειχθεί ότι, όταν η μήτρα είναι ‘πρωτόγονη’ (‘primitive’),

(9)

όπου είναι η Perron-Frobenius ιδιοτιμή της μήτρας και το αντίστοιχο

31 Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι Dmitriev και Bortkiewicz γνώριζαν τη συμβολή του Mühlpfordt, την οποία, ας σημειωθεί, κατακεραύνωσαν (όπως μας πληροφορεί, με μία υποσημείωσή του, ο ίδιος (βλ. Mühlpfordt, 1895)) ειδήμονες του Die Neue Zeit, δηλ. του περιοδικού του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας. Ο Bortkiewicz γνώριζε, ωστόσο, αυτήν του Dmitriev, στην οποία και αναφέρεται επαινετικά.

31

31

Page 32: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

αριστερό ιδιοδιάνυσμα, ήτοι η διαδικασία (7) συγκλίνει πάντοτε στη λύση του ορθά-συνεκτικά διατυπωμένου συστήματος προσδιορισμού των τιμών παραγωγής.32 Το ζήτημα είναι, όμως, ότι η διαδικασία (7) (i) δεν συνιστά παρά τη λεγόμενη ‘μέθοδο των δυνάμεων’ (‘power method’), η οποία χρησιμοποιείται για τον προσεγγιστικό-αριθμητικό υπολογισμό των

χαρακτηριστικών μεγεθών μήτρας, και της οποίας η σύγκλιση στο

δεν έχει ως αναγκαία συνθήκη την ισχύ της (8) (ή, αλλιώς, υπάρχουν άπειρα

(και ), για τα οποία η (9) ισχύει),33 (ii) δεν συνιστά τη μοναδική

επαναληπτική μέθοδο υπολογισμού των χαρακτηριστικών μεγεθών μίας μήτρας (εν προκειμένω της – βλ. π.χ. Stoer and Bulirsch, 1980, ch. 6), (iii)

δεν έχει κανένα συγκεκριμένο οικονομικό νόημα ή περιεχόμενο, (iv) είναι προβληματική στην περίπτωση των διασπώμενων συστημάτων (υπό την έννοια ότι σε αυτά αντιστοιχούν μη οικονομικά σημαντικές τιμές παραγωγής), και (v) αστοχεί στην περίπτωση της συμπαραγωγής (βλ. Simonovits, 1978, και Μαριόλης, 1998, σσ. 60-62).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3: Η ‘Νέα Προσέγγιση’Από τις ακόλουθες σχέσεις ορισμού

(1)

(2)

και δεδομένου ότι η υπεραξία, , ισούται, εξορισμού, με , έπεται ότι

(3)

Συνεπώς, για τα συνολικά κέρδη του συστήματος ισχύει

ή, πολλαπλασιάζοντας με ,

ή

(4)

Άρα, εάν η (1) αναγραφεί ως

32 Υπενθυμίζεται ότι μία μη αρνητική μήτρα καλείται πρωτόγονη (έννοια εισαχθείσα από τον Frobe-nius το 1912) όταν είναι μη διασπώμενη και έχει μόνον μία ιδιοτιμή μεγίστου μέτρου. Αποδεικνύεται ότι μία μη αρνητική μήτρα είναι πρωτόγονη εάν και μόνον εάν υπάρχει , τέτοιο ώστε

, και ότι εάν μία μη αρνητική και μη διασπώμενη μήτρα έχει όλα τα επί της κυρίας

διαγωνίου της στοιχεία θετικά, τότε (βλ. π.χ. Horn and Johnson, 1990, pp. 516-518).33 Σημειώνεται ότι η ‘μέθοδος των δυνάμεων’ εισήχθη από τον Richard von Mises το 1929 (βλ. π.χ. Meyer, 2000, p. 533). Ωστόσο, είναι δυνατόν να υποστηριχθεί (βάσει της ανάλυσης των Egidi and Gilibert, 1984, pp. 47-52) ότι ενέχεται, σε ορισμένο, τουλάχιστον, βαθμό, στην κατασκευή του ‘Προτύπου συστήματος’ του Georg von Charasoff (1910, pp. 120-122) (για αυτό το σύστημα, βλ. και Δοκίμιο 2, Ενότητα 4, του παρόντος).

32

32

Page 33: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

(1α)

τότε δύναται να λεχθεί ότι οι (1α) και (4) εκφράζουν την ισχύ μιας παραλλαγμένης (ως προς το καθαρό προϊόν) ‘μαρξικής διπλής ισότητας’.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 4: Ψευδο-κριτική της Νέας ΠροσέγγισηςΑς υποθέσουμε ότι οι εισηγητές της ΝΠ αξιώνουν την ισχύ της συνθήκης

, με (1)

όπου είναι το διάνυσμα του πραγματικού ωρομισθίου.Εάν είχαν έτσι τα πράγματα, τότε η ΝΠ θα ήταν ορθή μόνον κατ’

εξαίρεση, διότι η σχέση (1) ικανοποιείται όταν και μόνον όταν ισχύει ένα, τουλάχιστον, από τα ακόλουθα: (i). Το είναι αριστερό ιδιοδιάνυσμα της .Απόδειξη: Σε αυτήν την περίπτωση, έχουμε

όπου η Perron-Frobenius ιδιοτιμή της , και

(2)

ή

(2α)

όπου είναι το ενιαίο ποσοστό κέρδους.34 Άρα, τα και είναι γραμμικώς εξαρτημένα, και πολλαπλασιάζοντας τη (2α), από τα δεξιά, με προκύπτει

(3)

Έτσι, πολλαπλασιάζοντας τη (2α), από τα δεξιά, με , και ανακαλώντας την (3), έπεται η (1).Παρατήρηση: Πολλαπλασιάζοντας την (2), από τα δεξιά, με , και ανακαλώντας την (3), προκύπτει

Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι όταν το είναι αριστερό ιδιοδιάνυσμα της , ο λόγος της τιμής των μέσων παραγωγής προς την τιμή της εργασιακής δύναμης, δηλ. το μέγεθος

το οποίο είναι γνωστό και ως ‘τιμιακή σύνθεση του κεφαλαίου’ (Marx), είναι το ίδιο σε όλους τους τομείς του συστήματος (ισχύει και το αντίστροφο, το

34 Υπενθυμίζεται το ακόλουθο βασικό θεώρημα: εάν { } είναι μία ιδιοτιμή και το συνδεδεμένο με

αυτήν ιδιοδιάνυσμα μήτρας , και είναι μία πολυωνυμική συνάρτηση της , τότε {

} είναι η ιδιοτιμή και το συνδεδεμένο με αυτήν ιδιοδιάνυσμα, αντιστοίχως, της μήτρας

(βλ. π.χ. Barnett, 1990, p. 138).

33

33

Page 34: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

οποίο εύκολα αποδεικνύεται).35

(ii). Τα είναι είτε γραμμικώς εξαρτημένα ή συνδέονται μεταξύ των όπως ακριβώς συνδέεται το πρότυπο εμπόρευμα του Sraffa (1960, ch. 4) με τα

πρότυπα εμπορεύματα του Miyao (1977), ήτοι , όπου το

παριστά ‘καλάθι’ εμπορευμάτων, για την παραγωγή του οποίου, καθώς επίσης και για την παραγωγή των άμεσων και έμμεσων μέσων παραγωγής του,

απαιτείται μηδενική ποσότητα εργασίας, ήτοι (και, ως

γνωστόν, ένα τέτοιο ‘καλάθι’ δεν υπάρχει πάντοτε – βλ. και Δοκίμια 6, υποσ. 15, και 8 του παρόντος).Απόδειξη: Εφόσον , , και

έπεται ότι και . Συνεπώς,

(iii). Όταν είτε ή .Απόδειξη: Όταν , τότε , άρα η (1) ισχύει. Όταν , τότε τα

είναι γραμμικώς εξαρτημένα, διότι , και, επομένως, η (1) ισχύει.

(iv). Μόνον κατά σύμπτωση, δηλαδή για κάποια (-ες), ίσως, τιμή (-ές) των .Τέλος, ας θεωρήσουμε τον καθέτως ολοκληρωμένο τομέα παραγωγής

των πραγματικών μισθών του συστήματος, δηλ. το ‘υποσύστημα’ του δεδομένου συστήματος παραγωγής, το οποίο παράγει ως καθαρό προϊόν το

, , και, άρα, ως ακαθάριστο προϊόν το . Τότε,

στα πλαίσια αυτού του υποσυστήματος, το μερίδιο των μισθών είναι

και, άρα, η (1) ισχύει πάντοτε (και, μάλιστα, ανεξάρτητα από το εάν οι τιμές

είναι ή δεν είναι τιμές παραγωγής). Επίσης, για το ποσοστό κέρδους, , αυτού

του ‘υποσυστήματος’ έχουμε

ή

ή, διαιρώντας αριθμητή και παρονομαστή με το ,

(4)

όπου είναι το – σύμφωνα με την παραδοσιακή αντίληψη –

35 Αυτή η τετριμμένη περίπτωση ύπαρξης αναλογίας μεταξύ τιμών παραγωγής και ενσωματωμένων ποσοτήτων εργασίας, δηλ. η περίπτωση της ‘διατομεακά ενιαίας σύνθεσης κεφαλαίου’, ήταν γνωστή τόσο στον Marx όσο και στον Ricardo.

34

34

Page 35: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

‘ποσοστό υπεραξίας ή εκμετάλλευσης των εργαζομένων’ (Marx),

η μήτρα των καθέτως ολοκληρωμένων τεχνικών συντελεστών,

και η τιμιακή ‘σύνθεση του κεφαλαίου’ (Marx) του εν

λόγω υποσυστήματος.Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι:

(i). Η σχέση (1) ισχύει πάντοτε στα πλαίσια του καθέτως ολοκληρωμένου τομέα παραγωγής των πραγματικών μισθών του συστήματος (αλλά όχι και στα πλαίσια του συστήματος).(ii). Άρα, στα πλαίσια του εν λόγω τομέα ισχύει πάντοτε η ‘μαρξική διπλή ισότητα’ (ως προς το καθαρό προϊόν).(iii). Η σχέση (4) προσομοιάζει στον τύπο του ποσοστού κέρδους που χρησιμοποίησε ο Marx στην προσπάθειά του να επιλύσει το ‘πρόβλημα του μετασχηματισμού’ (βλ. Παράρτημα 2 του παρόντος), διότι ο τελευταίος δύναται να γραφεί ως

ή, διαιρώντας αριθμητή και παρονομαστή με το ,

όπου είναι η αξιακή σύνθεση του κεφαλαίου του

συστήματος. (iv). Η θετικότητα του είναι αναγκαία και ικανή συνθήκη για τη θετικότητα του ποσοστού κέρδους αυτού του τομέα (συμπέρασμα στο οποίο έχουμε ήδη καταλήξει, ακολουθώντας διαφορετική διαδικασία, στο Παράρτημα 2 του παρόντος). Για αυτό ακριβώς, όταν υποτίθεται-αξιώνεται η ύπαρξη ενός διατομεακά ενιαίου ποσοστού κέρδους, , η θετικότητα του ‘μεταμφιέζεται’ σε αναγκαία και ικανή συνθήκη της θετικότητας του (και, άρα, των κερδών) ή, συμβολικά, εφόσον

[Θεώρημα] και { } [Αξίωση]

έπεται ότι [Θεώρημα]

όπου το , παριστά το ποσοστό κέρδους της διαδικασίας-τομέα .

Χωρίς να έχει πρώτα επισημανθεί ο ρόλος της κατά σειράς πρώτης από αυτές τις διπλές συνεπαγωγές, η δεύτερη αποδείχθηκε, μέσω διαφορετικής αλγεβρικής διαδικασίας, από τους Okishio (1955, pp. 75-78) και Morishima and Seton (1961, pp. 207-209), και ονομάσθηκε ‘Θεμελιώδες Μαρξικό Θεώρημα’ (μία πρώτη απόδειξή του εντοπίζεται, ωστόσο, στον Dmitriev, [1904] 1974), προαγάγοντας την αντίληψη ότι ‘πηγή’ των θετικών κερδών είναι η θετικότητα του (για μία αναλυτική διερεύνηση, (και) στα πλαίσια

35

35

Page 36: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

γενικότερων υποδειγμάτων, της θεμελιώδους σημασίας του καθέτως ολοκληρωμένου τομέα παραγωγής των πραγματικών μισθών για τη συνοχή και ευστάθεια της παραδοσιακής μαρξικής θεωρίας του κέρδους, βλ. Mariolis, 2006).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 5: Η Γενική και η Νέα ΠροσέγγισηΌπως έχουμε ήδη δει, η ΓΠ εκφράζεται, καταρχάς, βάσει των ακολούθων σχέσεων:

(1)

(2)

(3)

όπου η μοναδιαία αξία της εργασιακής δύναμης. Έτσι, εάν επιλέξουμε να

θέσουμε (i) (υπό τον όρο ότι ), και (ii) , τότε λαμβάνουμε,

ως ειδική περίπτωση της ΓΠ, την ακόλουθη εκδοχή της ΝΠ:

(4)

(5)

(6)

(7)

(8)

όπου είναι η υπεραξία.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε αυτές τις σχέσεις έχουν επίσης καταλήξει, μέσα από διαφορετικές, μεταξύ των, συλλογιστικές, ο Krause (1980, pp. 124-127) και o Laibman (1998a,b, 2002). Ο Laibman δεν βασίζεται, από ό,τι μπορούμε να κρίνουμε, στην έννοια της κοινωνικής, αφηρημένης εργασίας και, επομένως, η διαδικασία εξαγωγής αυτών των σχέσεων δεν δύναται να κριθεί ως επαρκώς θεμελιωμένη, ενώ, παράλληλα, αδυνατεί να

πραγματευθεί τις περιπτώσεις όπου ή υφίσταται ετερογενής εργασία

(τις οποίες και αντιπαρέρχεται). Αντιθέτως, ο Krause εκκινεί από την εν λόγω έννοια και προχωρεί σε αντιστοιχία με τη διαδικασία που παρουσιάσαμε (δηλ.

θέτει και ), αλλά όταν φθάνει στο σημείο να πραγματευθεί την

ετερογενή εργασία κατασκευάζει έναν ‘τελεστή αναγωγής’ των συγκεκριμένων εργασιών σε αφηρημένη εργασία (ibid., pp. 127-131 – βλ. και Krause 1998, p. 8), πράγμα που έρχεται σε αντίφαση με την αφετηρία της έρευνάς του και αποτελεί, επομένως, κάτι παράδοξο. Πρόκειται για μία εμφανώς εξωπραγματική αναγωγή (καίτοι φορμαλιστικά χρήσιμη – βλ. Krause, 1981, και Fujimori, 1982, pp. 111-113), η οποία, επιπλέον, δεν είναι πάντοτε

36

36

Page 37: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

οικονομικά σημαντική υπό την έννοια ότι οι κατασκευαζόμενοι ‘συντελεστές αναγωγής’ δεν είναι πάντοτε θετικοί.

ΑναφορέςAutume, A. d’ (1988) La production jointe, Revue économique, 39, pp. 325-

347.Barnett, S. (1990) Matrices. Methods and Applications, Oxford, Clarendon

Press.Bidard, C. (1991) Prix, reproduction, rareté, Paris, Dunod.Bidard, C. (1997) Pure joint production, Cambridge Journal of Economics, 21,

pp. 685-701.Bidard, C. and Ehrbar, H. G. (2007) Relative prices in the Classical theory:

facts and figures, Bulletin of Political Economy, 1, pp. 161-211.Bortkiewicz, L. v. (1906-7) Wertrechnung und preisrechnung im Marxschen

system, Archiv für Sozialwissenschaft und Sozialpolitik, 23 (1906) pp. 1-50, 25 (1907, pp. 10-51 and pp. 445-488.

Bortkiewicz, L. v. (1907) Zur berichtigung der grundlegenden theoretischen konstruktion von Marx im 3. band des ‘Kapital’, Jahrbücher für Nationalökonomie und Statistik, 34, pp. 319-335.

Bródy, A. (1970) Proportions, Prices, and Planning. A Mathematical Restate-ment of the Labour Theory of Value, Budapest, Akademiai Kiado, and Amsterdam, North-Holland Publishing Company.

Charasoff, G. v. (1910) Das System des Marxismus: Darstellung und Kritik, Berlin, H. Bondy.

Debord, G. ([1967] 1971) La Société du Spectacle, Paris, Champ Libre (ελληνικές εκδόσεις: Αθήνα, 1986, Ελεύθερος Τύπος, και Θεσσαλονίκη, 1986, Εκδοτική Θεσσαλονίκης).

Dickinson, H. D. (1963) Notes to article by L. Johansen, ‘Labour theory of value and marginal utilities’, Economics of Planning, 3, pp. 239-240.

Dmitriev, V. K. ([1904] 1974) Economic Essays on Value, Competition and Utility, (edited with an introduction by D. M. Nuti), Cambridge, Cam-bridge University Press.

Duménil, G. (1980) De la Valeur aux Prix de Production, Paris, Economica.Duménil, G. (1984) The so-called ‘transformation problem’ revisited: a brief

comment, Journal of Economic Theory, 33, pp. 340-348.Duménil, G. and Lévy, D. (1987) Value and natural prices trapped in joint pro-

duction pitfalls, Zeitschrift für Nationalökonomie, 47, pp. 15-46.Ένγκελς, Φ. (1893) Επιστολή στον Μέρινγκ, στο: Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς,

χ.χ, Διαλεχτά Έργα, τ. 2, σσ. 583-588, Αθήνα.

37

37

Page 38: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

Egidi, M. and Gilibert, G. (1984) La teoria oggetiva dei prezzi, Economia Politica, 1, pp. 43-61.

Febrero Paños, E. (2000) A re(in)statement of the labour theory of value: a comment, Cambridge Journal of Economics, 24, pp. 107-111.

Foley, D. K. (1982) The value of money, the value of labor power and the Marxian transformation problem, Review of Radical Political Economics, 14, pp. 37-47.

Foley, D. K. (1997) Recent developments in the labor theory of value, Interna-tional Working Group on Value Theory, Mini-Conference, USA 3-6 April 1997, Working Papers, pp. 38-51 (δημοσιεύθηκε στο: Review of Radical Political Economics, 2000, 32, pp. 1-39).

Fujimori, Y. (1982) Modern Analysis of Value Theory, Berlin, Springer-Verlag.Goldmann, L. (1959) Η πραγμοποίηση, στο: Goldmann, L. (1986) Διαλεκτικές

Έρευνες, σσ. 79-132, Αθήνα, Γνώση.Glick, M. and Ehrbar, H. (1987) The transformation problem: an obituary, Aus-

tralian Economic Papers, 26, pp. 294-317.Horn, R. and Johnson, C. R. (1990) Matrix Analysis, Cambridge, Cambridge

University Press.Howard, M. C. and King, J. E. (1987) Dr. Mühlpfort, Professor von

Bortkiewicz and the ‘transformation problem’, Cambridge Journal of Economics, 11, pp. 265-268.

Jappe, A. (1998) Γκυ Ντεμπόρ, Αθήνα, Ελεύθερος Τύπος.Johansen, L. (1963) Labour theory of value and marginal utilities, Economics

of Planning, 3, pp. 89-103.Ilienkov, E. V. (1983) Διαλεκτική Λογική, Αθήνα, Gutenberg.Κορς, Κ. ([1923] 1981) Μαρξισμός και Φιλοσοφία, Αθήνα, Ύψιλον.Κροπότκιν, Π. (1896) Αναρχία, στο: Π. Κροπότκιν (1977) Νόμος και Εξουσία,

Αθήνα, Διεθνής Βιβλιοθήκη.Kellner, D. (2006) Jean Baudrillard after modernity: provocations on a pro-

vocateur and challenger, International Journal of Baudrillard Studies, 3 (1), http://www.ubishops.ca/BaudrillardStudies/vol3_1/kellner.htm (ελληνική έκδοση: Η Σκέψη του Ζαν Μποντριγιάρ. Πρόκληση και Αμφισβήτηση, χ.χ., Θεσσαλονίκη, Πανοπτικόν).

Krause, U. (1980) Abstract labour in general joint systems, Metroeconomica, 32, pp. 115-135.

Krause, U. (1981) Heterogeneous labour and the fundamental Marxian theo-rem, Review of Economic Studies, 48, pp.173-178.

Krause, U. (1998) Abstract labour and money, in: H. D. Kurz and N. Salvadori (eds) The Elgar Companion to Classical Economics, vol. 1, pp. Chel-

38

38

Page 39: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

tenham, Edward Elgar.Krugman, P. and Obstfeld, M. (1994) International Economics, New York,

Harper Collins College Publishers (ελληνική έκδοση: Αθήνα, 1995, Κριτική).

Kurz, H. D. and Salvadori, N. (1995) Theory of Production. A Long-Period Analysis, Cambridge, Cambridge University Press.

Λένιν, Β. Ι. ([1893, 1937] 1986) Απ’ αφορμή το λεγόμενο πρόβλημα των αγορών, σσ. 69-122 στο Λένιν, Β.Ι., Άπαντα, Τόμος 1, Έκδοση Πέμπτη, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα.

Λούκατς, Γ. ([1922] 1975) Ιστορία και Ταξική Συνείδηση, Αθήνα, Οδυσσέας.Laibman, D. (1998a) Η θεωρία της αξίας, Ουτοπία, 28, σσ. 29-47.Laibman, D. (1998b) Recent controversies in Marxian value theory, in: H. D.

Kurz and N. Salvadori (eds) The Elgar Companion to Classical Econom-ics, vol. 2, pp. 263-269, Cheltenham, Edward Elgar.

Laibman, D. (2002) Value and the quest for the core of capitalism, Review of Radical Political Economics, 34, pp. 159-178.

Lichtenstein, P. M. (1989) Theories of value and price in contemporary Chi-nese Marxism, Atlantic Economic Journal, 17, pp. 63-70.

Μαριόλης, Θ. (1998) Σχετικά με το λεγόμενο πρόβλημα του μετασχηματισμού των αξιών σε τιμές, Political Economy. Review of Political Economy and Social Sciences, 3, σσ. 41-88.

Μαριόλης, Θ. (1999) Το ασήμαντον και το εσφαλμένον του λεγόμενου Θεμελιώδους Μαρξικού Θεωρήματος, Τετράδια Εργασίας Παντείου Πανεπιστημίου, Αριθμ. 30, Αθήνα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Παντείου Πανεπιστημίου (και Political Economy. Review of Political Economy and Social Sciences, 7 (2000), σσ. 81-126).

Μαρξ, Κ. (1976) Θέσεις για τον Φόυερμπαχ, στο: Φ. Ένγκελς, Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το Τέλος της Κλασικής Γερμανικής Φιλοσοφίας, σσ. 83-90, Αθήνα, Θεμέλιο.

Μαρξ, Κ. (1978) Το Κεφάλαιο, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή.Μαρξ, Κ. (1981) Μισθός, Τιμή, Κέρδος, Αθήνα, Θεμέλιο.Μπουχάριν, Ν. ([1921] χ.χ.) Θεωρία του Ιστορικού Υλισμού, Αθήνα,

Αναγνωστίδης.Mainwaring, L. (1975) Non-substitution and the Sraffa joint production system,

Indian Economic Journal, 23, pp. 38-46.Mariolis, T. (1999) The so-called problem of transforming values into prices,

Political Economy, 5, pp. 45-58.Mariolis, T. (2003) On the lack of correspondence between surplus value and

profit, in: A. Kalafatis, P. Livas and T. Skountzos (eds) Essays in Honour

39

39

Page 40: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

of Professor Apostolos Lazaris, vol. 1, pp. 199-218, Piraeus, University of Piraeus.

Mariolis, T. (2004a) A Sraffian approach to the Stolper-Samuelson theorem, Asian-African Journal of Economics and Econometrics, 4, pp. 1-11.

Mariolis, T. (2004b) Pure joint production and international trade: a note, Cam-bridge Journal of Economics, 28, pp. 449-456.

Mariolis, T. (2006) A critical note on Marx’s theory of profits, Asian-African Journal of Economics and Econometrics, 6, pp. 1-11.

Mariolis, T. and Tsoulfidis, L. (2009) Decomposing the changes in production prices into ‘capital-intensity’ and ‘price’ effects: theory and evidence from the Chinese economy, Contributions to Political Economy, 28, pp. 1-22.

Mavroudeas, S. (2001) The monetary equivalent of labour and certain issues re-garding money and the value of labour-power, Economie Appliquée, 54, pp. 37-74.

Meyer, C. D. (2000) Matrix Analysis and Applied Linear Algebra, Phil-adelphia, Society for Industrial and Applied Mathematics (SIAM).

Miyao, T. (1977) A generalization of Sraffa’s standard commodity and its com-plete characterization, International Economic Review, 18, pp. 151-162.

Mohun, S. (1993a) A note on Steedman’s ‘Joint production and the ‘New Solu-tion’ to the transformation problem’, Indian Economic Review, 28, pp. 241-246.

Mohun, S. (1993b) Response to Steedman’s reply, Indian Economic Review, 28, pp. 248-250

Mohun, S. (1994) A re(in)statement of the labour theory of value, Cambridge Journal of Economics, 18, pp. 391-412.

Mohun, S. (2000) New Solution or re(in)statement? A reply, Cambridge Journal of Economics, 24, 113-117.

Morishima, M. (1974) Marx in the light of modern economic theory, Econo-metrica, 42, pp. 611-632.

Morishima, M. and Seton, F. (1961) Aggregation in Leontief matrices and the labour theory of value, Econometrica, 29, pp. 203-220.

Mühlpfordt, W. (1893) Preis und Einkommen in der Privatkapitalistischen Gesellschaft, Inaugural-Dissertation zur Erlangung der Doktorwürde von der philosophischen Fakultät der Albertus Universität zu Königsberg i. Pr..

Mühlpfordt, W. (1895) Karl Marx und die durchschnittsprofitrate, Jahrbücher für Nationalökonomie und Statistik, 65, pp. 92-99.

Okishio, N. (1955) Monopoly and the rates of profit, Kobe University Eco-

40

40

Page 41: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

nomic Review, 1, pp. 71-88.Okishio, N. (1963) A mathematical note on Marxian theorems, Weltwirtschaft-

liches Archiv, 91, pp. 287-299.Okishio, N. (1972) On Marx’s production price, Keizaigaku Kenkyu, 19, pp.

38-63 (αγγλική μετάφραση: Okishio, N. (1974) Value and production-Price, Kobe University Economic Review, 20, pp. 1-19).

Pasinetti, L. (1991) Παραδόσεις Θεωρίας της Παραγωγής, Αθήνα, Κριτική.Πασουκάνις, Ε. ([1924] 1977) Μαρξισμός και Δίκαιο, Αθήνα, Οδυσσέας Perniola, M. (1991) Η Κοινωνία των Ομοιωμάτων, Αλεξάνδρεια, Αθήνα.Parys, W. (1982) The deviation of prices from labor values, The American Eco-

nomic Review, 72, pp. 1208-1212.Parys, W. (1986) Standard commodities and the transformation problem,

Economie Appliquée, 39, 181-90.Pasinetti, L. (1973) The notion of vertical integration in economic analysis,

Metroeconomica, 25, pp. 1-29.Poster, M. (1988) Introduction, in: M. Poster (ed.) Jean Baudrillard. Selected

Writings, pp. 1-9, Cambridge, Polity Press.Ρικάρντο, Ντ. (1938) Αρχαί Πολιτικής Οικονομίας και Φορολογίας, Αθήνα,

Γκοβόστης.Reati, A. (1986) La transformation des valeurs en prix non-concurrentiels, Eco-

nomie Appliquée, 39, pp. 157-179.Reuten, G. and Williams, M. (1989) Value-Form and the State, London and

New York, Routledge.Roemer, J. E. (1990) Review of Duncan K. Foley, Understanding Capital,

Journal of Economic Literature, 28, pp. 1727-1730. Rubin, I. I. ([1927] 1994) Abstract labour and value in Marx’s system, in: S.

Mohun (ed.) Debates in Value Theory, Basingstoke, MacMillanRubin, I. I. ([1928] 1972) Essays on Marx’s Theory of Value, Detroit, Black

and Red Books.Ruffin, R. (1988) The missing link: The Ricardian approach to the factor en-

dowments theory of trade, American Economic Review, 83, pp. 759-772.Saad-Filho, A. (1996) The value of money, the value of labour power and the

net product: an appraisal of the ‘New Approach’ to the transformation problem, in: A. Freeman and G. Carchedi (eds.) Marx and Non-Equilib-rium Economics, pp. 116-135, Brookfield, Edward Elgar.

Schefold, B. (1976) Relative prices as a function of the rate of profit: a math-ematical note, Journal of Economics, 36, pp. 21-48.

Schwartz, J. T. (1961) Lectures on the Mathematical Method in Analytical Eco-nomics, New York, Gordon and Breach.

41

41

Page 42: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

Seton, F. (1957) The ‘transformation problem’, The Review of Economic Stud-ies, 24, pp. 149-160.

Shaikh, A. M. and Tonak, E. A. (1994) Measuring the Wealth of Nations, Cam-bridge, Cambridge University Press.

Simonovits, A. (1978) A note on ‘Marx in the light of modern economic the-ory’ by M. Morishima, Econometrica, 46, pp. 1239-1241.

Simpson, D. (1975) General Equilibrium Analysis, Oxford, Basil Blackwell.Sinha, A. (1997) The transformation problem: a critique of the ‘New Solution’,

Review of Radical Political Economics, 29, pp. 51-58.Sotirchos, G. and Stamatis, G. (1998) A Note on Foley’s article ‘The value of

money, the value of labour power and the Marxian transformation prob-lem’, Political Economy, 3, pp. 35-40.

Sraffa, P. (1960) Production of Commodities by Means of Commodities. Pre-lude to a Critique of Economic Theory, Cambridge, Cambridge Univer-sity Press (ελλ. έκδοση (1985): Θεσσαλονίκη, Σύγχρονα Θέματα, Προλογικό Σημείωμα: Γ. Κριμπάς, Μετάφραση: Σ. Βασιλάκης).

Stamatis, G. (1998-99) On the ‘New Solution’, International Journal of Politi-cal Economy, 28, pp. 23-46.

Steedman, I. (1977) Marx after Sraffa, London, New Left Books.Steedman, I. (1980) Heterogeneous labour and ‘Classical’ theory, Metroeco-

nomica, 33, pp. 39-59.Steedman, I. (1985) Heterogeneous labour, money wages and Marx’s theory,

History of Political Economy, 17, pp. 551-574.Steedman, I. (1990) Comment (on Suzanne de Brunhoff: ‘Reflections on Marx

and Sraffa’), in: Κ. Bharadwaj and Β. Schefold (eds) Essays on Piero Sraffa, pp. 40-41, London, Unwin Hyman.

Steedman, I. (1991) The irrelevance of Marxian values, in: G. A. Caravale (ed.) Marx and Modern Economic Analysis, vol. 1, pp. 205-221, Aldershot, Ed-ward Elgar.

Steedman, I. (1992) Joint production and the ‘New Solution’ to the transforma-tion problem, Indian Economic Review, Special Number in memory of Sukhamoy Chakravarty, 27, pp. 123-127.

Steedman, I. (1993) A reaction to Simon Mohun on the ‘New Solution’, Indian Economic Review, 28, p. 247.

Steedman, I. (2008) Marx after Sraffa and the open economy, Bulletin of Politi-cal Economy, 2, pp. 165-174.

Steedman, I. and Metcalfe, J. S. (1981) On duality and basic commodities in an open Economy, Australian Economic Papers, 20, pp. 133-141.

Stoer, J. and Bulirsch, R. (1980) Introduction to Numerical Analysis, New

42

42

Page 43: ΔΟΚΙΜΙΟ_7_ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

York, Springer-Verlag.

43

43